Που δεν την επισκέπτονται το φως κι η αγάπη πια.
81. PIERRE ALBERT – BIROT, 1876 – 1967.
Πιερ Αλμπέρ – Μπιρό.
81.1. Από το ΣΤΟΥΣ ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ ΑΝΕΜΟΥΣ – ΠΟΙΗΜΑ 1ο
Καρδιά καρδιά καρδιά
Η καρδιά σου χτυπάει πολύ δυνατά
Τοκ τοκ τοκ Τοκ τοκ τοκ
Τι άνοιξη μέσα σ΄ αυτή την καρδιά
Χτυπάει διπλά
Χτυπάει τριπλά
Τοκ τοκ τοκ Τοκ τοκ τοκ τοκ
Χτυπάει τα παγωμένα χρόνια
Χτυπάει τα ζεστά χρόνια
Χτυπάει τα ρευστά χρόνια
Η καρδιά σου χτυπάει πολύ δυνατά
Η καρδιά του κορμιού σου
Η καρδιά της ψυχής σου
Η καρδιά σου φλέγεται
Απλώσου πάντα
Αυτό το μικρό κύμα που σε φέρνει
Και τι ήδη πολύ μακριά ήδη πολύ μακριά
Ήδη πολύ κοντά ήδη πολύ κοντά
Ήδη πολύ μακριά ήδη πολύ μακριά
Εμπρός εμπρός μ’ ακούς
Εμπρός εμπρός είμαι εγώ
Ακούω πολύ καλά
Εμπρός εμπρός είναι η καρδιά σου
Θα τους πεις
Θα τους πεις ότι αυτή η καρδιά χτυπάει πολύ δυνατά
Θα τους πεις ότι πολύ άνθρωποι πέθαναν
Θα τους πεις ότι η Γαλλία ήταν ωραία
Θα τους πεις ότι η Ευρώπη κλαίει
Θα τους πεις ότι η Αμερική
Ότι η Αμερική έχει πάρει τα όπλα
Εμπρός εμπρός μ’ ακούς
Εμπρός εμπρός είμαι εγώ
Ακούω πολύ καλά
Θα τους πεις θα τους πεις
Πόσος θάνατος και πόση μαύρη μοίρα
Και μαύρη μοίρα που απ’ αυτήν είναι γεμάτα τα χέρια μου
Θα τους πεις ότι όλοι μου οι φίλοι είναι απόντες
Θα τους πεις ότι από απουσία είναι γεμάτο το αίμα μου
Θα τους πεις ότι από φίλους έμεινα δίχως
Θα τους πεις ότι φίλος είναι περισσότερο λέξη παρά καρδιά από αίμα
Θα τους πεις θα τους πεις
΄Ότι γεννήθηκα στις πέντε ηπείρους
Μίλησα κίτρινα και μαύρα και άσπρα
Μίλησα σαν άνθρωπος με μακριά γενειάδα
Και μίλησα φανερά σαν παιδαρέλι
Κι οι ήπειροι κι οι ήπειροι τα φόρτωσαν στο γάιδαρο
Τα φόρτωσαν στο γάιδαρο
Όπως το φεγγάρι στον ουρανό
Και το σιτάρι στη γη
Και τότε θα τους πεις θα τους πεις
Ότι μπροστά απ’ τον ήλιο που δύει
Αυτό το βράδυ στη στιγμή ακόμη
Ανεβαίνοντας από τις άκρες του απείρου
Μέχρι την κορυφή του τώρα
Πήδησα πάνω στις πέντε ηπείρους
Αλλά θα τους πεις ότι η καρδιά μου χτυπάει πολύ δυνατά
Κι ότι πολύ άνθρωποι έχουν πεθάνει.
81.2. Από το ΣΤΟΥΣ ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ ΑΝΕΜΟΥΣ – ΠΟΙΗΜΑ 2ο
Θα τους πεις ότι ένα μεγάλο άσπρο πουλί πολύ μυτερό στο
ράμφος και τις φτερούγες
Μου μιλάει γιαπωνέζικα
Με ήσυχο τρόπο τρεις ώρες τον Αύγουστο ενώ οι Λαοί στο Λουξεμβούργο
Συζητάνε μεταξύ τους για ειρήνη
Θα τους πεις ότι ακούω να γράφεται η Ιστορία που θα μάθουν
απέξω
Σ’ ένα βιβλίο εικονογραφημένο
Θα τους πεις το όνομά μου και τ’ όνομα των υπουργών και τ’
όνομα του κομμωτή
Που με κούρεψε σήμερα το πρωί
Θα τους πεις ότι έχω στα πλευρά μου μπρούτζινα ζώα που δεν κινήθηκαν
Εδώ και δυο τρεις χιλιάδες χρόνια
Να τα προσέξουνε καλά θα είμαι μέσα σ’ αυτό το μπρούτζο ή
τουλάχιστον
Δεν θα είμαι μακριά
Θα τους πεις ότι ο ουρανός μου έχει σύννεφα όπως στον δικό
τους
Και τα δέντρα μου φύλλα
Θα τους πεις ότι έχω δυο πόδια καλοστεκούμενα δυο χέρια που
πιάνουν και δουλεύουν καλά
Και στομάχι πολύ μεγάλο
Θα τους πεις ότι το μικρό μου δάχτυλο στην πλευρά της καρδιάς
έχει οπάλιο συναρμοσμένο με αίσθημα
Πανέμορφο κι ολόσωμο
Θα τους πεις ότι έχω δυο μάτια με ατλαντικά ροδοειδή κοσμήματα
δεόντως διοπτροφόρα
Χωρίς αμφιβολία για να βλέπω καλύτερα
Θα τους πεις ότι έχω μαλλιά όπως τα θέλω και φρύδια
κοντυλογραμμένα
Πάχους ενός δαχτύλου
Μύτη με ελαττωματικό διάφραγμα κι ωστόσο καλή μύτη κατάλληλη και
αετίσια
Με έξι τρίχες μέσα
Και στόμα λίγο σφιχτό αρκετά κακοφτιαγμένο για χαμόγελο αλλά με
καθαρή ομιλία
Και δόντια τίγρης
Και θα τους πεις ακόμη
Ότι έχω
Ένα φτερό στα πόδια
Ένα φτερό στα μπράτσα
Ένα φτερό στην πλάτη
Δε θα το πιστέψουν
Τόσο το χειρότερο ντο μι σολ ντο
Το δέρμα μου θα είναι εντελώς αθάνατο
Όσο θα έχω έξι φτερούγες.
82. OSCAR VLADISLAS DE LUBICZ–MILOSZ, 1877–1939.
Οσκάρ Βλαντισλά ντε Λϋμπίζ – Μιλόζ.
Λιθουανός.
82.1. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
I
Ας είσαι ευπρόσδεκτη, εσύ που έρχεσαι να με συναντήσεις
Μες στον αντίλαλο των ίδιων των βημάτων μου, από το βάθος του
σκοτεινού και κρύου διαδρόμου του χρόνου.
Ας είσαι ευπρόσδεκτη, μοναξιά, μητέρα μου.
Όταν η χαρά βάδιζε στον ίσκιο μου, όταν τα πουλιά
Του γέλιου χτυπούσαν πάνω στους καθρέφτες της νύχτας, όταν τα
λουλούδια,
Όταν τα φοβερά λουλούδια του νεανικού οίκτου έπνιγαν την αγάπη
μου
Κι όταν η ζήλια χαμήλωνε το κεφάλι και κοιταζόταν μέσα στο
κρασί,
Συλλογιζόμουνα εσένα, μοναξιά, συλλογιζόμουνα εσένα,
απροστάτευτη.
Με έχεις θρέψει με ταπεινό μαύρο ψωμί και με γάλα και με άγριο
μέλι.
Είναι γλυκό να τρώει κανείς μέσα απ’ το χέρι σου, όπως το
σπουργίτι.
Γιατί ποτέ δεν είχα, Ω Τροφέ, ούτε πατέρα ούτε μητέρα
Κι η τρέλα και το κρύο κυκλοφορούσαν χωρίς σκοπό μέσα στο
σπίτι.
Κάποτε μου παρουσιαζόσουνα με τα χαρακτηριστικά μιας γυναίκας,
Μέσα στην όμορφη απατηλή καθαρότητα του ύπνου. Το φόρεμά
σου
Είχε το χρώμα της σποράς. Και μέσα στη χαμένη μου καρδιά,
Άφωνη, εχθρική και παγωμένη σαν χαλίκι στο δρόμο,
Μια γλυκιά τρυφερότητα ξυπνάει ακόμη σήμερα
Με τη θέα μια γυναίκας ντυμένης μ’ αυτή την σκούρα φτωχική
Λύπη και δίνοντας συγχώρεση: Το πρώτο χελιδόνι
Πετάει, πετάει πάνω από την οργωμένη γη, μες στον λαμπρό ήλιο
της παιδικής ηλικίας.
Ήξερα ότι δεν αγαπούσες τον τόπο όπου βρισκόσουνα.
Κι ότι, τόσο μακριά μου, δεν ήσουν πια η ωραία μοναξιά μου.
Ο βράχος ντυμένος με χρόνο, το τρελό νησί στη μέση της
θάλασσας
Είναι στοργικές φωλιές. Και ξέρω πολλούς τάφους που οι πόρτες
τους είναι από σκουριά και λουλούδια.
Όμως το σπίτι σου δεν μπορεί να είναι εκεί κάτω όπου ο ουρανός
κι η θάλασσα
Κοιμούνται πάνω στις μακρινές βιολέτες, όπως οι εραστές.
Όχι, το αληθινό σου σπίτι δεν είναι πίσω από τους λόφους.
Έτσι, πρόσεξες την καρδιά μου. Γιατί εκεί γεννήθηκες.
Εκεί έγραψες το παιδικό σου όνομα πάνω στους τοίχους.
Και, σαν μια γυναίκα που είδε να πεθαίνει ο γήινος άντρας της,
Ξανάρχεσαι με γεύση αλατιού κι ανέμου στ’ άσπρα μάγουλά σου
Και μ’ αυτή την παλιά, γέρικη οσμή πάχνης Χριστουγέννων στα μαλλιά
σου.
Όπως από ένα κάρβουνο που ζυγίζεται γύρω από ένα φέρετρο
Απ’ την καρδιά μου όπου βουίζει αυτός ο μυστήριος ρυθμός
Νιώθω ν’ ανεβαίνει η οσμή των παιδικών μου μεσημεριών. Δεν
ξέχασα
Τον όμορφο συνένοχο κήπο όπου με φώναζε η Ηχώ, ο δεύτερος
γιος σου, μοναξιά.
Και θα ξανασυναντήσω το μέρος όπου κοιμόμουνα παλιά
Στα πόδια σου. Εκεί δεν είναι που τρέχει ακόμη το ύφασμα του
ανέμου
Πάνω στην όμορφη και θλιβερή χλόη των ερειπίων, κι από την
χνουδωτή καμπάνα
Ο ήχος του μελιού δεν καθυστερούσε μέσα στην γλυκιά ζεστασιά;
Κι αν από την περήφανη ιτιά που τρέμει πάρετε
Την κόμη του ορφανού: Το πρόσωπο του νερού
Θα μου παρουσιαζόταν τόσο διαυγές και τόσο καθαρό! Τόσο
διαυγές και καθαρό
Όσο τα Μακρινά Μέρη ξαναϊδωμένα μέσα στο όμορφο όνειρο του
πρωινού!
Και η κρούστα του θερμοκηπίου του ουράνιου τόξου του παλιού
καιρού
Αναμφισβήτητα στεγάζει ακόμα το νάνο κάκτο και την αδύναμη
συκιά
Που ήρθανε κάποτε από ποιος ξέρει ποια ευτυχία; Κι απ’ το
ηλιοτρόπιο που πεθαίνει
Η οσμή παραληρεί ακόμη μες στον πυρετό του απογεύματος!
Ω χώρα της παιδικής μου ηλικίας! Ω σκιερή κυριαρχία των
προγόνων!
Αγαπημένη ωραία και νυσταλέα φιλύρα, με τις επικίνδυνες
μέλισσες
Είσαι ακόμη ευτυχισμένη όπως παλιά; Κι εσύ κωδωνοκρουσία των
χρυσαφένιων λουλουδιών,
Άραγε στολίζεις τη σκιά των λόφων για τους αρραβώνες
Της άσπρης Κοιμωμένης μέσα στο μουχλιασμένο βιβλίο
Τόσο μαγευτικό στο φυλλομέτρημα, όταν οι ακτίνες του
απογεύματος
Κατεβαίνουν πάνω στη σκόνη της σιταποθήκης: Και γύρω μας η
σιωπή
Των σταματημένων ροδανιών της κλώστριας αράχνης ---- Καρδιά!
Θλιμμένη καρδιά! Ο βοσκός ντυμένος με χοντρό μάλλινο παλτό
Φυσάει το μακρύ κέρας από φλούδα δέντρου. Μέσα στο περιβόλι
Ο γλυκός δρυοκολάπτης καρφώνει το φέρετρο του έρωτά του
Κι ο βάτραχος προσεύχεται μέσα στα σιωπηλά καλάμια. Ω θλιμμένη
καρδιά!
Μικρή άρρωστη αγριοτριανταφυλλιά στους πρόποδες του λόφου, θα σε
ονειρευτώ
Μια μέρα; Και ξέρεις ότι το λουλούδι σου όπου γελούσε η
δροσοσταλιά
Ήτανε η καρδιά, τόσο βαριά, των παιδικών μου δακρύων; Ω φίλη!
Αγκάθια διαφορετικά από τα δικά σου μ’ έχουνε πληγώσει!
Κι εσύ σοφή πηγή με βλέμμα τόσο ήρεμο κι ωραίο,
Όπου έβρισκαν καταφύγιο, από την θορυβώδη ζέστη,
Όλα όσα απόμεναν απ΄ τη σκιά και τη σιωπή πάνω στη γη!
Ένα νερό λιγότερο καθαρό κυλάει τώρα πάνω στο πρόσωπό μου.
Όμως το βράδυ, απ’ το παιδικό κρεβάτι μου που νιώθει τα λουλούδια,
βλέπω
Τη σελήνη στολισμένη τρελά με τα κοσμήματα του καλοκαιριού.
Κοιτάζει
Μέσα από τα πικρά αμπέλια, και μες στη νύχτα με τις ευωδιές
Το κοπάδι των σκυλιών της Μελαγχολίας γαβγίζει μέσα στ’ όνειρο.
Μετά ερχόταν το Φθινόπωρο με τους θορύβους του από άξονες,
τσεκούρια και πηγάδια. Όπως η φυγή
Του λαγού με την άσπρη κοιλιά πάνω στο πρώτο χιόνι, η γρήγορη
μέρα
Της άφωνης έκπληξης χτυπούσε τις θλιμμένες μας καρδιές. ----
Όλα αυτά, όλα αυτά
Όταν ο έρωτας που δεν υπάρχει πια δεν είχε γεννηθεί ακόμα.
II
Μοναξιά, μητέρα μου, ξαναπές μου τη ζωή μου! Να
Ο τοίχος χωρίς εσταυρωμένο και το τραπέζι και το βιβλίο
Κλειστό! Αν το αδύνατο που περιμέναμε τόσο καιρό
Χτυπούσε το παράθυρο, όπως ο κοκκινολαίμης με την παγωμένη
καρδιά,
Ποιος λοιπόν θα σηκωνόταν εδώ για να του ανοίξει; Κάλεσμα
Του κυνηγού, καθυστερημένου μέσα στα χλωμά έλη,
Η τελευταία κραυγή της νιότης αδυνατίζει και πεθαίνει: Η πτώση
ενός μόνο φύλλου
Γεμίζει με φρίκη την καρδιά, άφωνη μες στο δάσος.
Τι είσαι λοιπόν, θλιμμένη καρδιά; Μια κάμαρα ναρκωμένη
Όπου, με τους αγκώνες πάνω στο κλειστό βιβλίο, ο άσωτος υιός
Ακούει τη γριά γαλάζια μύγα της παιδικής ηλικίας να κουδουνίζει;
Ή ένας καθρέφτης που θυμάται; Ή ένας τάφος που ο κλέφτης
ξύπνησε;
Ευτυχισμένα μακρινά μέρη που τα κρατάει ο στεναγμός της νύχτας,
σύννεφα χρυσαφένια,
Όμορφα καράβια φορτωμένα μάννα απ’ τους αγγέλους! Είναι
αλήθεια
Ότι όλοι, όλοι πάψατε να μ’ αγαπάτε, ότι ποτέ
Ποτέ, δε θα ξαναδώ μέσα απ’ το κρύσταλλο
Της παιδικής ηλικίας; Ότι τα χρώματά σας, οι φωνές σας κι η αγάπη
μου,
Ότι όλα αυτά ήταν λιγότερο απ’ την αιφνίδια λάμψη της σφήκας
Μες στον άνεμο, ότι ο ήχος από το δάκρυ που έπεσε πάνω στο
φέρετρο,
Ήταν ένα καθαρό ψέμα, ένας χτύπος της καρδιάς μου που
ακούστηκε μες στ’ όνειρο;
Μόνος μπροστά στους άφωνους παγετώνες των γερατειών! Μόνος
Με τον αντίλαλο ενός ονόματος! Κι ο φόβος της μέρας κι ο φόβος
της νύχτας
Όπως δυο αδερφές συμφιλιωμένες με τη δυστυχία
Όρθιες πάνω στη γέφυρα του ύπνου γίνονται σημάδι, γίνονται
σημάδι!
Κι όπως στο βάθος της σκοτεινής λίμνης η φτωχή πέτρα
Που έπεσε παλιά από τα χέρια ενός ωραίου σκληρού παιδιού:
Έτσι αναπαύεται η βαριά αγάπη μέσα στην πιο θλιμμένη καρδιά,
Μέσα στη λάσπη της ανάμνησης που κοιμάται.
83. FRANCIS PICABIA, 1878 – 1953.
Φρανσίς Πικαμπιά.
83.1. Ο ΠΡΟΣΩΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΑΓΙΟΣ
Η ζωή μου πέρασε
Ψάχνω αλλά δεν έχω βρει
Ήτανε πόνος και πλάνη
Η αιτία της αναζήτησής μου
Είναι ότι ψάχνω
Αλλά δεν βρίσκω
Ξεκινώντας από σήμερα
Κρεμάω στο λαιμό μου
Όλα όσα ο χρόνος δεν έχει προκηρύξει
Πρέπει να τρώγω το ψωμί μου
Με τον ιδρώτα του μετώπου μου
Όμως πάντοτε κρυώνω
Όλη η ευτυχία της γης
Μου αρέσει
Αλλά έρχεται πολύ νωρίς
Ή πολύ αργά
Τι με νοιάζουν όσα λέει ο κόσμος
Εγώ έρχομαι για πάντα
Η πιο μεγάλη ευτυχία
Είναι δυστυχία
Είμαι το μονοπάτι μου
Και πάντα πάνω απ’ τους ανθρώπους
Ας χαθούν
Όλα τα κλειδιά
Που είναι αντικλείδια
Ένας άνθρωπος μόλις έχασε τα λογικά του
Άλλοτε ήλιος
Άλλοτε συννεφιά
Όποιος είναι ο ίδιος ο εαυτός του
Είναι ένα αντικλείδι.
83.2. ΑΣΠΡΗ ΠΙΖΑΜΑ
Διακόπτοντάς με μες στην πλήξη μου
Πάνω σ’ ένα λιβάδι κληρικό,
Ένα όμορφο πρόσωπο μπαίνει απαλά στο κτήμα μου!
Ελάτε χωρίς έρευνες, απλά,
Και πάρτε το δρόμο των νέων δειγμάτων.
Όπως μπορείτε να δείτε, είμαι ασυνήθιστος,
Δεν ξέρω, οδηγείστε με,
Θέλω να βρω όλα τα κομμάτια
Και για ν’ αφιερώσετε κάθε στιγμή σε μία συνενοχή
Σας έχω φέρει το αποτύπωμα
Της μικρής διαμαντένιας σφραγίδας.
Ταράζομαι ακόμη
Σα να είμαι ένας άλλος
Αυτό είναι πολύ παράξενο ….
84. GUILLAUME APOLLINAIRE, 1880 – 1918.
Γκιγιόμ Απολλιναίρ. πραγματικό όνομα Wilhelm Kostrowitzki,
Πολωνοϊταλικής καταγωγής.
84.1. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ
Το δράμα αυτό το Ινδιάνικο θυμάμαι αυτό το βράδυ
Σαν κλέφτης το Άρμα του Παιδιού ήρθε μες στο σκοτάδι
Που λες σα να σκεφτότανε το τείχος πριν τρυπήσει
Τι σχήμα πρέπει να ‘δινε στο ρήγμα όπου είχε ορμήσει
Για να μη χάσει η ομορφιά τα δικαιώματά της
Κι έγκλημα ακόμα αν έγινε
Κι είχαμε εκεί μπροστά της
Όλοι οι ποιητές κι όλοι οι άνθρωποι στου ολέθρου αυτή την ώρα
Μια σκέψη σαν τον πόλεμο που κάναμε όλοι τώρα
Όμως όπως αλλού κι εδώ το ξέρω η ευφορία
Δεν κάνει περισσότερο χρόνο από τη μωρία
Και πόσους μέτρησα που εκεί στην τάφρο πεθαμένοι
Όρθιοι είχαν μείνει ακίνητοι με κεφαλή σκυμμένη
Και μόνο η πολεμίστρα ορθούς ακόμη τους κρατούσε
Τέσσερις είδα μια φορά που η βόμβα τους χτυπούσε
Κι έμειναν έτσι αυτοί καιρό νεκροί μα ξιπασμένοι
Τέσσερις πύργοι μοιάζοντας της Πίζας κεκλιμένοι
Μετά από εφτά μερόνυχτα που μείναμε χωμένοι
Μέσα στη λάσπη και το κρύο στα βράχια πλακωμένοι
Κι ενώ σάρκες τριγύρω μας πονούσαν και σαπίζαν
Κρατούσαμε όλοι την Ταχούρ που οι βόμβες την ξυρίζαν. (1)
Σαν τα χταπόδια έχω πολλές καρδιές για να υποφέρω
Δικές μου είναι όλων οι καρδιές και τις πληγές σας ξέρω
Στρατιώτες μου που οι κανονιές κι ο χάρος σας θερίζαν
Πανέμορφη είναι η νύχτα αυτή που σφαίρες τιτιβίζαν
Ποτάμια οβίδες πάνω μας και γύρω μας σφυρίζαν
Κάποια βολίδα ξαφνικά τη νύχτα όλη φωτίζει
Σαν το λουλούδι που άνοιξε κι έπειτα ξεφυλλίζει
Η γη θρηνεί και κύματα μεγάλα σαν παλίρροια
Μέχρι το καταφύγιο μου φτάναν με άσματα μύρια
Σπίτι όπου η Αγρύπνια κατοικεί η Εγρήγορση κι ο Χάρος
Σπίτι Φαγούρας και Κνησμών χωρίς ζωή και βάρος.
Ω ποιητές του μέλλοντος τραγουδιστές μεγάλοι
Των πόνων μας την ομορφιά ο στίχος μου θα ψάλει
Κατάλαβα τους τρόπους τους μα εσείς καλά μπορείτε
Των δοξασμένων πράξεων το νόημα να βρείτε
Και για ένα ανδρείο θάνατο το μεγαλείο να πείτε
Ένας τεντώνει το κορμί κι οβίδες σφεντονίζει
Άλλος να ρίξει προσπαθεί και το ντουφέκι οπλίζει
Άλλος με μπράτσα χαλαρά κάδους κρασιού κρατάει
Κι ο στρατιώτης κληρικός τον θείο χρησμό εξηγάει
Τη γλύκα που όλοι νιώθουν σε τρεις νότες μελετάω
Όταν κανόνια ηχούν κι εγώ με όλους μοιρολογάω
Ποιος τάχα θα μπορεί να πει πόσο έχω εγώ θρηνήσει
Με τη γενιά που ο θάνατος έχει βαριά χτυπήσει
Πάρε Ω Γαλλία τους στίχους μου στου μέλλοντος τα πλήθη
Τραγούδα αυτά που τραγουδώ με καθαρά τα στήθη
Ιερά τραγούδια που η ομορφιά του φοβερού καιρού μας
Θα εμπνεύσει πάντα διάφανα κι αντάξια του σκοπού μας
Όπως αυτά που προσπαθώ το βράδυ αυτό να στήσω
Την ομορφιά του Χρέους με την τιμής Τιμή να υμνήσω.
(1) Ταχούρ (Tahure): Περιοχή της Καμπανίας στα σύνορα της Γαλλίας όπου κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν αιματηρές μάχες.
84.2. Η ΟΜΟΡΦΗ ΚΟΚΚΙΝΟΜΑΛΛΑ
Να ‘μαι μπροστά σ’ όλους ένας άνθρωπος γεμάτος κρίση
Γνωρίζοντας τη ζωή και από το θάνατο ό,τι μπορεί να ξέρει ένας
θνητός
Έχοντας γευτεί τις λύπες και τις χαρές του έρωτα
Έχοντας μπορέσει μερικές φορές να επιβάλω τις ιδέες μου
Γνωρίζοντας πολλές γλώσσες
Έχοντας ταξιδέψει αρκετά
Έχοντας γνωρίσει τον πόλεμο στο Πυροβολικό και στο Πεζικό
Τραυματισμένος στο κεφάλι και τρυπανισμένος με χλωροφόρμιο
Έχοντας χάσει τους καλύτερους φίλους μου στην τρομερή πάλη
Γνωρίζω για τα παλιά και για τα καινούργια όσα ένας μόνο
άνθρωπος μπορεί να ξέρει από τα δύο
Και χωρίς ν’ ανησυχώ σήμερα γι’ αυτό τον πόλεμο,
Μεταξύ μας και για μας φίλοι μου
Κρίνω αυτή τη μεγάλη μάχη ανάμεσα στην παράδοση και στην
εφεύρεση την Τάξη και την Περιπέτεια
Εσείς που το στόμα σας είναι καμωμένο κατ’ εικόνα αυτού του
Θεού
Στόμα που είναι η ίδια η τάξη
Ας είστε επιεικείς όταν μας συγκρίνετε
Μ’ αυτούς που υπήρξαν η τελειότητα της τάξης
Εμείς που αναζητούμε παντού την περιπέτεια
Δεν είμαστε εχθροί σας
Θέλουμε να σας δώσουμε μεγάλα και παράδοξα κτήματα
Όπου το μυστήριο λουλουδιασμένο προσφέρεται σ’ όποιον θέλει να το
δρέψει
Υπάρχουν εκεί καινούργιες φωτιές χρώματα που δεν ειδώθηκαν
ποτέ
Χίλια φαντάσματα αστάθμητα
Που πρέπει να τους δώσουμε ύπαρξη
Θέλουμε να εξερευνήσουμε την καλοσύνη χώρα τεράστια όπου όλα
σιωπούν
Υπάρχει επίσης ο χρόνος που μπορούμε να διώξουμε ή να
ξαναφέρουμε
Οίκτο για μας που πολεμάμε πάντα στα σύνορα
Της απεραντοσύνης και του μέλλοντος
Οίκτο για τα λάθη μας για τις αμαρτίες μας
Να που έρχεται το καλοκαίρι η βίαιη εποχή
Κι η νιότη μου έχει πεθάνει όπως κι η άνοιξη
Ω ήλιε είναι η εποχή της φλογερής Κρίσης
Και περιμένω
Για να την ακολουθώ πάντα την ευγενική και γλυκιά μορφή
Που παίρνει για να την αγαπώ μονάχα
Έρχεται και με τραβά όπως το σίδερο ο μαγνήτης
Έχει την χαριτωμένη όψη
Μιας αξιολάτρευτης κοκκινομάλλας
Τα μαλλιά είναι χρυσαφένια θα ‘λεγες
Σαν μια όμορφη αστραπή που θα διαρκέσει
Ή όπως αυτές οι φλόγες που καμαρώνουν
Και μαραίνονται σε ρόδινο τσαγιού.
Όμως γελάστε κοροϊδέψτε με
Άνθρωποι από παντού προπάντων άνθρωποι από εδώ
Γιατί υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν τολμώ να σας πω
Τόσα πράγματα που δεν θα μ’ αφήνατε να σας πω
Λυπηθείτε με.
85. VALERY LARBAUD, 1881 – 1957.
Βαλερύ Λαρμπώ.
85.1. ΩΔΗ
Δάνεισέ μου το μεγάλο θόρυβό σου, το μεγάλο τόσο όμορφο παράστημά
σου,
Το νυχτερινό σου γλίστρημα στη φωτισμένη Ευρώπη,
Ω τρένο πολυτελείας! Και τη θλιβερή μουσική
Που βουίζει μέσα στους διαδρόμους σου ντυμένους με επιχρυσωμένο
δέρμα,
Ενώ πίσω από τις βερνικωμένες πόρτες, με τα χάλκινα βαριά
χερούλια,
Κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι.
Διασχίζω τραγουδώντας τους διαδρόμους σου
Κι ακολουθώ τη διαδρομή σου προς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη (1) (2)
Ανακατεύοντας τη φωνή μου με τις χίλιες σου φωνές,
Ω Τρένο – Αρμόνικα!
Ένιωσα για πρώτη φορά τη χαρά της ζωής,
Σε μια καμπίνα του Εξπρές του Βορά, ανάμεσα στο Βιρμπάλεν και το
Πσκοβ.
Γλιστρούσαμε μέσα σε λιβάδια όπου βοσκοί, (3)
Στη ρίζα μιας ομάδας μεγάλων δέντρων που έμοιαζαν με λόφους,
Ήταν ντυμένοι με προβιές ακατέργαστες και βρώμικες ….
(Οχτώ η ώρα το πρωί στη μέση του φθινοπώρου, κι η όμορφη
τραγουδίστρια
Με τα βιολετιά μάτια τραγουδούσε στη διπλανή καμπίνα).
Κι εσείς, μεγάλα τζάμια που μέσα από σας είδα να περνάνε
η Σιβηρία και τα Βουνά του Σαμνίου, (4) (5)
Η Καστίλη, άγρια και χωρίς λουλούδια, κι η θάλασσα του
Μαρμαρά κάτω από μια χλιαρή βροχή! (6) (7)
Δανείστε μου, Ω Εξπρές της Ανατολής, Εξπρές του Νότου, δανείστε
μου
Τους θαυματουργούς υπόκωφους θορύβους σας
Και τις δονούμενες φωνές σας σαν του κράχτη.
Δανείστε μου την ελαφριά και εύκολη αναπνοή
Των ψηλών και λεπτών ατμομηχανών, με τις τόσο άνετες
Κινήσεις, των ταχειών,
Που σέρνουν πίσω τους χωρίς δυσκολία τέσσερα βαγόνια κίτρινα
με χρυσά γράμματα
Μέσα στις ερημιές των βουνών της Σερβίας,
Και μακρύτερα, στη Βουλγαρία τη γεμάτη τριαντάφυλλα
Α! Πρέπει αυτοί οι θόρυβοι κι αυτή η κίνηση
Να μπούνε στα ποιήματά μου και να πούνε
Για μένα την ανέκφραστη ζωή μου, την ζωή
Ενός παιδιού που δεν θέλει να ξέρει τίποτε, εκτός
Από το να ελπίζει πράγματα ακαθόριστα.
85.2. ΕΙΚΟΝΕΣ
I
Μια μέρα στην Κρακοβία σε μια λαϊκή συνοικία, (8)
(Ω αυτή η νότια Ρωσία, όπου όλες οι γυναίκες
Με το άσπρο σάλι τους στο κεφάλι, μοιάζουν με Μαντόνες!)
Είδα μια γυναίκα να επιστρέφει απ’ την πηγή
Φέρνοντας, κατά τη συνήθεια της περιοχής, όπως την εποχή του
Οβίδιου,
Δύο κάδους κρεμασμένους στις άκριες ενός ξύλου (9)
Ισορροπώντας στον αυχένα και τους ώμους.
Και είδα ένα παιδί ντυμένο με κουρέλια να την πλησιάζει και να της
μιλάει.
Τότε γέρνοντας ελαφρά το σώμα της προς τα δεξιά,
Πέτυχε κάπως ν’ ακουμπήσει στο λιθόστρωτο τον κουβά που ήταν
γεμάτος καθαρό νερό
Στο ύψος των χειλιών του παιδιού που γονάτισε για να πιει.
II
Ένα πρωί στο Ρότερνταμ, στην αποβάθρα των Μπουμπζ, (10)
(Ήταν 18 Σεπτέμβρη του 1900, κατά τις οχτώ η ώρα),
Κοίταζα δυο νεαρές κοπέλες που πηγαίνανε στη δουλειά τους.
Κι απέναντι από μια μεγάλη σιδερένια γέφυρα είπαν μεταξύ τους
καλή αντάμωση.
Οι δρόμοι τους δεν ήταν ίδιοι.
Αγκαλιάστηκαν θερμά. Τα χέρια τους έτρεμαν
Ήθελαν και δεν ήθελαν να χωρίσουν. Τα στόματά τους
Απομακρύνθηκαν με πόνο για να σμίξουν πάλι αμέσως
Ενώ τα μάτια τους κοιτάζονταν σταθερά ....
Έτσι κρατήθηκαν μερικές στιγμές πολύ κοντά η μια στην άλλη,
Όρθιες κι ακίνητες ανάμεσα σε πολυάσχολους διαβάτες,
Ενώ τα ρυμουλκά μουρμούριζαν στο ποτάμι,
Και τα τρένα περνούσαν σφυρίζοντας πάνω στις σιδερένιες
γέφυρες.
86. ANDRÉ SALMON, 1881 – 1969.
Αντρέ Σαλμόν.
86.1. ΙΣΟΒΙΑ ΜΑΓΕΙΑ
I
Αν τη δουλειά την εύρισκα εύκολη με ρωτήσαν
Κι όμως δεν είναι ηλίθιοι αυτοί πραγματικά,
Κι ωστόσο ήταν αστόχαστο αυτό που μου ζητήσαν
Αφού ποιητές δεν ήτανε ποτέ στ’ αληθινά!
Λένε πως ο άγιος Λουί Γκονζάγκ φοβόταν τη λαγνεία (1)
Τόσο που ούτε τη μάνα του δεν τόλμαγε να δει.
Εμπρός μην κλαις, τα δάκρυα δίνουν πολύ πικρία
Ένα άλλο δαχτυλίδι εγώ θα σου αγοράσω εκεί.
Θα ΄θελα μια βασίλισσα στ’ ωχρά τα δάχτυλά της
Να πιάσει τους κροτάφους μου που ήχο κυψέλης βοούν
Από έντομα που διώξανε τις μέλισσες γεμάτης
Και που για ξεφύγουνε τ’ αυτιά μου διατρυπούν.
Όταν ξανά το φαγητό θα ‘ναι ώρα να ετοιμάσεις
Θ’ ανάψεις τότε τη φωτιά που ευφραίνει τους ποιητές
Σαν μάγισσα στα γόνατα πεσμένη θα νευριάσεις,
Θαρρώντας πως οι μάγισσες είν’ άσχημες και γριές.
Λες ότι να ‘χεις θα ΄θελες ένα δικό σου πιάνο;
Θα ‘θελα εγώ ένα αγρόκτημα με μια νεροσυρμή
Στον κάμπο κι ένα Γαλλικό κήπο γύρω να κάνω
Και κόρες να χορεύουνε γυμνές με μουσική.
Υπάρχουν μέρες που καμιά δεν έχω επιθυμία
Να κλάψω και δεν έχω πια δικό μου ποιητή
Μένει μονάχα μάθησης σχόλη και προθυμία
Για τις αράχνες που έχουνε ζωή ηρωική.
Στην Ισπανία αν ήμουνα ρήγας κιθάρα θα ‘χα
Αν ήμουν ναύτης θα έλπιζα φάρο κοντά να βρω,
Αν ήμουν η μαιτρέσσα μου θα ‘χα εραστή, μονάχα
Που αλίμονο δεν θα ‘θελε να τον ερωτευτώ.
86.2. ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Μες σε ψαράδες αστακών καθώς νωθρά ξαπλώνει
Κοιμάται αυτός ο Ομηριστής στο γαλανό νησί
Χωρίς να υποψιάζεται πως ένας ναύτης λιώνει
Τα μπούτια της γυναίκας του βλέποντας που ποθεί
Σε μια στιγμή που ωρίμασε την ίδια αυτή στιγμή.
87. FRANZ HELLENS, 1881 – 1972.
Φραντς Ελλένς.
Βέλγος.
87.1. Από τη ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΡΙΣΜΑ
Η γυναίκα χτενίζεται, μαζεύει με τα δυο της χέρια τα πλούσια μαλλιά της που χύνονταν στους ώμους της και τα ρίχνει μπροστά της, μετά τα χωρίζει στη μέση, και το πρόσωπό της που για μια στιγμή κρύφτηκε ξαναπαρουσιάζεται ανάμεσα σε δύο όγκους μαύρων μαλλιών.
Ξέρω μια πόλη όπου πάνω σε άσπρο φόντο τα πράσινα μάτια
Των ρολογιών μισοκλείνανε, οι κόκκινες στέγες
Έδιναν μια ιδέα αίματος απλωμένου πάνω στη γλυκιά
Καμπύλη ενός μάγουλου, μια λακκούβα γυάλιζε
Ανάμεσα στα χείλια από πορφύρα και παραπάνω
Εφορμούσε το αέτωμα ενός γυαλιστερού κτιρίου.
Κύματα μαύρων κυπαρισσιών κατέβαιναν απ’ τους λόφους.
Το βράδυ μάζευε τους θάμνους σαν όχλο.
Κάθε τόσο φτάνανε πυκνά σύννεφα
Που ενώνονταν με τη σκιά των βουνών
Κι η νύχτα ξαφνικά ριχνόταν πάνω στην πόλη
Σαν ίσκιος μαύρων μαλλιών πάνω σ’ ένα πρόσωπο.
Όμως οι πιο σκοτεινές νύχτες υποδέχονται την απάντηση
Του πρωινού. Άκουγα ένα ρολόι που η ώρα του
Έσκαγε σαν χρυσάφι και συχνά μες στο βαθύ σκοτάδι
Η πηγή έκανε μια τρύπα μέσα στο κεφάλι μου.
Βλέπω κάθε πρωί το μαχαίρι του ήλιου
Να διαιρεί την ευρύχωρη νύχτα που βαραίνει πάνω στην πόλη
Τα κομμένα σύννεφα χωρίζουν τα βουνά
Οι μαύροι κόμποι των θάμνων ένας ένας λύνονται
Και τα κυπαρίσσια δείχνουν να ξανανεβαίνουν την πλαγιά.
88. GEORGES DUHAMEL, 1884 – 1966,
Ζ΄ορζ Ντϋαμέλ.
88.1. ΕΛΕΓΕΙΑ ΧV
Κάτω από μια συκιά της Αβινιόν (1)
Η πράσινη σκιά είχε ζαχαρώσει
Από τα δάκρυα κάποιου σύκου
Που από ευτυχία είχε μελώσει.
Δεν κοίταζα τα φρούτα διόλου
Δεν άκουγα τις σφήκες άλλο πια
Του κάκου ο Ροδανός υμνούσε
Την καταφρόνια μας παντοτινά.
Κοίταζα πάνω στους αιθέρες
Να φεύγει με μια βίαια πτήση
Η ειρήνη, σαν πουλί μεγάλο
Διωγμένη απ’ τη δική της φύση.
Η σιωπή δεν έμοιαζε καθόλου σκοτισμένη
Στο βάθος του χωριού ένα τύμπανο κροτούσε
Τ’ άνθη σας, Ω ροδιές, λιπόθυμες στη σκόνη
Μια ταραχή νέα και βάρβαρη περιφρονούσε.
Αυτά δεν τα δοκίμασα καθόλου:
Αρκούσε να ‘χω στριμωγμένα
Όλα τα επόμενά μου χρόνια
Με χίλια πάθη ποτισμένα.
Αρκούσε μόνο εκεί ν’ ανοίγω
Βλέμματα απογοητευμένα
Μες στην αφόρητή μου λύπη.
Πάνω σε πράγματα θαμμένα.
Της Αβινιόν συκιές ωραίες,
Κάτω απ’ τα φύλλα σας αρκούσε
Τον άδειο χώρο να φωνάζω
Της ερημιάς που κυριαρχούσε.
(1) Αβινιόν (Avignon
): Πόλη της νότιας Γαλλίας, έδρα του πάπα από το 1309 μέχρι το 1377.
89. JULES SUPERVIELLE, 1884 – 1960.
Ζϋλ Σϋπερβιέλ.
89.1. ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΦΙΛΟΙ
Για σας γεννιέται ψάρι εδώ που αρχίζει να γυρίζει
Αμέσως μες στο πιο βαθύ σκοτεινιασμένο κύμα,
Για σας γεννιέται ένα άστρο εκεί πάνω από το κεφάλι,
Θα ΄θελε να τραγούδαγε μα δεν τα καταφέρνει
Καλύτερα απ’ τ’ αδέρφια του βουβά της νύχτας άστρα.
Για σας γεννιέται ένα πουλί στη δύναμη του χρόνου,
Πετώντας με το παρελθόν κρυμμένο στην καρδιά του
Αφού έχει μόνο τη φωνή πουλιού για να το δείξει.
Πετάει στα δάση μόνο του κι ένα κλαδί διαλέγει
Και κάθεται, και θα ‘λεγες πως είναι σαν τους άλλους.
Πού τρέχουν έτσι αυτοί οι λαγοί κι εκείνες οι νυφίτσες,
Κανένας κυνηγός εκεί δεν βγήκε για κυνήγι,
Ποιος φόβος τους παρακινεί και βιάζονται να φύγουν,
Ο σκίουρος που γίνεται φύλλο μες στη φυγή του,
Κι εδώ το ελάφι κι ο αίγαγρος που δείχνουν ταραγμένοι;
Γεννιέται κι ένας φίλος σας που αρχίζει να σας ψάχνει
Δεν ξέρει ούτε τα μάτια σας ούτε και τ΄ όνομά σας
Μα πρέπει να συγκινηθεί κι αυτός όπως οι άλλοι
Και βάζει κάτι αλλόκοτους χτύπους μες στην καρδιά του
Που του έρχονται από μέρες που δεν θα τις έχει ζήσει.
Κι εσύ τι κάνεις άραγε, πρόσωπο ταραγμένο,
Από τα ζώα και τα πουλιά που απότομα περνάνε,
Εσύ που πάντοτε ρωτάς κι απάντηση δεν παίρνεις,
«Αν συναντήσω κάποτε κάποιο απ’ αυτούς τους φίλους
Θα ομολογήσω το κακό που εδώ τους έχω κάνει;»
Ζητώ συγνώμη και για σας, για τη σιωπή, για κείνους,
Και για τις απερίσκεπτες λέξεις που κάποτε είπα,
Για φράσεις που ξεφύγανε από άγνωστά μου χείλια
Που από μακριά σας βρίσκουνε σαν τις χαμένες σφαίρες,
Συγνώμη και για όλους αυτούς που δείχνουν πως ξεχνάνε.
89.2. Ο ΕΞΩ ΠΟΥ ΗΡΘΕ
Κοιμόταν μόνος στα μεγάλα κρεβάτια
Των ψηλών χόρτων και των τσουκνίδων
Με το γυμνό του σώμα πάντα φωτισμένο
Μέσα στις στενωπούς της νύχτας
Από έναν ήλιο ακόμα βίαιο
Που ερχόταν από μια περασμένη εποχή
Από βουνά και κοπάδια φωτός
Μέσα από μύρια σκοτάδια.
Όταν προχωρούσε πάνω στους δρόμους
Δεν ξαναγύριζε ποτέ.
Ήταν το έργο του σωσία του
Πάντα σε αρκετή απόσταση
Που τον χρησιμοποιούσε σαν δάσκαλο ιππασίας.
Κάποτε τα εχθρικά άστρα
Για να επιβεβαιώσουν ότι ήταν εκείνοι
Τους δοκιμάζανε με πλήθος βέλη
Υπομονετικά δηλητηριασμένα.
Όταν περνούσαν, ακόμα και τα δέντρα
Αποκτούσανε μια ζωηράδα,
Οι κορμοί τρεμούλιαζαν μέσα στις ίνες,
Ολοφάνερα ήταν σκεφτικοί,
Κι ας μη μιλήσουμε για τα φυλλώματα,
Πάντοτε έπεφτε ένα φύλλο
Ακόμη και την άνοιξη όταν κρατιούνται
Κι είναι γερά γεμάτα θέληση.
Τα έντομα ήταν βιαστικά
Στην καθημερινή τους εργασία,
Όλα με το κεφάλι μες στους ώμους,
Σα να την κατηγορούσαν
Η πέτρα αποκτούσε συνείδηση
Της πανάρχαιας ελευθερίας της.
Αυτός, ήξερε τι γινόταν
Πίσω από την ακινησία,
Και μπροστά από την ευπάθεια.
Οι νέες κοπέλες τον φοβούνταν
Κάποτε οι γυναίκες τον φώναζαν
Αλλά δεν κοίταζε καμία
Μες στη σκληρή αγνότητά του.
Οι τοίχοι ερέθιζαν το πνεύμα του,
Απομακρυνόταν εμπλουτισμένος
Με μια δέσμη μυστικών
Κλεμμένων μέσα στη νύχτα τους
Και που τα έκρυβε πάντα
Μέσα στη σίγουρη καρδιά του, την μόνη αποσκευή
του,
Καρδιά δάσκαλου ιππασίας.
Τα έργα του επιχωμάτωσης
Στα λατομεία της ψυχής του
Τον έπιαναν επ’ αυτοφώρω κουρασμένο
Κοντά σε σύνορα χωρίς επιγραφές
Με μια μεγάλη γλώσσα βγαλμένη έξω
Σαν σκυλί με πνευμόνια σκασμένα,
Που κοίταζε τα μακριά του χέρια
Σαν καθρέφτης σάρκας και οστών
Κι αμέσως έφευγε ξανά.
Οι διασκελισμοί του ήταν διάσημοι,
Αλλά μονάχα αυτός ήξερε τ’ όνομά του
Που ήταν αυτό: «Πιο σοβαρός από τον άνθρωπο
Και σοφός όσο μερικοί νεκροί
Που δεν μπορέσανε ποτέ να κοιμηθούνε».
90. JULES ROMAIN, 1885 – 1972.
Ζϋλ Ρομαίν.
90.1. Από τις ΩΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ
Δεν είμαι ευτυχισμένος όπως
Γύρω μου τόσοι άνθρωποι άλλοι,
Το βράδυ αυτό, παρόλο που έχει
Άδολη αγνότητα η ψυχή μου.
Ενώ έκανα όνειρα μονάχος
Μέσα στις τόσες συμφορές μου
Τη λάμπα μου έχω ρίξει κάτω
Και δυο κομμάτια πια έχει γίνει.
Να, δίχως φως τώρα έχω μείνει
Με τους αγκώνες στο τραπέζι
Μέσα στη θλιβερή τη νύχτα
Που τώρα πια δε με γνωρίζει.
Λυπάμαι για ένα χωριουδάκι
Στα πόδια του βουνού Μεζένκ:
Εκεί ένιωθα καλά ένα βράδυ
Έντεκα χρόνων όταν ήμουν.
Θυμάμαι κάποιο σούρουπο ήταν,
Τόσο όμορφο τόσο γαλήνιο,
Κι ολόκληρο χωριό τριγύρω,
Τόσο γλυκό για ένα παιδάκι,
Που αν είχα τώρα το κουράγιο
Καλά όλα αυτά να τα θυμάμαι
Με ατέλειωτη θα έκλαιγα πίκρα,
Και με το χέρι στην καρδιά μου.
Και τι ωφελούνε πια τα δάκρυα
Παρά για να μπορείς να κλάψεις
Μόνος κι ανέλπιδος σαν είσαι
Με μια βαθιά μονάχα λύπη,
Κι όταν δεν έχεις για να γράψεις
Τη δυστυχία σου παρά μόνο
Ένα στυπόχαρτο λιωμένο
Που το φωτίζει το φεγγάρι;
90.2. Από την ΕΥΡΩΠΗ
Ι
Πολλά καλά έχουμε πιστέψει
Άνθρωποι εμείς με λίγη πίστη
Κι οι ελπίδες μας ήταν μεγάλες
Άνθρωποι εμείς με λίγη ελπίδα.
Λέω πως λάθη έχουμε κάνει
Σαν τα πουλιά στα κοιμητήρια
Που ακούει να κελαηδάνε κάποιος
Πάνω σε τάφους που δεν βλέπει.
Στο σύμπαν τίποτε δε μοιάζει
Με του ποιητή τις σημειώσεις.
Γονιός δεν είναι ούτε πατέρας
Στίχων που απ’ την ψυχή μου βγαίνουν.
Διόλου δε μοιάζει με τις νότες
Που κάποιο μαύρο εύφορο πιάνο
Γεννάει σαν ξαφνικό λουλούδι.
Ούτε κι από άγαλμα εκμαγείο
Που ο γλύπτης ήσυχος αφήνει
Κάτω από μουσαμά βρεγμένο.
Μια έκρηξη είναι αλήθεια ο κόσμος
Που αναριγά κι αναπηδάει,
Μοιάζει με οβίδα που βροντάει
Ρόδι που ξαφνικά ξεσπάει.
Το σήμα του είναι κάποιο φτύμα
Λάσπης και μέταλλου από σφαίρες
Κι ένας καπνός δηλητηριώδης
Που υψώνεται από κάποια τρύπα.
Δεν είναι μάταια η χαρά τους
Ούτε κι αναίτια η περηφάνια
Γι’ αυτούς που οπλίζουν τα κανόνια
Και για όλους τους ανθρακωρύχους.
Γιατί είν’ αυτοί που μες στο σύμπαν
Δίνουν το αληθινό του σήμα.
91. FRANCIS CARCO, 1886 – 1958.
Φρανσίς Καρκό.
91.1. ΑΝΤΙΟ
Αν το άσημο το καπηλειό, το μαυρισμένο
Απ’ τον βοριά του φθινοπώρου ή τη βροχή,
Δεχτεί να μείνω, τότε εδώ δεν θα ‘σαι εσύ.
Πολύ πονώ κι η αγάπη μ’ έχει ξεχασμένο.
Φριχτά υποφέρω. Όμως τη μέρα εκείνη
Που έφυγες έμαθα πώς να γελώ,
Μα δίχως έρωτα έκλαψα με οδύνη
Κι έζησα με μεγάλο και βαρύ καημό.
Κράτα τουλάχιστον τις αναμνήσεις
Κράτα τον πόνο μου και την καρδιά!
Την τρυφερότητά μας και τις συγκινήσεις,
Που πληγωμένη έχεις ξεχάσει πια.
Πάνω σε κάποιον άλλον ώμο θ’ ακουμπήσω,
Θα με παρηγορούν άλλα φιλιά,
Σημάδια με τα δόντια πάνω του θ’ αφήσω
Μα πάντα θα ’σαι εσύ η πιο ωραία και πιο γλυκιά.
91.2. ΑΒΡΟ ΠΟΙΗΜΑ
Σε μια νεκρή
Όπου την σπρώχνει ο αγέρας η βροχή πηγαίνει
Πάνω στη στέγη κουδουνίζοντας αβρά,
Εσύ θα σφίγγεσαι κοντά μου ευτυχισμένη
Κι εγώ τον πόνο μου θα κρύβω τρυφερά.
Ο μαύρος κήπος με τα δέντρα γυμνωμένα,
Η λάμπα σου η μικρή με τα κεριά,
Τα ερωτικά σου βογκητά τα λιγωμένα,
Τι έχουνε γίνει και χαθήκαν πια;
Άκου που πέφτει πάντοτε η βροχή
Τώρα όμως διαφορετικά αντηχεί.
91.3. ΑΝΟΙΞΗ
Στον ουρανό τον φωτεινό
Φτερά πουλιών σφυρίζουν,
Τριαντάφυλλα στο φως το αγνό
Σκιρτούνε και λυγίζουν
Στων μελισσών το βουητό.
Ο ήλιος ανάλαφρος με ορμή
Στα φύλλα είναι κρυμμένος.
Αχ! Τώρα θέλοντας και μη
Πήγαινε φορτωμένος
Με της αγρύπνιας το κορμί.
Μα εσύ να μένεις πάντα απλός
Σαν το γλυκό αεράκι,
Που σε μεθάει όπως φυσάει
Μ’ ένα άγνωστο φαρμάκι.
91.4. ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΕΙΝ’ ΑΝΟΙΧΤΟ
Το παραθύρι είν’ ανοιχτό κι ο κήπος κοιμισμένος
Πολύ καιρό με θόρυβους νερού και στα κλαδιά
Πουλιών ψιθύρους που έμειναν εκεί φυλακισμένα
Και που το βράδυ ζέστανε με χάδια χρυσαφιά.
Το παραθύρι είν’ ανοιχτό, μια σιγαλιά ανεβαίνει
Από των ίσκιων την καρδιά κι από των λουλουδιών
Και την ακούμε σκεφτικοί μέχρις εμάς να φτάνει
Από τα βάθη των πικρών και δόλιων μας ψυχών.
Το παραθύρι είν’ ανοιχτό κι ο κήπος τώρα μοιάζει
Σαν παρουσία απόμακρη νοσταλγικά θολή
Απ’ όπου ακούμε κάποτε μες στων πηγών τους ήχους
Φτερά πουλιών ν’ ανοίγουνε που έχουνε σκοτωθεί.
92. BLAISE CENDRARS, 1887 – 1961.
Μπλεζ Σαντράρ.
Ελβετός.
92.1. ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
Είναι περίεργο
Εδώ και δυο μέρες που βλέπουμε στεριά
Κανένα πουλί δεν ήρθε να μας συναντήσει
Ή να ακολουθήσει τη γραμμή μας
Αντίθετα
Σήμερα
Το χάραμα
Όπως μπαίναμε στον κόλπο του Ρίου
Μια πεταλούδα μεγάλη σαν χέρι ήρθε να στριφογυρίσει
Γύρω απ΄ το καράβι
Ήταν μαύρη και κίτρινη με μεγάλες ραβδώσεις από ξεθωριασμένο
γαλάζιο.
92.2. ΝΗΣΙΑ
Νησιά
Νησιά
Νησιά όπου δεν θα πιάσουμε ποτέ στεριά
Νησιά όπου δε θα ξεμπαρκάρουμε ποτέ
Νησιά σκεπασμένα με βλάστηση
Νησιά κρυμμένα σαν πάνθηρες
Νησιά σιωπηλά
Νησιά ακίνητα
Νησιά αξέχαστα κι ανώνυμα
Πετάω τα παπούτσια μου πάνω απ’ το καράβι
Γιατί θα ήθελα πολύ να έρθω μέχρις εσάς.
92.3. ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Βλέπετε εκείνη την τηλεγραφική γραμμή στο βάθος της κοιλάδας
Που η ευθύγραμμη διαδρομή της κόβει το δάσος
Πάνω στο απέναντι βουνό
Όλοι οι στύλοι είναι τώρα σιδερένιοι
Όταν πρωτοεγκαταστάθηκε οι στύλοι ήταν ξύλινοι
Σε τρεις μήνες βγάλανε κλαδιά
Τότε τους ξερίζωσαν τους αναποδογύρισαν και τους ξαναφύτεψαν
Με το κεφάλι κάτω και τις ρίζες στον αέρα
Σε τρεις μήνες έβγαλαν και νέα κλαδιά
Ξαναφτιάξανε ρίζες και ξανάρχισαν να ζουν
Χρειάστηκε να τους ξεριζώσουν όλους και για να ξαναφτιάξουν νέα γραμμή
Να φέρου πανάκριβους σιδερένιους στύλους απ’ το Πίτσμπουργκ. (1)
(1) Πίτσμπουργκ (Pittsburg): Πόλη των ΗΠΑ στη δυτική Πενσυλβανία, 330 μίλια δυτικά της Νέας Υόρκης, με πληθυσμό 2.500.000 κατοίκους, κέντρο της βιομηχανίας χάλυβος των ΗΠΑ.
92.4. ΚΑΜΠΙΝΑ Νο 2
Είναι η δική μου
Είναι κάτασπρη
Θα είμαι εκεί πολύ καλά
Ολομόναχος
Γιατί πρέπει να ταξιδεύω πολύ
Για να προφτάσω τους εννιά μήνες στον ήλιο
Τους εννιά μήνες στη Βραζιλία
Τους εννιά μήνες με Φίλους
Και πρέπει να δουλέψω για το Παρίσι
Γι’ αυτό ήδη αγαπώ αυτό το καράβι το γεμάτο κόσμο
Όπου δεν βλέπω κανέναν για να πιάσω μαζί του κουβεντούλα.
93. PIERRE JEAN JOUVE, 1887 – 1976.
Πιερ Ζ΄αν Ζουβ.
93.1. ΛΙΣΒΗ
Οι ομοιότητες μας παραπλάνησαν στην παιδική μας ηλικία
Ήμαστε άραγε λοιπόν απ’ το ίδιο αίμα
Πέρασαν θαύματα που μας έκαναν να φοβόμαστε
Λιβάδια πούπουλων από κλάματα και κόκκινο αίμα
Ήμαστε άραγε απ’ το ίδιο αίμα όταν συνάντησα το ξανθωπό σου
χρώμα
Είχαμε χύσει άραγε τα ίδια δάκρυα μες στα κλουβιά
Και ποιες απόπειρες εγκλήματος κάναμε ακόμη σε μυστικές κάμαρες
Με ελεύθερη έκφραση των σκέψεών μας;
Ω, όντας νεκρός, μου ξανάρχονται παράξενοι ήχοι
Ω ζωντανή και λίγο κοκκινομάλλα με γερτούς μηρούς
Τα ζωώδη μάτια σου μου λένε (κόκκινο βελούδο)
Ό,τι μια μεγαλοφυία δεν τολμάει καν να φανταστεί.
93.2. ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
Τα πρώτα μεγάλα πουλιά τα σφάζαμε γυμνωμένα στο λαιμό
Τον μεγάλο διαβήτη τον βλέπαμε ανοιχτό πάνω στα βρύα
Η ελαφίνα ούρλιαζε γερμένη πάνω στα μεγάλα πόδια της
Έκρυβε το δαχτυλίδι της στα μεσοφόρια της ντροπής της
Η καρδιά της πάλευε πάντα ανάμεσα στα πόδια της
Αφήστε με να ξανανοίξω αυτή την καρδιά και να βυθίσω μέσα τη
δυστυχία μου
Αξιοθαύμαστοι και νικημένοι ήταν οι σκιεροί γλουτοί της
Και από τα δυο μάτια της βγαίνανε τα πνευμόνια της φρίκης.
93.3. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ
Οι πεθαμένοι ξαναβγαίνοντας σκιές απ’ τις σκιές τους
Ξαναγεννιούνται από την ύλη τους τη μανιακή και μαύρη
Όπου ξεραίνεται έτσι η σκόνη του αγέρα
Με μάτια που ξαναφαίνονται μες στις σεβάσμιες κόχες
Να σηκώνονται κατακόρυφα εκκρεμή
Να απογυμνώνουν αργά την ακρίβεια του χρόνου.
Τους βλέπω να ψάχνουν όλο το φλογερό στήθος
Της σάλπιγγας που ο άνεμος την κάνει να ηχεί.
Βλέπω
Τον πίνακα της πανάρχαιας Δικαιοσύνης κι όλα τα χρυσάφια της
Και κλονισμένα από το ξύπνημα να αποκαθίστανται
Τα αρχικά πλούτη! Νεκροί πραγματικοί, νεκροί διασαλπισμένοι,
Νεκροί αλλαγμένοι σε θυμό, ανασκαμμένοι, κάντε λιμάνια
Τα ξεπεσμένα έργα, τα τέρατα τα γεννημένα
Από τον πονεμένο άνθρωπο που είναι κι ο τελευταίος,
Νεκροί πελώριοι που θα πιστεύαμε πως ξαναπήρατε τη μορφή σας
Μέσα στη μήτρα της γης.
Νεκροί εξαγνισμένοι μέσα στην έντονη ύλη της δόξας,
Για να βγαίνουν απ’ αυτή και να βγαίνουν ακόμα γεννημένοι
νεκροί
Που σηκώνουν τη γη μας σαν λαμπεροί τυφλοπόντικες
Που γεννιούνται! Πόσο είναι δυνατοί, μ’ ένοπλες σάρκες!
Η νέα άνοιξη των νεκρών που έσκασαν σε καθρέφτες
Η νέα άνοιξη των πρασινισμένων σαρκών και των άφωνων οστών
Με βαριά τσαμπιά ηδονικών σταφυλιών και με δάκρυα
Με ελαστικότητα θαυματουργής μαγείας
Που γεννιούνται! Πόσο είναι δυνατοί, μ’ ένοπλες σάρκες!
94. SAINT JOHN PERSE. 1887 – 1975.
Σαιν – Τζον Περς, Ψευδώνυμο του Alexis Leger ,
94.1. ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ
Θα ξανάρχομαι κάθε φορά που αλλάζει η εποχή, με ένα πουλί πράσινο και φλύαρο στο χέρι. Σιωπηλός φίλος του Πρίγκιπα. Κι ο ερχομός μου αναγγέλθηκε στις εκβολές των ποταμών. Μου δίνει ένα γράμμα απ’ τους ανθρώπους της ακτής:
«Φίλε του Πρίγκιπα! Βιάσου …. Το καλό του μπορεί να είναι η μοιρασιά. Κι η πεποίθησή του, όπως κι ένα φαγητό στοργής …. Θα σε περιμένω κάθε φορά που αλλάζει η εποχή στην πιο ψηλή παλίρροια, ρωτώντας για τα σχέδιά σου τους ανθρώπους της θάλασσας και του ποταμού …. Ο πόλεμος, το εμπόριο, οι διακανονισμοί των θρησκευτικών χρεών είναι κατά κανόνα η αιτία μακρινών μετατοπίσεων: Εσένα σου αρέσουν οι αναίτιες μακρινές μετατοπίσεις. Ξέρω τη δυσκολία αυτή του πνεύματος Θα σου δείξω την πηγή της δυστυχίας σου. Βιάσου ….
Κι αν η επιστήμη σου μεγαλώνει ακόμα, είναι κι αυτό ένα πράγμα που έχω σκοπό να επαληθεύσω. Κι όπως αυτός που βρίσκει στο δρόμο του ένα δέντρο με κυψέλες έχει δικαίωμα στην κατοχή του μελιού, θα μαζέψω το φρούτο της σοφίας. Και θα υπερηφανευθώ για την συμβουλή σου. Τα βράδια της μεγάλης ξηρασίας της γης, θα μιλήσουμε για πράγματα του πνεύματος. Πράγματα αποδεικτικά και λίγο σίγουρα. Και θα διασκεδάσουμε με τις επιθυμίες του πνεύματος …. Όμως από μια φυλή σε άλλη ο δρόμος είναι μακρύς. Και έχω κι εγώ ο ίδιος υποθέσεις αλλού. Βιάσου! Περιμένω! …. Πάρε το δρόμο με τα έλη και τα δάση με τις καμφορές».
Αυτό είναι το γράμμα του. Είναι γράμμα σοφού. Κι απάντησή μου είναι αυτή:
«Τιμή στον Πρίγκιπα και στ΄ όνομά του! Η ζωή του ανθρώπου είναι σκοτεινή. Και μερικοί αποδεικνύονται εξαιρετικοί. Τα βράδια της μεγάλης ξηρασίας πάνω στη γη άκουσα να μιλάνε για σένα απ΄ αυτή την πλευρά του κόσμου, κι ο έπαινος δεν ήταν λίγος. Το όνομά σου φτιάχνει τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Μιλάω στους ανθρώπους για τη σκόνη μες στους δρόμους. Και ξαναβρίσκονται ανανεωμένοι.
«Κι αυτό έχω ακόμη να σου πω:
«Διάβασα το μήνυμά σου. Και η φιλία είναι δεκτή σαν δώρο φύλλων που μυρίζουν: Η καρδιά μου βρίσκεται ανανεωμένη …. Όπως ο Βορειοδυτικός άνεμος, όταν σπρώχνει το νερό της θάλασσας βαθιά μες στα ποτάμια (και για να βρω πόσιμο νερό πρέπει να ξανανεβώ το ρεύμα των παραποτάμων), μια όμοια τύχη με οδηγεί μέχρις εσένα. Και θα βιαστώ μασώντας το διεγερτικό φύλλο».
Αυτό είναι το γράμμα μου, που ήδη πηγαίνει. Στο μεταξύ με περιμένει καθισμένος στη σκιά στο κατώφλι του ….
94.2. Από την ΑΝΑΒΑΣΗ
V
Δεν θα κατοικούμε πάντα σ’ αυτά τα κίτρινα χώματα, η απόλαυσή μας ….
Το καλοκαίρι πιο μεγάλο από την Αυτοκρατορία κρεμάει στα τραπέζια του διαστήματος πολλά πατώματα κλιμάτων. Η πλατιά γη πάνω στο αλώνι της κυλάει μέχρι τα άκρα την ωχρή χόβολή της κάτω απ’ τις στάχτες ---- με χρώμα θειαφιού, μελιού, χρώμα αθάνατων πραγμάτων, καθώς όλη η γη με τα χόρτα που ανάβουν στ’ άχυρα του άλλου χειμώνα και του πράσινου σπόγγου από ένα μόνο δέντρο ο ουρανός τραβάει τον βιολετί χυμό του.
Ένας τόπος με πέτρες με μαρμαρυγή! Ούτε ένας σπόρος καθαρός μέσα στα γένια του άνεμου. Και το φως σαν λάδι. ---- Από την σχισμή των βλεφάρων στο νήμα των κορυφών που με ενώνουν, ξέρω την πέτρα την κηλιδωμένη με βράγχια, το σμήνος της σιωπής στις κυψέλες του φωτός. Κι η καρδιά μου αρχίζει να ενδιαφέρεται για μια οικογένεια ακρίδων .…
Γλυκές καμήλες κουρεμένες, ραμμένες με μοβ ουλές, που οι λόφοι κατευθύνουν κάτω απ’ τα δώρα του αγρονομικού ουρανού ---- που προχωρούν σιωπηλές μες στην ωχρή πυράκτωση της πεδιάδας. Και γονατίζουν στο τέλος μέσα στον καπνό των ονείρων, εκεί όπου οι λαοί χάνονται στις πεθαμένες σκόνες της γης.
Είναι μακριές ήρεμες γραμμές που προχωρούν προς στα γαλάζια χρώματα απίθανων αμπελιών. Η γη σε περισσότερα από ένα σημεία ωριμάζει τις βιολέτες της καταιγίδας. Κι αυτοί οι καπνοί από άμμο σηκώνονται στη θέση πεθαμένων ποταμών, σαν πτερύγια αιώνων που ταξιδεύουν ....
Με φωνή πιο βαθιά για τους νεκρούς, με φωνή πιο βαθιά μες στη μέρα. Τόση γλύκα στην καρδιά του ανθρώπου, μπορεί άραγε να αποτύχει να βρει το μέτρο της; .... «Σου μιλάω, ψυχή μου! ---- ψυχή μου εντελώς σκοτεινιασμένη μ’ ένα άρωμα αλόγου». Και μερικά μεγάλα πουλιά της γης, ταξιδεύοντας στη Δύση, είναι καλοί μίμοι των πουλιών της θάλασσας.
Στην ανατολή του τόσο ωχρού ουρανού, σαν τόπος άγιος σφραγισμένος με γραμμές τυφλών, ήρεμα σύννεφα τακτοποιούνται όπου γυρίζουν τα καβούρια του της καμφοράς και του βούκινου .... Καπνοί που ένα φύσημα μας αμφισβητεί! Η γη γεμάτη προσδοκία στα γένια της των εντόμων, η γη παιδίσκη των θαυμάτων! .....
Και το μεσημέρι, όταν το δέντρο της τζιτζιφιάς κάνει να εκραγεί η βάση του τάφου, ο άνθρωπος κλείνει τα βλέφαρα και αναζωογονεί τον αυχένα του μες στους αιώνες .... Ιππικά του ονείρου στη θέση πεθαμένων κουρνιαχτών, Ω δρόμοι μάταιοι που αναμαλλιάζει ένα φύσημα μέχρις εμάς! Που να βρω πού να βρω τους πολεμιστές που θα κρατήσουν τους ποταμούς στους γάμους τους;
Στους θορύβους των μεγάλων νερών που περπατάνε πάνω στη γη, όλο το αλάτι της γης σκιρτάει μέσα στα όνειρα. Και ξαφνικά, Α! ξαφνικά τι μας θέλουν αυτές οι φωνές; Σηκώστε ένα λαό από καθρέφτες πάνω στην οστεοθήκη των ποταμών, που ασκούν έφεση στη συνέχεια των αιώνων! Σηκώστε πέτρες στη δόξα μου, σηκώστε πέτρες στη σιωπή, και για τη φρούρηση αυτών των τόπων τα ιππικά από πράσινο μπρούντζο πάνω στα πλατιά λιθόστρωτα! .....
(Η σκιά ενός μεγάλου πουλιού περνάει πάνω στο πρόσωπό μου).
94.7. Από τα ΕΓΚΩΜΙΑ
Με το άλογό μου σταματημένο κάτω απ΄ το δέντρο το γεμάτο με τρυγόνια, σφυρίζω ένα σφύριγμα τόσο καθαρό, που δεν είναι υποσχέσεις στις όχθες που κρατάνε όλους αυτούς τους ποταμούς. (Φύλλα ζωντανά το πρωί είναι κατ’ εικόνα της δόξας ....)
Και δεν είναι καθόλου που ένας άνθρωπος δεν είναι λυπημένος, αλλά καθώς σηκώνεται πριν απ’ τη μέρα και κρατιέται με φρόνηση σε συναναστροφή με ένα παλιό δέντρο, στηριγμένος στο πηγούνι του με το τελευταίο άστρο, βλέπει στο βάθος τ’ ουρανού νηστικά μεγάλα καθαρά πράγματα που γυρίζουν για διασκέδαση.
Με το άλογό μου σταματημένο κάτω απ΄ το δέντρο που τερετίζει, σφυρίζω ένα σφύριγμα πιο καθαρό .... Και ειρήνη σ’ αυτούς, αν πεθάνουν, χωρίς καθόλου να έχουν δει αυτή τη μέρα. Αλλά είχαμε νέα από τον αδελφό μου τον ποιητή. Έγραψε ακόμη ένα πολύ γλυκό πράγμα. Και κάποιοι το διάβασαν .....
Αγάπησα ένα άλογο --- ποιο ήταν αυτό; ---- με κοίταξε καλά με κοίταξε καλά στο πρόσωπο, κάτω απ’ τις μπούκλες του.
Οι ζωντανές τρύπες των ρουθουνιών του ήταν δυο πράγματα ωραία να τα βλέπεις ---- μ’ αυτή την ζωντανή τρύπα που φουσκώνει πάνω από κάθε μάτι.
Όταν έτρεχε, ίδρωνε: Είναι λάμψη! ---- και πίεζα σελήνες στα πλευρά του κάτω από τα παιδικά μου γόνατά ....
Αγάπησα ένα άλογο ---- ποιο ήταν αυτό; ---- και μερικές φορές (γιατί ένα ζώο ξέρει καλύτερα ποιες δυνάμεις μας επαινούν)
Σήκωνε στους θεούς του ένα κεφάλι ορειχάλκινο: Ασθμαίνοντας, ρυτιδωμένο με ένα μίσχο από φλέβες.
95. JEAN ARP, 1887 – 1966.
Ζ΄αν Αρπ.
95.1. ΟΙ ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΠΕΤΡΕΣ
οι πέτρες είναι εντόσθια
μπράβο μπράβο
οι πέτρες είναι κορμοί αέρα
οι πέτρες είναι κλαδιά νερού
πάνω στην πέτρα που παίρνει τη θέση του στόματος
φυτρώνει ένα αγκάθι ψαριού
μπράβο
μια φωνή πέτρας
είναι κεφάλι στο κεφάλι
και πόδι στο πόδι
μ’ ένα βλέμμα πέτρας
οι πέτρες συνταράζονται σαν σάρκα
οι πέτρες είναι σύννεφα
γιατί η δεύτερη φύση τους
χορεύει πάνω στην τρίτη μύτη τους
μπράβο μπράβο
όταν οι πέτρες ξύνονται
τα νύχια φυτρώνουν απ’ τις ρίζες
οι πέτρες είναι αυτιά
για να τρώμε την ακριβή ώρα
πάνω στο σύννεφο που παίρνει τη θέση του κεφαλιού
φυτρώνει μια φυσική μύτη
τα νύχια των βλεμμάτων ξύνουν τις ρίζες της φύσης
οι πέτρες φυτρώνουν και χορεύουν πάνω στα σύννεφα
μπράβο μπράβο
τα αυτιά φυτρώνουν απ’ τις ρίζες
η τρίτη πέτρα τρώει σάρκα του αέρα
η δεύτερη πέτρα τρώει πόδια
μπράβο μπράβο και πάλι μπράβο
τ΄ αγκάθια του ψαριού έχουν δυο κάδους νερού
όταν τα πόδια χορεύουν πάνω στα κεφάλια
τα νύχια φυτρώνουν στις πέτρες
οι ώρες ξύνονται
μπράβο
τα εντόσθια είναι ρίζες
οι πέτρες είναι κεφάλια
η φύση είναι ακριβής
τα πόδια που χορεύουν πάνω στα κλαδιά της σάρκας
έχουν ένα βλέμμα ταραγμένο
ένα βλέμμα εντοσθίων ώρας
στη θέση της φύσης φυτρώνει ένα πόδι
μπράβο μπράβο μπράβο μπράβο
τ’ αυτιά οι μύτες τα στόματα τα κεφάλια τα πόδια είναι πέτρες
95.5. ΑΣΠΡΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
Αυτό το πρωί δεν βάζει στο δρόμο μου παρά μόνο κομψοτεχνήματα
θανάτου.
Είναι ευτελή αντικείμενα,
φωτογραφίες ξεθωριασμένες
άδεια φιαλίδια,
κοχύλια μαζεμένα στη θάλασσα,
ένας καθρέφτης που αντανακλούσε τη γαλήνη, την καθαρότητα, την
ήρεμη χαρά, τη διαύγεια που καταβρόχθισε η αναπόφευκτη σκιά.
Είμαι μαγεμένος από τα αντικείμενα αυτά,
που ανήκαν κάποτε σε πρόσωπα νεκρά από καιρό.
Χειρονομίες αποσπώνται απ’ τ’ αντικείμενα αυτά
σαν πυκνοί ατμοί,
σαν κύκλοι αναπνοής.
Με διαπερνάνε άτακτα.
Οι καμπάνες σημαίνουν τα χρόνια κάθε λεπτό.
Κάθε λεπτό παράγει τόση διάχυση αναμνήσεων
που αποκτά τη σπουδαιότητα έτους.
Τα λεπτά αυτά μοιάζουν με καλάθια σκοτεινά που ξεχειλίζουν από
μαύρα φρούτα.
Περνάνε χρόνια που έχουν μια βεντάλια από μυρμήγκια στο
κεφάλι.
Κρατώντας τη μορφή της σαλεύει στον εαυτό της και ταυτόχρονα
κινείται έντονα
για ν’ αερίσει μια στείρα ζωή, μια γκρίζα έρημο.
Μια ύλη σαν κάλος, κοκκινωπή, πληθαίνει μες σ’ αυτές τις
χίμαιρες, σ’ αυτά τα χρόνια
και μου δίνει την αίσθηση κοσμοσυρροής πάνω στη γη.
Περνάνε χρόνια που έχουν φυτικό στόμα και φτερούγες ξωτικού.
Αυτά τα χρόνια έχουν πράσινα κρησφύγετα.
Προστατεύουν νεράιδες την εποχή που αλλάζουν φτερά.
Σ’ αυτά τα χρόνια έγραφα τα πρώτα μου ποιήματα,
και οι φτερούγες μου του ξωτικού φανερώνονταν τότε χωρίς
σεβασμό για τη γειτνίασή μου.
Τα χρόνια περνάνε και κυνηγάνε τα μικρά χρόνια.
Ανελέητα τα χτυπάνε
και καταστρέφουν έτσι την διασπορά τους
Κι ένα σύστημα ακαμψίας είναι επιπλέον κληροδοτημένο σαν
συμπλήρωμα στον κόσμο.
Θα δείξει άραγε το δρόμο για το ανέκφραστο όνειρο;
Είμαι μέρος ενός κοπαδιού ποιητών, ζωγράφων,
γεμάτων υποταγή, υπακοή στον βοσκό τους.
Σαν νευρόσπαστα αυτοί οι ποιητές, αυτοί οι ζωγράφοι
επιδοκιμάζουν, σκύβουν τα κεφάλια τους,
γελάνε με υπεροψία γι’ αυτό που ήταν άσπρο μέχρι τώρα
και μόλις δηλώθηκε μαύρο.
Ο βοσκός φωτίζεται.
Ο βοσκός φωτίζεται όλο και περισσότερο.
Χάνει την ανθρώπινη μορφή του,
όμως ακούω τη φωνή του να μιλάει για τέχνη.
Μιλάει παράξενα για διάφορα γεγονότα.
Το φως της τέχνης μιλάει για δηκτική αυτοκτονία.
Ξέρω πως ονειρεύομαι.
Κλείνω τα μάτια και βρίσκομαι μέσα στην άσπρη πλατεία.
Το νερό της πλατείας είναι ταραγμένο.
Πελώρια κύματα αναπηδάνε πάνω στα σπίτια
και ξεριζώνουν τα χείλια
που τα πουλιά τακτοποίησαν στα παράθυρα.
Ανοίγω τα μάτια.
Άσπρες χαίτες φεύγουνε πετώντας.
Ονειροπόλοι που κρατιούνται από το χέρι σαν τυφλοί
διασχίζουν την πλατεία.
Ο άνεμος χαϊδεύει τα εξημερωμένα φυτά.
Κλείνω τα μάτια.
Είναι νύχτα.
Ξαφνικά ξυπνάω μέσα στη νύχτα.
Τα πουλιά τραγουδάνε.
Είναι μέρα.
Υγρά βουνά κυματίζουν από τον αέρα.
Ανοίγω τα μάτια και κοιμάμαι όρθιος μέσα στην άσπρη πλατεία.
Το κιόσκι των άστρων σκεπάζεται με χείλια.
96. JEAN COCTEAU, 1889 – 1963.
Ζ΄αν Κοκτώ.
96.1. ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΜΑ
Το αίμα μου έγινε μελάνι. Έπρεπε να εμποδίσω αυτή την αηδία με κάθε τρόπο. Είμαι δηλητηριασμένος μέχρι τα κόκαλα. Τραγουδούσα μέσα στο σκοτάδι και τώρα είναι αυτό το τραγούδι που με φοβίζει. Ακόμη καλύτερα: Είμαι λεπρός. Γνωρίζετε αυτά τα στίγματα της μούχλας που μοιάζουν με κατατομή προσώπου; Δεν ξέρω ποια γοητεία της λέπρας εξαπατάει τους ανθρώπους και τους επιτρέπει να με φιλάνε. Τόσο χειρότερο γι’ αυτούς! Οι συνοδείες δεν με προσέχουν. Δεν έχω δείξει παρά μόνο πληγές. Μιλάνε για χαριτωμένη φαντασία: Αυτό είναι το λάθος μου. Είναι τρελό να εκτίθεσαι ανώφελα.
Η αταξία μου στοιβάζεται μέχρι τον ουρανό. Αυτοί που αγαπούσα ήταν δεμένοι με τον ουρανό με ελαστικό. Γύριζα το κεφάλι …. δεν ήταν πια εκεί.
Το πρωί σκύβω, σκύβω κι αφήνομαι να πέσω. Πέφτω από κούραση, από πόνο, από νύστα. Είμαι ακαλλιέργητος, ασήμαντος. Δεν ξέρω καμιά γραφή, κανένα όνομα ποταμού, καμιά γλώσσα, ζωντανή ή νεκρή. Πήρα μηδέν στην ιστορία και στην γεωγραφία. Χωρίς μερικά θαύματα θα με κυνηγούσαν. Επιπλέον έκλεψα τα χαρτιά κάποιου Ζ. Κ. που γεννήθηκε στη Μ. Λ. , το ….., και πέθανε 18 χρόνων μετά από μια λαμπρή σταδιοδρομία ποιητή. (1)
Αυτή η κόμη, αυτό το νευρικό σύστημα, κακοστημένα, αυτή η Γαλλία, αυτή η γη, δεν είναι δικά μου. Με αηδιάζουν. Τις αφαιρώ από μέσα μου τη νύχτα στ’ όνειρό μου.
Έλυσα στο δέμα. Για να με φυλακίσουν, για να με λιντσάρουν. Ας καταλάβει όποιος μπορεί: Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια.
(1) Ο Ζ. Κοκτώ γεννήθηκε στην περιοχή Μαιζόν Λαφίτ (Maisons Laffitte) στο δυτικό Παρίσι, κοντά στις Βερσαλλίες.
96.2. Η ΠΡΟΤΟΜΗ
Έπρεπε να το σκεφτώ, αυτό είν’ όλο. Η επίλυση αυτού του προβλήματος απαιτεί κάποια γνώση των μυστήριων ιδιοτήτων του μαρμάρου. Με λίγα λόγια, να πώς ενεργούσε η ρωμαϊκή προτομή.
Περίμενε τη μαύρη νύχτα. Τότε, ξετυλίγοντας το κορδόνι, που το κουλούριασμά του, χωρίς να ξεχνάμε και το κουλούριασμα στις κόχες των ματιών, στις καμπύλες των φρυδιών, στα ρουθούνια, στ’ αυτιά, στα χείλια, σχημάτιζε αναρίθμητες μορφές, ξετυλίγοντας λέω, με μέθοδο, πιο εύστροφη από ένα ποτάμι, πιο στέρεα από το ατσάλι, πιο ευλύγιστη από μετάξι, αυτό το ζωντανό πράγμα, κατάλληλο να μπει σε τρυπάνι, για να τρυπάει τα τείχη, να γλιστράει κάτω από τις πόρτες και από τις κλειδαρότρυπες, προσέχοντας (χωρίς να χάνει από τα μάτια του το έργο του) να συγκρατεί και τους ελάχιστους κόμπους που έλυνε και που έπρεπε να ξαναδένει ακριβώς στην επιστροφή με ποινή θανάτου, η προτομή επινοητική και σκληρή, αφού είχε διασχίσει πολλά νυχτερινά κτίρια, στραγγάλιζε τον κοιμισμένο άνθρωπο.
97. PIERRE REVERDY, 1889 – 1960.
Πιερ Ρεβερντύ.
97.1. ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΣ
Το βράδυ, περπατάει, μέσα στη βροχή και τον κίνδυνο της νύχτας, η άμορφη σκιά του κι όλα όσα τον έκαναν πικρό.
Στην πρώτη συνάντηση, τρέμει ---- πού να βρει καταφύγιο από την απελπισία;
Ένα πλήθος περιπλανιέται μες στον άνεμο που βασανίζει τα κλαδιά, κι ο Κύριος τ’ ουρανού τον παρακολουθεί με μάτι φοβερό.
Μια επιγραφή τρίζει ---- ο φόβος. Μια πόρτα κουνιέται και το παραθυρόφυλλο ψηλά χτυπάει πάνω στον τοίχο. Τρέχει και τα φτερά που κουβαλούσαν τον μαύρο άγγελο τον εγκαταλείπουν.
Κι έπειτα μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους, μέσα στα ερημωμένα χωράφια της νύχτας, μέσα στα σκοτεινά σύνορα όπου συγκρούεται το πνεύμα, οι απρόοπτες φωνές διασχίζουν τα διαφράγματα, κλονίζονται οι ιδέες, άσχημα χτισμένες, κι αντηχούν οι καμπάνες του αβέβαιου θανάτου.
97.2. ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Υπάρχει ένα φοβερό γκρίζο σκόνης στον καιρό
Ένας νοτιάς με δυνατές φτερούγες
Οι υπόκωφοι αντίλαλοι του νερού μέσα στο ανατρεπόμενο βράδυ
Και μες στη μουλιασμένη νύχτα που ξεπηδάει απ’ τη γωνία
ρυτιδωμένες φωνές που παραπονιούνται
Μια γεύση στάχτης πάνω στη γλώσσα
Ένας θόρυβος οργάνου μέσα στα μονοπάτια
Το καράβι της καρδιάς που σαλεύει
Όλες οι συμφορές του επαγγέλματος
Όταν οι φωτιές της ερήμου σβήνουν μία μία
Όταν τα μάτια είναι μουσκεμένα σαν κοτσάνια χόρτων
Όταν η δροσιά κατεβαίνει με γυμνά πόδια πάνω στα φύλλα
Κι ενώ το πρωί μόλις ξυπνάει
Υπάρχει κάποιος που ψάχνει
Μια χαμένη διεύθυνση μέσα στον κρυμμένο δρόμο
Τα ξεμουδιασμένα άστρα και τα λουλούδια κατρακυλάνε
Στα σπασμένα κλαδιά
Και το σκοτεινό ρυάκι σκουπίζει τα υγρά χείλια του που μόλις ξεκόλλησαν
Όταν το βήμα του πεζοπόρου πάνω στην πλάκα του ρολογιού που
μετράει, ρυθμίζει την κίνηση και σπρώχνει τον
ορίζοντα
Όλες οι κραυγές έχουν περάσει όλοι οι καιροί συναντιούνται
Κι εγώ βαδίζω στον ουρανό με τα μάτια μέσα στις ακτίνες
Υπάρχει θόρυβος για το τίποτα και ονόματα μες στο κεφάλι μου
Πρόσωπα ζωντανά
Όλα αυτά που γίνανε στον κόσμο
Κι αυτή η γιορτή
Όπου έχασα τον χρόνο μου.
97.9. ΗΧΟΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ
Όλα είναι σβησμένα
Ο άνεμος περνάει τραγουδώντας
Και τα δέντρα τρεμουλιάζουν
Τα ζώα είναι νεκρά
Δεν υπάρχει πια κανείς
Κοίταξε
Τ’ αστέρια έχουν σταματήσει να γυαλίζουνε
Η γη δεν γυρίζει πια
Ένα κεφάλι είναι γερμένο
Καθώς οι κόμες σκουπίζουνε τη νύχτα
Η τελευταία καμπάνα που έχει μείνει όρθια
Σημαίνει μεσάνυχτα.
98. MAURICE BLANCHARD. 1890 – 1960.
Μωρίς Μπλανσάρ.
98.1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΩΝ
Έμποροι της λήθης
Πωλητές της αυταπάτης
Ο αποκτηνωμένος αέρας
Κάποιου όμοιου μ’ αυτούς που τρέχουν
Προς το θάνατο
Με άσπρα γάντια
Η ξανθιά Αν Χάταγουεϊ (1)
Που έχασε τη βελόνα της
Μέσα στη σίκαλη
Το μυστικό του Γουίλιαμ
Οι άκρες των χαρτιών σου Μπλαιζ
Κολλημένες μαζί
Άγιος Αντώνιος που επιδιορθώνει
Τις απώλειες
Δίας που απωθεί τις μύγες
Με πόθους και τρόπους
Ξεπερασμένους
Για να προβάλλει το σταυρό
Να βράσει τον έρωτα
Με την πέτρα και τον μπρούντζο
Επτακόσιες χιλιάδες εκατομμύρια
Ηλίθιοι
Η πιο ωραία γλυπτική
Είναι το λιθόστρωτο από ψαμμόλιθο
Είναι το κυβικό λιθόστρωτο
Το βαρύ λιθόστρωτο που ρίχνουμε
Στο στόμα των αστυνόμων
Με το αίμα το σίδερο και την τέχνη
Να εξυπηρετούμαστε
Μες στη μεγάλη χύτρα
Την καλή κατσαρόλα
Τραγουδήστε παγάκια
Σφυρίξτε χαλίκια
Καλή συμβουλή
Είναι λίπος
Γέροι άνθρωποι
Διαφημίστε την συγχώρεση
Των νέων
Και δεχτείτε παρακαλώ
Την διαβεβαίωση
Των πιο ευγενικών
Αισθημάτων μου.
(1) Αν Χάταγουεϊ (Anne Hattaway 1557 - ;): Σύζυγος του Άγγλου ποιητή και δραματουργού Γουίλιαμ Σαίξπηρ (1564 – 1616), επτά χρόνια μεγαλύτερή του, με την οποία απόκτησε τρία παιδιά.
99. PAUL ELUARD, 1895 – 1952.
Πωλ Ελϋάρ. Ψευδώνυμο του Eugène Grindel.
99.1. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Στα μαθητικά τετράδιά μου
Στο γραφείο μου, στα δέντρα
Στην άμμο και στο χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Σ’ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Σ΄ όλες τις άδειες σελίδες
Πέτρα αίμα χαρτί ή στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στις επίχρυσες εικόνες
Στα όπλα των πολεμιστών
Στα στέμματα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην ζούγκλα και στην έρημο
Στις φωλιές και τα σπάρτα
Στον αντίλαλο της παιδικής ζωής μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου
Σ΄ όλα τα γαλανά κουρέλια μου
Στο βάλτο μουχλιασμένο ήλιο
Στη λίμνη ζωντανή σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς του ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
Στον μύλο των σκιών
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα του αγέρα της αυγής
Στη θάλασσα και στα καράβια
Στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον αφρό των σύννεφων
Στον ιδρώτα της καταιγίδας
Στη βροχή πυκνή κι ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στις σπινθηροβόλες μορφές
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στ’ άγρυπνα μονοπάτια
Στους ξεδιπλωμένους δρόμους
Στις πλατείες που πλημμυρίζουν
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα συγκεντρωμένα σπίτια μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο που κόπηκε στα δυο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον βατήρα της πόρτας μου
Στα οικεία πράγματά μου
Στο ευλογημένο κύμα της φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε όλες τις συμφωνημένες σάρκες
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που απλώνεται
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο τζάμι των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πάνω απ’ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα αφανισμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους φάρους μου
Στον τοίχο της στενοχώριας μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα εμβατήρια του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην υγεία που ξαναβρέθηκε
Στον κίνδυνο που χάθηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη μιας λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε μάθω
Για να σε ονομάσω
Ελευθερία.
99.2. Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Είναι όρθια στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου
Έχει το σχήμα των χεριών μου
Έχει το χρώμα των ματιών μου
Βυθίζεται μες στη σκιά μου
Σαν πέτρα στον ουρανό.
Έχει πάντα ανοιχτά τα μάτια της
Και δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ
Τα όνειρά της μες στο φως
Δείχνουν τον ήλιο μαραμένο
Με κάνουν να γελάω, να κλαίω και να γελάω,
Και να μιλάω χωρίς να έχω τίποτε να πω.
99.3. ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΕΔΩ
Αφού το γαλάζιο μ’ έχει αφήσει, άναψα μια φωτιά,
Μια φωτιά για να ’μαι φίλος της
Μια φωτιά για να με βάλει στη νύχτα του χειμώνα,
Μια φωτιά για να ζω καλύτερα.
Της έδωσα ό,τι μου έδωσε η μέρα:
Τα δάση, τους θάμνους, τα χωράφια με το σιτάρι, τ’ αμπέλια,
Τις φωλιές και τα πουλιά τους, τα σπίτια και τα κλειδιά τους,
Τα έντομα, τα λουλούδια, τις γούνες, τις γιορτές.
Έζησα μόνο με το θόρυβο των φλογών που κροτάλιζαν
Μόνο με το άρωμα της ζεστασιάς τους.
Ήμουν σαν ένα καράβι που κυλούσε στο κλεισμένο νερό,
Σαν πεθαμένος δεν είχα παρά ένα μοναδικό στοιχείο.
99.4. ΣΟΥ ΤΟ ΕΙΠΑ
Σου το είπα για τα σύννεφα
Σου το είπα για το δέντρο της θάλασσας
Για κάθε κύμα για τα πουλιά μέσα στα φύλλα
Για τα χαλίκια του θορύβου
Για τα αγαπημένα χέρια
Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
Κι ο ύπνος του δίνει τον ήλιο με το χρώμα του
Για όλες τις πιωμένες νύχτες
Για τα κάγκελα των δρόμων
Για το ανοιχτό παράθυρο για ένα κεφάλι που φανερώθηκε
Σου το είπα για τις σκέψεις σου για τα λόγια σου
Κάθε χάδι κάθε πεποίθηση επιζούν.
99.20. ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΑΛΑ
Σκότωσαν έναν άνθρωπο
Έναν άνθρωπο που ήταν κάποτε παιδί
Σ΄ ένα μεγάλο τοπίο
Μια κηλίδα αίμα
Σαν ήλιος που βασιλεύει
Έναν άνθρωπο στεφανωμένο
Γυναίκες και παιδιά
Όλο το ιδανικό ενός ανθρώπου
Για την αιωνιότητά μας
Έπεσε
Κι η καρδιά του άδειασε
Και τα μάτια του άδειασαν
Και το μυαλό του άδειασε
Τα χέρια του άνοιξαν
Δίχως σταλιά παράπονο
Γιατί πίστευε στην ευτυχία
Των άλλων
Γιατί είχε πει και ξαναπεί
Το σ’ αγαπώ σ΄ όλους τους τόνους
Στη μητέρα του στη φύλακά του
Στη συνένοχό του στη σύμμαχό του
Στη ζωή
Και πήγαινε στη μάχη
Να πολεμήσει τους δήμιους των δικών του
Να πολεμήσει την έχθρα
Και στις δύσκολες ακόμα μέρες
Είχε λατρέψει τον πόνο του
Ήταν το φυσικό του ν’ αγαπάει
Να σέβεται τη ζωή
Ήταν το φυσικό του το δικό μου
Ένα μονάχα πήδημα αντρειοσύνη
Η λεβεντιά μονάχα του λαού
Και να το σ’ αγαπώ που παίρνει κακό τέλος
Μα λέει το ναι στη ζωή
Το σ’ αγαπώ ήταν η Ισπανία
Που πολεμούσε για τον ήλιο
Το σ’ αγαπώ είναι το Παρίσι
Με τους παιδικούς του δρόμους
Με την ευπρέπεια των παιδιών του
Κι η πρώτη απόπειρα
Απέναντι στους στρατιώτες του κακού
Απέναντι στον κακό θάνατο
Είναι το πρώτο φως
Μέσα στη νύχτα των δυστυχισμένων
Είναι το φως το πάντα πρώτο
Πάντα τέλειο
Φως της φιλίας
Κύκλος χορού όσο πάει πιο λυγερός
Και πιο πλατύς πιο ψυχωμένος
Σπόρος λουλούδι και καρπός και σπόρος
Και να το σ’ αγαπώ που παίρνει καλό τέλος
Για κείνους που θα ‘ρθουν αύριο.
100. ANDRÉ BRETON, 1896 – 1966.
Αντρέ Μπρετόν.
100.1. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΩΣΗ
Η γυναίκα μου με κόμη από φωτιά ξύλου
Με σκέψεις από αστραπές ζεστασιάς
Με κορμί από κλεψύδρα
Η γυναίκα μου με κορμί ενυδρίδας ανάμεσα στα δόντια μιας τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα από κονκάρδα κι από ανθοδέσμη άστρων
του τελευταίου μεγέθους
Με δόντια από αποτυπώματα άσπρων ποντικιών πάνω στην άσπρη
γη
Με γλώσσα από ήλεκτρο και τριμμένο γυαλί
Η γυναίκα μου με γλώσσα από άζυμο άρτο χτυπημένο με μαχαίρι
Με γλώσσα κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια
Με γλώσσα από απίστευτη πέτρα
Η γυναίκα μου με βλεφαρίδες από μπαστούνια παιδικής γραφής
Με φρύδια από άκρα φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους από σχιστόλιθο σκεπής θερμοκηπίου
Κι από αχνό στα τζάμια
Η γυναίκα μου με ώμους από σαμπάνια
Κι από πηγή με κεφάλια δελφινιών κάτω από το γυαλί
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριού από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα από τύχη και από άσσο της καρδιάς
Με δάχτυλα από άχυρο κομμένο
Η γυναίκα μου με μασχάλες από νυφίτσα κι από καρπό οξιάς
Από νύχτα του Αγίου Ιωάννη
Από αμπέλι και φωλιά πουλιών
Με μπράτσα από αφρό θάλασσας κι από υδροφράκτη
Κι από μίγμα σιταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες από αδράχτι
Με κινήσεις ωρολογοποιείου και απόγνωσης
Η γυναίκα μου με λαγόνια από εντεριώνη ακταίας
Η γυναίκα μου με πόδια από αρχικά
Με πόδια από δεσμίδες κλειδιών με πόδια καλαφάτηδων που
πίνουν
Η γυναίκα μου με αυχένα από ακαθάριστο κριθάρι
Η γυναίκα μου με λαιμό από ρεματιά χρυσού
Από συναντήσεις στο κρεβάτι ακόμα και του χείμαρρου
Στα στήθη της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθη από θαλασσινές ποντικότρυπες
Η γυναίκα μου με στήθη από χοάνες ρουμπινιών
Με στήθη από φάντασμα τριαντάφυλλου κάτω από τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά από ξεδιπλώματα βεντάλιας μέρας
Με κοιλιά από γιγάντια νύχια όρνιων
Η γυναίκα μου με πλάτη από πουλιά που φεύγουν κατακόρυφα
Με πλάτη από υδράργυρο
Με πλάτη από φως
Με αυχένα από κυλισμένη πέτρα κι από μουλιασμένη κιμωλία
Κι από πτώση ενός ποτηριού που μόλις ήπιαμε απ΄ αυτό
Η γυναίκα μου με γοφούς από ακάτια
Με γοφούς από λούστρο κι από πέννες σάρκας
Κι από κοτσάνια φτερών άσπρου παγονιού
Από ανεπαίσθητη ισορροπία
Η γυναίκα μου με γλουτούς από ψαμμόλιθο κι αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς από πλάτη κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς από άνοιξη
Με εφηβαίο από σπαθόχορτο
Η γυναίκα μου με εφηβαίο από χρυσοφόρο στρώμα γης κι από
ορνιθόρυγχο
Η γυναίκα μου με εφηβαίο από άλγη και αρχαία κουφέτα
Η γυναίκα μου με εφηβαίο από καθρέφτη
Η γυναίκα μου με μάτια γεμάτα δάκρυα
Με μάτια από πανοπλία βιολετιά κι από μαγνητική βελόνη
Η γυναίκα μου με μάτια από σαβάνα
Η γυναίκα μου με μάτια από νερό που πίνουν οι φυλακισμένοι
Η γυναίκα μου με μάτια από ξύλο πάντα κάτω απ’ το τσεκούρι
Με μάτια στη στάθμη του νερού στη στάθμη του αέρα της γης και
της φωτιάς.
100.2. ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΣΑΝ ΡΟΜΑΝΟ
Η ποίηση γίνεται μέσα σ’ ένα κρεβάτι όπως ο έρωτας
Τα ξεστρωμένα σεντόνια είναι η αυγή των πραγμάτων
Η ποίηση γίνεται στα δάση
Έχει το διάστημα που χρειάζεται
Όχι αυτό αλλά το άλλο που ετοιμάζουν
Το μάτι του γερακιού
Η δροσιά πάνω σε μια ίππουρη (1)
Η θύμηση μιας μπουκάλας Traminer στην άχνα ενός ασημένιου
δίσκου
Μια ψηλή βέργα τουρμαλίνης στη θάλασσα (2)
Κι ο δρόμος της νοερής περιπέτειας
Που υψώνεται απότομα
Μια στάση κι αμέσως περιπλέκεται
Αυτό δεν το φωνάζουν στις στέγες
Είναι απρέπεια ν΄ αφήνεις την πόρτα ανοιχτή
Ή να καλείς μάρτυρες
Τα κοπάδια των ψαριών τους φράχτες με μελισσοφάγους
Τις ράγιες στην είσοδο ενός μεγάλου σταθμού
Τις ανταύγειες στις δύο όχθες
Τ’ αυλάκια μέσα στο ψωμί
Τις φυσαλίδες του ρυακιού
Τις μέρες του ημερολόγιου
Το σπαθόχορτο
Η ερωτική πράξη και η πράξη της ποίησης
Είναι ασυμβίβαστες
Με την ανάγνωση εφημερίδας με δυνατή φωνή
Η κατεύθυνση της αχτίνας του ήλιου
Η μπλε λάμψη που συνδέει τα χτυπήματα του τσεκουριού του
υλοτόμου
Ο σπάγκος του χαρταετού σε σχήμα καρδιάς ή ψαροκάλαθου
Το ρυθμικό χτύπημα της ουράς των καστόρων
Η ταχύτητα της αστραπής
Το ρίξιμο κουφέτων από ψηλά παλιά σκαλοπάτια
Η χιονοστιβάδα
Η αίθουσα των θέλγητρων
Όχι κύριοι δεν είναι η όγδοη Αίθουσα
Ούτε οι ατμοί ενός θαλάμου μια Κυριακή το βράδυ
Οι φιγούρες του χορού εκτελεσμένες με διαφάνεια πάνω απ’ τα έλη
Ο προσδιορισμός πάνω στον τοίχο ενός γυναικείου σώματος στο
ρίξιμο μαχαιριών
Τα διάφανα δαχτυλίδια του καπνού
Οι μπούκλες των μαλλιών σου
Η καμπύλη των σφουγγαριών των Φιλιπίννων
Τα κορδόνια του κοράλλινου φιδιού
Η είσοδος του κισσού στα ερείπια
Έχει όλο τον καιρό μπροστά της
Το ποιητικό αγκάλιασμα όπως η περίπτυξη της σάρκας
Όσο διαρκεί
Εμποδίζει κάθε φυγή στη δυστυχία του κόσμου.
(1) Ίππουρη: Θύσανος από τρίχες της ουράς του αλόγου που αποτελούσε το έμβλημα της εξουσίας των Τούρκων πασάδων.
(2) Τουρμαλίνη: Φυσικό ορυκτό πυριτικό άλας του αλουμινίου και του βορίου.
101. ANTONIN ARTAUD, 1896 – 1948.
Αντονέν Αρτώ.
101.1. ΜΑΥΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Μαύρε ποιητή, ένα στήθος παρθένας
Σε παρενοχλεί
Ποιητή ερεθισμένε, η ζωή βράζει
Κι η πόλη καίει
Κι ο ήλιος αναρροφιέται μέσα στη βροχή
Η πένα ξύνει την καρδιά της ζωής.
Δάσος, δάσος, τα μάτια γεμίζουν
Στα πολλαπλασιασμένα αετώματα.
Μαλλιά από θύελλα, οι ποιητές
Ιππεύουν άλογα, σκύλους.
Τα μάτια μανιάζουν, οι γλώσσες γυρίζουν
Ο ουρανός εισρέει μέσα στα ρουθούνια
Σαν γάλα θρεπτικό και γαλανό
Είμαι κρεμασμένος από τα στόματά σας
Γυναίκες, σκληρές καρδιές από ξύδι.
101.2. Η ΝΥΧΤΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙ
Μέσα στους ασκούς από φουσκωμένο πανί
Όπου αναπνέει ολόκληρη η νύχτα
Ο ποιητής νιώθει τα μαλλιά του
Να μεγαλώνουν και να πολλαπλασιάζονται.
Σ΄ όλα τα εμπορικά γραφεία της γης
Ανεβαίνουν ξεριζωμένα ποτήρια
Ο ποιητής νιώθει τη σκέψη του
Και το φύλο του να τον εγκαταλείπει.
Γιατί εδώ η ζωή είναι σε δίκη
Κι η κοιλιά της σκέψης.
Τα μπουκάλια χτυπάνε τα κρανία
Της εναέριας συνέλευσης.
Το ρήμα σπρώχνω του ύπνου
Σαν ένα λουλούδι ή σαν γυαλί
Γεμάτο σχήματα και αναθυμιάσεις.
Το γυαλί κι η κοιλιά συγκρούονται
Η ζωή είναι καθαρή
Μέσα στα υαλοποιημένα κρανία.
Ο φλογερός άρειος πάγος
Μαζεύεται γύρω από το πράσινο χαλί
Το κενό γυρίζει
Η ζωή διασχίζει τη σκέψη
Του ποιητή με τα πυκνά μαλλιά.
Στο δρόμο υπάρχει μόνο ένα παράθυρο
Τα χαρτιά χτυπάνε
Στο παράθυρο η γυναίκα με το αιδοίο
Βάζει την κοιλιά της σε σύσκεψη με κλειστές πόρτες.
102. TRISTAN TZARA, 1896 – 1963.
Τριστάν Τζαρά.
Ρουμάνος.
102.1. Ο ΦΡΕΑΤΩΡΥΧΟΣ ΤΩΝ ΒΛΕΜΜΑΤΩΝ
Οι πόρτες άνοιξαν χωρίς θόρυβο είναι φτερούγες
βαριών χερσότοπων με τεντωμένα μπράτσα
οι σιδερένιες στέπες σφετερίζονται τις διώρυγες
σπαρμένες με οστά καραβανιών που χάθηκαν στο δρόμο
τα τεντωμένα κορμιά των κρεμασμένων δρόμων
καίνε μέσα στο φάρυγγα των παγωμένων όχλων
μέσα στην κοίτη του ποταμού κείτεται ένα πυρρόχρωμο φως
και σχίζει τον αέρα με την πρώρα του γυαλιού
για να ωριμάσουν τα μάτια μέσα στη φυλακή των θαλασσών
να κοιμούνται μέσα στους αριθμούς
τα χαλίκια ανάμεσα στις θρεπτικές ακτίνες
κανένας πόνος δεν δελεάζει τα κύματα των χειλιών
η στενοχώρια έχει προσαράξει στην ακτή άγριων υφασμάτων
και οι κλεψύδρες των σωμάτων του ήλιου
ακινητοποιούν την ώρα και το άροτρο
καπνός
γραμμή
πίκρα
ένα σύννεφο ορμητικών ποταμών γεμίζει το ξερό στόμα
ούτε ο άνθρωπος συναντάει τον άνθρωπο
ούτε το πέτρινο φράγμα κι οι παγετώνες από ανθρώπους
γυμνούς έχουν επισκεφτεί αυτούς τους τόπους είναι φτερούγες
οι πόρτες άνοιξαν χωρίς θόρυβο
κανένας δεν θα φοβηθεί --- μια κραυγή ταράζει το μαλλί την ίδια την
ύπαρξη
και τα άσχημα χνάρια των σαλπιγκτών
που διαπερνάν τις καταιγίδες είναι ακόμη φτερούγες
κάτω απ΄ τα λέπια των ριζών ένας ήλιος για χιλιοστούς γύπες
κυλιέται στη λάσπη
αντηχούν αστραπές μέσα στην κούραση των νερών.
102.2. Από τον ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟ
...........................
κι η κουκουβάγια να προχωράει κι η νύχτα να πλέκει κοτσίδες
κι η νύχτα να προχωράει στο πόδι του έλους
κι ο βράχος πλεγμένος κοτσίδες από κουκουβάγιες να στήνει τη σκηνή
του
να ‘ρθει το κρύο να σκεπάσει με γυμνούς βόες την ειρήνη του
περιστεριού
εκεί ψηλά όπου όλα δεν είναι παρά πέτρα
όπου η χλόη σκληραίνει όπου τα δάχτυλα ξεραίνονται
όπου ο ερωδιός φοβάται το κύμα όπου ο ίσκιος του πέφτει σα
χαλάζι
όπου τα κοσμήματα πέφτουν και τα χείλια του παγετώνα τρέμουν
όπου το έμβρυο σκάβει την κοσμηματοθήκη σε μια λάμπα γνάθο
όπου η ανάμνηση τινάζει τον άνεμο των νικών πάνω στο
κατάστρωμα
όπου συντρίβουμε την πλευρά περίβλημα του χρόνου
όπου η ακοή λυγίζει από ανατολή αλλοτινού καιρού και μοίρας
πάνω στις επωασμένες ματαιότητες των κρυσταλλικών αποστάσεων
εκεί ψηλά όλα δεν είναι παρά πέτρα επ’ αόριστο
και μέσα στο διυλιστήριο των παιχνιδιών όπου χύνουμε δάκρυα κι
εκεί ψηλά όλα δεν είναι παρά πέτρα
ο συναγερμός που ηχεί μια μόνο φορά ηχεί βγαλμένος ψηλά από
ένα δάκρυ με σχοινιά
κρεμασμένο στο φάρυγγα φτύμα του αργού άνεμου για να μη
μπορεί να κοιμηθεί
βασανισμένο από τον ήλιο εξετασμένο από ήλιους και βαρύ πάνω
στη θάλασσα.
..........................................
εκκενώνομαι μπροστά σας αναποδογυρισμένη τσέπη
έχω εγκαταλείψει στη θλίψη μου τον πόθο να αποκρυπτογραφήσω
τα μυστήρια
ζω μαζί τους προσαρμόζομαι στην κλειδαριά τους
σκουριασμένο εργαλείο γλυκιά φωνή των φαινομένων σταθερής
έκπληξης
δελεαστικά μυστήρια σημάδια θανάτου ο θάνατος ανάμεσά μας
μες στις αποθήκες με χαμόγελα ξανθοκοκκινισμένα με το χρόνο
μέσα στις αίθουσες συναυλιών το κυπαρίσσι μεγαλώνει
ενεδρεύοντας
πολύτιμη εφηβεία που κανείς δεν μπόρεσε να σου πει ούτε να σου
δείξει
όπου άνθρωποι που κρύβουν τις οικιακές φροντίδες τους
περιφέρουν χοντρά δάχτυλα ανάμεσα σε χλωρίδα επιγραφών
γύρω από έρωτες με θλιβερές απερισκεψίες που παριστάνουν τις
επαναστάσεις
στον κουρέα αφήνεις να πέσει το ακίνητο κεφάλι και το χιόνι
που βγαίνει από το καθημερινό σάβανο προσέχεις τα χέρια του
μυαλού
να μην αγγίξουν την πηχτή μάζα του εφιάλτη
μέσα στα στάδια όπου επίπονες περιποιήσεις οδηγούν τη ραγδαία
βροχή που προκαλεί αναταραχή
στους κηπουρούς όπου μέσα στη λάσπη και τα ερείπια
διαπλάθεται ο δυσανάγνωστος ήλιος
που βγήκε από επιτάφιες πλέξεις μαζί με τις εποχές και τις
μεγάλες τόλμες τους.
103. LOUIS ARAGON, 1897 – 1985.
Λουί Αραγκόν.
103.1. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΠΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΞΙΦΟΥΣ
Οι ιππότες της λαίλαπας μπλέκουν στα παραθυρόφυλλα των
εργαστηρίων
Ανατρέπουν τα κουτιά του γάλακτος σαν ανόητοι κορυδαλλοί
Γυρίζουν γύρω από κεφάλια
Πηγαίνουν νοσταλγικά να στηριχθούν στη μουσάτη μπάλα των
κομμωτών
Ιππότες της λαίλαπας
Τι κάνατε τα γάντια σας
Στην τύχη των στρατοπέδων που κλονίζουν
Ανεβαίνουν ανάμεσα από σπίτια
Πάνω κάτω πάνω κάτω
Στενάζουν στους τροχούς των αμαξιών
Στενάζουν στους φεγγίτες
Ιππότες της λαίλαπας
Πού τέλος πάντων βάλατε τα γάντια σας
Ο ένας απομακρύνεται ο άλλος πλησιάζει
Είναι δυο το βλέπω καλά
Ο ένας απομακρύνεται είναι ο Άγιος Σεβαστιανός
Ο άλλος πλησιάζει είναι ειδωλολάτρης
Ιππότες της λαίλαπας
Είστε πολύ ραδιούργοι
Ο Άγιος Σεβαστιανός ξεριζώνει λίγο τις σάρκες του
Ο ειδωλολάτρης τις μαζεύει και τις γλείφει
Ο Άγιος Σεβαστιανός κρατάει την ώρα στον καρπό του
Η ώρα τρεις και δέκα
Ιππότες της λαίλαπας
Πού πού πού βάλατε τα γάντια σας
Χου χου στις καπνοδόχους
Η ώρα τρεις και έντεκα ως τώρα
Δεν υπάρχει πια μετρό από καιρό
Τι πάτε να ψάξετε στα υπόγεια
Ιππότες της λαίλαπας
Θα έχετε χάσει τα γάντια σας
Εδώ έβαλα τη γραβάτα μου
Μου απαντάει ο Άγιος Σεβαστιανός
Ο ειδωλολάτρης ο ειδωλολάτρης δεν λέει τίποτε
Μοιάζει σαν να έχει χάσει τη γραβάτα του στο λόγο μου
Ιππότες της λαίλαπας
Στον υπόνομο πάνε τα γάντια σας
Ο ένας κοιτάζει το παρόν
Ο άλλος έχει αναμνήσεις μες στ’ αυτιά του
Ο ένας φεύγει πετώντας ο άλλος πεθαίνει
Η νύχτα ανοίγει και δείχνει τις γάμπες της
Ιππότες της λαίλαπας
Αλλόκοτοι ιππότες.
80. ANNA DE NOAILLES, 1876 – 1933.
Άννα ντε Νοάιγ.
80.1. ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Φύση με τη βαθιά καρδιά όπου οι ουρανοί ακουμπάνε.
Κανένας δεν αγάπησε όπως εγώ με ορμή
Το φως της μέρας, τα γλυκά πράγματα που μεθάνε
Τη γη και το λαμπρό νερό όπου βλασταίνει η ζωή.
Τα δάση, οι λίμνες κι οι εύφοροι κάμποι βαθιά μ’ αγγίζουν
Πιο δυνατά κι απ’ όλων των ανθρώπων τις ματιές.
Στηρίχθηκα στις ομορφιές που όλη τη γη στολίζουν
Και μες στα χέρια κράτησα των τόπων τις οσμές.
Σαν στέμματα ήλιους λαμπερούς στη ζωή μου έχω φορέσει
Στο μέτωπο υπερήφανη μα πάντα ταπεινή.
Στου φθινοπώρου τις δουλειές παιχνίδισα με ζέση
Κι έκλαψα στων καλοκαιριών τα μπράτσα από ηδονή.
Φύση, σε σένα ήρθα χωρίς φόβο και σωφροσύνη
Προσφέροντας την κρίση μου για όλα, καλά ή κακά,
Έχοντας για όλες τις χαρές και όλα όσα η θλίψη δίνει
Τη βίαια ψυχή σου τη σκληρή στων ζώων την πονηριά.
Σαν άνθος ανοιχτό όπου εκεί μέλισσες κατοικούνε
Σκορπάει η ζωή μου αρώματα και ψαλμωδίες γλυκά,
Κι είναι η καρδιά μου η πρωινή σαν κάνιστρο όπου ανθούνε
Κισσοί και κλώνια ελεύθερα, για σένα προσφορά.
Υποταγμένη, σαν νερά που δέντρα καθρεφτίζουν,
Γνώρισα πόθους, που έκαιγαν στα ωραία σου δειλινά,
Και των ανθρώπων τις καρδιές και των κτηνών γεμίζουν
Όμορφη ζωτικότητα και θεία παραφορά.
Στα μπράτσα τώρα σε κρατώ, Φύση, πάντα ανθισμένη.
Κάποτε θα γεμίσουνε τα μάτια μου με σκιά
Και θα βρεθώ στη χώρα αυτή την πάντα ερημωμένη
Πήδα πάνω από το φράχτη, τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί, πήδα πάνω από το φράχτη. Έχει φύγει τώρα πια!
75. CHARLES PÉGUY, 1873 – 1914.
Σ΄αρλ Πεγκύ.
75.1. Η ΦΑΤΝΗ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ
Της στέγης τα στηρίγματα φτιάχνανε μιαν αψίδα,
Οι αχτίνες του ήλιου λούζανε τη γη την ξανθωπή,
Όλα ήταν τότε καθαρά, κι αυτός, του κόσμου ελπίδα,
Ήταν ένα μικρό παιδί σε μια γωνιά φτωχή.
Ο ήλιος πέρναγε λαμπρός μέσα απ’ τις χαραμάδες
Και μες στα ζώα που το ‘κρυβαν φώτιζε ένα παιδί.
Από μια πόρτα φτωχική περνούσαν του ήλιου οι δάδες
Κι εκεί μια φάτνη φώτιζαν κι άλλες πολλές μαζί.
Το φρόντιζαν οι γάιδαροι και τα μεγάλα βόδια
Και το παιδί αναπαύονταν στο φως το καθαρό.
Κι ανάμεσα στης φωτεινής κάμαρας τ΄ άλλα εφόδια
Το βλέμμα του είχε κάτι νέο κι απίστευτα λαμπρό.
Ο άνεμος που από ανοίγματα τεράστια φυσούσε
Πάγωσε το μικρό παιδί που είχε ξεσκεπαστεί
Ο άνεμος που ασυγκράτητος μες στην καλύβα ορμούσε
Εκεί τη φάτνη πάγωσε κι άλλες πολλές μαζί.
Και το παιδί κοιμότανε με τη γροθιά σφιγμένη
Καθώς οι δυο υπηρέτες του με ρύγχος μαλλιαρό
Αυτοί οι σωματοφύλακες και μάρτυρες ταγμένοι
Με τις ανάσες ζέσταιναν το θείο αυτό μωρό.
Κάτω απ’ τις δυο μουσούδες τους τ’ αγνό μωρό κοιμόταν
Σαν ένα βασιλόπουλο και γύρω του οι τροφοί
Κι όλα του τα καμώματα εκεί που λικνιζόταν
Γαληνεμένα ηχούσανε μέσα στη φάτνη αυτή.
Ο γάιδαρος δεν ήξερε το δρόμο με τα βάγια
Που θα ‘φερνε στην Ιερουσαλήμ κάποτε το παιδί,
Ανάμεσα σε λαό πολύ τη μέρα αυτή την άγια.
Που φανερώθηκε ο Ιησούς στης Βηθλεέμ τη γη.
75.2. ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΖΑΝ ΝΤ’ ΑΡΚ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ
I ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΖ
Μεζ, γεια σου, αγαπημένε μου των παιδικών μου χρόνων, (1)
Που μες στους κάμπους κατοικείς κι ως κάτω εκεί κυλάς,
Μεζ, γεια σου, πια ετοιμάζομαι τώρα ν’ αναχωρήσω
Σε τόπους νέους που εσύ ποτέ σ’ εκείνους δεν θα πας.
Να με που φεύγω για να πάω σε τόπους τώρα νέους
Μάχες θα δώσω και πολλά ποτάμια θα διαβώ,
Φεύγω για νέες προσπάθειες κι αγώνες που προσμένουν
Σε νέα καθήκοντα σκληρά πρέπει ν’ αποκριθώ.
Κι εσύ όλο αυτό το διάστημα, Μεζ, ξένοιαστε, καλέ μου,
Πάντα θα τρέχεις φεύγοντας, διαβάτης τακτικός,
Στον κάμπο τον καλότυχο χόρτα ζωηρά γεμάτο,
Ω Μεζ, εσύ ανεξάντλητε που μου είσαι αγαπητός.
Στην όμορφη τη λαγκαδιά έτσι θα τρέχεις πάντα
Κι όπου κυλούσες μέχρι χθες ίδια αύριο θα περνάς
Και δε θα ξέρεις τίποτε γι’ αυτή τη βοσκοπούλα
Που με τα χέρια φτιάχνοντας διασκέδαζε, μικρούλα,
Ρηχά ποτάμια μες στη γη που έσβηναν μονομιάς.
Κι η βοσκοπούλα φεύγοντας πρόβατα πίσω αφήνει
Φεύγει κι η υφάντρα αφήνοντας εδώ τα αδράχτι πίσω
Και να που φεύγω πια κι εγώ απ’ τα όμορφα νερά σου,
Και να που πια το πατρικό σπίτι μακριά θ’ αφήσω.
Μεζ, που δεν ξέρεις τι θα πει ανθρώπινη αγωνία,
Ω Μεζ, αιώνιε και καλέ, για τη μικρή ηλικία,
Εσύ, που του αποχωρισμού τη λύπη δεν την ξέρεις,
Γιατί ποτέ δεν χάνεσαι, διαβαίνεις μοναχά,
Και δεν γνωρίζεις τι θα πει ψέμα κι υποκρισία,
Ω Μεζ, αιώνιε, Ω Μεζ, πολύ σ’ αγάπησα πιστά.
Πότε θα ‘ρθω και πάλι εδώ, πάλι μαλλί να στρίψω,
Πότε τα κύματά σου εμπρός στο σπίτι μου θα δω;
Πότε θα ξανασμίξουμε; Πώς θα ξαναϊδωθούμε;
Μεζ, σε λατρεύω αληθινά, Ω Μεζ, θα σ’ αγαπώ ....
(1) Μεζ (Meuse
): Ποτάμι της Δυτικής Ευρώπης που ξεκινάει από την Ανατολική Γαλλία και διασχίζοντας το Βέλγιο και την Ολλανδία εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα μαζί με τον Ρήνο (ολικό μήκος 890 χιλιόμετρα).
76. ALFRED JARRY, 1873 – 1907.
Αλφρέ Ζαρύ. (1)
76.1. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΟΛΟΚΥΝΘΩΣΗΣ
Πολύ καιρό δούλευα εγώ εβενουργός εργάτης
Οδός Πεδίου του Άρεως, και συνοικία Αγίων Πάντων.
Δούλευε κι η γυναίκα μου, εκείνη ήταν μοδίστρα,
Κι έτσι ποτέ μας έλλειψη δεν είχαμε καμία.
Όταν δεν είχε σύννεφα την Κυριακή προπάντων,
Φοράγαμε τα ρούχα μας τ’ απίστευτα γελοία
Και την απηλιθίωση πηγαίναμε να δούμε
Αφού μια δυο όμορφες στιγμές θέλαμε να χαρούμε.
Δέστε, δέστε πώς γυρίζουν τώρα οι μηχανές,
Δέστε, δέστε πώς πηδάνε του μυαλού οι στροφές
Δέστε, που έχουν οι λεφτάδες ταραχή στο νου
Ζήτω οι παλιοκερατάδες, ζήτω κι ο μπαμπάς Ουμπού.
Τα δυο μικρά αγοράκια μας, γλυκά πασαλειμμένα
Κραδαίνοντας στα χέρια τους χάρτινα παιχνιδάκια
Μαζί μας στο αυτοκίνητο ήτανε καθισμένα
Κι όλοι μαζί πηγαίναμε το θέαμα να δούμε.
Όλοι μαζί χιμούσαμε με άλλους πάνω στο φράχτη,
Και ρίχναμε αρκετές μπουνιές μπροστά για να βρεθούμε.
Εγώ πάνω σ’ ένα σωρό πέτρες πάντα στεκόμουν
Κι έτσι από το αίμα καθαρός μπορούσα και κρατιόμουν.
Δέστε, δέστε πώς γυρίζουν τώρα οι μηχανές,
Δέστε, δέστε πώς πηδάνε του μυαλού οι στροφές
Δέστε, που έχουν οι λεφτάδες ταραχή στο νου
Ζήτω οι παλιοκερατάδες, ζήτω κι ο μπαμπάς Ουμπού.
Άσπροι η γυναίκα μου κι εγώ γίναμε σα γλιστρίδες
Και τα παιδιά μας φώναζαν κι όλοι ποδοκροτούσαν
Βλέποντας πως οι ηθοποιοί μαχαίρια εκεί κρατούσαν
Και τις πληγές και τα πολλά παιχνίδια με βολίδες.
Κι εκεί ένα βουδιστή παπά είδα κοντύτερό μου,
Γέρο μου, το μασούρι σου, τώρα, είπα, το θυμάμαι.
Μ’ έκλεψες κι έτσι εγώ άλλο πια για σένα δε λυπάμαι.
Δέστε, δέστε πώς γυρίζουν τώρα οι μηχανές,
Δέστε, δέστε πώς πηδάνε του μυαλού οι στροφές
Δέστε, που έχουν οι λεφτάδες ταραχή στο νου
Ζήτω οι παλιοκερατάδες, ζήτω κι ο μπαμπάς Ουμπού.
Ένιωσα της γυναίκας μου να τρίβω το μανίκι
Σαν να ‘τανε λουκάνικο, κι είπε «ας σου δείξω κάτι:
Ρίξ’ του στο στόμα ένα χοντρό πακέτο ακαθαρσίες».
Κι οι ηθοποιοί ήταν όλοι εκεί με γυρισμένη πλάτη.
Κι εγώ, όταν το συλλογισμό άκουσα αυτόν, μεγάλη
Δύναμη πήρα και όλο μου το θάρρος βρήκα πάλι:
Πήρα κοπριά και στον Λεφτά έριξα ένα κομμάτι
Που έσκασε σα χαλκομανία στου ηθοποιού το μάτι.
Δέστε, δέστε πώς γυρίζουν τώρα οι μηχανές,
Δέστε, δέστε πώς πηδάνε του μυαλού οι στροφές
Δέστε, που έχουν οι λεφτάδες ταραχή στο νου
Ζήτω οι παλιοκερατάδες, ζήτω κι ο μπαμπάς Ουμπού.
Πήδησα τότε γρήγορα από τον φράχτη πάλι
Και με τον κόσμο σαν τρελοί τρέχαμε μπερδεμένοι
Πρώτος κατάφερα λοιπόν να βάλω το κεφάλι
Στη μαύρη τρύπα από όπου πια πίσω κανείς δε βγαίνει.
Αυτά συμβαίνουνε λοιπόν την Κυριακή όταν πάμε
Της αποκολοκύνθωσης τις τελετές να δούμε
Τρέχοντας όλοι σαν τρελοί παντού λαχανιασμένοι
Ζωντανοί πάμε μα από κει φεύγουμε σκοτωμένοι.
Δέστε, δέστε πώς γυρίζουν τώρα οι μηχανές,
Δέστε, δέστε πώς πηδάνε του μυαλού οι στροφές
Δέστε, που έχουν οι λεφτάδες ταραχή στο νου
Ζήτω οι παλιοκερατάδες, ζήτω κι ο μπαμπάς Ουμπού.
(1) Ο Αλφρέ Ζαρύ είναι ο ιδρυτής της «Παταφυσικής» που ο ίδιος προσδιορίζει ως επιστήμη των φανταστικών λύσεων που συμβιβάζουν συμβολικά, στα βασικά στοιχεία τους, τις ιδιότητες των πραγμάτων που περιγράφονται από την αυτοδυναμία και τη φαινομενικότητά τους. Ο όρος «Παταφυσική» προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις «επί τα μετά τα φυσικά», σημαίνει «αυτά που είναι κοντά σε αυτά που βρίσκονται μετά τα φυσικά» και ουσιαστικά καταλήγει σε δικαίωση της «λογικής όχι μόνο του παραλόγου αλλά και του άνευ λόγου». Οι γνωστότεροι «Παταφυσικοί» μετά απ΄ αυτόν είναι ο Ευγένιος Ιονέσκο (1912 – 1999) και ο Μπορίς Βιάν (1920 -1959).
77. TRISTAN KLINGSOR, 1874 – 1966.
Τριστάν Κλινγκσόρ.
77.1. ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΣ ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ
Ο αξιότιμος καθηγητής με ημίψηλο
Καπέλο από λαγού δέρμα φτιαγμένο,
Φορά ένα πανωφόρι εκεί κατάμαυρο
Στο πίσω μέρος ελαφρά φθαρμένο.
Ο αξιότιμος καθηγητής στον πράσινο
Πάγκο του Αγγλικού κήπου καθισμένος,
Τρίβει τα μαύρα απ’ το μελάνι δάχτυλα
Στο ριγωτό γιλέκο του το φαγωμένο.
Το βράδυ αυτό το θλιβερό φθινόπωρο
Τ’ αραιά τα φύλλα να μαραίνει αρχίζει.
Ο αξιότιμος καθηγητής να πέφτουνε
Τα βλέπει κι όνειρα μονάχος χτίζει.
Ο αξιότιμος καθηγητής ολόχρυσα
Γυαλιά φοράει στη μύτη τη μεγάλη,
Κι έχει ασημένια στα μαλλιά του νήματα,
Κι η κόμη του πολύχρωμη προβάλλει.
Ωστόσο νέος παλιότερα ήταν σίγουρα
Με ρόδινη όψη και χαμόγελο στα χείλη,
Μα ο αξιότιμος καθηγητής τώρα ονειρεύεται
Μέσα στο αχνό του φθινοπώρου δείλι.
Μόνος στοχάζεται την οικονόμο του
Που χρώμα πασχαλιάς έχει ανθισμένο,
Κι ο αξιότιμος καθηγητής στο μέτωπο
Το χέρι του ακουμπάει το κουρασμένο.
Κάποιος περνώντας βγάζει το μαντήλι του,
Μια μελωδία παλιά στο πιάνο αναστενάζει
Στο βάθος κλαίει του γέρου κήπου ο πίδακας
Κι ο αξιότιμος καθηγητής ρεμβάζει.
77.2. Η ΣΚΟΝΗ
Χαλίφης ή φτωχός της Ασίας,
Τι ήμουνα πριν από χίλια χρόνια,
Ή τόσα πάνω κάτω;
Γονατισμένος ζητιάνος ανάμεσα στους ζητιάνους
ή άρχοντας με μεταξένιο σαρίκι που τους παρατηρούσε;
Τι σημασία έχει; Το πιο εκλεκτό ρόδο
Δεν ήταν ίδιο για τον ένα και για τον άλλο;
Και όμοιο με τη γεύση των σύκων του Ισπαχάν, (1)
Και όμοιο με το ομορφότερο ποίημα
Του Καγιάμ και του Χαφίζ, (2) (3)
Όπως και με το ολόλαμπρο γαλάζιο
Του στερεώματος;
Όταν σηκωθεί λίγη σκόνη,
Έρμαιο της αύρας μες στο δρόμο,
Ποιος μπορεί ν’ αμφιβάλλει τότε
Πως περνάει ένας πρίγκιπας του παλιού καιρού;
(1) Ισπαχάν (Ispahan ή Isfahan): Πόλη του Ιράν με πληθυσμό 430.000 κατοίκους.
(2) Καγιάμ (Omar Khayyam 1048 – 1131): Πέρσης ποιητής και αστρονόμος.
(3) Χαφίζ (Hafiz
1320 – 1391): Πέρσης ποιητής.
78. LÉON – PAUL FARGUE, 1876 – 1947.
Λεόν – Πωλ Φαργκ.
78.1. ΕΝΑ ΜΟΝΟ ΠΛΑΣΜΑ ΣΑΣ ΛΕΙΠΕΙ
Ένα μόνο πλάσμα σας λείπει
Κι όλα έχουν ερημώσει ....
..... Από τότε, υπάρχει πάντα, κρεμασμένο στο μέτωπό μου με κάνει να πονάω,
Ξεπλυμένο, ξεραμένο από το μπαρούτι κι ξινισμένο, σαν ιστός αράχνης που κρέμεται σε μια σπηλιά,
Ένα πέπλο από δάκρυα έτοιμα πάντα να πέσουν στα μάτια μου.
Δεν τολμώ πια να κουνήσω το μάγουλο: Κι η πιο μικρή ανακλαστική κίνηση, η πιο μικρή σύσπαση των μυών
Τελειώνει σε δάκρυα.
Αν ξεχάσω για μια στιγμή τον πόνο μου,
Ξαφνικά, στη μέση μιας λεωφόρου, μέσα στο φύσημα των δέντρων,
Μέσα στον όχλο των δρόμων, μέσα στην αγωνία των σταθμών,
Στην αγκαλιά ενός γέρου φίλου που μιλάει με ηρεμία
Ή μέσα σ’ ένα μακρινό παράπονο,
Στο κάλεσμα μιας σφυρίχτρας που διασκορπίζει το κρύο κάτω απ’ τα υπόστεγα,
Ή μέσα σε μια οσμή μαγειρείου, ένα βράδυ
Που θυμίζει μια σιωπή αλλοτινού καιρού στο τραπέζι ....
Φερμένη από το μικρότερο πράγμα
Ή αγγιγμένη σαν από ένα ξερό χτύπημα του δάχτυλου του Θεού πάνω στη στάχτη μου,
Σηκώνεται! Και ξιφουλκεί! Και με διαπερνά μ’ ένα χτύπημα θανάσιμο που βγήκε απ’ την αόρατη μάχη,
Τόσο δυνατό που η καταστροφή διασχίζει τη σήραγγα!
Τόσο βαρύ που η λεπίδα του βυθού διαπλάθεται με μια θάλασσα έκθετη,
Τόσο ψηλό που το ηφαίστειο ρίχνει την καρδιά του στ’ αστέρια.
Θα σε άφηνα λοιπόν να φύγεις χωρίς να δώσω τίποτε
Από όλα τα δικά σου που μου έβαλες στην καρδιά!
Σε είχα κουράσει με μένα, και με παράτησες,
Και χρειάστηκε αυτή η νύχτα του καλοκαιριού για να καταλάβω ....
Έλεος! Εγώ που ήθελα .... Δεν ήξερα .... Συγνώμη, γονατίστε, συγνώμη!
Ας καταρρεύσω επιτέλους, φτωχός σωρός από κόκαλα που σωριάζεται, Ω φτωχό σακί εργαλείων των οποίων η ζωή βγαίνει από την αμηχανία, μ’ ένα χτύπημα του ώμου, σε μια γωνιά ....
Α! Σας βλέπω αγαπημένοι μου. Πατέρα, σε βλέπω. Θα σε βλέπω πάντα απλωμένο στο κρεβάτι σου.
Δίκαιο και καθαρό μπροστά στον Κύριό μου, όπως στα χρόνια της νιότης σου.
Σοφό σαν βάρκα δεμένη στο λιμάνι, με πανιά μαζεμένα και φανάρια σβηστά.
Με το μυστήριο χαμόγελό σου, συγκρατημένο, για πάντα προσηλωμένο, περήφανο για το μυστικό σου, απαλλαγμένο από κάθε μόχθο,
Βασανισμένο από όλα τα χέρια φώτων ίσιων και σκληρών μες στο καταμεσήμερο.
Ζαλισμένο από τη μυρωδιά του μάρτυρα των λαμπάδων,
Με τα λουλούδια που είχαμε κόψει για σένα στην ταράτσα.
Ενώ ένα τραγούδι φτώχιας έκλαιγε πάνω απ’ τη στέγη των εργαστηρίων μέσα σε μια αυλή,
Ο θόρυβος βιαστικών βημάτων συγκρουόταν και διαψευδόταν από όλα τα μέρη
Και τα τύμπανα του Θανάτου άνοιγαν κι έκλειναν τις πόρτες!
...............................................................................
78.2. ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ
Έλεγε: Ότι δεν είχε χρόνο, ότι είχε το αυτοκίνητό του στην πόρτα, μια κυλιόμενη κουζίνα γεμάτη από όλη την ημέρα του, από τη νύχτα του που κλωσούσε αυγά αιματοβαμμένα, τις μεγαλόψυχες κυρίες κατακτημένες την ώρα που έτρωγαν νέγρικα πιάτα, την στερεοποίηση της κόλασης μέσα στις αλυκές της μέρας, τη σιωπή του γέρικου σπιτιού που ακόμα κοιμόταν και ξαναβρισκόταν κάθε πρωί, το ρόγχο του θυρωρού μέσα στο σπιτάκι του, το αναπήδημα ενός ξυπνητηριού πίσω από ξένη πόρτα. Η κάμαρά του ανοιχτή, το κιγκλίδωμα του παραθύρου απ’ όπου λείπει μια περσίδα, η ζωή του κήπου που αρχίζει, και η τραχηλιά της μέρας και τα περιδέραια των πουλιών κατεβαίνουν στο κρεβάτι του. Τα μπουκάλια των γαλατάδων κουδουνίζουν στα σκαλοπάτια, η γη βγαίνει από το κουκούλι της, τα ρολόγια έχουν ξεχειλίσει, οι καμπάνες αρχίζουν να γεννάν αυγά, και η οχλοβοή μεγαλώνει μέχρι το μεσημέρι του αμαξιού που φεύγει για δράση, τα παζαρέματα, τα καπνοπωλεία, οι δρόμοι οι διασχισμένοι από αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και οι θλίψεις αναταραγμένες πίσω του.
Μιλούσε ανάμεσα σε φίλους, κάποιους μεσολαβητές με φαρδύ στόμα, βιβλία ακουμπισμένα στη φαρδιά πλευρά τους. Είχε πρόσωπο αναστατωμένο, αναγεννημένο, πρόσωπο εφευρέτη σίγουρου για το έργο του, και σαν δύο βλέμματα το ένα πάνω στο άλλο .... (Του έρχεται να πάει στον πάτο, το ξέρει, οι άλλοι επιπλέουν). Ήταν ένα τραγικός νικημένος από τους κωμικούς, με την εικόνα της ζωής. Στην πραγματικότητα, είχε ζωή δραματική, σπάνια εξιχνιασμένη, όπου έπαιρνε όλα τα βάσανα του κόσμου για να προστατεύσει την αυτοπεποίθησή του και την υγεία του, και όπως είχε καρδιά ζωντανή, αφοσιωνόταν σ’ αυτό αναθεματίζοντας, γελώντας και κλαίγοντας, φέρνοντας την τρυφερότητα όπου έπρεπε, ασκώντας όσο καλύτερα μπορούσε το επάγγελμα του ανθρώπου. Αυτή η ζωή των πολλαπλών σχεδίων έδινε στο πρόσωπό του μια έκφραση από τις λιγότερο ήσυχες, αλλά είχαμε εμπιστοσύνη στο ποίημά του: «Αυτό είναι. Βρήκα τον οργασμό του ανθρώπου στη γη. Μάζεψα στο κέντρο τα υγρά. Αυτή τη διάφανη πέτρα για την οποία μιλήσαμε, γεμάτη από καπνιά και αστραπές δοράτων, όπου δύο ιππικά φαίνονται να έχουν οδηγηθεί στο θάνατο, θα την κάνω να ζήσει. (Ένα βράδυ, σε μια πυρά, είδα να κινείται η σαλαμάντρα. Σας το έχω πει). Είχα ρυθμίσει το σιρόπι της φωτιάς, το νερό χτυπημένο από κεραυνό και γεμάτο από περιδέραια παράξενα, τη δροσιά που μπορούμε να λαξεύσουμε σε μικρά πετράδια, τις περιστάσεις όπου η ύλη δεν είναι πια ύλη. Χτες βρήκα τις διατηρημένες ζώνες, τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, τα νευρικά σημεία των πεζοδρομίων, τις σταθεροποιημένες γήινες μεταστάσεις, τα βάθη των αισθητών ορυκτών αγκινάρων. Για την ώρα, είμαι κύριος των μετασχηματισμών της δύναμης σε ύλη και το αντίστροφο .... Ζούσε σ’ αυτή τη βιοδυναμική, το ξέραμε καλά, όπως η φωτιά στα σιδηρουργεία.
79. MAX JACOB, 1876 – 1944.
Μαξ Ζ΄ακόμπ.
79.1. ΜΙΜΗΣΗ
Είδατε το κορίτσι με τα γαλάζια ανθάκια
Που δίχως να το θέλει μ’ αγαπά;
Είδατε το κουνέλι με τα ξανθά του αυτάκια
Που μες στο εστιατόριο μου βοσκά;
Είδατε τον τσιμπλιάρη τον γέρο τον καημένο
Που όχι λέει χωρίς γνώση καμιά;
Είδατε την παρθένα σε χρόνο ευτυχισμένο
Στην ερημιά να κάνει διαφορά;
Είδατε το ζητιάνο που κι άλλο έχει φτωχύνει
Και που ήθελε να ξέρει πιο πολλά;
Είδατε τον πανούργο που δόλιος έχει γίνει
Να ρίχνει βαρελότα και σιδερικά;
Είδατε αυτόν που θέση μεγάλη έχει αποκτήσει
Γνώση από τον σοφό ν’ αναζητά;
Έχετε μήπως όλοι τ’ αυγά καταβροχθίσει
Που η κότα μου η μαυριδερή γεννά;
79.2. ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ
Οι ανανάδες άφθονοι κι οι φτέρες μας δεχτήκαν
Και πλάι στα ιπεκακουανχά οι αντιλόπες φοβηθήκαν. (1)
Ο μοναχός παράτησε τότε τη ζωγραφιά του
Και το καράβι παρακεί δίπλωνε τα πανιά του.
Κάτω απ’ τη σκιά εκατό σκηνών που την πλαγιά κοσμούσε
Εργάζονταν οι μοναχές και μια απ’ αυτές θρηνούσε
Γιατί κάτι που διάβασε την είχε εκεί λυπήσει
Κι ένας μοναχός άσωτος είχε βαριά μεθύσει.
Συχώρεση ζητήσαμε γι’ αυτή την αμαρτία
Και με των δέντρων τα κλαδιά σύραμε τόνους ψάρι
Κι οι μοναχοί έπλεκαν εκεί καθένας μια άσπρη υδρία.
Ένας δραπέτης μόνος του που απ’ το κυνήγι ζούσε
Γιατρεύτηκε από τις πληγές με του Θεού τη χάρη
Κι έγινε όσιος κι άγιος κι ο κόσμος τον τιμούσε.
Να γλείφουνε τα πόδια τους ανάγκαζε τ’ αγρίμια
Κι απ’ τα πουλιά στον ουρανό κι από τα ζώα ζητούσε
Να φέρνουν τα χρειαζούμενα κι όλοι να ζούνε τίμια.
(1) Ιπεκακουανχά (Ipecacuanha): Φυτό της Αμερικής που οι ρίζες του χρησιμοποιούνται για παρασκευή καθαρτικού για τη δυσεντερία.
74. PAUL FORT, 1872 – 1960.
Πωλ Φορ.
74.1. ΣΥΡΤΟΣ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Αν όλα τα κορίτσια του κόσμου θέλανε να δώσουνε τα χέρια, θα μπορούσαν να χορέψουν συρτό γύρω απ’ τη θάλασσα.
Αν όλα τ’ αγόρια του κόσμου θέλανε να είναι ναύτες, θα έκαναν με τις βάρκες τους μια ωραία γέφυρα πάνω στο κύμα.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να χορέψουμε ένα συρτό γύρω απ’ τον κόσμο, αν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου θέλανε να δώσουνε τα χέρια.
74.2. Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΩΠΟΣ
Η θάλασσα λάμπει πάνω από το φράχτη, η θάλασσα λάμπει σαν κοχύλι. Θα ΄θελα να την ψαρέψω. Ο ουρανός είναι χαρωπός, είναι Μάης πολύ γλυκός.
Είναι γλυκιά η θάλασσα πάνω απ’ το φράχτη, είναι γλυκιά σαν χέρι παιδιού. Θα ‘θελα να τη χαϊδέψω. Ο ουρανός είναι χαρωπός, είναι Μάης πολύ γλυκός.
Στα ζωηρά χέρια της αύρας ζούνε και λάμπουν οι βελόνες που ράβουνε τη θάλασσα με το φράχτη. Ο ουρανός είναι χαρωπός, είναι Μάης πολύ γλυκός.
Η θάλασσα δείχνει πάνω απ’ το φράχτη τα επιπόλαια κύματά της. Μικρά καράβια θα ταξιδέψουν. Ο ουρανός είναι χαρωπός, είναι Μάης πολύ γλυκός.
Ο φράχτης είναι το βάθος, με τα χρυσά σκαθάρια. Οι φάλαινες είναι πιο άσχημες. Ο ουρανός είναι χαρωπός, είναι Μάης πολύ γλυκός.
Τόσο γλυκιά σαν δάκρυ πάνω στο μάγουλο, η θάλασσα είναι δάκρυ πάνω στο φράχτη που ήσυχα κατεβαίνει στο λιμάνι. Όμως δεν έχω διάθεση να κλάψω.
---- «Ένα παιδί έπεσε μέσα στο λιμάνι!» ---- «Θάνατος μέσα στη θάλασσα, είναι όμορφος θάνατος». Όμως δεν έχω διάθεση να κλάψω, είναι Μάης πολύ γλυκός.
74.3. Η ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ευτυχία είναι στο λιβάδι. Τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί. Η ευτυχία είναι στο λιβάδι. Τρέξε γρήγορα εκεί. Θα φύγει.
Αν θέλεις να την πιάσεις, τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί. Αν θέλεις να την πιάσεις, τρέξε γρήγορα εκεί. Θα φύγει.
Μέσα στα σέλινα και τη ρίγανη, τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί, μέσα στα σέλινα και τη ρίγανη, τρέξε γρήγορα εκεί. Θα φύγει.
Στα κέρατα του κριαριού, τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί, στα κέρατα του κριαριού, τρέξε γρήγορα εκεί. Θα φύγει.
Στο νερό της πηγής, τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί, στο νερό της πηγής, τρέξε γρήγορα εκεί. Θα φύγει.
Από τη μηλιά στην κερασιά, τρέξε γρήγορα εκεί, τρέξε γρήγορα εκεί, από τη μηλιά στην κερασιά, τρέξε γρήγορα εκεί. Θα φύγει.
Ω! Μέρα μου, είσαι όμορφη, ολόκληρη!
73. PAUL VALÉRY. 1871 – 1945.
Πωλ Βαλερύ.
73.1. ΤΟ ΦΙΛΙΚΟ ΔΑΣΟΣ
Οι δυο μαζί σκεφτόμαστε πράγματα καθαρά
Σε δρόμους μέσα απέραντους αντάμα περπατώντας,
Κι σε λουλούδια ανάμεσα πικρά και σκοτεινά.
Κρατιόμαστε απ’ τα χέρια μας μοναχικοί σιωπώντας
Σαν δυο μνηστήρες μόνοι μας βαδίζαμε πολλή ώρα
Μες στη νυχτιά την πράσινη στων κάμπων τη γαλήνη
Κι εκείνη μοιραζόμαστε τη μαγεμένη οπώρα,
Τη φιλενάδα των τρελών τη φωτεινή σελήνη.
Κι έπειτα εκεί πεθάναμε πάνω στα χόρτα μόνοι,
Σ’ αυτού του δάσους μακριά την ήσυχη σκιά
Που έμοιαζε πως ψιθύριζε μέσα στη σιγαλιά.
Και πάνω εκεί στο αμέτρητο το φως που δεν τελειώνει
Κλαίγοντας απροσδόκητα βρεθήκαμε, καλέ μου,
Της σιωπής συνέταιρε, φίλε κι αγαπητέ μου.
73.2. Η ΠΡΟΣΠΟΙΗΤΑ ΝΕΚΡΗ
Απλά και με ταπείνωση στο αναίσθητο μνημείο
` Το ωραίο σου μαυσωλείο,
Που εγκαταλείψεις και σκιές κι αγάπη ξοδευμένη
Η χάρη σου πλάθει η χαμένη
Πέφτω βαριά και δέρνομαι ωσότου να πεθάνω,
Μα όταν σ΄ αυτή τη χαμηλή την κρύπτη γείρω πάνω
Που με καλεί στον στάχτινο χώρο της ν’ ανασάνω,
Αυτή η προσποιητά νεκρή που παίρνει πάλι πνοή,
Τρέμει τα μάτια ανοίγοντας, με φέγγει, με σπαράζει,
Κι ένα καινούργιο θάνατο πάντα από μένα αρπάζει
Πολυτιμότερο απ’ τη ζωή.
Διασκευή μετάφρασης του Γιώργου Γεραλή
73.3. ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ
Μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον σπεύδε,
Ταν δ’ έμπρακτον άντλει μαχανάν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ (Πυθιονίκαι ΙΙΙ) (1)
Η στέγη αυτή όπου σιωπηλά βαδίζουν περιστέρια,
Στα πεύκα πάλλει ανάμεσα και στα μνημεία μπροστά.
Το μεσημέρι εκεί γοργό ανάβει καντηλέρια
Κι η θάλασσα, Αχ! Η θάλασσα πάντα ξαναρχινά!
Ω ειρωνική ανταπόδοση σε μια μου σκέψη αιθέρια
Που ρίχνεις βλέμμα από μακριά στων θεών την απονιά!
Πόσο οι αστραπές λεπτή δουλειά κατάφωτες φροντίζουν
Χίλια διαμάντια αδιόρατου και κρυσταλλένιου αφρού,
Και τι γαλήνη φαίνεται πως πάντα αιχμαλωτίζουν!
Κι όταν σαν πεντακάθαρα έργα παλιού σκοπού
Του ήλιου οι αχτίδες γαλανές στην άβυσσο καθίζουν
Ο Χρόνος σπινθηροβολεί και το Όνειρο έχει νου.
Σαν θησαυρός στέρεος, ναός στην Αθηνά ταγμένος,
Όγκος γαλήνης, διάφανη ύπαρξη εφεδρική,
Νερό κατσούφικο, Οφθαλμός πάντα συγκρατημένος
Που ύπνο φυλάει κάτω από μια φλόγα νοσταλγική,
Ω! Εσύ σιωπή μου! Στην ψυχή είναι βαθιά κτισμένος
Ο Κολοφώνας ο χρυσός από τη Στέγη αυτή.
Στο Ναό του Χρόνου που λυγμός μόνο ένας συνοψίζει
Σ’ αυτό το καθαρό σημείο έμαθα να περνώ
Και το θαλάσσιο βλέμμα μου πάντα με τριγυρίζει.
Κι όπως προσφέρω υπέρτατη θυσία μου στο Θεό,
Ο ήρεμος σπινθηρισμός παντού ψηλά σκορπίζει
Κυρίαρχη περιφρόνηση στο απέραντο κενό.
Όπως το φρούτο λιώνει από τέρψη ελευθερωμένη
Όπως με απόλαυση γλυκιά αλλάζει τον χαμό
Μες σ’ ένα στόμα όπου η μορφή του φεύγει και πεθαίνει,
Έτσι απ’ το θάνατό μου εγώ την ηδονή ρουφώ,
Κι ο ουρανός για την ψυχή μου ψέλνει τη φθαρμένη,
Των όχθων μες στην ταραχή τον άγριο αφανισμό.
Όμορφε αληθινέ ουρανέ, κοίτα με πώς αλλάζω!
Μετά από τόση αλαζονεία, τόση παραξενιά
Κι αργία γεμάτη δύναμη και τότε πια κοιτάζω
Κι αφήνομαι στη φωτεινή αυτήν απλοχωριά,
Πάνω απ’ τα σπίτια των νεκρών σαν σκιά περιδιαβάζω
Και συνηθίζω στη φρικτή του χώρου σιγαλιά.
Έχοντας στο ηλιοστάσιο τη φλόγα μου αφημένη,
Δικαιοσύνη του φωτός θαυμάσια, σε κρατώ,
Και μ’ όπλα αμείλικτα γερά σ’ έχω μανταλωμένη!
Και πίσω αγνή στην πρωτινή αίγλη σου σ’ απωθώ:
Κοιτάξου! .... Όμως κατάλαβε ότι στο φως σου μένει
Ένας βαθύς ίσκιος μουντός και σκυθρωπός --- εγώ!
Για μένα μόνο και σε μένα, μες στον εαυτό μου,
Σε μια καρδιά στου τραγουδιού τις πρωτινές πηγές,
Ανάμεσα στο τίποτε και στο είναι αιώνιου νόμου,
Προσμένω στον αντίλαλο δυνάμεις μυστικές,
Που μοιάζει στέρνα σκοτεινή ενός πολύβουου δρόμου,
Και φέρνει από αύριο ανύπαρκτα τον ήχο στις ψυχές!
Ξέρεις, απ’ τα φυλλώματα τάχα αιχμαλωτισμένος,
Κόλπε που τρως τ’ αδύνατα αυτά δικτυωτά,
Μες στα κλεισμένα μάτια μου που λάμπει κόσμος ξένος,
Ποιο σώμα στον τεμπέλικο σκοπό του με τραβά,
Ποιος τύραννος σ’ αυτή τη γη με σέρνει παθιασμένος;
Για ό,τι μου λείπει ακούραστη μια σπίθα μεριμνά.
Κλειστός, ιερός, όλος φωτιά χωρίς ύλη καμία,
Γήινο κομμάτι που άφθονα προσφέρθηκε στο φως,
Μ’ αρέσει ο τόπος που είναι στων πυρσών την κυριαρχία,
Φτιαγμένος από μάλαμα, στις πέτρες κεντητός,
Όπου γυαλίζουν μάρμαρα στων σκιών την ηρεμία,
Κι η θάλασσα κοιμάται εκεί όπου πνέει ταφών αχός!
Σκύλα λαμπρή, διώξε όταν δεις ειδωλολάτρες πέρα!
Όταν στο γέλιο ενός βοσκού νιώθω μοναχικά,
Βόσκω μυστήρια πρόβατα ολόκληρη τη μέρα,
Των ήσυχων των τάφων μου κοπάδια άσπρα πολλά,
Τα περιστέρια τρόμαξ’ τα να φύγουν στον αιθέρα,
Σαν άγγελοι περίεργοι κι όνειρα απατηλά!
Αφού ήρθε εδώ το μέλλον πια, στ’ αλήθεια είν’ οκνηρία.
Την ξηρασία το καθαρό έντομο απομυζά,
Καμένα όλα συντρίμματα στην άδολην αιθρία
Και δεν γνωρίζω σε πια ουσία που γύρω όλα σκορπά ....
Η ζωή μοιάζει πελώρια, έξαλλη από απουσία
Το πνεύμα πια είναι διάφανο κι η πίκρα είναι γλυκιά.
Σ΄ αυτό το χώμα βρίσκονται οι νεκροί καλά κρυμμένοι
Που τους ζεσταίνει και ξερό κρατάει το μυστικό.
Μεσημεριάζει χωρίς καν μια κίνηση αγριεμένη
Το μεσημέρι χάνεται στον ίδιο του εαυτό ....
Διάδημα στην κεφαλή την τέλεια στολισμένη
Για σένα είμαι της αλλαγής το αιώνιο ριζικό.
Για να κρατάω τους φόβους σου έχεις μονάχα εμένα!
Οι αμφιβολίες κι οι τύψεις μου κι όλη μου η συμφορά
Του διαμαντιού σου στέρηση είναι άδικα για σένα ....
Όμως μέσα στη νύχτα τους τα μάρμαρα βαριά,
Ένα λαός αδιόρατος, σαν δέντρα ριζωμένα,
Πήρε ήδη την απόφαση για σένα σιγανά.
Λιώσανε μέσα σε βαριά κι απόλυτη απουσία,
Το κόκκινο αργιλόχωμα τον λαό τους έχει πιει,
Το δώρο της ζωής πέρασε στ΄ άνθη όλα και στα βρύα!
Πού είναι όσα λέγαν μυστικά οι δόλιοι αυτοί νεκροί,
Η τέχνη τους και της ψυχής η αθάνατη ευλογία;
Να εκεί των έμβρυων η σειρά που δάκρυα προκαλεί.
Τα γέλια αθώων κοριτσιών όταν τα γαργαλούσαν
Τα μάτια, δόντια, βλέφαρα κλαμένα ή χαρωπά,
Τα στήθη τα μαγευτικά που στη φωτιά σκιρτούσαν
Το αίμα που γυάλιζε έντονα στα χείλια τα ζεστά,
Τα τελευταία τα δώρα τους, τα δάχτυλα απλωμένα,
Όλα τώρα χαθήκανε στη γη μέσα βαθιά!
Κι εσύ, μεγάλη μου ψυχή, σ’ όνειρο ακόμη ελπίζεις
Που χρώματα από ψέματα ίσως δε θα χει πια,
Που το φτιάξες με κύματα και ζωή μ’ αυτό πια χτίζεις;
Όταν θα ‘χεις εξατμιστεί θα τραγουδάς ξανά;
Όλα περνούν! Κι η ύπαρξη εδώ που άσκοπα συνεχίζεις
Φεύγει, κι η άγια ανησυχία κι εκείνη ξεψυχά!
Αθανασία αδύναμη, μαύρη επιχρυσωμένη,
Παρήγορη και ολάνθιστη με δάφνες φοβερά,
Που από το χάρο μητρική αγκαλιά έχεις καμωμένη,
Τ’ όμορφο ψέμα η τη σεπτή και όσια πονηριά!
Ποιος δεν το ξέρει και για ποιον ακόμα είναι χαμένη
Η άδεια τούτη κεφαλή κι η γελαστή καρδιά!
Θαμμένοι πρόγονοι, κι εσείς κεφάλια ερημωμένα,
Κάτω απ’ το χώμα που έριξαν αμέτρητες φτυαριές,
Είσαστε η γη και πάνω εμείς με βήματά χαμένα.
Τα αληθινά σκουλήκια εδώ, που σάρκες τρων ωμές,
Δεν είναι για να τρων εσάς, που ζείτε εκεί θλιμμένα,
Ζουν απ’ τη ζωή κι είναι για μας σκληροί βασανιστές.
Αγάπη ή για τον ίδιο τον εαυτό μου βαθύ μίσος;
Τα δόντια τους με φτάνουν πια κι είναι πολύ κοντά
Κι όλα τα ονόματα γι’ αυτά μοιάζουν κατάλληλα ίσως!
Αδιάφορο! Θέλουν, κοιτούν, αγγίζουν μ’ απονιά!
Τρυγούν τη σάρκα μου, κι εδώ μέχρι τη ζωή ν’ αφήσω
Σ’ αυτά τα ζωντανά όσο ζω θ’ ανήκω αληθινά.
Ζήνωνα! Δόλιε Ζήνωνα! Ζήνωνα Ελεάτη! (2)
Το βέλος σου με τρύπησε φρικτά το φτερωτό
Που τρέμει όπως πετάει και σαν να σταματάει σε κάτι!
Ο ήχος του με γεννάει ξανά μα με σκοτώνει αυτό!
Ο ήλιος .... και της χελώνας σου η σκιά στης γης στα πλάτη
Κι ο Αχιλλέας ακίνητος με βήμα βιαστικό.
Όχι! ... Όρθιος! Στη διαδοχική της ζωής χρονολογία!
Σπάστε το σώμα μου, όλη αυτή τη σκεπτική μορφή!
Πιέστε το στήθος μου! Εδώ πια γεννιέται η τρικυμία!
Αγέρας φρέσκος έρχεται απ’ τη θάλασσα μ’ ορμή,
Και δίνει πίσω την ψυχή μου, Ω παντοδυναμία!
Ας τρέξουμε στα κύματα να βρούμε νέα ζωή!
Ναι! Θάλασσα πλατιά με βία για πάντα προικισμένη
Πάνθηρα δέρμα κι όλο τρύπες χλαίνη φωτεινή
Από τα χιλιάδες είδωλα του ήλιου μαγεμένη,
Ύδρα έξαλλη απ’ τη σάρκα σου την πάντα γαλανή,
Που την ουρά σου δάγκωσες σε σπίθες τυλιγμένη
Μες σ’ ένα θόρυβο βαρύ όμοιο με τη σιωπή.
Φυσάει βοριάς! .... Πρέπει οι άνθρωποι πεισματικά να ζούνε!
Ανοίγει ο αγέρας κι έπειτα μου κλείνει τα γραφτά,
Το κύμα σκόνη σύντριψε τα βράχια που σκορπούνε!
Πετάξτε εσείς σελίδες μου που είστε θαμμένες πια!
Κύματα σπάστε! Τα νερά σπρώξτε που γύρω ηχούνε
Στη στέγη αυτή την ήσυχη όπου οι φλόκοι έχουν φωλιά!
(1) Πίνδαρος 518 – 438 π.Χ.: Λυρικός ποιητής από τη Βοιωτία, ο κυριότερος εκπρόσωπος της χορικής ποίησης.
(2) Ζήνων Ελεάτης 490 – 415 π.Χ.: Προσωκρατικός φιλόσοφος από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας, που πρέσβευε ότι δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε πολλαπλότητα, ούτε κίνηση και ότι όλα είναι φαινόμενα των αισθήσεων. Τα σοφίσματά του για τον Αχιλλέα και τη χελώνα και το κινούμενο βέλος είναι πασίγνωστα.
73.4. ΣΥΛΦΙΔΑ
Άγνωστη, πάντα ξένη,
Είμαι η γλυκιά ευωδιά,
Ή ζωντανή είτε πεθαμένη,
Που ο αγέρας με κρατά.
Άγνωστη, πάντα ξένη,
Ή τύχη ή ξωτικό,
Εδώ εγκαταστημένη
Με χρέος ειρηνικό.
Αδιάβαστη, αγνοημένη,
Τα πιο καλά μυαλά
Λάθη έκαναν πολλά.
Άγνωστη, πάντα ξένη,
Το στήθος μου γυμνό
Σ’ ένα μανδύα διπλό.
73.5. ΥΠΟΒΟΛΗ
Ω μαίανδροι και καμπύλες
Ψεύτικα μυστικά
Μεγάλης τέχνης πύλες
Που ανοίγονται σιγά.
Γνωρίζω πού πηγαίνω
Θέλω να ‘ρθεις μαζί
Έχω σκοπό αγιασμένο
Κακό να μη σε βρει.
(Μ’ όλο που πάντοτε γελάει
Με τόση περηφάνια
Η τόση ελευθερία την πάει
Σε πλάνη και σε ορφάνια).
Ω μαίανδροι και καμπύλες
Ψεύτικα μυστικά
Θα χτίσει ουράνιες στήλες
Η λέξη η πιο γλυκιά.
72. ANDRÉ SPIRE, 1868 – 1966.
Αντρέ Σπιρ.
72.1. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Κι αυτό υποκλίνεται με υποκριτική ευλάβεια, ή φουσκώνει με υπεροψία.
ΧΑΙΝΕ (1)
«Καλημέρα, κύριε.
Πώς πάει η κυρία γιαγιά σας;
Και το εργοστάσιο; Καταφέρατε να βρείτε πρώτες ύλες;
Βρήκατε στρατιωτικούς εργάτες;
Είστε ευχαριστημένος απ’ αυτούς;
Δουλεύουν ήσυχα τώρα, ε!
Όχι πια επιθεώρηση εργασίας, όχι πια αυξήσεις μισθών, όχι πια
απεργίες!
Κι αν διαμαρτύρονται τους ξαναστέλνουν στο μέτωπο!
Έχετε νέα από τον αγαπητό κουνιάδο σας;
Δεν έχει κουραστεί τόσο καιρό μακριά απ’ τους δικούς του;
Είναι καλά στην υγεία του, και προσέχει ν’ αποφεύγει τους
κινδύνους;»
Έτσι μου λένε αυτοί οι άνθρωποι!
Αυτοί οι καλοί άνθρωποι, που όταν είχα κροτάφους λιγότερο
γκρίζους,
Μάτια περισσότερο φωτεινά, καρδιά λιγότερο ασθματική,
Απαγόρευαν στους γιους τους να μου μιλάνε.
Εγώ υπέφερα γι’ αυτό. Είμαστε ανόητοι σ’ αυτή την ηλικία.
Κάτω από το αναιμικό φως των κεριών Jablochkov, (2)
Αυτοί εύρισκαν χορεύτριες
Στη χοροεσπερίδα των Γυναικών της Γαλλίας.
Κόρες δικαστών, αξιωματικών, δικηγόρων, συμβολαιογράφων.
Για να ξεμουδιάσω τα πόδια μου έπρεπε να ταπεινωθώ
Στην Κλοτίλδη, την ξανθιά κόρη του καθηγητή
Της γυμναστικής,
Μια εκκεντρική που φορούσε αγριοτριαντάφυλλα
Στα μαλλιά της,
Και πήγαινα να δειπνήσω στη μπυραρία του Κέντρου,
Μαζί με τον χοντρό τον Βαν Πορ, τον γιο του σιδερά.
Πίνοντας πολύ συχνά πολλά ποτήρια μπύρας
Ο Βαν Πορ πέθανε.
Η Κλοτίλδη είναι γιαγιά.
Η πλατεία Μπεφρουά, παρά τους βομβαρδισμούς
Είναι πάντα ίδια,
«Καλημέρα, κύριε, μου έλεγαν μπροστά στο καφεζαχαροπλαστείο,
Παρόλα τα ογδόντα εννέα χρόνια της,
Η κυρία γιαγιά σας είναι, μα την πίστη μου, πολύ καλά.
Πάντα καλή, πάντα αξιαγάπητη όπως ο αδελφός της.
Και τα ανίψια σας, να που έγιναν λοχαγοί!
Πάντα στο Βορά; Πάντα γενναίοι.
Και όχι πολύ ριψοκίνδυνοι;
Αγαπητέ κύριε, πότε θα μας έρθετε για τσάι;»
Αθώοι! Νομίζουν ότι ξεχνάω!
Γιατί, σ’ αυτή την θεάρεστη χώρα, με φέρνει ένας πόλεμος
Όπως ένα κυνηγημένο θήραμα ξαναγυρίζει στον τόπο του.
Γιατί ανάμεσά τους έμαθα να λέω:
Αγαπητέ κύριε πρόεδρε, αγαπητέ κύριε διευθυντά.
Και στους κομπασμούς των αντιπροσώπων ξέρω να καγχάζω
Και κάνω ουρά μέσα στους αντιθαλάμους,
Των αγοραστών σε μεγάλα καταστήματα.
Ξέρω να κρατάω σταθερό το κέρδος,
Να γλιστράω στην αγορά διφορούμενους όρους,
Να υπαγορεύω την αλληλογραφία, να διαβάζω την απογραφή,
Κι ακόμα, να πετάω στο δρόμο ένα φουκαρά ζητιάνο.
Γιατί τώρα ξέρω ότι χρυσάφι
Χρυσάφι υπάρχει μπόλικο στον κόσμο.
Και ότι αυτό ανήκει στους λογικούς ανθρώπους
Που κοιμούνται κάθε βράδυ με τις συζύγους τους,
Και κάθε τόσο και με την υπηρέτρια επίσης.
Γιατί είμαι παχύς από το καθισιό,
Οι κινήσεις μου είναι βαριές πάνω στα αδύνατα μέλη μου,
Έχω το μέτωπο ρυτιδωμένο από τις σκοτούρες,
Το χρώμα μου είναι κίτρινο, τα ζυγωματικά μου φουσκωμένα, τα
χείλια μου ωχρά,
Κι έχω κουταλάκια κάτω απ’ τα μάτια.
Νομίζουν πως ξεχνάω.
«Καλημέρα, κύριε», μου λένε,
Στην οδό Καλών Τεχνών μπροστά στο στρατώνα των πυροσβεστών,
«Ο αδελφός μου ο στρατηγός έχει σχεδόν αναρρώσει από τις πληγές του,
Πρέπει να έρθει να περάσει μερικές μέρες εδώ.
Θα μας δώσετε, ελπίζω, τη χαρά να δειπνήσετε στο σπίτι μας μαζί του».
Ανόητοι!
Γιατί τα μάτια μου γελάνε,
Ο αυχένας μου επιδοκιμάζει,
Και το στόμα μου δεν τους ρίχνει φτυσίματα.
Πιστεύουν ότι είμαι από τον κόσμο τους,
Από τη συμμορία τους ....
Νομίζουν ότι ξεχνάω
Και την Κλοτίλδη
Και τον Βαν Πορ, τον γιο του σιδερά.
(1) Χάινε (Heinrich Heine 1797 – 1856): Γερμανός πεζογράφος και ποιητής εβραϊκής καταγωγής.
(2) Jablochkov (Paul Jablochkov 1847 – 1894): Ρώσος μηχανικός εφευρέτης του πρώτου ηλεκτρικού λαμπτήρα που λειτουργούσε με εκκένωση τόξου.
72.2. ΞΥΠΝΗΜΑ
Κόκορα που τραγουδάς,
Τρένο που ξεφυσάς,
Καρδιά του ανθρώπου,
Που, ανάμεσα σε δύο αυγές,
Χτυπάει εκατό χιλιάδες φορές,
Έχετε αρκετή νύχτα.
Μπράτσα τεντώνονται,
Σφίγγονται γύρω,
Το πεζοδρόμιο ηχεί κάτω από τα τακούνια
Και το λιθόστρωτο κάτω από τους στερεούς τροχούς
Των αμαξιών που ταλαντεύονται
Πάνω στο ανώμαλο σκυρόδεμα.
72.3. ΠΡΩΙΝΟ
Είδα τα περιστέρια να περνάνε στον ουρανό,
Τις λυγερές λεύκες να κυματίζουν τα φύλλα τους
Πάνω στους μαλακούς μίσχους τους.
Είδα ξανθούς σπόρους να ταξιδεύουν στο ζεστό αέρα.
Και πάνω από τα γλυκά σφεντάμια, γεμάτα μέλισσες,
Να ξεπετάγεται ο κόκκινος κορμός ενός πεύκου.