Η ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους άρχισε με την επανάσταση του 1821 και την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας το έτος 1828 με κυβερνήτη τον Καποδίστρια, με εδαφική έκταση που κάλυπτε την Πελοπόννησο και μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Το 1863 στην ελληνική επικράτεια προστέθηκαν τα Επτάνησα, το 1880 η Θεσσαλία, το 1913 μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αποκτήθηκε η Μακεδονία και η νότια Ήπειρος, το 1919 η Δυτική Θράκη και το 1920 η Ανατολική Θράκη και η περιοχή της Σμύρνης που επέστρεψαν στην τουρκική κυριαρχία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Το 1947, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάχθηκαν στο ελληνικό κράτος και τα Δωδεκάνησα. Η εδαφική έκταση του κράτους ήταν 47.000 τετρ. χιλιόμετρα (km2) το 1830, 174.000 km2 το 1920 και 131.000 km2 από το 1947.
Η διαδρομή που ακολούθησε το Ελληνικό Κράτος καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις του με τα προηγμένα έθνη της Ευρώπης, που ασκούσαν ασφυκτικό έλεγχο στα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δρώμενα της χώρας, κυρίως μέσω των πρεσβειών τους στην Ελλάδα, στις οποίες η επίδραση των μυστικών υπηρεσιών τους ήταν αφανής, αλλά ευκόλως εννοούμενη, αναπτύσσοντας ένα σύνολο μηχανισμών για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων χρηματιστικών και βιομηχανικών επιχειρήσεών τους, στην πορεία για τη σιωπηλή οικοδόμηση μιας τεράστιας οικονομικής αυτοκρατορίας που εξουσιάζει τον κόσμο μέχρι σήμερα. Από τα έθνη αυτά πρώτο ρόλο, σε βαθμό απόλυτης κυριαρχίας (που ουσιαστικά μετέτρεψε την Ελλάδα σε Αγγλικό προτεκτοράτο) διαδραμάτισε μέχρι το 1947 η Μεγάλη Βρετανία, με πιστό σύμμαχό της την παρακμάζουσα Γαλλία, και μεταπολεμικά οι Ηνωμένες Πολιτείας Αμερικής που από το 1947 ανέλαβαν τα ηνία του Δυτικού Κόσμου. Αξιόλογη επίδραση, με διάφορες μορφές που δεν έφτασαν στο επίπεδο της κυριαρχίος, είχαν επίσης η Ρωσία (με τη μορφή της ΕΣΣΔ από το 1945 μέχρι το 1990) και η Γερμανία, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου και ακόμη εμφανέστερα από τα χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το 1993. Προϋπόθεση για την κατανόηση των πολιτικών εξελίξεων στο Ελληνικό Κράτος είναι η διερεύνηση του ρόλου των δυνάμεων αυτών, που βρίσκονταν πίσω από όλα τα σημαντικά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας, ελέγχοντας (και ουσιαστικά διορίζοντας) τα πρόσωπα της πολιτικής σκηνής και την έκβαση των επιχειρούμενων εξελικτικών βημάτων.
Τα πολιτεύματα που χρησιμοποιήθηκαν, αρχικά απολυταρχικά και αργότερα με εμφανέστερη επίφαση κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, ουσιαστικά ακολουθούσαν τα πρότυπα που εφαρμόζονταν εκάστοτε στην Ευρώπη, ορίζοντας αντίστοιχες περιόδους, στις οποίες, για μεθοδολογικούς σκοπούς, μπορεί να διαιρεθεί η Νεοελληνική Ιστορία, ως εξής:
- Απόλυτη Μοναρχία 1832-1843 (Μοναρχική Περίοδος)
- Συνταγματική Μοναρχία 1843-1863
- Συνταγματική Βασιλεία 1863-1875 (Βασιλική Περίοδος)
- Κοινοβουλευτική Βασιλεία 1875-1911
- Α Βασιλευομένη Δημοκρατία 1911-1924 (Α Βασιλ/μένη Περίοδος)
- Αβασίλευτη Δημοκρατία 1924-1935 (Αβασίλευτη Περίοδος)
- Β Βασιλευομένη Δημοκρατία 1935-1967 (Β Βασιλ/μένη Περίοδος)
- Δικτατορία 1967-1974 (Δικτατορική Περίοδος)
- Προεδρευομένη Δημοκρατία 1974-2015 (Προεδρ/μένη Περίοδος).
Η περίοδος 1832-1863 που εξετάζεται στο κεφάλαιο αυτό με τίτλο «Ιδρυτική Περίοδος», περιλαμβάνει την Απόλυτη Μοναρχία (1832-1843 της Βαυαρικής Περιόδου) και την Συνταγματική Μοναρχία (1843-1863 του Όθωνα), ταυτίζεται χρονικά με τα 31 χρόνια της παρουσίας του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα και θα μπορούσε να ονομαστεί «Οθωνική Περίοδος». Υπό την επίδραση του ιδεολογικού κλίματος που διαμόρφωσε αρχικά ο φαναριώτικος και στη συνέχεια ο αθηναϊκός ρομαντισμός, στερεώθηκε το σύστημα της μεγάλης γαιοκτησίας, που οδήγησε στην κυριαρχία της μεγαλογαιοκτητικής αριστοκρατίας, αλλά άρχισε να αναπτύσσεται και αστική επιχειρηματική τάξη (ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι και εφοπλιστές) που συνέβαλαν στην ανάπτυξη εργαστηριακής βιοτεχνίας, μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο το μέγιστο μέρος του πληθυσμού ήταν μικροκαλλιεργητές, δουλοπάροικοι, εργάτες και τεχνίτες. Σε εθνικό επίπεδο η αγγλική, γαλλική και ρωσική κυριαρχία, η Σεπτεμβριανή Επανάσταση του 1843, ο Κριμαϊκός Πόλεμος του 1853-56 και η διπλή Αγγλογαλική Κατοχή το 1850 και το 1854-57 ήταν τα σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου.
Από το 1821 και μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια το 1828, η Ελλάδα δεν ήταν αναγνωρισμένη ως κράτος (έχοντας μάλιστα συνάψει δάνεια για τις ανάγκες του Αγώνα), και, με τίτλο Ελληνική Πολιτεία και διέθετε σκιώδη κυβέρνηση που ονομάστηκε «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος», με κύριο στόχο την ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρώτος κυβερνήτης της χώρας ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ανέλαβε το δυσχερές έργο της ανόρθωσης από την καταστροφή που προκάλεσε ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος. Ο Καποδίστριας έκοψε ελληνικό νόμισμα, τον φοίνικα, ίδρυσε σχολεία και ορφανοτροφεία και προσπάθησε να βοηθήσει στην ανάπτυξη της οικονομίας και της παιδείας. Ιδρύθηκε επίσης και η Τράπεζα της Ελλάδος με έδρα το Ναύπλιο. Σημαντικό άνοιγμα έκανε ο Καποδίστριας και στην εξωτερική πολιτική, καταφέρνοντας την είσοδο νέων προϊόντων στην χώρα, όπως οι πατάτες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε, μέσα σε ένα αλληκρουόμενο σύνολο συμφερόντων, στο οποίο σημαντική θέση κατείχαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και πλοιοκτήτες, και βέβαια οι ξένες δυνάμεις, προκάλεσαν αντιδράσεις με αποτέλεσμα την δολοφονία του το έτος 1831.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 η χώρα οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Σε αυτή τη φάση, οι μεγάλες δυνάμεις παρενέβησαν και αποφάσισαν να κηρύξουν την Ελλάδα βασίλειο. Βασίλειον της Ελλάδος, με πρωτεύουσα αρχικά το Ναύπλιο (1832 - 1834) και στη συνέχεια την Αθήνα (1834 - 1973), ήταν η επίσημη ονομασία της Ελλάδος με την οποία και αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Στη διάσκεψη του Λονδίνου 1832, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία (αναγνωριζόμενες τότε ως μεγάλες δυνάμεις) πρόσφεραν τον ελληνικό θρόνο στο 17ετή πρίγκηπα Όθωνα του οίκου Βίτελσμπαχ της Βαυαρίας, ο οποίος έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας. Ο τίτλος «βασίλειον» άρχισε να χρησιμοποιείται επίσημα για το ελληνικό κράτος πριν από την άφιξη του Όθωνα το 1832 και διατηρήθηκε σε όλο το διάστημα που το πολίτευμα προέβλεπε τον βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα από το 1832 μέχρι το 1973 (με εξαίρεση τις προαναφερόμενες περιόδους της Αβασίλευτης Δημοκρατίας 1924-35και της Δικτατορίας 1967-1974). Οι βασιλικές δυναστείες ήταν δύο: Ο οίκος Βίττελσμπαχ (1832-1862) και ο οίκος Γκλύξμπουργκ (1863-1974). Τον τίτλο "Βασιλεύς της Ελλάδος" έφερε μόνο ο Όθωνας, ενώ οι επόμενοι έφεραν τον τίτλο "Βασιλεύς των Ελλήνων". Ο Όθωνας ήταν ανήλικος όταν έφθασε στην Ελλάδα και έτσι το κράτος κυβερνήθηκε στο όνομά του από το Συμβούλιο των Αντιβασιλέων μέχρι το 1835. Το 1835 ο Όθωνας άρχισε μια περίοδο απόλυτης μοναρχίας στην οποία επέλεγε έναν σύμβουλο (συνήθως Βαυαρό) για να χρησιμεύσει ως Πρόεδρος του Συμβουλίου του κράτους. Κατά περιόδους, ο ίδιος ήταν ο κύριος σύμβουλός του.
Με τον όρο Μεγάλη Ιδέα, τον οποίο εισήγαγε ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, στις 14 Ιανουαρίου του 1844 με την ομιλία του κατά τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων στην Εθνοσυνέλευση, επικράτησε να χαρακτηρίζεται το πολιτικό και εθνικιστικό βίωμα που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο από τα χρόνια του Όθωνα, το 2ο μισό του 19ου αιώνα, και αποτέλεσε τον άξονα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Κύριο θέμα της Μεγάλης Ιδέας ήταν η διεύρυνση των ελληνικών συνόρων, ώστε να συμπεριλάβουν περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία και η ενσωμάτωσή τους σε ένα έθνος-κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Παρέμεινε επί δεκαετίες ένας αλυτρωτικός οραματισμός, που δικαίωνε την προσπάθεια επανάκτησης των χαμένων εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ήταν στόχος ουσιαστικά όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων μέχρι τον Αύγουστο του 1922, οπότε εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Η ανάδυση της ιδέας στη συλλογική συνείδηση του ελληνικού έθνους προέκυψε ως αποτέλεσμα της ανάδυσης του φαινομένου των ενσυνείδητων εθνικιστικών κινημάτων της Ευρώπης του 19ου αιώνα, στα πλαίσια μιας γενικότερης εξέλιξης που οδήγησε την Ευρώπη σε μια περίοδο αναταραχών και επαναστάσεων με κύριο αποτέλεσμα την δημιουργία των νεότερων εθνικών κρατών.
Στην Ευρώπη κατά το τέλος του 18ου ως τα μέσα του 19ου αιώνα συντελέστηε μια διπλή επανάσταση. Αρχικά αυτή που ονομάζουμε «βιομηχανική επανάσταση», η οποία άλλαξε θεαματικά το δυναμικό της παραγωγικής ικανότητας σε πολλά πεδία και τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, μεταβάλλοντας ραγδαία τις παραδοσιακές κοινωνίες και οικονομίες του ευρωπαϊκού κόσμου, παράλληλα με την παγκόσμια βρετανική οικονομική διείσδυση, που άντλησε τη δύναμή της από τη βιομηχανική επανάσταση και την υποστήριξη των μεγάλων αγγλοεβραϊκών χρηματιστικών επιχειρήσεων. Παράλληλα ήρθε η Γαλλική Επανάσταση, η οποία πρόσφερε το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής άποψης και έδωσε την έμπνευση για έναν γενικότερο ξεσηκωμό, με στόχο τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Με την κήρυξη του απελευθερωτικού πολέμου των ΗΠΑ και τη βρετανική διείσδυση στην Ιάβα το 1812, το Μονοπώλιο των Ανατολικών Ινδιών, τους πολέμους για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής με τον Σιμόν Μπολιβάρ (1811-1826), την εξέγερση στην Πορτογαλία (1820), την επανάσταση των φιλελεύθερων στην Ισπανία (1820), την εξέγερση του Μεξικού (1822), την εξέγερση της Πολωνίας (1830), τα πρώτα συνδικάτα βρετανών εργατών και την πρώτη νομοθεσία για την απαγόρευση της παιδικής εργασίας (1819), ο κόσμος της αναπτυσσόμενης ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας άρχισε να συγκλονίζεται. Μέσα σε αυτό το κλίμα καθιερώθηκε ο όρος εθνικισμός ως τάση για δημιουργία ενός έθνους ή εθνική απελευθέρωση. Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα ήταν αστικός, αφού στηρίχτηκε στα κατώτερα και μέσα στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών και επιτηδευματιών, τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους διανοούμενους. Σχετιζόταν άμεσα με τις μορφωμένες τάξεις, οδηγώντας στην ανάπτυξη της επαναστατικής πρωτοπορίας μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παράλληλα οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις, εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και της έλλειψης οικονομικών πόρων, οι πατριωτικές μυθολογίες και ο έντονος τοπικισμός, ήταν παράμετροι που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της κατά τόπους εθνικής συνείδησης. Η ιδεολογική αυτή διαδικασία, σε αντιπαράθεση με τα νεοκαπιταλιστικά και σοσιαλιστικά ιδεοπολιτικά ρεύματα (που προτάσσουν την αναγκαιότητα της διεθνοποιημένης έναντι της εθνικής αγοράς καταναλωτικών αγαθών ή αντίστοιχα την υπεροχή της ταξικής έναντι της φυλετικής ερμηνείας των κοινωνικών αντιθέσεων), ανακόπηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον οποίο θεωρήθηκε μερικά υπεύθυνη, συσχετισμένη και με τον φασισμό, ως ακραία μορφή της, και, μετά το 1990, αντικαταστάθηκε από την ιδέα της παγκοσμιοποίησης, που εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των μεγάλων και κυρίαρχων διεθνών πλέον χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων. Συνεχίστηκε όμως σε άλλες Ηπείρους (ιδιαίτερα στην Αφρική μετά το 1960), αλλά και στην Ανατολική Ευρώπη, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ το 1990.
Ο ελληνικός εθνικισμός προέκυψε ως συγκερασμός των ιδεών του αστικού εθνικισμού της Γαλλικής Επανάστασης και του έντονου τοπικισμού, διεγερτικού σε εξέγερσεις ενάντια σε κάθε μορφή διακυβέρνησης. Οι τοπικιστικές διαφορές και αντιζηλίες αναβίωσαν και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής κατά την μετεπαναστατική περίοδο. Η συρροή Ελλήνων που δε γεννήθηκαν στις επαναστατημένες περιοχές στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έδωσε την αφορμή για τη δημιουργία νέων αντιθέσεων ανάμεσα στους αυτόχθονες γηγενείς και τους ετερόχθονες, εκείνους δηλαδή που έρχονταν από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, τα Επτάνησα ή τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς, μια διαμάχη που μετριαζόταν από την επίδραση της Μεγάλης Ιδέας που έθεσε την προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσηςστο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Ευρώπης. Η Μεγάλη Ιδέα, ως έκφραση του ελληνικού εθνικισμού, συνδέθηκε με την σχεδόν ταυτόσημη έννοια του αλυτρωτισμού. Η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών έγινε φυσική επιταγή και θρησκευτική υποχρέωση για όλους τους Έλληνες, και έτσι τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής μπορούσαν να κινητοποιούν κατά περίπτωση πολύ κόσμο, υπέρ μιας επεκτατικής πολιτικής αβέβαιης έκβασης. Σε ιδεολογικό επίπεδο η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης συνδέθηκε με την αναζήτηση των χαρακτηριστικών της συλλογικής ταυτότητας κάθε λαού, η οποία για την Ελλάδα εδραιώθηκε με τη διαπίστωση της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, που είναι εμφανής σε μια σειρά από γνωρίσματα, όπως η γλώσσα, η μουσική, τα δημοτικά τραγούδια, η θρησκεία, οι παραδόσεις και η πολιτική διαδρομή.
Με αυτόν τον τρόπο αναδείχτηκε η ενιαιότητα του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, που τροφοδότησε τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία κυοφόρησε ένα πολιτικό πρόταγμα, για την πραγματοποίηση του οποίου, στα χρόνια του Όθωνα, η ελληνική κοινωνία φαινόταν αισιόδοξη. Στα αποκαλούμενα Ηπειροθεσσαλικά, στις απαρχές του Κριμαϊκού Πολέμου, άρχισε σειρά από αβάσιμες προσπάθειες να υλοποιηθεί η αλυτρωτική πολιτική. Στις αρχές του 1854 πυρήνας εθελοντών εισέβαλε στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για τη δημιουργία απελευθερωτικού κινήματος. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά αρνητικών ενεργειών για τη χώρα, οι οποίες κορυφώθηκαν με τον αποκλεισμό του Πειραιά από τον αγγλογαλλικό στόλο, την κατοχή της Αθήνας, την πτώση της κυβέρνησης Κριεζή και τον σχηματισμό Υπουργείου Κατοχής με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στα μετά τον Όθωνα χρόνια, κατά την περίοδο 1883-1895, αναπτύχθηκε ένας διπολισμός στην πολιτική ζωή μεταξύ Χαριλάου Τρικούπη και Θεόδωρου Δηλιγιάννη, με βασικό κοινό στόχο τον μεγαλοιδεατικό επεκτατισμό. Ο Τρικούπης προώθησε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για την απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό έλεγχο με βάση το αγγλικό πρότυπο, ενώ ο Δηλιγιάννης επιθυμούσε τον κρατικό έλεγχο και έβλεπε την οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους μέσω της εκμετάλλευσης των περιοχών που θα ενσωματώνονταν. Προς το τέλος του 19ου αιώνα η Ελλάδα χρεωκοπημένη οικονομικά, ηττήθηκε πολιτικά και στρατιωτικά στον Πόλεμο του 1897. Αν και οι τελικές εδαφικές απώλειες μετά την ανακωχή ήταν μικρές, οι πληγές που δημιούργησε η ήττα στον κοινωνικό ιστό ήταν μεγάλες. Η Μεγάλη Ιδέα επέζησε και στον 20ό αιώνα και, εφαρμοσμένη στην εξωτερική πολιτική από τον Ελευθέριο Βενιζέλο με αγγλική προστασία, αρχικά επέφερε διπλασιασμό της εδαφικής έκτασης της χώρας με τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 και τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο 1918-20, αλλά τελικά με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο 1920-22 προκάλεσε καταστροφή (1922), από την οποία η χώρα συνήλθε (με τη μεσολάβηση του Β Παγκόσμιου και του Εμφύλιου Πόλεμου) μετά από πολλές δεκαετίες.
Δεν είναι άσκοπο να σημειωθεί ότι η ιδεολογία του Εθνικισμού και του Φιλελευθερισμού, που κυριάρχησαν στην Ελλάδα επί 110 χρόνια (από το 1830 μέχρι το 1940, πάντα με αγγλική επίδραση) είχε θετική συμβολή στη σύγκρουση με τις παραδοσιακές και τοπικά προσανατολισμένες απόψεις των αυτόχθονων ομάδων, οι οποίες έκλιναν προς τη διατήρηση του παλαιού φεουδαρχικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναταραχή και σε άλλα σημεία του κοινωνικού ιστού, όπως η εκπαίδευση, που επιδίωξε την ομοιογένεια σε θρησκευτικό και γλωσσικό επίπεδο και η ανάπτυξη της φεμινιστικής συνείδησης που έδωσε στις γυναίκες το δικαίωμα να συμμετέχουν, να εκπαιδεύονται, να εργάζονται και να διεκδικούν.
Ο όρος Αγγλοκρατία, σε αντιστοιχία με τους όρους Φραγκοκρατία, Ενετοκρατία και Τουρκοκρατία, μολονότι δεν είναι καθιερωμένος στις επίσημες εκδοχές της νεοελληνικής ιστορίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει το σύνολο της περιόδου 1832-1947, κατά τη διάρκεια της οποίας, χωρίς να ομολογείται και τυπικά, η Ελλάδα ουσιαστικά ήταν προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού είναι αναγκαία για την βαθύτερη κατανόηση των δραματικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στα κατά γενική ομολογία δύσκολα 115 πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους. Κατά ανάλογο τρόπο η περίοδος 1947-2015 (και εξής) μπορεί να ονομαστεί Αμερικανοκρατία, αφού το 1947 η κατεστραμμένη από τον πόλεμο Μ.Βρετανία, με επίσημη ανακοίνωση του πρωθυπουργού της Ουίστον Τσώρτσιλ, παρέδωσε τα ηνία του Δυτικού Κόσμου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τονίζεται ότι με τους απλοποιημένου όρους «Αγγλία», «Μ.Βρετανία», «Άγγλοι», «Βρετανοί», «αγγλικά ή βρετανικά συμφέροντα» (και αντίστοιχα για τις ΗΠΑ), που χρησιμοποιούνται συχνά για λόγους εκφραστικής ευκολίας, εννοείται, με ιστορικούς όρους και χωρίς καμία φυλετική προκατάληψη εναντίον οποιουδήποτε λαού, ένα πλέγμα χρηματιστικών, βιομηχανικών, στρατιωτικών, ακαδημαϊκών και πληροφοριοδοτικών παραγόντων, που, με την υποστήριξη ενός πολύπλοκου σχήματος μηχανισμών, στους οποίους περιλαμβάνονται η βρετανική κυβέρνηση, οι κάθε είδους μυστικές υπηρεσίες και οργανώσεις (με πρώτες τις μασονικές στοές), τα βρετανικά πανεπιστήμια και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), έχουν ταχθεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της βρετανικής (και αντίστοιχα αμερικανικής και σήμερα πλέον διεθνούς) άρχουσας τάξης, στην οποία κυρίαρχη θέση έχουν οι ολιγάριθμες μεγάλες χρηματιστικές (κατά κανόνα οικογενειοκρατικές) επιχειρήσεις. Σ’ αυτό το μοντέλο «αγγλοσαξονικής» διοίκησης (που μεταλαμπαδεύτηκε και στην νεότερη αμερικανική τάξη πραγμάτων) οι μυστικές υπηρεσίες συλλέγουν πληροφορίες και στρατολογούν συνεργάτες, τα πανεπιστήμια δημιουργούν το απαιτούμενο ιδεολογικό κλίμα, τα ΜΜΕ διαδίδουν την επιβλητέα ιδεολογία, οι μυστικές οργανώσεις παίρνουν τις αποφάσεις και η κυβέρνηση (με τις υποτελείς της κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο) εποπτεύουν την υλοποίηση των αποφάσεων εκδίδοντας οδηγίες και κανόνες για την εφαρμογή τους.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από την βρετανική επιρροή αποτελεί μέρος της εξωτερικής πολιτικής του βρετανικού πλέγματος εξουσίας, το οποίο τον 19ο αιώνα αποκτούσε με γοργό ρυθμό τη μορφή Αυτοκρατορίας, όπως διαμορφώθηκε σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου Αιώνα. Ως περιοχή που βρίσκεται σε κομβικό γεωστρατηγικό σημείο, στη διασταύρωση δυο ηπείρων και σε άμεση σχέση με τις άλλοτε βρετανικές κτήσεις της Μέσης Ανατολής, η Ελλάδα προσέλκυε το διαχρονικό ενδιαφέρον της βρετανικής πολιτικής, το οποίο εκφράστηκε είτε σε διπλωματικό, είτε σε στρατιωτικό επίπεδο με διάφορες αποφάσεις, πράξεις και ενέργειες, που επηρέασαν την εξελικτική πορεία της ελληνικής ιστορίας, από την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-1829). Αποκλειστικό κίνητρο για τις κατά καιρούς παρεμβάσεις της Βρετανίας (όπως και κάθε άλλης υπερδύναμης) στον ελλαδικό χώρο, στάθηκε η εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης της (στην οποία κυρίαρχη θέση μετά τους ναπολεόντειους πολέμους κατείχαν οι μεγάλοι αγγλοεβραίοι κεφαλαιοκράτες) και όχι άλλοι ιστορικοί, ηθικοί ή συναισθηματικοί λόγοι. Έτσι εξηγείται και η κατά καιρούς μεταστροφή της βρετανικής στάσης, υπέρ ή κατά της Ελλάδας, ανάλογα με τις προτεραιότητες που έθετε η εκάστοτε πολιτική της.
Κατά τη διάρκεια της ελληνικής εξέγερσης η βρετανική στάση πέρασε από διάφορα στάδια. Αρχικά, η επανάσταση αποδοκιμάστηκε από όλα τα μέλη της Ιερής Συμμαχίας στην οποία μετείχαν οι Βρετανοί, μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Βαθμιαία, ωστόσο, οι Άγγλοι αντιλήφθηκαν ότι η δημιουργία ενός μικρού ναυτικού, ημιαυτόνομου (τυπικά ανεξάρτητου) κρατίδιου στο νοτιότερο άκρο της Χερσονήσου του Αίμου, το οποίο θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα είδος δικού τους "προτεκτοράτου", μπορούσε να αποτελέσει ανασχετικό εμπόδιο για την κάθοδο των Ρώσων προς το νότο. Χαρακτηριστικό της αλλαγής νοοτροπίας της αγγλικής πολιτικής είναι και το γεγονός πως πρώτοι οι Άγγλοι χορήγησαν δάνειο στους επαναστάτες. Το εμπόριο και η ναυτιλία συνιστούσαν ανέκαθεν για τους Βρετανούς δραστηριότητες πρωταρχικής σημασίας και έτσι μπορεί να ερμηνευτεί σε μεγάλο βαθμό η σχετική εύνοια που εκδήλωσαν κατά την πορεία της ελληνικής απελευθερωτικής προσπάθειας. Μάλιστα, η αναγνώριση του ναυτικού αποκλεισμού των επαναστατημένων Ελλήνων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Βρετανό υπουργό των εξωτερικών Τζορτζ Κάνινγκ στα 1825 υπήρξε η πρώτη επίσημη διεθνής διπλωματική κίνηση που αναγνώριζε το δίκαιο των μαχόμενων Ελλήνων και την υπόσταση ενός κρατικού μορφώματος υπό διαμόρφωση. Οι Βρετανοί, έχοντας υπογράψει μυστική συμφωνία στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου με τις Γαλλία και Ρωσία για μονομερή στρατιωτική ενέργεια, μετείχαν στην τριεθνή ναυτική δύναμη που κατατρόπωσε τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) και οδήγησε στην οριστική επικράτηση των επαναστατών σε βάρος των σουλτανικών δυνάμεων. Τεράστια αίσθηση στην ελληνική κοινή γνώμη έκανε η συνεισφορά Βρετανών φιλελλήνων στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ουσιαστικά όμως απεσταλμένων του βρετανικού πλέγματος εξουσίας, με ειδικές εντολές και εξουσιοδοτήσεις, με προεξάρχουσα την παρουσία στην Ελλάδα του ρομαντικού ποιητή Λόρδου Βύρωνα, του οποίου η υπογραφή ήταν απαραίτητη για την εκταμίευση των δόσεων του δανείου και ο οποίος έχασε τη ζωή του κατά την παραμονή του στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Από το 1830 που συστάθηκε επίσημα το Ελληνικό Βασίλειο και σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, οι Βρετανοί ακολούθησαν παρεμβατική τακτική μέσω της πολιτικής διείσδυσης στην Ελλάδα, η οποία εκφραζόταν με την παρουσία του λεγόμενου "Αγγλόφιλου κόμματος", εξαρτημένου άμεσα από τις βρετανικές και ελληνικές μασονικές στοές, στο οποίο πρώτος χρονολογικά επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Στενές σχέσεις με την αγγλική πολιτική είχε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο οποίος είχε υπηρετήσει στον αγγλικό στρατό των Επτανήσων, καθώς και σειρά άλλων προσωπικοτήτων της πολιτικής ζωής που είχαν σχέση με την αγγλοεβραϊκής έμπνευσης μασονία. Στα 1853 ξέσπασε ο λεγόμενος Κριμαϊκός Πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας και οι Άγγλοι επενέβησαν τώρα υπέρ της δεύτερης, βάσει του δόγματός τους περί διατήρησης της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ουσιαστικά εξυπηρετούσε την παρεμπόδιση της Ρωσίας να αναζητήσει διέξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος. Η Ελλάδα επιχείρησε να επωφεληθεί από τη σύγκρουση για να αποσπάσει εδάφη στα οποία κατοικούσε αμιγής χριστιανικός πληθυσμός, αλλά οι Βρετανοί επενέβησαν βίαια με ναυτικό αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραιά, υποχρεώνοντας την ελληνική κυβέρνηση να αναθεωρήσει τις απόψεις της. Το 1863, με αφορμή την άνοδο στον ελληνικό θρόνο του Γεωργίου Α Γλύξμπουργκ, οι Βρετανοί πρόσφεραν ως δώρο στο νέο μονάρχη τα Επτάνησα, αλλά στην πραγματικότητα απαλλάχθηκαν από μια σοβαρή και δαπανηρή περιπλοκή, αφού στα νησιά επικρατούσε έντονος επαναστατικός αναβρασμός.
Επόμενη σοβαρή βρετανική παρέμβαση σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Άγγλοι (μαζί με τους Γάλλους) στήριξαν και ενίσχυσαν στα 1916 το κίνημα της Εθνικής Άμυνας του υποχείριού τους Ελευθέριου Βενιζέλου σε βάρος του βασιλιά Κωνσταντίνου, τον οποίο υποχρέωσαν να εγκαταλείψει τη χώρα. Είχε προηγηθεί μια προσφορά της βρετανικής κυβέρνησης να αποδώσει την Κύπρο στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την έξοδο της χώρας στον παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, που όμως απορρίφθηκε από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη (1915). Με παρότρυνση των Αγγλογάλλων, ελληνικό εκστρατευτικό σώμα συμμετείχε στην εκστρατεία της Κριμαίας, όπου υπέστη ταπεινωτική ήττα από τους μπολσεβίκους, με συνέπεια η ΕΣΣΔ να ταχθεί στη συνέχεια αλληλέγγυα προς τον Κεμάλ Ατατούρκ. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (Μάιος 1919 - Αύγουστος 1922) οι Βρετανοί, τουλάχιστον φαινομενικά, εμφανίσθηκαν ως σύμμαχοι της ελληνικής πλευράς, αφού ήταν η μόνη μεγάλη δύναμη που παρέμεινε ουδέτερη στην ελληνική εκστρατεία μέχρι το τέλος, μετά την δυσμενή μεταστροφή της στάσης της Γαλλίας και της Ιταλίας. Ο στόχος τους όμως, ήταν να χρησιμοποιήσουν τον αξιόμαχο ελληνικό στρατό ως αιχμή των βλέψεών τους για την προστασία των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην Αραβία (και βέβαια όχι για να στηρίξουν τους αλυτρωτικούς ελληνικούς στόχους).
Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς με την έγκριση του βασιλιά Γεώργιου Β΄ προχώρησε σε κήρυξη δικτατορίας, που ενέκρινε η βρετανική πλευρά, αφού ο μονάρχης ήταν αγγλόφιλος. Μετά τη γερμανική επίθεση κατά της Μεγάλης Βρετανίας το καλοκαίρι του 1940, οι Βρετανοί είχαν απομείνει ουσιαστικά μόνοι να μάχονται εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Η απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου στις 28 Οκτωβρίου 1940 από τον Έλληνα κυβερνήτη, σήμαινε πως τερματιζόταν η τακτική της αυστηρής ουδετερότητας, η Ελλάδα έμπαινε στο στόχαστρο των Γερμανοϊταλών και η Αγγλία αποκτούσε μια παράταση στον αγώνα επιβίωσής της, με τη δεύσμευση εχθρικών δυνάμεων στη Βαλκανική. Η κατάρρευση όμως του ελληνικού μετώπου την άνοιξη του 1941 και ο πιθανός εγκλωβισμός μεγάλου μέρους του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην ηπειρωτική Ελλάδα, υποχρέωσε τη βρετανική κυβέρνηση, μέσω της στάσης του Έλληνα βασιλιά, να ζητήσει την παράταση των συγκρούσεων, έως ότου αποχωρήσουν με ασφάλεια και οι τελευταίοι βρετανοί στρατιώτες. Η επιμονή του Έλληνα βασιλιά (μετά από εντολή της βρετανικής κυβέρνησης) για περαιτέρω άμυνα "έως εσχάτων" κατά τη διάρκεια του Ελληνογερμανικού πολέμου οδήγησε στην αυτοκτονία τον πρωθυπουργό Κορυζή και στην ανταρσία τον στρατηγό Τσολάκογλου, που, αγνοώντας τις εντολές του γενικού επιτελείου, προχώρησε σε συνθηκολόγηση με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Μετά την απώλεια και της Κρήτης τον Ιούνιο του 1941, οι Βρετανοί προσέφεραν άσυλο στην εξόριστη βασιλική κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε αρχικά στο Λονδίνο και εν συνεχεία στο Κάιρο. Οι ελληνικές ανταρτικές οργανώσεις που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκαν στα βουνά της Ελλάδας (Ε.Δ.Ε.Σ., ΕΑΜ και ΕΚΚΑ) υπάχθηκαν στη δικαιοδοσία του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, ενώ μια Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον συνταγματάρχη Έντι Μάγιερς έφτασε στην κατεχόμενη Ελλάδα και προσπάθησε να συντονίσει τον Αντιστασιακό Αγώνα.
Παράλληλα, στη Μέση Ανατολή βρήκαν καταφύγιο Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες και των τριών σωμάτων που είχαν δραπετεύσει από τη χώρα και επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Υπό βρετανική επίβλεψη συστάθηκαν η "Γ' Ορεινή Ταξιαρχία " και ο "Ιερός Λόχος" που πολέμησαν στο πλευρό των συμμάχων στο Ρίμινι και στο Ελ Αλαμέιν. Προηγουμένως όμως, οι Βρετανοί είχαν καταστείλει με βίαιο τρόπο δυο εξεγέρσεις δημοκρατικών Ελλήνων στρατιωτών και ναυτών, τους οποίους εκτόπισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη και την Αίγυπτο. Μετά την Απελευθέρωση οι Βρετανοί εξακολούθησαν να αποτελούν τον βασικότερο παράγοντα που διαμόρφωσε τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Στα Δεκεμβριανά πολέμησαν ουσιαστικά, σχεδόν μόνοι, εναντίον του ΕΛΑΣ και επέβαλλαν την εξουσία των αντι-ΕΑΜικών δυνάμεων, ενώ από το 1946 έως το 1947, κατά το πρώτο στάδιο του Εμφυλίου Πολέμου, υποστήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις τον λεγόμενο "Εθνικό Στρατό" σε βάρος του λεγόμενου "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας".
Μετά το 1947 η εξασθενημένη πλέον βρετανική επιρροή στην Ελλάδα δεν έπαψε ούτε κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου (1955 - 1959), καθώς η ελληνική κοινή γνώμη τάχθηκε στο σύνολό της στο πλευρό των Κυπρίων, προκαλώντας αναταράξεις στις κυβερνήσεις του Αλ. Παπάγου και του Κων. Καραμανλή που ήταν υποχρεωμένες να ισορροπούν μεταξύ των συμμαχικών υποχρεώσεων και του εθνικού συμφέροντος. Ως μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Μεγάλη Βρετανία τήρησε ουδέτερη στάση κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του Ιουλίου- Αυγούστου του 1974, αρνούμενη να παρέμβει, με αποτέλεσμα να απειληθεί ελληνοτουρκική σύρραξη.
Ο Όθων-Φρειδερίκος-Λουδοβίκος (πλήρες όνομα Όττο Φρίντριχ Λούντβιχ φον Βίττελσμπαχ, Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, 1 Ιουνίου 1815 Σάλτσμπουργκ, Αυστρίας - 26 Ιουλίου 1867 Μπάμπεργκ, Βαυαρίας), ήταν πρίγκηπας της Βαυαρίας και πρώτος με τον επίσημο τίτλο «Βασιλεύς της Ελλάδος» (περίοδος εξουσίας 6 Φεβρουαρίου 1832 - 23 Οκτωβρίου 1862). Ήταν δευτερότοκος γιος του διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σάζεν Άλτενμπουργκ. Έλαβε εκπαίδευση πρίγκιπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό ιερέα Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άιχστατ.
Με πρόφαση την καχυποψία απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια (που λογιζόταν ρωσόφιλος), και ουσιαστικά για να κατοχυρώσει και να παγιώσει την εξουσία της στην περιοχή, το 1830 η Αγγλία, κατά την υπογραφή της συνθήκης ανεξαρτησίας της Ελλάδας, πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες «Προστάτιδες Δυνάμεις» για την δημιουργία Ελληνικού Βασιλείου. Το 1832 ο Όθων εκλέχθηκε βασιλιάς, μετά την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξωνίας (γιου του δούκα του Sachsen-Coburg-Saalfeld, Φραγκίσκου) που είχε επιλεγεί αρχικά για την Ελλάδα, αλλά κατόπιν έγινε βασιλιάς του νεοσύστατου Βασιλείου του Βελγίου. Στις 25 Ιανουαρίου 1833, σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», εν μέσω λαϊκών επευφημιών, συνοδευόμενος από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών (που κυβέρνησε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, το 1835) και πολυάριθμο βαυαρικό τακτικό στρατό (3.850 στρατιώτες), που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία τους Γερμανούς.
Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε Επιτροπή Αντιβασιλείας που διοίκησε την Ελλάδα στο όνομά του από την άφιξή του στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1833, μέχρι την ενηλικίωσή του. Το όργανο αυτό αποτελούσαν οι:
Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ (Armansperg), πρόεδρος
Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ (Maurer), που επέβλεπε τη Δημόσια Εκπαίδευση, τα Εκκλησιαστικά και την Δικαιοσύνη.
Υποστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος Έιντεκ (Heideck), που επέβλεπε τα Στρατιωτικά και τα Ναυτικά
Τους τρεις παραπάνω, που αποτελούσαν την Αντιβασιλεία, επικουρούσαν ως πάρεδρα μέλη οι:
Κάρολος φον Άμπελ (Karl von Abel), οικονομολόγος και νομομαθής, αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου και γραμματέας, που επέβλεπε τα Οικονομικά.
Κάρολος Γκράινερ (Johan Baptist von Greiner), οικονομολόγος, που επέβλεπε την Εξωτερική πολιτική και επόπτευε την Εσωτερική διοίκηση.
Στις 21 Ιουλίου 1834 ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, ανακάλεσε τον Μάουρερ και τον Άμπελ και τους αντικατέστησε με τους Έγκιντ φον Κόμπελ (Ägid Ritter von Kobell) και Κάρλ Γκράινερ.
Η περίοδος της Αντιβασιλείας κράτησε από το 1832 μέχρι το 1835 και υπήρξε εξαιρετικά σκληρή για τον ελληνικό λαό. Από τα πρώτα διατάγματα ήταν η διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων των οπλαρχηγών. Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και κάποιες εξεγέρσεις πνίγηκαν στο αίμα. Συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν πολλοί γνωστοί καπετάνιοι. Πέρασαν από δίκη τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα που καταδικάστηκαν αρχικά σε θάνατο, αλλά η ποινή τους μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, ύστερα από τη διαφωνία των δύο δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη. Παρέμειναν στη φυλακή ένα χρόνο (25/5/34-31/5/35) και τελικά αποφυλακίστηκαν από τον Όθωνα, όταν ενηλικιώθηκε. Η διοίκηση του κράτους ήταν έντονα συγκεντρωτική και γραφειοκρατική, με νομοθεσία ξενόφερτη που δεν λάμβανε υπόψη τις τοπικές ιδιομορφίες. Τα μέλη της κυβέρνησης μοιράζονταν ως προς την εύνοια ανάμεσα στους Αντιβασιλείς.
α. Διοικητική οργάνωση
Σα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης από την Αντιβασιλεία, μετά το 1833, έγινε μεταβολή της διοικητικής διαίρεσης της Ελλάδας,. Το κράτος διαιρέθηκε σε 10 νομούς και 42 επαρχίες με επικεφαλής τους νομάρχες και επάρχους. Οι νομάρχες είχαν ευρύτατες πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές δικαιοδοσίες. Οι επαρχίες διαιρέθηκαν σε δήμους (πόλεις και κοινότητες). Σε κάθε δήμο υπήρχε δημοτικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη εκλέγονταν από τους κατοίκους. Για τους δημάρχους ίσχυε το "τριπρόσωπο": σε κάθε δήμο εκλέγονταν 3 υποψήφιοι και ο βασιλιάς επέλεγε έναν για δήμαρχο. Οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν από τον βασιλιά, που είχε τον έλεγχο της δημοτικής διοίκησης. Ιδρύθηκαν επίσης Πρωτόκλητα Δικαστήρια, τρία Εμποροδικεία, δύο Εφετεία και ένα Ακυρωτικό Δικαστήριο.
β. Εκπαίδευση
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στα πρότυπα του αντίστοιχου βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δύο διαφορετικούς κύκλους μέσης, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν διαφορετικές από αυτές της Βαυαρίας. Κύριο χαρακτηριστικό του περιεχομένου των σπουδών ήταν ο κλασικισμός και η αρχαιολατρία, ενώ ελάχιστη βάση δινόταν στην απόκτηση θετικών και τεχνικών γνώσεων. Τα μέλη της Αντιβασιλείας (και πιο συγκεκριμένα ο Μάουρερ) έλαβαν αποφάσεις και εξέδωσαν διατάγματα σύμφωνα με τα οποία:
1.Ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση για παιδιά άνω των 6 ετών (7ετής φοίτηση)
2.Ιδρύθηκαν Ελληνικά σχολεία σε όλες τις επαρχίες (3ετής φοίτηση). Σε αυτά γίνονταν δεκτοί, μετά από εξετάσεις, οι απόφοιτοι της Δ΄ τάξης του Δημοτικού.
3.Ιδρύθηκαν γυμνάσια στην έδρα κάθε νομού (4ετής φοίτηση).
Την δαπάνη των δημοτικών σχολείων αναλάμβαναν οι δήμοι, ενώ των ελληνικών σχολείων και των γυμνασίων το κράτος. Για την εκπαίδευση των δασκάλων ιδρύθηκε το πρώτο "Διδασκαλείον" και συγκροτήθηκε επιτροπή που θα έκρινε τα προσόντα όσων επιθυμούσαν να εργαστούν ως καθηγητές. Αργότερα, το 1855, αποφασίστηκε οι καθηγητές να είναι αποκλειστικά απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί το 1837. Η Αντιβασιλεία διατήρησε ορισμένες ρυθμίσεις που έγιναν στον τομέα αυτό από τον Καποδίστρια και έτσι άρχισε η επαναλειτουργία των αλληλοδιδακτικών σχολείων και έγινε διορισμός νέων δασκάλων, αναδιοργάνωση του Ορφανοτροφείου και της Βιβλιοθήκης στην Αίγινα και ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία για την συλλογή και την προστασία των αρχαιοτήτων.
γ. Εκκλησία
Η Εκκλησία εξακολουθούσε να υπάγεται στη διοίκηση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, αλλά η Επανάσταση οδήγησε στη διακοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο. Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη ρύθμιση των σχέσεων με τη συγκρότηση επταμελούς, μικτής επιτροπής για την εκπόνηση Σχεδίου Κανονισμού ή Συντάγματος Εκκλησιαστικού με το οποίο αποφασιζόταν η εκκλησιαστική ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ελλάδος και η σύσταση Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Από το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδας είχε μόνο δογματική και πνευματική εξάρτηση από το Πατριαρχείο. Ήταν δηλαδή αυτοκέφαλη με ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την πενταμελή Ιερά Σύνοδο. Τα μέλη όμως εκλέγονταν από το βασιλιά και στις συνεδριάσεις έπρεπε να παρίσταται βασιλικός επίτροπος με δικαίωμα αρνησικυρίας.
Επίσης, έκλεισαν όλα τα μοναστήρια που είχαν κάτω από 6 μοναχούς και οι ελλαδικές επισκοπές περιορίστηκαν σε 10. Έκλεισαν τα γυναικεία μοναστήρια και απαγορεύτηκαν οι δωρεές. Εκποιήθηκε, τέλος, για τα κονδύλια του κράτους, μεγάλο μέρος της περιουσίας των εκκλησιών που διαλύθηκαν, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, διότι θεωρήθηκε απομάκρυνση από τις παραδόσεις και εφαρμογή ενός καισαροπαπικού σχεδίου των Βαυαρών.
δ. Στρατός
Ο τακτικός στρατός μετά την δολοφονία του Καποδίστρια διαλύθηκε. Άτακτα στρατιωτικά σώματα περιφέρονταν στην περιοχή του Ναυπλίου και έδιναν εικόνα αναρχίας. Τα στρατεύματα αυτά θεωρούνταν από την Αντιβασιλεία εχθρικά προς τη μοναρχία. Η Αντιβασιλεία διέλυσε όλα τα άτακτα στρατεύματα και απομακρύνθηκαν οι στρατολογηθέντες μετά την δολοφονία του κυβερνήτη. Όσοι πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μεταξύ της απόλυσής τους και της κατάταξής τους στον τακτικό στρατό. Για την απορρόφηση των παλαιών πολεμιστών θεσπίσθηκε η συγκρότηση 10 ελαφρών ταγμάτων τακτικού στρατού αμιγώς ελληνικών, που όμως δεν συμπληρώθηκαν, λόγω του μικρού αριθμού προσέλευσης ανδρών για κατάταξη. Τελικά, καταρτίσθηκαν μόνο δύο ελαφρά τάγματα ("ακροβολισταί"), τα οποία ενσωμάτωσαν εθελοντές από τη Μάνη και τη Στερεά Ελλάδα. Παράλληλα, υπήρχε το πεζικό της γραμμής, με μικτή ελληνοβαυαρική σύνθεση στην αρχή και αμιγώς ελληνική μετά το 1840. Κάθε τάγμα, από τα τρία που τελικά δημιουργήθηκαν, ήταν συγκροτημένο από 6 λόχους με 120 περίπου άνδρες ο καθένας. Επικεφαλής των ταγμάτων διορίστηκαν παλιοί οπλαρχηγοί του Αγώνα. Θέσεις στο στρατό κατέλαβαν και οι Βαυαροί, καθώς και φιλέλληνες. Ιδίως στα τεχνικά σώματα, πυροβολικό-μηχανικό, η παρουσία των αλλοδαπών αξιωματικών και βαθμοφόρων είχε την πλειοψηφία.
Την 1/12/1834, με διάταγμα της Αντιβασιλείας, η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Από την αρχή η συμπεριφορά του Όθωνα χαρακτηριζόταν από αναποφασιστικότητα, σχολαστικότητα και αυταρχισμό, με συνέπεια τις επανειλημμένες προστριβές του ακόμη και με το στενό αυλικό περιβάλλον του. Η βασιλεία περιελάμβανε την εγκατάσταση ευρείας ποικιλίας δυτικών θεσμών, πολλοί από τους οποίους ήταν αταίριαστοι στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική παράδοση. Ισχυρή πρόθεσή του και πρωταρχικός στόχος του ήταν η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων στην Ελλάδα. Το 1836 θεμελιώθηκαν τα Ανάκτορα (σημερινό κτίριο της Βουλής) στο λόφο της Μπουμπουνίστρας με σχέδιο του Φρειδερίκου Γκαίρτνερ. Στις 3/5/1837 άρχισε η λειτουργία του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Πλάκα, στις 25/1/1837 εκδόθηκε διάταγμα για σύσταση επιτροπής εμψυχώχεως της εθνικής βιομηχανίας, το 1838 η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική εορτή, το 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με πρώτο διοικητή τον Γεώργιο Σταύρου και το 1837 ιδρύθηκε το Πολυτεχνικό Σχολείο στην Αθήνα. Στις 10/11/1936 ο Όθωνας νυμφεύτηκε στη Γερμανία τη δούκισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου (Oldenburg 1818-1875) χωρίς να ενημερώσει την κυβέρνηση, αλλά δεν απέκτησαν παιδιά.
Οκτώ χρόνια μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν δυσάρεστη. Μεγάλα προβλήματα, όπως η αγροτική γη, οι εθνικές γαίες, η εκπαίδευση συνέχιζαν να ταλανίζουν την χώρα, με αποτέλεσμα τη δυσφορία του λαού. Η χώρα περιήλθε σε δεινή οικονομική θέση, στα πρόθυρα πτώχευσης, λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου 60 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων που έλαβε το 1833 με την εγγύηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων. Ο βασιλιάς Όθωνας υποχρεώθηκε να εφαρμόσει σκληρή οικονομική πολιτική, με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και ευρείες περικοπές μισθών. Επίσης μείωσε την ετήσια βασιλική χορηγία κατά 20% και ανακάλεσε τους Έλληνες πρέσβεις στο εξωτερικό. Στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου, οι τιμές της γης και των ακινήτων έφτασαν στα ύψη, ενώ κυριαρχούσε η τοκογλυφία. Περαιτέρω, ο απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας του παλατιού πολλές φορές οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες καταστέλλονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το παλάτι συγκέντρωνε το γενικό μίσος και αποτελούσε τον στόχο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης.
Η δυσαρέσκεια του λαού κατά της πολιτικής του Όθωνα και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων οδηγούσαν σε λύσεις που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την κατοχύρωση συνταγματικά θεσμοθετημένων δικαιωμάτων του πληθυσμού. Η Αγγλία πίστευε ότι ο κοινοβουλευτισμός βρετανικού τύπου θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά της, ενώ η Γαλλία δεν ήθελε να φαίνεται αντίθετη με την παραχώρηση ελευθεριών. Τέλος, η Ρωσία επιδίωκε κάποια αλλαγή με την οποία ο Όθωνας θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί, καθώς είχε ελπίδες ότι θα ανέβαινε στον θρόνο Ρώσος πρίγκιπας. Μοχλός πίεσης των Δυνάμεων ήταν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Έτσι, η Ρωσία απαίτησε άμεση καταβολή των τοκοχρεολυσίων των πρώτων 2 δόσεων του 1833 και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης. Με αυτά συμφώνησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η δυσφορία κατά του Όθωνα, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα (σταμάτησε την εκτέλεση έργων, ανέστειλε την καταβολή μισθών και απέλυσε πολλούς δημοσίους υπαλλήλους).
Ανταποκρινόμενος στη δυσαρέσκεια του λαού, το 1840, ο σεβαστός επαναστάτης καπετάνιος Ιωάννης Μακρυγιάννης, την εποχή εκείνη δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας τιμωρημένος με περιορισμό κατ’ οίκον λόγω συνωμοτικής δραστηριότητας, ίδρυσε μια, κατά τον Όθωνα, παράνομη οργάνωση, με σκοπό την επιβολή συντάγματος. Στην οργάνωση σύντομα μυήθηκαν οπλαρχηγοί και αγωνιστές του '21, οι οποίοι είχαν παραγκωνισθεί από τους Βαυαρούς. Τα μέλη της οργάνωσης δεσμεύονταν με όρκο στην πατρίδα και στην Ορθοδοξία. Μερικοί από τους οπλαρχηγούς που μυήθηκαν ήταν οι Θεόδωρος Γρίβας, Μήτρος Δεληγιώργης, Κριεζιώτης κ.α. Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης έστρεψε την προσοχή του στους πολιτικούς και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, ώστε να μυήσει έμπιστα άτομα. Προσέγγισε και μύησε τον αρχηγό του Ρωσικού κόμματος, Ανδρέα Μεταξά, σημαντική προσωπικότητα της εποχής, ενώ στη συνέχεια προσχώρησε στο κίνημα και ο αρχηγός του Αγγλικού κόμματος, Ανδρέας Λόντος. Αυτοί οι δύο κατόρθωσαν να μυήσουν τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής όπως τους Ρήγα Παλαμήδη, Κωνσταντίνο Κανάρη, Χρύσανθο Σισίνη, Κωνσταντίνο Ζωγράφο. Για να επιτύχει όμως το κίνημα χρειαζόταν και η συνεργασία του στρατού. Για τον λόγο αυτό μύησαν τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους φρόντισαν να τον μεταθέσουν από το Άργος στην Αθήνα και να τον διορίσουν στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Ο Καλλέργης κατάφερε να φέρει σε επαφή τους κινηματίες και με άλλους στρατιωτικούς, όπως τον Σπυρομήλιο και να τους πείσει να προσχωρήσουν στην οργάνωση. Λίγο πριν το ξέσπασμα του κινήματος σχηματίστηκε τριμελής επιτροπή από τους Ανδρέα Μεταξά, Ιωάννη Μακρυγιάννη και Δημήτριο Καλλέργη. Ο καθένας αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό κόσμο, ο Μεταξάς τον πολιτικό, ο Μακρυγιάννης τον λαϊκό και ο Καλλέργης τον στρατιωτικό.
Ως αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης. Ο ενθουσιώδης όμως Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκδήλωση του κινήματος. Το κίνημα αποφασίστηκε να ξεσπάσει στους στρατώνες, ώστε να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος. Έτσι, τη νύχτα της 2ης προς 3η Σεπτεμβρίου 1843 πολλά σημαίνοντα στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν στο σπίτι του Μακρυγιάννη για να δώσουν το τελικό σύνθημα. Η χωροφυλακή παρατήρησε τις ύποπτες κινήσεις γύρω από την οικία του και την περικύκλωσαν. Ο Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα "Ζήτω το Σύνταγμα". Αμέσως διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον ένα να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ αυτός παράλληλα κατευθυνόταν με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα. Επιπλέον έστειλε στρατιωτικά αποσπάσματα να καταλάβουν το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και διάφορα υπουργεία.
Η άφιξη του στρατού με ζητωκραυγές και συνθήματα συντέλεσε, ώστε να σπεύσουν προς τα ανάκτορα και οι κάτοικοι της Αθήνας και να ενωθούν με τον στρατό. Ο βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του Γρίβα Γαρδικιώτη και τον υπουργό στρατιωτικών Αλέξανδρο Βλαχόπουλο να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους στρατιώτες. Κατά διαταγή όμως του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως. Ο Όθωνας κάλεσε τμήμα πυροβολικού, του οποίου όμως o επικεφαλής, λοχαγός Ελευθέριος Σχοινάς (ή Σχινάς), ήταν μυημένος στο κίνημα και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Όθωνας, φοβούμενος για χειρότερα, έστειλε τον τον διαγγελέα του Στάινστορφ, στον Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα, αλλά εκείνος προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων.
Στις 3 τα ξημερώματα προσήλθαν και οι πολιτικοί αποστάτες και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Α. Μεταξάς, ο Α. Λόντος, ο Κ. Ζωγράφος, ο Ρ. Τσωρτς και κάλεσαν τους υπόλοιπους συμβούλους της επικρατείας σε συνεδρία για να επικυρώσουν τις επαναστατικές πράξεις. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο βασιλιά. Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν στελέχη και από τα τρία μεγάλα κόμματα, είχε ως εξής: Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών Ανδρέας Μεταξάς, υπουργός στρατιωτικών ο Ανδρέας Λόντος, υπουργός Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών και παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα. Ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν στις 3 το μεσημέρι, αφού πληροφορήθηκαν ότι όλα τα αιτήματα έγιναν αποδεκτά. Με βασιλικά διατάγματα η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρυσσόταν ημέρα εθνικής γιορτής, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης παρασημοφορήθηκε, ως αρχηγός του επαναστατικού κινήματος.
Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο έγιναν οι εκλογές του 1843 και οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι συγκρότησαν την συνταγματική Εθνική Συνέλευση που είχαν απαιτήσει όσοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και συνέταξαν Σύνταγμα, το οποίο υπέγραψε ο Όθωνας. Από τότε η πλατεία των Ανακτόρων μετονομάστηκε σε Πλατεία Συντάγματος. Ο Όθωνας τελικά παραχώρησε το Σύνταγμα του 1844, αλλά η νέα κυβέρνηση ζητούσε από τον βασιλιά όχι μόνο αμνηστία αλλά και την απονομή μεταλλίου στους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ο βασιλιάς αρχικά δεν συμφώνησε, αλλά τελικά πιέστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, υποχώρησε και έγινε δεκτός από τον λαό και τον στρατό. Η νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου σηματοδότησε το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά είχε αναλάβει τη σύγκληση της Εθνικής Συνέλευσης του 1843, για την προετοιμασία και ψήφιση του Συντάγματος και τη διενέργεια εκλογών. Στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι ("πληρεξούσιοι") και από περιοχές που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, αλλά δεν απελευθερώθηκαν. Το Μάρτιο του 1844 πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης αναδείχτηκε ο Πανούτσος Νοταράς. Αποφασίστηκε η διατήρηση της μοναρχίας, αλλά με συνταγματικούς περιορισμούς. Αυτή τη μέση οδό προτίμησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις που έδρασαν παρασκηνιακά και ουσιαστικά διοργάνωσαν το κίνημα, αλλά δεν συμμετείχαν επίσημα στην επανάσταση και μπορούσαν τώρα να παίξουν τον ρόλο του μεσολαβητή. Η Ρωσία όμως ήταν αντίθετη με την παραχώρηση Συντάγματος.
Το Σύνταγμα βασιζόταν σε ευρωπαϊκά συντάγματα και τις εμπειρίες μερικών πολιτικών, αλλά δεν καθοριζόταν από συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Στο νέο πολίτευμα η θέση του βασιλιά ήταν και πάλι κυρίαρχη, αφού η Εθνοσυνέλευση εξακολουθούσε να θεωρεί φορέα της συντακτικής εξουσίας τον μονάρχη. Η νέα μορφή πολιτεύματος ήταν ηγεμονική, διαδοχική, συνταγματική και κοινοβουλευτική. Ο βασιλιάς διατήρησε την εκτελεστική του εξουσία και μοιραζόταν μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία, της οποίας τα μέλη όριζε ο ίδιος, τη νομοθετική εξουσία. Ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους: επικύρωνε νόμους, απένεμε βαθμούς στρατιωτικών, διόριζε και έπαυε δημοσίους υπαλλήλους.
Με το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου αναγνωρίστηκε ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα η Ορθοδοξία, ενώ οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ήταν ανεκτή. Επίσης η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν δογματικά ενωμένη με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη Εκκλησία.
Στο θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων προέκυψε μεγάλη ένταση, αφού νωρίτερα είχε αποφασιστεί ότι μόνο Έλληνες πολίτες ήταν δεκτοί στα δημόσια επαγγέλματα. Ο καθορισμός των αυτοχθόνων απαιτούσε πολιτογράφηση των ετεροχθόνων, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις όλων των Ελλήνων που προέρχονταν από τις υπόδουλες ακόμη περιοχές. Αυτό προκάλεσε και την αντίδραση των ετεροχθόνων με αποτέλεσμα η απόφαση να ενταχθεί στα Ψηφίσματα και όχι στο Σύνταγμα.
Στο θέμα της διαδοχής, το Σύνταγμα προέβλεπε ότι κάθε μελλοντικός διάδοχος του Ελληνικού θρόνου θα έπρεπε να είναι ορθόδοξος, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις, αφού η Συνθήκη του Λονδίνου δεν προέβλεπε τέτοιον όρο. Η Ρωσία όμως δεν είχε πρόβλημα, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία αποδέχτηκαν το τετελεσμένο γεγονός.
Πολλοί υποστήριζαν ότι η Γερουσία, που προβλεπόταν από το νέο Σύνταγμα, ήταν ένας αριστοκρατικός και επικίνδυνος θεσμός, αφού ο βασιλιάς όριζε τους ισόβιους γερουσιαστές, οι οποίοι, όντας πιστοί σε αυτόν, θα περιόριζαν το έργο των εκλεγμένων βουλευτών. Τελικά σχηματίστηκαν δύο αντίθετες ομάδες και επικράτησαν οι υποστηρικτές των βασιλικών απόψεων.
Τα πλέον αξιοσημείωτα από τα γεγονότα της περιόδου ήταν:
2/6/1844: Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές (Α.Μεταξάς 55 έδρες, Αλ.Μαυροκορδάτος 28 και Ι.Κωλέττης 25).
10/3/1846: Θεμελιώθηκε το Αρσάκειο
1846 Μουσουρικά: Επεισόδιο με ήρωα τον Κων.Μουσούρο πρεσβευτή της Τουρκίας, διότι δεν έδινε διαβατήριο στον υπασπιστή του βασιλιά, με αποτέλεσμα τηνδιακοπή σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας.
1848 Ναδιρικά: Απόπειρα δολοφονίας του Κων.Μουσούρου από τον γραμματέα του Απ.Ναδίρη.
1849 Πατσιφικά: Λαφυραγωγία της οικίας του Εβραίου βρετανού υπήκοου Πατσίφικου, που έγινε αφορμή διένεξης με τη Μ.Βρετανία.
4/1/1850--6/7/1850 Παρκερικά: Αποκλεισμός του Πειραιά από Αγγλικό στόλο υπό τον ναύαρχο Πάρκερ με αφορμή τις αξιώσεις αποζημίωσης του Πατσίφικου, διεκδικήσεις του ιστορικού Φίνλεϋ και το πρόβλημα των νησιδίων Λαφονήσι και Σαπιέντζα που απαιτούσαν οι Άγγλοι.
1852: Πρώτη Αντιβασιλεία της Αμαλίας.
1853-1855: Ρωσοτουρκικός πόλεμος (Κριμαϊκός) με Αγγλογαλλική υποστήριξη της Τουρκίας.
1856 Εισαγωγή ατμοπλοίας στην Ελλάδα, Τρίτη Αντιβασιλεία Αμαλίας.
1856: Συνθήκη Παρισίων, συμφωνία για ακεραιότητα της Τουρκίας. Το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν του Σουλτάνου εγγυήθηκε την ασφάλεια των χριστιανών υπηκόων του.
1858: Τέταρτη Αντιβασιλεία Αμαλίας. Στις 15/8/1858 θεμελιώθηκε η Παλιά Βουλή, στις 19/8/1858 θεσμοθετήθηκαν τα Ολύμπια, εκθέσεις προϊόντων και αθλητικοί αγώνες.
1859: Ίδρυση Τηλεγραφικών Επικοινωνιών, πρωθυπουργία Αθαν.Μιαούλη.
10/5/1859 Σκιαδικά: συγκρούσεις φοιτητών με την αστυνομία σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις,
2/8/1859: Θεμελίωση της Ακαδημίας Αθηνών.
1861: Πέμπτη Αντιβασιλεία της Αμαλίας και δολοφονική απόπειρα εναντίον της από τον φοιτητή Αριστείδη Δόσιο στον οποίο απονεμήθηκε χάρη.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856) ήταν ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά (με μικρή Βουλγαρική, Σερβική και Ελληνική βοήθεια) και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Γαλλίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά (με μικρή Γερμανική, Ελβετική, Ιταλική και Πολωνική βοήθεια). Η σύρραξη, στην οποία έλαβαν μέρος οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, υπήρξε αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων για εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, όμως πραγματοποιήθηκαν και μικρότερης έντασης εκστρατείες στη δυτική Ανατολία, τον Καύκασο, τη Βαλτική Θάλασσα, τη Λευκή Θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Έμεινε στην ιστορία ως πόλεμος σφαλμάτων εφοδιαστικής και στρατηγικής φύσεως καθώς και για το περίφημα ποίημα Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας του Α. Τένισον. Ήταν ο πρώτος πόλεμος που εισήγαγε μεγάλο αριθμό τεχνολογικών καινοτομιών, με εκτεταμένη χρήση σε τακτικό επίπεδο του σιδηροδρόμου και του τηλέγραφου και έγινε διάσημος από την εργασία των Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ και Μέρι Σίκολ, οι οποίες εφάρμοσαν νεωτερικές νοσηλευτικές πρακτικές που έσωσαν πολλούς Βρετανούς τραυματίες. Ήταν η πρώτη φορά που ένας πόλεμος καταγράφτηκε λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.
Αφορμή για τον πόλεμο έδωσε η διένεξη για τους Αγίους Τόπους μεταξύ του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ και του τσάρου Νικολάου Α, στην οποία περενέβη και ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ της επανακάμπτουσας Γαλλίας. Οι Γάλλοι έστειλαν μια ναυτική πολεμική δύναμη να υποστηρίξει τους Οθωμανούς, λειτουργώντας ως μοχλός πίεσης στους Ρώσους και δηλώνοντας την αποφασιστικότητά τους να παρέμβουν υπέρ των Οθωμανών σε πιθανή σύρραξη. Την ίδια ώρα, η βρετανική κυβέρνηση του πρωθυπουργού λόρδου Αμπερντίν, έπεισε τον Σουλτάνο να απορρίψει τις ρωσικές απαιτήσεις. Στις 3 Ιουλίου 1853 τα τσαρικά στρατεύματα, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της απειλής της προστασίας των ορθόδοξων πληθυσμών των Αγίων Τόπων μέσω των οθωμανικών παροχών στους καθολικούς Γάλλους, εισέβαλαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Μεγάλη Βρετανία, ελπίζοντας να διατηρήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ανάχωμα στη ρωσική επέκταση στην Ασία, έστειλε στόλο στα Δαρδανέλλια, που ενώθηκε με το στόλο που είχε στείλει η Γαλλία. Στις 23 Οκτωβρίου 1853, ο σουλτάνος κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πέρασε στην επίθεση, μετακινώντας τα στρατεύματά του κοντά στο ρωσικό στρατό στον Δούναβη. Ο τσάρος Νικόλαος απάντησε με την εμπλοκή πολεμικών πλοίων, τα οποία στη μάχη της Σινώπης στις 30 Νοεμβρίου 1853 κατέστρεψαν μια μοίρα οθωμανικών φρεγατών και κορβεττών που εκτελούσε καθήκοντα περιπολίας. Η καταστροφή της οθωμανικής ναυτικής μοίρας ήταν το πρόσχημα για τους Βρετανούς και τους Γάλλους για να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία, στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά τη μάχη στη Σινώπη κυριότερες μάχες ήταν:
Πολιορκία του Πετροπαβλόφσκ, 30-31 Αυγούστου 1854, στις ακτές του Ειρηνικού
Μάχη της Άλμα, 20 Σεπτεμβρίου 1854
Πολιορκία της Σεβαστούπολης, 25 Σεπτεμβρίου 1854 και 8 Σεπτεμβρίου 1855
Μάχη της Μπαλακλάβας, 25 Οκτωβρίου 1854, στην οποία πραγματοποιήθηκε η αποτυχημένη 'επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας'
Μάχη του Ίνκερμαν, 5 Νοεμβρίου 1854
Μάχη της Ευπατορίας, 17 Φεβρουαρίου 1855
Μάχη του ποταμού Τσερνάγια, 25 Αυγούστου 1855
Ναυτικές επιχειρήσεις στην Αζοφική θάλασσα, Μάιος-Νοέμβριος 1855
Πολιορκία του Καρς, Ιούνιος- 28 Νοεμβρίου 1855.
Στον πόλεμο συμμετείχαν περίπου 1000 Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των Ρώσων που έμειναν γνωστοί ως Ελληνική Λεγεώνα. Αρχηγοί των Ελλήνων εθελοντών υπήρξαν, μεταξύ άλλων, οι Αριστείδης Χρυσοβέργης και Πάνος Κορωναίος .
