Μέσα στην αμμοθύελλα η εικόνα τους φαίνεται να λείπει εκτός κι αν ό,τι βλέπουνε σαν όνειρο πρέπει να αφαιρεθεί απ’ το σκηνικό, αφού δε χωράει στον παράδεισο, κι αυτό τους κάνει να κοιμούνται ήσυχοι λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση με τα ξωτικά και τις νεράιδες που επιμένουν να είναι ερωτευμένες με τους πρωταγωνιστές που έφυγαν αναζητώντας ένα έργο δικό τους δέσμιοι του εθισμού των άγνωστων προορισμών, έχοντας φτάσει στα όρια χωρίς καμιά εξήγηση και δίχως καν ξεκάθαρη κατηγορία και ψευδαισθήσεις μετά το πρώτο μήνυμα, στήνοντας σκελετούς ικανούς να σηκώνουνε το βάρος των αρμάτων μάχης, ώστε να μην υπάρχουν πια απώλειες, κινδυνεύοντας να συλληφθούν περνώντας απ’ τα σύνορα στους χώρους της λατρείας άγνωστων θνητών, στους χώρους με τις απειράριθμες εφόδους των χρηστών, απροσπέλαστοι σε κάθε είδους ενέργεια, ανεπηρέαστοι από την περισσευούμενη οργή, με στόχους ανάλογους με την ένταση των ημερών, που δεν μπορεί κανείς να έχει αν δεν υπάρχουν στην ατμόσφαιρα, σε μια ακόμα απόπειρα αυτοανακάλυψης χωρίς μεσάζοντες, δίνοντας στην παράσταση άλλο νόημα, σ’ ένα τοπίο που συνεχώς περιορίζεται κερδίζοντας μια ακόμα νίκη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση μέσα από διαδρομές πολύ περίεργες μέσα στο σούρουπο με ένα τρόπο που ήδη έχει εξαντληθεί πολύ πιο αβίαστα ανάμεσα σ’ αυτούς τους κόσμους διατηρώντας πάντα το μυστηριώδες βλέμμα τους που μοιάζει με κακοχυμένη μάσκα, εκτός ελέγχου μέσα στους κινδύνους σε συνθήκες μόνιμης παρανομίας χωρίς αναστολή με μια σειρά από απαγορεύσεις, φυλακές και καταδίκες, που είναι μόνο μια μεγάλη δοκιμή για τα επερχόμενα, σε συνθήκες πολύ κοντά στο απόλυτο μηδέν στα παγωμένα βράδια που αντηχούν σαν καμτσικιές μέσα στο θρόισμα των φύλλων, φευγάτοι από πολύ καιρό σε τούτο το κυνηγητό της αυταπάτης, βιώνοντας ένα ρόλο άψογα θεϊκό με μια βουτιά θανάτου στ’ άδυτα των πόντων με σωστή συναισθηματική προσέγγιση που από τη μια μαγεύει κι απ’ την άλλη τους τρελαίνει, με μια τέλεια τεχνική δικής τους επινόησης που μεταφέρει τα παιδιά στη χώρα των θαυμάτων, αειθαλή από θνητές μητέρες μόνιμα κι αυτά, με την Εκάτη μελανόμορφη πιστή τους συντροφιά ως το κωρύκειο άντρο όπου η Μοίρα η Κραταιά πάλι και πάλι ακούραστη, ακατάβλητη ξωθιά, απονέμει το ερωτικό της χάδι
και τον τίτλο το μεγάλο «τω κρατίστω».
Φεύγουν ξανά για να αντικρίσουν την απόρρητη ομορφιά κι αυτής της χώρας με εναέριες φιγούρες που τους κρατάνε σε ετοιμότητα καταστολής με το περίστροφο στην τσέπη και τις γροθιές σφιγμένες, χωρίς να σκέπτονται τα αγάλματα μέσα σ’ αυτό το θησαυρό των αναμνήσεων που κόβουν την ανάσα και την κάνουνε πιο δυνατή, σε χρονική απόσταση με αφετηρία το χάσμα της μεγάλης λάμψης που οικήθηκε απροειδοποίητα σαν αόρατος μανδύας από πρόσφυγες στα πεδία των μαχών που ακόμα δεν κατέρρευσαν σπάζοντας τους κανόνες των περαστικών με εκπληκτικό ρεαλισμό χάρη στον εύκαμπτο συνδυασμό συμβόλων και μοντέλων, καθώς όλοι τώρα σύσσωμοι κυνηγούν μια αόρατη απειλή, ευάλωτοι στο έλεος των στροβίλων και των καταποντισμών απ’ τα μαγνητικά ξεσπάσματα και τους τυφώνες που ιονίζουν την ατμόσφαιρα στα γεωγραφικά πλάτη όπου οι εναλλαγές των πόλων γίνονται αισθητές με απότομη παράλυση όλων των συμπαντικών νευρώνων κι οι εποχές που μεταφέρουν σέλας σ’ όλες τις γωνιές της γης κινούνται αντίθετα στον κίνδυνο παρασέρνοντας στο ρεύμα τους πολλούς παράτολμους ερευνητές σε μέρη όπου οι πυρηνικές ακτίνες φτάνουν στην κορύφωση ανακυκλώνοντας το χτες κι η Θέμις κόβει τα σχοινιά που συγκρατούν τους χρονοναύτες στις σχεδίες τους και τότε πια διακόπτονται τα σήματα στις νέες φυλές των εραστών που βυθίζονται και πάλι στη σκιά ή εξαφανίζονται απ’ τη θέα εκφράζοντας διαφορετικά κάθε φορά νοήματα με άλλες μορφές που έχουν την ίδια μοίρα με τους πρώην οικοδεσπότες διαποτισμένους με άγχος σε κατάσταση επιφυλακής με λιγότερες απαγορεύσεις για τους χαμένους κατά συρροή μέσα στην έρημο χωρίς ζώνη ασφαλείας, αναισθητοποιημένους συστηματικά απέναντι στο θαυμασμό, με το θυμό παντοτινά αφημένο μέσα τους για να δημιουργεί το χάος που ονειρεύονται στους δρόμους όταν τελικά θα εκραγεί το ηφαίστειο κι η λάβα θα κυλήσει με ανεξήγητη ορμή χωρίς αντίτιμο πάνω από θύματα και θύτες πριν αρχίσουν να τρεκλίζουν ως τα Τάρταρα σε μια πριγκιπική πορεία περιστοιχισμένοι από οπαδούς που τους αποθεώνουν βήμα προς βήμα μες στα θρύψαλα σε κατάσταση συναγερμού μακριά από τα φαντάσματα, αφήνοντας την καρδιά να τους οδηγεί σε μιαν ακόμη επικίνδυνη αποστολή ως την προσωπική τους Αρκαδία, γεμάτη Κάβειρους, Κουρήτες κι Αιγιπάνες έτοιμους να μοιράσουν αφειδώς τα ερωτικά γεννήματα της Ανοσίας.
