Ενσκήπτω ξαφνικά κατρακυλώντας το φθινόπωρο
σαν πύρινο ποτάμι
στην φτωχογειτονιά όπου οι άναρθρες κραυγές των κοριτσιών
από το διπλανό χαμόσπιτο κρέμονται σαν πολύχρωμα κουρέλια
κι ο ήλιος κινείται με έμβλημά του ένα κερί
στην δυναστεία των πάγων όπου ένα κοράλλι
δραπετεύει στην αστροφεγγιά
μόλις κομμένο απ’ τα μαλλιά σου που αποκάλυψαν
τα τελευταία θαύματα
καθώς δακρύζουν τ’ άστρα αφομοιώνοντας την γύρη τους
κι οι φλέβες των υπόγειων κόσμων κουλουριάζονται
σαν φυσαλίδες ύπνου
με αμφίβιο βλέμμα κι ένσημα ελαφιού δύστοκης μοίρας
εξαφανίζοντας με ιδιότητες βροχής
όλα τα νοήματα των κόσμων καθώς η κίνηση
των ουρανών είναι ένας πανικός της ύλης
που ρέει προς τις πόλεις σκορπίζοντας κομμένα χέρια
κι ετοιμόρροπη σιωπή μπροστά από τεράστια πολυβόλα
που αποφεύγουν τώρα οι κουστωδίες των παιδιών
κι αστραποβόλο πέφτει πια για πάντα το φεγγάρι
και στραγγαλίζεται το φως κλωτσώντας στον ορίζοντα
ερείπια κι οδοφράγματα που κόβουν την κυκλοφορία
έξω απ’ τις τράπεζες και τα μεγάλα μαγαζιά όπου οι γυναίκες
με την διπλή έλικα του DNA τους σε απρόσμενο οργασμό
προτείνουν αμετάπειστες τα στήθη τους υπέροχα γυμνά
προς τα ακατάσχετα μαλλιά του αέρα
που κατεβαίνει ταπεινά απ’ τα σύννεφα στα χώματα
με μυροφόρες στάχτες κι αγιασμό του Μάη στ’ αγκάθια του
μετακινώντας κάθε μια στιγμή ως τα πρόθυρα της ζάλης
με μια θαυματουργή περιέλιξη ήχων τις δυνάμεις του παντός
μες στα οπλοστάσια που ετοιμάζουν τις κρυφές ανάσες των
πνευμάτων.
Με κρύσταλλα από μεταλλικές φλέβες και φωτιές
από αδένες φλογισμένους
σκαρφαλώνοντας τις διάπυρες βαθμίδες των νεφών
ριπές βροχής σαν φυσική καταστροφή στις βιαστικές λεωφόρους
με την κλαγγή των δευτερόλεπτων κάθε αινιγματικού χαμόγελου
μες στην αγνότητα των υψομέτρων ψάχνοντας μια άλλη μουσική
κι η γη όλη γίνεται ένα από τα μήλα των Εσπερίδων
σκήνωμα θυσιαστηρίου όπου αντηχούν οι μέλισσες
μπρος στις φωτιές υπόγειων εποχών βαρύτητας
στους κάλυκες της μνήμης μιας αήττητης ημέρας
κι όλες οι χιονισμένες επαρχίες σε συναγερμό
στην πιο γαλήνια αναλαμπή του χρόνου
με όλους τους τρόπους των μηνών από την εποχή των κρίνων
σε μια πορεία παραληρήματος προς άλλες μέρες
τροφοδοτώντας τις τορπίλες του καιρού με μια άλλη σκόνη
αφιερωμένη στις ταξιανθίες των νυχτολούλουδων
σαν ένα ερεθισμένο κύτταρο από πάντα και για πάντα
μια απόξεση της φύσης με πρόβλημα ταυτότητας
κι εξαπολύεται ένας μύδρος απ’ τους τοίχους των νερών
μες στις ρωγμές των βράχων χειροτονώντας άγια τα παιδιά
μπρος στη μνησίκακη γεωμετρία των αγρών
κοντά και πάλι στις ηλιακές ακτές με τέθριππο άρμα
και με σφυγμούς παλίρροιας όπου πετάνε τα πουλιά
σαν πάσσαλοι ηλεκτρικών φρακτών με αιχμές και δόρατα
πυρηνικά των πασχαλιών με κυβικές πιρόγες Θεοφανίων
αφήνοντας την σελήνη και τον έρωτα να μας κάνουν αθάνατους
με μια βιοχημική εξάτμιση μπρος στην τοιχογραφία των χερσότοπων
που αφήνει στίγματα από νιτρικό χαλκό πάνω στα μάρμαρα
κάτω απ’ την έλικα ενός στεφανιαίου ανευρύσματος
που ενταφιάζεται στην χρήση του αφήνοντας στο κατώφλι
ένα μήνυμα ξεχασμένο στη γωνιά χωρίς τίποτε να παραμονεύει
κι ο ήλιος είναι πάλι κατά τα γνωστά
ένας εξόριστος δραπέτης των θορύβων και των ήχων.
Ο όρμος ήταν βρεγμένος με διαμάντια μες στις προσευχές
μπρος σε παλάτια με αστραπές σαν σφήνες
φωταψιών επαναστατημένων
μέσα στο παρανάλωμα του χάους των πετραδιών
στις βασιλείες των ρόδων και των κρίνων
με τους ψαλμούς των ξέφωτων ωκεανών
ανάμεσα στις κινούμενες εικόνες άστρων και νεράιδων
βαθιά μες στο αρχιπέλαγος με τα ενταφιασμένα κρύσταλλα
βουβών ολκάδων κάτω απ’ την αψίδα των φωνών
με ίριδες γκρίζων λουλουδιών κι εμβλήματα χοηφόρων
πανάρχαιος νόμος σε γιορτές μ’ ένα ρυθμό φθαρτό
μήτρα Πυθίας ενδοκρινής έκρηξη θυελλών στα θέρετρα της μνήμης
χορός επτά σελήνων πάνω σε όστρακα νυμφών
στα πιο ψηλά σημεία ουράνιων περιδέραιων
όπου αυτό που μοιάζει με ύλη είναι μονάχα κίνηση μορφής
πυροβολώντας το κενό στην πέμπτη διάσταση του Αναμενόμενου
που σε αναγκάζει να εμφανίζεσαι στον χώρο
με μιαν απλή χειρονομία που απελευθερώνει το κορμί
όπου το φως δεν πέφτει πια σαν δηλητήριο
μες σε μια σφαίρα απέραντου υλικού για αιώνιες ερωμένες
για ατίθασα σκιρτήματα που εμβρυουλκούν τα στήθια
μέσα στην φανταστική λάμψη ενός άδειου κεραυνού
πάνω στο τείχος του ανέμου που κουλουριάζεται στο φως
μες στους λαβύρινθους κυμάτων με χτυπήματα κυμβάλων
που ηχούν σαν θρύλοι μες στις φυσαλίδες της σιγής
λαφυραγωγώντας το βάθος του ορίζοντα με θεϊκή αμεριμνησία
σε μία χώρα τρυφερότητας και μουσικής
που συλλαβίζει τους εσώτερους πλανήτες της
όπως ένας μαθητευόμενος του απόρρητου
ένας έκπτωτος κληρονόμος του κατακλυσμού
μεταφράζοντας τις περιπέτειές του σε ψαλμούς
τροχίζει τα φτερά του.
Μια όμορφη γεωγραφία αχάτη μου χαμογελάει
πίσω απ’ την ύφανση των σύννεφων
με τους χρυσαφένιους τριχοειδείς κροσσούς ενός ουράνιου τόξου
σε μια πορεία όλο και περισσότερο σαρκική σαν μουσική της γης
ξαναβάζοντας σε τροχιά όλα τα πουλιά μέσα στους κήπους
όπου ωκεάνιοι έρωτες μετά από πολλές άλλες γενιές
γιορτάζουνε μια μάταιη νίκη λύνοντας την απόσταση των λουλουδιών
που στερεώνουνε το πρόσωπό τους μες στην νύχτα
μ’ αυτό το βάρος της λεπίδας στον λαιμό
μέσα από μια πομπή μορφών που χάνονται στην θάλασσα
μεταμφιεσμένες ανάμεσα στις πέτρες
που κοιμούνται αιώνια υφαίνοντας με σπίθες το κενό
αποδημώντας στο Βοριά για να εξορκίσουνε τον εαυτό τους
απ’ την ανάποδη μεριά του πέλαγου που θυμήθηκε τις
μεταμορφώσεις του
μαζεύοντας τις λάμψεις άστρων μες στο σώμα του
που παραμένει ζωντανό μες στα κλαδιά των δελφινιών
με τα απλά γήινα φτερά όπου ησυχάζει ο αγέρας
οδηγώντας το ρόδο των ονείρων μες στις ώρες του
με μια ρευστότητα ευλύγιστη και μαστιγωτική
μια μοίρα τόσο απέραντη που με την δύναμή της κινδυνεύουμε
κυκλοφορώντας κάτω απ’ τα πυρηνικά υποβρύχια των ανέμων
που κατασκοπεύουνε το φως γιατί επιτίθεται στα φύλλα
μέσα σ’ αυτή την ανθισμένη ευδία με θόρυβο πουλιών περιμένοντας
να ολοκληρωθεί η αιωνιότητα σ’ αυτό το ηλιοβασίλεμα
καθώς διασταυρώνονται τα ξίφη της δημιουργίας
στρατοπεδεύοντας σε μέρη όπου η απεραντοσύνη αποκαλύπτεται
με χαμόγελο πιο φωτεινό απ’ τους σημαιοστολισμένους ουρανούς
κατάφυτους με αγάλματα ανταρτών αρχάγγελων
μες σε ευχετήριες κωδωνοκρουσίες λουλουδιών
στην δεύτερη πτυχή μιας ώρας που αφήνιασε
μες στην γαλήνη που φλεβοτομεί το διάστημα
αποκαλύπτοντας μια αστάθεια που θυμίζει αστέρι που δονείται.
Με τις πνοές των ρόδων που παραληρούν
μέχρι να ξεπηδήσουν όλα χορτασμένα πια από φως
στην θριαμβική αφθονία των αγνοούμενων ωρών
όταν ήλιοι μεγάλοι κλείνονται άτρωτοι στα καταφύγια των σεισμών
και ξέρουμε όλοι τότε πια πως είναι δύσκολο
να ζούμε απλά μ’ έναν αέρα ολοκαίνουργιο
ξέροντας πως υπάρχει η ανάμνηση της γης στην θάλασσα
με μια φωτιά από σύμβολα που εμποδίζει να ξεχνάμε
κλεισμένοι σ’ ένα κύκλο μαγικού χορού αστεριών
με σχήμα ανθρώπινο και βλέμμα αφηνιασμένων ζώων
όταν ο άνεμος διαχέει τις άκρες των βουνών
ανατριχιάζοντας το ιώδιο μες στα σάβανα των πέλαγων
μ’ έναν ανεμοστρόβιλο άσπρων μπουμπουκιών κι ιστιοφόρων
σε κάποιες άστατες φωλιές αετών που χαίρονται τα κύματα
και λάμπει ερωτευμένος με τις κόρες της ακτής
πλασμένες με άμμο ολόφωτη απ’ τις χώρες του πυρίτη
περιέχοντας μια εικόνα πέτρας που υπακούει στην γεύση των βυθών
σε μια τελετουργία με καταιγιστικές περιστροφές
σ’ ένα χαλί από φύκια κι από σπέρμα του γιαλού
με μια θεατρική λεηλασία απομαγνητισμένων πυρκαγιών
κι είναι ένα δείγμα αυτό πως λύνονται τα πράγματα
κι είναι ένα νεύμα αυτό πως έπονται άλλα θαύματα
κι είναι ένα νόημα σίγουρο ότι νικούν τα τάγματα
που εξόπλισαν τις σφαίρες τους μ’ ένα τραγούδι απλό.
Με τα τσεκούρια της αυγής στους ώμους
και το χρυσάφι του ήλιου στα μαλλιά
πάλι οι χορεύτριες πλέουν στα κύματα
μετά από χρόνια μαθητείας στον αφρό
κατά το βόρειο σέλας ενός κόσμου
ηλιοτρόπιων κι αμπελιών
κι η έλικα των φτερών τους γίνεται εποχή καρδιάς
γίνεται κόκκοι ανέμων κατοικίδιων άλλης γης
γλιστρώντας προς την άβυσσο με κόμη ολόξανθη από φως
που σημαίνει μεσάνυχτα στην γωνιά του δρόμου
όταν μια επιγραφή τρίζει επίμονα και πάλι αντηχούν
οι καμπάνες του νερού μέσα στο ανατρεπόμενο σύμπαν
με χαμένη διεύθυνση που ρυθμίζει την κίνηση των σκιών
ανάμεσα σε σκοτεινά βήματα που μπερδεύονται στα κλαδιά
απέναντι στους νοτιάδες ξετυλίγοντας το κουβάρι της μοίρας
που χάνει τον δρόμο της και σταματάει ολόιδια
σβήνοντας τα χνάρια των βημάτων μας
και πάντα ολόιδια ξαναρχίζει κοιτάζοντας ακόμη πιο μακριά
κι όλα όσα έγιναν δεν είναι τώρα πια εκεί μες στις φλόγες
κι όλα όσα είναι να γίνουνε αργοπορούν απρόσμενα
καθώς ανακατεύονται με ένα πυκνό μπαμπάκι
βρεγμένο απ’ την ίδια αυτή βροχή που ελέγχει τα κατάγματα
του χωροχρόνου περπατώντας με λεηλατημένα μέλη
πάνω στα κάρβουνα αιφνίδιας πυροστιάς
κατά μήκος ερειπωμένων επάλξεων χωρίς φωνές
πεισματωμένη από την θέληση της καταιγίδας
στον αφόρητο παροξυσμό της ζωής που δεν κοιμάται
και διαρκεί όσο η φωτιά είναι ακατάπαυστα αναμμένη.
Αφού είσαι ο τελευταίος απ’ την τελετουργία του σκοταδιού
βγαίνεις από έξω προς τα μέσα κάποιας σήραγγας φωτός
έχοντας ζήσει πια την εσωτερικότητά του,
και μπορείς να εξηγήσεις τι σημαίνει να είσαι μέσα
αρκεί το «μέσα» να ταυτίζεται με το «έξω από το πουθενά»
και το «παντού» να είναι η άλλη
η φοδραρισμένη όψη του «οπουδήποτε»
και διαμαρτύρεσαι ν’ αλλάξουν οι κανονισμοί
για να αναγνωριστεί επιτέλους η εγκυρότητα του να είσαι
μέρος κι εσύ ενός κόσμου όπου δεν ξέρεις
αν είναι η φυλακή σου ή αν είσαι εσύ η φυλακή γι’ αυτόν
ή αν η επιφάνεια της συμπαντικής μεμβράνης
είναι τα όρια του κορμιού σου,
όπου χωρίς να το ζητάει κανένας κατοικεί
διάπυρη η μάζα της καρδιάς σου
που δίχως πια να το ζητάει κανένας κατοικεί
στα όρια ενός κορμιού που είναι δικό σου
σαν επιφάνεια μιας συμπαντικής μεμβράνης
ή σαν φυλακή κι ας είσαι εσύ η φυλακή γι’ αυτόν
μέρος κι εσύ ενός κόσμου όπου δεν ξέρεις
αν θ’ αναγνωριστεί επιτέλους η εγκυρότητα του να είσαι εκεί
και να διαμαρτύρεσαι ν’ αλλάξουν οι κανονισμοί
ώστε η φοδραρισμένη όψη του «οπουδήποτε»
και το «παντού» να είναι η άλλη σου ύλη
αρκεί το «μέσα» να ταυτίζεται με το «έξω από το πουθενά»
και να μπορείς να εξηγήσεις τι σημαίνει να είσαι μέσα
έχοντας ζήσει πια την εσωτερικότητά του
βγαίνοντας από έξω προς τα μέσα κάποιας σήραγγας φωτός
αφού έτσι κι αλλιώς εσύ θα είσαι πάντα ο τελευταίος.
Μικρή ανεμώνα Παναγιά
ταμένη στην ξερολιθιά
με ξώβεργες και με κεχριά
πάνορμη πάνερμη ξωθιά
με μια πρωτόθρονη ευωδιά
στην κυματόλουστη αμμουδιά.
Ανεμοκίνητη μηλιά
στην ανερμήνευτη βραδιά
με τ’ άσπρα σπίτια στην καρδιά
και παρακεί στην καρυδιά
κορακοφρύδα κορασιά
με άϋλη αθεράπευτη γητειά.
Ο Απόλλωνας στην ερημιά
με τους αιώνες αγκαλιά
γερμένος στην ακρογιαλιά
κι η φωτοδότρα του λαλιά
πιάνει ερωτόληπτη δουλειά
με μια πρωτόπλαστη αζαλιά.
Στη μαρμαρόγλυπτη αντηλιά
κουρνιάζουν έναστρα πουλιά
στην καλορίτισσα εκκλησιά
σύκα και λάδι και δροσιά
και στην αειπάρθενη πρασιά
γίνεται κοσμοχαλασιά.