Ο Κριμαϊκός πόλεμος έδωσε αφορμές για αναζωπύρωση των προσδοκιών της Μεγάλης Ιδέας στην Ελλάδα, που συνεπήραν μεγάλο μέρος των πολιτών και τον ίδιο τον Όθωνα. Στο διάστημα 1854-1857 ουσιαστικά διεξάχθηκε ένας ακήρυκτος πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας. Με υποκίνηση από την ελληνική κυβέρνηση, σημειώθηκαν εξεγέρσεις στην Ήπειρο (υπό τον Δημ.Καραϊσκάκη), και στη Θεσσαλία και Μακεδονία (υπό τον Τσάμη Καρατάσο) που καταπνίγηκαν από τους Τούρκους. Το 1854 πραγματοποιήθηκε αποβίβαση συμμαχικών στρατευμάτων στον Πειραιά, και στο διάστημα 1854-1857 η πρωτεύουσα ήταν σε καθεστώς κατοχής από Αγγλογάλλους, με πρωθυπουργό κατοχής αρχικά τον γνωστό αγγλόφιλο Αλ.Μαυροκορδάτο και στη συνέχεια (από το 1855) τον Δημ. Βούλγαρη. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο οι αρχηγοί των 3 κομμάτων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) αποσύρθηκαν από την πολιτική ζωή και άρχισε μια νέα περίοδος στην οποία εγκαινιάστηκε ο μετασχηματισμός της νεοελληνικής κοινωνίας με ενίσχυση της αστικής τάξης. Με την πρόφαση ότι ο Όθωνας δεν κατάφερε να κάνει παιδιά, στην πραγματικότητα όμως επειδή διαφαινόταν απόκλιση της πολιτικής γραμμής του εναντίον των συμφερόντων της Μ.Βρετανίας, άρχισε η αναζήτηση για ένα νέο ορθόδοξο πρίγκιπα. Το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε στην Ιταλία, εμψύχωσε τους Έλληνες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Ιταλοί μετά από τη νίκη τους επί της Αυστρίας θα προχωρούσαν στην απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Ο λαός περίμενε από τον Όθωνα ενεργή δράση, αλλά εκείνος δίσταζε και κατηγορήθηκε για φιλοαυστριακά αισθήματα.
Ο Τύπος στρεφόταν ανοιχτά κατά του βασιλιά και στη Βουλή ενισχύθηκε η αντιπολιτευτική παράταξη. Ο Όθωνας διέταξε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Αθανάσιου Μιαούλη, η οποία διενήργησε εκλογές το 1859 και κέρδισε. Η αντιπολίτευση αντέδρασε για τις σκανδαλώδεις παρεμβάσεις υπέρ των κυβερνητικών υποψηφίων. Μετά την απομάκρυνση πολλών βουλευτών και αναταραχές, ο Όθωνας τελικά διέλυσε τη Βουλή και έκανε εκλογές το 1861, στις οποίες τόσο ο Όθωνας, όσο και η κυβέρνηση χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να επικρατήσουν οι κυβερνητικοί. Η απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας το 1861 μετρίασε κάπως τα πνεύματα, αλλά σε λίγο ο αντιδυναστικός αγώνας βρισκόταν και πάλι σε έξαρση. Ο Όθωνας κάλεσε τότε την αντιπολίτευση να σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά αυτή απαίτησε να τηρείται αυστηρά το σύνταγμα, οι υπουργοί να επιλέγονται αποκλειστικά από τον πρωθυπουργό, να γίνουν αλλαγές στη σύνθεση της Γερουσίας, να ιδρυθεί εθνοφυλακή, να κατοχυρωθεί η ελευθεροτυπία και να γίνει διεξαγωγή ελεύθερων και τίμιων εκλογών. Ενώ αρχικά ο Όθωνας συμφώνησε, έπειτα ανακάλεσε την εντολή και έδωσε την πρωθυπουργία και πάλι στον Αθ. Μιαούλη.
Στο Ναύπλιο εμφανίστηκαν τα πρώτα επαναστατικά κινήματα. Το 1862 οι επαναστάτες κατέλυσαν τις αρχές και επιδίωξαν την κατάργηση του συντάγματος και την αναγόρευση νέου, τη διάλυση της Βουλής και τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Η κυβέρνηση πολιόρκησε το Ναύπλιο. Ο Όθωνας χορήγησε μερική αμνηστία, υπό τον όρο οι πρωτεργάτες να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος σε δύο πλοία. Επαναστατικά κινήματα πραγματοποιήθηκαν και στη Σύρο. Οι επαναστάτες εξόπλισαν ένα εμπορικό πλοίο, αλλά ο Όθωνας έστειλε το πολεμικό «Αμαλία» με ικανή στρατιωτική δύναμη και συνέλαβε τους επαναστάτες. Χορήγησε αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στην επανάσταση εκτός από τους πρωτεργάτες.
Τελικά ο Αθ. Μιαούλης υπέβαλε την παραίτησή του και ο Όθωνας όρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Όθωνας μάλιστα έκανε κρυφά σχέδια με την Ιταλία για κοινή δράση κατά της Πύλης. Η Αγγλία μαθαίνοντας γι’ αυτά τα σχέδια έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για τη ματαίωσή τους. Στο εσωτερικό επικρατούσαν οι αντιβασιλικές διαδηλώσεις. Τη νύχτα 10 προς 11 Οκτωβρίου 1862 εκδόθηκε Ψήφισμα του Έθνους για την κατάργηση της Βασιλείας του Όθωνα που ανέφερε ότι: «Τα δεινά της Πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχία και η Πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του Στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά, ως κοινή έκφρασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου Κηρύττεται και ψηφίζεται: Η Βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η Αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται. Προσωρινή Κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήσει το Κράτος μέχρι συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως συγκειμένης εκ των εξής πολιτών: Δημητρίου Βούλγαρη, Προέδρου, Κωνσταντίνου Κανάρη, Βενιζέλου Ρούφου».
Το βασιλικό ζεύγος θεώρησε σωστό να κάνει μια περιοδεία στις επαρχίες για να αποκατασταθεί η δημοτικότητά του. Ενώ όμως η υποδοχή έδειχνε ενθουσιώδης, στο μεταξύ ξέσπασε στην Αιτωλοακαρνανία επανάσταση που έφτασε μέχρι την Αθήνα. Το βασιλικό ζεύγος έμεινε στο πολεμικό «Αμαλία», ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τους συμβούλευαν να αναχωρήσουν αμέσως. Ο Όθωνας και η Αμαλία εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1862 με το αγγλικό πολεμικό «Σκύλλα». Κατέφυγαν στο Μόναχο και αργότερα στη Βαμβέργη, αλλά ο Όθωνας δεν παραιτήθηκε επίσημα από τον θρόνο. Μετά από περίοδο μεσοβασιλείας, ο ελληνικός θρόνος δόθηκε στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο, που αναγορεύτηκε Βασιλιάς των Ελλήνων ως Γεώργιος Α΄.
Έχει λεχθεί ότι ο Όθων «αγάπησε την Ελλάδα όσο τίποτε άλλο, όχι όμως και τους Έλληνες». Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1867 στη Βαμβέργη (Bamberg). Ο ίδιος θέλησε να θαφτεί με την παραδοσιακή ενδυμασία της Ελλάδας, τη φουστανέλα. Είναι θαμμένος μαζί με την Αμαλία στον οικογενειακό τάφο της βαυαρικής δυναστείας, στην εκκλησία Theatinerkirche, στο κέντρο του Μονάχου. Όπως πολλά άλλα πολιτικά πρόσωπα της νεοελληνικής ιστορίας, ο Όθωνας υπήρξε ταυτόχρονα όργανο, αλλά και θύμα, των Μεγάλων Δυνάμεων, και ιδιαίτερα της ηγεμονεύουσας Μεγ. Βρετανίας. Άτομο αμφιλεγόμενων πνευματικών ικανοτήτων, επιλέχτηκε και χρησιμοποιήθηκε για την κατοχύρωση της εφαρμογής πολιτικής που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αγγλικής τάξης πραγμάτων και αρχικά εργάστηκε για το σκοπό αυτό. Η τελική πτώση του οφείλεται στην σταδιακή μεταστροφή του σε πρακτικές που δεν εξυπηρετούσαν τις αγγλικές βλέψεις. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος εμφανώς έγινε το κύριο θέμα αντίθεσής του με τους Άγγλους, όταν ο Όθωνας, επηρεασμένος από τη Μεγάλη Ιδέα, υιοθέτησε στάση εναντίον της Τουρκίας, που ερμηνεύτηκε ως φιλορωσική, με στόχο να εκμεταλευτεί την ρωσοτουρκική διένεξη για την απελεύθερωση αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Η ανατροπή του σχεδιάστηκε αφανώς από τις μυστικές υπηρεσίες της Μεγ. Βρετανίας, οι οποίες μεθόδευσαν και κλιμάκωσαν τις εναντίον του αντιδράσεις που οδήγησαν στην έξωσή του.
Η Αμαλία («Δούκισσα Αμαλία - Μαρία - Φρειδερίκη, του Ολδεμβούργου», Duchess Marie Frederike Amalie of Oldenburg 21 Δεκεμβρίου 1818, Όλντενμπουργκ -20 Μαΐου 1875, Μπάμπεργκ) ήταν σύζυγος του βασιλιά Όθωνα, Βασίλισσα της Ελλάδος στα χρόνια 1836-1862. Γονείς της ήταν ο Μέγας Δούκας Παύλος Φρειδερίκος Αύγουστος του Όλντενμπουργκ και η Πριγκίπισσα Αδελαΐδα του Άνχαλτ - Βέρνμπουργκ, δουκικού Οίκου των Βάζα, δουκών επίσης του Όλντενμπουργκ. Από μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα της και ανατράφηκε από τη Βαρώνη Σέλλα. Διδάχθηκε ξένες γλώσσες, ζωγραφική, μουσική και χορό καθώς και ξιφασκία και ιππασία. Επέδειξε ενδιαφέρον για το θέατρο, τον χορό, την ιππασία, την ξιφασκία και το κυνήγι. Ο γάμος της με τον Όθωνα τελέστηκε στη πατρίδα της στις 10 Νοεμβρίου 1836 και το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 1837. Ο γάμος έγινε χωρίς να έχει ενημερωθεί προηγουμένως η βουλή, με προσωπική απόφαση του ίδιου του Όθωνα, για να μη γίνει γνωστός στις Μεγάλες Δυνάμεις, που μονίμως από τότε εμπλέκονταν σε όλα τα ζητήματα, ώστε να αποφύγει περιπλοκές στις προσωπικές ιδιωτικές προτιμήσεις του. Με τον ερχομό της στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην οικία του Αφθονίδη μπροστά στον κήπο Κλαυθμώνος που είχε διασκευαστεί σε πρώτο ανάκτορο. Εκεί δέχθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1837 για πρώτη φορά την αθηναϊκή κοινωνία με διερμηνέα τον Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η επίσημη όμως υποδοχή της από τον ελληνικό λαό με αποθεωτικές εκδηλώσεις έγινε στις 25 Μαρτίου του 1837, οπότε εμφανίσθηκε δημόσια στο πλευρό του βασιλιά. Τον επόμενο χρόνο με διάταγμα του Όθωνα η ημερομηνία αυτή ορίσθηκε ως πρώτη εθνική επέτειος συνδυαζόμενη πρώτιστα με τον εορτασμό της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Η νεαρή Βασίλισσα εργάστηκε ενεργά για την κοινωνική βελτίωση και τη δημιουργία των κήπων στην Αθήνα, και κέρδισε τις καρδιές των Ελλήνων με την ομορφιά της. Με την έμφυτη ορμητικότητά της επιδόθηκε στη συμφιλίωση των διαφόρων μερίδων της αθηναϊκής κοινωνίας, προσπαθώντας να συγκροτήσει τη νέα ελληνική αριστοκρατία. Στη τότε Αθήνα τρεις ήταν οι μεγάλες φατρίες που δέσποζαν οι Φαναριώτες, ως παλαιά βυζαντινή αριστοκρατία, οι Αγωνιστές στους οποίους η Ελλάδα όφειλε την ανεξαρτησία της, που τους αντιμάχονταν οι προηγούμενοι, και οι Επήλυδες (Έλληνες από το εξωτερικό), που συγκέντρωναν τον πλούτο. Η προσπάθειά της όμως αυτή απέτυχε εξολοκλήρου λόγω των ανόμοιων στοιχείων αυτών των φατριών. Η Αμαλία με τον αυθορμητισμό της δεν κατόρθωσε να κρύψει τον θαυμασμό που έτρεφε για τους Αγωνιστές, με συνέπεια να εντείνει αντιζηλίες και να δημιουργήσει εχθρούς στις άλλες δυο παρατάξεις που δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Επίσης με την αυστηρότητα και την ακαμψία στις αρχές που την χαρακτήριζαν, αφενός δεν άλλαξε θρήσκευμα και αφετέρου απέκλεισε την επαφή των Ανακτόρων με κάθε πρόσωπο που δεν θεωρούνταν άμεμπτο (και που συνήθως δεν προερχόταν από τους Αγωνιστές), χωρίς να αποφεύγει να εξηγεί και τους λόγους της εναντίον τους συμπεριφοράς, προσβάλλοντάς τους δημόσια. Αυτή η έλλειψη διπλωματικότητας εκ μέρους της, δημιούργησε ένα κύκλο δυσαρεστημένων με το παλάτι.
Παράλληλα η Αμαλία άρχισε να παρουσιάζει έντονη δράση καλλωπισμού της πόλης των Αθηνών με δημιουργία κήπων, πλούσιας δενδροφύτευσης δρόμων καθώς και έντονη φιλανθρωπική δράση κυριότερα δείγματα των οποίων ήταν: Οι κήποι της Αθήνας, το Αμαλίειο ορφανοτροφείο, ο Πύργος της Βασιλίσσης, η πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής και σε όλη την Ευρώπη, ίδρυση ασφαλιστικού φορέα για τους ναυτικούς, το γνωστό Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, καθιερώνοντας ακόμα και επίσημη γυναικεία ενδυμασία ανακτόρων, φολκλορική φορεσιά της ελληνικής υπαίθρου, ένα πρωτόγνωρο μέτρο στις τότε Βασιλικές Αυλές της Ευρώπης. Ενδιαφέρθηκε έντονα για τη γεωργία και τη δενδροκηποκομία και προώθησε την αμπελοκαλλιέργεια. Η γεωργική παραγωγή της Ελλάδας ήταν ανεπαρκής για να τροφοδοτήσει ολόκληρη τη χώρα. Ένα μεγάλο μέρος των πιο εύφορων εδαφών που καλλιεργούνταν από τους Έλληνες αγρότες ήταν ακόμα υπό οθωμανικό έλεγχο (τα γνωστά τσιφλίκια), ή ανήκαν σε μοναστηριακά κτήματα (τα γνωστά βακούφια και μετόχια). Υπό την καθοδήγηση της βασίλισσας, οι βασιλικοί κήποι δημιουργήθηκαν ακριβώς πίσω από το νέο παλάτι (σημερινό κτίριο της Βουλής) που χτίστηκε το 1838. Οι κήποι σχεδιάστηκαν το 1839, με παραγγελία πάνω από 500 ειδών φυτών από όλο τον κόσμο, για πολλά από τα οποία το κλίμα στην Αθήνα αποδείχθηκε πολύ σκληρό, ενώ άλλα παραμένουν μέχρι σήμερα.
Όταν έφθασε στην Ελλάδα ως σύζυγος του βασιλιά το 1837, άσκησε άμεση επίδραση στην κοινωνική ζωή και τη μόδα. Κατάλαβε από νωρίς ότι η ενδυμασία της οφείλει να μιμηθεί αυτή των νέων υπηκόων της, και έτσι δημιούργησε ένα ρομαντικό αυλικό ένδυμα, το οποίο έγινε το εθνικό γυναικείο ένδυμα, γνωστό ως «Αμαλία», που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, και ήταν ουσιαστικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Αυτό το φόρεμα έγινε η συνηθισμένη ενδυμασία όλων των χριστιανών αστών γυναικών που κατοικούσαν σε πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και φοριόταν ως το μακρινό Βελιγράδι. Η πόλη Αμαλιάδα της Ηλείας και το χωριό Αμαλιάπολη της Μαγνησίας ονομάστηκαν προς τιμή της Αμαλίας.
Δεδομένου ότι ο βασιλιάς Όθων και οι Βαυαροί σύμβουλοί του επενέβαιναν στις πολιτικές υποθέσεις, όπου διέβλεπαν εκτροπές, αλλά και από το γεγονός της ατεκνίας, ο Όθωνας διόρισε την Αμαλία Αντιβασιλέα, με συνέπεια να ασχολείται και αυτή με τα δημόσια. Έτσι έγινε πολλές φορές στόχος σκληρών και άδικων επιθέσεων και η εικόνα της βρέθηκε στο στόχαστρο, με το πρόσχημα της ατεκνίας, για την οποία την διέβαλαν πρώτιστα οι "καλοκάγαθοι" πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο θέμα της θρησκείας παρέμεινε πιστή προτεστάντισσα, σε μια σχεδόν ολοκληρωτικά ορθόδοξη χώρα, σε όλη τη βασιλεία της και μέχρι τον θάνατό της. Τον Φεβρουάριο του 1861, ένας πανεπιστημιακός φοιτητής "μισογύνης" όπως αποδείχθηκε, ονόματι Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία, αλλά εκείνη έστρεψε το άλογό της εναντίον του με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί και ν΄ αστοχήσει. Στη συνέχεια συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η βασίλισσα, όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε οργάνωση, επενέβη, και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, οπότε κλείσθηκε στις τότε φυλακές του Μεντρεσέ της Αθήνας για ένα μόνο χρόνο. Χαιρετήθηκε ως ήρωας για την προσπάθειά του από ορισμένες φατρίες, αλλά η απόπειρα αυτή προκάλεσε στο λαό αυθόρμητα συναισθήματα συμπόνιας προς το βασιλικό ζεύγος, με διάφορες εκδηλώσεις χαράς.
Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, ενώ το βασιλικό ζεύγος ήταν σε μια επίσκεψη στην Πελοπόννησο, πραγματοποιήθηκε εξέγερση στην Αθήνα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που είχαν υποστηρίξει τον Όθωνα, τον συμβούλευσαν να μην αντισταθεί και έτσι η βασιλεία ΌΘωνα και Αμαλίας πήρε τέλος. Αποχώρησαν από την Ελλάδα με το βρετανικό πολεμικό πλοίο «Σκύλα», έχοντας πάρει μαζί τους τα ελληνικά βασιλικά εμβλήματα, που επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά από 100 χρόνια περίπου. Ο Όθων και η Αμαλία πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους εξόριστοι στην πατρίδα του Όθωνα, τη Βαυαρία, έχοντας κρατήσει και οι δύο βαθιά στη μνήμη τους την Ελλάδα. Αποφάσισαν, να μιλούν την ελληνική γλώσσα 3 ώρες κάθε ημέρα για να θυμούνται τα παλιά χρόνια τους. Η Αμαλία πέθανε στη Βαμβέργη το 1875 και ενταφιάστηκε στο Μόναχο, δίπλα στον σύζυγό της Όθωνα.
Στα χρόνια του Όθωνα διαμορφώθηκαν τα πρώτα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, με κύριο χαρακτηριστικό την άμεση εξάρτησή τους από ξένες επιρροές. Τα γαλλικά συμφέροντα, υπό την άμεση καθοδήγηση των Γάλλων πρεσβευτών Γκιζώ, Πισκατόρυ και Θουνεβίλ, εκπροσωπούσαν οι λεγόμενοι Μοσχόμαγκες (επίσημα Γαλλικό Κόμμα, ή Κόμμα της Φουστανέλας), από τους οποίους κυριότεροι πολιτικοί ήταν οι Ιωάννης Κωλέττης, Κίτσος Τζαβέλας, Δημήτριος Χρηστίδης, Ιωάννης Μακρυγιάννης, Ρήγας Παλαμήδης και Αντώνιος Κριεζής. Τα ρωσικά συμφέροντα, υπό την καθοδήγηση του Ρώσου πρεσβευτή Γεώργιου Κατακάζη, εκπροσωπούσαν οι λεγόμενοι Ναπαίοι (Ρωσικό Κόμμα), στους οποίους περιλαμβάνονταν οι Ανδρέας Μεταξάς, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, αλλά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σε διπλό ρόλο, αφού είχε σχέση και με το Αγγλικό Κόμμα. Τέλος τα κυρίαρχα αγγλικά συμφέροντα, υπό την εποπτεία του Άγγλου πρεσβευτή Εδμόνδου Λάϊονς και των πρωθυπουργών Γεώργιου Αμπερντήν (1852-55) και Ερρίκου Πάλμερστον (1885-65), εκπροσωπούσαν οι λεγόμενοι Μπαρλαίοι (Αγγλικό Κόμμα) στους οποίους περιλαμβάνονταν οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Σπυρίδων Τρικούπης, Δημήτριος Καλλέργης και Ανδρέας Λόντος.
Οι πρωθυπουργοί διορίζονταν άμεσα από τον βασιλιά μέχρι τις 2/6/1844 όταν διεξάχθηκαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές με πρώτο αιρετό πρωθυπουργό τον Ιωάννη Κωλέττη. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπώσεις μέχρι και τα νεότερα χρόνια, οι πρωπυπουργοί προεπιλέγονταν από τις βρετανικές (και αργότερα αμερικανικές) μυστικές υπηρεσίες και με τις εκλογές απλώς επιδοκιμάζονταν και από τον λαό, που συγκατάνευε στην υπερφήφισή τους με τεχνάσματα, όπως οι καλπονοθείες, οι έμμεσοι ή άμεσοι εκβιασμοί, η δημιουργία τεχνητών αδιεξόδων και πλαστών διλημμάτων και οι απειλές από πολεμικά γεγονότα ή οικονομικές αναταραχές. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες οι οριζόμενοι (ουσιαστικά δοτοί) πρωθυπουργοί ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν προκαθορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις, οι οποίες, με κατάλληλη ρητορική, θα έπρεπε να παρουσιάζονται σύμφωνες με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσαν τους στόχους της βρετανικής (και αργότερα αμερικανικής) τάξης πραγμάτων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τον μακιαβελικό τρόπο με τον οποίο προεπιλέχτηκαν ως πρωθυπουργοί οι δύο προβαλλόμενοι «εθνάρχες» του 20ου αιώνα (Ελευθέριος Βενιζέλος το 1911 και Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1956), αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξάχθηκαν οι εκλογές το 1868 (φαυλότητα Βούλγαρη), το 1946 (εμφύλιος πόλεμος), το 1961 (βία και νοθεία), το 1974 (Καραμανλής ή τανκς) και το 2012 (απειλές Μέρκελ), για να συνειδητοποιήσει τον μεφιστοφελισμό των μεθοδεύσεων με τον οποίο οι μεγάλες «συμμαχικές» δυνάμεις καθοδήγησαν τον ελληνικό λαό στη σύμπλευση με τα συμφέροντά τους.
Με δεδομένες τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις οι πρωτεργάτες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως περιβαλλόμενοι από ένα κλοιό ξένων συμφερόντων, καταδικασμένοι να αναζητούν υπεκφυγές και ρητορικά σχήματα για να δικαιολογούν ως «εθνικές επιλογές» τις στρατηγικές που χαράζονται από «αφανή» κέντρα εξουσίας με βαθύτερο στόχο την εξασφάλιση ωφελημάτων της διεθνούς κυρίαρχης τάξης. Μέσα στον επαχθή και ψυχοφθόρο αυτό ρόλο τους, που σε κάποιες στιγμές μπορεί να φαίνεται επώδυνος στην ανώνυμη όσο και (τελικά) ανίσχυρη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, αρκετοί προσπάθησαν να τηρήσουν στάση εξισορροπητική, μετεωριζόμενοι στα ακραία σημεία βαθύτατων αντιθέσεων των οποίων και οι ίδιοι ήταν θύματα με την μεταφορική και την κυριολεκτική έννοια.
Η σειρά των πρωθυπουργών της Οθνικής περιόδου έχει ως εξής:
Σπυρίδων Τρικούπης 2/33-10/33
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος 10/33-6/34
Ιωάννης Κωλέττης 6/34-6/35
J.L.Armansberg 6/35-2/37
Ignaz Rundhart 2/37-12/37
Όθων Wittelsbach 12/37-6/41
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος 6/41-8/41
Αντώνιος Κριεζής και Δ.Χρηστίδης 8/41-9/43
Ανδρέας Μεταξάς 9/43-3/44
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος 3/44-8/44
Ιωάννης Κωλέττης 8/44-9/47
Κίτσος Τζαβέλας 9/47-3/1848
Γεώργιος Κουντουριώτης 3/48-10/48
Κωνσταντίνος Κανάρης 10/48-12/49
Αντώνιος Κριεζής 12/49-5/54
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος 7/54-10/55
Δημήτριος Βούλγαρης 10/55-11/57
Αθανάσιος Μιαούλης 11/57-6/62
Γενναίος Κολοκοτρώνης 7/62-10/62
Στοιχεία για την δραστηριότητα των πρωθυπουργών αυτών παρέχονται στις επόμενες παραγράφους.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης (20 Απριλίου 1788-12/24 Φεβρουαρίου 187) ήταν λόγιος, πολιτικός και ιστοριογράφος της Ελληνικής επανάστασης του 1821, μετά την οποία και διετέλεσε πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου (πρώτος πρωθυπουργός του ελεύθερου ελληνικού κράτους, με τη μορφή του «Ελληνικού Βασιλείου» την περίοδο 25 Ιανουαρίου 1833 – 12 Οκτωβρίου 1833). Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας της περιοχής. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Τρικούπης και μητέρα του η Αλεξάνδρα Παλαμά. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σχολή των Παλαμάδων στο Μεσολόγγι και μετά στην Πάτρα, σπούδασε φιλολογία στη Ρώμη και στο Παρίσι, αλλά διέκοψε τις σπουδές του με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και επέστρεψε για να συμμετάσχει ενεργά σ΄ αυτήν. Από το 1824, που πέθανε ο πατέρας του, ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλεγόταν συνεχώς πληρεξούσιος του Μεσολογγίου και από το 1826 μέλος της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης, όπου εξακολούθησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα να μετέχει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής κίνησης, έτσι ώστε ν΄ αποβεί από τους σπουδαιότερους τότε άνδρες του έθνους διευθύνοντας ιδίως τα εξωτερικά ζητήματα της κρίσιμης εκείνης περιόδου. Επί Ιωάννη Καποδίστρια διορίσθηκε γενικός γραμματέας της Επικράτειας επί εξωτερικών θεμάτων. Αργότερα, διαφώνησε με την πολιτική που ασκούσε ο Κυβερνήτης και παραιτήθηκε από τη θέση του, καθώς και από την ιδιότητα του πληρεξούσιου του Μεσολογγίου. Ως εχθρός του πλέον αντιπολιτευόμενος συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, του οποίου την αδερφή Αικατερίνη νυμφεύτηκε και κατέφυγε μεταξύ άλλων αντιπολιτευομένων στην Ύδρα. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επέστρεψε στο Ναύπλιο, όπου χρημάτισε υπουργός εξωτερικών και διεύθυνε τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην εκλογή του Όθωνα. Στη διάρκεια της Αντιβασιλείας ο Σπυρίδων Τρικούπης διορίσθηκε Πρωθυπουργός και Υπουργός των Εξωτερικών του Βασιλείου της Ελλάδος. Ερχόμενος όμως σε αντίθεση με τις απολυταρχικές διαθέσεις των περί τον Όθωνα βαυαρικών κύκλων παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο. Το 1838, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τον Όθωνα, ανακλήθηκε από τη θέση του πρέσβυ, αλλά επανήλθε στη θέση του το 1841. Το 1843 επέστρεψε στην Ελλάδα και συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση του 1843 συμβάλλοντας στην ψήφιση του Συντάγματος του 1844 και μετέχοντας στην κυβέρνηση του Αλ.Μαυροκορδάτου ως Υπουργός Εξωτερικώ και Παιδείας. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου ο Σπυρίδων Τρικούπης ως γερουσιαστής τάχθηκε με το τότε λεγόμενο Αγγλικό κόμμα, από το οποίο όμως απομακρύνθηκε, όταν άρχισε να παρουσιάζει στασιαστικές τάσεις. Στη συνέχεια υποστήριξε την κυβέρνηση του Κουντουριώτη και συνέδραμε τον βασιλιά Όθωνα. Όταν ανασυστάθηκαν οι πρεσβείες, ο Σπυρίδων Τρικούπης ανέλαβε εκ νέου τη διεύθυνση της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο μέχρι το 1861, οπότε παραιτήθηκε, για λόγους υγείας. Πέθανε στην Αθήνα το 1873.
Το 1857 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το τετράτομο έργο του, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», ενώ έγραψε και θούρια όπως: «Ο Δήμος», «Η λίμνη του Μεσολογγίου», «Ο καιρός αδελφοί της ελευθερίας φθάνει». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν μασόνος, όπως και ο επίσης αγγλόφιλος γιος του Χαρίλαος Τρικούπης.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 - Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865), του οποίου ο ρόλος στα χρόνια της επανάστασης εξετάστηγκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ήταν πρωθυπουργός πέντε φορές (1/1822-10/1823, 10/1833-6/1834, 6/1841-8/1841, 3/1844-8/1844, 5/1854-9/1855). Το 1833 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία υπουργός Οικονομικών (25 Ιανουαρίου) και Στρατιωτικών (3 Απριλίου). Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου. Διαφώνησε με την καταδίκη σε θάνατο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα και στάλθηκε πρεσβευτής στο Μόναχο σε τιμητική εξορία. Το 1841, ενώ ήταν πρεσβευτής στο Λονδίνο, τον κάλεσε ο Όθων να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Μαυροκορδάτος έθεσε όρους για ριζικές καθεστωτικές, οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις και για την απομάκρυνση των Βαυαρών. Ο Όθων δυστρόπησε, μετά δέχτηκε κατ’αρχήν και ο πρωθυπουργός πλέον Μαυροκορδάτος υπέβαλε έκθεση για τις εφαρμοστέες μεταρρυθμίσεις που απορρίφθηκε σιωπηρά, και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Μετά την Επανάσταση του 1843 έγινε αντιπρόεδρος της συντακτικής συνέλευσης και τον Μάρτιο του 1844 πρωθυπουργός. Τον Αύγουστο όμως παραιτήθηκε για ν’ αποτραπεί ο εμφύλιος πόλεμος στον οποίο έσυρε τη χώρα το κόμμα Κωλέττη. Το Μάιο του 1854 σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση και πέτυχε ν’απαλύνει τις συνέπειες της αγγλογαλλικής κατοχής που επιβλήθηκε στα πλαίσια του Κριμαϊκού πολέμου, όταν η Ελλάδα με επικεφαλής τον Όθωνα επιχείρησε να πραγματοποιήσει την Μεγάλη Ιδέα πολεμώντας στο πλευρό της Ρωσίας κατά της Τουρκίας και των Αγγλογάλλων. Τελικά το λαϊκό αίσθημα, που πρώτη φορά εκδηλώθηκε υπέρ του Όθωνος, και οι Αγγλογάλλοι τον ανάγκασαν να παραιτηθεί το Σεπτέμβριο του 1855 αφού αντιτάχθηκε στη απαίτηση του Όθωνα για την απόλυση του υπουργού των Στρατιωτικών Δημητρίου Καλλέργη. Επί της κυβερνήσεως αυτής του Μαυροκορδάτου δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε ο εκτίων ποινή ισοβίων δεσμών (κατά μετατροπήν της θανατικής) Ι.Μακρυγιάννης. To 1863 εξελέγη πρόεδρος της Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου του Συντάγματος. Αποσύρθηκε στη Αίγινα όπου και πέθανε, τυφλός και φτωχός το 1865.
Ο Ιωάννης Κωλέττης (1773 - 31 Αυγούστου 1847) ήταν Έλληνας πολιτικός την εποχή της Επανάστασης του 1821, ιδρυτής του Κόμματος της Φουστανέλας ή Γαλλικού Κόμματος, όπως επικράτησε να λέγεται, 2ος Συγκυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας (ως Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου) την περίοδο 12 Ιουνίου 1834 – 20 Μαΐου 1835, μαζί με τους Αυγουστίνο Καποδίστρια και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και πρώτος αιρετός Πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 6 Αυγούστου 1844 – 31 Αυγούστου 1847. Γεννήθηκε στο χωριό Συρράκο των Ιωαννίνων, όπου φοίτησε στο τοπικό σχολείο. Υπάρχει μάλιστα η παράδοση ότι ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περνώντας από εκεί το 1777 προφητευσε για τον μικρό Κωλέττη πως: «Το παιδί αυτό θα προκόψη, θα κυβερνήση την Ελλάδα και θα δοξασθή». Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα ασχολούμενος με το εμπόριο . Με προτροπή και οικονομική ενίσχυση του θειου του, Γεωργίου Τουρτούρη, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας όπου παρέμεινε 7 χρόνια σπουδάζοντας ιατρική. Εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με τον λόγιο κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, τον οποίο αργότερα υπερασπίστηκε σθεναρά στις εναντίον του διώξεις. Επίσης φέρεται να είναι ο συντάκτης της επαναστατικής φυλλάδας Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, πρωτοδημοσιευμένης το 1806 στην Ιταλία. Το 1810 επέστρεψε στα Ιωάννινα και εργάστηκε ως ιατρός. Η καλή φήμη του οδήγησε τον γιο του Αλή πασά των Ιωαννίνων, Μουχτάρ, να τον προσλάβει ως προσωπικό του γιατρό, και έτσι εισχώρησε στην Αυλή του.
Το 1819 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εξασφαλίζοντας με τη θέση του τη μύηση στο επαναστατικό εγχείρημα σημαντικών Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι υπηρετούσαν στις δυνάμεις του Αλή πασά. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, εκμεταλλευόμενος την παράλληλη ανταρσία του Αλή προς την οθωμανική Πύλη, διέφυγε, και στις 25 Ιουνίου 1821 κήρυξε μαζί με τον Ιωάννη Ράγκο την επανάσταση στο Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Η αποτυχία του εγχειρήματός τους οδήγησε στην καταστροφή των δύο κωμοπόλεων και στην διαφυγή του Κωλέττη στο Μεσολόγγι. Ακολούθως πήγε στην Πελοπόννησο, αναμειγνυόμενος πλέον ενεργά στην πολιτική του Αγώνα.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 μετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα, κοντά στην παλαιά Επίδαυρο και ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη "Προσωρινού Πολιτεύματος", το οποίο ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822. Η Εθνοσυνέλευση ανακήρυξε Πρόεδρο του Νομοτελεστικού Σώματος τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που πρόσφερε στον Κωλέττη τη θέση του Μινίστρου (Υπουργού) των Εσωτερικών, ενώ για μικρό διάστημα ανέλαβε και τη θέση του Μινίστρου των Στρατιωτικών. Μετά την εκδίωξη από το Ναύπλιο των "πολιτικών" από τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο Κωλέττης συμμετείχε στη νέα διοίκηση του Κρανιδίου υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Σε αυτή ανέλαβε τη στελέχωση στρατεύματος για τη διαμάχη με τους "στρατιωτικούς". Οι δυνάμεις της Διοίκησης του Κρανιδίου, επονομαζόμενες κυβερνητικές, νίκησαν εύκολα το στρατό του Κολοκοτρώνη, επιβάλλοντας την εξουσία των Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτου, Κωλέττη. Η επικράτησή τους δυσαρέστησε τους προκρίτους της Πελοποννήσου, οι οποίοι συμμάχησαν με τον Κολοκοτρώνη, εκκινώντας νέα ανταρσία στην Πελοπόννησο. Όμως και αυτή τη φορά οι δυνάμεις των Ρουμελιωτών υπό την καθοδήγηση του Μινίστρου Κωλέττη κατέστειλαν την εξέγερση οδηγώντας στη φυλακή προσωπικότητες του Αγώνα όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Η εισβολή των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων στον Μοριά, εντούτοις, ανάγκασε την κυβέρνηση να τους απελευθερώσει, αναθέτοντας στον Κολοκοτρώνη την αρχιστρατηγία.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Καποδίστρια ο Κωλέττης διορίστηκε μέλος του "Πανελληνίου", συμβουλευτικού οργάνου του Κυβερνήτη. Σύντομα ήρθε σε αντίθεση με την πολιτική του Καποδίστρια και πέρασε στην πλευρά των αντιπάλων του, αναμειγνυόμενος και στο κίνημα του Δημητρίου (Τσάμη) Καρατάσου το 1830. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 συγκρότησε κυβερνητική τριανδρία (Τριμελής Επιτροπή) μαζί με τους Αυγουστίνο Καποδίστρια και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η άφιξη του Όθωνα και η εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας δημιούργησαν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Μέσα σε αυτό ο Κωλέττης αρχικά συνεργάστηκε και συμμετείχε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Σπυρίδωνα Τρικούπη όπως και στην ακόλουθη κυβέρνηση Αλ.Μαυροκορδάτου. Στις 31 Μαΐου του 1834 διορίστηκε Πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, σχηματίζοντας την πρώτη του κυβέρνηση, της οποίας ο βίος διήρκεσε μέχρι τις 20 Μαΐου 1835, ημέρα που ανέλαβε ο αντιβασιλέας Άρμανσμπεργκ τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του συντελέστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Παρά την έντονη πίεση των Γάλλων για απόδοση στον Κωλέττη της Προεδρίας της κυβέρνησης, η Αντιβασιλεία αρνήθηκε να το πράξει. Κατόπιν αυτού στάλθηκε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία, όπου παρέμεινε επί μία οκταετία.
Η άτυπη εξορία του Κωλέττη έληξε με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, όποτε κλήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μετά την επιστροφή του ανέλαβε διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Αρχικά συμμετείχε ως Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά (3 Οκτωβρίου 1843) και εν συνεχεία εκλέχτηκε, με βάση τον νόμο της 4ης Μαρτίου 1829, πληρεξούσιος της επονομαζόμενης "Εθνοσυνέλευσης της 3ης Σεπτεμβρίου" (8 Νοεμβρίου 1843). Στις 19 Νοεμβρίου εκλέχτηκε μέλος του Προεδρείου της Εθνοσυνέλευσης και στις 21 Νοεμβρίου ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος. Η στάση του Κωλέττη στην εκπόνηση του πρώτου Συντάγματος του ελληνικού βασιλείου ταυτίστηκε με αυτή των Α. Μεταξά και Α. Μαυροκορδάτου, που έθεταν ως σκοπό την τήρηση ισορροπιών μεταξύ των επιδιώξεων των πολιτικών δυνάμεων και των διεκδικήσεων του μονάρχη. Το φάσμα ενός επαπειλούμενου νέου εμφυλίου πολέμου καθόριζε καταλυτικά την όλη διαδικασία της εκπόνησης του συνταγματικού χάρτη. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στις 11 Ιανουαρίου 1844, όταν τέθηκε θέμα συνταγματικής διάκρισης βάσει του άρθρου 3 μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, ο Κωλέττης εκφώνησε λόγο υπέρ της ισότητας ελεύθερων και αλύτρωτων Ελλήνων, ο οποίος προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινωνία της εποχής και οδήγησε στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης παρά την πλειονοψηφία των αυτοχθόνων πληρεξουσίων. Σε αυτή τη μνημειώδη ομιλία διαμορφώθηκε ιδεολογικά η Μεγάλη Ιδέα, που καθόρισε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους τις επόμενες δεκαετίες. Ο Κωλέττης, οραματιζόταν την ανάκτηση των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση μίας χριστιανικής ηγεμονίας. Το τελικό κείμενο του Συντάγματος ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 Μαρτίου ο Όθωνας ορκίστηκε την τήρησή του.
Παράλληλα με την κύρωση του Συντάγματος αποφασίστηκε η διενέργεια εκλογών και ο Όθωνας πρότεινε στους Α. Μαυροκορδάτο και Ι. Κωλέττη να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση, που θα οδηγούσε τη χώρα στις εκλογές. Ο Κωλέττης αρνήθηκε τη συμμετοχή του υπολογίζοντας τη φθορά, την οποία θα είχε ο πολιτικός που θα ανελάμβανε τη διενέργεια των εκλογών. Ως ημερομηνία εκκίνησης της εκλογικής αναμέτρησης ορίστηκε η 6η Ιουνίου, ενώ σύμφωνα με τα τότε κρατούντα διήρκεσε περίπου δύο μήνες. Διενεργήθηκε κατά τον εκλογικό νόμο που είχε προηγουμένως ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση. Σε αυτή την αναμέτρηση διαπράχθηκαν πολλές παρατυπίες και από την πλευρά του Μαυροκορδάτου και από την πλευρά των Κωλέττη και Μεταξά. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στα χέρια του την κρατική μηχανή προσπαθούσε να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων, ενώ ο Κωλέττης και ο Μεταξάς υπέθαλπαν τοπικές συγκρούσεις και εξεγέρσεις. Σε αυτό το κλίμα και πριν ακόμη ολοκληρωθούν οι εκλογές ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε παραίτηση και στη θέση του ορίστηκε ο Κωλέττης. Τα τελικά αποτελέσματα στην κατανομή βουλευτικών εδρών έδωσαν στο Ρωσικό Κόμμα (Ναπαίοι) του Ανδρέα Μεταξά 55 έδρες, στο Αγγλικό Κόμμα (Μπαρλαίοι) του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου 28 και στο Γαλλικό Κόμμα (Μοσχόμαγκες) του Ιωάννη Κωλέττη 20. Στις 6 Αυγούστου σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Γαλλικού και του Ρωσικού Κόμματος με πρώτο κοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό τον Κωλέττη.
Η πρωθυπουργία του Κωλέττη σημαδεύτηκε από αδυσώπητο πόλεμο των πολιτικών δυνάμεων και συνεχείς παρεμβάσεις προς όφελος της ξένης χώρας, που αντιπροσώπευε κάθε κόμμα. Ο Ανδρέας Μεταξάς αποχώρησε σύντομα από τον συνασπισμό, λόγω της διαχείρισης του εκκλησιαστικού ζητήματος, αφήνοντας στον Κωλέττη την απόλυτη ευθύνη της διακυβέρνησης και στρέφοντας το φιλικό του τύπο εναντίον του. Οι οικογενειακές φατρίες επικρατούσαν ακόμα δυσχεραίνοντας το έργο της κυβέρνησης. Επιπλέον ο βασιλιάς, παρά τον περιορισμό του από το Σύνταγμα, συνέχισε να παρεμβαίνει ανοικτά στην κρατική πολιτική. Μέσα σε αυτή την κατάσταση ο Κωλέττης επιδίωξε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, ασκώντας διπλωματία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ παράλληλα έθετε το στόχο της διεύρυνσής της προς τα παλαιά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό και περιφρόνηση του κοινοβουλευτισμού. Οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες μιλούσαν για δικτατορία. Η πολιτική ένταση, όμως, την περίοδο εκείνη ήταν τόσο οξεία, ώστε οι χαρακτηρισμοί ενείχαν στοιχεία υπερβολής ενώ οι διοικητικές πρακτικές εξυπηρετούσαν ειδικές ανάγκες.
Το σημαντικότερο στοιχείο της περιόδου υπήρξε η κυβερνητική σταθερότητα, γεγονός άγνωστο για τη μέχρι τότε πορεία του κράτους. Ωστόσο ο Κωλέττης στάθηκε φειδωλός σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις, επιχειρώντας την ομαλή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας προς τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1847 με αφορμή την άρνηση του πρέσβη της στην Αθήνα Κωνσταντίνου Μουσούρου να παράσχει διαβατήριο στον υπασπιστή του βασιλιά, Τσάμη Καρατάσο, για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη, αρχίζοντας ένα κύκλο γεγονότων που οδήγησε στη διακοπή των διπλωματκών σχέσεων των δύο χωρών, που ονομάστηκαν Μουσουρικά.
Στα τέλη του 1846 η υγεία του Κωλέττη άρχισε να επιδεινώνεται, δημιουργώντας κύμα αυτομόλησης βουλευτών προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κλίμα έντασης για τη διαδοχή στο Γαλλικό Κόμμα. Αυτή η κατάσταση ανάγκασε τον Κωλέττη να ζητήσει από τον βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Έτσι ο Όθωνας στις 14 Απριλίου 1847 προκήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο. Παρά την ασθένειά του, ο γηραιός Ηπειρώτης πολιτικός επικράτησε σαρωτικά στις εκλογές, εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία, αν και το αποτέλεσμά τους αμφισβητήθηκε έντονα από την αντιπολίτευση. Αυτός υπήρξε και ο τελευταίος του πολιτικός αγώνας. Πέθανε από νεφρίτιδα στις 31 Αυγούστου 1847 σιγοτραγουδώντας ένα ηπειρώτικο ηρωικό τραγούδι.
Μετά τον θάνατό του διατυπώθηκαν αντικρουόμενες θέσεις, ενίοτε ακραίες. Ο Κωλέττης ήταν ρομαντικός εκπρόσωπος του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος, από την ανάμιξή του στην πολιτική, δεν αποκόμισε υλικά κέρδη. Καθοδηγητικό στοιχείο της πολιτικής του σκέψης ήταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές και η μεταφορά τους στην ελληνική πραγματικότητα. Από το Παρίσι, όπου βρέθηκε ως πρέσβης για σχεδόν μια δεκαετία, διερεύνησε τη θέση της χώρας "εις την μεγάλην μηχανήν του εκτεταμένου πολιτικού ορίζοντα", όπως έλεγε. Έχοντας βαθιά πίστη στις δυνατότητες του ελληνικού έθνους, θεμελίωσε την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο. Μολονότι θεωρείται εισηγητής της φαυλότητας στον πολιτικό βίο, αρετές του ήταν η φρόνηση, η υπομονή και η επιμονή. Ήταν ταυτόχρονα χιμαιρικός αλλά και ρεαλιστής, φιλόδοξος αλλά όχι αλαζόνας, αυθόρμητος αλλά και επιφυλακτικός, ευφυής και αθώος, και τέλος ήταν ανατολίτης αλλά και ευρωπαίος. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά «τον Κωλέττη θα μπορούσε κανείς να τον αγαπήσει ή να τον μισήσει, δεν θα μπορούσε όμως, σε καμία περίπτωση, να τον αγνοήσει».
O Ιωσήφ Λουδοβίκος Κόμης του Άρμανσπεργκ (Joseph Ludwig Graf von Armansperg, 16/28 Φεβρουαρίου 1787 - 22 Μαρτίου/3 Απριλίου 1853) ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας, που ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να συνοδεύσει τον μέλλοντα Βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία ως την ενηλικίωσή του. Ήταν Πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 20 Μαΐου 1835 – 2 Φεβρουαρίου 1837. Γεννήθηκε στο Καίτζτινγκ (Kötzting) της Κάτω Βαυαρίας και πέθανε στη έπαυλή του στο Ντίγκεντορφ. Καταγόταν από σπουδαίο παλαιό οίκο ευγενών και από 26 ετών εισήλθε σε κρατικές διοικητικές υπηρεσίες, όταν, έμπλεος ενθουσιασμού για την γερμανική ελευθερία, έσπευσε το 1813 να συναντήσει τον Βαυαρικό στρατό και να προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες. Μετά τη συνομολόγηση ειρήνης στο Παρίσι, ανατέθηκε σ' αυτόν η διοίκηση του διαμερίσματος των Βοσγίων και στη συνέχεια όλων των μεταξύ του Ρήνου και Μεύσιδας χωρών. Όταν κλήθηκε στο συνέδριο της Βιέννης, υπερασπίσθηκε με πάθος τα συμφέροντα της Βαυαρίας. Το 1816 και 1817 μετείχε στο έργο των επιτροπών του Ρήνου και του Δούναβη, οπότε μυήθηκε στα διεθνή θέματα. Αργότερα διορίστηκε νομάρχης, θέση από την οποία επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός το οποίο, το 1820, τον οδήγησε στον διορισμό του ως διευθυντή του γενικού λογιστηρίου του κράτους. Στη συνέχεια εξελέγη βουλευτής, όμως για ελάχιστες ψήφους δεν εξελέγη πρόεδρος της βουλής, πέτυχε όμως τη θέση του αντιπροέδρου, όπου διακρίθηκε ως σπουδαίος ρήτορας. Υπό την ειδικότητα αυτή τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης των συντηρητικών φιλελεύθερων, υποστηρίζοντας ένθερμα τη δημιουργία δημοτικών συμβουλίων για πρώτη φορά στη χώρα.
Όταν ανήλθε στον Βαυαρικό θρόνο ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος Α΄, τον κάλεσε να αναλάβει την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών του κράτους Έτσι όλοι σχεδόν οι διοργανωτικοί νόμοι που ακολούθησαν ήταν έργο του Άρμανσπεργκ, με συνέπεια να καταλάβει τη θέση του συμβούλου επικρατείας, αναλαμβάνοντας και υπουργός των Οικονομικών και των Εσωτερικών. Ως υπουργός των Οικονομικών πέτυχε την τελωνειακή ένωση όλων των τότε γερμανικών χωρών, που θεωρείται η πρώτη που σημειώθηκε στην Ευρώπη, και ταυτόχρονα την οικονομική ανόρθωση της Βαυαρίας. Αντιδρώντας συστηματικά στις διάφορες απαιτήσεις της Παπικής Αυλής της Ρώμης, προκάλεσε το μίσος του παπικού περιβάλλοντος, του Μονάχου και του συνόλου σχεδόν του καθολικού κλήρου, που αντιδρούσαν σε κάθε φιλελεύθερο νέο θεσμό που εισήγαγε. Κατάληξη αυτού του συνεχούς πολέμου ήταν η απώλεια του χαρτοφυλακίου του. Ο Βασιλιάς όμως για να τον ανταμείψει για το τεράστιο έργο που είχε επιτελέσει τον διόρισε πρέσβη στο Λονδίνο, θέση που τελικά ο Άρμανσπεργκ δεν αποδέχθηκε προτιμώντας την οριστική απόσυρσή του από τα δημόσια πράγματα, ιδιωτεύοντας στα κτήματά του. Από το 1828 διατελούσε ισόβιος σύμβουλος επικρατείας, καθώς και ισόβιο μέλος της Γερουσίας της Βαυαρίας.
Το 1832 μετά από παράκληση του Βασιλέως της Βαυαρίας δέχθηκε να μεταβεί στην Ελλάδα ως μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας, της οποίας του ανατέθηκε η προεδρία. Άλλα μέλη της Αντιβασιλείας ήταν ο καθηγητής Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ και ο υποστράτηγος Καρλ Βίλχελμ Έυντεκ. Ο Άρμανσπεργκ έφθασε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα και τα άλλα μέλη στις 6 Φεβρουαρίου 1833 στο Ναύπλιο, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και τις ωραίες κόρες του, με τη μεγαλύτερη από τις οποίες ο Όθωνας δημιούργησε ερωτική σχέση, επιτήδεια προστατευόμενη από τη μητέρα της. Όταν όμως αυτό έγινε γνωστό, ο Άρμανσπεργκ κατηγορήθηκε έντονα από τους πολιτικούς του αντιπάλους για προσβολή στο πρόσωπο του Βασιλέως, καθώς υποκίνησε τον ιατρό του στέμματος Βίτμερ να πιστοποιήσει ότι η διανοητική και οργανική ιδιοσυστασία του Όθωνα δεν επέτρεπαν γάμο, για να παραμείνει αυτός κυρίαρχος της διοίκησης της Ελλάδας.
Παρά την επιτυχημένη προηγούμενη δράση του στη πατρίδα του, ο Άρμανσπεργκ δεν είχε ευγενικούς ούτε διπλωματικούς τρόπους και δεν υποστήριξε τα γράμματα και τις τέχνες. Ο απολυταρχικός τρόπος της διακυβέρνησής του δημιούργησε έντονες αντιδράσεις. Στράφηκε εναντίον των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης που διαφωνούσαν με την πολιτική του. Ανάμεσα σε αυτούς και εναντίον του Κολοκοτρώνη, τον οποίο φυλάκισε και οδήγησε σε μία σκηνοθετημένη δίκη με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας. Στις εξωτερικές σχέσεις δημιούργησε πολλά διπλωματικά επεισόδια, κυρίως εθιμοτυπικά με την έκδηλη φιλοαγγλική πολιτική του. Μάλιστα ο Μάουρερ έφθασε στο σημείο δημόσια να τον καταγγείλει ως "διδάσκαλον της ραδιουργίας".
Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα ανέλαβε πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (αρχικαγκελάριος) στις 20 Μαΐου 1835. Κατά την μετάβαση του Όθωνα στη Βαυαρία για να νυμφευθεί την Αμαλία, η διακυβέρνησή του ήταν ακόμη πιο απολυταρχική. Έτσι όταν ο Όθωνας επέστρεψε συνοδευόμενος από τον Ρούντχαρτ, το 1837 παύθηκε από τη θέση και το αξίωμά του, για κατευνασμό τόσο των Ελλήνων όσο και λόγω των έντονων, εναντίον του, διαβημάτων της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας για την υπέρμετρα αγγλόφιλη πολιτική του. Ο Άρμανσπεργκ στη συνέχεια επέστρεψε στη Βαυαρία με την οικογένειά του τον Μάρτιο του 1837 και τελώντας υπό τη δυσμένεια του στέμματος ιδιώτευσε μέχρι τον θάνατό του το 1853.
Ο Ιγνάτιος φον Ρούντχαρτ (Ignaz von Rudhart, 11 Μαρτίου 1790 Weismain, Oberfranken - 11 Μαΐου 1838, Τριέστη) ήταν Βαυαρός νομικός και πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 2 Φεβρουαρίου 1837 – 8 Δεκεμβρίου 1837, στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα. Γεννήθηκε το 1790. Έγινε διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ. Το 1825, το 1828 και το 1831 εκλέχτηκε στη Βουλή της Βαυαρίας. Ήρθε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1837 και ανέλαβε Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου (Πρωθυπουργός), μετά την παύση του προκατόχου του, Κόμη Άρμανσμπεργκ και της κυβέρνησής του. Λόγω του συγκεντρωτισμού των εξουσιών στο πρόσωπο του βασιλιά, ο Ρούντχαρτ ήρθε αρκετές φορές σε προστριβές μαζί του και έπεσε στη δυσμένεια της βασίλισσας Αμαλίας. Τον Δεκέμβριο του 1837 παραιτήθηκε και ο Όθωνας ανέλαβε προσωπικά πλέον και πρωθυπουργός. Ο Ρούντχαρτ πέθανε το 1838 στην Τεργέστη, στο ταξίδι της επιστροφής μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα.
Ο Αντώνιος Κριεζής (1796-1η Απριλίου 1865) ήταν αγωνιστής κατά την Eλληνική Επανάσταση του 1821 και αργότερα δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στις περιόδους 8/1941 – 9/1943 και 12/1849 – 5/1854. Προερχόταν από οικογένεια της Ύδρας και γεννήθηκε στην Τροιζήνα. Στα 15 του αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη από Αλγερινούς πειρατές, έγινε σκλάβος για τρία χρόνια και επέστρεψε στην Ύδρα. Μετά την εκδήλωση της Επανάστασης του 1821, ύστερα από προτροπή του Λάζαρου Κουντουριώτη, εκτόπισε τον Αντώνιο Οικονόμου στο Κρανίδι επειδή είχε καταλάβει την εξουσία πραξικοπηματικά. Πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις στη Σάμο (Ιούλιος 1821) και στη ναυμαχία των Σπετσών (8 Σεπτεμβρίου 1822). Συμμετείχε το 1825 μαζί με τον Κανάρη στο εγχείρημα για την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Το 1828 ο Καποδίστριας τον διόρισε μοίραρχο του στόλου και το 1829 συντέλεσε στην παράδοση των Τούρκων της Βόνιτσας.
Επί Όθωνος προβιβάστηκε σε αντιναύαρχο (ο πρώτος του ελληνικού ναυτικού με αυτό τον βαθμό) και ονομάστηκε αυλάρχης. Το 1836 έγινε υπουργός των Ναυτικών στην Κυβέρνηση Άρμανσπεργκ. Χρημάτισε επίσης υπουργός επί των Ναυτικών στην βραχύβια κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του 1841 και στη συνέχεια σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με τον Δημήτριο Χρηστίδη (8/1941 – 9/1943). Στις 12 Δεκεμβρίου 1849 διαδέχτηκε τον Κανάρη στην πρωθυπουργία ως τις 16 Μαΐου 1854, σχηματίζοντας κυβέρνηση το 1849, ως επικεφαλής του «γαλλικού» κόμματος. Επί βασιλιά Γεωργίου Α΄ ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής, σύμβουλος επί Ναυτικών Θεμάτων και υποναύαρχος (ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που έφτασε μέχρι αυτόν το βαθμό). Πέθανε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 1865. Ήταν νυμφευμένος με την Κυριακούλα, κόρη του Γεωργίου Βούλγαρη.
Ο Δημήτριος Χρηστίδης (1799 - 1877) ήταν έλληνας πολιτικός και οικονομολόγος, προεδερεύων της κυβέρνησης μαζί με τον Αντ.Κριεζή την περίοδο 8/1941 – 9/1943. Διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής, υπουργός Οικονομικών (επτά φορές), Εσωτερικών, Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Ήταν Γερουσιαστής (1846-1851) και σύμβουλος στο Συμβούλιο της Επικρατείας που ιδρύθηκε με το Σύνταγμα του 1864. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Σύρου (1847-1877). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1799 και μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Υπηρέτησε ώς οικοδιδάσκαλος στο σπίτι των Σούτσων στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια ακολούθησε τον Αλέξανδρο Σούτσο στη Μολδαβία. Μόλις έγινε γνωστή η κήρυξη της Επανάστασης έσπευσε στην Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Πήρε μέρος μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822). Τον επόμενο χρόνο (1823) πήγε με τον Τομπάζη στην Κρήτη ως γενικός γραμματέας της αρμοστείας της Κρήτης. Από το Μάρτιο ως το Μάιο του 1825 διετέλεσε προσωρινός γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού σώματος σε αντικατάσταση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και από το επόμενο έτος γραμματέας του Καραϊσκάκη κατά την εκστρατεία του 1826-1827. Ασχολήθηκε με την οργάνωση των οικονομικών και την εξεύρεση των αναγκαίων για την χρηματοδότηση του Αγώνα, εξαιτίας των οικονομολογικών γνώσεων που διέθετε. Έγινε γραμματέας του Ιωάννη Κωλέττη. Επί Ιωάννη Καποδίστρια ακολούθησε την πολιτική πορεία του Κωλέττη. Το 1828 χρημάτισε γενικός Ταμίας του στρατοπέδου του Δ.Υψηλάντη στην Ανατολική Ελλάδα. Το 1829-1830 διετέλεσε Διοικητής Σάμου. Το 1830-1831 ήταν Πρόεδρος του «Εκκλήτου» Σπάρτης (θεσμός ανάλογος με το σημερινό Εφετείο). Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, την ανάδειξη από την Ε΄ Εθνοσυνέλευση του Αυγουστίνου Καποδίστρια ως προέδρου της κυβέρνησης και τη σύσταση δεύτερου κυβερνητικού σχήματος από τους «συνταγματικούς» στην Περαχώρα (Δεκέμβριος 1831), χρησιμοποιήθηκε από τους τελευταίους στη διοικητική διοργάνωση της κυβέρνησής τους. Το 1833, μετά την άφιξη του Όθωνα, χρημάτισε για δυο μήνες υπουργός Εσωτερικών. Ο Χρηστίδης από τα πρώτα οθωνικά χρόνια εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του «γαλλικού» κόμματος, για την ηγεσία του οποίου ανταγωνιζόταν με τον Ρήγα Παλαμήδη, ύστερα από την τοποθέτηση του αρχηγού του κόμματος Κωλέττη στην Ελληνική Πρεσβεία του Παρισιού (1835). Από το 1833 υπηρέτησε διαδοχικά ως νομάρχης Μεσσηνίας, Ευβοίας και ως Διοικητής Σύρου για μια πενταετία (1835-1840). Αμέσως μετά στάλθηκε πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούλιο του 1841 ανακλήθηκε από την θέση του και ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών στη βραχύβια κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Ιούλιος- Αύγουστος 1841), στη συνέχεια αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και τέλος «προεδρεύων» της κυβέρνησης, από τον Αύγουστο του 1841 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1843, μαζί με τον επίσης γαλλόφιλο Αντώνιο Κριεζή.
Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωλέττη (Αύγουστος 1844) ο Χρηστίδης, που στο μεταξύ είχε ονομαστεί Γερουσιαστής, διορίστηκε μέλος της επιτροπής που επεξεργάστηκε νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση του εκκλησιαστικού ζητήματος. Το 1849 διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του ναυάρχου Κ. Κανάρη, λόγω όμως της αντίδρασης που προκλήθηκε από την αγγλόφιλη μερίδα, η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Τον επόμενο χρόνο στην κυβέρνηση Αντ.Κριεζή έγινε Υπουργός Οικονομικών (Αύγουστος 1850- Οκτώβριος 1853). Από τη θέση του αυτή επεδίωξε να επιτύχει την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού με αυστηρές οικονομίες, η πτώση όμως της γεωργικής παραγωγής δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση των στόχων του. Μέσα στα οικονομικά του μέτρα ήταν και σειρά νομοσχεδίων που απέβλεπαν στην είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και στην τροποποίηση του φορολογικού του συστήματος. Μετά την έξωση του Όθωνα, στην κυβέρνηση Κανάρη (Μάρτιος- Απρίλιος 1864) χρημάτισε υπουργός Οικονομικών. Το ίδιο διαδοχικά στην κυβέρνηση Δεληγιώργη (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1865) και στην κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1866, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1870, Ιούλιος 1872-Φεβρουάριος 1874). Το 1869 εκλέχτηκε βουλευτής Σύρου και τον ίδιο χρόνο διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής, ενώ διετέλεσε και Πρόεδρος της επί των Ολυμπίων επιτροπής. Ο λαός του είχε δώσει το παρωνύμιο «Ψαλλίδας» εξαιτίας της οικονομικής του πολιτικής. Πέθανε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 1877 σε ηλικία 78 ετών.
Ο Ανδρέας Π. Μεταξάς (1790- 8 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Κεφαλλονίτης αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 έως τις 16 Φεβρουαρίου του 1844, ως πρόεδρος της επαναστατικής κυβέρνησης. Οι οπλαρχηγοί του 1821 του έδωσαν το ειρωνικό παρωνύμιο Κόντε Λάλας εξαιτίας του τραυματισμού του κατά τη μάχη του Λάλα. Γεννήθηκε το 1790 στο Αργοστόλι και ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας των Μεταξάδων, η οποία προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη και ήταν εγκατεστημένη στην Κεφαλονιά από τον 15ο αιώνα. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Πέτρου Μεταξά και της Βιολέτας Λοβέρδου και είχε άλλα τρία αδέλφια, τους Αναστάσιο, Παΐσιο και Ιωάννη. Ξάδελφός του ήταν ο Κωνσταντίνος Μεταξάς. Αν και δεν ήταν άνθρωπος ιδιαίτερης μόρφωσης, πλην της ελληνικής γνώριζε την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα και ήταν μελετητής της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας. Λίγα χρόνια πριν την ελληνική επανάσταση νυμφεύτηκε την Μαριέτα Βούρβαχη, αδελφή του Έλληνα αξιωματικού του γαλλικού στρατού, Διονυσίου, με την οποία απέκτησε δύο γιους (Σπύρο και Πέτρο ) και δύο κόρες. Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, εργαζόταν ως δικολάβος.
Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και όταν κηρύχθηκε η επανάσταση έσπευσε στην Πελοπόννησο και συγκρότησε, μαζί με τον αδερφό του Αναστάσιο και τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο, στρατιωτικό σώμα 350 ανδρών από την Κεφαλλονιά εξοπλισμένων και με δύο τηλεβόλα που είχε προσφέρει ο Ευαγγελινός Πανάς. Με το πρόσχημα καταδίωξης πειρατών επιβιβάστηκαν σε πλοίο του Αναστασίου και των αδελφών Φωκά Θεοδωράτου που ήταν εξοπλισμένο με 18 κανόνια, 50 ναύτες και 50 οπλοφόρους. Αποβιβάστηκαν στις αρχές Μαΐου του 1821 στη Γλαρέντζα και βάδισαν προς Μανωλάδα. Εκεί ενώθηκαν με άλλους οπλαρχηγούς (Βιλαέτη, Σισίνη και Πλαπούτα) και στη συνέχεια εκστράτευσαν εναντίον του Λάλα, που ήταν έδρα περιώνυμων Αλβανών πολεμιστών. Κατά τις μάχες που διεξάχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή μέχρι και τις 13 Ιουνίου, όταν οι Λαλαίοι Αλβανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν προς την Πάτρα, ο Μεταξάς ήταν ανάμεσα στους διακριθέντες. Μάλιστα, τραυματίστηκε και στα δύο χέρια από σφαίρες. Αργότερα, στάλθηκε μαζί με το υπόλοιπο ένοπλο σώμα στην περιοχή των Πατρών, έπειτα από υπόδειξη του Υψηλάντη, σύντομα όμως, λόγω του τραυματισμού του ασχολήθηκε μόνο με τον πολιτικό τομέα της επανάστασης.
Στις 25 Μαΐου του 1822, με ομόφωνη απόφαση, εγκρίθηκε πράξη του Εκτελεστικού με την οποία ο Μεταξάς, για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει μέχρι τότε προς την πατρίδα, πολιτογραφήθηκε Έλληνας κάτοικος Πελοποννήσου. Το 1822 διορίστηκε υπουργός Αστυνομίας, ενώ τον Απρίλιο του 1826 ορίστηκε υπουργός του Πολέμου. Αργότερα υπήρξε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους και μέλος του Νομοτελεστικού. Μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στάλθηκε από την Κυβέρνηση στην Βερόνα για αναζήτηση οικονομικών πόρων, αλλά και για να πείσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην επέμβουν εναντίον της Ελλάδος, το οποίο και επέτυχε με την βοήθεια του γνώριμού του Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο Ανδρέας Μεταξάς πρωτοστάτησε στην εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια και παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός του σύμμαχος. Με την σειρά του ο Καποδίστριας τον τίμησε με σοβαρά αξιώματα. Με πρωτοβουλία του, έγινε μέλος στο "Πανελλήνιον" και διορίστηκε προϊστάμενος του "Φροντιστηρίου των στρατιωτικών", καθώς και έκτακτος επίτροπος της Πελοποννήσου. Από τη θέση αυτή ο Μεταξάς βοήθησε, κυρίως στην οργάνωση του τακτικού στρατού. Μετά το θάνατο του Καποδίστρια, αν και ρωσόφιλος, αντιτάχθηκε στην εκλογή του Αυγουστίνου Καποδίστρια την οποία θεωρούσε καταστροφική, αλλά κρατήθηκε μακριά από τις διασπαστικές τάσεις του Κωλέττη. Διετέλεσε όμως μέλος της προσωρινής κυβέρνησης μέχρι την έλευση του Όθωνα.
Στην περίοδο της Αντιβασιλείας, διορίστηκε νομάρχης Λακωνίας και στη συνέχεια τον Οκτώβριο του 1835 σύμβουλος της Επικράτειας. Σύντομα όμως, εξαιτίας των φιλελεύθερων φρονημάτων του, εξορίστηκε από την Αντιβασιλεία στη Μασσαλία, αλλά αργότερα ανακλήθηκε και στάλθηκε στην Ισπανία ως πρέσβης της Ελλάδας. Το 1839 όταν επέστρεψε στην Ελλάδα επαναδιορίστηκε σύμβουλος της Επικρατείας. Το 1841 χρημάτισε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Μετά τη παραίτησή του από υπουργός Στρατιωτικών αναμίχθηκε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, με στόχο την παραχώρηση συντάγματος. Μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, ανέλαβε αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος.
Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 ως επακόλουθο του κινήματος που ξέσπασε την ίδια ημέρα, έλαβε από τον Όθωνα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με σκοπό την προετοιμασία για την ψήφιση του Συντάγματος. Λίγες ημέρες αργότερα, υπό την απειλή πως αν δεν γινόταν δεκτή η εισήγησή του θα υπέβαλλε παραίτηση, πέτυχε να πείσει το υπουργικό συμβούλιο για τη διεύρυνση της κυβέρνησης με την συμμετοχή των Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Ιωάννη Κωλέττη, ηγετών του αγγλικού και γαλλικού κόμματος αντίστοιχα. Ο Μεταξάς ήταν ο πρώτος στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος αρχηγός κυβερνήσεως που ονομάστηκε πρωθυπουργός.
Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του διατήρησε τη τάξη και διενήργησε τις εκλογές για τη σύγκλιση της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης στη οποία εκλέχθηκε "τιμής ένεκεν" σε πέντε περιφέρειες και έλαβε μέρος στις εργασίες της. Τον επόμενο χρόνο που διενεργήθηκαν πάλι εκλογές της Α΄ Περιόδου (1844-1845) εκλέχθηκε βουλευτής Αττικής, και έγινε στη συνέχεια στην κυβέρνηση Κωλέττη υπουργός των Οικονομικών, θέση που διατήρησε από τον Αύγουστο 1844 μέχρι τον Αύγουστο του 1845, όταν παραιτήθηκε ύστερα από την προσπάθεια του τελευταίου να ανατρέψει το σύνταγμα. Κατά τα έτη 1846 και 1847 διετέλεσε γερουσιαστής και από το 1850 μέχρι το 1859 βουλευτής Αττικής. Το 1850, προάχθηκε στο βαθμό του αντιστρατήγου και παρασημοφορήθηκε από τον Όθωνα με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Στις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στάλθηκε ως πρέσβης της Ελλάδος στη Κωνσταντινούπολη.
Με την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου έσπευσε να παραιτηθεί από την θέση αυτή στις 10 Μαρτίου 1854 και επανήλθε στην Αθήνα για να αποσυρθεί πλέον της πολιτικής. Φαίνεται πως υποστήριξε κρυφά το κίνημα της εξέγερσης της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, αλλά απέτρεψε τη συμμετοχή του βασιλιά, σπεύδοντας στα Ανάκτορα, όπου τον έπεισε να μη λάβει μέρος προλαβαίνοντας έτσι πολλά δεινά κατά της Ελλάδος. Λίγο πριν τον θάνατο του, φέρεται πως ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης αλλά εκείνος αρνήθηκε. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας, καθώς και πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Ο Ανδρέας Μεταξάς σε όλο τον βίο του υπήρξε γενναίος, ειλικρινής και φιλόπατρις με ακέραιο χαρακτήρα. Πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1860.
O Κυριάκος "Κίτσος" Τζαβέλας (Σούλι, 1800- Αθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του '21 από το Σούλι της Ηπείρου και μετέπειτα στρατηγός, υπουργός και πρωθυπουργός την περίοδο 5 Σεπτεμβρίου 1847 – 8 Μαρτίου 1848. Ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα και της Μόσχως. Γεννήθηκε στο Σούλι, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα τους, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος, σε ηλικία 19 χρονών. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή Πασά, πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Το 1822 γύρισε και πήρε μέρος ως αρχηγός 35 Σουλιωτών, μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη, στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 και στη μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πήρε μέρος και στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών, ως αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και κατέφυγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ' αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά. Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο και αργότερα αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι. Το 1854, όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών, μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε. Πέθανε στις 9 Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.
Ο Γεώργιος Κουντουριώτης (1782 - 13 Μαρτίου 1858, αρχικό όνομα Ζέρβας με καταγωγή από το Κρανίδι) ήταν καραβοκύρης και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (12/1823-4/1826, 3/1848-10/1848). Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1782 και ήταν αδελφός του Λάζαρου Κουντουριώτη. Με την έκρηξη της Επανάστασης η οικογένειά του υποστήριξε τον αγώνα με γενναιόδωρες προσφορές και με καράβια. Διετέλεσε πρόεδρος του Εκτελεστικού από τον Δεκέμβριο του 1823 μέχρι τον Απρίλιο του 1826, κατά την κρίσιμη περίοδο της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Το 1824 εκλέχτηκε πρόεδρος του Νομοτελεστικού στο Μεσολόγγι. Επί Καποδίστρια διετέλεσε μέλος του Πανελληνίου, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε γερουσιαστής, σύμβουλος Επικρατείας και υπουργός Ναυτικών. Έλαβε μέρος στη Δ' Εθνοσυνέλευση και στην Εθνοσυνέλευση του 1843. Ήταν ημιανεξάρτητος υποστηρικτής του Γαλλικού Κόμματος, κυρίως εξαιτίας της αντιπαλότητάς του με τους σύγχρονούς του Υδραίους καπετάνιους που υποστήριζαν το Αγγλικό Κόμμα. Το 1848, σε μία περίοδο ανοδικής πορείας του Γαλλικού Κόμματος επί βασιλείας Όθωνα, διορίστηκε στη θέση του πρωθυπουργού. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1858. Παιδιά του ήταν οι Θεόδωρος και Ανδρέας Κουντουριώτης, καθώς και η Μαρία Κουντουριώτη, χήρα Μέξη, σύζυγος του Μπενιζέλου Ρούφου. Εγγονός του ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης, μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, και δισέγγονός του ήταν ο Θεόδωρος Κουντουριώτης.
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (Ψαρά 1793 – Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1877), για την επαναστατική δράση του οποίου έγινε λόγος σε προηγούμενο κεφάλαιο, ήταν σημαντική προσωπικότητα του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για 2 χρόνια και 3 μήνες αθροιστικά σε ένα συνολικό διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877). Ήταν το μικρότερο παιδί του Ψαριανού δημογέροντα Μιχαήλ Κανάριου και της Μαρώς (το γένος Μπουρέκα). Το 1827 ο Κανάρης εξελέγη πληρεξούσιος των Ψαρών στη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένα από τα λίγα πρόσωπα στα οποία είχε εμπιστοσύνη ο Ιωάννης Καποδίστριας, που τον διόρισε αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που αντιμετώπισε τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος δραπέτευσε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την δολοφονία του Καποδίστρια, ο Κανάρης αποσύρθηκε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα. Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο Γ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Επειδή οι ιδέες του γίνονταν όλο και περισσότερο αντιμοναρχικές, το 1861 αρνήθηκε τη σύνταξη που του χορήγησε η Κυβέρνηση.
Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση και μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος της υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη τριανδρίας (μαζί και με τον Μπενιζέλο Ρούφο) που σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Ο ίδιος πήγε ως επικεφαλής επιτροπής στη Δανία για να προσφέρει το θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Α'. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου. Κατόπιν το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην οδό Κυψέλης, στην Αθήνα, (προς τιμήν του οποίου η πλατεία Κυψέλης ονομάστηκε αργότερα "πλατεία Κανάρη"), συνέρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 τέθηκε επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 ο Κωνσταντίνος Κανάρης πέθανε, ενώ ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του Α' Νεκροταφείου, ενώ αρκετά χρόνια έζησε και στην περιοχή της Κυψέλης. Είχε παντρευτεί την Δέσποινα Μανιάτη, γυναίκα από πλούσια ψαριανή οικογένεια. Μέσα σε 18 χρόνια ο Κανάρης έχασε σε νεότατες ηλικίες (19 έως 39) τα 5 από τα 7 παιδιά του (3 από τους γιους του σκοτώθηκαν σε πολέμους ή ταραχές). Ο γιος του Μιλτιάδης χρημάτισε 3 φορές υπουργός ναυτικών και πέθανε το 1899 σε ηλικία 77 ετών. Κατά το ημερολόγιο του γιου του, πυρπολητή Αριστείδη Κ. Κανάρη, «…απεκλήθη ο πατήρ μου Κανάρης, λόγω του μειλιχίου και σώφρονος χαρακτήρος του, διότι αν και ριψοκίνδυνος, πολεμικός και αποφασιστικός, ενήργει πάντοτε κατόπιν περισκέψεως…».
Ο Δημήτριος Βούλγαρης (Ύδρα, 20 Δεκεμβρίου 1802 - Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1877) ήταν Έλληνας πολιτικός του 19ου αιώνα. Διετέλεσε 8 φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (στις περιόδους, 22 Σεπτεμβρίου 1855 – 13 Νοεμβρίου 1857, 11 Οκτωβρίου 1862 – 9 Φεβρουαρίου 1863 (Πρόεδρος Επαναστατικής 3μελούς Επιτροπείας), 25 Οκτωβρίου 1863 – 5 Μαρτίου 1864, 3 Νοεμβρίου 1865 – 6 Νοεμβρίου 1865, 9 Ιουνίου 1866 – 18 Δεκεμβρίου 1866, 25 Ιανουαρίου 1868 – 25 Ιανουαρίου 1869 και 9 Φεβρουαρίου 1874 – 27 Απριλίου 1875) σε διάστημα μίας 20ετίας και αθροιστικά για 6 χρόνια και 1 μήνα. Ήταν γνωστός και με το προσωνύμιο Τζουμπές, λόγω της μακριάς ποδιάς-μανδύα που συνήθιζε να φοράει. Γεννήθηκε στην Ύδρα και ήταν γιος του Μπέη της Ύδρας Γεωργίου Βούλγαρη, ο οποίος πέθανε όταν ο Δημήτριος Βούλγαρης ήταν δέκα χρονών, με αποτέλεσμα να αναλάβουν την επιμέλειά του οι επίτροποι που ορίζονταν από τη διαθήκη του πατέρα του μεταξύ των οποίων ήταν και ο Λάζαρος Κουντουριώτης. Κατά τα εφηβικά χρόνια παρακολούθησε μαθήματα από τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Άνθιμο Γαζή. Σε ηλικία 19 χρονών, το 1821, εκλέχτηκε πρόκριτος της Ύδρας.
Το 1825 εκλέχτηκε πληρεξούσιος για την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το 1829 για την Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους ως πληρεξούσιος Ύδρας. Κατά την καποδιστριακή εποχή συντάχθηκε με τους αντικαποδιστριακούς τηρώντας σκληρή αντιπολιτευτική στάση και λαμβάνοντας μέρος στα γεγονότα της ανταρσίας της Ύδρας, ως εκλεγμένος δημογέροντας. Το 1832 διορίστηκε υπουργός ναυτικών, θέση από την οποία παραιτήθηκε, μη δεχόμενος να υποβιβάσει τους αγωνιστές του 1821. Το 1837 εκλέχτηκε δήμαρχος Ύδρας παραμένοντας στον δημαρχιακό θώκο για έξι χρόνια. Το 1845 διορίστηκε γερουσιαστής και δύο χρόνια αργότερα ορκίστηκε υπουργός ναυτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη. Τα επόμενα χρόνια ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών στην κυβέρνηση Κανάρη (1848), από όπου όμως παραιτήθηκε. Τον Σεπτέμβριο του 1855 ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση, στην οποία κράτησε για τον εαυτό του το υπουργείο εσωτερικών. Η κυβέρνηση τελικώς παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα ύστερα από προσωπική σύγκρουση Βασιλιά - Βούλγαρη και ενώ πριν 13 μήνες είχε κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή κατά τις Εκλογές του 1856 που διεξήγαγε.
Με την έξωση του Όθωνα, ο Βούλγαρης σχημάτισε την επαναστατική κυβέρνηση του 1862, την οποία διοικούσε Επιτροπεία (Ρούφος, Κανάρης, Βούλγαρης) υπό την προεδρία του. Τον Φεβρουάριο του 1863, μετά τα Φεβρουαριανά, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. Παράλληλα έγινε αρχηγός της παράταξης των Πεδινών και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εμφύλια διαμάχη με τους Ορεινούς των οποίων αρχηγός ήταν ο Κ.Κανάρης, κατά τα λεγόμενα Ιουλιανά (1863). Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (1863) σχημάτισε πάλι κυβέρνηση. Το 1865 σχημάτισε εκ νέου βραχύβια κυβέρνηση τριών ημερών και τον Ιανουάριο του 1866 διορίστηκε πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1868 κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση διάρκειας ενός έτους. Το 1871 κέρδισε τις εκλογές αναλαμβάνοντας για έβδομη φορά την πρωθυπουργία, ενώ τον Φεβρουάριο του 1874 ανέλαβε για τελευταία φορά την πρωθυπουργία. Στις εκλογές που ακολούθησαν ανακηρύχθηκε νικητής ύστερα από παρερμηνεία σχετικού άρθρου του συντάγματος. Έτσι το 1874, μέσα σε κλίμα πολιτικής αυθαιρεσίας της τότε κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, o Χαρίλαος Τρικούπης έγραψε στην εφημερίδα "Καιροί" ένα σαρκαστικό άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει», που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου του 1874, στο οποίο κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα της εποχής, αλλά ουσιαστικά κατηγορούσε τον βασιλιά, επειδή μετά την πτώση του Δεληγιώργη, εξαιτίας των Λαυρεωτικών, είχε αναθέσει την κυβέρνηση στον Βούλγαρη που είχε μειοψηφία στη Βουλή. Την εποχή εκείνη με το υφιστάμενο Σύνταγμα κανένα κόμμα δεν μπορούσε να πλειοψηφήσει από μόνο του. Έτσι όλοι οι τότε κυβερνητικοί σχηματισμοί ήταν κυβερνήσεις μειοψηφίας. Ο βασιλιάς, για να αποφεύγει την ακυβερνησία, που μπορούσαν να προκαλέσουν οι συνεχείς επαναλαμβανόμενες και ατελέσφορες εκλογές, αναγκαζόταν κάθε φορά να δίνει την κυβέρνηση στο κόμμα με τη λιγότερη μειοψηφία.
Τον Μάρτιο του 1875 ο Δ. Βούλγαρης διέπραξε εκλογική λαθροχειρία στη Βουλή, προκαλώντας σειρά γεγονότων και επεισοδίων μεταξύ οπαδών του και αντιπάλων του, που έχουν μείνει στην ιστορία με την ονομασία Στηλιτικά (από τον χαρακτηρισμό «στηλίτες» που δόθηκε στους οπαδούς του, που σήμαινε ότι ήταν άξιοι να αναγραφούν σε «στήλη» για χλευασμό). Τελικά με παρέμβαση του Βασιλιά και ενώπιον της απειλής του για παραίτηση από τον θρόνο, του ίδιου και των ανήλικων τέκνων του, ο Δ. Βούλγαρης υποχρεώθηκε σε παραίτηση υπέρ του Χαρ. Τρικούπη. Αλλά και ο Τρικούπης, λαμβάνοντας εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την πολυπόθητη πλειοψηφία και παραιτήθηκε υπέρ του Αλ.Κουμουνδούρου. Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης Κουμουνδούρου ήταν η παραπομπή σε ειδικό δικαστήριο, για έγκλημα «σιμωνίας» (χειροτονία κληρικών με δωροδοκία) δύο υπουργών του Δ. Βούλγαρη και η καταδίκη τους σε φυλάκιση 1-2 ετών, τα λεγόμενα Σιμωνιακά. Ακολούθησε άλλο ειδικό δικαστήριο με παραπομπή του ίδιου του Δ. Βούλγαρη και όλων των μελών της τελευταίας κυβέρνησής του για αθέμιτες πολιτικές ενέργειες, το οποίο στιγμάτισε αυτόν ηθικά, αλλά δεν τον καταδίκασε λόγω μη προβλεπόμενης σχετικής ποινής ή ρήτρας. Η διπλή αυτή καταδίκη, η πρώτη ποινική στον γαμβρό του, η δεύτερη ηθική προς το πρόσωπό του κατέβαλαν ψυχικά τον Δ. Βούλγαρη με συνέπεια να παραιτηθεί από την ενεργό πολιτική σκηνή και να οδηγηθεί στον πολιτικό θάνατο, το μαρασμό του οποίου δεν άργησε ν΄ ακολουθήσει και ο φυσικός.
Μετά την παραίτησή του αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή. Διέμενε στην Αθήνα όπου πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1877. Ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν νυμφευμένος με την Μαρία Κουντουριώτη, κόρη του Λάζαρου Κουντουριώτη και απέκτησε τέσσερα παιδιά, που ήταν όλα βουλευτές ή σύζυγοι βουλευτών. Ο Δημήτριος Βούλγαρης, άνδρας ισχυρής θέλησης και υψηλής νοημοσύνης, αντιπροσώπευσε, σε όλη τη διάρκεια της πορείας του, την αυθαιρεσία και την αυταρχικότητα των προεστώτων. Δεν ήταν πολύ μορφωμένος, αλλά ήταν έμπειρος σε πολλές περιστάσεις της ζωής, ευσυνείδητος και αυστηρός στην διοίκηση, φειδωλός και τίμιος στην διαχείριση των δημοσίων, τολμηρός και αποφασιστικός στις πράξεις του. Ενδιαφερόταν για τους φίλους του και ποτέ δεν τους θυσίαζε για χάρη των πολιτικών συμφερόντων. Ο σιδερένιος και αξιοπρεπής χαρακτήρας του επιβαλόταν σε όλους και ενέπνεε σεβασμό, παρά το μειονέκτημα της ισχυρογνωμοσύνης και του εγωισμού, που τον εμφάνιζαν δεσποτικό και τυραννικό.
Ο Αθανάσιος Μιαούλης (Ύδρα 1815- Παρίσι, 7 Ιουνίου 1867) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός του 19ου αιώνα, πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 13 Νοεμβρίου 1857 – 26 Μαΐου 1862. Ήταν γιος του Ναύαρχου της ελληνικής επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη της ιστορικής υδραίικης οικογένειας των Μιαούληδων. To 1829 φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου ως υπότροφος του Βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε επί τριετία στον αγγλικό στόλο, από τον οποίο κατατάχθηκε στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό και, λόγω κατοχής της αγγλικής γλώσσας, προσλήφθηκε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα. Εισερχόμενος αργότερα στην πολιτική εκλέχθηκε βουλευτής Ύδρας (25 Σεπτεμβρίου 1855), αναλαμβάνοντας υπουργός των Ναυτικών επί κυβερνήσεως Δημητρίου Βούλγαρη. Ήταν τότε η εποχή της αγγλογαλλικής κατοχής και μετά από διαφωνία Πρωθυπουργού και Βασιλέως, παραιτήθηκε η κυβέρνηση και ανατέθηκε η πρωθυπουργία στον Αθανάσιο Μιαούλη (1857). Τότε προέκυψε το ζήτημα της διαδοχής του θρόνου. Αργότερα ακολούθησε σφοδρή επίθεση εναντίον του από την αντιπολίτευση ότι η κυβέρνησή του "ρυμουλκείται από την αυστριακή πολιτική παραβιάζοντας τους θεσμούς". Ακολούθησε η απόπειρα κατά της ζωής της Βασίλισσας Αμαλίας μετά την οποία εκδηλώθηκε η στάση του Ναυπλίου. Μετά τη καταστολή του κινήματος εκείνου (25 Απριλίου 1862) ο Αθανάσιος Μιαούλης παραιτήθηκε παραδίδοντας την αρχή στον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Κατά την αποχώρηση του Βασιλέα Όθωνα και της Αμαλίας, εκτός Ελλάδας, που επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ο Αθανάσιος Μιαούλης τους ακολούθησε στο εξωτερικό από όπου επανήλθε κατά την ενθρόνιση του Βασιλέως Γεωργίου Α' (1863), χωρίς να αναμιχθεί πλέον με την πολιτική. Πέθανε τέσσερα χρόνια μετά, το 1867, στο Παρίσι σε ηλικία 52 ετών.
Ο Ιωάννης (Γενναίος) Κολοκοτρώνης (1806- 23 Μαΐου 1868) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 26 Μαΐου 1862 – 11 Οκτωβρίου 1862. Γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στη Ζάκυνθο και ήταν γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της Αικατερίνης Καρούσου. Σε πολύ μικρή ηλικία πολέμησε μαζί με τον πατέρα του σε διάφορες επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και απέκτησε το παρωνύμιο «Γενναίος». Το 1822 σχημάτισε δικό του σώμα από τετρακόσιους πενήντα Γορτυνίους και εξεστράτευσε στην Δυτική Ελλάδα, όπου τέθηκε υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Δεν πήρε μέρος στην Μάχη του Πέτα, γιατί η εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο ανάγκασε τον πατέρα του να τον ανακαλέσει, και ο Γενναίος πολέμησε πεισματικά εναντίον των Τούρκων στα Δερβενάκια. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμησε μαζί με τον πατέρα του εναντίον της κυβέρνησης, και πήγε στο Ναύπλιο μαζί με πεντακόσιους Γορτυνίους για να βοηθήσει τον αδερφό του, Πάνο, που ήταν πολιορκημένος από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με τον πατέρα του. Το 1830 έγινε συνταγματάρχης και την περίοδο της Αντιβασιλείας φυλακίστηκε εκ νέου. Με την άνοδο του Όθωνα στην εξουσία, ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης διορίστηκε υπασπιστής του και έγινε υποστράτηγος. Διορίστηκε γερουσιαστής χωρίς όμως να αποχωρήσει από τον στρατό. Το 1852 κατέστειλε με επιτυχία την εξέγερση του Παπουλάκου στην Μάνη και το 1862 κατέπνιξε την ανταρσία του Ναυπλίου. Τον Μάιο του 1862 ανέλαβε πρωθυπουργός, διατηρώντας για τον εαυτό του το υπουργείο εσωτερικών αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ιταλία, εξαιτίας της έξωσης του Όθωνα. Το 1863 επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική. Το 1866 δέχτηκε να εκπροσωπήσει τον Γεώργιο Α΄ στους γάμους του διαδόχου της Ρωσίας, ενώ νωρίτερα είχε διοριστεί πρόεδρος της επιτροπής Αγώνος. Απεβίωσε από ανίατη ασθένεια στις 23 Μαΐου του 1868. Ήταν νυμφευμένος με την Φωτεινή Τζαβέλα από το Σούλι και απέκτησε μαζί της δύο γιους τον Θεόδωρο, γνωστό με το ψευδώνυμο Φαλέζ και τον Κωνσταντίνο καθώς και πέντε θυγατέρες.
Ο ναύαρχος Έντμουντ Λάιονς (Admiral Edmund Lyons, 1790 –1858) ήταν πρεσβευτής της Μ.Βρετανίας στην Ελλάδα στα χρόνια του Όθωνα. Η ναυτική σταδιοδρομία του άρχισε το 1803 με τη συμμετοχή σε διάφορες επιχειρήσεις των Ναπολεόνετιων πολέμων. Το 1828 ως διοικητής φρεγάτας οδήγησε επιχείρηση εναντίον τουρκικής δύναμης σε φρούριο της Αχαΐας. Το 1832 μετέφερε τον νεοεκλεγέντα βασιλιά Όθωνα από το Βρινδήσιο στο Ναύπλιο με τη φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» στην οποία ήταν πλοίαρχος. Από το 1835 μέχρι το 1849 υπηρέτησε ως πρεσβευτής στην Αθήνα και στη συνέχεια πρεσβευτής στην Ελβετία και το 1851 στην Σουηδία. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου επανήλθε στο ναυτικό αρχικά ως υποδιοικητής του στόλου της Μεσογείου, με την ιδιότητα αυτή έλαβε μέρος στην πολιορκία της Σεβαστούπολης το 1854, και στη συνέχεια ορίστηκε διοικητής του στόλου της Μεσογείου. Ως πρεσβευτής στην Αθήνα έγινε περιώνυμος για την αυταρχική συμπεριφορά του, που υπαγορευόταν από την πεποίθησή του ότι ο πραγματικός του ρόλος του έδινε δικαιώματα κυβερνήτη προτεκτοράτου, στον οποίο έπρεπε να πειθαρχούν χωρίς αντίρρηση όχι μόνο οι Έλληνες πολιτικοί, αλλά και ο βασιλιάς. Πασίγνωστη είναι η φράση του: «Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει είτε Ρωσσική είτε Αγγλική. Και αφού δεν πρέπει να γίνει ρωσσική είναι ανάγκη να γίνει Αγγλική». Ορισμένα από τα αναφερόμενα κατωτέρω γεγονότα, που αποδίδονται σε παρασκηνιακές μεθοδεύσεις του, εικονίζουν την νοοτροπία που διακατείχε τον ίδιο, τους διαδόχους του, αλλά και τους ομόλογούς του πρεσβευτές της Γαλλίας στις επόμενες δεκαετίες.
Μουσουρικά ονομάστηκαν (κατά τη συνήθεια της εποχής) τα διπλωματικά επεισόδια της περιόδου 1847-1848 μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις 25 Ιανουαρίου 1847 ο Κωνσταντίνος Μουσούρος, πρέσβης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα, επί Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, αρνήθηκε να χορηγήσει διαβατήριο στον υπασπιστή του Βασιλέως Όθωνα, Τσάμη Καρατάσο, με την αιτιολογία οτι είχε συμμετάσχει στο κίνημα της Mακεδονίας. Δύο μέρες αργότερα, σε δεξίωση που γινόταν στα ανάκτορα, ο Όθων προσέβαλε τον Τούρκο πρέσβη λέγοντάς του στα γαλλικά «Νομίζω, κύριε, ότι ο βασιλιάς της Ελλάδος άξιζε περισσότερο σεβασμό», και απέστρεψε στη συνέχεια το πρόσωπό του. Κατόπιν υπόδειξης του Άγγλου πρέσβη Λάιονς, που καιροφυλακτούσε για επεισόδιο εις βάρος του Όθωνα, ο Μουσούρος αποχώρησε από την δεξίωση. Ο Τούρκος υπουργός των εξωτερικών απαίτησε με τελεσίγραφο την δημόσια συγγνώμη του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ι. Κωλέττη προς τον πρέσβη τους, κάτι που φυσικά δεν έγινε δεκτό από την ελληνική κυβέρνηση. Η απόρριψή του προκάλεσε την αναχώρηση του Mουσούρου από τον Πειραιά στις 3 Φεβρουαρίου και στη συνέχεια την ανάκληση, στις 30 Μαρτίου του Έλληνα πρεσβευτή στην Πύλη Eμμανουήλ Aργυρόπουλου. Τον Αύγουστο του 1847 η Πύλη προχώρησε σε καθολική διακοπή των επίσημων σχέσεών της με το ελληνικό κράτος και στην ανάκληση των διαπιστευτηρίων των ελλήνων προξένων. Τελικά το επεισόδιο έληξε μετά από παρέμβαση του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Νικολάου του Α΄ και του Κλέμενς φον Μέττερνιχ για κατευνασμό της Υψηλής Πύλης και με την αποστολή "απολογητικής επιστολής" της ελληνικής κυβέρνησης προς το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών, που κατέληξε στην επιστροφή του Μουσούρου στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 1848. Βέβαια οι σχέσεις των δυο χωρών δεν βελτιώθηκαν, αφού, στις 23 Απριλίου του ίδιου έτους, πραγματοποιήθηκε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Μουσούρου, κατά την οποία τραυματίσθηκε ελαφρά, ενώ στη συνέχεια δημιουργήθηκε νέα κρίση (τα λεγόμενα Ναδιρικά) σχετικά με την έκδοση του δράστη Απόστολου Ναδίρη. Τελικά και η υπόθεση αυτή έληξε με την παράδοση του δράστη στην οθωμανική δικαιοσύνη, που τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά, ενώ η Υψηλή Πύλη μετέθεσε τον Κ. Μουσούρο στο Λονδίνο.
Η Υπόθεση Πατσίφικου (όρος που δόθηκε από την γαλλική διπλωματία, κατά το υπόθεση Ντρέιφους) ήταν μια διπλωματική και πολιτική κρίση μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας, που ανέκυψε με αφορμή την επίθεση το 1849 του αθηναϊκού όχλου κατά της περιουσίας του εβραϊκής καταγωγής βρετανού υπήκοου Δαυίδ Πατσίφικου. Ο Δαυίδ Πατσίφικο (Γιβραλτάρ 1784-1854 Λονδίνο) ήταν Ισπανοεβραίος ή πορτογαλοεβραίος, τυχοδιώκτης που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1836, ως Πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα από το 1836 ως το 1842, οπότε παύθηκε εξαιτίας καταχρήσεων. Στη συνέχεια προσκολλήθηκε στον κύκλο της Δούκισσας της Πλακεντίας και έζησε για κάποιο διάστημα με βοηθήματά της. Κατόπιν επιδόθηκε στην τοκογλυφία με άγνωστους πόρους. Διαμένοντας τότε επί της οδού Καραϊσκάκη, της συνοικίας Ψυρή (Αθήνα), έγινε παραίτιος οχλοκρατικού επεισοδίου σε βάρος του, λόγω ασέβειας που επέδειξε κατά την εκφορά του επιταφίου του Ιερού Ναού Αγίου Φιλίππου και του επακόλουθου εθίμου της «καύσης ομοιώματος του Ιούδα». Το έτος εκείνο (1849) πρωτοαπαγορεύθηκε το έθιμο αυτό μετά την εκφορά του Επιταφίου, τουλάχιστον στην Αθήνα λόγω της έκτακτης τότε επίσημης επίσκεψης του Γάλλου τραπεζίτη Ρότσιλντ. Έτσι ο αθηναϊκός λαός ανέβαλε τη τέλεση του εθίμου για την Δευτέρα του Πάσχα, στην πλατεία Ηρώων (στου Ψυρή). Όταν όμως επενέβη η αστυνομία και ακολούθησαν ταραχές, το πλήθος διερχόμενο από την οικία του Πατσίφικο, είτε προκαλούμενο απ' τον ίδιο είτε θεωρώντας αυτόν ως υπαίτιο της απαγόρευσης, επιτέθηκε στη οικία του προκαλώντας καταστροφές, ενώ ο ίδιος μόλις διασώθηκε από τη μανία του πλήθους και κατέφυγε στη αγγλική πρεσβεία, αφού πρόσφατα είχε αποκτήσει την αγγλική υπηκοότητα.
Ο Πατσίφικο ζήτησε υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση από το ελληνικό κράτος, αλλά δεν ικανοποιήθηκε και τότε στράφηκε στη βρετανική κυβέρνηση. Η υπέρμετρη αντίδραση της Βρετανίας, που κορυφώθηκε με τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας από το Βρετανικό Ναυτικό το 1850 και την κατάσχεση ελληνικών πλοίων στο Αιγαίο, ώστε να αναγκαστεί η Ελλάδα να καταβάλει αποζημίωση, αποτελεί πρωτοφανή στην ιστορία των διεθνών σχέσεων αναίτια επίδειξη ισχύος και αμφισβήτηση της κυριαρχίας κυρίαρχου κράτους και έχει παραμείνει κλασικό παράδειγμα στρατηγικής καταναγκασμού μέσω της «διπλωματίας της κανονιοφόρου». Η κρίση έληξε ύστερα από παρέμβαση των άλλων δύο προστάτιδων δυνάμεων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, της Γαλλίας και της Ρωσίας και αφού η Ελλάδα δέχτηκε ισχυρό οικονομικό πλήγμα. Ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός έμεινε στην ιστορία ως Παρκερικά, από το όνομα του Βρετανού ναυάρχου, που είχε την ευθύνη του αποκλεισμού.
Παρκερικά ονομάσθηκαν από τους Έλληνες, τα υπέρογκα πιεστικά μέτρα που επιβλήθηκαν τον Ιανουάριο του 1850 στην Ελλάδα εκ μέρους της Αγγλίας, (ναυτικός αποκλεισμός, απαγόρευση καταπόπλων πλοίων, με κίνδυνο κατάσχεσης αυτών κ.λπ.), εξαφορμής επεισοδίου που σημειώθηκε στην Αθήνα εις βάρος του Ισπανοεβραίου και Άγγλου υπηκόου Δαυίδ Πατσίφικου, πρώην προξένου της Πορτογαλίας και στη συνέχεια τοκογλύφου. Όπως προαναφέρθηκε, το έτος 1849 με αφορμή την απαγόρευση του έθιμο του «καψίματος του Ιούδα» μετά την εκφορά του Επιταφίου, λόγω της έκτακτης τότε επίσημης επίσκεψης του Γάλλου τραπεζίτη Ρότσιλντ, την Δευτέρα του Πάσχα, έγιναν ταραχές στη πλατεία Ηρώων (στου Ψυρή), οπότε το πλήθος διερχόμενο προ της οικίας του Πατσίφικο, επιτέθηκε στη οικία του προκαλώντας καταστροφές, ενώ ο ίδιος μόλις διασώθηκε στην αγγλική πρεσβεία. Το πρωί της επομένης του συμβάντος ο τότε Άγγλος πρεσβευτής Έντμοντ Λάιονς προέβη σε διάβημα προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών για την καταβολή αποζημίωσης στον θιγέντα με το αστρονομικό για τα τότε δεδομένα ποσό των 886.736 δραχμών και 57 λεπτών. Η ελληνική κυβέρνηση βεβαίως αρνήθηκε θεωρώντας ότι το θέμα ανήκει στη Δικαιοσύνη.
