- Ἂν θέλῃς νὰ μείνῃς κοντά μου, κόπο - πολύ κόπο!

νας πολὺ μορφωμένος χριστιανός, μὲ πολλὰ πανεπιστημιακὰ διπλώματα καὶ μάστερ, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ μονάσῃ, ὄχι ὅμως σὲ κοινόβιο ἀλλὰ πάνω ψηλὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγ. Ὄρους, στὰ Κατουνάκια, στὴν Κερασιά, στὸν Ἅγιο Βασίλειο, εἶχε ἀκούσει γιὰ κάποιον μοναχὸ –πρὶν ἀπὸ χρόνια αὐτὸ βέβαια– στὰ μέρη ἐκεῖνα, ποὺ ἦταν ἁπλός. Εἶχε γνωρίσει τὴν ἀπάθεια μέσα ἀπ᾽ τὸν κόπο καὶ βίωνε τὴ νοερὰ ἐνέργεια τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, δηλαδὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», στὴν πλήρη πνευματικὴ ἐνέργειά της.

Τί κόπο κατέβαλλε αὐτὸς ὁ μοναχός; Ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ θὰ ξυπνοῦσε μέχρι τὸ βράδυ ἐργαζόταν συνεχῶς. Καταπονοῦσε τὸ σῶμα του. Καὶ βοηθοῦσε τοὺς πάντες… Πήγαινε καὶ ρωτοῦσε ὅποιον εἶχε δουλειά· «Πατέρα μου, ἔχεις καμμιὰ δουλειὰ νὰ σοῦ κάνω; νὰ σὲ βοηθήσω θέλω».

Πρόθυμος ἦταν σὲ ὅλα τὰ κελλιὰ τῆς ἐρήμου, καὶ ἔτρεχε παντοῦ καὶ βοηθοῦσε. Ὅταν δὲν εἶχαν καμμιὰ δουλειὰ οἱ πατέρες, ἔπαιρνε ἕνα τσουβάλι ἄμμο, τὸ φορτωνόταν στὸν ὦμο καὶ τὸ κατέβαζε ἀπ’ τὸ βουνὸ στὴ θάλασσα, καὶ ἀπ’ τὴ θάλασσα στὸ βουνό, λέγοντας συνεχῶς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ζοῦσε μὲ αὐτὸ τὸν ὑπερβάλλοντα ζῆλο καὶ τὸν ἀδιάκοπο αὐτὸ κόπο τοῦ σώματος – χωριστὰ βέβαια τὰ μοναχικά του καθήκοντα, οἱ κανόνες, οἱ προσευχές, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ ἀκολουθίες. Αὐτὰ εἶχαν τὴ θέση τους. Ὁ ὑπόλοιπος χρόνος του ἦταν ἕνας διαρκὴς κόπος.

Λέγοντας τὴν εὐχὴ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ μὲ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε σὲ ὅλους τοὺς συνασκητὰς καὶ ἀδελφούς, κατάφερε νὰ φθάσει στὰ ὅρια τῆς ἀπαθείας, δηλαδὴ νὰ ἀποβληθοῦν ἀπὸ μέσα του ὅλα τὰ πάθη. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ θεοδιδάκτως ἄρχισε νὰ νιώθῃ κάποια σκιρτήματα τοῦ παναγίου Πνεύματος, νὰ ζῆ κάποιες διαφορετικὲς πνευματικὲς καταστάσεις. Πολλὲς φορὲς βρέθηκε ἀπ’ τὸ βουνὸ στὴ θάλασσα καὶ ἀπ’ τὴ θάλασσα στὸ βουνό, χωρὶς νὰ καταλάβῃ, σὰν νὰ ἦταν μόνο ἕνα βῆμα. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ἄρχισε νὰ πάλλεται ἡ καρδιά του μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, καὶ βέβαια νὰ νιώθῃ ὅσα οὐράνια ἔνιωθε ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα δὲν τὰ καταλάβαινε.

Τὸν ἐπισκέφθηκε, λοιπόν, ὁ πολύξερος αὐτὸς καθηγητὴς γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἐσκέπτετο νὰ πάῃ νὰ μείνῃ γιὰ πάντα κοντά του. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ ἐν λόγῳ μοναχός·

–Ἀγαπητέ μου, ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ αὐτά, οὔτε ἀπὸ εὐχὴ οὔτε τί θὰ πῇ ἀπάθεια, τίποτα τίποτα δὲν ἤξερα· ἤμουνα ὅμως πρόθυμος νὰ βοηθῶ τοὺς πάντες, νὰ κάνω ὅ,τι ἔκανα, καὶ τώρα ἄρχισα στὰ γεράματα νὰ διαβάζω Φιλοκαλία, τώρα τὴν ἄρχισα. Τώρα ἄρχισα νὰ διαβάζω καὶ πνευματικὰ βιβλία καὶ τώρα ἄρχισα νὰ καταλαβαίνω τί μοῦ συμβαίνει μέσα μου, καὶ ὅτι ὅλα ὅσα ἔγραψαν οἱ Πατέρες εἶναι ἀληθινὰ καὶ σωστά, διότι πρῶτα εἶχαν οὐράνια βιώματα καὶ ὕστερα κάθισαν καὶ ἔγραψαν τὶς ἐμπειρίες τους. Ἂν καὶ ἀπὸ αὐτὰ –συνέχισε ὁ μοναχός– τὰ πιὸ πολλὰ πάλι δὲν τὰ καταλαβαίνω. Λοιπόν, ἂν θέλῃς νὰ μείνῃς κοντά μου, κόπο! Πολὺ κόπο. Κόπο χωρὶς ἔλεος. Κόπο, ἀγρυπνία καὶ εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Μόνο ἔτσι θὰ γνωρίσῃς τὴν ἀλήθεια, τὸ Θεό, τὸν Χριστὸ καὶ ὅ,τι Αὐτὸς χαρίζει στὸν ἀγωνιζόμενο.

Ὁ καθηγητής, ὅμως, μὲ τὶς πολλὲς περγαμηνὲς δὲν κάθισε οὔτε μιὰ μέρα.