- ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ Θαυμαστὴ ἡ πορεία τῆς μακρᾶς ζωῆς του (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

τοῦ Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, θεολόγου

πηρέτησε ὡς κληρικὸς στὶς Μητροπόλεις Αἰτωλοακαρνανίας, Ἰωαννίνων, Ἐδέσσης, Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Γρεβενῶν, στὴ Λάρισα, ὡς στρατιωτικὸς ἱερέας καὶ διευθυντὴς τοῦ Β΄ 10 Γραφείου (Θρησκευτικῆς Ὑπηρεσίας) καὶ ἀκολούθως τῆς 15ης καὶ 9ης Μεραρχίας. Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴν πόλη μας μαρτυροῦν οἱ περίφημες, οἱ ἀλησμόνητες κυριακάτικες ἑσπερινὲς ὁμιλίες του, ποὺ μεταδίδονταν ἀπὸ τὸν τότε Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Ἐνόπλων Δυνάμεων. Εἶχαν μεγάλη ἀκροαματικότητα σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καὶ περιέχονται στὰ βιβλία του «Σαλπίσματα» καὶ «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός». Τὸ μαρτυροῦν ἐπίσης τὰ περιοδικὰ «Χριστιανὸς Στρατιώτης» καὶ «Σάπφειρος», ὁ ὁμώνυμος θρησκευτικὸς σύλλογος («Σάπφειρος») καὶ ὁ περικαλλὴς στρατιωτικὸς ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὑπηρέτησε κατόπιν ἐπὶ διετία ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Καρυστίας καὶ Σκύρου καὶ τὸ 1951 διορίστηκε ἱεροκήρυκας στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ ἐργάστηκε μέχρι τὴν ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπῶν καὶ Ἑορδαίας. Οἱ πολλὲς μεταθέσεις του ὀφείλονται στὸν ἄκαμπτο καὶ ἀνυποχώρητο ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου χαρακτήρα του καὶ στὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα. Αὐτὸ τὸν ἔφερε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία. Ὁ κληρικὸς Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶχε ὑπεροχικὴ εἰκόνα γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Θεωροῦσε τὸ κήρυγμα ἱερουργία. Τὸ ἤθελε νὰ ἀφυπνίζει συνειδήσεις. Νὰ δημιουργεῖ συνειδητοὺς χριστιανούς. Ἐργαζόταν ὡς χαλαστὴς καὶ οἰκοδόμος. Ἤθελε νὰ γκρεμίζει τὸ κακό, καὶ νὰ ἀναδεικνύει τὸ καλό. Γι᾿ αὐτό, παρὰ τὶς ἀναμφισβήτητες πνευματικὲς ἱκανότητές του, ἔδινε περισσότερη σημασία στὸ ἐλεγκτικὸ λεγόμενο κήρυγμα καὶ κατόπιν στὸ ἐποικοδομητικό. Αὐτὸ ὅμως τοῦ στοίχισε πολύ. Τὸ πλήρωσε μὲ τὶς τόσες μεταθέσεις του. Κανένας ἄλλος σύγχρονός μας κληρικὸς δὲν διώχθηκε τόσο ὅσο ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Εἶχε γίνει, ὅπως ὁ ἴδιος συνήθιζε νὰ λέει χαρακτηριστικά, «μπάλα στὰ πόδια τῶν ἐπισκόπων».

Ἦταν τόσο τολμηρὸς καὶ ῥιψοκίνδυνος, ὥστε ἔφθασε νὰ ὁμιλήσει τὸ 1941 στὰ Ἰωάννινα ἀκόμη καὶ ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν. Καὶ θὰ πλήρωνε ἀκριβὰ τὸ τόλμημά του ἐκεῖνο, ἂν δὲν κατόρθωνε νὰ δραπετεύσει μέσα ἀπὸ τὰ χέρια, θὰ λέγαμε, τῶν κατακτητῶν, ποὺ περικύκλωσαν ἀμέσως τὸν μητροπολιτικὸ ναὸ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν. Αὐτὴ ἡ τόλμη του ὅμως προκάλεσε τὴν ἐκτίμηση στὸ πρόσωπό του τοῦ Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀργότερα ἔγινε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, τὸν διόρισε ἱεροκήρυκα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.

Τόσο ὡς ἱεροκήρυκας, ὅσο καὶ ὡς Μητροπολίτης Φλωρίνης, ἔζησε ζωὴ λιτή. Ἦταν ἕνας ἐγκόσμιος ἀσκητής. Ἕνας ἰσόβιος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε, γιὰ νὰ ὁδηγεῖ ψυχὲς στὸ Χριστὸ κι ὄχι γιὰ νὰ τὶς σκανδαλίζει. Τρεφόταν λιτά, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ διατρέξει σοβαρότατο κίνδυνο ἡ ζωή του σὲ ἐγχείρηση ποὺ ὑπέστη στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» τῶν Ἀθηνῶν.

Ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἀφιλαργυρίας καὶ ἀκτημοσύνης. Δὲν εἶχε πορτοφόλι. Δὲν εἶχε πολλά, οὔτε πολυτελῆ ἐνδύματα. Ἕνα μόνο ἁπλὸ ράσο. Καὶ γιὰ ὑποδήματα φοροῦσε ἄρβυλα. Καθαρότατα τὰ λοιπὰ ἐνδύματά του, ἀλλὰ πεπαλαιωμένα. Αὐτὸ τὸ θέαμα ἀντίκρυσε φίλος ἰατρός, καθηγητὴς Πανεπιστημίου, ὅταν κλήθηκε νὰ τὸν ἐξετάσει. Καὶ τὸ διηγεῖται πάντα μὲ θαυμασμὸ καὶ ἱερὴ καύχηση.

Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔθρεψε τόσο κόσμο στὴν Κατοχὴ–στὴν Κοζάνη μόνο πρόσφερε καθημερινῶς ὀχτὼ χιλιάδες μερίδες φαγητοῦ–, αὐτὸς ποὺ ἔγινε ὁ σιτοδότης τῆς κοινωνίας μὲ τὰ διάφορα οἰκοτροφεῖα μαθητῶν καὶ φοιτητῶν (στὴν Κοζάνη, στὴν Ἀθήνα, στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σὲ ἄλλες πόλεις), μὲ τὸ γηροκομεῖο Φλωρίνης καὶ μὲ τὰ λοιπὰ εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ σχολές, αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ συνοικισμὸ Ἀθιγγάνων Φλωρίνης πρὸς στέγασή τους κ.λ.π., παρουσίαζε αὐτὸ τὸ θέαμα! Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἔδινε προτεραιότητα στὸ πνεῦμα. Ἦταν ἀληθινὸς κληρικός. Κλῆρος του ἦταν ὁ Θεός. Ἦταν μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐφάρμοσε πλήρως τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν: «ὡς πτωχοί, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες» (Β΄ Κορ. 6,10).

Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ οἱ ἀγῶνες του γιὰ τὴν πίστη, τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἠθική, τὸν καταξίωσαν στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ σὰν διψασμένα ἐλάφια ἔτρεχε νὰ ἀκούσει τὸ προφητικὸ κήρυγμά του. Τὸν ἀναγνώριζαν δὲ καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν κορυφαῖοι θεολόγοι στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ διαπρεπὴς Σέρβος Ὀρθόδοξος θεολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ποὺ τελευταίως ἀνακηρύχτηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς γειτονικῆς μας χώρας, εὐχόταν νὰ εἶχαν κι αὐτοὶ ἕνα τόσο ἀγωνιστὴ κληρικό, σὰν τὸν Αὐγουστῖνο Καντιώτη.

Ὅμως, ἐνῷ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ π. Αὐγουστίνου ἔβρισκε ἀπήχηση στὸ λαὸ καὶ ἐθεωρεῖτο ἔγκυρη ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα, ἄνθρωπος ποὺ διαμόρφωνε τὴν κοινὴ γνώμη στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἠθικο-κοινωνικὰ θέματα, βρέθηκαν ἄνθρωποι ποὺ τὸν πολέμησαν, προσπάθησαν νὰ τὸν διασύρουν καὶ νὰ μειώσουν τὸ κύρος του στὸ λαό, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν Καλλιστείων, τοῦ Καρναβάλου, κ.ἄ.. Καὶ τί δὲν εἶπαν! Τὸν χλεύασαν ὡς ὑπερβολικό, ὡς ἀπροσγείωτο καὶ σκιαμαχοῦντα. Τὸν κατηγόρησαν ἀκόμη καὶ ὡς διαταραγμένη καὶ ἐπικίνδυνη προσωπικότητα! Στὴ διάρκεια μάλιστα τῆς ἑπταετίας (1967-1974) κινδύνευσε νὰ καθαιρεθεῖ καὶ νὰ ἐγκλεισθεῖ σὲ ψυχιατρεῖο! Σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος. Ὑπῆρξε γενικὰ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Πολεμήθηκε ὡς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του. Ἀκόμη καὶ ὅταν βρισκόταν στὸ νοσοκομεῖο Φλωρίνης, ὅπου παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει στοὺς κατηγόρους του ποὺ εἶχαν φρυάξει.

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅμως ὅτι ὁ ἔλεγχος ποὺ ἀσκοῦσε ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης δὲν ἀπέβλεπε στὴν ἱκανοποίηση μικροτήτων καὶ παθῶν, οὔτε στὴν ἠθικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐξόντωση τῶν ἀντιπάλων του. Ἦταν τίμιος ἀγωνιστής. Ὁ ἔλεγχός του ἀπέβλεπε στὴ μετάνοια καὶ στὴ σωτηρία τόσο των ἰδίων τῶν ἐλεγχόμενων, ὅσο καὶ τῆς κοινωνίας. Ἦταν ἀνεξίκακος στὸ ἔπακρον. Ἦταν συγχωρητικός. Εἶχε ἀληθινὰ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ. Ἤλεγχε μὲ παρρησία τοὺς δημοσία ἁμαρτάνοντες καὶ σκανδαλίζοντες τὸ λαό, γιὰ νὰ μὴ γενικευθεῖ τὸ κακὸ στὴν κοινωνία, ἀλλὰ ποτέ δὲν κρατοῦσε κακία σὲ κανένα. Πόσους δὲν συγχώρησε καὶ πόσους δὲν ἀποδέχθηκε ἀργότερα μὲ εὐγένεια καὶ καλοσύνη! Ὑπῆρξαν μάλιστα περιπτώσεις ποὺ κατηγορήθηκε δημοσίως γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀνεξικακία καὶ συγχωρητικότητά του. Εὔστροφα ὅμως, διακριτικὰ καὶ καλοκάγαθα ἀπαντοῦσε πὼς ἀρχή του ἦταν νὰ χτυπάει τὸ καλάμι ὅσο ἦταν ὄρθιο κι ὄχι πεσμένο.

Συμπερασματικά, ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ὑπῆρξε μεγάλη προσωπικότητα. Ἦταν ἕνα σύγχρονο πατερικὸ ἀνάστημα. Ἕνας φωτεινὸς ἀστέρας, ποὺ μεσουράνησε καὶ διέλυσε σκοτάδια. Ἕνας ἀγωνιστής, ποὺ ἔγραψε ἱστορία. Ἕνας Ἱεράρχης ποὺ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες του στὴ συνείδηση τοῦ ἀδιάφθορου λαοῦ. Καὶ τελικὰ τὸν ἀναγνώρισαν καὶ τὸν παραδέχτηκαν πολλοί. Φίλοι καὶ ἐχθροί, ἔνθεοι καὶ ἄθεοι. Πολλοὶ ὑποκλίθηκαν μπροστὰ στὸ ἠθικό του μεγαλεῖο. Συμφωνοῦντες ἀλλὰ καὶ διαφωνοῦντες μαζί του. Ὅπως δὲ εἶπε ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλος, ἕνας ἄλλος ἀετὸς αὐτὸς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς διανόησης: τὸν Αὐγουστῖνο πρέπει νὰ τὸν δεχτεῖς ὅπως εἶναι. Ἐννοοῦσε νὰ τὸν δεχθεῖς μὲ τὴν ἰδιαιτερότητά του. Νὰ κατανοήσεις τὶς ὅποιες τυχὸν ὑπερβολές, ποὺ εἶναι συχνὰ ἀναπόφευκτες γιὰ ἕνα τέτοιο μαχητὴ καὶ ἀγωνιστή.

Κλείνουμε τὸ παρὸν σύντομο κείμενό μας, γιὰ νὰ μὴν κάνουμε κατάχρηση τοῦ χώρου τῆς ἐφημερίδας, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι παρουσιάσαμε ἀκροθιγῶς κάποιες ἀπὸ τὶς πτυχὲς τοῦ πολυεδρικοῦ αὐτοῦ ἀδάμαντα ποὺ λέγεται Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Πτυχὲς ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ πρόσωπο καὶ φωτίζουν τὸ ἔργο του. Τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς μαχητῆ, ποὺ τόσο εἶναι ἀναγκαῖο σήμερα, στὴν ἐποχὴ τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἠθικῆς κρίσης ποὺ περνᾶμε. Καὶ τὶς καταθέτουμε εὐλαβικὰ καὶὡς ἔκφραση ἱεροῦ χρέους στὴ σεπτὴ κοίμησή του, ἀντὶ γιὰ στεφάνι ἀπὸ τὰ μυρωμένα λουλούδια τῆς φίλανθης πόλης τῆς Λάρισας. Τῆς πόλης, στὴν ὁποία λίγο ἐργάστηκε (1947-1949) ὡς στρατιωτικὸς ἱερέας, ἀλλὰ πολὺἀγάπησε.

Νὰ εἶναι αἰώνια ἡ μνήμη του καὶ νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.

[Ἐφημ. Λαρίσης «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 29-8-2010]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ.