ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ (1)
Τα πρόσωπα του δράματος (2)
ΚΡΕΟΝΤΑΣ Βασιλιάς της Θήβας
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κόρη του Οιδίποδα, ανιψιά του Κρέοντα
ΙΣΜΗΝΗ Αδελφή της Αντιγόνης
ΑΙΜΩΝΑΣ Γιος του Κρέοντα και της Ευρυδίκης
Μνηστήρας της Αντιγόνης
ΕΥΡΥΔΙΚΗ Σύζυγος του Κρέοντα, μητέρα του Αίμωνα
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Γέρος και τυφλός μάντης
ΑΓΓΕΛΟΣ Όταν έρχεται από την ύπαιθρο
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Ο ίδιος όταν έρχεται από τα ανάκτορα
ΦΥΛΑΚΑΣ
ΧΟΡΟΣ Από 15 γέροντες Θηβαίους
Βουβά Πρόσωπα
2 δορυφόροι και άλλοι ακόλουθοι του Κρέοντα
2 θεραπαινίδες της Ευρυδίκης
1 μικρό παιδί, οδηγός του Τειρεσία
Η σκηνή του δράματος βρίσκεται στη Θήβα, μπροστά στα ανάκτορα των Λαβδακιδών στην Καδμεία, τα οποία εικονίζονται με την ανάλογη σκηνογραφία. Είναι νωρίς το πρωί και στη σκηνή παρουσιάζεται η Αντιγόνη μαυροφορεμένη. Συγχρόνως σχεδόν φαίνεται να βγαίνει από την πύλη των ανακτόρων η Ισμήνη μαυροφορεμένη κι αυτή.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ισμήνη μου, αδερφή μου αγαπημένη,
δεν έχει μείνει συμφορά του Οιδίπου (3)
που ο Δίας σε μας δεν έστειλε τις μαύρες.
Ό,τι κακό να φανταστείς και βρώμα
ό,τι φαρμάκι και ντροπή και πίκρα 5
μες στη καρδιά μας φώλιασε και μένει.
Κι άκουσες τι είναι αυτά που ψιθυρίζουν
πως κράχτες διαλαλήσανε στην πόλη;
Ή μη δεν ξέρεις πως σαράκια τρώνε
το γένος μας; Τα στείλανε οι εχθροί μας. 10
ΙΣΜΗΝΗ
Όχι, είδηση γλυκιά ή φαρμακωμένη
έχω Αντιγόνη μου καιρό να πάρω.
Μόνο το απόγευμα άκουσα οι αδερφοί μας
πως φαγωθήκανε αναμεταξύ τους.
Κι αφότου δρόμο πήρανε οι Αργίτες 15
δεν ξέρω αν τ΄ όρισε και πάλι η μοίρα
να γίνω πιο πολύ δυστυχισμένη.
ΑΝΤ. Το ‘ξερα εγώ γι’ αυτό σε κάλεσα έξω
μες στο σοκάκι μοναχή να ακούσεις.
ΙΣΜ. Μα τι; Έχεις γίνει πράσινη απ’ τον τρόμο. 20
ΑΝΤ. Το φέρσιμο του Κρέοντα πώς το βλέπεις
που έθαψε μόνο το ένα μας αδέρφι;
Τον Ετεοκλή τον έκρινε με δίκιο
και πρόσταξε, όπως τα γραφτά το λένε,
να πάει στον Άδη με τιμές περίσσιες. 25
Όμως του Πολυνείκη το κουφάρι
--- έτσι το θέλει η διαταγή που βγήκε ---
θαμό δεν θα ΄βρει και τιμή κι αγάπη
και δεν θα τυλιχτεί στο σάβανό του.
Στα όρνια θα μένει ζηλευτό τους δώρο. 30
Κι αυτά για μας τις δυο το δίχως άλλο,
γα σένα και για μένα τα ‘πε ο Κρέοντας.
Και τώρα το ‘βαλε για εδώ και θέλει
του άρχοντα τις βουλές να μάθουν όλοι
κι έχει παρμένη απόφαση να στείλει 35
στο Χάρο με πετριές τον παραβάτη. (4)
Λοιπόν, τι λες; Μπορείς να το αποδείξεις
πως αντρειωμένη κόρη είσαι γενναίων.
ΙΣΜ. Μα αν το σχοινί μπερδεύτηκε πώς θέλεις
μονάχη όπως μπορώ να ξεμπερδέψω; 40
ΑΝΤ. Όχι μονάχη, δίπλα μου θα τρέξεις.
ΙΣΜ. Μες σε ποιο δρόμο; Ω! Συλλογή που σε ηύρε !
ΑΝΤ. Μ’ αυτό το χέρι τάφο πες θ’ ανοίξεις;
Τείνει το χέρι της
ΙΣΜ. Πώς σου ήρθε αυτό; Κανένας δεν τολμάει.
ΑΝΤ. Μα είναι δικός μας αδερφός εκείνος. 45
Δεν θέλω να με πει προδότρα ο κόσμος.
ΙΣΜ. Μα πώς; Του Κρέοντα τις βουλές θα αγνοήσεις;
ΑΝΤ. Τι θέλει στα χωράφια μας ο Κρέοντας;
ΙΣΜ. Μα κοίταξε πώς πέθανε ο πατέρας
κακόσουρτος και κακοφημισμένος 50
τρυπώντας τα δυο μάτια του μονάχος
σαν ένοιωσε τι κρίματα είχε κάνει.
Κι η μάνα του και ταίρι, δυο ‘χε αγάπες,
φουρκίστηκε με μια θηλιά στο σβέρκο.
Μη θέλεις κι άλλο; Σφάχτηκαν τα αδέρφια 55
και πικροπέθαναν την ίδια μέρα
γιατί άσχημα τα χέρια τους επράξαν.
Κοντολογίς κι εμείς θα πικροπάμε
αν το κουμάντο ή τη βουλή του Κρέοντα
πατήσουμε τους νόμους αψηφώντας. 60
Βαλ’ το στο νου: Γυναίκες μας γεννήσαν
κι ανήμπορες μ’ αρχόντους να πιαστούμε.
Εκείνοι είν’ άντρες ίσαμε εκεί πάνω.
Γι’ αυτό κι ας είν’ πικρά ας τ’ ακούμε τούτα.
Κι εγώ ζητώντας χάρη απ’ τους θεούς μας 65
γιατί όλα αυτά τα κάνω με το ζόρι
αυτούς που ‘ναι στα πράματα θ’ ακούσω.
Πιο απ’ όσα πρέπει είναι κουτό να θέλεις.
ΑΝΤ. Δεν σου προσπέφτω. Αν αλλάξεις γνώμη
με τη μισή καρδιά θα με βοηθήσεις. 70
Κάνε ό,τι θες. Μονάχη θα τον θάψω.
Θα μ’ επαινούν που μ’ έσπρωξε η αγάπη
άγιες να φτιάξω διαβολιές για εκείνον
και θα τον βρω χαμόγελα γεμάτο.
Οι κάτω όπως με θέλουν πρέπει να ‘μαι. 75
Καιρό θα μείνω εκεί. Μα όπως σ’ αρέσει.
Βλαστήμα το άγιο θέλημα των θεών μας.
ΙΣΜ. Ποτέ δεν το αψηφώ. Μα από παιδούλα
κόντρα στους άλλους δεν τολμώ να πάω.
