- «Ἂν εἶνε ἅγιος, ἂς τὸ δείξῃ»

Λίγα λόγια γιὰ τὸν γέροντα Παΐσιο

Μετὰ τὴν διακήρυξι, λήγοντος τοῦ 2013, τῆς διαπιστωμένης ἁγιότητος τοῦ γέροντος Πορφυρίου, φαίνεται ὅτι ἔρχεται ἡ σειρὰ ἄλλων πιστῶν δούλων τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας ἔδειξαν σημεῖα ἁγιότητος, καὶ μάλιστα τοῦ γέροντος Παϊσίου.Ὁπωσδήποτε ἡ γλῶσσα παρρησίας τέτοιων σεβασμίων μορφῶν καὶ ἡ ἐκδήλωσι πόνου ἀπὸ μέρους των γιὰ τὴ Μάνα Ὀρθοδοξία ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι προδιαθέτουν ἐπιφυλακτικὰ τοὺς ἐλεγχομένους καὶ τοὺς συγκρατοῦν νὰ ὁμολογήσουν τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶχαν σκηνώσει στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ θιγόμενοι, ὅσο καὶ ἂν θίγωνται, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀφουγκράζωνται κι αὐτοὶ τί βοᾷ ἡ κοινὴ συνείδησις.Ὅσο βέβαια ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλώνει σεβασμὸ σὲ τέτοια πρόσωπα, τόσο ὁ κόσμος ἀντιτίθεται καὶ χλευάζει. Μὰ κι αὐτὴ ἡ χλεύη, μὲ τὸ νὰ προέρχεται ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ προέρχεται, τὸ ἴδιο τελικὰ ἐπιτυγχάνει• νὰ ὑπογραμμίζῃ τὶς ἔκτακτες προσωπικότητές τους.Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ἂν πρὸ καιροῦ σ᾽ ἐκεῖνο τὸ θέατρο τῶν Ἀθηνῶν (στὸ Γκάζι) χλευάστηκε μὲ τόσο χυδαῖο τρόπο τὸ πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ («Corpus Christi»), δὲν πρέπει νὰ θεωροῦμε παράδοξο τὸ ὅτι σὲ ἄλλη γνωστὴ συνοικία τῶν Ἀθηνῶν (Ἐξάρχεια) πρὶν ἕνα - δυὸ χρόνια γινόταν θεατρικὴ παράστασι ποὺ διακωμῳδοῦσε, μὲ ῥάσα καὶ καλυμμαύχια, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γέροντος Παϊσίου («Παστίτσιος»), χωρὶς κανείς ἁρμόδιος γιὰ τὴν περιφρούρησι τῆς τάξεως καὶ τὴν τήρησι τοῦ Συντάγματος νὰ ἐπεμβαίνῃ.Τὸ ζήτημα ἀλλάζει ῥιζικά – πότε; ὅταν ἡ χλεύη ἔρχεται ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀθέων ἀλλ᾽ ἀπὸ πιστοὺς ἀνθρώπους πού, ποιός ξέρει γιατί, ἐκφράζονται καταφρονητικὰ γιὰ τὸν ἅγιο αὐτὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος παρηγόρησε καὶ στήριξε τόσο λαὸ μὲ τὸ λόγο καὶ τὴ στοργή του• τότε τὸ πρᾶγμα εἶνε ὄντως παράδοξο, λυπηρό, ὀδυνηρό.Οἱ ἀδελφοὶ αὐτοὶ δὲν τὸν γνώρισαν ἴσως προσωπικὰ τὸν γέροντα Παΐσιο, δὲν δοκίμασαν φαίνεται τὴ χάρι ποὺ ἀπέπνεε, δὲν διαπίστωσαν τὰ χαρίσματά του. Κανένας δὲν θὰ τοὺς μεμφθῇ γι᾽ αὐτό• κι ἄλλοι δὲν ἔτυχε νὰ τὸν πλησιάσουν ὅσο ἦταν ἐπὶ τῆς γῆς. Δὲν θέλουμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι, γράφοντας καὶ μιλώντας γιὰ τὸν σεβάσμιο ἀσκητὴ μὲ τέτοιο τρόπο, κινοῦνται ἀπὸ φθόνο, βλέποντας μὲν κι αὐτοὶ ξεκάθαρα μὴ θέλοντας δὲ νὰ συνομολογήσουν τὴν κοινὴ πεποίθησι.

Ἂν ὡστόσο ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια, ἂς συνεχίσουν τὴν ἔρευνά τους.

Ἡ ἀλήθεια δὲν φοβᾶται τὴν ἔρευνα, ὅπως τὸ πολύτιμο μέταλλο δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὴ φωτιά.

Ὁ ἴδιος ὁ γέρων Παΐσιος, σὲ παρομοία ἀμφισβήτησι τῆς ἁγιότητος κάποιου, εἶχε πεῖ• «Ἂν εἶνε ἅγιος, ἂς τὸ δείξῃ».

Κ᾽ ἐμεῖς, μὲ υἱικὸ θάρρος στρεφόμεθα στὸν μακάριο γέροντα καὶ λέμε•

Πάτερ Παΐσιε, ἀκοῦς; Δεῖξε στὸν κάθε καλοπροαίρετο «Παῦλο» τὰ διαπιστευτήριά σου, φανέρωσε τὰ τεκμήριά σου στὸν κάθε ἀμφισβητοῦντα «Θωμᾶ». Πεῖσε αὐτὸν ποὺ ἀγαπάει τὴν ἀλήθεια. Κάνε τον ἐσύ, μιλώντας στὴ «γλῶσσα» του, νὰ διακρίνῃ, νὰ δῇ. Εἶνε κρῖμα νὰ μὴ βλέπῃ ὅ,τι λάμπει, αὐτὸ ποὺ γιὰ ὅλους εἶνε «φῶς φανάρι».