που τερατούργησαν γλυκύτητα γι΄ αυτούς την ώρα που λαγοκοιμούνταν.
193. BILLY COLLINS 1941-
Μπίλι Κόλινς
ΨΑΡΕΜΑ ΣΤΟΝ ΣΟΥΣΚΟΥΕΧΑΝΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ
Fishing On The Susquehanna In July
Δεν έχω ψαρέψει ποτέ στον Σουσκουεχάνα (1)
ή σε οποιονδήποτε άλλον ποταμό
για να είμαι εντελώς ειλικρινής.
Ούτε τον Ιούλιο ούτε οποιοδήποτε άλλο μήνα
είχα ποτέ την ευχαρίστηση -- αν αυτό είναι ευχαρίστηση –
να ψαρέψω στον Σουσκουεχάνα.
Είναι πιθανότερο να βρίσκομαι
σ’ ένα ήρεμο δωμάτιο όπως αυτό –
με μια ζωγραφιά γυναίκας στον τοίχο,
και μια γαβάθα μανταρίνια στο τραπέζι –
προσπαθώντας να δημιουργήσω την αίσθηση
ότι ψαρεύω στον Σουσκουεχάνα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι άλλοι έχουν ψαρέψει στον Σουσκουεχάνα,
κωπηλατώντας ανάποδα στο ρεύμα σε μια ξύλινη βάρκα,
γλιστρώντας τα κουπιά κάτω απ’ το νερό
και μετά σηκώνοντάς τα για να σταλάξουν στο φως.
Αλλά το πλησιέστερο που έχω κάνει ποτέ
σχετικά με το ψάρεμα στον Σουσκουεχάνα
ήταν ένα απόγευμα σ’ ένα μουσείο στη Φιλαδέλφεια
όταν κοντοστάθηκα για λίγο
μπροστά από μια ζωγραφιά
όπου εκείνος ο ποταμός κουλουριαζόταν γύρω από μια στροφή
κάτω από έναν ουρανό αναστατωμένο από γαλάζια σύννεφα,
με πυκνά δέντρα στις όχθες του,
και μ’ ένα φίλο με μια κόκκινη κορδέλα
καθισμένο σε μια μικρή,
πράσινη επίπεδη βάρκα
που κρατούσε τη λεπτή βέργα ενός κονταριού.
Αυτό είναι κάτι που είναι απίθανο να κάνω
ποτέ, θυμάμαι
πως έλεγα στον εαυτό μου και στο πρόσωπο δίπλα μου.
Κατόπιν ανοιγόκλεισα τα μάτια και κινήθηκα
προς άλλες Αμερικανικές σκηνές
με θημωνιές χόρτου, νερό που ασπρίζει πέρα απ’ τους βράχους,
κι ακόμη μ’ ένα καφετή λαγό
που φαινόταν τόσο καλωδιωμένος με την επαγρύπνηση
που τον φαντάστηκα να αναπηδά δεξιά έξω απ’ την κορνίζα.
(1) Susquehanna: Ποταμός μήκους 710 χιλιομέτρων που εκβάλλει στον Ατλαντικό στην βορειοανατολική ακτή των ΗΠΑ.
186. JOSEPH BRODSKY 1940 - 1996
Τζόζεφ Μπρόντσκυ
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΝ ΤΗΛΕΜΑΧΟ
Odysseus to Telemachus
Αγαπημένε μου Τηλέμαχε,
Ο Τρωικός Πόλεμος
έχει τώρα τελειώσει, δε θυμάμαι ποιος τον κέρδισε.
Οι Έλληνες, χωρίς καμία αμφιβολία, γιατί μόνο εκείνοι θα άφηναν τόσους πολλούς νεκρούς τόσο μακριά απ’ την πατρίδα τους.
Αλλά ακόμα, ο δρόμος για την πατρίδα αποδεικνύεται για μένα πολύ
μακρύς.
Ενώ χάναμε το χρόνο μας εκεί, ο γέρο Ποσειδώνας, φαίνεται ότι σχεδόν τέντωσε και μάκρυνε το διάστημα.
Δεν ξέρω πού είμαι ή ποιο μέρος μπορεί να είναι αυτό. Θα μου φαινόταν σαν κάποιο βρώμικο νησί, με θάμνους, κτήρια και μεγάλα γουρούνια
που γρυλίζουν.
Ένας κήπος πνιγμένος στα ζιζάνια, κάποια βασίλισσα ή άλλα
χόρτα και τεράστιες πέτρες ... Τηλέμαχε, γιε μου!
Για έναν περιπλανώμενο τα πρόσωπα όλων των νησιών μοιάζουν
μεταξύ τους. Και το μυαλό ταξιδεύει,
απαριθμώντας κύματα, μάτια, που πονάνε απ’ τους θαλασσινούς ορίζοντες, τρέχει κι η σάρκα του νερού γεμίζει τα αυτιά.
Δε μπορώ να θυμηθώ πώς ξεκίνησε ο πόλεμος
Ούτε πόσο μεγάλος είσαι --- δε μπορώ να θυμηθώ.
Μεγάλωσε, λοιπόν, Τηλέμαχέ μου, γίνε δυνατός.
Μόνο οι Θεοί ξέρουν αν θα ξαναδούμε ο ένας τον άλλον.
Έχεις από πολύ καιρό πάψει να είσαι εκείνο το μωρό
που μπροστά του έζεψα τους ταύρους του οργώματος.
Αν δεν είχε κάνει τα κόλπα του ο Παλαμήδης
οι δύο μας θα ζούσαμε ακόμα σε μια οικογένεια.
Αλλά ίσως έκανε καλά, μακριά από μένα
είσαι ασφαλής από όλα τα παθήματα του Οιδίποδα,
και τα όνειρά σου, Τηλέμαχέ μου, είναι αθώα.
ΕΛΕΓΕΙΟ
Elegy
Σχεδόν ένας χρόνος πέρασε. Ξαναπήγα στο μέρος της μάχης,
στα πουλιά του που έχουν μάθει να ξετυλίγουν τα φτερά τους
από ένα λεπτό ανασήκωμα
ενός έκπληκτου φρυδιού, ή ίσως από μια λεπίδα ξυραφιού
- φτερά, τώρα σκιά του πρόωρου λυκόφωτος, τώρα σε κατάσταση σάπιου αίματος.
Τώρα το μέρος σφύζει από ανταλλαγές
υπολειμμάτων απ’ τους αστραγάλους σας,
χαλκού απ’ τις ηλιοκαμένες πανοπλίες, γέλιων θανάτου, μωλώπων,
φημών για ξεκούραστες εφεδρείες, μνημών μεγάλης προδοσίας, πλυμένων εμβλημάτων με σφραγίδες απ’ τις πολλές
που αναδείχτηκαν από τότε.
Όλα είναι γεμάτα από ανθρώπους. Ένα ερείπιο είναι ένας μάλλον
επίμονος αρχιτεκτονικός ρυθμός. Κι η διαφορά της καρδιάς
από μια κατάμαυρη σπηλιά
δεν είναι μεγάλη, όχι αρκετά μεγάλη για να φοβηθούμε
ότι μπορεί να συγκρουστούμε πάλι κάπου σαν τυφλά αυγά.
Με το χάραμα, όταν δεν κοιτάζει κανένας κάποιον καταπρόσωπο,
συχνά πηγαίνω με τα πόδια σ’ ένα μνημείο που πλάστηκε με χύτευση
μέσα σε μεγάλα άσχημα όνειρα. Και γράφει πάνω στην πλάκα "διοικητής εντεταλμένος". Αλλά διαβάζει κανείς "λυπημένος" ή "πρόωρα πεθαμένος" ή "χαμένος".
191. ROBERT PINSKY 1940 -
Ρόμπερτ Πίνσκι
ΤΟ ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΟ
The Refinery
". .. η γλώσσα μας, σφυρηλατημένη στο σκοτάδι από αιώνες βίαιης πίεσης, υπόγεια, έξω απ’ την ουσία της νεκρής ζωής."
Διψασμένοι κι αποχαυνωμένοι μετά απ’ το μακροχρόνιο μαύρο
ύπνο τους οι παλιοί Θεοί μουρμούρισαν και σύρθηκαν και κούνησαν τα
κεφάλια τους.
Παγεροί, παγεροί. Με σιδηρόδρομο προχώρησαν
μέσα απ’ την έρημο των αστεριών για να πιουν τον κόσμο.
Τα στόματά μας είχαν μουσκέψει
μέσα στις παράξενες προτάσεις που κάναμε
ενώ ήταν κοιμισμένοι: ένας πηλός με χρώμα γύρης
από πάθος κι ακυρωμένη
πρόθεση, που η ονειρεμένη
γεύση τους έκανε τις άγριες θεότητες να σφυρίζουν και να ρουθουνίζουν.
Στα σκοτεινά αμάξια, μια μυρωδιά φιδιού
και χοντρής γούνας, αδένες αναπνοής χωρίς λέμφο
και ιχώρας, η άπληστη δυσοσμία
των αθάνατων σωμάτων.
Το μακρύ τρένο τους έτριζε κι αναστέναζε
μέσα στους κόλπους της νύχτας ανάμεσα στους πλανήτες
και ήρθε κάτω μέσα απ’ την βραδινή ομίχλη
των φαραγγιών της κόκκινης σεκόβιας. Απ’ το τρένο
μες στο ηλιοβασίλεμα, φλογερά παράθυρα αποθηκών
κατά μήκος μιας αποβάθρας. Έπειτα σκοτάδι, μια τομή από νέον:
ένα μπαρ. Μαύρα πευκοδάση, ένα πέρασμα διάβασης, αναλαμπές
μιας αργοκίνητης σειράς κυμάτων ανάμεσα στα βράχια, ένας στεναγμός μιας ονειροπόλας ξεχασμένης θεότητας που φωνάζει και χάνεται
απέναντι στα παράθυρα μιας πόλης. Μέσα στο τρένο,
μια λάμψη από φτερά λιβελλούλης, ένα κλαδωτό φρύδι.
Μαύρη νύχτα πάλι κι έπειτα
μετά τη γέφυρα, ένα παλάτι στο νερό:
Το μεγάλο Διυλιστήριο – μια απίθανη πόλη από φώτα,
ένα εκατομμύριο λάμπες που σημαδεύουν τις πυργωτές
λεωφόρους και τους λαβυρίνθους της. Το κάστρο ενός ατόμου
που αναγγέλθηκε ζωντανό, η Εταιρία: ένας φανταστικός
άρχοντας πραγματικός στο νόμο.
Οι πύργοι και τα φανάρια
κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής όπου η μηχανή επιβραδύνεται
στις κεντρικές δεξαμενές, ένα φυλάκιο
από χαλύβδινη περίφραξη, ασφαλισμένο και φωταγωγημένο.
Οι Θεοί μουρμουρίζοντας
διαπερνούν λαίμαργα εκείνα τα φωτεινά περίπτερα –
σπονδή από βενζόλιο, ναφθαλίνη, άσφαλτο,
βενζίνη, πίσσα: Συλλαβές
αποσταγμένες και διασπασμένες από ακατέργαστο
πετρέλαιο, λερωμένη τροφή της ζωής που συντηρήθηκε
από μόνη της με πισσώδες σκοτάδι όταν οι Θεοί
ήταν νέοι -- μη φαγώσιμη, πτητική
και μετουσιωμένη πάλι για να τσιμπάει
τις γλώσσες μας που την χρησιμοποιούν, διυλισμένη από λάδι πέτρας.
Οι θεοί τρώνε άπληστα στις δεξαμενές και πίνουν
φωνές έρωτα κι απομνημονευμένο Τσώσερ, στίχους απ’ τους κινηματογράφους και τραγούδια που συσσωρεύονται στο αναπαλλοτρίωτο: Γοητείες εξοριών, τα βασικά ή απελπισμένα αποστάγματα της αναπνοής που μουσκεύονται, παρασκευάζονται και ξοδεύονται σαν να ήμαστε οι φυτόψειρές τους ή οι μέλισσές τους,
Ξαφνικά ξυπνάτε εντελώς κι η πύλη κλείνει.
184. MARGARET ATWOOD 1939 -
Μάργκαρετ Άτγουντ
ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
Morning in the Burned House
Στο καμένο σπίτι τρώγω πρόγευμα.
Καταλαβαίνετε: Δεν υπάρχει σπίτι, δεν υπάρχει πρόγευμα,
κι όμως εγώ είμαι εδώ.
Το κουτάλι που έλειωσε ξύνεται πάνω
στο κύπελλο που είναι λειωμένο επίσης.
Κανένας άλλος δεν είναι γύρω.
Πού έχουν πάει, αδελφός κι αδελφή,
μητέρα και πατέρας; Πέρα στην ακτή,
ίσως. Τα ρούχα τους είναι ακόμα στις κρεμάστρες,
τα πιάτα τους στοιβαγμένα στο νεροχύτη,
που είναι δίπλα στο φούρνο
με τη σχάρα και την μαυρισμένη κατσαρόλα του,
με κάθε λεπτομέρεια καθαρή,
το τσίγκινο φλιτζάνι και το ρυτιδωμένο καθρέφτη.
Η μέρα είναι φωτεινή και χωρίς τραγούδια,
η λίμνη είναι γαλάζια, το δάσος παρατηρητικό.
Στην ανατολή ένα στρώμα από σύννεφα
σηκώνεται σιωπηλά σαν σκούρο ψωμί.
Μπορώ να δω τους στρόβιλους στο μουσαμά,
μπορώ να δω τις ρωγμές στο γυαλί,
εκείνες τις φλόγες εκεί όπου ο ήλιος τις χτυπάει.
Δεν μπορώ να δω τα μπράτσα και τα πόδια μου
ή να ξέρω αν αυτό είναι παγίδα ή ευλογία,
βρίσκοντας τον εαυτό μου πίσω εδώ, όπου όλα
σ’ αυτό το σπίτι έχουν τελειώσει από καιρό,
κατσαρόλα και καθρέφτης, κουτάλι και κύπελλο,
ακόμη και το ίδιο το σώμα μου,
ακόμη και το σώμα που είχα τότε,
ακόμη και το σώμα που έχω τώρα
όπως κάθομαι σ’ αυτό το πρωινό τραπέζι, μόνη κι ευτυχισμένη,
με γυμνά παιδικά πόδια στις καψαλισμένες σανίδες του πατώματος (μόλις μπορώ να τις βλέπω)
στα φλεγόμενα ρούχα μου, τα λεπτά πράσινα σορτς
και τη βρώμικη κίτρινη μπλούζα
κρατώντας την αποτεφρωμένη, ανύπαρκτη,
ακτινοβόλα σάρκα μου. Πυρακτωμένη.
179. TED KOOSER
Τεντ Κούζερ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ
A Happy Birthday
Σήμερα το βράδυ καθόμουν δίπλα σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο
και διάβαζα μέχρι που έφυγε το φως και το βιβλίο
δεν ήταν παρά ένα μέρος του σκοταδιού.
Θα μπορούσα εύκολα ν’ ανάψω τη λάμπα,
αλλά ήθελα να οδηγήσω αυτή τη μέρα μες στη νύχτα
να μείνω μόνος και να στρώσω την αδιάβαστη σελίδα
με το αμυδρό γκρίζο φάντασμα του χεριού μου.
ΑΠΟΠΛΥΜΑ
Dishwater
Κρότος της πόρτας του χωρίσματος, υπόκωφο χτύπημα
των μαύρων ξυλοπάπουτσων της γιαγιάς μου
στην ξύλινη βεράντα, το σταμάτημα και το σούρσιμο
του φουστανιού της με βαμβακερή ποδιά, φεύγουν
απ’ το σπίτι κι έπειτα ξαναμπαίνουν πατώντας στ’ ακροδάχτυλα
με μια απότομη στροφή και τίναγμα,
μια γέφυρα που πηδάει απ’ τα ζεστά κόκκινα χέρια της
και κρέμεται εκεί λάμποντας για πενήντα χρόνια
πάνω απ’ τα σαστισμένα κοτόπουλα,
πάνω απ’ τις λικνιζόμενες τσουκνίδες, τα αγριόχορτα,
την πλαγιά από αργιλόχωμα ως κάτω στη ρεματιά,
πάνω απ’ τα κοκκινόπτερα μαυροπούλια στις κορφές
των ιτιών, σαν ένα υπέροχο ουράνιο τόξο
μ’ ένα άδειο τηγάνι που αιωρείται στη μια άκρη του.
ΚΟΥΝΙΑ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ
Porch Swing in September
Η κούνια της βεράντας κρέμεται σταθερά μέσα στην πρωινή λιακάδα
που ασπρίζει τα γκρίζα πηχάκια της, το ανθισμένο μαξιλάρι της
που τα λουλούδια του έχουν ξεθωριάσει, όπως τα πραγματικά του καλοκαιριού και μια μικρή καφετιά αράχνη έχει κρεμάσει τον ιστό της
σε μια γραμμή ανάμεσα στο δοκάρι της βεράντας και την αλυσίδα
έτσι που κανένας δε μπορεί να κάνει κούνια χωρίς να τον σπάσει.
Φανερώνει ότι πέρασε καιρός απ’ το τελευταίο κούνημα,
πέρασε καιρός απ’ το τρίξιμο και το χτύπημα και το πηγαινέλα
που ακούγονταν σαν τραγούδι μέσα απ’ το ταβάνι,
καιρός τώρα για τις απαλές δονήσεις των λεπιδοπτέρων,
τις σφήκες που χτυπάνε κάθε τζάμι για να μπουν,
τις φρέσκες δροσοσταλίδες που αγγίζουν ελαφρά κάνοντας τη δουλειά τους κάθε πρωί, ένας ολόκληρος κόσμος κάθε φορά.
181. STANLEY PLUMLY 1939 -
Στάνλεϋ Πλάμλυ
ΑΛΟΓΟ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
Horse in the Cage
Το πρόσωπό του, μακρύ όσο ένα μπράτσο, κοιτάζει κάτω συνεχώς.
Έπειτα ο ήχος της σιδερένιας πύλης του κλουβιού ακούγεται να κλείνει πάνω απ’ το κρεβάτι, ένα κουδούνι μεγάλο όσο το δωμάτιο: Το μισοφέγγαρο του κεφαλιού, η μύτη του, ολόκληρο το αδύνατο σώμα του πιεσμένο πάνω στο κελί του ...
Κάποτε είδα τον πατέρα μου να χτυπάει ένα άλογο στο πρόσωπο.
Είχε έρθει για να βοσκήσει μπροστά στο φράχτη.
Ο πατέρας μου, αυτός ο ξένος, ήθελε να το καβαλήσει. ΄
Ίσως ήθελε μόνο να μιλήσει. Πάντως, έπεσε στο έδαφος και κάτι έσπασε. Όταν ήμουν παιδί δεν κατάλαβα ποτέ πώς ένα ζώο μπορούσε να κοιμάται όρθιο. Στο όνειρό μου το άλογο νανουρίζεται
σε ένα κλουβί πολύ μικρό κι έτσι κουνιέται όλο το κλουβί.
Ξυπνώ ακόμα κάνοντας όνειρα, μπροστά από ένα μακρύ πρόσωπο. Εκείνη τη μέρα αγκάλιασα το έδαφος δυνατά. Ποιος ξέρει αν ο περίλυπος πατέρας μου επρόκειτο να διαρκέσει περισσότερο απ’ το τελευταίο καλό μεθοκόπι του. Λένε ότι είναι σα να σας κλωτσάει ένα άλογο. Πηγαίνετε κάτω, με τα γόνατα λυγισμένα.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ
Death & Co
Δύο. Βεβαίως υπάρχουν δύο.
Μοιάζει εντελώς φυσιολογικό τώρα ---
Ο ένας ποτέ δε σήκωσε το βλέμμα του, τα μάτια του είναι σκεπασμένα
Και σφαιροποιημένα σαν του Μπλέικ,
Επιδεικνύει
Τα σημάδια της γέννησης που είναι το σήμα κατατεθέν του ---
Η ζεματισμένη ουλή του νερού
Η γυμνή
Οξείδωση του κόνδορα.
Είμαι κόκκινο κρέας. Το ράμφος του
Κροταλίζει δίπλα μου: Δεν είμαι δικιά του ακόμα.
Μου λέει πόσο άσχημα φωτογραφώ.
Μου λέει πόσο γλυκά
Φαίνονται τα μωρά μες στη νοσοκομειακή τους
Παγωνιέρα, με μια απλή
Δαντέλα στο λαιμό τους,
Μετά με τις ραβδώσεις των Ιωνικών
Σαβάνων τους,
Έπειτα με δυο μικρούλια πόδια.
Δεν χαμογελά ούτε καπνίζει.
Ο άλλος χαμογελά και καπνίζει
Με τα μαλλιά μακριά κι ελκυστικά.
Μπάσταρδος
Αυνανίζοντας μια λάμψη,
Επιθυμεί ν’ αγαπηθεί.
Δεν σαλεύω.
Ο πάγος φτιάχνει ένα λουλούδι,
Η δρόσος φτιάχνει ένα άστρο.
Το νεκρό κουδούνι,
Το νεκρό κουδούνι.
Κάποιος την έχει πάθει.
ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ
Lady Lazarus
Τα κατάφερα πάλι.
Μια φορά κάθε δέκα χρόνια
Τα καταφέρνω ---
Ένα είδος θαύματος που περπατάει, το δέρμα μου
Λαμπρό σαν αμπαζούρ των Ναζί,
Το δεξιό μου πόδι
Ένα βαρίδι για χαρτιά,
Το πρόσωπό μου ένα περίτεχνο
Εβραϊκό λινό χωρίς χαρακτηριστικά.
Βγάλε την πετσέτα
Ω! Εχθρέ μου.
Σε τρομάζω μήπως;
Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η οδοντοστοιχία;
Η ξινισμένη αναπνοή
Θα χαθεί μέσα σε μία μέρα.
Σύντομα, σύντομα η σάρκα
Που καταβρόχθισε η πνιγερή σπηλιά
Θα’ ρθει στο σπίτι πάνω μου
Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα
Είμαι μόλις τριάντα ετών
Και σαν τη γάτα έχω εννιά θανάτους να πεθάνω.
Αυτός είναι ο υπ’ αριθμόν Τρία
Τι παλιοπράματα
Για να εξουθενωθεί κάθε δεκαετία.
Πόσες χιλιάδες νήματα.
Το πλήθος που τραγανίζει αράπικα φιστίκια
Στριμώχνεται για να τους δει
Να με ξετυλίγουν απ’ το κεφάλι μέχρι τα πόδια ---
Το μεγάλο στριπτήζ.
Κυρίες και κύριοι
Αυτά είναι τα χέρια μου
Τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο,
Όμως είμαι η ίδια πανομοιότυπη γυναίκα.
Την πρώτη φορά που έγινε ήμουν δέκα ετών.
Ήταν ατύχημα.
Τη δεύτερη φορά ήθελα
Να το υπομείνω μέχρι τέλος και να μην επιστρέψω διόλου.
Λικνιζόμουν κλειστή
Σαν όστρακο
Χρειάστηκε να φωνάξουν και να ξαναφωνάξουν
Και να μαζέψουν τα σκουλήκια από πάνω μου σαν γλοιώδη μαργαριτάρια.
Το να πεθαίνεις
Είναι όπως όλα μια τέχνη.
Το κάνω εξαιρετικά καλά.
Το κάνω τόσο καλά που μοιάζει σαν κόλαση.
Το κάνω τόσο καλά που μοιάζει σαν αλήθεια.
Θα μπορούσατε να πείτε πως έχω ταλέντο.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνεις σ’ ένα κελί.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνεις και να μείνεις έτσι.
Είναι η θεατρική
Επάνοδος στο εύρος της μέρας
Στο ίδιο μέρος, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια απάνθρωπη
Κραυγή διασκέδασης:
«Ένα θαύμα!»
Αυτό με εξουθενώνει.
Πρέπει να πληρώσετε
Για να δείτε τις πληγές μου, πρέπει να πληρώσετε
Για ν’ ακούσετε την καρδιά μου ---
Πραγματικά χτυπάει.
Και πρέπει να πληρώσετε, να πληρώσετε ακριβά,
Για μία λέξη ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα μου
Ή για ένα κομμάτι απ’ τα μαλλιά ή τα ρούχα μου.
Έτσι, έτσι λοιπόν, Χερ Δόκτορα.
Έτσι είναι Χερ Εχθρέ μου.
Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Το ολόχρυσο μωρό σου
Που λιώνει σε μια κραυγή.
Γυρνώ και καίγομαι.
Μη νομίζετε ότι υποτιμώ το μεγάλο ενδιαφέρον σας.
Στάχτη, στάχτη ---
Ρίχνετε κάτι μέσα κι ανακατεύετε
Σάρκα, κόκαλα, δεν υπάρχει τίποτε εκεί ---
Μια πλάκα σαπούνι,
Ένα δαχτυλίδι γάμου,
Ένα χρυσό σφράγισμα.
Χερ Θεέ, Χερ Εωσφόρε,
Προσέξτε,
Προσέξτε.
Μέσα απ’ τη στάχτη
Εγείρομαι με τα κόκκινα μαλλιά μου
Και τρώγω τους ανθρώπους σαν αέρας.
157. SONIA SANCHEZ 1934 -
Σόνια Σάντσεζ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ Νο 3
Personal Letter No. 3
τίποτε δε θα μας κρατήσει
νέους ξέρετε
όχι νέους άντρες
ή γυναίκες που υφαίνουν
τα νιάτα τους
με δροσερούς παιχνιδιάρικους ήχους.
είμαστε αυτό που είμαστε
αυτό που ποτέ
δεν πιστεύουμε πως είμαστε.
όχι πια άγριες
γεωγραφίες
της σάρκας. αντίλαλοι
που κινιόμαστε σε συμφωνία
με πιο αργές μυρωδιές.
είναι σκληρό πράγμα
να παραδέχομαι ότι
μερικές φορές μετά τα μεσάνυχτα
τα έχω βαρεθεί
όλα αυτά.
ΠΟΙΗΜΑ Νο 3
Poem #3
Μαζεύω
όλους τους ήχους
που άφησες πίσω
και τους απλώνω
στο κρεβάτι μας.
κάθε νύχτα
σε αναπνέω
και μεθάω.
162. ANSELM HOLLO 1935 -
Άνσελμ Χόλο
5 ΚΑΙ 7 ΚΑΙ 5
5 & 7 & 5
ακολούθησε εκείνο το αεροπλάνο
φυσικά είμαι ψηλά
είναι επείγουσα ανάγκη
§
το γιγάντιο Σκοτσέζικο σκυλί
που νόμιζα πως είδα
ήταν γνωστό ως Βουνό των Ταξί
§
καφετιά φωτογραφία θρύλος
"γαλήνια απόλαυση"
ρουφάνε πίπες από κόκαλα θρυμματισμένα
§
το νυχτερινό τρένο σφυρίζει
αστέρια πάνω από ένα έθνος
που διοικείται από τρελούς πρόσκαιρους τσάρους
§
στρογγυλά κομμάτια κυττάρων μεγαλώνουν
για να αγαπήσουν το κουάκερ
αργότερα έγιναν «Οι Υπέρτατες» (1)
§
κυρία έχασα το κουπόνι
για τον υπόγειο σιδηρόδρομο
πρέπει να χωρίσουμε είναι γρηγορότερα με το αεροπλάνο
§
"αλλά είναι ο κόσμος μας"
μικροσκοπικά γαλάζια χέρια και πράσινα μπράτσα
η σκέψη σου στο δωμάτιό μου
§
γλυκός ήχος μπουζουκιού ακούγεται
άλλος τρόπος σύνταξης για κεφάλια
ψηλά στον αιθέρα
§
μέσα σου το εσωτερικό του φεγγαριού
οι ακτίνες του περιπλέκονται στα μαλλιά του μυαλού μου
κρέμονται κατευθείαν μέσα
§
βλέποντας το δράκο
πηγαίνουν εκεί καβάλα στο όνειρό μου
λεπτοί σαν ζευγάρι του Καρπάτσιο (2)
§
αργή άνθιση μέσα σου
το μνημονικό της ασταμάτητης φλυαρίας
του έρωτα
§
Ο τροχός του λούνα παρκ ανυψώνεται
γυρίζοντας λάμποντας βουίζοντας
έρωτας στα πυρωμένα κεφάλια μας
§
προσπαθήστε να τις κάνετε να κοιμηθούν τώρα
οι ιπτάμενες αλεπούδες ορμάνε έξω όλες μαζί
είναι ώρα αναταραχής
§
αέρας βροχή εσύ κι εγώ
πήγαμε να ψάξουμε για καινούργιο σπίτι
Ω η χλόη μεγαλώνει επιδεικτικά.
(1) The Supremes: Τριάδα νέγρων Αμερικανίδων τραγουδιστριών της μουσικής ποπ που ήταν διάσημη απ’ το 1959 μέχρι το 1977.
(2) Vittore Carpaccio (1460 -1525): Ιταλός ζωγράφος απ’ τη Βενετία.
166. LUCILLE CLIFTON 1936 -
Λουσίλ Κλίφτον
ΕΥΛΟΓΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΒΑΡΚΕΣ
blessing the boats
εύχομαι η παλίρροια
που μπαίνει ακόμα και τώρα
στο χείλος της κατανόησής μας
να σε μεταφέρει
πέρα απ’ το πρόσωπο του φόβου
εύχομαι να φιλήσεις
τον άνεμο κι έπειτα να γυρίσεις απ’ αυτόν
σίγουρη ότι
θα σ’ αγαπήσει κι εκείνος
εύχομαι ν’ ανοίξεις τα μάτια σου στο νερό
νερό που κυματίζει για πάντα
κι εύχομαι μέσα στην αθωότητά σου
να ταξιδεύσεις μέσα απ’ αυτό σ’ αυτό.
ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΧΟΡΤΑΡΙΚΑ
cutting greens
κουλουριάζοντάς τα
κρατάω τα σώματά τους με άσεμνο εναγκαλισμό
και τα σκέφτομαι όλα εκτός απ’ τη συγγένεια.
λάχανα και λαχανίδες
μια ποικιλία αντίθετη σε κάθε άλλη παράξενη
μακριά απ’ το χέρι μου που στέλνει ένα φιλί
και το σιδερένιο δοχείο νυκτός.
το δοχείο είναι μαύρο
η τάβλα κοψίματος είναι μαύρη,
το χέρι μου,
κι ακριβώς για ένα λεπτό
τα τυλιγμένα χορταρικά μαύρα κάτω απ’ το μαχαίρι,
κι η κουζίνα γίνεται σκοτεινή στη σπονδυλική στήλη της
και δοκιμάζω με τη φυσική όρεξή μου
το δεσμό των ζωντανών πραγμάτων παντού.
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΡΟΖΙ
miss rosie
όταν σε κοιτάζω
τυλιγμένη σαν σκουπίδι
καθισμένη, περιτριγυρισμένη απ’ τη μυρωδιά
παλιών φλουδιών από πατάτες
ή
όταν σε κοιτάζω
να φοράς τα γέρικα παπούτσια σου
με το δάχτυλο κομμένο,
καθισμένη περιμένοντας το μυαλό σου
όπως τα ψώνια απ’ το παντοπωλείο της επόμενης εβδομάδας
λέω
όταν σε βλέπω
γυναίκα που κατάντησες καφετής γυναικείος μπόγος
εσένα που ήσουν το ομορφότερο κορίτσι στη Γεωργία
που σε έλεγαν Ρόδο της Γεωργίας
στέκομαι όρθια
μέσα στον ξεπεσμό σου
στέκομαι όρθια.
170. C. K. WILLIAMS 1936 -
Τσ. Κ. Ουίλιαμς
ΠΙΣΣΑ
Tar
Το πρώτο πρωινό στο Νησί των Τριών Μιλίων: Εκείνες οι πρώτες ανησυχητικές, αβέβαιες, ανεξήγητες ώρες. (1)
Όλο το πρωί ένα τσούρμο εργάτες κατεδάφιζαν την παλιά ξεχαρβαλωμένη στέγη του κτηρίου μας,
και όλο το πρωί, προσπαθώντας να διασκεδάσω την προσοχή μου, περιπλανιόμουν έξω για να τους παρακολουθώ
καθώς έκοβαν τα μολύβδινα επιστρώματα των αμιαντόχαρτων και αποσυναρμολογούσαν τους σαπισμένους αγωγούς αποχέτευσης.
Μετά από μισή νύχτα που άκουγα τις ειδήσεις, καθώς αναρωτιόμουν πώς μπορώ να φύγω εκατό μίλια προς την κατεύθυνση του ανέμου
αν και πότε να τρέξω γι’ αυτό και πού, ξύπνησα νωρίς απ’ τις επτά η ώρα όταν οι τεχνίτες της στέγης που περιμέναμε απ’ τον χειμώνα έστειλαν τις σκάλες τους που στρίγκλίζαν πάνω στον τοίχο μας,
κι ακόμα ξέρουμε λιγότερα από τίποτα: Η κοινωφελής εταιρεία συνεχίζει να υποβαθμίζει την κρισιμότητα του ατυχήματος,
οι επιδέξιοι ομοσπονδιακοί εκπρόσωποι έχουν ακόμα τις υπεκφυγές τους σε κάποια φαινομενική τάξη.
Σίγουρα υποψιαζόμαστε ότι τώρα μας λένε ψέματα, αλλά στο μεταξύ, υπάρχουν οι τεχνίτες της στέγης,
που βάζουν στηρίγματα βαρούλκων, χτυπάνε με σφυρί κύκλους από πίσσα για να τους απλώσουν και να ’μαι κι εγώ εκεί, στο κράσπεδο του πεζοδρομίου απέναντι, με ανοιχτό το στόμα.
Δε συνειδητοποίησα ποτέ πόσο δύσκολη δουλειά είναι, πόσο πραγματικά και βασανιστικά επικίνδυνη.
Οι σκάλες λυγίζουν και τρέμουν, τα πράγματα γλιστράνε στις άκρες, τα υλικά είναι ογκώδη και δύσχρηστα.
Όταν τα σκουριασμένα, παλιά καρφιά ξεκαρφώνονται με την τανάλια, τα κεφάλια τους τραβούν έξω θρύμματα του υλικού της στέγης.
Ακόμη κι ο χτυπημένος μικρός φούρνος, που βρυχιέται υπομονετικός όσο ένας γάιδαρος, πνίγεται και βουλώνει,
ένας πυκνός, κακοήθης καπνός ανεβαίνει και κάποιος πρέπει να χασομερήσει με μια στρόφιγγα, κατόπιν να τη χτυπήσει με το σφυρί, μέχρι η ορμητική ροή κι η δυσωδία να λιγοστέψουν, μέχρι ο σκούρος, Δαντεϊκός ζωμός να υποχωρήσει κουρασμένα.
Στη χοάνη της, η πίσσα φαίνεται γλυκερή, σαν γλυκόριζα κι όμως την χύνετε στις μπότες ή τις φόρμες σας,
ξεραίνεται και όλα διαποτίζονται μ’ αυτή, καθώς ο φούρνος είναι γεμάτος φυσαλίδες έκρηξης κι αρχής έκρηξης,
κι οι άνθρωποι οι ίδιοι τόσο πετσοκομμένοι και βρωμισμένοι που φαίνονται σχεδόν από άλλο βασίλειο, σαν καλικάντζαροι.
Όταν κάνουν διάλειμμα, αφήνουν τις σκούπες τους να στέκονται όρθιες στους κάδους της ασφάλτου,
με τα γάντια εργασίας να κολλάνε σαν το Κουνέλι Μπρερ στους (2) δαγκωμένους άξονες και περπατάνε καμπουριαστά κατά μήκος της απότομης ράχης, με τον τεράστιο ουρανό πίσω τους και τον βαρύ αέρα του μεσονυκτίου ζωντανό με αναλαμπές κι αντικατοπτρισμούς.
Κάποτε το απόγευμα έπρεπε να πάω μέσα: Η επίδραση της αγρύπνιας μας φαινόταν πάνω μας.
Οσοδήποτε πολλά κι αν δεν θέλαμε, άλλο τόσο λίγα μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτό, το καταλαβαίναμε:
Επρόκειτο να χαθούμε εξαιτίας όλου αυτού, αν όχι τώρα, σύντομα, αν όχι σύντομα, κάποια μέρα.
Κάποια μέρα, κάποια τελευταία γενιά, υστερικά ζεστοί μέσα σε μια ατμόσφαιρα τόσο άκαμπτη όσο ένας βράχος,
θα θρηνήσουμε όλοι, θα καταραστούμε τις γήινες ανέσεις μας, θα αναθεματίσουμε τις καταχρήσεις και τις υποχωρήσεις μας.
Νομίζω πως ξέρω, αν και μάλλον όχι, γιατί οι τεχνίτες της στέγης μου μένουν τόσο ξεκάθαροι στο μυαλό μου και γιατί τα υπόλοιπα,
ο τρόμος εκείνης της ώρας, η αυτοπαθής δυσπιστία κι απομάκρυνση, όλα εκείνα απ’ τα οποία πρέπει να κρατιόμαστε, εξασθενίζουν τόσο πολύ.
Θυμάμαι τον Πρόεδρο με τις παράλογες προστατευτικές μπότες του, που φαινόταν εντελώς ατρόμητος, ο ανόητος.
Θυμάμαι μια γυναίκα στην πρώτη σελίδα που αγριοκοίταζε πέρα στον καταχνιασμένο Σασκουεχάνα εκείνους τους απειλητικούς σωρούς. (1)
Αλλά, πιο ζωντανά, τους ανθρώπους, ασημωμένους απ’ τη λάμψη των βότσαλων,
κολλημένους σα μαυροπούλια κάτω απ’ τις μαρκίζες.
Ακόμη και τα καράτια της πίσσας που απόμειναν στην υδρορροή, τόσο μαύρα που φαινόταν πως απορροφούν το φως απ’ τον αέρα.
Με το σούρουπο τα παιδιά είχαν διατρέξει όλη την περιοχή: Κάθε πεζοδρόμιο στο τετράγωνο είχε μουντζουρωθεί με αισχρολογίες και καρδιές.
(1) Three Mile Island: Νησί στον ποταμό Σασκουεχάνα (Susquehanna) που διασχίζει την πόλη Middletown (9.500 κατοίκων) της Πενσυλβανίας των ΗΠΑ, όπου λειτουργούσε πυρηνικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που απενεργοποιήθηκε μετά από σοβαρό ατύχημα αστοχίας του αντιδραστήρα που συνέβη το 1979.
(2) Br'er Rabbit: Λαγός, φανταστικός ήρωας παραμυθιών της Αφροαμερικανικής λαϊκής παράδοσης.
121. BOB KAUFMAN 1925 – 1986
Μπομπ Κάουφμαν
(ΟΛΑ ΕΚΕΊΝΑ ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΛΕΥΣΑΝ ΠΟΤΕ)
(All Those Ships That Never Sailed)
Όλα εκείνα τα καράβια που δεν έπλευσαν ποτέ
αυτά με τις βαλβίδες του κύτους τους ανοικτές
που αυτοβυθίστηκαν στα παραπήγματά τους ...
Σήμερα τα ξαναφέρνω πίσω
τεράστια και παροδικά
και τα αφήνω να ταξιδεύουν για πάντα.
Όλα εκείνα τα λουλούδια που ποτέ δεν καλλιεργήσατε –
που θέλατε να μεγαλώσουν
αυτά που οργώθηκαν κάτω
απ’ το έδαφος μέσα στη λάσπη –
σήμερα τα φέρνω πίσω
και σας αφήνω να τα καλλιεργείτε
για πάντα.
Όλους εκείνους τους πόλεμους και τις ανακωχές
που χορεύουν κάτω απ’ αυτά τα χρόνια –
όλα σε τρεις σαρωτικές μέρες εράνου,
νόημα του Θεού που απορρίφθηκε –
Το σώμα μου κάποτε σκεπασμένο με ομορφιά
είναι τώρα ένα μουσείο της προδοσίας.
Αυτό το μέρος που έμεινε στη μνήμη γι’ αυτό το άγγιγμα κάποιου,
αυτό το μέρος που έμεινε στη μνήμη γι’ αυτό το φιλί –
σήμερά το φέρνω πίσω
και σας αφήνω να ζείτε για πάντα.
Ανασαίνω με κομμένη την ανάσα σας αγαπώ
και σας μετακινώ
για πάντα.
Απομακρύνετε το φίδι απ’ το βραχίονα του Μωϋσή ...
Και κάποια μέρα η εβραία βασίλισσα θα χορέψει
μέσα στο δρόμο με τα σκυλιά
και θα κάνει κάθε Εβραίο
εραστή της.
123. A. R. AMMONS 1926 – 2001
Α. Ρ. Άμονς
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Called into Play
Το φθινόπωρο ήρθε: Λοιπόν αυτό αφορά την ποίηση των φύλλων:
μερικές σπιλιάδες έχουν λευκάνει τις άκρες των δρόμων
και του χορτοτάπητα: Καιρός γι’ αυτό, το υλικό του χιονιού: Και γαλοπούλες κι ο γερο Άγιος Νικόλαος: Πού θα βρω
κάτι να γράψω γι’ αυτό που δεν το έχω γράψει ήδη:
θα πρέπει να σταματήσω σύντομα, να κοιτάξω κάτω,
να κοιτάξω πάνω, να κοιτάξω κοντά, να σκεφτώ, να σκεφτώ, να σκεφτώ: Αλλά σε ποιο βάθος πρέπει να σκεφτώ: Πρέπει να λογαριάσω
χρώματα και περιγράμματα, συγκεκριμένες μορφές, για παράδειγμα ταχυδρομικές θυρίδες, ή πρέπει να προσπαθήσω να βυθομετρήσω
τι είναι πίσω απ’ αυτά και τι πίσω απ’ αυτά, βαθιά κάτω
όπου η επιφάνεια έχει χάσει την εμφάνισή της: ή
πρέπει να σκεφτώ προσωπικά, όπως για παράδειγμα, ότι αυτή η εβδομάδα φαίνεται να έχει κατασκευαστεί στην κόλαση: Τι:
κάτι συμβαίνει: Κάτι εκτός από αυτό το
το νταβαντούρι καθημερινά πραγματικά: Θα μπορούσα
να συγκροτήσω μια αρχαία μνήμη που θα
σάρωνε ολόκληρη αυτή την παρουσία: ή θα μπορούσα να γεμίσω
τα όνειρά μου με υψηλές συνθέσεις που μετατράπηκαν
σε συγκεκριμένες παραισθησιακές μορφές: Το κέρδος θα μπορούσε να
επιθυμήσει τη λαμπρότητα: Οι κακοί άγγελοι θα μπορούσαν να βρυχηθούν απ’ τον όλεθρο και να σκοτώσουν το εμβόλιο του AIDS
όχι αρκετά τελειοποιημένο ακόμα: Οι θεοί θα μπορούσαν να κατεβούν
ο ένας πάνω στον άλλο. Οι μεγάλοι θεοί θα μπορούσαν να πετάξουν
από άγνωστα νεφελώματα: Αλλά είμαι μόνο εγώ: Έχω τέσσερα
ενδιαφέροντα -- χρήματα, ποίηση, σεξ, θάνατος: Υποθέτω ότι
μπορώ να τα κάνω αυτά ...
125. ALLEN GINSBERG 1926 -
Άλεν Γκίνσμπεργκ
ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΡΟΖΑ
To Aunt Rose
Θεία Ρόζα – τώρα – θα μπορούσα να σ’ έβλεπα
με το λιγνό σου πρόσωπο και το χαμόγελο και τα πεταχτά δόντια και τον πόνο των ρευματισμών – κι ένα μακρύ μαύρο παπούτσι
για το αριστερό κοκαλιάρικο πόδι σου
να κουτσαίνεις κατεβαίνοντας
το μακρύ διάδρομο στο Νιούαρκ (1)
πάνω στο τρεχούμενο χαλί
περνώντας δίπλα απ’ το μεγάλο μαύρο πιάνο
μες στο καλό σαλόνι
όπου βρίσκονταν τα κόμματα
κι εγώ τραγούδησα ισπανικά δημοκρατικά τραγούδια
με μια ψιλή τσιριχτή φωνή
(υστερική) κι η επιτροπή άκουγε
ενώ έκανες κούτσα κούτσα το γύρο της κάμαρας
μαζεύοντας λεφτά –
Θεία Ζάχαρη, Θείε Σαμ, ένας ξένος με πάνινο μπράτσο στην τσέπη
και πελώριο νεανικό καραφλό κεφάλι
της ταξιαρχίας του Αβραάμ Λίνκολν.
- το μακρύ λυπημένο πρόσωπό σου
τα δάκρυα της ερωτικής ματαιότητας
(τι πνιγμένοι λυγμοί και κοκαλιάρικοι γοφοί
κάτω απ’ τα μαξιλάρια της πλατείας Όσμπορν) (2)
- την ώρα που κάθισα πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας γυμνός
κι εσύ πασπάλιζες τα μπούτια μου με ταλκ
για να με προφυλάξεις απ’ τον φαρμακερό κισσό – τις τρυφερές
και ντροπαλές πρώτες μου μαύρες σγουρές τρίχες,
τι σκεφτόσουν κρυφά τότε μέσα σου
ξέροντας πως πια είμαι άντρας –
μ’ ένα απονήρευτο κορίτσι οικογενειακής σιωπής
πάνω στο αδύνατο βάθρο των ποδιών μου
μέσα στο μπάνιο – στο Μουσείο του Νιούαρκ.
Θεία Ρόζα,
ο Χίτλερ πέθανε, ο Χίτλερ είναι στην αιωνιότητα
ο Χίτλερ βρίσκεται μαζί με τον Ταμερλάνο (3)
και την Έμιλυ Μπροντέ (4)
κι ωστόσο σε βλέπω ακόμα να σεργιανίζεις
σαν φάντασμα στην πλατεία Όσμπορν
κατεβαίνοντας το μακρύ σκοτεινό διάδρομο
ως την εξώπορτα
κουτσαίνοντας λιγάκι
μ’ ένα βιαστικό χαμόγελο
μέσα σε κάτι που πρέπει να ήταν κάποτε
ένα λουλουδάτο μεταξωτό φουστάνι
καλωσορίζοντας τον πατέρα μου τον ποιητή
που επισκέφτηκε το Νιούαρκ
- σε βλέπω να φτάνεις στο καθιστικό
χορεύοντας πάνω στο κουτσό πόδι σου
και να χτυπάς τα χέρια σου,
το βιβλίο του έγινε δεκτό απ’ τον Λιβεράιτ. (5)
Ο Χίτλερ πέθανε κι ο Λιβεράιτ έκλεισε
Η «Σοφίτα του Παρελθόντος» κι η
«Παντοτινή Στιγμή» εξαντλήθηκαν
ο θείος Χάτυ πούλησε και την τελευταία
μεταξωτή κάλτσα του
η Κλαίρη παραιτήθηκε απ’ το χοροδιδασκαλείο
η Μπούμπα κάθεται σα ζαρωμένο μνημείο
στον οίκο ευγηρίας
ρίχνοντας ματιές στα νεογέννητα μωρά
η τελευταία φορά που σε είδα ήταν στο νοσοκομείο
μ’ ένα χλωμό κρανίο που ξεπρόβαινε κάτω απ’ το γκρίζο δέρμα,
αναίσθητο κορίτσι με γαλάζιες φλέβες
μέσα στο θάλαμο του οξυγόνου
ο πόλεμος στην Ισπανία τέλειωσε
εδώ και πολύ καιρό
Θεία Ρόζα.
(1) Newark: Πόλη 273.000 κατοίκων του Νιου Τζέρσεϋ, που γειτονεύει με την δυτική πλευρά της Νέας Υόρκης.
(2) Osborne Terrace, Newark: Περιοχή της πόλης Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϋ όπου γεννήθηκε ο ποιητής.
(3) Tamerlane ή Tamburlane (1336 – 1405): Διαβόητος Τάταρος κατακτητής, που ίδρυσε προσωρινό κράτος στο Τουρκεστάν, προσαρτώντας την Περσία, το Ιράκ, την Αρμενία και μέρος της Ινδίας.
(4) Emily Bronte (1818 – 1948): Αγγλίδα μυθιστοριογράφος, γνωστή για το έργο της «Ανεμοδαρμένα Ύψη».
(5) Horace Liveright (1886 – 1933): Αμερικανός εκδότης βιβλίων της δεκαετίας του 1920.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΗ
Kraj Majales (King of May)
Κι οι κομμουνιστές δεν έχουν να δώσουν τίποτε άλλο από χοντρά
μάγουλα και γυαλιά και ψεύτες αστυνόμους
κι οι καπιταλιστές προσφέρουν ναπάλμ και χρήματα σε πράσινες
βαλίτσες στους Γυμνούς
κι οι κομμουνιστές φτιάχνουν βαριές βιομηχανίες αλλά κι η καρδιά
είναι το ίδιο βαριά
κι οι όμορφοι μηχανικοί είναι όλοι πεθαμένοι, οι μυστικοί τεχνίτες
κάνουν συνωμοσίες για να δοξαστούν
στο μέλλον, στο μέλλον, αλλά τώρα πίνουν βότκα και θρηνούν τις
Δυνάμεις Ασφαλείας
κι οι καπιταλιστές πίνουν τζιν κι ουίσκι στα αεροπλάνα, αλλά αφήνουν
εκατομμύρια μελαψούς της Ινδίας να πεθαίνουν απ’ την πείνα
κι όταν τα πισινά των κομμουνιστών και των καπιταλιστών γίνουν ένα ο
Δίκαιος Άντρας θα συλληφθεί ή θα ληστευτεί ή θα του πάρουν
το κεφάλι
αλλά όχι όπως ο Καμπίρ κι ο τσιγαρόβηχας του Δίκαιου Άντρα πάνω
απ’ τα σύννεφα (1)
στο λαμπερό ηλιόφωτο είναι χαιρετισμός στην υγεία του γαλάζιου
ουρανού.
Γιατί με συλλάβανε τρεις φορές στην Πράγα, μια φορά επειδή
τραγουδούσα μεθυσμένος στην οδό Ναρόντνι,
μια φορά επειδή μ’ έσπασε στο ξύλο τα μεσάνυχτα στ πεζοδρόμιο ένας
μουστακαλής πράκτορας που φώναζε ΜΕΘΥΣΤΑΚΑ,
μια φορά επειδή έχασα ένα τετράδιο με γνώμες ασυνήθιστα σεξουαλικών
πολιτικών ονείρων
και με στείλανε απ’ την Αβάνα με το αεροπλάνο και με αστυνομικούς με
πράσινες στολές
και με στείλανε απ’ την Πράγα με το αεροπλάνο και με αστυνομικούς με
τσεχοσλοβάκικα πολιτικά,
χαρτοπαίκτες βγαλμένοι απ’ τον Σεζάν, οι δύο ξένες μαριονέτες που
μπήκαν στο δωμάτιο του Γιόζεφ Κ τα χαράματα (2)
μπήκαν και στο δικό μου κι έφαγαν στο τραπέζι μου και περιεργάστηκαν
τα ορνιθοσκαλίσματά μου
και μ’ ακολούθησαν νύχτα και μέρα απ’ τα σπίτια των αγαπητικών μέχρι
τα καφενεδάκια του κέντρου
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, που είναι η δύναμη της σεξουαλικής νιότης
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, που είναι φάμπρικα στη ρητορική και
δράση στον έρωτα
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, που είναι τα μακριά μαλλιά του Αδάμ κι η
γενειάδα του κορμιού μου
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη που τον λένε στα τσεχοσλοβάκικα Kraj
Majales
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη που είναι παλιά ανθρώπινη ποίηση και
100.000 άνθρωποι διάλεξαν τ’ όνομά μου
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη και σε λίγα λεπτά θα προσγειωθώ στο
αεροδρόμιο του Λονδίνου
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, γιατί είμαι σλαβικής καταγωγής και
βουδιστής Εβραίος
που λατρεύει την Άγια Καρδιά του Χριστού, το γαλάζιο κορμί του
Κρίσνα στην ίσια ράχη του Ράμα (3) (4)
τις χάντρες του Τσάνγκο, του Νιγηριανού που τραγουδάει Σίβα, Σίβα μ’
ένα τρόπο που επινόησα εγώ (5)
κι ο Βασιλιάς του Μάη είναι μια μεσευρωπαϊκή τιμή, η δική μου στον
εικοστό αιώνα
πέρα απ’ το διάστημα και τη Χρονομηχανή, γιατί άκουσα τη φωνή του
Μπλέικ σ’ ένα όραμα
κι επαναλαμβάνω τούτη τη φωνή. Κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη που
πλαγιάζει με τους έφηβους γελώντας
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη που θα διωχτώ απ’ το βασίλειό μου με τιμές
σαν γέροντας
για να δείξω τη διαφορά ανάμεσα στη βασιλεία του Καίσαρα και στη
βασιλεία του Μάη του Ανθρώπου -
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, ο παρανοϊκός, γιατί η βασιλεία του Μάη
είναι πολύ όμορφη για να βαστάξει παραπάνω από μήνα -
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη γιατί άγγιξα το δάχτυλο στο μέτωπό μου
χαιρετώντας
ένα φωτεινό βαρύ κορίτσι με τρεμάμενα χέρια που είπε «μισό λεπτό
κύριε Γκίνσμπεργκ»
πριν μπει ανάμεσά μας ένας χοντρός με πολιτικά – πήγαινα στην Αγγλία
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, γυρίζοντας να δω τα λιβάδια του Μπάνχιλ
και να σεργιανίσω στο Χάμπστεντ Χηθ (6) (7)
κι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη, σ’ ένα γιγάντιο τζετ αγγίζοντας τον εναέριο
χώρο της Αλβιόνας τρέμοντας απ’ το φόβο
καθώς το αεροπλάνο μουγκρίζει στην προσγείωση πάνω στο γκρίζο
τσιμέντο, τρέμει και διώχνει τον αέρα
και κυλάει αργά σ’ ένα στοπ κάτω απ’ τα σύννεφα μ’ ένα κομμάτι του
γαλάζιου ουρανού ακόμα ορατό
και μολονότι είμαι ο Βασιλιάς του Μάη οι μαρξιστές με έδειραν στη
μέση του δρόμου με κράτησαν όλη τη νύχτα
στο τμήμα με παρακολουθούσαν μέσα στην ανοιξιάτικη Πράγα, με
συλλάβανε μυστικά και με έδιωξαν απ’ το βασίλειό μου με
αεροπλάνο.
Έτσι έγραψα αυτό το ποίημα πάνω στο κάθισμα ενός τζετ στη μέση τ’
ουρανού.
(1) Kabir (1440 – 1518): Ινδός μυστικιστής και άγιος.
(2) Paul Cezanne (1839 –1906): Γάλλος μετα-ιμπρεσιονιστής ζωγράφος.
(3) Krishna: Θεότητα του Ινδουισμού, που θεωρείται ενσάρκωση του ανώτερου όντος.
(4) Rama: Μυθικός Ινδός βασιλιάς που θεωρείται ενσάρκωση του Θεού.
(5) Chango: Μυθικός βασιλιάς της Νιγηρίας.
William Blake (1757 – 1827): Άγγλος ποιητής και ζωγράφος.
(6) Bunhill Fields: Νεκροταφείο βόρεια του Λονδίνου που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την ταφή γνωστών αντικομφορμιστών.
(7) Hampsted Heath: Περιοχή της πόλης Νιου Άλμπανυ στο Οχάιο των ΗΠΑ.