ΑΝΤ. Λέγε ό,τι θες. Και μοναχή μου ακόμα 80
θα σκάψω εγώ τον τάφο του αδερφού μου.
ΙΣΜ. Κακό που σ’ ηύρε ! Τρόμαξε η καρδιά μου.
ΑΝΤ. Για μένα; Κοίτα το δικό σου χάλι.
ΙΣΜ. Τότε μη βγάλεις λέξη για ό,τι κάνεις.
Θα το κρατώ κι εγώ κρυφό μαζί σου. 85
ΑΝΤ. Βγάλε καλύτερα φωνή και πες το.
Θα σε εχτρευτώ περσότερο αν σωπάσεις.
ΙΣΜ. Βράζει η καρδιά σου όπου παγώνει του άλλου.
ΑΝΤ. Μα ξέρω πως θ’ αρέσω εκεί που πρέπει.
ΙΣΜ. Μπορείς; Γιατί τα αδύνατα γυρεύεις. 90
ΑΝΤ. Μόνο όταν δεν μπορώ θα σταματήσω.
ΙΣΜ. Μα να ζητάμε αδύνατα δεν πρέπει.
ΑΝΤ. Μια λέξη ακόμη κι έγινες εχθρός μου
κι όταν πεθάνεις και του Πολυνείκη.
Παράτα με λοιπόν αφού ‘μαι ανόητη 95
να με ΄βρει το κακό. Μα ό,τι κι αν πάθω
η δόξα τέλος θα με στεφανώσει.
ΙΣΜ. Πήγαινε αφού το θες. Μα άκουσε τούτο:
Φεύγεις ανόητα, αλλά με αγάπη τίμια.
Με τα λόγια αυτά η Αντιγόνη φεύγει από την αριστερή πάροδο για να θάψει τον νεκρό, ενώ η Ισμήνη από τη δεξιά πύλη μπαίνει στα ανάκτορα. Έτσι η σκηνή αδειάζει για λίγο. Από το στίχο 100 μέχρι τον 161 έχουμε την Πάροδο του Χορού, που αποτελείται από 15 πρόσωπα που απαρτίζουν δύο ημιχόρια, από 7 πρόσωπα το καθένα. Ο Χορός, που σχηματίζεται από γέροντες Θηβαίους προκρίτους, γεμάτος χαρά χαιρετίζει το φως του ήλιου μ’ αυτά τα λόγια.
ΧΟΡΟΣ
Στροφή α’ Φως τ’ ουρανού πετούμενο 100
στη Θήβα πιο γλυκό
σήμερα ασημοβγαίνεις.
Ματόκλαδο κινούμενο
της μέρας πιο χρυσό
απ’ την Πηγή προβαίνεις (5) 105
κι ακολουθείς στην απλωσιά
και μέχρι το Άργος κυνηγάς
να πάει μακριά το ασκέρι
με την ολάσπρη αρματωσιά.
Φτερά έχει βγάλει ο αμαξάς
που εδώ μας το είχε φέρει.
Τους εμάζεψε εδώ ο Πολυνείκης 110
στη μεγάλη του μάνητα επάνω.
Κι αυτοί σκούζανε κι όλοι στριγκλίζαν
και πετούσανε πάνω απ’ τη χώρα
σαν Αετοί με φτερούγες σαν χιόνι, 115
εκρατούσαν στα χέρια δοξάρια
και στα κράνη είχαν φούντα αλογίσια.
Αντιστροφή α’ Στη χώρα λημεριάσανε
με ράμφος ανοιχτό 120
κι αιμόδιψα κοντάρια.
Μα φύγαν δεν προφτάσανε
να πιουν αίμα πηχτό
τους φάγαν τα χορτάρια.
Όμως μια δάδα ανάψανε
και κάψαν τα πυργιά.
Κακό το πανηγύρι 125
που οι δυο στρατιές ανάψανε
και του Άρη πονηριά.
Ω ! Δράκε κακομοίρη. (6)
Αλλά ο Δίας σιχαίνεται γλώσσα
καυχησιάρικια. Μόλις τους είδε
να προσπέφτουν σα ρέμα χειμάρρου 130
ξαναμμένοι απ’ των όπλων τον κρότο
απ’ τα χείλη του κάστρου γκρεμίζει
με αστραπή βροντομάνα τον άντρα (7)
που πηδούσε να εορτάσει τη νίκη.
Στροφή β’ Πέφτει στη γη με το δαδί ου
κι ανάποδα ήρθε η κεφαλή του.
Ορμούσε μες στον κουρνιαχτό 135
σαν τον αγέρα ή τον αετό.
Μα αλλιώς του βγήκε το όνειρο.
Τον Άρη τον παμπόνηρο
τον δοκιμάσαν κι άλλοι
στου πόλεμου της ζάλη. 140
Τις εφτά διαφεντεύοντας πύλες
τ’ άρματά τους οι εφτά πολεμάρχοι
νικηθήκαν κι αφήσαν στο Δία. (8)
Αλλά εκείνοι οι φτωχοί σκοτωθήκαν
που ένας κύρης και μάνα γεννήσαν. 145
Τα κοντάρια αντικρύ τους σηκώσαν
Τρυπηθήκαν κι αντάμα πεθάναν.
Αντιστροφή β’ Χαρά και νέα χαρά μας φτάνει
η Νίκη νέας χαράς στεφάνι. (9)
Τον πόλεμο ξεχάστε τον 150
όλοι μακριά του κι άστε τον.
Μας περιμένουν οι θεοί
με τους χορούς ως την αυγή.
Κι ο Βάκχος θα τους σέρνει (10)
που μες στη Γη μας γέρνει.
Να κι ο Κρέοντας ο γιος του Μενοίκου 155
ο καινούργιος αφέντης της χώρας.
Το θρονί πήρε μόλις μας στείλαν
οι θεοί τις καινούργιες βουλές τους.
Τι να πέρασε τάχα στο νου του
κι όλους μάζεψε στέλνοντας κράχτες 160
σε συγκέντρωση αιφνίδια τους γέρους ! (11)
Στο σημείο αυτό αρχίζει το Α’ Επεισόδιο (162 – 331). Ο Κρέοντας βγαίνει με μεγαλοπρέπεια από τη μεσαία πύλη των ανακτόρων συνοδευόμενος από τους δορυφόρους του, με ρυθμό που τον κανονίζουν οι ανάπαιστοι 155 – 156 του Χορού.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντες ! Ξαναστήσαν το καράβι
της Θήβας κι αρμενίζει πάλι οι θεοί μας.
Σας σύναξα λοιπόν μακριά απ’ τους άλλους
στέλνοντας λαλητάδες γιατί ξέρω
πόσο αγαπάτε το θρονί του Λάιου 165
ανέκαθεν κι είν’ μπιστική η καρδιά σας
και πώς παρασταθήκατε του Οιδίπου
που τόσο κόπιασε για σας κι εχάθη.
Μα τα παιδιά του χτες τα πήρε ο Χάρος,
χτες που ανταμώθηκαν και φαγωθήκαν 170
με χέρια που έπραξαν φρικτά τα δόλια.
Και τώρα εγώ την πόλη διαφεντεύω
γιατί ήμασταν αυτοί κι εγώ ένα σόι.
Μα μοιάζει πίσσα ο άντρας. Πριν ιδρώσει 175
στο δοιάκι πάνω είν’ δύσκολο να μάθεις
το φυλλοκάρδι, το μυαλό και την ψυχή του. (12)
Γιατί όποιος να ‘χει θέλησε κουμάντο
και δε στοχάστηκε να το στεριώσει
παρά του βούβανε τη γλώσσα ο φόβος 180
για πάντα του είναι ανάξιος κι είναι σκάρτος.
Κι όποιος το φίλο πάνω απ’ την πατρίδα
τον βάζει σιχασιάς είναι τομάρι.
Κι εγώ, ναι, μα τον Δία τον παντογνώστη
σα δω πως στο χαμό βαδίζει η πόλη 185
και δεν το πω θα το ‘χω για ντροπή μου.
Μήτε ποτέ μου θα γινόμουν φίλος
μ’ εχθρούς γιατί κατέχω ότι πατρίδα
που είναι μητέρα, θα μας δώσει φίλους
αν στα ήσυχα νερά της κολυμπάμε. (13) 190
Έτσι τη Θήβα λέω να την δοξάσω.
Και μόλις τώρα τι είπαν δέστε οι κράχτες.
Οι λόγοι μου γινήκαν σάρκα αμέσως
Πρόσταξα και τον Ετεοκλή τον θάψαν
με ό,τι καλό ‘ναι τον νεκροστολίσαν 195
να ‘χει τιμές κι εκεί στον κάτω κόσμο
τι πάσκισε κι εχάθη για τη Θήβα.
Τον άλλο όμως το δόλιο Πολυνείκη
που γλυκοσκέφτηκε να κάνει στάχτη
τη Γη των πατεράδων και των θεών του 200
και να ρουφήξει το αίμα ου αδερφού του
σαν ήρθε πίσω και να μας σκλαβώσει
λέω, πρόσταξα να διαλαλήσουν κράχτες
κανείς νεκροστολίδι μην του ορθώσει,
να μένει εκεί ασαβάνωτο κουφάρι 205
να τον σπαράζουν σκύλοι κι αγριοπούλια.
Έτσι όρισα και τέλειωσε. Κι ας έχουν
όση τιμή τους πρέπει κι οι προδότες.
Πάντα τιμώ όποιον νοιάζεται τη Θήβα
είτε είναι ζωντανός ή πεθαμένος. 210
ΧΟΡ. Ό,τι προστάξει ο ζηλευτός μας Κρέοντας
κι τρέμει ο εχθρός κι ας αγαλλιάζει ο φίλος.
Κι είναι στο χέρι του να ορίζει νόμους
για μας στη Γη και για τους μακαρίτες.
ΚΡΕ. Το πρόσταγμα λοιπόν να προστατέψτε 215
ΧΟΡ. Άφησ’ το οι νέοι αυτό να το βαστήξουν.
ΚΡΕ. Κάμποσοι εκεί σκοποί φυλάν το πτώμα.
ΧΟΡ. Έ τότε, τι μας θες εμάς τους γέρους;
ΚΡΕ. Να μαρτυρήστε κάθε παραβάτη.
ΧΟΡ. Χάρο κανείς ανόητος δε γυρεύει. 220
ΚΡΕ. Και θα του αξίζει. Μα πολλούς τρελαίνει
η ψεύτρα ελπίδα να κερδίσουν κάτι.
Τη στιγμή ατή μπαίνει στη σκηνή διστακτικός από την αριστερή πάροδο --- από τα χωράφια --- ένας από τους φύλακες που ο Κρέοντας είχε τοποθετήσει σκοπούς του πτώματος.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Δεν λέω πως έφτασα λαχανιασμένος
απ’ την τρεχάλα, έχω φτερούγια αφέντη.
Μόνο πολύ απ’ τις σουβλερές μου σκέψεις 225
κοβόμουνα το γυρισμό ποθώντας.
Κι έλεγε ο νους μου κι όλο με κεντούσε:
Μαύρε, τις πας εκεί όπου θα σε κάψουν;
Έρμε, σταμάτησες; Θα πικροκλάψεις
αν τα ‘χει μάθει απ’ άλλον τούτα ο Κρέοντας. 230
Περπάταγα όμως κι ίδρωνα απ’ τις σκέψεις
κι ο μικρός δρόμος γίνηκε μεγάλος.
Τέλος να ‘ρθω αποφάσισα κοντά σου
να σου τα πω κι ας είν’ και κουταμάρες.
Και τώρα ακόμη μ’ έχει δέσει η ελπίδα 235
πως ό,τι πάθω θα ‘ν του ριζικού μου.
ΚΡΕ. Τι σ’ έπιασε και τέτοιο ανοίγεις λόγο;
ΦΥΛ. Άκουσε πρώτα εκείνο που με κόβει.
Δε φταίω εγώ, μήτε τους φταίχτες ξέρω
και θα ‘ταν άδικο να κακοπάθω. 240
ΚΡΕ. Χμ ! Πονηρέ ! Γύρω σου στήνεις φράχτη.
Κι από ποιο θες κακό να σε προλάβει;
ΦΥΛ. Μας πλημμυρίζουν τα δεινά τρομάρα.
ΚΡΕ. Ε ! Πες καμιά φορά τι θες και χάσου.
ΦΥΛ. Σου λέω λοιπόν: Θάψαν τον Πολυνείκη 245
τον πασπαλίσανε με αφράτη σκόνη (14)
τον εστολίσαν κι εξαφανιστήκαν.
ΚΡΕ. Τι ‘πες; Ποιος άντρας τόλμησε θεομπαίχτης;
ΦΥΛ. Ξέρω κι εγώ; Δε βρήκα γύρω αξίνας
ή τσάπας σκάψιμο, η γη ήταν πλάκα 250
και ξέρα κι αχαράκωτη από κάρο.
Οι φταίχτες εξαφάνισαν τα χνάρια.
Μόλις ο φύλακας της πρώτης βάρδιας (15)
μας έδειξε το σκεπαστό κουφάρι,
που κρύφτηκε ίσα τη ντροπή να διώχνει, 255
με σκόνη κι όχι μαρμαρένια πλάκα,
θάμα του Δία μας φάνηκε μπλεγμένο.
Μήτε είχε σκύλου είτε θεριών αχνάρια
που να τον είχαν άγρια αυτά λιανίσει.
Έτσι άναψε από δυο μεριές βρισίδι
τι ο ένας το φταίξιμο έριχνε στον άλλο 260
κι εκεί στην ερημιά θα ‘πεφτε ξύλο
τι ήταν αιτία καθένας μας, μα φταίχτης
κανείς μας ξάστερα. Το αρνιότανε όλοι.
Κι είχαμε χούφτες έτοιμες να αγγίξουν
ατσάλι καυτερό κοκκινισμένο 265
πόδια στ’ ανθράκια πάνω να πατήσουν
και χείλια να ορκιστούν στους θεούς μας όλους (16)
πως ήμασταν αθώοι εμείς κι αν άλλος
το σκέφτηκε είτε το ‘κανε αγνοούμε.
Ωστόσο ψάχνοντας δε βρίσκαμε άκρη.
Τότε είπε κάποιος έξυπνη κουβέντα,
που χάμω τα κεφάλια μας εσκύψαν 270
ανίδεα τι να κάνουν να σωθούνε:
Είπε να ‘ρθούμε εδώ και να σου πούμε
τι πάθαμε, κρυφό μην το κρατούμε.
Κι έγινε αυτό. Κι ευθύς λαχνό τραβάμε (17)
που πρόσφερε σε με το δώρο --- ο μαύρος. 275
Κι ήρθα, ας μην το ‘θελα. Ούτε εσείς με θέτε.