Αναζητώντας άρρητα όπλα και ιζήματα με την πυγμή υψωμένη στα προάστια που συγκλονίζονται και πάλι από ηφαίστεια αναζωπυρωμένα με άγνωστο σκοπό στους δρόμους με τα τροχοφόρα αγάλματα εξασφαλίζοντάς τους έτσι ένα λόγο να αγωνίζονται, χάνονται στο λευκό τοπίο όπου όλα μπορούν να συμβούν με λόγια θεατρικά χωρίς νόημα και τη δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ τα κεφάλια τους χωρίς να υπάρχει καν συγκεκριμένο κατηγορητήριο για τους όμηρους του καθεστώτος και τους χρήστες, απόλυτα ικανούς να δώσουν το έπαθλο, που γίνονται εύκολος στόχος καθώς περνάνε δίχως ενοχές μέσα στον πανικό τα τείχη σε χρόνο μηδέν σ’ έναν αγώνα δρόμου πέρα από τα όρια, που φαίνεται ως επίθεση με κάτι μαγνητικό που οδηγεί στον εγκλεισμό και στην πυρά για τα ίδια εγκλήματα σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς για τους διαφωνούντες που επιμένουν ότι παραμένουν αλώβητοι, ως τιμώμενα πρόσωπα, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να κρατηθούν από τα πράγματα αναγγέλλοντας την πτήση κάτω από την επιφάνεια των εκρήξεων, συνεχίζοντας από εκεί όπου σταμάτησαν οι προκάτοχοί τους, θαμώνες ορυχείων που εξαφανίζονται στο βάθος των ταινιόδρομων καταλήγοντας παντοτινά στο φράγμα κάτω απ’ τον ουράνιο θόλο όπου όλοι ζουν με όρους διάχυσης σε χώρους που προορίζονταν για τη συνεύρεση όσων είναι εξαρτημένοι απ’ το κενό έχοντας κάθε λόγο να πανηγυρίζουν, ανέλπιστα νωρίς, την επέλαση των εποχών, στηριγμένοι στις δυνάμεις τους, εξαιρετικά μακριά από όλες τις αισθήσεις χωρίς να έχουν αντιρρήσεις για ό,τι τους εμπνέει κατάνυξη στο ελληνικό τους Πάσχα των ψυχών, πολύ κοντά στις τέσσερις κρυφές γωνιές της γης, με αντίδωρο άγιες λειτουργίες σε παραλίμνια ασκηταριά στα ερείπια του Αγίου Αχιλλείου, στο νησάκι με τους ντόπιους γίγαντες αργυροπελεκάνους, ακολουθώντας στο κεδρόδασος τα ίχνη αρχαίων ερημιτών σε τούτο τον αναίμακτο επιτάφιο θρήνο, που κατεβαίνει ορμητικός απ’ τα βουνά όταν υπάρχει ήλιος, διακόπτοντας το ρυθμό του μόνο Εν Κήποις Αφροδίτης, για τα Αρρηφόρια όπου η ιέρεια αποδεσμεύει τους παλιούς πολεμιστές απ’ το βαρύ τους όρκο κι η γιορτή της Έρσης ξαναρχίζει με σπορά δροσιάς μες στα φυλλώματα σ’ όλη τη γη του γένους των Κηρύκων που ακόμη, ύστερα από τόσους αιώνες, παραμιλάν στον ύπνο τους ζητώντας αιώνια αλκή για να μπορούν να ερωτεύονται την ευρυφάεσσα Ηώ και την κροκόπεπλο Νεφέλη.
