Όταν λέω «εγώ υπάρχω», αυτό το ξέρω μόνο «εγώ» και έχει νόημα να το λέω μόνο στον εαυτό μου. Μπορώ να σκεφτώ τρόπους να πείσω στον εαυτό μου ότι υπάρχω, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω σε κανέναν άλλο, ακόμη και σε αυτούς που με ξέρουν καλά, διότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να είμαι απλώς πλάσμα της φαντασίας τους ή εκείνοι της δικής μου φαντασίας. Αν μιλήσουμε με αυστηρούς και συμπαγείς όρους βεβαιότητας, ουσιαστικά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε τίποτε άλλο εκτός από την δική μας ύπαρξη (οτιδήποτε και αν σημαίνει αυτό και οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή της), αλλά και η απόδειξη αυτή είναι έγκυρη μόνο για τον εαυτό μας -- δεν μπορεί ποτέ να είναι πειστική για άλλους ανθρώπους.
Όσο όμως κι αν αυτό φαίνεται λογικά εξωφρενικό, είναι αδύνατο να γίνει λειτουργική διάκριση ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα και τις «πληροφορίες» που έχουμε γι’ αυτήν. Διότι, με την κυριολεκτική σημασία, αυτό που διαθέτουμε για τον εξωτερικό κόσμο είναι μόνο ένα σύνολο από πληροφορίες, ερεθίσματα που συγκροτούν μια «δέσμη από σήματα εισόδου», που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι είναι προϊόντα των αισθήσεών μας που προκύπτουν από την οπτική, ακουστική, γευστική, οσφρητική ή απτική επαφή με τον έξω κόσμο.
Αν εξετάσουμε αναλυτικότερα τη φύση αυτών των ερεθισμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι τελικά καταλήγουν σε ένα σύνολο εντυπώσεων που εγγράφονται στο εικαστικό κέντρο της συνείδησής μας με ένα τρόπο που, στα εξωτερικά του γνωρίσματα, δεν διαφέρει από μια κινηματογραφική ταινία, της οποίας οι διαδοχικές σκηνές εκτυλίσσονται μέσα στο μυαλό μας, σε ένα βάθος που δεν μας βοηθάει να βεβαιώσουμε ότι εκπροσωπούν πράγματι κάποια εξωτερική πραγματικότητα.
Οι δυνατότητες πιθανής ερμηνείας για το τι τελικά συμβαίνει σχετικά με τις εντυπώσεις αυτές είναι τρεις: Αυθυποβολή, υποβολή και πραγματική ύπαρξη.
α. Στην περίπτωση της αυθυποβολής, υπάρχει μόνο μία νοούσα συνείδηση, δηλαδή μόνο εγώ, και εγώ ο ίδιος δημιουργώ με τη φαντασία μου μέσα στο εικαστικό μου κέντρο, τις εικόνες που, έχοντας αυτοπαραπλανηθεί χωρίς να το έχω καταλάβει, αποδίδω σε κάποιον φανταστικό εξωτερικό κόσμο.
β. Στην περίπτωση της υποβολής εκτός από τη δική μου νοούσα συνείδηση υπάρχει και μία ακόμη (που ένας θεϊστής θα απέδιδε στο «θεό»), η οποία, σαν ένα είδος υπερυπνωτιστή, προβάλλει εικόνες άμεσα μέσα στο μυαλό μου, με τρόπο που με ξεγελάει τόσο, ώστε να μην αντιλαμβάνομαι ούτε ότι «βλέπω» κινηματογραφική ταινία ούτε ποιος την «προβάλει».
γ. Στην περίπτωση της πραγματικής ύπαρξης, εγώ υπάρχω όχι μόνο ως νοούσα συνείδηση αλλά ως πλήρες πλάσμα με σώμα και αισθήσεις μέσω των οποίων επικοινωνώ με τον εξωτερικό κόσμο, που υπάρχει ανεξάρτητα από εμένα.
Οι τρεις αυτές περιπτώσεις, από οντολογική άποψη, είναι απόλυτα ισοδύναμες μεταξύ τους, με την έννοια ότι η φύση των πληροφοριών εισόδου που δέχομαι δεν παρουσιάζει καμία διαφορά οποιαδήποτε εκδοχή και αν αληθεύει.
Η επιλογή μιας από τις προαναφερόμενες τρεις ερμηνείες είναι μια αυτονόητη και, για τους περισσότερους ανθρώπους, ασυναίσθητη απόφαση, που είναι όμως καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς στη συνέχεια να αυτοπροσδιοριστεί σε σχέση με τα γεγονότα της ζωής του.
Οι περισσότεροι από μας έχουμε την τάση, από ενστικτώδη φυσική και λογική προδιάθεση, να πιστεύουμε ότι υπάρχει εξωτερικός κόσμος που δεν είναι ούτε αποκύημα της φαντασίας μας ούτε προϊόν υποβολής. Γιατί αν συμβαίνει μια από τις δύο πρώτες περιπτώσεις, τότε είμαστε όλοι (ή τουλάχιστον εγώ, αν μόνο εγώ υπάρχω) δέσμιοι μιας υπαρξιακής παγίδας, που μας εμπλέκει σε ένα παιχνίδι, από το οποίο τελικά οι περισσότερο γελασμένοι (για να παραφράσουμε ένα στίχο του Φίλιπ Λάρκιν) θα είμαστε εμείς. Δεν μπορεί φυσικά να υποστηρίξει κανείς ότι ο τρόπος της ύπαρξής μας, αν αληθεύει η τρίτη περίπτωση, μας κάνει να φαινόμαστε λιγότερο οντολογικά αιχμάλωτοι, αφού και σ’ αυτή την εκδοχή του παιχνιδιού της ζωής (που ας υποθέσουμε ότι ζούμε) ούτε ορίζουμε τους όρους, ούτε τους γνωρίζουμε καλά - καλά.
Αν τελοσπάντων «εγώ» κάνω λάθος και δεν υπάρχει εξωτερικός κόσμος, παρά μόνο «εγώ», που δημιουργώ με τη φαντασία μου οτιδήποτε μπορεί να συνέβη ή να συμβαίνει, τότε δεν υπήρξε ποτέ ο Αϊνστάιν και εγώ σκέφτηκα τη θεωρία της σχετικότητας στη φαντασία μου, ούτε ο Σοφοκλής αφού και πάλι εγώ σοφίστηκα όλα τα θεατρικά έργα του, και αν αυτό το έχω κάνει για όλα τα γεγονότα που «ξέρω» ότι έχουν συμβεί ή έχουν γραφτεί, αν εγώ έχω σκεφτεί την πλοκή όλων των βιβλίων που έχω «διαβάσει», αν εγώ έχω σκαρφιστεί την υπόθεση για όλες τις κινηματογραφικές ταινίες που έχω «δει», αν εγώ έχω δώσει «υπόσταση» σε όλα τα ιστορικά γεγονότα από τον Τρωικό μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε αυτή η καταπληκτική υπερφαντασία μου ξεπερνάει τις δυνατότητες ακόμη και του μεγαλύτερου παραμυθά που θα μπορούσα εγώ, ο υποτιθέμενος υπερπαραμυθάς, να έχω εφεύρει.
Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η τελική επιλογή, αυτή αποτελεί αναμφισβήτητα τη στοιχειωδέστερη αναπόδεικτη παραδοχή που είναι υποχρεωμένος να κάνει κανείς, το πρώτιστο αξίωμα που προηγείται όλων των άλλων και δημιουργεί το θεμέλιο για την οικοδόμηση οποιασδήποτε άλλης μορφής υπόθεσης ή γνώσης.
Το να είναι κάτι ζωντανό δε συνεπάγεται απαραίτητα την ύπαρξη χαρακτηριστικών συνείδησης. Ένα φυτό για παράδειγμα εμφανίζει όλες τις μεταβολικές λειτουργίες της ζωής, αλλά δεν έχει νόηση. Εκτός λοιπόν από το να είναι ζωντανό ένα πλάσμα πρέπει να έχει «ατομική υπόσταση», να έχει δηλαδή «εγώ» που καθορίζεται από τη νοούσα συνείδησή του. Η «συνείδηση», δηλαδή οι σκέψεις, οι συγκινήσεις και οι αναμνήσεις μας, φαίνεται πως είναι ένα φαινόμενο που δεν αναδύεται και δεν εξαρτάται από τις ουσίες του εγκεφάλου, αυτές καθαυτές, αλλά μάλλον από τις πολύπλοκες δομές, τα σχέδια, τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις ασυνείδητων μερών του εγκεφάλου, όπως οι νευρώνες. Ακόμη και αν κάποτε κατανοήσουμε τη φύση των αλληλεπιδράσεων αυτών, πάλι δεν θα είμαστε σε θέση να επινοήσουμε ένα ασφαλές σύνολο δοκιμών για την απόδειξη της ύπαρξής της. Εντούτοις όλοι έχουμε την εντύπωση ότι διαθέτουμε ένα είδος εσωτερικής ζωής, μια υποκειμενική εμπειρία που διατυπώνεται εξωτερικά με τον όρο «εγώ».
Ο νευρικός κώδικας είναι το λογισμικό, ο αλγόριθμος ή το σύνολο των κανόνων με τους οποίους ο εγκέφαλος μετασχηματίζει ανεπεξέργαστα αισθητικά δεδομένα σε αντιλήψεις, αναμνήσεις, αποφάσεις ή έννοιες. Μολονότι όλοι οι εγκέφαλοι λειτουργούν σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές, ο νευρικός κώδικας κάθε ανθρώπου είναι ιδιοσυγκρασιακός, διαμορφωμένος από την μοναδική ατομική ιστορία κάθε ανθρώπου. Για κάθε εμπειρία, σκέψη, ερώτημα ή απάντηση υπάρχει μία αντιστοιχία στην βιοφυσική κατάσταση του εγκεφάλου. Για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της συνείδησης πρέπει να εξερευνήσουμε τα νευρικά συμβάντα του εγκεφάλου που έχουν τουλάχιστον κάποια ομοιότητα με τις φαινομενικές μας εμπειρίες, με τρόπο που να εξηγεί πώς οι βασικές γνωστικές δραστηριότητες μπορούν να υλοποιηθούν από την ιδιαίτερη δομή και δυναμική των νευρικών μηχανισμών και συστημάτων του εγκεφάλου, που καθορίζουν τη φύση του εγώ.