Και ποιος άντρα αγαπάει κακομηνύτη.
ΧΟΡ. Ακούω ψυχομιλήματα άρχοντά μου
που λεν μην ήταν θέλημα του Δία.
ΚΡΕ. Για βούλωσέ το, πριν παραφουσκώσω 280
μη βγεις χαζούλιακας κι ας είσαι γέρος.
Πώς σου ήρθε να μου πεις ότι φροντίζουν
οι Ολυμπίσιοι θεοί τον Πολυνείκη;
Τον ετιμήσαν που είχε προστατέψει
τη χώρα του, για τούτο και τον θάψαν;
Μα αυτός να κάψει βάλθηκε τους ναούς μας, 285
τους μαρμαρόχτιστους, τα τάματά μας,
τη χώρα μας, τους νόμους να χαλάσει.
Ή μην οι θεοί αγαπάνε τους κακούργους;
Αδύνατο. Μα αφότου κουμαντάρω,
μου ψιθυρίζουν κάτω απ’ τα μουστάκια 290
κουνώντας το κεφάλι τους οι εχθροί μου
και στο λαιμό δε βάζουν το λουρί μου.
Αυτοί, λέω, τους σκοπούς θα τους πληρώσαν
για να τον θάψουν. Αμ τους έχω μάθει !
Τι πιο κακό δε φύτρωσε βλαστάρι 295
από το μάλαμα στον κόσμο τούτο.
Τούτο γκρεμίζει κάστρα, τούτο σπίτια,
τούτο γυρνά τα συνετά κεφάλια
κι όλο ποθούνε τα άδικα ή τα δόλια.
Και σ’ άλλων την καρδιά έβαλε διαβόλια 300
κι άλλους τους έκανε άσεβους θεομπαίχτες.
Αλλά όσοι για κακό λεφτά τσεπώσαν,
είχαν δεν είχαν κάποτε πληρώσαν.
Αν μου ‘χει μείνει σέβας για το Δία
μάθε καλά και στ’ όνομά του ομόνω: 305
Δεν βρήκατε να φέρετε μπροστά μου
τον άτιμο που σήκωσε έτσι μπόι
πριν μαρτυρήστε χάρος δεν σας παίρνει
τον άναντρο, απ’ τα πόδια κρεμασμένοι. (18)
Να δείτε κέρδη πούθε να ζητάτε 310
και εκείθε να τα αρμέγετε. Τι ολούθε
δεν κάνει να γυρεύετε τα κέρδη.
Οι πιο πολλοί που απ’ τα άδικα κερδίζουν
μαραίνονται και λίγοι καλοζούνε.
ΦΥΛ. Να πω κι εγώ ένα λόγο ή πια να φύγω; 315
ΚΡΕ. Το νοιώθεις δα πως μου ‘γινες κουνούπι.
ΦΥΛ. Και πού σε τσίμπησα, στ’ αυτί ή στο νου σου;
ΚΡΕ. Τη στενοχώρια πώς στο αλφάδι βάζεις;
ΦΥΛ. Το νου τσιμπά ο θαμός κι εγώ τ’ αυτί σου.
ΚΡΕ. Όχου ! Πολυλογάς μεγάλος είσαι. 320
ΦΥΛ. Ναι, μα δε δείχνω να ‘θαψα ποτέ μου.
ΚΡΕ. Πήρες λεφτά πουλώντας την ψυχή σου.
ΦΥΛ. Κακό ‘ναι η λάθος γνώμη αν γνωματεύεις.
ΚΡΕ. Χαρά στη γνώμη σου ! Μα θα το δείξτε
πως συμφορά είναι τα άνομα τα κέρδη, 325
αν ποιοι ‘ναι οι φταίχτες του θαμού δεν βρείτε.
Ο Κρέοντας από τη μεσαία πύλη μπαίνει στα ανάκτορα.
ΦΥΛ. Αμ να τους βρουν ποθώ κι εγώ ο καημένος.
Μα κι αν τους πιάσουν ή όχι --- είν’ έργο μοίρας
ποτέ δεν θα με δεις να’ ‘ρθω σιμά σου.
Τι παρά τρίχα γλίτωσα το χάρο 330
και στους θεούς μεγάλη ας έχω χάρη.
Η σκηνή αδειάζει και ο Χορός ψάλλει ο Α’ Στάσιμο
Στροφή α’ Πολλά είναι τα στοιχειά
στον κόσμο μα απ’ αυτά
οι ανθρώποι είν’ σ’ όλα πρώτοι.
Με τον αγέρα ή το χιονιά
σχίζουν το κύμα που βογκά 335
με πείσμα και μ’ αγριότη.
Τη Γη τετράμορφη θεά
δουλεύουνε με το ζευγά. 340
Αντιστροφή α’ Τ’ ακάτεχα πουλιά
τ’ αγρίμια, τα θεριά
και του βυθού τα ψάρια
έμαθαν και τα κυνηγάν
στ’ άντρα με δίχτυα, με σχοινιά 345
κι αστραπερά δοξάρια.
Μερεύουν κάμπους και βουνά
και πιάνουν βόδια και τραγιά. 350
Στροφή β’ Διπλά στεριώνουνε
το πνεύμα τους με τη μιλιά
και ζουν μαζί στα σπιτικά.
Πλέκουν και λιώνουνε 355
ρούχα, κουβέρτες και σκουτιά
για ξεροβόρι ή παγωνιά.
Παν στην ερμιά με θάρρος,
με βότανα μπορούνε
κι αρρώστιες πολεμούνε, 360
τους σκιάζει μόνο ο Χάρος.
Αντιστροφή β’ Μα η εξυπνάδα τους
τους σπρώχνει και σ’ έργα κακά
και δεν ακούν που λέει καλά 365
η φρονιμάδα τους.
Να ζουν αυτοί που θείες βουλές
τιμούν και θείες προσταγές.
Κακό σ’ όποιους ποθούνε
χαμός να ‘ρθει στην πόλη,
θα βρουν κλειστό περβόλι 370
στο σπίτι όταν μπούνε.
Ανεξήγητο! Πώς να πιστέψω,
πώς κι ας ξέρω να πω ότι δεν είναι
τούτη εδώ η μικρούλα Αντιγόνη;
Μαύρη κόρη βαριόμοιρου κύρη 380
τι σε βρήκε; Μην πεις πως σε φέρνουν
γιατί του άρχοντα αρνήθης τους νόμους
κι οι σκοποί σε τσακώσαν στα πράσα.
Τους στίχους 376 – 383 με Ανάπαιστους ο Χορός έκπληκτος αναγγέλλει την είσοδο της Αντιγόνης από την αριστερή πάροδο υπό την οδηγία του φύλακα. Αρχίζει το Β’ Επεισόδιο (376 – 581).
ΦΥΛ. Αυτή ‘ναι που έθαψε τον Πολυνείκη
και πιάστηκε στη φάκα. Που ‘ναι ο Κρέοντας; 385
Ο Κρέοντας εμφανίζεται στη μεσαία πύλη των ανακτόρων.
ΧΟΡ. Κατά φωνή από το παλάτι βγαίνει .
ΚΡΕ. Τι πράγμα κι εγώ φάνηκα μαζί του;
ΦΥΛ. Δεν είναι να ορκιστεί κανείς ποτέ του,
αφέντη, γιατί ποιος τη μοίρα ξέρει;
Εγώ έλεγα να μην ξανάρθω μπρος σου 390
γιατί φοβόμουν τα βαριά σου λόγια.