Κανείς δε μένει ασυγκίνητος μπρος στην πυρά που κρίνει το έγκλημα μετρώντας με κλαυσίγελο κι απορημένα βλέμματα τα όπλα των νεοσύλλεκτων βαριά τραυματισμένων πάλι στην κατοικημένη περιοχή σε κοινή θέα μέσα στα φρούρια έχοντας συμπληρώσει μια πολύχρονη θητεία στην αίρεση του αυτεξούσιου πάθους με λυσσαλέα αντίδραση σε όλες τις προκλήσεις με όρους αιχμαλωσίας λιγότερο επαχθείς από τη λογική της αγοράς χωρίς εφόδια για να σπάσουνε τη συνοχή και να επέμβουν ώστε να ανανεωθεί η υπόσχεση για θεία δώρα κι άλλα μυστικά με πρώτη ύλη τα ιερά σημεία συνεύρεσης απόστολων από τα πέρατα της οικουμένης με αποκλειστικό σκοπό την προσφορά σαγηνευτικά σκληρή εν αναμονή χτυπημάτων που τους μέλλεται να μοιραστούν με όλους τους στρατευμένους, βαδίζοντας ένα δύσκολο και μερικές φορές επικίνδυνο δρόμο συντροφιά με ήρωες κινούμενων σχεδίων και μικρά ξύλινα στρατιωτάκια την ώρα της παρέλασης που εκτίουν καθ’ οδόν τη μέγιστη ποινή με χιλιάδες όνειρα για απόκοσμα ταξίδια ανέλπιστης αποδοχής χωρίς να πιάνουν και πολύ χώρο σ’ αυτά μες στην οφθαλμαπάτη που είναι ο ξεναγός σ’ αυτή την περιήγηση στην καμουφλαρισμένη υδρόγειο με τα χιλιάδες νάματα που λες και βγήκαν απ’ τα παραμύθια όπου χάνεται η απεικόνιση, με όλο και πιο πολύτιμα υλικά χωρίς τίποτε συνθετικό, με αψεγάδιαστο τελείωμα μες στα συμπυκνωμένα επίπεδα, που δεν απομυζούν τη ζωτικότητα, αδιαπέραστα από κάθε διάβρωση για όσους δεν έχουν τα κλειδιά χωρίς το σοκ της εγκατάλειψης χωρίς να νοιώθουν ενοχές, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία στην υπέρβαση που όταν κοιτάζεις μέσα από τις γρίλιες μιας άσπιλης φωτιάς κάνει να φαίνονται όλα δυνατά έστω και με βίαιο τρόπο, δίνοντας πνοή στις εμμονές τους με αποτρόπαιο χιούμορ και πια κανένας δεν τους δίνει σημασία αφού δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ στα κατεχόμενα εδάφη αναζητώντας πάλι κάποιο ξόρκι για εκείνους που μετακινούνται στοιχειωμένοι από τη φρίκη και μάλλον ονειρεύονται καινούργιες περιπέτειες με γυναίκες που δραπέτευσαν από τους μύθους, ωχρές, αιθέριες, απροστάτευτες, για να μην ξεθωριάζει η θηλυκότητα ποτέ και να ’ναι πάντοτε έμπνευση για κάθε ενθουσιασμό πριν απ’ τη σταύρωση καλώντας μας ν’ αφουγκραζόμαστε το θρήνο για το αιματοκύλισμα κάπου μες στο αφανές ανάμεσα στα πράγματα που κάποτε επιτέλους γίνονται ορατά με εφέσιο φως απ’ τη λαμπάδα της Λητώς στη Δήλο.
Μες στην παράνοια της κοινωνικής δικτύωσης, αισθάνονται τις νότες από μυστικές φωνές απόμακρων Σειρήνων να πετάνε απειλητικά και να κατακλύζουν την ευρύτερη περιοχή της άμυνάς τους, χωρίς ωστόσο να χάνονται ανθρώπινες ζωές και, μην αντέχοντας άλλο την παρακολούθηση, συνεχίζουν σε καθεστώς τρόμου κι επιφυλακής δοκιμάζοντας κι αυτή την εκδοχή σε πόλεις - φαντάσματα με χιλιάδες τραυματίες κι άγνωστο αριθμό εγκλωβισμένων μέσα στο χάος των μετακινήσεων όσο κρατάει η ιλαροτραγωδία της αντιπαράθεσης με μια μέθοδο εκδίκησης που τρελαίνει τους διώκτες τους, λειτουργώντας αντίστροφα μέσα στο πλήθος στα μετόπισθεν περνώντας μέσα από δικές τους εξωτικές διαδρομές προς την έξοδο σε άθλιες συνθήκες, σ’ έναν ακόμη κλεφτοπόλεμο ανάμεσα στα περιβόητα καταφύγια των εξόριστων σε υπεράκτιες εστίες πίσω από τα συντρίμμια των παράδεισων που είναι ο προορισμός των κομιστών με αυθημερόν παράδοση σ’ ένα άγνωστο ακόμη αλλά τεράστιο εγχείρημα εικονικών συναλλαγών, μεταναστεύοντας και πάλι στο απυρόβλητο με απεριόριστα δικαιώματα, χωρίς ν’ αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους, έκπτωτοι και σε πλήρη εξαθλίωση, φτάνοντας τελικά στη ζούγκλα των ψυχών που θα έπρεπε να αφεθούν να φύγουν για να ηρεμήσουν, πριν χάσουνε τα σκήπτρα, αντιμετωπίζοντας διαφορετικά τα πράγματα, χωρίς ποτέ να λύνουν τον κλοιό ακόμα κι όταν δουν παρείσακτους, με την ελπίδα πως μπορούν μες στον αναβρασμό της επανάστασης να γίνουν όλα, παίζοντας περισσότερο με τα μάτια σε επικίνδυνες αποστολές με κυνηγούς παράνομων χωρίς σημείο εκκίνησης και με μυρωδιά καμένου από παντού εγχάρακτη στους τοίχους, σαν σκόνη από πολυβόλα, σα να γίνεται επίθεση πειρατών απ’ όλες τις μεριές κι όλα φαίνονται να τελειώνουν με ένα «ή ταν ή επί τας» σε μια πυριτιδαποθήκη όπου είναι μαζεμένοι με αμετάκλητο σκοπό οι εναπομείναντες ακριβώς τη στιγμή της έκρηξης επί δικαίων και αδίκων, αναζητώντας μια ελεύθερη περιοχή στο χαοτικό σύμπλεγμα της συνοικίας των μύθων και ψάχνοντας το κρυμμένο μήνυμα στις λαμπηδόνες απ’ τα μάτια των παιδιών, μέχρι που να μην είναι πια ούτε αθάνατοι αλλά ούτε και θνητοί, καθώς τους αγκαλιάζουν με ερωτόληπτο εθισμό Βάκχες που κυνηγούν εμμονικά υμέναιες ηδονές σε φαλλικές πομπές ως τα ριζά του Ολύμπου με οδηγούς αλήτες άνεμους Πανίσκους κι Εωσφόρους.
Με πανικό ενθουσιασμό πηδούν από το βάθρο τους κι επιστρέφουν στην αρένα στη μέση του πλήθους πριν απ’ τους εισβολείς σα μια γιορτή εκατόμβης με ξέφρενους ρυθμούς σε μια πόλη βομβαρδισμένη από μια απροσδιόριστη πυρηνική βροχή που κανείς δεν έχει ξανακούσει και κανείς δεν αισθάνεται υπόλογος γι’ αυτή, νιώθοντας όλοι ανίκητοι και θέλοντας να δείχνουν παντοδύναμοι με το όπλο τους στον ώμο, ακόμα κι όταν όλα γύρω πάνε άσχημα εξηγώντας τα όλα με τα πρώτα θύματα και τις σταματημένες εικόνες που τελειώνουν μπρος στα μάτια τους, χωρίς να λογοδοτούν σε κανένα και χωρίς να κοιτάνε ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω, παρά μόνο μέσα τους σα μια δύναμη να τους σπρώχνει σε μια σπάνια ευκαιρία για να σκαρφαλώσουν σε κάτι ασκητικό, όχι ως θυσία που πρέπει να ανταμειφθεί αλλά ως προφητική πράξη πιο καυτή από την κανονική φωτιά που έτσι αφθαρτίζεται βλέποντας την ομορφιά σαν τρόπαιο της αποστολής τους, που όσο πάει και ξεθωριάζει σαν θήραμα στις εξωτερικές επιφάνειες της μοίρας σ’ αυτή την υπαίθρια πινακοθήκη της παρανομίας που είναι αυτό το μεγάλο κυνήγι του άτεγκτου νόμου των ληστών με τα φωτεινά μηνύματα που αντιπροσωπεύουν την εξέγερση όπου είναι όλοι διαπιστευμένοι χάρη στις εμπειρίες και το θάρρος που απέκτησαν στο δρόμο και σκέφτονται ότι μπορούν να συνεχίσουν τη νικηφόρα προέλασή τους ακόμη κι αν βρίσκονται στο σημείο μηδέν, επιλέγοντας, πένθιμα αλλά και ηρωικά, μια απάντηση μεθυστική στην τύχη, μ’ ένα αδιόρατο ερωτισμό πρόκλησης και σαγήνης με αναπάντεχες μείξεις κωδικών μυσταγωγίας που πρέπει να ψάξουν για να αποκαλύψουν με μια διάθεση κατάδυσης στα μυστικά του χάους σε μεγάλα υψόμετρα θεραπευτικά για τις τύψεις
που πρέπει να ψάξουν για να αποκαλύψουν με μια διάθεση κατάδυσης
γυρεύοντας μια απάντηση μεθυστική στην τύχη μ’ αδιόρατο ερωτισμό
για να μπορούν να συνεχίζουν τη νικηφόρα προέλασή τους ακόμη κι αν
αντιπροσωπεύει την εξέγερση όπου όλοι είναι διαπιστευμένοι μόνοι
μες στην πινακοθήκη της παρανομίας που είναι αυτό το μεγάλο κυνήγι
σαν τρόπαιο της αποστολής τους που όσο πάει και ξεθωριάζει όχι σαν
θυσία που πρέπει να ανταμειφθεί αλλά σαν κανονική φωτιά που έτσι αφθαρτίζεται, σα μια δύναμη που τους σπρώχνει όταν όλα γύρω πάνε άσχημα εξηγώντας τα όλα με τα πρώτα θύματα ελαχιστοποιώντας τις απώλειες με πανική μανία όπως ξεκίνησαν με ένα ρυθμό εκατόμβης.
Στο έλεος των σφοδρότερων μαχών με εκατοντάδες άστεγους κι αγνοούμενους και πάλι ανηφορίζουν προς τα πέρατα εθελοντικά ωκεάνιους δρόμους, με κατάλληλο φωτισμό κι ακαριαία ωμότητα εισβάλλοντας μυστικά χωρίς δικαιολογία σε χώρους αγαλμάτων έμψυχων που αυτοτραυματίζονται και προχωρούν αγέρωχα προς το νερό με όλους τους συνωμότες, δίχως να μιλάει κανείς σε μια συμμαχία ιερή που απαιτεί θυσίες και συγκέντρωση δυνάμεων με τα καλύτερα αλλά σκοτεινά υλικά για δύσκολες αποστολές που αξίζουν όλες τις συνέπειες ακόμη και χωρίς απόδραση, χωρίς απόφαση συνέχειας για το υπόλοιπο της διαδρομής, εκτοπισμένοι από τους πειρατές των ψηφιακών σωμάτων σε άλλες αγκαλιές που απέτυχαν στην αναζήτηση και κινδυνεύουν απ’ την εγκατάλειψη, ενώ οι σειρήνες τρέχουν ήδη προς τα εκεί ακολουθώντας το ρυθμό του τραγουδιού, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία μες στους προσκυνητές που μαζεύονται σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων με τον ίδιο σκοπό που όμως δεν είναι ποτέ σίγουρος και δεδομένος ούτε καν σαν πρόφαση ανυπακοής ή χρήσης βίας, χωρίς εγγύηση αλλά με όραμα να περισώσουν ό,τι μπορεί ακόμη να σωθεί όταν ο πόλεμος τελειώνει και τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται κλειστοφοβικά στα πτώματα και στις σκαμμένες πόλεις, για να αναμετρηθούν με τα φαντάσματα αλλά και τους επιζήσαντες των πιο αποτρόπαιων εγκλημάτων, χωρίς την εμμονή των άλλων να δένουν τις αισθήσεις τους, ανακαλύπτοντας το μίτο που τις λύνει, παίζοντας σε πρώιμες στιγμές με τις οπτασίες πάνω στη σκηνή, πανάρχαιες κι αθώες, σχεδιασμένες στη φωτιά στα κεκτημένα εδάφη σε εποχές πρωτόγονες ακόμη, με το στίγμα του ακατάληπτου και του αφανούς και με ακαταμάχητα παραισθησιακό συμβολισμό, σαν ανάμνηση αιώνιας παρουσίας στη χώρα των ιχνών, με άπειρα αινίγματα, αποθεωτικά συμπυκνωμένα στα δυο φύλα που μεθούν από έρωτα στα λατομεία όλων των καιρών, πιστά στο θηλυκό χρησμό της Ήρας, απόκρυφα αλλά απόρθητα και συμμετοχικά, με ακαθόριστες συνέργιες και πόθο που ανταμείβει κάνοντάς τους όλους συνένοχους σ’ αυτό το μυστικό, πολυδαίδαλο σαν αιωνόβιο δέντρο, αλλά εξιλεωτικό για τους μυημένους των εκάδημων εθνών, που βλέπουν πάντα τον Ηριδανό, με την αδάμαστα καμπυλωτή φιγούρα της Αδμήτης συντροφιά, να αλλάζουν σωματότυπο ύστερα από τη νεροποντή από αμαρύσια κρήνη σε χρυσάνθεμο άστρο,
Χωρίς άλλα στοιχεία, εγκαταλείποντας τα πτώματα, που έπρεπε να εξαφανιστούν, μόλις πήραν το σήμα σηκώθηκαν τρέχοντας, δήμιοι του ίδιου του εαυτού τους, ξαναμμένοι σε κακοτράχαλες πλαγιές και κάμπους όπου είναι αδύνατον να σταθούν όρθιοι απέναντι στους κατακτητές με ψεύτικη ταυτότητα μαζί με τα τάγματα των μαστιγωτών, έχοντας πάθει, σε ένα οδόφραγμα ή στη φυλακή, κάτι πιο βαρύ απ’ τον πόλεμο, κάτι που τους εμπνέει πολύ γιατί απαιτεί θυσίες, κάτι που όλοι αγνοούν, έτοιμοι πάντα μέχρι να εμπεδωθεί με αστερόσκονη το δίλημμα, μέχρι να ανοίξουν από ανθρώπινο χέρι αποκλειστικά για χάρη τους οι διώρυγες των εποχών, σαν να υπήρχε πιθανότητα η βιόσφαιρα να ανάβει απ’ άκρη σ’ άκρη σ΄ όλο τον πλανήτη σε τέλειους κύκλους, υπακούοντας στους νόμους αυτής της επικήρυξης, ρίχνοντας όλο τους το βάρος μες στα σύννεφα του πεπρωμένου, διπλά παράνομοι φυγάδες με ψευδώνυμο, μπρος στα σκαλιά μιας εκκλησιάς, αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο, παίρνοντας πάλι με λανθασμένες πράξεις αλλά και κάτι μαγικό, χωρίς καθόλου ειδικά εφέ, ένα δρόμο υδάτινο και αιολικό για το άγνωστο, συμβιβασμένοι επιτέλους με τη σκοτεινή πλευρά του, με τον τρόπο που αυτοί το αντιλαμβάνονται στα όρια της σχιζοφρένειας, στις χώρες των απόβλητων, χωρίς παραδοχές για εκείνα που ονειρεύονται, σαλπάροντας για μια από τις ωραιότερες διαδρομές μαζί με τις μαινάδες και τους πειρατές και άλλους χρήστες με παράλογους όρους, μέχρι να γίνουν μία δύναμη φανταστικά ισχυρή, ακαταμάχητα απελευθερωτική στις πιθανές συγκρούσεις με τους δαίμονες, δίνοντας διέξοδο στα ρεύματα του υπόγειου κόσμου που χορεύουν πάντα με το απαραίτητο άλλοθι στις σχέσεις αποστάσεων δικαιώνοντας την ύπαρξή τους σε αβέβαιους καιρούς και αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά τους όποτε μπορούν με ακαταμάχητους συνδυασμούς στερητικών συνδρόμων και άλλων ενυάλιων υλικών φτιαγμένων από ανερμήνευτες πανδαίδαλες ερατεινές ομηρικές νεφέλες, σε μια γιορτή βακχευτική όπου η καλλίστη Μεγιστώ
πρόθυμη πάντα να ντυθεί αστερόπη στους πορθμούς των ενοχών, ολότελα ασυμβίβαστη με τη φαεινή πλευρά της, σαν να είναι αδύνατο με κάτι μαγικό να ρίξει το άκαυστο κορμί της στη θυμέλη, μ’ ένα αφροδίσιο θύρσο δοκιμάζει πάλι ακόλαστες ερωτικές παραλλαγές του ίμερου της Λήδας με τον κύκνο.
Με αμφίβιο σχήμα κι απεριόριστη ταχύτητα διασχίζουν τα κανάλια κάτω από τις γέφυρες με τις περίεργες οπτασίες του μέλλοντος επικρεμάμενες σε απόκρημνα βράχια στα όρια της αφροδίσιας αντοχής με μάγισσες θεές που η οργασμική τους απληστία τους κόβει την ανάσα, πάνω από τη στάθμη της θάλασσας στ’ ανοιχτά νερά όπου τα δρώμενα, απειλητικά κι ερωτικά, δίνουν και παίρνουν στα εγκαίνια φτερωτών εφήβων που ξεκινούν και πάλι απ’ το μηδέν με του τροχού τα αλλάγματα στα νησιά της έκστασης, με όλη τη φλέβα της αντρειάς τους, μέσα στην τρικυμία σε αλλεπάλληλες ημέρες κρίσεως με σημαντική αποστολή που σημαίνει πολλά περισσότερα από τους μεσσίες ή τους εξολοθρευτές, για μια ανανέωση της ιστορίας με χημικά αμαλγάματα αδρεναλίνης, ανατρεπτική δουλειά, ηφαιστειακές εκρήξεις, ταραχές αρμάτων και ευθύνες που δεν αναλογούν στη νοσταλγία τους, ψάχνοντας το μοναδικό με παρανοϊκό χαμόγελο και δοκιμαστικούς σωλήνες παραισθητικών σε απόσταση αναπνοής από άγνωστους αποίκους που εξηγούν τη διαφορετικότητά τους με θυσίες αμόλυντων πηγών και πρακτικές που ανακυκλώνουν την ολότητα με το τυχαίο χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς να ξέρουν γιατί τους διάλεξαν γι’ αυτό, σε μια θητεία χωρίς αναπαμό προσήλυτων που συνεχίζεται ανεξίτηλα ως τους κολασμένους και τους έγκλειστους στα τσιμεντένια δάπεδα άμεσης αντίδρασης μαζί με τρομοκράτες αιχμαλωτισμένους στο μυστηριώδη κόσμο των παιδιών, που αφαιρεί κάθε έλεγχο στις μεταλλάξεις πίσω από τα κάγκελα μιας χρήσης, με μάσκες από γύψο που ενεργοποιούν την ύλη τους με συνειρμούς από ποικίλες ποιότητες που μετατρέπονται σε οργή και προδομένα όνειρα, αναζητώντας χώρους λατρείας στις πιο προσωπικές τους μελωδίες, παίρνοντας πίσω το αίμα τους δυναμικά, αλλά και με γούστο, με δεκάδες χρώματα και σχέσεις αλλαγής ταχύτητας ως τις ρίζες του φλαμένκο, σε παράλληλα σχήματα που συνωστίζονται στο χάος, σε αβέβαιους φωτοδιασπώμενους κρουνούς, με υπόβαθρο τη μνήμη σε συνθήκες αφόρητης κομποστοποίησης, μέχρι που να είναι πια εύκολα αναστρέψιμη, με νόμους επικούρειους δεμένη με τα νάματα ακατάσχετων σπερχειών σε ανάστροφη ηρακλειτική ροή, ομνύοντας δίχως ασκημάδι στ’ όνομα του Δία, αμάλαγη φιλιά με όλες τις ερωμένες τους απ’ την Ευρώπη ως την Ιώ κι απ’ την Αρέθουσα ως την Αρετούσα.
Χωρίς να μπορούν να κινηθούν, κυνηγημένοι από πολέμους και διωγμούς, εκτοπισμένοι από άγνωστες πολεμικές επιχειρήσεις τακτικού στρατού κι ένοπλων μαχητών στη γκρίζα ζώνη, παρά τις κακουχίες χτυπούν τις πόρτες και ζητούν να βγουν απ’ τα στρατόπεδα, αλλά είναι αλήθεια ότι ελάχιστοι το καταφέρνουν μέσα στις ασφυκτικές συνθήκες των συγκρούσεων ύπατης αρμοστείας, ακολουθώντας μαζί με άλλους ικέτες τις ίδιες διαδρομές διασποράς στο πουθενά που ελπίζουν ότι δεν θα ισοδυναμεί με επίγεια φυλακή σε ζωντανή σύνδεση με φορητά μέσα, πληρώνοντας γι’ αυτό με αναστηλωμένα βιώματα αδειασμένα από την ύλη τους σ’ όλες τις αποχρώσεις της φθοράς στα έγκατα του εδάφους, λαξεύοντας τους λίθους για να ατενίζουν τα μνημεία ερωτικά, μαθαίνοντας να ισορροπούν με μερικά τεχνάσματα ακριτών καλύτερα μες στην αρένα των αγίων που κονταροχτυπιούνται με θεριά με βυζαντινή αίγλη αλλά και ασκητισμό, μ’ ένα σταυρό στην κορυφή του ανδήρου των μουσών για τις γιορτές της γης των κερασιών, για να μην μπουν ποτέ στον πειρασμό να αφήσουν κάτι απέξω, ερμηνεύοντας κι αυτό το γρίφο σαν ειδύλλιο εξωτικό με σχέδια από αφρικανικά τοτέμ και γοτθικά μοτίβα, άλλοτε μακάβρια κι άλλοτε υπερφυσικά, με καλή εκμετάλλευση των χώρων ως το τέλος της χρονιάς και με άλλους θρύλους αναπόφευκτα σεπτούς τουλάχιστον όσο διαρκεί ένα τραγούδι που πρέπει απλώς να το δουλέψεις κάπως για να το αποκτήσεις παρακολουθώντας το όνειρό σου στα αρχικά του χνάρια που αιχμαλωτίζουνε τη νύχτα με πανσέληνους κι άλλες μοναδικές πηγές φωτός στο ωραιότερο χρώμα, σκεύη λατρείας και φυλαχτά κι άλλα κειμήλια του καλοκαιριού, με καταπραϋντικούς ορούς κι αναζωογονητικές ταμπλέτες απ’ την κρεμαστή πυρά κι απ’ τα πανήδονα ιερά του όρους της Αφροδίτης, με διάθεση για τρέλες με τις καλλίμαστες ακτές στους αμπελώνες των νησιών όπου τα αετώματα του αφρού
με τους χαιρετισμούς των μελτεμιών στις δέλτους των Καβείρων
που φωσφορίζουν στα βαθιά σαν να ’ναι αγέρωχοι φρουροί
στης Περσεφόνης τα λουτρά σε ημέρες μυστηρίου
να που ανταμώνουν τελικά με άλλους αγγέλους που ξανά
κάπου στου Αιγαίου τα νερά άγρυπνοι φτερουγίζουν
και δίχως να τους βλέπουμε τριαντάφυλλα ποντίζουν.
Απορημένοι κι εξουθενωμένοι απ’ τις εμφύλιες διαμάχες σε μια χώρα πειρατική, τρέχουν κοιτώντας από ψηλά με ένα παιδί στην αγκαλιά για να γλιτώσουν χωρίς να ξέρουν καν πού βρίσκονται ή ακριβώς τι τους συνέβη και καταρρέουν στην καυτή έρημο νιώθοντας ότι κατά βάθος, παρά τις μαζικές σφαγές είναι αθώοι καταδικασμένοι από τους θύτες τους σε μια ανολοκλήρωτη αποστολή βιασμών με απίστευτη απομόνωση, δίχως ιστορία και χωρίς να καταλήγουν πουθενά ζητώντας άσυλο στα νεώρια των λιμανιών και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μαζί με τους κρατούμενους και τους αντιρρησίες που σκέφτονται διαφορετικά με τεράστια αποθέματα αγανάκτησης όσο χορεύουν κι έχουν εξιλεωθεί ξορκίζοντας με βλοσυρή ομορφιά δαιμόνια, αντιμετωπίζοντας τις απειλές με τοξικά απόβλητα σαν προφητεία που επαληθεύεται και μόνο με τη σκέψη της αποκαλύπτοντας για θεραπεία τους μηχανισμούς που τους κάνουν ευάλωτους στις εσωτερικές συγκρούσεις και στις καθημερινές στιγμές με βλέμματα που μαγνητίζουν με τους αμμώδεις τόνους τους και κύτταρα υδρογόνου που υποδαυλίζουν με τα ερωτικά κρουστά τους το σκίρτημα των πεύκων, φτάνουν τελικά μ’ ένα μικρό θαύμα, που πραγματικά μοιάζει με έκρηξη, ως τη θάλασσα όταν δεν μπορούν να την πλησιάσουν, αλλάζοντας τη χρήση με το πνεύμα του οδοιπόρου στα πέτρινα αμφιθέατρα και κοιτώντας πάντα πίσω για να θυμηθούν τα δροσερά ιριδίζοντα τελειώματα με τους χρωματιστούς αφρούς των σούρουπων που δίνουν κίνηση στο τοπίο με πορεία προς τις φλέβες που δέχονται τις τελευταίες ηλιαχτίδες για να ξαναγίνουν δυνατοί, έχοντας σύμβολο και πάλι την κατάκτηση ή την πίστη στον ιερό βράχο κι ένα ρεύμα δροσιάς αισθητό ακόμη και στον καύσωνα των αγίων ασωμάτων μέχρι τον Κεραμικό και τη στοά του Αττάλου, περπατώντας όλο και πιο ψηλά μέχρις εκεί όπου ίσως δεν έχουν ξαναπάει για να μπορούν να ξαναβρίσκουν το δρόμο τους στους δρυμούς ανάμεσα στους νέους επιβάτες μέχρι την Εδέμ, εθισμένοι στην απόγνωση και στα διλήμματα, εορτάζοντας το κενό και τις επετείους του σε αχαρτογράφητες περιοχές που βρίσκονται σ’ εγκατάλειψη αλλά αντιστέκονται στη λεηλασία, αναγκασμένοι να ζουν στα όρια της επικινδυνότητας σαν νομάδες πανόπτες συμβατοί με αυτούς που αντέχουν, εξαρτημένοι απ’ το βάρος των κόσμων με μια εσωτερική γέφυρα που ενώνει θραύσματα της μνήμης από μια διάσπαρτη πανάρχαια αντανάκλαση των ναέτορων του Αιγαίου.
Μπαίνοντας εθελοντικά με τα χέρια τους ψηλά όλο και πιο βαθιά στον εφιάλτη στη σύγχρονη ουτοπία μαζί με τους αυτόχθονες στις έρημες πλατείες, βρίσκουν τις αντανακλάσεις των ειδώλων τους χωρίς καμιά επαλήθευση στα όρια κάθε χώρας επιλέγοντας να ζήσουν ανατρεπτικά ακριβώς εκεί σε αβέβαιους καιρούς για κάποια άλλη άνοιξη, με εικόνες αυτοαναφορικές χαραγμένες πάνω σ’ ένα σταυρό κι άλλα αντικείμενα που σα να αρχίζουν κάτι με διωκτική μανία μπρος στο άγνωστο και το μυστήριο, αιχμαλωτίζοντας με την εγγύτητά τους ανάμεσα στα νέφη των δακρυγόνων όπου οι ένοχοι δεν αρκούν για την επιτήρηση και δεν έχουν πια να φοβηθούνε τίποτα διατηρώντας το δικαίωμα να έχουν αντίρρηση για όλα και συμμετέχοντας με χορογραφημένες κινήσεις σε μια λεηλασία του παράδεισου σαν παθιασμένο φλερτ που διαρκεί όσο τα πράγματα σε βάζο με φορμόλη, με άλλη βαρύτητα που γίνεται σημαντική με ένα τυχαίο πάτημα κουμπιού πίσω απ’ τον πλαστικό φακό χωρίς δεύτερη σκέψη, αγνοώντας επιδεικτικά όλους τους κανόνες, σε μιαν ακόμη τελετή με εύγλωττο τίτλο και με αντάλλαγμα να μην απελαθούν σε μια εποχή που έχει πάλι ανάγκη από λεοντόκαρδους που φτάνουν ανεξέλεγκτοι ως τα άκρα για να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους, ζωντανεύοντας κρυπτογραφικά τη γιορτή με ρυθμό τάγματος εφόδου, πλούτο ωρολογιακής βόμβας κι ιδιαίτερες σκιές που κανείς άλλος δεν είχε την τύχη να δοκιμάσει αναζητώντας απτόητοι ένα αντίδοτο για τους αειφόρους που είναι πρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους στα ναρκοπέδια των πεδίων μάχης πιστοί σε άβατα καλέσματα νομάδων ανταρτών που επιμένουν να μην οχυρώνονται όταν πολεμούν στα σκιερά μονοπάτια του Βυζάντιου, ανακατεύοντας τα φίλτρα τους, έτοιμοι πάντα να διακτινιστούν σε άλλους κβαντικούς σταθμούς παραβαίνοντας με παιδιάστικη έξαψη και με όλα τα δώρα των μουσών τους νόμους της τηλεμεταφοράς σ’ αυτή την πολιορκία των αλχημιστών, ψάχνοντας τι είναι αυτό που τους κινεί στη μοναχική πορεία τους σε δρόμους Κυμοθόης και άλως φεγγαριού, όπου όλα θα μπορούσαν να συμβούν χωρίς να φαίνεται πως είναι παραμύθι, ζωντανεύοντας κρυπτογραφικά τη γιορτή με ρυθμό τάγματος εφόδου, συμμετέχοντας με χορογραφημένες κινήσεις σε μια λεηλασία ακριβώς εκεί σε αβέβαιους καιρούς για κάποια άλλη άνοιξη και μπαίνοντας εθελοντικά με τα χέρια τους ψηλά όλο και πιο βαθιά στη δίνη του εφιάλτη.
Κυνηγώντας ανελέητα την υπέρβαση με αντιασφυξιογόνες μάσκες, αναμμένα στουπιά, ενέδρες σε οχήματα και μπουκάλια με βενζίνη, διερευνώντας τα όριά τους στα κινήματα του αντάρτικου στρατού με την εξέγερση του Πάσχα, φεύγουν και πάλι με ένοχα μυστικά και δίχως αποδεικτικά στοιχεία για μια τεράστια επιχείρησης καταστολής με στημένες δίκες και λογισμικό αυτογνωσίας στην καρδιά του εχθρού, προτού ξεσπάσει ο πόλεμος φθοράς που έρχεται με επίδεσμους από τους αιώνες χωρίς να χαλάει τον υπόλοιπο υποδόριο ρυθμό των μύθων, κρυμμένο πάντα απ’ τα φτερά των μύλων στις φωνές των κυνηγών του ανέφικτου σ’ ένα άλλο κόσμο που επιμένουν πως υπάρχει γεμάτος άλλες απολαύσεις και γητέματα, απλώνοντας με τα παιχνίδια του γυαλιού και τη χημεία τους την ερωτική τους σαγήνη στους πολύβουους δρόμους με κομμάτια φωτός υπερυψωμένα και ολόλευκα σαν κίονες σε ναούς από ψαμμόλιθο με ακατέργαστη όψη στην απότομη λοφοπλαγιά, ως εκεί όπου τα φιλιά μοιάζουν με καταρράκτες, με τα θυμάρια σκελετώδη και κυρίαρχα σαν φλέβες γης σε υπερδιέγερση με μαγικές συμπτώσεις, που είναι το όνειρο όλων των κατάδικων με κολασμένα πάθη, όσο συνεχίζουν σκαρφαλώνοντας στον ουρανό με άλλους συνένοχους λαθρεπιβάτες, παρόλο που γέμισαν πληγές πυρρές και λάγνες, με ασύμμετρα κοψίματα που περιπλέκονται αναπάντεχα με ακαθόριστα δεσίματα που θυμίζουν καραβόσκοινα σ’ όλες τις προκυμαίες αναγγέλλοντας το τέλος κάπου αλλού χωρίς εκπλήξεις απειλητικό κι απόκοσμο σαν τις φιγούρες μια ζωφόρου σε ρόλους τραγικά σημαντικούς, που επαναλαμβάνονται για πάντα, γεμάτοι λεπτομέρειες που κανείς δεν περιμένει, αναγγέλλοντας το τέλος κάπου αλλού απειλητικό χωρίς εκπλήξεις, κρυμμένο πάντα απ’ τα φτερά των μύλων στις φωνές των κυνηγών, απλώνοντας την ερωτική τους σαγήνη στους πολύβουους δρόμους με κομμάτια φωτός υπερυψωμένα και ολόλευκα σαν κίονες σ’ ελληνικούς ναούς μες στη βριτόμαρτη αντηλιά, μετέχοντας αμετανόητα στην εξέγερση του Πάσχα ύστερα απ’ τη μεγαλύτερη Μεγάλη τους Παρασκευή, ώσπου στο τέλος καταλήγουν πάλι με αχθοφόρα ορμή έχοντας τώρα χθόνιο θεμέλιο στη μαινόμενη αγκαλιά κάποιας αλίας λυσιάνασσας Δωτώς με πολλαπλό οργασμό, στην κβαντική ομορφιά του έαρος μέσα απ’ τις Ήριες Πύλες αφημένοι.
Άμαχοι πρόσφυγες, παράνομοι με εθιστική προσωπικότητα, αθέατοι και βουβοί μαζί με τους πρωτόβγαλτους, πλέοντας συνεχώς με τους ανέμους, χωρίς να χάνονται στην ερημιά των πόντων, ασυμβίβαστοι κι αντισυμβατικοί όσο αντέχουν μες στα συντρίμμια των σπιτιών τους μαζί με άλλα θηράματα, επανελέγχοντας τα κίνητρά τους με πολλαπλάσιους ρυθμούς στα χαρακώματα του Μάη, αρνιούνται να ηττηθούν, κοιτάζουν άφοβα μες στην ομίχλη και διασταυρώνουν τα πυρά τους με πολέμαρχους από άλλα μακελειά με βόμβες διασποράς που ανατινάζονται, έχοντας όπλο το ίδιο τους το σώμα ανθεκτικό στα μυθικά ποτάμια και κάνοντας βήματα στο κενό σα φρενιασμένοι δαίμονες ανάμεσα στις νάρκες με μια μουσική ιδιαίτερη από δράμα του Ευριπίδη και πλαστικές αξίες που συνδέουν για πάντα τους μόνιμους ήρωες με τον έξω κόσμο, καινούργιο και αυθεντικό, με διαφορετικούς μηχανισμούς καταστολής, δίχως σύνορα και φυσικό μέγεθος αλλά σε μαγικό πλαίσιο, πιο κοντά στην ελευθερία, ανάμεσα σε κάτι αόρατο και υπαρκτό πριν και μετά τον ήλιο, χωρίς καμιά διαφορά στην κάθοδο αλλά και στην άνοδο, σε πρόγραμμα απεξάρτησης από το φως, με φίλτρα που μπορεί να μην είναι πια σταθερά, σ’ ένα ανοιχτό μουσείο όπου μπορεί κανείς να ξαναβρεί τη γη προτού διαβεί τις πύλες άγνωστων βασίλειων στα πιο βαθιά σημεία των ποταμών με επίζηλες διακρίσεις καθώς διαλύεται η σκόνη με τις στεροσκοπικές γυναικείες φιγούρες πάνω απ’ τις μονές του Αλίμου αναρτώντας το δικό τους εφήμερο μήνυμα που δίνει την αποσπασματική ψευδαίσθηση ενός μικρού διακτινισμού χωρίς υπνωτικά, απαγορευτικά για όλους τους σωματότυπους σε ένα κόσμο που ωριμάζει με το βλέμμα ενός παιδιού με ενορχηστρώσεις που αποπνέουν εκρηκτικά την καθαρότητα της κραιπάλης των αυτοχθόνων σε μια περιφορά επιτάφιου με προηγμένες δράσεις που την ίδια στιγμή απελευθερώνουν ανεξέλεγκτες ορμές σε εύλαμπους δρόμους μέχρι τα σεπτά ευρύστολα ορυκτά στις κορυφές του Ολύμπου, διασταυρώνοντας πάλι τα πυρά τους με πολέμαρχους από άλλα μακελειά, ανάμεσα στις νάρκες με μια μουσική ιδιαίτερη από δράμα του Ευριπίδη, πιο κοντά στην ελευθερία, ανάμεσα σε κάτι αόρατο και υπαρκτό πριν και μετά τον ήλιο σε πρόγραμμα απεξάρτησης από το φως, που δίνει την αποσπασματική ψευδαίσθηση ενός μικρού διακτινισμού σε ένα κόσμο κεκοσμημένο με το γέλιο ενός παιδιού που επιτέλους ωριμάζει.
.