- ΕΝΑΣ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ

Τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων εἶνε ὁ σπόρος τῆς Ἐκκλησίας (ΙΓ΄)

ἱερομάρτυς ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ἀρχιεπίσκοπος Πέρμ (1870-1918)

Ανεξέλεγκτα τὰ γεγονότα ποὺ ἐξελίσσονται στὴν πατρίδα μας. Καὶ μὲ μιὰ ἁπλῆ ὅμως μελέτη τῆς ῥοῆς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου βλέπουμε ὅτι δὲν εἶνε ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ φορὰ ποὺ συμβαίνουν. Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀνδρονίκου ἐπισκόπου Πέρμ, ποὺ ἀκολουθεῖ, τὸ διαπιστώνουμε αὐτό. Τὰ ἰσχυρὰ λόγια τῶν ἐπισκοπικῶν ἐγκυκλίων του νομίζει κανεὶς ὅτι ἀπευθύνωνται στὸν σημερινὸ Ἑλληνικὸ λαό. Ὅπως τότε στὴ χώρα του, ἔτσι καὶ σήμερα στὴ δική μας χώρα, πρῶτος στόχος κάθε θρησκευτικοῦ διωγμοῦ εἶνε οἱ ῥασοφόροι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παραθέτουμε σύντομα τὸ βίο καὶ τὰ λόγια του ἁγίου.

Ο ἅγιος Ἀνδρόνικος, κατὰ κόσμον Βλα­δίμηρος Νικόλσκυ, γεννήθηκε τὸ 1870. Μετὰ τὶς σπουδές του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Μόσχας (1893) ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρόνικος. Τὸ 1895 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ δύο χρόνια ἀργότερα ἐστάλη ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἰαπωνία. Ἐκεῖ ἔδειξε μεγάλο ζῆλο καὶ τὸ 1906 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τοῦ Κιότο. Μετὰ ὅμως ἀπὸ δύο χρόνια, γιὰ λόγους ὑγείας, ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴ Ρωσία. Ἀρχικὰ τοποθετήθηκε ὡς βοηθὸς ἐπίσκοπος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ. Μετατέθηκε κατόπιν στὸ Ὄμσκ, καὶ τέλος ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος τῆς Πέρμ. Ἀκαταπόνητος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὠργάνωσε τὶς ἀγροτικὲς ἐνορίες, βοηθοῦσε τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀπόκληρους, καὶ ἔκανε μεγάλες προσπάθειες νὰ ἐπαναφέρῃ τοὺς παλαιοπίστους (ρασκόνλικους) στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.Μετὰ τὸ ξέσπασμα τῆς δεινῆς ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1917 δὲν σταμάτησε νὰ καλῇ τὶς ἀρχὲς καὶ τὸ λαὸ σὲ μετάνοια καὶ ἀφύπνισι μὲ δυνατὰ κηρύγματα ἀπὸ τὸν ἄμβωνα καὶ πολλὲς ἐγκυκλίους. Παραθέτουμε λίγα μόνο ἀπὸ τὰ λόγια του«Ἡ ζωὴ ἔχει γίνει πιὰ τρομερὴ γιὰ ὅλους… Ἔχουμε αὐτοεξευτελιστῆ μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου. Μᾶς ἀποφεύγουν σὰν τὴν πανούκλα καὶ συνεννοοῦνται ἤδη, ὅσο ἐμεῖς ἀλληλοτρωγόμαστε, νὰ μοιραστοῦν τὴ λατρευτή μας πατρίδα…

Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ῥημάξαμε τὴν πατρίδα μας…

Ἂς στραφοῦμε ὅλοι μὲ καρδιὰ γεμάτη συντριβὴ στὸ Θεό, ποὺ μᾶς τιμώρησε δίκαια γιὰ τὰ ἄνομα ἔργα μας. …Ἂς ἱκετέψουμε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ μᾶς λυπηθῇ….

Ἂς παρακινήσουμε καὶ τὰ παιδιά μας καὶ τοὺς συγγενεῖς μας ὅλους νὰ ζητήσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ τώρα, ὅπως σὲ παλαιότερα δύσκολα χρόνια ἔσωσε τοὺς προγόνους μας…» (σ. 97)¹.

«Περιμένετε, ὅλοι ἐ­σεῖς οἱ ἐπίδοξοι μεταρρυθμισταὶ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας! Θὰ γίνῃ κ᾽ ἐδῶ χωρισμὸς τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ κράτος —δίχως τὴ θέλησί μας— καὶ θ᾽ ἀκολουθήσῃ ἀναπόφευκτα διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ὄχι ἁπλῶς ἄθρησκο ἀλλὰ ἀντιχριστιανικὸ κράτος…

Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, μιὰ τέτοια ἐξέλιξι δὲν εἶνε μακριά. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἑτοιμαζώμαστε, γιατὶ ἡ πίστι μας θὰ δοκιμαστῇ σὰν σὲ φωτιὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου πρῶτα καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀντίχριστο ἔπειτα…» (σ. 88)¹.

«Πῶς νὰ μὴν ἐξεγερθῇ ὁ λαός, ἀφοῦ ἔρριξαν ἀπὸ τὰ χέρια του κ᾽ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν ψυχή του ὅλες τὶς πνευματικὲς ἀξίες, μὲ τὶς ὁποῖες ζοῦσε καὶ οἱ ὁποῖες τὸν ἔκαναν ἀληθινὰ θεοφόρο; Αὐτὲς τὶς ἀξίες τώρα τὶς χλευάζουν, τὶς πετοῦν στὴ λάσπη καὶ τὶς ποδοπατοῦν. Καὶ τὸ λαὸ τὸν ἔκαναν ἄρρωστο καὶ δυστυχισμένο.

…Ὅλοι μας πρέπει μὲ καθαρὴ καρδιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ ζοφερὴ κατάστασι τῆς χώρας μας καὶ νὰ λάβουμε μέτρα γιὰ τὴ διόρθωσί της, μέτρα ὄχι ἐπιδεικτικὰ ἀλλὰ σοβαρὰ καὶ ρεαλιστικά. Ὅλοι μας πρέπει μὲ καθαρὴ καρδιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν εὐθύνη μας καὶ νὰ πλησιάσουμε τὸ λαό, ποὺ ἡ ἀθεϊστικὴ προπαγάνδα τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τροχιὰ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἂς τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ ξαναβρῇ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸ φῶς τῆς ἐλπίδος… Πρὸ πάντων ὅμως ἂς τοῦ ξαναδώσουμε τὴ χαμένη του πίστι ―ἀφοῦ βέβαια γίνουμε πρῶτα ἐμεῖς αὐθεντικοὶ φορεῖς της―, τὴν πίστι μὲ τὴν ὁποία ὣς τώρα ζοῦσε καὶ ἀποκτοῦσε τὴ σωτηρία… Ἂς δώσουμε στὸ λαὸ ὑγιῆ γνῶσι ἀπὸ τὴ δική μας γνῶσι καὶ ἂς φωτίσουμε τὴ ζωή του μὲ τὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς τιμιότητος, τῆς νηφαλιότητος…Πατέρες καὶ ἀδελφοί! Σπλαχνιστῆτε τὸν παραζαλισμένο καὶ σκοτισμένο ἀλλὰ πιστὸ λαό. Βοηθῆστε τον νὰ ξεπεράσῃ τὴ θανάσιμη πνευματικὴ κρίσι, ποὺ περνᾷ, καὶ νὰ συνέλθῃ…» (σσ. 103-105)¹.Οἱ μπολσεβίκοι ψήφισαν ἕνα νόμο γιὰ τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους καὶ ἄρχισαν τοὺς διωγμούς. Ὅταν διαβάστηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Πὲρμ ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διαμαρτυρόταν γιὰ τὰ μέτρα αὐτά, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρόνικος διέταξε τὸν ἀρχιδιάκονό του νὰ ἀναθεματίσῃ τοὺς διῶκτες. Δὲν ἄργησε γι᾽ αὐτὸ νὰ συλληφθῇ, στὶς 4 Ἰουνίου 1918, μαζὶ μὲ τὸν βοηθὸ ἐπίσκοπό του Θεοφάνη. Ὁ ἱεράρχης ὑποβλήθηκε σὲ βίαιη ἀνάκρισι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας παρέμεινε σιωπηλός. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἐξαντλητικὲς καὶ μαρτυρικὲς ἀνακρίσεις καὶ παραμονὴ σὲ ἀπαίσια κρατητήρια, ἀποφάσισαν νὰ τελειώνουν μαζί του. Στὶς 7 Ἰουνίου, στὶς 1 ἡ ὥρα τὰ μεσάνυχτα, τὸν ὡδήγησαν σὲ ἕνα δάσος. Στὸ δρόμο ὁ ἱεράρχης ἦταν παρὰ ταῦτα καλοδιάθετος. Κάποια στιγμὴ παραπονέθηκε στὸ διοικητὴ τοῦ ἀστυνομικοῦ τμήματος ποὺ τὸν συνώδευε·

―Στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα τῆς Μοτοβίλιχνα μοῦ φέρθηκαν καλύτερα. Ἐκεῖ δὲν μὲ χλεύαζαν…

Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, διέταξαν τὸν ἴδιο·

―Σκάψε τὸν τάφο σου!

Ὁ ἱεράρχης ἄρχισε νὰ σκάβῃ. Ὅταν τελείωσε τοῦ ἔδωσαν νέα προσταγή·

―Ἔλα, ξάπλωσε!

Ὑπάκουσε. Ὁ τάφος ὅμως ἦταν μικρὸς καὶ δὲν τὸν χωροῦσε. Σηκώθηκε καὶ ἔσκαψε λίγο ἀκόμα. Ξάπλωσε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν τάφο, ἀλλὰ αὐτὸς καὶ πάλι ἀποδείχθηκε μικρός. Μὲ τὸ τρίτο σκάψιμο τὸν ἔφερε στὰ μέτρα του. Τότε ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ προσευχηθῇ. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Προσευχήθηκε γύρω στὰ δέκα λεπτά. Ἔπειτα, ἀφοῦ στράφηκε στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ εὐλόγησε ἀπὸ μακριὰ τὸ ποίμνιό του, εἶπε στοὺς δημίους του·

―Εἶμαι ἕτοιμος.

Κατόπιν ξάπλωσε μέσα στὸ μνῆμα. Οἱ δήμιοι ἄρχισαν νὰ τὸν θάβουν ζωντανό, κι ὅταν κάλυψαν τὸ μισὸ κορμί του, τὸν σκότωσαν πυροβολώντας καὶ κάλυψαν μὲ χῶμα τὸ ὑ­πόλοιπο σῶμα του. Σὲ λίγο τὸ μαρτυρικὸ λείψανο ἦταν θαμμένο στὴ γῆ.

Ὅσο γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Θεοφάνη, τὸν ἔπνιξαν στὴ λίμνη Κάμα.

Ὅταν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔμαθε τὴν εἴ­δησι, ἀποφάσισε νὰ στείλῃ ἐπὶ τόπου ἐπιτροπὴ γιὰ νὰ διερευνήσῃ τὰ γεγονότα. Ἡ ἀντιπροσωπία ἔφτασε στὴν Πέρμ, ἔκανε τὴν ἔρευνά της καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅταν ἡ ἁμαξοστοιχία βρισκόταν μεταξὺ Πὲρμ καὶ Βιάτκα, οἱ μπολσεβίκοι τὴν σταμάτησαν, συνέλαβαν ὅλα τὰ μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπιτροπῆς καὶ τὰ ἐκτέλεσαν. Καθὼς οἱ χωρικοὶ τοῦ τόπου ἐκείνου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐνταφιάσει μὲ εὐλάβεια τὰ σώματα τῶν νεομαρτύρων, ἄρχισαν νὰ τοὺς τιμοῦν, οἱ ἀρχές, ἐνωχλημένες ἀπὸ τὴ συρροὴ τῶν πιστῶν, ἔστειλαν ἀνθρώπους νὰ ξεθάψουν τὰ λείψανα τῶν νεομαρτύρων καὶ νὰ τὰ κάψουν.

Στὴν τελευταία ἐγκύκλιό του ὁ ἅγιος Ἀνδρόνικος ἔγραφε· «Ἂς παραδεχθοῦμε τὴν ἐνοχή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂς παραδεχθοῦμε πὼς Ἐκεῖνος μόνο ἔχει τὴ δύναμι νὰ μᾶς σώσῃ, κι ἂς ζητήσουμε ὁλόψυχα τὴ βοήθειά Του… Ὁ Κύριος ἂς ἐλεήσῃ ἐμᾶς καὶ τὴν πατρίδα μας…» (σ. 134)¹.

Πηγές:

1. Ἕνας ἀσυμβίβαστος ἱεράρχης· ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος ἀρχιεπίσκοπος Πέρμ (1870-1918), ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς - Ἀττικῆς 2011, σσ. 135.

2. Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἴνδικτος, τόμ. Ἰουνίου, Ἀθῆναι 2008, σσ. 91-92.

Ἐπιλεκτικὴ σύνθεσι - ὀρθογραφικὴ προσαρμογή· ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης.