Ένας Ίμερος ένστικτος σαν θεός
Συντροφεύει πιστά τις πυρίπνοες στιγμές μας
Ταξιδεύει ιεροφάντης ιππεύοντας φως
Κι εμφυτεύει υπερνόβες μες στις καρδιές μας.
Ένας Ίμερος έφηβος οδηγός
Γαλουχεί με πυρσούς κεραυνών τη χαρά μας
Παίρνει γύρη απ΄ τον ήλιο κι ηχώ από αστροφώς
Κι εκτοξεύει στο διάστημα τα όνειρά μας.
Ένας Ίμερος καύσωνας αρχηγός
Αλητεύει αναφλέγοντας μπαρουταποθήκες
Κατακλύζει τον κόσμο αστρικός ωκεανός
Κι ενδοφλέβια κερδίζει απροσδόκητες νίκες.
Ένας Ίμερος έναστρος ιδαλγός
Σελαγίζει ανεξίτηλα αγνός στους λειμώνες
Θείο φίλτρο της ζωής κι εριχθόνιος τριγμός
Που χορδίζει με αέναο ρυθμό τους αιώνες.
Είναι μέρες που οι διαβάτες
γίνονται όλοι Ακρίτες,
κατεβαίνουνε με σκάλες απ' τους ουρανούς,
αφιππεύουνε στις στάσεις σαν Ιερολοχίτες
και μονομαχούν
με άγνωστους οπλίτες.
Είναι νύχτες που οι γυναίκες
γίνονται Αφροδίτες,
σφίγγουνε στην αγκαλιά τους χίλιους Ωκεανούς,
νιώθουνε να τις σουβλίζουν κοφτεροί διαβήτες
και φτεροκοπούν
έντρομοι σπουργίτες.
Έρχονται στιγμές που οι φίλοι
μοιάζουν τρωγλοδύτες,
ξαγρυπνούν απ' τις εκρήξεις που τριγύρω ηχούν,
κάνουν τολμηρές ασκήσεις σαν τους Μινωίτες
και σφυροκοπούν
των Ωρών τις κοίτες.
Φτάνουν κάποτε οι ηλιαχτίδες
ως τους Ψηλορείτες,
κάτι χέρια μας αρπάζουν μες στους κεραυνούς,
ανασταίνονται τα βράδια πάλλευκες Εβίτες
και μας κυβερνούν
Ήλιοι πυροβλήτες.
Μικρή ανεμώνα Παναγιά
ταμένη στην ξερολιθιά
με ξώβεργες και με κεχριά
πάνορμη πάνερμη ξωθιά
με μια πρωτόθρονη ευωδιά
στην κυματόλουστη αμμουδιά.
Ανεμοκίνητη μηλιά
στην ανερμήνευτη βραδιά
με τ’ άσπρα σπίτια στην καρδιά
και παρακεί στην καρυδιά
κορακοφρύδα κορασιά
με άϋλη αθεράπευτη γητειά.
Ο Απόλλωνας στην ερημιά
με τους αιώνες αγκαλιά
γερμένος στην ακρογιαλιά
κι η φωτοδότρα του λαλιά
πιάνει ερωτόληπτη δουλειά
με μια πρωτόπλαστη αζαλιά.
Στη μαρμαρόγλυπτη αντηλιά
κουρνιάζουν έναστρα πουλιά
στην καλορίτισσα εκκλησιά
σύκα και λάδι και δροσιά
και στην αειπάρθενη πρασιά
γίνεται κοσμοχαλασιά.
ΚΟΚΚΙΝΟΓΕΙΑ
Στα χώματα τα κρεμεζιά
σε μια εσοχή του χρόνου
υπάρχουν όσια τιμαλφή
που έκρυψε η μοίρα μας σοφή
με φως ιεροδιακόνου.
Πανύψηλες βελανιδιές
στην οροφή του υψίστου
σε απρόσιτες ανηφοριές
στα άκρα του παραβύστου
παράδεση άρχισαν με ιτιές
χορεύοντας με τις φωτιές
στο ναό του τρισμεγίστου.
ΒΕΝΘΕΣΙΚΥΜΗ
Στης Κυμοθόης τα νερά
κοιμάται η Ευρυάλη
και κάποια μάγισσα ξωθιά
σμίγει τα κύματα βαθιά
στο πράσινο ακρογιάλι.
Και πάλι η αρχόντισσα η Κυμώ
του έρωτα πίνει το χυμό
στην ωκυρρόη της μοίρα
κι η γλαυκονόμη η Τελεστώ
ευλίμενη είναι και πλωτώ
αίγλη, ύδρα και φιλύρα.
ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Η ωριοπλέξουδη η συννεφιά
γέμισε αινίγματα τo περιβόλι
και λιοπερίχυτοι στη γειτονιά
με έρωτες άνοιξαν οι ουράνιοι θόλοι.
Η ακαταπόνητη πορτοκαλιά
πήρε όλα τα ένστικτα απ' τις ανεμώνες
και στα αργυρόκαστρα χτίσαν φωλιά
οι Ώρες, οι άφθαρτες και πάντα μόνες.
Κι εσένα όταν σε βάπτιζαν τάξαν οι θεές «μακάρι,
προσάναμμα φαεινό,
να πέρναγε απ’ τα μάτια σου η χρυσαφένια χάρη
στο φως το εωθινό».
ΜΕ ΤΙΣ ΡΟΜΦΑΙΕΣ
Θα στήσουν πάλι τις αγχόνες στις πλατείες
μα οι καπετάνιοι πάνω στα βουνά
με δυναμίτη
και φρυκτωρίες
θα φέρνουν τα όνειρα του κόσμου πιο κοντά.
Θα πλημμυρίζουν ναυαγούς οι προκυμαίες
μα θα ’χουν πάλι οι αρχάγγελοι γιορτές
με τις ρομφαίες
και τις σημαίες
και τα τραγούδια μας θα βγάζουνε φωτιές.
Θα κλείσουν πάλι τις οδούς στις συνοικίες
τα μαυροπούλια κάνουν προσευχές
μα οι βροντερές μας
οι ραψωδίες
θα ’ναι γεμάτες παιάνες νίκης κι ιαχές.
Θα φεύγουν πάλι οι μετανάστες γι’ άλλες χώρες
και θα ’ν’ τα σπίτια μόνα κι ορφανά
μα δεν θα πάψουν
οι Τερψιχόρες
να ψέλνουν «Ίτε», «Καλό βόλι» κι «Ωσαννά».
ΠΟΙΟ ΘΑΥΜΑ
Ποιο κράτος φωτίζει τα πέπλα του ουρανού
κι ανοίγει χαράδρες στα ορύγματα του νου,
Ποιο νόημα χαράζει τις φλέβες του κενού
και ντύνει με ατλάζια τα βάθη του ωκεανού!
Ποια θύελλα τραντάζει τα ερέβη των βυθών
κι η λάμψη τους ντύνει τα σπλάχνα των βουνών,
Ποια μάτια έχουν πάρει το σχήμα κεραυνών
κι οι αχτίδες τους θάλπουν τ’ αγρίμια των παθών!
Ποια χέρια αιθέρια θα πλύνουν την πληγή
ποια θαύματα καίρια θα αλώσουνε τη Γη,
Ποια χείλια κοχύλια θα δώσουν το φιλί
ποια τάγματα ανήλεα θα θεώσουν την Πηγή!
Ποιου ανέμου σφοντύλια ξορκίζουν τα στενά
ποια κύματα ευήλια γιορτάζουν το «ωσαννά»
χορεύοντας μπάλο με τ’ άστρα του γιαλού
που φέρνουν προαιώνια μηνύματα απ’ αλλού!
ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ
Ανεμωδία στην αμμουδιά με ηχώ αμβροσίπνοων λίθων
άλλοθι για την αίλουρη έφοδο της θάλασσας
στα κοραλλόδασα των πρίνων με κομήτες αστραπών
ίσαμε τη μελάγγεια χώρα του Ροδοφερτού
θεού βασιλιά των κοχυλιών σε εντευκτήρια έκπαγλου
που στέλνει θούρια σήματα πανόπτη
από τα ξάνεμα άρια ξύλα του φερέκαμπου
στην αποκλίστρια λίμνη των ξινόχορτων
πέρα ως τον όσιο Πεύκο και τον θέαλο Πλατανιστό,
κι οι έξω διαβάτες απ’ τα πέρατα
περνάνε στ’ άμφια των πουλιών
κι εξαφανίζονται πυριφλεγείς διηθώντας φως
πάντοτε διακονώντας κύματα
στον πύργο του Ωριμήδη που πανσέληνος
εξακοντίζει τα έλυτρα των δίανθων στα πέλαγα
πριν κοινωνήσουν όλοι τα άχραντα όμβρια μάγια τους
όπου η ανεμόεσσα Παναγιά
πεντάκαλλη κι αλλοπαρμένη
απλώνει τα φλουριά της.
Κυρ Αύγουστε πανήδονα
μαζί σου αγρούς κηλίδωνα
μ’ ένα δεμάτι αλιφασκιές
κι ένα κοπάδι θημωνιές
κι εκεί μαζί σου αλήτευα
και τις στρατιές σου γήτευα.
Καπτάν Πουνέντη οπλαρχηγέ
τα πέλαγα όλα φύλαγε
με το Μαίστρο υπασπιστή
και το Λεβάντε δικαστή
κι ωσότου να ’ρθει η απανεμιά
κράτα άπραγη την τρικυμιά.
Αϊ Ποσειδώνα γείτονα
με αρχιληστή τον Τρίτωνα
κουρσεύοντας στις αμμουδιές
κάστρα με νύμφες και ξωθιές
τα πλόιμα όλα οδήγησ’ τα
παντού με άρμενα αλύγιστα.
Μάστρο - Ήλιε αυθέντη, οδηγητή
κι όλων των έργων μας κριτή
πότισε φως τα δέντρα μας
και τα χωράφια μέτρα μας
και βόηθα πάντα κάθε αυγή
να κάνει πιο όμορφη τη Γη.
Και βροντοφώναξε «Ωσαννά!»
περνώντας κάμπους και βουνά
με ολόχρυσο κιλλίβαντα
στου Καύκασου το Γίγαντα.
Εσύ 'σαι αφέντρα
μας επισκέπτεσαι συχνά με μια βουκέντρα,
μυρίζεις μέντα
και θρυμματίζεις με γροθιές σκληρά τσιμέντα.
Είσαι η Πανδώρα,
μες στις καρδιές σταλάζεις αύρα ειρηνοφόρα
και κάνεις στάχτη
της σκοτοδίνης μας το μολυβένιο αδράχτι.
Είσαι μια λέαινα,
παλεύεις με άγνωστα θεριά κι εχτρούς στη Γέεννα
κι ό,τι κι αν τύχει
εσύ διαβαίνεις του καιρού το μεσοτοίχι.
Είσαι Ναϊάδα,
μιλάς σε γλώσσα μυστική σε μια αχιβάδα
και φέρνεις κάτι
που μέσα του έχει ένα παλμό από φως αχάτη.
Σα Βαλκυρία
ξέρεις του κόσμου τα γραφτά και τα στοιχεία
κι έχεις δικά σου
αινίγματα και ξωτικά Πανόσιου Δάσου.
Έχεις μια χάρη
που απορροφάς ερωτικά απ' το φεγγάρι.
Η Πεμπτουσία
σου δίνει λάμψη και σε κάνει Παναγία.
Απ' τη φύτρα του πεύκου
ως τη μήτρα της θάλασσας
σε ενοικίζουν οι Αιώνες
με φτερούγες Παντάνασσας.
Με το νεύμα των φάρων
και το πνεύμα των πάπυρων
σε ποτίζουν οι Κρήνες
των Πηγών των Επτάπυρων.
Με το νήμα των Δρυάδων
κι ένα ποίημα ανάπαιστων
σε φροντίζουν οι Μοίρες
Αρχηγών αμετάπειστων.
Με το νάμα των νάρδων
κι ένα θάμα Αποθεώσεων
σε ανατρέφουν οι Λύρες
Ορφικών καθοσιώσεων.
Όταν βγαίνεις τη νύχτα
και πληθαίνεις τα ζώδια
εξουσιάζεις τα ερέβη
με φωτός κατευόδια.
ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ
Είναι η Γη ακριβό κοράλλι
πεταμένο στο ακρογιάλι
του ουρανού που θέλει λύτρα
για να φέγγει η Αυγή οδηγήτρα
στην καρδιά μας που κοχλάζει
σκεβρωμένη μες στο αγιάζι.
Η χαρά χαρά δεν έχει
και χαρά όλη μέρα βρέχει.
Γεια σας βουνά με τις χαράδρες σας και τα λαγκάδια
που ισκιώνετε της νιότης μας τα ατίθασα κοπάδια.
Ξανοιχτήκαν για σφουγγάρια
συντροφιά τα παλικάρια
τα παιδιά με όνειρα χίλια
μάθαν να εξηγούν κοχύλια
κι οι γυναίκες μες στα προαύλια
μοιάζουν νύμφες με σουραύλια.
Η ζωή με ένα πανέρι
μας ραντίζει αστέρι αστέρι.
Γεια σας πλαγιές με τα αγριολούλουδα και τα θυμάρια
που γίνατε των πόθων μας αθάνατα λυχνάρια.
Φυλλοφόρεσαν τα κλώνια
μαγεμένα από τα αηδόνια
κι ο ήλιος με χρυσά ζεμπίλια
ξεφορτώνει τα σταφύλια
στα αγιασμένα μας κροντήρια
που πλημμύρισαν ζαφείρια.
Ο καιρός καιρό αλωνίζει
και το φως ξεπροβοδίζει.
Γεια σου ζωή με τα νταούλια σου και τα βιολιά σου
με τα αδηφάγα σου άρματα και με τα ακμαία σπαθιά σου.
Μες στο χιόνι μες στη μπόρα
μας παντρεύουν τη Θοδώρα.
Με το κύμα με τ΄ αγέρι
έφυγες και πας Λευτέρη.
Στους εχθρούς σου αν θέλεις χρώστα
και θα σε ξεκάνουν Κώστα.
Όρθρο πέσε βράδυ σήκω
και θα προβοδέψεις Νίκο.
Φέρε κατοστάρι
Χάρη.
Χάι ας πιούμε
κι όπου βγούμε.
Η ζωή χρυσό γιορντάνι
όσο και να πιεις δε φτάνει.
Κόψ’ τη γκρίνια πια Θοδώρα
θα σου δώσουν κι άλλα δώρα.
Κάνε υπομονή Λευτέρη
κάποιο αγέρι θα σε φέρει.
Το ζωνάρι σφίξε Κώστα
και τα χρέη σου πίσω δώσ’ τα.
Όποιαν ώρα θέλεις σήκω
κι έχει ο θεός για σένα Νίκο.
Βάλε στο ποτήρι
Αργύρη.
Χάιντε γεια μας
και χαρά μας.
Τη ζωή τη λεν Αρχόντω.
Τη γλεντάμε πόντο πόντο.
Με γέλια παν στον πόλεμο με χωρατά στον τρύγο
πίνουν το αθάνατο νερό και ξεδιψάνε λίγο.
Δόξα φωνάζουν η πνοή και δόξα ο θάνατός μας
ζήτω η ζωή, ζήτω η ζωή, ζήτω το φως, το βιός μας.
Πολύ καιρό θα αντέχει ακόμα
Το απρόσβλητο, άτρωτό μας σώμα.
Αδέρφια πιάστε τα άρματα κι ενώστε τον καημό σας
που χρόνια σιγοψήνεται και ψήνει τ΄ όνειρό σας.
Απόψε ας πολεμήσουμε. Τα βόλια μας θ’ ανάψουν
και μ’ αίμα απ’ τους αγώνες μας τα λάβαρα θα βάψουν.
Πάνω στη Γη οι καρδιές χτυπάνε
και τον παλμό της μελετάνε.
Άστε το φως να πάει μπροστά κι ακολουθήστε το όλοι
ντύστε με δάφνες τη χαρά στης νιότης το περβόλι
και σφάξτε αδέρφια το θεριό προτού να μας σκοτώσει
να τρέξει πάλι ο ποταμός και να μας λευτερώσει.
Μυριάδες ήρωες σκοτωμένοι
μα ο κόσμος πάντοτε ανασαίνει.
Χαράζει πάλι με το πρώτο λάλημα
κι οι ανδρείοι που πόνους γνώρισαν
και πόνους καρτεράνε
δεν έχουν να προσθέσουν τίποτε
στις αρχικές
γενναίες και τραγικές
δηλώσεις:
Ή ταν ή επί τας
Πειθόμενοι τοις ρήμασί μας.
Αγγελόκρουσαν τ’ άστρα και ρίγησαν
κι η δροσιά στα χλωμάνθια πελάγωσε
κι αυγινά λευκοπαίξαν τα χέρια σου
στου ουρανού τον πυλώνα.
Το μετάξινο γέλιο σου δρόμησε
σε αργυρό μονοπάτι
και φτερούγισε η χλόη στους ανθόκηπους
κι υδροφόρεσαν του ήλιου τα πέταλα
που πυρπόλησαν τα άστρινα μάτια σου
και πορφύρωσες όλη απ’ αγάπη.
Στα κοχύλια η φωνή σου μαζεύτηκε
τρικυμίζουν του κόσμου τα σύνορα
μαγεμένοι σου στήσαμε αγάλματα
στο πελάγου τα κάστρα.
Η μέρα που ξεψύχησε φέρνει την άλλη μέρα
Όλα τα νούφαρα ανοιχτά σαν ομφαλοί από δάκρυ
Στο κάστρο στ’ αψηλό πυργί χορεύει νια κοπέλα
Ξανθιά κι η κόμη ελεύθερη κι έχει μελίσσι μέση
Κι έχει στο βλέμμα το πικρό μήνυμα της καρδιά της
Και κει σαλεύει ολόγιομο φεγγάρι δίχως λάμψη
Δίχως στεφάνι ερωτικό σε μια παντέρμη αγάπη.
Σα δίψα η πίστη απόμεινε και θέριεψε σα φλόγα
Και κελαηδεί σα ρεματιά κι απλώνει τα φτερά της
Για να ντυθεί η Κυρά Χαρά και να βλαστήσει η πέτρα.
Νικήθηκα απ’ το ίσκιο μου κι ήπια νερό απ’ τα βράχια
Μαδήστε τώρα το τσαμπί που γνοιάστηκα σα χνώτο.
Για να μεστώσει η ανάσα μου κοπιάσαν αρχαγγέλοι
Και πλημμυράει ο κήπος μου σμάρι τα χελιδόνα.
Σβήνει ο καιρός και κάθε αυγή προβάλλει μια άλλη μέρα
Με κόσμο ολόκληρο ορφανό και κόσμο αναστημένο
Κι ένα στρατί που διάφανο στις ράχες θα κεντήσει
Ονόματα και σχήματα που παν ξεθωριασμένα.
Βόλι το βόλι ράγισε η καρδιά μας
Καρδιά καρδιά μεγάλωσε η ψυχή μας
Ψυχή ψυχή δεν έμεινε κοντά μας.
Θαρρείς αναστηθήκαν οι νεκροί μας.
Με της στερνής χαράς το κατακάθι
Πιάνω μια κρύα ανάσα και παγώνω.
Σαν λαός που μίσεψε γι’ αλλού κι εχάθη
Η ζωή μας φτερουγίζει κλώνο κλώνο.
Στης δύσης το ολοδιάφανο κροκάδι
Κοινώνησα αίμα κι άνοιξα χαντάκι
Για να ξυπνήσει στο νερό το χάδι
Και να αγκαλιάσει η αγάπη το γεράκι.
Μες στη σιγή που μοιάζει προσευχή μας
Τρεμόθωρο είναι η μοίρα μας σημάδι
Κι η ελπίδα αναστηλώνει το κορμί μας
Σκεπάζοντάς το με ένα αχνό μαγνάδι.
Πότε το αστέρι θα μας στείλει τάχα
Το αργό του φως που δεν αλλάζει θρόνο;
Μη μου αρνηθείτε το μεγάλο πόνο
Δεν έζησα παρά γι’ αυτόν μονάχα.
Όταν σε κοίταζα στο φως και με κοιτούσες
Σ’ ανάσταινα με ανάσταινες ζούσα και ζούσες.
Ήσουν μια γούρνα γάργαρο νερογιορτάσι
Που ο ηλιοκαμένος έσκυβε να ξεδιψάσει.
Ήσουν το εικόνισμα της ζωής στο ρημοκλήσι
Της Γης που ο κόσμος πήγαινε να προσκυνήσει.
Η αγκάλη σου βαθύσκιωτος κορμός πλατάνου
Κάτω ξαπόσταινε ο καημός κι ο πόνος πάνου.
Η αγάπη σου περίσσευε μα έχει στερέψει
Χρόνια μελέταγε ο καιρός να σε κουρσέψει.
Τ’ όνειρο που σε γέννησε σε πήρε πίσω
Στους δρόμους που περπάτησες πώς να πατήσω.
Κάνω ότι ζω μακριά σου αλλά πεθαίνω
Δεν βλέπω δεν αισθάνομαι δεν ανασταίνω.
Πόσο σφιχτά σε κράταγα και σ’ έχω χάσει
Τόσο βαριά ήτανε η ζωή που σ’ έχει αγιάσει.
Λευτεριά είσαι καμωμένη
Από φως κι από γροθιά
Μες στα σίδερα χτισμένη
Με θεμέλια από φωτιά.
Λευτεριά όπου πας μεθάνε
Με τα δώρα σου οι λαοί
Σκύβουν, πίνουν, ξεδιψάνε
Ύδωρ, αίμα, όξος, χολή.
Ορφανή, χαροκαμένη
Κουρσεμένη από θεριά
Και με πόθο αναστημένη
Ζήτω! Ω! Ζήτω η λευτεριά!
ΣΤΩΝ ΨΑΡΩΝ ΤΗΝ ΟΛΟΜΑΥΡΗ ΡΑΧΗ
Ποτισμένο με ιδρώτα το χώμα
Μαρτυράει των ηρώων τη σφαγή
Που ανεβήκαν στης Δόξας το δώμα
Και ραντίζουν με δάφνες τη Ζωή
Που αν δε βρήκε κρησφύγετο ακόμα
Δεν αργεί, με τα χρόνια θα βρει.
Απ΄ την πύλη του κόσμου προβάλλει
Κερδισμένη με κόπους η Αυγή
Που ημερεύει του ανέμου τη ζάλη
Και δροσίζει της Γης την πληγή
Σφηνωμένη στης νιότης τα κάλλη
Που αίμα βρίσκει, αίμα δίνει, αίμα ανθεί.
Ο πόλεμος δεν τέλειωσε,
για μας, αρχίζει τώρα,
σφίξτε γερά στα χέρια τα ντουφέκια.
Η ζωή μας θέλει για να πάει μπροστά
και για να δέσει με τα κόκαλά μας το κορμί της.
Ακόμα τα σπαρτά μαραίνονται
η Γη πλημμύρισε αίμα
τα δέντρα δεν κρατάνε για πολύ τα φύλλα τους.
Σταθείτε ορθοί πάνω στο χώμα.
Άνομοι εδώ εμποδίζουν τη χαρά
αρπάζουν τα παιδιά μας
παίρνουν το βιός, σβήνουν το φως
κουρσεύουν τα όνειρά μας.
Σ’ αυτό το βράχο στήστε τα ταμπούρια σας:
Εδώ θα πέσουμε όλοι.
Μυροφόρος γυναίκα
Νηρηίδα των κρίνων
Σε Ολύμπιους κήπους
Αναδυομένη
Αποπνέει τη λαγνεία
Ολονύχτιας κραιπάλης.
Το άφραστο θαύμα
Των μαστών της προβάλλει
Τους εύκορμους βλαστούς του
Στο κράτος των αιώνων.
Μικροί Πάνες Φαύνοι
Ραίνουν πυρ και νάμα
Έρωτες τοξεύουν
Τα λευκά σφυρά της
Και γυμνές Συλφίδες
Τείνουνε τα στήθη
Στον Υμέναιό της.
Ω ! Χαράς εκείνης !
Ω ! Η πολλή ηδονή της !
Γλυκασμών εκρήξεις
Σ’ όλο το κορμί της.
Ω ! Τα Βακχικά
Τα ορφικά υγρά της
Αφθονούν κι αρδεύουν
Ως εκ μίας κρήνης
Την μαινόμενη σάρκα
Των εντός μου σατύρων.
Ως αμνάς τον άρνα
Ως Αδάμ την Εύα
Ως Ήλιος την Σελήνη
Ως δάμαλις τον μόσχο
Νυν βατευομένη
Με πόθο και με φόβο
Ολολύζει η κόρη
Τα σπλάχνα κεντουμένη.
Ω ! Την φλεγομένην
Πύλην της Κόλασής της
Χαίνουσαν διαβαίνω.
Στο βωμό του Ναού της
Άβυσσος εσχάτη
Σμίγει ο Θεός μου Στήμων
Με τον Ύπερό της.
Αλλοιούται η Κτίσις.
Προσκυνώ το πάθος
Ανυμνώ το Σχήμα
Που ανέβηκε η ζωή μου
Ως φωτός λυχνία:
Συντριβή θανάτου.
Στης ζωής το αυλάκι
στην κακοκαιριά,
διώχνεις τη φενάκη
μες στην αντηλιά,
πίνεις ανθονέρι,
αψηφάς το αγέρι
και μου λες " Ω Εσύ !
Ερωτεύσου πάλι
τα ένδοξά μου κάλλη,
πιες γλυκό κρασί! "
Χίλιοι κοσμοσείστες
πάλλονται με ορμή,
οργιάζουν μύστες
στο αχνιστό κορμί,
φτάνεις κολασμένη
με όψη φλογισμένη
και μου λες "Ω Εσύ !
Κούρσεψε και πάλι
τη ζεστή μου αγκάλη
σε θεϊκό νησί. "
Τα σφυρά σου αφράτα
γέμισαν σουβλιά
λάγνα και φλογάτα
επαιτούν φιλιά
κι όπως σκύβω λίγο
με άχνα σε τυλίγω
και μου λες " Ω Εσύ !
