- «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΙΣ»

Παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου κατὰ τὴν ἐφέστιον αὐτῆς ἑορτὴν τῶν Ἀρχαγγέλων

Ε῾ωρτάσθηκε καὶ φέτος μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια ἡ ἑορτὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν στὴν ἱ. Μονὴ Δοχειαρίου προεξάρχοντος τοῦ σεβ. μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, συλλειτουργούντων τῶν Οὐκρανῶν ἐπισκόπων Ἀγαπητοῦ καὶ Ἰωνᾶ καὶ μὲ συμμετοχὴ πλήθους εὐσεβῶν χριστιανῶν.

Κατὰ τὴν ἑορταστικὴ τράπεζα ὁ καθηγούμενος τῆς Δοχειαρίου ἀρχιμ. κ. Γρηγόριος ἐπεφύλαξε μία ἔκπληξι. Παρουσίασε τὸ νέο βιβλίο του ποὺ ἔχει τίτλο «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΙΣ» καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς Γεροντάδες τοῦ Αἰγαίου, ὅσιο Ἀμφιλόχιο (Μακρῆ) τῆς Πάτμου καὶ ὅσιο Φιλόθεο (Ζερβάκο) τῆς Πάρου.

Τὸ βιβλίο αὐτὸ τὸ περιμέναμε μὲ πόθο καὶ λαχτάρα χρόνια τώρα, διότι πιστεύαμε ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι ἁπλῶς ἕνα βιβλίο γραμμένο στὸ γραφεῖο, ἀλλὰ ὅτι θὰ εἶναι γραμμένο μὲ τὸ μελάνι τῆς καρδιᾶς του, ὅπως ἀκριβῶς τὰ εἶδε καὶ τὰ ἔζησε ὁ ἴδιος. Παραθέτουμε πιὸ κάτω τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἡγουμένου ἀκριβῶς, στὰ ὁποῖα ἀποτυπώνεται ὁ παλμὸς τῆς καρδιᾶς του.

«Νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κάνω παρουσίασι ἑνὸς βιβλίου. Eἶναι κόπος καὶ μόχθος πολλῶν ἐτῶν. Γράφει ὅ,τι ἔζησα, ὅ,τι εἶδα, ὅ,τι ἄκουσα, καὶ αἱ χεῖρες μου ἐψηλάφησαν. Δὲν ἀντέγραψα κανένα. Πολλοὶ ἔγραψαν γιὰ αὐτοὺς τοὺς δύο ὁσίους. Τὸν Ἀμφιλόχιο τὸν Πάτμιο καὶ τὸν ὅσιο Φιλόθεο τὸν Ζερβᾶκο, ἡγούμενο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας. Στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ἔζησαν, μεταξὺ τῶν δύο πολέμων, ὑπῆρξαν ὄχι μόνο ἄνθρωποι ἐκκλησιαστικοὶ ἀλλὰ καὶ ἐθνικοὶ ἄνδρες. Δὲν διάβασα τίποτα ἀπ᾽ὅ,τι ἔχουν γράψει ἄλλοι. Ἔγραψα τὰ βιώματά μου, ἀληθινὰ καὶ πραγματικά. Οὔτε τὸν παραδελφόν μου, τὸν π. Γαβριήλ, ποὺ ἐδῶ μαζὶ συνασκητεύουμε περίπου 50 χρόνια· δὲν τοῦ ἐζήτησα νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του. Ἔτσι ἐγώ, ὁ τρελλός, ἔχω νὰ σᾶς παραδώσω αὐτὸ τὸ βιβλίο, τὰ βιώματα ὅλων τῶν ἐτῶν ποὺ ἔζησα καὶ ἀσκήθηκα στὸ μοναχικὸ σκάμμα. Εὐχαῖς τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀμφιλοχίου καὶ Φιλοθέου ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει τὴν πατρίδα μας γιατὶ ἦταν Ἕλληνες, πραγματικὰ ἦταν Ἕλληνες καὶ ἀγαποῦσαν τὴν Ελλάδα, ἂν καὶ εἶχαν μέσα τους αὐτὸ ποὺ λέει ‟ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου”. Μὴν τὸ πετάξετε. Διαβάστε. Εἶναι ἀληθινό, δὲν εἶναι φτειαχτό. Παρὰ τὸ διαβήτη μου ὁ νοῦς μου λειτουργεῖ ἀκόμη. Ἴσως πολλοὶ περίμεναν, νὰ τό ᾽χω χαμένο. Τό ᾽χω ἀπὸ πολλοὺς πιὸ πολὺ βρισκάμενο. Κάποτε ἕνα παιδὶ ἔφυγε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὡραία εἶναι καὶ ἡ ἀσωτεία ἀλλὰ στὴν ἀρχή, στὸ τέλος εἶναι φαρμάκι. Ὅταν ἄρχισε νὰ στερῆται τῶν πάντων, πῆρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ σπίτι του. Καὶ λέει, δὲν μοῦ φτάνουν τὰ βάσανά μου, μοῦ στείλατε καὶ ἐσεῖς τώρα τάχατες γράμμα. Τὸ ἄνοιξε κιόλας, δὲν βρῆκε καὶ κανένα φράγκο μέσα, τὸ πέταξε. Ἀφοῦ ἡ ζωὴ τὸν στρίμωξε, λέει· μωρέ, ἂς τὸ κοιτάξω καὶ αὐτὸ τὸ γράμμα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου. Καὶ τὸ γράμμα ἔγραφε, σοῦ πληρώνουμε τὰ εἰσιτήρια νὰ γυρίσῃς πίσω, ἀλλὰ ὅμως ὁ χρόνος εἶχε περάσει καὶ οἱ γονεῖς εἶχαν πεθάνει καὶ ἦταν πιὰ ἀνώφελο τὸ γράμμα. Λοιπὸν μὴ τὸ πετάξετε κι ἐσεῖς αὐτὸ τὸ γράμμα. Πάρτε το σὰν ἕνα μήνυμα, σὰν ἕνα κίνητρο γιὰ τὴ ζωή σας.

Ὅσο καὶ νὰ μὴ τὸ δεχώμαστε, ὁ μοναχισμὸς εἶναι μιὰ μεγάλη γεννήτρια, πόσα βάττ δὲν ξέρω. Ὅποιος ὅμως προσαρμοσθῆ στὴ γεννήτρια αὐτὴ θὰ πάρη κίνησι καὶ πνευματικὴ καὶ σωματική. Εἶναι ἡ γεννήτρια ποὺ ἔχει εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εὐλογεῖται κάθε μέρα καὶ δίνει κίνησι στὰ πάντα. Καὶ σὲ μένα τὸν ἡλικιωμένο καὶ τὸν ἄρρωστο ξέρετε πόση κίνησι μοῦ δίνει; Ἰσοπεδώνω ὅλα τὰ μπαΐρια τῆς Δοχειαρίου…».

Παραθέτουμε καὶ δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο·

«Ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος

ὡς νέος εἶχε τὴν αὐτοθυσία,

ὡς μοναχὸς τὴν ἀκρίβεια,

ὡς λειτουργὸς τὴν εὐχαριστία,

ὡς πνευματικὸς τὴν οἰκονομία,

ὡς διδάσκαλος τὴν παράκληση,

ὡς χριστιανὸς τὴν εὐλάβεια,

ὡς ἄνθρωπος σέβιζε τὸν συνάνθρωπο,

ὡς Ἕλληνας τὴν ἀγάπη τῶν ἡρώων γιὰ τὴν πατρίδα,

καὶ ὡς ὀρθόδοξος τὸ καύχημα τῆς ὀρθῆς πίστης καὶ ζωῆς» (σελ. 185).

Γιὰ τὸν ὅσιο Φιλόθεο·

«Ὅποια πέτρα καὶ νὰ σηκώσης στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ τὴν ρωτήσης:

-Ὑπῆρξε ὁ Φιλόθεος ὅσιος;

Θὰ σοῦ ἀπαντήση:

-Ἅγιος καὶ πατέρας φιλόστοργος καὶ ἡ πραγμάτωση τοῦ Εὐαγγελίου στὸν κόσμο...

Μὲ μεγάλη ἁπλότητα πορεύθηκε, σὰν νὰ᾽ταν ὁ τελευταῖος ρασοφόρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἂν ἀρνηθῶ τὴν ὁσιακή του ζωὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ δὲν διηγοῦμαι τὰ ἀσκητικά του παλαίσματα, φοβᾶμαι ὅτι θὰ κολλήση ἡ γλῶσσα μου στὸν λάρυγγά μου καὶ θὰ χάσω τὸν νοῦ μου καὶ σὰν φρενοβλαβὴς θὰ γυρίζω στὰ καντούνια τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Θεὸς ἐθαυμάστωσε τὸν Ὅσιον αὐτοῦ κι ἐγὼ θὰ σιωπήσω; Ὁ Θεὸς τὸν ἀνέδειξε φωστῆρα, φῶς ἐπάνω ὄρους κείμενον, κι ἐγὼ θὰ πῶ “ἐκάμυσαν οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ δὲν βλέπουσι”;

“Ὅσιέ μου, βοήθα με νὰ πιάσω στεριά, τὴν ἄνω στεριά, ποὺ μοῦ ὑπέδειξες ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια. Ἀμήν”» (σελ. 254-255).

Καὶ ἐν κατακλεῖδι ἐπιλέγει:«Ὅσοι ἀμφισβητεῖτε τὴν ἁγιότητα αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν ρωτῆστε τὴν γῆ ποὺ πατοῦσαν, τὰ κλαριὰ καὶ τὶς πέτρες ποὺ δρασκέλισαν, καὶ θὰ σᾶς βεβαιώσουν: “Ἅγιοι ἤτανε καὶ νὰ τοὺς τιμᾶτε καὶ νὰ τοὺς προσκυνᾶτε ὡς τῶν Ἀγγέλων ἰσοστασίους καὶτῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ὁσίων Πατέρων ἡμῶν συγχορευτὲς καὶ συμπρεσβευτὲς στὸ θρόνο τῆς Χάριτος”.

Ὅποιος ἀρνεῖται τὴν ἁγιότητα Ἀμφιλοχίου καὶ Φιλοθέου, ἀρνεῖται ὅτι καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀνθίζει ὁ γαῦρος καὶ ἡ ὀξυὰ καὶ τὸ θυμάρι, καὶ ἡ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία πάντοτε βρίσκουμε λύθρο ζυμωμένο μὲ αἷμα Μαρτύρων καὶ δάκρυα Ὁσίων, κατήντησε γῆ κατάξερη, ἄνυδρη, ἀγεώργητη· ἀρνεῖται τὸ ὑπερφυσικὸ στοιχεῖο μέσα στὴν Ἐκκλησία· ἀρνεῖται ὅτι ὁ Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν» (σελ. 258).

Κυκλοφορεῖ στὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ στὸ τηλέφωνο 6942435805 (κ. Σπύρο).