- Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Μύρων Νικόλαος (Γ'ΜΕΡΟΣ)

τοῦ ἀρχιμ. Λαυρεντίου Γρατσία

4. Ὁ θεῖος ζῆλος καὶ ἡ ἱερὰ ὀργή.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ῥάπισε τὸν Ἄρειο ἀγανακτώντας γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ προκαλοῦσε στὴν ὀρθὴ πίστι. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἐμπαθῆ κατάστασι, κάτι τὸ ἁμαρτωλό, ἀλλὰ γιὰ θεάρεστη ἐνέργεια, ὅπως ἔδειξε ἡ εὐαρέσκεια καὶ ἐπιβράβευσι τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Στὸν θεῖο ζῆλο καὶ τὴν ἱερὰ ὀργὴ μιμήθηκαν τὸν ἅγιο Νικόλαο ὅλοι οἱ μετέπειτα πρόμαχοι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τελευταῖος ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἤλεγξε τοὺς παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα.

Ἂς ἀκούσουμε ἕνα περιστατικὸ ποὺ συνέβη τὸ 1952, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ ἴδιος σὲ ὁμιλία του στὴν Ἀθήνα στὶς 26 Ἰανουαρίου 1964.

«Ὅταν κατέβηκα ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνὰ στὴν Ἀθήνα μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια –εἶχα νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου χρόνια– (1929-1949), μὲ βρίσκει ἕνας παλιὸς συνάδελφος καὶ μοῦ λέει•

–Βρὲ Αὐγουστῖνε, πᾶμε ἐκεῖ κάτω; καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν παλιὰ βουλή, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἀπ᾽ ἔξω τὸ ἄγαλμα τοῦ μπαρμπα-Κολοκοτρώνη. Ἐκεῖ μέσα, μοῦ λέει, γίνεται συνέδριο τῶν θεολόγων.

–Πᾶμε.

Μπαίνω μέσα καὶ βλέπω νὰ εἶνε συγκεντρωμένοι φοιτηταί, καθηγηταί, γυμνασιάρχαι, ἐπιθεωρηταί, δεσποτάδες μὲ ἐγκόλπια, ἱεροκήρυκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ἐγώ, τελείως ἄγνωστος στὴν Ἀθήνα, μπῆκα καὶ τρύπωσα, ὅπως εἶνε ἀμφιθεατρικῶς ἡ παλαιὰ βουλή, ἐπάνω, στὰ τελευταῖα καθίσματα.

Ἀπὸ ᾽κεῖ τί ἔβλεπα; Ἔβλεπα νὰ μπαίνουν κάτι γεροντάκια, παπᾶδες ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά τους, παπᾶδες ποὺ ἂν δὲν ἦταν αὐτοὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ Ἑλληνικὸ κράτος. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν στὴν ὑποδοχή, τὸ προεδρεῖο τῶν θεολόγων, δὲν τοὺς ἔδιναν καμμία σημασία• καὶ πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς σεβασμίους ἱερεῖς ἦταν ὄρθιοι. Ὅταν ἔμπαινε κανένας φραγκόπαπας, τοῦ ἔκαναν μεγάλες τσιριμόνιες, μεγάλες περιποιήσεις, καὶ τὸν ἔβαζαν στὰ πρῶτα καθίσματα.

Λέω• Ποῦ εἶμαι;…

…Καλὰ αὐτό, τὸ ὑπέφερα.

Σὲ λίγο ἀνεβαίνει κάποιος καθηγητὴς καὶ λέει•

–Ἡ σεβασμία Καθολικὴ Ἐκκλησία…

Ὤχ! λέω.

Ἀνεβαίνει δεύτερος καθηγητὴς καὶ λέει•

–Ἡ σεβασμιωτάτη Ἐκκλησία τῶν καθολικῶν…

Ἔ, δὲν ὑπέφερα• δὲ μ᾽ ἔχετε δεῖ ὅταν θυμώνω – ὁ Θεὸς νὰ μ᾽ ἐλεήσῃ κ᾽ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ καθόμουν, σηκώνω τὸ χέρι καὶ μόνος παίρνω τὸ λόγο καὶ λέω•

–Σᾶς ἐρωτῶ νὰ μοῦ ἀπαντήσετε. Ἐγὼ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κούνια, γνωρίζω ἀπὸ τὴ μάνα μου, γνωρίζω ἀπὸ τὸ μοναστήρι μου, γνωρίζω ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς θεολόγους, ὅτι μία εἶνε ἡ Ἐκκλησία• ἡ ἁγία, ἡ ἀποστολική, ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶνε σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Σᾶς ἐρωτῶ νὰ μοῦ ἀπαντήσετε• Ἡ παπικὴ “ἐκκλησία” δὲν εἶνε σχίσμα καὶ αἵρεσις; Ἐγὼ λέω, ὅτι εἶνε αἵρεσις, καὶ ὡς αἵρεσις δὲν πρέπει νὰ λέγεται σεβασμία.

Τὸ τί ἔγινε!… Δὲν ἀπαντοῦσε κανείς ἀπ᾽ αὐτοὺς στὸ ἐρώτημά μου. Χτύπησαν τὰ κουδούνια. Φώναξαν τὴ φρουρά. Ἦρθαν οἱ χωροφύλακες γιὰ νὰ μὲ βγάλουν ἀπὸ ᾽κεῖ πάνω. Τότε καμμιὰ δεκαριὰ παιδιά, νέοι θεολόγοι ποὺ τοὺς γνώριζα ἀπὸ τὸ στρατό, λένε• Ὄχι, δὲν θὰ βγῇ ἔξω ὁ ἱεροκήρυκας. Ἔτσι, μόλις καὶ μετὰ βίας, σταμάτησαν.

Ὅταν βγῆκα ἔξω, εἶπα μὲ τὸ μυαλό μου• “Γιά φαντάσου ποῦ μᾶς πᾶνε…”. Εἶπα μέσα μου• “Αὐτοὶ θὰ μᾶς πᾶνε στὸν πάπα!”» (17).

Ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος εἶχε τὸν ἅγιο Νικόλαο ὡς «κανόνα πίστεως», ὅπως λέει τὸ ἀπολυτίκιό του, καὶ ἐξηγοῦσε ὅτι «κανὼν» εἶνε ὁ χάρακας μὲ τὸν ὁποῖο χαράζουμε εὐθεῖα γραμμή, ἡ δὲ εὐθεῖα γραμμὴ εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ἐφύλασσε ὁ ἅγιος Νικόλαος. (18)

Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ ὀργὴ θεάρεστη –κατὰ τὸ «Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε» (Ψαλμ. 4,4)– καὶ τὴν ἐπιβραβεύει ὁ Θεός.

  • 5. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα (πειθαρχία καὶ παρρησία). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔζησε μὲ συνέπεια στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἀρετή του ἐκλήθη νὰ γίνῃ κληρικός, κατόπιν ἐξελέγη καὶ ἐπίσκοπος, ὡς ἐπίσκοπος δὲ ἔλαβε μέρος στὶς ἐργασίες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ζοῦσε καὶ ἐνεργοῦσε ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἀκριβῆ ἐκπλήρωσι τοῦ χρέους του ἔναντι αὐτῆς ἀλλὰ καὶ μὲ θαρραλέα ἔκφρασι τοῦ φρονήματός του ἐντὸς αὐτῆς. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία κοπίαζε, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μαχόταν καὶ κινδύνευε, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία πειθαρχοῦσε ἀκόμη καὶ ὅταν ἀδίκως φυλακίστηκε σιδηροδέσμιος. Τὸ φρόνημα αὐτὸ εἶχε ἐγκολπωθῆ καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος ζοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν πρόοδο καὶ τὴ δόξα της, τηρώντας τὴν πειθαρχία σ᾽ αὐτὴν ἀκόμη καὶ ὅταν ἀδικεῖτο ἀπὸ αὐτήν. Μιλώντας τὸ 1973 στὸν ἑορτάζοντα ναὸ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Φλωρίνης πῆρε ὡς βάσι τὸ ῥητὸ τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» (Ἑβρ. 13,17) καὶ μίλησε μὲ θέμα «Περὶ ὑπακοῆς» (19). Τὴν στάσι αὐτὴ τήρησε πάντοτε, ἔχοντας μορφώσει ἕνα ὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, καταστάλαγμα ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας• ἔδειξε πειθαρχία, ἔδειξε καὶ παρρησία.Ὡς πρὸς τὴν πειθαρχία•

Ὅταν τὸ 1965, ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου (Χατζησταύρου), στὶς ἀρχὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἱ. Σύνοδος τοῦ ἀπηγόρευσε τὸ κήρυγμα, ἐκεῖνος δὲν κατεφρόνησε τὴν ἐντολή της καὶ δὲν ἔκανε ἀνταρσία• πειθάρχησε, ἔκλεισε τὸ στόμα του, σίγησε γιὰ μία ὁλόκληρη σαρακοστή, καὶ μόνο ὅταν μετὰ ἀπὸ περάτωσι τῆς ἀνακριτικῆς διαδικασίας συνετάχθη ἀθῳωτικὸ πόρισμα καὶ ἡ Σύνοδος ἦρε τὴν ἀπαγόρευσι, τότε ἀνέβηκε πάλι στὸν ἄμβωνα καὶ κήρυξε τὴ Μεγάλη Παρασκευή (20).

Τὸ ἴδιο ἐπανελήφθη καὶ ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

  • Ἔδειξε ὅμως καὶ παρρησία.

Σὲ ἕνα λεύκωμα, ποὺ ἐξέδωσαν γιὰ τὸν π. Αὐγουστῖνο λίγο πρὶν τὴν ἐκδημία του τὰ ΕΛ.ΤΑ. τῆς Φλωρίνης, διαβάζουμε•

«Ἡ προσήλωσί του στὴν κανονικὴ τάξι τὸν ὡδήγησε σὲ σοβαρὰ διαβήματα τόσο ἔναντι ἀνωτέρων του στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ὅσο καὶ ἔναντι ἀρχόντων τῆς πολιτείας. Ἐξ αὐτῶν μνημονεύουμε ὡρισμένα.

Προσέβαλε μαζὶ μὲ τὸ μητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο τὸν ἀριστίνδην τρόπο συνθέσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱ. Συνόδου καὶ ἐπετεύχθη ἡ ἐπάνοδος στὴν συγκρότησι κατὰ τὰ πρεσβεῖα ἀρχιερωσύνης.

Ὡδηγήθηκε σὲ σύγκρουσι τόσο μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, διότι ὁ τότε ψηφισθεὶς καταστατικὸς χάρτης ἀγνοοῦσε τὸ πλεῖστον τῶν ἱ. κανόνων, ὅσο καὶ μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, διότι μὲ συντακτικὲς πράξεις τῆς δικτατορίας ἐξεθρόνισε ἀντικανονικὰ δώδεκα μητροπολῖτες.

Ἀλλὰ καὶ ἡ στάσι του ἔναντι τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γνώμονα εἶχε ἐπίσης τὴν κανονικὴ τάξι. Ἐνῷ ἄλλοτε (τὸ 1970) γιὰ τὶς ἀπαγορευμένες συμπροσευχὲς καὶ λοιπὲς ἀντικανονικὲς καινοτομίες τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα (μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολῖτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο καὶ Παραμυθίας Παῦλο) εἶχε διακόψει τὸ μνημόσυνό του, ὅταν ἀργότερα (τὸ 1973) ἐπὶ πατριάρχου Δημητρίου τὸ πατριαρχεῖο στηλίτευσε γραπτῶς καὶ προφορικῶς ἀντικανονικὲς διατάξεις τοῦ τότε καταστατικοῦ χάρτου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Αὐγουστῖνος ἐτάχθη ὑπὲρ τοῦ πατριαρχείου.

…Στὰς δυσμὰς τῆς ἐνεργοῦ διακονίας του ἀνεζήτει ὁμοψύχους ἱεράρχας γιὰ νὰ ἐπαναλάβῃ μαζί τους τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου λόγῳ τῶν προωθημένων οἰκουμενιστικῶν καινοτομιῶν του, δὲν βρῆκε ὅμως• καὶ ἐπειδὴ τὸν κατέβαλλε τὸ γῆρας συναισθάνθηκε μὲ λύπη ὅτι δὲν μπορεῖ ν᾽ ἀναλάβῃ τὸν ἀγῶνα αὐτὸν μόνος.

----------------------------------------------------------------------------------------------

17. ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, Προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Φλώρινα 2005, σ. 25-27.

18. κήρυγμα τῆς 5-12-1991 ἱ. ν. Ἁγ. Νικολάου Φλωρίνης ἑσπ. μὲ θέμα «Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὡς “κανὼν πίστεως”»• σῴζεται στὸ ἀρχεῖο μονῆς Ἁγίου Αὐγουστίνου.

19. βλ. περιοδικὸ «Κυριακὴ» 701/1999.

20. βλ. τὸ χρονικὸ τῶν γεγονότων στὸ βιβλίο Ἡ ἀπολογία τοῦ ἱεροκήρυκος ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ἔκδ. Συνδέσμου Φοιτητῶν «Ἡ Ἀσπὶς τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀθῆναι 1965.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Β' ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