Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, ως συνέχεια του Βασιλείου της Ανατολικής Φραγκίας, στο οποίο οφείλεται το όνομα Αυστρία (<αυγή + ρηγία >αυζή+ρηία >αυζρία = ανατολικό βασίλειο, Osterreich), στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, εκπροσωπούσε σε επίπεδο κράτους το σύνολο του Γερμανικού Έθνους, περιλαμβάνοντας εκτάσεις που σήμερα ανήκουν στην Αυστρία, την Γερμανία και την Ιταλία. Από το 1438 το κράτος είχε πρωτεύουσα την Βιέννη και άρχισε να συνδέεται όλο και περισσότερο με την σημερινή Αυστρία. Η Μεταρρύθμιση, που κατέληξε σε θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο (1546 – 1547), δίχασε ακόμη περισσότερο τις Γερμανικές χώρες, καθώς υποστηρίχθηκε για προσωπικούς λόγους από τους τοπικούς φεουδάρχες, οι οποίοι, μεταξύ των άλλων, αναζητούσαν αιτίες αντίδρασης προς την αυτοκρατορική εξουσία ή αποσκοπούσαν στην ιδιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ (1519 – 1556) αρχικά προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο πλευρές, αλλά αργότερα επιχείρησε να καταπνίξει την Μεταρρύθμιση, ενώ παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει τον Τουρκικό κίνδυνο στα νοτιοανατολικά σύνορα του κράτους του και την πολιτική της Γαλλίας για υποβοήθηση των Διαμαρτυρόμενων. Παράλληλα αποδύθηκε σε μακροχρόνιο πόλεμο με τους Γάλλους ευγενείς διεκδικώντας κτήσεις στην Ιταλία (1521 – 1559). Κατά την διάρκεια της Μεταρρύθμισης οι Αψβούργοι αποδείχτηκαν υπέρμαχοι του Καθολικισμού. Ο Φερδινάνδος Α΄ (1556 – 1564) ευνόησε την εγκατάσταση Ιησουϊτών στην Αυστρία, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε σχολεία και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο Μαξιμιλιανός Β΄ (1564 – 1576) τήρησε ηπιότερη στάση απέναντι στους Διαμαρτυρόμενους, αλλά στα χρόνια του Ροδόλφου Β΄ (1576 – 1612) η θρησκευτική αδιαλλαξία ανάγκασε τους Λουθηρανούς να σχηματίσουν την Ευαγγελική Ένωση το 1608, με την οποία αντιπαρατέθηκε ο Καθολικός Σύνδεσμος που ιδρύθηκε τον επόμενο χρόνο. Κατάληξη της θρησκευτικής διαμάχης που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση, ήταν ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618 – 1648), αφετηρία του οποίου ήταν η υποψηφιότητα για τον αυτοκρατορικό θρόνο του καθολικού Φερδινάνδου Β΄ (1619 – 1687), που είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια πρόσκτησης της Βοημίας από τους Διαμαρτυρόμενους, με στόχο να αποκτήσουν υπεροχή μιας ψήφου στο σώμα των εκλεκτόρων.
Μια από τις συνέπειες του πολέμου, πέρα από την ανάδειξη της Γαλλίας σε πρώτη δύναμη της Ευρώπης και την καταστροφή της Γερμανίας, ήταν η δημιουργία του κράτους της Πρωσίας, με πρώτο δούκα τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο (1640 – 1688), ιδρυτή της δυναστείας των Χοεντσόλερν (Hohenzollern), το οποίο, περιλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα της σημερινής Γερμανίας και μέρος της Πολωνίας, ανακηρύχθηκε βασίλειο το 1701 από τον Φρειδερίκο Α΄ (1688 – 1713) και απετέλεσε μία πολιτική δύναμη στήριξης των Διαμαρτυρόμενων και μία εστία ανταγωνισμού απέναντι στο κράτος των Αψβούργων.
Στον νότο οι Αψβούργοι, έχοντας έδρα του κράτους τους την Βιέννη, μετά την απόκρουση των Τούρκων το 1683 και τις συνακόλουθες συνθήκες ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718), και την κατάκτηση της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας το 1699 από τον Λεοπόλδο Α΄ (1658 – 1705) και σημαντικού μέρους της Ιταλίας το 1714 από τον Ιωσήφ Α΄ (1705 – 1711), προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από τα ζητήματα της Πρωσίας, όταν όμως το 1740 διακόπηκε η ανδρική γραμμή διαδοχής του θρόνου των Αψβούργων, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Β΄ ο Μέγας (1740 – 1786) αντέδρασε στην εκλογή της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας ως αυτοκράτειρας, με συνέπεια τον Πόλεμο για την Διαδοχή του Αυστριακού Θρόνου (1740 – 1748), ο οποίος συνεχίστηκε με τον Επταετή Πόλεμο (1756 – 1763). Οι πόλεμοι αυτοί έληξαν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, εκτός από την αύξηση του κύρους του Φρειδερίκου Β΄, ως κύριου εκπρόσωπου και προασπιστή του Γερμανικού κόσμου, καθώς η Μαρία Θηρεσία είχε συμμαχήσει με την Γαλλία και την Ρωσία. Από την άλλη μεριά όμως η Μαρία Θηρεσία (1740 – 1780) υπήρξε ο θεμελιωτής του σύγχρονου κράτους της Αυστρίας, με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, που είχαν σχέση με την νομοθεσία, την παιδεία, την φορολογία, τον περιορισμό της ισχύος των φεουδαρχών και της εξουσίας τους πάνω στους αγρότες και με διοικητικές ρυθμίσεις, όπως η ίδρυση του Συμβουλίου του Κράτους ως ανώτατου οργάνου άσκησης της διοικητικής εξουσίας.
Το σημαντικότερο γεγονός στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα ήταν οι αλλαγές που επέφερε ο Διαφωτισμός, του οποίου κατάληξη ήταν η Γαλλική Επανάσταση του 1789, στις οποίες το κράτος των Αψβούργων αντέδρασε δημιουργώντας ένα απολυταρχικό καθεστώς με στόχο τον περιορισμό των επιπτώσεων από το πνεύμα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης που επικρατούσε στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Το 1806 ο Φραγκίσκος Β΄ (1792 -1835), μετά από δύο καταλήψεις της Βιέννης από τον Ναπολέοντα, κατέθεσε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και πήρε μόνο τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Αυστρίας. Στις υποπαραγράφους που ακολουθούν εξιστορείται συνοπτικά η γραμμή των ηγεμόνων που κατέληξε στην σημερινή Αυστρία, ενώ η εξέλιξη της Πρωσίας εξετάζεται σε άλλη παράγραφο.
Από το 1438 μέχρι το 1806, το αυτοκρατορικό αξίωμα, μολονότι θεωρητικά ήταν αιρετό, πέρασε στα χέρια της οικογένειας των Αψβούργων (Habsburgs) που κυβέρνησαν την Γερμανία επί 368 έτη, καθιστώντας την Αυστρία κέντρο των δραστηριοτήτων τους, με έδρα την Βιέννη. Από αυτούς ο Μαξιμιλιανός Α΄ (1493 – 1519) έκανε σοβαρή προσπάθεια να τονώσει την αυτοκρατορική εξουσία, οργανώνοντας τις εσωτερικές σχέσεις του κράτους και συνενώνοντας υπό το σκήπτρο του όλες τις κτήσεις των Αψβούργων, στις οποίες με διάφορους τρόπους πρόσθεσε και καινούργιες, όπως το Τιρόλο, το Τρεντίνο, η Ουγγαρία και η Βοημία και ήρθε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τους τοπικούς πρίγκιπες που επιδίωκαν περαιτέρω ενίσχυση της θέσης τους. Το έργο του όμως ανακόπηκε από την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου (1483 – 1546), η οποία, κρινόμενη με πολιτικούς όρους, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Γερμανίας, από την οποία η χώρα συνήλθε μόνο μετά από τρεις και πλέον αιώνες.
α. Αλβέρτος Β ο Μεγαλόψυχος (1438-1439)
Ο Αλβέρτος Β ο Μεγαλόψυχος (Albert the Magnanimous, 1397 – 1439), γιος του Αλβέρτου Δ δούκα της Αυστρίας και της Ιωάννας Σοφίας της Βαυαρίας, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας (1438-1439), της Ουγγαρίας και Κροατίας (1437-1439) και της Βοημίας, καθώς και αρχιδούκας της Αυστρίας από το 1404 μέχρι το θάνατό του. Η επικράτησή του στο δουκάτο της Αυστρίας έγινε μετά από διαμάχες με τους θείους του Γουλιέλμο, Λεοπόλδο και Ερνέστο και σταθεροποιήθηκε μετά τον θάνατο του Λεοπόλδου το 1411. Το 1422 νυμφεύτηκε την Ελισάβετ του Λουξεμβούργου, κόρη του προηγούμενου βασιλιά της Γερμανίας Σιγισμόνδου, καταγόμενη από βασιλικές οικογένειες της Ουγγαρίας, Πομερανίας, Βοσνίας, Σερβίας και Πολωνίας και έτσι ο Αλβέρτος απέκτησε δικαιώματα σε εδάφη Σλαβικών βασιλείων της εποχής του. Μαζί της απέκτησε τρεις γιους και δύο κόρες, από τους οποίους ο Λαδίσλαος έγιναν βασιλιάς της Ουγγαρίας και Βοημίας. Συμπαραστάθηκε στον πεθερό του Σιγισμόνδο του Λουξεμβούργου στους αγώνες του εναντίον των Χουσιτών, κατά τη διάρκεια των οποίων τα εδάφη της Αυστρίας καταστράφηκαν αρκετές φορές μέχρι τη Μάχη του Ντομαζλίσε το 1431, όταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα υπέστησαν δεινή ήττα. Με το θάνατο του Σιγισμόνδου το 1438 στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας και το 1438 εκλέχτηκε βασιλιάς της Γερμανίας (επίσημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους), χωρίς να στεφθεί ποτέ αυτοκράτορας. Υπερασπιζόμενος την Ουγγαρία απέναντι στις επιθέσεις των Τούρκων, πέθανε τον Οκτώβριο του 1439.
β. Φρειδερίκος Γ΄ ο Ειρηνοποιός (1440 – 1493)
Ο Φρειδερίκος Γ΄ ο Ειρηνοποιός (Ίνσμπρουκ, 21 Σεπτεμβρίου 1415 – Λιντς, 19 Αυγούστου 1493), ήταν εκλεγμένος βασιλιάς της Γερμανίας από το 1440, Αρχιδούκας της Αυστρίας (ως Φρειδερίκος Ε΄) από το 1424 και έφερε το στέμμα του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1452 μέχρι το θάνατό του το 1493. Γεννήθηκε στην πόλη Ίνσμπρουκ, γιος του δούκα Ερνέστου του Σιδηρού της Λεοπολδιανής γενιάς της οικογενείας των Αψβούργων, και κυβερνήτη του εσωτερικού της Αυστρίας, δηλαδή στα δουκάτα Στυρίας, Καρινθίας και Καρνιόλας. Έγινε δούκας της εσωτερικής Αυστρίας ως Φρειδερίκος Ε΄ μετά το θάνατο του πατέρα του στις 23 Νοεμβρίου 1424. Στις 2 Φεβρουαρίου 1440 εξελέγη Βασιλιάς των Γερμανών, και στέφθηκε στις 17 Ιουνίου 1442, ενώ στις 19 Μαρτίου 1452 στέφθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως Φρειδερίκος Γ΄, από τον Πάπα Νικόλαο Ε΄. Το 1452 επίσης, σε ηλικία 37 ετών, παντρεύτηκε την 18-χρονη Ινφάντα Ελεονώρα, κόρη του βασιλιά Εδουάρδου της Πορτογαλίας, της οποίας η προίκα τον βοήθησε να ανακουφίσει τα χρέη του και να εδραιώσει την εξουσία του. Το 1442, κατά τον πόλεμο της Παλαιάς Ζυρίχης (Alter Zürichkrieg), ο ίδιος ο Φρειδερίκος συμμάχησε με τον ηγεμόνα της Ζυρίχης, Rudolf Stüssi, εναντίον της Παλαιάς ελβετικής συνομοσπονδίας. Το 1448, μπήκε στο Κονκορδάτο της Βιέννης με την Αγία Έδρα, συμφωνία η οποία παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1806 και ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των Αψβούργων και της Αγίας Έδρας. Ο Φρειδερίκος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που στέφθηκε στη Ρώμη. Εκείνη την εποχή αντιτάχθηκε στη μεταρρύθμιση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ήταν μόλις και μετά βίας σε θέση να αποτρέψει τους εκλογείς να μην εκλέξουν άλλο βασιλιά. Σε ηλικία 77 ετών, Φρειδερίκος Γ΄ πέθανε στο Λιντς, όταν ο ακρωτηριασμός του αριστερού ποδιού του, τον ανάγκασε να αιμορραγεί μέχρι θανάτου. Ο τάφος του, που χτίστηκε από τον Nikolaus von Leyden Gerhaert, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη, είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της γλυπτικής τέχνης στα τέλη του Μεσαίωνα. Το ακρωτηριασμένο πόδι του θάφτηκε μαζί του. Το 1493, τον διαδέχτηκε ο γιος του Μαξιμιλιανός Α΄ μετά από δέκα χρόνια κοινής διακυβέρνησης.
γ. Μαξιμιλιανός Α΄(1493 – 1519)
Ο Μαξιμιλιανός Α΄ (Maximilian I, Νεάπολη Βιέννης, 22 Μαρτίου 1459 – Βελς, 12 Ιανουαρίου 1519, <μάκος [δωρική μορφή του "μήκος"] >μακρός >μάκιστος [υπερθετικός βαθμός] >μάξιμος = μακρύς, υψηλός, μεγάλος), γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ελεονώρας της Πορτογαλίας, ήταν βασιλιάς της Γερμανίας, τυπικά από το 1486 και ουσιαστικά από το 1493 μετά τον θάνατο του πατέρα του (και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1493) μέχρι το θάνατό του, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν στέφθηκε από τον Πάπα, διότι το ταξίδι στη Ρώμη ήταν πάντα πολύ επικίνδυνο. Από το 1483 περίπου, κυβερνούσε από κοινού με τον πατέρα του (για τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου της βασιλείας του πατέρα του). Επέκτεινε την επιρροή του Οίκου των Αψβούργων μέσω του πολέμου και του γάμου του, το 1477, με την Μαρία της Βουργουνδίας, κληρονόμο του δουκάτου της Βουργουνδίας, αλλά επίσης έχασε από την Ελβετική συνομοσπονδία τα αυστριακά εδάφη στη σημερινή Ελβετία. Νυμφεύοντας τον γιο του Φίλιππο Α΄ της Καστίλης με τη μελλοντική βασίλισσα Ιωάννα Α΄ της Καστίλης το 1498, ο Μαξιμιλιανός κατάφερε να ιδρύσει την δυναστεία των Αψβούργων στην Ισπανία και το γεγονός αυτό επέτρεψε στον εγγονό του Κάρολο Ε΄ να κρατήσει τον θρόνο και των δύο στεμμάτων Λεόν–Καστίλλης και Αραγονίας, καθιστώντας τον πρώτο Γερμανό βασιλιά της Ισπανίας. Ο Κάρολος Ε (έχοντας επιβιώσει μετά τον πατέρα του Φίλιππο) διαδέχτηκε τον Μαξιμιλιανό στο θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1519, και κατά συνέπεια, κυβερνούσε ταυτόχρονα τόσο την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και την Ισπανική αυτοκρατορία.
δ. Κάρολος Ε Κουίντος (1519-1556)
Ο Κάρολος Ε΄ (Karel V, 24 Φεβρουαρίου 1500 – 21 Σεπτεμβρίου 1558) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1519 και, ως Κάρολος Α΄ της Ισπανίας (Carlos I de España) από το 1516 μέχρι την εθελοντική παραίτησή του το 1556 υπέρ του νεότερου αδελφού του, Φερδινάνδου Α', ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του γιου του, Φιλίππου Β΄, ως βασιλιά της Ισπανίας. Ως απόγονος τριών ηγεμονικών δυναστειών της Ευρώπης, του Οίκου των Αψβούργων· του Οίκου των Βαλουά-Βουργουνδίας και του Οίκου της Τρασταμάρα, έγινε ηγεμόνας των κτήσεων των Αψβούργων στην κεντρική Ευρώπη, των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και των βασιλείων της Καστίλης και Αραγονίας. Ήταν επίσης κυρίαρχος εκτεταμένων περιοχών της Κεντρικής, Δυτικής, και Νότιας Ευρώπης καθώς και των ισπανικών αποικιών στην Αμερική και την Ασία. Ο Κάρολος ήταν πρεσβύτερος γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ και από την πλευρά της μητέρας του εγγονός των καθολικών βασιλέων Φερδινάνδου της Αραγονίας και Ισαβέλλας της Καστίλης. Όταν ο Φίλιππος ο Ωραίος πέθανε το 1506, ο Κάρολος έγινε κυβερνήτης των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και συμβασιλέας της μητέρας του στην Ισπανία μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου το 1516. Καθώς ο Κάρολος ήταν το πρώτο πρόσωπο που κυβέρνησε την Καστίλη-Λεόν και την Αραγονία ταυτόχρονα, έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Ισπανίας (η συμβασιλεία της μητέρας του Ιωάννας ήταν τυπική μόνο, δεδομένης της ψυχικής της αστάθειας). Το 1519, ο Κάρολος διαδέχθηκε τον πατέρα του Μαξιμιλιανό ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Αρχιδούκας της Αυστρίας. Από αυτό το σημείο και μετά, το βασίλειο του Καρόλου Ε, το οποίο έχει περιγραφεί ως "η αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν δύει ποτέ", κάλυπτε τέσσερα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ευρώπη, την Άπω Ανατολή και την Αμερική.
Μεγάλο μέρος της βασιλείας του Καρόλου αφιερώθηκε στους Ιταλικούς Πολέμους (1521-1559) εναντίον των Γάλλων βασιλέων Φραγκίσκου Α΄ και Ερρίκου Β΄. Οι πόλεμοι αυτοί, αν και εξαιρετικά πολυέξοδοι, ήταν στρατιωτικά επιτυχημένοι, λόγω του αήττητων Ισπανικών σχηματισμών (tercio) και των προσπαθειών των πρωθυπουργών του Μερκουρίνο Γκαττινάρα και Φρανθίσκο ντε λος Κόμπος υ Μολίνα. Οι δυνάμεις του Καρόλου ανακατέλαβαν και το Μιλάνο και τη Φρανς-Κοντέ από την Γαλλία μετά την αποφασιστική νίκη των Αψβούργων στη Μάχη της Παβίας το 1525, η οποία ώθησε τον Φραγκίσκο Α να δημιουργήσει τη Γαλλοοθωμανική συμμαχία. Ο αντίπαλος του Καρόλου Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής κατέκτησε την Ουγγαρία το 1526 αφού νίκησε τους χριστιανούς στην Μάχη του Μοχάτς. Η Οθωμανική προέλαση ανακόπηκε όταν οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν τη Βιέννη το 1529.
Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Καρόλου στον αγώνα κατά της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, που κήρυξε ο Μαρτίνος Λούθηρος από το 1517 και ο Καλβίνος στη Γενεύη από το 1541. Ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Διαμαρτυρόμενους πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που με αφορμή τον Προτεσταντισμό επεδίωκαν ευρύτερη αυτονομία, και συγκάλεσε την Σύνοδο του Τριδέντου (Τρέντο) που υπήρξε η απαρχή της Αντιμεταρρύθμισης. Από τις κορυφαίες εκφράσεις του αντιμεταρρυθμιστικού πνεύματος της Συνόδου ήταν η επί βασιλείας του Καρόλου ίδρυση του Τάγματος των Ιησουϊτών. Επί της βασιλείας του επίσης η Ισπανία κατέκτησε το Μεξικό και το Περού και πραγματοποιήθηκε ο πρώτος περίπλους της Γης από τον Μαγγελάνο.
ε. Φερδινάνδος Α΄ (1556-1564)
Ο Φερδινάνδος Α΄ (10 Μαρτίου 1503 - 25 Ιουλίου 1564) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, γιος του βασιλιά Φίλιππου Α' της Καστίλης και της Ιωάννας της Τρελής και αδελφός του Κάρολου Ε Κουίντου. Από τον παππού του Μαξιμιλιανό της Αυστρίας εξασφάλισε τη διαδοχή της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Όταν νυμφεύτηκε την Άννα της Ουγγαρίας (1521), ο αδελφός του Κάρολος Ε΄ αναγνώρισε με τη συνθήκη του Βορμς την κυριότητα του Φερδινάνδου στα πέντε κράτη των Αψβούργων και έπειτα τον τίτλο του διοικητή της Ν. Γερμανίας, του Τιρόλου και της Άνω Αλσατίας. Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου Β΄ της Ουγγαρίας (1526) εκλέχτηκε βασιλιάς της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Αναγκάστηκε τότε να αντιμετωπίσει την επίθεση των Τούρκων κατά της Βιέννης. Δεν κατόρθωσε να καταλάβει την Βούδα και αναγκάστηκε να υπογράψει οκταετή ανακωχή, έναντι ετήσιας καταβολής φόρου υποτέλειας στον σουλτάνο και να αναγνωρίσει στην Τρανσυλβανία την αντίπαλη δυναστεία του Ιωάννη Ζαπόλια. Αρκετά μετριοπαθής στα θρησκευτικά θέματα, υπήρξε ένας από τους κυριότερους εμπνευστές της ειρήνης του Άουγκσμπουργκ (1555). Στο εσωτερικό εγκαινίασε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που άνοιξαν τον δρόμο για τη μετατροπή της Αυστρίας σε σύγχρονο κράτος συγκεντρωτικό και οργανωμένο. Το 1551, μετά την παραίτηση του Καρόλου Ε', έγινε αυτοκράτορας της Γερμανίας.
στ. Μαξιμιλιανός Β΄ (1564-1576)
Ο Μαξιμιλιανός Β΄ (Βιέννη, 31 Ιουλίου 1527 – Ρέγκενσμπουργκ, 12 Οκτωβρίου 1576), μέλος του οίκου των Αψβούργων, γιος του προκατόχου του, αυτοκράτορα Φερδινάνδου Α΄, ήταν βασιλιάς της Βοημίας και βασιλιάς της Γερμανίας από το 1562, βασιλιάς της Ουγγαρίας και Κροατίας από το 1563, και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1564 μέχρι το θάνατό του. Μητέρα του ήταν η Άννα της Βοημίας και της Ουγγαρίας (1503–1547). Πήρε το όνομα του προπάππου του, αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄. Ο Μαξιμιλιανός Β πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1576 στο Ρέγκενσμπουργκ ενώ ετοιμαζόταν να εισβάλλει στην Πολωνία. Στο νεκροκρέβατό του, αρνήθηκε να λάβει τα τελευταία μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι θαμμένος στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Βίτου στην Πράγα. Με τη σύζυγό του Μαρία είχε εννέα γιους και έξι κόρες. Τον διαδέχθηκε ο παλαιότερος επιζών γιος του, Ροδόλφος Β΄, ο οποίος είχε επιλεγεί ως βασιλιάς τον Οκτώβριο του έτους 1575. Ένας άλλος από τους γιους του, ο Ματθίας, έγινε επίσης αυτοκράτορας. Άλλοι τρεις, ο Ερνέστος, ο Αλβέρτος και ο Μαξιμιλιανός, πήραν κάποιο μέρος στην κυβέρνηση από τα εδάφη των Αψβούργων ή των Κάτω Χωρών, και μια κόρη του, την Ελίζαμπεθ, την παντρεύτηκε ο Κάρολος Θ΄ της Γαλλίας.
ζ. Ροδόλφος Β΄ (1576-1612)
Ο Ροδόλφος Β΄ (Βιέννη, 18 Ιουλίου 1552 – Πράγα, 20 Ιανουαρίου 1612), μέλος του οίκου των Αψβούργων, μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του προκατόχου του Μαξιμιλιανού Β΄, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1576-1612), βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας (ως Ροδόλφος Α΄ το διάστημα 1572-1608), βασιλιάς της Βοημίας (1575-1608/1611) και Αρχιδούκας της Αυστρίας (1576-1608). Μητέρα του ήταν η Μαρία της Ισπανίας, κόρη του Καρόλου Ε΄ και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Η βασιλεία του Ροδόλφου έχει παραδοσιακά συνδεθεί με τρεις ιδιότητές του: Ήταν ατελέσφορος κυβερνήτης του οποίου τα λάθη οδήγησαν άμεσα στον Τριακονταετή Πόλεμο, μεγάλος και ισχυρός προστάτης της τέχνης του μανιερισμού των βορείων και λάτρης των απόκρυφων τεχνών και της μάθησης που βοήθησε την άνθιση της επιστημονικής επανάστασης. Εκλέχθηκε βασιλιάς της Γερμανίας στις 27 Οκτωβρίου 1575 και στέφθηκε στο Ρέγκενσμπουργκ την 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Στη συνεχεία, έγινε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις 12 Οκτωβρίου του 1576. Ο νεότερος αδελφός του, Ματθίας, τον απογύμνωσε σταδιακά από κάθε ουσιαστική εξουσία, εκτός από τον κενό τίτλο του αυτοκράτορα, εννέα μήνες μετά, το 1612, ο Ροδόλφος πέθανε και πέντε μήνες αργότερα ο αδελφός του εξελέγη αυτοκράτορας ο ίδιος. Πέθανε άγαμος.
η. Ματθίας (1612-1619)
Ο Ματθίας (Matthias, Βιέννη, 24 Φεβρουαρίου 1557 - Βιέννη, 20 Μαρτίου 1619), μέλος του οίκου των Αψβούργων, αδελφός του προκάτοχού του Ροδόλφου Β, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1612-1619), βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας ως Ματθίας Β΄ (1608-1619) και βασιλιάς της Βοημίας (1611-1619). Το 1612 όταν ο Τούρκος σουλτάνος Αχμέτ Α΄ (1603-1617) επιτέθηκε στην Αυστροουγγαρία ο Ματθίας ετοίμασε στρατό 20.000 στρατιωτών και ετοιμάστηκε να τον πολεμήσει. Τον Νοέμβριο του 1612 κατάφερε να νικήσει τον Αχμέτ Α΄ στο Κέσκεμετ και λίγες μέρες αργότερα στο Ζάλαεγκερζεγκ. Ο Αχμέτ Α΄ παράτησε τα σχέδια του και κίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούνιο του 1616 ο Αχμέτ Α΄ επιτέθηκε στο Παλέρμο κι έτσι ξανάρχισε ο πόλεμος όμως έχασε στη Μάχη της Τζέλα και έτσι απέσυρε τα σχέδια του. Τον Αύγουστο του 1616 ο Αχμέτ Α΄ επιτέθηκε στους Παξούς και τους κατάκτησε, ενώ τον Μάρτιο του 1617 κατέκτησε την Κέρκυρα. Στις 21 Νοεμβρίου ο Ματθίας επιτέθηκε και κατάκτησε την Ριγιέκα. Τον Νοέμβριο του 1618 ο Ματθίας επιτέθηκε στην Λιουμπλιάνα, αλλά μετά από μια σύντομη μάχη αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Πέθανε το 1619.
θ. Φερδινάνδος Β΄ (1619-1637)
Ο Φερδινάνδος Β΄ (Ferdinand II, Γκρατς, 9 Ιουλίου 1578 – Βιέννη, 15 Φεβρουαρίου 1637), γιος του αρχιδούκα της Αυστρίας Καρόλου Β΄ και της Μαρίας Άννας της Βαυαρίας, αρχιδούκας της Αυστρίας και μέλος του οίκου των Αψβούργων, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1619 μέχρι το 1637, βασιλιάς της Βοημίας τις περιόδους 1617–1619 και 1620–1637, καθώς και βασιλιάς της Ουγγαρίας από το 1618 μέχρι το 1625. Η θητεία του συνέπεσε με τον Τριαντακονταετή Πόλεμο. . Ήταν εκπαιδευμένος από τους Ιησουίτες και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Ίνγκολστατ. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1595, προχώρησε στα κληρονομικά εδάφη του (όπου ο μεγαλύτερος ξάδερφός του, ο αρχιδούκας Μαξιμιλιανός Γ΄ της Αυστρίας, είχε δράσει ως αντιβασιλέας μεταξύ του 1593 και του 1595) και έκανε ένα προσκύνημα στο Λορέτο και τη Ρώμη. Λίγο αργότερα, άρχισε να καταστέλλει όλα όσα ήταν ενάντια στην καθολική πίστη εντός της επικρατείας του. Ο Φερδινάνδος είχε τη στήριξη των Αψβούργων της Ισπανίας στη διαδοχή του άτεκνου ξαδέλφου του Ματθία, με αντάλλαγμα κάποιες παραχωρήσεις στην Αλσατία και την Ιταλία. Το 1617, εξελέγη βασιλιάς της Βοημίας από τη Βουλή της Βοημίας, το 1618, βασιλιάς της Ουγγαρίας λόγω των ουγγρικών κτήσεών του, και το 1619, έγινε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πέθανε το 1637, αφήνοντας στο γιο του, Φερδινάνδο Γ΄, μια αυτοκρατορία που εξακολουθούσε να εμπλέκεται σε έναν μακρύ πόλεμο, ενώ οι περιουσίες τους εξασθενούσαν όλο και πιο πολύ.
ι. Φερδινάνδος Γ΄ (1637-1657)
Ο Φερδινάνδος Γ΄ (Γκρατς, 13 Ιουλίου 1608 – Βιέννη, 2 Απριλίου 1657), μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β΄ των Αψβούργων από την πρώτη σύζυγό του, Μαρία Άννα της Βαυαρίας, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από τις 15 Φεβρουαρίου 1637 μέχρι το θάνατό του, καθώς και βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας, βασιλιάς της Βοημίας και αρχιδούκας της Αυστρίας. Εκπαιδευμένος από τους Ιησουίτες, έγινε βασιλιάς της Ουγγαρίας το 1625, βασιλιάς της Βοημίας το 1627 και αρχιδούκας της Αυστρίας το 1621.
Το 1627, ο Φερδινάνδος ενίσχυσε την εξουσία του ορίζοντας ένα σημαντικό νομικό και στρατιωτικό καθεστώς, με την έκδοση ενός αναθεωρημένου διατάγματος, που στέρησε τα εδάφη της Βοημίας από το δικαίωμά τους να αυξήσουν τους στρατιώτες τους, καθώς το διάταγμα διατηρούσε την εξουσία αυτή αποκλειστικά για τον μονάρχη. Το 1634, μετά το θάνατο του Βάλλενσταϊν (ο οποίος στο παρελθόν είχε αρνηθεί την συνολική στρατιωτική διοίκηση της καθολικής πλευράς), έγινε τιμητικά επικεφαλής του αυτοκρατορικού στρατού της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο, και αργότερα το ίδιο έτος συντάχθηκε με τον ξάδελφό του, καρδινάλιο-πρίγκηπα Φερδινάνδο, που ήταν υπεύθυνος της κατάληψης των πόλεων Donauwörth και Ρέγκενσμπουργκ, καθώς και της ήττας των Σουηδών στη Μάχη του Νόρντλινγκεν το 1634. Ο ίδιος ως ηγέτης της αποστολής ειρήνης στο παλάτι, βοήθησε στις διαπραγματεύσεις για την Ειρήνη της Πράγας με τα προτεσταντικά κράτη, και ιδίως την Σαξονία το 1635.
Διαδέχθηκε τον πατέρα του ως αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1637. Εξέφρασε την ελπίδα να είναι σε θέση να κάνει ειρήνη σύντομα με τη Γαλλία και τη Σουηδία, αλλά ο πόλεμος συνεχίστηκε για άλλα 11 χρόνια. Όταν τελείωσε το 1648 με την Ειρήνη της Βεστφαλίας (τη Συνθήκη του Μίνστερ με τη Γαλλία, και τη Συνθήκη του Όσναμπουργκ με τη Σουηδία), διαπραγματεύθηκε τις δύο συνθήκες ειρήνης με τον απεσταλμένο του Maximilian von Trauttmansdorff, έναν διπλωμάτη που είχε ορίσει το 1623 ο πατέρας του Φερδινάνδος Β΄. Κατά την τελευταία περίοδο του πολέμου, το 1644 ο Φερδινάνδος Γ΄ έδωσε σε όλους τους κυβερνήτες των γερμανικών κρατών το δικαίωμα να ασκούν τη δική τους εξωτερική πολιτική (ius belli ac Pacis). Με αυτό τον τρόπο ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να κερδίσει περισσότερους συμμάχους στις διαπραγματεύσεις με την Γαλλία και την Σουηδία. Αυτό το διάταγμα ήταν που συνέβαλε στη σταδιακή διάβρωση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά το 1648 ο αυτοκράτορας ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση των όρων της Συνθήκης και με την απελευθέρωση της Γερμανίας από τα ξένα στρατεύματα. Το 1656 έστειλε στρατό στην Ιταλία για να βοηθήσει την Ισπανία στον αγώνα της με τη Γαλλία, και είχε μόλις συνάψει μια συμμαχία με την Πολωνία για να ελέγξει τις επιθέσεις του Καρόλου Ι΄ της Σουηδίας, όταν πέθανε στις 2 Απριλίου 1657.
ια. Λεοπόλδος Α΄ (1657-1705)
Ο Λεοπόλδος Α΄ (Leopold Ignaz Joseph Balthasar Felician, Βιέννη, 9 Ιουνίου 1640 – Βιέννη, 5 Μαΐου 1705), δεύτερος γιος του Φερδινάνδου Γ΄ από την πρώτη του γυναίκα Μαρία Άννα της Ισπανίας, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, βασιλιάς της Ουγγαρίας και Κροατίας, επίσης κάτοχος του βασιλικού θρόνου στο Βασίλειο της Βοημίας. Έγινε προφανής κληρονόμος του θρόνου το 1654, από την ώρα του θανάτου του μεγαλυτέρου αδελφού του Φερδινάνδου Δ΄. Η βασιλεία του Λεοπόλδου είναι γνωστή για τις συγκρούσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα ανατολικά, και την αντιπαλότητα με τον σύγχρονό του και πρώτο ξάδελφό του, Λουδοβίκο ΙΔ΄ της Γαλλίας, στα δυτικά.
Μετά από μία και πλέον δεκαετία πολέμου, ο Λεοπόλδος εξήλθε νικητής από τον μεγάλο Αυστρο-Τουρκικό Πολέμο (1683-1718), χάρη στην στρατιωτική ικανότητα του πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβοΐας. Με την Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), ο Λεοπόλδος ανέκτησε σχεδόν στο σύνολό του το Βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό στα χρόνια μετά τη Μάχη του Μοχάτς, το 1526. Έκανε επίσης τρεις πολέμους κατά της Γαλλίας: Τον Ολλανδικό Πόλεμο (1672-1678), τον Πόλεμο των εννέα ετών (1686) και τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1701-1714). Σε αυτόν τον τελευταίο, ο Λεοπόλδος θέλησε να δώσει στον νεότερο γιο του, Κάρολο ΣΤ΄, το σύνολο της ισπανικής κληρονομιάς, παραβλέποντας το θέλημα του τελευταίου Ισπανού βασιλιά Καρόλου Β΄ (1665-1700). Για το σκοπό αυτό, ξεκίνησε έναν πόλεμο που έπληξε σύντομα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου πήγαν αρκετά καλά για την Αυστρία, με νίκες στη Μάχη του Σέλενμπεργκ και τη Μάχη του Μπλένχαϊμ. Αλλά εξελίχθηκε σε μία επίμονη σύγκρουση που κράτησε μέχρι το 1714, εννέα χρόνια μετά το θάνατο του Λεοπόλδου, και η οποία είχε σοβαρό αντίκτυπο στα αντιμαχόμενα έθνη της Ευρώπης. Όταν στο τέλος έγινε ειρήνη με την Συνθήκη του Ράστατ, η Αυστρία δεν είχε αποτελέσματα που θα μπορούσαν να την χαρακτηρίσουν νικήτρια.
ιβ. Ιωσήφ Α΄ (1705-1711)
Ο Ιωσήφ Α΄ (Βιέννη, 26 Ιουλίου 1678 – Βιέννη, 17 Απριλίου 1711), πρωτότοκος γιος του Αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄ από την τρίτη σύζυγό του, Ελεονώρα Μαγδαληνή του Νόιμπουργκ, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από το 1705 μέχρι το θάνατό του το 1711. Ο Ιωσήφ στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας σε ηλικία εννέα ετών το 1687, και βασιλιάς της Γερμανίας σε ηλικία έντεκα ετών το 1690. Όταν πέθανε ο πατέρας του, τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο, καθώς και στον θρόνο του Βασιλείου της Βοημίας. Ο Ιωσήφ συνέχισε τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, τον οποίο ξεκίνησε ο πατέρας του, εις βάρος του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, σε μια άκαρπη προσπάθεια να γίνει βασιλιάς της Ισπανίας ο νεώτερος αδελφός του Κάρολος ΣΤ΄ (μετέπειτα Κάρολος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τη διαδικασία, ωστόσο, κέρδισε ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας, λόγω των νικών που πέτυχε ως στρατιωτικός διοικητής, ενώ ο ίδιος κατάφερε να ιδρύσει αυστριακή ηγεμονία επί των εδαφών της Ιταλίας. Ο Ιωσήφ, επίσης, είχε να αντιμετωπίσει μια παρατεταμένη εξέγερση στην Ουγγαρία, υποκινούμενη από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, η οποία λύθηκε μόνο μετά τον πρόωρο θάνατό του. Το σύνθημά του ήταν "Με Αγάπη και Φόβο" (Amore et Timore).
ιγ. Κάρολος ΣΤ΄ (1711-1740)
Ο Κάρολος ΣΤ΄ (Βιέννη, 1 Οκτωβρίου 1685 – Βιέννη, 20 Οκτωβρίου 1740) διαδέχθηκε, το 1711, τον μεγάλο του αδερφό Ιωσήφ Α΄ στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, καθώς και στον θρόνο του Βασιλείου της Βοημίας (ως Κάρολος Β΄). Το 1700, προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τον θρόνο της Ισπανίας, ως Κάρολος Γ΄, μετά το θάνατο του ηγέτη της, και συγγενή του, Κάρολο Β΄ της Ισπανίας. Νυμφεύτηκε την Ελίζαμπεθ Κριστίν Μπράνσβικ-Βολφενμπάττελ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Μαρία Θηρεσία, που γεννήθηκε το 1717 και αργότερα έγινε αυτοκράτειρα των Αψβούργων, και την Μαρία Άννα, που γεννήθηκε το 1718 και έγινε κυβερνήτης της Αυστριακής Ολλανδίας. Ο αυτοκράτορας ευνόησε στη διαδοχή τις κόρες του, σε σχέση με αυτές του μεγαλύτερου αδελφού και προκατόχου του Ιωσήφ Α΄, αγνοώντας το διάταγμα που είχε υπογραφεί κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του πατέρα του, Λεοπόλδου Α΄. Ο Κάρολος τότε ζήτησε την έγκριση των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά του ζήτησαν σκληρούς όρους: Η Βρετανία απαίτησε από την Αυστρία την κατάργηση της εξωτερικής της εμπορικής εταιρείας. Συνολικά, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Σαξονία-Πολωνία, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Βενετία, το Παπικό κράτος, η Πρωσία, η Ρωσία, η Δανία, η Σαρδηνία και η Βαυαρία αναγνώρισαν την κύρωση. Η Γαλλία, η Βαυαρία, η Σαξονία-Πολωνία και η Πρωσία αργότερα υπαναχώρησαν. Ο Κάρολος ΣΤ πέθανε το 1740, πυροδοτώντας τον Επταετή Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748) κατά τον οποίο Αυστρία, Αγγλία και Ρωσία βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις- Γαλλία, Ισπανία και Πρωσία επί οκτώ χρόνια.
ιδ. Φραγκίσκος Α΄ και Μαρία Θηρεσία (1740-1780)
Η Μαρία Θηρεσία (Maria Theresia, 13 Μαΐου 1717 – 29 Νοεμβρίου 1780, <θήρα [=κυνήγι] + άγω [>αγέτης, ηγέτης >ηγεσία] = πρώτη στο κυνήγι >Theresia >Tereza), κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄, ήταν αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, τελευταία στη σειρά των ηγεμόνων της ευθείας γραμμής του οίκου των Αψβούργων. Ήταν επίσης βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας, αρχιδούκισσα της Αυστρίας και μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, της Κροατίας, της Βοημίας, του Μιλάνου και της Πάρμας. Παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Φραγκίσκο Στέφανο της Λωρραίνης και ανήλθε στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1740. Βασίλεψε μαζί με τον σύζυγό της μέχρι τον θάνατο του το 1765 και μαζί με τον γιο της Ιωσήφ Β μέχρι τον δικό της θάνατο, συνολικά 40 χρόνια (1740-1780). Ενεπλάκη στον Επταετή Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748) και στον πόλεμο της Βαυαρικής Διαδοχής με αποτέλεσμα να χάσει τη Σιλεσία. Στα 40 χρόνια της βασιλείας της η Μαρία Θηρεσία υπήρξε από τις πιο δυναμικές προσωπικότητες της Ευρώπης, με σημαντικό μεταρρυθμιστικό ρόλο και παράλληλα ενισχυτικό ρόλο της Αυστριακής μοναρχίας. Θεωρείται θεμελιώτρια του νεότερου αυστριακού κράτους. Έδωσε ιδιαίτερα προνόμια στους Έλληνες εμπόρους και τους προστάτεψε από τον ανταγωνισμό των Σαξόνων. Πέθανε στη Βιέννη τον Νοέμβριο 1780. Με τον σύζυγο της αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄ απέκτησαν δώδεκα παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων.
Ο Φραγκίσκος Α΄ (Φραγκίσκος Στέφανος 8 Δεκεμβρίου 1708 - 18 Αυγούστου 1765), δεύτερος γιος του Λεοπόλδου Ιωσήφ δούκα της Λωρραίνης και της συζύγου του Ελισάβετ Καρλόττας της Ορλεάνης κόρης του Φιλίππου δούκα της Ορλεάνης, ήταν, μέσω της συζύγου του Μαρίας Θηρεσίας, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1745 - 1765), όπου έγινε ο ιδρυτής του κλάδου των Αψβούργων της Λωρραίνης. Ήταν επίσης δούκας της Λωρραίνης (1729 - 1737) και μέγας δούκας της Τοσκάνης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1729 ως δούκας της Λωρραίνης και με τη μεσολάβηση της Μαρίας Θηρεσίας το 1732 έγινε διοικητής της Ουγγαρίας, θέση που του φαινόταν ανεπαρκής. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας καρδινάλιος Φλερύ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία με τον Πόλεμο Διαδοχής στην Πολωνία (1733-1735) για να πλήξει την Αυστρία. Με την συνθήκη της Βιέννης τον Νοέμβριο του 1738 ο Αύγουστος έγινε βασιλιάς της Πολωνίας, στον Στανίσλαο παραχωρήθηκε η Λωρραίνη, ενώ ο Φραγκίσκος έγινε διάδοχος του δούκα της Τοσκάνης τον οποίο διαδέχθηκε το 1737, αλλά για να κατοχυρωθούν οι ανταλλαγές έπρεπε να περιμένουν τον θάνατο του Γιάν Γκαστόνε τελευταίου Μέδικου μεγάλου δούκα της Τοσκάνης.
Στις 31 Ιανουαρίου 1736 αποφάσισε να νυμφευτεί τη Μαρία Θηρεσία που του διαμήνυσε ότι θα έχανε την διαδοχή αν βρισκόταν ένας αρσενικός απόγονος του πατέρα της. Ο γάμος έγινε τελικά στις 31 Ιανουαρίου 1736 στην Αυγουστιάνειο εκκλησία της Βιέννης. Ο Φραγκίσκος δέχτηκε από τον πεθερό του, Κάρολο ΣΤ, την Τοσκάνη, ενώ ως τότε η Μαρία Θηρεσία ήταν δούκισσα της Λωρραίνης. Τον Ιανουάριο του 1737 τα Ισπανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την Τοσκάνη και αντικαταστάθηκαν με 6.000 Αυστριακούς. Στις 9 Ιουλίου 1737 πέθανε ο δεύτερος ξάδελφος του Φραγκίσκου, Γιάν Γκαστόνε, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έφυγε για την Ουγγαρία για να πολεμήσει τους Τούρκους, τον Οκτώβριο επέστρεψε στην Βιέννη, και στις 20 Ιανουαρίου 1739 επισκέφτηκε για τρεις μήνες την Φλωρεντία μαζί με την σύζυγο του και τον αδελφό του Κάρολο. Το 1744 ο νεότερος αδελφός του Φραγκίσκου, Κάρολος, νυμφεύτηκε τη νεότερη αδελφή της συζύγου του Μαρίας Θηρεσίας την αρχιδούκισσα Μαρία Άννα της Αυστρίας και έγινε διοικητής των Αυστριακών Κάτω Χωρών, παραμένοντας σε αυτή τη θέση έως τον θάνατο του το 1780. Η Μαρία Θηρεσία εξασφάλισε την εκλογή του Φραγκίσκου ως αυτοκράτορα στις 13 Σεπτεμβρίου 1745. Στάθηκε πιστός σύμβουλος στη σύζυγο του σε όλες τις υποθέσεις, αλλά ήταν επίσης διάσημος για τις πολλές εξωσυζυγικές του σχέσεις, με κυριότερη την Μαρία Βιλχεμίνα. Πέθανε αιφνίδια μέσα στην άμαξα ενώ επέστρεφε από την όπερα στις 18 Αυγούστου 1765.
ιε. Ιωσήφ Β΄ (1780-1790)
Ο Ιωσήφ Β΄ (Βιέννη 13 Μαρτίου 1741 - 20 Φεβρουαρίου 1790), μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ο 1ος αυτοκράτορας της Αυστρίας από τον κλάδο της Λωρραίνης του οίκου των Αψβούργων, ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους μαζί με την μητέρα του Μαρία Θηρεσία στο διάστημα 1765 - 1780, και μόνος αυτοκράτορας μετά τον θάνατο της μητέρας του στο διάστημα 1780 - 1790. Όπως και η μητέρα του ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πεφωτισμένης μοναρχίας στην Ευρώπη μαζί με τη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και τον Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Αλλά οι τεράστιες για την εποχή του μεταρρυθμίσεις που είχε σκοπό να πραγματοποιήσει, τελικά δεν υλοποιήθηκαν, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσαν, αλλά και λόγω της κλονισμένης του υγείας πολλά χρόνια πριν τον θάνατο του. Τον Οκτώβριο του 1760 νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα της Πάρμας, η οποία πέθανε σύντομα (1763), ενώ το μοναδικό παιδί που απέκτησαν, η Μαρία Θηρεσία, πέθανε το 1767. Στη συνέχεια (1765) παντρεύτηκε την Μαρία Ιωσηφίνα, αλλά και αυτή πέθανε σύντομα (1767) από ευλογιά, οπότε ο αυτοκράτορας Ιωσήφ απογοητευμένος αποφάσισε να μην ξαναπαντρευτεί.
Προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο δικαιότερο σύστημα φορολόγησης να ισχυροποιήσει την κεντρική εξουσία στην Βιέννη πλήττοντας τους τοπικούς γαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα να συναντήσει από αυτούς σκληρές αντιδράσεις. Ξέσπασαν επαναστάσεις στο Βέλγιο και την Ολλανδία, εξαιτίας της προσπάθειας του να μειώσει την εξουσία των τοπικών κυβερνήσεων, ενώ προσπάθησε να αλλάξει τα έθιμα των τοπικών κοινωνιών, συναντώντας αντιδράσεις ακόμα και από τον αγροτικό κόσμο. Ειδικότερα η απόφαση του να πλήξει τις μεγάλες περιουσίες των γαιοκτημόνων, χωρίς να τις παραχωρήσει στους ακτήμονες, συνάντησε σκληρές αντιδράσεις από τους πρώτους χωρίς να βρει υποστήριξη από τους δεύτερους. Ιδιαίτερα στην Ουγγαρία υπήρχαν 40.000 ευγενείς που αντέδρασαν σκληρά, γιατί είδαν να πλήττεται η προσωπική τους περιουσία. Στο θέμα της εκπαίδευσης προσπάθησε να καταργήσει την επίσημη τότε Λατινική γλώσσα, επιβάλλοντας τα Γερμανικά που ήταν άγνωστα σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, καθιέρωσε υποχρεωτική την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ έδωσε πολλές υποτροφίες σε άπορους φοιτητές. Σημαντικότερη μεταρρύθμιση ήταν η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής (1787) η οποία επανήλθε τελικά το 1795. Στο θέμα της υγείας κατασκεύασε μεγάλο νοσοκομείο στην Βιέννη αποδυναμώνοντας πάλι τις τοπικές ιατρικές υπηρεσίες.
Ο Ιωσήφ Β, σχετικά χαμηλής θρησκευτικής συνείδησης, προσπάθησε να περιορίσει την ισχυρή ως τότε επιρροή της Ρώμης στα εδάφη της αυτοκρατορίας του. Επιχείρησε να ελέγξει ο ίδιος την εκλογή των ιερέων και επισκόπων, σπάζοντας τους ισχυρότατους δεσμούς που είχαν ως τότε με τον πάπα, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις. Οι κληρικοί έπρεπε να δίνουν πλέον όρκο πίστης στον αυτοκράτορα αντί για τον πάπα, με αποτέλεσμα 700 μοναστήρια να κλείσουν και ο αριθμός των μοναχών να μειωθεί από 65.000 σε 27.000. Έδειξε μεγάλη θρησκευτική ανοχή σε όλες τις μη Καθολικές θρησκευτικές μειονότητες, δίνοντας περίπου ίδια προνόμια στους διαμαρτυρόμενους και τους Εβραίους. Ο πάπας Πίος ΣΤ΄, αρκετά ενοχλημένος από την στάση του, τον ανάγκασε να πληρώσει σε μια επίσκεψη του τον Ιούλιο του 1782.
Η εξωτερική του πολιτική ήταν ο περισσότερο αποτυχημένος τομέας του. Μεγαλομανής, ήθελε απροετοίμαστος χωρίς ισχυρό στρατό να εμπλακεί σε πολέμους για να κάνει την δική του αυτοκρατορία ισχυρότερη στην Ευρώπη. Αποτέλεσμα ήταν να αποκρουσθεί δύο φορές από τον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας (1778, 1785), που είχε τον ισχυρότερο στρατό εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια ήρθε σε πόλεμο με τους Τούρκους στα Βαλκάνια (1787 - 1791) για να κερδίσει την συμπαράσταση της Ρωσίας. Τελικά ενώθηκε με τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων, αλλά ακολούθησαν νέες στρατιωτικές αποτυχίες στο Βελιγράδι, που έδειξαν τη μεγάλη ανικανότητα του Ιωσήφ στον στρατιωτικό τομέα. Επέστρεψε στην Βιέννη με βαριά επιδεινωμένη υγεία (1789), και από τότε βρισκόταν μέχρι τον θάνατο του σε κωματώδη κατάσταση. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Λεοπόλδος Β΄.
ιστ. Λεοπόλδος Β΄ (1790-1792)
Ο Λεοπόλδος Β΄ (5 Μαΐου 1747 - 1 Μαρτίου 1792, <λέων + πολέω [=περιφέρομαι] + οδός = ελεύθερο οδηγητήριο λιοντάρι {Leopold}), τρίτος γιος του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Μαρίας Θηρεσίας, ήταν αρχιδούκας της Αυστρίας και μέγας δούκας της Τοσκάνης (1765 - 1790), Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Ουγγαρίας (1790 - 1792), θεωρούμενος πρότυπο της πεφωτισμένης απολυταρχίας. Ως τρίτος γιος προοριζόταν για θεολογικές σπουδές, κάτι που τον έστρεψε αργότερα κατά της εκκλησίας. Με τον θάνατο του δεύτερου αδελφού του Καρόλου (1761) ορίστηκε ο ίδιος διάδοχος στο Δουκάτο της Τοσκάνης, όπου διαδέχθηκε τον πατέρα του Φραγκίσκο Α΄ στις 18 Αυγούστου 1765. Ήταν διάσημος για τις πολλές εξωσυζυγικές του σχέσεις.
Κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων που ήταν δούκας της Φλωρεντίας αναμόρφωσε πλήρως το Δουκάτο, κατάργησε τους αυστηρούς περιορισμούς που είχαν τεθεί στη βιομηχανία και στην ατομική ιδιοκτησία από τον Οίκο των Μεδίκων και είχαν διατηρηθεί από τον πατέρα του. Εισήγαγε νέο σύστημα δικαιότερο για την φορολογία, από τα έσοδα του οποίου εκτέλεσε μεγάλα δημόσια έργα. Παρόλα αυτά ήταν αντιπαθής στον Ιταλικό λαό λόγω της φιλαργυρίας του. Δεν μπόρεσε όμως να ελέγξει την εκκλησιαστική περιουσία και οι προσπάθειες του στο θέμα αυτό τον έφεραν σε σύγκρουση με τον πάπα. Η σημαντικότερη αναμόρφωσή του έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1786, όταν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία κατάργησε με νόμο την θανατική ποινή και τα βασανιστήρια. Παραχώρησε Σύνταγμα στους πολίτες, που είχε πολλές ομοιότητες με αυτό της Βιρτζίνια (1778), βασισμένο στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και στον διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα αυτό δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί, γιατί ο Λεοπόλδος μετακινήθηκε στην Βιέννη (3 Μαρτίου 1790), όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, αλλά και διότι ήταν πολύ προοδευτικό για την εποχή του και συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Έκανε και άλλες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, καθιέρωσε υποχρεωτικό το εμβόλιο για την ευλογιά, ενώ απαγόρευσε κάθε μορφή βασανιστηρίων στους ψυχικά ασθενείς, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα πολλά νοσοκομεία για την περίθαλψή τους. Τα τελευταία χρόνια είχε πολλές συναντήσεις με τον μεγαλύτερο αδελφό του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, που ήταν βέβαιο ότι θα τον διαδεχόταν σύντομα, επειδή ήταν άτεκνος και έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ενώ ήταν αρκετά αγαπημένοι, αρνήθηκε τη συμβασιλεία μαζί του γιατί δεν ήθελε να έχει φθορά από την αντιδημοτικότητά του.
Μια από τις πρώτες ενέργειες του ως αυτοκράτορας ήταν η εκστρατεία του στο Βέλγιο, που είχε ανεξαρτητοποιηθεί προσωρινά τα τελευταία χρόνια βασιλείας του αδελφού του, και το προσάρτησε ξανά στην αυτοκρατορία. Αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα από τη Δύση με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, στη χώρα όπου βασίλευε η ίδια η αδελφή του Μαρία Αντουανέτα, η οποία είχε φυλακιστεί και κινδύνευε άμεσα η ζωή της. Στα ανατολικά τον απασχόλησαν οι φιλοδοξίες της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης που εκμεταλλεύτηκε τις αναταραχές για να προσαρτήσει την Πρωσία. Η αδελφή του ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ ο Λεοπόλδος, που δεν είχε τις διαπραγματευτικές ικανότητες της μητέρας του, προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από την Αγγλία. Αναφέρεται μάλιστα η βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στον Γάλλο πρίγκηπα Κάρολο. Ο Λεοπόλδος συνέχισε τις διαπραγματεύσεις του για να βρει συμμάχους για επέμβαση στη Γαλλία, μετά την αποτυχία με Αγγλία, Ρωσία, και συναντήθηκε με τον βασιλιά της Πρωσίας στις 25 Αυγούστου 1791, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ δήλωσε υπακοή στο νέο Σύνταγμα. Πέθανε αιφνίδια στην Βιέννη τον Μάρτιο του 1792. Με τη σύζυγο του Μαρία Λουίζα της Ισπανίας είχε 13 παιδιά μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του Φραγκίσκος Β΄.
ιζ. Φραγκίσκος Β´ (1792-1835)
Ο Φραγκίσκος Β΄ (Φλωρεντία 12 Φεβρουαρίου 1768 - 2 Μαρτίου 1835) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1792 - 6 Αυγούστου 1806), αφού, μετά την ήττα του από τον Μέγα Ναπολέοντα στη Μάχη του Αούστερλιτς, κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Το 1806 ίδρυσε την Αυστριακή Αυτοκρατορία, έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας ως Φραγκίσκος Α΄ (1806 - 1835), ενώ είναι ο μοναδικός στην ιστορία που είχε τον τίτλο του διπλού αυτοκράτορα (1804 - 1806) Γερμανίας και Αυστρίας. Είχε επίσης τον τίτλο των βασιλέων της Ουγγαρίας- Κροατίας - Σλοβενίας και του πρώτου προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδίας (1815). Ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄ και της Μαρίας Λουίζας της Ισπανίας, κόρης του βασιλιά Καρόλου Γ΄ της Ισπανίας, και γεννήθηκε στην Τοσκάνη, όπου ο πατέρας του Λεοπόλδος ήταν μέγας δούκας (1765 - 1790). Είχε ευτυχισμένη παιδική ηλικία με λαμπρές σπουδές στην Βιέννη, αφού προοριζόταν από τον πατέρα του και τον άτεκνο θείο του Ιωσήφ ως μελλοντικός αυτοκράτορας. Εκπαιδεύτηκε από τον ίδιο τον θείο του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β με μεγάλη αυστηρότητα και πειθαρχία.
Με τον θάνατο του άτεκνου θείου του Ιωσήφ Β (1790) ο πατέρας του Λεοπόλδος Β έγινε αυτοκράτορας και ο ίδιος ο Φραγκίσκος διάδοχος του θρόνου. Με τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Λεοπόλδου στις 1 Μαρτίου 1792 έγινε ο ίδιος ο Φραγκίσκος αυτοκράτορας σε ηλικία 24 ετών, πολύ νωρίτερα απ' ότι περίμενε. Βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με τις απειλές του Ναπολέοντα για ελευθερία και ισότητα και είχε ιδιαίτερες σχέσεις φόβου με την Γαλλία, αφού η θεία του, Μαρία Αντουανέτα, αποκεφαλίστηκε στην γκιλοτίνα από τους Γάλλους επαναστάτες. Οδήγησε την χώρα του σε τρεις Συνασπισμούς (Γ το 1805, Δ το 1806και Ε το 1809) εναντίον του Ναπολέοντα, όπου γνώρισε διαδοχικές ήττες. Μετά την τελική ήττα στην μάχη του Αούστερλιτς συνάντησε τον ίδιο τον Ναπολέοντα τον Δεκέμβριο του 1805. Το 1809 γνώρισε νέα ήττα από τον Ναπολέοντα στο Βάγκραμ, οπότε αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μαζί του δίνοντας του την κόρη του Μαρία Λουίζα ως σύζυγο, και παρέμεινε υποτελής της γαλλικής αυτοκρατορίας ενώ οι πόλεμοι του με τον Ναπολέοντα εξασθένησαν σημαντικά την Αυστρία.
Το 1813 η Αυστρία ηγήθηκε στον ΣΤ Συνασπισμό κατά του Ναπολέοντα μαζί με τις Βρετανία, Ρωσία, Πρωσία και Σουηδία και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οριστική ήττα του Ναπολέοντα στη Λειψία. Αυτό του έδωσε το πλεονέκτημα να δημιουργήσει με τον καγκελάριο Μέτερνιχ την Ιερά Συμμαχία (1815), στην οποία συμμετείχαν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας, ενώ έκαναν μυστική συμφωνία για την επαναφορά του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ΄ στον θρόνο της Γαλλίας. Διέθετε εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων στην αυτοκρατορία του και την καλύτερη αστυνομία της εποχής του. Αν και απολυταρχικός, ήταν ένας ανοιχτός μονάρχης προσπελάσιμος στον λαό. Αναφέρεται και σαν άριστος οικογενειάρχης με αγαπημένη οικογένεια, καθώς με την δεύτερη σύζυγο του Μαρία Θηρεσία της Νάπολης και της Σικελίας απέκτησαν επτά παιδιά. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Φερδινάνδος Α.
Η Πρωσία (Preußen, λατ.: Borussia, Prussia, <προ + Ρωσία [<ρουσίζω ροδίζω, ο>ου, δ>σ - είμαι κοκκινωπός] = η χώρα που βρίσκεται πριν από τη Ρωσία) ονομάστηκε η περιοχή της Γερμανίας, που μέχρι το 1945 αποτελούσε την πιο εκτεταμένη περιφέρεια της χώρας, με 13 επαρχίες, στην οποία ανήκε και η πρωτεύουσα Βερολίνο. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέρη του ανατολικού τμήματος της Πρωσίας ανήκουν στην Πολωνία και στην Ρωσία. Η Πρωσία εκτεινόταν από τα γαλλικά σύνορα ως τα σύνορα με την άλλοτε ΕΣΣΔ. Στο νότο τα σύνορά της σχηματίζονταν από τον ποταμό Μάιν και τον Θουριγγικό Δρυμό. Αρχικά ήταν μικρή περιοχή στην σημερινή Μαζουρία της βόρειας Πολωνίας, στο Καλίνινγκραντ και στην περιοχή Κλάιπεντα της Λιθουανίας. Το έδαφος της Πρωσίας περιέλαβε την Παλαιά Πρωσία (Δυτική Πρωσία και Ανατολική Πρωσία), την Πομερανία, το μεγαλύτερο μέρος της Σιλεσίας, το Βραδεμβούργο, τη Λουσιτανία, τη επαρχία της Σαξονίας, του Αννόβερου, του Σλέσβιχ-Χολστάιν, της Βεστφαλίας, της Έσσης - Νασσάου, της Ρηνανίας. Υπήρξαν όμως μερικές περιοχές στη βόρεια Γερμανία που δεν έγιναν ποτέ τμήμα της Πρωσίας, όπως το Όλντενμπουργκ, το Μέκλενμπουργκ και οι πόλεις - κράτη της Χανσεατικής Ένωσης. Αν και η Πρωσία ήταν κυρίως προτεσταντικό γερμανικό κράτος, υπήρξαν σημαντικοί ρωμαιοκαθολικοί πληθυσμοί στη Ρηνανία και σε διάφορες περιοχές, όπως το Πόζεν, η Σιλεσία, η δυτική Πρωσία και Βάρμια της ανατολικής Πρωσίας. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί τα καθολικά νότια γερμανικά κράτη, ειδικά η Αυστρία και η Βαυαρία, αντιστάθηκαν στην Πρωσική ηγεμονία για πολύ καιρό.
Από το 1466 μέχρι το 1772, η περιοχή αυτή ήταν χωρισμένη σε δύο τμήματα, το Βασίλειο της Πρωσίας που ήταν υπό την διοίκηση της Πολωνίας, και την περιοχή του Τευτονικού Τάγματος. Μετά το τέλος της Δυναστείας των Πρώσων η περιοχή αυτή το 1618 πέρασε ως κληρονομιά στο πριγκιπάτο του Βρανδεμβούργου. Το 1657 με την συνθήκη του Βέλαου η περιοχή αυτή αποσπάσθηκε και απόκτησε την ανεξαρτησία της. Ο πρίγκηπας Φρειδερίκος Α (1688-1713) έγινε μονάρχης της περιοχής.
To 1211 o Ανδρέας Β' της Ουγγαρίας παραχώρησε στους Τεύτονες Ιππότες περιουσία στην Τρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Κουμάνων. Οι Τεύτονες υπήρξαν απείθαρχοι, με συνέπεια, λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Β΄ να τους εκδιώξει από την Τρανσυλβανία. Το 1226 προσέλαβε τους Τεύτονες στην υπηρεσία του ο Κορράδος, δούκας της Μαζοβίας, με σκοπό να τον βοηθήσουν να υποτάξει και να προσηλυτίσει τις παγανιστικές φυλές της Πρωσίας. Κατά την διάρκεια των επόμενων 60 ετών οι Τεύτονες υπέταξαν τους τοπικούς πληθυσμούς, πραγματοποιώντας εκτεταμένες σφαγές, και στα υποδουλωμένα εδάφη δημιούργησαν ένα δικό τους κράτος με έδρα το Μαρίενμπουργκ. Ταυτόχρονα με την υποταγή της Πρωσίας οι Τεύτονες κινήθηκαν ανατολικότερα και, αφού απορρόφησαν το Λιβονικό Τάγμα του Ξίφους, το οποίο έλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Εσθονίας, εξαπλώθηκαν σε μεγάλο τμήμα της Βαλτικής. Η πορεία τους ανατολικότερα ανακόπηκε το 1242, όταν ηττήθηκαν από τους Ρώσους της Ηγεμονίας του Νόβγκοροντ στην Μάχη των Πάγων. Οι Τεύτονες τα επόμενα χρόνια στράφηκαν κατά των Λιθουανών. Μετά από πολυετείς μάχες ηττήθηκαν τελικά απ’ αυτούς και τους συμμάχους τους Πολωνούς, στη Μάχη του Τάννενμπεργκ το 1410. Τα σύνορα μεταξύ της Πρωσίας και της Λιθουανίας καθορίστηκαν τελικά με την Συνθήκη του Μέουνο, το 1422. Το 1454 πόλεις της Δυτικής Πρωσίας επαναστάτησαν εναντίον του Τευτονικού τάγματος και ζήτησαν την βοήθεια της Πολωνίας. Μετά από πόλεμο 13 ετών οι Τεύτονες ηττήθηκαν και με την Δεύτερη συνθήκη ειρήνης του Τορν, που υπογράφηκε το 1466, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν την Δυτική Πρωσία στην Πολωνία.
Το 1525 ο Μέγας Μάγιστρος του τάγματος των Τευτόνων Ιπποτών, Αλβέρτος της Πρωσίας, του οίκου των Χοεντσόλερν, αφού έγινε Προτεστάντης Χριστιανός, μετέτρεψε τα Τευτονικά εδάφη σε κοσμικό κράτος, ιδρύοντας το Δουκάτο της Πρωσίας, του οποίου υπήρξε ο πρώτος Δούκας. Το Δουκάτο εκτεινόταν σε μία στενή έκταση ανατολικά του Βιστούλα και έδρα του ήταν η Καινιξβέργη. Δύο γενεές αργότερα η Πρωσία ενώθηκε με το Βρανδεμβούργο, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό του κράτους της Πρωσίας-Βρανδεμβούργου. Η εγγονή του Αλβέρτου της Πρωσίας Άννα, κόρη του Δούκα Αλβέρτου-Φρειδερίκου, παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Ιωάννη Σιγισμούνδο του Βρανδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Αλβέρτου-Φρειδερίκου, χωρίς να αφήσει αρσενικούς απογόνους, ο Ιωάννης Σιγισμούνδος κληρονόμησε το Δουκάτο της Πρωσίας, ενώνοντάς το με την επικράτεια του Βρανδεμβούργου. Το νέο κράτος περιλάμβανε γεωγραφικά αποκομμένες μεταξύ τους περιοχές από τον Ρήνο μέχρι τη Βαλτική. Κατά την πρώτη φάση του Δεύτερου Βορείου πολέμου (1664-1660) ο δούκας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α΄ έθεσε το δουκάτο υπό το στέμμα της Σουηδίας. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθε στο στέμμα της Πολωνίας. Την περίοδο αυτή το Δουκάτο της Πρωσίας αύξησε τον βαθμό αυτονομίας του και έθεσε της βάσης της μετατροπής του σε Βασίλειο.
Στις 18 Ιανουαρίου 1701 ο Φρειδερίκος Α΄, γιος του Εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και Δούκα της Πρωσίας Φρειδερίκου Γουλιέλμου, αναβάθμισε την Πρωσία σε βασίλειο, ενώ ο διάδοχός του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α΄ υπήρξε ο δημιουργός της ισχυρής Πρωσίας, αφού, κατά την διάρκεια της βασιλείας του, η Πρωσία επεκτάθηκε αποκτώντας την μισή Σουηδική Πομερανία, με τη συνθήκη της Στοκχόλμης του 1720. Τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Α διαδέχτηκε το 1740 ο Φρειδερίκος Β΄ που απέκτησε το προσωνύμιο Μέγας. Την χρονιά που ανέβηκε στον θρόνο ο Φρειδερίκος Β τα πρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην αφύλακτη Σιλεσία. Το γεγονός υπήρξε αφορμή για τρεις πολέμους που ονομάστηκαν Σιλεσιανοί. Ο τρίτος Σιλεσιανός πόλεμος υπήρξε μέρος του Επταετούς Πολέμου για την διαδοχή του Αυστριακού θρόνου (1740-1748) που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη. Στον επταετή πόλεμο ο Φρειδερίκος Β συμμάχησε με την Μεγάλη Βρετανία, το Ανόβερο και την Έσση, ενώ εναντίον του συνασπίστηκαν η Αυστρία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Σαξονία. Με το τέλος του πολέμου η Πρωσία κατάφερε να διατηρήσει την Σιλεσία. Το 1772 η Πρωσία επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο έπειτα από τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας. Η Πρωσία συμμετείχε στους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης. Το 1795 υπέγραψε ανακωχή και αποσύρθηκε. Αναμίχθηκε όμως στη συνέχεια στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στους οποίους αρχικά ηττήθηκε και μετατράπηκε σε κράτος-δορυφόρο της Γαλλίας. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στην Ρωσία η Πρωσία εισήλθε πάλι στον πόλεμο στον αντιγαλλικό συνασπισμό. Στο Συνέδριο της Βιέννης η Πρωσία ωφελήθηκε αποκτώντας την Ρηνανία και την Βεστφαλία. Οι κτήσεις αυτές ήταν ζωτικής σημασίας για την μετέπειτα ισχυροποίηση της χώρας, που την κατέστησαν πρωταγωνίστρια της Γερμανικής ενοποίησης.
α. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Χοεντσόλερν (1640 – 1688)
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος (Friedrich Wilhelm 1620 – 1688), μέλος του οίκου των Χοεντσόλερν, γιος του Εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου Γεωργίου Γουλιέλμου και της Ελισάβετ Καρλότας του Παλατινάτου, ήταν επίσης Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας από το 1640 μέχρι το θάνατό του. Η στρατιωτική ανδρεία του και οι πολιτικές του ικανότητες τον έκαναν δημοφιλή, γνωστό ως Μεγάλο Εκλέκτορα. Τηρώντας πολιτική θρησκευτικής ανοχής, ήταν πιστός οπαδός του Καλβινισμού, που συνδέθηκε με την ανερχόμενη εμπορική τάξη, και πέτυχε την ανοικοδόμηση του κράτους του μετά τον 30ετή Πόλεμο. Στο στρατιωτικό πεδίο είχε σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Σουηδών, που εισέβαλαν στη χώρα του, αλλά αποκρούστηκαν οριστικά το 1678. Ο ίδιος διέγνωσε τη σπουδαιότητα ου εμπορίου και το υποστήριξε δυναμικά. Οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε, ισχυροποίησαν την Πρωσία στον πολιτικό χάρτη της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648) και προετοίμασαν την αναβάθμισή της από δουκάτο σε βασίλειο, που υλοποιήθηκε από τον γιο και διάδοχό του Φρειδερίκο Α.
β. Φρειδερίκος Α Χοεντσόλερν (1688 – 1713)
Ο Φρειδερίκος Α (Friedrich I, 1657 –1713), μέλος της δυναστείας Χοεντσόλερν, γιος του προηγούμενου Εκλέκτορα και Δούκα Φρειδερίκου Γουλιέλμου, ήταν (ως Φρειδερίκος Γ) Εκλέκτορας του Βραδενβούργου (1688–1713) και Δούκας της Πρωσίας και επομένως της ένωσης Βρανδεμβούργου-Πρωσίας, την οποία, μετά από έγκριση του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους Λεοπόλδου Α, αναβάθμισε σε βασίλειο, και έγινε ο πρώτος βασιλιάς «στην Πρωσία» (1701–1713), αποφεύγοντας τον τίτλο «βασιλιάς της Πρωσίας» για να μην θίξει τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Λεοπόλδου Α. Από τη μεριά της μητέρας του, ήταν εξάδελφος, του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου Γ. Αναδείχτηκε προστάτης των τεχνών, ιδρύοντας την Καλλιτεχνική Ακαδημία στο Βερολίνο το 1696.
γ. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α Χοεντσόλερν (1713 – 1740)
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α (Friedrich Wilhelm I, 1688 –1740), γιος του προηγούμενου βασιλιά Φρειδερίκου Α και της Σοφίας Καρλότας του Αννόβερου, γνωστός ως «Στρατιώτης Βασιλιάς», ήταν βασιλιάς στην Πρωσία και Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου από το 1713 μέχρι τον θάνατό του. Ως βασιλιάς προσπάθησε να βελτιώσει την κατάσταση της Πρωσίας. Αντικατάστησε την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία με φόρο, ενθάρρυνε την γεωργία, αποξήρανε βαλτώδεις περιοχές, θέσπισε κανόνες για τους αξιωματούχους του δημοσίου και μερίμνησε για την εξασφάλιση της άμυνας της χώρας του. Εφάρμοσε αυστηρή οικονομική πολιτική που άφησε τα ταμεία του κράτους γεμάτα. Πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις στον πρωσικό στρατό, που συνέβαλαν στην ισχυροποίησή του τα επόμενα χρόνια. Μεταχειρίστηκε με σκληρότητα τον γιο του και διάδοχό του Φρειδερίκο Β και τον πέρασε από στρατοδικείο και τον φυλάκισε επί 65 μήνες, όταν προσπάθησε να δραπετεύσει στην Αγγλία, προκαλώντας την παρέμβαση του Αψβούργου αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ.
δ. Φρειδερίκος Β΄ Χοεντσόλερν (1740-1786)
Ο Φρειδερίκος Β΄ (Friedrich II, 24 Ιανουαρίου 1712 - 17 Αυγούστου 1786), ο επικαλούμενος και Μέγας, μέλος του Οίκου των Χοεντσόλερν, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄ και εγγονός του Φρειδερίκου Α΄, ήταν βασιλιάς της Πρωσίας (1740-1786). Ο πατέρας του προσπάθησε να τον αναθρέψει με την άκαμπτη αυστηρότητα που έδειχνε στα στρατιωτικά γυμνάσια, με το πλέον βαρύ και αυστηρό πρωτόκολλο που χαρακτήριζε τη πρωσική βασιλική αυλή. Ο μικρός Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να ξυπνάει πολύ νωρίς το πρωί, αποστήθιζε μεγάλες προσευχές, φορούσε πάντα στρατιωτική στολή, ακολουθούσε ένα απαράβατο πρόγραμμα ακαδημαϊκών σπουδών και γυμναστικών ασκήσεων και κοιμόταν πολύ νωρίς. Η μητέρα του, αντίθετα, είχε έντονο ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά θέματα και η επιρροή της στον νεαρό Φρειδερίκο εξόργιζε τον πατέρα του, ο οποίος, για να σκληραγωγήσει τον γιο του, τον μεταχειριζόταν με τρόπο που έφθανε στα όρια της κτηνωδίας. Ο έφηβος Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να γευματίζει καθισμένος στην πιο υποτιμητική θέση του τραπεζιού μακριά από τους γονείς του. Ο πατέρας του συχνά τον κτυπούσε μπροστά σε ξένους επισκέπτες και μία φορά τον έσυρε από τα μαλλιά στους διαδρόμους του ανακτόρου. Σε ηλικία 18 ετών ο Φρειδερίκος επιχείρησε να φύγει από την Πρωσία και να αναζητήσει άσυλο στον θείο του, βασιλιά της Αγγλίας, αλλά το σχέδιο του προδόθηκε και ο διάδοχος συνελήφθη και κατέληξε στην απομόνωση στο κάστρο του Κυστρίν, αφού προηγουμένως μπροστά στα μάτια του διατάχθηκε η εκτέλεση του φίλου του αξιωματικού φον Κάττε, που προσπάθησε να τον βοηθήσει στη δραπέτευσή του. Μετά την αποφυλάκισή του, πεπεισμένος πλέον ότι κάθε περαιτέρω αντίσταση στην πατρική βούληση ήταν ανώφελη, ακολούθησε πιστά τις προσταγές του πατέρα του, και υποχρεώθηκε να αναλάβει τη διοίκηση ενός συντάγματος γρεναδιέρων και να ασχολείται με τα κοινά του κράτους. Το 1732 υπό τη πίεση του πατέρα του νυμφεύθηκε τη Γερμανίδα πριγκήπισσα Ελισάβετ Κριστίνα της Βρουνσβίκης-Μπέβερν, χωρίς να ερωτηθεί.
Όταν τελικά ανέβηκε στο θρόνο της Πρωσίας σε ηλικία 28 ετών, το 1740, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναζωογόνησης της οικονομίας και ενίσχυσης του στρατού, ο οποίος αποτελούσε και την κυριότερη μέριμνα του. Ως βασιλιάς υπήρξε ιδιαίτερα συγκεντρωτικός και αυταρχικός, και έδειχνε ελάχιστη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, τρέφοντας μία μόνιμη καχυποψία ("Όσοι περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί, τόσοι περισσότεροι κλέφτες"). Η εφευρετικότητα του σε ό,τι αφορούσε την πολεμική τέχνη ήταν αδιαμφισβήτητη. Η εμπειρία και το σωματικό σθένος, που του εξασφάλισε η σκληρή διαπαιδαγώγηση ("Είμαι πάνω στο άλογο μου ακόμη και άρρωστος, όταν άλλοι στη θέση μου θα βρίσκοταν στο κρεβάτι κλαψουρίζοντας"), συνδυάστηκε με την οξύνοια και την αποφασιστικότητά του. Επέκτεινε το κράτος του σε σημαντικό βαθμό, αντιμετωπίζοντας τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις με επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τον Επταετή Πόλεμο διαδοχής του Αυστριακού Θρόνου (1740 – 1748), με το τέλος του οποίου η Πρωσία είχε καταστεί μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη. Οι εξαιρετικές ικανότητές του στην διπλωματία και στο πεδίο της μάχης, η μεγάλη του μόρφωση, και οι γνωριμίες με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Βολταίρος, του χάρισαν την προσωνυμία Φρειδερίκος ο Μέγας. Πέθανε σε ηλικία 74 ετών και είναι θαμμένος έξω από το θερινό ανάκτορο στο πάρκο Σανσουσί (Sans Souci = χωρίς σκοτούρες) στο Πότσδαμ μαζί με τα 11 κυνηγετικά σκυλιά του.
ε. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β΄ Χοεντσόλερν (1786-1797)
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β΄ (Friedrich Wilhelm II.; 1744 –1797), γιος του πρίγκηπα Αύγουστου Γουλιέλμου (δεύτερου γιου του βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α και αδελφού του προηγούμενου βασιλιά Φρειδερίκου Β), ήταν βασιλιάς της Πρωσίας, διάδοχος του άτεκνου Φρειδερίκου Β. Ο νωχελικός και φιλήδονος χαρακτήρας του ήταν αντίθετος με αυτόν του προκατόχου και θείου του. Η Πρωσία εξασθένησε εσωτερικά και εξωτερικά και δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στις προκλήσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Η θρησκευτική πολιτική του, που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση ενός παραδοσιακού Προτεσταντισμού, ήταν αντίθετη με το πνεύμα του Διαφωτισμού της εποχής του. Ήταν όμως προστάτης των τεχνών, πάτρονας του Μπετόβεν και του Μότσαρτ, ταλαντούχος τσελίστας και ο ίδιος, και υπεύθυνος για την ανέγερση αξιόλογων κτιρίων, όπως ο Πύργος του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο. Απέκτησε επτά παιδιά με την δεύτερη σύζυγό του, αλλά διατήρησε μόνιμη εξωσυζυγική σχέση με την Βιλχελμίνα Ένκε κόμισσα του Λίχτενάου, μια φιλόδοξη και μορφωμένη γυναίκα, με την οποία απέκτησε πέντε εξώγαμα παιδιά.
Ως βασιλιάς έγινε δημοφιλής, όταν προσπάθησε να ελαφρύνει τα οικονομικά βάρη των πολιτών, αναμορφώνοντας το καταπιεστικό φορολογικό σύστημα των προκατόχων του, καταργώντας το κρατικό μονοπώλιο του καφέ, του καπνού και της ζάχαρης και κατασκευάζοντας δρόμους και αρδευτικά κανάλια. Παράλληλα ενθάρρυνε τη χρήση της γερμανικής γλώσσας και τη φοίτηση σε σχολεία και πανεπιστήμια. Το 1788 εξέδωσε θρησκευτικό διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε τη διδασκαλία κηρυγμάτων που δεν περιέχονταν στα επίσημα βιβλία των ιερέων, ενώ λόγιοι όπως ο Εμμανουήλ Καντ απαγορευόταν να ομιλούν στο κοινό για θρησκευτικά θέματα. Με δεδομένη τη διαίρεση της γερμανικής κοινωνίας σε καλβινιστές, λουθηρανούς και καθολικούς, το διάταγμα αυτό συνέβαλε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Στον στρατιωτικό τομέα και στα εξωτερικά ζητήματα η πολιτική του δεν είχε επιτυχία. Η εκστρατεία στην Ολλανδία το 1787 και η προσπάθεια συμμαχίας με τη Ρωσία και Αυστρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, συμμετέσχε στην προσπάθεια της Αυστρίας για την αποκατάσταση του Λουδοβίκου ΙΣΤ, λαμβάνοντας προσωπικά μέρος στους ανεπιτυχείς πολέμους του 1792-93, εναντίον της Γαλλίας. Μολονότι η εδαφική έκταση της Πρωσίας αυξήθηκε μετά τον τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1795, τα νέα εδάφη απορρόφησαν σημαντικά ποσά για την αποτελεσματική διοίκησή τους. Πέθανε σε ηλικία 53 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιος του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ.
στ. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ Χοεντσόλερν (1797-1840)
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ (Friedrich Wilhelm III, 3 Αυγούστου 1770 - 7 Ιουνίου 1840) ήταν βασιλιάς της Πρωσίας κατά τα έτη 1797-1840. Ανέβηκε στον θρόνο λίγο πριν από την έναρξη των Ναπολεόντειων πολέμων και, παρά τη θέλησή του, έλαβε μέρος στον Δ Συνασπισμό εναντίον του Ναπολέοντα το 1806 (Πρωσία, Ρωσία, Αγγλία κατά της Γαλλίας, μάχες στην Ιένα, Άουερστεδ, Φρίντλαντ, Συνθήκη Τιλσίτ 1807). Έζησε το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, το 1806, όταν μετά την ήττα στο Αούστερλιτς ο Φραγκίσκος Β κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Συμμετέσχε στον ΣΤ Συνασπισμό το 1813 (Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας, Σουηδίας, Αυστρίας κατά της Γαλλίας, μάχες στο Λούτσεν και Μπάουτσεν, ήττα Ναπολέοντος στη Λειψία) και στον Ζ Συνασπισμό το 1815 που κατέληξε στην τελική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, όπως και στο Συνέδριο της Βιέννης που καθόρισε την τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, μετά την ήττα του Γάλλου ηγεμόνα.. Το 1815 συμμετείχε στην ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας, μετά την οποία η Πρωσία αύξησε για πρώτη φορά την επιρροή της στα γερμανικά κρατίδια, με τελική κατάληξη την δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία της Πρωσίας το 1871.
Μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο (1339-1453) με την Γαλλία, που κατέληξε στην απόσυρσή της από τα γαλλικά εδάφη, η Αγγλία έμπλεξε στη δίνη του 30ετούς Εμφύλιου Πολέμου των δύο Ρόδων (1455-1485), κατά τον οποίο οι αριστοκρατικές οικογένειες των Λάνκαστερ και Υόρκ διεκδίκησαν τον θρόνο του βασιλείου. Στα χρόνια της επόμενης Δυναστείας των Τυδώρ (1485-1603) η Αγγλία συνέχισε την πορεία της εσωτερικής κοινωνικής και πολιτικής αναδιοργάνωσης, που κατέληξε στη μεγάλη Επανάσταση του 1642-1649, με πρωταγωνιστή τον Όλιβερ Κρόμγουελ, η οποία, αν και λιγότερο διαφημισμένη, προηγήθηκε της Γαλλικής κατά 130 χρόνια. Με τη θεσμική αποκατάσταση της Συνταγματικής Μοναρχίας το 1689, η Αγγλία προχώρησε πλέον στη φάση των εποικισμών της Αμερικής και άλλων ηπείρων, αναβαθμίστηκε σε Μεγάλη Βρετανία το 1707, και αφού εξουδετέρωσε τη μεγάλη μέχρι τότε αντίπαλό της Γαλλία, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, δημιούργησε μια εκτεταμένη αποικιοκρατική αυτοκρατορία, αναλαμβάνοντας μέχρι το 1947 τα ηνία των εξελίξεων.
ι. Ερρίκος ΣΤ΄ Λάνκαστερ (1422-1461, 1470-1471)
Ο Ερρίκος ΣΤ΄ (Γουίνδσορ 1421 - 1471), βασιλιάς της Αγγλίας (1422 - 1461, 1470 - 1471), και μνηστήρας του Γαλλικού θρόνου (1422 - 1453), ήταν μοναδικός υιός και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ε΄ και της Αικατερίνης του Βαλουά. Διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία εννέα μόλις μηνών, ενώ αμφισβητήθηκε η πατρότητα του. Επειδή η μητέρα του ανήκε στον βασιλικό Οίκο της Γαλλίας (κόρη του βασιλιά Καρόλου ΣΤ΄), την αμφισβήτησαν έντονα οι Γάλλοι ευγενείς, λόγω του πολέμου με την γειτονική χώρα, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να περιορίσουν τα προνόμιά της στην αντιβασιλεία. Τον Σεπτέμβριο του 1423, συγκλήθηκε το βασιλικό Κοινοβούλιο στο όνομα του βασιλιά και ορίστηκε συμβούλιο αντιβασιλείας υπό τον θείο του Χάμφρεϊ του Γκλόστερ, μικρότερο γιο του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Δ΄, μέχρι την εποχή ενηλικίωσης του βασιλιά, με περιορισμένες αρμοδιότητες. Ο ετεροθαλής αδελφός του Ερρίκου Δ΄, επίσκοπος Ερρίκος Μπωφόρ, είχε σημαντική θέση στο συμβούλιο, ενώ ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος του Ερρίκου Δ΄, Ιωάννης του Λάνκαστερ, ο άλλος του θείος, ορίστηκε αντιβασιλέας της Γαλλίας. Ο νέος βασιλιάς ήθελε να εφαρμόσει ειρηνική πολιτική στις σχέσεις με την Γαλλία. Οι ετεροθαλείς αδελφοί του Ερρίκου, γιοι της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της με τον Όουεν Τυδώρ, πήραν τον τίτλο του κόμητος.
Από τους θείους του, Ιωάννη του Λάνκαστερ και Χάμφρεϊ του Γκλόστερ, που ήταν οι δύο ισχυρότεροι αντιβασιλείς, ο πρώτος πέθανε το 1435 και ο δεύτερος το 1447 από καρδιακή προσβολή, πριν κατηγορηθεί για προδοσία. Ως αποτέλεσμα των επιτυχιών του Εκατονταετούς Πολέμου, ο βασιλιάς Ερρίκος Ε΄ πεθαίνοντας άφησε την Αγγλία με ισχυρές κατοχές στα Γαλλικά εδάφη. Μετά τον θάνατο του, οι Γάλλοι, εκμεταλλευόμενοι την ανυπαρξία του εχθρού τους, λόγω ανηλικότητας του νέου βασιλιά, με την εμψύχωση της Ιωάννας της Λωρραίνης ανακατέλαβαν τα εδάφη τους. Μόλις πήρε ολοκληρωτικά την εξουσία στα χέρια του το 1437, ο Ερρίκος ΣΤ΄ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον ρόλο του, γινόμενος έρμαιο ευνοούμενων ευγενών που τον πίεσαν να τερματίσει τον πόλεμο με την Γαλλία, δυσαρεστώντας τους θείους του που αγνοήθηκαν. Ο επίσκοπος Μπωφόρ και ο Δούκας Γουλιέλμος του Σάφοκ έπεισαν τον βασιλιά ότι ο καλύτερος δρόμος για ειρήνη με την Γαλλία ήταν ο γάμος του με την ανιψιά του Καρόλου Ζ΄ Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας), κόρης του βασιλιά της Νεάπολης Ρενέ Α΄, ξαδέλφου του Γάλλου βασιλιά. Ο Ερρίκος ΣΤ είχε ακούσει για την εκπληκτική της ομορφιά και έστειλε τον Σάφοκ να διαπραγματευθεί με τον Γάλλο βασιλιά. Ο Κάρολος Ζ συμφώνησε να την προσφέρει, αλλά χωρίς την τεράστια περιουσία της ως προίκα, παρά μονάχα τις κομητείες του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) και του Μαιν, κάτι που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Τουρ και κρατήθηκε μυστικό από το Κοινοβούλιο. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε το 1445 και ο δυναμικός χαρακτήρας της Μαργαρίτας επηρέασε τον Ερρίκο, με αποτέλεσμα να έχει αυτή τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Καθυστέρησε να δημοσιοποιήσει την υποτιμητική για την Αγγλία συνθήκη της Τουρ, γιατί φοβόταν τις αντιδράσεις του θείου του, Χάμφρεϊ του Γκλόστερ. Μόλις δημοσιοποιήθηκε, τμήμα του λαού εξοργίστηκε με τον Σάφοκ: οι βασιλιάδες Ερρίκος και Μαργαρίτα προσπάθησαν να τον υπερασπίσουν, λέγοντας ότι ήταν δική τους πρωτοβουλία ο γάμος και η Συνθήκη. Το 1447 κάλεσαν στο Κοινοβούλιο τον δούκα του Γκλόστερ, που κατηγορήθηκε για προδοσία, εξορίστηκε και πέθανε στην εξορία.
Στην συνέχεια απαλλάχθηκαν και από τον Ριχάρδο, δούκα της Υόρκης, που εξορίστηκε στην Ιρλανδία, και συνέχισαν το έργο τους δίνοντας περισσότερους τίτλους στους Σάφολκ και Μπωφόρ. Η κυβέρνηση άρχισε σταδιακά να γίνεται μισητή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης, της αλλαγής της νομοθεσίας και της απώλειας των περιοχών στην Γαλλία. Ο μεγαλύτερος στόχος ήταν ο δούκας του Σάφοκ που το 1447 πιέστηκε να εξοριστεί, αλλά το πλοίο του μπλέχτηκε σε μάχη, ο ίδιος δολοφονήθηκε και το πτώμα του βρέθηκε αργότερα στην παραλία του Ντόβερ. Ο δούκας του Σόμερσετ επανέλαβε τις επιθέσεις στην Νορμανδία, αλλά εξαναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω, και οι Γάλλοι ανακατέλαβαν ολόκληρη την επαρχία της Νορμανδίας, που ο Ερρίκος Ε΄ είχε καταλάβει για λογαριασμό της Αγγλίας (1450). Στο Λονδίνο, ο Τζακ Κέιντ κήρυξε επανάσταση, ενώ ο Ερρίκος ΣΤ ήρθε με στρατό να την καταστείλει. Ο Κέιντ κατόρθωσε για μερικές μέρες να καταλάβει το Λονδίνο, αλλά μετά την σύγχυση που ακολούθησε, ο βασιλικός στρατός το ανακατέλαβε. Το 1450 χάθηκε και η Ακουιτανία, που ήταν στην κατοχή των Άγγλων από την εποχή του βασιλιά Ερρίκου Β΄, ενώ το Καλαί ήταν η μόνη πόλη που είχε παραμείνει στην Αγγλία. Μέσα σε αυτή την κατάσταση πανικού, ο δούκας Ριχάρδος της Υόρκης (1452) ανακλήθηκε από την εξορία στην Ιρλανδία. Αυτός παρουσίασε στον βασιλιά Ερρίκο ΣΤ μια σειρά από προτάσεις, με αποκορύφωμα την απαίτηση για εξορία του δούκα του Σόμερσετ. Ο βασιλιάς αρχικά συμφώνησε, αλλά η Μαργαρίτα αρνήθηκε να δεχτεί την εξορία του Σόμερσετ.
Το 1453, οι εξουσίες του δούκα Ριχάρδου της Υόρκης επανήλθαν πλήρως, ενώ οι Άγγλοι ανακατέλαβαν τη Μπορντό και είχαν μερικές επιτυχίες στην Ακουιτανία, ενώ η βασίλισσα έμεινε έγκυος. Οι μικρές Αγγλικές επιτυχίες στην Ακουιτανία κράτησαν λίγο και μετά την ήττα του 1453 ανακαταλήφθηκαν από τους Γάλλους, ενώ ο Ερρίκος έπεσε σε κρίση τρέλας, από την οποία δεν μπορούσε να συνέλθει και δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί στην βάπτιση του γιου του, Εδουάρδου. Ο Ριχάρδος της Υόρκης κέρδισε σημαντική υποστήριξη από τον Ριχάρδο Νέβιλ, κόμη του Γουόρικ, έναν από τους πλουσιότερους ευγενείς την εποχή του στην Αγγλία. Η βασίλισσα Μαργαρίτα περιορίστηκε στη διακυβέρνηση, ενώ ο βασιλιάς Ερρίκος ΣΤ΄ ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και επανήλθε στα λογικά του. Έπασχε από την ίδια ασθένεια με αυτή που είχε ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, βασιλιάς Κάρολος ΣΤ΄ της Γαλλίας. Τον τυραννούσε με ασταμάτητες κρίσεις τρέλας τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του.
Δυσαρεστημένοι ευγενείς συσπειρώθηκαν γύρω από τον εξάδελφό του Εδουάρδο της Υόρκης. Επακολούθησε ο 30ετής εμφύλιος Αγγλικός Πόλεμος των Δύο Ρόδων (1455-1485) μεταξύ των δύο Οίκων της Υόρκης και του Λάνκαστερ. Τελικά, ο Εδουάρδος της Υόρκης (1461) κατέλαβε τον Αγγλικό θρόνο ως Εδουάρδος Δ΄ (1461-1483), ανατρέποντας τον Ερρίκο ΣΤ΄ που διέφυγε στην Σκοτία. Λίγη αντίσταση από τον Οίκο του Λάνκαστερ καθοδηγούμενη από την ,Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) καταστάληκε, ενώ ο Ερρίκος ΣΤ συνελήφθη και ήταν από το 1465 αιχμάλωτος στον πύργο του Λονδίνου. Η βασίλισσα Μαργαρίτα εξορίστηκε στην Σκοτία και αργότερα βρέθηκε στην Γαλλία, όπου ζήτησε βοήθεια από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΑ΄ να επαναφέρει στον θρόνο αυτήν και τον σύζυγο της. Εξασφάλισε και την συμμαχία του πάμπλουτου Ριχάρδου Νέβιλ, που είχε παραγκωνιστεί από τον βασιλιά Εδουάρδο Δ΄ παρά την υποστήριξη που του είχε. Ο Νέβιλ επιτέθηκε στο Λονδίνο, ανέτρεψε τον Εδουάρδο Δ΄, ελευθέρωσε τον Ερρίκο ΣΤ' και τον επανέφερε στον θρόνο (1470-1471). Ήταν όμως πλέον ανίκανος για οτιδήποτε, αφού η ασθένεια του σε συνδυασμό με την αιχμαλωσία τον είχαν φέρει σε πλήρη νευρική παράλυση. Όταν ο Ριχάρδος Νέβιλ είδε ότι δεν είχε πάρει την κατάλληλη υποστήριξη για πόλεμο στην Βουργουνδία, επανέφερε ξανά τον Εδουάρδο Δ΄ στον θρόνο, ο δε Ερρίκος ΣΤ΄ αιχμαλωτίστηκε ξανά στον Πύργο του Λονδίνου και δολοφονήθηκε τον Μάιο του 1471. Για τον φόνο, τον δικό του και του γιου του Εδουάρδου, κατηγορήθηκε ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄ που φαίνεται ότι βρισκόταν πίσω από αυτόν.
ια. Εδουάρδος Δ΄ Υόρκ (1461-1470, 1471-1483)
Ο Εδουάρδος Δ΄ (Edward IV, 28 Απριλίου 1442 - 9 Απριλίου 1483) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1461-1483) με διακοπή λίγων μηνών την περίοδο (1470-1471), δεύτερος γιος του Ριχάρδου Πλανταγενέτη, 3ου δούκα της Υόρκης, και της Σεσίλ Νέβιλ. Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων του Οίκου της Υόρκης στο Αγγλικό στέμμα στάθηκε αφορμή να ξεσπάσει ο 30ετής εμφύλιος Πόλεμος των Δύο Ρόδων (1455-1485) ανάμεσα στους δύο Οίκους των Λάνκαστερ και της Υόρκης. Όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε στην μάχη του Γουέικφιλντ, ο Εδουάρδος κληρονόμησε τα δικαιώματά του. Με την υποστήριξη του πάμπλουτου Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ, ο Εδουάρδος Δ νίκησε τον στρατό του Λάνκαστερ, όταν εκμεταλλεύτηκε την απουσία του βασιλιά Ερρίκου ΣΤ΄ στα βόρεια της Αγγλίας. Εισήλθε στο Λονδίνο (1461), ανακηρύχτηκε βασιλιάς, και κέρδισε ολοκληρωτικά την εξουσία, όταν την ίδια χρονιά σύντριψε τους αντιπάλους του στην Μάχη του Τάουτον. Ο Γουόρικ πίστευε ότι θα είναι ουσιαστικά αυτός ο κυβερνήτης, ενώ ο νεαρός Εδουάρδος Δ απλό όργανο του, σκοπεύοντας να τον παντρέψει με μεγάλη Ευρωπαία πριγκίπισσα και να κάνει ισχυρή ναυτική συμμαχία. Αλλά ο Εδουάρδος Δ, αντίθετα με τις θελήσεις του θείου του, νυμφεύτηκε μυστικά την Ελισάβετ Γούντβιλ, που ήταν πολύ φτωχή, αλλά ταυτόχρονα φιλόδοξη. Αν και η θέση του κόμη του Γουόρικ δεν απειλήθηκε ποτέ, δυσαρεστήθηκε έντονα με τον γάμο του Εδουάρδου και με την βοήθεια του δυσαρεστημένου αδελφού του, Γεωργίου δούκα του Κλάρενς, οδηγήθηκε σε επανάσταση εναντίον του βασιλιά. Ο βασιλικός στρατός ηττήθηκε και ο Εδουάρδος Δ αιχμαλωτίστηκε ακολούθως στο Όλνεϊ, ενώ ο Γουόρικ επιχείρησε να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς της Αγγλίας στην θέση του Εδουάρδου. Η αριστοκρατία όμως δυσαρεστήθηκε μαζί του και, από τον φόβο της προετοιμαζόμενης επανάστασης εναντίον του, ελευθέρωσε τον Εδουάρδο Δ και τον επανέφερε στον θρόνο.
Το 1470, ο Γουόρικ αζί με τον Γεώργιο του Κλάρενς επαναστάτησαν για δεύτερη φορά, αλλά ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Γαλλία. Εκεί συναντήθηκαν με την Μαργαρίτα του Ανζού (ή Ανδεγαυίας) και αποφάσισαν να εκστρατεύσουν ομαδικά στην Αγγλία την ίδια χρονιά και να επαναφέρουν τον Ερρίκο ΣΤ στο θρόνο. Ο Εδουάρδος Δ ανησύχησε, όταν έμαθε ότι και ο αδελφός του Γουόρικ, Τζον Νέβιλ, μαρκήσιος του Μονταγκού, πήγε με το μέρος του Οίκου του Λάνκαστερ. Ο Ερρίκος ΣΤ΄ για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα επανήλθε στον θρόνο και ο Εδουάρδος Δ κατέφυγε στην Βουργουνδία, αφού συμμάχησε με τον μικρότερο αδελφό του, Ριχάρδο, δούκα του Γκλόστερ. Ηγεμόνες της Βουργουνδίας ήταν η αδελφή του, Μαργαρίτα της Υόρκης, και ο γαμπρός του, Κάρολος της Βουργουνδίας. Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος ήταν αρχικά απρόθυμος να βοηθήσει τον Εδουάρδο Δ, όταν η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Βουργουνδία άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να δώσει στρατό στον Εδουάρδο Δ για να ανακτήσει το βασίλειο του. Ο Εδουάρδος Δ ήρθε στην Αγγλία με μικρή στρατιωτική δύναμη και προσπάθησε να επανέλθει στον θρόνο χωρίς την χρήση στρατιωτικής βίας. Ο οίκος της Υόρκης δεν τον υποστήριζε πια και βάδισε νοτιότερα, για να συλλέξει συμμάχους. Ο δούκας του Κλάρενς ενώθηκε ξανά μαζί του. Ο Εδουάρδος Δ με τους αδελφούς του νίκησε τον Γουόρικ στην Μάχη του Μπάρνετ και, με τον Γουόρικ νεκρό, εξουδετερώθηκε κάθε μορφή αντίστασης από τον Οίκο του Λάνκαστερ (1471). Ο Εδουάρδος Δ΄ επανήλθε στον Αγγλικό θρόνο και ο Ερρίκος ΣΤ΄ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε, ώστε να εξουδετερωθεί κάθε μορφή αντίστασης εναντίον του. Ο 18χρονος γιος του Ερρίκου Εδουάρδος του Ουέστμινστερ σκοτώθηκε επίσης στην μάχη.
Οι δύο νεώτεροι αδελφοί του Εδουάρδου Δ, Γεώργιος δούκας του Κλάρενς, και Ριχάρδος δούκας του Γκλόστερ (μετέπειτα βασιλιάς Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας), παντρεύτηκαν τις αδελφές Ισαβέλλα και Άννα Νέβιλ, κόρες του Γουόρικ με την Άννα Μποσάμπ, και έγιναν διάδοχοι της περιουσίας της μητέρας τους. Ο Κλάρενς, μετά από συνωμοσία κατά του Εδουάρδου Δ, αιχμαλωτίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου και εκτελέστηκε το 1478. Ο Εδουάρδος Δ΄ δεν αντιμετώπισε άλλες επαναστάσεις στο υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του. Το 1475 κήρυξε πόλεμο κατά της Γαλλίας και κατέληξε στην Συνθήκη του Πικινί, όπου λάμβανε άμεσα ποσό των 75.000 κορονών και θα έπαιρνε ένα ετήσιο ποσό 50.000 κορονών. Υποστήριξε τον Αλέξανδρο Στιούαρτ, δούκα του Όλμπανι, αδελφό του Σκοτσέζου βασιλιά Ιακώβου Γ΄ (1482) στην προσπάθεια του να καταλάβει τον θρόνο. Αλλά όταν ο Γκλόστερ εκστράτευσε για να τον υποστηρίξει στην προσπάθεια του να αφαιρέσει το Εδιμβούργο από τον Ιάκωβο Γ΄, ο Αλέξανδρος αθέτησε την συμφωνία του, οπότε και ο Γκλόστερ απέσυρε τα στρατεύματα του.
Ο Εδουάρδος Δ αρρώστησε θανάσιμα στις αρχές του 1483, αλλά προσπάθησε να παρατείνει την ζωή του, για να εξασφαλίσει τους κανόνες διαδοχής του, ορίζοντας διάδοχο τον γιο του Εδουάρδο Ε΄ υπό την επίβλεψη του αδελφού του Ριχάρδου του Γκλόστερ. Πέθανε στις 9 Απριλίου 1483 και ενταφιάστηκε στο κάστρο του Γουίνδσορ. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, είχε πέσει θύμα της λαιμαργίας του και είχε παχύνει επικίνδυνα, σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους λόγους του πρόωρου θανάτου του. Με την νόμιμη σύζυγο του, Ελισάβετ Γούντβιλ, απέκτησε 10 παιδιά, εκ των οποίων επέζησαν τα 7, μεταξύ των οποίων ήταν οι Ελισάβετ της Υόρκης, Μαρία της Υόρκης (1467-1482), Σεσίλ της Υόρκης (1469 - 1507), σύζυγος του βασιλιά της Σκοτίας Ιακώβου Δ΄, Εδουάρδος Ε΄ της Αγγλίας, Άννα της Υόρκης, κόμισσα του Σάρεϊ (1475 - 1511), Αικατερίνη της Υόρκης (1479 - 1527) και Μπρίτζετ της Υόρκης (1480 - 1517).
ιβ. Εδουάρδος Ε΄ Υόρκ (1483)
Ο Εδουάρδος Ε΄ (Edward V of England, 2 Νοεμβρίου 1470 - 1483;) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από τις 9 Απριλίου του 1483 έως τις 26 Ιουνίου του 1483. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στην πολύ σύντομη περίοδο της βασιλείας του ήταν η ασφυκτική επιρροή που είχε επάνω του ο θείος του Ριχάρδος, δούκας του Γκλόστερ, που αργότερα έγινε βασιλιάς ως Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας, Εδουάρδου Δ΄, και της Ελισάβετ Γούντβιλ. Γεννήθηκε σε μια περίοδο που η μητέρα του βρισκόταν υπό διωγμό από την οικογένεια των Λάνκαστερ, οι οποίοι είχαν προσωρινά εκθρονίσει τον πατέρα του, βασιλιά Εδουάρδο Δ΄, αφού βρισκόταν σε έξαρση ο Πόλεμος των Ρόδων. Μετά την επαναφορά του πατέρα του στον θρόνο, δημιούργησε τον Ιούνιο του 1471 προς τιμή του το πριγκιπάτο της Ουαλίας. Ο πατέρας του, θέλοντας να πραγματοποιήσει συμμαχία με τον δούκα της Βρετάνης (1480), τον πάντρεψε με την 4χρονη Άννα της Βρετάνης, κόρη του δούκα της Βρετάνης, Φραγκίσκου Β΄. Τα σχέδια τους ήταν να παραχωρηθεί η Βρετάνη στον δεύτερο γιο του ζεύγους, αφού ο πρώτος θα γινόταν δούκας της Ουαλίας, όλα τα σχέδια όμως εξαφανίστηκαν μαζί με τον Εδουάρδο Ε΄. Ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄, αφού εγκατέστησε το Συμβούλιο της Ουαλίας, έστειλε τον διάδοχο του στο κάστρο του Λάντλοου, όπου έμεινε μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Τότε έμαθε για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του. Κληρονόμησε τον θρόνο στις 9 Απριλίου 1483 υπό την κηδεμονία του θείου του, αδελφού του πατέρα του, Ριχάρδου, δούκα του Γκλόστερ. Ο Ριχάρδος ανέλαβε προστάτης και του μικρότερου αδελφού του Εδουάρδου, Ριχάρδου, δούκα της Υόρκης.
Ο Ριχάρδος ανέκοψε την πορεία της συνοδείας, όπου τα δύο μικρά αδέλφια πήγαιναν προς το Λονδίνο και ανέλαβε ο ίδιος να τα συνοδεύσει. Σε δύο μήνες (25 Ιουνίου 1483), ο Ριχάρδος πέτυχε μέσω του Κοινοβουλίου να βγάλει νόθα τα δύο αδέλφια, με την δικαιολογία ότι ο πατέρας τους Εδουάρδος Δ΄ είχε κατοχυρώσει γάμο με την Ελεονώρα Μπάτλερ πριν παντρευτεί την μητέρα τους. Οι άλλοι αδελφοί του πατέρα τους δεν βρίσκονταν σε ζωή ούτε είχαν αφήσει απογόνους, οπότε ο Ριχάρδος του Γκλόστερ ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Αγγλικού στέμματος ως Ριχάρδος Γ΄. Ο θείος τους έκλεισε τα δύο αδέλφια στον Πύργο του Λονδίνου και από τότε εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος, καμιά ένδειξη ότι ίσως δραπέτευσαν. Αυτό ήταν αιτία να κατηγορηθεί αργότερα ο θείος τους βασιλιάς Ριχάρδος Γ΄ για την υποτιθέμενη δολοφονία τους. Το 1674 οι τεχνίτες στον Πύργο του Λονδίνου βρήκαν δύο παιδικούς σκελετούς. Ο βασιλιάς Κάρολος Β΄ της Αγγλίας, βέβαιος ότι ανήκαν στους δύο μικρούς πρίγκιπες, διέταξε να ενταφιαστούν στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Πραγματογνώμονες εξετάζοντας το 1993 τα κόκαλα των παιδιών, δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε σχετικά με την ηλικία, το φύλο και τον τρόπο θανάτου τους.
ιγ. Ριχάρδος Γ΄ Υόρκ (1483-1485)
Ο Ριχάρδος Γ΄ (2 Οκτωβρίου 1452 - 22 Αυγούστου 1485) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας (1483 - 1485), ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου της Υόρκης και 13ος και τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Πλανταγενετών. Γεννήθηκε στο κάστρο του Φόθερινγκεϊ, νεότερος γιος του Ριχάρδου της Υόρκης και της Σεσίλ Νέβιλ. Σε μικρή ηλικία στάλθηκε στο κάστρο του Γουένσλιντεϊλ υπό την κηδεμονία του Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ. Την εποχή του θανάτου του πατέρα του και του αδελφού του Εδμόνδου στη Μάχη του Γουέικφιλντ, ο Ριχάρδος Γ ήταν ακόμα παιδί υπό την επίβλεψη του Γουόρικ. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου Δ΄, απέδειξε τις ικανότητες του ως στρατιωτικός αρχηγός, ανταμείφθηκε με πολλά εδάφη στην βόρεια Αγγλία και τον τίτλο του δούκα του Γκλόστερ. Έγινε ο ισχυρότερος και πλουσιότερος ευγενής της εποχής του και ήταν ο ισχυρότερος βοηθός του Εδουάρδου Δ΄, σε αντίθεση με τον άλλο τους αδελφό, Γεώργιο Πλανταγενέτη, 1ο δούκα του Κλάρενς, που εκτελέστηκε για προδοσία.
Με τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ΄ στις 9 Απριλίου 1483, οι δύο γιοι του ήταν ακόμα ανήλικοι: ο διάδοχος του βασιλιάς Εδουάρδος Ε΄ ήταν 12 ετών και ο μικρότερος αδελφός του Ριχάρδος της Υόρκης εννέα. Ο Ριχάρδος Γ ανέλαβε την αντιβασιλεία, εκτόπισε τους φρουρούς τους, τους φυλάκισε, τους εκτέλεσε και ανέλαβε ο ίδιος την φύλαξη τους, με μελλοντικά σχέδια να εκτελέσει και τους ίδιους τους πρίγκιπες αργότερα. Φυλάκισε τον Εδουάρδο και τον μικρότερο αδελφό του στον Πύργο του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, όλοι οι επισκέπτες που έφταναν να δουν τον ανήλικο βασιλιά δολοφονούνταν, ενώ παντού κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Ριχάρδος Γ σκότωσε τα ανίψια του. Συγκάλεσε το Κοινοβούλιο και ανακήρυξε τα ανίψια του νόθα παιδιά του αδελφού του, βασιλιά Εδουάρδου Δ΄. Για να πετύχει τον σκοπό του, χρησιμοποίησε την μαρτυρία ενός επισκόπου, που δήλωσε ότι πάντρεψε τον Εδουάρδο Δ΄ με την Ελεονώρα Μπάτλερ, η οποία ζούσε όταν παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γούντβιλ. Έτσι, ο Ριχάρδος μέσω του Κοινοβουλίου ανακηρύχθηκε νόμιμος βασιλιάς στις 26 Ιουνίου 1483 και τον Ιούλιο έγινε και τυπικά η στέψη του στο αββαείο του Ουέστμινστερ. Οι φήμες ότι σκότωσε τα ανήλικα ανίψια του τον έκαναν μισητό στον λαό. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν δύο σημαντικές εξεγέρσεις: Η πρώτη το 1483 με τον Ερρίκο Στάφορντ, 2ο κόμη του Μπάκιγχαμ, που καταστάληκε με την εκτέλεση του δούκα, η δεύτερη το 1485 με τον Ερρίκο Τυδώρ, 2ο κόμη του Ρίτσμοντ, και τον θείο του, Τζάσπερ. Στις 22 Αυγούστου 1485, αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Ερρίκου Τυδώρ στη Μάχη του Μπόσγουορθ, κατά την διάρκεια της οποίας εγκαταλείφθηκε από τον Τόμας Στάνλεϊ, 1ο κόμη του Ντέρμπι, τον Γουλιέλμο Στάνλεϊ και τον Ερρίκο Πέρσυ. Οι δυνάμεις του διαλύθηκαν, η συντριβή του ήταν βέβαιη, αλλά ο Ερρίκος Τυδώρ τα βρήκε πολύ δυσκολότερα από ό,τι υπολόγιζε, αφού ο Ριχάρδος Γ πολέμησε σκληρά με μεγάλη γενναιότητα, αν και ήταν χωρίς άλογο. Κατάφερε μόνος του να σκοτώσει τους ακολούθους του Ερρίκου Τυδώρ, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο πριν φτάσει στον ίδιο τον Ερρίκο. Το νεκρό σώμα του περιφέρθηκε στους δρόμους και θάφτηκε στην εκκλησία του Λέστερ.
Ο Ριχάρδος Γ είχε παντρευτεί την Άννα Νέβιλ, κόρη του κόμη του Γουόρικ, η οποία είχε παντρευτεί στον πρώτο της γάμο τον Εδουάρδο του Ουέστμινστερ, γιο του Ερρίκου ΣΤ΄, στις 12 Ιουνίου 1472. Είχε μαζί της έναν γιο, τον Εδουάρδο Πλανταγενέτη (1473 - 1484), που πέθανε αμέσως μετά, αφού πήρε τον τίτλο του κόμη της Ουαλίας. Μετά τον θάνατο του ανήλικου γιου του, ο Ριχάρδος Γ όρισε ως διάδοχο του τον Εδουάρδο, κόμη του Γουόρικ, νεώτερο γιο του αδελφού του, δούκα του Κλάρενς και της Άννας Νέβιλ, που εκτελέστηκε (1499) με διαταγή του Ερρίκου Ζ΄. Η ήττα του στη Μάχη του Μπόσγουορθ έδωσε τέλος στον Πόλεμο των Ρόδων. Τον διαδέχθηκε ο ίδιος ο νικητής του, Ερρίκος Ζ Τυδώρ, που νομιμοποίησε την διαδοχή του, αφού παντρεύτηκε την Ελισάβετ της Υόρκης, αδελφή του ανατραπέντος βασιλιά Εδουάρδου Ε'. Με την πτώση του Ριχάρδου τελείωσε για την Αγγλία η δυναστεία των Πλανταγενετών που βασίλευσε από το 1154 με την άνοδο στο θρόνο του Ερρίκου Β΄.
α. Ερρίκος Ζ΄ Τυδώρ (1484-1509)
Ο Ερρίκος Ζ΄ (Henry VII; 28 Ιανουαρίου 1457-21 Απριλίου 1509), βασιλιάς της Αγγλίας, λόρδος της Ιρλανδίας (1485-1509), ήταν ο πρώτος μονάρχης της Δυναστείας των Τυδώρ, μοναδικός γιος του Εδμόνδου Τυδώρ, 1ου κόμη του Ρίτσμοντ και της Μαργαρίτας Μπωφόρ τρισέγγονης του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ' μέσω του δεύτερου γιου του Ιωάννη της Γάνδης, ιδρυτή του Οίκου του Λάνκαστερ. Εκμεταλλεύτηκε τον εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στον οίκο της Υόρκης, όταν ο βασιλιάς Εδουάρδος Ε' ανατράπηκε από τον θείο του Ριχάρδο Γ', παίρνοντας σύζυγο του την Ελισάβετ της Υόρκης αδελφή του ανατραπέντος βασιλιά Εδουάρδου Ε'. Στις 22 Αυγούστου 1485 ο Ερρίκος Ζ και οι δυνάμεις του Οίκου των Λάνκαστερ νίκησαν τον Ριχάρδο Γ' και τις δυνάμεις του Οίκου της Υόρκης στη Μάχη του Μπόσγουορθ. Ο θάνατος του Ριχάρδου Γ έθεσε τέρμα στον Πόλεμο των Ρόδων μεταξύ των δύο Οίκων.
Η πολιτική του Ερρίκου Ζ' αποσκοπούσε τόσο στη διατήρηση της ειρήνης όσο και στην οικονομική ευημερία. Ήταν προσεκτικός στα οικονομικά θέματα και αποκατάστησε το χρεοκοπημένο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, εισάγοντας αποτελεσματικούς μηχανισμούς φορολόγησης. Σε αυτό είχε την υποστήριξη του καγκελάριου Αρχιεπισκόπου Τζον Μόρτον, ο οποίος διασφάλισε ότι οι ευγενείς πλήρωναν αυξημένους φόρους. Δεν ήταν στρατιωτικός και δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να ανακτήσει τις γαλλικές περιοχές που χάθηκαν κατά την βασιλεία των προκατόχων του. Έτσι υπέγραψε συνθήκη με τη Γαλλία, η οποία, άμεσα και έμμεσα, έφερε χρήματα στα ταμεία της Αγγλίας και διασφάλισε ότι οι Γάλλοι δεν θα υποστήριζαν άλλους διεκδικητές του Αγγλικού θρόνου. Είχε την οικονομική υποστήριξη και προστασία του γαλλικού θρόνου στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του πριν ανεβεί στον Αγγλικό θρόνο. Για να ενισχύσει τη θέση του όμως, επιδότησε την κατασκευή πλοίων ενισχύοντας έτσι το ναυτικό και βελτιώνοντας τις ευκαιρίες για εμπόριο. Μέχρι το θάνατό του είχε συγκεντρώσει προσωπική περιουσία ενάμισι εκατομμυρίου λιρών. Με την σύζυγο του Ελισάβετ της Υόρκης παιδιά τους ήταν οι Αρθούρος της Ουαλίας, Μαργαρίτα Τυδώρ, Ερρίκος Η' της Αγγλίας και Μαρία Τυδώρ της Γαλλίας.
β. Ερρίκος Η΄ Τυδώρ (1509-1547)
Ο Ερρίκος Η΄ (Henry VIII, 28 Ιουνίου 1491 - 28 Ιανουαρίου 1547), μόνος επιζών γιος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ΄ και της Ελισάβετ της Υόρκης, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από τις 21 Απριλίου 1509 έως το θάνατό του. Επίσης, ήταν λόρδος και αργότερα βασιλιάς της Ιρλανδίας και διεκδικητής του θρόνου της Γαλλίας. Ο Ερρίκος Η΄ αναδείχτηκε σε σημαντική φυσιογνωμία της ιστορίας της αγγλικής μοναρχίας. Αν και στις αρχές της βασιλείας του αντιτάχθηκε ενεργά στην μεταρρύθμιση της Αγγλικανικής Εκκλησίας, που είχε ξεκινήσει από τον 14ο αιώνα, είναι πιο γνωστός για τις εκκλησιαστικές διαμάχες του με τη Ρώμη. Οι διαμάχες αυτές τελικά τον οδήγησαν στο διαχωρισμό της Αγγλικανικής Εκκλησίας από την εξουσία της Ρώμης, τη διάλυση των μοναστηριών και την εγκαθίδρυση της αγγλικής μοναρχίας ως ύπατης αρχής της Εκκλησίας της Αγγλίας. Αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι ασπάστηκε τον Προτεσταντισμό λίγο πριν πεθάνει, υποστήριξε την Καθολική ιεροτελεστία και πρακτική σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η βασιλική υποστήριξη της αγγλικής μεταρρύθμισης συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, Εδουάρδο ΣΤ΄ και Ελισάβετ Α΄, ενώ η κόρη του, Μαρία Α΄, αγωνίστηκε για την επιστροφή της αγγλικής εκκλησίας στην εξουσία του Πάπα. Ο Ερρίκος Η΄ επίσης προώθησε την νομική ένωση της Αγγλίας και της Ουαλίας (1535-1542). Είναι διάσημος για τους έξι γάμους του.
Το 1494 ο Ερρίκος Η έγινε Δούκας της Υόρκης. Αργότερα διορίσθηκε Στρατάρχης της Αγγλίας και Τοποτηρητής της Ιρλανδίας. Καθώς αναμενόταν ότι ο θρόνος θα περνούσε στον μεγαλύτερο αδελφό του πρίγκιπα Αρθούρο, ο Ερρίκος ετοιμάσθηκε για μια ζωή στην εκκλησία. Την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του ανέλαβαν αξιόλογοι δάσκαλοι. Ομιλούσε άπταιστα λατινικά, γαλλικά και ισπανικά. Το 1502 ο Αρθούρος πέθανε σε ηλικία 15 ετών. Ο θάνατος του μετέφερε όλα τα καθήκοντα του στον αδελφό του Ερρίκο Η. Ο πατέρας του Ερρίκος Ζ΄ ανανέωσε τις προσπάθειες του να σφραγίσει μια συζυγική συμμαχία ανάμεσα στην Αγγλία και την Ισπανία, προσφέροντας στον Ερρίκο Η για γάμο την χήρα του πρίγκιπα Αρθούρου, Αικατερίνη της Αραγωνίας, νεότερη κόρη του Βασιλιά Φερδινάνδου της Αραγωνίας και της Βασίλισσας Ισαβέλλας της Καστίλης. Δύο ημέρες μετά την στέψη του συνέλαβε τους δύο πιο αντιδημοφιλείς υπουργούς του πατέρα του, τον Ρίτσαρντ Έμπσον και τον Έντμουντ Ντάντλέϊ, με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας και τους εκτέλεσε το 1510, εγκαινιάζοντας μία τακτική που χρησιμοποίησε συχνά στο μέλλον για να αντιμετωπίσει όσους αντιστέκονταν στο έργο του.
Ως άνδρας της εποχής της Αναγέννησης ο Ερρίκος Η δημιούργησε αυλή που ήταν το κέντρο λόγιων και καλλιτεχνικών καινοτομιών με λαμπερή ιδιαιτερότητα. Ο ίδιος ήταν μουσικός, συγγραφέας, και ποιητής. Η πιο γνωστή του μουσική σύνθεση είναι το "Pastime with Good Company" ή "The Kynges Ballade". Ήταν επίσης αχόρταγος στο φαγητό, παίκτης ζαριών, και διαπρεπής στον αθλητισμό, ειδικά στην κονταρομαχία, το κυνήγι, και το πραγματικό τένις. Ήταν επίσης γνωστός για την ισχυρή αφοσίωση του στον Χριστιανισμό. Το 1511, ο Πάπας Ιούλιος Β΄ διακήρυξε την Αγία Λίγκα εναντίον της Γαλλίας. Αυτή η νέα συμμαχία ραγδαία μεγάλωσε για να περιλάβει την Ισπανία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, αλλά και την Αγγλία. Ο Ερρίκος Η αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αυτήν την περίσταση ως δικαιολογία για να επεκτείνει τις κτήσεις του στη βόρεια Γαλλία. Σύναψε την Συνθήκη του Ουεστμίνστερ, μια συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας με την Ισπανία εναντίον της Γαλλίας, το Νοέμβριο του 1511 και ετοιμάσθηκε για ανάμειξη στον Πόλεμο της Λίγκας του Καμπραί. Το 1513, ο Ερρίκος επιτέθηκε στην Γαλλία και οι δυνάμεις του νίκησαν έναν Γαλλικό στρατό στη Μάχη των Σπιρουνιών. Ο γαμπρός του Ιάκωβος Δ΄ της Σκοτίας επιτέθηκε στην Αγγλία με εντολή του Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας, αλλά απέτυχε να αποστρέψει την προσοχή του Ερρίκου από τη Γαλλία. Οι Σκότοι νικήθηκαν καταστροφικά στην Μάχη του Φλόντεν Φιλντ στις 9 Σεπτεμβρίου 1513. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο Σκότος Βασιλιάς και η μάχη τελείωσε την βραχεία ανάμειξη της Σκοτίας στον πόλεμο.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1516, η βασίλισσα Αικατερίνη γέννησε το πρώτο παιδί τους που επέζησε της βρεφικής ηλικία, την πριγκίπισσα Μαρία της Αγγλίας, η οποία αργότερα βασίλευσε ως Μαρία Α΄ Τυδώρ (1553-1558). Στον οικονομικό τομέα η βασιλεία του Ερρίκου δεν ήταν επιτυχημένη. Αφού κληρονόμησε μια ευημερούσα οικονομία (αυξημένη από κατασχέσεις των εκκλησιαστικών γαιών), η μεγάλη σπατάλη και οι υψηλοί φόροι ζημίωσαν τη οικονομική ανάπτυξη. Ενδεικτικά της σπατάλης ήταν η επαύξηση του Βασιλικού Ναυτικού από 5 σε 53 πλοία και τα 55 παλάτια· που κατασκεύασε, στα οποία κρέμασε 2.000 τάπητες τοίχου. Ήταν περήφανος για τη συλλογή όπλων του, η οποία περιελάμβανε εξοπλισμό τοξοβολίας, 2.250 κομμάτια πυροβολικού ξηράς και 6.500 όπλα χειρός.
Από το 1514 έως το 1529, ο Τόμας Ουόλσεϋ (1473–1530), ένας Καθολικός καρδινάλιος, υπηρέτησε ως λόρδος Καγκελάριος και πρακτικά έλεγχε την εσωτερική και εξωτερική πολιτική για τον νεαρό βασιλιά. Μετακινούσε την Αγγλία μπρος πίσω ως σύμμαχο της Γαλλίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Ο Ουόλσεϋ συγκέντρωσε την εθνική κυβέρνηση και επέκτεινε την δικαιοδοσία των συμβιβαστικών δικαστηρίων, ειδικά της Αίθουσας των Αστέρων. Η χρήση του εκβιαστικών δανείων για να πληρώνει για ξένους πολέμους εξόργισε τους πλούσιους, οι οποίοι ενοχλήθηκαν επίσης από τον τεράστιο πλούτο του και την φανταχτερή διαβίωση του. Ο Ουόλσεϋ απογοήτευσε τον βασιλιά, όταν απέτυχε να διασφαλίσει ένα γρήγορο διαζύγιο από τη Βασίλισσα Αικατερίνη. Το θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο μετά από χρόνια σπατάλης,· οι ευγενείς και ο λαός ήταν δυσαρεστημένοι και ο Ερρίκος Η χρειαζόταν μια εντελώς νέα προσέγγιση· Ο Ουόλσεϋ έπρεπε να αντικατασταθεί. Μετά από 16 έτη στην κορυφή έχασε την εξουσία το 1529 και το 1530 συνελήφθη με πλαστές κατηγορίες προδοσίας και πέθανε υπό επιτήρηση. Ο Ερρίκος τότε πήρε τον πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης του, αν και στην αυλή πολλές περίπλοκες φατρίες προσπαθούσαν να διαλύσουν η μία την άλλη.
Μία από τις σημαντικότερες σειρές συμβάντων της βασιλείας του Ερρίκου Η ήταν η Αγγλική Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, με την οποία η Εκκλησία της Αγγλίας αποσπάστηκε από την εξουσία του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αυτά τα γεγονότα συνδέονταν, εν μέρει, με την ευρύτερη διαδικασία της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, που επηρέασε την άσκηση του Χριστιανισμού σε όλη την Ευρώπη κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η παρακμή του φεουδαλισμού και η άνοδος του εθνικισμού, η άνοδος του κοινού δικαίου, η εφεύρεση της εκτυπωτικής πρέσας και η αυξημένη κυκλοφορία της Βίβλου, η μετάδοση της καινούργιας γνώσης και των ιδεών μεταξύ των διανοουμένων και της ανώτερης και μεσαίας τάξης. Όμως, οι διάφορες φάσεις της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, η οποία επίσης κάλυψε την Ουαλία και την Ιρλανδία, καθοδηγούνταν ευρέως από αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική, στις οποίες η κοινή γνώμη βαθμιαία συγκατένευσε.
Βασισμένη στην επιθυμία του Ερρίκου Η΄ να ακυρώσει τον γάμο του, η Αγγλική Μεταρρύθμιση ήταν αρχικά περισσότερο ένα πολιτικό ζήτημα παρά μια θεολογική διαμάχη. Η πραγματικότητα των πολιτικών διαφορών μεταξύ Ρώμης και Αγγλίας επέτρεψαν στις αναπτυσσόμενες θεολογικές διαμάχες να έρθουν στο προσκήνιο. Αμέσως πριν την ρήξη με την Ρώμη, ο Πάπας και οι γενικές σύνοδοι της εκκλησίας αποφάσιζαν το δόγμα. Το εκκλησιαστικό δίκαιο διεπόταν από τον κώδικα του κανονικού δικαίου υπό την τελική δικαιοδοσία της Ρώμης. Οι εκκλησιαστικοί φόροι πληρώνονταν απευθείας στη Ρώμη και ο Πάπας είχε τον τελικό λόγο για τον διορισμό των επισκόπων. Η απόσχιση από τη Ρώμη, το 1534, έκανε τον Άγγλο μονάρχη Ανώτατο Κυβερνήτη της Αγγλικής εκκλησίας με την "Βασιλική Υπεροχή", έκτοτε καθιστώντας την Εκκλησία της Αγγλίας επίσημη εκκλησία της χώρας. Οι δογματικές και νομικές αντιδικίες εναπόκεινταν πλέον στον μονάρχη, και από τον παπισμό αφαιρέθηκαν τα έσοδα και ο τελικός λόγος στον διορισμό των επισκόπων. Η δομή και η θεολογία της εκκλησίας παρέμειναν ζήτημα άγριας διαμάχης επί γενεές. Αυτές οι αντιδικίες τελικά έληξαν με ένα πραξικόπημα, την "Ένδοξη Επανάσταση" του 1688, από την οποία αναδύθηκε μια εγκατεστημένη εκκλησία και ένας αριθμός αντικομφορμιστικών εκκλησιών, των οποίων τα μέλη αρχικά υπέστησαν διώξεις οι οποίες σταμάτησαν με την πάροδο του χρόνου, όπως συνέβη και με την σημαντική μειονότητα ανθρώπων που παρέμειναν Ρωμαιοκαθολικοί στην Αγγλία, η εκκλησιαστική οργάνωση των οποίων παρέμεινε παράνομη μέχρι τον 19ο αιώνα.
Το ιστορικό των εξελίξεων που οδήγησαν στη Μεταρρύθμιση έχει αφετηρία την ελκυστική και χαρισματική Άννα Μπόλεϋν, που ήταν ένας από τους εχθρούς του Ουόλσεϋ στην αυλή που είχαν επηρεαστεί από τις Λουθηρανικές ιδέες. Η Άννα έφθασε στην αυλή το 1522, μετά από χρόνια στη Γαλλία όπου είχε εκπαιδευτεί από την Βασίλισσα Κλωντ της Γαλλίας, ως κυρία επί των τιμών της Βασίλισσας Αικατερίνης, μια γυναίκα "γοητευτική, με πνεύμα, με θέληση και αγριότητα που την καθιστούσαν έτερον ήμισυ του Ερρίκου". Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1520, ο Ερρίκος Η ήθελε να ακυρώσει τον γάμο του με την Αικατερίνη. Εκτός από την πριγκίπισσα Μαρία, δεν είχε αποκτήσει αρσενικό διάδοχο, που να έχει επιβιώσει μέχρι την ενηλικίωση ώστε να διασφαλιστεί η δυναστεία των Τυδώρ.
Ο Ερρίκος ισχυριζόταν ότι η μη ύπαρξη αρσενικού διαδόχου οφειλόταν στο γεγονός ότι η Αικατερίνη ήταν σύζυγος του νεκρού αδελφού του, ενάντια στις βιβλικές επιταγές. Ο συνδυασμός των "τύψεων συνείδησης" και η έλξη του προς την Άννα Μπόλεϋν έκανε επιτακτική την επιθυμία του να απαλλαγεί από τη βασίλισσα σύζυγό του. Ο επακόλουθος θάνατός του κατηγορούμενου για εσχάτη προδοσία Ουόλσεϋ τον Νοέμβριο του 1530 καθ’ οδόν προς το Λονδίνο, άφησε τον Ερρίκο ανοικτό στις αντίθετες επιρροές των υποστηρικτών της βασίλισσας και εκείνων που επιθυμούσαν την απαλλαγή από την υποταγή στη Ρώμη. Ο Καγκελάριος του Ερρίκου, Τόμας Μορ, διάδοχος του Ουόλσεϋ, επίσης ήθελε μεταρρύθμιση και νέους νόμους εναντίον των αιρέσεων. Ο Τόμας Κρόμγουελ, 1ος Κόμης του Έσσεξ (1485–1540), δικηγόρος και Μέλος του Κοινοβουλίου, ήταν κορυφαίος υπουργός του Ερρίκου Η' την περίοδο 1532–40. Ο Ερρίκος Η' κατέληξε να εφαρμόσει σε όλο τον Αγγλικό κλήρο το «praemunire» (που απαγόρευε την υπακοή στην εξουσία ξένων ηγετών), ώστε να διασφαλίσει την συμφωνία τους για την ακύρωση του γάμου. Ο Ερρίκος διεκδίκησε και πέτυχε ποσό £100.000 από την Σύγκληση της Εκκλησίας της Αγγλίας στο Καντέρμπουρι στις 24 Ιανουαρίου 1531. Ο κλήρος ήθελε η διάρκεια αποπληρωμής να επεκταθεί σε πάνω από μια πενταετία, απαίτηση που τελικά αποδέχτηκε ο Ερρίκος, ο οποίος στις 8 Μαρτίου 1531 πέρασε στο Κοινοβούλιο την Πράξη Συγχώρησης του Κλήρου. Στις 15 Μαΐου 1531 οι κληρικοί αναγνώρισαν την βασιλική κυριαρχία επί της Εκκλησίας, που δεν μπορούσε πλέον να θεσπίζει κανόνες χωρίς την έγκριση του βασιλιά, ρύθμιση που επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο το 1534. Μετά από αυτό ο καγκελάριος Τόμας Μορ παραιτήθηκε, αφήνοντας τον Τόμας Κρόμγουελ μόνο κύριο υπουργό του Ερρίκου.
Ο Ερρίκος Η είχε ανάγκη από έναν νόμιμο διάδοχο για να συνεχιστεί η διαδοχή των Τυδώρ. Διέθετε ήδη έναν μη νόμιμο γιο, τον Ερρίκο Φίτζροϋ, Α΄ Δούκα του Ρίτσμοντ και του Σόμερσετ, από την Ελισάβετ Μπλαντ, αλλά το αγόρι, που έζησε το 1519 – 1536, δεν μπορούσε να ανέβει στο θρόνο, καθώς είχε γεννηθεί εκτός γάμου. Τη γέννηση της μετέπειτα βασίλισσας Ελισάβετ Α δεν ακολούθησε καμία γέννηση αγοριού. Αντίθετα, η Βασίλισσα Άννα Μπόλεϋν είχε τουλάχιστον δύο αποβολές, την πρώτη το 1534 και τη δεύτερη στις αρχές του 1536. Η δεύτερη αποβολή ακολουθήθηκε σύντομα από την πτώση της βασίλισσας, η οποία συνελήφθη στις 2 Μαΐου 1536, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε στον Πύργο του Λονδίνου στις 19 Μαΐου 1536 με την κατηγορία της προδοσίας, της αιμομιξίας με το μικρότερο αδερφό της, Τζωρτζ Μπόλεϋν και της μαγείας. Σήμερα είναι σε γενικές γραμμές αποδεκτό πως ήταν αθώα για τις συγκεκριμένες κατηγορίες και πως ο θάνατός της ενορχηστρώθηκε από τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ακολούθησε ο γάμος με την Τζέην Σέυμουρ, που ήταν κυρία επί των τιμών της πρώτης και της δεύτερης γυναίκας του βασιλιά, Αικατερίνης της Αραγονίας, και Άννας Μπολέυν. Ο Ερρίκος προσέγγισε την Σέιμουρ ερωτικά, αλλά επειδή αυτή αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του, ο έρωτάς του βασιλιά για αυτήν επιτάχυνε την πτώση και τον αποκεφαλισμό της Άννας Μπολέιν. Σε σχεδόν δέκα μέρες απο το θάνατο της Μπολέιν, ο βασιλιάς και η Σέιμουρ παντρεύτηκαν κρυφά, αν και η Σέιμουρ δεν στέφθηκε ποτέ βασίλισσα. Ήταν δημοφιλής βασίλισσα, αλλά η μεγαλύτερη προσφορά της ήταν ότι χάρισε στον Ερρίκο τον πολυπόθητο διάδοχο, τον μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδο ΣΤ. Η βασίλισσα όμως πέθανε από επιλόχειο πυρετό στις 24 Οκτωβρίου του 1537. Οι επόμενες τρεις σύζυγοί του ήταν οι Άννα φον Κλεβ (1540), που αποπέμφθηκε, Αικατερίνη Χάουαρντ (1540-1542), που αποκεφαλίστηκε και Αικατερίνη Παρ (1543-1547), που επέζησε κατά ένα χρόνο του θανάτου του.
γ. Εδουάρδος ΣΤ΄ Τυδώρ (1547-1553)
Ο Εδουάρδος ΣΤ΄ (Χάμπντον Κορτ,12 Οκτωβρίου 1537 - Παλάτι της Πλακεντίας,6 Ιουλίου 1553), μοναδικός γιος του Ερρίκου Η' και της Τζέην Σέημουρ, τρίτης από τις 6 συζύγους του, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας κατά τους χρόνους 1547 – 1553, 3ος μονάρχης της Δυναστείας των Τυδώρ. Σε ηλικία τεσσάρων ετών προσβλήθηκε από τεταρταίο πυρετό. Σε ηλικία 6 ετών άρχισε η εκπαίδευσή του που τον βοήθησε να αποκτήσει αρκετές γνώσεις, περνώντας γενικά ήσυχη ζωή. To 1547 o Εδουάρδος διαδέχθηκε τον 55χρονο πατέρα του, Ερρίκο Η, σε ηλικία 10 ετών, γεγονός που οδήγησε στην ανάγκη σχηματισμού αντιβασιλείας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Εδουάρδος Σέημουρ θείος του Βασιλιά Εδουάρδου και δούκας του Σόμερσετ. Ο Εδουάρδος Σέημουρ επέτρεψε το γάμο των κληρικών, τη μετάληψη και με τις δύο μορφές, κατάργησε τη λατρεία του Σταυρού, τη χρήση των εικόνων και του Αγιασμού και φρόντισε για τη σύνταξη του βιβλίου προσευχών που πρέπει να διαβάζονται στις Εκκλησίες. Μετά τον αποκεφαλισμό του αδερφού του (1549) που τον αντιμαχόταν και αφού κατέστειλε μια λαϊκή εξέγερση, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που προκλήθηκαν από τον πόλεμο κατά της Γαλλίας και της Σκοτίας, έδωσαν στην αριστοκρατία την ευκαιρία να τον ανατρέψει (1549) και να τον αντικαταστήσει με τον Γουόρικ. Ο Γουόρικ, αφού αποκεφάλισε τον Εδουάρδο Σέημουρ, έπεισε τον νεαρό αλλά ετοιμοθάνατο βασιλιά, να αποκληρώσει τις δύο αδερφές του και να αφήσει τον θρόνο στην Ιωάννα Γκρέι, η οποία ήταν κόρη της Μαρίας αδερφής του Ερρίκου Η΄. Λίγο μετά από τα γεγονότα αυτά ο Εδουάρδος ΣΤ πέθανε από φυματίωση στις 6 Ιουλίου 1553.
δ. Μαρία Α΄ Τυδώρ (1553-1558)
Η Μαρία Α΄ (Mary I, 18 Φεβρουαρίου 1516 – 17 Νοεμβρίου 1558), κόρη του Ερρίκου Η΄ και της πρώτης συζύγου του Αικατερίνης της Αραγωνίας, ήταν βασίλισσα της Αγγλίας και της Ιρλανδίας από τις 19 Ιουλίου 1553 το θάνατό της, 4η στη σειρά των ηγεμόνων της Δυναστείας των Τυδώρ. Μέσω της μητέρας της, ήταν εγγονή του Φερδινάνδου Β΄ της Αραγωνίας και της Ισαβέλλας Α΄ της Καστίλης. Η Μαίρη ήταν ένα ασθενικό κορίτσι, που είχε φτωχή όραση και ιγμορίτιδα, και υπέφερε από φρικτούς πονοκεφάλους. Λεγόταν όμως ότι ήταν πολύ όμορφη κατά την νεότητα της, ως κορίτσι και νεαρή γυναίκα. Ένα μεγάλο μέρος της πρώιμης εκπαίδευσής της προήλθε από την μητέρα της, που συμβουλεύθηκε τον Ισπανό ουμανιστή Χουάν Λουίς Βίβες ο οποίος ήταν ο πρώτος δάσκαλος της Μαίρης στα Λατινικά. Όταν στις 6 Ιουλίου 1553, σε ηλικία 15 ετών, ο Εδουάρδος ΣΤ΄ πέθανε από φυματίωση, οι άνδρες του βασιλιά φοβούμενοι για την επιστροφή του Ρωμαιοκαθολικισμού προσπάθησαν να σταθούν εμπόδιο στα δικαιώματα της πριγκίπισσας στο θρόνο, στέφοντας στις 10 Ιουλίου του 1553 βασίλισσα την Ιωάννα Γκρέι (Jane Grey) εγγονή της Μαρίας, αδερφής του βασιλιά Ερρίκου Η. Η πριγκίπισσα μη χάνοντας καιρό συγκέντρωσε στρατό οπαδών και καθαίρεσε τη Jane εννέα μόλις μέρες αργότερα, φυλακίζοντας την ίδια και τους υποστηρικτές της στον Πύργο του Λονδίνου. Από τις πρώτες κινήσεις της Μαρίας, ως βασίλισσας, ήταν η νομιμοποίηση του γάμου των γονέων της, η κατάργηση των θρησκευτικών νόμων των αντιφρονούντων Προτεσταντών, και η επαναφορά της Ρωμαιοκαθολικής θρησκείας, στην οποία και παρέμεινε απολύτως πιστή, σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Παράλληλα, παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας, για λόγους πολιτικών συμφερόντων. Ωστόσο, η εμμονή της στην πιστή εφαρμογή των καινούριων θρησκευτικών νόμων, η σκληρότητα που επέδειξε στους αιρετικούς, και η άποψη του λαού ότι η Αγγλία δεν πρέπει να πέσει στην εξάρτηση των Αψβούργων, προκάλεσε τη λεγόμενη «Εξέγερση του Γουάιατ», η οποία υποκινήθηκε από τον αιρετικό Thomas Wyatt, με απώτερο στόχο την καθαίρεση της βασίλισσας, υπέρ της Ελισάβετ Α και την επιστροφή του Προτεσταντισμού. Η εξέγερση κατεστάλη άμεσα και με αρκετά βίαιο τρόπο, από την πλευρά της Μαρίας, η οποία δεν έδειξε κανένα έλεος, οδηγώντας στην πυρά περίπου 270 άτομα και σκορπώντας τον τρόμο του βασανιστικού αυτού θανάτου σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, λόγω των συνεχών εμπρησμών όχι μόνο δεν αποτράπηκε η δραστηριότητα των αιρετικών, αλλά και αυξήθηκε, όπως ήταν φυσικό, το εναντίον της μίσος του λαού, ο οποίος της απέδωσε το προσωνύμιο «Bloody Mary», («Αιμοσταγής Μαρία»). Στις 16 Νοεμβρίου του 1558, μετά από πολλές αποτυχημένες εγκυμοσύνες, η Μαρία, όντας ψυχικά και σωματικά εξουθενωμένη και απογοητευμένη από τη ζωή της, άφησε την τελευταία της πνοή, παραχωρώντας το θρόνο στην Ελισάβετ Α΄.
ε. Ελισάβετ Α΄ Τυδώρ (1558-1603)
Η Ελισάβετ Α΄ (Elizabeth I, 7 Σεπτεμβρίου 1533 – 24 Μαρτίου 1603), κόρη του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας, από τη δεύτερη σύζυγό του, την Άννα Μπόλεϋν, ετεροθαλής αδελφή της προηγούμενης βασίλισσας Μαρίας Α Τυδώρ, ήταν βασίλισσα της Αγγλίας και της Ιρλανδίας από τις 17 Νοεμβρίου 1558 μέχρι το θάνατό της, πέμπτη και τελευταία μονάρχης της Δυναστείας των Τυδώρ. Ήταν επίσης γνωστή ως «Παρθένος Βασίλισσα» ή «Άμωμος Βασίλισσα». Η μητέρα της Άννα Μπόλεϋν, δεν γέννησε αρσενικό διάδοχο και εκτελέσθηκε σε λιγότερο από τρία χρόνια μετά τη γέννηση της Ελισάβετ. Παρά τις φήμες ότι η Μαρία Α Τυδώρ αντιπαθούσε τη μικρότερη ετεροθαλή αδελφή της, στην πραγματικότητα ήταν αγαπημένες μεταξύ τους. Ωστόσο, η σχέση τους δοκιμάστηκε, όταν τοποθετήθηκαν σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, τόσο στον πολιτικό όσο και στο θρησκευτικό τομέα. Η Ελισάβετ ήταν πολυμήχανη, αποφασιστική και ιδιαίτερα έξυπνη. Αγαπούσε τη μάθηση για τη χαρά που της προσέφερε. Όπως η μητέρα και ο πατέρας της ήταν χαρισματική και της άρεσε να φλερτάρει. Κληρονόμησε επίσης τις δηκτικές τους γλώσσες και τον ευερέθιστο χαρακτήρα τους. Έμαθε να μιλά και να διαβάζει σε έξι γλώσσες: τη μητρική της αγγλική, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα ελληνικά και τα λατινικά. Στην Ελισάβετ άρεσε πολύ να διαβάζει και περνούσε ώρες μελετώντας ελληνική και λατινική λογοτεχνία.
Η Ελισάβετ έζησε για αρκετό χρόνο με τη μητριά της Αικατερίνη Παρρ, έκτη σύζυγο του Ερρίκου Η, που παντρεύτηκε τον Τόμας Σέιμουρ, αδελφό της τρίτης συζύγου του Ερρίκου Η. Τον Μάιο του 1548, εστάλη στο Τσέσχαντ, το σπίτι του Σερ Άντονι Ντένι, από την εγκυμονούσα τότε Αικατερίνη, που ανησυχούσε για τη στενότητα των σχέσεων της Ελισάβετ με τον Τόμας Σέιμουρ, και τη συμπεριφορά και των δύο, καθώς ακούγονταν φήμες ότι ο Σέιμουρ είχε αποπλανήσει τη νεαρή προστατευόμενή του, ή ακόμη πως σκεφτόταν να την παντρευτεί. Η Ελισάβετ δεν ξαναείδε τη μητριά της ποτέ πια, παρόλο που αντάλλασσαν εγκάρδια γράμματα μέχρι το θάνατο της δεύτερης. Η Αικατερίνη πέθανε από επιλόχειο πυρετό στις 5 Σεπτεμβρίου 1548. Η Ελισάβετ μετακόμισε τότε σε βασιλικό σπίτι στο Χάτφιλντ. Η Ελισάβετ βρέθηκε ανακατεμένη με τα σχέδια του Τόμας Σέιμουρ να πάρει τον έλεγχο της Αγγλίας τον Μάρτιο του 1549. Όταν ο Τόμας συνελήφθη για την απόπειρα απαγωγής του βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ και για προετοιμασία πραξικοπήματος, υποστηρίχθηκε η άποψη πως η Ελισάβετ έλαβε μέρος στα σχέδια αυτά και πως ενθάρρυνε τη φιλοδοξία του να την παντρευτεί. Παρόλο που ανακρίθηκε, θεωρήθηκε αθώα και δεν τιμωρήθηκε. Ο Σέιμουρ όμως καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.
Μετά το θάνατο του Εδουάρδου ΣΤ, οπλισμένη με την υποστήριξη του λαού, η Μαρία Τυδώρ ίππευσε θριαμβευτικά στο Λονδίνο με την Ελισάβετ στο πλάι της. Η Μαρία συμφώνησε γάμο με τον πρίγκιπα Φίλιππο της Ισπανίας (μετέπειτα βασιλιά Φίλιππο Β΄), προσπαθώντας να ενισχύσει τον καθολικισμό στη Αγγλία. Η Επανάσταση του Γουάιατ το 1554 προσπάθησε να αποτρέψει την ένωση αυτή, και μετά την αποτυχία της, η Ελισάβετ φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου για υποτιθέμενη συνενοχή της. Υπήρχε από κάποιους η απαίτηση να εκτελεστεί η Ελισάβετ, αλλά λίγοι Άγγλοι ήθελαν να θανατώσουν ένα μέλος της λαοφιλούς Δυναστείας των Τυδώρ. Μετά την παραμονή της στον Πύργο για δύο μήνες, η Ελισάβετ απελευθερώθηκε στην επέτειο εκτέλεσης της μητέρας της δεκαοχτώ χρόνια πριν. Τοποθετήθηκε σε περιορισμό κατ' οίκον υπό την επίβλεψη του Σερ Έρικ Μπέντινγκφιλντ. Η Μαρία, ως Ρωμαιοκαθολική, υιοθέτησε σκληρή στάση απέναντι στους Προτεστάντες, τους οποίους θεωρούσε αιρετικούς και απειλή για την εξουσία της. Προέτρεψε την Ελισάβετ να προσχωρήσει στη Ρωμαιοκαθολική πίστη, αλλά η Ελισάβετ επέλεξε να μείνει πιστή στη συνείδηση και τις φιλοδοξίες της. Η Μαρία Τυδώρ πέθανε το Νοέμβριο του 1558, αφήνοντας την Ελισάβετ μόνη διάδοχο του αγγλικού θρόνου, σε ηλικία 25 ετών. Λίγο καιρό μετά τη στέψη της, πολλοί προέβαλαν επιχειρήματα για το ποιον θα έπρεπε να παντρευτεί η Ελισάβετ. Ο λόγος που ποτέ δεν το έκανε παραμένει άγνωστος. Ίσως είχε σιχαθεί την κακή μεταχείριση προς τις γυναίκες του Ερρίκου Η΄, με το θάνατο της μητέρας της πάντα στο μυαλό της, ή ίσως είχε πληγωθεί από τις φήμες για τις σχέσεις της κατά την εφηβεία της με τον Λόρδο Τόμας Σέιμουρ όσο διέμενε στο σπίτι του. Τα κουτσομπολιά της εποχής την παρουσίαζαν να υποφέρει από κάποια παραμόρφωση που φοβόταν να αποκαλύψει, όπως σημάδια από ευλογιά. Υπήρχε επίσης η ιστορία πως θα παντρευόταν μόνο έναν άντρα, το Ρόμπερτ Ντάντλεϊ, με τον οποίο λεγόταν πως ήταν βαθύτατα ερωτευμένη και τον οποίο είχε ορίσει Κύριο του Αλόγου της Βασίλισσας. Ωστόσο, μέχρι το 1560, ο Ντάντλεϊ ήταν παντρεμένος με την Έιμι Ρόμπσαρτ, η οποία πέθανε υπό ύποπτες συνθήκες. Μερικοί πιστεύουν πως η Ελισάβετ αποφάσισε πως, αφού δεν μπορούσε να έχει τον Ντάντλεϊ, δεν θα παντρευόταν ποτέ. Αργότερα ακούστηκε πως συνδέθηκε με τον πρόγονο του Ντάντλεϊ, τον Ρόμπερτ Ντέβερω, Κόμη του Έσσεξ.
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ ήταν η θρησκεία. Οι επαφές με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχαν αποκατασταθεί από τη Μαρία Α', αλλά διακόπηκαν οριστικά από την Ελισάβετ. Πολλοί επίσκοποι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στην θρησκευτική πολιτική της Ελισάβετ. Αυτοί καθαιρέθηκαν από τη θέση τους και αντικαταστάθηκαν από άλλους που συμφωνούσαν με τη βασίλισσα. Επίσης όρισε νέο Συμβούλιο (Privy Council), απομακρύνοντας πολλά από τα μέλη του που πίστευαν στον Καθολικισμό. Οι κύριοι σύμβουλοί της ήταν ο Σερ Ουίλιαμ Σέσιλ, ως Γραμματέας του Κράτους (Secretary of State), και ο Σερ Νίκολας Μπέικον, ως Λόρδος Φύλακας της Μεγάλης Σφραγίδας (Lord Keeper of the Great Seal). Η Βουλή συνεδρίασε το 1559 για να συζητήσει την πιθανότητα μεταρρύθμισης και για να δημιουργήσει μια νέα Εκκλησία. Το Διάταγμα της Μεταρρύθμισης περιελάμβανε απόψεις για τη Θεία Κοινωνία, στιγμάτιζε καταχρήσεις του Πάπα και διέταζε τους λειτουργούς να μην φορούν τα λευκά μακριά τους ενδύματα ή άλλα καθολικά ρούχα. Επέτρεπε στους λειτουργούς να παντρεύονται, απαγόρευσε τις εικόνες στις εκκλησίες και ανακήρυσσε την Ελισάβετ Κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας. Το διάταγμα συνάντησε μεγάλη αντίσταση στη Βουλή των Λόρδων, καθώς καθολικοί επίσκοποι ψήφισαν εναντίον του και ζήτησαν σημαντικές αλλαγές σε αυτό, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η άρνηση αναγνώρισης της Ελισάβετ ως Κεφαλής της Εκκλησίας. Η συνεδρίαση της Βουλής αναβλήθηκε επ´ αόριστον το Πάσχα, και όταν συνεχίστηκε, η κυβέρνηση κατέθεσε τα δύο νέα διατάγματα στις δύο Βουλές – την Πράξη της Υπεροχής και την Πράξη της Ομοιομορφίας. Η πρώτη όριζε την Ελισάβετ Ανώτατο Κυβερνήτη της Εκκλησίας, μια βολική παράφραση του όρου που έκανε την Ελισάβετ κεφαλή χωρίς αυτό να αναφέρεται επισήμως, πράγμα σημαντικό γιατί το 16ο αιώνα δεν ήταν αποδεκτό να ηγείται μια γυναίκα της Εκκλησίας. Η Ελισάβετ, παρά τις πιέσεις, δεν άλλαξε το Θρησκευτικό Διακανονισμό, που από το 1559 αποτελεί τη βάση της σημερινής Εκκλησίας της Αγγλίας.
Η Ελισάβετ επικύρωσε τη Συνθήκη του Κατώ–Καμπρεζί (Cateau-Cambrésis) της 3ης Απριλίου 1559, εξασφαλίζοντας ειρήνη με την Γαλλία, υιοθετώντας την αρχή «η Αγγλία για τους Άγγλους». Ως βασίλισσα βρήκε έναν επικίνδυνο αντίπαλο στο πρόσωπο της καθολικής εξαδέλφης της Μαρίας Στιούαρτ, Βασίλισσας της Σκοτσέζων, που ήταν σύζυγος του Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου Β΄. Το 1559, η Μαρία αυτοανακηρύχτηκε Βασίλισσα της Αγγλίας με την υποστήριξη των Γάλλων. Στη Σκοτία, η μητέρα της, η Μαρία του Γκιζ, προσπάθησε να εξασφαλίσει την γαλλική υποστήριξη προσφέροντας στρατεύματα ενάντια στους Άγγλους. Μια ομάδα Σκοτσέζων ευγενών που ήταν σύμμαχοι της Ελισάβετ εξουδετέρωσαν την Μαρία του Γκιζ και, υπό την πίεση των Άγγλων, οι αντιπρόσωποι της Μαρίας υπέγραψαν τη Συνθήκη του Εδιμβούργου, που προέβλεπε την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων. Παρόλο που η Μαρία αρνήθηκε να επικυρώσει τη συνθήκη, είχε τελικά το αναμενόμενο αποτέλεσμα, και η γαλλική επιρροή μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Σκοτία. Το 1560, μετά το θάνατο του συζύγου της, Φραγκίσκου Β΄, η Μαρία Στιούαρτ επέστρεψε στη Σκοτία. Στη Γαλλία, εν τω μεταξύ, διαμάχη ανάμεσα στους καθολικούς και τους Ουγενότους οδήγησε στο ξέσπασμα των Γαλλικών Θρησκευτικών Πολέμων. Η Ελισάβετ βοήθησε μυστικά τους Ουγενότους. Έκανε ειρήνη με τη Γαλλία το 1564, συμφωνώντας να μην διεκδικήσει πλέον την τελευταία αγγλική κτήση στην ηπειρωτική Γαλλία, το Καλαί, μετά την ήττα μιας αγγλικής εκστρατείας στην Χάβρη. Η Μαρία Στιούαρτ το 1565 παντρεύτηκε έναν καθολικό, που επίσης διεκδικούσε τον αγγλικό θρόνο, τον Ερρίκο Στιούαρτ, Λόρδο Ντάρνλεϊ, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1567, αφού η σχέση του ζευγαριού είχε ψυχρανθεί. Η Μαρία τότε παντρεύτηκε τον Τζέιμς Χέπμπορν, Δ΄ Κόμη του Μπόθγουελ, που θεωρούταν από πολλούς υπεύθυνος για τον θάνατο του Ντάρνλεϊ. Οι Σκοτσέζοι ευγενείς εξεγέρθηκαν, φυλάκισαν τη Μαρία και την ανάγκασαν να παραιτηθεί υπέρ του γιου της που ήταν ακόμη νήπιο και που αργότερα έγινε ο Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκοτίας. Η Μαρία έζησε υπό περιορισμό για δεκαοχτώ χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία στο Κάστρο του Σέφιλντ. Πολλές συνωμοσίες αποσκόπησαν στο να επαναφέρουν την Αγγλία στην Καθολική Εκκλησία, με πιθανή υποκίνηση από την Μαρία των Σκοτσέζων, και, μετά από πολλούς δισταγμούς, η Ελισάβετ διέταξε την εκτέλεσή της.
Το 1569, η Ελισάβετ αντιμετώπισε μια σημαντική εξέγερση, γνωστή ως Επανάσταση στο Βορρά, συντονισμένη από τον Τόμας Χάουαρντ, Δ΄ Δούκα του Νόρφοκ, τον Τσαρλς Νέβιλ, ΣΤ΄ κόμη του Γουέστμορλαντ και τον Τόμας Πέρσι, Ζ΄ Κόμη του Νορθάμπερλαντ. Ο Πάπας Πίος Ε΄ βοήθησε την επανάσταση αυτή των καθολικών, αφορίζοντας την Ελισάβετ και κηρύσσοντας την έκπτωτη με παπική βούλα. Μετά την έκδοσή της όμως, η Ελισάβετ αποφάσισε να μην δείχνει πλέον άλλη ανοχή στα θρησκευτικά ζητήματα. Άρχισε διώξεις απέναντι στους θρησκευτικούς της αντιπάλους, δίνοντας την αφορμή για διάφορες συνωμοσίες κατά της παραμονής της στο θρόνο. Επέτρεψε επίσης στην Εκκλησία της Αγγλίας να στραφεί περισσότερο προς τον προτεσταντισμό, επιτρέποντας της να περάσει τα καλβινιστικά 39 άρθρα το 1571 σαν διακήρυξη πίστης της Εκκλησίας της Αγγλίας. Τότε η Ελισάβετ βρήκε έναν νέο εχθρό στο πρόσωπο του πρώην κουνιάδου της, Φιλίππου Β΄, βασιλιά της Ισπανίας. Μετά από μια αιφνιδιαστική επίθεση του Φιλίππου εναντίον των Άγγλων Φράνσις Ντρέικ και Τζον Χώκινς το 1568, η Ελισάβετ ενέκρινε την κατάληψη ενός Ισπανικού πλοίου που μετέφερε θησαυρούς το 1569. Ο Φίλιππος ήταν ήδη απασχολημένος στην καταπολέμηση μιας εξέγερσης στην Ισπανική Ολλανδία, και δεν ήταν σε θέση να ανοίξει πόλεμο με την Αγγλία. Συμμετείχε σε κάποιες συνωμοσίες για την απομάκρυνση της Ελισάβετ, αλλά με κάποια επιφυλακτικότητα. Ο Δ΄ Δούκας του Νόρφολκ συμμετείχε επίσης στο πρώτο από αυτά τα σχέδια, τη Συνωμοσία Ριντόλφι του 1571, που ανακαλύφθηκε και ο Δούκας του Νόρφολκ εκτελέστηκε. Η Ισπανία, που ήταν φιλική προς την Αγγλία από τότε που ο Φίλιππος νυμφεύθηκε την Μαρία Τυδώρ προκάτοχο και αδελφή της Ελισάβετ, έπαψε να είναι πλέον και τόσο εγκάρδια.
Το 1572, η Ελισάβετ συμμάχησε με την Γαλλία. Η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, όταν χιλιάδες Ουγενότοι θανατώθηκαν, έθεσε σε κίνδυνο τη συμμαχία αλλά δεν την έσπασε. Το 1579 ξεκίνησε στην Ιρλανδία η 2η Επανάσταση του Ντέσμοντ με την άφιξη μιας εξωτερικής δύναμης σταλμένης από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, αλλά το 1583 η επανάσταση καταπνίγηκε μετά από μια αιματηρή εκστρατεία, κατά τη διάρκεια της οποίας μεγάλο μέρος του πληθυσμού της τότε Κομητείας του Ντέσμοντ, στο βορειοδυτικό κομμάτι της επαρχίας του Μύνστερ, έχασε τη ζωή του. Το 1580, ο Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας κατέκτησε την Πορτογαλία, και με τον πορτογαλικό θρόνο απέκτησε και τον έλεγχο των θαλασσών. Μετά τη δολοφονία του Δανού Γουλιέλμου Α΄, η Αγγλία πήρε ανοιχτά το μέρος των Ηνωμένων Επαρχιών της Ολλανδίας, που την εποχή εκείνη είχαν επαναστατήσει ενάντια στην κυριαρχία των Ισπανών. Ο Φίλιππος Β, που δεν είχε σύζυγο, έκανε πρόταση γάμου στην Ελισάβετ, εκείνη όμως αρνήθηκε. Αυτό, μαζί με τις οικονομικές διαμάχες των δύο χωρών και την πειρατεία των Άγγλων ενάντια στις Ισπανικές αποικίες (που οδήγησε σε συμμαχία των Άγγλων με το ισλαμικό Μαρόκο), οδήγησε στο ξέσπασμα του Άγγλο – Ισπανικού πολέμου το 1585. Τον επόμενο χρόνο, το 1586, ο Ισπανός πρέσβης εκδιώχθηκε από την Αγγλία εξαιτίας της συμμετοχής του σε συνωμοσίες κατά της Ελισάβετ. Φοβούμενη αυτές τις συνωμοσίες, η Βουλή πέρασε την Πράξη της Συνενοχής το 1584, σύμφωνα με την οποία όποιος είχε κάποια συμμετοχή σε σχέδια δολοφονίας του μονάρχη θα αποκλειόταν από τη γραμμή διαδοχής. Εντούτοις, ένα νέο σχέδιο κατά της Ελισάβετ, η Συνωμοσία Μπάμπινγκτον, αποκαλύφθηκε από τον αρχηγό των κατασκόπων της Βασίλισσας, το Σερ Φράνσις Ουόλσινγκχαμ. Η Μαρία, Βασίλισσα των Σκοτσέζων παραπέμφθηκε σε δίκη για τη Συνωμοσία Μπάμπινγκτον, μπροστά σε 40 ευγενείς, περιλαμβανομένων καθολικών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αρχιδικαστής της Αγγλίας, Σερ Τζον Πόπχαμ. Η Μαρία αρνήθηκε τις κατηγορίες και διαμαρτυρήθηκε πως της αρνήθηκαν την ευκαιρία να ξαναδεί τις αποδείξεις ή τα χαρτιά που αφαιρέθηκαν από αυτήν, πως της αρνήθηκαν την πρόσβαση σε νομικούς συμβούλους και πως δεν είχε ποτέ υπάρξει Αγγλίδα υπήκοος και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να δικαστεί για προδοσία. Η Μαρία κρίθηκε ένοχη και αποκεφαλίστηκε στο Κάστρο Φόδερινγκεϋ, Νορθάμπτοντσαϊρ στις 8 Φεβρουαρίου 1587. Στη διαθήκη της, η Μαρία άφησε στο Φίλιππο τις αξιώσεις της στον αγγλικό θρόνο. Κάτω από την πίεση της απειλής της πολιτικής της Ελισάβετ στην Ολλανδία και τον Ανατολικό Ατλαντικό, ο Φίλιππος έθεσε σε εφαρμογή τα σχέδιά του για εισβολή στην Αγγλία. Τον Απρίλιο του 1587, ο Σερ Φράνσις Ντρέικ έκαψε μέρος του ισπανικού στόλου στο Κάδιθ, καθυστερώντας τα σχέδια του Ισπανού βασιλιά. Τον Ιούλιο του 1588, η Ισπανική Αρμάδα, ένας μεγαλόπρεπος στόλος 130 πλοίων που ήταν επανδρωμένα με πάνω από 30.000 ανθρώπους απέπλευσε με αποστολή να μεταφέρει μια ισπανική δύναμη εισβολής υπό την ηγεσία του Δούκα της Πάρμα κατά μήκος της Μάγχης από την Ολλανδία. Η Ελισάβετ ξεκίνησε να συναντήσει τους άνδρες της φορώντας ελαφρά πανοπλία πάνω από το φόρεμά της και χωρίς καθόλου φρουρούς, μόνο κάποιους ακόλουθους. Οι προσπάθειες των Ισπανών εξουδετερώθηκαν από τον αγγλικό στόλο υπό το Λόρδο Αρχιναύαρχο Τσαρλς Χάουαρντ, Β΄ Βαρόνο Χάουαρντ του Έφιγχαμ, βοηθούμενο από τον άθλιο καιρό. Η Αρμάδα αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ισπανία, με τρομερές απώλειες στις Βόρειες και Δυτικές ακτές της Ιρλανδίας. Η νίκη αύξησε τη δημοτικότητα της Ελισάβετ, μολονότι μια φιλόδοξη αντεπίθεση της Αγγλικής Αρμάδας ενάντια στην Ισπανία τον επόμενο χρόνο κατέληξε σε αποτυχία. Ο πόλεμος συνεχίστηκε στην Ολλανδία, όπου οι ολλανδικές κτήσεις ζητούσαν την ανεξαρτησία τους από την Ισπανία.
Η Αγγλική κυβέρνηση επίσης ανακατεύτηκε στις διαμάχες στην Γαλλία, όπου το θρόνο διεκδικούσε ένας προτεστάντης διάδοχος, ο Ερρίκος της Ναβάρρας (κατοπινός Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας). Η Ελισάβετ έστειλε 20.000 στρατιώτες και πάνω από 300.000 λίρες στον Ερρίκο, καθώς επίσης και 8.000 στρατιώτες και πάνω από 1.000.000 λίρες στους Ολλανδούς. Το 1596, η Αγγλία αποσύρθηκε από τη Γαλλία, καθώς ο Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας κρατούσε σταθερά την εξουσία. Ταυτόχρονα οι Ισπανοί αποβίβασαν μια σημαντική δύναμη ανδρών στη Βρετάνη, που έδιωξε τις αγγλικές δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί και άνοιξαν νέο μέτωπο στον πόλεμο, με μια επιπρόσθετη απειλή να διαπλεύσουν το κανάλι. Η Ελισάβετ έστειλε επιπλέον 2.000 στρατιώτες στη Γαλλία μετά την κατάκτηση του Καλαί από τους Ισπανούς. Έπειτα έδωσε τη συγκατάθεσή της για επίθεση στις Αζόρες το 1597, αλλά η προσπάθεια ήταν επίσης αποτυχημένη. Μάχες συνεχίστηκαν μέχρι και το 1598, όταν η Γαλλία και η Ισπανία έκαναν επιτέλους ειρήνη. Ο Άγγλο-ισπανικός πόλεμος κρίθηκε χωρίς αποτέλεσμα, όταν ο Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας πέθανε στα τέλη της ίδιας χρονιάς. Εν μέρει κυρίως λόγω του πολέμου, οι υπερατλαντικές προσπάθειες δημιουργίας αποικιών δεν απέδωσαν καρπούς, και ο αποικισμός των Άγγλων αναβλήθηκε, μέχρι που ο Ιάκωβος Α΄ διαπραγματεύτηκε ειρήνη με τη Συνθήκη του Λονδίνου.
Την ίδια εποχή που η Αγγλία μαχόταν ενάντια στην Ισπανία, αντιμετώπιζε επίσης επανάσταση στην Ιρλανδία, τον γνωστό Εννεαετή Πόλεμο. Ο ανώτατος εκτελεστής της εξουσίας του Στέμματος στη Βόρεια Ιρλανδία, ο Χιου Ο' Νηλ, Β΄ Κόμης του Τυρόν, ανακηρύχθηκε προδότης το 1595. Ζητώντας να αποφευχθεί νέος πόλεμος, η Ελισάβετ έκανε ανακωχή με τον Κόμη, μα αυτή την περίοδο η Ισπανία επιχείρησε δύο νέες εκστρατείες της αρμάδας στη Βόρεια Ευρώπη. Αυτές τελικά απέτυχαν, κυρίως λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Το 1598, ο Ο'Νηλ πρότεινε ανακωχή, ενώ λάμβανε βοήθεια από την Ισπανία υπό τη μορφή όπλων και εκπαίδευσης. Όταν η ανακωχή έλαβε τέλος, οι Άγγλοι έζησαν τη μεγαλύτερη ήττα τους στην Ιρλανδία στη Μάχη του Γέλοου Φορντ. To 1559, ένας από τους επικεφαλής του ναυτικού, ο Ρόμπερτ Ντέβερω, Β΄ κόμης του Έσσεξ, πήγε στην Ιρλανδία με τον μεγαλύτερο στρατό που είχε σταλεί ποτέ στο νησί, σε μια προσπάθεια να ηττηθούν οι επαναστάτες. Το εκστρατευτικό σώμα του Έσσεξ σύντομα διαλύθηκε, και, μετά από μια ιδιωτική συζήτηση με τον Ο'Νηλ, έγινε προφανές πως η νίκη ήταν ανέφικτη. Το 1600, ο Έσσεξ, χωρίς την άδεια της βασίλισσας, επέστρεψε στην Αγγλία, όπου το 1601, ηγήθηκε μιας επανάστασης ενάντια στην Ελισάβετ, αλλά δεν είχε υποστήριξη από τον λαό, και τελικά εκτελέστηκε. Ο Τσαρλς Μπλάουντ, 8ος βαρόνος του Μάουντζοϊ, στάλθηκε στην Ιρλανδία στη θέση του Έσσεξ. Με ανελέητη αφοσίωση στο σκοπό του, προσπάθησε να αποκλείσει τους στρατιώτες του Ο’Νηλ και να τους υποτάξει με όπλο την πείνα. Το 1601, οι Ισπανοί έστειλαν σε βοήθεια των Ιρλανδών 3.000 άνδρες, με την δικαιολογία πως έκαναν αντίποινα στους Άγγλους, επειδή εκείνοι έστειλαν στρατό στους Ολλανδούς όταν είχαν επαναστατήσει ενάντια στην Ισπανική κατοχή. Μετά από μια εξαντλητική εκστρατεία το χειμώνα, ο Μάουντζοϊ νίκησε τις Ισπανικές και Ιρλανδικές δυνάμεις στη Μάχη του Κίνσεϊλ. Ο Ο'Νηλ παραδόθηκε λίγες μέρες μετά το θάνατο της Ελισάβετ. Ο διάδοχος της Ελισάβετ έδωσε στον Μάουντζοϋ τον τίτλο του Ανώτατου Διοικητή της Ιρλανδίας (Lord Lieutenant of Ireland), ένα αξίωμα που υπηρέτησε με μεγάλη ικανότητα και μετριοπάθεια μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1605.
Παρόλο που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ αμαυρώθηκαν από πολιτικές ατυχίες, φωτίστηκαν από την καλλιτεχνική λάμψη των Σίδνεϋ, Έντμουντ Σπένσερ, Κρίστοφερ Μάρλοου και Σαίξπηρ, από τις θαλάσσιες επιτυχίες των Ντρέικ και Χώκινς, και από την ίδρυση της πρώτης αγγλικής αποικίας στην Βιρτζίνια, που ονομάστηκε από αυτήν ( στην αγγλική γλώσσα virgin = παρθένος ). Η περίοδος αυτή ξεκίνησε από την απόκρουση της Ισπανικής Αρμάδας, που εξασφάλισε την υπεροχή της Αγγλίας έναντι της Ισπανίας στην αποικιοκρατική εξάπλωση. Η Ελισάβετ Α έζησε τα τελευταίας της χρόνια με τη μελαγχολία της προχωρημένης ηλικίας και τον αυξανόμενο κυνισμό της αυλής. Ο Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκοτίας ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας με το όνομα Ιάκωβος Α΄ λίγες ώρες μετά το θάνατο της Ελισάβετ στις 24 Μαρτίου 1603, σηματοδοτώντας τη λήξη της Δυναστείας των Τυδώρ και την έναρξη της Δυναστείας των Στιούαρτ στο Βασίλειο της Αγγλίας. Η Ελισάβετ Α παραμένει σήμερα δημοφιλής. Κατέλαβε την έβδομη θέση στην ψηφοφορία για τους 100 σημαντικότερους Βρετανούς, που διεξήχθη από το British Broadcasting Corporation (BBC) το 2002, υψηλότερη από κάθε άλλο μονάρχη. Συνέβαλε στη σταθεροποίηση της χώρας παρόλο που κληρονόμησε τεράστιο εθνικό χρέος από την αδερφή της Μαρία. Υπό την εξουσία της η Αγγλία απέκρουσε την Ισπανική εισβολή και παράλληλα απέτρεψε το ξέσπασμα ενός θρησκευτικού ή εμφυλίου πολέμου σε αγγλικό έδαφος. Βασίλεψε σε μια περίοδο 45 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων η παγκόσμια ισχύς και η πολιτιστική επιρροή της Αγγλίας ενισχύθηκαν σημαντικά.
α. Ιάκωβος Α΄ Στιούαρτ (1603-1625)
Ο Ιάκωβος Α΄ (πρώην Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκοτίας 19 Ιουνίου 1566 – 6 Απριλίου 1625) ήταν βασιλιάς της Σκοτίας (1567-1625) και της Αγγλίας και Ιρλανδίας (1603-1625) μετά το θάνατο της άτεκνης βασίλισσας Ελισάβετ Α΄, της οποίας ήταν μικρανεψιός. Ήταν μοναδικό παιδί της βασίλισσας της Σκοτίας Μαρίας Α΄ και του δευτέρου συζύγου της Ερρίκου Στιούαρτ, δούκα του Άλμπανι, του αποκαλούμενου και λόρδου Ντάρνλεϊ. Ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ΄ μέσω της προγιαγιάς του Μαργαρίτας Τυδώρ, μεγαλύτερης αδελφής του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η΄. Ο γάμος των γονιών του εξασφάλισε στη μητέρα του τον θρόνο της Σκοτίας και οι δύο Καθολικοί αντιμετώπισαν επιθετικές αντιδράσεις από τους προτεστάντες. Όταν η Μαρία ήταν έγκυος στον Ιάκωβο, ο πατέρας του συμμάχησε με τους επαναστάτες, σκοτώνοντας τον γραμματέα της βασίλισσας Ντέιβιντ Ρίτζιο. Με τη γέννησή του στο κάστρο του Εδιμβούργου έγινε δούκας του Ροδεσέι και η νονά του, βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α΄, απουσιάζοντας, του έστειλε ως δώρο μια χρυσή κολυμπήθρα. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1567 από ανθρώπους που ήθελαν να εκδικηθούν τη δολοφονία του Ρίτζιο και η μητέρα του παντρεύτηκε στη συνέχεια σε τρίτο της γάμο τον Ιάκωβο Χέπμπορν, 4ο κόμη του Μπόθγουελ, ύποπτο για τη δολοφονία του πατέρα του. Αυτό αύξησε την αντιδημοτικότητά της. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, προτεστάντες κινήθηκαν εναντίον της, τη συνέλαβαν και την αιχμαλώτισαν στο κάστρο του Λοχ Λέβεν, χωρίς να ξαναδεί ποτέ τον γιο της. Πιέστηκε να παραιτηθεί υπέρ του νεογέννητου γιου της Ιακώβου, υπό την αντιβασιλεία του ετεροθαλούς αδελφού της Ιάκωβου Στιούαρτ, κόμη του Μάρεϊ.
Η φροντίδα του ανατέθηκε στον κόμη του Μάρεϊ, που ανέλαβε την εκπαίδευσή του στο κάστρο του Στέρλινγκ. Στέφθηκε βασιλιάς σε ηλικία 13 μηνών στις 19 Ιουλίου 1567 και ανατράφηκε σε αντίθεση με τους γονείς του από προτεστάντες, ακολουθώντας και ο ίδιος το συγκεκριμένο ρεύμα. Κύρια φροντίδα είχε ο Καλβινιστής Τζον Νοξ, ενώ την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο ιστορικός ποιητής Τζορτζ Μπουχάναν, ο οποίος τον υπέβαλε σε συχνούς ξυλοδαρμούς, αλλά του δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον για τη μάθηση και τη λογοτεχνία. Η μητέρα του δραπέτευσε από την αιχμαλωσία (1568), κινήθηκε με τον στρατό της κατά του κόμη του Μάρεϊ, ο οποίος τη νίκησε στη Μάχη του Λάνγκσαϊντ. Τότε η Μαρία δραπέτευσε για την Αγγλία, όπου αιχμαλωτίστηκε για όλη την υπόλοιπη ζωή της από τη μεγάλη της εχθρό βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας. Ο Μάρεϊ δολοφονήθηκε από τον Ιάκωβο Χάμιλτον του Μπόθγουελ, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην αντιβασιλεία, διοριζόμενος από τον πατρικό παππού του Ιακώβου, Ματθαίο Στιούαρτ, 4ο κόμη του Λένοξ. Ο κόμης του Λένοξ την επόμενη χρονιά τραυματίστηκε θανάσιμα στο κάστρο του Στέρλινγκ από επίθεση υποστηρικτών της Μαρίας. Ακολούθησαν ως την ενηλικίωσή του πολλοί αντιβασιλείς, με τελευταίο τον Ιάκωβο Ντάγκλας, 4ο κόμη του Μόρτον την περίοδο 1572 - 1581. Ο Μόρτον εκτελέστηκε (1581) ως ύποπτος για τη δολοφονία του Ντάρνλεϊ. Τον Αύγουστο του 1582 οι προτεστάντες κόμητες του Γκόουρι και Άνγκους τον αιχμαλώτισαν, αλλά ελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1583 και άρχισε να αποκτά σταδιακά έλεγχο πάνω στην εξουσία του, ενώ υπέταξε και συμφιλίωσε τους αντιμαχόμενους λόρδους. Μία τελευταία απόπειρα (1600) εναντίον του από τον Αλεξάντερ Ράθβεν, αδελφό του κόμητος του Γκόουρι, απέτυχε, αφού σκοτώθηκε σε συμπλοκή. Μετά την εκτέλεση της μητέρας του από την Ελισάβετ Α΄ το 1587, προσπάθησε να προσεγγίσει την άτεκνη Αγγλίδα βασίλισσα για να τη διαδεχθεί στον αγγλικό θρόνο. Όταν κρίθηκε αναγκαίος ο γάμος του, του προτάθηκε η 14χρονη Άννα της Δανίας, την οποία νυμφεύτηκε στο Όσλο στις 12 Νοεμβρίου 1589 και ύστερα από στάσεις στην Κοπεγχάγη και το Έλσινορ επέστρεψαν στη Σκοτία.
Ο Ιάκωβος έγραψε δύο έργα σχετικά με τη μοναρχική εξουσία: τον "Αληθινό Νόμο των Ελεύθερων Μοναρχιών" και το '"Βασιλικόν Δώρον". Στο πρώτο του έργο τάχθηκε υπέρ του απολυταρχισμού, υποστήριξε τη θεία καταγωγή των βασιλέων, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Βίβλου, και την αξίωση να μπορεί ο βασιλιάς να κυβερνά αδιαφορώντας για τη γνώμη του λαού. Στο δεύτερο έργο αντίστοιχα που γράφτηκε το 1598 προς τιμήν του τετράχρονου γιου του Ερρίκου, αντίθετα τάχθηκε υπέρ του κοινοβουλευτισμού, με τον βασιλιά απλώς επικεφαλής του κοινοβουλίου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η βασίλισσα Ελισάβετ έστειλε τον πρωθυπουργό της Ροβέρτο Σεσίλ σε μυστική συνάντηση με τον Ιάκωβο, για να κατοχυρώσει με τον θάνατό της την ομαλή διαδοχή στον θρόνο της Αγγλίας. Ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας στις 24 Μαρτίου 1603, την ίδια μέρα που πέθανε η Ελισάβετ. Παρά την ομαλότητα της διαδοχής, η συνέχεια δεν ήταν και τόσο καλή, αφού ο Ιάκωβος αντιμετώπισε αρχικά πολλές συνωμοσίες, η σπουδαιότερη από τις οποίες ήταν του λόρδου Κόμπχαμ και του σερ Γουόλτερ Ρέιλι.
Σταδιακά άρχισε να συγκεντρώνει γύρω του Σκοτσέζους ευγενείς, με απώτερη φιλοδοξία να ενώσει τα στέμματα της Σκοτίας και της Αγγλίας. Οι βλέψεις του αυτές δυσαρέστησαν έντονα τους λαούς των δύο χωρών που είχαν μεγάλη εμπάθεια μεταξύ τους, αντιπαθώντας την ένωση κάτω από ένα στέμμα. Πρώτη απόδειξη υπήρξε όταν οικειοποιήθηκε τον τίτλο του βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας (1604), κάτι που έκανε τον Φράνσις Μπέικον να αντιδράσει, λέγοντας του ότι δεν έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί νομικά τον τίτλο. Στην εξωτερική πολιτική του είχε σημαντικές επιτυχίες. Χωρίς να κάνει πόλεμο με την Ισπανία ήθελε να φέρει ένα τέλος στον αγγλοϊσπανικό πόλεμο. Κατάφερε με διπλωματικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τον Ροβέρτο Σεσίλ, να πετύχει ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών, που συνοδεύτηκε από ένα μεγαλοπρεπές συμπόσιο. Παράλληλα οι Ισπανοί τού ζήτησαν να δεχθεί τη ρωμαιοκαθολική πίστη, κάτι που του δημιούργησε μεγάλο δίλημμα, αφού αυτό θα έφερνε αντιδράσεις στους προτεστάντες της χώρας του. Στις 5 Νοεμβρίου 1605, ένας στρατιώτης ονομαζόμενος Γκάι Φωκς ήταν κεντρική φυσιογνωμία στη λεγόμενη Συνωμοσία της Πυρίτιδας, καθώς μαζί με άλλους επαναστάτες και 20 βαρέλια πυρίτιδας είχαν σκοπό την επόμενη μέρα να ανατινάξουν ολόκληρο το κοινοβούλιο. Ο τρόμος που κατέλαβε, τόσο τη βασιλική οικογένεια όσο και το κοινοβούλιο, οδήγησε σε συμφιλίωση τις δύο πλευρές, και διευκόλυνε τα σχέδια του Ιακώβου για ένωση των στεμμάτων της Αγγλίας και της Σκοτίας. Η βασιλεία του Ιακώβου συνοδεύτηκε από μεγάλα βασιλικά έξοδα, που τον υποχρέωσαν να αυξήσει τις βασιλικές πιέσεις.
Τον Φεβρουάριο του 1610 ο Σάλσμπουρι, ένας έμπιστός του κοινοβουλευτικός, κατάφερε να πραγματοποιήσει συμφωνία για την παραχώρηση από το κοινοβούλιο στον βασιλιά 600.000 λιρών σε τρεις ετήσιες δόσεις σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση βασιλικών προνομίων. Η καθυστέρηση πληρωμής του ποσού εξόργισε τον Ιάκωβο, που διέλυσε το κοινοβούλιο το 1614. Ο Σάλσμπουρι του είπε ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος του. Ως το 1621 κυβέρνησε χωρίς κοινοβούλιο και προσπαθούσε να πουλήσει τις κομητείες για να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα. Άλλη σημαντική πηγή για τα έσοδά του ήταν η σημαντική προίκα που θα έπαιρνε με τον γάμο μεταξύ του γιου του Καρόλου, πρίγκηπα της Ουαλίας, και της Ισπανίδας ινφάντας Μαρίας. Η πολιτική του ήταν να κρατάει πάντα ειρηνικές σχέσεις με την Ισπανία, αποφεύγοντας τα έξοδα ενός δαπανηρού πολέμου, υποστηριζόμενος από μερίδα καθολικών υπουργών και διπλωματών και δυσαρεστώντας την προτεσταντική Αγγλία. Η ειρηνική του πολιτική διακόπηκε με το ξέσπασμα του 30ετούς πολέμου, όταν ο γαμπρός του Φρειδερίκος Ε΄, εκλέκτωρ του Παλατινάτου, εξορίστηκε από τη Βοημία. Τότε ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους σε συμμαχία με τους Ισπανούς (1620) λεηλάτησε τις περιοχές του Φρειδερίκου στον Ρήνο. Τα γεγονότα ανάγκασαν τον Ιάκωβο να συγκαλέσει κοινοβούλιο (1621), που αποφάσισε να αναλάβει στρατιωτική εκστρατεία για την υποστήριξη του γαμπρού του. Οι οικονομικοί πόροι ήταν ανύπαρκτοι, το κοινοβούλιο θυμήθηκε τα κέρδη που είχε από τις εκστρατείες τη χρυσή εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ και αποφάσισε να του υποβάλει σκληρά αιτήματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Του ζήτησε να παντρέψει τον γιο του, πρίγκηπα Κάρολο, με διαμαρτυρόμενη και να αποκηρύξει με νόμο τους καθολικούς από την Αγγλία, οπότε ο Ιάκωβος αντέδρασε έντονα και διέλυσε ξανά το κοινοβούλιο.
Ο πρίγκηπας Κάρολος (1623) σε ηλικία 23 ετών και ο δούκας του Μπάκιγχαμ αποφάσισαν να ταξιδέψουν ανώνυμα στην Ισπανία, ώστε ο πρίγκιπας να κερδίσει την ινφάντα απευθείας χωρίς συνοικέσια. Η αποστολή κατέληξε σε αποτυχία, οι Ισπανοί τούς αναγνώρισαν, τους συνέλαβαν και τους επέβαλαν όρους να ασπαστούν τον Καθολικισμό, να μείνουν έναν χρόνο όμηροι στην Ισπανία, φεύγοντας μετά χωρίς την ινφάντα. Αυτήν τη φορά ο ίδιος ο Κάρολος πίεσε τον πατέρα του για πόλεμο κατά της Ισπανίας, αλλά ο Ιάκωβος ήταν αδύνατο να αντεπεξέλθει στα έξοδα, επαναφέροντας το Κοινοβούλιο (1624) για τον συγκεκριμένο σκοπό. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του χτυπήθηκε από αρθρίτιδα και διάφορες άλλες σοβαρές ασθένειες που τον εμπόδιζαν στην άσκηση των καθηκόντων του. Πέθανε από απότομο πλήγμα δυσεντερίας.
Μολονότι στη Σκοτία δεν συνάντησε προβλήματα, o Ιάκωβος είχε δυσκολίες στον αγγλικό θρόνο συμπεριλαμβανομένης της Συνωμοσίας της Πυρίτιδας (1605) και συγκρούσεών του με το αγγλικό κοινοβούλιο. Πολλοί θεωρούν τον απολυταρχισμό του, την οικονομική του ανευθυνότητα και τις λαομίσητες τακτικές του αιτίες που προκάλεσαν τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο μετά τον θάνατό του, ενώ άλλοι τον θεωρούν προσγειωμένο βασιλιά. Στον τομέα των τεχνών, συνέχισε την χρυσή εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄. Επί της εποχής του έζησαν μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο Μπεν Τζόνσον και ο Φράνσις Μπέικον. Ο ίδιος ο Ιάκωβος Α΄ ήταν συγγραφέας πολλών βιβλίων δαιμονολογίας, για τα οποία χαρακτηρίστηκε «ο σοφότερος τρελός του χριστιανισμού».
β. Κάρολος Α΄ Στιούαρτ (1625-1649)
Ο Κάρολος Α (Charles I of England, 19 Νοεμβρίου 1600 – 30 Ιανουαρίου 1649) ήταν μονάρχης των τριών βασιλείων της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας από τις 27 Μαρτίου 1625 μέχρι την εκτέλεσή του το 1649. Ήταν δευτερότοκος γιος του Ιακώβου ΣΤ' της Σκοτίας και της Άννας της Δανίας, αλλά, αφότου ο πατέρας του κληρονόμησε τον αγγλικό θρόνο, μετακόμισε στην Αγγλία, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Στην Αγγλία ο Κάρολος τέθηκε υπό την ευθύνη της Ελίζαμπεθ, Λαίδης Κάρεϊ, συζύγου του αυλικού σερ Ρόμπερτ Κάρεϊ, ο οποίος του φόρεσε μπότες από Ισπανικό δέρμα και ορείχαλκο για να τον βοηθήσει να ενισχύσει τα αδύναμα γόνατά του. Η ανάπτυξη του λόγου του ήταν επίσης αργή και διατήρησε ένα τραύλισμα και μια διστακτική ομιλία για το υπόλοιπο της ζωής του. Έγινε εμφανής διάδοχος στον Αγγλικό, τον Ιρλανδικό και τον Σκωτικό θρόνο με τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Ερρίκου Φρειδερίκου το 1612. Ο Κάρολος και ο Δούκας του Μπάκιγχαμ, ευνοούμενος του Ιακώβου και άνθρωπος με μεγάλη επιρροή στον πρίγκιπα, ταξίδεψαν μυστικά στην Ισπανία τον Φεβρουάριο του 1623 για να ολοκληρώσουν το εκκρεμές Ισπανικό συνοικέσιο με την ανιψιά του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β, Αψβούργα πριγκίπισσα Ινφάντα Μαρία της Ισπανίας. Στο τέλος, όμως, το ταξίδι αποδείχτηκε αποτυχία. Όταν ο Κάρολος επέστρεψε στο Λονδίνο τον Οκτώβριο, χωρίς νύφη και μέσα σε ένα εκστατικό και ανακουφισμένο δημόσιο καλωσόρισμα, εκείνος και ο Μπάκινγκχαμ πίεσαν τον διστακτικό Βασιλιά Ιάκωβο να κηρύξει πόλεμο στην Ισπανία. Με τη ενθάρρυνση των Προτεσταντών συμβούλων του, ο Ιάκωβος συγκάλεσε το Κοινοβούλιο για να ζητήσει κεφάλαια για έναν πόλεμο. Ένας υποχρηματοδοτούμενος πρόχειρος στρατός υπό τον Ερνστ φον Μάνσφιλντ ξεκίνησε για να ανακτήσει το Παλατινάτο, αλλά ήταν τόσο ελλιπώς τροφοδοτούμενος που ποτέ δεν προχώρησε πέραν της Ολλανδικής ακτής. Περί το 1624, ο Ιάκωβος Α ήταν όλο και πιο άρρωστος, και ως εκ τούτου το έβρισκε δύσκολο να ελέγξει το Κοινοβούλιο. Κατά την εποχή του θανάτου του τον Μάρτιο του 1625, ο Κάρολος και ο Δούκας του Μπάκινγκχαμ είχαν ήδη αποκτήσει τον έλεγχο του βασιλείου.
Με την αποτυχία του Ισπανικού συνοικεσίου, ο Κάρολος και ο Μπάκιγχαμ έστρεψαν την προσοχή τους στη Γαλλία. Το 1625 ο Κάρολος παντρεύτηκε την δεκαπεντάχρονη Γαλλίδα πριγκίπισσα Ενριέττα Μαρία μπροστά στην είσοδο της Παναγίας των Παρισίων. Πολλά μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων ήταν αντίθετα στο γάμο του βασιλιά με μια Ρωμαιοκαθολική, φοβούμενοι ότι ο Κάρολος θα αναιρούσε τους περιορισμούς στους Καθολικούς αρνητές και θα υπέσκαπτε την επίσημη εγκαθίδρυση της μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Αγγλίας. Παρότι δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι δεν θα χαλάρωνε τους θρησκευτικούς περιορισμούς, υποσχέθηκε ότι θα έκανε ακριβώς αυτό σε ένα μυστικό γαμήλιο σύμφωνο με τον Λουδοβίκο ΙΓ' της Γαλλίας. Η δυσπιστία προς τις θρησκευτικές πολιτικές του Καρόλου αυξήθηκε με την υποστήριξη εκ μέρους του ενός αμφιλεγόμενου αντικαλβινιστή ιερωμένου, του Ρίτσαρντ Μόνταγκιου, ο οποίος ήταν σε ανυποληψία μεταξύ των Πουριτανών και τον οποίο ο Κάρολος διόρισε βασιλικό εφημέριο, αυξάνοντας τις υποψίες πολλών Πουριτανών ότι ο Κάρολος ευνοούσε την αναζωπύρωση του Καθολικισμού.
Στις 23 Αυγούστου 1628 ο Μπάκινγκχαμ δολοφονήθηκε. Αν και ο θάνατός του ουσιαστικά τερμάτισε τον πόλεμο με την Ισπανία και εξαφάνισε την εξουσία του ως ζήτημα, δεν τερμάτισε τις συγκρούσεις ανάμεσα στον Κάρολο και το Κοινοβούλιο, με το οποίο ο Κάρολος ήταν σε διαμάχη, προσπαθώντας να ελαττώσει τα προνόμιά του. Χωρίς οικονομικά μέσα για έναν Ευρωπαϊκό πόλεμο και χωρίς την επιρροή του Μπάκιγχαμ, ο Κάρολος έκανε ειρήνη με τη Γαλλία και την Ισπανία. Τα επόμενα έντεκα χρόνια, κατά τα οποία ο Κάρλος κυβέρνησε την Αγγλία χωρίς Κοινοβούλιο, αναφέρονται ως προσωπική εξουσία ή "τυραννία των έντεκα χρόνων". Ο Κάρολος πίστευε στο θείο δικαίωμα των βασιλέων και νόμιζε ότι μπορούσε να κυβερνά σύμφωνα με την δική του συνείδηση. Πολλοί υπήκοοί του αντιτέθηκαν στις ενέργειές του, ειδικά στην εφαρμογή φόρων χωρίς κοινοβουλευτική συναίνεση. Η θρησκευτική του πολιτική, σε συνδυασμό με τον γάμο του με μια Ρωμαιοκαθολική, γέννησε την αντιπάθεια και την δυσπιστία μεταρρυθμιστικών ομάδων όπως οι Πουριτανοί και οι Καλβινιστές, οι οποίοι θεωρούσαν τις απόψεις του πιστές στον Καθολικισμό. Υποστήριξε τους καθολικούς ιερωμένους, όπως ο Ρίτσαρντ Μόνταγκιου και ο Ουίλιαμ Λοντ, και απέτυχε να βοηθήσει επιτυχώς τις Προτεσταντικές δυνάμεις κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο, έναν ευρύτερο Ευρωπαϊκό πόλεμο, τον οποίον το Αγγλικό Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη έφτασαν να θεωρούν ως μια πολωτική ηπειρωτική διαμάχη μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Οι υπήκοοι του Καρόλου πληροφορούνταν τα νέα του Ευρωπαϊκού πολέμου τακτικά και ήταν δυσαρεστημένοι από την διπλωματική τακτική του Καρόλου με την Ισπανία και την αποτυχία του να υποστηρίξει το Προτεσταντικό ζήτημα στο εξωτερικό αποτελεσματικά.
Όταν ο Κάρολος προσπάθησε να επιβάλει τις θρησκευτικές του πολιτικές στη Σκοτία αντιμετώπισε πολυάριθμες δυσκολίες. Στις 23 Ιουλίου 1637 ξέσπασαν ταραχές στο Εδιμβούργο την πρώτη Κυριακή της χρήσης ενός νέου βιβλίου προσευχής. Όταν η Γενική Συνέλευση της Εκκλησίας της Σκοτίας συνήλθε τον Νοέμβριο 1638, καταδίκασε το νέο βιβλίο προσευχής, κατάργησε την επισκοπική διακυβέρνηση της εκκλησίας, και υιοθέτησε Πρεσβυτεριανή κυβέρνηση από πρεσβύτερους και διακόνους. Ο Κάρολος εξέλαβε την αναταραχή στη Σκοτία ως εξέγερση εναντίον της εξουσίας του, προκαλώντας τον Πρώτο Πόλεμο των Επισκόπων το 1639, μετά τον οποίο αναγκάστηκε να αποδεχθεί την σημαντική υποχώρηση ότι το Σκωτικό Κοινοβούλιο και η Γενική Συνέλευση της Σκωτικής Εκκλησίας θα λειτουργούσαν κανονικά. Ο Κάρολος συνέχισε τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Σκότους σε μια απόπειρα να κερδίσει χρόνο, προτού ξεκινήσει μια νέα στρατιωτική επιχείρηση. Λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, το 1640 αναγκάστηκε να συγκαλέσει σε συνεδρίαση το Βραχύ Κοινοβούλιο, όπως έμεινε γνωστό, διότι διαλύθηκε τον Μάιο του 1640, λιγότερο από ένα μήνα αφότου συνήλθε. Αναθαρρημένο από την αποτυχία του Αγγλικού Βραχέως Κοινοβουλίου, το Σκωτικό Κοινοβούλιο αυτοκηρύχθηκε ικανό να κυβερνά χωρίς την συναίνεση του βασιλιά και, τον Αύγουστο 1640, ο Σκοτικός στρατός, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν βετεράνοι του Τριακονταετούς Πολέμου, με υψηλότερο ηθικό και εκπαίδευση συγκριτικά με τον αντίστοιχο Αγγλικό, δεν συνάντησε ουσιαστική αντίσταση μέχρι το Νιούκασλ, όπου, στη Μάχη του Νιούμπερν, κατά τον Δεύτερο Πόλεμο των Επισκόπων νίκησε τις Αγγλικές δυνάμεις και κατέλαβε την πόλη, καθώς και την γειτονική κομητεία του Ντέρχαμ. Τον Νοέμβριο 1640 ο Κάρολος συγκάλεσε το αργότερα γνωστό ως Μακρύ Κοινοβούλιο, που αποδείχτηκε δύσκολο για τον Κάρολο όσο και το Βραχύ Κοινοβούλιο. Συνήλθε στις 3 Νοεμβρίου 1640 και σύντομα άρχισε διαδικασίες για να παραπέμψει τους ηγετικούς συμβούλους του βασιλιά για εσχάτη προδοσία. Για να αποτρέψει τον βασιλιά από το να το διαλύει κατά βούληση, το Κοινοβούλιο, πέρασε την Πράξη Τριετίας, η οποία απαιτούσε το Κοινοβούλιο να συγκαλείται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια.
Στην Ιρλανδία ο πληθυσμός ήταν διασπασμένος σε τρεις κύριες κοινωνικοοικονομικές ομάδες: τους Γαελικούς Ιρλανδούς, οι οποίοι ήταν Καθολικοί· τους Παλαιούς Άγγλους, οι οποίοι κατάγονταν από τους μεσαιωνικούς Νορμανδούς και επίσης ήταν ως επί το πλείστον Καθολικοί· και τους Νέους Άγγλους, οι οποίοι ήταν Προτεστάντες έποικοι από την Αγγλία και τη Σκοτία ευθυγραμμισμένοι με το Αγγλικό Κοινοβούλιο. Η αγγλική διοίκηση είχε βελτιώσει την Ιρλανδική οικονομία και αύξησε θεαματικά τα φορολογικά έσοδα, με την επιβολή της τάξης με σιδηρά πυγμή. Είχε εκπαιδεύσει έναν μεγάλο Καθολικό στρατό προς υποστήριξη του βασιλιά και είχε εξασθενήσει την εξουσία του Ιρλανδικού Κοινοβουλίου, ενώ συνέχισε να κατάσχει γη από τους Καθολικούς για τον Προτεσταντικό εποικισμό. Όταν ξέσπασε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των Κελτών Ιρλανδών και των Νέων Άγγλων, στα τέλη Οκτωβρίου 1641, οι Παλαιοί Άγγλοι τάχθηκαν με τους Γαελικούς Ιρλανδούς ενώ ταυτόχρονα δήλωσαν την πίστη τους στο βασιλιά. Φήμες για ωμότητες στην Ιρλανδία, που περιλάμβαναν σφαγές των Νέων Άγγλων εποίκων από τους ιθαγενείς Ιρλανδούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τεθούν υπό έλεγχο από τους Παλαιούς Άγγλους λόρδους, καθώς και για "παπικές" συνωμοσίες στην Αγγλία, ενίσχυσαν τις αντικαθολικές πεποιθήσεις, πλήττοντας την φήμη και την εξουσία του Καρόλου.
Όταν έφτασαν στον Κάρολο φήμες ότι το Κοινοβούλιο σκόπευε να παραπέμψει τη σύζυγό του επειδή υποτιθέμενα συνωμοτούσε με τους Ιρλανδούς εξεγερθέντες, ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει δραστικές ενέργειες. Ο Κάρολος υποπτευόταν, πιθανώς σωστά, ότι μερικά μέλη του Αγγλικού Κοινοβουλίου είχαν συνωμοτήσει με τους εισβολείς Σκότους. Πιθανώς η Ενριέττα Μαρία έπεισε τον Κάρολο να συλλάβει πέντε μέλη του Κοινοβουλίου δια της βίας, πράγμα που ο Κάρολος σκόπευε να κάνει ο ίδιος προσωπικά. Όμως, τα νέα του εντάλματος έφτασαν στο Κοινοβούλιο πριν από εκείνον, και οι καταζητούμενοι άνδρες διέφυγαν με πλωτό μέσο λίγο προτού ο Κάρολος εισέλθει στη Βουλή των Κοινοτήτων με μια ένοπλη φρουρά στις 4 Ιανουαρίου 1642. Η κακοστημένη προσπάθεια ήταν πολιτικά καταστροφική για τον Κάρολο. Το Κοινοβούλιο γρήγορα κατέλαβε το Λονδίνο και ο Κάρολος διέφυγε από την πρωτεύουσα για το Παλάτι Χάμπτον Κορτ στις 10 Ιανουαρίου 1642. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, ο Κάρολος ύψωσε το βασιλικό λάβαρο στο Νότινγκαμ στις 22 Αυγούστου 1642. Στην αρχή του Πρώτου Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου, οι δυνάμεις του Καρόλου έλεγχαν περίπου τα Μίντλαντς, την Ουαλία, την Δυτική Χώρα και τη βόρεια Αγγλία. Έστησε την αυλή του στην Οξφόρδη. Το Κοινοβούλιο έλεγχε το Λονδίνο, τα νοτιοανατολικά και την Ανατολική Άνγκλια, καθώς και το Αγγλικό ναυτικό. Μετά από μερικές αψιμαχίες, οι αντίπαλες δυνάμεις συναντήθηκαν κανονικά στο Έτζχιλ, στις 23 Οκτωβρίου 1642, που τελείωσε χωρίς έκβαση καθώς έδυε ο ήλιος. Ο πόλεμος συνεχίστηκε διστακτικά κατά το 1643 και το 1644, και η Ενριέττα Μαρία επέστρεψε στη Βρετανία για 17 μήνες από τον Φεβρουάριο 1643. Οι δύο στρατοί πάλι συναντήθηκαν στο Νιούμπερι, Μπέρκσαϊρ, στις 20 Σεπτεμβρίου, χωρίς αποτέλεσμα. Επιστρέφοντας βόρεια στην Οξφόρδη, πολέμησε στο Νιούμπερι για δεύτερη φορά πριν έλθει ο χειμώνας, αλλά η μάχη τελείωσε χωρίς αποφασιστική έκβαση. Στη μάχη του Νάζμπι στις 14 Ιουνίου 1645, η στρατιωτική ζυγαριά έγειρε αποφασιστικά υπέρ του Κοινοβουλίου. Ακολούθησε μια σειρά ηττών για τους βασιλόφρονες, και μετά η Πολιορκία της Οξφόρδης, από την οποία ο Κάρολος διέφυγε (μεταμφιεσμένος σε υπηρέτη) τον Απρίλιο του 1646. Το Κοινοβούλιο έθεσε τον Κάρολο σε κατ' οίκον περιορισμό στο Χόλντενμπι Χάουζ στο Νορθάμπτονσαϊρ. Τελικά διέφυγε και ήλθε σε επαφή με τον Συνταγματάρχη Ρόμπερτ Χάμοντ, Κοινοβουλευτικό Κυβερνήτη της Νήσου Γουάιτ, τον οποίο φαινομενικά θεωρούσε φιλικά διακείμενο. Ο Χάμοντ, όμως, περιόρισε τον Κάρολο στο Κάστρο Κάρισμπρουκ και πληροφόρησε το Κοινοβούλιο ότι ο Κάρολος ήταν υπό κράτηση από τον ίδιο.
Οι βασιλόφρονες εξεγέρθηκαν τον Μάιο του 1648, πυροδοτώντας τον Δεύτερο Εμφύλιο Πόλεμο, και όπως συμφωνήθηκε με τον Κάρολο, οι Σκότοι εισέβαλαν στην Αγγλία. Εξεγέρσεις στο Κεντ, το Έσσεξ και το Κάμπερλαντ, και μια εξέγερση στη Νότια Ουαλία, καταπνίγηκαν από τον New Model Army, και με την ήττα των Σκότων στη Μάχη του Πρέστον τον Αύγουστο 1648, οι βασιλόφρονες έχασαν κάθε δυνατότητα να κερδίσουν τον πόλεμο. Η μόνη δυνατότητα για τον Κάρολο ήταν να επιστρέψει σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες έγιναν στο Νιούπορτ στη Νήσο Γουάιτ. Στις 5 Δεκεμβρίου 1648, το Κοινοβούλιο ψήφισε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά, αλλά ο Όλιβερ Κρόμγουελ και ο στρατός αντιτάχθηκαν σε οποιεσδήποτε περαιτέρω συνομιλίες με κάποιον που θεωρούσαν αιμοσταγή τύραννο και ήδη δρούσαν για να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους. Τα μέλη του Κοινοβουλίου που δεν είχαν την εύνοια του στρατού συνελήφθησαν ή αποκλείστηκαν από τον Συνταγματάρχη Τόμας Πράιντ, ενώ άλλοι έμειναν μακριά εθελοντικά. Τα υπόλοιπα μέλη αποτέλεσαν το Κολοβό Κοινοβούλιο. Ήταν ουσιαστικά ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Κάρολος μετακινήθηκε στο Κάστρο Χερστ στο τέλος του 1648, και μετά στο Κάστρο Ουίνδσορ. Τον Ιανουάριο 1649, η Κολοβή Βουλή των Κοινοτήτων του απάγγειλε την κατηγορία της προδοσίας, η οποία απορρίφθηκε από τη Βουλή των Λόρδων. Η ιδέα της δίκης ενός βασιλιά ήταν μια καινοτομία. Οι Αρχιδικαστές των τριών δικαστηρίων κοινού δικαίου της Αγγλίας – Χένρι Ρολ, Όλιβερ Σαιντ Τζον και Τζον Ουάιλντ – ήταν όλοι αντίθετοι με την απαγγελία κατηγοριών θεωρώντας την παράνομη. Το Κολοβό Κοινοβούλιο αυτοανακηρύχτηκε ικανό να νομοθετεί από μόνο του, πέρασε ένα νομοσχέδιο που δημιουργούσε ένα ξεχωριστό δικαστήριο για την δίκη του Καρόλου και κήρυξε το νομοσχέδιο πράξη χωρίς την ανάγκη βασιλικής έγκρισης. Το Ανώτερο Δικαστήριο (High Court of Justice), που ιδρύθηκε από την Πράξη, προσήλθε στη δίκη του Καρόλου για κατηγορία εσχάτης προδοσίας και "άλλα σκαιότερα εγκλήματα" η οποία άρχισε στις 20 Ιανουαρίου του 1649 στα Ανάκτορα του Ουεστμίνστερ. Ο Κάρολος κατηγορήθηκε για προδοσία εναντίον της Αγγλίας, λόγω χρήσης της δύναμης του για την επιδίωξη του προσωπικού του συμφέροντος, αντί του καλού της χώρας. Περίπου 300.000 άνθρωποι, ή 6% του πληθυσμού, πέθαναν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κατά τις πρώτες τρεις ημέρες της δίκης, ο Κάρολος ισχυρίστηκε ότι ουδέν δικαστήριο είχε δικαιοδοσία επί ενός μονάρχη, ότι η εξουσία του να κυβερνά του είχε δοθεί από το Θεό και από τους παραδοσιακούς νόμους της Αγγλίας, και ότι η εξουσία που ασκούσαν εκείνοι που τον δικάζουν ήταν αυτή της δύναμης των όπλων, επιμένοντας ότι η δίκη ήταν παράνομη. Το δικαστήριο άκουσε περισσότερους από 30 μάρτυρες κατηγορίας του βασιλιά εν απουσία του κατά τις επόμενες δύο ημέρες, και στις 26 Ιανουαρίου τον καταδίκασε σε θάνατο. Αποκεφαλίστηκε με ένα καθαρό χτύπημα. Ένας θρήνος σηκώθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος. Με την πτώση της μοναρχίας η Αγγλία έγινε «δημοκρατία» με τίτλο «Αγγλική Κοινοπολιτεία». Όλη η σημαντική στρατιωτική αντίθεση στη Βρετανία και την Ιρλανδία έσβησε από τις δυνάμεις του Όλιβερ Κρόμγουελ στον Τρίτο Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο και την Κρομγουελιανή κατάκτηση της Ιρλανδίας. Ο Κρόμγουελ βίαια διέλυσε το Κολοβό Κοινοβούλιο το 1653, έκτοτε εγκαθιδρύοντας το Προτεκτοράτο με τον ίδιο ως Λόρδο Προστάτη. Με τον θάνατό του το 1658, τον διαδέχτηκε προσωρινά ο ανεπαρκής γιος του, Ρίτσαρντ Κρόμγουελ. Το Κοινοβούλιο λειτούργησε και πάλι και η μοναρχία αποκαταστάθηκε με τον πρωτότοκο γιο του Καρόλου Α', Κάρολο Β', το 1660.
Ο Κάρολος ήταν άνθρωπος με αντιφάσεις και αμφιβολίες, πιο εγκρατής και εκλεπτυσμένος από τον πατέρα του, αλλά αδιάλλακτος καθώς εσκεμμένα ακολουθούσε αντιδημοφιλείς πολιτικές οι οποίες τελικά τον κατέστρεψαν. Τόσο ο Κάρολος Α όσο και Ιάκωβος Α ήταν οπαδοί του θείου δικαιώματος των βασιλέων, αλλά ενώ οι φιλοδοξίες του Ιακώβου σχετικά με το απολυταρχικό προνόμιο μετριάζονταν από τον συμβιβασμό και την συναίνεση με τους υπηκόους του, ο Κάρολος πίστευε ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμβιβαστεί ή ακόμα και να εξηγήσει τις πράξεις του, διότι νόμιζε ότι ήταν υπόλογος μόνο στο Θεό. Μερικώς εμπνευσμένος από την επίσκεψή του στην Ισπανική αυλή το 1623, ο Κάρολος έγινε παθιασμένος και έμπειρος συλλέκτης έργων τέχνης, συγκεντρώνοντας μία από τις πιο εκλεπτυσμένες συλλογές τέχνης που έγιναν ποτέ. Το 1627 και το 1628, αγόρασε ολόκληρη τη συλλογή του Δούκα της Μάντοβα, η οποία περιελάμβανε έργα του Τιτσιάνο, του Κορρέτζιο, του Ραφαήλ, του Καραβάτζιο, του ντελ Σάρτο, του Τιντορέττο, του Ραφαήλ, του Βερονέζε και του Μαντένια (συνολικά 1760 πίνακες). Η Καρολίνα στη Βόρεια Αμερική πήρε το όνομά της από αυτόν.
Οι Αγγλικοί Εμφύλιοι Πόλεμοι (1642-1649), που έλαβαν χώρα κατά τη βασιλεία του Καρόλου Α΄, δεύτερου μονάρχη των Στιούαρτ, κατέληξαν σε νίκη για τους Κοινοβουλευτικούς και ο Κάρολος εκτελέστηκε το 1649. Μετά από αυτή τη σύγκρουση η γραμμή των μοναρχών Στιούαρτ διακόπηκε προσωρινά από την Κοινοπολιτεία της Αγγλίας (1649-1660), που κυβερνήθηκε από τον Όλιβερ Κρόμγουελ κατά την περίοδο 1653 - 1659. Μετά το θάνατο του Κρόμγουελ η Κοινοπολιτεία κατέρρευσε και το Κοινοβούλιο Συνέλευσης προσκάλεσε τον Κάρολο Β΄, γιο του Κάρολου Α΄ να επιστρέψει από την εξορία και να γίνει βασιλιάς, κατά την λεγόμενη Αγγλική Βασιλική Παλινόρθωση.
α. Όλιβερ Κρόμγουελ (1653-1658)
Ο Όλιβερ Κρόμγουελ, (Oliver Cromwell, 25 Απριλίου 1599 - 3 Σεπτεμβρίου 1658) ήταν Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης που ανέλαβε τα ηνία της Μεγάλης Βρετανίας κατά την περίοδο 1653-1658, μετά την εκτέλεση του βασιλιά Καρόλου Α΄ της Αγγλίας και ύστερα από τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο. Έγινε ευρύτερα γνωστός για τη συντηρητική Πουριτανική πολιτική που ακολούθησε, για την προσάρτηση της Σκοτίας και της Ιρλανδίας στη Βρετανική Κοινοπολιτεία, καθώς και ως πολέμιος του Καθολικισμού. Γεννήθηκε στο Χάντινγκτον της Ανατολικής Αγγλίας, από οικογένειά που ανήκε στους μικρομεσαίους ευγενείς, ενώ ο πατέρας του Ρόμπερτ υπήρξε μέλος του Κοινοβουλίου επί βασιλείας της Ελισάβετ A'. Ο Ολιβερ μεγάλωσε σε προτεσταντικό περιβάλλον, το οποίο τον επηρέασε σημαντικά. Οι γονείς του και οι δάσκαλοί του, τόσο στη γενέτειρά του όσο και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ήταν φανατικοί αντικαθολικοί. Φαίνεται ότι ο Κρόμγουελ δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιμελής μαθητής. Προτιμούσε να πηγαίνει για κυνήγι. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο γιος του ήταν 18 ετών, γεγονός που ανάγκασε τον Ολιβερ να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ για να αναλάβει την επίβλεψη των κτημάτων της οικογενείας του. Στα 21 του χρόνια ο Κρόμγουελ νυμφεύθηκε την Ελισάβετ Μπούρτσιερ, κόρη εμπόρου του Σίτι του Λονδίνου, η οποία του χάρισε πέντε γιους και τέσσερις θυγατέρες, μεταξύ των οποίων και τον Ρίτσαρντ, διάδοχό του στη διοίκηση της Αγγλίας.
H πρώτη επαφή του Κρόμγουελ με την πολιτική έγινε το 1628, όταν εκλέχθηκε μέλος του Κοινοβουλίου εκπροσωπώντας το Χάντινγκτον. Ο βασιλιάς Κάρολος A´, μερικούς μήνες αργότερα, διέλυσε το Κοινοβούλιο και επί 11 ολόκληρα χρόνια η Αγγλία έμεινε παραδομένη στην ανεξέλεγκτη εξουσία του βασιλιά. Όπως και οι άλλοι ευγενείς του δικού του επιπέδου, ο Κρόμγουελ αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα εξαιτίας κυρίως της βαριάς φορολογίας, που επέβαλε ο Κάρολος A´ για να ικανοποιήσει τη σπάταλη Αυλή του. H δυσαρέσκεια μεγάλης μερίδας του λαού εναντίον του βασιλιά αυξανόταν με τα χρόνια. Το 1640 ο Κάρολος, σε μια προσπάθεια συμβιβασμού με τους υπηκόους του, αποφάσισε να συγκαλέσει νέο Κοινοβούλιο, στο οποίο ο Κρόμγουελ εκλέχθηκε πάλι, εκπροσωπώντας το Κέιμπριτζ αυτή τη φορά. Αλλά και αυτό το Κοινοβούλιο, το λεγόμενο «Κολοβό ή Βραχυχρόνιο», έζησε μόνο τρεις εβδομάδες, για να αντικατασταθεί λίγο αργότερα από το «Μακρόβιο ή Μακροχρόνιο Κοινοβούλιο», το οποίο παρέμεινε σε ισχύ ως το 1653, και στο οποίο ο Κρόμγουελ ουσιαστικά διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ο Κρόμγουελ πολύ γρήγορα απέκτησε τη φήμη του ασυμβίβαστου πουριτανού, ο οποίος δεν έχανε την ευκαιρία για να επιτεθεί εναντίον των διεφθαρμένων επισκόπων του Καρόλου. Όταν μάλιστα ο βασιλιάς, τον Νοέμβριο του 1641, απέρριψε τη «Μεγάλη Διαμαρτυρία» της Βουλής των Κοινοτήτων εναντίον της διαφθοράς και της τυραννίας των κληρικών, το χάσμα ανάμεσα στον βασιλιά και στη Βουλή των Κοινοτήτων μεγάλωσε. Ο Κάρολος συνέλαβε πέντε βουλευτές, αλλά όχι τον Κρόμγουελ ο οποίος δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα προβεβλημένος.
Οι ηγετικές αρετές του Κρόμγουελ αποδείχθηκαν όταν ξέσπασε ο A' Εμφύλιος Πόλεμος. Ο Κάρολος A', για να μπορέσει να επιβληθεί στο όλο και διογκούμενο εναντίον του ρεύμα, άρχισε να αυξάνει τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Τότε ο Κρόμγουελ απέδειξε ότι, εκτός από θεοσεβούμενος πουριτανός, ήταν και άνθρωπος ρεαλιστής και οργανωτικός. Τον Ιούλιο του 1642 ζήτησε την άδεια από τη Βουλή των Κοινοτήτων να στρατολογήσει άνδρες για την προστασία του Κοινοβουλίου. Οταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, το Κοινοβούλιο είχε ήδη έναν συγκροτημένο στρατό και ο Κρόμγουελ είχε οργανώσει ένα δικό του σώμα ιππέων, τους «Σιδερόπλευρους», το οποίο διακρίθηκε στην πρώτη μάχη εναντίον του στρατού του βασιλιά, στο Ετζχιλ της Ανατολικής Αγγλίας, στις 23 Οκτωβρίου του 1642. Στην αρχή του πολέμου ο Κρόμγουελ υπηρέτησε υπό τις διαταγές άλλων στρατηγών που είχε ορίσει το Κοινοβούλιο. Γρήγορα όμως επιβλήθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης, απαιτώντας από τους στρατιώτες του να τηρούν αυστηρή πειθαρχία. Ο A´ Εμφύλιος Πόλεμος κράτησε δύο ακόμη χρόνια. Ο στρατός του Κοινοβουλίου, χάρη στις στρατηγικές ικανότητες του Κρόμγουελ (αν και ο ίδιος απέδιδε τις νίκες του στη δύναμη του Θεού), βγήκε νικητής.
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, και χωρίς ο Κάρολος A' να δεσμευτεί για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, η Βουλή των Κοινοτήτων αποφάσισε να διαλύσει τον στρατό και, προς μεγάλη απογοήτευση του Κρόμγουελ, να προσλάβει σκοτσέζους μισθοφόρους για την προστασία του Κοινοβουλίου. Ο Κρόμγουελ, οργισμένος με αυτή την εξέλιξη, πήρε το ιππικό του και έφυγε από το Λονδίνο τον Ιούνιο του 1647 με την πεποίθηση ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ούτε τον βασιλιά ούτε το Κοινοβούλιο. Την ίδια γνώμη είχε και ο στρατηγός Φέρφαξ, ο οποίος ωστόσο, περισσότερο θερμόαιμος, βάδισε με τον στρατό του εναντίον των κτιρίων του Κοινοβουλίου. Τότε ο Κρόμγουελ ανέλαβε τον ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στον στρατό, στο Κοινοβούλιο και στον βασιλιά, και, φοβούμενος ότι η κατάργηση της μοναρχίας που επιθυμούσαν οι «Ισοπεδωτικοί» (Levellers), οι οποίοι επιθυμούσαν επίσης την πλήρη κοινωνική εξίσωση αριστοκρατίας και λαού, θα οδηγούσε τη χώρα σε αναρχία, προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Κάρολο A'. H προσπάθειά του δεν απέδωσε και οι φιλοβασιλικοί, συμμαχώντας με τους Σκοτσέζους, ξαναπήραν τα όπλα και έτσι άρχισε ο B' Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος τελείωσε με τη νίκη του Κοινοβουλίου και την καρατόμηση του Καρόλου A' στις 30 Ιανουαρίου 1649.
Με την κατάργηση της βασιλείας και την εκκαθάριση του Κοινοβουλίου από τους φιλοβασιλικούς εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία της Κοινοπολιτείας Αγγλίας, Σκοτίας και Ιρλανδίας, με μία μόνο Βουλή και κεντρικό διοικητικό όργανο το Συμβούλιο του Κράτους με πρόεδρο τον Ολιβερ Κρόμγουελ. Τα τρία πρώτα χρόνια της θητείας του ως αρχηγού της νεοσύστατης δημοκρατίας ο Κρόμγουελ ασχολήθηκε κυρίως με την καταστολή εξεγέρσεων στη ρωμαιοκαθολική Ιρλανδία και στη φιλοβασιλική Σκοτία, τις οποίες έπνιξε στο αίμα, κυρίως στην Ιρλανδία. Έχοντας πλέον εξασφαλίσει την ειρήνη στην Κοινοπολιτεία, ο Κρόμγουελ έβαλε στόχο του την εξισορρόπηση των πολιτικών δυνάμεων και προώθησε για ψήφιση στο Κοινοβούλιο τον «Νόμο της Λήθης», δηλαδή την αμνηστία. Ωστόσο ο στρατός, ο οποίος στην πλειονότητά του περιλάμβανε φανατικούς πουριτανούς, απαίτησε τη διάλυση του διεφθαρμένου Κοινοβουλίου. Ο Κρόμγουελ ενέδωσε στις πιέσεις και στις 20 Απριλίου του 1653 κατάργησε το Κοινοβούλιο και στη θέση του συγκρότησε επιτροπή η οποία «θα κυβερνούσε με τον φόβο του Θεού». H επιτροπή αυτή, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνάθροιση των Αγίων», δεν κατόρθωσε να λειτουργήσει ικανοποιητικά ως διοικητικό και νομοθετικό όργανο, και τον Δεκέμβριο του 1653 πρότεινε να αναλάβει ο Κρόμγουελ την αρχηγία του κράτους. Έτσι ο Κρόμγουελ εξελέγη από τη «Συνάθροιση των Αγίων» με τον τίτλο του Λόρδου Προστάτη και συμβουλευτικό όργανο ένα νέο Κοινοβούλιο.
Προτού ακόμη συγκροτηθεί και συνέλθει το νέο Κοινοβούλιο, ο Κρόμγουελ εξέδωσε περισσότερα από 80 διατάγματα, με τα οποία προσπάθησε να ρυθμίσει τα θέματα της θρησκείας, της δικαιοσύνης και της παιδείας. Πρόσφερε αρκετά περιθώρια ανεξιθρησκίας, μερίμνησε για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και προχώρησε στην αναμόρφωση του ποινικού κώδικα. Στην εξωτερική πολιτική ο Κρόμγουελ έθεσε πάνω απ' όλα το συμφέρον της Βρετανίας, όπως απέδειξε η εκστρατεία (1654) εναντίον της πουριτανικής, άρα προσφιλούς, Ολλανδίας, η οποία ωστόσο με τη ναυτική της ισχύ απειλούσε τη βρετανική θαλασσοκρατορία, καθώς και η συμμαχία με τη ρωμαιοκαθολική Γαλλία εναντίον της Ισπανίας από την οποία η Βρετανία απέσπασε την Τζαμάικα (1655). Μετά από απέλπιδες προσπάθειες να συντονιστεί με το απείθαρχο Νέο Κοινοβούλιο, ο Κρόμγουελ το διέλυσε (Ιανουάριος 1655) και μετά από μερικούς μήνες συγκάλεσε άλλο. Αλλά και σε τούτο οι ακραιφνείς δημοκρατικοί δημιούργησαν πολλές δυσκολίες στον Λόρδο Προστάτη, ο οποίος διακήρυσσε ότι κυβερνούσε τη χώρα επειδή ήταν θέλημα Θεού. Έτσι το διέλυσε και αυτό, τον Φεβρουάριο του 1658, και τους υπόλοιπους μήνες της ζωής του κυβέρνησε ως απόλυτος άρχων.
Ο Κρόμγουελ πέθανε από ελονοσία στις 3 Σεπτεμβρίου 1658 και ενταφιάστηκε με τιμές στο Αβαείο του Ουεστμίνστερ. Μετά την παλινόρθωση της βασιλείας και την ενθρόνιση του Καρόλου B' έγινε εκταφή του ταριχευμένου σώματος του Κρόμγουελ, και το κεφάλι, καρφωμένο σε ένα κοντάρι, στήθηκε στο Κοινοβούλιο, όπου παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Καρόλου B'.Ο Κρόμγουελ είναι από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της βρετανικής ιστορίας. Κάποιοι τον θεωρούν ήρωα της ελευθερίας και άλλοι τύραννο, δικτάτορα και βασιλοκτόνο. Τα μέτρα που έλαβε εναντίον των καθολικών έφτασαν στα όρια της γενοκτονίας και τον κατέστησαν αντιπαθή ιδιαίτερα στην Ιρλανδία.
β. Ρίτσαρντ Κρόμγουελ (1658-1659)
Ο Ρίτσαρντ Κρόμγουελ (Richard Cromwell, Χάντινγκντον, 4 Οκτωβρίου 1626 – Τσέζαντ, 12 Ιουλίου 1712), γιος του Όλιβερ Κρόμγουελ, ήταν ο δεύτερος Λόρδος Προστάτης της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας, που υπηρέτησε σχεδόν για εννέα μήνες, από τις 3 Σεπτεμβρίου 1658 μέχρι τις 25 Μαΐου 1659. Μετά την πτώση του από την εξουσία, του δόθηκε από τους βασιλικούς το παρατσούκλι Πεσμένο Πουλί (Tumbledown Dick). Ο ίδιος και τα τρία αδέλφια του είχαν εκπαιδευτεί στη σχολή Felsted στο Έσσεξ κοντά στο σπίτι της οικογένειας της μητέρας τους. Όταν ο πατέρας του Όλιβερ Κρόμγουελ πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1658, ο Ρίτσαρντ ενημερώθηκε την ίδια ημέρα ότι επρόκειτο να τον διαδεχθεί, αλλά υπήρξε κάποια διαμάχη για τη διαδοχή. Μια επιστολή από τον John Thurloe δείχνει ότι στις 30 Αυγούστου ο Όλιβερ Κρόμγουελ όρισε προφορικά τον γιο του ως διάδοχό του, αλλά κάποιες άλλες εκδοχές ισχυρίζονται είτε ότι δεν όρισε κανένα διάδοχο, είτε ότι έδωσε την προτεραιότητα στον γαμπρό του, Τσαρλς Φλήτγουντ. Όμως, ο νέος Λόρδος Προστάτης, χωρίς βάση εξουσίας ούτε στο Κοινοβούλιο ούτε στον Στρατό (New Model Army), αναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1659 και το Προτεκτοράτο καταργήθηκε. Κατά την πολιτική και στρατιωτική αναταραχή που ακολούθησε, ο Τζορτζ Μονκ, Κυβερνήτης της Σκοτίας, ανησυχούσε ότι η χώρα θα έπεφτε σε αναρχία. Ο Μονκ και ο στρατός του προέλασαν στο Σίτι του Λονδίνου και ανάγκασε τα μέλη του Κολοβού Κοινοβουλίου να επαναδεχθούν μέλη του Μακρόβιου Κοινοβουλίου που είχαν αποκλεισθεί τον Δεκέμβριο 1648 κατά την Εκκαθάριση του Πράιντ. Το Μακρόβιο Κοινοβούλιο αυτοδιαλύθηκε και για πρώτη φορά μέσα σε 20 έτη διεξάχθηκαν γενικές εκλογές. Το απερχόμενο Κοινοβούλιο καθόρισε τις εκλογικές προϋποθέσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίσει, όπως νόμιζαν, την επιστροφή μιας Πρεσβυτεριανικής πλειοψηφίας.
Οι περιορισμοί εναντίον των βασιλοφρόνων υποψηφίων αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, και οι εκλογές κατέληξαν σε μια Βουλή των Κοινοτήτων η οποία ήταν σχεδόν ισομερώς διαιρεμένη πολιτικά ανάμεσα στους Βασιλόφρονες και τους Κοινοβουλευτικούς και θρησκευτικά ανάμεσα στους Αγγλικανούς και τους Πρεσβυτεριανούς. Το νέο αποκαλούμενο Κοινοβούλιο Συνέλευσης (Convention Parliament) συνήλθε στις 25 Απριλίου 1660, και λίγο μετά πληροφορήθηκε τη Διακήρυξη της Μπρέντα, στην οποία ο Κάρολος συμφωνούσε, μεταξύ άλλων, να απονείμει χάρη σε πολλούς εχθρούς του πατέρα του. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο ψήφισε την ανακήρυξη του Καρόλου ως βασιλιά και την πρόσκλησή του να επιστρέψει, ένα μήνυμα που έλαβε ο Κάρολος στην Μπρέντα στις 8 Μαΐου 1660. Στην Ιρλανδία, μια συνέλευση που είχε συγκληθεί νωρίτερα μέσα στο έτος, στις 14 Μαΐου κήρυξε τον Κάρολο Βασιλιά.
Κατά τη διάρκεια των πολιτικών δυσκολιών του χειμώνα του 1659, υπήρχαν φήμες ότι ο Κρόμγουελ έπρεπε να επανακληθεί ως Λόρδος Προστάτης, αλλά αυτές δεν κατέληξαν πουθενά. Τον Ιούλιο του 1660, ο Κρόμγουελ έφυγε για τη Γαλλία, και έφτασε εκεί, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Το 1680 επέστρεψε στην Αγγλία όπου έζησε μαζί με τον έμπορο Thomas Pengelly στο Τσέζαντ του Χέρτφορντσαϊρ, και εκεί ζούσαν από το εισόδημα που είχε από το κτήμα του στο Hursley. Πέθανε στις 12 Ιουλίου 1712 σε ηλικία 85 ετών.
α. Κάρολος Β΄ Στιούαρτ (1660-1686)
Ο Kάρολος B΄ (29 Μαΐου 1630 – 6 Φεβρουαρίου 1685) ήταν Βασιλιάς της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Ο πατέρας του βασιλιάς Κάρολος Α΄ εκτελέσθηκε στο Παλάτι του Ουάϊτχολ στις 30 Ιανουαρίου 1649, ως αποκορύφωμα του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου. Αν και το Κοινοβούλιο της Σκοτίας ανακήρυξε τον Κάρολο Β΄ Βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας στο Εδιμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 1649, το Αγγλικό Κοινοβούλιο αντίθετα πέρασε ένα ψήφισμα, που έκρινε τη διακήρυξη αυτή στην Αγγλία και την Ιρλανδία παράνομη. Η Αγγλία εισήλθε στην περίοδο γνωστή ως Αγγλική Κοινοπολιτεία και η χώρα ήταν εκ των πραγμάτων μια δημοκρατία, με ηγέτη τον Όλιβερ Κρόμγουελ. Ο Κρόμγουελ νίκησε τον Κάρολο Β στη Μάχη του Ουόρσεστερ στις 3 Σεπτεμβρίου 1651, και ο Κάρολος έφυγε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Κρόμγουελ έγινε ουσιαστικός δικτάτορας της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Ο Κάρολος Β δαπάνησε τα επόμενα εννέα έτη σε εξορία στην Γαλλία, τις Ηνωμένες Επαρχίες και τις Ισπανικές Κάτω Χώρες.
Μια πολιτική κρίση που ακολούθησε το θάνατο του Κρόμγουελ το 1658 κατέληξε στην παλινόρθωση της μοναρχίας και ο Κάρολος προσκλήθηκε να επιστρέψει στη Βρετανία. Στις 29 Μαΐου 1660, στα 30α του γενέθλια, έγινε δεκτός στο Λονδίνο με δημόσια επευφημία. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο του Καρόλου ενεργοποίησε νόμους, όπως ο Κώδικας Κλάρεντον, σχεδιασμένους για να καλύψουν την θέση της επανιδρυμένης Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Κάρολος συναίνεσε στον Κώδικα Κλάρεντον αν και ο ίδιος ευνοούσε μια πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας. Το μεγάλο θέμα εξωτερικής πολιτικής της πρώιμης βασιλείας του Καρόλου ήταν ο Δεύτερος Αγγλολλανδικός Πόλεμος. Το 1670, ο Κάρολος εισήλθε στο μυστικό σύμφωνο του Ντόβερ, μια συμμαχία με τον πρώτο του εξάδελφο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ της Γαλλίας. Ο Λουδοβίκος συμφώνησε να βοηθήσει τον Κάρολο στον Τρίτο Αγγλοολλανδικό Πόλεμο και να πληρώσει μια σύνταξη στον Κάρολο, και ο Κάρολος υποσχέθηκε μυστικά να μεταστραφεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό σε μη προσδιορισμένη μελλοντική ημερομηνία. Ο Κάρολος προσπάθησε να εισαγάγει την θρησκευτική ελευθερία για τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες αντιφρονούντες με την Βασιλική Διακήρυξη Επιείκειας του 1672 (Royal Declaration of Indulgence), αλλά το Αγγλικό Κοινοβούλιο τον ανάγκασε να την αποσύρει. Το 1679, οι αποκαλύψεις του Τίτου Όουτς για την υποτιθέμενη "Παπική Συνωμοσία" έγιναν η θρυαλλίδα για την Κρίση του Αποκλεισμού, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο αδελφός του Καρόλου και διάδοχος (Ιάκωβος, Δούκας της Υόρκης) ήταν Καθολικός. Η κρίση έφερε τη γέννηση των κομμάτων των Ουίγων και των Τόρυς. Ο Κάρολος διέλυσε το Αγγλικό Κοινοβούλιο το 1681, και κυβέρνησε μόνος μέχρι τον θάνατό του στις 6 Φεβρουαρίου 1685. Ασπάσθηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην νεκρική του κλίνη.
Ο Κάρολος ήταν κοινώς γνωστός ως ο «Εύθυμος Μονάρχης», εξαιτίας της ζωτικότητας και του ηδονισμού της αυλής του μετά την γενική ανακούφιση από την επιστροφή στην ομαλότητα ύστερα από μια δεκαετία διακυβέρνησης από τον Όλιβερ Κρόμγουελ και τους Πουριτανούς. Η σύζυγος του Καρόλου, Αικατερίνη της Μπραγκάνζα, δεν γέννησε παιδιά, αλλά ο Κάρολος αναγνώρισε τουλάχιστον δώδεκα νόμιμα παιδιά από διάφορες ερωμένες. Καθώς τα νόθα τέκνα αποκλείονταν από την διαδοχή, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιάκωβος.
β. Ιάκωβος Β΄ Στιούαρτ (1685-1688)
Ο Ιάκωβος Β΄ (24 Οκτωβρίου 1633 – 16 Σεπτεμβρίου 1701), δεύτερος γιος του Καρόλου Α' και αδελφός του προηγούμενου βασιλιά Καρόλου Β, ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και ως Ιάκωβος Ζ΄ βασιλιάς της Σκοτίας, από τις 6 Φεβρουαρίου 1685 μέχρι τα τέλη του 1688. Ήταν ο τελευταίος Ρωμαιοκαθολικός μονάρχης που βασίλευσε στα Βασίλεια της Αγγλίας και της Σκοτίας. Ανέβηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Καρόλου Β' και αντιμετώπισε συνεχώς αυξανόμενη αντίθεση από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες της Βρετανίας επειδή ήταν γαλλόφιλος και υπέρ του Καθολικισμού, και επειδή απέβλεπε στην απόλυτη εξουσία. Λίγο μετά την ανάρρησή του, ο Ιάκωβος αντιμετώπισε μια εξέγερση στη νότια Αγγλία υπό τον ανιψιό του, Τζέημς Σκοτ πρώτο δούκα του Μόνμαουθ, και μια άλλη εξέγερση στη Σκοτία υπό τον Άρτσιμπαλντ Κάμπελλ, κόμη του Άργκαϊλ. Οι Άργκαϊλ και Μόνμαουθ άρχισαν τις εκστρατείες τους από την Ολλανδία, όπου ο ανιψιός και γαμπρός του Ιακώβου, Γουλιέλμος της Οράγγης, έδειξε να αδιαφορεί για τις προσπάθειές τους. Οι εξεγέρσεις καταπνίγηκαν αρκετά εύκολα, αλλά σκλήρυναν την αποφασιστικότητα του Ιακώβου ενάντια στους εχθρούς του και αύξησαν την καχυποψία του προς τους Ολλανδούς.
Όταν απέκτησε άρρενα διάδοχο, εξερράγη κρίση και οι ηγέτες κάλεσαν στον θρόνο τον γαμπρό και ανιψιό του Γουλιέλμο Γ΄ της Οράγγης, κυβερνήτη των Ηνωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών. Ήταν η λεγόμενη Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Τον Απρίλιο 1688, ο Ιάκωβος επανεξέδωσε την Διακήρυξη της Επιείκειας, διατάσσοντας τους Αγγλικανούς κληρικούς να την διαβάσουν στις εκκλησίες τους. Όταν ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, Ουίλιαμ Σάνκροφτ, και έξι άλλοι επίσκοποι (γνωστοί ως οι Επτά Επίσκοποι) υπέβαλαν αίτηση, ζητώντας την αναθεώρηση της θρησκευτικής πολιτικής του Βασιλιά, συνελήφθησαν και δικάστηκαν για επαναστατικό λίβελο. Η επαγρύπνηση της κοινής γνώμης αυξήθηκε όταν η Βασίλισσα Μαρία γέννησε έναν Καθολικό γιο και διάδοχο, τον Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο, στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους. Όταν οι μόνοι πιθανοί διάδοχοι του Ιακώβου ήταν οι δύο Προτεστάντισσες κόρες του, οι Αγγλικανοί μπορούσαν να δουν τη φιλοκαθολική πολιτική του σαν ένα προσωρινό φαινόμενο· η γέννηση όμως του Πρίγκιπα και η προοπτική μιας μόνιμα Καθολικής δυναστείας, τους ανάγκασε να αλλάξουν στάση. Απειλούμενοι από μια Καθολική δυναστεία, πολλοί Προτεστάντες, με επιρροή, ισχυρίσθηκαν ότι το παιδί ήταν επείσακτο και μπήκε λαθραία στην κρεβατοκάμαρα της Βασίλισσας σε ένα δοχείο θέρμανσης. Είχαν ήδη έρθει σε διαπραγματεύσεις με τον Γουλιέλμο, Πρίγκιπα της Οράγγης, όταν έγινε γνωστό ότι η Βασίλισσα ήταν έγκυος, και η γέννηση του γιου του Ιακώβου ενίσχυσε την πεποίθηση τους.
Στις 30 Ιουνίου 1688, μια ομάδα επτά Προτεσταντών ευγενών, αργότερα γνωστή ως οι Αθάνατοι Επτά, προσκάλεσε τον Πρίγκιπα της Οράγγης να έλθει στην Αγγλία με στρατό. Κατά τον Σεπτέμβριο, είχε γίνει ξεκάθαρο ότι ο Γουλιέλμος σκόπευε να εισβάλει. Πιστεύοντας πως ο στρατός του θα ήταν επαρκής, ο Ιάκωβος αρνήθηκε τη βοήθεια του Λουδοβίκου ΙΔ΄, φοβούμενος ότι οι Άγγλοι θα αντετίθεντο στη Γαλλική επέμβαση. Όταν ο Γουλιέλμος έφθασε στις 5 Noεμβρίου 1688, πολλοί Προτεστάντες αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του Τζον Τσόρτσιλ, αυτομόλησαν στον Γουλιέλμο, όπως έκανε και η κόρη του Ιακώβου, Πριγκίπισσα Άννα. Ο Ιάκωβος έχασε την ψυχραιμία του και απέφυγε να επιτεθεί στον στρατό εισβολής, παρά την αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο Ιάκωβος προσπάθησε να διαφύγει στη Γαλλία, πετώντας τη Μεγάλη Σφραγίδα του Βασιλείου στον Τάμεση. Αιχμαλωτίσθηκε στο Κεντ και αργότερα ελευθερώθηκε υπό Ολλανδική προστατευτική φρουρά. Μη θέλοντας να κάνει τον Ιάκωβο μάρτυρα, ο Πρίγκιπας της Οράγγης, τον άφησε να αποδράσει στις 23 Δεκεμβρίου. Ο Ιάκωβος έγινε δεκτός από τον εξάδελφο και σύμμαχο του, Λουδοβίκο ΙΔ΄, ο οποίος του προσέφερε ένα παλάτι και μια σύνταξη. Αντικαταστάθηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης που έγινε βασιλιάς ως Γουλιέλμος Γ΄, κυβερνώντας από κοινού με τη σύζυγο του (κόρη του Ιακώβου) Μαρία Β΄. Έτσι οι Γουλιέλμος και Μαρία , αμφότεροι Προτεστάντες, έγιναν από κοινού μονάρχες το 1689. Ο Ιάκωβος έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να ανακτήσει τα στέμματα του, όταν αποβιβάσθηκε στην Ιρλανδία το 1689, αλλά, μετά την ήττα του από τις δυνάμεις του Γουλιέλμου στη Μάχη του Μπόυν το καλοκαίρι του 1690, επέστρεψε στη Γαλλία. Έζησε έξω από τη Βρετανία το υπόλοιπο της ζωής του ως διεκδικητής του θρόνου, έχοντας σχηματίσει μιαν αυλή χρηματοδοτούμενη από τον εξάδελφο και σύμμαχο του, βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄.
Ο Ιάκωβος είναι γνωστός για τις πεποιθήσεις του περί της θείας καταγωγής των δικαιωμάτων των βασιλέων και για τις προσπάθειές του να επιτύχει θρησκευτική ελευθερία υπέρ των Ρωμαιοκαθολικών αφενός και των ακραίων Διαμαρτυρομένων (Πουριτανών και Πρεσβυτεριανών) αφετέρου, αντίθετα με τη θέληση του Αγγλικού Κοινοβουλίου. Παράλληλα όμως καταδίωξε τους Πρεσβυτεριανούς της Σκοτίας. Το Κοινοβούλιο, αντιτέθηκε στην άνοδο του απολυταρχισμού που σημειώθηκε σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στην απώλεια της νομικής κυριαρχίας του επί της Εκκλησίας της Αγγλίας και είδε την αντίθεση αυτή ως ένα τρόπο να διατηρήσει αυτά που θεωρούνταν παραδοσιακές Αγγλικές ελευθερίες. Αυτή η τάση έκανε την τετραετή βασιλεία του Ιακώβου έναν αγώνα για υπεροχή μεταξύ του Αγγλικού Κοινοβουλίου και του Στέμματος, που κατέληξε στην εκθρόνιση του, την ψήφιση της Αγγλικής Χάρτας των Δικαιωμάτων (English Bill of Rights) του 1689, και την Αννοβεριανή διαδοχή.
γ. Μαρία Β΄ Στιούαρτ και Γουλιέλμος της Οράγγης (1688-1702)
H Μαρία B΄ (Mary II, 30 Απριλίου 1662 – 28 Δεκεμβρίου 1694), μεγαλύτερη κόρη του προηγούμενου βασιλιά Ιακώβου Β, ήταν από κοινού ηγεμόνας της Αγγλίας, της Σκοτίας, και της Ιρλανδίας με τον σύζυγό της (ο οποίος ήταν επίσης πρώτος της εξάδελφος), Γουλιέλμο Γ΄ της Αγγλίας και Β΄ της Σκοτίας, από το 1689 μέχρι τον θάνατό της. Ο Γουλιέλμος και η Μαρία, Προτεστάντες και οι δύο, έγιναν βασιλιάς και κυβερνώσα βασίλισσα, αντίστοιχα, μετά την Ένδοξη Επανάσταση, η οποία κατέληξε στην εκθρόνιση του Ρωμαιοκαθολικού πατέρα της, Ιακώβου Β΄ και Ζ΄. Ο Γουλιέλμος έγινε μόνος ηγεμόνας με τον θάνατό της Μαρίας το 1694. Οι λαϊκές ιστορίες συνήθως αναφέρουν τη συμβασιλεία τους ως "Γουλιέλμος και Μαρία". Η Μαρία ασκούσε λιγότερη εξουσία από τον Γουλιέλμο, όταν εκείνος ήταν στην Αγγλία, παραχωρώντας την περισσότερη εξουσία της σε αυτόν, αν και εκείνος βασιζόταν πολύ σ' εκείνη. Ωστόσο ενεργούσε μόνη όταν ο Γουλιέλμος συμμετείχε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, αναδεικνυόμενη σε μια ισχυρή, σταθερή και αποτελεσματική κυβερνήτρια. Παρότι η μητέρα της γέννησε οκτώ παιδιά, όλα, εκτός από τη Μαρία και την νεότερη αδελφή της Άννα, πέθαναν πολύ νέα, και ο βασιλιάς δεν είχε άλλα νόμιμα τέκνα. Συνεπώς, για μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας, η Μαρία ήταν δεύτερη στη γραμμή για τον θρόνο μετά τον πατέρα της. Η εκπαίδευση της Μαρίας, από ιδιωτικούς δασκάλους, ήταν αρκετά περιορισμένη στη μουσική, τον χορό, το σχέδιο, τα Γαλλικά και την θρησκευτική κατήχηση. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, η Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Προτεστάντη εξάδελφό της, Γουλιέλμο της Οράγγης και επικεφαλής δικαστή της Ολλανδίας. Ο Γουλιέλμος ήταν γιος της αποθανούσας αδελφής του βασιλιά, της βασιλικής πριγκίπισσας Μαρίας, και έτσι ήταν τέταρτος στη γραμμή διαδοχής μετά τον Ιάκωβο, τη Μαρία και την Άννα. Η ζωηρή και ευπαρουσίαστη φύση της Μαρίας την έκανε δημοφιλή στους Ολλανδούς, και ο γάμος της με έναν Προτεστάντη πρίγκιπα ήταν δημοφιλής στη Βρετανία. Η αδυναμία της για τεκνοποιία μετά από αρκετές αποβολές, ήταν η μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας στη ζωή της.
Στις 30 Ιουνίου 1688, κατά την λεγόμενη Ένδοξη Επανάσταση, οι Αθάνατοι Επτά, προτεστάντες ευγενείς, παρακάλεσαν μυστικά τον Γουλιέλμο, ο οποίος τότε βρισκόταν στις Κάτω Χώρες με τη Μαρία, να έρθουν στην Αγγλία με στρατό. Ο Γουλιέλμος συμφώνησε στην εισβολή και διακήρυξε ότι μοναδικός σκοπός της εκστρατείας του ήταν "η σύσταση ενός ελεύθερου και νόμιμου Κοινοβουλίου". Ο στρατός των Κάτω Χωρών έφτασε στις 5 Νοεμβρίου. Ο αγγλικός λαός εμπιστευόταν ελάχιστα πλέον τον Ιάκωβο, οπότε δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σώσουν το βασιλιά τους. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο ηττηθείς βασιλιάς προσπάθησε να δραπετεύσει ανεπιτυχώς, ωστόσο στη δεύτερή του απόπειρα στις 23 Δεκεμβρίου κατέφυγε στη Γαλλία, όπου και έζησε εξόριστος μέχρι το θάνατό του. Η Μαρία ήταν αναστατωμένη για τις συνθήκες εκθρόνισης του πατέρα της, αλλά ο Γουλιέλμος τη διέταξε να φανεί πρόσχαρη κατά τη θριαμβευτική τους άφιξη στο Λονδίνο. Το αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί η ίδια ότι εμφανίστηκε ψυχρή μπροστά στη δοκιμασία του πατέρα της. Ακόμα και ο ίδιος ο Ιάκωβος Β την κατηγόρησε για την έλλειψη αφοσίωσής της, κάτι που επηρέασε βαθιά την ευσεβή Μαρία.
Ο Γουλιέλμος της Οράγγης ένιωθε ανασφαλής σχετικά με τη θέση του, καθώς επιθυμούσε να βρίσκεται στο θρόνο ως βασιλιάς και όχι ως βασιλικός σύζυγος της Μαρίας. Συμβασιλεία είχε σημειωθεί μόνο μια φορά στον παρελθόν το 16ο αιώνα, όταν η Μαρία Α΄ της Αγγλίας παντρεύτηκε τον Ισπανό πρίγκιπα Φίλιππο Β΄, ο οποίος πήρε τον τίτλο του βασιλιά, τον οποίο κράτησε μέχρι το θάνατο της συζύγου του και του τέθηκαν περιορισμοί στην έκταση της εξουσίας του. Ο Γουλιέλμος ωστόσο ζήτησε να παραμείνει βασιλιάς ακόμα και μετά το θάνατο της Μαρίας. Παρόλο που κάποιοι επιφανείς συμμετέχοντες της πρότειναν να έχει μόνο αυτή την εξουσία, η Μαρία αρνήθηκε, παραμένοντας πιστή στο σύζυγό της. Στις 13 Φεβρουαρίου 1689, το Κοινοβούλιο σε διακήρυξή του αναγνώριζε πως ο Ιάκωβος, επιχειρώντας να δραπετεύσει στις 11 Δεκεμβρίου 1688, είχε εγκαταλείψει τη διακυβέρνηση του βασιλείου και ο θρόνος έμεινε κενός. Το Κοινοβούλιο δεν πρόσφερε το Στέμμα στο μεγαλύτερο γιο του Ιάκωβου, Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο, ο οποίος θα ήταν ο πρώτος διάδοχος υπό κανονικές συνθήκες, αλλά στο Γουλιέλμο και τη Μαρία. Η διακήρυξη επεκτάθηκε αργότερα, ώστε να εξαιρεί όχι μόνο τον Ιάκωβο και τους διαδόχους του από το θρόνο, αλλά και όλους τους Καθολικούς.
Προσφέρθηκε στον Γουλιέλμο και τη Μαρία ξεχωριστά το Σκωτικό Στέμμα και δέχτηκαν στις 11 Μαΐου, δεδομένου ότι τα δυο βασίλεια δεν ήταν ενωμένα ακόμα μέχρι την Πράξη Ένωσης του 1707. Υπήρχε υποστήριξη για τον Ιάκωβο στη Σκοτία. Ο Τζον Γκράχαμ του Κλέιβερχαουζ, υποκόμης του Ντάντι, μάζεψε στρατό και κέρδισε στη Μάχη του Κίλικρανκι στις 27 Ιουλίου. Ωστόσο, οι απώλειες για το στρατό του ήταν μεγάλες και αυτό, μαζί με το θανάσιμο τραυματισμό του στην αρχή της μάχης, συνετέλεσαν ώστε να αποδυναμωθεί η μοναδική αποτελεσματική αντίσταση στον Γουλιέλμο και η εξέγερση γρήγορα καταπνίγηκε, καθώς ηττήθηκαν στη Μάχη του Ντάνκελντ τον επόμενο μήνα.
Το Δεκέμβριο του 1689 τo Κοινοβούλιο της Αγγλίας επικύρωσε τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων, η οποία επαναδιατύπωσε και επικύρωσε πολλές διατάξεις της αμέσως προηγούμενης και καθιέρωσε περιορισμούς στα βασιλικά προνόμια. Διακήρυττε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ανώτατος Άρχοντας δε θα μπορούσε να ακυρώνει νόμους που εξέδιδε το Κοινοβούλιο, να επιβάλλει φόρους χωρίς κοινοβουλευτική αποδοχή, να εμποδίζει την αίτηση ακρόασης, να συγκεντρώνει στρατό εν καιρώ ειρήνης χωρίς κοινοβουλευτική αποδοχή, να αρνείται το δικαίωμα ένοπλης άμυνας για προτεσταντικά θέματα και να επιβάλλει σκληρές ή ασυνήθιστες τιμωρίες. Από το 1690 και μετά, ο Γουλιέλμος συχνά απουσίαζε από την Αγγλία, αρχικά πολεμώντας τους Ιακωβίτες στην Ιρλανδία. Κατά την περίοδο αυτή, η Μαρία είχε τη διακυβέρνηση του βασιλείου. Αποδείχτηκε σκληρή μονάρχης. Διέταξε τη σύλληψη του θείου της, Χένρι Χάιντ, 2ου κόμη του Κλάρεντον, για συνωμοσία για την επαναφορά του Ιακώβου Β΄ στο θρόνο. Το 1692, καθαίρεσε και φυλάκισε τον Τζον Τσόρτσιλ, 1ο κόμη του Μάρλμπορο για παρόμοια κατηγορία. Η καθαίρεση μείωσε κάπως τη δημοτικότητά της και έβλαψε τη σχέση της με την αδερφή της, Άννα, η οποία επηρεαζόταν πολύ από τη σύζυγο του Τσόρτσιλ, Σάρα. Οι αδερφές δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
Ο Γουλιέλμος νίκησε τους Ιρλανδούς Ιακωβίτες το 1692, αλλά συνέχισε τις εκστρατείες στο εξωτερικό. Κατά την απουσία του, η Μαρία ενεργούσε στο όνομά της, αλλά υπό τις συμβουλές του. Όσο εκείνος βρισκόταν στην Αγγλία, η Μαρία απέφευγε εντελώς να αναμειχθεί σε πολιτικά ζητήματα, όπως είχε συμφωνηθεί στη Διακήρυξη Δικαιωμάτων. Ωστόσο, συμμετείχε στα ζητήματα της Εκκλησίας της Αγγλίας, καθώς όλα τα θέματα εκκλησιαστικής προστασίας και καθοδήγησης περνούσαν από εκείνη.
Η Μαρία πέθανε από ευλογιά στο Παλάτι του Κένσιγκτον στις 28 Δεκεμβρίου 1694 και, μετά το θάνατό της, ο Γουλιέλμος Γ΄ συνέχισε να είναι βασιλιάς. Η βασιλεία του σηματοδότησε την αρχή της μετάβασης από την απολυταρχική βασιλεία των Στιούαρτ προς την ηγεμονία του Οίκου του Αννόβερου, που απέδωσε στο Κοινοβούλιο μεγαλύτερη βαρύτητα. Το τελευταίο παιδί της Πριγκίπισσας Άννας, ο Γουλιέλμος, δούκας του Γκλόστερ, πέθανε τον Ιούλιο του 1700 και, εφόσον ήταν προφανές ότι ο Γουλιέλμος Γ΄ δε θα είχε άλλους απογόνους, σύμφωνα με απόφαση του Κοινοβουλίου, το Στέμμα μετά την Άννα θα πήγαινε στον κοντινότερο Προτεστάντη συγγενή, τη Σοφία του Αννόβερου, και τους διαδόχους της. Όταν ο Γουλιέλμος Γ΄ πέθανε το 1702, τον διαδέχτηκε η Άννα, την οποία διαδέχτηκε ο γιος της ήδη αποθανούσας Σοφίας, Γεώργιος Α΄ της δυναστείας του Αννόβερου. ]
δ. Άννα Στιούαρτ (1702-1714)
Η Άννα (6 Φεβρουαρίου 1665 – 1 Αυγούστου 1714), δεύτερη κόρη του Ιακώβου, Δούκα της Υόρκης (μετέπειτα Ιακώβου Β΄), και της πρώτης συζύγου του, Λαίδης Άννας Χάιντ, έγινε Βασίλισσα της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας στις 8 Μαρτίου 1702, διαδεχόμενη τον σύζυγο της αδελφής της, Γουλιέλμο Γ΄ της Αγγλίας και Β΄ της Σκοτίας. Ως παιδί, η Άννα υπέφερε από μια μόλυνση του ματιού·και για ιατρική θεραπεία στάλθηκε στη Γαλλία, όπου έζησε με την γιαγιά της, Ενριέττα Μαρία της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Αγγλία μετά το θάνατο της θείας της Ενριέττας Άννας. Περί το 1673, η Άννα γνώρισε την Σάρα Τζέννινγκς, η οποία έγινε στενή της φίλη και μία από τους συμβούλους της με μεγάλη επιρροή. Η Τζέννινγκς αργότερα παντρεύτηκε τον Τζον Τσόρτσιλ (μελλοντικό δούκα του Μάρλμπορο), που έγινε ο σημαντικότερος στρατηγός της Άννας. Το 1673, έγινε γνωστή η μεταστροφή του πατέρα της Άννας στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Με τις οδηγίες του Καρόλου Β΄, όμως, η Άννα και η αδελφή της Μαίρη ανατράφηκαν ως προτεστάντισσες. Στις 28 Ιουλίου 1683, η Άννα παντρεύτηκε τον προτεστάντη πρίγκιπα Γεώργιο της Δανίας, αδελφό του βασιλιά Χριστιανού της Δανίας. Όταν ο Κάρολος Β΄ πέθανε το 1685 ο πατέρας της Άννας έγινε βασιλιάς ως Ιάκωβος Β΄. Αλλά ο Ιάκωβος δεν έγινε φιλικά αποδεκτός από τον Αγγλικό λαό, ο οποίος ανησυχούσε με τον Ρωμαιοκαθολικισμό του. Ο γαμπρός και η αδελφή της Άννας, Γουλιέλμος και Μαίρη, επιτέθηκαν στην Αγγλία για να εκθρονίσουν τον αντιπαθή Ιάκωβο Β΄ κατά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688. Το 1689, το Κοινοβούλιο Συνέλευσης συνεδρίασε και διακήρυξε ότι ο Ιάκωβος είχε παραιτηθεί από το βασίλειο, όταν προσπάθησε να διαφύγει, και το Στέμμα προσφέρθηκε από κοινού στον Γουλιέλμο και τη Μαίρη Β΄, οι οποίοι κυβέρνησαν συνολικά μέχρι το 1702. Όταν η Μαίρη Β΄ πέθανε από ευλογιά το 1694, ο Γουλιέλμος Γ΄ συνέχισε να κυβερνά μόνος. Η Άννα τότε έγινε ο επίδοξος διάδοχος του, καθώς παιδιά που θα μπορούσε να έχει από άλλη γυναίκα τοποθετούνταν σε κατώτερη θέση στη γραμμή διαδοχής.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Πρίγκιπας Γεώργιος και η Πριγκίπισσα Άννα υπέφεραν μεγάλη προσωπική κακοτυχία. Ο μόνος γιος τους που επέζησε από την παιδική ηλικία, ο Γουλιέλμος, Δούκας του Γκλόστερ, πέθανε στην ηλικία των έντεκα στις 29 Ιουλίου 1700, επισπεύδοντας μια κρίση διαδοχής. Για να αποκλεισθεί ένας Καθολικός από την ανάληψη του Στέμματος, το Κοινοβούλιο έθεσε σε ισχύ τον Νόμο της Διευθέτησης 1701, ο οποίος όριζε ότι, ελλείψει απογόνων της πριγκίπισσας Άννας και του Γουλιέλμου Γ΄ από κάποιον μελλοντικό γάμο, το Στέμμα θα πήγαινε στη Σοφία, Εκλέκτορα του Αννόβερου, και τους απογόνους τους, η οποία καταγόταν από τον Ιάκωβο Α΄ της Αγγλίας μέσω της Ελισάβετ Στιούαρτ.
Σχεδόν αμέσως μετά την άνοδο της στο θρόνο, το 1702, η Άννα ενεπλάκη στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, στον οποίο η Αγγλία υποστήριξε την διεκδίκηση του αρχιδούκα Κάρολου να ανεβεί στον Ισπανικό Θρόνο, και ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι τα τελευταία έτη της βασιλείας της Άννας, και κυριάρχησε στην εξωτερική και την εσωτερική πολιτική. Σύντομα μετά την άνοδο της, η Άννα διόρισε τον σύζυγο της Λόρδο Αρχιναύαρχο, δίδοντας του τον έλεγχο του Βασιλικού Ναυτικού. Η Άννα έδωσε τον έλεγχο του στρατού στον Λόρδο Μάρλμπορο, τον οποίο διόρισε Στρατηγό Καπετάνιο. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο, φοβούμενο ότι μια ανεξάρτητη Σκοτία θα αποκαθιστούσε την Γηραιά Συμμαχία με τη Γαλλία επέλεξε τη λύση της ένωσης των δύο χωρών. Τα Άρθρα της Ένωσης εγκρίθηκαν με Νόμο του Σκωτικού Κοινοβουλίου που πέρασε στις 16 Ιανουαρίου 1707 και νόμο του Αγγλικού Κοινοβουλίου που πέρασε στις 6 Μαρτίου 1707. Η Αγγλία και η Σκοτία έγιναν ένα «ηνωμένο βασίλειο» με τίτλο Μεγάλη Βρετανία.
Η βασιλεία της Άννας σημαδεύθηκε επίσης από την ανάπτυξη ενός δικομματικού συστήματος (Τόρυς και Ουίγοι) καθώς η νέα εποχή της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης αναπτύχθηκε και ωρίμασε. Η πρώτη διοίκηση ήταν κυρίως Τόρυ με επικεφαλής τον Σίντνεϊ Γκόντολφιν, και τον ευνοούμενο της Άννας Τζον Τσόρτσιλ. Οι Ουίγοι υποστήριξαν έντονα τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής και απέκτησαν ακόμη περισσότερη επιρροή, αφότου ο Δούκας του Μάρλμπορο πέτυχε μια μεγάλη νίκη στην Μάχη του Μπλένχαϊμ το 1704. Ο σύζυγος της Άννας, πρίγκιπας Γεώργιος της Δανίας, πέθανε τον Οκτώβριο 1708. Η Άννα καταβλήθηκε από την απώλεια του συζύγου της και επέλεξε ως Ναύαρχο τον μετριοπαθή Τόρυ Τόμας Χέρμπερτ, 8ο Κόμητα του Πέμπροκ στις 29 Νοεμβρίου 1708. Καθώς ο δαπανηρός πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής ήταν αντιδημοφιλής, η διάδοχη κυβέρνηση των Ουίγων ακολούθησε τον ίδιο δρόμο της "μη ειρήνης χωρίς την Ισπανία". Η διαμάχη λύθηκε από εξωτερικά γεγονότα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του αρχιδούκα Καρόλου (τον οποίο υποστήριζαν οι Ουίγοι) πέθανε το 1711 και ο Κάρολος τότε κληρονόμησε την Αυστρία, την Ουγγαρία και τον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (ως Κάρολος ΣΤ 1711-1740). Έτσι τελείωσε η ανάμειξη της Μεγάλης Βρετανίας στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής.
Η Άννα πέθανε από αρθρίτιδα, καταλήγοντας σε ερυσίπελας, στις 1 Αυγούστου 1714, ενώ λίγο πριν (8 Ιουνίου, το ίδιο έτος) είχε πεθάνει και η διάδοχος Σοφία, της οποίας ο γιος Γεώργιος Α΄, Εκλέκτορας του Αννόβερου, κληρονόμησε το Βρετανικό Στέμμα. Η βασιλεία της Άννας σημαδεύτηκε από αύξηση της επιρροής των υπουργών και μείωση της επιρροής του Στέμματος. Η σταθερότητα της βασιλείας της, η οποία ήταν απαλλαγμένη από συνταγματικές συγκρούσεις μεταξύ μονάρχη και κοινοβουλίου, δείχνουν ότι επέλεξε υπουργούς και άσκησε τα προνόμιά της συνετά.
α. Γεώργιος Α΄ (1714-1727)
Ο Γεώργιος Α΄ (George I, 7 Ιουνίου 1660 – 22 Ιουνίου 1727), μεγαλύτερος γιος του Ερνέστου Αύγουστου, Δούκα του Μπρούνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, και της συζύγου του, Σοφίας του Παλατινάτου του Ρήνου (εγγονής του βασιλιά Ιακώβου Α' της Αγγλίας μέσω της μητέρας του Ελισάβετ της Βοημίας), ήταν βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας από τις 1 Αυγούστου 1714 έως τον θάνατο του, και κυβερνήτης του Αννόβερου στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους από το 1698. Γεννήθηκε στην Κάτω Σαξονία (που σήμερα ανήκει στη Γερμανία), και κληρονόμησε τον τίτλο και γαίες του Δούκα του Μπρούνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ. Η αυλή του στο Αννόβερο ευνοήθηκε από πολλά πολιτιστικά είδωλα, όπως ο μαθηματικός και φιλόσοφος Γκότφριντ Λάιμπνιτς και ο συνθέτης Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Μια διαδοχή Ευρωπαϊκών πολέμων επέκτειναν τις Γερμανικές του κτήσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του, και το 1708 επικυρώθηκε ως πρίγκιπας-εκλέκτορας του Αννόβερου. Στην ηλικία των 54, μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Άννας της Μεγάλης Βρετανίας, και αφού είχε πεθάνει και η μητέρα του Σοφία (σε ηλικία 83 ετών), ο Γεώργιος κατέλαβε τον Βρετανικό θρόνο ως ο πρώτος μονάρχης του Οίκου του Αννόβερου.
Ο Γεώργιος έζησε κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία μετά το 1714 αν και επισκέφθηκε το σπίτι του στο Ανόβερο το 1716, το 1719, το 1720, το 1723 και το 1725.·Συνολικά ο Γεώργιος πέρασε το ένα πέμπτο της περιόδου του ως βασιλιάς στη Γερμανία. Μια πρόταση στην Πράξη της Διευθέτησης, η οποία απαγόρευε στον Βρετανό μονάρχη να φύγει από τη χώρα χωρίς την άδεια του Κοινοβουλίου, ανακλήθηκε ομόφωνα το 1716. Κατά την διάρκεια όλων τωμ απουσιών του, πλην της πρώτης, η εξουσία δόθηκε σε ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας αντί για τον γιο του Γεώργιο Αύγουστο, Πρίγκιπα της Ουαλίας. Μέσα σε ένα έτος από την άνοδο του Γεωργίου οι Ουίγοι επέτυχαν συντριπτική νίκη στην γενική εκλογή του 1715. Αρκετά μέλη του ηττημένου Κόμματος των Τόρυς ήταν ευνοϊκοί προς τους Ιακωβίτες, και μερικοί δυσαρεστημένοι Τόρις συντάχθηκαν με μια Ιακωβιτική εξέγερση η οποία έγινε γνωστή ως "Οι Δεκαπέντε". Οι Ιακωβίτες προσπάθησαν να ανεβάσουν στον θρόνο τον Καθολικό ετεροθαλή αδελφό της Άννας, Τζέιμς Στιούαρτ (αποκαλούμενο "Ιάκωβο Γ΄" από τους υποστηρικτές του και "Διεκδικητή" από τους αντιπάλους του). Οι υποστηρικτές του Διεκδικητή, με ηγέτη τον Λόρδο Μαρ, έναν πικραμένο Σκότο ευγενή ο οποίος είχε προηγουμένως υποστηρίξει την "Ένδοξη Επανάσταση", υποκίνησε εξέγερση στη Σκοτία, όπου η υποστήριξη για τον Ιακωβιτισμό ήταν ισχυρότερη από ότι στην Αγγλία. "Οι Δεκαπέντε", όμως, κατέληξαν σε τρομερή αποτυχία·
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α οι δυνάμεις της μοναρχίας υποχώρησαν και στη Βρετανία σημειώθηκε μια μεταστροφή προς το σύγχρονο σύστημα της κυβέρνησης μέσω υπουργών ("cabinet government") με ηγέτη τον πρωθυπουργό. Κατά το τέλος της βασιλείας του, η πραγματική εξουσία φερόταν από τον Σερ Ρόμπερτ Ουόλπολ (Robert Walpole 1676-1745, πρωθυπουργός 1721-1742), που ουσιαστικά ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γεώργιος πέθανε σε ένα ταξίδι προς τον τόπο του, το Ανόβερο, όπου θάφτηκε.
β. Γεώργιος Β΄ (1727-1760)
Ο Γεώργιος Β (George II 1683. – 1760), γιος του προηγούμενου βασιλιά Γεώργιου Α, ήταν βασιλιάς της Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας και δούκας του Αννόβερου από το 1727 μέχρι τον θάνατό του σε ηλικία 77 ετών. Ο μουσουργός Χαίντελ (George Frideric Handel) συνέθεσε ύμνους για τη στέψη του. Ως βασιλιάς είχε αδύνατο έλεγχο στην εσωτερική πολιτική της χώρας, που εφαρμοζόταν από το Κοινοβούλιο. Ο Ρόμπερτ Ουόλπολ εξακολουθούσε να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι το 1742, όταν τον διαδέχτηκε ο ουίγος Χένρυ Πέλχαμ (Henry Pelham 1694-1754, πρωθυπουργός 1743-1754). Κατά την δεκαετία του 1730 ο Γεώργιος Β αντιμετώπισε δυσκολίες στις σχέσεις του με τον μεγαλύτερο γιο του Φρειδερίκο, ο οποίος υποστήριζε την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής (Αυστρία, Αγγλία, Ρωσία εναντίον Γαλλίας, Πρωσίας, Ισπανίας για την άνοδο της Μαρίας Θηρεσίας στον αυστριακό θρόνο) συμμετείχε προσωπικά στη Μάχη του Ντέτιγκεν το 1743 και ήταν ο τελευταίος Βρετανός μονάρχης που ήταν επικεφαλής στρατού σε μάχη. Το 1745 υποστηρικτές του ανταγωνιστή του Ιάκωβου Στιούαρτ, οδηγούμενοι από τον γιο του Ιάκωβου Κάρολο Έντουαρντ Στιούαρτ, αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να εκθρονίσουν τον Γεώργιο Β στην τελευταία επανάσταση των Ιακωβιτών. Ο Φρειδερίκος πέθανε απροσδόκητα το 1751, εννέα χρόνια πριν από τον πατέρα του και έτσι διάδοχός του έγινε τελικά ο εγγονός του Γεώργιος Γ. Προς το τέλος της βασιλείας του, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Δούκας του Νιούκαστλ (Duke of Newcastle, πρωθυπουργός 1754-1762) διεξάχθηκε ο Επταετής Αγγλογαλλικός πόλεμος για τον Καναδά (1756 – 63, Αυστρία, Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ισπανία εναντίον Αγγλίας, Πρωσίας), που σημάδεψε τον πρώτο κύκλο της αποικιακής εξάπλωσης της Αγγλίας. Η αρχική αξιολόγηση των ιστορικών για το πρόσωπό του ήταν δυσμενής, εξαιτίας των πολλών ερωμένων του και του εύθραυστου χαρακτήρα του, αλλά στα νεότερα χρόνια αναγνωρίστηκε η επιβολή του στην εξωτερική πολιτική και οι στρατιωτικές ικανότητές του.
γ. Γεώργιος Γ΄ (1760-1820)
Ο Γεώργιος Γ (George III 1738 –1820), εγγονός του βασιλιά Γεώργιου Β και γιος του πρίγκιπα διαδόχου Φρειδερίκου, ήταν βασιλιάς της Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας από το 1760 μέχρι το 1801 και στη συνέχεια βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας, που ιδρύθηκε τότε, μέχρι τον θάνατό του. Ήταν ο 3ος μονάρχης της δυναστείας του Αννόβερου, αλλά ο πρώτος που γεννήθηκε στη Βρετανία και μιλούσε τα αγγλικά ως μητρική γλώσσα, ενώ δεν επισκέφτηκε ποτέ το Αννόβερο του οποίου ήταν δούκας. Ήταν ο πρώτος Βρετανός μονάρχης που σπούδασε συστηματικά επιστήμες, όπως χημεία, φυσική, αστρονομία, μαθηματικά, ιστορία, νομική, μουσική, γεωγραφία, εμπόριο, καθώς και γερμανικά, γαλλικά και λατινικά, χορό, ξιφομαχία και ιππασία. Με την σύζυγό του πριγκίπισσα Καρλότα του Μέκλενμπουργκ-Στρέλιτζ, στην οποία ήταν πιστός, απέκτησαν 15 παιδιά (9 γιους και 6 κόρες).
Η 60χρονη βασιλεία του, η μακροβιότερη στην μέχρι τότε ιστορία της Βρετανίας, σημαδεύτηκε από μια σειρά συγκρούσεων του κράτους του με άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και στην Αφρική, την Αμερική και την Ασία και είναι συνδεδεμένη με την έναρξη του Βρετανικού Ιμπεριαλισμού. Πρωθυπουργοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν οι Δούκας του Νιούκαστλ (Thomas Pelham-Holles Duke ofNewcastle 1754-1762), Λόρδος Μπιουτ (Lord Bute 1762), Γεώργιος Γκρένβιλ (George Grenville 1762-1765), Ουίλιαμ Πιτ ο πρεσβύτερος (William Pitt Earl of Chatham 1766-1768), Δούκας του Γκράφτον (Duke ofGrafton 1768-1770), Φρειδερίκος Νορθ (Frederick North 1770-1782), Ουίλιαμ Πέττυ (William Petty Earl of Shelburne 1782-1783), Ουίλιαμ Πιτ ο νεότερος (William Pitt the Younger 1783-1800, 1804-06), Ουίλιαμ Κάβεντις (William Cavendish 1807-1809), Σπένσερ Πέρσεβαλ (Spencer Perceval 1809-12) και Ρόμπερτ Τζένκινσον (Robert Jenkinson Earl of Liverpool 1812-27). Στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του η Μ.Βρετανία νίκησε την Γαλλία στον Επταετή Αγγλογαλλικό πόλεμο για τον Καναδά (1756 – 63, Αυστρία, Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ισπανία εναντίον Αγγλίας, Πρωσίας) και έγινε κυρίαρχη δύναμη στην Βόρεια Αμερική και την Ινδία. Στη συνέχεια πολλές βρετανικές αποικίες της Αμερικής χάθηκαν κατά την διάρκεια του Πολέμου της Αμερικανικής Επανάστασης (1775-1783). Ακολούθησαν πόλεμοι εναντίον της επαναστατικής και Ναπολεόντειας Γαλλίας από το 1793, που κατέληξαν στην ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γεώργιος υπέφερε από μόνιμη ψυχιατρική ασθένεια, οφειλόμενη πιθανώς σε αιματολογική πάθηση (πορφυρία). Από το 1810 ο γιος του Γεώργιος κυβέρνησε το Ηνωμένο Βασίλειο ως αντιβασιλιάς και, μετά τον θάνατό του το 1820, διαδέχτηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς Γεώργιος Δ. Η ιστορική ανάλυση για το πρόσωπό του Γεώργιου Γ επηρεάστηκε από ορισμένες προκαταλήψεις εναντίον του, αφού στην Αμερική είχε τη φήμη τυράννου, ενώ στην Βρετανία επικρίθηκε ως υπεύθυνος για την αρχική αποτυχία του ιμπεριαλισμού.
Για τα άκρως σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα της μακρόχρονης βασιλείας του μπορούν ειδικότερα να αναφερθούν τα εξής:
(1) Αμερικανική Επανάσταση (1775-1783)
Αμερικανική Επανάσταση (ή Πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ 1775-1783) ονομάστηκε ο πόλεμος ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και 13 αποικίες της στην αμερικανική ήπειρο, που ιδρύθηκαν κατά την περίοδο 1607-1732 στα ανατολικά παράλια της Βορείου Αμερικής, επί πρωθυπουργίας Φρειδερίκου Νορθ (1770-1782). Οι άποικοι ήταν κυρίως Άγγλοι, αλλά και Γάλλοι, Γερμανοί και Σουηδοί. Τεχνίτες και κατεστραμμένοι μικροεπιχειρηματίες, θύματα θρησκευτικών διώξεων αλλά και κατάδικοι, όλοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Οι αποικίες του βορρά είχαν, το 1763, 1.000.000 περίπου κατοίκους, από τους οποίους 40.000 περίπου ήσαν μαύροι σκλάβοι. Σε οικονομικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της δυτικής Ευρώπης, είχε αναπτυχθεί μια δυναμική αγροτική οικονομία, ενώ άκμαζε το εμπόριο με κέντρα τις μεγάλες πόλεις Βοστώνη, Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια. Τα πρώτα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον) ήταν χώροι διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού. Οι αποικίες του νότου είχαν, το 1763, 750.000 περίπου κάτοικους· 300.000 περίπου από τους οποίους ήταν μαύροι σκλάβοι. Η οικονομία βασιζόταν στις μεγάλες φυτείες καπνού, ρυζιού και βαμβακιού. Οι ιδιοκτήτες των φυτειών ήταν αποκλειστικά Ευρωπαίοι άποικοι, οι οποίοι δέσποζαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Η γη καλλιεργούνταν από μαύρους σκλάβους που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Οι μεγάλες πόλεις ήταν λίγες. Κάθε πολιτεία διοικούταν από έναν κυβερνήτη, που διοριζόταν από την Αγγλία. Παράλληλα, υπήρχε μια συνέλευση αποίκων που είχε λόγο στην ψήφιση νόμων και στην έγκριση φόρων. Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στην συνέλευση αυτή είχαν μόνο ορισμένοι από τους πλούσιους αποίκους. Οι άποικοι δεν εκπροσωπούνταν στο αγγλικό κοινοβούλιο. Επίσης, το εξωτερικό εμπόριο των αποικιών ελεγχόταν πλήρως από την Αγγλία.
Μετά τον Επταετή Πόλεμο των ετών 1756-1763, η Αγγλία όχι μόνο απαγόρευσε στους Αμερικανούς να εκμεταλλευτούν τον Καναδά και τη Φλόριντα, που μόλις είχε καταλάβει, αλλά και απαίτησε από αυτούς νέους φόρους για να καλύψει ένα μέρος των πολεμικών δαπανών. Αυτό προκάλεσε τη δυσφορία των κατοίκων, ιδιαίτερα των πλουσιότερων, οι οποίοι ήθελαν να ξεφύγουν από την οικονομική κηδεμονία της Μεγάλης Βρετανίας. Η δυσφορία για τα φορολογικά μέτρα αρχικά, αλλά κυρίως για τον φόρο του τσαγιού, που διατηρήθηκε για λόγους γοήτρου μετά τις πρώτες αντιδράσεις των αποίκων, οδήγησε τους Αμερικανούς όχι μόνο να σταματήσουν να αγοράζουν τσάι, αλλά να καταστρέψουν και μεγάλα φορτία τσαγιού, πετώντας τα στην θάλασσα, στο λιμάνι της Βοστώνης στις 16 Δεκεμβρίου 1773. Οι Αμερικανοί συγκάλεσαν το Κογκρέσο (συνέλευση) της Φιλαδέλφειας το Σεπτέμβριο του 1774, στο οποίο συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των αποικιών. Ενώ, όμως, η πλειοψηφία του Κογκρέσου έδειχνε διάθεση συμβιβασμού, ο Άγγλος βασιλιάς Γεώργιος Γ' διάλεξε την ένοπλη σύγκρουση. Οι Άγγλοι αντέδρασαν στέλνοντας 4.000 στρατιώτες να καταλάβουν την Βοστώνη. Όταν αγγλικές δυνάμεις στάλθηκαν για να πάρουν στρατιωτικό υλικό από την πόλη Κόνκορντ της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, συνάντησαν αντίσταση από την πολιτοφυλακή της Μασαχουσέτης στο Λέξινγκτον και έπειτα στο Κόνκορντ. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να σταματήσουν τους Άγγλους και να τους αναγκάσουν να γυρίσουν στη Βοστώνη έχοντας βαριές απώλειες. Στη συνέχεια όλες οι αποικίες συγκέντρωσαν τις πολιτοφυλακές τους και τις έστειλαν στη Βοστώνη, την οποία πολιόρκησαν από βορρά, νότο και δύση, όμως άφησαν το λιμάνι υπό αγγλικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να έρθουν ενισχύσεις και πολεμοφόδια. Ακολούθησαν πολλές μάχες μεταξύ του Ηπειρωτικού στρατού των επαναστατημένων αποικιών, του οποίου αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, και των Αγγλικών δυνάμεων. Η πολιορκία της Βοστώνης έληξε στις 17 Μαρτίου 1776 με νίκη των αποικιακών δυνάμεων και εκκένωση της πόλης από τους Άγγλους.
Στις 4 Ιουλίου 1776 συγκλήθηκε συνέλευση των Αμερικανών στη Φιλαδέλφεια, όπου ψηφίστηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία στηρίχτηκε στις πολιτικές ιδέες του Διαφωτισμού. Πρωταγωνιστές στη σύνταξη της Διακήρυξης υπήρξαν ο Τόμας Τζέφερσον και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Στα επόμενα χρόνια ο πόλεμος γενικεύθηκε. Οι Άγγλοι έστελναν συνεχώς ενισχύσεις και οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν την επανάσταση ζωντανή. Η Γαλλία έστειλε οικονομική ενίσχυση στους επαναστατημένους Αμερικανούς καθώς και στρατεύματα. Ο αγγλικός στρατός, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορνουάλις, τελικά παραδόθηκε μετά την ήττα κατά τη Μάχη του Γιόρκταουν της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1781. Ο πόλεμος έληξε επίσημα με την Συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία η Αγγλία παραχωρούσε τα εδάφη της στις ΗΠΑ. Τα τελευταία αγγλικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την ήπειρο στις 25 Νοεμβρίου 1783. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ, το οποίο συντάχθηκε το 1787, που ισχύει κατά βάση μέχρι σήμερα, ανακήρυξε τη χώρα ένωση (ομοσπονδία) πολιτειών και βασίστηκε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η κεντρική κυβέρνηση αποφασίζει για την οικονομία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Οι πολιτείες ρυθμίζουν μόνες τους ζητήματα τοπικής αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και αστυνόμευσης. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κογκρέσο μέσω της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Κάθε πολιτεία εκπροσωπείται στη Γερουσία από δύο γερουσιαστές, ανεξαρτήτως του πληθυσμού της. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο, οι πολιτείες εκπροσωπούνται από αριθμό βουλευτών ανάλογο με τον πληθυσμό τους. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια από ένα σώμα εκλεκτόρων και μπορεί να επανεκλεγεί μόνο μία φορά. Πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέχτηκε, το 1789, ο Τζορτζ Ουάσινγκτον.
(2) Ουίλιαμ Πιτ ο Νεότερος (1783-1800, 1804-06)
Ο Ουίλιαμ Πιτ ο Νεότερος (William Pitt The Younger, 1759 - 1806), γιος του Ουίλιαμ Πιτ του πρεσβύτερου, που ήταν και αυτός πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας, ήταν Βρετανός πολιτικός, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Σπούδασε Πολιτική Φιλοσοφία, Μαθηματικά, Γεωμετρία, Χημεία, Νομική και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και μιλούσε Λατινικά και Ελληνικά. Σε ηλικία 24 ετών το 1783 έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός (αν και την εποχή εκείνη δεν ήταν ακόμη σε χρήση ο όρος πρωθυπουργός). Εγκατέλειψε την εξουσία το 1801, αλλά έγινε πάλι πρωθυπουργός από το 1804 έως το θάνατό του το 1806. Ήταν επίσης Υπουργός Οικονομικών σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του. Κατά την πρωθυπουργική του θητεία, στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Γ', συνέβησαν σημαντικά γεγονότα όπως η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Αν και αναφερόταν ως Τόρι, αποκαλούσε τον εαυτό του Ανεξάρτητο Ουίγο. Ήταν αντίθετος, όπως και ο Γεώργιος Ουάσινγκτον, με τη δημιουργία ενός αυστηρού κομματικού πολιτικού συστήματος.
(3) Οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1801)
Οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης ήταν μία σειρά μεγάλων συγκρούσεων, που διήρκεσαν από το 1792 έως το 1802, ανάμεσα στην επαναστατημένη Γαλλία και στους συνασπισμούς κρατών που σχηματίστηκαν εναντίον της. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο στρατός των Γάλλων επαναστατών εισήλθε σε περιοχές των Κάτω Χωρών, της Ιταλίας και της κοιλάδας του Ρήνου, πετυχαίνοντας νίκες εναντίον των αντιπάλων του. Η Γαλλική Επανάσταση κατά τη διάρκειά τους εδραιώθηκε όμως το τίμημα ήταν ο τεράστιος αριθμός θυμάτων απ’ όλες τις πλευρές. Οι πόλεμοι της Γαλλικής επανάστασης, κατά τη διάρκεια των οποίων η Γαλλία βρισκόταν συνεχώς σε πόλεμο με την Μεγάλη Βρετανία από το 1793 έως το 1802, συνήθως διαιρούνται σε 3 φάσεις (για τις οποίες έχει ήδη γίνει λόγος σε προηγούμενο κεφάλαιο) συνοπτικά ως εξής:
- Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού (1792-1797): Αγγλία, Ολλανδία, Πρωσσία, Αυστρία, Ισπανία, Ρωσία εναντίον Γαλλίας Ο Λουδοβίκος εκτελέστηκε στις 21 Ιανουαρίου 1793. Νίκες των Γάλλων στις μάχες Βαλμύ και Φλερύ. Ϊδρυση στην Ολλανδία της Βαταβικής Δημοκρατίας. Ο Ναπολέων στην Ιταλία κατανίκησε τον στρατό των Αυστριακών και του Βασιλείου της Σαρδηνίας. Η φάση αυτή του πολέμου τερματίστηκε τελικά με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο που υπογράφηκε το 1797 και ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους Γάλλους.
- Εκστρατεία στην Αίγυπτο (1797-1801): Ο Ναπολέων αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Αίγυπτο, όπου πέτυχε μεγάλη νίκη στη Μάχη των Πυραμίδων. Όμως ο ναύαρχος Νέλσων κατέστρεψε τον στόλο του στην Ναυμαχία του Νείλου. Στη συνέχεια ο Ναπολέων κατάφερε να αντιμετωπίσει επιτυχώς μία τουρκική εκστρατεία στο Αμπουκίρ, και αναχώρησε για την Ευρώπη.
- Πόλεμος του Δεύτερου Συνασπισμού (1798-1801): Αγγλία, Ρωσία, Αυστρία εναντίον Γαλλίας. Το 1800 ο Ναπολέων εκστράτευσε στην Ιταλία όπου νικώντας στη Μάχη του Μαρέγκο ανακατέλαβε την Ιταλία. Ο στρατηγός Μορώ την ίδια περίοδο εισέβαλε στην Βαυαρία και πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Αυστριακών στο Χοχενλίντεν. Το 1802 οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υπέγραψαν την Συνθήκη της Αμιένης με την οποία τερματίστηκε ο πόλεμος.
(4) Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1799-1815)
Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ήταν μια σειρά πολέμων που κηρύχθηκαν ενάντια στην Α' Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα από αντίπαλες συμμαχίες που έλαβαν χώρα από το 1803 μέχρι το 1815 ως εξής:
1799-1802 Πόλεμοι Υπατείας (Β Συνασπισμός Αγγλίας, Ρωσίας, Αυστρίας), 1799 Μάχες Μπέργκεν και Ζυρίχης
1805 Γ Συνασπισμός Αγγλίας, Αυστρίας, Ρωσίας, Σουηδίας κατά της Γαλλίας - Ουλμ, Αούστερλιτς, Τραφάλγκαρ, συνθήκη Πρέσμπουργκ 1806
1806 Δ Συνασπισμός Πρωσίας, Ρωσίας, Αγγλίας κατά της Γαλλίας - Ιένα, Άουερστεδ, Φρίντλαντ - Συνθήκη Τιλσίτ 1807, κατάργηση δουλεμπορίου στην Αγγλία
1809 Ε Συνασπισμός Αυστρίας, Αγγλίας κατά της Γαλλίας - Βάγκραμ - Συνθήκη Βιέννης 1809
1813 ΣΤ Συνασπισμός Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας, Σουηδίας, Αυστρίας κατά της Γαλλίας, Λούτσεν, Μπάουτσεν, ήττα Ναπολέοντος στη Λειψία
1815 Ζ Συνασπισμός, Πόλεμος Εκατό Ημερών, Βατερλό, Συνθήκη της Βιέννης 1815, Δεύτερη παλινόρθωση 1815 – 1848 Βουρβόνοι.
Κύριες εκστρατείες που διεξάχθηκαν κατά την περίοδο αυτή ήταν:
1. Εκστρατεία της Γερμανίας (1805)
2. Εκστρατεία της Πρωσίας (1806)
3. Εκστρατεία της Πολωνίας (1806-1807)
4. Εκστρατεία της Ισπανίας (1807-1809) και (1811-1813).
5. Εκστρατεία της Αυστρίας (1809)
6. Εκστρατεία της Πορτογαλίας (1810)
7. Εκστρατεία της Ρωσίας (1812)
8. Εκστρατεία της Σαξονίας (1813)
9. Εκστρατεία της Γαλλίας (1814) και
10. Εκστρατεία του Βελγίου (1815).
Η Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα υπέστη τελικά πλήρη στρατιωτική ήττα που είχε ως αποτέλεσμα την παλινόρθωση της μοναρχίας των Βουρβόνων στη Γαλλία. Άλλη σημαντική συνέπεια των πολέμων ήταν η διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους που έσπειρε τους σπόρους του εθνικισμού στη Γερμανία και την Ιταλία που οδήγησε στην μετάλλαξη των δύο αυτών εθνών στα τέλη του αιώνα σε εθνικά κράτη. Εν τω μεταξύ, η παγκόσμια Ισπανική Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, καθώς η γαλλική κατοχή της Ισπανίας εξασθένησε την δύναμη της Ισπανίας στις αποικίες της, δίνοντας έτσι την ευκαιρία δημιουργίας εθνικιστικών επαναστατικών κινημάτων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ως άμεσο αποτέλεσμα των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Βρετανική Αυτοκρατορία έγινε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη παγκοσμίως για τον επόμενο αιώνα.
δ. Γεώργιος Δ΄ (1820-1830)
Ο Γεώργιος Δ (George IV 1762 –1830), γιος του προηγούμενου βασιλιά Γεωργίου Γ, ήταν βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μ.Βρετανίας, Ιρλανδίας και Αννόβερου από το 1820 μέχρι το 1830. Από το 1811 μέχρι την ενθρόνισή του ήταν αντιβασιλιάς εξαιτίας ψυχιατρικής νόσου του πατέρα του. Ο επιδεικτικός τρόπος της ζωής του συνέβαλε στη διαμόρφωση των συνηθειών της εποχής του, σχετικά με την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, τους εξευγενισμένους τρόπους συμπεριφοράς και την λεπτότητα των αισθημάτων. Με εντολή του ο αρχιτέκτονας Τζον Νας (John Nash) κατασκεύασε το Βασιλικό Περίπτερο στο Μπράιτο (Brighton) και αναμόρφωσε τα Ανάκτορα του Μπάκινχαμ (Buckingham Palace), ενώ και ο Τζέφρυ Ουάιτβιλ (effry Wyattville) ανακατασκεύασε τον Πύργο του Ουίντσορ (Windsor Castle). Είχε επίσης αποφασιστική συμμετοχή στην ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης και του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου (King's College London). Η γοητεία και η παιδεία του ήταν τόση, ώστε ονομάστηκε «ο πρώτος κύριος της Αγγλίας» ("first gentleman of England"), αλλά οι κακές σχέσεις του με τον πατέρα του και τη σύζυγό του Καρολίνα του Μπρουνσβάικ, την οποία προσπάθησε να διαζευχθεί με κάθε τρόπο, όπως και ο έκλυτος τρόπος της ζωής του τον έκαναν αντιπαθητικό στο λαό και έβλαψαν το κύρος της μοναρχίας.
Στο μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του πρωθυπουργός ήταν ο Ρόμπερτ Τζένκισον Κόμης του Λίβερπουλ (Robert Jenkinson Earl of Liverpool 1812-27), που είχε λίγη υποστήριξη από τον Γεώργιο και του οποίου οι υπουργοί θεωρούσαν τον Γεώργιο αναξιόπιστο και ανεύθυνο, δεδομένου ότι βρισκόταν πάντα υπό την επιρροή ευνοουμένων. Οι φορολογούμενοι ήταν αγανακτισμένοι από την σπάταλη ζωή του, σε μια εποχή που οι Βρετανοί αγωνίζονταν στους Ναπολεόντειους Πολέμου. Δεν κατόρθωσε να αναδειχθεί ηγέτης σε καμία από τις κρίσιμες περιστάσεις της εποχής του και δεν ήταν ποτέ πρότυπο χαρακτήρα για τους υπηκόους του. Η κυβέρνηση του Κόμη Λίβερπουλ ήταν εκείνη που ανέλαβε τα ηνία των εξελίξεων μέχρι την τελική νίκη της Μ.Βρετανίας, διαπραγματεύτηκε τους όρους της ειρήνης και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κοινωνική και οικονομική δυσπραγία που ακολούθησε. Μετά την αποχώρηση του Κόμη Λίβερπουλ, επί πρωθυπουργίας του γνωστού για την υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης Γεωργίου Κάνιγκ (George Canning 1827), του Υποκόμη Γκόντεριτς (F. J. Robinson Viscount Goderich 1827-28), και του νικητή στο Βατερλό Δούκα Ουέλινγκτον (Duke of Wellington 1828-1830), ο Γεώργιος υποχρεώθηκε να δεχτεί την χειραφέτηση των Καθολικών (Catholic Relief Act 1829), αν και ήταν αντίθετος σ’ αυτήν. Το μοναδικό παιδί του, η πριγκίπισσα Καρλότα της Ουαλίας πέθανε πριν από αυτόν το 1817 και έτσι διάδοχός του ήταν ο νεότερος αδελφός του Γουλιέλμος Δ..
Η νεότερη ιστορία της Ισπανίας άρχισε με την κατάλυση του Κράτους των Βησιγότθων (420-711) τον 8ο αιώνα μ.Χ. από τους Άραβες, οι οποίοι κυριάρχησαν σε όλη τη χώρα, εκτός από τα βορειότατα τμήματά της, όπου ιδρύθηκαν μικρά φεουδαρχικά χριστιανικά κράτη, που κατόρθωσαν να περιορίσουν τη δύναμη των Αράβων, ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες. Η ανάπτυξη των χριστιανικών βασιλείων στα βόρεια της χερσονήσου και η μετέπειτα αυτόνομη επέκτασή τους προς το νότο κατά την ανακατάληψη της χερσονήσου από τους χριστιανούς, δημιούργησε τις ρίζες του διαχρονικού προβλήματος των αυτόνομων περιφερειών του νεότερου Ισπανικού κράτους. Η ιστορία της Ισπανίας για περίπου 7 αιώνες ήταν ουσιαστικά μια αδιάλειπτη σταυροφορία για την ανακατάληψη (Reconquista) όλης της Ιβηρικής χερσονήσου από τους χριστιανούς, η οποία άρχισε από τον 11ο αιώνα με την κατάληψη του Τολέδο και σταδιακά του μεγαλύτερου τμήματος της Ανδαλουσίας. Τον 13ο αιώνα το αραβικό κράτος περιορίστηκε στο νότιο τμήμα της χερσονήσου γύρω από την Γρενάδα, η οποία καταλήφθηκε τελευταία από τους σταυροφόρους το 1492. Στα τέλη του 15ου αιώνα, μετά την ένωση των χριστιανικών κρατιδίων σ' ενιαίο κράτος, στα χρόνια του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας (1492-1516) οι Άραβες εκδιώχθηκαν εντελώς από την Ιβηρική χερσόνησο. Αυτή η νίκη συνέπεσε με την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο που ήρθε σαν αποτέλεσμα των συστηματικών εξερευνήσεων της γης, που έγιναν από Ισπανούς και Πορτογάλους θαλασσοπόρους. Η ανακάλυψη και αποίκηση της Αμερικής έκανε την Ισπανία μεγάλη αποικιακή δύναμη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την μεγάλη εξάπλωση της ισπανικής γλώσσας, που είναι σήμερα η πέμπτη πλέον διαδεδομένη γλώσσα στον κόσμο που ομιλείται από 170 εκατομμύρια ανθρώπους. Στις αρχές του 16ου αιώνα είχε ολοκληρωθεί η ενοποίηση του ισπανικού κράτους στα σημερινά γεωγραφικά του όρια, όμως οι διαφορές ήταν έντονες και σε πολλούς τομείς.
Η δύναμη της Ισπανίας έφτασε στο κατακόρυφο την εποχή του Κάρολου Ε' (Κάρολος Α για την Ισπανία 1516-1556) και του γιου του Φίλιππου Β' (1556-1598) και χαρακτηρίζεται από το όραμα της δυναστείας των Αψβούργων να κατακτήσει τον κόσμο και να εδραιώσει τους θεσμούς και τον πολιτισμό της Καστίλης. Με αδιάκοπους πολέμους με Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Κάτω Χώρες πέτυχε την κυριαρχία στην θάλασσα, και κατάκτησε την αμερικάνικη ήπειρο εξουδετερώνοντας τους γηγενείς λαούς. Η στρατιωτική ισχύς της αυτοκρατορικής Ισπανίας και των βασιλέων της χρησιμοποιήθηκε για την γεωγραφική και θρησκευτική ενοποίηση των υπηκόων της, ως όργανο προπαγάνδας και υπεράσπισης της ρωμαιοκαθολικής πίστης στις αποικίες και για τον εκχριστιανισμό τους. Η Ιερά Εξέταση εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των βασιλέων της Ισπανίας εξολοθρεύοντας χιλιάδες αλλόθρησκων. Οι βασιλείς επιδίωξαν να επιβάλουν με αυταρχικό τρόπο την θρησκευτική, οικονομική, γλωσσική και θεσμική ομογενοποίηση της χερσονήσου χωρίς απόλυτη επιτυχία. Οι διαρκείς πόλεμοι εξασθένησαν την Ισπανία και την καθήλωσαν. Ο αυταρχισμός των βασιλέων και η εξαθλίωση του λαού προκάλεσαν σταδιακά αλυσιδωτές αντιδράσεις με την εξέγερση της Πορτογαλίας, της Ανδαλουσίας, της Καταλονίας και άλλων περιοχών.
Στο τέλος του 16ου όμως αιώνα, μετά την καταστροφή της Ισπανικής αρμάδας στη Μάγχη το 1588 (επί βασιλείας Φίλιππου Β και Ελισάβετ Α) άρχισε η παρακμή της Ισπανίας. Το 1704 οι Άγγλοι, για να ελέγχουν τη ναυσιπλοΐα, κατέλαβαν το βράχο του Γιβραλτάρ, τον οχύρωσαν και τον κατέχουν μέχρι σήμερα. Από τον 17ο αιώνα, με την μεταρρύθμιση των Βουρβόνων, ακολούθησε μια ειρηνική περίοδος οικονομικής ανασυγκρότησης. Όμως ο απόλυτος γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός της Μαδρίτης απέτυχε, μη μπορώντας να καταστείλει αποτελεσματικά όλες τις φυγόκεντρες δυνάμεις των πολυάριθμων συμβουλίων, τοπικών βουλών και επιτροπών και να εγκαταστήσει ομοιόμορφες δομές και τρόπους δράσης. Στις αρχές του 18ου αιώνα συμπληρώθηκε η ισπανική παρακμή, όταν κηρύχτηκαν ανεξάρτητες οι αμερικανικές αποικίες της. Ο 19ος αιώνας βρήκε την χώρα κατακτημένη από τους Γάλλους και υπό την διοίκηση του αδερφού του Ναπολέοντα, Ιωσήφ. Η εκδίωξη των Γάλλων οδήγησε στο 1ο σύνταγμα της Ισπανίας (1812) που προέβλεπε την διαίρεσή της σε επαρχίες υπό ένα ανώτατο άρχοντα. Οι εμφύλιοι πόλεμοι συγκλόνισαν την Ισπανία σε όλο τον 19ο αιώνα, θυμίζοντας σε όλους ότι η δυναμική των αυτονομιστικών κινημάτων εναντίον της κεντρικής εξουσίας της Μαδρίτης δεν είχε καταλαγιάσει ποτέ. Κάθε προσπάθεια για εκδημοκρατισμό και αυτονομία βρήκε αντιμέτωπους την μοναρχία, τον κλήρο και την αριστοκρατία της Καστίλης, με αποτέλεσμα κανένα από τα συντάγματα του 19ου αιώνα να μην κάνει αναφορά στην αυτονομία των περιφερειών. Εξαιτίας της επανάστασης της Κούβας, κηρύχτηκε το 1898 ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος, όπου η Ισπανία νικήθηκε και έχασε την Κούβα, το Πόρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες. Η αρχή του 20ου αιώνα χαρακτηρίστηκε από την αναβίωση των εθνοτήτων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Η διαμάχη μεταξύ κεντρικού κράτους και των περιφερειών οδήγησε από τις αρχές του 20ου αιώνα στην αναβίωση των εθνοτήτων των Βάσκων και των Καταλανών με αποσχιστικές τάσεις από το κράτος της Μαδρίτης και μετέπειτα στα δραματικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου (1936-1939).
Οι βασικοί παράγοντες που συνέτειναν στον πολιτικό και πολιτισμικό κατακερματισμό της Ισπανίας σε μια συνομοσπονδία αυτόνομων περιφερειών, χωρίς κοινή γλώσσα και πολιτισμό είναι: α) γεωγραφικοί, που έχουν σχέση με ορεινούς όγκους και απομονωμένες γεωγραφικές ενότητες β) εθνογραφικοί που προκύπτουν από τη διάκριση σε κατοίκους λατινικής καταγωγής, βάσκους κέλτικης καταγωγής βορειοδυτικά, και εβραίους εγκατεστημένους στο νότο. γ) κοινωνικοί, οφειλόμενοι στην μεγάλη απόκλιση και αντίθεση μεταξύ γεωργών, εμπόρων, χωρικών και ευγενών, καθώς η εξαθλίωση του λαού ήταν πολύ έντονη δ) θρησκευτικοί, αφού υπήρχε συμβίωση των χριστιανών με τους εβραίους που τερματίστηκε με τον διωγμό χιλιάδων εβραίων από την χερσόνησο το 1492 ε) γλωσσικοί οφειλόμενοι στην ύπαρξη 5 κύριων γλωσσικών ομάδων (καστιλιάνικα, καταλανικά, λουζιτανικά, γκαγιέγο, βασκικά αλλά και αραβικά) καθώς και τοπικών διαλέκτων που καθιστούν δυσχερή την απόπειρα πολιτισμικής ενοποίησης της χερσονήσου.
Η Ισαβέλλα Α΄ (Isabel I, 22 Απριλίου 1451 – 26 Νοεμβρίου 1504), κοινώς γνωστή ως Ισαβέλλα "η Καθολική", τίτλος που της δόθηκε με παπική βούλα το 1496, κόρη του Ιωάννη Β΄ της Καστίλης και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας και εγγονή του Ερρίκου Γ΄ της Καστίλης και της Αικατερίνης του Λάνκαστερ, ήταν βασίλισσα της Καστίλης και της Λεόν (Στέμμα της Καστίλης). Εκείνη και ο σύζυγός της, Φερδινάνδος Β' της Αραγονίας, εξασφάλισαν σταθερότητα στα βασίλεια που αποτέλεσαν την βάση για την ενοποίηση της Ισπανίας. Αργότερα οι δύο τους έθεσαν τις βάσεις για την πολιτική ενοποίηση της Ισπανίας υπό τον εγγονό τους, Κάρολο Ε', αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Μετά από μια μάχη για να διεκδικήσει το δικαίωμά της στον θρόνο, αναδιοργάνωσε το κυβερνητικό σύστημα, έφερε τον ρυθμό εγκληματικότητας στο χαμηλότερο επίπεδο που είχε υπάρξει επί πολλά έτη, και απάλλαξε το βασίλειο από το τεράστιο χρέος που είχε αφήσει ο αδελφός της. Οι μεταρρυθμίσεις της και εκείνες που έκανε με τον σύζυγό της είχαν επιρροή που επεκτάθηκε αρκετά πέραν των συνόρων των ηνωμένων βασιλείων τους. Η Ισαβέλλα και ο Φερδινάνδος είναι γνωστοί για την ολοκλήρωση της Ανακατάληψης (Reconquista), τον εξαναγκασμό στην μεταστροφή ή την εξόριση των Μουσουλμάνων και Εβραίων υπηκόων τους και την χρηματοδότηση του ταξιδιού του 1492 του Χριστόφορου Κολόμβου το οποίο οδήγησε στην ανακάλυψη του "Νέου Κόσμου".
Η Ισπανία ήταν ηγετική δύναμη της Ευρώπης σε όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα και στο μεγαλύτερο μέρος του 17ου, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τους Αψβούργους της Αυστρίας. Στο διάστημα αυτό, που θεωρείται Χρυσός Αιώνας της Ισπανίας, η θέση της χώρας ενισχύθηκε από το εμπόριο και τις αποικιακές κτήσεις της, έγινε η πρώτη ναυτική δύναμη του κόσμου και έφτασε στο απόγειο της ισχύος στα χρόνια του Καρόλου Α και του γιου του Φιλίππου Β. Στα χρόνια αυτά διεξάχθηκαν οι Ιταλικοί Πόλεμοι (1551-1559), η Ολλανδική Επανάσταση που οδήγησε στην ανεξαρτησία της Ολλανδίας (1648), συγκρούσεις με τους Οθωμανούς, ο Αγγλο-ισπανικός πόλεμος (1588) και ο Γαλλο-Ισπανικός πόλεμος για μεταβίβαση δικαιωμάτων στον θρόνο (1667-1668). Με εξερευνήσεις και κατακτήσεις ή βασιλικούς γάμους, συμμαχίες και κληρονομιές, η Ισπανική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε, περιλαμβάνοντας μεγάλες εκτάσεις στην Αμερική, στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην Ιταλία, στην βόρεια Αφρική, αλλά και περιοχές στα σημερινά εδάφη της Γαλλίας, Γερμανίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου και Ολλανδίας. Ο πρώτος περίπλους του κόσμου πραγματοποιήθηκε το 1519-1521. Ήταν η εποχή του πρώτου Ευρωπαϊκού Αποικισμού, κατά την διάρκεια του οποίου οι Ισπανοί εξερευνητές έφεραν στη χώρα πολύτιμα μέταλλα, μπαχαρικά, είδη πολυτελείας και άγνωστα μέχρι τότε φυτά και είχαν σημαντική συμβολή στον εμπλουτισμό των γεωγραφικών ιδιαίτερα γνώσεων των ευρωπαϊκών λαών. Στον πολιτιστικό τομέα η ανάπτυξη του ανθρωπισμού, η Αντιμεταρρύθμιση και οι γεωγραφικές ανακαλύψεις δημιούργησαν ένα νέο πνευματικό κίνημα, γνωστό ως Σχολή της Σαλαμάνκας, που διαμόρφωσε τις πρώτες θεωρίες που απετέλεσαν τη βάση του σύγχρονου διεθνούς δικαίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από τον 17ο αιώνα η Ισπανία βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, που προέκυψαν από την αυξανόμενη πειρατεία, η οποία, υπό την αιγίδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκάλεσε καταστροφές στις παραλιακές περιοχές με συνεχείς επιδρομές, που κατέληξαν στην πώληση πολλών κατοίκων ως δούλων. Η θρησκευτική Μεταρρύθμιση βύθισε το κράτος σε πρόσθετη δυστυχία με μια σειρά πολέμων στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο. Η Ισπανία υπό τους Αψβούργους συντάχθηκε με τις δυνάμεις της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και πέτυχε την εξουδετέρωση σημαντικού μέρους της προόδου που σημείωσαν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υποχρεώθηκε όμως να αναγνωρίσει την απόσχιση της Πορτογαλίας, με την οποία ήταν ενωμένη από το 1580 μέχρι το 1640, και της Ολλανδίας, ενώ παραχώρησε και μερικά επιπλέον εδάφη της στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του 30ετούς Πολέμου (1618-1648). Προς το τέλος του 17ου αιώνα άρχισε μια προϊούσα παρακμή, παρά το γεγονός ότι οι υπερπόντιες κτήσεις της χώρας παρέμεναν άθικτες.
Βασιλείς στο διάστημα αυτό ήταν οι:
α. Κάρολος Α (ή Κάρολος Ε Κουίντος 1519-1556)
Ο Κάρολος Α΄ (Carlos I de España, 24 Φεβρουαρίου 1500 – 21 Σεπτεμβρίου 1558) ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (ως Κάρολος Ε Κουίντος, Karel V) από το 1519 και ταυτόχρονα, ως Κάρολος Α΄, της Ισπανίας από το 1516 μέχρι την εθελοντική παραίτησή του το 1556 υπέρ του νεότερου αδελφού του, Φερδινάνδου Α', ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του γιου του, Φιλίππου Β΄, ως βασιλιά της Ισπανίας. Ως απόγονος τριών ηγεμονικών δυναστειών της Ευρώπης, του Οίκου των Αψβούργων· του Οίκου των Βαλουά-Βουργουνδίας και του Οίκου της Τρασταμάρα, έγινε ηγεμόνας των κτήσεων των Αψβούργων στην κεντρική Ευρώπη, των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και των βασιλείων της Καστίλης και Αραγονίας. Ήταν επίσης κυρίαρχος εκτεταμένων περιοχών της Κεντρικής, Δυτικής, και Νότιας Ευρώπης καθώς και των ισπανικών αποικιών στην Αμερική και την Ασία. Ο Κάρολος ήταν πρεσβύτερος γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ και από την πλευρά της μητέρας του εγγονός των καθολικών βασιλέων Φερδινάνδου της Αραγονίας και Ισαβέλλας της Καστίλης. Όταν ο Φίλιππος ο Ωραίος πέθανε το 1506, ο Κάρολος έγινε κυβερνήτης των Βουργουνδικών Κάτω Χωρών και συμβασιλέας της μητέρας του στην Ισπανία μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου το 1516. Καθώς ο Κάρολος ήταν το πρώτο πρόσωπο που κυβέρνησε την Καστίλη-Λεόν και την Αραγονία ταυτόχρονα, έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Ισπανίας (η συμβασιλεία της μητέρας του Ιωάννας ήταν τυπική μόνο, δεδομένης της ψυχικής της αστάθειας). Το 1519, ο Κάρολος διαδέχθηκε τον πατέρα του πατέρα του Μαξιμιλιανό ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Αρχιδούκας της Αυστρίας. Από αυτό το σημείο και μετά, το βασίλειο του Καρόλου Ε, το οποίο έχει περιγραφεί ως "η αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν δύει ποτέ", κάλυπτε τέσσερα εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ευρώπη, την Άπω Ανατολή και την Αμερική.
Μεγάλο μέρος της βασιλείας του Καρόλου αφιερώθηκε στους Ιταλικούς Πολέμους (1521-1559) εναντίον των Γάλλων βασιλέων Φραγκίσκου Α΄ και Ερρίκου Β΄, οι οποίοι, αν και εξαιρετικά πολυέξοδοι, ήταν στρατιωτικά επιτυχημένοι λόγω του αήττητων Ισπανικών σχηματισμών (tercio) και των προσπαθειών των πρωθυπουργών του Μερκουρίνο Γκαττινάρα και Φρανθίσκο ντε λος Κόμπος υ Μολίνα. Οι δυνάμεις του Καρόλου ανακατέλαβαν και το Μιλάνο και τη Φρανς-Κοντέ από την Γαλλία μετά την αποφασιστική νίκη των Αψβούργων στη Μάχη της Παβίας το 1525, η οποία ώθησε τον Φραγκίσκο Α να δημιουργήσει τη Γαλλοοθωμανική συμμαχία. Ο αντίπαλος του Καρόλου Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής κατέκτησε την Ουγγαρία το 1526 αφού νίκησε τους χριστιανούς στην Μάχη του Μοχάτς. Η Οθωμανική προέλαση ανακόπηκε όταν οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν τη Βιέννη το 1529.
Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Καρόλου στον αγώνα κατά της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, που κήρυξε ο Μαρτίνος Λούθηρος από το 1517 και ο Καλβίνος στη Γενεύη από το 1541. Ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Διαμαρτυρόμενους πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που με αφορμή τον Προτεσταντισμό επεδίωκαν ευρύτερη αυτονομία, και συγκάλεσε την Σύνοδο του Τριδέντου (Τρέντο) που υπήρξε η απαρχή της Αντιμεταρρύθμισης. Από τις κορυφαίες εκφράσεις του αντιμεταρρυθμιστικού πνεύματος της Συνόδου ήταν η επί βασιλείας του Καρόλου ίδρυση του Τάγματος των Ιησουϊτών. Επί της βασιλείας του επίσης η Ισπανία κατέκτησε το Μεξικό και το Περού και πραγματοποιήθηκε ο πρώτος περίπλους της Γης από τον Μαγγελάνο.
β. Φίλιππος Β (1556-1598)
Ο Φίλιππος Β΄ (Felipe II de España, 21 Μαΐου 1527 - 13 Σεπτεμβρίου 1598) ήταν βασιλιάς της Ισπανίας από το 1556 και της Πορτογαλίας από το 1581 (ως Φίλιππος Α'). Ήταν γιος του Καρόλου Ε΄ και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Υπήρξε Δούκας του Μιλάνου και Βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας (1554 - 1598). Από το γάμο του με τη Μαρία Τυδώρ (1553 – 1558) ήταν και Βασιλιάς της Αγγλίας. Στα χρόνια του η Ισπανία έφτασε στο αποκορύφωμα της ισχύος της, αλλά γνώρισε και τα όρια της. Ο Φίλιππος υπήρξε αδιάλλακτος προστάτης του Καθολικισμού. Στηριζόμενος από τους Άγγλους, στράφηκε αρχικά κατά των Γάλλων, και κέρδισε τη μάχη του Αγίου Κουεντίνου (1558), αλλά ο θάνατος της Μαρίας Α΄ Τυδώρ τον οδήγησε στη συνθήκη του Καμπρεζί.
Το 1581, οι Ισπανικές Κάτω Χώρες έπαψαν να είναι υπό την κυριαρχία του και η Αγγλία τον εγκατέλειψε. Αφού πέτυχε την ανακατάληψη των επαναστατημένων Κάτω Χωρών, η εσφαλμένη τακτική του οδήγησε στη μόνιμη απώλειά τους, ενώ συγχρόνως η Ισπανία εμπλεκόταν σε διαρκώς περιπλοκότερες συγκρούσεις. Παρά την διαρκώς αυξανόμενη ροή χρυσού και ασημιού από τα αμερικανικά ορυχεία, παρά τα μεγάλα κέρδη από το πορτογαλικό εμπόριο μπαχαρικών και την ενθουσιώδη υποστήριξη που συνάντησε η Αντιμεταρρύθμιση στα εδάφη των Αψβούργων, ο Φίλιππος δεν κατόρθωσε να καταπνίξει τον Προτεσταντισμό ούτε να κερδίσει τους Ολλανδούς επαναστάτες. Ήταν ένθερμος ρωμαιοκαθολικός και εκδήλωνε χαρακτηριστική για τα δεδομένα του 16ου αιώνα αντιπάθεια για τους ετερόδοξους, αφοσιωμένος στην αρχή «Όποιος βασιλεύει στη χώρα επιβάλλει και τη δική του θρησκεία» (cuius regio, eius religio).
Οι πόλεμοι του Φίλιππου εναντίον των αιρέσεων οδήγησαν στην καταπίεση όχι μόνο των προτεσταντών αλλά και των Μορίσκος (ισπ. Moriscos), γεγονός που οδήγησε σε μια σοβαρή τοπική εξέγερση το 1568. Οι ατελείωτοι αυτοί πόλεμοι προκάλεσαν σημαντικά προβλήματα στην αυτοκρατορία του, που έγιναν ιδιαίτερα εμφανή μετά το θάνατό του. Η εξαντλητική του εμμονή στις λεπτομέρειες, η αδυναμία ιεράρχησης στόχων και η επιμονή του να παίρνει όλες τις αποφάσεις προσωπικά, οδήγησαν στη δημιουργία μιας δαιδαλώδους γραφειοκρατίας. Παρόλα αυτά, το σύστημα, που αυτός και ο πατέρας του είχαν εγκαθιδρύσει ήταν ισχυρό και διατηρήθηκε μια ολόκληρη γενιά μετά το θάνατό του. Παρά τα προβλήματα αυτά, η βασιλεία του ήταν επιτυχής. Σταθεροποίησε τις ισπανικές αποικίες στην αμερικανική ήπειρο, αύξησε σημαντικά τις ποσότητες ασημιού που προέρχονταν από αυτές και νίκησε το οθωμανικό ναυτικό στη περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), μια ήττα από την οποία οι Οθωμανοί δε ανέκαμψαν ποτέ. Κατόρθωσε να ενώσει την Ισπανία και την Πορτογαλία υπό το στέμμα του και αντιμετώπισε επιτυχώς την κρίση που προέκυψε στην Αραγονία. Οι προσπάθειες του ήταν επίσης καθοριστικές στον περιορισμό της επέκτασης του Προτεσταντισμού στη Βόρεια Ευρώπη.
γ. Φίλιππος Γ (1598-1621)
Ο Φίλιππος Γ΄ (Felipe III· 14 Απριλίου 1578 – 31 Μαρτίου 1621) ήταν βασιλιάς της Ισπανίας και βασιλιάς της Πορτογαλίας και του Αλγκάρβες, όπου κυβέρνησε ως Φίλιππος Β΄ της Πορτογαλίας (Filipe II), από το 1598 ως το θάνατο του. Γεννημένος στη Μαδρίτη, γιος του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας και της τέταρτης συζύγου του (και ανιψιάς του) Άννας που ήταν κόρη του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β΄ και της Μαρίας της Ισπανίας, νυμφεύτηκε την Μαργαρίτα της Αυστρίας, αδελφή του Αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β΄, η οποία, όπως ο σύζυγος της, ήταν μέλος του Οίκου των Αψβούργων.
δ. Φίλιππος Δ (1621-1665)
Ο Φίλιππος Δ' (Felipe IV), γεννήθηκε στο Βαγιαδολίδ, στις 8 Απριλίου 1605 και πέθανε στη Μαδρίτη, στις 17 Σεπτεμβρίου 1665. Υπήρξε βασιλιάς της Ισπανίας, της Νάπολης και της Σικελίας, ηγεμόνας των Ισπανικών Κάτω Χωρών από το 1621 μέχρι το 1665 και βασιλιάς της Πορτογαλίας, ως Φίλιππος Γ' από το 1621 μέχρι το 1640. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φιλίππου Γ' και της Μαργαρίτας της Αυστρίας. Η μακρά βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από πολιτική, στρατιωτική και οικονομική παρακμή της Ισπανίας και κοινωνική δυστυχία. Αισθανόμενος ανέτοιμος να αναλάβει τη διακυβέρνηση της μεγαλύτερης και χειρότερα οργανωμένης πολυεθνικής ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του, σε ηλικία 16 ετών, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της Ισπανίας στον πρωθυπουργό Ολιβάρες, και γρήγορα αφέθηκε ολοκληρωτικά στις συμβουλές του, καθιστώντας τον σχεδόν απόλυτο κυβερνήτη των βασιλείων του. Γρήγορα όμως οι προσπάθειες του Ολιβάρες να ενισχύσει την κεντρική εξουσία απέτυχαν. Αποκορύφωμα σε μια σειρά από ατυχίες ήταν η επανάσταση των Πορτογάλων, την 1 Δεκεμβρίου 1640. Τελικά το 1643 ο Φίλιππος απέλυσε τον Ολιβάρες, και, μετά από μια σύντομη προσπάθεια να αναλάβει προσωπικά τη διακυβέρνηση της Ισπανίας, τελικά επέστρεψε στην πρακτική να διορίζει κάποιον ισχυρό υπουργό γι' αυτό το έργο.
Επί της βασιλείας του Φιλίππου Δ' συνεχίστηκε η πάγια πρακτική των Αψβούργων της Ισπανίας να στηρίζουν τους συγγενείς τους του αυστριακού κλάδου. Έτσι στα χρόνια του, η Ισπανία ενεπλάκη στον Τριακονταετή πόλεμο, συνέχισε τις συγκρούσεις με την Ολλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Επίσης συνέχισε την πολιτική του πατέρα και του παππού του, για ανηλεή διωγμό των προτεσταντών. Η πρακτική όμως αυτή, οδήγησε σε μια σειρά από συνεχείς πολέμους σε πάρα πολλά μέτωπα, καταστρέφοντας έτσι την ήδη εξαντλημένη Ισπανία. Πέθανε αφήνοντας την Ισπανία στα πρόθυρα της καταστροφής, με την οικονομία της ήδη χρεοκοπημένη. Στην επιθανάτια κλίνη του ευχήθηκε η βασιλεία του μοναδικού επιζώντος γιου του Καρόλου Β να είναι πιο επιτυχημένη και ευτυχισμένη από τη δική του. Αν και κατηγορείται από πολλούς ως ανίκανος, τα γραπτά του, και οι δραστηριότητές του, ως προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών, αποδεικνύουν ότι ήταν ικανός, αλλά δεν είχε πραγματική αίσθηση του καθήκοντος. Η καλλιτεχνική άνθηση των χρόνων του, με προσωπικότητες όπως ο ζωγράφος Ντιέγο Βελάθκεθ (1599-1660) και ο θεατρικός συγγραφέας Φελίξ Λόπε δε Βέγα του έδωσαν τη φήμη ότι ήταν υπόδειγμα ηγεμόνα της εποχής του Μπαρόκ.
ε. Κάρολος Β΄ (1665-1700)
Ο Κάρολος Β΄ (Carlos II de España, Μαδρίτη, 6 Νοεμβρίου 1661 – Μαδρίτη, 1 Νοεμβρίου 1700), μόνος επιζών γιος του Αψβούργου προκατόχου του, Βασιλιά Φιλίππου Δ΄ και της δεύτερης συζύγου του (και ανεψιάς), Μαριάνας της Αυστρίας, ήταν ο τελευταίος Αψβούργος βασιλιάς της Ισπανίας και κυβερνήτης μεγάλων τμημάτων της Ιταλίας, των Ισπανικών εδαφών στις Νότιες Κάτω Χώρες και στην υπερπόντια Ισπανική Αυτοκρατορία, εκτεινόμενη από το Μεξικό έως τις Φιλιππίνες. Είναι γνωστός για την αναποτελεσματική διοίκησή του, οφειλόμενη σε σοβαρά σωματικά, διανοητικά, και συναισθηματικά προβλήματα, καθώς και για το ρόλο του στις εξελίξεις που προηγήθηκαν του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής. Γεννήθηκε σωματικά και πνευματικά ανάπηρος, και δύσμορφος. Λόγω προγναθισμού της κάτω γνάθου, ήταν ανίκανος να μασήσει. Πάσχοντας από μεγαλακρία ή έλλειψη συνδυασμένων ορμονών, είχε μεγάλη γλώσσα και ο λόγος του ήταν αντιληπτός οριακά, ενώ έλεγε συχνά ανοησίες. Έμεινε γνωστός στην Ισπανική ιστορία ως El Hechizado ("Ο Μαγεμένος") από την λαϊκή αντίληψη ότι οι σωματικές και ψυχικές του ανικανότητες προκλήθηκαν από "μάγια" και εξαιτίας αυτού κατέφυγε έως και τον εξορκισμό.
Όταν ο Κάρολος ήταν τεσσάρων ετών, ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του έγινε αντιβασίλισσα, θέση που διατήρησε κατά το περισσότερο της βασιλείας του. Η βασίλισσα μητέρα αντιμετώπιζε τα κρατικά ζητήματα μέσω μιας σειράς ευνοούμενων ("validos"). Η θρησκευτική δυσανεξία επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ζωής, και της κουλτούρας, των τεχνών και οι επιστήμες έμειναν στάσιμες. Η Καθολική Εκκλησία είχε απέραντες εκτάσεις γης, προερχόμενες από δωρεές, τις οποίες δύσκολα μπορούσε να διαχειρισθεί. Τα άφθονα μέλη του κλήρου απασχολούσαν άνδρες από παραγωγικές εργασίες στην βιομηχανία, την γεωργία ή τον στρατό. Η οικονομία ήταν στάσιμη, υπήρχε πείνα στην χώρα, και η δύναμη της μοναρχίας στις διάφορες Ισπανικές επαρχίες ήταν ιδιαίτερα ασθενής. Η συρρίκνωση της Ισπανικής δύναμης και κύρους, που άρχισε στα τελευταία έτη της πρωθυπουργίας του Κόμητα-Δούκα του Ολιβάρες, επιταχύνθηκε.
Το 1679, ο δεκαοκτάχρονος Κάρολος Β΄ νυμφεύθηκε τη Μαρία Λουίζα της Ορλεάνης (1662–1689), μεγαλύτερη κόρη του Φίλιππου Α΄, Δούκα της Ορλεάνης (το μόνο επιζόν από τα αδέλφια του Λουδοβίκου ΙΔ΄), αλλά δεν γεννήθηκαν παιδιά. Μετά τον θάνατο της Μαρίας Λουίζας, δέκα χρόνια αργότερα, νυμφεύθηκε την 23χρονη πριγκίπισσα του Παλατινάτου Μαρία Άννα του Νόιμπουργκ, κόρη του Φίλιππου Γουλιέλμου, Εκλέκτορα του Παλατινάτου, αλλά και πάλι δεν γεννήθηκε ο πολυπόθητος διάδοχος. Προς το τέλος της ζωής του ο Κάρολος έγινε αυξανόμενα υπερευαίσθητος, σε σημείο που ζήτησε να εκταφούν τα πτώματα της οικογένειας του ώστε να μπορεί να βλέπει τα σώματα. Πέθανε στη Μαδρίτη το 1700.
Η αυξανόμενη παρακμή της Ισπανίας οδήγησε σε αντιπαράθεση για τη διαδοχή στο θρόνο, μετά τον θάνατο του άτεκνου Καρόλου Β. Ο Πόλεμος για την Ισπανική Διαδοχή (1701-1713) ήταν μια ευρεία διεθνής διαμάχη, που συνδυάστηκε με εμφύλιο πόλεμο και κατέληξε στην απώλεια ευρωπαϊκών εδαφών του Ισπανικού κράτους και την απώλεια της θέσης του ως ηγετικής δύναμης στην Ευρώπη. Στα χρόνια του πολέμου μια νέα Δυναστεία, που βασίλευε ήδη στη Γαλλία, οι Βουρβόνοι, εγκαταστάθηκε και στην Ισπανία. Ο πρώτος Βουρβόνος βασιλιάς Φίλιππος Ε ένωσε τα στέμματα της Καστίλης και της Αραγωνίας σε ένα ενιαίο Ισπανικό κράτος, καταλύοντας αρκετά παλιά περιφερειακά προνόμια και νόμους. Η νέα δυναστεία εισήγαγε γαλλικά συστήματα διοίκησης και οικονομικής πρακτικής, που οδήγησαν το κράτος σε ευημερία κατά τον 18ο αιώνα. Οι ιδέες του Διαφωτισμού διαδόθηκαν στη χώρα, εμπνέοντας αρκετούς αριστοκράτες και εκπρόσωπους της μοναρχίας. Η στρατιωτική βοήθεια που παρασχέθηκε στις επαναστατημένες Βρετανικές αποικίες της Αμερικής κατά τη διάρκεια των Πολέμων της Αμερικανικής Επανάστασης βελτίωσε σημαντικά το διεθνές κύρος της χώρας. Το 1793 η Ισπανία ενεπλάκη στον πόλεμο του Α Συνασπισμού κατά της επαναστατικής Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο επακόλουθος Πόλεμος των Πυρηναίων προκάλεσε πόλωση στη χώρα, σε μια αντίδραση κατά της εκγαλλισμένης αριστοκρατίας. Η ήττα στον πόλεμο αυτό οδήγησε σε ειρήνη με τη Γαλλία και συμμαχία μαζί της κατά τον σύντομο πόλεμο του Γ Συνασπισμού, που τέλειωσε με νίκη των Βρετανών στη Μάχη του Τράφαλγκαρ το 1805. Το 1807 μια μυστική συμφωνία με τον Ναπολέοντα οδήγησε σε νέο πόλεμο με την Βρετανία και Πορτογαλία. Τα στρατεύματα του Ναπολέοντα εισέβαλαν στη χώρα και κατέλαβαν τα σπουδαιότερα φρούριά της, εγκαθιστώντας ως κυβερνήτη τον αδελφό του Ναπολέοντα Ιωσήφ Βοναπάρτη.
(α) Φίλιππος Ε (1700-1746)
Ο Φίλιππος Ε΄ (19 Δεκεμβρίου 1683 - 9 Ιουλίου 1746) ήταν βασιλιάς της Ισπανίας (1700 - 1746) και ιδρυτής της δυναστείας των Βουρβόνων της Ισπανίας, δεύτερος γιος του Λουδοβίκου του μεγάλου δελφίνου και της Μαρίας Άννας της Βαυαρίας, εγγονός του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ΄, και θείος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ΄. Με την γέννηση του έλαβε τον τίτλο του δούκα του Ανζού. Ο βασιλιάς της Ισπανίας Κάρολος Β΄ τον όρισε διάδοχο του (1700) με τον θάνατό του, ως εγγονό της αδελφής του Μαρίας - Θηρεσίας βασίλισσας της Γαλλίας, και συζύγου του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Υπήρχαν άλλοι δύο διεκδικητές: ο μικρότερος αδελφός του Κάρολος του Μπερί και ο αρχιδούκας της Αυστρίας Κάρολος. Ο αρχιδούκας Κάρολος της Αυστρίας ήταν εγγονός μιας άλλης αδελφής του Καρόλου, αλλά ο Φίλιππος είχε περισσότερα δικαιώματα, αφού η δική του γιαγιά ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία. Στον Πόλεμο διαδοχής του Ισπανικού θρόνου που κράτησε 12 χρόνια (1701-1713) αναμίχθηκαν ο Λεοπόλδος Α και ο Ιωσήφ Α της Αυστρίας και η Άννα Στιούαρτ της Μ.Βρετανίας. Τελικά για να στεφθεί βασιλιάς της Ισπανίας, ο Φίλιππος απαρνήθηκε προηγουμένως όλα τα δικαιώματα του στον θρόνο της Γαλλίας για τον ίδιο και τους απογόνους του.
Με την άνοδο του στον θρόνο πιέστηκε να παραχωρήσει την Μινόρκα και το Γιβραλτάρ στην Μεγάλη Βρετανία, και τις Ισπανικές Κάτω Χώρες, Νάπολη, Μιλάνο, Σαρδηνία στους Αψβούργους. Όλες αυτές οι απώλειες σήμαναν την παρακμή του Ισπανικού βασιλείου και το τέλος της Ισπανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Οι Άγγλοι θαλασσοκράτορες είχαν ήδη πάρει τα πρωτεία. Παραιτήθηκε από τον θρόνο (1724) για λογαριασμό του μεγαλύτερου γιου του, Λουδοβίκου, αλλά όταν αυτός πέθανε από ευλογιά αναγκάστηκε να επανέλθει στον θρόνο. Βοήθησε τους συγγενείς του Βουρβόνους στον πόλεμο της Πολωνικής (1733-1735) και της Αυστριακής (1740-1748) διαδοχής, ανακαταλαμβάνοντας την Νάπολη και την Σικελία από τους Αυστριακούς και το Οράν από τους Οθωμανούς. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του κατάφερε να υπερασπιστεί επιτυχώς τις Ισπανικές κτήσεις στην Αμερικάνικη ήπειρο από τις επιθέσεις των Άγγλων. Η Ισπανία άρχιζε πλέον την ανάκαμψη της ύστερα από την παρακμή που είχε υποστεί τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του λόγω των Αψβούργων. Παρέμεινε σε όλη του τη ζωή Γάλλος, δεν ασχολήθηκε ούτε καν με την εκμάθηση της Ισπανικής γλώσσας. Το μοναδικό του μέλημα μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν να μετατρέψει τη Μαδρίτη σε Γαλλική πόλη. Γι' αυτό και όταν κάηκε το φρούριο (1734), διέταξε να κατασκευασθούν στην θέση του νέα μεγάλα ανάκτορα στα πρότυπα των Βερσαλλιών, που δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν πριν τον θάνατο του. Τα ολοκλήρωσε ο γιος του Κάρολος Γ που ήταν και ο πρώτος τους βασιλικός ένοικος. Αρρώστησε από κατάθλιψη, που μεγάλωνε καθημερινά και τον έφερε σε μια ανεπανόρθωτη μελαγχολία που τον οδήγησε στον θάνατο. Ο διάδοχός του Κάρολος Γ γεννήθηκε από τη δεύτερη σύζυγο του, Ελισάβετ Φαρνέζε.
(β) Φερδινάνδος ΣΤ΄ (1746-1759)
Ο Φερδινάνδος ΣΤ΄ (Μαδρίτη 1713 - 1759) ήταν βασιλιάς της Ισπανίας (1746 - 1759), δεύτερος γιος του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Ε΄, ιδρυτή του Βουργουνδικού κλάδου των Καπετιδών της Ισπανίας, παρακλάδι του κεντρικού Γαλλικού κλάδου από την πρώτη σύζυγο του, Μαρία Λουίζα της Σαβοΐας. Η νεανική του ζωή ήταν περιπετειώδης, αφού η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του, Ελισάβετ Φαρνέζε, μια γυναίκα δεσποτική και φιλόδοξη, προσηλώθηκε αποκλειστικά στα δικά της παιδιά. Τα παιδιά του συζύγου της από τον πρώτο του γάμο τα θεώρησε σαν εμπόδιο απέναντι στις φιλοδοξίες των δικών της, κάνοντας οτιδήποτε για να τους προξενήσει ζημιά. Η μελαγχολία του πατέρα του την βοηθούσε στα σχέδια της, αφού ανίκανος ο ίδιος της είχε δώσει πολλές εξουσίες. Ο Φερδινάνδος ΣΤ νυμφεύτηκε (1729) την Μαρία - Βαρβάρα της Μπραγκάνζα, μεγαλύτερη κόρη του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Ε΄. Αναφέρεται ότι την πρώτη φορά που συνάντησε την σύζυγο του έπαθε ισχυρό κλονισμό.
Ο Φερδινάνδος ΣΤ ήταν όπως ο πατέρας του μελαγχολικός, άτολμος και δύσπιστος για τις ικανότητες του. Την ατολμία του την έδειξε και στην πολιτική του, όπου στον πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας κράτησε ουδετερότητα, αρνούμενος να υποστηρίξει την πατρική του χώρα. Το κυνήγι και η μουσική ήταν τα κυριότερα ενδιαφέροντα του. Ήταν προστάτης του διάσημου τραγουδιστή Φαρινέλλι, τα τραγούδια του οποίου έδιωχναν την μελαγχολία του. Με τον θάνατο της συζύγου του, Βαρβάρας, έπεσε σε κατάσταση οριστικής τρέλας, που τον οδήγησε και στον δικό του θάνατο σε έναν χρόνο. Δεν ήθελε κανένα ρούχο και περιφερόταν τις νύχτες στα πάρκα άπλυτος, αξύριστος, με τις πιτζάμες του. Δεν άφησε παιδιά και τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Κάρολος Γ΄.
(γ) Κάρολος Γ (1759-1788)
Ο Κάρολος Γ΄ (20 Ιανουαρίου 1716 - 1788), πρώτος γιος από τον δεύτερο γάμο του βασιλέως της Ισπανίας Φιλίππου Ε΄ από την δεύτερη σύζυγο του Ελισάβετ Φαρνέζε, ήταν βασιλιάς της Ισπανίας (1759-1788) της Νάπολης και της Σικελίας (1735-1759) και δούκας της Πάρμας (1732-1735), οπαδός του πεφωτισμένου απολυταρχισμού, διάδοχος του άτεκνου ετεροθαλούς αδελφού του Φερδινάνδου ΣΤ΄. Σε ηλικία 16 ετών στάλθηκε στην Πάρμα και έλαβε τον τίτλο του Δούκα για τα κληρονομικά δικαιώματα της μητέρας του. Εκεί δέχθηκε ισχυρή επίδραση του Διαφωτισμού και των γραμμάτων, που την εποχή εκείνη σπάνιζαν στην Ισπανία. Την 1 Δεκεμβρίου 1734, μετά τη νίκη του Χοσέ Καρίγιο ντε Μοντεμάρ επί των Αυστριακών στη μάχη του Μπιτόντο, κηρύχθηκε βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας. Αλλά ο ίδιος δεν είχε στρατιωτικές ικανότητες, ενώ φορούσε σπάνια τη στρατιωτική στολή. Ο Άγγλος ναύαρχος που βρέθηκε στη Μεσόγειο, για να επηρεάσει τον πόλεμο της Αυστριακής διαδοχής τον πίεσε να κρατήσει ουδετερότητα με την απειλή να βομβαρδίσει τη Νάπολη. Αυτό του έδωσε ένα αίσθημα εχθρότητας, που είχε επίδραση στην πολιτική του αργότερα. Ως δούκας της Πάρμας παραχώρησε (1735) την πόλη στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Κάρολο ΣΤ΄ σε αντάλλαγμα της αναγνώρισης του ως βασιλιά της Νάπολης και της Σικελίας. Στο εσωτερικό της χώρας του άρχισε αναμόρφωση, ενώ είχε μεγάλη ικανότητα στην επιλογή υπουργών και συμβούλων. Επί της εποχής του έγιναν στην περιοχή που κυβερνούσε στην Ιταλία οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις του Ερκολάνο (1738) και της Πομπηίας (1748). Παραιτήθηκε (1759) στην Νάπολη υπέρ του τρίτου γιου του, Φερδινάνδου. Ως βασιλιάς της Ισπανίας ακολούθησε καταστροφική εξωτερική πολιτική. Η δυσαρέσκεια του με την Αγγλία έγινε ανεξέλεγκτη μετά τον θάνατο της συζύγου του Μαρίας - Αμαλίας της Σαξονίας και ήρθε σε συμμαχία με τη Γαλλία. Περιπλέχθηκε στον Επταετή Πόλεμο διαδοχής του Αυστριακού Θρόνου (1740 – 1748) με μεγάλες απώλειες για τη χώρα του. Στην Αμερικάνικη ήπειρο κατάφερε να ενώσει τις Γαλλικές δυνάμεις με αυτές των δυσαρεστημένων αποίκων κατά της Αγγλίας. Ο ίδιος, όμως, δεν ήταν άξιος να δημιουργήσει ικανό στόλο.
Στο εσωτερικό της χώρας του προσπάθησε να φέρει αναμορφώσεις που συνάντησαν πολλές αντιδράσεις. Η προσπάθεια του να πείσει τους Μαδριλένους να υιοθετήσουν τα Γαλλικά ενδύματα προκάλεσε ταραχές (1766), και ο ίδιος έφυγε προσωρινά από τη Μαδρίτη αφήνοντας στη διακυβέρνηση τον υπουργό του, Πέδρο Πάμπλο Αβάρκα ντε Μπολέα. Οι Ιησουίτες κατηγορήθηκαν ότι συμμετείχαν στις ταραχές και εξορίστηκαν, γεγονός που προκάλεσε την εχθρότητα του πάπα. Ο Κάρολος ανταπέδωσε και η δύναμη της εκκλησίας έπεσε σημαντικά στην χώρα του, όπου πολλοί κληρικοί έμειναν άνεργοι. Άλλαξε την εικόνα της Μαδρίτης: έφτιαξε δρόμους, υδραυλικά έργα, αναμόρφωσε την οικονομική πολιτική, περιορίζοντας την απάτη και την κατάχρηση του δημοσίου χρήματος. Δημιούργησε την Ισπανική Λοταρία και έφερε τα Ναπολιτάνικα μοντέλα στον χριστουγεννιάτικο εορτασμό και στολισμό (Φάτνη της Γεννήσεως). Στην ιδιωτική του ζωή ήταν ευγενικός, με σαρκαστική γλώσσα και δεινός κυνηγός. Άφησε την φήμη φιλάνθρωπου και φιλόσοφου βασιλιά, ενώ ήταν πιστός Καθολικός παρά τις προστριβές του με τον πάπα.
(δ) Κάρολος Δ (1788-1808)
Ο Κάρολος Δ΄ (11 Νοεμβρίου 1748 - 20 Ιανουαρίου 1819), δεύτερος γιος του βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου Γ΄ και της Μαρίας Αμαλίας της Σαξονίας, ήταν βασιλιάς της Ισπανίας (1788 - 1808). Αν και δευτερότοκος, ορίστηκε διάδοχος, αφού ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν διανοητικά καθυστερημένος. Από την πλευρά της μητέρας του είχε μεγάλη κληρονομιά από την Σαξονική δυναστεία. Ήταν πολύ δυνατός σωματικά, αφού στην νεότητα του προκαλούσε σε μάχη τον δυνατότερο αυλικό, αλλά ταυτόχρονα αργοκίνητος στο μυαλό και πολύ εύπιστος. Έτσι άφησε την γυναίκα του, Μαρία Λουίζα της Πάρμας, μικρότερη κόρη του θείου του, Φιλίππου της Πάρμας, να ασκεί όλη την εξουσία. Την περίοδο που ζούσε ο πατέρας του, η γυναίκα του αναμιγνυόταν σε συνεχείς συνωμοσίες, και έδινε αξιώματα στους ευνοουμένους της. Μετά την άνοδο του στον θρόνο, η κυριότερη ασχολία του ήταν το κυνήγι, ενώ όλες οι κρατικές υποθέσεις βρίσκονταν στα χέρια της συζύγου του και του εραστή της, Μανουήλ του Γκοντόι. Ο Γκοντόι κατόρθωσε να έχει με το μέρος του την εύνοια του βασιλικού ζεύγους σε όλη την διάρκεια της ζωής του, και το μίσος του διαδόχου τους, Φερδινάνδου Ζ.
Στον αντίκτυπο της Γαλλικής Επανάστασης, ενοχλήθηκε από την μερίδα των ανθρώπων που ήθελαν να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις του πατέρα του ακόμα περισσότερο. Αλλά δεν κατάφερε να πάρει μέτρα, γιατί βρισκόταν πάντα υπό την επιρροή της συζύγου του και του εραστή της. Είχε βαθιά πίστη για τη θεϊκή αποστολή του και πίστευε ότι το κράτος του έπρεπε να αποφύγει την υποτέλεια στην Γαλλία. Παρόλα αυτά, ο Γκοντόι οδήγησε την Ισπανία σε συμμαχία με την Γαλλία, αλλά αναγκάστηκε να αποσυρθεί από αυτήν μετά την μάχη του Τραφάλγκαρ. Μετά τις αρχικές νίκες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο Γκοντόι θέλησε να επανέλθει με την Γαλλική πλευρά, που δεν θεωρούσε πια την Ισπανία άξια για σύμμαχο και έγινε πλέον μισητός στους οπαδούς του Φερδινάνδου Ζ, που ήθελαν συμμαχία με την Μεγάλη Βρετανία. Όταν είπαν στον Κάρολο Δ΄ ότι ο γιος του Φερδινάνδος κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα κατά του Γκοντόι, αυτός υποστήριξε τον ευνοούμενο του αντί για τον γιο του. Ο λαός ξεσηκώθηκε και τον ανάγκασε σε παραίτηση υπέρ του γιου του το 1808, ενώ ο Ναπολέων είχε ήδη φέρει 100.000 στρατιώτες στην Ισπανία. Κατέφυγε στην Γαλλία αιχμάλωτος του Ναπολέοντα, έχοντας παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στον Ισπανικό θρόνο για λογαριασμό του Ιωσήφ Βοναπάρτη. Δέχτηκε αποζημίωση από τον Γάλλο αυτοκράτορα και έζησε την υπόλοιπη ζωή του μαζί με την σύζυγο του και τον Γκοντόι. Πέθανε στην Ρώμη.
Ο Ιωσήφ Βοναπάρτης θεωρήθηκε από τους Ισπανούς δοτός κυβερνήτης και αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση, αλλά και μια σειρά εξεγέρσεων που άρχισαν από το 1808, με τις οποίες εγκαινιάστηκε ένας καταστροφικός πόλεμος ανεξαρτησίας κατά της εξουσίας του Ναπολέοντα, ο οποίος αναγκάστηκε να παρέμβει προσωπικά νικώντας τις Ισπανικές στρατιές και αναγκάζοντας τους Βρετανούς να αποσυρθούν. Τελικά ο ανταρτοπόλεμος των Ισπανών, σε συνδυασμό με τη δράση των Βρετανικών και Πορτογαλικών δυνάμεων υπό τον Ουέλινγκτον, μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Βοναπάρτη στη Ρωσία, οδήγησαν στην απομάκρυνση των Γάλλων από την Ισπανία το 1814 και στην επιστροφή του βασιλιά Φερδινάνδου Ζ, ο οποίος κυβέρνησε ως απόλυτος μονάρχης, προοιωνίζοντας τη διαμάχη μεταξύ συντηρητικών και φιλελεύθερων που εκδηλώθηκε τον 19ο και 20ο αιώνα στη χώρα.
Ο Ιωσήφ Ναπολέων Βοναπάρτης (Joseph-Napoleon Bonaparte, 7 Ιανουαρίου 1768 – 28 Ιουλίου 1844) ήταν βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας και αργότερα βασιλιάς της Ισπανίας. Γεννήθηκε στο Κόρτε της Κορσικής και ήταν γιος του Κάρλο Μπουοναπάρτε και της Λετίτσια Ραμολίνο (Letizia Ramolino) και αδερφός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Το 1806 έγινε στρατιωτικός διοικητής της Νάπολης, και στη συνέχεια βασιλιάς της. Στις 6 Ιουνίου του 1808 έγινε βασιλιάς της Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Βενεζουέλα, πρώτη ανάμεσα στις χώρες της λατινικής Αμερικής, κέρδισε την ανεξαρτησία της. Μετά την ήττα στη μάχη της Βιττόρια ο Ιωσήφ Βοναπάρτης εγκατέλειψε την Ισπανία και ένα χρόνο αργότερα το 1813 τέλειωσε και τυπικά η βασιλεία του. Μετά από αυτά, έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη, στη Φιλαδέλφεια και στη Μπόρντενταουν του Νιου Τζέρσεϊ. Απεβίωσε στη Φλωρεντία και θάφτηκε στο Παρίσι. Ήταν νυμφευμένος από το 1794 με την Ζυλί Κλαρύ (Julie Clary) και απέκτησαν τρεις κόρες.
Η κατάκτηση της Ισπανίας από τους Γάλλους επέτρεψε στους λατινοαμερικάνους αντιαποικιοκράτες να αποκηρύξουν την αυτοκρατορική ισπανική διοίκηση, που ευνοούσε τους ισπανικής προέλευσης πολίτες (Peninsulars) εις βάρος εκείνων που γεννήθηκαν υπερπόντια (Criollos) και να απαιτήσουν την απόδοση της εξουσίας στο λαό. Το 1809 οι ισπανικές αποικίες της Αμερικής άρχισαν μια σειρά από εξεγέρσεις με αίτημα την ανεξαρτησία, που οδήγησαν στους Ισπανοαμερικανικούς Πολέμους Ανεξαρτησίας (1810-1825), με τους οποίους καταργήθηκε ο ισπανικός έλεγχος στις αποικίες της Αμερικής. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος Ζ προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά αντιμετωπίστηκε δυναμικά από φιλελεύθερους αξιωματούχους και τελικά το 1826 οι μόνες αποικίες που παρέμεναν υπό ισπανικό έλεγχο ήταν η Κούβα και το Πόρτο Ρίκο.
Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι άφησαν την Ισπανία οικονομικά καταστραμμένη, βαθιά διαιρεμένη και πολιτικά ασταθή. Στη διάρκεια των δεκαετιών 1830 και 1840 αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, γνωστές ως «Καρολιστές» αντιπαρατάχθηκαν στους φιλελεύθερους, στους λεγόμενους Καρλικούς πολέμους (Carlist Wars). Οι φιλελεύθεροι επικράτησαν και η διαμάχη μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών φιλελεύθερων έληξε με μία αδύναμη συνταγματική περίοδο. Μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1868 και την βραχύβια Α Ισπανική Δημοκρατία, άρχισε μια πιο σταθερή μοναρχική περίοδος, που χαρακτηρίστηκε από την εναλλαγή της κυβερνητικής εξουσίας μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών φιλελεύθερων. Προς το τέλος του 19ου αιώνα ξέσπασαν εθνικιστικά κινήματα στις Φιλιππίνες και στην Κούβα. Το 1895 και το 1896 αντίστοιχα οι ΗΠΑ αναμίχτηκαν στον Πόλεμο Ανεξαρτησίας της Κούβας και στην Επανάσταση των Φιλιππίνων. Στον Πόλεμο ΗΠΑ – Ισπανίας, που κηρύχτηκε το 1898, η Ισπανία νικήθηκε και έχασε την Κούβα, το Πόρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες. Ο πόλεμος αυτός, που έγινε γνωστός ως «Καταστροφή» (El Desastre), απετέλεσε κίνητρο για την λεγόμενη «Γενιά του 1898» που ηγήθηκε σε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας. Ακολούθησε μια περίοδος ευημερίας, καθώς η χώρα είχε μικρό ρόλο στον αποικισμό της βόρειας Αφρικής (Δυτική Σαχάρα και Ισπανικό Μαρόκο) και δεν αναμίχθηκε καθόλου στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια σύντομη απολυταρχική διακυβέρνηση υπό τον στρατηγό Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα (Miguel Primo de Rivera 1923–1931) τελείωσε με την εγκαθίδρυση της Β Ισπανικής Δημοκρατίας, η οποία κυριαρχήθηκε από κόμματα αριστερών αντιλήψεων, που απέδωσαν αυτονομία στους Βάσκους, στην Καταλονία και στην Γαλικία, καθώς και το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της Μεγάλης Κρίσης η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία έγινε χαοτική και βίαια.
Για τους βασιλείς της περιόδου μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
(α) Φερδινάνδος Ζ (1813-1833)
Ο Φερδινάνδος Ζ΄ (1784 - 1833), μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου Δ΄ και της Μαρίας Λουίζας της Πάρμας, ήταν βασιλιάς της Ισπανίας στα χρόνια 1813 - 1833. Στην νεανική του ηλικία αισθανόταν ζήλια απέναντι στον Μανουέλ ντε Γοντόι για την συμπάθεια που του είχαν οι γονείς του παραμερίζοντας τον ίδιο. Οι δυσαρεστημένοι από την κακή διακυβέρνηση έκαναν συνωμοσία κατά των γονέων του το 1805 στο Εσκοριάλ, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, στοχεύοντας και στην βοήθεια από τον Μέγα Ναπολέοντα. Όταν η συνωμοσία καταπνίγηκε, αυτός απαρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση του μαζί της. Όταν ο πατέρας του εκθρονίστηκε από πραξικόπημα, τον Μάρτιος του 1808, και ανέβηκε αυτός στον θρόνο, στράφηκε στον Ναπολέοντα για βοήθεια. Ο Ναπολέων τον ανάγκασε να παραιτηθεί αιχμαλωτίζοντας τον στο Βαλενσέ για επτά χρόνια. Τον Μάρτιο του 1814, οι σύμμαχοι του αντιγαλλικού συνασπισμού του επέτρεψαν να επιστρέψει στην Μαδρίτη, ενώ ο Ισπανικός λαός κατηγορούσε τις πεφωτισμένες τακτικές των Γαλλόφιλων που επέφεραν τους Ναπολεόντειους πολέμους και επέτρεψε την επάνοδο του Φερδινάνδου στο θρόνο.
Ως βασιλεύς ο Φερδινάνδος εγγυήθηκε το Σύνταγμα και τις ελευθερίες του λαού, αλλά, μόλις μέσα σε τέσσερις εβδομάδες πιεζόμενος από συντηρητικούς κύκλους από τον χώρο της εκκλησίας, άλλαξε διαμετρικά γνώμη και επανέφερε το πατροπαράδοτο Βουρβωνικό δόγμα ότι ο βασιλιάς είναι η προσωποποίηση του κράτους. Οι πόλεμοι στις Ισπανικές αποικίες της Αμερικής, όπου οι επαναστάτες καθοδηγούνταν από τον Σιμόν Μπολιβάρ, ήταν πολύ σκληροί. Το κράτος κατέληξε γρήγορα σε πτώχευση, αφού οι Αμερικάνικες αποικίες αρνούνταν να πληρώσουν φόρους. Στο απολυταρχικό σύστημα που επέβαλε, διοικούσε μια μικρή κλίκα ευνοούμενων υπουργών του, που τους άλλαζε μέσα σε λίγους μήνες, προκαλώντας την οργή τους. Οι μέθοδοί του άρχισαν να προκαλούν δυσπιστία σε όλους. Το 1820, ξέσπασε επανάσταση που απαιτούσε να επανέλθει το Σύνταγμα του 1812, δημιουργήθηκαν ταραχές και τα στρατεύματα του Ραφαέλ Ριέγο συνέλαβαν τον Φερδινάνδο αιχμάλωτο. Στις αρχές του 1823, μετά την Συνέλευση της Βερόνα, η Γαλλία αποφάσισε να επιτεθεί στην Ισπανία, για χάρη, όπως ανέφερε, του εκθρονισμένου βασιλιά της, απόγονου του δικού της μεγάλου βασιλιά Ερρίκου Δ΄. Οι επαναστάτες όρισαν κυβερνήτη τους τον Φερδινάνδο του Κάδιξ. Μετά την μάχη του Τροκαντερό και την πτώση του Κάδιξ, ο Φερδινάνδος επανήλθε στον Ισπανικό θρόνο. Δεν τήρησε τους όρκους που έδωσε ότι θα σεβαστεί το Σύνταγμα και τις λαϊκές ελευθερίες, δολοφονώντας πλήθος επαναστατών. Άρχισε να αλλάζει πάλι υπουργούς μέσα σε λίγους μήνες, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος σωματικά και ψυχικά, είχε γίνει ανίκανος για διοίκηση. Έκανε τέταρτο γάμο με την Μαρία Χριστίνα των δυο Σικελιών, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, ενώ δεν είχε κάνει κανέναν γιο σε κανέναν από τους προηγούμενους γάμους του. Η σύζυγός του προσπαθούσε να τον πείσει να εγκαταλείψει τον Σαλικό νόμο που ίσχυε στην Γαλλία για να ορίσει διάδοχο την κόρη του. Αυτός αρχικά δέχθηκε, αλλά, όταν αρρώστησε, τον πλησίασαν ιερείς υποστηριχτές του αδελφού του, Κάρλος Μαρία, και του ζήτησαν να αλλάξει γνώμη. Τελικά πέθανε χωρίς να πάρει οριστική απόφαση και η σύζυγος του Χριστίνα, ως αντιβασίλισσα της κόρης της Ισαβέλλας Β΄, κατέλαβε τον θρόνο. Ο Κάρλος το αμφισβήτησε με αποτέλεσμα να αντισταθεί δυναμικά και να ξεσπάσουν όλον σχεδόν τον υπόλοιπο αιώνα οι περίφημοι Καρλικοί πόλεμοι.
(β) Ισαβέλλα Β (1833-1868)
Η Ισαβέλλα Β΄ (10 Οκτωβρίου 1830 - 10 Απριλίου 1904) ήταν βασίλισσα της Ισπανίας (1833-1868), μεγαλύτερη κόρη του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδου Ζ΄ από την τέταρτη σύζυγό του Μαρία Χριστίνα των Δύο Σικελιών, ανεψιά του ίδιου, αλλά και της Μαρίας Αντουανέτας. Διαδέχθηκε σε ηλικία τριών ετών τον πατέρα της Φερδινάνδο Ζ, υπό την αντιβασιλεία της μητέρας της, η οποία πίεσε το Ισπανικό Ανώτατο Δικαστήριο να καταργήσει τον Σαλικό νόμο που είχε επιβληθεί στην Ισπανία στις αρχές του 18ου αιώνα με την άνοδο της δυναστείας των Βουρβόνων στην εξουσία. Ζητούσε να επανέλθει ο παλιός νόμος που ίσχυε για πολλούς αιώνες στην Ισπανία. Αυτό έφερε την αντίδραση του θείου της, Καρόλου, που επιζητούσε τον θρόνο, και αντιστάθηκε επτά χρόνια με πολεμικές επιχειρήσεις. Οι οπαδοί του, οι αποκαλούμενοι Καρλιστές, συνέχισαν τις ταραχές όλο τον 19ο αιώνα. Τα δίκαια της Ισαβέλλας παρέμειναν υπό την υποστήριξη του στρατού. Το Ισπανικό Ανώτατο Δικαστήριο εγκατέστησε κοινοβουλευτική κυβέρνηση που κατάργησε τους θρησκόληπτους νόμους, και δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία και την περιουσία των Ιησουιτών, για να βελτιώσει τα οικονομικά της χώρας. Ένα στρατιωτικό κίνημα υπό τον Ιωακείμ Μαρία Λοπέθ οδήγησε τελικά στην ανακήρυξη της Ισαβέλλας βασίλισσας από την ηλικία των 13 ετών. Σε ηλικία 16 ετών την πάντρεψαν με τον ξάδελφο της δούκα Φραγκίσκο της Ασίζης, ο οποίος ήταν ομοφυλόφιλος, κανένα όμως από τα παιδιά τους δεν γνώριζαν ότι αυτός ήταν ο πατέρας τους. Ο διάδοχος, για παράδειγμα, Αλφόνσος ΙΒ΄, πίστευε ότι ήταν γιος ενός από τους σωματοφύλακες της μητέρας του.
Σε όλη την διάρκεια της βασιλείας της περιπλέχθηκε σε συνωμοσίες, ευνόησε ανάξιους στρατηγούς και υπουργούς και επανέφερε τους αντιπαθητικούς φιλοκληρικούς νόμους. Οι μέθοδοι αυτοί, η αυταρχικότητα και η ανικανότητά της την έκαναν εξαιρετικά μισητή στον λαό. Όλα αυτά οδήγησαν στην Επανάσταση του 1868, όπότε μετά από μια μικρή αντίσταση των στρατηγών της, εκθρονίστηκε. Άλλα γεγονότα της βασιλείας της Ισαβέλλας ήταν ο πόλεμος με το Μαρόκο, επαναστατικές εξεγέρσεις στην Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο και πολλές πρόοδοι στα δημόσια έργα, ιδιαίτερα το οδικό δίκτυο, με στόχο να διευκολυνθούν οι εμπορικοί δρόμοι. Μετά την εξορία της (1868), οι Ισπανοί εκμεταλλεύτηκαν τον Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο και βρήκαν ως υποψήφιο μνηστήρα τον Λεοπόλδο των Χοεντσόλερν, τον οποίο αποδοκίμαζε ο Γάλλος Ναπολέων Γ΄, υποστήριζε όμως ο Γερμανός Όττο φον Μπίσμαρκ.
Η Ισαβέλλα εγκαταστάθηκε και ιδιώτευσε στο Παρίσι, αφού χώρισε από τον ομοφυλόφιλο σύζυγο της, μένοντας παρ' όλα αυτά φίλη μαζί του μέχρι τον θάνατο του (1802). Το 1870 παραιτήθηκε από τα δικαιώματα της στον Ισπανικό θρόνο για λογαριασμό του μοναδικού της γιου, Αλφόνσου ΙΒ΄. Μετά την άνοδο του γιου της στον Ισπανικό θρόνο, παρέμεινε στο Παρίσι. Μία φορά επανήλθε, αλλά ο δόλιος χαρακτήρας της την περιέπλεξε σε νέες σκευωρίες και διώχθηκε οριστικά, κάνοντας μόνο σύντομες επισκέψεις. Τις τελευταίες μέρες της ζωής της βρέθηκε αντιμέτωπη με συζυγικά προβλήματα της μικρότερης κόρης της.
(γ) Αμαδαίος Α (1870-1873)
(δ) Αλφόνσος ΙΒ (1874-1885)
Ο Αλφόνσος ΙΒ΄ (Alfonso XII, 28 Νοεμβρίου 1857 - 25 Νοεμβρίου 1885), μοναδικός γιος της βασίλισσας της Ισπανίας Ισαβέλλας Β΄ και του Φραγκίσκου της Ισπανίας, ήταν βασιλιάς της Ισπανίας (1875 - 1885). Πολλές φήμες έλεγαν ότι ο πατέρας του δεν ήταν ο ομοφυλόφιλος πρωτοξάδελφος της μητέρας του, Φραγκίσκος, αλλά ένας από τους σωματοφύλακες της μητέρας του, με πιθανότερο τον Ενρίκε Πουιγμοντό. Όταν η μητέρα του βασίλισσα Ισαβέλλα Β και ο σύζυγος της Φραγκίσκος εγκατέλειψαν, μετά την Επανάσταση του 1868 την Ισπανία, ο μικρός Αλφόνσος συνόδευσε τους γονείς του στο Παρίσι. Στάλθηκε στην Βιέννη να πραγματοποιήσει τις σπουδές του και ανακλήθηκε στο Παρίσι το 1870. Εκεί η μητέρα του απαρνήθηκε τα δικά της δικαιώματα στον θρόνο υπέρ του Αλφόνσου, που κηρύχθηκε μνηστήρας του Ισπανικού θρόνου με το όνομα Αλφόνσος ΙΒ΄, αν και δεν είχε υπάρξει άλλος βασιλιάς με αυτό το όνομα στην ενωμένη Ισπανία, ως συνεχιστής των βασιλείων της Καστίλης και Λεόν.
Το 1873 το Κοινοβούλιο ανακήρυξε την Α΄ Ισπανική Δημοκρατία που κράτησε μόνο 11 μήνες, και καταλύθηκε από τον στρατηγό Μανουέλ Παβία. Η Ισπανία πληττόταν εκείνη την εποχή από τους Πολέμους των Καρλιστών και στα τέλη του 1874 ο Μαρτίνεθ Κάμπος, που εργαζόταν ανοιχτά υπέρ του νεαρού υποψήφιου βασιλιά, κατέλαβε την Σεβίλλη για λογαριασμό του. Το Ισπανικό συμβούλιο δέχτηκε την υποταγή και έβαλε στην ηγεσία του τον σύμβουλο του Αλφόνσου, Αντόνιο Κάνοβας ντελ Καστίγιο. Ο βασιλιάς έφτασε σε λίγες μέρες μεγαλοπρεπώς και σε λίγο όλα τα επαναστατικά κινήματα του δον Κάρλος καταπνίγηκαν. Ο νέος βασιλιάς έγινε συμπαθής στον λαό λόγω της νεότητας του, αλλά η συμπάθεια αυξήθηκε περισσότερο μετά από την συμπαράσταση του στους πληγέντες από την χολέρα και τον σεισμό του 1885. Είχε μοναδικό τρόπο προσωπικής επικοινωνίας με τον λαό και πέθανε σε ηλικία 28 ετών του από φυματίωση.
(ε) Αλφόνσος ΙΓ (1885-1931)
Ο Αλφόνσος ΙΓ΄ (Alfonso XIII, 17 Μαΐου 1886 – 28 Φεβρουαρίου 1941, Alfonso León Fernando María Jaime Isidro Pascual Antonio de Borbón y Habsburgo-Lorena), μεταθανάτιος γιος του βασιλιά της Ισπανίας Αλφόνσου ΙΒ΄ και της Μαρίας Χριστίνας, ήταν βασιλιάς της Ισπανίας μέχρι το 1931. Επί της βασιλείας του, η Ισπανία έχασε όλες τις κτήσεις της στην Αμερικάνικη ήπειρο και τις Φιλιππίνες και ανέχτηκε την δικτατορική διακυβέρνηση του Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα που του κόστισε τον θρόνο. Αναμείχθηκε έντονα στην πολιτική, σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε μεταξύ των ετών 1902 - 1923 ανεβοκατέβηκαν 33 κυβερνήσεις.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και είχε ισχυρές συνδέσεις και με τις δύο πλευρές, προτίμησε να κρατήσει αυστηρή ουδετερότητα. Αργότερα έγινε χρήσιμος, σε διπλωματικό επίπεδο, σχετικά με τους αιχμαλώτους πολέμου και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ τους. Μετά την καταστολή του κινήματος του Ριβέρα οι δημοκρατικοί ανάγκασαν τον Αλφόνσο να προκηρύξει εκλογές που τις κέρδισαν (1930). Με δημοψήφισμα στην συνέχεια τον κήρυξαν έκπτωτο καταργώντας την μοναρχία, ανακηρύσσοντας την Δημοκρατία, και αναγκάζοντας τον Αλφόνσο να εξοριστεί.
Όταν κηρύχθηκε η Β΄ Ισπανική Δημοκρατία (1931) άφησε την Ισπανία και εγκαταστάθηκε σε μεγάλο ξενοδοχείο στην Ρώμη. Η δεύτερη Δημοκρατία διάρκεσε μόνο έξι χρόνια, αφού ο στρατηγός Φραγκίσκο Φράνκο με κίνημα κατάλυσε το 1936 τη δημοκρατία προσπαθώντας να καταλάβει δικτατορικά την εξουσία. Στον Ισπανικό Εμφύλιο (1936 - 1939), οι εθνικιστές υπό τον Φράνκο δήλωσαν ότι δεν τον δέχονται ως βασιλιά (Σεπτ. 1936). Αρχικά πήγε εξόριστος στη Γαλλία, αλλά επέλεξε το γιο του Xουάν, κόμη της Βαρκελώνης, να μπει στην Ισπανία και να έχει συμμετοχή στη επανάσταση. Αλλά κοντά στα Γαλλικά σύνορα ο στρατηγός Μόλα τον συνέλαβε και τον εξόρισε από τη χώρα. Μετά το χάος του τριετούς εμφυλίου, ο Φράνκο που τον είχε κηρύξει ήδη ανεπιθύμητο, κατέλαβε οριστικά την εξουσία (1939) και κυβέρνησε την Ισπανία ως δικτάτορας μέχρι το 1976, όταν η μοναρχία επανήλθε με τον εγγονό του Χουάν Κάρλος.
Στις 15 Ιανουαρίου 1941 παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του στον Ισπανικό θρόνο για λογαριασμό του γιου, Χουάν, πατέρα του Χουάν Κάρλος. Πέθανε στη Ρώμη και θάφτηκε στην Αγία Μαρία του Μονσερράτο, την Ισπανική εκκλησία της Ρώμης, ενώ το 1980 μεταφέρθηκε στο Ελ Εσκοριάλ στην Ισπανία. Ο Αλφόνσος έγινε προστάτης των γραμμάτων, των τεχνών, του τουρισμού, και το πιο αξιοσημείωτο, του αθλητισμού. Η ανάγκη του για την φιλοξενία των καλεσμένων στο γάμο του, τον οδήγησε στην κατασκευή του πολυτελούς Hotel Palace στη Μαδρίτη. Υποστήριξε, επίσης, τη δημιουργία ενός δικτύου κρατικών καταλυμάτων (Parador) σε ιστορικά κτίρια της Ισπανίας. Η αγάπη του για το άθλημα του ποδοσφαίρου, τον οδήγησε στο να θέσει υπό την αιγίδα του πολλούς «Βασιλικούς» ποδοσφαιρικούς συλλόγους, με πρώτη την Ρεάλ Κλουμπ Ντεπορτίβο ντε Λα Κορούνια το 1907. Έπειτα ακολούθησαν αρκετές άλλες, με κύριες τις Ρεάλ Μαδρίτης, Ρεάλ Σοσιεδάδ, Ρεάλ Μπέτις, Ρεάλ Ουνιόν και Ρεάλ Σαραγόσα, πολλές από τις οποίες είναι ενεργές μέχρι σήμερα.
Μετά την διάλύση του μεσαιωνικού χαγανάτου των Ρως που ιδρύθηκε το 830 και κυβερνήθηκε από τους Ρουρικίδες, απογόνους του χαγάνου Ρούρικ (862-879), μέχρι το 1150, η Ρωσία κατακερματίστηκε σε πολλές μικρές ανεξάρτητες ηγεμονίες. Το 1328 ο Ρουρικίδης Ιβάν Α πήρε τον τίτλο «Μέγας Δούκας της Μόσχας», διεκδικώντας για τον εαυτό του κάποιο βαθμό υπεροχής έναντι των άλλων τοπικών ηγεμόνων. Τον τίτλο αυτό διατήρησαν στα επόμενα χρόνια οι διάδοχοί του Ρουρικίδες ηγεμόνες του δουκάτου της Μόσχας, μέχρι τα χρόνια του Ιβάν Γ, ο οποίος για πρώτη φορά πήρε τον τίτλο «Μέγας Πρίγκιπας πασών των Ρωσιών».
(α) Ιβάν Γ΄ ο Μέγας (1462-1505)
Ο Ιβάν (Ιωάννης) Γ΄ Βασίλιεβιτς (Иван III Васильевич, 22 Ιανουαρίου 1440 – 27 Οκτωβρίου 1505), ο επονομαζόμενος Μέγας, γιος του Βασιλείου Β΄ του Τυφλού και της Μαρίας Γιαρόσλαβνα του Μπορόβσκ, ήταν Μέγας Πρίγκιπας της Μόσχας και «Μέγας Πρίγκιπας πασών των Ρωσιών». Ανέβηκε στο θρόνο του δουκάτου του μετά από αρκετές αναμετρήσεις, πολλές φορές αιματηρές, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του πατέρα του στους δυναστικούς αγώνες με τα αδέλφια και τα ξαδέρφια του, κατά τους οποίους ο πατέρας του αιχμαλωτίστηκε προσωρινά και τυφλώθηκε από τους αντιπάλους του. Η πολιτική του να συνενώσει, άλλοτε με ειρηνικά μέσα μέσω διαπραγματεύσεων, και άλλοτε δια της βίας, τα μέχρι τότε διάσπαρτα ανεξάρτητα πριγκιπάτα και δουκάτα της Ρωσίας, είχε ως αποτέλεσμα να τριπλασιάσει τα εδάφη της ηγεμονίας του. Ανοικοδόμησε το Κρεμλίνο και τη Μόσχα και έβαλε τα θεμέλια του ρωσικού κράτους.
Ο Ιβάν νυμφεύθηκε τη Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα και μέσω του γάμου αυτού διακήρυξε ότι είναι ο νόμιμος κληρονόμος των δικαιωμάτων επί του βυζαντινού θρόνου. Διακήρυξε ότι μεταξύ άλλων κληρονομεί και το δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων, τον οποίο έκανε θυρεό δικό του και του νεοσύστατου βασιλείου του. Ο δικέφαλος αετός αντικαταστάθηκε από το σφυροδρέπανο επί σοβιετικού καθεστώτος και αποκαταστάθηκε σε εθνόσημο της Ρωσίας, όταν αυτό κατέρρευσε. Επίσης ο Ιβάν ανακήρυξε τη Μόσχα Τρίτη Ρώμη, αφού η Κωνσταντινούπολη, η Δεύτερη Ρώμη, όπως είχε χαρακτηρισθεί επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, βρισκόταν ήδη υπό οθωμανική κατοχή. Διακήρυξε ακόμα ότι τα πρωτεία του Οικουμενικού πατριαρχείου περιέρχονται στην αρχιεπισκοπή της Μόσχας, που πολύ αργότερα αναβαθμίσθηκε σε πατριαρχείο. Από τότε ξεκίνησε και η διαμάχη για τα πρωτεία μεταξύ των δύο πατριαρχείων. Με την προτροπή της συζύγου του Σοφίας Παλαιολογίνας, έλαβε τον τίτλο του καίσαρα (caesar), που είχαν τα άρρενα τέκνα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, τίτλος που, με τη ρωσική γλωσσική παραφθορά, έγινε τσάρος. Η Σοφία Παλαιολογίνα εισήγαγε και όλο το βυζαντινό τυπικό στο παλάτι του συζύγου της.
Η Σοφία και ο Ιβάν επιδίωξαν να μεταβάλουν τη Μόσχα από ξύλινη παραγκούπολη γύρω από τον ποταμό Μοσκβά, που ήταν τότε, σε μεγαλούπολη, ικανή να γίνει διάδοχος της Κωνσταντινούπολης. Για το σκοπό αυτό μετακάλεσαν στη Μόσχα διάσημους Ιταλούς αρχιτέκτονες, που ανοικοδόμησαν το Κρεμλίνο ανεγείροντας μέσα στο χώρο του περίβλεπτες εκκλησίες και παλάτια. Έτσι το καθεστώς της άλλοτε Μοσχοβίας υπό τον Ιβάν Γ΄ μεταβλήθηκε ουσιαστικά σε βασίλειο και έλαβε περισσότερο αυταρχική μορφή. Σε τούτο συνέβαλαν και οι άλλοτε άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, που είχαν ακολουθήσει τη Σοφία στη Μόσχα, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να δουν τη βυζαντινή Αυτοκρατορία να αναγεννιέται στη Μόσχα. Με την παρότρυνση της συζύγου του Σοφίας, κατόρθωσε να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό και να απελευθερωθεί από τον χάνο Αχμέτ των Τατάρων, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής. Περιόρισε κατά πολύ τις εξουσίες της αριστοκρατικής τάξης της Ρωσίας, τους επιλεγόμενους Βογιάρους.
Η Σοφία Παλαιολογίνα έδωσε μεγάλο αγώνα για να διασφαλίσει τα δικαιώματα του πρωτότοκου γιου της Βασίλι στο θρόνο του πατέρα του, και τούτο γιατί ο Ιβάν είχε ένα γιο, τον Ιβάν Ιβάνοβιτς από την πρώτη του σύζυγό, την Μαρία του Τβερ. Ο Ιβάν ο νεότερος όμως πέθανε από ποδάγρα σε νεαρή ηλικία και για το θάνατό του κατηγορήθηκαν αδίκως από τους Βογιάρους τόσο η μητριά του Σοφία όσο και ο πατέρας του Ιβάν, ότι δήθεν τον δηλητηρίασαν. Ο Ιβάν άφησε ένα άλο γιο, τον Ντμίτρι, που είχε αποκτήσει με τη σύζυγό του, Ελένη Στεπάνοβνα της Βλαχίας. Έτσι άρχισε ένας αδυσώπητος αγώνας μεταξύ της Σοφίας και της Ελένης, για το ποιας γιος θα διαδεχόταν τον Ιβάν Γ΄. Τελικά, μετά από πολλές διακυμάνσεις και περιπέτειες, επικράτησε η Σοφία και ο γιος της Βασίλι, που τον διαδέχθηκε. Όσο για την Έλενα και το γιο της Ντμίτρι, αυτοί είχαν οικτρό τέλος αφήνοντας την τελευταία τους πνοή στη φυλακή. Παρά το μεγαλεπήβολο έργο του, ο Ιβάν πέθανε αγνοημένος από τους συμπατριώτες του, που τον θεωρούσαν συντηρητικό, χαρακτηρίζοντάς τον ακόμα και δειλό. Όμως η Ιστορία τον αναγνώρισε ως Μεγάλο, γιατί κατόρθωσε να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό και να συνενώσει τις διάσπαρτες ηγεμονίες και ανεξάρτητα δουκάτα σε μια αυτόνομη, κυρίαρχη και ενωμένη Ρωσία.
(β) Βασίλειος Γ΄ Ιβάνοβιτς (1505-1533)
Ο Βασίλι Γ΄ Ιβάνοβιτς (Василий III Иванович, 25 Μαρτίου 1479 - 3 Δεκεμβρίου 1533), γιος του Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας και της Σοφίας Παλαιολογίνας, ήταν Μέγας Πρίγκιπας της Μόσχας από το 1505 έως το 1533. Ζήτησε από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Θεόληπτο A΄, να του αποστείλει έναν λόγιο Έλληνα για να τακτοποιήσει τα ελληνικά χειρόγραφα της βασιλικής βιβλιοθήκης και να μεταφραστούν κάποια βιβλία στη σλαβονική (παλαιοσλαβική και εκκλησιαστική γλώσσα) με βάση τα ελληνικά πρότυπα. Το έργο αυτό ανατέθηκε στον Μάξιμο τον Γραικό και δύο συνασκητές του, τον Νεόφυτο και τον Λαυρέντιο. Επεδίωξε να καταστείλει την προσπάθεια ανεξαρτησίας των Βογιάρων με φοβερές μεθόδους και προσάρτησε στη χώρα του τα κράτη του Πσκοβ, του Ριαζάν, του Στάροτουμπ και Νόβγκοροντ. Στη διάρκεια της βασιλείας του αγωνίστηκε συχνά εναντίον των Τατάρων της Κριμαίας, τους οποίους επεδίωξε να αντιμετωπίσει όχι μόνο στον στρατιωτικό αλλά και στον εμπορικό τομέα.
(γ) Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός (1533-1584)
Ο Ιβάν (Ιωάννης) Δ΄ Βασίλιεβιτς, επιλεγόμενος Τρομερός (Ива́н IV Гро́зный), γιος του Μεγάλου Δούκα της Μοσχοβίας Βασιλείου Γ΄ και της Έλενας Γκλίνσκαγια, υπήρξε ο πρώτος τσάρος του Βασιλείου της Ρωσίας. Μέσω του πατέρα του ήταν δισέγγονος του Θωμά Παλαιολόγου, Δεσπότη του Μυστρά και αδελφού του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου.
Πρωταρχικός στόχος του Ιβάν στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν να ισχυροποιήσει την τσαρική εξουσία σε μια κοινωνία, όπου η κεντρική διοίκηση και ο συγκεντρωτισμός αποτελούσαν άγνωστες έννοιες, αφού είχαν περάσει πέντε αιώνες από την κατάρρευση του Κράτους των Ρως, κατά τους οποίους οι ρώσοι ήταν διασπασμένοι σε μικρά αυτοδιοικούμενα κρατίδια. Για το σκοπό αυτό προέβη σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως η Σύνοδος των επαρχιών (1549), μόνιμο αντιπροσωπευτικό και νομοθετικό σώμα, όπου συμμετείχαν βογιάροι ευγενείς, ανώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, μέλη της Ιεράς Συνόδου και εκπρόσωποι των εμπόρων και κατοίκων των πόλεων, οι Στρέλτσι (1550), ένα επίλεκτο επαγγελματικό στρατιωτικό σώμα, η Αναθεώρηση του νομικού κώδικα του Ιβάν Γ΄ (1550), με την οποία εισάχθηκε ο θεσμός της εκλογής λαϊκών δικαστών από τις κοινότητες και το δικαίωμα του χωρικού να εγκαταλείψει το φεουδάρχη - αφέντη του και ο Συνοδικός Κώδικα για τις σχέσεις κράτους - εκκλησίας. Με την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεών του, ο Ιβάν έστρεψε το βλέμμα του προς νέα εδάφη. Κατέλυσε και προσάρτησε τα ταταρικά βασίλεια (χανάτα) του Βόλγα, το Χανάτο του Καζάν, το Χανάτο του Άστραχαν, τη Λιβονία (χαλαρή πολυφυλετική ομοσπονδία στη σημερινή Εσθονία, 1558), ενώ ταυτόχρονα ίδρυσε την πόλη - λιμάνι του Αρχαγγέλου στον Αρκτικό Ωκεανό.
Η απόπειρα επέκτασης στη Βαλτική ήταν η πρώτη αποτυχία του Ιβάν, που βρέθηκε αντιμέτωπος, το 1560, με τέσσερις δυνάμεις της ΒΑ Ευρώπης (Σουηδία, Δανία, Πολωνία, Λιθουανία). Την ίδια χρονιά πέθανε η βασίλισσα Αναστασία, που ο Ιβάν υποψιαζόταν ότι την δηλητηρίασαν κάποιοι βογιάροι. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο τσάρος άλλαξε πρόσωπο. Με μαζικές εκκαθαρίσεις κατάφερε να δημιουργήσει μια νέα και υπάκουη ολιγαρχία, η οποία αποτελούταν από άνδρες που έπαιρναν τον τίτλο του βογιάρου κατ' απονομήν, χάρη στην πίστη τους στο θρόνο. Την τριετία 1579 - 1581 το ρωσικό βασίλειο έφτασε κοντά στην πλήρη κατάρρευση, αφού οι Τάταροι του Χανάτου της Κριμαίας λεηλάτησαν τη Μόσχα το 1579 (αφού την είχαν κάψει συθέμελα εννέα χρόνια νωρίτερα), ο πολωνο-λιθουανικός στρατός ισοπέδωσε μια σειρά πόλεων στα βορειοδυτικά και πολιόρκησε το Πσκοβ, ενώ οι Σουηδοί κατέλαβαν τη Νάρβα (1581). Ο Ιβάν αναγκάστηκε σε συνθηκολόγηση (1581 - 1582), αποκηρύσσοντας τις βαλτικές διεκδικήσεις του. Μοναδική αναλαμπή στην τελευταία περίοδο του Ιβάν του Τρομερού ήταν η έναρξη της προσπάθειας για επέκταση πέρα από τα Ουράλια, που έμεινε στην ιστορία ως Κατάκτηση της Σιβηρίας (1579-1581).
Ο Ιβάν πέθανε στις 28 Μαρτίου 1584, σε ηλικία 54 ετών, πιθανώς δηλητηριασμένος από τους αυλικούς του. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Φιοντόρ, ο οποίος έπασχε από νοητική υστέρηση. Πραγματικός κυβερνήτης της χώρας μετά το θάνατό του ήταν ο Μπορίς Γκοντούνοφ. Η εικόνα του Ιβάν περιγράφεται στην κινηματογραφική ταινία Ιβάν ο Τρομερός του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1944) που θεωρείται ως μία από τις κορυφαίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
(δ) Φιοντόρ Α΄ Ιβάνοβιτς (1584-1598)
Ο Φιόντορ (Θεόδωρος) Α΄ (Фёдор I Иоаннович, 11 Μαΐου 1557 - 17 Ιανουαρίου 1598), γιος του τσάρου Ιβάν Δ΄ και της Αναστασίας Ρομάνοβνα, τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου, έχει μείνει στην ιστορία με το προσωνύμιο «Κωδωνοκρούστης», εξαιτίας της εμμονής του να περιδιαβαίνει τα ρωσικά εδάφη και να κτυπά όποια καμπάνα έβρισκε στο δρόμο του. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν τριών ετών. Η πνευματική του ανάπτυξη ήταν πολύ χαμηλή και οι περισσότεροι σύγχρονοί του τον περιγράφουν ως διανοητικά καθυστερημένο. Παρ' όλα αυτά διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1584, δεδομένου ότι τέσσερα χρόνια νωρίτερα ο Ιβάν σε μια κρίση θυμού είχε σκοτώσει ακουσίως τον πρωτότοκο γιο του. Ως τσάρος δεν έδειξε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον για τα πολιτικά. Περνούσε τον καιρό του αφοσιωμένος μόνο στην προσευχή, ενώ άφησε την ευθύνη της διακυβέρνησης στον κουνιάδο του Μπορίς Γκοντούνοφ. Ήταν παντρεμένος με την Ιρίνα Γκοντουνόβα. Η μοναχοκόρη τους Θεοδοσία πέθανε πριν κλείσει τα δύο της χρόνια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διάδοχος μετά το θάνατό του στις 17 Ιανουαρίου 1598. Με τον θάνατό του έληξε η περίοδος της Δυναστείας των Ρουρικιδών που κυβέρνησε τη Ρωσία επί επτά αιώνες (από την εποχή του χαγάνου Ρούρικ 862-879) και ξεκίνησε μια σύντομη περίοδος χάους, γνωστή ως Εποχή των Αναστατώσεων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του ως αγίου στις 7 Ιανουαρίου.
(α) Μπορίς Γκοντούνοφ (1598-1605)
Ο Μπορίς Φιοντόροβιτς Γκοντούνοφ (Бори́с Фёдорович Годуно́в) ήταν ο πρώτος μη ρουρικίδης τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου. Η περίοδος της βασιλείας του χαρακτηρίζεται από την είσοδο της χώρας στην Εποχή των Αναστατώσεων. Η οικογένεια των Γκοντούνοφ καταγόταν από Τατάρους ευγενείς, οι οποίοι στις αρχές του 14ου αιώνα εγκατέλειψαν τη Χρυσή Ορδή και έλαβαν γη από τους μοσχοβίτες στην Κοστρομά, ανατολικά της Μόσχας. Ως επιφανέστερος απόγονος της οικογένειας, ο Μπορίς ξεκίνησε την καριέρα του από τα εφηβικά του χρόνια, στην Αυλή του Ιβάν Δ του Τρομερού. Το 1571 εντάχθηκε στους Οπρίτσνικους, μια αδίστακτη παραστρατιωτική ομάδα που συγκρότησε ο ίδιος ο Ιβάν για να εξολοθρεύσει τους βογιάρους που αντιδρούσαν στο συγκεντρωτισμό του. Σύντομα ο Ιβάν ανέπτυξε στενή σχέση με το Γκοντούνοφ, πράγμα που αποδείχθηκε με την επιλογή της αδελφής του Ιρίνα ως συζύγου του διαδόχου Φιοντόρ το 1580, καθώς και την απονομή στον ίδιο του αξιώματος του «βογιάρου». Λίγες ώρες πριν εκπνεύσει, ο Ιβάν ο Τρομερός κάλεσε τους πέντε πλέον έμπιστους βογιάρους (μεταξύ των οποίων και τον Γκοντούνοφ) και τους ανέθεσε να σταθούν δίπλα στο διανοητικά καθυστερημένο Φιοντόρ, που αναλάμβανε τις τύχες του βασιλείου. Με την ενθρόνιση του τελευταίου (31 Μαΐου 1584) ο Γκοντούνοφ έγινε ο δεύτερος της επιτροπής αντιβασιλείας. Πήρε όμως τα άτυπα πρωτεία τον Αύγουστο του ιδίου έτους, όταν πέθανε ο Νικίτα Ρομανόβιτς, θείος του Φιόντορ από τη μεριά της μητέρας του.
Η ανέλιξη του Μπορίς Γκοντούνοφ στη θέση του πραγματικού κυβερνήτη της Ρωσίας ενόχλησε διάφορους άλλους βογιάρους, οι οποίοι προσπάθησαν να χωρίσουν τον τσάρο από την αδελφή του. Ο Μπορίς απάντησε άμεσα με εκτόπιση ή «ξύρισμα» (ισοδυναμούσε με έκπτωση από τα αξιώματα) των διαφωνούντων. Από εκείνη τη στιγμή ήταν πια παντοδύναμος. Αντιμέτωπος με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που σώρευσε η διακυβέρνηση του Ιβάν, πέρασε το 1587 μια μεταρρύθμιση που περιόριζε την κινητικότητα των αγροτών. Σκοπός των μέτρων ήταν να αναζωογονήσει την αγροτική παραγωγή, τελικά όμως οδήγησαν στην εγκαθίδρυση σκληρής δουλοπαροικίας.
Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίσθηκε από σύνεση, μετριοπάθεια και εξωστρέφεια. Κάλεσε Άγγλους εμπόρους να αναπτύξουν δραστηριότητα στη Ρωσία, απαλλάσσοντάς τους από δασμούς. Αναβάθμισε την Αρχιεπισκοπή Μόσχας σε Πατριαρχείο, μια κίνηση με μεγάλη πολιτική σημασία, αφού το νέο πατριαρχείο ήταν «ελεύθερο» σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που βρίσκονταν υπό την κατοχή των Οθωμανών. Σταθεροποίησε τον ρωσικό έλεγχο στα ΒΑ και ΝΑ εδάφη, ιδρύοντας μια σειρά φρουρίων και πόλεων (Σαμάρα, Σαράτοφ, Βορόνεζ, Τσαρίτσιν) για να ελέγξει τα απείθαρχα φιννικά και ταταρικά φύλα. Σε διεθνές επίπεδο, ανέκτησε με πόλεμο (1590 - 1595) τις πόλεις της ΒΔ Ρωσίας που είχε απολέσει ο Ιβάν από τους Σουηδούς μετά την αποτυχημένη εισβολή στη Λιβονία. Απέναντι στην Υψηλή Πύλη ακολούθησε πολιτική λελογισμένου ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας τα αντιτουρκικά στοιχεία στο (παραδοσιακά τουρκόφιλο) Χανάτο της Κριμαίας. Ξανάρχισε επίσης την προσπάθεια κατάκτησης της Σιβηρίας που είχε ατονήσει και έβαλε τις βάσεις για νέους οικισμούς πέραν των Ουραλίων.
Ο Φιοντόρ πέθανε τον Ιανουάριο του 1598 χωρίς να αφήσει διάδοχο, ενώ και η μοναχοκόρη του Φιοντοσούγια είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Τον Φεβρουάριο συγκλήθηκε η Σύνοδος των Επαρχιών και ο Γκοντούνοφ ενθρονίστηκε ως «Τσάρος Μπορίς Α' πασών των Ρωσιών». Τα πρώτα από τα λιγοστά χρόνια της βασιλείας του χαρακτηρίσθηκαν από πρόοδο και υψηλή λαϊκή αποδοχή. Αντιλαμβανόμενος το βαθμό καθυστέρησης της χώρας του σε σύγκριση με τη Δύση, υλοποίησε σημαντικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ήταν ο πρώτος τσάρος που μετακάλεσε δυτικούς καθηγητές να διδάξουν στη Ρωσία και ενθάρρυνε Ρώσους νέους να σπουδάσουν σε δυτικά πανεπιστήμια. Συνέχισε επίσης τις προσπάθειες για ενδυνάμωση των εμπορικών δεσμών που είχε ξεκινήσει ο ίδιος επί Φιοντόρ. Καλλιέργησε φιλικές σχέσεις με την παραδοσιακή αντίπαλο Σουηδία και προσπάθησε (έστω και ανεπιτυχώς) να αποκτήσει έξοδο στη Βαλτική με ειρηνικά μέσα. Παρόλα όμως τα χαρίσματα και τη διορατικότητά του, ο Μπορίς διαπνεόταν από καχυποψία που δημιούργησε την έμμονη ιδέα πως όλοι ήταν εν δυνάμει συνωμότες. Πολλοί αθώοι υπέφεραν διωγμούς εξαιτίας συγκεχυμένων ή αβάσιμων πληροφοριών, που του διοχέτευε ένα μεγάλο προσωπικό δίκτυο πληροφοριοδοτών. Το 1603 εμφανίσθηκε στην Πολωνία κάποιος που υποστήριζε ότι είναι ο Δημήτριος, ο γιος του Ιβάν, που δήλωνε ότι θα επιστρέψει για να πάρει πίσω το θρόνο που σφετερίστηκε ο Μπορίς. Ο «Ψευδοδημήτριος» πέρασε τα σύνορα επικεφαλής ενός μικρού στρατού μισθοφόρων, Κοζάκων και Ρώσων εξόριστων, ο οποίος στην πορεία γιγαντώθηκε στρατολογώντας κάθε μορφής απελπισμένους από τα μέρη που περνούσε. Η κατάσταση είχε πια εκτραχυνθεί και ο Μπορίς Γκοντούνοφ ήταν παντελώς μόνος. Τα δύο τελευταία χρόνια της βασιλείας του αναλώθηκε στην απόπειρα διαχείρισης μιας πραγματικότητας, που ήταν αδύνατο να ελεγχθεί. Τελικά βρήκε το θάνατο από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 23 Απριλίου 1605. Η ζωή του ενέπνευσε τον εθνικό ποιητή της Ρωσίας Αλ. Πούσκιν να συνθέσει το έμμετρο δράμα «Μπορίς Γκοντούνοφ». Τον διαδέχθηκε ο δεκαεξάχρονος γιος του Φιοντόρ Μπορίσοβιτς, αλλά η βασιλεία του διήρκεσε μόνο δυόμισι μήνες.
(β) Φιοντόρ Β΄ Μπορίσοβιτς (1605)
Ο Φιοντόρ (Θεόδωρος) Μπορίσοβιτς Γκοντούνοφ (Фёдор Борисович Годуно́в) υπήρξε τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου ως Φιοντόρ Β΄ κατά την Εποχή των Αναστατώσεων, διαδεχόμενος τον πατέρα του Μπορίς. Μητέρα του ήταν η Μαρία Σκουράτοβα. Γεννημένος το 1589 στη Μόσχα, την περίοδο που ο πατέρας του ήταν αντιβασιλέας του Φιοντόρ Α΄, ο Φιοντόρ Γκοντούνοφ ξεχώριζε για τη μόρφωσή του και λέγεται ότι ήταν ο πρώτος ρώσος που έφτιαξε χάρτη της χώρας του. Από μικρό παιδί παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς όλη την κυβερνητική δραστηριότητα του πατέρα του, ακόμα και κλειστές συναντήσεις ή διαπραγματεύσεις με ξένες δυνάμεις. Όταν ο Μπορίς Γκοντούνοφ πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο, ο δεκαεξάχρονος Φιοντόρ στέφθηκε τσάρος (23 Απριλίου 1605). Δεν πρόλαβε όμως να κυβερνήσει, αφού στα τέλη Ιουνίου τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό από βογιάρους που υποστήριζαν τον Ψευδοδημήτριο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, στραγγαλίστηκε μαζί με τη μητέρα του.
(γ) Δημήτριος Β΄ (1605-1606)
Ο Δημήτριος Β΄ (1581 - 27 Μαΐου 1606) ήταν τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου κατά την Εποχή των Αναστατώσεων. Κυβέρνησε τη χώρα για ένα χρόνο, από τον Ιούλιο του 1605 έως το Μάιο του 1606. Έχει μείνει στην ιστορία ως Ψευδοδημήτριος Α΄, διότι ουδέποτε υπήρξε το πρόσωπο που υποστήριζε πως είναι. Για την πραγματική του ταυτότητα η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα. Μετά το θάνατό του εμφανίσθηκαν ακόμη δύο απατεώνες που υποστήριζαν το ίδιο για τους εαυτούς τους, οι οποίοι όμως δεν έγιναν τσάροι. Το 1600-1601 ο Ψευδοδημήτριος έκανε την πρώτη εμφάνισή του στη Μόσχα, υποστηρίζοντας ότι είναι ο χαμένος Δημήτριος, γιος του Ιβάν του Τρομερού, και μετά το θάνατο του αδελφού του Φιοντόρ ήλθε για να πάρει το θρόνο από το «σφετεριστή Μπορίς». Στο σχόλιο ότι όλοι τον θεωρούσαν νεκρό, προέβαλε το μύθευμα ότι οι εντεταλμένοι δολοφόνοι του σκότωσαν λάθος άτομο στο Ούγκλιτς, αφού αυτός είχε ήδη φυγαδευτεί από τη μητέρα του αρχικά σε μοναστήρια και αργότερα στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα ο Δημήτριος είχε πεθάνει το 1591 στο Ούγκλιτς σε ηλικία εννέα ετών, είτε δολοφονημένος από ανθρώπους του Μπορίς που δεν ήθελε να υπάρχει διάδοχος, ώστε να γίνει ο ίδιος τσάρος όταν θα πέθαινε ο Φιοντόρ, είτε αυτοτραυματισμένος κατά τη διάρκεια επιληπτικής κρίσης. Ακόμα όμως και ο αληθινός Δημήτριος δε θα μπορούσε να διεκδικήσει το στέμμα υπό ομαλές συνθήκες, αφού ήταν τέκνο του Ιβάν από τον έβδομο γάμο του και ο νόμος αναγνώριζε ως πρίγκηπες μόνο όσους προέρχονταν από τους τρεις πρώτους.
Όπως είναι φυσικό, η ιστορία του Ψευδοδημήτριου δεν έγινε πιστευτή. Μπροστά στον κίνδυνο της σύλληψής του ως απατεώνα διέφυγε στο Οστρόγκ, στα σημερινά ουκρανο-πολωνικά σύνορα. Εκεί συναντήθηκε με τον ίδιο το βασιλέα Ζίγκμουντ Γ΄ της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, ο οποίος αρνήθηκε μεν να του προσφέρει ανοικτά βοήθεια, αλλά υποστήριξε τη «νομιμότητά» του ως διαδόχου. Ασπάσθηκε τον καθολικισμό, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη των πανίσχυρων Ιησουϊτών Ιπποτών της Πολωνίας και του νούντσιου Ραγκόνι. Μνηστεύθηκε μια τοπική αριστοκράτισσα, τη Μαρίνα Μνίσεχ, δημιουργώντας δεσμούς αίματος με την πολωνική ελίτ. Μετά από αυτά ο Ψευδοδημήτριος κατάφερε να συγκεντρώσει στρατό 3.500 ανδρών, με τον οποίο εισέβαλε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1604. Οι «επαναστάτες» έδωσαν δύο σημαντικές μάχες με το ρωσικό στρατό. Νίκησαν στην πρώτη, καταλαμβάνοντας μια σειρά πόλεων της δυτικής Ρωσίας, αλλά έχασαν τη δεύτερη (Απρίλιος 1605) με βαριές απώλειες. Τότε ο Μπορίς πέθανε από εγκεφαλικό και ο ρωσικός στρατός διαλύθηκε. Έτσι ο Ψευδοδημήτριος εισήλθε θριαμβευτικά στη Μόσχα στις 20 Ιουνίου, ενώ οι συνεργάτες του βογιάροι είχαν ήδη φυλακίσει το νόμιμο διάδοχο Φιοντόρ Γκοντούνοφ. Η στέψη του ως τσάρου με την ονομασία Δημήτριος Β΄ έγινε ένα μήνα μετά, στις 21 Ιουλίου.
Η πρώτη κίνηση του νέου τσάρου ήταν να εδραιώσει την εξουσία του. Εξολόθρευσε όλους τους Γκοντούνοφ εκτός από τη νεαρή πριγκίπισσα Ξένια, την οποία έκανε παλλακίδα του. Αποκατέστησε όσες βογιαρικές οικογένειες είχαν θιγεί από τον Μπoρίς (Ρομανόφ, Σούισκι, Γκαλίτσιν). Επισκέφθηκε τη Μαρία Ναγκάγια, μητέρα του πραγματικού Δημητρίου, η οποία τον αναγνώρισε δημόσια ως το «χαμένο» γιο της. Το ίδιο έπραξε ο Βασίλι Σούισκι, ο ανακριτής στην υπόθεση του θανάτου του πραγματικού Δημητρίου. Σε διεθνές επίπεδο ο Ψευδοδημήτριος οραματιζόταν μία συμμαχία με την (καθολική) Πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία και την Αγία Έδρα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό προκάλεσε υποψίες τόσο στο Πατριαρχείο και τους βογιάρους όσο και στον απλό λαό, ότι εξυφαινόταν σχέδιο εκκαθολικισμού της Ρωσίας. Οι φήμες που προϋπήρχαν έγιναν βεβαιότητα όταν τελέσθηκε ο γάμος του νέου τσάρου με την Πολωνή μνηστή του Μαρίνα (8 Μαΐου 1606), χωρίς προηγουμένως η τελευταία να βαπτιστεί ορθόδοξη. Οι ίδιοι άνθρωποι που τον ανέβασαν στο θρόνο, ζητούσαν πλέον την κεφαλήν του επί πίνακι. Το πρωί της 27ης Μαΐου ένα μεγάλο πλήθος, καθοδηγούμενο από το Βασίλι Σούισκι, εισέβαλε στο Κρεμλίνο. Έντρομος ο Ψευδοδημήτριος πήδηξε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του, όμως έσπασε το πόδι του από την πτώση και εκτελέσθηκε επί τόπου. Στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο επικεφαλής της εξέγερσης ως Βασίλειος Δ΄.
(δ) Βασίλειος Δ΄ Σούισκι (1606-1610)
Ο Βασίλειος Δ΄ Σούισκι (Василий IV Шуйский, 1552 - 22 Σεπτεμβρίου 1612) ήταν τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου κατά την Εποχή των Αναστατώσεων. Κατέλαβε το θρόνο το 1606 ως επικεφαλής ένοπλης στάσης εναντίον του τσάρου Δημήτριου Β (Ψευδοδημήτριου). Ο Βασίλειος ήταν γιος του Ιβάν Σούισκι, ανώτατου πρίγκιπα του Νίζνι Νόβγκοροντ με μακρινή ρουρικιδική προέλευση. Ως νεαρός Βογιάρος στάλθηκε στη Μόσχα και εντάχθηκε στην αυλή του Ιβάν του Τρομερού μαζί με τον αδελφό του Δημήτριο. Με τον καιρό ο ρόλος των δύο αδελφών (που λειτουργούσαν πάντα από κοινού) στο παλάτι αναβαθμίσθηκε και ήταν παρόντες σε όλα τα κρίσιμα γεγονότα και τις συνωμοσίες που ακολούθησαν το θάνατο του Ιβάν.
Το 1591 ο τσάρος Φιοντόρ Α΄ (ο Κωδωνοκρούστης) έστειλε τον Βασίλειο στο Ούγκλιτς ως μυστικό ανακριτή για το θάνατο του εννιάχρονου Δημητρίου Ιβάνοβιτς, γιου του Ιβάν του Τρομερού από τον έβδομο γάμο του. Γνωμάτευσε ότι ο μικρός αυτοτραυματίσθηκε θανάσιμα κατά τη διάρκεια επιληπτικής κρίσης, παρά τη φημολογία ότι επρόκειτο για δολοφονία κατ' εντολήν του αντιβασιλέα Μπορίς Γκοντούνοφ, ο οποίος (κατά τις φήμες) ήθελε να εξολοθρεύσει τους μοσχοβίτες ρουρικίδες πρίγκιπες για να προκύψει κενό εξουσίας και να ανέλθει ο ίδιος στο θρόνο, όταν θα πέθαινε ο Κωδωνοκρούστης. Ο Μπορίς Γκοντούνοφ έγινε πράγματι τσάρος το 1598, αλλά απεβίωσε από εγκεφαλικό επεισόδιο επτά χρόνια αργότερα. Την ίδια περίοδο ο στρατός ενός πολωνοτραφούς απατεώνα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν ο Δημήτριος Ιβάνοβιτς, πορευόταν προς τη Μόσχα ζητώντας το στέμμα. Ο Βασίλειος τάχθηκε με το μέρος του «Ψευδοδημήτριου», νομιμοποιώντας το μύθευμα του τελευταίου ότι το πτώμα που είχε βρεθεί μαχαιρωμένο δεν ανήκε στο Δημήτριο Ιβάνοβιτς αλλά σε κάποιο παιδάκι που του έμοιαζε. Αφού ο σφετεριστής ανήλθε στο θρόνο (1605) με τη βοήθειά του, ο Βασίλειος άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του. Σύντομα ανακάλεσε τη δήλωση που είχε κάνει, βεβαιώνοντας ότι ο πραγματικός Δημήτριος ήταν νεκρός από το 1591. Τον Μάιο του 1606, εκμεταλλευόμενος τη μάλλον βάσιμη υποψία του ρωσικού λαού ότι ο νέος τσάρος ήταν πιόνι της Πολωνο-λιθουανικής Κοινοπολιτείας και σκόπευε να εκκαθολικίσει τη χώρα, ο Βασίλειος Σούισκι ηγήθηκε εισβολής στο Κρεμλίνο που έληξε με την εν θερμώ εκτέλεση του Ψευδοδημητρίου. Δύο ημέρες αργότερα ανακηρύχθηκε τσάρος με την ονομασία Βασίλειος Δ΄.
Η θητεία του κράτησε τέσσερα χρόνια εν μέσω του γενικευμένου χάους που χαρακτήρισε ολόκληρη την Εποχή των Αναστατώσεων. Ο μοναδικός ίσως λόγος που δεν τον εκθρόνισαν ήταν η δημοφιλία του ηρωικού εξαδέλφου του, στρατηγού Μιχαήλ Σκόπιν - Σούισκι, καθώς και ότι δε βρισκόταν άλλος ευγενής να διεκδικήσει το στέμμα που εκείνη την εποχή έμοιαζε με δαμόκλειο σπάθη. Αντιμέτωπος με την εισβολή της Πολωνίας και την εμφάνιση ενός δεύτερου Ψευδοδημήτριου, ο Βασίλειος χάρισε στη Σουηδία την Ίνγκρια με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια. Η βραχύβια αυτή συμμαχία κατέστειλε τον νέο Ψευδοδημήτριο, αλλά ηττήθηκε από τον πολωνικό στρατό το 1610 στη Μάχη του Κλούσινο. Αμέσως ο Βασίλειος καθαιρέθηκε από φιλοπολωνούς Βογιάρους και φυλακίσθηκε σε μοναστήρι, ενώ μετά την κατάληψη της Μόσχας από τους Πολωνούς στάλθηκε στη Βαρσοβία. Εκεί πέθανε έγκλειστος στις 22 Σεπτεμβρίου 1612. Όταν ο Βασίλειος εκθρονίστηκε το 1610 δεν τον αντικατέστησε κανείς, διότι οι Πολωνοί σκόπευαν σταδιακά να προσαρτήσουν τα ρωσικά εδάφη. Ο επόμενος τσάρος Μιχαήλ Α΄ εκλέχθηκε το 1613, αφού μια λαϊκή εξέγερση εξεδίωξε τους Πολωνούς από τη Μόσχα. Τα εδάφη που χαρίστηκαν στους Σουηδούς ανακτήθηκαν έναν αιώνα αργότερα από τον Μεγάλο Πέτρο κατά το Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο.
(α) Μιχαήλ Α΄ Ρομανόφ (1613-1645)
Ο Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Ρομανόφ (Михаи́л Фёдорович Рома́нов, 22 Ιουλίου 1596 - 23 Ιουλίου 1645), γόνος μίας από τις ισχυρότερες βογιαρικές οικογένειες, ανακηρύχθηκε τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου ως Μιχαήλ Α,΄ αμέσως μετά την Εποχή των Αναστατώσεων (1613) και είναι ο πρώτος της δυναστείας των Ρομανόφ, η οποία κυβέρνησε τη χώρα επί τρεις αιώνες. Ο παππούς του Νικίτα Ζαχάριν - Γιούριεφ (μετέπειτα Ρομανόφ) ήταν προσωπικός σωματοφύλακας και κουνιάδος του Ιβάν του Τρομερού (αδελφός της τσαρίνας Αναστασίας), ενώ ο πατέρας του Φιόντορ έλαβε σημαντικά στρατιωτικά και διπλωματικά αξιώματα επί βασιλείας του Φιοντόρ του Κωδωνοκρούστη. Όμως έπεσε σε δυσμένεια όταν στο θρόνο ανήλθε ο Μπορίς Γκοντούνοφ και αναγκάσθηκε να ασπασθεί το μοναχισμό με το όνομα Φιλάρετος. Ο Μιχαήλ εξελέγη το Φεβρουάριο του 1613 από ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα, τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία συγκλήθηκε μετά τη λήξη της πολωνικής κατοχής. Ο θρόνος ήταν κενός ήδη από το 1610, όταν άνθρωποι των Πολωνών είχαν καθαιρέσει τον Βασίλειο Δ΄. Στο μεταξύ ο πατέρας του Φιλάρετος είχε ανέλθει στο αξίωμα του Πατριάρχη Μόσχας, ευνοούμενος από τους δύο πρώτους φιλοπολωνούς Ψευδοδημήτριους, αλλά κατά την πολωνική κατοχή άλλαξε στρατόπεδο και γι' αυτό συνελήφθη από τους κατακτητές.
Όταν έγινε τσάρος, ο Μιχαήλ δεν είχε καν συμπληρώσει τα δεκαεπτά του χρόνια, ενώ ο πατέρας του ήταν αιχμάλωτος των Πολωνών και η μητέρα του Ξένια (μοναχή Μάρθα) τον κρατούσε μυστικά στο μοναστήρι της, συμβουλεύοντάς τον να μην αποδεχθεί την τοποθέτησή του. Οι κινήσεις του ως τσάρου στα πρώτα χρόνια αποσκοπούσαν στην αναδιοργάνωση της διαλυμένης και αναρχούμενης χώρας. Βασική μέριμνά του ήταν η πάταξη των ληστών, που, επί σχεδόν μια δεκαετία, λεηλατούσαν ανεξέλεγκτοι την ύπαιθρο. Παράλληλα έκλεισε τα πολεμικά μέτωπα με τη Σουηδία (Συνθήκη του Στόλμποβο, 17/02/1617) και την Πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία (Ανακωχή του Ντεουλίνο, 11/12/1618), παραχωρώντας τους αντίστοιχα την Ίνγκρια και το Σμολένσκ.
Μετά την Ανακωχή του Ντεουλίνο ο Φιλάρετος απελευθερώθηκε από τους Πολωνούς και επέστρεψε στη Μόσχα. Ο ρόλος του στα πολιτικά πράγματα έγινε πολύ σημαντικός. Στην πραγματικότητα μέχρι το θάνατό του (1633) η Ρωσία είχε δυαρχία, με τον Φιλάρετο να κυβερνά και τον Μιχαήλ απλά να επικυρώνει τις αποφάσεις του πατέρα του. Σε αυτή την περίοδο σημαντικότερα έργα ήταν η μεταρρύθμιση προς το ορθολογικότερο του φορολογικού συστήματος και η ενθάρρυνση της θεολογικής έρευνας. Έγινε επίσης απόπειρα να ανακτηθεί το Σμολένσκ, αλλά η Ρωσία σύντομα ηττήθηκε. Όταν πέθανε ο Φιλάρετος, ο Μιχαήλ έγινε απόλυτος μονάρχης, αλλά αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του. Πάσχοντας από ένα παλαιό τραύμα, που προοδευτικά παρέλυε τα πόδια του, προτιμούσε να αφήνει τη διακυβέρνηση της χώρας στα χέρια των συμβούλων του. Γενικά το υπόλοιπο της θητείας του έως το θάνατό του δεν χαρακτηρίσθηκε από σημαντικά γεγονότα ή αποφάσεις. Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1645, από το συνδυασμό της ασθένειάς του και κατάθλιψης. Τις τύχες της χώρας ανέλαβε ο γιος του Αλέξιος.
(β) Αλέξιος Ρομανόφ (1645-1676)
Ο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς Ρομανόφ (Алексей Михайлович Рома́нов, 29 Μαρτίου 1629 - 8 Φεβρουαρίου 1676), πρωτότοκος γιος του τσάρου Μιχαήλ Α΄ και της δεύτερης συζύγου του Ευδοκίας Στρέσνιοβα, ήταν τσάρος της Ρωσίας από το 1645 έως το θάνατό του το 1676, δεύτερος της δυναστείας των Ρομανόφ, που κυβέρνησε τη χώρα μέχρι το 1917. Παρά τον σύντομο βίο του, υπήρξε πρωταγωνιστής σε κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας, με κορυφαίο την προσάρτηση της Ουκρανίας. Αναλαμβάνοντας την αρχή σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, ανέθεσε το μεγαλύτερο κομμάτι της διακυβέρνησης στον έμπιστο βογιάρο Μπορίς Μορόζοφ. Η εξωτερική πολιτική του Μορόζοφ χαρακτηρίσθηκε από σύνεση, αποφεύγοντας τις τριβές με τις ανταγωνίστριες δυνάμεις (Πολωνία στα δυτικά, Οθωμανική Αυτοκρατορία στα νότια). Στο εσωτερικό πεδίο προσπάθησε να ορθολογικοποιήσει τη διοίκηση και να αυξήσει τα δημόσια έσοδα, μειώνοντας τους μισθούς των κρατικών υπαλλήλων και επιβάλλοντας υπέρογκη φορολογία στο αλάτι. Αυτή η οικονομική πολιτική προκάλεσε τη λαϊκή οργή που εκδηλώθηκε με τις Ταραχές του Αλατιού, μια εξέγερση με κέντρο τη Μόσχα που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1648. Σύντομα οι εξεγερμένοι κατέλαβαν τμήματα του Κρεμλίνου και πυρκαγιές κατέστρεφαν ολόκληρες συνοικίες της πρωτεύουσας.
Ο Αλέξιος αναγκάσθηκε να καθαιρέσει τον μέντορά του και να διατάξει την απομόνωσή του σε μοναστήρι της Βόλογκντα, πριν η εξέγερση των φτωχών στραφεί ευθέως εναντίον του θρόνου. Προσποιούμενος ότι θα ακολουθήσει πολιτική κατευνασμού, χρηματίζοντας τους ηγέτες της εξέγερσης και ικανοποιώντας επιλεκτικά αιτήματα, ώστε να στρέψει τη μία εξεγερμένη κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, ως τα τέλη του Οκτωβρίου ο τσάρος είχε καταστείλει όλες τις εστίες αντίστασης. Στις 22 Οκτωβρίου ο Μορόζοφ επέστρεψε στη Μόσχα και ανέλαβε πάλι τα καθήκοντά του. Το 1649 ο Αλέξιος και ο Μορόζοφ αναθεώρησαν τον Νομικό Κώδικα του Ιβάν του Τρομερού σε πιο συντηρητική κατεύθυνση, εξομοιώνοντας τους χωρικούς και τους σκλάβους στο καθεστώς του δουλοπάροικου, το οποίο οριζόταν ως κληρονομικό και αμετάβλητο. Ο απλός λαός αποστερήθηκε και τα στοιχειώδη ακόμα δικαιώματά του, μετατρεπόμενος σε ιδιοκτησία κάποιου γαιοκτήμονα.
Η απολυταρχική ιδεολογία του Αλεξίου φαίνεται και από την εκ μέρους του αντιμετώπιση του αποκεφαλισμού του Καρόλου Α΄ της Αγγλίας από τους Κοινοβουλευτικούς του Κρόμγουελ το ίδιο έτος. Διέκοψε αμέσως τις διπλωματικές σχέσεις με την Αγγλία, πρόσφερε άσυλο σε φιλομοναρχικούς φυγάδες και υποστήριξε οικονομικά την Ενριέτα Μαρία, «χήρα αυτού του ένδοξου μάρτυρα». Τα γεγονότα της Μόσχας ενθάρρυναν μια σειρά μικρών και ανομοιογενών εξεγέρσεων στην υπόλοιπη χώρα, οι οποίες για καιρό ήταν αδύνατο να ελεγχθούν από την κεντρική διοίκηση. Ο χειρισμός τους ανέδειξε μία νέα προσωπικότητα, τον μητροπολίτη Νίκωνα του Νόβγκοροντ, ο οποίος το 1651 κλήθηκε από τον Αλέξιο στην πρωτεύουσα ως πρωθυπουργός και τον επόμενο χρόνο εξελέγη Πατριάρχης Μόσχας. Με τον Μορόζοφ και τον Νίκωνα επικεφαλής του κρατικού μηχανισμού και την αριστοκρατία ικανοποιημένη από τη διεύρυνση των προνομίων της, ο τσάρος είχε πια τον απόλυτο έλεγχο της χώρας.
Επόμενο βήμα ήταν η επέκταση προς τη δύση για την απελευθέρωση των αρχαίων κοιτίδων των Ρως. Από το 1648 η Πολωνία αντιμετώπιζε τεράστια εσωτερικά προβλήματα, αδυνατώντας να ελέγξει τους ετερογενείς πληθυσμούς που περιελάμβανε στα ουκρανικά εδάφη της. Αυτό έδωσε στον Αλέξιο την ευκαιρία να επιτεθεί εναντίον της (Απρίλιος 1654) και να απελευθερώσει μια σειρά μεθοριακών πόλεων, που κατά την Εποχή των Αναστατώσεων είχαν προσαρτηθεί στην Πολωνία, με σημαντικότερο το Σμολένσκ. Επίσης αποδέχθηκε την πρόσκληση του κοζάκου πολέμαρχου Μπογκντάν Χμελνίτσκι να θέσει την ουκρανική εξέγερση στο νότο υπό την προστασία του, οδηγώντας στην ίδρυση ενός προτεκτοράτου, που καταλάμβανε ολόκληρη την Ουκρανία ανατολικά του Δνείπερου, του Κοζακικού Χετμανάτου. Το επόμενο καλοκαίρι (1655) η Πολωνία έδειξε διάθεση να συνθηκολογήσει με τους Ρώσους, αντιμετωπίζοντας μια πολύ επικίνδυνη εισβολή της Σουηδίας από τα βόρεια. Έτοιμη να παραχωρήσει (πέραν της Ουκρανίας) ακόμα και τη Λιθουανία, αρκεί να έκλεινε το μέτωπο, σώθηκε χάρη στη διαφωνία, που προέκυψε ανάμεσα στους Ρώσους και τους Σουηδούς για το πώς θα διαμοιράζονταν μεταξύ τους τα εδαφικά κέρδη. Η διαφωνία αυτή εξελίχθηκε σε Ρωσο-σουηδικό Πόλεμο (1656). Για κάποια χρόνια οι τρεις δυνάμεις πολεμούσαν όλες εναντίον όλων. Οι εχθροπραξίες τελικά έληξαν με τις συνθήκες του Καρντίς (1661 - η Ρωσία αποκήρυσσε τις βλέψεις της στα σουηδικά εδάφη) και του Αντρούσοβο (1667 - η Πολωνία αποδεχόταν τη ρωσική κυριαρχία στο Σμόλενσκ, το Κίεβο και την Ουκρανία ανατολικά του Δνείπερου). Οι δύο αυτές συνθήκες ήταν και τα τελευταία σημαντικά γεγονότα στη θητεία του Αλεξίου, ο οποίος πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1676.
(γ) Φιοντόρ Γ΄ Ρομανόφ (1676-1682)
Ο Φιόντορ (Θεόδωρος) Γ΄ (Фёдор III Алексеевич, 9 Ιουνίου 1661 - 7 Μαΐου 1682), τρίτος γιος του τσάρου Αλεξίου και της πρώτης συζύγου του Μαρίας, διετέλεσε τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου από το 1676 έως το 1682. Ανήλθε στο θρόνο στα δεκατέσσερα χρόνια του. Όπως και οι περισσότεροι αδελφοί του, έπασχε από κάποια πολύ σοβαρή και άγνωστη ασθένεια (εικάζεται σκορβούτο), που είχε παραμορφώσει και παραλύσει τη μία πλευρά του σώματός του. Παρά την αναπηρία και τη νεαρή ηλικία του, διακρίθηκε για την εξαιρετική μόρφωσή του, που οφείλεται κυρίως στον δάσκαλό του Συμεών Πολότσκι, τον σοφότερο σλάβο μοναχό της εποχής. Γνώριζε καλά πολωνικά και λατινικά. Νυμφεύτηκε δύο φορές. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Ουκρανή αριστοκράτισσα Αγαπία Γκρουσέβσκαγια (1680), που πέθανε από επιπλοκές μετά τον τοκετό το 1681. Την ένατη μέρα πέθανε και το βρέφος. Το Φεβρουάριο του 1682 νυμφεύτηκε την Μάρθα Απράξινα, αλλά τον Μάιο πέθανε ο ίδιος. Η έλλειψη διαδόχου οδήγησε σε έντονο παρασκήνιο και αυτό με τη σειρά του στην Εξέγερση των Στρέλτσι, η οποία έληξε με τη στέψη δύο ανήλικων συμβασιλέων, του Ιβάν Ε΄ και του Πέτρου Α΄.
Η περίοδος της διακυβέρνησής του ήταν ειρηνική, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες πολέμων και εσωτερικών ταραχών. Συγκρίνοντας τη Ρωσία με την ανατολική Ουκρανία, την οποία είχε πρόσφατα αποσπάσει ο πατέρας του από την Πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία, ο Φιοντόρ αντιλήφθηκε πόσο καθυστερημένη ήταν η χώρα του σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη. Ως συνέπεια αυτής της διαπίστωσης, χρησιμοποίησε την Ουκρανία ως γέφυρα για να φέρει τη Ρωσία εγγύτερα στη Δύση. Εισήγαγε στην Αυλή πολωνικές τελετές και ενδυμασία, χαλάρωσε την πολιτική καταστολή και περιόρισε την αυστηρότητα του Ποινικού Δικαίου. Κατάργησε το Μεστνιτσέστβο, έναν αναχρονιστικό θεσμό, βάσει του οποίου η ανέλιξη στην κρατικό μηχανισμό εξαρτιόταν περισσότερο από την αρχαιότητα της οικογένειας και λιγότερο από τις ικανότητες των στελεχών. Λίγο πριν το θάνατό του, ίδρυσε την πρώτη ανώτατη σχολή του ρωσικού κόσμου, τη Σλαβική - Ελληνική - Λατινική Ακαδημία (1682), μετακαλώντας στη Μόσχα καθηγητές από τις μοναστηριακές σχολές του Κιέβου. Μολονότι πέθανε νωρίς σε ηλικία σχεδόν είκοσι ενός ετών, ο Φιοντόρ ήταν ο πρώτος τσάρος που αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην κάλυψη του χάσματος ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη. Οι αλλαγές του Φιοντόρ ενίσχυσαν την πολιτική δύναμη της εκκλησίας, η οποία ανέλαβε μεγάλο μέρος του μεταρρυθμιστικού έργου και ιδιαίτερα την εκπαίδευση.
(δ) Ιβάν Ε΄ Ρομανόφ (1682-1696)
Ο Ιβάν (Ιωάννης) Ε΄ Αλεξέγιεβιτς (Иоа́нн [Ива́н] V Алексе́евич, 6 Σεπτεμβρίου 1666 - 8 Φεβρουαρίου 1696), μικρότερος γιος του τσάρου Αλεξέι Μιχαήλοβιτς και της Μαρίας Μιλοσλάβκαγια, ήταν τσάρος της Ρωσίας (μαζί με τον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του, Πέτρο Α') από το 1682 έως το 1696. Όταν το 1682 ο πρεσβύτερος αδελφός του, τσάρος Φιοντόρ Γ΄, πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο, ο 15χρόνος Ιβάν Ε΄, ως πρεσβύτερος, ήταν διάδοχος του θρόνου. Ο Ιβάν Ε΄ ήταν ένα παιδί, που αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα υγείας και έτσι ήταν ανίκανος να κυβερνήσει τη χώρα. Ως εκ τούτου, προτάθηκε η απομάκρυνσή του, και αποφασίστηκε να επιλεγεί ως επόμενος τσάρος ο αδελφός του, ο 10χρόνος Πέτρος Α΄, νεότερος γιος του Αλεξέι.
Τα δύο αδέλφια, λόγω κακής υγείας και λόγω της μικρής ηλικίας τους, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στην διαμάχη για την εξουσία. Αντ’ αυτού, μέρος σε αυτήν έλαβαν οι συγγενείς τους. Η διαμάχη ήταν αιματηρή. Τελικά ο Πατριάρχης Ιωακείμ έδωσε την λύση και πρότεινε να κηρυχθούν τσάροι και οι δύο: Ο Ιβάν Ε΄ ως «μεγαλύτερος τσάρος», και ο Πέτρος Α΄ ως «μικρότερος τσάρος» και την κηδεμονία τους να αναλάβει η Πριγκίπισσα Σοφία. Παρά το γεγονός ότι ο Ιβάν Ε΄ ονομαζόταν «μεγαλύτερος τσάρος», σχεδόν ποτέ δεν εμπλεκόταν στις κρατικές υποθέσεις, εκτός από τις τελετές, που απαιτούσαν τη συμμετοχή του, και αφιερώθηκε αποκλειστικά στην οικογένεια του. Το 1689, μεταξύ της Σοφίας και του Πέτρου Α΄ άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα, με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή της από την εξουσία. Από το 1689 η πραγματική εξουσία μεταφέρθηκε στην οικογένεια Ναρίσκιν, με επικεφαλής την Βασίλισσα Ναταλία, μετά το θάνατο της οποίας το 1694 η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια του Πέτρου Α΄. Ο Ιβάν Ε΄ είχε ζήσει περισσότερο από άλλους άρρενες απογόνους της βασίλισσας Μαρίας Μιλοσλάβκαγια, αλλά από την ηλικία των 27 ετών έγινε πολύ αδύναμος, δεν έβλεπε και είχε πάθει παράλυση. Στο 30ο έτος της ζωής, στις 8 Φεβρουαρίου 1696, πέθανε ξαφνικά στη Μόσχα.
(ε) Πέτρος Α΄ ο Μέγας (1696-1725)
Ο Πέτρος Α΄ (Πιότρ) Αλεξέγιεβιτς Ρομανόφ (Пётр Алексе́евич Рома́нов, 9 Ιουνίου 1672 - 8 Φεβρουαρίου 1725) ήταν τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου επί 43 έτη, από το 1682 έως το 1725. Πατέρας του ήταν ο τσάρος Αλέξιος και μητέρα του η Ναταλία Ναρίσκινα, δεύτερη σύζυγος του Αλεξίου. Υπό την ηγεσία του Πέτρου η Ρωσία μετατράπηκε από περιφερειακό βασίλειο σε υπερδύναμη της βορειοανατολικής Ευρώπης, τερματίζοντας την κυριαρχία των Σουηδών στη Βαλτική. Για τα επιτεύγματά του, πέραν του χαρακτηρισμού Μέγας, του δόθηκε το προσωνύμιο «πατέρας του ρωσικού έθνους». Από το 1682 ο Ιβάν Ε και ο Πέτρος Α ενθρονίστηκαν ως συμβασιλείς, ενώ η αδελφή τους Σοφία ορίστηκε επίτροπος μέχρι την ενηλικίωσή τους. Για επτά χρόνια η Σοφία ήταν ο πραγματικός κυβερνήτης της χώρας, ασκώντας με μάλλον αμερόληπτο τρόπο τα καθήκοντά της. Τα πράγματα άλλαξαν με την ενηλικίωση του νεαρού τσάρου το 1689. Φοβούμενος ότι η Σοφία δεν θα συμβιβαζόταν εύκολα με την επικείμενη απώλεια της απόλυτης εξουσίας, ο Πέτρος άρχισε να απεργάζεται την περιθωριοποίησή της. Η Σοφία το έμαθε και κατέφυγε στους παλιούς της συμμάχους, τους Στρέλτσι. Κάποιοι, όμως, ενημέρωσαν σχετικά τον Πέτρο και τον φυγάδευσαν στην οχυρωμένη Μονή της Αγ. Τριάδας (Τρόιτσα), όπου συγκεντρώθηκαν όσες δυνάμεις του ήταν πιστές. Εν τέλει η επίτροπος υποχώρησε και κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό της, παραιτούμενη από κάθε τίτλο και αξίωση. Λίγο νωρίτερα ο Πέτρος, με υπόδειξη της μητέρας του, είχε παντρευτεί την Ευδοξία Λοπούχινα. Παρά τη επικράτησή του, ο Πέτρος δεν είχε αποκτήσει ακόμα την πραγματική εξουσία, ευρισκόμενος υπό την άμεση επιρροή της μητέρας του Ναταλίας έως το θάνατό της το 1694. Επίσης, έστω και τυπικά, ο Ιβάν Ε εξακολουθούσε να είναι συμβασιλεύς έως το 1696 που απεβίωσε.
Μετά το θάνατο της Ναταλίας και του Ιβάν, η πλήρης εξουσία πέρασε στα χέρια του Πέτρου (1696). Τότε ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε έμπιστους ευγενείς με επικεφαλής τον Φιοντόρ Γιούριεβιτς Ρομοντανόφσκι, ενώ ο ίδιος ταξίδεψε μυστικά στη Δυτική Ευρώπη συνοδευόμενος από ολιγομελές επιτελείο (Μεγάλη Πρεσβεία). Αρχικός στόχος του ταξιδιού ήταν να εξασφαλίσει στήριξη από τις ευρωπαϊκές αυλές, ώστε να επιτεθεί κατά του ταταρικού Χανάτου της Κριμαίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που τον απέκλειαν από την πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η περιπλάνηση του Πέτρου στη Δύση διακόπηκε απότομα το 1698, όταν αναγκάστηκε να γυρίσει εσπευσμένα στη Ρωσία για να καταστείλει μία εξέγερση των Στρέλτσι. Επιστρέφοντας έφερε μαζί του όχι μόνο νέες εικόνες και ιδέες, αλλά και ένα πολυεθνικό επιτελείο συμβούλων από τις χώρες που επισκέφθηκε. Αμέσως ξεκίνησε ένα ριζοσπαστικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα, ώστε να μετατρέψει τη Ρωσία σε υπερδύναμη και να φέρει τη ρωσική κοινωνία εγγύτερα στη Δύση (εκδυτικισμός). Στα χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα:
- Το 1698 διέλυσε τους Στρέλτσι, που ήταν ανέκαθεν ο μοχλός πίεσης της παραδοσιακής αριστοκρατίας προς τον θρόνο, και τους ανασύστησε το 1702 υπό διαφορετική λογική.
- Για να περιορίσει τις αντιστάσεις των Βογιάρων, οι οποίοι έβλεπαν τα προνόμιά τους να χάνονται, αναμόρφωσε τον στρατό ξηράς σύμφωνα με το γερμανικό σύστημα, συγκροτώντας μόνιμο στράτευμα.
- Εκσυγχρόνισε και γενίκευσε την εκπαίδευση. Ίδρυσε σωρεία ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων - Ναυτική (1701) και Στρατιωτική Σχολή (επίσης 1701), Ιατρική (1707), Σχολή Μηχανικών (1712), Οικονομικό και Βιομηχανικό Κολέγιο (και τα δύο το 1718), Σχολή Φυσικών Επιστημών (1724). Ενθάρρυνε Ρώσους νέους να σπουδάσουν στη δυτική Ευρώπη. Ίδρυσε επίσης την πρώτη εφημερίδα (Βεντομόστι, 1703).
- Περιόρισε την ισχύ του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλάζοντας το καταστατικό της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας και αρνούμενος να διορίσει νέο Πατριάρχη μετά το θάνατο του Αδριανού (1700). Με τον τρόπο αυτό έθεσε υπό τον έλεγχό του την τεράστια περιουσία των μοναστηριών και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
- Ανήγαγε σε προτεραιότητα την καλλιέργεια αδιατάρακτων εμπορικών δεσμών με την Δύση. Αφού δεν μπορούσε να βρει έξοδο στη Μεσόγειο, στράφηκε προς τη Βαλτική, εκδιώκοντας τους Σουηδούς από την Εσθονία και την Ίνγκρια.
- Δημιούργησε πολεμικό στόλο. Επειδή η Ρωσία δεν είχε παράδοση στη θάλασσα, ίδρυσε ναυτικές ακαδημίες με Ολλανδούς και Άγγλους εκπαιδευτές. Ο πρώτος ναύσταθμος εγκαινιάστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1698 στο Ταγκανρόγκ. Το 1703 ίδρυσε τον Στόλο της Βαλτικής με επικεφαλής τον Ολλανδό Κρούις και τον Έλληνα Μπότση.
Το πρόγραμμα του Πέτρου δεν υλοποιήθηκε αναίμακτα. Οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις συνοδεύτηκαν από άγρια καταστολή στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Γενικά η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από την επίδειξη σιδερένιας πυγμής εναντίον οποιουδήποτε τον απειλούσε, πραγματικά ή υποθετικά. Δεν δίστασε να εκτελέσει για ανυπακοή τον ίδιο τον πρωτότοκο γιο του Αλεξέι (1718), ο οποίος είχε γίνει σημείο αναφοράς των συντηρητικών κύκλων. Μεγάλο ήταν επίσης το οικονομικό κόστος των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες καλύφθηκαν κυρίως με φορολογία. Εισάχθηκαν νέοι πρωτότυποι φόροι, όπως ο φόρος γενειάδας για όσους βογιάρους ήθελαν να τη διατηρήσουν, ή ο φόρος παλαιού ημερολογίου για όσους ήθελαν να συνεχίσουν να το χρησιμοποιούν. Νομιμοποίησε τη χρήση του καπνού, που μέχρι τότε ήταν αδίκημα που τιμωρούνταν με ρινοτομή ή εκτόπιση, ώστε να του αποφέρει υψηλά τέλη. Το βαρύτερο τίμημα όμως το πλήρωσε ο απλός λαός, αφού επί Πέτρου φορολογήθηκαν για πρώτη φορά ακόμα και οι πιο φτωχές κοινωνικές ομάδες, όπως οι δουλοπάροικοι.
Στους δύο αιώνες που προηγήθηκαν της βασιλείας του Πέτρου, η Σουηδία είχε αναδειχθεί σε υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης εις βάρος κυρίως της Ρωσίας, από την οποία είχε αποσπάσει όλα τα εδάφη στα δυτικά και τα βόρεια του Νόβγκοροντ. Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία αποκλειόταν από τη Βαλτική, άρα και από τη δυνατότητα πρόσβασης στα σπουδαιότερα λιμάνια της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης. Το 1700 οι χώρες που θίγονταν από τη σουηδική κυριαρχία (Ρωσία, Πρωσία, Βασίλειο Δανίας - Νορβηγίας) κήρυξαν πόλεμο κατά της Σουηδίας (Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος, 1700-1709), ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπα στη δύση ( Πρώσοι, Δανοί, Νορβηγοί) και στην ανατολή (Ρώσοι). Ο σουηδικός στρατός, ένας από τους ισχυρότερους της εποχής, φαινόταν να ελέγχει την κατάσταση και σημείωσε από τον πρώτο χρόνο σημαντικές νίκες και στα δύο μέτωπα. Ο στρατός του Πέτρου συνετρίβη στη Μάχη της Νάρβας, αλλά ο φιλόδοξος τσάρος δεν παραιτήθηκε από τα σχέδιά του. Επέστρεψε στη Μόσχα, όπου ανασυγκρότησε τον στρατό και τον εφοδίασε με νέα, πιο σύγχρονα όπλα. Έχοντας πάντα το νου του στραμμένο στην ανάκτηση των βαλτικών επαρχιών (Εσθονία, Λιβονία, Ίνγκρια), οργάνωσε νέα εκστρατεία. Αυτή τη φορά όμως κινήθηκε με διαφορετικό τρόπο. Συγκέντρωσε το στράτευμα στο Αρχάγγελσκ (λιμάνι του Βορείου Παγωμένου Ωκεανού) και τον Αύγουστο του 1702 πέρασε με πλοία στην Ανατολική Καρελία. Από εκεί κατευθύνθηκε προς Ν-ΝΔ, εκκαθαρίζοντας σε ενάμιση χρόνο όσες σουηδικές φρουρές βρήκε μπροστά του και απελευθερώνοντας τα βαλτικά εδάφη. Το φθινόπωρο του 1708 ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ επιχείρησε να επανακαταλάβει τις απολεσθείσες κτήσεις εισβάλλοντας μέσω της Πολωνίας. Ο Πέτρος απάντησε με μία τακτική που έκτοτε οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν σε όλους τους μεγάλους πολέμους: την «τακτική της καμένης γης». Έτσι, όταν άρχισε ο βαρύς χειμώνας, οι Σουηδοί αποδεκατίστηκαν από την πείνα και το κρύο. Η τελική μάχη δόθηκε στις 8 Ιουλίου 1709 στην Πολτάβα και έληξε με ρωσικό θρίαμβο. Μετά τη μάχη της Πολτάβα ο Πέτρος από αμυνόμενος έγινε επιτιθέμενος. Το 1714 βύθισε τον σουηδικό στόλο στη Ναυμαχία του Γκανγκούτ και τα καλοκαίρια του 1719 και 1720 πραγματοποίησε επιτυχημένες αποβάσεις σε σουηδικές πόλεις. Οι επιτυχίες του αυτές εξανάγκασαν τελικά τη Σουηδία σε συνθηκολόγηση (Συνθήκη του Νίισταντ, 10/09/1720). Η Ρωσία ήταν πια και επίσημα υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης, ενώ από το 1721 η επίσημη ονομασία της έγινε «Ρωσική Αυτοκρατορία».
Αμέσως μόλις κατέλαβε την Ίνγκρια, ο Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του ποταμού Νέβα την Πετρούπολη (1703), με σκοπό να γίνει το παράθυρο της Ρωσίας στη Δύση. Για τη δημιουργία της πόλης στη βαλτώδη περιοχή μετακάλεσε τους σπουδαιότερους πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες της Δύσης. Ως εργατικό δυναμικό χρησιμοποίησε δεκάδες χιλιάδες δουλοπάροικους και Σουηδούς αιχμαλώτους. Ταυτόχρονα με την ανέγερση της πόλης, οχύρωσε το νησί της Κροστάνδης (στα ανοιχτά του δέλτα) και εγκατέστησε εκεί την έδρα του στόλου. Δημιούργησε επίσης τους τεχνητούς κήπους του Πέτερχοφ στα προάστια της πόλης, οι οποίοι θεωρούνται μέχρι και σήμερα επίτευγμα της αρχιτεκτονικής τοπίου και της υδραυλικής μηχανικής. Το 1712 η Πετρούπολη έγινε επίσημα πρωτεύουσα της Ρωσίας, ιδιότητα που κράτησε μέχρι το 1918.
Σύμφωνα με μαρτυρίες συγχρόνων του, ο Πέτρος ήταν εξαιρετικά ψηλός για την εποχή του (δύο μέτρα), έδινε όμως την εικόνα ενός καχεκτικού άνδρα. Το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δυσανάλογα μικρά για τέτοιο ύψος. Εάν λάβουμε υπόψη τον πρόωρο θάνατο των αδελφών του από τον προηγούμενο γάμο του πατέρα του, αλλά και την τύχη δύο γιων του ιδίου, που πέθαναν σε παιδική ηλικία, φαίνεται ότι υπήρχε στην οικογένεια κάποια κληρονομική ασθένεια που μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο. Στις 8 Φεβρουαρίου 1725 απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη από ουραιμία που προκλήθηκε μάλλον από πνευμονία. Τον διαδέχθηκε η δεύτερη σύζυγός του Αικατερίνη Α΄, την οποία είχε ορίσει συναυτοκράτειρα από το 1724. Ήταν η πρώτη φορά που μία γυναίκα γινόταν απόλυτος μονάρχης της Ρωσίας, πράγμα που συνέβη χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου, με τις οποίες και οι γυναίκες είχαν ενταχθεί στη σειρά διαδοχής.
(στ) Αικατερίνη Α΄ (1725-1727)
Η Αικατερίνη Α΄ (Екатери́на Алексе́евна Миха́йлова, Μάρθα Σαμουίλοβνα Σκαβρονσκάϊα (Κρούζ), Αικατερίνα Μιχάιλοβα), δεύτερη σύζυγος του Πέτρου Α΄, και μητέρα της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, ήταν αυτοκράτειρα της Ρωσίας από το 1721 ως σύζυγος του βασιλεύοντος αυτοκράτορα, ενώ από το 1725 ανέλαβε η ίδια την εξουσία. Οι γονείς της, εσθονικής καταγωγής, πέθαναν από την πανούκλα το 1684, και ο θείος της έδωσε το κορίτσι ως υπηρέτρια στον Λουθηρανικό πάστορα Έρνστ Γκλούκ, γνωστό για τη μετάφραση της Βίβλου στη λεττονική γλώσσα. Στις 25 Αυγούστου 1702, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου, ο ρωσικός στρατός υπό τον Στρατάρχη Σερεμέτιεφ διεξήγαγε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Σουηδών στη Λιβονία και πήρε την σουηδική πόλη-φρούριο Άλουκσνε. Όταν ο πάστορας Γκλούκ, συνοδευόμενος από τους υπηρέτες του, ήρθε να μάθει για την τύχη των κατοίκων, ο Σερεμέτιεφ πρόσεξε την Μάρθα και την πήρε με τη βία ως ερωμένη του. Τον Αύγουστο του 1703 ιδιοκτήτης της έγινε ο πρίγκιπας Μένσικοφ, φίλος και συνεργάτης του Πέτρου Α΄. Το φθινόπωρο 1703, κατά τη διάρκεια μιας από τις τακτικές επισκέψεις του στην Αγία Πετρούπολη στον Μένσικοφ, ο Πέτρος Α΄ γνώρισε την Μάρθα και σύντομα την έκανε ερωμένη του. Το 1704 η Αικατερίνη Α΄ γέννησε το πρώτο τους παιδί, τον Πέτρο και λίγο μετά τον Παύλο, αλλά και τα δυο παιδιά πέθαναν στην πρώιμη παιδική ηλικία. Το 1705, ο Πέτρος Α΄ την έστειλε σε ένα χωριό κοντά στη Μόσχα, στο σπίτι της αδελφής του, πριγκίπισσας Ναταλίας Αλεξέεβνα, όπου η Αικατερίνη Α΄ έμαθε να διαβάζει και να γράφει ρωσικά. Όταν η Αικατερίνη Α΄ βαφτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή (το 1707 ή 1708), άλλαξε το όνομα της σε Αικατερίνα Μιχάιλοβα, αφού το επίθετο Μιχάιλοφ το χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Πέτρος Α΄. Επίσημα ο γάμος του Πέτρου Α΄ με την Αικατερίνη Α΄ πραγματοποιήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1712, στην Αγία Πετρούπολη. Πριν από το γάμο, η Αικατερίνη Α΄ γέννησε δυο κόρες, την Άννα και την Ελισάβετ. Το 1713, ο Πέτρος Α΄, προς τιμήν της καλής συμπεριφοράς της συζύγου του κατά τη διάρκεια ανεπιτυχούς εκστρατείας στο Ρώσο-τουρκικό πόλεμο του 1710-1713, καθιέρωσε παράσημο της Αγίας Αικατερίνης. Το φθινόπωρο του 1724, ο Πέτρος Α΄ υποψιαζόταν την Αυτοκράτειρα για μοιχεία. Σταμάτησε να της μιλάει και να συναντιέται μαζί της. Μόνο μία φορά, μετά από παράκληση της κόρης του Ελισάβετ, συμφώνησε να δειπνήσει με την Αικατερίνη Α΄ και μόνο πριν το θάνατο του συμφιλιώθηκε μαζί της. Τον Ιανουάριο του 1725 βρισκόταν συνεχώς δίπλα στον ετοιμοθάνατο αυτοκράτορα, ο οποίος πέθανε στην αγκαλιά της, παραλείποντας να ορίσει διάδοχο και χωρίς να αφήσει γιους. Στις 28 Ιανουαρίου (8 Φεβρουαρίου) του 1725 η Αικατερίνη Α΄ ανήλθε στο θρόνο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας με την υποστήριξη της φρουράς και των ευγενών.
Η Αικατερίνη Α΄ ήταν ικανοποιημένη πλήρως με το ρόλο της πρώτης κυρίας στο Τσάρσκογιε Σελό, αφήνοντας τη διαχείριση του κράτους στους συμβούλους της. Στην πραγματικότητα η βασιλεία της διεκπεραιωνόταν από τον στρατάρχη και πρίγκιπα Μένσικοφ και το Ανώτατο Συμβούλιο της Επικρατείας. Με πρωτοβουλία του Λέοντα Τολστόι το Φεβρουάριο του 1726 δημιουργήθηκε μια νέα δημόσια αρχή, το Ανώτατο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου ένας στενός κύκλος ανώτερων αξιωματούχων μπορούσε να ελέγχει τη Ρωσική Αυτοκρατορία, υπό την προεδρία της Αυτοκράτειρας. Ως εκ τούτου, ο ρόλος της Συγκλήτου μειώθηκε σημαντικά. Το Ανώτατο Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσιζε από κοινού για όλες τις σημαντικές περιπτώσεις, και η Αικατερίνη Α΄ απλά υπέγραφε τα έγγραφα που αποστέλλονταν από αυτό. Το Ανώτατο Συμβούλιο κατάργησε τις τοπικές αρχές, που δημιουργήθηκαν από τον Πέτρο Α΄. Η Αικατερίνη Α΄ δεν κυβέρνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι χοροί, οι γιορτές, τα πανηγύρια και τα γλέντια που ακολούθησαν κλόνισαν την υγεία της. Τελικά η βασίλισσα πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 43 ετών. Σε σύνοδο αποφασίστηκε ο διορισμός ως διαδόχου του Πέτρου Β΄, εγγονού του Πέτρου Α΄.
(ζ) Πέτρος Β΄ (1727-1730)
Ο Πέτρος Β΄ (Пётр II, 23 Οκτωβρίου 1715 - 30 Ιανουαρίου 1730), εγγονός του Πέτρου Α΄, γιος του τσάρεβιτς Αλεξέι Πέτροβιτς και της πριγκίπισσας Γερμανίας Σοφία-Σαρλότ του Μπράουνσβικ-Βολφενμπούττελ, τελευταίο μέλος της οικογένειας των Ρομανόφ από αρσενική γραμμή, ήταν Ρώσος τσάρος, που διαδέχθηκε στο θρόνο την Αικατερίνη Α΄. Μετά την εκτέλεση του γιου του Αλεξέι Πέτροβιτς το 1718, ο Πέτρος Α΄ ανέλαβε την κηδεμονία του μοναδικού αρσενικού εγγονού του και διέταξε την μόρφωση και ανατροφή του παιδιού. Κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής του ο Πέτρος Β΄ δεν θεωρήθηκε μελλοντικός αυτοκράτορας, γιατί διάδοχοι ήταν οι γιοι του Πέτρου Α΄, ο Πέτρος και ο Παύλος. Και οι δύο όμως πέθαναν σε πρώιμη παιδική ηλικία, και έτσι δημιουργήθηκε ζήτημα της διαδοχής. Ο Αλεξέι Πέτροβιτς είχε αρνηθεί τη διαδοχή υπέρ του γιου του Πέτρου, μετά το θάνατο του οποίου μοναδικός διάδοχος έμεινε ο Πέτρος Β΄. Σύμφωνα με τη βούληση της Αικατερίνης Α΄, ο νέος αυτοκράτορας πριν τη ηλικία των 16 ετών δεν μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς κηδεμονία του Ανώτατου Μυστικού Συμβουλίου, του οποίου επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Μένσικοφ. Ο Μένσικοφ στράφηκε εναντίον όλων εκείνων που θεωρούσε επικίνδυνους από την άποψη της διαδοχής. Ο Μένσικοφ προσπαθώντας να ενισχύσει την επιρροή στον αυτοκράτορα, αρραβώνιασε τον 11χρόνο Πέτρο Β΄ με την 16χρόνη πριγκίπισσα Μαρία, κόρη του. Σταδιακά οι σχέσεις αυτοκράτορα με τον Μένσικοφ και την κόρη του ψύχραιναν. Τελικά ο Μένσικοφ κατηγορήθηκε για προδοσία, υπεξαίρεση του ταμείου και με όλη την οικογένειά του (και την Μαρία) εξορίστηκε στην πόλη Τομπόλσκ.
Στη Μόσχα, όπου εγκαταστάθηκε στη συνέχεια ο Πέτρος Β, ο Βασίλη Λούκιτς και ο Αλεξέι Ντολγκορούκι έγιναν μελή του Συμβουλίου και ανέλαβαν τις κυβερνητικές υποθέσεις. Ο στρατός και το ναυτικό ήταν σε κρίση. Το φθινόπωρο 1729 ο αυτοκράτορας γνώρισε και ερωτεύτηκε την αδελφή του Ιβάν Ντολγκορούκι, την 17χρόνη Πριγκίπισσα Αικατερίνη Ντολγκορούκοβα, αλλά ο γάμος δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω του πρόωρου θανάτου του Πέτρου Β΄, ο οποίος παρουσίασε σημάδια ευλογιάς. Φοβούμενος το θάνατο του, ο Ιβάν Ντολγκορούκοφ αποφάσισε να σώσει τη θέση των συγγενών του και να ενθρονίσει την αδελφή του, πλαστογραφώντας την διαθήκη του. Συνελήφθη όμως και μαζί με την οικογένειά του και την πριγκίπισσα Αικατερίνη εστάλη εξορία στη Σιβηρία. Στις 30 Ιανουαρίου του 1730 ο 14 χρόνος αυτοκράτορας πέθανε, χωρίς να αφήσει απογόνους. Με το θάνατο του έκλεισε η δυναστεία των Ρομανόφ από την αρσενική πλευρά, αλλά συνεχίστηκε από την γυναικεία.
(η) Άννα Ιβάνοβνα (1730-1740)
H Άννα Ιβάνοβνα (Анна Иоанновна, 7 Φεβρουαρίου 1693 - 28 Οκτωβρίου 1740), δεύτερη κόρη του τσάρου Ιβάν Ε΄ (αδελφού και συν-κυβερνήτη του τσάρου Πέτρου Α΄) από τη Βασίλισσα Πρασκοβία Φεοδόροβνα, ήταν αυτοκράτειρα της Ρωσίας της δυναστείας των Ρομανόφ. Παντρεύτηκε το 1710 τον Δούκα της Κυρλανδίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο. Έγινε χήρα 4 μήνες μετά το γάμο, και έμεινε στη Κυρλανδία. Κατόπιν αιτήματος του Πέτρου Α΄, η Άννα Ιβάνοβνα συνέχισε να ζει στη Γιέλγκαβα (τώρα το δυτικό τμήμα της Λετονίας), υπό τον έλεγχο εκπροσώπου του Ρώσου πρωθυπουργού Μπεστούζεφ-Ρουμίν, που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν επίσης εραστής της. Μετά το θάνατο του Πέτρου Β΄ κλήθηκε το 1730 στο θρόνο από το Ανώτατο Μυστικό Συμβούλιο, ως μονάρχης με περιορισμένες εξουσίες. Υπέγραψε "συμφωνία", σύμφωνα με την οποία χωρίς το Ανώτατο Μυστικό Συμβούλιο, δεν θα μπορούσε να κηρύξει τον πόλεμο ή να συνάψει ειρήνη, να εισάγει νέους φόρων και δασμούς, να ξοδεύει τα λεφτά από ταμείο, να παντρευτεί και να διορίσει διάδοχο του θρόνου. Τελικά επικράτησε η αριστοκρατία που έπεισε την Άννα Ιβάνοβνα να αναθεωρήσει την υπογραφή της "συμφωνίας" και έτσι η Άννα Ιβάνοβνα ανέλαβε την εξουσία χωρίς περιορισμούς, πήρε όλη τη δύναμη της και διέλυσε το Ανώτατο Μυστικό Συμβούλιο.
Το 1730 ξεκίνησε πόλεμος της Πολωνικής Διαδοχής. Το 1733, ο βασιλιάς Αύγουστος Β΄ πέθανε και η χώρα έμεινε χωρίς αρχηγό. Η Γαλλία κατάφερε να διορίσει τον προστατευόμενο της Στανισλάβ Λεσζίνσκι. Όταν ο γιος του Αυγούστου Β΄, ο Αύγουστος Γ΄ απευθύνθηκε στη Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία για να υπερασπιστούν την πολωνική "μορφή της κυβέρνησης" από την παρέμβαση της Γαλλίας, αυτό έδωσε αφορμή για τον πόλεμο (1733-1735). Ο γαλλικός στόλος νικήθηκε στο Ντανγίζ και ο Λεσζίνσκι διέφυγε με γαλλικό πλοίο. Ο Αύγουστος Γ΄ έγινε βασιλιάς της Πολωνίας. Η Υψηλή Πύλη ήταν τότε σε πόλεμο με το Ιράν. Ωστόσο, ο πόλεμος με την Τουρκία άρχισε το 1735, λόγω του Καυκάσου, όπου έγινε παράβαση των συνόρων από ταταρικά στρατεύματα. Η Ρωσική διπλωματία, γνωρίζοντας για τις επιθετικές προθέσεις της Πύλης προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Ιράν. Το καλοκαίρι του 1736 η Ρωσία κατέλαβε επιτυχώς το φρούριο Αζόφ. Το 1737 κατάφερε να πάρει το φρούριο Οτσάκοφ. Τα έτη 1736-1738 το Χανάτο της Κριμαίας καταστράφηκε. Το 1739, τα ρωσικά στρατεύματα νίκησαν τους Οθωμανούς και πήραν το φρούριο Χοτίν. Όμως, το ίδιο έτος, οι Αυστριακοί υπέστησαν ήττες και σύναψαν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη. Τον Σεπτέμβριο του 1739 συνάχθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ρωσίας και της Υψηλής Πύλης. Συμφωνήθηκε ότι η Ρωσία δεν είχε δικαίωμα να κρατήσει στόλο στην Αζοφική, πήρε μικρή περιοχή στην Ουκρανία, το Μεγάλο και το Μικρό Καντάρμπαχ στο Βόρειο Καύκασο και μεγάλο μέρος της περιοχής νότια της Αζοφικής θάλασσας.
Το 1732, η Άννα Ιβάνοβνα ανακοίνωσε ότι το θρόνο θα κληρονομούσε η ανεψιά της Άννα Λεοπόλδοβνα, η οποία παντρεύτηκε τον Δούκα Αντόν Ιούρλιχ του Μπράνσβικ, και μαζί απέκτησαν ένα γιο τον Ιβάν ΣΤ΄. Στις 17 Οκτωβρίου (28 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) του 1740 η Άννα Ιβάνοβνα πέθανε σε ηλικία 48 χρονών. Μετά το θάνατο της ο γιος της Άννας Λεοπόλδοβνα και του Δούκα Αντόν Ιούρλιχ του Μπράνσβικ, μόλις δυο μηνών, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας υπό την κηδεμονία του δούκα της Κυρλανδίας Μπίρονα, εραστή της Άννας Ιβάνοβνας.
(θ) Ιβάν ΣΤ΄ (1740-1741)
Ο Ιβάν (Ιωάννης) ΣΤ΄ Αντόνοβιτς (Иоа́нн Анто́нович, 23 Αυγούστου 1740 - 16 Ιουλίου 1764), γιος της Άννας Λεοπόλδοβνα (ανιψιάς της Άννας Ιβάνοβνα) και του Δούκα Αντόν Ιούρλιχ του Μπράνσβικ, δισέγγονος του Ιβάν Ε΄, ήταν αυτοκράτορας της Ρωσίας, της δυναστείας των Ρομανόφ, από τον Οκτώβριο του 1740 μέχρι τον Νοέμβριο του 1741, μόλις δυο μηνών, υπό την κηδεμονία του Δούκα της Κυρλανδίας Μπίρονα. Δύο εβδομάδες μετά την άνοδο στο θρόνο του Ιβάν ΣΤ΄, έγινε πραξικόπημα στις 25 Νοεμβρίου, με επικεφαλής τον στρατάρχη Μίνιχ. Ο Μπίρονας συνελήφθη. Νέα κηδεμόνας έγινε η Άννα Λεοπόλδοβνα, μητέρα του αυτοκράτορα. Ανίκανη να κυβερνήσει τη χώρα η Άννα σταδιακά παρέδωσε την εξουσία της στον Μίνιχ, και μετά στον Όστερμαν, ο οποίος ανάγκασε τον στρατάρχη σε παραίτηση. Ένα χρόνο αργότερα έγινε νέο πραξικόπημα από την κόρη του Μεγάλου Πέτρου Ελισάβετ, η οποία διέταξε τη σύλληψη του Όστερμαν, και τη φυλάκιση του Ιβάν ΣΤ και των γονέων του. Ο αυτοκράτορας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή, σε απομόνωση. Το 1764, όταν βασίλευε η Αικατερίνη Β΄, ο αντιστράτηγος Μίροβιτς σχεδίασε να τον απελευθερώσει. Ωστόσο, ο αρχηγός των φρουρών του Ιβάν ΣΤ΄ εξέδωσε μυστικές οδηγίες και στην προσπάθεια απελευθέρωσης οι φρουροί πρώτα τον δολοφόνησαν, σε ηλικία 23 ετών, και μετά παραδόθηκαν.
(ι) Ελισάβετ Πέτροβνα (1741-1762)
H Ελισάβετ Πετρόβνα (Елизаве́та I Петро́вна, 1709-1762), μικρότερη κόρη του Πέτρου Α΄ και της Αικατερίνης Α΄, που γεννήθηκε δύο χρόνια πριν από το γάμο τους, ήταν η αυτοκράτειρα της Ρωσίας της δυναστείας των Ρομανόφ. Η μόρφωση της πριγκίπισσας Ελισάβετ δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιτυχημένη, δεδομένου ότι η μητέρα της ήταν τελείως αγράμματη. Αλλά η Ελισάβετ ήταν ζωντανή, διορατική, αστεία και έξυπνη. Εκτός από ρωσικά μιλούσε άψογα και τη γαλλική γλώσσα. Δεν διάβαζε σχεδόν ποτέ, και τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιέρωνε στο κυνήγι, την κωπηλασία και την ιππασία. Η διαθήκη της Αικατερίνης Α΄ το 1727, πρόβλεπε για την Ελισάβετ και τους απογόνους της δικαίωμα στο θρόνο, μετά από τον Πέτρο Β΄ και την Άννα Πετρόβνα. Μετά το θάνατο του Πέτρου Β΄, το 1730, η βούληση της Αικατερίνης Α΄ ξεχάστηκε και στο θρόνο ανέβηκε η Άννα Ιβάνοβνα, εξαδέλφη της Ελισάβετ. Εκμεταλλευόμενη την πτώση του κύρους και της επιρροής της εξουσίας της Άννας Ιβάνοβνα, το 1741, η 32χρόνη Ελισάβετ, ξεσήκωσε στρατιωτικές μονάδες της αυτοκρατορίας, που κατευθύνθηκαν προς το Χειμερινό Ανάκτορο. Με τους 308 πιστούς φρουρούς της ανακηρύχτηκε αυτοκράτειρα, διέταξε να φυλακιστεί στο φρούριο ο Ιβάν ΣΤ΄ και να συλληφθεί όλη η οικογένεια και οι συγγενείς της Άννας Ιβάνοβνα.
Ως αυτοκράτειρα η Ελισάβετ διακήρυξε πως θα συνέχιζε την πολιτική του Πέτρου Α΄. Στα τέλη του 1740, αρχές του 1750 προχώρησε σε μια σειρά από σημαντικές αλλαγές. Το 1754, η Γερουσία ενέκρινε το ψήφισμα για κατάργηση των δασμών και ασήμαντων τελών. Το 1744, με διάταγμα απαγόρευσε τη γρήγορη οδήγηση στην πόλη, επιβάλλοντας στους παραβιαστείς κυρώσεις. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας μετά από εκατοντάδες χρόνια, δεν επιβαλλόταν η θανατική ποινή. Ωστόσο, ενισχύθηκε η πρακτική της σωματικής τιμωρίας των δουλοπάροικων και των στρατιωτών. Επισήμως, οι ιδιοκτήτες δεν είχαν δικαίωμα να εκτελούν τους αγρότες, όμως τους ανάγκαζαν να δουλεύουν μέχρι θανάτου. Σε γενικές γραμμές, η εσωτερική πολιτική της Ελισάβετ είχε προσανατολισμό προς τη σταθερότητα και την ανάπτυξη του κύρους και της δύναμης της κυβέρνησης.
Το 1740, Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Β΄ αποφάσισε να επωφεληθεί από τον θάνατο του αυστριακού αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄ για να κατακτήσει τη Σιλεσία. Έτσι άρχισε ο πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (1740-1748). Εχθρικές στην Αυστρία, η Πρωσία και η Γαλλία προσπάθησαν να πείσουν τη Ρωσία να μην λάβει μέρος στη σύγκρουση. Η Γαλλική διπλωματία δημιούργησε ένταση ανάμεσα στη Σουηδία και τη Ρωσία, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή της τελευταίας από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Έτσι η Σουηδία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία (Ρώσο-σουηδικός πόλεμος 1741—1743). Ρωσικά στρατεύματα υπό τις διαταγές του στρατηγού Λάσσι νίκησαν τους Σουηδούς στη Φινλανδία και κατέκτησαν τα εδάφη της. Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1756 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Πρωσία, στα πλαίσια του Επταετούς Αγγλογαλλικού πολέμου για τον Καναδά και κατά Πρωσίας (1756 – 1763, Αυστρία, Γαλλία, Ρωσία, Σουηδία, Ισπανία εναντίον Αγγλίας, Πρωσίας). Το 1757, ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας έσπασε τα αυστριακά και γαλλικά στρατεύματα και έστειλε την κύρια δύναμη κατά της Ρωσίας. Το καλοκαίρι του 1757 ο ρωσικός στρατός υπό την αρχηγία του Άπραξιν έφτασε στην Ανατολική Πρωσία. Στις 19 Αυγούστου ο ρωσικός στρατός περικυκλώθηκε αλλά κατάφερε να ξεφύγει. Ο Άπραξιν κατέφυγε στην Κυρλανδία χωρίς να συνεχίσει τον πόλεμο. Η Ελισάβετ διέταξε τη σύλληψη και την ανάκριση του. Νέος διοικητής διορίστηκε ο Φέρμορ. Στις αρχές του 1758 τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν την Καινιξβέργη, και στη συνέχεια το σύνολο της Ανατολικής Πρωσίας, της οποίας ο πληθυσμός ορκίστηκε στη αυτοκράτειρα. Ο ρώσικος στρατός υπό την ηγεσία του Σαλίτικοφ στις 1 Αυγούστου του 1759 κοντά στο χωριό Καινιξβέργη, έδωσε αποφασιστική μάχη εναντίον 48.000 Πρώσων στρατιωτών. Ο στρατός του Φρειδερίκου Β΄ καταστράφηκε ολοσχερώς. Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1760 καταλήφθηκε το Βερολίνο. Το Δεκέμβριο 1761 η Ελισάβετ πέθανε, σε ηλικία 53 ετών, από αιμορραγία άγνωστης αιτιολογίας. Στο θρόνο την διαδέχτηκε ο Πέτρος Γ΄, ο οποίος επέστρεψε στον Φρειδερίκο Β΄ όλη την κατακτημένη γη.
(ια) Πέτρος Γ΄ Φιοντόροβιτς (1762)
Ο Πέτρος Γ΄ Φιοντόροβιτς (Пётр III Фëдорович, 21 Φεβρουαρίου 1728 - 17 Ιουλίου 1762) ήταν αυτοκράτορας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας για έξι μήνες το 1762. Πατέρας του ήταν ο Κάρολος Φρειδερίκος, Δούκας του Χόλσταιν - Γκότορπ (ανεψιός του Κάρολου Ζ΄ της Σουηδίας). Μητέρα του ήταν η Άννα Πετρόβνα, κόρη του Αυτοκράτορα Πέτρου του Μεγάλου της Ρωσίας και της δεύτερης συζύγου του Αικατερίνης Α΄ της Ρωσίας. Η μητέρα του πέθανε σε λιγότερο από δύο εβδομάδες από τη γέννησή του. Το 1739 ο πατέρας του επίσης πέθανε και ο Πέτρος έγινε Δούκας του Χόλσταιν - Γκότορπ ως Κάρολος Πέτρος Ούλριχ.Έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί διάδοχος και των δύο θρόνων (Ρωσίας και Σουηδίας). Όταν η αδερφή της μητέρας του Ελισάβετ Πετρόβνα έγινε αυτοκράτειρα της Ρωσίας, έφερε τον Πέτρο από την Γερμανία στη Ρωσία και τον ανακήρυξε διάδοχό της την άνοιξη του 1742. Η αυτοκράτειρα Ελισάβετ κανόνισε ο Πέτρος να παντρευτεί τη δεύτερη εξαδέλφη του Σοφία Αυγούστα Φρειδερίκη (αργότερα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας), κόρη του Χριστιανού Αυγούστου, Πρίγκηπα του Άνχαλτ-Τσέρμπστ και της Ιωάννας Ελισάβετ του Χόλσταιν - Γκότορπ. Ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά απέκτησαν ένα γιο, τον μέλλοντα αυτοκράτορα Παύλο, και μια κόρη, την Άννα Πετρόβνα (1757-1759). Η Αικατερίνη αργότερα υποστήριξε ότι ο Πέτρος δεν ήταν ο πατέρας του Παύλου. Στα δεκαέξι χρόνια της διαμονής τους στο Λομονόσοφ (Οράνιενμπαουμ) η Αικατερίνη είχε πολλούς εραστές.
Αφότου ο Πέτρος κέρδισε το θρόνο το 1762 έγινε στόχος της δυσαρέσκειας πολλών ευγενών, επειδή αποχώρησε από τον Επταετή Πόλεμο και σύναψε ειρήνη με την Πρωσία, από την οποία η Ρωσία δεν κέρδισε τίποτε, παρόλο που είχε καταλάβει το Βερολίνο και ουσιαστικά είχε κερδίσει τον πόλεμο. Έκανε συμμαχία με την Πρωσία και σχεδίαζε πόλεμο εναντίον της Δανίας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, η Ρωσία είδε πολλές μικρές, όμως σημαντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ενθάρρυναν την δημιουργία καπιταλισμού δυτικοευρωπαϊκού τύπου και την απομάκρυνση από τις Ρωσικές παραδοσιακές πρακτικές της καταπίεσης των χωρικών και των πολιτών και του μονοπωλίου ηγετικών θέσεων από τους ευγενείς. Επίσης απαγόρευσε τις εισαγωγές ζάχαρης για να ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή. Η κύρια κοινωνική μεταρρύθμιση του Πέτρου ήταν η εισαγωγή της Ελευθερίας της Αριστοκρατίας, η οποία καταργούσε την πολιτική του Πέτρου του Μεγάλου, που εξανάγκαζε όλα τα αρσενικά μέλη της Ρωσικής αριστοκρατίας να υπηρετούν στις στρατιωτικές ή πολιτικές υπηρεσίες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις τους για ένα συγκεκριμένο επάγγελμα.
Η Αικατερίνη και ο εραστής της Γρηγόριος Ορλόφ σχεδίαζαν να απομακρύνουν τον Πέτρο από το θρόνο, καθώς εκείνη πίστευε ότι θα τη χώριζε για να παντρευτεί την ερωμένη του Ελισάβετ Βορόντσοβα. Τα ξημερώματα της 28ης Ιουνίου του 1762 ο στρατός και οι φύλακες του παλατιού, παρακινημένοι από τον Ορλόφ, συνέλαβαν τον Πέτρο, ο οποίος εξαναγκάστηκε να υπογράψει την παραίτησή του από το θρόνο. Η Αικατερίνη έγινε αυτοκράτειρα με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ευγενών. Σύντομα μετά από αυτό ο Πέτρος δολοφονήθηκε, ενώ ήταν υπό κράτηση στην Ρόψα. Έγιναν πολλές προσπάθειες να αλλάξουν οι παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί του Πέτρου και της πολιτικής του, οι οποίοι φανερά επηρεάστηκαν από τα απομνημονεύματα της συζύγου του και άλλων μεροληπτικών εξιστορήσεων. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προετοιμάστηκαν μερικές από τις μεταρρυθμίσεις που ολοκλήρωσε η Αικατερίνη Β.
(ιβ) Αικατερίνη Β΄ η Μεγάλη (1762-1796)
Η Αικατερίνη Β΄ η επονομαζόμενη «Μεγάλη» (Ρωσικά: Екатерина II Великая, 2 Μαΐου 1729 – 17 Νοεμβρίου 1796) ήταν γερμανικής καταγωγής αυτοκράτειρα της Ρωσίας. Γεννήθηκε στο Στέτιν της Πρωσίας το 1729 και το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Αυγούστα Φρειδερίκη. Ήταν πριγκίπισσα του Άνχαλτ-Τσέρμπστ και ο πατέρας της, Χριστιανός Αύγουστος, υπηρετούσε στο πρωσικό ιππικό ως φρούραρχος του Στέτιν. Το 1744, σε ηλικία 15 χρονών, προσκλήθηκε από την Ρωσίδα αυτοκράτειρα Ελισάβετ στην Αγία Πετρούπολη, με σκοπό να νυμφευθεί τον διάδοχο του ρωσικού θρόνου Πέτρο Φιόντοροβιτς του Χολστάιν. Η επιλογή της πριγκίπισσας Σοφίας ως υποψήφιας νύφης του διαδόχου ήταν αποτέλεσμα των διπλωματικών ενεργειών του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Αμέσως άρχισε την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας με τόσο ζήλο που τα βράδια έμενε ξύπνια για να διαβάζει τα μαθήματα της. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την γρήγορη ενσωμάτωση της στην ρωσική αριστοκρατία.
Μετά τον θάνατο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ στις 5 Ιανουαρίου του 1762 την διαδέχτηκε ο ανεψιός της Πέτρος Γ'. Η Αικατερίνη είχε οργανώσει γύρω της έναν κύκλο αυλικών και στρατιωτικών, που ήταν έτοιμοι να την υποστηρίξουν σε οποιαδήποτε κίνηση της. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου της, δηλαδή την άνοδο της στον θρόνο, διαδραμάτισε ο εραστής της, αξιωματικός του ιππικού, Γρηγόριος Ορλώφ, αλλά και οι λανθασμένες κινήσεις του Πέτρου Γ΄, ο οποίος δεν δίστασε να παραιτηθεί από τις κατακτήσεις που είχε πετύχει σε βάρος της Πρωσίας στον Επταετή πόλεμο, να ασπαστεί τον Λουθηρανισμό και να δεχτεί Πρώσους αξιωματούχους στον ρωσικό στρατό. Στις 28 Ιουνίου του 1762, με την βοήθεια της φρουράς, η Αικατερίνη ανέβηκε στον θρόνο και φυλάκισε τον άντρα της, Πέτρο Γ΄. Λίγες μέρες αργότερα ο Πέτρος δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Κροστάνδη.
Η εσωτερική πολιτική της δεν διέφερε και πολύ από αυτή των προκατόχων της. Στη μέση της βασιλείας της πραγματοποίησε διοικητική μεταρρύθμιση, την εδαφική διαίρεση της χώρας, και τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Το έδαφος του ρωσικού κράτους είχε αυξηθεί σημαντικά με την προσθήκη της νότιων εδαφών - της Κριμαίας, Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού τμήματος της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 23,2 (1763) σε 37,4 εκατομμύρια κατοίκους (1796). Έτσι η Ρωσία έγινε η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη, αφού αντιπροσώπευε το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Η αύξηση του πληθυσμού ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης στη Ρωσική Αυτοκρατορία άλλων πολιτειών (με πληθυσμό περίπου 7 εκατομμύρια άτομα), που συνέβη κατά κανόνα χωρίς επιθυμία του τοπικού πληθυσμού, κάτι που οδήγησε στην εμφάνιση του "πολωνικού", "ουκρανικού" και "εβραϊκού" ζητήματος. Η ρωσική οικονομία παρέμεινε αγροτική. Σημαντικά αυξήθηκε η εξαγωγή των ρωσικών προϊόντων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από τα νέα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ενώ στη Δύση, το δεύτερο εξάμηνο του 18ου αιώνα, γινόταν η βιομηχανική επανάσταση, η ρωσική βιομηχανία παράμενε «πατριαρχική» και αγροτική. Το 1770-1780 ξέσπασε οξεία κοινωνική κρίση, με επακόλουθη την οικονομική κρίση.
Η εξωτερική πολιτική της Αικατερίνης Β΄ είχε ως στόχο την ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας στον κόσμο και την επέκταση της επικράτειάς της. Μετά τον πρώτο Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1774, η Ρωσία απέκτησε σημαντικά εδάφη στις εκβολές του ποταμού Δνείπερου, Ντον και στα στενά του Κερτς. Ο δεύτερος Ρωσοτουρκικός πόλεμος τελείωσε με την απόκτηση της παράκτιας λωρίδας μεταξύ του Μπούγκ και του Δνείστερου (1792). Με τις κατακτήσεις αυτές, η Ρωσία απέκτησε πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Την ίδια στιγμή, οι Πολωνοί παραχώρησαν στη Ρωσία ένα μέρος της Λευκορωσίας, το δεύτερο διαμέρισμα της Πολωνίας (1793), και τις επαρχίες της Λιθουανίας. Μαζί με το τρίτο τμήμα, συνδέθηκε με τη Ρωσία και το Δουκάτο της Κυρλανδίας. Κατά τα έτη 1769-1772 ένα μικρό τμήμα ρωσικού στρατού, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τοτλεμπέν, πολέμησε εναντίον της Τουρκίας με τη γεωργιανή πλευρά. Το 1783, η Ρωσία και η Γεωργία υπέγραψαν συνθήκη για την ίδρυση του Ρωσικού προτεκτοράτου στο Βασίλειο της Γεωργίας με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προστασία από τη Ρωσία.
Ένα από τα φιλόδοξα σχέδια της Αικατερίνης Β΄ στην εξωτερική πολιτική ήταν το λεγόμενο Ελληνικό εγχείρημα, τα κοινά σχέδια της Ρωσίας και της Αυστρίας για το διαμελισμό της Τουρκίας, την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη του εγγονού της Αικατερίνης Β΄ Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Πάβλοβιτς ως αυτοκράτορα. Σύμφωνα με το σχέδιο, στις περιοχές της Βεσσαραβίας, της Μολδαβίας και της Βλαχίας επρόκειτο να δημιουργηθεί το κράτος Ντάκια (η αρχαία Δακία), ενώ το δυτικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου θα δινόταν στην Αυστρία. Το σχέδιο αναδημιουργίας του Ελληνικού κράτους, που παρουσιάστηκε μετά το Ανατολικό Ζήτημα και τα Ορλωφικά, αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω των αντιφάσεων μεταξύ των συμμάχων και την ανακατάληψη μεγάλων Τουρκικών εδαφών από την ίδια τη Ρωσία χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων της. Η ιδέα αναδημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκάλεσε ανησυχία σε κάποιες ξένες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η οποία είχε συνάψει Γάλλο-τουρκική συμμαχία, και της Αγγλίας, που φοβόταν παραβίαση της «ισορροπίας δυνάμεων» στην Ευρώπη και την καθιέρωση της ρωσικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το ονομαζόμενο «Ανατολικό Ζήτημα». Μετά την ανασύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το "Ελληνικό σχέδιο" πήρε τη μορφή της "Μεγάλης ιδέας".
Η Αικατερίνη Β΄ ήταν μελαχρινή μέσου ύψους. Συνδύαζε την υψηλή νοημοσύνη, την εκπαίδευση, την πολιτική ικανότητα και τον «ελεύθερο έρωτα». Είχε πολλούς εραστές, των οποίων ο αριθμός έφθανε στα 23 άτομα. Οι πιο διάσημοι από αυτούς ήταν ο Σεργκέι Σαλτικόφ, ο Γκριγκόρι Ορλόφ, ο υπολοχαγός Βασίλτσικοφ, Ποτέμκιν, Ουσάρος Ζόριτς, Λάνσκι, και ο τελευταίος ήταν ο στρατηγός Πλάτων Ζούμποφ. Η Αικατερίνη Β΄ είχε δύο γιους, τον Παύλο Α΄ και τον Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Μπομπρίνσκι (1762 - γιος του Γκριγκόρι Ορλόφ), και μια κόρη που πέθανε σε βρεφική ηλικία, την Άννα Πετρόβνα (1757 - 1759). Η Μεγάλη Αικατερίνη πέθανε στις (6) 17 Νοεμβρίου 1796 από κολπική αιμορραγία, σε ηλικία 67 ετών.
(ιγ) Παύλος Α΄ Πέτροβιτς (1796-1801)
Ο Παύλος Α' Πετρόβιτς (Павел I Петрович, Αγία Πετρούπολη 1 Οκτωβρίου 1754 - Αγία Πετρούπολη 24 Μαρτίου 1801) ήταν τσάρος της Ρωσίας από τις 17 Νοεμβρίου του 1796 έως τη δολοφονία του το Μάρτιο του 1801. Ήταν μέλος της δυναστείας των Ρομανόφ, γιος του τσάρου Πέτρου Γ' και της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης. Λόγω των διακυμάνσεων ενός αμείλικτου πολιτικού αγώνα, ο Παύλος ήταν αντικειμενικά στερημένος της αγάπης κοντινών προς αυτόν ανθρώπων. Πρώτος δάσκαλός του υπήρξε ο διπλωμάτης Φ. Δ. Μπεχτέγεφ, ο οποίος ήταν ο εμπνευστής των κάθε είδους κανονισμών, ξεκάθαρων εντολών και στρατιωτικής πειθαρχίας, που μπορούσε να συγκριθεί με στρατιωτική εκπαίδευση. Το 1760 η Ελισάβετ Πετρόβνα διόρισε για τον εγγονό της νέο δάσκαλο τον κόμη Νικίτα Ιβάνοβιτς Πάνιν, ο οποίος; έχοντας πολύ στενές επαφές με τους μασόνους, πήρε απ' αυτούς τις ιδέες του Διαφωτισμού και έγινε επίσης υποστηρικτής της συνταγματικής μοναρχίας. Ο Παύλος ασχολήθηκε με το διάβασμα των Σουμαρόκοφ, Λoμονόσοφ, Ντερζάβιν, Ρακίνα, Κορνέϊγ, Μολιέρου, Γκαίτε, Θερβάντες, Βολταίρου και Ρουσσώ. Απέκτησε έξοχη γνώση της λατινικής, γαλλικής και γερμανικής γλώσσας και αγαπούσε τα μαθηματικά.
Ο Παύλος Α΄ ξεκίνησε τη βασιλεία του το 1796 με αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης της Αικατερίνης. Ακύρωσε το διάταγμα περί της διαδοχής στο θρόνο, που αφορούσε τον διορισμό του διαδόχου από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, και θέσπισε ένα πιο ξεκάθαρο σύστημα διαδοχής. Με το διάταγμα αυτό ο Παύλος περιόρισε τα "βασιλικά πραξικοπήματα", στη διάρκεια των οποίων οι αυτοκράτορες ανέτρεπαν ο ένας τον άλλον, χάρη στη δύναμη της φρουράς. Επανέφερε το σύστημα του συμβουλίου, αναλαμβάνοντας δράσεις για να σταθεροποιήσει την οικονομική θέση της χώρας (μεταξύ άλλων και την περίφημη πράξη για λιώσιμο των βασιλικών σερβίτσιων για να κόψει νομίσματα). Το μανιφέστο για τριήμερη καταναγκαστική εργασία απαγόρευε στους γαιοκτήμονες την εφαρμογή της καταναγκαστικής εργασίας τις Κυριακές, τις γιορτές και περισσότερο από τρεις μέρες την εβδομάδα, αλλά στην πράξη το διάταγμα δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Περιόρισε σημαντικά τα δικαιώματα των ευγενών σε σύγκριση με εκείνα που τους είχαν απονεμηθεί από την Αικατερίνη Β΄, ενώ τα τάγματα που ήταν εγκατεστημένα στη Γκάτσινα, μετατέθηκαν σε όλο το ρωσικό στρατό. Επίσης αποπέμφθηκαν όλοι οι καταγεγραμμένοι αξιωματικοί του κράτους, που δεν είχαν υπηρετήσει σε στρατιωτική ακαδημία, ως προϋπόθεση ανάληψης της υπηρεσίας τους.
Φοβούμενος την εξάπλωση στη Ρωσία των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, ο Παύλος Α΄ απαγόρευσε στους νέους ανθρώπους την έξοδο από τη χώρα για σπουδές, ενώ απαγορεύτηκε και η εισαγωγή βιβλίων, ακόμη και αυτών της μουσικής, κλείνοντας και τα σχετικά τυπογραφεία. Η εξωτερική πολιτική του Παύλου Α΄ χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια. Το 1798 η Ρωσία εισήλθε στην αντιγαλλική συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστρία, την Τουρκία και το Βασίλειο των δύο Σικελιών. Με την καθοδήγηση του Σουβόροφ η Βόρειος Ιταλία απελευθερώθηκε από την κατοχή των Γάλλων. Το Σεπτέμβριο του 1799 ο ρωσικός στρατός πραγματοποίησε το περίφημο πέρασμα του Σουβόροφ μέσα από τις Άλπεις. Ήδη όμως από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η Ρωσία διέλυσε τη συμμαχία της με την Αυστρία, λόγω της μη εκπλήρωσης από τους Αυστριακούς των υποχρεώσεών τους προς τη συμμαχία, και τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την Ευρώπη. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1798 ο Παύλος Α΄ εξελέγη Μέγας Άρχων του Τάγματος της Μάλτας, και στο εθνόσημο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας προστέθηκε η εικόνα του Σταυρού της Μάλτας. Λίγο πριν τη δολοφονία του ο Παύλος Α΄, από κοινού με τον Ναπολέοντα, άρχισε να προετοιμάζει μια πολεμική εκστρατεία στην Ινδία. Ταυτόχρονα έστειλε στην Κεντρική Ασία στρατό αποτελούμενο από Κοζάκους του Ντον με αποστολή τους την κατάκτηση της Χίβα και της Μπουχάρα. Η εκστρατεία ακυρώθηκε με διάταγμα του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Α΄ αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Α΄. Ο Παύλος Α' ξυλοκοπήθηκε άγρια και στραγγαλίστηκε από αξιωματικούς στο υπνοδωμάτιό του τη νύχτα της 12ης Μαρτίου του έτους 1801 στο Ανάκτορο Μιχαήλοφσκι.
(ιδ) Αλέξανδρος Α΄ Παύλοβιτς (1801-1825)
Ο Αλέξανδρος Α΄ Παύλοβιτς (Александр I Павлович, 23 Δεκεμβρίου 1777 – 1 Δεκεμβρίου 1825), γιος του αυτοκράτορα Παύλου Α΄ και της Μαρίας Φεοντόροβνας, κόρης του Φρειδερίκου Β΄ Ευγένιου, δούκα της Βυρτεμβέργης, ήταν τσάρος της Ρωσίας από τις 23 Μαρτίου 1801 έως την 1 Δεκεμβρίου 1825, βασιλιάς της Πολωνίας από το 1815 έως το 1825, καθώς και πρώτος Μέγας Δουξ της Φινλανδίας. Ο Αλέξανδρος διδάχθηκε από πολύ νωρίς πώς να χειραγωγεί τους αγαπημένους του και έγινε ένας φυσικός «χαμαιλέων», αλλάζοντας τις απόψεις του και την προσωπικότητά του ανάλογα με το πρόσωπο που είχε απέναντι του. Το 1793, όταν ο Αλέξανδρος ήταν 16 ετών, νυμφεύτηκε την 14χρονη Λουίζα του Μπάντεν. Εν τω μεταξύ ο θάνατος της Αικατερίνης το Νοέμβριο του 1796 έφερε τον πατέρα του, Παύλο Α΄, στο θρόνο. Οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του Παύλου συνάντησαν εχθρότητα και πολλοί από τους πιο στενούς του συμβούλους, καθώς και ο Αλέξανδρος, ήταν ενάντιοι στις προτεινόμενες αλλαγές. Ο Παύλος Α΄ δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 1801. Ο Αλέξανδρος Α΄ ανήλθε στο θρόνο στις 23 Μαρτίου 1801 και στέφθηκε στο Κρεμλίνο στις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Αλεξάνδρου έγιναν αρκετά σημαντικά βήματα, περιλαμβανομένης της ελευθερίας των εκδοτικών οίκων, της χαλάρωσης των δράσεων των μυστικών υπηρεσιών και της απαγόρευσης των βασανισμών. Η κωδικοποίηση των νόμων, που άρχισε το 1801, δεν τελείωσε ποτέ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Το νεοδημιουργηθέν Υπουργικό Συμβούλιο και η Κυβέρνηση υπό την Κυβερνούσα Γερουσία, εξοπλίστηκαν για πρώτη φορά με συγκεκριμένες θεωρητικές εξουσίες, αλλά κατέληξαν υποτακτικά όργανα του Τσάρου και των ευνοουμένων του κατά τη συγκεκριμένη στιγμή. Το σύστημα της εκπαίδευσης, με αποκορύφωση τα ανασυνταγμένα, ή νεοϊδρυμένα, Πανεπιστήμια του Ντόρπατ, της Βίλνα, του Καζάν και του Χαρκόβου, στραγγαλίστηκε από τα υποτιθέμενα ενδιαφέροντα της «εξουσίας» και της ρωσικής Ορθόδοξης
Με την ενθρόνισή του, ο Αλέξανδρος σύναψε ειρήνη με το Ηνωμένο Βασίλειο (Απρίλιος 1801). Ταυτοχρόνως ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Φραγκίσκο Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύναψε επίσης ισχυρή συμμαχία με το Βασίλειο της Πρωσίας, λόγω της συμπάθειάς του για τον νεαρό Βασιλέα Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄. Τα γεγονότα των Ναπολεόντειων Πολέμων που ακολούθησαν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις κατά το τέλος της επαναστατικής εποχής. Το αποτέλεσμα του πολέμου, κατά τον Αλέξανδρο, δεν θα έπρεπε να είναι μόνον η απελευθέρωση της Γαλλίας, αλλά ο παγκόσμιος θρίαμβος των «ιερών ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Εν τω μεταξύ ο Ναπολέων νίκησε στην Μάχη του Αούστερλιτς (2 Δεκεμβρίου 1805) και ο Αλέξανδρος συμμάχησε ξανά με την Πρωσία. Ακολούθησαν η εκστρατεία της Ύαινας και η Μάχη του Άιλαου και ο Ναπολέων, αν και ακόμα προσανατολισμένος στη συμμαχία με τη Ρωσία, υποκίνησε την Πολωνία, την Τουρκία και την Περσία να δείξουν ανυπακοή στον Τσάρο. Ο Αλέξανδρος, μετά από μία μάταιη προσπάθεια να δημιουργήσει μία νέα συμμαχία, κάλεσε το ρωσικό έθνος σε ιερό πόλεμο εναντίον του Ναπολέοντος ως εχθρού της Ορθόδοξης πίστης. Το αποτέλεσμα ήταν η πανωλεθρία στη μάχη του Φρίντλαντ (13-14 Ιουνίου, 1807). Οι δύο αυτοκράτορες συναντήθηκαν στο Τίλσιτ στις 25 Ιουνίου 1807. Η λάμψη των οραμάτων του Ναπολέοντα δεν τύφλωσαν, ωστόσο, τον Αλέξανδρο και αρνήθηκε να κρατήσει τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ως έπαθλο για τον περαιτέρω διαμελισμό της Πρωσίας. Ο Αλέξανδρος, βοήθησε το Ναπολέοντα στον πόλεμο του 1809, αλλά διακήρυξε ότι δεν θα επέτρεπε να διαλυθεί η Αυστριακή Αυτοκρατορία.
Η προσάρτηση του Όλντενμπουργκ, του οποίου ο Δούκας (3 Ιανουαρίου 1754 - 2 Ιουλίου 1823) ήταν θείος του Τσάρου, στη Γαλλία το Δεκέμβριο του 1810, προσέθεσε ένα ακόμη προσωπικό παράπονο του Αλεξάνδρου απέναντι στον Ναπολέοντα, ενώ η αντίδραση του «ηπειρωτικού συστήματος» στο ρωσικό εμπόριο κατέστησε αδύνατο για τον Τσάρο να διατηρήσει μία πολιτική, που ήταν το κύριο κίνητρο του Ναπολέοντος για τη συμμαχία. Ακολούθησαν οξεία αλληλογραφία και μερικώς συγκεκαλυμμένοι εξοπλισμοί, που είχαν ως αποκορύφωμα την εισβολή του Ναπολέοντος το 1812 στη Ρωσία. Όταν ο Ναπολέων διέσχισε τα ρωσικά σύνορα με το Μεγάλο Στρατό, η Ρωσία κήρυξε Ιερό Πόλεμο για την υπεράσπιση της Μητέρας Πατρίδος, που έληξε με την κατάληψη του Παρισιού το 1813.
Από το τέλος του έτους 1818, οι απόψεις του Αλεξάνδρου άρχισαν να αλλάζουν. Ήλθε για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με τον Μέττερνιχ, υπό την επίδραση της αταξίας στις επαναστάσεις της Νεάπολης και του Πεδεμοντίου, συνδυασμένη με τα αυξανόμενα ανησυχητικά συμπτώματα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Τον Οκτώβριο του 1820 ο Μέττερνιχ βρήκε ευκαιρία για την παγίωση της επιρροής του στον Αλέξανδρο. Τον Ιανουάριο ο Αλέξανδρος υπερασπιζόταν ακόμη το ιδανικό της ελεύθερης συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών κρατών, που συμβολιζόταν από την Ιερά Συμμαχία, έναντι της πολιτικής μιας δικτατορίας των μεγάλων δυνάμεων, που συμβολιζόταν από την Τετραμερή.
Στο Συνέδριο του Λάιμπαχ, την άνοιξη του 1821, ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε επίσημα με επιστολή από τον ίδιο τον στρατηγό του Α. Υψηλάντη, που βρισκόταν σε άδεια, την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Από τη στιγμή αυτή μέχρι το θάνατό του, ο νους του παλινδρομούσε μεταξύ της ανυπομονησίας του να υλοποιήσει το όνειρό του, μιας συνομοσπονδίας της Ευρώπης και της παραδοσιακής του αποστολής ως ηγέτη μιας ορθόδοξης σταυροφορίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, παρά την αρχική και έντονη αντίδραση του Μέττερνιχ, το πρώτο κίνητρο υπερίσχυσε. Διέγραψε το όνομα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη από τη λίστα του Ρωσικού στρατού, μετά από προηγούμενη παραίτηση του ίδιου, διατάζοντας τον υπουργό των εξωτερικών του, Ιωάννη Καποδίστρια, να τον ενημερώσει εγγράφως για την αποκήρυξη της συμπάθειας της Ρωσίας στην επιχείρησή του, ενώ τον επόμενο χρόνο, μία αντιπροσωπία από Μοραΐτες Έλληνες καθ' οδόν προς το Συμβούλιο της Βερόνας γύρισε πίσω με δική του εντολή. Έκανε προσπάθεια να εισβάλει στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως η Αυστρία είχε εισβάλει στη Νεάπολη, «ως αναγκαιότητα της Ευρώπης». Πριν υλοποιήσει τη σημαντική απόφαση που είχε λάβει, ωστόσο, ο Αλέξανδρος πέθανε, από τύφο το 1825, «συντεθλιμμένος», σύμφωνα με τα δικά του λόγια, «υπό το τρομερό φορτίο ενός στέμματος», από το οποίο είχε περισσότερες από μία φορές διακηρύξει την πρόθεσή του να παραιτηθεί. Απολυταρχικός και «Ιακωβίνος», άνθρωπος του κόσμου και μυστικός, εμφανίστηκε στους συγχρόνους του ως γρίφος που ο καθένας έλυνε σύμφωνα με τη δική του διάθεση. Ο Ναπολέων Α΄ τον θεωρούσε «Βυζαντινό», έτοιμο να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε συνωμοσία. Για τον Μέττερνιχ ήταν ένας τρελός με τον οποίο έπρεπε να έχεις χιούμορ. Οι Άγγλοι αναγνώριζαν ότι είχε "σημαντικές αρετές", αλλά τόνιζαν ότι ήταν "καχύποπτος και αναποφάσιστος".
(ιε) Νικόλαος Α΄ Παύλοβιτς (1825-1855)
Ο Νικόλαος Α΄ Παύλοβιτς (Никола́й I Па́влович), τρίτος γιος του αυτοκράτορα Παύλου Α΄ και της Μαρίας Φεοντόροβνας, κόρης του Δούκα της Βυρτεμβέργης, αδελφός του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Α΄ ήταν τσάρος της Ρωσίας, Βασιλιάς της Πολωνίας και Μέγας Δούκας της Φινλανδίας. Στις 19 Νοεμβρίου (1 Δεκεμβρίου) 1825, ενώ βρισκόταν στο Ταγκανρόγκ, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ πέθανε. Ο Κωνσταντίνος, που βρισκόταν στη Βαρσοβία, παραιτήθηκε από το τσαρικό θρόνο με γράμμα που έστειλε στον Νικόλαο Α΄, στον πρόεδρο της Γερουσίας και στον υπουργό δικαιοσύνης, οπότε ο Νικόλαος Α΄ αποφάσισε να ανεβεί στο θρόνο. Η ορκωμοσία στην Αγία Πετρούπολη ορίστηκε για τις 14 Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη, μια ομάδα αξιωματικών μιας μυστικής οργάνωσης, που ονομάστηκαν Δεκεμβριστές, ξεκίνησαν εξέγερση για να μην επιτρέψουν την άνοδο του Νικολάου Α΄ στο θρόνο. Αλλά ο κύριος στόχος των επαναστατών ήταν η απελευθέρωση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της Ρωσίας: η καθιέρωση της προσωρινής κυβέρνησης, η κατάργηση της δουλοπαροικίας, η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, η καθιέρωση των δημοκρατικών ελευθεριών (τύπος, εργασία), η εισαγωγή ορκωτών δικαστηρίων, η καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας για όλες τις ομάδες πολιτών, η εκλογή υπάλληλων και κατάργηση του κεφαλικού φόρου και η αλλαγή της κυβέρνησης σε μια συνταγματική μοναρχία ή δημοκρατία. Αργότερα οι επιζήσαντες από τη εξέγερση στάλθηκαν στην εξορία, και οι πέντε ηγέτες της εκτελέστηκαν.
Τα πρώτα βήματα μετά την στέψη του Νικολάου Α΄ ήταν φιλελεύθερα. Διέταξε την επιστροφή από την εξορία του ποιητή Αλεξάντερ Πούσκιν. Παρακολουθούσε στενά τη δικαστική διαδικασία των συμμετεχόντων στην επανάσταση Δεκεμβριστών και διέταξε να γραφτεί μια περίληψη των επικρίσεων τους για τη διοίκηση του κράτους. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δημιουργήθηκαν επιτροπές με σκοπό να διευκολύνουν την κατάσταση των δουλοπάροικων. Νομοθετήθηκε η απαγόρευση να στέλνονται εξορία, να πωλούνται ξεχωριστά και χωρίς γη, ενώ πλέον είχαν το δικαίωμα να εξαγοράζουν την ελευθερία τους με λεφτά από την πώληση ακινήτων. Υπέγραψε το διάταγμα υπόχρεων αγροτών, το οποίο έγινε θεμέλιο της κατάργησης της δουλοπαροικίας. Παράλληλα έγινε η βιομηχανική επανάσταση, όπως αυτή που ξεκίνησε στην Αγγλία το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Η εντατική εισαγωγή των μηχανών (μηχανικός αργαλειός, ατμομηχανές κλπ) αύξησαν την παραγωγικότητα κατά 3 φορές, ενώ το ποσό των προϊόντων από το 1830 έως το 1860 αυξήθηκε κατά 33 φορές.
Η εξωτερική πολιτική του Νικολάου Α΄, επηρέασε σημαντικά τις διεθνείς εξελίξεις στην Ανατολή και συνέβαλε στην αίσια κατάληξη του Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Ρώσος μονάρχης υποστήριξε θερμά, από τις αρχές της βασιλείας του, τις αντιφιλελεύθερες αρχές της καταρρέουσας τότε Ιεράς Συμμαχίας αλλά, παράλληλα, θέλοντας να περιορίσει τις ανατολικές βλέψεις της Αγγλίας κυρίως και της Γαλλίας, εμφανίστηκε ως αυτόκλητος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, σφοδρός πολέμιος του Ισλάμ και οπαδός της αυτονομίας των υποτελών στους Τούρκους βαλκανικών λαών. Στα πλαίσια της πολιτικής του αυτής εντάσσεται η συμμετοχή της Ρωσίας στην ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) και οι νικηφόροι για τους Ρώσους πόλεμοι εναντίον της Περσίας (1827- 28) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1828-29). Συνέπεια του τελευταίου πολέμου υπήρξε η αναγνώριση της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας από την Πύλη (Συνθήκη της Αδριανούπολης, 1829), με την οποία άρχισε η πορεία διάλυσης του πολυεθνικού Οθωμανικού κράτους
Μια σημαντική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής του ήταν η επιστροφή στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας. Ενισχύθηκε ο ρόλος της Ρωσίας στην καταπολέμηση όλων των μορφών του πνεύματος της αλλαγής στην Ευρώπη και η Ρωσία έλαβε το σκωπτικό παρατσούκλι του «χωροφύλακα της Ευρώπης». Μετά από αίτημα της Αυστριακής αυτοκρατορίας, η Ρωσία πήρε μέρος στην καταστολή της ουγγρικής επανάστασης, η οποία προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τον ζυγό της Αυστρίας, με αποτέλεσμα να σωθεί ο θρόνος του Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νικολάου Α΄, η Ρωσία πήρε μέρος στους εξής πολέμους: Στον Καυκάσιο πόλεμο του 1817-1864, στον Ρωσοπερσικό πόλεμο του 1826-1828, στον Ε Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29 και στον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-56. Ξεχωριστή θέση στην εξωτερική πολιτική του Νικολάου Α΄ πήρε το Ανατολικό Ζήτημα. Η Ρωσία υπό τον Νικόλαο Α΄ παραιτήθηκε από τα σχέδιά διχοτόμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ξεκίνησε στα Βαλκάνια την πολιτική της προστασίας του ορθόδοξου πληθυσμού και της διασφάλισης των θρησκευτικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους, μέχρι την καθίδρυση της πολιτικής τους ανεξαρτησίας. Η Ρωσία προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια και να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη διέλευση του στόλου της στα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων. Κατά τη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών πολέμων του 1806-1812 και 1828-1829 η Ρωσία είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Ο σουλτάνος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας και την αυτονομία της Σερβίας (1830). Η υποστήριξη των Ορθοδόξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Ρωσία είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων της με την Τουρκία, η οποία τελικά κήρυξε πόλεμο στη Ρωσία. Το ξέσπασμα του ΣΤ Ρωσοτουρκικού πολέμου με την Τουρκία (1853-1856) σημαδεύτηκε από την λαμπρή νίκη του ρωσικού στόλου υπό τον ναύαρχο Ναχίμοφ, που νίκησε τον εχθρό στη Σινώπη. Ήταν η τελευταία μεγάλη μάχη των ιστιοφόρων. Οι στρατιωτικές επιτυχίες της Ρωσίας δημιούργησαν αρνητική στάση της Δύσης, όπου οι μεγάλες δυνάμεις δεν ήταν ικανοποιημένες με την ενίσχυση της Ρωσίας εξαιτίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι δημιουργήθηκε η στρατιωτική συμμαχία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Το 1854, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία εισήλθαν στον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856) στο πλευρό της Τουρκίας. Τον Οκτώβριο του 1854, οι Σύμμαχοι πολιόρκησαν την Σεβαστούπολη. Ο Ρωσικός στρατός υπέστη μια σειρά από ήττες και δεν μπορούσε να παράσχει βοήθεια στην πολιορκημένη πόλη. Παρά την ηρωική άμυνα επί 11 μήνες η πόλη πολιορκήθηκε, και τον Αύγουστο του 1855, οι υπερασπιστές της Σεβαστούπολης αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη. Στις αρχές του 1856 υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Παρισιού. Σύμφωνα με τους όρους της η Ρωσία δεν μπορούσε να διατηρεί ναυτικό στόλο στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Νικόλαος Α΄ πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου (2 Μαρτίου) 1855 από πνευμονία.
Μετά τον θάνατο του Όθωνα Γ΄ το 1002, μέρος της Ιταλίας υπάχθηκε στον Αρδουίνο της Ιβρέας που στέφθηκε βασιλιάς στην Παβία, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της υπάχθηκε στον διάδοχο του Όθωνα, Ερρίκο Β΄ τον Άγιο. Ο ανταγωνισμός των δύο αυτών βασιλιάδων και η ανάμιξη σ’ αυτόν των φιλοδοξούντων να καταλάβουν τον παπικό θρόνο, οδήγησαν σε μακροχρόνιο πόλεμο, που συνεχίστηκε με την Έριδα της Περιβολής που ξέσπασε το 1075, όταν αυτοκράτορας των Γερμανών ήταν ο Ερρίκος Δ΄.
Οι συνεχείς πόλεμοι και η έλλειψη ενιαίας ισχυρής εξουσίας οδήγησαν στην ίδρυση του κράτους των Νορμανδών τον 11ο αιώνα, ενώ αργότερα ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α΄ Μπαρμπαρόσα δεν κατάφερε να κατακτήσει όλη την Ιταλία και αναγκάστηκε να υπογράψει την ειρήνη της Κωνσταντίας το 1183, που έδωσε την ευκαιρία στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ να ανασυστήσει την κοσμική παπική εξουσία στην Ρώμη, σε μια εποχή κατά την οποία οι Σταυροφορίες επέτρεψαν την στενή επαφή της Δύσης με την Ανατολή, εξαιτίας της οποίας πολλές Ιταλικές πόλεις, όπως η Πίζα, η Γένοβα, η Βενετία, το Μιλάνο, η Φλωρεντία, η Σικελία και η Νάπολη, γνώρισαν περίοδο εξαιρετικής ακμής και οικονομικής δύναμης, αρκετές απ’ αυτές χάρη και στην διοίκηση που ασκούσαν συγκεκριμένες οικογένειες ή άτομα, όπως οι Μέδικοι στην Φλωρεντία ή οι Βισκόντι στο Μιλάνο.
Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ το 1250, το βασίλειο της Σικελίας περιήλθε στον Κάρολο τον Ανδεγαυϊκό που συμπεριφέρθηκε τυραννικά στους υπηκόους του και το 1282 προκάλεσε φοβερή σφαγή των Γάλλων, που είναι γνωστή με το όνομα «Σικελικός Εσπερινός», μετά την οποία το κράτος διαιρέθηκε σε δύο αλληλομαχόμενα τμήματα, μέχρις ότου ο Ισπανικός οίκος της Αραγονίας εγκαστάθηκε στην Σικελία το 1409 και σε όλη την νότια Ιταλία το 1448.
Το 1494 ο Γάλλος βασιλιάς Κάρολος Η΄ των Βαλουά εισέβαλε στην Ιταλία, η οποία έγινε έτσι πεδίο σύγκρουσης Ισπανών, Γάλλων και Γερμανών, με τελικό αποτέλεσμα, ύστερα από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο ανάμεσα στον Ερρίκο Β΄ των Βαλουά και τον Κάρολο Ε΄ Κουίντο των Αψβούργων, που κράτησε από το 1521 μέχρι το 1559, η Ιταλία, με εξαίρεση την Βενετία, να περιέλθει στην κατοχή των Ισπανών, που διατηρήθηκε επί 150 χρόνια.
Κατά το διάστημα από το 1559 μέχρι το 1714, μετά τις συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις των δύο προηγούμενων αιώνων, οι Ιταλικές πόλεις – κράτη βρέθηκαν σε κατάσταση οικονομικής εξασθένισης και γενικής παρακμής, σε όλους τους τομείς εκτός από τις τέχνες, εξαιτίας και των μεγάλων ανακαλύψεων, που έτρεψαν την θαλασσοπορία και το εμπόριο προς άλλες οδούς και έχασαν όλες τις κτήσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο, που κατακτήθηκαν από τους Τούρκους, ενώ σε όλη την Ιταλία εξακολουθούσαν να μαίνονται οι διαμάχες ανάμεσα σε διάφορους εντόπιους και αλλοδαπούς ηγεμόνες που εμπόδιζαν την οικονομική ανόρθωση της χώρας.
Η λέξη «τράπεζα» προέρχεται από τα τραπέζια/πάγκους -- ιταλικά banca -- που χρησιμοποιούνται και σήμερα στα ταμεία (πάγκος <επάνω + άγω >πάναγος >πάνγος > πάγκος (ν>γ, γ>κ) = κάθισμα, τραπέζι τεχνίτη). Το Τραπεζικό Σύστημα, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, είναι προϊόν της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου και της πρώιμης Αναγέννησης στην Ιταλία, σε πλούσιες πόλεις στο βορρά, όπως η Φλωρεντία, Βενετία και Γένοβα.
Οι πρώτες τράπεζες, που οι Ιταλοί έμποροι σιτηρών χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά προς το τέλος της μεσαιωνικής περιόδου, ήταν «εμπορικές». Καθώς οι Λομβαρδοί έμποροι και τραπεζίτες προόδευσαν βασιζόμενοι στον πλούτο των καλλιεργειών στις Λομβαρδικές πεδιάδες δημητριακών, πολλοί εκτοπισμένοι Εβραίοι που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις ισπανικές διώξεις προσελκύσθηκαν στο εμπόριο, φέρνοντας μαζί τους αρχαίες πρακτικές από τους δρόμους του μεταξιού της Μέσης και της Άπω Ανατολής. Με αρχικό σκοπό τη χρηματοδότηση μακρινών εμπορικών ταξιδιών, εφάρμοσαν τις τραπεζικές μεθόδους για τη χρηματοδότηση της παραγωγής και της εμπορίας σιτηρών.
Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να κατέχουν γη στην Ιταλία, και έτσι έμπαιναν σε μεγάλες πλατείες και αίθουσες συναλλαγών της Λομβαρδίας, μαζί με τους τοπικούς εμπόρους, και τοποθετούσαν τους «πάγκους» τους για το εμπόριο καλλιεργειών, έχοντας σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ντόπιους, καθώς για τους Χριστιανούς απαγορευόταν η αμαρτία της «τοκογλυφίας», όπως ονομαζόταν ο δανεισμός με τόκο, ενώ και το Ισλάμ καταδίκαζε με παρόμοιο τρόπο την τοκογλυφία. Οι Εβραίοι, μη εξαρτώμενοι από την Εκκλησία, μπορούσαν να δίνουν στους αγρότες για τις καλλιέργειες, δάνεια υψηλού κινδύνου με τοκογλυφικά επιτόκια. Με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να εξασφαλίζουν τα δικαιώματα των προς πώληση προϊόντων κατά την τελική συγκομιδή. Σε επόμενες φάσεις της διαδικασίας αυτής άρχισαν να δίνουν προκαταβολές, έναντι της μελλοντικής παράδοσης των σιτηρών που επρόκειτο να αποσταλούν σε μακρινά λιμάνια. Και στις δύο περιπτώσεις το κέρδος τους προέκυπτε από την τρέχουσα έκπτωση έναντι της μελλοντικής τιμής. Αυτό το είδος εμπορίου ήταν χρονοβόρο και σύντομα προέκυψε μια τάξη εμπόρων που διακινούσαν χρέος σιτηρών αντί των σιτηρών.
Οι Εβραίοι έμποροι πραγματοποιούσαν λειτουργίες χρηματοδότησης (πιστώσεις) και ασφάλισης. Η χρηματοδότηση πήρε τη μορφή δανειοδότησης των καλλιεργειών κατά την έναρξη της καλλιεργητικής περιόδου, η οποία επέτρεπε στους γεωργούς να αναπτύσσουν την παραγωγή τους σε ετήσια βάση (με σπορά, καλλιέργεια, βοτάνισμα και συγκομιδή). Η ασφάλιση της καλλιέργειας εξάλλου, μπορούσε να εγγυάται την παράδοση της σοδειάς στον αγοραστή, που συνήθως ήταν έμπορος χονδρικής πώλησης. Επιπλέον, οι έμποροι/χρηματιστές μπορούσαν να προβαίνουν σε ρυθμίσεις για να τροφοδοτούν τους αγοραστές των καλλιεργειών, από εναλλακτικές πηγές προϊόντων ή αναπληρωματικές αγορές, σε περίπτωση αποτυχίας των καλλιεργειών. Μπορούσαν επίσης να διατηρούν τον αγρότη (ή άλλους παραγωγούς εμπορευμάτων) σε διαθεσιμότητα παραγωγής κατά τη διάρκεια μιας ξηρασίας ή άλλης αποτυχίας των καλλιεργειών, με την ασφάλιση μιας καλλιέργειας (ή άλλων εμπορευμάτων) έναντι του κινδύνου της αποτυχίας.
Η εμπορική τραπεζική εξελίχτηκε από τη χρηματοδότηση του εμπορίου για λογαριασμό ενός ατόμου στο διακανονισμό συναλλαγών για άλλους και, στη συνέχεια, στην κατοχή καταθέσεων για το διακανονισμό λογαριασμών ή γραμματίων, που συντάσσονταν από τους ανθρώπους που εξακολουθούσαν να πρακτορεύουν τα πραγματικά σιτηρά. Έτσι οι "πάγκοι" των εμπόρων/χρηματιστών στις μεγάλες αγορές σιτηρών έγιναν κέντρα κράτησης χρημάτων έναντι λογαριασμών, δηλαδή σημειωμάτων ή επιστολών επίσημης ανταλλαγής, αργότερα συναλλαγματικών και ακόμη αργότερα επιταγών.
Τον 12ο αιώνα, η ανάγκη να μεταφερθούν μεγάλα χρηματικά ποσά για τη χρηματοδότηση των Σταυροφοριών τόνωσε την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος στη Δυτική Ευρώπη. Το 1162, ο Ερρίκος Β της Αγγλίας επέβαλλε μια σειρά φόρων για τη στήριξη των σταυροφοριών, χρησιμοποιώντας τους Ναΐτες Ιππότες ως τραπεζίτες στους Αγίους Τόπους. Στο διάστημα 1100-1300 οι Ναΐτες Ιππότες, κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις γης σε όλη την Ευρώπη, συνέβαλαν στην έναρξη πανευρωπαϊκής τραπεζικής, καθώς η πρακτική τους ήταν να αναλαμβάνουν τοπικό νόμισμα, για το οποίο έδιναν ένα «γραμμάτιο» (σημείωμα, πρόδρομο των χαρτονομισμάτων), που είχε ισχύ σε όλα τα κάστρα τους, επιτρέποντας την κίνηση του χρήματος, χωρίς κίνδυνο ληστείας κατά το ταξίδι.
Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκε ένας εύλογος τρόπος προεξόφλησης τόκων για τους καταθέτες, έναντι ποσών που θα μπορούσαν να κερδίσουν με τη χρησιμοποίηση των χρημάτων τους στο εμπόριο, επαναφέροντας σε ισχύ την αρχαία μέθοδο χρηματοδότησης μεταφοράς εμπορευμάτων σε μεγάλες αποστάσεις. Οι εμπορικές «εκθέσεις» (πανηγύρια), όπως η έκθεση στο Αμβούργο, συνέβαλαν επίσης στην ανάπτυξη των τραπεζικών συναλλαγών, καθώς οι τραπεζίτες εξέδιδαν έγγραφα εξαργυρωτέα σε άλλες εκθέσεις, με αντάλλαγμα σκληρό νόμισμα. Τα έγγραφα αυτά μπορούσαν να εξαργυρωθούν σε μια άλλη έκθεση σε άλλη χώρα ή σε μια μελλοντική έκθεση στην ίδια θέση. Αν επρόκειτο να εξαγοραστούν σε μελλοντική ημερομηνία, μπορούσαν να προεξοφλούνται με έκπτωση ενός ποσού συγκρίσιμου με κάποιον τόκο. Τελικά τα έγγραφα αυτά εξελίχθηκαν σε συναλλαγματικές, οι οποίες θα μπορούσαν να εξαργυρωθούν σε οποιοδήποτε γραφείο του τραπεζίτη που τις εξέδωσε. Αυτός ο τρόπος συναλλαγής κατέστησε δυνατή τη μεταφορά μεγάλων χρηματικών ποσών, χωρίς τις επιπλοκές της ανάσυρσης μεγάλων όγκων χρυσού και την ανάγκη πρόσληψης ένοπλων φρουρών για την προστασία του χρυσού από τους κλέφτες.
Το 1156, στη Γένοβα, πραγματοποιήθηκε η πρώτη γνωστή σύμβαση σε ξένο συνάλλαγμα. Δύο αδέλφια δανείστηκαν 115 λίρες Γένοβας και συμφώνησαν να επιστρέψουν στους πράκτορες της τράπεζας στην Κωνσταντινούπολη το ποσό των 460 βυζαντινών νομισμάτων ένα μήνα μετά την άφιξή τους στην Πόλη. Τον επόμενο αιώνα η χρήση τέτοιων συμβάσεων αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς, δεδομένου μάλιστα ότι τα κέρδη από τη διαφορά χρόνου αντιμετωπίζονταν ως δάνεια, ώστε να μην παραβιάζονται οι θρησκευτικοί κανόνες κατά της τοκογλυφίας.
Η πρώτη τράπεζα ιδρύθηκε στη Βενετία με εγγύηση από το κράτος το 1157. Αυτό έγινε από εμπορική αντιπροσωπεία των Βενετών, που ενεργούσε για λογαριασμό των Σταυροφόρων του Πάπα Ουρβανού Β, με στόχο την κάλυψη του κόστους της επέκτασης της αυτοκρατορίας του Δούκα Vital Mitchel ΙΙ, και την ανακούφιση της επακόλουθης οικονομικής επιβάρυνσης μέσω ενός «αναγκαστικού δανείου» με επιτόκιο 4%. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ένα Επιμελητήριο Δανείων για την παρακολούθηση της αποπληρωμής με χρήση γραμματίων και αργότερα με τη λήψη των καταθέσεων, το οποίο μετεξελίχθηκε στην Τράπεζα της Βενετίας, με αρχικό κεφάλαιο 5.000.000 δουκάτα. Πλήρεις τραπεζικές λειτουργίες άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του 12ου αιώνα, και συνεχίστηκαν μέχρις ότου η τράπεζα αναγκάστηκε να παύσει να λειτουργεί κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής του 1797. Ήταν η πρώτη εθνική τράπεζα που συστάθηκε εντός των ορίων της Ευρώπης.
Στα μέσα του 13ου αιώνα ομάδες χριστιανών Ιταλών εφεύραν νομικούς τρόπους για να ξεπεράσουν την απαγόρευση τοκογλυφίας από την χριστιανική Εκκλησία, με πραγματοποίηση δανείων χωρίς επίσημο τόκο, αλλά με απαίτηση ασφάλειας σε περίπτωση απώλειας, ζημίας ή καθυστέρησης στην αποπληρωμή. Η Φλωρεντία έγινε το κέντρο της δραστηριότητας ισχυρών οικογενειών που ασχολούνταν με τον τραπεζικό τομέα, όπως οι Acciaiuoli και Mozzi, Bardi και Peruzzi, που ίδρυσαν υποκαταστήματα σε πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης. Η πιο διάσημη ιταλική τράπεζα ήταν η τράπεζα των Μεδίκων, που συστάθηκε από τον Giovanni di Bicci de 'Medici το 1397 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1494. Το 1327 η Αβινιόν είχε 43 υποκαταστήματα ιταλικών τραπεζών, και, παρά την χρεοκοπία των Bardi (1343) και Περούτσι (1346), οι ιταλικές τράπεζες πλήθυναν και επικράτησαν σε όλη την Ευρώπη εκμεταλλευόμενες τους εμπορικούς δρόμους των προσκυνητών για την ανάπτυξη εμπορικών δοσοληψιών.
Στα χρόνια 1527 - 1572 οι Γενουάτες ίδρυσαν μια σειρά σημαντικών τραπεζικών ομίλων, ανάμεσα στις οποίες οι οικογένειες Grimaldi, Spinola και Pallavicino είχαν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή και πλούτο, όπως επίσης οι Doria, οι Pinelli και οι Lomellini με ίσως λιγότερη επιρροή. Στην Ισπανία το 1401 οι άρχοντες της Βαρκελώνης ίδρυσαν στην πόλη το πρώτο αντίγραφο του ενετικού μοντέλου ανταλλαγών και καταθέσεων, Taula de Canvi (Ο πίνακας του Χρηματιστηρίου). Τον 16ο αιώνα Εβραίοι της οικογένειας Mendes, που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την Ιβηρία εισήγαγαν τις τεχνικές του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, των τραπεζών και ακόμη και την μερκαντιλιστική έννοια της κρατικής οικονομίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τον 16ο αιώνα, οι κορυφαίοι χρηματοδότες στην Κωνσταντινούπολη ήταν Έλληνες και Εβραίοι, που είχαν φύγει από την Ισπανία. Μερικές από αυτές τις οικογένειες έφεραν μαζί τους τις μεγάλες περιουσίες τους. Η πιο σημαντική από τις εβραϊκές τραπεζικές οικογένειες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 16ο αιώνα ήταν ο οίκος Mendes, που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη το 1552, υπό την προστασία του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Η οικογένεια Mendès σύντομα απέκτησε δεσπόζουσα θέση στα κρατικά οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το εμπόριο με την Ευρώπη, εκτελώντας εμπορικές δραστηριότητες, όπως δανεισμό χρημάτων και τραπεζικές υπηρεσίες, που ήταν απαγορευμένες για τους Μουσουλμάνους από τον ισλαμικό νόμο.
Οι Αυλικοί Εβραίοι ήταν τραπεζίτες ή επιχειρηματίες που δάνειζαν χρήματα και χειρίζονταν τα οικονομικά μερικών χριστιανικών ευρωπαϊκών αρχοντικών οίκων, κυρίως τον 17ο και 18ο αιώνα. Οι Αυλικοί Εβραίοι ήταν πρόδρομοι των σύγχρονων Γραμματέων του Υπουργείου Οικονομικών. Στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονταν η αύξηση των εσόδων από τον φόρο στη γεωργία, η διαπραγμάτευση των δανείων, ο έλεγχος του νομισματοκοπείου, η δημιουργία νέων πηγών εσόδων με μεταβλητά ομόλογα, νέους φόρους και η χρηματοδότηση των στρατιωτικών. Επιπλέον ενεργούσαν ως προσωπικοί τραπεζίτες για τους αριστοκράτες, συγκεντρώνοντας χρήματα για την κάλυψη της προσωπικής διπλωματίας και του πολυτελούς βίου των ευγενών. Ήταν ειδικευμένοι διαχειριστές και επιχειρηματίες, οι οποίοι έλαβαν προνόμια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Ζούσαν κυρίως στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αυστρία, αλλά και στη Δανία, την Αγγλία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Πολωνία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία και την Ισπανία.
Στο νότιο βασίλειο της Γερμανίας, εμφανίστηκαν δύο μεγάλες τραπεζικές οικογένειες τον 15ο αιώνα, οι Fuggers και οι Welsers, που έφτασαν στο σημείο να ελέγχουν μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας και να κυριαρχούν στις διεθνείς χρηματαγορές του 16ου αιώνα. Οι Fuggers κατασκεύασαν το πρώτο γερμανικό οικισμό κοινωνικής στέγασης για τους φτωχούς στο Άουγκσμπουργκ, το Fuggerei, που εξακολουθεί να υπάρχει, ενώ η αρχική Τράπεζα Fugger λειτούργησε από το 1486 και διατηρήθηκε μέχρι το 1647. Οι Ολλανδοί τραπεζίτες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση τραπεζών στα βόρεια γερμανικά κρατίδια της πόλης. Η Τράπεζα Berenberg ήταν η παλαιότερη ιδιωτική τράπεζα της Γερμανίας, που ιδρύθηκε το 1590 από τους Ολλανδούς αδελφούς, Hans και Paul Berenberg στο Αμβούργο. Η τράπεζα εξακολουθεί να ανήκει στη δυναστεία Berenberg.
Σε όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα πολύτιμα μέταλλα από το Νέο Κόσμο, την Ιαπωνία και άλλες περιοχές διοχετεύθηκαν στην Ευρώπη, με αντίστοιχες αυξήσεις τιμών. Χάρη στην ελεύθερη νομισματοκοπία, στην Τράπεζα του Άμστερνταμ, και στην αυξημένη κίνηση εμπορικών συναλλαγών οι Κάτω Χώρες συσσώρευσαν ακόμη περισσότερα νομίσματα και πολύτιμα μέταλλα ως απόθεμα στις τράπεζές τους. Αυτές οι μέθοδοι των συστημάτων κλασματικής τραπεζικής αναπτύχθηκαν περαιτέρω και εξαπλώθηκαν στην Αγγλία και αλλού. Στην πόλη του Λονδίνου δεν υπήρχαν αναγνωρίσιμοι τραπεζικοί οίκοι μέχρι και τον 17ο αιώνα, αν και το Βασιλικό Συναλλακτήριο του Λονδίνου (Royal Exchange) ιδρύθηκε το 1565.
Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 17ου, οι παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες αποδοχής καταθέσεων, δανεισμού, ανταλλαγής χρημάτων και μεταφοράς κεφαλαίων συνδυάστηκαν με την έκδοση τραπεζικών χρεογράφων που χρησιμοποιήθηκαν ως υποκατάστατο των χρυσών και ασημένιων νομισμάτων. Νέες τραπεζικές πρακτικές προωθούσαν την εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη, παρέχοντας ένα ασφαλές και βολικό μέσο πληρωμής και προσφοράς χρήματος, που ανταποκρινόταν καλύτερα στις εμπορικές ανάγκες, σε συνδυασμό με προσφορές "εκπτώσεων" του χρέους των επιχειρήσεων. Μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, το τραπεζικό σύστημα έγινε επίσης σημαντικό για τις ανάγκες χρηματοδότησης των ανταγωνιζόμενων ευρωπαϊκών κρατών. Αυτό οδήγησε στους κυβερνητικούς κανονισμούς και τις πρώτες κεντρικές τράπεζες. Η επιτυχία των νέων τραπεζικών τεχνικών και πρακτικών στο Άμστερνταμ και στο Λονδίνο βοήθησε στην εξάπλωση των εννοιών και των ιδεών και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης.
Η σύγχρονη τραπεζική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των κλασματικών τραπεζικών αποθεματικών και της έκδοσης τραπεζογραμματίων, εμφανίστηκε τον 17ο αιώνα. Εκείνη την εποχή, πλούσιοι έμποροι άρχισαν να αποθηκεύουν χρυσό με τη βοήθεια των χρυσοχόων του Λονδίνου, οι οποίοι είχαν ιδιωτικές αποθήκες και χρέωναν ένα ποσό για την υπηρεσία τους. Σε αντάλλαγμα για κάθε κατάθεση πολυτίμων μετάλλων, οι χρυσοχόοι εξέδιδαν αποδείξεις που πιστοποιούσαν την ποσότητα και την καθαρότητα του μετάλλου που κατείχαν ως θεματοφύλακες. Οι εισπράξεις αυτές δεν μπορούσαν να διατεθούν, καθώς μόνο ο αρχικός καταθέτης μπορούσε να αναλάβει τα αποθηκευμένα προϊόντα. Σταδιακά οι χρυσοχόοι άρχισαν να δανείζουν χρήματα για λογαριασμό των καταθετών, οδηγώντας στην ανάπτυξη των σύγχρονων τραπεζικών πρακτικών. Εκδόθηκαν γραμμάτια (τα οποία εξελίχθηκε σε τραπεζογραμμάτια) για τα κατατιθέμενα χρήματα ως δάνειο προς τον χρυσοχόο. Οι πρακτικές αυτές δημιούργησαν ένα νέο είδος "χρήματος" που ήταν στην πραγματικότητα χρεόγραφα των χρυσοχόων και όχι ασήμι ή χρυσό νόμισμα, ένα αγαθό που είχε αρχίσει να ρυθμίζεται και να ελέγχεται από την μοναρχία. Η εξέλιξη αυτή απαιτούσε την αποδοχή στις εμπορικές συναλλαγές «γραμματίων χρυσοχόων», πληρωτέων σε πρώτη ζήτηση. Η αποδοχή με τη σειρά της απαιτούσε μια γενική πεποίθηση ότι υπήρχαν «διαθέσιμα» νομίσματα και κανονικά ένα «κλασματικό αποθεματικό» εξυπηρετούσε το σκοπό αυτό. Η αποδοχή απαιτούσε επίσης ότι οι κάτοχοι των χρεογράφων μπορούσαν νομίμως να επιβάλλουν ένα άνευ όρων δικαίωμα πληρωμής, απαιτούσε δηλαδή ότι τα γραμμάτια (καθώς και τα σχετικά σημειώματα) ήταν διαπραγματεύσιμοι τίτλοι. Η έννοια της μεταβιβασιμότητας και της αγοραπωλησίας αναδείχθηκε σταδιακά στις ευρωπαϊκές αγορές χρήματος, αλλά ήταν ήδη καλά εδραιωμένη από τον 17ο αιώνα.
Η πρώτη τράπεζα που εγκαινίασε τη μόνιμη έκδοση τραπεζογραμματίων ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας το 1695. Αρχικά ήταν χειρόγραφα και εκδίδονταν με μία κατάθεση ή δάνειο, και υπόσχονταν την καταβολή της αξίας στον κομιστή του χαρτονομίσματος. Από το 1745 τυπώνονταν τυποποιημένα χαρτονομίσματα με αξία που κυμαίνονταν από £20 έως £1000. Πλήρως τυποποιημένα χαρτονομίσματα, που δεν απαιτούσαν το όνομα του δικαιούχου και την υπογραφή του ταμία, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1855. Η άνοδος του Προτεσταντισμού απελευθέρωσε πολλούς Ευρωπαίους Χριστιανούς από τις επιταγές της Ρώμης κατά της τοκογλυφίας. Τον 18ο αιώνα, οι υπηρεσίες που προσφέρονταν από τις τράπεζες αυξήθηκε. Εισάχθηκαν υπηρεσίες εκκαθάρισης, χρεόγραφα, επιταγές και προστασία υπερανάληψης. Οι επιταγές εφευρέθηκαν το 1600, στην Αγγλία, και οι τράπεζες εξασφάλιζαν τις πληρωμές με άμεση ταχυμεταφορά στην εκδότρια τράπεζα. Η πρώτη δυνατότητα υπερανάληψης παρασχέθηκε το 1728 από τη Royal Bank of Scotland.
Η βιομηχανική επανάσταση και το αυξανόμενο διεθνές εμπόριο αύξησε τον αριθμό των τραπεζών, ιδίως στο Λονδίνο. Ταυτόχρονα νέα είδη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων διεύρυναν το πεδίο εφαρμογής των τραπεζικών λειτουργιών πολύ πέρα από την αρχική μορφή τους. Οι οικογένειες των τραπεζιτών- εμπόρων χειρίζονταν πολλά θέματα, από την αναδοχή ομολόγων μέχρι τον εξωτερικό δανεισμό. Αυτές οι νέες "εμπορικές τράπεζες" διευκόλυναν την ανάπτυξη του εμπορίου, επωφελούμενες από την αναδυόμενη κυριαρχία της Αγγλίας στη ναυτιλία.
Οι κεντρικές τράπεζες ιδρύθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο Πόλεμος του Δεύτερου Συνασπισμού οδήγησε στη δημιουργία της Banque de France το 1800, σε μια προσπάθεια να βελτιωθεί η δημόσια χρηματοδότηση του πολέμου. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δημιουργήθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 1913. Η Αυστραλία ίδρυσε την πρώτη της κεντρική τράπεζα το 1920, η Κολομβία το 1923, το Μεξικό και η Χιλή το 1925 και ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία στον απόηχο της Μεγάλης Κρίσης το 1934. Μέχρι το 1935, το μόνο σημαντικό ανεξάρτητο κράτος που δεν διέθετε κεντρική τράπεζα ήταν η Βραζιλία, η οποία στη συνέχεια ανέπτυξε ένα πρόδρομο το 1945 και την σύγχρονη κεντρική τράπεζά της είκοσι χρόνια αργότερα. Τα κράτη της Αφρικής και της Ασίας ίδρυσαν κεντρικές τράπεζες ή νομισματικές ενώσεις μετά την ανεξαρτητοποίησή τους το 1960.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν οικοδομικοί συνεταιρισμοί ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ανήκαν στα μέλη τους ως αμοιβαίες οργανώσεις, με αφετηρία από την πόλη Μπέρμιγχαμ, η οποία βρισκόταν σε ταχεία οικονομική και φυσική επέκταση, οφειλόμενη σε ένα πλήθος μικρών επιχειρήσεων μεταλλουργίας, των οποίων πολλοί εξειδικευμένοι και ευημερούντες ιδιοκτήτες ήταν πρόθυμοι να επενδύουν σε ακίνητα. Εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκαν επίσης ταμιευτήρια αμοιβαίων κεφαλαίων ως χρηματοδοτικά ιδρύματα, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, υποστηριζόμενα οικονομικά από την κυβέρνηση, τα οποία ανήκαν στα μέλη τους, που ήταν συνδρομητές σε ένα κοινό ταμείο. Για την παροχή στους καταθέτες εύκολης μεθόδου εξοικονόμησης χρημάτων και την προώθηση της αποταμίευσης των πτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων δημιουργήθηκε την εποχή αυτή και το ταχυδρομικό σύστημα αποταμίευσης που εισάχθηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία το 1861. Παρόμοια ιδρύματα δημιουργήθηκαν σε διάφορες χώρες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.
1.11.4. Η οικονομική ανάπτυξη ιδιωτών τρπεζιτών
Δύο οικογένειες μεταναστών, οι Rothschild και οι Baring, ίδρυσαν εμπορικές τραπεζικές επιχειρήσεις στο Λονδίνο περί τα τέλη του 18ου αιώνα και έφτασαν να κυριαρχούν στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα τον επόμενο αιώνα. Η εβραϊκής καταγωγής οικογένεια Rothschild (<roth, red + shield = κόκκινη ασπίδα) ήταν πρωτοπόρος της διεθνούς χρηματοδότησης στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1804 ο Nathan Mayer Rothschild άρχισε να διαπραγματεύeται στο χρηματιστήριο του Λονδίνου χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ξένοι λογαριασμοί και τίτλοι της κυβέρνησης. Από το 1809 ο Rothschild άρχισε να διαπραγματεύεται με χρυσό, και ανάπτυξε αυτή την τεχνική ως ακρογωνιαίο λίθο της επιχείρησής του. Από το 1811, σε συνεννόηση με τoν Γενικό Επιμελητή John Charles Herries, ανέλαβε να μεταφέρει χρήματα για να πληρώσει τα στρατεύματα του Ουέλινγκτον, στην εκστρατεία της Πορτογαλίας και της Ισπανίας κατά του Ναπολέοντα, και αργότερα να κάνει τις πληρωμές των επιδοτήσεων προς τους Βρετανούς συμμάχους, όταν αυτοί οργάνωσαν νέα στρατεύματα μετά την καταστροφική εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Ρωσία. Τέσσερις αδελφοί του τον βοήθησαν να συντονίζει τις δραστηριότητες σε όλη την ήπειρο, και έτσι η οικογένεια ανάπτυξε ένα δίκτυο πρακτόρων, εφοπλιστών και ταχυδρομικών επιχειρήσεων για την μεταφορά χρυσού και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή η ιδιωτική υπηρεσία πληροφοριών επέτρεψε στον Nathan να λάβει στο Λονδίνο την είδηση της νίκης του Ουέλινγκτον στην μάχη του Βατερλώ μια ολόκληρη ημέρα πριν από την επίσημη αγγελία της κυβέρνησης και να επωφεληθεί από την πληροφορία αυτή αποκτώντας με τέχνασμα μεγάλα ποσά στις χρηματαγορές του Λονδίνου. Μια μέρα μετά την μάχη του Βατερλώ και μέσα σε λίγες ώρες ο Νάθαν Ρότσιλντ και οι συνεργάτες του εξουσίαζαν όχι μόνο το χρηματιστήριο αλλά και την ίδια την Τράπεζα της Αγγλίας. Η οικογένεια Ρότσιλντ είχε καθοριστικό ρόλο στην εν συνεχεία δημιουργία και ανάπτυξη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την υποστήριξη της ανάπτυξης των σιδηροδρόμων σε όλο τον κόσμο και σε σύνθετες κρατικές χρηματοδοτήσεις για έργα όπως η Διώρυγα του Σουέζ. Η οικογένεια αγόρασε ένα μεγάλο μέρος ιδιοκτησιών στο Mayfair του Λονδίνου. Στη συνέχεια ίδρυσε με άμεση χρήση κεφαλαίων της μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Alliance Assurance (1824, σήμερα Royal & Sun Alliance), Chemin de Fer du Nord (1845), Rio Tinto Group (1873), Société De Nickel (1880, σήμερα Eramet) και Imetal (1962, σήμερα Imerys). Οι Ρότσιλντ χρηματοδότησαν την ίδρυση των De Beers, καθώς και τον Cecil Rhodes στις εκστρατείες του στην Αφρική για την δημιουργία της αποικίας της Ροδεσίας. Η ιαπωνική κυβέρνηση προσέγγισε την οικογένεια στο Λονδίνο και το Παρίσι για την χρηματοδότηση κατά την διάρκεια του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Από το 1919 η Τράπεζα των Ρότσιλντ στο Λονδίνο έπαιξε ρόλο ως έδρα για τον προσδιορισμό της τιμής και της κίνησης του χρυσού.
Το 1812 ο James Mayer Rothschild πήγε στο Παρίσι από την Φρανκφούρτη, και ίδρυσε την τράπεζα «De Rothschild Frères», που χρηματοδότησε την επιστροφή του Ναπολέοντα από την Έλβα και έγινε μία από τις κορυφαίες τράπεζες στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Ο τραπεζικός όμιλος Rothschild της Γαλλίας χρηματοδότησε μεγάλους πολέμους για την αποικιακή επέκταση της Γαλλίας. Η Banque de France, που ιδρύθηκε το 1796, βοήθησε να επιλυθεί η οικονομική κρίση του 1848 και έγινε ισχυρή κεντρική τράπεζα. Η Comptoir National d'Escompte de Paris (CNEP) ιδρύθηκε κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της δημοκρατικής επανάστασης του 1848. Οι καινοτομίες της περιλάμβαναν ιδιωτικές και δημόσιες πηγές χρηματοδότησης μεγάλων έργων και την δημιουργία ενός δικτύου τοπικών γραφείων για την προσέλκυση πολύ μεγαλύτερης ομάδας καταθετών. Το Παρίσι αναδείχθηκε έτσι σε ένα διεθνές κέντρο χρηματοδότησης στα μέσα του 19ου αιώνα, και ήταν δεύτερο στον κόσμο μετά το Λονδίνο. Διέθετε μια ισχυρή εθνική τράπεζα και πολλές επιθετικές ιδιωτικές τράπεζες, που χρηματοδότησαν έργα και σχέδια ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη παράλληλα με την επέκταση της Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Ο Ναπολέων Γ είχε ως στόχο να υπερκεράσει το Λονδίνο και να κάνει το Παρίσι πρώτο οικονομικό κέντρο του κόσμου, αλλά ο πόλεμος το 1870 μείωσε το εύρος της γαλλικής οικονομικής επιρροής.
Στα μέσα του 19ου αιώνα οι Ρότσιλντ ήταν η πλουσιότερη οικογένεια στον κόσμο, εξουσιάζοντας μια πλειάδα μικρότερων σε δύναμη οικογενειών όπως οι Βάρμπουργκ και οι Σιφφ που συνέδεσαν τον υπερμεγέθη πλούτο τους με αυτόν των Ρότσιλντ. Το υπόλοιπο του 19ου αιώνα είναι γνωστό σαν “η εποχή των Ρότσιλντ”. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η οικογένεια Ρότσιλντ είχε υπό τον έλεγχο της σχεδόν τον μισό πλούτο του πλανήτη, αν και καλλιέργησε μια διακριτική ατμόσφαιρα αφάνειας και ανωνυμίας, έτσι ώστε, μολονότι ελέγχει χιλιάδες τράπεζες, βιομηχανικές, εμπορικές, μεταλλευτικές και τουριστικές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, ελάχιστες εταιρίες του ομίλου φέρουν επίσημα το όνομα Ρότσιλντ.
Παράλληλα με τους Ρότσιλντ, χάρη και στο πνεύμα φυλετικής αλληλεγγύης, που είναι περισσότερο αναπτυγμένο στους Εβραίους σε σύγκριση με άλλους λαούς, από τα μέσα του 18ου αιώνα αναδείχτηκαν και άλλες οικογένειες, κυρίως Ασκενάζι Εβραίων τραπεζιτών, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν αρχική έδρα την Γερμανια και ειδικότερα την Φρανφούρτη που ήταν τότε μία από τις σημαντικότερες οικονομικές πρωτεύουσες της Ευρώπης:
- Τζέϊκομπ Σιφφ (Jacob Schiff 1847-1920). Γεννημένος στην Φρανκφούρτη από εβραίους γονείς μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως χρηματιστής αρχικά με την εταιρία Bulge Schif Company και στη συνέχεια στην τράπεζα Kuhn, Loeb & Co'. Συνεργάστηκε με άλλους τραπεζίτες όπως τους Ρότσιλντ, Χάριμαν και Μόργκαν και χρηματοδότησε πολλά έργα εντός και εκτός Αμερικής και ιδιαίτερα το δίκτυο του τηλέγραφου και της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ στο εξωτερικό στήριξε τους Ιάπωνες στον πόλεμο τους ενάντια στην τσαρική Ρωσία. Στήριξε επίσης οικονομικά τους μπολσεβίκους στην Οκτωβριανή Επανάσταση, καθώς ήταν εχθρικός προς την τσαρική Ρωσία, επειδή πίστευε ότι ο τσάρος καταπίεζε τους εβραίους υπηκόους του. Πίεσε τον αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον να επέμβει και να τερματίσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο γιατί ανησυχούσε για την οικογένεια του που βρισκόταν στην Γερμανία.
- Μάρκους Γκόλντμαν (Marcus Goldman 1821-1904). Προερχόμενος από Γερμανοεβραίους μετανάστες της Φρανκφούρτης, μετανάστευσε το 1848 στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως χρηματιστής στην Γουώλ Στρητ και αργότερα, μετά τον γάμο της κόρης του με τον Σάμιουελ Σακς, ίδρυσε μαζί του την περιώνυμη τράπεζα επενδύσεων και διαχείρισης χρηματοοικονομικών προϊόντων Goldman - Sachs.
- Σάμιουελ Σακς (Samuel Sachs 1851-1935). Γερμανοεβραίος μετανάστης από την Βαυαρία στις ΗΠΑ, υιοθετήθηκε από τον φίλο του πατέρα του Μάρκους Γκόλντμαν και νυμφεύτηκε την κόρη του. αναλαμβάνοντας την διεύθυνση των επιχειρήσεων με επιτυχία. Συνεργάστηκε με τους φίλους του αδελφούς Λέμαν στον τομέα ασφαλίσεων τραπεζικών κεφαλαίων και δημιουργίας νέων τραπεζικών χρηματοοικονομικών προϊόντων.
- Χένρυ Λέμαν (Hery Lehman 1822-1855). Γερμανοεβραίος ιδρυτής της ασφαλιστικής εταιρίας «Lehman Brothers», σε συνεργασία με τους αδελφούς του Mayer και Emmanuel.
- Σάλομον Λεμπ (Salomon Loeb 1827- ). Μέλος της Γερμανεβραϊκής οικογένειας τραπεζιτών, πρόσφυγας από την περιοχή της κοιλάδας του Ρήνου. Το 1867 ίδρυσε την ιδιωτική τράπεζα Kuhn, Loeb & Co. με συνέταιρό του τον Άμπρααμ Κουν, και απόκτησε βαθύ πλούτο. Ο γιος του Τζέημς Λεμπ σπούδασε οικονομικές επιστήμες, γλώσσες και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συνέχισε τις δραστηριότητες του πατέρα του.
- Ζόζεφ Σέλιγκμαν (Joseph Seligman 1819–1880). Γερμανoεβραικής καταγωγής από το Μπέγερστορφ. Μετανάστευσε και αυτός στις ΗΠΑ και θεωρείται από τους πλέον παλιούς τραπεζίτες με μεγάλη δραστηριότητα και εμπλοκή στα διεθνή πολιτικά γεγονότα της εποχής του, χάρη στην οποία απέκτησε και το προσωνύμιο «βαρόνος ληστής» [robber baron]. Συμμετείχε στην χρηματοδότηση για την κατασκευή σιδηρόδρομων στις ΗΠΑ και στήριξε οικονομικά τους ομοσπονδιακούς μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
- Πωλ Βάρμπουργκ (Paul Warburg 1868 – 1932). Γερμανοεβραϊκής καταγωγής, συνεργάτης των Ρότσιλντ, εργάστηκε αρχικά για τους Kuhn, Loeb & Co ' και έγινε ένα από τα σπουδαιότερα στελέχη του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ.
- Σίντνεϋ Βάινμπεργκ (Sidney Weinberg 1891 – 1969). Γνωστός ως «Μίστερ Γουόλ Στρητ'». Επιλέχθηκε από τον εγγονό του Μαρκους Γκολντμαν, Πωλ Γκόλντμαν ως υπεύθυνος αλληλογραφίας. Το 1930, αφού έσωσε την Goldman - Sachs από βέβαιη χρεοκοπία, διορίστηκε πρόεδρος της εταιρίας μέχρι το 1969. Η εταιρία ισχυροποιήθηκε στα χρόνια τους και απέκτησε την φήμη που έχει σήμερα καθώς και την απόλυτη διαχείριση κεφαλαίων τραπεζικών κολοσσών.
- Τζον Πίερποντ Μόργκαν (John Pierpont Morgan 1837 – 1913). Γεννήθηκε σε μια οικογένεια με πολύ πλούτο, ο ρόλος της οποίας ήταν καθοριστικός στα οικονομικά ζητήματα των ΗΠΑ. Γύρισε όλο τον κόσμο, σπούδασε στα καλύτερα πανεπιστήμια και, όταν πέθανε ο πατέρας του, ανέλαβε, με μεγάλη επιτυχία, τις επιχειρήσεις του. Σε μία εποχή που η Αμερική χαρακτηριζόταν ως «σιδεροφάγος» εξαιτίας όλων των ειδών κατασκευών που γίνονταν στην χώρα, ο Morgan δημιούργησε ένα κολοσσό στην αγορά σιδήρου και χάλυβα, εξαγοράζοντας πολλές τοπικές χαλυβουργίες και εξασφαλίζοντας ουσιαστικά το μονοπώλιο αυτών των μετάλλων. Έτσι κατάφερε να κυριαρχήσει στις βιομηχανίες που σχετίζονταν με τον σιδηρόδρομο, τα αυτοκίνητα, τις γέφυρες, την κατασκευή πλοίων και τα καλώδια. Οι επιχειρήσεις του εξαπλώθηκαν και σε άλλους τομείς και έφτασαν σε σημείο ακμής, σε βαθμό ώστε το 1895 όταν η αμερικανική οικονομία περνούσε κρίση, ο J. P. Morgan έδωσε δάνειο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ για να ισορροπήσει η κατάσταση. Είχε πει: «Οι δικηγόροι χρειάζονται όχι για να σου πουν τι δεν επιτρέπεται να κάνεις, αλλά πώς να κάνεις αυτό που δεν επιτρέπεται και να τη γλιτώσεις».
- Τζον Ροκφέλερ (John Rockefeller 1839-1937). Εκπρόσωπος στις ΗΠΑ και συνεργάτης των Γερμανοεβραϊκής καταγωγής χρηματιστών, ίδρυσε το 1870 την εταιρεία Στάνταρντ Οϊλ στο Κλίβελαντ του Οχάιο, που κυριάρχησε στον κόσμο της διεθνούς βιομηχανίας πετρελαιοειδών, μέσα σε μία δεκαετία. Ο Ροκφέλερ χαρακτηρίστηκε «μάγος της βιομηχανίας πετρελαίου» και έγινε ο πρώτος δισεκατομμυριούχος στην ιστορία. Οι μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου του εικοστού αιώνα, όπως η Mobil, η ΒΡ, η Amoco, η Arco, αποτελούν «απογόνους» της Στάνταρντ Οϊλ. Ο Ροκφέλερ οραματιζόταν μια νέα βιομηχανική τάξη στηριγμένη στα μονοπώλια και στα τραστ. Αποτέλεσε πρότυπο επιχειρηματία για το αμερικανικό έθνος.
Στις επόμενες δεκαετίες οι πανίσχυροι παγκόσμιοι τραπεζικοί οίκοι, σε μια μορφή σύμπραξης που θα μπορούσε να ονομαστεί Διεθνής των Αγορών έχουν σημαντική θέση στον έλεγχο της διακίνησης κεφαλαίων, αυξάνουν συνεχώς την δύναμή τους και δημιούργησαν μηχανισμούς για να προστατεύσουν αυτή την διαδικασία παραγωγής χρήματος, στηρίζοντας οικονομικά με πακτωλούς χρημάτων πολιτικά κόμματα μέχρι αυτά να αποκτούν την εξουσία. Παράλληλα απέκτησαν τον έλεγχο σε όλες τις πολυεθνικές εταιρίες, τράπεζες και κάθε είδους παγκόσμιους οικονομικούς κολοσσούς, όπως μεγάλες πετρελαϊκές και κατασκευαστικές εταιρίες, όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία (όπως τα μεγάλα πρακτορεία ειδήσεων Reuter και Associated Press) και μέσα μαζικής ενημέρωσης, όλες οι βιομηχανίες όπλων και φαρμάκων και οι τηλεπικοινωνίες, χρησιμοποιώντας πολιτικούς και κυβερνήσεις κρατών, μέσα από ένα πολύπλοκο μηχανισμό διάμεσων πληρεξούσιων, αντιπροσώπων και διαπλεκομένων διευθυντηρίων που «συγκαλύπτουν» τον πραγματικό τους ρόλο. Στους μηχανισμούς αυτούς περιλαμβάνονται τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα και τα πανεπιστήμια, καθώς και εταιρίες διαφημίσεων που χρηματοδοτούνται σε όλο τον κόσμο για να «παράγουν ιδεολογία» και «καταναλωτική κουλτούρα» που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της παγκόσμιας ιδιωτικής αυτοκρατορίας που δημιουργήθηκε. Έτσι έφτασαν να ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία και τις εκάστοτε διοικήσεις όλων των χωρών, που τις στηρίζουν οικονομικά, αλλά και ευνοούνται από αυτές με φοροαπαλλαγές, με κλείσιμο συμφωνιών, με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών πόρων και με διευκολύνσεις στην ανάπτυξη της οικονομικής τους δραστηριότητας. Σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό διαδραματίζουν λέσχες με μασονική διαχείριση, όπως οι ROTARY, LIONS, ROUND TABLE, Y.M.C.A. και η περιώνυμη Λέσχη Bilderberg που ιδρύθηκε το 1954, με επίσημο στόχο την προώθηση του διαλόγου μεταξύ Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής.
Οι απαρχές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας εντοπίζονται στην Υστεροβυζαντινή Περίοδο (1204-1453) που εξετάστηκε στον προηγούμενο τόμο του παρόντος έργου. Η επόμενη έκλαμψη της ελληνικής γλώσσας παρουσιάστηκε τον 17ο αιώνα στα λαμπρά δημιουργήματα της Κρητικής Λογοτεχνίας, που διατήρησε αμυδρό το λυκόφως της στην Ποίηση της Διασποράς του 18ου αιώνα και αναζωπυρώθηκε μεσούρανα με τους δύο μεγάλους ποιητές του Εθνικού Διαφωτισμού (Σολωμό και Κάλβο).
Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης την εποχή της Νεοελληνικής Αναγέννησης του 17ου αιώνα ήταν πλούσια ποσοτικά και ποιοτικά και σημαντική για την μετέπειτα πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν κυρίως έμμετρη, αφού η καλλιέργεια του πεζού λόγου πριορίστηκε στην εκκλησιαστική ρητορική και σε αφηγήσεις αγιολογικού περιεχομένου. Η λογοτεχνική άνθηση οφειλόταν στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, εξαιτίας της ειρηνικής διαβίωσης και της επαφής με τον αναπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά βενετικό κόσμο που αναπτύχθηκε στα βυζαντινά χρόνια με άμεση ελληνική επίδραση. Η λογοτεχνική παραγωγή μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους. Η περίοδος της προετοιμασίας (1350-1580) δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη βυζαντινή παράδοση, ενώ στην περίοδο της ακμής (1580-1669), που έληξε με την άλωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, είναι φανερή η επίδραση της λογοτεχνίας του ουμανισμού της ιταλικής Αναγέννησης, αλλά και της χριστιανικής παράδοσης με πρόσμιξη ασιατικών στοιχείων.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αρκετοί λόγιοι που έφυγαν από την πόλη πέρασαν κάποιο διάστημα στην Κρήτη, ενώ άλλοι από αυτούς έφυγαν στην συνέχεια για την Ιταλία. Οι πολιτισμικές επαφές διευκολύνθηκαν από την παραμονή Ελλήνων στην Ιταλία. Πολλοί Κρήτες σπούδαζαν σε ιταλικές πόλεις, ενώ κρητικής καταγωγής ήταν και δύο σημαντικοί Έλληνες τυπογράφοι στην Ιταλία, ο Ζαχαρίας Καλλέργης και ο Μάρκος Μουσούρος, που στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. ασχολήθηκαν συστηματικά με την έκδοση ελληνικών δημωδών κειμένων. Οι αρχές της κρητικής λογοτεχνίας τοποθετούνται στον 14ο αιώνα. Τα περισσότερα κείμενα που σώζονται έχουν περιεχόμενο θρησκευτικό ή γενικότερα ηθικοδιδακτικό. Άλλα συνεχίζουν την υστεροβυζαντινή παράδοση των χιουμοριστικών ιστοριών με πρωταγωνιστές ζώα (Η φυλλάδα του Γαϊδάρου, ομοιοκατάληκτη διασκευή του βυζαντινού Συναξαρίου του τιμημένου γαϊδάρου και Ο κάτης και οι ποντικοί). Γενικά σε αυτήν την περίοδο η θεματολογία των ποιημάτων μαρτυρεί ακόμη τα μεσαιωνικά ενδιαφέροντα, όπως το θέμα του θανάτου και της ηθικής σωτηρίας. Η γλώσσα των ποιημάτων είναι κοντά στην μεικτή γλώσσα της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας, όπου συνυπάρχουν στοιχεία της προφορικής γλώσσας και λόγιοι τύποι, παράλληλα όμως εμφανίζονται και κάποια κρητικά διαλεκτικά στοιχεία. Η κυριότερη στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στην ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη εμφανίζεται η πρώτη χρήση της ομοιοκαταληξίας στην νεοελληνική λογοτεχνία. Στον 14ο και τον 15ο αι. τα ομοιοκατάληκτα συνυπήρχαν με τα ανομοιοκατάληκτα έργα, ενώ από τον 16ο αιώνα κυριάρχησε η ομοιοκαταληξία με βασική οργανωτική μονάδα το ομοιοκατάληκτο δίστιχο.
Ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας, ένας από τους πρώτους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, ακολουθεί την βυζαντινή παράδοση και στα 4 θρησκευτικά και διδακτικά ποιήματά του και εμπνέεται από τη Βίβλο καθώς και λόγιες και δημώδεις βυζαντινές πηγές (Ερωτήματα και αποκρίσεις Ξένου και Αληθείας, Λόγος περί ανταποδόσεως και Υπομνηστικόν, Στίχοι θρηνητικοί εις τον Επιτάφιον θρήνον, Λόγοι παρακλητικοί προς τον Χριστόν και την Θεοτόκον). Σε βυζαντινές πηγές στηρίχτηκε και ο Μανόλης Σκλάβος έγραψε την Συμφορά της Κρήτης, που, με αφορμή την περιγραφή των συνεπειών του σεισμού που έπληξε το Ηράκλειο το 1508, επιρρίπτει την ευθύνη στους κατοίκους για τις αμαρτίες τους και τους παρακινεί να ζητήσουν συγχώρεση. Ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός, επίσκοπος Μεθώνης, συνέθεσε τον Θρήνο της Θεοτόκου για τα πάθη στου Χριστού. Η Κοσμογέννησις του Γεωργίου Χούμνου παρουσιάζει ενδιαφέρον, επειδή είναι απόπειρα μεταφοράς σε απλή γλώσσα των βιβλίων της Γενέσεως και της Εξόδου. Ποιήματα που αναφέρονται στον «Κάτω Κόσμο» σώθηκαν αρκετά: Η Ρίμα θρηνητική εις τον πιστόν και ακόρεστον Άδη του Ιωάννη Πικατόρου, η Ομιλία του νεκρού βασιλιά, η Ρίμα περί του θανάτου και η Παλαιά και νέα διαθήκη. Ανάλογη θεματολογία, αλλά διαφορετικό χαρακτήρα, έχει ο Απόκοπος του αγνώστων λοιπών στοιχείων ποιητή Μπεργαδή, που έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της Τουρκοκρατίας.
Από τους ποιητές που στράφηκαν προς τις σύγχρονες λογοτεχνικές εξελίξεις της Ιταλίας, από τις οποίες αφομοίωσαν στοιχεία στα έργα τους, πρώτος ήταν ο Στέφανος Σαχλίκης, ο οποίος, για να περιγράψει την ζωή του στην φυλακή και να επικρίνει σατιρικά τις πόρνες («πολιτικές») του Ηρακλείου, αξιοποίησε την σατιρική, κωμική και με πολλά ρεαλιστικά στοιχεία παράδοση της ιταλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας με χιουμοριστικό περιεχόμενο. Ο Μαρίνος Φαλιέρος, εκτός από τα θρησκευτικά και ηθικοδιδακτικά ποιήματά του (Ρίμα παρηγορητική, Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν, Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν), έγραψε και ερωτικούς στίχους (Ερωτικόν ενύπνιον, Ιστορία και όνειρον), με επιδράσεις από δυτικά πρότυπα, που αναπαριστούν έναν ονειρικό διάλογο μεταξύ δύο εραστών, και βασίζονται στην ιταλική παράδοση της διαλογικής μορφής. Ένας μεταγενέστερος συγγραφέας που βασίστηκε αμεσότερα σε ιταλικό πρότυπο ήταν ο Αντώνιος Αχέλης, που τύπωσε το 1571 το έργο Μάλτας πολιορκία στο οποίο εξιστορεί την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους του 1565. Το έργο αυτό, θεματικά και υφολογικά, αποτελεί μεταβατικό στάδιο προς την περίοδο της ακμής.
Κατά την περίοδο της ακμής στα τέλη του 16ου αι. μέχρι την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το 1669, η λογοτεχνική παραγωγή σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική, οικονομική και πνευματική άνθηση που σημειώθηκε στο νησί. Παράλληλα, η σταδιακή παρακμή του φεουδαρχικού συστήματος και η οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης διευκόλυναν την πνευματική εξέλιξη και την δημιουργία αξιόλογης πνευματικής κίνησης. Οι συγγραφείς, τα έργα των οποίων σώζονται, ήταν μέλη ανώτερων τάξεων, είχαν μεγάλη μόρφωση και παρακολουθούσαν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ιταλίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου της ακμής είναι η ανάπτυξη του θεατρικού λόγου: Τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, με εξαίρεση τον Ερωτόκριτο, που είναι έμμετρη μυθιστορία, και την Βοσκοπούλα, που είναι ποιμενικό ειδύλλιο. Καλλιεργήθηκαν όλα τα είδη του θεατρικού λόγου, η τραγωδία, η κωμωδία, το θρησκευτικό και το ποιμενικό δράμα. Στη διοργάνωση των παραστάσεων έπαιζαν ρόλο και οι ακαδημίες. Τα έργα ακολουθούν κυρίως ιταλικά πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στην διασκευή και κάποιες φορές ανώτερη ποιότητα από αυτά. Στην κρητική λογοτεχνία διασταυρώνονται διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως οι κλασικές αναγεννησιακές τάσεις, ο μανιερισμός και το μπαρόκ. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι το κρητικό ιδίωμα, που καλλιεργείται και εξυψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα. Ο λόγος των συγγραφέων όμως διαφέρει από αυτόν της δημοτικής παράδοσης: είναι σύνθετος, συχνά με μεγάλες προτάσεις, παραβίαση της φυσικής σειράς των λέξεων και χρήση λόγιων στοιχείων. Εξίσου περίτεχνη επεξεργασία παρουσιάζεται και στην στιχουργική. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, οργανωμένος σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, καθιερώνεται ως φόρμα, με εξαίρεση τον ιαμβικό ενδεκασύλλαβο της Βοσκοπούλας και των χορικών της Ερωφίλης και του Ροδολίνου. Οι ποιητές χειρίζονται με δεξιότητα διάφορα μετρικά φαινόμενα όπως συνιζήσεις, χασμωδίες και παρατονισμούς, για να πετύχουν αντίστοιχα υφολογικά αποτελέσματα. Όπως και η γλώσσα, έτσι και η μετρική μορφή διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό χειρισμό του δεκαπεντασύλλαβου του δημοτικού τραγουδιού: Παρουσιάζονται διασκελισμοί του νοήματος από τον ένα στίχο στον άλλο, πολλές φορές καταργείται η παραδοσιακή τομή στην μέση του στίχου ή ο στίχος διαιρείται νοηματικά σε άλλες θέσεις με σημεία στίξης.
α. Τραγωδίες
Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σε ελληνική γλώσσα είναι η Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση, που όπως φαίνεται γράφτηκε στα τέλη του 16ου αι., και ακολουθούν ο Βασιλεύς Ροδολίνος του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, που τυπώθηκε το 1647 και τέλος ο Ζήνων, αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε μετά το 1648, έτος έκδοσης του ιταλικού προτύπου της. Το κοινό στοιχείο που παρουσιάζουν οι τρεις τραγωδίες είναι η δραματική διαίρεση σε πρόλογο και πέντε πράξεις και η στιχουργική μορφή του ιαμβικού ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου (με εξαίρεση τα χορικά που γράφτηκαν σε ενδεκασύλλαβο). Και οι τρεις βασίζονται σε συγκεκριμένα ιταλικά πρότυπα, τα οποία όμως αναπλάθουν με ελευθερία και κάποιες φορές θεωρούνται ανώτερα από αυτά. Ωστόσο οι διαφορές ανάμεσα στα τρία έργα είναι σημαντικότερες από τις ομοιότητες, καθώς αυτά ακολουθούν διαφορετικές τεχνοτροπικές τάσεις. Η Ερωφίλη είναι μία τυπική κλασικίζουσα τραγωδία και τηρεί τις ενότητες χώρου και χρόνου. Ο Βασιλεύς Ροδολίνος είναι, όπως και η Ερωφίλη, τοποθετημένος στον συμβατικό χώρο της αρχαίας Αιγύπτου και έχει θέμα μία ερωτική ιστορία, προσεγγίζει όμως την τεχνοτροπία του μπαρόκ, ως προς την σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Ακόμη, υστερεί δραματουργικά σε σχέση με την Ερωφίλη, αλλά παρουσιάζει πολλές λυρικές αρετές. Ο Ζήνων είναι χαρακτηριστική μορφή μπαρόκ τραγωδίας, με ιστορικό θέμα που βασίζεται στην επεισοδιακή δράση και πλούσιο θέαμα, αλλά είναι λιγότερο φροντισμένος στη γλώσσα και την στιχουργία.
β. Κωμωδίες
Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριο χώρο (στις πλατείες των πόλεων) και οι ηθοποιοί (όλοι άντρες) φαίνεται πως ήταν ερασιτέχνες. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες. Τα έργα που σώζονται όμως είναι μόνο τρία: Ο Κατσούρμπος του Γ. Χορτάτση, ο Στάθης, ανωνύμου, και ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (δεκαετία του 1580) και ήταν πρότυπο για τις άλλες δύο κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση, βασιζόμενοι στην κοινή περίπου εποχή συγγραφής και υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες. Ο Φορτουνάτος είναι αρκετά μεταγενέστερος, από τα μέσα του 17ου αι., και είναι το μόνο έργο της κρητικής λογοτεχνίας που σώζεται σε χειρόγραφο γραμμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μία ημέρα) και ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος. Οι τρεις αυτές κρητικές κωμωδίες έχουν πολλά κοινά με τις ιταλικές, όπως η κατανομή σε πέντε πράξεις, ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες, αλλά δειλοί, στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι και οι σχολαστικοί δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Σημαντική διαφορά από την ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στην κωμωδία. Η θεματολογία των τριών κωμωδιών είναι κοινή: Πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι που αγαπιέται, αλλά η σχέση δεν μπορεί να επισημοποιθεί, εξαιτίας των διαφορετικών σχεδίων των γονιών, που θέλουν να παντρέψουν τα παιδιά τους με άλλους. Η αίσια έκβαση επιτυγχάνεται χάρη στο μοτίβο της εύρεσης ενός χαμένου παιδιού: όταν αποκαλύπτονται οι πραγματικές συγγένειες μεταξύ των ηρώων, ματαιώνονται τα σχέδια των γονέων και οι νεαροί πρωταγωνιστές παντρεύονται με αυτούς που επιθυμούν. Και στις τρεις κωμωδίες γύρω από την υπόθεση συμπλέκονται διάφορα κωμικά επεισόδια με πρωταγωνιστές κυρίως τον Δάσκαλο, τον στρατιωτικό («μπράβο») και τον ερωτευμένο γέρο.
γ. Ποιμενική ποίηση
Το είδος της ποιμενικής ποίησης, που αναπτύχθηκε στην Ιταλία στο τελευταίο τέταρτο του 16ου, έγινε δημοφιλές και στην Κρήτη. H Πανώρια, του Γεώργιου Χορτάτση, είναι ποιμενικό δράμα, που γράφτηκε όπως φαίνεται γύρω στο 1600, δεν ακολουθεί συγκεκριμένο ιταλικό πρότυπο, αλλά βασίζεται στα τυπικά μοτίβα της ιταλικής ποιμενικής ποίησης (ερωτευμένοι βοσκοί, βοσκοπούλες που αδιαφορούν, σάτυροι και νύμφες), μεταφερμένα σε ελληνικό σκηνικό (διαδραματίζεται στην Ίδη), αλλά με λιγότερες μυθολογικές αναφορές και ταυτόχρονα διανθίζεται από την ειρωνεία του Χορτάτση, που «προσγειώνει» την ειδυλλιακή απεικόνιση της ποιμενικής ζωής, παρουσιάζοντας ρεαλιστικά στοιχεία από την αγροτική ζωή της Κρήτης. Η Amorosa Fede του Αντώνιου Πάντιμου, γράφτηκε το 1620 σε ιταλική γλώσσα.
Η Βοσκοπούλα είναι ποιμενικό ειδύλλιο ανωνύμου συγγραφέα που τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1627 στην Βενετία, με δαπάνες ενός κρητικού, του Νικολάου Δρυμητινού, όπως προκύπτει από έναν άτεχνο επίλογο που έχει προσθέσει ο ίδιος. Αποτελείται από 476 ενδεκασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους χωρισμένους σε 119 τετράστιχες στροφές. Το έργο αφηγείται την τυχαία συνάντηση και τον κεραυνοβόλο έρωτα ενός βοσκού και μιας πολύ όμορφης βοσκοπούλας. Το ζευγάρι έζησε λίγες ευτυχισμένες μέρες και αποχωρίστηκε, όταν θα επέστρεφε ο πατέρας της κοπέλας. Ο βοσκός τής υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει σε ένα μήνα, αρρώστησε όμως και δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του εγκαίρως. Όταν, μετά από καιρό, επέστρεψε, βρήκε μόνο τον πατέρα της κοπέλας, ο οποίος του εξήγησε ότι η βοσκοπούλα αρρώστησε και πέθανε από την στενοχώρια, επειδή πίστεψε ότι ο αγαπημένος της την ξέχασε. Στο έργο απαντώνται όλα τα μοτίβα της «αρκαδικής ποίησης», όπως οι ειδυλλιακές περιγραφές που δεν αντιστοιχούν με το φυσικό τοπίο της Κρήτης. Η γλώσσα είναι η κρητική διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί στην περίοδο της ακμής και όχι η μεσαιωνική γλώσσα των κειμένων της περιόδου της προετοιμασίας. Το έργο αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφορούσε σε πολλές χειρόγραφες και έντυπες εκδόσεις, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα και τραγουδήθηκε σε διάφορες προφορικές παραλλαγές.
δ. Θρησκευικό δράμα
Το μόνο θρησκευτικό δράμα που είναι γνωστό είναι η Θυσία του Αβραάμ, που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Το έργο αναφέρεται στο γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης και βασίζεται στο δράμα Lo Isach του Luigi Grotto, το οποίο όμως χειρίζεται ελεύθερα. Η Θυσία του Αβραάμ ξεχωρίζει από τα άλλα θεατρικά έργα, γιατί δεν ακολουθεί την παραδοσιακή διαίρεση σε πράξεις και δεν έχει χορικά. Ήταν δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα με πολλές επανεκδόσεις και μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες.
ε. Μυθιστορία
Το είδος της μυθιστορίας ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους προηγούμενους αιώνες. Κατά το τέλος του 15ου αιώνα έγιναν στην Κρήτη οι ομοιοκατάληκτες διασκευές των υστεροβυζαντινών μυθιστοριών του Βελισαρίου και του Ιμπέριου και η ομοιοκατάληκτη διασκευή του Απολλωνίου από το ιταλικό Istoria d' Apollonio di Tiro. Επομένως, η παράδοση της ελληνικής μυθιστορίας φαίνεται πως ήταν διαδεδομένη και στην Κρήτη, περί το 1650 όταν Βιτσέντζος Κορνάρος, που ίσως γνώριζε κάποια από αυτά τα κείμενα, συνέθεσε τον Ερωτόκριτο, ένα εκτενές έμμετρο επικολυρικό αφήγημα που εξιστορεί τον περιπετειώδη έρωτα μεταξύ της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της Αθήνας, και του Ερωτόκριτου, γιου ενός αυλικού. Βασίζεται στο γαλλικό κείμενο Paris et Vienne, μέσω μιας ιταλικής διασκευής, από το οποίο όμως έχει αρκετές διαφορές στην πλοκή, και αναπλάθει ένα ιπποτικό περιβάλλον με πολλά στοιχεία, τοποθετημένο στον ελληνικό κόσμο. Στο κείμενο, όπου συνενώνεται η ελληνική και η δυτική λογοτεχνική παράδοση της μυθιστορίας, εξυμνείται η πίστη στον έρωτα, η σταθερή αφοσίωση, η ειλικρινής φιλία, η ιπποτική γενναιότητα και η θαρραλέα φιλοπατρία, με μαεστρία ψυχολογικών παρατηρήσεων, λόγου και πλοκής και υψηλή λυρική πνοή.
στ. Επίδραση της Κρητικής Λογοτεχνίας
Πολλά από τα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας γνώρισαν μεγάλη διάδοση στο ελληνικό κοινό, ως δημοφιλή λαϊκά αναγνώσματα, μέσω των έντυπων εκδόσεων κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ο Απόκοπος, η Φυλλάδα του Γαϊδάρου, η Θυσία του Αβραάμ, ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη και η Βοσκοπούλα, πραγματοποίησαν περισσότερες από 10 επανεκδόσεις μέχρι το 1800. Ο Ερωτόκριτος, η Βοσκοπούλα και η Ερωφίλη πέρασαν στην προφορική παράδοση και τμήματά τους διαδόθηκαν ως αυτόνομα τραγούδια. Η Ερωφίλη παιζόταν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας σε δραματοποιημένες διασκευές. Η αναγνώριση της σημασίας της κρητικής λογοτεχνίας για την γενικότερη εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγινε μετά το 1880, κυρίως από τους υποστηρικτές του δημοτικισμού. Η θεατρική παράδοση της Κρήτης έγινε πρότυπο για την μεταγενέστερη επτανησιακή και αιγαιοπελαγίτικη θεατρική παραγωγή. Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης ήταν και η επίδραση της στιχουργικής των κρητικών έργων της ακμής, και κυρίως του Ερωτόκριτου, σε μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιώργος Σεφέρης.
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 και την συνακόλουθη παρακμή της λογοτεχνίας της, ο ελληνικός λόγος καλλιεργήθηκε στα πλαίσια του γενικότερου κλίματος του ευρωπαϊκού Νεοκλασικισμού, κυρίως από τους Έλληνες του εξωτερικού, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν σε στενή επαφή με τα πνευματικά ρεύματα της Δύσης. Η ποίηση που παράχθηκε στα χρόνια 1700-1820, όπως και η αντίστοιχη ευρωπαϊκή, χαρακτηρίζεται από ακαδημαϊκό πνεύμα, με κύριο στοιχείο τη δίψα για γνώση, παρά την εκδήλωση συναισθημάτων, με εκφραστικούς τρόπους που συνδύαζαν τη νησιώτικη παράδοση, τις ξένες εξελίξεις και το δημοτικό τραγούδι.
Οι Φλαγγινιανοί ποιητές (Φραγκίσκος Κολομπής, Αντώνιος Στρατηγός, Φραγκίσκος Γεράρδης, Ιωάννης Λαμπούδιος και Λαυρέντιος Βενέριος), στα σονέτα, τα επιγράμματα και τις ωδές των Ανθών Ευλαβείας τους (περί το 1710) εκπροσωπούν τη νησιώτικη παράδοση μεταφυτευμένη στην Ιταλία, με θέματα θρησκευτικά και ελληνολατρικά και ύφος συχνά παιγνιώδες και γεμάτο φρεσκάδα.
Οι Επτανήσιοι ποητές της περόδου αυτής, οι λεγόμενοι Προσολωμικοί, με τα ερωτικά, ηθικοσατιρικά και πατριωτικά στιχουργήματά τους, από τα μέσα του 18ου ως την πρώτη εικοσαετία του 19ου αι. έθεσαν τις βάσεις της μετέπειτα Επτανησιακής Σχολής, της οποίας ήταν πρόδρομοι, αφού προετοίμασαν το έδαφος για την μετέπειτα πνευματική πρόοδο των Επτανήσων. Οι ποιητές αυτοί ήταν κυρίως Ζακύνθιοι, με κυριότερα γνωρίσματα τα επικαιρικά ποιήματα που απηχούσαν τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού και τη ροπή προς την αποκαλούμενη «αρκαδική» ποίηση. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποί τους ήταν ο Ανδρέας Σιγούρος (1722-1775), στον οποίο η πετραρχική επίδραση είναι περισσότερο αισθητή, ο Αντώνιος Μαρτελάος (1754-1819), μέλος της Φιλικής Εταιρείας με φιλελεύθερες ιδέες, που έγραψε, σε δημοτική γλώσσα, έργα πατριωτικά, θούριους και ύμνους για την τόνωση του εθνικού φρονήματος στα οποία επικρατεί ο ενθουσιασμός (Θούριος, Ύμνος εις την περίφημον Γαλλίαν), ο Λευκαδίτης Ιωάννης Ζαμπέλιος (1787-1856), φλογερός εκπρόσωπος του ελληνικού διαφωτισμού, που έγραψε κλασικιστικές τραγωδίες βάσει των κανόνων του Αριστοτέλη και στίχους σε ιαμβικό μέτρο, ο Θωμάς Δανελάκης, που είχε φιλελεύθερες ιδέες επηρεασμένες από τον Ρήγα Φεραίο και έγραψε πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα (Θούριος, διασκευή της Μασσαλιώτιδας) και ο Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813), κατ' εξοχήν σατιρικός ποιητής, με συντηρητικές ιδέες, που έγραψε και μία απομίμηση της Βοσκοπούλας.
Οι Φαναριώτες, πρόδρομοι της μετέπειτα Αθηναϊκής Σχολής, επιμελήθηκαν την καθαρότητα του λόγου και τράπηκαν προς τον αρχαϊσμό, υπό την επίδραση της γαλλικής νεοκλασικής λογοτεχνίας. Από αυτούς ο Αλέξανδρος Κάλφογλου (1725-1795) έγραψε ηθικοπλαστικά στιχουργήματα με τα οποία δίνει συμβουλές στον ανεψιό του που βρισκόταν στη Ρουμανία για να πλουτίσει, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1745-1819) στο έργο του Βόσπορος εν Βορυσθένει διατυπώνει συντηρητικές τάσεις χωρίς ιδιαίτερη αισθητική αξία, ενώ ο ονομαστότερος όλων Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (1778-1850), ο κατ’ εξοχήν Φαναριώτης άρχοντας και λόγιος, ανέπτυξε πατριωτική δραστηριότητα και έγραψε τραγωδίες, κωμωδίες και ωδές σε αρχαΐζουσα γλώσσα, ακολουθώντας την γαλλική κλασικιστική τεχνοτροπία.
Στο φαναριώτικο κλίμα κινήθηκε και η Ποίηση της Διασποράς γραμμένη από Έλληνες που ζούσαν στη Βενετία, τη Ρωμη, τη Βιέννη, το Βουκουρέστι, το Παρίσι, στη Ρωσία, στη Δανία, στη Βλαχία και στη Μολδαβία με θέματα ιστορικά, πατριωτικά, θρησκευτικά, ηθογραφικά, σατιρικά και ηθικοπλαστικά. Από αυτούς ο Καισάριος Δαπόντες (1713-1784), καταγόμενος από τη Σκόπελο, έγραψε έμμετρες διηγήσεις, ύμνους, ακολουθίες και βίους αγίων με ηθογραφικό ενδιαφέρον, αλλά χωρίς αίσθημα, ο Μιχαήλ Περδικάρης (1766-1831) από την Κοζάνη, έγραψε πικρά, σατιρικά ποιήματα εναντίον γιατρών και δασκάλων, καυτηριάζοντας την ιθύνουσα τάξη, ο Γεώργιος Σακελλάριος (1765-1838) επίσης από την Κοζάνη, έγραψε λυρικά ποιήματα με αξιοσημείωτη αρμονία, προοδευμένο γλωσσικό αίσθημα και ζωηρή παρατήρηση της φυσικής ζωής, ενώ ο Στέφανος Κανέλλος (1792-1823) από την Πόλη, έγραψε φλογερά πατριωτικά τραγούδια με θέρμη και συγκίνηση.
Ωστόσο οι σημαντικότεροι ποιητές της περιόδου αναδείχτηκαν προς το τέλος της. Ο Ιωάννης Βηλαράς (1771 - 1823), γιατρός που γεννήθηκε στα Κύθηρα, αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στα Ιωάννινα, πατρίδα του πατέρα του, διδάχτηκε λατινικά, ιταλικά, γαλλικά και στοιχειώδη μαθηματικά. Ο πατέρας του ήταν επιφανής γιατρός στην περιοχή. Ο ίδιος σπούδασε από το 1789 ιατρική στην Ιταλία, στην Πάδοβα, όπου πήρε και το πτυχίο του και στην Μπολόνια. Με την επιστροφή του στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα διορίστηκε προσωπικός γιατρός του Βελή πασά, γιου του Αλή Πασά τον οποίο ακολούθησε στην Πελοππόνησο καί στην Θεσσαλία, και του χαρεμιού του αλλά καί του ιδίου του Αλή Πασά. Ο ίδιος διατηρούσε επικοινωνία με σημαντικούς πνευματικούς παράγοντες των Ιωαννίνων, όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας, αλλά και του τότε ελληνικού κόσμου αφού υπήρξε προοδευτικός, ορθολογιστής, επηρρεασμένος απο τον ευρωπαικό διαφωτισμό. Μετά την πολιορκία των Ιωαννίνων, από τα τούρκικα στρατεύματα, ο Γιάννης Βηλαράς εγκατέλειψε τον Αλή Πασά για να εγκατασταθεί στο χωριό Τσεπέλοβο του Ζαγορίου. Εκεί πέθανε, ύστερα από 3 χρόνια το 1823, αφήνοντας σε άσχημη οικονομική κατάσταση τη σύζυγό του και τους 2 γιούς του. Έγραψε καυστικές σάτιρες, ειρωνικές και σκωπτικές για διάφορους τύπους της εποχής του, μύθους κατά το πρότυπο του Λαφονταίν και μερικά λυρικά ποιήματα με σύντομους στίχους αλλά χωρίς αποχρώσεις. Το μοναδικό του ποίημα που σχετίζεται με την οικογένειά του, από τα πιο άμεσα και ωραία έργα του, είναι ένα τρυφερό πατρικό γράμμα προς έναν από τους δύο γιούς του..
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο «άλλος Ανακρέων» κατά τον Γεώργιο Σακελλάριο, γεννήθηκε στην Καστοριά και απεβίωσε στο Βουκουρέστι. Νομικός, ανώτατος δικαστικός, λόγιος, ποιητής και Φιλικός. Για το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται «πρόδρομος» (μαζί με τον Ιωάννη Βηλαρά και τον Ρήγα Βελεστινλή), επειδή άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους με την χρήση της δημοτικής γλώσσας. Το επιστημονικό του έργο περιλαμβάνει πραγματείες σε θέματα γλωσσικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και φυσικών επιστημών, πολλές από τις οποίες δεν έχουν σωθεί. Έγραψε στίχους για την Αφροδίτη, τον Διόνυσο και τον ανώδυνο έρωτα, χωρίς γνήσιο πάθος, αλλά με βακχική χαρά και κομψότητα. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης μίλησαν με πολύ επαινετικά λόγια για τη λυρική του προσφορά και το 1891 ο Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε ένα στιχούργημα με το τίτλο «Αθανάσιος Χριστόπουλος».
Κατά την Οθωμανική περίοδο η εκκλησιαστική μουσική δεν σταμάτησε να αναπτύσσεται και μπορεί να θεωρηθεί μεταβυζαντινή. Η θεωρητική και πρακτική μελέτη των περασμένων εποχών ήταν βασική απασχόληση των ειδικών. Ο σημαντικότερος από τους θεωρητικούς αυτών των χρόνων είναι ο Ιωάννης Κουκουζέλης, που ασχολήθηκε με τις μουσικές μελέτες, τη συγγραφή σπουδαίων θεωρητικών έργων και τη σύνθεση τροπαρίων και ύμνων. Εκτός από τον Κουκουζέλη και άλλοι, όπως ο Γ. Παχυμέρης και ο Μανουήλ Βρυέννιος, πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στη θεωρητική μελέτη της μουσικής του καιρού τους. Η πιο σημαντική όμως εξέλιξη αυτής της εποχής, είναι η λεγόμενη «απλοποίηση» της βυζαντινής μουσικής σημειογραφίας, η οποία πέρασε από πολλά στάδια. Ο Βαλάσιος (17ος αιώνας) και ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος (18ος αιώνας) απλοποίησαν το σύστημα της σημειογραφίας, το οποίο πήρε την τελική του μορφή μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα από τους τρεις μεγάλους μουσικοδιδασκάλους, τον Χρύσανθο Μαδύτου, τον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη και τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα. Σε αυτούς τους τρεις οφείλεται και η ονομασία των επτά φθόγγων της βυζαντινής μουσικής (πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη).