- [Μητροπολίτης] Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Σύντομος βιογραφία (Α' ΜΕΡΟΣ)

τοῦ αἰδεσ. π. Ἰωάννη Πάλμερ ἀπὸ τὸν Καναδᾶ, σχόλια γιὰ τὸ βιβλίο στὰ Ἀγγλικά:

Γιὰ χρόνια καὶ μὲ μεγάλη εὐχαρίστησι διάβαζα τὰ ἔργα τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου (Καντιώτη), ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχω ὠφεληθῆ πάρα πολύ. Πράγματι, ἀπὸ τότε ποὺ χειροτονήθηκα, δὲν πέρασε ἑβδομάδα ποὺ νὰ μὴν ἀνατρέξω στὰ βιβλία του, καθὼς προετοιμάζομαι γιὰ τὴν Κυριακάτικη ὁμιλία μου. Ἐπὶ πλέον, καθὼς διάβαζα ἑλληνικὲς ἐκδόσεις τῶν ἔργων του, συχνὰ ἔβρισκα ὑλικὸ τόσο πνευματικὰ χρήσιμο ποὺ ἡ συνείδησίς μου μὲ ἔσπρωχνε νὰ τὸ μεταφράσω στὰ Ἀγγλικά, γιὰ νὰ διαβαστῇ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς ἐνορίας μου. Ὅμως ἀκόμα καὶ πρὶν τὴν χειροτονία μου, ὅταν ἀκόμη ἤμουν διδακτορικὸς φοιτητὴς στὴν Θεσσαλονίκη, τὰ γραπτὰ τοῦ Μητροπολίτου Αὐγουστίνου μὲ ἐπηρέασαν πολύ. Κανένα του κείμενο δὲν μὲ ἄφησε ἀδιάφορο· κάθε φορὰ ποὺ διάβαζα κάτι ποὺ ἔγραφε ὁ Σεβασμιώτατος, ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ἐργασθῶ μὲ περισσότερη ἐπιμέλεια στὸν ἀμπελῶνα τῆς δικῆς μου ψυχῆς οὕτως ὥστε νὰ ἔρθω πιὸ κοντὰ στὸ Χριστό. Ὁ ἁπλός του τρόπος ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὸ μεγάλο του πνευματικὸ βάθος, ἡ ἀκλόνητη καὶ ἡ ἀκράδαντη πίστι του στὴν παράδοσι τῆς ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ θαρραλέα καὶ ἀτρόμητη πεποίθησί του ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶνε νὰ κρατήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ σώσουμε τὴν ψυχή μας – ἦταν τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ μὲ εἵλκυσαν πρὸς αὐτὴ τὴν μεγάλη προσωπικότητα τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας. Ἡ ἕλξις ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ θυμᾶμαι ὅτι ἀποφάσισα τὴν ἄνοιξι τοῦ 2010 νὰ κάνω ἕνα προσκύνημα στὴν Φλώρινα γιὰ νὰ πάρω τὴν εὐχὴ τοῦ τότε γηραιοῦ Μητροπολίτου. Ἀλλὰ ὅταν τέλη Αὐγούστου ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα μετὰ τὶς καλοκαιρινὲς διακοπές, ἐνημερώθηκα ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος εἶχε κοιμηθῆ καὶ ἔτσι στερήθηκα τῆς εὐκαιρίας νὰ ἔχω μιὰ προσωπικὴ συνάντησι μαζί του.

Παρ᾽ὅλα αὐτὰ τὸ βιβλίο «Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος Καντιώτης: σύντομος βιογραφία» ἀποτελεῖ μεγάλη παρηγοριὰ γιὰ τὸ ὅτι ποτέ δὲν εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν συνατήσω, διότι τόσο γιὰ ἐμένα ὅσο καὶ γιὰ ὅσους τὴν διαβάσουν εἶνε μιὰ σπουδαία συνάντησι μὲ τὸν στυλοβάτη αὐτὸν τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας. Ὅπως θὰ περίμενε κανεὶς ἀπὸ μία βιογραφία, τὸ βιβλίο ἀκολουθεῖ χρονολογικὰ τὴν διαδρομὴ τῆς ζωῆς τοῦ Σεβασμιωτάτου. Τὸ πρῶτο μέρος καλύπτει τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸ 1907, ἡμερομηνία γεννήσεώς του στὸ νησὶ τῆς Πάρου, ἕως τὸ 1929 ποὺ τελειώνει τὶς θεολογικές του σπουδές. Στὸ μέρος αὐτὸ προσφέρεται ἕνα πολύτιμο παράδειγμα γιὰ τὸ πόσο σπουδαῖο εἶνε νὰ ἔχουν τὰ παιδιὰ καλὲς πνευματικὲς ἐπιρροές, ἀποδεικνύοντας ὅτι εὐλαβεῖς γονεῖς καὶ δάσκαλοι, ἕνας ἔμπειρος πνευματικὸς πατέρας καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν μοναχικὴ ζωὴ συντελοῦν στὴν διάπλασι μελλοντικῶν ἁγίων.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, καὶ ἐπισημαίνοντας τὴν τεράστια ἱκανότητά του στὸν ἀκαδημαϊκὸ τομέα, τὸ βιβλίο ἀναφέρεται στὸ ξεκίνημα τῆς δημόσιας ζωῆς του. Στὴν συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ μοναχική του κουρὰ καὶ ἡ χειροτονία του τὸ 1935 ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Αἰτωλίας. Αὐτὴ ἡ πρώτη περίοδος τῆς ἱερατικῆς διακονίας (1935-1967) ἦταν βαθειὰ ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν γερμανο-ιταλικὴ κατοχὴ τῆς Ἑλλάδος στὴ διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ὁ τολμηρὸς π. Αὐγουστῖνος ἀρνήθηκε νὰ ἀνεχθῇ ὁποιαδήποτε προσβολὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁποιαδήποτε ἀδικία, καὶ ἔτσι σπάνια μπόρεσε νὰ μείνῃ σὲ ἕνα τόπο γιὰ πολὺ χρόνο, περνώντας ἀπὸ τὴν Αἰτωλία στὰ Ἰωάννινα, τὴν Μακεδονία (τὴν Κοζάνη, τὰ Γρεβενά), καὶ τελικὰ τὴν Ἀθήνα, ὅπου παρέμεινε γιὰ 15 περίπου χρόνια ἀπὸ τὸ 1951 ἕως τὸ 1967. Σὲ κάθε τόπο ἀνελάμβανε παρόμοια ἐργασία· ἐξέδιδε ψυχωφελῆ περιοδικὰ καὶ κατηχητικὸ ὑλικὸ τὸ ὁποῖο διανεμόταν δωρεάν, μετέφραζε στὴν νεοελληνικὴ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ἄρθρα ποὺ προωθοῦσαν τὴν διδασκαλία τῆς Φιλοκαλίας (κάτι ποὺ ὁ συγγραφέας τῆς Βιογραφίας σωστὰ ἐπισημαίνει ὅτι ἦταν σπάνιο γιὰ τὴν ἐποχή· αὐτὸς ὁ θησαυρὸς εἶχε λησμονηθῆ ἀπὸ ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μοναστήρια). Ἐπίσης ἵδρυσε συσσίτια, ὀρφανοτροφεῖα καὶ οἰκοτροφεῖα, προώθησε τὴν ἐξομολόγησι καὶ τὴν μετάνοια, καὶ ἔκανε ἐλεγκτικὰ κηρύγματα. Αὐτὴ ἡ τακτική του συχνὰ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὴν ἴδια του τὴν ζωή, ὅταν ἡ φωνή του ἐναντιωνόταν σὲ κοσμικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀντιμετώπιζε γενναῖα τέτοιες ἀπειλὲς ὡς ἕνας γνήσιος Χριστιανός. Χαρακτηριστικὴ εἶνε ἡ ἀπάντησί του στὸν μελλοντικὸ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, καθὼς πληροφορήθηκε ὅτι ὁ τελευταῖος ξεσκέσπασε καὶ διαπραγματεύθηκε τὴν ματαίωσι τῆς Γερμανικῆς διαταγῆς γιὰ τὴν ἐκτέλεσί του· «Ἡ ζωή μου δὲν ἀξίζει μιὰ δεκάρα… ἂς πέσω, λοιπόν, ὑπηρετώντας καὶ ὑπερασπιζόμενος τὸν μαρτυρικὸν καὶ ἐγκατελελειμμένον ἀπ᾿ὅλους λαόν μας. Ἐὰν δὲν σὲ ἐπανίδω, καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τὴν αἰωνιότητα». Ἀποδείχτηκε ἐξ ἴσου σταθερὸς καὶ ἀτρόμητος σχετικὰ μὲ ἀτασθαλίες ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Κάποτε παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι τοῦ πρωτοσυγκέλλου σὲ μιὰ Μητρόπολι, ἐπειδὴ ὁ ἐπίσκοπος καταδίκασε ἕναν ἱερέα μὲ ἕναν μάρτυρα κατηγορίας, ἀντὶ τῶν τριῶν μαρτύρων ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες.

Στὴν μεταπολεμικὴ Ἀθήνα «ἤλεγξεν ἀφόβως καὶ ἀντικειμενικῶς –ἐκφράζων οὕτως εἰπεῖν τὰς γνώμας τῆς συγχρόνου ὑγιοῦς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας– βασιλεῖς, πατριάρχας, ἱεράρχας, μοναχούς, πολιτικοὺς ἄνδρας, κλῆρον καὶ λαόν, ἐπισύρας διὰ τοῦτο πολλάκις τὴν μῆνιν τῶν φαύλων καὶ ἰσχυρῶν».

Ὑπάρχουν διάφορες ἱστορίες ποὺ ὑπογραμμίζουν αὐτὸ τὸ τελευταῖο σημεῖο ποὺ ἐξιστορεῖται στὸ βιβλίο, ἀλλὰ ἐδῶ θὰ ἀναφέρω μονάχα μία ποὺ εἶνε ἰδιαίτερα ἐνδεικτικὴ γιὰ τὴν ὀξύτητα τῆς Χριστιανικῆς συνειδήσεώς του. Ὅταν τὰ καλλιστεῖα πρωτοεμφανίστηκαν στὴν Ἑλλάδα, «καὶ ἔγιναν δέλεαρ πρὸς ἀπεμπόλησιν τῆς σεμνότητος τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἑλληνίδων», ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἐν μέσῳ σιγῆς γιὰ τὸ ζήτημα, ἀντιδρᾷ μὲ ἄρθρο του στὴν «Χριστιανικὴ Σπίθα». Ἀκολουθοῦν διαμαρτυρίες ἀπὸ συλλόγους καὶ ὑπεύθυνα πρόσωπα, συλλαλητήρια, ἀγρυπνίες, ἱερὲς νυκτερινὲς λιτανεῖες κ.λπ.. «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος [τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος] καταδικάζει τὰ καλλιστεῖα…, ἱεράρχαι συμπαρίστανται προσωπικῶς στὸν π. Αὐγουστῖνο· ἡ συνείδησι τοῦ λαοῦ τὰ ἀπορρίπτει. Ἡ μία διοργανώτρια ἐφημερίδα τὰ παραδίδει σὲ ἄλλη,ἡ προσέλευσι ὑποψηφίων νεανίδων γιὰ συμμετοχὴ στὸ διαγωνισμὸ μειώνεται δραστικά…». Ἡ διαμαρτυρία ἐκείνη μὲ πρωτοβουλία τοῦ π. Αὐγουστίνου χαρακτηρίσθηκε ὡς «μοναδικὴ ἀνὰ τὸν κόσμον κατὰ τῶν φαύλων καλλιστείων ἀντίδρασις» ὑπὸ μιᾶς τῶν μεγαλυτέρων ἐφημερίδων τοῦ Νέου Κόσμου (σ.τ.σ. Ἀμερικῆς). Δυστυχῶς στὴν ἐποχή μας βλέπουμε χίλιες φορὲς πιὸ διεφθαρμένα πράγματα ἀπὸ αὐτὰ τὰ καλλιστεῖα, στὴν τηλεόρασι καὶ στὸ διαδίκτυο, καὶ ὅμως καταφέρνουμε νὰ φιμώνουμε τὶς συνειδήσεις μας καὶ νὰ παραμένουμε ἀσυγκίνητοι. Ὄχι ὅμως ὁ π. Αὐγουστῖνος! Δὲν ἀπέφευγε μονάχα ὁ ἴδιος τέτοια πράγματα, ἀλλὰ ἐργάσθηκε νὰ προφυλάξῃ καὶ ἀναρίθμητους ἄλλους ἀπὸ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ παγίδα, μὲ κίνδυνο νὰ ἐκθέσῃ τὸν ἑαυτό του στὴν κριτικὴ τοῦ κόσμου.

(ἀκολουθεῖ τὸ τέλος στὸ Β΄ μέρος)