- Ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξις τοῦ ἀνθρώπου
(†) μοναχοῦ Κωνσταντίνου (Καβαρνοῦ), καθηγητοῦ πανεπιστημίου
Β'
Eἴπαμε ὅτι ἡ ἐκλογὴ πρέπει νὰ εἶνε ἐλευθέρα. Αὐτὸ εἶνε βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ἡ ἀνοδικὴ πορεία ἀρχίζει μὲ τὴν πρᾶξι τῆς ἐλευθέρας ἐκλογῆς (προαιρέσεως) τοῦ ἀνωτέρου ἀγαθοῦ. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ψυχὴ προικισμένη μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ λόγου (νοῦ) καὶ τῆς ἐλευθερίας (αὐτεξουσίου). Τέτοιες δυνάμεις δὲν ἔχει κανένα ἄλλο δημιούργημα πάνω στὴ γῆ. Χρησιμοποιώντας αὐτὲς τὶς δυνάμεις, φωτιζόμενες ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξο πίστι, κάνει κάποιος τὴν ἐκλογή, χωρὶς νὰ ἐξαναγκασθῇ ἀπὸ κανένα, οὔτε κι ἀπ᾽ τὸ Θεὸ ἀκόμη. Ἐπειδὴ τὸ αὐτεξούσιο δίνει μεγάλη τιμὴ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν κάνει ἔτσι «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ», ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς φυλάει ἄθικτη τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ὅπως δείχνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24).
Ἡ ἀρχικὴ ἀποφασιστικὴ ἐκλογὴ εἶνε ἡ πιὸ σπουδαία στὴ ζωὴ ἑνὸς προσώπου. Ὁ Χριστὸς τὴν χαρακτηρίζει ὡς «στενὴ πύλη» καὶ λέει· «Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν» (Λουκ. 13,24). Θὰ δυσκολευτοῦν νὰ εἰσέλθουν, γιατὶ θὰ αἰχμαλωτισθοῦν ἀπὸ τὴν προσκόλλησι στὸν πλοῦτο, τὴ δόξα καὶ τὶς ἡδονές. Ἡ πύλη λέγεται «στενή», γιατὶ ἀποκλείει ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν ν᾽ ἀπαρνηθοῦν φροντίδες, φιλοδοξίες καὶ ἀπολαύσεις· αὐτοὶ προτιμοῦν νὰ περάσουν ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ εἶνε «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν» (Ματθ. 7,13).
Ἀμέσως μόλις ὁ Χριστιανὸς διαλέξῃ μὲ σταθερὴ ἀπόφασι τὸ δρόμο γιὰ πνευματικὴ ἄνοδο, μπροστά του ἀνοίγεται ὁ πνευματικὸς δρόμος ποὺ ἀπαιτεῖ ἀδιάκοπο ἀγῶνα. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶνε ἐσωτερικός, ἐντελῶς διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ «Ἀγῶνα γιὰ τὴν Ὕπαρξι» ποὺ ἔλεγε ὁ Δαρβῖνος. Εἶνε ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρσιν ἀπ᾽ ὅλες τὶς κακίες, ὅλους τοὺς πονηροὺς καὶ ματαίους λογισμούς, ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ τὰ πάθη· εἶνε ἐπίσης ἀγώνας γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν καὶ γιὰ τὴν ὁμοίωσιν μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἕνωσι μαζί του. Αὐτὴ ἡ ἕνωσις ὀνομάζεται θέωσις.
4. Ἀπαραίτητη ἡ συνεχὴς προσπάθεια
Σὲ ἕνα καρποφόρο πνευματικὸ ἀγῶνα ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀγωνίζεται χωρὶς βοήθεια, μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις τοῦ νοῦ καὶ τῆς θελήσεως. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος παρατηρεῖ· «Ἔχουμε τὴ συνεργία τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, ποὺ μᾶς βοηθοῦν στὴν προσπάθεια ν᾽ ἀποκτήσουμε τὶς ἀρετές» (Κλῖμαξ, Ἀθῆναι 1979, σ. 139).
Ἐν τούτοις ὁ δρόμος τῆς ἀνόδου εἶνε δύσκολος καὶ ἀπαιτεῖ συνεχῆ προθυμία καὶ προσπάθεια. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέει «Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» καὶ «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. 7,14· 16,24).
Ὁ ἀπ. Παῦλος, ποὺ πέρασε ὅλον αὐτὸ δρόμο ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος του, ἀπὸ τὴ μεταστροφή του ἔξω ἀπ᾽ τὴ Δαμασκὸ μέχρι τὴ θανάτωσί του, παραβάλλει αὐτὴ τὴν προσπάθεια μὲ ἕναν ἀθλητικὸ διαγωνισμὸ καὶ λέει· «Οὐκ οἴδατε (δὲν ξέρετε), ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; Οὕτω τρέχετε, ἵνα καταλάβητε (γιὰ νὰ κατακτήσετε τὸ βραβεῖο). Πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται (κάνει ἐγκράτεια σὲ ὅλα), ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον. Ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως (ὄχι χωρὶς νὰ ξέρω γιατί ἀγωνίζομαι), οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων (πυγμαχῶ, δὲν δίνω γροθιὲς στὸν ἀέρα), ἀλλ᾽ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ (ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ ὑποτάσσω σὰν δοῦλο), μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (ἀποδοκιμασθῶ)» (Α΄ Κορ. 9,24-27).
Κι ὅταν γράφει στὸν συνεργάτη του Τιμόθεο τὸν παροτρύνει ὡς ἑξῆς. «Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε (δηλαδὴ ὑπερηφάνεια, φθόνο, ἔριδα, βλασφημίες, παραδιατριβές, ἀνόητες καὶ βλαβερὲς ἐπιθυμίες, φιλαργυρία), δίωκε δὲ (ἐπιδίωκε) δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα. Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς (καταπιάσου γερὰ μὲ τὴν αἰώνιο ζωή), εἰς ἣν ἐκλήθης» (Α΄ Τιμ. 6,4-5,9-12).
Καὶ πάλι στὸν Τιμόθεο γράφει· «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα. Λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής» (Β΄Τιμ. 4,7-8).
Τέλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του προτρέπει· «Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς… ἀποθέμενοι τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾽ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. 12,1-2).
Ὁ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ ἦταν ἕνας εὐσεβὴς καὶ συγκροτημένος ὀρθόδοξος Χριστιανός, θεωροῦσε τὸν καλὸ χαρακτῆρα, τὸ χρηστὸ ἦθος, σὰν μιὰ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς συνειδητῆς προσπαθείας, αὐτοπειθαρχίας καὶ ἐργασίας ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. «Τὸ νὰ γίνῃ κάποιος ἀμέσως ἕνας ἄνθρωπος (μία ὀντότης δηλαδὴ μὲ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις ἀνεπτυγμένες σὲ ὑψηλὸ βαθμό) εἶνε ἀδύνατον. Γιὰ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος κάποιος, χρειάζεται νὰ διαπλάσῃ τὸν ἑαυτό του σὲ ἄνθρωπο. Ἐδῶ ἀπαιτεῖται ἄσκησις· ἀλλὰ τοῦτο εἶνε ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀμείλικτη αὐτοπειθαρχία ποὺ ἀπορρίπτουν οἱ σύγχρονοί μας διανοούμενοι. Χρειάζεται ἀμείλικτη αὐτοπειθαρχία καὶ ἀκατάπαυστη ἐργασία ἐπάνω στὸν ἑαυτό του…» (βλ. μονογραφία Κων. Καβαρνοῦ, Dostoievsky’s Philosophy of Man, Belmont, MA, 1998, p. 10).
Ἡ αὐτοπειθαρχία εἶνε ἐπίπονη, εἶνε ἕνα εἶδος ταλαιπωρίας. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ποθεῖ τὴν πνευματική του ἄνοδο πρέπει ν᾽ ἀποδεχθῇ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία. Ὁ Ντοστογιέφσκυ τὴν θεωροῦσε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξι ἑνὸς ἀνθρώπου. Πίστευε ἐπίσης, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὑπομένῃ καρτερικὰ καὶ τὶς ὀδυνηρὲς σωματικὲς καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες ποὺ προξενεῖ ἡ καθημερινὴ ζωή, γιατὶ εἶνε βασικὲς γιὰ τὴν ἐσωτερική του κάθαρσι καὶ ἀνάπτυξι.
Ἡ προσπάθεια στὴν ὁδὸ τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως συνίσταται στὸ νὰ ἀντιστέκεται κανεὶς στὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κακίες του, τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες του, τὶς ἁμαρτωλὲς σκέψεις, φαντασίες καὶ συγκινήσεις του, καὶ στὸν ἀγῶνα νὰ τὰ ξερριζώσῃ· συνίσταται ἀκόμη στὸ νὰ προσπαθῇ ν᾽ ἀποκτήσῃ τὶς ἀρετές, ἀνώτερους λογισμοὺς καὶ ἀνώτερα αἰσθήματα.
Ἐπὶ πλέον συνίσταται στὴν πάλη μὲ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ποὺ ζητοῦν ν᾽ ἀνακόψουν τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο σχετικὸ χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, ποὺ μιλάει γιὰ πνευματικὴ πάλη· «Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας» (Ἐφ. 6,11-12).
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης στὸ ἔργο του Περὶ τελειότητος τονίζει ὅτι, γιὰ νὰ βαδίσῃ κανεὶς μὲ ἐπιτυχία τὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς ἀνόδου, χρειάζεται ἕναν αὐθεντικὸ καὶ παραδειγματικὸ διδάσκαλο. Καὶ προβάλλει ὡς τέλειο διδάσκαλο τὸν Ἰησοῦ καὶ κατόπιν τὸν ἀπ. Παῦλο.
(συνεχίζεται)
[μεταγλώττισις – προσαρμογή· «Χρ. Σπίθα»]