Ψάρι στὸ πέλαγος τοῦ Κοινοβίου

Ἀναμνήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους

ἀρχιμ. Γρηγορίου Ζουμῆ τοῦ Παρίου Ενα ἀπὸ τὰ ὡραῖα θεάματα τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου εἶναι νὰ βλέπης τὰ ψάρια μέσα στὰ πελάγη. Ἂν μάλιστα ἔχης δυνατότητα νὰ δῆς τὸν βυθὸ τῆς θάλασσας, ἐκεῖ θὰ θαυμάσης εἰκόνες παρόμοιες καὶ ἀνώτερες ἀπὸ τῆς ξηρᾶς. Θὰ δῆς κάμπους κατάφυτους ἀπὸ φύκια καὶ κοράλια. Καὶ λοφίσκους κατάμεστους διαφόρων φυτῶν. Καὶ νὰ βόσκουν κοπαδιαστὰ τὰ ψάρια. Ἐκεῖ εὐφραίνεται τὸ μάτι νὰ βλέπη καὶ ἡ ἀκοὴ νὰ ἀπολαύη ἡσυχίας. Τὰ ψάρια μήτε βήχουν μήτε βελάζουν, καὶ ὅμως ζοῦν καὶ αὐξάνονται ὅπως ὅλη ἡ δημιουργία.Αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἔλα νὰ τὴν μεταφέρουμε στὸν κόσμο ἑνὸς Κοινοβίου. Μόνο ἀπὸ τὴν κίνησι καταλαβαίνεις πὼς αὐτὰ τὰ ψάρια εἶναι ζωντανά. Ἕνα τέτοιο ψάρι ὑπῆρξε ὁ γερο-Σαμψὼν στὴν Λογγοβάρδα. Μόνο ἀπὸ τὴν κίνησι καταλάβαινες πὼς ζῆ αὐτὸ τὸ μαριδάκι. Γιὰ πολλὰ χρόνια πίστευα πὼς ἔχει μὲν ἀκοή, ἀλλὰ στερεῖται ὁμιλίας. «Καλότυχος –ἔλεγα καθ᾽ ἑαυτόν–, τοῦ ἔδεσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνη». «Ὅστις ἐν λόγῳ οὐ πταίει οὗτος τέλειος ἀνήρ». Ἔπειτα ἀπὸ σαράντα χρόνια τὸν ἄκουσα νὰ διαβάζη τὶς ἐννέα ᾠδές, «ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται...». (Ἤτανε καὶ αὐτὸ παράδοσις ἀπὸ τοὺς ἁγίους Κολλυβάδες.) Δόξασα τὸν Θεό, ποὺ μοῦ γνώρισε τέτοιους ἀθλητές. Εὐθὺς ὡς ἔγινε μοναχὸς ἔκλεισε τὸ στόμα του καὶ ἄφησε ἐλεύθερα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του στὴν διακονία. Ὁ οἰκονόμος τῆς Μονῆς δὲν ὡλοκλήρωνε τ᾽ ὄνομά του καὶ βρισκότανε μπροστά του, ἕτοιμος νὰ ἐκπληρώση κάθε προσταγή. Ὅποιος εἶχε ἀνάγκη βοηθείας στὸ μοναστήρι τὸ «Σαμψ…» φώναζε. Ἦταν βέβαιος πὼς δὲν θὰ ἄκουγε οὔτε «σὲ λίγο» οὔτε «περίμενε, ἔχω δουλειά». Πρῶτα τῶν ἄλλων τὰ διακονήματα καὶ τελευταῖα τὸ δικό του.Στὴν ἐκκλησία ἔφτιαχνε τὰ κόλλυβα καὶ ὑπηρετοῦσε στὸ Ἱερό. Ἡ παρουσία του ἤτανε περισσότερο σκιὰ παρὰ φιγούρα ἀνθρώπου. Τὸ λεπτὸ καὶ κυρτωμένο του σῶμα μὲ τὴν μικρὴ γενειάδα ἔμοιαζε μὲ ἱεράρχη ποὺ σέβιζε στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος.Δὲν δέχθηκε ποτὲ νὰ φορέση ξένα δόντια. Ἔκοβε τὸ ξηραμένο ψωμὶ τοῦ μοναστηριοῦ μὲ τὰ οὖλα. Κι ὅταν τὸν ἔβλεπες νὰ τρώγη, ἔμοιαζε περισσότερο μὲ παιδὶ ποὺ ἀλλάζει δόντια παρὰ μὲ γέρο φαφούτη. Ἅπλωνε τὸ χέρι του νὰ πάρη ψωμὶ ἀπὸ τὸ τραπέζι τόσο συνεσταλμένα, σὰν νὰ μὴ τοῦ ἀνῆκε τίποτε ἀπὸ τὰ παρατιθέμενα. Πάντα ὑπῆρξε ντροπαλός, ξένος.Εἶχε καὶ τὸ διακόνημα γιὰ τὶς κοττοῦλες. Κανείς δὲν τὸν ἔπαιρνε εἴδησι πότε τὶς φρόντιζε, καὶ ὅμως πάντα ἤτανε ποτισμένες καὶ ταϊσμένες.Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ταξιδέψη, ὑπολόγιζε πόσες μέρες θὰ λείψη ἀπὸ τὸ κελλί του κ᾽ ἔκανε διπλὸ κανόνα, μὴ τυχὸν καὶ δὲν τὸν βοηθήσουν οἱ συνθῆκες τῆς παραμονῆς του νὰ ἐκτελέση τὶς ἐπιτασσόμενες προσευχές. Φεύγοντας γιὰ τὰ ἄνω δώματα, ἔλεγε·

―Ἀδελφοί μου, προτιμᾶτε τὸν κανόνα ἀπὸ τὴν βρῶσι καὶ τὴν πόσι.

Μὲ αὐτὰ ποὺ γράφω δὲν πιστεύω πὼς ἐκφράζω τὸν πλοῦτο αὐτῆς τῆς οὐράνιας ἀποθήκης. Ἀλλ᾽ ἂς μὲ σχωρέση ὁ ὅσιος. Ὅπως ἡ ὀμορφιὰ τοῦ βυθοῦ τῆς θαλάσσης δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐπιφάνεια, ἔτσι καὶ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ πατρὸς Σαμψὼν μ᾽ αὐτὰ ποὺ βλέπαμε. Ἄλλωστε ὑπῆρξε πάντα τόσο φευγαλέα μορφή, ποὺ καθόλου δὲν ἄφηνε νὰ τὸν παρατηρήσης. Αὐτὰ τὰ ὀλίγα ποὺ ἔκλεψα ἔγραψα. Πιστεύω στὸν Παράδεισο νὰ κάνη καὶ λίγο παραστόλι, γιὰ νὰ τὸν ἀπολαμβάνουν, καὶ νὰ μὴν κρύβεται ὅπως ὁ Ἀδὰμ στὶς φυλλωσιὲς τῶν δένδρων.