8.14. Το Κράτος της Ρώμης κατά τη Μακεδονική Περίοδο
Συνοψίζοντας την ιστορική μνήμη για την πορεία της Ρώμης ας θυμηθούμε ότι ο Ρωμύλος (από το 753 π.Χ.) θέσπισε τα πολιτικά όργανα που διατηρήθηκαν επί αιώνες: τη Σύγκλητο (Senatus), που ήταν ένα συμβούλιο των αρχηγών των ρωμαϊκών γενών, και τη Συνέλευση του λαού (Comitia). Ακόμη, διεξήγαγε επιτυχημένους πολέμους εναντίον των γειτονικών λαών. Τον Ρωμύλο διαδέχθηκε ο Σαββίνος Πομπίλιος Νουμάς, και μετά από αυτόν άλλοι πέντε βασιλείς με τελευταίο τον ελληνικής καταγωγής Ετρούσκο, Λεύκιο Ταρκύνιο, ο οποίος βασίλεψε τυραννικά, ώσπου οι αγανακτισμένοι Ρωμαίοι τον εκθρόνισαν εγκαθιδρύοντας ολιγαρχική και τιμοκρατική Δημοκρατία (509 π.Χ.).
Με την εκδίωξη του τελευταίου βασιλέα, οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την αγροτική αριστοκρατία και ήταν οι κεφαλές των εκατό κυριότερων οικογενειών της Ρώμης, οργάνωσαν το νέο πολίτευμα. Στη θέση του βασιλέως τοποθετήθηκαν δύο άρχοντες με ετήσια θητεία, οι ύπατοι (consules), οι οποίοι διοικούσαν το κράτος και το στρατό. Σταδιακά θεσπίστηκαν και άλλα ανώτερα αξιώματα, όπως οι δύο ταμίες (quaestores) που ήταν υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά. Όλοι οι αξιωματούχοι ορίζονταν από τη Σύγκλητο, μέλη της οποίας μπορούσαν να γίνουν μόνον πατρίκιοι. Αυτό τους πληβείους, δηλαδή τους βιοτέχνες, τους μικροκαλλιεργητές και όλους όσοι δεν ανήκαν σε κανένα γένος, οι οποίοι περί το 490 π.Χ απείλησαν να ιδρύσουν μία καινούρια, δική τους πόλη, αν οι πατρίκιοι συνέχιζαν να τους αγνοούν και να τους καταπιέζουν.
Οι πατρίκιοι υποχώρησαν, καθώς τους χρειάζονταν για στρατιώτες, και έτσι θεσπίστηκε το αξίωμα των δέκα δημάρχων (tribunes), που μοναδικό καθήκον είχαν την προστασία των πληβείων από τις πιέσεις των αρχόντων. Σταδιακά, οι πληβείοι κατέκτησαν και άλλα δικαιώματα. Το 450 π.Χ. πέτυχαν να καταγραφεί το δίκαιο, που ως τότε παρέμενε άγραφο και η ερμηνεία του ήταν στα χέρια των πατρικίων, ενώ το 287 π.Χ. πέτυχαν την ψήφιση ενός νόμου που όριζε ότι η συνέλευση των πληβείων μαζί με τους δημάρχους, θα μπορούσε να ψηφίσει νόμους που θα ήταν δεσμευτικοί για όλους τους Ρωμαίους.
Το Ρωμαϊκό κράτος αυτήν την περίοδο άρχισε να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές, και συγκρότησε μία συμμαχία των πόλεων του Λατίου. Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούστηκαν με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας, και τους Σαμνίτες της νότιας. Μέχρι το 280 π.Χ. που εισέβαλε ο Πύρρος Α, βασιλεύς της Ηπείρου, μετά από την έκκληση για βοήθεια των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, η Ρώμη έχει κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν μετά από δύσκολο αγώνα να αναγκάσουν τον Πύρρο να επιστρέψει στην Ελλάδα και κατέλαβαν το 272 π.Χ. την ελληνική πόλη του Τάραντα.
Μετά από λίγα χρόνια, ξέσπασε ο Α' Καρχηδονιακός Πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Στο τέλος αυτού του πολέμου, οι κουρασμένοι αντίπαλοι, Ρώμη και Καρχηδόνα, έκαναν ειρήνη. Οι Ρωμαίοι κέρδισαν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική και έστρεψαν την προσοχή τους στη βόρεια Ιταλία, όπου μέχρι το 220 π.Χ. κατέλαβαν την κοιλάδα του Πάδου. Οι Καρχηδόνιοι στράφηκαν στην Ισπανία και σύντομα υπέταξαν όλα τα εδάφη μέχρι τον ποταμό Έβρο.
Κατά τον Β Καρχηδονιακό Πόλεμο (219-202) ο Αννίβας, που σύντομα θα έδειχνε τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα, πέρασε τις Άλπεις (218 π.Χ.), μετέφερε τον πόλεμο στην Ιταλία, και σε δύο φονικές μάχες, στη λίμνη Τρασιμένη και τις Κάννες (216 π.Χ.) κατόρθωσε να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι, όμως, συνήλθαν γρήγορα και κατάφεραν να αντισταθούν και να μεταφέρουν εκείνοι τον πόλεμο στην Αφρική. Το 202 π.Χ., ο Αννίβας ηττήθηκε στη Ζάμα από τον Κορνήλιο Σκιπίωνα. Η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην Αφρική και να πληρώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση.
Αμέσως μετά οι Ρωμαίοι εμπλάκηκαν σε πόλεμο στην ελληνική ανατολή. Το 197 π.Χ., νίκησαν το Φίλιππο Ε', βασιλέα της Μακεδονίας, στις Κυνός Κεφαλάς και μετά από τρεις νικηφόρους Μακεδονικούς Πολέμους υπέταξαν το βασίλειο της Μακεδονίας και το 168 π.Χ. συγκρότησαν εκεί την πρώτη επαρχία τους πέρα από την Αδριατική. Το 146 π.Χ., νίκησαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην μάχη της Λευκόπετρας και κάθε αντίσταση στον ελληνικό νότο εξουδετερώθηκε, ενώ μία εξέγερση της Καρχηδόνας, τον ίδιο χρόνο, συντρίφτηκε (Γ Καρχηδονιακός Πόλεμος 149-146) με ολοσχερή καταστροφή της Καρχηδόνας από τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό. Εν τω μεταξύ το 189 π.Χ. νίκησαν το Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχο Γ' στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, ενώ το 133 π.Χ., ο βασιλεύς της Περγάμου, ο Άτταλος Γ', κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη.
Με την κατάκτηση τόσων καινούριων εδαφών, η εισροή χρυσού και αργύρου έγινε μαζική, προκάλεσε αύξηση των τιμών και ώθησε τους μικροκαλλιεργητές στην χρεωκοπία και τα κατώτερα στρώματα του λαού στη φτώχεια. Η έγγεια περιουσία μαζεύτηκε στα χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ η ψαλίδα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων άνοιγε συνεχώς. Αυτή την κατάσταση προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν δύο αδέρφια, οι Γάιος και Τιβέριος Γράκχος, με φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και ίση διανομή της καλλιεργήσιμης γης σε όλους τους πολίτες. Όμως η αντίδραση των πατρικίων ήταν πολύ μεγάλη και οι Γράκχοι δολοφονήθηκαν. Εν τω μεταξύ το πολίτευμα της Ρώμης βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην ασυδοσία και τη διαφθορά, παρόλο που η Ρώμη συνέχιζε να επεκτείνεται κυρίως χάρη στους φιλόδοξους στρατηγούς της.
Μέσα σε αυτή την ταραγμένη περίοδο ξέσπασε ο Συμμαχικός Πόλεμος (91-88 π.Χ.), καθώς οι υπόλοιποι Ιταλοί σύμμαχοι διεκδικούσαν καλύτερη μεταχείριση. Οι Ρωμαίοι τελικά νίκησαν, αλλά παραχώρησαν σε όλους τους κατοίκους της ιταλικής χερσονήσου, την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.
Από τις ταραχές αυτές αναδείχτηκαν δύο στρατηγοί, ο λαϊκός Γάϊος Μάριος και ο αριστοκράτης Λεύκιος Σύλλας, των οποίων ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός. Το 88 π.Χ., η Σύγκλητος έστειλε τον Σύλλα στην Ανατολή εναντίον του βασιλέως του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ' Ευπάτορα. Ο Μάριος εξοργίστηκε και έχοντας το πεδίο ελεύθερο προχώρησε σε προγραφές εναντίον των αντιπάλων του, αλλά το 86 π.Χ. πέθανε. Το 85 π.Χ., ο Σύλλας επέστρεψε νικηφόρος από την Ανατολή, ονομάστηκε δικτάτορας, και προχώρησε με τη σειρά του σε προγραφές εναντίον των αντιπάλων του. Ακόμη, μεταρρύθμισε το πολίτευμα δίνοντας μεγάλες εξουσίες στη Σύγκλητο, αλλά πέθανε και αυτός σύντομα το 78 π.Χ.
Νέοι στρατηγοί ήρθαν τότε στο προσκήνιο, ο Γναίος Πομπήιος, ο Λικίνιος Κράσσος, οι οποίοι, αφού κατέπνιξαν την εξέγερση των δούλων από το 73 ως το 71 π.Χ. υπό τον Σπάρτακο, συνεταιρίστηκαν με τον Ιούλιο Καίσαρα και οι τρεις μαζί το 60 π.Χ. σχημάτισανν την πρώτη τριανδρία.
Ο Πομπήιος μετά από τρεις πολέμους (88-84, 83-81, 74-63) νίκησε τελικά τον Μιθριδάτη ΣΤ, που αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει το 63 π.Χ., και ίδρυσε νέες επαρχίες στην Ανατολή (Συρία, Κιλικία, Κρήτη, Κύπρος), ενώ εξουδετέρωσε και την πειρατεία, που ήταν μάστιγα στην Μεσόγειο. Ο Καίσαρας μέσα σε 10 χρόνια (59 -49 π.Χ.) κατάκτησε τη Γαλατία, και εξασφάλισε τη ρωμαϊκή εξουσία δυτικά του Ρήνου. Ο Κράσσος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Πάρθων το 53 π.Χ. στις Κάρρες της Μεσοποταμίας. Οι Καίσαρας και Πομπήιος αδυνατώντας να ομονοήσουν συγκρούστηκαν σε ένα εμφύλιο πόλεμο εξαιρετικά βίαιο,θέατρο του οποίου ήταν όλη η Μεσόγειος, από την Ισπανία ως την Ελλάδα. Ο Πομπήιος μετά την ήττα του στην Μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) διέφυγε στην Αίγυπτο, όπου δολοφονήθηκε από τους αυλικούς του Πτολεμαίου ΙΓ.
Ο Καίσαρας πήρε την εξουσία στη Ρώμη, ανακηρύχτηκε δικτάτορας αρχικά για δέκα χρόνια και μετά ισόβια και ακόμη ονομάστηκε αυτοκράτορας (imperator) και «πατέρας της πατρίδας» (pater patriae). Υιοθέτησε αρκετά φιλολαϊκά μέτρα και τριπλασίασε τον αριθμό των μελών της Συγκλήτου, ώστε να εξασφαλίζει τη συναίνεσή της για όλα τα θέματα. Κάποιοι συγκλητικοί, όμως, που φοβούνταν τη δύναμή του, με επικεφαλής το θετό γιο του Μάρκο Ιούνιο Βρούτο, τον δολοφόνησαν το 44 π.Χ.. Την εξουσία ανέλαβε η δεύτερη τριανδρία, που την αποτελούσαν οι Μάρκος Αντώνιος, ο ανιψιός του Καίσαρα Οκταβιανός, και ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος, οι οποίοι προχώρησαν σε νέες προγραφές εναντίον αντιπάλων τους και το 42 π.Χ. νίκησαν το στρατό των δολοφόνων του Καίσαρα στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Η τελική σύγκρουση μεταξύ του Οκταβιανού και του Αντωνίου, που υποστηριζόταν από τη βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα Ζ, κατέληξε σε ήττα του Αντώνιου στη ναυμαχία του Άκτιου (31 π.Χ.), μετά την οποία ο Οκταβιανός προσάρτησε την Αίγυπτο κυριαρχώντας στο σύνολο της αυτοκρατορίας.
8.14.1. Άππιος Κλαύδιος Καίκος (340-273)
Ο Άππιος Κλαύδιος Καίκος (Appius Claudius Caecus), ήταν γιος του Γάιου Κλαύδιου Κράσσου, δικτάτορα κατά το έτος 337 π.Χ., ο οποίος καταγόταν από τους Σαβίνους. Το όνομα «Caecus» σημαίνει «ο τυφλός», και του αποδόθηκε όταν έχασε το φως του Είναι γνωστός ως κατασκευαστής του πρώτου υδραγωγείου (Aqua Appia) της Ρώμης, καθώς και της περίφημης «Αππίας Οδού». Ο ίδιος εκλέχτηκε στο αξίωμα του τιμητή (censor) το 312 π.Χ. όταν ο δεύτερος τιμητής ήταν ο Γάιος Πλαύτος. Διετέλεσε δύο φορές ύπατος, κατά τα έτη 307 π.Χ. και 296 π.Χ., ενώ τα έτη 292 π.Χ. και 285 π.Χ. ορίστηκε Δικτάτωρ. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία και τη ρητορική, ενώ καθιέρωσε αλλαγές στην ορθογραφία των λατινικών.
Ως πολιτικός ο Κλαυδιος ακολούθησε φιλολαϊκή πολιτική, αναζήτησε την υποστήριξη των χαμηλότερων τάξεων, επιτρέποντας σε υιούς απελεύθερων να συμμετέχουν στη Σύγκλητο και παρέχοντας πολιτικά δικαιώματα σε ακτήμονες που κατάγονταν από αγροτικές φυλές. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου κατά των Σαμνιτών (327-305), προώθησε το επιχείρημα της ίδρυσης ρωμαϊκών αποικιών σε όλο το Λάτιο και την Καμπανία ώστε να χρησιμεύσουν σαν οχυρώσεις κατά των Σαμνιτών και των Ετρούσκων.
Το 280 π.Χ., ενώ ήταν ήδη τυφλός, εκφώνησε έναν διάσημο λόγο κατά του Κινέα, απεσταλμένου του Πύρρου, βασιλέα της Ηπείρου, διακηρύσσοντας πως η Ρώμη δεν επρόκειτο να παραδοθεί ποτέ. Πρόκειται για τον πρώτο καταγεγραμμένο λόγο στη λατινική γλώσσα, και αποτελεί την πηγή της έκφρασης «καθένας κατασκευάζει τη δική του τύχη» (quisque faber suae fortunae).
8.14.2. Μάνιος Κούριος Δεντάτος (: - 270)
Ο Μάνιος Κούριος Δεντάτος (Manius Curius Dentatus), γιος του Μάνιου, ήταν πληβείος ύπατος της Ρώμης για τρεις θητείες. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, γεννήθηκε έχοντας δόντια, και έτσι πήρε το παρωνύμιο Dentatus, δηλαδή «δοντιάρης». Ως δήμαρχος (τριβούνος) σε κάποιο από τα έτη 298-291 π.Χ. αναχαίτισε τις προσπάθειες του Άππιου Κλαύδιου Καίκου να αποκλείσει τους πληβείους υποψηφίους από τις υπατικές εκλογές. Υπηρέτησε την πρώτη θητεία του ως ύπατος το 290 π.Χ. και κατά την διάρκειά της νίκησε τόσο τους Σαμνίτες όσο και τους Σαβίνους, τερματίζοντας τους Σαμνιτικούς Πολέμους (343-341, 327-305 και 298-290). Επιστρέφοντας στην πατρίδα ανέλαβε ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων έργων, συμπεριλαμβανομένης της μερικής αποξήρανσης της λίμνης Velinus.
Το 283, ο Δεντάτος διαδέχθηκε στην θέση του πραίτορα τον Λούκιο Καικίλιο Μέτελλο Δέντερο (L. Caecilius Metellus Denter) όταν αυτός σκοτώθηκε στη μάχη του Αρρέτιου (Arretium). Ο Πολύβιος αναφέρει ότι ο Δεντάτος εξώθησε τους Γαλάτες από την επικράτειά τους, ανοίγοντας το δρόμο για τη δημιουργία μιας αποικίας στην Σένα (Sena).
Ως ύπατος εκ νέου το 275 π.Χ., ο Δεντάτος αντιμετώπισε τον Πύρρο Α στην μάχη του Βενεβέντου που, αν και είχε αβέβαιο αποτέλεσμα, ανάγκασε τον Πύρρο να φύγει από την Ιταλία. Ως εκ τούτου, εξασφάλισε τρίτη υπατία, νικώντας τους Λουκανούς κατά το επόμενο έτος και κερδίζοντας μια πανηγυρική υποδοχή. Ήταν τιμητής το 272, ενώ το 270 εξελέγη ως ένας από τους δύο επιτρόπους για την επίβλεψη της κατασκευής του δευτέρου υδραγωγείου της Ρώμης (Anio Vetus), για το οποίο χρησιμοποίησε το προσωπικό του μερίδιο της λείας από τις πρόσφατες νίκες του. Πέθανε κατά τη διάρκεια του έργου, το οποίο ολοκληρώθηκε υπό τον συνεπίτροπό του Μάρκο Φούλβιο Φλάκο (M. Fulvius Flaccus).
8.14.3. Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων ο Αφρικανός (236-183)
Ο Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων ο Αφρικανός (Publius Cornelius Scipio Africanus) ήταν Ρωμαίος στρατηγός κατά το Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο. Ενώ ακόμη ήταν πολύ νέος, έλαβε μέρος στη μάχη που έγινε στον Τίκινο ποταμό και σύμφωνα με μία παράδοση έσωσε μάλιστα και τη ζωή του πατέρα του. Όταν οι Ρωμαίοι νικήθηκαν στις Κάννες, ο Σκιπίων, επικεφαλής ενός σώματος νεαρών πολεμιστών, αγωνίστηκε για τη διάσωση της πατρίδας του.
Όταν έγινε ανθύπατος της Ισπανίας, κυρίευσε την Καρχηδόνα κι αργότερα νίκησε τον Ασδρούβα, τον αδελφό του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Στα 207 π.Χ. έγινε ύπατος και, για να αναγκάσει τον Αννίβα να εκκενώσει την Ιταλία, μετέφερε τον πόλεμο στην Μικρά Αφρική, εκστρατεύοντας εναντίον των Καρχηδονίων. Στη μάχη των "Μεγάλων Πεδίων" κατόρθωσε να τους νικήσει. Ως εκ τούτου, πέτυχε να επισπεύσει την ανάκληση του Αννίβα στην Καρχηδόνα. Εγκαταλείποντας τις μέχρι προ τινός κατακτήσεις του, ο Αννίβας αποχώρησε εσπευσμένα από την ιταλική χερσόνησο, και το επίκεντρο του πολέμου μεταφέρθηκε στη Βόρεια Αφρική. Η καθοριστική νίκη του Σκιπίωνα στη Ζάμα (202 π.Χ.) οδήγησε στη λήξη του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου. Μετά από την ειρήνη που υποχρεώθηκε να συνάψει ο Αννίβας, ο Σκιπίων γύρισε στη Ρώμη θριαμβευτής και επονομάστηκε Αφρικανός.
Ανέλαβε μεγάλα αξιώματα κι έγινε ακόμα και πρόεδρος της συγκλήτου. Στην εκστρατεία όμως που ανέθεσε στον αδελφό του Λεύκιο Σκιπίωνα, εναντίον του Αντιόχου Γ', και στην οποία πήρε μέρος και ο ίδιος, απέτυχε και κατηγορήθηκε από τους Ρωμαίους, επειδή συνθηκολόγησε με τον Αντίοχο. Μετά από αυτό το γεγονός, ο Σκιπίων αυτοεξορίστηκε στο Λιτέρνο. Λέγεται ότι πριν το τέλος του ζήτησε να ταφεί μακριά από την πόλη της Ρώμης, την οποία θεωρούσε αχάριστη.
8.14.4. Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος Μακεδονικός
Ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος ήταν Ρωμαίος στρατηγός, νικητής του βασιλέως της Μακεδονίας Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.), γι` αυτό και επονομάστηκε Μακεδονικός. Καταγόταν από αρχαιότατο γένος πατρικίων, τους Αιμίλιους. Ήταν γιος του Παύλου, που πέθανε στις Κάννες, και πατέρας του Ποπλίου, ο οποίος υιοθετήθηκε αργότερα και επονομάστηκε Σκιπίωνας Αφρικανός ο νεότερος, από το όνομα του θετού του πατέρα (δεδομένου ότι ο Λεύκιος Αιμίλιος έχοντας τέσσερα παιδιά για να τα συντηρεί όπως απαιτούσε η θέση του, έδωσε τα δυο για υιοθεσία).
8.14.5. Λεύκιος Μόμμιος Αχαϊκός
Ο Λεύκιος Μόμμιος (Lucius Mummius) έλαβε το προσωνύμιο «ο Αχαϊκός», επειδή ήταν εκείνος που προσάρτησε το 146 π.Χ. στη ρωμαϊκή επικράτεια μεγάλο μέρος των ελληνικών εδαφών, σχηματίζοντας έτσι την Επαρχία της Αχαΐας.
Ύπατος το 146 π.Χ., ο Μόμμιος ανέλαβε την υποχρέωση να αναλάβει την αρχιστρατηγία του πολέμου στην Πελοπόννησο. Έχοντας επιτύχει εύκολη νίκη απέναντι στο Διαίο, στρατηγό της Αχαϊκής Συμπολιτείας, εισήλθε στην Κόρινθο. Όλοι οι άρρενες πολίτες της πόλης θανατώθηκαν, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγήθηκαν στη σκλαβιά. Όλα τα αγάλματα, έργα τέχνης και ζωγραφικής κατασχέθηκαν και μεταφέρθηκαν στην πόλη της Ρώμης, ενώ η Κόρινθος έγινε στάχτη, με ασυνήθιστη σκληρότητα, που εξηγείται ως διαταγή της Συγκλήτου, η οποία πιεζόταν από την παράταξη των εμπόρων, που επιθυμούσαν να εξουδετερώσουν έναν σημαντικό οικονομικό ανταγωνιστή. Στα επόμενα όμως χρόνια ο Μόμμιος επέδειξε αξιόλογες διοικητικές ικανότητες, μεγάλη αίσθηση δικαίου και προσωπική ακεραιότητα, η οποία του εξασφάλισε το σεβασμό των κατοίκων της περιοχής.
Το 142 π.Χ. εκλέχτηκε Τιμητής με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό τον Αφρικανό, του οποίου η αυστηρότητα ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουσε με τη διαλακτικότητα του συνεργάτη του. Ο Μόμμιος ήταν ο πρώτος από την τάξη των πληβείων που κέρδισε επώνυμο για τις στρατιωτικές του υπηρεσίες. Η αδιαφορία που έδειξε προς τα έργα τέχνης και η άγνοιά του αναφορικά με την αξία τους φανερώνεται από τη διάσημη ρήση του προς τους ναυτικούς που ανέλαβαν τη μεταφορά των θησαυρών από την Κόρινθο στη Ρώμη: «Αν τα χάσετε ή τα καταστρέψετε, οφείλετε να τα αντικαταστήσετε».
8.14.6. Γάιος Μάριος.(157-86)
Ο Γάιος Μάριος γεννήθηκε στην πόλη της Αρπιανής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία των Ρωμαίων στην Ιβηρία, υπό τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό το νεότερο, όπου ανεδείχθη για τις στρατιωτικές ικανότητές του. Το 119 π.Χ. έλαβε το αξίωμα του δημάρχου, με την υποστήριξη του Καικίλιου Μέτελλου. Το 115 π.Χ. εκλέχτηκε στρατηγός και έγινε διοικητής της Ιβηρίας. Ακολούθησε τον Μέτελλο στον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα ως αντιστράτηγος. Οι Ρωμαίοι των εξέλεξαν ύπατο, στρατηγό μαζί με τον Μέτελλο στον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα, στον οποίο όμως ανεδείχθη ο Λεύκιος Σύλλας, που ως ταμίας διαπραγματεύθηκε την παράδοση του Ιουγούρθα. Κατά τα χρόνια που διετέλεσε ύπατος πολέμησε με επιτυχία ενάντια στους Τεύτονες και τους Κίμβρους. Για τις επιτυχίες του έλαβε την τιμητική διάκριση του «Τρίτου Ιδρυτή της Ρώμης». Κατά την 6 φορά που διατέλεσε ύπατος, έπεσε σε δυσμένεια των πολιτών, λόγω παρανομιών που διέπραξε μαζί με τον Σατορνίνο.
Με αφορμή την αρχηγία στο Μιθριδατικό Πόλεμο, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Μάριου και του Σύλλα, κατά τον οποίο ο Σύλλας κατέλαβε την Ρώμη. Ο Μάριος διέφυγε τελικά στην Λιβύη, όπου παρέμεινε μέχρι την ένοπλη σύγκρουση των ύπατων Οκτάβιου και Κίννα, την περίοδο που ο Σύλλας βρισκόταν στον πόλεμο ενάντια στον Μιθριδάτη ΣΤ. Ο Μάριος υποστήριξε τον Κίννα, και όταν αυτός επικράτησε, ο Μάριος προέβη σε διωγμούς κατά των οπαδών του Σύλλα. Στο πλευρό του Κίννα έγινε για 7η φορά ύπατος, αλλά η επικείμενη επιστροφή του Σύλλα, θριαμβευτή στον πόλεμο με τον Μιθριδάτη, οδήγησε τον ηλικιωμένο πλέον Μάριο στο ποτό, και αφού ασθένησε βαριά, πέθανε.
8.14.7. Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (138-78)
Ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (Lucius Cornelius Sulla Felix ήταν Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός συντηρητικών πεποιθήσεων, καταγόμενος από φτωχή οικογένεια πατρικίων, ο οποίος εκλέχθηκε ύπατος δύο φορές. Όντας χαρισματικός και αποτελεσματικός σε στρατιωτικά ζητήματα, ο Σύλλας προέλασε με τα στρατεύματά του κατά της ίδιας της Ρώμης δύο φορές, απολαμβάνοντας την απόλυτη εξουσία που του χάρισε το αξίωμα του Δικτάτορα. Από τη θέση αυτή ξεκίνησε μια σειρά από συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ως απώτερο σκοπό να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της αριστοκρατικής τάξης. Για το χαρακτήρα του λεχει λεχθεί ότι ήταν «μισός αλεπού και μισός λιοντάρι», εξαιτίας της πανουργίας και της γενναιότητάς του, που ο Μακιαβέλλι αργότερα θεώρησε πως είναι τα πιο επιθυμητά χαρακτηριστικά ενός ηγεμόνα.
α. Πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες (107-88)
Το 107 π.Χ., χρονιά που ο Γάιος Μάριος απέκτησε για πρώτη φορά το αξίωμα του υπάτου, ο Σύλλας έγινε ταμίας (quaestor) και ακολούθησε το Μάριο στη Λιβύη, όταν ο τελευταίος ανέλαβε να ολοκληρώσει τον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα. Ο Σύλλας συνέβαλε καταλυτικά στη νίκη των Ρωμαίων το 106 π.Χ., έχοντας την τύχη να κερδίσει την εύνοια του Βόκχου, ηγεμόνα γειτονικού βασιλείου, του οποίου ο Ιουγούρθας ήταν γαμπρός, αλλά είχε αρχίσει να υπονομεύει την εξουσία του. Ο Σύλλας κέρδισε τη φιλία του Βόκχου όταν φρόντισε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με ασφάλεια κάποιοι απεσταλμένοι του βασιλέως. Τότε ο Βόκχος πρότεινε στο Σύλλα να έρθει να τον βρει, ώστε να του παραδώσει με προδοσία τον Ιουγούρθα. Παρ΄όλο που η πρόταση του Βόκχου θα μπορούσε να έκρυβε παγίδα, ο Σύλλας ειδοποίησε το Μάριο, πήρε λίγους άνδρες και πήγε. Ο Βόκχος τήρησε την υπόσχεσή του και παρέδωσε το συγγενή του.
Βλέποντας τις επιτυχίες του Σύλλα, ο Μάριος τελικά θορυβήθηκε και άρχισε να υπονομεύει την άνοδό του στην ιεραρχία. Ο Σύλλας το κατάλαβε και αποφάσισε να στραφεί στον δεύτερο ύπατο, τον Κάτουλο, έναν άξιο άνδρα χωρίς όμως ιδιαίτερες στρατιωτικές ικανότητες. Στο πλάι του έφερε σε πέρας σημαντικές αποστολές και κέρδισε μεγάλη δόξα. Υποχρέωσε, από τη μια, σε ήττα διάφορες βαρβαρικές φυλές στην περιοχή των Άλπεων, πιο αξιομνημόνευτη από τις οποίες ήταν οι Κίμβροι. Ο Σύλλας πλέον θεωρούσε πως η φήμη που είχε κερδίσει ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει πολιτική καριέρα. Το 101 π.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη, όπου το 97 π.Χ. εκλέχτηκε στο αξίωμα του πραίτορα.
Μετά την ολοκλήρωση της θητείας του, ο Σύλλας στάλθηκε στην Καππαδοκία, φαινομενικά για να επαναφέρει στο θρόνο του το βασιλέα της Αριοβαρζάνη Α', αλλά στην πραγματικότητα για να κρατήσει υπό έλεγχο τις δραστηριότητες του ανήσυχου βασιλέα του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ, ο οποίος ολοένα επέκτεινε τα εδάφη του. Χρησιμοποιώντας συμμαχικά στρατεύματα θανάτωσε πολλούς Καππαδόκες, αλλά και Αρμενίους που έσπευσαν να τους βοηθήσουν, ανατρέποντας τον Γόρδιο και κάνοντας βασιλέα και πάλι τον Αριοβαρζάνη.
Τότε ήταν που ξέσπασε ο Συμμαχικός Πόλεμος (91 – 88 π.Χ.), αιτία του οποίου ήταν η αδιαλλαξία των ρωμαϊκών αρχών απέναντι στις απαιτήσεις για πολιτικές ελευθερίες που πρόβαλαν οι Ιταλοί σύμμαχοι της Ρώμης, οι οποίοι έπιστρατεύονταν συχνά να υπερασπιστούν την πόλη και πλήρωναν βαρύτατους φόρους, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να ελέγχουν πώς αξιοποιούνταν τα χρήματα ή τα στρατεύματα που προέρχονταν από τον τόπο τους. Ο Σύλλας διακρίθηκε στον πόλεμο αυτό ποικιλοτρόπως, ακόμη κι ανάμεσα στους εχθρούς του και έτσι κατάφερε να εκλεγεί για πρώτη φορά ύπατος το 88 π.Χ. μαζί με τον Κόιντο Πομπήιο Ρούφο.
β. Πρώτος Μιθριδατικός Πόλεμος (88-84)
Την περίοδο εκείνη ο Μιθριδάτης ΣΤ' Ευπάτωρ, βασιλεύς του Πόντου (120-63), απολάμβανε τη μια στρατιωτική επιτυχία μετά την άλλη και ήταν στον κολοφώνα της δόξας του. Είχε διεκδικήσει μόλις μέσα σε λίγες εβδομάδες την Ασία από τους Ρωμαίους, είχε αποσπάσει τη Βιθυνία και την Καππαδοκία από τους βασιλείς τους, και τώρα είχε εγκατασταθεί στην Πέργαμο απολαμβάνοντας τα πλούτη της πόλης. Την άνοιξη του 88 π.Χ. διέταξε την εκτέλεση όλων των Ιταλών και Ρωμαίων στα εδάφη του, ένα σύνολο 80.000 ατόμων. Με το νέο του αξίωμα, ο Σύλλας έκανε προετοιμασίες ώστε να συμμετάσχει στον Πρώτο Μιθριδατικό Πόλεμο (88-84), έχοντας στόχο να περιορίσει τις φιλοδοξίες του Μιθριδάτη ΣΤ'. Βρήκε ωστόσο σθεναρό αντίπαλο το Μάριο, ο οποίος παρά την προχωρημένη του ηλικία και την απόσυρσή του από τα στρατιωτικά ζητήματα, επιθυμούσε να αναλάβει ο ίδιος την εκστρατεία. Για να το πετύχει συμμάχησε με το Σουλπίκιο, ένα δήμαρχο (tribunus) που διατηρούσε μικρό στρατό από σωματοφύλακες. Για να αποφύγουν να ψηφίσουν το διάταγμα αυτό, οι δύο ύπατοι κήρυξαν διακοπή των πολιτικών διαδικασιών. Ο Σουλπίκιος προσπάθησε από την πλευρά του να εκβιάσει τους συγκλητικούς ώστε να πάρει αυτό που ήθελε. Ξέσπασαν φοβερές ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκε στην Αγορά ο γιος του ύπατου Πομπήιου Ρούφου. Ο Σύλλας καταδιώχθηκε μέχρι το σπίτι του Μάριου, και εξαναγκάστηκε να άρει το διάταγμα διακοπής των πολιτικών λειτουργιών. Ο Σουλπίκιος έστειλε κατόπιν απεσταλμένους στη Νώλα, για να φέρουν τα στρατεύματα που διέμεναν εκεί στο Μάριο.
Ο Σύλλας είχε την τύχη να δραπετεύσει από την πόλη και να φτάσει το στρατόπεδο των βετεράνων του πρώτος. Όταν έφτασαν δε οι απεσταλμένοι του Σουλπίκιου, βρήκαν τραγικό θάνατο δια λιθοβολισμού. Στο μεταξύ κύριοι της πόλης και της συγκλήτου ήταν ο Μάριος και ο Σουλπίκιος, οι οποίοι άρχισαν να καταδιώκουν και να εξολοθρεύουν τους σύμμαχους του Σύλλα. Τότε ο Σύλλας έκανε κάτι που δεν είχε προηγούμενο στη ρωμαϊκή ιστορία: με έξι από τις πιστές του λεγεώνες προέλασε κατά της πόλης. Ο Μάριος και οι οπαδοί του προετοιμάστηκαν τότε για την επικείμενη σύγκρουση. Δεν είχαν στη διάθεσή τους όμως άλλους στρατιώτες πέρα από τη σωματοφυλακή των μονομάχων του Σουλπικίου, στους οποίους ο Μάριος υποσχέθηκε ελευθερία.
Φτάνοντας στις Πικτές ο Σύλλας προσποιήθηκε ότι θα στρατοπέδευε εκεί, αλλά αμέσως έστειλε ένα τμήμα στρατού να πολιορκήσει την πύλη και τα τείχη του Εσκυλίνου Λόφου. Όταν κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη τους υποδέχτηκε καταιγισμός από πέτρες και κεραμίδια που πετούσε το πλήθος από τις στέγες. Οι μονομάχοι όμως δεν στάθηκαν ικανοί να αποκρούσουν τις λεγεώνες, κι έτσι ο Μάριος και οι σύμμαχοί του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Μετά την επιτυχία του, ο Σύλλας κάλεσε τη Σύγκλητο και κατάφερε να ανακηρυχθεί ο Μάριος εχθρός του κράτους, και να καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο. Η ίδια τύχη περίμενε και το Σουλπίκιο τον οποίο σκότωσε τελικά ένας σκλάβος. Όσο για το λαό, εκείνος έδειξε έμπρακτα την αγανάκτησή του εμποδίζοντας με την ψήφο του να αναλάβουν συγγενικά πρόσωπα του Σύλλα διάφορα αξιώματα και έφεραν στο προσκήνιο έναν άνδρα της αντίπαλης παράταξης, το Λεύκιο Κορνήλιο Κίννα. Ο Σύλλας υποκρίθηκε πως αγνοούσε τα γεγονότα αυτά και προετοίμασε την εκστρατεία του κατά του Πόντου.
γ. Κατάληψη της Αθήνας (87-86 π.Χ.)
Το καλοκαίρι του 88 οι Αθηναίοι κάλεσαν τον Μιθριδάτη ΣΤ να απελευθερώσει την πόλη τους, και εκείνος έστειλε το στρατό του να διασχίσει το Αιγαίο. Στην Αθήνα τύραννος έγινε ένας άνδρας με το όνομα Αριστίων. Η Μακεδονία έμεινε στην κατοχή των Ρωμαίων, αλλά στρατεύματα του Μιθριδάτη κατάφεραν να καταλάβουν την Αμφίπολη. Ο ικανός στρατηγός του Μιθριδάτη, Αρχέλαος, με το στόλο του έλεγχε τις θάλασσες και καταλάμβανε ένα ένα τα νησιά των Κυκλάδων, καθώς και την Εύβοια. Με τον τρόπο αυτό οι ελληνικές πόλεις ξεσηκώνονταν για επανάσταση ενάντια στο Ρωμαίο κατακτητή.
Ο Σύλλας, μετά την άφιξή του, επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην πολιορκία του Πειραιά για να πλήξει την Αθήνα. Χρησιμοποίησε κάθε είδους πολιορκητική μηχανή και εξοπλισμό, καταναλώνοντας γρήγορα τα αποθέματα ξύλου που διέθετε. Για να κάνει προμήθειες ρήμαξε τα ιερά άλση, καθώς και τις κατάφυτες περιοχές γύρω από την Ακαδημία και το Λύκειο. Ο κόσμος στην Αθήνα έφτανε στα άκρα για να βρει κάτι φαγώσιμο (έτρωγαν μέχρι και δερμάτινα παπούτσια), ενώ ο Αριστίων οργάνωνε γλέντια και κατασπαταλούσε τις προμήθειες.
Στα απομνημονεύματά του ο Σύλλας διηγείται πώς πήρε την πόλη μέσα στη νύχτα, εξαπολύοντας τα στρατεύματα του που την λεηλάτησαν ανελέητα. Η σφαγή έληξε τελικά μετά από παράκληση δύο Ελλήνων φίλων του Σύλλα, που ονομάζονταν Μείδιος και Καλλιφών, καθώς και κάποιων συγκλητικών που ήταν παρόντες στο στρατόπεδο. Ο Αριστίων κατέφυγε στην Ακρόπολη, αλλά η δίψα τον ανάγκασε να παραδοθεί. Λίγο αργότερα, ο Σύλλας κατέλαβε τον Πειραιά και τον έκαψε σχεδόν ολοσχερώς.
δ. Μάχη της Χαιρώνειας (86 π.Χ.)
Στο μεταξύ κατέφθασε από τη Μακεδονία και τη Θράκη ο Ταξίλης, στρατηγός του Μιθριδάτη, και κάλεσε τις δυνάμεις του Αρχελάου, που στρατοπέδευαν στη Μουνιχία, να ενωθούν με τις δικές του. Ο Αρχέλαος σκέφτηκε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του εχθρού του, ωστόσο ο Σύλλας κατάλαβε τις προθέσεις του και για το λόγο αυτό μετέφερε τις δυνάμεις του στη Βοιωτία, όπου στρατοπέδευσε στους πρόποδες του Ηδυλίου όρους, απέναντι από τον Αρχέλαο, συνεπικουρούμενος από δύο ακόμη αξιωματικούς, τον Ορτένσιο και το Μουρήνα με τις μονάδες τους. Ο στρατός του Πόντου επιχείρησε να δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος χρησιμοποιώντας τις ασπίδες και τα δόρατά του. Οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν τα ακόντιά τους και τράβηξαν σπαθί, με στόχο να παραμερίσουν τα δόρατα όσο πιο γρήγορα γινόταν, καθώς ερχόταν εναντίον τους μια μεγάλη δύναμη που την αποτελούσαν απελεύθεροι σκλάβοι, τους οποίους απώθησαν τελικά οι Ρωμαίοι χάρις στην οπισθοφυλακή τους.
Ο Αρχέλαος χρησιμοποίησε την δεξιά του πτέρυγα προσπαθώντας να περικυκλώσει τα στρατεύματα του Σύλλα, τη στιγμή που ο Ορτένσιος έστελνε τις κοόρτεις του για να τον χτυπήσουν από τα πλάγια. Ωστόσο ο Αρχέλαος, χρησιμοποιώντας έξυπνα το ιππικό του, ανάγκασε τον Ορτένσιο όχι μόνο να οπισθοχωρήσει αλλά και να αποκοπεί από το κύριο σώμα των Ρωμαίων. Βλέποντάς τον περικυκλωμένο ο Σύλλας, ο οποίος διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα του στρατού του, έσπευσε να τον βοηθήσει. Μαντεύοντας όμως, την κίνησή του αυτή ο Αρχέλαος, παράτησε τους άνδρες του Ορτένσιου και έτρεξε να επιτεθεί στα δεξιά των Ρωμαίων, ελπίζοντας να τα βρει εκτεθειμένα μιας και ο διοικητής τους είχε μόλις αποχωρήσει.
Την ίδια στιγμή ο Μουρήνας βρέθηκε σε δεινή θέση εξαιτίας των ανδρών του Ταξίλη. Ο Σύλλας τελικά έστειλε τον Ορτένσιο και τους άνδρες του σε βοήθεια του Μουρήνα, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στην αρχική του θέση στα δεξιά. Η πτέρυγα αυτή ήδη είχε αποδειχθεί ισάξια των επιτιθέμενων ανδρών του Αρχελάου, αλλά η άφιξη του Σύλλα την ενίσχυσε αρκετά ώστε να επικρατήσει πλήρως. Ο Σύλλας δεν ξέχασε το Μουρήνα στέλνοντάς του ενισχύσεις. Όταν είδε πως όλα πήγαιναν ευνοϊκά συμμετέσχε και ο ίδιος πια στην καταδίωξη. Πολλοί άνδρες του Πόντου σφαγιάστηκαν στην πεδιάδα, αλλά η πλειοψηφία βρήκε το θάνατο τρέχοντας προς τις ίδιες τους τις τάφρους.
ε. Μάχη του Ορχομενού (85 π.Χ.
Λίγο μετά την επιτυχία του στη Χαιρώνεια, ο Σύλλας έλαβε νέα πως στην πόλη της Ρώμης εκλέχτηκε Ύπατος ο Λεύκιος Βαλέριος Φλάκκος, ένας άνδρας της αντίπαλης φατρίας, ο οποίος απέπλευσε από την Ιταλία και διέπλεε το Ιόνιο φαινομενικά κατά του Μιθριδάτη, αλλά στην πραγματικότητα εναντίον του Σύλλα. Τη δύσκολη αυτή στιγμή επέλεξε ο Δορύλαος, ένας άλλος από τους στρατηγούς του Μιθριδάτη, να αποβιβάσει στη Χαλκίδα νέο στρατό, ογδόντα χιλιάδων ικανών και πειθαρχημένων ανδρών, και να αρχίσει να ανακαταλαμβάνει τις χαμένες θέσεις του Πόντου. Ο Αρχέλαος εξέτασε προσεκτικά την περιοχή του Ορχομενού, όπου στρατοπέδευε, κρίνοντας πως ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για ένα στράτευμα που βασιζόταν στην υπεροχή του ιππικού του. Όταν οι δύο στρατοί στρατοπέδευαν πια ο ένας κοντά στον άλλο, ο Σύλλας διέταξε να σκάψουν οι άντρες χαντάκια για να αποδυναμώσει το ιππικό του εχθρού και να τον παρασύρει στα έλη. Τους άντρες του Σύλλα προσπάθησε να εμποδίσει ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος τους Μιθριδατικού στρατού, αλλά ο Σύλλας επιτέθηκε με ορμή και τους κατανίκησε.
στ. Συνθήκη της Δαρδάνου (85 π.Χ.)
Στο μεταξύ στη Ρώμη ο Κίννας και ο Κάρβων καταδίωκαν επιφανείς πολίτες οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο στο πλευρό του Σύλλα, ο οποίος δέχτηκε ανακουφισμένος την πρόταση του Αρχέλαου για παύση των εχθροπραξιών, απαιτώντας να παραιτηθεί ο Μιθριδάτης από την Ασία και την Παφλαγονία, να επιστρέψει τη Βιθυνία στο Νικομήδη Δ' και την Καππαδοκία στον Αριοβαρζάνη Α' και να πληρώσει αποζημίωση στους Ρωμαίους, ενώ από την πλευρά του ο Σύλλας θα αναγνώριζε την κυριαρχία του Μιθριδάτη στις υπόλοιπες περιοχές που είχε υπό την κατοχή του και θα τον θεωρούσε έκτοτε φίλο της Ρώμης.
Σε συνάντηση των δύο ανδρών έγινε στη Δάρδανο, πόλη της Τρωάδας ο Μιθριδάτης δέχτηκε τους όρους, ίσως διότι στη Ρώμη ο Γάιος Φλάβιος Φιμβρίας, σκότωσε τον Φλάκκο και προέλαυνε κατά του Πόντου..
Όταν ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις του στη Δάρδανο, ο Σύλλας ξεκίνησε την πορεία του κατά του Φιμβρία, ο οποίος στρατοπέδευε στα Θυάτειρα, αλλά φτάνοντας εκεί απλοί στρατιώτες από το άλλο στρατόπεδο αυτομόλησαν άοπλοι και τον καλωσόρισαν, οπότε ο Φιμβρίας, φοβούμενος πως ο Σύλλας δεν θα τον συγχωρούσε, αυτοκτόνησε. Κατόπιν ο Σύλλας απέπλευσε από την Έφεσο με κατεύθυνση το λιμάνι του Πειραιά. Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα ο Σύλλας ένιωσε μουδιάσματα στα πόδια, και φοβούμενος προμήνυμα αρθρίτιδας, με την ευκαιρία επισκέφτηκε τα λουτρά της Αιδηψού για να ξεκουραστεί.
ζ. Δεύτερη πορεία κατά της Ρώμης (84)
Κατόπιν ο Σύλλας ξεκίνησε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του στην πατρίδα, όπου κάλεσε τον Σκιπίωνα, δεύτερο ύπατο της χρονιάς εκείνης, για διαπραγματεύσεις. Κερδίζοντας την υποστήριξή των στρατιωτών του Σκιπίωνα άλλοτε με υποσχέσεις, άλλοτε με κολακείες κι άλλοτε με χρήματα, κατόρθωσε να τους υποκινήσει να εγκαταλείψουν το διοικητή τους, ο οποίος συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος.
Μετά τα γεγονότα αυτά, στο Σίγνιον, ο Γάιος Μάριος, γιος του μεγάλου εχθρού του Σύλλα που είχε πεθάνει την περασμένη χρονιά, προκάλεσε το Σύλλα σε μάχη και οι άνδρες του άρχισαν επίθεση ελπίζοντας να εκμεταλλευτούν την κακή κατάσταση των αντιπάλων τους, οι οποίοι όμως αντεπιτέθηκαν και σε λίγο οι άνδρες του Μάριου άρχισαν να οπισθοχωρούν και να σφάζονται κατά κύματα. Ο Μάριος κατέφυγε στον Πραινεστό, ενώ ο Σύλλας γράφει πως στη μάχη αυτή έχασε είκοσι τρεις άνδρες, ενώ σκότωσε είκοσι χιλιάδες εχθρούς και πήρε οχτώ χιλιάδες αιχμαλώτους. Το έργο του Σύλλα ολοκλήρωσαν οι σύμμαχοί του, Πομπήιος, Κράσσος, Μέτελλος και Σερουΐλιος, έτσι ώστε ο επικεφαλής της αντίπαλης παράταξης, ο Κάρβων, εγκατέλειψε νύχτα τους άνδρες του και δραπέτευσε στη Λιβύη.
Ένας άλλος από τους αντιπάλους του Σύλλα, ο Τελεσίνος ο Σαμνίτης, βλέποντας να τον έχουν εγκλωβίσει οι άνδρες του Σύλλα και του Πομπήιου, διέλυσε νύχτα το στρατόπεδό του και επιτέθηκε κατά της Ρώμης. Στην βίαιη συμπλοκή που ακολούθησε, η δεξιά του πτέρυγα του Σύλλα οδηγούμενη από τον Κράσσο τα πήγε περίφημα, ωστόσο η αριστερή κινδύνεψε και απαιτήθηκε να την ενισχύσει ο ίδιος ο Σύλλας με τους άνδρες του. Τελικά ολόκληρη η αριστερή του πτέρυγα κατακερματίστηκε και ο ίδιος ο Σύλλας ακολούθησε τους φυγάδες που έτρεχαν να προστατευτούν στο στρατόπεδό του. Ωστόσο η κατάσταση αποδείχτηκε ευνοϊκή για το Σύλλα, καθώς οι αντίπαλοι είχαν κατά μεγάλο μέρος καταστραφεί και καταδιωχτεί ως τα Άντεμνα, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Κράσσος.
η. Προγραφές (83)
Τις επόμενες μέρες στους δρόμους της πόλης έγιναν αναρίθμητες δολοφονίες εξαπλώνοντας τον απόλυτο τρόμο. Οι φόνοι δεν περιορίστηκαν στην πόλη της Ρώμης, αλλά εξαπλώθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους αναίτια στο ευρύτερο κλίμα τρομοκρατίας, επειδή κάποιοι εποφθαλμιούσαν την προσωπική τους περιουσία.
Όσο συνέβαιναν αυτά, στον Πραινεστό που βρισκόταν υπό πολιορκία, ο Μάριος ο Νεότερος προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να πιαστεί αιχμάλωτος. Ο Λουκρήτιος Οφέλλας, ο οποίος είχε φέρει σε πέρας την πολιορκία του Μάριου, προσφέρθηκε για να αναλάβει το αξίωμα του υπάτου, αλλά ένας εκατόνταρχος τον σκότωσε. Ο νεαρός Ιούλιος Καίσαρ, ως γαμπρός του Κίννα, ήταν ανάμεσα στα άτομα που περιελάμβανε ο μακρύς κατάλογος των προγραφών. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη και διασώθηκε χάρις στις προσπάθειες συγγενών του, πολλοί από τους οποίους ήταν υποστηρικτές του Σύλλα.
θ. Δικτάτορας της Ρώμης (82-79)
Συνολικά ο Σύλλας διέταξε την εκτέλεση κάπου 1.500 ατόμων από την τάξη των ιππέων και των πατρικίων. Ωστόσο υπολογίζεται πως τελικά βρήκαν το θάνατο 9.000 άτομα. Προς το τέλος του 82 π.Χ. η Σύγκλητος έδωσε στο Σύλλα το αξίωμα του Δικτάτορα («για τη δημιουργία νόμων και τον ορισμό του συντάγματος»), αξίωμα που είχε να λάβει κάποιος για πάνω από έναν αιώνα. Την απόφαση επικύρωσε κατόπιν και η εκκλησία του λαού, ενώ δεν ορίστηκε κάποιο χρονικό όριο στη θητεία αυτή. Έτσι ο Σύλλας έθεσε προηγούμενο για τη μετέπειτα δικτατορία του Ιουλίου Καίσαρα και κατόπιν για την κατάλυση της Δημοκρατίας από τον Οκταβιανό Αύγουστο.
Ως Δικτάτορας ο Σύλλας φρόντισε να ψηφιστεί ένα διάταγμα βάσει του οποίου απαλλασσόταν από την ευθύνη για τις πράξεις του την τελευταία περίοδο. Του εξασφάλισε δε για το μέλλον δικαιώματα πάνω στη ζωή και το θάνατο πολιτών, πάνω στη δήμευση περιουσιών, πάνω στον αποικισμό, την ίδρυση και την καταστροφή πόλεων, αλλά και την απόδοση ολόκληρων βασιλείων κατά την κρίση του.
ι. Συνταγματικές μεταρρυθμίσεις (82-79)
Ο Σύλλας επέλεξε να ασκήσει συντηρητική πολιτική, ενισχύοντας την αριστοκρατία και τη δύναμη της Συγκλήτου. Διατήρησε το θεσμό βάσει του οποίου ένα ψήφισμα, προτού τεθεί στη διάθεση του λαού για ψηφοφορία, έπρεπε πρώτα να έχει εγκριθεί από τη Σύγκλητο.
Άλλος στόχος του ήταν να στερήσει δύναμη και κύρος από το αξίωμα του Δημάρχου των πληβείων (τριβούνοι), από το οποίο αφαίρεσε τη νομοθετική εξουσία. Επίσης απαγόρευσε στους πρώην τριβούνους να λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, ώστε τα φιλόδοξα άτομα να μην επιζητούν να ανέλθουν στο αξίωμα αυτό μιας και θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής τους καριέρας. Τέλος, στέρησε από τους τριβούνους το δικαίωμα να ασκούν βέτο στις αποφάσεις της Συγκλήτου.
Ο Σύλλας κατόπιν αύξησε τον αριθμό των αξιωματούχων που θα εκλέγονταν κάθε χρόνο και όρισε πως όλοι οι νεοεκλεγέντες ταμίες (κυαίστορες) θα εισέρχονταν αυτομάτως στην τάξη των Συγκλητικών. Με τον τρόπο αυτό ο Σύλλας πέτυχε την αύξηση των μελών της Συγκλήτου από 300 σε 600 άτομα. Για να ενισχύσει περαιτέρω τη Σύγκλητο, ο Σύλλας αφαίρεσε τον έλεγχο των δικαστηρίων από τους ιππείς, οι οποίοι είχαν την εξουσία αυτή από την εποχή των Γράκχων, και την παραχώρησε στους συγκλητικούς. Για να αποτρέψει κάποιον που επιθυμούσε να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες, όπως είχε κάνει ο ίδιος, όρισε να περιμένει κανείς δέκα χρόνια προτού επανεκλεγεί σε κάποιο αξίωμα. Ακόμη, δημιούργησε ένα σύστημα βάσει του οποίου οι ύπατοι και οι πραίτορες, αφού ολοκλήρωναν τη θητεία τους, αποχωρούσαν για ένα χρόνο από την πόλη, ώστε να διοικήσουν κάποια επαρχία.
Οι νόμοι του Σύλλα σχετικά με την προσχώρηση στη Σύγκλητο, την αναδιαμόρφωση του νομοθετικού συστήματος και τον τρόπο με τον οποίο εκλέγονταν οι διοικητές των επαρχιών, διατηρήθηκαν σε ισχύ ακόμη και την εποχή του Πριγκηπάτου. Το δικαίωμα των τριβούνων να προβάλλουν βέτο και η νομοθετική τους εξουσία επανήλθαν σύντομα, κατά τη θητεία των υπάτων Πομπήιου και Κράσσου.
ια. Τελευταία χρόνια (81-79)
Προς το τέλος της ζωής του, το 81 π.Χ., αποφάσισε να εγκαταλείψει το αξίωμα του Δικτάτορα, αφήνοντας το λαό να προχωρήσει σε εκλογές. Εκλέχτηκε, ωστόσο, ύπατος την επόμενη χρονιά. Ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι είχε θανατώσει τόσους ανθρώπους, κυκλοφορούσε ελεύθερα κι ασυνόδευτος στη Ρωμαϊκή Αγορά. Πέρασε τα τελευταία χρόνια του γράφοντας την αυτοβιογραφία του, και λαμβάνοντας μέρος σε άπειρα συμπόσια, παρέα με τους ανθρώπους που εκτιμούσε περισσότερο: τους ηθοποιούς και τους μουσικούς. Τελικά προσβλήθηκε από μια ασθένεια, και πέθανε από ανεπάρκεια του ήπατος ή γαστρικό έλκος. Ο Πομπήιος, φρόντισε πότε με κολακείες και πότε με απειλές, να επιτύχει τη μεταφορά της σωρού σε ασφαλές μέρος και τελικά έγινε μεγαλόπρεπη κηδεία στην Αγορά, όπου και αποτεφρώθηκε με την παρουσία όλων των κατοίκων.
8.14.8. Γναίος Πομπήιος Μάγνος (106-48)
O Γναίος Πομπήιος Μάγνος, ήταν στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Τα μεγαλύτερα κατορθώματά του είναι η εξάλειψη της πειρατείας από τη Μεσόγειο σε εφαρμογή του Γαβινείου Νόμου και η νίκη στο Γ' Μιθριδατικό Πόλεμο (74-63). Στο πολιτικό πεδίο υπήρξε σύμμαχος του Ιουλίου Καίσαρα (διανδρία) στα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όμως αργότερα ήλθαν σε σύγκρουση. Ο στρατός του ηττήθηκε στη Μάχη των Φαρσάλων και ο Πομπήιος διέφυγε αρχικά στη Λέσβο και κατόπιν στην Αίγυπτο. Εκεί δολοφονήθηκε κατ' εντολήν του φαραώ Πτολεμαίου ΙΓ', ο οποίος πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα γινόταν αρεστός στον Καίσαρα.
8.14.9. Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (106-43)
Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Marcus Tullius Cicero), ήταν Ρωμαίος φιλόσοφος, πολιτικός, δικηγόρος, ρήτορας, ύπατος και συνταγματολόγος. Γεννήθηκε στην έπαυλη της οικογενείας του στο Αρπίνο. Μορφώθηκε στη Ρώμη με δασκάλους τον γραμματικό Λεύκιο Αίλιο, τον Απολλώνιο Μόλωνα, έναν από τους μεγαλύτερους ρήτορες της Σχολής της Ρόδου, τον αρχηγό της αποκαλούμενης τετάρτης ακαδημίας Λαρισαίο Φίλωνα, τον επικούρειο Φαίδρο και τον στωικό Διόδοτο. Δασκάλους στο δίκαιο και στους νόμους είχε τον μεγάλο ποντίφικα Κόιντο Μούκιο Σκαιόλα.
Στον Συμμαχικό Πόλεμο (90-88 π.Χ.) πολέμησε υπό τον στρατηγό Γναίο Πομπήιο Στράβωνα σε ηλικία 18 ετών. Με το τέλος του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του στη φιλοσοφία και τους νόμους. Τους πρώτους του δικανικούς λόγους τους εκφώνησε όταν ήταν δικτάτορας ο Σύλλας (81-79), αποκτώντας μεγάλη φήμη. Το 79 π.Χ. έφυγε από τη Ρώμη και επισκέφθηκε για δύο χρόνια την Αθήνα, τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο. Λόγος της φυγής του ήταν είτε ότι φοβήθηκε την οργή του Σύλλα είτε κάποιο πρόβλημα υγείας είτε η επιθυμία να συμπληρώσει τις σπουδές του. Στην Αθήνα γνώρισε τον Ασκαλωνίτη Αντίοχο, μαθητή του προαναφερθέντος Φίλωνα, που δίδασκε στο γυμνάσιο του Πτολεμαίου. Στη Ρόδο μαθήτευσε και πάλι στον Απολλώνιο Μόλωνα. Όταν επέστρεψε στη Ρώμη, μετά το θάνατο του Σύλλα, ασχολήθηκε με την πολιτική.
Το 75 π.Χ. έγινε ταμίας και στάλθηκε στη Σικελία, όπου έγινε πολύ δημοφιλής για την τιμιότητα και την καλή συμπεριφορά του, τόσο ώστε οι κάτοικοι του νησιού του ανέθεσαν να τους εκπροσωπήσει στη διένεξή τους με τον κυβερνήτη Γάιο Βέρρη, ο οποίος επί τρία χρόνια τους είχε καταληστέψει. Το 69 π.Χ. έγινε αγορανόμος και το 66 π.Χ. πραίτωρ. Τότε εκφώνησε και τον πρώτο πολιτικό του λόγο, De imperio Cn Pompei για να υποστηρίξει την πρόταση του δήμαρχου Μανίλιου να ανατεθεί στον Πομπήιο, εκτός από την αρχηγία του πολέμου κατά των πειρατών, και ο πόλεμος εναντίον του Μιθριδάτη με έκτακτη πληρεξουσιότητα. Τελειώνοντας η θητεία του ως πραίτορα, δεν πήρε, ως όφειλε, τη διοίκηση κάποιας επαρχίας, αλλά παρέμεινε στη Ρώμη. Με τις δημηγορίες του υπέρ των πελατών του προετοιμαζόταν να πάρει το αξίωμα του υπάτου.
Τη χρονιά που ήταν ύπατος το 63 π.Χ. αποκάλυψε τη συνωμοσία του Κατιλίνα κι έσωσε τη Ρώμη από τον ελλοχεύοντα κίνδυνο. Τότε εκφώνησε τους 4 περίφημους λόγους του Κατά Κατιλίνα, δύο στη Σύγκλητο και δύο μπροστά στο δήμο. Δημιούργησε όμως και εχθρούς, καταδικάζοντας σε θάνατο τους πέντε συνενόχους του Κατιλίνα, που συνελήφθησαν στη Ρώμη, παρά την υπέρ αυτών συνηγορία του Καίσαρα (ο Κατιλίνας κατάφερε να διαφύγει). Ο δήμαρχος Πόπλιος Κλαύδιος, εχθρός του Κικέρωνα, πρότεινε την ψήφιση νόμου για εκείνους που θα καταδίκαζαν σε θάνατο Ρωμαίους πολίτες άκριτους. Η ψήφιση του νόμου αυτού θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του Κικέρωνα, που τότε (58 π.Χ.) είχε πολύ κακές σχέσεις με τους ισχυρούς Καίσαρα, Πομπήιο και Κράσσο. Γι' αυτό, πριν ψηφισθεί ο νόμος του Κλαύδιου, έφυγε από τη Ρώμη. Η απουσία του κράτησε 17 μήνες. Τον κήρυξαν εξόριστο, και ο Κλαύδιος έκαψε το σπίτι του στον Παλατίνο Λόφο κι έχτισε στη θέση αυτή ναό της Ελευθερίας.
Επέστρεψε στη Ρώμη από τη Θεσσαλονίκη, με πρόταση νόμου που υποστήριξαν ο φίλος του ύπατος Λεύκιος Νικίας και ο Πομπήιος. Η επάνοδος ήταν θριαμβευτική. Αλλά η φιλία με τον Πομπήιο δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Η πρώτη τριανδρία (Καίσαρ, Πομπήιος, Κράσσος) συγκρούστηκε με τη φατρία των ολιγαρχικών όπου ανήκαν ο Κικέρων και ο Κάτων. Το 51-50 π.Χ. διετέλεσε ανθύπατος της Κιλικίας, επαναφέροντας στο θρόνο της Καππαδοκίας τον Αριοβαρζάνη και συντρίβοντας τις ληστρικές συμμορίες του Αμανού Όρους. Όταν γύρισε στη Ρώμη, είχε ήδη ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Καίσαρα και στον Πομπήιο. Ο Κικέρων, αν και έκλινε μάλλον προς την πλευρά του Πομπήιου, δίστασε να πάρει ανοιχτά θέση.
Τον Ιούνιο του 49 π.Χ. πήγε στο Δυρράχιο, αποφασισμένος να ταχθεί με τον Πομπήιο. Μετά την μάχη στα Φάρσαλα, τον Αύγουστο του 48 π.Χ., πήγε στο Βρινδήσιον (Μπρίντιζι), όπου παρέμεινε ένα χρόνο, ώσπου ο Καίσαρ του επέτρεψε να ξαναγυρίσει στη Ρώμη. Το 46 και το 45 π.Χ. έμεινε μακριά από την πολιτική δράση και ασχολήθηκε με το συγγραφικό του έργο. Επανήλθε στην πολιτική μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, την οποία επιδοκίμασε, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφαλιζόταν η ελεύθερη πολιτεία, αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι πέθανε μεν ο τύραννος, αλλά όχι και η τυραννία.
Τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης κατά του Μάρκου Αντώνιου, στον οποίο επιτέθηκε με τους περίφημους 14 λόγους του, που ονομάστηκαν «φιλιππικοί», από τους περίφημους λόγους του Δημοσθένη κατά του βασιλέως Φίλιππου της Μακεδονίας. Επιδίωξε χωρίς επιτυχία να συνασπιστούν η Σύγκλητος και ο Οκτάβιος εναντίον του Μ.Αντωνίου. Όταν ο Οκτάβιος έγινε ύπατος, συμμάχησε με τον Μ.Αντώνιο και τον Λέπιδο και αποτέλεσαν τη δεύτερη τριανδρία. Πρόγράψαν πάνω από 200 πολίτες ανάμεσά τους τον Κικέρωνα και τον αδελφό του Κόιντο, που βρίσκονταν στο Τούσκλο όταν έμαθαν για την προγραφή. Έφυγαν για τα Άστυρα, σκοπεύοντας να πάνε στη Μακεδονία και να συνενωθούν με τον Βρούτο. Στο δρόμο χωρίστηκαν κι ο Κόιντος ανέλαβε να βρει λεφτά. Ο Κικέρων περιπλανήθηκε στο Κίρκαιο και στη Γαέτα. Τον συνέλαβαν όμως, ενώ μεταφερόταν με φορείο, οι άνθρωποι του Αντωνίου και τον θανάτωσαν.
Ως πολιτικός ο Κικέρων έσωσε την πατρίδα του αποκαλύπτοντας τη συνωμοσία του Κατιλίνα. Στις δημόσιες λειτουργίες που του ανατέθηκαν ανταποκρίθηκε με μετριοπάθεια και ακεραιότητα, και πάντα υπερασπίστηκε τους φιλελεύθερους θεσμούς. Ήταν όμως ασταθής στον χαρακτήρα, διστακτικός, επιρρεπής στις κολακείες, του έλειπε το σθένος και τον διέκρινε φιλαυτία. Τα συγγράμματά του αποτελούν πρότυπο ύφους στη λατινική γλώσσα.
8.14.10. Μάρκος Πόρκιος Κάτων (95-46)
Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων ο Υτικαίος (Marcus Porcius Cato Uticensis), γνωστότερος ως Κάτων ο Νεότερος για να ξεχωρίζει από τον προπάππου του, Κάτωνα τον πρεσβύτερο, ήταν Ρωμαίος πολιτικός προς το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υποστηρικτής της Στωικής φιλοσοφίας. Βαθυστόχαστος δημοκρατικός και αυστηρός με τη συνείδησή του, ασπάστηκε με ενθουσιασμό τις δημοκρατικές αξίες από τον θείο του Μάρκο Λίβιο Δρούσο, καθώς και το στωικισμό, τον οποίο εφάρμοσε με αυστηρότητα τόσο στην προσωπική όσο και στην έντονη πολιτική ζωή του (χιλίαρχος το 67, ταμίας [quaestor] το 65, δήμαρχος το 62 και πραίτωρ το 54). Απολάμβανε μεγάλη υπόληψη εκ μέρους των συμπολιτών του λόγω της εντιμότητός του, της ευθύτητάς του και της αφοσίωσής του στη δικαιοσύνη και την αρετή, τόσο ώστε να τον αποκαλούν κάποτε «ζωντανό άγαλμα της αρετής». Υπήρξε υπέρμαχος των πνευματικών ελευθεριών και αφοσιωμένος οπαδός της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, στην οποία αφιέρωσε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του.
Στον στωικισμό ο Κάτων εντάχθηκε ενεργά μετά τη μαθητεία του δίπλα στον Αθηνόδωρο τον Ταρσέα, το έτος 67 στην πόλη της Περγάμου, όπου υπηρετούσε ως χιλίαρχος του ρωμαϊκού στρατού. Το έτος 54, ως πραίτωρας εμπόδισε τα σχέδια του Πομπήιου να ανακηρυχθεί δικτάτορας, αλλά στον εμφύλιο πόλεμο στη σύγκρουση με τον Ιούλιο Καίσαρα, συντάχθηκε με τον Πομπηίο θεωρώντας τον λιγότερο αντιδημοκρατικό και επομένως την επικράτηση του συγκριτικά πιο ευνοϊκή για τη δημοκρατική υπόθεση. Ο Κάτων συνόδευσε τον Πομπήιο στην πορεία γύρω από την Αδριατική και κράτησε με ολιγομελή φρουρά το Δυρράχιο, μέχρι την πανωλεθρία της παράταξής του στη μάχη των Φαρσάλων το 48. Μαζί με τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο Σκιπίωνα, πέρασε εν συνεχεία στην Αφρική, όπου συνέχισε τον πόλεμο εναντίον του Ιουλίου Καίσαρα, διοικώντας και προστατεύοντας με τις λεγεώνες του την Υτίκη, από όπου και πήρε το προσωνύμιό του (Uticensis). τιμούμενος από τους κατοίκους της πόλεως.
Μετά την ήττα των δημοκρατικών στη Μάχη της Θάψου της Νουμιδίας (σημ.Τυνησία), τον Απρίλιο του έτους 46 π.Χ., αυτοκτόνησε σε ηλικία 48 ετών, ως αιχμάλωτος του Καίσαρα, μετά από μία μακρά φιλοσοφική συζήτηση με τους συνεργάτες του και με τον πλατωνικό διάλογο περί της αθανασίας της ψυχής στο χέρι. Ο Καίσαρας, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την προκατάληψη του πλήθους κατά των αυτοχείρων, περιέφερε κατά το θρίαμβό του, το έτος 46, καρικατούρες του Κάτωνος «που αυτοξεσκιζόταν σαν άγριο θηρίο» και των φίλων του, αλλά η προπαγάνδα ήταν ατυχής, καθώς ο λαός θεωρούσε την πτώση τους αυτοθυσία ηρώων και ξέσπασε σε αποδοκιμασίες.
8.14.11. Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος (90-13 π.Χ.)
Ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος (Marcus Aemilius Lepidus) ήταν ένας Ρωμαίος πολιτικός του 1ου αιώνα π.Χ., καταγόμενος από οικογένεια πατρικίων. Ο πατέρας του, Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος, είχε εμπλακεί σε μια απόπειρα στάσης κατά της Δημοκρατίας, που του στέρησε τη ζωή. Ο ίδιος ήταν θερμός υποστηρικτής του Ιουλίου Καίσαρα. Ξεκίνησε την καριέρα του στην πολιτική («cursus honorum») όταν, από το αξίωμα του πραίτορα το 49 π.Χ., τέθηκε επίτροπος της πόλης από τον Καίσαρα, ο οποίος απουσίαζε στην Ισπανία μαχόμενος τον Πομπήιο Μάγνο. Ως ανταμοιβή εξελέγη ύπατος το 46 π.Χ. μετά την ήττα των οπαδών του Πομπήιου στην Ανατολή. Όταν ο Καίσαρας ονομάστηκε Δικτάτωρ από τη Σύγκλητο, επέλεξε το Λέπιδο για να γίνει ο Magister Equitum στο πλευρό του. Η σύντομη συνεργασία τους είχε απρόσμενο τέλος, όταν ο Καίσαρ δολοφονήθηκε στις 15 Μαρτίου 44 π.Χ. Ένας από τους πρωτεργάτες της συνωμοσίας, ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, είχε προτείνει να θανατωθούν επίσης ο Λέπιδος και ο Μ.Αντώνιος. Ωστόσο, ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος καταψήφισε την πρόταση, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για εκτέλεση κι όχι για πραξικόπημα.
Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, ο Λέπιδος, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδωσε στη Σύγκλητο για την καλή του πίστη, συμμάχησε με τον Μ.Αντώνιο για να καταλάβει την εξουσία. Στο προσκήνιο όμως υπήρχε και ένας επίσημος κληρονόμος του Καίσαρα, ο Οκταβιανός. Οι τρεις τους συναντήθηκαν σε ένα νησί μέσα σε ένα ποτάμι κοντά στη Μουτίνα (σύγχρονη Μοντένα), με τα στρατεύματά τους στις δύο όχθες, κι εκεί συμφώνησαν να δημιουργήσουν τη Δεύτερη Τριανδρία, την οποία επικύρωσε το 43 π.Χ. ένας νόμος υπό το όνομα Lex Titia. Συνεπώς, αντίθετα με την Πρώτη Τριανδρία του Καίσαρα, του Κράσσου και του Πομπήιου, αυτή η Τριανδρία ήταν επίσημη. Ως αποτέλεσμα, έβγαλε εκτός παιχνιδιού τους υπάτους και τη Σύγκλητο, σημαίνοντας το τέλος της δημοκρατίας. Η επίσημη διάρκεια της συμμαχίας αυτής ήταν πέντε χρόνια και κατόπιν ανανεώθηκε για άλλα τόσα το 38 π.Χ. με τη Συνθήκη του Τάραντα.
Μετά τη λήξη των εμφυλίων πολέμων στην Ανατολή και την ήττα των δολοφόνων του Καίσαρα στη Μάχη των Φιλίππων (42), κατά την οποία ο ίδιος παρέμεινε στη Ρώμη, ο Λέπιδος ανέλαβε τη διοίκηση των δυτικών επαρχιών της Ισπανίας και Αφρικής. Για λίγο κατάφερε να αποστασιοποιηθεί από τις συχνές διαμάχες ανάμεσα στους δύο συνεργάτες του. Ωστόσο, το 36 π.Χ., ένας κακός πολιτικός ελιγμός έδωσε στον Οκταβιανό την αφορμή που χρειαζόταν: ο Λέπιδος κατηγορήθηκε πως σφετεριζόταν τη διακυβέρνηση της Σικελίας προετοιμάζοντας κίνημα. Ως αποτέλεσμα εξορίστηκε στους Κίρκους και έχασε όλα του τα αξιώματα πέραν από αυτό του Αρχιερέα της Ρώμης, (Pontifex Maximus). Απεβίωσε ειρηνικά το 13 π.Χ.
8.14.12. Γάιος Κάσσιος Λογγίνος (87-42)
Ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος (Gaius Cassius Longinus) ήταν Ρωμαίος συγκλητικός και ο κύριος εμπνευστής της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα. Είχε νυμφευθεί την κόρη της Σερβιλίας Καιπιόνις και ετεροθαλή αδερφή του Βρούτου. Μαζί είχαν αποκτήσει ένα γιο. Σπούδασε φιλοσοφία στη Ρόδο υπό τον Αρχέλαο, και μιλούσε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα.
Το πρώτο του αξίωμα ήταν αυτό του ταμία (quaestor) υπό τον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο το 53 π.Χ., οπότε αποδείχτηκε πως διέθετε αξιόλογες στρατηγικές ικανότητες. Ταξίδεψε με τον Κράσσο στην επαρχία της Συρίας, όπου προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να επιτεθεί στην Παρθία, προτείνοντας να φτιάξουν μια ασφαλή βάση στον ποταμό Ευφράτη. Ωστόσο ο Κράσσος αγνόησε τις συμβουλές του Κάσσιου και οδήγησε τους άνδρες του στη Μάχη στις Κάρρες, κατά τη διάρκεια της οποίας επίσης αγνόησε τη συμβουλή να ενδυναμώσει τις ρωμαϊκές γραμμές, με αποτέλεσμα η Ρώμη να γνωρίσει τη διασημότερη στρατιωτική πανωλεθρία της μετά το Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο. Ο Κάσσιος κατάφερε να γλυτώσει τα υπολείμματα του στρατού με τη βοήθεια του λεγάτου του Κράσσου, Γάιου Οκτάβιου. Οι λεγεωνάριοι ζήτησαν να ηγηθεί ο Κάσσιος, αλλά εκείνος αρνήθηκε παραμένοντας πιστός στον Κράσσο. Ο Κράσσος θανατώθηκε όταν οι οδηγοί του στρατού διέπραξαν προδοσία στο δρόμο της υποχώρησης. Εντούτοις, ο Κάσσιος κατάφερε και πάλι να διασώσει 500 ιππείς και να τους επανενώσει με άλλες λεγεώνες.
Τα επόμενα δύο χρόνια ο Κάσσιος κυβέρνησε τη Συρία, υπερασπιζόμενος τα σύνορά της ενάντια στις επιθέσεις των Πάρθων, μέχρι να αφιχθεί ο επόμενος έπαρχος. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας επιδρομής σκοτώθηκε ο Πάρθος διοικητής Οσάκης και οι στρατιώτες του σκόρπισαν. Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, τότε κυβερνήτης της Κιλικίας, έστειλε στον Κάσσιο ένα συγχαρητήριο σημείωμα.
Μετά την επιστροφή του στη Ρώμη, το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα και τον Πομπήιο Μάγνο έσωσε τον Κάσσιο από την προσαγωγή σε δίκη από τους εχθρούς του. Εκλέχτηκε Δήμαρχος (Τριβούνος) των πληβείων το 49 π.Χ., ταγμενος με το κόμμα των αριστοκρατικών (Optimates). Όταν ο Καίσαρας διέσχισε το Ρουβικώνα ποταμό, ο Κάσσιος εγκατέλειψε τη Ρώμη. Συνάντησε τον Πομπήιο στην Ελλάδα και έγινε διοικητής του στόλου του. Το 48 π.Χ., ο Κάσσιος έπλευσε προς τη Σικελία όπου επιτέθηκε και έκαψε μεγάλο μέρος των πλοίων του Καίσαρα. Συνέχισε παρενοχλώντας πλοία στις ιταλικές ακτές. Τα νέα της ήττας του Πομπήιου στη Μάχη των Φαρσάλων ανάγκασαν τον Κάσσιο να κατευθυνθεί στον Ελλήσποντο, ελπίζοντας να συμμαχήσει με το βασιλέα του Πόντου, Φαρνάκη Β'. Ωστόσο ο Κάισαρ τον πρόλαβε στο δρόμο κι αναγκάστηκε να παραδοθεί άνευ όρων.
Ο Καίσαρας τον ονόμασε λεγάτο και τον επιστράτευσε στον Αλεξανδρινό Πόλεμο (48-47), αλλά ο Κάσσιος αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο ενάντια στον Κάτωνα τον Νεότερο και τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο Σκιπίωνα, στην Αφρική (Μάχη της Θάψου 46), επιλέγοντας να αποσυρθεί στη Ρώμη. Πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια χωρίς κάποιο αξίωμα, κατά τη διάρκεια των οποίων σύσφιξε τις σχέσεις του με τον Κικέρωνα.
Το 44 π.Χ. κατέλαβε το αξίωμα του Praetor Peregrinus, με την υπόσχεση να αναλάβει τη διοίκηση της Συρίας τον επόμενο χρόνο. Η ανάδειξη του νεότερού του, Μάρκου Ιούνιου Βρούτου, σε Praetor Urbanus τον προσέβαλε πολύ, κάτι που αύξησε το μίσος του στο πρόσωπο του Καίσαρα, ο οποίος την ίδια χρονιά ανέλαβε το αξίωμα του Δικτάτορα δια Βίου. Ο Καίσαρ, παρόλο που επισήμως είχε συγχωρήσει τον Κάσσιο, από ό,τι φαίνεται δυσπιστούσε προς το πρόσωπό του. Έτσι ο Κάσσιος ήταν ένας από τους πιο ένθερμους συνωμότες κατά του Καίσαρα, πείθοντας τελικά τους υπόλοιπους να διαπράξουν «τυραννοκτονία», αυτοαποκαλούμενοι «απελευθερωτές» («Liberatores»). Στις Ειδούς του Μαρτίου του 44 π.Χ., ο Κάσσιος παρότρυνε τους συνεργούς του, ενώ ο ίδιος χτύπησε τον Καίσαρα στο πρόσωπο. Αν και πέτυχαν στο σκοπό τους να δολοφονήσουν τον Καίσαρα, τα επινίκια ήταν βραχύβια καθώς ο Μάρκος Αντώνιος διεκδίκησε την εξουσία και έστρεψε το λαό εναντίον τους.
Τον Απρίλιο, ο Κάσσιος έφυγε από τη Ρώμη, με προορισμό την εξοχή, ελπίζοντας πως ο Αντώνιος θα ανατρεπόταν. Τον Ιούνιο, η Σύγκλητος ανέθεσε στον Κάσσιο την επαρχία της Κυρήνης για να του δώσει την ευκαιρία να διατηρήσει το αξίωμα του πραίτορα και να διαφύγει από την Ιταλία.
Ο Κάσσιος θύμωσε που του παραχωρήθηκε μια τόσο μικρή επαρχία και αποφάσισε να παραιτηθεί, υποστηρίζοντας ότι προτιμούσε να ζήσει εξόριστος παρά υπό την ηγεμονία του Αντωνίου. Κατέφυγε στην επαρχία της Συρίας, που του είχε αποδοθεί νωρίτερα, την οποία είχε αναλάβει εκ μέρος του Αντωνίου ο Πόπλιος Κορνήλιος Δολαβέλλας, σκοπεύοντας να αναλάβει τη διοίκηση προτού καταφθάσει ο τελευταίος. Η φήμη του στη Συρία ήταν αρκετή ώστε να βρει συμμάχους στο πρόσωπο των στρατιωτικών διοικητών της περιοχές και το 43 π.Χ. είχε στην κατοχή του 12 λεγεώνες για να αντιμετωπίσει το Δολαβέλλα. Στο μεταξύ, η Σύγκλητος είχε έρθει σε ρήξη με τον Αντώνιο κι έτσι επικύρωσε την πρόταση να γίνει ο Κάσσιος διοικητής της Συρίας. Ο Δολαβέλλας επιτέθηκε, αλλά όταν είδε τους συμμάχους του να τον προδίδουν, αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει.
Η θέση του Κάσσιου ήταν πλέον εξασφαλισμένη κι έτσι σχεδίασε να επιτεθεί κατά της Αιγύπτου. Όταν ωστόσο δημιουργήθηκε στην Ιταλία η Δεύτερη Τριανδρία, ανάμεσα στον Αντώνιο, το Λέπιδο και τον Οκταβιανό, ο Βρούτος ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Κάσσιος τον συνάντησε με τους άνδρες του στη Σμύρνη, αφήνοντας στο πόδι του στη Συρία τον ανηψιό του. Οι σύμμαχοι αποφάσισαν να χτυπήσουν τους συμμάχους της Τριανδρίας στη Μικρά Ασία. Ο Κάσσιος λεηλάτησε τη Ρόδο, ενώ ο Βρούτος έκανε το ίδιο στη Λυκία. Την επόμενη χρονιά ένωσαν τις δυνάμεις τους στις Σάρδεις, όπου οι στρατοί τους τούς ανακήρυξαν «Imperatores». Πέρασαν τον Ελλήσποντο, προέλασαν στη Θράκη και στρατοπέδευσαν κοντά στους Φιλίππους, πόλη της Θράκης (σημερινός Νομός Καβάλας). Ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος σύντομα έφτασαν στην περιοχή και ετοιμάζονταν για την επικείμενη μάχη. Ο Κάσσιος αποφάσισε να τους αποκόψει από τις προμήθειες. Ωστόσο, ο Αντώνιος εξανάγκασε τους αντιπάλους του σε δύο μάχες, γνωστές με το κοινό όνομα Μάχη των Φιλίππων (42). Ο Βρούτος είχε επιτυχία απέναντι στον Οκταβιανό και κατέλαβε το στρατόπεδό του. Ο Κάσσιος, εντούτοις, συνετρίβη από τον Αντώνιο. Αγνοώντας τη νίκη του συμμάχου του, έχασε κάθε ελπίδα και διέταξε έναν απελεύθερο να τον θανατώσει. Ο Βρούτος τον θρήνησε ως τον «τελευταίο των Ρωμαίων» και τον κήδεψε στη Θάσο.
8.14. 13. Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (100-44)
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (Gaius Julius Caesar) ήταν επιφανής στρατηγός και χαρισματικός πολιτικός, που άλλαξε την μορφή του πολιτεύματος της Ρώμης και με τις κατακτήσεις του έθεσε τις βάσεις της μετεξέλιξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τα αρχαία στα νεότερα χρόνια. Αν και αριστοκρατικής καταγωγής, τάχθηκε με το μέρος της φιλολαϊκής παράταξης στην διαμάχη της με την συγκλητική, κατέκτησε την Γαλατία, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου, εισέβαλε στην Βρεττανία και ανέκοψε τις γερμανικές εισβολές. Όταν, νικώντας τον αντίπαλό του Πομπήιο, επικράτησε στην πολιτική σκηνή, κατάργησε τόσο την συγκλητική όσο και την λαϊκή κυριαρχία και επέβαλε ηγεμονικό καθεστώς, κατά το πρότυπο των μακεδονικών βασιλείων της ανατολής, αλλά δολοφονήθηκε από τους υπερασπιστές της παλαιάς τάξης πραγμάτων.
α. Τα πρώτα χρόνια (86-59)
Ήταν γόνος της Ιουλίας γενιάς, μιας από τις παλαιότερες και αριστοκρατικότερες της Ρώμης. Ο Γάιος Μάριος είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα του που ήταν συνεπώς εξάδελφος του Μάριου του Νεώτερου. Ο ίδιος ο Καίσαρ σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε την Κορνηλία, κόρη του Κίννα, που ήταν ο διάδοχος του Μάριου στην ηγεσία των φιλολαϊκών. Ονομάστηκε ιερέας του Δία, επί υπατείας Μάριου και Κίννα (86 π.Χ.) Αλλά το 84, όταν ο ηγέτης της αριστοκρατικής παράταξης (optimates) Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επιβλήθηκε ως δικτάτορας, απαίτησε από τον Καίσαρα να χωρίσει την Κορνηλία ως ένδειξη αποδοκιμασίας των φιλολαϊκών. Αυτός αρνήθηκε (είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει μια κόρη, την Ιουλία) και ο Σύλλας τον καθαίρεσε από το ιερατικό του αξίωμα, δήμευσε την περιουσία του και την προίκα της Κορνηλίας και τον συμπεριέλαβε στις προγραφές του. Ο Καίσαρ έζησε κρυπτόμενος για ένα διάστημα, και σώθηκε χάρη στη μεσολάβηση αριστοκρατών συγγενών του που πίεσαν τον Σύλλα να δώσει χάρη.
Το στρατιωτικό του στάδιο άρχισε στην Ασία, στο επιτελείο του στρατηγού Μάρκου Θέρμου. Παρέμεινε για ένα διάστημα με αποστολή στο ανάκτορο του βασιλέως της Βιθυνίας Νικομήδη, και το 78 π.Χ. όταν πέθανε ο Σύλλας, ο Καίσαρ επέστρεψε στην Ρώμη. Δεν είχε συμμετοχή σε μία εξέγερση των φιλολαϊκών που ξέσπασε τότε, αλλά μήνυσε αμέσως μετά τον Κορνήλιο Δολαβέλλα, άνθρωπο του Σύλλα, για καταπίεση των πόλεων της Ελλάδος. Δεν πέτυχε την καταδίκη του αλλά κέρδισε την λαϊκή υποστήριξη για τις πολιτικές του θέσεις και την ρητορική του.
Μέχρι να εκτονωθεί η κατάσταση, ο Καίσαρ έφυγε στην Ρόδο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ρητορικής του Απολλώνιου του Μόλωνα, κατά το παράδειγμα του Κικέρωνα. Τον αιχμαλώτισαν όμως οι πειρατές που λυμαίνονταν τότε το Αιγαίο και όταν ήρθαν τα λύτραπου ζήτησαν ο Καίσαρ ελευθερώθηκε, εξόπλισε πλοία στην Μίλητο, συνέλαβε τους πειρατές και τους σταύρωσε όπως τους είχε υποσχεθεί.
Το 68 εξελέγη ταμίας (quaestor) και στάλθηκε στην Ισπανία. Επέστρεψε στην Ρώμη πριν λήξει η θητεία του και το 65 εξελέγη αγορανόμος (aediles). Το 63 ψήφισε στην Σύγκλητο -μόνος αυτός-κατά της θανατικής καταδίκης των συνενόχων του Κατιλίνα, στην συνωμοσία του οποίου υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν αναμεμιγμένος και ο ίδιος.
Την ίδια χρονιά εξελέγη μέγας αρχιερεύς (pontifex maximus) και έγινε ο παθητικός ήρωας ενός σκανδάλου, όταν ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, ένας νεαρός αριστοκράτης, πλούσιος, θρασύς και λαοφιλής, μπήκε ντυμένος γυναικεία στο σπίτι του Καίσαρα, γιατί ήταν ερωτευμένος με την δεύτερη σύζυγό του Πομπηία. Ο Καίσαρ έδιωξε την Πομπηία αλλά όταν κλήθηκε ως μάρτυς στη δίκη δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Οι φιλολαϊκοί της Ρώμης θεώρησαν την δίωξη του Κλαύδιου Πούλχερ συγκλητική συνωμοσία με πρωτεργάτη τον Κικέρωνα, ο Κράσσος δωροδόκησε τους δικαστές και ο Κλαύδιος Πούλχερ απαλλάχτηκε.
Το 61 ο Καίσαρ διορίστηκε προπραίτωρ στην Ισπανία και ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος ανέλαβε τα χρέη του προς τους πιο απαιτητικούς δανειστές του, και ο Καίσαρ μπόρεσε ν’ αναχωρήσει. Στην Ισπανία ο Καίσαρ υπέταξε τις εγχώριες φυλές και κέρδισε την φιλία των κατοίκων μειώνοντας τους τόκους των δανείων που είχαν συνάψει. Παράλληλα πλούτισε κι ο ίδιος και κέρδισε την αφοσίωση των στρατιωτών, που ωφελήθηκαν από τις εκστρατείες.
Μετά από ένα όργιο εξαγοράς ψήφων, ο Καίσαρ εξελέγη ύπατος για το έτος 59. Εν τω μεταξύ το 60 επέστρεψε θριαμβευτής από την Ανατολή ο Γναίος Πομπήιος. Η Σύγκλητος έβλεπε με φόβο την δημοτικότητα και τον πλούτο του με αποτέλεσμα να τον στρέψει -καθώς και τους κεφαλαιούχους που είχαν ευνοηθεί από τις εκστρατείες και τις συμφωνίες του- προς τους φιλολαϊκούς, παρά το ότι ο Πομπήιος υπήρξε συνεργάτης του Σύλλα και υποστηρικτής της συγκλητικής παράταξης. Καίσαρ, Κράσσος και Πομπήιος σχημάτισαν την Πρώτη Τριανδρία για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Ο Καίσαρ πρότεινε στην Σύγκλητο μέτρα που είχε προηγουμένως εισηγηθεί ο Πομπήιος και η Σύγκλητος τα είχε απορρίψει : Διανομή κρατικών γαιών σε 20.000 φτωχούς πολίτες (πολλοί από τους οποίους ήταν στρατιώτες του Πομπήιου) με τρία ή περισσότερα παιδιά, περιορισμό κατά ένα τρίτο της φορολογίας της Ασίας, επικύρωση των συμφωνιών του Πομπήιου στην Ανατολή. Η Σύγκλητος αντιδρούσε σε όλα και τότε ο Καίσαρ εισήγαγε τα νομοσχέδια στην λαϊκή συνέλευση (comitia centuriata). Ο δεύτερος ύπατος Βίβουλλος αντέταξε βέτο το οποίο αγνοήθηκε, τα μέτρα ψηφίστηκαν και η βία κατά των αριστοκρατών ήταν συνεχής. Ο Κάτων φυλακίστηκε για λίγο επειδή μακρηγορούσε στην Σύγκλητο, ο Λούκουλλος απειλήθηκε με διωγμό, ο Κικέρων μετατάχθηκε στην τάξη των πληβείων και κάποιοι αριστοκρατικοί κατηγορήθηκαν για απόπειρα δολοφονίας του Πομπήιου. Ο Βίβουλλος έπαψε να προσέρχεται στην Σύγκλητο και ο Καίσαρ κυβερνούσε μόνος.
Περί τα τέλη της υπατείας του, ανετέθη στον Καίσαρα η διοίκηση της Εντεύθεν και της Εκείθεν των Άλπεων Γαλατίας, δηλ. της Βόρειας Ιταλίας και της Νότιας Γαλλίας. Για να διατηρηθούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις, η φιλολαϊκή παράταξη πέτυχε την εκλογή του Αύλου Γαβινίου και του Λεύκιου Καλπούρνιου Πείσωνα ως υπάτων το 58. Ο Καίσαρ έδωσε την κόρη του Ιουλία ως σύζυγο στον Πομπήιο κι ο ίδιος παντρεύτηκε την Καλπουρνία, κόρη του Πείσωνα, γγονότα που ανάγκασαν τον Κάτωνα να διαμαρτυρηθεί: «Ουκ ανεκτόν είναι γάμοις διαμαστροπευομένης της ηγεμονίας».
β. Κατάκτηση της Γαλατίας (58-51)
Η Γαλατία είχε πλημμυρίσει από Ελβετούς που προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν στο νοτιοδυτικό τμήμα της και από Γερμανούς υπό τον Αριόβιστο, που είχε εγκατασταθεί στην Φλάνδρα και απέβλεπε στην κατάκτηση όλης της χώρας. Ήταν μια κίνηση ανάλογη της Μεγάλης Μετανάστευσης των γερμανικών φύλων πέντε αιώνες αργότερα. Ο Καίσαρ νίκησε δύσκολα τους Ελβετούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αποδεχόμενοι την κυριαρχία της Ρώμης.Συνέτριψε μετά τους Γερμανούς και ο Αριόβιστος πέθανε ύστερα από λίγο. Ο Καίσαρ εγκατέστησε στην Γαλατία την ρωμαϊκή εξουσία, για να την προστατέψει, όπως είπε, από τους Γερμανούς. Οι Γαλάτες αντέδρασαν κι ο Καίσαρ κατανίκησε διαδοχικά τις φυλές που αντιστέκονταν και ανήγγειλε στην Ρώμη την κατάκτηση της Γαλατίας. Η Σύγκλητος την ανακήρυξε ρωμαϊκή επαρχία.
Στην Ρώμη εν τω μεταξύ είχαν σημειωθεί ανακατατάξεις. Ο Κλαύδιος Πούλχερ, που επεδίωκε τα παραγκωνίσει τον Καίσαρα και τον Πομπήιο από την ηγεσία της φιλολαϊκής παράταξης και ηγούνταν συμμορίας ταραχοποιών, είχε φροντίσει να φύγει ο Κάτων ως ανθύπατος στην Κύπρο και είχε υποχρεώσει σε αυτοεξορία τον Κικέρωνα. Αλλά ο Πομπήιος πήρε το μέρος του τελευταίου, ο Κικέρων ανακλήθηκε, επανήλθε θριαμβευτικά το 57 και συντάχθηκε προσωρινά με τους φιλολαϊκούς. Επανήλθε και ο Κάτων και οι συντηρητικοί ενισχύθηκαν. Τα πνεύματα στην Ρώμη ήταν εναντίον του Καίσαρα. Ο Κικέρων άλλαξε και πάλι στρατόπεδο και το 56 πρότεινε την κατάργηση των αγροτικών νόμων του Καίσαρα. Το 55 ο Καίσαρ έστειλε άφθονο χρήμα στην Ρώμη και οι Πομπήιος και Κράσσος εξελέγησαν ύπατοι.
Το 55 δύο γερμανικές φυλές εισέβαλαν στην Βελγική Γαλατία. Ο Καίσαρ τις απώθησε ως τον Ρήνο και τις εξόντωσε, κατασκεύασε τεράστια γέφυρα, πέρασε σε γερμανικό έδαφος κι έκανε τον Ρήνο σύνορο ασφαλές της Γαλατίας. Γύρισε πίσω στην Γαλατία κι αμέσως μετά εισέβαλε δύο φορές στην Βρετανία, νίκησε τον Κασσιβελαύνο κι έφτασε ώς τον Τάμεση. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν φόρο υποτέλειας κι ο Καίσαρ γύρισε στην Γαλατία, κατέστειλε μια τοπική εξέγερση και πέρασε πάλι στην Γερμανία. Τότε όμως ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση των Γαλατών υπό τον Βερκιγγετόριγα. Ο Καίσαρ, αφού κινδύνεψε όσο ποτέ άλλοτε, πολιόρκησε τον Βερκιγγετόριγα στην Αλεσία και κατασκεύασε δύο ομόκεντρα χωμάτινα τείχη γύρω από την πόλη τοποθετώντας τις λεγεώνες του ενδιάμεσα, για ν’ αποκρούει τις επιθέσεις τόσο των πολιορκημένων όσο και των ενισχύσεων που έρχονταν. Τελικά οι ενισχύσεις των Γαλατών αποχώρησαν και η Αλεσία παραδόθηκε καθώς και ο Βερκιγγετόριξ που στάλθηκε σιδηροδέσμιος στην Ρώμη όπου αργότερα κόσμησε τον θρίαμβο του Καίσαρα και θανατώθηκε. Η Γαλατία υποτάχθηκε οριστικά στους Ρωμαίους. Ο Κικέρων παλινώδησε για μιαν ακόμη φορά και ύμνησε τις νίκες του Καίσαρα.
γ. Ο Εμφύλιος πόλεμος Καίσαρα-Πομπήιου (49-48)
Το 54 η Ιουλία, κόρη του Καίσαρα και σύζυγος του Πομπήιου, πέθανε στη γέννα καθώς και το βρέφος. Την ίδια χρονιά, μετά την λήξη της υπατικής θητείας Πομπήιου και Κράσσου, ο τελευταίος έφυγε στην Συρία, όπως είχε συμφωνηθεί και σκοτώθηκε τον άλλο χρόνο (53) πολεμώντας εναντίον των Πάρθων. Οι δεσμοί που συνέδεαν Καίσαρα και Πομπήιο είχαν σπάσει. Ο Πομπήιος αρνήθηκε προτάσεις του Καίσαρα για νέες επιγαμίες, κράτησε τις λεγεώνες του στην Ιταλία αντί να τις οδηγήσει στην Ισπανία όπως είχε συμφωνηθεί, και επανήλθε φανερά στην συντηρητική παράταξη. Η Ρώμη εν τω μεταξύ είχε καταντήσει πεδίο βίας και διαφθοράς. Ο Πομπήιος αποκατέστησε την τάξη και η Σύγκλητος, κατά συμβουλή του Κάτωνα, τον ανακήρυξε «ύπατον μόνον», για να προλάβει την δικτατορία του. Η Σύγκλητος διακήρυξε ότι αν ο Καίσαρ δεν παραιτούνταν από την διοίκηση της Γαλατίας μέχρι την 1η Ιουλίου του 49, θα θεωρούνταν εχθρός του κράτους. Ο Καίσαρ έκανε αντιπροτάσεις, προσθέτοντας όμως ότι αν απορρίπτονταν θα το θεωρούσε κήρυξη πολέμου. Εκτός νόμου πλέον ο Καίσαρ, με την Σύγκλητο και τον Πομπήιο εναντίον του, στις 10 Ιανουαρίου του 49, επισφραγίζοντας την απόφασή του να εισέλθει στη Ρώμη, πέρασε ένα μικρό ποταμό κοντά στο Ρίμινι, τον Ρουβίκωνα, λέγοντας την φράση «alea jacta est» (ο κύβος ερρίφθη).
Οι πόλεις της Ιταλίας τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι δυνάμεις του ενισχύθηκαν. Απαγόρευσε λεηλασίες και αντεκδικήσεις, έστειλε τους αιχμάλωτους πομπηιανούς αξιωματικούς στην Ρώμη και συμβιβαστικές προτάσεις προς όλους. Ο Πομπήιος τις απέρριψε και δήλωσε ότι θα θεωρούσε εχθρό του όποιον συγκλητικό δεν προσερχόταν στο στρατόπεδό του, ενώ ο Καίσαρ είχε πει ότι όποιος ήταν ουδέτερος ήταν φίλος του. Οι περισσότεροι συγκλητικοί έμειναν στην Ρώμη. Ο Πομπήιος όμως, που δεν είχε εμπιστοσύνη στο ετοιμοπόλεμο του στρατού του, έφυγε από την Ρώμη στο Μπρίντιζι και πέρασε την Αδριατική. Σκόπευε να εξασκήσει τους στρατιώτες του και να διακόψει την τροφοδοσία της Ρώμης με τον ισχυρό στόλο του.
Ο Καίσαρ μπήκε στην Ρώμη στις 16 Μαρτίου του 49 ενώ ο στρατός του είχε μείνει εκτός πόλεως. Δεν υπήρξε αντίσταση αλλά η Σύγκλητος αρνήθηκε να τον ονομάσει δικτάτορα, να στείλει αντιπροσωπεία στον Πομπήιο για ειρήνευση και να του επιτρέψει την διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Ο Καίσαρ είπε στους εχθρούς του στην Ρώμη ότι τους ήταν εύκολο να μιλούν, δύσκολο όμως να ενεργούν και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τις τρεις στρατιές που οι πομπηιανοί είχαν οργανώσει στην Ελλάδα, την Αφρική και την Ισπανία.
Για να λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα της Ρώμης κατέλαβε την σιτοπαραγωγό Σικελία στην οποία βρισκόταν ο Κάτων. Αυτός έφυγε στην Αφρική όπου νίκησε τον στρατηγό του Καίσαρα που τον καταδίωξε. Ο ίδιος ο Καίσαρ πήγε στην Ισπανία για τον ίδιο λόγο και για να προλάβει επίθεση από τους πομπηιανούς της Ιβηρικής. Τους νίκησε και επιβλήθηκε σε όλη την χερσόνησο. Γυρίζοντας στην Ιταλία νίκησε ένα στρατό του Πομπήιου και αναδιοργάνωσε την διοίκηση της Γαλατίας. Η Σύγκλητος τον ονόμασε τότε δικτάτορα αλλά αυτός παραιτήθηκε και αρκέστηκε να εκλεγεί ύπατος για το 48. Ανακάλεσε όλους τους εξόριστους και προχώρησε σε οικονομικές ρυθμίσεις που ικανοποίησαν όλους πλην των ακραίων της λαϊκής παράταξης, που προσδοκούσαν διαγραφή των χρεών και αναδασμό της γης.
Στα τέλη του 49 πέρασε με στρατό την Αδριατική και, μετά από μία τρικυμία που δημιούργησε προβλήματα ο Μάρκος Αντώνιος με νέο στόλο συμπλήρωσε τη μεταφορά συνολικά 60.000 στρατιώτες. Ο Πομπήιος, ενώ κατείχε το ισχυρό Δυρράχιο με 40.000 στρατού καλά εφοδιασμένου, έκανε το σφάλμα να μη επιτεθεί στο πρώτο και εξουθενωμένο τμήμα του Καίσαρα. Ο Καίσαρ επετέθη αλλά αποκρούστηκε. Ο Πομπήιος δεν τον καταδίωξε και ο Καίσαρ οπισθοχώρησε στην Θεσσαλία κι ανασυγκρότησε τον στρατό του. Η σύγκρουση έγινε στις 9 Αυγούστου του 48 στα Φάρσαλα. Ο Πομπήιος είχε 45.000 πεζούς και 7.000 ιππείς, ο Καίσαρ 22.000 πεζούς και χίλιους ιππείς. Η υπέρτερη ηγεσία, η καλύτερη εκπαίδευση και το ανώτερο ηθικό του στρατού του Καίσαρα επικράτησαν. Δεκαπέντε χιλιάδες πομπηιανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και 20.000 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν, έναντι ελάχιστων απωλειών του Καίσαρα.
Ο Πομπήιος έφυγε στη Λάρισα κι από εκεί στην Μυτιλήνη, όπου του ζητήθηκε να παραμείνει, αλλά ο Πομπήιος τους συνέστησε να υποταχθούν στον Καίσαρα και μετά έφυγε στην Αλεξάνδρεια. Ο Βρούτος έφυγε επίσης στην Λάρισα κι από εκεί έγραψε στον Καίσαρα, που για χάρη του συγχώρησε και τον Κάσσιο. Ο Καίσαρ αποδείχθηκε επιεικής προς τους Έλληνες, που είχαν υποστηρίξει τον Πομπήιο. Μοίρασε τα αποθέματα σίτου του Πομπήιου στον πληθυσμό και είπε στους Αθηναίους όταν του ζήτησαν συγγνώμη : «Πόσες φορές θα σας σώζει από την αυτοκαταστροφή η δόξα των προγόνων σας;» Ο Πομπήιος έφτασε στην Αλεξάνδρεια όπου βασίλευε ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ΄. Εκεί ο υπουργός του βασιλέως ευνούχος Ποθεινός τον δολοφόνησε, υπολογίζοντας στην ευγνωμοσύνη του Καίσαρα ο οποίος έφτασε σε λίγο.
δ. Ο Καίσαρ στην Αίγυπτο (48-47)
Στην οι δύο συμβασιλείς, Πτολεμαίος ΙΓ΄ και Κλεοπάτρα Ζ βρίσκονταν στα πρόθυρα εμφύλιου πολέμου για την επικράτηση στο θρόνο. Ο Ποθεινός είχε αναγκάσει την Κλεοπάτρα να φύγει από την Αλεξάνδρεια, και η συμπεριφορά του προς τον Καίσαρα ήταν εχθρική. Επιζητώντας την συμμαχία της Κλεοπάτρας, ο Καίσαρ την κάλεσε στην Αλεξάνδρεια. Ένας υπηρέτης έφτασε φορτωμένος μ’ ένα κάλυμμα στρώματος, το άνοιξε στα πόδια του Καίσαρα κι εμφανίστηκε η Κλεοπάτρα, που έγινε ερωμένη του.
Ο Ποθεινός και ο στρατηγός Αχιλλάς αποφάσισαν την εξόντωση του Καίσαρα. Αυτός το πληροφορήθηκε και θανάτωσε τον Ποθεινό, ο Αχιλλάς όμως διέφυγε και πολιόρκησε τον Καίσαρα στα ανάκτορα βοηθούμενος από την ρωμαϊκή φρουρά. Ο Καίσαρ μετέτρεψε τα ανάκτορα και το γειτονικό θέατρο σε φρούριο, έστειλε για ενισχύσεις στην Μ.Ασία και στην Ρόδο κι έκαψε τα πλοία του για να μη πέσουν στα χέρια των επαναστατών. Ο Καίσαρ κινδύνεψε σοβαρά πολλές φορές κατά την διάρκεια αυτής της πολιορκίας κι ο Πτολεμαίος ΙΓ, πιστεύοντας ότι οι Αιγύπτιοι ήταν νικητές, έφυγε από τα ανάκτορα αλλά από τότε χάθηκαν τα ίχνη του.
Όταν ήρθαν οι ενισχύσεις, ο Καίσαρ επιβλήθηκε και εγκατέστησε την Κλεοπάτρα στον θρόνο με συμβασιλέα τον νεώτερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ΄. Έμεινε εννέα μήνες στην Αίγυπτο, σαγηνευμένος από την Κλεοπάτρα, και η συμμαχία τους απέφερε πλην των άλλων και ένα γιο, τον Πτολεμαίο ΙΕ΄, τον αποκαλούμενο Καισαρίωνα.
Όταν έμαθε ότι ο γιος του Μιθριδάτη Φαρνάκης Β (βασ.63-47) ενεργούσε κατά των Ρωμαίων στην Ασία, εξεστράτευσε εναντίον του τον Ιούνιο του 47, κινήθηκε με την ταχύτητα που τον χαρακτήριζε από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο και νίκησε τον Φαρνάκη στην Ζέλα (στην Ευδοκιάδα του Πόντου, σημερινό Τοκάτ). Στην Ρώμη έγραψε «veni, vidi, vici» (ἦλθα, εἶδα, νίκησα).
ε. Επικράτηση και αντίδραση (47-44)
Ο Καίσαρ γύρισε στην Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 47. Στον Τάραντα τον υποδέχτηκε ο Κικέρων και του ζήτησε συγγνώμη που είχε ερωτοτροπήσει με τους πομπηιανούς πριν από τα Φάρσαλα. Ο Καίσαρ τους συγχώρησε όλους. Έφτασε τον Οκτώβριο στην Ρώμη συνοδευόμενος από την Κλεοπάτρα, τον μικρό αδελφό, συμβασιλέα και σύζυγό της Πτολεμαίο ΙΔ΄ και τον Καισαρίωνα. Βρήκε την Ρώμη σε εκρηκτική κατάσταση. Οι ακραίοι της φιλολαϊκής παράταξης πρότειναν νόμο περί κατάργησης των χρεών. Ο Μίλων είχε ανακληθεί από την αυτοεξορία του στην Μασσαλία και, στο πλευρό των λαϊκών τώρα, οργάνωνε στρατό στην νότιο Ιταλία και καλούσε τους δούλους να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Στεφάνια στόλιζαν τον τάφο του Κατιλίνα. Τελικά ο Μάρκος Αντώνιος έπνιξε στο αίμα εκδήλωση ενόπλων της φιλολαϊκής παράταξης στο Forum με αποτέλεσμα 800 νεκρούς. Σε όλο αυτό το διάστημα οι στρατοί των πομπηιανών στην Αφρική υπό τον Κάτωνα και στην Ισπανία υπό τον Σέξτο Πομπήιο, γιο του μεγάλου Πομπήιου, είχαν ενισχυθεί. Ο Καίσαρ καταπράυνε τους φιλολαϊκούς (populares) καταργώντας και τους τελευταίους νόμους του Σύλλα και διαγράφοντας ορισμένους τόκους δανείων. Συγχρόνως θέλησε να καθησυχάσει τους συντηρητικούς. Διόρισε τον Βρούτο διοικητή της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, διαβεβαίωσε ότι δεν θα πειράξει την ιδιοκτησία και διέταξε να τοποθετηθούν στη Σύγκλητο τα αγάλματα του Σύλλα και του Πομπήιου.
Στη συνέχεια εκστράτευσε στην Αφρική και στις 6 Απριλίου του 46 συναντήθηκε στην Θάψο με τις δυνάμεις των πομπηιανών υπό τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο Σκιπίωνα με τη συνδρομή του Κάτωνα. Στην πρώτη σύγκρουση νικήθηκε αλλά αντεπιτέθηκε και συνέτριψε τους αντιπάλους του. Η σφαγή ήταν φοβερή. Ο Κάτων διέφυγε στην Υτίκη και, βλέποντας το μάταιον της περαιτέρω αντίστασης, συμβούλευσε τον γιο του κι όσους δεν ήθελαν να φύγουν, να υποταχθούν στον Καίσαρα. Ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, διάβασε τον Φαίδωνα του Πλάτωνα και βύθισε το ξίφος στα σπλάγχνα του.
Ο Καίσαρ γύρισε στην Ρώμη το φθινόπωρο του 46. Η τρομοκρατημένη Σύγκλητος τον εξέλεξε δικτάτορα για δέκα χρόνια. Ο Καίσαρ πλήρωσε στους στρατιώτες πολύ περισσότερα απ’ όσα τους είχε υποσχεθεί, προσέφερε άρτον και θεάματα στον λαό, κ’ ύστερα εκστράτευσε στην Ισπανία, όπου κατανίκησε και τον τελευταίο μεγάλο στρατό των οπαδών του Πομπήιου.
Ο Καίσαρ είχε θριαμβεύσει σε όλα τα μέτωπα, αλλά η οικονομία της Ιταλίας ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εκατό χρόνια εμφυλίων πολέμων είχαν καταστρέψει την παραγωγή, τα αγροκτήματα είχαν ερημωθεί, τα εισαγόμενα σιτηρά και οι χιλιάδες δούλοι του πολέμου που καλλιεργούσαν τα κτήματα των μεγάλων γαιοκτημόνων είχαν αναγκάσει τους χωρικούς να συσσωρευθούν στις πόλεις και ν’ αποτελέσουν ένα προλεταριάτο σε μόνιμο αναβρασμό. Οι πατρίκιοι τον εχθρεύονταν, έμεναν ασυγκίνητοι από την επιείκειά του, αδιαφορούσαν για τις προτάσεις του, κατέκριναν την παρουσία της Κλεοπάτρας στην Ρώμη, κι έβλεπαν ότι έφτανε η ώρα που κάποιος θα γινόταν αυτό που ανέκαθεν όλοι φοβόνταν: βασιλεύς.
Η Σύγκλητος έπαψε φαινομενικά να αντιστέκεται. Το 44 τον ανακήρυξε ισόβιο δικτάτορα (dictator in perpetuum) και του επέτρεψε να φορά δάφνινο στεφάνι. Ήταν ύπατος, τιμητής, δήμαρχος, μέγας αρχιερεύς. Οι λαϊκές συνελεύσεις (comitia) ποδηγετούνταν από τον ίδιο ή τους υπαρχηγούς του αλλά ούτως ή άλλως ήταν μαζί του. Αύξησε τον αριθμό των συγκλητικών από 600 σε 900 και εννοείται ότι οι νέοι συγκλητικοί ήταν άνθρωποι δικοί του. Εγκαινίασε την γραφειοκρατική διοίκηση του απέραντου κράτους, κατήργησε τις συντεχνίες για ν’ αποτρέψει λαϊκές συσπειρώσεις εναντίον του, θέσπισε ότι δικαστές θα γίνονταν μόνο πατρίκιοι και ιππείς και δίκαζε συχνά ο ίδιος. Επινόησε νέα μέθοδο απογραφής του λαού, με αποτέλεσμα ο αριθμός αυτών που έπαιρναν δωρεάν σιτάρι από την πολιτεία να μειωθεί από 320.000 σε 150.000. Μοίρασε κρατικές γαίες στους παλαίμαχους στρατιώτες και στους φτωχούς, απαγορεύοντας την πώληση τους πριν την παρέλευση εικοσαετίας. Όρισε ότι το ένα τρίτο των εργαζομένων στα αγροκτήματα έπρεπε να είναι ελεύθεροι. Έστειλε 80.000 πολίτες σε διάφορες χώρες ως αποίκους και εγκαινίασε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα οικοδομών. Μείωσε τα χρέη, τους τόκους και τους φόρους. Αποκατέστησε την σταθερότητα του νομίσματος κι όταν πέθανε υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο 700 εκατομμύρια σηστέρτιοι και 100 εκατομμύρια στο ιδιαίτερο ταμείο του. Παραχώρησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη στους μορφωμένους ξένους που ζούσαν κι εργάζονταν στην Ρώμη και θέσπισε μέτρα υπέρ των πολυτέκνων. Καθιέρωσε πλήρη ανεξιθρησκεία και ανέθεσε στον Αλεξανδρινό Σωσιγένη να καταρτίσει νέο ημερολόγιο -το Ιουλιανό- γιατί το παλιό είχε χάσει κάθε επαφή με τις εποχές. Η Σύγκλητος έδωσε το όνομα της οικογένειάς του στον μήνα Ιούλιο.
Όταν κοινολογήθηκαν τα νέα του πολεμικά σχέδια κατά των Πάρθων, που ενθουσίασαν λαό και κεφαλαιούχους, οι αριστοκράτες κατάλαβαν ότι αυτό θα σήμαινε την οριστική πολιτική τους εξαφάνιση, αφού όλοι πίστευαν ότι ο Καίσαρ θα γινόταν βασιλεύς. Οι ενδείξεις ήταν πολλές και ιδιαίτερα η παρουσία της Κλεοπάτρας στην Ρώμη με τον (πιθανολογούμενο) γιο τους Καισαρίωνα έδινε αφρομές για φημολογίες ότι σκόπευε να την παντρευτεί και να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Αλεξάνδρεια.
Ο Γάιος Κάσσιος, υπαρχηγός του Κράσσου στην Παρθία και θεωρούμενος ήρωας εκείνου του πολέμου, ήταν αυτός που οργάνωσε την συνωμοσία κατά του Καίσαρα. Μεταξύ των συνωμοτών περιλαμβάνονταν ο Πόπλιος Σερβίλιος Κάσκας, ο αδελφός του Γάιος Σερβίλιος, ο Λεύκιος Τίλλιος Κίμβρος, ο Δέκιμος Βρούτος με επιφανέστερο όλων τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο, ο οποίος καταγόταν από τον θρυλικό Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, που έδιωξε τον βασιλέα Ταρκύνιο τον Υπερήφανο πριν από 450 χρόνια και εγκαθίδρυσε το αβασίλευτο πολίτευμα της Ρώμης, θανατώνοντας τους δύο του γιους επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της βασιλείας. Η μητέρα του Βρούτου Σερβιλία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Κάτωνα και η δεύτερη γυναίκα του Πορκία κόρη του Κάτωνα. Διαδιδόταν όμως ότι ήταν και γιος του Καίσαρα, καθώς είναι βεβαιωμένη η ερωτική σχέση του Καίσαρα με την μητέρα του Σερβιλία.
Όταν φημολογήθηκε ότι στις Ειδούς του Μαρτίου (15 του μηνός) ο Λεύκιος Κόττας θα πρότεινε στην Σύγκλητο να γίνει ο Καίσαρ βασιλεύς γιατί ήταν γραμμένο στα Σιβυλλικά βιβλία πως μόνο βασιλεύς θα νικούσε τους Πάρθους, οι συνωμότες αποφάσισαν να δράσουν.Λίγες μέρες νωρίτερα ο οιωνοσκόπος Σπουρίννας είχε πει στον Καίσαρα να φυλάγεται από τις Ειδούς του Μαρτίου. Οι ιερείς ήρθαν και είπαν ότι οι οιωνοί ήταν απαίσιοι. Αλλά ο εκ των συνωμοτών Δέκιμος Βρούτος περιγέλασε γυναίκες και ιερείς κι έπεισε τον Καίσαρα να μεταβεί την Σύγκλητο, έστω για ν’ αναβάλει την συνεδρίαση. Ενώ προχωρούσαν, ο Καίσαρ είδε τον οιωνοσκόπο και τον ειρωνεύτηκε : «Οι Ειδοί του Μαρτίου ήρθαν». Ο Σπουρίννας απάντησε «Ναι, ήρθαν, αλλά δεν πέρασαν». Στην πορεία τους το πλήθος που συνωστιζόταν γύρω από τον Καίσαρα ήταν μεγάλο. Πολλοί του έδιναν αιτήσεις και αναφορές που ύστερα τις παραλάμβαναν οι ακόλουθοί του. Ο Έλληνας σοφιστής Αρτεμίδωρος ο Κνίδιος, που είχε σχέσεις με ανθρώπους του περιβάλλοντος του Βρούτου και είχε μάθει για την συνωμοσία, πλησίασε πολύ κοντά και του έδωσε ένα σημείωμα λέγοντας «Διάβασέ το αυτό, Καίσαρ, ο ίδιος και γρήγορα. Λέει για σπουδαία πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν». Ο Καίσαρ προσπάθησε να το διαβάσει αλλά οι εκδηλώσεις του πλήθους ήταν τόσες που δεν μπόρεσε. Μπήκε στην Σύγκλητο κρατώντας το σημείωμα, ενώ ο Δέκιμος Βρούτος συγκράτησε τον Μάρκο Αντώνιο στην είσοδο σε μια παρατεινόμενη συζήτηση για σοβαρό, δήθεν, θέμα.
Όταν ο Καίσαρ κάθισε στο έδρανό του, οι συνωμότες τον περικύκλωσαν προφασιζόμενοι ικεσίες για την ανάκληση του εξόριστου αδελφού του Τίλλιου Κίμβρου. Ο Καίσαρ αρνούνταν σε έντονο ύφος και τότε ο Κίμβρος του τράβηξε προς τα κάτω την τήβεννο. Ήταν το σύνθημα. Πρώτος ένας από τους Κάσκες τον κτύπησε στον αυχένα αλλά η πληγή δεν ήταν σοβαρή. Ο Καίσαρ προσπάθησε ν’ αντισταθεί αλλά όπου κι αν στρεφόταν έβλεπε τα γυμνά σπαθιά των συνωμοτών, ενώ οι άλλοι συγκλητικοί παρακολουθούσαν με βουβή φρίκη. Τον χτύπησαν όλοι για να έχουν όλοι συμμετοχή στον φόνο, κι όταν είδε και τον Βρούτο να ορμά εναντίον του είπε στα ελληνικά «Και συ, τέκνον;» και σκέπασε το κεφάλι του με την τήβεννο. Δέχτηκε είκοσι τρία χτυπήματα και κατέρρευσε στην βάση του αγάλματος του Πομπήιου.
στ. Τα μετά την δολοφονία
Ο λαός της Ρώμης εξεγέρθηκε κατά των δολοφόνων, αλλά ο Αντώνιος, κύριος πλέον της κατάστασης, φάνηκε συγκρατημένος, δέχθηκε την πρόταση του Κικέρωνα για χορήγηση γενικής αμνηστίας και συμφώνησε να δοθούν στον Βρούτο και στον Κάσσιο διοικήσεις επαρχιών. Η Σύγκλητος συγκατατέθηκε σε όλα και κάλεσε επιπροσθέτως τον Γάιο Οκτάβιο Θουρίνο (μετέπειτα Οκταβιανός Αύγουστος) μικρανεψιό, θετό γιο και κληρονόμο του Καίσαρα σύμφωνα με την διαθήκη του.
Ο Αντώνιος, ο Οκτάβιος και ο Λέπιδος συγκρότησαν την Δεύτερη Τριανδρία, η οποία συγκρούστηκε με τους δολοφόνους του Καίσαρα, που είχαν εν τω μεταξύ ισχυροποιηθεί στην Ανατολή. Στους Φιλίππους (42 π.Χ.) Βρούτος και Κάσσιος νικήθηκαν και αυτοκτόνησαν, με τα ίδια εκείνα ξίφη με τα οποία είχαν σκοτώσει τον Καίσαρα. Ακολούθησε διανομή του κράτους. Ο Αντώνιος πήρε την Αίγυπτο, ταύτισε την τύχη του μ’ αυτήν της Κλεοπάτρας, και τελικά ήρθε σε ρήξη με τον Οκταβιανό. Στην ναυμαχία του Ακτίου ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα νικήθηκαν (31 π.Χ.) και αυτοκτόνησαν τον επόμενο χρόνο, και ο Οκταβιανός έγινε μονοκράτορας.
Ο Καίσαρ θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Άλλαξε το πολίτευμα της κοσμοκράτειρας Ρώμης και το όνομά του, που έφεραν οι μετέπειτα αυτοκράτορές της, έγινε ύστερα συνώνυμο του απόλυτου μονάρχη (Κάιζερ, Τσάρος). Ο Καίσαρ είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι ήδη από την εποχή της επικράτησής του η παραδοσιακή μορφή του ρωμαϊκού πολιτεύματος, η συγκλητική κυριαρχία των ευγενών με τα δημοκρατικά στοιχεία που περιείχε, είχε καταργηθεί. Η δολοφονία του δεν έσωσε καμιάν από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Μετά από δεκαπέντε χρόνια εμφυλίων πολέμων εγκαθιδρύθηκε πολίτευμα το οποίο ήταν παρόμοιο με αυτό ο ίδιος ετοίμαζε: μοναρχία κατά το πρότυπο των μακεδονικών βασιλείων της ανατολής. Ως στρατηγός ο Ιούλιος Καίσαρας κέρδιζε όλους του πολέμους ακόμη κι όταν έχανε τις πρώτες μάχες και θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου (Μέγας Αλέξανδρος, Αννίβας, Ιούλιος Καίσαρας). Σώθηκαν δύο ιστορικά έργα του για τους πολέμους στους οποίους πρωταγωνίστησε ο ίδιος: Τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου και τα Απομνημονεύματα περί του Εμφυλίου Πολέμου, τα οποία ο Κικέρων επαινεί ανεπιφύλακτα ενώ παράλληλα τον θεωρεί σπουδαίο ρήτορα.
8.14.14. Μάρκος Ιούνιος Βρούτος (85-42)
Ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος (Marcus Iunius Brutus Caepio), ήταν Ρωμαίος πολιτικός της αριστοκρατικής παράταξης. Υπήρξε ο ονομαστότερος των συνωμοτών που στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. δολοφόνησαν τον Ιούλιο Καίσαρα. Καταγόταν από τον Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, που έδιωξε τον βασιλέα Ταρκύνιο τον Υπερήφανο 450 χρόνια πριν, εγκαθίδρυσε το αβασίλευτο πολίτευμα της Ρώμης και θανάτωσε τους δύο του γιους επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της βασιλείας.Η μητέρα του Σερβιλία καταγόταν από τον Σερβίλιο Αχάλα, που μαχαίρωσε στην αγορά τον Σπόριο Μαίλιο επειδή προετοίμαζε τυραννίδα, και ήταν ετεροθαλής αδελφή του Κάτωνα του νεώτερου, του οποίου την κόρη Πορκία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο ο Βρούτος. Η μητέρα του είχε επίσης μακροχρόνια ερωτική σχέση με τον Καίσαρα που, όπως φαίνεται, θεωρούσε το Βρούτο γιο του. Εκπαιδεύτηκε στην λατινική ρητορική και ιδιαίτερα στην ελληνική φιλοσοφία, και ήταν οπαδός της Παλαιάς Ακαδημαϊκής σχολής των Πλατωνικών. Οι επιστολές που έγραφε στα Ελληνικά διακρίνονταν για την λακωνικότητα της έκφρασης.
Νεαρός ακόμη, ο Βρούτος πήγε στην Ανατολή με τον Κάτωνα και κέρδισε τον έπαινο του θείου του για τον τρόπο που χειρίστηκε την αποστολή που του ανατέθηκε σχετικά με τους θησαυρούς του Πτολεμαίου. Ύστερα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου. Όλοι πίστευαν ότι ο Βρούτος θα συνταχθεί με τον Καίσαρα, αφού ο Πομπήιος λογιζόταν υπαίτιος της θανάτωσης του πατέρα του πριν από λίγο καιρό. Αλλά ο Βρούτος, θέτοντας τα κοινά πάνω από τα προσωπικά, συντάχθηκε με τον Πομπήιο, παρά το ότι μέχρι τότε δεν του είχε μιλήσει ποτέ. Ο Πομπήιος τον έστειλε υποδιοικητή στην Κιλικία, αλλά ο Βρούτος έσπευσε στα Φάρσαλα, όπου το 48 δόθηκε η μεγάλη μάχη, μετά την οποία ο Βρούτος κατέφυγε στην Λάρισα κι από εκεί έγραψε στον νικητή Καίσαρα, που για χάρη του συγχώρησε και τον συγγενή και ομοϊδεάτη του Γάιο Κάσσιο.
Όταν ο Καίσαρ επρόκειτο να εκστρατεύσει στην Αφρική, εναντίον των ομοϊδεατών και συγγενών του Βρούτου Κάτωνα και Σκιπίωνα, τον διόρισε διοικητή της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και η διοίκηση αυτή στάθηκε ευεργετική για τον τόπο, όπως ο ίδιος ο Καίσαρ διαπίστωσε επιστρέφοντας. Στη συνέχεια ο Καίσαρ διόρισε τον Βρούτο αστυδίκη (praetor urbanus), μεγάλο αξίωμα, για το οποίο είχε θέσει υποψηφιότητα και ο Κάσσιος,που διορίστηκε σε υποδεέστερο αξίωμα, παρά τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει κατά τον Παρθικό πόλεμο ως υπαρχηγός του Κράσσου. Οι σχέσεις Βρούτου και Κάσσιου διαταράχτηκαν, μολονότι ο τελευταίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Βρούτου Ιουνία. Ο Καίσαρ γώριζε τις διαφορές αυτ΄ς και διατηρούσε επιφυλάξεις για τον Βρούτο και τον Κάσσιο, από τα λεγόμενά του όμως ήταν φανερό πως πίστευε ότι ο Βρούτος θα τον διαδεχόταν στην εξουσία.
α. Η δολοφονία του Καίσαρα (44)
Οι φίλοι του Καίσαρα πίεζαν με κάθε τρόπο, ώστε να γίνει βασιλεύς. Συγχρόνως άρχισαν και οι πιέσεις προς τον Βρούτο για να διαφυλάξει το πατροπαράδοτο πολίτευμα. Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν άσχημη, καθώς η οικογενειακή αντιμοναρχική παράδοση τον βάραινε αφόρητα. Ο Κάσσιος οργάνωσε την συνωμοσία. Αλλά οι άλλοι συνωμότες απαίτησαν ν’ αναλάβει την αρχηγία ο Βρούτος, του οποίου το όνομα και η αρετή θα τους έκανε πιο τολμηρούς και θα εμφάνιζε ύστερα δικαιωμένη την ενέργειά τους. Ο Κάσσιος επισκέφθηκε τον Βρούτο, συμφιλιώθηκε μαζί του, του παρουσίασε όλες τις ενδείξεις της βέβαιης στέψης του Καίσαρα και κατανίκησε τους ενδοιασμούς του. Όταν φημολογήθηκε ότι στις Ειδούς του Μαρτίου (15 του μηνός) ο Λεύκιος Κόττας θα πρότεινε στην Σύγκλητο να γίνει ο Καίσαρ βασιλεύς γιατί ήταν γραμμένο στα Σιβυλλικά βιβλία πως μόνο βασιλεύς θα νικούσε τους Πάρθους, οι συνωμότες αποφάσισαν να δράσουν.
Το πρωί των Ειδών του Μαρτίου ο Βρούτος, μπροστά στην Πορκία, ζώστηκε το μαχαίρι και πήγε στο θέατρο, στην στοά του Πομπήιου, όπου θα συνεδρίαζε η Σύγκλητος. Με φοβερή ψυχραιμία και αυτός και όσοι από τους άλλους συνωμότες ήταν άρχοντες, άσκησαν τα καθήκοντά τους μέχρι να έρθει ο Καίσαρ, ακούγοντας ήρεμα αιτήσεις και αντιδικίες και αποφασίζοντας ακριβοδίκαια και πλήρως αιτιολογημένα σαν να μη επρόκειτο να συμβεί τίποτα.
Παρά τους απαίσιους οιωνούς, το όνειρο της γυναίκας του και τις προειδοποιήσεις διαφόρων, ο Καίσαρ πήγε στη Σύγκλητο. Ένας από τους συνωμότες, ο Δέκιμος Βρούτος, συγκράτησε τον Αντώνιο στην είσοδο σε μια παρατεινόμενη συζήτηση για σοβαρό, δήθεν, θέμα. Οι συνωμότες προφασιζόμενοι μια κοινή τους παράκληση, περικύκλωσαν τον Καίσαρα και τον χτύπησαν με τα μαχαίρια που έκρυβαν πάνω τους. Όταν ο Καίσαρ είδε τον Βρούτο να ορμά εναντίον του, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια αντίστασης και πέφτοντας είπε στα Ελληνικά «Και σύ τέκνον;»
Με γυμνά τα ξίφη στα ματωμένα χέρια οι συνωμότες πήγαν στο Καπιτώλιο, διακηρύσσοντας την ελευθερία. Ο Βρούτος μίλησε στο πλήθος που συγκεντρώθηκε και το ησύχασε. Για λίγο όμως, γιατί όταν ο Κίννας πήρε τον λόγο κι άρχισε να κατηγορεί τον Καίσαρα, ο λαός οργίστηκε κι άρχισε να βρίζει τον Κίννα. Αλλά την άλλη μέρα, στην Σύγκλητο, ο Αντώνιος και ο Κικέρων μίλησαν για ομόνοια και αμνηστία, που όχι μόνο δόθηκε αλλά ψηφίστηκαν και τιμές για τους φονείς. Το βράδυ επήλθε συμφιλίωση σε προσωπικό επίπεδο και την άλλη μέρα ο Βρούτος διορίστηκε από την Σύγκλητο διοικητής της Κρήτης κι ο Κάσσιος της Λιβύης. Παρόμοιες θέσεις δόθηκαν και σε άλλους συνωμότες.
Ύστερα ο Αντώνιος ζήτησε να ταφεί με τιμές ο Καίσαρ και να διαβαστεί η διαθήκη του για να μη εκμανεί ο λαός. Ο Βρούτος έκανε και πάλι το σφάλμα να το επιτρέψει παρά την έντονη αντίδραση του Κάσσιου. Ο επικήδειος λόγος του Αντώνιου, τα ευεργετήματα προς τους πολίτες που περιλάμβανε η διαθήκη και η χειρονομία του να ξεσκεπάσει το σώμα του Καίσαρα και να επιδείξει τις πληγές του, εξαγρίωσαν το πλήθος που ξέσπασε σε οχλοκρατικές εκδηλώσεις. Οι συνωμότες είχαν οχυρωθεί στα σπίτια τους και απέφυγαν τα δυσάρεστα, αλλά κάποιος Κίννας, ποιητής και φίλος του Καίσαρα, κομματιάστηκε από το πλήθος λόγω της συνωνυμίας του με τον συνωμότη.
Οι συνωμότες κατέφυγαν στο Άντιο μέχρι να κοπάσει η οργή του πλήθους. Η Σύγκλητος ήταν με το μέρος τους κι ο λάος άρχισε να δυσανασχετεί με τις απόλυτες εξουσίες που συγκέντρωσε ο Αντώνιος. Ο Βρούτος όμως δεν τόλμησε να επιστρέψει στην Ρώμη γιατί ομάδες παλιών στρατιωτών του Καίσαρα άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη. Τότε έφτασε επίσης στην Ρώμη ο Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος (μετέπειτα Οκταβιανός Αύγουστος), μικρανεψιός και θετός γιος του Καίσαρα. Μοίρασε στους πολίτες τα χρήματα που τους άφησε ο Καίσαρ, πρόσθεσε στ’ όνομά του αυτό του Καίσαρος, πήρε με το μέρος του τους βετεράνους κι άρχισε να αντιπολιτεύεται τον Αντώνιο.
β. Οι Μάχες στους Φιλίππους (42)
Ο Βρούτος έφυγε στην Αθήνα κι άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας. Συγχρόνως όμως προετοιμαζόταν για πόλεμο, παίρνοντας με το μέρος του τους νεαρούς Ρωμαίους που σπούδαζαν στην Αθήνα, προσεταιριζόμενος διοικητές και συγκεντρώνοντας στρατεύματα. Στην Ήπειρο νίκησε τον Γάιο Αντώνιο, αδελφό του Μάρκου, κι ετοιμάστηκε να περάσει στην Ασία.
Στην Ρώμη εν τω μεταξύ ο Οκταβιανός είχε καταστεί απόλυτος κυρίαρχος και ο Αντώνιος είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την Ιταλία. Αλλά επειδή έβλεπε ότι η Συγκλητος αντιδρούσε και μάλιστα επιβεβαίωσε τους διορισμούς των συνωμοτών στις επαρχίες τους, ο Οκταβιανός συμφιλιώθηκε με τον Αντώνιο και εισήγαγε σε δίκη τους Βρούτο, Κάσσιο και τους άλλους. Οι δικαστές τους καταδίκασαν ερήμην, υπό τις πιέσεις και την βουβή αποδοκιμασία του λαού. Ύστερα Οκταβιανός, Αντώνιος και Λέπιδος συγκρότησαν την Δεύτερη Τριανδρία, μοίρασαν τις επαρχίες μεταξύ τους κι έκαναν φοβερές προγραφές με εκατοντάδες θύματα, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων.
Ο Κάσσιος είχε συγκεντρώσει κι αυτός αξιόλογη δύναμη στην Αφρική, και μέσω Συρίας, ήρθε στην Σμύρνη όπου συναντήθηκε με τον Βρούτο. Είχαν φύγει από την Ρώμη κυνηγημένοι, χωρίς ένα στρατιώτη, αλλά τώρα ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν την ηγεμονία της. Άρχισαν αιματηρές επιχειρήσεις εναντίον της Ρόδου και μικρασιατικών πόλεων απομυζώντας τις οικονομικά προκειμένου ν’ ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του πολέμου.
Στην πεδιάδα των Φιλίππων (κοντά στη σημερινή Καβάλα, που τότε ονομαζόταν Νεάπολη και ήταν το επίνειο των Φιλίππων) συναντήθηκαν οι αντίπαλοι στρατοί, που το μέγεθός τους δεν είχε προηγούμενο στις εμφύλιες διαμάχες της Ρώμης. Ο στρατός του Οκταβιανού τάχθηκε απέναντι από τον Βρούτο κι ο στρατός του Αντώνιου απέναντι από τον Κάσσιο. Τα στρατεύματα των συνωμοτών υπολείπονταν σε αριθμό αλλά είχαν λαμπρότερο οπλισμό και μεγαλύτερες αμοιβές. Ο Κάσσιος έβρισκε πως έπρεπε να μη διακινδυνεύσουν τα πάντα σε μια μάχη αλλά να παρατείνουν τον πόλεμο. Ο Βρούτος επέμενε να δώσουν την μάχη στους Φιλίππους γιατί αφ’ ενός μεν οι ιππείς τους επικρατούσαν στις αψιμαχίες που γίνονταν, αφ’ ετέρου όμως είχαν αρχίσει αυτομολίες πολεμιστών τους. Οι διοικητές του Κάσσιου τάχθηκαν με την άποψη του Βρούτου.
Στην μάχη της πρώτης ημέρας (3 Οκτωβρίου του 42) ο Βρούτος ανέτρεψε τις λεγεώνες του Οκταβιανού, αλλά ο Κάσσιος ηττήθηκε από τον Αντώνιο. Η τραγική παρεξήγηση ήταν ότι ο Βρούτος νόμιζε πως ο Κάσσιος νικούσε και γι’ αυτό δεν του έστειλε βοήθεια, ενώ ο Κάσσιος πίστευε πως ο Βρούτος έχασε την μάχη και γι’ αυτό δεν περίμενε βοήθεια. Κι ακόμη χειρότερα, όταν είδε ιππείς του Βρούτου που έρχονταν ν’ αναγγείλουν την νίκη, νόμισε πως είναι εχθροί που έρχονται να τον συλλάβουν και διέταξε ένα απελεύθερό του να τον σκοτώσει.
Ο στρατός των Οκταβιανού και Αντώνιου ήταν σε κακή κατάσταση, στερούμενος των αναγκαίων, στρατοπεδευμένος μέσα στα έλη, υποφέροντας από πείνα, βροχή και κρύο. Εκτός αυτού έμαθαν ότι ο στόλος τους νικήθηκε σε ναυμαχία από τον στόλο του Βρούτου. Επείγονταν λοιπόν να πολεμήσουν αμέσως. Πρόσθετο ατύχημα για τον Βρούτο ήταν ότι δεν πληροφορήθηκε την νίκη αυτή παρ’ όλο που είχαν περάσει ήδη είκοσι μέρες. Στη μάχη της δεύτερης ημέρας (23 Οκτωβρίου του 42), ο ίδιος ανάγκασε σε υποχώρηση την απέναντί του αριστερή πτέρυγα του εχθρού. Αλλά η δική του αριστερή πτέρυγα, που αποστολή της ήταν να αντέξει απλώς ώστε να μη κυκλωθεί ο Βρούτος, κατέρρευσε. Κύρια αιτία ήταν οι στρατιώτες του Κάσσιου που, ηττημένοι ήδη μια φορά, γέμισαν με ταραχή και ηττοπάθεια τον στρατό. Ο ίδιος ο Βρούτος πολέμησε λαμπρά, τόσο σαν στρατηγός όσο και σαν στρατιώτης, αλλά τελικά κυκλώθηκε. Σώθηκε από την αιχμαλωσία χάρη στο τέχνασμα του Λουκίλλιου που παραδόθηκε σε κάποιους βαρβάρους ιππείς του Αντώνιου, λέγοντας ότι είναι ο Βρούτος.
Ο Βρούτος αποτραβήχτηκε σ’ ένα ασφαλές σημείο καθώς είχε πέσει η νύχτα. Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του, απάγγειλε τον στίχο του Ευριπίδη «τον αίτιο αυτών των συμφορών μη τον ξεχάσεις, Δία», πρόφερε αναστενάζοντας τα ονόματα των συντρόφων του που έπεσαν και πήγε παράμερα μ’ ένα αφοσιωμένο φίλο του. Του έδωσε να κρατήσει το σπαθί του, απόστρεψε εκείνος το βλέμμα του, κι ο Βρούτος έπεσε επάνω του. Όταν ο Αντώνιος βρήκε το σώμα του Βρούτου το κάλυψε με μια πολυτελή χλαμύδα του κι έστειλε το λείψανο στην Σερβιλία. Λέγεται ότι η σύζυγός του Πορκία αυτοκτόνησε καταπίνοντας αναμμένα κάρβουνα.
Ο Βρούτος είναι μια από τις περισσότερο αμφιλεγόμενες μορφές της ιστορίας. Αγνός ιδεαλιστής, υπόδειγμα αρετής, πιστός στο καθήκον, δέχτηκε όλες τις πιέσεις της Ρώμης για αντίδραση στον Καίσαρα, ο οποίος τον έβλεπε (και ίσως τον προόριζε) ως διάδοχό του. Δυσαπάντητο παραμένει το ερώτημα αν οι πράξεις του αποσκοπούσαν στην προάσπιση της δημοκρατίας απέναντι σε ένα τύραννο, ή αν αντίθετα υπερασπίζονταν τα προνόμια της παλιάς αριστοκρατίας της Ρώμης από τα δημοκρατικά ανοίγματα του Καίσαρα. Το βέβαιο είναι ότι ο Οκταβιανός, ακολουθώντας το δρόμο που άνοιξε ο Καίσαρ, έγινε τελικά απόλυτος άρχοντας και το πατροπαράδοτο πολίτευμα, που είχε φτάσει σε αδιέξοδο, καταλύθηκε,
8.14.15. Μάρκος Αντώνιος (83-30)
Ο Μάρκος Αντώνιος (Marcus Antonius) είχε ζωή ταραχώδη εξαιτίας της οποίας ο Πλούταρχος τον παραλληλίζει με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, καθώς θεωρεί ότι και οι δύο, αν και σπουδαίοι στρατηγοί και πολιτικοί, καταστράφηκαν εξαιτίας του χαρακτήρα τους. Καταγόταν από την οικογένεια των Αντωνίων, που θεωρούσαν ότι ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Πατέρας του ήταν ο Μάρκος Αντώνιος ο Κρητικός και παππούς του ο Μάρκος Αντώνιος ο Ρήτορας, τον οποίο σκότωσε ο Γάιος Μάριος, όταν πήγε με την πλευρά του Σύλλα (87 π.Χ.). Μητέρα του ήταν η Ιουλία, συγγενής του Ιουλίου Καίσαρα. Όταν ο πατέρας του πέθανε, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Κορνήλιο Λέντλο, που τον σκότωσε ο Κικέρωνας, λόγω της συμμετοχής του στην συνωμοσία του Κατιλίνα. Αδέλφια του ήταν ο Γάιος Αντώνιος (Gaius Antonius) και ο Λεύκιος Αντώνιος (Lucius Antonius).
Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ζώντας άσωτα. Ανάμεσα στους φίλους του, εκείνη την εποχή, ήταν ο Κουρίωνας και ο δημαγωγός Κλώδιος, που ήταν αντίπαλος του Κικέρωνα. Αργότερα έφυγε από την Ιταλία στην Ελλάδα, όπου περνούσε τον καιρό του με ασκήσεις σε στρατιωτικούς αγώνες και μελετώντας τη ρητορική τέχνη και τον "ασιατικό" τρόπο ρητορείας που ανθούσε εκείνη την εποχή. Το 57 π.Χ. συμμετείχε ως αρχηγός του ιππικού του στρατού του Ρωμαίου έπαρχου της Συρίας Αύλου Γαβίνιου κατά της εξέγερσης που οργάνωσε ο Αλέξανδρος Μακκαβαίος και υποστήριξε ο πατέρας του και πρώην βασιλέα της Ιουδαίας Αριστόβουλος Β' εναντίον του αρχιερέα των Ιεροσολύμων (και θείου του Αλέξανδρου), Υρκανού του Β'. Ο Γαβίνιος και ο Αντώνιος κατάφεραν να νικήσουν τον στρατό των εξεγερμένων Ιουδαίων στο οχυρό του Αλεξάνδρειου και του Μαχαιρούντα και να συλλάβουν τους δύο επαναστάτες (56 π.Χ.).
Έπειτα, μετά από πρόταση του Πτολεμαίου ΙΒ Αυλητή, ο Γαβίνιος εισέβαλε στην Αίγυπτο, νεώ ο Αντώνιος στάλθηκε με το ιππικό στο Πηλούσιο, στο Δέλτα του Νείλου. Κατόρθωσε να κυριεύσει την πόλη και έκανε ασφαλές το πέρασμα του στρατού του Πτολεμαίου ΙΒ και του Γαβίνιου από εκεί, ενώ εμπόδισε και τον ίδιο τον Πτολεμαίο ΙΒ να τιμωρήσει τους κατοίκους της πόλης, αποκτώντας έτσι μεγάλη φήμη.
α. Μάρκος Αντώνιος και Ιούλιος Καίσαρας (55-44)
Ο Κουρίωνας οδήγησε τον Αντώνιο στον Ιούλιο Καίσαρα και κατάφερε, με την επιρροή του και τα χρήματα του Καίσαρα, να τον κάνει δήμαρχο, θέση από την οποία βοήθησε να περάσουν πολλά ζητήματα που ευνοούσαν τον Καίσαρα. Στη συζήτηση της Συγκλήτου για τα στρατεύματα του Πομπήιου και του Καίσαρα, ο Αντώνιος διαφώνησε με τον Κάτωνα, αποχώρησε από την Ρώμη και ενώθηκε με τον Καίσαρα, δίνοντά του μια δικαιολογία για να εισβάλει με τον στρατό του στην πρωτεύουσα. Ο Καίσαρας έκανε πάλι τον Αντώνιο δήμαρχο και του ανέθεσε την διοίκηση της Ιταλίας και του στρατού.
Ο Αντώνιος βοήθησε τον Καίσαρα στις μάχες του στην Ελλάδα, όπου διακρίθηκε αποκτώντας μεγάλη φήμη ανάμεσα στους στρατιώτες. Στη Μάχη των Φαρσάλων (48), ο Αντώνιος ήταν επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του στρατού του Καίσαρα. Μετά την νίκη του, ο Καίσαρας αναγορεύτηκε δικτάτορας και έχρισε τον Αντώνιο αρχηγό του ιππικού, που ήταν το δεύτερο στη σειρά αξίωμα μετά τον δικτάτορα.
Στη Ρώμη ο Αντώνιος αντιτάχθηκε στο δήμαρχο Δολαβέλλα, που προσπάθησε να περάσει με τη βία νόμους για την παραγραφή των χρεών και αποφάσισε να επιτεθεί στους άνδρες του, προκαλώντας αντιπάθειες σε πολλούς. Όταν επέστρεψε ο Καίσαρας, απάλλαξε τον Δολαβέλλα από τις κατηγορίες του Αντωνίου, ο οποίος τότε νυμφεύτηκε την Φουλβία, χήρα του Κλώδιου, και αγόρασε την πρώην οικία του Πομπήιου. Όταν ο Καίσαρας έγινε για πέμπτη φορά ύπατος, διάλεξε για δεύτερο ύπατο τον Αντώνιο, ενώ στη θέση του αρχηγού του ιππικού τοποθέτησε τον Λέπιδο.
Κατά την Ρωμαϊκή "Εορτή των Λυκαίων" ("Λουπερκάλια" 15 Φεβρουαρίου 44 π.Χ.), ο Αντώνιος προσπάθησε να στεφανώσει τον Καίσαρα με "βασιλικό διάδημα", ένα στεφάνι από δάφνη. Ο Καίσαρας αρνήθηκε, και το στεφάνι κρεμάστηκε σε κάποιον από τους ανδριάντες του, αλλά όταν κάποιοι δήμαρχοι το απέσπασαν, ο Καίσαρας τους καθαίρεσε. Η χειρονομία αυτή έκανε μερικούς, που ήταν αφοσιωμένοι στο δημοκρατικό ιδεώδες, να υποπτευθούν και τον Καίσαρα, ενισχύοντας αυτούς που μελετούσαν τη δολοφονία του. Ο Αντώνιος γνώριζε τα σχέδιά τους, αλλά δεν κατέδωσε τους συνωμότες, πολλοί από τους οποίους ήθελαν να σκοτώσουν και αυτόν, αλλά εμποδίστηκαν από τον Βρούτο. Την ημέρα της δολοφονίας του Καίσαρα (15 Μαρτίου 44 π.Χ.), είχαν αναθέσει σε κάποιους να κρατήσουν τον Αντώνιο απασχολημένο έξω από τη Σύγκλητο. Μετά τη δολοφονία, ο Αντώνιος, ντυμένος υπηρέτης, κρύφτηκε για να γλιτώσει, αλλά αργότερα αποφάσισε να προσεγγίσει τον Κάσσιο και τον Βρούτο, και, τελικά, μαζί με τον Λέπιδο, πρότεινε στη σύγκλητο να δοθεί αμνηστία στους συνωμότες, να τους διανεμηθούν επαρχίες, αλλά και να μην γίνει κάποια αλλαγή σε αυτά που είχαν αποφασιστεί από τον Καίσαρα. Η κίνησή του αυτή, έκανε τον Αντώνιο συμπαθή, καθώς θεωρήθηκε πως είχε δώσει τέλος στον εμφύλιο. Όμως, την στιγμή που η σορός του Καίσαρα μεταφερόταν για ταφή, εκφώνησε εγκώμιο για αυτόν στην Αγορά και εξέγειρε το λαό εναντίον των δολοφόνων, ζητώντας την τιμωρία τους. Μάλιστα, οι πολίτες άναψαν εκεί φωτιά και έκαψαν το σώμα του Καίσαρα, και στη συνέχεια επιτέθηκαν στα σπίτια των δολοφόνων με αναμμένα ξύλα από την φωτιά. Ο Βρούτος και οι οπαδοί του αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Ρώμη, και οι οπαδοί του Καίσαρα ενώθηκαν με τον Αντώνιο, ενώ και η χήρα του Καίσαρα, Καλπουρνία, του εμπιστεύτηκε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.
Ο Αντώνιος απέκτησε μεγάλη εξουσία, και είχε ως συνάρχοντες τους αδελφούς του, τον Γάιο ως στρατηγό και τον Λεύκιο ως δήμαρχο. Επίσης, έγινε κυβερνήτης της Μακεδονίας και έκανε τον Δολαβέλλα κυβερνήτη της Συρίας.
β. Δεύτερη Τριανδρία (43)
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε, ο υιοθετημένος ανιψιός του Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος βρισκόταν στην Ιλλυρία, εν αναμονή του πολέμου με τους Πάρθους. Μετά τον θάνατο του Καίσαρα, έγινε γνωστό πως αυτός ήταν ο νόμιμος διάδοχος του και επέστρεψε στην Ρώμη, και όταν έμαθε για τη διαθήκη του Καίσαρα, άλλαξε το όνομά του σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός και αποφάσισε να γίνει πολιτικός κληρονόμος του θείου του αλλά και των δύο τρίτων της προσωπικής του περιουσίας. Ο Οκταβιανός απευθύνθηκε στον Αντώνιο, που τον αναγνώριζε ως πατρικό φίλο, ζητώντας να τηρήσει τη διαθήκη του Καίσαρα, που εκτός των άλλων όριζε και την καταβολή 75 δραχμών σε κάθε Ρωμαίο. Ο Αντώνιος αρχικά προσπάθησε να τον αποστρέψει από τις διεκδικήσεις του, ενώ αντιτάχθηκε στην απόφαση του να γίνει δήμαρχος και μάλιστα απείλησε να τον κλείσει στη φυλακή. Ο Οκταβιανός βρήκε ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του Κικέρωνα, που είχε αποκτήσει τεράστια δύναμη ανάμεσα στο λαό και κατάφερε με τους λόγους του (τους περίφημους «φιλιππικούς») να στρέψει τη Σύγκλητο εναντίον του Αντωνίου. Ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός προσπάθησαν ο καθένας να πάρει με το μέρος του τον στρατό. Ο Αντώνιος προσπάθησε να περάσει νόμους που θα του εξασφάλιζαν τη διοίκηση της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας. Εκεί όμως, ο Βρούτος Αλμπίνος αρνήθηκε να την παραδώσει, και ο Αντώνιος τον πολιόρκησε στη σημερινή Μοντένα, τον Οκτώβριο του 44 π.Χ.. Ο Κικέρωνας κατάφερε να πείσει τη Σύγκλητο, τον Ιανουάριο του 43 π.Χ., να ψηφίσει ότι ο Αντώνιος ήταν εχθρός του λαού, να δώσει τη ράβδο και όλα τα διακριτικά του στρατηγού στον Οκταβιανό και να στείλει τους ύπατους εκείνου του έτους, Πάνσα και Ίρτιο, να διώξουν τον Αντώνιο από την Ιταλία.
Ο Οκταβιανός, συμμετείχε μαζί με τους δύο ύπατους, στη νικηφόρα μάχη κατά του Αντωνίου στη Μυτίνη, τον Απρίλιο του 43 π.Χ., όπου ο Πάνσας και ο Ίρτιος σκοτώθηκαν. Ο Αντώνιος έφυγε και προσπάθησε να συναντήσει τον Λέπιδο, που ήταν φίλος του, καθώς όμως δεν συνάντησε φιλική αντιμετώπιση, αποφάσισε να τον πολεμήσει, κυριεύοντας εύκολα το στρατόπεδό του. Ο Αντώνιος συμπεριφέρθηκε με μεγάλες τιμές στον Λέπιδο, και δεν του αφαίρεσε τον τίτλο του στρατηγού αυτοκράτορα (αρχιστράτηγος). Έτσι, με μία δύναμη δεκαεπτά λεγεώνων πεζών και δέκα χιλιάδων ιππέων, διέσχισε τις Άλπεις προς την Ιταλία, ενώ άφησε και έξι λεγεώνες στη Γαλατία.
Ο Οκταβιανός, αφού αποκόπηκε από τον Κικέρωνα, όταν κατάλαβε πως ο τελευταίος ήταν αφοσιωμένος στην ελευθερία, αναζήτησε τον συμβιβασμό με τον Αντώνιο. Το Νοέμβριο του 43 π.Χ., ο Οκταβιανός, ο Λέπιδος και ο Αντώνιος συναντήθηκαν κοντά στη σημερινή Μπολόνια και αφού συζήτησαν επί τρεις ημέρες, αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη Δεύτερη Τριανδρία, που διάρκεσε πέντε χρόνια, και υποστηριζόταν με νόμο, σε αντίθεση με την Α' Τριανδρία των Καίσαρα, Πομπηίου και Κράσσου, που ήταν ανεπίσημη. Το κύριο μέλημα της τριανδρίας ήταν ο διωγμός των δολοφόνων του Καίσαρα και των οπαδών τους. Οι τρεις άνδρες, αφού μοίρασαν την εξουσία ανάμεσά τους, κλήθηκαν να αποφασίσουν για αυτούς που θα θανατώνονταν, διατάζοντας "προγραφές", γράφοντας δηλαδή σε καταλόγους τους αντιπάλους τους και διατάζοντας την σύλληψη και την θανάτωσή τους. Οι προγραφές αυτές περιλάμβαναν και άτομα προσκείμενα στα ίδια τα μέλη της Τριανδρίας. Έτσι, ο Οκταβιανός παρέδωσε τον Κικέρωνα στον Αντώνιο, με αντάλλαγμα τον Λεύκιο Καίσαρα, αδελφό της μητέρας του Αντωνίου, Ιουλίας. Επίσης, σκότωσαν τον αδελφό του Λέπιδου, Παύλο.
Οι στρατιώτες ζητούσαν, για να επιβεβαιωθεί η συμφωνία, ο Οκταβιανός να πάρει για σύζυγο του την Κλωδία Πούλχρα, κόρη της συζύγου του Αντωνίου, Φουλβίας, από τον πρώτο της γάμο με τον Πούμπλιο Κλώδιο Πούλχερ. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν, αλλά ακολούθησαν νέες προγραφές και θανατώθηκαν και άλλοι 300 άνδρες, ενώ συνολικά, 300 συγκλητικοί και 2000 ιππείς κηρύχθηκαν εκτός νόμου και έχασαν τις περιουσίες τους, που τις δέσμευσαν οι τρεις σύμμαχοι, σκοπεύοντας με αυτές να πληρώσουν τους στρατιώτες για τον πόλεμο εναντίον του Βρούτου και του Κάσσιου.
Η τριανδρία ήταν μισητή στους Ρωμαίους πολίτες και κύρια ευθύνη για αυτό αποδόθηκε στον Αντώνιος, που ήταν μεγαλύτερος από τον Οκταβιανό και ισχυρότερος από τον Λέπιδο. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής, που ονομάστηκε «Ρωμαϊκή Επανάσταση», ήταν η εκκαθάριση της παλαιάς τάξης και η προετοιμασία για την ανάδειξη του νέου πολιτεύματος, της Αυτοκρατορίας του Οκταβιανού.
γ. Οι μάχες στους Φιλίππους (42)
Ο Μάρκος Αντώνιος και ο Οκταβιανός, ξεκίνησαν για τη Μακεδονία, ενάντια στους Κάσσιο και Βρούτο. Ο στρατός τους περιλάμβανε 19 λεγεώνες πεζικού, και 13.000 ιππείς υπό τον Οκταβιανό και 20.000 υπό τον Αντώνιο. Ο Λέπιδος έμεινε πίσω στη Ρώμη.
Στρατοπέδευσαν κοντά στους εχθρούς τους, στην περιοχή των Φιλίππων (κοντά στη σημερινή Καβάλα, που τότε ονομαζόταν Νεάπολη και ήταν το επίνειο των Φιλίππων). Στη πρώτη μάχη τις 3 Οκτωβρίου του 42 π.Χ., ο Βρούτος νίκησε τον Οκταβιανό, αλλά ο Αντώνιος νίκησε τον Κάσσιο, που αυτοκτόνησε. Στη δεύτερη μάχη, στις 23 Οκτωβρίου, ο Οκταβιανός και ο Αντώνιος νίκησαν τον Βρούτο, που επίσης αυτοκτόνησε. Ο Αντώνιος πήρε τη δόξα για τη νίκη αυτή, καθώς ο Οκταβιανός ήταν άρρωστος, και επωφελήθηκε από την σύγκρουση αυτή για να μειώσει τον Οκταβιανό, που τον κατηγόρησε για δειλία, διότι παρέδωσε τη διοίκηση του στρατού του στον έκτοτε μόνιμο στρατηγό του Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα.
Μετά τις μάχες ο Αντώνιος κατέβηκε στην νότια Ελλάδα, με σκοπό να μαζέψει χρήματα για τους στρατιώτες από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ ο Οκταβιανός γύρισε στη Ρώμη. Στους Έλληνες φέρθηκε φιλικά και συμμετείχε σε αγώνες και τελετές μυήσεων και τους έκανε πολλά δώρα, και ιδιαίτερα στην πόλη των Αθηνών. Επίσης υποσχέθηκε να ολοκληρώσει τον ναό του Πυθίου Απόλλωνα στους Δελφούς. Έπειτα άφησε τον Λεύκιο Κηνσωρίνο στην Ελλάδα και προχώρησε προς την Ασία, όπου περνούσε την ώρα του διασκεδάζοντας και εισπράττοντας τους φόρους των περιοχών.
δ. Αντώνιος και Κλεοπάτρα (41-40)
Ο Αντώνιος ετοιμάζοντας πόλεμο με τους Πάρθους, κάλεσε την Κλεοπάτρα να λογοδοτήσει με την κατηγορία πως έδωσε χρήματα στoν Κάσσιο και δεν τους είχε βοηθήσει στη μάχη των Φιλίππων. Η συνάντηση θα γινόταν στην Κιλικία. Όταν έφτασε στην Κιλικία η Κλεοπάτρα, μέσα από τον ποταμό Κύδνο, τον Οκτώβριο του 41 π.Χ., παριστάνοντας μία νέα Αφροδίτη, με ακολουθία από Ερωτιδείς, Νηρηίδες και Χάριτες, κατάφερε να εκπλήξει τον Αντώνιο που την έκανε αμέσως ερωμένη του. Η Κλεοπάτρα δικαιολογήθηκε πως ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό και εκστράτευσε η ίδια, αλλά συνάντησε καταστροφικό καιρό και κατόπιν ασθένησε βαριά. Την εξήγηση αυτή, την αποδέχθηκε ο Αντώνιος και στη συνέχεια πήγαν στην Αλεξάνδρεια.
Την περίοδο εκείνη στη Ρώμη η γυναίκα του Φουλβία και ο αδελφός του Λεύκιος αντιμετώπιζαν τον Οκταβιανό, ενώ ο στρατός των Πάρθων βρισκόταν στη Μεσοποταμία, αναγορεύοντας αυτοκράτορα τον Ρωμαίο αποστάτη Λαβιηνό και προετοιμάζοντας εισβολή στη Συρία. Ο Αντώνιος δεν δίστασε να ικανοποιήσει διάφορες επιθυμίες της Κλεοπάτρας, σκοτώνοντας την αδελφή της Αρσινόη, έναν άνδρα που η ίδια υποστήριζε πως ήταν ο αδελφός της Πτολεμαίος ΙΓ' και ακόμα τον διοικητή της Κύπρου,ως σύμμαχο του Κάσσιου. Ο Αντώνιος πέρασε το χειμώνα του 41 – 40 π.Χ. στην Αίγυπτο. Την άνοιξη του 40 π.Χ., έμαθε τα νέα από τη Ρώμη, για την περιπέτεια της Φουλβίας και αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω. Η Φουλβία όμως πέθανε μετά από λίγες μέρες στη Σικυώνα και ο Αντώνιος φτάνοντας στην Ιταλία συμφιλιώθηκε με τον Οκταβιανό, με τον οποίο το φθινόπωρο του 40 π.Χ., χώρισαν το κράτος, με τη Συνθήκη του Βρινδησίου έχοντας ως σύνορο το Ιόνιο. Ο Αντώνιος πήρε την ανατολική περιοχή και ο Οκταβιανός τη δυτική, ενώ ο Λέπιδος κράτησε τη Λιβύη. Τότε, έλαβε για νέα του σύζυγο την αδελφή του Οκταβιανού, Οκταβία (Σεπτέμβριος του 40 π.Χ.), που ήταν χήρα του Γάιου Μάρκελλου, και θεωρούσαν πως είχε μεγάλη ομορφιά αλλά και σύνεση, που θα μπορούσε να βοηθήσει τον Αντώνιο.
ε. Οι εκστρατείες στην Παρθία (39-37)
Αφού βοήθησε στους διακανονισμούς με τον Σέξτο Πομπήιο, γιου του Πομπηίου Μάγνου, το 39 π.Χ. με τη Συμφωνία του Μισένου, αποφάσισε να στείλει τον Βεντίδιο στην Ασία, για να αντιμετωπίσει τους Πάρθους. Ο ίδιος μαζί με την Οκταβία, που είχε ήδη γεννήσει μία κόρη μαζί του, έφυγαν από την Ιταλία για την Αθήνα. Εκεί έμαθε ότι ο Βεντίδιος είχε νικήσει τους Πάρθους, είχε σκοτώσει τον Λαβιηνό και είχε αιχμαλωτίσει τον Φρανιπάτη, τον πιο ικανό στρατηγό του βασιλέως Ορώδη Β (βασ. 54-38). Ο Αντώνιος αποφάσισε να πάει ο ίδιος στον πόλεμο. Ο γιος του βασιλέως Ορώδη, Πάκορος επιτέθηκε στη Συρία, όμως ο Βεντίδιος τον αντιμετώπισε με επιτυχία και τον σκότωσε. Στη συνέχεια πολιόρκησε τον Αντίοχο της Κομμαγηνής και όταν ζήτησε να του παραδοθεί, του πρότεινε να μιλήσει στον Αντώνιο, που πλησίαζε. Ο Αντώνιος όμως δεν άφησε τον Βεντίδιο να υποχωρήσει και συνέχισε αυτός την πολιορκία. Οι πολιορκημένοι όμως αντιστάθηκαν γενναία και ο Αντώνιος αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη για να απεμπλακεί, και να επιστρέψει στην Αθήνα.
Ο Αντώνιος συνάντησε τον Οκταβιανό στο λιμάνι του Τάραντα το 37 π.Χ.. Με την μεσολάβηση της Οκταβίας, οι δύο τους αποφάσισαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Ο Αντώνιος θα έστελνε 120 πλοία για τη μάχη κατά του Σέξτου Πομπηίου, που δεν είχε τηρήσει τη συμφωνία του Μισένου, ενώ ο ίδιος θα λάμβανε 20.000 λεγεωνάριους για τον πόλεμο κατά της Παρθίας. Αυτό έφερε και την ανανέωση της Τριανδρίας για άλλα 5 χρόνια. Επίσης συμφώνησαν η Οκταβία, που ήταν έγκυος στη δεύτερη της κόρη της από τον Αντώνιο, να παραμείνει στην Ιταλία μαζί με τον Οκταβιανό και τα παιδιά της Φουλβίας. Η συμφωνία όμως δεν τηρήθηκε, αφού ο Οκταβιανός έστειλε πολύ λιγότερο στρατό (2.000 άνδρες), προκαλώντας κατηγορίες εκ μέρους του Αντώνιου.
Ο Αντώνιος πηγαίνοντας στη Συρία, ενώθηκε πάλι με την Κλεοπάτρα, αναγνώρισε τα δίδυμα παιδιά που είχε αποκτήσει μαζί της, τον Αλέξανδρο Ήλιο και την Κλεοπάτρα Σελήνη, ενώ απέκτησαν και ένα τρίτο, τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο. Ζήτησε οικονομική στήριξη από την Κλεοπάτρα για τον πόλεμο και ως αντάαλλαγμα της χάρισε τη Φοινίκη, την Κοίλη Συρία, την Κύπρο και ένα μέρος της Κιλικίας, καθώς και ένα μέρος από την περιοχή των Ιουδαίων και από την Αραβία όση επεκτείνεται στην εξωτερική θάλασσα, προκαλώντας για άλλη μία φορά, την αγανάκτηση στους Ρωμαίους. Ο Αντώνιος δεν δίστασε να σκοτώσει τον βασιλέα Αντίγονο τον Ιουδαίο και να τοποθετήσει στη θέση του ένα δικό του σύμμαχο, τον Ηρώδη.
Όταν ο Φραάτης Δ (βασ.38-2 π.Χ.) σκότωσε τον πατέρα του Ορώδη Β και ανέλαβε βασιλεύς των Πάρθων, ένας από τους επιφανείς άνδρες των Παρθών, ο Μοναίσης, δραπέτευσε και πήγε στον Αντώνιο, που του χάρισε τις πόλεις Λάρισα, Αρεθούσα, και την Ιεράπολη (Βαμβύκη). Ο Φραάτης προσέφερε ειρήνη στο Μοναίση και ο Αντώνιος προσπάθησε, χρησιμοποιώντας τον, να εξαπατήσει, τον βασιλέα των Πάρθων. Περνώντας από την Αρμενία και την Αραβία, έφτασε εκεί που ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός του έτοιμος να επιτεθεί στους Πάρθους. Αν και οι δυνάμεις ήταν πολυάριθμες και ισχυρές, η βιασύνη του Αντωνίου να ξεκινήσει τον πόλεμο αποδείχθηκε καταστροφική. Ο Αντώνιος οδήγησε τον στρατό του προς την Ατροπατηνή (σημ. Αζερμπαϊτζάν) που προσπάθησε να καταλάβει, χωρίς όμως να κάνει κάποια ενδιάμεση στάση για να περάσει το χειμώνα και να ξεκουράσει τους στρατιώτες από την πορεία τους. Επιπλέον, είχε αφήσει πίσω τις πολιορκητικές μηχανές, πράγμα που αποδείχθηκε σοβαρό λάθος, διότι ο Φραάτης επιτέθηκε στις μηχανές και τις κατέστρεψε. Οι Αρμένιοι, απελπισμένοι με τους Ρωμαίους, τους εγκατέλειψαν, ενώ ο Φραάτης κινήθηκε ενάντια στον Αντώνιο, και τον απέκλεισε. Τελικά ο Αντώνιος πείστηκε πως δεν είχε καμία πιθανότητα να νικήσει τους Πάρθους και αναγκάστηκε να αποχωρήσει.
Μετά από μία μεγάλη και εξαντλητική πορεία, με συνεχής επιθέσεις των Πάρθων και τεράστιες απώλειες, αλλά και διάφορες σπουδαίες νίκες εναντίον τους, χάνοντας όμως το ένα τέταρτο του στρατού του, έφτασε στην περιοχή Λευκό Χωριό κοντά στη Βηρυτό και τη Σιδώνα, όπου συνάντησε πάλι την Κλεοπάτρα. Ο βασιλεύς των Μήδων, Μήδος, διεφώνησε με τον Φραάτη και αποφάσισε να ενωθεί με τον Αντώνιο. Η Οκταβία πήγε στην Αθήνα για να βρει τον Αντώνιο και να του παραδώσει τους 2.000 στρατιώτες που του έστελνε ο Οκταβιανός. Ο Αντώνιος την ενημέρωσε με επιστολές για την εκστρατεία του, της ζήτησε να μείνει εκεί και να τον περιμένει, και να του στείλει τους στρατιώτες και τις προμήθειες. Η Κλεοπάτρα κατάλαβε πως η Οκταβία είχε ως σκοπό να την ανταγωνιστεί και τελικά, κατάφερε να πείσει τον Αντώνιο να αναβάλει την συνάντηση με τους Μήδους και να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια. Για να διατηρήσει τις φιλικές σχέσεις με τον Μήδο, ο Αντώνιος πάντρεψε έναν από τους γιούς της Κλεοπάτρας με την κόρη του βασιλέως των Μήδων.
στ. Ο πόλεμος εναντίον του Οκταβιανού (33-31)
Στη Ρώμη, ο Οκταβιανός, εκτοπίζοντας τον Λέπιδο και καταλαμβάνοντας την Σικελία από τον Σέξτο Πομπήιο, είχε πια την απόλυτη εξουσία. Η Οκταβία επέστρεψε στη Ρώμη, θεωρώντας μεν ότι ο Αντώνιος της φέρθηκε περιφρονητικά, μη θέλοντας όμως να γίνει αιτία για να ξεκινήσει κάποια διαμάχη ανάμεσα στον Αντώνιο και τον αδελφό της. Για τον λόγο αυτό, συνέχισε να συμπεριφέρεται σαν να βρισκόταν ο Αντώνιος δίπλα της.
Σε εκστρατεία του στην Αρμενία για να τιμωρήσει τον Αρταουάσδη, βασιλέα των Αρμενίων που τον εγκατέλειψε στη μάχη με τους Πάρθους, ο Αντώνιος, αφού νίκησε και πήρε αιχμάλωτο τον Αρταουάσδη, τον παρουσίασε σε θρίαμβο στην Αλεξάνδρεια μπροστά από την Κλεοπάτρα, σε αντίθεση με τη Ρωμαϊκή παράδοση που ήθελε όλους τους θριάμβους να γίνονται στην Ιερά Οδό στη Ρώμη. Έπειτα ανακήρυξε την Κλεοπάτρα «Βασίλισσα των Βασιλέων», βασίλισσα της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Λιβύης και της Κοίλης Συρίας, με συμβασιλέα («Βασιλεύς των Βασιλέων»), τον γιό της Καισαρίωνα, ως νόμιμο διάδοχο του Ιουλίου Καίσαρα. Ανακήρυξε τους γιούς του από την Κλεοπάτρα, το μεν Αλέξανδρο Ήλιο «Μέγαν Βασιλέα» της Αρμενίας και όλων των ανατολικών επαρχιών των εδαφών του Αλεξάνδρου του Μεγάλου μέχρι την Ινδία (όταν θα τα κατακτούσε), τον δε Πτολεμαίο Φιλάδελφο βασιλέα της Συρίας και της Μικράς Ασίας. Η Κλεοπάτρα Σελήνη ανακηρύχτηκε βασίλισσα της Κυρηναϊκής. Η δε Κλεοπάτρα, κυκλοφορούσε ντυμένη ως αρχαία Αιγύπτια θεά και την αποκαλούσαν "Νέα Ίσιδα". Ο Αντώνιος αποκαλούσε τον εαυτό του "Νέο Διόνυσο".
Όλα αυτά ήταν αρκετά στον Οκταβιανό για να κατηγορήσει τον Αντώνιο στη Σύγκλητο 33 π.Χ., ότι ήθελε να κάνει κέντρο του κράτους την Αλεξάνδρεια. Η Ρώμη χωρίστηκε στα δύο. Κάποιοι εγκατέλειψαν τον Αντώνιο και στράφηκαν στον Οκταβιανό το φθινόπωρο του 32 π.Χ.. Ο Οκταβιανός, μπαίνοντας με τη βία στο ιερό των Εστιάδων Παρθένων, απέσπασε από αυτές τη μυστική διαθήκη του Αντωνίου, η οποία έδινε όλες τις κυριευμένες από τη Ρώμη περιοχές στους γιους του και προέβλεπε την ανέγερση ενός ταφικού μνημείου στην Αλεξάνδρεια για εκείνον και την Κλεοπάτρα. Στα τέλη του 32 π.Χ. η Σύγκλητος επισήμως αφαίρεσε από τον Αντώνιο τα αξιώματά του και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αιγύπτου.
Ο Αντώνιος είχε μάθει από πριν για τις κινήσεις του Οκταβιανού, και είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζεται για πόλεμο, πριν ακόμα βγει η απόφαση εναντίον του. Αν και ζήτησε από την Κλεοπάτρα να μην παρέμβει και να μείνει στην Αίγυπτο, εκείνη αρνήθηκε και επέμενε να τον ακολουθήσει. Αφού συγκέντρωσε στρατό από όλες τις ανατολικές επαρχίες, προχώρησε προς την Ελλάδα. Αλλά αντί να επιτεθεί αμέσως στη Ρώμη προτίμησε να καθυστερήσει, διασκεδάζοντας με την Κλεοπάτρα. Το χειμώνα του 33 – 32 π.Χ. τον πέρασε στην Έφεσο, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός. Στη συνέχεια προχώρησαν στη Σάμο και μετά στην Αθήνα, απ' όπου έστειλε στην Ιταλία να ανακοινώσουν πως έπαιρνε διαζύγιο από την Οκταβία και να την διώξουν από το σπίτι του. Η Οκταβία έφυγε, παίρνοντας μαζί της και τα παιδιά του Αντώνιου από την Φουλβία, εκτός από τον Μάρκο Αντώνιο Αντύλλο, που ήταν μαζί με τον πατέρα του..
Ο Αντώνιος, αν και είχε πιο πολλές πιθανότητες να νικήσει στην ξηρά, αποφάσισε, παρασυρμένος από το περιβάλλον της Κλεοπάτρας, να πολεμήσει στην θάλασσα. Ο Οκταβιανός πέτυχε μια πρώτη νίκη στις αρχές του 31 π.Χ., όταν ο Αγρίππας κατάφερε επιτυχώς να διασχίσει με τον στόλο τους την Αδριατική. Πέρασε το Ιόνιο και έφτασε σε μια περιοχή που λεγόταν Τορύνη. Ο Αντώνιος φοβούμενος επίθεση συγκέντρωσε τα πλοία του κοντά στο Άκτιο. Μερικοί σύμμαχοί του, όπως ο Δομίτιος και οι βασιλείς Αμύντας και Δηιόταρος, δυσαρεστημένοι από την παρουσία της Κλεοπάτρας, έφυγαν από αυτόν και πήγαν με τον Οκταβιανό. Αν και ο αρχηγός του πεζικού του, Κανίδιος, του πρότεινε να αποχωρήσουν και να δώσουν αργότερα μάχη στη στεριά, όταν θα είχε και τη βοήθεια των Γέτων, η Κλεοπάτρα διαφώνησε.
Ο Αντώνιος είχε κάψει τα περισσότερα Αιγυπτιακά πλοία, αφήνοντας μόνο 60, εξοπλίζοντας τα πιο καλά και μεγάλα. Ο Αντώνιος είχε το δεξί κέρας, ο Ποπλικόλας και ο Κλοίος το αριστερό και στο κέντρο ήταν οι Μάρκος Οκτάβιος και Μάρκος Ινστήιος. Ο Οκταβιανός παρέταξε τον Αγρίππα αριστερά και αυτός κράτησε το δεξί κέρας. Στο πεζικό ο Κανίδιος ήταν αρχηγός από την πλευρά του Αντώνιου και ο Ταύρος από την πλευρά του Οκταβιανου. Η έναρξη της ναυμαχίας καθυστέρησε λόγω άπνοιας. Όταν η ναυμαχία άρχισε, στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ. δεν έγινε ό,τι συνήθως μέχρι τότε, δηλαδή εμβολισμός του αντίπαλου πλοίου, γιατί τα μεν πλοία του Αντώνιου ήταν τεράστια και δεν μπορούσαν να κινηθούν εύκολα, τα δε πλοία του Οκταβιανού δεν είχαν την δύναμη να προκαλέσουν ζημιές σε αυτά του Αντωνίου. Έτσι, τα πλοία του Οκταβιανού προσέγγιζαν αυτά του Αντωνίου και η μάχη γινόταν μεταξύ των πληρωμάτων, σώμα με σώμα και με καταπέλτες που υπήρχαν στα πλοία του Αντωνίου. Ενώ η μάχη ήταν αμφίβολη, τα πλοία της Κλεοπάτρας, που από την αρχή είχαν διαταχθεί έτσι ώστε να είναι έτοιμα για φυγή μάλλον παρά για μάχη. ξαφνικά, σήκωσαν πανιά και απομακρύνθηκαν προς την Πελοπόννησο. Μετά από λίγο, ο Αντώνιος ακολούθησε και αυτός την Κλεοπάτρα. Κάποια από τα πλοία του Οκταβιανού τον ακολούθησαν, αλλά μόλις οι Αιγύπτιοι τους επιτέθηκαν, οπισθοχώρησαν όλα, εκτός από αυτό του Ευρυκλή, που κατάφερε να εμβολίσει τη μία από τις δύο ναυαρχίδες των Αιγυπτίων, αλλά όχι αυτή στην οποία βρισκόταν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Στη συνέχεια, αφού κατέφυγαν στο Ταίναρο, ο Αντώνιος ειδοποίησε τον Κανίδιο να υποχωρήσει προς την Ασία και έπειτα επέστρεψαν στην Αφρική.
Στο Άκτιο ο στόλος του Αντώνιου συνέχισε να αντιστέκεται και τελικά όταν είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από τα κύματα, παραδόθηκε. Αν και οι νεκροί δεν ήταν περισσότεροι από 5.000, σύμφωνα με τον Οκταβιανό είχαν κυριευθεί 300 πλοία. Στη στεριά οι άνδρες του Αντώνιου δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ο αρχηγός τους τους είχε εγκαταλείψει αλλά συνέχισαν να αμύνονται. Όταν μετά από επτά ημέρες τους εγκατέλειψε και ο Κανίδιος, παραδόθηκαν στον Οκταβιανό.
ζ. Ο θάνατος του Μάρκου Αντώνιου (30)
Ο Αντώνιος πήγε αρχικά στη Λιβύη, στέλνοντας την Κλεοπάτρα στην Αίγυπτο. Όταν ο αρχηγός του στρατού του στη Λιβύη αποστάτησε, προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά οι φίλοι του τον σταμάτησαν και τον έστειλαν στην Αλεξάνδρεια, όπου βρήκε την Κλεοπάτρα να επιχειρεί να μεταφέρει τα πλοία της από την στεριά του ισθμού που χώριζε τη Μεσόγειο από την Ερυθρά θάλασσα. Οι κάτοικοι της περιοχής Πέτρας, έκαψαν τα πρώτα πλοία, και τελικά η Κλεοπάτρα σταμάτησε. Ο Αντώνιος εγκαταστάθηκε σε ένα μέρος στην περιοχή του Φάρου, με μια συντροφιά φίλων, απομονωμένος από τους υπόλοιπους, μιμούμενος, όπως έλεγε, τη ζωή του Τίμωνα του Αθηναίου.
Εκεί τον βρήκε ο Κανίδιος, και του ανακοίνωσε την απώλεια των δυνάμεων στο Άκτιο, την προσχώρηση του Ηρώδη, του ανθρώπου που είχε τοποθετήσει ο ίδιος βασιλέα στην Ιουδαία, στην πλευρά του Οκταβιανού, καθώς και την αποστασία διαφόρων άλλων δυναστών. Ο Αντώνιος αποφάσισε να πάει κοντά στην Κλεοπάτρα και να προετοιμαστεί για το τέλος που έβλεπε πως πλησίαζε.
Έστειλαν πρέσβεις, ζητώντας από τον Οκταβιανό, η μεν Κλεοπάτρα την εξουσία της Αιγύπτου για τα παιδιά της, ο δε Αντώνιος να γυρίσει στη Ρώμη ως απλός πολίτης. Επίσης προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποτρέψουν τον Ηρώδη από την αποστασία. Ο Οκταβιανός αρνήθηκε την χάρη στον Αντώνιο, ενώ προέτρεψε την Κλεοπάτρα να θανατώσει τον Αντώνιο ή να τον εξορίσει, αν ήθελε να έχουν μία επιεική μεταχείριση τα παιδιά της. Τον Οκταβιανό κάλεσε πίσω στη Ρώμη ο Αγρίππας, γράφοντάς του για γεγονότα που ήθελαν την παρουσία του εκεί, αναβάλλοντας έτσι για λίγο τον πόλεμο.
Μόλις πέρασε ο χειμώνας, ο Οκταβιανός επιτέθηκε από τη Συρία και τη Λιβύη, κυριεύοντας το Πηλούσιο, και το καλοκαίρι του 30 π.Χ. προχώρησε προς την Αλεξάνδρεια. Ο Αντώνιος, αφού αρχικά αντιμετώπισε τον Οκταβιανό σε θέση κοντά στον Ιππόδρομο, τον προκάλεσε σε μονομαχία, αλλά αυτός αρνήθηκε. Ύστερα, αποφάσισε να επιτεθεί, από στεριά και θάλασσα. Την ημέρα που θα γινόταν η επίθεση, την 1η Αυγούστου του 30 π.Χ., τα πλοία του Αντώνιου ενώθηκαν με αυτά του Οκταβιανού και επιτέθηκαν όλα μαζί στην πόλη. Βλέποντας αυτό, τον εγκατέλειψε και το ιππικό του. Όταν ηττήθηκε το πεζικό του, αναχώρησε για την πόλη, από τους λόφους που γινόταν η μάχη. Κατηγόρησε την Κλεοπάτρα πως τον πρόδωσε, και αυτή κλείστηκε στον τάφο της, ενώ έβαλε να του πουν πως αυτοκτόνησε. Ο Αντώνιος, μαθαίνοντας ότι η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε, διέταξε έναν πιστό του υπηρέτη, με το όνομα Έρως, να τον σκοτώσει. Όμως αυτός προτίμησε να αυτοκτονήσει ο ίδιος. Τελικά, ο Αντώνιος αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμά του, τρυπώντας την κοιλιά του. Τότε, μεταφέρθηκε στον τάφο της Κλεοπάτρας, η οποία με τις δύο υπηρέτριές της που είχαν κλειστεί μαζί της, ανέσυραν με λουριά τον Αντώνιο μέσα στον τάφο, όπου ο Αντώνιος ξεψύχησε.
Όταν ο Οκταβιανός αργότερα ο Οκταβιανός συνάντησε την Κλεοπάτρα, εκείνη τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να προσφέρει χοές στο νεκρό Αντώνιο, και μετά από αυτό, αυτοκτόνησε και η ίδια. Θάφτηκε μαζί με τον Αντώνιο, ενώ ο γιος του Αντώνιου και της Φουλβίας, Αντύλλος, που βρισκόταν πάντα μαζί με τον πατέρα του, αποκεφαλίστηκε από τους στρατιώτες του Οκταβιανού. Ο Οκταβιανός μετέφερε τα παιδιά του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη Ρώμη όπου τα περιέφερε στον θρίαμβό του, αλλά τα πήρε και αυτά υπό την προστασία της η Οκταβία.
Ο Αντώνιος ήταν μία από τις μυθιστορηματικές προσωπικότητες της ιστορίας. Αν και καταγόταν από οικογένεια, χωρίς μεγάλη επιρροή, κατάφερε με τη δύναμη και την αποφασιστικότητά του να αναδειχθεί στην εξουσία και με τις πολεμικές του επιτυχίες απέκτησε σπουδαία φήμη στο στρατό, μολονότι με τη συμπεριφορά του έγινε αντιπαθής Ήταν υπερβολικά γενναιόδωρος, καθώς συχνά προσέφερε μεγάλα δώρα στους φίλους του, που τους εμπιστευόταν και επηρεαζόταν από τους επαίνους και τις κολακείες τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις του με την Κλεοπάτρα, που κατάφερε να του προσφέρει έναν χαρούμενο τρόπο ζωής, ξεγνοιασιάς και καλοπέρασης, ο οποίος οδήγησε στην επιδείνωση των ελαττωμάτων του και στην καταστροφή του, αφού άλλοτε έπαιρνε βιαστικές αποφάσεις και άλλοτε υποχωρούσε μπροστά στις λανθασμένες επιλογές της. Συνολικά είχε 5 συζύγους (Φαδία, Αντωνία Υβρίδα, Φουλβία, Οκταβία, Κλεοπάτρα Ζ') και μαζί τους απέκτησε συνολικά 8 παιδιά, ενώ το αίμα του κυκλοφόρησε στις φλέβες μελλοντικών αυτοκρατόρων, αφού η κόρη του Αντωνία η μεγάλη από την Οκταβία παντρεύτηκε τον Δομίτιο Αηνοβάρβο και έγινε γιαγιά του Νέρωνα, ενώ η δεύτερη κόρη του από την Οκταβία, η Αντωνία η μικρή, παντρεύτηκε τον Δρούσο και έγινε μητέρα του Κλαύδιου και του Γερμανικού και γιαγιά του Καλιγούλα.
8.15. Το Βασίλειο του Πόντου (302-63)
8.15.1. Μιθριδάτης Α΄ ο Κτίστης (350-266, βασ. 302-266)
Ο Μιθριδάτης Α' ο Κτίστης ήταν ιδρυτής και ηγεμόνας του Βασιλείου του Πόντου κατά την ελληνιστική περίοδο, το πρώτο μέλος της Μιθριδατικής Δυναστείας και όγδοος στη σειρά διαδοχής από τον πρώτο σατράπη του Πόντου υπό το Μεγάλο Βασιλέα Δαρείο Α'. Οι αρχαίες πηγές θεωρούν ότι η ποντική δυναστεία καταγόταν είτε από τον Κύρο το Μέγα είτε από το Δαρείο Α'. Πατέρας του θεωρεται ο Αριοβαρζάνης και πιθανολογείται πως γεννήθηκε στην Κίο και έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση από παιδί. Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Αλεξάνδρου του Μέγα στη Βαβυλώνα (323 π.Χ.), όταν οι Διάδοχοί του οδηγήθηκαν σε σφοδρές συγκρούσεις για την επικράτηση στα εδάφη της αχανούς αυτοκρατορίας του, ο Μιθριδάτης συντάχθηκε στο πλευρό του Ευμένη του Καρδιανού στην Περσία. Αλλά μετά τη συντριβή του Ευμένη στη Μάχη της Γαβιηνής (316 π.Χ.), οι επαρχίες του παραχωρήθηκαν στον Αντίγονο το Μονόφθαλμο. Κατά τα φαινόμενα είχε προσωπική φιλία με το γιο του Αντίγονου, Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ωστόσο κάποια στιγμή η κατάσταση αυτή άλλαξε και ο Αντίοχος αποφάσισε την εξόντωση του Μιθριδάτη. Ο Αντίγονος όρκισε το Δημήτριο να σιωπήσει και αυτός μην τολμώντας να παραβεί τον όρκο του, πήρε παράμερα το φίλο του και σχεδίασε με ένα ραβδί στο έδαφος: «Φύγε, Μιθριδάτη». Ο Μιθριδάτης κατάλαβε και απέδρασε τη νύχτα.
Μετά τη διαφυγή του, ο Μιθριδάτης πιθανόν να κρυβόταν στα βουνά έως το θάνατο του Μιθριδάτη Β' της Κίου, ο οποίος δολοφονήθηκε το 302 π.Χ. Παράλληλα οι πηγές αφήνουν υπόνοιες ότι συμμετείχε σε συνωμοσίες με τον Κάσσανδρο με στόχο την υπονόμευση του Αντίγονου. Μαζί με μία μερίδα υποστηρικτών του κατέλαβε μία ισχυρή θέση στα Κιμίατα της Παφλαγονίας, στις πλαγιές του όρους Ολγάσσυος, κοντά στη σύγχρονη πόλη Κασταμονή. Με το πέρασμα του χρόνου, στο στρατό του κατετάγησαν πολλοί άνδρες με ποικίλλες προελεύσεις, κάτι που του επέτρεψε να επεκτείνει την επικράτειά του, πιθανόν προς την πεδιάδα της Αμάσειας.
Με τον τρόπο αυτό έθεσε τα θεμέλια για την ίδρυση του Βασιλείου του Πόντου, λαμβάνοντας την προσωνυμία «ο Κτίστης». Στο διάστημα της βασιλείας του κλήθηκε να υπερασπιστεί τις κτήσεις του απέναντι στο Σέλευκο Α, υπερισχύοντας τελικά με συμμάχους τις πόλεις της Ηράκλειας, του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνας. Μετά το θάνατο του Σέλευκου Α (281 π.Χ.), ο γιος του Μιθριδάτη, Αριοβαρζάνης, κατέκτησε την πόλη Άμαστρη, που ήταν η πρώτη παραθαλάσσια κτήση του νέου βασιλείου. Επίσης, ο Μιθριδάτης αντιστάθηκε σε μια επίθεση από το φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίο Β' το Φιλάδελφο, με τη βοήθεια Γαλατών μισθοφόρων.
Πέθανε το 266 π.Χ., πιθανόν στην Αμάσεια, πρωτεύουσα του Πόντου, σε ηλικία 84 ετών. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ομαλά ο γιος του, Αριοβαρζάνης. Μετά το θάνατό του γνώρισε μεγάλες τιμές ως προπάτορας της βασιλικής δυναστείας του Πόντου.
8.15.2. Αριοβαρζάνης Μιθριδάτη 266-250)
Ο Αριοβαρζάνης ήταν γιος του ιδρυτή του ποντικού κράτους, Μιθριδάτη Α' του Κτίστη. Λίγες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Ο ιστορικός Μέμνων παρέχει την πληροφορία πως του παραχωρήθηκε αναίμακτα η πόλη Άμαστρη, που ήταν και η πρώτη παραθαλάσσια κτήση του νέου βασιλείου. Το δεύτερο ιστορικό γεγονός που συνδέεται μαζί του ήταν η εισβολή του φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου στα εδάφη του πατέρα του, η οποία και αποκρούστηκε χάρις στη στρατολόγηση Γαλατών μισθοφόρων. Τον Αριοβαρζάνη διαδέχτηκε ο γιος του, Μιθριδάτης Β', ο οποίος βρισκόταν ακόμη σε παιδικη ηλικία όταν έλαβε χώρα ο θάνατος του πατέρα του.
8.15.3. Μιθριδάτης Β΄ Αριοβαρζάνη (250-220)
Ο Μιθριδάτης Β' διαδέχτηκε τον πατέρα του, Αριοβαρζάνη, σε μικρή ηλικία, προσεγγιστικά το 250 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, άνοιξε γέφυρες επικοινωνίας με την ισχυρή Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, οι οποίες επισφραγίστηκαν με επιγαμίες ανάμεσα στους δύο Οίκους. Όταν πέθανε ο πατέρας μαίνονταν ταραχές που είχαν προκαλέσει Γαλάτες πρώην μισθοφόροι. Επειδή ο νέος βασιλεύς ήταν πολύ νεαρός σε ηλικία, εκείνοι βρήκαν την ευκαιρία να καταστρέψουν τη χώρα. Ωστόσο τη λύση προσέφερε τελικά η Ηράκλεια, γειτονική ισχυρή πόλη-κράτος.
Ο Μιθριδάτης Β ήταν ο πρώτος βασιλεύς της Δυναστείας που εισήγαγε το αίμα των Σελευκιδών, ηγεμόνων της Συρίας και της Μέσης Ανατολής, στο οικογενειακό δέντρο της. Νυμφεύθηκε τη Λαοδίκη, κόρη του Αντίοχου Β' του Θεού, λαμβάνοντας ως γαμήλιο δώρο τα εδάφη της Μεγάλης Φρυγίας. Το 246 π.Χ., απεβίωσε ο πεθερός του, Αντίοχος Β', κληροδοτώντας το θρόνο του στο γιο του Σέλευκο Β' τον Καλλίνικο, που εξαναγκάστηκε να πολεμήσει με την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, καταφέρνοντας να διατηρήσει το θρόνο του παρά τις εδαφικές απώλειες που υπέστη. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο αδελφός του Αντίοχος, ο επονομαζόμενος «ο Ιέραξ», επαναστάτησε διεκδικώντας για τον εαυτό του εδάφη και στέμμα. Ο Μιθριδάτης Β κλήθηκε να λάβει θέση και να συνταχθεί με ένα από τα δύο αδέλφια της συζύγου του. Επέλεξε τον Αντίοχο Ιέρακα και συγκρούστηκε με το Σέλευκο Β στην Καππαδοκία, στερώντας του 20.000 στρατιώτες οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης.
Το 222 π.Χ. ο Μιθριδάτης Β ανανέωσε τη συμμαχία του με το κράτος των Σελευκιδών, δίδοντας το χέρι της κόρης του, Λαοδίκης, στο νεαρό βασιλέα της Συρίας, Αντίοχο Γ', ο οποίος αργότερα χάρις στα επιτεύγματά του χαρακτηρίστηκε «Μέγας». Ο γάμος έλαβε χώρα στη Σελεύκεια (γνωστή και ως Ζεύγμα), πόλη στον Ευφράτη ποταμό, όπου ο Διόγνητος, ναύαρχος από την Ποντική Καππαδοκία, συνόδεψε το κορίτσι. Οι τελετές ήταν μεγαλοπρεπείς και λίγο αργότερα η Λαοδίκη έλαβε στην Αντιόχεια επίσημα τον τίτλο της Βασίλισσας. Η δεύτερη κόρη του, η οποία επίσης είχε λάβει το όνομα Λαοδίκη, ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με τον Αχαιό, επιφανή στρατηγό των Σελευκιδών, ο οποίος σε κάποια φάση της ιστορίας κυβέρνησε σημαντικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η κοπέλα αυτή πριν από το γάμο της διέμενε στην πόλη της Πισιδίας, Σέλγη, υπό τη φροντίδα του Λόγβαση, που την ανέθρεψε σαν δική του κόρη.
Το 220 π.Χ. ο Πόντος ενεπλάκη σε πόλεμο με την ισχυρή πόλη της Σινώπης, στις νότιες όχθες του Εύξεινου Πόντου. Οι κάτοικοι, φοβούμενοι μια πιθανή πολιορκία από το βασιλέα, ζήτησαν τη βοήθεια της ακμάζουσας πόλης της Ρόδου και προχώρησαν σε οχυρωματικά έργα. Ο Μιθριδάτης δεν κατάφερε να προσαρτήσει τη Σινώπη στην επικράτειά του, αλλά αυτό έγινε από τους διαδόχους του το 183 π.Χ.
Ο Μιθριδάτης Β ήταν από τους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας που έστειλαν δώρα και βοήθεια στη Ρόδο, η οποία δοκιμάστηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό το 227 π.Χ. Στο θρόνο του Πόντου, τον διαδέχτηκε ο Μιθριδάτης Γ', που κατά πάσα πιθανότητα ήταν γιος του.
8.15.4. Μιθριδάτης Γ΄ Μιθριδάτη (220-185)
Ο Μιθριδάτης Γ' (3ος αιώνας π.Χ.) ήταν ηγεμόνας του Βασιλείου του Πόντου στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην επίθεση κατά της Σινώπης από το Μιθριδάτη Β' το 220 π.Χ. και στηνκατάκτηση της ίδιας πόλης από το Φαρνάκη Α'το 183 π.Χ. Οι υπόλοιπες πληροφορίες για τη ζωή του είναι ανεπαρκείς.
8.15.5. Φαρνάκης Α΄ Μιθριδάτη (185-170)
Ο Φαρνάκης Α' θεωρείται γιος και διάδοχος του βασιλέως Μιθριδάτη Γ'. Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ότι ήταν ο βασιλεύς που ξεπέρασε όλους τους παλαιότερους στην περιφρόνηση προς τους νόμους. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άσκησε έντονη επεκτατική πολιτική σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, συνάπτοντας τετραετή πόλεμο με την Πέργαμο και την Καππαδοκία. Παράλληλα, προχώρησε σε μέτρα ώστε να προχωρήσει σε εξελληνισμό του κράτους του, το οποίο είχε μέχρι τότε περσικές καταβολές.
Πιθανός τόπος γέννησής του είναι η πόλη Αμάσεια, η οποία μέχρι τότε αποτελούσε το κέντρο του ποντικού κράτους και βασιλική κατοικία. Η πρώτη αναφορά στο πρόσωπό του με την ιδιότητα του βασιλέως συνδέεται με την κατάκτηση της ελληνικής πόλης της Σινώπης το 183 π.Χ., που είχαν επιδιώξει ανεπιτυχώς και οι προκάτοχοί του. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποίησε εντυπωσιακή είσοδο στο στρατιωτικό και διπλωματικό ορίζοντα της Μικράς Ασίας, διακηρύσσοντας την αυξανόμενη δύναμη της Μιθριδατικής Δυναστείας.
Ο Φαρνάκης Α άσκησε έντονη επεκτατική πολιτική εις βάρος της Περγάμου, της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας, γειτονικών βασιλείων που βρίσκονταν υπό την «εποπτεία» της Ρώμης. Όπως ήταν επόμενο οι βασιλείς των κρατών αυτών ήρθαν σε πόλεμο μαζί του (183 – 179 π.Χ.). Πρωταρχικός εχθρός του στάθηκε ο βασιλεύς Ευμένης Β' της Περγάμου τόσο σε στρατιωτικό όσο και διπλωματικό επίπεδο. Ο Φαρνάκης αψηφώντας τους Ρωμαίους, οι οποίοι επρόκειτο να εξετάσουν το ζήτημα, έστειλε το στρατηγό του, Λεώκριτο, να λεηλατήσει τη μικρασιατική Γαλατία με 10.000 άνδρες. Την επόμενη άνοιξη ηγήθηκε ο ίδιος ενός στρατού που εισέβαλε στην Καππαδοκία, επικράτεια των Αριαραθιδών. Ο Ευμένης Β' και ο αδερφός του Άτταλος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, έσπευσαν με στρατό στη Γαλατία, για να ανακαλύψουν πως ο Λεώκριτος είχε πλεόν αποχωρήσει. Στον Παρνασσό ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον Αριαράθη Δ' της Καππαδοκίας. Είχαν πλέον φτάσει στον Μόκισσο, όταν έλαβαν νέα πως οι Ρωμαίοι είχαν καταφθάσει για να αξιολογήσουν την κατάσταση. Παρόλο που τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά παρουσιάστηκε διατεθειμένη να σταματήσει τον πόλεμο, δεν κατάφεραν τελικά να συμφωνήσουν σε τίποτα προβάλλοντας συνεχώς νέες απαιτήσεις. Οι Ρωμαίοι αντιλήφθηκαν πως οι διαπραγματεύσεις οδηγούνταν σε ναυάγιο και αποχώρησαν.
Στη συνέχεια σε ακαθόριστη στιγμή ο Λεώκριτος πραγματοποίησε επίθεση στην πόλη Τιείον και τελικά συνθηκολόγησε με τους μισθοφόρους που την υπεράσπιζονταν, με την προϋπόθεση να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια. Ωστόσο ο Λεώκριτος δεν τήρησε την υπόσχεση αυτή, αφού υπό τις διαταγές του Φαρνάκη τους έστησε ενέδρα και τους θανάτωσε έναν προς έναν. Ο πόλεμος κράτησε 4 χρόνία μέχρι το 179 π.Χ. όταν ο Φαρνάκης αποφάσισε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει πια τις συνδυασμένες δυνάμεις των αντιπάλων του. Ξεκίνησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους βασιλείς Ευμένη Β' της Περγάμου, Προυσία Β' της Βιθυνίας και Αριαράθη Δ' της Καππαδοκίας από τη μία πλευρά και το ποντικό κράτος από την άλλη, μέχρι να καταλήξουν σε αμοιβαία συμφωνία. Οι όροι της συνθηκολόγησης υπήρξαν δυσμενείς για το Φαρνάκη, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει τα περισσότερα από τα εδαφη που είχε κατακτήσει (Παφλαγονία και Τιείον), με εξαίρεση την πόλη της Συνώπης και τις αποικίες της.
Το τέλος του πολέμου βρήκε τον Πόντο εξασθενημένο οικονομικά, κατάσταση από την οποία κατάφερε ωστόσο να ανακάμψει. Έκτοτε ο Φαρνάκης δεν πραγματοποίησε περαιτέρω κατακτητικούς πολέμους, ωστόσο αύξησε την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου μέσω διπλωματικών ελιγμών. Σε προχωρημένη ηλικία πατρεύτηκε τη Νύσσα, εγγονή του Αντίοχου Γ' του Μέγα, αναθερμαίνοντας τις σχέσεις του κράτους του με τους Σελευκίδες.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Φαρνάκης κατέβαλε προσπάθειες ώστε να επεκτείνει και να ενδυναμώσει το κράτος του, κάνοντας για πρώτη φορά ανοίγματα στη διεθνή πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική σκηνή. Σχεδόν ολόκληρη η νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας ενσωματώθηκε στο βασίλειό του. Μετέφερε, επίσης, την πρωτεύουσά του από την Αμάσεια στη Σινώπη, καθιστώντας την πόλη αυτή κέντρο του βασιλείου. Παράλληλα ίδρυσε τουλάχιστον μία νέα πόλη, τη Φαρνάκεια, την οποία εποίκησαν οι κάτοικοι της Κερασούντας και των Κοτυώρων.
Αν και Πέρσης στην καταγωγή, ο Φαρνάκης φαίνεται πως επιθυμούσε το γρήγορο εξελληνισμό του βασιλείου και της μιθριδατικής δυναστείας. Μια επιγραφή από τη Δήλο δείχνει ότι ο Φαρνάκης Α' πραγματοποίησε το 180 π.Χ. μεγάλη δωρεά στην πόλη των Αθηνών, χάρη στην οποία κατασκευάστηκε η Μέση Στοά στη νότια πλευρά της Αρχαίας Αγοράς. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο αδερφός του, Μιθριδάτη Δ'.
8.15.6. Μιθριδάτης Δ΄ Μιθριδάτη (170- ;)
Ο Μιθριδάτης Δ', ο επονομαζόμενος Φιλοπάτωρ και Φιλάδελφος, θεωρείται γιος και διάδοχος του βασιλέως Μιθριδάτη Γ'. Ο Μιθριδάτης Δ', ο οποίος παρέμεινε πιστός στη συνθήκη του 179 π.Χ. που υπόγραψε ο αδελφός του Φαρνάκης Α, ασκώντας κατ’ επέκταση φιλορωμαϊκή πολιτική, αφού η Πέργαμος άνηκε στους ένθερμους συμμάχους της Ρώμης.
Το 159 π.Χ., ο Άτταλος Β' διαθέχθηκε τον αδερφό του Ευμένη Β', έχοντας πρωταγωνιστήσει στις πολιτικές εξελίξεις του παρελθόντος ως στρατιωτικός και διπλωμάτης της Περγάμου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήρθε σε σύγκρουση (156 – 154 π.Χ.) με τον Προυσία Β' τον Κυνηγό, ηγεμόνα της Βιθυνίας. Ο ο Μιθριδάτης Δ, τηρώντας τη συνθήκη του 179 π.Χ. με το περγαμινό βασίλειο, απέστειλε στον Άτταλο στρατιωτική βοήθεια. Η έκβαση του πολέμου υπήρξε ευνοϊκή για τους συμμάχους.
Δεν έχει καθοριστεί η ημερομηνία θανάτου του Μιθριδάτη, ούτε είναι γνωστές άλλες πληροφορίες αναφορικά με απογόνους του. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Μιθριδάτης Ε' ο Ευεργέτης, ο οποίος πιθανολογείται πως υπήρξε ανηψιός του, ως γιος του Φαρνάκη Α'.
8.15.7. Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (132-63, βασ. 112-63)
Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ Διόνυσος ήταν γιος του Μιθριδάτη Ε΄ του Ευεργέτη και εξαναγκάστηκε μετά το θάνατο του πατέρα του να εγκαταλείψει τα ανάκτορα της Σινώπης, επειδή υποψιάζονταν ότι η μητέρα του Λαοδίκη επιβουλευόταν τη ζωή του. Από την πλευρά του πατέρα του οι πρόγονοί του έφθαναν ως τον Κύρo και τον Δαρείο, ενώ από την πλευρά της μητέρας του ως τον Μέγα Αλέξανδρο. Ύστερα από μια περιπετειώδη νεανική ζωή, κατά την οποία περιπλανήθηκε στα βουνά της πατρίδας του, σκληραγωγήθηκε στις κακουχίες και συνήθισε τον οργανισμό του στη χρήση δηλητηρίων («μιθριδατισμός»), ο Μιθριδάτης ανακηρύχτηκε στη Σινώπη, μόνος αυτός, βασιλεύς του κράτους του Πόντου (112 π.Χ.). Προσλαμβάνοντας Έλληνες συμβούλους επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση του στρατού του με κύριο σκοπό την επέκταση της κυριαρχίας του. Πρώτος στόχος του ήταν η προσάρτηση του κράτους του Κιμμερίου Βοσπόρου, στη σημερινή χερσόνησο της Κριμαίας. Την αφορμή του έδωσε η αδυναμία του βασιλέως του κράτους αυτού Παιρισάδου Ε΄ και των ελληνικών πόλεων της περιοχής να αντιμετωπίσουν την πίεση των γειτονικών βαρβαρικών φύλων και ιδιαίτερα των Σκυθών.
Ο Μιθριδάτης ΣT´ προσπάθησε και κατόρθωσε εξαιτίας της στρατωτικής του ανωτερότητας να απελευθερώσει τις ελληνικές πόλεις της επικράτειας της κριμαϊκής χερσονήσου από την πίεση των σκυθών Σαρματών (Σαυροματών). Ωστόσο, αντιλαμβανόμενος τη διαρκή ανάλωση ζωτικών πόρων που απαιτούσε η οποιαδήποτε προσπάθεια να διατηρηθούν οι Σαρμάτες μακριά από τις ελληνικές πόλεις της Ταυρικής οδηγήθηκε στην τακτική της ειρήνευσης και των φιλικών σχέσεων μαζί τους. Στις διαπραγματεύσεις επέβαλε την προσωπικότητά του αντλώντας από την καταγωγή του και βασιζόμενος στις ικανότητές του ως ιππέας και κυνηγός, ιδιότητες εξαιρετικές όταν σχετίζεται κανείς με ασιάτες ιππείς όπως οι Σαρμάτες. Ενίσχυσε περαιτέρω τους δεσμούς φιλίας του παντρεύοντας τις κόρες του με αρχηγούς των Σαρματών και προσφέροντάς τους παράλληλα πλούσια δώρα. Αποτέλεσμα αυτής της συνειδητής πολιτικής του ήταν να αντιπροσωπεύονται όλες οι περιοχές του Πόντου στο στράτευμά του και να έχει σχεδόν ανεξάντλητες εφεδρείες στους πολέμους.
Παράλληλα προώθησε σταθερά την εξέγερση ενάντια στο μεγάλο αντίπαλο, τη ρωμαϊκή δημοκρατία, με τρεις διαδοχικούς Μιθριδατικούς Πολέμους που προβλημάτισαν τη ρωμαϊκή σύγκλητο (88-84, 83-81 και 74-63). Κατά τη δεύτερη φάση του τρίτου Πολέμου με τους Ρωμαίους (66-63), ο αντίπαλός του Γναίος Πομπήιος, με αναμφισβήτητο κύρος στο στρατό, με στόλο που δέσποζε -μετά την εξόντωση των πειρατών- από την Φοινίκη ως το Βόσπορο και αφού είχε αναγκάσει τον βασιλέα της Αρμενίας Τιγράνη Β να δηλώσει υποταγή στη Ρώμη, ζήτησε από τον Μιθριδάτη να παραδοθεί άνευ όρων. Εκείνος αρνήθηκε και τότε άρχισε η τελευταία περιπέτεια της ζωής του. Από τον Ευφράτη όπου έφτασε (και νικήθηκε), πέρασε με λίγες δυνάμεις την Αρμενία, κατόπιν στην Κολχίδα και τέλος στην Κριμαία. Εκεί παραμέρισε το γιο του Μαχάρη (που λίγο αργότερα αυτοκτόνησε), πήρε ο ίδιος την εξουσία, σχεδιάζοντας μάλιστα να ηγηθεί των Σκυθών και άλλων γειτονικών λαών σε μια εκστρατεία προς την Ιταλία. Ωστόσο, το κύρος του είχε ανεπανόρθωτα κλονιστεί. Ο διοικητής της φρουράς στην πόλη Φαναγόρεια στασίασε, ο πληθυσμός των ελληνικών πόλεων της περιοχής εξεγέρθηκε, εξαιτίας των καταπιεστικών μέτρων του γιου του Φαρνάκη Β΄ που αναγορεύτηκε βασιλεύς, πράγμα που σήμαινε καθαίρεση του Μιθριδάτη. Βλέποντας πως πλησιάζει το τέλος του, ο Μιθριδάτης έδωσε εντολή να αυτοκτονήσουν όλες οι γυναίκες και τα παιδιά του, που τον συνόδευαν και ύστερα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ο ίδιος. Επειδή όμως ο οργανισμός του είχε συνηθίσει στα δηλητήρια, τον σκότωσε τελικά-ύστερα από επιθυμία του- ένας Γαλάτης μισθοφόρος. Μετά το θάνατό του, το κράτος του Πόντου (στην Μικρά Ασία) έγινε από τον Πομπήιο (μαζί με τη Βιθυνία) ρωμαϊκή επαρχία, ενώ στο κράτος του Κιμμερίου Βοσπόρου παρέμεινε ως βασιλεύς ο γιος του Μιθριδάτης Φαρνάκης Β΄, ως «φίλος και σύμμαχος» της Ρώμης.
Η αποτυχία των προσπαθειών του Μιθριδάτη για την ίδρυση ενός μεγάλου ελληνιστικού βασιλείου στην ανατολή, το οποίο και θα αντιστάθμιζε την ισχύ του ρωμαϊκού κόσμου, είχε σοβαρές συνέπειες στην ιστορία του αρχαίου κόσμου. Όταν έγινε προφανές πως ένα τέτοιο κράτος δεν ήταν παρά ένα ουτοπικό όνειρο, ένα προς ένα τα βασίλεια της ανατολής, υποτάχθηκαν στη ρωμαϊκή υπερδύναμη, που μισό αιώνα αργότερα μετατράπηκε στην πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
8.16. Η Αυτοκρατορία των Παρθών (247 π.Χ. – 224 μ.Χ.)
Παρθία ή Παρθυηνή ονομαζόταν η περιοχή που βρισκόταν στο σημερινό Χορασάν, στο βορειοανατολικό άκρο της Περσίας (σημερινό Ιράν). Το όνομα είναι πιθανώς απόδοση σε τοπική διάλεκτο του ονόματος Πέρσα - Περσία (<πέρθω =κατακτώ, πορθώ, πέρσις = κατάκτηση, Πέρσες = κατακτητές).
Κατά τους χρόνους της δυναστείας των Αχαιμενιδών η Παρθία αποτελούσε Σατραπεία του Μεγάλου Βασιλέως. Στην εποχή του Μ. Αλεξάνδρου η Παρθία φαίνεται πως είχε ενωθεί με την Υρκανία (σημερινό Γκοργκάν του Ιράν) και αποτελούσε επαρχία του Βασιλείου των Σελευκιδών. Τότε κτίστηκαν εκεί πολλές ελληνιστικές αποικίες, όπως η Εκατόμπυλος, η Ευμένεια, η Καλλιόπη, η Μυσία και οι Φερές, των οποίων σκοπός ήταν η αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων.
Πρώτη πρωτεύουσα της Χώρας ήταν πιθανώς η Δάραδα (σημερινή Αμπιβάρντ) και μεταγενέστερη η Εκατόμπυλος, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Νταμγκάν. Η Παρθία βρισκόταν ακριβώς πάνω στους μεγάλους τότε εμπορικούς δρόμους ανάμεσα στην Ασία και τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, ο έλεγχος των οποίων έδωσε τη δυνατότητα στους Πάρθους να δημιουργήσουν Αυτοκρατορία υπό τη Δυναστεία των Αρσακιδών μέχρι το 224 μ.Χ. όταν ο τοπικός διοικητής Αρδασίρ Α (224-241) της νότιας Παρθίας επαναστάτησε και ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών (224-651 μ.Χ.).
8.16.1. Αρσάκης Α΄ της Παρθίας (247-211)
Ο Αρσάκης Α' ήταν ιδρυτής της δυναστείας των Αρσακιδών που κυβέρνησε για πολλούς αιώνες το βασίλειο των Πάρθων, που ήταν ουσιαστικά συνέχεια της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Η ίδια δυναστεία επιβλήθηκε από το 105 μ.Χ. και στο βασίλειο της Αρμενίας, το οποίο με τους Αρσακίδες ανεξαρτητοποιήθηκε το 180 μ.Χ. και δέχτηκε γρήγορα τον χριστιανισμό. Ο τόπος, ο χρόνος γέννησης και η καταγωγή του Αρσάκη είναι άγνωστα. Σύμφωνα με την παράδοση της δυναστείας καταγόταν από τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη Β'. Το 250 π.χ. ο Ανδραγόρας, κυβερνήτης της επαρχίας της Παρθίας που ανήκε στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών, επαναστάτησε κηρύττοντας την ανεξαρτησία της επαρχίας του από τους Σελευκίδες. Την εποχή εκείνη ο Αρσάκης ήταν αρχηγός της Ιρανικής φυλής των Πάρνι με την οποία κατάφερε να κυριεύσει τη βόρεια Παρθία από τον Ανδραγόρα. Oi νομάδες Πάρνι (ή Απάρνι) που προέρχονταν από την κεντρική Ασία, αφομοιώθηκαν τελικά από τον αυτόχθονα πληθυσμό, από τον οποίο υιοθέτησαν την παρθική γλώσσα. Ολόκληρη η Παρθία τέθηκε υπό τον έλεγχο του Αρσάκη. Ο Ανδραγόρας σκοτώθηκε και ο Σελευκίδης βασιλεύς Σέλευκος Β' απέτυχε να την ανακτήσει. Πρωτεύουσα του βασιλείου του έκανε την Εκατόμπυλο και σύμφωνα με τις πηγές το 246 π.χ. συγκυβερνούσε με τον αδελφό του Τιριδάτη Α. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Αρσάκης Β' γιος του Τιριδάτη Α.
8.16.2. Αρσάκης Β΄ Τιριδάτη (211-191)
Ο Αρσάκης Β΄ της Παρθίας (Αρτάβανος Α' σύμφωνα με Λατινικές πηγές) ήταν γιος και διάδοχος του Τιριδάτη Α' αδελφού του Αρσάκη Α' ιδρυτή της δυναστείας των Αρσακιδών της Παρθίας. Ο Τιριδάτης πατέρας του Αρσάκη Β' δεν εμφανίζεται ο ίδιος ως βασιλεύς παρά μόνο ως συμβασιλεύς του αδελφού του Αρσάκη Α'. Ο ίδιος ο Αρσάκης Β´ φέρεται διάδοχος του θείου του. Το 209 π.χ. ο κορυφαίος Σελευκίδης βασιλεύς Αντίοχος Γ' ο Μέγας νίκησε τον Αρσάκη Β', ανακατέλαβε από τους Αρσακίδες ολόκληρη την Παρθία μαζί με την πρωτεύουσα Εκατόμπυλο. Ωστόσο επέτρεψε στον Αρσάκη Β' να εξακολουθεί να είναι βασιλεύς ως υποτελής του πληρώνοντας ετήσιο φόρο. Τον Αρσάκη Β' διαδέχθηκε ο γιος του Πριαπάτιος.
8.16.3. Πριαπάτιος Αρσάκη (191-176)
Ο Πριαπάτιος της Παρθίας ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως των Πάρθων Αρσάκη Β', εγγονός του συμβασιλέα των Πάρθων Τιριδάτη Α΄ (246 - 211 π.χ.), αδελφού του Αρσάκη Α΄ (250 - 211 π.χ.) του ιδρυτή της αυτοκρατορίας των Πάρθων. Βασίλευσε μετά την ήττα του πατέρα του από τον Αντίοχο Γ το Μέγα (209 π.χ.) ως υποτελής των Σελευκιδών. Ο Πριαπάτιος ήταν πατέρας τριών βασιλέων της Παρθίας του Φραάτη Α΄ (176-171), του Μιθριδάτη Α΄ (171-138) και του Αρταβάνου Α (127-123).
8.16.4. Μιθριδάτης Α΄ Πριαπάτιου (195-138, βασ. 171-138)
Ο Μιθριδάτης Α΄ των Πάρθων ήταν γιος του βασιλέως των Πάρθων Πριαπάτιου, διάδοχος του αδελφού του Φραάτη Α΄ και ο πρώτος βασιλεύς που έκανε την Παρθία μεγάλη πολιτική δύναμη της εποχής του. Το όνομα του σημαίνει ότι βρισκόταν υπό την προστασία του Μίθρα. Το 167 π.Χ. νίκησε τον Ελληνο-βακτριανό βασιλέα Ευκρατίδη καταλαμβάνοντας την Βακτριανή και το 144 π.Χ. κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή της Αρίας με την πόλη Χεράτ, δίνοντας μεγάλη ισχύ στο βασίλειο του. Το 141 κατέλαβε τη Βαβυλώνα και στη συνέχεια τη Μηδία. Το 139 π.χ. νίκησε τον Σελευκίδη βασιλέα Δημήτριο Β΄ τον Νικάτωρα καταλαμβάνοντας και την Περσία, οπότε πήρε μόνος του τον τίτλο του "βασιλέως των βασιλέων" θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο του Δαρείου του Μέγα. Τον Δημήτριο Β τον κράτησε ο Μιθριδάτης Α αιχμάλωτο για μια δεκαετία αλλά του φέρθηκε πολύ καλά και αργότερα πήρε σύζυγο την κόρη του Ροδογύνη. Λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού έκοψε πολλά νομίσματα ελληνιστικής μορφής με την παράσταση και το όνομα του. Σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον του Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχου Ζ΄ του Σιδήτη αδελφού του αιχμάλωτου Δημητρίου Β και τον διαδέχθηκε ο γιος του Φραάτης Β΄.
8.16.5. Φραάτης Β’ Μιθριδάτη (138-127)
Ο Φραάτης Β’ ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως των Πάρθων Μιθριδάτη Α’. Το 130 π.χ. δέχθηκε επίθεση από τον βασιλέα των Σελευκιδών Αντίοχο Ζ’ τον Σιδίτη αδελφό του βασιλέως των Σελευκιδών Δημητρίου Β’ Νικάτωρα ο οποίος ήταν για πολλά χρόνια αιχμάλωτος δικός του και του πατέρα του. Ο Φραάτης Β’ νίκησε και σκότωσε τον Αντίοχο Σιδίτη σε μάχη στην Μηδία το 129 π.χ. γεγονός που έφερε το τέλος στην κυριαρχία των Σελευκιδών ανατολικά του Ευφράτη. Στην συνέχεια το βασίλειο των Πάρθων δέχθηκε επίθεση από την νομαδική φυλή των Σακά. Ο Φραάτης Β βάδισε εναντίον τους με μεγάλο στρατό, στον οποίο συμμετείχαν και στρατιώτες αιχμάλωτοι των Σελευκιδών, που αρνήθηκαν να πολεμήσουν για λογαριασμό του Πάρθου βασιλέα με αποτέλεσμα ο Φραάτης να ηττηθεί και να πέσει στην μάχη το 128. Τον διαδέχτηκε ο θείος του Αρτάβανος Α (127-123), γιος του βασιλέως Πριαπάτιου και αδελφός του πατέρα του Μιθριδάτη Α.
8.16.6. Μιθριδάτης Β΄ Αρτάβανου ο Μέγας (123-88)
Ο Μιθριδάτης Β΄ ο Μέγας ήταν γιος του βασιλέως των Πάρθων Αρταβάνου Α΄ και ανιψιός του βασιλέως των Πάρθων Μιθριδάτη Α΄. Στην εποχή του το κράτος των Πάρθων έφτασε στο μέγιστο της ισχύος του. Νίκησε τον βασιλέα της Αρμενίας Αρταβάσδη Α' κατέλαβε την χώρα του και έκανε τον διάδοχο του θρόνου πρίγκηπα Τιγράνη Α πολιτικό όμηρο. Το 123 και το 115 π.χ. δέχτηκε απεσταλμένους του Κινέζου αυτοκράτορα για την εισαγωγή μεταξιού στην χώρα του. Ήταν ο πρώτος βασιλεύς των Πάρθων που ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τη Ρώμη. Τα νομίσματα τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του τον δείχνουν με γενειάδα, φορώντας το θολωτό καπέλο των Πάρθων με ένα αστέρι. Τον διαδέχτηκε ο Σανατράκης (88-70).
8.16.7. Φραάτης Γ΄ Σανατράκη (70-57)
Ο Φραάτης Γ’ ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως Σανατράκη. Ονομάστηκε Θεός επειδή τα νομίσματα που κόπηκαν με την εικόνα του είχαν χρυσή επιχρωμάτωση, ώστε να έχουν μεγαλύτερη αξία από τα αντίστοιχα νομίσματα γειτονικών βασιλείων. Όταν ο Φραάτης Γ’ ανέβηκε στον θρόνο το 70 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος έκανε επίθεση στον βασιλέα της Αρμενίας Τιγράνη Β τον Μέγα (βασ. 95-55), που ήταν τότε ο ισχυρότερος βασιλεύς σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία. Ο Φραάτης Γ αρνήθηκε να υποστηρίξει τον Τιγράνη Β και τον σύμμαχο του Μιθριδάτη ΣΤ’, βασιλέα του Πόντου. Αντίθετα υποστήριξε τον γαμπρό του, τον νεότερο Τιγράνη, σύμμαχο των Ρωμαίων και το 65 π.Χ. επιτέθηκε στην Αρμενία σε συμμαχία με τον Πομπήιο. Ο Πομπήιος, παρά το ότι νίκησε τους Αρμένιους, στη συνέχεια εγκατέλειψε τον Φραάτη Γ, επέτρεψε στον Τιγράνη Β τον Μέγα να εξακολουθεί να είναι βασιλεύς της Αρμενίας και πήρε όμηρο στην Ρώμη τον Τιγράνη τον νεότερο. Ο Φραάτης Γ’ δολοφονήθηκε από τους δυο γιους του Ορόντη Β’ και Μιθριδάτη Γ’.
8.16.8. Μιθριδάτης Γ΄ Φραάτη (57-54)
Ο Μιθριδάτης Γ’ ήταν μικρότερος γιος του βασιλέως Φραάτη Γ’. Με την βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού του Ορόντη Β’ δολοφόνησαν τον πατέρα τους το 57 π.χ. και στην συνέχεια μοίρασαν το βασίλειο : ο Ορόντης πήρε το στέμμα της Παρθίας και ο Μιθριδάτης το στέμμα της Μηδίας. Ο Ορόντης Β λίγο αργότερα εκθρόνισε τον Μιθριδάτη Γ από την Μηδία και τον έδιωξε στην Συρία, όπου βρήκε καταφύγιο στον Γαβίνιο τον ανθύπατο Ρωμαίο διοικητή της χώρας. Με την βοήθεια του Γαβίνιου ο Μιθριδάτης Γ κατόρθωσε να νικήσει τον αδελφό του Ορόντη Β και να καταλάβει για σύντομο χρονικό διάστημα τον θρόνο της Παρθίας το 55 π.χ. Πολιορκήθηκε από τον στρατηγό του Ορόντη Σιρένα ο οποίος μετά από σύντομο χρονικό διάστημα νίκησε και συνέλαβε τον Μιθριδάτη Γ και τον παρέδωσε στον αδελφό του Ορόντη Β, ο οποίος τον εκτέλεσε το 54 π.χ.
8.16.9. Ορόντης Β Μιθριδάτης (57-37)
Ο Ορόντης Β ήταν γιος του Φραάτη Γ, τον οποίο δολοφόνησε με τη βοήθεια του αδελφού του Μιθριδάτη Γ. Νυμφεύτηκε την Ελληνίδα πριγκίπισσα Λαοδίκη, κόρη του βασιλέως της Κομμαγηνής Αντίοχου Α Θεού. Το 54 εξουδετέρωσε τον αδελφό του Μιθριδάτη Γ που συμβασίλευε στη Μηδία. Το 53 ο στρατηγός του Σιρένας νίκησε τον Ρωμαίο στρατηγό Μάρκο Λικίνιο Κράσσο, μέλος της Α Τριανδρίας, που είχε εισβάλλει στη Συρία, σε αποφασιστική Μάχη στις Κάρχες, όπου ο Κράσσος σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του. Η νίκη αυτή εξασφάλισε για τους Πάρθους την περιοχή ανατολικά του Ευφράτη. Ο ίδιος ο Ορόντης Β εισέβαλε στην Αρμενία και ανάγκασε τον βασιλέα Αρταβάσδη Β (γιο του Τιγράνη Β του Μέγα) να υποκύψει εγκαταλείποντας τη συμμαχία του με τη Ρώμη. Τον επόμενο χρόνο (52) ο Σιρένας εισέβαλε στη Συρία, αλλά δολοφονήθηκε από τον Ορόντη Β, διότι είχε γίνει επικίνδυνος, ενώ το 51 π.Χ. ο γιος του βασιλέως Πάκορος νικήθηκε από τον Κάσσιο Λογγίνο, διοικητή τότε της Συρίας.
Κατά τη διάρκεια του ρωμαϊκού εμφύλιου πόλεμου οι Πάρθοι αρχικά υποστήριξαν τον Πομπήιο και μετά τον Βρούτο και τον Κάσσιο, αλλά δεν έκαναν καμία ενέργεια μέχρι το 40 π.Χ., όταν ο Πάκορος υποστηριζόμενος από τον εξόριστο Κόιντο Λαβιηνό κατέλαβε μεγάλο μέρος της Συρίας και Μ.Ασίας, αλλά νικήθηκε από τον Βεντίδιο το 38. Ο Ορόντης όρισε τότε διάδοχό του τον δεύτερο γιο του Φραάτη Δ, ο οποίος όμως τον δολοφόνησε.
8.16.10. Φραάτης Δ Ορόντη (37-2 π.Χ.)
Ο Φραάτης Δ ήταν γιος του Ορόντη Β τον οποίο δολοφόνησε μαζί με όλους τους αδελφούς του. Το 36 π.Χ. δέχτηκε επίθεση από τον Μάρκο Αντώνιο που βάδισε μέσω Αρμενίας στην Ατροπατηνή, όπου ηττήθηκε και έχασε μεγάλο μέρος του στρατού του. Θεωρώντας πως προδόθηκε από τον βασιλέα Αρταβάσδη της Αρμενίας, ο Αντώνιος το 34 π.Χ. εισέβαλε στην Αρμενία, τον αιχμαλώτισε και συμφώνησε ειρήνη με τον βασιλέα της Ατροπατηνής (που λεγόταν επίσης Αρταβάσδης). Όταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος με τον Οκταβιανό ο Φραάτης Δ, ανακατέλαβε την Ατροπατηνή και αποκατάστησε τον Αρταξία, γιο του Αρταβάσδη, στο θρόνο της Αρμενίας.
Το 32 π.Χ. οι Πάρθοι, δυσαρεστημένοι από την υπερβολική σκληρότητά του, εκθρόνισαν τον Φραάτη Δ και ανακήρυξαν βασιλέα τον Τιριδάτη Β, αλλά ο Φραάτης επανήλθε στην εξουσία με την υποστήριξη των Σκυθών. Στη συνέχεια το βασίλειο των Πάρθων αναγνωρίστηκε από τον Οκταβιανό ως ηγεμονία εξαρτημένη από τη Ρώμη. Πιστοποιώντας την υποτέλεια ο Φραάτης Δ έστειλε πέντε γιους τους όμηρους στη Ρώμη. Τελικά δολοφονήθηκε και ο ίδιος από την ευνοούμενη ιταλικής καταγωγής σύζυγό του Θεά Μούσα το 2 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο γιος του Φραάτης Ε.
8.16.11. Φραάτης Ε Φραάτη (2 π.Χ.-4 μ.Χ.)
Ο Φραάτης Ε, γνωστός και με το υποκοριστικό Φραατάκης, βασίλεψε στο κράτος των Πάρθων αφού, μαζί με τη μητέρα του Θεά Μούσα, δολοφόνησε τον πατέρα του Φραάτη Δ. Στα χρόνια του απειλήθηκε πόλεμος με τη Ρώμη σχετικά με την επικυριαρχία στην Αρμενία και τη Μηδία. Αλλά όταν ο Οκταβιανός (Αύγουστος πλέον από το 27 π.Χ.) έστειλε τον θετό γιο του Γάιο Καίσαρα για να εισβάλει στην Περσία το 1 π.Χ. οι Πάρθοι προτίμησαν να συμφωνήσουν ειρήνη, με την οποία η Αρμενία υπάχθηκε και πάλι στη Ρώμη. Λίγο αργότερα ο Φραάτης Δ νυμφεύτηκε τη μητέρα του Θεά Μούσα, αλλά αυτό εξόργισε τους υπηκόους του, ως ανεπίτρεπτο για τα έθιμά τους, και τελικά δολοφόνησαν και τους δύο και τοποθέτησαν στο θρόνο τον Ορόντη Γ που βασίλεψε μέχρι το 6 μ.Χ.
8.17. Το Βασίλειο της Αρμενίας (321 π.Χ.-428 μ.Χ.)
Οι Αρμένιοι κατάγονται από τους αρχαίους Χουρρίτες (αρχαίοι Ουραρτού) οι οποίοι από την 3η χιλιετία π.Χ. δημιούργησαν αξιόλογους πολιτισμούς στα υψίπεδα που περιβάλλουν το Αραράτ. Το πρώτο γνωστό βασίλειο των Χουρριτών βρισκόταν την 3η χιλιετία π.Χ. στην πόλη Ουρκές (σημερινή Τέλλ Μοζάν), σύμμαχοι των Ακκάδιων, καταλύθηκαν από τους Αμορραίους της Μαρί τον 18ο αιώνα π.Χ. Ακολούθησε το βασίλειο των Γιαμχάντ στην βόρεια Συρία, που καταλύθηκε από τους Χετταίους στην διάρκεια της εκστρατείας του βασιλέως Μουρσίλις Α΄ (1556-1526 π.Χ.) εναντίον της Βαβυλώνας. Η κοσμοκρατορία των Μιτάννων κράτησε περίπου δύο αιώνες (15ος – 14ος αιώνας π.Χ.), κατέλαβαν και την Ασσυρία ως την εποχή που ο Χετταίος βασιλεύς Σουπιλουλιούμας Α΄ (1344-1322 π.Χ.) τους έκανε υποτελείς τους. Στην συνέχεια κυριάρχησαν στην περιοχή τα βασίλεια των Χαγιάζα-Άσι (1500-1200 π.Χ.), οι Ναϊρί (1200 – 1000 π.Χ.) και οι Ουραρτού (1000 – 600 π.Χ.) Καθένας από αυτούς τους λαούς και τα βασίλεια συντέλεσαν στην εθνογένεση του αρμενικού λαού. Το Γιερεβάν, πρωτεύουσα της σύγχρονης Αρμενίας, ιδρύθηκε το 782 π.Χ. από τον βασιλέα των Ουραρτού Αργκίσθι Α (785-763). Επόμενοι βασιλείς των Ουραρτού ήταν οι Σαρντούρις Β (763-735), Ρούσας Α (737-713), Αργίσθις Β (714-680), Ρούσας Β (680-639), Σαρντούρις Γ (639-635), Ρούσας Γ (629-615), Σαρντούρις Δ (615-598), Ρούσας Δ (598-590).
Οι ρίζες του Βασιλείου της Αρμενίας βρίσκονται σε μία από τις σατραπείες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών της Περσίας, που ονομαζόταν Αρμενία και ιδρύθηκε στην περιοχή του όρους Αραράτ μετά την κατάκτηση από την αυτοκρατορία των Μήδων το 590μ π.Χ. Η ιστορία του συνδέεται με τρεις βασιλικές δυναστείες που κυβέρνησαν το κράτος: οι Οροντίδες (570-200 π.Χ.), οι Αρταξίδες (190-12 π.Χ.) και οι Αρσακίδες (52-428 μ.Χ.).
Πρώτος Οροντίδης σατράπης ήταν ο Ορόντης Α (570-560), και ακολούθησαν οι Τιγράνης (560-535), Βαχάν (530-515), Υδάρνης (6ος αι.), Υδάρνης Β (5ος αι,), Υδάρνης Γ (5ος αι.), Αρντασίρ (5ος αι,), Ορόντης (401-344), Δαρείος Κοδομανός (344-336), Ορόντης Β (336-331) και Μιθράνης (331-323).
Ακολούθησαν οι διοικητές του Μ.Αλεξάνδρου Περδίκκας (323), Νεοπτόλεμος (323-321) και Ευμένης Καρδιανός διοικητής Πόντου, Καππαδοκίας (321). Η σατραπεία έγινε βασίλειο το 321 π.Χ. με την ενσωμάτωση της περιοχής στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Στα πλαίσια της αυτοκρατορίας αυτής η διοίκηση της Αρμενίας παρέμεινε στη δυναστεία των Οροντιδών με τους εξής εκπροσώπους της: Μιχράν (321-317), Ορόντης Γ (317- 300), Σάμης (260-243), Ξέρξης (226-212), Αβδισάρης (212) και Ορόντης Δ (212–200).
Από το 190 την εξουσία ανέλαβε η δυναστεία των Αρταξιδών που το 52 π.Χ. παρέδωσε τη διοίκηση στη Παρθική δυναστεία των Αρσακιδών οι οποίοι κυβέρνησαν το κράτος μέχρι την υπαγωγή του στο Βασίλειο της Περσίας των Σασσανιδών το 428 μ.Χ.
8.17.1. Αρταξίας Α΄ της Αρμενίας (190-160)
Ο Αρταξίας Α (ή Αρταξέρξης Α) ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Αρταξιδών η οποία κυβέρνησε την Αρμενία για περισσότερους από δύο αιώνες και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια από την ιρανική δυναστεία των Αρσακιδών. Ο Αρταξέρξης ήταν γόνος της προηγούμενης εθνικής δυναστείας των Οροντιδών της Αρμενίας. Την εποχή που ο Σελευκίδης βασιλεύς Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας κατέλαβε την χώρα και τον τοποθέτησε σατράπη, είχε ήδη σχηματιστεί το αρμενικό έθνος με ενιαία γλώσσα και ταυτότητα.
Μετά την ήττα του Αντιόχου Γ από τους Ρωμαίους στην μάχη της Μαγνησίας (190 π.χ.) βρήκε την ευκαιρία να επαναστατήσει εναντίον των Σελευκιδών ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανεξάρτητο βασιλέα και ιδρυτή δυναστείας. Μετέφερε την πρωτεύουσα του νέου βασιλείου της Αρμενίας στα Αρτάξαδα τα οποία ίδρυσε με υπόδειξη του διάσημου Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα,. Ο Αννίβας επικυρηγμένος από τους Ρωμαίους είχε καταφύγει πρώτα στην αυλή του Αντιόχου Γ αλλά μετά την ήττα του Σελευκίδη βασιλέα από τους Ρωμαίους κατέφυγε στον Αρταξία Α. Το 165 π.Χ. αιχμαλωτίστηκε από τον Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή όταν επιτέθηκε στην Αρμενία (165 π.Χ.). Παντρεύτηκε τη Σατενίκ, κόρη του βασιλέως των Αλανών, με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά. Ανάμεσα στους έξι γιους του ήταν οι μετέπειτα βασιλείς της Αρμενίας Αρταβάσδης Α΄ (160-115) και Τιγράνης Α΄ (115-95).
8.17.2. Τιγράνης Α΄ Αρταξία (115-95)
Ο Τιγράνης Α΄ της Αρμενίας ήταν βασιλεύς της Αρμενίας την περίοδο (115 – 95 π.χ.) ένας από τους γιους του ιδρυτή της δυναστείας των Αρταξιδών Αρταξέρξη Α΄. Διαδέχθηκε τον μεγαλύτερο αδελφό του Αρταβάσδη Α΄, και ήταν ο πατέρας του κορυφαίου Αρμένιου βασιλέα Τιγράνη Β του Μέγα ο οποίος τον διαδέχθηκε
8.17.3 Τιγράνης Β Τιγράνη ο Μέγας (95-55)
Ο Τιγράνης Β ο Μέγας,ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως της Αρμενίας Τιγράνη Α', ανιψιός του Αρταβάσδη Α' και εγγονός του ιδρυτή της δυναστείας των Αρταξιδών της Αρμενίας Αρταξία Α'. Δόθηκε ως όμηρος στον Μιθριδάτη Β΄, βασιλέα των Πάρθων, αλλά κατόρθωσε να ελευθερωθεί, αφού παραχώρησε στον Μιθριδάτη 70 κοιλάδες, κοντά στα σύνορα της Μηδίας.Ανέβηκε στο θρόνο το 95 π.Χ. και άρχισε αμέσως επεκτατική πολιτική. Εκθρόνισε τον βασιλέα της Σοφηνής, Αρτάνη και συμμάχησε με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ τον Ευπάτορα, βασιλέα του Πόντου, αφού παντρεύτηκε την κόρη του, Κλεοπάτρα (του Πόντου). Το 93 π.Χ. εισέβαλε στη Καππαδοκία, αλλά το 92 π.Χ. τον απέκρουσε ο Σύλλας. Έπειτα άρχισε πόλεμο εναντίον των Πάρθων, επανακτώντας τις κοιλάδες που είχε παραχωρήσει στον Μιθριδάτη Β΄ και λεηλάτησε ένα μεγάλο μέρος της Μηδίας.
Το 83 π.Χ. εισέβαλε στη Συρία και κατέλαβε την Κιλικία. Μετά το θάνατο του Σύλλα, το 78 π.Χ. κατέλαβε και πάλι την Καππαδοκία, κατέπνιξε την απόπειρα της Κλεοπάτρας (των Σελευκιδών) να αποκαταστήσει την κυριαρχία των Σελευκιδών και πολεμώντας στην Κιλικία κατέστρεψε την ελληνική πόλη των Σόλων Έτσι κατόρθωσε να γίνει ο ισχυρότερος από τους ηγεμόνες της Ασίας. Η δύναμή του όμως αυτή ανησύχησε τους Ρωμαίους που το 69 π.Χ. επιτέθηκαν στην Αρμενία, με επικεφαλής τον Λούκουλο.
Ο Τιγράνης νικήθηκε, ενώ συγχρόνως ο γιος που είχε αποκτήσει από την Κλεοπάτρα, επίσης Τιγράνης, επαναστάτησε εναντίον του. Όταν ο Πομπήιος εισέβαλε στην Αρμενία, ενώθηκε με τον νεαρό Τιγράνη και έτσι ο ηλικιωμένος πλέον Τιγράνης, που κατά το παρελθόν είχε σκοτώσει δύο άλλους γιους του, αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ωστόσο ο Πομπήιος του φέρθηκε φιλικά, ενώ τον γιο του τον πήρε αιχμάλωτο στη Ρώμη, όπου και σκοτώθηκε σε μια απόπειρα να δραπετεύσει. Ο Τιγράνης βασίλεψε περίπου 10 χρόνια ακόμη μετά την ήττα του, ως υποτελής στους Ρωμαίους και πέθανε το 55 π.Χ.. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρταβάσδης Β.
8.17.4. Αρταβάσδης Β΄ Τιγράνη 54-34)
O Αρταβάσδης Β΄ (ή ΑρτάβασδοςΒ) ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως της Αρμενίας Τιγράνη Β΄ του Μέγα. Ήταν σύμμαχος της Ρώμης αλλά όταν ο βασιλεύς Ορόντης Β΄ της Παρθίας επιτέθηκε στην Αρμενία, μετά τη συντριπτική νίκη του επί του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκου Λικίνιου Κράσσου, στη Μάχη των Καρρών (53 π.Χ.), αναγκάστηκε να συμμαχήσει μαζί του και έδωσε την αδελφή του σύζυγο στον γιο και διάδοχο του Ορόντη, Πάκορο. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Αντώνιος εκστράτευσε δύο φορές εναντίον της Αρμενίας (36,34 π.Χ.). Πριν τη δεύτερη εκστρατεία, ο Μάρκος Αντώνιος είχε ζητήσει μια κόρη του Αρταβάσδου ως σύζυγο για τον εξάχρονο γιο του, με την Κλεοπάτρα, Αλέξανδρο Ήλιο. Ο Αρμένιος βασιλεύς αρνήθηκε και ο Μάρκος Αντώνιος κατέλαβε την πρωτεύουσα της Αρμενίας Αρτάξατα, συλλαμβάνοντας αιχμάλωτο τον Αρτάβασδο, ελπίζοντας να πάρει πολλά λύτρα για την απελευθέρωσή του.
Στην Αλεξάνδρεια, όπου μεταφέρθηκε ο Αρτάβασδος, ήρθε σε σύγκρουση με τη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα, ερωμένη του Μάρκου Αντώνιου, επειδή αρνήθηκε να της αποδώσει βασιλικές τιμές. Μετά την μάχη του Ακτίου (31 π.Χ.) ο πρώην βασιλεύς της Αρμενίας, Αρτάβασδος Β΄, αποκεφαλίστηκε με διαταγή της Κλεοπάτρας. Το κομμένο κεφάλι του η Κλεοπάτρα το απέστειλε στον εχθρό του Αρτάβασδο Α΄ της Μηδίας για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του.
Ο Αρτάβασδος Β΄ απέκτησε, με άγνωστου ονόματος σύζυγο, τρία παιδιά : τους μετέπειτα βασιλείς Αρταξέρξη Β΄, Τιγράνη Γ΄ της Αρμενίας και μια άγνωστου ονόματος κόρη η οποία παντρεύτηκε τον βασιλέα Αρχέλαο της Καππαδοκίας.
8.17.5. Αρταξίας Β΄ Αρταβάσδη (34-20)
Ο Αρταξίας Β (ή Αρταξέρξης Β΄) ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως της Αρμενίας Αρταβάσδου Β΄. Πήρε το όνομα του προ-προπάππου του ιδρυτή της δυναστείας των Αρταξιδών Αρταξέρξη Α΄. Ο Αρταξέρξης Β΄ είχε άλλα δύο μικρότερα αδέλφια : τον Τιγράνη ο οποίος τον διαδέχθηκε ως Τιγράνης Γ΄ και μια μικρότερη αδελφή η οποία παντρεύτηκε τον βασιλέα της Καππαδοκίας Αρχέλαο.
Όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Αντώνιος επιτέθηκε στην Αρμενία, συνέλαβε αιχμάλωτο τον πατέρα του Αρταξέρξη, Αρτάβασδο Β΄, και τον μετέφερε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (34 π.Χ.). Τρία χρόνια αργότερα, ο πατέρας του εκτελέστηκε, ύστερα από διαταγή της βασίλισσας της Αιγύπτου Κλεοπάτρας (31 π.Χ.). Ο Αρταξέρξης Β΄ κατάφερε να κερδίσει τον θρόνο της Αρμενίας χάρη στην υποστήριξη του συμμάχου του βασιλέως των Πάρθων Φραάτη Δ΄ ο οποίος τον βοήθησε να ανακαταλάβει τα εδάφη του. Τότε ο Αρταξέρξης Β έγινε ορκισμένος εχθρός της Ρώμης. Υπερβολικά βίαιος και σκληρός, έσφαξε όλες τις ρωμαϊκές φρουρές στην Αρμενία και όλους τους Ρωμαίους εμπόρους που περνούσαν από το έδαφος της χώρας του.
Έγινε εξαιρετικά μισητός για την βιαιότητά του ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας του. Ο μικρότερος αδελφός του Τιγράνης Γ, ο οποίος ζούσε 10 χρόνια στη Ρώμη, συμφώνησε με τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο να τον ανατρέψουν. Ο Αύγουστος έστειλε τον θετό του γιο Τιβέριο, μετέπειτα αυτοκράτορα επικεφαλής στρατού στην Αρμενία, μαζί με τον Τιγράνη. Πριν φτάσουν οι Ρωμαίοι στη χώρα, μια ανακτορική συνωμοσία ανέτρεψε και δολοφόνησε τον Αρταξέρξη Β και ο Τιγράνης Γ ανακηρύχθηκε νέος βασιλεύς.
8.17.6. Τιγράνης Γ΄ Αρταβάσδη (20-10)
Ο Τιγράνης Γ’ της Αρμενίας ήταν πρίγκηπας ελληνικής, αρμενικής και περσικής καταγωγής ο οποίος διατέλεσε βασιλεύς της Αρμενίας, πελατικού (υποτελούς) τότε βασιλείου της Ρώμης. Ο Τιγράνης ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλέως του Αρτάβασδου Β’ από άγνωστη μητέρα. Ήταν μικρότερος αδελφός του και διάδοχος του βασιλέως της Αρμενίας Αρταξέρξη Β’. Είχε επίσης μια αδελφή που παντρεύτηκε τον τελευταίο βασιλέα της Καππαδοκίας Αρχέλαο. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Αντώνιος ανέτρεψε τον πατέρα του Αρτάβασδο Β’ (34 π.χ.) και τον μετέφερε στην Αλεξάνδρεια όπου εκτελέστηκε με εντολή της Κλεοπάτρας Ζ (31 π.Χ.). Ο ίδιος ο Τιγράνης μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Ρώμη, εκεί έζησε 10 χρόνια ως την εποχή που οι Αρμένιοι ευγενείς ζήτησαν από τον Οκταβιανό Αύγουστο την ανατροπή του Αρταξέρξη Β’ από τον θρόνο της Αρμενίας λόγω της βιαιότητάς του. Ο Αύγουστος έστειλε τον Τιγράνη Γ, συνοδευόμενο από τον θετό γιο και διάδοχό του, Τιβέριο. Τελικά ο Αρταξέρξης Β ανατράπηκε και δολοφονήθηκε πριν φτάσει στην Αρμενία ο ρωμαϊκός στρατός. Ο Τιγράνης Γ’ έφερε στην διάρκεια της βασιλείας του ειρήνη, ευημερία και καλές σχέσεις με τη Ρώμη. Είχε δυο παιδιά από διαφορετικές γυναίκες, τον Τιγράνη Δ’ και την Ερατώ τα οποία τον διαδέχτηκαν. Ανατράπηκε από τον γιο του, Τιγράνη Δ’, και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
8.17.7. Τιγράνης Δ΄ Τιγράνη (10-2)
Ο Τιγράνης Δ΄ ήταν ο τελευταίος βασιλεύς της Αρμενίας από τη δυναστεία των Αρταξιδών (10 – 2 π.Χ.). Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλέως της Αρμενίας Τιγράνη Γ΄, είχε μια ετεροθαλή αδελφή, την Ερατώ την οποία παντρεύτηκε, σύμφωνα με ελληνιστικό έθιμο της εποχής, για να διατηρηθεί η καθαρότητα της δυναστείας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη, την εποχή που εκεί ήταν εξόριστος ο πατέρας του (30 – 20 π.Χ.). Με την Ερατώ απέκτησαν μια κόρη η οποία παντρεύτηκε τον βασιλέα της Ιβηρίας Φαρασμάνη Α΄ και έγινε μητέρα του βασιλέως της Ιβηρίας Μιθριδάτη Α΄. Ο Τιγράνης Δ΄ και η Ερατώ εξελίχθηκαν σε φανατικούς αντιρωμαίους βασιλείς. Ο Οκταβιανός Αύγουστος συμφώνησε με τον βασιλέα των Πάρθων Φραάτη Ε΄ για την συγκυβέρνηση της Αρμενίας. Όταν οι Αρμένιοι ευγενείς κάλεσαν για βασιλέα τον Φραάτη Ε, ο Τιγράνης Δ΄ αναγκάστηκε να δηλώσει την υποταγή του στη Ρώμη. Οι Αρμένιοι έντονα δυσαρεστημένοι από την στροφή του Τιγράνη Δ υπέρ της Ρώμης τον δολοφόνησαν (2 π.Χ.) και ο Αύγουστος τοποθέτησε νέο βασιλέα της Αρμενίας τον Αριοβαρζάνη απόγονο του Μιθριδάτη της Παρθίας και της αδελφής του βασιλέως της Αρμενίας Αρταβάσδη Β΄ που ήταν παππούς του Τιγράνη Δ΄.
8.17.8. Ερατώ της Αρμενίας (10-2 π.Χ. και 6-12 μ.Χ)
Η Ερατώ της Αρμενίας ήταν βασίλισσα της Αρμενίας, σύζυγος δύο βασιλέων (10 – 2 π.Χ. και 6 – 12 μ.Χ.). Την πρώτη φορά παντρεύτηκε τον ετεροθαλή αδελφό της Τιγράνη Δ’ και την δεύτερη τον μακρινό της ξάδελφο απο τη δυναστεία των Ηρωδιανών Τιγράνη Ε’, εγγονό του Ηρώδη του Μέγα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη τη δεκαετία που ο πατέρας της ήταν αιχμάλωτος των Ρωμαίων (30 – 20 π.Χ.) μετά από την εκτέλεση του παππού της Αρταβάσδη Β’ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ύστερα από διαταγή της Κλεοπάτρας. Το όνομά της το πήρε από την ομώνυμη αρχαία ελληνική μούσα.
Κόρη του βασιλέως της Αρμενίας Τιγράνη Γ’ από τη δυναστεία των Αρταξιδών, διαδέχθηκε τον πατέρα της με τον γάμο της με τον ετεροθαλή αδελφό της Τιγράνη Δ’ (10 π.Χ.) σύμφωνα με ελληνιστικό έθιμο της εποχής προκειμένου να διατηρηθεί η καθαρότητα της δυναστείας. Με τον ετεροθαλή αδελφό της Τιγράνη Δ’ απέκτησε μια κόρη η οποία παντρεύτηκε τον βασιλέα της Ιβηρίας Φαρασμάνη Α’ και απέκτησε 3 γιους, ανάμεσα τους τον Μιθριδάτη Α’ διάδοχο του πατέρα του στον θρόνο της Ιβηρίας. Η Ερατώ και ο Τιγράνης Δ’ ήταν φανατικοί αντιρωμαίοι μονάρχες αλλά ο Τιγράνης Δ δολοφονήθηκε και η Ερατώ εξορίστηκε. Τα χρόνια που η Ερατώ ήταν εξόριστη, στην Αρμενία κυβέρνησε ο Αριοβαρζάνης (2 π.Χ. – 4 μ.Χ.) και στην συνέχεια ο γιος και διάδοχός του Αρτάβασδος Γ’ (4 – 6 μ.Χ.).
Μετά τη δολοφονία του Αρταβάσδου Γ’ (6 μ.Χ.), ο Οκταβιανός Αύγουστος όρισε βασιλέα της Αρμενίας τον Τιγράνη Ε’ από τη δυναστεία των Ηρωδιανών, εγγονό του Ηρώδη του Μέγα, γιο του Αλεξάνδρου και της Γλαφύρας, κόρης του βασιλέως της Καππαδοκίας Αρχέλαου. Ο νέος βασιλεύς Τιγράνης Ε' είχε συγγενικές σχέσεις με την δυναστεία των Αρταξιδών, η μητέρα της Γλαφύρας ήταν κόρη του βασιλέως της Αρμενίας Αρταβάσδη Β' και θεία της Ερατούς. Η Ερατώ παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον νέο βασιλέα ανιψιό της,και με αυτό τον τρόπο έγινε, για δεύτερη φορά, βασίλισσα της Αρμενίας. Το ζευγάρι ανατράπηκε το 12 μ.Χ. και από τότε δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες γι αυτήν. ο Αύγουστος όρισε νέο βασιλέα τον πρίγκιπα των Πάρθων Βορώνη Α΄ (12-16).
8.18. Η καθημερινή ζωή στα ελληνιστικά χρόνια
Η καθημερινή ζωή στις πόλεις της κυρίως Ελλάδας δεν ήταν πια ίδια μετά τις κοσμοϊστορικές κατακτήσεις του Μ.Αλεξάνδρου. Οι κάτοικοί τους λιγόστεψαν, γιατί πολλοί πήγαιναν να ζήσουν στις νέες πόλεις της Ασίας, όπου πίστευαν πως θα έβρισκαν καλύτερες συνθήκες ζωής.
Στις νέες πόλεις που ιδρύθηκαν έξω από την κυρίως Ελλάδα, η ζωή διαμορφώθηκε σε νέες βάσεις. Οι κάτοικοί τους δεν ήταν μόνο Έλληνες, αλλά προέρχονταν από διάφορους λαούς. Σ’ αυτές τις μεγαλουπόλεις το εμπόριο προόδευσε και πολλοί έβρισκαν ευκολότερα εργασία εκεί, αν και όχι πάντα με ευνοϊκούς όρους. Στην καθημερινή επικοινωνία χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα, η οποία με τον καιρό έγινε πιο απλή, μια και τη μιλούσαν ολοένα και περισσότεροι ξένοι λαοί. Η γλώσσα αυτή ονομάστηκε ελληνιστική κοινή.
Σ’ αυτήν έγραφαν και οι περισσότεροι μορφωμένοι εκείνης της εποχής, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Στις σημαντικότερες από τις πόλεις αυτές, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Πέργαμο, είχαν δημιουργηθεί μεγάλες βιβλιοθήκες για δημόσια χρήση.
Βέβαια τα αγαθά που προσφέρει μια μεγαλούπολη δεν μπορούσαν να τα απολαύσουν εξίσου όλοι. Για τους περισσότερους η δουλειά ήταν σκληρή και δεν τους άδηνε περιθώρια για διασκεδάσεις ή για μόρφωση.
Συχνά γίνονταν διάφορες θρησκευτικές τελετές, αλλά τώρα λατρεύονταν και κάποιοι άλλοι θεοί της Ανατολής, όπως ο Σάραπης, η Τύχη, ο Άδωνης και η Ίσιδα. Γίνονταν ακόμη τελετές για τις ονομαστικές εορτές ή τα γενέθλια των βασιλέων. Αυτές τις εκδηλώσεις τις παρακολουθούσε πολύς λαός.
Στα θέατρα των μεγαλουπόλεων αυτών παίζονταν συχνά τραγωδίες ή κωμωδίες της κλασικής εποχής, αυτές όμως τις παραστάσεις τις παρακολουθούσαν συνήθως οι μορφωμένοι. Ο πολύς λαός διασκέδαζε συνήθως με απλούστερα (και συχνά χονδροειδέστερα) θεάματα, παιχνίδια και χορούς.
8.19. Γράμματα, επιστήμες και τέχνες
Οι διάδοχοι του Μ.Αλεξάνδρου ήθελαν να κάνουν τις πόλεις τους πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα. Γι’ αυτό κάλεσαν στις αυλές τους επιστήμονες και καλλιτέχνες από κάθε τόπο της ελληνικής γης. Έτσι σιγά σιγά πραγματοποιήθηκε ο εξελληνισμός της ανατολής. Οι πρωτεύουσες των ελληνιστικών βασιλείων, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Πέργαμος, συναγωνίζονταν ποια θα ξεπεράσει την άλλη. Κοντά σ’ αυτές και η Ρόδος παρουσίασε μια σημαντική άνθηση στον πολιτισμό. Από τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας σημαντική πνευματική κίνηση εξακολουθούσε να έχει η Αθήνα.
Ο τομέας της φιλοσοφίας παρουσίασε εξαιρετική άνθιση, καθώς συνεχίστηκε η παράδοση της δημιουργίας μεγάλων σχολών, με θεματολογία όμως που μετατοπίστηκε από τα ανθρωπολογικά ενδιαφέροντα στα ηθικολογικά, με διάκριση κατά σχολές ως εξής:
(1) Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Στωικής Σχολής ήταν ο Ζήνων ο Κιτιεύς (336-264), ο Κλεάνθης από την Άσσο της Αιολίας (304-232), ο Χρύσιππος από τους Σόλους της Κιλικίας (281-208), ο Βόηθος ο Σιδώνιος (~140), ο Αντίπατρος (~150), ο Παναίτιος ο Ρόδιος (180-110) και ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια της Συρίας (130-50). Συνδυάζοντας επιρροές από τους κυνικούς τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα, κήρυξαν ένα κοσμοπολίτικο ευαγγέλιο αγάπης και υπομονής, αναζητώντας την αρετή για την οποία προϋπόθεση θεωρούσαν την απαλλαγή από τις εγκόσμιες επιθυμίες. Απέρριψαν την τυχαιότητα και υιοθέτησαν ένα συνδυασμό δυναμικού και ουσιαστικού πανθεϊσμού κηρύττοντας ότι ο θεός είναι η ψυχή του κόσμου και η ατομική ψυχή μέρος της κοσμικής ψυχής.
(2) Αντίθετες ήταν οι αρχές της Σχολής των Επικούρειων με φιλόσοφους όπως ο Επίκουρος ο Σάμιος (341-270), ο Μητρόδωρος ο Λαμψακινός (330-277), ο Έρμαρχος ο Μυτιληναίος (~280), ο Απολλόδωρος ο κηποτύραννος (~100), ο Φιλόδημος ο Γαδαρίτης (110-30) και ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (95-55). Υποστήριζαν την ηθική της ηδονής, με την έννοια της συμμετοχής σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, θεωρώντας ασφαλέστερη κοινωνική ηδονή τη φιλία. Η οντολογία τους βασίστηκε στην ατομολογική θεωρία του Δημόκριτου και η γνωσιολογία τους στην απόλυτη αισθησιοκρατία που πρεσβεύει ότι μοναδικό κριτήριο για όλη τη νοητική περιουσία είναι οι αισθήσεις. Δεν δέχονταν ότι οι θεοί παρεμβαίνουν στα ανθρώπινα και θεωρούσαν ότι η ψυχή είναι υλική και πεθαίνει μαζί με το σώμα.
(3) Στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Στωικών και Επικούρειων κινήθηκε η Σχολή των Σκεπτικών με φιλόσοφους όπως ο Πύρρων ο Ηλείος (365-275), ο Αρίστων (~250) και ο Τίμων ο Φλιάσιος (~200) που, επηρεασμένοι από τον σχετικισμό των σοφιστών, αμφισβήτησαν τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του κόσμου, κηρύσσοντας την «εποχή» (αποφυγή κάθε κρίσεως) και την «αρρεψία» (αμφιβολία) και χαρακτηρίζονται τα πράγματα «αδιάφορα, αστάθμητα και ανεπίκριτα».
(4) Παράλληλα συνέχισε τις δραστηριότητές της η Ακαδημαϊκή Σχολή του Πλάτωνα με τους λεγόμενους μέσους ακαδημαϊκούς, όπως οι Αρκεσίλαος ο Πιταναίος (316-241), Λακύδης (~220), Καρνεάδης ο Κυρηναίος (214-129), Κλειτόμαχος ο Καρχηδόνιος (187-110) και Φίλων ο Λαρισαίος (143-85), οι οποίοι απέκρουσαν τη στωική μοιρολατρία και επικούρεια αιτιοκρατία και θεμελίωσαν την πιθανοκρατία, την άποψη δηλαδή, που χωρίς να ταυτίζεται με τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα, θεωρεί ότι για τον κόσμο μπορεί να υπάρχει όχι γνώση, αλλά γνώμες πιθανότερες από άλλες.
(5) Η Κυρηναϊκή Σχολή ταυτισμένη πλέον με την Κυνική συνέχισε επίσης την μαχητική διδασκαλία της με φιλόσοφους όπως οι Ηγησίας ο Πεισιθάνατος (~250), Αννίκεριςο Κυρηναίος (330-270) και Θεόδωρος ο Άθεος (340-250), η οποίοι τόνισαν τη δυσάρεστη πλευρά της ζωής, όπου πλεονάζουν οι λύπες, αναγνωρίζοντας παράλληλα και τις κοινωνικές ιδιότητες της ηδονής, που θεωρούσαν ότι είναι προϊόν γνώσης, σε αντίθεση με τη θλίψη που είναι προϊόν άγνοιας και καταλήγοντας (με τον τελευταίο εκπρόσωπό τους) στον αθεϊσμό.
Η λυρική ποίηση εμφάνισε επίσης εξαιρετικό πλούτο παραγωγής, σε τέσσερα ιδιαίτερα είδη (ελεγειακή, βουκολική, επική και διδακτική):
(1) Η ελεγειακή ποίηση καλλιεργήθηκε περισσότερο από αυλικούς, με μία τάση λεπτόλογη, που την κάνει να φαίνεται εγκεφαλική και φορτωμένη πολυγνωσία με κυριότερο θέμα τον έρωτα και τη μελαγχολία. Κυριότεροι εκπρόσωποι είναι η Ανύτη η Τεγεάτισσα που στα επιγράμματά της αποτυπώνει τις διαθέσεις της καθημερινής ζωής, την ενατένιση της φύσης και τη λαχτάρα ψυχικής γαλήνης (~300), ο Φιλήτας ο Κώος (~310) που έγραψε ερωτικές ελεγείες που επηρέασαν τον Θεόκριτο, ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (~280), γνωστός για την Κόμη της Βερενίκης, έργο εγκωμιαστικό και διαποτισμένο με στοχασμό, ο Ασκληπιάδης ο Σάμιος (~280), φλογρερός ερωτικός με γοητευτική λεπτότητα, ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος (~270), πλανόδιος ποιητής του προλεταριάτου με φορτική πολυμάθεια, ο Ριανός από την Κρήτη (~186), έγραψε επικά ποιήματα (Ηλειακά, Μεσσηνιακά, Θεσσαλικά) και ερωτικά επιγράμματα, ο Μένιππος ο Γαδαρίτης (~250), σφοδρός σατιρικός και ο Μελέαγρος ο Γαδαρίτης (~100), ο πιο ονειροπόλος και μελαγχολικός αλλά ταυτόχρονα ο πιο γλυκός από τους ερωτικούς ποιητές
(2) Αντίθετα η βουκολική ποίηση του Θεόκριτου του Συρακούσιου (~280) χαρακτηρίζεται από μοναδική ζωντάνια, γνήσιο αυθορμητισμό και πηγαία χάρη, καθώς περιγράφει το χαρούμενο πλαίσιο της αγροτικής ζωής με γελαστά χρώματα και εξειδανικευτική ευαισθησία.Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν ο Βίων ο Σμυρναίος (~280) και ο Μόσχος (~150).
(3) Στον τομέα της επικής ποίησης διακρίθηκε ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (~265) με τα «Αργοναυτικά» του, που αποτελούνται από 6000 εξάμετρους στίχους, ενώ από τους διδακτικούς ποιητές αξιολογότεροι ήταν ο Άρατος από τους Σόλους της Κιλικίας (~285), που εκλαϊκευσε τις αστρονομικές και μετεωρολογικές γνώσεις της εποχής και ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (~150) που ασχολήθηκε με θέματα αλιευτικά, αλεξιφάρμακα και μελισσουργικά.
Η δραματική ποίηση εμφάνισε μετατόπιση των ενδιαφερόντων της από τα τραγικά και πολιτικά θέματα της κλασικής περιόδου στη σάτιρα ηθών της Νέας Αττικής Κωμωδίας, που ασχολήθηκε με τη ζωή συνηθισμένων ανθρώπων που φλέγονται από πάθη. Αξίζει να αναφερθούν οι κωμωδίες ιδιαίτερα του Κηφισέως Μένανδρου (~313), αλλά και του Φιλήμονα του Συρακούσιου (~330) και του Δίφιλου του Σινωπέα (~300). Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει για το έργο του μιμογράφου Ηρώνδα του Κώου (~240), που απεικόνισε την καθημερινή ζωή σε ναούς σχολεία, δικαστήρια και καταστήματα με σπινθηροβόλο πνεύμα και μοναδική ευδιαθεσία.
Από τους ιστοριογράφους της εποχής αξίζει να αναφερθούν ο Εκαταίος Αβδηρίτης (~300 π.Χ.), το «Πάριο Χρονικό» ( ~264 π.Χ.), ο Ίστρος ο Καλλιμάχιος (~220), ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (203 π.Χ.), ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος (180 π.Χ.), ο Δημήτριος ο Σκήψιος (~150 π.Χ.), ο Ηρακλείδης ο Λέμβος (~150 π.Χ.) και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (90 π.Χ.).
Στην ελληνιστική εποχή τα οικοδομήματα και τα γλυπτά είχαν την τάση να είναι ογκώδη, όπως ο περίφημος Φάρος της Αλεξάνδρειας (ύψους 135 μέτρων, κατασκευασμένος το 280 από τον Σωκράτη τον Κνίδιο) και ο Κολοσσός της Ρόδου (ύψους 35 μέτρων, αφιερωμένος στο θεό Ήλιο και κατασκευασμένος το 292-280 από τον Χάρη τον Λίνδιο), που λογαριάζονται ανάμεσα στα εφτά θαύματα του κόσμου. Μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας ήταν ο Βωμός του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Νικηφόρου, που κατασκευάστηκε από 15 γλύπτες στην Πέργαμο στα χρόνια του βασιλέως Ευμένη Β (197-159) για να θυμίζει τις νίκες των Περγαμηνών εναντίον των Γαλατών.
Από τους γλύπτες ξεχωρίζει ο Λύσιππος ο Σικυώνιος (370-300, «Αποξεόμενος», «Ο Έρως τεντώνει το τόξο»), που φιλοτέχνησε πολλούς ανδριάντες του Μ.Αλεξάνδρου, ενώ στα επόμενα χρόνια γνωστοί για τα γλυπτά τους ήταν ο Κηφισόδοτος γιος του Πραξιτέλη (~300), ο Δοϊδόλαος (~250) και ο Απολλώνιος ο Αθηναίος (~50 π.Χ.). Στα αριστουργήματα της εποχής αυτή περιλαμβάνονται ο Έφηβος των Αντικυθήρων (~330), άγνωστου καλλιτέχνη ύψους 1,94 μέτρων, η Πτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης (~220-190) αγνώστου καλλιτέχνη ύψους 3,28 μέτρων, η Αφροδίτη η Καλλίπυγος (~200) αγνώστου καλλιτέχνη, από τα τολμηρότερα γλυπτά της αρχαιότητας, η Αφροδίτη της Μήλου ύψους 2,02 μέτρων που κατασκευάστηκε το 100 π.Χ. από τον Αλέξανδρο Μηνίδου από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου και ο Λαοκόων και οι γιοι του που κατασκευάστηκε περί το 50 π.Χ, από τους Ρόδιους γλύπτες Αγήσανδρο, Αθηνόδωρο και Πολύδωρο.
Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισαν στα χρόνια αυτά οι επιστήμες. Στα μαθηματικά ο «πατέρας» της γεωμετρίας Ευκλείδης από την Αλεξάνδρεια (325-265), έγραψε με υποδειγματική μεθοδικότητα το έργο «Στοιχεία» που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μαθηματικά συγγράμματα όλων των εποχών, ενώ ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες (287-212) θεωρείται ο μεγαλύτερος φυσικομαθηματικός του αρχαίου κόσμου, με σημαντικές ανακαλύψεις ιδιαίτερα στον τομέα της μηχανικής, της υδροδυναμικής, της οπτικής, της στερεομετρίας και της θεωρίας των μηχανισμών. Την εποχή αυτή πρώτος ο μηχανικός Ήρων ο Αλεξανδρεύς (~50 π.Χ.) επινόησε ένα είδος ατμομηχανής, ενώ ο αστρονόμος Αρίσταρχος από τη Σάμο (310-230) ανάπτυξε τη θεωρία ότι η γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο.
Ο μαθητής του Αριστοτέλη Θεόφραστος (371-285) έγραψε Περί Φυτών θεμελιώνοντας την επιστήμη της βοτανολογίας, ενώ με τους Χαρακτήρες του έθεσε τις βάσεις της ψυχολογίας. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε και η ιατρική επιστήμη, όπου ο «πατέρας της ιατρικής» Ιπποκράτης ο Κώος (460-377), ιδρύοντας ιατρική σχολή στην Κω, όχι μόνο συστηματοποίησε τις ιατροβιολογικές γνώσεις, αλλά και, με τον όρκο που θέσπισε για τους απόφοιτους της σχολής του, κατοχύρωσε την ιατρική ως επιστήμη με κοινωνική αποστολή. Την ίδια εποχή μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε και η επιστήμη της φιλολογίας, που βασίζεται στη μελέτη των διαφόρων κειμένων της λογοτεχνίας.