Μα ήρθα να φέρω τούτη την κοπέλα
που πιάσαμε εκεί που έσκαβε τον τάφο
κι ας είχα εδώ ορκιστεί να μην πατήσω
γιατί ηύρα απρόσμενη χαρά κι αιφνίδια,
που για τον άνθρωπο είν’ τρανή ευτυχία. 395
Τώρα δε μ’ έστειλε όπως πρώτα ο κλήρος
γιατί τη βρήκα μόνος και στη φέρνω. (19)
δείχνει την Αντιγόνη
Μα τώρα παρ’ τη, αφέντη μου, και μόνος
ερώτα την και εξέτασ’ τη όπως θέλεις.
Εγώ το χρέος μου έκανα και φεύγω. 400
ΚΡΕ. Πού, πώς την τσάκωσες και μου την φέρνεις;
ΦΥΛ. Αυτή ‘ναι η θάφτρα. Τι τα θέλεις τα άλλα;
ΚΡΕ. Τα ζύγισες καλά όλα τούτα που ‘πες;
ΦΥΛ. Την είδα που έθαβε τον Πολυνείκη.
Λοιπόν, στα λέω σταράτα και καθάρια; 405
ΚΡΕ. Και πώς την ετσακώσατε τη βρώμα;
ΦΥΛ. Κοίτα να δεις πώς γίνηκε το πράμα.
Ξαναφερμένοι αρχίσαμε σκιασμένοι
να ξεσκονίζουμε το σάπιο πτώμα
και παστρικό το αφήσαμε στο πλάι. 410
Πάνω στα βράχια στέκαμε μακριά του
μήπως τη μύτη μας χτυπήσει η βρώμα,
κι ο ένας τον άλλον έβριζε, σκουντούσε
μην κοιμηθεί κανείς μας απ’ τον κόπο.
Κι αυτά ώσπου στάθηκε ο τροχίσκος του ήλιου 415
λαμπρός στα ουράνια κι έκαιγαν οι αχτίνες.
Τότες ο Δίας εθύμωσε και στέλνει
το αγέρι να σηκώσει ανεμοζάλη.
Ο κάμπος γέμισε, έτριζαν τα δέντρα
πέφταν τα φύλλα κι έτρεμαν τα ουράνια. 420
Η σκόνη μας ετύφλωσε τα μάτια
μα εμείς δεν το κουνάγαμε ούτε πόντο.
Επέρασε ώρα κι έπαψε ο αγέρας.
Φάνηκε τότε η κόρη από το δρόμο.
Όπως ανάβει ως φλόγα το αγριοπούλι
και σκούζει, αγριεύει αν δει άδεια τη φωλιά του
και τα μικρά να λείπουν από μέσα, 425
έτσι κουφάρι ως είδε δίχως τάφο
βόγκηξε και βλαστήμησεν εκείνους
που τέτοιο κρίμα τόλμησαν να κάνουν.
Κι έφερε με τα χέρια αμέσως σκόνη
κι έσταξε τρεις φορές στον πεθαμένο (20) 430
με μια ολοτόρνευτη χαλκένια στάμνα.
Μόλις την είδαμε όλοι μας χιμάμε
και τη βουτάμε. Πού να χολοσκάσει !
Και σαν την ερωτήσαμε για τούτα
το παραδέχτηκε πως τα ‘χε κάνει. 435
Μου ‘δινε αυτό χαρά μαζί και πόνο.
Καλό ‘ναι συμφορές να ξεγλιτώνεις
μα άσχημο να τις ρίχνεις στους δικούς σου.
Ωστόσο ο ίδιος να σωθώ προκρίνω
κι άλλος να σβήσει στο δικό μου τόπο. 440
ΚΡΕ. Στρέφεται στην Αντιγόνη
Σένα ρωτάω λοιπόν χαμηλομάτα,
σένα, ομολόγα, αλήθεια αυτά ‘ναι ή ψέμα;
ΑΝΤ. Αλήθεια, ότι είναι ψέματα το αρνιέμαι.
ΚΡΕ. Στρέφεται προς το φύλακα
Λεύτερος είσαι, τράβα όπου ποθήσεις,
κανένας πια δε σε κατηγοράει. 445
Ο φύλακας φεύγει. Ο Κρέοντας ξαναγυρίζει στην Αντιγόνη.
Και συ; Την ήξερες την προσταγή μου
να μένει ασκέπαστος ο Πολυνείκης;
ΑΝΤ. Ήξερα, πώς δεν ήξερα, όλοι ξέραν.
ΚΡΕ. Κι όμως ετόλμησες να την πατήσεις;
ΑΝΤ. Ναι, γιατί ο Δίας δεν με πρόσταξε έτσι 450
μήτε η γειτόνισσα του Χάρου η Δίκη (21)
όρισε τέτοιους νόμους για τον κόσμο.
Μήτε δεχόμουνα ότι το θρονί σου
τόσο μεγάλη μπόρεση σου δίνει
που εσύ, ένας άντρας, να περνάς τους θεούς μας.
Οι νόμοι τους είν’ άγραφτοι μα μένουν,
όχι για σήμερα ή για χτες μα αιώνια
και πότε πρωτοφάνηκαν ποιος ξέρει.
Δε θα το αντέξω να με τιμωρήσουν
οι θεοί που αυτούς επάτησα τους νόμους
σκιασμένη απ’ το κουμάντο ενός ανθρώπου.
Το ξέρω δα πως θα χαθώ μια μέρα 460
είτε το θες εσύ είτε δεν το θέλεις.
Κι αν πριν της ώρας μου χαθώ, κερδίζω.
Αυτός που ζει, ως εγώ, στη δυστυχία
πώς δεν κερδίζει όταν τον παίρνει ο Χάρος;
Έτσι να πάω θα το ‘χω και χαρά μου. 465
Μα αν άφηνα άθαφτο τον αδερφό μου,
πολύ για τούτο θα φαρμακωνόμουν.
Ό,τι κι αν πεις, καθόλου δεν φοβάμαι.
Κι αν με νομίζεις άμυαλη κοπέλα
ίσως με κρίνει ανόητη ανόητος άντρας. 470
ΧΟΡ. Μοιάζει η καρδιά της πέτρινη της κόρης.
Δεν κάνει πίσω, μοιάζει του πατέρα.
ΚΡΕ. Μ’ αγύριστα κεφάλια εγώ τσακίζω. (22)
Και το μαντέμι το σκληρό αν το κάψεις
στην πυροστιά να σφίξει, θα αντικρίσεις 475
να σπάζει και να γίνεται κομμάτια.
Τα γκέμια ζεύουν άλογα βαρβάτα.
Κι αν κάνει ο δούλος κεφαλή να υψώσει
τον τουλουμιάζει ο αφέντης του στο ξύλο.
Μα τότε αυτήν την πιάσαν τα διαβόλια 480
και πάτησε με αυθάδεια τα γραφτά μας.
Και τώρα πάλι αυθάδικα παινεύει
τα μαστορέματά της και γελάει.
Άντρας θα γίνει αυτή κι εγώ γυναίκα
αν πάρει το κουμάντο μου εδώ πέρα. 485
Κι ας είν’ της αδερφής παιδί κι ας είναι
πιο κοντινή μου στο συγγενολόι
δε θα γλιτώσει, μήτε κι η αδερφή της.
