-Ὁ ἅγιος Σύζυγος τῆς Πόρνης

Ζοῦσε στὴν Ἀθήνα πρὸ ἐτῶν κάποιος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Νικόλαο. Ταπεινός, εὐσεβής, μὲ τὴ νηστεία του, τὴν ἀγρυπνία του καὶ μὲ «Θεϊκὲς καταστάσεις» ὅπως γράφει στὶς ἅγιες προσευχές του. Εἶχε μάλιστα καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, ὅπως ἐδῶ σὲ μιὰ παρόμοια σκηνὴ βλέπουμε…

Στὰ 35 χρόνια του, ἐφ᾽ ὅσον τακτοποίησε τὶς ἄγαμες ἀδελφές του, ἀποφάσισε κι αὐτὸς νὰ παντρευτῆ. Ὅπως ἦταν φυσικό, ἐφ᾽ ὅσον ἦταν καὶ εὐσεβής, θὰ ἔπρεπε νὰ ψάξη νὰ βρῆ μία κοπέλλα μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πιθανὸν νὰ πῆτε καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἀδελφότητες, ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὑπῆρχε εὐλάβεια καὶ εὐσέβεια σὲ χώρους χριστιανικούς. Ἀλλὰ ἐκεῖνος διάλεξε κάτι ἄλλο…

Πῆγε στὴν πλατεῖα Βάθης, μπῆκε σ᾽ ἕνα σπίτι τῆς ἁμαρτίας, καὶ στὴν πρώτη κοπέλλα ποὺ τὸν ὑποδέχτηκε τῆς εἶπε•

—Σήκω καὶ ἔλα μαζί μου. Ἔταξα στὸ Θεὸ νὰ γλυτώσω μία ψυχὴ ἀπὸ τὴ λάσπη. Ἔλα νὰ σὲ βγάλω ἀπὸ δῶ μέσα. Θέλεις νὰ γίνης γυναίκα μου;

Κεραυνὸς νά ᾽πέφτε στὸ κεφάλι ἐκείνης τῆς κοπέλλας, δὲν θὰ ξαφνιαζόταν τόσο ὅσο ἐκείνη τὴ στιγμή. Τὴν εὐκαιρία βέβαια δὲν τὴν ἔχασε καὶ ἔτσι δέχτηκε. Κ᾽ ἐκεῖνος τὴν δέχτηκε μὲ τὴν προϋπόθεσι ὅτι θὰ ἐξωμολογεῖτο καὶ θὰ ἄρχιζαν μία καινούργια ζωή, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε.

Ἡ πρώην ἄσωτη γυναίκα ἦταν πλέον στὸ πλευρὸ τοῦ Νικόλα σὰν ἁγνότατο ῥόδο. Φρόνιμη καὶ σιωπηλὴ μὲ τὰ νεανικά της χρόνια φωτεινὰ ἀπ’ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησι στὸ καθαρό της πρόσωπο.

Πέρασε ἔτσι ἀρκετὸς καιρός. Ἡ ἁμαρτία ὅμως εἶναι δυνατὴ καὶ δὲν παρατάει εὔκολα τὰ πλάσματα ποὺ δουλέψανε γι’ αὐτὴν καὶ γιὰ τὸ μεγάλο ἀφεντικό της ποὺ λέγεται διάβολος. Ἔτσι λοιπὸν ἡ γυναίκα τοῦ Νικόλα κύλισε ξαφνικὰ στὴν παλιὰ ἁμαρτία, καὶ ἔγινε τώρα πλέον μοιχαλίδα. Σὰν νὰ τὴν ἔπιασε βέβαια ἕνα εἶδος τρέλλας.

Τῆς μίλησε ὁ Νικόλας, ὁ καλὸς ἐκεῖνος σύζυγος.

–Κοίτα, τῆς εἶπε, δὲν σοῦ κρατάω καμμιὰ κακία. Θὰ σ’ ἀφήσω ὅσα λεφτὰ ἔχω καὶ τὸ σπίτι ἀκόμα, κ᾽ ἐγὼ θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἂν μὲ κρατήσουν ἐκεῖ, θὰ γίνω μοναχός• ἂν ὄχι, θὰ γυρίσω καὶ θὰ δοῦμε τί θὰ κάνουμε. Καὶ ἔφυγε…

Φτάνοντας ὁ Νικόλας στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἔψαξε καὶ ἔμαθε γιὰ ἕναν περίφημο καὶ ἅγιο πνευματικό, ἂς τὸν ποῦμε πάπα-Σάββα, καὶ πῆγε νὰ τὸν συμβουλευτῆ. Σὰν τὸν ἄκουσε ἐκεῖνος, πῆρε αὐστηρὴ ὄψι καὶ τοῦ εἶπε•

Δὲν ἔχεις καμμιά δουλειὰ ἐδῶ πέρα. Ἁμαρτάνεις καὶ μόνο ποὺ τὸ σκέπτεσαι. Ἔταξες νὰ σώσης τὴ γυναῖκα σου. Νὰ πᾶς πίσω νὰ τὴν ξαναπάρης κοντά σου. Καὶ προσπάθησε μὲ τὴ ζωή σου, μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη νὰ τὴν σώσης…

Ἀποσβολώθηκε ὁ Νικόλας, κοντοστάθηκε• τοῦ φάνηκε πολὺ βαρειὰ αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τοῦ πνευματικοῦ, κατάλαβε ὅμως ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ ποὺ ἔκαμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας ἐκεῖ στὸ κελλάκι ἐκείνου τοῦ ἁγιασμένου γέροντος καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασι νὰ γυρίση πίσω.

Ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του, ἄνοιξε τὸ σπιτικό του καὶ τὴν ξαναπῆρε μέσα. Ἐκείνη, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὅλη αὐτὴ διαδικασία, συγκινήθηκε, ἐξωμολογήθηκε καὶ ἔβαλε καινούργια ἀρχή. Μὰ ἡ ἁμαρτία εἶναι γλυκειὰ καὶ ἰσχυρή. Καὶ ἡ γυναίκα ξαναέπεσε, καὶ ξαναέπεσε, καὶ ξαναέπεσε, καὶ ξαναέπεσε…

Ὁ Νικόλας ὑπέμενε, καρτεροῦσε, ἀγρυπνοῦσε ὧρες, γονατιστὸς προσευχόταν γι’ αὐτήν, σιωποῦσε καὶ νήστευε, νήστευε ἐξαντλητικά. Ἐρεθισμένη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνοχὴ πρόσθεσε στὴ ντροπὴ καὶ κάτι ἄλλο τώρα, τὴν ἄσχημη συμπεριφορά της. Ἄρχισε νὰ τὸν φωνάζη, νὰ τὸν ξευτιλίζη, νὰ τὸν βρίζη, νὰ τὸν ματώνη καθημερινὰ μὲ τὴν θηριώδη ἐκείνη συμπεριφορά της, τὴν διαβολική. Πόσο θὰ μποροῦσε ἀλήθεια νὰ βαστάξη ὁ ἀνεξίκακος ἐκεῖνος ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μας;Περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ὁ σταυρὸς γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀβάσταχτος. Ἔδειχνε σιγὰ - σιγὰ νὰ λυγίζη.Καὶ ξημέρωνε ἡμέρα τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας. Τὴν πέρασε γονατιστός, λύγισε μπροστὰ στὴν σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔδειχνε πὼς δὲν νοιαζόταν πλέον γιὰ τὸ πλάσμα του. Ἔπεσε μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι καὶ μὲ λυγμοὺς φώναξε•

—Θεέ μου, ἢ φώτισέ την καὶ δῶσε της μετάνοια ἀληθινή, ἢ πάρε με. Δὲν ἀντέχω ἄλλο τοῦτο τὸ βάσανο δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια. Δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια!

Ἡ γυναίκα του (ποὺ γύριζε ἀπ᾽ ἔξω, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, –γιατί εἴπαμε ἦταν νύχτα καὶ ξημέρωνε Καθαρὰ Δευτέρα–) τὸν βρῆκε γονατιστὸ καὶ ἄκουσε τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε κλαίγοντας τοῦτος ὁ ἄνθρωπος. Συγκλονίστηκε κυριολεκτικά, τὴν πῆραν τὰ κλάματα. …Κατάλαβε τὴν ἄβυσσο τῶν κριμάτων της• …ἦταν «ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», ἀλλὰ ἡ μετανοημένη πλέον. Κεραυνοχτυπημένη ἀπὸ τὴν θεία φώτισι, σωριάστηκε στὰ πόδια του καὶ φώναξε•

–Συγχώρεσέ με, δὲν εἶμαι μόνο τιποτένια… Ἀλλὰ γιὰ τελευταία φορά, γιὰ τελευταία καὶ μοναδικὴ φορὰ συγχώρεσέ με. Κ᾽ ἐκεῖνος πάλι τὴν συγχώρεσε.

Καὶ μετὰ ἀπὸ ᾽κείνη τὴν βραδιά, ποὺ ξημέρωνε ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἡ Καθαρὰ Δευτέρα, ἀκολούθησαν χρόνια εὐτυχίας, καὶ μὲ παιδιὰ μέσα στὴν οἰκογένεια, δύο ἀγγελούδια ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Πανάγιος Θεός, καὶ ἡ εὐλογία ἦλθε μία γιὰ πάντα σ᾽ αὐτὸ τὸ σπιτικό, χάρις στὴν ἁγία ὑπομονή, τὴ μεγάλη καρδιὰ καὶ τὴν συγχωρητικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Νικολάου• χάρις στὴν προσευχή του, χάρις στὴν ὑπομονή του, τὴ ματωμένη ὑπομονή του, τὴν πολλή του προσευχὴ καὶ τὰ πολλά του τὰ δάκρυα. Τελικὰ ἔσωσε ἕναν ἄνθρωπο!

Τώρα ἐγὼ κ᾽ ἐσεῖς, ἂν ἤμασταν στὴ θέσι του, τί θὰ κάναμε; Γιατὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὅταν αὔριο - μεθαύριο κοιμηθῆ, θὰ μᾶς κρίνη ἐπάνω στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν γιὰ τὸ πόσο ὑπήρξαμε ἀνεκτικοὶ στὰ σφάλματα τοῦ πλησίον μας. Δὲν λέω τοῦ συντρόφου μας, λέω τοῦ πλησίον μας, τοῦ ὁποιουδήποτε πλησίον μας. Καὶ πόση προσευχὴ κάναμε γι’ αὐτόν, καὶ πόση νηστεία, καὶ πόσα δάκρυα χύσαμε γιὰ ν᾽ ἀλλάξη ζωή, ν᾽ ἀλλάξη διαγωγή.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρᾶξις τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τῶν συμβουλῶν τῶν Ἀποστόλων, τῶν ἐντολῶν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρᾶξις, τὴν ὁποία πρέπει νὰ τὴν δείχνουμε μὲ τὴ ζωή μας κάθε μέρα.

Πάντως ἐκεῖνο ποὺ θέλω νὰ παρακαλέσω ὅλους σας εἶναι νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι τὴν ἀρετὴ θὰ τὴν ἀσκοῦμε ὅσο τὸ δυνατὸν κρυφά, μέσα στὸ ταμιεῖον τῆς καρδιᾶς μας, ὅπου θὰ θησαυρίζουμε τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε…

Νὰ ὠφεληθοῦμε ὄχι μόνο ἐμεῖς προσωπικά, ἀλλὰ καὶ ὁ σύντροφος τῆς ζωῆς μας, νὰ ὠφεληθοῦν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια μας, καὶ νὰ δημιουργήσουμε –μὲ τὴ δική μας ἁγιασμένη ζωή, μὲ τὴ δική μας ἀνεξικακία, μὲ τὴ δική μας συγχωρητικότητα, μὲ τὴ δική μας ὁλόθερμη ἀγάπη, ὄχι τὴν ψεύτικη, ὄχι τὴν φαινομενική, ὄχι τῶν χειλέων, ἀλλὰ τὴν καρδιακὴ ἀγάπη–, νὰ δημιουργήσουμε μία ἀσπίδα, ἕνα προπέτασμα, πῶς νὰ τὸ πῶ, μία ἀσφάλεια, γύρω ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας…

Ἔτσι ὥστε χάριν ἡμῶν καὶ χάριν τῶν προσωπικῶν μας ἀγώνων, καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ ἔχωμε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, ὅταν θὰ ἔρθουν οἱ δύσκολες ὧρες –καὶ ἔρχονται, δὲν καθορίζουμε εἴπαμε ἡμερομηνίες, ἀλλὰ ἔρχονται–, νὰ μᾶς ἀσφαλίση ὁ Θεός. Νὰ πιάνουμε τὸ σάπιο δένδρο καὶ νὰ ζωντανεύη, τὸ ξερὸ καὶ νὰ βγάζη καρπούς, νὰ σταυρώνουμε τὸ ἄδειο μπουκάλι καὶ νὰ γεμίζη λάδι…

Θὰ τὸ κάνη τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Θεὸς στοὺς δικούς Του ἀνθρώπους, ἀφοῦ τὸ ἔκανε καὶ στὸν ἄπιστο τὸν ἀχάριστο ἐκεῖνον Ἰσραηλιτικὸ λαὸ γιὰ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια στὴν ἔρημο. Θὰ τὸ κάνη καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς ὅταν ἔρθουν οἱ δύσκολες αὐτὲς ὧρες, ἀρκεῖ νὰ εἴμεθα ἀπὸ σήμερα καὶ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμὴ κοντὰ εἰς τὸν Πανάγιο Θεόν. Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Θεοῦ εὔχομαι νά ᾽ναι πάντοτε μαζί σας. Καλὴ καὶ εὐλογημένη Σαρακοστή, καὶ νὰ ὑποδεχτοῦμε μὲ τὴν χάριν, καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δύναμι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα• ἀμήν.

[μᾶς τὸ ἔστειλε φίλος ἀναγνώστης.

εὐχαριστοῦμε καὶτὸν ἄγνωστο σ᾽ ἐμᾶς συντάκτη]