μες στην παραζάλη
διώξε την αιθάλη
με ύμνο θαλασσή "
Γονατιστός μετάλαβα
φως στ' ουρανού το μίσχο
κι ανάπνευσα άφθαρτη ομορφιά,
μέλι, δροσιά κι ιβίσκο.
Μια πεταλούδα με άρπαξε
ερωτικά με χάρη
και μ' έφερε σε ξωτικό
θαυματουργό φεγγάρι.
Με ρόδα με πυρπόλησε
φίλος θεός ο ήλιος
και φλόγισε τις φλέβες μου
ένας Απόλλων Δήλιος.
Οι ιππότες ζωντανέψανε
μια νύχτα στο ακρογιάλι
κι ακούραστοι χορέψανε
μαζί μου πεντοζάλη.
Αυτόφωτος Αρχάγγελος
φιλέρημο γεράκι
βρήκα τα φίλτρα της χαράς
σε ριζιμιό χαράκι.
Νιώθω παντού τον πυρετό
μιας μαγεμένης χώρας
σα να ξανάρχεται ένδοξος
ο ανίκητος Διαγόρας.
ΑΝ ΗΤΑΝ
Αν ήταν να εξοπλίσω το έρεβος με ζωή
θα έκοβα κλώνια απ΄ τα χρυσάνθεμα μαλλιά σου,
θα κένταγα τη μέρα με ένστολα φυλλώματα απ΄ την ήβη σου,
θα έντυνα το σκοτάδι με μαγνάδια απ΄ τα μαρμαίροντα όνειρά σου.
Αν ήταν να ποτίσω χρυσαλλίδες την αυγή
θα δανειζόμουν ήλεκτρο απ΄ την πλησίστια σπίθα των ματιών σου,
θα ξεδίπλωνα όλες τις στίλβουσες πτυχές απ΄ τον οπάλινο χιτώνα σου,
θα κοίταζα απ΄ το μέσα μέρος τα ιριδόβρυτα έμβρυα των χειλιών σου.
Αν ήταν να εντοπίσω τα όρια της σιγής
θα έφτιαχνα γλάστρες με το αστραποβόλο νόημα της φωνής σου,
θα ύφαινα τούλια με τα αιθέρια αισθήματα των ήχων σου,
θα σήκωνα ένα βότσαλο απ΄ την άχραντη αμμουδιά της γης σου.
Αν ήταν να πυκνώσω την ατμόσφαιρα με οπό
θα ζέσταινα χυμό απ΄ τα τηλαυγή βοτάνια της αφής σου,
θα φρόντιζα τα δέντρα με ομοούσια άχνα της συνάναρχης ανάσας σου,
θα ανάτρεφα τα εφόδια από τη λαμπηδόνα της αλκής σου.
Αν ήταν να παράβγαινα στο τρέξιμο το φως
θα προσροφούσα μεθυσμένος τη λευκαύγεια του ήλιου ιχώρα σου
θα καβαλίκευα ένθους το άρμα του αίθριου Απόλλωνα
και θα εκπορθούσα ακάθεκτος την έκπαγλη μεταρσιωμένη χώρα σου.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ Ο ΜΟΝΟΣ
Ξέρω πως είμαι ακόμη καρφωμένος πάνω στο σταυρό
αλλά ο σταυρός δεν είναι πια στερεωμένος πουθενά
ούτε σ’ αυτό το υφήλιο καραβόσταμο
όπου τα όρια του γνωστού ουρανού εξαφανίζονται
εξισωμένα με τους ίσκιους των αχτίδων τους
μεταμφιεσμένα σε ηλιοτρόπια που διηθούν το φως
καθρεφτισμένα μες σε φίλτρα αιμάτινων στιγμών
αντανακλώντας μυστικές φωνές απ’ το υπερπέραν
μέσα σε μια άλω μνήμης των κυμάτων
σε μια άβυσσο οδυσσόμενων ναϊτών
όπου δεν είμαι πια ο μόνος
που μπορεί να μην είναι απών
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΩΣ ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Αν μπορούσα να σας πω τι σημαίνουν όλα αυτά
δεν θα υπήρχε λόγος να τα πιστεύω
ειδικά τώρα που ελευθερία διαφορετικότητα κι ανεκτικότητα
σηματοδοτούν ένα τέλος εποχής,
όπου οι πλούσιοι έγιναν πια διεστραμμένα πλούσιοι
αφού το πρώτο πράγμα που πουλιέται κι αγοράζεται
είναι οι νομοθέτες
κι όσοι μπορούν να είναι νομοθέτες είναι εξουσιαστές
εκείνων που μπορούν μονάχα να ελπίζουν
επιμένοντας να ξανακάνουν τις ιδέες επικίνδυνες
να κινδυνεύουν ξανακάνοντας επίμονες ιδέες
να ιδεοποιούν τον κίνδυνο της εμμονής
διαπιστώνοντας με οικτρή απογοήτευση ότι απλά
η έλλειψη είναι ένα δοχείο της ύπαρξης
και το μηδέν το περιέχον του είναι.
Η δυστυχία κι η ευλάβεια μπορεί να καταντήσουν συνήθεια
η δυστυχία κι η συνήθεια μπορεί να καταντήσουν ευλάβεια
η συνήθεια κι η ευλάβεια μπορεί να καταντήσουν δυστυχία
αφού όλοι μας πολύ διεφθαρμένα μετράμε την επιτυχία
πολύ επιτυχημένα μετράμε τη διαφθορά
πολύ μετρημένα διαφθείρουμε την επιτυχία
πολλή διαφθορά μετράμε στην επιτυχία
πολλή επιτυχία μετράμε στη διαφθορά
κι η επιτυχημένη διαφθορά μετράει πολύ στην εποχή μας
κι η αλήθεια διατηρεί την αξία της σ’ όλες τις εποχές
κι η αξία διατηρεί την εποχή της σ’ όλες τις αλήθειες
κι οι εποχές διατηρούνται επαληθεύοντας την αξία τους
κι οι αξίες επαληθεύονται σε εποχές αλήθειας
για να υπάρχουν πάντα μόρια που εκπέμπουν μόνα τους το φως
για να υπάρχει φως που δημιουργεί για πάντα κύτταρα
για να υπάρχει δημιουργία που φωτίζεται φωτίζοντας
όλο το σύμπαν προς το μέσα μέρος των ματιών μας
όλα τα μάτια στο εσωτερικό του σύμπαντός μας
όλο το εσωτερικό του σύμπαντος των ματιών μας
όλο το εσωτερικό των ματιών του σύμπαντός μας
Σ’ ένα κοχύλι ανεύρετο τα όνειρα είναι φύκια
Με Ιούλιες Έφηβες διαβαίνοντας τα καλοκαίρια
Πίνοντας πίδακες ήλιων που κυματιστά αρμενίζουν
Θαύμα ιδωμένο σαν να φύσαγε κατάστηθα στο ζέφυρο
Ή σαν τη στέψη της Βασίλισσας των Εσπερίδων στα βουνά
Που ο πόθος τους λαχτάρησε μες στα έγκατα των δυόσμων
Για να ξυπνήσει ο Αίολος της φαντασίας
Μπρος στην επέτειο των πουλιών
Κι οι μέρες άοκνες στις φωτιές
Ν’ αρχίσουνε τις υμνωδίες των λίκνων.
Να που η εφηβεία ξυπνάει ξανά στις πασχαλιές
Και ξάφνου στο ατημέλητο αίθριο φως προβάλλει
Μια καθαρότητα βυζαντινή με ουράνιο τρούλο.
Ο χώρος με αργοκίνητες λόγχες σταχυών
Κλείνει τη σκιά του ορίζοντα με τις γραμμές του
Κι η αύριο πια αναπαύεται οργιάζοντας
Στη μνήμη με τα δάση της τα αδιάβατα
Με όλα τα δάκρυα της ακίνητα
Κοιτώντας ριψοκίνδυνα τα πέλαγα
Κι όλα τα πεύκα κείτονται απροστάτευτα
Όλα τα χέρια απλώνονται υπερήφανα
Ως τα ιριδόλουστα μαλλιά της ανεμώνας
Ως το λιοπύρι αυτό που αφρούρητη η καρδιά
Γέμισε με ώρες έρωτα ανεμπόδιστου
Στην απροκάλυπτα γυμνή ελευθερία των γλάρων.
Αλητεία του άπληστου μεσημεριού
Στους φάρους και στα εμβλήματα των άνεμων
Στην ανθισμένη υπόσχεση των λουλουδιών
Και στα πλατιά πανιά της νύχτας και των κύκνων.
Πού πήγε η Μεγαλόχαρη κι η Κεχαριτωμένη
Με το μαντήλι των νεφών μοναδικό μουρμούρισμα
Και το καντήλι των αφρών μελτέμι των καϊκιών της
Αγιασμένη υπόκρουση στα ευχέλαια των κρίνων;
Άνοιξη ώρα του Μαγιού που ξαγρυπνάνε τα άστρα.
Μια φυτουργός θεότητα ενοπτρίζεται στη βασιλίδα του φωτός
Αιολοπώλος ο άνεμος, σκηπτούχος, πυρσοχαίτης
Ωκυπορεί τανύπεπλος, αυθιγενής αλήτης
Αμφισβητώντας την ηγεμονία των πουλιών και τη μπόλια της νύχτας
Ιππεύοντας την αμαξοστοιχία των ηλεκτροκίνητων νερών
Νικώντας το αδιέξοδο των έγχρωμων θορύβων της βροχής,
Σαν ελεγεία μακαρισμών πολύεδρων του ορμαθού των κρίνων.
Τηλέφαντο ουρανόσωμα χρυσήκομη η Σελήνη
Χαιτέεσσα, πολύσκοπη, βωτιάνειρα, ελικάμπυξ,
Νυμφαία χαριεντίζεται με τα λιωμένα σύννεφα
Φορώντας δορυδρέπανα φαιλόνια των Σειρήνων
Μες στη χρυσόσκονη της μνήμης ακατάβλητη υδρία των δακρύων
Με άγνωστο προορισμό, του πανικού η εταίρα
Βρατσέρα προσχωσιγενής, φίλη των άστρων κι όλων των τροχών
Που εξαναγκάζουνε τα νεφελώματα να ταξιδεύουν.
Κόρες με φλογοβόλα μάτια κι αλεξίσφαιρα μαλλιά
Νεράιδες κυματόχαρες, μαρμαίρουσες, εωσφόρες, με στήθη ιμερόεντα
Αιδοιοφορούσες, υπεραγίες υπέρμαχες θεοτόκοι σε άνεμους ερωτικούς
Άσεμνες ερωτοτροπούν με σάτυρους μες στα αφροδίσια κτήματα
Μια ανέκφραστη νιρβάνα τις νικά εντελώς και το αργυρό ρευστό
Της Ήβης αναβλύζει από τους πόρους των δασόβιων φιλιών τους
Σφαδάζοντας ακράτητες από οργασμούς απόρρητους
Σε μια φαλλική τελετουργία και μια επανάσταση όλων των μόριων της ζωής
Ξέφρενα αφήνοντας να τους ξεφεύγουν οι ουρανομήκεις φωνές του έρωτα
Σαν καταχθόνια απειλή κατάντικρυ στα πέρατα
Στην κολυμπήθρα του κορμιού και στο καμίνι του ήλιου
Όπου με τόσες προσευχές κι ανθρώπινες θυσίες
Άρχισε να χιονίζει πια μια πάναγνη ευτυχία.
Παιδιά τροπαιούχα με δρεπανηφόρα βλέμματα
Γαλαζοαίματα, άστρα φτερωτά, αλεξίπτωτα,
Νήπια κειμήλια της αλκής εκ γενετής ανίκητα στις μάχες
Σκορπάνε φλόγες γάργαρες στα πέλαγα
Κατατροπώνοντας τις οπλές του χρόνου και τις συστοιχίες του χιονιού
Μέσα στον παφλασμό του σύμπαντος και τα πλούτη των ανθών
Πορθώντας τα μεσάνυχτα ποθώντας επ’ αόριστον την αίγλη των Ιούνιων
Εξόριστα, αεροπλανοφόρα, αστεροκόμητα, πανσέληνα κι ηλιομαγνητισμένα
Γενεές γενεών σε επαύλεις ευποιίας κι επαναστατικής παραφοράς
Αρωματίζοντας με αύρα αστρική το μέλλον.
Και των αγγέλων ο χορός ολόλευκος τροπαιούχος
Με όπλα του τα βεγγαλικά λουλούδια στο κρανίο του ουρανού
Προτάσσοντας δρακόντεια στήθη αναζητεί το απρόβλεπτο
Σκιρτάει το αδιέξοδο στα ηλεκτρικά κλαδιά της μέρας με το διάφανο ένδυμα
Ψέλνοντας το πολέμιον άσμα της οπωροφόρας μάχης μας
«Δεν αποτύχαμε στο θάνατο ούτε στη ζωή» κραυγάζοντας
Ταμίες νεκρώσιμων σπονδών, ευθείες σπινθήρων έριδος
Κομβία βρασμών πυργούμενων υδάτων και κυματομηχανών
Ασώματα αετοφόρα παγοθραυστικά και συναξάρια θριάμβων
Πάνοπλοι προετοιμάζοντας μια προέκταση στο χώρο
Με αρχαία θυμιάματα και μάρμαρα θυσίας
Πολύχρωμα τριαντάφυλλα αντεπιτάφιων θρήνων
«Χαίρε Ραβί» φωνάζοντας σα να ‘ναι ανάμεσά μας
Κάποιος Ιησούς σταχυόβοτρυς υιός της πνοής της Μοίρας
Κι η προπατορική λαλιά της πλησμονής μας παιάνας
Βοηθάει του Μεγαλέξανδρου η Ανάληψη να γίνει.
Η Ηώ ερωτόληπτη, ερασιμελής,
ηλίβατος, ερατεινή, εφηβοθήρα,
εράστρια ιθύφαλλων Ερμών,
θυώνη, ελικοβλέφαρη, φερσέφασσα, αελλόπους,
λυκεία, λιμνάτις, αρσινόη,
νεκτάειρος, ιόδετη, κασσιέπεια ηριγένεια
κυμώ, ωκυρρόη, βριτόμαρτις,
εριβρεμέτις, εύκομη,
λυσιάνασσα, πανδία,
αντιάνειρα, εαρίδρεπτη, ευώπις, ευοδία,
εκάεργη, λυσίζωνη, αγροτέρα,
τανυκνημίς, τανύπεπλος εταίρα.
Η Ηώ, προφήτις ήλιος.
Πανέορτοι τα σύμπαντα
Δουρικλειτοί εξοπλίστε.
Καλλίστευμα είναι ο Ερικυδής
Κραταίωμα ο Εριβώλαξ
Ισόθεος είναι ο Γαιήοχος
Αγχίθεος ο Δαίφρων
Αμβρόσιος είναι ο Γεραρός
Αγλαόκαρπος ο Αμύντωρ
Κύματος Άνθος ο Εύανδρος
Πολύσκοπος ο Αβρόβιος
Πυρίπνους είναι ο Φυσιουργός
Σεισίχθων ο Θεοδρόμος
Συνάναρχος ο Αφθαρτοδοκητής
Κύδιστος ο Ενοσίχθων
Ο Μεγαλήτωρ Αιχμητής
Αιγίοχος ο Ευρύωψ
Ρυσίπτολις ο Θεείκελος
Αοίδιμος ο Μέρωψ
Ο Προάναρχος Ομοφυής
Και Νηδεής ο Μέδων
Αμύμων ο Θρασύχειρος
Εύτολμος ο Ανδρειφόντης
Κι ο Κρατερόφρων Άναγνος
Κι ο Κατεπάνος Φαίδων