Αν η μνήμη είναι λειτουργία που περισσότερο από όλες τις άλλες μας δίνει την αίσθηση της ατομικότητας, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τους μηχανισμούς που καθοδηγούν την αποθήκευση των αναμνήσεων καθώς και το μέρος του εγκεφάλου, όπου αυτές αποθηκεύονται. Αν οι αναμνήσεις ενταμιεύονται ως αλλαγές των μορίων μέσα στα κύτταρα του εγκεφάλου, τα μόρια αυτά αντικαθίστανται με σταθερό ρυθμό, έτσι που μπορούμε να πούμε ότι, σε ένα ώριμο άνθρωπο, κανένα από αυτά δεν είναι το ίδιο με αυτά που υπήρχαν στην παιδική του ηλικία. Παρόλα αυτά, σε όλους του ανθρώπους, ακόμα και στη γεροντική ηλικία, οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια είναι έντονες. Είναι αναπόφευκτο να σκεφτεί κανείς ότι οι παλιές αναμνήσεις δεν τοποθετούνται μέσα στα κύτταρα του εγκεφάλου, αλλά στο χώρο έξω απ’ αυτά, ο οποίος δεν είναι άδειος, αλλά αντίθετα γεμάτος από ανθεκτικό υλικό που συνδέει τα κύτταρα μεταξύ τους και, σαν είδος εξωτερικού σκελετού, τα βοηθάει να διατηρούν το σχήμα τους. Αν αυτό αληθεύει, φαίνεται πως οι αναμνήσεις φυλάσσονται προσωρινά από τον ενδοκυτταρικό μηχανισμό, που αποφασίζει, ίσως κατά τη διάρκεια του ύπνου, τι πρέπει να αποθηκευτεί μόνιμα στον εξωτερικό σκελετό, του οποίου τα μόρια αντικαθίστανται με πολύ αργότερο ρυθμό.
Η νόηση είναι οργανωμένη σε γνωστικά συστήματα ειδικευμένα στην ανάλυση παραστάσεων αντικειμένων, χώρου, αριθμών, ζωντανών πλασμάτων και άλλων συνειδήσεων. Έχουμε την ικανότητα να παράγουμε συγκινήσεις που υποκινούνται από άλλους ανθρώπους (όπως συμπάθεια, ενοχή, θυμός και ευγνωμοσύνη) ή από τον φυσικό κόσμο (φόβος, απαρέσκεια, δέος). Διαθέτουμε διαφορετικούς τρόπους σκέψης και σχηματισμού γνώμης για ανθρώπους σε διάφορα είδη σχέσεων (γονείς, απογόνους, συγγενείς, φίλους, συζύγους, σύμμαχους, ανταγωνιστές ή εχθρούς), καθώς και διάφορους περιφερειακούς μηχανισμούς για την επικοινωνία με άλλους (γλώσσα, κινήσεις, έκφραση του προσώπου).
Η λειτουργική αρχιτεκτονική του ανθρώπινου εγκεφάλου έχει προκύψει από ένα σύνθετο μίγμα βιολογικών και πολιτιστικών επιδράσεων. Ο υψηλότερος βαθμός διασύνδεσης των λειτουργικών μερών που παρατηρείται στον άνθρωπο, σε σχέση με άλλα ζώα, επιτρέπει μια ευλύγιστη και αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ τους. Ο εγκεφαλικός χώρος εργασίας που προκύπτει με τον τρόπο αυτό είναι εξαιρετικά αναπτυγμένος και επιτρέπει την ταχεία και απρόσκοπτη ανταλλαγή σημάτων μεταξύ απόμακρων μερών με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η εσωτερική διαχείριση πληροφοριών και η πραγματοποίηση προηγμένων νοητικών συνθέσεων.
Αναμφισβήτητα η αυθόρμητη εγκεφαλική δραστηριότητα είναι παρούσα σε όλα τα ζώα, αλλά τα κατώτερα είδη, με ένα σύνολο της τάξεως του ενός εκατομμυρίου νευρώνων στον εγκέφαλό τους, μπορούν να έχουν μόνο μια συλλογή από ενστικτώδεις αντιδράσεις με κάποιο απλό μηχανισμό μεταγωγής μεταξύ τους, σε αντίθεση με αυτό που ονομάζουμε συνείδηση, νοώντας το ως οντότητα με κάποια κεντρική αναπαράσταση και σύνθεση όσων συμβαίνουν. Επειδή όμως οι συμπεριφορικές αντιδράσεις των ανθρώπων και των ζώων είναι παραπλήσιες σε παρόμοιες περιστάσεις, όπως π.χ. σε περίπτωση ξαφνικού κινδύνου, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι άνθρωποι και ζώα έχουν τα ίδια είδη υποκειμενικών εμπειριών, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη δύο σημαντικά χαρακτηριστικά, όπως η χρήση της γλώσσας και του προμετωπικού φλοιού του εγκεφάλου που είναι αναπτυγμένα μόνο στον άνθρωπο και διαφοροποιούν ουσιωδώς τις εμπειρίες του σε σχέση με άλλα ζώα, ακόμα και τα πρωτεύοντα.
