- Μιὰ ζωὴ θυσιαστικῆς ἀγάπης - Ἡ ζωὴ καὶ οἱ διδαχὲς τοῦ π. Ἰουστίνου Πάρβου (Ε' ΜΕΡΟΣ)

Ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι

Ὁ π. Ἰουστῖνος ἀποφυλακίσθηκε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς Periprava στὶς 14 Μαΐου 1964 μετὰ ἀπὸ 16 ὁλόκληρα χρόνια κρατήσεως. Ἔφυγε ἀφήνοντας πίσω του τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του κι αὐτὸ τὸν γέμιζε θλῖψι. Πήγαινε σ᾿ ἕναν ἄγνωστο καὶ ξένο κόσμο περνώντας μπροστὰ ἀπὸ τοὺς φύλακες, οἱ ὁποῖοι ἦταν γεμᾶτοι θυμὸ καὶ μῖσος γιὰ τὴν ἀποφυλάκισί του. Εἶχε ὅμως μάθει μέσα στὴ φυλακή, ὅτι ὁ νικητὴς δὲν εἶνε αὐτὸς ποὺ νικάει ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ξέρει νὰ ὑπομένῃ.

Σωματικὰ ἐξουθενωμένος ἀλλὰ πνευματικὰ ἀναγεννημένος ὁ π. Ἰουστῖνος, φέροντας τὰ σημάδια τῶν δοκιμασιῶν ποὺ ὑπομονετικὰ βάσταξε, ἐπιθυμοῦσε νὰ γνωρίσῃ τὸν γέροντα Παΐσιο Olaru. Περίμενε δύο μέρες ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ γέροντος γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇ. Γιὰ τὰ ἑπόμενα 8 χρόνια βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγησι.

Ὁ π. Ἰουστῖνος ἐπέστρεψε στὸν τόπο τῆς νεότητός του, στὸ μοναστήρι Durău, τὸ ὁποῖο εἶχε κλείσει μὲ διάταγμα τῆς κυβερνήσεως. Ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς εἶχαν ἀνατιναχθῆ τὸ 1949 καὶ τὰ συντρίμμια τους βρίσκονταν τώρα στὸν πάτο τῆς λίμνης. Αὐτὸ τὸ θέαμα στενοχώρησε τόσο πολὺ τὸν π. Ἰουστῖνο, ποὺ ἡ καρδιά του πονοῦσε γιὰ μία ἑβδομάδα.

Μιᾶς καὶ δὲν εἶχε τόπο νὰ μείνῃ, ἐφ᾿ὅσον οἱ πρώην πολιτικοὶ κρατούμενοι δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ μείνουν σὲ μοναστήρι, ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς ἐξορίας του ἡ μητέρα του τὸν περίμενε, κι ὅταν ἐπέστρεψε δὲν τὸν ἀναγνώρισε τόσο ποὺ εἶχε ἀλλάξει. Λίγες ἡμέρες μετά, ἡ μητέρα του, ποὺ μὲ τὶς προσευχές της τὸν εἶχε στηρίξει μέσα στὴ φυλακή, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.

Ἡ Σεκιουριτὰ τὸν ἀκολουθοῦσε γιὰ 4 μῆνες μετὰ τὴν ἀποφυλάκισί του, ὅπου κι ἂν πήγαινε. Ἀκόμα, εἶχαν κρύψει μαγνητόφωνο μέσα στὸ σπίτι του. Ἕνα βράδυ ὁ π. Ἰουστῖνος μέσα στὴν ἀπελπισία του γι᾿ αὐτὴ τὴ στενὴ παρακολούθησι, τοὺς εἶπε μὲ θάρρος· «Ἀφῆστε μὲ ἥσυχο! Κοιτάξτε τὴ δουλειά σας. Ἂν ἔχετε κάποιο νέο ἔνταλμα συλλήψεως, συλλάβετέ με. Ἂν ὄχι, ἀφῆστε με ἥσυχο γιατὶ αὐτὸ ποὺ κάνετε εἶνε ἀπαράδεκτο». Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸἐπεισόδιο τὸν ἄφησαν, δὲν τὸν ξαναενώχλησαν φανερά.

Κατακουρασμένος ἀπὸ ὅσα εἶχε περάσει, ποθοῦσε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴ μοναχική του ζωή. Ἔπρεπε ὅμως νὰ περιμένῃ δύο χρόνια γι᾽ αὐτό. Στὸ μεταξύ, δούλευε ὡς ἐργάτης τὰ Σαββατοκύριακα στὸ μοναστήρι Secu, κάτι τὸ ὁποῖο τὸν βοήθησε, γιατὶ ἦταν μέσα σὲ μοναστήρι καὶ μποροῦσε νὰ συμμετέχῃ στὶς θεῖες λειτουργίες.

Ἐπιστροφὴ στὴ μοναχικὴ ζωὴ Φτάσαμε στὸ 1966. Ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Secu παρατήρησε τὴν ὑπακοή, τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα καὶ τὴ μελῳδικὴ φωνὴ τοῦ π. Ἰουστίνου καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸ μητροπολίτη νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ γυρίσῃ στὰ μοναχικὰ καὶ ἱερατικά του καθήκοντα. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ π. Ζαχαρία Cyprian καὶ τὴν ἄδεια τοῦ πράκτορα τῶν Σεκιουριτᾶ, ὁ π. Ἰουστῖνος προσχώρησε στὴν ἀδελφότητα τοῦ Secu. Γιὰ 8 χρόνια εἶχε τὸ διακόνημα νὰ περιποιῆται τὶς κυψέλες καὶ νὰ ψήνῃ ψωμί – ἕνα δύσκολο διακόνημα μιᾶς κι ὅλα γίνονταν μὲ τὰ χέρια. Οἱ Σεκιουριτὰ συνέχιζαν νὰ κλείνουν μοναστήρια, νὰ ἐπιβλέπουν τὰ πάντα, ἔτσι ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μπορῇ νὰ μιλήσῃ ἐλεύθερα. Κάθε κίνησι, κάθε λέξι, ὅλα ἦταν ὑπὸ παρακολούθησι· μόνο οἱ σκέψεις παρέμεναν ἀνεξέλεγκτες. Τὸ 1974 ὁ π. Ἰουστῖνος ἐξαναγκάστηκε νὰ μεταφερθῇ στὸ μοναστήρι Bistritᾳ. Τὸ 1976 παίρνει ἄδεια νὰ ἐκπληρώσῃ ἕνα παιδικό του ὄνειρο· νὰ ἐπισκεφθῇ τὸἍγιον Ὄρος, ὅπου καὶ ἔμεινε γιὰ δύο μῆνες. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπισκέψεώς του ὁ π. Ἰουστῖνος νοστάλγησε τὴν πατρίδα του, ἂν καὶ ἤξερε ὅτι οἱ ἀρχὲς θὰ συνέχιζαν νὰ τὸν κατασκοπεύουν. Ὅσο καιρὸ ἔλειπε στὸ Ἅγιον Ὄρος συνέχισαν τὴν κατασκοπία, γιατὶ εἶχαν βάλει κρυφὰ ἕνα μικροσκοπικὸ μικρόφωνο στὸ παλτό του. Παρ᾽ὅλα αὐτὰ ἐκεῖνος ἤθελε νὰ γυρίσῃ πίσω στὸν τόπο ποὺ τὸν κατεδίωκαν καὶ τὸν παρακολουθοῦσαν.

Μὲ τὸ ποὺ ἐπέστρεψε στὸ Βουκουρέστι, παρέμεινε στὰ γραφεῖα τῆς κυβερνήσεως δύο μέρες γιὰ ἀνάκρισι καὶ μετὰ στάλθηκε πίσω στὸ Bistritᾳ μοναστήρι, ὅπου καὶ ἔμεινε μέχρι τὴν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ τὸ 1989. Ἐκεῖ ὁ π. Ἰουστῖνος ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὴν καθοδήγησι τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν δοῦν. Ὑπομονετικὰ βοηθοῦσε τοὺς πάντες, ἀκόμα κι ὅσους ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Σεκιουριτὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν κρυφά, νὰ βαπτισθοῦν κρυφά, νὰ παντρευτοῦν ἢ νὰ κοινωνήσουν κρυφά. Ἔγινε γνωστὸς σ᾿ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο ὡς ὁ καλὸς ποιμένας τῶν ψυχῶν καὶ ὁ διδάσκαλος· ἕνας ἄνθρωπος θυσίας. Ἔλεγε ὁ ἴδιος· Ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαπᾷς, τόσο περισσότερο θυσιάζεις τὸν ἑαυτό σου.

Ἐπειδὴ εἶχε ὑποφέρει πολὺ στὴ ζωή του, ἔβαζε τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς θλίψεις τῶν ἀνθρώπων πάνω ἀπὸ τὴ δική του ἄνεσι, μόνωσι, μοναχικὸ κανόνα καὶ λειτουργικὴ ζωή. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς βοηθήσῃ ὅλους, ἐνσταλάζοντας στὶς ψυχές τους τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χαρά.

Ἡ ἐμπειρία του ὡς πνευματικοῦ πατέρα εἶχε τέτοια ἐπίδρασι μέσα του, ποὺ ἔλεγε· Πρέπει ν᾿ἀγαπᾷς καὶ νὰ καταλαβαίνῃς κάποιον, νὰ εἶσαι ἐκεῖ δίπλα του ὅταν θλίβεται, νὰ μοιράζεσαι τὸν πόνο του. Ὅταν τελειώνω τὴ θεία λειτουργία, δὲν πηγαίνω νὰ φάω ἢ νὰ κλειστῶ στὸ κελλί μου, ἀλλὰ πάω νὰ χαιρετίσω τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι πρέπει νὰ ξεκινήσουμε, μὲ θυσία. Συνέχιζε λέγοντας· Ἐὰν νοιάζεσαι γιὰ τὶς θλίψεις τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ στὸ μοναστήρι σου ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας πνευματικὸς πατέρας πρέπει νά ᾿νε ἄγρυπνος, νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὸν ἀόρατο πόλεμο καὶ νὰ μὴν καταλαμβάνεται ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν ταραχὴ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν.

Ὁ π. Γεώργιος Calciu, μιλώντας γιὰ τὸν π. Ἰουστῖνο ὡς πνευματικὸ πατέρα, ἔλεγε ὅτι εἶνε ἕνας χαρισματικὸς πνευματικός, ποὺ κάνει τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λάμπουν μετὰ τὴν ἐξομολόγησι. Τὰ ἀνακουφίζει ἀπὸ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τὰ καθοδηγεῖ χωρὶς νὰ καταπιέζῃ ἢ νὰ ἐπεμβαίνῃ στὴ σκέψι τους. Δὲν εἶνε τόσο ὁ λόγος του ὅσο τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ποὺ κατοικεῖ μέσα του, κι αὐτὸ εἶνε ἀπόρροια τῆς ὑπομονῆς ποὺ ἔκανε στὶς φυλακές, τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε, ἀλλὰ καὶ τῆς ἔμπονης προσευχῆς του.

Μοναστήρι Petru Vodă

Τὸ 1991 ὁ π. Ἰουστῖνος ἐπιστρέφει στὴν Petru Vodă, τὴν πόλι ποὺ γεννήθηκε, μαζὶ μὲ δύο μοναχούς, τὸν π. Ἰγνάτιο καὶ τὸν π. Καλλίνικο, καὶ ἱδρύει ἕνα νέο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο τὸ ἀφιερώνει στοὺς ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Ἤθελε νὰ χτίσῃ ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο σ᾿ ὅσους εἶχαν ἐπιζήσει στὴν περιοχή. Ἂν καὶ ἀρχικὰ ἤθελε νὰ χτίσῃ μία σκήτη, τελικὰ στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1991 ἄρχισε ἡ κατασκευὴ τοῦ καθολικοῦ τοῦ μοναστηριοῦ. Ἡ θεία Πρόνοια ἐπέτρεψε, ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ νὰ ξεκινήσῃ ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἡμερομηνία ποὺ εἶχε συλληφθῆ καὶ ἀποφυλακισθῆ, 14 Μαΐου!

Ὅλα τὰ μοναστήρια, οἱ σκῆτες καὶ οἱ ἐκκλησίες, ποὺ ἔκτισε ὁ π. Ἰουστῖνος, ἔγιναν σὲ πολὺ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ συμπαράστασι ἀκόμη καὶ μικρῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκονομικὴ συνεισφορὰ πνευματικῶν του παιδιῶν, τόσο ἀπὸ τὴ Ῥουμανία ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ Διασπορά. Τὸ 1992 ὅλα τὰ μοναστήρια του ἄρχισαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ πνευματικά του παιδιὰ γνώριζαν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία τὴν ἀγάπη, τὸ θυσιαστικὸ πνεῦμα, τὴν κατανόησι καὶ τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιὰ ὅλους. 14 μὲ 18 ὧρες ἡμερησίως τὶς δαπανοῦσε γιὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τὸν καθένα ξεχωριστά, νὰ τὸν ἀκούῃ, νὰ τοῦ γιατρεύῃ τὶς πληγές, νὰ τὸν καθοδηγῇ καὶ νὰ τὸν ἐμπνέῃ στὸν πνευματικό του ἀγῶνα. Ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης θυσίας. Δὲν ἔλεγε ἁπλῶς θεωρίες· ἦταν κοντὰ στὸν καθένα στὶς θλίψεις του. Ἤθελε ὁ π. Ἰουστῖνος νὰ ὁδηγήσῃ τὸν καθένα στὴν κάθαρσι καὶ στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του μέσῳ τῆς μετανοίας. Ὁ ἴδιος συνέχιζε νὰ ζῇ ἀσκητικά, νὰ τρώῃ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα –ἀργὰ τὸ βράδυ–, νὰ κοιμᾶται μόνο δύο μὲ τρεῖς ὧρες ἡμερησίως, νὰ τελῇ συχνὰ τὴ θ. λειτουργία, καὶ νὰ διαβάζῃ τοὺς Πατέρες κι ὅ,τι ἄλλο ὠφέλιμο.

Κήρυττε μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς του ἐνάντια στὸν οἰκουμενισμό, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε —ὅπως κι ἄλλοι πατέρες τῆς ἐποχῆς του— ὡς τὴν πιὸ φοβερὴ αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας. Πάντα ὑπεράσπιζε τὴν ἀλήθεια λέγοντας ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι τῶν ἀνθρώπων. Ὑποστήριξε τὴν ἁγιοκατάταξι πολλῶν Ῥουμάνων φυλακισμένων, πιστεύοντας ὅτι εἶνε σημαντικὸ ἡ Ἐκκλησία νὰ θεσπίσῃ μιὰ ἡμέρα μνήμης ὅλων αὐτῶν τῶν μαρτύρων.

Ἡ ζωὴ τοῦ π. Ἰουστίνου ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχοντας πάντοτε μπροστά του ὡς παράδειγμα τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παίρνοντας πάνω του ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων θυσιάστηκε γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσῃ.

Μὲ τὸ παράδειγμά του ὁ π. Ἰουστῖνος ἐνέπνευσε πολλοὺς ν᾽ἀκολουθήσουν τὰ βήματά του. Ἔτσι τὸ μοναστήρι τῶν Ἀρχαγγέλων ἔγινε ὁ τόπος ποὺ συνεχιζόταν ἡ Ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ ἡ παράδοσι τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος ποὺ ἀκουγόταν ἡ ἀλήθεια τῆς Ῥουμανικῆς ἱστορίας.

Κάποιες συμβουλὲς τοῦ π. Ἰουστίνου ἦταν οἱ ἑξῆς.

Ὅταν βλέπουμε τὸν ἀδελφό μας νὰ κάνῃ κάποια ἁμαρτία, δὲν πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ τοῦ «πετάξουμε τὴν πέτρα», ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὴν ἴδια ἁμαρτία, καὶ ἔτσι ἀναπαύεις τὸν ἀδελφό σου. Αὐτὴ ἡ ἐργασία εἶνε πολὺ εὐάρεστη στὸ Θεό. Μιὰ πνευματικὴ κατάστασι σὲ διευκολύνει νὰ δῇς μέσα σου τὴν πτῶσι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος· δηλαδὴ ὁ καθένας φταίει γιὰ ὅλους καὶ ὅλοι φταῖνε γιὰ τὸν καθένα. Αὐτὸ βοηθάει πολὺ τὸν ἀδελφό σου. Στὸ κάτω - κάτω αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια.

Εἶνε πολὺ σημαντικὸ νὰ ξέρουμε πῶς νὰ προσευχώμαστε. Πολλὲς φορὲς κ᾽ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ ἔχουμε τὴν ἐντύπωσι ὅτι προσευχόμαστε, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ περίπτωσι νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνουμε μόνο ἀπὸ καθῆκον. Πρέπει νὰ ἐπιμένουμε στὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία. Ὅταν δὲν ζοῦμε αὐτὰ ποὺ λέμε στὴν προσευχή, αὐτὲς οἱ προσευχὲς εἶνε μάταιες. Πρέπει νὰ στραφοῦμε μέσα στὴν καρδιά μας, γιατὶ ἐκεῖ ἐμφωλεύουν ὅλα τὰ πάθη μας. Μέχρι τώρα μπορούσαμε νὰ ξεπερνᾶμε τὶς καθημερινές μας δυσκολίες κάνοντας κάποια ἐπιφανειακὰ θρησκευτικὰ καθήκοντα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ εἶνε ἀρκετὸ γιὰ τοὺς καιροὺς ποὺ ἔρχονται. Ἂν δὲν ἔχουμε συντετριμμένη καρδιά, δὲν θὰ μποροῦμε νὰ ἀντέξουμε στὰ ψυχολογικὰ βασανιστήρια.

Θὰ ἔρθῃ ἐποχὴ ποὺ μόνο αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πεῖρα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θὰ μπορέσουν νὰ διακρίνουν τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Θὰ γίνουν φοβερὲς προδοσίες. Γι᾽ αὐτὸ προσευχηθῆτε, προσευχηθῆτε, γιὰ νὰ μὴν πέσετε στὴν παγίδα τῆς προδοσίας.

Ἡ εὐχὴ παραμένει τὸ προπύργιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ. Δὲν εἶνε ὑποχρέωσι μόνο τῶν μοναχῶν ἀλλὰ ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὴ σὲ βοηθάει νὰ στραφῇς μέσα σου καὶ νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρις θὰ ἔρθῃ ἀνάλογα μὲ τὸν κόπο ποὺ θὰ βάλουμε.

Ἀργότερα ἄρχισε νὰ δέχεται στὸ μοναστήρι ἀνθρώπους μὲ σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ἤξερε ὅτι αὐτὸ θὰ ἐμπόδιζε τὴν εἰρήνη τῆς μονῆς, ἀλλὰ τὸ ἀνέλαβαν ὡς ἄσκησι ὑπομονῆς γιὰ τὴν ἀδελφότητα. Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς θεραπεύτηκαν διὰ μέσου τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ 1999 ἱδρύει τὴν γυναικεία μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Paltin, ἡ ὁποία ἀπέκτησε γηροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, ἐργαστήριο γιὰ φυσικὰ θεραπευτικὰ φάρμακα, νοσοκομεῖο, ἐκδοτικὸ οἶκο. Εἶνε τώρα ἡ μεγαλύτερη μονὴ τῆς Ῥουμανίας μὲ 150 μοναχές.

[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Orthodox Word,

τ. 292/Σεπτ.-Ὀκτ. 2013,

μετάφρασις ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Γ' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Δ' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