- «Περιμένω νὰ μοῦ χαρίση ὁ Θεὸς ἕνα ζευγάρι παπούτσια…»

Δια - δικτυακὲς ἁλιεύσεις

Τέλος Νοέμβρη θὰ ἦταν. Ἐκείνη τὴ χρονιὰ τὰ κρύα εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ νωρίς. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μαζευτῆ στὰ σπίτια τους, ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας. Ὅποιος δὲν εἶχε, μαζευόταν στοὺς δρόμους, καλὴ ὥρα. Οἱ βιτρίνες ἀπὸ καιρὸ στὸ δικό τους κόσμο. Λὲς καὶ ζοῦσαν σ᾽ ἄλλη ἐποχή, μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐνδεχομένως πιὸ καλή.

Ὁ μικρὸς διαβάτης εἶχε κολλήσει τὴ μύτη του σὲ μία βιτρίνα. Αὐτὴ καμάρωνε γιὰ τὰ λοῦσα της. Παπούτσια ὅλων τῶν εἰδῶν. Ὅπως ἔπεφταν ἐπάνω τους τὰ χρωματιστὰ φῶτα ἔφτανε ν᾽ ἁπλώσης τὰ χέρια σου καὶ νὰ τὰ πάρης. Ὁ μικρός μας οὔτε κἂν ποὺ τὸ σκεφτόταν. Τὰ χέρια του ἦταν κοκκαλωμένα ἀπὸ τὸ κρύο καὶ δὲν ἔβγαιναν εὔκολα ἀπὸ τὶς τσέπες.

–Τι κάνης ἐδῶ; τὸν ρώτησε μία καλοβαλμένη ψηλὴ γυναίκα.

Σήκωσε τὰ μάτια του καὶ ἔκανε κάμποση ὥρα μέχρι νὰ φτάση τὰ μάτια της. Πέρασε πρῶτα ἀπὸ τὰ ἀκριβά της ροῦχα, τὴν τσάντα, τὰ βραχιόλια, τὸ κολλιέ, καὶ κατέληξε στὰ μεγάλα της μάτια ποὺ τὸν κοιτοῦσαν ἴσαμε τὴν ψυχή του.

Ξανακολλᾶ τὸ πρόσωπό του στὴ βιτρίνα καὶ λέει·

–Περιμένω νὰ μοῦ χαρίση ὁ Θεὸς ἕνα ζευγάρι παπούτσια…

Δίχως δεύτερη σκέψι ἡ γυναίκα παίρνει τὸν μικρὸ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μπαίνουν στὸ κατάστημα. Κάθεται ἐκεῖνος στὸν μικρὸ καναπὲ καὶ κάποια πωλήτρια πλησιάζει καὶ τοῦ καθαρίζει τὰ πόδια. Ὕστερα τοῦ φοράει ἕνα ζευγάρι καινούργιες κάλτσες

καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὲς ἐκεῖνο τὸ ζευγάρι παπούτσια ποὺ ζήλευε τόσην ὥρα.

Βγῆκαν ἀπὸ τὸ κατάστημα. Ἡ γυναίκα ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ μικρὸ τρυφερὰ στὸ μέτωπο.

–Να προσέχης, τοῦ εἶπε καὶ ἔκανε νὰ φύγη.

–Συγνώμη, εἶπε ὁ μικρὸς ποὺ δὲν εἶχε συνέλθει ἀκόμα ἀπὸ τὴν ἔκπληξι.

–Ναί; κοντοστάθηκε ἡ γυναίκα.

–Μήπως εἶστε ἡ σύζυγος τοῦ Θεοῦ; ρώτησε ἐκεῖνος καὶ ἔμεινε ἀρκετὴ ὥρα μὲ τὴ χαρὰ μπερδεμένη μὲ ἀπορία καὶ εὐγνωμοσύνη.