126. DAVID WAGONER 1926 -
Ντέιβιντ Βάγκονερ
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
This is a Wonderful Poem
Πλησίασέ το προσεκτικά, μην το εμπιστεύεσαι, αυτό δεν είναι το πραγματικό όνομά του, φοράει κλεμμένα κουρέλια, δεν πλύθηκε ποτέ, η αναπνοή του θα φαινόταν πράσινη σαν βρύο αν ανάπνεε πραγματικά, δεν θα βγει απ’ τη μέση, σε κοιτάζει επίμονα
με μάτια καμένα γκρίζα σαν το πεζοδρόμιο,
το δέρμα του είναι συννεφιασμένο με άχρωμη βρομιά,
δεν έχει κανένα ιδιαίτερο σημάδι, κανένα δελτίο ταυτότητας,
θέλει κάτι δικό σου αλλά δεν έχει αποφασίσει
αν πρέπει να το ζητήσει ή απλώς να το πάρει,
δεν υπάρχει κανένας αστυνομικός, κανένας φιλικός γείτονας,
κανένας πολυπράγμονας συμφιλιωτής για να του φωνάξει,
μόνο αυτό το πράγμα που στέκεται ανάμεσα σε σένα και τη θέση όπου κατευθυνόσουν, έχεις περίπου τριάντα δευτερόλεπτα να το προσπεράσεις, να το γυροφέρεις,
ή απλά να αποχωρήσεις και να προσπαθήσεις να το ξεχάσεις,
δεν θα εκλάβει το όχι σαν απάντηση: Προσπάθησε πρώτα να το φτάσεις και θα μάθεις τι τρέμει μέσα στη σχισμένη τσέπη του.
Λοιπόν, τι θέλεις να κάνεις γι’ αυτό;
127. JAMES MERILL 1926 – 1995
Τζέημς Μέριλ
ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΗΣ VICTOR
The Victor Dog
Απ’ τον Μπιξ στον Μπούξτεχουντ και στον Μπουλέ (1) (2) (3)
το μικρό άσπρο σκυλί στην ετικέτα της Victor (4)
ακούει πολύ κι εντατικά όσο μπορεί.
Είναι πάντα εργασία μιας μέρας, οτιδήποτε παίζει.
Αποφεύγει, φαίνεται, τις κρίσεις.
Ακούει σοβαρά μέχρι και Μπλοχ, (5)
μετά χτίζει μια εκκλησία πάνω στον όξινο βράχο μας.
Είναι για τον άνθρωπο – όχι – για τον Λάιερμαν ο καλύτερος φίλος. (6)
Ή θα ήταν, αν η ακρόαση και το άκουσμα ήταν το ίδιο.
Ακούει πραγματικά; Φαντάζομαι ότι μάλλον μυρίζει
εκείνα τα χρυσά σαν λεμόνι αρπίσματα στο έργο του Ραβέλ (7)
«Οι πίδακες νερού στο παλάτι εκείνων που αγαπιούνται».
Μελετάει την ψηλή ιτιά στο Κονσέρτο του Σούμαν χτυπημένη απ’ την αστραπή και μένει ακίνητος. Όταν μαντεύει (8)
μέσα από ένα απ’ τους αιώνιους λαβυρίνθους από πυξάρι του Μπαχ (9)
το όμποε διαπεραστικό σαν σκύλα στη ζέστη,
ή όταν η ορχιδέα μεταγγίζει τον ακατέργαστο χυμό της
ή το φεγγάρι στην όπερα Wozzeck κοκκινίζει ώριμο για δολοφονία, (10)
δεν φτερνίζεται ή δεν ουρλιάζει, απλώς ακούει εντονότερα.
Άκαμπτες βελόνες το συγκρατούν από
το να περιστραφεί στο εξωτερικό διάστημα, πολύ μαύρο, πολύ κοντά -- αλλά διδάχθηκε σαν κουτάβι να μην υποχωρεί,
πολύ λιγότερο να μη μιμείται το μαύρο ζώο του Blanche
που γάβγιζε, παχύ ανόητο πλάσμα, στο βασιλιά Ληρ. (11)
Ακόμα άλλοι πάλευαν στην βρωμιά του δρόμου για τη Ζεζεμπέλ, (12)
σάλιαζαν μπροστά στο τζάκι κερασφόρων και πετροβολημένων βαρόνων. Οι πρόγονοί του δεν είχαν, για να πούμε το λιγότερο, υπομονή. Μπορεί η φύση να αλλάξει σ’ αυτό; Τίποτε δεν είναι αδύνατο.
Η τελευταία νότα εξασθενίζει Η νύχτα είναι κρύα και καθαρή.
Η φωνή του κυρίου του γρατσουνίζει μέσα από τ’ αυλάκια των γυμνών αλσών. Υπάκουα, στη σιωπή όμοια με τάφο
κοιμάται εκεί, πάνω στο γραμμόφωνο που ακόμα είναι ζεστό.
Μόνο στο όνειρο βρίσκεται στην πρεμιέρα μιας όπερας του Χέντελ (13)
που λογιζόταν χαμένη από καιρό – Μικρός Κύων.
Το αλληγορικό θέμα της είναι η ιστορία του!
Ένα μικρό σκυλί που περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα
δημιουργεί αρμονία πέρα απ’ την πίστη,
μια διάταξη αστεριών ... Υπάρχει άραγε στην καρδιά του Βίκτορ
καθόλου μέλι για τους νικημένους; Η τέχνη είναι τέχνη.
Αυτό που ζητάει η ζωή από μας είναι μια σκυλίσια ζωή.
(1) Bix Beiderbecke (1903 – 1931): Αμερικανός τρομπετίστας της τζαζ, Γερμανικής καταγωγής.
(2) Dietrich Buxtehude (1637 – 1707): Γερμανός μουσικός κι οργανοπαίκτης της εποχής του Μπαρόκ.
(3) Pierre Boulez (1925 - ): Γάλλος μουσουργός.
(4) RCA Victor: Εταιρεία ηχογράφησης μουσικών συνθέσεων και τραγουδιών που λειτουργεί απ’ το 1901.
(5) Ernest Bloch (1880 – 1959): Αμερικανός μουσουργός Ελβετικής καταγωγής.
(6) Der Leiermann (Ο φροντιστής Οργάνων): Μουσική σύνθεση του Φραντς Σούμπερτ 1797 – 1828).
(7) Maurice Ravel (1875 – 1937): Γάλλος μουσουργός της νεορομαντικής περιόδου.
(8) Robert Schumann (1810 – 1856): Γερμανός μουσουργός της ρομαντικής περιόδου.
(9) Johann Sebastian Bach (1685 – 1750): Γερμανός μουσουργός της εποχής του Μπαρόκ.
(10) Wozzeck: Η πρώτη όπερα του Αυστριακού μουσουργού Alban Berg (1885 – 1935).
(11) King Lear: Βασιλιάς της προρωμαϊκής Βρετανίας και ομώνυμη τραγωδία του Σαίξπηρ (1564 – 1616).
(12) Jezebel: Βασίλισσα του αρχαίου Ισραήλ, σύζυγος του βασιλιά Αχάμπ, γνωστή για τον δεσποτικό χαρακτήρα της. Ομώνυμη ταινία του Ουίλιαμ Ουάϊλερ με την Μπέτι Ντέιβις (1938).
(13) George Frederic Handel (1685 – 1759): Γερμανός μουσουργός της εποχής του Μπαρόκ, που έζησε στην Αγγλία.
128. FRANK O'HARA 1926 – 1966
Φρανκ Ο’ Χάρα
ΟΠΩΣ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΚΕ
As Planned
Μετά το πρώτο ποτήρι βότκας
μπορείς να τα δεχτείς σχεδόν όλα
για τη ζωή ακόμη και την αινιγματικότητά σου
σκέφτεσαι ότι είναι ωραίο ένα κουτί
με σπίρτα να είναι πορφυρό και καφετί και να ονομάζεται
«Η Μικρή» και να έρχεται απ’ τη Σουηδία
γιατί είναι λέξεις που ξέρεις κι αυτό
είναι το μόνο που ξέρεις, λέξεις κι όχι τα συναισθήματά τους
ή τι σημαίνουν και γράφεις επειδή τις ξέρεις
όχι επειδή τις καταλαβαίνεις
επειδή δεν τις καταλαβαίνεις, είσαι ηλίθιος και τεμπέλης
και ποτέ δεν θα γίνεις μεγάλος αλλά κάνεις
αυτό που ξέρεις επειδή τι άλλο υπάρχει εκεί;
130. W. S. MERWIN 1927 -
Ου. Σ. Μέρβιν
ΜΙΑ ΑΠ’ ΤΙΣ ΖΩΕΣ
One of the Lives
Αν δεν είχα συναντήσει το κοκκινομάλλικο αγόρι που ο πατέρας του
είχε σπάσει ένα πόδι πέφτοντας με αλεξίπτωτο στην Προβηγκία
για να ενωθεί με την αντίσταση στο τελικό στάδιο του πολέμου
και έτσι σκοτώθηκε εκεί καθώς οι Γερμανοί έφευγαν προς το Βορρά εγκαταλείποντας την Ιταλία κι αν ο φίλος που ήταν μαζί του
καθώς πέθαινε δεν είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό
που πέθανε επίσης νέος αρκετά διαφορετικά σε περίοδο ειρήνης
αφήνοντας δύο παιδιά ένα απ’ αυτά με κακή υγεία
που κρατήθηκε μακριά απ’ το σχολείο ένα ολόκληρο χρόνο από μια αρρώστια κι αν είχα γράψει κάτι άλλο στην κορυφή
της σελίδας των εξετάσεων που έλεγε κολέγιο
της επιλογής σας ή αν οι ερωτήσεις εκείνη την ημέρα είχαν
τεθεί διαφορετικά κι αν μια νέα γυναίκα στο Κίτανινγκ (1)
δεν είχε διδάξει τον πατέρα μου να οδηγεί σε ηλικία είκοσι χρόνων
έτσι ώστε να πάρει την δουλειά δίπλα στον πάστορα της μεγάλης εκκλησίας στο Πίτσμπουργκ όπου εργαζόταν η μητέρα μου κι αν
η μητέρα μου δεν είχε χάσει και τους δύο γονείς της όταν ήταν παιδί
έτσι ώστε να έπρεπε να πάει στη γιαγιά της στο Πίτσμπουργκ (2)
δεν θα είχα βρεθεί σε μια σιδερένια κούνια
με το κεφάλι μου δίπλα στο τζάκι του πέτρινου αγροτόσπιτου
που είχε μείνει άδειο αρκετό καιρό προτού να γεννηθώ
δεν θα είχα ταξιδέψει τόσο μακριά για να ξαπλώνω τρέμοντας
απ’ τον πυρετό αν και ήμουν τυλιγμένος με καθετί στο σπίτι
ούτε θα είχα δει το γλοιώδη γιατρό να κρατάει ψηλά τη βελόνα του
μπροστά στο παράθυρο στο φως της βροχής του Οκτωβρίου
δεν θα είχα δει μέσα απ’ το ραγισμένο τζάμι τη σκοτεινιασμένη
κοιλάδα με τον ποταμό της να γλιστράει πέρα απ’ τα κεχριμπαρένια βουνά ούτε θα είχα ξυπνήσει ακούγοντας τα δαμάσκηνα να πέφτουν τις μικρές ώρες νομίζοντας πως ήξερα πού ήμουν όπως τ’ άκουγα να
πέφτουν.
(1) Kittanning: Κωμόπολη 4.500 κατοίκων στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ.
(2) Pittsburgh: Πόλη 312.000 κατοίκων στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ.
131. JOHN ASHBERY 1927 -
Τζον Άσμπερυ
ΈΡΩΤΑΣ ΜΕ ΝΟΗΜΑ
Meaningful Love
Το ποιες ήταν οι κακές ειδήσεις
το καταλάβαμε πολύ αργά
για να κάνουμε κάτι καλό γι’ αυτό.
Δεν μου προσφέρθηκε κανένα επείγον όνειρο,
δεν χρειάστηκα κανένα όνομα ή τίποτε άλλο.
Όλα ήταν φροντισμένα.
Στη μεσαίου μεγέθους πόλη της ενημερότητάς μου
οι αρουραίοι χτίζουν κολοσσούς.
Το γαλάζιο δωμάτιο είναι εκεί πέρα.
Δεν άπλωσε κανένα αισθητήριο όργανο.
Η μέρα ήταν όλη σαν να ήταν μια γι’ αυτόν.
Μερικές μέρες δε φεύγει ποτέ απ’ το δωμάτιό του
κι εκείνες είναι οι καλύτερες μέρες,
πολύ καλύτερες απ’ τις άλλες.
Υπήρχαν σκυθρωποί κήποι πιο μακριά κάτω στην πλαγιά, μυρμηγκοφωλιές που έμοιαζαν σα να ανήκαν εκεί.
Τα λουκάνικα ήταν σχεδόν άψητα,
το κρασί πολύ κρύο, το ψωμί λειωμένο.
Ποιος είπε να φέρουμε πουλόβερ;
Το κλίμα δεν είναι τόσο αξιόπιστο.
Ο Ατλαντικός σύρθηκε αργά στα αριστερά
καρφώνοντας ένα μήνυμα στα άδετα χρυσά μαλλιά των κοριτσιών που κοιμόνταν, ένα κόλπο για την επόμενη φορά,
όπου η φωτιά και το νερό είναι ασυγκράτητα στους δρόμους,
η πύλη κλειστή - κανένας επισκέπτης σήμερα
και κανένα φανερό χτύπημα καρδιάς.
Ξεφορτώθηκα το βιβλίο με τα παραμύθια,
έβαλα ενέχυρο το παλιό αυτοκίνητό μου, αγόρασα ένα εισιτήριο
για το σπίτι των εκπλήξεων, βρέθηκα πάλι πίσω εδώ στις έξι η ώρα, λέγοντας μέσα μου "πιθανές παρενέργειες".
Δεν υπήρχε τίποτε κακό στο να είσαι ερωτευμένος τότε,
ούτε και τίποτε σίγουρα καλό. Αλλά ο έρωτας ήταν έρωτας υπαλλήλων
ή προϊσταμένων. Δεν υπήρχε κανένας ίσιος δρόμος που να βγάζει από εκεί. Τα φύλλα γύρω απ’ την πόρτα είναι σημειωμένες απώλειες.
Χρειάζονται είκοσι χρόνια για να ξαναφτιαχτούν.
Οι ηλίανθοι ανθίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
134. MAYA ANGELOU 1928 -
Μάγια Αγγέλου
ΜΟΝΟΣ
Alone
Ξαπλωμένη σκεφτόμουν
χτες τη νύχτα
πώς να βρω κατοικία για την ψυχή μου
όπου το νερό δεν θα είναι διψασμένο
κι η φραντζόλα του ψωμιού δεν θα είναι πέτρα
και κατάληξα σε ένα πράγμα
και δεν πιστεύω ότι κάνω λάθος,
ότι κανένας
μα κανένας
δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ μόνος.
Μόνος, εντελώς μόνος
κανένας, μα κανένας
δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ μόνος.
Υπάρχουν μερικοί εκατομμυριούχοι
με λεφτά που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν
οι γυναίκες τους τρέχουν γύρω σαν ξωτικά
τα παιδιά τους τραγουδάνε μπλουζ
έχουν ακριβούς γιατρούς
για να θεραπεύσουν τις πέτρινες καρδιές τους.
Αλλά κανένας,
όχι, κανένας
δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ μόνος.
Μόνος, εντελώς μόνος
κανένας, μα κανένας
δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ μόνος.
Τώρα αν ακούσετε προσεκτικά
θα σας πω αυτό που ξέρω
σύννεφα θύελλας μαζεύονται
ο αέρας θα φυσήξει
η φυλή του ανθρώπου υποφέρει
και μπορώ να ακούσω τους στεναγμούς,
"γιατί κανένας
μα κανένας
δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ μόνος.
Μόνος, εντελώς μόνος
κανένας, μα κανένας
δεν μπορεί να τα καταφέρει εδώ μόνος.
ΑΚΟΜΑ ΣΗΚΩΝΟΜΑΙ
Still I Rise
Μπορείτε να με γράψετε στην ιστορία
με τα πικρά, στριμμένα ψέματά σας,
μπορείτε να με τσαλαπατήσετε μες στη βρωμιά
αλλά ακόμα, όπως η σκόνη, θα σηκώνομαι.
Μήπως σας ενοχλεί η ασέβειά μου;
Γιατί περιβάλλεστε με θλίψη;
"Επειδή περπατώ σαν να έχω πετρελαιοπηγές
που βγάζουν πετρέλαιο στο καθιστικό μου;»
Ακριβώς όπως τα φεγγάρια κι οι ήλιοι,
με τη βεβαιότητα των παλιρροιών,
ακριβώς όπως οι ελπίδες που πηδάνε ψηλά,
ακόμα θα σηκώνομαι.
Θέλατε να με δείτε να σπάω;
Με σκυμμένο κεφάλι και χαμηλωμένα μάτια;
Ώμους που πέφτουν κάτω όπως τα δάκρυα,
αποδυναμωμένοι απ’ τις εκφραστικές κραυγές μου;
Μήπως η υπεροψία μου σας προσβάλλει;
Δεν την παίρνετε στραβά
"επειδή γελάω σαν να έχω ορυχεία χρυσού
σκάβοντας στην αυλή μου;»
Μπορείτε να με πυροβολήσετε με τις λέξεις σας,
μπορείτε να με κόψετε με τα μάτια σας,
μπορείτε να με σκοτώσετε με την απέχθειά σας,
αλλά ακόμα, όπως ο αέρας, θα σηκώνομαι.
Μήπως η σεξουαλικότητά μου σας ενοχλεί;
Μήπως σας προξενεί έκπληξη
το ότι χορεύω σαν να έχω διαμάντια
στο σημείο συνάντησης των μηρών μου;
Απ’ τις καλύβες της ντροπής της ιστορίας σηκώνομαι
είμαι ένας μαύρος ωκεανός ορμητικός και μεγάλος,
Ξεχειλίζοντας και φουσκώνοντας αντέχω στην παλίρροια.
Αφήνοντας πίσω νύχτες τρόμου και φόβου σηκώνομαι
σε μια χαραυγή που είναι θαυμαστά καθαρή
σηκώνομαι φέρνοντας τα δώρα που μου έδωσαν οι πρόγονοί μου,
είμαι το όνειρο κι η ελπίδα του σκλάβου.
Σηκώνομαι
σηκώνομαι
σηκώνομαι.
135. PHILIP LEVINE 1928 -
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ
Coming Close
Κοίταξε αυτή την ήρεμη γυναίκα,
στεκόταν μπροστά σε ένα τροχό γυαλίσματος
για πάνω από τρεις ώρες και χρειάζεται ακόμη
είκοσι λεπτά μέχρι να μπορέσει να κάνει
ένα μεσημεριανό διάλειμμα. Είναι γυναίκα;
Κοίταξε τα μπράτσα της καθώς πιέζουν
το μακρύ χάλκινο σωλήνα πάνω στον προφυλακτήρα,
είναι αυλακωμένα στους τρικέφαλους μύες,
που τα τρία κεφάλια τους φαίνονται καθαρά.
Κοίταξε το λεπτό ξεσκόνισμα του σκοταδιού
στο πανωχείλι της και τις χάντρες
του ιδρώτα που τρέχουν κάτω απ’ το κόκκινο
κεφαλομάντηλο πάνω στο φρύδι της και τις σκουπίζει
με μια μαυριδερή ζώνη του καρπού
σε μια περίεργη κίνηση που θα έκανε ένα παιδί
να πει όχι! Όχι.! Πρέπει να έρθεις πιο κοντά
για να ανακαλύψεις, ότι πρέπει να κρεμάσεις τη γραβάτα σου
και το σακάκι σου σε ένα απ’ τα ντουλάπια
για να φορέσεις μια μαύρη φόρμα, πρέπει
να είσαι έτοιμος να ξοδέψεις τη μία βάρδια μετά την άλλη
τραβώντας τους μεταλλικούς δίσκους του αποθέματος,
σκύβοντας πρώτα, με τα γόνατα λυγισμένα για σηκώσω ένα φορτίο,
κατόπιν ανυψώνοντας με ένα ξεφύσημα, αφήνοντας την πρώτη λέξη τρυφερότητας ανάμεσα στους δυο σας,
καθώς έπειτα πρέπει να φέρεις νέους δίσκους από θαμπούς
αγυάλιστους σωλήνες. Πρέπει να την ταίσεις,
όπως λένε στη γλώσσα αυτού του μέρους.
Μην κάνεις κανένα λάθος, το μέρος έχει γλώσσα,
κι αν από τύχη κοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα,
καθώς ο τροχός θα σταματούσε έτσι ώστε
να δεις ξαφνικά ότι αυτό δεν ήταν στερεό αντικείμενο
αλλά τόσο πολλές χωριστές σκληρές τρίχες που σχηματίζουν
σε κίνηση έναν τέλειο κύκλο, θα γύριζε σε σένα
και θα έλεγε, "γιατί;" Όχι το παλιό γιατί
του γιατί πρέπει να ξοδεύω πέντε νύχτες τη βδομάδα
Απλώς, "γιατί;" Ακόμα κι αν από κάποια μαγική έμπνευση
ήξερες, ότι δεν θα τολμούσατε να μιλήσετε
από φόβο μήπως εκείνη γελάσει, που τώρα
έχει συμβεί οπωσδήποτε καθώς τοποθετεί τα πέντε
λεπτά δάχτυλα του ακάθαρτου χεριού της
στο βραχίονα του άσπρου πουκάμισού σου για να σε
σημαδέψει για δικό της, τώρα και για πάντα.
136. ANNE SEXTON 1928 – 1974
Αν Σέξτον
ΟΠΩΣ ΕΚΕΙΝΗ
Her Kind
Βγήκα έξω, σαν μια δαιμονισμένη μάγισσα,
που στοιχειώνει το μαύρο αέρα, πιο θαρραλέα τη νύχτα,
κάνοντας όνειρα για το κακό, έχτισα το βασίλειό μου
πάνω απ’ τα απλά σπίτια, χρησιμοποιώντας το ένα φως μετά το άλλο:
μοναχικό πλάσμα, με δώδεκα δάχτυλα, εξωφρενικό.
Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι γυναίκα, σίγουρα.
Είμαι κι εγώ όπως εκείνη.
Βρήκα τις ζεστές σπηλιές στα δάση,
τις γέμισα με τηγάνια, ανάγλυφα, ράφια,
ντουλάπια, μετάξια, αναρίθμητα αγαθά.
Ετοίμασα τα δείπνα για τα σκουλήκια και τις νεράιδες:
Κλαψούρισμα, ανακατανομή, απορύθμιση.
Μια γυναίκα σαν αυτή είναι παρεξηγημένη.
Είμαι κι εγώ όπως εκείνη.
Έχω οδηγήσει το αμάξι σου, οδηγέ,
χαιρέτησα με τα γυμνά μπράτσα μου τα χωριά που περνούσαν, μαθαίνοντας τις τελευταίες φωτεινές διαδρομές, επιζώντας
εκεί όπου οι φλόγες σου δαγκώνουν ακόμα τους μηρούς μου
και τα πλευρά μου ραγίζουν όπου οι ρόδες σου γυρίζουν.
Μια γυναίκα σαν αυτή δε ντρέπεται να πεθάνει.
Είμαι κι εγώ όπως εκείνη.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΞΕΡΟΥΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
The Truth the Dead Know
Για τη μητέρα μου, που γεννήθηκε Μάρτιο 1902, πέθανε Μάρτιο 1959 και
τον πατέρα μου, που γεννήθηκε Φεβρουάριο 1900, πέθανε Ιούνιο 1959
Έφυγαν, λέω και περπατώ απ’ την εκκλησία,
αποφεύγοντας την κουραστική πομπή στον τάφο,
αφήνοντας το νεκρό να πάει μόνος του μέσα στη νεκροφόρα.
Είναι Ιούνιος. Κουράστηκα να είμαι γενναία.
Πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο στο Ακρωτήριο. Ευδοκιμώ
εκεί όπου ο ήλιος στάζει απ’ τον ουρανό,
όπου η θάλασσα ταλαντεύεται σαν σιδερένια πύλη κι αγγίζουμε ο ένας τον άλλο. Σε μια άλλη χώρα οι άνθρωποι πεθαίνουν.
Αγάπη μου, ο άνεμος μπαίνει μέσα όπως οι πέτρες
απ’ το νερό με την άσπρη καρδιά και όταν αγγιζόμαστε
μπαίνουμε στην αφή ολοκληρωτικά. Κανένας δεν είναι μόνος.
Οι άνθρωποι σκοτώνουν γι’ αυτό ή για κάτι τέτοιο.
Και τι να πω για τους νεκρούς; Κείτονται χωρίς παπούτσια
στις πέτρινες βάρκες. Είναι περισσότερο σαν πέτρα
από όσο θα ήταν η θάλασσα αν σταματούσε. Αρνούνται
να ευλογηθούν, λαιμός, μάτια και κότσια.
137. DONALD HALL 1928 -
Ντόναλντ Χολ
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
Affirmation
Όταν γερνάς τα χάνεις όλα.
Γεράματα, όλοι το ξέρουν.
Ακόμα κι όταν είμαστε νέοι,
το σκεφτόμαστε φευγαλέα και κουνάμε τα κεφάλια μας
όταν πεθαίνει ένας παππούς μας.
Κατόπιν κωπηλατούμε για πολλά χρόνια στη λίμνη
του καλοκαιριού, ανίδεοι κι ικανοποιημένοι. Αλλά ένας γάμος,
που άρχισε χωρίς προβλήματα, σκορπίζεται
σε συντρίμμια στην ακτή,
κι ένας φίλος απ’ το σχολείο πέφτει
κρύος σε μια βραχώδη παραλία.
Αν ένας νέος έρωτας μας φέρει
πέρα απ’ τη μέση ηλικία, η σύζυγός μας θα πεθάνει
την ώρα που είναι δυνατή και όμορφη.
Οι νέες γυναίκες έρχονται και φεύγουν. Όλα φεύγουν.
Η όμορφη ερωμένη που αναγγέλλει
ότι είναι προσωρινή
είναι προσωρινή. Η εντυπωσιακή γυναίκα,
μέσης ηλικίας απέναντι στα γηρατειά μας,
βουλιάζει σε μια ανησυχία όπου δε μπορεί να αντισταθεί.
Ένας άλλος παλιός φίλος αποξενώνεται
λέγοντας λέξεις που μολύνουν τριάντα χρόνια φιλίας.
Ας πνιγούμε κάτω απ’ τη λάσπη στην άκρη της λίμνης
κι ας επιβεβαιώσουμε ότι είναι ταιριαστό
κι ευχάριστο να τα χάνουμε όλα.
139. JOHN HOLLANDER 1929 -
Τζον Χολάντερ
ΠΑΛΙΟΜΟΔΙΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
An Old-Fashioned Song
Όχι άλλοι περίπατοι στο δάσος:
Τα δέντρα κόπηκαν όλα,
κι εκεί όπου πριν στέκονταν εκείνα
δε φαίνεται ούτε καν μια αυλακιά
από βαγόνι πάνω στο μονοπάτι
σαν μια ψιλή βούρτσα να τα καθάρισε όλα.
Όχι άλλοι περίπατοι στο δάσος.
Αυτό είναι η συνέχεια
των απογευμάτων στα χωράφια με το τριφύλλι
όπου κάποτε κάναμε έρωτα
κι έπειτα περπατήσαμε μαζί στο σπίτι
όπου τα δέντρα σχημάτισαν αψίδα πάνω μας,
όπου φτιάξαμε μόνοι μας τον καιρό μας
όταν τα κλαδιά ήταν ο ουρανός.
Τώρα χάθηκαν όλα για τα καλά,
κι εσύ άρρωστη κι εγώ
είμαι μόνο περαστικός.
Εμείς και τα δέντρα κι ο δρόμος
του γυρισμού απ’ τα χωράφια του παιχνιδιού
κρατήσαμε όσο μπορούσαμε.
Όχι άλλοι περίπατοι στο δάσος.
140. ADRIENNE RICH 1929 -
Άντριεν Ριτς
ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΠΑΓΩΤΟ
Miracle Ice Cream
Το φορτηγό των θαυμάτων κατεβαίνει στη μικρή λεωφόρο,
με την μουσική τζαζ του Σκοτ Τζόπλιν να σκορπίζεται πίσω του σαν (1) μαργαριτάρια και, ναι, μπορείτε να αισθάνεστε ευχαριστημένοι
με ένα μέρος της καρδιάς σας.
Πάρτε ό,τι σας δίνεται ακόμα: Στην πλούσια σκιά ενός δωματίου
τα στήθη μιας γυναίκας που ταλαντεύονται ελαφριά καθώς σκύβει. Νωρίς τώρα το μαργαριτάρι του σκοταδιού διαλύεται.
Αργότερα, κάθεστε ζυγίζοντας τις απογευματινές ειδήσεις,
θαύματα έτοιμων φαγητών, πνευματικές επαναστάσεις,
το υπόλοιπο της καρδιάς σας.
(1) Scott Joplin (1867 – 1917): Αμερικανός μουσικός που διακρίθηκε στο είδος της μουσικής «Ragtime» που ήταν πολύ δημοφιλής στην Αμερική στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα.
ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Diving into the Wreck
Πρώτα έχοντας διαβάσει το βιβλίο των μύθων,
και έχοντας φορτώσει τη φωτογραφική μηχανή,
και έχοντας ελέγξει την άκρη της λεπίδας του μαχαιριού,
φόρεσα
τη φόρμα από μαύρο λάστιχο
τα παράξενα βατραχοπέδιλα
τη σοβαρή και άχαρη μάσκα.
Πρέπει να το κάνω αυτό
όχι όπως ο Κουστώ με την (1)
επιμελή ομάδα του
πάνω στην πλημμυρισμένη από ήλιο σκούνα του
αλλά εδώ μόνη.
Υπάρχει μια σκάλα.
Η σκάλα είναι πάντα εκεί
κρεμασμένη αθώα
κοντά στην πλευρά της σκούνας.
Ξέρουμε ποιο σκοπό εξυπηρετεί,
εμείς που την έχουμε χρησιμοποιήσει.
Διαφορετικά
είναι ένα κομμάτι ναυτικού σχοινιού
ένας ακόμη εξοπλισμός.
Πηγαίνω κάτω.
Σκαλί σκαλί κι ακόμα
το οξυγόνο με βυθίζει
το μπλε φως
τα καθαρά άτομα
του ανθρώπινου αέρα μας.
Πηγαίνω κάτω.
Τα βατραχοπέδιλά μου με σακατεύουν,
σέρνομαι σαν έντομο κάτω απ’ τη σκάλα
και δεν υπάρχει κανένας
για να μου πει πότε θ’ αρχίσει
ο ωκεανός.
Πρώτα ο αέρας είναι γαλάζιος κι έπειτα
είναι πιο γαλάζιος κι έπειτα πράσινος κι έπειτα
μαύρος μαυρίζω κι εγώ κι όμως
η μάσκα μου είναι ανθεκτική
αντλεί το αίμα μου με δύναμη
η θάλασσα είναι μια άλλη ιστορία
η θάλασσα δεν είναι θέμα δύναμης
πρέπει να μάθω μόνη μου
να γυρίζω το σώμα μου χωρίς δύναμη
στο στοιχείο του βάθους.
Και τώρα: Είναι εύκολο να ξεχάσω
για ποιο λόγο ήρθα
ανάμεσα σε τόσο πολλούς που έχουν ζήσει
πάντα εδώ
κουνώντας τις οδοντωτές βεντάλιες τους
ανάμεσα στους σκοπέλους
κι εκτός αυτού αναπνέεις διαφορετικά εδώ κάτω.
Ήρθα να εξερευνήσω το ναυάγιο.
Οι λέξεις είναι σκοποί.
Οι λέξεις είναι χάρτες.
Ήρθα για να δω την καταστροφή που έγινε
και τους θησαυρούς που επικρατούν.
Οδηγώ την ακτίνα του λαμπτήρα μου
αργά κατά μήκος του πλευρού
από κάτι μονιμότερο
απ’ τα ψάρια ή τα ζιζάνια
το πράγμα για το οποίο ήρθα:
το ναυάγιο και όχι η ιστορία του ναυάγιου
το ίδιο το πράγμα και όχι ο μύθος
το πνιγμένο πρόσωπο που κοιτάζει πάντα
προς τον ήλιο
τα σημάδια της ζημιάς
φαγωμένα απ’ το αλάτι και μακριά σ’ αυτή τη φθαρμένη ομορφιά
τα πλευρά της καταστροφής
που κάμπτει τη διεκδίκησή τους
ανάμεσα στους διστακτικούς ερευνητές.
Αυτή είναι η θέση.
Κι είμαι εδώ, γοργόνα που τα μαλλιά της
κυματίζουν μαύρα, ο τρίτων με το θωρακισμένο σώμα του.
Κάνουμε κύκλο σιωπηλά
γύρω απ’ το ναυάγιο
και βουτάμε μέσα στο κύτος.
Είμαι αυτή: Είμαι αυτός
που τα πνιγμένα πρόσωπά τους κοιμούνται με ανοικτά μάτια
που τα στήθη τους αντέχουν ακόμα την πίεση
που το ασήμι τους, ο χαλκός, το επίχρυσο φορτίο βρίσκεται
σκοτεινό μέσα σε βαρέλια
μισό-σφηνωμένα και που αφημένα να σαπίσουν
είμαστε τα μισοχαλασμένα όργανα
που κάποτε κρατούσαν σε πορεία
το φαγωμένο απ’ το νερό κούτσουρο
τη μπλεγμένη πυξίδα
Είμαστε, είμαι, είστε
από δειλία ή θάρρος
αυτοί που βρίσκουν τον δρόμο μας
πίσω σ’ αυτήν την σκηνή
κουβαλώντας ένα μαχαίρι, μια φωτογραφική μηχανή
ένα βιβλίο από μύθους
στο οποίο δεν εμφανίζονται τα ονόματά μας.
(1) Jacques Yves Cousteau (1910 -1997): Γάλλος εξερευνητής των θαλασσών.
142. GREGORY CORSO 1930 -
Γκρέγκορυ Κόρσο
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Destiny
Παραδίδουν τις εντολές του Θεού
χωρίς καθυστέρηση
Κι είναι απαλλαγμένα από φόβο
από περιορισμό
Και με τον Πέτασο, το Κηρύκειο και τα Φτερωτά Σαντάλια
αστροπελέκια όμοια με πορθμείο
που τους έδωσε ο Θεός
ανεμπόδιστα ανάμεσα στα δικαστήρια
του Χώρου και του Χρόνου
Το Αγγελιοφόρο-Πνεύμα
με ανθρώπινη σάρκα
παίρνει μια αξιόπιστη,
αυτοδύναμη, ευπροσάρμοστη,
σχολαστικά ποιητική ύπαρξη
κατά την παραμονή του στη ζωή
Δεν βροντάει
ή δεν χτυπάει το κουδούνι
ή το τηλέφωνο
Όταν το Αγγελιοφόρο-Πνεύμα
έρχεται στην πόρτα σας
αν κι είναι κλειδωμένη
Θα μπει μέσα σαν ηλεκτρική μαία
και θα παραδώσει το μήνυμα
Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία
σε καμία εποχή
ότι κάποιο Αγγελιοφόρο-Πνεύμα
σκόνταψε ποτέ στο σκοτάδι.
143. GARY SNYDER 1930 -
Γκάρυ Σνάιντερ
ΣΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΛΟΓΑ
Hay for the Horses
Οδήγησε τη μισή νύχτα
από μακριά κάτω απ’ το Σαν Ζοακίν (1)
μέσω Μαριπόζα, ανηφορίζοντας (2)
τους επικίνδυνους δρόμους των βουνών,
και σταμάτησε στις οκτώ το πρωί.
Με το μεγάλο φορτίο σανού
πίσω απ’ τη σιταποθήκη.
Με βαρούλκο και σχοινιά και γάντζους
στοιβάξαμε τα δέματα προσεκτικά
πάνω στα δοκάρια από σεκόβια γεμάτα αγκίδες
ψηλά στο σκοτάδι, με ψήγματα ήμερου τριφυλλιού να στροβιλίζονται μέσα στο φως που έμπαινε απ’ τις σχισμές των ταβανοσάνιδων,
ενώ η σκόνη του σανού μας προκαλούσε φαγούρα
μέσα στα ιδρωμένα πουκάμισα και τα παπούτσια.
Την ώρα του μεσημεριανού γεύματος κάτω απ’ τη μαύρη βελανιδιά
έξω στην καυτή μάντρα,
-- ενώ η γριά φοράδα είχε χωμένη τη μύτη της στο ταγάρι,
κι οι ακρίδες έτριζαν στα αγριόχορτα ---
"είμαι εξήντα οκτώ" είπε,
"άρχισα να κουβαλάω σανό όταν ήμουν δεκαεπτά.
Εκείνη τη μέρα που άρχισα, σκέφτηκα
ότι σίγουρα δε θα ήθελα να το κάνω αυτό σ’ όλη τη ζωή μου.
Και να πάρει η οργή, αυτό ακριβώς
είναι που πήγα και έκανα μέχρι τώρα".
(1) San Joaquin: Περιοχή της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, ανατολικά του Σαν Φρανσίσκο με συνολικό πληθυσμό 620.000 κατοίκους.
(2) Mariposa: Μικρή πόλη 4.000 κατοίκων στην ομώνυμη κομητεία της Καλιφόρνιας.
145. DEREK WALCOTT 1930 -
Ντέρεκ Ουόλκοτ
ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΥΕΛΛΑ
After The Storm
Υπάρχουν τόσα πολλά νησιά!
Τόσα νησιά όσα και τ’ αστέρια τη νύχτα
σ’ αυτό το δέντρο με τα πολλά κλαδιά απ’ όπου τινάζονται μετεωρίτες
σαν φρούτα που πέφτουν γύρω απ’ το Ταξίδι της σκούνας.
Αλλά τα πράγματα πρέπει να πέφτουν και έτσι ήταν πάντα,
απ’ τη μια πλευρά η Αφροδίτη, απ’ την άλλη ο Άρης.
Πέφτουν κι είναι ένα, ακριβώς όπως αυτή η γη είναι ένα
νησί στα αρχιπελάγη των αστεριών.
Ο πρώτος φίλος μου ήταν η θάλασσα. Τώρα, είναι ο τελευταίος μου. Τώρα παύω να μιλάω. Εργάζομαι, έπειτα διαβάζω,
ηρεμώντας κάτω από ένα φανάρι γαντζωμένο στον ιστό.
Προσπαθώ να ξεχάσω τι ήταν η ευτυχία,
και όταν αυτό δεν έχει αποτέλεσμα, μελετώ τ’ αστέρια.
Μερικές φορές είμαι απλώς εγώ κι ο απαλά ψαλιδισμένος αφρός
καθώς το κατάστρωμα γίνεται άσπρο και το φεγγάρι ανοίγει
ένα σύννεφο σαν πόρτα και το φως πάνω μου
είναι ένας δρόμος στο άσπρο σεληνόφωτο που με παίρνει στο σπίτι.
Ο Σαβίνος σου τραγούδησε απ’ τα βάθη της θάλασσας. (1)
(1) Shabine: Ναυτικός που χρησιμοποιείται ως συμβολικό πρόσωπο στην ποίηση του Ουόλκοτ, ανάλογο με τον Ομηρικό Οδυσσέα, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο εαυτό του.
ΑΓΑΠΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Love After Love
Ο καιρός θα έρθει
όταν, με έκσταση
θα χαιρετήσεις τον εαυτό σου φθάνοντας
στην ίδια σου την πόρτα, στον ίδιο σου τον καθρέφτη
και καθένας θα χαμογελάσει στο καλωσόρισμα του άλλου,
και θα πει, κάθισε εδώ. Φάε.
Θα ξαναγαπήσεις τον ξένο που ήταν ο εαυτός σου.
Δώσε κρασί. Δώσε ψωμί. Δώσε την καρδιά σου πίσω
στον εαυτό της, στον ξένο που σ’ αγάπησε
όλη σου τη ζωή, που σε ξέρει απέξω.
Κατέβασε τις ερωτικές επιστολές απ’ το ράφι,
τις φωτογραφίες, τα απελπισμένα σημειώματα,
ξεφλούδισε την εικόνα σου απ’ τον καθρέφτη.
Κάθισε. Πανηγύρι για τη ζωή σου.
149. SYLVIA PLATH 1932 – 1963
Σύλβια Πλαθ
(2) Zeppo Marx (1901 – 1979): Αμερικανός κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου.
294. HENRI COLE 1956 -
Χένρυ Κόουλ
ΟΛΥΜΠΙΑ
Olympia
Κουρασμένος, πεινασμένος, ζεστός, αναρριχήθηκα στην απότομη πλαγιά προς την πόλη, μια αποπνικτική, υγρή τοποθεσία, μπουσουλώντας ανάμεσα στα έντομα και τα πουλιά.
Στο μισοσκόταδο του βουνού,
τα μικρά πράγματα φαίνονταν μεγάλα: ένας γάιδαρος που ουρούσε σ’ έναν φοίνικα ένα λερωμένο από σάλιο κι αλάτι αγόρι καβάλα στην πλάτη της μητέρας του. ένας ντροπαλός περιπλανώμενος μαύρος Αδάμ. Περπατούσα σε μιαν άκρη. Οι στιγμές έλιωσαν σε ένα κρυστάλλινο βράχο, σαν πάγος σε ένα κάδο σαμπάνιας. Ο χρόνος βυθιζόταν προς τα μπρος, σαν δελφίνια που ψαλιδίζουν το ανοικτό νερό ή σαν εμένα,
ακολουθώντας τα βατραχοπέδιλα της Τζένης για να δω την κοραλλιογενή ύφαλο, όπου το χρώμα της άμμου, της θάλασσας και του ουρανού ανακατεύτηκαν και ήταν σαν αυτά να ήταν όλα όσα επιθυμούσε ο Θεός: Όχι μια σύζυγο, ένα σπίτι ή μια θέση,
αλλά έναν εαυτό, σαν βελόνα, που μπαίνει σε μια φλέβα.
ΧΩΡΙΣ ΠΑΙΔΙΑ
Childlessness
Για πολλά χρόνια ήθελα ένα παιδί
παρόλο που ήξερα ότι θα φώτιζε μόνο τη ζωή
για λίγο χρόνο, σαν αστέρι σ’ ένα δέντρο. Πίστευα
ότι η ευτυχία θα επιβεβαιωνόταν επιτέλους,
όπως ένα πουλί σε ένα βρώμικο κλουβί, που με φωνάζει,
σαν πρεσβευτής της σάρκας, απ’ τον τραχύ
κλειδωμένο θάλαμο του σεξ.
Ξαπλωμένος στο κουλουριασμένο κρεβάτι μου,
είμαι σαν νεόνυμφος, που επιδιώκει διαδοχικά συνένωση
με κάποιον άλλο και που αντιστέκεται στον καταποντισμό μ’ αυτό.
Η αγάπη ενός γιου για τη μητέρα του είναι σαν ένα ποτάμι
που χωρίζει τη στεριά για να φθάσει στη θάλασσα:
Το πίστευα αυτό κάποτε. Όταν πέθανες, μητέρα,
ήμουν μόνος επιτέλους. Και έπειτα επέστρεψες,
μελαγχολική και άπληστη όπως η θάλασσα,
για να ζητήσεις να με πάρεις.
196. ROBERT HASS 1941 -
Ρόμπερτ Χας
ΗΡΩΙΚΗ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ
Heroic Simile
Όταν ο ξιφομάχος έπεσε στους Επτά Σαμουράι του Κουροσάβα (1)
μέσα στην γκρίζα βροχή,
σε Σινεμασκόπ κι η δυναστεία Τοκουγκάβα, (2)
έπεσε τεντωμένη ίσια όπως ένα πεύκο, έπεσε
όπως έπεσε ο Αίας στον Όμηρο
μέσα σε απαγγελλόμενα δακτυλικά εξάμετρα και το δέντρο ήταν τόσο τεράστιο που ο ξυλοκόπος γύρισε για δύο μέρες σ’ εκείνο το τυχερό μέρος πριν αρχίζει να το πριονίζει
και την τρίτη μέρα έφερε τον θείο του.
Μάζευαν κούτσουρα στο ρητινούχο αέρα,
κόβοντας τα μικρά μέλη,
δένοντας εκείνους τους σωρούς χωριστά.
Τα κομμάτια κοντά στη ρίζα
διαιρέθηκαν στα τέσσερα κι ακόμα ήταν φοβερά μεγάλα,
τα κούτσουρα απ’ το μεσαίο τμήμα του δέντρου κόπηκαν στα δύο:
δέκα δέματα και τέσσερις μεγάλες στοίβες ευωδιαστού ξύλου,
σχήματος φεγγαριού και τέταρτου φεγγαριού και μισοφέγγαρου
αποτελειωμένες απ’ τα δόντια του πριονιού.
Ο ξυλοκόπος κι ο ηλικιωμένος θείος του
στέκονται μες στο δάσος
σε ένα έδαφος από βούρκο πεύκων κι ανοιξιάτικης λάσπης.
Έχουν σταματήσει να δουλεύουν
επειδή είναι κουρασμένοι κι επειδή
δεν έχω φανταστεί καμιά αγέλη ζώων
ή κανένα πρωτόγονο βαγόνι. Είναι πάρα πολύ έξυπνοι
για να καλέσουν τους γείτονες και να γυρίσουν στο σπίτι
με μερικά κούτσουρα μετά από εργασία τριών ημερών.
Περιμένουν εμένα να κάνω κάτι
ή τον επιστάτη του Μεγάλου Αφεντικού
να έρθει και να τους συλλάβει.
Πόσο υπομονετικοί είναι!
Ο ηλικιωμένος καπνίζει μια πίπα και φτύνει.
Ο νέος σκέφτεται ότι θα ήταν πλούσιος
αν ήταν ήδη πλούσιος κι είχε ένα μουλάρι.
Δέκα μέρες μεταφοράς
και την έβδομη ημέρα ίσως συλληφθούν,
θα πάνε στο σπίτι με άδεια χέρια
ή χειρότερα. Δεν ξέρω
αν είναι Γιαπωνέζοι ή Μυκηναίοι
και δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
Ο δρόμος από εδώ μέχρις εκείνο το χωριό
δεν είναι μεταφρασμένος. Ένας ήρωας, πεθαίνοντας,
εκπέμπει γαλήνη στον αέρα.
Ένας άνδρας και μια γυναίκα περπατούν απ’ τους κινηματογράφους
στο σπίτι μέσα στη σιωπή της χωρισμένης συζυγικής πίστης.
Υπάρχουν όρια στη φαντασία.
(1) Akira Kurosawa (1910 – 1998): Ιάπωνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου. «Οι Επτά Σαμουράι» (1954) είναι ένα από πιο γνωστά έργα του.
(2) Tokugawa: Αυτοκρατορική Δυναστεία της Ιαπωνίας απ’ το 1603 μέχρι το 1868, γνωστή και ως Δυναστεία Έντο (Edo).
197. LYN HEJINIAN 1941 -
Λυν Χεζινιάν
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
from My Life
Τα παράθυρα ήταν ανοικτά κι ο πρωινός αέρας, από τη μυρωδιά της πασχαλιάς και κάποιου σκοτεινότερου ανθισμένου θάμνου, γέμισε με το καφετή και χαρούμενο τερέτισμα των πουλιών. Όπως είναι αν δεν μπορείτε να είστε τίποτε άλλο παρά ήρεμοι και φωνασκούντες. Οι τέχνες, επίσης, είναι σύνδεσμοι. Συλλαμβάνω μια ιδέα και για μια στιγμή την φτάνω, η σύγκρουσή μας. Για μια μοναδική φορά, καθένας θα μπορούσε να είναι παιδί της τύχης. Ακόμα κι η βροχή δεν χάλασε το ψήσιμο στα κάρβουνα, στο κατώφλι πίσω από μια τέλεια κυκλοφορία, μέσα από ένα τοπίο, σε μια παραλία.
Ελευθερία μετά, απελευθέρωση αργότερα. Ήρθε να φυλάξει το μωρό για μας σε εκείνα τα χρόνια αναστατωμένα άμεσα απ’ τις ταραχές κι είπε ότι ονειρεύτηκε την ημέρα όταν θα τους πυροβολούσε όλους στην εμπορική περιοχή. Εκείνο το μοναδικό τηλέφωνο είναι μόνο μια τρίχα πάνω στον βροντόσαυρο. Αυτοί που πίνουν καφέ απάντησαν εκστατικά. Αν ο σκύλος σας μένει έξω απ’ το δωμάτιο, εσείς κολλάτε ψύλλους. Στη νηνεμία, η δραστηριότητα μειώνεται.
Σπάνια βρίσκομαι στα όνειρά μου χωρίς τα παιδιά μου. Η κόρη μου μου είπε ότι κάποτε στο σχολείο είχε μάθει να πιστεύει ότι ο ποιητής είναι ένας άνθρωπος καθισμένος πάνω σε παγόβουνο και λιώνει μαζί του. Είναι μια ποίηση της βεβαιότητας. Μακριά, στο βάθος του δρόμου, η υψίφωνος που κάνει πρόβα ζώνεται το αεράκι. Όσον αφορά εμάς που "μας αρέσει να μένουμε έκπληκτοι", το χρήμα παράγει χρήμα, η τύχη φέρνει τύχη. Κινήσεις προς τα εμπρός κινήσεις προς τα πάνω. Σκηνικό τάξης σχολείου και όχι τοπίο -- ακόμα εδώ κι εκεί το 1969 θα μπορούσα να αισθανθώ τους στόχους της συλλογικότητας.
Ήταν το παρόν για λίγο και όχι τόσο νέο όπως πιστεύαμε τότε, το παρόν πάντα μετά τον πόλεμο. Από τότε είναι δύσκολο για μένα να μοιράζομαι το χρόνο μου. Το κίτρινο εκείνου του θλιβερού δωματίου ήταν πάλι το κίτρινο του χνουδιού, όπου εκείνη περίμενε, ανήσυχη, άπιστη, για περισσότερες ημέρες. Λένε ότι η εναλλακτική λύση για την αστική τάξη ήταν η κατεργαριά. Ονομάστε το αυτό νερό και σκυλιά. Ο λόγος ψάχνει δύο, κατόπιν τα τακτοποιεί όλα από εκεί. Αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί έναν τρελό στην αγάπη. Αντίο, αρκετά, αυτό ήταν καλό. Υπήρξε μια μικρή διακοπή, ένα τριαντάφυλλο, κάτι σε χαρτί.
Μπορώ να ξεφύγω αλλά δεν θα υποχωρήσω. Επειδή η επιθυμία είναι πάντα ενοχλητική. Στην παραλία, με ένα φρέσκο ντους. Το παιδί κοιτάζει έξω. Τα μούρα κρατιούνται στις βατομουριές, στα καλώδια σε επιφυλακή για τα πουλιά. Στο βάθος, ο ήλιος είναι μικρός. Δεν υπήρξαν πραγματικά Χριστούγεννα αφότου πέθανε. Εκείνη η θριαμβευτική χιονοθύελλα γονάτισε την πόλη. Είμαι ξένη για το μικρό κορίτσι που ήμουν κάποτε και περισσότερο - περισσότερο ξένη. Αλλά πολλά γεγονότα για μια ζωή πρέπει να αφήνονται έξω, αντικαθίστανται εύκολα.
Το ένα κάθεται σε ένα διχαλωτό διάστημα. Τα σχέδια προωθούν μια εξωτερική ομοιότητα, ανάμεσα σε μικρές άσπρες σιωπές. Τα μεγάλα δέντρα μαζεύουν όλη την υγρασία από αυτό που φαίνεται σαν ξερή νύχτα. Οι αντανακλάσεις δεν κάνουν σκιά, αλλά οι σκιές υπάρχουν και κάνουν. Για να γίνει κατανοητή η φύση της σύγκρουσης, πρέπει κανείς να ξέρει κάτι για τη φύση των σχετικών κινήσεων -- δηλαδή μια ιστορία. Με κοίταξε και χαμογέλασε και δεν κοίταξε μακριά και έτσι μια φιλία έγινε ερωτική. Η τύχη απαλλάχτηκε απ’ το τριφύλλι της.
200. SHARON OLDS 1942 -
Σάρον Ολντς
ΑΦΑΙΡΕΣΤΕ ΤΟ Ι (1)
Take the I Out
Αλλά εγώ αγαπώ το Ι, τις χαλύβδινες ράβδους σχήματος Ι
που πουλούσε ο πατέρας μου. Έχυναν τον ακατέργαστο σίδηρο
στο καλούπι και τον τραβούσαν έξω αργά,
σαν μια καμπυλωμένη ζελατίνα στο λουτρό και σκλήραινε,
με τη μέθοδο Μπέσεμερ (2), φουσκάλα, χοάνη, κράμα και το εμπορευόταν κι αγόραζε ουίσκι σίκαλης και κρέμα σιταριού,
με την μπούκλα από βούτυρο ακριβώς
στη μέση του μετώπου του, πλήρωνε για τα φορέματά μας
με τον μεταλλικό ιδρώτα του, γλυκό το πρωί
και ξινό το βράδυ. Αγαπώ το Ι,
εύθραυστο ανάμεσα στις φέτες του μπέικον, το σκληρό έδαφός του
και τον σκληρό ουρανό του, πετάει στα ύψη ανάμεσά τους
όπως η ψυχή που εφορμά, πέρα δώθε,
ανάμεσα στη μητέρα και τον πατέρα. Τι θα είχε γίνει αν είχαν αγαπήσει ο ένας τον άλλον, πώς θα είχαν αισθανθεί αν ήταν το δοκάρι
που ενώνει το πάτωμα και τη στέγη του σπιτιού;
Είδα, στο χαρτόνι του πουκάμισού του, για χρόνια πάνω στο γραφείο της, τη νύχτα που με έκαναν, την σχεδιασμένη με μολύβι κλίση της θερμοκρασίας της σε άνοδο και στην
κορυφή του λόφου, πρώτος στρατιώτης που έφτασε πάνω,
ο ρωμαϊκός αριθμός Ι – εγώ –
Ι, Ι, Ι, Ι,
δοκάρια της ταυτότητας, με το κεφάλι επάνω,
ενσωματωμένο στο ποίημα. Αγαπώ το Ι
ως προϋπόθεση της ύπαρξής
-- το Εγώ μας -- όταν γεννήθηκα,
μισοπαγωμένη, με ξάπλωσαν μαζί σου
σε ένα δροσερό τραπέζι, ήμαστε όλοι εκεί,
ένα δάσος συρραμμένου σίδερου. Το Ι είναι ένα πεύκο,
ρητινούχα, εύφλεκτη ρίζα για στολίδι,
που ρίχνει τους κώνους της όσο πιο μακριά μπορεί σε μια φωτιά.
(1) «Ι» στα Αγγλικά σημαίνει «Εγώ» και ταυτόχρονα είναι σύμβολο για τις σιδερένιες ράβδους σχήματος «Ι» που χρησιμοποιούνται σε μεταλλικές κατασκευές, αλλά και για τον λατινικό αριθμό1. Στο ποίημα γίνεται αναφορά και στις τρεις αυτές σημειολογικές ιδιότητες.
(2) Bessemer: Μέθοδος παραγωγής χάλυβος από χυτοσίδηρο, απ’ το όνομα του Άγγλου μηχανικού Henry Bessemer (1813 – 1898) που την εφεύρε.
ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
A Week Later
Μια εβδομάδα αργότερα, είπα σ’ έναν φίλο:
Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα ποτέ να γράψω γι’ αυτό.
Ίσως σ’ ένα χρόνο θα μπορούσα να γράψω κάτι.
Υπάρχει κάτι μέσα μου που ίσως κάποτε
μπορεί να γραφτεί, τώρα είναι διπλωμένο και ξαναδιπλωμένο, όπως ένα ραβασάκι στο σχολείο. Στο όνειρό μου κάποιος έπαιζε μπάλα και στον αέρα υπήρχε
μια τεράστια, πεταμένη, γερμένη μπάλα
που είχε πάρει φωτιά. Και όταν ξύπνησα, βρήκα τον εαυτό μου
να μετράει τις ημέρες από τότε που είχα δει
για τελευταία φορά τον σύζυγό μου – μόνο δυο χρόνια και μερικές εβδομάδες και ώρες. Είχαμε υπογράψει τα έγγραφα κι είχαμε κατέβει στο ισόγειο του κτηρίου της Chrysler,
η άθικτη ομορφιά της αίθουσας αναμονής της γύρω μας
σαν τάφος βασιλιά, στην οροφή ένα μικρό
ζωγραφισμένο σε τοιχογραφία αεροπλάνο, πετώντας. Και μπήκε
στην στενεμένη καρδιά μου, εκείνο το πρωί,
ελαφρά, δειλά σαν επιφυλακτικά,
αδάμαστη, μια μεγαλύτερη αίσθηση της γλυκύτητας
και της αφθονίας της σημερινής ζωής του,
άγνωστη σε μένα, απαρατήρητη από μένα,
ανήκουστη, άθικτη - αλλά γνωστή, ιδωμένη,
ακουσμένη, αγγιγμένη. Και μου συνέβη,
για κάποιες στιγμές μια φορά, στιγμή προς στιγμή,
να χαίρομαι γι’ αυτόν γιατί είναι με κάποια
που αισθάνεται ότι είναι φτιαγμένη γι’ αυτόν.
Και σκέφτηκα τη μητέρα μου,
λίγο μετά το θάνατό της, ογδόντα πέντε χρόνια μετά
τη γέννησή της, με τα σχεδόν όμοια με πουλιού ΄
κόκαλα του ώμου της κάτω απ’ το χέρι μου,
το γυαλιστερό κρανίο της, καθώς ήταν ξαπλωμένη με κάποια γαλήνη
στα καθαρά σεντόνια και θα μπορούσα να της πω τα καλύτερα λόγια
της φτωχής, μικρής αγάπης μου, θα μπορούσα να πω ένα τραγούδι
γι’ αυτό, είδα την τύχη
και την πολυτέλεια εκείνης της ώρας.
208. LOUISE GLUCK 1943 -
ΈΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ
A Myth of Devotion
Όταν o Άδης αποφάσισε ότι αγαπούσε αυτό το κορίτσι
έχτισε γι’ αυτήν ένα αντίγραφο της γης,
όλα ίδια, μέχρι κάτω στο λιβάδι,
αλλά με την προσθήκη ενός κρεβατιού.
Όλα ίδια και μαζί μ’ αυτά το φως του ήλιου,
επειδή θα ήταν δύσκολο για ένα νέο κορίτσι
να περάσει τόσο γρήγορα απ’ το λαμπρό φως στο απόλυτο σκοτάδι.
Βαθμιαία, σκέφτηκε, θα μπορούσε να φέρει μέσα τη νύχτα,
πρώτα σαν σκιές φύλλων που κυματίζουν.
Κατόπιν το φεγγάρι, έπειτα τ’ αστέρια. Κατόπιν καθόλου φεγγάρι, καθόλου αστέρια. Η Περσεφόνη θα το συνήθιζε αυτό σιγά σιγά.
Στο τέλος, σκέφτηκε, θα το έβρισκε ευχάριστο.
Ένα αντίγραφο της γης
εκτός από ότι υπήρχε έρωτας εδώ.
Όλοι δεν θέλουν τον έρωτα;
Περίμενε πολλά χρόνια,
χτίζοντας έναν κόσμο, προσέχοντας
την Περσεφόνη στο λιβάδι.
Την Περσεφόνη, μία δοκιμάστρια οσμών και γεύσεων.
Αν έχεις όρεξη για κάτι, σκέφτηκε,
έχεις για όλα.
Μήπως όλοι δεν θέλουν να αισθανθούν τη νύχτα
το αγαπημένο σώμα, σαν πυξίδα και πολικό αστέρα τους,
για να ακούσουν την ήρεμη αναπνοή που λέει
είμαι ζωντανός, που σημαίνει επίσης είσαι
ζωντανός, επειδή με ακούς,
είσαι εδώ μαζί μου. Και όταν κάποιος γυρίζει,
κι ο άλλος γυρίζει –
Αυτό αισθάνθηκε, ο άρχοντας του σκοταδιού,
εξετάζοντας τον κόσμο που είχε
κατασκευάσει για την Περσεφόνη. Ποτέ δεν πέρασε απ’ το μυαλό του ότι δεν θα υπήρχαν πια μυρωδιές εδώ,
και σίγουρα όχι άλλα φαγητά.
Ενοχή; Τρόμος; Ο φόβος του έρωτα;
Αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσε να τα φανταστεί.
Κανένας εραστής δεν τα φαντάζεται ποτέ.
Ονειρεύεται, αναρωτιέται πώς να ονομάσει αυτό το μέρος.
Πρώτα σκέφτεται: Η Νέα Κόλαση. Κατόπιν: Ο Κήπος.
Στο τέλος, αποφασίζει να το ονομάσει
Η Κοριτσίστικη Ηλικία της Περσεφόνης.
Ένα μαλακό φως υψώνεται πάνω απ’ το επίπεδο του λιβαδιού,
πίσω απ’ το κρεβάτι. Την παίρνει στην αγκαλιά του.
Θέλει να πει σ’ αγαπώ, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει
αλλά σκέφτεται
ότι αυτό είναι ψέμα, έτσι λέει στο τέλος
είσαι νεκρή, τίποτε δεν μπορεί να σε βλάψει
πράγμα που φαίνεται σ’ αυτόν
μια πιο ελπιδοφόρα αρχή, πιο αληθινή.
209. MICHAEL PALMER 1943 -
Μάικλ Πάλμερ
ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΚΩΡΩΝ
Company of Moths
Σκεφτήκαμε πως θα μπορούσαν όλα να βρεθούν στο Βιβλίο του Φτωχού
Κειμένου,
η σκιά που ρίχνει η βάρκα, ο παραμορφωμένος ιστός, το ταραγμένο
ίχνος.
Παράθυρα του τυφλού κειμένου,
θρηνητικές παραβολικές νύχτες.
Κι ο ήλιος που κατρακυλάει, ο ήλιος που κάνει τούμπες
πάνω και μετά κάτω, εταιρία σκώρων.
Μπορείτε να ακούσετε τι σκέφτομαι, από εκεί, ακόμη και καθώς
κοιμάστε;
Δρόμοι του Φτωχού Κειμένου, όπου το βλέμμα ενός παιδιού πέφτει
στο πτώμα ενός αλόγου δίπλα σ’ ένα αμάξι,
σκυλί που κλαψουρίζει, βουβό στόμα γυναίκας έκπληκτο
σαν να ήθελε να πει, πρέπει να προχωρήσουμε,
δεν πρέπει να σταματήσουμε, δεν πρέπει να παρατηρούμε.
Γιατί τελικά, άραγε οι νεκροί μας παρακολουθούν;
Για να απομνημονευθεί ακριβώς η απόχρωση ενός δαμάσκηνου,
καμπύλη ενός σώματος σε ανάπαυση (ήλιος πάλι),
οι λέξεις σε κάθε δημοφιλές τραγούδι,
σίγουρα θα ήταν αρκετές.
Γιατί δεν εξοικειώνεστε με αυτά τα κοράκια στην ακτή;
Δεν τα ονομάσατε θαλασσινά κοράκια κάποτε;
Δεν συζητήσαμε την έννοια του "όπως το κοράκι πετά"
μια μέρα σ’ εκείνο το τετράγωνο - σταθμός εξορίας - κάτω απ’ τον πιο κόκκινο ήλιο του κόσμου; Και έπειτα, σχεδόν ταυτόχρονα, είπαμε,
είναι καιρός.
Και ένα πιάτο έσπασε, ένα κουτάλι έπεσε στο πάτωμα,
οι πετσέτες σχημάτιζαν έναν σωρό δίπλα απ’ την πόρτα.
Κίνηση σύννεφων πέρα
από καμπαναριά στη δύση.
Πίστη στο Φτωχό Κείμενο.
Περίληψη της ουσίας που αφήνεται πίσω.
211. JAMES TATE 1943 -
Τζέιμς Τέιτ
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ
It Happens Like This
Ήμουν έξω απ’ το σπίτι του εφημέριου της Αγίας Καικιλίας
καπνίζοντας ένα τσιγάρο όταν εμφανίστηκε μια κατσίκα δίπλα μου. Ήταν κυρίως ασπρόμαυρη, με λίγο καφεκόκκινο εδώ κι εκεί.
Όταν άρχισα να περπατώ για να φύγω, με ακολούθησε.
Το διασκέδασα κι ευχαριστήθηκα, αλλά αναρωτήθηκα
τι πρόβλεπαν οι νόμοι για τα θέματα αυτού του είδους.
Υπάρχει ένας νόμος για τα λουριά των σκυλιών, αλλά τι γίνεται με τις κατσίκες; Οι άνθρωποι μου χαμογελούσαν και θαύμαζαν την κατσίκα. "Δεν είναι δική μου", εξήγησα. "Είναι η κατσίκα του Δήμου. Απλώς είναι η σειρά μου να την φροντίζω". "Δεν ήξερα ότι είχαμε κατσίκα",
είπε ένας απ’ αυτούς. "Αναρωτιέμαι πότε θα είναι η σειρά μου". "Σύντομα", είπα. "Κάνε υπομονή. Ο καιρός σου έρχεται."
Η κατσίκα έμεινε δίπλα μου. Σταμάτησε όταν σταμάτησα. Με κοίταξε και την κοίταξα επίμονα στα μάτια. Αισθάνθηκα ότι ήξερε
όλα τα σημαντικά για μένα. Περπατήσαμε μαζί. Ένας αστυνομικός
σε περιπολία μας είδε. "Έχεις μια πολύ όμορφη και γερή
κατσίκα", είπε, σταματώντας για να θαυμάσει.
"Είναι του Δήμου", είπα. "Η οικογένειά της είναι
μαζί μας εδώ και τριακόσια χρόνια", είπα, "απ’ την αρχή".
Ο αστυνομικός έσκυψε λίγο για να την χαϊδέψει, κατόπιν σταμάτησε
και με κοίταξε. "Πειράζει να την χαϊδέψω λίγο", ρώτησε.
"Αν αγγίξεις την κατσίκα θα αλλάξει η ζωή σου", είπα.
"Είναι δική σου απόφασή". Σκέφτηκε πραγματικά πολύ για ένα λεπτό και έπειτα στάθηκε κι είπε "Πώς τη λένε;" "Λέγεται
Πρίγκιπας της Ειρήνης", είπα. "Θεέ μου! Αυτή η πόλη
είναι σαν ένα παραμύθι με νεράιδες. Όπου κοιτάς υπάρχει μυστήριο
και θαύμα. Κι είμαι σαν παιδί που παίζει κλέφτες κι αστυνόμους
για πάντα. Παρακαλώ συγχώρα με αν φωνάζω". "Σε συγχωρούμε, αστυνόμε", είπα. "Και καταλαβαίνουμε γιατί, περισσότερο από
οποιονδήποτε, δεν πρέπει ποτέ να αγγίξεις τον Πρίγκιπα". Η κατσίκα
κι εγώ περπατήσαμε μαζί. Σκοτείνιαζε κι είχαμε αρχίσει
να αναρωτιόμαστε πού θα περνούσαμε τη νύχτα.
212. NIKKI GIOVANNI 1943 -
Νίκι Τζιοβάνι
ΔΙΑΒΑΣΗ ΟΠΟΣΟΥΜ (1)
Possum Crossing
Εγκαταλείποντας τον αυτοκινητόδρομο
τα φώτα του αυτοκινήτου ρίχνουν μια μυστηριώδη λάμψη
στην πρωινή ομίχλη που επικεντρώνεται
στην κίνηση του δρόμο που γλιστράει απ’ τη βροχή
Πατώντας τα φρένα προλαβαίνω έναν σκίουρο ή μια γάτα ή μερικές φορές ένα μικρό ρακούν (2)
Κάποτε είχα φρενάρει για έναν μικρό τυφλοπόντικα που μολονότι προσπάθησε δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τη γάτα που έπαιζε με τη ζωή του
Μια μέλλουσα μητέρα οπόσουμ καλπάζει περιστασιακά στο σπίτι της ... υπάρχοντας φυσικά .... κι η αργοκίνητη κατάστασή της την βοηθάει να βρίσκει περισσότερη πιπερόριζα
Χρειαζόμαστε ένα σημάδι ΔΙΑΒΑΣΗ ΟΠΟΣΟΥΜ για να προειδοποιούνται οι γείτονες που γαργαρίζουνε καφέδες:
μοιραζόμαστε τους δρόμους με περισσότερα φορτηγά και καμιόνια και διασταυρώσεις σιδηροδρόμου
Όλα τα πουλιά που είναι οι ζωντανοί συγγενείς των δεινοσαύρων θεωρούν τον εαυτό τους αήττητο και δεν δίνουν καμία προσοχή
στις ρόδες που κυλάνε ενώ αυτές κάνουνε δείπνο
μ’ ένα άτυχο κουνέλι
Πατάω τα φρένα για τον κυματισμό των φώτων ελπίζοντας ότι δεν είναι ένα ελάφι ή μια μεφίτιδα ή ένας σκαντζόχοιρος (3)
ο καφές χύνεται στο φλιτζάνι που βάζω γρήγορα μακριά από μένα
στο άδειο κάθισμα των επιβατών
κοιτάζω ...
ανακουφισμένη κι εξοργισμένη...
για να ανακαλύψω ότι μόλις έχασα ένα μεγάλο υγρό φύλλο ...
που αγωνιζόταν να ανυψωθεί στον αέρα
και να ζήσει
(1) Possum ή Opossum: Είδος μαρσιποφόρου θηλαστικού ιθαγενές της Αμερικής και της Αυστραλίας, δίδελφυς ο βιργινιανός.
(2) Raccoon: Είδος νυκτόβιου θηλαστικού, προκύων ο πλύντης.
(3) Skunk: Είδος μικρού θηλαστικού με ασπρόμαυρη γούνα, μεφίτις.
219. J. D. MCCLATCHY 1945 -
Τζ. Ντ. ΜακΚλάτσυ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΩΔΗ
Late Night Ode
Τέλειωσε ο έρωτας. Κοιτάξτε με τώρα στα πενήντα μου,
με τρίχες σαν χλόη τάφου να μεγαλώνουν στα δυο αυτιά μου,
αιμορροΐδες και διογκωμένο προστάτη, με ζαρωμένο πέος,
και με την ξινή γεύση του πρώτου ψέματος κάθε μέρας,
Κι εκείνο το επαναλαμβανόμενο όνειρο παλιών χρόνων που τραβάει την ταλαντευόμενη αλυσίδα από χάντρες του σεληνόφωτου,
να γλιστρήσω ανάμεσα στα δροσερά φύλλα του σκοταδιού
δίπλα σ’ ένα σώμα όπως το δικό μου, αλλά χωρίς ψεγάδια.
Τι ωφελεί τώρα η συνομιλία μου στο τετράγωνο γυαλί,
τώρα που είμαι τόσο αβίαστα χυδαίος και λυπημένος;
Παίρνετε απ’ τη ζωή ό,τι μπορείτε να αποσπάσετε απ’ αυτήν;
Για μένα, όλη η μέρα είναι ποτά και CNN.
Κοιτάξτε τον ξανθό νεαρό δικηγόρο, με βαθμολογία εισαγωγής ογδόντα - εξαιρετικά, που μουτρώνει για τις υπερωρίες,
Έχει μαζί του μεταλλικό νερό και έναν βομβητή στο ντουλάπι του στο
γυμναστήριο,
και τρώει έτοιμο φαγητό σε αλουμινόχαρτο κάτω απ’ τη φτέρη του
γραφείου.
Εκεί είναι κι ο ναρκομανής σας απ’ τον ουρανό, με τις πειρατικές
μπούκλες κι αρωματισμένο χρώμα πολέμου στις θηλές του.
Ο αυτόματος τηλεφωνητής του έχει πάντα χώρο για ακόμη μια
επιτιμητική, ενοχλητική κλήση -- ξέρετε από ποιον.
Μερικές νύχτες γέλασα τόσο πολύ που τα δάκρυα
δεν σταματούσαν. Κοιτάξτε με τώρα. Γιατί τώρα;
Εδώ και πολύ καιρό έπαψα να υποκρίνομαι πως πιστεύω
ότι η μνήμη οποιουδήποτε θα δώσει τόσα όσα παίρνει.
Έτσι, γιατί αυτά τα επίμονα δάκρυα; Και γιατί ονειρεύομαι
σχεδόν κάθε νύχτα να σε κρατήσω πάλι στην αγκαλιά μου,
ή τουλάχιστον να βουτήξω μαζί με σένα, που με άφησες από καιρό
μέσα στα μελανιασμένα ταραγμένα κύματα;
222. WANDA COLEMAN 1946 -
Ουάντα Κόουλμαν
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΣΟΝΕΤΟ (10)
American Sonnet (10)
με τον τρόπο του Lowell
οι μητέρες μας στύψανε κόλαση και γαλέτα από σειρά και κάρυο
έφραξαν τους κήπους
των άλλων με κόκαλα των εραστών. μπαρκάροντας
απ’ την Αφρική αλυσοδεμένες
απρόθυμες προσκυνήτριες κλεμμένες απ’ το φως του Ιεχωβά
φύτεψαν εδώ τον πικρό
σπόρο της σήψης κι εδώ οι αιώνιοι φανοί σημάδεψαν
την ντροπή των μεγάρων του Μολώχ
χτισμένων στο όνομα της σκλαβιάς. τα πεινασμένα μάτια μας
βλέπουν / αρνούνται το σκοτάδι
φωτίζουν τα βουτηγμένα στο αίμα βήματα
κάθε ιστορικού κέρδους. ένας πόθος
ένας πόθος εκδίκησης του βιασμού της μήτρας
απ’ την οποία ξεπηδήσαμε.
(1) Μολώχ: Θεός των αρχαίων Μωαβιτών που απαιτούσε ανθρωποθυσίες.
228. YUSEF KOMUNYAKAA 1947 -
Γιούζεφ Κομιουνυάκα
ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟ
Believing in Iron
Οι λόφοι που τ’ αδέλφια μου κι εγώ κατασκευάζαμε
ποτέ δεν ήταν ισορροπημένοι και μου πήρε χρόνια
για να ανακαλύψω πώς λειτουργούσε ο κόσμος.
Θα μπορούσαμε να δούμε ένα δέντρο με κοτσύφια
και να σας πούμε πόσα ήταν εκεί,
αλλά με τον έμπορο παλιοσίδερων
ο λογαριασμός μας ήταν πάντα λάθος.
Εβδομάδες ανύψωσης και γρυλισμάτων
δεν βοήθησαν πολύ,
κι έτσι δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε
να πιστεύουμε στο σίδερο.
Εγκαταλειμμένα φορτηγά κι αυτοκίνητα
κρατιόνταν στο έδαφος
από παχιά, νοσταλγικά δάχτυλα αμπελιών
γερά όσο δώδεκα επίμορτοι καλλιεργητές.
Θα επιστρέφαμε με το καροτσάκι μας
που βογκούσε κάτω απ’ το νέο φορτίο,
όμως οι κινέζικοι κρίνοι ζούσαν καλύτερα
στην αποχαυνωτική, Αυγουστιάτικη περιοχή τους.
Ανάμεσα στα χαρτιά και τα μπουκάλια της κόκας
ο καπνός των χυτηρίων έσβηνε τα ηλιοβασιλέματα,
και δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι το σίδερο
άφηνε τους ανθρώπους τόσο πολύ σκυμμένους πάνω στη γη
σαν το μετάλλευμα κάτω απ’ την αναπνοή τους
να βάραινε τον γκρίζο ουρανό.
Μερικές φορές ονειρεύτηκα πώς οι λόφοι μας
ξεπλύθηκαν σε μια θάλασσα από μέταλλο,
πώς όλα έγιναν μια άγκυρα
για ένα θωρηκτό ή βομβαρδιστικό αεροπλάνο
μακριά πέρα απ’ τα δέντρα με λουλούδια
πάρα πολύ κόκκινα για να τα βλέπει κανείς.
232. DAVID LEHMAN 1948 -
Ντέιβιντ Λέμαν
ΈΝΑ ΓΡΗΓΟΡΟ ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ
A Quick One Before I Go
Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου
που σκέφτεται: Δεν είχα ποτέ μια έστω
πρωτότυπη σκέψη στη ζωή μου
αν υπολογίσουμε κι αυτή μαζί κι επομένως
θα αφαιρέσω όλες τις ιδέες απ’ τα ποιήματά μου
που θα αποτελούνται πια από γάτες, ρύζι, βροχή,
κάρτες του μπέιζμπολ, εξόδους κινδύνου, κρεμασμένα φυτά
σπίτια με κόκκινα τούβλα όπου θα σταματήσω το ποτό
και την οργανωμένη θρησκεία ακόμα κι αν αυτό σημαίνει
πως η απελπισία είναι μια λογική δυνατότητα που δεν μπορεί
να ανασκευαστεί, θα επικεντρωθώ στις πέντε
αισθήσεις και σ’ αυτό που μισο - αντιλαμβάνονται και μισό –
δημιουργούν, τα πράσινα οδόσημα με τα άσπρα
γράμματα πάνω τους, το σώμα δίπλα στο δικό μου
κοιμισμένο ενώ κάνω αυτές τις σκέψεις
που θέλω να τις απαλείψω όπως τη νοσταλγία,
το 0 ήταν εκεί πάντα σαν άνθρωπος που αισθανόταν όπως εγώ
σαν μια αντωνυμία εκτροχιασμένη με όλα τα άλλα
αιωρούμενα σύμβολα όχι πράγματα αλλά λέξεις
μια πορτοκαλιά φανέλα μια ανοιχτοπράσινη τέντα.
240. LYNN EMANUEL 1949 -
Λυν Εμάνιουελ
ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗΝ ΣΑΡΟΝ ΣΤΟΟΥΝ
Homage to Sharon Stone
Είναι νωρίς το πρωί. Αυτό είναι το "πριν",
ο κόσμος κρέμεται ολόγυρα στο περιτύλιγμά του,
ατημέλητος, απεριποίητος, μην κάνοντας τίποτα: Οι
γείτονές μου, μπερδεμένοι με τους ρόλους
των δυστυχισμένων παντρεμένων, βγάζουν περίπατο τα τρία
σκυλιά τους στο δρόμο. Γράφω αυτό το βιβλίο
ποιημάτων. Το όνομά μου είναι Λυν Εμάνιουελ.
Φοράω ένα μπουρνούζι και τα μπικουτί μου. Από
τα χείλια μου, ένα Marlboro στάζει στάχτη στο κείμενο.
Είναι τρίτη Σεπτεμβρίου του χίλια εννιακόσια **.
Και καθώς γράφω αυτό φορώντας τα τριεστιακά γυαλιά και τις παντόφλες μου, κάτω στον δρόμο, η Σάρον Στόουν, (1)
με το κεφάλι της πρησμένο απ’ τα ρόλερ και το στόμα της
κόκκινο σαν στενό χορευτικό πασουμάκι,
ορμάει μέσα σε μια μαύρη λιμουζίνα. Κι επειδή
αυτές οι λιμουζίνες γλιστρούν πάνω-κάτω στον δρόμο μου, αυτό το βιβλίο θα είναι γεμάτο από γυαλιστερά αυτοκίνητα που προχωρούν επιφυλακτικά μέσα απ’ τον σκιερό ωκεανό αυτών των λέξεων.
Κάθε πρωί, η Σάρον Στόουν, με το κεφάλι της μέσα
σ’ ένα κράνος της κομμωτικής, φορώντας μία προσωπίδα
από γυαλιά ηλίου, καταπίνεται από μια λιμουζίνα
μεγέθους ενός πούλμαν κι ολόκληροι στόλοι
απ’ αυτά ξετυλίγονται πάνω-κάτω στην οδό,
κάθε μέρα, δίνοντας στην οδό
(λεωφόρος Ελευθερίας στο Πίτσμπουργκ, PA) (2)
και στο βιβλίο που γράφω, μια άποψη
που είναι ταυτόχρονα γοητευτική και νεκρική.
Το όνομά μου είναι Λυν Εμάνιουελ και σ’ αυτό
το βιβλίο παίζω το ρόλο κάποιου που γράφει
ένα βιβλίο κι αντιμετωπίζω το ρόλο σοβαρά,
ακριβώς όπως η Σάρον Στόουν παίρνει στα σοβαρά
το ρόλο της ντίβας. Προσέχω τα σκοτεινά αυτοκίνητα
που την εξαφανίζουν και στο ποίημά μου
ένα άλλο Pontiac εκρήγνυται όπως ένα μεγάλο ζώο
στη δροσερή γούρνα μιας σκιερής στροφής. Έτσι,
όταν βλέπετε αυτό το μαύρο αυτοκίνητο, μην σκεφτείτε
ότι είναι ένα Σύμβολο για Κάτι. Είναι απλώς
η Σάρον Στόουν που οδηγεί μπροστά στο σπίτι
της Λυν Εμάνιουελ που προσπαθεί προς το παρόν
να γράψει ένα βιβλίο ποιημάτων.
Ή θα μπορούσατε να φανταστείτε το μαύρο αυτοκίνητο
ως Λυν Εμάνιουελ, επειδή, πραγματικά, ως συγγραφέας,
έχω θελήσει πάντα να είμαι ένα αυτοκίνητο, ακόμα
κι αν τις περισσότερες φορές πρέπει να είμαι
το "εγώ" ή η γυναίκα που απλώνει πλυμένα ρούχα.
Είμαι γυναίκα, ένα λεπτό, κατόπιν είμαι άνδρας,
είμαι ένα καρναβάλι που λέγεται Λυν Εμάνιουελ:
Η Λυν στο κόκκινο φόρεμα, η Λυν που κατσουφιάζει
πίσω απ’ τη μεγάλη μύτη της διέγερσής μου.
Μετά είμαι το τρένο που τραβάει στο σταθμό
όταν αυτό που πραγματικά θα ήθελα να είμαι
είναι Γερτρούδη Στάιν που κατασκοπεύει την Σάρον Στόουν (3)
στις έξι το πρωί. Αλλά αρκετά γι’ αυτά,
πίσω στην εσωτερική διακόσμηση:
Στη σελίδα, η πόλη φαίνεται φαλακρή
κι αμυδρή κι έτσι ανάβω τα αμπέρ
στις ραδιενεργές ματιές των κακών αγοριών.
Σε μια κουζίνα, μαζεύω τηγάνια αλειμμένα
με λίπος και σε ένα δίσκο υπάρχει ψητό
μοσχαρίσιο κρέας κόκκινο σαν πρόσωπο σε ξέσπασμα θυμού.
Μέσα σε όλη αυτή την μελιστάλαχτη παραξενιά βρίσκεται η Σάρον Στόουν, που, σαν μια σκαλισμένη πρόσκληση, με ρωτάει,
Δεν θα παίξεις κι εσύ ένα ρόλο; Δεν διαλέγω τη μαύρη λιμουζίνα που κυλάει κάτω στον δρόμο με το χρυσό βλέμμα των προβολέων της λιμουζίνας μου που κουβαλάει μαζί με μένα τον ήλιο, το φεγγάρι και
την Σάρον Στόουν. Είναι σχεδόν αυγή. Ο ήλιος
είναι μια αλεπού που μασάει το πόδι της απ’ την παγίδα
κάθε δάγκωμα είναι μια πληγή και κάθε πληγή
είναι ένα κόκκινο παράθυρο, μια κόκκινη πόρτα, ένας κόκκινος δρόμος. Το όνομά μου είναι Λυν Εμάνιουελ. Είμαι η συγγραφέας
που δοκιμάζει να ξεγράψει τον κόσμο που είναι ολόγυρά της.
(1) Sharon Stone (1958 - ): Αμερικανίδα ηθοποιός, ιδιαίτερα γνωστή για την συμμετοχή της στις ταινίες «Βασικό Ένστικτο» (1992) του Πωλ Φερχόφεν και «Καζίνο» (1995) του Μάρτιν Σκορσέζε.
(2) Pittsburgh, PA: Πόλη 335.000 κατοίκων στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ.
(3) Gertrude Stein (1874 – 1946): Αμερικανίδα συγγραφέας και ποιήτρια που παρουσιάζεται στην παρούσα Ανθολογία.
246. JORIE GRAHAM 1950 -
Τζόρι Γκράχαμ
ΕΙΠΩΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Spoken From the Hedgerows
Για να φέρουν πίσω ένα χρόνο κι ένα τόπο.
Ένα συναίσθημα. Όπως "είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό".
Ή "οι Ηνωμένες Πολιτείες κι οι σύμμαχοί της
αγωνίστηκαν για την ελευθερία." Για να επαναφέρουν
την εμπειρία του να σκοτώνεις και να σκοτώνεσαι.
Να χάνεσαι. Να χτυπιέσαι. Ο ήλιος - είναι μαζί μας; Διακοπές,
είστε μαζί μας σ’ αυτή την παραλία σήμερα;
Ημισφαίριο του ενός, η ψυχή μου, αλεξιπτωτιστής,
κατοικώ μεγαλόπρεπα στο σώμα μου, βαθιά ριζωμένος,
με τα χέρια μου σ’ αυτές τις σκανδάλες - που θα μπορούσαν κάποτε να ξεκάνουν τον αδελφό σου – αναλωμένος απ’ το συντροφικό αίσθημα όπως μια τρέλα που δεν χαμηλώνει τον τόνο της και δεν πρέπει, - πηγαίνοντας στον χώρο συνάντησης,
το ακιδωτό επιστέγασμα της εκκλησίας στο Βιερβίλ (1), ιδωμένο σε χάρτες από ψηλά, ορατό από δεκαοχτώ μίλια μακριά,
αν δεν εμπόδιζε η ομίχλη κι ο καπνός κι η καταχνιά του εδάφους,
ο χώρος συνάντησης, ο καθορισμένος χρόνος που ξεχύνεται σαν θάλασσα μέσα μου και χρειάζεται να τρυπηθεί - αλλά όχι εγώ - όχι εγώ - μόνο εκείνοι αριστερά και δεξιά μου –
επιτρέψτε μου να σας αφήσω να με δείτε –
Εμένα. Που έγινα μισότρελος αλλά παρόλα αυτά σε βιογραφία. Απ’ την κοινή δυστυχία. Μισημένος. Εκπαιδεύοντας. Αξιόπιστος. Φοβισμένος. Ακούγοντας τη φλυαρία κάθε νύχτα εκείνων που επέζησαν την ημέρα.
Δεν υπάρχει καμία άλλη ανθρώπινη σχέση όπως αυτή.
Στην καρδιά της η συναδελφικότητα είναι μια έκσταση.
Θα πεθάνετε για κάποιον άλλο. Δεν θα το εκλάβετε σαν προσωπική
απώλεια. Ο στρατιώτης Κουρτ Γκάμπελ, απ’ το 513 Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών του Πεζικού - "Οι τρεις μας ο Τζέικ, ο Τζο κι εγώ γίναμε ένα. Μια οντότητα – που δεν θα εγκαταλειφθεί ποτέ, δεν θα
επαναληφθεί ποτέ. Μια οντότητα είναι εκεί όπου ένας άνθρωπος επιμένει κυριολεκτικά να είναι πεινασμένος για κάποιον άλλο. Ένας άνθρωπος επιμένει να πεθάνει για κάποιον άλλο. Να προστατεύσει. Να εγγυηθεί.
Χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Μια μυστική ανάμιξη. Ένα τελευταίο κομμάτι του ψωμιού. Και πρόθυμα. Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνει πρόθυμα. Όλοι οι στρατοί σε όλη την ιστορία προσπαθούσαν
να δημιουργήσουν αυτόν το δεσμό ανάμεσα στους άνδρες τους. Λίγοι το πέτυχαν τόσο καλά όσο οι Αλεξιπτωτιστές του Πεζικού του Αμερικανικού Στρατού,
506η Ομάδα Τυφεκιοφόρων.
Ο Φάσελ: Δεν μπορεί να συμβεί σε μένα. Μπορεί να συμβεί σε μένα. Πρόκειται να συμβεί σε μένα. Τίποτε
δεν πρόκειται να το αποτρέψει.
Ο Ουέμπστερ (στους γονείς του): Ζω σε δανεισμένο χρόνο –
δεν πιστεύω ότι θα ζήσω στην επόμενη έφοδο.
Αν δεν επιστρέψω, προσπαθήστε να μην το πάρετε πολύ βαριά.
Θα ήθελα να μπορούσα να σας πείσω να βλέπετε τον θάνατο
τόσο άνετα όσο εμείς εδώ. Μέσα στο βράσιμο των πραγμάτων
τον περιμένετε, τον περιμένετε, δεν σας κάνει έκπληξη
τίποτε άλλο πια, δεν σας κάνει έκπληξη όταν ο φίλος σας
έχει πυροβοληθεί με αυτόματο στο πρόσωπο. Δεν είναι όπως στη ζωή σας, στο σπίτι, όπου ο θάνατος είναι τόσο απροσδόκητος. (Και για την
μητέρα): Θα προτιμούσες να πεθάνει ο γιος κάποιου άλλου μες στη λάσπη; Και δεν υπάρχει καμία έξοδος εκτός απ’ το τέλος του πολέμου ή την απώλειας κάποιου μέλους. Οποιαδήποτε άλλη πληγή θεραπεύεται
και σε στέλνουν πάλι στο μέτωπο. Αυτή η πληγή που σχεδόν τον σκότωσε θεραπεύτηκε το ίδιο εύκολα και γύρισε πίσω.
Δεν προσφέρθηκε εθελοντικά ποτέ. Κανένας δεν μπορεί να προσφερθεί
εθελοντικά. Αν ο θάνατος έρθει, φίλε, άφησέ τον να έρθει γρήγορα.
Και μην παριστάνεις τον ήρωα, δεν υπάρχει καθόλου παρελθόν ή μέλλον. Μην παριστάνεις τον ήρωα. Εντάξει. Πήγαινε. Πετάξου έξω. Πες αντίο.
(1) Vierville: Χωριό 84 κατοίκων στην κεντρική ενδοχώρα της Γαλλίας.
248. DANA GIOIA 1950 -
Ντάνα Τζιόια
ΛΕΞΕΙΣ
Words
Ο κόσμος δεν χρειάζεται λέξεις. Αρθρώνει τον εαυτό του με φως του ήλιου, φύλλα, σκιές. Οι πέτρες στο μονοπάτι δεν είναι λιγότερο
πραγματικές για να κείτονται αναρίθμητες κι ακαταμέτρητες.
Τα φύλλα που πέφτουν μιλούν μόνο τη διάλεκτο της καθαρής ύπαρξης.
Το φιλί είναι ακόμα εντελώς το ίδιο μολονότι καμία λέξη δεν ειπώθηκε.
Και μια λέξη το μετασχηματίζει σε κάτι λιγότερο ή άλλο -- παράνομο, αδιάφθορο, επιπόλαιο, συζυγικό, συγκαλυμμένο. Ακόμη κι αν το ονομάζει κανείς φιλί προδίδει τη σύγχυση των χεριών που αγγίζουν το δέρμα ή που πιάνουν έναν ώμο, την απαλή καμπύλη του λαιμού
ή του γόνατου, τη σιωπηλή επαφή των γλωσσών.
Ακόμα οι πέτρες παραμένουν λιγότερο πραγματικές για εκείνους που δεν μπορούν να τις ονομάσουν, ή να διαβάσουν τις βουβές συλλαβές χαραγμένες στο πυρίτιο. Το να βλέπεις μια κόκκινη πέτρα είναι λιγότερο απ’ το να τη βλέπεις σαν ιάσπιδα -- μεταμορφικό χαλαζία, ξάδελφο της τσακμακόπετρας που οι Κιόβα χάραζαν φτιάχνοντας αιχμές για τα βέλη τους. Το να ονομάζεις σημαίνει να ξέρεις και να θυμάσαι. (1)
Το φως του ήλιου δεν χρειάζεται κανέναν έπαινο που να διαπερνά τα σύννεφα της βροχής, χρωματίζοντας τους βράχους και τα φύλλα με φως κι έπειτα διαλύοντας κάθε λαμπρό σταγονίδιο κι επιστρέφοντάς το στα σύννεφα που το προκάλεσαν. Το φως της ημέρας δεν χρειάζεται κανέναν έπαινο και έτσι το εγκωμιάζουμε πάντα -- μεγαλύτερο από εμάς τους
ίδιους και όλες τις αέρινες λέξεις που αρθρώνουμε.
(1) Kiowa: Φυλή Αμερινδών που έζησε στις νότιες πεδιάδες. Σήμερα αριθμεί 12.000 μέλη.
255. BRIGIT PEGEEN KELLY 1951 -
Μπριζίτ Πετζήν Κέλυ
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
The Leaving
Ο πατέρας μου έλεγε ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω,
αλλά όλη τη νύχτα διάλεγα τα ροδάκινα.
Ο οπωρώνας ήταν ήσυχος, τα κανάλια έτρεχαν σταθερά.
Ήμουν κορίτσι τότε, το στήθος μου είχε τον δικό του περιτοιχισμένο κήπο. Πόσες σκάλες χρειάζονται για το μάζεμα των φρούτων;
Είχα μόνο μία αλλά και μεγάλη υπομονή με ξαναμμένα χέρια
και κοίταζα τ’ αστέρια που κινιόνταν ακριβώς από πάνω μου
με τον τρόπο που το νερό κυλούσε στα κανάλια με μια φωνή
που έμοιαζε να μιλάει γι’ αυτήν την αφέγγαρη συγκομιδή
και για εκείνους που είχαν μαζέψει φρούτα πριν από μένα.
Έβαλα τα ροδάκινα στο κρύο νερό της λίμνης,
και όλη τη νύχτα ανεβοκατέβαινα στη σκάλα, όλη τη νύχτα τα χέρια μου έκοβαν φρούτα σαν να έμπαινα σε χίλιες πόρτες,
όλη τη νύχτα η πλάτη μου ήταν ένας ίσιος δρόμος προς τον ουρανό.
Και έπειτα απ’ την καλοσύνη του, έξω
στους μακρινούς αγρούς των αστεριών, ήρθε το πρωί,
και μέσα μου ήταν η γαλήνη που έχει ένα κουδούνι
αμέσως ύστερα απ’ το κουδούνισμα, προτού το μέταλλο
αρχίσει πάλι να ζητάει το χτύπημα απ’ το γλωσσίδι.
Το φως πέρασε πάνω απ’ τον οπωρώνα.
Τα κανάλια ήταν ασημένια και μετά δεν ήταν
κι η λίμνη ήταν – μπορούσα να δω καθώς έβαλα
το τελευταίο ροδάκινο στο νερό – γεμάτη από ψάρια και μάτια.
268. JIMMY SANDIAGO BACA 1952 -
Τζίμυ Σαντιάγκο Μπάκα
ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΖΑΖ ΤΩΡΑ
Listening to jazz now
1.
Ακούγοντας τώρα τζαζ, είμαι ευτυχισμένος
που ο ήλιος λάμπει έξω σαν βραβείο για τα επιτεύγματα
ολόκληρης της ζωής μου.
Είμαι ευχαριστημένος,
απ’ τη φίλη μου και το σκυλί της στο Ντουράνγκο και για (1)
το ηλεκτρονικό μήνυμα που μου έστειλε σήμερα το πρωί
καθώς κανένα μαύρο αρρωστιάρικο κυνηγόσκυλο
δεν ουρλιάζει ηχηρά σ’ αγαπώ.
Είμαι ευτυχισμένος, το χαμόγελό μου μοιάζει με μια μεγάλη μοναρχική πεταλούδα αφού ήπια λίγο ζουμί από καρότα, σκόρδο, φύκια, περπάτησα στην όχθη του ποταμιού, τεμπέλικα σαν μπάσο βιολοντσέλο σ’ ένα υπόγειο μπαρ –
καπνός, προστάτες τύπου Τζέημς Κάγκνεϋ (2)
καραμέλα και σοκολάτα, γυναίκες με μαύρα σατινένια φορέματα
κρεμασμένα με λουριά απ’ τους ώμους,
και κόκκινα ψηλά τακούνια.
(1) Durango: Πόλη του Μεξικού χτισμένη σε υψόμετρο 1890 μέτρα, με πληθυσμό 463.000 κατοίκους.
(2) James Cagney (1899 – 1986): Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου, γνωστός για ρόλους σκληρών αντρών όπως στην ταινία «Δημόσιος Εχθρός» (1931).
269. RITA DOVE 1952 -
Ρίτα Ντόουβ
ΕΦΗΒΕΙΑ ΙΙ
Adolescence II
Αν κι είναι νύχτα, κάθομαι στο μπάνιο, περιμένοντας.
Ο ιδρώτας με τσιμπάει πίσω απ’ τα γόνατα, τα μωρουδίστικα στήθη είναι άγρυπνα. Οι γρίλιες του παράθυρου κόβουν φέτες το φεγγάρι. Τα κεραμίδια τρεμουλιάζουν σε χλωμές λουρίδες.
Τότε έρχονται, οι τρεις άνθρωποι φώκιες με τα μάτια στρογγυλά
σαν πιάτα φαγητού και βλεφαρίδες σαν ακονισμένα δόντια.
Έχουν τη μυρωδιά της γλυκόρριζας. Ένας κάθεται στο νιπτήρα,
ένας στην άκρη της μπανιέρας, ένας ακουμπάει πάνω στην πόρτα. "Μπορείς να το αισθανθείς ακόμα;" ψιθυρίζουν.
Δεν ξέρω τι να πω, πάλι. Καγχάζουν,
χτυπώντας ελαφρά τα λεία σώματά τους με τα χέρια τους.
"Καλά, ίσως την επόμενη φορά". Και υψώνονται,
ακτινοβολώντας σαν λίμνες από μελάνι κάτω απ’ το σεληνόφωτο,
κι εξαφανίζονται. Πιάνομαι απ’ τις ακανόνιστες τρύπες
που αφήνουν πίσω τους, εδώ στην άκρη του σκοταδιού.
Η νύχτα στέκεται σαν γούνινη σφαίρα πάνω στη γλώσσα μου.
ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Vacation
Μου αρέσει η ώρα πριν απ’ την απογείωση,
αυτό το διάστημα χωρίς καθόλου χρόνο, καθόλου σπίτι,
εκτός απ’ τα γκρίζα καθίσματα από βινύλιο δεμένα μεταξύ τους
σαν ανοιγμένες χάρτινες κούκλες. Σύντομα θα μας
καλέσουν στην πύλη, σύντομα θα αρχίσει
η αδέξια διαδικασία των αριθμών σειράς και των τρυπημένων εισιτήριων - αλλά για την ώρα μπορώ να κοιτάζω αυτές τις τυπικές παρακατιανές οικογένειες με τα κουκουρίσματα και τους μικροκαβγάδες τους
ή τις ανύπαντρες γυναίκες με τα ψηλά τακούνια
που προσπαθούν να αγνοήσουν τα κλάματα ενός μωρού
και την εξαντλημένη μητέρα του μωρού που περιμένει να την φωνάξουν πρώτη, ενώ ο αθλητής, με ένα τεράστιο χέρι
ακουμπισμένο πάνω στην ταξιδιωτική τσάντα του, ακούει, κουρνιασμένος σαν φώκια εκπαιδευμένη για κατάδυση.
Ακόμη κι ο μοναχικός ανώτερος υπάλληλος
που περιπλανήθηκε τόσο μακριά το καλοκαίρι
με το δικό του ακτινοσκοπημένο δρομολόγιο,
μ’ ένα χαρτοφύλακα που χτυπάει στα γόνατά του – ακόμη κι αυτός
εργάστηκε για την απόλαυση να μην έχει
τίποτε περισσότερο από ένα σκουπίδι του εαυτού του
σ’ αυτή την αίθουσα. Θα δειπνήσει έξω, εκείνη θα κοιμηθεί αργά,
θα αφήσουν τον ήλιο να τους κάψει ευτυχισμένους όλο το πρωί –
λίγη ελπίδα, λίγο καλαμπούρι
πριν το μεγάφωνο να αναγγείλει την αναχώρηση
και τιναζόμαστε για να γίνουμε
η πτήση 828, που τώρα επιβιβάζεται στην πύλη 17.
276. ERICA FUNKHOUSER 1953 -
Έρικα Φανκχάουζερ
ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ
Tenderness
Χτες τη νύχτα τα ζώα
κάτω απ’ το παράθυρό της
σύρθηκαν απ’ την κρυψώνα τους
για να χτενίσουν τη βρωμιά
το ένα απ’ τη γούνα του άλλου.
Καθώς σηκώθηκε για να κοιτάξει
ανακάλυψε τις πασχαλιές
φωτισμένες από κάτω από μια φιλντισένια αγριελιά.
Ο δρόμος στην άλλη πλευρά
των δέντρων συνέχιζε
να περιέχει τα αυτοκίνητά που περνούσαν.
Τα δόντια της αφήνουν τρυφερά
τη γλώσσα της να ακουμπάει
πάνω στις καμπύλες πλάτες τους.
Απόψε καθώς ξαπλώνει
πάλι στο κρεβάτι,
θα θυμηθεί
το μοναδικό καλό πράγμα
που είπε σήμερα η κόρη της που είναι πια μεγάλη
μετά από εβδομάδες μελέτης,
και, μόλις τώρα, τη στιγμή εκείνη στη δουλειά της,
όταν ένας σωρός
από φωσφορίζοντες φακέλους Day- Glo (2)
έπεσε απότομα πάνω στο γραφείο της,
τραντάζοντας το άσπρο τραπεζάκι
με την πτώση του.
(2) Day-Glo: Τύπος βαφής με φωσφορίζουσες ιδιότητες.
285. KIM ADDONIZIO 1954 -
Κιμ Αντονίτζιο
"ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ"
"What Do Women Want?"
Θέλω ένα κόκκινο φόρεμα.
Το θέλω ελαφρό και φτηνό,
το θέλω πάρα πολύ σφιχτό,
θέλω να το φοράω
μέχρις ότου κάποιος το σχίσει από πάνω μου.
Το θέλω χωρίς μανίκια και χωρίς πλάτη,
αυτό το φόρεμα, έτσι ώστε κανένας να μην χρειάζεται να μαντεύει
τι υπάρχει από κάτω. Θέλω να περπατάω κάτω
στο δρόμο πέρα απ’ τον Οικονόμο και το κατάστημα σιδερικών
με όλα εκείνα τα κλειδιά να λάμπουν στο παράθυρο,
πέρα απ’ τον κ. και την κα Wong που πουλάνε
λουκουμάδες φτιαγμένους απ’ το πρωί στο καφενείο τους,
πέρα απ’ τους αδελφούς Guerra
που εκσφενδονίζουν γουρουνόπουλα απ’ το φορτηγό και πάνω στο καρότσι και σηκώνουν τις λείες μουσούδες τους στους ώμους τους.
Θέλω να περπατάω σαν να είμαι η μόνη
γυναίκα στη γη και μπορώ να κάνω τις επιλογές μου.
Θέλω εκείνο το κόκκινο άσχημο φόρεμα.
Το θέλω για να επιβεβαιώσω
τους χειρότερους φόβους σας για μένα,
για να σας δείξω πόσο λίγο νοιάζομαι για σας
ή οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό
που θέλω. Όταν το βρω, θα τραβήξω εκείνο το ρούχο
απ’ την κρεμάστρα του όπως διαλέγω ένα σώμα
για να μεταφέρω τον εαυτό μου σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσα
απ’ τα κλάματα της γέννησης αλλά και τις κραυγές του έρωτα,
και θα το φοράω σαν κόκαλα, σαν δέρμα,
θα είναι το καταραμένο
φόρεμα που μέσα σ’ αυτό θα με θάψουν.
293. DEAN YOUNG 1955 -
Ντην Γιανγκ
ΑΠΟ "ΑΥΤΟ ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΧΕΡΙ"
From "This Living Hand"
Δεν είναι μόνο τα τριαντάφυλλα των λέξεων
που κρύβονται μέσα στη νεύρωση ή το γεγονός
ότι το μεγαλύτερο μέρος της βασικής εκπαίδευσής μου
πραγματοποιήθηκε στις κεντροδυτικές περιοχές,
αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη κι η καλοκαιρινή εργασία μου
που με αναγκάζει να εισπνέω βιομηχανικά αντιδραστήρια.
Είναι ένας ασταθής κόσμος, μωρό μου.
Πάντα μια εσωτερική χιονοστιβάδα
όπως λένε στην υποδοχή.
Είμαι βέβαιος ότι αν έπαιρνα μια φωτογραφία
του Καρλ και όχι του Ζέπο Μαρξ (1) (2)
μέσα στη μήτρα της μητέρας του, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Αντί γι’ αυτό, η μητέρα μου
τα πήγε καλά τρώγοντας αστακό.
Αλλά πού ήμαστε; ..
(1) Karl Marx (1818 – 1883): Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
299. LI-YOUNG LEE 1957 -
Λι Γιανγκ Λη
Η ΩΡΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟ
The Hour and What Is Dead
Σήμερα το βράδυ ο αδελφός μου, με βαριές μπότες, περπατάει
μέσα στα άδεια δωμάτια πάνω απ’ το κεφάλι μου,
ανοίγοντας και κλείνοντας πόρτες.
Τι θα μπορούσε να ψάχνει σε ένα άδειο σπίτι;
Τι θα μπορούσε να χρειάζεται εκεί στον ουρανό;
Θυμάται άραγε τη γη του, τον τόπο γέννησής του που πυρπολήθηκε;
Η αγάπη του για μένα μοιάζει σαν χυμένο νερό
που γυρίζει πίσω στο δοχείο του.
Αυτή την ώρα, ό,τι είναι νεκρό είναι ανήσυχο
και ό,τι ζει καίει.
Κάποιος του λέει πως πρέπει να κοιμηθεί τώρα.
Ο πατέρας μου έχει αναμμένο ένα φως στο κρεβάτι μας
κι ετοιμάζεται για το ταξίδι μας.
Επιδιορθώνει δέκα τρύπες στα γόνατα
πέντε ζευγαριών εσωρούχων για τ’ αγόρια.
Η αγάπη του για μένα είναι σαν ράψιμο:
διάφορα χρώματα και πάρα πολλή κλωστή,
ράψιμο ανώμαλο. Αλλά η βελόνα περνάει
κατευθείαν πέρα με κάθε κτύπημα του χεριού του.
Αυτή την ώρα, ό,τι είναι νεκρό ανησυχεί
και ό,τι είναι ζωντανό είναι πρόσφυγας.
Κάποιος του λέει πως πρέπει να κοιμηθεί τώρα.
Θεέ μου, αυτός ο παλιός φούρνος, συνεχίζει να μιλάει
με το στόμα των δοντιών του,
μια γενειάδα λεκιασμένη στις γιορτές κι η αναπνοή του
που μυρίζει βενζίνη, αεροπλάνο, ανθρώπινη στάχτη.
Η αγάπη του για μένα μοιάζει σαν φωτιά,
μοιάζει σαν περιστέρια, μοιάζει σαν νερό του ποταμού.
Αυτή την ώρα, ό,τι είναι νεκρό είναι ανίσχυρο, καλό
κι ανίσχυρο. Ενώ ο Κύριος ζει.
Κάποιος λέει στον Κύριο να με αφήσει ήσυχο.
Έχω χορτάσει απ’ την αγάπη του
που μοιάζει πια σαν κάψιμο και πτήση κι απόδραση.
300. LUCIE BROCK-BROIDO 1958 -
Λούσι Μπροκ – Μπρόιντο
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΙΣΩΣ
After the Grand Perhaps
Μετά τον εσπερινό, αφού το πρώτο χιόνι
είχε πέσει μες στη θύελλα, μετά το Νέο Κύμα,
αφού οι ανορεκτικοί είχαν κουλουριαστεί
στις γεωμετρικές μορφές τους,
αφού ο άνθρωπος με το φάντασμα
στο μοναδικό κακό μάτι του είχε κάνει κόκκινα πράγματα
πίσω απ’ την κουρτίνα του καπέλου και κοιμάται,
αφού το ραδιενεργό καταφύγιο στο δημοτικό σχολείο
παραγεμίστηκε με κασσίτερο και άλλα πράγματα,
αφού τ’ αγόρια της σιταποθήκης είχαν ξυπνήσει, τρομαγμένα
απ’ τις αλεπούδες και την πυρκαγιά, ζεστά μες στο σανό τους,
με κάθε μέρος τους χαρωπό κι απαλό κι απτό,
αφού οι μικροί βάνδαλοι είχαν γείρει
προς την αδύνατη αποπλάνηση
για να συνθλίψουν το γυαλί μες στο σκοτάδι, δραπετεύοντας
με τα πιο θανατηφόρα κομμάτια, αφήνοντας
τα θραύσματα που ταξιδεύουν πιο εύκολα,
μέσα στη σάρκα σαν μηνύματα
στο πάτωμα του μπάνιου, τους σωρούς των χώρων στάθμευσης
τα ακαταμάχητα συντρίμμια στην αυλή του γείτονα
όπου εκείνος έφτιαχνε πράγματα όλο το χειμώνα.
Αφού ο πόνος είχε γίνει παλιός γνώριμος,
επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του, μπορείτε να επιμείνετε σ’ αυτό.
Η δύναμη του τρόμου, σκέφτομαι, είναι τόσο πολλή
όσο η μαγνητική θερμότητα ή η βαρύτητα.
Μετά από αυτό που είναι απεριόριστο: Κτύποι αέρα,
εύφορα μπαλώματα του εδάφους,
η ωχρή συμμετρία των χωραφιών το φθινόπωρο,
το τέλος της αναπνοής, η αρχή
της σκιάς, η σκιά της θερμότητας καθώς κινείται
με τον τρόπο που η νύχτα κατευθύνεται προς τη δύση,
παίρνω αυτό τον δρόμο για να φθάσω στο τέλος του
όπου ο τελώνης περνάει τη νύχτα, διαβάζοντας.
Αισθάνομαι την κούφια ζεστασιά
του αριστερού χεριού του καθώς κληρονομεί
την αλλαγή στο δρόμο που δεν είναι πια δρόμος του
ανήκω σε οτιδήποτε θα μου συμβεί.
Όταν άφησα αυτήν την πόλη επέστρεψα
το μεταλλικό ξύπνημα στη νύχτα, τα σήματα των φορτηγίδων
που μεταφέρουν κάρβουνο σ΄ ένα αργό ποτάμι προς Βορρά,
την κίνηση των τρένων, κάθε σφύριγμα
σαν ένα τραγούδι από ξύλινη φλογέρα άλλης εποχής
που περνάει, κάθε ασθενοφόρο θα χώριζε μια νύχτα
σε δύο, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι σαν μικρό κορίτσι,
με ένα φόβο ότι μπορεί να το πάρουν οι σειρήνες
καθώς φώτισαν τη γειτονιά με νέον, γρήγορα
όπως η πυρκαγιά καθώς παίρνει φωτιά
και το σπίτι μας χάνεται στη νύχτα.
Μετά από αυτό που είναι αυθαίρετο: Το χέρι που βόσκει
κάτι πάρα πολύ αιχμηρό ή λεπτό, η λέξη που προφέρεται
μέσα στον ύπνο, το κλείσιμο των γονάτων απ’ το κρύο,
το λιώσιμο των μελών απ’ την επιθυμία,
το σχέδιο του φεγγαριού όταν ρίχνει
εχθρικό φως, η ζαλισμένη σκιά
του εαυτού μας καθώς ακολουθεί τον εαυτό μας,
η θλίψη του τελώνη
ότι δεν μπορέσαμε να είμαστε πιο φιλικοί.
Πράγμα που με οδηγεί πίσω στη στεριά,
τους παλιούς λύκους που περιπλανιόνταν σ΄ αυτήν,
το μοναδικό φως αφημένο στο μικρό μακρινό λόφο
όπου κάποιος πρέπει να ζει ακόμα.
Μετά απ’ τη ζωή πρέπει να υπάρχει ζωή.
303. CARL PHILLIPS 1959 -
Καρλ Φίλιπς
ΕΩΘΙΝΟ: ΜΕΡΙΚΑ ΡΟΔΑΚΙΝΑ, ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΥΕΛΛΑ
Aubade: Some Peaches, After Storm (1)
Έτσι ώστε κάθε ένας
να είναι μόνος του, τώρα -- κάθε ένας έχει πέσει, ξανθή γαλήνη.
Πιο κοντά, πάνω τους,
τα ζυγόπτερα περνούν όπως θα πετούσαν πάνω απ’ το νερό,
αν τα φρούτα ήταν νερό,
ή όπως οι μέλισσες, αν δεν ήταν
κάπου αλλού, αν τα φρούτα είχαν βρει
ήδη ένα σημείο πιο απότομο
στην αποσύνθεση, όπως πρέπει σύντομα να γίνει,
αν κανένας δεν τα σηκώσει απ’ τη χλόη που η υγρασία της
μόνο μαλακώνει περισσότερο εκείνα τα μέρη όπου η σάρκα
γίνεται μαλακή.
Υπάρχουν εκείνοι
που κανένα ποσό υπομονής δεν φαίνεται
πως είναι πιθανό να τους βελτιώσει ποτέ, έλεγα πάντα,
εννοώντας ότι το δώρο είναι τυχαίο,
ορισμένο εδώ,
παρακρατημένο εδώ -- σχεδόν πάντα
σωστά
καθώς αναποδογυρίζεται: Πώς τα χέρια σας καθαρίζουν
εύκολα τα συντρίμμια
πώς στέκεστε -- σαν ένα κτήριο καταδικασμένο για λίγο,
κι έπειτα χαρακτηρισμένο ιστορικό. Ναι.
Θα σωθείτε.
(1) Aubade: Πρωινό ερωτικό τραγούδι με θέμα το χωρισμό των ερωτικών συντρόφων
304. DENISE DUHAMEL 1961 -
Ντενίζ Ντϋαμέλ
ΜΠΑΡΜΠΙ ΒΟΥΔΙΣΤΡΙΑ
Buddhist Barbie
Τον 5ο αιώνα π.Χ.
ένας Ινδός φιλόσοφος
Γκαουτάμα διδάσκει ότι "τα πάντα είναι κενό" (1)
και "δεν υπάρχει εαυτός".
Στο 20ό αιώνα μ.Χ.
η Μπάρμπι συμφωνεί, (2)
αλλά αναρωτιέται πώς ένας άνθρωπος
με τέτοια κοιλιά θα μπορούσε να ποζάρει,
χαμογελώντας και χωρίς πουκάμισο.
(1) Gautama Buddha (563 – 483 p.X.): Ινδός πνευματικός δάσκαλος, ιδρυτής του Βουδισμού.
(2) Barbie: Παιδική κούκλα, που επινοήθηκε και κατασκευάζεται από το 1959.
ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΧΟΝΤΡΙΚΑ
Buying Stock
"...Η χρήση προφυλακτικών προσφέρει ουσιαστική προστασία, αλλά δεν εγγυάται πλήρη προστασία κι αυτό ενώ
δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι το βαθύ φιλί έχει οδηγήσει στη μεταφορά του ιού, κανένας δε μπορεί να πει ότι τέτοια μετάδοση
θα ήταν εντελώς αδύνατη."
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ, 1987
The Surgeon General, 1987
Ξέρω ότι δεν θα σε πειράξει αν σου ζητήσω να φορέσεις αυτό.
Είναι για την προστασία σου όπως επίσης και για τη δική μου -- περίμενε. Περίμενε. Εδώ, πριν προχωρήσουμε σε οτιδήποτε, έχω αγοράσει ένα προφυλακτικό για καθένα δάχτυλό σου. Κι εδώ – στάσου ένα λεπτό -- άνοιξε.
Θα σε βοηθήσω να φορέσεις αυτό, πάνω στη γλώσσα σου. Σκεφτόμουν:
Αν αφήσουμε αυτά τα δύο τυλιγμένα,
μπορείς να τα φορέσεις
σαν κομπρέσες πάνω στα μάτια σου. Οι σύντροφοι ήταν γνωστό ότι έκλαιγαν, έχυναν δάκρυα, σωματικά ρευστά, έχοντας όλη αυτή την εμπιστοσύνη, ακόμη και με τη σκέψη αυτής της επιφυλακτικότητας.
305. ELIZABETH ALEXANDER 1962 -
Ελίζαμπεθ Αλεξάντερ
ΜΠΛΟΥΖ
Blues
Είμαι τεμπέλα, το πιο τεμπέλικο
κορίτσι στον κόσμο.
Κοιμάμαι όλη
τη μέρα όταν θέλω,
μέχρι που το πρόσωπό μου ζαρώνει και πρήζεται,
μέχρι που τα χείλια μου γίνονται ξερά και καυτά.
Τρώγω όσο μου αρέσει: Μπισκότα και γάλα
μετά το μεσημεριανό, βούτυρο και ξινή κρέμα
στην ψημένη πατάτα μου, τρόφιμα
που τρώνε οι τεμπέληδες,
που γίνονται κίτρινοι κι αδιαφανείς κάτω απ’ το δέρμα.
Κάποτε ελάτε την ώρα του βραδινού την Κυριακή
είμαι ακόμα με το νυχτικό μου, αυτό
με το δαντελένιο στρίφωμα
επειδή δεν το έχω μπαλώσει. Πολλές μέρες
δεν ασκούμαι, μόνο
εξετάζω την κατάσταση, κατόπιν τρίβω την πηγμένη
κοιλιά μου και ξαπλώνω. Ακόμη
και τα ποιήματά μου είναι τεμπέλικα. Χρησιμοποιώ
συλλαβικούς αντί ιαμβικούς στίχους,
προτιμώ τις παρηχήσεις απ’ το θόρυβο της ομοιοκαταληξίας,
γράφω λίγα ενώ άλλοι γεμίζουν σελίδες. Και χθες,
παραδείγματος χάριν, δεν δούλεψα καθόλου!
Μπήκα στο αυτοκίνητό μου κι οδήγησα
στις αποθήκες προϊόντων των εργοστασίων, αγόρασα
μακριές κάλτσες και κιλότες και σοσόνια
με τα χρήματα του πατέρα μου.
Όταν το σκέφτομαι, στην παιδική ηλικία έχανα μόνο
μια μέρα του σχολείου κάθε χρόνο. Πήγαινα στο μπαλέτο
τέσσερις μέρες την εβδομάδα
στις τέσσερις και σαράντα πέντε
και τα Σάββατα, αρχίζοντας πάντα με τέντωμα στις μύτες των ποδιών
και τελειώνοντας με λύγισμα των γονάτων.
Όταν το σκέφτομαι, ήξερα μόνο τη βιομηχανία,
τη βιομηχανία της φυλής μου
και των μεταναστών, το ραδιόφωνο
που ήταν συντονισμένο πάντα
στο σταθμό που έλεγε, Προγραμματίστε
τους μήνες της θερινής εργασίας σας εκ των προτέρων.
Εργαστείτε σκληρά και μη ντροπιάζετε την οικογένειά σας,
που δούλεψε σκληρά για να σας δώσει ό,τι έχετε.
Δεν υπάρχει αμαρτία παρά μόνο οκνηρία,
καείτε μέχρι το φυτίλι και συνεχίστε.
Απέφευγα να κοιμάμαι για χρόνια,
επαναλαμβάνοντας τη νύχτα
ιστορίες βραδινών ειδήσεων
σχετικά με αποδράσεις από κοντινές φυλακές,
παχύσαρκους ανθρώπους που έτρωγαν τηγανισμένο κοτόπουλο και ξυπνούσαν νεκροί. Στον ύπνο ψάχνω
για ποιήματα με μορφή ανοικτών
σχημάτων πουλιών που πετάνε σε σμήνη,
ή ανοικτών αγκαλιών που λένε, σας συγχωρώ, όλους.
309. ELENI SIKELIANOS 1963 -
Ελένη Σικελιανού
ΈΤΣΙ ΔΕΙΧΝΕΙ Ο ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Ρητό: Μια νύχτα σ’ ένα θάλαμο νεφώσεων Ουίλσον (1)
ανακάλυψα ένα πράγμα: Ότι ένα πράγμα (συνήθιζα να έχω μια στεφάνη φωτός) ένα πράγμα θα μπορούσε να είναι περισσότερο
από Αληθινό και πάλι πιο πολύ
από Ψεύτικο, ένα πράγμα
θα μπορούσε να κουβαλάει τ’ όνομά του
με ένα εισιτήριο φωτός
που λέγεται Πιθανό: Σε ένα θάλαμο Ουίλσον, τα σωματίδια προδίδονται απ’ την κίνηση κι οι υδρατμοί
αφήνουν ίχνη. Ανακαλύφθηκε: Όταν η ύλη κι η αντίθεσή της ενώνονται, παρατηρείται μια ξαφνική λάμψη φωτός: (το μερίδιό μας απ’ τη νύχτα στο αυτί) (εννοώ αυτό που λέω): Περιφρονώντας
το Νόμο της Του Τρίτου Αποκλείσεως: Οι νόμοι δεν είναι
συμμετρικοί στην πρόσθια κι οπίσθια κατεύθυνση
(του χρόνου). Άραγε σε ποια πλευρά
συσσωρεύονται; κι ο ουρανός επίσης
(είναι αυτό που έκανε τον Χαρτ Κρέιν (2)
τόσο τρελό στην καρδιά) συνέχισε να μαζεύει
σύννεφα χωρίς λογαριασμό, μια μάζα αερίων με τίποτε
κακογραμμένο από κάτω τους. Ένα τραγούδι στη μέση
μιας κρυστάλλινης άριας.
Σχεδόν δεν είχαμε καθόλου κόκαλα τότε.
Ο Χαρτ Κρέιν άραγε είχε κόκαλα; Αν ναι, τι είδους;
Και πόσο μακριά; Γράφτηκε
στις αποστεωμένες ώρες, το Βιβλίο των Ζιζανίων, μια πραγματεία για την αποχώρηση
απ’ το σπίτι το σούρουπο, όταν όλα τα κτήρια έχουν ήδη αρκετό χρόνο να ξανακάνουν τους εαυτούς τους σκιές. Σαν να υπήρχε μόνο:
Σούρουπο στο σούρουπο, ανάμεσα στο σούρουπο και τη σκόνη
όπου κανένα ζώο δεν επιβλήθηκε
χωριστά απ’ τη μέρα κι η νύχτα
έρχεται πάλι, όπως έχει κάνει
πάντα. Το γεγονός ήταν ότι
δεν μπορούσα να ακολουθήσω το χάρτη -- επειδή το Βιβλίο
της Φύσης γράφτηκε
στην αβέβαιη γλώσσα των μαθηματικών,
απ’ τον συγγραφέα των μαύρων βροχών,
γιατί το γυμνό μάτι
γυμνωμένο
μπορεί να δει ανάμεσα στα όρια των μαθηματικών
γιατί τα κόκαλα ενός μωρού είναι μαλακά
σαν κρέμα όταν αρχικά βγαίνουν
απ’ το νερό και παίρνουν
πολύ χρόνο
να σκληρύνουν, μπορείτε να ισοπεδώσετε
το κρανίο ενός νεογέννητου
τοποθετώντας το
σε έναν πίνακα, η τρύπα του θανάτου
του κρανίου χρειάζεται
6 μήνες για να κλείσει
κι έπειτα γίνεται εύθραυστη.
Περιγράφοντας το τελευταίο τόξο
της τελευταίας περιφέρειας: Χάνω (έχασα) εκείνο το φωτοστέφανο. (Πόσο καιρό χρειάστηκε για να καταλάβω τα ποτάμια
να τρέξω προς τη θάλασσα).
(1) Charles Thomson Rees Wilson (1869-1959): Σκότος φυσικός, εφευρέτης του ομώνυμου θαλάμου με τον οποίο ανιχνεύονται κινούμενα φορτισμένα σωματίδια (α= πυρήνες ηλίου και β= ηλεκτρόνια).
(2) Hart Crane (1899 – 1932): Αμερικανός ποιητής επηρεασμένος απ’ τον Τ.Σ. Έλιοτ, που παρουσιάζεται στην παρούσα Ανθολογία.
313. RAFAEL CAMPO 1964 -
Ράφαελ Κάμπο
ΤΟ ΑΠΟΜΑΚΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
The Distant Moon
Ι
Ξαναμπήκε στο νοσοκομείο.
Η δεύτερη κρίση πνευμονοκύστης
τον περασμένο Ιανουάριο παραλίγο να τον σκοτώσει, τότε,
μας ορκίστηκε ότι θα πέθαινε στο σπίτι.
Μας έψησε μπισκότα, που ο σπουδαστής δεν τα έφαγε,
πριν φύγει -- η κουζίνα σε 5A ήταν μικρή,
αλλά εξυπηρετική και τακτοποιημένη.
Μου είπε διάφορες ιστορίες: Ο Ρίτσαρντ Γκηρ ήταν ομοφυλόφιλος
και πλάγιαζε με έναν φίλο του και το AIDS (1)
ήταν μια επιμελημένη συνωμοσία
που επινοήθηκε απ’ την κυβέρνηση. Έμεινε
τέσσερις μήνες. Έχασε την όρασή του
από κυτταρομεγαλοϊό. (2)
ΙΙ
Μια μέρα, έπαιρνα το αίμα του κι ενώ το έκανα
γέλασε και είπε ότι ήμουν η φιλενάδα του τώρα,
ο αδελφοποιτός του. "Βρικόλακα - παλιοθήλυκο, " φώναξε,
"θα με κάνεις να ζω αιώνια!" Απαντώντας, το μόνο
που κατάφερα να κάνω ήταν να ζαρώσω τα φρύδια μου. Ξέρω
ότι πνίγομαι στο αίμα του, το πορφυρό αίμα του.
Γέμισα τους επτά σωλήνες μου, η ζεστασιά τους διατηρήθηκε
αρκετά καθώς τους κρατούσα μέσα στην παλάμη μου. Είμαι λυπημένος επειδή δεν βλέπει το πρόσωπό μου. Επειδή δεν μπορώ
να ταυτιστώ μαζί του. Μισώ το γεγονός
ότι είναι στην ηλικία μου και ότι πέρα απ’ το δέρμα μου
είναι εκεί, ο αδελφοποιτός μου, ο σύντροφός μου.
ΙΙΙ
Είπε ότι ήμουν πάρα πολύ καλός και τελικά
αν η Τζόντι Φόστερ ήταν λεσβιάζουσα, (3)
τότε οι γιατροί θα μπορούσαν να είναι ομοφυλόφιλοι.
Αισθήματα ενοχής έτσουξαν τη ραχοκοκαλιά μου μέχρι κάτω. "Εντάξει, τέλειωσα", είπα καθώς τράβηξα τη βελόνα απ’ την
πλάτη του και πίεσα. Το εγκεφαλονωτιαίο ήταν καθαρό.
Δεν του απάντησα ποτέ. Εκείνο το σημείο σκεπάστηκε
με αποστειρωμένο χάρτινο επίδεσμο. Ήταν τόσο κοντά
στο θάνατο, το να του το έλεγα φαινόταν άσκοπο. Κατόπιν, πέθανε. Άγνωστος σε όλους εκτός από μένα, άφησε τις βελόνες μου
βαθιά μέσα στην χωρατατζίδικη καρδιά του. Έγινε νεκροψία.
IV
Του διάβαζα τη νύχτα. Το ωροσκόπιο του,
τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, το Συνήγορο. (5)
Μερικοί στίχοι του Ρίτσαρντ Χάουαρντ (4)
μας έδιναν ελπίδα. Ένα ήρεμο νοσοκομείο είναι απέραντο,
με τα γυαλισμένα, άσπρα σαν πάγος πατώματα, τους σκοτεινούς διαδρόμους που δεν οδηγούν σχεδόν πουθενά, στο θάνατο ή στις άυλες,
φωτισμένες μηχανές της Κόκα Κόλα. Του φώναξα
μια νύχτα, στο σπίτι, ενώ κοιμόταν. Η αναπνοή του,
ονειρεύτηκα, είχε γεμίσει τα πνευμόνια μου -- τα χείλια του, τα χείλια μου είχαν αγγιχτεί. Αισθάνθηκα σαν να είχα αγγίξει μια λειψανοθήκη.
Όχι χωρίς σεβασμό, αλλά με κάποια έλλειψη συγκέντρωσης.
Σε έναν καθρέφτη λάμπει το απόμακρο φεγγάρι.
(1) Richard Gere (1949 - ): Αμερικανός ηθοποιός που τιμήθηκε με το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη συμμετοχή του στην ταινία «Σικάγο»-2002.
(2) Κυτταρομεγαλοϊός (CMV= cytomegalovirus): Ιός που ανήκει στην κατηγορία του έρπη, που προκαλεί πυρετό και πρήξιμο των αδένων.
(3) Jodie Foster (1962 - ): Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο Όσκαρ (1988 και 1991).
(4) Richard Howard (1929 - ): Αμερικανός ποιητής.
(5) The Advocate: Αμερικανικό περιοδικό για ομοφυλόφιλους, που πρωτοεκδόθηκε το 1967 στο Λος Άντζελες.
(6) New York Times: Ημερήσια εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία, που εκδίδεται στη Νέα Υόρκη απ’ το 1851.
314. TIMOTHY LIU 1965 -
Τίμοθι Λιου
ΕΝΑ ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΡΕΝΟ
An Evening Train
σφυρίζει πέρα από οργωμένα χωράφια καλαμποκιού,
πηγαίνοντας προς ένα αγόρι που λαξεύει
ένα ομοίωμα του εαυτού του. Συνεχίζουμε το ύπνο μας
μέσα από σειρήνες και κόκκινα περιστρεφόμενα φώτα
που λάμπουν πάνω σε ερείπια που κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει μέχρις ότου παρατασσόμαστε την αυγή για να δούμε ποιοι
λείπουν. Σήμερα το πρωί στο ζωολογικό κήπο, ένα κορίτσι
βρέθηκε μισό-καταβροχθισμένο σε ένα χαντάκι, ενώ δυο λιοντάρια έγλειφαν τα σαγόνια τους, με μόνη την ένδειξη Λιτλ Ροκ, Αρκάνσας
που έμεινε στο σώμα της για να δείχνει (1)
πόσο μακριά ήταν απ’ το σπίτι της, ενώ και ένα κουρελιασμένο αντίγραφο της Οδύσσειας βρέθηκε αργότερα στο πορτοφόλι της.
Άραγε αγαπούσε τη ζωή της; Προειδοποιούμε τα παιδιά μας
να μην βάζουνε τα αυτιά τους στο χώμα για να εντοπίζουν χνάρια
το χειμώνα, ξέροντας πως δεν είναι πάντα καλό
να ξέρουμε τι έρχεται στο δρόμο μας.
(1) Little Rock, Arkansas: Πρωτεύουσα της πολιτείας του Αρκάνσας, με πληθυσμό 184.000 κατοίκους.
316. NATASHA TRETHEWEY 1966 -
Νατάσα Τρεθεγουέι
ΘΕΩΡΙΕΣ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΥ
Theories of Time and Space
Μπορείς να πας εκεί από εδώ, μολονότι
αυτό δεν είναι επιστροφή στο σπίτι.
Οπουδήποτε πηγαίνεις θα είσαι κάπου
όπου δεν ήσουν ποτέ. Δοκίμασε αυτό:
κατευθύνσου νότια στο Μισισιπή 49,
καθώς ένας ένας οι δείκτες των χιλιομέτρων θα καταγράφουν
ένα ακόμα λεπτό της ζωής σου. Ακολούθησε αυτό
στο φυσικό επακόλουθό του - αδιέξοδο
στην ακτή, στην αποβάθρα του Γκάλφπορτ όπου (1)
τα ξάρτια των καραβιών με τις γαρίδες είναι χαλαρές βελονιές
σε έναν ουρανό που απειλεί με βροχή. Διάσχισε
την τεχνητή παραλία, με τα 26 μίλια της άμμου
παρατημένης σε μια έκταση του παρελθόντος
θαμμένη σε ένα έλος με μαγγρόβια. Φέρε μόνο (2)
αυτό που πρέπει να φέρεις – ένα τόμο της μνήμης
με τυχαία άδειες τις σελίδες του. Στην αποβάθρα
όπου επιβιβάζεσαι στη βάρκα για το Νησί των Καραβιών, (3)
κάποιος θα πάρει την εικόνα σου: Η φωτογραφία – αυτό που ήσουν –
θα περιμένει πότε θα επιστρέψεις.
(1) Gulfport: Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας του Μισισιπή στις ΗΠΑ.
(2) Mangrove: Δέντρο της οικογένειας των ριζοφόρων.
(3) Ship Island: Δίδυμα προστατευτικά νησιά μπροστά απ’ την ακτή της πολιτείας του Μισισιπή.
318. SASKIA ΗΑΜΙΛΤΟΝ 1967 -
Σάσκια Χάμιλτον
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Inside
Δεν υπάρχει κανένας για ν’ ακούσει άλλο από δίσκους για το χαλασμένο γραμμόφωνο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τάξη αλλά η τάξη επιμένει, απ’ το πρόγευμα μέχρι το λουτρό τη δουλειά το τσάι το σκοτάδι,
καθώς η βροχή πέφτει με ταχύτητα,
τα παράθυρα σκουραίνουν και θολώνουν,
και το τυχαίο συντρίβει την πίστη.
Μια ηχηρή μηχανή, που είναι ένας τρόπος να ειπωθεί ένα πράγμα.
Το σκοτάδι των πατωμάτων, που σκουπίζονται καθημερινά,
αν και παίρνει τουλάχιστον μια ώρα για το πρώτο και μια για τα τελευταία. Στις σελίδες ενός βιβλίου,
γρήγορες μελέτες χεριών,
σκηνές από χέρια.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
The Song in the Dream
Το ίδιο το τραγούδι είχε αρθρώσεις. Η αγκράφα στη Βίβλο του δέκατου όγδοου αιώνα είχε αρθρώσεις, που έτριζαν όταν απελευθέρωσες το πιάσιμο, το βιβλίο θα αναστέναζε και θα επεκτεινόταν.
Το τραγούδι ήταν δύο σύνολα ενωμένα με αρθρώσεις,
κι ανησυχούσα για την ένωση, τα διαστήματα ανάμεσα στις
ενώσεις, το βάρος κάθε πλευράς που τις τεντώνει.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΔΥ
The First Evening
Ακούστε αυτό το τύμπανο, τόσο ελαφρύ που περνάει ξυστά πάνω στην επιφάνεια όπως τα πουλιά στο σούρουπο που βουτάνε στο νερό,
ή μια ανόητη ρίμα που λειτουργεί κάτω απ’ το τραγούδι.
Ρούφηξε γουλιά γουλιά.
Κατόπιν το βράδυ τελείωσε, ακόμα κι αν
ήταν μαλακό κι αν επρόκειτο να συνεχίσουμε θα φτάναμε στη θάλασσα. Φόρεσα κόκκινο κάτω απ’ το πουκάμισό μου.
Τι επρόκειτο να έρθει;
Υπήρχε μια σανίδα ανάμεσα στις λεπίδες των ώμων μου
που ακουμπάνε στον τοίχο μέσα μου, περιμένοντας να τεθούν σε χρήση απ’ τους εργάτες που έρχονται στις έξι και δουλεύουν μέχρι τις τρεις.
Κοιμηθείτε όσο μπορείτε γιατί αύριο θα είναι πρωί.
321. JUDY JORDAN 1968 -
Τζούντυ Τζόρνταν
ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ ΣΤΟ ΑΛΑΤΙΣΜΑ, ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ
Help Me to Salt, Help Me to Sorrow
Στην ξεθωριασμένη απ’ το φεγγάρι και το κουτάβι του ήλιου αναπνοή, στην κραυγή του κορακιού που πέφτει κατακόρυφα,
στο σπασμένο πόδι και στις αρθριτικές ενώσεις μου,
η μνήμη με καλεί
στο γήινο άνοιγμα, στους σκαμμένους τάφους, πάλι και πάλι εγώ, πάντα αφήνομαι
να ξαναγίνω βούρτσα του αέρα από φτερό νυχτερίδας.
Που δεν αλλάζει ποτέ ...
όχι αυτό το πρωί, όχι εδώ
όπου μόλις βρήκα
στο πίσω μέρος του φορτηγού μου, κάτω απ’ το λαστιχένιο χαλί,
μέσα σε λάσπη όση ένα φλιτζάνι του τσαγιού,
όπου φαίνεται ότι κανένας σπόρος δεν θα μπορούσε να είναι
ένα καλαμπόκι χωρισμένο σε χλωμά φύλλα και τριχοειδείς ρίζες.
Είναι ένα παράξενο πήδημα αλλά το κάνω
και σκύβω σ’ αυτές τις μικρές σοδιές
επειδή κάπου στη Βόρεια Καρολίνα υπήρχε ένα σπίτι
και σ’ αυτό, το δωμάτιό μου και το κρεβάτι μου,
γυμνές σανίδες και στίγματα αίματος ενός άντρα
που στους ανήσυχους ψίθυρους κάθε λοξής βροχής τσαλαβουτούσε στις κραυγές ενός σκλάβου, δολοφονημένου το 1863 όταν προσπάθησε να δραπετεύσει. Κάπου υπήρχε ένα παιδί που κοιμήθηκε
στον καναπέ από κόκκινο βινύλιο του καθιστικού
που ακόμη έχει σημασία
ειδικά τώρα που δε μπορώ να θυμηθώ πότε το ρυάκι
που οριοθετούσε το οικογενειακό αγρόκτημά μας έβγαζε σ’ έναν ωκεανό ή πότε ένα καρότσι επιστολές φθαρμένες απ’ τον καιρό που αναφέρουν το Ιλλινόι σήμαιναν ότι κάπου υπήρχε ένα Ιλλινόι.
Είναι ακόμα 1976 –
η μέρα μετά από τότε που με είδαν να παίζω τένις
μ’ ένα μαύρο αγόρι και φαίνεται ότι θα είμαι πάντα
σημαδεμένη απ’ το όπλο και θα κτυπηθώ
σαν το σωστό τρύπημα να έκοβε κομμάτια τ’ όνομά του.
Όχι, είναι 1969 –
το έτος που η μητέρα μου έγινε ένας πολτός από κερί,
ή έτσι φαινόταν στο παιδί που ήμουν,
και έσταζε στο ρόδινο σατέν
και έμαθα τη νεκρική μυρωδιά των γαρίφαλων.
Εκείνη τη χρονιά το φεγγάρι ήταν ακόμη φτιαγμένο από πράσινο τυρί. Οι άνθρωποι της χρονιάς αρχικά τσουβάλιασαν κι ονόμασαν εκείνο το φεγγάρι.
Δεν υπάρχουν χρόνια, μόνο το παρελθόν
κι ακόμα δεν ξέρω γιατί η Οντέλ Χορν
έριξε ένα πυροβολισμό στον αδελφό μου
ή πώς το σώμα περιέχει τόσο πολύ αίμα.
Ακόμα δεν ξέρω γιατί η Ντόνα Χιλ πήγε στην Μυρτλ Μπητς (1)
και τρεις ημέρες αργότερα γύρισε πίσω νεκρή.
Για δέκα χρόνια έζησα με την Λουίζ Στήγκαλ,
την ερωμένη του πατέρα μου, ενός απ’ τους τέσσερις άντρες της, όλοι θαμμένοι -- αυτοκτονία, δολοφονία, πιοτό, πάλι δολοφονία.
Ήταν μετά τον δεύτερο που καθόταν ήσυχη και σιωπηλή, τέσσερα χρόνια στο άσυλο. Τώρα περπατάει στο δρόμο όλη την ημέρα,
μαζεύοντας μπιχλιμπίδια του Cracker Jack για να δώσει στα παιδιά (2) αρκετά γενναία για να την πλησιάσουν.
Όταν ήμουν εννέα χρόνων, το μαυροπούλι ράμφιζε έξω απ’ το παράθυρό της μια ολόκληρη βδομάδα. Κάποιος θα πεθάνει, έλεγε
και με έκανε να αγκαλιάζω το λαιμό του θείου Ρόμπερτ
σαν να μην μπορούσα να ξέρω ότι θα έφευγε σε δύο ώρες,
σαν να μην είχα μάθει τίποτε για τους ανθρώπους
και την εξαφάνισή τους. Η τελευταία φορά που την είδα δεν με κοίταξε, τίναξε την κουκούλα της μπλούζας της πάνω
στο πρόσωπό της και περπάτησε στην τάφρο,
σαν να υπάρχουν μερικά πράγματα ακόμη κι αν δεν τα λέει,
σαν να μην έμαθα ποτέ ότι τελικά όλα είναι βρωμιά και σκόνη –
η γήινη καταβόθρα κι οι εκκρίσεις των σκουληκιών.
Με τα βρεγμένα φύλλα παχιά στα βήματά μου,
ο ουρανός του βραδιού μελάνιασε θαμπός γκρίζος προς μαύρος,
όταν έχυσα αλάτι και όπως λέει κι η παροιμία θλίψη και δάκρυα,
κι η σόμπα είναι κρύα κι έτσι το αλάτι δεν θα καεί,
πέστε μου η τσέπη μου με τα μάγια μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε ξόρκι. Πέστε μου πάλι το λόγο που τα δάχτυλα του παππού μου επιπλέουν στο βάζο πάνω στην κορνίζα του τζακιού ανάμεσα στο κουτί με τον ταμπάκο και το κύπελλο με τα φιστίκια. Και τι να πει κανείς για τα δόντια στην τουαλέτα, τις φλούδες από κόκαλα της σπονδυλικής στήλης που φοράω γύρω απ’ το λαιμό μου;
Πάλι η πλυμένη φωτογραφία στο οικογενειακό λεύκωμα,
Αέρας του Ειρηνικού που ανυψώνει τα μικρά κύματα στην Παραλία των Κοραλλιών, που χτυπάει τα φύλλα των φοινικιών.
Πάλι το ακόλαστο χαμόγελο του πατέρα μου,
η ξιφολόγχη του που πιάνει μια γρατσουνιά του ήλιου,
το αριστερό πόδι του στηριγμένο στο γυμνό και ματωμένο σώμα.
Πίσω του, ένα σωρό Γιαπωνέζοι.
Επιτρέψτε μου να μην πιστεύω σε τίποτα.
Το σταχτί κοτόπουλο δεν σκάβει σε γουρσούζικα χέρια;
Το μπλε πλαίσιο της πόρτας, το καλάθι με τα βελανίδια με προστατεύει. Τι να πει κανείς για το μαχαίρι σ’ έναν κάδο νερού;
Όταν μου δίνουν το παντουφλοφορεμένο πόδι του νεκρού από δωμάτιο σε δωμάτιο, γιατί να μη μου δίνουν και μια απόδειξη συγχρονισμού,
μια επιθυμία και τα γδαρμένα αυτιά των αγγέλων;
Θέλω να πιστεύω στη δύναμη του δεντρολίβανου
στρωμένου κατά μήκος του φράκτη
ακόμη και καθώς τα αστέρια διατάσσονται
σε έναν αναλλοίωτο κι ουσιαστικό νόμο.
Θέλω τα φύλλα χτυπημένα απ’ τον αέρα να κατακαθίσουν
κι ο πλακωμένος θάμνος να ισιώσει,
θέλω το χαλαρό κουτί στο υπόστεγο του γείτονα
να τελειώσει το μήνυμά του.
Όταν αυτή η εποχή με την καθαρισμένη ακρίβειά της
μετατοπισθεί πιο κοντά, δώστε μου Μανιτάρια του Διαβόλου
μέσα απ’ τα στοιβαγμένα φύλλα,
λεπτό πράσινο της Γήινης Γλώσσας,
φωσφορίζουσα Τούφα Μελιού σταλμένη απ’ τους νεκρούς.
Οι φωνές τους έρχονται πλησιέστερα, σχεδόν αποκρυπτογραφημένες.
Οσαδήποτε ψέματα έχετε εκεί
σ’ εκείνο τον καρφωτό εναγκαλισμό του χρόνου, να μου τα δώσετε.
(1) Myrtle Beach: Πόλη 23.000 κατοίκων στην Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ.
(2) Cracker Jack: Εταιρία παραγωγής και διάθεσης μπισκότων που περιέχουν φιστίκια και πόπκορν.
324. G. E. PATTERSON 1969 -
Τζ. Ε. Πάτερσον
Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
The Responsibility of Love
Εκεί που είσαι τώρα, τα μόνα φώτα είναι αστέρια
και λυχνίες λαδιού που ανάβουν σε βεράντες με κληματαριές.
Εκεί που είσαι τώρα, πρέπει να είναι μεσάνυχτα.
Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να δώσει ονόματα σ’ όλους τους δρόμους
που βλέπουν προς τη θάλασσα. Οι φρέσκος αέρας
μυρίζει μυρτιά και άσπρο γιασεμί. Μια εκκλησία στέκεται
στο ακρωτήριο κι ελπίζω ότι μπορεί να κρατήσει
μια σκέψη μου ζωντανή στο κεφάλι σου.
Το φθινόπωρο είναι εδώ: Οι ζεστές μέρες γίνονται κρύες.
Τα δέντρα ρίχνουν περισσότερα φύλλα, έρωτα, κάθε φορά που βρέχει. Τρώγω τα γεύματά μου με την τηλεόραση αναμμένη,
αλλά χαμηλόφωνα για να μην παραπονεθούν οι γείτονες.
Το κιλίμι είναι λεκιασμένο απ’ τα φαγητά που μου έπεσαν
την πρώτη μέρα -- και τη δεύτερη – εσύ είχες φύγει.
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Autobiographia
Τα είχα όλα και τύχη: Δαχτυλίδια καπνού
φυσημένα για μένα, φως του ήλιου μέσα στα φύλλα
των βαμβακόδεντρων καθαρές, απλές αρμονίες
εκκλησιαστικής μουσικής, ηχώ από τραγούδια σκλάβων, πεταμένες σακούλες από καραμέλες – που αιωρούνταν στον αέρα. Όλα.
Μητέρα και πατέρα, αδελφό, θείες, θείους
μικροδουλειές και μαθήματα του σχολείου και παιχνίδια. Όλα.
Μου έδωσαν γάντια για το κρύο του χειμώνα.
Έγινα για να φοράω γάντια για την κηπουρική.
Έγινα για να ασχολούμαι με τον κήπο, διδάχτηκα να κρατάω πιρούνια στο αριστερό χέρι μου όταν κόβω και στο δεξιό
όταν φέρνω την τροφή στο στόμα μου. Όλα.
Είχα ρούχα που μου είπαν να μην τα φοράω έξω.
Πρόσωπο που μπορούσες να καθαρίσεις, σχεδόν όμορφο
Είχα φίλους για να μαλώνω μαζί τους και μυστικά, που τα ήξερε
όλη η γειτονιά, οι καλύτεροι δάσκαλοι,
άσπροι και έγχρωμοι. Δεν το σκαρφίστηκα αυτό.
Το ήξερα ότι τα είχα όλα. Ακόμη το ξέρω.
326. JOHN CANADAY 1970 -
Τζον Καναντέϊ
ΕΞΩΤΙΚΟ
Exotic
Το Αμμάν ξαπλώνει, χτυπημένο απ’ τον ήλιο, σε επτά (1)
λόφους, σαν μια σύγχρονη Ρώμη, μόνο
λιγότερο όμοιο μ’ εκείνη. Ήταν, στην πραγματικότητα, κάποτε Ρωμαϊκό όπως βεβαιώνει το θέατρο στο κέντρο της πόλης,
αλλά σήμερα τα μεγαλωμένα παιδιά των σεΐχηδων
οδηγούν κοπάδια από Μερσεντές με χρώμα καμήλας
κάτω στις απόκρημνες κοιλάδες.
Αυτά τα απόβλητα των πλούσιων εθνών του Κόλπου (2)
ουρλιάζουν στους στενούς δρόμους της αγοράς,
όπου οι φωνές των εμπόρων χρυσού κι αργύρου
βουίζουν μέσα στα μαγαζιά τους που μοιάζουν με κυψέλες.
Οι κραυγές των μουεζίνηδων από μια ντουζίνα τζαμιά
βουίζουν παρόμοια στους εξωτερικούς λόφους,
αμβλύνοντας τα τσιμπήματά τους πάνω
στα διπλά τζάμια των πλουσίων.
Ένας διανομέας νερού διαλαλεί τον ιδρώτα του μετώπου του
σε μια γειτονιά παγωμένη απ’ τα τριαντάφυλλα. Πόσο άγρια,
πόσο παράξενα φαίνονται όλα, εξωτικά όσο ένα τριαντάφυλλο
πεταμένο στο πρόσωπο ενός διψασμένου.
(1) Amman: Πρωτεύουσα της Ιορδανίας με πληθυσμό 1.600.000 κατοίκους. Η Ιορδανία έχει πληθυσμό 5.350.000 κατοίκους και βρίσκεται ανάμεσα στο Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία, έχοντας προς νότο έξοδο στον Κόλπο της Άκαμπα (2).
329. TERRANCE HAYES 1971 -
Τέρανς Χέις
ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ
At Pegasus
Είναι όπως εκείνες οι τρελές γυναίκες
που ξέσχισαν τον Ορφέα
όταν αρνήθηκε να τραγουδήσει,
αυτοί οι άντρες που δουλεύουν σκληρά
στο στροβοσκοπικό και μαύρο φως
του Πήγασου. Όλα σκιά και ήχος.
"Είμαι εδώ μόνο για τη μουσική",
λέω στο άνθρωπο που με ρωτάει
στον όροφο. Αλλά έχω αφήσει πίσω μου
ένα αγόρι νωρίτερα.
Ο Κέρτις κι εγώ πηδούσαμε
ξυπόλυτοι στο ρέμα
χορεύαμε ανάμεσα σε προνύμφες και κατουρούσαμε,
ενώ τα μπουκάλια της μπύρας κι οι γυρίνοι
γλιστρούσανε σαν σπέρμα
βγάζαμε τα πουκάμισά μας,
και χαστουκίζαμε τη μουσική πάνω στο δέρμα μας.
Δεν θα με γνώριζε τώρα
στην άκρη αυτών των ελικοειδών ερωτικών κινήσεων,
ακτινοβολώντας κι αχνίζοντας, μες στη φωτιά,
με σώμα χωρίς φύλο θαμπωμένο
απ’ το περιστροφικό φως της μουσικής.
Ένας νεαρός άντρας γλιστράει τον αντίχειρά του
στο στόμα ενός μεγαλύτερου,
και δεν είμαι τόσο πολύ μακριά.
Ολόκληρη η σκηνή είναι χυδαία και λεπτή
καθώς το πόδι του Κέρτις σχίστηκε
σ’ ένα κρυμμένο θραύσμα μπουκαλιού.
Πιέζουν τα ισχία τους,
καθένας με κομμένη ανάσα σαν αγόρι
που μεταφέρει ένα φίλο στην πλάτη του.
Το πόδι πρήστηκε και πρασίνισε
όπως τα απόβλητα νερά σ’ εκείνο το ρέμα.
Δεν επιστρέψαμε ποτέ.
Αλλά θυμάμαι το βάρος του
καλύτερα από όσο θυμάμαι
το πρώτο φιλί μου.
Αυτοί οι άντρες ξέρουν κάτι
που ήξερα παλιά.
Πώς θα μπορούσα να μην τους βρω
όμορφους, έτσι όπως βουτάνε και ρίχνονται
ο ένας στον άλλο,
με τρόπο που το δάπεδο του χορού
τους παίρνει,
υγρούς και ιερούς στο στόμα του.
331. SUJI KWOCK KIM 1972 -
Σούζι Κουόκ Κιμ
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙ
Monologue for an Onion
Δε θέλω να σε κάνω να κλάψεις.
Δεν σκέφτομαι τίποτε, αλλά αυτό δεν σε σταμάτησε
απ’ το να ξεφλουδίζεις το σώμα μου, το ένα στρώμα μετά το άλλο,
ενώ τα δάκρυα θολώνουν τα μάτια σου καθώς το τραπέζι γεμίζει
με φλούδες, κομμένη σάρκα, όλα τα συντρίμμια του διωγμού. Φτωχό γελασμένο ανθρώπινο πλάσμα: Θέλεις να μου πάρεις την καρδιά μου.
Κυνήγησε όλα όσα θέλεις. Κάτω από κάθε δέρμα μου βρίσκεται ένα άλλο δέρμα: Είμαι καθαρό κρεμμύδι -- καθαρή ένωση του εξωτερικού με το εσωτερικό, της επιφάνειας και του μυστικού πυρήνα.
Κοίταξε τον εαυτό σου, την ώρα που κόβει φέτες και κλαίει. Ανόητος. Είναι άραγε αυτός ο τρόπος που προχωράς στη ζωή, με το μυαλό σου
ένα ασταμάτητο μαχαίρι, οδηγημένο απ’ τη φανταστική αλήθειά σου,
απ’ την πλάνη σου για τη μόνιμη ένωση -- κόβοντας το ένα δέρμα μετά το άλλο απ’ τα πράγματα, καταστρέφοντας και σχίζοντας τα μόνα σημάδια της προόδου σου; Αρκετά είναι αρκετά.
Δεν πρέπει να λυπάσαι που ο κόσμος γίνεται αντιληπτός
μέσα από πέπλα. Πώς αλλιώς μπορεί να ιδωθεί;
Πώς θα σχίσεις το πέπλο του ματιού, το πέπλο
του ότι είσαι, εσύ που θέλεις να πιάσεις την καρδιά
των πραγμάτων, πεινώντας για να μάθεις πού βρίσκεται
το νόημα. Δοκίμασε αυτό που κρατάς στα χέρια σου: Χυμό κρεμμυδιού,
κίτρινες φλούδες, τα κομμάτια μου που τσούζουν. Εσύ είσαι που έγινες κομμάτια. Οτιδήποτε κι αν ήθελες να αγαπήσεις, επιθυμώντας το
άλλαξες τον εαυτό σου: Δεν είσαι αυτή που είσαι,
με την ψυχή σου κομμένη στιγμή στιγμή από μια λεπίδα
φρέσκιας επιθυμίας, το έδαφος σπαρμένο με εγκαταλειμμένα δέρματα. Και στον ενδότερο κύκλο σου, τι; Ένας πυρήνας που είναι
όχι ένας. Φτωχή ανόητη, είσαι διαιρεμένη στην καρδιά,
χαμένη στο λαβύρινθό των θαλάμων της, αίμα και έρωτας,
καρδιά που μια μέρα θα σε χτυπήσει μέχρι θανάτου.
332. BEN DOYLE 1973 -
Μπεν Ντόιλ
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
Radio, Radio
Στη μέση κάθε χωραφιού,
σκιασμένου στις πλευρές με χλόη
ή φλούδες καλαμποκιού, είναι ένα ξέφωτο όπου
εκείνη δουλεύει θάβοντας κύκνους ζωντανούς
στη μαύρη γη. Θάβει μόνο
τα σώματά τους, τα φτερά τους.
Στοιβάζει το χώμα σφιχτά γύρω
απ’ τους μακριούς λαιμούς τους κι εκείνοι τινάζονται
σαν μεγάλες βλεφαρίδες μέσα σε τυφώνα.
Με αναγκάζει να τους ταΐζω με το χέρι
δύο φορές την ημέρα ολόκληρο το χρόνο: Σιτάρι,
κομμάτια τεμαχισμένων ψαριών. Μετά
με παίρνει στη λαμαρινένια αποθήκη των εργαλείων.
Μου δείχνει πάλι τον κόσμο
μέσα στο ασημένιο φορητό ραδιόφωνό της.
Μου δίνει το δρεπάνι.
333. TONY TOST 1975 -
Τόνυ Τοστ
ΔΩΔΕΚΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
Twelve Self Portraits
1.
Το χιόνι είναι σκοτεινό και τίποτε δεν είναι λυπημένο και ήμουν, μια φορά κι έναν καιρό, παιδί. Ήξερα ότι αυτό που σήμαινε ο καιρός, σκλήραινε με τον τρόπο που μόνο ένα παιδί είναι τελικά σκληρό.
Τα πρώτα δέκα χρόνια είναι γεμάτα βροχή. Έβλεπα τις σκιές να φεύγουν μακριά.
Το χιόνι είναι κάτι άλλο, απόψε, καθώς στέκομαι, μεγαλωμένος, γυμνός (είμαι στο καθιστικό, τα φώτα είναι κλειστά): Αόρατος κι εντελώς γεμάτος.
2.
Αυτός είμαι εγώ, μια γλώσσα τοποθετημένη σταθερά στο υποσυνείδητο. Ένα αργό υπόγειο ρεύμα, μια (περιστρεφόμενη) αναπνοή. Σιωπηλός, υποθέτω και λυπημένος.
Είναι η εποχή μου (σ’ αυτή, τη δεύτερη αυτοπροσωπογραφία μου, εγώ είμαι αδικαιολόγητα άρρωστος στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '80) και προσκαλώ μαζί μου τον μεγάλο κύκλο των φιλικών τοπίων κι οικογενειακών πορτρέτων και πρόθυμα παίρνω απ’ αυτά την άδειά μου. Επίσης, τα περιθωριακά στοιχεία μου: Ο μουσικός του δρόμου κι ο ερημίτης, ο τελικά μπασμένος στα κόλπα και το χαμένο παιδί (ναι κοιτάζω ακόμα μέσα στα όνειρα εκείνου του παιδιού, τροποποιώντας τα, προσπαθώντας να ανακτήσω κάποια χαμένη ανθρωπιά μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία).
3.
Όπως ενός κολυμβητή ανάμεσα σε ανθρώπους που πνίγονται, αυτό το πρόσωπο εκφράζει επιθυμία κι αναστάτωση. Προσπαθώ να υπαινιχτώ στη μοναξιά. Θα μπορούσαμε μαζί, αυτό κι εγώ, ν’ αρπάξουμε ένα κομμάτι απ’ το ρούχο του, μόνο για να συλλογιστούμε κάθε αλλαγή της έκφρασης καθώς άρχισε να πνίγεται. Θα εγκωμιάζαμε την παράστασή του. Στο πρόσωπό του ήταν σιδηρόδρομοι και τράπεζες, μύλοι κι οίκτος για τα πλούτη που βρέθηκαν εκεί. Τι είναι αυτό που λέει τώρα αυτό το πρόσωπο; Ότι είμαστε όλοι γαλάζια φλόγα και παγετός, όλα γάλα και μυστήριο; Ότι κάθε ένας μας πρέπει να αναπνέει επίσης τον ανώτερο αέρα; (κοιτάζω πραγματικά πρόσωπα σε ώρες στοχασμού και μου υπενθυμίζουν ότι δεν είμαστε διάφανοι παρά το ζωώδες φως που λάμπει μέσα μας).
4.
Ο πόνος είναι μια υψηλότερη συνειδητοποίηση του εαυτού μας.
Εδώ είναι το τέταρτο πορτρέτο μου, αγγιγμένο απ’ το χέρι του ακρωτηριασμού.
Είναι κι εκείνη σ’ αυτό. Στέκεται μπροστά μου και διώχνει μακριά το χρόνο και το θρήνο. Το δεξί χέρι της δείχνει το ταξίδι των αστεριών, κάθε απρόθυμο άλογο.
5.
Εδώ, σκιτσάρω γι’ αυτήν την κυνηγημένη καρδιά μου. Εξαντλημένος και ζαλισμένος, σηκώνομαι μέχρι που οι φωνές μας δεν είναι περισσότερο απεχθείς για μας από όσο είναι ο θάνατος.
Το να μένω άγρυπνος είναι τιμωρία (κάθε μέρα ήμουν άγρυπνος αυτό το χρόνο). Μια φορά κι έναν καιρό, μου είπε μια ιστορία για φαντάσματα: Πώς χτύπησε το σκοτάδι στην εθνική οδό μια νύχτα, πώς εγώ ήμουν το δακτυλικό αποτύπωμα εκείνης της μικρής σύγκρουσης.
6. Αυτό είναι το πορτρέτο μου κι είμαι ένας απ’ τους πολίτες του. Ξυπνώ, ξεκουράζομαι για λίγο, ομολογώ ένα μικρό δόντι κι ένα νύχι, συνθέτω κι εκτελώ μια ιερατική διαπεραστική κραυγή. Κι εκείνη μ’ εμπιστεύεται. Οι ειδήσεις μου είναι ανεκτές.
Όλα όσα καταπίνω γίνονται δικά μου, γίνονται καλό. Οτιδήποτε ενδιαφέρει τη φωνή μου με ενδιαφέρει: Μια κοιλιά, ένα δωμάτιο με ξένους, ένα ξεφύσημα καπνού. Μου υποβάλλουν ερωτήσεις.
Τους ακούω.
Επιστρέφω σ’ αυτό το δωμάτιο (για να τακτοποιήσω τα πράγματα). Ένα δωμάτιο καθοδηγείται απ’ τους βασιλιάδες του έτσι έχω αρχίσει να ζωγραφίζω κορώνες και να θυμώνω εύκολα, πράγμα που προέρχεται απ’ την υπερβολική φροντίδα. Συχνά, το μέγεθος της καρδιάς καθορίζει το μέγεθος της συγκίνησης. Οι μικρές απολαύσεις των πουλιών, για παράδειγμα.
7.
Υπάρχει μια προσευχή διπλωμένη στο στόμα μου. Όπως η νύχτα, περιπλανιέται καθώς ψάχνει για τη νύφη της. Δεν υπάρχει κανένας συντομότερος δρόμος γύρω από αυτό το βουνό (μια προσευχή είναι ένα βουνό, που ψάχνει τη νύφη του). Αλλά υπάρχει βουνό.
8.
Μια γέφυρα θα γραφτεί – Χαρτ Κρέιν (1)
Ένα πρόσωπο θα γραφτεί. Ένας ακόμη χρόνος θα γραφτεί, με όλους τους εχθρικούς διαβόλους του. Μια λύτρωση θα εκτελεσθεί την ώρα που ετοιμάζεται. Τα ύψη θα γραφτούν, έστω και μόνο για το σκλάβο των δακρύων, για να τα κοιτάζει με δυσαρέσκεια.
Ο σκλάβος των δακρύων έχει ήδη γραφτεί.
Μιλάει για το δωμάτιο, τον ποταμό, τον αέρα. Μιλά στα ύψη επειδή το θέλει. Ένα λεπτό τρεμούλιασμα θα γραφτεί. Τα ύψη θα γραφτούν. Μια απάντηση θα γραφτεί και ένας εναγκαλισμός.
9.
Ίσως κάθε μικρό πράγμα πρέπει να ανακτηθεί αν τίποτε δεν πρόκειται να σωθεί. Εδώ είναι τα μάτια μου. Δεν θέλουν να παγώσουν απ’ το χειμερινό φως της κατανόησης. Ευτυχώς, εγώ (όπως μια φλόγα) δεν καταλαβαίνω τίποτε. Σε μια ώρα συνωμοσίας, στέκομαι κάτω απ’ τις σημύδες, το χειμώνα, μαθαίνοντας να κυνηγώ.
10.
Ένα πορτρέτο είναι επίσης ένα μονοπάτι που έγινε ορατό. Ο κόσμος είναι σύμμαχος του ορατού.
Κάθομαι στη χλόη του λιβαδιού σκαλίζοντας την αμφιβολία και την πίστη. Σκέφτομαι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν μεγαλώσει μ’ ένα κρυφοκοίταγμα στο μέλλον, με τραγούδια που δεν καταγράφτηκαν ποτέ. Ο στόχος μου είναι απλός: Να παίξω πεντόβολα μπροστά στο ανάχωμα. (θέλω να είμαι όχι μόνο χαριτωμένος, αλλά ορατός. Χρήσιμος. Δεν θέλω τη φρόνηση του σκουληκιού, ούτε του γάντζου.) Να γίνω άχρονος.
Λοιπόν πώς πεθαίνουμε, πραγματικά; Και ποια είναι η ακριβής θέση των σταυροδρομιών; Δεν είμαι προδιατεθειμένος ευνοϊκά για την ανύψωση των πραγμάτων πέρα από αυτό που βλέπουμε κι αγγίζουμε, αλλά ώσπου να το διαπιστώσω ήδη διέσχιζα αυτό το χωράφι, ήξερα ότι η διαβίωση πρέπει να επικοινωνεί με τη ζωή.
11.
Το ταξίδι στα σώματά μας είναι ένα διαφορετικό ταξίδι, όπως η νύχτα: Μακρύ όσο ένα αίνιγμα. Τραγανό και χαριτωμένο. Όταν εκείνη ήταν παιδί, κανένας δεν έκοβε τα μαλλιά της. Φτάνανε μέχρι κάτω στη μέση της.
Η παιδική ηλικία μου ήταν ένας ποταμός επίσης, για να σύρει την πίστη μου απέναντι, τα μαλλιά μου επέπλεαν στο νερό πίσω μου. Τα μάτια μου ήταν βαμμένα κλειστά και τα σύννεφα ήταν βάρκες.
Κι είναι άραγε ακόμα ξυπόλυτη, χωρίς ούτε ένα πράγμα στα χέρια της; Άραγε διασχίζει με τα πόδια τα σύννεφα; ("Όπως ο Θεός, ονειρευόμαστε μόνο ποτάμια.") Προσπαθώ να ζωγραφίσω τα κομμάτια στους λαιμούς μας. Αυτά που είχαμε όταν γεννηθήκαμε, όταν θα πεθάνουμε τελικά. Αυτά που σημαίνουν: Δεν θα το θυμάμαι αυτό.
12.
Το χιόνι είναι παχύ και μόλις βρήκα έναν λύκο. Είναι πραγματικός λύκος. Τον ονομάζω Σπασμένο Καθρέφτη. Μπορώ να βλέπω τα πλευρά του. Τον παίρνω μέσα και τον διδάσκω πώς να μετράει. Η καρδιά του λύκου είναι ένα πράγμα ρυθμικό, ένα πράγμα της άμμου. Τον πηγαίνω από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ο λύκος φαίνεται σαν να έχει καταπιεί τη γλώσσα του. "Η φωνή μου κουβαλάει", λέω. "Θα σε κουβαλήσει".
(1) Hart Crane (1899 – 1932): Αμερικανός ποιητής, που το ποίημά του «Η Γέφυρα», με κύριο συμβολικό θέμα τη Γέφυρα του Μπρούκλυν, δημοσιεύτηκε το 1930.