- Ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξις τοῦ ἀνθρώπου

(†) μοναχοῦ Κωνσταντίνου (Καβαρνοῦ), καθηγητοῦ πανεπιστημίου

Ε΄

9. Ἄλλα ἐποικοδομητικὰ βιβλία

Εἴπαμε πόσο σπουδαία εἶνε ἡ ἀνάγνωσι ἢ ἀκρόασι τῶν βίων τῶν ἁγίων. Μερικὰ ἔργα ποὺ περιέχουν συλλογὲς βίων τῶν ἁγίων εἶνε τὰ ἑξῆς.

Κλασσικὸ ἔργο εἶνε ὁ «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ» τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς τόμους ποὺ ἐξεδόθησαν τὸ 1819. Εἶνε μία ἀναθεωρημένη καὶ πολὺ ηὐξημένη μετάφρασι τοῦ «Συναξαριστοῦ» τοῦ διακόνου Μαυρικίου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἐγράφη στὴν καθαρεύουσα τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα, καὶ ὁ ἅγ. Νικόδημος τὸ μετέφρασε στὴν ὁμιλουμένη τῶν ἡμερῶν του. Ὁ Συναξαριστὴς τοῦ ἁγ. Νικοδήμου ἔχει ἐκδοθῆ πολλὲς φορές [σὲ ἕξι τόμους, καὶ προσφάτως μεταγλωττισμένος στὴ δημοτική.] Μία ἄλλη γνωστὴ καὶ δημοφιλὴς συλλογὴ εἶνε ὁ «Μέγας Συναξαριστὴς» τοῦ Μεσσηνίου μοναχοῦ Κωνσταντίνου Δουκάκη σὲ δεκατέσσερις τόμους, ποὺ ἐξεδόθη μεταξὺ 1889 καὶ 1897. Ἀντιστοιχοῦν ἕνας τόμος γιὰ κάθε μῆνα, ἕνας γιὰ τὸ Τριῴδιο καὶ ἕνας γιὰ τὸ Πεντηκοστάριο. Ἕνας ἄλλος ὅμοιος ἀλλὰ περισσότερο περιεκτικὸς «Μέγας Συναξαριστὴς» ἐξεδόθη [στὴ δεκαετία τοῦ ᾽60] ἀπὸ τὸν μοναχὸ Βίκτωρα Ματθαίου. Τὸ ἔργο αὐτό, ὅπως καὶ τὸ προηγούμενο τοῦ Δουκάκη, εἶνε σὲ νεοελληνικὴ καθαρεύουσα. [Μετὰ τὸ 2.000 ἐξεδόθη στὴ δημοτικὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ μὲ συμπερίληψι πολλῶν νεωτέρων ἁγίων ἀπὸ τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ὀρθοδοξία, κατὰ διασκευὴ ἀπὸ προηγουμένη γαλλικὴ ἔκδοσι, ὁ «Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» τοῦ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου.] Καθὼς παρατήρησε ὁ Φώτης Κόντογλου, «γιὰ τὸν Χριστιανὸ δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικώτερη ἀνάγνωσις ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσι τῆς ζωῆς ἑνὸς ἁγίου, κυρίως ἑνὸς ἁγίου ποὺ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχή μας».

Ἡ πορεία τῆς σὺν Θεῷ αὐτοτελειοποιήσεως συνεπάγεται τὴν «κάθαρσιν» (τὸν ἐξαγνισμὸ ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς), καὶ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν σὲ ὁλοένα καὶ τελειοτέρα μορφή. Ὁ ἐξαγνισμὸς συνίσταται στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη.

Μία ἀναλυτικὴ ἔκθεσι τῶν κυριωτέρων κακιῶν καὶ παθῶν παρουσιάζεται στὰ κείμενα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Κασσιανοῦ ποὺ ὑπάρχουν στὸν Α΄ τόμο τῆς Φιλοκαλίας. Ὁμιλεῖ ἐκεῖ γιὰ ὀκτὼ κακίες ἢ πάθη· 1) γαστριμαργία, 2) πορνεία, 3) φιλαργυρία, 4) ὀργή, 5) λύπη, 6) ἀκηδία, 7) κενοδοξία, 8) ὑπερηφάνεια. Ἐξηγεῖ τὴ φύσι τοῦ κάθε πάθους καὶ λέει πῶς μποροῦν ν᾽ ἀντιμετωπισθοῦν καὶ νὰ ξερριζωθοῦν. «Πάθος» εἶνε ἕνας κακὸς λογισμὸς ποὺ συνδέεται μὲ παρόμοιο αἴσθημα. «Κακία» εἶνε ἕνα πάθος ποὺ ἔγινε ἕξις (συνήθεια), μία μόνιμη κακὴ διάθεσι. Τὰ ὀνόματα τῶν κυρίων παθῶν καὶ κακιῶν εἶνε τὰ ἴδια.

Τὰ πάθη καὶ οἱ κακίες ἐξετάζονται ἐκτενέστερα στὴν «Κλίμακα» τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. Ἐκεῖ γράφει ἀναλυτικὰ γιὰ τὰ ἑξῆς πάθη μὲ τὴν ἀκόλουθη σειρά· θυμό, μνησικακία, καταλαλιά, πολυλογία, ψεῦδος, ἀκηδία, γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, ἀναισθησία, δειλία, κενοδοξία, ὑπερηφάνεια, βλασφημία.

Ἡ πρόοδος στὴν ἐσωτερικὴ κάθαρσι ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχὴ μέσα μας καὶ νὰ παρατηροῦμε τοὺς λογισμούς μας ἀπὸ τοὺς ὁποίους αὐξάνουν τὰ πάθη καὶ οἱ κακίες. Οἱ διαλογισμοὶ διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς μυστικοὺς πατέρες, τοὺς νηπτικούς, σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶνε θεϊκοί, οὐράνιοι, φυσικοί, ἀγαθοί, καθαροί, καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶνε δαιμονικοί, ἀφύσικοι, κακοί, ἀκάθαρτοι. Ἀπὸ τὴν πλευρά μας πρέπει νὰ γίνεται «συγκατάθεσις» μὲ τοὺς πρώτους καὶ «ἀντίρρησις» στοὺς δευτέρους, δηλαδὴ νὰ τοὺς ἀντικρούουμε μὲ τὸ νοῦ μας καὶ νὰ τοὺς διώχνουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἡ κάθαρσις ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν κοπιαστικὴ νοερὰ ἀντίστασι καὶ τὴν προσευχή. Ἀπαραίτητη εἶνε ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό.

* * *

10. Ἐσωτερικὴ προσοχή, νοερὰ προσευχὴ καὶ λογικὸ

Ἡ ἀνάγκη νὰ συνδυάζεται ἡ ἐσωτερικὴ προσοχὴ καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ καὶ διατηρηθῇ ἡ ἐσωτερικὴ καθαρότης τονίζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς λέει· «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26,41). Καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει· «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ» (Κολ. 4,2).

Ὁ νοῦς, εἰδικὰ τὸ λογικό, στὴν ἐποπτικὴ - ἐνορατικὴ λειτουργία του (νοῦς) εἶνε ἡ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐνεργεῖ τὴ νῆψι ἢ ἐσωτερικὴ προσοχή, ἐνῷ στὴ διανοητικὴ λειτουργία του (διάνοια) ἐνεργεῖ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ σκέψι. Κατ᾽ ἀρχὴ τὸ λογικὸ εἶνε ἡ κυριαρχοῦσα δύναμι τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ οἱ κλασσικοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι (Σωκράτης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης) ὥρισαν τὸν ἄνθρωπο ὡς «ζῷον λογικόν». Καὶ γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ πατέρες ἔτσι ὥρισαν τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶνε ἔτσι, πῶς αὐτὴ ἡ δύναμις μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιηθῇ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων;