- Ἐπέτειος 25ης Μαρτίου 1821

Οἱ πρόγονοι

Γιὰ νὰ θυμηθοῦμε πόσο «καλοπερνοῦσε» τὸ Γένος ἐπὶ Τουρκοκρατίας

κείνη τὴν ἐποχή, Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος τοῦ Μπερντιὰνσκ ἦταν ὁ πρωθιερέας Βίκτωρ Μιχαΐλεβιτς Κιρανώφ, ἕνας πνευματικὰ ὄμορφος καὶ δυνατὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ παλιὰ γενιὰ βουλγάρων ἱερέων, γιὰ τὴν ὁποία ἔχουμε ἀνεκτίμητες πληροφορίες ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ πατρὸς Στεφὰν Κιρανώφ.

«Τὸ 1830, ἕνα μέρος τῶν Βουλγάρων ὀρθοδόξων, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν τυραννία τῶν μουσουλμάνων, μετοίκησαν ἀπὸ τὴν Τουρκία στὴ Ρωσία καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Βεσαραβία. Ἦταν φρικτή, βασανιστικὴ καὶ ἐντελῶς ἀπάνθρωπη ἡ καταπίεση τῶν χριστιανῶν στὴν Τουρκία, ἐντελῶς ἀφόρητος ὁ τουρκικὸς ζυγός. Σύμφωνα μὲ προφορικὲς ἀφηγήσεις τοῦ παπποῦ μου ἱερέα Στεφὰν Κιρανὼφ ποὺ κοιμήθηκε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1852 καὶ κάποιες σημειώσεις ποὺ ἔπεσαν στὰ χέρια μου ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, ὁ προπάππος μου ἱερέας Προτάσιος ἔζησε στὴν Τουρκία, στὸ χωριὸ Ἰμοκλάρι τοῦ δήμου Ἀδριανούπολης, γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ κοιμήθηκε τὸ 1773. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔχαιρε σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τῆς περιοχῆς του, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις του ὑλικὸ γιὰ τὴν καταγραφὴ τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου τους. Κάποτε εἶπε μὲ θάρρος σὲ κάποιον Τοῦρκο πασὰ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ:–Τὸ πόσα ἔχω ὑποστεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους σας μέχρι τώρα δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὰ ἀπαριθμήσω. Δὲν τοὺς φοβᾶμαι ὅμως πλέον. Καθηλωμένος ἐδῶ καὶ 18 χρόνια στὸ κρεβάτι αὐτό, ἀδύναμος νὰ μετακινηθῶ στὸ ἐλάχιστο, ἐπιθυμῶ πλέον τὸ θάνατο ποὺ θὰ μὲ μεταφέρει ἀπὸ τον κόσμο τῆς φθορᾶς στὴν αἰωνιότητα τῆς ἀφθαρσίας.»Πρὶν πεθάνει, ἄφησε παρακαταθήκη στοὺς γιούς του νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν ἱερωσύνη, λέγοντας:–Ἂν ἀρνηθεῖτε ἐσεῖς τὸ ἱερὸ ἀξίωμα, θὰ τὸ ἀρνηθοῦν καὶ ἄλλοι, καὶ τότε ποιός θὰ στηρίζει στὴν πίστη καὶ θὰ ἐνισχύει τὸ λαό μας ποὺ ζεῖ ἀνάμεσα στοὺς μουσουλμάνους;»Ὁ γυιὸς τοῦ π. Προτάσιου Κύριλλος γεννήθηκε στὶς 18 Ἰανουαρίου 1736. Ἀκολουθώντας τὴν προτροπὴ τοῦ πατέρα του χειροτονήθηκε ἱερέας στὶς 7 Μαρτίου 1759 καὶ ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη 16 ἐνοριῶν. Ὄντας ἱερέας τῶν Βουλγάρων ποὺ ζοῦσαν κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν Ὀθωμανῶν ὁ π. Κύριλλος ὑπέμεινε πολλοὺς διωγμοὺς καὶ βασανιστήρια ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς του. Μιὰ μέρα τὸν συνέλαβαν Τοῦρκοι καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ δάσος ὅπου τὸν βασάνισαν, τὸν χτύπησαν ἀλύπητα, τοῦ ἔσπασαν τὸ χέρι καὶ στὸ τέλος, πιστεύοντας ὅτι σίγουρα θὰ πεθάνει, τὸν ἐγκατέλειψαν αἱμόφυρτο. Παρὰ τὶς προβλέψεις τους ὅμως, οἱ βουλὲς τοῦ Ὑψίστου ἦταν διαφορετικὲς καὶ ἔτσι ὁ π. Κύριλλος συνῆλθε γρήγορα καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὴ μανία τους.»Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἱερεῖς ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ παραχωροῦν τὰ σπίτια τους σὲ περαστικὲς ἀποστολὲς τουρκικῶν ἀρχῶν, νὰ τοὺς ταΐζουν καὶ ἐπιπλέον νὰ τοὺς πληρώνουν κιόλας γιὰ “τὸν κόπο τῶν δοντιῶν”. Φεύγοντας ἡ ἀποστολή, ὁ ἱερέας εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ τὴ συνοδεύσει πεζὸς μέχρι τὸ ἑπόμενο χωριό, κάτω ἀπὸ τρομερὲς πολλὲς φορὲς καιρικὲς συνθῆκες, κουβαλώντας στοὺς ὤμους του καὶ μιὰ ἐφεδρικὴ ρόδα γιὰ τὴν ἅμαξα, ἢ τρέχοντας πολλὲς φορὲς χιλιόμετρα, ἀναγκασμένος νὰ προπορεύεται τῆς ἀποστολῆς. Μετὰ ἀπὸ τέτοιους διωγμοὺς καὶ ταπεινώσεις, ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ ἀριθμὸς τῶν ἱερέων διαρκῶς ἐλαττωνόταν. Ἔφτασε στὸ σημεῖο ἕνας ἱερέας νὰ ἐξυπηρετεῖ ἀκόμη καὶ 30 χωριά, ἀναγκασμένος νὰ κυκλοφορεῖ μὲ τουρκικὴ ἐνδυμασία καὶ ξυρισμένο κεφάλι, γιὰ νὰ μὴν προκαλεῖ σὲ κάθε του μετακίνηση τὴ μανία τῶν Τούρκων.

»Παρόμοια σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη ἦταν καὶ ἡ συμπεριφορά τους πρὸς τὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ λαό. Ἀναζητοῦσαν διαρκῶς εὐκαιρίες γιὰ νὰ τοὺς συκοφαντήσουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὸ θάνατο. Στόχευαν μάλιστα κυρίως τοὺς συνειδητοποιμένους χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιὸ εὔπορους, ἀφοῦ, θανατώνοντάς τους, ἅρπαζαν τὶς περιουσίες τους. Μιὰ συχνὴ δολοπλοκὴ ποὺ ἐφάρμοζαν ἦταν νὰ ξηλώνουν τὸ βράδυ μέρος τῆς σκεπῆς κάποιας ἐκκλησίας καὶ νὰ τοποθετοῦν καινούργια κεραμίδια. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ κατηγοροῦσαν ὅποιον εἶχαν βάλει στόχο ὅτι παρέβηκε τὴν κρατικὴ ἐντολή, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποία ἀπαγορευόταν στοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀνακαινίζουν τὶς ἐκκλησίες τους. Ἄλλοτε ἔκαναν περιοδεῖες στὰ χωριὰ λεηλατώντας καὶ σκοτώνοντας ἐν ψυχρῷ τοὺς χριστιανούς. Ἔκαιγαν τὰ σπίτια τους, βασάνιζαν τοὺς ἄνδρες καὶ ἀφοῦ ἅρπαζαν ὅλη τὴν περιουσία τους, τοὺς σκότωναν, ἐνῷ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια, ἀφοῦ τὶς βίαζαν ἄγρια, τὶς ἔσερναν στὰ χαρέμια. Μιὰ τέτοια ἐπιδρομὴ ἔγινε στὶς 10 Ἰανουαρίου 1803, στὸ χωριὸ Μπαρά-Σρέντ.

Οἱ κάτοικοι, στὴν προσπάθεια νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν μανία τῶν Τούρκων, κλείστηκαν σ᾿ ἕναν πύργο ποὺ εἶχαν κτίσει στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ, ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο. Οἱ Τοῦρκοι, παρὰ τὶς λυσσασμένες προσπάθειές τους, δὲν κατάφεραν νὰ μποῦν μέσα στὸν πύργο, καὶ ὀργισμένοι τὸν παρέδωσαν στὶς φλόγες. Ὅσους δὲν ἀποτελείωσε ἡ φωτιὰ καὶ προσπάθησαν νὰ πηδήξουν ἀπὸ τὰ παράθυρα στὸ κενό, τοὺς μάζευαν μὲ ἕνα ἁπλωμένο χαλί, ὄχι φυσικὰ γιὰ νὰ τοὺς σώσουν τὴν ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἡδονὴ τῶν βασανιστηρίων τους. Σὲ ἄλλους ἔκοβαν τὰ αὐτιὰ ἢ τὴ μύτη ἢ τοὺς ἔβγαζαν τὸ ἕνα μάτι, τὶς δὲ ἔγκυες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔσκιζαν τὴν κοιλιά τους, ἔβγαζαν τὰ ἔμβρυα καὶ τὰ κάρφωναν ἐπιδεικτικὰ σὲ ξύλινες λόγχες.

»Ὁ γιὸς τοῦ π. Κυρίλλου καὶ παππούς μου, ὁ π. Στέφανος Κιρανώφ, ἦταν ἱερέας στὸ χωριὸ Ἰμοκλάρι τοῦ δήμου Ἀνδριανούπολης, ἀλλὰ πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του μέχρι τὴν φυγή του γιὰ τὴν Ρωσία, πάνω σὲ ἄλογα, μετακινούμενος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν μανία τῶν Τούρκων. Κάποτε τὸν πέτυχαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἐπὶ τρεῖς μῆνες τὸν ἔσερναν μαζί τους χτυπώντας τον καὶ βασανίζοντάς τον καί, ἀφοῦ πῆραν ὅλη του τὴν περιουσία, ἑτοιμάζονταν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Ἦταν καθαρὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν γλύτωσε τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τὸν θάνατο.

Ὁ ἄλλος παππούς μου, π. Μητροφάνης Κιρίλωφ, ὑπέφερε πολλὰ δεινὰ ἀπὸ τὸν τοπικὸ Τοῦρκο ἄρχοντα τῆς περιοχῆς του, ὅταν ἀρνήθηκε νὰ στεφανώσει ἕναν χῆρο παντρεμένο ἤδη τέσσερεις φορὲς μὲ μία χήρα ἐπίσης παντρεμένη πέντε φορές. Οἱ μελλόνυμφοι κατέφυγαν μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ ἱερέα στὸν τοπικὸ ἄρχοντα καὶ κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς καὶ ἐκεῖνος κάλεσε ἀμέσως τὸν ἱερέα σὲ ἀπολογία γιὰ τὴν ἄρνησή του.

–Σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δὲν μποροῦν νὰ στεφανωθοῦν, ἀφοῦ ἔχουν ἤδη ὑπερβεῖ κατὰ πολὺ τὸ ὅριο τῶν τριῶν γάμων, ἦταν ἡ ἐξήγηση ποὺ ἔδωσε μὲ παρρησία ὁ π. Μητροφάνης.

–Χτυπεῖστε τὸν ἀλύπητα, ὥσπου οἱ κανόνες του νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ τοὺς στεφανώσει, ἦταν ἡ ἐτυμηγορία τοῦ ἄρχοντα.

»Ἡ ἐντολὴ ἐφαρμόστηκε πάραυτα καὶ οἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν μὲ βέργες νὰ χτυποῦν ἀλύπητα τὸν ἱερέα. Μετὰ ἀπὸ 400 περίπου χτυπήματα, ὁ π. Μητροφάνης, πεσμένος κάτω αἱμόφυρτος, ἄρχισε νὰ ψάλλει ἀπεγνωσμένα ὄχι τὴ γαμήλια ἀλλὰ τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Οἱ Τοῦρκοι φυσικά, μὴ καταλαβαίνοντας τί ψάλλει, τὸν ἄφησαν ἥσυχο θεωρώντας ὅτι κατάφεραν τὸν σκοπό τους, ἀλλὰ κατὰ παράδοξο τρόπο οὔτε οἱ μελλόνυμφοι φάνηκαν νὰ κατάλαβαν, ἢ τουλάχιστον δὲν μίλησαν παραπάνω, κι ἔτσι ὁ ἱερέας γλύτωσε πρὸς στιγμὴ τὸν θάνατο, τὰ τραύματά του ὅμως ἦταν σοβαρὰ καὶ ὑπέκυψε λίγο καιρὸ μετά.

»Ὁ πατέρας μου π. Μιχαὴλ Κιρανώφ, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἐν ζωῇ, κινδύνευσε ἐπίσης ἄπειρες φορὲς ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ κάθε φορὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατάφερνε νὰ σωθεῖ. Στὸ σπίτι ἐρχόταν σπάνια καὶ πάντα ἀργὰ τὴ νύχτα. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν Τουρκία τὸ πέρασε πάνω στὸ ἄλογο, σὲ δάση καὶ χαράδρες, στὰ βουνά.

»Κουβαλοῦσε πάντα μαζί του τὰ ἅγια δῶρα καὶ ἔσπευδε νὰ τὰ προσφέρει σὲ ἀρρώστους ὅπου τὸν εἰδοποιοῦσαν. Κάποια μέρα πῆγε στὸ χωριὸ Ντράνωφ τοῦ δήμου Ἀνδριανούπολης ἀπ᾿ ὅπου καταγόταν ἡ μητέρα μου γιὰ νὰ κοινωνήσει κάποιους ἀνήμπορους καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν πεθερό του νὰ τὸν συνοδεύσει. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔκαναν ἔφοδο στὸ χωριὸ ἐξαγριωμένοι Τοῦρκοι καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του κατέσφαξαν καὶ κομμάτιασαν τὸ σῶμα τοῦ πεθεροῦ του καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν καὶ ἄλλους 153 χριστιανούς, κάνοντας ἀντίποινα γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Ἀνδριανούπολης ἀπὸ τὸν ρωσικὸ στρατό. Ὁ πατέρας, ἄγνωστο πῶς, κατάφερε νὰ σωθεῖ ἀπὸ τοὺς φονιάδες. Ἐγὼ μὲ τὴν μητέρα μου, ποὺ ἦταν ἑτοιμόγεννη, τρέξαμε νὰ κρυφτοῦμε στὸ δάσος. Ἐκεῖ, σὲ μία ἔρημη τοποθεσία, χωρὶς καμιὰ βοήθεια καὶ μὲ τὸν τρόμο τῶν Τούρκων πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας, γέννησε τὸν ἀδελφό μου τὸν Πέτρο. Τὸν τύλιξε βιαστικὰ καὶ πρόχειρα καὶ κρατώντας στὸ ἕνα χέρι τὸ νεογέννητο καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἐμένα ποὺ ἤμουν σὲ μικρὴ ἡλικία, προσπαθοῦσε ἢ καλύτερα πάλευε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν μανία τῶν Τούρκων. Καὶ δόξα τῷ Θεῷ τὰ καταφέραμε, καὶ βρίσκομαι τώρα ἐδῶ νὰ ἀφηγοῦμαι μὲ πόνο ψυχῆς τὰ βάσανα τῶν προγόνων μου, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ σταγόνα μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τῶν μαρτυρίων ποὺ ὑπέστησαν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ στὴν Τουρκία. Οἱ Τοῦρκοι ἔβγαζαν ὅλη τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιά τους στοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ μὲ ἰδιαίτερο μένος στοὺς ὀρθόδοξους κληρικούς. Σοφίζονταν μὲ σατανικὴ ἐφευρετικότητα διάφορα βασανιστήρια καὶ ἐξευτελισμούς, ποὺ ντρέπομαι ἀκόμη καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω.

»Καταλαβαίνετε, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ παρέθεσα στὴν ἀγάπη σας, τί ἀνάγκασε τοὺς προγόνους μου νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Τουρκία καὶ νὰ ἀναζητήσουν μιὰ καλύτερη ζωὴ στὴν Ρωσία».

Ὁ μεγαλύτερος γιὸς τοῦ ἱερέα Μιχαὴλ Κιρανώφ, ὁ Στέφανος, ὁ συγγραφέας αὐτῶν τῶν ἀπομνημονευμάτων, τελείωσε ἀργότερα τὴν θεολογικὴ σχολὴ τοῦ Κισινώφ, παντρεύτηκε, χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ διακονοῦσε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Βεσαραβίας, τὸ Τσεμλεκόι. Τὸ 1879, μαζὶ μὲ τὸν 74χρονο πατέρα του, ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ προσκύνησε στὶς μονὲς Ζωγράφου, Χιλανδαρίου καὶ Ἰβήρων. Ὁ πατὴρ Στέφανος δολοφονήθηκε τὸ 1888 στὸ Τσεμλεκόι. Οἱ συνθῆκες τοῦ θανάτου του παρέμειναν ἀδιευκρίνιστες, σύμφωνα ὅμως μὲ μία πιθανὴ ἐκδοχὴ τὸν σκότωσαν οἱ Τοῦρκοι γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους. Σ᾿ ὅλη τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Κισινιώφ, τὸν θυμοῦνται σὰν ἕναν χαρισματικὸ καὶ δίκαιο ἄνθρωπο ποὺ ἀκτινοβολοῦσε καλοσύνη καὶ ἀγάπη.

(π. Νικολάου Ντονιένκο, Στὴ δίνη ἑνὸς κόσμου που ἄλλαζε – Οἱ νεομάρτυρες τοῦ Μπερντιάνσκ, μτφρ. Μαρίνα Μουμλάντζε, ἐκδ. Ἐν πλῷ - Πορφύρα, Ἀθήνα Δεκ. 2012, σσ. 44-52)