- Νὰ διδαχθοῦμε ἐπὶ τέλους

τοῦ κ. Χρήστου Σακαρίκα csakarikas@gmail.com

ταν χρειάστηκαν εἰδικὲς γνώσεις γιὰ θέματα ἀσφάλειας τῶν τηλεπικοινωνιῶν, τότε ἐπιλέχτηκα γιὰ ἐκπαίδευσι καὶ πῆγα στὴ Ζυρίχη τῆς Ἑλβετίας.

Τέτοιες μέρες ἦταν, μέρες Χριστουγέννων τοῦ ᾽82, ποὺ τελείωσε ἡ ἐκπαίδευσί μου καὶ ὁ ἐκπαιδευτής μου, ἕνας νεαρὸς μηχανικός, πρότεινε ἀποχαιρετιστήριο δεῖπνο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑστιατόρια τῆς πόλης. Ἐκεῖ κουβεντιάσαμε χαλαρὰ γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς στὶς δύο χῶρες.

Στὴν ἐρώτησί μου, πῶς βλέπει ἐκεῖνος τὴ ζωὴ στὴ χώρα του, μοῦ εἶπε•

–«Ξέρεις, αὔριο θὰ πάω νὰ δῶ τὸν πατέρα μου, μένει στὴν ξύλινη καλύβα του στὰ βουνά. Λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ αὐτὸν ἡ περιοχὴ κατοικεῖται ἀπὸ Ἕλληνες. Ἐκεῖ νὰ δῇς βίλλες, ἐκεῖ νὰ δῇς σαλέ! Θὰ νόμιζε κάποιος πὼς ἡ χώρα σου ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ πλουσιώτερη χώρα τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς στὴν περιοχή μου εἴμαστε παρίες μπροστὰ στοὺς πατριῶτες σου!».

–«Τόσοι πολλοὶ εἶναι;», ρώτησα.

–«Τόσοι πολλοὶ καὶ τόσο πλούσιοι», μοῦ ἀπάντησε.

–«Δυστυχῶς δὲ συμβαίνει τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὶς δικές μας ὀρεινὲς περιοχές», εἶπα• «τὰ δικά μας βουνὰ ἔχουν ἐγκαταλειφθῆ στὴν τύχη τους ἀπὸ τὶς κυβερνήσεις μας• αὐτὲς τὶς κυβερνήσεις, ποὺ χάριζαν τὸ χρῆμα τοῦ λαοῦ μας στοὺς γείτονες τοῦ πατέρα σου».

–«Ὅμως ἡ Ἑλλάδα ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ Παράδεισος στὴ γῆ», μοῦ ξανάπε.

–«Δηλαδή, πῶς τὸν ἐννοεῖς τὸν παράδεισο;», ρώτησα.

–«Μά, κοίταξε λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο νὰ καταλάβῃς».

Κοίταξα, κ᾽ εἶδα κρύσταλλα νὰ κρέμωνται ἀπὸ τὶς διπλανὲς στέγες, τὰ ρεῖθρα τῶν παραθύρων, καὶ στὰ κλαδιὰ τῶν γυμνῶν δένδρων. Οἱ δρόμοι ἦταν παγωμένοι ἀλλὰ καθαροὶ ἀπὸ χιόνι. Τὰ χριστουγεννιάτικα φῶτα ἔδειχναν γιορτή. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν αὐτά, θὰ πιανόταν ἡ ψυχή σου.

–«Αὐτὴ τὴν παγωνιὰ ποὺ βλέπεις, ἐμεῖς θὰ τὴν ἔχουμε καὶ τὸν Ἀπρίλη. Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα;».

–«Στὴν Ἑλλάδα τὸν Ἀπρίλη ἔχουμε ἄνοιξι, ὅλα εἶναι λουλουδιασμένα!».

–«Εἶδες, αὐτὸ ἐννοῶ. Ξέρεις τί μποροῦμε νὰ καλλιεργήσουμε στὴν Ἑλβετία;».

–«Ὄχι, δὲν ξέρω».

–«Σχεδὸν τίποτα• γιατὶ τίποτα δὲ φυτρώνει στὶς ἀπότομες πλαγιὲς τῶν βουνῶν μας, τίποτα ἄλλο παρὰ μόνο ἄγριο χόρτο».

–«Ναί, ἀλλὰ βλέπω τοῦ κόσμου τὰ καλὰ στὰ μανάβικά σας!».

–«Τὰ εἰσάγουμε ὅλα. Ἀφοῦ λοιπὸν μόνο βουνὰ καὶ ἀγριόχορτο ἔχουμε, φροντίσαμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ βόσκουμε ἀγελάδες• εἶναι οἱ μόνες ποὺ τρῶνε τὸ ἀγριόχορτο. Οἱ ἀγελάδες παράγουν γάλα!».

–«Συνεπῶς, πουλᾶτε τὸ γάλα».

–«Ὄχι• ἂν δοκιμάζαμε νὰ ζήσουμε μὲ τὰ χρήματα ἀπὸ τὸ γάλα, δὲ θὰ ἔφταναν. Τὸ γάλα αὐτὸ καθεαυτὸ δὲν ἔχει ὑψηλὴ τιμή. Ἀποφασίσαμε λοιπὸν τὸ γάλα μας νὰ τὸ κάνουμε σοκολάτες. Εἰσάγουμε κακάο καὶ ξηροὺς καρπούς, καὶ ἐξάγουμε τὶς περίφημες σοκολάτες μας σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔτσι κερδίζουμε χρήματα. Κερδίζουμε δίνοντας ἀξία στὸ βασικό μας προϊόν. Τὸ ἑπόμενο εἶναι τὰ τυριά μας. Τὰ ἑλβετικὰ τυριὰ εἶναι ἐπίσης περίφημα. Ἐκμεταλλευόμαστε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε! Ἐσᾶς τί σᾶς ἐμποδίζει νὰ κάνετε κάτι ἀνάλογο; Δὲν ἔχετε γάλα;».

Δὲ μίλησα, κούνησα μόνο τὸ κεφάλι μου δείχνοντας ὅτι τὸν κατανοῶ.

–«Ξέρεις γιατί ἔχουμε τὰ καλύτερα ρολόγια;».

–«Ὑποθέτω πὼς ἐπειδὴ εἴσαστε ἀκριβολόγοι».

–«Ὄχι• αὐτὸ ἔγινε, ἐπειδὴ ἡ Ἑλβετία εἶναι στὴ μέση της Εὐρώπης. Εἴμαστε ἀνάμεσα σὲ βουνά, ἡ μεταφορὰ πρώτης ὕλης ἐδῶ εἶναι πανάκριβη καὶ γίνεται μόνο μὲ τραῖνο ἤ, ἀκόμα χειρότερα, μὲ ἀεροπλάνο. Ἔτσι ἀποφασίσαμε νὰ φτειάχνουμε ρολόγια, ποὺ χρειάζονται ἐλάχιστη πρώτη ὕλη. Χρειάζονται ὅμως ἀκρίβεια καὶ πολλὴ δουλειά. Ἀφοῦ ὁ καιρὸς μᾶς κλείνει μέσα πάνω ἀπὸ τὸ μισὸ χρόνο, ἀναπτύξαμε τὴν ὡρολογοποιία ὡς οἰκοτεχνία. Οἱ μεγάλες μάρκες ξεκίνησαν ὡς οἰκογενειακὲς ἐπιχειρήσεις. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ φάρμακα. Ἐκμεταλλευτήκαμε τὶς ἀδυναμίες τοῦ τόπου μας καὶ τὶς κάναμε πλεονέκτημα! Ἀπὸ τὶς τράπεζες δὲν κερδίζει ὁ λαός, μόνον οἱ τραπεζίτες. Ἐσεῖς γιατί δὲν τὸ κάνετε; Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα; Πές μου ἕνα μέρος τῆς χώρας σου ποὺ νὰ ἀπέχῃ περισσότερο ἀπὸ 50 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ κοντινότερο λιμάνι! Ἂν ἔχῃς λιμάνι, μπορεῖς νὰ μεταφέρῃς τεράστιες ποσότητες πρώτης ὕλης, νὰ φτειάξεις ἐλαφρά, ἀκόμη καὶ βαρειὰ βιομηχανία, ὁπουδήποτε. Ἐσεῖς στὴν Ἑλλάδα γιατί δὲν ἔχετε βιομηχανία; Τί σᾶς λείπει;

Πές μου ποῦ θὰ ῥίξῃς ἕνα σπόρο στὴν Ἑλλάδα καὶ δὲ θὰ φυτρώσῃ! Ἐκεῖ ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ παράγετε ὁ,τιδήποτε, νὰ καλύπτετε τὶς δικές σας ἀνάγκες καὶ νὰ ἐξάγετε σὲ ἐμᾶς. Ποιός σπόρος δὲ θὰ φυτρώσῃ καὶ ποιό φυτὸ δὲ θὰ καρπίσῃ στὴ χώρα σου; Γιατί δὲν τὸ κάνετε; Τί σᾶς ἐμποδίζει; Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ συγκριτικό σας πλεονέκτημα; Γιατί δὲν τὸ ἀξιοποιεῖτε; Πές μου, ποιά ἄλλη χώρα ἔχει τέτοιον ἥλιο, τέτοια θάλασσα, τόσα νησιά, τέτοιες καταπληκτικὲς παραλίες; Ξέρεις καμμία ἄλλη; Ἡ χώρα σου ἀποτελεῖ τὸ ὄνειρο διακοπῶν κάθε Εὐρωπαίου πάνω ἀπὸ τὰ σύνορά σας. Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ φιλοξενῆτε ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη. Γιατί δὲν τὸ κάνετε; Πές μου μία ἄλλη χώρα στὸν κόσμο μὲ ἀνάλογο ἀρχαῖο πολιτισμό. Κάθε παλάμη τοῦ τόπου σας κρύβει στὸ χῶμα της μοναδικοὺς ἀρχαίους θησαυρούς. Γιατί δὲν τοὺς ἀναδεικνύετε; Ποιόν περιμένετε νὰ κάνῃ τὶς ἀνασκαφὲς ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες; Πόσους Σλήμαν νομίζετε πὼς ἔχει ἡ Εὐρώπη; Ξέρεις τί μαθαίνουμε στὸ σχολεῖο; Μαθαίνουμε γιὰ τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη. Ξέρεις τί σημαίνει γιὰ τὸν ξένο νὰ παρακολουθήσῃ ἀρχαῖο δρᾶμα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα θέατρά σας; Ρωτᾶς ἐμᾶς ἂν ἔχουμε ἀρχαῖο θέατρο, ἂν φτειάξαμε τὰ δικά σας ὑπέροχα γλυπτά, ἂν ἀνακαλύψαμε τὶς ἐπιστῆμες; Ρωτᾶς ἐμᾶς ἂν ἔχουμε Δελφοὺς καὶ Ἡνίοχο, ἂν ἔχουμε Παρθενώνα; Ρωτᾶς ἐμᾶς γιατί ἐρχόμαστε; Ἐρχόμαστε γιὰ νὰ δοῦμε, νὰ αἰσθανθοῦμε τὸν τόπο, νὰ ἀναπνεύσουμε τὸν ἀέρα, νὰ ζεσταθοῦμε ἀπὸ τὸν ἥλιο τῆς χώρας στὴν ὁποία ξεκίνησε ἡ ἀρχικὴ δημιουργία. Αὐτὸ θέλουμε! Δὲν θέλουμε τὰ νυχτερινὰ κέντρα καὶ τὰ σκυλάδικά σας. Πῶς κατάντησε ὁ λαὸς ποὺ ἐπεδίωκε τὴν τελειότητα ἀκόμη καὶ στὴν πέτρα, ἀκόμη καὶ στὸ μπροῦτζο, ὁ λαὸς ποὺ ἐπεδίωκε τὴν τελειότητα στὸ πνεῦμα;Ποῦ εἶναι οἱ ἀξίες σας;».

.............................................................

Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις πέρναγαν πρόσφατα ἀπὸ τὸ μυαλό μου καὶ τὶς περνοῦσα στὸ χαρτί.

Γιατί εἴμαστε ἔτσι ὅπως εἴμαστε, γιατί εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ εἴμαστε;

Πῶς κατάντησε αὐτὸς ὁ λαὸς σὲ τέτοιο ξεπεσμό;

Ποῦ μᾶς ὡδήγησε ὁ ἐξευτελισμὸς τῶν ἀξιῶν στὴ χώρα μας;

.............................................................

–«Ἦταν ἕνας ἀξιοπρεπὴς ἄνθρωπος ποὺ διεκδικοῦσε τὴν ἐκλογή του σὲ χωριὸ τοῦ τόπου μας, καὶ μία λέρα! Ἔ, βγῆκε πρόεδρος ἡ λέρα!», μοῦ ἔλεγε κάτοικος τοῦ χωριοῦ.

Σὰν κάτι νὰ μᾶς πιάνῃ καὶ νὰ θέλουμε νὰ ζοῦμε ὑποταγμένοι.

Φταίει ποὺ ἀκόμη δὲν κατακτήσαμε τὴ βαθειὰ παιδεία νὰ ἀποδιώξουμε τὸ ραγιαδισμό.

Θέλουμε νὰ μᾶς τάζουν. Νὰ μᾶς φουσκώνουν ψέματα!

Τὸ σηκώνει ὁ ὀργανισμός μας τὸ ψέμα!

Ἂν δὲν τὸ σήκωνε, (τότε ὅσοι μᾶς κορόιδεψαν μία, δύο, τρεῖς ... πεντακόσιες φορές, …τόσες μᾶς κορόιδεψαν), αὐτοὺς θὰ τοὺς εἴχαμε πάρει μὲ τὶς πέτρες.

Κι ὅμως ἀκόμα κάθονται στὸ θῶκο τοῦ ἀγροτοσυνδικαλιστοπατέρα, τοῦ δημάρχου, τοῦ βουλευτῆ.

.............................................................

Ἐμεῖς πάλι, τοὺς προσκυνᾶμε!

«Μπουγιουρούμ, ἐφέντη! Κόψε μας τὸ μισθὸ ἀπὸ ἐδῶ, ταλαιπώρησέ μας στὴ γραφειοκρατία ἀπὸ ἐκεῖ, πούλησέ μας τὴν ὑπηρεσία ποὺ μᾶς ὀφείλεις ὡς ἐκδούλευσι, σφάξε μας νὰ ἁγιάσουμε!»

Πράγματι ὁ τόπος μας ἔχει συγκριτικὰ πλεονεκτήματα.

Ἀλλὰ ὅταν κάποιος μιλάῃ γιὰ πρωτογενῆ ζωικὴ παραγωγή, πρέπει νὰ μπορῇ νὰ ξεχωρίσῃ τὴ γίδα ἀπὸ τὴν προβατίνα!

Οἱ ἡγέτες μας, αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἐμεῖς ἐκλέγουμε, εἶναι οἱ ὀλιγώτερο ἄξιοι καὶ περισσότερο καταφερτζῆδες. Τὸ στύλ τους εἶναι αὐτὸ τοῦ Χατζιαβάτη στὴν περίοδο τῶν ἐκλογῶν. Ὕστερα μετατρέπονται, ἐκεῖνοι σὲ Βεληγκέκα καὶ ἐμεῖς σὲ Καραγκιόζη, γιὰ νὰ εἰσπράττουμε τὶς σφαλιάρες.

Τὴ σηκώνει ὁ ὀργανισμός μας τὴ σφαλιάρα• γιατὶ ἂν δὲν τὴ σήκωνε, θὰ εἴχαμε ὀρθώσει τὸ ἀνάστημά μας, γιὰ νὰ πάρουμε τὴν τύχη μας στὰ χέρια μας.

Ἂν οἱ τοπικοί μας ἡγέτες εἶχαν νοῦ, θὰ εἶχαν δημιουργήσει ὑποδομὲς στὸν τόπο μας καὶ ὁ κοσμάκης θὰ εἶχε διέξοδο ἐργασιακή. Ἀλλὰ δὲν ἔχουν.

Ἂν οἱ τοπικοὶ πατέρες τῆς ἀγροτιᾶς, ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἀγρότες μας εἶχαν νοῦ, θὰ φρόντιζαν νὰ ὑπάρξῃ διάδοχη κατάστασι στὴν καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ, θὰ ἤξεραν ὅτι τὸ βαμβάκι θὰ καταστρέψῃ τὸ Θεσσαλικὸ κάμπο ἀφοῦ τὸ ποτάμι ποὺ τὸν διασχίζει δὲν τὸ λένε Νεῖλο ἀλλὰ Πηνειό. Ἀλλὰ φαίνεται δὲν εἶχαν.

Ὁ νοῦς τους ἦταν στὴν ἐπιδότησι καὶ τὴν ὑπερεγγραφὴ ποσοτήτων γιὰ παράνομη ἐπιδότησι. Σὲ βαθμὸ ποὺ λέγεται ὅτι χωριὸ τῆς περιοχῆς μου εἶχε δηλώσει στὸ παρελθὸν τόσα ἐλαιόδεντρα καὶ τόσο λάδι ὅσο αὐτὸ ποὺ παράγει ἡ Μυτιλήνη!

Πῶς νὰ σκάψῃ τὴ γῆ τώρα αὐτὸς ποὺ ἔπαιρνε μάτσα τὰ χιλιάρικα καθήμενος στὸ καφενεῖο;

Ἅμα σὲ μάθουν στὸ εὔκολο χρῆμα, εἶναι βαρὺ τὸ τσαπί!

Τί τὰ θές, φίλε Ἑλβετέ, ὁ τόπος μας εἶναι πράγματι εὐλογημένος, παράγει θησαυρούς, ἀλλὰ πρέπει νὰ τοῦ φυτέψουμε καὶ σπόρο στὴ γῆ.

Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀποδείχτηκε πὼς τὰ τελευταῖα 30 χρόνια δὲν εἴμαστε καὶ τόσο ἄξιοι!

Ὅσο γιὰ τὴ βιομηχανία μας! Ἐκεῖ εἶναι ἡ πονεμένη ἱστορία. Τὰ θαλασσοδάνεια, οἱ φοροαποφυγές, οἱ φοροκλοπὲς σὲ συνεργασία μὲ τοὺς ἐπίορκους πολιτικούς, αὐτὰ μετακόμισαν τὸ χρῆμα στὰ Ἑλβετικὰ βουνὰ γιὰ πολυτελῆ σαλέ!

Τί νὰ ἀπομείνῃ στὸν τόπο γιὰ νὰ δημιουργήσῃς καὶ (κυριώτερα) νὰ διατηρήσῃς βιομηχανία;

Πρέπει νὰ ἔχῃς μέσα σου καὶ λίγο πατριωτισμό!

Οἱ «βιομήχανοί» μας μόνο γιὰ κάτι τέτοιο δὲ φημίζονται.

Ὅσο γιὰ τοὺς πολιτικούς μας, πάρτε παράδειγμα ἀπὸ τὸν ΓΑΠ. Δὲ δείχνει τὸ Ἑλληνικὸ διαβατήριο, δείχνει τὴ βεβαίωσι τοῦ Χάρβαρντ ποὺ λέει ὅτι πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν κατάλαβε τὸ φτωχό του τὸ μυαλό, ὅτι ἐκεῖ τὸν κάλεσαν σὰν ἔκθεμα. Δὲν κατάλαβε, ὅτι ἦταν τὸ ἀντικείμενο ἐπίδειξης, ἀποτυχημένου ἄπατρι πολιτικοῦ.

Πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ πάῃ μπροστὰ ἐτοῦτος ὁ τόπος ποὺ λέγεται Ἑλλάδα, φίλε Ἑλβετέ;

(*) Σημείωσι Συντάξεως: Δημοσιεύουμε τὸ κείμενο αὐτὸ

συμφωνώντας γενικὰ μὲ τὶς ἀλήθειες ποὺ διατυπώνει,

κρατώντας ὅμως ἐπιφύλαξι γιὰ ὡρισμένες θέσεις.