Τα αισθήματα όμως σε σύγκριση με τις συμπεριφορικές αντιδράσεις, είναι σαφώς ένα ανώτερο είδος νοητικής λειτουργίας που αντιπροσωπεύει όσα συμβαίνουν όταν ένα συγκινησιακό σύστημα, όπως λ.χ. το σύστημα του φόβου, είναι δραστηριοποιημένο σε ένα εγκέφαλο που είναι ο ίδιος ενήμερος για τις δραστηριότητές του, καταλαμβάνοντας αντίστοιχο μέρος ενεργού μνήμης. Από την άποψη αυτή τα αισθήματα είναι στενότερα συνδεδεμένα με εκείνες τις περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που υπάρχουν μόνο στα πρωτεύοντα και είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες στον άνθρωπο.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τα βρέφη και τα μικρά παιδιά, σε σύγκριση με τους ενήλικες, είναι ζωηρότερα ενήμερα για τον εξωτερικό κόσμο και για την εσωτερική ζωή τους. Επιπρόσθετα τα μικρά παιδιά είναι πολύ καλύτερα στην εκμάθηση νέων πραγμάτων και πιο ελαστικά στη μεταβολή των απόψεών τους για τον κόσμο. Από νευρολογική άποψη αυτό δικαιολογείται από την παρατήρηση ότι τα παιδιά διαθέτουν περισσότερες νευρικές συνδέσεις από τους ενήλικες και επομένως μεγαλύτερο δυναμικό για την ενταμίευση πληροφοριών διαφορετικών ειδών, αφού, με την πάροδο του χρόνου, πολλές από τις συνδέσεις αυτές εξαφανίζονται εντελώς, μολονότι κάποιες από τις παραμένουσες ενισχύονται. Επιπλέον υπάρχουν περιοχές του εγκεφάλου που, στους ενήλικες, χρησιμοποιούνται έντονα μόνο όταν μαθαίνουν ή ασχολούνται με κάτι καινούργιο, ενώ στα παιδιά οι ίδιες περιοχές χρησιμοποιούνται το ίδιο έντονα ακόμη και για τις καθημερινές τετριμμένες ασχολίες.
Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η συνείδηση, όπως αναδεικνύεται στον άνθρωπο, είναι δομημένη νόηση με καλή ποιότητα ελέγχου, παρατηρώντας ότι πράγματι εκτός από τη σύνταξη που είναι μια μορφή δόμησης συνυφασμένη με τη γλώσσα, διαπιστώνεται ύπαρξη δομημένου υλικού και σε άλλες περιοχές, όπως ο πολυφασικός έμμεσος σχεδιασμός, οι αλυσίδες της λογικής, οι πειραματισμοί με αυθαίρετους κανόνες και η διαδικασία αποκάλυψης της αλληλουχίας των φαινομένων.
Η σχέση της συνείδησης με την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ένα ακόμη θέμα για περαιτέρω μελέτη. Σε πολλές περιπτώσεις εφευρίσκουμε εσωτερικές φωνές που παράγουν εύλογες, αλλά συχνά παραπλανητικές, φραστικές εξηγήσεις των πράξεών μας. Υπάρχει όμως μια τάση για υπερεκτίμηση της χρονικής διάρκειας κατά την οποία περιστασιακά είμαστε πράγματι συνειδητά ενήμεροι για τις ενέργειές μας, αφού σε σημαντικό ποσοστό αυτές καθορίζονται από ασυνείδητες αιτίες. Η ηχητική έκφραση λειτουργιών, όπως το γέλιο, το κλάμα, η αναπνοή και ο βήχας, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιου είδους επίδρασης του ασυνείδητου στη συμπεριφορά μας. Ασυνείδητες όμως σε αρκετές περιπτώσεις είναι και οι κοινωνικές επιδράσεις που καθορίζουν το γενικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο λειτουργούν οι γνωστικές διαδικασίες. Αυτό φαίνεται ευκρινέστερα στη μελέτη των μηχανισμών που καθορίζουν ομαδικές συμπεριφορές όπως χαρακτηριστικά η πολωτική συλλογική αντίληψη, η συλλογική αντίδραση απέναντι στον πανικό και η συλλογική φυλετική μνήμη.
Η ανθρώπινη γλώσσα (νοηματική ή προφορική) έχει καθοριστική σημασία στο σχηματισμό και διαμόρφωση της συνείδησης, τουλάχιστον με την αυστηρή σημασία της διάπλασης της ιδέας του «υποκειμένου» ως «εγώ». Φαίνεται ότι τα άλλα ζώα και τα βρέφη της προγλωσσικής ηλικίας, μολονότι έχουν αισθήσεις, συναίσθηση του κινδύνου, ικανότητα ανταπόκρισης στον πόνο και στις ταλαιπωρίες και αξιόλογη γνωστική ικανότητα, δεν έχουν συνείδηση με την αυστηρή έννοια ότι δεν υπάρχει οργανωμένο υποκείμενο για την υποδοχή των εξωτερικών ερεθισμάτων ούτε τελικά κάτοχος των μετουσιωμένων εμπειριών που αυτά συνεπάγονται, σε αντιδιαστολή με την απλή καταγραφή τους σε ένα εγκεφαλικό τόπο.
Αν αυτό έχει πιθανότητες να θεωρείται ορθό, η ανθρώπινη υποκειμενικότητα είναι ένα αξιόλογο προϊόν της ανθρώπινης γλώσσας και η ανθρώπινη γλώσσα είναι με τη σειρά της προϊόν μιας άλλης σημαντικής ιδιότητας των ανθρώπων, της συνεργασίας. Συνεργασία και γλώσσα είναι τα χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, από τα οποία παράγονται όλες οι άλλες ιδιαιτερότητες των ανθρώπων. Χρειαζόμαστε αυτές τις ικανότητες για να είμαστε άτομα, επικοινωνούντα υποκείμενα ικανά να εργάζονται για ένα κοινό σκοπό, να ρωτάνε, να απαντάνε, να απαγορεύουν, να υπόσχονται και να ψεύδονται, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να έχουμε γεννηθεί με τις ικανότητες αυτές, αφού η σταδιακή εξάσκηση μπορεί να ενεργοποιήσει μεταγενέστερα τις απαιτούμενες νευρικές διαθέσεις.
Ασφαλώς η ομιλία δεν ταυτίζεται με το σύνολο των δραστηριοτήτων της συνείδησης, παρόλο που μεγάλο μέρος της είναι συνυφασμένο με αυτήν. Φαίνεται όμως ότι η ικανότητά μας να μιλάμε, ακόμη και σιωπηλά στον εαυτό μας, μας βοηθάει να επιθεωρούμε, να συλλογιζόμαστε, ακόμη και ονειροπολώντας, να δοκιμάζουμε νοητά, να συγκεντρώνουμε τις σκέψεις μας και γενικά να συγκρατούμε το περιεχόμενο των συμβάντων του νευρικού μας συστήματος, που διαφορετικά δεν θα άφηνε αναμνήσεις και θα ολίσθαινε σε προορισμούς άλλους, που ονομάζουμε απλά υποσυνείδητο.
Είναι αποδεκτό από πολλούς ότι η ανθρώπινη γλώσσα αναπτύχθηκε με ένα συνδυασμό χειρονομιών και ενστικτωδών εκφορών ήχου μέσα από μια συνακόλουθη εξελικτική διαδικασία των ανακλαστικών νευρώνων, με ένα τρόπο που μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός με τη μελέτη της φωνής των πουλιών. Για την καταγωγή της ομιλίας από την επικοινωνία με χειρονομίες υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που έχουν προκύψει από τη μελέτη της λειτουργίας των ανακλαστικών νευρώνων, δηλαδή των νευρώνων που ενεργοποιούνται όταν κάποιος κάνει κάτι, αλλά και όταν βλέπει κάποιον άλλον να το κάνει. Η μελέτη του κελαηδήματος των πουλιών μπορεί αντίστοιχα να δώσει ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα (με την έννοια της σύνθετης διατύπωσης νοημάτων με χρήση λέξεων) προέκυψε από την ομιλία (με την έννοια της άναρθρης εκφοράς ήχου). Οι παρατηρήσεις προς το παρόν έχουν δείξει ότι τα πουλιά σε πολλές περιπτώσεις μαθαίνουν το τραγούδι τους, που συχνά συναντιέται σε πολλές ομάδες πουλιών, με ένα τρόπο που συνιστά διαφορετικές διαλέκτους μεταξύ πουλιών.
Η ψυχολογική βάση και οι μηχανισμοί του γνωστικού φάσματος, από την αυστηρά εστιασμένη αναλυτική σκέψη μέχρι την αργοκίνητη, θολή σκέψη του ύπνου που ονομάζεται και όνειρο, είναι ένα θέμα για εκτεταμένη μελέτη. Η κατανόησή της θα βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό στην εξήγηση της δημιουργικότητας που βασίζεται στην αίσθηση της αναλογίας και την ανακάλυψη, αλλά και του ρόλου της συγκίνησης στη σκέψη. Θα διευκολύνει στο σχηματισμό μιας θέασης της νόησης ως μιας ολοκληρωμένης, δυναμικής διαδικασίας που μεταβάλλεται στη διάρκεια της μέρας, αλλά και με την πάροδο της ηλικίας.
Σε γενικές γραμμές είναι αποδεκτό ότι κάθε μέρα ένας άνθρωπος ακολουθεί τα ίχνη κάποιας εκδοχής του γνωστικού φάσματος. Είμαστε περισσότερο ικανοί για αναλύσεις όταν είμαστε ξεκούραστοι μετά το πρωινό ξύπνημα. Όσο περνάει η μέρα και η κόπωση μας κάνει να νοιώθουμε λιγότερο ξύπνιοι, η σκέψη μας γίνεται περισσότερο συγκεκριμένη. Όταν αρχίζει να μας παίρνει ο ύπνος οι ελεύθεροι συλλογιστικοί συσχετισμοί είναι εντονότεροι, ενώ στη διάρκεια του ύπνου η σκέψη απαλλάσσεται από τη λογική. Στην αρχή της ζωής μας , όταν είμαστε παιδιά η σκέψη είναι επίσης συγκεκριμένη, ενώ όσο αναπτυσσόμαστε διανοητικά, ωριμάζοντας ή γερνώντας, η ικανότητα αναλυτικής σκέψης γίνεται μεγαλύτερη.
Όσο μετακινούμαστε σε λιγότερο αναλυτικές και περισσότερο συγκεκριμένες περιοχές σκέψης, η λειτουργία των συγκινήσεων ως συνδετικού κρίκου των σκέψεων γίνεται όλο και εντονότερη. Η συγκινησιακή κωδικοποίηση των σκέψεων μπορεί να ερμηνεύσει το πρόβλημα της αναλογίας. Φαίνεται πως είμαστε ικανοί να ανακαλύπτουμε αναλογίες ανάμεσα σε ανόμοια πράγματα, επειδή αυτά είναι συσχετισμένα στο μυαλό μας με την ίδια συγκίνηση, που λειτουργεί ως συνδετική γέφυρα μεταξύ τους. Κάθε ανάμνηση εγγράφεται μαζί με μια αντίστοιχη χαρακτηριστική συγκίνηση. Όμοιες συγκινήσεις μας επιτρέπουν να συσχετίζουμε ανόμοιες αναμνήσεις. Ως συγκίνηση στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εννοεί κανείς όχι μόνο το απλό αίσθημα ότι είμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι, αλλά ακόμη και το πιο σύνθετο, θολό, μη εκφράσιμο και λεπτό αίσθημα που νοιώθουμε π.χ. την πρώτη πραγματικά ανοιξιάτικη μέρα.
Φαίνεται ότι ο άνθρωπος έχει μπορέσει να αναπτύξει μια ιδιαίτερα σημαντική ικανότητα να δέχεται ως δεδομένα εισόδου ένα σύνολο από διακεκριμένες πληροφορίες και να τις επανασυνδυάζει σε ένα άπειρο σύνολο από μεστές νοήματος εκφράσεις. Με τον τρόπο αυτό δεχόμαστε ένα σύνολο από φωνήματα χωρίς νόημα και τα συνδυάζουμε σε λέξεις, τις λέξεις σε φράσεις και τις φράσεις σε κείμενα. Δεχόμαστε επίσης ένα σύνολο από πράξεις χωρίς νόημα και τις μετατρέπουμε σε αλληλουχίες δραστηριοτήτων, τις αλληλουχίες σε συμβάντα και τα συμβάντα σε κατορθώματα ή άθλους. Αυτό φαίνεται πως έχει γίνει δυνατό χάρη σε μια ξεχωριστή ζωτική ικανότητα του ανθρώπου να αναπαριστά τις πληροφορίες εισόδου με όρους ενός αφηρημένου αλγοριθμικού κώδικα. Η γλώσσα είναι ένα αξιόλογο παράδειγμα της εγκεφαλικής άλγεβρας αυτού του τύπου που καθιστά αισθητή την ευλυγισία της ανθρώπινης σκέψης. Ο νευρικός μηχανισμός που μετέχει σ’ αυτές τις εγκεφαλικές δραστηριότητες συνιστά συμπεριφορική τεχνική που μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε ανεξάρτητες ομάδες νευρώνων.
Η «απόδειξη» στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στα δικαστήρια ή στην καθημερινή ζωή είναι έννοια αρκετά απροσδιόριστη και ελαστική, αξιοσημείωτα ταιριαστή με όλα τα είδη της ανθρώπινης αδυναμίας, ταυτόχρονα όμως και εφευρετικότητας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι αναζητούν, ασυναίσθητα ή σκόπιμα, «αποδείξεις» με λογικά επιχειρήματα για να δικαιώσουν συμπεράσματα, στα οποία οι ίδιοι έχουν καταλήξει (στα οποία επομένως «πιστεύουν») από άλλες αιτίες που δεν έχουν σχέση με τη λογική, μολονότι γνωρίζουν ότι η έκβαση των συλλογισμών τους θα οδηγήσει στην αποδοχή μιας εκ των προτέρων διαμορφωμένης αντίληψης. Από την εποχή του Ευκλείδη (~325-265 π.Χ.) και των πράγματι με λαμπρό τρόπο διατυπωμένων Στοιχείων του, τα μαθηματικά θεωρείται ότι μπορούν να συγκροτήσουν τις πλέον ασφαλείς και αδιάσειστες μορφές αποδεικτικών διαδικασιών. Από τυπικά λογική και μαθηματική άποψη, οι περιορισμοί στο τι είναι τελικά αποδείξιμο ενυπάρχουν στην ίδια την έννοια της αποδεικτικής διαδικασίας, αυτής καθεαυτής, και όχι μόνο στους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης νόησης. Σύμφωνα με τα θεωρήματα του Κουρτ Γκόντελ (Kurt Gödel 1906-1978) που διατυπώθηκαν το 1931, σε κάθε τυπικά λογικό, θεμελιωμένο αξιωματικά, σύστημα, που ικανοποιεί ένα ελάχιστο σύνολο φυσικών απαιτήσεων, υπάρχει μια μαθηματική αλήθεια, που είναι δυνατό να διατυπωθεί στη γλώσσα του ίδιου του συστήματος, αλλά, εξαιτίας εγγενών αντιφάσεων, δεν μπορεί να αποδειχτεί από την ίδια τη διαδικασία ανάδειξης της ισχύος των χρησιμοποιούμενων αξιωμάτων.
Αν επομένως γίνει δεκτό ότι υπάρχουν αληθείς μαθηματικές προτάσεις που δεν μπορούν να αποδειχτούν, μπορεί επίσης να γίνει κατανοητό ότι οι ιδιότητες της φύσης δεν είναι όλες εκφράσιμες με μαθηματικό τρόπο, που σημαίνει ότι υπάρχουν αναπόφευκτα όψεις της πραγματικότητας που δεν μπορούν ποτέ να είναι προσιτές από την βασισμένη στα μαθηματικά επιστήμη. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι οι επιστημονικές θεωρίες, όπως και τα τυποποιημένα μαθηματικά συστήματα, είναι ατελείς και η ατέλεια αυτή γίνεται αντιληπτή ακόμη σαφέστερα από απόψεις του υλικού κόσμου που μας είναι γνωστές με τρόπους που δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, όπως για παράδειγμα η συνείδηση.
Αν λοιπόν η απόδειξη ακόμη και για τα μαθηματικά είναι αμφισβητήσιμη, ένα σημαντικό ερώτημα που ενδιαφέρει από άποψη ψυχολογική και κοινωνική, είναι το ζήτημα της ίδιας της «πίστης», που απομένει πλέον ως μόνο πρακτικά εύχρηστο όργανο σχηματισμού αντιλήψεων για την προσέγγιση της πραγματικότητας. Φαίνεται ότι η νευρική διαδικασία που διέπει την τελική παραδοχή μιας πρότασης ως αληθινής βασίζεται σε θεμελιώδη αισθητικά κυκλώματα του πρόσθιου λοβού, που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και συγγενεύουν με τους νευρώνες που αποφασίζουν για την τερπνότητα των γεύσεων και των οσμών. Η κατανόηση της νευρολογίας της πίστης μπορεί να δώσει το κλειδί για την αποκάλυψη νέων ενδοσκοπήσεων στη φύση των νοητικών λειτουργιών, νέων κανόνων διαλόγου και νέων ορίων για την ανθρώπινη συνεργασία.
Είναι εντυπωσιακά δύσκολο να καθορίσει κανείς με ασφάλεια τι είναι αληθινό ή σωστό για οποιοδήποτε θέμα, οσοδήποτε απλό κι αν φαίνεται στην πρώτη σκέψη. Το συναίσθημα, το συμφέρον, οι παραδόσεις. οι ενστικτώδεις παραδοχές στις περισσότερες περιπτώσεις διαμορφώνουν μέσα μας μια αρχική ιδέα για τα πράγματα και τα φαινόμενα που συνήθως είναι δύσκολο να ανατραπεί από άλλου είδους τεκμήρια. Αρκετά συχνά η φιλοδοξία των νέων να πρωτοτυπήσουν ή να φανούν διαφορετικοί από τους προγόνους τους αποδεικνύεται επαρκές κίνητρο για τη μετεξέλιξη και την επικράτηση νέων ιδεών.
Είναι σημαντική η διαπίστωση ότι όλοι οι άνθρωποι εμφανίζονται να έχουν τις ίδιες θεμελιώδεις γενικές ιδέες, αξίες, ενδιαφέροντα και ανησυχίες, ανεξάρτητα από τη γλώσσα, τις κοινωνικές συνήθειες ή τις διατυπωμένες πεποιθήσεις τους. Αυτό το κοινό σώμα των εννοιολογικών και ηθικών επιταγών προκύπτει από τον κεντρικό πυρήνα του γνωστικού συστήματος που επιτρέπει σε ένα νεογέννητο να εξελιχθεί σε ικανό μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι όμως εξίσου εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν την ικανότητα να εγκαταλείπουν, έστω και δύσκολα, μέρος των βασικών ιδεών τους, για να υιοθετήσουν άλλες που αποδεικνύονται προσφορότερες ή ορθότερες. Οι θεαματικότερες από τις μεταβολές αυτές συνέβησαν στον τομέα της αστρολογίας, όταν η ιδέα της επίπεδης και ακίνητης γης αντικαταστάθηκε με την αντίληψη της σφαιρικής γης που γυρίζει γύρω από τον ήλιο, αλλά και στον τομέα της θρησκείας, όταν η πολυθεϊστική ειδωλολατρία αντικαταστάθηκε από τον μονοθεϊστικό χριστιανισμό, ενώ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι και η μεταστροφή που σημειώθηκε στις αντιλήψεις μας για τον χωροχρόνο, μετά τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας.
Τους τελευταίους δύο αιώνες έχει γίνει γενικά αποδεκτή η άποψη ότι το σύστημα των γνώσεων και των μεθόδων για την απόκτησή τους, που ονομάζουμε επιστήμη, είναι το μόνο που δεν προκύπτει από το συναίσθημα, το συμφέρον, τις παραδόσεις ή το ένστικτο και δεν δέχεται ως «ορθό» ό,τι δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί με εμπειρική παρατήρηση και πειραματική επαλήθευση, πολλές όμως επιστήμες, όπως για παράδειγμα η βιολογία, βασίζονται απλώς στην ακριβή περιγραφή και ταξινόμηση του αντικειμένου τους και το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη μελέτη και κατανόηση της ορολογίας και του λεξιλογίου τους.
Για την επιστημονική σκέψη αυτό που προσδιορίζει η λέξη «ορθό», που αντικαθιστά τη λέξη «αληθές» ή «πραγματικό», δεν είναι πλέον το ζητούμενο, αφού έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι σκοπός της επιστημονικής μεθόδου είναι απλώς η «σαφήνεια» στη διατύπωση υποθέσεων που βασίζονται στη «θεωρητική αποτίμηση» «αποδεικτικών στοιχείων» μετά από σχολαστικές μετρήσεις μεγεθών που σχετίζονται με παρατηρούμενα φαινόμενα και εξαρτώνται από τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα και την κλίμακα αναφοράς. Σε πολλές περιπτώσεις η διαδικασία αποτίμησης των πειραματικών δεδομένων βασίζεται σε στατιστικές ερμηνείες που εφαρμόζονται σε ένα σύνολο παρατηρήσεων με βάση τη συχνότητα εμφάνισης χαρακτηριστικών και συμβάντων, που κάποτε επιτρέπει, με κάποια πιθανότητα αντικειμενικότητας, τη διαμόρφωση μιας υπόθεσης για την απόδοση ενός αποτελέσματος σε κάποια αιτία. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που τα παρατηρούμενα συμβάντα δεν μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια ή αναφέρονται σε μελλοντικά γεγονότα, οπότε η στατιστική συναγωγή συμπερασμάτων είναι ανασφαλής και αναπόφευκτα υποκειμενική.
Ουσιαστικά η επιστήμη είναι μία σχέση αντιστοίχησης ανάμεσα σε αυτά που μπορούμε να αναπαραστήσουμε και να στοχαστούμε και σε αυτά που υπάρχουν πραγματικά έξω από μας. Οι υποθέσεις και οι εικασίες στην επιστημονική διαδικασία δεν αφορούν την ίδια την «αλήθεια», αλλά τις προσεγγίσεις των εξωτερικών γεγονότων και τις συσχετίσεις τους με εκφραστικούς όρους που μπορούν να τα αποδώσουν.
Η ουσία της επιστημονικής μεθόδου έγκειται στη διαμόρφωση υποθέσεων, που είναι πιθανό να απορριφθούν ως ανακριβείς στην αναπαράσταση των φαινομένων που επιχειρούν να εξηγήσουν. Υποθέσεις που δεν απορρίπτονται μπορούν να θεωρούνται επαρκείς, μέχρι να συγκεντρωθούν παρατηρήσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν την απόρριψή τους. Το σώμα των επιστημονικών γνώσεων που διαθέτουμε σήμερα είναι ασφαλώς γεμάτο από υποθέσεις, που δεχόμαστε ως «ορθές» αλλά κάποια στιγμή μπορεί να αποδειχτούν «εσφαλμένες». Ένας άνθρωπος εξοικειωμένος με την επιστημονική σκέψη οφείλει να είναι ικανός να εγκαταλείπει μια ιδέα, όταν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις εναντίον της, ταυτόχρονα όμως πρέπει να είναι αρκετά εγκρατής, ώστε να μην ασπάζεται μια ιδέα, πριν συγκεντρωθούν γι’ αυτήν επαρκή στοιχεία. Το γνωστό ρητό που διατείνεται ότι «οι σοφοί προβλέπουν τις εξελίξεις που έρχονται», μπορεί να διατυπωθεί και αντίστροφα με τη δήλωση ότι «σοφοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν ότι δε μπορούν να προβλέψουν τις εξελίξεις που έρχονται».
Ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα της επιστημονικής σκέψης είναι ότι έχει εξασφαλίσει τη γενική αποδοχή των αποτελεσμάτων των ερευνητικών διαδικασιών της από το σύνολο της κοινωνίας, χωρίς να απαιτείται άλλη απόδειξη, αφού η συμφωνία της επιστημονικής κοινότητας για μια άποψη θεωρείται αρκετή για να της προσδώσει εγκυρότητα και ισχύ. Για τους περισσότερους από εμάς, αυτά που πιστεύουμε ως ορθά είναι πολύ πέρα από τις προσωπικές δυνατότητές μας να τα αποδείξουμε. Οι περισσότεροι αρκούμαστε στη διαβεβαίωση ότι κάποιοι άλλοι, ειδικότεροι από εμάς, τα έχουν αποδείξει ή μπορούν να τα αποδείξουν. Ακόμη και οι εξειδικευμένοι που μπορούν να αποδείξουν κάτι στο πεδίο της ειδικότητάς τους, καταφεύγουν στα αποδεικτικά τεκμήρια που προσκομίζουν άλλοι άνθρωποι, όταν μετακινούνται σε πεδία άλλης ειδικότητας. Με τον τρόπο αυτό, ακόμη και στα πεδία της ειδικότητάς μας, οι περισσότεροι είμαστε αποδέκτες και καταναλωτές ή μερικές φορές διανομείς γνώσεων, αλλά σπάνια παραγωγοί ή δημιουργοί γνώσεων.
Το ερώτημα επομένως σχετικά με την αποδεικτική ικανότητα στη σημερινή εποχή δεν είναι τι μπορώ εγώ να αποδείξω, αλλά τι δεν μπορεί κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο να αποδείξει. Το «εγώ» στην περίπτωση αυτή τήκεται και συγχωνεύεται αξεδιάλυτα με το «εμείς», η ατομική συνείδηση ενσωματώνεται στη συλλογική, με την έννοια της γνωστικής κοινότητας, σε τέτοιο βάθος και βαθμό, που μόνο στα μεγάλα ιδεολογικά συστήματα, όπως οι καθολικής αποδοχής θρησκείες, έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν. Μια τέτοια διαπίστωση αναμφισβήτητα αναδεικνύει την επιστήμη στο επίπεδο μιας μεγάλης σύγχρονης «θρησκείας», με χιλιάδες «πιστούς», πρόθυμους αλλά και διψασμένους να ασπασθούν τα «κηρύγματά» της.