Νὰ βροῦμε τὸ χαμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο!

«Ἐπιπονώτερον πάντων ἐστὶ τὸ ἄρχειν ψυχῶν»

Σεβασμιώτατε, σεβαστέ μας π. Θεόκλητε,

– ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς λέω ἔτσι, γιατὶ σᾶς ἔχω γνωρίσει ἀπὸ μικρὸ παιδί.

Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1971 ὁ μακαριστὸς Γέροντας π. Αὐγουστῖνος παρέδιδε τὰ κελλιὰ τοῦ οἰκήματος αὐτοῦ στὰ μέλη τῆς ἀδελφότητος ποὺ εἶχε ἱδρύσει ἀπὸ τὸ 1940. Καὶ γιὰ τὴν ἱστορία καὶ εἰς

μνημόσυνον λέω ὅτι τὸ οἰκόπεδο αὐτὸ ἀγοράσθηκε μὲ τὸ ἐφάπαξ τῆς συντάξεως ποὺ πῆρε ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα του πνευματικὰ παιδιὰ στὴ Φλώρινα, ἡ μακαριστὴ Πολεμίδα ῾Ρεσναλῆ, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες δύο κατὰ σάρκα ἀδελφές της, τὴν Εὐαγγελία καὶ τὴν ἐπίσης μακαριστὴ Δωροθέα, ἀφανεῖς εὐεργέτες καὶ ὑποστηρικτές, ἦταν ἡ εὐλογημένη τριὰς τῶν κτιτόρων τῆς ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος ἀλλὰ καὶ τῆς ἱερᾶς μονῆς στὴν συνέχεια. Ὅταν λοιπὸν παρέδιδε τὰ κελλιὰ ὁ Γέροντας, βλέποντάς με, ἕνα μικρὸ κοριτσάκι 13 περίπου χρόνων ἀνάμεσα στὶς ἀδελφές, μοῦ εἶπε· «Τί γυρεύεις ἐσὺ ἐδῶ; Ἐδῶ μόνο τρελλοὶ κάθονται». Σήμερα, 40 χρόνια μετά, ἐσεῖς Σεβασμιώτατε ἐπισφραγίζετε καὶ ἐπευλογεῖτε ἐκείνη τὴν ἴδια «τρέλλα» ποὺ εἶχε φυτέψει στὴν ψυχὴ τοῦ 13χρονου κοριτσιοῦ ὁ Γέροντάς σας. Ξέρετε πολὺ καλὰ ἐσεῖς, ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία, πῶς ἐκεῖνος πυρπολοῦσε τὶς καρδιὲς καὶ φύτευε τὶς ῥιζοσπαστικὲς ἀποφάσεις. Καὶ τότε καὶ σήμερα, γιὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ κανεὶς τὸ Χριστό, χρειάζεται λίγη σαλότητα, λίγη τρέλλα, κι ἀκόμη πιὸ μεγάλη γιὰ νὰ διαλέξῃς τὸ μοναχικὸ βίο, καὶ ἴσως κάτι περισσότερο γιὰ νὰ δεχθῇς νὰ σηκώσῃς τὸν σταυρὸ τῆς ἡγουμενίας. Ὅταν τὸ πᾶν γύρω διαλύεται ἁλματωδῶς καὶ τὸ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀλλοιωθῆ παντελῶς, στὴ μοναχικὴ παλαίστρα ἀγωνιζόμαστε μὲ κόπους, ἱδρῶτες καὶ δάκρυα, νύχτα τὴ νύχτα, μέρα τὴ μέρα, λεπτὸ τὸ λεπτό, νὰ βροῦμε τὸ χαμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, νὰ ἑνώσουμε τὴ διχασμένη προσωπικότητα στὸ Χριστό, νὰ δέσουμε τὰ τραύματα, νὰ θεραπεύσουμε τὴν ἄρρωστη ψυχή, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη.

Πρὶν 15 χρόνια περίπου, καθὼς προσπαθούσαμε νὰ ξεκινήσουμε τὴ μοναχική μας ζωή, δὲν γνωρίζαμε, δὲν μπορούσαμε κἂν νὰ ὑποπτευθοῦμε, τὸ μέγα μυστήριο τῆς μοναχικῆς βιοτῆς, τὸ μέγα μυστήριο τῆς ὑπακοῆς, τῆς σταυροαναστάσιμης χαρᾶς – γιατὶ γιὰ μυστήριο πρόκειται ποὺ σοῦ ἀποκαλύπτεται ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ κάθε μέρα.

Χρωστᾶμε αἰώνια εὐγνωμοσύνη στὸν πολυσέβαστο γέροντα πατέρα Ἱερόθεο γιὰ τοὺς ἀμέτρητους κόπους, τοὺς σωματικοὺς καὶ πνευματικούς, γιὰ τὰ δάκρυα καὶ τὶς προσευχές του, γιὰ τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία του στὶς ἀτέλειωτες πτώσεις καὶ ἀδυναμίες μας, γιὰ τὸ κουράγιο καὶ τὴν ἀπτόητη αἰσιοδοξία του στὰ δύσκολα καὶ ὀδυνηρὰ σκαμπανεβάσματά μας. Ὑπῆρξε ἀληθινὸς κυματοθραύστης, καὶ πρὸ παντὸς ὑπόδειγμα ὑποτακτικοῦ ζωντανὸ καὶ χωρὶς λόγια γιὰ μᾶς. Μνησθείη Κύριος τῶν κόπων του γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν προκοπήν μας.

Αὐτὴν τὴν ἱερὴ ὥρα, Σεβασμιώτατε, ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία ὅλα τὰ ἐξαγιάζει, εὐλογεῖ τὴν ὑπέρτατη αὐτὴ διακονία, τὴν ἐπιπονώτερη ἀπὸ ὅλες, τὴ διακονία τῶν ψυχῶν. Ἔτσι τὴν ὀνομάζει ἡ ἁγία Μακρίνα· «ἐπιπονώτερον πάντων ἐστὶ τὸ ἄρχειν ψυχῶν».

Ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἀπέθεσε τότε αὐτὴ τὴ διακονία στοὺς ὤμους μου σταδιακὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω· γιατὶ οὐσιαστικὰ ἦταν ἐκεῖνος μπροστὰ γιὰ ὅλα καὶ ἡ εὐλογία του κάλυπτε τὶς ἀτέλειές μου, ἐγὼ ἁπλᾶ ἔκανα τὴν ὑπακοή μου «ἐν λευκῷ» ὅπως μοῦ εἶπε κάποια στιγμή. Αὐτὸς ὁ λογισμὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἀναπαύει τὴν ψυχή μου αὐτὴ τὴν ὥρα γιὰ τὴν ἀνάληψι αὐτῆς τῆς διακονίας. Νὰ διακονήσω, νὰ ὑπηρετήσω τὶς ψυχές, ἰδιαιτέρως τῶν ἀγαπημένων μου ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖες μοῦ ἔδειξαν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη τους, ὥστε ὅλες μαζὶ νὰ συνεχίσουμε τὴν σταυροαναστάσιμη πορεία τῶν μοναχῶν μέχρι τέλους, ὅπως εἴπαμε («εἰ καὶ τελειώσεις») στὴν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς.

Καθὼς κοιτάζω πίσω, τώρα μπορῶ νὰ δῶ ὅτι ὅλα τὰ τακτοποίησε ἡ παντοδύναμη θεία πρόνοια, ἡ παναγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως Αὐτὸς ἠθέλησε καὶ ὄχι ὅπως ἐμεῖς προγραμματίζαμε. «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» (῾Ρωμ. ια΄ 34). Εὐγνωμονῶ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νιώθω συντριβὴ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ δῶρα Του, γιὰ τὰ ἀνεξιχνίαστα σχέδιά Του στὴν ζωή μου, ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τῶν 4 μηνῶν κατὰ τὴν ὁποία τὸ ζωοποιὸ θέλημά Του μεταφύτευσε τὴ μικρή μου ζωὴ ἀπὸ τὴν σαρκικὴ οἰκογένεια στὴν πνευματική.

Ἀμέτρητες φορὲς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ὑπῆρξα ἀχάριστη, μίζερη καὶ ἐμπαθής, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ ζητῶ συγγνώμη γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὸ γέροντά μου πατέρα Ἱερόθεο —ποὺ βαστάζει τὴν ψυχή μου ἀπὸ τῆς ἡλικίας τῶν 10 ἐτῶν— ἀπὸ ὅλες τὶς ἀδελφές μου στὸ κοινὸν κναφεῖον τοῦ κοινοβίου τόσα χρόνια, καὶ ἀπ᾿ ὅλες τὶς ψυχές, γιὰ ὅσα ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ ἐσκανδάλισα ἢ μ᾿ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐλύπησα.

Ἄφησα τελευταῖο τὸ μεγάλο κοινὸ Γέροντά μας, στὸν ὁποῖο μετὰ Θεὸν χρεωστῶ τὰ πάντα.

Πιστεύω ὅτι βρίσκεται ἀνάμεσά μας καὶ γνωρίζει πόσο μᾶς πονᾷ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν φθάσαμε στὴν κορυφὴ ποὺ αὐτὸς ὡραματιζόταν γιὰ τὴν κάθε ψυχή – «σᾶς βλέπω σὰν μελλοντικὲς ἅγιες», ἔλεγε. Ὁ στόχος εἶναι πάντα μπροστά μας, πιὸ προκλητικὸς μετὰ τὴν ἁγία κοίμησί του, καὶ μὲ τὶς ἅγιες εὐχές του μακάρι νὰ ξεπεράσουμε τὴ φυγοπονία μας, τὶς ῥαθυμότοκες ἀνόητες μέριμνες, καὶ μὲ ἁγία βία νὰ πορευθοῦμε τὸ δρόμο ποὺ αὐτὸς βάδισε, τὸ δρόμο τῶν Πατέρων. Γιατὶ μᾶς χόρτασε πατερικὸ λόγο καὶ μᾶς ἔκανε νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ μελετήσουμε τοὺς ἁγίους Πατέρες. Μᾶς ἔμαθε τὴν καρδιακὴ λειτουργικὴ ζωή, μ᾿ ἐκεῖνες τὶς συγκλονιστικὲς θεῖες λειτουργίες. Βιώσαμε κοντά του ὁλοζώντανη τὴ μετάνοια καὶ τὴ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό.

Γνωρίσαμε κοντά του τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο καὶ τὴν πλήρη ἀποταγὴ τῶν πάντων. Εἴδαμε στὴν πρᾶξι τὴν τέλεια ἀκτημοσύνη, τὴ μοναχικὴ ἀκρίβεια καὶ ἐγκράτεια· στὴν ἐνδυμασία, στὴν τροφή, στὸν ὕπνο, στὸ μετρημένο λόγο, στὴν πλήρη ἀξιοποίησι τοῦ χρόνου, στὴ ζωὴ τοῦ κελλιοῦ του, ὅπου μετὰ τὸ Ναὸ καὶ τὸ Γραφεῖο του ἦταν ὅλος ὁ κόσμος του, ὁ κόσμος τῶν βιβλίων καὶ τῶν ἁγίων. Μᾶς ἔδειξε τὸ δρόμο γιὰ τὴ θυσία μὲ τὸ ἀνυπέρβλητο θάρρος του κάθε στιγμὴ καὶ ἐκεῖνον τὸν ἀπίστευτο ἐνθουσιασμό του μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Γευθήκαμε τὴ δύναμι τῶν προσευχῶν του καὶ τὴ χαρὰ μέσα στὶς θλίψεις μ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἀλησμόνητο «Θαρσεῖτε, νεφύδριόν ἐστι καὶ θᾶττον παρελεύσεται» (Μέγας Ἀθανάσιος). Καὶ πόσα ἄλλα θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, γιατὶ –συγχωρέστε με– κι αὐτὴ ἡ ὥρα εἶναι δική του. Ποιός ξέρει ποῦ θὰ βρισκόμουν, ἂν ὁ Θεὸς δὲν μ᾿ ἔβαζε στὴν σκιά του. Ἂς εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια ἕνα ἀκόμη μικρὸ μνημόσυνο ἑνὸς ἀπ᾿ τὰ τελευταῖα καὶ ἀνάξια παιδιά του.

Τελειώνοντας, Σεβασμιώτατε πάτερ, πατέρες ἅγιοι, μητέρες, πολυαγαπημένες μου ἀδελφὲς καὶ ὅλος ὁ φιλόθεος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ κοντὰ καὶ ἀπὸ μακριά, ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς ποὺ κατακλύζετε τὸν ναό:

Παρακαλέστε τὸ πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ, νὰ ἐπισκιάσῃ τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν ἀπειρία μου καὶ νὰ δίνῃ σ᾿ ἐμένα καὶ σ᾿ ὅλες τὶς ἀδελφὲς συνεχῶς καὶ μέχρι τέλους: τὴν συγκλονιστικὴ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος ποὺ εἶχε ὁ μακαριστὸς Γέροντάς μας, τὴ φλογερὴ μέχρι θανάτου ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀκρίβεια καὶ συνέπεια ποὺ τὸν διέκρινε στὴ ζωή του.

Ὅλως ἰδιαιτέρως ἱκετεύσατε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴ θαυμαστὴ Γερόντισσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ δεχθῇ νὰ ἡγουμενεύῃ κατὰ πάντα καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἱερὰ Μονὴ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ στὴν τέλεια καρδιακὴ σχέσι καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Υἱό της.

Καὶ τώρα, Δέσποτα ἅγιε, ἀπευθύνομαι σ᾿ ἐσᾶς, τὸν Ποιμενάρχη μας καὶ διάδοχο τοῦ κοινοῦ μας Πατέρα. Ἀπευθύνομαι σ᾿ ἐσᾶς μὲ τὰ λόγια τοῦ γέροντος Σωφρονίου· «Εὐλογῶν εὐλόγησον τὰ τῆς μάνδρας ταύτης ταπεινὰ πρόβατα, καὶ μήποτε ἐγκαταλίπῃς τῇ Σῇ φιλοστόργῳ φροντίδι τόπον σμικρόν, πτωχὸν καὶ ἀσήμαντον μέν, ἀλλ᾿ ἐν δάκρυσι πολλοῖς καὶ ἐκ βάθους στεναγμοῖς καὶ αἵματι καὶ ἱδρῶτι ἱδρυθέντι, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς δώη σοι τὰ ἔτη τοῦ Πατρός σου καὶ κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις μετ᾿ Αὐτοῦ».

Ἀμήν.