- ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΜΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Μὲ τὴν συμπλήρωσιν δύο ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἐκδημίαν του

Α΄

τοῦ κ. Βασιλείου Ν. Θεοτοκάτου, δικηγόρου, προέδρου τῆς Ἀνωτάτης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ἑλλάδος

Απῆλθε πρὸ διετίας (25–8–2010) ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀφοῦ διήνυσε βίο πλέον τοῦ αἰῶνος, καὶ πορεύεται στὸν δρόμο τῆς αἰωνιότητος ὁ μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης

Στὸ ζήτημα τῆς καθάρσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦταν ἀσυμβίβαστος. Εἶναι γνωστοὶ οἱ ἀγῶνες πρὶν ἀπὸ τὴ δικτατορία, ὅπου τὸ αἴτημα τῆς καθάρσεως εἶχε λάβει πανελλήνιο χαρακτήρα. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ πρωτοσέλιδο δημοσίευμα τῶν ἐτῶν ἐκείνων τῆς ἐφημερίδος «TA ΝΕΑ» μὲ ἐντυπωσιακὸ τίτλο: «ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ ΣΥΝΟΔΟΣ», ποὺ ζητοῦσε τὴ σύστασί της, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιληφθῇ τοῦ ζέοντος τότε ζητήματος τῆς καθάρσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς σκανδαλοποιούς. Ἡ δικτατορία τοῦ 1967 βρῆκε τὸ θέμα αὐτὸ καὶ πράγματι συνέστησε «Ἀριστίνδην Σύνοδο», μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἀπέκλεισε ἀπὸ τὴν σύνθεσι τὸν πρωτοστατοῦντα τότε γιὰ τὴν κάθαρσι μαχητικὸ ἱεράρχη Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο. Ἡ Σύνοδος ἐκείνη ἀνέδειξε ὡς ἀρχιεπίσκοπο τὸν ἀρχιμανδρίτη Ἱερώνυμο Κοτσώνη, καθηγητὴ πανεπιστημίου, ἱερωμένο σπανίας μορφώσεως, ἀνεπιλήπτου ἤθους καὶ μὲ ὁραματισμὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία. Στὸ θέμα, ὅμως, τῆς καθάρσεως τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε, δὲν ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὁ τότε Φλωρίνης Αὐγουστῖνος εἶχε εἰπεῖ στὸν ἴδιο καὶ τοὺς τότε συνοδικοὺς ἱεράρχες ὅτι· «τὰ καθεστῶτα ἔρχονται καὶ παρέρχονται καὶ ἡ κάθαρσι πρέπει νὰ γίνῃ βάσει τῶν ὅσων προβλέπουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνῃ εἶναι νὰ ὁρισθοῦν ἀνακριτὲς καὶ νὰ σταλοῦν στὶς Μητροπόλεις ἐκεῖνες, ποὺ ἔχουν δημιουργηθῆ ζητήματα. Ὁ ἀνακριτὴς θ᾽ ἀνακοινώσῃ τὸν σκοπό του καὶ θὰ καλέσῃ ὅσους ἔχουν στοιχεῖα νὰ προσέλθουν νὰ καταθέσουν. Ἐὰν δὲν προσέλθουν, τότε δὲν θὰ μποροῦν νὰ καταφέρωνται κατὰ τοῦ μητροπολίτη τους καὶ αὐτὸν ἀξίζουν νὰ ἔχουν, καὶ βεβαίως ὅσοι τιμωρηθοῦν νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ κριθοῦν σὲ δεύτερο βαθμό. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο οὐδεὶς θὰ μπορεῖ ν᾽ ἀμφισβητήσῃ τὴν κάθαρσι, ὅταν τὸ καθεστὼς τῆς δικτατορίας πέσῃ». Δὲν εἰσακούσθηκε ὅμως καὶ ἡ κάθαρσι, ποὺ στὴ συνέχεια ἔγινε, χωρὶς οἱ καταδικαζόμενοι νὰ ἔχουν δικαίωμα νὰ κριθοῦν σὲ δεύτερο βαθμό, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στοὺς σκανδαλοποιοὺς κληρικούς, μετὰ τὴν πτῶσι τῆς δικτατορίας, νὰ ἐπανέλθουν, ἐμφανιζόμενοι ὡς δῆθεν διωχθέντες!

Κατὰ τὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του στὴν Μητρόπολι Φλωρίνης ἦσαν χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του· «Θὰ προτιμήσω νὰ θυσιάσω τὸν θρόνο μου χάριν τῶν ἀρχῶν μου καὶ ὄχι τὶς ἀρχές μου χάριν τοῦ θρόνου». Φράσι τὴν ὁποίαν ὁ προεξάρχων τῆς ἐνθρονίσεως τότε μητροπολίτης Ξάνθης Ἀντώνιος τοῦ ἐζήτησε νὰ τὴν ἐπαναλάβῃ!

(ἀκολουθεῖ τὸ Β΄μέρος)

Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς καταγγελίας αὐτῆς ἦταν ἡ τιμωρία τοῦ εἰσαγγελέως Λαρίσης μὲ δίμηνη παῦσι.

Ἀρχ. Αὐγ. Καντιώτης: Καὶ ἐγὼ φρίττω πρὸ τοιούτου εἰσαγγελέως!

Εἰσαγγελεύς: Φρίττω πρὸ τῆς γλώσσης σας.

Ἀρχ. Αὐγ. Καντιώτης: Πρόκειται περὶ ὄνου Κυπριακῆς καταγωγῆς!

Εἰσαγγελεὺς Α.Π.: Τί φρονεῖτε περὶ τοῦ ἐν λόγῳ εἰσαγγελέως;

Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Μία φωτεινή, ἱστορικὴ καὶ ἡγετικὴ μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἡ φυσιογνωμία του κυριάρχησε στὸ στερέωμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας γιὰ χρονικὴ περίοδο ἑξηνταπέντε ἐτῶν (1935–2000). Ὑπῆρξε σ᾽ ὅλη τὴ ζωή του ἕνας ἀνεπίληπτος ἱερωμένος, ἀσκητικὸς καὶ ἀπολύτως ἀφιλοχρήματος. Ὅσοι τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, εἶναι σὲ θέσι νὰ βεβαιώσουν τοῦτο τὸ ἀνεπανάληπτο καὶ σπάνιο φαινόμενο· οὐδέποτε ἔπιασε χρήματα στὰ χέρια του. Τὸν μισθό του τὸν εἰσέπραττε κάποιος ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του. Ἦταν ὁ ἀδιάφθορος κληρικός, μαχητικός, ἀσυμβίβαστος καὶ διαπρύσιος κήρυκας τῆς καθάρσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ τὴν ἐκθέτουν. Ἀποτελοῦσε τὴν ἑστία τῆς ἀντιστάσεως σὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις, ποὺ ἀπειργάζοντο τὴν ὑπονόμευσι τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὁ ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδίκως καταδιωκομένων καὶ κατατρεγμένων. Ὁ φόβος ἦταν ἄγνωστος στὸν Αὐγουστῖνο Καντιώτη, τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρησία του ἦταν πανελληνίως γνωστά. Οὐδέποτε ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν προαγωγή του σὲ μητροπολίτη. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς προσφωνήσεως τοῦ εὐπατρίδη τότε δημάρχου τῆς Φλώρινας ἀειμνήστου Ἀναστασίου Σούλα, ὅταν τὸν εἶχε προσκαλέσει νὰ ὁμιλήσῃ στὴν Φλώρινα περὶ τὸ ἔτος 1966, παραφράζοντας τὴν φράσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Αὐγουστῖνος μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι Ἐπίσκοπος, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ ἔχειν πρόσκαιρον ἐξουσίας ἀπόλαυσιν». Ὡς ἀρχιμανδρίτης εἶχε δώσει δείγματα τοῦ θάρρους καὶ τῆς μαχητικότητός του. Ὅταν ἀπεβίωσε, περὶ τὸ 1963, ὁ διακεκριμένος καὶ ἀληθινὸς ὑπηρέτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ἱεροκῆρυξ τῶν Πατρῶν, μιλώντας στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του εἶπε καὶ αὐτὰ τὰ λόγια· «Καὶ ὅπως ἀναφέρει ὁ Πλάτων ὅτι σὲ μία φαύλη πολιτεία δὲν ἔχουν θέσι οἱ τίμιοι ἄνδρες, ἔτσι καὶ σὲ μία φαύλη ἐκκλησία δὲν ἔχουν θέσι οἱ τίμιοι ἀρχιμανδρῖται, ὡς ὁ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος». Καὶ αὐτὰ ἐνώπιον ἀρχιερέων καὶ ἀρχόντων.

Χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀπαράμιλλου θάρρους του ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἐξουσίας ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀκόλουθο γεγονός. Ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1964 διεξήγετο στὴ Λάρισα μία δίκη, ποὺ ἀφοροῦσε τὰ τῆς Ἐκκλησίας πράγματα, στὴν ὁποία ἦταν μάρτυς ὑπερασπίσεως τοῦ κατηγορουμένου. Ὅταν τελείωσε ἡ ἀκροαματικὴ διαδικασία, ἀγορεύων ὁ εἰσαγγελεύς, ἄρχισε νὰ ὑποστηρίζῃ, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἔχῃ σχέσι μὲ τὴν ὑπόθεσι, τὴ γνωστὴ θεωρία περὶ τῆς δῆθεν καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πίθηκο. Ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης, ποὺ εὑρίσκετο στὸ ἀκροατήριο, τοῦ ἐπετέθη γι᾽ αὐτὰ ποὺ ὑποστήριζε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διακόψῃ ὁ Πρόεδρος τὴ συνεδρίασι, γιὰ νὰ ἠρεμήσουν τὰ πνεύματα. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ πέρας τῆς δίκης, ἀπέστειλε ἕνα τηλεγράφημα στὸν πρόεδρο τοῦ Ἀρείου Πάγου Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πρόεδρος τότε τῆς ὑπηρεσιακῆς κυβερνήσεως, ποὺ θὰ διεξήγαγε τὶς ἐκλογές. Ὁ πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου διέταξε τὴν διενέργεια ἀνακρίσεως. Τὴν ἀνάκριση ἀνέλαβε ὁ εἰσαγγελεὺς τοῦ Ἀρείου Πάγου Κων. Κόλλιας, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν ἀρχιμανδρίτη Αὐγουστῖνο Καντιώτη γιὰ νὰ καταθέσῃ. Καταθέτοντας διημείφθησαν καὶ τὰ ἀκόλουθα.