Πέστε της να ‘ρθει, και μ’ αυτήν τα βάζω
πως τούτο τον θαμό μαζί σκαρώσαν. 490
Κίτρινη την ετσάκωσα πριν λίγο
και δεν φαινότανε στα συγκαλά της.
Γιατί η ψυχή τους ξεσκεπάζει βλέπεις
όσους κρυφές και μαύρες σκέψεις κάνουν.
Κι εγώ σιχαίνομαι όταν πιάσω κάποιον 495
κι έπειτα μου στολίζει τις διαολιές του.
ΑΝΤ. Αφού θα με σκοτώσεις, τι άλλο θέλεις;
ΚΡΕ. Τώρα που σ’ έπιασα όλα τ’ άλλα τα ΄χω.
ΑΝΤ. Λοιπόν τι αργείς; Μου ‘πες χιλιάδες λέξεις
που τώρα και ποτέ δε θα μ’ αρέσουν. 500
Κι εσύ δε χώνεψες το φέρσιμό μου.
Μα ο τάφος που έσκαψα στον αδερφό μου
την πιο τρανή θα μου χαρίσει δόξα.
Και τώρα δα οι Θηβαίοι θα μ’ επαινούσαν
αλλά τους βούβανε τη γλώσσα ο φόβος. 505
Ο αφέντης έχει δύναμη μεγάλη
κι ελεύθερα ό,τι θέλει λέει και κάνει.
ΚΡΕ. Εσύ το λες, άλλος κανείς Θηβαίος.
ΑΝΤ. Κι άλλοι πολλοί, μα κλείσανε το στόμα.
ΚΡΕ. Ντροπή σου που δεν κάνεις ό,τι κι οι άλλοι. 510
ΑΝΤ. Ντροπή γιατί τιμάω τον αδερφό μου;
ΚΡΕ. Μα κι ο Ετεοκλής θαρρώ ήταν αδερφός σου.
ΑΝΤ. Ήτανε, τον γεννήσαν οι γονείς μου
ΚΡΕ. Και πώς τιμάς τον Πολυνείκη μόνο;
ΑΝΤ. Δε συμφωνεί μαζί σου ο πεθαμένος. 515
ΚΡΕ. Μ’ αφού τιμάς μονάχα το θεομπαίχτη.
ΑΝΤ. Σαν αδερφός του χάθηκε, όχι δούλος. (23)
ΚΡΕ. Χάθηκε αντιμαχόμενος τη Θήβα,
ενώ ο Ετεοκλής παλεύοντας για κείνη.
ΑΝΤ. Ο νόμος του Άδη διάκριση δεν κάνει.
ΚΡΕ. Ο δίκαιος με τον άδικο διαφέρουν. 520
ΑΝΤ. Στον Άδη αυτά δεν έχουν σημασία.
ΚΡΕ. Ο εχθρός και πεθαμένος δεν αλλάζει. (24)
ΑΝΤ. Είμαι όχι να μισώ μα να αγαπάω.
ΚΡΕ. Λοιπόν, στον Άδη όσο ποθείς αγάπα,
μα κόρη όσο θα ζω δεν κουμαντάρει. 525
Παρουσιάζεται η Ισμήνη με συνοδεία δορυφόρων.
ΧΟΡ. Η Ισμήνη φαίνεται μπροστά στην πόρτα,
βρέχει τη γη με δάκρυα αδερφοσύνης,
σύννεφο μαύρο πάνω από τα φρύδια
τη ρόδινη μορφή της ασχημίζει.
Νοτίζουν τα όμορφά της μάτια. 530
ΚΡΕ. Γυρίζει προς την Ισμήνη.
Φίδι που φώλιαζες στο αρχοντικό μου
και το αίμα μου έπινες καθώς κοιμόμουν.
Πού να ‘ξερα ότι αγκάθια μεγαλώνω !
Πες το πως έβαλες κι εσύ ένα χέρι
στον τάφο τούτο. Ή θα ορκιστείς πως όχι; 535
ΙΣΜ. Το ομολογώ κι εκείνη αν συμφωνήσει
και θα υπομείνω ό,τι κι αν πεις ή κάνεις.
ΑΝΤ. Όσο κι αν θες το δίκιο δε σ’ αφήνει,
δε θέλησες ποτέ να με βοηθήσεις.
ΙΣΜ. Ναι, μα δε ντρέπομαι να βρουν κι εμένα 540
οι συμφορές που σ’ ηύραν κι οι μπελάδες.
ΑΝΤ. Μα ο Άδης την αλήθεια θα την ξέρει.
Φίλους δε θέλω που αγαπούν με λόγια.
ΙΣΜ. Άσε μαζί σου να χαθώ αδελφούλα.
Ποθώ να τον ξαγνίσω το νεκρό μας. 545
ΑΝΤ. Σα δεν εκόπιασες πώς θέλεις να ‘χεις;
Όσο για τ’ άλλα, φτάνει ο θάνατός μου.
ΙΣΜ. Κι όταν πεθάνεις, πώς θα ζήσω μόνη;
ΑΝΤ. Ρώτα τον Κρέοντα που γι’ αυτόν φροντίζεις.
ΙΣΜ. Άδικα με στενοχωρείς τη δόλια. (25) 550
ΑΝΤ. Κι εγώ λυπάμαι που σε κοροϊδεύω.
ΙΣΜ Μήπως μπορώ να σε βοηθήσω τώρα;
ΑΝΤ. Σώσ’ το κορμί σου, δε θα σου κακιώσω.
ΙΣΜ. Κακόσουρτη μακριά σου θα πεθάνω.
ΑΝΤ. Συ διάλεξες να ζεις κι εγώ να σβήσω. 555
ΙΣΜ. Μα είπα όσα μου παιδεύουν την ψυχή μου.
ΑΝΤ. Εσύ άρεσες σ’ αυτούς κι εγώ σ’ εκείνους.
ΙΣΜ. Κι όμως κι οι δυο μας αμαρτήσαμε ίσα.
ΑΝΤ. Ζούμε σε κόσμους χωριστούς. Κουράγιο.
Εσύ στον κόσμο του ήλιου, εγώ στου Χάρου. 560
ΚΡΕ. Ξεμυαλιστήκαν τούτες οι κοπέλες.
Πριν λίγο η μια κι αφού γεννήθηκε η άλλη.
ΙΣΜ. Γιατί όποιων το μυαλό κακοπερνάνε
δε στέκει στα καλά του, αλλά σαλεύει.
ΚΡΕ. Σένα σου σάλεψε λοιπόν που βγήκες
να σπείρεις το κακό μέσα στη Θήβα. 565
ΙΣΜ. Με απόγνωση
Μόνη να ζω μακριά απ’ αυτή είν’ φαρμάκι.
ΚΡΕ. Μη λες «αυτή», γιατί έχει πια πεθάνει.
ΙΣΜ. Το ταίρι του παιδιού σου θα σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Κι άλλων μπορούν χωράφια να οργωθούνε.
ΙΣΜ. Μα έτσι ζευγάρι ταιριαστό θα ‘ν’ άλλο; 570
ΚΡΕ. Αγάπες κακορίζικες δε θέλω.
ΙΣΜ. Αχ! Ο πατέρας σου Αίμων σε ντροπιάζει.
ΚΡΕ. Όχου ! Με σκότισες με τις παντρειές σου.
ΧΟΡ. Αλήθεια, τέτοιο ταίρι θα χαλάσεις;
ΚΡΕ. Ήταν γραφτό να το χαλάσει ο Χάρος. 575
ΧΟΡ. Πάει το άμοιρο κορίτσι, θα πεθάνει.
ΚΡΕ. Μαζί θα την ξεκάνουμε. Τι αργείτε;
Πρέπει να μάθουν να γενούν γυναίκες,
να μην γαβγίζουν σα σκυλιά λυμένα. (26)
Πάρτε τις μέσα γρήγορα, υπηρέτες,
μήπως το σκάσουν τόσο ας έχουν θάρρος, 580
σα δουν το χάρο πλάι τους να σιμώνει.
Οι υπηρέτες οδηγούν τις δύο αδερφές μέσα στα ανάκτορα, όπου θα τις φρουρήσουν, από την πύλη που βγάζει στο γυναικωνίτη. Ο Κρέοντας μένει στη σκηνή σκεπτικός. Ο Χορός στο Β’ Στάσιμο, παίρνοντας αφορμή από τα προηγούμενα, ψάλλει τη συμφορά της γενιάς του Λάβδακου μ’ αυτά τα λόγια:
Στροφή α’ Είναι καλό να μη σου τύχει συμφορά
γιατί αν σου τύχει μια φορά
χειμώνες δέρνουν τη γενιά σου
όμοιοι με κύματα κι αφρούς 585
που δέρνουν τους γιαλούς
το αέρι σαν σηκώσει
στο γυρογιάλι αχό
απ’ το μαβί βυθό 590
κι ο άγριος θρακιάς θυμώσει. (27)
Αντιστροφή α’ Λάβδακε, σου την πήρε ο Χάρος τη γενιά, (28)
πολύ κακή κληρονομιά
άφησες στ’ άτυχα παιδιά σου.
Κάποιος εθύμωσε θεός.
Λίγο τα στερνά φως
νομίσανε πως βρήκαν 600
μα με μαχαίρι αυτός
τα τύφλωσε ο κακός
κι όλα τους τρελαθήκαν.
Στροφή β’ Τη δύναμή σου Δία 605
ανθρώπου υπεροψία
δε θα την καταλύσει
του χάρου ο αδερφός
ο ύπνος κι ο καιρός. (29)
Εμάγεψες τη φύση
στου Ολύμπου τα στενά 610
κι ο νόμος σου βαστά
χιλιάδες χρόνια τώρα.
Κανένας δεν περνά
τη ζωή του δίχως μπόρα.
Αντιστροφή β’ Γιατί η πλανεύτρα ελπίδα 615
είν’ άλλοτε ηλιαχτίδα
κι άλλοτε τρικυμία.
Στον κόσμο τριγυρνάει
και μας παραπλανάει.
Σοφή είναι η παροιμία: 620
«Κι η συμφορά είν’ καλή
ο νους σαν τυφλωθεί
απ’ το μεγάλο Δία». (30)
Μα τέλος θα μας βρει
φρικτή κακοτυχία. 625
Αλλά να ‘τον που φτάνει κι ο Αίμων
το μικρότερο αγόρι σου Κρέοντα.
Μήπως του ‘παν για τη μαύρη μοίρα
που το δύστυχο ταίρι του βρήκε
και πονάει που διαλύθηκε ο γάμος; 630
Στο σημείο αυτό μπαίνει στη σκηνή από τη δεξιά πάροδο --- από την πόλη --- ο γιος του Κρέοντα και μνηστήρας της Αντιγόνης. Αρχίζει το Γ’ Επεισόδιο (626 – 780).
ΚΡΕ. Καλύτερα απ’ τους μάντεις θα το δούμε. (31)
Γιε μου μη φαρμακώθηκες μαζί μου
σαν έμαθες ό,τι είπα για την κόρη;
Ή η αγάπη σου δεν άλλαξε από τότε;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Πατέρα, ο γιος σου πάντα θα σ’ ακούει 635
στις φρόνιμες και συνετές βουλές σου.
Εσύ ‘σαι πιο ακριβός από το γάμο
όταν με φρονιμάδα συμβουλεύεις.
ΚΡΕ. Γεια σου, γεννήθηκες σωστός παιδί μου,
πάντα ν’ ακούς τη γνώμη των γονιών σου. 640
Γι’ αυτό προσεύχεται ο γονιός στο Δία
να ‘χει στο σπίτι υπάκουα βλαστάρια
που απ’ τους εχθρούς του εκδίκηση να πάρουν (32)
και του πατέρα να τιμούν τους φίλους.
Σκέψου ένα κύρη που έβγαλε θηρία: 645
Εφύτεψε στο σπίτι του φαρμάκια
κι οι εχθροί του δίκια θα τον κοροϊδεύουν.
Γι’ αυτό μην πάρει αγέρα το μυαλό σου
για μια γυναίκα. Και να ξέρεις, γιε μου
πως δίνει κακορίζικη γυναίκα 650
πικρό φιλί κι αγκάλη σιχαμένη.
Η πιο κακή πληγή είν’ κακοί συντρόφοι.
Σιχάσου την λοιπόν την κόρη, γιε μου,
κι ασ’ την στον Άδη να ταιριάσει μ’ άλλον.
Γιατί την έπιασα εδώ μες στη Θήβα 655
μονάχη πάταγε τις προσταγές μου.
Ψεύτης δε θα ‘βγω μπρος στα μάτια εκείνων.
Δείχνει το Χορό.
Θα την σκοτώσω κι ας ζητάει βοήθεια.
Αν παρδαλό το γένος μου αναθρέψω
τι σόι κουμάντο θα ‘χω μες στους ξένους. 660
Όποιος στο σπίτι του είναι μυαλωμένος
θα μοιάζει ολόγυρα πως είναι δίκαιος.
Μα ο φουσκωμένος που πατάει τους νόμους
και θέλει να διατάζει τους αφέντες
ποτέ του δε θα τιμηθεί από μένα.
Αυτόν που η πόλη διάλεξε ας ακούμε (33) 665
σ’ ό,τι μας λέει είτε άδικο είτε δίκιο. (34)
Και δεν πιστεύω πως γυρεύει ο αφέντης
το άδικο να επιβάλει στους πολίτες.
Θέλει πιστός να ‘ν’ κι άξιος παραστάτης 670
κοντά σου μες στης μάχης την αντάρα.
Κακό πράμα, παιδί μου, η αναρχία.
Τούτη ξεκάνει πόλεις, τούτη σπίτια
τούτη και τους στρατούς σκορπά και χάνει.
Μα η πειθαρχία σώζει αυτούς που μένουν. 675
Έτσι το νόμο πρέπει να φυλάμε,
όχι οι κοπέλες να μας βάζουν κάτω.
Μακάρι άντρες να πάρουνε το θρόνο
παρά να πω πως με περνά γυναίκα.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως μίλησες με φρονιμάδα 680
αν δε μου πήραν το μυαλό τα χρόνια.
ΑΙΜ. Πατέρα είν’ το μυαλό ακριβό στολίδι,
το πιο ακριβό της πλάσης μας λουλούδι.
Και να μη σώσω εγώ ποτέ να κρίνω
πως τούτα που ‘πες είναι λαθεμένα. 685
Όμως σωστές κουβέντες λένε κι άλλοι,
και χρέος μου είν’ σα γιος σου να εξετάζω
τι λεν, τι κάνουν, τι κακό σου βρίσκουν.
Τα μάτια σου σπιθίζουν σαν ακούσεις
κακό να λεν για σένα οι συντοπίτες. 690
Μα εμένα, ποιος με ξέρει, ακούω τι λένε
και ξέρω πόσο κλαίνε για την κόρη
που χάνεται η σεμνότερη κοπέλα,
γιατί άκουσε το θέλημα των θεών μας
κι η δόλια το πικροχαμένο αδέρφι 695
δεν το άφησε στη βρώμα να το φάνε
τ’ άγρια τσακάλια μήτε τ’ αγριοπούλια.
Δεν άξιζε τιμή τέτοιο χρυσάφι;
Αυτά όλο κουβεντιάζουν μεταξύ τους.
Η πιο μεγάλη μου χαρά, πατέρα, 700
εσύ ‘ναι να μου ζεις ευτυχισμένος.
Η δόξα του πατέρα είν’ ευτυχία
κι η προκοπή του γιου για τον πατέρα.
Μην έχεις χοντροκέφαλο κεφάλι
κι ό,τι κι αν λες να το θαρρείς σοφία. 705
Γιατί άμυαλος θα πουν πως είν’ εκείνος
που μόνο αυτός θαρρεί πως έχει γνώση
κι έχει γενναία ψυχή και γλυκιά γλώσσα.
Μήτε στον πιο σοφό ντροπή δεν είναι
πάνω του αν δεν το παίρνει και μαθαίνει. (35) 710
Και βλέπεις μες στ’ ορμητικό ποτάμι
πώς σώζονται τα δέντρα που λυγίζουν.
Σύρριζα χάνονται όσα στέκουν όρθια.
Κι όποιος του καραβιού τα ξάρτια σφίξει
και δεν τα ξελασκάρει πάρ’ τον κάτω. 715
Πάει το καράβι, γίνεται σανίδια.
Δώσε στη φούρκα τόπο, κάνε πίσω.
Είναι μεγάλος θησαυρός πιστεύω,
αν λογαριάζεις λίγο τη βουλή μου,
πάνσοφος να ‘σαι από γεννησιμιού σου. 720
Μ’ αυτό δεν γίνεται στον κόσμο τούτο.
Γι’ αυτό καλό είν’ ν’ ακούς τι λένε κι οι άλλοι.
ΧΟΡ. Αν έχει δίκιο, αφέντη μου, άκουσέ τον.
Και συ Αίμων, γνωστικά κι οι δυο μιλάτε. 725
ΚΡΕ. Γεράσαμε και τώρα θα μας μάθει
πώς να σκεφτόμαστε ένα παιδαρέλι.
ΑΙΜ. Αν με νομίζεις παιδαρέλι ακόμα,
τα έργα μου κοίταξε κι όχι τα χρόνια
ΚΡΕ. Κι είν’ έργο ωραίο αδίκους να παινεύεις; 730
ΑΙΜ. Δε θα συμβούλευα γι’ αυτό ούτε ξένο.
ΚΡΕ. Αυτή δεν αντιμάχονταν την πόλη;
ΑΙΜ. Η Θήβα ολόκληρη το αρνιέται τούτο.
ΚΡΕ. Κι η χώρα θα μου πει τι να προστάξω;
ΑΙΜ. Εσύ μιλάς σαν παιδαρέλι τώρα. 735
ΚΡΕ. Για μένα ή γι’ άλλον κυβερνώ την πόλη; (36)
ΑΙΜ. Η χώρα κανενός δεν είν’ χωράφι.
ΚΡΕ. Μα όλοι δε λεν πως είναι των αρχόντων;
ΑΙΜ. Ωραία θα κουμαντάρεις σ’ άδεια πόλη.
ΚΡΕ. Πάει με το μέρος της μικρής ετούτος. 740
ΑΙΜ. Αν είσαι εσύ η μικρή. Για σε φροντίζω.
ΚΡΕ. Ναι, με φροντίζεις όλο αντιμιλώντας.
ΑΙΜ. Γιατί σε βλέπω που άδικα γυρεύεις.
ΚΡΕ. Είν’ άδικο το θρόνο να στηρίζω;
ΑΙΜ. Δεν προστατεύεις τίποτε αν τους θεούς μας
περιφρονείς τα δίκια τους πατώντας. 745
ΚΡΕ. Μαύρο σκυλί, είσαι δούλος μιας γυναίκας.
ΑΙΜ. Μπορεί, μα του κακού ποτέ τεχνίτης.
ΚΡΕ. Για εκείνη μου άνοιξες και την κουβέντα.
ΑΙΜ. Μα και για σένα, εμένα και το Χάρο.
ΚΡΕ. Βγάλ’ το απ’ το νου, παντρειές μ’ αυτή δεν έχει. 750
ΑΙΜ. Καλά λοιπόν, θα σβήσει πλάι σ’ ένα άλλο.
ΚΡΕ. Να τον αυθάδη, με απειλεί από πάνω.
ΑΙΜ. Είναι απειλή που σιάζω κούφιες γνώμες;
ΚΡΕ. Δε θα μου βάλεις συ μυαλό. Πού να ‘βρεις;
ΑΙΜ. Θα σ’ έλεγα άνανδρο, όμως είμαι γιος σου. 755
ΚΡΕ. Δούλε γυναίκας, μη με λες πατέρα.
ΑΙΜ. Όλο να λες, να λες μα ποιος σ’ ακούει;
ΚΡΕ. Έτσι λοιπόν; Ορκίζομαι ουρανέ μου,
θα πικρομετανιώσεις γι’ αυτά που ‘πες.
Φέρτε, φέρτε τη βρώμα κι ας ψοφήσει 760
εδώ μπροστά στα μάτια του καλού της.
ΑΙΜ. Όχι μπροστά μου, τούτο ξέγραψέ το.
Δεν θα χαθεί κοντά μου γιατί φεύγω,
κι εσύ δε θα με ξαναδείς ποτέ σου.
Δείξε την τρέλα σου όπου την αντέχουν. 765
ΧΟΡ. Αφέντη, ο Αίμων έφυγε όλος φούρκα,
και νια καρδιά να ανάψει είναι τσεκούρι.
ΚΡΕ. Δεν πάει να κάνει ό,τι γουστάρει ο σκύλος
και να καυχιέται σαν ποθεί κι ας φεύγει.
Μα τις κοπέλες δε θα τις γλιτώσει.
ΧΟΡ. Τι; Και τις δυο μαζί θα τις σκοτώσεις; 770
ΚΡΕ. Α ναι ! Έχεις δίκιο, η Ισμήνη μοιάζει αθώα.
ΧΟΡ. Πώς σκέπτεσαι την άλλη να ξεκάνεις;
ΚΡΕ. Λέω να την πάω σ’ απόμερο σοκάκι
και να την θάψω ζωντανή σε λάκκο (37)
με κάνα ξεροκόμματο να τρώει. (38) 775
Κι η πόλη θα γλιτώσει απ’ τη ντροπή της.
Το χάρο που αγαπά ας παρακαλάει
μήπως τη λυπηθεί και τηνε πάρει.
Αλλιώτικα κι ας είν΄ αργά θα μάθει:
Πασκίζει μάταια όποιος ποθεί το Χάρο. 780
Μ’ αυτά τα λόγια ο Κρέοντας μπαίνει στα ανάκτορα. Ο Χορός, αποδίδοντας τη συμπεριφορά του Αίμωνα στον έρωτά του για την Αντιγόνη, ψέλνει την παντοδυναμία του στο Γ’ Στάσιμο που ακολουθεί.