- ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙ ΔΥΟ ΠΑΤΕΡΩΝ

«Ἀπέθανεν… καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Γέν. 25,8)

Τὸ μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου ἔχει μιὰ ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπὸ τὴν Παναγία μας. Ἀπὸ ἐδῶ πέρασαν πολλὰ παλληκάρια ποὺ ἀγωνίστηκαν φανεροὺς καὶ ἀφανεῖς ἀγῶνες πίστεως καὶ ἀσκήσεως καὶ ἀρετῆς.

Πρόσφατα δύο ἀπὸ τοὺς τελευταίους βλαστοὺς αὐτῆς τῆς παλιᾶς γενιᾶς κόπηκαν ἀπὸ τὴν κοινὴ ῥίζα γιὰ νὰ μεταφυτευθοῦν στὴν οὐράνια γῆ. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν πρέπει νὰ θάβουμε τὸ φῶς κάτω ἀπὸ ὁποιοδήποτε σκεῦος, ἀλλὰ νὰ τὸ βάζουμε ψηλὰ γιὰ νὰ βλέπουν ὅλοι μέσ᾽ στὸ σπίτι (πρβλ. Ματθ. 5,15), γι᾽ αὐτὸ καὶ θ᾽ ἀναφέρουμε λίγα γιὰ τοὺς δύο αὐτοὺς πατέρες.

Ὁ πρῶτος ποὺ ἔφυγε, ὁ π. Ἰάκωβος (κατὰ κόσμον Οὐίλλιαμς Ρόουλαντ Χάουαρντς Στόκς), γεννήθηκε στὴν Ἀγγλία τὸ 1917. Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἦταν ἰατρὸς καὶ ἡ μητέρα του Μαργαρίτα (Νταίζη) ἐπίσης ἀπὸ καλὴ οἰκογένεια. Μορφώθηκε κατάλληλα καὶ σπούδασε Θεολογία καὶ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης. Ἔχοντας ἀπὸ μικρὸς κλῆσι πρὸς τὸν Θεό, μπῆκε στὶς τάξεις τοῦ κλήρου τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας καὶ ἔφτασε στὸ βαθμὸ τοῦ ἱερέως.

Μέσα του ὅμως ὑπῆρχε ἕνα ἐρώτημα· ὁ Χριστὸς μία Ἐκκλησία ἵδρυσε· ποιά ἀπ᾽ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἐκκλησίες εἶνε αὐτή; Ἔχοντας σπουδάσει καλὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μποροῦσε νὰ διαβάζῃ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο τόσο τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅσο καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κάνῃ συγκρίσεις μεταξὺ τῶν πηγῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν διδασκαλιῶν τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν.

Πλησίασε πρῶτα πρὸς τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία. Ἔμεινε γιὰ ἕνα διάστημα καὶ σὲ ἕνα ρωμαιοκαθολικὸ μοναστήρι στὴν Ἀγγλία. Ὅμως ἡ ψυχή του δὲν ἀναπαυόταν ἐκεῖ. Ἕνας ὀρθόδοξος φίλος του καὶ συμφοιτητής του στὴν Ὀξφόρδη ὁ Ἕλληνας στὴν καταγωγὴ π. Κύριλλος Ἀργέντης (ἐφημέριος στὴν ὀρθόδοξη κοινότητα στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας· μία προσωπικότης ποὺ ἐπὶ γερμανικῆς κατοχῆς ἔσωσε πολλοὺς ἀνθρώπους μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του) τοῦ ἔσπειρε τὶς πρῶτες ἀμφιβολίες γιὰ τὸν παπισμό.

Τότε ὁ π. Ἰάκωβος στράφηκε πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία. Μελετώντας τὰ κείμενα ἔβλεπε τὴ συμφωνία τῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοσι. Ἦλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ τελικῶς ἔγινε Ὀρθόδοξος στὸν ἱ. ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Χρυσοσπηλιώτισσας (στὶς 12 Ἀπριλίου 1958) ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἐφημερεύοντα –κατόπιν μητροπολίτη Κορίνθου– ἀρχιμ. Παντελεήμονα Καρανικόλα. Κατόπιν σχετικῆς συστάσεως τοῦ π. Κυρίλλου ἦρθε δοκιμαστικὰ καὶ στὴν Πάρο στὴ Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας (γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1956), ὅπου τελικῶς ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσῃ ἀφοῦ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν τότε καθηγούμενο ἅγιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβᾶκο καὶ ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε νὰ ξεπεράσῃ τὶς δυσκολίες γιὰ τὴν ἐγκαταβίωσί του ἐδῶ.

Ἐγκαταστάθηκε μόνιμα ἐδῶ ἀπὸ τὸ 1959 καὶ παρέμεινε μέχρι τὴν κοίμησί του στὶς 14 Δεκεμβρίου 2012. Διακόνησε σὲ διάφορα διακονήματα. Παρ᾽ ὅλη τὴ μόρφωσί του δὲν θεωροῦσε ταπεινωτικὸ τὸ πλύσιμο τῶν πιάτων, τὶς διάφορες ἀγροτικὲς ἐργασίες, ἀλλὰ διακονοῦσε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, ὥστε νὰ θαυμάζεται ἀπὸ ἄλλους ἀδελφοὺς γιὰ τὴ δύναμί του. Ἀναπολοῦσε μὲ ἀγάπη τὸ πρῶτο του κελλὶ ὅπου δὲν εἶχε τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ ἕνα κρεβάτι, ἕνα τραπέζι, μία καρέκλα. Ἀργότερα ἔφερε μὲ εἰδικὴ ἀποσκευὴ τὰ βιβλία του ἀπὸ τὴν Ἀγγλία (ἐκλεκτὲς θεολογικὲς ἐκδόσεις). Πάνω ὅμως ἀπ᾽ αὐτὰ εἶχε τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσε ἰδιαιτέρως εἴτε στὸ κελλὶ εἴτε περπατώντας στὸ βουνό, καὶ τὴ συνιστοῦσε.

Λόγῳ τῶν θεολογικοφιλολογικῶν γνώσεών του ἔκανε ἰδιόχειρες διορθώσεις σὲ πολλὰ λειτουργικὰ βιβλία (Ὡρολόγιον, Μηναῖα) ποὺ χρησιμοποιοῦσε. Βοήθησε ἐπίσης τὸν μητροπολίτη Κορίνθου κυρὸ Παντελεήμονα (Καρανικόλα) στὴ μετάφρασι ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ τῶν βιβλίων «Οἱ περιπέτειες ἑνὸς προσκυνητοῦ» καὶ «Γνόφος ἀγνωσίας».

Στὶς 21 Αὐγούστου 1965 ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Γιὰ ἕνα διάστημα στὴ δεκαετία τοῦ ᾽80 καὶ μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽90 ἀπεστάλη ἀπὸ τὴ Μονὴ στὸ Μετόχι τῆς Μονῆς τῶν Ταξιαρχῶν ὅπου διέμενε μόνος του. Ὅταν λιγόστεψαν οἱ πατέρες, ἐπέστρεψε πάλι στὴ Μονὴ ὅπου διακονοῦσε ὡς πορτάρης καὶ βιβλιοθηκάριος. Παροιμιώδης ἡ ἀγάπη του γιὰ τὰ βιβλία καὶ ἡ προσοχή του νὰ μὴ χαθῆ κάποιο ἀπ᾽ αὐτά, καθὼς καὶ ἡ φιλοξενία του γιὰ τοὺς ξένους. Ἦταν ἐπίσης καὶ τυπικάρης στὸ ναό, φροντίζοντας πάντα νὰ τηρῆται μὲ ἀκρίβεια τὸ τυπικό. Ἀργότερα βοηθοῦσε καὶ στὸ ἀναλόγιο ψάλλοντας.

Γύρω στὸ 2000 ἔπεσε καὶ ἔσπασε τὸ πόδι του. Ἀργότερα εἶχε καὶ ἄλλες πτώσεις ποὺ ἐπιδείνωσαν τὴν ὑγεία του, δὲν τὸν ἐμπόδισαν ὅμως ἀπὸ τὸ νὰ διατηρήσῃ τὴν καλή του διάθεσι. Ἐκοιμήθη στὶς 14-12-2012 ἀπὸ καρδιακὴ ἀνακοπὴ καὶ πνευμονία ἐξ εἰσροφήσεως.

Τρεισήμισυ μέρες ἀργότερα ἡ Παναγία μας πῆρε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ ἄλλο παλληκάρι της, τὸν π. Γαβριὴλ (κατὰ κόσμον Ἰωάννη Μπαρμπαρῆγο). Ὁ π. Γαβριὴλ γεννήθηκε τὸ 1909 στὶς Καμάρες τῆς Πάρου σὲ μία ἀγροτικὴ ὑπερπολύτεκνη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀλίγων γραμμάτων ἀλλὰ βαθειὰ εὐσεβεῖς, ὅπως τότε ἡ πλειονότης τῶν Παριανῶν. Ἀπὸ μικρὸς ἀσχολήθηκε μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἐπιτυχία μὲ τὶς γεωργοκτηνοτροφικὲς ἐργασίες. Στὸ σχολεῖο πῆγε γιὰ λίγο. Ὅταν οἱ γονεῖς του τὸν διέκοψαν γιὰ νὰ τὸν ἔχουν βοηθὸ στὶς ἐργασίες τους (οἱ ἀνάγκες ἦταν πολλὲς καὶ τὰ χρήματα λίγα), ὁ δάσκαλός του διαμαρτυρήθηκε. «Παίρνετε τὸν καλύτερο μαθητή», τοὺς εἶπε. Καὶ πράγματι· ἕως τέλους τῆς ζωῆς του ἐντυπωσίαζε ἡ παρατηρητικότητά του καὶ ἡ κρίσι του. Ἄλλωστε ἀργότερα ἔμαθε ἀπ᾽ ἔξω καὶ ἀρκετοὺς ὕμνους καὶ ψαλμοὺς ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας.

Συνδέθηκε μὲ τὸ μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας ἀπὸ μικρός. Ἐξωμολογοῦνταν στοὺς πατέρες, ἄλλες φορὲς τὸν ἔστελναν οἱ οἰκεῖοι του στὴ Μονὴ γιὰ διάφορες ὑποθέσεις. Ἐδῶ, μικρὸ παιδί, εἶδε τὴν Παναγία μὲ τὴ μορφὴ τῆς γιαγιᾶς του νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες.

Ὑπηρέτησε τὴ στρατιωτική του θητεία καὶ κατόπιν, ἂν καὶ εἶχε προσκλήσεις καὶ γιὰ τὴν Πάρο καὶ γιὰ τὴν Ἀθήνα, ἦρθε στὴ Μονὴ σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν, τὸ 1933, καὶ ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1935. Ὁ ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος (Ζερβᾶκος) τὸν ἔστειλε στὴν κατοικιὰ τῆς Μονῆς νὰ διακονήσῃ καὶ τοῦ εἶπε χαρακτηριστικά, ὅτι μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του θὰ παραμείνῃ σ᾽ αὐτὸ τὸ διακόνημα, κοντὰ στὰ ζῷα. Καὶ πράγματι· ἡ ἀγάπη του γιὰ τὰ ζῷα, ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἁγνὴ καὶ μεγάλη· προτιμοῦσε, ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά, νὰ φᾶνε τὰ ζῷα παρὰ ὁ ἴδιος. Ἀγαπημένος του ἅγιος ὁ ἅγιος Μόδεστος, ὁ προστάτης τῶν ζῴων, τὸν ὁποῖο ἐπεκαλεῖτο πολλὲς φορὲς ὅταν ἀρρώσταιναν καὶ ἔβλεπε τὴν ἐπέμβασί του μὲ τὴν καλυτέρευσι τῆς ὑγείας τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴ μνήμη του (ἀφοῦ ψάλαμε τὸν ἑσπερινὸ τοῦ ἁγίου στὶς 17 Δεκεμβρίου τὸ βράδυ) τὸν πῆρε ὁ ἅγιος.

Μικρὸς τὸ δέμας ἀλλὰ πολυκάματος. Ἀπὸ νέος στὸ «θέρος» (τὸ θερισμὸ) μὲ τὸ δρεπάνι τοὺς ἄφηνε ὅλους πολὺ πίσω. Τὰ βράδια σηκωνόταν νωρὶς μὲ τὸ φανάρι γιὰ νὰ ταΐσῃ τὰ ζῶα καὶ μετὰ ἔκανε τὸν μοναχικό του κανόνα. Γιατὶ καὶ στὰ μοναχικά του καθήκοντα προσπαθοῦσε νά ᾽χῃ ἀκρίβεια.

Τὸ 1940 τὸν κάλεσε ἡ πατρίδα καὶ πῆγε νὰ ὑπηρετήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους 8 μοναχοὺς στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο (ὁ ἕνας ἔπεσε ἡρωικὰ στὸ μέτωπο τοῦ πολέμου). «Τίποτ᾽ ἄλλο δὲν φοβήθηκα», ἔλεγε, «ὅσο τὴ λάσπη τῆς Ἀλβανίας». Ὑπηρέτησε στὸ μεταγωγικὸ σῶμα. «Μοῦ δώσανε ὅπλο, μὰ σφαῖρες δὲν μοῦ δώσανε», ἔλεγε. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ἐπέστρεψε στὴν Πάρο καὶ ξαναμπῆκε στὸ μοναστήρι του.

Ἄνθρωπος εἰρηνικός· δὲν κατέκρινε, δὲν γόγγυζε. Προσπαθοῦσε νὰ ζῇ μὲ ὑπακοὴ καὶ ταπείνωσι. Ἡ ἐγκράτειά του παροιμιώδης· ἔτρωγε σὰν πουλάκι.

Ἡ ὑγεία του (λόγῳ εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ἐγκρατείας, φυσικῆς ζωῆς) ἦταν πολὺ καλή. Τὰ φάρμακα δὲν τὰ ἤξερα, ἔλεγε. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀναγκάσθηκε μὲ δυσκολία νὰ πάρῃ, λόγῳ κάποιων κρίσεων τῆς ὑγείας του ποὺ περιώριζαν τὶς κινήσεις του καὶ τελικῶς τὸν καθήλωσαν στὸ κρεβάτι. Λίγες μέρες πρὶν τὴν κοίμησί του παρεκάλεσε, νὰ ἀνεβῇ στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ πεθάνη μέσα σ᾽ αὐτό, ὅπως καὶ ἔγινε. Μέχρι τὸ τέλος τῆς μακρᾶς ζωῆς του (103 ἐτῶν) κατὰ θαυμαστὸ τρόπο διατήρησε τὴ μνήμη του καὶ τὴ διαύγεια τοῦ νοός του. Ὅπως τὰ πουλιὰ μαζεύονται σὲ μιὰ γωνιὰ («κατσιάζουν») καὶ σβήνουν σιγὰ - σιγά, ἔτσι κ᾽ ἐκεῖνος ἔσβησε ἐλαφρὺς σὰν πουλάκι σιγὰ - σιγά, ἀπὸ τὰ γηρατειά του.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύῃ τὶς ψυχὲς καὶ τῶν δύο πατέρων «ἐν χώρᾳ ζώντων» καὶ νά ᾽χουμε τὶς εὐχές τους· νὰ πρεσβεύουν γιὰ μᾶς τοὺς «περιλειπομένους» (Α΄ Θεσσ. 4,15) ἐδῶ, νὰ τελειώσουμε κ᾽ ἐμεῖς –ὁ καθένας μας– τὸ δρόμο μας, ὅπως πρέπει.