- Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ ἡσυχαστὴς τῆς Αἴγινας

Κάποτε ἕνας Τοῦρκος δικαστὴς κάλεσε τὸν π. Βασίλειο (μετέπειτα γέροντας Ἱερώνυμος) στὸ ἀρχοντικό του. Ὅταν ἔφθασαν στὸ ἀρχοντικὸ τοῦ δικαστῆ τοῦ εἶπε:

–Ἀφέντη παπᾶ, ἐγὼ εἶμαι Τοῦρκος, μωαμεθανός. Ὅμως ἀπ᾽ τὸ μισθὸ ποὺ παίρνω, κρατάω τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν οἰκογένειά μου καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ ξοδεύω σὲ ἐλεημοσύνες. Βοηθάω χῆρες, ὀρφανά, φτωχούς, προικίζω ἄπορα κορίτσια ποὺ παντρεύονται, βοηθάω ἀρρώστους. Κρατάω μὲ ἀκρίβεια τὶς νηστεῖες, προσεύχομαι καὶ γενικὰ προσπαθῶ νὰ εἶμαι συνεπὴς στὴν πίστη μου.

Ἐπίσης ὅταν δικάζω, προσπαθῶ νὰ εἶμαι δίκαιος, δὲ χαρίζομαι σὲ κανέναν, ὅσο μεγάλη θέση κι ἂν ἔχει. Τί λές, ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνω δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ κερδίσω τὸν παράδεισο, ποὺ λέτε σεῖς οἱ χριστιανοί;

Ὁ π. Βασίλειος ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Τοῦρκος δικαστὴς κι ὁ νοῦς του πῆγε ἀμέσως στὸν ἑκατόνταρχο Κορνήλιο (Πράξ. ι΄). Διέκρινε μεταξύ τους δύο βίους παράλληλους.

Κατάλαβε πὼς πρόκειται γιὰ δίκαιο καὶ καλοπροαίρετο ἄνθρωπο καὶ ἴσως ἡ δική του ἀποστολὴ νὰ ἦταν ἴδια μὲ ἐκείνην τοῦ Ἀπόστολου Πέτρου πρὸς τὸν ἑκατόνταρχο. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ δώσει τὴ μαρτυρία τῆς πίστης του.

–Δὲ μοῦ λές, ἀφέντη, ἔχεις παιδιά;

–Ναί, ἔχω.

–Δούλους ἔχεις;

–Ἔχω καὶ δούλους.

–Ποιός ἐκτελεῖ καλύτερα τὶς ἐντολές σου, τὰ παιδιὰ ἢ οἱ δοῦλοι σου;

–Σίγουρα οἱ δοῦλοι μου, γιατὶ τὰ παιδιά, μὲ τὸ θάρρος ποὺ ἔχουν, πολλὲς φορὲς παρακοῦν καὶ κάνουν ὅ,τι θέλουν, ἐνῶ οἱ δοῦλοι μου κάνουν πάντα ὅ,τι τοὺς λέω ἐγώ.

–Δὲ μοῦ λές, ἀφέντη, ἂν πεθάνεις ἐσὺ ποιός θὰ σὲ κληρονομήσει: οἱ δοῦλοι σου, ποὺ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολές σου πιστά, ἢ τὰ παιδιά σου ποὺ σὲ παρακοῦν;

–Μὰ τὰ παιδιά μου βέβαια. Μόνο αὐτὰ ἔχουν κληρονομικὰ δικαιώματα, ὄχι οἱ δοῦλοι.

Ἔ, λοιπόν, ὅσα κάνεις ἀφέντη εἶναι καλά, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ κάνουν, εἶναι νὰ σὲ κατατάξουν στὴν κατηγορία τῶν καλῶν δούλων. Ἂν ὅμως θέλεις νὰ κληρονομήσεις τὸν παράδεισο, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει νὰ γίνεις υἱός. Κι αὐτὸ γίνεται μόνο μὲ τὸ βάπτισμα.

[ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Πέτρου Μπότση «Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ ἡσυχαστὴς τῆς Αἴγινας»]