- Ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ Λουκᾶ Παπαδῆμο

Οἰκογενειάρχες καὶ ἰδίως οἱ πιὸ φτωχοί, οἱ πολύτεκνοι, οἱ μεροκαματιάρηδες, βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση, μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες περικοπὲς τῶν μισθῶν τους καὶ τοὺς ἀβάσταχτους νέους φόρους.

Ἡ πρωτόγνωρη καρτερία τῶν Ἑλλήνων ἐξαντλεῖται, ἡ ὀργὴ παραμερίζει τὸν φόβο καὶ ὁ κίνδυνος κοινωνικῆς ἀνάφλεξης δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖται πιά, οὔτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διατάσσουν, οὔτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐκτελοῦν τὶς φονικὲς συνταγές τους.

Στὶς δύσκολες καὶ –ἀναντίλεκτα– κρίσιμες αὐτὲς ὧρες, ὀφείλουμε ὅλοι νὰ ξέρουμε καὶ νὰ καταλαβαίνουμε τί σημαίνει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνασφάλεια, ἡ ἀπόγνωση καὶ ἡ κατάθλιψη ἔχουν φωλιάσει σὲ κάθε ἑλληνικὸ σπίτι.

Ὅτι προκάλεσαν δυστυχῶς –καὶ συνεχίζουν νὰ προκαλοῦν– ἀκόμη καὶ αὐτοκτονίες, ἐκείνων ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν τὸ δρᾶμα τῶν οἰκογενειῶν καὶ τὸν πόνο τῶν παιδιῶν τους.

Μπροστὰ σὲ ὅλα αὐτά, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀξιοποιεῖ κάθε δυνατότητα ἀλληλεγγύης. Καὶ εἶναι θετικὸ πού, μέσα στὴν τόση καταχνιά, ξεπροβάλλει ἡ εὐαισθησία, τὸ φιλότιμο καὶ ὁ ἁγνὸς πατριωτισμὸς τῶν Ἑλλήνων.

Γιὰ νὰ δώσει ἕνα πιάτο φαΐ, ἕνα ροῦχο, μία ἀνάσα ζωῆς στοὺς ἀπελπισμένους.

Δυστυχῶς, ὅμως. Ὅπως ξεκάθαρα φαίνεται πλέον, τὸ δρᾶμα τῆς Πατρίδας μας ὄχι μόνο δὲν τελειώνει ἐδῶ, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ προσλάβει καὶ νέες ἀνεξέλεγκτες διαστάσεις.

Ζητοῦνται, ἄλλωστε, τὶς ὧρες αὐτές, ἀκόμη σκληρότερα, ἀκόμη πιὸ ἐπώδυνα, ἀκόμη πιὸ ἄδικα μέτρα, στὴν ἴδια ἀδιέξοδη καὶ ἀποτυχημένη γραμμὴ τοῦ πρόσφατου παρελθόντος μας.

Ζητοῦνται ἀκόμη μεγαλύτερες δόσεις ἑνὸς φαρμάκου ποὺ ἀποδεικνύεται θανατηφόρο.

Ζητοῦνται δεσμεύσεις ποὺ δὲν λύνουν τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ ἀναβάλλουν μόνο προσωρινὰ τὸν προαναγγελθέντα θάνατο τῆς Οἰκονομίας μας. Καὶ ὑποθηκεύουν, ταυτόχρονα, τὴν ἐθνική μας κυριαρχία.

Ὑποθηκεύουν τὸν πλοῦτο ποὺ ἔχουμε, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκτήσουμε στὰ ἐδάφη καὶ τὶς θάλασσές μας.

Ὑποθηκεύουν τὴν Ἐλευθερία, τὴ Δημοκρατία, τὴν Ἐθνική μας Ἀξιοπρέπεια.

Ἀπογοητευμένοι, ἀπελπισμένοι καὶ ἀνήσυχοι Ἕλληνες μᾶς ρωτοῦν καὶ ζητοῦν ὑπεύθυνες, εἰλικρινεῖς καὶ πειστικὲς ἀπαντήσεις.

Ρωτοῦν τί τοὺς ξημερώνει ἡ ἑπόμενη ἡμέρα.

Ρωτοῦν ποῦ πάει ἡ Πατρίδα μας. Ρωτοῦν τί ἐπὶ τέλους μπορεῖ νὰ σταματήσει τὸ δρᾶμα.

Τί μπορεῖ νὰ ξαναγεννήσει τὴν χαμένη ἐλπίδα. Δυστυχῶς ὅμως!

Στὴ διαμόρφωση τῶν ἀποφάσεων, οἱ φωνὲς τῶν ἀπελπισμένων, οἱ φωνὲς τῶν Ἑλλήνων, ἀγνοοῦνται προκλητικά.

Δυστυχῶς, σήμερα, οἱ Ἕλληνες δὲν βρίσκουμε ἀπάντηση οὔτε στὰ ὅσα ἔγιναν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γίνονται, οὔτε στὰ ὅσα ζητοῦνται ἀπὸ τοὺς ξένους.

Εἶναι, μάλιστα, τουλάχιστον ὕποπτη ἡ ἐμμονή τους σὲ ἀποτυχημένες συνταγές.

Καὶ εἶναι προκλητικὲς οἱ ἀξιώσεις τους σὲ βάρος τῆς Ἐθνικῆς μας κυριαρχίας. Καὶ αὐτὸ εἶναι, ἴσως, τὸ πιὸ ἀνησυχητικό.

Δὲν μπορεῖ, ἄλλωστε, νὰ ἀγνοεῖται ἀπὸ κανέναν ὅτι οἱ ἀντοχὲς τῶν ἀνθρώπων γύρω μας ἐξαντλήθηκαν. Ὅπως ἐξαντλήθηκαν καὶ οἱ ἀντοχὲς τῆς πραγματικῆς οἰκονομίας.

Καὶ βέβαια, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὑπάρχουν μπροστά μας καὶ ἄλλοι δρόμοι.

Δρόμοι πνευματικῆς ἀνάτασης καὶ οἰκονομικῆς ἀνάταξης.

Δρόμοι δημιουργίας, ἐλπίδας καὶ προοπτικῆς.

Δρόμοι ἀνοικτοὶ γιὰ κάθε Ἑλληνίδα καὶ κάθε Ἕλληνα.

Σὲ αὐτοὺς τοὺς δρόμους ὀφείλουμε νὰ πορευθοῦμε ὅλοι, μὲ τὴ συναίσθηση τῆς μετάνοιας. Ἑνώνοντας τὶς ἀστείρευτες δυνάμεις τοῦ Ἔθνους μας.

Ἀποκρούοντας, ταυτόχρονα, τοὺς ἔξωθεν ἐκβιασμοὺς καὶ ἀπορρίπτοντας τὶς θανατηφόρες συνταγές τους.

Ἔχοντας, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἀκλόνητη τὴ βεβαιότητα, ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστη στὶς δυνατότητές μας μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε.

Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Πολιτισμοῦ, ἡ Ἑλλάδα τῆς Ἱστορίας, ἡ Ἑλλάδα τῶν Παραδόσεων δὲν μπορεῖ νὰ χαθεῖ οὔτε γιατὶ κάποιοι τὸ πίστεψαν, οὔτε γιατὶ κάποιοι μπορεῖ νὰ τὸ θέλουν. Ἡ Ἑλλάδα μας μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της. Μπορεῖ, καὶ πάλι, νὰ τραβήξει μπροστά.

Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,

Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀναζητοῦμε καὶ προσδοκοῦμε οἱ Ἕλληνες σήμερα...

Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,

Σπαράσσεται ἡ καρδιὰ καὶ θολώνει ὁ νοῦς μας μὲ ὅσα συνέβησαν τοὺς τελευταίους καιροὺς καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ συμβαίνουν στὸν Τόπο μας.

Ἄνθρωποι μὲ ἀξιοπρέπεια χάνουν, ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη, τὴ δουλειά, ἀκόμη καὶ τὸ σπίτι τους.

Τὸ φαινόμενο τῶν ἀστέγων, ἀλλὰ καὶ τῶν πεινασμένων –φαινόμενο κατοχικῶν ἐποχῶν– παίρνει ἐφιαλτικὲς διαστάσεις. Οἱ ἄνεργοι αὐξάνονται κατὰ χιλιάδες μέρα μὲ τὴ μέρα.

Τὸ ἴδιο καὶ τὰ λουκέτα μικρῶν καὶ μεσαίων ἐπιχειρήσεων. Τὰ νέα παιδιά, τὰ καλύτερα μυαλὰ τοῦ Τόπου, παίρνουν τὸν δρόμο τῆς μετανάστευσης.

Οἱ πατεράδες μας δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν, μετὰ τὶς δραματικὲς περικοπὲς τῶν συντάξεών τους.