Η περίοδος 1974 - 2015 που εξετάζεται στο κεφάλαιο αυτό με τίτλο «Ευρωπαϊκή Περίοδος», εκτυλίχθηκε σε καθεστώς Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, με κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, που αποκαταστάθηκε μετά τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, και περιλαμβάνει τις εξής υποπεριόδους:
- Παλινόρθωση του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος 1974-1980
- Ένταξη στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση 1981-2001
- Ένταξη στην Ευρωζώνη 2002-2009
- Περίοδος Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου 2010-2016.
Καλύπτει χρονικά 41 χρόνια κατά τα οποία ο ελληνικός κόσμος, αποτελούμενος από δύο εθνικά κράτη (Ελλάδα και Κύπρος) με μεγάλο αριθμό παροικιών σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά και Γερμανία, λειτούργησε μέσα στα πλαίσια της προοπτικής πλήρους ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ 1958-1993) η οποία από το 1993 μετασχηματίστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της ΕΟΚ το 1981 και η Κύπρος το 2004. Οι δύο πρώτες περίοδοι (1974-2001) ονομάζονται συνήθως Περίοδος Μεταπολίτευσης, με την έννοια ότι εδραίωσαν την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού από την δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό, του οποίου η λειτουργία είχε διακοπεί επί 7ετία. Κύριο μέλημα του ελληνικού κράτους κατά την πρώτη υποπερίοδο (1974-1980) ήταν η τακτοποίηση των άμεσων ζητημάτων του κυπριακού προβλήματος και η αποφυγή πολέμου με την Τουρκία, που επιτεύχθηκαν στοιχειωδώς, αλλά με πολλά παραμένοντα προβλήματα, υπό την υψηλή (και εν πολλοίς αφανή) καθοδήγηση των ΗΠΑ. Στη δεύτερη υποπερίοδο (1981-2001) η πολιτική ζωή στην Ελλάδα κυριαρχήθηκε από την προσπάθεια εναρμόνισης με τους θεσμούς της ΕΟΚ/ΕΕ και απορρόφησης των προβλεπόμενων κονδυλίων υποστήριξης της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ενώ τα διμερή προβλήματα με την Τουρκία, με πρώτο το Κυπριακό, έφτασαν δύο φορές σε βαθμό οξύτητας (το 1987 και το 1996). Με την ένταξη στην Ευρωζώνη το 2002 (η Κύπρος το 2004), που έγινε μετά από μια σειρά αυστηρών δημοσιονομικών προσαρμογών, που παρουσίασαν τον πληθωρισμό στο επίπεδο του 1,5%, η Ελλάδα φάνηκε πως αναγνωρίστηκε ως αναπτυγμένη χώρα με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και υψηλό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, και έφτασε το 2010 να κατατάσσεται 21η στον κόσμο στη σειρά των χωρών με υψηλότερο επίπεδο ποιότητας ζωής. Το 2010, μετά από μια βαθιά παγκόσμια οικονομική κρίση χρηματοπιστωτικής αιτιολόγησης, που εκδηλώθηκε στην Αμερική από το 2008, μακροοικονομική ανάλυση του δημόσιου χρέους της χώρας, που έφτασε στα 299 δις ευρώ στο τέλος του 2009 (ή 129% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος ΑΕΠ), συνδυασμένη με παρατηρήσεις διεθνών επενδυτικών συμβούλων για υψηλό ποσοστό φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς οικονομικής επιτήρησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την ΕΕ, κατά τη διάρκεια της οποίας επιχειρήθηκε αλλαγή δομής της (υποτίθεται ήδη προσαρμοσμένης) ελληνικής οικονομίας, με κύριο γνώμονα την επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων και τον αφανισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με την υπαγωγή τους στις γιγαντοποιημένες διεθνείς οικονομικές κοινοπραξίες και με πολλές άλλες παρενέργειες (όπως η αύξηση της ανεργίας, η περικοπή μισθών και συντάξεων και η δραματική απαξίωση της ακίνητης περιουσίας) από τις οποίες η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη ανακάμψει.
Από τα βασικά χαρακτηριστικά του συνόλου της περιόδου μπορεί να γίνει ειδική επισήμανση στα εξής:
- Το πολιτικό φάσμα διαμορφώθηκε σε καθαρότερα ιδεολογικά πλαίσια, ως αντίθεση καπιταλισμού και κομμουνισμού, στις διάφορες αποχρώσεις τους, που σχημάτισαν ένα ευδιάκριτο πολιτικό τοπίο αποτελούμενο από την άκρα δεξιά, τη δεξιά, το κέντρο, την αριστερά και την άκρα αριστερά.
- Η γενικότερη ψυχοσύνθεση της πολιτικής δραστηριότητας, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, κινήθηκε μέσα σε ένα κλίμα συναισθηματικής εκδηλωτικότητας και ηρωικής αισιοδοξίας, που προκλήθηκε από την σημειολογία των γεγονότων της πτώσης της δικτατορίας, σε συνδυασμό με την παρώθηση στην οποία παρακινούσε η (αυθόρμητη ή υποκινούμενη) ηρωοποίηση των αντιστασιακών πράξεων της 7ετίας, το πνεύμα των οποίων εξήραν τα τραγούδια της εποχής, με τη φωνή ιδίως του Νίκου Ξυλούρη και της Μαρίας Φαραντούρη.
- Η δημιουργική ευφορία των πρώτων χρόνων σταδιακά υποσκάφτηκε από τη φθοροποιό επίδραση της αμφισβήτησης σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσκολίες που έγιναν εμφανείς μετά το 1985. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης (2010-16), 36 χρόνια μετά την Μεταπολίτευση, η αισιοδοξία είχε ήδη μεταστραφεί σε οργισμένη απαισιοδοξία, συνοδευόμενη από ένα γενικευμένο μηδενισμό για τις δυνατότητες της πολιτικής πράξης. Καθώς η παράταση της κρίσης δεν αφήνει περιθώρια προσδοκιών για σύντομη επάνοδο σε κατάσταση οικονομικής ευπραγίας, η ελληνική κοινωνία στρέφεται όλο και περισσότερο σε μια επικίνδυνη απελπισία βουβής απάθειας (φανερή στην αποχή από τις εκλογές και στην αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα), η οποία, αν δεν προσεχθεί εγκαίρως, μπορεί να έχει εκρηκτική συνέχεια.
- Σε αντιστοιχία με την μεταβολή των πολιτικών ηθών, είναι φανερή η μεταστροφή των διαθέσεων της κοινής γνώμης, απέναντι στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, από τον άκρατο αντιαμερικανισμό των πρώτων χρόνων, όταν δεν υπήρχε κοινωνικό γεγονός που δεν κατέληγε σε μακρά πορεία προς την Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας, στην αμερικανοποίηση του τρόπου ζωής, που κατέληξε σε έναν απροκάλυπτο πλέον φιλοαμερικανισμό, που είναι έκδηλος όχι μόνο στην πολιτική και πνευματική ζωή, αλλά ακόμα και στη στάση απέναντι στην αμερικανική εθνική ομάδα ποδοσφαίρου στα Παγκόσμια Κύπελλα.
- Η αλλαγή αυτή επιτεύχθηκε μετά από συστηματική και επιμελημένη εργασία των υπηρεσιών της αμερικανικής κυβέρνησης (ασχέτως κυβερνώντος κόμματος και προέδρου), οι οποίες φρόντισαν να «γεμίσουν» όλες τις επίκαιρες θέσεις δημόσιου ενδιαφέροντος (τα λεγόμενα «πόστα») με στελέχη εκπαιδευμένα στην Αμερική, που έγιναν οι καλύτεροι «κήρυκες» του «δυτικού παραδείσου» και του «αμερικανικού ονείρου». Ιδιαίτερη επιμέλεια δόθηκε στο σημείο αυτό στην επιλογή καθηγητών για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (που είναι πλέον όλοι «αμερικανοσπουδασμένοι», ενώ πριν ήταν κυρίως γερμανικής παιδείας), μέσω των οποίων εξασφαλίζεται ότι η μεταλαμπαδευόμενη στη νεολαία ιδεολογία είναι σύμφωνη με τα συμφέροντα του διεθνούς πλέον (αρχικά αγγλοεβραϊκού και μετέπειτα αμερικανικού) κεφαλαίου. Στην ίδια κατεύθυνση ο έλεγχος των μέσων μαζικής επικοινωνίας ΜΜΕ, με ανάλογο τρόπο (και πάλι ασχέτως κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργού) είναι ένα στοιχείο που εξασφάλισε την «ορθή» διακίνηση των ιδεών. Σημαντική επίδραση είχαν αναμφισβήτητα προς την κατεύθυνση αυτή, οι πανταχόθεν και απανταχού προβαλλόμενοι «αστέρες» της αμερικανικής βιομηχανίας υψηλής ραπτικής, κινηματογράφου και τραγουδιού, που με τη λάμψη που τους αποδίδουν οι φαντασμαγορικές εμφανίσεις τους, λειτουργούν ως μέσα μαγνήτισης των επιρρεπών στην προσέλκυση. Και βέβαια ιδιαίτερο ρόλο στην «σύμπλευση» της κοινής γνώμης έπαιξαν τα ίδια τα ευρήματα της αμερικανικής (ηλεκτρονικής ιδιαίτερα) τεχνολογίας (τα λεγόμενα «gadget»), από το διαδίκτυο μέχρι τα πολυώνυμα και πολύτροπα κινητά τηλέφωνα, που έδωσαν τη χαριστική βολή στους ήδη βομβαρδισμένους με εκκλήσεις ακράτειας (εθισμένους ή μη) καταναλωτές.
- Κατά τα άλλα η πολιτική ζωή στην Ελλάδα και στη φάση αυτή εμφανίζει (σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό) το κύριο γνώρισμα που είχε και στις προηγούμενες περιόδους, την πειθαρχημένη υποταγή στις θελήσεις «του συμμαχικού παράγοντα», όχι απλώς ως «αναγκαίου κακού» ή «αναγκαίου καλού» (ανάλογα με τις ανάγκες «πλασαρίσματος» των ιδεολογημάτων), αλλά και με κατοχυρωμένη «συμμόρφωση στις υποδείξεις», και μάλιστα μέσω ειδικών (συνήθως μυστικών) συμφωνιών με κάθε υποψήφιο πρωθυπουργό.
- Στα πλαίσια αυτά οι «απλοϊκές» (λιγότερο ή περισσότερο καθοδηγούμενες) αξιολογήσεις των πολιτικών γεγονότων, ως τυχαίων πρωτοβουλιών κάποιων συντελεστών της πολιτικής ζωής προς τη μία ή την άλλη πλευρά, προορίζονται μόνο για όσους έχουν την αυταρέσκεια να αρκούνται σε εξηγήσεις που εμφανίζουν το προσκήνιο, αγνοώντας το παρασκήνιο, στο οποίο βυσσοδομούνται υπόγειες μεθοδεύσεις, που συνήθως δεν γίνονται ευρύτερα γνωστές, αλλά μπορούν να πιθανολογηθούν από τα αποτελέσματα. H πραγματικότητα αυτή ισχύει όχι λιγότερο για όσους θεωρούνται αρεστοί στο καθεστώς από ό,τι για όσους θεωρούνται μη αρεστοί. Για την πιθανολόγηση των διαδραματισθέντων εν κρυπτώ στο παρασκήνιο, που έχουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στις ιστορικές εξελίξεις, σπάνια είναι δυνατή η προσκόμιση αναμφισβήτητων τεκμηρίων και επομένως τα συμπεράσματα βασίζονται αναπόφευκτα σε αξιολόγηση των διαθέσιμων στοιχείων, από την οποία δεν μπορεί να λείπει η υποκειμενική κρίση των αποτελεσμάτων.
Στο ιδεολογικό προσκήνιο στη Μεταπολιτευτική Περίοδο (1974-2001), με αμερικανική καθοδήγηση, αποκαταστάθηκε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα αγγλοσαξονικού τύπου με Προεδρευόμενη πλέον πολιτειακή μορφή, και με κύριο στόχο την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση). Η σταθεροποίηση ενός συστήματος κομματικού διπολισμού αμερικανικού τύπου (κατά το πρότυπο Ρεπουμπλικάνοι – Δημοκρατικοί) ήταν βασικός όρος για την ενίσχυση της καταναλωτικής κοινωνίας, μέσα σε αυξανόμενες νεοκαπιταλιστικές και νεοφιλελεύθερες συνθήκες, στις οποίες η ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, ο εμφανής αντιαμερικανισμός, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και η αυξανόμενη διάδοση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας (σε ποικίλες μορφές) ήταν παράγοντες ιδιαίτερα ισχυροί για την εμπέδωση του Θετικισμού ως κυρίαρχου πολιτιστικού ρεύματος. Κατά την Ευρωκρατική Περίοδο (2002-2015) η ανδρωμένη πλέον Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της, με ένα σύνολο από θεσμικά όργανα που δημιουργήθηκαν κατά το πρότυπο της ομοσπονδιακής λειτουργίας των ΗΠΑ, με κύριο γνώρισμα τη χρήση του ευρώ, ως ενιαίου νομίσματος της Ευρωζώνης, στην οποία εντάχθηκε και η Ελλάδα, με αμφιλεγόμενες συνέπειες. Η θεαματική ελάττωση του αντιαμερικανισμού της προηγούμενης περιόδου, η αύξηση της εισερχόμενης μετανάστευσης (τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη) και η εντυπωσιακή ανάπτυξη του κόσμου της Πληροφορικής, ιδιαίτερα μέσα από το Διαδίκτυο, έθεσαν τις βάσεις για ένα νέο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι στο οποίο η Παγκοσμιοποίηση είναι το κυρίαρχο ιδεολόγημα, το όραμα του οποίου σκιάστηκε από την καταθλιπτική για την Ελλάδα χρηματοπιστωτική Κρίση του 2010-16.
Στο πολιτικό προσκήνιο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974, σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με την Ένωση Κέντρου υπό τον Γεώργιο Μαύρο, στη διάρκεια της οποίας ουσιαστικά «συγκάλυψε» ανώδυνα το Κυπριακό, κέρδισε τις εκλογές της 24ης Νοεμβρίου 1974 με μεγάλη πλειοψηφία, οριστικοποίησε την έκπτωση του θεσμού της βασιλείας με δημοψήφισμα στις 8 Δεκεμβρίου 1974 (που ουσιαστικά επικύρωσε το αποτέλεσμα ανάλογου δημοψηφίσματος της 29ης Ιουνίου 1973) και προχώρησε, με την υποστήριξη του συμμαχικού παράγοντα, στη σταθεροποίηση της οικονομίας, που είχε κλονιστεί από την ενεργειακή κρίση του 1973. Το 1979 υπέγραψε τη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που ήταν από τα κύρια σημεία των δεσμεύσεών του, και το 1980 μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, που ήταν βασικός προσωπικός του στόχος, που πίστευε ότι θα εδραίωνε την υστεροφημία του. Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου υπερίσχυσε κατά πολύ του Γεωργίου Ράλλη και σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία, με διάφορες «αναδομήσεις» (σύμφωνα με όρο που επινόησε ο ίδιος), μετά και από νέα επικράτησή του στις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985, με αντίπαλο τον Ευάγγελο Αβέρωφ, είχε την εξουσία μέχρι το 1989, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, στα οποία πρέπει να προσμετρηθεί η αύξηση του δημόσιου χρέους από 2,2 δις ευρώ (26,5% του ΑΕΠ) το 1981 σε 23 δις ευρώ (64,3% του ΑΕΠ) και η υποβάθμιση των αρχών του δημόσιου βίου, την οποία ο Μ.Χατζιδάκις ονόμασε «αυριανισμό» και ο απλός λαός τον ένιωσε ως κομματικό «βαθυκράτος», που λυμαινόταν την πολιτική και οικονομική δύναμη. Η νεοφιλελεύθερη απάντηση που προσπάθησε να δώσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κατά το πρότυπο της Μάργκαρετ Θάτσερ στην Αγγλία, μετά τη νίκη του στις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, δεν είχε επαρκή διάρκεια, καθώς διακόπηκε μετά από 3 χρόνια, μετά από ένσταση του Αντώνη Σαμαρά για το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και κυρίως της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ. Η προσπάθεια επανόδου του Α.Παπανδρέου, μετά από νίκη στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993, έθεσε ως στόχο τη χαλάρωση των επιπτώσεων της έξωθεν πίεσης για νεοφιλελεύθερη πολιτική, με μετοχοποίηση του ΟΤΕ (αντί για ιδιωτικοποίηση με πώληση της διοίκησης), αλλά και αυτή, με την σοβαρή ασθένεια του Α.Παπανδρέου, που οδήγησε στο θάνατό του, δεν ολοκληρώθηκε. Τη σκυτάλη ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Σημίτης που κέρδισε τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, με αντίπαλο τον Μιλτιάδη Έβερτ, με κύριο στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, που έγινε πραγματικότητα την 1η Ιανουαρίου 2002, όταν το ευρώ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Η σκληρή οικονομική πολιτική του Κ.Σημίτη προκάλεσε την πτώση του το 2004, όταν το δημόσιο χρέος ήταν ήδη 168 δις ευρώ (ή 98% του ΑΕΠ). Ο Κώστας Καραμανλής που τον διαδέχτηκε επιδίωξε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον ασφυκτικό έλεγχο των ΗΠΑ σε ορισμένα σημεία, όπως ο αγωγός του φυσικού αερίου από την Ρωσία, η πολιτειακή διευθέτηση της Κύπρου και η ονομασία της ΠΓΔΜ, αλλά η απροθυμία του στην εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής επιτήρησης, που εφαρμόστηκε στις μέρες του διαδόχου του Γιώργου Παπανδρέου, οδήγησε στην αιφνίδια πτώση του, με εμφανιζόμενο δημόσιο χρέος 299 δις ευρώ (ή 129% του ΑΕΠ). Η διακυβέρνηση που ακολούθησε υπό καθεστώς σκληρού οικονομικού ελέγχου από την λεγόμενη «Τρόικα» (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) είχε οδυνηρές επιπτώσεις στην οικονομική ζωή του τόπου και προκάλεσε διαδοχικές αλλαγές κυβερνήσεων (Λουκά Παπαδήμου, Αντώνη Σαμαρά, Αλέξη Τσίπρα), που ανέβασαν το δημόσιο χρέος στα 349 δις ευρώ (188% του ΑΕΠ) το 2014, όταν η ανάπτυξη (ποσοστό ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ) ήταν 0,6% έναντι -7,1% που ήταν το 2011.
Παγκοσμιοποίηση, ως όρος αντιτιθέμενος στον φιλελεύθερο εθνικισμό της προηγούμενης 150ετίας, ονομάστηκε (από το 1944, πρώτα από τον Γερμανοεβραίο μετανάστη στις ΗΠΑ καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Θήοντορ Λέβιτ [Theodore Levitt (1925-2006)] που χρησιμοποίησε την λέξη ως οικονομικό όρο) η γενίκευση σε πλανητικό επίπεδο του τρόπου θέασης και μελέτης κατηγορημάτων του κοινωνικού γίγνεσθαι, που μέχρι πρόσφατα ήταν νοητά στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους (θεωρούμενου ως εξέλιξη της πόλης-κράτους που υπήρχε στην αρχαιότητα). Στην έννοια της παγκοσμιοποίησης εμπίπτουν δραστηριότητες σχετιζόμενες με την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική, όπως το εμπόριο, η κοινωνική δομή, η τεχνολογία, η παιδεία, ο πολιτισμός, το πολιτικό σύστημα, η γνώση, η πληροφόρηση και τελικά η διακυβέρνηση, που θα απορρέει από την ανάγκη μιας νέας καθολικού τύπου ηγεμονίας στον κόσμο. Η νομοτελειακή αναγκαιότητα της παγκοσμιοποίησης, κατά τους εμπνευστές των ιδεολογημάτων της, οφείλεται στην αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών παγκόσμια, μέσω του αυξανόμενου όγκου και ποικιλίας διεθνών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, της ελεύθερης ροής κεφαλαίου διεθνώς, και της γρήγορης και ευρείας διάχυσης της τεχνολογίας. Μπορούν επομένως να εντοπιστούν διάφορες πτυχές της:
- βιομηχανική παγκοσμιοποίηση: ενίσχυση και επέκταση των πολυεθνικών εταιρειών,
- χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση: ανάδυση παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και πιο εύκολη πρόσβαση σε εξωτερικές χρηματοδοτήσεις για εταιρικούς και κρατικούς δανειζόμενους,
- πολιτική παγκοσμιοποίηση: επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη,
- παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης: αύξηση της ροής πληροφόρησης μεταξύ γεωγραφικά μακρινών περιοχών,
- πολιτισμική παγκοσμιοποίηση: ανάπτυξη διαπολιτισμικών επαφών και δημιουργία μιας παγκόσμιας κουλτούρας.
Προϋπόθεση της παγκοσμιοποίησης είναι η παγκόσμια διαδικασία ομογενοποίησης πληθυσμών, τιμών, προϊόντων, απολαβών, τόκων, και κερδών, της οποίας η ανάπτυξή εξαρτάται από τρεις παράγοντες: Την μετανάστευση ανθρώπων, το διεθνές εμπόριο, και τις γρήγορες μετακινήσεις κεφαλαίων μέσα από τις ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η παγκοσμιοποίηση προέκυψε από διάφορες τάσεις που έκαναν την εμφάνισή τους ή ενισχύθηκαν σημαντικά μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως η αυξημένη διεθνής κινητικότητα αγαθών, χρημάτων, πληροφοριών και ανθρώπων, καθώς και η ανάπτυξη της τεχνολογίας, των οργανισμών, των νομικών συστημάτων και των υποδομών που συνέβαλαν σε αυτή την κινητικότητα. Οι τάσεις αυτές είναι εμφανείς σε:
(α) Διεθνείς πολιτισμικές ανταλλαγές:
Ενίσχυση της πολυπολιτισμικότητας μέσω της εξαγωγής κουλτούρας, αν και συχνά αυτό καταλήγει σε υβριδοποίηση ή αφομοίωση (π.χ. δυτικοποίηση ή και σινοποίηση)
Περισσότερα ταξίδια και τουρισμός σε χώρες του εξωτερικού
Αυξημένη μετανάστευση, περιλαμβανομένης της παράνομης μετανάστευσης
Εξαγωγή τοπικών καταναλωτικών αγαθών (π.χ. τρόφιμα) σε άλλες χώρες (τα οποία συχνά προσαρμόζονται στην κουλτούρα όπου εισάγονται)
Παγκόσμιες μόδες και παγκόσμια μαζική κουλτούρα (π.χ. Ιστολόγια, Πόκεμον, Sudoku, Facebook, Twitter)
Διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις (π.χ. Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, Ολυμπιακοί Αγώνες)
Δημιουργία παγκόσμιων αξιών
(β) Τεχνικές και νομικές ανακατατάξεις:
Ανάπτυξη παγκόσμιας υποδομής τηλεπικοινωνιών και μεγαλύτερη διασυνοριακή ροή δεδομένων, με χρήση του Διαδικτύου, δορυφόρων επικοινωνίας, υποβρύχιων συρμάτων με οπτικές ίνες, και κινητής τηλεφωνίας
Αύξηση του αριθμού προτύπων που εφαρμόζονται διεθνώς (π.χ. πνευματική ιδιοκτησία, ευρεσιτεχνία)
Δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Οι αλλαγές αυτές, με την υποκίνηση των σχεδιαστών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των συνεργαζόμενων με αυτούς αμερικανικών πανεπιστημίων, υποβάθμισαν το ομοιογενές εθνικό κράτος και ανέδειξαν «αποεδαφοποιημένες» και «αποομοιογενοποιημένες», τόσο τις εθνικές, όσο και τις πολυεθνικές συλλογικότητες, δημιουργώντας ένα «μετά-εθνικό αστερισμό», μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία με διεθνικά κέντρα εξουσίας και με πολυεθνοτικά και πολυφυλετικά χαρακτηριστικά. Οι τεχνολογίες (διαδίκτυο, μεταφορές) έκαναν επιπλέον την παγκόσμια διάχυση αναπόφευκτη σε πολλά επίπεδα. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να περιοριστεί κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, σε επίπεδο ανταλλαγής ανθρώπινων πληθυσμών, διάχυσης πανίδας και τέλος με απαγόρευση πληροφόρησης, που ενδέχεται να συμβαίνει εντός ή εκτός κάποιων συνόρων. Το ενδιαφέρον είναι πως οι παράμετροι αυτές δεν ελέγχονται κοινωνικά αλλά από τις ηγεσίες που τις διαχειρίζονται.
Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης αναπτύχθηκε κυρίως από τα αμερικανικά πανεπιστήμια στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν το θεωρητικό υπόβαθρο για την υποστήριξη της ανάγκης των αμερικανικών επιχειρήσεων για ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωση των δραστηριοτήτων τους σε ολοένα και ευρύτερες «ομοιογενοποιημένες» αγορές. Στην διάδοση της ιδιεολογίας χρησιμοποιήθηκε εμφανώς, επίμονα και μεθοδικά, το εκτεταμένο δίκτυο πρακτόρευσης των αμερικανικών συμφερόντων, στο οποίο ανήκουν τα κατά τόπους πανεπιστήμια και ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο και βέβαια οι εξαρτημένες από τις ΗΠΑ κυβερνήσεις των δορυφόρων κρατών. Οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης θεωρούν ότι η πρώτη φάση, η οποία αφορά τις αγορές, πρέπει να ολοκληρωθεί με την δημιουργία πολιτικών θεσμών που θα εκφράζουν την θέληση των «παγκόσμιων» πολιτών. Δεν καθορίζουν εκ των προτέρων κάποια ιδεολογία που να συγκεκριμενοποιεί αυτή την θέληση, η οποία θα πρέπει να αφεθεί στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών μέσω δημοκρατικών διαδικασιών.
Οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου επισημαίνουν ότι οι οικονομικές θεωρίες για συγκριτικό πλεονέκτημα υποδεικνύουν ότι το ελεύθερο εμπόριο οδηγεί σε πιο αποτελεσματική κατανομή του πλούτου, με όφελος για όλες τις χώρες που μετέχουν στο εμπόριο. Γενικά, αυτό οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές, χαμηλότερη ανεργία και υψηλότερη αποδοτικότητα. Οι φιλελεύθεροι και άλλοι υποστηρικτές του καπιταλισμού της ελεύθερης διακίνησης, ισχυρίζονται ότι περισσότερη πολιτική και οικονομική ελευθερία, υπό την μορφή κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» αγγλοσαξονικού τύπου και καπιταλισμού, στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι αυτοσκοπός, αλλά παράγει ταυτόχρονα και περισσότερο υλικό πλούτο. Βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως την ωφέλιμη τελική κατάληξη της ελευθερίας και του καπιταλισμού.
Πολλοί από αυτούς παραθέτουν στοιχεία διεθνών στατιστικών που υποστηρίζουν σθεναρά την παγκοσμιοποίηση:
- Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε αναπτυσσόμενες χώρες με ημερήσιες απολαβές κάτω του ενός δολαρίου ΗΠΑ (προσαρμοσμένο για πληθωρισμό και αγοραστική αξία) έχει πέσει στο μισό σε διάστημα είκοσι ετών, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες μέτρησης της φτώχειας.
- Το προσδόκιμο όριο ζωής στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και η ψαλίδα, σε σχέση με τον αναπτυγμένο κόσμο, όπου η αύξηση ήταν μικρότερη, έχει μικρύνει. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί σε όλες τις αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου, ενώ η εισοδηματική ανισότητα ανά τον κόσμο μειώνεται.
- Ο κοινοβουλευτισμός είχε εντυπωσιακή αύξηση, αν ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν σε κανένα κράτος δεν υπήρχε δικαίωμα ψήφου για όλους το 1900, σε σύγκριση με 62,5% στο σύνολο των κρατών το 2000.
- Η αναλογία του ανά τον κόσμο πληθυσμού που ζει σε χώρες όπου η κατά κεφαλή προμήθεια τροφίμων ανά ημέρα είναι κάτω από 2.200 θερμίδες (9,200 kilojoule) μειώθηκε από 56% στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε κάτω από 10% τη δεκαετία του 1990.
- Μεταξύ του 1950 και του 1999 ο αλφαβητισμός στον κόσμο αυξήθηκε από 52% σε 81%. Ο αλφαβητισμός των γυναικών, ως ποσοστό σε σχέση με τους άντρες, αυξήθηκε από 59% το 1970 σε 80% το 2000.
- Το ποσοστό παιδιών στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε από 24% το 1960 σε 10% το 2000.
- Υπάρχει αυξητική τάση για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα και τηλέφωνα κατά κεφαλή, καθώς και για ποσοστό πληθυσμού με πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Μερικές από αυτές τις βελτιώσεις βέβαια δεν οφείλονται απαραίτητα στην παγκοσμιοποίηση και θα μπορούσαν να είναι δυνατές σε κάποιον βαθμό χωρίς τη σημερινή μορφή της παγκοσμιοποίησης. Μερικοί υπέρμαχοι του καπιταλισμού τηρούν κριτική στάση απέναντι στην Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για γραφειοκρατικούς οργανισμούς που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από κράτη και όχι από εταιρείες. Θεωρούν ότι ο καπιταλισμός σήμερα δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένος και επισημαίνουν ότι αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση φέρνουν διάφορες ομάδες με ειδικά συμφέροντα, όπως συντεχνίες σε χώρες του Δυτικού Κόσμου. Άλλοι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως αναπόφευκτη και υποστηρίζουν την δημιουργία θεσμών όπως μια Κοινοβουλευτική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η οποία θα εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες και θα επιβλέπει την λειτουργία διεθνών φορέων των οποίων η διοίκηση δεν εκλέγεται.
Οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης ασκούν έντονη κριτική σε αρκετές από τις υφιστάμενες πολιτικές, ιδιαίτερα στις πολύ υψηλές επιχορηγήσεις για την γεωργία στον αναπτυγμένο κόσμο και τους σχετικούς προστατευτικούς δασμούς. Το 2005 η Ιαπωνία έδωσε 47 δισ. δολάρια σε επιχορηγήσεις του αγροτικού της τομέα, σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από την συνολική βοήθεια που έδωσε σε άλλες χώρες. Οι ΗΠΑ δίνουν 3,9 δισ. δολάρια κάθε χρόνο για να στηρίξουν τον τομέα καλλιέργειας βαμβακιού, ο οποίος περιλαμβάνει 25.000 καλλιεργητές, τρεις φορές περισσότερο από τον προϋπολογισμό της USAID για τα 500 εκατομμύρια Αφρικανούς. Αυτό εξαντλεί τα έσοδα του κράτους από φορολογία και αυξάνει τις τιμές για τους καταναλωτές στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μειώνει τον ανταγωνισμό και την αποτελεσματικότητα, αποτρέπει τις εξαγωγές από περισσότερο ανταγωνιστικούς αγροτικούς και άλλους τομείς στον αναπτυσσόμενο κόσμο λόγω των εμποδίων, και υποδαυλίζει τους τομείς στους οποίους οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Οι επικριτές της οικονομικής πτυχής της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι δεν είναι μια αναπόφευκτη διαδικασία, η οποία πηγάζει φυσικά από τις οικονομικές ανάγκες όλων. Επισημαίνουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών, και αντιτάσσουν την δυνατότητα καθιέρωσης εναλλακτικών θεσμών, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν τις επιθυμίες των φτωχών και εργατικών τάξεων στον κόσμο, καθώς και τα περιβαλλοντικά θέματα, με πιο δίκαιο και σωστό τρόπο. Το κίνημα είναι πολύ ευρύ και περιλαμβάνει εθνικοαπελευθερωτικές ομάδες, αριστερά κόμματα, αναρχικούς, οικολόγους, αγροτικές συντεχνίες, αντιρατσιστικές οργανώσεις, θρησκευτικές οργανώσεις. Κάποιοι ζητούν μεταρρυθμίσεις (για ένα «πιο ανθρώπινο» είδος καπιταλισμού), ενώ άλλοι έχουν πιο επαναστατική προσέγγιση (υποστηρίζοντας εναλλακτικές προτάσεις στον καπιταλισμό) και άλλοι αντιδρούν θεωρώντας την παγκοσμιοποίηση ως καταστροφική για την βιομηχανία και την απασχόληση στην χώρα τους.
Αναφορικά με το φλέγον θέμα της παγκόσμιας μετανάστευσης, η διαμάχη εκτυλίσσεται γύρω από τις αιτίες (σε τι βαθμό είναι εθελοντική, καθοδηγούμενη ή υποχρεωτική, απαραίτητη ή όχι), αλλά και τις συνέπειες (κατά πόσο είναι ωφέλιμη ή όχι, αν συμφέρει κοινωνικά ή περιβαλλοντικά). Οι υποστηρικτές θεωρούν την μετανάστευση ως διαδικασία κατά την οποία μέλη του εργατικού δυναμικού μπορούν να πάνε από μία χώρα σε άλλη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ οι επικριτές δίνουν έμφαση στις αρνητικές συνέπειες, όπως την οικονομική, πολιτική και περιβαλλοντική ανασφάλεια, και επισημαίνουν τον συσχετισμό μεταξύ μετανάστευσης και της τεράστιας ανάπτυξης φτωχών συνοικιών σε πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, η κυκλική φύση του καπιταλισμού, η αυξημένη ζήτηση για ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε σχέση με το ανειδίκευτο, και οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης — και ιδιαίτερα οι απότομες βελτιώσεις και επιδεινώσεις της οικονομίας ανά τον κόσμο που συμβάλλουν στην ανισότητα και την μη ομοιόμορφη κατανομή του νέου πλούτου — συμβάλλουν στην τεράστια ανάπτυξη των φτωχογειτονιών.
Διάφορες πτυχές της παγκοσμιοποίησης θεωρούνται ζημιογόνες από πολλές ομάδες ακτιβιστών, καθώς και από εθνικιστές. Έτσι, περί τα τέλη της δεκαετίας του '90 σφυρηλατήθηκε ένα διεθνές κίνημα, με σοσιαλιστικό και οικολογικό χαρακτήρα, το οποίο έγινε γνωστό κυρίως από τις αναταραχές, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις που ξέσπασαν το 1999 στο Σιάτλ των ΗΠΑ κατά την διάρκεια του Συνεδρίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Παρόμοιες συγκρούσεις επαναλήφθηκαν το 2001 στην Γένουα της Ιταλίας, στην 27η Σύνοδο των G8. Πολλοί ακτιβιστές έχουν ως σύνθημα το «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», το οποίο έχει δώσει ονόματα όπως το altermondialisme στα γαλλικά. Υπάρχουν πολλά είδη «αντι-παγκοσμιοποίησης». Σε γενικές γραμμές, οι πολέμιοι ισχυρίζονται ότι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης δεν ήταν αυτά που προβλέφθηκαν, όταν ξεκίνησαν οι προσπάθειες για απελευθέρωση του εμπορίου και ότι πολλοί οργανισμοί που είναι αναμεμιγμένοι στο σύστημα της παγκοσμιοποίησης δεν λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των φτωχότερων χωρών, της εργατικής τάξης και του φυσικού περιβάλλοντος. Στο επίπεδο της οικονομίας, θεωρητικοί που υποστηρίζουν το δίκαιο εμπόριο δηλώνουν ότι το ελεύθερο εμπόριο χωρίς περιορισμούς ευνοεί τους πλούσιους σε βάρος των φτωχών. Ορισμένοι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης βλέπουν το φαινόμενο ως προώθηση των συμφερόντων των εταιρειών, με πρόθεση να περιοριστούν οι ατομικές ελευθερίες στο όνομα του κέρδους. Υποστηρίζουν επίσης ότι η αυξανόμενη αυτονομία και δύναμη των εταιριών καθορίζει την πολιτική των κρατών.
Η κύρια αντίδραση αφορά την νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης, βασικοί εκφραστές της οποίας θεωρούνται κυβερνήσεις και φορείς με μεγάλη δύναμη (όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα), οι οποίοι - σύμφωνα με τους πολέμιους - δεν ενδιαφέρονται για τους λαούς, αλλά για τα συμφέροντα των εταιριών. Πολλά συνέδρια και συναντήσεις μεταξύ υπουργών εμπορίου και οικονομικών των ισχυρών χωρών συνοδεύτηκαν από διαμαρτυρίες, καμιά φορά βίαιες, από ομάδες που αντιτίθενται στην εταιρική παγκοσμιοποίηση. Ορισμένοι έχουν εκφράσει την άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη συνέπεια, αλλά και αιτία του νεοφιλελευθερισμού, η οποία συνίσταται κυρίως στην απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και στην κατάργηση δασμών και ρυθμιστικών ελέγχων στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την υπερσυγκέντρωση πλούτου στα χέρια των πιο ανταγωνιστικών πολυεθνικών εταιριών εις βάρος των επί μέρους τοπικών κοινωνιών.
Ακτιβιστές που είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης αντιδρούν επίσης στο γεγονός ότι η τρέχουσα παγκοσμιοποίηση παγκοσμιοποιεί το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις, αλλά δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους και τις συντεχνίες, υποδεικνύοντας τους αυστηρούς ελέγχους μετανάστευσης σε όλες σχεδόν τις χώρες και την απουσία εργατικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Μερικές ομάδες ισχυρίζονται ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ιμπεριαλιστική, και είναι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στον πόλεμο του Ιράκ και συμβάλλουν στην εισροή κεφαλαίων στις ΗΠΑ αντί στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Έτσι, από μία άποψη, η «παγκοσμιοποίηση» είναι άλλος ένας όρος για την «αμερικανοποίηση», καθώς κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια από τις πολύ λίγες χώρες που πραγματικά επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση. Μία πιο συντηρητική παράταξη που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση είναι οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ένα ισχυρό εθνικό κράτος και οι οποίοι φοβούνται ότι η παγκοσμιοποίηση συρρικνώνει τον ρόλο των εθνικών κρατών στη διεθνή πολιτική, καθώς και ότι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις τα αποδυναμώνουν.
Βασικό διακύβευμα για την επικράτηση της παγκοσμιότητας που, τηρώντας τα προσχήματα, προοιωνίζονται για το παγκοσμιοποιημένο κράτος οι οραματιστές της παγκοσμιοποίησης, είναι η επαρκής διάχυση πληθυσμού από τις λιγότερο στις περισσότερο προηγμένες χώρες, ώστε με την ανάμιξη που θα προκύψει να δημιουργηθεί μία λίγο-πολύ ομοιογενής πολυφυλετική πληθυσμιακή μάζα, ανάλογη με αυτή που ζει σήμερα στην Αμερική, όπου το πείραμα θεωρείται επιτυχημένο. Η ρύθμιση αυτή:
- θα θέσει σε δεύτερη μοίρα τα ιστορικά βιώματα ανωτερότητας που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές ιδιαίτερα χώρες
- θα αμβλύνει τις ιστορικές διαφορές και εχθρότητες μεταξύ γειτονικών κρατών, που δημιουργούν εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές
- θα μειώσει τις εθνικιστικές εξάρσεις των τοπικών κοινωνιών, που έχουν εντοπιστεί ως βασικές γενεσιουργές αιτίες πολέμων
- θα ενιαιοποιήσει, κατά το δυνατόν, τις πολιτισμικές και πολιτειακές συνήθειες και θεσμούς σε βαθμό που θα διευκολύνει την επιβολή κεντρικής πλανητικής κυβέρνησης
- θα μειώσει το κόστος εργασίας, αφού οι νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί, ήδη εθισμένοι στην ανέχεια, θα δέχονται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με χαμηλότερες αμοιβές
- θα δημιουργήσει κοινές καταναλωτικές προτιμήσεις σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής από την ενδυμασία και την σίτιση μέχρι τα τραγούδια, τον χορό και τον κινηματογράφο
- θα επιτρέψει έτσι την τυποποίηση της παραγωγής των ίδιων προϊόντων για μεγάλες αγορές και την διοχέτευσή τους στην κατανάλωση με λιγότερο κόστος.
Η μετακίνηση πληθυσμών γενικότερα προκύπτει από την ανισότητα οικονομικής ανάπτυξης διαφόρων περιοχών της γης, που δημιουργεί την τάση μετανάστευσης ανθρώπων από τις λιγότερο στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες. Λύση στο πρόβλημα θα μπορούσε να δοθεί με την υποστήριξη των καθυστερημένων χωρών, ώστε με την σταδιακή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών τους να προκύψει ευρύτερο όφελος και για τις αναπτυγμένες χώρες, των οποίων τα προϊόντα θα αποκτήσουν έτσι αυτονόητα μεγαλύτερες αγορές για την απορρόφησή τους. Στην πράξη όμως φαίνεται πως ευνοείται η (συχνά) παράνομη φυγάδευση μεμονωμένων ατόμων από τις υπανάπτυκτες στις προηγμένες χώρες, με ένα τρόπο που, ενώ δεν επιλύει το πρόβλημα στις φτωχές χώρες, όπου τα δισεκατομμύρια των δυστυχούντων εξακολουθούν να δυστυχούν, «γεμίζει» τις αναπτυγμένες χώρες με πλήθη που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα και συνεχίζουν να ζουν με δυσχέρειες, δημιουργώντας προβλήματα και στις χώρες προορισμού, οι οποίες ιδιαίτερα στην σημερινή περίοδο της οικονομικής κρίσης, αδυνατούν να εξασφαλίσουν ικανοποιητική απασχόληση και απολαβές στους μετακινηθέντες. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιχείρηση αυτή άρχισε, με συστηματική μεθόδευση, εδώ και μερικές δεκαετίες, χωρίς αυτό να γίνει άμεσα αντιληπτό στην αρχική του φάση, όταν έδινε την εντύπωση της συμπτωματικότητας. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, το φαινόμενο έγινε αισθητό ως λαθρομετανάστευση, που ξεκίνησε περί το 1990, γιγαντώθηκε περί το 2000 και συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και με διάφορες αιτίες, ακόμη και στα χρόνια της καταθλιπτικής για την Ελλάδα οικονομικής κρίσης.
Η μαζική λαθρομετανάστευση έχει εκ των πραγμάτων γεωπολιτικές διαστάσεις που δεν πρέπει να υποτιμούνται. Αποτελεί ουσιαστικά εποικισμό της χώρας από αλλογενείς και αλλόθρησκους πληθυσμούς, και, όσο αυτό γίνεται σε ανεξέλεγκτο βαθμό, δημιουργεί προϋποθέσεις για διάσπαση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής και εθνική αποδόμηση. Ειδικότερα, οι κύριοι παράγοντες που προσδίδουν γεωπολιτικές διαστάσεις στην μαζική λαθραία μετανάστευση, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη από το 1990 η Ελλάδα, είναι οι ακόλουθοι:
α. Το ευρωπαϊκό παγκοσμιοποιημένο αμάλγαμα
Ο πρώτος παράγοντας έχει σχέση με την παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη αγορά και την σύμπλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αυτήν. Η παγκοσμιοποίηση, αποσκοπώντας στην δημιουργία ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, επιδιώκει ανοικτά ή χαλαρά σύνορα, στο μέτρο που απαιτούν η ενιαία αγορά και η πολιτική του διεθνούς εμπορίου. Η σύμπλευση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση και η σύγχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας με την παγκόσμια, ωθούν στην αναζήτηση φθηνού εργατικού δυναμικού από τον Τρίτο Κόσμο, που χρησιμοποιείται παράλληλα ως μοχλός πίεσης για την ανατροπή των «ακριβών» κοινωνικών και εργασιακών προτύπων στην Ευρώπη και για τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους. Οι χώρες με ασθενέστερη οικονομία και ανταγωνιστικότητα αντιμετωπίζονται ως μέλη δεύτερης ταχύτητας στην Ευρώπης και ως ζώνες φθηνής παραγωγής, που μπορούν να ενισχύουν την διεθνή ανταγωνιστικότητα του κεντρικού ευρωπαϊκού πυρήνα. Μία πρώτη τέτοια ζώνη είναι οι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης. Στο ίδιο πνεύμα επιδιώκεται η μετατροπή των Βαλκανίων σε μία παρόμοια ζώνη, στην οποία όπως δείχνουν τα πράγματα, εντάσσεται και η Ελλάδα, η οποία πρέπει να προσαρμοσθεί στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας της περιοχής της (με άλλα λόγια, να «βαλκανοποιηθεί» σε ό,τι αφορά στο επίπεδο ζωής και τις αμοιβές εργασίας και τις συντάξεις).
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της ιδιωτικοποίησης των εθνικών πόρων και υποδομών, ακόμη και εκείνων που εξυπηρετούν πάγιες και βασικές κοινωνικές ανάγκες, συμπληρώνεται με την εισροή φθηνού αλλοδαπού εργατικού δυναμικού, που θα καταστήσει επικερδείς τις επενδύσεις ξένων πολυεθνικών και μεγάλων επιχειρήσεων και θα θέσει εκτός ανταγωνισμού τις τοπικές μικρές και μεσαίες (μέχρι και μεγαλομεσαίες) επιχειρήσεις. Στο πνεύμα αυτό έγιναν προτάσεις για την δημιουργία ειδικών ζωνών με αφορολόγητο καθεστώς στις οποίες θα επιτρέπεται η απασχόληση αλλοδαπών λαθρομεταναστών. Ο στόχος αυτός συνδέεται με το μεταλλαγμένο όραμα μίας Ευρώπης που δεν έχει αναφορά στην κυριαρχία των λαών της, αλλά στις χρηματιστικές αγορές και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεν παραπέμπει σε μία συμπολιτεία εθνών και εθνικών κρατών, αλλά σε ένα πλήρως «νεωτερικό», «μετα-εθνικό» και «πολυπολιτισμικό» ευρωπαϊκό και παγκοσμιοποιημένο αμάλγαμα.
β. Η επιδιωκόμενη από τις ΗΠΑ μετάλλαξη των Βαλκανίων
Ο δεύτερος παράγοντας συνδέεται ειδικότερα με τις επιδιώξεις της αμερικανικής πολιτικής στα Βαλκάνια, μετά την ανατροπή των συσχετισμών ισχύος που έφεραν η κατάρρευση του αντιπάλου συνασπισμού και η επέμβαση στην Γιουγκοσλαβία. Η αμερικανική πολιτική επιδιώκει να καταστήσει δομική αυτή την αλλαγή, τροποποιώντας τους παράγοντες που συνθέτουν τον γεωπολιτικό χάρτη των Βαλκανίων και εντάσσοντας σταθερά τα Βαλκάνια, περιλαμβανομένης της Τουρκίας, στο ενιαίο ατλαντικό γεωπολιτικό δυναμικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Στο πνεύμα αυτό, οι ιστορικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας αντιμετωπίζονται ως δομικά φιλορωσικός παράγων, πράγμα που, στην πρακτική αμερικανική πολιτική σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα σημαίνει ότι οι ΗΠΑ, κατά τρόπο που δεν ομολογείται άμεσα, ευνοούν, την εθνική και θρησκευτική μετάλλαξη του ελληνικού χώρου. Σε αυτό το πνεύμα, όπως επίσης στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης, ενθάρρυναν τις κυβερνήσεις Κ.Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου να πρωτοστατούν σε πολιτικές παγκοσμιοποίησης, «πολυπολιτισμού» και λαθρομετανάστευσης, τις οποίες παρουσίαζαν (με τα δικά τους προβαλλόμενα κριτήρια) ως «πρωτοποριακές» και «προοδευτικές». Στο ίδιο πνεύμα πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής, συνέχισε την πρακτική αυτή και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας όταν ανήλθε στην εξουσία, συνασπιζόμενο με το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ σε πολιτικές «ευρωπαϊκής πρωτοπορίας» στην μετανάστευση. Η Αριστερά, με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα ορισμένες τάσεις του, συνέπλευσε πλήρως και υπερακόντισε προς την ίδια κατεύθυνση, συγχέοντας τον παραδοσιακό διεθνισμό και την αλληλεγγύη της Αριστεράς με τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης και παραγνωρίζοντας τις γεωπολιτικές επιπτώσεις που μπορούν να δημιουργήσουν κινδύνους για την Ελλάδα.
Ειδικά μετά την κρίση στη Συρία η Ελλάδα, που είναι ως εκ της θέσεώς της, πύλη εισόδου για την λαθρομετανάστευση από την Αφρική και την Ασία, έχει γίνει ουσιαστικά ανοχύρωτη χώρα. Το Λιμενικό Σώμα, αντί να περιφρουρεί τα θαλάσσια σύνορα, έχει μετατραπεί σε υπηρεσία υποδοχής και μεταφοράς των ανεξέλεγκτα λαθραίων μεταναστών μέσα στην χώρα, που δηλώνουν συστηματικά πρόσφυγες. Ενώ όμως η Ευρώπη επιβάλλει στην Ελλάδα πολιτική ανοικτών συνόρων, ταυτοχρόνως διατηρεί σε ισχύ τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ και ΙΙΙ, με τον οποίο οι λαθρομετανάστες θεωρούνται υπόθεση της Ελλάδας και δεν επιτρέπεται να μετακινηθούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι προτάσεις για ίση κατανομή βαρών και υποδοχή αριθμού προσφύγων αντίστοιχου με το μέγεθος και τον πληθυσμό κάθε χώρας έχουν περιορισμένη ανταπόκριση. Η Ελλάδα καλείται να σηκώσει το βάρος των παράπλευρων συνεπειών από πολέμους που προκαλούν και στηρίζουν άλλοι.
γ. Ο ρόλος της Τουρκίας
Από την πλευρά της Τουρκίας η λαθρομετανάστευση αξιοποιείται για να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα στην Ελλάδα και ειδικότερα για να διασπάσει την εθνική και κοινωνική της συνοχή με την εγκατάσταση μαζικών μουσουλμανικών πληθυσμών. Δεδομένου ότι η Ελλάδα αποτελεί χώρα συνοριακή μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ, σε συνδυασμό με την άνοδο του ακραίου Ισλαμισμού, του θρησκευτικού φανατισμού και της τρομοκρατίας, αλλά και με την γεωπολιτική ρευστότητα στα Βαλκάνια, η εγκατάσταση τέτοιων πληθυσμών στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει γεωπολιτική ανατροπή σε βάρος της και στρατηγική επιτυχία της Τουρκίας.
δ. Το πρόβλημα της αλλοίωσης του πληθυσμού
Η μορφολογία των απέραντων Ελληνικών ακτών, οι ιδιαιτερότητες των χερσαίων συνόρων, η δεδομένη δυσκολία φύλαξης των πολυάριθμων σημείων «εισόδου» στην χώρα (ακτογραμμή στα 13.676 χιλιόμετρα -11η στον κόσμο-, 2.500 νησιά και βραχονησίδες εκ των οποίων κατοικούνται τα 165), καθώς και η θέση της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσελκύουν στρατιές δυστυχούντων ανθρώπων, από την Ασία και την Αφρική, από την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, από τα Βαλκάνια και από την Μέση Ανατολή. Το σύνολο των ανθρώπων που δεν καταφέρνει να πάει σε άλλο προορισμό ή πηγαίνει αλλά «επιστρέφεται» στην Ελλάδα, «ενσωματώνεται» σε ομάδες ανθρώπων ανάλογης κατηγορίας, δημιουργώντας σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις ανεξέλεγκτα γκέτο. Το έτος 2001 διάφορες μελέτες και έρευνες υπολόγιζαν τον αριθμό του συνόλου των αλλοδαπών στην Ελλάδα μεταξύ 870.000 και 1.000.000 ανθρώπων, δηλαδή, το 9% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Την εποχή εκείνη οι Ελληνικές αρχές αποφάσισαν να ψηφίσουν τον νόμο 2910/2001 με τον οποίο ρυθμίζονται ορισμένα θέματα μετανάστευσης, ώστε να τεθεί τέρμα στο καθεστώς της γενικευμένης παρανομίας των μεταναστών εποίκων. Ο νόμος όριζε πως επιτρέπεται, καταρχήν, η είσοδος μεταναστών στην Ελλάδα, αλλά μόνον αν πρόκειται για συγκεκριμένη απασχόληση, σε συγκεκριμένο εργοδότη και μόνον εφόσον χορηγηθεί άδεια εργασίας. Δέκα χρόνια αργότερα το 2010, το «έγκυρο» ΕΛΙΑΜΕΠ δήλωνε πως οι αλλοδαποί στην χώρα μας υπολογίζονται από 1.050.000 έως 1.140.000, από τους οποίους οι 700.000 διαμένουν «νόμιμα». Με τις ολοένα και πιο θερμές εστίες αναταραχής σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, εκτιμάται ότι μέχρι το έτος 2020 οι λαθρομετανάστες έποικοι θα ξεπεράσουν τους 2.000.000 ανθρώπους. Ο αριθμός αυτός είναι σε ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη.
Εν τω μεταξύ η καλπάζουσα εγκληματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις, οι απειλές σε ζωτικά θέματα, όπως η εθνική ασφάλεια, η κοινωνική συνοχή, η υγιεινή του πληθυσμού, η ποιότητα ζωής και φυσικά ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι θέματα που πρέπει να εξεταστούν με σοβαρότητα: Επαιτεία, ανθρωποκτονίες ακόμα και για ασήμαντες αφορμές, βίαια εγκλήματα, αιματηρές ληστείες, κλοπές στους δρόμους, στις παραλίες ή στα μέσα μαζικής μεταφοράς, εισβολές σε σπίτια και διαμερίσματα, εκτεταμένη πορνεία λευκών και έγχρωμων γυναικών, που πλημμυρίζουν κεντρικούς δρόμους μεγάλων πόλεων τις νυχτερινές ώρες, χωρίς κανένα στοιχειώδη υγειονομικό έλεγχο, ολοένα και μεγαλύτερο λαθρεμπόριο ναρκωτικών και ανθρώπων, έχουν δημιουργήσει συνθήκες ανασφάλειας και δραματικής υποβάθμισης της ποιότητας ζωής και της καθημερινότητας του εγχώριου πληθυσμού.
Το ετήσιο κόστος της λαθρομετανάστευσης, εξάλλου, ανέρχεται σε επίπεδα αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο. Η δωρεάν περίθαλψη μη νόμιμων μεταναστών (αφού το 50% των νοσηλευομένων στο ΕΣΥ είναι αλλοδαποί), ανέρχεται σε 150 εκατομμύρια ευρώ (στοιχεία έτους 2010). Το κόστος των φυλακισμένων αλλοδαπών που αντιστοιχεί στο 65% του συνόλου των φυλακισμένων ανέρχεται, σύμφωνα με στοιχεία έτους 2012, σε 81,5 εκατομμύρια ευρώ. Αν σε αυτά προσθέσουμε το κόστος των κάθε μορφής και κατηγορίας υπηρεσιών, κρατικών και τοπικής αυτοδιοίκησης, που απασχολούνται αποκλειστικά με τον τομέα της μη νόμιμης μετανάστευσης, το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της καλπάζουσας εγκληματικότητας, την πλήρη φορολογική «ασυλία» των λαθρομεταναστών, την ανανταπόδοτη μεταφορά τους από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις τακτικές ή έκτακτες δαπάνες για την ασφάλεια στους δρόμους ή την φύλαξη των συνόρων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κόστος της λαθρομετανάστευσης, και μάλιστα σε εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης που έχει «γονατίσει» την Ελλάδα, είναι σημαντικό.
Από την άλλη μεριά, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα σε ένα ασυνάρτητο μείγμα προοδευτισμού και προστατευτισμού όλης της Ευρώπης (πλην της Ελλάδος), αντί να στρέψει τον υποκριτικά προβαλλόμενο «ανθρωπισμό» της στην βελτίωση της ζωής στις χώρες προέλευσης, έχει ουσιαστικά μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα ιδανικό τόπο εποικισμού, αφού επιτρέπεται να έρχεται κάποιος ελεύθερα και μάλιστα με «δικαιώματα» στην Ελλάδα, αλλά απαγορεύεται να φύγει σε οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα. Συχνά μάλιστα, η Ελλάδα κατηγορείται από υψηλόβαθμους αξιωματούχους των Βρυξελλών ότι παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των λαθρομεταναστών.
Για μεγάλο αριθμό γηγενών Ελλήνων μοιάζει θέμα πρώτης προτεραιότητας να προστατευθεί, έναντι εξελίξεων που τελικά ωφελούν εξωγενή συμφεροντα, η έννοια της πατρίδας, εννοούμενης ως τόπου όπου γεννήθηκαν αυτοί και η οικογένεια τους, τόπου για τον οποίο θυσιάστηκαν πολλοί Έλληνες για να φθάσει στην δική τους γενιά, με δεσμούς συνέχειας από γενιά σε γενιά, τόπου όπου ζουν με ανθρώπους με τους οποίους μοιράζονται μια κοινή ιστορία, ίδια ήθη και έθιμα, ίδια γλώσσα, ίδια ενδιαφέροντα, ίδια θρησκεία, ίδια αίσθηση ότι ανήκουν στον ελληνικό λαό με όλες τις ιδιαιτερότητες του καθενός τους και φυσικά του τόπου που θα ήθελαν να αφήσουν στις επόμενες γενιές ως πολύτιμη κληρονομιά. Υπάρχουν όμως και αντιλήψεις που (συμβαδίζοντας ηθελημένα ή αθέλητα με την στρατηγική των ιθυνόντων της πλανητικής σκέψης) προσεγγίζουν το θέμα των παράνομων μεταναστών και της συνυφασμένης με αυτό παγκοσμιοποίησης, στην βάση του ότι υπάρχει μόνο μια απέραντη σοσιαλιστική πατρίδα χωρίς σύνορα. Το ΚΚΕ θεωρεί το πρόβλημα σαν συνέπεια της «παγκόσμιας καπιταλιστικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής», πιστεύοντας πως «ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο εθνικισμός και ο φασισμός είναι εχθροί της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων». Η υπόλοιπη αριστερά θεωρεί την εκμετάλλευση των μεταναστών «ταξική, λόγω της εκμετάλλευσης που υφίστανται στην εργασία και την παραγωγή» και «φυλετική λόγω κρουσμάτων ρατσισμού, ξενοφοβίας και κοινωνικής προκατάληψης», ζητώντας την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες, όπως ιθαγένεια, δυνατότητα ενεργού συμμετοχής στην πολιτική ζωή και «μια ανοιχτή και διαρκή διαδικασία νομιμοποίησης» με την συμπληρωματική επεξήγηση πως «έτσι, θα μπορούν να πάνε σε όποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα επιθυμούν».
Με την διάχυση των πληθυσμών οι σχεδιαστές της παγκοσμιοποίησης ενεργοποίησαν την διαδικασία για τον σχηματισμό της ομοιογενούς πληθυσμιακής μάζας, που θεωρούν αναγκαία για την περαιτέρω προώθηση των σχεδίων τους. Για την θεωρητική υποστήριξη του εγχειρήματος αυτού, εφεύραν και προβάλλουν παράλληλα το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας (συγχέοντάς την με την πολυφυλετικότητα [ή πολυεθνοτικότητα], η οποία έχει στην πραγματικότητα προκύψει με τις μετακινήσεις πληθυσμών), με το οποίο διαφημίζουν την κουλτούρα της διαφορετικότητας, της (κατά την άποψή τους) κοινωνικής συνοχής, της νέας κοινωνίας της γνώσης, της διεθνούς ειρήνης και της ασφάλειας. Η πολυφυλετικότητα αναφέρεται σε ουσιώδεις αλλαγές που πρέπει να συντελεστούν στην δομή της κοινωνίας ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης πληθυσμιακών ομάδων με διαφορετικές παραδόσεις, αξίες και τρόπο ζωής, που εκφράζονται μέσω του συστήματος αξιών, των προτύπων διαβίωσης, κοινωνικής οργάνωσης και συμπεριφοράς, του ενδυματολογικού κώδικα, της τέχνης και της λογοτεχνίας, καθώς και της αντιμετώπισης των φιλοσοφικών υπαρξιακών ζητημάτων. Κατά τις απόψεις αυτές, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ο κριτικός αναστοχασμός χρειάζεται ένα στόχο ανανεωμένο, ένα σύγχρονο κοινωνικό συμβόλαιο και ένα πολιτικό όραμα για την κοινωνία του μέλλοντος, που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί τους ανθρώπους. Οι αντιλήψεις αυτές αναχωρούν από την γενική ιδέα ότι η πολυεθνοτικότητα μπορεί να είναι πηγή πλούτου για τις κοινωνίες, που απορρέει από την ανανέωσή τους σε έμψυχο υλικό, χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αυτό το θετικό στοιχείο μπορεί επίσης να έχει κόστος και αρνητικές πτυχές, αν διατηρηθούν άθικτα τα θεμέλια των παρωχημένων πατριαρχικών κοινωνιών.
Συνεχίζοντας τον προπαγανδιστικό ρόλο που και άλλοτε έπαιξαν, οι καθεστωτικοί διανοούμενοι και τα εντεταλμένα ΜΜΕ, ιδιαίτερα από τα χρόνια της πρώτης κυβέρνησης Σημίτη (το 1996), προπαγανδίζουν και στην Ελλάδα το υποτιθέμενο κοινωνικό όφελος από τον εμπλουτισμό της εγχώριας «δημοκρατίας» με την πολυεθνοτικότητα. Ο αντίλογος που αναπτύχθηκε τόσο για τις ιδεολογικές προϋποθέσεις, όσο και για τις πρακτικές συνέπειες, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, έχει παγκόσμιο ενδιαφέρον. Στην πραγματικότητα του 1990 (πριν από την έναρξη της μαζικής λαθρομετανάστευσης), σε ποσοστό άνω του 95%, οι μόνιμοι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν Έλληνες το γένος, ελληνόφωνοι και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτό (σε κάποιο βαθμό) προέκυψε και ως αποτέλεσμα εκτεταμένων πληθυσμιακών ανταλλαγών με τους βαλκάνιους γείτονες που συνέβησαν μετά από πολέμους, σε βίαιες ή μη περιστάσεις. Σε μιαν αναπόδραστη ιστορική εξέλιξη, ο ελληνισμός που δρούσε και άνθιζε στην Οδησσό ή στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη ή στο Μοναστήρι έπαψε να υφίσταται, με φτωχό αντάλλαγμα την υψηλή εθνική καθαρότητα του μητροπολιτικού κράτους.
Το διακύβευμα στην Ελλάδα δεν είναι μόνο η συνοχή και η ακεραιότητα ενός εθνικού κράτους, αλλά σε έναν βαθμό και το ίδιο το νόημα της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί υπό την επίδραση του ελληνικού πνεύματος, που αποτελεί την καρδιά της ανθρώπινης κληρονομιάς. Όταν, μετά το 1989, εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικοί (και λίγοι πολιτικοί) πρόσφυγες εισήλθαν στην χώρα, η οποία βρίσκεται στο πέρασμα από την Ανατολή της ανέχειας προς την Δύση της ευημερίας και ήταν η πλησιέστερη καπιταλιστική χώρα γι’ αυτούς, Αλβανοί, Πολωνοί, Ρώσοι, Πακιστανοί, Βούλγαροι, Κινέζοι, Νιγηριανοί, Κούρδοι, Αφρικανοί και άλλοι αναξιοπαθούντες λαθρομετανάστες δημιούργησαν άθελά τους την βάση για εφαρμογή των πολυπολιτισμικών ιδεών στην πράξη και οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν με κύριο γνώμονα κατήχησης την χρήση ιδεολογημάτων που διατείνονταν ότι: «Είμαστε πια μια χώρα με διαφορετικές γλώσσες, κουλτούρες, θρησκείες... Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ελληνικό κράτος, για επικρατούσα θρησκεία, για ελληνοχριστιανικές αξίες στη δημόσια εκπαίδευση. Οφείλουμε να σεβόμαστε το δικαίωμα των άλλων στη διαφορά και στην απόκλιση. Να ληφθεί μέριμνα για την διατήρηση των πολιτισμικών τους ιδιαιτεραιοτήτων».
Αυτή η υποκριτικά «συγκινητική», «ανθρωπιστική» προσέγγιση των μεταναστών από τους προπαγανδιστές της πολυπολιτισμικότητας, η οποία μεταμφιέζει την εμφανή πραγματικότητα, που σχετίζεται με την αύξηση της ανεργίας και της εγκληματικότητας στην χώρα, προκειμένου να καταπολεμηθούν δήθεν ρατσιστικά στερεότυπα και τυχόν φαινόμενα ξενηλασίας, ελέγχεται από τους πολέμιούς της ως κατευθυνόμενη από κέντρα πρακτόρευσης «υψηλών συμφερόντων». Ασφαλώς συνδέεται με την καθήλωση του κόστους παραγωγής και του πληθωρισμού, αλλά και με την έκρηξη της μαύρης εργασίας και την εκμηδένιση του συνδικαλιστικού κινήματος. Πέραν τούτου, τα προβαλλόμενα «παραδείγματα προς μίμηση» προέρχονται κατά κανόνα είτε από χώρες που συγκροτήθηκαν ήδη από την γέννησή τους από μετανάστες (δηλαδή από μη εθνικά κράτη), είτε από πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, που σήμερα δέχονται ένα μεταναστευτικό ρεύμα από τις χώρες που επί χρόνια εκμεταλλεύονταν. Έχει ενδιαφέρον το ερώτημα ποια μπορεί να είναι η σχέση του νέου ελληνικού κράτους με τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ολλανδία ή την Βρετανία, καθώς και τι δυνατότητες – γεωπολιτικές, οικονομικές, ιδεολογικές - έχει το νεοελληνικό κράτος, ώστε να αποτελέσει ένα χωνευτήρι ή έναν χώρο συνύπαρξης διαφορετικών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων.
Είναι αξιοσημείωτο εξάλλου ότι στην ελληνική γλώσσα αυτοί καθεαυτοί οι όροι «πολυπολιτισμική» και «κοινωνία» αντιφάσκουν. Στον δυτικό κόσμο η λέξη «κοινωνία» (από το λατινικό «societas» [=εταιρία], που προέρχεται από την ελληνική λέξη “σωσιετία” [<σώσις + έχω {>-έτης, -ετία}, που σημαίνει συσπειρωτική οργάνωση που φέρνει σωτηρία), παραπέμπει σε εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων και αναγκών και άρα σε μία συγκεκριμένη ιεραρχία προτεραιοτήτων στην συγκρότηση του ανθρώπινου βίου. Στην ελληνική γλώσσα όμως η λέξη «κοινωνία» φέρνει άμεσα στον νου την κοινότητα, την αγορά, την εκκλησία, την πολιτική ζωή, διασώζοντας έναν άλλον τρόπο αντίληψης του κόσμου και του ανθρώπου, έναν άλλον πολιτισμό, ο οποίος διασώθηκε και στην διάρκεια των Μέσων Χρόνων, του κοινωνιοκεντρικού Βυζαντίου αλλά και στις ελληνικές κοινότητες των οθωμανικών χρόνων. Όταν λοιπόν άνθρωποι διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών βρεθούν στον ίδιο χώρο, μπορούν να διαμορφώσουν «εταιρία» (society), όμως όχι «κοινωνία», που σημαίνει ότι η «κοινωνία», με την ελληνική έννοια, προϋποθέτει κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και όχι μία προκρούστεια απαίτηση ομοιομορφίας. Επιπλέον, αν στη λατινική κληρονομιά ο όρος «νασιοναλισμός» παραπέμπει στο γεγονός της γέννησης (nation <νάσσω, νάττω [εν + άσσον, συγκρ. του άγχι = πλησίον, συσσωρεύω πράγματα εγγύτατα μεταξύ τους), στην ελληνική γλώσσα η λέξη «εθνικισμός» αφορμάται από το ομηρική λέξη έθνος που αναφέρεται στο έθος – ήθος, και επομένως στο πολιτισμικό κριτήριο και στην ουσιαστικότερη ταυτότητα του ανθρώπου.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας γενικευμένης κατευθυντικότητας, επειδή πολύς κόσμος σήμερα αναζητά ταυτότητα κοιτώντας με ελπίδα στο παρελθόν του, οι κήρυκες του πολυπολιτισμού επιχειρούν επιπλέον σχετικοποίηση των ελληνικών αξιών αναζητώντας κάθε διαφοροποίηση, που θα μπορούσε να αποδιοργανώσει την ελληνική συλλογικότητα. Αυτή η προσπάθειά τους δεν αφορά μόνο την ιδεολογική αποδυνάμωση του πράγματι ξενοκρατούμενου και προβληματικού νεοελληνικού κράτους με την μετατροπή του σε πολιτισμικό πάρκο – μουσείο, αλλά αξιώνει επιπλέον τον υποβιβασμό της ελληνικής πρότασης βίου, όπως εκφράστηκε στην πνευματική παραγωγή χιλιετιών ενός πολιτισμού που πρόσθεσε το ουσιώδες «έμφρον στοιχείο» (του homo sapiens) στην σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας. Στον αντίποδα υπάρχει διάχυτη η διαίσθηση της πολυπλόκαμης διαπλοκής της πολυπολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης με το μεγάλο κεφάλαιο, η οποία επικρίνεται από τους αντιπάλους της ως συνωμοσιολογική και συνδεόμενη με ακραίο εθνικισμό, σωβινισμό και ρατσισμό, που, ως έννοιες, συγχέονται επιδέξια με ακροδεξιές αντιλήψεις -- αντιστρέφοντας την έννοια του διαχωρισμού «δεξιά» - «αριστερά».
2.3. Μεταπολίτευση
Με τον όρο «Μεταπολίτευση» εννοείται η περίοδος της νεότερης ελληνικής ιστορίας μετά την πτώση της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1974, και την αλλαγή του πολιτεύματος σε «προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία». Η περίοδος που καταλαμβάνει η μεταπολίτευση, αναφέρεται και ως «Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία». Βασικά χαρακτηριστικά των πρώτων χρόνων της περιόδου της μεταπολίτευσης, είναι η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), όπως και των άλλων αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων (ΚΚΕ εσωτ., ΕΚΚΕ, ΕΔΕ), το νέο Σύνταγμα, και η προσπάθεια απάλυνσης των πληγών, που είχαν ανοίξει οι ιδεολογικές διαμάχες από την απελευθέρωση μέχρι το 1974. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν δύο νέα μεγάλα πολιτικά κόμματα. Το πρώτο ήταν η Νέα Δημοκρατία που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, ο Ανδρέας Παπανδρέου, διακηρύσσοντας την ανάγκη σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, ίδρυσε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). Επανεμφανίστηκε επίσης η προδικτατορική Ένωση Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Μαύρο.
Οι εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία απόλυτη πλειοψηφία με ποσοστό 54,37%. Στις 8 Δεκεμβρίου 1974, έγινε δημοψήφισμα για την μορφή του πολιτεύματος, που επικύρωσε την ήδη εφαρμοζόμενη, από τις 29 Ιουνίου 1973, Αβασίλευτη Δημοκρατία με ποσοστό 69,2%. Έτσι θεσπίστηκε το πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που ισχύει μέχρι σήμερα. Τα κυριότερα μέτρα της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν η αποχώρηση και στη συνέχεια επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ενώ υπήρξε και μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με την αύξηση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από τα έξι στα εννιά χρόνια. Τέλος, η δημοτική έγινε η επίσημη γλώσσα στα σχολεία και γενικότερα του ελληνικού κράτους. Στις βουλευτικές εκλογές του 1977, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναδείχτηκε και πάλι πρωθυπουργός, αλλά το 1980 παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και στις 15 Μαΐου 1980 διεκδίκησε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και εκλέχτηκε από τη Βουλή. Πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έγινε ο Γεώργιος Ράλλης.
Στις εκλογές 18ης Οκτωβρίου 1981, το ΠΑΣΟΚ με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου και με ποσοστό που άγγιζε το 48% πέτυχε σημαντική νίκη και σχημάτισε κυβέρνηση. Καταργήθηκαν σε όλους τους τομείς τα Πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ιδρύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας που εξασφάλιζε δωρεάν περίθαλψη, αναμορφώθηκε το Οικογενειακό Δίκαιο και καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, το συναινετικό διαζύγιο και η κατάργηση της προίκας, αναβαθμίστηκε η παιδεία, ενώ ελήφθησαν μέτρα για την υποστήριξη του εισοδήματος, όπως η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ) των συντάξεων και των μισθών για την μερική προστασία έναντι του καλπάζοντος, την εποχή εκείνη, πληθωρισμού (που όμως δεν εφαρμόστηκε αναλογικά στο ποσό του μισθού, αλλά ιδιότυπα με τρόπο που μείωνε τους υψηλούς μισθούς και διατηρούσε σταθερούς τους χαμηλούς). Άλλα μέτρα που εφαρμόστηκαν, ήταν η αναβάθμιση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Στις εκλογές του 1985, το ΠΑΣΟΚ αναδείχτηκε και πάλι κυβερνών κόμμα, συγκεντρώνοντας ποσοστό 45,82%. Στην δεύτερη θητεία της η κυβέρνηση Α.Παπανδρέου αντιμετώπισε εντάσεις με την Τουρκία, που απαιτούσε συνδιαχείριση και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Το 1988 συμφωνήθηκε με την Τουρκία πολιτική ύφεσης. Το 1986, έγινε αναθεώρηση του Συντάγματος με την οποία περιορίστηκαν οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, κανένα κόμμα δεν μπόρεσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Έτσι δημιουργήθηκε κυβέρνηση κοινής αποδοχής Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού της Αριστεράς με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Κατά την διάρκεια της συγκυβέρνησης, οι καταγγελίες σε βάρος στελεχών της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ για οικονομικά σκάνδαλα οδήγησαν στην παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ακολούθησαν εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 1989 και σχηματισμός Οικουμενικής Κυβέρνησης υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα και εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας σε νέες εκλογές στις 8 Απριλίου 1990 με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφάρμοσε νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα τύπου Θάτσερ, προχώρησε σε αποκρατικοποιήσεις μη βιώσιμων δημόσιων επιχειρήσεων και στην υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχ. Ωστόσο, εξαιτίας έντονων διαφωνιών στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ο Κ.Μητσοτάκης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές. Στη διπλωματική σκηνή, δημιουργήθηκε κρίση στις σχέσεις της Ελλάδας με την πρώην Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, που ανεξαρτητοποιήθηκε το 1991, για το ζήτημα της ονομασίας της χώρας.
Στις εκλογές της 1ης Οκτωβρίου 1993, το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε την εξουσία με ποσοστό 46,88%. Ωστόσο, η κλονισμένη υγεία και η πολύμηνη νοσηλεία του Ανδρέα Παπανδρέου τον οδήγησε σε παραίτηση. Νέος πρωθυπουργός αναδείχτηκε ο Κώστας Σημίτης. Τον Ιούνιο του 1996, ο Ανδρέας Παπανδρέου πέθανε και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έγινε ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος νίκησε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1996 και του 2000. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, συμφωνήθηκε η ένταξη στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και η εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με την Τουρκία, έπειτα από την Κρίση των Ιμίων το 1996 και την Υπόθεση Οτσαλάν το 1999. Απόρροια της οικονομικής ανάπτυξης που γνώρισε η Ελλάδα, ήταν η κατασκευή δημοσίων έργων, η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Αθήνα, η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αλλά και το Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου. Ακολούθησαν δύο κυβερνήσεις του Κώστα Α. Καραμανλή το 2004 και το 2007 και του Γιώργου Α.Παπανδρέου το 2009, που βρέθηκε αντιμέτωπος με την κρίση χρέους του 2010 και παραιτήθηκε το 2011.
Η γενικότερη ευφορία που συνόδευσε την πτώση της δικτατορίας το 1974 και η διάθεση των πολιτικών που επικράτησαν να δημιουργήσουν μηχανισμούς, που, αφενός θα καταδίκαζαν οριστικά στην ιστορική αφάνεια την προηγηθείσα περίοδο, και αφετέρου θα θωράκιζαν το νέο καθεστώς, οδήγησε σε κάποιες υπερβολές στην παρουσίαση ορισμένων γεγονότων που σχετίζονται με τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά με στόχο να δώσουν έμφαση σε κάποιες πλευρές του δημόσιου βίου είναι οι ακόλουθες:
(1) Με τη Μεταπολίτευση αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία. Ο αφορισμός αυτός εκμεταλλεύεται τη διπλή έννοια της λέξης «δημοκρατία» και εμπεριέχει ταυτόχρονα τρία λεκτικά παροδηγητικά μηνύματα, που θα μπορούσαν να διατυπωθούν ορθότερα ως εξής: Με τη Μεταπολίτευση έπεσε η δικτατορία ή Με τη Μεταπολίτευση καθιερώθηκε πολίτευμα «προεδρευόμενης δημοκρατίας» ή Με τη Μεταπολίτευση αποκαταστάθηκε ο κοινοβουλευτισμός. Οπωσδήποτε η λέξη «δημοκρατία» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την προϋπάρχουσα «δικτατορία», που δηλώνεται ότι δεν υπάρχει πλέον ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ στο μέλλον. Στην πραγματικότητα όμως «δημοκρατία» στη λειτουργία της πολιτικής ζωής (στα αγγλικά democracy) ως δυνατότητα συμμετοχής του «δήμου» («λαού») σε όλες τις πολιτικές αποφάσεις που τον αφορούν δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στην Ελλάδα (ούτε σε άλλο μέρος του κόσμου). Η «προεδρευομένη δημοκρατία» (στα αγγλικά republic) ως θεσμικός τύπος πολιτεύματος, αλλά και ο «κοινοβουλευτισμός», ως σύστημα αντιπροσώπευσης του λαού, δεν είναι ορθό να ταυτίζεται με την αρκετά δύσκολη και κακοποιημένη έννοια της «δημοκρατίας». Η ανά τετραετία διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη της λήψης αποφάσεων για όλα τα θέματα, υποτίθεται βάσει κάποιου προγράμματος αρχών και με κοινοβουλευτικό έλεγχο, στην πράξη, όπως έχει αποδειχτεί επανειλημμένως, δεν συνεπάγεται δυνατότητα του λαού να ελέγχει τα πράγματα. Ίσως η καθιέρωση του όρου ρεπούμπλικα (που είναι επίσης ελληνική προερχόμενη από το ρέζω [=πράττω] + πούβλικος [<πούλβικος πούλβιος <πολυβήιος]) να βοηθούσε στο ξεκαθάρισμα κάποιων από τις έννοιες του ιδεολογήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση για να είμαστε ακριβείς θα λέγαμε ότι Με την Μεταπολίτευση η Ελλάδα έγινε ρεπούμπλικα και αποκαταστάθηκε ο κοινοβουλευτισμός, αλλά δεν υπάρχει δημοκρατία.
(2) Η Μεταπολίτευση κατάργησε την Μοναρχία. Ο αφορισμός αυτός κάνει εσφαλμένη χρήση του όρου «μοναρχία», που δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα, αφού καταργήθηκε από την εποχή του Όθωνα, και επιπλέον παραγνωρίζει εσκεμμένα κάποια από τα προηγηθέντα ιστορικά γεγονότα με εμφανή σκοπό να υπερτονίσει τα επιτεύγματα του νέου καθεστώτος. Το περιεχόμενο μήνυμα θα μπορούσε να διατυπωθεί ακριβέστερα ως εξής: Με τη Μεταπολίτευση επικυρώθηκε η ήδη αποφασισμένη κατάργηση του θεσμού της βασιλείας. Ο χαρακτηρισμός του «μονάρχη» διατηρήθηκε καταχρηστικά, σε δημοσιογραφικές μόνο αναφορές, για τους μετά τον Όθωνα βασιλείς με την έννοια του «ανωτάτου άρχοντος», που εκπροσωπείται πλέον από τον «πρόεδρο της δημοκρατίας» και όχι από τον «βασιλιά». Από την άλλη μεριά, δεν είναι ορθό να λησμονείται ότι την βασιλεία ως θεσμό την κατάργησε η δικτατορία του Παπαδόπουλου το 1973 και όχι η Μεταπολίτευση, η οποία με το δημοψήφισμά της το 1974 απλώς επικύρωσε την έκπτωση.
(3) Η Δικτατορία έπεσε χάρη στην αντιδικτατορική δράση του ελληνικού λαού. Στην πραγματικότητα η δικτατορία έπεσε, μετά από απόφαση των υπερατλαντικών συμμάχων, διότι είχε συμπληρώσει τον 7ετή κύκλο της (ισόχρονο περίπου με την θητεία ενός προέδρου των ΗΠΑ) και αφού είχε επιτύχει τους στόχους της, που ήταν η διασφάλιση των μετόπισθεν για τους δύο Αραβοϊσραηλινούς πολέμους (1967 και 1973), ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο των πετρελαίων της περιοχής, αλλά και γενικότερα των γεωπολιτικών σημείων που αυτή ορίζει, και η διχοτόμηση της Κύπρου, που δεν μπορούσε να μένει σε ελληνικά χέρια, από τη στιγμή που, μετά τον Εμφύλιο 1944-49, η παρουσία ισχυρής αριστεράς στην Ελλάδα δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη. Ο ελληνικός λαός στην πλειοψηφία του δεν έδειξε διάθεση να δεινοπαθήσει, όπως το 1940, για μια υπόθεση που θεωρούσε χαμένη, από τη στιγμή που όλοι αντιλαμβάνονταν ότι η δικτατορία δεν ήταν αυθόρμητο κίνημα, αλλά μεθοδευμένο εγχείρημα που υποστηριζόταν από τον συμμαχικό παράγοντα (δύο αντιπρόεδροι των ΗΠΑ [Νίξον και Άγκνιου] επισκέφθηκαν επίσημα την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της 7ετίας). Στην αντιδικτατορική δράση μπορούν να ενταχθούν η συρροή κόσμου στις κηδείες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη και οι πανηγυρισμοί των φιλάθλων μετά τη νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ερυθρού Αστέρα με 3-0, με την οποία προκρίθηκε στον τελικό Πρωταθλήματος Ευρώπης τον Απρίλιο του 1971 --- πανηγυρισμοί που είχαν πράγματι πολλά στοιχεία θυελλώδους ξεσπάσματος, χωρίς όμως συνθήματα κατά της «χούντας».
(4) Η Δικτατορία έπεσε χάρη στην ηρωική θυσία του Πολυτεχνείου. Το προϊδεαστικό αυτό ιδεολόγημα, που συμπληρώνει το προηγούμενο, είναι από τα περισσότερο προβαλλόμενα και, αντικειμενικά, από τα λιγότερο αληθή. Η ευρεία διάδοση της άποψης αυτής οφείλεται και στην προβολή της από στελέχη μετέπειτα κυβερνήσεων (κυρίως του ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ), που ήταν παρόντα στο Πολυτεχνείο (με αμφιλεγόμενο σκοπό και ρόλο), με στόχο να προσδώσουν στον εαυτό τους περγαμηνές αντιστασιακότητας, που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ηρωοποιήσουν την εικόνα τους απέναντι στους ψηφοφόρους τους (Μ.Δαμανάκη, Κ.Λαλιώτης, Χρ.Παπουτσής, Στ.Τζουμάκας, Π.Ευθυμίου, Ν.Μπίστης, Μ.Ανδρουλάκης, Ν.Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ και Αλ.Αλαβάνος, Ν.Βαλαβάνη, Ν.Βρούτσης, Π.Λαφαζάνης από την αριστερά). Μολονότι το 1973 η ενεργειακή κρίση και η τεράστια αύξηση του πληθωρισμού που προκάλεσε στην Ελλάδα (πάνω από 30%) είχαν δημιουργήσει ισχυρή βάση για την εκδήλωση αντιδράσεων κατά του καθεστώτος, η «εξέγερση του Πολυτεχνείου», κατά λογική θεώρηση των πραγμάτων, ήταν σε μεγάλο βαθμό κατασκεύασμα μυστικών παρασκηνίων και ιδιαίτερα το γιγάντωμα των εκδηλώσεων που οδήγησε στην επέμβαση του στρατού (με τυχαία θύματα, που δεν προκλήθηκαν από ηρωικές πράξεις, εκτός του χώρου του Πολυτεχνείου). Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, στόχος των μεθοδεύσεων αυτών ήταν ο Γ.Παπαδόπουλος, ο οποίος «καρατομήθηκε» ακαριαία, από τη στιγμή που αντέδρασε στη διχοτόμηση της Κύπρου, και αντικαταστάθηκε από τη δικτατορία του, πρόσκαιρα επίσης εκλεκτού Δ.Ιωαννίδη. Αν επομένως επρόκειτο να προσγειώσουμε το ιδεολόγημα, για το οποίο γίνεται λόγος, θα λέγαμε ότι Το Πολυτεχνείο δεν προκάλεσε πτώση της δικτατορίας, αλλά σχετίζεται με την αντικατάστασή της από δεύτερη «χούντα» η οποία έπεσε με άνωθεν εντολή (μετά τον φρικτό σφαγιασμό της Κύπρου) 8 μήνες αργότερα. Ανεξάρτητα από αυτά τα εξαιρετικά σκοτεινά γεγονότα, το Πολυτεχνείο εκ των πραγμάτων είναι ένας χώρος μνήμης, ένας χώρος που προσθέτει ένα ακόμη «γιατί;» στα αναρίθμητα και αναπάντητα «γιατί;» της νεοελληνικής ιστορίας.
-1974: 27/1 Θάνατος Γρίβα, 14/2 Πετρέλαιο στη Θάσο, 10/4 Η Τουρκία ανακοινώνει έρευνες στο Αιγαίο, 15/7 πραξικόπημα στην Κύπρο, πρόεδρος Ν.Σαμψών, 20/7 εισβολή Τούρκων στην Κύπρο, 23/7 πτώση χούντας, 24/7 επάνοδος Κ.Καραμανλή, 16/8 Αττίλας Β στην Κύπρο κατάληψη 40% από Τούρκους, 3/11 Ίδρυση ΠΑΣΟΚ, 25/9 Επανακυκλοφορία Ριζοσπάστη, 17/11 Εκλογές ΝΔ(53,37), ΕΚ(20,42), ΠΑΣΟΚ (13,58), ΕΑ(7,47), Κυβέρνηση Καραμανλή, 8/12 Δημοψήφισμα (69,2-30,8), 11/12 Μιχ.Στασινόπουλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
-1975: 1/2 Ανακηρύσσεται Τουρκοκυπριακό κράτος, επάνοδος Μακαρίου στην Κύπρο, 11/6 ψήφιση νέου Συντάγματος, 19/6 πρόεδρος Κ.Τσάτσος, 23/8 ολοκληρώνεται η δίκη της Χούντας, 8/10 Δημοτικές εκλογές, 24/12 Δολοφονία Ουέλς από τη 17Ν.
-1976: 28/1 Καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας από τον Γ.Ράλλη, 1/5 θάνατος Α.Παναγούλη, 8/8 Το Σισμίκ της Τουρκίας διεξάγει έρευνες για πετρέλαιο, 23/11 Αεροσκάφος της Ολυμπιακής συντρίβεται στην Κοζάνη με 50 νεκρούς.
-1977: 5/2 ανέγερση εργοστασίου ΕΑΒ στην Τανάγρα, 2/5 Βραβείο Λένιν στο Γ.Ρίτσο, 3/8 Θάνατος Μακαρίου, πρόεδρος Κυπριανού, 2/11 Πλημμύρες με 12 νεκρούς, 27/11 Εκλογές ΝΔ(41,85), ΠΑΣΟΚ(25,33), ΕΔΗΚ(11,95), ΚΚΕ(4,57).
-1978: 9/3 Περιοδείες Καραμανλή στην ΕΟΚ (Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Γερμανία, Δανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ιταλία), ΗΠΑ (Κάρτερ-Ετσεβίτ), 21/6 Σεισμός στη Θεσ/κη, 22/8 Οι πρώτες Ελληνίδες κατατάσσονται στο στρατό, 21/12 Προκαταρκτική υπογραφή Ένταξης στην ΕΟΚ.
-1979: 27/1 Οριστικοποιείται η εθνική σημαία, 6/4 Έναρξη περιορισμών κυκλοφορίας. 28/5 Υπογραφή σύμβασης ένταξης στην ΕΟΚ, Ο Καραμανλής στη Μόσχα, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, 18/10 Νόμπελ στον Ελύτη, Ο Καραμανλής στην Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Κίνα, Ταϊλάνδη, Ινδία, Ιράκ.
-1980: 3/1 Καθιερώνεται το 5ήμερο στο Δημόσιο, 8/1 Θεμελιώνεται το Ολυμπιακό Στάδιο, 8/2 Θάνατος Ν.Ξυλούρη, 5/5 Ο Καραμανλής πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ο Γ.Ράλλης πρωθυπουργός, 7/7 Άγνωστοι πυρπολούν τον Κλαουδάτο, Δραγώνα, 19/7 Ο Μ.Ανδρόνικος ανακοινώνει τα περί Βεργίνας, 19/12 Άγνωστοι πυρπολούν Μινιόν Κατράντζος.
-1981: 1/1 Η Ελλάδα 10ο μέλος της ΕΟΚ, 7/2 θάνατος της Φρειδερίκης, 8/2 19 θάνατοι στο Καραϊσκάκη, 24/2 Σεισμός στην Κόρινθο, 18/10 Εκλογές ΠΑΣΟΚ 48,06, ΝΔ 35,86, ΚΚΕ 10,93, 9/12 Ο Γ.Αβέρωφ πρόεδρος της ΝΔ έναντι Κ.Στεφανόπουλου, 15/12 Ο Αραφάτ στην Ελλάδα.
-1982: 31/3 Όσκαρ στον Β.Παπαθανασίου, 30/4 Αναγνωρίζεται η Εθνική Αντίσταση, 1/6 Προεδρία της Ελλάδας στην ΕΟΚ, 24/6 αποπέμπεται ο Μ.Δρεττάκης εισηγητής του ΦΑΠ.
-1983: 10/1 Υποτίμηση 15% της δραχμής, 1/5 Βραβείο Λένιν στον Μ.Θεοδωράκη, 26/8 Νόμος για το ΕΣΥ, 20/9 Δημιουργία των ΤΕΙ, 15/11 Ο Ραούφ Ντεκτάς ανακηρύσσει τη Βόρεια Κύπρο.
-1984: 18/1 Θάνατος του Β.Τσιτσάνη, 31/7 Αγορά μαχητικών Mirage και F-16, 1/9 Παραίτηση Αβέρωφ, Ο Κ.Μητσοτάκης αρχηγός της ΝΔ, 9/9 Ενοποίηση αστυνομίας και χωροφυλακής.
-1985: 25/1 Θάνατος Η.Ηλιού, 10/3 Παραίτηση Καραμανλή, 29/3 Ο Χ.Σαρτζετάκης Πρόεδρος Δημοκρατίας, 2/6 Εκλογές ΠΑΣΟΚ 42,25, ΝΔ 40,85, ΚΚΕ 9,89 ΚΚΕσ 1,89, 21/6 Η Αθήνα γίνεται η πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.
-1986: 7/3 Αναθεώρηση Συντάγματος, 2/4 Έκρηξη βόμβας σε αεροσκάφος της TWA σκοτώνει 4 άτομα, 6/5 Πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ, 11/9 Θάνατος Π.Κανελλόπουλου, 13/9 Σεισμός στην Καλαμάτα, 12/10 Δημοτικές εκλογές: Έβερτ, Ανδριανόπουλος (Πειραιά), Κούβελας (Θεσ/κη).
-1987: 1/1 Αύξηση τιμών λόγω εφαρμογής ΦΠΑ, 14/2 Θάνατος Κ.Κουν, 27/3 Ύψιστη ετοιμότητα Ενόπλων Δυνάμεων λόγω ερευνών Τούρκων στο Αιγαίο, 11/5 Ραδιοφωνικοί Σταθμοί Αθήνας-Πειραιά, 14/6 Η Ελλάδα πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Μπάσκετ, 22/7 Καύσωνας με πολλούς νεκρούς, 8/8 Θάνατος Κ.Τσάτσου, 28/8 Αίρεται η εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία.
-1988: 30/1 Συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ, αναθερμαίνονται οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, 21/2 Ο Γιώργος Βασιλείου πρόεδρος της Κύπρου, 13/6 Ο Οζάλ στην Αθήνα, 10/7 Πυρκαγιές σε όλη τη χώρα, 25/8-22/10 Εγχείρηση Α.Παπανδρέου στο Χέρφηλντ, 20/10 Σκάνδαλο Κοσκωτά.
-1989: 18/6 Εκλογές ΝΔ 44,25 ΠΑΣΟΚ 39,15 Συνασπισμός 13,12, 1/7 Κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΣΥΝ υπό τον Τζ.Τζαννετάκη, 26/9 Δολοφονία Π.Μπακογιάννη, 5/11 Εκλογές ΝΔ 46,2 ΠΑΣΟΚ 40,70 ΣΥΝ 11, Οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξ.Ζολώτα.
-1990: 2/1 Θάνατος Ε.Αβέρωφ, 8/4 Εκλογές ΝΔ 46,88 ΠΑΣΟΚ 38,61, 4/5 Ο Κ.Καραμανλής Πρόεδρος της Δημοκρατίας, 3/8 Αντίθεση Ελλάδας στην Ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ.
-1991: 20/2 Η Αλέκα Παπαρήγα Γ.Γραμματέας του ΚΚΕ, 11/3 Ειδικό Δικαστήριο για τον Α.Παπανδρέου, 19/4 Βόμβα Παλαιστίνιων σκοτώνει 7 άτομα στην Πάτρα, 19/7 Ο Τζορτζ Μπους στην Ελλάδα, 10/12 Συνθήκη του Μάαστριχ για κοινό νόμισμα και κοινή αμυντική πολιτική.
-1992: 14/2 Διαδήλωση για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, 12/3 Πώληση της ΑΓΕΤ, 26/6 Απόρριψη του ονόματος Μακεδονία για τα Σκόπια από την ΕΟΚ, 31/7 Ψηφίζεται στη Βουλή η Συνθήκη Μάαστριχ, 6/8 Η Β.Πατουλίδου χρυσή Ολυμπιονίκης
-1993: 14/2 Ο Γλαύκος Κληρίδης πρόεδρος της Κύπρου, 10/10 Εκλογές ΠΑΣΟΚ 46,7 ΝΔ 39,8 1/11 Η ΕΟΚ μετονομάζεται σε Ευρωπαϊκή Ένωση, 3/11 Παραίτηση Μητσοτάκη, Ο Μιλτιάδης Έβερτ πρόεδρος της ΝΔ.
-1994: 9/2 Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τα Σκόπια ως ΦΥΡΟΜ, 16/2 Εμπάργκο της Ελλάδας στα Σκόπια, 6/3 Θάνατος Μ.Μερκούρη, 2/4 Δήμευση βασιλικής περιουσίας, 25/4 Θάνατος Γιώργου Γεννηματά, 4/5 Αρχίζει η διάνοιξη του μετρό από το Σταθμό Λαρίσης, 15/6 Θάνατος Μ.Χατζιδάκι, 25/6 Διάσκεψη κορυφής ΕΕ στην Κέρκυρα, 13/9 Τα Σκόπια υιοθετούν νέα σημαία με τον ακτινοφόρο ήλιο, 16/10 Δημοτικές εκλογές Δ.Αβραμόπουλος έναντι Θ.Πάγκαλου, 9/11 Καταδίκη Γ.Κοσκωτά.
-1995: 8/3 Ο Κ.Στεφανόπουλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας 15/6 Σεισμός στο Αίγιο.
-1996: 22/1 Ο Κ.Σημίτης πρωθυπουργός στη θέση του Α.Παπανδρέου, 28/1 Επεισόδιο στα Ίμια, 18/3 Θάνατος Ο.Ελύτη, 23/6 Θάνατος Α.Παπανδρέου, 23/7 Θάνατος Α.Βουγιουκλάκη, 11/8 Επεισόδια Τάσου Ισαάκ Σολωμού Σολωμού στην Κύπρο, 12/9 Εκλογές ΠΑΣΟΚ 41,49 ΝΔ 38,12, ΚΚΕ 5,61 ΣΥΝ 5,12, ΔΗΚΚΙ 4,45, Κυβέρνηση Σημίτη.
-1997: 21/3 Ο Κώστας Καραμανλής πρόεδρος της ΝΔ, 22/8 Πολυνομοσχέδιο Γ.Αρσένη για την παιδεία, 5/9 Η ΔΟΕ αναθέτει στην Ελλάδα του Ολυμπιακούς του 2004 2/10 Συνθήκη Άμστερνταμ (Αναθεώρηση Συνθήκης του Μάαστριχ), 7/11 Σχέδιο Καποδίστριας για συνένωση των Δήμων.
-1998: 16/1 Θάνατος του Δημήτρη Χορν, 15/2 Ο Γλαύκος Κληρίδης επανεκλέγεται πρόεδρος της Κύπρου, 23/4 Θάνατος Κων.Καραμανλή, 28/4 Ο Χριστόδουλος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
-1999: 15/2 Ο Αμπτουλάχ Οτσαλάν συλλαμβάνεται στο Ναϊρόμπι, 18/3 Ο Κ.Σημίτης επανεκλέγεται πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, 24/3 Έναρξη βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, 7/9 Σεισμός στην Πάρνηθα, 14/9 Αεροπορικό δυστύχημα Γ.Κρανιδιώτη, 19/11 Ο Κλίντον στην Αθήνα.
-2000: 28/1 Εγκαίνια του μετρό στην Αθήνα, 1/3 πτώση τιμών χρηματιστηρίου, 10/4 Εκλογές Οριακή νίκη ΠΑΣΟΚ 43,8 Ν 42,7 ΚΚΕ 5,5 ΣΥΝ 3,2 ΔΗΚΚΙ 2,6, 15/5 Επεισόδια με τις νέες ταυτότητες χωρίς θρήσκευμα, 8/6 Δολοφονία Στήβεν Σάντερς από 17Ν, 23/9 Πρώτο πέλμα της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, 26/9 Ναυάγιο του Εξπρές Σάμινα στην Πάρο, Ο Κεντέρης Ολυμπιονίκης.
-2001: 27/3 Εγκαίνια του νέου αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, 1/4 Ο Γ.Σουφλιάς επανέρχεται στη ΝΔ, 10/10 Ο Κ.Σημίτης επανεκλέγεται πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
-2002: 1/1 Έναρξη χρήσης του Ευρώ, 29/6 Συλλαμβάνεται ο Σάββας Ξηρός και όλη η 17Ν, 13/10 Δημοτικές Εκλογές Ντόρα Μπακογιάννη έναντι Χ.Παπουτσή, 13/12 Επέκταση ΕΕ με 10 νέα μέλη (25 συνολικά).
-2003: 1/1 Η Ελλάδα έχει την προεδρία της ΕΕ για ένα εξάμηνο, 3/3 Δίκη της 17Ν, 16/4 υπογράφεται η συνθήκη των 10 νέων μελών της ΕΕ.
-2004: 7/3 Εκλογές, παραίτηση Σημίτη, Γ.Παπανδρέου πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, 7/3 Εκλογές Νίκη ΝΔ 45,69 ΠΑΣΟΚ 40,59 ΚΚΕ 5,74 ΣΥΝ 3,17, 13/6 Ευρωεκλογές ΝΔ 11, ΠΑΣΟΚ 8, ΚΚΕ 2 ΣΥΝ 1, ΛΑΟΣ 1 11/8 Η Αθήνα υποδέχθηκε ξανά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
-2005: 21/5 Νίκη Ε.Παπαρίζου στη Eurovision, 7/7 Βόμβες στο μετρό του Λονδίνου, 22/11 Η Α.Μέρκελ καγκελάριος στη Γερμανία.
-2006: 12/10 Δημοτικές εκλογές Νικήτας Κακλαμάνης έναντι Κώστα Σκανδαλίδη.
-2007: 25/8 Πυρκαγιές στην Ηλεία και Εύβοια, 17/9 Εκλογές ΝΔ 41,84 ΠΑΣΟΚ 38,10 ΚΚΕ 8,15 ΣΥΝ 5,04 ΛΑΟΣ 3,79, Κρίση στο ΠΑΣΟΚ επανεκλογή Γ.Παπανδρέου ως προέδρου έναντι Ευ.Βενιζέλου.
-2008: Σκάνδαλα Ζωγόπουλου, Βατοπεδίου, Επεισόδια Δεκεμβρίου θάνατος Α.Γρηγορόπουλου.
-2009: 20/1 Ο Μπ.Ομπάμα πρόεδρος των ΗΠΑ, Επιδημία γρίπης, 8/11 Εκλογές Νίκη ΠΑΣΟΚ 43,92 έναντι ΝΔ 33,47 ΚΚΕ 7,54 ΛΑΟΣ 5,63 ΣΥΡΙΖΑ 4,60 Κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου.
-2010: 8/3 Σκληρά μέτρα λιτότητας, περικοπή μισθών και συντάξεων από 15/8/10
-2011: 10/6 Μνημόνιο για νέα μέτρα, Περικοπές συντάξεων τον Ιούνιο, 6/11 Κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, Χαράτσι Βενιζέλου, περικοπές λόγω κουρέματος χρέους, εφαρμογή PSI και νέες περικοπές μισθών και συντάξεων από 1/1/12.
-2012: 2012 Εκλογές 6/5 και 22/6 ΝΔ 29,66 ΣΥΡΙΖΑ 26,89 ΠΑΣΟΚ 12,28 ΑΝΕΛ 7,51 ΧΑ 6,92 ΔΗΜΑΡ 6,26 Κυβέρνηση Αντ.Σαμαρά με Ε.Βενιζέλο και Φ.Κουβέλη, Νέες περικοπές μισθών και συντάξεων από 1/1/13.
-2013: Τραπεζική κρίση και έλεγχοι κεφαλαίων από τον Μάρτιο στην Κύπρο
-2014: 22/5 Ευρωεκλογές ΣΥΡΙΖΑ 26,6 ΝΔ 22,71 ΧΑ 9,38 ΠΑΣΟΚ 8,02 ΠΟΤΑΜΙ 6,61 ΚΚΕ 6,07, 13/7 Η Γερμανία παγκόσμια πρωταθλήτρια στο ποδόσφαιρο, Πρωτογενές πλεόνασμα 0,6%.
-2015: 25/1 Εκλογές Νίκη ΣΥΡΙΖΑ 36,34 ΝΔ 27,81 ΧΑ 6,28 ΠΟΤΑΜΙ 6,05 ΚΚΕ 5,47 ΑΝΕΛ 4,75 Κυβέρνηση Τσίπρα, 28/6 Έλεγχοι κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες 5/7 Δημοψήφισμα ΌΧΙ 61,31 ΝΑΙ 38,69 20/9 Εκλογές ΣΥΡΙΖΑ 35,46 ΝΔ 28,10 ΧΑ 6,99 ΠΑΣΟΚ 6,28 ΚΚΕ 5,55 ΠΟΤΑΜΙ 4,09 ΑΝΕΛ 3,69 ΕΚ 3,43 Νέα κυβέρνηση Τσίπρα, 3ο Μνημόνιο.
-2016: 30/1 Νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό. Ολοκλήρωση μέτρων 3ου Μνημονίου. Νέες περικοπές συντάξεων.
α. Νέα Δημοκρατία (1974- )
Η Νέα Δημοκρατία, γνωστή με το ακρωνύμιο Ν.Δ. ιδρύθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σχημάτισε κυβέρνηση από το 1974 έως το 1980 με πρωθυπουργό τον ιδρυτή της και μέχρι τις εκλογές του 1981 με τον Γεώργιο Ράλλη, από το 1990 μέχρι το 1993 με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, από το 2004 μέχρι το 2009 με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή και από το 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, ενώ σημερινός πρόεδρος του κόμματος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Σύμφωνα με την ιδρυτική της διακήρυξη "η Νέα Δημοκρατία είναι η πολιτική παράταξη που ταυτίζει το έθνος με το λαό, την πατρίδα με τους ανθρώπους της, την πολιτεία με τους πολίτες της, την εθνική ανεξαρτησία με τη λαϊκή κυριαρχία, την πρόοδο με το κοινό αγαθό, την πολιτική ελευθερία με την έννομη τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη". Θεωρείται κόμμα του δεξιού – κεντροδεξιού χώρου, μετεξέλιξη της προδικτατορικής ΕΡΕ, του οποίου η κύρια ιδεολογία βασίζεται στον νεότερο φιλελευθερισμό με γνώμονα την κίνηση της οικονομίας μέσω κεφαλαίων που επενδύονται από τη δραστηριοποίηση ελεύθερων επιχειρηματιών, χωρίς να παραγνωρίζεται και η μεσαία επιτηδευματική και εργατοϋπαλληλική τάξη, η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης της οποίας θεωρείται από το κόμμα θεμέλιο για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Σταθμοί στην πορεία του κόμματος ήταν:
- Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή 1974 – 1977.
- Οι κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή και Γεωργίου Ράλλη 1977 – 1981.
- Η περίοδος 1981 – 1989 κατά την οποία το κόμμα ήταν Αξιωματική Αντιπολίτευση, υπό την προεδρία του Ευάγγελου Αβέρωφ (μέχρι τον Αύγουστο του 1984) και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στη συνέχεια.
- Η αποχώρηση του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου τον Σεπτέμβριο του 1985, ο οποίος με εννέα ακόμα βουλευτές ίδρυσαν δικό τους κόμμα.
- Η περίοδος 1989 – 1990 κατά την οποία το κόμμα μετείχε σε Κυβερνήσεις Συνεργασίας
- Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1990 – 1993.
- Η αποχώρηση του Αντώνη Σαμαρά από το την κοινοβουλευτική ομάδα
- Η περίοδος 1993 – 1997 κατά την οποία το κόμμα ήταν Αξιωματική Αντιπολίτευση με πρόεδρο τον Μιλτιάδη Έβερτ.
- Η περίοδος 1997-2004 κατά την οποία το κόμμα ήταν Αξιωματική Αντιπολίτευση με πρόεδρο τον Κώστα Καραμανλή.
- Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή 2004 – 2009.
- Η περίοδος 2009 – 2012 κατά την οποία το κόμμα ήταν Αντιπολίτευση με πρόεδρο τον Αντώνη Σαμαρά και συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ από τον Νοέμβριο του 2011, όταν ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Λουκάς Παπαδήμος, ορκίστηκε πρωθυπουργός.
- Η περίοδος 2012 – 2015 κατά την οποία το κόμμα με πρόεδρο τον Αντώνη Σαμαρά σχημάτισε κυβέρνηση Συνεργασίας με την ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ.
- Η περίοδος 2015 μέχρι σήμερα κατά την οποία το κόμμα παραμένει στην Αξιωματική Αντιπολίτευση. Στις 5 Ιουλίου 2015, μετά το δημοψήφισμα, ο Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε από αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας. Προσωρινός πρόεδρος ορίστηκε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Κατά τις Εσωκομματικές Εκλογές Ανάδειξης Προέδρου που ολοκληρώθηκαν στις 10/1/2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλέχτηκε πρόεδρος της ΝΔ με ποσοστό 52,43%.
β. Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (1974- )
Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, γνωστό με το ακρωνύμιο ΠΑ.ΣΟ.Κ., ιδρύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σύμφωνα με την ιδρυτική του διακήρυξη, σκοπός της δράσης του ΠΑΣΟΚ ήταν να αποκαταστήσει στη χώρα Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση και Δημοκρατική διαδικασία. Το ΠΑΣΟΚ θεωρείται κεντρώο κόμμα, που προήλθε από την κεντροαριστερά πτέρυγα της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου. Σύμφωνα με προεκλογικές ομιλίες του Α.Παπανδρέου βάση της ιδεολογίας του ΠΑΣΟΚ ήταν η κοινωνικοποίηση (σε αντιδιαστολή με την μέχρι τότε χρησιμοποιούμενη από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έννοια της εθνικοποίησης ή κρατικοποίησης) της μεγάλης επιχειρηματικής δραστηριότητας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, σε συνδυασμό με μία επιθετική εξωτερική πολιτική. Θεωρητικά επομένως το ΠΑΣΟΚ τασσόταν απέναντι στην κεφαλαιοκρατική ιδιωτική οικονομία και επιδίωκε να εκπροσωπήσει τα μεγαλομεσαία και μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα (που είναι η μέγιστη πλειοψηφία του ελληνικού λαού), τα οποία ο Α.Παπανδρέου ονόμαζε «μη προνομιούχους Έλληνες». Σε όλους αυτούς τους όρους (κατά την προσφιλή μέθοδο της «διπλής γλώσσας» του Α.Παπανδρέου) δεν αποδόθηκε από την αρχή ξεκάθαρη σημασία, με αποτέλεσμα η εφαρμογή τους, όταν το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση, να αξιολογείται κατά διάφορους τρόπους που δεν είναι πάντα θετικοί.
Η πιο καθαρά σοσιαλιστική ομάδα μέσα στο ΠΑΣΟΚ πίστευε γενικά στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, στην εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων, στο τέλος της εξάρτησης της χώρας από τις ΗΠΑ, και στην ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής πολιτικής. Οι εκσυγχρονιστές ή μεταρρυθμιστές σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Κώστας Σημίτης, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, πίστευαν στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας και σε μία γενικά μετριοπαθή και σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Υπήρχαν ακόμη παλιοί φιλελεύθεροι, όπως ο Μένιος Κουτσόγιωργας, φανατικά αντιδεξιοί αλλά και αντικομμουνιστές, που έγιναν στόχος κριτικής για λαϊκισμό (από τους εκσυγχρονιστές) και για πολιτικαντισμό (από τους αριστερούς).
Σταθμοί στην πορεία του κόμματος ήταν:
- Η περίοδος 1974 – 1981 κατά την οποία το κόμμα, υπό την προεδρία του Α.Παπανδρέου ήταν Αντιπολίτευση, και μετά το 1977 Αξιωματική Αντιπολίτευση.
- Οι κυβερνήσεις του Α.Παπανδρέου 1981-1989.
- Η περίοδος 1989 – 1993 κατά την οποία το κόμμα, υπό την προεδρία του Α.Παπανδρέου ήταν Αξιωματική Αντιπολίτευση.
- Η κυβέρνηση του Α.Παπανδρέου 1993-1996.
- Οι κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη 1996-2004.
- Η περίοδος 2004-2009 κατά την οποία το κόμμα με πρόεδρο τον Γιώργο Α. Παπανδρέου ήταν Αξιωματική: Αντιπολίτευση.
- Η περίοδος 2009-2012 κατά την οποία το κόμμα αρχικά σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση με πρόεδρο τον Γιώργο Α.Παπανδρέου ενώ από τις 11/11/2011 συμμετείχε στην κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου που στηρίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ.
- Η περίοδος 2012-2015 κατά την οποία το κόμμα, με πρόεδρο τον Ευάγγελο Βενιζέλο, μετείχε σε Συγκυβέρνηση με τη ΝΔ με υποστήριξη και από την ΔΗΜΑΡ.
- Η αποχώρηση του Γιώργου Α.Παπανδρέου στις 5 Ιανουαρίου 2015, ο οποίος μαζί με 7 βουλευτές ίδρυσαν το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών.
- Η περίοδος 2015-σήμερα κατά την οποία το κόμμα, με πρόεδρο την Φώφη Γεννηματά, είναι στην αντιπολίτευση συνεργαζόμενο με την ΔΗΜΑΡ στα πλαίσια της Δημοκρατικής Παράταξης.
γ. Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (1918- )
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, γνωστό και με το ακρωνύμιό του K.K.E., ιδρύθηκε το 1918 ως Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ), ενώ η ονομασία ΚΚΕ καθιερώθηκε από τον Δεκέμβριο του 1924. Σήμερα το ΚΚΕ είναι το πέμπτο σε αριθμό εδρών κόμμα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με 15 βουλευτές, και ασκεί επιρροή ιδιαίτερα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το ΚΚΕ είναι μαρξιστικό και λενινιστικό κόμμα, το οποίο στα αρχικά του βήματα είχε ως πρότυπο τον σοσιαλισμό που εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ένωση, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 από τους Βλ.Λένιν και Ι.Στάλιν και τους διαδόχους τους. Στο περιβάλλον σύγχυσης και απογοήτευσης που διαμόρφωσαν οι εξελίξεις στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες το 1989-91, το κόμμα αγωνίζεται για την ανανέωση και μετεξέλιξη της ιδεολογίας και της κομμουνιστικής φυσιογνωμίας του. Το τρέχον Πρόγραμμα του ΚΚΕ είναι αυτό που ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τον Απρίλιο του 2013 και οι βασικοί του άξονες είναι οι εξής: Ο χαρακτήρας της εποχής που ζούμε ορίζεται ως εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, πως η δουλειά του Κόμματος σε μη επαναστατικές συνθήκες είναι να προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή να καθοδηγεί το λαό ώστε στις επαναστατικές συνθήκες να πάρει την εξουσία. Ακόμα ο ελληνικός καπιταλισμός εκτιμάται ότι βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Θεωρείται ότι έχει ωριμάσει η αναγκαιότητα για μια άλλη εξουσία, που αναφέρεται ως Λαϊκή Εξουσία και θα έχει σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Η εξουσία αυτή θα προκύψει επαναστατικά και θα πραγματοποιηθεί από τη Λαϊκή Συμμαχία. Η Λαϊκή Συμμαχία είναι μια συμμαχία αποτελούμενη από τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα εκείνα που πλήττονται απ' την πολιτική των μονοπωλίων, δηλαδή την εργατική τάξη, τα μικρομεσαία στρώματα του χωριού και της πόλης, τη νεολαία, τις γυναίκες. Η εξουσία αυτή θα οργανώσει την κοινωνία και την οικονομία προς όφελος του λαού κοινωνικοποιώντας όλα τα μέσα παραγωγής και θα έρθει σε σύγκρουση με τα μονοπώλια και τους διεθνείς οικονομικούς ή στρατιωτικούς τους οργανισμούς, όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Σταθμοί στην πορεία του κόμματος, που έχουν ήδη εξεταστεί στα πλαίσια του παρόντος έργου, ήταν:
1 Η Ίδρυση και τα πρώτα χρόνια
2. Η αντιπολεμική δράση κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας
3. Η πολιτική του ΚΚΕ την δεκαετία του 1930
4. Η δικτατορία Μεταξά - B' Παγκόσμιος Πόλεμος
5. Κατοχή - Εθνική Αντίσταση - Απελευθέρωση (ΕΑΜ – ΕΛΑΣ)
6. Τα Δεκεμβριανά - Συνθήκη της Βάρκιζας
7. Η περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου 1946-49
8. Μετεμφυλιακή Περίοδος 1949-56
9. Η εποχή μετά τον Ζαχαριάδη 1956-67. Το 1958 η νέα ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να διαλύσει όλες τις Κομματικές Οργανώσεις που δρούσαν στην Ελλάδα και να εντάξει το σύνολο των μελών της στην Ελλάδα υπό τη σκέπη της ΕΔΑ.
10. Η περίοδος του δικτατορίας 1967-74. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών, βρήκε το ΚΚΕ απροετοίμαστο με τις κομματικές του οργανώσεις διαλυμένες από δεκαετίας. Το 1968 η πολιτική και ιδεολογική κρίση που προκάλεσε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα η εισβολή της ΕΣΣΔ στην Τσεχοσλοβακία επηρέασε και το ΚΚΕ. Μια ομάδα στελεχών συντάχθηκε με τη γραμμή του Ευρωκομμουνισμού και αποχώρησαν, δημιουργώντας το ΚΚΕ- Εσωτερικού.
11. Μεταπολίτευση 1974-89. Το 1974 το ΚΚΕ, η ΕΔΑ και το ΚΚΕ Εσωτερικού συμμετείχαν από κοινού στην εκλογική διαδικασία ως Ενωμένη Αριστερά λαμβάνοντας ποσοστό 9,47%.
12. Η περίοδος του Ενιαίου Συνασπισμού 1989. Το 1989 στη βάση του Κοινού Πορίσματος ΚΚΕ-ΕΑΡ συγκροτήθηκε ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου ως συμμαχία ανάμεσα στο ΚΚΕ και την ΕΑΡ (μετεξέλιξη του ΚΚΕ Εσωτερικού). Ο Συνασπισμός συμμετείχε για τρεις μήνες από κοινού με τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και έξι μήνες στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα (ΝΔ/ΠΑΣΟΚ/Συνασπισμός).
13. Η διάσπαση του 1989. Η συμμετοχή του Συνασπισμού στην κυβέρνηση Τζαννετάκη με τη Νέα Δημοκρατία και μετά στην οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξ. Ζολώτα με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν η αφορμή που οδήγησε στη διάσπαση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
13. Η διάσπαση του 1991. Εκλέχτηκε Γενική Γραμματέας η Αλέκα Παπαρήγα. Το ΚΚΕ αποχώρησε από τον Συνασπισμό.
14. Η περίοδος της ανασυγκρότησης. Το 1996 στο 15ο Συνέδριό του, το ΚΚΕ διαμόρφωσε νέα στρατηγική και στόχους πάλης. Με το 17ο Συνέδριο (2004) ολοκληρώθηκε η φάση της ανασυγκρότησης και τέθηκε ως κύριος στόχος η περαιτέρω ισχυροποίηση του. Σημαντική πτυχή της πιο πρόσφατης δραστηριότητας του ΚΚΕ θεωρείται η ίδρυση του ΠΑΜΕ (Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο) τον Απρίλιο του 1999. Το ΠΑΜΕ είναι μια συσπείρωση εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων με πανελλαδικά χαρακτηριστικά, που διακηρύττει την ταξική πάλη και στοχεύει στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
15. Η στάση του ΚΚΕ το 2012. Κατά την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών εκλογών του 2012 συχνά προτάθηκε η συγκρότηση ενός αντιμνημονιακού μετώπο,υ η οποία απορρίφθηκε από το ΚΚΕ ως εξαπάτηση, καλλιέργεια αυταπατών για το λαό και σχέδια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος εν όψει της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.
Γενικοί γραμματείς και πρώτοι γραμματείς της ΚΕ ήταν οι εξής:
ΣΕΚΕ
1. Νίκος Δημητράτος Νοέμβριος 1918 - 1922
2. Γιάννης Κορδάτος Φεβρουάριος - Νοέμβριος 1922
3. Νίκος Σαργολόγος Νοέμβριος 1922 - Σεπτέμβριος 1923
4. Θωμάς Αποστολίδης Σεπτέμβριος 1923 - Δεκέμβριος 1924
ΚΚΕ
1. Παντελής Πουλιόπουλος Δεκέμβριος 1924 - Σεπτέμβριος 1925
2. Λευτέρης Σταυρίδης Σεπτέμβριος 1925 - Σεπτέμβριος 1926
3. Παστιάς Γιατσόπουλος Σεπτέμβριος 1926 - Μάρτιος 1927
4. Ανδρόνικος Χαϊτάς Μάρτιος 1927 - Νοέμβριος 1931
5. Νίκος Ζαχαριάδης Νοέμβριος 1931 - 1936
6. Ανδρέας Τσίπας Ιούλιος 1941 - Σεπτέμβριος 1941
7. Γιώργης Σιάντος Ιανουάριος 1942 - 1945
- Νίκος Ζαχαριάδης 1945 - 1956
8. Απόστολος Γκρόζος 1956
9. Κώστας Κολιγιάννης 1956 - 1972
10. Χαρίλαος Φλωράκης 1972-1989
11. Γρηγόρης Φαράκος 1989-1991
12. Αλέκα Παπαρήγα 1991 - 2013
13. Δημήτρης Κουτσούμπας 2013 - .
δ. Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (1968/1989/2004- )
Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, γνωστός με το ακρωνύμιο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι μετεξέλιξη κομμάτων που άρχισαν να λειτουργούν από το 1968, όταν πρωτοδημιουργήθηκε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού, το οποίο μετεξελίχθηκε σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ). Στη συνέχεια ο Συνασπισμός της Αριστεράς (συντομότερα Συνασπισμός ή ΣΥΝ) ιδρύθηκε το 1989 αρχικώς ως εκλογική συμμαχία του ΚΚΕ και της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ). Στις εκλογές του Ιουνίου 1989 ο Συνασπισμός πήρε 13,1%, αλλά η ισχύς του μειώθηκε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 (10,97%, 21 έδρες) και του Απριλίου 1990 (10,28%). Μετά από πρόταση του Χ.Φλωράκη και με τη σύμφωνη γνώμη του Λ.Κύρκου, το Μάρτιο του 1990 πρόεδρος εκλέχτηκε η Μαρία Δαμανάκη. Το 1991 μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ αποφασίστηκε η μετεξέλιξή του ΣΥΝ σε κόμμα, το οποίο μέχρι το 2003 ονομαζόταν Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Στις εκλογές του 1993, ο Συνασπισμός απέτυχε να μπει στη Βουλή (ποσοστό 2,94%), η Μ.Δαμανάκη παραιτήθηκε και εκλέχτηκε πρόεδρος ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1994 ο ΣΥΝ συγκέντρωσε το υψηλότερο μέχρι τότε ποσοστό του (6,25%) και εξέλεξε δύο ευρωβουλευτές, τον Αλαβάνο και τον Παπαγιαννάκη. Στις βουλευτικές εκλογές του 1996 διπλασίασε το ποσοστό του (5,12%) και στις ευρωεκλογές του 1999 πήρε 5,16% επανεκλέγοντας τους δύο ευρωβουλευτές του. Στις εθνικές εκλογές του 2000 έλαβε 3,20%. Το 2003 αποχώρησε η βουλευτής Μαρία Δαμανάκη, η οποία κατέβηκε στις εκλογές του 2004 ως υποψήφια Βουλευτής Επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ.
Στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2004, ο Συνασπισμός μαζί με μικρότερα αριστερά κόμματα και οργανώσεις συγκρότησε τη συμμαχία «Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς» (ΣΥΡΙΖΑ). Οι διαδικασίες που οδήγησαν στη συγκρότησή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εντοπίζονται στη δημιουργία του Χώρου Διαλόγου για την Ενότητα και Κοινή Δράση της Αριστεράς το 2001. Στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές του 2004 οι περισσότεροι από τους πολιτικούς φορείς του Χώρου Διαλόγου (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ,η ΚΕΔΑ, ΔΕΑ, ΚΟΕ, Ενεργοί Πολίτες και ανένταχτες προσωπικότητες) αναζήτησαν δυνατότητες συμμετοχής σε κοινό ψηφοδέλτιο. Στις εκλογές ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έλαβε 3,3% και εξέλεξε έξι βουλευτές, όλους προερχόμενους από το ΣΥΝ. Τρεις μήνες αργότερα ο ΣΥΝ συμμετείχε αυτόνομα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004.
Τον Δεκέμβριο του 2004 διεξάχθηκε το 4ο συνέδριο του ΣΥΝ, όπου νέος πρόεδρος του κόμματος εκλέχθηκε ο Αλέκος Αλαβάνος. Η επόμενη εκλογική δοκιμασία για τις δυνάμεις της συνεργασίας ήρθε στις εκλογές του 2007, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ποσοστό 5,04%. Στις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου 2009, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έλαβε την πέμπτη θέση με 4,70%. Συνέπεια του αποτελέσματος ήταν μια νέα εσωκομματική κρίση στον ΣΥΝ. Στο 5ο Συνέδριο (7-10 Φεβρουαρίου 2008) ο Αλέξης Τσίπρας με ποσοστό 70%, εκλέχτηκε πρόεδρος του ΣΥΝ. Στις εκλογές του 2009 επικεφαλής του ψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, πρόεδρος του ΣΥΝ. Στην πρώτη του εκλογική μάχη συγκέντρωσε μόλις 4,6%. Τον Ιούνιο του 2010 η Ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ με επικεφαλής τον Φώτη Κουβέλη αποχώρησε από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και προχώρησε στην δημιουργία της ΔΗΜ.ΑΡ. Το 2012 ξεκίνησε η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα και ο ΣΥΝ αυτοδιαλύθηκε τον Ιούλιο του 2013.Η μέχρι τότε πολιτική του κόμματος, απέδωσε στο ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 το ποσοστό 16,78%, από 4,6% που είχε αποσπάσει στις εκλογές του 2009. Λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, προκηρύχθηκαν νέες εκλογές. Στις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ανέβασε τα ποσοστά του στο 26,89% και αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση.
Στις ευρωεκλογές του 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με ποσοστό 26,60%, εκλέγοντας 6 ευρωβουλευτές. Στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε με ποσοστό 36,34%, και μετά από συνεννόηση του Αλέξη Τσίπρα με τον αρχηγό των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, Πάνο Καμμένο, συμφωνήθηκε η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού αποτελούμενη από τα δύο κόμματα. Στις 20 Αυγούστου 2015, μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και τη συνομολόγηση συμφωνίας με τους δανειστές της Ελλάδας για 3ο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ο Α.Τσίπρας υπέβαλε τις παραιτήσεις του ιδίου και της κυβέρνησής του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Στις 21 Αυγούστου 2015, 25 βουλευτές με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λαφαζάνη αποχώρησαν από το κόμμα και σχημάτισαν νέο κόμμα με την επωνυμία Λαϊκή Ενότητα. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχτηκε πρώτο κόμμα με 145 βουλευτές και σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με τους ΑΝ.ΕΛ και πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Συνοπτικά η ηγεσία του Συνασπισμού / ΣΥΡΙΖΑ:
1989-1991: πρόεδρος Χαρίλαος Φλωράκης, γραμματέας Λεωνίδας Κύρκος
1991-1992: πρόεδρος Μαρία Δαμανάκη, γραμματέας Φώτης Κουβέλης
1992-1993: Μαρία Δαμανάκη, πρόεδρος του Συνασπισμού ως ενιαίου κόμματος χωρίς γραμματέα
1993-2004: πρόεδρος Νίκος Κωνσταντόπουλος, χωρίς γραμματέα
2004-2008: πρόεδρος Αλέκος Αλαβάνος, γραμματέας Νίκος Χουντής
2008-2009: πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας, γραμματέας Νίκος Χουντής
2009-2013: πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας, γραμματέας Δημήτρης Βίτσας
2013- : πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.
ε. Χρυσή Αυγή (1993- )
Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε το 1980 από τον Νίκο Μιχαλολιάκο ως οργάνωση με εθνικιστικό χαρακτήρα, αρχικά προσανατολισμένη στην έκδοση ομώνυμου περιοδικού. Ανέπτυξε δράση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν το Μακεδονικό ζήτημα βρισκόταν σε περίοδο έντασης και δημιούργησε συγγενικές οργανώσεις, όπως η «Γαλάζια Στρατιά» στο χώρο οπαδών της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου και το κόμμα «Πατριωτική Συμμαχία». Το 1993 ιδρύθηκε ως κόμμα, αλλά η συμμετοχή της σε εκλογές ήταν ανεπιτυχής. Από το 2009 η ΧΑ ανέπτυξε τη δράση της σε γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, και στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 κέρδισε μία έδρα στο δημοτικό συμβούλιο του δήμου Αθηναίων. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2012 εισήλθε για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο, παίρνοντας ποσοστό 6,97%, το οποίο διατήρησε στις βουλευτικές εκλογές των επόμενων τριών χρόνων (τον Ιούνιο του 2012, 6,92%, τον Ιανουάριο 2015, 6,28% και τον Σεπτέμβριο του 2015, 6,99%). Σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων, η Χρυσή Αυγή απορρίπτει το Μνημόνιο οικονομικής στήριξης της Ελλάδας και ζητά την ακύρωσή του και τη διαγραφή του δημόσιου χρέους, ασκεί κριτική στην ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ζητάει την εγκατάλειψη της Ευρωζώνης και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Αντιτίθεται επίσης στην παράνομη μετανάστευση, στον μαρξισμό ως προς τη διεθνιστική του προσέγγιση, στην παγκοσμιοποίηση και στην πολυπολιτισμικότητα.
στ. Το Ποτάμι (2014- )
Το Ποτάμι ιδρύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2014 από τον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη, ο οποίος είναι γνωστός από τηλεοπτικές εκπομπές κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον τηλεοπτικό σταθμό Mega Channel και ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της κεντροαριστεράς και μέχρι το 1981 στο ΠΑΣΟΚ. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 το Ποτάμι εκλέχτηκε τέταρτο κόμμα με ποσοστό 6,05% και εξέλεξε 17 βουλευτές. Το Σεπτέμβριο του 2015 η εκλογική δύναμή του έπεσε στο 4,09%. Σύμφωνα με τον Σ.Θεοδωράκη, το Ποτάμι δανείζεται ιδέες από την αριστερά και από την φιλελεύθερη παράταξη. Βασικές θέσεις του νέου κόμματος είναι η αξιολόγηση και αξιοκρατία, η μείωση του αριθμού των μελών της Βουλής, η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, η διακυβέρνηση της χώρας με κυβερνήσεις συνεργασίας, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με εστίαση στην ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, των ιχθυοκαλλιεργειών, της ηλιακής ενέργειας και του τουρισμού. Από τους βασικούς στόχους του Ποταμιού είναι η ανάκτηση της αξιοπιστίας των θεσμών, η προώθηση μιας προοδευτικής κοινωνίας, η έμπρακτη στήριξη των αδύναμων, η δυναμική συμμετοχή στην Ευρώπη και η ουσιαστική βιώσιμη ανάπτυξη. Το Ποτάμι τάσσεται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ευρώ. Θεωρείται κόμμα ευρέος φάσματος, από σοσιαλδημοκρατικό και σοσιαλφιλελεύθερο έως φιλελεύθερο και νεοφιλελεύθερο.
ζ. Ένωση Κεντρώων (1992- )
Η Ένωση Κεντρώων ιδρύθηκε το 1992 κατόπιν απόφασης συνεδρίου, με πρόεδρο τον Βασίλη Λεβέντη. Αποτέλεσε την πολιτική συνέχεια του οικολογικού κόμματος Ελεύθεροι που είχε ιδρύσει το 1984 ο Βασίλης Λεβέντης. Η Ένωση Κεντρώων έλαβε μέρος σε όλες τις εκλογές από το 1992 με πληρότητα συνδυασμών σε όλη τη χώρα. Τα ποσοστά της ως και το 2015 κυμαίνονταν από 0,20 έως 0,70%, ενώ στις ευρωεκλογές του 1994 απέσπασε 1,19%. Στις δύο αναμετρήσεις του 2015 αύξησε σημαντικά τη δύναμή της. Τον Ιανουάριο έλαβε 1,79%. Περισσότερο ενισχυμένη βγήκε τον Σεπτέμβριο 2015, όταν πέτυχε την είσοδό της στο Κοινοβούλιο για πρώτη φορά στην ιστορία της, με ποσοστό 3,43% και εννέα βουλευτές. Η Ένωση Κεντρώων τάσσεται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της παραμονής στο Ευρώ. Οι σημερινές προτάσεις της για έξοδο από την οικονομική κρίση αφορούν στη δραστική περιστολή των κρατικών δαπανών και των δαπανών του ασφαλιστικού συστήματος:
Κατάργηση της πολυθεσίας των Δημοσίων και Κρατικών Λειτουργών
Απαγόρευση δεύτερης ή τρίτης σύνταξης, όταν η πρώτη είναι μεγαλύτερη των 1500€ το μήνα
Απαγόρευση στους συνταξιούχους να εργάζονται όταν η μηνιαία σύνταξή τους υπερβαίνει τα χίλια ευρώ
Απόλυση όλων των αργομίσθων από το δημόσιο
Άμεση κατάργηση κάθε κρατικής επιχορήγησης προς τα κόμματα και παύση καταβολής συντάξεων σε όλους όσους διετέλεσαν βουλευτές ή κρατικοί αξιωματούχοι
Καταγραφή των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα και απέλαση όσων δεν συμμετείχαν σε αυτήν
Μείωση αποδοχών αιρετών και διορισμένων αξιωματούχων κατά 50%
Μέγιστος χρόνος παραμονής κάποιου ως μέλους του κοινοβουλίου τα 12 έτη
Άμεση απόλυση από τη βουλή υπαλλήλων που διορίστηκαν με συμφωνία των κομμάτων και έχουν συγγενική σχέση με νυν ή πρώην βουλευτές
Αποσπασμένοι ή μετακλητοί υπάλληλοι να επιστρέψουν άμεσα στις υπηρεσίες όπου οργανικά ανήκουν.
η. Ανεξάρτητοι Έλληνες (2009- )
Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, γνωστοί με το ακρωνύμιο ΑΝΕΛ, είναι ελληνικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 2009 από τον Πάνο Καμμένο, με στόχο να ξεπεράσει τους διαχωρισμούς του πολιτικού φάσματος Δεξιάς-Αριστεράς χαρακτηριζόμενο από πατριωτισμό και πολυσυλλεκτικότητα. Η εκλογική του δύναμη παρουσίασε πτώση από το 10,60% που πήρε τον Μάιο 2012 σε 3,69% που πήρε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, όταν εκλέχτηκε έβδομο κόμμα με 10 έδρες. Ύστερα από συμφωνία, το κίνημα συμμετέχει σε δεύτερη κυβέρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξη βασικές αρχές των Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι:
Ο σεβασμός στις αρχές της Εθνικής Ανεξαρτησίας και περηφάνιας, της λαϊκής κυριαρχίας, της πρόταξης του εθνικού συμφέροντος, της τήρησης του Συντάγματος και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η κατάργηση του μνημονίου και η άρνηση του παράνομου χρέους.
Η διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας και του έθνους-κράτους.
Απόρριψη της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας και της κατάργησης του Έθνους-Κράτους.
Η κατάργηση της ασυλίας αξιωματούχων, βουλευτών και υπουργών για εγκλήματα που διέπραξαν κατά της Δημόσιας περιουσίας.
Η εγγύηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας σε σχέση με τον καθορισμό της Ελληνικής ΑΟΖ και τη διεκδίκηση των οφειλόμενων από τη Γερμανία αποζημιώσεων και των κατοχικών δανείων.
Η κατοχύρωση της ισονομίας, ισότητας, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και αξιοκρατίας.
ε. Άλλα κόμματα της Μεταπολίτευσης
Πέραν των ανωτέρω στο διάστημα της Μεταπολίτευσης έδρασαν ή δρουν ακόμη πολυάριθμα κόμματα και πολιτικές κινήσεις ή συνασπισμοί κομμάτων, γνωστότερα από τα οποία είναι:
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (Α.Σ.Κ.Ε.) 1984- (Νίκος Καργόπουλος)
Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή (ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.) 2009-
Δημιουργία, ξανά! 2011- (Θάνος Τζήμερος)
Δημοκρατική Αναγέννηση 2003- (Στέλιος Παπαθεμελής)
Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜ.ΑΡ.) 2010- (Φώτης Κουβέλης)
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗ.Κ.ΚΙ.) 1995- (Δημήτρης Τσοβόλας)
Δράση 2009- (Στέφανος Μάνος)
Δραχμή 5 Αστέρων 2013- (Θεόδωρος Κατσανέβας)
Εθνική Παράταξις 1977- (Στέφανος Στεφανόπουλος)
Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (Ε.ΔΗ.Κ.) 1976- (Ιωάννης Ζίγδης, μετεξέλιξη της Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις 1974- του Γεωργίου Μαύρου)
Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (Ε.Κ.Κ.Ε.) 1970-
Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών (ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ.) 2015- (Γιώργος Α.Παπανδρέου)
Κοινωνία Αξιών 2012- (Δημήτρης Μπουραντάς)
Κοινωνική Συμφωνία (ΚΟΙ.ΣΥ.) 2012- (Λούκα Κατσέλη)
Κόμμα Φιλελευθέρων 1980- (Νικήτας Βενιζέλος)
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό-λενινιστικό) (Κ.Κ.Ε.-μ.λ.) 1976-
Λαϊκή Ενότητα (ΛΑ.Ε.) 2015- (Παναγιώτης Λαφαζάνης)
Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑ.Ο.Σ.) 2000- (Γιώργος Καρατζαφέρης)
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Μ.Λ.-Κ.Κ.Ε.) 1976-
Οικολόγοι Πράσινοι 2002- (Μιχ. Τρεμόπουλος, ενώθηκε με ΣΥΡΙΖΑ)
Πολιτική Άνοιξη 1993-2004 (Αντώνης Σαμαράς)
Χριστιανική Δημοκρατία 1953- (Νικόλαος Ψαρουδάκης).
Στην παράγραφο αυτή παρουσιάζονται στοιχεία για τους πολιτικούς της μεταπολίτευσης, χωρίς κομματικό ή ιδεολογικό πάθος, στο πνεύμα της κατανόησης του γεγονότος ότι ο ρόλος τους ήταν εξαιρετικά δύσκολος, καθώς μέσα σε ένα πολύπλοκο όσο και εύθραυστο διεθνές περιβάλλον, με ποικίλα αντικρουόμενα συμφέροντα, έπρεπε να βρίσκουν μονοπάτια για να οδηγήσουν τη χώρα σε ένα δρόμο ευημερίας και ανάπτυξης, με ένα τρόπο, που, αναπόφευκτα, συχνά τους εμφάνιζε συμπορευόμενους με τα συμφέροντα μεγάλων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων. Ρεαλιστικοί λόγοι επιβάλλουν να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πολλές φορές οδηγήθηκαν σε επιλογές για τις οποίες η αποτίμηση, ανάλογα με τα θιγόμενα ή εξυπηρετούμενα συμφέροντα, μπορεί να είναι δυσάρεστη ή αμφιλεγόμενη. Η μεγάλη οικονομική κρίση του 2010-2016 έδειξε ότι, παρά την προσπάθεια των 60 μεταπολεμικών χρόνων, η προσδοκώμενη ευμάρεια για μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού τελικά δεν έχει διασφαλισθεί με την απαιτούμενη σταθερότητα, και η διαπίστωση αυτή έστρεψε τα βέλη ιδιαίτερα εναντίον των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτά τα χρόνια (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), με ένταση που προκάλεσε κλονισμό στο πολιτικό σύστημα, καθώς το ΠΑΣΟΚ εμφάνισε καταθλιπτική μείωση της εκλογικής του δύναμης, ενώ και η ΝΔ δυσκολεύεται να πλησιάσει ακόμη και τα χαμηλότερα από τα ποσοστά που σημείωνε στο παρελθόν.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής (8 Μαρτίου 1907 – 23 Απριλίου 1998) ήταν πολιτικός που διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας τις περιόδους 6 Οκτωβρίου 1955 – 5 Μαρτίου 1958, 17 Μαΐου 1958 – 20 Σεπτεμβρίου 1961, 4 Νοεμβρίου 1961 – 17 Ιουνίου 1963 και 24 Ιουλίου 1974 – 10 Μαΐου 1980 και δύο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τις περιόδους 10 Μαΐου 1980 – 10 Μαρτίου 1985 και 5 Μαΐου 1990 – 10 Μαρτίου 1995. Γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη τότε Πρώτη Σερρών το 1907. Ήταν πρωτότοκος γιος του δημοδιδασκάλου, Γεώργιου Καραμανλή, ο οποίος πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (1917), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929). Μετά την πρώτη περίοδο της πολιτικής ζωής του, κατά την οποία διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας επί μία 8ετία, με κύρια αντικείμενα το Κυπριακό και την Ένταξη στην ΕΟΚ, ο Καραμανλής επανήλθε στο προσκήνιο με την πτώση της δικτατορίας το 1974.
α. Πρωθυπουργία 1974-1980
Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών στις 24 Ιουλίου του 1974, κατά τη λεγόμενη Μεταπολίτευση, μετά από μεθοδεύσεις που προετοίμασε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπό την καθοδήγηση υπηρεσιών του συμμαχικού παράγοντα, ως μεσολαβητής μεταξύ των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων και του πολιτικού κόσμου, που εκπροσωπούσαν κυρίως ο Π.Κανελλόπουλος και ο Γεώργιος Μαύρος, ο Κ.Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα με αεριωθούμενο αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας, που έθεσε στη διάθεσή του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος. Ενώπιον του διλήμματος «ο Καραμανλής ή τα τανκς», που πρόβαλε ο Μίκης Θεοδωράκης, επίσης (κατά δική του δήλωση) καθοδηγούμενος από έξωθεν υπηρεσίες, έγινε πρωθυπουργός με κατ’ ανάγκην μεγάλη δημόσια αποδοχή, επειδή θεωρήθηκε ως η πιο «βολική» λύση, που δεν θα προκαλούσε αντιδράσεις από την τότε στρατιωτική και οικονομική αριστοκρατία. Σχημάτισε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας για να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα. Νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε., αλλά δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία και ήταν επιεικής με τα μέλη του πραξικοπήματος του 1967 που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στις Αρχές Ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις.
Τα περισσότερα υπολείμματα του καθεστώτος των συνταγματαρχών, τα λεγόμενα «σταγονίδια», εκδιώχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό. Ακολούθησε η δίκη των δικτατόρων, στους οποίους αποδόθηκε ποινή θανάτου για εσχάτη προδοσία και ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε, με πρωτοβουλία του ίδιου του Κ.Καραμανλή, σε ισόβια φυλάκιση, εκτονώνοντας τις αντιδράσεις με τη φράση "όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια". Οργανώθηκαν κοινοβουλευτικές εκλογές, δημοψήφισμα το 1974 για την κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και σύνταξη και ψήφιση του συντάγματος του 1975.
Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980. Στον οικονομικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίστηκε, αν και όχι με τον ρυθμό των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ έγιναν και οι πρώτες μεγάλες κρατικοποιήσεις. Στον τομέα των εξωτερικών, ο Καραμανλής προχώρησε σε άνοιγμα προς τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού και υπέγραψε σημαντικές συμφωνίες επισκεπτόμενος σειρά κρατών. Η πολιτική αυτή μπορεί να ενταχθεί στην κρίση που σημειώθηκε στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974-1980). Το 1979 υπογράφτηκε η συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), μετά την οποία ο Κ.Καραμανλής παραιτήθηκε το 1980, ενόψει και της διαφαινόμενης ήττας στις επόμενες εκλογές, λόγω της ανόδου του Ανδρέα Παπανδρέου. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
Η μεταπολιτευτική πρωθυπουργία του αντιμετωπίστηκε από ορισμένους αντιπάλους του με κριτική διάθεση, όπως η πρώτη. Έγινε στόχος κριτικής από όλα τα κόμματα για την πολιτική του στο Κυπριακό που θεωρήθηκε υποχωρητική και σε αυτό συνέβαλαν και οι δικές του δηλώσεις ότι «η Κύπρος είναι μακριά». Επίσης, κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε με σκανδαλώδη τρόπο τα κρατικά ΜΜΕ (ΕΡΤ) για την αυτοπροβολή του. Άλλες αστοχίες της περιόδου 1974-1980 ήταν το σκάνδαλο της διαρροής θεμάτων των πανελληνίων εξετάσεων τον Ιούνιο του 1979, όταν ο Καραμανλής δεν αποδέχτηκε την παραίτηση του Υπουργού Παιδείας Ι.Βαρβιτσιώτη, οι καταστρεπτικές πυρκαγιές στην Πάρνηθα το 1977, όταν 5.000 στρέμματα δάσους κάηκαν, η κατάργηση του τροχιόδρομου Περάματος, που ήταν το τελευταίο τροχιοδρομικό σύστημα στην Ελλάδα μέχρι την επαναλειτουργία του τραμ το 2004, επί κυβερνήσεως του ανεψιού του Κώστα Καραμανλή και η απροθυμία του Καραμανλή και του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, απόστρατου Στρατηγού Αναστάσιου Μπάλκου, να θέσουν στο περιθώριο αξιωματικούς από την Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή, που ελέγχονταν ως συμμέτοχοι στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Στο διάστημα αυτό κατοικούσε σε σπίτι συγγενών του γιατί δεν είχε δικό του ακίνητο.
β. Πρώτη και δεύτερη προεδρία
Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Κ.Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του έτους 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τον Χρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής τότε επέκρινε τη στάση αυτή του Παπανδρέου, αντιμετωπίζοντας απαξιωτικά τον Χ.Σαρτζετάκη, αλλά η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετάδοση της δήλωσής του από την κρατική τηλεόραση. Το 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα είπε την φράση: "η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο". Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Ο Κ.Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, σε ηλικία 88 ετών, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει 8 έτη υπουργός, 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου. Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια το 1998, σε ηλικία 91 ετών. Τα αρχεία του φυλάσσονται στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής». Το 2007, στην έρευνα της κεντροδεξιάς εφημερίδας Καθημερινή για το πώς αποτιμούσαν οι Έλληνες τη Μεταπολίτευση μετά από 33 χρόνια, ο Κ.Καραμανλής και οι κυβερνήσεις του κατατάχθηκαν στη δεύτερη θέση, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι κυβερνήσεις του 1981-1989 στην πρώτη.
γ. Πολιτική αξιολόγηση
Τον Ιούλιο του 1951 ο Καραμανλής νυμφεύτηκε την Αμαλία Κανελλοπούλου (μετέπειτα Μεγαπάνου), ανεψιά του πολιτικού και διανοητή Παναγιώτη Κανελλόπουλου, από την οποία διαζεύχθηκε το 1970 όταν βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Δεν απέκτησε παιδιά και γενικά μπορεί να παρατηρηθεί ότι η ζωή του ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένη στην πολιτική, ενώ η κοινωνική του ζωή ήταν μάλλον περιορισμένη, δηλωτική μίας προδιάθεσης αυστηρότητας που διέκρινε τον χαρακτήρα του, αλλά πιθανότατα και της τάσης του για τήρηση κοινωνικών αποστάσεων, που φαίνεται ότι θεωρούσε αναγκαίο στοιχείο του ηγετικού του ρόλου. Η αυστηρότητα του χαρακτήρα και των τρόπων, ελάχιστα αντιπροσωπευτική μίας κοινωνίας με έντονα μεσογειακά χαρακτηριστικά, δεν τον εμπόδισε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με ευρύ κύκλο ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και με αξιόλογους καλλιτέχνες και δημιουργούς, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Χορν και ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο ανιψιός του, Κώστας Καραμανλής, υπήρξε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από το 1997 ως το 2009, και πρωθυπουργός την περίοδο 2004-2009.
Ως πολιτικός ο Καραμανλής προήλθε από την αντιβενιζελική παράταξη που εξέφραζε το συντηρητικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας, γνωστό ως «Δεξιά» της ελληνικής πολιτικής. Ο ίδιος ήταν προβληματισμένος για τον ρόλο της παράταξής του στην παραγωγή πολιτικής στρατηγικής προσαρμοσμένης στις περιστάσεις του μεταπολεμικού κόσμου και ιδιαίτερα της Ελλάδας, που μαστιζόταν από τη σκληρή πόλωση μεταξύ της αριστεράς και των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Κατανοούσε ότι τα Δεκεμβριανά είχαν ωφελήσει πολιτικά το Λαϊκό Κόμμα, αλλά αναρωτιόταν ποιος θα ήταν στα επόμενα χρόνια ο συνδετικός κρίκος με τη λαϊκή ψυχή. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και η επταετής δικτατορία μετέβαλαν σε κάποιο βαθμό το πλαίσιο και την έμφαση του πολιτικού λόγου του, οδηγώντας τη συντηρητική παράταξη, που εκπροσωπούσε, από την αδιάλλακτη εθνικοφροσύνη και τον αντικομμουνισμό στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η προεπιλογή και προώθησή του από τις υπηρεσίες του συμμαχικού παράγοντα έγινε με τη «στράτευσή» του στον «χορό» της «πρακτόρευσης» συμμαχικών συμφερόντων από το 1953, όταν πρωτοεπισκέφθηκε τις ΗΠΑ για «ιατρικούς λόγους». Ασφαλώς όχι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του τόπου, αφού θυμίζει έντονα την αντίστοιχη προεπιλογή του Ελ.Βενιζέλου από τους Άγγλους, είχε δύο βασικές μακροχρόνιες στρατηγικές κατευθύνσεις ταυτισμένες με καίριους άξονες της μεταπολεμικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Το πρώτο θέμα ήταν η διευθέτηση του Κυπριακού στα πλαίσια μιας προδιαγεγραμμένης λύσης ανεξαρτητοποίησης, παραμερίζοντας την αρχικά επιδιωκόμενη αυτοδιάθεση. Το δεύτερο θέμα ήταν η σχολαστικά προσχεδιασμένη και καθοδηγούμενη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση ΕΕ), ως μέρους της προσπάθειας για οικονομική ανάταξη της Ελλάδας, αλλά και ως αποτέλεσμά της, εφόσον η επαρκής ανάπτυξη ήταν προϋπόθεση για την προσχώρηση. Και τα δύο θέματα απασχόλησαν τον Κ.Καραμανλή, πάντα υπό την καθοδήγηση των συμμαχικών υπηρεσιών, σε όλη τη διάρκεια του πολιτικού βίου του και στις δύο πρωθυπουργικές περιόδους του. Στο πρώτο θέμα, μετά την προσωρινή και αμφιλεγόμενη λύση που δόθηκε από τον ίδιο, ακολούθησε η καταστροφική διχοτόμηση της Κύπρου, μετά την εισβολή των Τούρκων το 1974, της οποίας οι επιπτώσεις τείνουν να μετριαστούν με την ένταξη και της Κύπρου στην ΕΕ. Στο δεύτερο θέμα ο Κ.Καραμανλής έθεσε τις βάσεις για μία πολιτική που επηρέασε ήδη την τύχη της χώρας και θα κυριαρχεί και τις επόμενες δεκαετίες, πιστός στο δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν» που επέβαλε ο ίδιος ως ιδεολόγημα, και εμφανιζόμενος πάντα απαρέγκλιτα σταθερός στην πορεία προς αυτό το στόχο – πορεία που ολοκληρώθηκε το 2002 από έναν άλλο αδιάλλακτο «ευρωπαϊστή», τον Κώστα Σημίτη. Η προσωπική ανταμοιβή του για τη σταθερότητα της συνεργασίας του με τις υπηρείες των συμμάχων ήταν, όπως και στην περίπτωση του Ελ.Βενιζέλου, η εξασφάλιση της υστεροφημίας του, για την οποία φρόντιζε πολύ όσο ζούσε, με την ανάδειξή του σε «Εθνάρχη», που υποστηρίζεται από όλα τα μέσα μαζικού επηρεασμού της κοινής γνώμης που ελέγχονται από την ελληνική και ξένη ολιγαρχία.
Ο Γεώργιος Ι. Ράλλης (Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1918 – 15 Μαρτίου 2006) ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την περίοδο 9 Μαΐου 1980 – 19 Οκτωβρίου 1981. Καταγόταν από οικογένειες με πλούσια παράδοση στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, τόσο από την πλευρά του πατέρα του, όσο και από την πλευρά της μητέρας του. Προπάππος του ήταν ο Γεώργιος Α. Ράλλης, νομικός και πολιτικός και παππούς του ήταν ο Δημήτριος Ράλλης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας στα προπολεμικά χρόνια. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Ράλλης, παλαίμαχος Μακεδονομάχος, αλλά και διορισμένος πρωθυπουργός των κατοχικών δυνάμεων κατά την περίοδο 1943–1944, ο οποίος, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για συνεργασία με τους κατακτητές και πέθανε στην φυλακή το 1946. Η μητέρα του, Ζαΐρα, ήταν κόρη του Κερκυραίου πολιτικού και πρωθυπουργού της Ελλάδας Γεωργίου Θεοτόκη και αδελφή του επίσης πρωθυπουργού της χώρας Ιωάννη Θεοτόκη. Ο Γεώργιος Ράλλης σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο το 1939, κατατάχθηκε στον Στρατό. Η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου τον βρήκε να υπηρετεί ως ανθυπίλαρχος στο Ιππικό. Πολέμησε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου στην Α΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως και διακρίθηκε για την ανδρεία του. Με την κατάρρευση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με την δικηγορία. Τον Οκτώβριο του 1944 επιστρατεύθηκε και πάλι για να υπηρετήσει στο νεοσύστατο όπλο των Τεθωρακισμένων. Συμμετείχε σε επιχειρήσεις του Στρατού στην Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο κατά τα δύο πρώτα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, και αποστρατεύθηκε οριστικά το 1948.
Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Αθηνών με το Λαϊκό Κόμμα το 1950. Επανεκλέχθηκε βουλευτής στην ίδια περιφέρεια με τα κόμματα Ελληνικός Συναγερμός (1951–1952) και ΕΡΕ (1956). Διετέλεσε υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως επί κυβέρνησης Παπάγου 1954–1956 και υπουργός Δημοσίων Έργων και Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή (1956–1958), απ' όπου παραιτήθηκε (1958) λόγω διαφωνίας του για τον εκλογικό νόμο, μη λαμβάνοντας μέρος στις εκλογές του ίδιου έτους. Στα επιτεύγματα των πρώτων χρόνων της πολιτικής του σταδιοδρομίας συμπεριλαμβάνονται η αναβάθμιση του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, η σύμβαση με τον Ωνάση για την ίδρυση της Ολυμπιακής Αεροπορίας και η πρώτη τεχνική μελέτη για την κατασκευή του υπογείου σιδηροδρομικού δικτύου της Αθήνας. Στις εκλογές του 1961 εκλέχθηκε και πάλι βουλευτής της ΕΡΕ και ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών (1961–1963). Στην τελευταία κυβέρνηση Κανελλόπουλου ανέλαβε το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και προσωρινός υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, θέση στην οποία τον βρήκε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Ο Γεώργιος Ράλλης ήταν ένας από τους ελάχιστους Έλληνες πολιτικούς που κατάφερε να αποφύγει την σύλληψη το πρωί του πραξικοπήματος. Μάλιστα, από τον Σταθμό Δράσεως της Χωροφυλακής προσπάθησε να κινητοποιήσει το Γ΄ Σώμα Στρατού εναντίον των πραξικοπηματιών, αλλά οι διαταγές του δεν μεταβιβάστηκαν. Αργότερα, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό, φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε στην Κάσο για την αντιστασιακή του δράση. Όταν ο Γ.Παπαδόπουλος άρχισε να χαλαρώνει κάπως τα μέτρα κατά των πολιτικών, οι Αρχές τού επέτρεψαν να επιστρέψει στην Αθήνα. Με την απελευθέρωσή του, συνέχισε και πάλι την αντίσταση κατά της δικτατορίας. Τον Ιούλιο του 1973 έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα εναντίον του δημοψηφίσματος του Γ.Παπαδόπουλου. Την ίδια περίοδο διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Πολιτικά Θέματα.
Η περίοδος της δικτατορίας σημάδεψε την πολιτική σκέψη του Γεωργίου Ράλλη. Ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα πως όταν βρέθηκε στην φυλακή παρέα με αριστερούς πολιτικούς κρατουμένους, διαπίστωσε ότι πολλοί από τους πρώην αντιπάλους του ήταν άνθρωποι καλλιεργημένοι, πραγματικοί πατριώτες και με βαθιά γνώση των καταστάσεων. Έκτοτε, η αντίληψη του για την ελληνική Αριστερά άλλαξε ριζικά. Στο πολιτειακό δημοψήφισμα μετά την πτώση της δικτατορίας ο Γ.Ράλλης υποστήριξε την βασιλευομένη δημοκρατία. Στην πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Καραμανλή το 1974, ο Γεώργιος Ράλλης ανέλαβε το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, θέση που διατήρησε και στην πρώτη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μέχρι τον Ιούλιο του 1976. Κατόπιν ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας, όπου εισηγήθηκε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με την υποχρεωτική εννιάχρονη εκπαίδευση και την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης και της Διοίκησης. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1977, ανέλαβε το Υπουργείο Συντονισμού, και στις 10 Μαΐου του 1978 ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών. Ως υπουργός Εξωτερικών, ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας υπουργός Εξωτερικών που επισκέφθηκε την Μόσχα μετά την Μεταπολίτευση (Οκτώβριος 1978).
Με την άνοδο του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Γεώργιος Ράλλης ανέλαβε πρωθυπουργός της Ελλάδας (από τις 9 Μαΐου 1980). Την προηγούμενη ημέρα, η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας τον είχε εκλέξει ηγέτη του κόμματος, με δεύτερο τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα. Η πρωθυπουργία του χαρακτηρίσθηκε από την προσωπική του μετριοπάθεια, αλλά και την εισαγωγή ενός ευρωπαϊκού πλουραλιστικού δημοκρατικού ύφους. Ευτύχησε να είναι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας που υπέγραψε την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Όμως, η κόπωση του κόσμου από τις συνεχείς κυβερνήσεις της Δεξιάς, ορισμένες ατυχείς συγκυρίες (οι δασικές πυρκαγιές στην Αττική το καλοκαίρι του 1981, που ελέγχονται ως εσκεμμένοι εμπρησμοί, ο σεισμός της Αθήνας τον Φεβρουάριο του 1981, το πολύνεκρο δυστύχημα στο Γήπεδο Καραϊσκάκη τον ίδιο μήνα) και η ισχυρή αντιπολίτευση του Ανδρέα Παπανδρέου, δημιούργησαν ρεύμα που έφερε τελικά στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ.
Παρά τις επικρίσεις που δεχόταν από το κόμμα του, ο Γ.Ράλλης έδειξε ανώτερο ήθος και μετριοπάθεια ακόμα και κατά την έντονη προεκλογική περίοδο του 1981. Σε προεκλογική ομιλία του στο Ηράκλειο, είπε το περίφημο σύνθημα «δεν θέλω ου», ζητώντας με αυτό τον τρόπο από τους οπαδούς του κόμματός του να μην αποδοκιμάζουν τον αντίπαλό του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 19 Οκτωβρίου, μία ημέρα μετά την εκλογική ήττα του από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο Γεώργιος Ράλλης παραιτήθηκε από πρωθυπουργός μιλώντας για το «πικρό ποτήρι» της ήττας, αλλά και συγχαίροντας τον αντίπαλό του, πράξη τότε πρωτόγνωρη για τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Δύο μήνες αργότερα, παραιτήθηκε και από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, για να παραμείνει απλός βουλευτής.
Τον Μάιο του 1987, ο Γεώργιος Ράλλης διαφώνησε με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ανεξαρτητοποιήθηκε από την Νέα Δημοκρατία. Στις εκλογές του 1989 δεν πολιτεύθηκε. Επανήλθε και πάλι στην πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής τον Νοέμβριο του 1989, μετά από πρόσκληση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Εκλέχθηκε και πάλι βουλευτής τον Απρίλιο του 1990, αλλά αυτή την φορά στην Κέρκυρα. Στις 29 Μαρτίου του 1993, παραιτήθηκε από βουλευτής και αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική θεωρώντας λανθασμένες τις πολιτικές κινήσεις του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αλλά και της Αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ, που δεν δέχθηκαν συμβιβασμό με μία σύνθετη ονομασία για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για λόγους κομματικής σκοπιμότητας.
Υπήρξε βαθύτατα ευρωπαϊστής με πίστη στις δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτό το αναγνώρισαν ακόμα και πολιτικοί του αντίπαλοι, όπως ο παλαίμαχος ηγέτης της Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος. Μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του, διατήρησε πολιτικό γραφείο επί της οδού Ακαδημίας στην Αθήνα και διέμενε σε διαμέρισμα επί της Κανάρη 4 στο Κολωνάκι. Για την στρατιωτική και πολιτική του δράση, είχε τιμηθεί με πολλές διακρίσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γιουγκοσλαβία, Ταϊλάνδη και Αιθιοπία). Πέθανε από ξαφνική καρδιακή προσβολή, και η κηδεία του έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2006 με δημόσια δαπάνη και τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ήταν σύζυγος της Λένας Ράλλη, το γένος Βούλτσου, με την οποία είχε αποκτήσει δύο κόρες, την Ζαΐρα (συζ. Παπαληγούρα) και την Ιωάννα (συζ. Φαρμακίδου). Έγραψε αρκετά συγγράμματα πολιτικού περιεχομένου. Η Απολογία του Πρωθυπουργού (1946) και Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου (1947) είναι δημηγορίες υπεράσπισης του πατέρα του για τις εναντίον του επικρίσεις. Το Γεώργιος Θεοτόκης (1986) αφορά τον θείο του. Ώριμο πολιτικό λόγο περιέχει το έργο Με ήσυχη συνείδηση (2002).
Ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου (5 Φεβρουαρίου 1919 – 23 Ιουνίου 1996) πρόεδρος και ιδρυτής του ΠΑΚ και αργότερα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., διετέλεσε πρωθυπουργός τις περιόδους 21 Οκτωβρίου 1981 – 2 Ιουλίου 1989 και 13 Οκτωβρίου 1993 – 17 Ιανουαρίου 1996. Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1919 στη Χίο και ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, τότε Γενικού Διοικητή Αιγαίου και μετέπειτα πρωθυπουργού, και της Σοφίας Μινέικο, κόρης του Ζίγκμουντ Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη και στρατιωτικού μηχανικού. Μεγάλωσε στην Αθήνα και φοίτησε στο Κολέγιο Αθηνών. Το 1937 εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1939, μετά τη σύλληψή του από το καθεστώς Μεταξά, αναχώρησε για τις Η.Π.Α., όπου συνέχισε τις σπουδές του. Υπηρέτησε εθελοντής σε σημαντική θέση στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, ως εξεταστής μοντέλων για τον κατάλληλο χρόνο επισκευής πολεμικών πλοίων. Το 1943 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου διορίστηκε αναπληρωτής καθηγητής (associate professor). Το 1944, σε ηλικία 25 ετών, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένα από τα πέντε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας, της οποίας επικεφαλής ήταν ο κορυφαίος Έλληνας οικονομολόγος Κυριάκος Βαρβαρέσος, στη διάσκεψη του Bretton Woods, η οποία σχεδίασε την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας ως τις πετρελαϊκές κρίσεις του '70. Tο 1947 διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ (Berkeley) της Καλιφόρνια, όπου διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης από το 1956 ως το 1959. Την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία συνέχισε στα χρόνια της δικτατορίας, οπότε εργάστηκε ως καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης (1968-69) και του Γιορκ (1969-1974), όπου διετέλεσε και διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών. Νυμφεύτηκε διαδοχικά τη Χριστίνα Ρασιά, μια ελληνοαμερικανίδα ψυχίατρο, τη Μαργαρίτα Τσαντ (με την οποία απέκτησε 4 παιδιά, τον Γιώργο (πρωθυπουργός της Ελλάδος από το 2009 με το ΠΑΣΟΚ), τη Σοφία, τον Νίκο και τον Αντρίκο) και τη Δήμητρα Λιάνη. Εκτός γάμου γεννήθηκε το 1969 η κόρη του Αιμιλία Νίμπλουμ.
α. Τα χρόνια της Ένωσης Κέντρου (1961-1974)
Επέστρεψε οικογενειακώς στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ στις 16 Ιανουαρίου του 1961 και έπειτα από πρόταση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιστημονικός Διευθυντής του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), καθώς και Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο διάστημα αυτό εργάστηκε εντατικά, μαζί με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, για την δημιουργία στην Ελλάδα ενός αποτελεσματικού κεντρώου πολιτικού σχήματος, που αποτελούσε τον πονοκέφαλο των αμερικανικών υπηρεσιών της εποχής, και τελικά ιδρύθηκε η Ένωση Κέντρου με πρόεδρο τον πατέρα του Γεώργιο Παπανδρέου. Εκλέχτηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1964 με την Ένωση Κέντρου και μετείχε στην κυβέρνηση του πατέρα του, αρχικά ως Υπουργός Προεδρίας και λίγο αργότερα ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Οι πρακτικές του ακολουθούσαν την εποχή εκείνη την διαδεδομένη τότε αντίληψη μεταρρυθμιστικής οικονομικής πολιτικής για τις καθυστερημένες χώρες, η οποία επιδίωκε να συνδυάσει την ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των λαϊκών εισοδημάτων, με την άμεση παραγωγική δραστηριοποίηση του κράτους, ώστε να δοθεί η αναγκαία αναπτυξιακή δυναμική, να καλυφθούν τα παραγωγικά κλαδικά κενά και να υποκατασταθούν βαθμιαία οι εισαγωγές. Παραιτήθηκε λίγο αργότερα μετά από πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα και συσπείρωσε γύρω του τη λεγόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στις 25 Απριλίου του 1965 έγινε αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού, ενώ ένα μήνα αργότερα κατηγορήθηκε ως εμπνευστής και αρχηγός στην σκοτεινή υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και στο συνωμοτικό Σχέδιο Ελικών. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος στηλίτευσε τον ΑΣΠΙΔΑ ως σκευωρία, οι πράξεις του αργότερα, όταν, ως πρωθυπουργός, όρισε τον Θεοφάνη Τόμπρα, σημαίνον στέλεχος του ΑΣΠΙΔΑ, στη νευραλγικής σημασίας θέση του διοικητή του ΟΤΕ, υπεύθυνο για τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων πολιτικών προσώπων, αφήνουν υπόνοιες ότι η σχέση του με την υπόθεση αυτή δεν ήταν τόσο αθώα όσο επιχειρείται να παρουσιαστεί. Σημειωτέον ότι ο ΑΣΠΙΔΑ χρησίμευσε ως κύριο πρόσχημα για την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, με την οποία εξασφαλίστηκαν ζωτικής σημασίας συμφέροντα των συμμάχων.
Από την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1961 και ως την επιβολή της δικτατορίας, ο «αμερικανόφερτος» Ανδρέας Παπανδρέου φαινομενικά αντιτάχθηκε στο τότε σύστημα εξουσίας (παρακράτος, συνωμοτικές οργανώσεις, οικονομικά συμφέροντα) δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τρομοκράτηση της επαρχίας από τη Χωροφυλακή και τα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης). Ήρθε σε σύγκρουση με ορισμένους σημαντικούς συνεργάτες του πατέρα του, οι οποίοι τον επέκριναν ως "αλεξιπτωτιστή της πολιτικής", ότι δηλαδή είχε εμφανισθεί από το πουθενά και μέσα σε ένα-δύο χρόνια απαιτούσε να αποφασίζει για όλα. Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μετά από έντονες πιέσεις και διαμαρτυρίες κορυφαίων ακαδημαϊκών και διανοούμενων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον. Στις 16 Ιανουαρίου του 1968 έφυγε από τη χώρα και ίδρυσε το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.), που έδρασε αντιδικτατορικά σε πολλές δυτικές χώρες.
β. Η ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (1974)
Ο Α.Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα στα μέσα Αυγούστου 1974. Αμέσως δραστηριοποιήθηκε με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες εβδομάδες να παρουσιάσει τις θέσεις του για την ίδρυση ενός νέου κόμματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, σε μία από τις αίθουσες του ξενοδοχείου «Kινγκ Πάλας», ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος με τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη». Η επιμέλεια της διακήρυξης είχε ανατεθεί από τον ίδιο τον Παπανδρέου στα στελέχη του Π.Α.Κ. Ιωάννη Ζαφειρόπουλο, μετέπειτα βουλευτή Ηλείας, στον καθηγητή πανεπιστημίου Μανώλη Παπαθωμόπουλο και στον Δαμιανό Βασιλειάδη, ενώ μεγάλο μέρος της διακήρυξης γράφτηκε από τον Κώστα Σημίτη. Τη χρηματοδότηση του κόμματος ανέλαβαν μεγάλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της αμερικανοεβραϊκής κεφαλαιοκρατίας, με τις οποίες ο Α.Παπανδρέου είχε φιλικές σχέσεις.
γ. Από τη Μεταπολίτευση στην «Αλλαγή» (1974-1981)
Το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 17 Νοεμβρίου του 1974, έλαβε 13,58% των ψήφων και εξέλεξε 12 βουλευτές. Στην περίοδο αυτή η πολιτική του Α.Παπανδρέου φαινόταν να κυριαρχείται από αντιαμερικανική και αντιΝΑΤΟϊκή χροιά. Βασικό σύνθημά του ήταν το αμερικανικής εμπνεύσεως Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες που χρησιμοποίησε κατά κόρον ως απάντηση στο Ανήκομεν εις την δύσιν του Κ.Καραμανλή, σε ένα εξαιρετικά υψηλής τηλεθέασης πολιτικό παιχνίδι, που ήταν «στημένο», όπως ομολόγησε και ο ίδιος ο Α.Παπανδρέου, όταν στο γνωστό «πράσινο» βιβλίο του (Η Ελλάδα στους Έλληνες), παραδέχτηκε ότι χρησιμοποιούσε το σύνθημα Βυθίσατε το Χόρα, μετά από συνεννόηση με τον Κ.Καραμανλή.
Στις εκλογές της 20 Δεκεμβρίου 1977 το ΠΑΣΟΚ ανακηρύχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, λαμβάνοντας το 25,34% των ψήφων και εκλέγοντας 93 βουλευτές, για να φτάσει τελικά στην εξουσία το 1981 με ποσοστό 48,1% τον Οκτώβριο του 1981. Στο διάστημα 1974-1981 ο Α.Παπανδρέου επέκρινε την υποχωρητική εξωτερική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, καθώς και το ΚΚΕ για την δειλή στάση του σε διάφορες απεργίες και κινητοποιήσεις, εμφανιζόμενος σχεδόν πάντα να έχει πιο αριστερές και επιθετικές απόψεις από την αριστερά, σε ένα ακόμη «μεθοδευμένο» πολιτικό παιχνίδι, όπου το ΠΑΣΟΚ λειτουργούσε ως ανάχωμα για τον περιορισμό της ανάπτυξης της αριστεράς, που εξακολουθούσε να είναι «μπαμπούλας» για τις ΗΠΑ στην Ελλάδα. Σημειωτέον ότι μεγάλος αριθμός πολιτευτών του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου ήταν απόστρατοι αξιωματικοί, και μετά το 1981 μερικοί ανέλαβαν και υπουργοί (Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, Αντώνης Δροσογιάννης, Νικόλαος Κουρής).
δ. Η «Αλλαγή» που δεν ήρθε (1981-1989)
Το 1981 ο Α. Παπανδρέου έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας, σε μια κυβερνητική μετάβαση που ο ίδιος βάφτισε «Αλλαγή». Κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του εφαρμόστηκαν μερικά «εύκολα» και «ανώδυνα» μέτρα επικοινωνιακού χαρακτήρα, που ήταν πάντα βασικό στοιχείο της πολιτείας του Α.Παπανδρέου. Αναγνωρίστηκε από το επίσημο κράτος η εθνική συμφιλίωση, το ΕΑΜ ως οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης και τα δικαιώματα των αγωνιστών του, ενώ πολτοποιήθηκαν οι φάκελοι φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια. Σκοπός αυτής της απόφασης ήταν εν μέρει και ο επαναπατρισμός πολλών Ελλήνων πολιτικών προσφύγων από την Εποχή του Εμφυλίου. Κατά τη διάρκεια της θητείας του λειτούργησαν κατά τόπους παραρτήματα της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας. Επίσης, ενοποιήθηκαν τα Σώματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων και από τη συγχώνευσή τους δημιουργήθηκε η σημερινή Ελληνική Αστυνομία. Στον τομέα της εκπαίδευσης η μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε με δυο βασικά νομοσχέδια, τον Νόμο-Πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ (ν. 1268/1982) και τον Ν. 1566/85 για τη Βασική και Μέση Εκπαίδευση. Ο πρώτος κατάργησε τον θεσμό της έδρας στα Πανεπιστήμια εισάγοντας τις τέσσερις βαθμίδες μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού, θεσμοθέτησε τα όργανα συνδιοίκησής τους από φοιτητές και καθηγητές, ενώ μετονόμασε τα ΚΑΤΕΕ σε ΤΕΙ. Ο δεύτερος επιχείρησε έναν δομικό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γονέων και μαθητών στα σχολικά πράγματα, ενώ αντικατέστησε τον θεσμό του επιθεωρητή με αυτόν του Σχολικού Συμβούλου. Επίσης ιδρύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας και καθιερώθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Άλλες ρυθμίσεις των κυβερνήσεών του ήταν η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η ψήφος στα 18, η εισαγωγή του μονοτονικού συστήματος γραφής (1982), οι αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, όπως η καθιέρωση της ισότητας των δύο φύλων και η κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας, η κατάργηση νόμων όπως του τεντιμποϊσμού και της κατασκοπείας. Παράλληλα, ως αντίδραση στο κομματικό κράτος των «δεξιών» κυβερνήσεων που προηγήθηκαν, δημιουργήθηκε το πασοκικό βαθυκράτος, στο οποίο μικρομεσαία ή μεγαλομεσαία κομματικά στελέχη (οι ονομαζόμενοι από τους αντιπάλους τους «πρασινοφρουροί») τοποθετήθηκαν σε θέσεις από τις οποίες μπορούσαν να ελέγχουν χώρους εργασίας του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, συνδικάτα, τοπικές κοινωνίες, αλλά και τη στρατηγική επιχειρήσεων ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου τους. Το φαινόμενο μιμήθηκε στα επόμενα χρόνια και η ΝΔ, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα είδος κομματοκρατίας, της μιας ή της άλλης πλευράς, που είχε μεγάλη επίδραση στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Όταν ήρθε η ώρα να εφαρμοστούν κάποια δυσκολότερα μέτρα η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη για τους φίλους του ΠΑΣΟΚ ήρθε με την ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή μισθών και συντάξεων), που εφαρμόστηκε από τον τότε υπουργό Μανώλη Δρεττάκη με ιδιότυπο τρόπο, που χώριζε τους εργαζόμενους σε υψηλόμισθους και χαμηλόμισθους, διατηρούσε τους χαμηλόμισθους περίπου στα ίδια αγοραστικά επίπεδα και μείωνε δραματικά τις αμοιβές των υψηλόμισθων, εφαρμόζοντας τον «σοσιαλισμό» μόνο μεταξύ των εργατοϋπαλλήλων, και παραγνωρίζοντας την τεράστια εισοδηματική διαφορά μεταξύ εργατοϋπαλλήλων και ελεύθερων επιτηδευματιών και επιχειρηματιών. Την 1η Ιανουαρίου 1987 πρωτοεφαρμόστηκε ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, που έπληξε και πάλι τους «μη προνομιούχους» (κατά την ορολογία του Α.Παπανδρέου) πολίτες και ακολούθησε μια σειρά «εθνικοποιήσεων», καθώς η έννοια "κοινωνικοποίηση» που διακήρυττε διαπρύσια αρχικά ο Α.Παπανδρέου δεν απέκτησε ποτέ σαφές νόημα. Και εδώ όμως κυριάρχησε μια ανεξήγητη μεροληψία καθώς κρατικοποιήθηκαν κάποιες επιχειρήσεις όπως η ΛΑΡΚΟ και η ΠΥΡΚΑΛ, τα τσιμέντα ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, η Ελληνική Χαλυβουργία, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, η Πειραϊκή-Πατραϊκή (βιομηχανία) και η πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας, αλλά αυτές αργότερα δόθηκαν σε άλλους επενδυτές, κυρίως ξένους, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν και τα λεγόμενα (πάλι από τον Α.Παπανδρέου) «νέα τζάκια» επιχειρηματιών, που οι επικριτές χαρακτήρισαν ως «διαπλεκόμενους». Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της «διαπλοκής» ήταν η κατάργηση της λειτουργίας της ΕΛΒΗΛ (εταιρίας παραγωγής τηλεπικοινωνιακού υλικού, θυγατρικής του ΟΤΕ, η οποία είχε πλήρως ετοιμαστεί στα χρόνια της Νέας Δημοκρατίας), προκειμένου αντ’ αυτής να λειτουργήσουν τα εργοστάσια γνωστών «διαπλεκόμενων» προμηθευτών του ΟΤΕ. Στα ίδια χρόνια ο δημόσιος τομέας διογκώθηκε, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα . Η ανεργία (με αφετηρία την πρωτοεμφανιζόμενη ύφεση από την περίοδο διακυβέρνησης Ράλλη) υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας το 6,6%. Ο μέσος πληθωρισμός τη δεκαετία του 1970 ήταν 12%, ενώ τη δεκαετία του 1980 ανήλθε στο 18%, διαχωρίζοντας όμως σε πολιτικές περιόδους ο μέσος όρος ήταν: 1974-81 (ΝΔ) 16,5%, 1982-89 (ΠΑΣΟΚ) 20,5%. Επίσης, έγιναν δύο διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής, το 1983 και το 1985, που βοήθησαν την εξαγωγική ικανότητα της χώρας, αλλά έριξαν την αγοραστική δύναμη των πολιτών, κάνοντας τα εισαγόμενα αγαθά πολύ ακριβότερα.
Οι αντίπαλοι του Α.Παπανδρέου απέρριψαν τις οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεών του. Επέκριναν τις προσλήψεις που έγιναν στον δημόσιο τομέα, καθώς και την σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου χρέους. Το χρέος της χώρας ανέβηκε από 27% του Α.Ε.Π. το 1980, σε 80% του ΑΕΠ το 1990. Οι υποστηρικτές του Α.Παπανδρέου απάντησαν ότι η αύξηση των δαπανών και των προσλήψεων ήταν όχι απλά δικαιολογημένη, αλλά απαραίτητη, αφού έπρεπε να δημιουργηθεί κράτος πρόνοιας με την αποκατάσταση τμήματος του ελληνικού λαού (κυρίως των πρώην μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και των οικογενειών τους) που για δεκαετίες βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου. Δεδομένης της απροθυμίας διεθνών επενδυτών να χρηματοδοτήσουν την αλματώδη αύξηση του δανεισμού, ο Α.Παπανδρέου κατέφυγε στις ελληνικές τράπεζες που ήταν υπό κρατικό έλεγχο. Ειδικότερα, το 80% του συνολικού δημοσίου χρέους το καλοκαίρι του 1989 (όταν ο Α.Παπανδρέου παρέδωσε την εξουσία) ήταν εσωτερικό. Οι κυβερνήσεις μετά το 1990 στράφηκαν μαζικά σε ξένες τράπεζες, ενώ ιδιωτικοποίησαν και πολλές ελληνικές.
Σε ό,τι αφορά το εθνικό εισόδημα η κυβέρνηση Α.Παπανδρέου παρέλαβε την ελληνική οικονομία (τέλη 1981) σε οικονομική ύφεση λόγω της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης (του 1979), η οποία σε συνδυασμό με τις αυξημένες δημόσιες κοινωνικές δαπάνες επέτεινε το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Το 1981 η Ελλάδα και η Ισπανία είχαν κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και η Πορτογαλία κάτω από το 60%. Το 1990 η Ελλάδα είχε πέσει στο 60%, η Πορτογαλία είχε ανεβεί στο 61% και η Ισπανία είχε ανέβει σχεδόν στο 80%. Οι κυβερνήσεις Α.Παπανδρέου αύξησαν τις ονομαστικές τιμές των μισθών στο δημόσιο, και στον ιδιωτικό τομέα, αυξήσεις όμως χωρίς ουσιαστική αξία, αφού αναιρέθηκαν από τον υψηλό πληθωρισμό. Το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας πάντως, όπως ήταν φυσικό, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα κυβερνούσε, βελτιώθηκε. Το κατά κεφαλήν πραγματικό εισόδημα εκφρασμένο σε δολάρια ΗΠΑ αυξήθηκε από 13.443$ το 1981 σε 14.148$ το 1989, δηλαδή σωρευτική αύξηση 5,2%, ενώ, για σύγκριση, η μεταβολή τα προηγούμενα 8 χρόνια ήταν 6.8% (12.582 έως 13.443) και τα επόμενα 8 χρόνια 15.7% (14.148 έως 16.371).
Κατά την διάρκεια της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου (1993 - 1996) οι ρυθμοί αύξησης του πραγματικού Α.Ε.Π. βελτιώθηκαν σε σχέση με την πρώτη διακυβέρνηση. Οι επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές εγκαταλείφθηκαν με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να υποχωρήσει από το 14,4% το 1993 στο 8,2% το 1996. Ορισμένες σημαντικές παρεμβάσεις στον χώρο της οικονομίας, κατά την διάρκεια της τρίτης θητείας του Ανδρέα Παπανδρέου, περιλαμβάνουν την λήψη της απόφασης για την μετοχοποίηση του 7,6% του ΟΤΕ (πράγμα που μερικά χρόνια πριν θα φαινόταν αδιανόητο για σοσιαλιστική κυβέρνηση), καθώς και την ίδρυση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως προκάλυμμα για τους διορισμούς του κομματικού κράτους.
ε. Ευρωπαϊκή πολιτική
Παρά τα συνθήματα «έξω από το ΝΑΤΟ», «Ε.Ο.Κ., ο λάκκος των λεόντων» των πρώτων χρόνων, κατά την περίοδο διακυβέρνησής του Α.Παπανδρέου η Ελλάδα τελικά δεν αποχώρησε από το ΝΑΤΟ, ενώ η σύμβαση με την αμερικανική κυβέρνηση για τις αμερικανικές βάσεις ανανεώθηκε το 1983 προβλέποντας ότι, εντός δεκαοχτώ μηνών μετά το τέλος του 1988, και οι δύο κυβερνήσεις θα είχαν δικαίωμα να κλείσουν τις βάσεις. Αυτό συνέβη το διάστημα 1990-1992, μάλιστα με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς, που έκλεισε τις πιο σημαντικές βάσεις λόγω του τέλους του Ψυχρού Πολέμου (όταν πλέον οι βάσεις δεν είχαν λόγο ύπαρξης) επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της ασυνέπειας του Α.Παπανδρέου (των «οβιδιακών μεταμορφώσεών» του κατά την έκφραση του θανάσιμου αντιπάλου του Κ.Μητσοτάκη) ήταν η στάση του απέναντι στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ,: Η ρητορεία έξω από την ΕΟΚ του 1974, έγινε ειδική σχέση με την ΕΟΚ το 1977, δημοψήφισμα για την ΕΟΚ το 1981 πριν από τις εκλογές, το δημοψήφισμα είναι προνομία του προέδρου της Δημοκρατίας το 1981 μετά τις εκλογές, με τελικό αποτέλεσμα να «καμαρώνει» φωτογραφιζόμενος δίπλα στην νεοφιλελεύθερη καπιταλίστρια Μ.Θάτσερ στις συνόδους κορυφής της ΕΟΚ όλα τα επόμενα χρόνια.
Τελικά «προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαπεριφερειακές ανισότητες και να ενισχυθούν οι χώρες του Νότου της Ευρώπης», έκανε αποδεκτές τις προτάσεις οικονομικής ενίσχυσης της ΕΟΚ που οδήγησαν στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π.), που αντιστοιχούσαν στα έξι Διαμερίσματα που ήταν τότε χωρισμένη η Ελλάδα (Βόρεια Ελλάδα, Δυτική Ελλάδα, Κεντρική Ελλάδα, Νήσοι Αιγαίου, Κρήτη και Αττική), ενώ το τελευταίο ήταν θεματικό (MOΠ Πληροφορικής). Η εφαρμογή των Μ.Ο.Π. στην Ελλάδα έγινε αρχικά την περίοδο 1983-1989 ενώ επεκτάθηκαν χρονικά μέχρι το 1993. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας «η εφαρμογή των ΜΟΠ στην Ελλάδα δεν ήταν ικανοποιητική λόγω ανεπαρκούς προετοιμασίας και έλλειψης εμπειρίας». Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τα κονδύλια των ΜΟΠ μεταφέρθηκαν χρονικά και ενσωματώθηκαν στο ΚΠΣ 1989-93. Η αναπτυξιακή στρατηγική που εφαρμόστηκε την περίοδο 1984 - 1990 (που καλύπτει τόσο τα Μ.Ο.Π. όσο και το Α΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) χαρακτηρίστηκε κυρίως από τη μεγάλη διασπορά των διαθέσιμων πόρων σε μικρά έργα υποδομής σε ολόκληρη τη χώρα. Η πολιτική αυτή στήριξε την οικονομική δραστηριότητα και διευκόλυνε τις αγροτικές και περιμετρικές περιοχές. Αναβάθμισε το επαρχιακό δίκτυο μεταφορών και ενίσχυσε τον εκσυγχρονισμό των μικρών γεωργικών επιχειρήσεων και την ίδρυση ξενοδοχείων μικρού και μεσαίου μεγέθους σε πολλές περιοχές. Αλλά και πάλι, κατά μεγάλο μέρος, τα κονδύλια απορροφήθηκαν, χωρίς να αξιοποιηθούν επαρκώς παραγωγικά, από «ημέτερους» «διαπλεκόμενους» επιχειρηματίες, που αξιοποίησαν τις κομματικές σχέσεις και γνωριμίες τους.
στ. Διεθνής παρουσία - Πολιτικές πρωτοβουλίες
Από μερίδα του διεθνούς, και κυρίως από την πλειονότητα του δυτικού τύπου της εποχής, αλλά και από αναλυτές, όπως ο γνωστός Άγγλος πανεπιστημιακός ιστορικός Richard Clogg, ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηρίστηκε ως λαϊκιστής. Όλες οι ενέργειές του και στον τομέα των διεθνών σχέσεων αποσκοπούσαν στον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Η εξωτερική του πολιτική χαρακτηρίστηκε από την υποστήριξη στον λεγόμενο «αδέσμευτο κόσμο», με τον οποίο θεωρούσε ότι μπορούσε να έχει σχέσεις η Ελλάδα, αλλά και από ρητορική (που φαινόταν πως στρέφεται) ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Διάφορες χειρονομίες φιλίας προς καθεστώτα του Κινήματος των Αδεσμεύτων (της Ιντί Αμίν της Ουγκάντα και Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης), απέβλεπαν στην ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της χώρας και στην αναζήτηση διπλωματικών στηριγμάτων για τα εθνικά θέματα. Καλές σχέσεις διατηρούσε γενικά με τον αραβικό κόσμο, καθώς εμφανιζόταν υπέρ ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Για τις σχέσεις αυτές επικρίθηκε από τον συντηρητικό κόσμο της Δύσης, ειδικά αφότου αποδείχτηκε ότι η Λιβύη του Καντάφι είχε στηρίξει το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λόκερμπι, το μεγαλύτερο ως την 11-9-2001.
Στον εξωτερικό τομέα επίσης αποκήρυξε το κίνημα και τις προσπάθειες του Πολωνού ακτιβιστή (και μετέπειτα προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας) Λεχ Βαλέσα, έναντι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, ενώ είχε φιλικές σχέσεις με τον Στρατηγό Γιαρουζέλσκι. Τον Φεβρουάριο του 1982 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή. Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1982, μετά την εισβολή των Ισραηλινών στον Λίβανο, ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιασέρ Αραφάτ επισκέφθηκε την Αθήνα. Από τις γνωστότερες πρωτοβουλίες του ήταν το 1985 η διαιτησία της Ελλάδας στην διένεξη Γαλλίας και Λιβύης, οι οποίες υποστήριζαν αντιμαχόμενες δυνάμεις στο Τσαντ, και στην οποία βρέθηκε συμβιβαστική λύση μετά από συνάντηση στην Κρήτη των Παπανδρέου, Μιτεράν και Καντάφι, γνωστή ως «Συμφωνία της Ελούντας».
Το 1987 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος "Χόρα" ξεκίνησε έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου προκαλώντας σοβαρή κρίση, που έφτασε στα όρια του πολέμου. Ο Α.Παπανδρέου διάταξε κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων, οπότε το σκάφος τελικά αποσύρθηκε από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Ακολούθησε η συνάντηση Παπανδρέου - Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1988, όπου συμφωνήθηκε η πολιτική του "μη πολέμου" και για λίγο επικράτησε αισιοδοξία για βελτίωση στις διμερείς σχέσεις στο πνεύμα του Νταβός. Στις 6 Ιουνίου 1988 ο Ανδρέας Παπανδρέου σε συζήτηση πρότασης δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε της πολιτικής του στα ελληνοτουρκικά, αλλά παραδέχτηκε ότι είχαν γίνει και λάθη (το γνωστό mea culpa, μία φράση που αργότερα χρησιμοποίησε και ο Κώστας Καραμανλής).
Ο Α.Παπανδρέου ήταν ένας από τους έξι ηγέτες των Τεσσάρων Ηπείρων (Ευρώπη, Αφρική, Ασία, Αμερική) οι οποίοι πήραν την πρωτοβουλία κίνησης υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και αφοπλισμού των υπερδυνάμεων. Στην κίνηση των 6 συμμετείχαν ο Σουηδός Πρόεδρος Ούλοφ Πάλμε, η Ινδή Πρωθυπουργός Ίντιρα Γκάντι, ο Πρόεδρος της Αργεντινής Ραούλ Αλφονσίν, ο Πρόεδρος του Μεξικού Μιγκέλ Ντελαμαντρίτ και ο Πρόεδρος της Τανζανίας Τζούλιους Νιερέρε.
ζ. Αναθεώρηση του Συντάγματος
Στις 9 Μαρτίου του 1985 και καθώς πλησίαζε το τέλος της πρώτης θητείας του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Α.Παπανδρέου, (παρότι λέγεται ότι είχε δώσει διαβεβαιώσεις ιδιωτικώς ότι θα ξαναπρότεινε τον Καραμανλή), σε μία ακόμη αιφνιδιαστικά πράξη εντυπωσιασμού, πρότεινε για Πρόεδρο τον αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη (γνωστό από τη στάση του στην υπόθεση δολοφονίας Λαμπράκη) και ταυτόχρονα ανακοίνωσε το ξεκίνημα διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με στόχο την πλήρη καθιέρωση του «κοινοβουλευτισμού», προκαλώντας (όπως επιδίωκε) ζητωκραυγές ενθουσιασμού από τους υποστηρικτές του, αλλά και ξέσπασμα οργής από τους αντιπάλους του. Ο ίδιος πανηγύρισε την ενέργεια αυτή με δηλώσεις του τύπου «…είπαμε όχι στην ενσωμάτωση του ΠΑΣΟΚ στο σύστημα. Επιβεβαιώσαμε για μια φορά ακόμα, το βαθιά δημοκρατικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα αυτού του Κινήματος, που λυτρώνει τον λαό από τα δεσμά τα οποία χαλκεύτηκαν από την ολιγαρχία, ξένη και ντόπια, και τους εκφραστές της….». Η απομάκρυνση του Καραμανλή από το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα βοήθησε πολύ στη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του Ιουνίου 1985, με την έννοια της συσπείρωσης των αντιδεξιών ψηφοφόρων. Όταν όμως ήρθε η ώρα να κάνει κάτι σοβαρότερο (όπως να καταργήσει τον άχρηστο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας) δεν το έκανε.
η. Το σκάνδαλο Κοσκωτά και η πτώση της κυβέρνησης
Το 1988 εκδηλώθηκε το οικονομικό σκάνδαλο Κοσκωτά, που υποδαυλίστηκε από το κατεστημένο των μεγαλοεκδοτών, των οποίων τα συμφέροντα απειλούνταν από την δραστηριότητα του Κοσκωτά, που, όσο «βρώμικη» και αν ήταν, δεν διέφερε στο ήθος σε τίποτε από τη δική τους. Κατηγορήθηκαν για εμπλοκή στελέχη της τότε κυβέρνησης, αλλά και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κατά τη συνηθισμένη πρακτική του ο Α.Παπανδρέου χαρακτήρισε τις κατηγορίες εναντίον του ως συνωμοσία των «σκοτεινών αντιδραστικών δυνάμεων» και των «ξένων κύκλων» για να «αποσταθεροποιήσουν» την Ελλάδα. Ακολούθησε περίοδος μεγάλης πολιτικής έντασης. Την ίδια χρονιά ο Α.Παπανδρέου οδηγήθηκε εσπευσμένα στο Νοσοκομείο Χέρφηλντ του Λονδίνου και υποβλήθηκε σε σοβαρή εγχείρηση καρδιάς από τον διάσημο Αιγύπτιο καρδιοχειρουργό Μαχντί Γιακούμπ. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά τις εκλογές της 18ης Ιουνίου του 1989. Κατά την περίοδο της συγκυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη οι βουλευτές της Ν.Δ. και του Συνασπισμού παράπεμψαν τον Α.Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά άρχισε στις 16 Μαρτίου 1991, επί κυβερνήσεως Κ.Μητσοτάκη, και καταδικάστηκαν ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος, ενώ ο συγκατηγορούμενός τους Μένιος Κουτσόγιωργας απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο ίδιος ο Α.Παπανδρέου δεν παρέστη στη διαδικασία, αλλά το δικαστήριο, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά, πόσο «ανεπηρέαστη» είναι η ελληνική «δικαιοσύνη», τον αθώωσε οριακά για τις κατηγορίες περί εμπλοκής του στο σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και για υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από την Ε.Υ.Π. (Κ.Υ.Π.).
θ. Η επιστροφή στην εξουσία και το τέλος
Στις πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου, επέστρεψε θριαμβευτικά στην εξουσία με πλειοψηφία της τάξης του 47%. Αποφασίστηκε η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής της χώρας, ώστε να μπει ουσιαστικά σε πορεία προς την ΟΝΕ. Επίσης, σε μια ακόμη σειρά κινήσεων αντιπερισπασμού της κοινής γνώμης, αναγνωρίστηκε η γενοκτονία των Ποντίων, δημιουργήθηκε το ΑΣΕΠ (νόμος Πεπονή), ανακοινώθηκε το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου και επιβλήθηκε εμπάργκο στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Όμως, η περιπέτεια του σκανδάλου Κοσκωτά και η πολιτική ένταση των περασμένων χρόνων είχαν επιβαρύνει σοβαρά την υγεία του και στις 21 Νοεμβρίου του 1995 ο Α.Παπανδρέου εισάχθηκε εσπευσμένα στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, όταν επιδεινώθηκε η ασθένεια από την οποία έπασχε από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 --- μια βαριά νόσος του κολλαγόνου, ο ερυθηματώδης λύκος. Τον Ιανουάριο του 1996 αναγκάστηκε να υπογράψει την παραίτησή του. Στις 23 Ιουνίου 1996 ο Α.Παπανδρέου πέθανε μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του στην Εκάλη. Κηδεύτηκε στις 26 Ιουνίου 1996 στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με τιμές αρχηγού κράτους. Ο θάνατός του προκάλεσε συγκίνηση σε όλη τη χώρα, και πλήθη κόσμου παρευρέθηκαν στην κηδεία του, ενώ ύστατο φόρο τιμής απέτισαν ηγέτες και προσωπικότητες από όλο τον κόσμο.
ι. Αξιολόγηση του έργου του
Στην αποτίμηση του έργου του Α.Παπανδρέου ο κίνδυνος να είναι κανείς σκληρός μαζί του είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο να είναι επιεικής. Αναπόφευκτα σκέφτεται κανείς ότι:
- ήταν ο πολιτικός που έπραξε αναλογικά τα λιγότερα σε σχέση με τις προσδοκίες που δημιούργησε το 1981.
- μολονότι ήθελε να φαίνεται ο λιγότερο προσκολλημένος στην αμερικανική πολιτική, ήταν στην πράξη ο συνεπέστερος στην εξυπηρέτηση συμφερόντων της.
- ήταν επιρρεπής στην τάση του για επίδειξη και εντυπωσιασμό, με ένα συνεχές και πανηγυρικό «θεαθήναι», που τον καθοδηγούσε σε όλη τη ζωή του.
- ήταν ένας αστέρας της πολιτικής, αφού η διάθεσή του να συναρπάζει τα πλήθη ήταν ισχυρότερη από την επιθυμία του να είναι ωφέλιμος στο λαό.
- φαίνεται ότι του ήταν εξαιρετικά προσφιλές ό,τι ήταν τρανταχτά φανταχτερό, αλλά όχι απαραίτητα ουσιαστικό, σε βαθμό που έμοιαζε ότι δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις του να κάνει κάτι σοβαρό.
- λάτρης αλλά και δεξιοτέχνης της διπλής γλώσσας και των επικοινωνιακών «τερτιπιών» (κατά την έκφρασή του), ξεπέρασε το όριο αυτοσυγκράτησης στην έφεσή του να λέει, να εννοεί, και να σκέπτεται άλλα, και την ίδια στιγμή να προτείνει και να κάνει άλλα.
Από το κυβερνητικό του έργο μπορεί να μείνει στη συλλογική μνήμη η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ο εκδημοκρατισμός της κοινωνικής ζωής, του συνδικαλιστικού κινήματος, και των Ενόπλων Δυνάμεων, η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του ΑΣΕΠ και η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-1986 (που όμως δεν ήταν όσο θα έπρεπε τολμηρή). Οι αντίπαλοι του επέκριναν την αύξηση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου χρέους στην οικονομική του διαχείριση, την προσπάθεια κομματικής επιβολής στη δημόσια διοίκηση, και τις μαξιμαλιστικές μεθόδους του και τους στόχους τους. Πάνω από όλα όμως η μέγιστη προσφορά του Α.Παπανδρέου ήταν ο θαυμαστός πολιτικός λόγος που άρθρωσε (ο πληρέστερος που ακούστηκε ποτέ στην νεότερη Ελλάδα έστω σε ρητορικό μόνο επίπεδο), με τον οποίο οικοδόμησε μια πλήρη (έστω ουτοπική) πολιτική πλατφόρμα για την λειτουργία μιας αποκεντρωμένης, μη γραφειοκρατικής και ουσιαστικά κοινωνικοποιημένης ελληνικής πολιτείας.
Αν δεν υπήρχε η φοβερά εξουθενωτική οικονομική κρίση 2010-16, που δεν επιτρέπει ελαφρότητες στη θέαση των γεγονότων, ο Α.Παπανδρέου θα είχε αφήσει αναμνήσεις ως ένας από τους πλέον γραφικούς (και γι’ αυτό αγαπητούς στα πλήθη) πολιτικούς. Από όλα τα μεμπτά που θα μπορούσαν να λεχθούν γι’ αυτόν, μπορούμε τελικά να κρατήσουμε ό,τι είπαν γι’ αυτόν άλλοι πολιτικοί στην κηδεία του: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπηρέτησε την Ελλάδα και τον απανταχού ελληνισμό έχοντας πάντοτε κατά νουν το συμφέρον του ελληνικού έθνους…. Πλησίασε το λαό, είχε τη δυνατότητα να επικοινωνεί με το λαό, και με τον πολίτη…. Tο εν γένει έργο του υπήρξε πολυσχιδές και εντυπωσιακό, όντως ηγετικό». Και να θυμόμαστε μερικές από τις ρήσεις του που παραμένουν παροιμιώδεις: Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, Το κοινωνικό κράτος δεν χαρίζεται, με αγώνα κερδίζεται, Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία, Στις 18, Σοσιαλισμός (το 1981), Βυθίσατε το Χόρα, Ο Λαός εμίλησε, Απόψε πεθαίνει η δεξιά (το 1981), Ο λαός δε ξεχνά τι σημαίνει δεξιά, Δεν υπάρχουν θεσμοί, μόνο λαός, Τσοβόλα δώστα όλα (φράση που ειπώθηκε σε προεκλογική συγκέντρωση στο Περιστέρι, στις 20 Απριλίου 1989), Το όνομά μας είναι η ψυχή μας (για την ονομασία της ΠΓΔΜ) καθώς και εφευρημένες λέξεις όπως λαοθάλασσα, ετεροχρονισμός, αιθεροβάμων, αναδόμηση, χρονοντούλαπο της ιστορίας. Το συγγραφικό επιστημονικό έργο του είναι μεγάλο. Από τα βιβλία του για την ελληνική πολιτική ζωή γνωστότερα είναι: Δημοκρατία και Εθνική Αναγέννηση (Φέξης, 1966), Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα (Καρανάσης, 1974), Πατερναλιστικός Καπιταλισμός (Καρανάσης, 1974), Η Ελλάδα στους Έλληνες (Καρανάσης, 1976).
Ο Τζαννής Τζαννετάκης (13 Σεπτεμβρίου 1927 — 1 Απριλίου 2010) ήταν Έλληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικός, που διετέλεσε, μεταξύ των άλλων, Πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 2 Ιουλίου 1989 – 11 Οκτωβρίου 1989. Γεννήθηκε στο Γύθειο Λακωνίας και ήταν γιος του αρεοπαγίτη Πέτρου Τζαννετάκη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την παλιά οικογένεια της Μάνης των Γρηγοράκηδων. Ήταν κάτοικος Κηφισιάς και ομιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Διακρίθηκε ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, υπηρετώντας στο Βασιλικό Ναυτικό την περίοδο 1949-1967 και φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του πλωτάρχη το 1961. Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1945-1949), στη Σχολή Ηλεκτρονικού Πολέμου των ΗΠΑ (1957) και στη Σχολή Πολέμου (1967), ενώ έλαβε πτυχίο Κυβερνήτη Υποβρυχίων το 1963. Από το 1959 έως το 1960 διετέλεσε κυβερνήτης της κανονιοφόρου "Λάσκος", ενώ την περίοδο 1963-1967 ήταν κυβερνήτης υποβρυχίων. Παραιτήθηκε στις 22 Απριλίου 1967 λόγω της αντίθεσής του με τη Δικτατορία.
Τον Ιούλιο του 1969 συνελήφθη και εξορίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς στα Κύθηρα, όπου και παρέμεινε εκτοπισμένος κατά το διάστημα 1969-1971. Από το 1971 μέχρι το 1974 εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα, ως Διευθυντής «Corporate Planning» σε όμιλο ναυτιλιακών εταιρειών, ενώ κατά την περίοδο 1974-1977 ήταν Γενικός Γραμματέας του ΕΟΤ. Εκλεγόταν Βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας αδιαλείπτως, καθ όλη την περίοδο 1977-2007. Ειδικότερα, εκλέχτηκε στην Α΄ Περιφέρεια Αθηνών στις εκλογές του 1977, του 1981, του 1985, του 1989 (Ιουνίου και Νοεμβρίου), του 1990 και του 1993, καθώς και στην Β΄ Περιφέρεια Αθηνών στις εκλογές του 1996, του 2000 και του 2004. Ήταν επίσης, υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων στις Δημοτικές Εκλογές του 1982, με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας του Ευάγγελου Αβέρωφ. Διετέλεσε Πρωθυπουργός και ταυτόχρονα Υπουργός Εξωτερικών και Υπουργός Τουρισμού της Κυβέρνησης Συνεργασίας μεταξύ ΝΔ και Συνασπισμού της Αριστεράς, από τις 2 Ιουλίου έως τις 11 Οκτωβρίου του 1989. Μια από τις ιστορικές στιγμές της θητείας του ήταν το κάψιμο των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων που διατηρούσε έως τη Μεταπολίτευση η Ασφάλεια, ενώ την ίδια περίοδο ιδρύθηκε και η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα.
Ως Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, προώθησε σειρά μεγάλων έργων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κινητή τηλεφωνία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργός Πολιτισμού, προσέφερε (δώρησε) στον ΕΟΤ τον οικογενειακό του πύργο, που βρίσκεται στη νήσο Κρανάη στο Γύθειο, προς εκμετάλλευση. Κατά την περίοδο που ήταν Πρωθυπουργός έγινε μεγάλη αναπροσαρμογή των μισθών των στρατιωτικών και των αστυνομικών έπειτα από μια υπερδεκαετή καθήλωση. Τον Αύγουστο του 2007, αμέσως μετά την ανακοίνωση της προκήρυξης πρόωρων εκλογών για τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, επισκέφθηκε τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή στο Μέγαρο Μαξίμου για να του ανακοινώσει ότι δεν θα συμμετάσχει στις εθνικές εκλογές του 2007 και έτσι αποσύρθηκε από την πολιτική. Απεβίωσε την Μεγάλη Πέμπτη, 1 Απριλίου 2010, στην Αθήνα. Συνέγραψε τρία βιβλία: «Εκλογή από τις Ουπανισάδες» (1961), «Χώρος εστί της Αγοράς» (1994), «Ινδία - Ένας άλλος τρόπος ζωής» (1994).
Ο Ιωάννης Γρίβας (23 Φεβρουαρίου 1923-) είναι Έλληνας δικαστικός, πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο οποίος διετέλεσε υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο από 12 Οκτωβρίου 1989 έως 23 Νοεμβρίου 1989. Γεννήθηκε στην Κάτω Τιθορέα της Λοκρίδας. Σπούδασε Νομικά και εντάχθηκε στο δικαστικό σώμα. Συμμετείχε στο δικαστήριο το οποίο δίκασε τους ηγέτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Διετέλεσε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Τζαννετάκη, ο Ιωάννης Γρίβας επελέγη ως πρωθυπουργός της υπηρεσιακής Κυβέρνησης που οδήγησε στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989.
Ο Ξενοφών Ευθυμίου Ζολώτας (1904-2004) ήταν οικονομολόγος και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 23 Νοεμβρίου 1989 – 11 Απριλίου 1990. Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1904 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τη Λειψία και οικονομικά στο Παρίσι. To 1924 πήρε πτυχίο από την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή Λειψίας. Το 1925 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λειψίας με τη διδακτορική του διατριβή "Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως". Αργότερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αγγλία. Το 1928 έγινε Υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ίδιο έτος εκλέχτηκε, σε ηλικία μόλις 24 ετών, Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο νεοϊδρυθέν τότε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε τρία χρόνια. Το 1931 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απομακρύνθηκε από τη Δικτατορία το 1968. Η έναρξη της πανεπιστημιακής του καριέρας συνέπεσε με την τετραετία 1928-1932 του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος του πρότεινε να αναλάβει τη Γενική Γραμματεία του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου. Όμως, ο Ξενοφών Ζολώτας αρνήθηκε την πρόταση, προτιμώντας να συνεχίσει το πανεπιστημιακό του έργο. Έτσι, περιορίσθηκε στη συμμετοχή του στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο ως Μέλος.
Ο Ξενοφών Ζολώτας επέδειξε πλούσιο συγγραφικό έργο, κυρίως οικονομικού περιεχομένου, ένα μεγάλο μέρος του οποίου έχει μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Το 1952 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Κατέλαβε κορυφαίες θέσεις σε ελληνικούς και διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον ΟΗΕ, τη Νομισματική Επιτροπή και την Οικονομική Επιτροπή της Ευρώπης. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του, ως Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, στη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας- ΕΟΚ το 1962, σύμφωνα με την οποία η χώρα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο κράτος με την κοινότητα. Κυβερνητικό αξίωμα ανέλαβε για πρώτη φορά ως υπουργός Συντονισμού στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου. Υπουργός Συντονισμού διετέλεσε επίσης από τον Ιούλιο του 1974 έως το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αμέσως μετά (1974) διορίστηκε Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, από την οποία αποχώρησε το 1981 με τον τίτλο του επίτιμου πρόεδρου της. Τέλος, στις 23 Νοεμβρίου του 1989 ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας έως τις 11 Απριλίου του 1990 ως πρόεδρος της Οικουμενικής κυβέρνησης που στήριζαν η ΝΔ και ο Συνασπισμός της Αριστεράς. Ο Ξενοφών Ζολώτας απεβίωσε στις 10 Ιουνίου 2004 σε ηλικία 100 ετών.
Στον Ξενοφώντα Ζολώτα αποδίδεται η ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς αυτός κατάφερε με πρωτοποριακά νομισματικά μέτρα να στηρίξει ξανά την μεταπολεμική οικονομία. Τα βασικότερα από τα μέτρα αυτά είναι η υποτίμηση της δραχμής το 1953 και το «κόψιμο» τριών μηδενικών από τα χαρτονομίσματα το 1954. Ιστορικοί θεωρούνται δύο λόγοι που ο Ξενοφών Ζολώτας εκφώνησε ως διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος και διαχειριστής του ελληνικού Δημοσίου Χρέους, στην Ουάσιγκτον, στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 και στις 2 Οκτωβρίου 1959, η γλώσσα των οποίων ήταν η αγγλική, αλλά, με την εξαίρεση λίγων συνδέσμων, άρθρων και προθέσεων, όλες οι χρησιμοποιούμενες λέξεις ήταν ελληνικής προέλευσης. Ο λόγοι του έκαναν μεγάλη εντύπωση και πέτυχαν να στραφεί η προσοχή των διεθνών τραπεζιτών στην ύπαρξη της Ελλάδας, η οποία μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο πόλεμο εντελώς κατεστραμμένη.
Ο λόγος του έτους 1957 έχει ως εξής:
«Kyrie, I eulogize the archons of the Panethnic Numismatic Thesaurus and the Oecumenical Trapeza for the orthodoxy of their axioms methods and policies, although there is an episode of cacophony of the Trapeza with Hellas. With enthusiasm we dialogue and synagonize at the synods of our didymous Organizations in which polymorphous economic ideas and dogmas are analyzed and syntherized. Our critical problems such as the numismatic plethora generate some agony and melancholy. This phenomenon is charateristic of our epoch. But, to my thesis we have the dynamism to program therepeutic practices as a prophylaxis from chaos and catastrophe. In parallel a panethnic unhypocritical economic synergy and harmonization in a democratic climate is basic. I apologize for my eccentric monologue. I emphasize my eucharistia to your Kyrie to the eugenic and generous American Ethnos and to the organizers and protagonists of this Ampitctyony and the gastronomic symposia».
Ο λόγος του έτους 1959 έχει ως εξής:
«Kyrie, It is Zeus' anathema on our epoch for the dynamism of our economies and the heresy of our economic methods and policies that we should agonize the Scylla of numismatic plethora and the Charybdis of economic anaemia. It is not my idiosyncrasy to be ironic or sarcastic, but my diagnosis would be that politicians are rather cryptoplethorists. Although they emphatically stigmatize numismatic plethora, they energize it through their tactics and practices. Our policies have to be based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a metron between political, strategic and philanthropic scopes. Political magic has always been anti-economic. In an epoch characterized by monopolies, oligopolies, monopsonies, monopolistic antagonism and polymorphous inelasticities, our policies have to be more orthological. But this should not be metamorphosed into plethorophobia, which is endemic among academic economists. Numismatic symmetry should not hyper-antagonize economic acme. A greater harmonization between the practices of the economic and numismatic archons is basic. Parallel to this, we have to synchronize and harmonize more and more our economic and numismatic policies panethnically. These scopes are more practicable now, when the prognostics of the political and economic barometer are halcyonic. The history of our didymus organizations in this sphere has been didactic and their gnostic practices will always be a tonic to the polyonymous and idiomorphous ethnical economies. The genesis of the programmed organization will dynamize these policies. Therefore, I sympathize, although not without criticism on one or two themes, with the apostles and the hierarchy of our organs in their zeal to program orthodox economic and numismatic policies, although I have some logomachy with them. I apologize for having tyrannized you with my Hellenic phraseology. In my epilogue, I emphasize my eulogy to the philoxenous autochthons of this cosmopolitan metropolis and my encomium to you, Kyrie, and the stenographers».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (Χανιά, 18 Οκτωβρίου 1918-) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 11 Απριλίου 1990 – 13 Οκτωβρίου 1993. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1918 στη συνοικία Χαλέπα των Χανίων, στο σπίτι όπου υπογραφτηκε η σύμβαση της Χαλέπας, που παρείχε τα πρώτα δικαιώματα στους Κρήτες, ως δευτερότοκος υιος του Κυριάκου Μητσοτάκη, βουλευτή, και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη. Από την πλευρά του πατέρα του είναι εγγονός του Κωστή Μητσοτάκη (1845-1898), ιδρυτή του κόμματος των Ξυπόλητων, το οποίο παρέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετονομάζοντάς το σε «Κόμμα των Φιλελευθέρων», και της Κατίγκως Βενιζέλου, αδελφής του Ελευθέριου Βενιζέλου (του οποίου επομένως είναι μικρανεψιός). Ταυτόχρονα είναι και ανεψιός του Αριστομένη Μητσοτάκη, και γιος του πρώτου ξάδελφου του Σοφοκλή Βενιζέλου, ενώ από την πλευρά της μητέρας του είναι εγγονός του Χαράλαμπου Πλουμιδάκη.
Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών με δαπάνες από κληροδότημα που είχε ορίσει για τις σπουδές του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό πολεμώντας ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός στη Μακεδονία εναντίον της εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών ως ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης. Για τη δράση του αυτή φυλακίστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο από τους Γερμανούς. Κατά τη δεύτερη φυλάκιση απελευθερώθηκε μετά από ανταλλαγή Βρετανών και Γερμανών αιχμαλώτων, η οποία συμφωνήθηκε σε ανώτατο στρατιωτικό επίπεδο μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Για την αντιστασιακή του δράση τιμήθηκε το 1986 από το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Πρωταγωνίστησε στην πραγματοποίηση των Συμφωνιών του Θερίσου και της Τρομάρισσας μεταξύ εθνικιστικών και αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποφυγή της εμφύλιας διαμάχης στην Κρήτη.
α. Πρώτη περίοδος της πολιτικής σταδιοδρομίας
Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 εκλέχτηκε βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το 1950 εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής Χανίων με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Σε ηλικία 32 ετών, τον Φεβρουάριο του 1951, ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού Οικονομικών επί κυβερνήσεως Σοφοκλή Βενιζέλου, και στον επόμενο ανασχηματισμό, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ανέλαβε τα υπουργεία Συγκοινωνιών και Δημόσιων Έργων. Το 1955 υπερασπίστηκε τον Νίκο Καζαντζάκη στο Κοινοβούλιο, όταν αυτός διωκόταν για λόγους θρησκευτικής προκατάληψης. Έθεσε υποψηφιότητα για την ανάδειξη νέου αρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων το 1958 και ψηφίστηκε από το 1/3 των βουλευτών του κόμματος. Αργότερα το 1960 πρωταγωνίστησε στην «Ομάδα των 10» και συμμετείχε στον νέο κεντρώο πολιτικό σχηματισμό με την ονομασία «Δημοκρατικό Κέντρο - Αγροτική Φιλελεύθερη Ένωση». Όταν το 1961 ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος μαζί με πολλούς πολιτικούς του ευρύτερου κεντρώου και βενιζελικού χώρου ίδρυσαν την Ένωση Κέντρου, ο Κ. Μητσοτάκης ηγήθηκε εσωκομματικής εκστρατείας για την ανάθεση της ηγεσίας του Κέντρου στον Γ. Παπανδρέου. Αργότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εκλέχτηκε βουλευτής της Ε.Κ. και συμμετείχε ενεργά στον «Ανένδοτο Αγώνα» ενώ το 1962 έκανε στη Βουλή δήλωση υπέρ της νομιμοποίησης του τότε παράνομου Κ.Κ.Ε.. Μετά τη νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1963, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στις Κυβερνήσεις του Γεωργίου Παπανδρέου το 1963 και 1964. Την περίοδο αυτή άρχισε μια βαθιά αντίθεση πολιτικών απόψεων με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ήταν τότε επικεφαλής της κεντροαριστεράς πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου, ενώ ο Κ.Μητσοτάκης της κεντροδεξιάς.
β. Ιουλιανά 1965
Ο Κ.Μητσοτάκης διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, τα οποία ονομάστηκαν Ιουλιανά και σχετίζονται με τις αιτίες παραίτησης της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965. Η κρίση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε φαινομενική αφορμή την αποπομπή του Υπουργού Εθνικής Αμύνης Πέτρου Γαρουφαλιά και ειδικότερα το πρόσωπο που θα τον αντικαθιστούσε στη συνέχεια στο υπουργείο. Μετά την παραίτηση Γ.Παπανδρέου, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε προηγουμένως ο Κ.Μητσοτάκης για να την αποτρέψει, αναγκάστηκε στη συνέχεια να συνταχθεί με κάποια στελέχη της Ένωσης Κέντρου, και σχημάτισαν την ομάδα των λεγομένων αποστατών η οποία έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Συμμετείχε στις κυβερνήσεις των Γ. Αθανασιάδη - Νόβα και Στ. Στεφανόπουλου ως Υπουργός Συντονισμού ενώ αρνήθηκε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Η. Τσιριμώκου. Την 1η Οκτωβρίου του 1965, από τα Χανιά, προανήγγειλε την ίδρυση νέου κεντρώου κόμματος, του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (ΦΙΔΗΚ). Σε συνέντευξή του το 2001 ο Κ. Μητσοτάκης σχολίασε τα Ιουλιανά λέγοντας: «…και η μια μεριά και η άλλη [πλευρά] είχε άδικο…. ο Κωνσταντίνος, ο τότε Βασιλεύς ήτο νέος, άπειρος, υφίστατο και κακές επιρροές….. είχε ο Βασιλεύς άδικο. Αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας ώριμος πολιτικός, ο οποίος θα έπρεπε εκείνη την ώρα να δείξει περισσότερη λογική και να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν μια μικρή υποχώρηση. Σας είπα, ότι αναγκάστηκε στη συνέχεια να κάνει πολύ μεγαλύτερη για να αποφύγει [τα χειρότερα].»
γ. Αντιδικτατορική δράση και Μεταπολίτευση
Στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη μεταξύ των πρώτων από τη δικτατορία της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και μεταφέρθηκε με άλλους πολιτικούς ηγέτες στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί. Την επομένη διαμετακομίστηκε στο Πικέρμι και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό. Στο «Δημοψήφισμα της Δικτατορίας» το 1968 προέβη σε δηλώσεις και πρότεινε για πρώτη φορά τη λύση Καραμανλή για την ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία. Με αφορμή αυτές τις δηλώσεις διώχθηκε από τη Δικτατορία και στις 15 Αυγούστου 1968 αναγκάστηκε να διαφύγει κρυφά με πλοιάριο από τη Ραφήνα και διασχίζοντας το Αιγαίο έφτασε στην Τουρκία. Μέσω Τουρκίας μετέβη στο Παρίσι και συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Η Δικτατορία εκβίασε την επιστροφή του θέτοντας υπό περιορισμό την οικογένεια του, η οποία τελικώς κατάφερε να πάρει άδεια εξόδου από την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1969. Στο Παρίσι συνεργάστηκε στενά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Με την άρση του στρατιωτικού νόμου το 1973 έφτασε στην Ελλάδα. Συνελήφθη και πάλι από το καθεστώς Ιωαννίδη για να αποφυλακισθεί με την πτώση της Δικτατορίας το 1974.
Παρά τη στενή συνεργασία τους ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν τον συμπεριέλαβε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που σχημάτισε μετά την κατάρρευση της Δικτατορίας τον Iούλιο του 1974. Στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος στον νομό Χανίων χωρίς όμως επιτυχία. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1977 ίδρυσε το κεντρώο Κόμμα Νεοφιλελεύθερων λαμβάνοντας 1,09% (2 έδρες) στις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Με το ίδιο κόμμα εκλέχτηκε και ο Παύλος Βαρδινογιάννης. Το επόμενο έτος προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία μετά την απόφαση του Καραμανλή για διεύρυνση του κόμματος στον κεντρώο χώρο, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Συντονισμού. Το 1980 έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γ. Ράλλη έως τις εκλογές του 1981. Εν συνεχεία διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ μέχρι το 1984. Την 1 Σεπτεμβρίου του 1984 η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας τον εξέλεξε πρόεδρο του Κόμματος σε διαδοχή του Ευάγγελου Αβέρωφ, διότι θεωρήθηκε ο καταλληλότερος να αντιμετωπίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου λόγω της παλιάς προσωπικής τους αντιπαλότητας.
Τελικά τον Ιούνιο του 1985, η Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του συγκέντρωσε ποσοστό 40,84% έναντι 45,85% του ΠΑΣΟΚ. Η δεύτερη αυτή ήττα της Ν.Δ. προκάλεσε εσωκομματικές τριβές και αμφισβήτηση του προέδρου της. Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, βασικός εσωκομματικός αντίπαλος του Κ. Μητσοτάκη, μετά την επανεκλογή του δεύτερου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. επέλεξε να αποχωρήσει από το κόμμα, ιδρύοντας τη ΔΗ.ΑΝΑ.
δ. Η πρωθυπουργία
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 1989 η Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του εκλέχτηκε πρώτο κόμμα με ποσοστό 44,2% χωρίς να συγκεντρώσει αυτοδυναμία λόγω του εκλογικού συστήματος, το οποίο είχε αλλάξει προς το αναλογικότερο με πρωτοβουλία της τελευταίας κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαπραγματεύτηκε με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τυχόν ποινικές ευθύνες Υπουργών της προηγούμενης Κυβέρνησης Παπανδρέου θα έπρεπε να διερευνηθούν και, αν διαπιστωθούν, να διωχθούν από την αμέσως επόμενη Βουλή, αλλιώς θα παραγράφονταν. Για να διευκολυνθεί ο σχηματισμός αυτής της κυβέρνησης δέχτηκε να μην είναι ίδιος πρωθυπουργός και πρότεινε για τη θέση αυτή τον βουλευτή Αθηνών Τζαννή Τζαννετάκη. Η Κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν η πρώτη ελληνική κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και η ευρύτερη Αριστερά. Κατά τη βουλευτική αυτή περίοδο αποφασίστηκε η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και Υπουργών της προηγούμενης Κυβέρνησης στο Ειδικό Δικαστήριο για το Σκάνδαλο Κοσκωτά και το Σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού.
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989 η Νέα Δημοκρατία εκλέχτηκε πάλι πρώτο κόμμα, με αυξημένο ποσοστό 46,19%, χωρίς όμως και πάλι να συγκεντρώσει αυτοδυναμία, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον καθηγητή και παλαιό Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο Κ. Μητσοτάκης ορκίστηκε πρωθυπουργός το 1990 μετά τη νίκη της ΝΔ στην τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση με ποσοστό 46,88%. Η κυβέρνηση παρά την σημαντική πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα δεν κατόρθωσε να αποσπάσει απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή με 150 έδρες. Με τη στήριξη του βουλευτή της ΔΗ.ΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη (ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν είχε καταφέρει ναι εκλεγεί βουλευτής) απέκτησε τη δεδηλωμένη και ορκίστηκε πρωθυπουργός. Αργότερα ο Θεόδωρος Κατσίκης προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία και, μαζί με ακόμα μια έδρα που επιδικάστηκε από το εκλογοδικείο, η κοινοβουλευτική δύναμη της ΝΔ ανήλθε στις 152 έδρες. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του προσπάθησε να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερη πολιτική. Προώθησε διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό τη μείωση του δημόσιου τομέα, γεγονός που προκάλεσε οξείες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και συνδικαλιστικών φορέων. Επίσης προσπάθησε να εφαρμόσει πρόγραμμα απεξάρτησης της οικονομίας από διοικητικούς περιορισμούς και κυβερνητικές παρεμβάσεις, οδηγώντας στην απελευθέρωση του ωραρίου και της κίνησης κεφαλαίων. Επίσης, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργικής του θητείας υπογράφηκε η σύμβαση για το αθηναϊκό «μετρό», και οι συμβάσεις για την κινητή τηλεφωνία. Η απόφαση για μετοχοποίηση του Ο.Τ.Ε. καθώς και η ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ – Ηρακλής προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης.
Το 1992 η κυβέρνηση σύναψε συμφωνία με τον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο, η οποία προέβλεπε την απόδοση στο ελληνικό κράτος του μεγαλύτερου μέρους της καλούμενης, «Βασιλικής Περιουσίας». Στην εξωτερική πολιτική η αρχή της διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη συνέπεσε με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την αρχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Ο ίδιος αναλαμβάνοντας διεθνείς πρωτοβουλίες, με κορυφαία τη Διάσκεψη της Βουλιαγμένης υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., επιχείρησε την αποτροπή της διάλυσης της ενιαίας ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας. Παράλληλα, πέτυχε την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – Η.Π.Α.. Η Κυβέρνησή του υπέγραψε το 1990 την τελική συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1991 πραγματοποιήθηκε η πρώτη, μετά 32 χρόνια, επίσημη επίσκεψη Αμερικανού Προέδρου, του Τζορτζ Μπους, στην Ελλάδα, ενώ τον Ιούνιο του 1990, επισκέφτηκε ο ίδιος τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επί πρωθυπουργίας του η Ελλάδα πέτυχε την είσοδό της στην Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, ένα ευρωπαϊκό οργανισμό συνεργασίας για την άμυνα και την ασφάλεια, ενώ τέθηκαν οι βάσεις για την ενιαία νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της Ο.Ν.Ε.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας επέφερε την ανεξαρτητοποίηση της ως τότε ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία διεκδικούσε την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αρχικά το θέμα χειρίστηκε ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς, τον οποίο απομάκρυνε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Απρίλιο του 1992, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το Υπουργείο των Εξωτερικών. Ο Κ.Μητσοτάκης πέτυχε να πείσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Σύνοδο της Λισαβόνας να υιοθετήσει πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία, παρά την απόφαση της Συνόδου της Λισαβόνας, επέμεναν στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, αρχή της οποίας ήταν η είσοδος του κράτους αυτού στον Ο.Η.Ε. με το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (Π.Γ.Δ.Μ - F.Y.R.O.M).
Στις 30 Ιουνίου 1993, ο Αντώνης Σαμαράς ίδρυσε πολιτικό σχήμα με την ονομασία «Πολιτική Άνοιξη» και το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους προέτρεψε τους προσκείμενους σε αυτόν βουλευτές της ΝΔ να ανεξαρτητοποιηθούν, προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης του Κ.Μητσοτάκη με την άρση της εμπιστοσύνης των βουλευτών Ηλείας, Στέφανου Β. Στεφανόπουλου και Κιλκίς, Γιώργου Σιμπιλίδη. Σύμφωνα πάντως με τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη η κυβέρνηση της Ν. Δ. ανετράπη διότι, με την σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, η κοινοπραξία Siemens – Intracom, η οποία υποστήριξε ποικιλότροπα την κίνηση Αντ.Σαμαρά για να ανατρέψει την κυβέρνησή του, θα έχανε την προμήθεια του υπόλοιπου των ψηφιακών τηλεφωνικών παροχών. Μετά τις πρόωρες εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και την ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ο Κ.Μητσοτάκης παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος. Στις 3 Νοεμβρίου του 1993 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.
ε. Πολιτική δράση μετά το 1993
Στις 11 Ιανουαρίου 1994 η νέα κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ πρότεινε την σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την πώληση της ΑΓΕΤ, η οποία εξελίχθηκε σε προανακριτική. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ως αντίποινα για την προηγηθείσα παραπομπή του Α.Παπανδρέου, παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος και Ιωάννης Παλαιοκρασσάς. Κλιμακώνοντας τα αντίποινα, στις 12 Ιανουαρίου 1994 το ΠΑΣΟΚ πρότεινε σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τις τηλεφωνικές υποκλοπές (στις οποίες βέβαια πρώτος διδάξας ήταν ο ίδιος ο Α.Παπανδρέου) με κατηγορούμενους τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Ντόρα Μπακογιάννη, οι οποίοι τελικώς παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Τον Ιανουάριο του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου (για να αποφύγει τη διάνοιξη του οχετού των αντιπαραθέσεων που θα παρέσερνε και τον ίδιο) ζήτησε την αναστολή των διώξεων για τα πολιτικά πρόσωπα. Τελικά η βουλή, με μυστική ψηφοφορία, ψήφισε κατά της παραπομπής πολιτικών προσώπων. Στην αναμέτρηση για την προεδρία της ΝΔ το 1997 στήριξε την υποψηφιότητα του Γεωργίου Σουφλιά, ο οποίος όμως απέτυχε να εκλεγεί. Παράλληλα εκλεγόταν βουλευτής στο κοινοβούλιο μέχρι το 2004 οπότε με ομιλία του στην κοινοβουλευτική επιτροπή της Ν.Δ. (σε ηλικία 86 ετών) ανακοίνωσε την απόφασή του να μην είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές, ενώ ο γιος του Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να κατέλθει στις βουλευτικές εκλογές στην θέση του πατέρα του. Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές του 2009, η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος χωρίς επιτυχία. Ο Κ.Μητσοτάκης έχει πάρει μέρος σε συνεδρίαση της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ το 1993, ήταν νυμφευμένος με τη Μαρίκα Γιαννούκου από το 1953 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά (Ντόρα, Αλεξάνδρα, Αικατερίνη, Κυριάκος).
Ο Κωνσταντίνος Γ. Σημίτης (γεννημένος στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 1936) ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 18 Ιανουαρίου 1996 – 10 Μαρτίου 2004. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Σημίτης, δικηγόρος, καθηγητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., επί σειρά ετών πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, αντιπρόσωπος του Πειραιά στην Εθνοσυνέλευση στους Κορυσχάδες και γενικός διοικητής Ρούμελης στην κυβέρνηση της ΠΕΕΑ. Η μητέρα του, Φανή Χριστοπούλου, με καταγωγή από το Πύργο Ηλείας, υπήρξε επί χρόνια κορυφαίο στέλεχος γυναικείων οργανώσεων της Αριστεράς και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Γυναικών. Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι γονείς του έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών από τις τάξεις του Ε.Α.Μ. και του Ε.Λ.Α.Σ.. Παππούς του ήταν ο αρχίατρος και ευεργέτης του δήμου Πύργου, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, καθώς και ο νομικός, Σπυρίδων Σημίτης. Ο Κώστας Σημίτης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Μάρμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας και οικονομικά στο London School of Economics and Political Science. Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία ως διδάκτωρ της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ το 1959. Δίδαξε ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντίας το 1971 και συνέχισε ως τακτικός καθηγητής του Εμπορικού και Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Γκίσεν από το 1971 έως το 1975. Το 1977 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην Πάντειο Σχολή. Mιλάει αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Είναι νυμφευμένος με τη Δάφνη Σημίτη, το γένος Αρκαδίου, την οποία γνώρισε την περίοδο που και οι δύο σπούδαζαν στο London School of Economics. Η σύζυγός του κατάγεται, από την πλευρά της μητέρας της, από παλιά οικογένεια της Άρτας ενώ είναι εγγονή του Ευάγγελου Γαρουφαλιά, δημάρχου Άρτας και βουλευτή, καθώς και ανεψιά του Πέτρου Γαρουφαλιά, βουλευτή και υπουργού. Απέκτησαν μαζί δύο κόρες, τη Φιόνα και τη Μαριλένα. Κατοικούν στο Κολωνάκι.
α. Αντιδικτατορική δράση και Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα
Ζώντας στην Αθήνα ως δικηγόρος πρωτοστάτησε το 1965 στην ίδρυση του Ομίλου Πολιτικής Έρευνας «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», του οποίου διετέλεσε γραμματέας. Ο Όμιλος Παπαναστασίου είχε ως στόχο τη συστηματική μελέτη των σημαντικότερων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή τους. Το 1967 ο όμιλος μετεξελίχθηκε στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», η οποία επτά χρόνια αργότερα συμμετείχε στην ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στη διάρκεια της δικτατορίας διέφυγε παράνομα στο εξωτερικό και παραπέμφθηκε ερήμην στο Στρατοδικείο για απόπειρα εμπρησμού και παράβαση του νόμου περί εκρηκτικών υλών. Σε αντίποινα συνελήφθη η σύζυγός του Δάφνη Σημίτη και κρατήθηκε επί δύο μήνες σε απομόνωση. Από το 1970 ο Κώστας Σημίτης συμμετείχε στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του.
β. ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Κυβέρνηση
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Συνεργάστηκε στη διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 και συμμετείχε στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή και στο πρώτο Εκτελεστικό Γραφείο του Κινήματος. Στις 13 Ιουνίου 1979 το ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε την παραίτηση του Κώστα Σημίτη από το Εκτελεστικό Γραφείο, διότι θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αφίσα που είχε κυκλοφορήσει με το σύνθημα «Όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών». Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ, τον Οκτώβριο του 1981, με τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης, κλήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει:
- υπουργός Γεωργίας, από το 1981 ως το 1985, όπου εξασφάλισε την επιτυχή ένταξη της ελληνικής γεωργίας στην ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, καθώς και τον πολλαπλασιασμό των ενισχύσεων.
- υπουργός Εθνικής Οικονομίας, από το 1985 ως το 1987, όπου εφάρμοσε το πρώτο αυστηρό πρόγραμμα σταθεροποίησης, με ιδιαίτερα θετική επίπτωση στις μακροοικονομικές ανισορροπίες.
- υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά τη διάρκεια της οικουμενικής κυβέρνησης, υπό την προεδρία του καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα (Νοέμβριος 1989 - Φεβρουάριος 1990).
- Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας, Έρευνας, Τεχνολογίας και υπουργός Εμπορίου ταυτόχρονα, από το 1993 ως το 1995. Κατά το διάστημα αυτό έθεσε το πλαίσιο μιας μακροχρόνιας πολιτικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Εκλεγόταν βουλευτής της Α' εκλογικής περιφέρειας Πειραιά συνεχώς από το 1985 μέχρι και το 2007.
γ. Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Στις 18 Ιανουαρίου 1996 εκλέχτηκε Πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το αξίωμα για λόγους υγείας. Στις 30 Ιουνίου 1996, στο 4ο Συνέδριο του ΠΑ.ΣΟ.Κ., λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, αναδείχθηκε πρόεδρος του κινήματος και με τη νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 22 Σεπτεμβρίου 1996 ανακηρύχθηκε πρωθυπουργός. Ως αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κέρδισε και την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στις 9 Απριλίου 2000. Υπό τον Κώστα Σημίτη η χώρα προετοιμάστηκε ουσιαστικά για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Στις 7 Ιανουαρίου 2004 ανακοίνωσε την παραίτησή του από την προεδρία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Στη θέση αυτή τον διαδέχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου την 8η Φεβρουαρίου 2004. Ο Κ.Σημίτης διετέλεσε πρωθυπουργός ως τις 10 Μαρτίου 2004.
Το διάστημα της πρωθυπουργίας του (8 χρόνια και 2 μήνες από τον Ιανουάριο του 1996 έως τον Μάρτιο του 2004) αποτελεί ρεκόρ, στην ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, συνεχούς διαστήματος παραμονής στο αξίωμα του πρωθυπουργού, ξεπερνώντας το αντίστοιχο του Ανδρέα Παπανδρέου (7 χρόνια και 9 μήνες από τον Οκτώβριο του 1981 έως τον Ιούλιο του 1989). Είναι ακόμη αξιοσημείωτο ότι στο ξεκίνημα, αλλά και στο πέρας της πρωθυπουργίας του, δεν ήταν ταυτόχρονα και αρχηγός του πλειοψηφούντος στη βουλή κόμματος, πράγμα πρωτόγνωρο για τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά χρονικά. Κατά τους 5 πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και κατά τον τελευταίο μήνα, ο Γιώργος Παπανδρέου.
δ. Διεθνείς σχέσεις
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως πρωθυπουργού, ο Κώστας Σημίτης προώθησε μια νέα αντίληψη για τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή με κεντρική αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του η Ελλάδα ενίσχυσε τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε η ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εισήλθαν για πρώτη φορά σ΄ ένα πλαίσιο και μια προοπτική επ' ωφελεία και των δύο χωρών. Η Ελλάδα αναδείχθηκε πόλος ειρήνης και συνεργασίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Κώστας Σημίτης, ως Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας, προέδρευσε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κατά το α΄ εξάμηνο του 2003. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας υπογράφηκε, στις 14 Απριλίου 2003, στη στοά του Αττάλου στην Αθήνα, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση των δέκα νέων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες για το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Προωθήθηκε η στρατηγική της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Αντιμετωπίστηκε ο διχασμός της Ένωσης απέναντι στα ζητήματα του πολέμου στο Ιράκ και κατέστη εφικτή η ενιαία στάση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 2001 ξέσπασε μία μεγάλη σύγκρουση μεταξύ εκκλησίας και κράτους, όταν η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε, κατόπιν υποδείξεως της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από την αστυνομική ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση, οργάνωσε δύο συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη μαζί με πολλούς επισκόπους της Εκκλησίας της Ελλάδας. Ωστόσο, η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ακόμα και σε εθελοντική βάση, όπως ζήτησε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος, κρίθηκε αντισυνταγματική από τα ελληνικά δικαστήρια και το όλο θέμα ξεχάστηκε.
ε. Η προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ (1996-1999)
Την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1996-2000) κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής ήταν η εξασφάλιση της συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ. Πέρα από την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχ, στόχος ήταν και η κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η εξασφάλιση ενός σταθερού οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος με ευρύτερο κλίμα εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις και την κοινωνία, και μέσα από αυτό η ενίσχυση των επενδύσεων (μέσω αξιοποίησης και των κοινοτικών κονδυλίων), της παραγωγικότητας και η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα πλαίσια αυτά η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τη σταθερότητα και τη στήριξη της αντιπληθωριστικής πολιτικής.
Η συμμετοχή στο ευρώ θεωρήθηκε πολιτική και οικονομική αναγκαιότητα. Η ΟΝΕ θα διασφάλιζε μόνιμες συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, που δύσκολα οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση, όσο αναποτελεσματική και αν ήταν, θα μπορούσε να διαβρώσει. Η Ελλάδα έπρεπε να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. όπου θα παίρνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Από οικονομική άποψη, η πορεία προς την ΟΝΕ ήταν το μέσο για να αντιμετωπίσει η χώρα την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ώστε να επιτύχει την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της και να βελτιώνει συνεχώς το βιοτικό της επίπεδο.
Σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα του 1996, η Ελλάδα λογιζόταν αδύνατο να καταφέρει να είναι στον πρώτο κύκλο των χωρών, που θα επιλέγονταν για να προχωρήσουν στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Προκειμένου να αποτελέσει τμήμα της υπό διαμόρφωση ΟΝΕ, η Ελλάδα έπρεπε να πραγματοποιήσει μεγάλη πρόοδο και μάλιστα υπό πιεστικά χρονικά περιθώρια. Εντούτοις, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης Σύγκλησης του Μαΐου 2000 με βάση την οποία εγκρίθηκε η υιοθέτηση του Ευρώ από την Ελλάδα: «…. η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο προς τη σύγκλιση και η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης είναι θετική». Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός από το 8,9% το 1995 παρουσιάστηκε μειωμένος στο 2,1% το 1999. Για να γίνει αυτό χρειάστηκε να γίνουν κάποιες νομισματικής φύσεως προσαρμογές στις οποίες πρωταγωνίστησε ο υπουργός Νίκος Χριστοδουλάκης (ρύθμιση της συναλλαγµατικής ισοτιμίας ως ονομαστικής "άγκυρας"). Επίσης, η κυβέρνηση εισήγαγε διάφορες περικοπές των συντελεστών έµµεσης φορολόγησης οι οποίες είχαν αντιπληθωριστική επίδραση.
Η δημοσιονομική εξυγίανση προχώρησε με αξιοσημείωτους ρυθμούς. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat την περίοδο αυτή το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από το 9,1% του ΑΕΠ το 1995 στο 3,1% το 1999. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 στο 94% το 1999. Η Ελλάδα αύξησε σημαντικά τα φορολογικά της έσοδα την περίοδο αυτή και συγκράτησε τις πρωτογενείς δαπάνες, καταφέρνοντας να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε από 2,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 4,3% το 1999. Έτσι και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, από 11,2% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,4% το 1999, έγινε μείωση ελλειμμάτων και χρέους. Παράλληλα η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 3,5% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 1996-2000 αρκετά υψηλότερα του μέσου όρου της Ευρωζώνης, 2,4%. Οι συνολικές επενδύσεις αυξήθηκαν από 17,7% του ΑΕΠ το 1995 στο 21,6% του ΑΕΠ το 2000. Οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις, που συγχρηµατοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ, κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυτό το διάστημα άρχισαν να υποχωρούν προς τα επίπεδα των χωρών της ζώνης ευρώ. Στην Ελλάδα το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο το 1995 ήταν 17% (Γερμανία: 6,9%) και μειώθηκε στο 6,3% το 1999 (Γερμανία: 4,5%). Στις 19 Ιουνίου 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα , αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος Ευρώ από την Ελλάδα.
στ. Εγκυρότητα στατιστικών στοιχείων
Αμφιβολίες εμφανίστηκαν μετέπειτα ως προς την εγκυρότητα των οικονομικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν για να γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ. Η κριτική εστιάστηκε κυρίως στο ύψος του ελλείμματος και ήταν κύριο επιχείρημα για να θεωρηθεί λάθος η αποδοχή της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Το έλλειμμα του 1999, έτος αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζεται να είναι 3,1% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο του κριτηρίου του Μάαστριχ για έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ, βάσει του οποίου αξιολογήθηκε η ελληνική οικονομία. Το 2005 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε αποτελέσματα δημοσιονομικής απογραφής με τα οποία αμφισβήτησε δημοσιονομικά στοιχεία των κυβερνήσεων Σημίτη. Την μεθοδολογία της απογραφής (όπως την κατάργηση της τιτλοποίησης, τον χρονικό ανακαταμερισμό υπολογισμού των στρατιωτικών δαπανών) επέκρινε αργότερα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Η Eurostat αναθεώρησε στη συνέχεια το ύψος των αμυντικών δαπανών για τα έτη 1997 – 2003 αλλάζοντας τον κανονισμό λογιστικής καταγραφής των πληρωμών, από την ημερομηνία παράδοσης του πολεμικού υλικού (delivery basis), που τότε ακολουθούσαν οι μισές χώρες της ΕΕ, σε ημερομηνία πληρωμής ακόμα και των – συνήθως τεράστιων - προκαταβολών (cash basis). Από το 2005, η Eurostat καταγράφει πλέον τις αμυντικές δαπάνες με τη λογιστική μέθοδο της παράδοσης (delivery basis), για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ΕΕ. Η Eurostat τότε ζήτησε από τις χώρες να διορθώσουν τις χρονολογικές σειρές τους προς τα πίσω, ώστε να ακολουθούν διαχρονικά τον ίδιο ορισμό. Η Ελλάδα δεν προέβη σε επανόρθωση. Ούτως ή άλλως η ορθότητα απεικόνισης του ελλείμματος 3,1% για το 1999 αμφισβητείται και αφήνεται να εννοηθεί ότι, εν γνώσει των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αν όχι με την παραίνεσή τους) «μαγειρεύτηκαν» όπως-όπως κάποια οικονομικά μεγέθη, που δικαιολογούσαν την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, που είχε προαποφασιστεί για πολιτικούς λόγους (τότε που η Ελλάδα ήταν δελεαστικό αντικείμενο αγοράς), ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της χώρας .
ζ. Χρηματιστήριο
Η οικονομική πολιτική επισκιάστηκε επίσης από το λεγόμενο «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», για το οποίο ο Κ. Σημίτης, μαζί με τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου, κατηγορήθηκαν ότι φέρουν ευθύνες, με το σκεπτικό ότι δηλώσεις τους περί ισχυρής οικονομίας και λαϊκού καπιταλισμού προέτρεψαν τους μικροκαταθέτες να επενδύσουν τα λεφτά τους σε μετοχές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Σε συνδυασμό με την έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών και εν μέσω διαδόσεων και φημών από πολλά ΜΜΕ, που υπηρετούσαν κομματικά ή στενά οικονομικά συμφέροντα, το Χ.Α.Α. οδηγήθηκε σε μια ανεξέλεγκτη άνοδο (φούσκα) στις 6.350 μονάδες με αποτέλεσμα στη συνέχεια να καταρρεύσει και πολλοί μικροεπενδυτές να χάσουν τα λεφτά τους. Ο Κ. Σημίτης επέρριψε την ευθύνη στους επενδυτές λέγοντας "Ας πρόσεχαν" Υποστηρίχθηκε ότι ο δείκτης μετά την αρχή της πτώσης επιχειρήθηκε να ανέβει τεχνηέντως με μαζικές αγορές με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, μέσω της γνωστής ΔΕΚΑ, κρατικών τραπεζών, αλλά και ασφαλιστικών ταμείων. Για την διαχείριση των κεφαλαίων της ΔΕΚΑ αυτό το διάστημα παραπέμφθηκε σε δίκη η τότε διοίκησή της, έπειτα από μήνυση του πρώην πρωθυπουργού Μ. Έβερτ. Τελικά η διοίκηση αθωώθηκε. Πάντως, η πορεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου συμβάδισε περίπου χρονικά, τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση, με τα άλλα χρηματιστήρια διεθνώς, όπως της Νέας Υόρκης (SP500) , της Φρανκφούρτης (DAX) και του Παρισιού (CAC40).
η. Τα πρώτα χρόνια στο ευρώ (2000-2003)
Την δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του Κ.Σημίτη (2000-2003) ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες. Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Η ένταξη στο ευρώ έφερε μαζί με το νέο νόμισμα αυξημένη αξιοπιστία, αλλά και σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας, καθώς η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ και η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος. Μειώθηκε η αβεβαιότητα από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των νυν χωρών της Ευρωζώνης και διευκολύνθηκαν οι διασυνοριακές συναλλαγές, αλλά την ίδια στιγμή η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας. Οι μεταρρυθμίσεις όμως, οι οποίες θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε μία πλήρως νεοφιλελεύθερη και νεοκαπιταλιστική χώρα, κατά το πρότυπο της θατσερικής Μ.Βρετανίας, παρά τις προσπάθειες δεν προχώρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό λόγω των αντιδράσεων θιγόμενων πληθυσμιακών ομάδων.
Τα οικονομικά μεγέθη, της περιόδου 2000-2003, μετά από συνεχείς αναθεωρήσεις τόσο των δημοσιονομικών όσο και των εθνικολογιστικών μεγεθών, δείχνουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνέχισαν να είναι υψηλοί. Κατά μέσο όρο η οικονομία αναπτύχθηκε σε σταθερές τιμές 4,5% ετησίως, ωθούμενη κυρίως από τις επενδύσεις (8,5% μέση ετήσια πραγματική αύξηση). Η κατανάλωση, ιδιωτική και κρατική, αυξήθηκε επίσης (3,8% μέση ετήσια πραγματική αύξηση) τροφοδοτούμενη και από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Η πιστωτική επέκταση ήταν υψηλή λόγω της απελευθέρωσης της τραπεζικής αγοράς, μέσω και των ιδιωτικοποιήσεων τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία και της ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές. Ο πληθωρισμός συνέχισε να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τροφοδοτούμενος από την υψηλή ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια και τις ολιγοπωλιακές συνθήκες σε πολλές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (3,4% ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός) αν και φυσικά πολύ χαμηλότερος από παλαιότερα.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης την περίοδο αυτή αυξήθηκε από το 3,7% το 2000 στο 5,6% το 2003, παρόλο που το 2000-2002 υπήρχε πρωτογενές πλεόνασμα (από 3,6% το 2000 στο -0,7% το 2003). Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων το 2004, από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, οδήγησε στην απόφαση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υπαχθεί η Ελλάδα σε καθεστώς επιτήρησης. Η επιτήρηση αυτή έληξε το 2007, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων με τη χρησιμοποίηση εκ νέου λανθασμένων στοιχείων.
Διάφορες πρακτικές ακολουθήθηκαν επί πρωθυπουργίας Σημίτη στο χώρο των Δημοσίων Οικονομικών, όπως χρηματοοικονομικές τεχνικές σε μεγάλη έκταση, που μετέφεραν πόρους από το μέλλον στο παρόν, ώστε το χρέος να εμφανίζεται μειωμένο. Το 2002 η Eurostat υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει χρέος 107,3%, από 100%, που είχε δημοσιεύσει η κυβέρνηση. Τα τελικά στοιχεία για το δημόσιο χρέος της περιόδου αυτής έπειτα από πολλές αναθεωρήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της αναθεώρησης του ΑΕΠ της περιόδου 2000-2009) δείχνουν αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 103,4% το 2000 και μείωσή του στο 97,5% το 2003. Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε την περίοδο 1996-2003. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parities), ως ποσοστό του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15 (που περιλαμβάνει τις παλαιές 12 οικονομίες της ΕΕ συν την Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία) αυξήθηκε από το 71,7 το 1995 στο 72,3 το 2000 και στο 80,7 το 2003. Σημαντική ήταν και η συμβολή των κοινοτικών πόρων. Το Β΄ΚΠΣ 1994 – 1999 ύψους €14 δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 1994) ολοκληρώθηκε την περίοδο αυτή. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου το 1999 εξασφαλίσθηκαν για το Γ΄ΚΠΣ €22,7 δισ. (κοινοτική συμμετοχή σε τιμές 2000).
θ. Κατασκευές
Επί πρωθυπουργίας Σημίτη κατασκευάστηκαν ή ολοκληρώθηκαν διάφορα έργα υποδομής. Ανάμεσα στα έργα που έγιναν ξεχωρίζουν το μετρό της Αθήνας, το τραμ της Αθήνας, το νέο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Αττική Οδός (έργο για το οποίο διατυπώθηκαν ενστάσεις σε ότι αφορά το κόστος του και ειδικότερα το τελικό ποσό του 1 τρισ. δρχ. σε σχέση με τα 524 δισ. της αρχικής σύμβασης), η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και η Εγνατία Οδός, έργο για το οποίο ασκήθηκε κριτική σε ότι αφορά την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων. Σημαντική κριτική ασκήθηκε επίσης για τον τρόπο με τον οποίο ανατέθηκαν τα δημόσια έργα, ο οποίος οδήγησε σε φαινόμενα διαπλοκής και σε αύξηση του τελικού κόστους των έργων.
ι. Αποπομπή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ
Στις 12 Ιουνίου 2008 ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου έθεσε τον Κ.Σημίτη εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ μέσω επιστολής που δημοσιοποίησε στον τύπο. Αιτία στάθηκε η διαφορετική άποψη μεταξύ του Παπανδρέου και του Σημίτη για τη διεξαγωγή ή όχι δημοψηφίσματος, σχετικά με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης της Λισαβόνας. Ο Γιώργος Παπανδρέου κατηγόρησε τον Κώστα Σημίτη πως, ενώ το 2005 είχε προσυπογράψει την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη συνταγματική συνθήκη της ΕΕ και επιχειρηματολόγησε επ' αυτού και στη Βουλή, εντούτοις τότε άλλαξε γνώμη.
ια. Αποτίμηση του έργου του
Ως δεύτερος μετά τον Α.Παπανδρέου πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ, επί μεγάλο επίσης χρονικό διάστημα, ο Κ.Σημίτης έχει σημαντικό μερίδιο της ευθύνης για την εικόνα που παρουσίασε το κόμμα αυτό απέναντι στον ελληνικό λαό. Από όσα λέχθηκαν γι’ αυτούς η έκφραση «Ο Παπανδρέου μπορούσε αλλά δεν ήθελε – Ο Σημίτης ήθελε αλλά δεν μπορούσε» ίσως αδικεί και τους δύο. Η έκφραση «λαοπλάνος» για τον πρώτο και «λαοπνίχτης» για τον δεύτερο ίσως αδικεί τον Σημίτη. Η έκφραση «Άνθρωπος των Αμερικάνων» για τον πρώτο και «Άνθρωπος της ΕΟΚ» για τον δεύτερο είναι η πιο ενοχλητική για τους οπαδούς του κόμματος. Ως πρωθυπουργός ο Κ.Σημίτης προώθησε μία μετριοπαθή εξωτερική πολιτική, ταυτόχρονα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του μεγάλου ελληνικού δημόσιου τομέα, στοχεύοντας σε οικονομική σταθερότητα, αυστηρά σύμφωνα με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ήταν πάγιος γνώμονας της σκέψης και της δράσης του. H δεύτερη θητεία του συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και του εθνικού χρέους, καθώς και από προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών για το Κυπριακό πρόβλημα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Από τα σημαντικά θέματα της πρωθυπουργίας του ήταν η κατευθυνόμενη από την ΕΕ (και τελικά από τις ΗΠΑ) ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση το 2001. Η άτεγκτη προσήλωσή του στην υλοποίηση στόχων, που είχαν σχέση με την παρουσίαση οικονομικών μεγεθών, σε συνδυασμό με την ακαδημαϊκή σοβαρότητά του, που μπορούσε να ερμηνευτεί ως ψυχρότητα, τον μετέτρεψαν (όπως λέχτηκε) σε λογιστή που υπηρετούσε αριθμούς, αλλά δεν κυβερνούσε ανθρώπους, καθώς η αναλγησία του σε θέματα κοινωνικής ευαισθησίας απέβη περιώνυμη, εφάμιλλη της δηλητηριώδους παγερότητας του Κων.Μητσοτάκη. Αναμφισβήτητα τα «μεγάλα έργα» είναι τα προϊόντα της πολιτικής του (αλλά και των κόπων του ελληνικού λαού), για τα οποία είναι δίκαιο το όνομα του Κ.Σημίτη να μνημονεύεται στο μέλλον.
Έγραψε πολλά κείμενα και βιβλία πολιτικού και επιστημονικού περιεχομένου:
«Το πλασματικό ενέχυρο», 1967
«Το δικαίωμα επί της εφευρέσεως», 1967
«Η δομική αντιπολίτευση», 1979
«Πολιτική, Κυβέρνηση και Δίκαιο», 1981
«Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας», 1989,
«Θέσεις για την πολιτική στρατηγική του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος», 1990
«Προτάσεις για μια άλλη πολιτική», 1992,
«Εθνικιστικός Λαϊκισμός ή Εθνική Στρατηγική;», 1992,
«Ενωμένοι να Τολμήσουμε», 1994
«Για μια Κοινωνία Ισχυρή για μια Ισχυρή Ελλάδα», 1995,
«Για μία Ελλάδα Οικονομικά Ισχυρή και Κοινωνικά Δίκαιη», 2002,
«Για μία Ισχυρή Ελλάδα στην Ευρώπη και στον Κόσμο», 2002,
«Για μία Ισχυρή Ελλάδα, Σύγχρονη και Δημοκρατική», 2002,
«Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα 1996-2004», 2005,
«Στόχοι, στρατηγική, προοπτικές. Κείμενα 2000-2006», 2007,
«Η δημοκρατία σε κρίση;», 2007,
«Σκέψεις για μια προοδευτική διακυβέρνηση», 2008,
«Η κρίση», 2008,
«Ο εκτροχιασμός», 2012.
Ο Κώστας Καραμανλής (Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου Καραμανλής) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την περίοδο 10 Μαρτίου 2004 – 6 Οκτωβρίου 2009. Ανεψιός του πρώην Πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1956. Ο πατέρας του Αλέκος Καραμανλής, ιδιοκτήτης εταιρείας χωματουργικών εργασιών, παντρεύτηκε το 1944 την Αλίκη Γεωργούλη. Έχει ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Γιώργο. Μετά την αποφοίτησή του από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Π.Σ.Π.Α.) το 1974, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεχίζοντας τις σπουδές του έγινε κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο Tufts και το τμήμα νομικής και διπλωματίας (Fletcher School of Law and Diplomacy), όπου έγινε επίσης κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, διεθνείς σχέσεις και ιστορία της διπλωματίας. Ήταν μέλος της νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας (Ο.Ν.ΝΕ.Δ.), όπου ήταν υπεύθυνος για τα οργανωτικά και ιδεολογικά θέματα από το 1974 έως το 1979 και από το 1984 έως το 1989. Εκλέχτηκε πολλές φορές στα φοιτητικά συνδικαλιστικά όργανα με την παράταξη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Συνέγραψε το βιβλίο «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Εξωτερικές Σχέσεις της Ελλάδος 1928 - 1932». Από το 1987 έως το 1989 άσκησε τη δικηγορία, ενώ συνεργάστηκε και με το περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος». Σύζυγός του από το 1998 είναι η Νατάσα Παζαΐτη, αρχικά νηπιαγωγός και μετέπειτα ιατρός, και απέκτησαν από το 2003 δύο δίδυμα παιδιά (Αλέξανδρος και Αλίκη).
α. Πολιτική δράση
Ο Κ.Καραμανλής εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία τον Ιούνιο του 1989 στην Α΄ εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης, ενώ το 2004 εκλέχτηκε στον νομό Λάρισας. Έχει διατελέσει γραμματέας του προεδρείου της Βουλής το 1989 και γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας. Το 1995 εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας. Στις 21 Μαρτίου 1997 και ύστερα από την εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας το 1996 από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., εκλέχτηκε από το 4ο συνέδριο του κόμματος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 1999 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, θέση στην οποία επανεκλέχθηκε τον Οκτώβριο του 2002. Στις εκλογές του 2000 έχασε οριακά τη νίκη και την πρωθυπουργία από τον Κώστα Σημίτη, πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στις 7 Μαρτίου 2004, ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αναδείχθηκε νικητής στις βουλευτικές εκλογές με ποσοστό 45,36% εξασφαλίζοντας κοινοβουλευτική πλειοψηφία 164 εδρών επί συνόλου 300. Έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 10 Μαρτίου ορκίστηκε Πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού. Στον ανασχηματισμό της 14ης Φεβρουαρίου 2006 παραιτήθηκε από το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το 2007 προκήρυξε πρόωρες εκλογές, τις οποίες κέρδισε η Νέα Δημοκρατία στις 16 Σεπτεμβρίου, εξασφαλίζοντας ποσοστό 41,8% και 152 έδρες στη Βουλή, έναντι 38,1% για το ΠΑΣΟΚ και 102 έδρες. Την επόμενη ημέρα των εκλογών ο Καραμανλής έλαβε εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια. Η κυβέρνηση αυτή ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα στις 19 Σεπτεμβρίου 2007. Δύο χρόνια μετά τη νέα εκλογική νίκη, το 2009, προκήρυξε πάλι πρόωρες εκλογές, επικαλούμενος προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, και, ως πρόφαση, την άρνηση του ΠΑΣΟΚ να συνεργαστεί στο θέμα της εκλογής ως Προέδρου της Δημοκρατίας του Κάρολου Παπούλια. Οι εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 2009 έδωσαν τη νίκη στο ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο βράδυ άρχισαν οι διαδικασίες για την εκλογή νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.
β. Έργο των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή 2004-2009
Από το 2004 έως το 2009, κατά τη διάρκεια της θητείας του Κώστα Καραμανλή στην Πρωθυπουργία, πραγματοποιήθηκε μία σειρά δημοσίων έργων, όπως η ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού το 2009 (έργο το οποίο ξεκίνησε το 1994, κατασκευάστηκαν 509 km από τα συνολικά 670 km του μήκους της), η επέκταση του δικτύου του Μετρό της Αθήνας προς Αιγάλεω και η κατασκευή και άλλων ενδιάμεσων σταθμών, η έναρξη των έργων κατασκευής του Μετρό της Θεσσαλονίκης το 2006 (σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την αρχική μελέτη και την έναρξη των έργων τα οποία αργότερα εγκαταλείφθηκαν), την επέκταση του τραμ της Αθήνας προς τα νότια μετατοπίζοντας τον τερματικό σταθμό στη Βούλα και την έναρξη της επέκτασης προς Πειραιά, την κατασκευή και τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την ανακατασκευή της Εθνικής οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης στο πέταλο του Μαλιακού κόλπου.
Από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, επίσης, υπογράφτηκε η τριμερής συμφωνία μεταξύ Ρωσίας - Βουλγαρίας - Ελλάδας για την ίδρυση της εταιρίας Trans-Balkan Pipeline B.V. που είναι κύριος του έργου του Αγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, καθώς και συμφωνίες για συνεργασίες στην κατασκευή του αγωγού South Stream. Στα εθνικά θέματα πιστώνεται, ιδιαίτερα στον ίδιο τον Κώστα Καραμανλή, η άρνηση προσυπογραφής του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο το 2004, η προσέγγιση της Κίνας και Ιαπωνίας για οικονομική συνεργασία και η προβολή βέτο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι για τη συμμετοχή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη Βορειοατλαντική συμμαχία, λόγω της μη επίλυσης του θέματος της ονομασίας. Με το βέτο αυτό εδραιώθηκε η κόκκινη γραμμή της Ελλάδας, που διατυπώνεται σε μόνο μια ονομασία erga omnes (που να ισχύει έναντι πάντων στο εσωτερικό και εξωτερικό της ενδιαφερόμενης χώρας) και με κριτήριο τον γεωγραφικό προσδιορισμό. Στον τομέα του αθλητισμού, από τις πιο σημαντικές στιγμές της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή αναφέρεται η ολοκλήρωση της προετοιμασίας και η επιτυχής διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.
Η πολιτική του στα θέματα αυτά και κυρίως η άρνησή του να αποδεχτεί την υπαγωγή της ελληνικής οικονομίας σε ειδικό καθεστώς ελέγχου από την λεγόμενη Τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), την οποία αποδέχτηκε (αν δεν προκάλεσε) ο διάδοχός του Γ.Α.Παπανδρέου, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια «έξωθεν κύκλων», η οποία κατέληξε σε σκαιά εκπαραθύρωση του Κ.Καραμανλή το 2009, μετά από μια εξωφρενική σειρά τραγελαφικών σκευωριών, στις οποίες περιλαμβανόταν και η μεθόδευση της δολοφονίας του.
γ. Σχέδιο Ανάν
Το Σχέδιο Ανάν ήταν πρόταση που διαμορφώθηκε από τον γενικό γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν για την συνολική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Η αρχική του μορφή (το αποκαλούμενο σήμερα σχέδιο Ανάν Ι) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2002. Το σχέδιο αφορούσε την αναδιάταξη της Δημοκρατίας της Κύπρου σε μια Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα περιλάμβανε δύο ομόσπονδα κρατίδια, ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό. Το σχέδιο υποβλήθηκε στην τελική του μορφή (Σχέδιο Ανάν V) τον Μάρτιο του 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα και απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους, με ΟΧΙ ποσοστού 76% (έναντι 24% ΝΑΙ) και εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε ποσοστό 62%.
Είναι προφανές ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν χρειάζονταν τη συμβουλή κανενός, ακόμα και του Προέδρου τους Τάσσου Παπαδόπουλου, για να πουν ΟΧΙ σε ένα σχέδιο που καλούσε τους Κύπριους να αποδεχτούν:
1. Ότι η Τουρκία θα είχε για πάντα το δικαίωμα να επεμβαίνει μόνη στρατιωτικά στην Κύπρο για να επαναφέρει την προϋπάρχουσα συνταγματική τάξη, αν κάτι από τις 9000 σελίδες του σχεδίου ΑΝΑΝ που αφορούσε, είτε το ελληνοκυπριακό συνιστόν κράτος είτε το αντίστοιχο Τουρκοκυπριακό είτε την κεντρική κυβέρνηση, άλλαζε χωρίς την έγκριση της.
2. Να παραμείνει στην Κύπρο για πολλά χρόνια ένας πολύ μεγάλος αριθμός τουρκικών στρατευμάτων.
3. Ότι θα έπρεπε πρώτα να κτίσουν νέα σπίτια και να βρουν δουλειές σε άλλο μέρος της Κύπρου για κάθε Τούρκο (συνήθως έποικο από την Τουρκία), προκειμένου να τους επιστραφεί ένας μικρός αριθμός των κλεμμένων σπιτιών τους.
4. Να μην έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν εναντίον της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την κλεμμένη από την Τουρκία περιουσία τους.
5. Να μην έχουν, για πάντα, το δικαίωμα να αγοράσουν περιουσία και να δημιουργήσουν επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Κύπρο (και στην υπό κατοχή από την Τουρκία βόρεια Κύπρο).
6. Να υπάρχει μία κεντρική κυβέρνηση της μελλοντικής νέας Κυπριακής ομοσπονδίας, χωρίς οποιαδήποτε δύναμη να επιβάλει τις αποφάσεις της και χωρίς τη δυνατότητα να αποφασίζει για οτιδήποτε σπουδαίο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη έξι διορισμένων από τον Ανάν ισόβιων δικαστών.
7. Οι μισθωμένες από την Κυπριακή κυβέρνηση στη Μεγάλη Βρετανία βάσεις, να γίνουν ιδιόκτητο Βρετανικό έδαφος με υφαλοκρηπίδα μέχρι την Αίγυπτο, ώστε η Μεγάλη Βρετανία να μπορέσει να πάρει τα ευρεθέντα μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου πετρέλαια (που ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία).
8. Να ισχύουν όλες οι συμφωνίες που υπέγραψε το παράνομο Τουρκοκυπριακό κράτος με την Τουρκία (που δίδουν στην Τουρκία, το FIR και την υφαλοκρηπίδα της βόρειας Κύπρου).
9. Να γίνει το σχέδιο Ανάν νόμος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών, που σήμαινε ότι η Τουρκία θα μπορούσε να εισβάλει στο μέλλον στρατιωτικά στην Κύπρο χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε άδεια.
δ. Αγωγός Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη
Επί πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή ολοκληρώθηκε ο κύκλος διαπραγματεύσεων, μνημονίων και συμφωνιών, που οδήγησαν στην έναρξη κατασκευής του αγωγού αργού πετρελαίου που ενώνει το λιμάνι Μπουργκάς της Βουλγαρίας με το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Η αρχική σύλληψη της ιδέας για την κατασκευή του αγωγού χρονολογείται από το 1993. Η υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας για την υποστήριξη της κατασκευής του αγωγού, τον Απρίλιο του 2005 στη Σόφια, η συνάντηση κορυφής των τριών ηγετών, του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, του Βούλγαρου ομολόγου του Γκεόργκι Παρβάνοφ και του Έλληνα Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, στις 4 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, αλλά και η μονογραφή του κειμένου της Διακρατικής Συμφωνίας, στο Μπουργκάς, στις 7 Φεβρουαρίου 2007, αποτέλεσαν σταθμούς για την πρόοδο του έργου. Στις 11 Ιουνίου 2010 η Βουλγαρία ανακοίνωσε το πάγωμα του σχεδίου υλοποίησης του αγωγού υπό το φόβο περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο λιμάνι του Μπουργκάς, ενώ στις 5 Νοεμβρίου του 2011 εγκρίθηκε η περιβαλλοντική μελέτη για το Λιμάνι του Μπουργκάς από το Υπουργείο περιβάλλοντος της Βουλγαρίας και η συνέχιση της υλοποίησης του έργου.. Το έργο τελικά εγκαταλείφθηκε τον Δεκέμβριο του 2011. Για ποιο λόγο και μετά από ποιες μεφιστοφελικές παρεμβάσεις, μπορεί κανείς να το υποθέσει, αν έχει ακόμη το σθένος να διατηρεί ακάμαντον ενέργειαν και υψηλήν φύσιν.
ε. Βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ
Τον Απρίλιο του 2008 πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας η μεγαλύτερη στην ιστορία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Ανάμεσα στα θέματα που συζητήθηκαν ήταν η διεύρυνση της Συμμαχίας και, συνεπώς, η αίτηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας να ενταχθεί σε αυτήν. Παρά τις πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στο επίσημο δείπνο εργασίας της πρώτης ημέρας της συνόδου, αποσαφήνισε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί την ένταξη της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ, από τη στιγμή που δεν έχει εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο ζήτημα του ονόματος. Επιπλέον, τόνισε ότι οποιαδήποτε λύση βρεθεί θα πρέπει να έχει την έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να είναι μόνιμη. Την ελληνική θέση στήριξε η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, Γερμανία και η Γαλλία. Ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δήλωσε χαρακτηριστικά: «Είμαστε αλληλέγγυοι με τους Έλληνες, πιστεύουμε ότι πρέπει να βρεθεί λύση. Έχω Ουγγαρέζικες ρίζες, αλλά έχω και Ελληνικές και τις αποδέχομαι πλήρως». Την αντίθεσή τους στη στάση της Ελλάδας έδειξαν οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Σλοβενία, η Τσεχία, η Εσθονία και η Λιθουανία, ενώ οι υπόλοιπες χώρες κράτησαν ουδέτερη στάση.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους εξέφρασε την λύπη του για την μη πρόσκληση της ΠΓΔΜ, εκφράζοντας παράλληλα την ευχή για γρήγορη λύση. Το τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου ανέφερε ότι η ένταξη της ΠΓΔΜ εξαρτάται από την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας και ότι αυτό οι 26 ηγέτες εύχονται να γίνει σύντομα. Ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γιαπ ντε Χοπ Σέφερ δήλωσε: «Συμφωνήσαμε ότι η πρόσκληση στη ΠΓΔΜ θα υπάρξει μόλις επιτευχθεί μία αμοιβαία αποδεκτή λύση για το ζήτημα της ονομασίας».
στ. Σχέδιο Πυθία 1 για τη δολοφονία του Κ.Καραμανλή
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου, με την κωδική ονομασία «Σχέδιο Πυθία 1», εκπονήθηκε από ξένες μυστικές υπηρεσίες και τέθηκε σε εφαρμογή από Έλληνες συνεργάτες τους, σχέδιο δολοφονίας του Κώστα Καραμανλή. Άκρως απόρρητο έγγραφο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με τίτλο "Ειδικό Δελτίο Ενημέρωσης" (219/5, Φεβρουάριος 2009) ανέφερε ότι η F.S.B. (πρώην CIA) ειδοποίησε την ΕΥΠ ότι μια 19μελής ομάδα εργασίας της εντόπισε και αποκάλυψε σχέδιο επίθεσης εις βάρος του Κώστα Καραμανλή, με σκοπό την αναβολή ή τη ματαίωση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Η δράση της ομάδας εργασίας της F.S.B. εντασσόταν στο πλαίσιο υπηρεσίας αντιπαρακολούθησης, με αφορμή τον εντοπισμό απόπειρας τηλεφωνικής υποκλοπής συνομιλιών των K.Καραμανλή, Πούτιν και Παρβάνοφ. Η συμπλοκή της ομάδας της F.S.B. με κάποιους από τους εκτελεστές του σχεδίου πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2008 σε σημείο της διαδρομής της πομπής του πρώην Πρωθυπουργού προς το σπίτι του. Το σχέδιο Πυθία περιελάμβανε τέσσερα κύρια σημεία: Πολιτική αποσταθεροποίηση (υπόθεση μονής Βατοπεδίου), επιχειρηματική αποσταθεροποίηση (υποβάθμιση ελληνικής οικονομίας), κοινωνική αποσταθεροποίηση (κοινωνική αναταραχή και τρομοκρατικές ενέργειες) και προβλήματα στην εξωτερική πολιτική.
Τον Ιούνιο του 2011, ο Εισαγγελέας Ν. Ορνεράκης ξεκίνησε έρευνα πάνω στο θέμα αυτό, η οποία κατέληξε τον Μάρτιο του 2012 σε άσκηση ποινικής δίωξης με την κατηγορία των προπαρασκευαστικών πράξεων εσχάτης προδοσίας, της διατάραξης της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος και της αποστέρησης του πρωθυπουργού από την άσκηση της εξουσίας που του παρέχει το Σύνταγμα. Ποινική δίωξη κατά αγνώστων άσκησε ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, Ιωάννης Σακελάκος. Η δικογραφία ανατέθηκε στον ανακριτή Δημήτρη Φούκα, ο οποίος συνέταξε πολυσέλιδο πόρισμα, που δημοσιεύτηκε στις 25/7/2015. Η ανάκριση αφορά τρεις δικογραφίες οι οποίες καλύπτουν το σχέδιο Πυθία 1, τις υποκλοπές, και υπόθεση παραβίασης μυστικών της Πολιτείας στην οποία είναι κατηγορούμενοι μία υπάλληλος της ΕΥΠ και ο πρώην υπουργός Μιχάλης Καρχιμάκης, στην κατοχή του οποίου είχαν βρεθεί διαβαθμισμένα έγγραφα της υπηρεσίας πληροφοριών.
Για το "σχέδιο Πυθία", που φέρεται να αποσκοπούσε στην άσκηση πίεσης και στον εξαναγκασμό της ελληνικής κυβέρνησης να αλλάξει πολιτική σε θέματα που αφορούσαν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας με αποκορύφωμα τη φυσική εξόντωση του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, ο Δημ.Φούκας αναφέρει: «Σκοπός των δραστών φαίνεται ότι ήταν η διακοπή της πολιτικής και οικονομικής προσέγγισης της Ελλάδας με τη Ρωσία που τότε είχε αρχίσει να διαμορφώνεται σε κρίσιμους τομείς, ειδικότερα της ενέργειας, των εξοπλισμών και των κρατικών προμηθειών». Περαιτέρω το πόρισμα του Δ.Φούκα κάνει μνεία στις συμφωνίες για τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και τον αγωγό South stream, αναφέροντας πως η προσέγγιση της Ελλάδας με τη Ρωσία προκάλεσε ενέργειες εκ μέρους των ΗΠΑ, ώστε να ανατραπούν οι εν λόγω συμφωνίες για τους ρωσικούς αγωγούς. Αναφέρεται επίσης στο πόρισμα ότι: «Το γεγονός της στήριξης της αμερικανικής πλευράς προς τον αγωγό ΤΑΡ εκτιμάται ότι μεταφέρθηκε στις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2009, επιβεβαιώθηκε δε από την κατάθεση μάρτυρα (αναφέρεται το όνομα γνωστού επιχειρηματία), ο οποίος μετά από συνάντηση του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ τον Μάιο του 2012 μετέφερε στην ελληνική πολιτική ηγεσία την αμερικανική θέση. Αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη των σχεδίων των αγωγών και η δέσμευση της ελληνικής πλευράς στο σχέδιο του αγωγού ΤΑΡ. Επίσης εγκαταλείφθηκε το σχέδιο προμήθειας στρατιωτικού υλικού από τη Ρωσία». Στο πόρισμα γίνεται επίκληση στοιχείων από πληροφοριακά δελτία της ΕΥΠ, αλλά και από μαρτυρία του πράκτορα με κωδική ονομασία "ΘΣ 13".
Γίνεται επίσης αναφορά από τον ανακριτή στην άρση τηλεφωνικού απορρήτου που ζητήθηκε για πρώην αξιωματούχο, στενό συνεργάτη του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος προέκυψε ότι κατά το έτος 2012 συνομιλούσε με τον Μεξικανό επιχειρηματία Julio Salinas Price, σύμβουλο επί οικονομικών θεμάτων του Προέδρου του Μεξικού και ιδιοκτήτη ορυχείων αργύρου, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα. Σκοπός των εν λόγω επαφών, σύμφωνα με το διαβιβαστικό έγγραφο του ανακριτή ήταν «η προώθηση σχεδίου που προέβλεπε την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την εισαγωγή εθνικού νομίσματος». Το σχέδιο, που για πρακτικούς λόγους αποκαλείται "ασημένια δραχμή", «προέβλεπε την εισαγωγή νέου νομίσματος εκτιμώμενης αξίας διπλάσιας του ετήσιου ΑΕΠ, καλυμμένου σε ποσοστό 20% από αξία αργύρου που θα χορηγούσε ο προμηθευτής, δηλαδή ο S. Price». Στο πόρισμα επίσης αναφέρεται ότι «θα προέκυπτε για τη χώρα επιβάρυνση ύψους 70 δισ. ευρώ για την έκδοση του νέου νομίσματος στην οποία θα έπρεπε να προστεθούν οι αμοιβές συμβούλων και μεσιτών».
Ο Δ.Φούκας αναφέρει ακόμη πως «στις 26/03/2014 επικοινώνησε με το ανακριτικό γραφείο πρώην στέλεχος της ΕΥΠ, με τον οποίο υπήρξε προηγούμενη συνεργασία, ζητώντας συνάντηση με τον ανακριτή. Η συνάντηση έγινε αυθημερόν και αυτός αναφέρθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία του με στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, που είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Ελλάδα, ο οποίος του ζήτησε να έρθει σε επαφή με τον ανακριτή και να μεταφέρει την άποψη ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι πλέον φιλικές και ότι η έρευνα πρέπει να σταματήσει διότι εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη τους».
Για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, στην οποία είναι κατηγορούμενος για κατασκοπεία 65χρονος πρώην υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας, ο Δ.Φούκας αναφέρει ότι, από τον Αύγουστο του 2004 μέχρι και το Μάρτιο του 2005, ο William B., Αμερικανός πράκτορας, επιχείρησε με πρόθεση να λάβει σε γνώση του απόρρητες πληροφορίες, που αφορούν στα συμφέροντα της Ελληνικής Δημοκρατίας, μέσω τηλεφωνικών υποκλοπών. Από τα στοιχεία του ανακριτή προέκυψε πως η σύζυγος του συγκεκριμένου προσώπου, ήταν εκείνη που είχε αγοράσει τα καρτοκινητά-σκιές από την Ακτή Μιαούλη με το ψευδώνυμο Πέτρος Μάρκου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την παρακολούθηση δεκάδων πολιτικών, μελών τής τότε κυβέρνησης, αλλά και δεκάδων άλλων προσώπων. Από την άρση απορρήτου μιας εκ των τεσσάρων τηλεφωνικών συνδέσεων προέκυψε ότι η τηλεφωνική σύνδεση ενεργοποιήθηκε και σε άλλη συσκευή με στοιχεία συνδρομητή American Embassy. Μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών ο William B. εξαφανίστηκε από την Ελλάδα.
Τέλος κατά το ανακριτικό πόρισμα, που επικαλείται αναφορές στο Wikileaks, προκύπτει ότι υπήρχαν υπάλληλοι της ΕΥΠ «επιρρεπείς σε διαρροές οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως δυσαρεστημένοι». Ο ανακριτής αναφέρει πως εντός του 2005, υπάλληλοι της ΕΥΠ που είχαν πρόσβαση σε απόρρητα στοιχεία, τα παρέδιδαν σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, και συγκεκριμένα στον τότε βουλευτή Μιχάλη Καρχιμάκη. Ο πρώην υπουργός αρνείται την κατηγορία -της οποίας φυσικός αυτουργός φέρεται μία υπάλληλος της ΕΥΠ- και αποδίδει την εμπλοκή του σε λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς η καταγγέλλουσα την υπόθεση αναφέρεται σε «διωγμό που υπέστησαν» συνάδελφοι της συνδικαλιστές στην ΕΥΠ επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Η δικογραφία θα εισαχθεί στο αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο.
ζ. Οι σκευωρίες της ασύμμετρης απειλής
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Κ.Καραμανλή προέκυψε μια πρωτοφανής, σε πλήθος και συχνότητα εμφάνισης, σειρά διάφορων υποθέσεων, που απασχόλησαν και τη Δικαιοσύνη, οι οποίες, στο βαθμό που ήταν προκατασκευασμένες από πράκτορες σκοτεινών δυνάμεων στα πλαίσια του προαναφερθέντος Σχεδίου Πυθία, αποσκοπούσαν στην πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση και στη φθορά της δημόσιας εικόνας του, με στόχο την απομάκρυνσή του από την εξουσία (και με προσωπική φυσική εξόντωση αν ήταν αναγκαίο). Πολλές από αυτές αφορούσαν την Νέα Δημοκρατία, αλλά σε διάφορες περιπτώσεις συνδέθηκαν και ονόματα άλλων κομμάτων. Ο αριθμός των υποθέσεων αυτών φέρεται να ξεπερνά τις 50 και ασφαλώς μετέτρεψαν την πρωθυπουργική θητεία σε ζωντανό καθημερινό εφιάλτη. Πολλοί συνεργάτες του Καραμανλή υπό το βάρος των περιστάσεων αναγκάστηκαν να παραιτηθούν, ενώ το 2007 και το 2009 η κυβέρνηση οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές. Ανάμεσα στις υποθέσεις που «αποκαλύφθηκαν» ήταν αυτές των δομημένων ομολόγων, της Siemens, της Μονής Βατοπεδίου, ο θάνατος του Διοικητή του ΙΚΑ Ι. Βαρθολομαίου, η απαγωγή Πακιστανών το καλοκαίρι του 2005 και η υπόθεση των υποκλοπών, με θάνατο στελέχους εταιρίας κινητής τηλεφωνίας, στην οποία θύμα ήταν και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, της παράνομης μεταγραφής φοιτητή, χορήγησης κρατικών επιχορηγήσεων σε υπόδικο ιδιοκτήτη καναλιού, παράνομης παραμονής μεταναστών σε σπίτι πολιτικού και ψευδούς φορολογικής δήλωσης, ροζ βίντεο και απόπειρας αυτοκτονίας του Γ.Γ. πολιτισμού Χ.Ζακόπουλου και σύνδεσης της υπόθεσης με τον δημοσιογράφο Θέμο Αναστασιάδη, του καρτέλ γάλακτος, ξυλοδαρμού φοιτητών, χειραγώγησης μετοχών, αυθαιρέτων κατοικιών, offshore εταιριών, υπόθεσης Ζωνιανών, απόδρασης Παλαιοκώστα, παραδικαστικού κυκλώματος, πυρκαγιών σε Χαλκιδική, Πάρνηθα, Πελοπόννησο και Εύβοια, χρηματιστηρίου, χρεών πολιτικής καμπάνιας, εξαγοράς Cosmote και OTE, καταγγελίας για νοθεία κατά τη διάρκεια συνταγματικής αναθεώρησης, του ΟΣΕ, της δολοφονίας του 16χρονου Α.Γρηγορόπουλου από αστυνομικό και του πακέτου 28δις ευρώ στις τράπεζες.
Ιδιαίτερα σοβαρή ήταν η περίπτωση των εσκεμμένων εμπρησμών του 2007 και του 2009 που έκαψαν μεγάλες δασικές εκτάσεις σε όλη τη χώρα (ιδιαίτερα στη Χαλκιδική, Πάρνηθα, Πελοπόννησο και Εύβοια), συνέπεσαν με τις προεκλογικές περιόδους εκείνων των χρόνων και ανάγκασαν τον υπουργό Βύρωνα Πολύδωρα να μιλήσει ανοιχτά για «ασύμμετρη απειλή», υπονοώντας την απρόκλητη μεθόδευση ειδικά των πυρκαγιών αυτών. Πράγματι λίγα χρόνια αργότερα, από τα τηλεγραφήματα των Wikileaks, αποκαλύφθηκε ανάμειξη παρακρατικών ομάδων στη σωρεία αυτών των εμπρησμών, που εντάσσονταν σε γενικότερο σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας. Επιπλέον σφοδρές συζητήσεις, με «περίεργη» δυσφημιστική διεθνή προβολή, προέκυψαν μετά τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από ειδικό φρουρό στα Εξάρχεια τον Δεκέμβριο του 2008. Και η περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την έρευνα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ν. Ορνεράκη, βάσει της δικογραφίας που σχηματίσθηκε, αποδόθηκε στις προπαρασκευαστικές ενέργειες του Σχεδίου "Πυθία 1". Για το θέμα αυτό, η συνήγορος της οικογένειας Γρηγορόπουλου, Ζωή Κωνσταντοπούλου, δήλωσε ότι "Η δίωξη επιβεβαιώνει τη θέση της οικογένειας Γρηγορόπουλου ότι το βράδυ της εν ψυχρώ δολοφονίας του 15χρονου παιδιού έδρασαν δυνάμεις που επιζητούσαν νεκρό εφαρμόζοντας ευρύτερο σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας".
Στις 8 Μαΐου του 2009, με το υπ' αριθμόν 53 Διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (αριθμός ΦΕΚ 72), κηρύχθηκε αιφνιδιαστικά η λήξη των εργασιών της Β' Συνόδου της ΙΒ' Βουλευτικής Περιόδου. Η λήξη των εργασιών της Βουλής πραγματοποιήθηκε 30 ημέρες πριν τις Ευρωεκλογές του 2009 και σήμανε την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Η βεβιασμένη αυτή ενέργεια, σε συνδυασμό με δηλώσεις του που διέρρευσαν στον τύπο, δείχνει ότι ο Κ.Καραμανλής, μετά και από απειλές που είχε δεχτεί, είχε φτάσει σε σημείο πανικού, ιδιαίτερα για τη ζωή των παιδιών του και ουσιαστικά, μετά την προσχεδιασμένη ήττα του στις εκλογές του 2009, αποφάσισε να αποσυρθεί από την άμεση ανάμιξη στην πολιτική, όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι σιώπησε όλα τα επόμενα χρόνια, παρά τις εκτοξευόμενες εναντίον του μομφές για τις αιτίες της κρίσης 2010-2016, που χρεώθηκαν από τους αντιπάλους του προσωπικά στο άτομό του, και αποποιήθηκε ακόμα και την «ακίνδυνη» θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας που του πρόσφερε ο Αλ.Τσίπρας το 2015.
Για την οικονομική κρίση ιδιαίτερα πρέπει να ληφθούν υπόψη επιστολές του πρώην υφυπουργού Οικονομικών Πέτρου Δούκα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Βήμα της Κυριακής", σύμφωνα με τις οποίες ο Καραμανλής γνώριζε τις απειλές για την οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά "δεν ήθελε να στριμώξει τον ελληνικό λαό" επειδή "επικρατούσε κλίμα γενικότερης ευφορίας, ότι πάμε καλά και ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε με λιγότερες θυσίες", και με την αισιόδοξη προοπτική ότι "με τρόπο υπεύθυνο και αποδοτικό για το συμφέρον της χώρας καλύφθηκαν οι δανειακές ανάγκες με όρους ευνοϊκούς για την Ελλάδα και για τους πολίτες και μάλιστα χωρίς τυμπανοκρουσίες, ενώ το ΠΑΣΟΚ του «λεφτά υπάρχουν» έκανε λόγο για Τιτανικό και άλλα απίθανα πράγματα, προκαλώντας τεράστια προβλήματα στο δανεισμό, εκτοξεύοντας τα επιτόκια δανεισμού σε δυσθεώρητα ύψη, οδηγώντας τη χώρα στην αγκαλιά του ΔΝΤ και φέρνοντας ξένους επιτρόπους στα υπουργεία".
η. Αξιολόγηση του έργου του
Είναι άκρως αξιοσημείωτο όσο και αξιοπερίεργο, ότι ο Κ.Καραμανλής, ένας (κατά τα αναμενόμενα) από τους πλέον προσαρμοσμένους στις υποδείξεις πολιτικούς, παρά κάθε λογική προσδοκία, προκάλεσε το οξύτατο μένος μυστικών υπηρεσιών, που έφτασαν μέχρι το σημείο να σχεδιάζουν τη δολοφονία του. Ο κύκλος της ιστορίας έκλεισε απότομα όσο και εκκωφαντικά πίσω του και τον έθεσε πρόωρα στο περιθώριο, σε ηλικία που άλλοι πολιτικοί αρχίζουν την κύρια δράση τους, και μάλιστα σε στιγμή που η δημοτικότητά του φαινόταν άτρωτη και αδιαφιλονίκητη. Ασφαλώς δεν είναι άνθρωπος που του ταιριάζει το φωτοστέφανο του μάρτυρα, όμως η περίπτωσή του, ανεξάρτητα από προσωπικές κομματικές συμπάθειες, απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη, στο βαθμό που είναι σήμερα εφικτή, διότι αφορά την ωμότερη και πλέον απροκάλυπτη, μετά την δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, παρέμβαση «αφανών δυνάμεων» στην ελληνική πολιτική ζωή.
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου (16 Ιουνίου 1952- ) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 6 Οκτωβρίου 2009 - 11 Νοεμβρίου 2011. Γεννήθηκε το 1952 στο Σαιντ Πωλ (St. Paul) της Μινεσότα των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ) και πολιτογραφήθηκε με το όνομα George Jeffrey Papandreou. Την περίοδο εκείνη ο πατέρας του, Ανδρέας Παπανδρέου, κατείχε πανεπιστημιακή έδρα στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα (University of Minnesota). Μητέρα του είναι η Μαργαρίτα Τσαντ, από το Έλμχερστ (Elmhurst) του Ιλινόι των ΗΠΑ. Είναι επίσης εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Γενέτειρα της οικογενείας Παπανδρέου είναι το Καλέτζι της Αχαΐας. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Amherst College στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, την περίοδο 1970-1975, πήρε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην κοινωνιολογία της ανάπτυξης στο London School of Economics, Ηνωμένο Βασίλειο (1975-1977). Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Στοκχόλμη και παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Έχει εργαστεί στις Η.Π.Α., στη Σουηδία και στον Καναδά. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και σουηδικά. Είναι νυμφευμένος με την Άντα Παπαπάνου και έχει δύο παιδιά, τον Ανδρέα (από προηγούμενο γάμο με την Εύα Ζησιμίδου, 1982) και τη Μαργαρίτα-Έλενα (γεννημένη το 1990).
α. Πολιτική σταδιοδρομία
Εκλεγόταν από το 1981 έως το 1996 βουλευτής με το ψηφοδέλτιο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Αχαΐα και αργότερα στην Α' Αθήνας και, ως αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Α' Θεσσαλονίκης και στον νομό Αχαΐας. Υπηρέτησε ως Υφυπουργός Πολιτισμού (Ιούλιος 1985 - Φεβρουάριος 1987), Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1988 - 1989), Υφυπουργός Εξωτερικών (Οκτώβριος 1993 - Ιούλιος 1994), Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Ιούλιος 1994 - Σεπτέμβριος 1996), Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών (Σεπτέμβριος 1996 - Φεβρουάριος 1999), Υπουργός Εξωτερικών (Φεβρουάριος 1999 - Φεβρουάριος 2004, Οκτώβριος 2009 - Σεπτέμβριος 2010)
Ως υπουργός Εθνικής Παιδείας θέλησε να καθιερώσει το Εθνικό Απολυτήριο, το οποίο θα αντικαθιστούσε το υπάρχον απολυτήριο του Λυκείου. Ο επόμενος υπουργός Εθνικής Παιδείας, Γεράσιμος Αρσένης, ανέστειλε την εφαρμογή του θεσμού του Εθνικού Απολυτηρίου. Ως υπουργός Εξωτερικών δραστηριοποιήθηκε στην προσέγγιση και στην επίλυση των διαφορών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Υποστήριξε το σχέδιο Ανάν ως μια μεγάλη ευκαιρία για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και πήρε πολλές ειρηνευτικές πρωτοβουλίες παγκόσμια, όπως η προώθηση της ιδέας της Ολυμπιακής Εκεχειρίας. Στις 8 Φεβρουαρίου 2004 ήταν μοναδικός υποψήφιος και εκλέχτηκε πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά από ψηφοφορία και προσπάθησε να προωθήσει την ανασυγκρότηση του κόμματος. Το 2006 οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές ηγέτες του εμπιστεύθηκαν, χωρίς να υπάρχει άλλος υποψήφιος, τη θέση του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Στις 30 Ιουνίου του 2008 επανεκλέχθηκε ομόφωνα πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, κατά το 23ο συνέδριο της οργάνωσης.
Μετά την ήττα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, ο Γιώργος Παπανδρέου δήλωσε το βράδυ της ίδιας μέρας ότι θα ζητήσει την ανανέωση της εμπιστοσύνης της βάσης του κόμματος. Λίγο αργότερα ο Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε ότι θα είναι και αυτός διεκδικητής της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ. Τελικά αναδείχτηκε και πάλι πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου 2007, με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να βρίσκεται στη δεύτερη θέση και τον Κώστα Σκανδαλίδη στην τρίτη. Στις 7 Ιουνίου 2009 στις ευρωεκλογές με 36,64% το ΠΑΣΟΚ υπερτέρησε της Νέας Δημοκρατίας που πήρε 32,29%.
β. Πρωθυπουργός από 5 Οκτωβρίου 2009 μέχρι 11 Νοεμβρίου 2011
Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με ποσοστό 43,92% έναντι 33,48% της Νέας Δημοκρατίας. Η ήττα οδήγησε τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Καραμανλή σε παραίτηση από τη θέση του προέδρου του κόμματος το ίδιο βράδυ. Στις 5 Οκτωβρίου 2009 ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση. Από τη θέση του πρωθυπουργού, στις 6 Νοεμβρίου 2009, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας προκαλώντας ταραχή στην οικονομική ζωή, η οποία συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του. Η διακυβέρνησή του στο διάστημα αυτό τον οδήγησε σε πολιτικές αποφάσεις που προκάλεσαν δυσαρέσκεια σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του υπεγράφη από τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου τον Μάιο του 2010, συμφωνία χορήγησης δανείου 80 δις € από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις χώρες - μέλη της Ζώνης του Ευρώ, αφού η χώρα παραιτήθηκε «αμετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που της παρείχε η εθνική της κυριαρχία, έναντι των δανειστών της. Ο τότε υπουργός Οικονομικών είχε, μόλις λίγες ημέρες πριν, λάβει εξουσιοδότηση να υπογράφει εκ μέρους της Ελλάδας χωρίς την κύρωση των συμβάσεων από την Ελληνική Βουλή. Είχε προηγηθεί η κύρωση από τη Βουλή του Μνημονίου, των μέτρων δηλαδή που θα λαμβάνονταν για να δοθεί η χρηματοδότηση, με 172 ψήφους υπέρ. Ο Ντομινίκ Στρος-Καν, λίγους μήνες πριν απομακρυνθεί από τη θέση του ως πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποκάλυψε πως οι συζητήσεις για τους όρους της συμφωνίας της Ελλάδας για επιτήρηση από το ΔΝΤ γίνονταν ήδη επί μήνες κρυφά με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ενώ η επίσημη θέση της κυβέρνησης Παπανδρέου ήταν πως γινόταν προσπάθεια να αποφευχθεί πάση θυσία η χρηματοδότηση από το ΔΝΤ.
Παρά τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, τα σκληρά μέτρα λιτότητας και την ασυνέπεια προεκλογικών εξαγγελιών και κυβερνητικών επιλογών, ο Α.Παπανδρέου μέχρι την τελευταία στιγμή επέμενε ότι η δανειακή σύμβαση έσωσε τη χώρα από τη χρεοκοπία. Έχει ασκηθεί κριτική για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, την "εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας" και την απουσία δυναμικής διαπραγμάτευσης από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, προβάλλεται όμως και το γεγονός ότι η χώρα αδυνατούσε να καλύψει τις ταμειακές ανάγκες της, ενώ ορισμένοι χαρακτηρίζουν "μονόδρομο" την προσφυγή στο ΔΝΤ. Η εφαρμογή του Μνημονίου εξάλλου αποδείχτηκε προβληματική και αμφισβητήθηκε η ίδια η δυνατότητα του σχεδίου να αποτρέψει την κατάρρευση της χώρας.
Το 2011 ο Γ.Α.Παπανδρέου προχώρησε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης και προανάγγειλε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για αλλαγές στο Σύνταγμα. Στις 22 Ιουνίου 2011 η νέα κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, με 155 ψήφους υπέρ και 143 κατά (στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος 298 βουλευτές). Η υπερψήφιση με 155 βουλευτές του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής στις 29 Ιουνίου 2011 ήταν ένα δύσκολο σημείο της πρωθυπουργικής πορείας του, καθώς εκείνη την ημέρα χιλιάδες κόσμου βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία πόλεων της χώρας διαδηλώνοντας την αντίθεσή τους στη ψήφιση του νομοσχεδίου.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011, ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε την πρόθεσή του για διενέργεια δημοψηφίσματος με το ερώτημα της έγκρισης της νέας δανειακής σύμβασης για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης του χρέους της χώρας. Αυτό ξεσήκωσε θύελλα διεθνών αντιδράσεων και προκάλεσε παγκόσμια οικονομική αναταραχή, λόγω του φόβου για ενδεχόμενο φαινόμενο συμπαράσυρσης («ντόμινο») και άλλων προβληματικών οικονομιών εκτός του ελεγχόμενου συστήματος διαχείρισης του χρέους τους, με πιθανό αποτέλεσμα ισχυρό πλήγμα στη σταθερότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, που αντιμετώπιζε συνολικά κρίση. Υπό ασφυκτικές διεθνείς πιέσεις ανακάλεσε την πρόταση για δημοψήφισμα και ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 4 Νοεμβρίου 2011, την οποία και έλαβε με ψήφους 153 υπέρ.
Στις 6 Νοεμβρίου 2011, έπειτα από τη συνεδρίαση υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, μεταξύ του Γ.Α.Παπανδρέου ως πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνη Σαμαρά, εκδόθηκε ανακοίνωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας σύμφωνα με την οποία άρχισαν οι διεργασίες για τη σύσταση νέας μεταβατικής κυβέρνησης συνεργασίας, χωρίς τη διενέργεια εθνικών εκλογών. Πέντε ημέρες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 2011, ο Γ.Α.Παπανδρέου παραιτήθηκε. Στη θέση του ορκίστηκε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Λουκάς Παπαδήμος, με τους αντιπροέδρους να παραμένουν ως έχουν, με την κοινοβουλευτική στήριξη τριών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ).
γ. Μετά την πρωθυπουργία
Τον Μάρτιο του 2012 δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες για την εκλογή του Ευάγγελου Βενιζέλου, ως νέου προέδρου του κινήματος, ενώ ταυτόχρονα ο Γ.Α.Παπανδρόυ επανεκλέχθηκε τον Αύγουστο του 2012 Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Από το φθινόπωρο του 2012, είναι επισκέπτης καθηγητής (Visiting Fellow) στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Στις 3 Ιανουαρίου 2015, μόλις τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 25 Ιανουαρίου , ο Γ.Α.Παπανδρέου προχώρησε στην ίδρυση του κόμματος Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών, επιβεβαιώνοντας την αναμενόμενη αποχώρησή του από το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα του δεν έλαβε μέρος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 βοηθώντας την Φώφη Γεννηματά να βελτιώσει λίγο τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ.
Ο Γ.Α.Παπανδρέου κατάφερε να είναι το απόλυτα αμφισβητούμενο πρόσωπο της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας. Ενώ ο πατέρας του είχε την ευφυΐα να τηρεί τα προσχήματα, ο ίδιος δεν απέφυγε τον χαρακτηρισμό του «αμερικανόσταλτου», που συνδέθηκε με την τακτική που ακολούθησε στα δύο χρόνια που ήταν πρωθυπουργός: Κατά τους επικριτές του, μεταθέτοντας δαπάνες και αποσβέσεις από το μέλλον στο παρόν, κατόρθωσε να παρουσιάσει διογκωμένο το δημοσιονομικό έλλειμμα και στη συνέχεια περιφερόταν σε όλες τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές «αυλές» «διατυμπανίζοντας» την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, «διαφημίζοντας» διεθνώς την φοροδιαφυγή και τη διαφθορά ως επικρατούντες τρόπους ζωής στην Ελλάδα και δίνοντας αφορμή στους καραδοκούντες «προσυνεννοημένους» αετονύχηδες των μεγάλων χρηματιστικών και επενδυτικών εταιριών να εισβάλλουν ακάθεκτοι από ανοιχτές πύλες και να λεηλατήσουν τον πλούτο της χώρας. Παράλληλα με την τρομοκρατική τακτική που εφάρμοσε, αγγέλλοντας ή προαγγέλλοντας κάθε εβδομάδα και κάποιο αλλοπρόσαλλο και μη επαρκώς τεκμηριωμένο μέτρο για την οικονομία (ενώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ.Πάγκαλος βομβάρδιζε με ελεεινολογίες τον ελληνικό λαό) και μιλώντας καθημερινά για άδεια ταμεία, κίνδυνο χρεοκοπίας, έξοδο από το ευρώ, κούρεμα καταθέσεων, κούρεμα ομολόγων (παράλληλα με το κούρεμα χρέους), αναστολή των δόσεων του ΔΝΤ και αδυναμία πληρωμών μισθών και συντάξεων (που μέχρι το 2015 περικόπηκαν στο 50%) απορύθμισε πλήρως την ελληνική οικονομία, που σύντομα έφτασε στα όρια της κατάρρευσης, καθώς οι πολίτες, σε κατάσταση ανεξέλεγκτου πανικού, απέσυραν καθημερινά τις καταθέσεις τους από τις ελληνικές τράπεζες, μεταφέροντάς τες στο εξωτερικό. Σύντομα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχασαν την πελατεία τους και άρχισαν να κλείνουν η μία μετά την άλλη, η οικοδομική δραστηριότητα και ό,τι είχε σχέση με την ακίνητη περιουσία, «νέκρωσε» εντελώς και ολόκληρες περιουσίες που αποκτήθηκαν με χίλιους κόπους και βάσανα, μετά από χρόνια στερήσεων, από μοχθούντες πολίτες, εξανεμίστηκαν σε ελάχιστο χρόνο και η Ελλάδα έμοιαζε κυριολεκτικά «φτερό στον άνεμο» που το παραμικρό φύσημα απειλούσε να τη στείλει οριστικά στον τάφο. Μέσα σ’ αυτή την οδύνη και το σπαραγμό ο Ε.Βενιζέλος, πανηγυρίζοντας κάθε τόσο για κάποια «σωτηρία» που πέτυχε, ως υπουργός οικονομικών, για την διασυρμένη χώρα (χωρίς όμως τους Έλληνες), παράλληλα με τη φοροεπιδρομή, εισήγαγε το περίφημο «χαράτσι», που μονιμοποιήθηκε ως ΕΝΦΙΑ, με το οποίο οι ιδιοκτήτες ακινήτων πληρώνουν ενοίκιο στο κράτος για την περιουσία που απόκτησαν ερήμην του κράτους (και συχνά ενάντια στη θέλησή του με τα προσκόμματα που τους δημιουργούσε σε όλους τους τομείς).
Για τις μεθόδους αυτές ο Γ.Α.Παπανδρέου είναι δύσκολο να πείσει ότι δεν εκτελούσε άνωθεν διατεταγμένη υπηρεσία, μολονότι πρόθυμα θα ευχόταν κανείς να μην αποδειχτεί ποτέ το αντίθετο. Ο ολοσχερής όμως σφαγιασμός του ελληνικού λαού, που θα φαινόταν λιγότερο οδυνηρός, αν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής είχε απλωθεί σε περισσότερα χρόνια, είναι ένα ζήτημα που πρέπει να προβληματίζει τους ηγεμονεύοντες της δυτικής οικονομίας.
Ο Λουκάς Παπαδήμος (11 Οκτωβρίου 1947) διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 11 Νοεμβρίου 2011 - 16 Μαΐου 2012. Ανέλαβε την προεδρία της Κυβέρνησης η οποία προέκυψε από συνεργασία της προηγούμενης κυβέρνησης Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ) με την αξιωματική αντιπολίτευση (ΝΔ) και ακόμη ένα κόμμα του κοινοβουλίου (ΛΑΟΣ). Γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από τη Δεσφίνα Φωκίδας και αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), απ' όπου αποφοίτησε το 1970, ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές ως ηλεκτρολόγος μηχανικός (1972) και πραγματοποίησε διδακτορικό στα οικονομικά (1978). Παράλληλα εργάστηκε ως βοηθός ερευνών και ειδικός επιστήμων στο ΜΙΤ. Το 1980 εργάστηκε ως οικονομολόγος στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Βοστώνης. Το 1985 επέστρεψε στην Ελλάδα αναλαμβάνοντας οικονομικός σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος (1985 - 1993). Το 1993 διορίστηκε Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και τον επόμενο χρόνο Διοικητής της Τράπεζας παραμένοντας μέχρι το 2002. Το ίδιο έτος ανέλαβε Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θέση από την οποία αποχώρησε το 2010. Διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (1994 - 1998) και πρόεδρος της Υποεπιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Επιτροπής των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1993 - 1995).
Παράλληλα με την επαγγελματική του σταδιοδρομία ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα. Την περίοδο 1975 - 1984 υπήρξε Επίκουρος Καθηγητής και στη συνέχεια Αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ενώ το 1988 εκλέχτηκε Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2006 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα για θέματα μακροοικονομικής θεωρίας, δομής και λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, νομισματικής ανάλυσης και πολιτικής, καθώς και για θέματα που αφορούν στην οικονομική απόδοση, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2010 τοποθετήθηκε άμισθος οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Είναι πρώην μέλος της παγκόσμιας μη κυβερνητικής οργάνωσης "Τριμερής Επιτροπή" (Trilateral Commission).
Τον Νοέμβριο του 2011, μετά τη συνάντηση και καταρχήν συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια, του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνη Σαμαρά και του προέδρου του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (ΛΑΟΣ) Γεωργίου Καρατζαφέρη, άρχισε ο γύρος διαβουλεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης ευρείας αποδοχής. Στις 10 Νοεμβρίου 2011, μετά από έντονο παρασκήνιο διαβουλεύσεων 96 ωρών, ο Λουκάς Παπαδήμος κλήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο για να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μετά από αυτό έκανε τις πρώτες του δηλώσεις έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, όπου κάλεσε τον ελληνικό λαό σε συστράτευση για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Στις 11 Νοεμβρίου 2011 ο Λουκάς Παπαδήμος ορκίστηκε Πρωθυπουργός της μεταβατικής κυβέρνησης, με Αντιπροέδρους τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Ευάγγελο Βενιζέλο, ενώ στο κυβερνητικό σχήμα προστέθηκαν εκτός αρκετών Υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης και στελέχη των κοινοβουλευτικών κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ. Η Αριστερά αρνήθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση θεωρώντας την προϊόν κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος, ζητώντας ταυτόχρονα την ανατροπή της και εκλογές. Στις 16 Νοεμβρίου 2011 η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με 255 ψήφους υπέρ και 38 κατά. Ο ίδιος αρνήθηκε την πρωθυπουργική αποζημίωσή του, ενώ το 2013 η Ελλάδα, μετά την εφαρμογή και νέων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής (2ο Μνημόνιο), που εφάρμοσε η κυβέρνηση Παπαδήμου, συνεχίζοντας ουσιαστικά το έργο του Γ.Α.Παπανδρέου, κατατασσόταν τρίτη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης των 27 μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Στις 7 Μαΐου 2012, την επομένη των βουλευτικών εκλογών, ο Λουκάς Παπαδήμος έθεσε στη διάθεση του Προέδρου της Δημοκρατίας την παραίτηση της Κυβέρνησής του, η οποία συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά της μέχρι το διορισμό της νέας. Στις 16 Μαΐου 2012 απαλλάχθηκε των καθηκόντων του εν όψει του διορισμού ως Πρωθυπουργού του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτη Πικραμένου.
Ο Παναγιώτης Πικραμένος (γεννημένος στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 1945) διετέλεσε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 16 Μαΐου 2012 – 20 Ιουνίου 2012. Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι γιος του Όθωνα Πικραμένου, ιδιοκτήτη της «Εταιρίας Ελληνικού και Ξένου Τύπου», με καταγωγή από την Πάτρα. Από την πλευρά του πατέρα του παππούς του είναι ο Τάκης Πικραμένος, ιδρυτής της εταιρείας, ενώ από την πλευρά της μητέρας του κατάγεται από την οικογένεια Χαιρέτη. Αποφοίτησε το 1963 από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές με θέμα το Δημόσιο Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Παρισίων ΙΙ. Ακολούθησε καριέρα δικαστικού διορισθείς στις 5 Ιουνίου 1976 εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το 1978 προήχθη σε πρωτοδίκη, το 1981 σε πάρεδρο, το 1993 σε σύμβουλο και το 2007 σε αντιπρόεδρο, υπαγόμενος στο Ε΄ τμήμα του Σ.τ.Ε. Το 2010 επελέγη για την προεδρία του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 2012. Την περίοδο 2005 - 2010 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, ενώ την περίοδο 1992 - 1993 εργάστηκε στο νομικό γραφείο του τότε πρωθυπουργού Κ.Μητσοτάκη. Στις 16 Μαΐου 2012, έλαβε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ορκίστηκε Πρωθυπουργός, ενώ τα υπόλοιπα δεκαέξι μέλη της κυβέρνησής του ορκίστηκαν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο στις 17 Μαΐου 2012. Στις 9 Ιουνίου 2012, δήλωσε με επιστολή του ότι παραιτήθηκε από τη λήψη των μηνιαίων αποδοχών του ως Πρωθυπουργός για τη διάρκεια της θητείας του.
Ο Αντώνης Σαμαράς (Αθήνα, 23 Μαΐου 1951), ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 20 Ιουνίου 2012 έως τις 26 Ιανουαρίου 2015. Είναι γιος του καρδιολόγου Κωνσταντίνου Σαμαρά και της Ελένης Ζάννα. Από την πλευρά του πατέρα του είναι ανεψιός του Γεωργίου Σαμαρά, βουλευτή Μεσσηνίας με το κόμμα της ΕΡΕ, ενώ από την πλευρά της μητέρας του είναι απόγονος της οικογένειας Μπενάκη. Είναι τρισέγγονος του Εμμανουήλ Μπενάκη, δισέγγονος του Στέφανου και της Πηνελόπης Δέλτα, εγγονός του υπουργού Αλέξανδρου Ζάννα, (που σύζυγος του ήταν η Βιργινία, θυγατέρα της Πηνελόπης Δέλτα) και ανεψιός του λογοτέχνη Παύλου Ζάννα. Έχει έναν αδελφό, τον Αλέξανδρο Σαμαρά, αρχιτέκτονα και πρόεδρο του Κολεγίου Αθηνών. Το 1970 αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών. Έκανε τις προπτυχιακές του σπουδές στα Οικονομικά στο Κολέγιο Άμχερστ των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράλληλα με τις σπουδές εργαζόταν σε Ελληνοαμερικανικό εστιατόριο. Έκανε μεταπτυχιακό Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΜΒΑ) στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Στις 20 Μαΐου 1990 νυμφεύτηκε τη Γεωργία Κρητικού, με την οποία έχουν αποκτήσει δύο παιδιά (Λένα και Κώστας). Κατοικεί στην Κηφισιά.
α. Πολιτική πορεία, 1977 - 1993
Υπήρξε ενεργό μέλος της ΟΝΝΕΔ και εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσσηνίας με τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) στις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές 1977 σε ηλικία 26 ετών, ο νεότερος βουλευτής στην ιστορία του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Τον Ιούλιο του 1989 διορίστηκε Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας με τον Συνασπισμό υπό τον Πρωθυπουργό Τζαννή Τζαννετάκη. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ανέλαβε Υπουργός Εξωτερικών στην οικουμενική κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού υπό τον Πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα.
Μετά τις επόμενες εκλογές του Απριλίου 1990, όταν η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να κερδίσει αυτοδυναμία στο Κοινοβούλιο συνεργαζόμενη με τον βουλευτή της Δημοκρατικής Ανανέωσης Θεόδωρο Κατσίκη, θήτευσε πάλι ως Υπουργός Εξωτερικών. Την περίοδο αυτή χειρίστηκε δύο μείζονα θέματα, το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τις σχέσεις με τη γειτονική Αλβανία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού Εξωτερικών το 1990 - 1992, σημειώθηκαν μαζικά κύματα παράνομων μεταναστεύσεων από την Αλβανία, τα οποία ο ίδιος απέδωσε στην πτώση του Ανατολικού Μπλοκ τον Δεκέμβριο του 1989, σε συνδυασμό με την δυσάρεστη κατάσταση όπου βρισκόταν η Αλβανία υπό το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα
Την περίοδο κατά την οποία ο Α.Σαμαράς ήταν υπουργός Εξωτερικών αυξήθηκαν αλματωδώς οι απόρρητες δαπάνες της Υπηρεσίας Ενημέρωσης του υπουργείου εξωτερικών (από 194 εκατομμύρια δραχμές το 1990 σε 714 εκ. το 1991 και 290 εκ. το πρώτο τρίμηνο του 1992), όπως και τα ποσά απόρρητων δαπανών που διατέθηκαν με προσωπική εντολή του Α.Σαμαρά, που ανήλθαν στο συνολικό ποσό των σχεδόν 2 δισ. δραχμών. Σύμφωνα με κατάθεση που έδωσε ο τέως πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων είχε δοθεί σε Έλληνες δημοσιογράφους που υιοθέτησαν αδιάλλακτη στάση στο ζήτημα της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, καλλιεργώντας το κλίμα που εξυπηρετούσε την πολιτική στρατηγική του Α.Σαμαρά, ο οποίος διέψευσε ότι δίνονταν χρήματα σε δημοσιογράφους. Με εντολή της εισαγγελίας του Άρειου Πάγου πραγματοποιήθηκε προκαταρκτική εξέταση από την οποία δεν προέκυψαν ποινικές ευθύνες του Α.Σαμαρά και ο φάκελος τέθηκε στο αρχείο. Αίτημα της ΕΣΗΕΑ να ενημερωθεί για τα αποτελέσματα της εξέτασης απορρίφθηκε δις και ο φάκελος παραμένει απόρρητος.
Στις 13 Απριλίου 1992 συγκλήθηκε το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου, μετά τη σύνοδο, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την αποπομπή του Α. Σαμαρά από την κυβέρνηση και ακολούθως ανέλαβε ο ίδιος το Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς ο Υπουργός είχε προηγουμένως διαφοροποιηθεί από την κυβερνητική γραμμή παρουσιάζοντας στη σύσκεψη σημείωμα με επτά σημεία δράσης, τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού. Στο διάστημα από το 1992 έως το τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη διατήρησε τις απόψεις του επί της εξωτερικής πολιτικής. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παραιτήθηκε από τη βουλευτική του έδρα και αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία.
β. Πολιτική Άνοιξη (1993 - 2000)
Στις 30 Ιουνίου 1993 ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη (ΠολΑν) συγκεντρώνοντας στελέχη όπως ο Νικήτας Κακλαμάνης, ο Ανδρέας Λεντάκης, ο Άκης Γεροντόπουλος, ο Στέφανος Γιώτας, ο Στάθης Παναγούλης, ο Δημήτρης Σταμάτης (Θεσσαλονίκης), ο Δημήτρης Σταμάτης (Αιτωλοακαρνανίας), ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Μανώλης Καλαμίδας και άλλοι. Το κόμμα χαρακτηρίστηκε προσωποπαγές (καθώς συνδέθηκε αδιάσπαστα με το όνομα του ιδρυτή του) και στήριξε τη διαφοροποίησή του από τη ΝΔ, δίνοντας έμφαση στα εθνικά θέματα (και ιδιαίτερα το «μακεδονικό»). Αξίζει να αναφερθεί ότι εμπνευστής του ονόματος "Πολιτική Άνοιξη" ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1993, με προτροπή του Αντώνη Σαμαρά, δύο βουλευτές της ΝΔ αποστασιοποιήθηκαν και προσχώρησαν στην Πολιτική Άνοιξη διατηρώντας τη βουλευτική τους έδρα ως ανεξάρτητοι,· πρώτα ο Στέφανος Β. Στεφανόπουλος, βουλευτής Ηλείας, και μετά ο Γιώργος Συμπιλίδης, βουλευτής Κιλκίς. Κύριο θέμα της διαφωνίας τους, χωρίς να ομολογείται άμεσα, ήταν πώληση της διοίκησης του ΟΤΕ σε ιδιώτες, από την οποία αναμενόταν ότι θα ζήμιωναν οι δύο κύριοι προμηθευτές του ΟΤΕ οι οποίοι φημολογείται ότι υποστήριξαν τον Α.Σαμαρά σ’ αυτές τις κινήσεις του. Έτσι, η Νέα Δημοκρατία απώλεσε τη δεδηλωμένη, έχοντας μόνο 150 έδρες στην κοινοβουλευτική της ομάδα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές για τον Οκτώβριο του 1993. Τότε επήλθε μακροχρόνια βαθιά πολιτική και προσωπική ρήξη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Η ίδρυση της Πολιτικής Άνοιξης μετά την αποπομπή του Α. Σαμαρά και την επακόλουθη πτώση της ΝΔ, προξένησε αντιδράσεις στις τάξεις των οπαδών της και ήταν έκτοτε αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Ο Κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα», που οδήγησαν στην ανατροπή της κυβέρνησής του, ως όργανο των οποίων κατηγόρησε τον Αντ.Σαμαρά, ο οποίος επανειλημμένως απέρριψε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας πως έπραξε κατ' αυτόν τον τρόπο για λόγους αρχής, συνδέοντας τον Κ. Μητσοτάκη με υποχωρητικότητα στο «Σκοπιανό». Ο Α. Σαμαράς μερικά χρόνια μετά εμφάνισε, σε τηλεοπτική συνέντευξή του, επιστολή που του είχε αποστείλει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την οποία επικαλείται σύμπλευση απόψεων των δύο ανδρών για το θέμα.
Στις εκλογές του 1993 η Πολιτική Άνοιξη συγκέντρωσε 4,88% και εξέλεξε 10 βουλευτές. Στις 20 Απριλίου 1994 στην ΚΟ της Πολιτικής Άνοιξης προσχώρησε και ο βουλευτής Σερρών Χρήστος Καλαϊτζίδης, που είχε εκλεγεί με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας, αυξάνοντας σε 11 τους βουλευτές του κόμματος. Στις ευρωεκλογές του 1994 έλαβε 8,7% των ψήφων και δύο έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο. Στις εκλογές του 1996 έλαβε 2,94% των ψήφων και έμεινε εκτός Βουλής. Στις ευρωεκλογές του 1999 έλαβε 2,3% των ψήφων και δεν μπόρεσε να επανεκλέξει ευρωβουλευτή.
Την άνοιξη του 1995, ενόψει της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, για να αποφύγει τις εκλογές διατηρώντας την κυβέρνησή του, ο Ανδρέας Παπανδρέου χρειαζόταν τουλάχιστον 180 ψήφους από τις 300 της Βουλής. Ήρθε τελικά σε συμφωνία με την Πολιτική Άνοιξη με στόχο να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο πρώην Υπουργός Κωστής Στεφανόπουλος, στηριζόμενος από τον συνδυασμό των ψήφων του ΠΑΣΟΚ και της Πολιτικής Άνοιξης. Αυτό δυσαρέστησε τη Νέα Δημοκρατία, που τελούσε υπό την προεδρία του Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος αποζητούσε να διεξαχθούν εκλογές με σκοπό την εκμετάλλευση της ραγδαίας πτώσης της δημοτικότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ώστε να κερδίσει τις εκλογές η ΝΔ.
γ. Επιστροφή στη Νέα Δημοκρατία (2000 - 2009)
Στις εκλογές του 2000 η Πολιτική Άνοιξη δεν συμμετείχε και ο Αντώνης Σαμαράς υποστήριξε δημόσια τη Νέα Δημοκρατία, της οποίας πρόεδρος ήταν τότε ο Κώστας Καραμανλής, παρότι πολλά στελέχη του κόμματός του είχαν ταχθεί υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Πριν από τις εκλογές του 2004, η Πολιτική Άνοιξη διαλύθηκε ο Α. Σαμαράς εντάχτηκε και πάλι στη Νέα Δημοκρατία και συμμετείχε στο ψηφοδέλτιό της στις ευρωεκλογές Ιουνίου 2004, στις οποίες εκλέχτηκε ευρωβουλευτής. Τη θέση αυτή κατείχε μέχρι το 2007, οπότε και έθεσε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε βουλευτής Μεσσηνίας με τη Νέα Δημοκρατία. Με τον ανασχηματισμό της 7ης Ιανουαρίου 2009, τοποθετήθηκε στη θέση του Υπουργού Πολιτισμού, θέση που κράτησε μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 2009.
Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2009, ο Κώστας Καραμανλής ξεκίνησε διαδικασίες εκλογής νέου αρχηγού του κόμματος. Μετά από διαβουλεύσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία του κόμματος η εκλογή θα γινόταν με ανοικτή διαδικασία από τα μέλη του, πράγμα που είχε εισηγηθεί από το 2000 η Ντόρα Μπακογιάννη. Στις 15 Οκτωβρίου 2009, ο Α. Σαμαράς ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και εκλέχτηκε πρόεδρος με τη στήριξη του Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος είχε αποσύρει την δική του υποψηφιότητα, στις εκλογές που διεξάχθηκαν στις 29 Νοεμβρίου 2009, με ποσοστό 50,06% έναντι 39,72% της Ντόρας Μπακογιάννη και 10,22% του Παναγιώτη Ψωμιάδη.
δ. Αντιμνημονιακή πολιτική και κριτική
Τον Μάιο του 2010, μετά την όξυνση της δημοσιονομικής κρίσης της χώρας και τη σύναψη της δανειακής σύμβασης με την Τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), ήρθε προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη−μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)» (που έγινε γνωστό ως «1ο Μνημόνιο»), το οποίο ο Σαμαράς απέρριψε, επιβάλλοντας γραμμή "κομματικής πειθαρχίας". Μετά την ψηφοφορία η Ντόρα Μπακογιάννη διαγράφηκε από την Νέα Δημοκρατία, ύστερα από απόφαση του Αντώνη Σαμαρά, λόγω της επιλογής της να υπερψηφίσει την νομοθετική διάταξη.
Στο επόμενο διάστημα, η ΝΔ υπό την ηγεσία του Α. Σαμαρά ακολούθησε αντιπολιτευτική και αντιμνημονιακή τακτική, βασισμένη στο αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου και της υιοθέτησης νέου μίγματος πολιτικής, προς την κατεύθυνση της λήψης αναπτυξιακών μέτρων και τόνωσης της αγοράς. Τον Νοέμβριο του 2011 υπό το βάρος δυσμενών εξελίξεων και τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, ο Αντώνης Σαμαράς για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης αποδέχθηκε ως αναπόφευκτη τη δανειακή σύμβαση και συμφώνησε στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας "περιορισμένου χρόνου και ειδικού σκοπού", όπως τη χαρακτήριζε, εγκαταλείποντας τη μέχρι τότε θέση του ενάντια στη δανειακή σύμβαση.
Κατόπιν ολιγοήμερων διαβουλεύσεων μεταξύ του τότε Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά και του προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ. Γιώργου Καρατζαφέρη, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, ο πρώην Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επί πρωθυπουργίας Σημίτη και πρώην Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Λουκάς Παπαδήμος, έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ορκίστηκε πρωθυπουργός. Η νέα Κυβέρνηση (την οποία ο Σαμαράς χαρακτήριζε ως μεταβατική), εξασφάλιζε τη συνέχιση του δανεισμού της χώρας, με την αποδέσμευση της 6ης δόσης, την επιτυχία της ανταλλαγής των κρατικών ομολόγων (PSI) και τη χορήγηση του δανείου της συμφωνημένης νέας σύμβασης, να οδηγήσει τη χώρα σε εθνικές εκλογές, στις 19 Φεβρουαρίου 2012. Παρά τη στήριξη της νέας κυβέρνησης από τη ΝΔ, τόσο με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τους βουλευτές της όσο και με τη συμμετοχή κορυφαίων στελεχών της (όπως οι δύο Αντιπρόεδροι του κόμματος Δήμας και Αβραμόπουλος) σε αυτήν, ο Α. Σαμαράς επέμεινε να αρνείται τον όρο «συγκυβέρνηση». Δεν επέτρεψε τη συμμετοχή βουλευτών της ΝΔ στη νέα κυβέρνηση και υποχρέωσε τον Δημήτρη Αβραμόπουλο να παραιτηθεί από τη βουλευτική του έδρα, προκειμένου να αναλάβει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και ο ίδιος παρέμεινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Προκειμένου να συνεχισθεί η χορήγηση του δανείου, οι δανειστές απαίτησαν την παροχή ενυπόγραφων συγκαταθέσεων για τη δανειακή σύμβαση από τους πολιτικούς αρχηγούς που στήριζαν την κυβέρνηση Λ.Παπαδήμου. Ο Αντώνης Σαμαράς αρχικά αρνήθηκε, θεωρώντας προσβλητική την αξίωση ενυπόγραφης δέσμευσης. Τελικά υπαναχώρησε, και απέστειλε επιστολή προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ με την οποία παρείχε τις απαιτούμενες δεσμεύσεις για επίτευξη των στόχων του προγράμματος στήριξης, επισημαίνοντας ότι διαφωνεί με τη μέχρι τότε οικονομική πολιτική. Επακολούθησε το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων (PSI), νέα δανειακή σύμβαση και μέτρα που την συνόδευαν, για τα οποία ο Α.Σαμαράς υποχρεώθηκε να συμφωνήσει. Υπολογίζοντας τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, στις 11 Φεβρουαρίου 2012 ζήτησε κομματική πειθαρχία από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. στην υπερψήφιση των μέτρων του «2ου Μνημονίου», ώστε να εξακολουθήσει η χρηματοδότηση της Ελλάδας από νέα δανειακή σύμβαση, εγκαταλείποντας έτσι την αντιμνημονιακή του πολιτική. Κατά την ψήφιση, 20 από τους συνολικά 83 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας καταψήφισαν το «2ο Μνημόνιο», ένας απείχε και οι 21 συνολικά διαγράφηκαν από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ.
Στις 6 Μαΐου 2012 διεξάχθηκαν βουλευτικές εκλογές οι οποίες απέβησαν άκαρπες (ΝΔ 18,85 ΣΥΡΙΖΑ 16,78 ΠΑΣΟΚ 13,18 ΑΝΕΛ 10,60 ΚΚΕ 8,48 ΧΑ 6,97 ΔΗΜΑΡ 6,10) και επαναπροκηρύχτηκαν εκλογές για τις 17 Ιουνίου 2012. Στο διάστημα αυτό τέθηκε εν αμφιβόλω και ως διακύβευμα των εκλογών η συνέχιση της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και ο Αντώνης Σαμαράς πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει σε συστράτευση τις Κεντροδεξιές Φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Ντόρα Μπακογιάννη που είχε διαγραφεί από τη Νέα Δημοκρατία και είχε ιδρύσει δικό της κόμμα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και επέστρεψε στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας και δήλωσε ανοιχτά τη στήριξή της στον Αντώνη Σαμαρά. Το ίδιο έπραξαν και κάποια στελέχη του "Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού"
δ. Πρωθυπουργία
Μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 17ης Ιουνίου (ΝΔ 29,66% ΣΥΡΙΖΑ 26,89 ΠΑΣΟΚ 12,28 ΑΝΕΛ 7,51 ΧΑ 6,92 ΔΗΜΑΡ 6,26), και τη συμφωνία με τα κόμματα ΠΑΣΟΚ και Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ) για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ο Αντώνης Σαμαράς ορκίστηκε Πρωθυπουργός στις 20 Ιουνίου. Στις 24 Αυγούστου 2012 ο Σαμαράς συναντήθηκε στο Βερολίνο με την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Στη συνάντηση η Μέρκελ επισήμανε ότι δεν είχαν εκπληρωθεί 72 δράσεις που είχε αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση με την υπογραφή του 1ου Μνημονίου πριν από περίπου δυο χρόνια. Η ελληνική πλευρά αγνοούσε την ύπαρξη των δράσεων αυτών και επιστρέφοντας στην Αθήνα διαπιστώθηκε ότι μόλις 12 από τις 72 είχαν πραγματοποιηθεί. Στη συνάντηση με τη Μέρκελ στην Καγκελαρία, ο Σαμαράς δεσμεύτηκε ότι οι δράσεις θα πραγματοποιηθούν μέχρι το Eurogroup του ερχόμενου Νοεμβρίου. Το 80% των δράσεων αυτών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν δημοσιονομικές περικοπές ύψους 7,3% του ΑΕΠ, ολοκληρώθηκε μέχρι τον Οκτώβριο και η τελευταία μόλις 12 ώρες πριν το Eurogroup του Νοεμβρίου 2012.
Τον Μάρτιο του 2013 σημειώθηκε, στην Κύπτο, τραπεζική κρίση, κούρεμα των καταθέσεων (πάνω από 100.000 ευρώ), περικοπές μισθών και συντάξεων κατά 25% και έλεγχοι κεφαλαίων, ενώ ο Α.Σαμαράς αγωνιζόταν να διατηρήσει ένα κλίμα σταθερότητας στην Ελλάδα. Στις Ευρωεκλογές της 22/5/2014 πρώτευσε ο ανερχόμενος ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΡΙΖΑ 26,6 ΝΔ 22,71 ΧΑ 9,38 ΠΑΣΟΚ 8,02 ΠΟΤΑΜΙ 6,61 ΚΚΕ 6,07), ενώ ο Α.Σαμαράς κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες να παρουσιάσει στο τέλος του 2014 πρωτογενές πλεόνασμα 0,6%.Όπως φαίνεται όμως δεν είχε το ψυχικό σθένος να προχωρήσει σε υπογραφή και 3ου Μνημονίου (και εφαρμογή αντίστοιχων μέτρων που θα το συνόδευαν) και αυτό ήταν η αιτία για την μεθόδευση (από τις γνωστές και άδηλες άνωθεν δυνάμεις) της αποπομπής του από την εξουσία, με ένα τρόπο που θύμισε την περίπτωση του Κώστα Καραμανλή το 2009. Στις 29 Δεκεμβρίου 2014, 2,5 χρόνια μετά την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία της Ελλάδας και αμέσως μετά την τρίτη και τελευταία αποτυχημένη ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωσε την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών για τις 25 Ιανουαρίου, τις οποίες έχασε (ΣΥΡΙΖΑ 36,34 ΝΔ 27,81 ΧΑ 6,28 ΠΟΤΑΜΙ 6,05 ΚΚΕ 5,47 ΑΝΕΛ 4,75). Στις 5 Ιουλίου 2015 μετά το δημοψήφισμα για τη δανειακή σύμβαση (61,31% ΟΧΙ), στο οποίο η ΝΔ δεν είχε την επιδιωκόμενη απήχηση στο λαό, ο Α.Σαμαράς παραιτήθηκε από τη θέση του Προέδρου της ΝΔ, την οποία ανέλαβε προσωρινά ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης.
ε. Αξιολόγηση του έργου του
Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, ο Αντ.Σαμαράς ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε για σύντομο χρόνο δύο «ειδικές αποστολές» από τις οποίες, όπως φαίνεται, βγήκε και τις δύο φορές προσωπικά ζημιωμένος. Η πρώτη αποστολή, που αφορούσε την βεβιασμένη πτώση της κυβέρνησης του Κ.Μητσοτάκη το 1993, ήταν ενέργεια υποστήριξης συγκεκριμένων μεγιστάνων του επιχειρηματικού κόσμου, τα συμφέροντα των οποίων κινδύνευαν από την πώληση του ΟΤΕ. Μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν η αναβολή εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου θατσερικού προγράμματος, που είχε θέσει σε κίνηση ο Κ.Μητσοτάκης, που προσωρινά φάνηκε να προσφέρει κάποια ανακούφιση σε όσους είχαν ήδη στενάξει από το «τούνελ» των προηγηθέντων μέτρων λιτότητας του Α.Παπανδρέου, αλλά η τελική κατάληξη της αναβολής αυτής φάνηκε 17 έτη αργότερα, όταν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα χρειάστηκε να εφαρμοστούν δια της βίας και απότομα στην εποχή της μεγάλης κρίσης 2010-16, που γονάτισε την ελληνική οικονομία.
Αυτό ακριβώς ήταν το αντικείμενο της δεύτερης ειδικής αποστολής του Α.Σαμαρά, που, ουσιαστικά, κλήθηκε να συνεχίσει το έργο του καταρρεύσαντος πανεπιστημιακού φίλου του Γ.Α.Παπανδρέου, στην εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονιακής πολιτικής». Ομολογουμένως ο Αντ.Σαμαράς έκανε αρχικά ό,τι ήταν δυνατόν για να αποφύγει να πιει το πικρό αυτό ποτήρι. Στο τέλος όμως υπέκυψε και έγινε εξάρτημα του μηχανισμού, με τον οποίο η «Τρόικα» ροκάνισε ακόμη περισσότερο τον πλούτο του ελληνικού λαού (ονομάζοντας μάλιστα ευφυώς τη ληστρική επιχείρησή της «πρόγραμμα σωτηρίας» [bailout] της Ελλάδας). Σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει τα πράγματα, ο Αντ.Σαμαράς προσπάθησε να ανακόψει τις αρπακτικές διαθέσεις της Τρόικας προβάλλοντας απεγνωσμένα το πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% που πέτυχε το 2014, που πίστευε πως θα μπορούσε να είναι η τελευταία σανίδα σωτηρίας. Και οι ελπίδες αυτές όμως αποδείχτηκαν φρούδες, καθώς η «λερναία ύδρα» της Τρόικας δεν επιδεχόταν φραγμό στις ακόρεστες ορέξεις της, με τελικό αποτέλεσμα να «εκπαραθυρωθεί» και αυτός υπέρ του Αλ.Τσίπρα, που φαίνεται πως ήταν αρκετά ανυποψίαστος (ή αντίθετα πολύ υποψιασμένος) για να αποδεχτεί τον ρόλο που αρνήθηκε ο Α.Σαμαράς.
Ο Αλέξης Τσίπρας (γεννημένος στην Αθήνα, 28 Ιουλίου 1974) ως πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 26 Ιανουαρίου 2015 – 27 Αυγούστου 2015 και πάλι μετά τις εκλογές της 21 Σεπτεμβρίου 2015. Η μητέρα του κατάγεται από την Ελευθερούπολη της Καβάλας και ο πατέρας του από το Αθαμάνιο της Άρτας. Αποφοίτησε από το Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, από το οποίο αποφοίτησε το Φεβρουάριο του 2000. Το 2003 ολοκλήρωσε το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολεοδομία - Χωροταξία του ΕΜΠ. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως κελευστής στο πολεμικό ναυτικό. Σύντροφός του είναι η επίσης διπλωματούχος μηχανικός Μπέτυ Μπαζιάνα (απόφοιτη του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών) και παιδιά τους είναι ο Φοίβος-Παύλος (γενν. 2010) και Ορφέας-Ερνέστος (γενν. 2012).
α. Πολιτική σταδιοδρομία
Από μικρή ηλικία, το 1988, οργανώθηκε στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας (ΚΝΕ). Στις μαθητικές κινητοποιήσεις του 1990 και του 1991 ενάντια στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που είχε προτείνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όταν είχαν καταληφθεί περισσότερα από 9 στα 10 σχολεία, ήταν εκπρόσωπος του σχολείου του στο συντονιστικό των μαθητών και συμμετείχε στην ομάδα που συνομιλούσε με την κυβέρνηση. Αποχώρησε από την ΚΝΕ το 1991, με την αποχώρηση του ΚΚΕ από το Συνασπισμό και τη διάσπασή του. Ως φοιτητής συμμετείχε στην ίδρυση της παράταξης «Εγκέλαδος», που συμμετείχε στην ομοσπονδία των «Εναλλακτικών Ριζοσπαστικών Αριστερών Σχημάτων», πρόγονο του κατοπινού ΔΑΡΑΣ και της ΑΡΕΝ. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου φοιτητών πολιτικών μηχανικών ΕΜΠ και της συγκλήτου του ΕΜΠ και την περίοδο 1995-7 εκλέχτηκε στο κεντρικό συμβούλιο της ΕΦΕΕ.
Την ίδια περίοδο ήταν Γραμματέας Σπουδάζουσας Αθήνας της Νεολαίας του Συνασπισμού (τότε Ένωσης Αριστερών Νέων). Το 1999 εκλέχτηκε γραμματέας της οργάνωσης και διατήρησε τη θέση αυτή έως το τρίτο συνέδριό της, το Μάρτιο του 2003. Από τη θέση αυτή συμμετείχε στις προσπάθειες για την ίδρυση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και έλαβε μέρος στις διεθνείς διαδηλώσεις του κινήματος «ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση». Το 2001 ο Τσίπρας ταξίδεψε στην Ιταλία για να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις εναντίον της συνόδου κορυφής των G8 στη Γένοβα. Ήταν ένα από τα 135 στελέχη του Συνασπισμού, που θεωρήθηκαν ύποπτα για πρόκληση επεισοδίων και στα οποία απαγορεύτηκε η αποβίβαση στο λιμάνι της Ανκόνας, με αποτέλεσμα να οργανώσουν επιτόπια ολοήμερη διαμαρτυρία, εμποδίζοντας την αναχώρηση του καραβιού έως ότου παρενέβη η ιταλική αστυνομία. Ήταν υποψήφιος βουλευτής στις βουλευτικές εκλογές του 2004. Το Δεκέμβριο του 2004, κατά το 4ο συνέδριο του Συνασπισμού, αποχώρησε από τη Νεολαία και εκλέχτηκε, με το 42% των ψήφων των συνέδρων (πέμπτος σε σειρά), στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του Συνασπισμού και εν συνεχεία στην Πολιτική Γραμματεία του κόμματος, όπου ανέλαβε αρμόδιος για θέματα παιδείας και νεολαίας.
Ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2006, επικεφαλής του συνδυασμού «Ανοιχτή Πόλη». Ἐλαβε 28.964 ψήφους (ποσοστό 10,5%) καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση, πίσω από το Νικήτα Κακλαμάνη και τον Κώστα Σκανδαλίδη και μπροστά από το Σπύρο Χαλβατζή του ΚΚΕ. Ο συνδυασμός κατέλαβε συνολικά 4 έδρες στο δημοτικό συμβούλιο. Στις 10 Φεβρουαρίου του 2008 το 5ο συνέδριο του Συνασπισμού της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας (ΣΥΝ) εξέλεξε πρόεδρο τον Αλ.Τσίπρα, σε ηλικία 33 ετών, με 840 ψήφους (70,41%) έναντι 342 ψήφων του Φώτη Κουβέλη (28,67%). Ο Αλέκος Αλαβάνος, τον οποίο διαδέχθηκε ο Τσίπρας στην προεδρία του ΣΥΝ, παρέμεινε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, της πολιτικής συμμαχίας στην οποία συμμετείχε το κόμμα του Συνασπισμού.
Το Δεκέμβριο του 2008, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ο Τσίπρας καταλόγισε πολιτικές ευθύνες στον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή και απέρριψε την κριτική της ΓΓ του ΚΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα, ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων». Ζήτησε τον αφοπλισμό της αστυνομίας, την κατάργηση των ΜΑΤ, αλλαγή της κρατικής πολιτικής απέναντι στη νεολαία και μείωση του ορίου ηλικίας για δικαίωμα ψήφου στα 16 χρόνια. Στις ευρωεκλογές του 2009, ο ΣυΡιζΑ απέσπασε το 4,7% των ψήφων, ποσοστό χαμηλότερο από εκείνο των προηγούμενων εθνικών εκλογών. Μετά από αυτό προέκυψαν διαφωνίες ανάμεσα στον Αλαβάνο και τον Τσίπρα και με την «Ανανεωτική Πτέρυγα» του ΣΥΝ. Στις βουλευτικές εκλογές του 2009 (Νίκη ΠΑΣΟΚ 43,92 έναντι ΝΔ 33,47 ΚΚΕ 7,54 ΛΑΟΣ 5,63 ΣΥΡΙΖΑ 4,60) ο Αλ.Τσίπρας εκλέχτηκε βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια της Α΄ Αθηνών με 16.383 σταυρούς. Μετά από πρόταση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ και της Γραμματείας του ΣυΡιζΑ, εκλέχτηκε ομόφωνα πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Τα αποτελέσματα των πρώτων βουλευτικών εκλογών με τον Αλέξη Τσίπρα στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ το 2009 θεωρήθηκαν μεγάλη αποτυχία για το κόμμα, το οποίο συγκέντρωσε μόλις 4,6% και ήταν το τελευταίο κόμμα που μπήκε στη βουλή με μόλις 13 έδρες. Αυτό οδήγησε στη διάσπαση του ΣΥΝ και στη δημιουργία, από τον Φώτη Κουβέλη, του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ). Ο Αλ.Τσίπρας χαρακτήρισε τις αποχωρήσεις «παραδοξότητες».
Αξιοποιώντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις αποκαλούμενες «πολιτικές του Μνημονίου», και επωφελούμενος ιδιαίτερα από το το «κίνημα των αγανακτισμένων» της περιόδου 2011-12, που φάνηκε ότι υποθαλπόταν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας οδήγησε τον συνδυασμό στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 σε αύξηση του εκλογικού ποσοστού του από 4,6% που είχε αποσπάσει στις εκλογές του 2009, στο 16,78%. Στις εκλογές αυτές ήταν υποψήφιος στην εκλογική περιφέρεια της Αχαΐας όπου και εκλέχτηκε. Λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 17 Ιουνίου 2012, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ (26,89% - 71 έδρες) κατετάγη δεύτερο κόμμα με λιγότερο από τρεις μονάδες διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία (29,66% - 129 έδρες), η οποία σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ (12,28% - 33 έδρες) και τη Δημοκρατική Αριστερά (6,26% - 17 έδρες), με πρωθυπουργό τον πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά.
β. Πρόεδρος του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ
Μετά τα θετικά για τον συνδυασμό αποτελέσματα των εκλογών του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποίησε το ιδρυτικό του συνέδριο, ως ενιαίο πολιτικό κόμμα, στις 13 και 14 Ιουλίου 2013. Ο Αλ.Τσίπρας επιχείρησε να προχωρήσει στην άμεση διάλυση των συνιστωσών, που αποτελούσαν τον πολιτικό συνασπισμό και την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο νέο πολιτικό σχηματισμό. Στην ψηφοφορία της 14ης Ιουλίου 2013, ο Αλ.Τσίπρας επικράτησε καταλαμβάνοντας ποσοστό της τάξης του 74%.
Στην τριπλή αναμέτρηση του Μαΐου του 2014 για τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης και τις Ευρωεκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να καταλάβει την πρώτη θέση στις Ευρωεκλογές στην Ελλάδα, κατέκτησε τις περιφέρειες Αττικής και των Ιονίων Νήσων, ενώ ο υποστηριζόμενος υποψήφιος δήμαρχος του κόμματος για τον Δήμο της Αθήνας, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο, όπου τελικά ηττήθηκε από τον Γεώργιο Καμίνη. Όμως η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας σε περισσότερες περιφέρειες και δήμους της χώρας θεωρήθηκαν αποτελέσματα που επέτρεψαν στην κυβέρνηση Αντ.Σαμαρά να αποφύγει την άμεση προσφυγή στις κάλπες σε εθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, του οποίοι ηγείτο ο Αλ.Τσίπρας κατέλαβε την έκτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου, παρουσιάζοντας ωστόσο μια αύξηση της τάξης του 6% σε σχέση με τις προηγούμενες Ευρωεκλογές.
Το Σεπτέμβριο του 2014 ο Τσίπρας παρουσίασε σε ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣυΡιζΑ, που συνίστατο στη διαπραγμάτευση του ελληνικού δημόσιου χρέους και ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης», μία δέσμη πολιτικών και οικονομικών μέτρων, το κόστος εφαρμογής των οποίων υπολογίστηκε από το ΣυΡιζΑ σε 11,3 δισ. ευρώ και από το υπουργείο Οικονομικών σε 17 έως 27 δισ.
γ. Πρωθυπουργία
Στις 9 Δεκεμβρίου 2014, ο Αντώνης Σαμαράς, μετά από συνάντηση μαζί του, ανακοίνωσε την υποψηφιότητα του Σταύρου Δήμα, υποστηριζόμενη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Στην 1η ψηφοφορία, που έγινε στις 17 Δεκεμβρίου, η υποψηφιότητα Δήμα συγκέντρωσε 160 θετικές ψήφους και 135 "Παρών". Στην 2η ψηφοφορία, η οποία έλαβε χώρα στις 23 Δεκεμβρίου, ο Σταύρος Δήμας έλαβε 168 θετικές ψήφους. Στην 3η και τελική ψηφοφορία, στις 29 Δεκεμβρίου, ο Σταύρος Δήμας έλαβε και πάλι 168 θετικές ψήφους, χωρίς να καταφέρει να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες 180 ψήφους ώστε να εκλεγεί, με αποτέλεσμα η Βουλή να διαλυθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2014 και η χώρα να οδηγηθεί σε πρόωρες εθνικές εκλογές στις 25 Ιανουαρίου 2015, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 36,34% και 149 έδρες (ΣΥΡΙΖΑ 36,34 ΝΔ 27,81 ΧΑ 6,28 ΠΟΤΑΜΙ 6,05 ΚΚΕ 5,47 ΑΝΕΛ 4,75). Το πρωί της επομένης ο Τσίπρας συναντήθηκε με τον Πάνο Καμμένο, πρόεδρο των Ανεξάρτητων Ελλήνων, που είχαν 13 έδρες στο Κοινοβούλιο, ο οποίος ανακοίνωσε την πρόθεση συνεργασίας για το σχηματισμό κυβέρνησης. Αργότερα την ίδια μέρα ο Τσίπρας συναντήθηκε με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και έπειτα με τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, που του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και τον όρκισε πρωθυπουργό. Ήταν ο νεότερος πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1865 (όταν είχε γίνει πρωθυπουργός ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης σε ηλικία 36 ετών) και ο πρώτος στην ιστορία του κράτους που ορκίστηκε με πολιτικό όρκο.
Στις 17 Φεβρουαρίου ο Αλ.Τσίπρας πρότεινε για υποψήφιο πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Προκόπη Παυλόπουλο, που εκλέχτηκε με 233 ψήφους. Κύριο θέμα του Αλ.Τσίπρα μετά την εκλογή του ήταν οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων από το 2ο Μνημόνιο οικονομικής στήριξης από την Τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), τις οποίες ανέλαβε ο υπουργός οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης. Στην από κοινού συνέντευξη τύπου με τον υπουργό οικονομικών της Ολλανδίας, πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο Γ.Βαρουφάκης ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα δεν θα συνεργαστεί με την Τρόικα, η οποία δεν αποτελεί θεσμικό όργανο, αλλά θα διαπραγματευτεί απευθείας με τους θεσμούς της ΕΕ και ΔΝΤ, και δεν θα συνάψει συμφωνίες για νέα δανειακή σύμβαση, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Ολλανδού πολιτικού ο οποίος αποχώρησε. Μετά από μία σειρά συνεδριάσεων του Eurogroup τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων, ενώ ο Γ.Βαρουφάκης δήλωσε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί να εφαρμόσει νέα υφεσιακά μέτρα, χωρίς μέριμνα για ανάπτυξη ή διαγραφή χρέους. Στη συνέχεια ο Γ. Βαρουφάκης συναντήθηκε στις αρχές Απριλίου 2015 με την Κριστίν Λαγκάρντ στην Ουάσινγκτον και διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει τις υποσχέσεις της σχετικά με την πληρωμή του Απριλίου στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ η κυβέρνηση αναμενόταν να υποχωρήσει στα θέματα των ιδιωτικοποιήσεων και εργασιακών. Λίγες εβδομάδες μετά πραγματοποιήθηκε το Eurogroup στη Ρίγα της Λετονίας, όπου οι δανειστές ανέφεραν πως η Ελληνική πλευρά δεν παρουσίασε κατάλογο μεταρρυθμίσεων, με τον επικεφαλής του Eurogroup να δηλώνει ότι η ρευστότητα της χώρας επαρκεί μόνο μέχρι τον Ιούνιο. Η στασιμότητα των διαπραγματεύσεων στη Λετονία οδήγησε την κυβέρνηση να συγκροτήσει νέα ομάδα διαπραγμάτευσης στην οποία προστέθηκε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, δήλωσε από τις Βρυξέλλες ότι η Ελλάδα είναι σε λάθος κατεύθυνση και προκάλεσε τον Γ.Βαρουφάκη να προχωρήσει σε δημοψήφισμα αν το επιθυμεί. Στις 18 Μαΐου ο Γ.Βαρουφάκης τόνισε ότι η συμφωνία είναι δυνατή και προανήγγειλε νέα μέτρα. Από τις 11 Φεβρουαρίου η ΕΚΤ είχε παύσει να αποδέχεται τα ελληνικά χρεόγραφα ως εγγυήσεις για την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έκτοτε κάλυπταν τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες χρησιμοποιώντας το μηχανισμό επείγουσας παροχής ρευστότητας (ELA).
δ. Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015
Στις 22 Ιουνίου η κυβέρνηση υποχώρησε στις απαιτήσεις των δανειστών, κάνοντας έτσι πιθανή την επίτευξη συμφωνίας. Υποβλήθηκε πρόταση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, που, ενώ αρχικά φάνηκε ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτή, στις 25 Ιουνίου απορρίφθηκε μετά από επίμονη απαίτηση του Β.Σόιμπλε, οπότε οι εταίροι πρότειναν μια δική τους σειρά δυσμενέστερων μέτρων. Η πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος ανακοινώθηκε από τον Αλ.Τσίπρα τις πρώτες ώρες του Σαββάτου 27 Ιουνίου 2015, μετά από σύσκεψη του κυβερνητικού (και αργότερα υπουργικού) συμβουλίου το βράδυ της προηγούμενης ημέρας στο Μέγαρο Μαξίμου. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση και πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου προς τη Βουλή, «ο ελληνικός λαός καλείται να αποφασίσει με την ψήφο του εάν πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup στις 25 Ιουνίου και αποτελείται από δύο έγγραφα, τα οποία συγκροτούν την πρόταση επί της οποίας προτείνεται το δημοψήφισμα». Το πρώτο έγγραφο είχε τίτλο «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» (Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ και η Χρυσή Αυγή τάχθηκαν υπέρ του δημοψηφίσματος και υπέρ της απάντησης «όχι». Το ΚΚΕ δήλωσε την καταψήφιση της διεξαγωγής δημοψηφίσματος τέτοιου ερωτήματος. H Νέα Δημοκρατία υποστήριξε ότι το ερώτημα ουσιαστικά είναι «Ναι» ή «Όχι» στη ζώνη του Ευρώ και δήλωσε ότι επιζητεί την παραμονή της Ελλάδας σε αυτήν, και ομοίως το Ποτάμι τάχθηκε υπέρ του «Ναι». Το ΠΑΣΟΚ θεώρησε το δημοψήφισμα αντισυνταγματικό, παίρνοντας θέση για την καταψήφιση της διεξαγωγής του. Στην ονομαστική ψηφοφορία που διεξάχθηκε τις πρώτες ώρες της 28ης Ιουνίου στο ελληνικό κοινοβούλιο με σκοπό την απόφαση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος την 5η Ιουλίου, 178 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της διεξαγωγής και 120 κατά, σε σύνολο 298 βουλευτών.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, δήλωσε ότι «στο δημοψήφισμα οι Έλληνες πολίτες καλούνται να απαντήσουν αν θα παραμείνουν στο Ευρώ ή θα επιστρέψουν στην δραχμή», μια άποψη που συμμερίστηκαν οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, όπως της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας. Η αμερικανική κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, μέσω του εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, πήρε θέση υπέρ του «Ναι», εκφράζοντας παράλληλα την άποψη πως η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει εντός της Ευρωζώνης πάση θυσία.
Οι οικονομολόγοι Τζέιμς Κ. Γκάλμπρεϊθ (James K. Galbraith), Τομά Πικετί, Τζέφρεϊ Σακς (Jeffrey Sachs), καθώς και οι βραβευμένοι με το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών Πωλ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτς εξέφρασαν την υποστήριξη τους υπέρ της ψήφου του Όχι στο δημοψήφισμα, αναφέροντας πως η συνέχιση του προγράμματος ύφεσης είναι η χειρότερη επιλογή που μπορεί να υπάρχει σε σχέση με τα σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. 30 Έλληνες οικονομολόγοι τοποθετήθηκαν υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα διότι το «Όχι» (κατά την άποψή τους) θα έφερνε την Ελλάδα έξω από την Ευρωζώνη και πιθανώς έξω και από την Ε.Ε.» κάτι που «θα είχε καταστροφικές συνέπειες, τόσο άμεσα όσο και σε βάθος χρόνου».
Μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, το Σάββατο συνεδρίασε το Eurogroup και αποφάσισε να μην παρατείνει το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας μετά το βράδυ της 30ης Ιουνίου, οπότε και έληγε, και ενώ η ελληνική κυβέρνηση είχε ζητήσει δύο φορές να δοθεί μια σύντομη παράταση, ώστε να γίνει ομαλά η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Το απόγευμα της Κυριακής 28 Ιουνίου, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε να μην αυξήσει το ποσό της ρευστότητας που χορηγεί στις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA, αλλά να το διατηρήσει στο επίπεδο της Παρασκευής.
Μετά από αυτή την απόφαση της ΕΚΤ, συνεδρίασε το ίδιο απόγευμα το Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας που εισηγήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων. Αργά τη νύχτα της Κυριακής το υπουργικό συμβούλιο αποδέχτηκε την εισήγηση και τα ξημερώματα της Δευτέρας εκδόθηκε πράξη νομοθετικού περιεχομένου με την οποία η περίοδος από τις 28 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου κηρύχθηκε τραπεζική αργία και τέθηκε ημερήσιο όριο αναλήψεων από τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης μετρητών 60 ευρώ. Ύστερα από την τραπεζική αργία σύμφωνα με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 28ης Ιουνίου, το Χρηματιστήριο Αθηνών αποφάσισε να παραμείνει κλειστό έως και τη Δευτέρα 6 Ιουλίου.
Στον απόηχο της απόφασης διενέργειας δημοψηφίσματος, στις 29 Ιουνίου παρατηρήθηκε αναταραχή στα ασιατικά και τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Τα ασιατικά χρηματιστήρια έκλεισαν με μεγάλες απώλειες, και καταγεγραμμένη πτώση του ευρώ από το άνοιγμα της συνεδρίασης, ενώ τα ευρωπαϊκά κατόρθωσαν στο τέλος της συνεδρίασής τους να περιορίσουν τις αρχικές τους απώλειες με υποχώρηση, ωστόσο, των γερμανικών ομολόγων και παράλληλη άνοδο των ομολόγων της περιφέρειας της ΕΕ.
Στις 30 Ιουνίου, λίγες ώρες πριν την εκπνοή του ισχύοντος προγράμματος, ο Αλ.Τσίπρας ζήτησε με επιστολή του ένα 3ο πρόγραμμα στήριξης, ύψους 29,1 εκατ. ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτούνταν από τον ESM και θα κάλυπτε τα χρέη της Ελλάδας που έληγαν ως το 2017, μαζί με την αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας προς τον EFSF και την παράταση του ισχύοντος προγράμματος για να μη κηρυχθεί η Ελλάδα σε κατάσταση χρεωκοπίας. Το αίτημα του Τσίπρα απορρίφθηκε σε έκτακτη τηλεδιάσκεψη του Eurogroup την ίδια ημέρα. Τα μεσάνυχτα της Τρίτης έληγε μια πληρωμή 1,5 εκατ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που δεν καταβλήθηκε, κάνοντας την Ελλάδα την πρώτη ανεπτυγμένη οικονομία που δεν έχει καταβάλει κάποια οφειλή προς το ΔΝΤ.
Σε αντίθεση με τις δημοσκοπήσεις που προέβλεπαν μια μικρή διαφορά και νίκη του Ναι έστω και οριακά, τα αποτελέσματα έφεραν μεγάλη επικράτηση της ψήφου του Όχι: ΟΧΙ 61,31, ΝΑΙ 38,69%. Περιοχές με υψηλά εισοδήματα ψήφισαν "ΝΑΙ", όπως η Εκάλη (84,62%), ο Διόνυσος (69,78%), η Κηφισιά (64,59%), η Δροσιά (65,42%), η Βούλα (63,88%) και η Βουλιαγμένη (66,27%). Αντιθέτως, το "ΟΧΙ" έλαβε μεγάλα ποσοστά σε περιοχές με χαμηλά εισοδήματα, όπως ο δήμος Ασπροπύργου (79,20%), η Φυλή (77,22%), το Πέραμα (76,64%), οι Αχαρνές (75,25%), ο δήμος Κερατσινίου - Δραπετσώνας (72,84%), ο δήμος Νίκαιας - Αγίου Ιωάννη Ρέντη (72,61%), η Αγία Βαρβάρα (72,75%), η Ελευσίνα (71,88%), η Λαυρεωτική (71,81%), ο Ταύρος (71,28%), το Αιγάλεω (70,68%) και το Περιστέρι (70,31%).
Σύντομα μετά την επίσημη πρώτη παρουσίαση της πρόγνωσης του τελικού αποτελέσματος, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς, ανακοίνωσε την παραίτηση του από πρόεδρος του κόμματος, παραχωρώντας την προεδρία στον Ευάγγελο Μεϊμαράκη ως μεταβατικό πρόεδρο. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, ο Γιάννης Βαρουφάκης κατέθεσε την παραίτηση του από υπουργός οικονομικών μετά από συνάντηση με τον Αλ.Τσίπρα, κίνηση η οποία χαρακτηρίστηκε πως απέβλεπε στη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους πιστωτές. Μπορεί η επικράτηση του Όχι να ήταν μεγάλη και εντυπωσιακή, αυτό όμως δεν εμπόδισε την Κυβέρνηση Τσίπρα να συμφωνήσει με τους Δανειστές τους όρους για ένα τρίτο μνημόνιο, το οποίο όμως είχε απορριφθεί απο την πλειοψηφία του λαού. Λίγες μέρες αργότερα η τότε κυβέρνηση Αλ.Τσίπρα και οι δανειστές συμφώνησαν για ένα 3ο πακέτο βοήθειας.
Στις 20 Αυγούστου 2015, ο Αλ.Τσίπρας ανακοίνωσε με διάγγελμά την πρόθεση παραίτησης αυτού και της κυβέρνησής του, η οποία έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στις 21 Αυγούστου 2015, 25 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ανεξαρτητοποιήθηκαν και σχημάτισαν το αντιμνημονιακό κόμμα Λαϊκή Ενότητα. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης και σύμφωνα με το Σύνταγμα δόθηκαν διερευνητικές εντολές για το σχηματισμό της κυβέρνησης, ενώ εφόσον δεν κατέληξαν, σχηματίστηκε η υπηρεσιακή κυβέρνηση της Βασιλικής Θάνου, ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος για τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε και πάλι πρώτο κόμμα αυτή την φορά με ποσοστό 35,46% και 145 έδρες (ΣΥΡΙΖΑ 35,46 ΝΔ 28,10 ΧΑ 6,99 ΠΑΣΟΚ 6,28 ΚΚΕ 5,55 ΠΟΤΑΜΙ 4,09 ΑΝΕΛ 3,69 ΕΚ 3,43). Ο Αλ.Τσίπρας συνεργάστηκε και πάλι με τους ΑΝΕΛ, οι οποίοι συγκέντρωσαν ποσοστό 3,7% και 10 έδρες στη βουλή. Η δεύτερη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να εργάζεται για την υλοποίηση προαπαιτούμενων μέτρων και στη συνέχεια των μέτρων που προβλέπονται από το ίδιο το 3ο Μνημόνιο, με αρκετές αντιδράσεις από τους θιγόμενους πολίτες.
γ. Αποτίμηση του έργου του
Αξιολόγηση του έργου του Αλ.Τσίπρα, ασφαλώς δεν είναι δυνατή, αφού η θητεία του είναι (το 2016) σε εξέλιξη εν μέσω σημαντικών δυσχερειών. Σχόλια μπορούν μόνο να διατυπωθούν με αφετηρία την παρατήρηση ότι η εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού (εξ αντικειμένου) προαποφασίστηκε και προετοιμάστηκε (μετά από ειδική μάλιστα επιμόρφωσή του στις ΗΠΑ) από τις γνωστές «άνωθεν δυνάμεις» μετά τις εκλογές του 2012, όταν βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με το δεδομένο αυτό το ερώτημα είναι ποιες από τις μετέπειτα κινήσεις του ήταν προσχεδιασμένες και ποιες όχι.
Διαφωτιστική στο σημείο αυτό ίσως είναι η πληροφορία ότι ο Αλ.Τσίπρας «ζήτησε από τη Μόσχα ένα δάνειο ύψους 10 δισ. δολαρίων που θα το αξιοποιούσε για να υποστηριχθεί η δραχμή», γνωρίζοντας πως η εισαγωγή εθνικού νομίσματος δεν νοείται χωρίς το κράτος να διαθέτει ισχυρά συναλλαγματικά διαθέσιμα. Στο πρώτο πεντάμηνο της πρωθυπουργίας του ο Αλ. Τσίπρας επισκέφθηκε τη Ρωσία δύο φορές, προσπαθώντας παράλληλα να κερδίσει χρόνο στις συζητήσεις με την Τρόικα, παρατείνοντας όσο μπορούσε τις διαπραγματεύσεις. Η δεύτερη επίσκεψη έγινε την Παρασκευή 19 Ιουνίου στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας (όπως δείχνουν τα πράγματα) ήδη αποφασίσει το δημοψήφισμα, ενώ ήταν απόλυτα προειδοποιημένος (και όχι μόνο από τον Μάριο Ντράγκι) για το επερχόμενο κλείσιμο των τραπεζών. Η αρχή του τέλους ήρθε το απόγευμα της Κυριακής του δημοψηφίσματος, όταν έφτασαν στην Αθήνα οι πρώτες πληροφορίες ότι η Ρωσία μάλλον δεν θα στηρίξει τη δραχμή (ίσως διότι η Ρωσία αντάλλαξε την Αθήνα με το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ της Ανατολικής Ουκρανίας). Ως την Τετάρτη 8 Ιουλίου, όταν ο Αλ.Τσίπρας διαπραγματευόταν στο Ευρωκοινοβούλιο (στις περίφημες 17ωρες συνομιλίες), είχαν σβήσει και οι τελευταίες ελπίδες. Τότε αποδέχθηκε ότι χωρίς συμφωνία με την Τρόικα “θα ανατιναχθεί το κράτος” και παραδόθηκε άοπλος στα χέρια της Ανγκελας Μέρκελ. Από το σημείο αυτό και πέρα ο Αλ.Τσίπρας είναι πλέον αιχμάλωτος, όπως και ο προκάτοχός του Αντ.Σαμαράς, του γνωστού αφανούς συνεταιρισμού που καθοδηγείται από υψηλές δυνάμεις, οι οποίες εκδηλώνονται στο πρόσωπο των κυβερνήσεων της Αμερικής και της Γερμανίας. Οι δυνατότητές του να μην εφαρμόσει κατά γράμμα τις λαμβανόμενες οδηγίες, με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πρέπει να θεωρούνται μηδαμινές.
Η Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου (γεννημένη στη. Χαλκίδα, το 1950) ήταν υπηρεσιακή πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 27 Αυγούστου 2015 – 21 Σεπτεμβρίου 2015, η πρώτη γυναίκα που κατείχε το αξίωμα στη χώρα. Είναι πρόεδρος του Αρείου Πάγου από την 1η Ιουλίου 2015. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πραγματοποιώντας μεταπτυχιακές σπουδές στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Paris II της Σορβόνης. Εισήλθε στο δικαστικό σώμα το 1975. Το 2005 έγινε πρόεδρος Εφετών και το 2008 αρεοπαγίτης. Για έξι χρόνια δίδαξε Αστικό Δίκαιο στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Το 2014 τοποθετήθηκε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και το 2015 διορίστηκε πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου. Παράλληλα ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στον δικαστικό χώρο, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) από το 2000, και πρόεδρός της κατά την περίοδο το 2012 έως το 2015, ενώ είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Αστικολόγων & της Ένωσης Δικονομολόγων. Επίσης, προεδρεύει στο εκλογοδικείο λόγω της αρχαιότητάς της ως προς τους προέδρους του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις 13 Φεβρουαρίου του 2015 η Βασιλική Θάνου με την ιδιότητα της προέδρου των Δικαστών και Εισαγγελέων της Ελλάδας απέστειλε ειδική επιστολή στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, προκειμένου να παρέμβει στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπέρ των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να εξασφαλισθεί λύση για την ανάπτυξη χωρίς παράταση μνημονίων, προκειμένου ο ελληνικός λαός να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά του. Στις 27 Αυγούστου 2015 κλήθηκε στο προεδρικό μέγαρο και ορκίστηκε υπηρεσιακή πρωθυπουργός. Στη συνέχεια υπέγραψε και προώθησε το ΠΔ 66/28 Αυγούστου 2015 αναλαμβάνοντας τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015.
Ο θεσμός του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας καθιερώθηκε, ως συνέχεια του κληρονομικού θεσμού της Βασιλείας, με παρόμοιες αρμοδιότητες και καθήκοντα, μετά την επικράτηση της Μεταπολίτευσης και ύστερα από το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, που καθιέρωσε την αβασίλευτη δημοκρατία. Αρχικά ο ρόλος φάνηκε ότι «οικοδομήθηκε» συνταγματικά στα μέτρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1980-85 και 1990-95), με σκοπό να ικανοποιήσει τις βλέψεις του για λειτουργία σε ένα ρόλο, που θα του εξασφάλιζε δάφνες «εθνάρχη» και θα κατοχύρωνε την υστεροφημία του. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος υπηρέτησε στη θέση αυτή (1975-80), μετά τον Μιχάλη Στασινόπουλο (1974-75, με τη δέσμευση ότι θα παραιτηθεί, όταν ο Κ.Καραμανλής θα αποφασίσει να αναλάβει αυτό το ρόλο. Με την αναθεώρηση του συντάγματος που πραγματοποιήθηκε από το ΠΑΣΟΚ το 1985, οι αρμοδιότητες του Προέδρου υποβαθμίστηκαν ακόμη περισσότερο, σε σημείο που προσομοιάζει αρκετά με τον ρόλο της βασίλισσας στην Μ.Βρετανία. Επόμενοι πρόεδροι ήταν ο Γιάννης Αλευράς (προσωρινά το 1985), ο Χρήστος Σαρτζετάκης (1985-90), ο Κωστής Στεφανόπουλος (1995-2005), ο Κάρολος Παπούλιας (2005-15) και ο Προκόπης Παυλόπουλος (2015- ). Όσο περνούν τα χρόνια γίνεται ολοένα και εμφανέστερο ότι ο θεσμός του Προέδρου δεν εξυπηρετεί ουσιωδώς το πολίτευμα (αφού οι ελάχιστες και χωρίς ουσιαστική σημασία αρμοδιότητές του μπορούν να καλύπτονται από τον Πρόεδρο της Βουλής) και επομένως μπορεί να αρχίσει η ωρίμανση των συνθηκών, ώστε ο θεσμός κάποτε να καταργηθεί.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Αθήνα, 1 Ιουλίου 1899 - 8 Οκτωβρίου 1987) ήταν νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας στο διάστημα 19 Ιουλίου 1975 – 10 Μαΐου 1980. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Τσάτσου, δικηγόρου και βουλευτή και της Θεοδώρας Ευστρατιάδη. Αδερφός του ήταν ο Θεμιστοκλής Τσάτσος. Μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα σπίτι της οδού Βησσαρίωνος 8, αλλά επισκεπτόταν συχνά την Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι γονείς της μητέρας του. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Μακρή και στο Β΄ Γυμνάσιο Νεαπόλεως, ενώ στη συνέχεια στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως, όπου είχε δασκάλους τον Κουγέα και τον Γληνό. Από νεαρή ηλικία μιλούσε γαλλικά και γερμανικά, ενώ διάβαζε φιλοσοφικά έργα και ποιήματα ήδη από 13 ετών. Το 1914 εγγράφηκε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1918. Την ίδια χρονιά συμπεριλήφθηκε στην ελληνική αποστολή του συνεδρίου της ειρήνης στο Παρίσι, ως κρυπτογράφος, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για έναν χρόνο. Το 1920 πήρε την άδεια εξασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και το 1921 ανέλαβε μαζί με τον Μαριδάκη το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει. Οι στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως το 1923, ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του και η διάσωση του δικηγορικού γραφείου-μοναδικού πόρου ζωής για τη μητέρα και τον αδελφό του ανέστειλαν το ξεκίνημα μεταπτυχιακών σπουδών. Το 1925 εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη προκειμένου να συμπληρώσει τις νομικές του σπουδές και να κάνει το διδακτορικό του. Εκεί γνωρίστηκε με τους Γιάννη Θεοδωρακόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από τους Γερμανούς καθηγητές Ρίκερτ και Γιάσπερς. Με την επιστροφή του παρέλαβε, μαζί με τον αδερφό Θεμιστοκλή του αυτή τη φορά, το γραφείο του πατέρα του και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία έως το 1931.
α. Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Το 1929 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της νομικής, ενώ τον επόμενο χρόνο έγινε υφηγητής και το 1933 καθηγητής στην έδρα της εισαγωγής στην επιστήμη του Δικαίου και της φιλοσοφίας του Δικαίου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄30 ο Τσάτσος ήρθε σε επαφή με σημαντικούς λογοτέχνες και ποιητές της εποχής, ενώ ξεχωριστή υπήρξε η φιλία του με τον Κωστή Παλαμά, τον οποίο είχε γνωρίσει ήδη από το 1922. Την ίδια εποχή, το 1930, μαζί με τον Κανελλόπουλο και τον Θεοδωρακόπουλο εξέδωσε το τριμηνιαίο περιοδικό "Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών", η έκδοση του οποίου συνεχίστηκε για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Παράλληλα με τα μαθήματά του στην νομική σχολή, δίδασκε και φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (1935 - 1938). Το 1935 άρχισε να ασχολείται με τα πολιτικά ζητήματα, όταν πριν το δημοψήφισμα, δημοσίευσε άρθρα υπέρ του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το 1938 απέτυχε να γίνει τακτικός καθηγητής επί δικτατορίας Μεταξά. Το 1939 συνελήφθη και εκτοπίστηκε στη Σκύρο ως κομμουνιστής. Στη συνέχεια μετατοπίστηκε στις Σπέτσες, όπου διέμεινε μέχρι το 1940, οπότε και του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το 1941 απολύθηκε από τη θέση του στο πανεπιστήμιο, όταν στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του έτους αυτού εκφώνησε ομιλία προς τους φοιτητές του και στη συνέχεια τους συνέστησε να καταθέσουν ομαδικώς λουλούδια στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη, αλλά λόγω της φρούρησης του χώρου η κατάθεση πραγματοποιήθηκε στο άγαλμα του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό κήπο. Το 1942 ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Ένωση μαζί με τους Ζολώτα , Μαύρο, Αγγελόπουλο Γαρουφαλιά. Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκε με τον Τσιγάντε ως μέλος της επιτροπής που αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ της κυβερνήσεως του Καΐρου και των αντιστασιακών οργανώσεων. Για τη δράση του αυτή καταδιώχθηκε και διέφυγε τελικώς το 1944 στη Μέση Ανατολή.
β. Πολιτική σταδιοδρομία
Το 1944 έγινε τακτικός καθηγητής στη Νομική Σχολή. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1946, όταν παραιτήθηκε για να θέσει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές. Η πρώτη ουσιαστική ανάμειξη με την πολιτική ήταν το 1945, όταν ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη. Στην κυβέρνηση Π.Κανελλόπουλου που σχηματίσθηκε τον ίδιο χρόνο ανέλαβε δύο υπουργεία, του τύπου και της αεροπορίας. Τον επόμενο χρόνο έθεσε υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές, στις οποίες εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής. Το 1947 επισκέφθηκε το Κάιρο και το 1948 τη Ρώμη εκπροσωπώντας την ελληνική Βουλή στις διακοινοβουλευτικές συσκέψεις που πραγματοποιούνταν. Το 1949 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Παιδείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του οργάνωσε την εθνική πινακοθήκη, ενώ συγκρούστηκε με τους καθηγητές στο θέμα της αυξήσεως των μισθών. Επίσης επί της υπουργίας του πραγματοποιήθηκε η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου από την Ιερά Σύνοδο, λόγω θανάτου του Δαμασκηνού. Σε αυτήν ο Τσάτσος στήριξε τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, ο οποίος τελικώς εκλέχτηκε. Στις εκλογές του 1950 έθεσε υποψηφιότητα με το κόμμα του Π.Κανελλόπουλου, αποτυγχάνοντας όμως να εκλεγεί. Τότε άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα "Καθημερινή" και επέστρεψε για κάποιο διάστημα στην ενεργή δικηγορία. Στα τέλη του 1950 διορίστηκε υφυπουργός Συντονισμού. Το 1951 ξαναέθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής χωρίς όμως επιτυχία. Τον επόμενο χρόνο απέτυχε ξανά στις εκλογές.
Το 1956 προσχώρησε στο υπό ίδρυση κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την ΕΡΕ, με την οποία και εκλέχτηκε βουλευτής. Στην κυβέρνηση που σχηματίσθηκε υπό τον Καραμανλή ανέλαβε το υπουργείο Προεδρίας. Στις επόμενες εκλογές, του 1958, εκλέχτηκε βουλευτής και ανέλαβε πάλι το υπουργείο Προεδρίας. Το υπουργείο Προεδρίας είχε αρκετές αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων και αυτή του τουρισμού. Επί θητείας του κατασκευάστηκε το ξενοδοχείο της Πάρνηθας, ενώ ενίσχυσε σημαντικά και τα διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής ανά την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1961 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών με 24 ψήφους υπέρ και 6 κατά με έδρα τη Φιλοσοφία του Δικαίου. Σε αυτήν διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος. Τον ίδιο χρόνο επανεκλέχθηκε βουλευτής χωρίς όμως να αναλάβει κάποιο υπουργείο. Τον επόμενο χρόνο ανέλαβε το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας. Όταν αποχώρησε ο Καραμανλής, οι Τσάτσος και Παπακωνσταντίνου απομακρύνθηκαν από τις διαμάχες για την ηγεσία. Στην κυβέρνηση Π.Κανελλόπουλου ο Τσάτσος ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών την 21η Απριλίου.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τσάτσος υπέγραψε κάποιες αντιδικτατορικές προκηρύξεις, δίχως να προβεί σε κάποια άλλη νέα ενέργεια. Μετά την πτώση της δικτατορίας ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και στις εκλογές που ακολούθησαν εκλέχτηκε στην τρίτη θέση με το ψηφοδέλτιο επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα, ανέλαβε την προεδρία της κοινοβουλευτικής επιτροπής σύνταξης του νέου συντάγματος. Εισηγητής της αντιπολίτευσης για το νέο σύνταγμα ήταν ο ανεψιός του, Δημήτρης Τσάτσος.
γ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Ως ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος προτάθηκε από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας για τη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Τσάτσος στα απομνημονεύματά του, ο Κ.Καραμανλής είχε θέσει ως μοναδικό όρο ότι σε περίπτωση που θα ήθελε να μεταπηδήσει νωρίτερα από τα πέντε χρόνια στην προεδρία της δημοκρατίας, αυτός θα παραιτούνταν. Στην ψηφοφορία που διεξάχθηκε στην Βουλή έλαβε 210 ψήφους σε σύνολο 295 ψηφισάντων. Από αυτές οι 210 ανήκαν πιθανότατα στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που διέθετε 215 έδρες. Μοναδικός αντίπαλος ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υποστηρίχθηκε από την Ένωση Κέντρου, ενώ το ΠΑΣΟΚ και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό. Ορκίστηκε στις 19 Ιουλίου 1975 και ως πρόεδρος της δημοκρατίας ανέλαβε να οργανώσει καλύτερα τον όλο θεσμό. Ασχολήθηκε με βασικά ζητήματα της εθνικής πολιτικής όπως το σλαβομακεδονικό. Δέχθηκε επισκέψεις αρκετών αρχηγών ξένων κρατών, ενώ συναντήθηκε και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες, όπως οι Τίτο, Αϊζενχάουερ, Ζισκάρ, Νάσερ, Όττο Αψβούργος. Επίσης εκπροσώπησε την Ελλάδα στην κηδεία του Μακαρίου το 1977 και του Τίτο. Λίγο πριν το τέλος της θητείας του τιμήθηκε με το βραβείο Κούντενχοβε-Καλλέργη και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Σορβόνης. Στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1980, όταν και τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
δ. Συγγραφικό έργο
Η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Τσάτσου από νεαρή ηλικία με τη φιλοσοφία και την ποίηση τον βοήθησαν στην ανάπτυξη της καλλιέργειάς του. Την τριετία 1921-1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, την Τριλογία της ψυχής αφιερωμένη στον Παλαμά και δύο δράματα με το ψευδώνυμο "Ηβός Δελφός". Νυμφεύθηκε αρχικά την Λίλη Ζηρίνη τον Φεβρουάριο του 1925, για να χωρίσει όμως το 1929. O δεσμός τους είχε ως αφετηρία του το κοινό ενδιαφέρον τους για τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους έμεναν μεταξύ Αθήνας και Χαϊδελβέργης. Στη συνέχεια γνώρισε την Ιωάννα Σεφεριάδου, αδερφή του Γιώργου Σεφέρη, την οποία και νυμφεύτηκε στις 30 Ιουνίου 1930. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες: Τη Δέσποινα Τσάτσου, η οποία γεννήθηκε το 1931, σύζυγο του καθηγητή Μυλωνά, και την Ντόρα Τσάτσου, η οποία γεννήθηκε το 1932, χορογράφο και σύζυγο του Αλέξανδρου Συμεωνίδη, καθηγητή ιατρικής. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καταβεβλημένος από τον καρκίνο, πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 88 ετών. Το φιλοσοφικό, λογοτεχνικό και νομικό του έργο θεωρείται σημαντικό. Επηρέασε το Σύνταγμα του 1975 ως πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής συντάξεως του συντάγματος, ενώ θεωρείται και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ιδέας. Λογοτεχνικά έργα: Η τριλογία της ψυχής μου (1923), Ποιήματα (1924), Δύο Δράματα (1924), Τα ποιήματα του Κ. Τσάτσου (1973), Ένας διάλογος για την ποίηση (1975). Φιλοσοφικά έργα: Δοκίμια αισθητικής και παιδείας (1960), Αισθητικά δοκίμια (1961), Διάλογοι σε μοναστήρι (1974), Αισθητικά μελετήματα (1977), Θεωρία της Τέχνης (1978), Η ζωή σε απόσταση (1985), Ο σύγχρονος κόσμος (1987), Πριν από το ξεκίνημα (1988), Αποχαιρετισμός (1988).
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης (Νεάπολη Θεσσαλονίκης, 1929-) είναι σήμερα συνταξιούχος ανώτατος δικαστικός, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 29 Μαρτίου 1985 – 5 Μαΐου 1990. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, καταγόμενος από τα Χανιά. Η μητέρα του, το γένος Γραμμενόπουλου, ήταν από το Σκλήθρο Φλώρινας, κόρη του Μακεδονομάχου Κοσμά Γραμμενόπουλου. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955. Το 1961 ήταν ανακριτής στο Αγρίνιο, στην ανάκριση του παιδαγωγού Μιχάλη Παπαμαύρου. Το 1956 υπηρέτησε ως Ειρηνοδίκης στην Κλεισούρα Καστοριάς. Το 1963 υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, και έγινε γνωστός ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Διεξήγαγε την ανάκριση χωρίς να υποκύψει σε πολιτικές πιέσεις που δέχτηκε από την τότε πολιτική και δικαστική εξουσία. Η γενναία στάση του αποτυπώθηκε στην ταινία "Ζ" του Κώστα Γαβρά.
Με εκπαιδευτική άδεια έκανε στο Παρίσι κατά το διάστημα 1965-1967 μεταπτυχιακές σπουδές στο Εμπορικό Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο. Το 1968 απολύθηκε από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, κρατήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Με την πτώση της δικτατορίας αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία του τον Σεπτέμβριο του 1974 με τον βαθμό του Εφέτη. Το 1976 συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του ήταν πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορευόταν από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χ. Σαρτζετάκης) γι' αυτή τη απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία. Το 1981 προήχθη στον βαθμό του Προέδρου Εφετών και το 1982 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη.
Κατά την προεδρική εκλογή του 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και εκλέχτηκε από αυτό και τα κόμματα της αριστεράς στις 29 Μαρτίου 1985 Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 5 Μαΐου 1990. Η εκλογή του συνδέθηκε με δύο προβλήματα Συνταγματικού Δικαίου, τα «χρωματιστά ψηφοδέλτια» και την «ψήφο Αλευρά». Για την ψηφοφορία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, πράγμα που η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Προέδρου της Δημοκρατίας έγινε γνωστός για τη δήλωσή του "είμαστε έθνος ανάδελφον", που γνώρισε μεγάλη αποδοχή, και από την αφοσίωσή του στην τήρηση του Συντάγματος, ιδιαίτερα στο δύσκολο διάστημα 1989-1990. Μετά το 1990 αποσύρθηκε από την δημόσια ζωή, αν και αρθρογραφεί τακτικά σε εφημερίδες και δημοσιεύει κείμενα στην ιστοσελίδα του. Είναι παντρεμένος με την Έφη Αργυρίου και έχει μία κόρη.
Ο Κωνσταντίνος (Κωστής) Στεφανόπουλος (Πάτρα, 15 Αυγούστου 1926-), είναι Έλληνας δικηγόρος και πολιτικός, που διετέλεσε 6ος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, στο διάστημα 10 Μαρτίου 1995 – 12 Μαρτίου 2005. Είναι γιος του Δημήτριου Στεφανόπουλου, δικηγόρου και πολιτικού, και της Βρισηίδας Φιλοπούλου, κόρης του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φιλόπουλου. Από την πλευρά της μητέρας του κατάγεται από την παλαιά πατρινή οικογένεια Πράτσικα και είναι ανεψιός των Ανδρέα, Χρήστου και Κούλα Πράτσικα καθώς και του Διονυσίου Τσερώνη, δημάρχου Πατρέων. Στα νεανικά του χρόνια ήταν αθλητής της κολύμβησης και της υδατοσφαίρισης, αρχικά στον ανεξάρτητο σύλλογο "Κολυμβητικός Όμιλος Γλυφάδας" και από το 1949 στον Αχιλλέα Πατρών. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Πατρών και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1954 άσκησε ενεργό δικηγορία μέχρι το 1974, ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών. Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 1958 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας στις εκλογές του 1964. Μετά την πτώση της δικτατορίας εντάχθηκε στο νεοσύστατο τότε κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Εκλέχτηκε μαζί της βουλευτής Αχαΐας στις εκλογές του 1974 και συμμετείχε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Υφυπουργός Εμπορίου. Σε επακόλουθους κυβερνητικούς μετασχηματισμούς ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών από το Νοέμβριο του 1974 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1976 και Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (Σεπτέμβριος 1976 - Νοέμβριος 1977).
Στις εκλογές του 1977 επανεκλέχθηκε βουλευτής Αχαΐας και ανέλαβε Υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης από το 1977 έως το 1981, αρχικά υπό τον Καραμανλή και στη συνέχεια υπό τον Γεώργιο Ράλλη. Στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση του 1981 ο Στεφανόπουλος επανεκλέχθηκε βουλευτής Αχαΐας, αλλά το κόμμα του έχασε τις εκλογές από το ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ. Η ήττα οδήγησε στην παραίτηση του Γ.Ράλλη από την αρχηγία του κόμματος. Στη Βουλή που σχηματίστηκε από τις εκλογές διετέλεσε Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής ομάδας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος. Ήταν υποψήφιος στις εσωκομματικές εκλογές για την προεδρία της ΝΔ, αλλά ηττήθηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Ο Αβέρωφ παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1984, ως συνέπεια της ήττας της Νέας Δημοκρατίας στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1984, και στις εσωκομματικές εκλογές που ακολούθησαν ο Κ. Στεφανόπουλος διεκδίκησε για άλλη μια φορά χωρίς επιτυχία την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ηττημένος αυτή τη φορά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές του 1985 και την επανεκλογή του ως βουλευτή Αχαΐας αποχώρησε από το κόμμα μαζί με 9 άλλους βουλευτές και στις 6 Σεπτεμβρίου 1985 ίδρυσε τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗ.ΑΝΑ.). Σχολιάζοντας την αποχώρηση ο Ε.Αβέρωφ είπε την παροιμιώδη φράση "Το πρόβατο που φεύγει απ’ το μαντρί το τρώει ο λύκος", που πράγματι ίσχυσε για όλους τους πολιτικούς που επιχείρησαν τη δημιουργία ανεξάρτητου κόμματος τα επόμενα χρόνια. Ο Κ.Στεφανόπουλος εκλέχτηκε βουλευτής Α΄ Αθηνών στις εκλογές του Ιουνίου 1989, ενώ παρέμεινε πρόεδρος του κόμματος αυτού μέχρι τον Ιούνιο του 1994, οπότε η ΔΗ.ΑΝΑ. ανέστειλε τη δράση της, καθώς δεν κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1995, το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης (ΠΟΛ.ΑΝ.) πρότεινε και στήριξε ως υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εκλέχτηκε στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους, ως ο πέμπτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για δύο συνεχόμενες θητείες από το 1995 έως το 2005, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κάρολος Παπούλιας. Στα χρόνια της θητείας του κατάφερε να προσδώσει νέα αίγλη στο θεσμό του Προέδρου και να συγκεντρώσει αξιοσημείωτη δημοτικότητα από τον ελληνικό λαό. Διατήρησε το σεβασμό πολλών πολιτών και μετά το τέρμα της Προεδρίας του. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η πατριωτική στάση του και οι επικριτικές δηλώσεις στις οποίες προέβη έναντι του τότε προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Ελλάδα το 1999.
Ο Κάρολος Παπούλιας (Ιωάννινα 4 Ιουνίου 1929-) διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 12 Μαρτίου 2005 – 13 Μαρτίου 2015. Γεννήθηκε στο χωριό Μολυβδοσκέπαστος Ιωαννίνων και είναι γιος του Υποστράτηγου Γρηγορίου Παπούλια, της ιστορικής τάξεως του 1911. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου (Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και Διεθνείς Σχέσεις) και στη συνέχεια έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας (Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο). Στα νεανικά του χρόνια ήταν αθλητής του βόλεϋ, αγωνιζόμενος στον Εθνικό Γυμναστικό Σύλλογο, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος, ενώ υπήρξε και μέλος της Εθνικής Ομάδας. Επίσης υπήρξε πρωταθλητής Ελλάδος εφήβων στο άλμα επί κοντό το 1947 και 1948 και αθλητής των 110μ με εμπόδια και του ακοντισμού.
Το 1974 εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ και εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Ιωαννίνων για 27 χρόνια (1977-2004). Στην πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου διορίστηκε Υφυπουργός Εξωτερικών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1984, για να αναβαθμιστεί στη συνέχεια σε Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών. Την περίοδο 1985-1989 διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών, ενώ στην οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα 1989-1990 διετέλεσε Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών επανήλθε το 1993, για να παραμείνει μέχρι το 1996 και την παραίτηση της Κυβέρνησης Παπανδρέου, ενόψει της εκλογής στο αξίωμα του Πρωθυπουργού του Κ.Σημίτη, ο οποίος τον αντικατέστησε με τον μεγάλο εσωκομματικό του αντίπαλο Θεόδωρο Πάγκαλο. Τέλος,διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής. Είναι νυμφευμένος με τη Μαρία Πάνου και έχει τρεις κόρες.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπουργικής του θητείας ταυτίστηκε με μια πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική. Με την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον το 1985 και την αντεπίσκεψη του τότε επικεφαλής του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ Τζ. Σουλτς συνέβαλε σημαντικά στην επανατοποθέτηση και εξομάλυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν δοκιμαστεί σκληρά. Απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη δημιουργία στέρεων σχέσεων με τον αραβικό κόσμο. Συνομίλησε με δώδεκα συνολικά Υπουργούς Εξωτερικών της Τουρκίας και ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη διαρκή και επίπονη προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Την τριετία 1993-96 υπήρξε σημαντική η συμβολή του στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υποστήριξε επίσης με αμείωτο ενδιαφέρον κάθε θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της ύφεσης της ειρήνης και του αφοπλισμού.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2004 προτάθηκε από τον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπέρ της πρότασης εκφράστηκε και το ΠΑΣΟΚ. Στην ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή ο Κάρολος Παπούλιας εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο με 279 ψήφους. Οι βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών». Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ο Κάρολος Παπούλιας επανεκλέχθηκε στο ύπατο αξίωμα της χώρας με 266 ψήφους στο σύνολο των 298 ψηφισάντων. Υπερψηφίστηκε από σύσσωμες τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, ενώ 32 βουλευτές των ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών». Με το αποτέλεσμα αυτό έγινε ο τρίτος Πρόεδρος που επανεκλέχθηκε για δεύτερη θητεία.
Ο Προκόπιος Παυλόπουλος (10 Ιουλίου 1950) είναι Έλληνας νομικός και πολιτικός. Από τις 13 Μαρτίου 2015 είναι ο έβδομος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 10 Ιουλίου 1950 και είναι γιος του καθηγητή φιλολογίας Βασίλη Παυλόπουλου. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Καλαμάτα και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Paris II (Pantheon - Assas) και εν συνεχεία, το 1977, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού και αντιπρόεδρος της ΕΡΤ. Είναι παντρεμένος και έχει αποκτήσει τρία παιδιά. Κατοικεί στη Φιλοθέη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ιδιώτευσε ως δικηγόρος διατηρώντας μάλιστα για κάποιο διάστημα κοινό δικηγορικό γραφείο με τον καθηγητή δημοσίου δικαίου, Νίκο Αλιβιζάτο. Παράλληλα ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, αναλαμβάνοντας αρχικά την θέση του επιμελητή (1980 - 1982) στην έδρα δημοσίου δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εν συνεχεία εκλεγόμενος υφηγητής το 1982, επίκουρος καθηγητής το 1984, αναπληρωτής καθηγητής το 1986 και τακτικός καθηγητής διοικητικού δικαίου το 1989. Την περίοδο 1991 - 1992 διετέλεσε διευθυντής του τομέα δημοσίου δικαίου. Το 1986 υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο γαλλικό πανεπιστήμιο Paris II.
Το 1974 ανέλαβε γραμματέας του πρώτου Προέδρου της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχάλη Στασινόπουλου. Τον Δεκέμβριο του 1989 διορίστηκε αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας (κυβερνητικός εκπρόσωπος) στην Οικουμενική κυβέρνηση Ξ.Ζολώτα. Το 1990 ανέλαβε διευθυντής του νομικού γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας επί προεδρίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1995. Τον Σεπτέμβριο του 1995 ανέλαβε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδη Έβερτ, και ένα χρόνο αργότερα εκπρόσωπος τύπου της Νέας Δημοκρατίας. Στις εκλογές του 1996, οριζόμενος στη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, κατέλαβε για πρώτη φορά θέση βουλευτή στο ελληνικό κοινοβούλιο. Στις εκλογές που ακολούθησαν, με σταυρό προτίμησης, εκλέχτηκε βουλευτής ως ακολούθως: 2000 (59.810 σταυροί, 3η θέση), 2004 (5η θέση), 2007 (43.417 σταυροί, 4η θέση), 2009 (28.164 σταυροί, 3η θέση) και 2012 (11.550 σταυροί, 7η θέση). Την περίοδο 2000 - 2004 χρημάτισε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας. Τον Μάρτιο του 2004 διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007, οπότε και στη νέα κυβέρνηση Κ.Καραμανλή ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών, στο νέο υπουργείο που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2015 προτάθηκε υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Την επόμενη ημέρα, στις 18 Φεβρουαρίου εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ύστερα από πρόταση του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων με τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας λαμβάνοντας 233 ψήφους έναντι του ανθυποψηφίου του Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος έλαβε 30 ψήφους, ενώ 32 βουλευτές ψήφισαν παρών. Στις 13 Μαρτίου 2015 ορκίστηκε ενώπιον της Βουλής και ανέλαβε τα καθήκοντά του αντικαθιστώντας τον Κάρολο Παπούλια. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία νομικού περιεχομένου. Τελευταίο βιβλίο ήταν Το Δημόσιο Δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης (εκδόσεις Λιβάνη, 2013).
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας του Αναστασίου (17 Απριλίου 1910 - 2 Ιανουαρίου 1990) ήταν Έλληνας πολιτικός και συγγραφέας πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας στο διάστημα 1981-1984. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 17 Απριλίου του 1910 με καταγωγή από την οικογένεια Αβέρωφ του Μετσόβου. Πτυχιούχος της Νομικής και διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λωζάνης στην Ελβετία. Μιλούσε γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Κηφισιάς. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπηρέτησε σε ομάδες δολιοφθορών, ανακλήθηκε το 1941 και διορίστηκε Νομάρχης Κέρκυρας το 1941. Το 1942 συνελήφθη για την αντιστασιακή δραστηριότητά του και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το 1943 δραπέτευσε και παρέμεινε στην Ιταλία επικεφαλής ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης. Το 1944 επιστρατεύθηκε με τον βαθμό του επίκουρου υποπλοιάρχου υπηρετώντας μέχρι το τέλος του πολέμου στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή της Ρώμης. Το 1946 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Ιωαννίνων και συνέχισε να εκλέγεται μέχρι το 1964. Διετέλεσε υπουργός Εφοδιασμού, Εθνικής Οικονομίας, Εμπορίου, Γεωργίας και Εξωτερικών σε κυβερνήσεις Κ.Καραμανλή. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του, ως Υπουργού Εξωτερικού, στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου με θέμα την ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας (1959) και στη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας- ΕΟΚ το 1962, σύμφωνα με την οποία η χώρα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο κράτος με την κοινότητα. Το 1974 ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το 1981 ανεδείχθη πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, που βρίσκονταν τότε στην αξιωματική αντιπολίτευση, και το 1984 ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρός της. Παράλληλα με την πολιτική του δράση ανέπτυξε συγγραφικό έργο γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και ιστορικές αναλύσεις. Για τους κατοίκους του Μετσόβου, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, αποτελεί τον τελευταίο εκπρόσωπο της μεγάλης παράδοσης των τοπικών ευεργετών. Πρωτοστάτησε στην δημιουργία του Ιδρύματος Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα, το οποίο διεύθυνε επί 40 χρόνια συμβάλλοντας καθοριστικά στη σύγχρονη ανάπτυξη του οικισμού. Εκπληρώνοντας την επιθυμία του Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα, να φέρει ο εκάστοτε πρόεδρός του Ιδρύματος το οικογενειακό του επίθετο, έφερε έκτοτε και το επίθετο Τοσίτσας. Επίσης δημιούργησε το Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ- Τοσίτσα, στο οποίο δώρισε τη σημαντικότατη προσωπική του συλλογή Ελλήνων ζωγράφων 19ου και αρχών 20ου αιώνα, κτίζοντας πινακοθήκη για την στέγασή της. Παράλληλα επένδυσε στην τοπική αμπελουργία καλλιεργώντας τον εγκαταλειμμένο αμπελώνα του Μετσόβου και δημιουργώντας σύγχρονη οινοποιητική μονάδα. Μετά τον θάνατό του (1990) οι συμπατριώτες του τον τίμησαν στήνοντας τον ανδριάντα στο κέντρο του Μετσόβου, έργο του γλύπτη Γ. Παπά. Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1990. Ήταν παντρεμένος με την Διαμαντίνα Λυκιαρδοπούλου και είχαν αποκτήσει δύο κόρες.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, γνωστός για τις στενές σχέσεις του με τις βρετανικές και αμερικανικές υπηρεσίες, αλλά και με το παλάτι, σε πέντε τουλάχιστον περιπτώσεις διαδραμάτισε ρόλο άξιο σχολιασμού: Στην υπόθεση του Κυπριακού το 1960 ήταν από τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, που οδήγησαν από την «ένωση» στην (επιθυμητή από τους «συμμάχους») «αυτονόμηση» της Κύπρου, με την υπογραφή σχετικής σύμβασης το 1960, στην οποία αναγνωρίστηκε ουσιώδης ρόλος και στην τουρκική πλευρά. Το 1973 ήταν από τους πρωταγωνιστές του φιλοβασιλικού κινήματος του πλοίου Βέλος, το οποίο φαινομενικά στρεφόταν κατά του Γ.Παπαδόπουλου, με τρόπο που προκάλεσε αποδιοργάνωση του συστήματος, που προετοίμασε τις μετέπειτα εξελίξεις. Στη συνέχεια είχε καταλυτική συμμετοχή στην απόφαση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών για την επανάκληση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 (έναντι του Π.Κανελλόπουλου στον οποίο στρέφονταν αρχικά τα βλέμματα όλων) και στη συνέχεια είχε αποφασιστική επίσης δραστηριότητα στη βεβιασμένη «διευθέτηση» του Κυπριακού το 1974 και ιδιαίτερα στην επέκταση της κατάληψης του νησιού από τουρκικές δυνάμεις τον Αύγουστο του 1974, στα πλαίσια της επιχείρησης Αττίλας ΙΙ. Τέλος, κατά περίεργο τρόπο, η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι, σύντροφος του Αλέξανδρου Παναγούλη, στο βιβλίο της Un Uomo, άφησε υπόνοιες ότι ο Αβέρωφ μπορεί να είχε σχέση με το θάνατο του αγαπημένου της, ο οποίος ερευνούσε υποθέσεις, που πιθανώς είχαν σχέση με πολιτικά πρόσωπα. Από το συγγραφικό έργο του ξεχωρίζουν τα μυθιστορήματα Η φωνή της Γης (1964), Γη της οδύνης (1966), Γη Δελφύς (1968), Περιστέρια (1968), Όταν ξεχνούσαν οι θεοί (1969), Όταν οι θεοί ευλογούσαν (1971).
Ο Μιλτιάδης Έβερτ (Αθήνα, 12 Μαΐου 1939 - Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2011[1]) ήταν πολιτικός, δήμαρχος Αθηναίων και πρόεδρος της ΝΔ στο διάστημα 3 Νοεμβρίου 1993 – 21 Μαρτίου 1997. Ήταν γιος του Άγγελου Έβερτ, διευθυντή της αστυνομίας της Αθήνας κατά τα δεκεμβριανά του 1944. Αποφοίτησε από την ΑΣΟΕΕ (σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ακολούθησε περαιτέρω σπουδές στην πληροφορική. Γνώριζε αγγλικά. Υπήρξε οικονομικός και διοικητικός διευθυντής μεγάλων βιομηχανιών και οργανωτής Επιχειρήσεων και Τραπεζών. Επίσης, υπήρξε προγραμματιστής των υπολογιστικών συστημάτων των Τραπεζών. Εργάστηκε ως οικονομικός σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα και ως οικονομικός και διοικητικός διευθυντής στα Ναυπηγεία Ελευσίνας.
Το 1957 έγινε μέλος της Ε.Ρ.Ε.Ν., νεολαίας της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης και το 1963 ανέλαβε τη διοίκησή της. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Νέας Δημοκρατίας. Το 1974 έβαλε για πρώτη φορά υποψηφιότητα με τη Νέα Δημοκρατία και εκλέχτηκε βουλευτής στην Α' Αθηνών και δύο χρόνια αργότερα συμμετείχε για πρώτη φορά σε κυβερνητικό σχήμα ως υφυπουργός Οικονομικών. Το 1977 εκλέχτηκε πρώτος βουλευτής στην Α' περιφέρεια της Αθήνας. Το 1985 τοποθετήθηκε επικεφαλής της λίστας και επανεκλέχθηκε βουλευτής στην Α' Αθηνών. Το 1986 στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηναίων με ποσοστό 54,5%. Στο αξίωμα του δημάρχου παρέμεινε από την 1η Ιανουαρίου 1987 έως τις 3 Μαΐου 1989, οπότε παραιτήθηκε για να πάρει μέρος στις βουλευτικές εκλογές. Επί της δημαρχίας του δημιουργήθηκε ο "Αθήνα 9,84", ο πρώτος δημοτικός ραδιοσταθμός στην Ελλάδα.
Το 1990 υπήρξε μέλος του Τομέα Πολιτικού Σχεδιασμού της Επιτροπής Εκλογικού Αγώνα της Νέας Δημοκρατίας. Στις δημοτικές εκλογές της 14ης Οκτωβρίου 1990 συμμετείχε και εκλέχτηκε πρώτος δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων με το συνδυασμό "ΝΕΑ ΑΘΗΝΑ" του Αντώνη Τρίτση, που υποστηρίχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία. Στις 26 Οκτωβρίου 1991 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποδέχτηκε την παραίτησή του από το υπουργείο Προεδρίας. Στις 3 Νοεμβρίου 1993, μετά την εκλογική ήττα της ΝΔ και την παραίτηση Μητσοτάκη, εκλέχτηκε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 141 ψήφους σε σύνολο 182 εκλεκτόρων. (Ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έλαβε 37 ψήφους, ενώ 4 εκλέκτορες δεν ψήφισαν κανέναν υποψήφιο). Παρέμεινε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας μέχρι τις 21 Μαρτίου 1997, εκπροσωπώντας την λαϊκιστική τάση του κόμματος, οπότε κατά τη διάρκεια του 4ο Συνεδρίου της παράταξης εκλέχτηκε νέος πρόεδρος του Κόμματος ο Κώστας Καραμανλής. Στις 19 Σεπτεμβρίου 2009 ο Μιλτιάδης Έβερτ ανακοίνωσε με επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό την αποχώρησή του από την πολιτική.
Δημοσίευσε πολλά άρθρα για θέματα οικονομικά, αμύνης, ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής. Συνέγραψε αρκετά βιβλία, όπως: «Καραμανλής, ο Αναμορφωτής», «Η Ελλάδα στον Κόσμο που έρχεται», «Ειρηνική Επανάσταση για τη Νέα Εποχή». Ήταν νυμφευμένος με τη φωτογράφο Λίζα Βάντερπουλ και είχε δύο κόρες. Πέθανε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2011, σε ηλικία 71 ετών. Νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα πριν τον θάνατό του στο νοσοκομείο Ιπποκράτειο με σοβαρά προβλήματα υγείας. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη το Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Ευάγγελος-Βασίλειος Μεϊμαράκης (14 Δεκεμβρίου 1953-) είναι δικηγόρος, πολιτικός, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Κατά τα έτη 2012-2015 διατέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Κοινοβουλίου και από τις 5 Ιουλίου μέχρι 23 Νοεμβρίου 2015 πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Επίσης έχει διατελέσει υπουργός Εθνικής Άμυνας καθώς και υφυπουργός Αθλητισμού και πολιτισμού. Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι γιος του Ιωάννη Μεϊμαράκη (1911-1992), βουλευτή Ηρακλείου με την ΕΡΕ, και μικρανεψιός του Βασίλειου Μεϊμαράκη, βουλευτή Ηρακλείου με το Λαϊκό Κόμμα. Επίσης είναι εγγονός του Ευαγγέλου Μεϊμαράκη, ο οποίος είχε μελετήσει τη σιδηροδρομική σύνδεση του Ηρακλείου με τη Μεσσαρά το 1903. Σπούδασε Νομική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με εξειδίκευση στα φορολογικά και διατριβή στα εκλογικά συστήματα. Είναι παντρεμένος με την Ιωάννα Κολοκοτά, κόρη της ηθοποιού Νίτσας Μαρούδα, και έχει δυο κόρες. Επίσης, είχε μία αδελφή, την Βάσω (21 Αυγούστου 1949- 26 Δεκεμβρίου 2015).
Είναι ιδρυτικό μέλος της ΟΝΝΕΔ, η οποία ιδρύθηκε το 1974. Στο Β΄ Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1986) εκλέχτηκε πρώτος σε ψήφους στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Εκλέχτηκε Βουλευτής Β΄ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία το 1989 και επανεκλέχθηκε το 1990, 1993, 1996, 2000, 2004, 2007 και 2009. Από το 1991 και για ένα χρόνο διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ. Στο Ε΄ Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας (2001) εκλέχτηκε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος και επανεκλέχθηκε στο ΣΤ΄ Συνέδριο (2004), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το Φεβρουάριο του 2006. Διετέλεσε Υφυπουργός Πολιτισμού υπεύθυνος για θέματα Αθλητισμού στο διάστημα 1992-1993. Στην Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή ανέλαβε καθήκοντα Υπουργού Εθνικής Άμυνας, θέση την οποία διατήρησε έως τον Οκτώβριο του 2009, οπότε πραγματοποιήθηκαν Εθνικές Εκλογές και την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ.
Στις Εθνικές Εκλογές του Μαΐου 2012, με απόφαση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά, ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης τέθηκε επικεφαλής της προεκλογικής μάχης. Την θέση του επικεφαλής του εκλογικού αγώνα διατήρησε και στις Εθνικές Εκλογές του Ιουνίου 2012. Μετά τις Εθνικές Εκλογές του Ιουνίου 2012, την νίκη της ΝΔ και την συγκρότηση κυβέρνησης με κεντρικό κορμό τη Νέα Δημοκρατία, ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης προτάθηκε και εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Στις 5 Ιουλίου 2015 ορίστηκε προσωρινός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας μετά από παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά. Τον Σεπτέμβριο του 2015, έθεσε υποψηφιότητα για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας, παραμένοντας προσωρινός της πρόεδρος. Στις 23 Νοεμβρίου 2015, μια ημέρα μετά την αναβολή του Α' Γύρου των εσωκομματικών εκλογών, παραιτήθηκε από την προσωρινή ηγεσία της ΝΔ, διορίζοντας προσωρινό πρόεδρο τον Γραμματέα της Κ.Ο. της ΝΔ, Γιάννη Πλακιωτάκη. Στον επαναληπτικό Α' Γύρο που διεξάχθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2015, βγήκε πρώτος σε ψήφους, με ποσοστό 39,80% και 160.823 ψήφους. Στον Β' Γύρο, ήρθε δεύτερος σε ψήφους, πίσω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με ποσοστό 47,57% και 157.224 ψήφους.
O Κυριάκος Μητσοτάκης (γεν: Αθήνα, 4 Μαρτίου 1968) είναι Έλληνας πολιτικός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από τις 11 Ιανουαρίου 2016. Γεννήθηκε στη Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 1968, και είναι γιος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πρώην πρωθυπουργού και επίτιμου προέδρου του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, και της Μαρίκας Γιαννούκου. Από την πλευρά του πατέρα του κατάγεται από παλαιά οικογένεια πολιτικών με συγγενικούς δεσμούς με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και είναι δισέγγονος του πολιτικού Κωστή Μητσοτάκη, εγγονός του Κυριάκου Μητσοτάκη και αδελφός της πρώην υπουργού εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη. Το 1986 αποφοίτησε αριστούχος από το Κολέγιο Αθηνών και μεταξύ των ετών 1986 - 1990, σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Harvard των ΗΠΑ, από όπου και αποφοίτησε με την ανώτατη τιμητική διάκριση "summa cum laude". Μεταξύ των ετών 1990-1991 εργάστηκε ως οικονομικός αναλυτής στην Chase Investment Bank στο Λονδίνο. Στην συνέχεια, επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκλήρωσε στην 346 Μοίρα της 111 Πτέρυγας Μάχης στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ, από όπου απέκτησε το 1993 τίτλο Masters στις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις με ειδίκευση στα ζητήματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του επιστρέφοντας στο Harvard από όπου και απέκτησε το 1995 δεύτερο τίτλο Masters στην Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Από το 1995 έως το 1997 εργαζόταν ως Οικονομικός Σύμβουλος στην McKinsey & Company, ενώ το διάστημα 1997-1999 εργαζόταν ως Ανώτατο Στέλεχος Επενδύσεων στην Alpha Ventures του Ομίλου Alpha Bank. Από το 1999 και για τέσσερα χρόνια εργάστηκε ως Διευθύνων Σύμβουλος της NBG Venture Capital. Το 1997 νυμφεύτηκε την Μαρέβα Γκραμπόφσκι, με την οποία απέκτησε το 1997 την κόρη του Σοφία, το 1998 τον γιο του Κωνσταντίνο και το 2003 την κόρη του Δάφνη. Στις εκλογές του Μαρτίου του 2004 και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 εκλέχτηκε πρώτος σε σταυρούς προτίμησης βουλευτής στη Β΄ Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία. Έχει εκδώσει το βιβλίο «Οι Συμπληγάδες της Εξωτερικής Πολιτικής» ενώ αρθρογραφεί στον Τύπο και μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.
Το 2009 με απόφαση του προέδρου της ΝΔ, Αντώνη Σαμαρά, ανέλαβε Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Περιβάλλοντος, θέση την οποία διατήρησε έως το 2013. Στις 25 Ιουνίου 2013 ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στην Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά, μετά τον πρώτο ανασχηματισμό, θέση που διατήρησε και κατά τον δεύτερο ανασχηματισμό τον Ιούνιο του 2014 και μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Κατάργησε, μετά από 24 χρόνια, την «ειδική» άδεια χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή που λάμβαναν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Με τον νόμο 4210/2013 ρύθμισε μια σειρά θεμάτων που σχετίζονταν με τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του δημοσίου τομέα. Με τον νόμο 4250/2014 κατάργησε την υποχρέωση επικυρώσεων αντιγράφων εγγράφων, εξοικονομώντας χρόνο προς όφελος της εξυπηρέτησης των πολιτών και των επιχειρήσεων, και συγχώνευσε 21 φορείς του δημοσίου, περιορίζοντας την έκταση των δημόσιων υπηρεσιών. Παράλληλα θεσμοθέτησε τη συγκριτική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Με τον νόμο 4275/2014 βελτίωσε το πλαίσιο επιλογής προϊσταμένων. Με τον νόμο 4281/2014 μείωσε τα διοικητικά βάρη σε επιλεγμένους τομείς της οικονομίας. Οργάνωσε νέα οργανογράμματα για τα υπουργεία με δομές μειωμένες κατά 40% και με δημοσιονομικό όφελος 10.800.000 ευρώ. Οι Γενικές Διευθύνσεις μειώθηκαν σε 93 από 115, οι Διευθύνσεις σε 994 από 1.644 και τα Τμήματα σε 3.324 από 5.763. Με τον νόμο 4305/2014 ενίσχυσε την διαύγεια και κατέστησε υποχρεωτική την δημοσίευση των προϋπολογισμών των Υπουργείων, των ΟΤΑ αλλά των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Μερίδα του τύπου επισήμανε ότι η απόλυση 15.000 εργαζόμενων του Δημοσίου, είχε σκοπό να δημιούργησει κενό υπηρεσιών, που θα λειτουργούσε ως έμμεσο προσκλητήριο παροχής υπηρεσιών (outsourcing) στον ιδιωτικό τομέα.
Τον Σεπτέμβριο του 2015 έθεσε υποψηφιότητα για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας. Τελικά στις 10 Ιανουαρίου, στον δεύτερο γύρο, εκλέχτηκε ένατος Πρόεδρος της ΝΔ, ανατρέποντας τις δημοσκοπήσεις που στον πρώτο γύρο τον προέβλεπαν τρίτο και στον δεύτερο προέβλεπαν νίκη Μεϊμαράκη. Στην πρώτη του ομιλία στην Κ.Ο. του κόμματος τις 14 Ιανουαρίου τόνισε ότι η ΝΔ δεν θα γίνει δεκανίκι του ΣΥΡΙΖΑ και ότι θα ασκήσει σκληρή και υπεύθυνη αντιπολίτευση. Στις 18 Ιανουαρίου τοποθέτησε τους Άδωνι Γεωργιάδη και Κωστή Χατζηδάκη αντιπροέδρους του κόμματος, με αρμοδιότητα το συντονισμό του κοινοβουλευτικού έργου και τη σύνταξη του κυβερνητικού προγράμματος αντίστοιχα.
Ο Κώστας Λαλιώτης γεννήθηκε το 1951 στα Δολιανά Αρκαδίας. Είναι γιος του Γεωργίου Λαλιώτη, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και μέλους του ΕΑΜ που είχε εκλεγεί Πρόεδρος των Δολιανών, αλλά διώχθηκε και φυλακίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, για να αφοσιωθεί στην πολιτική και τη δημοσιογραφία. Αναμίχθηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα μέσα από το ΠΑΚ και το 1973 είχε πρωταγωνιστική συμβολή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής, με αδιευκρίνιστο ρόλο ιδίως στις διαβουλεύσεις του στην αμερικανική πρεσβεία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, ΠΑΣΟΚ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, από το 1974, και, μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου, από το 1976. Ήταν υπεύθυνος του περιοδικού «Αγωνιστής» της Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ (1975-1977), και εκδότης και μέλος της διεύθυνσης της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Εξόρμηση» (1977-1985) επίσης του ΠΑΣΟΚ.
Ο Κ. Λαλιώτης είχε την ευθύνη του σχεδιασμού όλων των εκλογικών αναμετρήσεων του ΠΑΣΟΚ, από το 1974 μέχρι το 2004. Εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1993 και της Β΄ Πειραιά το 1996 και το 2000. Διετέλεσε ειδικός σύμβουλος στο Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου (1981 έως 1982), εξωκοινοβουλευτικός Υφυπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως υπεύθυνος για το νεοσύστατο Υφυπουργείο Νέας Γενιάς, την Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών και την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού τα χρόνια 1982-1985, Υφυπουργός Τύπου και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος το 1985, Υφυπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (αρμόδιος για την αναμόρφωση των πόλεων) το 1988 και Υπουργός Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΠΕΧΩΔΕ) από τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι τον Οκτώβριο του 2001 Ήταν ακόμα Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ (2001 έως 2003, οπότε παραιτήθηκε).
Ο Κ.Λαλιώτης φέρεται πως είχε ανάμιξη σε αρκετές ανεξιχνίαστες υποθέσεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής και του παρασκηνίου. Το όνομά του συνδέεται με σημαντικά έργα υποδομής όπως, μεταξύ άλλων, το Μετρό της Αθήνας, η Αττική Οδός, το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, η ζεύξη Ρίου–Αντίρριου και, στην Βόρεια Ελλάδα, η Εγνατία Οδός. Ωστόσο επικρίθηκε από τους αντιπάλους του για καθυστερήσεις και κακοδιαχείριση, και για μεταφορά αρμοδιοτήτων του ΥΠΕΧΩΔΕ στον ιδιωτικό τομέα μέσω «ερμαφρόδιτων και ανεξέλεγκτων σχημάτων» και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Ως υπουργός κατηγορήθηκε για αλαζονική άσκηση εξουσίας. Ήταν δεινός πολέμιος των πολιτικών του αντιπάλων με τους οποίους ενεπλάκη σε δικαστικές διαμάχες. Πολλές φορές εναντιώθηκε στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές των Ευρωπαίων τραπεζιτών, καθώς και στη φιλοαμερικανική εξωτερική πολιτική ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών και, εκφράζοντας μια σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού, συχνά (φαινομενικά τουλάχιστον) υποστήριξε αντιαμερικανικές θέσεις (με ανεξακρίβωτες απώτερες προθέσεις).
O Ευάγγελος Βενιζέλος (Θεσσαλονίκη, 1 Ιανουαρίου 1957) βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ήταν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στο διάστημα 18 Μαρτίου 2012 – 6 Ιουνίου 2015. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα και διετέλεσε μέλος του Συλλόγου Φοιτητών Νομικής και των Συμβουλίων της Φοιτητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδος. Αποφοίτησε από τη Νομική το 1978 και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού ΙΙ. Το 1980 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου το 1984 εκλέχθηκε υφηγητής και στη συνέχεια καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει βιβλία και μελέτες στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου, της πολιτικής θεωρίας, της πολιτιστικής πολιτικής. Στα πρόσφατα έργα του περιλαμβάνονται μελέτες για το «ανοιχτό κόμμα» ως μορφή συλλογικού πολιτικού υποκειμένου της μεταβιομηχανικής εποχής, τον «Πολιτισμό των Πολιτισμών» ως απάντηση στη θεωρία της «σύγκρουσης των πολιτισμών», τη σχέση «ελληνικότητας» και «δυτικότητας». Είναι παντρεμένος από το 1980 με τη Βασιλική Μπακατσέλου, με την οποία έχει μία κόρη.
Το 1989 υπερασπίστηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου σε μια σειρά από θέματα συνταγματικού χαρακτήρα. Το 1990 εκλέχτηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και από το 1993 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε σε πολλές κυβερνητικές θέσεις όπως Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών (2013-2015 ), Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (2011-2012), Υπουργός Οικονομικών (2011-2012), Υπουργός Εθνικής Άμυνας (2009-2011), Υπουργός Πολιτισμού (1996-1999 και 2000-2004), Υπουργός Ανάπτυξης (1999-2000), Υπουργός Δικαιοσύνης (1996), Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών (1995-1996), Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και κυβερνητικός εκπρόσωπος (1994-1995) και Υφυπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης και κυβερνητικός εκπρόσωπος (1993-1994). Εισηγήθηκε νομοθετικό έργο στους τομείς των μέσων ενημέρωσης, της δικαιοσύνης, της ενέργειας, του πολιτισμού. Με εισήγησή του ψηφίστηκαν μεταξύ άλλων νόμοι για τα μέσα ενημέρωσης, για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, για την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μετά την ήττα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 δήλωσε ότι θα διεκδικήσει την αρχηγία του κινήματος. Μαζί του τάχθηκαν αμέσως στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο Κίμων Κουλούρης και ο Χρήστος Βερελής. Ωστόσο, μετά τις εσωκομματικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 11 Νοεμβρίου 2007, δεν κατάφερε να πάρει την αρχηγία του κινήματος, καθώς οι εκλογές ανέδειξαν αρχηγό (για 2η συνεχή τετραετία) τον Γιώργο Παπανδρέου, στη δεύτερη θέση τον Ε. Βενιζέλο και τρίτο τον Κώστα Σκανδαλίδη. Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, ορκίστηκε Υπουργός Εθνικής Άμυνας στην Κυβέρνηση Γιώργου Α. Παπανδρέου 2009. Η ανάθεση του Υπουργείου συνοδεύτηκε όμως και από μείωση των αρμοδιοτήτων του, καθώς ο νευραλγικός τομέας των εξοπλισμών ανατέθηκε στον Αναπληρωτή Υπουργό Πάνο Μπεγλίτη, άνθρωπο εμπιστοσύνης του Γιώργου Παπανδρέου, και οι εισηγήσεις άμυνας προς το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) ανατέθηκαν στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Θεόδωρο Πάγκαλο.
Τον Ιούνιο του 2011 η επικείμενη ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής 2012-2015 προκάλεσε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, που εκφράστηκαν με μεγάλες πολυήμερες διαδηλώσεις και κυβερνητική κρίση, που συνοδεύτηκε με παραιτήσεις και ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών. Η κατάσταση οδήγησε στον κυβερνητικό ανασχηματισμό της 17ης Ιουνίου, με τον οποίο ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών, σε μία πολύ δύσκολη περίοδο της ελληνικής κρίσης χρέους. Παράλληλα ανέλαβε και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Επί των ημερών του ψηφίστηκε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και συνομολογήθηκε η συμφωνία της συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Ιουλίου για τη μείωση του ελληνικού χρέους. Στα τέλη Αυγούστου ανακοινώθηκαν μεγάλες αποκλίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους στόχους. Στο ίδιο διάστημα οι διαπραγματεύσεις του με το κλιμάκιο της “Τρόικας” των δανειστών της Ελλάδας κατέληξαν σε αδιέξοδο και αμέσως μετά ο Ε.Βενιζέλος ανακοίνωσε νέα έκτακτα συμπληρωματικά μέτρα οικονομικού χαρακτήρα. Λίγο αργότερα ανακοίνωσε την θέσπιση νέου φόρου στα ακίνητα, που η είσπραξή του γινόταν αρχικά μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ (και αργότερα μετατράπηκε σε ΕΝΦΙΑ).
Ακολούθησε η ψήφιση πολυνομοσχεδίου για το νέο βαθμολόγιο-μισθολόγιο του δημοσίου, μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, μειώσεις στο εφάπαξ, νέα φορολογική κλίμακα και αλλαγές στα εργασιακά. Στις 27 Οκτωβρίου 2011 συνομολογήθηκε συμφωνία της συνόδου κορυφής της ΕΕ για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους έως 50%, που χαιρετίστηκε θετικά από την Κυβέρνηση. Λίγες μέρες μετά και ενώ η χώρα βρισκόταν σε κλίμα κοινωνικής έντασης, ο Γ.Παπανδρέου ανακοίνωσε την απόφασή του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Ε.Βενιζέλος τελικά τάχθηκε κατά του δημοψηφίσματος. Στη νέα Κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ του Λουκά Παπαδήμου διατήρησε τη θέση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και του Υπουργού Οικονομικών. Στην εθνική συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ στις 12 Μαρτίου του 2012 ανακηρύχθηκε μοναδικός υποψήφιος για το αξίωμα του προέδρου του κόμματος, καθώς ήταν ο μοναδικός που κατάφερε να συγκεντρώσει τον απαραίτητο αριθμό υπογραφών βάσει καταστατικού.
Μετά τις Εθνικές Εκλογές του 2012, συνομολογήθηκε συμφωνία μεταξύ του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και της ΔΗΜΑΡ, για συγκρότηση Κυβέρνησης Συνασπισμού, με Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά. Ο Ε.Βενιζέλος, επέλεξε να προτείνει προσωπικότητες, οι οποίες δεν ήταν "καθαρά" στελέχη του κόμματος. Μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την Κυβέρνηση, ο Ε. Βενιζέλος μαζί με τον Αντώνη Σαμαρά, προχώρησαν σε ανασχηματισμό της Κυβέρνησης, όπου ο ίδιος ανέλαβε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών. Στην Κυβέρνηση αυτή, επέλεξε να τοποθετήσει κοινοβουλευτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Μετά την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 η Φώφη Γεννηματά τον διαδέχτηκε στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Εμφανώς ο Ε.Βενιζέλος, παρά τις ικανότητές του, ήταν από τα πολιτικά “θύματα” της κρίσης 2010-2016. Οι επιλογές και οι χειρισμοί, που βρέθηκε υποχρεωμένος να υιοθετήσει, ουσιαστικά μετέτρεψαν το ΠΑΣΟΚ σε προσάρτημα της ΝΔ, οδηγώντας τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του στον ΣΥΡΙΖΑ, που, την εποχή εκείνη, μπορούσε ακόμη να εμφανίζεται αντίθετος με τη “μνημονιακή” πολιτική της Ν.Δ.
Η Φώφη Γεννηματά (Αθήνα, 1964- ) πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από τις 14 Ιουνίου 2015, γεννήθηκε στους Αμπελοκήπους στις 17 Νοεμβρίου 1964. Είναι μία από τις δύο κόρες του Γιώργου Γεννηματά, ιδρυτικού μέλους και υπουργού του ΠΑΣΟΚ. Φοίτησε στο Λύκειο Φιλοθέης και στη συνέχεια σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ από το 1986 ήταν στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας (σήμερα έχει συνταξιοδοτηθεί). Είναι παντρεμένη με τον Ανδρέα Τσούνη, με τον οποίο έχει αποκτήσει δύο παιδιά, ενώ έχει αποκτήσει και μία κόρη από τον πρώτο της γάμο. Τον Ιούνιο του 2008 διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Από το 1982 μέχρι το 1987 συμμετείχε στην φοιτητική παράταξη Π.Α.Σ.Π. και σε πολλές Επιτροπές Δράσης της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ σε θέματα σχέσης των νέων με την Αυτοδιοίκηση. Από το 1982 είναι μέλος της Τ.Ο. του ΠΑΣΟΚ Αμπελοκήπων και στέλεχος αρκετών Τομεακών Επιτροπών του ΠΑΣΟΚ. Από το 1986 δραστηριοποιήθηκε στην Ένωση Γυναικών Ελλάδας, με αιχμή την ενασχόληση των νέων Γυναικών με τους θεσμούς της Αυτοδιοίκησης και του Πολιτισμού. Από το 1996 είναι πρόεδρος του Ομίλου «Γιώργος Γεννηματάς». Εκλέχτηκε βουλευτής Α' Αθηνών το 2000 με το ΠΑΣΟΚ. Εκλέχτηκε Γραμματέας του Προεδρείου της Βουλής στις 21.4.2000 και Γραμματέας της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής (2000-2002).
Το 2001 έως το 2004 ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑ.ΣΟ.Κ στο 6ο Συνέδριο και τον ίδιο χρόνο (το 2004) ανέλαβε Γραμματέας του Τομέα Παιδείας και Εκπαίδευσης του ΠΑΣΟΚ. Από το 2003 έως το 2004 υπήρξε μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ. Τον Οκτώβριο του 2002 εκλέχτηκε για πρώτη φορά Yπερνομάρχης Αθηνών - Πειραιώς και επανεκλέχθηκε το 2006. Τον Ιούλιο του 2003 εκλέχτηκε μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ. Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2009 επιλέχθηκε από τον Γιώργο Παπανδρέου για της θέση της Υφυπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Τον Μάρτιο του 2012 ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος της ανέθεσε τα καθήκοντα της εκπροσώπου τύπου του κόμματος, οπότε και παραιτήθηκε από τη θέση της Αναπληρώτριας Υπουργού Εσωτερικών. Στις 14 Ιουνίου 2015 εκλέχτηκε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με την ελπίδα, βασιζόμενη στο κύρος του επωνύμου της και στην πολιτικά συμπαθή μορφή της, να εργαστεί για την ανακοπή της κατηφορικής εκλογικής πορείας του κόμματος, η οποία δεν επιβεβαιώθηκε στον επιθυμητό βαθμό στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 (ποσοστό 6,28% μαζί με την ΔΗΜΑΡ).
Ο Χαρίλαος Φλωράκης (20 Ιουλίου 1914 - 22 Μαΐου 2005) ήταν Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας από το 1972 μέχρι το 1989. Μιλούσε αγγλικά και ρωσικά. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1914 στο χωριό Ραχούλα του Δήμου Ιτάμου των θεσσαλικών Αγράφων, τόπο καταγωγής της μητέρας του Στυλιανής. Ο πατέρας του, Γιάννης, καταγόταν από το Κλειστό Ευρυτανίας και είχε ξυλεμπορικό κατάστημα στην Καρδίτσα, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1930. Ήταν το 4ο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του. Aποφοίτησε από την Επαγγελματική Σχολή των "ΤΤΤ" (μετέπειτα ΟΤΕ και ΕΛΤΑ) και εργάστηκε ως υπάλληλος των ΤΤΤ. Συμμετείχε στη δράση κατά της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά μέσα από τις τάξεις του συνδικάτου των ΤΤΤ. Το 1940 πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το 1941 έγινε μέλος του ΚΚΕ και οδηγήθηκε δύο φορές στα κρατητήρια. Προσχώρησε στο ΕΑΜ, μία μέρα μετά την ίδρυσή του, και πολέμησε κατά των δυνάμεων κατοχής από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο Καπετάν Γιώτης φτάνοντας στο βαθμό του ταγματάρχη.
Μετά το τέλος του πόλεμου συμμετείχε στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο Πόλεμο από τις τάξεις του ΔΣΕ, διατελώντας διοικητής της 1ης Μεραρχίας του, φθάνοντας στο βαθμό του υποστράτηγου. Ο Φλωράκης μετείχε στη μάχη του Καρπενησίου και της Φλώρινας. Ο στρατός που την υπερασπιζόταν αντιστάθηκε με επιτυχία. Μετά την ήττα του ΔΣΕ, τον Αύγουστο του 1949, πέρασε τα σύνορα, καταφεύγοντας στην ΕΣΣΔ και στη Ρουμανία. Εκεί σπούδασε στην Ακαδημία Πολέμου Φρούντζε της Μόσχας. Το 1949 εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Πέρασε 12 κατάδικος και ισοβίτης στις φυλακές και 6 χρόνια στις εξορίες. Το Δεκέμβριο του 1972, στη 17η Ολομέλεια της ΚΕ, ο Χαρίλαος Φλωράκης εκλέχτηκε Α΄ Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος, όπου παρέμεινε μέχρι το 1989.
Εκλέχτηκε πρώτη φορά βουλευτής με την Ενωμένη Αριστερά στις εκλογές στις 17 Νοεμβρίου 1974 (Β' Αθήνας). Εκλέχτηκε βουλευτής του ΚΚΕ στις εκλογές στις 20 Νοεμβρίου 1977, όπως και στις 18 Οκτωβρίου 1981, αλλά και στις 2 Ιουνίου 1985 (Β' Αθήνας). Εκλέχτηκε ξανά βουλευτής με το ΚΚΕ, στο πλαίσιο του Συνασπισμού στις 18 Ιουνίου 1989, καθώς και στις 5 Νοεμβρίου 1989, και στις 8 Απριλίου του 1990 (Β' Αθήνας). Στις 8 Απριλίου του 1989, ανέλαβε την προεδρία του Συνασπισμού της Αριστεράς και στις 18 Μαρτίου 1991, αποχώρησε από την ηγεσία του Συνασπισμού, την οποία ανέλαβε η Μαρία Δαμανάκη, ενώ στις 21 Δεκεμβρίου 1991, εκλέχτηκε ομόφωνα επίτιμος πρόεδρος του ΚΚΕ. Πέθανε στις 22 Μαΐου 2005 σε ηλικία 91 ετών, από ανακοπή καρδιάς. Ο δρόμος, όπου έζησε και όπου υπάρχει ακόμα το σπίτι του στο Χαλάνδρι, μετονομάστηκε σε οδό Χαρίλαου Φλωράκη. Το 1976 νυμφεύτηκε την Μάγδα Αναγνωστάκη, χήρα Αμερικανού στρατιώτη, νοσοκόμα στο νοσοκομείο κρατουμένων «Άγιος Παύλος», η οποία πέθανε το 1984. Αφοσιωμένος μέχρι το μεδούλι των κοκάλων του στην ιδεολογία του μαρξισμού, ο Χ.Φλωράκης υπήρξε από τους πιστότερους εργάτες της κομμουνιστικής πρακτικής και με το θυμόσοφο πνεύμα του πέτυχε να γίνει σεβαστός και στους αντιπάλους του.
Ο Λεωνίδας Κύρκος (12 Οκτωβρίου 1924 - 28 Αυγούστου 2011) ήταν πρόεδρος του ΚΚΕ Εσωτερικού και της Ελληνικής Αριστεράς. Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Γιος του πολιτικού Μιχαήλ Κύρκου, ο οποίος μαζί με τον Ιωάννη Πασαλίδη και με άλλες προσωπικότητες από τον χώρο της Αριστεράς ίδρυσαν την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά στις μάχες της περιοχής Εξαρχείων-Νεάπολης. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου φυλακίστηκε το 1946 για 8 μήνες και το 1948. Το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο. Η απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου δεν εκτελέστηκε λόγω της διεθνούς αντίδρασης διότι μεταξύ των καταδικασθέντων ήταν και ο Μανώλης Γλέζος. Αποφυλακίσθηκε το 1953. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα της αριστεράς Αυγή, πρώτα ως ρεπόρτερ και αργότερα ως διευθυντής (1958-1961).
Εκλέχτηκε μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου το 1961, 1963 και 1964 με την ΕΔΑ. Με την διάσπαση του ΚΚΕ, πήρε το μέρος των λεγόμενων ανανεωτικών δυνάμεων και βοήθησε στην καθιέρωση του ευρωκομμουνιστικού ΚΚΕ Εσωτερικού. Στις 21 Απριλίου 1967 συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή για 5 χρόνια. Μετά την μεταπολίτευση εκλέχτηκε βουλευτής, το 1974 και το 1977, και ευρωβουλευτής το 1981 και το 1984. Ο Λ.Κύρκος ήταν Πρόεδρος και γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτ. μέχρι τον Απρίλιο του 1987, οπότε εντάχθηκε στην Ελληνική Αριστερά (Ε.ΑΡ.) της οποίας εκλέχτηκε Πρόεδρος. Μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη, ίδρυσε τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, του οποίου υπήρξε γραμματέας μέχρι τον Μάρτιο του 1991. Από το 1989 μέχρι το 1993 ήταν βουλευτής με τον Συνασπισμό. Επικρίθηκε από το χώρο του ΠΑΣΟΚ για την συμμετοχή του Συνασπισμού στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. To 2000 προτάθηκε τιμητικά από το κόμμα του Συνασπισμού για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς να εκλεγεί. Είχε δύο γιους, από τους οποίους ο Μίλτος Κύρκος είναι ευρωβουλευτής του κόμματος Το Ποτάμι. Πέθανε στις 28 Αυγούστου 2011 σε ηλικία 86 ετών, προκαλώντας γενική συγκίνηση. Αγωνίστηκε για έναν κομμουνισμό “με ανθρώπινο πρόσωπο” ως μόνη αποδεκτή κατάληξη για τον κόσμο, απορρίπτοντας τη βία και τη μισαλλοδοξία και προτρέποντας σε σύγκρουση ιδεών.
Η Μαρία Δαμανάκη χρημάτισε πρόεδρος του Συνασπισμού από το 1991 ως το 1993. Αργότερα εκλέχτηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ. Το 2009, επί κυβερνήσεως Γ.Α.Παπανδρέου, διορίστηκε επίτροπος της Ε.Ε. αρμόδια για Θέματα Ναυτιλίας και Αλιείας. Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο στις 18 Οκτωβρίου 1952. Σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, από όπου αποφοίτησε το 1975. Είναι διαζευγμένη, με τρία παιδιά. Από το γάμο της με τον ηθοποιό Γιώργο Κιμούλη απέκτησε μία κόρη. Κόρη αστυνομικού διευθυντή, ανέπτυξε δραστηριότητα εντός της Αριστεράς, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Έγινε γνωστή ως «η φωνή πίσω από το ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου». Μετά την πτώση της δικτατορίας εκλέχτηκε βουλευτής, αρχικά του ΚΚΕ (1977, 1981, 1985) και εν συνεχεία με τον Συνασπισμό (Ιούνιος και Νοέμβριος 1989, 90, 93, 96, 2000). Το 1991 έγινε πρόεδρος του ΣΥΝ και ήταν η πρώτη γυναίκα αρχηγός κόμματος στην Ελλάδα. Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Οκτωβρίου 1993 ο ΣΥΝ απέτυχε να περάσει το όριο του 3% και δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή, με συνέπεια την παραίτηση της Μ.Δαμανάκη. Νέος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Το 1994 η Μ.Δαμανάκη ήταν υποψήφια για τις δημοτικές εκλογές με τον Συνασπισμό και το 1998 με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ. Ηττήθηκε από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος είχε υποστηριχθεί από την Νέα Δημοκρατία. Στις 10 Οκτωβρίου 2003 παραιτήθηκε από τον ΣΥΝ και από την βουλευτική της έδρα. Μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η Μαρία Δαμανάκη αποφάσισε να ενταχθεί στο κόμμα αυτό και εκλέχτηκε βουλευτής το 2004, 2007 και το 2009. Στις 27 Νοεμβρίου 2009 διορίστηκε εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και της ανατέθηκε ο τομέας των Ναυτιλιακών Υποθέσεων και της Αλιείας. Παραιτήθηκε από βουλευτής στις 9 Φεβρουαρίου 2010. Εξέδωσε τα βιβλία Το θηλυκό πρόσωπο της εξουσίας (1995), Η επιστροφή της Πολιτικής (2001), Συμμετοχική δημοκρατία (2004).
Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος διετέλεσε πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου από τον Δεκέμβριο του 1993 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004. Ήταν επίσης πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός από τις 13 Ιουλίου 2010 μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1942 στα Κρέστενα Ηλείας (καταγωγή από τον Γρύλλο Ηλείας), και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διετέλεσε πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής Συλλόγων του Πανεπιστημίου Αθηνών (Δ.Ε.Σ.Π.Α.) κατά το διάστημα 1963-1965, μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Ε.Φ.Ε.Ε. (1964-1965) και γραμματέας της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας Ε.ΔΗ.Ν. (1965-1966). Αν και στήριζε τον Γεώργιο Παπανδρέου, οι σχέσεις του με τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν ήταν καλές. Στη διάρκεια της δικτατορίας 1967-1974, ως μέλος της αντιστασιακής Δημοκρατικής Άμυνας, συνελήφθη το 1970 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση οκτώ ετών, αλλά αποφυλακίστηκε το 1973. Το 1974 συντάχθηκε με το ΠΑΣΟΚ, από το οποίο διεγράφη το 1975 από τον Ανδρέα Παπανδρέου στα πλαίσια εκκαθάρισης όσων προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν την ηγεμονία του. Μαζί με τον καθηγητή Σάκη Καράγιωργα ίδρυσαν τη Σοσιαλιστική Πορεία, της οποίας διετέλεσε εκπρόσωπος (1975-1979) και πήρε μέρος στη Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1977 χωρίς επιτυχία. Έκτοτε, μέχρι το 1989, ασχολήθηκε με τη δικηγορία.
Έγινε ιδρυτικό και ηγετικό μέλος του κόμματος του Συνασπισμού (ΣΥΝ) το 1989 και διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής και της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος (1989-1993). Στις εκλογές του 1990 εκλέχτηκε μέλος του κοινοβουλίου ως βουλευτής Επικρατείας. Διετέλεσε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση συνασπισμού του Τζαννή Τζαννετάκη μαζί με τη Νέα Δημοκρατία και ήταν ένας από τους κατηγόρους κατά τις δίκες του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις βουλευτικές εκλογές του 1993 η αποτυχία του Συνασπισμού να περάσει το ποσοστό του 3% και να εισέλθει στη Βουλή ήταν σχεδόν καταστροφική για το κόμμα. Η Μαρία Δαμανάκη, που ήταν τότε πρόεδρος του ΣΥΝ, παραιτήθηκε από τη θέση της, και ο Ν.Κωνσταντόπουλος εκλέχτηκε αρχηγός του κόμματος στις 19 Δεκεμβρίου 1993. Στις εκλογές του 1996 ο ΣΥΝ επανήλθε στο κοινοβούλιο με ποσοστό 5,2% πανελλαδικά. Επανεκλέχθηκε Πρόεδρος του Συνασπισμού τον Μάρτιο του 1996 και τον Ιούνιο του 2000. Εκλέχτηκε βουλευτής Α΄ Αθηνών στις εκλογές του 1996, του 2000 και του 2004. Τον Ιούνιο του 2004 ανακοίνωσε την απόφασή του να μη θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος, μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών και την εσωκομματική κριτική που δεχόταν. Κατά το 4ο τακτικό συνέδριο του κόμματος (Δεκέμβριος 2004) νέος πρόεδρος του Συνασπισμού εκλέχτηκε ο Αλέκος Αλαβάνος.
Ο Ν.Κωνσταντόπουλος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με άτομα σχετιζόμενα με την ομάδα του Παναθηναϊκού, όπως η οικογένεια Βαρδινογιάννη και οι Παύλος Γιαννακόπουλος και Αριστείδης Αλαφούζος. Διετέλεσε επίσης νομικός σύμβουλος της Ερμής Α.Ε. ιδιοκτήτριας της εφημερίδας Καθημερινή και του ραδιοφωνικού σταθμού ΣΚΑΪ. Το 1998 ήταν δικηγόρος του Χρήστου Τεγόπουλου, εκδότη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σε διαμάχη που είχε με τον επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη. Σε τρίτο γάμο νυμφεύτηκε την δημοσιογράφο Χαρά Φράγκου. Προηγούμενοι γάμοι ήταν με τη Φωτεινή Τομαή και τη Λίνα Αλεξίου. Κόρη του είναι η δικηγόρος τέως πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ο Αλέκος Αλαβάνος (22 Μαΐου 1950- ) ήταν πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) την περίοδο 12 Δεκεμβρίου 2004 – 10 Φεβρουαρίου 2008. Στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 αποφάσισε να μην είναι υποψήφιος βουλευτής. Είναι γόνος πλούσιας οικογένειας Βενετικής καταγωγής από την Τήνο. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου του 1950 και είναι γιος του βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Νικολάου Αλαβάνου. Αδελφοί του είναι ο πρώην βουλευτής Κωνσταντίνος Ν. Αλαβάνος και ο πρόεδρος του ΤΕΕ (2002-10) Γιάννης Αλαβάνος, ενώ παππούς του ο πρώην βουλευτής και αντιπρόεδρος της βουλής, Κωνσταντίνος Αλαβάνος. Σπούδασε στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ως φοιτητής αριστερών φρονημάτων συνελήφθη και κρατήθηκε στην ΕΣΑ. Για πολλά χρόνια διατέλεσε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και αναδείχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του. Με τη σημαία του εκλέχθηκε ευρωβουλευτής το 1981 και το 1984. Επίσης ως μέλος του ΚΚΕ επανεκλέχθηκε το 1989 μέσω του ευρωψηφοδελτίου του Συνασπισμού. Όταν το ΚΚΕ αποχώρησε από τον Συνασπισμό (1991), ο Α.Αλαβάνος εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Συνασπισμού. Στις βουλευτικές εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993 ήταν υποψήφιος με τον Συνασπισμό στην Α΄ Αθηνών. Δεν εκλέχτηκε, διότι το κόμμα του δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο ποσοστό για την είσοδό του στην Βουλή. Στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο του 1994 και του 1999 επανεκλέχθηκε ευρωβουλευτής. Στο 4ο τακτικό συνέδριο που διενεργήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 2004, εκλέχτηκε Πρόεδρος του ΣΥΝ. Στις Ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 2004 εκλέχθηκε βουλευτής Β΄ Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ και επανεκλέχθηκε βουλευτής, στην περιφέρεια Ηρακλείου στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου του 2007 με τον ίδιο συνδυασμό και τέθηκε επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Στις 10 Φεβρουαρίου 2008 αντικαταστάθηκε στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλ.Τσίπρα.
Το 2010 ο Αλέκος Αλαβάνος, παρά τις αντιρρήσεις του Αλ.Τσίπρα, ανακοίνωσε την απόφασή του να είναι υποψήφιος για το αξίωμα του περιφερειάρχη Αττικής, στις περιφερειακές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου, στις οποίες δεν εκλέχτηκε. Το Μάιο του 2013 ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα, το Σχέδιο Β. Είναι παντρεμένος με την ψυχίατρο Κάτια Χαραλαμπάκη και έχουν δύο κόρες. Έχει συγγράψει τα βιβλία: «Σημειώσεις για την Ευρωπαϊκή Αριστερά 1989», «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης 1994», «Σημειώσεις για την Πολιτική Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1994».
Το έτος 1981 το Δημόσιο Χρέος (Δ.Χ.) της Ελλάδας ανερχόταν σε ποσό 2,2 δις ευρώ που αντιστοιχεί σε ποσοστό 27% του ΑΕΠ (έναντι 0,4 δις ευρώ και 21% του 1974). Το 1979 η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη προσχώρησης στην ΕΟΚ και η ένωση πραγματοποιήθηκε από την 1η Ιανουαρίου του 1981. Το διάστημα 1982-89, κατά μέσο όρο, η συνολική εξυπηρέτηση του Δ.Χ. κάλυψε το 33,61% των τακτικών εσόδων της ίδιας περιόδου. Μεταξύ των ετών 1975-87 συνομολογήθηκαν εξωτερικά δάνεια ύψους 18,4 δισ. δολάρια, εκ των οποίων το 81% διατέθηκε για την εξυπηρέτηση των δανείων. Η προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό έγινε για έργα συγκοινωνιακής, αγροτικής και αστικής υποδομής. Ένα εξωτερικό δάνειο, το 1982, αφορούσε την αποκατάσταση των ζημιών από τους σεισμούς στην Καλαμάτα το 1981 και ένα άλλο την υποστήριξη του ισοζυγίου πληρωμών.
Στο διάστημα 1981-1985 κρατικοποιήθηκαν επιχειρήσεις όπως η ΛΑΡΚΟ και η ΠΥΡΚΑΛ, τα τσιμέντα ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, η Ελληνική Χαλυβουργία, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά της οικογένειας Νιάρχου, η Πειραϊκή-Πατραϊκή (βιομηχανία) και η πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας. Τον Οκτώβριο του 1981 ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 18,2% ενώ τον Ιούνιο του 1989 ήταν 13,1%, όμως το 1990 εκτινάχθηκε στο 20,4%, εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας, λόγω των εκλογικών συγκρούσεων την περίοδο 1989 – 1990. Σε ό,τι αφορά το Δημόσιο Χρέος (Δ.Χ.), η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη παρέλαβε το 1990 Δ.Χ. που αντιστοιχούσε στο 80% του ΑΕΠ, και παρέδωσε το 1993 Δ.Χ. ύψους 110% του ΑΕΠ. Από το 1993 διογκώθηκε ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, καθώς για παράδειγμα επανακρατικοποιήθηκαν οι Αστικές Συγκοινωνίες ΕΑΣ Αθηνών, έγιναν διορισμοί στο δημόσιο και διοχετεύθηκαν χρήματα από την ΕΕ σε μη βιώσιμες ή ελλειμματικές δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το 2001 η Ελλάδα έγινε δεκτή στην Ευρωζώνη, εμφανίζοντας (με στραγγαλιστική λογιστική εγγραφή που διερμήνευε με ειδικό προσανατολισμό τα οικονομικά μεγέθη) πληθωρισμό της τάξεως του 3% -- πρακτική που ονομάστηκε δημιουργική λογιστική, στην υλοποίηση της οποίας βοήθησε και η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs).
Η Διεθνής Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 απείλησε τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, 78 χρόνια μετά την μεγάλη κρίση του 1929 και 25 χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση του 1973. Φαινομενικά προέκυψε μετά την εκδήλωση προβλημάτων στην αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης και την αλόγιστη χρήση δομημένων επενδυτικών προϊόντων, που εξαρτιόνταν άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων, από τα οποία παράγονταν, και είχε ως αποτέλεσμα ένα "ντόμινο" αλυσιδωτών αντιδράσεων στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό και κτηματομεσιτικό τομέα, που επιτάθηκε από την προσπάθεια απομάκρυνσης του πιστωτικού και επιτοκιακού κινδύνου από τις τράπεζες, την μετατροπή στάσιμων κεφαλαίων σε εμπορεύσιμους τίτλους και την μετακίνηση των σύνθετων επενδυτικών τίτλων σε καταστάσεις ειδικών οντοτήτων. Ως οικονομικό φαινόμενο, πέρα από τις τεχνοκρατικές αναλύσεις των αιτίων και των συνεπειών του, που επιχειρήθηκαν από πολλούς με διάφορες σκοπιμότητες, η «κρίση» μπορεί να θεωρηθεί πολιτικό ζήτημα σχετιζόμενο με την ολιγοπωλιακή κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη της δυτικής οικονομίας, στην οποία λίγες γιγαντιαίες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ελέγχουν το συντριπτικά μέγιστο μέρος των διαθέσιμων και κυκλοφορούντων κεφαλαίων, με τα οποία αποκτούν επενδυτική ισχύ μεγιστάνων, που τις καθιστά ικανές να καθοδηγούν τις εξελίξεις, σύμφωνα με τα (συχνά εξοντωτικής ωμότητας) συμφέροντά τους. Στο πλαίσιο αυτό η “κρίση” αποτελεί ουσιαστικά ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης (ή αναχρηματοδότησης κατά την άποψή τους) των επιχειρήσεων αυτών με αφαίμαξη των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων στις αναπτυγμένες χώρες της δύσης, και με επίκληση διαφόρων προσχημάτων που δικαιολογούν, κατά περίπτωση, την παρέμβασή τους, βασιζόμενα στα “αδύνατα σημεία” κάθε χώρας (τα επικίνδυνα δάνεια στις ΗΠΑ, οι καταθέσεις “μαύρου χρήματος” στην Κύπρο, το δημοσιονομικό έλλειμμα και η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα). Η περιγραφή των στοιχείων του φαινομένου που ακολουθεί, χρησιμοποιεί τους τεχνικούς όρους που μεταχειρίστηκαν οικονομικοί αναλυτές, οι οποίοι, συγκαλύπτοντας ουσιαστικά τον ρόλο των οικονομικών μεγαθηρίων, απέδωσαν στο πρόβλημα χαρακτήρα εσφαλμένης τεχνοκρατικής διαδικασίας.
α. Πιστωτικός και επιτοκιακός κίνδυνος
Η χρονική υστέρηση μεταξύ της εισροής χρημάτων από τις καταθέσεις και της εκροής χρημάτων κατά τις χορηγήσεις δανείων, οι οποίες χρηματοδοτούνται από τις καταθέσεις, είναι αιτία έκθεσης στον πιστωτικό και επιτοκιακό κίνδυνο. Οι τράπεζες για την απομάκρυνση αυτού του κινδύνου θα μπορούσαν να εφαρμόσουν:
(1) Αποσύνδεση της καταθετικής από την δανειακή λειτουργία, ώστε η επιχείρηση που λαμβάνει ρευστό από το κοινό να είναι διαφορετική από την τράπεζα που χορηγεί δάνεια, αντλώντας χρήματα από την κεφαλαιαγορά, όπως ήταν παλιότερα η ΕΤΒΑ στην Ελλάδα.
(2) Καταθέσεις μη ορατές στο ευρύ κοινό.
(3) Σύνολο ενεργειών για μετριασμό του κινδύνου και άσκηση προληπτικής εποπτείας όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια.
(4) Τεχνική τιτλοποίησης κατά την οποία εφαρμοζόταν η εξής διαιδκασία: Μια τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (originator) μεταβίβαζε μια ομάδα (pool) ομοειδών δανείων σε μία εταιρία ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle, SPV). Η SPV ελάμβανε χρηματοδότηση από την έκδοση χρεογράφων που βασίζονταν στα δάνεια (Asset Backed Securities, ABSs). Η αξία αυτών των χρεογράφων αποτιμιόταν κυρίως από τα πρακτορεία πιστοληπτικής βαθμολόγησης (Credit Rating Agencies, CRAs). H πληρωμή των τοκομεριδίων στους επενδυτές εξαρτιόταν άμεσα από τη συμπεριφορά των δανειοληπτών, χωρίς οι δύο ομάδες να έρχονται σε επαφή. Οι τίτλοι ABSs συχνά διανέμονταν από επενδυτικές τράπεζες σε θεσμικούς επενδυτές. Ένα δεύτερο κύμα τιτλοποιήσεων παρουσιάστηκε με τη δημιουργία των δομημένων επενδυτικών εργαλείων (Structured Credit Instruments). Τα πιο χαρακτηριστικά δομημένα προϊόντα ήταν οι Τίτλοι Εγγυημένων Δανειακών Υποχρεώσεων (Collateralized Debt Obligations, CDOs). Η εταιρική οντότητα εμφάνιζε στο Παθητικό της υποχρεώσεις από τίτλους CDOs (δηλαδή καταβολή τοκομεριδίων και της αξίας κατά τη λήξη) και στο Ενεργητικό της απαιτήσεις σε δάνεια τιτλοποιήσιμα. Συνεπώς, με την είσπραξη των δόσεων από τα δάνεια, μπορούσε εν συνεχεία να πληρώνει τις υποχρεώσεις της στους ομολογιούχους. Στα μειονεκτήματα της τιτλοποίησης συγκαταλέγεται η δυσκολία που αντιμετώπιζαν οι πιστοληπτικοί αξιολογητές (CRAs) στην εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου. Οι επενδυτές βασίζονταν τυφλά στις βαθμολογήσεις που τους έδιναν οι CRAs. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα CDOs λειτουργούσαν σε μία άτυπη αγορά, με μικρό βαθμό ρευστοποίησης, καθώς οι τίτλοι που δεν απορροφούνταν από τη ζήτηση, έπρεπε να επαναγορασθούν από την αρχική τράπεζα.
β. Αδυναμίες του τραπεζικού μοντέλου
Το τραπεζικό μοντέλο, όπως αναπτύχθηκε, δημιουργούσε μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους δανειολήπτες της τράπεζας-παραγωγού και τους τελικούς επενδυτές. Επιπλέον, το μοντέλο υστερούσε στην εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου. Συχνά γίνονταν πρόχειρες βαθμολογήσεις από τους CRAs λόγω της ποικιλίας διαφόρων τύπων CDOs. Η μεγάλη εξάρτηση από τους CRAs για τη διαμόρφωση των τιμών, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο έλεγχο των δανειοληπτών από τις τράπεζες, οδήγησε στην κρίση εμπιστοσύνης ως προς τη βαθμολόγηση των CDOs. Επιπλέον, η διαπραγμάτευση των τίτλων ήταν δύσκολη, καθώς δεν μπορούσαν να πωληθούν σε δευτερογενή αγορά. Η ρευστότητα ήταν χαμηλή, ιδιαιτέρως σε εχθρικές αγορές και οι εκτιμήσεις της αξίας των CDOs καθορίζονταν από το ίδιο το μοντέλο. Με την πώληση των τελικών τίτλων στους επενδυτές εξαλειφόταν και το τελευταίο κίνητρο που είχε η τράπεζα να αναγκάσει τους δανειολήπτες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκαν πολλές Ειδικές Επενδυτικές Εταιρίες (Special Investment Companies) που λειτουργούσαν στα πλαίσια τραπεζικών ομίλων, προσφέροντας εξελιγμένα προϊόντα. Μορφές τέτοιων επενδυτικών εταιριών υψηλής μόχλευσης αποτελούσαν τα Conduits και τα SVIs (Structured Investment Vehicles - Εταιρίες Δομημένων Επενδυτικών Προϊόντων). Η πολιτική αυτών των οντοτήτων όριζε τη διακράτηση CDOs που εξασφάλιζαν μακροχρόνια ρευστότητα και κεφάλαια από την έκδοση βραχυπρόθεσμων Εμπορικών Τίτλων Δανειακών Εγγυήσεων (Asset-Backed Commercial Papers, ABCPs). Ο μεγάλος ετεροχρονισμός ωρίμανσης στα στοιχεία του ισολογισμού των Conduits και των SVIs, καθώς και η απουσία σχεδίου αντιμετώπισης απρόβλεπτων αναγκών χρηματοδότησης εκ μέρους των τραπεζών τις εξέθεσαν σε κίνδυνο ρευστότητας, τον βασικό παράγοντα αύξησης των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά. Ορισμένες τράπεζες υποτίμησαν την πραγματική τους έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο που εμπεριείχαν τα χαρτοφυλάκια των Conduits. Η ανεπάρκεια διαφάνειας ως προς τον τελικό φορέα που θα επωμιζόταν τους κινδύνους δημιούργησε ένα διάχυτο κίνδυνο αντισυμβαλλομένων, το δεύτερο βασικό παράγοντα αύξησης των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά.
γ. Η κρίση στην αγορά των δανείων
Στα πλαίσια πολιτικών επιλογών και της οικοδομικής φιλοσοφίας των ΗΠΑ, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη κατηγορία στεγαστικών δανείων, τα λεγόμενα Δάνεια Χαμηλής Εξασφάλισης (Sub-Prime Loans, subprimes), που χορηγούνταν χωρίς εγγύηση σε οικογένειες με ιδιαίτερα χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα, σε πολλές περιπτώσεις μη ευκατάστατες. Τα δάνεια αυτά δίνονταν με ευκολία και ανέρχονταν στο 13% της συνολικής στεγαστικής πίστης των ΗΠΑ. Τα προβλήματα που προέκυψαν από τη χορήγηση αυτών των δανείων οφείλονταν στην καταστρατήγηση ενός βασικού κανόνα της τραπεζικής πίστης: Την αναγκαιότητα διεξαγωγής της δέουσας πιστοληπτικής αξιολόγησης των δανειοληπτών, ώστε να διαφοροποιηθούν οι επιτοκιακές χρεώσεις, ανάλογα με τον κίνδυνο. Όταν τα επιτόκια άρχιζαν να ανεβαίνουν, πολλοί δανειολήπτες αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, πολλές φορές ακόμη και πριν τη μεταβολή τους.
Οι τράπεζες που διέθεταν τίτλους σε Conduits και SVIs χρειάζονταν άμεσα ρευστότητα, ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στις εγγυήσεις που είχαν δώσει και για να μεταφέρουν τα υποκείμενα δάνεια στον ισολογισμό τους, πράγμα που δημιουργούσε αναπροσαρμογές και στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Όσες διέθεταν τέτοιους τίτλους, αντιμετώπιζαν με διστακτικότητα το ενδεχόμενο δανεισμού μιας άλλης τράπεζας στη διατραπεζική αγορά, εξαιτίας της έλλειψης διαφάνειας από την έκθεση τους στον κίνδυνο ρευστότητας, με αποτέλεσμα την απότομη αύξηση των επιτοκίων στην "αφερέγγυα" πλέον διατραπεζική αγορά. Τα ιδρύματα που εξαρτιόνταν από την αγορά μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων υπέστησαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών επενέβησαν συγχρονισμένα με σκοπό να εξασφαλίσουν ρευστότητα με εγγυήσεις και περιόρισαν την αστάθεια στα επιτόκια της βραχυπρόθεσμης αγοράς. Η αμερικανική Fed προέβη σε μείωση επιτοκίων, ενώ η EKT πάγωσε τις αυξήσεις και άρχισε να προσανατολίζεται σε πιθανές μειώσεις.
δ. Η εξέλιξη της κρίσης
Στις αρχές του 2007 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προέβαινε διαρκώς σε σταδιακές αυξήσεις του ευρωεπιτοκίου, ώστε να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις που ταλάνιζαν την ευρωπαϊκή οικονομία. Την ίδια στιγμή το δολάριο εξακολουθούσε να υποχωρεί έναντι του ευρώ. Επιχειρήσεις μετέφεραν τα εργοστάσιά τους στην Αμερική και η ανεργία στην Ευρώπη αυξανόταν, ενώ πλήττονταν παράλληλα και οι εξαγωγές. Το καλοκαίρι του 2007 κι ενώ πολλοί επίσημοι παράγοντες της αμερικανικής οικονομίας προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τους επενδυτές, κεφάλαια της Bear Stearns πτώχευσαν λόγω κατοχής CDOs που βασίζονταν σε στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (sup-prime) και της υποχρέωσης της τράπεζας να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις των πιστωτών της με ρευστοποίηση των στοιχείων της. Οι πιστοληπτικοί αξιολογητές (CRAs) υποβάθμισαν τα CDOs που βασίζονταν σε δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (sup-prime) και τραυματίστηκε η αυτοπεποίθηση της αγοράς για την ασφάλεια στη στεγαστική πίστη. Η εμπιστοσύνη στη διατραπεζική αγορά κλονίστηκε λόγω της έκθεσης στον κίνδυνο ρευστότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των διατραπεζικών επιτοκίων.
Στις 9 Αυγούστου του 2007, μεγάλη κρίση ξέσπασε στις ΗΠΑ από την αδυναμία μεγάλων ομάδων του πληθυσμού να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους για δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (sup-prime). Οι πλειστηριασμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και ολόκληρες πόλεις έμειναν στο δρόμο. Οι τράπεζες ξέμειναν από ρευστό και οι καταθέτες έσπευσαν στα ταμεία των τραπεζών για να κάνουν ανάληψη των χρημάτων τους. Άλλοι προέβησαν σε μαζικές ηλεκτρονικές αναλήψεις των λογαριασμών τους στη Βρετανία, ένα φαινόμενο γνωστό ως "ιντερνετικός πανικός". Η αδυναμία είσπραξης των απαιτήσεων των αμερικανικών τραπεζών από τους δανειολήπτες χαμηλής εξασφάλισης (sup-prime), είχε συνέπεια την αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων σε τοκομερίδια και αξίες ομολόγων και CDOs, στα οποία είχαν επενδύσει πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες, την ίδια στιγμή που πλήθαιναν οι αναλήψεις πανικού.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2007, οι κεντρικές τράπεζες μεσολάβησαν συγχρονισμένα για την τόνωση της χρηματοπιστωτικής αγοράς με "ενέσεις ρευστότητας" και σταθεροποίησαν τις διακυμάνσεις στα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Ορισμένες κεντρικές τράπεζες, όπως η Fed, μείωσαν ακόμη και το βασικό επιτόκιο χρηματοδότησης, ενώ άλλες, όπως η ECB (ΕΚΤ), παρακολουθώντας τις εξελίξεις δεν προέβησαν στις προγραμματισμένες αυξήσεις. Παράλληλα, επλήγη η εμπιστοσύνη στους πιστοληπτικούς αξιολογητές (RCAs) ως προς την ικανότητά τους να βαθμολογήσουν τα δομημένα προϊόντα ("crisis of confidence"). Στην Ελλάδα προέκυψαν απαξιωμένα δομημένα ομόλογα 700 εκατομμυρίων ευρώ, στα οποία βασίστηκε η χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων, ένα περιστατικό που χαρακτηρίσθηκε ως "Σκάνδαλο των Δομημένων Ομολόγων".
Τα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ έγιναν δυσπρόσιτα, ενώ κρατικοποιήθηκε η Northern Rock από τη βρετανική κυβέρνηση. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν παρενέργειες από τη δυσπιστία στις διατραπεζικές αγορές και στην Ελλάδα μειώθηκαν οι ρυθμοί της, μέχρι πρότινος φρενήρους, πιστωτικής επέκτασης, με τις τράπεζες να προτείνουν ευέλικτα τραπεζικά προϊόντα ή δάνεια σταθερού επιτοκίου αντί των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μετά την πώληση της Bear Stearns σε εξευτελιστική τιμή στην J.P. Morgan το Μάρτιο του 2008, η διεθνής αγορά έδειχνε να έχει μπει σε μια δίνη οικονομικής κρίσης. Το Σεπτέμβριο του 2008, η αμερικανική κεντρική τράπεζα πρόσφερε έκτακτη οικονομική ενίσχυση 85 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ασφαλιστική εταιρεία AIG, για να αποτρέψει την κατάρρευσή της. Ο αμερικανικός κολοσσός Lehman Brothers κήρυξε πτώχευση, προκαλώντας αναστάτωση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν πρόλαβαν να επενδύσουν ιδιαίτερα σε τέτοια ριψοκίνδυνα προϊόντα, γνωστοποιήθηκαν ιδιωτικές επενδυτικές απώλειες. Τον ίδιο μήνα, η Merrill Lynch εξαγοράστηκε από την Bank of America. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους πρότεινε την άμεση ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πριν πληγεί περαιτέρω η οικονομία της χώρας, ενώ παράλληλα, εξαγοράστηκαν, οι Fannie Mae και Freddie Mac. Οι εξελίξεις διαδέχονταν η μία την άλλη, με την ανακοίνωση για λουκέτο στην Washington Mutual. Ο απρόσμενος κρατισμός των ΗΠΑ εξέπληξε αρχικά ευχάριστα τα χρηματιστήρια, ενώ αντιδράσεις διατυπώνονταν από τους Αμερικανούς πολίτες για το φορολογικό βάρος που το Σχέδιο Πόλσον προέβλεπε να πέσει στην πλάτη τους. Την άποψη αυτή συμμερίστηκε και το Κογκρέσο, καταψηφίζοντας το σχέδιο κρατικής ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για αγορά των λεγόμενων "τοξικών ομολόγων" με δημόσιο χρήμα. Τα χρηματιστήρια αντικατόπτρισαν την απαισιοδοξία της αγοράς στους δείκτες τους, σημειώνοντας πτώση. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νικολά Σαρκοζί προανάγγειλε σχέδιο αντιμετώπισης του προβλήματος στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κρίση μετά το πέρασμα του Ατλαντικού, πλησίασε όλο και νοτιότερα την Ευρώπη, καθώς μετά την κρατικοποίηση της Brandford and Bingley από τη βρετανική κυβέρνηση, πραγματοποιήθηκε μερική κρατικοποίηση του ευρωπαϊκού κολοσσού Fortis από το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ πρότεινε την αντιμετώπιση του προβλήματος σε κάθε χώρα σε εθνικό πλαίσιο, ανάλογα με τις ευθύνες της, αντί για τη σύσταση πανευρωπαϊκού σχεδίου, την ίδια στιγμή που, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, υπερψηφίστηκε η βελτιωμένη πρόταση του Πόλσον για οικονομική ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Την ίδια στιγμή έγινε αισθητό το κόστος της διατραπεζικής αγοράς στην Ελλάδα, με αύξηση 0,5% στα επιχειρηματικά και 1% στα στεγαστικά δάνεια, ακόμη και σε εκείνα με σταθερό επιτόκιο. Η στεγαστική αγορά στην Ελλάδα πάγωσε και υπολογίστηκαν περίπου 200.000 απούλητα ακίνητα. Πέντε ευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν προβλήματα προσπαθώντας να σώσουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, η Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία και η Ισλανδία.
Στις 7 Οκτωβρίου 2008 το Ecofin έθεσε ως ελάχιστο όριο εγγύησης τις 50.000 ευρώ ανά καταθετικό λογαριασμό. Μετά τη λήξη της συνόδου στο Λουξεμβούργο, ο Έλληνας υπουργός οικονομικών εγγυήθηκε καταθέσεις 100.000 ευρώ. Στις 8 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε μείωση του ευρωεπιτοκίου στο 3,75%, μεταβολή του επιτοκίου δανεισμού στην Αγγλία στο 4,5% και της Fed στο 1,5%. Παρά την εφαρμογή του σχεδίου Πόλσον στην Αμερική, οι ανακατατάξεις στον τραπεζικό τομέα συνεχίστηκαν, όπως επίσης και η κατακόρυφη πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών. Στην Ε.Ε. κατατέθηκαν πολλές προτάσεις για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού, ενώ πολλές ευρωπαϊκές χώρες συνδύασαν το μέτρο με επιδόματα στους μισθούς για την τόνωση της αγοράς που είχε παγώσει. Οι ΗΠΑ προσανατολίστηκαν σε μια λύση παρόμοια με αυτή του Βρετανού πρωθυπουργού, την ίδια στιγμή που στην Αυστραλία άρχισαν να δημιουργούνται οικισμοί από τροχόσπιτα. Τα μέτρα αντιμετώπισης προβλημάτων στην Ελλάδα εστιάστηκαν στη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, Οι πρώτες ανακατατάξεις στην τραπεζική αγορά έγιναν αισθητές με τη συγχώνευση της Proton Bank με την Πειραιώς.
ε. Συνέπειες της κρίσης
Το μεγαλύτερο πλήγμα από την κρίση δέχθηκε η Ισλανδία, με μεγάλη έκθεση των τραπεζών της στα τοξικά ομόλογα. Παρά τα μεγάλα χρηματικά αποθέματα της η Βρετανία, ακολούθησε το αμερικανικό μοντέλο και ήταν από τις πρώτες χώρες που επλήγησαν από την κρίση. Πολλές τράπεζες κρατικοποιήθηκαν και άλλες συγχωνεύθηκαν. Η Γαλλία ομοίως είχε υιοθετήσει τέτοια προϊόντα, ενώ ανακατατάξεις παρατηρήθηκαν σε Βέλγιο, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία. Οι ελληνικές τράπεζες δήλωσαν πως δεν είχαν προλάβει να επενδύσουν ιδιαίτερα σε CDOs, δεν γνωστοποιήθηκε κατοχή Conduits ή SIVs εκ μέρους τους, όμως μετακύλησαν τα υψηλά διατραπεζικά επιτόκια στα παραδοσιακά προϊόντα τους. Παράλληλα, στην Ευρώπη παρατηρήθηκε τεράστια ζήτηση στην αγορά χρηματοκιβωτίων και μετακίνηση των καταθέσεων σε ράβδους ή νομίσματα χρυσού.
Τα οικονομικά ιδρύματα που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση αφορούσαν εκμετάλλευση ακινήτων (real estate), χωρίς να απουσιάζουν προβλήματα σε τραπεζικές ή ασφαλιστικές υπηρεσίες. Τα πραγματικά προβλήματα της κρίσης διαφάνηκαν στην ελληνική οικονομία με την άνοδο των επιτοκίων και το συντηρητισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που έπληξαν δανειολήπτες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών και λοιπές πτυχές της αγοράς, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία.
Μετά την αποτυχία του μοντέλου παραγωγής και διανομής δανείων, παρατηρήθηκε μετακίνηση σε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα με επίκεντρο την κεφαλαιαγορά. Ήταν εμφανείς οι κινήσεις προς μία πιο αυστηρά θεσμοθετημένη και παρεμβατική αγορά, ένα φαινόμενο που συχνά χαρακτηρίζεται «υπερ-παρεμβατισμός» ("over-regulation" ή "over-shooting"). "Εχθρικές" συνθήκες της κεφαλαιαγοράς απέναντι στην τιτλοποίηση της στεγαστικής πίστης όμως είχαν άμεσες επιπτώσεις στα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς. Αλλαγές παρατηρήθηκαν και στο ρόλο και τη συμπεριφορά των θεσμικών επενδυτών. Η ζήτηση υψηλών αποδόσεων βάσει της ρευστότητας επηρέασε την προσφορά νέων προϊόντων από το 2003, λόγω των χαμηλών αποδόσεων στα ομόλογα T-bills του δημοσίου και την πιστωτική επέκταση.
Σημαντικός αποδείχτηκε και ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών στη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, με εξασφάλιση ρευστότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές, ρύθμιση της λειτουργίας του συστήματος, βασικές χρηματοδοτικές δράσεις και μακροπρόθεσμες χρηματοδοτικές στρατηγικές. Μετά τις εξελίξεις αυτές διαφάνηκε μια αποστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης, αλλά και των ευρωπαϊκών αρχών, για το "ξελάσπωμα" των υπευθύνων εις βάρος των πολλών (όπως χαρακτηρίσθηκε το σχέδιο διάσωσης, "the bail-out" plan), προλειαίνοντας το έδαφος για μια "στρυφνή" αγορά μετά την κρίση. Σε γενικές γραμμές τα πλούσια αποθέματα των περισσοτέρων αναπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών καθυστέρησαν την κρίση, με το συντονισμό συγχρονισμένης διεξαγωγής μεσοπρόθεσμης νομισματικής πολιτικής για την προστασία της σταθερότητας των τιμών, καθώς και άλλων μακροοικονομικών στόχων. Επιπροσθέτως, προτάθηκε η ορθή διαίρεση τομέα δράσης μεταξύ των εποπτικών αρχών για τον έλεγχο των διεθνοποιημένων επιχειρήσεων και των χρηματοοικονομικών ομάδων. Σκόπιμος κρίθηκε και ο εναρμονισμός των ρυθμιστικών μέτρων, ώστε να εφαρμόζονται με τρόπο ενιαίο σε κάθε νομοθετικό πλαίσιο. Η καθιέρωση διεθνών κανονισμών εντάχθηκε στο πλαίσιο μιας πρότασης για τη "Νέα Διεθνή Χρηματοοικονομική Δομή" (New International Financial Architecture). Την 1η Ιανουαρίου του 2008 ξεκίνησε στην Ευρώπη η εφαρμογή της οδηγίας της Βασιλείας II, "Capital Adequacy Framework" (Πλαίσιο Κεφαλαιακής Επάρκειας). Παράλληλα, προτάθηκαν πιθανά σχέδια κρατικών εγγυήσεων των καταθέσεων, που τελικά εφαρμόσθηκαν μετά την κρίση του Σεπτεμβρίου του 2008, καθώς και σχέδια αναχαίτισης φαινομένων ουρών "ιντερνετικού πανικού". Το σχέδιο καταλήγει σε μια ισορροπία ανάμεσα στην ελεύθερη πρωτοβουλία της αγοράς και στοχευμένων εποπτικών και παρεμβατικών δράσεων, για την αποφυγή περιπτώσεων υπερ-παρεμβατισμού, που θα αυξάνουν ακόμη περισσότερο το κόστος της διατραπεζικής αγοράς.
Η οικονομική “κρίση” στην Ελλάδα, ως συνέχεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-08, άρχισε αφανώς το 2009, με άμεσα αισθητά αποτελέσματα από το 2010 και διαρκεί μέχρι σήμερα (2016) επί 7 ολόκληρα έτη, με συνέπειες οδυνηρές για το μέγιστο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Οι κυριότερες κυβερνητικές πράξεις της περιόδου αυτής, υπαγορευμένες άνωθεν από την λεγόμενη “Τρόικα” (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ), στα πλαίσια ενός σχεδίου που ονομάστηκε (κατ’ ευφημισμόν) “πρόγραμμα διάσωσης” (bailout) της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με άστοχες επικοινωνιακές τεχνικές δημιουργίας (αντί για πρόληψη) πανικού, στις οποίες συνέβαλαν και τα (καθοδηγούμενα ή μη) ΜΜΕ, ήταν:
(α) Η διακοπή χορήγησης στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων.
(β) Η μείωση (με επανειλημμένες περικοπές) των μισθών του δημόσιου (και κατά μοιραία επίδραση και του ιδιωτικού) τομέα κατά περίπου 30% και των συντάξεων κατά 55% (περιλαμβανομένης και της κατάργησης των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και της αύξησης των εισφορών περίθαλψης το 2015).
(γ) Η αύξηση του φόρου ΦΠΑ σε 23% για προϊόντα και υπηρεσίες ευρείας χρήσης.
(δ) Η επιβολή φόρου ΕΝΦΙΑ για την ακίνητη περιουσία από το 2011.
(ε) Η επιβολή φόρου 26% από το πρώτο ευρώ σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες.
(στ) Η ολοκλήρωση των τεχνικών λειτουργιών του φορολογικού πληροφοριακού συστήματος taxis.net, ώστε με διασταυρώσεις ελέγχων να εμποδίζει τη λεγόμενη “μικρή” φοροδιαφυγή.
(ζ) Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το “κούρεμα” κατά 50% του ελληνικού χρέους το 2011, που όμως δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη ανακεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, που απώλεσαν το 50% των διαθέσιμων κεφαλαίων τους, προερχόμενων από τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων.
(η) Ο έλεγχος κίνησης κεφαλαίων (capital controls) από τις τράπεζες, που προκάλεσε σοβαρούς περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα.
Οι συνέπειες των πράξεων αυτών, όπως τις βίωσε στην καθημερινή ζωή του ένας μέσος (μη εξειδικευμένος σε οικονομικές αναλύσεις) άνθρωπος ήταν:
(α) Η ολοσχερής κατάρρευση της επί δεκαετίες ανθούσας οικοδομικής δραστηριότητας.
(β) Η δραματική μείωση της εμπορικής αξίας της ακίνητης περιουσίας.
(γ) Η εξουθένωση επαγγελματικών κλάδων, που είχαν σχέση με την οικοδομή και την ακίνητη περιουσία (μηχανικοί, οικοδόμοι, κτηματομεσίτες, συμβολαιογράφοι και επιχειρήσεις οικοδομικών προϊόντων).
(δ) Το πάγωμα της αγοράς, που είχε ως συνέπεια την οικονομική δυσπραγία χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και εμπορικών καταστημάτων, των οποίων η πελατεία προερχόταν από τον εγχώριο πληθυσμό.
(ε) Η αύξηση της ανεργίας σε καταθλιπτικά ύψη, που έπληξε καίρια τον ενεργό πληθυσμό και τους νέους.
(στ) Η επανεμφάνιση (μετά από πολλές δεκαετίες) της εξερχόμενης μετανάστευσης ως μέσου αναζήτησης επαγγελματικής λύσης για ειδικευμένους νέους.
Η παρατεταμένη διατήρηση επί 7ετία της καταθλιπτικής οικονομικής ύφεσης που προέκυψε, δημιούργησε εικόνες δυστυχίας τουλάχιστον για το 85% του πληθυσμού της χώρας, που είδε το βιοτικό του επίπεδο να υποβαθμίζεται σε στάθμες συγκρίσιμες μόνο με τις βορειότερες βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία κλπ), οι οποίες όμως είχαν το “άλλοθι” της παραμονής επί 45ετία στο “επάρατο” (κατά τους δυτικούς συμμάχους) καθεστώς του “ανατολικού μπλοκ”, που (και πάλι κατά τους δυτικούς) στραγγάλιζε την οικονομική ανάπτυξη. Η επίκληση της δυστυχίας αυτής, ιδιαίτερα από την κυβέρνηση Αλ.Τσίπρα κατά τις διαπραγματεύσεις με την “Τρόικα” του 2015, δεν πτόησε ούτε στο ελάχιστο τις αφαιμακτικές διαθέσεις των (θεωρητικά λογιζόμενων) “εταίρων” ή “δανειστών” (στην πραγματικότητα όμως “κτητόρων” ή “αγοραστών”) της ΕΕ και του ΔΝΤ (και των υπερκείμενων μεγιστάνων τους).
Η περιγραφή των στοιχείων της “κρίσης” που ακολουθεί, χρησιμοποιεί τους τεχνικούς όρους που μεταχειρίστηκαν οικονομικοί αναλυτές, οι οποίοι, συγκαλύπτοντας ουσιαστικά το πολιτικό ζήτημα που έγκειται στον ρόλο των διεθνών οικονομικών μεγαθηρίων, απέδωσαν στο πρόβλημα χαρακτήρα τεχνοκρατικής δημοσιονομικής διαδικασίας.
α. Η κρίση της Ευρωζώνης
Η ελληνική κρίση χρέους προέκυψε ως μέρος της κρίσης της Ευρωζώνης, η οποία άρχισε από τις αρχές του 2009, όταν μια ομάδα 10 τραπεζών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης ζήτησαν να λάβουν “πακέτο διάσωσης”, δεδομένου ότι η κρίση έκανε δύσκολο ή αδύνατο για κάποιες χώρες της Ευρωζώνης να εξοφλήσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν το δημόσιο χρέος τους χωρίς τη βοήθεια τρίτων μερών όπως η ΕΚΤ ή το ΔΝΤ. Όταν το 1992 τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν τη Συνθήκη του Μάαστριχ, ανέλαβαν την υποχρέωση να περιορίσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος τους. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 κάποιες χώρες μέλη της ΕΕ αποτύγχαναν να παραμείνουν εντός των ορίων των κριτηρίων του Μάαστριχ και στράφηκαν στην τιτλοποίηση μελλοντικών κυβερνητικών εσόδων για να μειώσουν τα χρέη και τα ελλείματά τους. Αυτό επέτρεψε στα κράτη να αποκρύψουν το ύψος του ελλείμματος και του χρέους με συνδυασμό τεχνικών, που περιλάμβαναν ασυνεπή λογιστική, συναλλαγές εκτός ισολογισμού καθώς και χρήση σύνθετων κατασκευών παραγώγων συναλλάγματος και χρέους. Οι αιτίες της κρίσης σε κάθε χώρα ποίκιλλαν. Σε αρκετές χώρες, το ιδιωτικό χρέος που προέκυψε εξαιτίας της λεγόμενης “φούσκας” των ακινήτων μεταφέρθηκε στο δημόσιο χρέος, ως αποτέλεσμα της διάσωσης των τραπεζικών συστημάτων και των κυβερνητικών αντιδράσεων απέναντι στις οικονομίες που επιβραδύνθηκαν μετά το σπάσιμο της “φούσκας”. Οι τράπεζες της Ευρωζώνης ήταν υποκεφαλαιοποιημένες και αντιμετώπιζαν προβλήματα ρευστότητας και χρέους. Οι κυβερνήσεις των κρατών, που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση, συμμορφώθηκαν με μια επιτροπή που έγινε γνωστή ως «Τρόικα» και σχηματίστηκε από τρεις διεθνείς οργανισμούς: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Οι ανησυχίες εντάθηκαν από τις αρχές του 2010, οδηγώντας τα ευρωπαϊκά κράτη στην εφαρμογή μιας σειράς μέτρων χρηματικής υποστήριξης, όπως Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Πέρα από την εφαρμογή πολιτικών μέτρων και προγραμμάτων διάσωσης για την αντιμετώπιση της κρίσης της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε επίσης μέτρα, χαμηλώνοντας τα επιτόκια και παρέχοντας φθηνά δάνεια ύψους πάνω από ένα τρις ευρώ, για να διατηρηθεί η ροή του χρήματος ανάμεσα στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2012 η ΕΚΤ καθησύχασε τις χρηματαγορές ανακοινώνοντας δωρεάν άνευ ορίων υποστήριξη για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης που συμμετέχουν σε πρόγραμμα διάσωσης ή προληπτικό πρόγραμμα του EFSF/ESM, μέσα από Οριστικές Χρηματικές Συναλλαγές (γνωστές ως «OMT»), που χαμηλώνουν την απόδοση των ομολόγων.
β. Το ιστορικό της ελληνικής κρίσης χρέους
Η περίοδος μετά το 1974 υπήρξε περίοδος μεγάλου δανεισμού για την Ελλάδα με συνέπεια τη γρήγορη διόγκωση του χρέους. Μεταξύ του 1980 και 1993 το χρέος εκτινάχτηκε από 28,6% σε 111,6% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα την ίδια περίοδο ήταν επίσης υψηλό. Μετά το 1993 η οικονομία μπήκε σε έναν πιο ομαλό δρόμο με στόχο να ικανοποιήσει τα κριτήρια σύγκλισης της συνθήκης του Μάαστριχ. Χάρη στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, άρχισε να μειώνεται (με λογιστικές πρακτικές ) και το έλλειμμα έπεσε, εικονικά, μέχρι το 1999 κάτω από 3%, καθιστώντας τελικά την Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ. Αργότερα αποκαλύφθηκε πως οι σχετικά υψηλές επιδόσεις που παρουσιάζονταν αυτή την περίοδο οφείλονταν και σε αποκρύψεις ελλειμμάτων και δανείων, πρακτική που ονομάστηκε δημιουργική λογιστική, στην υλοποίηση της οποίας βοήθησε και η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs.
Το φθινόπωρο του 2004, ο τότε υπουργός οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης προχώρησε σε οικονομική απογραφή μετά από πίεση από την Eurostat . Η απογραφή αποκάλυψε αποκρύψεις δαπανών της προηγούμενης κυβέρνησης με αποτέλεσμα να αναθεωρηθούν τα ελλείμματα των προηγούμενων ετών προς τα πάνω. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε σε τριετή επιτήρηση από την Ε.Ε. Την ίδια χρονιά η Eurostat προχώρησε σε αναθεώρηση παλαιότερων ελλειμμάτων της Ελλάδας, από τα οποία προέκυπτε ότι η Ελλάδα δεν ικανοποιούσε ποτέ τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχ, αφού ακόμα και την κρίσιμη χρονιά του 1999 εξακολουθούσε να έχει έλλειμμα πάνω από 3%.
Την τριετία 2004-2007 το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε, ενώ σημειώθηκαν και υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, καθώς το εθνικό εισόδημα αυξανόταν κατά 12-15 δισ. τον χρόνο. Από το φθινόπωρο του 2008 όμως, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε τότε, το έλλειμμα άλλα και το χρέος άρχισαν να αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς. Τον Νοέμβριο του 2010 η Eurostat προχώρησε σε αναθεώρηση των ελληνικών ελλειμμάτων των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά το έλλειμμα του 2006 τοποθετήθηκε στο 5,7% του ΑΕΠ (12,1 δισ. ευρώ), του 2007 στο 6,4% του ΑΕΠ (14,4 δισ. ευρώ), του 2008 στο 9,4% του ΑΕΠ (22,3 δισ ευρώ) και του 2009 στο 15,4% του ΑΕΠ (36,1 δισ. ευρώ). Αντίστοιχα αναθεωρήθηκε προς τα πάνω και το χρέος, το οποίο για το 2009 αναθεωρήθηκε στο 126,8% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 298 δις Ευρώ.
γ. Η κρίσιμη περίοδος 2009-2010
Τον Ιανουάριο του 2009 ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από Α σε Α- αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. Το πραγματικό ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 15% για το 2009 σήμαινε ότι μέσα σε ένα χρόνο το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από περίπου 110% σε πάνω από 125% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό συνέβη διότι λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, αλλά και άλλων παραγόντων, υπήρχε στασιμότητα του ΑΕΠ και ύφεση ήδη από το 2008. Ως εκ τούτου το ετήσιο έλλειμμα απλά αθροιζόταν στο χρέος, ενώ ο παρανομαστής (το ΑΕΠ) ήταν πλέον στάσιμος.
Η τότε κυβέρνηση του Κ.Καραμανλή προσπάθησε να συγκαλύψει τα δεδομένα αυτά με καθησυχαστικές δηλώσεις. Στις εκλογές, που προκηρύχτηκαν βεβιασμένα στις 8/11/2009, κέρδισε το ΠΑΣΟΚ (με ποσοστό 43,92% έναντι 33,47% της ΝΔ) και υπουργός οικονομικών ανέλαβε ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Με χρήση δημιουργικής λογιστικής, αντίστροφης από την εφαρμοσθείσα το 1999 από την κυβέρνηση Κ.Σημίτη, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας παρουσιάστηκε για το 2009 σε επίπεδα που (κατά το σκεπτικό του Γ.Α.Παπανδρέου) εμπόδιζαν την ελληνική κυβέρνηση να δανειστεί με λογικά επιτόκια από τις αγορές για την αναχρηματοδότηση του χρέους. Στις 20 Οκτωβρίου του 2009 ο Γ.Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε στο ECOFIN ότι το έλλειμμα για το 2009 βρίσκεται στο 12,5% από 6% που το υπολόγιζε η προηγούμενη κυβέρνηση (τελικά το 2010 αναθεωρήθηκε στο 15,4%, ενώ το δημόσιο χρέος, για το 2009 ήταν ίσο με 126,8% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 298 δις Ευρώ). Παράλληλα ο Γ.Α.Παπανδρέου άρχισε να περιφέρεται στις πρωτεύουσες της Ευρώπης και στον Λευκό Οίκο, κάνοντας ουσιαστικά (αρνητική) “διαφήμιση” του ελληνικού χρέους και της φοροδιαφυγής που (κατά τις διακηρύξεις του) μάστιζε την Ελλάδα, δημιουργώντας ταυτόχρονα, με την βοήθεια των διαπλεκόμενων ΜΜΕ, κλίμα πανικού στην Ελλάδα. Οι ενέργειες αυτές έδωσαν στα “κοράκια” των “δανειστών” την αφορμή που ζητούσαν για να επιπέσουν στην ελληνική οικονομία (που οικοδομήθηκε με μύριους μόχθους, επί 60 χρόνια μετά την ολική καταστροφή του Εμφύλιου Πολέμου, για τον οποίο δεν είναι άμοιροι ευθύνης οι δυτικοί σύμμαχοι) για να την ελεεινολογήσουν, αλλά και να την κατακρεουργήσουν. Αρχίζοντας από τις 22 Οκτωβρίου 2009 μέχρι τις 27 Ιουλίου 2011 ( σε διάστημα μικρότερο από δύο έτη) οι οίκοι αξιολόγησης Fitch,Standard and Poor's και Moody’s (όλοι θυγατρικές εταιρίες και ουσιαστικά εκτελεστικά όργανα των γνωστών χρηματοπιστωτικών κολοσσών) πραγματοποίησαν έναν εκπληκτικό αριθμό 19 αλλεπάλληλων αξιολογήσεων με τις οποίες (στο «στημένο» παιχνίδι που παίχτηκε, με την ανοχή, αν όχι συνεργασία, της ελληνικής κυβέρνησης) υποβάθμισαν την Ελλάδα τελικά στο κατώτατο σκαλοπάτι της διεθνούς αξιολόγησης (για ένα χρέος που αριθμητικά είναι ίσο με το 1/10 του χρέους της Γερμανίας και με το 1/50 του χρέους των ΗΠΑ – ίσο δηλαδή με το χρέος καθεμιάς από τις 51 πολιτείες των ΗΠΑ). Η επίμονη όμως αντοχή της ελληνικής οικονομίας, που με θαυμαστό τρόπο παραμένει όρθια μετά από τον πρωτοφανή ορυμαγδό των καταιγιστικών επιθέσεων που δέχτηκε επί 7ετία από τα “στούκας” της “τρόικας”, διαψεύδει παταγωδώς τις αξιολογήσεις αυτές
Από τα μέσα Ιανουαρίου του 2010 ξεκίνησε μία συνεχής άνοδος της αξιακής διαφοράς (σπρεντ - spread = αξιακή διαφορά) των 10ετών ομολόγων. Με τον όρο αυτό δηλώνεται η διαφορά των τιμών αποδόσεων δύο ομολόγων σε μονάδες βάσης (κάθε ποσοστιαία μονάδα 1% αποτελεί 100 "μονάδες βάσης"). Στην Ευρωζώνη συγκρίνονται τα “σπρεντ” μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού μιας χώρας σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας. Όταν το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας είναι 11%, ενώ της Γερμανίας είναι 3%, το σπρεντ (διαφορά) των δύο είναι 8%, συνεπώς το ελληνικό σπρεντ κυμαίνεται στις 800 μονάδες βάσης Μέχρι και τον Οκτώβριο του 2008 το σπρεντ των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου δεν ξεπερνούσε τις 100 μονάδες βάσης (1%), στις 21 Ιανουαρίου 2010 το spread των 10ετών ομολόγων ξεπέρασε τις 300 μονάδες και στη συνέχεια ακολούθησε έντονα αυξητική πορεία ξεπερνώντας ακόμα και τις 1000 μονάδες τον Απρίλιο του 2010, ενώ το Σεπτέμβριο του 2011 το σπρεντ εκτινάχτηκε στις 2000 (20%) μονάδες βάσης.
δ. 1ο Μνημόνιο χρηματοδότησης από τον "Μηχανισμό Στήριξης"
Αφού τέθηκαν με τον τρόπο αυτό οι βάσεις για εξωτερική παρέμβαση, η κυβέρνηση Γ.Α.Παπανδρέου στις 9 Φεβρουαρίου 2010 ανακοίνωσε το πρώτο πακέτο μέτρων για τον δημόσιο τομέα (πάγωμα μισθών, περικοπές επιδομάτων 10%, περικοπές υπερωριών και οδοιπορικών). Στις 3 Μαρτίου 2010 το δεύτερο μεγαλύτερο πακέτο οικονομικών μέτρων που προέβλεπαν μείωση 30% στα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, και αδείας, μείωση 12% σε όλα τα επιδόματα του Δημοσίου, μείωση 7% στις αποδοχές υπαλλήλων ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, ΝΠΙΔ, αύξηση ΦΠΑ από 4,5 στο 5%, από 9 στο 10%, από 19 στο 21% και αύξηση 15% στον φόρο της βενζίνης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση, συνεχίζοντας τον διατεταγμένο ρόλο της στο στημένο παιχνίδι, στις 23 Απριλίου 2010, ζήτησε τη “βοήθεια” του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (€80δις από τις υπόλοιπες 15 χώρες της Ευρωζώνης και €30δις από το ΔΝΤ), που συγκρότησαν από κοινού μηχανισμό “στήριξης” για την Ελλάδα. Η χρηματοδότηση από τον μηχανισμό στήριξης έγινε υπό τους όρους ότι η Ελλάδα θα λάβει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στις 2 Μαΐου 2010 ανακοινώθηκαν τα μέτρα σκληρής λιτότητας που επέβαλε στην Ελλάδα η “τρόικα” ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ. Τα μέτρα αυτά προέβλεπαν αντικατάσταση του 13ου και 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων με επίδομα 500 Ευρώ σε όλους όσους είχαν αποδοχές μέχρι 3.000 Ευρώ και πλήρης κατάργησή των δύο μισθών για μεγαλύτερες αποδοχές, πλήρης κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης για όλους τους συνταξιούχους, περαιτέρω περικοπή επιδομάτων 8% στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων και 3% στους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ, όπου δεν υπήρχαν επιδόματα, αύξηση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ από 21% σε 23%, του μεσαίου από 10% σε 11% (από 1η Ιουλίου 2010) και από 11% σε 13% (από 1η Ιανουαρίου 2011) και αντίστοιχα του χαμηλού στο 6,5% (από 1η Ιανουαρίου 2011) και επιπλέον αύξηση στον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε καύσιμα, τσιγάρα και ποτά κατά 10%, αύξηση στις αντικειμενικές τιμές ακινήτων και πρόσθεση ενός επιπλέον 10% στους φόρους εισαγωγής επί της αξίας των περισσότερων εισαγόμενων αυτοκινήτων. Στις 5 Μαΐου 2010 κηρύχτηκε πανελλαδική 24ωρη απεργία, με ογκώδη πορεία στην Αθήνα, που αμαυρώθηκε από τον θάνατο τριών εργαζομένων από πυρκαγιά, που ξέσπασε στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin, στην οδό Σταδίου. Στις 6 Μαΐου 2010 ψηφίστηκε από τη βουλή το 1ο Μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός στήριξης. Υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΛΑΟΣ και τη βουλευτή της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη.
ε. Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015
Από το καλοκαίρι του 2010 άρχισαν να φαίνονται οι συνέπειες των μέτρων. Η ανεργία και ο πληθωρισμός άρχισαν να εκτινάσσονται, ενώ οι μικροεπιχειρήσεις έβλεπαν τον τζίρο τους συνεχώς να μειώνεται με αποτέλεσμα να οδηγούνται όλο και περισσότερες στο κλείσιμο. Στις 15 Δεκεμβρίου 2010 ψηφίστηκε στη βουλή το πολυνομοσχέδιο για τα εργασιακά και τις ΔΕΚΟ, το οποίο έθετε πλαφόν τα 4.000 Ευρώ, στις μικτές αποδοχές των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ και μείωση 10% σε αμοιβές που ξεπερνούσαν τα 1.800 Ευρώ. Το 2010 έκλεισε με το χρέος να αγγίζει το 142,8% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στο 10,5%, ενώ παράλληλα η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,5%
Το 2011 η δυσαρέσκεια στην κοινωνία από την μεγάλη οικονομική ύφεση ήταν έντονη και άρχισε να εκφράζεται με αποδοκιμασίες πολιτικών που εμφανίζονταν σε δημόσιους χώρους. Στο διάστημα αυτό άρχισαν να ενισχύονται κινήματα πολιτών που δεν συνδέονταν άμεσα με πολιτικά κόμματα όπως το κίνημα «δεν πληρώνω». Η πραγματική οικονομία εξακολούθησε να επιδεινώνεται με συνέχιση του αποκαλούμενου κύματος λουκέτων στην αγορά και την ανεργία να συνεχίζει να καλπάζει φτάνοντας τον Μάρτιο σε ποσοστό 16,2%. Στις 12 Μαρτίου 2011 υπήρξε συμφωνία για μείωση του ποσοστού δανεισμού κατά 1 ποσοστιαία μονάδα και επιμήκυνση του χρόνου απόσβεσης στα 7,5 χρόνια.
Τον Μάιο 2011 η συνεχιζόμενη δυσαρέσκεια άρχισε να εκφράζεται με ένα νέο κίνημα διαμαρτυρίας, που διοργανώθηκε μέσα από σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και ονομάστηκε “κίνημα των αγανακτισμένων”, επηρεασμένο από αντίστοιχο κίνημα που είχε ξεκινήσει λίγο καιρό πριν στην Ισπανία, υποκινούμενο στην Ελλάδα αφανώς από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις 15 Ιουνίου ξεκίνησε η συζήτηση στη βουλή για το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Νέος υπουργός οικονομικών ανέλαβε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που επίσης ανέλαβε και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Στις 29 Ιουνίου 2011 ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων το "Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015". Η αντίδραση οδήγησε σε ξέσπασμα σοβαρών επεισοδίων με συγκρούσεις διαδηλωτών και δυνάμεων των ΜΑΤ που εφάρμοσαν άγρια καταστολή. Το μεσοπρόθεσμο τελικά ψηφίστηκε από 155 βουλευτές (154 του ΠΑΣΟΚ και 1 της ΝΔ).
Το μεσοπρόθεσμο προέβλεπε μία σειρά από μέτρα για τον περιορισμό των δαπανών και αύξησης των εσόδων. Ιδρύθηκε οργανισμός Αποκρατικοποιήσεων (Ταμείο Δημόσιας Περιουσίας) με σκοπό την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και στόχο έσοδα 50 δις από αποκρατικοποιήσεις. Στα φορολογικά μέτρα του μεσοπρόθεσμου περιλαμβάνονταν τα εξής:
Αλλαγή φορολογικής κλίμακας με επιβάρυνση σε όλους όσους δηλώνουν εισόδημα πάνω από 8.000 Ευρώ
Έκτακτη εισφορά για εισοδήματα πάνω από 12.000 Ευρώ
Μετάβαση σε ανώτερη κλίμακα ΦΠΑ προϊόντων και υπηρεσιών εστίασης.
Επιβολή κλιμακωτής αντικειμενικής δαπάνης κατοικίας
Επιβολή ετήσιου τέλους για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιτηδευματίες
Επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας ύψους 2%
Επιβολή μηνιαίας Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης
Αύξηση του ποσοστού παρακράτησης ΛΑΦΚΑ σε όλες τις συντάξεις άνω των 1450 ευρώ, από 4% έως 10% που ίσχυε μέχρι τότε, σε 6% έως 14%.
Μέσα στον Ιούλιο 2011 πραγματοποιήθηκε σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα χρέους της Ελλάδας, αλλά και να εξευρεθούν τρόποι θωράκισης του Ευρώ απέναντι σε κερδοσκοπικές επιθέσεις. Η σύνοδος κορυφής κατέληξε την 21η Ιουλίου σε συμφωνία νέας δανειοδότησης της Ελλάδας. Η συμφωνία περιλάμβανε νέο δάνειο για την χώρα ύψους 158 δις Ευρώ. Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας οι οίκοι αξιολόγησης Fitch και Moody’s υποβάθμισαν την Ελλάδα σε καθεστώς περιορισμένης χρεοκοπίας. Η κυβέρνηση προχώρησε σε διμερή συμφωνία με την Φινλανδία παρέχοντάς της εγγυήσεις για να συμμετάσχει στο δεύτερο δάνειο της Ελλάδας. Η συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών προκάλεσε άμεσα αντιδράσεις άλλων χωρών της Ευρωζώνης, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία και η Σλοβακία, που απαίτησαν αντίστοιχες συμφωνίες, άλλα και της Γερμανίας που παρενέβη για να θέσει άκυρη τη συμφωνία Ελλάδας-Φινλανδίας.
Στο τέλος Αυγούστου 2011 ανακοινώθηκε πως η οικονομία της Ελλάδας βρισκόταν εκτός στόχων, καθώς υπήρχε μεγάλη υστέρηση εσόδων και αύξηση δαπανών. Στα μέτρα που ανακοινώθηκαν περιλαμβάνονταν τα εξής:
Διεύρυνση του μέτρου της εργασιακής εφεδρείας και σε οργανισμούς που δεν καταργούνταν
Νέος έκτακτος φόρος στην ηλεκτροδοτούμενη δομημένη επιφάνεια ακινήτων που έπρεπε να καταβάλλεται μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ
Νέα περικοπή συντάξεων και μεγάλες περικοπές στο εφάπαξ
Νέες περικοπές μισθών στο δημόσιο και εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου
Μείωση του αφορολόγητου ορίου από τις 8.000€ στις 5.000€
Άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων.
Το πολυνομοσχέδιο για το νέο βαθμολόγιο-μισθολόγιο του δημοσίου, τις μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, τις μειώσεις στο εφάπαξ, την νέα φορολογική κλίμακα και τις αλλαγές στα εργασιακά ψηφίστηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 20 Οκτωβρίου 2011, με 154 ψήφους υπέρ καταρχήν και 153 υπέρ σε όλα τα άρθρα, σε σύνολο 298.
στ. Το 2ο Μνημόνιο χρηματοδότησης
Στις 23 Οκτωβρίου 2011 συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο την κατάρτιση ενός οριστικού σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Η σύνοδος κατέληξε σε συμφωνία που ανακοινώθηκε τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου και απέβλεπε σε «κούρεμα» κατά 50% του ελληνικού χρέους και πρόσθετο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα ύψους 130 δις €. Με βάση την συμφωνία οι ιδιώτες θα έπρεπε να αποδεχτούν σε εθελοντική βάση, μείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων που διέθεταν κατά 50%. Η συμφωνία συνοδευόταν από πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής με διάρκεια μέχρι το 2021 και δημιουργία μηχανισμού μόνιμης εποπτείας της Ελλάδας για την συνεχή παρακολούθηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα αποφασίστηκε η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με ποσό ύψους 30 δις € και αύξηση κατά ένα τρις € των κεφαλαίων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι αποφάσεις της συνόδου κορυφής χαιρετίστηκαν θετικά από την κυβέρνηση, ενώ αποδοκιμάστηκαν από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία έκαναν λόγο για απόφαση ελεγχόμενης χρεοκοπίας της Ελλάδας. Έντονη ανησυχία εκφράστηκε στο εσωτερικό της χώρας για τις επιπτώσεις της συμφωνίας στην εισοδηματική πολιτική των επόμενων ετών, στο μέλλον των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων που είναι εκτεθειμένα σε ελληνικά ομόλογα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τη Σύνοδο Κορυφής της 27ης Οκτωβρίου 2011 ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου βρήκε την κατάσταση εκτός ελέγχου. Στη Θεσσαλονίκη διαδηλωτές προκάλεσαν τη ματαίωση της στρατιωτικής παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου και την αποχώρηση του πρόεδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια. Τη Δευτέρα 31 Οκτωβρίου ο Γ.Παπανδρέου ανακοίνωσε την απόφαση του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, άλλα και στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Στις αγορές, το κόστος δανεισμού της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών της Ευρωζώνης, αυξήθηκε αλματωδώς. Μετά από έντονη παρασκηνιακή παρέμβαση των Ν.Σαρκοζί, Α.Μέρκελ, Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, Κριστίν Λαγκάρντ και των προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέφ Μανουέλ Μπαρόζο και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρόμπει και μετά από απορριπτική δήλωση του Ε.Βενιζέλου, ο Γ.Α.Παπανδρέου εγκατέλειψε την ιδέα του δημοψηφίσματος και την 4η Νοεμβρίου 2011 πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή, με 153 ψήφους υπέρ. Την Κυριακή 6 Νοεμβρίου συναντήθηκε στο προεδρικό μέγαρο με τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αντώνη Σαμαρά, ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στην συνάντηση υπήρξε συμφωνία μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Οι διεργασίες ολοκληρώθηκαν την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου, οπότε επιλέχτηκε ο Λουκάς Παπαδήμος ως νέος πρωθυπουργός, με στήριξη από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ. Την ίδια περίοδο η πραγματική οικονομία συνέχιζε να επιδεινώνεται και η ανεργία να κατέγραψε νέο ρεκόρ κατά τον μήνα Αύγουστο φτάνοντας το 18,4% και ακόμα υψηλότερα κατά τον μήνα Νοέμβριο όπου έφτασε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο 20,9%.
Τα νέα μέτρα που συνόδευαν το 2ο Μνημόνιο εγκρίθηκαν από την Κυβέρνηση στις 10 Φεβρουαρίου 2012 και περιλάμβαναν τα εξής:
Μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού σε όλα τα κλιμάκια του βασικού μισθού (από 751€ σε 586€) και 32% στους νεοεισερχόμενους μέχρι 25 ετών.
Κατάργηση 150.000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα έως το 2015, εκ των οποίων 15.000 μέσα στο 2012.
Ατομικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας αντί για τις κλαδικές. Άρση μονιμότητας σε ΔΕΚΟ και υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες.
Περικοπές συντάξεων, επιδομάτων, δαπανών υγείας, άμυνας, λειτουργιών του Κράτους και εκλογών.
Κατάργηση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εστίας.
Αύξηση αντικειμενικών αξιών και ενοποίηση φόρων στα ακίνητα.
Πλήρες άνοιγμα 20 κλειστών επαγγελμάτων.
Αύξηση των εισιτηρίων στις Αστικές Συγκοινωνίες και στον ΟΣΕ κατά 25%.
Κλείσιμο 200 εφοριών, κατάργηση φοροαπαλλαγών και χαμηλού ΦΠΑ στα νησιά.
Τα νέα μέτρα οδήγησαν σε παραίτηση στελεχών της Κυβέρνησης και αποχώρηση του ΛΑΟΣ λίγες μέρες πριν την ψήφισή τους. Το 2ο Μνημόνιο ψηφίστηκε από τη Βουλή τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Φεβρουαρίου 2012. Υπέρ ψήφισαν 199 βουλευτές, κατά 74 και 5 ψήφισαν παρών. Στις 9 Μαρτίου ολοκληρώθηκε με επιτυχία το PSI (Private Sector Investment). Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έφτασε το 95,7%. Για τα υπόλοιπα ομόλογα ύψους 8,5 δις δόθηκε παράταση μέχρι τις 20 Απριλίου.
Στις 11 Απριλίου ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος ανακοίνωσε την ημερομηνία των εκλογών. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου οδήγησε σε ριζική αλλαγή του πολιτικού τοπίου. Τα ποσοστά των κομμάτων της συγκυβέρνησης συρρικνώθηκαν σημαντικά, ενώ εντυπωσιακή υπήρξε η αύξηση των ποσοστών των κομμάτων που εξέφραζαν την εναντίωση τους στην κυβερνητική πολιτική. Από το κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό δεν προέκυψε τελικά κυβέρνηση. Στις 16 Μαΐου ορίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Πικραμένο και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 17 Ιουνίου. Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου ανέδειξαν την Νέα Δημοκρατία πρώτο κόμμα, χωρίς όμως αυτοδυναμία. Με την συνεργασία του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, επιτεύχθηκε σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά, ενώ στις 26 Ιουνίου 2012 Υπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο Γιάννης Στουρνάρας.
ζ. Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016
Οι διαπραγματεύσεις διαρκείας της κυβέρνησης με την τρόικα κατέληξαν στην κατάρτιση του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016. Το πολυνομοσχέδιο κατατέθηκε στη βουλή στις 5 Νοεμβρίου 2012, σε ένα άρθρο 216 σελίδων, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Προέβλεπε μέτρα ύψους 18,9 δις Ευρώ, από τα οποία τα 9,4 δις αφορούσαν το έτος 2013. Υπερψηφίστηκε στις 7 Νοεμβρίου 2012 με 153 ψήφους από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, στις οποίες υπήρξαν και βουλευτές που διαφοροποιήθηκαν. Στο πακέτο μέτρων λιτότητας περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων:
Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 2 έτη, από 1-1-2013
Μείωση στις συντάξεις από 5 έως και 15%, από τα 1.000 ευρώ και άνω
Μειώσεις στο εφάπαξ έως 83%
Κατάργηση της καθολικότητας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας
Κατάργηση των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και των επιδομάτων αδείας για τους δημοσίους υπαλλήλους (για τους συνταξιούχους ήταν ήδη καταργημένα)
Μείωση χρόνου προειδοποίησης για απολύσεις σε 4 αντί 6 μήνες
Περικοπές στα ειδικά μισθολόγια
Ένταξη στο ενιαίο μισθολόγιο των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ
Εφαρμογή διαθεσιμότητας ενός έτους, με μειωμένο μισθό σε μόνιμους υπαλλήλους του δημοσίου, οι θέσεις των οποίων καταργούνταν.
Κατάργηση των πολυάριθμων οικογενειακών επιδομάτων και αντικατάστασής τους από το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων.
Αύξηση φόρου στο υγραέριο κίνησης κατά 23 λεπτά.
Εισαγωγή έκτακτης εισφοράς στα φωτοβολταϊκά.
Αντίτιμο 25 ευρώ για εισαγωγή σε νοσοκομείο.
Στο υπόλοιπο διάστημα της θητείας του ο Αντ.Σαμαράς προσπάθησε να αποφύγει περαιτέρω δυσάρεστες εξελίξεις, διατηρώντας την κατάσταση στο επίπεδο αυτό, με την προοπτική στο τέλος του 2014 να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 0,5%. Ενώ όμως ο στόχος αυτός, κατά τα παρασχεθέντα στοιχεία, επετεύχθη, οι «δανειστές εταίροι» απαίτησαν συνέχιση της εφαρμογής μέτρων λιτότητας με νέο μνημόνιο, στο οποίο, κατά τα φαινόμενα, ο Α.Σαμαράς εναντιώθηκε και γι' αυτό, με πρόσχημα τη διαφωνία στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, οδηγήθηκε σε εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, στις οποίες η ΝΔ ηττήθηκε.
ζ. Το 3ο Μνημόνιο χρηματοδότησης
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα κέρδισε με 36,34% και 149 έδρες υποσχόμενος να τερματίσει την λιτότητα και τα μνημόνια και σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμένου. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε σειρά διαπραγματεύσεων με τους δανειστές καταλήγοντας τον Ιούνιο να βρίσκεται κοντά σε συμφωνία. Ωστόσο, νέες απαιτήσεις των δανειστών οδήγησαν τον Αλ.Τσίπρα να ανακοινώσει στις 27 Ιουνίου την πρόθεση του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου. Στις 29 Ιουνίου 2015 επιβλήθηκαν έλεγχοι κίνησης κεφαλαίου (capital controls) και προσωρινό κλείσιμο των τραπεζών. Το δημοψήφισμα είχε σαν αποτέλεσμα την καταψήφιση της συμφωνίας-μνημονίου με ποσοστό σχεδόν 62,15%. Την επόμενη ημέρα, 6 Ιουλίου, παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Βαρουφάκης και αντικαταστάθηκε από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Η Κυβέρνηση συνέχισε τις συζητήσεις για ένα 3ο Μνημόνιο που κατέληξαν σε συμφωνία στις 13 Ιουλίου.
Η σύναψη της τρίτης δανειακής σύμβασης προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωθυπουργός αντικατέστησε τους υπουργούς που είχαν αρνηθεί να συμφωνήσουν σε συμφωνία-μνημόνιο και προχώρησε σε κυβερνητικό ανασχηματισμό στις 17 Ιουλίου 2015. Τελικά το 3ο Μνημόνιο ψηφίστηκε στις 14 Αυγούστου 2015 από 221 βουλευτές και με απώλειες για τον κυβερνητικό σχηματισμό. Το μνημόνιο στήριξαν με τις ψήφους τους ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, το ΠΑΣΟΚ και Το Ποτάμι. Εναντίον τάχθηκαν η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ, μαζί με 44 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι απώλειες οδήγησαν τον Αλέξη Τσίπρα να αναγγείλει ότι θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή μετά τις 20 Αυγούστου 2015. Στις 20 Αυγούστου ανακοίνωσε τελικά την παραίτηση της κυβέρνησής του. Μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Τσίπρα και την αποτυχία των διερευνητικών εντολών να οδηγήσουν στον σχηματισμό νέας κυβέρνησης η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου έλαβε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με θητεία μέχρι την διεξαγωγή των πρόωρων εκλογών στις 20 Σεπτεμβρίου.
Στις πρόωρες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε με ποσοστό 35,46% και 145 έδρες έναντι της Νέας Δημοκρατίας που συγκέντρωσε 28,10% και 75 έδρες και σχημάτισε εκ νέου κυβέρνηση συνεργασίας με το κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες. Με τη νέα κυβέρνηση, που δεν περιλάμβανε τους διαφωνήσαντες πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ , που συνέπηξαν νέο κόμμα υπό τον Παν.Λαφαζάνη, ο Αλ. Τσίπρας βρέθηκε υποχρεωμένος να εφαρμόσει με νομοθετικές ρυθμίσεις μια σειρά από μέτρα λιτότητας (δημοσιονομικά, δικονομικά, φορολογικά και ασφαλιστικά), τα οποία ήταν εμφανώς αντίθετα με τις αρχικές αντιμνημονιακές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Στις 19 Νοεμβρίου 2015 ψηφίστηκαν τα νέα προαπαιτούμενα μέτρα από την Βουλή με 153 ψήφους υπέρ. Οι αναμενόμενες δυσκολίες για την εφαρμογή των επόμενων μέτρων συνεχίζονται μέχρι σήμερα (2016).
η. Αξιολόγηση αιτίων και στόχων της ελληνικής κρίσης
Η οικονομική κρίση 2009-2016 είναι ασφαλώς ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της, ούτως ή άλλως πλούσιας σε ζοφερά και τραγικά θέματα, νεοελληνικής ιστορίας. Οι αιτίες και οι στόχοι της παραμένουν σκοτεινοί και η εξέλιξη στο μέλλον δεν εμφανίζει άμεσα αισιόδοξη προοπτική. Είναι εντούτοις ενθαρρυντική η γενική διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία, παρά την σκληρή 7ετή δοκιμασία, παρουσίασε αξιοσημείωτη αντοχή, που, μέσα στις φοβερές δυσκολίες και την γενικότερη κατάθλιψη, εξακολουθεί να είναι εμφανής ιδιαίτερα και κατ' αρχήν από την επάρκεια στην (χειμαζόμενη έστω) αγορά.
Ακολουθώντας την ερμηνευτική γραμμή που αποδίδει τα οικονομικά φαινόμενα στην επιβληθείσα τελικά, μετά από έναν ψυχρό και δύο παγκόσμιους πολέμους, οικουμενική κυριαρχία των γιγαντοποιημένων χρηματοπιστωτικών και επενδυτικών επιχειρήσεων της Δύσης, μπορούμε να αναζητήσουμε τη βασική πηγή των εξελίξεων στα (σκοτεινά ούτως ή άλλως) συμφέροντα των επιχειρήσεων αυτών, που σχετίζονται με την ανάγκη συνεχούς κεφαλαιακής ανατροφοδοσίας τους με ακατάπαυστη αύξηση της κερδοφορίας τους. Στα πλαίσια αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελληνική κρίση εντάσσεται στο πρόγραμμα αφαίμαξης της παγκόσμιας οικονομίας επ' ωφελεία των κυρίαρχων μεγάλων κεφαλαιοκρατών.
Στη γενική αυτή διαπίστωση δεν θα πρέπει εντούτοις να αγνοηθούν ορισμένοι δευτερογενείς παράγοντες, που είχαν σημαντική επίδραση ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Σύμφωνα με πόρισμα της Βουλής των Ελλήνων που δημοσιεύτηκε το 2015, το προβαλλόμενο από την μνημονιακή προπαγάνδα ως επάρατο κακό, δημόσιο χρέος, στο όνομα του οποίου ισοπεδώθηκαν τα πάντα, πρέπει να εξεταστεί ως γνώμονας της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, που οδήγησε στη βαθύτερη και μακρόχρονη ύφεση στο ευρωπαϊκό έδαφος την τελευταία 25ετία. Η διόγκωση του χρέους στην Ελλάδα δεν οφειλόταν στις δήθεν υπέρμετρες δημόσιες δαπάνες, οι οποίες στην πραγματικότητα παρέμεναν χαμηλότερες από τις δημόσιες δαπάνες άλλων χωρών της Ευρωζώνης, αλλά μάλλον στην πληρωμή εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων δανεισμού στους πιστωτές, στις υπερβολικά υψηλές και αδικαιολόγητες στρατιωτικές δαπάνες, στην απώλεια φορολογικών εσόδων εξαιτίας των αθέμιτων εκροών κεφαλαίου, στην ανακεφαλαιοποίηση ιδιωτικών τραπεζών από το κράτος και στις διεθνείς ανισορροπίες οι οποίες δημιουργήθηκαν από την ελαττωματική σχεδίαση της ίδιας της Νομισματικής Ένωσης.
Το ίδιο το πρόσχημα του ελληνικού χρέους εξάλλου, αυτό καθεαυτό, ίσο αριθμητικά, όπως προαναφέρθηκε, με το χρέος καθεμιάς από τις 51 πολιτείες των ΗΠΑ και υποδεκαπλάσιο του χρέους της Γερμανίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα από τα ελάχιστα ενδιαφέροντα θέματα για τους χρηματοδότες επενδυτές, σε σχέση με το σύνολο του παγκόσμια κυκλοφορούντος κεφαλαίου. Πίσω από το προπέτασμα αυτό θα πρέπει να αναζητηθούν βαθύτερα κίνητρα για την εκδηλωθείσα επίθεση εναντίον της ελληνικής οικονομίας:
(α) Η καίρια γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, προκαλεί, αυτή καθεαυτή, ορέξεις για πλήρη καθυπόταξη μιας χώρας, που επί σειρά ετών μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, σε σχέση με την απαιτούμενη από τους δυτικούς συμμάχους πειθαρχικότητα, έδειξε μία τάση αιρετικότητας, με τον εμφύλιο πόλεμο, την μεταπολεμικά σταθερά υψηλή επιρροή της αριστερής σοσιαλιστικής ιδεολογίας στις λαϊκές μάζες, τον επί σειρά ετών έκδηλο αντιαμερικανισμό και την ανθεκτική αντίσταση στην αποδοχή και εφαρμογή της θατσερικού τύπου νεοφιλελεύθερης οικονομικής πρακτικής, που εφαρμόστηκε πρόθυμα στις υπόλοιπες δυτικές χώρες, ενώ στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη καν ξεκινήσει. Οι προβαλλόμενες ως «απαιτούμενες» δήθεν “εκσυγχρονιστικές” (εννοώντας “νεοκαπιταλιστικές”) “μεταρρυθμίσεις” (εννοώντας “μέτρα”) αναφέρονται ακριβώς στην εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και πρακτικής, που άρχισαν να διαδίδονται μετά από δεκαετίες αγώνων, και την τυφλή υιοθέτηση προτύπων, που ήδη προκάλεσαν δυστυχία όπου εφαρμόστηκαν.
(β) Η διεθνής αξιοποίηση πλουτοφόρων πόρων του ελληνικού εδάφους και υπεδάφους (πετρέλαια, φυσικό αέριο, σπάνια μέταλλα, τουρισμός και ναυτιλία) πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή απόλυτα εξασφαλισμένη για τις δυτικές επιχειρήσεις που καιροφυλακτούν για να αναλάβουν δράση, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, απαραίτητα όμως με ελάχιστο κόστος και χωρίς ενοχλητικές αντιστάσεις και απαιτήσεις από τους ιθαγενείς -- πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με πλήρη οικονομική εξουθένωσή τους.
(γ) Στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής:
- Η Ελλάδα δεν εντάχθηκε καν στην ζώνη Πορτογαλίας, Ισπανίας, Κύπρου (όπου τα μέτρα που εφαρμόστηκαν ήταν πολύ ηπιότερα), αλλά στη ζώνη των βαλκανικών κρατών, που σημαίνει ότι οι μισθοί, οι συντάξεις και οι εργοδοτικές εισφορές πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα εκείνων.
- Η αξία της ακίνητης περιουσίας (η απόκτηση της οποίας ήταν αληθινός «καημός» ολόκληρης ζωής για τους περισσότερους Έλληνες βιοπαλαιστές) πρέπει να εκμηδενιστεί, ώστε οι μεγάλες διεθνείς κτηματομεσιτικές εταιρίες να μπορούν εύκολα και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες να την αξιοποιούν για επενδυτικούς και τουριστικούς σκοπούς (ενοικιάζοντάς την αν χρειάζεται και στους ίδιους τους πρώην ιδιοκτήτες της).
- Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα ατομικής ευθύνης εμπορικά καταστήματα, πρέπει να περιοριστούν, ώστε να επικρατήσουν ανεμπόδιστα σε όλους τους τομείς οι εμπορικοί κολοσσοί.
- Οι ελεύθεροι επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κλπ) πρέπει στα σταδιακά να υπαλληλοποιηθούν, κατά τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, χάνοντας την ανεξαρτησία τους και εντασσόμενοι σε ευρύτερες επιχειρήσεις (διεθνείς “φίρμες”).
- Οι αγρότες θα πρέπει να ενταχθούν και αυτοί στο απώτερο μέλλον σε μεγάλες εταιρίες γαιοκτητικής εκμετάλλευσης (ανάλογες με τις μεγάλες φυτείες των ΗΠΑ).
- Τα ασφαλιστικά ταμεία, συκοφαντημένα ήδη ως προβληματικά, πρέπει σταδιακά να ατονήσουν, οι συντάξεις να θεωρούνται πλέον οικειοθελής παροχή του κράτους και όχι αποταμίευση των ασφαλισμένων, και οι εργαζόμενοι (που δεν θα είναι πλέον εργαζόμενοι, αλλά “απασχολήσιμοι”) θα πρέπει να στραφούν σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες για την κάλυψη των αναγκών τους.
- Στην πυραμίδα που θα δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό τελικά 95% του πληθυσμού θα είναι “εργατοϋπάλληλοι” (με τη νέα μορφή του απόλυτα εξαρτημένου “απασχολήσιμου”), 4,99% θα είναι υψηλόβαθμα στελέχη γιγαντιαίων επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων και των κυβερνητικών αξιωματούχων) και 0,01% θα είναι μεγάλοι επιχειρηματίες, από τους οποίους 13 (γνωστές) οικογένειες θα ελέγχουν το σύνολο της παγκόσμιας αγοράς.
Η προοπτική αυτή μπορεί να είναι αρεστή σε όσους είναι φανατικά λάτρεις της αγγλοσαξονικού και αμερικανικού τύπου ελεύθερης οικονομίας (που όμως δεν βασίζεται πλέον στην ιδιωτική, αλλά στην ολιγοπωλιακή πρωτοβουλία). Οι υπόλοιποι πιθανώς να διαβλέπουν ότι αυτή τείνει να είναι μία νέα μορφή ολοκληρωτισμού, που, αν τα βιβλία του Τζορτζ Όργουελ έχουν βάση αληθείας, για αρκετούς θα θεωρείται απευκταία κατάληξη του ανθρώπινου είδους.