Η άρνηση αυτή έδωσε την ευκαιρία στον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση την άμεση καταβολή της αποζημίωσης για τις καταστροφές που υπέστη ο Πατσίφικο, χωρίς να έχει προηγηθεί ούτε στοιχειώδης καταγραφή. Το ζητούμενο ποσό κρίθηκε πολλαπλάσιο ακόμη και της αξίας των τότε ανακτόρων (της Πλατείας Κλαυθμώνος). Επειδή και τότε η ελληνική κυβέρνηση δεν συναίνεσε, ο Πάλμερστον έφθασε στο πρωτόγνωρο για τα τότε διεθνή δεδομένα να διατάξει τον αγγλικό στόλο να προβεί σε ναυτικό αποκλεισμό του Ελληνικού Βασιλείου και ακόμη σε κατάσχεση πολεμικών και εμπορικών πλοίων κατά τον ωμότερο και βιαιότερο τρόπο για να πετύχει τους στόχους του, δηλαδή την επιβολή φιλοβρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και την μεταβολή της ακολουθούμενης τότε φιλορωσικής πολιτικής. Ο βαθύτερος λόγος της Αγγλικής επέμβασης είχε οικονομική βάση, καθώς η Αγγλία άρχισε να νοιώθει τον ισχυρό ανταγωνισμό του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού, που ήδη είχε γίνει πρώτη σημαία στην Δουνάβια ναυσιπλοΐα, που τότε ήταν σημαντική εμπορική οδός.
Τα γεγονότα έμειναν γνωστά ως Παρκερικά, από το όνομα του Άγγλου ναυάρχου Ουΐλιαμ Πάρκερ που εφάρμοσε τα μέτρα, κατά διαταγή του τότε υπουργού των εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον. Ο Αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός δεν αφορούσε μόνο την υπόθεση Πατσίφικο. Είχε ακόμη και εδαφικές διεκδικήσεις στο όνομα του Κράτους των Ιονίων νησιών που κηδεμόνευε παράνομα η Αγγλία, η οποία, συγκεκριμένα, διεκδικούσε από την Ελλάδα τα νησιά Σαπιέντζα και Ελαφόνησο, και επίσης, απαιτούσε:
Αποζημίωση για έξι πλοιάρια που ληστεύθηκαν.
Ικανοποίηση για καθύβριση της Αγγλικής σημαίας και ασέβεια προς τον Άγγλο πρόξενο Μπόυντ.
Αποζημίωση για δυο κακοποιημένους Επτανήσιους στον Πύργο.
Αποζημίωση για τον αγρό του Φίνλεϊ που περιλήφθηκε χωρίς αποζημίωση στον Βασιλικό Κήπο.
Απέναντι στα μέτρα αυτά στάθηκαν ομόψυχα όλοι οι Έλληνες από τον βασιλιά Όθωνα μέχρι και τον τελευταίο εργάτη, επιδεικνύοντας γενναιότητα και ψυχραιμία, ενώ οι πληγέντες από τα μέτρα, κυρίως έμποροι και ναυτιλλόμενοι στον Πειραιά, τάχθηκαν όλοι στο πλευρό της ελληνικής Κυβέρνησης επιδοκιμάζοντας την στάση της. Τελικά μετά από διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας και παρέμβαση της Ρωσίας, ο ναυτικός αποκλεισμός άρθηκε στις 15 Απριλίου του 1850, όταν το ζήτημα της αποζημίωσης του Πατσίφικο παραπέμφθηκε σε διεθνή διαιτησία. Με την αιτηθείσα επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ρωσίας και της Γαλλίας και ιδιαίτερα με την αποχώρηση του Γάλλου πρέσβη από το Λονδίνο η υπόθεση πλησίασε στο τέλος της. Ορίστηκε επιτροπή διαιτησίας, η οποία εξακρίβωσε πως η ζημία που τελικά είχε υποστεί ο Πατσίφικο ήταν μόλις 3.750 δραχμές, με αρκετές αμφιβολίες, αφού και ο ίδιος δεν μπόρεσε να αποδείξει τον τρόπο απόκτησης των καταλογιζομένων ειδών. Έτσι αφενός η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε στον Πατσίφικο το ποσόν των 3.750 δραχμών και αφετέρου επεστράφη σε αυτήν το υπόλοιπο ποσό εκ 330.000 δραχμών που είχε εν τω μεταξύ καταθέσει στην Αγγλία, ως εγγύηση, για την άρση τουλάχιστον του αποκλεισμού. Μετά το τέλος της υπόθεσης ο Πατσίφικο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Στην Αγγλία το θέμα συζητήθηκε στην Βουλή των Λόρδων όπου καταδικάστηκε η ενέργεια του Πάλμερστον, ενώ η Βουλή των Κοινοτήτων αναίρεσε την απόφαση. Ο Πάλμερστον υπερασπίστηκε τις ενέργειές του όχι μόνο για την συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά για την γενικότερη εξωτερική πολιτική του, που υιοθετούσε την υπεράσπιση οποιουδήποτε Βρετανού πολίτη με όλα τα μέσα, με μια ομιλία πέντε ωρών γνωστή ως Civis Romanus sum (Είμαι Ρωμαίος πολίτης). Η Βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας απέστειλε σχετικό έγγραφο στον Πρωθυπουργό Τζον Ράσελ θεωρώντας τον εν λόγω υπουργό κύριο υπαίτιο της εις βάρος της Αγγλίας αποδιδόμενης διεθνούς δυσφορίας, αλλά και κοινοποιώντας την απαγόρευση πλέον οποιασδήποτε ενέργειας επί εξωτερικών σχέσεων χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της.
Αξίζει να αναφερθεί η αναφορά του Μακρυγιάννη στα γεγονότα αυτά, που αποδίδει το λαϊκό αίσθημα και τον σοβαρό τους αντίκτυπό: "...και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον οπούναι περίπου από τρεις μήνες και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριο και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπούχουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα..."
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1853 επί πρωθυπουργίας Αντ. Κριεζή η Τουρκία κήρυξε τον επονομαζόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του ίδιου έτους εκδηλώθηκαν επαναστατικές κινήσεις Ελλήνων οπλαρχηγών στα ελληνοτουρκικά σύνορα και κυρίως στην Ήπειρο. Συγκροτήθηκαν εθελοντικά σώματα και τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1854 πραγματοποιήθηκαν εξεγέρσεις στην Ήπειρο (με αρχηγούς τους Θ.Γρίβα, Σπ.Καραϊσκάκη και Κ. Τζαβέλα), στη Δυτική Μακεδονία (Ο.Ζιάκας) και στη Θεσσαλία (Χρ.Χατζηπέτρος), με τη συνδρομή εθελοντικών σωμάτων με Έλληνες αξιωματικούς. Στις 28 Φεβρουαρίου 1854 η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Ρώσων, υπογράφοντας συνθήκη συμμαχίας με τον σουλτάνο. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να αποκηρύξει τις εξεγέρσεις των υποδούλων Ελλήνων επέφερε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας. Ο Όθων, που σχεδίαζε να τεθεί επικεφαλής του στρατού στα ελληνοτουρκικά σύνορα, διέκοψε τις εργασίες της Βουλής και της Γερουσίας, μετά από αντίδραση του πρωθυπουργού Αντ. Κριεζή. Τελικά ο Όθων εγκατέλειψε τα επιθετικά σχέδιά του και τον Μάιο – Ιούνιο 1854 οι Τούρκοι κατέστειλαν τις εξεγέρσεις στην Ήπειρο, στη Δυτ.Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Χαλκιδική.
Στα πλαίσια της πολιτικής των Αγγλογάλλων να απαγορεύσουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο υπέρ των Ρώσων, στις 12 Μαΐου 1854 αποβιβάστηκαν στον Πειραιά γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα. Ο Όθων υποχρεώθηκε να αποδεχτεί την «διακήρυξη ουδετερότητας» σύμφωνα με την αξίωση των Αγγλογάλων. Στις 16 Μαΐου 1854 την διακυβέρνηση ανέλαβε το Υπουργείο Κατοχής που επέβαλαν οι Αγγλογάλλοι με πρωθυουργό τον Αλ. Μαυροκορδάτο. Τον Νοέμβριο 1854 μετρήθηκαν 3000 νεκροί από επιδημία χολέρας που απλώθηκε στον Πειραιά και την Αθήνα από τα γαλλικά στρατεύματα. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1855 σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Δ.Βούλγαρη. Στις 18 Φεβρουαρίου 1856 η αγγλική και γαλλική διπλωματία υποχρέωσαν τον σουλτάνο να αναγνωρίσει δικαιώματα στους αλλόθρησκους πληθυσμούς του Οθωμανικού κράτους. Στις 18 Μαρτίου 1856 τερματίστηκε και τυπικά ο Κριμαϊκός Πόλεμος και στις 16 Φεβρουαρίου 1857 τα αγγλογαλλικά στρατεύματα κατοχής αποχώρησαν, αφού προηγουμένως η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε να εγκατασταθεί στη χώρα Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Η Αγγλογαλλική Κατοχή του 1854, μετά τα Παρκερικά του 1850, ήταν η δεύτερη ανοιχτή επέμβαση βίαιης επιβολής της θέλησης των «Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων» στο ελληνικό κράτος. Στις επόμενες δεκαετίες ακολούθησαν και άλλες (1897, 1915, 1940, 1944) με περισσότερο επώδυνες επιπτώσεις, αποδεικνύοντας ότι οι θεωρούμενοι «σύμμαχοι», υπήρξαν εξίσου «κατακτητές» με τους ηττημένους (και γι’ αυτό λοιδωρούμενους) αντιπάλους τους.
Ως Σκιαδικά έμειναν στην ιστορία τα σοβαρά επεισόδια που έγιναν στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα στις 10 και 11 Μαΐου του 1859. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, υπουργός Εξωτερικών εκείνη την εποχή, είχε διατυπώσει πολλές φορές σε οικογενειακές συζητήσεις την άποψη ότι οι πιο εύπορες τάξεις έπρεπε να στραφούν στην αγορά ελληνικών προϊόντων, για να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή, που η υποστήριξή της για τον Ραγκαβή αποτελούσε εθνική ανάγκη. Ο γιος του Κλέων διέδωσε την ιδέα σε μαθητές και φοιτητές οι οποίοι στις 10 Μαΐου του 1859 βγήκαν περίπατο στο Πεδίο του Άρεως φορώντας ψάθινα καπέλα από τη Σίφνο, που ονομάζονταν σκιάδια. Όμως οι εισαγωγείς καπέλων από το εξωτερικό που πλήττονταν από αυτήν την πρωτοβουλία, έστειλαν στο Πεδίο του Άρεως υπαλλήλους τους που φορούσαν αστεία και κουρελιασμένα σκιάδια για να διακωμωδήσουν τους νέους, με αποτέλεσμα να γίνουν επεισόδια. Κλήθηκε η αστυνομία η οποία στράφηκε κατά των φοιτητών και των μαθητών και συνέλαβε ορισμένους από αυτούς.
Την επόμενη ημέρα φοιτητές και πλήθος λαού συγκεντρώθηκαν μπροστά στα προπύλαια του Πανεπιστημίου. Ακολούθησε διαδήλωση η οποία κατέληξε στο Υπουργείο Εσωτερικών. Εκεί οι διαδηλωτές απαίτησαν από τον υπουργό την παύση του διευθυντή της αστυνομίας Δημητριάδη. Η απάντηση του υπουργού ότι το θέμα θα εξεταζόταν δεν ικανοποίησε τους συγκεντρωμένους που ζήτησαν να εμφανισθούν και ενώπιον του Όθωνα για το ίδιο θέμα, ο βασιλιάς όμως αρνήθηκε προβάλλοντας ορισμένες δικαιολογίες, γεγονός που εξερέθισε ακόμα περισσότερο τα πνεύματα. Ο κόσμος επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο και καθώς η συγκέντρωση άρχισε να παίρνει απειλητικότερο χαρακτήρα ο φρούραρχος της Αθήνας, Μιχαήλ Σούτσος έδιωξε τους συγκεντρωμένους με στρατιωτική δύναμη. Την ίδια μέρα παύθηκε ο Δημητριάδης και αποφυλακίσθηκαν οι συλληφθέντες.
Η οικονομία της Ελλάδας κατά την Οθωνική Περίοδο ήταν αγροτική, το μεγαλύτερο μέρος της αφορούσε τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ υπήρχε και αξιόλογη ανάπτυξη του εμπορίου, εξαιτίας του διεσπαρμένου ελληνισμού. Ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας είχε πολύ αργή ανάπτυξη. Οι λόγοι αυτής της κατάστασης ήταν κυρίως οι άσχημες διεθνείς σχέσεις με τις δυνάμεις της Ευρώπης και των γειτονικών χωρών, η αναξιοπιστία της Ελλάδας διεθνώς, η πολιτική αστάθεια και η ανασφάλεια στην ύπαιθρο. Η σημαντικότερη μερίδα των πολιτικών σχημάτων υποστήριζαν ότι η οικονομική ανάπτυξη ήταν αδύνατη, αν πρώτα δεν απελευθερώνονταν και άλλες περιοχές (αλυτρωτισμός), αν και αυτή η αλυτρωτική πολιτική κόστιζε πολύ. Η άλλη πολιτική μερίδα υποστήριζε ότι πρώτα πρέπει να γίνει εκσυγχρονισμός.
Η πρώτη νομισματική μεταρρύθμιση έγινε λίγο μετά τον διορισμό του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και την άφιξη του στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Με Βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833 «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», αντικαταστάθηκε ο Φοίνικας με την Δραχμή, η οποία υποδιαιρέθηκε σε 100 λεπτά. Η αντιβασιλεία του Όθωνα δημιούργησε τρία μονοπώλια, ένα από τα οποία ήταν το αλάτι, ως κύρια πηγή εσόδων. Το δάνειο των 60.000.000 γαλλικών φράγκων του Όθωνα εγγυήθηκαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) κάθε μία το ένα τρίτο. Η τρίτη δόση των 20.000.000 γαλλικών φράγκων ουδέποτε καταβλήθηκε στην Ελλάδα. Κατακρατήθηκε από τη δανειοδότρια τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανείου. Από τις υπόλοιπες δύο δόσεις, 40 εκατ. γαλλικών φράγκων, το 56,8% κατακρατήθηκε στο εξωτερικό, ενώ το υπόλοιπο σπαταλήθηκε από την αντιβασιλεία και σε έξοδα του Βαυαρικού στρατού. Το έτος 1835, στο δημόσιο ταμείο υπήρχαν 1.800.000 δραχμές και με το ποσό αυτό έπρεπε να καλυφθούν τα ελλείμματα 1833-1835 και η εξυπηρέτηση του δανείου, που ήταν 2.700.000 δραχμές. Τελικά η καθαρή πρόσοδος, από το δάνειο, για την Ελλάδα ήταν 14,2%. Στο τέλος του 1859 η Ελλάδα έναντι του δανείου χρωστούσε υπερτριπλάσια όσων λογιστικά είχε επωφεληθεί από το δάνειο.
Η Ρωσία απαίτησε, για πολιτικούς λόγους, άμεση καταβολή των τοκοχρεολυσίων των πρώτων δύο δόσεων του 1833 και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης. Με αυτά συμφώνησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία). Ο Όθωνας αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα, σταμάτησε την εκτέλεση έργων, ανέστειλε την καταβολή μισθών και απέλυσε πολλούς. Το έτος 1843 έγινε η δεύτερη πτώχευση- χρεοκοπία. Το 1857, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία όρισαν Διεθνή Οικονομική Εξεταστική Επιτροπή για να γνωμοδοτήσει για μέτρα που μπορούσε να λάβει η τότε κυβέρνηση για την αποπληρωμή του δανείου που πήρε η Ελλάδα το 1833, ως συνέπεια της στάσης που είχε κρατήσει η χώρα κατά τον Πόλεμο της Κριμαίας. Η επιτροπή όρισε ότι η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώνει τουλάχιστο 900.000 γαλλικά φράγκα το έτος, ποσό που θα μπορούσε να αυξάνεται όταν η χώρα θα είχε τη δυνατότητα. Η Ελλάδα πλήρωσε το 1860 και μετά χρεοκόπησε, σταμάτησε πάλι τις πληρωμές, για τρία ακόμη χρόνια (1861-1862-1863), ενώ προχώρησε σε νέα συμφωνία αναδιάρθρωσης - αποπληρωμής του χρέους το 1864.
Μετά τα λαμπρά δημιουργήματα της Κρητικής Λογοτεχνίας, που διατήρησε αμυδρό το λυκόφως της στην Ποίηση της Διασποράς του 18ου αιώνα, η ελληνική γλώσσα, παρακολουθώντας την γενικότερη ανάταση της εποχής, ανέβηκε σε επίπεδα υψηλής δημιουργίας στα χρόνια του Εθνικού Διαφωτισμού, με δύο μεγάλους ποιητές (Σολωμό και Κάλβο), η επίδραση των οποίων αξιοποιήθηκε στα χρόνια του Όθωνα από την Επτανησιακή Σχολή, ενώ η Αθηναϊκή Σχολή, σύμφωνα με το γενικότερο πνεύμα, ρέποντας προς τον ρομαντισμό, έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στον τυπικό εξευρωπαϊσμό των λογοτεχνικών εκφραστικών μέσων.
Ο Κερκυραίος Διονύσιος Σολωμός (8 Απριλίου 1798 - 9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής και «εθνικός ποιητής» των Ελλήνων, που αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, δημοτικό τραγούδι) και καλλιέργησε πρώτος συστηματικά τη δημοτική γλώσσα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία και ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της. Σύμφωνα με τις απόψεις του, συνδυάζοντας «τον ρομαντισμό και τον κλασικισμό», δημιούργησε «ένα [...]είδος μιχτό, αλλά νόμιμο[...]», ντύνοντας τις εμπνεύσεις του με το πνεύμα και την ατμκόσφαιρα του αγωνιζόμενου έθνους. Μόχθησε για ιδεώδη εξισορρόπηση πνεύματος και μορφής με τάση προς το υψηλό και το τέλειο, σε μία ποίηση επηρεασμένη από τον ρομαντισμό του Βύρωνα και τον κλασικισμό του Φώσκολου, πλούσια σε φαντασία και καθαρότητα γλώσσας, εμψυχωμένη από ιδεαλιστική πνοή. Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος των Ελλήνων (Ελλάδας και Κύπρου), τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή, καθώς κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε». Ορθά ο Γιώργος Σεφέρης χαρακτήρισε τα υψιπετή και αιθέρια εκφραστικά επιτεύγματά του προδρομικά της «καθαρής ποίησης», που καλλιεργήθηκε στη Γαλλία 80-90 χρόνια αργότερα.
Ο επίσης Κερκυραίος Ανδρέας Κάλβος (Απρίλιος 1792 – 3 Νοεμβρίου 1869) είναι ο δεύτερος πόλος του διδύμου των μεγάλων ποιητών του Εθνικού Διαφωτισμού, του οποίου, παραδόξως, δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους). Κατ’ εξοχήν πατριωτικός ποιητής θρεμμένος με την ανδροπρέπεια των πινδαρικών ύμνων, με υψιπετή έμπνευση, πολέμιος του περιττού, έδωσε μία ποίηση που αποτελεί απόσταγμα κλασικής αρμονίας, δύναμης και υποβολής. Κατά περίεργο τρόπο πέθανε άσημος και το έργο του παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι τα χρόνια της γενιάς του 1880 και ιδιαίτερα του 1930, όταν ο Γιώργοε Σεφέρης, έχοντας υπόψη του την εκπληκτική ταχύτητα εναλλαγής των εικόνων του, τον χαρακτήρισε «πρόδρομο του υπερρεαλισμού».
Με τον όρο Επτανησιακή Σχολή εννοείται η λογοτεχνική παραγωγή των Ιονίων νήσων από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι. έως το τέλος του 19ου αιώνα. Ο όρος «επτανησιακή σχολή» εισάχθηκε από τον Ροΐδη και τον Ασώπιο στο 2ο μισό του 19ου αιώνα και τον υιοθέτησε αργότερα ο Κωστής Παλαμάς στα κριτικά του δοκίμια για τους επτανήσιους ποιητές, αφού στην αφετηρία αυτής της αξιόλογης λογοτεχνικής ακουλουθίας βρισκόταν ο Διονύσιος Σολωμός. Σε αυτή την περίοδο, σε αντίθεση με την ποίηση, η παραγωγή πεζογραφικών κειμένων ήταν μικρή και από αυτήν ξεχωρίζει η Αυτοβιογραφία, της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου 1831, το πρώτο ελληνικό γυναικείο πεζογράφημα, μαρτυρία για την περιθωριοποιημένη θέση της γυναίκας σε σχέση με την πνευματική και κοινωνική ζωή της επτανησιακής πολιτισμικής επικράτειας. Στον τομέα της παραγωγής κριτικών δοκιμίων, φιλολογικών και αισθητικών μελετών, παράχθηκαν σημαντικά έργα όπως ο Διάλογος του Δ. Σολωμού, τα «Προλεγόμενα» του Ιακ. Πολυλά στην έκδοση του έργου του Σολωμού και η μελέτη του Γ.Καλοσγούρου για τη μετάφραση του σαιξπηρικού Άμλετ από τον Ιακ. Πολυλά. Δυναμικό επίσης εμφανίζεται και το μεταφραστικό έργο σε ό,τι αφορά την αρχαία ελληνική γραμματεία και τις νεότερες δυτικές λογοτεχνίες. Εκπρόσωποι της θεατρικής παραγωγής για την ίδια περίοδο στην επτανησιακή σχολή είναι οι θεατρικοί συγγραφείς Σαβόγιας Ρούσμελης, Δ. Γουζέλης και Ιωάννης Ζαμπέλιος.
Γενικά χαρακτηριστικά της ποιητικής παραγωγής της Επτανησιακής Σχολής είναι η σχεδόν αποκλειστική χρήση δημοτικής γλώσσας (και η θεωρητική υποστήριξή της από τους περισσότερους), η έμπνευση από την ιταλική στιχουργία, η ιδεαλιστική αντίληψη της τέχνης, ο ιδανισμός στην παρουσίαση της γυναίκας, η πατριδολατρία, η ερωτική εξιδανίκευση, η αγάπη για την φύση, η πλούσια φαντασία, η δύναμη και η ενάργεια των εικόνων, η διάχυτη αγάπη για τον άνθρωπο και το κάλλος, η βαθειά ειλικρίνεια και αισθηματικότητα, η τάση για ελευθερία και αγωνιστικότητα και ο σεβασμός στη θρησκεία, την αγάπη και το χρέος. Οι ποιητές της σχολής διακρίνονται σε Σολωμικούς, Μετασολωμικούς, Εξωσολωμικούς, ελάσσονες και επίγονους ως εξής:
Οι Σολωμικοί ποιητές δημιούργησαν έργο που φέρει τα ίχνη της σολωμικής επίδρασης, ενώ οι ίδιοι συνέβαλαν στη μελέτη και τη διάδοση της ποίησης του Σολωμού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Ζακύνθιος Αντ. Μάτεσης (1794-1875), που, σε απλή γλώσσα, καλλιέργησε τη λυρική αισθηματολογία και το κοινωνικό ρομαντικό δράμα, με θέματα ερωτικούς χωρισμούς και θρήνους (Ο Βασιλικός), ο Ζακύνθιος Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1874) και η σημαντική προσπάθειά του για τη διάδοση της δημοτικής γλώσσας στα πρότυπα του Σολωμού (Το φίλημα, Οι Γάμοι του Μ. Αλέξανδρου, Κόρρινα και Πίνδαρος) και ο επίσης δημοτικιστής Κεφαλλονίτης δικαστικός Ιουλιος Τυπάλδος (1814-1883), ο οποίος απέδωσε στα Ελληνικά τμήμα της Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ του Torquato Tasso και έγραψε πατριωτικά τραγούδια με δημοτικό ύφος και λυρικούς αισθηματολογικούς στίχους, με διάθεση λυπημένη και με την άχνα σεληνοφώτιστου μυστικισμού. Ο Κεφαλλονίτης Γερ. Μαρκοράς (1826-1911), δορυφόρος του Σολωμού με αβρότητα, απλότητα και πλαστικότητα ύφους, αντλεί έμπνευση από την καθημερινή ζωή και τα ιστορικά γεγονότα, την πατρίδα, τον έρωτα και τον θάνατο (Ο Όρκος), ενώ ο Κερκυραίος Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1898), φίλος, μαθητής και μελετητής του Σολωμού, έδωσε περιορισμένο ποιητικό και πεζογραφικό έργο, αλλά είχε σημαντική συμβολή σε μεταφραστικά και κριτικά έργα. Εξέδωσε τα Ευρισκόμενα, το σύνολο των έργων του Δ. Σολωμού, και μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου.
Οι Μετασολωμικοί ποιητές δραστηριοποιήθηκαν μετά το θάνατο του Σολωμού (1857). Ήταν ποιητές και μεταφραστές, που δεχτηκαν επιδράσεις από τις κριτικές απόψεις του Πολυλά, για την εφαρμογή ενός φιλόδοξου μεταφραστικού έργου εμπλουτισμού της επτανησιακής λογοτεχνίας με νεοελληνικές αποδόσεις έργων της αρχαιοελληνικής και της σύγχρονής τους ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου είναι ο Κερκυραίος Στυλιανός Χρυσομάλλης (1836-1918), φίλος και οπαδός του Πολυλά, που έγραψε λίγα λυρικά ποιήματα και μεταφράσεις, ο Γεώργιος Καλοσγούρος, γνωστός για τα κριτικά του δοκίμια και ο Κερκυραίος Νικόλαος Κογεβίνας.
Οι Εξωσολωμικοί ποιητές δεν ανήκαν στη σφαίρα επιρροής του Σολωμού. Κυριότερος εκπρόσωπος των εξωσολωμικών ποιητών μετά τον Ανδρέα Κάλβο είναι ο Λευκαδίτης Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), μεγαλόστομος ρομαντικός, που λειτούργησε ως μεσολαβητής ανάμεσα στην επτανησιακή και την ελλαδική (αθηναϊκή) λογοτεχνία του 19ου αι. (Κυρά Φροσύνη, Αθανάσιος Διάκος, Αστραπόγιαννος, Φωτεινός). Με επιδράσεις από τον γαλλικό ρομαντισμό, και ιδίως από τον Ουγκών με τον οποίο η έμπνευσή του παρουσιάζει ιδιαίτερη συγγένεια, προσπάθησε να αφηγηθεί την ελληνική ιστορία με έντεχνο τρόπο και να συμβάλλει στην εμπέδωση της εθνικής αυτογνωσίας, με επικοδραματικές πατριωτικές συνθέσεις που σφύζουν από αρρενωπότητα και ρώμη, αφοσιωμένες στην ιδέα της εθνεγερσίας. Έγραψε επίσης λυρικά ποιήματα με ελεγειακό τόνο. Ξεχωριστός υπήρξε επίσης ο Κεφαλλονίτης από το Ληξούρι Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901, Μυστήρια της Κεφαλονιάς, Ιδού ο Άνθρωπος) καταγραφέας ηθών με επαναστατικές ιδέες. Οι σατιρικοί στίχοι του ξεχειλίζουν από ορμή ευτράπελης ηθογραφίας και διάθεση πολεμική των προλήψεων, της αδικίας, της πλάνης, της υποκρισίας, της δεισιδαιμονίας και της οπισθοδρομικότητας. Αφορίστηκε από την εκκλησία εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον τοπικό κλήρο.
Ελάσσονες θεωρούνται ποιητές όπως ο Κερκυραίος Σπύρος Μελισσηνός (1823-1888), που έγραψε τραγωδίες και λυρικούς στίχους, όπου προσπαθεί να ξεμακρύνει από την επίδραση του Σολωμού, ο Κεφαλλονίτης δημοσιογράφος Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), που συνδυάζει την πολιτικοκοινωνική και φιλολογική σάτιρα του Αλ.Σούτσου με την επτανησιακή ευθυμογραφία, ο Κερκυραίος Νικόλαος Κονεμένος (1832-1907), του οποίου η λασκαρατική ηθική ποιότητα, μέσα στην επαρχιώτικη ιδιορυθμία της, εμφανίζει πνεύμα και ευφυΐα και ο Στέφανος Μαρτζώκης (1855-1913), πολύ δημοφιλής στον καιρό του, οι στίχοι του οποίου χαρακτηρίζονται από πονεμένη, αν και συχνά κοινοτοπική, ερωτική διάθεση.
Ως επίγονοι χαρακτηρίστηκαν ορισμένοι επτανήσιοι λογοτέχνες που δέχθηκαν εξωεπτανησιακές επιδράσεις, κυρίως της αθηναϊκής σχολής. Ανάμεσά τους διακρίνονται ο Κεφαλλονίτης σατιρικός Μικέλης Άβλιχος (1844-1917), ο Κερκυραίος Γεώργιος Μαρτινέλης (1836-1896) που έγραψε σάτιρες, ωδές και ερωτικά λυρικά με χάρη και συναισθηματισμό, που δεν αποφεύγουν την ατονία και τον γλυκασμό, ο Γεράσιμος Σπαταλάς με τα καλά κρυμένα μυστικά των προσδοκιών του και ο Μαρίνος Σιγούρος (1885-1961), που άφησε στίχους γεμάτους με κρυφές ελπίδες, χαρές και επιθυμίες.
Με τον όρο Α Αθηναϊκή σχολή εννοούμε το σύνολο των ποιητών της περιόδου 1830-1880 που έδρασαν στην Αθήνα, όπου κυριάρχησαν οι Φαναριώτες, ενώ στα Επτάνησα επικρατούσε ο κύκλος του Σολωμού. Μολονότι και στην Επτανησιακή ποίηση εντοπίζονται ρομαντικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής είναι ο δακρύβρεχτος και ανεδαφικός ρομαντισμός με γαλλική κυρίως επίδραση, καλλιεργημένος από πανεπιστημιακούς άντρες χωρίς επαφή με τη ζωή. Ορόσημο για την εμφάνιση του ρομαντισμού της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής είναι το 1831, έτος δημοσίευσης των ποιημάτων Ο Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου και Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Η πορεία της Σχολής μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις φάσεις. Τα χρόνια ώς το 1850 ονομάζονται «περίοδος εξόρμησης», κατά την οποία οι ποιητές προσπαθούν να διαμορφώσουν την φυσιογνωμία τους, η Επανάσταση είναι το βασικό γεγονός που τροφοδοτεί την ποίηση, οι λογοτέχνες αναζητούν νέους εκφραστικούς τρόπους και χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα, χωρίς να αποκλείουν και την δημοτική. Τα χρόνια 1850-1870 είναι η «περίοδος της ακμής». Οι κυριότεροι εκπρόσωποι (Αλέξανδρος Σούτσος, Π. Σούτσος, Ραγκαβής) έχουν φτάσει στην ωριμότητα, ενώ εμφανίζονται και νεότεροι (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Σπυρίδων Βασιλειάδης). Τα χρόνια αυτά σηματοδοτούνται από την κυριαρχία των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και την στροφή προς τον αρχαϊσμό, ενώ γίνονται όλο και πιο έντονα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Αθηναϊκού ρομαντισμού (ατημέλητη μορφή, υπερβολική μελαγχολία, στόμφος και ρητορισμός) τα οποία φτάνουν σε ακραίες μορφές (ακυριολεξία, θανατολαγνεία) κατά την τελευταία «περίοδο της παρακμής» (1870-1880), όταν έχουν πεθάνει οι κυριότεροι εκπρόσωποι, έχουν παρακμάσει οι ποιητικοί διαγωνισμοί και κυριαρχεί η μορφή του Αχιλλέα Παράσχου.
Κοινά χαρακτηριστικά της ποιητικής παραγωγής της Α Αθηναϊκής Σχολής είναι η αυστηρή καθαρεύουσα, η χρήση της δημοτικής κυρίως σε πατριωτικά ποιήματα που απευθύνονταν στον λαό, η έμπνευση από τον γαλλικό ρομαντισμό (ιδιαίτερα τον Βεραντζέρο) και τον Μπάϋρον, οι επιδράσεις της φαναριώτικης στιχουργίας, η επιφανειακή μίμηση του δημοτικού τραγουδιού στα πατριωτικά κυρίως ποιήματα, η ατημελησία της μορφής, η φλυαρία, ο ρητορισμός, η ακυριολεξία και μια σταδιακά αυξανόμενη τάση προς την απαισιοδοξία με πεισιθάνατη διάθεση, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία της παρακμής (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος). Η θεματολογία περιλαμβάνει πατριωτικά ποιήματα, εμπνευσμένα από την Ελληνική Επανάσταση, καθώς και ερωτικά, μελαγχολικά, απαισιόδοξα και σατιρικά ποιήματα (κυρίως οι Αλέξανδρος Σούτσος και Θεόδωρος Ορφανίδης).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο θεσμός των ποιητικών διαγωνισμών που κυριαρχούσαν από το 1851 ως το 1867 στην πνευματική ζωή της Αθήνας, πιστοποιώντας την εξέχουσα θέση που κατείχε η ποίηση στην κοινωνία. Ο πρώτος Ράλλειος Διαγωνισμός προκυρήχθηκε το 1851, με στόχο την καλλιέργεια της ποίησης σε καθαρεύουσα γλώσσα, και απέρριπτε όσα ποιήματα υποβάλλονταν σε δημοτική. Το 1861 διακόπηκε ο Ράλλειος Διαγωνισμός και το 1862 προκυρήχθηκε ο Βουτσιναίος. Κριτές στους ποιητικούς διαγωνισμούς ήταν πανεπιστημιακοί καθηγητές. Οι πιο γνωστοί ανάμεσα σ' αυτούς ήταν οι Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Στέφανος Κουμανούδης, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Δημήτριος Βερναρδάκης. Η ανακοίνωση της κρίσης της επιτροπής και του νικητή γινόταν με πανηγυρικό τρόπο κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου και η τελετή ήταν κεντρικό γεγονός της πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Οι κριτές των διαγωνισμών επεδίωκαν να περιορίσουν την επίδραση του ρομαντισμού και επέβαλαν κανόνες που χαρακτήριζαν τον κλασικισμό, όπως η αυστηρή διάκριση των ποιητικών ειδών. Απέρριπταν τις ακραίες εκδηλώσεις του ρομαντισμού κυρίως για πολιτικούς λόγους, και τον κατηγορούσαν ως ξενόφερτο και επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη.
Για τους κυριότερους εκπρόσωπους της σχολής κατά χρονολογική σειρά μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
- Ο Παναγιώτης Σούτσος (από την Κων/πολη, 1806-1868) έγραψε ποιήματα σε ακραιφνή αρχαΐζουσα γλώσσα, με ολοφυρόμενη απαισιοδοξία, στόμφο και δυτικές απηχήσεις. Αργότερα απαλλάχτηκε, ως ένα σημείο από τα ιδιώματα αυτά και πλησίασε το αίσθημα, με στίχους περισσότερο χαρωπούς και ανάλαφρους, σε δημοτική γλώσσα.
- Ο Αλέξανδρος Σούτσος (από την Κων/πολη, 1803-1863), γαλλοτραφής Φαναριώτης, αναδείχτηκε μεγαλορρήμων λυρικός, αβαθής και χωρίς συγκίνηση, σε ένα είδος ποιητικής δημοσιογραφίας, που στρέφεται με σατιρική διάθεση κατά του Όθωνα και των Βαυαρών.
- Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (από την Ήπειρο, 1805-1858) έγραψε σε καθαρεύουσα πατριωτική ποίηση βροντώδη και ενθουσιαστική για τον αγώνα. Εξίσου παρορμητικός είναι και στα λυρικά ποιήματα του για το οικογενειακό δράμα του, σε δημοτική και με μουσική ιταλική γλυκύτητα, χάρη, αφέλεια και ειδυλλιακότητα. Ορισμένα μελοποιημένα ποιήματά του (Μια βοσκοπούλα αγάπησα, Η αναχώρησή της) τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν μέχρι τα νεότερα χρόνια (το δεύτερο σε μουσική Γιάννη Σπανού).
- Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (από την Κων/πολη, 1809-1892) διακρίθηκε για τον γερμανικό ρομαντισμό και την πατριδολατρεία του, πλησιάζοντας το ιδανικό της πλαστικής καθαρεύουσας, με παραστατική ενάργεια και αίσθηση του φυσικού κάλλους. Ο φλογερός θούριός του σε δημοτική γλώσσα Ο κλέφτης (Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά ...) τραγουδήθηκε και εμψύχωνε τους Έλληνες για πολλές δεκαετίες.
- Ο Ηλίας Τανταλίδης (από την Κων/πολη, 1818-1876), επίσης γαλλοτραφής με χαλαρή έκφραση και μέτρια έμπνευση σε αρχαΐζουσα γλώσσα, έγραψε και ποιήματα σε δημοτική με ζωντανό ύφος και σατιρική φρεσκάδα.
- Ο Θεόδωρος Ορφανίδης (από τη Σμύρνη, 1817-1886), καθηγητής βοτανολογίας, έγραψε λυρικά ποιήματα με κάποια καλλιέπεια, κυρίως σάτιρες με δημοσιογραφική ευχέρεια, αλλά και πολλές λεπτομέρειες.
- Ο Γεώργιος Παράσχος (από τη Χίο, 1822-1886) έγραψε ερωτικά και πατριωτικά ποιήματα, απλά, μετρημένα και ρυθμικά με καθημερινό ύφος και γλώσσα που πλησιάζει τη δημοτική.
- Ο Ιωάννης Καρασούτσας (από τη Σμύρνη, 1824-1873), από τους πλέον αυθόρμητους εκπρόσωπους της σχολής, διατηρεί στους στίχους του κάποια λυρική θέρμη, αυθεντικότητα και λεπτότητα, υμνώντας τη φύση με ειλικρινές πάθος.
- Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης (από την Καρύταινα, 1829-1854), πέθανε σε ηλικία 25 ετών, αφήνοντας λίγα ποιήματα, όπου μεταπλάθει, με ανόθευτο αίσθημα και χωρίς πομπώδη θρηνωδία, την βιωμένη ελεγεία της ψυχής του και την ήπια θλίψη της οδύνης του.
- Ο Δημήτριος Βερναρδάκης (1834-1908), κορυφαίος δραματουργός της έμμετρης κλασικίζουσας τραγωδίας, με άψογη εξέλιξη του μύθου και εκφραστική μεγαλοπρέπεια, έγραψε και λίγα λυρικά ποιήματα με τυπικά ρομαντικά χαρακτηριστικά.
- Ο Άγγελος Βλάχος (γεννημένος στην Αθήνα, 1838-1920), εγκυκλοπαιδιστής κριτικός, έγραψε στίχους στα νιάτα του, περιορίζοντας τη ρομαντική διάθεση σε νεοκλασικά πλαίσια και φροντίζοντας για την εξισορρόπηση αισθήματος και μορφής.
- Ο Αχιλλέας Παράσχος (από το Ναύπλιο, 1838-1895) υπήρξε από τους δημοφιλέστερους ποιητές της εποχής του όσο ζούσε, εκφράζοντας πλήρως την ρομαντική ευαισθησία των χρόνων εκείνων, με αισθηματολογική ρητορεία, πομπώδη και υπερβολική, αλλά και με επινοητική ευφράδεια.
- Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (γεννημένος στην Αθήνα, 1843-1873, γιος του γνωστού ιστορικού της εθνικής σχολής), που, όπως ο Βαλαβάνης, πέθανε νέος σε ηλικία 30 ετών, ήταν από τους τυπικότερους εκπρόσωπους του πεισιθάνατου ελεγεικού ρομαντισμού με μελαγχολικές τάσεις και νοσηρή διάθεση. Στα ποιήματά του βλέπει τη ζωή ανιαρή, τα αισθήματα ψεύτικα, το μέλλον χιμαιρικό και τον θάνατο μοναδική λύτρωση.
- Ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (από την Πάτρα, 1844-1874), που πέθανε επίσης νέος, σε ηλικία 30 ετών, ήταν ο Διόσκουρος του Δ.Παπαρρηγόπουλου, βλέποντας παντού τον ζόφο του μηδενός και θρηνώντας με έμμετρους κοπετούς την απελπισία και τη ματαιότητα.
Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία γυναικών σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο της ελληνικής φιλολογίας. Η Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου (1820-1877), δασκάλα στην Κων/πολη, από τις λίγες μορφωμένες της εποχής της, τύπωσε στη Σμύρνη μια συλλογή ποιημάτων με ρομαντική ευαισθησία. Η Αγανίκη Μαζαράκη (1838-1892), κόρη του Γ. Αινιάνος, επιδόθηκε στη ζωγραφική και έγραψε στίχους κρυφά. Η Αγαθονίκη Αντωνιάδου (1854-1928), παιδαγωγός στη Σκύρο, έγραψε τυπικά ρομαντικά ποιήματα. Τέλος η Φωτεινή Οικονομίδου (1856-1883), μονήρης, ελεγειακή, φυγόκοσμη, ποτισμένη με ρομαντική απελπισία, έγραψε στίχους με κλαυθμηρό αισθηματισμό.
Η πεζογραφική παραγωγή των πρώτων δεκαετιών του ελληνικού κράτους ήταν αρκετά πλούσια, αν και αρχικά παρέμενε παραγνωρισμένη. Κυρίαρχη γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα, με αρκετές διαβαθμίσεις μέχρι την αυστηρή αρχαΐζουσα. Το μυθιστόρημα ήταν το κατ΄ εξοχήν πεσογράφημα που αναπτύχθηκε τότε και ήταν νέο είδος, αφού στην προγενέστερη παραγωγή δεν υπήρχαν δείγματα μυθιστορημάτων σε πεζό λόγο, σε αντίθεση με κάποια έμμετρα μυθιστορήματα, σημαντικότερο από τα οποία ήταν ο Ερωτόκριτος. Οι συγγραφείς, για να ονομάσουν το είδος, χρησιμοποιούσαν τον όρο «μυθιστορία» ή «ρωμανόν», απόδοσεις του αντίστοιχου γαλλικού όρου romance, και γνώριζαν ότι αυτό το είδος ήταν καινοφανές στα νεοελληνικά γράμματα. Η πεζογραφία κατατασσόταν δεύτερη εκείνα τα χρόνια σε σχέση με την ποίηση, και το μυθιστόρημα πολλοί το απέρριπταν, επειδή πίστευαν ότι ασκούσε βλαβερή επίδραση στα «χρηστά ήθη», αλλά κυρίως γιατί ήταν ξενόφερτο. Οι επικρίσεις κατά των μυθιστορημάτων δεν έπαυαν όσο το είδος εξαπλωνόταν. Αντιθέτως, η πληθώρα μεταφράσεων ξένων (κυρίως γαλλικών) έργων, συντέλεσε στην αύξηση των αντιδράσεων, καθώς θεωρήθηκε ότι αυτά ειδικά έβλαπταν τα ήθη και διέφθειραν τους νέους και τις γυναίκες, που ήταν το κατ΄ εξοχήν αναγνωστικό κοινό. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων αυτών ήταν η επίθεση το 1856 από το περιοδικό Αθηνά κατά του περιοδικού Πανδώρα, που δημοσίευε μεταφράσεις μυθιστορημάτων αλλά και πρωτότυπα έργα. Ο εκδότης της Πανδώρας Νικόλαος Δραγούμης απάντησε τεκμηριωμένα εξετάζοντας γενικά την ιστορία του μυθιστορήματος, την εξέλιξή του στην Ευρώπη, τα ελληνικά δείγματα και τα δημοσιευθέντα στο περιοδικό του έργα, προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι κατηγορίες ήταν αβάσιμες και υπερβολικές. Παρά ταύτα, λίγο καιρό μετά η Πανδώρα διέκοψε τη δημοσίευση μυθιστορημάτων και την αντικατέστησε με ιστορικά αφηγήματα.
Το χαρακτηριστικό των πρώτων μυθιστορημάτων που εκδόθηκαν ήταν η κοινή δομή. Αφηγούνταν την ιστορία ενός ζευγαριού ερωτευμένων που ο έρωτάς τους αντιμετώπιζε εμπόδια τα οποία δεν τους επέτρεπαν να είναι μαζί. Ως προς την μορφή όμως και την ανάπτυξη του θέματος τα έργα παρουσίαζαν ποικιλία. Το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα, ο Λέανδρος του Παναγιώτη Σούτσου, ήταν επιστολικό και ακολουθούσε ξένα πρότυπα όπως το Die Leiden des jungen Werthers του Γκαίτε και είχε τυπικά ρομαντικά μοτίβα, όπως το θέμα της περιπλάνησης, η υπερβολική έκφραση συναισθημάτων, ο θάνατος από θλίψη και η αυτοκτονία. Τα ίδια μοτίβα απαντώνται και σε ένα άλλο επιστολικό μυθιστόρημα που ακολουθεί την ίδια δομή, τον Θέρσανδρο του Επαμεινώνδα Φραγκούδη, αλλά και στο μυθιστόρημα Ο εξόριστος του 1831 του Αλέξανδρου Σούτσου (αδερφού του Παναγιώτη), με την διαφορά ότι ο Εξόριστος δεν έχει επιστολική μορφή και σ' αυτόν η πλοκή είναι το όχημα για να παρουσιαστούν οι αντιπολιτευτικές ιδέες του συγγραφέα. Σε άλλα έργα όμως επιλέγεται το αίσιο τέλος, όπως στην δημοφιλέστατη τότε Ορφανή της Χίου του Ιάκωβου Πιτσιπιού, η οποία, σύμφωνα με τις δηλώσεις και τις προθέσεις του συγγραφέα, ακολουθούσε τις συμβάσεις του περιπετειώδους αρχαιοελληνικού μυθιστορήματος. Ένα ρομαντικό έργο που ξεχωρίζει είναι ο Ζωγράφος, του Γρηγόριου Παλαιολόγου, που βασίζεται μεν σε μία ερωτική ιστορία, αλλά ασκεί με χιούμορ καυστική κριτική στην πολιτική και κοινωνική ζωή και τις συνήθειες των αθηναίων της δεκαετίας του 1830.
Μετά το 1850 παρουσιάστηκε τάση παραγωγής ιστορικών μυθιστορημάτων. Το πρώτο έργο αυτής της ομάδας ήταν ο Αυθέντης του Μορέως (1850), του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, που αφηγείται μια ιστορία από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, βασισμένη στο Χρονικόν του Μορέως. Η εποχή της βενετοκρατίας στην Κρήτη ενέπνευσε τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στο δικό του ιστορικό μυθιστόρημα, τους Κρητικούς γάμους (1871), ενώ στον 17ο αιώνα, αλλά στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, τοποθετείται το μυθιστόρημα Βασιλική, σουλτάνα η Αθηναία (1878), του Νικολάου Μακρή. Στα δύο αυτά μυθιστορήματα το ιστορικό στοιχείο υπερτερεί έναντι της μυθιστορηματικής πλοκής και του μύθου. Αντιθέτως, περισσότερο ισορροπημένη ανάπτυξη παρουσιάζουν τα εμπνευσμένα από την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821 μυθιστορήματα Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1861) του Στέφανου Ξένου και Κατσαντώνης και Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή πασά (1862) του Κωνσταντίνου Ράμφου, που έγιναν πολύ δημοφιλή αναγνώσματα.
Ο Πολυπαθής του Γρηγορίου Παλαιολόγου έχει ιδιαίτερη θέση γιατί ακολουθεί ένα διαφορετικό λογοτεχνικό πρότυπο. Ο κεντρικός ήρωάς του, Αλέξανδρος Φαβίνης, αφηγείται την περιπετειώδη ζωή του και τα ταξίδια του σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας και εξιστορεί με κωμικό και συχνά ειρωνικό τρόπο όχι μόνο τα παθήματά του, αλλά και τα ήθη των λαών και των ανθρώπων που γνώρισε. Το έργο αντιμετωπίστηκε με αυστηρή κριτική, γιατί θεωρήθηκε ότι προέβαλλε αρνητικά πρότυπα που μπορούσαν να διαφθείρουν τα ήθη και νομιζόταν χαμένο μέχρι την επανέκδοσή του το 1989.
Κωμικό και σατιρικό περιεχόμενο είχε και ο ημιτελής Πίθηκος Ξουθ, το δεύτερο έργο του Ιάκωβου Πιτσιπιού, που ήταν ωστόσο τελείως διαφορετικό από την Ορφανή της Χίου. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στην ζωή των Ελλήνων αστών μέσω του πιθήκου πρωταγωνιστή, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο διάσημος περιηγητής Μπαρτόλντι που έζησε για πολλά χρόνια μακριά από τους ανθρώπους και απέκτησε χαρακτηριστικά πιθήκου.
Ο Θάνος Βλέκας ήταν από τα λίγα έργα της περιόδου που δεν περιέπεσαν στην αφάνεια και δεν καταδικάστηκαν από την σύγχρονη και μεταγενέστερη κριτική, εξαιτίας της ξεχωριστής θεματολογίας του. Ήταν ένα από τα πρώτα έργα που άντλησαν την έμπνευσή τους από την καθημερινή ζωή των αγροτών στην ύπαιθρο και γι' αυτό θεωρήθηκε πρόδρομος της ηθογραφίας και των πεζογραφικών τάσεων που επικράτησαν την επόμενη περίοδο, της γενιάς του 1880. Αφηγείται την ιστορία ενός αγρότη, του Θάνου Βλέκα, και εστιάζει στο πρόβλημα της ληστείας που ταλαιπωρούσε την ελληνική κοινωνία κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια. Ο συγγραφέας του, Παύλος Καλλιγάς, ήταν διακεκριμένος νομικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πιο γνωστό ίσως έργο της περιόδου, που ξεχωρίζει όχι μόνο και για την τολμηρή επιλογή να αφηγηθεί τον μεσαιωνικό θρύλο για την Πάπισσα Ιωάννα, μια γυναίκα που λέγεται ότι ανέβηκε στον παπικό θρόνο μεταμφιεσμένη σε άντρα , αλλά και για την λογοτεχνική ποιότητα που οφείλεται στο ιδιαίτερο ύφος του Εμμανουήλ Ροΐδη.
Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι εκδόθηκε ανώνυμα στη Βράιλα της Ρουμανίας το 1870. Αφηγείται τις εντυπώσεις ενός νεαρού από την Κωνσταντινούπολη που έφτασε στην Ελλάδα με ενθουσιασμό για να καταταγεί στον ελληνικό στρατό και αποδίδει με ρεαλιστικό τρόπο την σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Αποδίδεται στον λόγιο Χαρίλαο Δημόπουλο, που ζούσε στην Ρουμανία και δίδασκε στην Ελληνική Σχολή Αρρένων στην Βραΐλα.
Ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου, ιστορικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στα χρόνια της Επανάστασης του '21 και αφηγείται την πραγματική ιστορία ενός χιώτη εμπόρου, όπως αυτός την διηγήθηκε στον Βικέλα. Αυτό που το ξεχωρίζει από τα άλλα ιστορικά μυθιστορήματα με θέμα την Επανάσταση είναι η αντιηρωική σκοπιά (ο ήρωας δηλώνει ότι δεν είχε καμία κλίση για τα όπλα και τον πόλεμο), οι χαμηλοί τόνοι και ο ρεαλιστικός χαρακτήρας. Το έργο θεωρήθηκε ήδη από την κριτική της Γενιάς του 1880 ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πεζογραφία των ρομαντικών χρόνων και την ηθογραφία.
Το διήγημα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο καλλιεργήθηκε πολύ λιγότερο από το μυθιστόρημα. Τα πρώτα δείγματα διηγημάτων είναι ανώνυμα που αποδίδονται στον Παναγιώτη Σούτσο, το Αναμνήσεις ενός ψιττακού και το ημιτελές Τρισχιλιόπηχος, που δημοσιεύθηκαν το 1833 στην εφημερίδα "'Ηλιος", που διεύθυνε ο ίδιος. Διηγήματα είχαν δημοσιευτεί επίσης στο περιοδικό "Ίρις", υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Η πρώτη αυτοτελής έκδοση διηγημάτων έγινε σχετικά νωρίς, το 1845, με τα διηγήματα του Ιωάννη Δεληγιάννη. Ο πιο παραγωγικός συγγραφέας διηγημάτων ήταν ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, που εξέδωσε τρεις τόμους (1855, 1857, 1859). Τα διηγήματά του όμως δεν διαδραματίζονται στην Ελλάδα και έχουν μικρή σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Πολλά από αυτά είναι διασκευές ή μεταφράσεις ξένων έργων. Άλλοι διηγηματογράφοι της περιόδου είναι οι Κωνσταντίνος Πωπ, Δημήτριος Αινιάν και Άγγελος Βλάχος.
Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα της περιόδου δημοσιεύονταν πρώτα σε περιοδικά και αργότερα εκδίδονταν αυτοτελώς. Τα περιοδικά αυτά δεν ήταν λογοτεχνικά με τη σημερινή έννοια του όρου. Ήταν μάλλον περιοδικά εγκυκλοπαιδικά ποικίλης ύλης, που απευθύνονταν σε ευρύ κοινό με στόχο κυρίως να διευρύνουν τις γνώσεις. Οι σχετικές με λογοτεχνία ενότητές τους περιελάμβαναν πρωτότυπα ή μεταφρασμένα διηγήματα και μυθιστορήματα και περιηγήσεις. Κάποια από τα περιοδικά αυτά ήταν η Ευτέρπη (1847-1855), η Πανδώρα (1850-1872), Θελξινόη (Κωνσταντινούπολη 1855-1857) και η Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων (Σύρος, 1847-1848, Κων/πολη 1849).
Η Κρητική Σχολή ήταν μία από τις βασικές Σχολές Αγιογραφίας που αναπτύχθηκε στην Κρήτη την εποχή της ελληνικής Αναγέννησης. Οι Κρήτες καλλιτέχνες ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο κοινό ύφος αγιογράφησης, επηρεασμένοι τόσο από ανατολικές όσο και από δυτικές επιδράσεις, ως εξής:
- Τον 15ο αιώνα: Ζωγράφος Άγγελος, Άγγελος Ακοτάντος, Ιωάννης Ακοτάντος, Ανδρέας Ρίτζος, Ανδρέας Παβίας, Άγγελος Πιτζαμάνος
- Τον 16ο αιώνα: Θεοφάνης ο Κρητικός, Μιχαήλ Δαμασκηνός, Γεώργιος Κλόντζας, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
- Τον 17ο αιώνα: Φραγκιάς Καβερτζάς, Ιερεμίας Παλλαδάς, Εμμανουήλ Λαμπάρδος, Εμμανουήλ Τζάνες, Κωνσταντίνος Παλαιόκαππας, Θεόδωρος Πουλάκης, Φιλόθεος Σκούφος, Ζωγράφος Βίκτωρ, Εμμανουήλ Σκορδίλης, Ηλίας Μόσκος.
Επιφανέστερος όλων αναδείχτηκε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541 – 7 Απριλίου 1614), γνωστός με τo ισπανικό προσωνύμιο El Greco. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την πατρίδα του, δημιουργώντας το κύριο σώμα του έργου του στην Ιταλία και στην Ισπανία. Εκπαιδεύτηκε αρχικά ως αγιογράφος στην Κρήτη, που αποτελούσε τότε τμήμα της ενετικής επικράτειας, και αργότερα ταξίδεψε στη Βενετία. Στην Ιταλία επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους δασκάλους της ιταλικής τέχνης, όπως ο Τιντορέττο και ο Τιτσιάνο, του οποίου υπήρξε μαθητής, υιοθετώντας στοιχεία από τον μανιερισμό. Το 1577 εγκαταστάθηκε στο Τολέδο, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του και ολοκλήρωσε ορισμένα από τα πιο γνωστά έργα του. Υφολογικά, η τεχνοτροπία του Ελ Γκρέκο θεωρείται έκφραση της Βενετικής Σχολής και του μανιερισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται από προσωπικά στοιχεία, προϊόντα της τάσης του για πρωτοτυπία, τα οποία όμως δεν βρήκαν μιμητές στην εποχή του, γεγονός που δεν ευνόησε και τη συνέχειά τους. Η μπαρόκ τεχνοτροπία που εκτόπισε τον μανιερισμό, αλλά και τα αμέσως μεταγενέστερα καλλιτεχνικά ρεύματα που δεν αντιμετώπισαν ευμενώς το ύφος του, είχαν ως αποτέλεσμα να αγνοηθεί το έργο του Γκρέκο τους επόμενους αιώνες. Τον 20ο αιώνα αναγνωρίστηκε πρόδρομος της μοντέρνας τέχνης, που αξιοποίησε στοιχεία της Ανατολικής και Δυτικής παράδοσης, και το έργο του επανεκτιμήθηκε, διατηρώντας μέχρι σήμερα δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών.
Ο Πέτερ φον Ες (Peter von Hess, 29 Ιουλίου 1792 - 4 Απριλίου 1871) ήταν Γερμανός ζωγράφος που διακρίθηκε κυρίως στις αναπαραστάσεις μαχών, απαθανατίζοντας τις ιστορικές στιγμές της ελληνικής επανάστασης του 1821 καθώς και στιγμιότυπα από την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία. Γεννήθηκε στο Ντύσσελντορφ και οι πρώτες εμπειρίες του ήταν η τέχνη της χαρακτικής που ασκούσε ο πατέρας του. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου. Έγινε γνωστός αργότερα με τους πίνακές του «Η μάχη του Αρσί επί του Ώβ» 1817 και «Καταυλισμός αυστριακού στρατού» 1823. Το 1827 ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος του ανέθεσε την απεικόνιση των ηρώων και των σκηνών της ελληνικής Επανάστασης στη Στοά (Arcaden) του Μονάχου. Για τον σκοπό αυτό συνόδευσε τον Όθωνα στη Ελλάδα, όπου παρέμεινε εννιά μήνες για να γνωρίσει τους τόπους όπου διαδραματίσθηκαν τα ηρωικά γεγονότα του 1821, αλλά και πρωταγωνιστές που συμμετείχαν σ’ αυτά. Ξαναήρθε στην Ελλάδα και δεύτερη φορά για την επιζωγράφιση της κεντρικής αίθουσας του νεόδμητου τότε ανακτόρου. Τα καλλιτεχνήματα αυτά καταστράφηκαν μερικώς κατά την πυρκαγιά των ανακτόρων τον Δεκέμβριο 1909 και αργότερα κατά την μεταρρύθμιση των παλαιών ανακτόρων αφαιρέθηκαν τα εναπομείναντα. Ο πίνακας που απεικονίζει την είσοδο του Όθωνος στο Ναύπλιο, όπου ήταν παρών και ο ίδιος, βρίσκεται στη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου. Το 1839 μετακλήθηκε στη Ρωσία και, κατά παραγγελίαν του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, ζωγράφισε οκτώ μεγάλους πίνακες που αναπαριστούν τα συμβάντα του 1812.
Ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν αγωνιστής του 1821 από την Βαρδώνια της Λακωνίας, αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος και αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, τον οποίο επέλεξε ο Ι.Μακρυγιάννης για την αναπαράσταση σημαντικών ιστορικών σκηνών, που συνόδευαν τα απομνημονεύματά του. Φιλοτέχνησε εικοσιπέντε πίνακες, αντίγραφα των οποίων φτιάχτηκαν από τους γιους και από τον ίδιο τον Παναγιώτη και μοιράστηκαν όπως ήθελε ο Μακρυγιάννης στον βασιλιά Όθωνα, στον Τσάρο της Ρωσίας, τον βασιλιά της Γαλλίας και την βασίλισσα της Αγγλίας.
Η Επτανησιακή Σχολή ήταν το πρώτο ελληνικό καλλιτεχνικό ρεύμα με σαφείς δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, το οποίο εμφανίστηκε στα Επτάνησα στα μέσα του 17ου αιώνα και διάρκεσε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου, όταν τα Επτάνησα ήταν διαδοχικά υπό ενετική, γαλλική και αγγλική κατοχή. Η ελευθερία που απολάμβαναν οι Επτανήσιοι, η οικονομική τους ευμάρεια και οι πολιτιστικές σχέσεις τους με την κοντινή Ιταλία συνέβαλαν ώστε η ελληνική ζωγραφική να εγκαταλείψει την βυζαντινή παράδοση και να στραφεί προς την Δύση. Την δημιουργία της Επτανησιακής Σχολής ευνόησε και η μετοίκηση στα Επτάνησα πολλών κρητών ζωγράφων, όταν η Κρήτη πέρασε από τα χέρια των Ενετών στα χέρια των Οθωμανών. Μεταξύ των κυριοτέρων ζωγράφων της λεγόμενης Κρητικοζακυνθινής Σχολής του 16ου και 17ου αιώνα, αναφέρονται ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος Μόσχος, ο Μανώλης και ο Κωνσταντίνος Τζάνες, και ο Στέφανος Τσαγκαρόλος. Η στροφή προς την δυτική τέχνη εκδηλώθηκε προς το τέλος του 17ου αι., με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών βυζαντινών μορφών, αλλά και με την απομάκρυνση από την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας. Οι ζωγραφικές παραστάσεις, επηρεασμένες κυρίως από το ιταλικό μπαρόκ, αλλά και την φλαμανδική ζωγραφική, άρχισαν να αποκτούν βάθος, να δίνουν δηλαδή την αίσθηση της τρίτης διάστασης του χώρου, να γίνονται πιο φυσικές και να αποκτούν θέματα όλο και περισσότερο κοσμικά αντί για θρησκευτικά — κυρίως προσωπογραφίες αριστοκρατών και αστών. Επιπλέον, οι επτανήσιοι ζωγράφοι, αντί για αυγό, άρχισαν να χρησιμοποιούν λάδι για συνδετικό των χρωμάτων, και αντί για σανίδι άρχισαν να χρησιμοποιούν μουσαμά. Η αυγοτέμπερα εγκαταλείφθηκε και την θέση της πήρε η ελαιογραφία.
Τα πρώτα δείγματα της δυτικότροπης Επτανησιακής Σχολής εμφανίστηκαν στις διακοσμήσεις των οροφών των εκκλησιών, γνωστές ως «οι ουρανίες» ή «τα σοφίτα». Πρωτοπόρος σ' αυτή την αλλαγή ήταν ο Παναγιώτης Δοξαράς (1662–1729). Μανιάτης στην καταγωγή, ασχολήθηκε αρχικά με την βυζαντινή αγιογραφία την οποία έμαθε κοντά στον κρητικό αγιογράφο Λέω Μόσκο. Αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στην Βενετία, κι αυτό τον έκανε να εγκαταλείψει την βυζαντινή αγιογραφία και να στραφεί προς την δυτική ζωγραφική. Έτσι, με οδηγό τα έργα του Πάολο Bερονέζε στο Δουκικό Παλάτι της Βενετίας, ο Παναγιώτης Δοξαράς φιλοτέχνησε την ουρανία της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα. Με το Περί ζωγραφίας σύγγραμμά του (1726), την πρώτη ελληνική πραγματεία για την αναγεννησιακή ζωγραφική, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αντικατάστασης της βυζαντινής από την δυτική ζωγραφική. Ο Νικόλαος Δοξαράς (1700–1775), γιος του Παναγιώτη, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του. Το 1753 ανέλαβε να ζωγραφίσει το σοφίτο του Ναού της Φανερωμένης στην Ζάκυνθο, που δυστυχώς καταστράφηκε στους σεισμούς του 1953, με εξαίρεση ένα μόνον τμήμα που φυλάσσεται στο Μουσείο Ζακύνθου. Σύγχρονοι του Νικολάου Δοξαρά και επίσης με σαφείς δυτικές επιρροές, ήταν ο ζακυνθινός αγιογράφος Ιερώνυμος Στρατής Πλακωτός (1662;–1728) και ο κερκυραίος αγιογράφος Στέφανος Παζηγέτης. Ο ζακυνθινός ιερέας Νικόλαος Κουτούζης (1741–1813) και ο μαθητής του Νικόλαος Καντούνης (1767–1834), επίσης ιερέας, συνέχισαν να αγιογραφούν κατά τα δυτικά πρότυπα και διακρίθηκαν κυρίως στην ρεαλιστική προσωπογραφία, η οποία τονίζει την ψυχολογία του απεικονιζόμενου προσώπου. Οι μαθητές του Καντούνη, Διονύσιος Καλλυβωκάς (1806–1877) και Διονύσιος Τσόκος (1820–1862) μπορούν να θεωρηθούν ως οι τελευταίοι εκπρόσωποι της Επτανησιακής Σχολής. Μεταγενέστεροι επτανήσιοι ζωγράφοι, όπως ο Νικόλαος Ξυδιάς Τυπάλδος (1826–1909), ο Σπυρίδων Προσαλέντης (1830–1895) και ο Χαράλαμπος Παχής (1844–1891), ξεφεύγουν από την τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής, αφού τα έργα τους μοιάζουν να έχουν επηρεαστεί από νεότερα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Η Σχολή του Μονάχου, γνωστή και ως ακαδημαϊκός ρεαλισμός, είναι ένα από σημαντικότερα εικαστικά κινήματα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και ταυτίζεται με την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (Münchner Akademie der Bildenden Künste). Στην Γερμανία αντικατέστησε την Σχολη του Ντίσελντορφ ως πρωτοπόρα σχολή καλλιτεχνίας, και είχε σημαντικό ρόλο για την ζωγραφική μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Η μεταφορά στην Ελλάδα του ρεύματος της σχολής οφείλεται κατά κύριο λόγο στους ιδιαίτερους δεσμούς που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα και την Βαυαρία στα χρόνια του Όθωνα. Εκείνη την εποχή, με την ενθάρρυνση και συνδρομή του ελληνικού Κράτους, πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες πήγαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου για να σπουδάσουν εικαστικές τέχνες, και κυρίως ζωγραφική, και αρκετοί από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στην Ελλάδα για να διδάξουν στην Σχολή των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Τα έργα των ζωγράφων του ακαδημαϊκού ρεαλισμού διακρίνονται για την άριστη τεχνική στην χρήση των χρωμάτων εις βάρος της εκφραστικότητας, καθώς οι σκηνές που απεικονίζουν έχουν ύφος πομπώδες και θεατρικό, χωρίς όμως παντελή έλλειψη συναισθημάτων. Από άποψη θεματογραφίας προέχει η ηθογραφία, δηλαδή η απεικόνιση του βίου των αστικών κέντρων και, κυρίως, της υπαίθρου, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονήματος, της τοπικής φορεσιάς και των αντικειμένων. Ακολουθεί η προσωπογραφία, η τοπιογραφία και τέλος η νεκρή φύση.
Στην Σχολή του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πρώτοι ζωγράφοι της ελεύθερης Ελλάδας Θεόδωρος Βρυζάκης (1814–1878) και Διονύσιος Τσόκος (1820–1862), αν και ο τελευταίος ανήκει περισσότερο στην Επτανησιακή Σχολή. Και οι δύο αντλούν την θεματογραφία τους από την Επανάσταση του 1821, χωρίς ωστόσο να δίνουν την πλήρη βία και τραγικότητα του πολέμου. Πιο δραματικοί ήταν οι κάπως μεταγενέστεροι θαλασσογράφοι της ίδιας σχολής Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837–1907) και Ιωάννης Αλταμούρας (1852–1878), οι οποίοι απεικόνισαν τον ναυτικό αγώνα της Επανάστασης του 1821. Σημαντικοί εκπρόσωποι της σχολής είναι και οι τρεις μεγάλοι ζωγράφοι του ύστερου 19ου αι. Ο Νικηφόρος Λύτρας (1832–1904), ο «γενάρχης της ελληνικής ζωγραφικής», θεωρείται ο κατεξοχήν εικονογράφος του ελληνικού βίου και τόπου κατά τον 19ο αι. Πίνακές του όπως Ο Γαλατάς και Η Προσμονή αποτελούν σημεία αναφοράς στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Ο Νικόλαος Γύζης (1842–1901) ασχολήθηκε και αυτός με την ηθογραφία, αλλά προς το τέλος της ζωής του στράφηκε προς την εικονογραφία οραμάτων, αλληγοριών και συμβολισμών. Τέλος, ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853–1907) ασχολήθηκε με την προσωπογραφία και την απεικόνιση παιδικών σκηνών. Ο Γύζης παρέμεινε στην Γερμανία και δίδαξε στην Ακαδημία του Μονάχου, αλλά οι άλλοι τρεις επέστρεψαν στην Ελλάδα και δίδαξαν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Η διδασκαλία και η τέχνη τους σφράγισαν την εικαστική παιδεία της περιόδου. Στην Σχολή του Μονάχου ανήκουν επίσης ο Ιωάννης Ζαχαρίας (1845–1873), ο Νικόλαος Δάβης (1883–1967) και ο Πολυχρόνης Λεμπέσης (1848–1913). Αν και ορισμένοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Περικλής Πανταζής (1849–1884), είχαν ήδη στραφεί προς τον ιμπρεσιονισμό και άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα από τα μέσα του 19ου αιώνα, το τέλος της Σχολής του Μονάχου ήλθε όταν ο εξπρεσιονιστής Νίκος Λύτρας (1883–1927) και ο ιδιόρρυθμος Κωνσταντίνος Παρθένης (1878–1967) άρχισαν να διδάσκουν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
H ελληνική μουσική των νεότερων χρόνων σχετίζεται με παλιότερες μορφές της, σε μία συνεχή εξέλιξη από την αρχαία ελληνική μουσική έως και το δημοτικό τραγούδι, η οποία μαρτυρείται, εκτός από τη γλώσσα, στο ρυθμό, τη δομή και τη μελωδία. Κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο τα δείγματα επώνυμης κοσμικής μουσικής ήταν περιορισμένα, σε αντιδιαστολή με την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, ενώ ως κοσμική μουσική θεωρείται κυρίως το δημοτικό τραγούδι.
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλληλα με την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και διαδόθηκε κυρίως με προφορικά μέσα. Είναι και αυτό μονοφωνικό και τροπικό στη δομή του, και μάλιστα είναι ενδεικτικό ότι η πιστότερη καταγραφή του γίνεται με την βυζαντινή σημειογραφία. Δεν ήταν άγνωστο επίσης το φαινόμενο κατά το οποίο αντικαθιστούσαν τα λόγια γνωστών εκκλησιαστικών μελών ακόμα και με σατυρικούς στίχους και τα τραγουδούσαν σε γιορτές και πανηγύρια, πράγμα που είναι αποδεδειγμένο ότι συνέβαινε κατά καιρούς και στην δυτική εκκλησιαστική μουσική του Μεσαίωνα. Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι, που δημιουργήθηκε στη χρονική περίοδο από τον 9ο έως και 11ο αιώνα περίπου. Η θεματολογία του ήταν η ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα των ακριτών, που κατοικούσαν στα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με σκοπό την προστασία των συνόρων από τις συχνές εξωτερικές επιθέσεις της εποχής. Τη σκυτάλη από το ακριτικό τραγούδι πήρε το κλέφτικο, το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με κορύφωση στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το κλέφτικο τραγούδι ήταν δημιούργημα της ελληνικής ζωής, εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δράση των κλεφτών και των αρματωλών και είναι γεμάτο από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συγκίνησης.
Στην περαιτέρω διαμόρφωσή της η ελληνική δημοτική μουσική μπορεί να διακριθεί σε δύο ομάδες: Την στεριανή (Ήπειρος, Θεσσαλία, Μοριάς, Ρούμελη, Μακεδονία) και την θαλασσινή ή νησιώτικη (νησιά και Μικρασιατικά παράλια, Θράκη καθώς και Κύπρος) οι διαφορές των οποίων έγκεινται κυρίως στα παρακάτω σημεία:
- Ρυθμοί: Οι νησιώτικοι χοροί είναι συνήθως δίσημοι, ενώ στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι πεντάσημοι και επτάσημοι χοροί είναι πολύ συχνοί (π.χ. Καλαματιανός σε 7/8).
- Τρόποι: Στη στεριά χρησιμοποιούνται κυρίως ανημιτονικές κλίμακες (κλίμακες που δεν έχουν ημιτόνια κατά την διαδοχή των φθόγγων τους), σε αντίθεση με τα νησιά.
- Ομοιοκαταληξία και αυτοσχεδιασμοί Χρησιμοποιούνται συχνά στα νησιά, ενώ στην στεριά παρατηρούνται πολύ σπάνια (π.χ. μανιάτικα μοιρολόγια).
- Συνδυασμοί οργάνων: Στην στεριά, ο χαρακτηριστικός συνδυασμός οργάνων ήταν αρχικά η "ζυγιά" νταούλι και ζουρνάς (αργότερα κλαρίνο), ενώ στα νησιά τουμπί και λύρα (αργότερα λαούτο και βιολί). Στα νεότερα χρόνια οι καθιερωμένοι αυτοί συνδυασμοί αμβλύνθηκαν.
Με την έκφραση έντεχνη νεοελληνική μουσική εννοούμε την καλλιτεχνική δημιουργία κοσμικής μουσικής από Έλληνες επώνυμους δημιουργούς από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και εξής.
α. Η επτανησιακή σχολή
Τα πρώτα γνωστά δείγματα επώνυμης κοσμικής μουσικής της νεοελληνικής ιστορίας προέρχονται από τα Επτάνησα, που ήταν και μία από της σημαντικότερες διόδους εισαγωγής των ευρωπαϊκών ιδεών και της δυτικής μουσικής (μέσω Ιταλίας) στην υπόλοιπη Ελλάδα, πριν και μετά την ένωση με αυτήν (1864). Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να ιδρύονται Φιλαρμονικές Εταιρείες, αρχικά από Ιταλούς, στην Ζάκυνθο, την Κεφαλλονιά και την Κέρκυρα, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην μουσική εκπαίδευση των κατοίκων των Ιονίων νήσων, σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα. Επίσης, η επικοινωνία των Επτανήσων με την Ιταλία, η ανάπτυξη του εμπορίου, οι μελοδραματικοί θίασοι, που κάθε χρόνο έκαναν στα νησιά την επίσκεψή τους, συνετέλεσαν στο να αναπτυχθεί σε αυτά μια αξιόλογη μουσική κίνηση και να δημιουργηθεί μια πλούσια μουσική παράδοση, που ονομάστηκε επτανησιακή μουσική σχολή. Σε αυτήν ανήκουν όλοι οι πρώτοι επώνυμοι Έλληνες συνθέτες, με σημαντικότερο τον Κερκυραίο Νικόλαο Χαλκιόπουλο Μάντζαρο (1795-1872). Ανάμεσα στους μαθητές του Μάντζαρου ήταν οι: Αντώνιος Καπνίσης, Φραγκίσκος Δομενεγίνης, Παύλος Καρρέρ (ή Καρρέρης στα ελληνικά) και Σουζάνα Νεράντζη. Σημαντικοί επτανήσιοι συνθέτες θεωρούνται οι: οικογένεια Λαμπελέτ (Εδουάρδος και οι γιοι του Ναπολέων, Λουδοβίκος και Γεώργιος), Σπυρίδων Σπάθης, Σπυρίδων Σαμάρας και Σπυρίδων Ξύνδας.
Η επικοινωνία των Επτανήσων με τη Δύση έδινε την αίσθηση ότι η επτανησιακή μουσική, ακόμα και η λαϊκή (καντάδα και αρέκιες), ήταν προσκολλημένη στα πρότυπα της ιταλικής όπερας. Εντούτοις έργα που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως ελληνικής έμπνευσης, ακόμη και σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εθνικής μουσικής, έχουν συντεθεί ήδη από το 1837. Η μουσική γλώσσα των Επτανησίων διαθέτει ένα ιδιαίτερο μεσογειακό χρώμα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στα έργα "Ανατολική Συμφωνία" του Μάντζαρου, "Το Ξύπνημα του Κλέφτη" (έργο για πιάνο) του Ιωσήφ Λιβεράλη, η "Δέσπω" (όπερα), "Γεροδήμος", "Μαραθών Σαλαμίς" του Καρρέρη, που βρίθουν ελληνικότητας. Στον Νικόλαο Μάντζαρο χρεώθηκε συχνά ακαδημαϊσμός και ιταλισμός, αλλά οι επιρροές που είχε δεχθεί ξεπερνούσαν τα όρια της Ιταλιάς, αφού μουσικά έργα του μπορούν κάλλιστα να συγκριθούν με έργα Γάλλων και Αυστριακών κλασικών συνθετών. Την ίδια κριτική δέχθηκε και η πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων, που όμως διαθέτει και αυτή ένα ξεχωριστό χρώμα, απόλυτα επτανησιακό, και εξίσου νόμιμο με το λεγόμενο "κωνσταντινουπολίτικο".
β. Η εθνική μουσική σχολή
Η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, η ανάπτυξη των πόλεων, αλλά και η ανάδυση νέων κοινωνικών ομάδων, δημιούργησαν ένα καινούριο μουσικό αίσθημα στην υπό διαμόρφωση αστική τάξη, στραμμένο προς την Ευρώπη. Ήταν η εποχή με τους ιταλικούς μελοδραματικούς θιάσους που επισκέπτονταν τακτικά την Αθήνα από το 1840 και μετά. Το ιταλικό μελόδραμα διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού κριτηρίου των νεότερων Ελλήνων. Σε αυτό συνέβαλαν σημαντικά και οι επτανήσιοι μουσικοί, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν και στην Αθήνα για τη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής με την ίδρυση διάφορων μουσικών σωματείων ή ιδιωτικών σχολών. Η συστηματοποίηση όμως της μουσικής εκπαίδευσης άρχισε με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871. Το Ελληνικό Ωδείο (και το Εθνικό Ωδείο αργότερα) με τα παραρτήματά τους σε διάφορες πόλεις, βοήθησαν να πλατύνει ο κύκλος των σπουδαστών μουσικής και οδήγησε, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, στη δημιουργία της εθνικής μουσικής σχολής (Διονύσιος Λαυράγκας, Γεώργιος και Ναπολέων Λαμπελέτ, Μανόλης Καλομοίρης, Μάριος Βάρβογλης και Αιμίλιος Ριάδης), για την οποία γίνεται λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.
Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα εγκαινιάστηκε η πάλη ανάμεσα στην παράδοση και τον δυτικό τρόπο ζωής, που παρατηρήθηκε και στις επόμενες δεκαετίες. Οι Έλληνες συνέχιζαν να ζουν όπως και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Υπό τη σκέπη της Οθωνικής απόλυτης μοναρχίας, οι Βαυαροί έβλεπαν τους Έλληνες υποτιμητικά, περίπου ως εχθρούς. Οι κομματικές παρατάξεις ήταν στην υπηρεσία ξένων συμφερόντων και ο τρόπος άσκησης της "ελέω Θεού" εξουσίας δημιουργούσε συνθήκες καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Οι αγωνιστές της επανάστασης παραγκωνίστηκαν και σε μερικές περιπτώσεις αντιμετώπισαν καταδίκες και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάσταση μεταξύ λαού και κυβερνώντων. Το κλίμα της εποχής εκφράζουν εύστοχα οι στίχοι:
Έως πότε η ξένη ακρίδα
έως πότε ο σκληρός Βαυαρός
θα ρημάζουν τη δόλια πατρίδα...
αναστάσεως ήλθε καιρός...
Η γενικότερη κατάσταση βέβαια άρχισε να παρουσιάζει την αναμενόμενη βελτίωση, που οφειλόταν στις ειρηνικές πλέον δραστηριότητες του ελληνικού λαού, που μπορούσαν να εκδηλώνονται ανεμπόδιστα. Κύρια απασχόλησή τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Αρκετοί έγιναν έμποροι και βιοτέχνες. Κάθε οικογένεια φρόντιζε να εξασφαλίσει τις ανάγκες της χρονιάς, τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, όσπρια, κρεμμύδια, κρασί) και ξύλα για το φούρνο και το τζάκι. Πολλές οικογένειες διέθεταν αργαλειό, για να υφαίνουν τα ρούχα τους. Οι πραματευτάδες πεζοί ή με ζώα, γύριζαν από χωριό σε χωριό για να πουλούν εμπορεύματα που δε φτιάχνονταν στα σπίτια.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν μεγάλες πόλεις. Η Αθήνα είχε 4.000 κατοίκους το 1832, που έφτασαν τους 43.000 το 1862. Δρόμοι δεν υπήρχαν και οι άνθρωποι μετακινούνταν με τα ζώα ή με τα πόδια. Η ατμομηχανή ήταν ακόμη άγνωστη. Οι ληστές έκαναν τις μετακινήσεις πολύ δύσκολες. Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής έφερε κάποιες αλλαγές. Οργανώθηκε ο στρατός (πεζικό, ιππικό και πυροβολικό) και το ναυτικό σε ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς και η ταχυδρομική υπηρεσία, ενώ τα σχολεία ηταν λίγα και λειτουργούσαν μόνο στα κεφαλοχώρια.
Η κοινωνική ζωή άρχισε να γνωρίζει κάποια μορφή ανάπτυξης στις πόλεις. Στην Αθήνα, που έγινε η νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, παρουσιάστηκε κοσμική ζωή: Συναναστροφές, συναντήσεις σε καφενεία ή ζαχαροπλαστεία, περίπατοι, θεάματα. Στο παλάτι γίνονταν χοροεσπερίδες, όπου εκτός από τη φουστανέλα των αγωνιστών και τις φανταχτερές γυναικείες φορεσιές, έβλεπε κανείς και "φράγκικα ρούχα". Στην αρχή φράγκικα φορούσαν μόνο οι ξένοι. Στη συνέχεια τους μιμήθηκαν και οι Έλληνες. Την ειρηνική ζωή της πόλης διέκοπταν οι πετροπόλεμοι, έθιμο για ψυχαγωγία τις περισσότερες φορές, κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας, που οι Βαυαροί έτρεχαν να τους σταματήσουν.
Η μίμηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, παρουσία μάλιστα των Βαυαρών, ήταν αναπόφευκτη, όπως και η διατήρηση της ιδιαιτερότητας του ελληνικού στοιχείου. Βέβαια το υποσυνείδητο σύνδρομο κατωτερότητας, από τη δουλεία τόσων αιώνων, είχε τις επιπτώσεις του. Οι Έλληνες ένιωθαν μειονεκτικά απέναντι στα «φωτισμένα έθνη» και φυσικό ήταν να θέλουν να εξομοιωθούν με αυτά. Ο ευκολότερος δρόμος φαινόταν η μίμηση των εξωτερικών στοιχείων του τρόπου ζωής και της συμπεριφοράς των Ευρωπαίων. Έτσι η μίμηση έγινε ξενομανία και ο θαυμασμός αυτός εξακολουθεί να χαρακτηρίζει και σήμερα τη συμπεριφορά των Ελλήνων. Παρόλα αυτά επιβίωσαν και διατηρήθηκαν πάμπολλα ήθη και έθιμα ελληνικά, από την Τουρκοκρατία και πιο πριν, που δείχνουν ότι ο ελληνικός λαός παρέμεινε δεμένος με τα χώματα και την ιστορία του.
Αυτή την εποχή κατασκευάστηκαν τα πρώτα νεοκλασικά κτίρια, σχεδιασμένα από σπουδαίους Ευρωπαίους αρχιτέκτονες, που κάποια από αυτά θαυμάζονται έως τις μέρες μας. Τα Παλαιά ανάκτορα, που από το 1843 αποτελούσαν την κατοικία του βασιλικού ζευγαριού, μετατράπηκαν από το 1946 σε έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Η πρώτη οικία του Όθωνα (1834) πριν εγκατασταθεί με την Αμαλία στο παλάτι, αργότερα έγινε χώρος όπου συνεδρίαζε η Βουλή (1875-1935). Σήμερα φιλοξενεί το μουσείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας. Το 1837, ιδρύθηκε το πρώτο Πανεπιστήμιο, που στεγάστηκε στην οικεία του Σ. Κλεάνθη (σπουδαίου αρχιτέκτονα). Σήμερα στεγάζει το Μουσείο Πανεπιστημίου. Το Νοέμβριο του 1841 το ίδρυμα μεταστεγάσθηκε στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ένα κτίριο σχεδιασμένο από τον Δανό αρχιτέκτονα Κ. Χάνσεν. Το Πανεπιστήμιο διατήρησε την ονομασία Οθώνειο μέχρι το 1862, χρονιά κατά την οποία ο Όθων αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στις 20 Οκτωβρίου 1862 το ίδρυμα μετονομάσθηκε σε Εθνικό Πανεπιστήμιο. Από το 1911 ονομάζεται Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Το τριώροφο ξενοδοχείο "Μεγάλη Βρετανία", στην πλατεία Συντάγματος εγκαινιάστηκε εκείνη την εποχή και σήμερα θεωρείται το πολυτελέστερο στην Ελλάδα. Η Εθνική Τράπεζα, στεγάστηκε το 1845 σε κτίριο που διαμορφώθηκε περαιτέρω το 1899 και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Η Μητρόπολη κατασκευάστηκε και ολοκληρώθηκε επίσης την εποχή εκείνη.
Από τις συνήθειες της καθημερινής ζωής χαρακτηριστικό είναι το νυφοπάζαρο της Αθήνας και άλλων πόλεων. Όλοι οι κατοικημένοι τόποι της χώρας είχαν κάποιον δρόμο για βόλτα. Η Αθήνα είχε τους δικούς της περιπάτους. Στα πρώτα χρόνια του Όθωνα, κυριότερος τόπος περιπάτου ήταν η οδός Πατησίων μέχρι το Πεδίον του Αρεως. Εκεί τις Κυριακές παιάνιζε η Μουσική της Φρουράς και ήταν συχνή η παρουσία του βασιλικού ζευγαριού, το οποίο έφθανε εκεί έφιππο και συνοδευόμενο από τις Κυρίες επί των Τιμών για να παρακολουθήσει την εκτέλεση νέων μουσικών συνθέσεων.
Ο Όθωνας, έφερε μαζί του διάφορους επιστήμονες και ειδικούς τεχνίτες, για να τονώσει την εγχώρια βιομηχανία. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιωάννης Φιξ, ζυθοποιός από το Μόναχο, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1833. Άνοιξε δύο ζυθοποιίες στο κέντρο της Αθήνας και όταν η μία καταστράφηκε από πυρκαγιά μετακόμισε το εργοστάσιό του στο εξοχικό τότε Κολωνάκι. Ο Όθωνας του παραχώρησε το μονοπώλιο της μπύρας για 100 χρόνια. Καθώς δεν υπήρχαν ψυκτικά μηχανήματα, ούτε χιόνι, αποθήκευε την πρώτη ύλη στην Πάρνηθα και τη μετέφεραν Μενιδιάτες αγρότες στο Κολωνάκι μέσα σε σακιά. Το 1893 ο γιος του Κάρολος Φιξ μετέφερε το εργοστάσιο στη Λεωφόρο Συγγρού. Μια από τις ωραιότερες αθηναϊκές γειτονιές, αραιοκατηκημένη έως το 1880, το Μετς, πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μπυραρία που άνοιξε εκεί ο βαυαρός Κάρολος Φιξ, που την βάφτισε έτσι σε ανάμνηση της μάχης στη γαλλική πόλη Μετς, όπου οι συμπατριώτες του νίκησαν τους Γάλλους το 1870. Μέχρι το 1900, η μπυραρία του ήταν το απόλυτο κέντρο αναψυχής για τους Αθηναίους της καλής κοινωνίας.
Από την Οθωνική περίοδο έχουν απομείνει στην Αθήνα δύο λουτρά, του Ροδακιού και των Αέρηδων. Στο πρώτο σύχναζαν αρχόντισσες και γυναίκες της αστικής τάξης, αν και διέθεταν στα σπίτια τους ιδιωτικά λουτρά. Τα λουτρά ήταν χώρος κοινωνικής συναναστροφής ιδιαίτερα το Σάββατο. Συζητούσαν «τα νέα» της αθηναϊκής κοινωνίας, έβαφαν τα μαλλιά τους , τις βλεφαρίδες ,τα φρύδια τους, έκαναν μάσκες και θεραπείες για την αναζωογόνηση του δέρματός τους. Οι άντρες τα χρησιμοποιούσαν άλλες μέρες και ώρες συνήθως απογευματινές. Είναι γνωστή η συγκέντρωση λογοτεχνικής συντροφιάς υπό τον Ραγκαβή στα Λουτρά το 1860. Το Λουτρό του Ροδακίου γκρεμίστηκε το 1890, στη θέση του σήμερα βρίσκεται η Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το μόνο που σώζεται από αυτό είναι το συντριβάνι του. Τα Λουτρά των Αέρηδων επιβίωσαν μέχρι το 1960. Σήμερα λειτουργούν ως Μουσείο. Τα χαμάμ (από τις ελληνικές ρίζες χαμαί + άμα = κάτω όλοι μαζί), όπως τα έλεγαν οι Τούρκοι, ήταν γεγονός αναπόφευκτο να χαθούν, καθώς μαζί με τα τζαμιά θύμιζαν τους αιώνες της κατάκτησης.
Οι γυναίκες συνήθιζαν να βάφουν τα μαλλιά τους με φυτικές ουσίες ξανθά οι νεαρές, κόκκινα και μαύρα οι παντρεμένες. Συνήθιζαν να τυλίγουν τα μαλλιά τους για να κάνουν μπούκλες και σκάλες. Μόδα της εποχής ήταν οι κότσοι και τα καπελάκια. Αγαπημένη συνήθεια, κυρίως των εύπορων αστών από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν το κάπνισμα ναργιλέ ή πίπας. Στα χρόνια του Όθωνα πολλοί άρχισαν να καπνίζουν τσιγάρα στο δρόμο και τσιμπούκι στο σπίτι. Πούρα κάπνιζαν μόνον οι ξένοι. Ήταν τέτοιο το πάθος των Ελλήνων για το κάπνισμα, ώστε κάπνιζαν παντού δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα, τόσο στις δημόσιες υπηρεσίες, όσο και στα θέατρα και στους χώρους διασκέδασης. Έτσι το παλάτι αναγκάστηκε να απαγορεύσει το κάπνισμα στις δημόσιες υπηρεσίες.
Στην οδό Αιόλου κατασκευάστηκε το 1835 το πρώτο θέατρο των Αθηνών στη θέση που σήμερα βρίσκεται το κεντρικό κτήριο της Εθνικής Τράπεζας. Ήταν μία πρόχειρη ξύλινη κατασκευή, δίχως σκεπή και με λιγοστά θεωρεία. Το 1836 ο Αθανάσιος Σκοντζόπουλος επένδυσε όλη την περιουσία του, γκρέμισε την παλιά παράγκα και κατασκεύασε μία μεγαλύτερη. Το θέατρο λειτούργησε για λίγους μήνες και καταστράφηκε από τις καιρικές συνθήκες, οδηγώντας και τον ιδιοκτήτη του στην καταστροφή. Σύμφωνα με ξένους περιηγητές οι παραστάσεις που δίνονταν σε αυτό από μίμους και γελωτοποιούς ήταν αξιοθρήνητες. Το 1840 εγκαινιάστηκε το πρώτο πέτρινο θέατρο των Αθηνών, από έναν Ιταλό στην πλατεία Θεάτρου. Το πρώτο έργο που παίχτηκε και είχε μεγάλη επιτυχία ήταν το μελόδραμα Λουτσία ντε Λαμερμούρ. Το θέατρο αγοράστηκε από τον αγωνιστή της Επανάστασης Ιωάννη Μπούκουρα και έμεινε γνωστό με το όνομά του. Κατεδαφίστηκε το 1897.
Το 1831 ιδρύθηκε από τους Αμερικανούς μισιονάριους Robertson, King και Hill η σχολή Χιλλ και τον Απρίλιο του ίδιου έτους λίγο πιο κάτω, Θουκυδίδου και Κέκροπος, το πρώτο μικτό αλληλοδιδακτικό σχολείο των Αθηνών. Χώροι κοινωνικής συναναστροφής από την εποχή της Τουρκοκρατίας, πολλαπλασιάστηκαν την εποχή του Όθωνα. Τα λαϊκά καφενεία, τα παλαιότερα, βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην Πλάκα, και της μεσαίας τάξης στους εμπορικούς δρόμους, όπου οι πελάτες τους ξεκουράζονταν από τα ψώνια τους, ενώ η ανώτερη τάξη σύχναζε στα καφενεία έξω από τον χώρο της Αγοράς. «Το καφενείον της Ευρώπης» βρισκόταν στην Αιόλου, απέναντι από την Αγία Ειρήνη, ιδρυμένο από Γαλλίδα, κόρη Γάλλου εθελοντή της Επανάστασης. Στα καφενεία της εποχής του Όθωνα φουστανελοφόροι, Βαυαροί στρατιώτες, αλλά και άνδρες ντυμένοι με "φράγκικα" ρούχα απολάμβαναν τον καφέ τους (ερατεινό).
Τα Χαφτεία πήραν το όνομά τους από τον Γιάννη Χάφτα, που είχε στην οδό Αιόλου, το περίφημο καφενείο του από τις αρχές της δεκαετίας του 1840. Περιοχή κακόφημη ως τα τέλη του 19ου αιώνα, τα Χαφτεία φιλοξένησαν τα δημοφιλέστερα καφενεία της πόλης, μεταξύ των οποίων το Σολώνειον, όπου σύχναζαν οι αντιοθωνικοί, και συναντιούνταν μάρτυρες μονομαχιών και «μαγκουρομαχιών», οι οποίες συγκαλούνταν για λόγους πολιτικής ευθιξίας, τιμής αλλά και επίδειξης ανδρείας, και αποτελούσαν το αγαπημένο κουτσομπολιό των Αθηναίων της εποχής. Γνωστό καφενείο ήταν και το «Καφενείον η Ωραία Ελλάς» που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Ερμού. Ιδρύθηκε το 1839. Οι αγωνιστές του ‘21 σύχναζαν στην πλατεία Δημοπρατηρίου στο «Καφενείον των Αγωνιστών» φορώντας την παραδοσιακή φορεσιά, καπνίζοντας τσιμπούκι ή ναργιλέ, παίζοντας ντόμινο, σκάκι και πρέφα και νοσταλγώντας την παλιά εποχή. Στα καφενεία του κέντρου, οι θαμώνες έπαιζαν χαρτιά, μπιλιάρδο, σκάκι και ντόμινο. Πλανόδιοι οργανοπαίχτες, κυρίως Ιταλοί, διασκέδαζαν το ακροατήριο που κατανάλωνε ελληνικό καφέ, σοκολάτα, καφέ με γάλα, σαλέπι, μπύρα, ούζο, μαστίχα, γλυκά ταψιού, λουκούμια και γλυκά του κουταλιού. Πολλά κεντρικά καφενεία πρόσφεραν και ευρωπαϊκά γλυκά.
Χρησιμοποιούνταν έπιπλα και σκεύη διαφόρων ειδών και μορφών. Επιχρυσωμένοι, σκαλιστοί καθρέφτες και ρολόγια εισαγωγής με υψηλό κόστος κοσμούσαν τα σπίτια των μεγαλοαστών. Κρεβάτια ξύλινα ή σιδερένια συχνά με ουρανό, καρέκλες με ψηλή πλάτη σε σχήμα οχτώ ή λύρας, τραπέζια στρογγυλά με ποδιές που ανασηκώνονταν και συρταράκια με κλειδαριές. Κρεμαστές και επιτραπέζιες λάμπες πετρελαίου με περίτεχνα μπράτσα, κρύσταλλα Βοημίας και πορσελάνες ευρωπαϊκής προέλευσης. Μπρούτζινα ή χάλκινα μαγκάλια για θέρμανση, χάλκινα σκεύη μαγειρικής, πήλινα κανάτια, βρίσκονταν σε όλα τα σπίτια των Αθηναίων.
Στον τομέα της ενδυμασίας οι Αθηναίες ασχολούνταν με το ράψιμο, την κοπτική και το κέντημα. Έκαναν την εμφάνισή τους τα φιγουρίνια με σχέδια για φορέματα που εισάγονταν από την Ευρώπη. Εμφανίστηκαν οι πρώτες ραπτομηχανές και οι καλλιγραφίες για κεντήματα και άνοιξαν οι πρώτες σχολές κοπτικής- ραπτικής. Η παραδοσιακή φορεσιά ενσωμάτωσε, αργά αλλά σταθερά, καινούρια στοιχεία από τη δύση. Πολλοί, ιδίως έμποροι και βιοτέχνες, έγιναν φορείς του καινούριου και υιοθέτησαν φράγκικα ρούχα. Το βασιλικό ζεύγος σε μία προσπάθεια να πλησιάσει τον λαό, υιοθέτησε την παραδοσιακή ενδυμασία ως επίσημο ένδυμα του παλατιού. Δημιουργήθηκε η ενδυμασία «Αμαλία», την οποία φορούσε η βασίλισσα, αλλά και οι κυρίες των τιμών και διαδόθηκε σε όλα τα Βαλκάνια. Ο Όθωνας υιοθέτησε τη φουστανέλα, η οποία λειτουργούσε ως σημείο εθνικής ταυτότητας και φοριόταν από τους Έλληνες πρεσβευτές. Πολλές γυναίκες, σύζυγοι αστών αλλά και αγωνιστών στους χορούς του παλατιού άρχισανν να εμφανίζονται με πανάκριβα ευρωπαϊκά ρούχα σε αντίθεση με τους άντρες τους, οι οποίοι φορούσαν φουστανέλες. Ήταν φανερό ότι το μέλλον ανήκε στα φράγκικα ρούχα. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα ελληνοραφεία άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ενώ Γερμανοί και Ιταλοί ράφτες κατάκλυσαν την Αθήνα.
Η φωτογραφία μπήκε στη ζωή των Αθηναίων τον 19ο αιώνα. Η παλαιότερη φωτογραφία που σώζεται έχει τραβηχτεί από έναν Γάλλο ταξιδιώτη το 1842. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν και Έλληνες φωτογράφοι που ασχολούνταν με τη φωτογραφία τοπίων, αρχαίων μνημείων και πορτραίτων που ήταν μόδα στην Ευρώπη.
Από τις γνωστές λαϊκές φιγούρες ο Μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς ήταν κάτοικος της οδού Υπερείδου στην Πλάκα, που εμφανίστηκε το 1860 με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με κανάτια και γύριζε όλη την Αθήνα. Το επίθετό του ήταν άγνωστο, όπως και η καταγωγή του. Τις Κυριακές, μεταμφιεσμένος σε αριστοκράτη, σύχναζε στα καφενεία Η Ωραία Ελλάς και Σολωνείον. Οι εφημερίδες ασχολούνταν συχνά μαζί του, ενώ η ορχήστρα της Φρουράς τον υποδεχόταν με το γνωστό άσμα που είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν τα απογεύματα στην Πλατεία Συντάγματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο μπαρμπα-Γιάννης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ακριβώς όπως είχε εμφανιστεί, προκαλώντας όργιο φημών.
Οι λούστροι της Ομόνοιας ήταν νεαροί, με καταγωγή οι περισσότεροι από την Μεγαλόπολη, που απέδιδαν τα κέρδη τους στον «αρχηγό» τους, ο οποίος ήταν συμπατριώτης τους που είχε νοικιάσει τα παιδιά από τους γονείς τους. Ζούσαν πολλοί μαζί σε άθλιες συνθήκες, θύματα σκληρής εκμετάλλευσης και κακοποίησης από τους εκμισθωτές τους, τους λεγόμενους «μαστόρους».
Η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας ήταν η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, στην οποία γινόταν η ανάδειξη του δημάρχου της πόλης και εκείνη που φιλοξένησε τον εορτασμό της ενηλικίωσης του Όθωνα, ο οποίος δεν φορούσε στέμμα και δεν κρατούσε σκήπτρο κατά τη διάρκεια της τελετής, γιατί το καράβι που θα τα έφερνε δεν έφτασε εγκαίρως στην Αθήνα. Εκεί επίσης εορτάστηκαν για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου, όταν ορίστηκε ως επέτειος της Επανάστασης, το 1838, και η πρώτη επέτειος του Συντάγματος.
Τη δεκαετία του 1830 άνοιξε τις πόρτες του το πρώτο εστιατόριο της Αθήνας, η Πετρούπολις. Μέχρι τότε, εστιατόρια διέθεταν μόνο τα ξενοδοχεία. Από χρονικογράφο της εποχής, έχει γραφτεί ότι οι πελάτες σκούπιζαν τα χέρια τους στο πίσω μέρος της φουστανέλας του γκαρσονιού –το μπροστινό το χρησιμοποιούσε μόνο ο ίδιος, για τα δικά του χέρια. Το 1841, στη συμβολή της Αιόλου με την οδό Βύσσης, ο Σπυρίδων Παυλίδης άνοιξε το Γλυκισματοποιείον του, τον πρόδρομο της σοκολατοποιίας που αργότερα στεγάστηκε στο μεγάλο εργοστάσιο της Πειραιώς. Εδώ παρασκευάστηκε, το 1861, για πρώτη φορά σοκολάτα στην Ελλάδα.
Το τέλος της εποχής του Όθωνα και της Αμαλίας, που για τους νεότερους φαντάζει ως μία από τις γραφικότερες περιόδους της νεοελληνικής λαϊκής ιστορίας, όπως δείχνει και το πασίγνωστο τραγούδι των Στ.Ξαρχάκου και Ν.Γκάτσου, συνέβη όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1862, ενώ βρίσκονταν σε περιοδεία στην Πελοπόννησο, μετά από υποκινημένη επανάσταση που ξέσπασε στην Στερεά Ελλάδα εναντίον τους. Επέστρεψαν στο Μόναχο, όπου ο Όθωνας πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, διατηρώντας μέσα στην ψυχή του την Ελλάδα και με δική του επιθυμία θάφτηκε με την ελληνική φουστανέλα. Οκτώ χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Αμαλία παίρνοντας και αυτή μαζί της τις αναμνήσεις της από την Ελλάδα. Είναι θαμμένοι και οι δύο σε μία εκκλησία στο κέντρο του Μονάχου, συμβάλλοντας στη διατήρηση της συλλογικής νοσταλγίας και του θρύλου της εποχής τους.