Οι Έλληνες, και κατά τους τρεις μεγάλους εμφυλίους πολέμους της Ρώμης (48, 42 και 31 π.Χ.), τάχθηκαν με το μέρος της ηττημένης μερίδας (Πομπήιος, Βρούτος, Μ.Αντώνιος αντίστοιχα), εν μέρει εξ ανάγκης, αλλά σε κάποιο βαθμό και διότι οι ηττημένοι κήρυτταν (στα λόγια τουλάχιστον) ότι αγωνίζονταν για την ελευθερία του κόσμου. Οι νικητές όμως (Καίσαρ, Οκταβιανός) δεν τιμώρησαν τις ελληνικές πόλεις, που είχαν περιέλθει σε ελεεινή κατάσταση εξαιτίας των πολέμων, αλλά αντίθετα τις περιέθαλψαν.
Ο Οκταβιανός αφαίρεσε από την Αθήνα, την Αίγινα και την Ερέτρια, αλλά ολοκλήρωσε τη στοά της Αρχηγέτιδας Αθηνάς, που είχε αρχίσει ο Καίσαρ και συνέβαλε στη συνέχιση των εργασιών κατασκευής του ναού του Ολυμπίου Διός, που είχαν αρχίσει επί Πεισίστρατου. Στο Άκτιο έκτισε νέα πόλη, τη Νικόπολη, και θέσπισε αγώνες των οποίων την προεδρία ανάθεσε στους Λακεδαιμόνιους, ενισχύοντας ταυτόχρονα το Κοινό των Ελευθερολακώνων, του οποίου αύξησε τον αριθμό των πόλεων που το αποτελούσαν σε 24. Η ιδιάζουσα εύνοια που έδειξε στην Πάτρα, λόγω και της εξαιρετικής θέσης της για το εμπόριο με τη δύση, την κατέστησε πόλη πολυάνθρωπη και λαμπρή, συναγωνιζόμενη σε οικονομική ευμάρεια ακόμα και την Κόρινθο.
Για τη διοίκηση των επαρχιών ο Οκταβιανός είχε κατατάξει τις περιοχές σε δύο τύπους. Οι λεγόμενες αυτοκρατορικές επαρχίες διοικούνταν από «επίτροπο του καίσαρα» (procurator), ενώ οι βουλευτικές επαρχίες, που είχαν αποδοθεί στον δήμο και τη σύγκλητο, διοικούνταν από ανθυπάτους (proconsules). Για την επαρχία της Αχαΐας στην οποία είχε υπαχθεί όλη η νότια Ελλάδα, στελνόταν κάθε χρόνο ένας Ρωμαίος ανθύπατος με έδρα την Κόρινθο, αλλά αρκετές ελληνικές πόλεις δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία του. Τέτοιες ήταν η Αθήνα, η Σπάρτη, το κοινό των Ελευθερολακώνων, το Άργος, η Ελάτεια, οι Θεσπιές, η Τανάγρα, η Αιτωλία, η Ακαρνανία και η Θεσσαλία. Οι πόλεις αυτές δεν πλήρωναν τακτικό φόρο, δεν κατέχονταν από ρωμαϊκά στρατεύματα και πολιτεύονταν κατά τους πάτριους νόμους και θεσμούς, διασώζοντας τον εθνικό χαρακτήρα τους.
Η Αθήνα ειδικά διατήρησε επί αιώνες μέχρι τον Μ.Κωνσταντίνο και τους πρώτους διαδόχους του, το αρχαίο πολίτευμα και επί των διαδόχων του Αυγούστου, ονομαζόταν «πόλη ελεύθερη και σύμμαχος» (civitas libera et foederata), απολαμβάνοντας όλα τα σχετικά δικαιώματα. Ο Τιβέριος μάλιστα συνένωσε τις επαρχίες της Αχαΐας και της Μακεδονίας με την αυτοκρατορική επαρχία της Μοισίας, ώστε να έχουν και αυτές την άνεση των καισαρικών επαρχιών. Η διάταξη αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια του Κλαύδιου, οπότε καταργήθηκε το 44 μ.Χ.
Ο Νέρων, λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, πραγματοποίησε επιτυχημένη περιοδεία στην Ελλάδα τη διετία 66-67 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε συμβολικά μέρος σε όλους τους μεγάλους αθλητικούς αγώνες (Ίσθμια, Πύθια, Νέμεα και Ολύμπια). Μάλιστα, , κατά τη διάρκεια της τέλεσης των Ίσθμιων, το 67 μ.Χ. με τη δική του φωνή, δημηγορώντας προς τα πλήθη από το βήμα, ανακήρυξε (συμβολικά και πάλι) ελεύθερες όλες τις ελληνικές πόλεις, περιποιώντας τους μοναδική τιμή, αδιανόητη για την εποχή του. Ο Νέρων επιχείρησε επίσης την διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου, σύμφωνα με την ιδέα που πρώτος συνέλαβε ο τύραννος Περίανδρος, και πριν από τον Νέρωνα δοκίμασαν να εφαρμόσουν και άλλοι, όπως ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Καλιγούλας. Παρά τον ενθουσιασμό του Νέρωνα, που πρώτος πήρε χρυσή αξίνα και έσκαψε το χώμα, και μολονότι για το έργο χρησιμοποιήθηκαν πολυάριθμοι εργάτες, οι εργασίες διακόπηκαν, διότι υπήρχε η υποψία ότι λόγω διαφοράς στη στάθμη του νερού μεταξύ των δύο θαλασσών, κινδύνευε να κατακλυσθεί η νήσος Αίγινα.
Την εποχή του Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.) η τύχη της Ελλάδας άλλαξε, διότι μετατράπηκε πάλι σε απλή (βουλευτική) ρωμαϊκή επαρχία, χωρίς τα προνόμια της προηγούμενης ελευθερίας (που βέβαια και εκείνα σώζοντανμόνο στους τύπους, χωρίς πραγματική αξία και ενέργεια). Χαρακτηριστική για την κατάσταση που επικράτησε εφεξής στην Ελλάδα είναι η διαπίστωση του Πλουτάρχου ότι «νυν παντός του ευ φρονούντος καθήκον είναι να διεξηγή κοινή τε και κατ’ ιδίαν την των ελληνικών πραγμάτων ασθένειαν, δι’ ην έκαστος οφείλει να διάγει βίον εν ησυχία και ομονοία, διότι ούτε ηγεμονία, ούτε δόξα, ούτε δύναμις τις ημπορεί πλέον να προσκτηθεί, αφού τα πάντα εξαρτώνται από μικρού του ρωμαίου ανθυπάτου διατάγματος».
Επί Βεσπασιανού επίσης αποβλήθηκαν από την Ρώμη σχεδόν όλοι οι λεγόμενοι «Γραικύλοι τυχοδιώκτες δάσκαλοι» (κατ’ ευφημισμόν αυτοονομαζόμενοι «φιλόσοφοι»), οι οποίοι βέβαια δεν είχαν σχέση με τους αυθεντικούς Έλληνες φιλόσοφους, οι περισσότεροι από τους οποίους, την εποχή αυτή, ανήκαν στην τάξη των σοφιστών. Σε αντίθεση με την αρχαία σοφιστεία, που αποσκοπούσε στη μετάσταση της αλήθειας σε ψεύδος με τη χρήση του λόγου και αντίστροφα, η νεότερη σοφιστική (ταυτόσημη με την ρητορική) είχε στόχο την καλλιέπεια, τον τεχνικό καλλωπισμό του λόγου, και ανάδειξε αρκετούς αριστοτέχνες της ρητορικής, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη Ρώμη, όπως ο Πολέμων από την Λαοδικεία της Καρίας, ο Λολλιανός ο Εφέσιος, ο Αδριανός ο Τύριος, ο Ηρώδης ο Αττικός, ο Παυσανίας από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, που έζησαν όλοι τον 2ο αιώνα μ.Χ., και επιπλέον ο Λογγίνος ο Ηρακλείδης, ο Πρόκλος ο Ναυκρατίδης, ο Ιππόδρομος ο Θεσσαλός (του 3ου αιώνα μ.Χ), καθώς και ο Ιουλιανός ο Καισαρεύς, ο επιφανέστερος όλων των σοφιστών Προαιρέσιος ο Καππαδόκης, ο Λιβάνιος ο Αντιοχεύς και ο Ιμέριος ο Προυσαεύς που έζησαν τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Αδριανός είχςε ιδρύσει στη Ρώμη το Αθήναιον, μεγάλη σχολή ρητορικής, στην οποία εδίδασκαν στα ελληνικά μεγάλοι ‘Ελληνες σοφιστές, σε επίπεδο που συναγωνιζόταν αυτό της Αθήνας, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν από όλα τα μέρη της γης, άνθρωποι κάθε ηλικίας, για να μυηθούν στα μυστήρια των ελληνικών γραμμάτων. Η νεότερη αυτή σοφιστεία ή ρητορική εξυπηρέτησε θαυμάσια την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στο ρωμαϊκό κράτος και είχε καταλυτική επίδραση στη χριστιανική ρητορική, αφού οι μεγάλοι πατέρες του 4ου αιώνα μ.Χ. αριστοτέχνες του χριστιανικού ελληνικού λόγου Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Γρηγόριος ο Νύσσης ήταν (μαζί με τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό) μαθητές της σοφιστικής σχολής της Αθήνας, όπως και πολλοί λατίνοι χριστιανοί θεολόγοι ήταν μαθητές του Αθήναιου της Ρώμης. Σημειωτέον ότι
Στα επόμενα χρόνια ο αυτοκράτορας Τραϊανός (98-117) αναδείχτηκε ευεργέτης του ελληνικού έθνους, αυξάνοντας τον αριθμό των ελεύθερων πόλεων, ενώ την εποχή του χτίστηκε στον λόφο των Μουσών της Αθήνας, το γνωστό Μνημείο του Φιλοπάππου, για τον οποίο γίνεται λόγος σε επόμενη παράγραφο. Ο διάδοχός του Αδριανός (117-138) πραγματοποίησε πέντε επισκέψεις στην Αθήνα, από τις οποίες τις τρεις ως Αθηναίος πολίτης με μεγάλη διάρκεια παραμονής, ενώ και πριν βασιλέψει είχε περιβληθεί το αξίωμα του επώνυμου άρχοντος, που έλαβε για δεύτερη φορά και ως αυτοκράτορας το 135 μ.Χ. Ο Αδριανός φιλοτιμήθηκε να λαμπρύνει και να επεκτείνει την κάτω πόλη της Αθήνας με νέα πολυτελέστατα έργα, όπως Ναός της Ήρας και του Πανελλήνιου Δία, κοινό ιερό όλων των θεών, γυμνάσιο και μεγαλοπρεπής στοά με βιβλιοθήκη στην Αγορά Παράλληλα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, στις όχθες του Ιλισού, με αφετηρία τη γνωστή Πύλη του Αδριανού, ανέγειρε καινούργια πόλη, που την ονόμασε Αδριανούπολη (σε αντιδιαστολή με την αρχαία Αθήνα του Θησέα). Μέγιστο καλλώπισμα της νέας πόλης ήταν ο Ναός του Ολυμπίου Διός, όπου διέπρεπε ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, του οποίου τα θεμέλια είχε θέσει ο Πεισίστρατος 650 χρόνια νωρίτερα. Τιμώντας τον οι Αθηναίοι δημιούργησαν νέα φυλή που την ονόμασαν Αδριανίδα και τον απεκάλεσαν Ολύμπιο, Σωτήρα και Κτίστη σε πολλές επιγραφές. Ο Αδριανός όμως ευεργέτησε και άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως τα Μέγαρα, όπου έχτισε ναό του Απόλλωνος, η Κόρινθος, όπου κατασκεύασε λουτρά και κρήνες, η Μαντίνεια, όπου ίδρυσε ναό του Ποσειδώνος, οι πολεις της Φωκίδας Άβαι και Υάμπολις, όπου έχτισε ναό του Απόλλωνος, ενώ διαπλάτυνε και τη δύσβατη οδό από τα Μέγαρα μέχρι την Κόρινθο, ώστε να μπορούν να διέρχονται δύο αντίθετα κινούμενα άρματα.
Ελληνολάτρες, σε βαθμό που μπορούν να θεωρούνται πλήρως εξελληνισμένοι, ήταν και οι επόμενοι δύο αυτοκράτορες, Αντωνίνος (138-161) και Μάρκος Αυρήλιος (161-180), χάρη στην υποστήριξη των οποίων φαίνεται ότι αρκετές ελληνικές πόλεις προάχθηκαν σε ακμή, απολαμβάνοντας ελευθερία και αυτονομία και διανύοντας περίοδο οικονομικής ευμάρειας, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε όλες γυμνασίων, κρηνών, στοών, ναών, τεχνουργείων και σχολών. Ωστόσο, παρά την λάμψη που απέκτησε ο ελληνικός κόσμος, χάρη στο θαυμασμό που έτρεφαν γι’ αυτόν οι αυτοκράτορες, στην πραγματικότητα, που αποδίδεται ανάγλυφα από τις περιγραφές του Παυσανία, που περιηγήθηκε την Ελλάδα περί το 160 μ.Χ. η ερήμωση έδινε μια οικτρή εικόνα της γενικότερης παρακμής που μάστιζε τον τόπο. Τα δύο τρίτα της χώρας ήταν έρημα ή είχαν μεταβληθεί σε βοσκές ζώων, ενώ η γεωργία και το εμπόριο ήταν σε ολέθρια κατάσταση. Μέρος της κοινωνίας προσπαθούσε να συνεχίσει να διάγει πολυτελή βίο, καταφεύγοντας σε δανεισμό από ξένους κεφαλαιούχους, με θλιβερά αποτελέσματα, που εικονίζονται στην πραγματεία του Πλούταρχου «Περί του μη δειν δανείζεσθαι». Άλλωστε η παντελής καταστροφή της Κορίνθου από τον ύπατο Μόμμιο το 146 π.Χ. αποδίδεται σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, που συντάχθηκε μετά από εντολή των τραπεζιτών της Ρώμης, που δεν ανέχονταν ελληνική πόλη εμπορική και πλούσια, με μεγάλα δικά της χρηματικά κεφάλαια.
Μέσα στο μαρασμό αυτόν δύο μόνο αγαθά είχαν διατηρηθεί αλώβητα: Η ελληνική γλώσσα δυνατότερη και ακμαία όσο ποτέ άλλοτε σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αποδείχτηκε το ισχυρότερο όπλο του ελληνικού κόσμου, και τα αμετακίνητα μνημεία της αρχαιότητας, που, παρά την σύλληση που συνεχίστηκε και την εποχή αυτή, σε σημαντικό βαθμό παρέμεναν ακόμη ακέραια. Κατά την μαρτυρία του Πλίνιου του πρεσβύτερου, στα τέλη της 1ης μ.Χ. εκατονταετηρίδας υπήρχαν ακόμη στη Ρόδο 3.000 ανδριάντες και ακόμη περισσότεροι στην Αθήνα, στους Δελφούς, στην Ολυμπία και στην Πάτρα, ενώ και ο Παυσανίας περιγράφει αμέτρητους θησαυρούς τέχνης στις πόλεις αυτές.
Σημειωτέον ότι ο Κόμμοδος (180-192) το 188 και ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211), πριν ανακηρυχθεί αυτοκράτορας, έζησαν στην Αθήνα, χωρίς να επιδείξουν φιλικά αισθήματα για την πόλη. Ο Σεβήρος όμως ήταν μεγάλος θαυμαστής του Μ.Αλεξάνδρου, μεταδίδοντας την αγάπη αυτή και στους διαδόχους του, ένας από τους οποίους μάλιστα, ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235) είχε εκ γενετής το όνομά του, ενώ και μακεδονική φάλαγγα, που εφάρμοζαν και οι Ρωμαίοι, ονομάστηκε «φάλαγξ Αλεξάνδρου». Τα γεγονότα αυτά ήταν βέβαια συμπτώματα της επικράτησης στη Ρώμη του ελληνικού πνευματικού βίου. Απόδειξη της εξέλιξης αυτής, που είχε προαναγγελθεί από τη πολύκροτη ρήση του Οράτιου (65-8 p.X.) «Graecia capta ferum victorem cepit – Η κατακτημένη Ελλάδα κατάκτησε τον βάρβαρο κατακτητή της», είναι ο ακραιφνής φιλελληνισμός της καλλιεργημένης αυτοκράτειρας Ιουλίας Δόμνας, συζύγου του Σεπτίμιου Σεβήρου, που είχε συγκροτήσει στο άμεσο περιβάλλον της κύκλο Ελλήνων φιλοσόφων, με τη συντροφιά των οποίων περνούσε καθημερινά τον ελεύθερο χρόνο της.
Φαίνεται επομένως ότι η φοβερότερη καταστροφή του ελληνικού χώρου, σημειώθηκε μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ. κυρίως από τις επιδρομές των Γοτθικών φύλων, που με αφετηρία τη βορειοδυτική Ευρώπη, άρχισαν, από την εποχή του αυτοκράτορα Καρακάλα (211-217) τις πολεμικές μετακινήσεις τους προς τον νότο και την ανατολή, με σημαντικές επιπτώσεις και στην ελληνική χερσόνησο. Η κηρυχθείσα επί Καρακάλλα το 212 ισοπολιτεία, κατά την οποία όλοι οι ελεύθεροι υπήκοοι του κράτους απέκτησαν δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη, αν και οφειλόταν σε ελατήρια αποταμιευτικά και χρηματιστικά, συντέλεσε σημαντικά στην περαιτέρω επικράτηση του ελληνισμού, προετοιμάζοντας την μετάσταση του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους σε ελληνικό.
Οι επιδρομές των Γότθων έγιναν εντονότερες, ιδίως στην περιοχή της Μοισίας (σημερινή Σερβία και Βουλγαρία) επί αυτοκράτορος Φιλίππου του Άραβος (244-249) και συνεχίστηκαν στην ίδια περιοχή επί Δεκίου (249-251), ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον τους στη Θράκη. Επί αυτοκράτορος Βαλεριανού (253-260) οι Γότθοι ενέσκηψαν και πάλι στη Θράκη και Μακεδονία απειλώντας και την ίδια την οχυρωμένη Θεσσαλονίκη, γεγονός που ανάγκασε τους νοτιότερους Έλληνες να προβούν σε αμυντικές προετοιμασίες στις Θερμοπύλες και στον Ισθμό της Κορίνθου. Οι Γότθοι όμως τότε απέφυγαν την προέλαση προς τα νότια και εισήλασαν στη Μ.Ασία, προκαλώντας καταστροφές στις ελληνικές πόλεις Πιτυούντα, Τραπεζούντα, Χαλκηδόνα, Νικομήδεια, Νίκαια, Κίο, Απάμεια και Προύσα
Ο Γαλλιηνός (259-268) γιος του Βαλεριανού (που αιχμαλωτίστηκε και δολοφονήθηκε πολεμώντας τους Πέρσες) αναλώθηκε σε πολέμους με Γοτθικά φύλα στη δύση, αλλά ταυτόχρονα έδειξε εύνοια προς την Αθήνα, την οποία επισκέφθηκε, έλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα και κατατάχθηκε μεταξύ των αρεοπαγιτών, φερόμενος ως Αθηναίος πολίτης μάλλον, παρά ως αυτοκράτορας. Το 267 όμως, προτελευταίο έτος της βασιλείας του, νέα στίφη Γότθων, πέρασαν τον Βόσπορο, κατέλαβαν το Βυζάντιο και την Χρυσούπολη, αποβιβλαστηκαν στη Λήμνο και την Σκύρο και από εκεί επέπεσαν σε όλα τα μεσημβρινά ελληνικά παράλια, λεηλατώντας την Αττική και την Πελοπόννησο και κατακαίοντας την Κόρινθο, τη Σπάρτη, το Άργος και την Τεγέα, ενώ και η Αθήνα δεν απέφυγε την άλωση, με άγνωστη έκταση καταστροφών. Αρχηγός της αντίστασης των Αθηναίων ήταν ο επώνυμος άρχων και ιστορικός Δέξιππος, ο οποίος κατόρθωσε να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του, παρακινώντας τους να αγωνισθούν με πείσμα, για την απόκρουση των εισβολέων, οι οποίοι αποχώρησαν από τον ελληνικό χώρο, αφού καταδιώχθηκαν από τους εξεγερθέντες ελληνικούς πληθυσμούς σε όλη τη χώρα, από τη Βοιωτία και την Ακαρνανία μέχρι την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Κατά την επιδρομή αυτή, που ήταν η πρώτη στην ιστορία εισβολή Γότθων σε ελληνικές χώρες, καταστράφηκε οριστικά και ανεπανόρθωτα από πυρκαγιά και δηώσεις, ο πολυθρύλητος Ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Επί αυτοκράτορος Κλαύδιου Γοτθικού (268-270) οι Γότθοι επιχείρησαν νέα μαζική έφοδο κατά του ρωμαϊκού κράτους, προσβάλοντας τη Θράκη και τη Μοισία και εισβάλοντας στο Αιγαίο, από όπου επιτέθηκαν στα μεσόγαια, χωρίς να μπορέσουν να κυριεύσουν καμία πόλη, περιοριζόμενοι μόνο σελεηλασίες της υπαίθρου. Η κρίσιμος μάχη εναντίον δόθηκε στη Ναϊσσό της άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας), όπου οι Γότθοι κατατροπώθηκαν ολοσχερώς. Ο διάδοχος του Κλαύδιου Αυρηλιανός (270-275) συνέχισε τις νικηφόρες επιχειρήσεις εναντίον των Γότθων, τελικά όμως τους παραχώρησε για εγκατάσταση τη Δακία, ενώ ο Πρόβος (276-282) αποδέχτηκε την εγκατάστασή τους στη Θράκη, οπότε σε όλη τη διάρκεια της επόμενης εκατονταετίας (280-380) οι ελληνικές χώρες δεν προσβλήθηκαν πλέον από Γότθους.
Για τους Έλληνες που κατάφεραν να αναδειχτούν την εποχή των αυτοκρατόρων, κατά την οποία το κέντρο της πολιτικής ισχύος βρισκόταν εκτός Ελλάδος και οι δυνατότητες παρέμβασης στις ιστορικές εξελίξεις ήταν μηδαμινές, μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Φιλόπαππος (65–116)
Ο Γάϊος Ἰούλιος Ἀντίοχος Ἐπιφανής Φιλόπαππος (Gaius Julius Antiochus Epiphanes, 650116) ήταν πρίγκηπας του Βασιλείου της Κομμαγηνής (στη σημερινή βόρεια Συρία), ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες που έζησαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Είχε αριστοκρατική καταγωγή, αφού ήταν πρωτότοκος γιος του Έλληνα πρίγκηπα της Κομμαγηνής Γάϊου Ιούλιου Αρχέλαου Αντίοχου Επιφανούς και της Ελληνίδας Κλαυδίας Καπιτωλίνας καταγόμενης από την Αίγυπτο. Η αδελφή του Ιουλία Βαλβίλλα ήταν ποιήτρια, φίλη του αυτοκράτορα Αδριανού και της αυτοκράτειρας Βίβιας Σαβίνας. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν απευθείας απόγονος των Σελευκιδών βασιλέων της Συρίας και των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Το προσωνύμιο «Φιλόπαππος» οφείλεται στη στενή σχέση του με τον παππού του Αντίοχο Δ, βασιλιά της Κομμαγηνής, στο παλάτι του οποίου, στα Σαμόσατα, γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Το 72 η οικογένεια του Φιλοπάππου κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον της Ρώμης, σε συμμαχία με τους Πάρθους, και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Κομμαγηνή και να εγκατασταθεί τελικά στην Ρώμη, υπό την προστασία του αυτοκράτορα Βεσπασιανού. Μετά τον θάνατο του παππού του Αντίοχου Δ, όλη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του Φιλοπάππου πέθανε το 92 μ.Χ. Ύστερα από αυτό η μητέρα του, μαζί με την κόρη της Βαλβίλλα, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τον ρωμαίο πολιτικό.Μάρκο Ιούνιο Ρούφο, ενώ ο Φιλόπαππος έμεινε οριστικά στην Αθήνα.
Ο Φιλόπαππος είχε ταυτόχρονα ρωμαϊκή και αθηναϊκή υπηκοότητα. Στην Αθήνα υπηρέτησε ως επώνυμος άρχων και υπήρξε δύο φορές χορηγός και μία φορά αγωνοθέτης. Γνωρίστηκε με πολλούς φιλοσόφους και με τον ιστορικό Πλούταρχο, και ήταν προσωπικός φίλος των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού, με την υποστήριξη των οποίων εκλέχτηκε μέλος της πραιτωριανής φρουράς της Ρώμης, στη συνέχεια μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου και το 109 υπηρέτησε ως Υποκατάστατος Ύπατος.
Ο θάνατός του το116 προκάλεσε γενική θλίψη. Η αδελφή του Βαλβίλλα και πολίτες της Αθήνας ανέγειραν προς τιμήν του το γνωστό Μνημείο στο Λόφο των Μουσών, νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, στο οποίο εικονίζεται ο ίδιος συντροφεύοντας τον παππού του Αντίοχο Δ, ενώ στο εσωτερικό του μνημείου αναπαριστάνεται η θριαμβική συνοδεία τους. .
β. Ηρώδης ο Αττικός (103–179)
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Ηρώδης Αττικός (Μαραθώνας 103- Κηφισιά 179), ήταν περιώνυμος και βαθύπλουτος Αθηναίος ρήτορας και σοφιστής φιλόσοφος, από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης δεύτερης σοφιστικής, ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της Αθήνας στην μακρόχρονη ιστορία της. Γεννήθηκε επί Αυτοκράτορα Τραϊανού και κληρονόμησε μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του Αττικό που, όπως λεγόταν, είχε ανακαλύψει κρυμμένο αμύθητο θησαυρό, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του το διέθεσε σε έργα κοινής ωφελείας. Ο πατέρας του, Αττικός επιμελήθηκε την καλή ανατροφή του γιου του αναθέτοντας σε έξοχους άνδρες της εποχής την εκπαίδευσή του. Στους δασκάλους του Ηρώδη συγκαταλέγονταν ο Θεαγένης ο Κνίδιος, που του δίδαξε διαλεκτική, ο φιλόσοφος Ταύρος ο Τύριος, που τον μύησε στην πλατωνική φιλοσοφία, ο Αθηναίος φιλόσοφος Σεκούνδος, ο εκ Τράλλεων Μουνάτιος, ο σοφιστής Πολέμωνας, και οι φιλόσοφοι Φαβωρίνος και Σκοπελιανός.
Με την παιδεία που έλαβε ο Ηρώδης εξελίχθηκε σε έναν από τους επιφανέστερους ρήτορες και σοφιστές της εποχής του και μάλιστα διδάσκαλος όλων των σοφιστών στην εποχή των Αντωνίνων καθώς ακόμη και των ίδιων των Αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Λεύκιου Βέρου. Η ρητορική δεινότητα του Ηρώδη εξαίρονταν μέχρι υπερβολής, με προσωνύμια όπως «Ελλήνων γλώσσα», «γλώσσα Αθηναίων», «Βασιλεύς λόγου», «εις των δέκα ρητόρων» κλπ. Ο Ηρώδης έγραψε τις λεγόμενες «Εφημερίδες» τις οποίες ο Σουίδας αποκαλεί «σύγγραμμα πολυμαθές», καθώς και επιστολές και αυτοσχέδιους λόγους, που χαρακτηρίζονταν από χάρη, ευπρέπεια, κομψότητα, σαφήνεια και πρωτοτυπία χωρίς εκζητήσεις.
Την εποχή των Αντωνίνων ο Ηρώδης ο Αττικός έλαβε μεγάλες τιμές, ανέλαβε Άρχων (Πολίαρχος – Έπαρχος) πολλών ασιατικών «ελεύθερων πόλεων», «Αρχιερεύς των Παναθηναίων», «Αρχιερεύς των Πανελληνίων» και το 143 μ.Χ. Ύπατος. Ως έπαρχος στην Ασία μερίμνησε για την ευημερία των υπό τη διοίκησή του πόλεων και παρακάλεσε τον αυτοκράτορα να μην εγκαταλείψει την παρά τις όχθες του Σκαμάνδρου κτισθείσα πόλη Αλεξάνδρεια την Τρωάδα την αποκαλούμενη και «Νέον Ίλιον» που όμως δεν είχε ύδρευση. Ο Ηρώδης είχε υπολογίσει πως για τη κατασκευή των αναγκαίων έργων, φραγμάτων και διαύλων, απαιτούνταν 3 εκατομμύρια δραχμές. Ο Αδριανός ενέκρινε το τεράστιο αυτό ποσό, πλην όμως αυτό υπερδιπλασιάστηκε μέχρι την ολοκλήρωση των έργων και έφθασε τα επτά εκατομμύρια δραχμές. Αυτό είχε ως συνέπεια να ξεσηκωθούν οι άλλοι διοικητές των ασιατικών περιοχών και να παραπονούνται λέγοντας πως είναι άδικο να σπαταλούνται φόροι 500 πόλεων για τη κρήνη μιας. Τότε ο Αττικός ζήτησε από τον αυτοκράτορα να διακόψει τη χορηγία και το υπόλοιπο ποσό πέραν του αρχικού προϋπολογισμού το κατέβαλε ο ίδιος προκαλώντας το θαυμασμό όλων των αρχόντων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι Αθηναίοι λαμβάνοντας υπόψη τη δράση, την παιδεία και ασφαλώς τον πλούτο του Ηρώδη τον εξέλεξαν «επιμελητή» των Παναθηναίων. Και πράγματι ο Ηρώδης διεξήγαγε τη λειτουργία τους με πρωτοφανή λαμπρότητα και πολυτέλεια. Ιιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το ομοίωμα του πλοίου στο οποίο φερόταν ο πέπλος της Αθηνάς που άλλοτε συρόταν με υποζύγια, και που με την επιμέλεια και τη χορηγία του Ηρώδη αυτή τη φορά ήταν πραγματικό πλοίο που φαινόταν να ολισθαίνει στη οδό των Παναθηναίων κινούμενο μόνο του από αφανή μηχανή. Εκτός από αυτό το θέαμα που κατέπληξε τους Αθηναίους, ο Ηρώδης έντυσε τους λαμβάνοντες μέρος στην εορτή εφήβους με λευκούς χιτώνες ενώ μέχρι τότε έφεραν μαύρους σε ανάμνηση μυθολογικού γεγονότος και δημόσιου πένθους. Γι' αυτές τις αλλαγές και την επιμέλεια που επέδειξε ο Ηρώδης οι Αθηναίοι τον τίμησαν με στέφανο. Τότε ο Ηρώδης υποσχέθηκε πως στην επόμενη εορτή των Παναθηναίων, δηλαδή μετά από τέσσερα χρόνια, θα υποδεχθεί όλους τους πολίτες και ξένους που θα έρχονταν στην εορτή καθώς και όλους τους αθλητές που θα λάμβαναν μέρος, μέσα σε μαρμάρινο στάδιο. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, μη «φεισθείς χρημάτων» και έκτισε το γνωστό Παναθηναϊκό Στάδιο (που αναμαρμαρώθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ στους νεότερους χρόνους).
Ο Ηρώδης έκανε και άλλες ευεργεσίες σε πολλές άλλες πόλεις. Με δαπάνη του κτίσθηκε θέατρο στη Κόρινθο, στο δε Ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό αφιέρωσε κολοσσιαίο άγαλμα του Ποσειδώνα και άλλο της Αμφιτρίτης και σύμπλεγμα πολυτελέστατο που απεικόνιζε άρμα που έσερναν τέσσερις ίπποι από χρυσό και ελεφαντοστό. Επίσης στους Δελφους ανήγειρε ολόκληρο στάδιο, ενώ στην Ολυμπία έκτισε υδραγωγείο και έφερε νερό και στις Θερμοπύλες κατασκεύασε μαρμάρινες ιαματικές κολυμβήθρες.
Από την πρώτη του γυναίκα Αλκία, απέκτησε ένα γιο, τον Ηρωδιανό, που πέθανε πρόωρα. Ο Ηρώδης ο Αττικός ήλθε σε δεύτερο γάμο με την Αππία Αννία Ρηγίλλη για την οποία και πένθησε υπέρμετρα όταν πέθανε. Υποστηρίχθηκε μάλιστα πως ο Ηρώδης έκτισε το περίφημο Ωδείο των Αθηνών για να τιμήσει τη μνήμη της Ρηγίλλης.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ηρώδης ο Αττικός διέμενε στις επαύλεις του που είχε κτίσει στο Μαραθώνα και στην Κηφισιά. Εκεί συναντούσε τους φίλους και πολλούς θαυμαστές του με τους οποίους έκανε σπουδαίες συζητήσεις που περιέγραψε ο Αύλος Γέλλιος στη λατινική, στο έργο του «Αττικαί νύκτες» . Ο Ηρώδης τελικά πέθανε από γεροντικό μαρασμό στην έπαυλή του στο Μαραθώνα το 179 μ.Χ. και θάφτηκε στον Αρδηττό, τον λόφο που υπερκειται του Παναθηναϊκού Σταδίου.
γ. Φλάβιος Αρριανός (95–180)
O Φλάβιος Αρριανός (Νικομήδεια, 95 μ.Χ. - 180 μ.Χ.) ήταν Έλληνας, Ρωμαίος πολίτης, συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός και στρατιωτικός, έπαρχος της Καππαδοκίας (130-137 μ.Χ.), Αθηναίος πολίτης, Άρχων της Αθήνας, γνωστός για τα έργα του Αλεξάνδρου Ανάβασις και Ινδική. Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας(στην Βιθυνία) γύρω στο 95 μ.Χ. και πέθανε εκεί γύρω στο 180 μ.Χ. Σπούδασε πρώτα στη Νικόπολη της Ηπείρου κοντά στο στωικό φιλόσοφο Επίκτητο και κατόπιν, μετά τον θάνατο του Επικτήτου (120 μ.Χ.) συνέχισε σπουδάζοντας στην Αθήνα, φιλοσοφική και ρητορική. Ο Αρριανός προς τιμήν του δασκάλου συνέγραψε το φιλοσοφικό έργο «Επικτήτου Διατριβαί», στο οποίο κατέγραψε τη διδασκαλία του Επικτήτου. Στα συγγραφικά του έργα είχε σαν παράδειγμα του τον Ξενοφώντα.
Ο Αδριανός (τότε Ρωμαίος αυτοκράτορας), που τον γνώρισε στην Αθήνα, εκτίμησε τις αρετές του και τον έκανε έπαρχο της Καππαδοκίας, για επτά χρόνια (130-137 μ.Χ.), αξίωμα που δόθηκε σε Έλληνα για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους, του έδωσε τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη και ο Αρριανός απόκτησε το όνομα Φλάβιος και έγινε «Υποκατάστατος Ύπατος». Με τις διοικητικές ικανότητες και την ανδρεία του απόκρουσε τις επιδρομές του σκυθικού λαού των Αλανών εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους, ενώ παράλληλα διακρίθηκε και για το έξοχο ερευνητικό του πνεύμα. Στην Αθήνα γύρισε πάλι αφότου έπαψε να είναι διοικητής στην Καππαδοκία, πήρε τον τίτλο του Αθηναίου πολίτη και το 145 μ.Χ. διορίστηκε από τον Αδριανό άρχοντας των Αθηνών. Στα 171 μ.Χ. ήταν πρύτανης της Πανδιονίδας φυλής. Σε γεροντική ηλικία άφησε την Αθήνα κι έφυγε για την πατρίδα του, όπου έγινε ιερέας της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Από τα έργα του σώθηκαν τα περισσότερα, πολλά ακέραια και άλλα μόνον σε περικοπές, και εξακολουθούν να διακρίνονται για την παραστατικότητα, την συνοπτικότητα και την αμεροληψία τους.
Από τα ιστορικά του έργα το σπουδαιότερο, που διασώθηκε ολόκληρο, είναι η «Αλεξάνδρου Ανάβασις». Αποτελείται από εφτά βιβλία (σε αναλογία με το έργο «Κύρου Ανάβασις», του Ξενοφώντα) γραμμένα στην αττική διάλεκτο (ο Αρριανός ήταν γνωστός Αττικιστής της εποχής εκείνης). Περιγράφεται όχι μόνο η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της Περσίας, αλλά και ολόκληρη η ιστορία του με τα πιο κύρια στοιχεία της, με αντικειμενικότητα και ακρίβεια που κατατάσσουν το έργο στην πιο αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για την αποστολή του Μ.Αλεξάνδρου. Για τον Μακεδόνα στρατηλάτη ο Αρριανός πίστευε πως κανένας άνθρωπος δεν έκανε έργα μεγαλύτερα από αυτόν. Σε ιστορικά θέματα αναφέρονται επίσης τα «Μετά τον Αλέξανδρον», δέκα βιβλία, που αποσπάσματά τους υπάρχουν σήμερα, τα «Βιθυνιακά» και τα «Παρθενικά» που είναι χαμένα. Άλλο σημαντικό ιστορικό του έργο είναι η «Ινδική», που αναφέρεται στην ιστορία, στην γεωγραφία και στα ήθη των Ινδών και γράφτηκε σε ιωνική διάλεκτο, σε μια προσπάθεια του Αρριανού να αποδείξει ότι μπορούσε να χειριστεί άριστα την γλώσσα του Ηροδότου. Στην Ινδική γίνεται επίσης περιγραφή και για την εκστρατεία του μακεδονικού στόλου από τον Ινδό ως τον Ευφράτη ποταμό, στον περσικό κόλπο. Σημαντικότατη πηγή πληροφοριών του έργου του ήταν οι παρατηρήσεις του ναυάρχου του Μ.Αλεξάνδρου Νεάρχου του Κρητός, στο έργο του «Παράπλους της Ινδικής».
Φιλοσοφικά του έργα ήταν οι «Επικτήτου διατριβαί», στο οποίο αναφέρεται στην διδασκαλία του Επικτήτου, σε οχτώ βιβλία, από τα οποία σώθηκαν τα τέσσερα πρώτα και το «Εγχειρίδιον Επικτήτου», κείμενο μικρής έκτασης, που αποτελούσε περικοπή του Επικτήτου Διατριβαί. Γεωγραφικό έργο ήταν ο«Περίπλους του Ευξείνου Πόντου», έργο με μεγάλη ακρίβεια και σαφήνεια, γιατί ο ίδιος έκανε αυτά το ταξίδι. Αναφέρεται πάνω σε γεωγραφικές, μετεωρολογικές και άλλες επιστημονικές παρατηρήσεις, τις περισσότερες εκ των οποίων τις έκανε ο ίδιος όταν ακόμη ήταν διοικητής στην Καππαδοκία. Ο περίπλους αυτός έγινε την περίοδο 130-131 στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, από την Τραπεζούντα έως το Βυζάντιο. Το έργο αυτό το αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Αδριανό. Η «Κυνηγετική» συμπληρώνει παρόμοιο έργο του Ξενοφώντα και έγραψε επίσης δύο βιογραφίες «Τιμολέοντος του Κορινθίου» και «Δίωνος του Συρακουσίου» που δεν έχουν διασωθεί. Βιβλία στρατιωτικά ήταν η «Έκταξις κατ' Αλανών», που αναφέρεται στην διάταξη του ρωμαϊκού στρατού κατά των Αλανών και περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον τρόπο διαβίωσης και παραμέρισης των Ρωμαίων στρατιωτών στις επαρχίες (γράφτηκε το 137, όταν ο Αρριανός ήταν ακόμη διοικητής στην Καππαδοκία) και η «Τέχνη Τακτική» όπου φανερώνεται η αξιόλογη πείρα του Αρριανού για την τακτική και τη στρατηγική του πολέμου που ακολουθούσαν οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες.
δ. Δέξιππος (210–273)
O Πούμπλιος Ερρένιος Δέξιππος (210-273) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτευτής, στρατηγός και κληρονομκός ιερέας της Ελευσίνιας οικογένειας των Κηρύκων. Κατείχε τους τίτλους «Άρχων Βασιλεύς» και «Επώνυμος Άρχων» στην Αθήνα. Όταν οι Έρουλοι εισέβαλαν την Ελλάδα και κατέλαβαν την Αθήνα το 269, ο Δέξιππος έδειξε μεγάλο σθένος και κατάφερε να ζωντανεύσει το πνεύμα του πατριωτισμού στους συμπολίτες του, που κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους εισβολείς. Σημειωτέον ότι την εποχή εκείνη λειτουργούσε ακόμη ακέραιο το αρχαίο πολίτευμα της Αθήνας, με τον Άρειο Πάγο, τη βουλή, που τότε αριθμούσε 750 άνδρες, περισσότερους από οποτεδήποτε άλλοτε, την εκκλησία του δήμου και τις υπόλοιπες αρχές, τελετές και πανηγύρεις. Προς τιμήν του ανεγέρθηκε άγαλμα το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, με επιγραφή που περιγράφει τις υπηρεσίες που προσέφερε, αλλά παραδόξως, όχι τα στρατιωτικά του κατορθώματα. Από τα τρία ιστορικά έργα του Δέξιππου, σημαντικά κομμάτια σώζονται ακόμα:
1.«Τα Γεγονότα μετά τον Αλέξανδρο», πιθανώς επιτομή του έργου του Αρριανού
2.«Τα Σκυθικά», μια ιστορία των Ρωμαίων κατά των Γότθων του 3ου αιώνα
3.« Χρονική Ιστορία», δώδεκα βιβλία με την ιστορία χιλίων χρόνων ως τον Κλαύδιο Γοτθικό (270)
Ο Φώτιος, ονομαστός λόγιος και πατριάρχης Κωνσταντινούπολης την περίοδο 858-867 & 877-886, μιλάει με τα καλυτερα λογια για τον Δέξιππο, χαρακτηρίζοντάς τον «δεύτερο Θουκυδίδη».
Την περίοδο που εκτείνεται χρονικά από την εξουσία του Aυγούστου (27 π.X.-14 μ.Χ.) μέχρι τη διακυβέρνηση του Aντωνίνου Eυσεβούς (138-161 μ.X.) δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που καθόρισαν τις κοινωνικές εξελίξεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και είχαν αντίκτυπο και στις ανατολικές επαρχίες της, την Ελλάδα και την Ασία. O ένας σχετίζεται με την εδραίωση της αυτοκρατορικής μοναρχίας και την τοποθέτηση του αυτοκρατορικού οίκου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, γεγονός που επέφερε τον επαναπροσδιορισμό της θέσης των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων.Ο δεύτερος προήλθε από την εφαρμογή του ρωμαϊκού κοινωνικού συστήματος στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, που είχε ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση της αριστοκρατίας στις διάφορες περιοχές του ρωμαϊκού κόσμου, αλλά και την εξομοίωση των χαμηλότερων στρωμάτων του πληθυσμού με τα αντίστοιχα της Pώμης. Οι πολίτες των συμμαχικών, ελεύθερων και ατελών, καθώς και των υποτελών κοινοτήτων στις ρωμαϊκές επαρχίες διατηρούσαν την κοινωνική τους ιεραρχία.
Tα χρόνια που ακολούθησαν την περίοδο της μοναρχίας του Mάρκου Aυρηλίου (161-181 μ.Χ.) και μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα μ.X. χαρακτηρίζονται ως εποχή κρίσης για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και κατά συνέπεια και για την κοινωνία της. Eκτός από τον κλονισμό της οικονομικής θέσης των προνομιούχων στρωμάτων, η κρίση είχε αντίκτυπο και στα κατώτερα στρώματα, η καταπίεση των οποίων οδήγησε σταδιακά στην εξαθλίωσή τους. Aποφασιστικό ρόλο στη νέα τάξη πραγμάτων έπαιξε το διάταγμα του Kαρακάλλα (212 μ.Χ.), με το οποίο παραχωρήθηκε το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη σε όλους τους "ελεύθερους" πολίτες της αυτοκρατορίας.
α. Αυτοκράτορας
Από την περίοδο της διακυβέρνησης του Αυγούστου σημειώθηκε εδραίωση του αυτοκράτορα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ως αποκλειστικού ενσαρκωτή της ρωμαϊκής εξουσίας, με άμεση συνέπεια τον παραγκωνισμό των εξεχουσών οικογενειών που βρίσκονταν κατά την περίοδο της Δημοκρατίας σε αυτή τη θέση. O αυτοκράτορας αποτελούσε το πρόσωπο που εκπροσωπούσε όλες τις ρωμαϊκές αρετές: τη δικαιοσύνη (iustitia), την ευσέβεια (pietas), την πραότητα (clementia) και την ανδρεία (virtus). Η εισαγωγή της αυτοκρατορικής λατρείας στις επαρχίες και η παραχώρηση του δικαιώματος του ρωμαίου πολίτη αποτελούσαν τα μέσα που εφαρμόστηκαν για την επιβολή της ρωμαϊκής πολιτικής σε αυτές.
Ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και τάξεις, τόσο της Ρώμης όσο και των ανατολικών επαρχιών της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, αναπτύσσονταν ιδιαίτερες σχέσεις και δεσμοί, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην περίοδο της (ολιγαρχικής) Δημοκρατίας. Οι ανώτεροι συγκλητικοί και ιππείς αντιμετωπίζονταν από τον αυτοκράτορα ως "φίλοι" του και μπορούσαν να λαμβάνουν μέρος στα συμβούλια. Αν για κάποιο λόγο οι "φίλοι" έπεφταν σε δυσμένεια, υποβιβάζονταν κοινωνικά και συχνά έχαναν τη θέση που είχαν στην πολιτική ζωή.
"Πελατειακές" θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέχρι ενός βαθμού και οι σχέσεις του αυτοκράτορα με τους πληβείους. Η μέριμνά του γι’ αυτούς εκδηλωνόταν με τη διανομή τροφίμων και με τη διοργάνωση διάφορων εκδηλώσεων, όπως αγώνων. Οι υπήκοοι από πλευράς τους του έδιναν όρκο πίστης και του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές και λατρεία.
β. Συγκλητικοί
H τάξη των συγκλητικών (ordo senatorius) ήταν μία από τις δύο ηγετικές ομάδες της ρωμαϊκής κοινωνίας, η οποία κατείχε τα σημαντικότερα αξιώματα στο διοικητικό μηχανισμό και συγκεκριμένα στην πολιτική, στη δικαιοσύνη και στο στρατό. Ο Αύγουστος προσδιόρισε την τάξη αυτή σαφέστερα διευκρινίζοντας τα όριά της σε σχέση με την αμέσως κατώτερη τάξη των ιππέων. Οι συγκλητικοί αποτελούσαν μία ολιγάριθμη και κλειστή κοινωνική ομάδα περίπου 600 ατόμων. Από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό των υπηκόων των ρωμαϊκών επαρχιών που γίνονταν δεκτοί στη Σύγκλητο. Με αυτό τον τρόπο έπαψε να αποτελεί ένα πολιτικό σώμα της πόλης της Pώμης και έγινε σταδιακά ένα αντιπροσωπευτικό όργανο όλης της αυτοκρατορίας. Τα μέλη της συγκλητικής τάξης διακρίνονταν ενδυματολογικά από ένα χιτώνα με πλατιά πορφυρή ταινία.
Ο πλούτος, ο πολυτελής τρόπος ζωής αλλά και συχνά η γενναιοδωρία χαρακτήριζαν τους συγκλητικούς. Oρισμένες από τις οικογένειες συγκλητικών που διέθεταν μεγάλη περιουσία έκαναν δωρεές για δημόσια έργα στις ανατολικές επαρχίες. Είναι γνωστό ότι ο πατέρας του Ηρώδη Αττικού παραχώρησε 4.000.000 δηνάρια για την ύδρευση της Τροίας, ενώ επίσης ενίσχυε τους Αθηναίους με χρηματικές προσφορές ή ακόμη και με τη διανομή κρέατος και κρασιού από τις θυσίες. Με τη σειρά του και ο Ηρώδης Αττικός έκανε πολυάριθμες δωρεές στην Ελλάδα. Ανοικοδόμησε στην Αθήνα το Παναθηναϊκό στάδιο και το Ωδείο της Ρηγίλλης, ένα στάδιο στους Δελφούς και ένα υδραγωγείο στην Ολυμπία.
γ. Βουλευτές
Η αριστοκρατία των πόλεων, που είχαν οργανωθεί σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα, σχημάτιζε την τάξη των βουλευτών (ordo decurionum) σε κάθε πόλη χωριστά, που περιλάμβανε περίπου 100 μέλη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, και κυρίως στις πόλεις των ανατολικών επαρχιών, ο αριθμός αυτός ανερχόταν σε υψηλότερα επίπεδα. Στην τάξη αυτή ανήκαν οι άρχοντες της πόλης και τα μέλη της Βουλής, οι οποίοι είχαν σαφή διάκριση από τους πληβείους της πόλης. Η ένταξη σε αυτή την τάξη δεν ήταν κληρονομική, αφού κάθε εύπορος πολίτης μετά τη συμπλήρωση του 25ου ή 30ου έτους της ηλικίας του καλούταν να συμμετάσχει στη Βουλή και αναλάμβανε δημόσια αξιώματα.
Καθώς όμως οι γιοι των βουλευτών κληρονομούσαν τις περιουσίες εκείνων, ήταν συχνό φαινόμενο κάποιες οικογένειες να ανήκουν επί πολλές γενιές στην τάξη αυτή. Στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, η τάξη των βουλευτών απαρτιζόταν από πολλούς εμπόρους και επιχειρηματίες. Είναι βέβαια ευνόητο ότι η σύνθεση της τάξης αυτής διέφερε από πόλη σε πόλη, ακόμη και μέσα στην ίδια επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και η μορφή της εξαρτιόταν από την κοινωνική δομή της συγκεκριμένης πόλης. Παράγοντες που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα της τάξης ήταν η περιουσία, η οικονομική δραστηριότητα, η μόρφωση και η καταγωγή. Παρόλα αυτά τόσο το έργο όσο και τα προνόμιά τους ήταν κοινά. Οι βουλευτές συχνά αναλάμβαναν τα έξοδα για την ανέγερση δημόσιων οικοδομημάτων μέσα στην πόλη ή έκαναν άλλες δαπάνες προς όφελός της, γνωστές με το λατινικό όρο munificentia (ευεργεσίες).
Συχνά η τάξη των βουλευτών μίας πόλης παρουσίαζε διαφοροποίηση και στο εσωτερικό της, κυρίως από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, όταν πολλοί βουλευτές άρχισαν να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν ήταν πια σε θέση να αντέξουν το οικονομικό βάρος της συμμετοχής στην τάξη τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προέρχεται από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας. Σε αυτή την πόλη, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Αδριανού, η τάξη των βουλευτών είχε δύο υποομάδες, τους ανώτερους (viri primores) και τους κατώτερους (viri inferiors).
δ. Ιππείς
Η τάξη των ιππέων (ordo equester) ήταν πιο πολυάριθμη από τους συγκλητικούς και τους βουλευτές. Μάλιστα την εποχή του Αυγούστου έφθανε τα 20.000 μέλη. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά τους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής εποχής, εξαιτίας της ολοένα μεγαλύτερης εισροής υπηκόων από τις επαρχίες στη συγκεκριμένη τάξη.
Η ένταξη στην τάξη των ιππέων δεν ήταν απαραίτητα κληρονομική, καθώς υπήρξαν περιπτώσεις που ο γιος ιππέα δεν κατείχε τον ίδιο βαθμό. Επομένως, σε κάποιες οικογένειες ιππέων -σε αντίθεση με των συγκλητικών- δεν ήταν απαραίτητα δυνατή η διατήρηση της ένταξής στην τάξη τους για τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, οι άρρενες απόγονοί τους μπορούσαν να ανέλθουν στην τάξη των συγκλητικών.
Η κοινωνική σύνθεση της τάξης των ιππέων ήταν ετερογενής. Υπήρχαν και μέλη ταπεινής καταγωγής, όπως και κάποιοι που προέρχονταν από τους απελεύθερους. Η οικονομική τους κατάσταση, οι σχέσεις που σύναπταν με ισχυρούς Ρωμαίους, αλλά και οι προσωπικές υπηρεσίες στο στρατό αποτελούσαν βασικούς παράγοντες που έπαιζαν ρόλο σε αυτή την κατάταξη. Κατά την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή ο τίτλος του ιππέα δινόταν επίσης σε ηγετικά στελέχη των τοπικών αριστοκρατικών γενών στις επαρχίες, όπως φαίνεται και από επιγραφικές μαρτυρίες των επαρχιών της Ελλάδας και της Ασίας.
Η τάξη των ιππέων -σε αντίθεση με τους συγκλητικούς - χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη εθνική ανομοιογένεια, αφού με μεγαλύτερη ευκολία οι κάτοικοι των επαρχιών μπορούσαν να συγκεντρώσουν το ελάχιστο απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την είσοδό τους σε αυτήν. Τον 1ο αιώνα μ.X., τόσο οι επαρχιώτες ιππείς όσο και οι συγκλητικοί προέρχονταν στην πλειοψηφία τους από τις αστικοποιημένες επαρχίες, όπως ήταν η Ασία στην Ανατολή. Η ίδρυση ρωμαϊκών πόλεων σε διάφορες επαρχίες οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία οικονομικά ευκατάστατων οικογενειών εμφορούμενων από τη ρωμαϊκή νοοτροπία, μέλη των οποίων μπορούσαν να τιμηθούν με τον «δημόσιο ίππο» (equus publicus).
δ. Πληβείοι
Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν είχαν τόσο εμφανή ιεραρχικά χαρακτηριστικά όσο τα ανώτερα, αλλά περιλάμβαναν τους εκ γενετής ελεύθερους και τους απελεύθερους. Οι ομάδες αυτές είχαν συχνά μία περαιτέρω κοινωνική ιεράρχηση με βάση τη νομική τους θέση, αλλά δεν είναι δυνατόν να οριστούν σαφώς οι κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες. Ένας βασικός διαχωρισμός, εντούτοις, μπορεί να γίνει ανάμεσα στους πληβείους των αστικών και των αγροτικών περιοχών, ο οποίος και δικαιολογείται από τις επαγγελματικές, οικονομικές, ακόμη και πολιτισμικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του αγροτικού και του αστικού πληθυσμού.
Οι πληβείοι των πόλεων είχαν τα απαραίτητα για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους, αλλά οι συνθήκες εργασίας τους ήταν δυσμενείς και η διατροφή και ένδυσή τους ελλιπείς. Αυτή ήταν η τάξη που κυρίως υπέφερε σε περίπτωση έλλειψης ή ανεπάρκειας τροφίμων στις πόλεις. Τα μέλη της ασκούσαν επαγγέλματα χειρωνακτικά ή πνευματικά, όπως του γιατρού, παιδαγωγού, νομικού συμβούλου, μουσικού, ηθοποιού, βιοτέχνη και εμπόρου. Δεν έλειπαν όμως και εκείνοι που ασχολούνταν με την καλλιέργεια των κτημάτων, κυρίως στις μικρές, επαρχιακές πόλεις.
Η ζωή των πληβείων των πόλεων εμπλουτιζόταν με ποικίλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες που οργανώνονταν στις πόλεις και χρηματοδοτούνταν είτε από τον αυτοκράτορα είτε από εύπορους πολίτες. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι αγώνες μονομάχων ή και ζώων στα αμφιθέατρα, οι ιπποδρομίες και οι θεατρικές παραστάσεις. Στην Ελλάδα τέτοιες δραστηριότητες γίνονταν σε πολλές πόλεις όπως στους Φιλίππους, την Kόρινθο, τη Nικόπολη, τη Bέροια και τη Θεσσαλονίκη.
Στους πληβείους των αγροτικών περιοχών ανήκαν οι ελεύθεροι γεωργοί, οι οποίοι είχαν μικρή ατομική ιδιοκτησία γης ή ήταν υπενοικιαστές κτημάτων και οι απελεύθεροι που ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες.
ε. Δούλοι
Η δουλεία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη σε όλες τις επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται από τις πολυάριθμες επιγραφές που έχουν βρεθεί σε διάφορες πόλεις της. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Περγάμου στην επαρχία της Ασίας, όπου στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. το ένα τρίτο σχεδόν του πληθυσμού ήταν δούλοι.
Ο αριθμός των δούλων που είχε κάθε οικογένεια εξαρτιόταν από την οικονομική της κατάσταση. Oι τιμές απόκτησής τους κυμαίνονταν μεταξύ 800 και 2500 σηστερτίων και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόνταν από τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά κάθε περιοχής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επηρεάζονταν όμως και από άλλα κριτήρια, όπως το φύλο -οι γυναίκες κόστιζαν λιγότερο από τους άντρες- την ηλικία και τη μόρφωση των δούλων.
Tην εποχή του Aυγούστου, οι δούλοι -τόσο στη Pώμη όσο και στις επαρχίες της- προέρχονταν από τον ίδιο τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας, καθώς το φαινόμενο της υποδούλωσης αιχμαλώτων πολέμου δεν ήταν πια τόσο συχνό. Για παράδειγμα, μετά από τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Μακεδονίας ομάδες του ντόπιου πληθυσμού υποβιβάστηκαν σε δούλους, φαινόμενο που παρατηρήθηκε και σε διάφορες άλλες περιοχές τόσο της Ελλάδας όσο και της επαρχίας της Ασίας.
Επιπλέον ως δούλοι χρησιμοποιούνταν και τα παιδιά που γεννιούνταν από δούλους, και τα οποία ονομάζονταν οικογενείς. Άλλη πηγή απόκτησης δούλων αποτελούσε η εκούσια υποδούλωση, κατά την οποία οι οικονομικά άπορες οικογένειες συνήθιζαν να "εκθέτουν" τα παιδιά τους και αυτός που θα τα μεγάλωνε είχε το δικαίωμα να τα χρησιμοποιεί ως δούλους (θρεπτοί, alumni). Αυτή η συνήθεια είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις σε ορισμένες περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα στη Βιθυνία, κυρίως λόγω της ευνοϊκότερης μεταχείρισης των δούλων στη συγκεκριμένη επαρχία.
Η απελευθέρωση των δούλων (manumissio), κυρίως αυτών των πόλεων, ήταν συχνό φαινόμενο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μάλιστα, την εποχή του Αυγούστου, ο αριθμός των απελεύθερων είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται ότι εγκυμονεί πολιτικό και κοινωνικό κίνδυνο για το κράτος και έπρεπε να γίνουν προσπάθειες να ρυθμιστεί το θέμα νομοθετικά. Η απελευθέρωση των δούλων στις αγροτικές περιοχές ήταν σπανιότερη, αφού οι μεγαλοκτηματίες ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν ακέραιο τον αριθμό των δούλων που είχαν στην ιδιοκτησία τους. Πολλοί δούλοι τέλος προσέβλεπαν στην απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων μετά την απελευθέρωσή τους.
Η οικογένεια (familia <εφαμελία) αποτελούσε τη βασική κοινωνική μονάδα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αφού μέσω αυτής μεταφέρονταν στα μέλη της ο πλούτος και η κοινωνική θέση. Το ρωμαϊκό ιδιωτικό δίκαιο αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για τη ρωμαϊκή οικογένεια, τα μέλη της οποίας βρίσκονταν υπό την εξουσία ενός ατόμου, του πατέρα, ο οποίος ονομαζόταν pater familias.
α. Ο ρόλος του άντρα
Ο ρόλος του άντρα στη ρωμαϊκή οικογένεια ήταν ηγετικός, καθώς είχε το δικαίωμα να ασκεί εξουσία στα μέλη της, να επιβάλλει τιμωρίες και να είναι ο κύριος του οίκου. Το γεγονός ότι η σύζυγός του δεν ήταν νομικά υπό την εξουσία του -συχνά μόνο ένα τμήμα της περιουσίας της περνούσε στην κατοχή του συζύγου της- δε σημαίνει αναγκαστικά ότι βρισκόταν υπό την κυριαρχία του. Οι άντρες των υψηλών κοινωνικών τάξεων είχαν το δικαίωμα να νυμφευτούν περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως συχνά συνέβαινε σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της γυναίκας τους.
Μέσα στον οίκο ο αυταρχισμός ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της εξουσίας του πατέρα, ο οποίος μάλιστα είχε δικαιώματα ζωής και θανάτου απέναντι στα παιδιά του (vitae necisque potestas). Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. ο πατέρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε αν θα εγκατέλειπε τα παιδιά του (έκθεση νεογέννητων), ή θα αναλάμβανε την ανατροφή τους. Αν επέλεγε να τα αναθρέψει, είχε αυτομάτως απέναντί τους νομική εξουσία μέχρι το θάνατό τους. Η συγκατάθεσή του ήταν αναγκαία για το γάμο των παιδιών του ανεξαρτήτως φύλου, ενώ μόλις το 2ο-3ο αιώνα μ.X. περιορίστηκε η δικαιοδοσία που είχε να διαλύει αυτούς τους γάμους.
Ο πατέρας είχε στην κατοχή του όλη την οικογενειακή περιουσία και μπορούσε να τη διαθέσει, μετά το θάνατό του, με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις που ο πατέρας αποκλήρωνε τα παιδιά του, γεγονός όμως που προϋπέθετε ρητή αναφορά στη διαθήκη του. Η καταπίεση που ασκούσε συχνά δημιουργούσε στους γιους του αισθήματα εχθρότητας, σε σημείο που να θεωρούνται τυχεροί εκείνοι που είχαν χάσει τον πατέρα τους από νωρίς.
β. Ο ρόλος της γυναίκας
Στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπως και στην ελληνική, η γυναίκα είχε τη φροντίδα του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. Οι βαριές οικιακές εργασίες εκτελούνταν από τους δούλους, τουλάχιστον στις αριστοκρατικές οικογένειες που είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό τους. Οι γυναίκες των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων μορφώνονταν και είχαν τη δυνατότητα να συνοδεύουν τους συζύγους τους σε εκδηλώσεις κοινωνικού (συμπόσια) ή ακόμη και πολιτικού χαρακτήρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η γυναίκα αναλάμβανε ένα ρόλο μέσα στην οικογένεια που έμοιαζε αρκετά με εκείνον του συζύγου της.
Η δράση της γυναίκας δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στο χώρο του σπιτιού, αλλά εκτεινόταν και σε δημόσιους χώρους της πόλης, όπως στην αγορά. Επιπλέον, γυναίκες από όλες τις κοινωνικές τάξεις -ακόμη και δούλες και πόρνες- προσέρχονταν στα ιερά, για να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές τελετές. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Iουνίας Θεοδώρας από τη Λυκία, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Κόρινθο στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. ως πρέσβειρα των Λυκίων εκεί, αναλαμβάνοντας ποικίλες δραστηριότητες πολιτικού, θρησκευτικού ή ακόμη και εμπορικού χαρακτήρα.
Η ρωμαϊκή αντίληψη για τη θέση της γυναίκας είχε θετικό αντίκτυπο και στην Ελλάδα, όπως δείχνει η αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου της στη Βέροια της Μακεδονίας αλλά και η ανάδειξή της σε σημαντικά αξιώματα, κυρίως θρησκευτικά. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι που αποκτούσαν ορισμένες γυναίκες, σύζυγοι των Μακεδονιαρχών (αξιωματούχων που τα καθήκοντά τους σχετίζονταν με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας στην πόλη), καθώς και η απονομή δημόσιων τιμών σε γυναίκες. Η Φλάβια Ισιδώρα είχε και αυτή τον τίτλο του άντρα της (Μακεδονιάρχισσα), ενώ άλλες -όπως η Αιλία Αλεξάνδρα και η Λουκία Αυρηλία- ήταν ανώτερες ιέρειες της δημόσιας λατρείας. Οι γυναίκες επίσης, όπως φαίνεται από τις επιγραφές της Βέροιας, είχαν τη δυνατότητα να απελευθερώνουν δούλους και να κάνουν δωρεές. Στις περισσότερες περιπτώσεις ενεργούσαν ανεξάρτητα, ενώ σε κάποιες άλλες μόνο μετά τη συγκατάθεση των αδερφών, του άντρα ή της κόρης τους.
γ. Η ζωή των παιδιών
Η ανατροφή των παιδιών ήταν αντικείμενο φροντίδας των δούλων. Η αυξημένη βρεφική και παιδική θνησιμότητα -το ένα τέταρτο του αριθμού των νεογέννητων δεν επιβίωναν πάνω από ένα έτος- δεν επέτρεπε στους γονείς να επενδύσουν συναισθηματικά στα παιδιά τους. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να προσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και τα παιδιά στη ρωμαϊκή κοινωνία. Σε περίπτωση διαζυγίου των γονιών τα παιδιά παρέμεναν με τον πατέρα τους, ο οποίος συχνά ξαναπαντρευόταν. Τα παιδιά των εύπορων οικογενειών είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν.
Οι κόρες εγκατέλειπαν το σπίτι τους κατά την ενηλικίωση -περίοδο κατά την οποία συνήθως παντρεύονταν- ή ακόμη νωρίτερα, όπως συνέβαινε με τις κόρες των αριστοκρατικών οικογενειών, που παντρεύονταν σε ηλικία μόλις 12 ετών. Αντίθετα τα άρρενα μέλη της οικογένειας -αν και η ηλικία γάμου τους ήταν γύρω στα 30- εγκατέλειπαν νωρίτερα το πατρικό τους σπίτι, είτε για να υπηρετήσουν τη θητεία τους στο στρατό, είτε για να διαχειριστούν ένα μέρος της πατρικής περιουσίας που βρισκόταν μακριά από το σπίτι τους, ή ακόμη και για να ανεξαρτητοποιηθούν από την καταπιεστική πατρική εξουσία.
Οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον των αριστοκρατικών τάξεων, είχαν μία ατομιστική αντίληψη για τη ζωή και δεν έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον ούτε για την επιτυχία της οικογένειας ούτε για τη διαδοχή τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες. Πολλές φορές συνέβαινε ο πατέρας να αποφασίσει ότι η κόρη του θα αποτελούσε το συνεχιστή του οίκου του -οπότε δεν επιδίωκε την απόκτηση γιου, ή ακόμη προτιμούσε να υιοθετήσει ένα γιο και μάλιστα ενήλικα.
Με τον όρο πατρωνεία χαρακτηριζόταν η αμοιβαία σχέση μεταξύ ανθρώπων που δεν ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη και δεν είχαν τους ίδιους οικονομικούς πόρους. Τη θέση ενός Ρωμαίου στην κοινωνία της εποχής του καθόριζαν η κατάταξή του στην κοινωνική ιεραρχία, ο ρόλος του στην οικογένεια και η εμπλοκή του σε ένα πλέγμα σχέσεων εκτός του οίκου του. Οι Ρωμαίοι είχαν υποχρεώσεις απέναντι στις οικογένειές τους, στα συγγενικά τους πρόσωπα, στους φίλους τους· γενικά σε όσους εξαρτιόνταν από αυτούς μέσα και έξω από τον οίκο, και περίμεναν την υποστήριξή τους. Επειδή η ευεργεσία και η ανταπόδοση αποτελούσαν θέματα τιμής στη ρωμαϊκή κοινωνία, αυτή η δυναμική της ανταλλαγής καθόριζε εν μέρει και την κοινωνική θέση όσων εμπλέκονταν.
Με βάση τις σχέσεις πατρωνείας, κάθε Ρωμαίος είχε "ανώτερους", "κατώτερους", "ίσους φίλους" και "ταπεινούς" πελάτες, κατηγοριοποιήσεις που εξαρτιόνταν από τις οικονομικές δυνατότητες των επιμέρους ομάδων. Μερικοί μόνο είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν ισάξια οφέλη, οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν φίλοι "ίσης" κοινωνικής στάθμης. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν υψηλότερα ή χαμηλότερα στην ιεραρχία, σύμφωνα με τη δυνατότητά τους να παρέχουν ανώτερες ή κατώτερες υπηρεσίες ως ανταπόδοση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αποκρύψουν την ευνοϊκή τους μεταχείριση, για να αποφύγουν να χαρακτηριστούν κοινωνικά κατώτεροι, επειδή απευθύνθηκαν σε κάποιο πρόσωπο για βοήθεια. Το ρωμαϊκό σύστημα της πατρωνείας επικράτησε στην κοινωνία των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, και παρέμεινε σε ισχύ στην Ελλάδα και στην Ασία για πολλούς αιώνες.
Η ηπειρωτική Ελλάδα, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, υπέφερε από σοβαρά οικονομικά προβλήματα που σταδιακά εντείνονταν. Αυτό οφειλόταν στην ευρεία πλέον εμπορική χρήση της Μεσογείου και στη διάθεση φθηνότερου εισαγόμενου ελαιόλαδου και κρασιού -των δύο βασικών προϊόντων που εξήγαν οι ελληνικές πόλεις- σε σύγκριση με εκείνα που παράγονταν τοπικά. Ο περιηγητής Στράβων περιέγραψε την Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία ως περιοχές των οποίων ο πληθυσμός είχε μειωθεί, κάποιες μάλιστα και ως ερημωμένες περιοχές. Η άποψή του όμως αυτή, διαμορφωμένη σε σύγκριση πάντα με την ευημερία που επικρατούσε στις ελληνικές περιοχές την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο, θεωρείται υπερβολική. H αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι, ενώ ο πληθυσμός στις αγροτικές περιοχές εμφανώς μειώθηκε, στις πόλεις συνεχώς αυξανόταν.
Η άμεση μεσολάβηση της Ρώμης στην ίδρυση αποικιών και στην επανίδρυση πόλεων στην ελληνική επικράτεια, σίγουρα ώθησε την τοπική οικονομία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κορίνθου, όπου η εγκατάσταση κατοίκων άρχισε από τον καιρό του Ιούλιου Καίσαρα το 44 π.Χ., και της Πάτρας που επανιδρύθηκε από τον Αύγουστο το 14 μ.Χ. Το ίδιο συνέβη και με την αναπτυσσόμενη Νικόπολη, κοντά στο Άκτιο, η οποία ιδρύθηκε από τον Αύγουστο και κατοικήθηκε από τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε εκεί από τις γύρω περιοχές.
Άλλες πόλεις, ένδοξες όπως η Αθήνα, συχνά υποστηρίζονταν με αυτοκρατορικές χρηματικές δωρεές στο όνομα του λαμπρού παρελθόντος τους. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας που ξέσπασαν σε αρκετές πόλεις κυρίως στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η Θεσσαλία τιμωρήθηκε για τέτοιου είδους εκδηλώσεις χάνοντας κάποια στιγμή το δικαίωμά της να είναι ελεύθερη περιοχή.
Σε γενικές γραμμές, οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας -από οικονομική άποψη - παρέμειναν στο περιθώριο. Αυτό εν μέρει συνέβη, επειδή και από άποψη στρατηγικής σπουδαιότητας ήταν υποδεέστερες. Δεν μπορούσαν επομένως να ωφεληθούν από τα αυτοκρατορικά κονδύλια που διετίθεντο για τη συντήρηση των ρωμαϊκών λεγεώνων στις διάφορες επαρχίες. Οι κοντινότερες λεγεώνες στα ελληνικά εδάφη ήταν σταθμευμένες στη Μοισία (βόρεια και δυτικά της Θράκης και της Μακεδονίας).
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας βρίσκονταν σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από εκείνες της κυρίως Ελλάδας. Την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας προσαρμόστηκαν ευκολότερα στη φορολογική πολιτική της Ρώμης, αντιμετωπίζοντας έτσι τα λιγότερα δυνατά προβλήματα. Οι περισσότεροι εξάλλου Έλληνες αριστοκράτες -μέλη της ρωμαϊκής Συγκλήτου- προέρχονταν από τις περιοχές της Μικράς Ασίας.
Θα μπορούσε, τελικά, να ειπωθεί ότι σε γενικές γραμμές οι ελληνικές πόλεις αναπτύχθηκαν και ότι σε ορισμένα μέρη η γη περιείλθε στην κατοχή ενός μικρού αριθμού πλουσίων. Αντίθετα, οι περιοχές που βρίσκονταν μακριά από τα μεγάλα κέντρα -όπως για παράδειγμα η Εύβοια που τα κοιτάσματα χαλκού της είχαν πλέον εξαντληθεί- υπέστησαν μία σοβαρή μείωση του πληθυσμού τους και έναν γενικότερο μαρασμό.
Ο έλληνας ιστορικός Πολύβιος, που γνώρισε τη Ρώμη στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., θαύμαζε το πολιτειακό της σύστημα. Σε αυτό διέβλεπε την αρμονική συνύπαρξη των δημοκρατικών, ολιγαρχικών και βασιλικών θεσμών, οι οποίοι διαφαίνονταν αντίστοιχα στη λειτουργία των συνελεύσεων των πολιτών, της Συγκλήτου και του αξιώματος των δύο υπάτων.Στην πραγματικότητα, όμως, το ρωμαϊκό πολίτευμα και κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την αριστοκρατική του μορφή. Η Σύγκλητος, στην οποία συμμετείχαν όλες οι ηγετικές προσωπικότητες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, εξακολούθησε να αποτελεί το σημαντικότερο φορέα στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Ενάμισι μόλις αιώνα αργότερα, στα χρόνια του Αυγούστου, ο διορισμός των συγκλητικών αλλά και των ιππέων πέρασε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του αυτοκράτορα, ο οποίος με τον τρόπο αυτό έδειχνε την εύνοιά του στα μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Συγχρόνως, όμως, επιβεβαιώθηκε και η συνεχώς αυξανόμενη ανησυχία των Ρωμαίων ότι η εξισορρόπηση των διαφορετικών θεσμών στο ρωμαϊκό πολίτευμα ήταν πολύ εύθραυστη, για να διατηρηθεί.
Η σταδιακή μετατροπή της Ρώμης από πόλη-κράτος σε πρωτεύουσα μίας τεράστιας αυτοκρατορίας αποτελεί για την ιστορία της Μεσογείου το σημαντικότερο ίσως ιστορικό γεγονός, μετά την κατάκτηση των περσικών βασιλείων από τον Αλέξανδρο. Στη διαμόρφωση των συνόρων της αυτοκρατορίας συνετέλεσαν οι εδαφικές επεκτάσεις που οφείλονταν τόσο στους κατακτητικούς πολέμους, όσο και στην προσάρτηση των πελατειακών εξαρτημένων κρατών. Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. τα περισσότερα από αυτά τα ανεξάρτητα ακόμα -από τυπικής άποψης- κράτη έγιναν ρωμαϊκές επαρχίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν: η Καππαδοκία επί Τιβερίου, η Μαυριτανία επί Καλιγούλα, η Θράκη και το Νωρικό επί Κλαυδίου και τέλος η Αραβία επί Τραϊανού. Οι κατακτητικοί πόλεμοι επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ενδοπολιτειακές εξελίξεις στη Ρώμη και ως ένα σημείο μπορούν να θεωρηθούν και αποτέλεσμά τους. Πάντως μετά τον Αύγουστο οι κύριες πολιτικές κατευθύνσεις αποσκοπούσαν περισσότερο στη διατήρηση των συνόρων της αυτοκρατορίας και λιγότερο στην επέκτασή τους, όπως εξάλλου διαφαίνεται και από τη σταδιακή μετατροπή του ρωμαϊκού στρατού από κατακτητικό όργανο σε φρουρό των συνόρων. Παρ‘ όλα αυτά χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εδαφικής επέκτασης του κράτους στη Βρετανία, στην Άνω Γερμανία και εναντίον των Δακών και των Πάρθων.
Οι επιπτώσεις των επεκτάσεων αυτών ήταν πολύ σημαντικές, αφού επηρέασαν την οικονομία, την κοινωνική ζωή και την πολιτική σκέψη. Η αύξηση της δουλείας και το πλεόνασμα στην οικονομία σηματοδότησαν τη νέα κατάσταση και συνετέλεσαν στη διαμόρφωση μίας εύπορης τοπικής αριστοκρατίας, που επιδόθηκε εντονότερα σε πράξεις ευεργεσίας. Η στρατιωτική και πολιτική επιβολή της Ρώμης στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ο ελληνιστικός πολιτισμός να γίνει γνωστός σε αυτήν και να επιδράσει με τη σειρά του αποφασιστικά στη διαμόρφωση της δυτικής πολιτικής σκέψης και στη δημιουργία μίας κοινής πολιτιστικής γλώσσας, που αποτέλεσαν στους επόμενους αιώνες σημείο αναφοράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Οι Ρωμαίοι γνώριζαν την ελληνική τέχνη, πολύ πριν κατακτήσουν τον ελληνικό χώρο. Τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα των Ελλήνων, που ζούσαν στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Σικελίας ήδη από την γεωμετρική εποχή, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της ρωμαϊκής τέχνης, ιδιαίτερα μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. Με τη σταδιακή κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων, από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ήρθαν αμεσότερα σε επαφές με τους λαούς της Μεσογείου, γνώρισαν καλύτερα τις καλλιτεχνικές παραδόσεις τους και η τέχνη τους δέχτηκε εντονότερα τις ελληνιστικές επιδράσεις. Οι πλούσιοι και ισχυροί Ρωμαίοι είχαν αρχίσει από τον 2ο αιώνα π.Χ. να συγκεντρώνουν πρωτότυπα ελληνικά έργα τέχνης ή να παραγγέλνουν αντίγραφα ονομαστών έργων για να στολίσουν τους ναούς, τα δημόσια κτίρια και τις επαύλεις τους. Η ιδιαιτερότητα της ελληνορωμαϊκής τέχνης έγκειται στη γόνιμη σύζευξη μορφολογικών στοιχείων και εκφραστικών τάσεων, τόσο ελληνικών όσο και ρωμαϊκών. Οι Έλληνες καλλιτέχνες μέσα από τα έργα τους μπόρεσαν, όχι μόνο να αποδώσουν τη δυναμική των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής τους, αλλά ταυτόχρονα και να αναδείξουν την τεχνοτροπική παράδοση της πατρίδας τους, να αποδείξουν τις ικανότητές τους και να εκφράσουν τις προσωπικές τους ευαισθησίες.
Η τέχνη, κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου στη Ρώμη (503-31 π.Χ.), γινόταν όλο και περισσότερο διακοσμητική εξυπηρετώντας παράλληλα την πολιτική ιδεολογία της άρχουσας τάξης και την ανάγκη της για κοινωνική προβολή. Κύριο καλλιτεχνικό φαινόμενο των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ.-14 μ.Χ.), με τον οποίο άρχισε μια νέα περίοδος της ρωμαϊκής ιστορίας, γνωστή ως Αυτοκρατορία, ήταν η υιοθέτηση εκφραστικών μέσων και μορφών, που αντλούσαν τα πρότυπά τους από το κλασικό ελληνικό παρελθόν. Το ρεύμα αυτό, που έμεινε γνωστό στην ιστορία της τέχνης ως "κλασικισμός", έγινε περισσότερο εμφανές στη γλυπτική. Γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ρεαλιστικά στοιχεία και διακοσμητικά μοτίβα προσέδωσαν δυνατό πάθος στην έκφραση των μορφών.
Κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., η τέχνη σημείωσε στροφή προς τον κλασικισμό και ιδιαίτερα προς τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του Αυγούστου. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «αντωνίνειας» τεχνοτροπίας είναι η εκτεταμένη χρήση της φωτοσκίασης, για να αποδοθεί η πλαστικότητα των μορφών, και η έντονη στίλβωση των αγαλμάτων. Κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., επικράτησαν πιο λιτές τάσεις στην τέχνη. Οι μορφές παριστάνονταν επίπεδες και μετωπικές, προαναγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό τις βυζαντινές καλλιτεχνικές κατευθύνσεις.
Νέες δημιουργίες της εποχής παρατηρούνται στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη του πορτρέτου. Όμως και αυτές οι δημιουργίες αποτελούν συνέχεια και εξέλιξη των επιτευγμάτων της κλασικής και ελληνιστικής εποχής.
α. Αρχιτεκτονική
Στην αρχιτεκτονική νέα, ελαφριά και πιο εύπλαστα υλικά, όπως τα τούβλα –οπτές πλίνθοι– και χυτό τσιμέντο αντικαθιστούν συχνά τον λίθο και έτσι διευκολύνεται η κατασκευή μεγάλων οικοδομών που στεγάζονται με θόλους και καμάρες. Οι ίδιοι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί συνεχίζονται σε πολύπλοκους συνδυασμούς που ανταποκρίνονται ικανοποιητικότερα στο «αυτοκρατορικό» πνεύμα του μεγάλου και ισχυρού κράτους.
Μεγάλες πλατείες που περιβάλλονται από στοές και στις οποίες συχνά κτίζονται ναοί αφιερωμένοι στη λατρεία των αυτοκρατόρων – fora – λαμπρύνουν τη Ρώμη και άλλες πόλεις, υδραγωγεία, γέφυρες και μεγάλοι δρόμοι με στοές αποσκοπούν στην ύδρευση και επικοινωνία των κέντρων της αυτοκρατορίας μεταξύ τους, κολοσσιαία λουτρά αποτελούν κέντρα πολιτιστικών εκδηλώσεων και επικοινωνίας, τα θέατρα μετατρέπονται σε αμφιθέατρα για μονομαχίες και θηριομαχίες, πολυτελή ανάκτορα και επαύλεις κτίζονται παντού.
Τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που συχνά αντιγράφουν ονομαστά έργα της ελληνικής τέχνης διακοσμούν όλα αυτά τα κτίρια και μας δίνουν μια εικόνα των χαμένων πρωτότυπων έργων.
β. Γλυπτική
Στη γλυπτική οι Έλληνες γλύπτες αναζήτησαν εργασία στη Ρώμη και έδωσαν τον τόνο δημιουργώντας εκτός από αντίγραφα και νέα έργα αναμειγνύοντας τεχνοτροπίες της ελληνικής τέχνης – εκλεκτικά έργα. Τα ρωμαϊκά πορτρέτα αποτελούν ίσως την πιο χαρακτηριστική γλυπτική δημιουργία των Ρωμαίων. Άλλοτε έντονα ρεαλιστικά και άλλοτε πιο κοντά στα έργα της κλασικής εποχής χάρισαν έξοχες απεικονίσεις προσωπικοτήτων τόσο των δημοκρατικών χρόνων όσο και των αυτοκρατόρων και των μελών της οικογένειάς τους. Για την απεικόνισή τους χρησιμοποιούνται τα σώματα κλασικών αγαλμάτων θεών σε συνδυασμό με το πορτρέτο του αυτοκράτορα ή άλλων προσωπικοτήτων, μερικές φορές με αντιαισθητικό αποτέλεσμα. Εκτός από τα αγάλματα αναπτύσσεται και το ιστορικό ανάγλυφο, με απεικονίσεις σημαντικών ιστορικών γεγονότων, όπως τα πολεμικά κατορθώματα των αυτοκρατόρων πάνω στον κορμό κολοσσιαίων κιόνων και θριαμβικών τόξων. Ως επιτάφια μνημεία, εκτός από τις ανάγλυφες στήλες χαμηλής συνήθως καλλιτεχνικής αξίας, κυριαρχούν οι ανάγλυφες μαρμάρινες σαρκοφάγοι με μυθολογικές-αλληγορικές παραστάσεις, καθώς και οι μαρμάρινες οστεοθήκες, ενώ οι αυτοκράτορες θάβονται σε εντυπωσιακά μαυσωλεία.
Από πολύ νωρίς οι Ρωμαίοι είχαν έρθει σε επαφή με τα ελληνικά γράμματα και τις τέχνες. Λατίνοι ποιητές και συγγραφείς επηρεάστηκαν αποφασιστικά από τους μεγάλους Έλληνες δημιουργούς, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τους λυρικούς και τους δραματικούς ποιητές, αλλά και τους ιστοριογράφους, τους ρήτορες και τους φιλοσόφους.
Στην ποίηση η ρωμαϊκή παραγωγή συνδύασε επιδράσεις ποικιλιών της ελληνιστικής ποίησης με την ιδεολογία των ιθυνόντων κύκλων της Ρώμης, ενώ ιδιαίτερο στοιχείο της είναι η εξάρτηση των ποιητών από την επίσημη κατεύθυνση σκέψης και από τους αριστοκράτες προστάτες τους.
(1) Στον τομέα της επικής ποίησης διακρίθηκε ο Κόιντος Έννιος (239-169 π.Χ.) με τα «Χρονικά» του, μια επική εξιστόρηση της πορείας της Ρώμης, σε δυνατούς, αλλά κάπως τραχείς εξάμετρους στίχους, που πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν στη ρωμαϊκή γλώσσα. Ο Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων (70-19 π.Χ.) στα χρόνια του Αυγούστου, υπό την προστασία του, μετά από δική του εντολή και με έντονη επίδραση (ουσιαστικά μίμηση) από τον Όμηρο, συνέγραψε την «Αινειάδα», εθνικό έπος των Ρωμαίων που έχει μέχρι σήμερα παγκόσμια απήχηση. Περιγράφει τις περιπέτειες του Αινεία μετά τον Τρωικό Πόλεμο σε 12 βιβλία 800 στίχων το καθένα, διαπνεόμενος από το γενικό πνεύμα ότι οι Ρωμαίοι έχουν προορισμό να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός (39-65 μ.Χ.) στο έργο του Φαρσαλία, έπος σε 10 άσματα, ομιλεί για τη διαμάχη του Καίσαρα με τους δημοκρατικούς, υποστηρίζοντας τους τελευταίους, και, επηρεασμένος από τη στωική φιλοσοφία, δείχνοντας το τυχαίο να παρεμβαίνει στις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο Κ.Βαλέριος Φλάκκος Σητίνος Βάλβος (~90 μ.Χ.) στο έπος του Αργοναυτικά, επηρεασμένος και από τις ρητορικές σχολές, χρησιμοποιεί υλικό από το ομώνυμο έργο του Απολλώνιου του Ρόδιου με ανάμιξη προσωπικών εμπνεύσεων. Ο Τίτος Κάτιος Σίλιος Ιταλικός (26-101 μ.Χ.) στο έργο του Καρχηδονιακά, απομιμούμενος τον Όμηρο και τον Βιργίλιο, αποδίδει επικά την ιστορία του Λίβιου, με παρεμβολές σελίδων θεϊκών παρεμβάσεων, φυσικών περιγραφών και ρητορικών λόγων. Τέλος ο Πόπλιος Παπίνιος Στάτιος (55-100 μ.Χ.) στο έργο του Θηβαΐς εκθέτει την ιστορία των επτά επί Θήβας, σε 12 βιβλία χωρίς ποιητικό οίστρο, ενώ το έργο του Αχιλληίς σε 10 βιβλία χαρακτηρίζεται από βραδυκίνητη εξέλιξη της υπόθεσης. Έγραψε επίσης τα Αυτοσχεδιάσματα, που περιέχουν επιγράμματα επικαιρικά, συγχαρητήρια, επιθαλάμια, πανηγυρικά, συλλυπητήρια με ξεκάθαρη απεικόνιση της ρωμαϊκής ζωής.
(2) Η λυρική ποίηση συνδύασε την αφηγηματική προσωπική ερωτική ελεγεία με το επίγραμμα. Στα χρόνια της Α Τριανδρίας ο Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος (87-54 π.Χ.) έγραψε ποιήματα σατιρικά, γεμάτα δηκτικότητα με υπαινιγμούς για διάσημους πολίτες, ερωτικά αφιερωμένα στη φίλη του γεμάτα αισθησιασμό και πάθος και μεγάλα Αλεξανδρινά στο ύφος του Καλλίμαχου, με συναρπαστικές εικόνες, αίσθηση της σύνθεσης και επιμέλεια των λεπτομερειών. Ο Άλβιος Τίβουλλος (59-19 π.Χ.) έγραψε ελεγείες με πλούσια φαντασία, που αποτυπώνουν την αγάπη του για τη φύση, την αγροτική ζωή και την ειρήνη, αλλά και το θαυμασμό του για την πολεμική ανδρεία. Ο Σέξτος Προπέρτιος (50-15 π.Χ.) έγραψε ελεγείες για έναν άτυχο έρωτά του με μυθολογικές προεκτάσεις και συναίσθηση της θρησκευτικής του αξίας. Ο Κόιντος Οράτιος Φλάκκος (65-8 π.Χ.) συνέθεσε Ωδές με επίδραση από τη Σαπφώ και με Επωδούς στο ύφος του Αρχίλοχου, που αντανακλούν μια επικούρεια φιλοσοφική στάση για τη ζωή, εκφράζοντας θαυμασμό για τη φύση και εξυμνώντας την ελευθερία. Ο Πόπλιος Οβίδιος Νάσων (43 π.Χ. – 17 μ.Χ.) στις Μεταμορφώσεις του αποτύπωσε με αυθορμητισμό και ιμπρεσιονιστική διάθεση, αλλά χωρίς βάθος σκέψης και επεξεργασία, ρομαντικές μυθικές ιστορίες. Ο Βιάνωρ (~20 μ.Χ.) έγραψε επιγράμματα επιδεικτικά και επιτύμβια ή προτρεπτικά, όπου εκφράζει φιλελεύθερες ιδέες. Ο Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης (44-104 μ.Χ.) έγραψε συντομευμένες σάτιρες με θέματα επικαιρικά και χιουμοριστικά, όπου μιλάει για όλα τα πράγματα και τους ανθρώπινους τύπους με αίσθηση ποικιλίας, δύναμη και σαφήνεια έκφρασης. Ο Πομπλίλιος Οπτατιανός Πορφύριος (~329 μ.Χ.) έγραψε στίχους πανηγυρικούς για τον Μ.Κωνσταντίνο και εικονικά ποιήματα ή τεχνοπαίγνια με παλινδρομικούς στίχους. Ο Δέκιμος Μάγνος Αυσόνιος (310-395 μ.Χ.) έγραψε επικαιρικούς στίχους κάθε είδους χωρίς ποιητική έμπνευση, αλλά σε ατμόσφαιρα φιλίας και τρυφερότητας. Ο Κλαύδιος Κλαυδιανός (: - 404 μ.Χ.) έγραψε ποιήματα για σύγχρονα γεγονότα, αλλά και για μυθολογικά θέματα, καθώς και ποιητικές επιστολές, επιγράμματα και περιγραφές ζώων. Τέλος ο Κλάυδιος Ρουτίλιος Νουματιανός (~414) έγραψε δύο βιβλία ελεγειών που διακρίνονται για τον βαθύ πατριωτισμό τους.
(3) Η βουκολική ποίηση του Πόπλιου Βιργίλιου Μάρωνος (70-19 π.Χ.) στις Εκλογές του, με εμφανή επίδραση από τον Θεόκριτο, αντλεί υλικό από φιλολογικές πηγές και όχι από άμεση επαφή, με συνέπεια ανακριβολογίες, αχνή διαγραφή των χαρακτήρων και συχνά δυσεξήγητη αλληγορική σημασία. Την αγροτική ζωή περιγράφουν και οι στίχοι των Τ.Καλπούρνιου Σίκουλου (~65 μ.Χ) και του Σεπτίμιου Σηρήνου (~100 μ.Χ).
(4) Στο τομέα της σατιρικής ποίησης ο Γάιος Λουκίλιος (180-73 π.Χ.), επηρεασμένος από τους ιαμβικούς ποιητές και την αρχαία αττική κωμωδία, σατίρισε πρόσωπα του περιβάλλοντός του, με ανάλυση των χαρακτηριολογικών τύπων, παράθεση ανεκδότων και υπαινιγμούς. Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρων (116-26 π.Χ.) στις Μενίππειες Σάτιρές του ασκεί προσωπικές επιθέσεις κατά των εχθρών του, επικρίνοντας στωικούς και επικούρειους και κατακρίνοντας τα ήθη της εποχής του. Τα Σατιρικά του Κόιντου Οράτιου Φλάκκου (65-8 π.Χ.) με εμφανή επίδραση από τους Αρχίλοχο, Αριστιφάνη και Λουκίλιο, εξαπολύει βίαιες επιθέσεις εναντίον διαφόρων φιλοσοφικών σχολών και ιδιαίτερα κατά των στωικών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ασκεί ήρεμη κριτική εθίμων και τάσεων με ροπή στη φιλοσοφία. Ο Άσυλος Πέρσιος Φλάκκος (34-62 μ.Χ.) έγραψε στίχους που, προερχόμενοι από μελέτες και όχι από την ίδια τη ζωή, φιλοσοφούν χωρίς πρωτοτυπία και απρόσωπα για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής. Ο Γάιος Πετρώνιος Άρμπιτερ (; -66μ.Χ.) στο Σατιρικό του, Μενίππειο έργο σε πεζό και στίχους, δίνει μια θαυμάσια εικόνα της ζωής της εποχής, περιγράφοντας τις περιπέτειες ενός νέου άντρα της τάξης των απελευθέρων. Τέλος ο Δέκιμος Ιούνιος Ιουβενάλης (55-140 μ.Χ.) σατίρισε πρόσωπα του παρελθόντος, συχνά με τρόπο υπερβολικό και τεχνητό, αλλά ωμό και ανελέητο, μαστιγώνοντας τη χλιδή, τη δίψα του χρυσού, τους θηλυπρεπείς και την ηθική διαφθορά.
(5) Η διδακτική ποίηση καλλιεργήθηκε από τον Τίτο Λουκρήτιο Κάρο (95-55), ο οποίος στο έργο του Περί Φύσεως εκθέτει τις απόψεις του Επίκουρου για απαλλαγή από το φόβο του θανάτου μέσω των γνώσεων που εξασφαλίζει η επιστήμη. Ο Πόπλιος Βιργίλος Μάρων (70-19) στα Γεωργικά του εκθέτει τις γνώσεις του στη γεωργία, δενδροκομία, ζωοκομία και μελισσοκομία, αποκαλύπτοντας αγάπη για τη φύση, τα ζώα και τα φυτά, με νεωτεριστικές απόψεις για συγχώνευση της παράδοσης με την τρέχουσα πραγματικότητα. Ο Κόιντος Οράτιος Φλάκκος (65-8 π.Χ.) στην Ποιητική Τέχνη του απαιτεί από ένα έργο τέχνης ενότητα αντιλήψεων και εκφραστικότητα και υποστηρίζει ότι η ποίηση πρέπει να τέρπει, αλλά ταυτόχρονα και να ωφελεί. Το έργο Τέχνη της Αγάπης του Πόπλιου Οβίδιου Νάσωνα (48 π.Χ.-17 μ.Χ.) επιχειρεί να διδάξει τους άνδρες πώς να κατακτούν τις γυναίκες και τις γυναίκε πώς να αμύνονται με χιούμορ και τόλμη θέματος και έκφρασης. Ο Μάρκος Μανίλιος (~30 μ.Χ.) στην Αστρονομία του δείχνει αντίληψη του απόλυτου νόμου που κυβερνά τους ουράνιους και επίγειους κόσμους. Ο γνωστός στρατηγός Κλαύδιος Καίσαρ Γερμανικός (15 π.Χ.-19 μ.Χ.), πατέρας του Καλιγούλα και παππούς του Νέρωνα, έγραψε ελληνικές κωμωδίες και το έργο Αράτεια, με μετεωρολογικά και αστρονομικά θέματα, βασισμένο στα Φαινόμενα του Άρατου από τους Σόλους της Κιλικίας. Τέλος ο Ρούφος Φήστος Αβυηνός (~360 μ.Χ.) μετέφρασε τα έργα του Άρατου, ενώ στο έργο του Παράλια περιγράφει τις δυτικές και νότιες ακτές της Ευρώπης.
Η δραματική ποίηση καλλιεργήθηκε υπό την άμεση επίδραση της ελληνικής. Ιδιαίτερα η Τραγωδία μπορεί να θεωρηθεί αυτούσια ελληνική μεταφερμένη σε λατινικό έδαφος, ενώ οι προσπάθειες να αποδοθεί στα έργα ρωμαϊκή έμπνευση ονομάστηκαν praetextatae. Ο Λίβιος Ανδρόνικος (284-204 π.Χ.), μεταφραστής της Οδύσσειας, έγραψε τραγωδίες και κωμωδίες πουπραγματεύονται ελληνικά θέματα. Ο Γναίος Ναίβιος (270-201 π.Χ.) επιδόθηκε σε ένα συμφυρμό διασκευασμένων ελληνικών τραγωδιών και σύνθεσε ένα επικό ποίημα για τον Α Καρχηδονιακό Πόλεμο. Ο Μάρκος Πακούβιος (220-132 π.Χ.) έγραψε ελληνικές και ρωμαϊκές τραγωδίες με αίσθημα και δύναμη περιγραφής. Ο Λεύκιος Άκκιος (179-30 π.Χ.) έδειξε στα έργα του σκεπτικισμό για τη θρησκεία, με δυνατές αφηγήσεις, αποφθεγματικότητα και πειστική διαλεκτική. Ο Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (5-65 μ.Χ.) έγραψε 8 τραγωδίες με θέματα από την ελληνική μυθολογία, εμπνευσμένα από αντίστοιχα έργα του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Το έργο Οκταβία είναι η μόνη σωζόμενη τραγωδία με ρωμαϊκό θέμα, που αναφέρεται στην άτυχη ζωή της ομώνυμης κόρης του αυτοκράτορα Κλαύδιου, που υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον Νέρωνα και θανατώθηκε στην εξορία (30-66 μ.Χ). Μη σωζόμενες ρωμαϊκές τραγωδίες έγραψε και ο Κουριάτιος Ματέρνος (~75 μ.Χ.) με θέματα τον Κάτωνα τον νεότερο και τον Δομίτιο. Η Κωμωδία παρουσιάστηκε περισσότερο αυτόχθων στις απαρχές της και εξελίχτηκε σε κωμωδία καταστάσεων. Οι κωμωδίες με ελληνικό χαρακτήρα ονομάστηκαν palliatae, ενώ αυτές που είχαν ρωμαϊκά θέματα ονομάστηκαν togatae. Ο Τίτος Μάκκιος Πλαύτος (254-180 π.Χ.) σύνθεσε αττικές ηθογραφικές κωμωδίες, γεμάτες παιχνίδια αστεϊσμών, εύθυμη φαντασία, παρώδηση του ύφους των ευγενών και διακωμώδηση σκηνών ψεύτικου μεγαλείου. Ο Πόπλιος Τερέντιος Αφρικανός (200-160 π.Χ.) έγραψε κωμωδίες ελληνικής έμπνευσης με προσαρμογή των προσώπων στους ρωμαϊκούς τύπους και τάση εξιδανίκευσης των προσώπων. Ο Λεύκιος Αφράνιος (~94 π.Χ.) έγραψε togatae με ρωμαϊκά θέματα ανάλυσης χαρακτήρων γυναικών και επαρχιωτών, ενώ ο Τ.Κουίντιος Άττα (~78 π.Χ.) έγραψε επίσης togatae που απεικονίζουν την καθημερινή ζωή με άφθονα οικογενειακά περιστατικά. Κωμωδίες απομιμούμενες τον Αριστοφάνη και τον Μένανδρο έγραψαν και οι Μ.Πομπώνιος Βάσουλος (50-100 μ.Χ.) και ο Αννιανός (~120 μ.Χ.). Στα χρόνια μετά το 100 π.Χ. άκμασαν οι Μίμοι και οι Ιλαροτραγωδίες κατ’ απομίμηση και πάλι αντίστοιχων ελληνικών έργων. Ο Νόβιος και ο Πομπώνιος (~89 π.Χ.) παίζουν στα έργα τους με ένα αδιάκοπο πέρασμα από την κωμωδία στη φάρσα και εκεί στην παρωδία και στον μύθο, με καινοτομίες στη γλώσσα και στους χαρακτήρες. Ο Δέκιμος Λαβέριος και Ποπλίλιος Σύρος (~46 π.Χ.) γράφοντας μιμίαμβους με ζωντανές σκηνές και σπινθηροβόλο πνεύμα, ήταν από τους πιο γνωστούς λατίνους μιμογράφους,.
Παράλληλα οι Έλληνες συνεχίζουν να παράγουν πλούσιο πνευματικό έργο.
Επική ποίηση δημιούργησε ο Κόιντος Σμυρναίος (4ος αιώνας), ο οποίος στο έργο του Τα μεθ’ Όμηρον σε 14 βιβλία με άψογη στιχουργία και ύφος απλό και επιγραμματικό, αλλά χωρίς φαντασία και έμπνευση και με ήρωες χωρίς προσωπικότητα εξιστόρησε τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Νόννος ο Πανοπολίτης (~450 μ.Χ.) στα Διονυσιακά περιγράφει μάχες ηρώων κατά γιγάντων από την Ινδία, εικονίζοντας την πάλη του ελληνισμού κατά της βραβαρότητας, με ύφος στομφώδες, επιγραμματικό και ρητορικό, αλλά με πλούτο φαντασίας και ζωηρό χρώμα.
Λυρική ποίηση, που την εποχή αυτή περιλάμβανε κυρίως ερωτικά επιγράμματα, έγραψε ο Μάρκος Αργεντάριος (~65 μ.Χ.), που στα 37 σωζόμενα επιγράμματά του αποκαλύπτει την ωραία ευθυμία και την τρέλα της νεότητάς του, ενώ ο Αντίφιλος ο Βυζάντιος (1ος αι. μ.Χ.) έγραψε επιγράμματα αφιερωματικά και περιγραφικά, θαλασσινά και ορεινά. Ο Λουκίλιος (~65 μ.Χ.) άφησε 123 κοροϊδευτικά, δηκτικά και κωμικά επιγράμματα για διάφορα πρόσωπα, ενώ ο Ρουφίνος (2ος αι. μ.Χ.) έγραψε ερωτικά επιγράμματα για εταίρες, ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα (120-200 μ.Χ.) άφησε 53 επιγράμματα, όπου φιλοσοφεί για τη ζωή και μυκτηρίζει διάφορα πρόσωπα και ο σπουδαιότερος όλων Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς (365-420) άφησε 150 επιγράμματα εύθυμα και πικρά, όπου ειρωνεύεται τα θρησκευτικά δόγματα και τις φιλοσοφικές θεωρίες. Σατιρική ποίηση και συγκεκριμένα Μενίππειες σάτιρες, με χρήση παρωδίας και τάση φιλοσοφικής κριτικής έγραψε ο Δημήτριος Τροιζήνιος (1ος αι. μ.Χ), ενώ μυθολογική ήταν η ποίηση του Βαλέριου Βάβριου (2ος αι. μ.Χ.), ο οποίος σε 10 βιβλία κέγραψε μύθους από κάθε είδους πηγή (Αίσωπος, φιλόδφοι και λογογράφοι). Η διδακτική ποίηση του Διονύσιου του Περιηγητή (~120) γραμμένη σε 1187 εξάμετρους στίχους, με τίτλο Περιήγησις αποτελεί ουσιαστικά μια γεωγραφική πραγματεία, ενώ ο Οππιανός από την Κιλικία (192-212) έγραψε για θέματα Αλιευτικά, ο Οππιανός από την Απάμεια της Συρίας για θέματα Κυνηγετικά και Ιξευτικά (θήρα πουλιών) και ο Μάρκελλος από τη Σίδη Παμφυλίας για θέματα Ιατρικά.
Στον τομέα της δραματικής ποίησης, τραγωδίες, κυρίως για ρητορική απαγγελία στις σχολές, έγραψαν ο Φιλόστρατος (~65 μ.Χ.), ο Ανδρόνικος από την Ερμούπολη (4ος αι. μ.Χ), ο Απολλινάριος Λαοδικείας (310-381 μ.Χ.) και ο Συνέσιος ο Κυρηναίος, επίσκοπος Πτολεμαΐδας (370- ;). Κωμωδίες στα ελληνικά έγραψε ο προαναφερθείς στρατηγός Κλαύδιος Καίσαρ Γερμανικός (15 π.Χ.-18 μ.Χ.) και ο αδελφός του αυτοκράτορας Κλαύδιος (10 π.Χ. – 51 μ.Χ.), ενώ συνεχίστηκε και η συγγραφή μίμων, που ήταν πιο αγαπητοί στο παλάτι ακόμη και από τις κωμωδίες (Χαριτίων, Μοιχεύτρια, Εύριππος). Τέλος παντομίμες, που ήταν μιμητικοί χοροί με συνοδεία μουσικής, που βασίζονταν σε υποθέσεις κυρίως από τη μυθολογία, έγραψαν οι Πυλάδης, Βάθυλλος, Λουκιανός, Λιβάνιος και Κωρύκιος.
Ο τομέας της φιλοσοφίας παρουσίασε στροφή από τα ηθικολογικά ενδιαφέροντα της προηγούμενης ελληνιστικής περιόδου σε θεοσοφικές αναζητήσεις με επίκεντρο τον καθορισμό της θέσης του ανθρώπου απέναντι στη θεότητα, με διάκριση κατά σχολές ως εξής:
(1) Εκπρόσωποι της Νέας Στωικής Σχολής, με κύρια τάση την επιστροφή στον κυνισμό, ήταν: Ο Μουσώνιος Ρούφος (~65 μ.Χ.), ο οποίος επιδόθηκε σε μια ηθική κατήχηση, τεχνική, ξερή και σχολαστική, διδάσκοντας ότι η αρετή είναι έμφυτη, αλλά απαιτεί άσκηση για να είμαστε φιλάνθρωποι, πράοι και γλυκομίλητοι. Ο Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (5-65 μ.Χ.), επηρεασμένος από τον Επίκουρο και τονΠλάτωνα, ανάπτυξε έναν ελεύθερο αντισυστηματικό στωικισμό, που αποζητούσε την θεραπεία των ηθικών ασθενειών και τη στωική ευλάβεια, πιστεύοντας στην αστάθεια των ανθρωπίνων, στην ουράνια ζωή μετά τη γήινη και αποθέτοντας την ελπίδα στον λυτρωτή-σωτήρα. Ο Επίκτητος εξ Ιεροπόλεως (50-138 μ.Χ.) δίδασκε ότι υπέρτατο αγαθό είναι η εσωτερική ελευθερία που επιτυγχάνεται με ανοχή και εγκράτεια και ότι η ευτυχία εξαρτάται από τον έλεγχο της θέλησής μας, πιστεύοντας ότι υπάρχει θεότητα, πρόνοια και θείος Λόγος. Στη σκέψη του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (121-180 μ.Χ.) κυριαρχεί η απαισιοδοξία και το κήρυγμα του καθήκοντος για το καθήκον, η εξέταση της συνείδησης, της σύνδεσης του ατόμου με το σύμπαν και η πίστη στην αξία της αρετής, της πραότητας και της φιλαλληλίας.
(2) Η Νέα Σχολή των Επικούρειων σημείωσε στροφή προς την απαισιοδοξία και στη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής, με φιλόσοφους όπως: Ο Διογένης ο Οινοανδεύς (~200 μ.Χ.), που δίδασκε ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο, διότι δεν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, τιμωρία και μετεμψύχωση, αφού τα έμψυχα γεννήθηκαν από τη γη, αντικρούοντας παράλληλα τις μηχανιστικές απόψεις του Δημόκριτου για την κίνηση των ατόμων και κηρύττοντας την ηθική υπευθυνότητα του ανθρώπου, ενώ ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα (120-200 μ.Χ.) ήταν ένας κυνικός και φιλοσοφημένος σατιριστής, που χλεύασε την αγυρτία, την αμάθεια, την τσαρλατανιά, την ευπιστία και τη θρησκευτική δεισιδαιμονία της εποχής του.
(3) Στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Στωικών και Επικούρειων η Νέα Σχολή των Σκεπτικών εκπροσωπείται από τον Αινησίδημο εκ Κνωσού (~50 μ.Χ.) ο οποίος πίστευε στην αδυναμία βέβαιης αντίληψης με αίσθηση και σκέψη, απαριθμώντας 10 λόγους που καθιστούν αδύνατη τη γνώση, και συναινώντας στην πιθανότητα και στην εκκρεμότητα της κρίσης, αφού ούτε την άγνοιά μας δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (~150) συγκέντρωσε όλα τα επιχειρήματα κατά της διγματικής φιλοσοφίας και της διδασκαλίας οποιασδήποτε γνώσης, ισχυριζόμενος ότι οι φαινομενικές κρίσεις είναι αρκετές για την καθημερινή ζωή.
(4) Η Νεοπυθαγορική Σχολή εκπροσωπούσε μία τάση φιλοσοφικού αποκρυφισμού και δαιμονοληψίας. Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς (40-140 μ.Χ.) αναμιγνύοντας τον πυθαγορισμό με πλατωνικές και ασιατικές ιδέες, και επιχειρώντας ένα είδος θρησκευτικής μεταρύθμισης, κήρυτε τη διάκριση ενός ύψιστου θεού από τους υπόλοιπους, με τον οποίο τα επίγεια είναι ανάξια να επικοινωνούν. Ο Μοδεράτος ο Γαδαρίτης (1ος αι. μ.Χ.) εξηγούσε ότι οι παλαιοί πυθαγόρειοι χρησιμοποιούσαν τους αριθμούς ως σύμβολα, διότι δεν μπορούσαν να εκφραστούν καθαρά με άλλο τρόπο τα δόγματά τους, που τα δανείστηκαν όλοι οι φιλόσοφοι. Ο Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας (~160 μ.Χ.) ηταν μυστικιστής με επιδράσεις από τον πλατωνισμό και τη θεολογία των μάγων, των Χαλδαίων, των Βραχμάνων και των Ιουδαίων, αποδεχόμενος ένα δεύτερο θεό κοσμοπλάστη, ως ενδιάμεσο μεταξύ υψίστου και κόσμου. Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος (3ος αι. μ.Χ.), επηρεασμένος από την Αιγυπτιακή θεολογία, υποστήριζε ότι υπάρχει ένας πρώτος θεός – υπέρτατο ον, καθώς και δεύτεροι θεοί – δαίμονες και άγγελοι, αποδεχόμενος την ύπαρξη ψυχής, πρόνοιας, πεπρωμένου και Λόγου διαφορετικού από τη θεότητα, αλλά αχώριστου από αυτήν.
(5) Η Νεοαριστοτελική Σχολή, με τον Αριστοκλή τον Μεσσήνιο (~180 μ.Χ.) και τον Αλέξανδρος Αφροδισιέα (~200 μ.Χ.) προώθησε ένα ρεαλιστικό αριστοτελισμό, κατά τον οποίο το καθ’ έκαστον είναι προγενέστερο του καθολικού, που υπάρχει μόνο στο λογικό μας. Ταυτόχρονα αποδεχόμενη ότι δεν υπάρχει αθανασία της ψυχής και ότι η πρόνοια είναι φυσική δύναμη, επιδίωξε να προσεγγίσει τον στωικισμό, ασπαζόμενη ένα πανθεϊσμό, σύμφωνα με τον οποίο ένας νους θεϊκός ενεργεί σε όλο τον υλικό κόσμο
(6) Η Νέα Κυνική Σχολή επιδόθηκε σε σατιρική παρώδηση του πνευματικού πολιτισμού της εποχής της. Ο Βίων ο Βορυσθενίτης (~250 μ.Χ.) έγραψε πραγματείες για το δοκείν και το είναι, το φαινομενικό και το πραγματικό, τον πλούτο, τη φτώχια και την εξορία, ορίζοντας την ευτυχία ως ικανοποίηση από την αυτάρκεια κάθε ανθρώπου. Ο Μένιππος ο Γαδαρίτης (250 μ.Χ.), γνωστός και ως σατιρικός ποητής, υπήρξε πικρός σαρκαστής των εγκόσμιων θρησκευτικών παραδόσεων και χλευαστής των φιλοσοφικών δοξασιών, ενώ και ο Φοίνιξ ο Κολοφώνιος (3ος αι. μ.Χ.) έγραψε χωλίαμβους κυνικού περιεχομένου.
(7) Η Εκλεκτική Σχολή ασχολήθηκε με τη σταχυολόγηση δογμάτων από άλλες σχολές, προσπαθώντας να συνδυάσει τις δοξασίες τους. Ο ιστορικός και βιογράφος Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς (50-120 μ.Χ.) ήταν σταχυολόγος ηθικολόγος, ο οποίος, επηρεασμένος από τον πλατωνισμό, τους περιπατητικούς, τους στωικούς και τους νεοπυθαγόρειους, παραδεχόταν δεύτερη αρχή που υπάρχει στην ψυχή του κόσμου και αποδεχόταν την ύπαρξη δαιμόνων μεσιτών του θεού, την ελευθερία της βούλησης, τη μετεμψύχωση και την αθανασία της ψυχής. Ο Δημώναξ ο Κύπριος (2ος αι. μ.Χ.), σωκρατικός στα φερσίματα, ακέραιος, ελευθερόστομος, ετοιμολόγος και μετριόφρων, πίστευε ότι μόνα αγαθά είναι η αυτάρκεια και η απαλλαγή από την ελπίδα και το φοβο. Ο Οινόμαος ο Γαδαρίτης (~125 μ.Χ.) ήταν διώκτης των αγυρτών, των μάντεων και των λαοπλάνων, αδιαφορούσε για τη μεταφυσική και ενδιαφερόταν αντίθετα για την κατάσταση της κοινωνίας. Ο Δίων ο Χρυσόστομος (40-120 μ.Χ.) είχε θέσει ως σκοπό την ηθικοποίηση του κόσμου επηρεασμένος από κυνικούς και στωικούς.
(8) Παράλληλα συνέχισε τις δραστηριότητές της η Μέση Πλατωνική Σχολή σημειώνοντας στροφή προς τον εκλεκτικισμό, τον πυθαγορισμό και τον μυστικισμό. Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (40 π.Χ. – 40 μ.Χ.) ανάπτξε μια ελληνίζουσα ιουδαϊκή φιλοσοφία, πιστεύοντας σε ένα υπερβατικό θεό που άπτεται του κόσμου με ενδιάμεσα (δυνάμεις), ενώ ο Λόγος είναι ο υιός του θεού, μεσολαβητής και το κακό προέρχεται από την ατέλεια της ύλης, στην οποία περικλείεται η θεϊκή ψυχή. Ο Εύδωρος ο Αλεξανδρεύς (~25 μ.Χ.) έδωσε ένα κράμα πλατωνικών, στωικών και πυθαγόρειων δογμάτων με θεολογική απόχρωση. Ο Θέων ο Σμυρναίος (~120 μ.Χ.) έγραψε σχόλια για την Πολιτεία και ανάπτυξε μαθηματικές γνώσεις για την κατανόηση της θεωρίας αριθμών, της θεωρίας μουσικής και της αστρονομικής θεωρία του Πλάτωνα, θεωρώντας ότι τα μαθηματικά έχουν καθαρτική ενέργεια.
(9) Τέλος η Νεοπλατωνική Σχολή οδηγήθηκε σε μία ανάμιξη της πλατωνικής διδασκαλίας με ανατολικές δοξασίες και διαμόρφωσε μία άκρως ενδιαφέρουσα φιλοσοφικοθρησκευτική θεωρία. Ο Αμμώνιος Σακκάς (174-242 μ.Χ.) δημιούργησε ένα μυστικοθρησκευτικού χαρακτήρα συγκερασμό του πλατωνισμού με τον αριστοτελισμό, κατά τον οποίο η ψυχή θεωρείται ενωμένη τελείως, αλλά χωρίς αλλοίωση, με το σώμα που κείται εντός της ψυχής. Ο Πλωτίνος ο Αιγύπτιος (204-270 μ.Χ.) δίδασκε ότι η πραγματικότητα είναι πολυεπίπεδη με υπέρτατη αρχή το Εν?Πρώτον?Αγαθόν που εκπέμπει φως. Αποκάτω υπάρχει ο κόσμος του πνεύματος όπου ανήκουν οι ιδέες, παρακάτω ο κόσμος της ψυχής και τέλος ο κόσμος της φύσης, που είναι το πολλαπλό και μη πραγματικό όριο της πραγματικότητας. Κλειδί της επικοινωνίας με το Εν είναι η ψυχή και ο τρόπος επικοινωνίας είναι η κάθαρση των συγκινήσεων και η θέα της ομορφιάς που οδηγούν σε έκσταση και μυστική ένωση με το Εν. Ο Πορφύριος ο Τύριος (233-305 μ.Χ.) διαμόρφωσε μια αλληγορική θεολογία βασισμένη σε ένα πυθαγόρειο ασκητισμό και στις κατηγορίες του Αριστοτέλη, με επίκεντρο την απάθεια της ψυχής. Χρησιμοποίησε ιστορικές μεθόδους για την κατασκευή επιχειρηματολογίας εναντίον του Χριστιανισμού. Ο Ιάμβλιχος από τη Χαλκίδα της Συρίας (270-333 μ.Χ.) δημιούργησε ένα εκστατικό νεοπλατωνισμό που βασίζεται σε αδιάκοπη αποκάλυψη των θεών, μέσω συζητήσεων με άπειρα καλά και κακά πνεύματα και με βασικές υποστάσεις το Είναι, τη Ζωή και τη Νόηση και όρους παραγωγής των πραγμάτων το Μένον, το Προϊόν και το Επιστρέφον. Στη γραμμή του Ιάμβλιχου ο Πρόκλος ο Βυζαντινός (412-448 μ.Χ.) θεωρούσε ότι βασικές υποστάσεις είναι το Εν, το Ον, η Ζωή, η Νόηση και η Ψυχή με τρεις όρους για τη σειρά των πραγμάτων, το Μη μετεχόμενο, το Μετεχόμενο και το Μετέχον (Καλωσύνη, Καλόν και Καλά πράγματα αντίστοιχα). Τέλος ο Δαμάσκιος ο Σύριος (~529 μ.Χ.) θεωρούσε ότι το Άρρητο είναι υπεράνω του Ενός και ο αισθητός κόσμος είναι μέρος μόνο του υπεραισθητού κόσμου των ιδεών.
Σε άλλα γνωστικά πεδία εξάλλου περιηγητές (Παυσανίας ~173), πεζογράφοι (Διονύσιος Λογγίνος 1ος αι. [Περί ύψους], Αντώνιος Διογένης 2ος [Των υπέρ Θούλην απίστων λόγοι], Λόγγος από τη Λέσβο 3ος αι. [Δάφνις και Χλόη], οι 4 Φιλόστρατοι από τη Λήμνο ~200[Νέρων, Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, Εικόνες]), γραμματικοί, ήτοι φιλόλογοι και λόγιοι σχολιαστές (Αθήναιος ο Ναυκρατίδης ~200 [Δειπνοσοφισταί]), ιστοριογράφοι (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς 70.-7 π.Χ., Ιώσηπος 37-100 μ.Χ., Δίων ο Χρυσόστομος 40-130, Πλούταρχος 46-127, Αππιανός 95-165, Αρριανός 97-180, Διογένης ο Λαέρτιος ~230 και Δίων ο Κάσσιος 155-235), αστρονόμοι (Κλαύδιος Πτολεμαίος ~127-151), μαθηματικοί (Νικόμαχος ο Γερασηνός 60-120, Διόφαντος ο Αλεξανδρεύς 210-290 πατέρας της Άλγεβρας, Πάππος ο Αλεξανδρεύς~300, του οποίου το έργο Συναγωγή θεωρείται μνημειώδες), μηχανικοί (Ήρων ο Αλεξανδρεύς 10-70), γεωγράφοι (Στράβων από την Αμάσεια του Πόντου 63 π.Χ.-24 μ.Χ.) και γιατροί (Κλαύδιος Γαληνός 129-200) συνέχισαν την καλλιέργεια και προαγωγή όλων των επιστημών μέσα στις νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Πολλοί από αυτούς έζησαν στη Ρώμη και έβαλαν τη σφραγίδα τους στην πνευματική ζωή της αυτοκρατορίας.
Όπως αναφέρθηκε στον Α τόμο του παρόντος Παρθία ή Παρθιηνή ονομαζόταν η περιοχή που βρισκόταν στο σημερινό Χορασάν, στο βορειοανατολικό άκρο της Περσίας (σημερινό Ιράν). Το Βασίλειο των Πάρθων που ιδρύθηκε από τον Αρσάκη Α (247–211 π.Χ.) ουσιαστικά αποτελούσε αναβίωση του προγενέστερου Περσικού Κράτους που καταλύθηκε από τον Μ.Αλέξανδρο. Πρώτη πρωτεύουσα της Χώρας ήταν πιθανώς η Δάραδα (σημερινή Αμπιβάρντ) και μεταγενέστερη η Εκατόμπυλος, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Νταμγκάν. Η Παρθία βρισκόταν ακριβώς πάνω στους μεγάλους τότε εμπορικούς δρόμους ανάμεσα στην Ασία και τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο, ο έλεγχος των οποίων έδωσε τη δυνατότητα στους Πάρθους να δημιουργήσουν Αυτοκρατορία υπό τη Δυναστεία των Αρσακιδών μέχρι το 224 μ.Χ. όταν ο τοπικός διοικητής Αρδασίρ Α (224-241) της νότιας Παρθίας επαναστάτησε και ίδρυσε την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών (224-651 μ.Χ.), ένα είδος μετεξέλιξης του κράτους των Πάρθων. .Για τους ηγεμόνες των βασιλείων αυτών κατά την Ρωμαϊκή Περίοδο μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Φραάτης Ε (2 π.Χ.-4 μ.Χ.)
Ο Φραάτης Ε, γνωστός και με το υποκοριστικό Φραατάκης, βασίλεψε στο κράτος των Πάρθων, αφού, μαζί με τη μητέρα του Θεά Μούσα, δολοφόνησε τον πατέρα του Φραάτη Δ. Στα χρόνια του απειλήθηκε πόλεμος με τη Ρώμη για την επικυριαρχία στην Αρμενία και τη Μηδία. Αλλά όταν ο Οκταβιανός (Αύγουστος πλέον από το 27 π.Χ.) έστειλε τον θετό γιο του Γάιο Καίσαρα για να εισβάλει στην Περσία το 1 π.Χ. οι Πάρθοι προτίμησαν να συμφωνήσουν ειρήνη, με την οποία η Αρμενία υπάχθηκε και πάλι στη Ρώμη. Λίγο αργότερα ο Φραάτης Δ νυμφεύτηκε τη μητέρα του Θεά Μούσα, αλλά αυτό εξόργισε τους υπηκόους του, ως ανεπίτρεπτο για τα έθιμά τους, και τελικά δολοφόνησαν και τους δύο και τοποθέτησαν στο θρόνο τον Ορώδη Γ.
β. Ορώδης Γ (4-6 μ.Χ.)
Ο Ορώδης Γ' ήταν βασιλιάς της Παρθίας από το 4 μ.Χ. έως το 6 μ.Χ. , αφού θανάτωσε τον προκάτοχό του Φραάτη Ε'. Σκοτώθηκε δύο χρόνια μετά λόγω της ακραίας σκληρότητάς του . Μετά το θάνατό του ο αδερφός του Φραάτη Ε', Βορώνης Α', τοποθετήθηκε στο θρόνο από τον Αύγουστο και βασίλεψε στα χρόνια 8-12 μ.Χ., αλλά σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο με τον Αρτάβανο Γ' που ακολούθησε..
γ. Βορώνης Α (12-16 μ.Χ.)
Ο Βορώνης Α, μεγαλύτερος γιος του βασιλιά των Πάρθων Φραάτη Δ’ και μεγαλύτερος αδελφός του Φραάτη Ε, ήταν βασιλιάς της δυναστείας των Αρσακιδών της Παρθίας από το 8 ως το 12 μ.Χ. και της Αρμενίας από το 12 μέχρι το 16 μ.Χ. Στάλθηκε από τον πατέρα του το 20 π.Χ. όμηρος στον αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανό Αύγουστο, ως μέρος της συμφωνίας που είχε κάνει μαζί του, και εκεί έλαβε ρωμαϊκή εκπαίδευση. Μετά την δολοφονία του βασιλιά των Πάρθων Ορώδη Γ’ οι Πάρθοι ευγενείς ζήτησαν από τον Οκταβιανό Αύγουστο να τους στείλει βασιλιά ένα μέλος της δυναστείας, και ο Αύγουστος έστειλε τον Βορώνη Α. Σύντομα όμως ξέσπασε πόλεμος με ένα άλλο μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών τον Αρτάβανο Γ’, ο οποίος τον έδιωξε τελικά το 12 στην Αρμενία, όπου βασίλεψε μέχρι το 16 μ.Χ. Ο Αύγουστος τον μετέφερε στην συνέχεια στην Συρία και από εκεί στην Κιλικία, όπου δολοφονήθηκε το 19 μ.χ. από τους φρουρούς του.
δ. Αρτάβανος Γ (16–38)
Ο Αρτάβανος Γ, γιος ενός ανώνυμου πρίγκιπα από την δυναστεία των Αρσακιδών, διετέλεσε βασιλιάς της Μηδίας, Ατροπατήνης και αργότερα βασιλιάς της ίδιας της Παρθίας. Ο πατέρας του ήταν συγγενής του βασιλιά της Παρθίας Βορώνη Α’ και η μητέρα του ανήκε στην βασιλική δυναστεία της Μηδίας Ατροπατήνης, ενώ είχε και ένα μικρότερο αδελφό τον Βορώνη Β’ βασιλιά της Μηδίας Ατροπατήνης και Παρθίας. Μέχρι το 10 μ.χ. ήταν βασιλιάς της Μηδίας Ατροπατήνης και στη συνέχεια άρχισε σκληρό πόλεμο με τον εξάδελφο του βασιλιά της Παρθίας Βορώνη Α’ ο οποίος είχε τοποθετηθεί βασιλιάς από τον Αύγουστο το 8 μ.Χ., και ανατράπηκε το 12 δραπετεύοντας στην Αρμενία. Ο Αρτάβανος Γ’ τοποθετήθηκε βασιλιάς της Παρθίας την ίδια χρονιά αφού άφησε αντικαταστάτη του στην Μηδία Ατροπατήνη τον μικρότερο αδελφό του Βορώνη Β’, και παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του το 38 μ.Χ. Αναγνωρίστηκε τελικά βασιλιάς της Παρθίας και από τους Ρωμαίους, μετά από συμφωνία με τον Γερμανικό, ανεψιό και διάδοχο του Τιβέριου, ενώ η Αρμενία δόθηκε το 18 μ.Χ. στον Αρταξέρξη Γ’. Ήταν πολύ σκληρός, αφού εκπαιδεύτηκε στην νεότητα του από Σκύθες νομάδες, και για να εξασφαλίσει την θέση του δολοφόνησε όλους τους αντιπάλους του από τον Οίκο των Αρσακιδών. Το 35 προσπάθησε να κατακτήσει την Αρμενία και να τοποθετήσει βασιλιά τον γιο του Αρσάκη, οι ευγενείς όμως που ήταν εναντίον του έπεισαν τον Τιβέριο να τοποθετήσει νέο βασιλιά στους Πάρθους απόγονο του Φραάτη Δ’. Ο Τιβέριος έστειλε τον Τιριδάτη Γ’ εγγονό του Φραάτη Δ’ με την συνοδεία του Ρωμαίου στρατηγού Λεύκιου Βιτέλλιου πατέρα του διάσημου στρατηγού Βιτέλλιου και με εντολή να επαναφέρει τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην ανατολή. Ο Λεύκιος Βιτέλλιος εκθρόνισε τον Αρτάβανο τοποθετώντας βασιλιά τον Τιριδάτη Γ’ αλλά σύντομα ο Αρτάβανος αναδιοργανώθηκε και με την βοήθεια στρατεύματος Σκυθών ανακατέλαβε τον θρόνο το 36. Έκλεισε ειρηνική συμφωνία με τον Βιτέλλιο το 37 αλλά ανατράπηκε για άλλη μια φορά το 38 και πέθανε στην εξορία.
ε. Τιριδάτης Γ (35–36)
Ο Τιριδάτης Γ βασίλεψε στο Βασίλειο της Παρθίας στο διάστημα 35–36 μ.Χ. Ήταν εγγονός του Φραάτη Δ και σπούδασε στη Ρώμη, όπου διέμενε ως όμηρος.Το 35, όταν η αριστοκρατία των Πάρθβων επαναστάτησε, ζητήθηκε από τον αυτοκράτορα Τιβέριο,να τοποθετήσει βασιλιά από τη γενιά του Φραάτη Δ. Ο απεσταλμένος του Τιβέριου Λεύκιος Βιτέλλιος (πατέρας του ομώνυμου αυτοκράτορα) πέτυχε στην αποστολή του εγκαθιστώντας στο θρόνο τον Τιριδάτη Γ, ο οποίος όμως δεν κατόρθωσε να διατηρηθεί βασιλιάς για πολύ, διότι φαινόταν υποτελής στους Ρωμαίους. Ο Αρτάβανος Γ επανήλθε από την Υρκανία, όπου είχε καταφύγει και ανέλαβε πάλι το θρόνο μέχρι το 38 μ.Χ.
στ. Βαρδάνης Α (40–47)
Ο Βαρδάνης Α’ διαδέχθηκε τον πατέρα του Αρτάβανο Γ’ αλλά βρισκόταν σε συνεχή διαμάχη για τον θρόνο με τον αδελφό του Γοτάρζη Β’. Το 43 υπέταξε την πόλη της Σελεύκειας ύστερα από εξέγερση που κράτησε 7 χρόνια. Στη διένεξη με τον αδελφό του Γοτάρζη που πολεμούσε με την βοήθεια νομάδων της ανατολής είχε σημαντικές επιτυχίες, αλλά διώχθηκε προσωρινά από τον θρόνο από τον αδελφό του και κατέφυγε στη Βακτρία από όπου με στρατό ανακατέλαβε τον θρόνο. Δολοφονήθηκε το 47, οπότε ο Γοτάρζης πήρε οριστικά τον θρόνο. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ήταν πολύ δραστήριος, αλλά υστερούσε σε ανθρωπισμό, ο Απολλώνιος ο Τυανέας τον μνημονεύει ως σωτήρα του επειδή τον βοήθησε να περάσει με ασφάλεια από την Ινδία.
ζ. Γοτάρζης Β (47–51)
Ο Γοτάρζης Β’ ήταν Ιρανός πρίγκιπας, ένας από τους γιους του βασιλιά της Παρθίας Αρτάβανου Γ’, αν και πολλοί ιστορικοί εκφράζουν την άποψη ότι δεν ήταν φυσικός γιος του Αρτάβανου, αλλά του Γκοβ, ενός ευγενούς από το Κουρδιστάν, που υιοθέτησε ο Αρσακίδης βασιλιάς την εποχή που ήταν εξόριστος. Εξεγέρθηκε εναντίον του αδελφού του Βαρδάνη Α’ ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του το 38. Έμεινε γνωστός για την μεγάλη του σκληρότητα, αφού δολοφόνησε τον αδελφό του Αρτάβανο με ολόκληρη την οικογένεια του. Όταν ο αδελφός του Βαρδάνης Α’ τον ανέτρεψε από τον θρόνο ο Γοτάρζης δραπέτευσε στην Υρκανία όπου συγκέντρωσε στρατό από Σκύθες νομάδες. Ο πόλεμος ήταν σκληρός αλλά κατέληξε τελικά σε συνθήκη μεταξύ τους. Ο αδελφός του Βαρδάνης δολοφονήθηκε το 47 μ.Χ., από τότε ο Γοτάρζης παρέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας των Πάρθων. Η σκληρότητα του ανάγκασε τους Πάρθους ευγενείς να ζητήσουν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κλαύδιο να τους στείλει βασιλιά τον Αρσακίδη πρίγκιπα Μεχερδάτη που ήταν όμηρος στη Ρώμη. Ο Μεχερδάτης πέρασε τον Ευφράτη το 49 εκεί συνελήφθη από άνδρες του Γκοτάρζη, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν, του έκοψαν τα αυτιά και τον έριξαν στην φυλακή. Ο Γοτάρζης Β’ πιθανώς δολοφονήθηκε το 51 μ.Χ.
η. Βορώνης Β (51)
Ο Βορώνης Β’ ήταν πρίγκηπας με μικτή περσική και ελληνική καταγωγή, που ήταν βασιλιάς της Μηδίας Ατροπατήνης μεταξύ 11 και 51 μ.X. και για λίγους μήνες βασιλιάς της Παρθίας το 51 μ.Χ. εως τον θάνατο του. Γεννήθηκε στα τέλη του 1ου αιώνα π.χ. και πέθανε το 51 μ.X. Ήταν γιος του πρίγκηπα της Μηδίας Ατροπατήνης Δαρείου και μιας άγνωστης πριγκίπισσας του βασιλικού οίκου των Αρσακιδών της Παρθίας και εγγονός του βασιλιά της Μηδίας Ατροπατήνης Αρταβάσδη Α’. Λίγα είναι γνωστά για την περίοδο της βασιλείας του στην Μηδία Ατροπατήνη και στην Παρθία. Διαδέχθηκε τον ανεψιό του Γοτάρζη Β’ αλλά πέθανε σε λίγους μήνες την ίδια χρονιά το 51 μ.Χ. Από Ελληνίδα σύζυγο απέκτησε 5 γιους, που έγιναν όλοι βασιλείς της Παρθίας:
θ. Βολογάσης Α (51-78)
Ο Βολογάσης Α’ ήταν βασιλιάς της Παρθίας από το 51 ως τον θάνατο του το 78, ένας από τους 5 γιους και διάδοχος του βασιλιά της Παρθίας Βορώνη Β’ και της Ελληνίδας συζύγου του. Με την άνοδο του στον θρόνο έδωσε το πατρικό του βασίλειο της Μηδίας Ατροπατήνης στον μεγαλύτερο αδελφό του Πάκορο και το βασίλειο της Αρμενίας στον αδελφό του Τιριδάτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μακροχρόνιους πολέμους με τη Ρώμη. Η Ρώμη αντικατέστησε το 54 μ.Χ. τον αδελφό του Τιριδάτη με τον Ιουδαίο πρίγκιπα Τιγράνη ΣΤ, δισέγγονο του Ηρώδη του Μέγα, ο οποίος παρέμεινε βασιλιάς της χώρας ως το 63. Οι απερίσκεπτες ενέργειες του Τιγράνη ΣΤ, και ειδικά η εισβολή του στην Παρθική επαρχία της Αδιαβηνής τον οδήγησαν σε νέο πόλεμο με τους Πάρθους, στην ανατροπή του και στην επαναφορά του Τιριδάτη Α’ στον θρόνο της Αρμενίας με την σύμφωνη γνώμη της Ρώμης. Η στέψη του Τιριδάτη Α ως βασιλιά της Αρμενίας έγινε το 66 σε μεγαλοπρεπή τελετή στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα Νέρωνα. Από τότε οι Ρωμαίοι παρέμειναν σύμμαχοι με τους Πάρθους. Ο Βολογάσης Α δέχτηκε επιθέσεις από το ληστρικό φύλο των Αλανών, οι οποίοι, παρά την βοήθεια που πήρε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό, κατάφεραν να καταλάβουν πολλά εδάφη στα ανατολικά του κράτους του. Με πρωτοβουλία του οι Πάρθοι απαρνήθηκαν τελείως τον εξελληνισμό τους επαναφέροντας στην Παρθία τα αρχαία Περσικά έθιμα και τον ζωροαστρισμό. Αντικατέστησε ακόμα και το ελληνικό αλφάβητο με το αραμαϊκό. Ο Βολογάσης Α’ πέθανε το 78 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βολογάσης Β΄.
ι. Πάκορος Β (78-105)
Ο Πάκορος Β’ ήταν ο μεγαλύτερος από τους 5 γιους του βασιλιά Βορώνη Β’ και της Ελληνίδας συζύγου του, βασιλιάς της Παρθίας από το 78 έως το 105. Το 78 πέθανε ο αδελφός του βασιλιάς της Παρθίας Βολογάσης Α΄ και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βολογάσης Β’, αλλά ο Πάκορος ανέτρεψε την ίδια χρονιά τον ανεψιό του και πήρε τον θρόνο. Στα νομίσματα του εμφανίζεται με τον τίτλο Αρσάκης Πάκορος για να επιβεβαιώσει την καταγωγή του από τον ιδρυτή της δυναστείας των Αρσακιδών Αρσάκη, ώστε να μήν υπάρχουν αμφισβητήσεις για την νομιμότητα του στον θρόνο. Πέθανε το 105 και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Χοσρόης Α’. Απέκτησε τρεις γιους, ανάμεσα τους ο Αξιδάρης βασιλιάς της Αρμενίας.
ια. Χοσρόης Α (105-129)
Ο Χοσρόης Α΄ ήταν ένας από τους μικρότερους γιους του βασιλιά της Παρθίας Βορώνη Β’ και της Ελληνίδας συζύγου του. Διαδέχθηκε στον θρόνο της Παρθίας τον μεγαλύτερο αδελφό του Πάκορο Β’. Επιτέθηκε στην Αρμενία, και την κατέλαβε τοποθετώντας βασιλιά τον ανεψιό του Αξιδάρη, γιό του αδελφού του προηγούμενου βασιλιά της χώρας Τιριδάτη Α’ και στην συνέχεια τον αδελφό του Παρθαμασίρι. Με την επίθεση στην Αρμενία ο Χοσρόης παραβίασε τη συνθήκη ειρήνης της Παρθίας με την Ρώμη, που είχε ισχύ στις σχέσεις των δύο χωρών 50 χρόνια από την εποχή του αυτοκράτορα Νέρωνα, οπότε ο αυτοκράτορας Τραϊανός ξεκίνησε το 113 εκστρατεία εναντίον της Παρθίας. Περνώντας από την Αρμενία σκότωσε τον βασιλιά Παρθαμασίρι και η Αρμενία επανήλθε στην επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Τραϊανός κατέλαβε στη συνέχεια ολόκληρη την Παρθία με την πρωτεύουσα Κτησιφώντα. Κατόπιν ο Χοσρόης Α’ εκθρονίστηκε, στη θέση του ο Τραϊανός τοποθέτησε υποτελή του βασιλιά τον γιο του Χοσρόη Α’ Παρθαμασπάτη. Μετά την κατάληψη της Παρθίας ο Τραϊανός προχώρησε στη Μεσοποταμία, εκεί συνάντησε αντίσταση από άλλον έναν αδελφό του Χοσρόη Α’ τον μετέπειτα βασιλιά της Παρθίας Μιθριδάτη Δ’. Μετά την κατάληψη και της Μεσοποταμίας ο Τραϊανός κυρίευσε και την Περσία με την ένδοξη πόλη των Σούσων ολοκληρώνοντας την κατάληψη σχεδόν ολόκληρης της Ασίας. Η Παρθία μπόρεσε να ανακάμψει μόνο μετά τον θάνατο του μεγάλου κατακτητή Τραϊανού το 117. Στη συνέχεια άρχισε η παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ο Χοσρόης Α’ μπόρεσε να επανέλθει στον θρόνο της Παρθίας εκθρονίζοντας τον γιο του Παρθαμασπάτη. Οι πόλεμοι με τη Ρώμη εξασθένησαν τον Χοσρόη Α’. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον ανεψιό του Βολογάση Γ’, γιο του μεγαλύτερου αδελφού του Πάκορου Β’. Τον διαδέχθηκε ο τελευταίος αδελφός του Μιθριδάτης Δ’.
ιβ. Βολογάσης Γ (105-147)
Ο Βολογάσης Γ’ της Παρθίας (και ταυτόχρονα Βολογήσης Α’ της Αρμενίας), γιος του βασιλιά της Παρθίας Βολογάση Β’ και εγγονός του Βολογήση Α’, ήταν διεκδικητής του θρόνου της Παρθίας το 105 μετά τον θάνατο του θείου του Πάκορου Β’. Υπήρξε βασιλιάς του ανατολικού τμήματος της Παρθίας από το 105 ως το 147 και βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στους Ρωμαίους από το 117 ως το 144. Στο μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του είχε συνεχείς εμφύλιους πολέμους με τους θείους του πατέρα του Χοσρόη Α’ και Μιθριδάτη Δ’ που βασίλευαν στο υπόλοιπο τμήμα της Παρθίας. Οι ίδιοι ήταν απασχολημένοι με τις επιθέσεις του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραιανού χωρίς να είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν τον Βολογάση. Δέχτηκε επιδρομές από τους Αλανούς ενώ είχε επιπλέον μεγάλα προβλήματα από μια εξέγερση στην Βαγδάτη το 140 από άγνωστο σφετεριστή. Μετά τον θάνατο του Βολογάση Γ’ το βασίλειο της Παρθίας, ενοποιήθηκε πάλι από τον βασιλιά Βολογάση Δ’ γιο του μεγάλου αντιπάλου του Μιθριδάτη Δ’
ιγ. Μιθριδάτης Δ (129-140)
Ο Μιθριδάτης Δ’ μικρότερος γιος του βασιλιά της Παρθίας Βορώνη Β’ και της Ελληνίδας συζύγου του, αδελφός των βασιλέων της Παρθίας Βολογάση Α’, Πάκορου Β’ και του προκατόχου του Χοσρόη Α’, ήταν βασιλιάς των Πάρθων μεταξύ 129 και 140, σε μια περίοδο που το βασίλειο είχε διαρεθεί στα τρία. Την εποχή της επίθεσης του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού στην Παρθία ο Μιθριδάτης ήταν βασιλιάς της Μεσοποταμίας. Ηττήθηκε το 116 από τον μεγάλο κατακτητή Ρωμαίο αυτοκράτορα μαζί με τον γιο του Σανατρούκη Β’ της Παρθίας. Με την άνοδο του στον θρόνο της Παρθίας, όταν διαδέχθηκε τον αδελφό του Χοσρόη Α’ συνέχισε τη διαμάχη με τον ανεψιό τους Βολογάση Γ’. Πέθανε σε μια επίθεση στην Κομμαγηνή το 140. Όρισε διάδοχο του τον γιο του Σανατρούκη Β’, αλλά αυτός έπεσε σε μάχη με τους Ρωμαίους. Ένας άλλος γιος του ο Βολογήσης Δ’ έγινε βασιλιάς της Παρθίας το 147 μετά τον θάνατο του Βολογάση Γ’.
ιδ. Βολογάσης Δ (147-191)
Ο Βολογάσης Δ΄, γιος του Μιθριδάτη Δ', ήταν βασιλιάς των Πάρθων (147 - 191) που κατάφερε να ενώσει τα δύο τμήματα του βασιλείου της Παρθίας το οποίο είχε διασπαστεί ανάμεσα στον πατέρα του και τον Βολογάση Γ' και ανακατέκτησε το βασίλειο των Σαρακηνών που είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την εποχή της επίθεσης του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραιανού. Οι συγκρούσεις με τη Ρώμη άρχισαν ξανά με μια διαφωνία γύρω από την Αρμενία το 155, οπότε οι Πάρθοι επιτέθηκαν στη Ρώμη, όπου εκείνη την εποχή αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Οι Ρωμαίοι αιφνιδιάστηκαν και έκαναν αντεπίθεση, σε ένα πόλεμο κατά τον οποίο η πόλη της Σελεύκειας στον Τίγρη καταστράφηκε και τα ανάκτορα στην Κτησιφώντα κάηκαν από τον στρατηγό Αβίδιο Κάσιο (165). Οι Ρωμαίοι έφτασαν ως την Μηδία ο Βολογάσης έκλεισε ειρήνη με τους Ρωμαίους σύμφωνα με την οποία αναγκάστηκε να τους παραχωρήσει την δυτική Μεσοποταμία. Την τελευταία χρονιά της βασιλείας του σημειώθηκε εξέγερση του υποτελή βασιλιά Οσρόη Β' (190) που είχε την απαίτηση να τον διαδεχθεί στον θρόνο της Παρθίας. Η εξέγερση κατεστάλη από τον διάδοχο του Βολογάση Ε'.
ιε. Βολογάσης Ε (191-208)
Ο Βολογάσης Ε΄, γιος και διάδοχος του βασιλιά Βολογάση Δ΄, έγινε βασιλιάς των Πάρθων (191 - 208), αφού κατάφερε να εξουδετερώσει την αντίδραση του υποτελή βασιλιά Οσρόη που ήθελε να σφετεριστεί τον θρόνο. Το 195 δέχθηκε την επίθεση του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193 - 211) ο οποίος προχώρησε στη Μεσοποταμία λεηλατώντας την πρωτεύουσα των Πάρθων Κτησιφώντα (199). Ο Σεπτίμιος Σεβήρος αιχμαλώτισε πολλούς Πάρθους και τους πούλησε ως δούλους. Ο Βολογάσης αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη παραχωρώντας τον έλεγχο της Μεσοποταμίας στους Ρωμαίους. Διάδοχος του ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Βολογάσης ΣΤ΄, αλλά αργότερα ένας μικρότερος γιος του ο Αρτάβανος τον ανέτρεψε από τον θρόνο. Είχε πολλούς ακόμα γιούς ανάμεσα στους οποίους αναφέρονται ο Ρεβ Α΄ βασιλιάς της Ιβηρίας (σημερινής Γεωργίας) και ο Χοσρόης Α', βασιλιάς των Αρσακιδών της Αρμενίας
ιστ. Βολογάσης ΣΤ (208-216)
Ο Βολογάσης ΣΤ΄, μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά Βολογήση Ε΄, ήταν βασιλιάς της Παρθίας (208 - 216). Ανατράπηκε (216) από τον μικρότερο αδελφό του Αρταβάνο ο οποίος έγινε στην συνέχεια βασιλιάς ως Αρταβάνος Ε'. Ο ίδιος ο Βολογάσης κράτησε μόνο ένα τμήμα της Βαβυλώνας.
ιζ. Αρτάβανος Δ (216-224)
Ο Αρτάβανος Ε', νεότερος γιος του Πάρθου βασιλιά Βολογήση Ε', ήταν βασιλιάς των Πάρθων από το 216 ως το 224 και ο τελευταίος Πέρσης βασιλιάς από την δυναστεία των Αρσακιδών. Εξεγέρθηκε εναντίον του αδελφού του Βολογάση ΣΤ' και πήρε σύντομα την εξουσία επιτρέποντας του να κρατήσει μόνο ένα τμήμα της Βαβυλώνας μέχρι το 228. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας εκμεταλλεύτηκε τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στα δύο αδέλφια αποφασίζοντας την κατάκτηση της Παρθίας (216). Διέσχισε τον Τίγρη αφήνοντας πίσω του ερείπια, αλλά όταν ο Αρτάβανος ανέλαβε επικεφαλής του στρατού του αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Ο Καράκαλλας δολοφονήθηκε στη συνέχεια από τον Ιούλιο Μαρτιάλη, έναν από τους ακολούθους του σε έναν δρόμο κοντά στη Χαρράν το 217. Ο Αρτάβανος νίκησε τον διάδοχο του Καράκαλλα, Μακρίνο ο οποίος αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη σύμφωνα με την οποία υποχρεώθηκε να επιστρέψει στον Αρτάβανο όλες τις κατακτήσεις του, τα λάφυρα και να του πληρώσει αποζημίωση. Το 224 ο υποτελής βασιλιάς της πόλης του Δαρέμπ Αρδασίρ, εγγονός του Σασσάν, ιερέα του Ζωροάστρη ιερέα, και ο Αρτάβανος έστειλε τον υποτελή του βασιλιά του Χουζεστάν να τον αντιμετωπίσει. Ύστερα από 3 μάχες μέσα σε έναν χρόνο ο Αρτάβανος γνώρισε τελικά συντριπτική ήττα από τον Αρδασίρ και σκοτώθηκε.
Η δυναστεία των Αρσακιδών ανατράπηκε ύστερα από 471 χρόνια βασιλείας στην Παρθία και την Περσία γενικότερα (247 π.Χ. – 224 μ.Χ.). Νέος βασιλιάς έγινε ο Αρδασίρ Α' (με το εξελληνισμένο όνομα Σισρόης Α) ιδρυτής της Δυναστείας των Σασσανιδών, η οποία κυβέρνησε την Περσία για 427 επιπλέον χρόνια (224-651 μ.Χ.). Οι Σασσανίδες εγκατέλειψαν πλήρως τον φιλελληνισμό των Πάρθων, επιδιώκοντας να επαναφέρουν την Περσία στην αρχαία δόξα της εποχής των Αχαιμενιδών. Η Περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών καταλύθηκε τελικά το 651 μ.Χ. από την νέα ανερχόμενη δύναμη των μουσουλμάνων Αράβων του χαλιφάτου Ρασιντούν, αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ. Η σειρά των Σασσανιδών βασιλιάδων στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων έχει ως εξής:
α. Σισρόης Α (Αρδασίρ 224-242)
Ο Αρδασίρ Α΄ (Ardashir, με το εξελληνισμένο όνομα Σισρόης Α), ιδρυτής του Βασιλείου των Σασσανιδών της Περσίας, ήταν ο μικρότερος γιος του Παπάκ, ενός υποτελή βασιλιά της πόλης του Δαρέμπ, και εγγονός του Σασσάν, ιερέα του Ζωροάστρη, από τον οποίο πήρε το όνομά της η Δυναστεία των Σασσανιδών. Καταγόταν από την Περσική επαρχία Φαρσί και η οικογένεια του ήταν ιερείς του Ζωροαστρισμού. Εξεγέρθηκε εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του Σαπούρ τον οποίο ανέτρεψε από τον θρόνο του Δαρέμπ το 208, ενώ είχε και έναν ακόμη μικρότερο αδελφό τον Ραιντασίρ έναν ισχυρό πολεμιστή. Μετά την ανατροπή του αδελφού του έβαλε στόχο την ανατροπή της ίδιας της παρθικής δυναστείας των Αρσακιδών. Εξεγέρθηκε το 224 και ύστερα από σκληρές μάχες που κράτησαν τρεις μήνες κατάφερε να ανατρέψει από τον θρόνο και να σκοτώσει τον τελευταίο βασιλιά της δυναστείας των Αρσακιδών Αρτάβανο Ε’. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να ιδρύσει την δική του δυναστεία, και στέφθηκε το 226 μέγας βασιλιάς των Περσών, συνεχιστής της εξουσίας των Αχαιμενιδών. Η Αρμενία παρόλα αυτά παρέμεινε ανεξάρτητη υποτελής στους Ρωμαίους με βασιλείς που προέρχονταν από γόνους της προηγούμενης Περσικής δυναστείας των Αρσακιδών, και αυτό τον οδήγησε σε σκληρούς πολέμους με την Ρώμη.
Με την άνοδο του στον θρόνο της Περσίας ο Αρδασίρ Α΄ έβαλε δύο βασικούς στόχους:
- Την ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας στην Περσία με απεριόριστες εξουσίες στον βασιλιά η οποία είχε εξασθενήσει σημαντικά με τους Αρσακίδες με αποτέλεσμα η εξουσία του βασιλείου να βρίσκεται σε επαρχιακούς γαιοκτήμονες. Μοίρασε το κράτος σε επαρχίες σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων Αχαιμενιδών βασιλέων τοποθετώντας κυβερνήτες της δικής του επιλογής με αποτέλεσμα να υποτάξουν τους γαιοκτήμονες.
- Την ενίσχυση της Ζωροαστρικής θρησκείας η οποία είχε επίσης εξασθενήσει σημαντικά την εποχή των Αρσακιδών με την παραχώρηση απεριόριστης εξουσίας στα ιερατεία. Η ενίσχυση του Ζωροαστρισμού έφερε την δυναστεία του στην συνέχεια σε σκληρές συγκρούσεις με την Ρώμη και την δύση, αν ληφθεί υπόψη ότι την εποχή των Αρσακιδών είχε εξελληνιστεί μεγάλο τμήμα των κατοίκων.
Οι μεγάλες φιλοδοξίες του και οι απαιτήσεις του να ενσωματώσει το υποτελές στην Ρώμη βασίλειο της Αρμενίας στην Περσία τον οδήγησαν σε σκληρές συγκρούσεις με τη Ρώμη τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Το 230, επικεφαλής του περσικού στρατού, επιτέθηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της Μεσοποταμίας. Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος έκανε πολλές προσπάθειες να κλείσει μαζί του ειρήνη, αλλά ο Αρδασίρ ήταν αμετάπειστος. Απείλησε να καταλάβει την Συρία και την Καππαδοκία, γι’αυτό ο Αλέξανδρος Σεβήρος μετακίνησε το στρατηγείο του στην Αντιόχεια. Οι μάχες είχαν ως αποτέλεσμα πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί το 233 να κλείσει ειρήνη, αλλά από το 237, μαζί με τον γιο και διάδοχο του Σαπώρη Α΄, άρχισε πάλι επιθέσεις στην Μεσοποταμία.
β. Σαπώρης Α (242-272)
Ο Σαπώρ Α (Shapur I, με το εξελληνισμένο όνομα Σαπώρης) επικαλούμενος και Μέγας, ήταν ο 2ος βασιλιάς της δυναστείας των Σασσανιδών, γιος και διάδοχος του ιδρυτή της δυναστείας Αρδασίρ Α’. Ο πατέρας του πέθανε το 242 αλλά ο ίδιος έγινε βασιλιάς από το 240 και βασίλευσε ως τον θάνατο του το 272. Η μητέρα του ήταν πριγκίπισσα από τον βασιλικό Οίκο των Αρσακιδών. Συνόδευε τον πατέρα του σε όλες τις εκστρατείες εναντίον των Πάρθων στην πρώτη γραμμή. Ο πατέρας του τον αναγνώρισε ως τον πιο ανδρείο και ικανό μεταξύ των γιων του και τον όρισε διάδοχο του Περσικού θρόνου. Το 242 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Γορδιανός Γ΄, σε εκστρατεία εναντίον του, ανάγκασε τον Σαπώρη αρχικά να υποχωρήσει στην Αντιόχεια. Σε νέα εκστρατεία στη Μεσοποταμία το 244 οι Ρωμαίοι γνώρισαν συντριπτική ήττα από τους Πέρσες του Σαπώρη το 244. Ο Γορδιανός Γ΄ έπεσε στη μάχη και τον διαδέχθηκε ο Φίλιππος ο Άραψ. Ο νέος Ρωμαίος αυτοκράτορας δεν ήθελε να επαναλάβει τα σφάλματα του προκατόχου του, που είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει και την ζωή του σε ηλικία 18 ετών, γι´αυτό έκλεισε ειρήνη με τον Σαπώρη πληρώνοντας στους Πέρσες αποζημίωση 500.000 χρυσά δηνάρια. H συνθήκη ειρήνης που έκλεισε ο Φίλιππος με τους Σασσανίδες έφερε μεγάλες αντιδράσεις στη Ρώμη με τελικό αποτέλεσμα τη δολοφονία του το 249 από τον διάδοχο του αυτοκράτορα Δέκιο
Ο Σαπώρης ξεκίνησε το 250 μετά τη δολοφονία του Φίλιππου του Άραβος εκ νέου τις επιθέσεις στις Ρωμαϊκές επαρχίες της Μεσοποταμίας. Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός ο οποίος ανέβηκε στον Ρωμαϊκό θρόνο το 253 αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει επανειλημμένες εκστρατείες από το 253 ως το 256 για να τον αντιμετωπίσει. Στη Μάχη της Μπαρμπαλισσού το 253, ο Σαπώρης συνέτριψε Ρωμαϊκή δύναμη 600.000 στρατιωτών κυριεύοντας τη Συρία. Στη συνέχεια κατέλαβε την Αρμενία τοποθετώντας υποτελή βασιλιά τον γιο του Οριμάσδη και τη Γεωργία εξασφαλίζοντας τα βόρεια σύνορα του. Ο Βαλεριανός επέστρεψε το 257 με 70.000 άνδρες ανακατέλαβε την Αντιόχεια και ολόκληρη την Συρία, αλλά λόγω αδιαφορίας του στην συνέχεια και της εξασθένισης του στρατεύματος του από επιδημία δεν μπόρεσε να την κρατήσει πολύ. Ο Σαπώρης επέστρεψε το 259, ανακατέλαβε την Αντιόχεια και ο Βαλεριανός υποχώρησε στην Έδεσσα όπου ο Σαπώρης τον πολιόρκησε. Το 260, όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για ειρήνη με πρωτοβουλία του Βαλεριανού, ο Σαπώρης τον συνέλαβε με δόλο, εκμεταλλευόμενος τη συνωμοσία του Ρωμαίου Μαρκιανού που ήθελε να σφετεριστεί τον θρόνο του. Ο Σαπώρης ταπείνωσε τον Βαλεριανό χρησιμοποιώντας τον σαν υποπόδιο για να ανέβει στο άλογο, και τον έγδαρε ζωντανό την ίδια χρονιά. Κατέλαβε τελικά και την Καισάρεια εξορίζοντας 400.000 από τους κατοίκους της στις νότιες επαρχίες της Περσίας, και καθιερώθηκε ως ο μέγιστος βασιλιάς της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών ο οποίος δεν ηττήθηκε ποτέ. Πλήθος επιγραφές και ανάγλυφα σε ολόκληρη την Περσία υμνούν την δόξα του Σαπώρη με αναπαράσταση της ταπείνωσης του αυτοκράτορα Βαλεριανού. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ορμίσδας Α’. Άλλοι δυο γιοι του ήταν ο Βαράμης Α' και ο Ναρσής.
γ. Ορμίσδας Α (272-273)
Ο Ορμίσδας Α (Hormizd I), νεότερος γιος και διάδοχος του Σαπώρη του Μέγα, ήταν ο 3ος Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Σασσανιδών, μεταξύ 272 και 273. Την περίοδο της βασιλείας του πατέρα του ήταν κυβερνήτης του Χορασάν και συμμετείχε σε όλες τις εκστρατείες του Σαπώρη εναντίον του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βαλεριανού. Σύμφωνα με την περσική παράδοση της ιστορίας του παππού του Αρδασίρ Α΄, όπως διασώθηκε σε ένα κείμενο των Παχλαβί, ήταν γιος μιας κόρης του Μιθράκ, ενός Πέρση σατράπη. Οι μάγοι είπαν στον Αρδασίρ ότι ο συντηρητής της δυναστείας του θα προέλθει από το αίμα του Μιθράκ, ο Αρδασίρ ύστερα από αυτό εκτέλεσε όλη την οικογένεια του αλλά μια κόρη του Μιθράκ σώθηκε από έναν βοσκό. Ο γιος του Αρδασίρ Σαπώρης όταν την είδε την ερωτεύθηκε και έκανε μαζί της γιο τον Ορμίσδα, που τον αναγνώρισε αργότερα και ο παππούς του Αρδασίρ. Πέθανε πρόωρα χωρίς απογόνους και τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Βαράμης Α΄
δ. Βαράμης Α (273-276)
Ο Μπαχράμ Α ((Bahram I, με το εξελληνοσμένο όνομα Βαράμης Α’) μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Περσίας Σαπώρη Α’ διάδοχος του αδελφού του Ορμίσδα Α’ που βασίλευσε μόνο έναν χρόνο, ήταν ο 4ος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Σασσανιδών μεταξύ 273 και 276,. Το γεγονός που σημάδεψε τη βασιλεία του ήταν ο σκληρός θάνατος του προφήτη Μάνη, ιδρυτή της θρησκείας του Μανιχαϊσμού με στοιχεία από τον χριστιανισμό, τον βουδισμό και τον Ζωροαστρισμό και οι σκληροί διωγμοί των οπαδών του. Το Ζωροαστρικό ιερατείο φοβήθηκε τη δημοτικότητα του Μάνη και την ταχύτατη εξάπλωση της διδασκαλίας του και ο Βαράμης συντάχθηκε μαζί του. Ο Μάνης με διαταγή του Βαράμη φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε σαν ύποπτος για συμμαχία με τους εχθρούς της Περσίας, το σώμα του διαμελίστηκε και εκτέθηκε δημόσια. Την εποχή του Βαράμη ξεκίνησαν νέες συγκρούσεις με την Ρώμη, αλλά ο Βαράμης, σε πλήρη αντίθεση με τον πατέρα του, έδωσε την ευκαιρία στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό να εκδικηθεί τους Πέρσες για τις ταπεινώσεις από τον πατέρα του Σαπώρη. Ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στην Ρώμη και την Παλμύρα όταν η βασίλισσα Ζηνοβία καταλαμβάνοντας περιοχές της Ρώμης στην Ασία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Ο Βαράμης έσπευσε να βοηθήσει την Ζηνοβία αλλά συνετρίβη το 273 από τον Αυρηλιανό, που διέλυσε το βασίλειο της. Ο Βαράμης της πρόσφερε άσυλο, αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει στην αυλή του επειδή ο Αυρηλιανός την συνέλαβε και την μετέφερε στη Ρώμη. Σε μεγαλοπρεπή θρίαμβο στη Ρώμη ο Αυρηλιανός γιόρτασε την υποδούλωση της Ζηνοβίας και ο Βαράμης του έστειλε πλούσια δώρα για να αποτρέψει εκστρατεία εναντίον του. Τελικά ο Αυρηλιανός πραγματοποίησε πομπώδη εκστρατεία εναντίον της Περσίας το 275 για να διαλύσει το βασίλειο των Σασσανιδών αλλά δολοφονήθηκε την ίδια χρονιά. Ο Βαράμης Α’ πέθανε το 276 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαράμης Β’
ε. Βαράμης Β (276-293)
Ο Μπαχράμ Β (Bahram ΙI, με το εξελληνοσμένο όνομα Βαράμης Β), γιος και διάδοχος του βασιλιά των Σασσανιδών της Περσίας Βαράμη Α, ήταν ο 5ος βασιλιάς της Περσίας από την αυτοκρατορία των Σασσανιδών, και βασίλευσε μεταξύ 276 και 293. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του κυβέρνησε πολύ σκληρά και τυραννικά, οι ευγενείς εξεγέρθηκαν και διοργάνωσαν συνωμοσία για να τον δολοφονήσουν. Με την επέμβαση των μάγων ο Βαράμης άλλαξε εντυπωσιακά τον χαρακτήρα του, οι ευγενείς γύρισαν με το μέρος του και έτσι το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του κυβέρνησε με σοφία και δικαιοσύνη. Το 282, όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κάρος επιτέθηκε στις Περσικές κτήσεις της Μεσοποταμίας λεηλατώντας την Σελεύκεια και την Κτησιφώντα, ο Βαράμης δεν μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει επειδή ήταν απασχολημένος σε πόλεμο εναντίον του αδελφού του Ορμίσδα στο Αφγανιστάν. Ο αιφνίδιος θάνατος από δολοφονία του Κάρου έσωσε τελικά την κατάσταση αποσοβώντας μεγαλύτερη επέκταση του πολέμου, αφου ο γιος του Νουμεριανός επέστρεψε στην Ρώμη κλείνοντας ειρήνη με τους Πέρσες. Οι εχθροπραξίες με τους Ρωμαίους επαναλήφθηκαν το 286 με την άνοδο του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ο οποίος συμμάχησε με τον πρίγκιπα των Αρσακιδών της Αρμενίας Τιριδάτη που είχε επαναστατήσει εναντίον της Περσίας. Ο Τιριδάτης αποκαταστάθηκε το 287 στον θρόνο της Αρμενίας με την βοήθεια του Διοκλητιανού και κήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας του από την Περσία πετυχαίνοντας αλλεπάλληλες συντριπτικές νίκες σε βάρος του Βαράμη. Ο γιος και διάδοχος του Βαράμης Γ' κληρονόμησε ένα βασίλειο στα πρόθυρα της διάλυσης με αποτέλεσμα την γρήγορη ανατροπή του από τον θείο του Βαράμη Β' Ναρσή.
στ. Βαράμης Γ (293)
Ο Μπαχράμ Γ (Bahram ΙΙI, με το εξελληνοσμένο όνομα Βαράμης Γ), γιος και διάδοχος του βασιλιά των Σασσανιδών της Περσίας Βαράμη Β, ήταν ο 6ος βασιλιάς της δυναστείας των Σασσανιδών για ένα μικρό χρονικό διάστημα το 293. Μετά την ολοκληρωτική απώλεια της Αρμενίας από τον πρίγκηπα Τιριδάτη την εποχή του πατέρα του, ο ρόλος των Σασσανιδών βασιλιάδων της Περσίας είχε εξασθενήσει σημαντικά. Πριν την άνοδο του στον θρόνο της Περσίας είχε τοποθετηθεί από τον πατέρα του κυβερνήτης του Σακαστάν. Την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο οι απώλειες για την Περσία ήταν ακόμα μεγαλύτερες, αφού οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και τη Μηδία. Οι ευγενείς θεώρησαν τον νεαρό Βαράμη Γ’ εντελώς ανίκανο να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Συνωμοσία των ευγενών υπό την ηγεσία του πρίγκηπα Ναρσή, θείου του πατέρα του, τον ανέτρεψαν την ίδια χρονιά από τον θρόνο της Περσίας, τον οποίο σφετερίστηκε ο ίδιος ο Ναρσής.
ζ. Ναρσής (293-302)
Ο Ναρσέχ (Narseh, με το εξελληνοσμένο όνομα Ναρσής), γιος του κορυφαίου Σασσανίδη βασιλιά της Περσίας Σαπώρη Α, ήταν ο 7ος βασιλιάς της Περσίας από τη δυναστεία των Σασανιδών (293-302). Κατά την βασιλεία του πατέρα του ο Ναρσής υπηρέτησε ως αντιβασιλέας του Σιστάν (Sistan), του Μπαλουχιστάν (Baluchistan) και του Σιντ (Sindh), και, πριν γίνει βασιλιάς, έφερε τον τίτλο του Μεγάλου Βασιλέα της Αρμενίας. Ο Ναρσής καθαίρεσε τον αντιδημοφιλή βασιλέα μικρανεψιό του Βαράμη Γ΄ το 293 με την υποστήριξη των ευγενών. Η ιστορία της ανόδου του Ναρσή στην εξουσία περιγράφεται στην επιγραφή Paikuli.
Στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Διοκλητιανός. Έπειτα από μάχες εναντίον του Διοκλητιανού και του Γαλέριου, με σκοπό την απόκτηση νέων εδαφών, ο Ναρσής ηττήθηκε στα Σάταλα το 298. Μετά την ήττα του από τους Ρωμαίους και την ταπεινωτική συνθήκη παραιτήθηκε από το θρόνο το 301 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο γιος του Ορμίσδας Β΄.
η. Ορμίσδας Β (302-310)
Ο Ορμίσδας Β (Hormizd ΙI), γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Ναρσή, ήταν ο 8ος Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Σασσανιδών, που βασίλευσε από το 303 ώς το 309. Δεν υπάρχουν πληροφορίες από Περσικές πηγές για την περίοδο βασιλείας του, εκτός από το ό,τι σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Αράβων. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Αδούρ Ναρσής ο οποίος βασίλευσε μόνο λίγους μήνες και δολοφονήθηκε λόγω της βιαιότητας του. Ένας άλλος νόθος γιος του που ήταν αγέννητος την εποχή που πέθανε ήταν ο μελλοντικός βασιλιάς της Περσίας ως Σαπώρης Β.
θ. Αδούρ Ναρσής (310)
Ο Αδούρ Ναρσής, μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Περσίας Ορμίσδα Β, ηταν ο 9ος βασιλιάς της Περσίας απο την δυναστεία των Σασσανιδών. Βίαιος και αυταρχικός δολοφονήθηκε λίγους μήνες μετά την άνοδο του στον θρόνο το 310 χωρίς απογόνους, και τον διαδέχτηκε ο νεογέννητος ετεροθαλής αδελφός του Σαπώρης Β’
ι. Σαπώρης Β (309-379, βασ. 325-379)
Ο Σαπώρ Β (Shapur ΙI, με το εξελληνισμένο όνομα Σαπώρης Β) επικαλούμενος και Μέγας, γιος του βασιλιά της Περσίας Ορμίσδα Β' από μία ερωμένη του, ήταν ο 10ος βασιλιάς της δυναστείας των Σασσανιδών της Περσίας (325 - 379). Όταν πέθανε ο πατέρας του ήταν ακόμα αγέννητος, και οι Πέρσες ευγενείς σκότωσαν, τύφλωσαν και φυλάκισαν αντίστοιχα τους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του, οπότε η διοίκηση της χώρας δόθηκε στην μητέρα του και τους ευγενείς. Όταν ενηλικιώθηκε σε ηλικία 16 ετών ανέλαβε απευθείας τη βασιλεία, και παρά το γεγονός ότι ήταν νόθος αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους και σκληρότερους βασιλείς της Περσίας. Ήταν ο μοναδικός που επέβαλε με τη βία τον Ζωροαστρισμό στην Περσία εκτελώντας τους οπαδούς άλλων θρησκειών και ιδιαίτερα τους χριστιανούς την ίδια εποχή που έγινε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επίσημη θρησκεία με τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο. Οι λόγοι για τους οποίους συμπεριφέρθηκε έτσι στους χριστιανούς φαίνονται περισσότερο πολιτικοί, αφού την εποχή που θεωρούσε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως τον μοναδικό μεγάλο κίνδυνο για την χώρα του, η καθιέρωση του χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο του φάνηκε ως μεγάλη πρόκληση.
Την εποχή που ζούσε ακόμα ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν τόλμησε να επιτεθεί στρατιωτικά στο Βυζάντιο. Με την άνοδο στον θρόνο του γιου του Κωνστάντιου (337 - 361) ξεκίνησε τις επιδρομές στις περιοχές του Τίγρη και του Ευφράτη. Με την άνοδο στον Ρωμαϊκό θρόνο του Ιουλιανού του Παραβάτη (361 - 363), ο Σαπούρ πρότεινε ειρήνη, αλλά ο φιλόδοξος αυτοκράτορας, που φιλοδοξούσε να μείνει στην ιστορία ως μεγάλος κατακτητής, όχι μόνο απέρριψε τις προτάσεις, αλλά ξεκίνησε τις προετοιμασίες για εκστρατεία κατά της Περσίας με μεγάλο στρατό που έφτανε τους 65.000 άνδρες. Τελικό αποτέλεσμα ήταν ο πρόωρος θάνατός του, αφού στην πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα, ενώ αρχικά φαινόταν ότι η κατάκτηση της Περσίας θα είναι εύκολη υπόθεση ένα βέλος τον τραυμάτισε θανάσιμα (363). Ο στρατός του Ιουλιανού ακέφαλος μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο διάδοχος του Ιουλιανού αυτοκράτορας Ιοβιανός (363 - 364) αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη διάρκειας τριάντα ετών πολύ συμφέρουσα για τους Πέρσες παίρνοντας πίσω την Αρμενία και τις παλιές περσικές επαρχίες. Μετά από αυτό το ενδιαφέρον του Σαπούρ στράφηκε στην Αρμενία και την Ιβηρία (σημερινή Γεωργία).
Ο Σαπούρ επιτέθηκε στην Αρμενία καταλαμβάνοντας την μισή περίπου χώρα, αλλά χάρη στην σκληρή αντίσταση του στρατηγού Μαμικόνιαν απέτυχε να την καταλάβει ολόκληρη. Συνέλαβε αιχμάλωτο τον βασιλιά Αρσάκη Β', υποτελή των Ρωμαίων, τον φυλάκισε και τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει (370). Στη συνέχεια προσπάθησε να επιβάλλει με τη βία τον Ζωροαστρισμό στην Αρμενία, η οποία είχε δεχτεί τον χριστιανισμό από την εποχή του Τιριδάτη του Μέγα. Ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων Ουάλης έσπευσε σε βοήθεια των Αρμενίων εναντίον του Σαπούρ, και κατόρθωσε να τοποθετήσει στον θρόνο της Αρμενίας τον Παπ (370 - 374) γιό του Αρσάκη Β' (370). Ωστόσο ο Ουάλης σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τον Παπ για εκκλησιαστικά θέματα λόγω της δηλητηρίασης του Καθολικού (επισκόπου Αρμενίας) Ναρσή από τον Παπ, που προκάλεσε τη δολοφονία του Παπ (374). Ο πόλεμος του Σαπώρ με τον Ουάλλη φαινόταν στη συνέχεια αναπότρεπτος, αλλά η εισβολή των Βησιγότθων στα Βαλκάνια άλλαξε τα σχέδια του Ουάλλη. Στη μάχη της Αδριανούπολης (9/8/378) οι Ρωμαίοι γνώρισαν μεγάλη συντριβή όπου έπεσε και ο ίδιος ο Ουάλλης. Τον Σαπώρη Β' τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρδασίρ Β. Οι επόμενοι βασιλείς των Σασσανιδών μνημονεύονται σε επόμενο κεφάλαιο, όπου ανήκουν χρονικά.
Όπως αναφέρθηκε στο οικείο κεφάλαιο του Α τόμου του παρόντος, το κράτος της Αρμενίας ιδρύθηκε το 547 π.Χ. από τον Ορώδη Α και κυβερνήθηκε από τους διαδόχους, τους λεγόμενους Οροντίδες μέχρι το 190 π.Χ. Από το 190 την εξουσία ανέλαβε η Δυναστεία των Αρταξιδών, η οποία από το 12 μ.Χ. έγινε υποτελής στον Ρωμαίο αυτοκράτορα, και παρέδωσε τη διοίκηση στη Παρθική Δυναστεία των Αρσακιδών οι οποίοι κυβέρνησαν το κράτος, επίσης ως υπποτελείς της Ρώμης, ιδρύοντας από το 52 μ.Χ. ξεχωριστή Δυναστεία των Αρσακιδών στην Αρμενία, η οποία κυβέρνησε μέχρι την υπαγωγή του κράτους στο Βασίλειο της Περσίας των Σασσανιδών το 428 μ.Χ. Υπενθυμίζεται ότι γενάρχης του οίκου των Αρσακιδών ήταν ο Αρσάκης Α΄ της Παρθίας (247-211 π.Χ.), ο οποίος ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Αχαιμενίδη βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Β΄ τον Μνήμονα. Η δυναστεία ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Σελευκίδες την εποχή του βασιλιά Σέλευκου Β΄ Καλλίνικου και συνέχισε να κυβερνά την Περσία για 471 χρόνια μέχρι την εποχή που ανατράπηκε από τους Σασσανίδες το 224, ενώ στην Αρμενία διατηρήθηκε μέχρι τον 428 μ.Χ.
α. Τιγράνης Δ (10-2 π.Χ.)
Ο Τιγράνης Δ΄ ήταν ο τελευταίος ανεξάστητος βασιλιάς της Αρμενίας από τη δυναστεία των Αρταξιδών (10 – 2 π.Χ.). Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη Γ΄, είχε μια ετεροθαλή αδελφή, την Ερατώ την οποία παντρεύτηκε, σύμφωνα με ελληνιστικό έθιμο της εποχής, για να διατηρηθεί η καθαρότητα της δυναστείας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη, την εποχή που εκεί ήταν εξόριστος ο πατέρας του (30 – 20 π.Χ.). Με την Ερατώ απέκτησαν μια κόρη, η οποία παντρεύτηκε τον βασιλιά της Ιβηρίας (σημερινής Γεωργίας) Φαρασμάνη Α΄ και έγινε μητέρα του βασιλιά της Ιβηρίας Μιθριδάτη Α΄. Ο Τιγράνης Δ΄ και η Ερατώ εξελίχθηκαν σε φανατικούς αντιρωμαίους βασιλείς. Ο Οκταβιανός Αύγουστος συμφώνησε με τον βασιλιά των Πάρθων Φραάτη Ε΄ για την συγκυβέρνηση της Αρμενίας. Όταν οι Αρμένιοι ευγενείς κάλεσαν για βασιλιά τον Φραάτη Ε, ο Τιγράνης Δ΄ αναγκάστηκε να δηλώσει την υποταγή του στη Ρώμη. Οι Αρμένιοι έντονα δυσαρεστημένοι από την στροφή του Τιγράνη Δ υπέρ της Ρώμης τον δολοφόνησαν (2 π.Χ.) και ο Αύγουστος τοποθέτησε νέο βασιλιά της Αρμενίας τον Αριοβαρζάνη απόγονο του Μιθριδάτη της Παρθίας και της αδελφής του βασιλιά της Αρμενίας Αρταβάσδη Β΄ που ήταν παππούς του Τιγράνη Δ΄.
β. Ερατώ (10-2 π.Χ. και 6-12 μ.Χ)
Η Ερατώ ήταν βασίλισσα της Αρμενίας, σύζυγος δύο βασιλέων (10 – 2 π.Χ. και 6 – 12 μ.Χ.). Την πρώτη φορά παντρεύτηκε τον ετεροθαλή αδελφό της Τιγράνη Δ’ και την δεύτερη τον μακρινό της ξάδελφο από τη δυναστεία των Ηρωδιανών Τιγράνη Ε’, εγγονό του Ηρώδη του Μέγα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη τη δεκαετία που ο πατέρας της ήταν αιχμάλωτος των Ρωμαίων (30 – 20 π.Χ.) μετά από την εκτέλεση του παππού της Αρταβάσδη Β’ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ύστερα από διαταγή της Κλεοπάτρας. Το όνομά της το πήρε από την ομώνυμη αρχαία ελληνική μούσα.
Κόρη του βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη Γ’ από τη δυναστεία των Αρταξιδών, διαδέχθηκε τον πατέρα της με το γάμο της με τον ετεροθαλή αδελφό της Τιγράνη Δ’ (10 π.Χ.) με τον οποίο απέκτησε μια κόρη που παντρεύτηκε τον βασιλιά της Ιβηρίας (σημ. Γεωργία) Φαρασμάνη Α’ και απέκτησε 3 γιους, και ανάμεσα τους τον Μιθριδάτη Α’ διάδοχο του πατέρα του στο θρόνο της Ιβηρίας. Η Ερατώ και ο Τιγράνης Δ’ ήταν φανατικοί αντιρωμαίοι μονάρχες, αλλά ο Τιγράνης Δ δολοφονήθηκε και η Ερατώ εξορίστηκε. Τα χρόνια που η Ερατώ ήταν εξόριστη, στην Αρμενία κυβέρνησε ο Αριοβαρζάνης (2 π.Χ. – 4 μ.Χ.) και στην συνέχεια ο γιος και διάδοχός του Αρτάβασδος Γ’ (4 – 6 μ.Χ.).
Μετά τη δολοφονία του Αρταβάσδου Γ’ (6 μ.Χ.), ο Οκταβιανός Αύγουστος όρισε βασιλιά της Αρμενίας τον Τιγράνη Ε’ από τη δυναστεία των Ηρωδιανών, εγγονό του Ηρώδη του Μέγα, γιο του Αλεξάνδρου και της Γλαφύρας, κόρης του βασιλιά της Καππαδοκίας Αρχέλαου. Ο νέος βασιλεύς Τιγράνης Ε' είχε συγγενικές σχέσεις με την δυναστεία των Αρταξιδών, η μητέρα της Γλαφύρας ήταν κόρη του βασιλιά της Αρμενίας Αρταβάσδη Β' και θεία της Ερατούς. Η Ερατώ παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον νέο βασιλιά ανεψιό της, και με αυτό τον τρόπο έγινε, για δεύτερη φορά, βασίλισσα της Αρμενίας. Το ζευγάρι ανατράπηκε το 12 μ.Χ. και από τότε δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες γι αυτήν. Ο Αύγουστος όρισε νέο, υποτελή σ’ αυτόν, βασιλιά τον πρίγκιπα των Πάρθων Βορώνη Α΄ (12-16).
α. Βορώνης Α (12-16 μ.Χ.)
Ο Βορώνης Α, μεγαλύτερος γιος του βασιλιά των Πάρθων Φραάτη Δ’ και μεγαλύτερος αδελφός του Φραάτη Ε, ήταν βασιλιάς της δυναστείας των Αρσακιδών της Παρθίας από το 8 ως το 12 μ.Χ. και της Αρμενίας από το 12 μέχρι το 16 μ.Χ. Στάλθηκε από τον πατέρα του το 20 π.Χ. όμηρος στον αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανό Αύγουστο, ως μέρος της συμφωνίας που είχε κάνει μαζί του, και εκεί έλαβε ρωμαϊκή εκπαίδευση. Μετά την δολοφονία του βασιλιά των Πάρθων Ορώδη Γ’ οι Πάρθοι ευγενείς ζήτησαν από τον Οκταβιανό Αύγουστο να τους στείλει βασιλιά ένα μέλος της δυναστείας, και ο Αύγουστος έστειλε τον Βορώνη Α. Σύντομα όμως ξέσπασε πόλεμος με ένα άλλο μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών τον Αρτάβανο Γ’, ο οποίος τον έδιωξε τελικά το 12 στην Αρμενία, όπου βασίλεψε μέχρι το 16 μ.Χ. Ο Αύγουστος τον μετέφερε στην συνέχεια στην Συρία και από εκεί στην Κιλικία, όπου δολοφονήθηκε το 19 μ.χ. από τους φρουρούς του.
β. Αρταξίας Γ (18-35 μ.Χ.)
Ο Αρταξίας Γ (Artaxias III, γνωστός και ως Ζήνων Αρταξίας), γιος των υποτελών στη Ρώμη, ελληνικής και ρωμαϊκής καταγωγής (απόγονων του Μάρκου Αντώνιου), βασιλέων του Πόντου Πολέμωνος Πυθόδωρου και Πυθοδωρίδας, ήταν υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας από το 18 μέχρι το 35 μ.Χ. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 8 π.Χ. η μητέρα του παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον υποτελή στη Ρώμη βασιλιά της Καππαδοκίας Αρχέλαο και η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί, μέχρι τον θάνατο του Αρχέλαου το 17 μ.Χ. Το 18 μ.Χ. ο προηγούμενος υποτελής βασιλιάς της Αρμενίας εξοσρίστηκε και ο στρατηγός Γερμανικός, απόγονος και αυτός του Μ.Αντώνιου και δεύτερος θείος του Αρταξία Γ, τον τοποθέτησε στο θρόνο της Αρμενίας, ως υποτελή βασιλιά, με τη σύμφωνη γνώμη της τοπικής αριστοκρατίας και του αυτοκράτορα Τιβέριου. Ο Αρτακξίας Γ βασίλεψε μέχρι το 35 μ.Χ. χωρίς να αποκτήσει παιδιά και τον διαδέχτηκε ο Αρσάκης Α, γιος του βασιλιά Αρτάβανου Γ της Παρθίας.
γ. Αρσάκης Α της Αρμενίας (35 μ.Χ.)
Ο Αρσάκης Α της Αρμενίας (Arsaces I ή Arshak I), ελληνικής και ιρανικής καταγωγής πρωτότοκος γιος του βασιλιά των Πάρθων Αρτάβανου Γ, ήταν υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας το 35 μ.Χ. Μετά τον θάνατο του Αρταξία Γ, ο Αρτάβανος Γ τοποθέτησε τον Αρσάκη βασιλιά στην Αρμενία με συνοδεία στρατού, αλλά ο αυτοκράτορας Τιβέριος δεν αποδέχτηκε την πράξη αυτή και όρισε υποτελή βασιλιά της Αρμενίας τον Μιθριδάτη, με την υποστήριξη του αδελφού του Φαρασμάνη, βασιλιά της Ιβηρίας (σημερινής Γεωργίας). Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Αρσάκης Α δολοφονήθηκε από δωροδοκημένους υπηρέτες του και ο Αρτάβανος Γ τοποθέτησε βασιλιά έναν άλλο γιο του τον Ορώδη, που όμως ηττήθηκε σε πολεμική αναμέτρηση με τον Μιθριδάτη, υποστηριζόμενο από τον Φαρασμάνη.
δ. Μιθριδάτης της Αρμενίας (35-37 και 42-51 μ.Χ.)
Ο Μιθριδάτης της Αρμενίας, αδελφός του βασιλιά της Ιβηρίας (Γεωργίας) Φαρασμάνη Α, ήταν υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας στα χρόνια 35-37 μ.Χ. Η τοποθέτησή του στο θρόνο της Αρμενίας έγινε από τον αδελφό του, με την υποστήριξη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου. Όταν ο Πάρθος πρίγκηπας Ορώδης, με την υποστήριξη του πατέρα του Αρτάβανου Γ, διεκδίκησε το θρόνο, βρέθηκε αντιμέτωπος με μεγάλη στρατιά του Φαρασμάνη και ηττήθηκε κατά κράτος, οπότε ο Μιθριδάτης εδραι΄λωθηκε στο θρόνο. Το 37 μ.Χ. ο νέος αυτοκράτορας Καλιγούλας συνέλαβε τον Μιθριδάτη, αλλά ο Κλαύδιος τον αποκατέστησε στο θρόνο της Αρμενίας το 42 μ.Χ.
Στα επόμενα χρόνια οι σχέσεις Μιθριδάτη και Φαρασμάνη επιδεινώθηκαν και ο βασιλιάς της Ιβηρίας, το 51 μ.Χ., έστειλε τον γιο του Ραδάμιστο να εισβάλει στην Αρμενία και να καθαιρέσει τον Μιθριδάτη. Προδομένος από τους Ρωμαίους διοικητές του ο Μιθριδάτης παραδόθηκε και θανατώθηκε από τον ανεψιό του Ραδάμιστο, που νυμφεύτηκε την εξάδελφή του Ζηνοβία, κόρη του Μιθριδάτη.
ε. Ορώδης της Αρμενίας (37-42 μ.Χ.)
Ο Ορώδης της Αρμενίας, ελληνικής και ιρανικής καταγωγής δευτερότοκος γιος του βασιλιά των Πάρθων Αρτάβανου Γ, ήταν υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας στα χρόνια 37-42 μ.Χ. Το 35 μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Αρσάκη Α, βραχύβιου βασιλιά της Αρμενίας, ο Ορώδης προωθήθηκε στο θρόνο της Αρμενίας από τον πατέρα του Αρτάβανο Γ, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με μεγάλη στρατιά των Μιθριδάτη και Φαρασμάνη και στη μάχη που έγινε ηττήθηκε και πιθανώς πληγώθηκε, οπότε επέστρεψε στην Παρθία, αφήνοντας το θρόνο της Αρμενίας στον Μιθριδάτη. Το 37 όμως ο Μιθριδάτης, για άγνωστους λόγους, συνελήφθη και καθαιρέθηκε από τον αυτοκράτορα Καλιγούλα, που έδωσε και πάλι το θρόνο της Αρμενίας στον Ορώδη. Το 42 μ.Χ. και πάλι για άγνωστους λόγους, ο Κλαύδιος αντικατάστησε τον Ορώδη με τον Μιθριδάτη, που βασίλεψε για δεύτερη φορά μέχρι το 51 μ.Χ.
στ. Ραδάμιστος (51-53 και 54-55 μ.Χ.)
Ο Ραδάμιστος (Rhadamistus), ιβηρικής καταγωγής γιος του βασιλιά της Ιβηρίας (Γεωργίας) Φαρασμάνη Α, ήταν υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας στα χρόνια 51-53 και 54-55 μ.Χ. Η μητέρα του ήταν κόρη του Αρμένιου βασιλιά της δυναστείας των Αρταξιδών Τιγράνη Δ (που απέκτησε με την σύζυγο - αδελφή του Ερατώ). Ο Ραδάμιστος ήταν ικανός και φιλόδοξος και ο πατέρας του, φοβούμενος ότι κινδύνευε από αυτόν ο θρόνος του, το 51 μ.Χ. τον έστειλε στην Αρμενία, με πολυάριθμο στρατό εναντίον του (αδελφού του και θείου του Ραδάμιστου) Μιθριδάτη, του οποίου η κόρη Ζηνοβία ήταν σύζυγος του Ραδάμιστου. Στην πολεμική σύγκρουση που ακολούθησε ο Μιθριδάτης παραδόθηκε, προδομένος από τη ρωμαϊκή φρουρά του και δολοφονήθηκε, όπως και οι γιοι του, με εντολή του Ραδάμιστου, που έτσι έγινε βασιλιάς της Αρμενίας το 51 μ.Χ. .
Σε λίγο όμως ο νεοεκλεγείς βασιλιάς των Πάρθων Βολογάσης Α, φιλοδοξώντας να αποσπάσει την Αρμενία από τη Ρώμη, έστειλε εκεί μεγάλο στρατιά και το 53 μ.Χ. κατόρθωσε να εκδιώξει τον Ραδάμιστο. Μια επιδημική νόσος όμως, ανάγκασε τους Πάρθους να αποσυρθούν από την Αρμενία, οπότε ο Ραδάμιστος επέστρεψε σκληρότερος από πριν. Τιμώρησε τις πόλεις της Αρμενίας που παραδόθηκαν στους Πάρθους, οι οποίες όμως σύντομα επαναστάτησαν και τον αντικατάστησαν με τον πρίγκηπα των Πάρθων Τιριδάτη Α (αδελφό του Βολογάση Α), στον οποίο, μετά από περιπέτειες, κατέληξε και έγινε δεκτή με βασιλικές τιμές και η σύζυγος του Ραδάμιστου Ζηνοβία.
Ο Ραδάμιστος δραπέτευσε και επέστρεψε στην Ιβηρία, όπου όμως το 58 μ.Χ. καταδικάστηκε σε θάνατο ως συνωμότης κατά της βασιλικής εξουσίας, από τον ίδιο τον πατέρα του, που επιδίωκε να επιδείξει αφοσίωση στη Ρώμη.
Η σειρά των βασιλέων που κυβέρνησε την Αρμενία στα επόμενα χρόνια μέχρι το 428 μ.Χ. θεωρείται ότι αποτελεί ιδιαίτερη Δυναστεία των Αρσακιδών της Αρμενίας:
α. Τιριδάτης Α (52–58, 62–66, επίσημα 66–88 μ.Χ.)
Ο Τιριδάτης Α, γιος του Αρσακίδη βασιλιά της Παρθίας Βορώνη Β΄ και Ελληνίδας μητέρας, ήταν υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας στα χρόνια 52–58, 62–66 και επίσημα 66–88 μ.Χ. Θεωρείται ιδρυτής της Δυναστείας των Αρσακιδών της Αρμενίας, η οποία ήταν παρακλάδι του περσικού βασιλικού οίκου των Αρσακιδών της Παρθίας. Ήταν Ζωροάστρης στο θρήσκευμα και είχε ασπαστεί τον Μιθραϊσμό. Αρχή της βασιλείας του στην Αρμενία θεωρείται το έτος 54 μ.Χ.· την χρονιά που ο αδελφός του, βασιλιάς των Πάρθων Βολογάσης Α΄, κατέλαβε την χώρα εξαναγκάζοντας τον Ίβηρα πρίγκηπα Ραδάμιστο σε παραίτηση. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρων ενοχλήθηκε και αντέδρασε άμεσα, καταλαμβάνοντας το 58 μ.Χ. με στρατό, υπό την ηγεσία του στρατηγού Κορβούλου, ολόκληρη την Αρμενία με την πρωτεύουσα Αρταξάτα Παρέδωσε το θρόνο της χώρας στον Ελληνοϊουδαίο πρίγκιπα Τιγράνη ΣΤ΄ (58 -62 μ.Χ.), δισέγγονο του Ηρώδη του Μέγα από την μεριά του πατέρα του και δισέγγονο του τελευταίου βασιλιά της Καππαδοκίας Αρχέλαου από την πλευρά της μητέρας του. Ο Τιγράνης κυβέρνησε την Αρμενία για πέντε χρόνια, την περίοδο μεταξύ 58 – 63, αλλά οι απερίσλεπτες ενέργειές του έφεραν αντιδράσεις από όλες τις πλευρές. Εισέβαλε στην Παρθική επαρχία της Αδιαβηνής παραβιάζοντας τις συνθήκες ειρήνης με τους Πάρθους, γεγονός που δυσαρέστησε ακόμα και την Ρώμη, ενώ ο Βολογάσης Α κήρυξε πόλεμο εναντίον του.
Η ήττα του Τιγράνη δεν άφησε περιθώριο στους Ρωμαίους να εξακολουθούν να τον διατηρούν βασιλιά. Με την Συνθήκη της Ράντειας το 63 μ.Χ. ο Τιγράνης παραιτήθηκε και το στέμμα της Αρμενίας πέρασε οριστικά στον Πάρθιο πρίγκηπα των Αρσακιδών Τιριδάτη Α΄. Ο μοναδικός όρος που κατόρθωσε να πετύχει ο Νέρωνας ήταν να πάει ο Τιριδάτης Α΄ στη Ρώμη για να τον στέψει βασιλιά της Αρμενίας ο ίδιος ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, πράγμα που έγινε το 66 μ.Χ. Η Αρμενία εξακολουθούσε να είναι Ρωμαϊκή επαρχία, που σήμαινε ότι ο Τιριδάτης δεν ήταν ανεξάρτητος βασιλιάς αλλά υποτελής στον Νέρωνα. Ο Τιριδάτης έγινε δεκτός στη Ρώμη με μεγάλες τιμές, όπου ο Νέρων τον έστεψε βασιλιά, ενώ οργάνωσε και αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του και πλήρωσε όλα τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής του.
Επιστρέφοντας στην Αρμενία Ο Τιριδάτης Α πήρε σημαντική βοήθεια για να οικοδομήσει πάλι την κατεστραμμένη πρωτεύουσα της Αρμενίας Αρταξάτα, την οποία ονόμασε Νερώνεια προς τιμή του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Οι ειρηνικές σχέσεις με την Ρώμη, η ανάπτυξη και η ευημερία στην Αρμενία συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Τιριδάτη Α΄ με το Νέρωνα και τους διαδόχους του. Η έκρηξη, από το 66 μ.Χ., του Ρωμαιοϊουδαικού πολέμου, εξαιτίας της επανάστασης των Εβραίων δεν άφηνε περιθώριο στους Ρωμαίους αυτοκράτορες για νέες συγκρούσεις με την Αρμενία, γι' αυτό φρόντιζαν πάντα ως την εποχή του Τραϊανού (50 χρόνια αργότερα) για τη διατήρηση της ειρήνης. Τα τελευταία χρόνια ο Τιριδάτης Α είχε σημαντικές συγκρούσεις με την ληστρική φυλή των Αλανών, οι οποίοι για κάποιο διάστημα τον είχαν συλλάβει αιχμάλωτο. Το τέλος της βασιλείας του και της ζωής του είναι άγνωστο.
β. Σανατρούκης (88–110 μ.Χ.)
Ο Σανατρούκ (Sanatruk, με το εξελληνισμένο όνομα Σανατρούκης) ήταν μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών, διάδοχος του Τιριδάτη Α, υποτελής στη Ρώμη βασιλιάς της Αρμενίας στα χρόνια 88–110 μ.Χ. Ήταν επίσης βασιλιάς της Οσροηνής (βασίλεψε 91-109), ενός ιστορικού βασιλείου στη σημερινή βόρεια Συρία. Το όνομά του, που σημαίνει στα αρμενικά «δώρο του σκύλου», οφείλεται στη σωτηρία του από ένα σκύλο, όταν, στην παιδική ηλικία του είχε κινδυνέψει από χιονοθύελλα στα βουνά, πηγαίνοντας από την Έδεσσα της Οσροηνής στην Αρμενία. Για την βασιλεία υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Ο Αρριανός στα Παρθικά του τον συγκρίνει με τους πιο ονομαστούς Έλληνες και Ρωμαίους ηγεμόνες. Η αγιογραφική παράδοση του αποδίδει ευθύνη για τον μαρτυρικό θάνατο του απόστολου Θαδδαίου στην Αρμενία. Θεωρείται επίσης ένας από τους ηγέτες της επανάστασης εναντίον της κατοχής του Τραϊανού το 117 μ.Χ.
γ. Αξιδάρης (110–113 μ.Χ.)
Ο Αξιδάρης (Axidares ή Ashkhadar), ένας από τους τρεις γιους του βασιλιά της Παρθίας Πάκορου, ήταν μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών, βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη στα χρόνια 110-113 μ.Χ. Διαδέχτηκε τον συγγενή του Σανατρούκη με την υποστήριξη του πατρικού θείου του βασιλιά Οσρόη Α της Παρθίας. Για να αποφύγει όμως την αντίδραση του αυτοκράτορα Τραϊανού, που θεώρησε την τοποθέτηση αυτή εχθρική πράξη, ο Οσρόης αναγκάστηκε να καθαιρέσει τον Αξιδάρη και να τον αντικαταστήσει στο θρόνο με τον αδελφό του Παρθαμασίρη.
δ. Παρδαμασίρης (113–114 μ.Χ.)
Ο Παρθαμασίρης (Parthamasiris ή Partamasir), ένας από τους τρεις γιους του βασιλιά της Παρθίας Πάκορου, ήταν μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών, βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη στα χρόνια 113-114 μ.Χ. Διαδέχτηκε τον αδελφό του Αξιδάρη, όταν ο πατρικός θείος τους βασιλιάς της Παρθίας Οσρόης Α αναγκάστηκε να καθαιρέσει τον Αξιδάρη για να αποφύγει αντίδραση του Τραϊανού. Ο Τραϊανός όμως προχώρησε με το στρατό του στην Παρθία και, όταν συνάντησε τον Παρθαμασίρη, απέρριψε την αίτησή του να παραμείνει βασιλιάς, μετατρέποντας την Αρμενία σε Ρωμαϊκή Επαρχία κατά το χρονικό διάστημα 114-117. Ο Παρθαμασίρης αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της επιστροφής στην Παρθία, αλλά καθ’ οδόν, πιθανόν δολοφονημένος με εντολή του Τραϊανού.
ε. Βολογάσης Α (117–144 μ.Χ.)
Ο Βολογάσης Γ (Vologases III ή Walagash, γνωστός με την ιδιότητα του βασιλιά της Αρμενίας ως Βολογάσης Α ή Βαγάρσης Α), γιος του βασιλιά της Παρθίας Βολογάση Β διεκδίκησε το θρόνο του βασιλείου της Παρθίας το 105 μ.Χ. κατά τις τελευταίες ημέρες της βασιλείας του Πάκορου Β (80-105) και βασίλεψε στο ανατολικό τμήμα του βασιλείου από το 105 μέχρι το 147. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του στην Παρθία υπήρξε ταυτόχρονα βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη στα χρόνια 117-144, γνωστός με την ιδιότητα αυτή ως Βολογάσης Α ή Βαγάρσης Α. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο με τους ανταγωνιστές του θρόνου, γιους του Πάκορου Β, Οσρόη Α (105–116 και 117–129), Παρθαμασπάτη (116–117) και Μιθριδάτη Δ (129–140), που βασίλευαν στη Μεσοποταμία και ήταν απασχολημένοι με διαμάχες με τους Ρωμαίους και ειδικότερα με την εισβολή του αυτοκράτορα ΤραΪανού (98–117), και επομένως αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τον Βολογάση Γ.
Μετά τον θάνατο του Οσρόη Α, ο Βολογάσης Γ επέκτεινε την κυριαρχία του στο μέγιστο μέρος της Παρθίας, αλλά βρέθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπίσει τον Μιθριδάτη Δ, εισβολές των νομάδων Αλανών στην Καππαδοκία, Αρμενία και Μηδία και την επανάσταση στην Αριανή ενός άγνωστου σφετερισή. Μετά τον θάνατό του το βασίλειο της Παρθίας ενοποιήθηκε και πάλι υπό τον Βολογάση Δ, γιο του ανταγωνιστή του Μιθριδάτη Δ, ενώ ο θρόνος του βασιλείου της Αρμενίας δόθηκε το 144 στον Σόαιμο για άγνωστους λόγους.
στ. Σόαιμος (144–161 και 164–186 μ.Χ.)
Ο Σόαιμος (Gaius Julius Sohaemus, με το εξελληνισμένο όνομα Γάϊος Ἰούλιος Σόαιμος), ασσυριακής, ελληνικής, αρμενικής, μηδικής και ρωμαϊκής καταγωγής, ήταν αριστοκράτης από την Συρία που έγινε βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη στα χρόνια 144–161 και 164–186 μ.Χ. Πριν γίνει βασιλιάς ήταν μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου και Ύπατος της Ρώμης σε άγνωστη ημερομηνία.
Το 144 ο Σόαιμος διαδέχτηκε τον Βολογάση στο θρόνο της Αρμενίας, με άγνωστες συνθήκες και ελάχιστες πληροφορίες για τη βασιλεία του. Το 161 ο Βολογάσης Δ της Παρθίας, γιος του νόμιμου βασιλιά Μιθριδάτη Δ, εξαπέλυσε τα στρατεύματά του για να καταλάβουν την Αρμενία, διώχνοντας τις ρωμαϊικές λεγεώνες και προχωρώντας μέχρι τη ρωμαϊκή Συρία. Ο Σόαιμος τότε αναγκάστηκε να καταφύγει στην εξορία, πιθανώς στη Ρώμη, όπου ήταν πολύ γνωστός. Το 163 η Παρθία σύναψε συνθήκη ειρήνης με τη Ρώμη αποδεχόμενη τους όρους της και ο Σόαιμος επέστρεψε ως βασιλιάς στην Αρμενία από το 164 μέχρι το 186 μ.Χ. Το 186 όμως ο Σόαιμος εκθρονίστηκε για δεύτερη φορά από στοιχεία φιλικά με την Παρθία. Σε πόλεμο μεταξύ Ρώμαίων και Πάρθων που ακολούθησε η Παρθία ξαναπήρε αρκετά από τα χαμένα εδάφη της, ενώ ο Σόαιμος αποτραβήχτηκε στην Συρία. Το 186 με παρέμβαση του Μάρκου Αυρήλιου και του Λεύκιου Βέρου ο Βολογάσης Β, γιος του Βολογάση Δ της Παρθίας πήρε το θρόνο της Αρμενίας. Στο γνωστό κινηματογραφικό έργο του Άντονυ Μαν Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1964) ο ρόλος του Σόαιμου ενσαρκώθηκε από τον Ομάρ Σαρίφ.
ζ. Μπακούρ (161–164 μ.Χ.)
Ο Μπακούρ (Bakur (παραφθορά του Πάκορος), γνωστός και ως Αυρήλιος Πάκορος), ήταν μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών, βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη στα χρόνια 161-164 μ.Χ. Έζησε μαζί με τον αδελφό του στη Ρώμη, όπου απέκτησαν τη ρωμαϊκή υπηκοότητα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Λεύκιου Βέρου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ρώμης εναντίον των Πάρθων (161-166) ο βασιλιάς Βολογάσης Δ εισέβαλε στην Αρμενία και εξόρισε τον υποτελή βασιλιά της Σόαιμο, εγκαθιστώντας στη θέση του τον Μπακούρ. Όταν ο Λεύκιος Βέρος κατέλαβε την Αρμενία, εκθρόνισε τον Μπακούρ και το 164 αποκατέστησε τον Σόαιμο. Ο Μπακούρ φαίνεται ότι μετά από αυτό έζησε και πέθανε στη Ρώμη.
ζ. Βολογάσης Β (186–198 μ.Χ.)
Ο Βολογάσης Ε (Vologases V ή Walagash, γνωστός με την ιδιότητα του βασιλιά της Αρμενίας ως Βολογάσης Β ή Βαγάρσης Β), γιος του βασιλιά της Παρθίας Βολογάση Δ, ήταν βασιλιάς της Αρμενίας από το 186 μέχρι το 198 και βασιλιάς της Παρθίας από το 191 μέχρι το 208 μ.Χ. Διαδέχτηκε στο θρόνο της Αρμενίας τον Σόαιμο και πέτυχε να επιβάλει τον γιο του Ρεβ Α στο θρόνο της Ιβηρίας (σημερινής Γεωργίας). Μετά τον θάνατο του πατέρα του, έγινε βασιλιάς της Παρθίας, αφού κατάφερε να εξουδετερώσει την αντίδραση του υποτελή βασιλιά Οσρόη που ήθελε να σφετεριστεί τον θρόνο και ταυτόχρονα όρισε βασιλιά της Αρμενίας τον γιο του Χοσρόη Α. Το 195 δέχθηκε την επίθεση του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193 - 211) ο οποίος προχώρησε στη Μεσοποταμία λεηλατώντας την πρωτεύουσα των Πάρθων Κτησιφώντα (199). Ο Σεπτίμιος Σεβήρος αιχμαλώτισε πολλούς Πάρθους και τους πούλησε ως δούλους. Ο Βολογάσης αναγκάστηκε να κλείσει ειρήνη παραχωρώντας τον έλεγχο της Μεσοποταμίας στους Ρωμαίους. Διάδοχος του στο θρόνο της Παρθίας ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Βολογάσης ΣΤ΄, αλλά αργότερα ένας μικρότερος γιος του ο Αρτάβανος τον ανέτρεψε από τον θρόνο.
η. Χοσρόης Α (198–217 μ.Χ.)
Ο Χοσρόης Α (Khosrov I), ένας από τους γιους του βασιλιά Βολογάση Β της Αρμενίας (ή Βολογάση Ε της Παρθίας) ήταν μέλος της δυναστείας των Αρσακιδών, βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη στα χρόνια 198-217 μ.Χ. Το 198, ενώ ο πατέρας του ήταν ταυτόχρονα βασιλιάς της Παρθίας και της Αρμενίας, παραιτήθηκε από τον θρόνο της Αρμενίας και τον παρέδωσε στο γιο του Χοσρόη Α, που τήρησε στάση ουδέτερη απέναντι στη Ρώμη, παραμένοντας υπό την προστασία των αυτοκρατόρων Σεπτίμιου Σεβήρου και Καρακάλλα. Στα χρόνια 214-216 όμως, για άγνωστους λόγους, κρατήθηκε υπό περιορισμό από τους Ρωμαίους, γεγονός που προκάλεσε εξεγέρσεις εναντίον τους, εξαναγκάζοντας τον Καρακάλλα να εκστρατεύσει κατά των επαναστατών. Όταν το 217 ο Χοσρόης Α πέθανε, ο Καρακάλλας έδωσε το θρόνο της Αρμενίας στον γιο του Τιριδάτη Β.
θ. Τιριδάτης Β (217–252 μ.Χ.)
Ο Τιριδάτης Β' (Tiridates II), πρίγκηπας της οικογένειας των Πάρθων Αρσακιδών, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Χοσρόη Α', ήταν βασιλιάς της Αρμενίας στα χρόνια 217 - 252). Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο πατέρας του επαναστάτησε ενάντια στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Καράκαλλα, στον οποίο ήταν υποτελής, με αποτέλεσμα να δεχτεί την επίθεση του Ρωμαϊκού στρατού (215). Μετά τον θάνατο του πατέρα του και την δολοφονία του αυτοκράτορα Καράκαλλα (217), ο Τιριδάτης ανάγκασε τον διάδοχο του Μακρίνο να τον αναγνωρίσει βασιλιά της Αρμενίας. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αρμενίας, που άρχισε διωγμούς εναντίον των χριστιανών οι οποίοι συνεχίστηκαν από τους διαδόχους του. Με τον Τιριδάτη Β' το βασίλειο της Αρμενίας έφτασε στο μέγιστο της ισχύος του. Την ίδια εποχή διαλύθηκε το Παρθικό βασίλειο των Αρσακιδών, στο οποίο βασιλιάς ήταν ο θείος του Αρτάβανος Ε', από τον Αρδασίρ Α' (ή Σισδρόη Α) ιδρυτή της δυναστείας των Σασσανιδών η οποία καταλύοντας τους Αρσακίδες, κυβέρνησε την Περσία για άλλους 4 αιώνες. Ο σκληρός Αρδασίρ Α, μετά τον φόνο του Αρτάβανου (226 - 228), έβαλε αμέσως στόχο να καταλάβει την Αρμενία που την κυβερνούσε η ίδια οικογένεια και να την ενσωματώσει στο βασίλειο του. Σε βοήθεια υπέρ των Αρμενίων έσπευσε ο νέος Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος (222 - 235), ο οποίος σε συμμαχία με τους Αρμένιους αντιμετώπισε τον στρατό του Αρδασίρ, τον οποίο διηύθυνε ο ίδιος ο Πέρσης βασιλιάς (231 - 232). Ο Ρωμαϊκός στρατός υπέστη ισχυρές απώλειες αλλά κατάφερε να σώσει την Αρμενία. Οι συγκρούσεις μεταξύ του Αρδασίρ και των Αρμενίων συνεχίστηκαν για 12 χρόνια, αλλά οι Αρμένιοι τον ανάγκασαν τελικά να οπισθοχωρήσει. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Χοσρόης Β' της Αρμενίας.
ι. Χοσρόης Β (252 μ.Χ.)
Ο Χοσρόης Β' (Khosrov II), γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Τιριδάτη Β', ήταν βραχύβιος βασιλιάς της Αρμενίας υποτελής στη Ρώμη (252). Πριν ανέβει στο θρόνο συμμετείχε ενεργά στις εκστρατείες του πατέρα του εναντίον του Πέρση βασιλιά Αρδασίρ Α' ιδρυτή της δυναστείας των Σασσανιδών, η οποία ανέτρεψε τους Αρσακίδες, τη δυναστεία που ανήκε και ο ίδιος ο Χοσρόης. Λίγους μήνες αργότερα μετά την άνοδο του στον θρόνο δολοφονήθηκε από τον Άνακτα, ευγενή πρίγκηπα της οικογένειας των Αρσακιδών μετά από προτροπή των Σασσανιδών Βασιλέων της Περσίας Αρσασίρ Α' και του διαδόχου του Σαπώρ Α', οι οποίοι κυβέρνησαν την Αρμενία την περίοδο 252-287. Ο Άναξ με την οικογένεια του δολοφονήθηκαν από τους εξαγριωμένους ευγενείς αλλά επιβίωσε ένας γιος του, ο Γρηγόριος ο φωτισμένος ιδρυτής της Ιεραποστολικής εκκλησίας της Αρμενίας, που καθιέρωσε τον χριστιανισμό στην Αρμενία. Ο Χοσρόης Β' με μια άγνωστη γυναίκα απέκτησε δύο παιδιά ανάμεσα στα οποία τον βασιλιά Τιριδάτη Γ'. Ο διάδοχος του, ηλικίας 2 ετών, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, μεταφέρθηκε στην Ρώμη όπου τέθηκε υπό την προστασία των αυτοκρατόρων, και επανήλθε το 287 στην Αρμενία ως βασιλιάς.
ια. Τιριδάτης Γ (287-330 μ.Χ.)
Ο Τιριδάτης Γ' (Tiridates IIΙ), γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Χοσρόη Β', ήταν βασιλιάς των Αρσακιδών της Αρμενίας στα 287 – 330, μετά την προσωρινή διακυβέρνηση της χώρας από τους Σασσανίδες της Περσίας στο διάστημα 252-287. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε, όταν ο ίδιοος ήταν ακόμα βρέφος (252), από έναν ευγενή, τον Άνακτα, που ανήκε στην βασιλική οικογένεια των Αρσακιδών της Αρμενίας (πιθανότητα εξάδελφος του), ύστερα από παρακίνηση του Σασσανίδη βασιλιά της Περσίας Σαπώρ Α'. Ο μικρός Τιριδάτης μεταφέρθηκε για ασφάλεια στη Ρώμη, ενώ η Αρμενία καταλήφθηκε από τους Πέρσες. Στη Ρώμη δέχτηκε λαμπρή εκπαίδευση, επιστημονική και στρατιωτική, και περιγράφεται ως γενναίος και δυνατός στρατιώτης που συμμετείχε σε όλες τις μάχες των Ρωμαίων εναντίον των εχθρών τους. Το 270 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός έδιωξε τους Πέρσες από την Αρμενία. Λίγα χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός αποκατέστησε τον Τιριδάτη στον θρόνο του πατέρα του (287) σε ηλικία 37 ετών. Έκανε πρωτεύουσα του την Βαγκαρσαπάτ, νυ,μφεύτηκε μια Αλανή πριγκίπισσα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά και ανάμεσα τους την Σαλώμη και τον διάδοχο του Χοσρόη Γ´.
Ο ίδιος είχε ασπαστεί μια αρχαία πολυθεϊστική θρησκεία και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του φέρθηκε σκληρά στους χριστιανούς με συνεχείς διωγμούς. Τον χριστιανισμό όμως είχε ασπαστεί ο Γρηγόριος, μοναδικός επιζήσας, γιος του Άνακτα δολοφόνου του πατέρα του. Ο Τιριδάτης φυλάκισε τον Γρηγόριο, αλλά στην συνέχεια αρρώστησε από βαριά ασθένεια (301). Η αδελφή του, που είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό, πέτυχε να αποφυλακιστεί ο Γρηγόριος και τον κάλεσε για να γιατρέψει τον αδελφό της. Το γεγονός της θεραπείας του από τον Γρηγόριο οδήγησε τον Τιριδάτη να δεχτεί τον χριστιανισμό (301), αλλά και να τον επιβάλει στους Αρμένιους υπηκόους του 30 χρόνια πριν από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Η επιβολή του χριστιανισμού στην Αρμενία έγινε βίαια, καθώς οι μη χριστιανοί διώκονταν μέχρι θανάτου ενώ καταστράφηκαν όλοι οι παγανιστικοί ναοί, εκτός από αυτόν στο Γκαρνί. Ο Γρηγόριος αναγνωρίστηκε ιδρυτής και αρχηγός της Αρμενικής Ιεραποστολικής εκκλησίας.
ιβ. Χοσρόης Γ (330-339 μ.Χ.)
Ο Χοσρόης Γ' (Khosrov IIΙ), γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Τιριδάτη Γ', ήταν βασιλιάς των Αρσακιδών της Αρμενίας υποτελής στους Ρωμαίους στα χρόνια 330 - 339. Είχε καταγωγή περσική, μηδική, ελληνική και σαρματική, η αδελφή του Σαλώμη παντρεύτηκε τον άγιο Ουσίκ της Αρμενικής εκκλησίας. Ονομάστηκε «μικρός [=κοντός]», λόγω της μικρόσωμης σωματικής του διάπλασης. Ο Χοσρόης δεν είχε την δυναμικότητα του πατέρα του, αλλά ήταν πολύ τακτικός με διπλωματικές ικανότητες φέροντας στην χώρα περίοδο ευημερίας. Ίδρυσε πολλές πόλεις όπως την Ντβιν τη μελλοντική πρωτεύουσα της Αρμενίας. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Τιγράνης Ζ΄ (Τιράν)
ιγ. Τιγράνης Ζ (339-350 μ.Χ.)
Ο Τιγράνης Ζ΄ ή Τιράν, γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Χοσρόη Γ' και εγγονός του βασιλιά Τιριδάτη Γ' ήταν βασιλιάς των Αρσακιδών της Αρμενίας υποτελής στην Ρώμη στα χρόνια 339 - 350. Το όνομα του Τιγράνης προέρχεται από παλιούς βασιλείς της Αρμενίας της δυναστείας των Αρταξιδών. Ήταν μετριοπαθής χριστιανός βασιλιάς που υποτιμήθηκε έντονα από τους επισκόπους και τη χριστιανική αριστοκρατία της χώρας του. Αναγκάστηκε να συγκρουστεί πολλές φορές μαζί τους ιδιαίτερα με την ισχυρή οικογένεια των Μαμικονιανών. Με διαταγή του δολοφονήθηκε ο επίσκοπος Ουσίκ επειδή έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει ακόμα και την είσοδο του βασιλιά στην εκκλησία της Σοφίνης (347). Ο Τιράν στη συνέχεια προέβη σε πολλές πράξεις βαρβαρότητας ενάντια σε φεουδαρχικές οικογένειες που τον κατηγορούσαν για υποτέλεια στον Πέρση βασιλιά Σαπώρη Β. Ο Σαπώρης κήρυξε σκληρό πόλεμο στην Ρώμη και τους συμμάχους της εκτελώντας τους χριστιανούς που ζούσαν στην χώρα του, και κυρίευε πολλές περιοχές πλήττοντας σοβαρά το γόητρο της Ρώμης στην Ανατολή. Στα πλαίσια των ενεργειών αυτών επιτέθηκε και στην Αρμενία παίρνοντας αιχμάλωτους τον βασιλιά Τιράν και την οικογένεια του. Ο Πέρσης βασιλιάς τύφλωσε τον Τιράν και τον έκλεισε στη φυλακή. Οι Αρμένιοι ευγενείς εξοργίστηκαν με αυτή τη συμπεριφορά στον βασιλιά τους, εξεγέρθηκαν και έδιωξαν τους Πέρσες από τη χώρα τους με τη βοήθεια της Ρώμης. Ο Σαπώρης, μετά από συνθήκη, ελευθέρωσε τον Τιράν επιτρέποντας του να επιστρέψει στον θρόνο του στην Αρμενία, αλλά ο ίδιος, τυφλός πλέον, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του, Αρσάκη Β' (350).
ιδ. Αρσάκης Β (350-368 μ.Χ.)
Ο Αρσάκης Β' (Arshak II), δεύτερος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αρμενίας Τιράν ή Τιγράνη Ζ' ήταν βασιλιάς των Αρσακιδών της Αρμενίας στα χρόνια 350 - 368. Από τον Αρμένιο ιστορικό του 5ου αιώνα Φαύστο του Βυζαντίου ο Αρσάκης Β' περιγράφεται μελανόχρωμος με μακριά μαλλιά. Έγινε βασιλιάς μετά την παραίτηση του πατέρα του ο οποίος είχε τυφλωθεί από τον Πέρση βασιλιά της δυναστείας των Σασσανιδών Σαπώρη Β'. Πιστός φίλος της Ρώμης, ωστόσο προσπάθησε να κρατήσει ουδετερότητα για να αποφύγει τις συγκρούσεις με τους Πέρσες. Παντρεύτηκε (358) μια Ελληνίδα ευγενή, την Ολυμπιάδα κόρη του πρέσβη του Φλάβιου Αβλάβιου. Χάρη σε αυτό τον γάμο του μπόρεσε να πετύχει τον σκοπό του, να είναι σύμμαχος με τη Ρώμη διατηρώντας ουδετερότητα. Ο Σαπώρης Β΄ έβαλε στόχο την κατάκτηση της Αρμενίας με κάθε μέσο. Για τον σκοπό αυτό έφτασε στο σημείο να δωροδοκήσει Αρμένιους ευγενείς. Ο Αρσάκης στόχευε στη δημιουργία ισχυρού στρατού με τη δημιουργία μιας μεγάλης πόλης για τον σκοπό αυτό. Η πόλη ήταν η Αρσακαβάν και έδωσε αμνηστία ακόμα και σε κατάδικους προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως στρατιώτες. Η αριστοκρατία της Αρμενίας έντονα δυσαρεστημένη επιτέθηκε στην πόλη σκοτώνοντας τους κατοίκους. Οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες βρέθηκαν πάλι σε σύγκρουση, αλλά ο Σαπώρης βρήκε απρόσμενο σύμμαχο τον ανίκανο Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιοβιανό που εγκατέλειψε τη μάχη αφήνοντας τους Αρμένιους στην τύχη τους. Οι Πέρσες επιτέθηκαν καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα της Αρμενίας και πολλά φρούρια αλλά απέτυχαν να καταλάβουν όλη τη χώρα χάρη στον στρατηγό Βασάκ Μαμικόνιαν. Με ύπουλο τρόπο ο Σαπώρης προσκάλεσε τον Αρσάκη και τον Μαμικόνιαν δήθεν για ειρήνη. Τον Αρσάκη τον έκλεισε φυλακή ενώ τον στρατηγό τον έγδαρε. Ο Αρσάκης μέσα από τη φυλακή δεν μπορούσε να εμποδίσει τους Πέρσες να καταλάβουν την Αρμενία επιβάλλοντας με βίαιο τρόπο στους κατοίκους, οι οποίοι είχαν ήδη γίνει χριστιανοί, τον Ζωροαστρισμό. Αυτοκτόνησε (370) στη φυλακή χρησιμοποιώντας το μαχαίρι ενός Αρμένιου επισκέπτη του. Στη συνέχεια αυτοκτόνησε και ο ίδιος ο επισκέπτης με το ίδιο μαχαίρι. Από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ουάλη στη συνέχεια τοποθετήθηκε βασιλιάς της Αρμενίας ο γιος του Αρσάκη Παπ.
ιε. Παπ (370-374 μ.Χ.)
Ο Παπ (Pap ή Paps), γιος του βασιλιά της Αρμενίας Αρσάκη Β' και της τρίτης συζύγου του Φαραντζέμ, ήταν υποτελής στους Ρωμαίους βασιλιάς των Αρσακιδών της Αρμενίας (370 - 374). Ο βασιλιάς των Σασσανιδών της Περσίας Σαπώρης Β' επιτέθηκε στην Αρμενία το (368), ανέτρεψε και φυλάκισε τον πατέρα του Αρσάκη ο οποίος αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει στη φυλακή. Ο Παπ κατάφερε να δραπετεύσει στην αυλή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ουάλη (369) και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αρμενία με την βοήθεια της αριστοκρατίας. Ο αυτοκράτορας Ουάλης απέφευγε να του δώσει στην αρχή τον βασιλικό τίτλο για να μη παραβιάσει την τριακονταετή συνθήκη ειρήνης που είχε κλείσει ο προκάτοχος του Ιοβιανός με τον βασιλιά της Περσίας Σαπώρη Β' (363). Ωστόσο όταν ο Σαπώρης έκανε δυναμική επίθεση στην Αρμενία το καλοκαίρι του 370, ο Παπ κατάφερε να την αποκρούσει με τη βοήθεια δύο Ρωμαίων στρατηγών, του Ουάλη Τραϊανού και Βαδομαρίου και τότε στέφθηκε βασιλιάς. Στη συνέχεια προσπάθησε να ισχυροποιήσει την θέση του απέναντι στην εκκλησία, ιδιαίτερα με την κατάσχεση των εκκλησιαστικών κτημάτων. Οι μεγάλες φιλοδοξίες του πάνω σε αυτό το θέμα προκάλεσαν τη γρήγορη πτώση του. Δηλητηρίασε τον Καθολικό Επίσκοπο της Αρμενίας Ναρσή (373) εξοργίζοντας τον σωτήρα του Ουάλη τον Βυζαντινό αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρώμης. Στη συνέχεια ζήτησε από τον Μέγα Βασίλειο, επίσκοπο Καισάρειας, να χρίσει Καθολικό της Αρμενίας κάποιον Ουσίκ αλλά ο Βασίλειος αρνήθηκε. Η αδυναμία του Βασιλείου να λύσει το πρόβλημα της διαδοχής στην επισκοπή της Αρμενίας οδήγησαν τον Ουάλη να του αφαιρέσει τη συγκεκριμένη δικαιοδοσία. Η άρνηση του Παπ να συνεργαστεί με τον Μέγα Βασίλειο εξόργισε για άλλη μια φορά τον Ουάλη που αποφάσισε να τον δολοφονήσει. Η δολοφονία του Παπ έγινε από κάποιον Τραϊανό με εντολή του Ουάλη (374). Τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Βαρασδάτης, ενώ αργότερα έγιναν βασιλείς και οι γιοί του Αρσάκης Γ' και Βολογάσης Γ.
ιστ. Βαρασδάτης (374-378 μ.Χ.)
Ο Βαρασδάτης (Varasdates ή Varazdat), γιος του πρίγκιπα Ανόβ της Αρμενίας και εγγονός του βασιλιά της Αρμενίας Αρσάκη Β' (350 - 368), ήταν πρίγκιπας των Αρσακιδών της Αρμενίας που έγινε στην συνέχεια υποτελής βασιλιάς της Ρώμης στα χρόνια 374 – 378, αφού διαδέχθηκε τον θείο του Παπ (370 - 374). Στη νεότητα του συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της 287ης Ολυμπιάδας του 369 όπου βγήκε πρωταθλητής στην πυγμαχία. Ήταν ο δεύτερος Αρμένιος Ολυμπιονίκης μετά τον προπάππου του βασιλιά της Αρμενίας Τιριδάτη Γ'. Στη νεότητα του έζησε πολλά χρόνια στη Ρώμη. Μετά τη δολοφονία του θείου του Παπ, ο αυτοκράτορας Ουάλης τον έστειλε να τον αντικαταστήσει στον θρόνο της Αρμενίας ως υποτελή βασιλιά υπό την ηγεσία του Μωυσή Μαμικονιάν, από την γνωστή φιλορωμαϊκή οικογένεια με μεγάλη εξουσία στην Αρμενία. Ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρης Β΄ ζήτησε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ουάλη να αποσύρει τα στρατεύματα του από το δυτικό τμήμα της Ιβηρίας (Γεωργίας) που βρισκόταν υπό την διοίκηση των Σαυρομματών. Ο αυτοκράτορας έστειλε απεσταλμένους να συζητήσουν το θέμα αλλά ο Σαπώρης Β' απέρριψε τις προτάσεις με αποτέλεσμα να κινδυνεύσει να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ της Ρώμης και της Περσίας. Ο Ουάλλης άρχισε τις ετοιμασίες για πόλεμο με τον Σαπώρη (376) εξοπλίζοντας τον στρατό του με Γότθους μισθοφόρους ενώ έδιωξε τον νέο απεσταλμένο που έστειλε ο Σαπώρης Β' για να συζητήσουν το θέμα (377). Ο Σαπώρης απάντησε με λεηλασία των Ρωμαϊκών περιοχών της Ιβηρίας αλλά ενώ ο Ουάλης ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Περσία ξέσπασε νέος πόλεμος των Ρωμαίων με τους Γότθους έχασε την ζωή του στην μάχη της Ανδριανούπολης (378). Ο Βαρασδάτης εν τω μεταξύ σκότωσε τον αντιβασιλιά Μωυσή Μαμικονιάν (377), αλλά ο αδελφός και διάδοχος του Μανουήλ Μαμικονιάν τον ανέτρεψε από τον θρόνο (378). Ο Μανουήλ Μαμικονιάν εξεγέρθηκε και κατά των Περσών απαιτώντας την ανεξαρτησία της Αρμενίας από τους Ρωμαίους και τους Πέρσες. Ο Βαρασδάτης κατέφυγε στον Ουάλλη ο οποίος τον έστειλε στην Βρετανία, όπου έζησε ώς τον θάνατο του. Στο θρόνο της Αρμενίας τον διαδέχτηκαν τα ξαδέλφια του Αρσάκης Γ' και Βολογάσης Γ, γιοί του θείου του Παπ. Οι δικοί του γιοί Χοσρόης Δ' και Βραχμσαπώρ βασίλεψαν αργότερα στην Αρμενία ως υποτελείς των Περσών.
ιζ. Αρσάκης Γ και Βολογάσης Γ (378-387 μ.Χ.)
Ο Αρσάκης Γ' (Arsaces III ή Arshak III) με συμβασιλιά τον Βολογάση Γ (Vologases III ή Vagharsh III), γιοι του βασιλιά Παπ και εγγονοί του βασιλιά Αρσάκη Β', μέλη της δυναστείας των Αρσακιδλων της Αρμενίας, ήταν βασιλείς της Αρμενίας στα χρόνια 378 - 387. Μετά τη δολοφονία του πατέρα τους (374) στάλθηκαν και οι δύο αιχμάλωτοι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ουάλη ο οποίος έστειλε στην Αρμενία να κυβερνήσει ως υποτελής του τον ξάδελφο τους Βαρασδάτη, επειδή αυτοί ήταν ακόμα ανήλικοι. Ο ξάδελφος τους Βαρασδάτης δολοφόνησε τον κληρονομικό αρχηγό του στρατού Μωυσή Μαμικονιάν (377) με αποτέλεσμα ο αδελφός και διάδοχος του Μανουήλ Μαμικονιάν να τον ανατρέψει απο την εξουσία (378) καλώντας τα δύο αδέλφια Αρσάκη και Βολογάση να συγκυβερνήσουν στον θρόνο. Η κυβέρνηση τους σε συνεργασία με τον Μανουήλ Μαμικονιάν έφερε ευημερία και σταθερότητα στην Αρμενία, με ταυτόχρονη καταδίωξη των Αρειανιστών. Ο Βολογάσης Γ και ο Μανουήλ Μαμικονιάν πέθαναν την ίδια χρονιά (386), ενώ ο Αρσάκης Γ' πέθανε έναν χρόνο αργότερα χωρίς απογόνους (387). Από τότε η Αρμενία χωρίστηκε στα δύο, η Δυτική προσαρτήθηκε στην Ρώμη και η Ανατολική στην Περσία με βασιλείς υποτελείς των Σασσανιδών τους δύο γιούς του Βαρασδάτη Χοσρόη Δ' και Βραχμσαπώρ.
ιη. Χοσρόης Δ (378-387 μ.Χ.)
Ο Χοσρόης Δ' (Khosrov IV), γιος του βασιλιά της Αρμενίας Βαρασδάτη ήταν βασιλιάς της Αρμενίας από την δυναστεία των Αρσακιδών υποτελής στους Σασσανίδες της Περσίας μεταξύ 387 και 389 και δεύτερη φορά μεταξύ 417 και 418,. Όταν πέθανε ο βασιλιάς Αρσάκης Γ' πρώτος ξάδελφος του πατέρα του (387), η Αρμενία μοιράστηκε στην δυτική (Ρωμαϊκή) και στην ανατολική (Περσική) ύστερα από συμφωνία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α' του Μέγα και του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Σαπώρη Γ'. Οι Αρμένιοι προτιμώντας τους Πέρσες λόγω μεγαλύτερης θρησκευτικής ελευθερίας άρχισαν να μεταναστεύουν κατά τμήματα στο ανατολικό τμήμα παρακαλώντας τον Σαπώρη Γ να τοποθετήσει βασιλιά κάποιον πρίγκιπα από την βασιλική δυναστεία των Αρσακιδών στον θρόνο της Αρμενίας σαν υποτελή του. Ο Σαπώρης δέχθηκε να τοποθετήσει τον νεαρό Χοσρόη Δ' βάζοντας σε τελετή ο ίδιος ο Πέρσης βασιλιάς το στέμμα στο κεφάλι του νεαρού βασιλιά της Αρμενίας ενώ του έδωσε σύζυγο την αδελφή του με μεγάλη προίκα και στρατό για να προστατεύσει την Αρμενία. Το σημαντικότερο από τα γεγονότα της σύντομης περιόδου βασιλείας του Χοσρόη Δ' στην Αρμενία ήταν η τοποθέτηση στην θέση του Καθολικού εκκλησιαστικού ηγέτη της χώρας του Σαχάκ γιου του πρώην Καθολικού πατριάρχη Ναρσή, ο οποίος ανήκε στην οικογένεια των Αρσακιδών και ήταν μακρινός ξάδελφος του. Οι καλές σχέσεις με την Περσία διακόπηκαν τον επόμενο χρόνο με τον θάνατο του Σαπώρη Γ' και την άνοδο στον θρόνο του γιου του Βαράμη Δ'. Ο νέος Πέρσης βασιλιάς εκθρόνισε τον Χοσρόη κατηγορώντας τον για ανυπακοή και έλλειψη συνεργασίας με την Περσική αυλή, και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα. Στην θέση του βασιλιά της Αρμενίας τοποθετήθηκε ο αδελφός του Βραχμσαπώρ που κυβέρνησε ώς τον θάνατο του (417). Μετά τον θάνατο του Βραχμσαπώρ ο γιος και διάδοχος του ήταν μόνο 12 ετών γι'αυτό ο νέος Πέρσης βασιλιάς Ισδιγέρδης Α΄ απελευθέρωσε τον Χοσρόη Δ' για να κυβερνήσει σαν συμβασιλέας στο πλευρό του ανήλικου ανιψιού του Αρταξία Δ' αλλά πέθανε σε έναν χρόνο.
ιθ. Βραχμσαπώρ (378-387 μ.Χ.)
Ο Βραχμσαπώρ (Vramshapur), γιος του βασιλιά Βαρασδάτη, ήταν βασιλιάς της Αρμενίας από την δυναστεία των Αρσακιδών υποτελής στους Σασσανίδες της Περσίας (389 - 417). Διαδέχθηκε τον αδελφό του Χοσρόη Δ' όταν εκθρονίστηκε από τον Πέρση βασιλιά Βαράμη Δ' με την δικαιολογία της ανυπακοής απέναντι στον κυρίαρχο του (389). Συνεργάστηκε άψογα με τον Καθολικό επίσκοπο Σαχάκ που τοποθετήθηκε από τον αδελφό του και διατήρησε άριστες σχέσεις τόσο με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην δύση όσο και με τους Πέρσες. Προχωρώντας περισσότερο απέκτησε τον ρόλο του ειρηνοποιού στις μεταξύ τους διαμάχες. Η βασιλεία του στην Αρμενία χαρακτηρίστηκε από ειρήνη, ανάπτυξη και ευημερία, ενώ διαδόθηκε ο χριστιανισμός σε όλους τους κατοίκους ελαχιστοποιώντας την εξάπλωση των αιρέσεων. Σε συνεργασία με τον Καθολικό Επίσκοπο Σαχάκ δημιούργησε το αρμενικό αλφάβητο (405, 406), βοήθησε την ανάπτυξη των γραμμάτων και της λογοτεχνίας και μετέφρασε Ελληνικά και Περσικά κείμενα στα Αρμενικά. Η δημιουργία της γραπτής Αρμενικής γλώσσας από τον Βραχμσαπώρ κατά πολλούς συμβαδίζει με την δημιουργία του Αρμενικού έθνους και έδωσε την ευκαιρία σε όλους τους Αρμένιους να μελετήσουν τις χριστιανικές γραφές. Όταν πέθανε, ο γιος και διάδοχος του Αρταξίαςς Δ' ήταν μόνο 12 ετών (417) γι'αυτό ο Πέρσης βασιλιάς Ισδιγέρδης Α΄ αναγκάστηκε να ελευθερώσει τον αδελφό του Χοσρόη Δ' για να συμβασιλεύσει μαζί του.
κ. Αρταξίας Δ΄ (378-387 μ.Χ.)
Ο Αρταξίας Δ' (Artaxias IV ή Artashir IV), εγγονός του Βαρασδάτη, γιος του Βραχμσαπώρ και ανεψιός του Χοσρόη Δ', ήταν ο τελευταίος των Αρσακιδών βασιλέων της Αρμενίας (422 - 428) και ο τελευταίος βασιλιάς που διατήρησε το στέμμα του αρχαίου Αρμενικού βασιλείου. Τα γεγονότα της ζωής του είναι άγνωστα μέχρι την εποχή που έγινε βασιλιάς. Όταν πέθανε ο πατέρας του (417) ο Αρταξίας ήταν μόλις 12 ετών και αδύνατο να κυβερνήσει γι'αυτό ο Καθολικός πατριάρχης της Αρμενίας που ήταν μακρινός συγγενής της Αρμενικής δυναστείας επισκέφτηκε τον βασιλιά των Σασσανιδών της Περσίας Ισδιγέρδη Α' για να τον παρακαλέσει να ελευθερώσει τον Χοσρόη Δ'. Ο Ισδιγέρδης συμφώνησε ο Χοσρόης εγκαταστάθηκε πάλι στον θρόνο της Αρμενίας αλλά σε έναν χρόνο πέθανε (418). Στη συνέχεια η Αρμενία τέθηκε απ'ευθείας υπό την επίβλεψη των Σασσανιδών της Περσίας μέχρι την χρονιά που ο Αρταξίας ενηλικιώθηκε και τοποθετήθηκε υποτελής βασιλιάς (422). Είχε την υποστήριξη του επισκόπου, αλλά οι Αρμένιοι ευγενείς ήταν αρκετά υποτιμητικοί απέναντί του, χωρίς να δείχνουν τον παραμικρό σεβασμό για τον βασιλιά τους, ενώ ο ίδιος ήταν πολύ αδύναμος χαρακτήρας και δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Οι ευγενείς της Αρμενίας τελικά βλέποντας ότι ο βασιλιάς τους δεν είχε καμιά πραγματική εξουσία κάλεσαν τον βασιλιά των Σασσανιδών της Περσίας Βαράμη Ε' να κυβερνήσει ο ίδιος την Αρμενία. Με την ενσωμάτωση της στην αυτοκρατορία του, ο Βαράμης Ε' ανταποκρίθηκε θετικά, ο Αρταξίας εκθρονίστηκε και από τότε η τύχη του αγνοείται, ενώ το στέμμα της Αρμενίας πέρασε στην Περσία.
Το γεωγραφικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε η δράση των Εβραίων, από τα χρόνια της εγκατάστασής τους στη Χαναάν, μετά την έξοδο από την Αίγυπτο στα χρόνια του φαραώ Ραμσή Β (1279-1213) υπό την ηγεσία του Μωυσή, εντοπίζεται στην ιστορική περιοχή που βρίσκεται μεταξύ της Μεσογείου και των οχθών του Ιορδάνη ποταμού στη Μέση Ανατολή. Η περιοχή περιλαμβάνει τις λίμνες Σεμεχονίτιδα (ή Μερόμ), Τιβεριάδα (ή Γενησαρέτ ή Θάλασσα της Γαλιλαίας) και Νεκρή Θάλασσα, καθώς και τα όρη Θαβώρ ή Ιταβύριος στη Γαλιλαία, των Ελαιών στη Δυτ.Ιουδαία και Μοάβ στην Περαία. Ο γεωγραφικός χώρος παρουσιάζει μεγάλες φυσιογραφικές αντιθέσεις. Το υψόμετρο των 821 μέτρων που απαντάται βόρεια της Ιερουσαλήμ απέχει μόλις 23 χιλιόμετρα από τις ακτές της Νεκράς θάλασσας, της οποίας η επιφάνεια βρίσκεται σε αρνητικό υψόμετρο -400 μέτρα, κάτω δηλαδή από την επιφάνεια της Μεσογείου, όπου και είναι το χαμηλότερο σημείο της γήινης επιφάνειας. Το κλίμα, είναι μεσογειακό, αλλά οι ετήσιες βροχοπτώσεις μειώνονται σταδιακά προς τα μεσόγαια ανατολικά. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια ο χώρος περιελάμβανε τις εξής περιοχές:
- Γαλιλαία (Καπερναούμ, Κανά, Μάγδαλα, Τιβεριάς, Όρος Θαβώρ - Ιταβύριος), πληθυσμός περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι
- Σαμάρεια (Καισάρεια, Σεβάστεια),
- Δυτ. Ιουδαία (Ιερουσαλήμ, Εμμαούς, Ιεριχώ, Ασκαλόν, Βηθανία, Βηθλεέμ, Κουμράν, Γάζα, Χεβρών, Βερσεβά, Μασάντα, Όρος των Ελαιών), Η Ιερουσαλήμ αριθμούσε 200.000 άνθρωποι
- Ανατ. Ιουδαία: Τραχωνίτις (Καισάρεια Φιλίππου - άλλοτε Πανιάδα), Γαλανίτις ή Γαυλωνίτις (Γάμαλα, Βηθσαϊδά), Βαταναία και Αυρανίτις.
- Περαία (Βεθαβαρά, Μαχαιρούντας, Όρος Μοάβ)
Όμορες χώρες ήταν οι:
- Φοινίκη (Τύρος, Σιδώνα),
- Δεκάπολις (Πέλλα, Φιλαδέλφεια – σημερινό Αμμάν Ιορδανίας, Δαμασκός, Πάφανα, Σκυθόπολις, Γάδδαρα, Ίππος, Δίων, Γέρασα και Καλανά),
- Ιδουμαία,
- Ναβαθηνή.
¨Όπως αναφέρθηκε στο οικείο κεφάλαιο του Α τόμου του παρόντος, το βασίλειο που δημιουργήθηκε από τους βασιλείς Σαούλ (1051-1007) και Δαυίδ (1005-967), μετά τον Σολομώντα (967-931) διαιρέθηκε σε δύο τμήματα Από αυτά το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ (10 από τις 12 φυλές των Εβραίων) καταλύθηκε από τους Ασσύριους το 722, ενώ το νότιο βασίλειο του Ιούδα (φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν) εξακολούθησε να υπάρχει επί δύο αιώνες ακόμα με τελική κατάληξη την Αιχμαλωσία Βαβυλώνας (587-538), κατά την οποία το κράτος υποτάχθηκε στους Βαβυλώνιους του Ναβουχοδονόσορα, που μετέφεραν και κράτησαν επί πενήντα χρόνια αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα τους περισσότερους εύπορους γαιοκτήτες, τους βιοτέχνες και αρκετούς από το φτωχό λαό των Εβραίων. Η αιχμαλωσία τερματίστηκε το 538, όταν οι Πέρσες, υπό την ηγεσία του Κύρου Β του Μέγα, κατέλαβαν τη Βαβυλώνα και εγκατέστησαν εκεί τη δική τους κυριαρχία. Το 536 οι Εβραίοι επέστρεψαν στη Χαναάν, στα πλαίσια της ονομαζόμενης Μετοικεσίας Βαβυλώνας, και έζησαν εκεί υπό περσική κατοχή, αλλά σε καθεστώς ημιαυτονομίας με δικούς τους υποτελείς βασιλείς με πρώτο τον Ζοροβαβέλ (535-;).
α. Περσική Επαρχία της Ιουδαίας
Το κυρίως τμήμα του πρώην βασιλείου του Ιούδα την εποχή της Περσικής Αυτοκρατορίας, με διάταγμα του Κύρου Β το 538 π.Χ., ονομάστηκε Επαρχία της Ιουδαίας. Οι κάτοικοι, που από εδώ και στο εξής έγιναν γνωστοί ως Ιουδαίοι (Γιεχουντίμ) είχαν ως ηγέτη τους ένα αρχιερέα, που τελούσε υπό την επίβλεψη της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Πρώτος διοικητής της Ιουδαίας διορίστηκε ο Σαθραβουζάνης (Σασαβασάρ ή Σαμανάσσαρος ή Σαμάς-απάλ-ουσούρ σύμφωνα με την βαβυλωνιακή εκδοχή του ονόματος του)ο οποίος παρέλαβε από το Ζιγγουράτ της Βαβυλώνας τα σκεύη του κατεστραμμένου ναού και ξεκίνησε επικεφαλής ενός μικρού αριθμού ομοεθνών του για την Ιουδαία. Το εγχείρημα της ανοικοδόμησης του Ναού ουσιαστικά απέτυχε. Οι Ιουδαίοι που πλαισίωσαν τον Σαθραβουζάνη ήταν λίγοι και ακόμη λιγότεροι αυτοί που τον υποστήριξαν. Οι εργασίες διακόπηκαν[6].
Ο διάδοχος του θρόνου των Περσών και γιος του Κύρου Καμβύσης συγκέντρωσε δύναμη και εισέβαλε στην Αίγυπτο, το 525 π.Χ. κατέλαβε τη Μέμφιδα και αιχμαλώτισε τον φαραώ Ψαμμήτιχο. Στη συνέχεια, αφού διόρισε στο αξίωμα του σατράπη της Αιγύπτου τον Αρυάνδη πήρε τον δρόμο του γυρισμού για την πατρίδα του. Όταν έφτασε κοντά στο Καρμήλο όρος έμαθε ότι κάποιος Μπαρντίγια σφετερίστηκε τον θρόνο του. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες ( Μάρτιος 522 π.Χ.).
Ο Μπαρντίγια προβλήθηκε ως ο ιστορικός αδελφός του Καμβύση που ονομάζονταν Σμέρδης, και η εξουσία αρχικά πέρασε ομαλά στα χέρια του. Ένας συγγενής όμως της βασιλικής οικογένειας ο Δαρείος μαζί με άλλους επτά Πέρσες αξιωματούχους συνωμότησαν και τον ανέτρεψαν ( Σεπτέμβριος 522 π.Χ.). Στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος Α και κατάφερε μέχρι τα τέλη του 521 π.Χ. να επικρατήσει. Ο Ζοροβάβελ, γιος του Σαλαθιήλ πρεσβύτερου γιου του πρώην βασιλιά Ιωαχίμ, στενός συνεργάτης του Δαρείου, για την θέση του διοικητή της Χαναάν. Ξεκίνησε για την Ιουδαία την άνοιξη του 520 π.Χ. συνοδευμένος από αρκετούς Ιουδαίους, μεταξύ των οποίων ο αντιπρόσωπος του ιουδαϊκού ιερατείου της Βαβυλώνας, Ιησούς γιος του Ιωσεδέκ ο οποίος ανέλαβε το αξίωμα του αρχιερέα. Υπήρχαν επίσης και αρκετοί εκλεγμένοι αρχηγοί (Νεεμίας, Σαραΐας, Μαρδοχαίος, Βαλασάν, Μασφάρ, Ρεελιάς, Ρεούμ, Βαανά) οι οποίοι ηγούνταν του πλήθους που κατάγονταν από τις γενιές των Ιουδαίων που ζούσαν στην περιοχή της Βαβυλώνας. Ανέλαβε να ανακατασκευάσει το Ναό, με πρώτο το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, αλλά ο νέος Ναός ήταν σαφώς κατώτερος από τον παλαιό.
Το μέτωπο της ηγεσίας διασπάστηκε σε δυο παρατάξεις. Στην μια πλευρά βρέθηκαν οι οπαδοί του Ζοροβάβελ οι οποίοι προσέγγισαν τους εθνικιστές με απώτερο στόχο την επανίδρυση του αρχαίου ιουδαϊτικού βασιλείου και στην απέναντι πλευρά βρέθηκε το ιερατείο με επικεφαλής τον Ιησού. Ταυτόχρονα οι Σαμαρείτες, όταν έμαθαν ότι ανοικοδομείται ο Ναός, εμφανίστηκαν στην Ιερουσαλήμ και ζήτησαν να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση. Ο Ιησούς ο οποίος αισθάνονταν απομονωμένος φάνηκε διαλλακτικός στο αίτημα τους. Ο Ζοροβάβελ έδειξε ότι συμμερίζονταν την άποψη των εθνικιστών και η προσφορά των Σαμαρειτών απορρίφθηκε.Τους επέτρεψε όμως να έρχονται και να προσεύχονται. Οι Σαμαρείτες ειδοποίησαν τον έπαρχο της Πέραν του Ποταμού Ευφράτη περιοχής, Σισίννη (Θανθαναΐ), ότι οι Ιουδαίοι σκόπευαν να μεταβάλουν τον Ναό που οικοδομούσαν σε οχυρό υπονοώντας με αυτόν τον τρόπο ότι προετοιμαζόταν εξέγερση. Η ανοικοδόμηση όμως συνεχίστηκε χωρίς προβλήματα.
Ο Δαρείος βρέθηκε στην περιοχή της Ιουδαίας το 519 /8 π.Χ. ενώ πορεύονταν προς την εξεγερμένη Αίγυπτο. Ο Ζοροβάβελ κλήθηκε για να κάνει απολογισμό της διοίκησης του και όλος αυτός ο θόρυβος, περί εξεγέρσεως, που είχε δημιουργηθεί του στοίχισε την θέση και ενδεχομένως την ζωή του. Ο αρχιερέας του Ναού ανέλαβε την υποχρέωση να διατηρεί την ειρήνη στην περιοχή. Ταυτόχρονα ο Δαρείος έδωσε οδηγίες για την επιτάχυνση της ανοικοδόμησης ώστε να σταματήσουν οι εντάσεις..Λίγα χρόνια αργότερα τον Μάρτιο του 515 π.Χ. ο νέος Ναός εγκαινιάστηκε επίσημα.
Τον Δαρείο τον Νοέμβριο του 486 π.Χ. διαδέχθηκε ο γιος του Ξέρξης Α, ο οποίος ανέλαβε να αντιμετωπίσει, αναταραχή που απλώθηκε και στην Ιουδαία, μεταξύ του πληθυσμού της υπαίθρου που αντιμετώπιζε με ανοιχτή εχθρότητα αυτούς που είχαν επιστρέψει από την Βαβυλώνα. Υπεύθυνος απέναντι στον Πέρση βασιλέα έγινε ο νέος αρχιερέας Ιωακείμ, γιος και διάδοχος του Ιησού. Η βασιλεία του Ξέρξη ήταν γεμάτη από προσωπικές πανωλεθρίες. Η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον των Ελλήνων συντρίφτηκε, εξεγέρσεις ξέσπασαν στο κράτος του, ενώ οι ενωμένες Ελληνικές δυνάμεις αρχικά και η Δηλιακή Συμμαχία της οποίας ηγέτιδα πόλη ήταν η Αθήνα, αμέσως μετά ξεκίνησαν έναν σφοδρό επιθετικό πόλεμο εναντίον του, ο οποίος οδήγησε στην απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα κλόνισε την περσική κυριαρχία σε όλη την ανατολική Μεσόγειο.
Τον Ξέρξη που δολοφονήθηκε από τους αξιωματούχους του τον διαδέχθηκε στις αρχές του 465 π.Χ. ο δευτερότοκος γιος του Αρταξέρξης Α. Η βασιλεία του Αρταξέρξη δεν ξεκίνησε με καλούς οιωνούς καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει την τρομερή ισχύ της Δηλιακής Συμμαχίας η οποία το 460 π.Χ. στράφηκε εναντίον του. Στόχος των Αθηναίων ήταν αρχικά η Κύπρος, όταν όμως ένας από τους γιους του Ψαμμήτιχου ο Ινάρως στασίασε και ενώθηκε με έναν άλλο επαναστάτη τον Αμυρταίο οι Αθηναίοι έσπευσαν να τους βοηθήσουν. Η Αίγυπτος εξεγέρθηκε και μια αθηναϊκή ναυτική επιδρομή στην Φοινίκη επιδείνωσε την κατάσταση για τους Πέρσες σε όλη την ακτή της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ιουδαία δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει έξω από αυτό το κλίμα. Οι πύρινοι λόγοι ενός προφήτη που ονομαζόταν Μαλαχίας αναζωπύρωναν το πνεύμα της εξέγερσης (460 /59 π.Χ.). Η προσοχή του Αρταξέρξη στράφηκε τότε στην Ιουδαία. Ο Αρταξέρξης είχε στην αυλή του ως σύμβουλο έναν ιδιαιτέρα σημαντικό Ιουδαίο τον Έσδρα, που ήταν ταυτόχρονα αρχιερέας των Ιουδαίων που ζούσαν στην Βαβυλώνα. Ο Έσδρας ξεκίνησε με την συνοδεία του για την Ιουδαία την άνοιξη του 458 π.Χ. Ύστερα από δυο μήνες ο Έσδρας συγκέντρωσε το πλήθος και άρχισε την δημόσια ανάγνωση του Μωσαϊκού νόμου. Η ανάγνωση γίνονταν στην αρχαία εβραϊκή ενώ ακολουθούσε αμέσως μετάφραση στην αραμαϊκή, που μιλούσε το πλήθος. Η συμβολή του Έσδρα στην ιστορία του ιουδαϊσμού ήταν τεράστια και ο ίδιος ονομάστηκε δεύτερος ιδρυτής του ιουδαϊσμού, καθώς ήταν εκφραστής μιας ξεχωριστής τάξης που γεννήθηκε τον καιρό της αιχμαλωσίας στην Βαβυλώνα της τάξης των Γραμματέων. Σε αντίθεση με τα εθνικιστικά κηρύγματα των προφητών, το μήνυμα του Έσδρα ήταν ότι για να σωθεί το ιουδαϊκό έθνος θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις εθνικιστικές προσδοκίες, να συμφιλιωθεί με τους ξένους δυνάστες του να, συνδιαλλαγεί με την εκάστοτε πολιτική εξουσία και να θεωρεί ότι οι Ιουδαίοι αποτελούν τους θεματοφύλακες του θείου ηθικού νόμου..
Το βασικό πρόβλημα στην εφαρμογή του νόμου ήταν ότι πολλοί Ιουδαίοι είχαν συνάψει γάμους με αλλοεθνείς γυναίκες, ενώ ο Νόμος απαγόρευε τις επιμιξίες. Αρκετοί από αυτούς ήταν μέλη της ανώτερης ιουδαϊκής τάξης. Σε μια μεγάλη συγκέντρωση στην Ιερουσαλήμ, στην οποία συμμετείχε ο αρχιερέας Ιωανάν στα τέλη του 458 π.Χ. αποφασίστηκε ότι όσοι Ιουδαίοι είχαν παντρευτεί αλλοεθνείς γυναίκες έπρεπε να τις χωρίσουν. Η λεπτομερής εξέταση της κάθε περίπτωσης κράτησε μέχρι την άνοιξη του επομένου έτους. Κατόπιν ο Έσδρας αναχώρησε για την Βαβυλώνα. Αν και ο Νόμος όπως τον εισήγαγε ο Έσδρας έγινε δεκτός το πρόβλημα των μικτών γάμων δεν λύθηκε.
Ο σατράπης των Πέραν του Ποταμού χωρών Μεγάβυζος κατάφερε να καταπνίξει την αιγυπτιακή εξέγερση. Λίγα χρόνια αργότερα ο Αρταξέρξης σύναψε σύμφωνο ειρήνης με την Αθήνα (Καλλίειος ειρήνη το 449 π.Χ.). Ο Μεγάβυζος στασίασε, αλλά, ύστερα από δυο συγκρούσεις με τον βασιλικό στρατό, συμφιλιώθηκε με τον Αρταξέρξη. Η συμπεριφορά του Μεγάβυζου έφερε αναβρασμό στην Ιουδαία, όπου οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ άρχιζαν να οικοδομούν το παλιό τείχος της πόλης. Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον διοικητή της Σαμάρειας Ραούμ ο οποίος πληροφόρησε τον Αρταξέρξη για όσα συνέβαιναν. Ο Αρταξέρξης αφού εξέτασε την υπόθεση εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορεύονταν οι περαιτέρω εργασίες.
Εκείνη την εποχή ο Αρταξέρξης απουσίαζε από τα Σούσα. Όταν επέστρεψε παρέθεσε ένα συμπόσιο (στα μέσα της άνοιξης του 445 π.Χ.) στο οποίο ο οινοχόος του Νεεμίας κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Εκεί ενώ το κρασί έρρεε άφθονο ύστερα από προσυνενόηση με την βασίλισσα κατόρθωσε να πάρει την προσωπική έγκριση του βασιλιά για την οικοδόμηση των τειχών του Ναού και της πόλης. Ο αρχιερέας Ελιασίβ και πολλοί επιφανείς Ιουδαίοι τέθηκαν επικεφαλής του έργου υπήρχαν όμως και αντιδράσεις. Ορισμένοι προφήτες όπως ο Νωαδίας και ο Σεμαίας εμφανίστηκαν για να υπερθεματίσουν αποκαλώντας τον Νεεμία βασιλιά. Ο Νεεμίας όμως ήξερε καλά την δύναμη του και κατηγόρησε ορισμένους από αυτούς ως όργανα του Τωβία που είχε γίνει διοικητής της Σαμάρειας. Στις αρχές Οκτωβρίου του 445 π.Χ. το τείχος είχε ολοκληρωθεί. .
Το 433 π.Χ. ξέσπασε κρίση στην Ιουδαία, που οφειλόταν στην επαχθή φορολογία η οποία είχε επιβληθεί από τους Πέρσες. Κτήματα και σπίτια είχαν υποθηκευτεί ενώ αρκετοί άνθρωποι είτε είχαν υποδουλωθεί οι ίδιοι είτε είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν τα παιδιά του ως δούλους. Η κρίση αναζωπύρωσε για ακόμη μια φορά το κίνημα των προφητών. Ο Νεεμίας αποφάσισε να επέμβει. Συγκέντρωσε όλους τους πλουσίους Ιουδαίους και τους ζήτησε να αποδώσουν όλες τις υποθηκευμένες περιουσίες που κατείχαν στους παλαιούς τους ιδιοκτήτες. Επιπλέον θα έπρεπε να επιστρέψουν τους τόκους των κεφαλαίων ή των προϊόντων που είχαν δανείσει στο παρελθόν. Ο ίδιος ο Νεεμίας παρουσιάστηκε ενώπιον τους ως ο άνθρωπος ο οποίος μεριμνά για την συντήρηση των οικονομικά αδύνατων και για την απελευθέρωση όσων υποδουλώνονταν για χρέη καταβάλλοντας αυτός το αντίτιμο.Τα χρήματα όμως που δαπανούσε ο ίδιος δεν προέρχονταν από την προσωπική του περιουσία αλλά από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, αφού ο ίδιος ως στέλεχος της βασιλικής γραφειοκρατίας συντηρείτο από τους επαχθείς φόρους και δεν μπορούσε να εμφανίζεται ως άτεγκτος κριτής.
Όμως ο Νεεμίας ήταν ικανότατος στις μηχανογραφίες και σύντομα εξασφάλισε νέα άδεια από τον βασιλιά για να επιστρέψει στην Ιουδαία. Στην Ιουδαία ο αρχιερέας Ελιασίβ είχε συμμαχήσει με τον Τωβία και του είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο μέσα στον Ναό για να διαμένει εκεί όταν βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ. Ο Νεεμίας τερμάτισε αυτή την κατάσταση. Κατόπιν πληροφορήθηκε ότι οι ψαλμωδοί και οι Λευίτες του Ναού εργάζονταν στους αγρούς γιατί δεν έπαιρναν το μερίδιο που τους αναλογούσε από τα έσοδα του Ναού. Ο Νεεμίας τους επανέφερε στις θέσεις τους και φρόντισε να γεμίσουν και πάλι οι αποθήκες του Ναού με το φόρο της δέκατης στο σιτάρι, το κρασί και το ελαιόλαδο ξεχνώντας τους αδυνάτους αγρότες. Επίσης διορίστηκαν έντιμοι ταμίες στο Ναό.
Ο Νεεμίας έδωσε επίσης εντολή να τηρείται η αργία του Σαββάτου και να κλείνουν οι πύλες της πόλης κατά την ημέρα εκείνη. Οι έμποροι συγκεντρώθηκαν έξω από τις κλειστές πύλες και διαμαρτύρονταν μέχρι την στιγμή που ο Νεεμίας τους απείλησε ότι θα συλλαμβάνονταν οπότε αποχώρησαν οριστικά. Τέλος ο Νεεμίας ασχολήθηκε με το θέμα των μικτών γάμων κάνοντας επιπλήξεις αλλά και επιθέσεις (όχι μόνο φραστικές αλλά και σωματικές) στους πολίτες που είχαν παντρευτεί αλλοεθνείς γυναίκες πιέζοντάς τους να τις εγκαταλείψουν. Ο Νεεμίας φρόντισε ώστε οι πράξεις του να επικυρωθούν από μια συνέλευση ιερέων αρχόντων και Λευιτών. Αφού θεώρησε ότι ολοκλήρωσε το έργο του αποφάσισε να επιστρέψει στα Σούσα, καθώς είχε πληροφορηθεί ότι το τέλος του Αρταξέρξη πλησίαζε.
Ο Αρταξέρξης Α πέθανε το 424 π.Χ. και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ξέρξης Β, ο οποίος δολοφονήθηκε από κάποιον άλλο αδελφό του τον Σεκυνδιανό δυο μήνες αργότερα. Ο Σεκυνδιανός ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Λίγο αργότερα άλλοι δυο υποψήφιοι μέλη και αυτοί της βασιλικής οικογένειας ανακηρύχθηκαν βασιλείς ο Δαρείος Β (423 π.Χ.) και ο Αρσίτης. Μέχρι το τέλος του έτους ο Δαρείος Β είχε εξουδετερώσει κάθε αντίδραση. Ο νέος βασιλιάς ακολουθώντας το παράδειγμα των προκατόχων του αναμείχθηκε στις ιουδαϊκές υποθέσεις, στην προκειμένη περίπτωση στα εσωτερικά εκείνων που ζούσαν στην Αίγυπτο. Ανακοινώθηκε στους Ιουδαίους μισθοφόρους που ζούσαν στην Ελεφαντίνη ότι ο βασιλιάς είχε στείλει ένα διάταγμα που καθόριζε τον εορτασμό του Πάσχα σύμφωνα με το τυπικό που είχε επιβάλλει ο Έσδρας. Το γεγονός αυτό αναθέρμανε τις σχέσεις των μισθοφόρων με τον Ναό της πόλης και αυτό σήμανε αύξηση των εσόδων του τελευταίου.
Το 410 π.Χ. ο αρχιερέας του Ναού της Ελεφαντίνης Ιεδωνίας και οι υπόλοιποι ιερείς έστειλαν επιστολή στον Πέρση διοικητή της Ιουδαίας Βαγώση και τον αρχιερέα Ιωαδά ζητώντας βοήθεια, χωρίς να λάβουν απάντηση Λίγο αργότερα το 407 π.Χ. ο Ιεδωνίας έστειλε μια επιστολή στον Πέρση αξιωματούχο Βαγώση με την οποία ζητούσε ταπεινά την αποκατάσταση του Ναού. Σε μια επιστολή που του έστειλε σε ακόμη πιο ταπεινό ύφος δέχθηκε να σταματήσουν οι αιματηρές θυσίες και να καίγεται μόνο θυμίαμα στον βωμό ενώ θα προσφέρονταν μόνο σπονδές και τρόφιμα. Ενώ όμως ο Ιεδωνίας και μια επιτροπή ιερέων είχε σταθεί έξω από την πύλη της πόλης για να συναντήσει τον φρούραρχο συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν. Αφέθηκαν ελεύθεροι μόνο αφού κατέβαλαν ένα χρηματικό ποσό ενώ τους αφαιρέθηκαν όλα τους τα αξιώματα. Λίγα χρόνια αργότερα (405 π.Χ.) ξέσπασε μια επανάσταση υπό την ηγεσία ενός νέου επιδόξου φαραώ, του Αμυρταίου Β, και οι Ιουδαίοι πολέμησαν με το μέρος των Αιγυπτίων.
Ο Δαρείος ΙΙ είχε την ευκαιρία να αναμειχθεί στον μεγάλο εμφύλιο πόλεμο που μαίνονταν στην Ελλάδα μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης και κατέληξε στην ήττα της πρώτης. Πέθανε την άνοιξη του 404 π.Χ. και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Αρταξέρξης Β ο Μνήμων. Στην Ιουδαία λίγο αργότερα ξέσπασε κρίση επειδή ο Βαγώσης θέλησε να αντικαταστήσει τον αρχιερέα Ιωανάν με τον νεότερο αδελφό του Ιησού. Η εμφύλια διαμάχη μεταξύ των δυο αδελφών και των οπαδών τους έλαβε τελος όταν κάποια στιγμή ο Ιωανάν δολοφόνησε τον αδελφό του μέσα στον Ναό. Ύστερα από την δολοφονία ο Βαγώσης εισήλθε μέσα στον Ναό προκειμένου να διεξάγει ανακρίσεις για το έγκλημα. Τον Ιωανάν που είτε καθαιρέθηκε από τον Βαγώση για την δολοφονία είτε πέθανε τον διαδέχθηκε στο αξιωμα του ο γιος του Ιαδουά (γύρω στο 370 π.Χ.). Στο μεταξύ στην Σαμάρεια ο Μανασσής δέχονταν όσους Ιουδαίους είχαν κάνει μικτούς γάμους και είχαν εκδιωχθεί από την Ιερουσαλήμ. Το ιερατείο της Ιερουσαλήμ με την έγκριση του Ιαδουά του ζήτησε είτε να χωρίσει την αλλόθρησκη σύζυγο του είτε να παραιτηθεί από τα ιερατικά του καθήκοντα. Όμως αυτή η απειλή δεν είχε κανένα αντίκρισμα καθώς ο Μανασσής δεν ανήκε στην δικαιοδοσία του Ιαδουά. Παρά τα προβλήματα ο Ιαδουά κατάφερε να φέρει την ειρήνη στην Ιουδαία κρατώντας το αξίωμα του έως την λήξη της περσικής κυριαρχίας.
Ο Αρταξέρξης Β είχε σπουδαίες επιτυχίες κατά τις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του και τραγικές αποτυχίες που αποσταθεροποίησαν το κράτος στο υπόλοιπο τμήμα της βασιλείας του. Ο διάδοχος του Αρταξέρξης Γ ο Ώχος (358 -338 π.Χ.) κατάφερε να σταθεροποιήσει την κατάσταση του κράτους χύνοντας παρά πολύ αίμα. Ο Αρταξέρξης Γ πέθανε δηλητηριασμένος και την ίδια τύχη είχε και ο διάδοχος του Αρσής (336 π.Χ.). Στον θρόνο ανήλθε ο Δαρείος Γ ο Κοδομανός (336-331 π.Χ.) ο οποίος λίγο έλειψε να έχει την ίδια τύχη με τους προκατόχους του ύστερα από την ανάληψη των καθηκόντων του. Λίγα χρόνια μετά την άνοδο του Δαρείου, ο γιος του Φιλίππου Β, Αλέξανδρος Γ ο Μέγας πέρασε στην Ασία εγκαινιάζοντας την εκστρατεία του εναντίον του περσικού κράτους. Η εκστρατεία έφερε τον Αλέξανδρο στην Γάζα. Η περσική φρουρά της πόλης πρόβαλε σκληρή αντίσταση. Τελικά ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να καταλάβει την πόλη υστέρα από δίμηνη πολιορκία (Αυγουστος -Σεπτέμβριος 332 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος διόρισε κυβερνήτη της Σαμάρειας τον Ανδρόμαχο και, ύστερα από την δολοφονία του από τους κατοίκους, τον Μένωνα, γιο του Κερδίμμα. Ενώ η αυτονομία της Ιουδαίας διατηρήθηκε, η περσική κυριαρχία στην περιοχή είχε καταλυθεί.
β. Εποχή των Διαδόχων και των Επιγόνων στην Ιουδαία
Η Εποχή των Διαδόχων και των Επιγόνων στην Ιουδαία άρχισε μετά το τέλος της βασιλείας του Μ.Αλεξάνδρου και τερματίστηκε με την Επανάσταση των Μακκαβαίων.
Για να διατηρηθεί η ενότητα του κράτους βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου πνευματικά καθυστερημένος Φίλιππος Γ Αρριδαίος, ενώ ο στρατηγός Περδίκκας διορίστηκε Επίτροπος της Βασιλείας, ηγέτης ουσιαστικά του τεράστιου κράτους. Στην σατραπεία της Συρίας (στην οποία υπάγονταν η Ιουδαία) σατράπης διορίστηκε ο Λαομέδων. Μετά τον θάνατο του Περδίκκα (το 321 π.Χ.) Επιμελητής της Βασιλείας, δηλαδή έγινε ο γηραιός Αντίπατρος, ενώ ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος ορίστηκε στο αξίωμα του Προστάτη και Φρουρού των Βασιλέων. Ο Αντίγονος άρχισε έναν αγώνα για την εξουδετέρωση των οπαδών του νεκρού Περδίκκα, σύντομα όμως έγινε αντιληπτό από τους άλλους Διαδόχους ότι ενεργούσε για τα δικά του συμφέροντα. Μετά τον θάνατο του Αντίπατρου (το 319 π.Χ.) ο Αντίγονος έστειλε στην Συρία με ισχυρό στρατό τον στρατηγό του Νικάνορα, που συνέλαβε τον Λαομέδοντα και εγκατέστησε φρουρές στις κυριότερες πόλεις.
Ένας νέος κύκλος πολέμων ξέσπασε μετά το 316 π.Χ. και απλώθηκε στα περισσότερα εδάφη του τεράστιου κράτους. Ο Αντίγονος στράφηκε εναντίον του Πτολεμαίου Α του Λάγου, καταλαμβάνοντας όλα τα ερείσματα του στην συροπαλαιστινιακή ακτή (316-314 π.Χ.). Ο Πτολεμαίος επέστρεψε επιτυχώς στην περιοχή το 313 π.Χ. και ο Αντίγονος έστειλε στην Συρία το γιο του Δημήτριο (τον επιλεγόμενο Πολιορκητή) για να τον αντιμετωπίσει. Οι δυο αντίπαλοι στρατοί συναντήθηκαν στην Γάζα, όπου ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος νίκησαν κατά κράτος τον Δημήτριο και κατέλαβαν την πόλη (312 π.Χ.), ενώ ο Πτολεμαίος κατέλαβε στη συνέχεια την Παλαιστινιακή ακτή, την Ιουδαία, την Σαμάρεια, την Τύρο και την Σιδώνα και επέστρεψε στην Αίγυπτο, οπότε ο Δημήτριος ανακατέλαβε τις περιοχές που εγκατέλειψε ο αντίπαλος του. Κατά την αποχώρηση του από την Ιουδαία και την Σαμάρεια ο Πτολεμαίος ανάγκασε πολλούς από τους κατοίκους να τον ακολουθήσουν αναγκαστικά.Ανάμεσα τους ήταν και ο διοικητής της Ιουδαίας Εζεκίας. Ο αρχιερέας του Ναού Ονίας Α ανέλαβε την πολιτική διοίκηση της περιοχής. Όλους αυτούς τους Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες ο Πτολεμαίος τους εγκατέστησε στην Αίγυπτο. Ύστερα από την μάχη της Γάζας ο Σέλευκος με 800 πεζούς και 200 ιππείς που του παραχώρησε ο Πτολεμαίος ξεκίνησε από την Αίγυπτο και κατέλαβε την Βαβυλωνία (την περιοχή που είχε διοικήσει ως σατράπης για τέσσερα χρόνια) και κατόπιν την Περσίδα την Μηδία και την Σουσιανή, οπότε όλη η περιοχή που εκτεινόταν ανατολικά της Μεσοποταμίας και της Μηδίας (ως την Βακτρία και την Ινδική) πέρασαν στην κυριαρχία του Σέλευκου (312 π.Χ.).
Την άνοιξη του 304 π.Χ. με την εισβολή του Κάσσανδρου (γιου του Αντίπατρου) στην Αττική, όπου οι Αθηναίοι ήταν σύμμαχοι του Αντίγονου ένας νέος κύκλος πολέμων άνοιξε μεταξύ των διαδόχων του Μ.Αλεξάνδρου. Ο Αντίγονος έστειλε εναντίον του Κάσσανδρου τον Δημήτριο, που κατόρθωσε να εκδιώξει τον Κάσσανδρο από την Κεντρική και Νότια Ελλάδακαι σγτη συνέχειακατάφερε όμως να καταλάβει μερικές θέσεις στην Θεσσαλία. Την άνοιξη του 302 π.Χ. ο Λυσίμαχος με την υποστήριξη δυνάμεων που του έστειλε ο Κάσσανδρος εισέβαλλε στην Μικρά Ασία και άρχισε επιχειρήσεις εναντίον του Αντίγονου, ενώ τον ακολούθησε και ο Σέλευκος. Την άνοιξη του 301 π.Χ. ο Πτολεμαίος εισέβαλε στην επικράτεια του Αντιγόνου και έφτασε μέχρι την Σιδώνα την οποία πολιόρκησε. Λίγο καιρό (καλοκαίρι του 301 π.Χ.) ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος κατάφεραν να συνενωθούν στην Ιψό της Φρυγίας, όπου ο Αντίγονος σκοτώθηκε και το κράτος του διαλύθηκε, και διαμοιράστηκε μεταξύ των νικητών. Ο Λυσίμαχος έλαβε όλα σχεδόν τα εδάφη της Μικράς Ασίας ως το όρος του Ταύρου. Την Κιλικία πήρε ο αδελφός του Κασσάνδρου Πλείσταρχος. Ο Σέλευκος πήρε τα εδάφη του Αντίγονου ανατολικά του Ταύρου και την Β. Συρία. Ο Πτολεμαίος πήρε την Ν. Συρία και τμήματα της Λυκίας, Παμφυλίας και Πισιδίας. Ο γιος του Αντιγόνου Δημήτριος βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση καθώς κατείχε λίγα εδάφη στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου την Κύπρο και ελάχιστες πόλεις στην Μ. Ασία και την Φοινίκη. Ύστερα από μια σειρά διπλωματικών και στρατιωτικών ελιγμών ο Δημήτριος σε συνεννόηση με τον Σέλευκο (299 π.Χ.), κατέλαβε τα εδάφη του Πλείσταρχου και κατόπιν εισέβαλε στα εδάφη του Πτολεμαίου και κατέλαβε την Σαμάρεια. Το 297 π.Χ. πέθανε ο Κασσάνδρας αφήνοντας τον θρόνο στους δυο νεαρούς γιους του οι οποίοι ήρθαν σύντομα σε ρήξη μεταξύ τους. Ο Δημήτριος περίμενε την ευκαιρία για να επέμβει καθώς η αδελφή του Κασσάνδρου Φίλα ήταν σύζυγος του. Προσπαθώντας όμως να στερεώσει την επιρροή του στην Ελλάδα έστρεψε τους άλλους βασιλείς εναντίον του. Ο Λυσίμαχος κατέλαβε όσες πόλεις της Μ. Ασίας του ανήκαν, ο Σέλευκος την Κιλικία και ο Πτολεμαίος την Κύπρο και την Φοινίκη.
Ο Πτολεμαίος Α τήρησε για αρκετό καιρό επιφυλακτική στάση απέναντι στους Ιουδαίους, την οποία μετέβαλε σταδιακά κάνοντας την περισσότερο φίλο-ιουδαϊκή. Αντίθετα ο Σέλευκος Α εξαρχής ακολούθησε φίλο-ιουδαϊκή πολιτική δίνοντας την άδεια σε Ιουδαίους να εγκατασταθούν στην Αντιόχεια και σε άλλες πόλεις του κράτους του.Ο αρχιερέας Ονίας Α , γιος και διάδοχος του Ιαδουά διατήρησε σταθερά την πολιτικό-θρησκευτική του αρχή στην Ιουδαία. Τον Ονία διαδέχθηκε ο γιος του Σίμων ο Δίκαιος (310-291 π.Χ.). Ο Σίμων πέθανε αφήνοντας ένα ανήλικο γιο. Έτσι τον διαδέχθηκε στο αρχιερατικό αξίωμα ο αδελφός του Ελεάζαρος. Εκείνη την εποχή βρίσκονταν στον θρόνο της Αιγύπτου ο Πτολεμαίος ΙΙ Φιλάδελφος, ο οποίος. Συμφώνησε για την απελευθέρωση με εξαγορά των Ιουδαίων που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι και είχαν υποδουλωθεί στην Αίγυπτο κατά την διάρκεια των πολέμων που του προκατόχου του Πτολεμαίος Α. Ο Πτολεμαίος Β έστειλε μάλιστα επιστολή στον Ελεάζαρο με την οποία του ζητούσε να του στείλει τα αυθεντικά κείμενα των ιερών βιβλίων που ακολουθούσαν οι Ιουδαίοι για να τα μεταφράσει στα ελληνικά, καθώς και εβδομήντα δυο από τους πιο αξιόλογους Ιουδαίους μελετητές και ερμηνευτές των κειμένων για να επιμεληθούν αυτή την λεπτή εργασία. Οι μελετητές και τα κείμενα έφτασαν στην Αλεξάνδρεια και αφού ο βασιλιάς τους υποδέχθηκε με τιμές άρχισαν την εργασία τους στην νησίδα Φάρο με την συνδρομή του Δημητρίου Φαληρέα. Οι Εβδομήκοντα όπως ονομάστηκαν τέλειωσαν το έργο τους με επιτυχία σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η μετάφραση των κειμένων ήταν απόλυτα έγκυρη και αναγνωρισμένη.
Στην Ιουδαία τον Ελεάζαρο που πέθανε τον διαδέχθηκε ο Μανασσής, σε μια εποχή που, μέσα στο εσωτερικό της ιουδαϊκής κοινωνίας είχε δημιουργηθεί μια νέα διάσταση μεταξύ των απομονωτιστών και των μη-απομονωτιστών. Οι απομονωτιστές είχαν δημιουργήσει μια κλειστή κάστα που ονομάζονταν «οι Άνδρες της Μεγάλης Συνάθροισης». Οι τελευταίοι ηγέτες αυτής της ομάδας έζησαν περίπου το 250 π.Χ. και έργο τους ήταν η δημιουργία νόμων οι οποίοι δεν υπήρχαν στα ιερά κείμενα, ώστε να εξασφαλιστεί η μη παραβίαση της Τοράχ (Πεντατεύχου). Τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά η έννοια του «χαλακχά» (halakhah), δηλαδή της υποχρεωτικής νομικής πλευράς του ιουδαϊσμού που περιλαμβάνει πρακτικές και εφαρμογές, οι οποίες κάλυπταν την καθημερινή ζωή, τους εορτασμούς, τους νόμους της νηστείας, τις τελετές εξαγνισμού και τον αστικό και ποινικό νόμο. Το γεγονός προκάλεσε την οργή των μη απομονωτιστών οι οποίοι δεν δέχονταν κανέναν άλλο νόμο εκτός από την Πεντάτευχο.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Γ Ευεργέτη (246-222), ο Ονίας Β διαδέχθηκε τον προκάτοχο του στο αρχιερατικό αξίωμα και κάποια στιγμή αρνήθηκε να καταβάλει στον Πτολεμαίο Γ τον φόρο υποτέλειας της Ιουδαίας. Στη διένεξη επενέβη ένας πολυμήχανος Ιουδαίος ο Ιώσηπος, ανιψιός του Ονία, γιος του Τωβία, ο οποίος πήγε στην Αλεξάνδρεια και κατάφερε όχι μόνο να ματαιώσει το ενδεχόμενο κάποιας τιμωρίας αλλά και να διοριστεί από τον βασιλιά ως ο μοναδικός συλλέκτης των φόρων για τις πτολεμαϊκές κτήσεις της Ασίας, αποκτώντας πολλά πλούτη και ισχυρή επιρροή στην βασιλική αυλή.
Η άνοδος στον θρόνο της Αιγύπτου του Πτολεμαίου Δ Φιλοπάτορα (222-204 π.Χ.) προκάλεσε ένα κύμα δυναστικών διενέξεων στην πτολεμαϊκή αυλή το οποίο έδωσε στον νέο Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ τον Μέγα την ευκαιρία να ξεκινήσει έναν νέο πόλεμο εναντίον του (Δ Συριακός Πόλεμος 221-217). Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν με την κατάληψη από τον Αντίοχο της Σελεύκειας ύστερα από προδοσία του διοικητή της (άνοιξη του 219 π.Χ.). Κατόπιν οι διοικητές της Πτολεμαΐδας και της Τύρου στασίασαν κατά του Πτολεμαίου και του παρέδωσαν τις πόλεις τους. Ωστόσο ο Αντίοχος δεν θέλησε να εισβάλλει στην Αίγυπτο γιατί πληροφορήθηκε ψευδώς ότι ο Πτολεμαίος είχε συγκεντρώσει στρατό στο Πηλούσιο (καλοκαίρι του 221 π.Χ.). Ένας νέος γύρος εχθροπραξιών ξεκίνησε τον χειμώνα του 219/8 π.Χ. και κράτησε έως τον χειμώνα του 218/7 π.Χ. χωρίς κάποιο ουσιαστικό όφελος για τους δυο αντιπάλους. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Ραφία (Ιούνιος 217 π.Χ.), όπου ο Αντίοχος ηττήθηκε και αποσύρθηκε από την Κοίλη Συρία. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου ο νέος αρχιερέας των Ιουδαίων Σίμων Β και το συμβούλιο των Πρεσβυτέρων έστειλαν στον Πτολεμαίο Δ συγχαρητήρια και δώρα και ο Πτολεμαίος επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, όπου δημιουργήθηκε μεγάλο ζήτημα, διότι επέμενε να εισέλθει στο Ναό. Την ίδια εποχή στο βασίλειο των Σελευκιδών ο Αντίοχος Γ, για να αντιμετωπίσει τις στασιαστικές διαθέσεις ορισμένων λαών της Μ. Ασίας (Λυδών και Φρυγών) μετέφερε το 208 π.Χ. στις περιοχές τους 2.000 οικογένειες Ιουδαίων από την Βαβυλώνα ως κληρούχους με ιδιαιτέρα ευνοϊκούς όρους εγκατάστασης.
Ο Πτολεμαίος Ε Επιφανής (204-180 π.Χ.) στα τελευταία χρόνια της αρχής του αντιμετώπισε εξωτερικές και εσωτερικές δυσχέρειες που οδήγησαν την Αίγυπτο σε εξασθένιση. Αντίθετα ο αντίπαλος του Αντίοχος Γ κατόρθωσε με μια μεγάλη εκστρατεία (212-205 π.Χ.) στην Ανατολή να ανασυντάξει το κράτος του. Ο Αντίοχος Γ και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος V σύναψαν το 203/2 π.Χ. μια μυστική συμφωνία για την διανομή του βασιλείου και των κτήσεων των Πτολεμαίων μεταξύ τους. Όταν ο νέος επίτροπος του βασιλιά Αριστομένης και ο Αιτωλός στρατιωτικός διοικητής Σκόπας κατάφεραν να ελέγξουν την κατάσταση (201/0 π.Χ.), ξέσπασε ο Ε΄ Συριακός Πόλεμος (202-198), όταν, την άνοιξη του 202 π.Χ. ο Αντίοχος Γ επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων εισέβαλε στην Κοίλη Συρία και το επόμενο έτος κατάφερε να την καταλάβει σχεδόν όλη και να φτάσει στην Γάζα την οποία πολιόρκησε. Ο στρατηγός Σκόπας ο Αιτωλός κατάφερε με μια κεραυνοβόλα αντεπίθεση τον χειμώνα του 201/0 π.Χ. να απωθήσει τον Αντίοχο, να ανακαταλάβει την Νότια Κοίλη Συρία και να εγκαταστήσει φρουρές στις κυριότερες πόλεις της περιοχής (μεταξύ αυτών και στην Ιερουσαλήμ). Ο Αντίοχος όμως δεν είχε ηττηθεί. Την άνοιξη του 200 π.Χ. συγκρούστηκε με τον στρατό του Σκόπα στο Πάνιο όρος κοντά στις πηγές του Ιορδάνη. Η πτολεμαϊκή φάλαγγα υπέκυψε στην συνδυασμένη επίθεση των ελεφάντων και του κατάφρακτου ιππικού του Αντίοχου. Ο Σκόπας με 10.000 άνδρες κατέφυγε στην Σιδώνα. Ο Αντίοχος αφού κατέλαβε τις περιοχές της Βατανέας, της Σαμάρειας, των Αβίλων, των Γαδάρων και της Ιουδαίας πολιόρκησε την οχυρή Σιδώνα. Η τύχη της περιοχής είχε ουσιαστικά κριθεί. Η πολιορκία της Σιδώνας συνεχίζονταν όταν όμως τρεις στρατηγοί του Πτολεμαίου απέτυχαν να διασπάσουν την πολιορκία ο Σκόπας συνθηκολόγησε και αποσύρθηκε μαζί με τον στρατό του από την πόλη. Οι δευτερεύουσες επιχειρήσεις του Αντιόχου, όπως η πολιορκία της ακρόπολης της Ιερουσαλήμ, συνεχίστηκαν για ακόμη ένα χρόνο. Οι κάτοικοι της πόλης βοήθησαν τον Αντίοχο, γεγονός που αναγνώρισε ο τελευταίος δείχνοντας τους έμπρακτα την εύνοια του. Μέχρι το καλοκαίρι του 198 π.Χ. όλη η περιοχή που βρίσκονταν βόρεια του Πηλούσιου ήταν στα χέρια του Αντιόχου. Όμως με τη συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.), με την οποία έληξε ο πόλεμος του Αντιόχου Γ με τους Ρωμαίους, μετά την ήττα του στη Μαγνησία της Μ.Ασίας το 189, το βασίλειο των Σελευκιδών περιορίστηκε στα εδάφη ανατολικά του όρους Ταύρος προς όφελος των Περγαμηνών και των Ροδίων. Η πολιτική του εξελληνισμού που άσκησαν οι Σελευκίδες στην Ιουδαία, σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπισε το βασίλειο τους ύστερα από την μάχη της Μαγνησίας οδήγησαν στην επανάσταση των Μακκαβαίων.
γ. Η Επανάσταση των Μακκαβαίων
Μετά τη διάσπαση του κράτους του Μ.Αλεξάνδρου η Ιουδαία περιήλθε σταδιακά κατά την διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα υπό την κυριαρχία της δυναστείας των Πτολεμαίων. Η κυριαρχία των Πτολεμαίων διατηρήθηκε αμείωτη έως την εποχή της εξασθένισης του βασιλείου τους κατά το τέλος του ίδιου αιώνα. Η ανατροπή που έφερε στο πολιτικό σύστημα ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων η δραστηριότητα του Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχου Γ' και του Αντιγονίδη βασιλιά Φίλιππου Ε', έφεραν την Ιουδαία (μαζί με την υπόλοιπη Συρία) υπο την κυριαρχία των Σελευκιδών (198 π.Χ.). Η Ιουδαία ως την εποχή εκείνη περιλάμβανε μια μικρή σε έκταση περιοχή που απλωνόταν γύρω από την Ιερουσαλήμ. Κέντρο της Ιερουσαλήμ ήταν φυσικά ο Ναός και ο πληθυσμός γενικά ζούσε ήρεμα υπό την ηγεσία του αρχιερέα, μιας βουλής και λίγων υπαλλήλων.
Η άνοδος του Αντίοχου Γ' έφερε σε σύγκρουση το βασίλειο του με την νεα μεγάλη δύναμη της Μεσογείου την Ρώμη που κυριαρχούσε στον ελλαδικό χώρο, ύστερα από την μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.). Ο πόλεμος με τους Ρωμαίους υπήρξε καταστροφικός για το βασίλειο των Σελευκιδών τόσο εδαφικά οσο και οικονομικά. Εδαφικά έχασε όσα εδάφη κατείχε δυτικά του όρους Ταύρος, και οικονομικά υποχρεώθηκε να καταβάλλει μια υπέρογκη πολεμική αποζημίωση. Η πολιτική εξελληνισμού των Σελευκιδών, η κακή οικονομική κατάσταση του Σελευκιδικού κράτους που πίεζε ασφυκτικά τις τοπικές κοινωνίες με εκρηκτικά αποτελέσματα, λόγω των δυσβάστακτων οικονομικών υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει οι Σελευκίδες απέναντι στην Ρώμη ύστερα από την ήττα τους στην Μάχη της Μαγνησίας, δίχασαν την ιουδαϊκή κοινωνία σε δυο παρατάξεις, στους παραδοσιακούς ανάμεσα στους οποίους κυρίαρχη θέση κατείχε το κίνημα των Ασιδαίων και στους νεωτεριστές πυρήνας των οποίων αποτελούσε ο ισχυρός οίκος των Τωβιάδων.
Ένταση δημιουργήθηκε αρχικά στην Ιερουσαλήμ όταν ο βασιλιάς Σέλευκος Δ Φιλοπάτωρ (187-175) προσπάθησε να οικειοποιηθεί τους θησαυρούς του Ναού. Τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά επί του διαδόχου του Αντίοχου Δ Επιφανούς (175-164), όταν ένα μέλος της παράταξης των ελληνιζόντων Ιουδαίων ο Ιάσων παραμέρισε τον νόμιμο αρχιερέα Ονία Γ' και έγινε αρχιερέας ο ίδιος. Ο Ιάσων εισήγαγε στην πόλη ελληνικούς θεσμούς, ήθη και έθιμα πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των Ασιδαίων (175/174 π.Χ.). Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο όταν ακόμα ένας από του ελληνίζοντες Ιουδαίους, ο Μενέλαος, αδελφός του προστάτη του Ναού Σίμωνα παραμέρισε τον Ιάσωνα και πήρε εκείνος το αξίωμα υποσχόμενος στη σελευκιδική αρχή έναν υπέρογκο φόρο υποτέλειας (172/171 π.Χ.). Η στυγνή διακυβέρνηση του Μενέλαου που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά και η αντίδραση των δυο έκπτωτων αρχιερέων όξυναν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Ο Μενέλαος κατάφερε να δολοφονήσει τον Ονία και να απαλλαγεί από έναν αντίπαλο, όταν όμως έγιναν γνώστες περιπτώσεις διασπάθισης ή οικειοποίησης από την οικογένεια του Μενέλαου των θησαυρών του Ναού τα πράγματα εκτραχύνθηκαν. Ο Μενέλαος κατάφερε να αντιμετωπίσει την κατακραυγή. Ύστερα και από τα γεγονότα αυτά ένας μόνο αντίπαλος του απέμεινε, ο πρώην αρχιερέας Ιάσων.
Ένα τυχαίο γεγονός που αποτελούσε εκδήλωση του κλίματος καχυποψίας που διακατείχε τους Ρωμαίους απέναντι στους Σελευκίδες , η ταπείνωση του Αντίοχου Δ Επιφανούς στην Αλεξάνδρεια από τον Ρωμαίο πρεσβευτή Γάιο Ποπίλιο Λαίνα οδήγησε στο ξέσπασμα της επανάστασης. Ο έκπτωτος αρχιερέας Ιάσων, δίνοντας βάση σε φήμες που έλεγαν ότι ο Αντίοχος Δ Επιφανής είχε πεθάνει ύστερα από την ταπείνωση του, επιτέθηκε με μικρή δύναμη ενόπλων στην Ιερουσαλήμ. Ο αντίπαλος του αρχιερέας Μενέλαος μαζί με λίγους οπαδούς του και την σελευκιδική φρουρά της πόλης τον απώθησαν εύκολα. Όταν ο Αντίοχος επιστρέφοντας από την Αίγυπτο στο τέλος του 168 π.Χ. πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί μπήκε στην Ιερουσαλήμ και προχώρησε σε εξοντωτικά αντίποινα (σφαγές και διωγμούς των Ασιδαίων, σύληση του Ναού και εγκαθίδρυση πολυθεϊστικής θρησκείας, εγκατάσταση των ελληνιζόντων Ιουδαίων μαζί με στρατιωτική φρουρά στο οχυρό της Άκρας στην Ιερουσαλήμ). Τέλος το χειμώνα του 167 π.Χ. εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα στην Αντιόχεια που έθετε την ιουδαϊκή θρησκεία εκτός νόμου.
Η επανάσταση ξεκίνησε από το χωριό Μωδείν, και επικεφαλής της ήταν ο ιερέας Ματταθίας (167-166) από το γένος των Ασμοναίων. Ύστερα από τον θάνατο του Ματταθία, το 166 π.Χ. την ηγεσία του αγώνα ανέλαβαν οι γιοί του με επικεφαλής τον Ιούδα (166-160), τον επονομαζόμενο Μακκαβαίο (=Σφυροκόπο), από τον οποίο οι οπαδοί ονομάστηκαν Μακκαβαίοι. Ο Ιούδας είχε αρχικά πολλές επιτυχίες εναντίον τοπικών στρατιωτικών αξιωματούχων του σελευκιδικού κράτους (Απολλώνιου και Σήρωνος). Η δραστηριότητα του Ιούδα έγινε γνωστή στην κεντρική σελευκιδική εξουσία. Οι δυνάμεις όμως που διέθεσε εναντίον του ο Αντίοχος Επιφανής εκείνη την στιγμή που ετοιμάζονταν να εκστρατεύσει στις ανατολικές επαρχίες του κράτους του, αν και μεγάλες σε σχέση με αυτές των Μακκαβαίων δεν μπόρεσαν να καταστείλουν την επανάσταση. Ο Αντίοχος Δ Επιφανής πέθανε στην Περσία το Νοεμβριο ή Δεκέμβριο του 164 π.Χ. κατά την διάρκεια της εκστρατείας του. Λίγο αργότερα ο Ιούδας κατέλαβε την Ιερουσαλήμ (εκτός από το οχυρό της Άκρας, χειμώνας του 164/3 π.Χ.). Ο Λυσίας, επίτροπος του ανηλίκου γιου του Αντίοχου Ε Ευπάτοροος (164-162), μπόρεσε μόνο να απομακρύνει τους Μακκαβαίους από την Ιερουσαλήμ και με την άρση των σκληρών μέτρων που είχε λάβει ο Αντίοχος να πετύχει μια έντιμη ειρήνη μεταξύ των δυο ιουδαϊκών πλευρών (ελληνιζόντων και εθνικιστών, το 162 π.Χ.).
Η εμφύλια διαμάχη μεταξύ των ιουδαϊκών παρατάξεων οδήγησε σε νέα επέμβαση των Σελευκιδών ύστερα από αίτημα των ελληνιζόντων Ιουδαίων. Στον θρόνο όμως των Σελευκιδών βρίσκονταν ο δυναμικός Δημήτριος Α Σωτήρ (162-150), ο όποιος με αλλεπάλληλες αποστολές στρατευμάτων στην Ιουδαία κατάφερε να τερματίσει την επανάσταση με την ήττα σε μάχη και τον θάνατο του Ιούδα(160 π.Χ.). Όμως το κίνημα των Μακκαβαίων δεν έσβησε. Ο αδελφός και διάδοχος του Ιούδα Ιωνάθαν (160-143) ανέλαβε την ηγεσία και ύστερα από πολυετή προσπάθεια κατάφερε να διοριστεί κριτής του ιουδαϊκού λάου υπό τον έλεγχο της σελευκιδικής διοίκησης(152 π.Χ.). Ο Ιωνάθαν ακολουθώντας μια επιδέξια πολιτική διπλωματίας και διεκδικήσεων κατάφερε να αναμιχτεί στις εσωτερικές διενέξεις των Σελευκιδών και να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του. Έτσι κατάφερε να αποσπάσει το αξίωμα του αρχιερέα το όποιο του παραχώρησε ο διεκδικητής του θρόνου Αλεξάνδρος Βάλας, προκειμένου να ταχθεί στο πλευρό του παρά το γεγονός ότι ο Δημήτριος του είχε παραχωρήσει αλλεπάλληλα προνόμια προκειμένου να διατηρήσει την υποστήριξη του. Έτσι ο Ιωνάθαν βρέθηκε στο πλευρό του νικητή της εμφύλιας σύγκρουσης Αλέξανδρου Βάλα (χειμώνας 151/0 π.Χ.) και συμμετείχε μάλιστα στους εορτασμούς των γάμων του νέου βασιλιά με την κόρη του Πτολεμαίου Φιλομήτορος, Κλεοπάτρα Θεά στην Αντιόχεια το 150/49 π.Χ. όπου απέσπασε νέα αξιώματα. Η κακή διακυβέρνηση του Αλέξανδρου Βάλα (150-145), που δεν διέθετε διοικητικές ικανότητες προκάλεσε αυτονομιστικές τάσεις στο βασίλειο και τελικά την εμφάνιση ενός νέου διεκδικητή, του Δημήτριου Β Νικάτορα (146-139 και 129-125) νεαρού ομώνυμου γιου του Δημήτριου Σωτήρος (άνοιξη του 147 π.Χ.), ο οποίος διέθετε και την υποστήριξη του στρατηγού της Κοίλης Συρίας Απολλώνιου. Ο Ιωνάθαν σύμμαχος του Βάλα κατάφερε όμως να νικήσει τον Απολλώνιο σε μάχη που έγινε στην Άζωτο και να καταλάβει τις πόλεις Άζωτο , Ιόππη και Ασκάλωνα. Ο Πτολεμαίος ΣΤ Φιλομητωρ (180-145) έσπευσε στην Συρία για να υποστηρίξει τον γαμπρό του, αλλά ο Ιωνάθαν τον συνάντησε στην Άζωτο και κατάφερε να εξασφαλίσει την εύνοια του. Ο Λαγίδης μονάρχης άλλαξε στρατόπεδο, όταν φτάνοντας μπροστά στα τείχη της Αντιόχειας ο γαμπρός του οργάνωσε και πραγματοποίησε μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Ο Βάλας έχασε τελικά όχι μόνο τον πόλεμο αλλά και την ζωή του (145 π.Χ.). Ο Ιωνάθαν ο όποιος προσπάθησε την ίδια εποχή να επωφεληθεί επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει την Άκρα όχι μόνο δεν υπέστη συνέπειες από τον νέο βασιλιά αλλά κατόρθωσε να διατηρήσει τα προνόμια που κατείχε και να αποσπάσει και άλλα με μοναδική υποχρέωση να ανέχεται την φρουρά της Άκρας και να πληρώνει ετήσιο φόρο 300ταλάντων.
Η σκληρότητα με την οποία φέρονταν ο νέος βασιλιάς στους υπηκόους του προκάλεσε εξέγερση στην πρωτεύουσα του Αντιόχεια η οποία καταπνίγηκε με την συνδρομή και του Ιωνάθαν. Ο Ιωνάθαν για την βοήθεια του έλαβε την υπόσχεση από τον Δημήτριο Β ότι η φρουρά της Άκρας θα αποσυρόταν, η υπόσχεση όμως αυτή δεν τηρήθηκε. Όταν οι βιαιότητες και η αιματοχυσία από την καταστολή της εξέγερσης στην Αντιόχεια προκάλεσαν την αποστασία ενός στρατηγού, του Διόδοτου (ο οποίος ανακήρυξε βασιλιά το νήπιο του Βάλα με την ονομασία Αντίοχος Διόνυσος), ο Ιωνάθαν ήρθε σε συμφωνία μαζί του προφασιζόμενος την αθέτηση της υπόσχεσης του Δημητρίου Β και έλαβε νέα προνόμια (καλοκαίρι του 144 π.Χ.). Κατόπιν κατάφερε να αντιμετωπίσει τους στρατηγούς του Δημήτριου Β με επιτυχία. Ο Διόδοτος σύντομα κατάλαβε ότι ο Ιωνάθαν ενεργούσε για δικό του όφελος και στράφηκε εναντίον του. Αφού κατόρθωσε με ένα τέχνασμα να τον συλλάβει αποφάσισε τελικά να προελάσει ως την Ιερουσαλήμ. Η άμυνα που αντέταξε όμως ο αδελφός του Ιωνάθαν και υπαρχηγός του Σίμων, ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία και οι κακές καιρικές συνθήκες ανέκοψαν την πορεία του. Έτσι ο Διόδοτος εγκατέλειψε την περιοχή αφού πρώτα εκτέλεσε τον Ιωνάθαν(143/2 π.Χ.).
Το ίδιο κατάφεραν και οι διάδοχοι του Αριστόβουλος Α (104-103) και Αλέξανδρος Ιανναίος (103-76), οι οποίοι έλαβαν και το βασιλικό αξίωμα. Η βασίλισσα Σαλώμη Αλεξάνδρα (76-67) που τους διαδέχθηκε κατάφερε να διατηρήσει την σταθερότητα στο βασίλειο. Η διένεξη όμως των γιων της Υρκανού Β (67-66) και Αριστόβουλου Β (67-63), καθώς και η άφιξη των Ρωμαίων στην γειτονική Συρία οδήγησαν στην κατάλυση του βασιλείου από τον Γνάιο Πομπήιο(το 63 π.Χ.). Ο τελευταίος Ασμοναίος βασιλιάς Αντίγονος Ματταθίας (40-37) που διέθετε την υποστήριξη των Πάρθων δεν κατάφερε να επιβληθεί του αντιπάλου του Ηρώδη που διέθετε την υποστήριξη των Ρωμαίων και το 37 π.Χ. έχασε τη βασιλεία και τη ζωή του και η δυναστεία του αντικαταστάθηκε από την Ηρωδιανή.
δ. Η Δυναστεία των Ασμοναίων
Ο αδελφός του Ιωανάθαν Σίμων (143-134) αποδείχθηκε άξιος διάδοχος του καθώς πέτυχε την απομάκρυνση της σελευκιδικής φρουράς από το οχυρό της Άκρας στην Ιερουσαλήμ. Έτσι η ιουδαϊκή ανεξαρτησία έγινε πλέον πραγματικότητα (το 143/2 π.Χ.), καθώς οι αγώνες των Μακκαβαίων έφεραν στην εξουσία, με πρώτο ηγεμόνα τον Σίμωνα, μια νέα δυναστεία, την Ασμοναϊκή, η οποία δημιούργησε με την πάροδο των ετών ένα εκτεταμένο βασίλειο το οποίο κυριάρχησε στην περιοχή μέχρι την κατάλυση του από τους Ρωμαίους (63 π.Χ.).
Ο Σίμων συμμάχησε με τον Δημήτριο Β, ο οποίος απέσυρε την φρουρά από την Άκρα(143/2 π.Χ.). Έτσι η Ιουδαία έγινε πραγματικά ανεξάρτητη. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σίμων εκλέχτηκε αρχιερέας από μια συνέλευση του ιουδαϊκού λαού. Το 142/1 π.Χ. ο Διόδοτος εκτέλεσε τον νεαρό Αντίοχο ΣΤ και ανέβηκε στον θρόνο με το όνομα Τρύφων. Ο Δημήτριος Β Νικάτωρ εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε την απειλή των Παρθών, που τον αιχμαλώτισαν το 139 π.Χ. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε το επόμενο έτος ο νεότερος αδελφός του Αντίοχος Ζ Σιδήτης, ο οποίος. σύναψε συμμαχία με τον Σίμωνα εναντίον του Τρύφωνος, τον όποιο πολιορκούσε στην πόλη Δώρα της Φοινίκης. Ο Σίμων έσπευσε να τον ενισχύσει. Οι δυο σύμμαχοι ήρθαν σε ρήξη, όταν ο Σιδήτης ζήτησε ανταλλάγματα για τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στον Σίμωνα. Η ρήξη κατέληξε σε σύρραξη. Έτσι ο Τρύφων κατάφερε να διαφύγει στην Απάμεια όπου αυτοκτόνησε (137 π.Χ.), ενώ ο Σιδήτης ανέθεσε σε ένα στρατηγό του να πραγματοποιήσει επιδρομές εναντίον της Ιουδαίας. Οι γιοι όμως του Σίμωνα τον νίκησαν και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει. Τελικά ο Σιδήτης βλέποντας το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για τον Ιουδαίο αρχιερέα αποφάσισε να ακολουθήσει πιο μετριοπαθή στάση. Λίγα χρόνια αργότερα (Φεβρουάριος 134 π.Χ.) ένας συγγενής του Σίμωνα, ο γαμπρός του Πτολεμαίος γιος του Αβούβου, με την συνενοχή ενδεχομένως του ιδίου του Σιδήτη τον δολοφόνησε μαζί με δυο από τους γιους του επιδιώκοντας να καταλάβει την εξουσία.
O Ιωάννης Υρκανός (134-104), γιος του Σίμωνα, αφού κατάφερε να γλιτώσει από τον δολοφόνο του πάτερα του ανακηρύχτηκε αρχιερέας . Ο Πτολεμαίος του Αβούβου ζητησε την βοηθεια του Αντίοχου Ζ Σιδήτη, που ήλθε με στρατό στην Ιουδαία και πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ όταν ο Ιωάννης Υρκανός αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις αξιώσεις που είχε διατυπώσει από παλιά απέναντι στον πατέρα του Σίμωνα. Ύστερα από πολύμηνη πολιορκία ο Ιωάννης Υρκανός παραδόθηκε (131 π.Χ.). Ο Αντίοχος Ζ Σιδήτης σεβάστηκε την ιουδαϊκή παράδοση και επέβαλλε μόνο την κατεδάφιση των τειχών της Ιερουσαλήμ και την πληρωμή φόρου (500 τάλαντα) για τις εξωτερικές κτήσεις των Ιουδαίων. Δεν εγκατέστησε φρουρά στην Άκρα αλλά απέσπασε όμηρους. Ο Ιωάννης Υρκανός συμμετείχε στην εκστρατεία που πραγματοποίησε ο Αντίοχος Σιδήτης εναντίον των Πάρθων και αιχμαλωτίστηκε όταν ο Σελευκίδης βασιλιάς έχασε μια μάχη και μαζί την ζωή του. Αφέθηκε ελεύθερος όμως λίγο αργότερα καθώς με τις επεκτατικές βλέψεις του εξυπηρετούσε τον στόχο των Πάρθων για την εξασθένηση των Σελευκίδων. Μετά την απελευθέρωση του ο Ιωάννης Υρκανός επιτέθηκε εναντίον αρκετών πόλεων τόσο στην Ιδουμαία , όσο και στην Σαμάρεια, τις οποίες κατέλαβε καθώς σελευκιδικός στρατός , λόγω του πολέμου με τους Πάρθους, δεν υπήρχε στην περιοχή. Το σελευκιδικό βασίλειο περνούσε ακόμη μια περίοδο κρίσης την εποχή εκείνη. Ο νέος Σελευκίδης βασιλιάς Αλέξανδρος Ζαβινάς. ακολούθησε απέναντι στον Ιωάννη Υρκανό αντίθετη πολιτική από αυτήν του Αντίοχου Ζ Σιδήτη. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο διάδοχος του, από το 123/2 π.Χ. Αντίοχος Η Γρυπός (125-96). Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Υρκανός διέρρηξε εντελώς τους δεσμούς του με τον Αντίοχο Γρυπό, αλλά ο τελευταίος δεν μπόρεσε να στραφεί εναντίον του καθώς αντιμετώπιζε το σφετερισμό του θρόνου του από τον Αντίοχο Θ Κυζικηνό (114-96 π.Χ.). Το 108 π.Χ. ο Ιωάννης Υρκανός και οι δύο γιοι του Αριστόβουλος και Αντίγονος πολιόρκησαν την πόλη της Σαμάρειας. Ο Αντίοχος Θ Κυζικηνός στράφηκε εναντίον τους ηττήθηκε όμως και αποσύρθηκε. Κατόπιν οι Ιουδαίοι κατέλαβαν και κατέσκαψαν την Σαμάρεια (Νοέμβριος του 108 π.Χ.). Ο Ιωάννης Υρκανός πέτυχε από την Ρώμη την αναγνώριση των νέων του κατακτήσεων, αλλά λίγα χρόνια αργότερα (το 104 π.Χ.) πέθανε.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Υρκανού την εξουσία ανέλαβε ο μεγαλύτερος γιος του Αριστόβουλος Α (104-103 π.Χ.), ο οποίος ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Ο Αριστόβουλος έδωσε την δεύτερη θέση στο κράτος του στον αδελφό του Αντίγονο. Τους υπολοίπους στενούς συγγενείς του τους φυλάκισε. Είχε επιτυχίες στην εξωτερική του πολιτική καθώς κατέλαβε την Γαλιλαία, στην προσωπική του ζωή όμως έπεσε θύμα μιας σκευωρίας που οργάνωσε η σύζυγος του Σαλώμη Αλεξάνδρα και δολοφόνησε τον αδελφό του. Λίγο μετά το γεγονός αυτό πέθανε (103 π.Χ.).
Τον Αριστόβουλο διαδέχτηκε στο βασιλικό αξίωμα ο αδελφός του Αλέξανδρος Ιανναίος (103-76 π.Χ.), τον οποίο αποφυλάκισε η Σαλώμη Αλεξάνδρα αφού εκείνος συμφώνησε να την παντρευτεί. Ακολούθησε επιθετική πολιτική απέναντι στους γείτονες του. Η πολιτική αυτή τον έφερε σε σύγκρουση κυρίως με τους Πτολεμαίους οι οποίοι εκείνη την εποχή λόγω μιας δυναστικής έριδας που είχε ξεσπάσει βρίσκονταν σε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ τους (Πτολεμαίος Θ Λάθυρος εναντίον της μητέρας του Κλεοπάτρας). Γνώρισε αρκετές ήττες ενώ η σπουδαιότερη επιτυχία του ήταν η κατάληψη της Γάζας(101 π.Χ.). Αντιμετώπισε εσωτερική κρίση καθώς προβαλόταν απροκάλυπτα ως ελληνιστικός μονάρχης. Σε κάποια θρησκευτική γιορτή (της Σκηνοπηγίας) ενώ πήγαινε να εκτελέσει τα καθήκοντα του στον Ναό το πλήθος τον αποδοκίμασε. Ο Αλέξανδρος Ιανναίος αντέδρασε προσλαμβάνοντας μισθοφόρους και καταπνίγοντας στο αίμα την στασιαστική κίνηση. Ύστερα επιτέθηκε εναντίον του Οβέδα βασιλιά των Ναβαταίων Αράβων. Στην Γαυλανίτιδα όμως έπεσε σε ενέδρα του Άραβα ηγεμόνα και ο στρατός του διαλύθηκε. Εξαιτίας της συντριβής του το 94 π.Χ. ξέσπασε νέα εμφύλια αντιπαράθεση στην Ιουδαία μεταξύ νεωτεριστών (δυναστεία των Ασμοναίων και οι σύμμαχοι της Σαδδουκαίοι) και παραδοσιακών (Φαρισαίων που αποδεικνύονταν πιστοί συνεχιστές της παράδοσης των Ασιδαίων). Η αντιπαράθεση εξελίχθηκε σε πολυετή εμφύλιο πόλεμο με περίπου 50.000 θύματα μέχρι την στιγμή που οι Φαρισαίοι ζήτησαν την βοήθεια του Σελευκίδη Δημητρίου Εύκαιρου (88 π.Χ.). Ο Δημήτριος που ήθελε να ταπεινώσει τον Αλέξανδρο Ιανναίο εισέβαλε στην Σαμάρεια και αφού ενώθηκε με αρκετές χιλιάδες Φαρισαίους συνέτριψε τον στρατό του Αλέξανδρου Ιανναίου στα Σίκιμα. Οι Φαρισαίοι (6.000 περίπου) όμως αντιλαμβανόμενοι έγκαιρα τις επεκτατικές προθέσεις του Δημητρίου εγκατέλειψαν το στρατό του και συμμάχησαν με τον Αλέξανδρο Ιανναίο. Ο Δημήτριος που αντιμετώπιζε δυναστικές εμπλοκές αποσύρθηκε. Ο Αλέξανδρος Ιανναίος επιτέθηκε στους Φαρισαίους και αφού εξόντωσε αρκετούς πολιόρκησε τους υπόλοιπους στην πόλη Βεμασελή όπου κατέφυγαν. Κατόπιν κατέλαβε την πόλη και συνέλαβε αρκετούς αιχμαλώτους. Όταν γύρισε στην Ιερουσαλήμ σταύρωσε 800 από αυτούς. Πριν την σταύρωση θανάτωσε μπροστά στους μελλοθάνατους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Έτσι έληξε η εμφύλια αντιπαράθεση. Ο Αλέξανδρος Ιανναίος συνέχισε την επιθετική του δραστηριότητα εναντίον των Σελευκιδών και των Ναβαταίων και πέθανε κατά την πολιορκία ενός φρουρίου που βρίσκονταν πέρα από τον Ιορδάνη και ονομάζονταν Ράγαβα (76 π.Χ.).
Τον Αλέξανδρο Ιανναίο διαδέχτηκε στην εξουσία η σύζυγος του Σαλώμη Αλεξάνδρα (76-67 π.Χ.), η οποία για αρκετό καιρό κατόρθωσε να κρατήσει τις ισορροπίες και να αποφύγει τις εντάσεις τόσο στο εξωτερικό μέτωπο όπου κατόρθωσε να συμβιβαστεί με τον νέο ισχυρό παράγοντα της Ανατολής , βασιλιά της Αρμενίας Τιγράνη (69 π.Χ.), όσο και στο εσωτερικό όπου προσέγγισε την παράταξη των Φαρισαίων. Η προσπάθεια της Σαλώμης Αλεξάνδρας έπεσε στο κενό όταν ο νεότερος γιος της Αριστόβουλος Β (67-63 π.Χ.) αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς, ενώ εκείνη λίγους μήνες πριν ειχε ανακηρύξει συμβασιλιά της τον πρεσβύτερο γιο της Υρκανό Β (67-66 π.Χ.). Δεν πρόλαβε όμως να πάρει ουσιαστικά μέτρα εναντίον του καθώς πέθανε λίγο αργότερα (67 π.Χ.).
Οι οπαδοί των δυο αδελφών συγκρούστηκαν στην Ιεριχώ και ο ηττημένος Υρκανός παραχώρησε την εξουσία στον αδελφό του (66 π.Χ.). Η διαμάχη μεταξύ των δυο αδελφών εξελίχτηκε σε αληθινό εμφύλιο πόλεμο όταν ο Αντίπατρος ο Ιδουμαίος, ο βασικότερος συνεργάτης του Υρκανού, για ιδιοτελείς λόγους, ζήτησε την βοήθεια των Ναβαταίων Αράβων. Ο Αριστόβουλος βρέθηκε αποκλεισμένος και πολιορκούμενος από τις δυνάμεις του αδελφού του στην Ιερουσαλήμ. Τότε στράφηκε στους Ρωμαίους, αρχικά στον Μάρκο Αιμίλιο Σκαύρο αντιταμία του Πομπήιου, που βρίσκονταν στην Δαμασκό (64 π.Χ.). Σύντομα όμως και οι δυο πλευρές ήρθαν σε επαφή με τον ίδιο τον Πομπήιο που βρέθηκε στην Συρία προκειμένου να βάλει μια τάξη στην χαοτική κατάσταση που επικρατούσε εκεί (64/3 π.Χ.). Ο Πομπήιος ύστερα από διαπραγματεύσεις με τις δυο πλευρές πήρε το μέρος του Αντιπάτρου και του Υρκανού. Κατόπιν αποφάσισε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση κινούμενος προς την Ιερουσαλήμ. Ο Αριστόβουλος Β συνελήφθη και οι οπαδοί του αποκλείστηκαν και πολιορκήθηκαν από τον Πομπήιο στο Ναό. Ύστερα από τρεις μήνες ο Πομπήιος κατέλαβε τον Ναό και κατέστειλε κάθε αντίσταση. Το βασίλειο των Ασμοναίων καταλύθηκε (63 π.Χ.). Ο Αριστόβουλος Β, οι δυο γιοι του Αλέξανδρος και Αντίγονος Ματταθίας και η υπόλοιπη οικογένεια του αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στην Ρώμη. Ο Υρκανός παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ έχοντας το αξίωμα του αρχιερέα, υποτελούς στους Ρωμαίους.
Ούτε ο Αριστόβουλος Β, ούτε οι δυο γιοι του Αλέξανδρος και Αντίγονος Β Ματταθίας παραιτήθηκαν από την επιδίωξη τους να ανακτήσουν την εξουσία και να εκδικηθούν τους μισητούς τους αντιπάλους Αντίπατρο και Υρκανό. Αρχικά ο Αλέξανδρος, ο οποίος δραπέτευσε κατά την μεταφορά του στην Ρώμη προσπάθησε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ , πράγμα που πέτυχε προσωρινά (57 π.Χ.). Ο Ρωμαίος έπαρχος της Συρίας όμως Αύλος Γαβίνιος κατάφερε να τον συντρίψει και να τον συλλάβει. Τον επόμενο χρόνο ο Αριστόβουλος Β και ο Αντίγονος Ματταθίας που δραπετεύσαν και αυτοί από την Ρώμη οργάνωσαν μια ακόμα αποτυχημένη εξέγερση. Και οι δυο αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν ξανά στην Ρώμη. Τελικά ύστερα από συνεννοήσεις του Ρωμαίου έπαρχου επιτεύχθηκε μια συμβιβαστική λύση: Ο Αλέξανδρος και ο Αντίγονος Ματταθίας εγκαταστάθηκαν ελεύθεροι στην Ιουδαία και οι οπαδοί τους παρέδωσαν ως αντάλλαγμα όσες οχυρές θέσεις κατείχαν στους Ρωμαίους. Δυο νέες εξεγέρσεις που συμμετειχε ή οργάνωσε ο Αλέξανδρος, το 55 π.Χ. και το 52 π.Χ. είχαν οικτρή τύχη, αν και ο ίδιος κατάφερε να διασωθεί.
Το 49 π.Χ. ο Καίσαρ κατά την διαμάχη του με τον Πομπήιο απελευθέρωσε τον Αριστόβουλο Β και τον έστειλε στην Ιουδαία προκειμένου να υποκινήσει επανάσταση. Οι οπαδοί όμως του Πομπηίου τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν στην Αντιόχεια . Την ίδια τύχη είχε και ο Αλέξανδρος λίγο αργότερα (49/8 π.Χ.). Ο Αντίπατρος ήταν εκείνος που επωφελήθηκε από την εμφύλια ρωμαϊκή σύρραξη. Για την βοήθεια που παρείχε στον Καίσαρα κατά τις επιχειρήσεις του τελευταίου στην Αλεξάνδρεια έλαβε την ρωμαϊκή πολιτεία. Σε μια συνάντηση που έγινε στην Συρία μεταξύ Καίσαρα, Αντιπάτρου, Υρκανού και Αντίγονου Ματταθία οι αξιώσεις και οι διαμαρτυρίες του τελευταίου όχι μόνο αγνοήθηκαν αλλά επιπλέον, ο Αντίπατρος διορίστηκε από τον Καίσαρα επίτροπος της Ιουδαίας (47 π.Χ.).
Ο Αντίγονος Ματταθίας (40-37 π.Χ.) προσπάθησε να ξανακερδίσει την εξουσία κατά το διάστημα της διαμάχης μεταξύ καισαροκτόνων και Δεύτερης Τριανδρίας, όταν στην Συρία είχε ξεσπάσει αναταραχή. Τον Αντίγονο όμως και τους συμμάχους του τον απώθησε ο γιος του Αντιπάτρου Ηρώδης που κατείχε το αξίωμα του στρατηγού της Κοίλης Συρίας και Σαμάρειας (42 π.Χ.). Ο τελευταίος μάλιστα αρραβωνιάστηκε ύστερα από την επιτυχία αυτή την θυγατέρα του Αλέξανδρου και εγγονή του Υρκανού, Μαριάμη. Δυο χρόνια αργότερα (40 π.Χ.) οι Πάρθοι κατέλαβαν την Συρία. Ο Αντίγονος Ματταθίας και οι σύμμαχοι του εξασφάλισαν την βοήθεια τους. Οι Πάρθοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και ο Αντίγονος Ματταθίας ανακηρύχτηκε βασιλιάς. Ο μισητός θειος του Υρκανός συνελήφθη και οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία αφού προηγούμενος ο Αντίγονος του ακρωτηρίασε με τα δόντια του τα αυτιά προκειμένου να καταστρέψει την σωματική του ακεραιότητα η οποία ήταν προϋπόθεση για την κατοχή του αρχιερατικού αξιώματος και να εξασφαλίσει ότι ποτέ ξανά δεν θα γινόταν αρχιερέας. Ο Ηρώδης ο Μέγας (40-4 π.Χ.), που την εποχή εκείνη ήταν τετράρχης κατάφερε να διαφύγει στην Ρώμη. Εκεί ανακηρύχτηκε βασιλιάς από την Σύγκλητο (Δεκέμβριος του 40 π.Χ.) και με την υποστήριξη των Ρωμαίων επέστρεψε στην Ιουδαία (τέλη του 39 π.Χ.). Ύστερα από πολυετή εμφύλιο πόλεμο κατέλαβε με την βοήθεια του έπαρχου της Συρίας Σόσιου την Ιερουσαλήμ. Ο Αντίγονος Ματταθίας, τεέυταίος εκπρόσωπος των Ασμοναίων, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Αντιόχεια όπου και καρατομήθηκε (καλοκαίρι του 37 π.Χ.).
δ. Ηρωδιανή δυναστεία
Η Ηρωδιανή δυναστεία κυριάρχησε στην Παλαιστίνη μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ηρώδη τον Μεγάλο, το 37 π.Χ. Η νέα δυναστεία διαδέχθηκε την Ασμοναϊκή σε μια εποχή όπου η περιοχή της Παλαιστίνης βρίσκονταν ήδη υπό την πολιτική επιρροή της Ρώμης. Οι βασιλείς της κυβέρνησαν με την ανοχή και την υποστήριξη των ηγεμόνων της Ρώμης μέχρι το 92 ή το 100 οπότε, ο τελευταίος εκπρόσωπός τους Ηρώδης Αγρίππας Β πέθανε άτεκνος.
Θεμελιωτής της δυναστείας ήταν ο Αντίπατρος ο Ιδουμαίος πατέρας του Ηρώδη του Μεγάλου. Ο Αντίπατρος ήταν γιος του Αντίπα ενός Ιδουμαίου που είχε προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό την εποχή του Αλέξανδρου Ιανναίου και είχε διοριστεί από τους Ασμοναίους βασιλείς κυβερνήτης της Ιδουμαίας. Στο αξίωμα αυτό τον είχε διαδεχθεί ο γιος του Αντίπατρος, ο οποίος αναμείχθηκε στην διαμάχη των γιων του Αλεξάνδρου Ιανναίου προσεγγίζοντας τον μεγαλύτερο από τους δύο αδελφούς, Υρκανό επειδή φοβήθηκε ότι ο νεώτερος Αριστόβουλος θα τον καθαιρούσε από το αξίωμα του. Η επιρροή του Αντίπατρου στον Υρκανό υπήρξε ολέθρια για το βασίλειο των Ασμοναίων, επειδή κατέληξε στην ανάμειξη των Ρωμαίων στην Παλαιστίνη η οποία έφερε την κατάλυση του Ασμοναϊκoύ βασιλείου από τον Πομπήιο το 63 π.Χ. Στα επόμενα χρόνια ο Αντίπατρος κατάφερε προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον Υρκανό που είχε παραμείνει στην Ιουδαία ως αρχιερέας και στους Ρωμαίους έπαρχους της Συρίας να εκμεταλλευτεί τόσο τις αντιθέσεις μεταξύ των μελών της Ασμοναϊκής δυναστείας όσο και τις ρωμαϊκές εμφύλιες διενέξεις για να αναβαθμίσει την πολιτική του θέση και να καταλάβει τελικά το 47 π.Χ. το αξίωμα του Επιτρόπου της Ιουδαίας. . Ο Αντίπατρος ο Ιδουμαίος προώθησε προς την εξουσία τους γιους τους Φασαήλ και Ηρώδη, αλλά η πολιτική σταδιοδρομία του έληξε άδοξα το 43 π.Χ. όταν πέθανε δηλητηριασμένος.
Ο Ηρώδης ο Μέγας (40-4 π.Χ.), ένας από τους γιους του Αντίπατρου που ήδη κατείχε πολιτικά αξιώματα την εποχή του θανάτου του πατέρα του, διέθετε τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές ικανότητες. Παρά την δολοφονία του πατέρα του (43 π.Χ.), κατάφερε να υπερνικήσει όλες τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν μπροστά του, ήρθε σε σύγκρουση με τον τελευταίο εκπρόσωπο της Ασμοναϊκής δυναστείας Αντίγονο Ματταθία και με την υποστήριξη των Ρωμαίων ανακηρύχτηκε Βασιλιάς των Ιουδαίων από την Σύγκλητο (40 π.Χ.) με την σύμφωνη γνώμη των δυο ισχυρών ανδρών της Ρώμης, Μάρκου Αντώνιου και Οκταβιανού. Στη συνέχεια κατόρθωσε να επιβάλλει την εξουσία του στην περιοχή της Παλαιστίνης ύστερα από τριετή εμφύλιο πόλεμο (37 π.Χ.) και το 40 π.Χ. Κατά την διάρκεια εκείνου του πολέμου παντρεύτηκε με την Ασμοναία Μαριάμη, θυγατέρα του Αλέξανδρου (γιου του Αριστόβουλου Β) και εγγονή του Υρκανού. Κατόρθωσε επίσης να απελευθερώσει τον Υρκανό και να τον φέρει πίσω στην Ιουδαία επειδή φοβήθηκε ότι οι Πάρθοι θα μπορούσαν να τον χρησιμοποιούσαν εναντίον του (36 π.Χ.). Ο Ηρώδης κατάφερε να επιβιώσει από την τελευταία ρωμαϊκή εμφύλια σύγκρουση μεταξύ του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού και τελικά να γίνει με την υποστήριξη του τελευταίου κυβερνήτης σε ένα εκτεταμένο βασίλειο. Η διακυβέρνηση του Ηρώδη χαρακτηρίστηκε από την ιδιαίτερα αξιόλογη οικοδομική δραστηριότητα που ανέπτυξε. Η ανοικοδόμηση του Ναού αποτέλεσε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δραστηριότητας . Υπήρξε επίσης γενναιόδωρος τόσο απέναντι στους υπηκόους του όσο και απέναντι σε πολλές πόλεις εκτός των συνόρων της Παλαιστίνης. Η προσωπική του ζωή χαρακτηρίστηκε από σκληρότητα και πολλά εγκλήματα. Η καχυποψία του έμελλε να αποδεδειχθεί ολέθρια για τους απογόνους των Ασμοναίων καθώς εξόντωσε διαδοχικά τον νεαρό αρχιερέα Αριστόβουλο, αδελφό της Μαριάμης επειδή φοβήθηκε την συμπάθεια του πλήθους προς το πρόσωπο του (35 π.Χ.), τον Υρκανό επειδή υποπτεύθηκε ότι συνωμότησε με τον βασιλιά των Ναβαταίων προκειμένου να τον δολοφονήσει (30 π.Χ.), την Μαριάμη με την κατηγορία ότι συνωμότησε εναντίον του (29 π.Χ.), την πεθερά του Αλεξάνδρα γιατί οργάνωσε εναντίον του στάση (28 π.Χ.) και τέλος τους ίδιους τους γιους του από την Μαριάμη Αριστόβουλο και Αλέξανδρο που έπεσαν θύματα του διεφθαρμένου περιβάλλοντος που κυριαρχούσε στην αυλή του (6 π.Χ.). Κατά τους χρόνους της Βίβλου οι λεγόμενοι Ηρωδιανοί αποτελούσαν την ισχυρή πολιτική παράταξη περί τον Ηρώδη τον Μέγα, εξ ου και η ονομασία τους. Η παράταξη αυτή ήταν ρωμαιόφιλη και είχε προσεταιριστεί κυρίως τους ξένους που κατοικούσαν την τότε Ιουδαία. Ηγέτης των Ηρωδιανών ήταν ο Αντίπας, άτομο σκοτεινό που απέβλεπε στη κατάληψη της εξουσίας. Οι Ηρωδιανοί ήταν αντίθετοι με κάθε άλλη θρησκευτική μερίδα της Ιουδαίας και κυρίως με τη Μεσσιανική ιδεολογία του Ισραήλ.
Ο Ηρώδης πέθανε το 4 π.Χ. και το βασίλειο του μοιράστηκε, με την έγκριση των Ρωμαίων , μεταξύ των γιων του, οι οποίοι ονομάστηκαν τετράρχες ως εξής:
- Αρχέλαος (4 π.Χ. – 6 μ.Χ. στην Ιουδαία, Σαμάρεια και Ιδουμαία)
- Ηρώδης Αντίπας (4 π.Χ. – 38 μ.Χ. στην Περαία και Γαλιλαία), δεύτερος σύζυγος Ηρωδιάδας, αποκεφαλιστής Ιωάννη
- Ηρώδης Φίλιππος Α΄(4 π.Χ. – 37 μ.Χ. στην Τραχωνίτιδα. Βαταναία, Αυρανίτιδα και Γαλανίτιδα) πρώτος σύζυγος Ηρωδιάδας, πατέρας Σαλώμης Β΄
- Λυσανίας (4 π.Χ. – ; στην Αβοληνή).
Από αυτούς μόνο ο Ηρώδης Φίλιππος διατήρησε το αξίωμα του σε όλη την διάρκεια της ζωής του . Ο Αρχέλαος αφού κατηγορήθηκε για κακοδιοίκηση, καθαιρέθηκε από τον Οκταβιανό το 6 μ.Χ. και τα εδάφη του ενσωματώθηκαν στην ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας, ενώ και ο Ηρώδης Αντίπας καθαιρέθηκε το 39 από τον Καλιγούλα.
Η ανασύσταση του βασιλείου ενοποιημένου, όπως την εποχή του Ηρώδη, έγινε πραγματικότητα από τον εγγονό του Ηρώδη Αγρίππα Α (37-44 μ.Χ.), ο όποιος έλαβε, αρχικά την Τετραρχία του θείου Ηρώδη Φιλίππου Α, όταν πέθανε το 37 μ.Χ και από το 41 τον βασιλικό τίτλο όλων των Τετραρχιών, μαζί με τα εδάφη που περιλαμβάνονταν στο παλαιό βασίλειο, από τους αυτοκράτορες Καλιγούλα και Κλαύδιο με τους οποίους ήταν προσωπικός φίλος (με τον δεύτερο είχε μεγαλώσει μαζί στην Ρώμη). Ήταν γιος του Αριστόβουλου, που δολοφονήθηκε από τον πατέρα του Ηρώδη τον Μέγα, και το όνομά του οφείλεται στον θαυμασμό που έτρεφε η οικογένειά του για τον στρατηγό του Αυγούστου Μ.Βιψάνιο Αγρίππα. Η βασιλεία του Ηρώδη Αγρίππα Α στο εκτεταμένο αυτό βασίλειο, άλλοτε φιλοιουδαϊκή, όταν απευθύνονταν στους Ιουδαίους και άλλοτε φιλελληνική, όταν απευθύνονταν στους μη–Ιουδαίους, υπήρξε συνετή και φωτισμένη αλλά σύντομη. Κέρδισε την συμπάθεια των Ιουδαίων δείχνοντας σεβασμό στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις (όταν άρχισε να οικοδομεί ένα τείχος για να προστατεύσει την Ιερουσαλήμ και όταν έβαλε τους φρουρούς του Ναού να καταδιώκουν μη Ιουδαίους οι οποίοι εισέρχονταν σε απαγορευμένους χώρους) και δημαγωγώντας (όπως έγινε στην περίπτωση που δέχθηκε τους πρεσβευτές των πόλεων της Τύρου και της Σίδωνας που είχαν κάποια αντιδικία μαζί του). Ταυτόχρονα στους Έλληνες εμφανίζονταν ως φιλέλληνας ιδρύοντας ανάκτορα, θέατρα και αμφιθέατρα και προσφέροντας θεάματα, ενώ έκοψε νομίσματα με την μορφή του ή με την μορφή του Κλαύδιου, ενώ υπάκουσε στους Ρωμαίους όταν τού ζήτησαν να σταματήσει τις εργασίες ανέγερσης του τείχους. Πέθανε αιφνίδια το 44 κατά την διάρκεια κάποιων αγώνων στην Καισάρεια αφήνοντας ως διάδοχο έναν ανήλικο γιο. Έτσι τα εδάφη του βασιλείου του πέρασαν στην ρωμαϊκή διοίκηση.
Ο αδελφός του Αγρίππα, Ηρώδης Ε (46-48) έλαβε ύστερα από παράκληση του Αγρίππα προς τον Κλαύδιο το τίτλο του βασιλιά της Χαλκίδας του Λιβάνου μαζί με τα αντίστοιχα εδάφη (41) τον οποίο διατήρησε ως το θάνατό του (48). Ο γιος του Ηρώδη Αγρίππα, Ηρώδης Αγρίππας Β’ (50-92) πήρε το 50 τον βασιλικό τίτλο και τα εδάφη της Χαλκίδας τα οποία διατήρησε ως το 53, οπότε ο Κλαύδιος του αφαίρεσε αυτά τα εδάφη και του παραχώρησε σε αντάλλαγμα την πρώην τετραρχία του Ηρώδη Φιλίππου και την Αβιλινή, ενώ τα εδάφη και τον τίτλο του βασιλιά της Χαλκίδας έλαβε ο γιος του Ηρώδη Ε Αριστόβουλος (ο οποίος διορίστηκε από τους Ρωμαίους και βασιλιάς της Μικρής Αρμενίας) τα οποία διατήρησε μέχρι τουλάχιστον το 73. Ο νέος αυτοκράτορας Νέρων πρόσθεσε στο βασίλειο του Ηρώδη Αγρίππα Β σημαντικά τμήματα των περιοχών της Περαίας και της Γαλιλαίας (μεταξύ των οποίων και την Τιβεριάδα).. Για να δείξει την ευγνωμοσύνη του ο Ηρώδης Αγρίππας Β μετονόμασε την πρωτεύουσα του, την Καισαρεία Φιλίππου σε Νερωνιάδα, ενώ τον μεγάλο ναό της πόλης, όπου τελούνταν η λατρεία του Αυγούστου τον αφιέρωσε στην λατρεία του Νέρωνα (61). Ο Ηρώδης Αγρίππας Β ήταν για τον λαό του μισητός και αδιάφορος για τα θρησκευτικά ζητήματα, αλλά και τελείως αδύναμος πολιτικά, καθώς η εξωτερική του πολιτική ακολουθούσε κατά γράμμα την ρωμαϊκή. Η αδελφή του Βερενίκη ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της ήρθε να μείνει μαζί του και παντρεύτηκε τελικά το 64 τον βασιλέα Πολέμωνα του Πόντου τον οποίο εγκατέλειψε για να επιστρέψει λίγο αργότερα στον αδελφό της. Ο Ηρώδης Αγρίππας υπήρξε πιστός συνεργάτης των Ρωμαίων και πολέμησε μαζί τους κατά την διάρκεια του Πρώτου Ιουδαϊκού πολέμου, ενώ συμμετείχε στους ρωμαϊκούς θριάμβους που ακολούθησαν την λήξη του. Πέθανε το 92( ή κατ’ άλλους το 100) χωρίς απογόνους.
ε. Η Ρωμαϊκή Επαρχία της Ιουδαίας
Η περιοχή της Ιουδαίας εντάχθηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας, το 6 μ.Χ. μετά την καθαίρεση και εξορία του εθνάρχη Αρχέλαου γιου του Ηρώδη του Μεγάλου από τον Αύγουστο Οκταβιανό.
Οι ρωμαϊκές αρχές εγκαταστάθηκαν στην παραθαλάσσια Καισάρεια. Πρώτος Επίτροπος (με τίτλο praefectus,κυβερνήτης) στην Ιουδαία διορίστηκε ο Κωπώνιος (6-9 μ.Χ.). Ο έπαρχος της Συρίας Κυρήνιος αποφάσισε εκείνο το έτος (6 μ.Χ.) να διενεργήσει απογραφή. Εξαιτίας της απογραφής ξέσπασε μια εξέγερση στην Γαλιλαία με επικεφαλής τον Ιούδα από την Γάμαλα τον επονομαζόμενο Γαλιλαίο (γιο του Εζεκία, ιδρυτή του κινήματος των Ζηλωτών, που το 43 π.Χ. είχε επιχειρήσει ανάλογη εξέγερση), επικεφαλής του νεοεμφανιζόμενου κινήματος των Ζηλωτών, και κάποιον Φαρισαίο που ονομάζονταν Σαδδόκ. Οι Ζηλωτές συνετρίβησαν. Οι Ρωμαίοι κατέπνιξαν την εξέγερση και σκότωσαν τους αρχηγούς τους, οι επαναστάτες όμως είχαν κερδίσει την συμπάθεια της κοινής γνώμης.
Ο Κωπώνιος παρέμεινε στο αξίωμα του έως το έτος 9 οπότε ανακλήθηκε και τον αντικατέστησε ο Μάρκος Αμπίβουλος (9-12 μ.Χ.), ο οποίος αντικαταστάθηκε το έτος 12 από τον Άννιο Ρούφο (12-15). Ο Ρούφος αντικαταστάθηκε το έτος 15 από τον Βαλέριο Γράτο (15-26), που το 26 αντικαταστάθηκε από τον Τιβέριο Πόντιο Πιλάτο (26-36). Ο Πιλάτος από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην Ιερουσαλήμ προκάλεσε αντιδράσεις, διότι ανάρτησε μέσα στην πόλη τις εικόνες του Καίσαρα Τιβέριου. Το πλήθος θεώρησε τις εικόνες είδωλα και διαμαρτυρήθηκε έντονα αλλά ειρηνικά. Κάποια στιγμή απειλήθηκε σφαγή. Τελικά ο Πιλάτος υποχώρησε και απέσυρε τις εικόνες. Λίγο καιρό αργότερα δανείστηκε χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του Ναού για να επισκευάσει ένα υδραγωγείο. Όταν το πλήθος αντέδρασε έβαλε μεταμφιεσμένους στρατιώτες να ξυλοκοπήσουν το πλήθος με ρόπαλα προκαλώντας πολλά θύματα. Επίσης κάποια στιγμή έβαλε να δολοφονήσουν κάποιους Γαλιλαίους που θορυβούσαν μέσα στον περίβολο του Ναού και διέταξε να αναμειχθεί των αίμα τους με αυτό που έρρεε από τις θυσίες. H διακυβέρνηση του Πιλάτου εξακολουθούσε να δημιουργεί τριβές στην Ιουδαία. Το έτος 36 εμφανίστηκε ένας προφήτης στην Σαμάρεια ο οποίος διέδιδε ότι στο όρος Γαριζείν υπήρχε θαμμένο το σκήνωμα του Μωυσή μαζί με άλλα λειτουργικά αντικείμενα που χρησιμοποιούσε. Η πληροφορία έφτασε στις ρωμαϊκές αρχές και ο Πιλάτος κινητοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε. Σύντομα σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία ο προφήτης αυτός συγκέντρωσε αρκετές χιλιάδες ανθρώπους. Από τους πρόποδες του βουνού ξεκίνησαν όλοι αυτοί μια πορεία προς την κορυφή του. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες που ενέδρευαν στην κορυφή και στις γύρω περιοχές ακολουθώντας διαταγή του Πιλάτου τους επιτέθηκαν. Η σφαγή που έγινε ήταν μεγάλη και το γεγονός προκάλεσε αναταραχή. Οι ειδήσεις αυτές έφτασαν στον έπαρχο της Συρίας Λεύκιο Ουιτέλλιο. Ο Ουιτέλλιος ενημέρωσε τον Τιβέριο. Ο Πόντιος Πιλάτος ανακλήθηκε στην Ρώμη και εξορίστηκε.
Στην θέση του τοποθετήθηκε ο Μάρκελλος (36-37)] Το ίδιο έτος επίσης ο Ιωνάθαν γιος του Άννα διαδέχθηκε τον Καϊάφα στο αρχιερατικό αξίωμα. Ο αναβρασμός μεταξύ των Ιουδαίων έγινε εντονότερος ύστερα από τις αποφάσεις του νέου Αυγούστου Γάιου Καλιγούλα, ο οποίος τον Οκτώβριο του έτους 37 έπαθε μια σοβαρή νευρική κρίση. Η διακυβέρνηση του η οποία ήταν πριν από αυτό το γεγονός ασταθής λόγω των ελαττωμάτων του χαρακτήρα του και της επιπολαιότητας του έγινε από εκείνο το σημείο και έπειτα παρανοϊκή. Στην Αλεξάνδρεια έγιναν ταραχές που εξελίχθηκαν σε διωγμό των Ιουδαίων τον Αύγουστο του 38. Οι βιαιότητες αυτές συνδέθηκαν με την άσκηση της αυτοκρατορικής λατρείας στις ιουδαϊκές συναγωγές. Ελλήνες και Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας, έστειλαν πρεσβείες στην Ρώμη. Η ιουδαϊκή πρεσβεία με επικεφαλής τον Φίλωνα επιχείρησε να αποκαταστήσει τα προνόμια που είχαν οι Ιουδαίοι της πόλης πριν ξεσπάσουν οι βιαιότητες. Η πρεσβεία έφτασε στην Ρώμη στις αρχές του 40 και έγινε δεκτή με ειρωνικά σχόλια και χλεύη. Όχι μόνο δεν πέτυχε τον σκοπό της αλλά ο Καλιγούλας λόγω της κατάστασης της υγείας του επικεντρώθηκε στο ζήτημα της άρνησης των Ιουδαίων να ασκήσουν την αυτοκρατορική λατρεία και με μια εξωφρενική απόφαση του, ζητούσε να εγκατασταθεί ένα κολοσσιαίο άγαλμα του μέσα στον Ναό την ώρα που νέες ταραχές ξεσπούσαν στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στην Ιαμνεία στην Ιουδαία. Ο έπαρχος της Συρίας Πόπλιος Πετρώνιος διατάχθηκε να εκτελέσει την απόφαση. Ο Πόπλιος Πετρώνιος ήταν ένας σοβαρός και διορατικός αξιωματούχος. Όταν έφτασε στην Τιβεριάδα συναντήθηκε με πολλούς Ιουδαίους ιδιωτικά και δημόσια. Όλοι οι Ιουδαίοι του δήλωσαν ότι ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να δεχθούν την απόφαση του αυτοκράτορα. Μοναδική παραχώρηση που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τελούν θυσία στον Ναό δυο φορές την ημέρα υπέρ του Καίσαρα. Έμαθε επίσης ότι ο αναβρασμός είχε ήδη επεκταθεί και στα κατωτέρα στρώματα του πληθυσμού (γεωργούς, αγρότες) οι οποίοι σχεδίαζαν να κινηθούν δυναμικά. Με τον κίνδυνο της εμφάνισης λιμού και ύστερα από την αποφασιστική αντίδραση που συνάντησε ο Ρωμαίος έπαρχος κατάλαβε πολύ καλά πως η χώρα βρίσκονταν στα πρόθυρα της έκρηξης. Έτσι φέρθηκε διπλωματικά και άρχισε να χρονοτριβεί όχι χωρίς κίνδυνο για την ζωή του. Τελικά η τύχη τον βοήθησε. Ο Καλιγούλας δολοφονήθηκε (στα τέλη του Ιανουαρίου του έτους 41). Ο ευνοούμενος του Καλιγούλα Ηρώδης Αγρίππας Α, στον οποίο ο Ρωμαίος αυτοκράτορας είχε παραχωρήσει τον βασιλικό τίτλο και τις τετραρχίες του Φιλίππου και του Ηρώδη Αντίπα το 37 και το 39 αντίστοιχα και βρίσκονταν στην Ρώμη την εποχή εκείνη προσπάθησε και αυτός να πείσει τον αυτοκράτορα να μην επιμείνει στην απόφασή του. Τον Καλιγούλα διαδέχθηκε ο θείος του Κλαύδιος. Ο Ηρώδης Αγρίππας Α συμμετείχε στις παρασκηνιακές διαδικασίες αποδοχής του Κλαυδίου από την Σύγκλητο, καθώς ήταν παιδικός φίλος του νέου αυτοκράτορα. Έτσι εκείνος του παραχώρησε τις περιοχές της Παλαιστίνης που βρίσκονταν υπό ρωμαϊκό έλεγχο και την περιοχή της Αβιλινής (41). Ο νέος επίτροπος Μάρουλλος (37-41) που είχε αντικαταστήσει τον Μάρκελλο το έτος 37 εγκατέλειψε την περιοχή.[5]
Η ανασύσταση ενός βασίλειου παρόμοιου σε μέγεθος με αυτό του Ηρώδη του Μεγάλου ήταν γεγονός. Ο Ηρώδης Αγρίππας Α (37-44) πέτυχε επίσης να παραχωρηθεί στον αδελφό του Ηρώδη Ε η περιοχή της Χάλκιδος του Λιβάνου και το αξίωμα του βασιλιά (το 41). Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του έδειξε σύνεση και διπλωματικότητα, αλλά πέθανε το 44 από φυσικό θάνατο αφήνοντας ως διάδοχο έναν γιο που βρίσκονταν σε πολύ νεαρή ηλικία και τρεις θυγατέρες την Βερενίκη, την Μαριάμ και την Δρούσιλλα. Έτσι ο Κλαύδιος έθεσε πάλι τα εδάφη του βασιλείου του υπό ρωμαϊκή διοίκηση και ο νεαρός ομώνυμος γιος του Αγρίππα μεταφέρθηκε στην Ρώμη. Ο Ηρώδης Ε (44-48) της Χαλκίδος ανέλαβε την επιμέλεια του Ναού και το δικαίωμα να διορίζει αρχιερείς. Παντρεύτηκε την ανιψιά του Βερενίκη αλλά πέθανε λίγα χρόνια αργότερα το 48.
Ο Ηρώδης Αγρίππας Β (50-92) πήρε το 50 τα εδάφη που κυβερνούσε ο θείος του και τον βασιλικό τίτλο, ουσιαστικά όμως δεν είχε καμία πολιτική ισχύ, αφού το 44 μ.Χ. ο Κούσπιος Φάδος διορίστηκε στην θέση του Επιτρόπου (με τον τίτλο του procurator, αντεπίτροπος). Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε στην Ιουδαία ένας προφήτης που ονομάζονταν Θευδάς (Todah, Θαδαίος, ίσως ο Θωμάς των Ευαγγελίων), ο οποίος διακήρυξε στο πλήθος ότι αν τον ακολουθούσαν ως τον ποταμό Ιορδάνη τα νερά του ποταμού θα άνοιγαν με θαυματουργό τρόπο σημαίνοντας μια δεύτερη Έξοδο και μια νέα εποχή ελευθερίας. Όταν συγκέντρωσε αρκετούς οπαδούς αποφάσισε να πραγματοποιήσει το εγχείρημα του. Ο Κούσπιος Φάδος όμως έχοντας ειδοποιηθεί για το εγχείρημα έστειλε ένα απόσπασμα ιππικού εναντίον του. Το πλήθος που συνόδευε τον Θευδά κατασφάχθηκε και ο ίδιος αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του παραδόθηκε στον επίτροπο.
Ο Κούσπιος Φάδος αντικαταστάθηκε το 46 από τον Τιβέριο Ιούλιο Αλέξανδρο (46-48). Κατά την διάρκεια της αρχής του Αλέξανδρου προκλήθηκαν πολλά θύματα από έναν λιμό που έπληξε την Ιουδαία την εποχή εκείνη. Εξαιτίας του λιμού ξέσπασαν εξεγέρσεις Ζηλωτών υπό την ηγεσία των γιων του Ιούδα του Γαλιλαίου Ιακώβου και Σίμωνα (που κάποιοι μελετητές ταυτίζουν με τους αποστόλους Ιάκωβο «αδελφόθεο» και Σίμωνα – Πέτρο, που, ως επικεφαλής της Οργάνωσής του, συνέχισαν το έργο του Ιησού). Ο Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος τις κατέστειλε προκαλώντας πολλά θύματα ενώ οι γιοι του Ιούδα συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε σταυρικό θάνατο.
Ο Βεντίδιος Κουμανός (48-50) διαδέχθηκε τον Τιβέριο Αλέξανδρο το 48 στο αξίωμα του επιτρόπου. Η βία στην περιοχή εντάθηκε. Κατά την διάρκεια της εορτής κάποιου Πάσχα ξέσπασαν επεισόδια στο Ναό μεταξύ των Ρωμαίων φρουρών και των προσκυνητών και εξαιτίας του πανικού που δημιουργήθηκε χιλιάδες Ιουδαίων ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου. Λίγο αργότερα η επίθεση και η καταλήστευση ενός δούλου του Αυγούστου που ονομάζονταν Στέφανος προκάλεσε πράξεις αντεκδίκησης και αναταραχή. Τα πιο σημαντικά έκτροπα όμως έγιναν γύρω στο 50 όταν ένας Ιουδαίος που πήγαινε από τη Γαλιλαία στην Σαμάρεια δολοφονήθηκε από Σαμαρείτες στο χωριό Γήμα της Γαλιλαίας. Οι Γαλιλαίοι ζήτησαν από τον Κουμανό να έρθει στην Γαλιλαία για να επιληφθεί της υπόθεσης εκείνος όμως τους αγνόησε. Όταν μαθεύτηκαν αυτά στην Ιουδαία αρκετοί θερμόαιμοι με επικεφαλής κάποιον Ελεάζαρο του Δικαίου (Eleazar Bar Hadin, ίσως ο Λάζαρος των Ευαγγελίων, επικεφαλής της Οργάνωσης του Ιησού, μετά τους Ιάκωβο και Σίμωνα-Πέτρο) επιτέθηκαν στην περιοχή της Σαμάρειας που ονομάζονταν Ακραβατηνή και προκάλεσαν πολλά θύματα και καταστροφές. Ο Κουμανός έστειλε ιππείς από την Καισαρεία που σκότωσαν πολλούς από τους επιδρομείς προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη. Οι ιερείς του Ναού με επικεφαλής τον αρχιερέα Ιωνάθαν αδελφό και διάδοχο του Άννα κατάφεραν να συγκρατήσουν τους υπόλοιπους θερμόαιμους πριν συγκρουστούν με τους Ρωμαίους.Οι Σαμαρείτες έστειλαν πρέσβεις στον έπαρχο της Συρίας Γάιο Ουμίδιο Κουαρδάτο που βρίσκονταν στην Τύρο ζητώντας του να τιμωρήσει τους υπεύθυνους για τις ταραχές. Το ίδιο έκαναν και οι Ιουδαίοι οι οποίοι έστειλαν τον αρχιερέα Ιωνάθαν και άλλους πρέσβεις. Ο έπαρχος ήρθε στην Καισάρεια. Εκεί σταύρωσε μερικούς από αυτούς που είχε συλλάβει το ιππικό του Κουμανού και κατόπιν πήγε στην Λύδδα όπου συναντήθηκε με τους Σαμαρείτες. Εκεί ζήτησε από τους Ιουδαίους να συλλάβουν ορισμένα άτομα. Οι συλληφθέντες που θεωρήθηκαν ταραχοποιοί παραδόθηκαν στον έπαρχο και αποκεφαλίστηκαν. Κατόπιν έστειλε πρεσβείες και των δυο μερών (Ιουδαίων και Σαμαρειτών) στον Κλαύδιο μαζί με τον Κουμανό και έναν χιλίαρχο που ονομαζόταν Κέλερος προκειμένου να αποφασίσει αυτός για την υπόθεση. Έπειτα γύρισε στην Αντιόχεια.
Ο Κλαύδιος δικαίωσε τους Ιουδαίους. Ο Κουμανός εξορίστηκε και την θέση του πήρε ο Μάρκος Αντώνιος Φήλιξ (50-59, αδελφός του Πάλλαντα, συνεργάτη του αυτοκράτορα Κλαύδιου), ενώ ο χιλίαρχος Κέλερος κρίθηκε ένοχος παραδόθηκε στους Ιουδαίους και απαγχονίστηκε. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε μια νέα ακραία τάση μεταξύ των Ιουδαίων οι Σικάριοι, που προέκυψε από την συνεργασία των ακραίων Ζηλωτών με ληστές και μαχαιροβγάλτες. Οι Σικάριοι αναμειγνύονταν μέσα στα πλήθη και χτυπούσαν όσους θεωρούσαν εχθρούς τους είτε Ρωμαίους είτε Ιουδαίους χρησιμοποιώντας ένα εγχειρίδιο (στα λατινικά sicar) από το οποίο πήραν το όνομα τους. Κατόπιν εξαφανίζονταν στο πλήθος. Έτσι σκότωσαν τον αρχιερέα Ιωνάθαν, τον οποίο διαδέχθηκε ο Ισμαήλ γιος του Φαβεί. Ταυτόχρονα άρχισαν να εμφανίζονται όλο και περισσότεροι ευφάνταστοι προφήτες και Μεσσίες. Ένας από αυτούς ο οποίος ονομαζόταν «Αιγύπτιος» συγκέντρωσε 3.000 οπαδούς και επιχείρησε να φτάσει στο όρος των Ελαιών με σκοπό να επιτεθεί κατόπιν στην Ιερουσαλήμ. Ο Φήλιξ πληροφορήθηκε το σχέδιο και έστειλε στρατό εναντίον του Αιγυπτίου και των οπαδών του. Οι στρατιώτες τους κατέσφαξαν. Το κλίμα τρομοκρατίας είχε εξαπλωθεί σε όλη την χώρα. Τα ακραία στοιχεία σχημάτιζαν συμμορίες που λυμαίνονταν τις πόλεις και την ύπαιθρο. Στην Καισάρεια την έδρα του έπαρχου ξέσπασαν ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Ιουδαίων κατοίκων για ασήμαντους λόγους. Αφού χύθηκε πολύ αίμα ο Φήλιξ έστειλε πρεσβείες και των δυο πλευρών στην Ρώμη προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα.
Ο Φήλιξ αντικαταστάθηκε το 59 από τον Πόρκιο Φήστο (59-62), ο οποίος προσπάθησε να αναχαιτίσει το κλίμα της τρομοκρατίας μέχρι το θάνατο του το 62 οπότε αντικαταστάθηκε από τον Λεύκιο Αλβίνο (62-64). Ο Αλβίνος δεν είχε ακόμη αφιχθεί στην Ιουδαία όταν ξέσπασε μια νέα κρίση επειδή ο νέος αρχιερέας Ανανίας γιος του Ανανία εκτέλεσε με λιθοβολισμό τον Ιάκωβο αδελφό του Ιησού (που κάποιοι ταυτίζουν με τον απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου) και άλλους πολίτες. Ο Αλβίνος καθαίρεσε τον αρχιερέα, αλλά, αντί να προσπαθήσει να σταματήσει την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε την αναζωπύρωσε τελικά λόγω της αρπακτικότητας του. Προκειμένου να αποκομίσει χρήματα δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο ακόμη και να συνεργαστεί μυστικά και με τις συμμορίες των ληστών που λυμαίνονταν τις πόλεις.
Ο Αλβίνος αντικαταστάθηκε το 64 από τον Γέσσιο Φλώρο (64-66), η διακυβέρνηση του οποίου προκάλεσε γενικευμένη εξέγερση που τελικά κατέληξε σε πόλεμο μεταξύ των Ιουδαίων και της Ρώμης (Πρώτος Ιουδαϊκός Πόλεμος, 66-70), κατά τον οποίο επικεφαλής της εξέγερσης των Ιουδαίων ήταν ο Ζηλωτής Μεναχέμ (ή Μαναήν γιος του προαναφερθέντος Ελεάζαρου, ο οποίος το 50-51 είχε επιχειρήσει ανάλογη εξέγερση). Διάδοχος του Φλώρου και τελευταίος επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Μάρκος Αντώνιος Ιουλιανός (66-70), ο όποιος συμμετείχε στο πολεμικό συμβούλιο που πραγματοποίησε ο Τίτος (γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και μετέπειτα αυτοκράτορας και ο ίδιος) κατά την τελευταία φάση των επιχειρήσεων για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ (τέλη Αύγουστου του 70) στο οποίο αποφασίστηκε να διασωθεί ο Ναός από την καταστροφή με κάθε τρόπο, πράγμα που τελικά δεν συνέβη.
Ο πόλεμος μετέτρεψε την Ιουδαία σε Ρωμαϊκή Επαρχία επικεφαλής της οποίας τοποθετούνταν αξιωματούχοι με τον βαθμό του Πρεσβευτή (λεγάτου). Πρώτος κυβερνήτης της Ιουδαίας, με τη νέα αυτή μορφή, ήταν ο Σέξτος Κερεάλιος Ουετιλιανός, που τον διαδέχτηκε το καλοκαίρι του (71) ο Λουκίλιος Βάσσος (ο οποίος κατείχε όπως και ο προκάτοχος του το αξίωμα του πρεσβευτή). Ο Λουκίλιος Βάσσος είχε υπό τις διαταγές του τον Λαβέριο Μάξιμο που είχε τον βαθμό του Επιτρόπου, ενώ, πρίν αναλάβει το αξίωμα του ήταν διοικητής των στόλων του Μισήνου και της Ραβέννας επί αυτοκράτορα Βιτέλλιου. Κατόπιν αποστάτησε προς την παράταξη του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, παραμένοντας στην θέση που κατείχε ως τον Απρίλιο του 71. Κατέκτησε τα οχυρά του Ηρωδείου και του Μαχαιρούντα και πέθανε κατά την διάρκεια της θητείας του. Τον διαδέχτηκε ο Φλάβιος Σίλβας (τέλη 72 με αρχές 73) ο οποίος κυρίευσε το οχυρό της Μασάντα και έθεσε τέλος στον πόλεμο.
Στη συνέχεια Έπαρχοι της Ιουδαίας διατέλεσαν οι Κειώνιος Κόμμοδος (75 ή 76, ο οποίος αναφέρεται με τον βαθμό του πρεσβευτού Σεβαστού αντιστρατήγου), Σαλβιδήνος (περίπου το 80), Πομπήιος Λογγίνος (το 86, ο οποίος θεωρείται ότι είναι ταυτόσημος με τον αξιωματούχο που ανέλαβε τα αξιώματα του υπάτου το 90, του πρεσβευτή της Ανω Μυσίας το 93 και της Παννονίας το 98), Ερμητίδιος Καμπανός (το 93), Τίβεριος Κλάυδιος Αττικός Ηρώδης (99-103 , ο οποίος θεωρείται λογικά ότι ήταν ο πατέρας του Ηρώδη Αττικού του πιο σπουδαίου από τους ρήτορες της Δεύτερης Σοφιστικής στην Αθήνα), Ιουλιος Κουαρδάτος Βάσσος (103-105, ο οποίος πριν καταλάβει το αξίωμα αυτό ήταν ταμίας στην επαρχία Κρήτης- Κυρηναϊκής και διοικητής λεγεώνας ενώ ύστερα από την θητεία του στην επαρχία έγινε ύπατος το 105, συμμετείχε στον Δεύτερο Δακικό πόλεμο, έγινε πρεσβευτής στην Γαλατία –Καππαδοκία και την Συρία το 114 με 116 και στην Δακία στην αρχή της ηγεμονίας του Αδριανού) και Πομπήιος Φάλκων (105-108). Ο Αττικός και ο Φάλκων φέρουν σύμφωνα με τις πηγές τον τίτλο του "υπατικού", ενώ ο Πομπήιος Φάλκων ήταν ταυτόχρονα και διοικητής της 10ης λεγεώνας που ήταν στρατοπεδευμένη στην Ιουδαία. Eπόμενος έπαρχος ήταν ο Τιβεριανός (114) που τον διαδέχτηκε ο Λούσιος Κυήτος, ο οποίος κατέστειλε τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις στην Μεσοποταμία και την Ιουδαία κατά τον Δεύτερο Ιουδαϊκό Πόλεμο (115-117 μ.Χ.), στον οποίο ηγέτης των Ιουδαίων ήταν οι Ζηλωτές αρχικά Συμεών Μπαρ Κλεόφα και στη συνέχεια Λουκούας (Lucuas). Ύστερα από τον Λούσιο Κυήτο την ηγεσία της επαρχίας ανέλαβαν διαδοχικά οι Τίνειος Ρούφος και Σέξτος Ιούλιος Σεβήρος, που και οι δύο έδρασαν κατά την διάρκεια του Τρίτου Ιουδαϊκού Πολέμου (131-135 μ.Χ.) στον οποίο ηγέτης των Ιουδαίων ήταν ο Συμεών Μπαρ Κοχμπά, ενώ αρχιερέας ήταν ο Ακίμπα του Ιωσήφ. Ο Σεβήρος που έθεσε τέλος στον πόλεμο έφερε τον τίτλο "legatus pro praetore provinciae Judea" (πρεσβευτής αντιστράτηγος της επαρχίας της Ιουδαίας). Παρέμεινε στην περιοχή ως κυβερνήτης έως το 137, όποτε ανέλαβε την διοίκηση της επαρχίας της Συρίας. Μετά τον τρίτο πόλεμο ο αυτοκράτορας Αδριανός έδωσε στην επαρχία το όνομα Συρία-Παλαιστίνη.
στ. Η Ρωμαϊκή Επαρχία της Συρίας –Παλαιστίνης
Η Επαρχία της Συρίας–Παλαιστίνης δημιουργήθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό μετά το τέλος του Τρίτου Ιουδαϊκού Πολέμου (135). Το μεγαλύτερο μέρος του ιουδαϊκού λαού, μετά την εκδίωξη του από την Ιουδαία, εγκαταστάθηκε στην Γαλιλαία. Αναδείχθηκε ένας πατριάρχης για να εκπροσωπεί το ιουδαϊκό έθνος ο οποίος έδρευε στην Τιβεριάδα και περιστοιχιζόταν από ένα Συνέδριο νομοδιδασκάλων. Κατά την εποχή των Σεβήρων οι πειθαρχικές εξουσίες των πατριαρχών ενισχύθηκαν. Οι πόλεις της Ιουδαίας κατοικήθηκαν από μη Ιουδαίους (Εθνικούς) και άλλαξαν ονόματα (η Σεπφωρίς έγινε Διοκαισάρεια, η Λύδδα Διοσπολίς), ενώ ιδρύθηκαν και άλλες ρωμαϊκές αποικίες (Σεβαστή). Οι θρησκευτικές ελευθερίες των Ιουδαίων (δικαίωμα εξαίρεσης από την αυτοκρατορική λατρεία) αποκαταστάθηκαν, τα ιουδαϊκά δικαστήρια επανέλαβαν την λειτουργία τους και η εσωτερική αυτονομία των κοινοτήτων επανήλθε υπό την επίβλεψη του πατριάρχη της Τιβεριάδας. Οι Σαμαρείτες αντιμετωπίστηκαν από τους Ρωμαίους αυστηρά και ιδρύθηκε ένας ειδωλολατρικός ναός στο Όρος Γεριζίμ.
Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του διαδόχου του Αδριανού Αντωνίνου Πίου νέα αποτυχημένη εξέγερση εκδηλώθηκε στην επαρχία και τότε αυτή ενσωματώθηκε στην γειτονική επαρχία της Συρίας . Από την εποχή εκείνη έχει διασωθεί το όνομα του Επιτρόπου Κλαύδιου Πατέρνου Κλεμεντιανού, ο οποίος βρίσκονταν υπό τις διαταγές του κυβερνήτη της επαρχίας, χωρίς άλλα πιο συγκεκριμένα στοιχεία. Ο Αντωνίνος Ευσεβής επανέφερε σε ισχύ το έθιμο της περιτομής, όταν διαπίστωσε ότι η απαγόρευσή του μπορεί να έχει πολύ επικίνδυνα αποτελέσματα για την περιοχή. Μετά το 155 την διοίκηση ανέλαβε ο Σέξτος Ιούλιος Σεβήρος ομώνυμος γιος του στρατηγού του Τρίτου Ιουδαϊκού Πολέμου. Εκτός από την θητεία του στην διοίκηση δυο λεγεώνων ο Ιούλιος Σεβήρος δεν είχε άλλη προηγούμενη διοικητική εμπειρία. Γνωρίζουμε επίσης ότι ύστερα από την θητεία του στην Παλαιστίνη συμμετείχε στο επιτελείο του συναυτοκράτορα του Μάρκου Αυρήλιου Λεύκιου Βέρου κατά τον Παρθικό πόλεμο του 163-164.
Όταν την αυτοκρατορική εξουσία ανέλαβε ο Μάρκος Αυρήλιος η επαρχία ενσωματώθηκε και πάλι σε αυτήν της Συρίας. Την εποχή εκείνη κυβερνήτης της επαρχίας της Συρίας ήταν ο Μάρκος Κορνήλιος.
Ο Αττίδιος Κομελιανός ανέλαβε την διοίκηση της επαρχίας της Συρίας από το 160 έως το 162. Επόμενος διοικητής ήταν ο Ιούλιος Κόμμοδος Ορφιτιανός, πρώην διοικητής της Θράκης και της Αφρικής, ύπατος το 160 και επίτροπος δημοσίων έργων (Curator operum publicorum) το 161-162. Στην διοίκηση της επαρχίας παρέμεινε έως το 163. Ο Φλάβιος Βοηθός ήταν ο επόμενος κυβερνήτης της επαρχίας που ονομάστηκε πάλι Συρία-Παλαιστινη (κυβερνήτης της γειτονικής επαρχίας της Συρίας ήταν από το 164 ο Αβίδιος Κάσσιος ο οποίος προσπάθησε αποτυχημένα να σφετεριστεί την αυτοκρατορική εξουσία το 175). Ο Βοηθός ήταν φίλος του γιατρού Γαληνού .Ανέλαβε το αξίωμα του κατά την πρώτη επίσκεψη του Γαληνού στην Ρώμη (162-166). Πέθανε κατά τη διάρκεια της θητείας του μετά την επιστροφή του Γαληνού στην Ιταλία (168), περίπου το 171. Επόμενος διοικητής της Συρίας–Παλαιστίνης ήταν ο Ερούκιος Κλάρος, που ανέλαβε το αξίωμα του μεταξύ του 170 (ήταν ύπατος την χρονιά εκείνη) και του θανάτου του Μάρκου Αυρήλιου (180). Είναι άγνωστη η σχέση του Ερούκιου Κλάρου με τον ομώνυμο στρατιωτικό που κατέλαβε την Σελεύκεια του Τίγρητος κατά την Παρθική εκστρατεία του Τραϊανού (115-117).
Ύστερα από την επικράτηση του ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος διαίρεσε την επαρχία της Συρίας σε Κοίλη Συρία και Συρία Φοινίκη επειδή ο πρώην διοικητής της Συρίας Πεσκέννιος Νίγρος είχε προσπαθήσει να καταλάβει ανεπιτυχώς την αυτοκρατορική εξουσία. Κατά την εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου αναφέρεται έπαρχος της Συρίας-Παλαιστίνης ο Αραβιανός (περίπου 196), ο οποίος αργότερα ανέλαβε το αξίωμα του ανθύπατου της Αφρικής. Ο πρεσβύτερος γιος του Σεβήρου και μελλοντικός αυτοκράτορας Καρακάλλας (το 200) κατείχε το αξίωμα του έπαρχου της Κοίλης Συρίας. Κατά πάσα πιθανότητα πραγματοποίησε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Ιουδαίων, επειδή σύμφωνα με κάποιες ασαφείς πληροφορίες, κέρδισε μια μάχη στην Συρία και η Σύγκλητος τον τίμησε δίνοντας του την άδεια να τελέσει έναν ιουδαϊκό θρίαμβο. την ίδια περίπου εποχή έπαρχος της Συρίας-Παλαιστίνης ήταν ο Ιούνιος Μάξιμος. Το αξίωμα του σύμφωνα με μια επιγραφή είναι «πρεσβευτής Αυγούστου και πρεσβευτής Χης λεγεώνας». Ανέλαβε την διοίκηση του από το 198-199 και την διατήρησε έως το 211-212. Ο Βαλέριος Βαλεριανός ήταν έπαρχος κατά την εποχή του Καρακάλλα. Αργότερα ανέλαβε το αξίωμα του κυβερνήτη της Μεσοποταμίας και Ορσοηνής (μεταξύ 214 και 240).
Στα επόμενα χρόνια ο Γάιος Φούριος Τιμησίθεος είχε τον βαθμό του ανθύπατου της Συρίας–Παλαιστίνης. Ήταν επίσης έπαρχος του πραιτωρίου (praefectus praetorio) και το 242 πραγματοποίησε για λογαριασμό του νεαρού αυτοκράτορα Μάρκου Αντώνιου Γορδιανού Γ μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Περσών η οποία τερματίστηκε άδοξα με την απροσδόκητη ασθένεια και τον θάνατο του. Επόμενος χρονολογικά, έπαρχος για τον οποίο υπάρχουν στοιχεία είναι ο Αχαιός (259-260). Η θητεία του άρχισε ύστερα από την αιχμαλωσία του αυτοκράτορα Βαλεριανού από τους Πέρσες την ίδια περίπου εποχή (260). Ο Αχαιός που είχε την εδρα του στην Καισάρεια αναφέρεται ως «δικαστής» . Η λέξη αυτή απόδιδει στα ελληνικά την λατινική iudex και σημαίνει πολιτικός διοικητής , σε αντιδιαστολή με τον στρατιωτικό που φέρει τον τίτλο dux ( «δούξ»).
Ο Διοκλητιανός το 296 αναδιοργάνωσε την επαρχία εντάσσοντας την στην διοίκηση Ανατολής(Dioeceses Oriens). Δημιούργησε καινούργιο φορολογικό σύστημα για την γη και αναμόρφωσε την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση. Ο στρατιωτικός διοικητής (dux) ανέλαβε την ευθύνη της ασφάλειας των ανατολικών και των νότιων συνόρων (limes). O πολιτικός διοικητής (consularis, υπατικός) διέθετε μόνο μια μικρή ομάδα στρατιωτών για τα διοικητικά του καθήκοντα. Κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Διοκλητιανού διοικητές της επαρχίας ανέλαβαν διαδοχικά οι Φλαβιανός, Ουρβανός και Φιρμιλιανός, οι οποίοι είχαν σχέση με τους διωγμούς που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας εναντίον της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Φλαβιανός μπορεί κατά πάσα πιθανότητα να ταυτιστεί με το έπαρχο της Ρώμης Ιούνιο Φλαβιανό ( 311-312). Κατείχε το αξίωμα του διοικητή το 303 και αντικαταστάθηκε από το Ουρβανό το 304, την εποχή που εκδόθηκε το τέταρτο διάταγμα εναντίον της χριστιανικής Εκκλησίας.Ο Ουρβανός έμεινε στην θέση αυτή έως το 307 «το πέμπτο έτος του διωγμού» που ξεκίνησε το Πάσχα του 303 (το οποίο θεωρείται ως πρώτο έτος), όποτε αντικαταστάθηκε από τον Φιρμιλιανό και κατόπιν εκτελέστηκε. Ο Φιρμιλιανός έμεινε στην θέση αυτή ένα χρόνο και αντικαταστάθηκε «το έκτο έτος του διωγμού». Και αυτός είχε την ίδια τύχη με τον προκάτοχο του.
Νέα ιουδαϊκή εξέγερση ξέσπασε το 351-352 κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Καίσαρα Κωνστάντιου Γάλλου. Ο μάγιστρος του πεζικού (magister peditum) Ουρσικινός την κατέστειλε το 352. Τον Μάρτιο του 362 ο νέος αυτοκράτορας Ιουλιανός έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί μέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που σχεδίαζε ανακήρυξε την ανεξιθρησκία. Κατόπιν κάλεσε τους Ιουδαίους να ασκήσουν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όταν αυτοί του απάντησαν ότι θυσίες μπορούν να προσφέρουν στον Θεό μόνο στον Ναό της Ιερουσαλήμ , εκείνος ανέθεσε στον συνεργάτη του Αλύπιο την ανοικοδόμηση του Ναού. Η κίνηση του Ιουλιανού είχε διπλό σκοπό θρησκευτικό και πολιτικό. Θρησκευτικό αφενός γιατί επιθυμούσε κάθε έθνος της αυτοκρατορίας να επιστρέψει στις πάτριες συνήθειες του και αφετέρου για να αποδείξει ότι η προφητεία του Ιησού για τον Ναό στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, που έλεγε: "ού μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ός ού μη καταλυθή" δεν θα επαληθεύονταν τελικά στην πορεία του χρόνου. Πολιτικό γιατί επιθυμούσε να έχει ένα σύμμαχο στο πλευρό του στην σύγκρουση του με τους Πέρσες, που όπως έβλεπε θα έρχονταν πολύ σύντομα. Το σχέδιο της ανοικοδόμησης του Ναού δεν προχώρησε.Όταν οι εργασίες ξεκίνησαν μια μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε προκαλώντας πολλά θύματα ανάμεσα στους εργάτες. Η πυρκαγιά ειπώθηκε ότι οφείλονταν σε μυστηριώδεις σφαίρες φωτιάς και οι χριστιανοί ιστορικοί της εποχής εκείνης έδωσαν την δέουσα προσοχή στο σημείο αυτό. Ο Ιουλιανός ο οποίος την στιγμή εκείνη προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον πόλεμο με τους Πέρσες το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να διατάξει την παύση των εργασιών.Το εγχείρημα της ανοικοδόμησης δεν επαναλήφθηκε καθώς ο Ιουλιανός τραυματίστηκε και πέθανε κατά την διάρκεια της εκστρατείας εναντίον των Περσών στα τέλη Ιουνίου του 363.
Το 390 επί της ηγεμονίας του Μεγάλου Θεοδοσίου η επαρχία διαιρέθηκε σε τρεις μικρότερες . Αυτές ήταν η Παλαιστίνη Πρώτη, (Palaestina Prima που περιλάμβανε την Ιουδαία την Περαία την Σαμάρεια και την μεσογειακή ακτή με έδρα την Καισάρεια), η Παλαιστίνη Δευτέρα (Palaestina Secunda που περιλάμβανε την Γαλιλαία, το κατώτερο τμήμα της κοιλάδας Ιεζραέλ, την περιοχή ανατολικά της Γαλιλαίας και το δυτικό τμήμα της πρώην Δεκάπολης με έδρα την Σκυθόπολη) και η Παλαιστίνη Τρίτη (Palaestina Tertia ή Παλαιστίνη Σαλουταρία, Palaestina Salutaris που περιλάμβανε τις περιοχές πέρα από το ποταμό Ιορδάνη, ανατολικά και νότια με πρωτεύουσα την Πέτρα στην χώρα των Ναβαταίων). Την στρατιωτική ευθύνη της περιοχής την είχε ένας αξιωματούχος που έφερε τον τίτλο του δούκα της Παλαιστίνης (dux Palaestinae).
Το 513 ο Ιουστινιανός αναβάθμισε τις αρμοδιότητες του διοικητή της Παλαιστίνης Α έναντι των δυο άλλων συναδέλφων του. Από το 614 έως το 618 η ρωμαϊκή διοίκηση διακόπηκε προσωρινά εξαιτίας της περσικής κατοχής και από το 635 και έπειτα μόνιμα εξαιτίας της αραβικής κατάκτησης.
Χριστιανισμός ονομάστηκε το θρησκευτικό σύστημα πίστης που αναγνωρίζει ως ιδρυτή, κεντρικό πρόσωπο και σημείο αναφοράς τον Ιησού Χριστό, το σύνολο της διδασκαλίας του οποίου παρουσιάζεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Σε αντίθεση με τις ανατολικές θρησκείες του Iνδουϊσμού, του Bουδισμού, του Kομφουκιανισμού και του Tαοϊσμού, που αποδέχονται την ιδέα του «Αιώνιου Νόμου του Κόσμου», ότι δηλαδή ο κόσμος είναι αιώνιος, χωρίς αρχή ή τέλος και ανανεώνεται ασταμάτητα ακολουθώντας μια διαδοχική εναλλαγή από εμφανίσεις και εξαφανίσεις, ο Xριστιανισμός, είναι μία από τις τρεις θρησκείες (οι άλλες δύο είναι ο Ιουδαϊσμός και ο Iσλαμισμός) που ασπάζονται την ιδέα της «Ιστορικής Αποκάλυψεως του Θεού» οι οποίες είναι ταυτόχρονα και μονοθεϊστικές, και για τις οποίες η χρονική έκταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη δημιουργία και στο τέλος του κόσμου, διαδραματίζεται μία φορά για πάντα και χωρίς δυνατή επανάληψη.
Ως μονοθεϊστική θρησκεία ο Χριστιανισμός δέχεται ένα Θεό, που δημιούργησε τον κόσμο εκ του μη όντος , υποδηλώνοντας έτσι τη διαφορετική ουσία του άκτιστου Θεού, από αυτήν του κτιστού δημιουργημένου από το Θεό κόσμου. Ταυτόχρονα όμως , ο Χριστιανισμός, ως θρησκεία εξ αποκαλύψεως, πρεσβεύει ότι, ο Θεός αποκαλύπτει στην πορεία της ιστορίας το τριαδικό του μυστήριο, δηλαδή την ύπαρξη ενός αλλά τρισυπόστατου Θεού (Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα). Αυτό το πρόβλημα της ενότητας της μίας θείας φύσης σε τρία Θεία Πρόσωπα αλλά και το Χριστολογικό δόγμα (το πρόβλημα της ένωσης μεταξύ της θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού Χριστού και της σχέσης του προς τον θεό Πατέρα), προκάλεσαν οξύτατες διαφωνίες μεταξύ των χριστιανών, και οδήγησαν στη διαμόρφωση διάφορων δοξασιών, όπως ο αρειανισμός, ο δοκητισμός, ο μονοφυσιτισμός, που χαρακτηρίζουν ιστορικά ολόκληρη την αρχαία περίοδο της Χριστανικής Εκκλησίας. Τελικά, το 451 μ.Χ. κατά τη Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η αιώνια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίστηκε και αποκρυσταλλώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως (λαμπρό μνημείο ελληνικού λόγου της εποχής εκείνης) ως εξής : Ο Τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί υπάρχει ένα αίτιο και μια ουσία· και είναι Τριαδικός κατά τις υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα των υποστάσεων. Έτσι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός ακτίστως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Οι ιδιότητες αυτές είναι μεταξύ τους αμεταβίβαστες και ακοινώνητες, δηλαδή δεν τις έχει κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από την Τριάδα.
Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την εσχατολογία, δηλαδή τη θεολογία σχετικά με το τέλος του χρόνου θεολογία, που προκύπτει από αυτήν την προαναφερθείσα γραμμική έννοια του χρόνου. Όμως η διαφοροποίηση τους έγκειται στον τρόπο με τον οποίο κατανοούν αυτό το θεμελιακό γεγονός. Ο Χριστιανισμός θεωρεί πως ο Μεσσίας για τον όποιο μίλησαν στο παρελθόν οι προφήτες που υπάρχουν και στον Ιουδαϊσμό, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τον οποίο θεωρούν θεάνθρωπο, δηλαδή τέλειο θεό και τέλειο άνθρωπο και όχι απλά πρόσωπο με εξαιρετικές ικανότητες. Επιπλέον, ο Χριστιανισμός πρεσβεύει δύο παρουσίες του Μεσσία: Η Πρώτη Παρουσία με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση, κατά τα πιστεύω των Χριστιανών ήδη πραγματοποιήθηκε, ενώ τη Δευτέρα Παρουσία θα ακολουθήσει η Κρίση της ανθρωπότητας και η αιώνια Βασιλεία του Θεού. Οι δύο άλλοι μονοθεϊσμοί, δέχονται μία μόνο παρουσία του Μεσσία που θα γίνει στο μέλλον, στα έσχατα της ιστορίας. Έτσι, η διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών είναι ότι οι πρώτοι περιμένουν ακόμα τον ερχομό του Μεσσία, ενώ οι δεύτεροι την επάνοδό του. Όσο για τον Ισλαμισμό, αναγνωρίζει τον Ιησού ως προφήτη, αλλά μένει αδιάφορος για τις έννοιες της Τριάδας και της Ενσάρκωσης, που αποτελούν βασικά στοιχεία της χριστιανικής αποκάλυψης.
Ορθά έχει επισημανθεί, ότι, ως σύστημα ηθικής σκέψης, ο Χριστιανισμός προέκυψε από συγκερασμό ενός πλήθους αλληλεπιδράσεων, με τις οποίες η ελληνική παράδοση αναμίχθηκε με αποκρυφικές ανατολικές δοξασίες, κυρίως αιγυπτιακής, συριακής και περσικής προέλευσης. Η πίστη στη ζωή μετά θάνατο π.χ. είναι παμπάλαια, υπήρχε στις θρησκευτικές αντιλήψεις των Αιγυπτίων, από τους οποίους τις κληρονόμησαν οι Έλληνες, ενώ ιδεολογήματα όπως οι άγγελοι, το τέλος του κόσμου, η τελική κρίση, η ανάσταση και ο παράδεισος με την κόλαση φαίνεται ότι διαμορφώθηκαν από αντίστοιχες αρχές του Ζωροαστρισμού. Αφορισμοί που περιλαμβάνουν την έννοια του Λόγου, αποτελούν εμφανή προσπάθεια ενσωμάτωσης θεμελιωδών στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφίας της εποχής (και ιδιαίτερα του νεοπλατωνισμού και του στωικισμού), οι τελετουργίες της ανάστασης έχουν σχέση με αντίστοιχες λατρευτικές συνήθειες του Άδωνη στην ελληνιστική Συρία, ενώ οι πρακτικές άσκησης των χριστιανικών μυστηρίων, όπως ειδικά η μετάληψη και η θεία κοινωνία, έχουν άμεση καταγωγή από τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Ιδιαίτερη αξία έχει η, καταγόμενη άμεσα από τον ελληνικό κόσμο, ανάδειξη, στα Βυζαντινά χρόνια, της «θεομήτορος» και «θεοτόκου» Παναγίας σε «θεά μητέρα» σε θέση ισάξια με τον «υιό», δίπλα στον «πατέρα – θεό», με ένα τρόπο που ουσιαστικά θεοποίησε το πρώτιστο θεμέλιο της μέχρι τότε κοινωνικής ζωής, την οικογένεια. Η εξέλιξη αυτή κατέστησε τον χριστιανισμό οικειότερο στις πλατιές μάζες και με ανθρωπινότερο χαρακτήρα, που έγινε ακόμα περισσότερο ανθρωποκεντρικός με την (καθαρά ελληνική στην ουσία της) μετατροπή των αρχαίων «θεών» σε «αγίους», στους οποίους αποδόθηκαν ιδιότηες εκπροσώπησης των στοιχείων της φύσης, όπως στα παλιά παγανιστικά χρόνια. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι π.χ. η Πρόμαχος Αθηνά (πολιούχος της Αθήνας) έγινε Υπέρμαχος Θεοτόκος (πολιούχος της Κωνσταντινούπολης) και ταυτόχρονα ως θεά της γνώσης Αγία Σοφία, η Εκβασία Άρτεμις έγινε Παναγία Οδηγήτρια, η Ελεούσα Αφροδίτη έγινε Παναγία Ελεούσα, ο Απόλλων έγινε Ηλίας, η Δήμητρα Άγιος Δημήτριος, ο Ποσειδών Άγιος Νικόλαος, ο Άρης Άγιος Γεώργιος, ο Πλούτων Άγιος Πέτρος με ένα τρόπο που ελληνοποίησε απόλυτα τον Χριστιανισμό, ο οποίος όχι μόνο έχει ελληνικό όνομα και γραμμένα πρωτογενώς στην ελληνική γλώσσα όλα τα «ιερά» κείμενά του, όχι μόνο ρίζωσε σε ελληνικούς λαούς και διαδόθηκε χάρη στην ελληνική γλώσσα σε όλους τους πληθυσμούς περί την «ελληνική» λεκάνη της Μεσογείου, αλλά κυριότατα υπήρξε ο εκφραστής της νέας δημιουργικής ορμής του Ελληνισμού σε μία (μακραίωνη και πάλι) εξόρμηση, που τον έφερε, με κοσμοϊστορικές (για μια ακόμη φορά) συνέπειες, σε συνάφεια (και συχνά σε αντιπαράθεση, οπωσδήποτε όμως σε γόνιμη επικοινωνία) με νέες ιστορικές δυνάμεις, όπως ο Αραβικός, ο Σλαβικός και ο Γερμανικός (Γοτθικός/Τευτονικός) κόσμος της Δυτικής Ευρώπης.
Ο Χριστιανισμός ως θρησκεία μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί ανεξάρτητα από την πραγματική φυσική ύπαρξη και δράση του ιδρυτή και των θεμελιωτών του, αφού τα δόγματά του αποσαφηνίστηκαν στις τέσσερις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους (425-451 μ.Χ.), με τρόπο που αποδίδει συμβολική σημασία, με πνευματικό περιεχόμενο, στις πράξεις και τα γεγονότα του βίου τους. Εντούτοις για τους περισσότερους πιστούς η ιστορικότητα της παρουσίας του Ιησού Χριστού στη Γη, που εκφράζεται με την Ενσάρκωση, τη Βάπτιση, τη Διδασκαλία, τα Θαύματα, τη Μεταμόρφωση, τα Πάθη, τη Σταύρωση, την Ανάσταση, την Ανάληψη και την ελπίδα της Δευτέρας Παρουσίας, όσο κι αν σ’ αυτά μπορεί να αποδοθεί αλληγορικό νόημα που δικετραγωδεί τη ζωή του ίδιου του ανθρώπινου όντος (γέννηση, ωρίμανση, αγώνας επιβίωσης, φυσικές και ψυχικές δοκιμασίες, πνευματική και ηθική ανάταση, αποχώρηση από την επίγεια παρουσία) και την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας (αντιπαράθεση με αντίξοες δυνάμεις, πτώση και αναγέννηση), είναι βασικό και βαθιά ριζωμένο θεμέλιο παραδοχής των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Επομένως, δεδομένης της τεράστιας επίδρασης που είχε ο Χριστιανισμός στις αντιλήψεις, στον τρόπο ζωής στις συνήθειες και συνολικά στον πολιτισμό του Δυτικού Κόσμου (και έμμεσα όλου του κόσμου), η σκιαγράφηση της ιστορικής διαδρομής του Ιησού και των συνεχιστών του έργου του είναι θεμελιώδες καθήκον μιας σπουδής της ιστορίας της Ελληνρωμαϊκής Περιόδου που επιχειρείται στο παρόν έργο.
α. Κοινωνικό περιβάλλον
Οι κοινωνικές τάξεις της Ιουδαίας στα χρόνια εκείνα περιλάμβαναν τις εξής ομάδες:
- Το Σανχεντρίν (Sanhedrin) ήταν το Ιεροσυνέδριο, ήτοι το νομοθετικό και θρησκευτικό συμβούλιο των Εβραίων.
- Οι Σαδδουκαίοι ήταν η τάξη των Εβραίων γαιοκτητών, που συνεργάστηκαν με τους Ρωμαίους. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν στην αθανασία της ψυχής ούτε στην ανάσταση των νεκρών
- Οι Φαρισαίοι (η λέξη σημαίνει «χωρισμένοι, που δεν πλησίαζαν τους Εθνικούς) ήταν θρήσκοι και φανατικοί Εβραίοι της μεσαίας τάξης, άσπονδοι εχθροί της ξένικής κυριαρχίας. τηρητές του μωσαϊκού νόμου, που πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών, στην θεία πρόνοια και στην ύπαρξη αγγέλων. Αρκετοί είχαν προοδευτικές και μεταρρυθμιστικές τάσεις, και ήταν υποστηρικτές της παθητικής αντίστασης κατά των Ρωμαίων. Ανάμεσα στους Φαρισαίους ξεχωριστή θέση είχαν οι Γραμματείς, θεωρητικοί απολογητές του φαρισαϊσμού, ερμηνευτές και εξηγητές του μωσαϊκού νόμου.
- Οι Εσσαίοι ήταν ομάδα Εβραίων μυστικιστών ασκητών, που πίστευαν στην ισότητα, αδελφοσύνη και ελευθερία και είχαν στόχο την ηθική και πνευματική τελείωση. Ήταν περίπου 4.000 άτομα, ζούσαν σε κοινόβια σε διάφορες περιοχές και απέφευγαν τον γάμο.
- Οι Ζηλωτές (Kanaim) ήταν ομάδα Εβραίων επαναστατών (αποτελούμενη από Φαρισαίους, Εσσαίους και λαϊκή μάζα), που πίστευαν ότι ο λαός δεν πρέπει να περιμένει τον Μεσσία, αλλά να οπλιστεί και να πολεμήσει. Δημιουργός του κινήματός τους ήταν ο Ιούδας Γαμαλίτης από το 6 μ.Χ. που διέδωσε την θεωρία ότι όλοι οι Ιουδαίοι είναι ίσοι και ότι μόνος βασιλιάς του εκλεκτού λαού είναι ο Θεός. Οι Ζηλωτές προσεταιρίστηκαν και τους Ληστές ή Σικάριους (= μαχαιροβγάλτες) που εκπροσωπούσαν τις εξτρεμιστικές τάσεις της ομάδας, περιλαμβάνοντας και κακοποιά στοιχεία του κοινού εγκλήματος.
- Οι Ναζαρηνοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους φύλακες της δικαιοσύνης του Θεού.
β. Πολιτικό περιβάλλον
Ο Ιησούς έζησε στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του ανεξάρτητου Βασιλείου των Εβραίων που είχαν ιδρύσει οι Μακκαβαίοι (των οποίων το οικογενιακό όνομα ήταν Ασμοναίοι), μετά την επανάσταση του 167 π.Χ. η οποία στρεφόταν κατά της διοίκησης του Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχου Γ του Μέγα. Η Δυναστεία των Ασμοναίων (Μακκαβαίων) περιλάμβανε τους εξής ηγεμόνες:
Ματταθίας: 167-166 αρχιερέας
Ιούδας Μακκαβαίος: 166-161 αρχιερέας
Ιωανάθαν Μακκαβαίος: 161-143 αρχιερέας
Σίμων: 143-134, 1ος Ασμοναίος ηγεμόνας της Ιουδαίας
Ιωάννης Υρκανός Α΄: 134-104
Αριστόβουλος Α΄: 104 – 103 με τίτλο βασιλεύς Ιουδαίων
Αλέξανδρος Ιαννέας: 103 – 77 με τίτλο βασιλεύς Ιουδαίων
Σαλώμη Αλεξάνδρα 77-67 βασίλισσα
Αριστόβουλος Β΄: 67-63
Υρκανός Β΄: 63 αρχιερέας υποτελής στους Ρωμαίους
Αντίγονος Ματταθίας 40-37 π.Χ., τελευταίος Εβραίος βασιλιάς
Το Βασίλειο των Μακκαβαίων (Ασμοναίων) καταλύθηκε το 63 π.Χ. από τον Ρωμαίο Ύπατο Γναίο Πομπήιο, ο οποίος εγκατέστησε στην περιοχή υποτελείς βασιλείς της αρεσκείας του, με εγγυημένη αφοσίωση στη ρωμαϊκή διοίκηση. Οι βασιλείς αυτοί της λεγόμενης Ηρωδιανής (ή Ιδουμαϊκής) Δυναστείας βασίλεψαν σε τρεις σειρές ως εξής:
Ιδουμαίοι Βασιλείς (1η σειρά):
47 - 46 π.Χ. Αντίπατρος Επίτροπος Ιουδαίας, διορισμένος από τον Ιούλιο Καίσαρα.
40 – 4 π.Χ. Ηρώδης ο Μέγας γιος του Αντιπάτρου Βασιλεύς Ιουδαίων
Ιδουμαίοι Τετράρχες (2η σειρά):
4 π.Χ. – 6 μ.Χ. Αρχέλαος γιος του Ηρώδη (στην Ιουδαία, Σαμάρεια και Ιδουμαία)
4 π.Χ. – 38 μ.Χ. Ηρώδης Αντίπας γιος του Ηρώδη (στην Περαία και Γαλιλαία), δεύτερος σύζυγος Ηρωδιάδας, αποκεφαλιστής Ιωάννη
4 π.Χ. – 37 μ.Χ. Ηρώδης Φίλιππος Α΄ γιος του Ηρώδη (στην Τραχωνίτιδα. Βαταναία, Αυρανίτιδα και Γαλανίτιδα) πρώτος σύζυγος της Ηρωδιάδας, πατέρας της Σαλώμης Β΄
4 π.Χ. – 37 μ.Χ. Λυσανίας γιος του Ηρώδη (στην Αβοληνή).
Ιδουμαίοι Βασιλείς (3η σειρά):
38 – 44 μ.Χ. Ηρώδης Αγρίππας Α΄, εγγονός του Ηρώδη
44 -48 μ.Χ Ηρώδης αδελφός του Ηρώδη Αγρίππα Α
48 – 92 μ.Χ. Ηρώδης Αγρίππας Β, γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α.
Ειδικά στην Ιουδαία, Σαμάρεια και Ιδουμαία οι Ρωμαίοι καθαίρεσαν το 6 μ.Χ. τον Αρχέλαο, γιο του Ηρώδη και κυβέρνησαν την περιοχή με Ρωμαίο Διοικητή, ο οποίος αρχικά λεγόταν Praefectus (Έπαρχος 6-41 μ.Χ.), μετά τον Ηρώδη Αγρίππα Α (41-44 μ.Χ.) ονομαζόταν Procurator (Αντεπίτροπος 44-70) και μετά το 70 είχε τίτλο Legatus (Πρεσβευτής 70-92). Ρωμαίοι Έπαρχοι στα χρόνια του Ιησού και των διαδόχων του ήταν οι Κωπώνιος 8-9, Μάρκος Αμπίβουλος 9-12, Άννιος Ρούφος 12-15, Βαλέριος Γκράτος 15-26, Πόντιος Πιλάτος 26-36 (σταύρωση Ιησού), Μάρκελλος 36-37, Μάρουλος 37-41 και Αντεπίτροποι οι Κούσπιος Φάδος 44-46, Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος 46-48, Βεντίδιος Κουμάνος 48-50, Μάρκος Αντώνιος Φήλιξ 50-59, Πόρκιος Φήστος 59-62, Λεύκιος Αλβίνος 62-64, Γέσιος Φλώρος 64-66 και Μάρκος Αντώνιος Ιουλιανός 66-70.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δράση στα χρόνια αυτά μιας σειράς ανυπότακτων Ζηλωτών επαναστατών, διεκδικητών του θρόνου, που αποσκοπούσαν στην πλήρη αποτίναξη του Ρωμαϊκού ζυγού και την οριστική απομάκρυνση των «δοτών» Ηρωδιανών ηγεμόνων. Οι επαναστάτες αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόγονους της αρχαίας ένδοξης δυναστείας του Δαυίδ και του Σολομώντα, της οποίας φιλοδοξούσαν να είναι συνεχιστές και αυτονομάζονταν «Υιοί Δαυίδ». Εμφανίζονταν στον εβραϊκό λαό ως ζευγάρια, από τα οποία ένας είχε την πολιτική εξουσία («κατά την τάξη Δαυίδ») και ένας την θρησκευτική εξουσία («κατά την τάξη Μελχισεδέκ»). Πρώτος χρονολογικά στη σειρά αυτή ήταν ο Εζεκίας, ο οποίος το 43 π.Χ. αντιτάχθηκε στην «δοτή» εξουσία του Αντίπατρου, πατέρα του Ηρώδη του Μέγα και ακολούθησαν οι εξής:
6 μ.Χ. Ιούδας γιος του Εζεκία, ο λεγόμενος Γαλιλαίος ή Γαμαλίτης, με θρησκευτικό ηγέτη τον Σαδδόκ (πιθανόν Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη)
35 μ.Χ. Ιησούς Βαραββάς, που πιθανολογείται ότι ταυτίζεται με τον Ιησού Χριστό και Ιωάννης Ζαχαρία (ο «Πρόδρομος»)
47 μ.Χ. Ιάκωβος και Σίμων (πιθανόν οι απόστολοι Ιάκωβος «Αδελφόθεος» και Πέτρος) με θρησκευτικό ηγέτη τον Ιωάννη Ζεβεδαίου (τον γνωστό Ευαγγελιστή)
51 μ.Χ. Ελεάζαρ (γνωστός ως «αναστηθείς» Λάζαρος ή Ανδρέας)
66 - 70 μ.Χ. Μεναχέμ (ή Μαναήν) γιος του Ελεάζαρ (1ος Ιουδαϊκός Πόλεμος)
105 μ.Χ. Συμεών γιος του Κλεόφα (2ος Ιουδαϊκός Πόλεμος)
115 – 117 μ.Χ. Λουκούας (Lucuas), επανάσταση στην Αίγυπτο
131 - 135 μ.Χ. Συμεών γιος του Κοχμπά, με θρησκευτικό ηγέτη τον Ακίμπα του Ιωσήφ (3ος Ιουδαϊκός Πόλεμος).
γ. Ιστορικές πηγές
Τα Ευαγγέλια του Κανόνα αποτελούν τις πιο λεπτομερείς αναφορές στη ζωή του Ιησού και εστιάζουν κυρίως στη διδασκαλία του και στο θαύμα της νεκρανάστασης του. Αρχικά ήταν ανώνυμα και ατιτλοφόρητα, αλλά από τον δεύτερο αιώνα και μετά, συσχετίστηκαν παραδοσιακά με συγκεκριμένες προσωπικότητες και πήραν ανάλογους τίτλους ως εξής:
50 – 63 μ.Χ. Κατά Ματθαίον: Εκφράζει τον Ιουδαιοχριστιανισμό όπως τον αντιλαμβάνονταν όλοι οι Απόστολοι.
75 – 80 μ.Χ. Κατά Μάρκον: Καταγράφει τα Απομνημονεύματα του Πέτρου, γράφτηκε στην Ιταλία.
135 – 140 μ.Χ. Κατά Λουκάν: Εκφράζει τον Εθνικοχριστιανισμό σύμφωνα με τον Παύλο.
90 – 100 μ.Χ. Κατά Ιωάννην: Καταγράφει τα Απομνημονεύματα του Ιωάννη γιου του Ζεβεδαίου.
Στο έργο του Φλάβιου Ιώσηπου (37 – 100 μ.Χ) «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» γίνεται μια σύντομη αναφορά στον Ιησού, ενώ στο «Πόλεμοι στην Ιουδαία» 75 – 79 μ.Χ. δεν αναφέρεται πουθενά ο Ιησούς.
Άλλες πηγές, που όμως δεν προσφέρουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τον Ιησού είναι οι:
Τάκιτος 55 – 120 μ.Χ.
Σουητώνιος 117 – 138 μ.Χ.
Πλίνιος ο Νεώτερος 61 – 114 μ.Χ.
Τερτυλλιανός 160 - 225 μ.Χ. εκκλησιαστικός ιστορικός
Λουκιανός από τη Σαμόσατα Συρίας (125-195 μ.Χ)
Κείμενα της Νεκρής Θάλασσας, ανακαλύφθηκαν το 1947.
γ. Ο ιστορικός βίος του Ιησού
To όνομα «Ιησούς» είναι ελληνική μεταγραφή της αραμαϊκής λέξης «ישוע» (Γιεσούα, Jeshouah), που σημαίνει «η Σωτηρία του Θεού», <ίω [= έρχομαι] + σαόω {>σώω=σώζω} = αυτός που ήλθε για να σώσει). Οι ακόλουθοι του Ιησού τον προσδιόρισαν ως τον αναμενόμενο «Μεσσία» (משיח, Messiah, αραμαϊκά mesiha, εβραϊκά masiah), που σημαίνει στα εβραϊκά «Χρισμένος, αυτός που έχει το Χρίσμα του Θεού», από την οποία προήλθε ο ελληνικός τίτλος «Χριστός» και «Χριστιανός». Το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, παραμένει μέχρι σήμερα σκοτεινό, καθώς οι πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν είναι ασαφείς και αντιφατικές, σε βαθμό που θεωρούνται αναξιόπιστες, εξαιτίας και των παρεμβάσεων που έγιναν στα κείμενα από τους αντιγραφείς βιβλίων στους αιώνες που ακολούθησαν. Ειδικά στα Ευαγγέλια που υποτίθεται ότι εξιστορούν τη ζωή του, ανακύπτουν ερωτήματα εκεί όπου οι αφηγήσεις των γεγονότων ενσωματώνουν τη λαϊκή ιστορία, θεολογικές απόψεις ή τη λογοτεχνία ως γεγονός.
Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι ο Ιησούς ήταν ένας Γαλιλαίος Ιουδαίος ο οποίος γεννήθηκε περί το 4 π.Χ., στα τελευταία στάδια της ηγεμονίας του βασιλιά Ηρώδη και πέθανε το 36 μ.Χ., ότι έζησε στην Γαλιλαία και την Ιουδαία, ότι δεν κήρυξε ή σπούδασε πουθενά αλλού και ότι μιλούσε Αραμαϊκά και ίσως λίγα Εβραϊκά και Ελληνικά. Οι πρώτοι οπαδοί του πίστευαν πως ήταν ο σωτήρας, ο εκλεκτός απεσταλμένος του Θεού που θα ελευθέρωνε το έθνος του Ισραήλ από τους εχθρούς του και θα αποτελούσε ευλογία για όλα τα έθνη. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να λεχθεί γι’ αυτόν είναι αμφισβητήσιμο και έχει προκύψει από μη αποδείξιμες υποθέσεις.
Με κάθε επιφύλαξη, σύμφωνα με την πιο ευλογοφανή από τις εκδοχές αυτές ο Ιησούς, γεννημένος στην Καπερναούμ της Γαλιλαίας, ήταν γιος του Ιωσήφ (ο οποίος ήταν Υιός Δαυίδ και μπορεί να σχεττίζεται ή και να ταυτίζεται με τον Ζηλωτή επαναστάτη Ιούδα Γαλιλαίο ή Γαμαλίτη) και της Μαρίας (Myrhiam = Πριγκίπισσα, όνομα ή προσωνύμιο που μπορεί να υποδηλώνει βασιλική καταγωγή), κόρης του Ιωακείμ και της Άννας. Πιθανώς ανήκε στην τάξη των Εσσαίων (αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσε να είναι άγαμος), ήταν και ο ίδιος απόγονος της βασιλικής γενιάς του Δαυίδ, διεκδίκησε τον θρόνο του Ισραήλ για λογαριασμό της δυναστείας του, και υπήρξε ηγέτης σε ένα, από τα πολλά διαδοχικά πριν και μετά από αυτόν, εθνικά πολιτικά επαναστατικά κινήματα με στόχο την εγκαθίδρυση θεοκρατικού πολιτεύματος στο Ισραήλ («Βασιλεία των Ουρανών»), στο οποίο δεν θα αναγνωριζόταν άλλος κύριος εκτός από τον Θεό και το οποίο θα βασιζόταν στην υποστήριξη των ταπεινών και καταφρονεμένων. Αποδέχτηκε ο ίδιος (σύμφωνα και με τα Ευαγγέλια) ότι ήταν:
- Υιός Δαυίδ μετά από 28 γενιές που καταγράφονται ακριβώς στο γενεολογικό δέντρο του στα Ευαγγέλια.
- Υιός του Ανθρώπου, που ως μετάφραση από το «Bar Geber» μπορεί να σημαίνει «Υιός του Ήρωα», δηλαδή του επίσης Υιού Δαυίδ και προκάτοχού του στην επαναστατική ακολουθία Ιούδα Γαμαλίτη, ενώ ποτέ δεν χαρακτήρισε ο ίδιος τον εαυτό του «Υιό του Θεού» με την κυριολεκτική σαρκική έννοια (που θα ήταν βαρύτατο παράπτωμα για έναν Εβραίο).
- Μεσσίας ή Χριστός που πήρε το χρίσμα και ήταν προορισμένος να σώσει τον λαό του (Μάρκου Η 29), και
- Βασιλιάς των Ιουδαίων (στην ανάκριση ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου – Ματθαίου ΚΖ 11).
Την εικοσαετία 8 – 28 μ.Χ. (σε ηλικία 12 έως 32 ετών) ο Ιησούς ίσως έμεινε στην Αίγυπτο για εκμάθηση τεχνικών πρακτικής ιατρικής και μύηση σε μυστικιστικές τελετές. Ως Υιός Δαυίδ ο Ιησούς ήταν υποχρεωμένος να συνεχίζει το έργο των προκατόχων του. Ο θρησκευτικός ηγέτης του κινήματός του (όπως παλιότερα ο Σαδδόκ στο κίνημα του Ιούδα Γαμαλίτη), επίσης Υιός Δαυίδ εξάδελφός του Ιωάννης («Πρόδρομος» και «Βαπτιστής»), γιος του Ζαχαρία (που εφόσον τα αξιώματα ήταν κληρονομικά πρέπει να ταυτίζεται με τον Σαδδόκ), από το 28 μ.Χ. προετοίμασε την πολιτική δράση του Ιησού, κηρύττοντας την απαλλαγή του εβραϊκού έθνους από τους πολυάριθμους κυρίους και την υποταγή μόνο στον Ύψιστο Θεό και παρουσιάζοντας επίσημα τον Ιησού στο λαό το 29 μ.Χ. με τη συμβολική Βάπτιση στον Ιορδάνη. Ακολούθησε το 29 μ.Χ. μία 40ήμερη δοκιμασία του Ιησού στην έρημο της Ιουδαίας (που ίσως περιλάμβανε μαθητεία δίπλα στον Ιωάννη Βαπτιστή), για την απόκτηση της υποστήριξης των δυνάμεων του ουρανού..
Το 30 μ.Χ. έγινε ο Γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, (πιθανόν του ίδιου του Ιησού με την Μαρία Μαδγαληνή) και το 32 μ.Χ. ο Ιησούς άρχισε το κήρυγμά του από την Καπερναούμ, γυρίζοντας πόλεις και χωριά και διδάσκοντας το «Ευαγγέλιο», δηλαδή το «χαρμόσυνο μήνυμα» πως πλησιάζει η «Βασιλεία του Θεού». Το 32 μ.Χ. στην Επί του Όρους Ομιλία εκφώνησε πολιτικό λόγο, στον οποίο εξέθεσε τα σχέδιά του για ίδρυση μιας θεοκρατικής μοναρχίας («Βασιλεία του Θεού» ή «Βασιλεία των Ουρανών»), στην οποία σημαντική θέση υποσχόταν ότι θα έχουν οι καταδυναστευμένοι και καταπιεσμένοι, ενώ ταυτόχρονα καταφερόταν ενάντια στους πλουτοκράτες. Σε όλο το διάστημα 32 – 36 μ.Χ. ο Ιησούς, μυημένος στην τέχνη του θεραπευτή, από τα χρόνια της παραμονής του στην Αίγυπτο, και έχοντας σκοπό να προσελκύσει τον κόσμο και να τον κάνει να τον προσέξει, παρουσιαζόταν όπου υπήρχαν άρρωστοι και πάσχοντες και (αν τα λεγόμενα «θαύματα» δεν ήταν σκηνοθετημένα) αρκετούς τους γιάτρευε (κυρίως από παθήσεις των ματιών, επιληψία, λέπρα και νευρωτικές ασθένειες). Παράλληλα ο Ιησούς προετοίμαζε το κίνημά του επιλέγοντας αφοσιωμένους συνεργάτες «μαθητές», προτρέποντάς τους την αποστολή τους με την περίφημη φράση «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν, ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά πατρός αυτού και θυγατέρα κατά μητρός αυτής».
Το 32 μ.Χ. ο Ιωάννης Βαπτιστής φυλακίστηκε στο Φρούριο του Μαχαιρούντα από τον Ηρώδη Αντίπα για να σταματήσει η επιρροή του στον λαό και το 33 μ.Χ. αποκεφαλίστηκε για λόγους εκφοβισμού και αντιποίνων. Το 33 μ.Χ. ο Ιησούς έφυγε επί 10ήμερο στην Τύρο και Σιδώνα, όπου γνώριε τις τελετουργίες του Άδωνη. Το 33 μ.Χ. επέστρεψε στην Θάλασσα της Γαλιλαίας (Βηθσαϊδά) μέσω των ορίων της Δεκαπόλεως και επισκέφθηκε την Καισάρεια Φιλίππου Το 34 μ.Χ. έγινε η «Μεταμόρφωση» του Ιησού στο όρος Θαβώρ, ενώπιον των Πέτρου, Ιωάννη και Ιακώβου, μια μυστικιστική τελετουργία νεκρικής επίκλησης του Μωυσή και του Ηλία, με την βοήθεια ισχυρών παραισθησιογόνων, με στόχο να συνειδητοποιήσει ο Ιησούς τον τελικό προορισμό του. Το 36 μ.Χ. στην εορτή της σκηνοπηγίας, ο λαός τον ανακήρυξε νόμιμο βασιλιά και ελευθερωτή του, ενώ θανατώθηκαν όσοι αρνήθηκαν να τον δεχτούν ως βασιλιά. Λίγο αργότερα το 36 μ.Χ. ο Ιησούς και οι οπαδοί του κατέλαβαν την πόλη της Ιεριχώς λίγο πριν την είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση και στρατοπέδευση των οπαδών του Ιησού στο Όρος των Ελαιών και ομιλία του σ’ αυτούς εν όψει των επικείμενων επιχειρήσεων. Το Πάσχα του 36 μ.Χ. ο Ιησούς πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Ακολούθησε συμπλοκή έξω από τον Ναό που σηματοδοτήθηκε με την επίθεση του Ιησού στους μικροπωλητές που ήταν όργανα των αρχιερέων. Στην συμπλοκή, η οποία στα Ευαγγέλια αποδίδεται στον Ιησού Βαραββά (Bar Abba = γιος του πατέρα), που, όπως φαίνεται, ταυτίζεται με τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, μετείχαν οπαδοί του Ιησού οπλισμένοι με ρόπαλα από βάγια και από την άλλη μεριά Ρωμαίοι στρατιώτες που έστειλε ο στρατιωτικός διοικητής από το φρούριο Antonia, καθώς και οι φρουροί του ναού, υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης. Στη συνέχεια ο Ιησούς αποσύρθηκε στη Βηθανία για να περάσει το βράδυ.
Την επόμενη μέρα ο Ιησούς επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, μπήκε στο Ναό και αυτοχειροτονήθηκε αρχιερέας και ταυτόχρονα βασιλεύς. Αρχιερείς και Φαρισαίοι επέκριναν τον Ιησού μέσα στον Ναό και εκείνος τους αντέκρουσε με αποτέλεσμα να γίνει συμπλοκή και μέσα στον Ναό με επευφημίες των οπαδών του Ιησού από την μια μεριά και επικρίσεις των Φαρισαίων από την άλλη. Σε τρίτη μάχη που έγινε στο κεφαλόβρυσο του Σιλωάμ οι επαναστάτες νικήθηκαν και έτσι ο στόχος της κατάληψης του φρουρίου Antonia, όπου βρισκόταν το κύριο μέρος της Ρωμαϊκής φρουράς δεν επιτεύχθηκε
Μετά την αποτυχία του κινήματος ο Ιησούς κρύφτηκε σε προκαθορισμένο άγνωστο φιλικό σπίτι και πάλι στη Βηθανία (οικία Σίμωνος Λεπρού, που πιθανόν ταυτίζεται με τον θετό πατέρα του Ιησού Ζεβεδαίο ή Αλφαίο, ή στο σπίτι του Λάζαρου, της Μαρίας και της Μάρθας), όπου μια γυναίκα (πιθανόν η Μαρία, αδελφή του Λάζαρου) άλειψε τον Ιησού με μύρο. Ακολούθησε μυστική μετάβαση στο Όρος των Ελαιών με συνοδεία από τους 12 μαθητές, επιθεώρηση του καταυλισμού των οπαδών του και διάλογος με τον μυστηριώδη «πατέρα» στο Όρος των Ελαιών λίγο πριν από την σύλληψη. Στη συνέχεια έγινε συμπλοκή στο Όρος των Ελαιών ανάμεσα στους οπλισμένους με μαχαίρια οπαδούς του Ιησού και μια κοόρτη 600 λεγεωνάριων υπό τις διαταγές χιλίαρχου που έστειλε ο Πιλάτος, με συνοδεία αποσπάσματος Εβραίων φρουρών που έστειλε το Σανχεντρίν. Τελικά ο Ιησούς συνελήφθη στον κήπο της Γεσθημανής στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών και φυλακίστηκε, αφού τονέντυσαν με άλλα απλά ρούχα, όπως έκαναν σε όλους τους κρατούμενους. Ο Πιλάτος έστειλε τον Ιησού στον αρχιερέα Άννα και αυτός στον πεθερό του Καϊάφα και μετά στον Ηρώδη Αντίπα και από εκεί επέστρεψε στο Πραιτώριο. Στη Δίκη που ακολούθησε ο Ιησούς καταδικάστηκε σε σταύρωση από τον Πιλάτο για τα εξής εγκλήματα:
Ισχυριζόταν ότι είναι βασιλιάς
Επέβαλε φόρους σαν βασιλιάς
Έκανε ένοπλες ληστείες
Κατέλαβε την Ιεριχώ
Ασκούσε μαγεία.
Η σταύρωση του Ιησού, τυπική ποινή που επιβαλόταν από τους Ρωμαίους σε όλους του στασιαστές κατά της Ρωμαϊκής αρχής, έγινε όπως λένε τα Ευαγγέλια στο «Γολγοθά» (= Κρανίου τόπος). Οι 12 μαθητές του Ιησού, η μητέρα του και η Μαρία Μαγδαληνή έφυγαν στην Γαλιλαία για να αποφύγουν την σύλληψη από τους Ρωμαίους. Ακολούθησε αποκαθήλωση του σώματος του Ιησού, από τους πλούσιους Ιουδαίους προύχοντες Ιωσήφ Αριμαθαίο και Νικόδημο, φίλους και οπαδούς του Ιησού, που ίσως, για το σκοπό αυτό, δωροδόκησαν τους φρουρούς ή και τον ίδιο τον Πιλάτο και ο Ιησούς ενταφιάστηκε σε άγνωστο ιδιωτικό τάφο του Αριμαθαίου. Στη συνέχεια διαδόθηκε η φήμη ότι ο Χριστός «αναστήθηκε» και, όπως φαίνεται, ο «δίδυμος» αδελφός του Θωμάς, εμφανιζόταν για λίγο χρόνο στη θέση του (η λέξη Taoma, εξελληνισμένη σε Θωμάς σημαίνει δίδυμος). Με την διάδοση της φήμης για «Ανάληψη» δικαιολογήθηκε τόσο ο πραγματικός θάνατος του Ιησού, όσο και η απόσυρση του Θωμά από την δράση στη θέση του Ιησού.
Η ανθρώπινη αυτή ιστορία του Ιησού, άξια εκτίμησης και θαυμασμού από κάθε άποψη, ως προσπάθεια ενός ανθρώπου, που θυσιάστηκε για να υπηρετήσει ένα σκοπό, στον οποίο αισθανόταν ότι ήταν ταγμένος, είναι κατά τα άλλα όμοια με την ιστορία εκατοντάδων ανθρώπων, που είχαν ανάλογη τύχη και κατάληξη σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας από τα πανάρχαια μέχρι τα νεότερα χρόνια. Όμως ως «Εσταυρωμένος» ανίσχυρος άνθρωπος, ο Ιησούς έγινε σύμβολο πίστης (συμπληρώνοντας δίπλα στον Προμηθέα και τον Οδυσσέα την τριάδα των μεγάλων συμβόλων που προσέφερε ο ελληνικός κόσμος στην ανθρωπότητα), που άσκησε ισχυρή έλξη και έγινε στους επόμενους αιώνες μέσα στον ελληνικό κόσμο έκφραση ακατανίκητης ροπής για υπέρβαση και υπερνίκηση των αντιξοοτήτων της ζωής. Ο «αναστημένος Σωτήρας» δεν ήταν μια απλή κατάληξη της κοινής ανθρώπινης μοίρας και αποδείχτηκε ιστορικά δύναμη τρομερά αποτελεσματική για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης στον ερχομό μιας νέας πραγματικότητας, όπου η φθορά και το κακό μπορεί να παραμένουν ανενεργά και αδύναμα.
Η «Ανάληψη» σηματοδότησε την οριστική αποχή του Ιησού από την ενεργό πολιτική δράση, οτιδήποτε και αν συνέβη κατά την αποκαθήλωση και τον ενταφιασμό του σώματός του. Οι 12 «μαθητές» του εγκαταστάθηκαν σε μυστικό καταφύγιο στην Ιερουσαλήμ έχοντας επικεφαλής τον Πέτρο (ή Σίμωνα), τον Ιάκωβο (τον «μεγάλο», γιο του Ζεβεδαίου, που πιθανώς ταυτίζεται με τον «αδελφόθεο») και τον Ιωάννη (τον Ευαγγελιστή επίσης γιο του Ζεβεδαίου), που αποτέλεσαν ένα είδος Διευθυντηρίου, μια Οργάνωσης που κύριο στόχο είχε να συνεχίσει το εθνικό, πολιτικό και επαναστατικό έργο που άφησε ανολοκλήρωτο ο Ιησούς. Το 37 μ.Χ. ο Πέτρος σκότωσε τον Ιούδα Ισκαριώτη ως τιμωρία για την προδοσία του και η σύνοδος της ολομέλειας των 120 περίπου μελών της Οργάνωσης εξέλεξε τον Ματθία στην θέση του Ιούδα.
Στα χρόνια 37 – 47 μ.Χ. κύρια προσπάθεια των «μαθητών», χωρίς να εγκαταλειφθεί ο αρχικός στόχος, ήταν η ενδυνάμωση και εμπέδωση της Οργάνωσής τους σε ένα είδος Αδελφότητας, με προσηλυτισμό οπαδών από τους μη προνομιούχους κατοίκους της περιοχής τους. Για το σκοπό αυτό απευθυνόμενοι στον Εβραϊκό λαό διέδιδαν ότι μετά την ανάληψή του ο Ιησούς πήγε στον Ουράνιο Πατέρα και υποσχέθηκε ότι θα ξαναγυρίσει για να ιδρύσει μια μεγάλη κοσμοκρατορία του Ισραήλ, όπου οι πιστοί θα ζούν παραδεισιακή ζωή. Η Αδελφότητα στα χρόνια εκείνα είχε συνεταιριστικό χαρακτήρα με κοινοκτημοσύνη στα μέσα κατανάλωσης, αλλά καθένας ζούσε στο σπίτι του, χωρίς κοινόβια και αρχικά χωρίς συσσίτια. Η πλήθυνση των μελών της κοινότητας (μέχρι 5.000 άτομα) ανησύχησε το Σανχεντρίν, αλλά ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ απέτρεψε τους διωγμούς εναντίον τους. Από το 39 μ.Χ. και ύστερα, με την είσοδο στην οργάνωση χηρών και φτωχών προλετάριων καθιερώθηκαν συσσίτια που επιβλέπονταν από 7μελή επιτροπή
Το 39 μ.Χ. Ο ελληνιστής (ελληνόφωνος Ιουδαίος) Στέφανος στα πλαίσια των στόχων της Αδελφότητας, ανάπτυξε προπαγανδιστική δραστηριότητα στην Μικρασία, Αφρική (Κυρήνη), Κιλικία και Αλεξάνδρεια, εγκαταλείποντας όμως την υπόσχεση για ιουδαϊκή κοσμοκρατορία και τονίζοντας την ανάγκη βελτίωσης της θέσης των φτωχών. Βρέθηκε έτσι αντιμέτωπος με την αντίδραση του ιεροσολυμιτικού ιερατείου και λιθοβολήθηκε από τον φανατισμένο εβραϊκό όχλο. Την ίδια χρονιά ο ελληνιστής Φίλιππος, συνεργάτης του Στέφανου, προπαγάνδιζε τον μεσσιανισμό του Ιησού στην Σαμάρεια.
Η Αντιόχεια της Συρίας υπήρξε ένα από τα πρώτα κέντρα του Χριστιανισμού. Ενώ μέχρι τότε οι Ιουδαίοι τους έλεγαν «Ναζωραίους» («…της των Ναζωραίων αιρέσεως» Πράξ. κδ' 5), το 39 μ.Χ. η Εκκλησία της Αντιοχείας καθιέρωσε πρώτη τον χαρακτηρισμό «Χριστιανοί» («Εγένετο δε αυτούς και ενιαυτόν όλον συναχθήναι εν τή εκκλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώτον εν Αντιοχεία τους μαθητάς Χριστιανούς.» Πράξ. ια' 26). Στα ίδια τα Ευαγγέλια δεν φαίνεται ότι οι οπαδοί του Ιησού ήταν ιδιαίτερα θερμοί όσο εκείνος ζούσε και δίδασκε. Μάλιστα μαρτυρείται πως στη δύσκολη στιγμή της σύλληψης του Διδασκάλου τους από τους Εβραίους με την κατηγορία της διακήρυξης ισοθεΐας, οι μαθητές διασκορπίσθηκαν αρνούμενοι κάθε σχέση μαζί του. Αυτή η κατάσταση μεταβλήθηκε μετά το μαρτυρικό θάνατο του Ιησού, όταν πλεόν οι οπαδοί του παρουσιάζονται με αλλαγμένη συμπεριφορά, έτοιμοι να θυσιαστούν για να κηρύξουν την διδασκαλία του και την πίστη στην ανάσταση του Ιησού. Το πνεύμα αυτό φαίνεται ότι διατηρήθηκε και αργότερα, όταν πολλοί χριστιανοί, κατά τις μαρτυρίες λατίνων ιστορικών, θανατώθηκαν μη δεχόμενοι να αλλάξουν, ούτε καν «για τα μάτια του κόσμου», τα πιστεύω τους.
Το 39 μ.Χ. επηρεασμένος από τους ελληνιστές Ιουδαίους ο Παύλος προσχώρησε στον χριστιανισμό και άρχισε να δραστηριοποιείται προς την κατεύθυνση της διάδοσης του Χριστιανισμού εκτός Παλαιστίνης, με ένα τρόπο που είχε αποφασιστική επίδραση στην περαιτέρω πορεία του κινήματος. Την περίοδο 41 – 47 μ.Χ. ο Πέτρος πήγε στο εξωτερικό για εποπτεία εξωπαλαιστινιακών οργανώσεων. Παράλληλα όμως η Οργάνωση συνέχιζε το δυναμικό αγώνα για επιβολή των στόχων της με βίαια μέσα, δραστηριότητα που την έφερε επανειλημμένα σε σύγκρουση με τη Ρωμαϊκή Διοίκηση της Ιουδαίας, αλλά και με το Εβραϊκό Ιερατείο της Παλαιστίνης, που δεν είχε εμπιστοσύνη στους ηγέτες της Οργάνωσης, όπως δεν εμπιστεύθηκε και τον Ιησού όσο ζούσε, προτιμώντας να έχει το ίδιο τον έλεγχο των εξελίξεων. Στα πλαίσια των αγώνων αυτών το 45 μ.Χ. αποκεφαλίστηκε ο Θωμάς (ή Θευδά) με εντολή του Κούσπιου Φάδου μετά από εξέγερση που επιχείρησε κινητοποιώντας πλήθη κόσμου για μια νέα Έξοδο. Το 47 μ.Χ. οι αρχηγέτες του κινήματος Πέτρος και Ιάκωβος (ο «μεγάλος») σταυρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ με διαταγή του Τιβέριου Αλέξανδρου ως οργανωτές στάσης των Ζηλωτών. Το 51 μ.Χ. ο Ανδρέας (που πιθανώς ταυτίζεται με τον Ελεάζαρ – Λάζαρο Bar Hadin = γιο του Δικαίου), που είχε αναλάβει την αρχηγία του κινήματος μετά τον θάνατο του Πέτρου και του Ιακώβου, συνελήφθη από τον Αντώνιο Φέλιξ και στάλθηκε στη Ρώμη, όπου ο Νέρωνας δέχτηκε λύτρα και τον άφησε ελεύθερο. Το 56 επέστρεψε στην Ιουδαία, αλλά από τότε δεν ξανακούστηκε τίποτε γι’ αυτόν. Τέλος το 63 μ.Χ. λιθοβολήθηκε ο Ιάκωβος (ο «μικρός», γιος του Αλφαίου, που πιθανώς ταυτίζεται με τον Ζεβεδαίο) με εντολή του αρχιερέα Άνανου. Ο Ιωάννης (ο Ευαγγελιστής) πιθανότατα λιθοβολήθηκε και αυτός στην Ιερουσαλήμ το 63 μ.Χ. με διαταγή του αρχιερέα Άνανου μαζί με τον (πιθανώς αδελφό του) Ιάκωβο. Στα επόμενα χρόνια οι Ζηλωτές συνέχισαν τους αγώνες τους εναντίον των Ρωμαίων με ηγέτη τον Μεναχέμ, γιο του Ανδρέα/Ελεάζαρ και εγγονό του Ιούδα Γαμαλίτη, σε ένα πόλεμο που κατέληξε στην ολοκληρωτική καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο το 70 μ.Χ.
Ο Απόστολος Παύλος (3-67 μ.Χ.), που αναγνωρίσθηκε ως άγιος και ισαπόστολος, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Ιησού, επονομαζόμενος και "Απόστολος των Εθνών", εκείνων δηλαδή που δεν ανήκαν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων, ήταν μία από τις αινιγματικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Τα αρχαιότερα αντίγραφα των κειμένων που τον αφορούν χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα μ.Χ. όταν ο Χριστιανισμός είχε ήδη οργανωθεί σε θρησκεία και είχε λόγους να εξωραΐζει τους θεμελιωτές τους και επομένως η αυθεντικότητά τους αμφισβητείται. Ο ίδιος δεν γνώριζε προσωπικά τον Ιησού και δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για το τι είχε πει ή τι είχε κάνει, ενώ η αιφνίδια μεταστροφή του από φανατικό διώκτη σε φανατικό υποστηρικτή του Χριστιανικού κινήματος παραμένει άκρως δυσεξήγητη.
Με κάθε επιφύλαξη, κατά τις υπάρχουσες ενδείξεις, ο Παύλος (αρχικό όνομα Σαούλ 3 – 67 μ.Χ.) ήταν Ιδουμαίος, εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου από την κόρη του Κύπρο Β (κόρη της Μαριάμνης Α) και ταυτόχρονα μικρανεψιός του από τον Αντίπατρο Β (γιο της αδελφής του Σαλώμης Α) που παντρεύτηκε την Κύπρο Β. Γεννήθηκε στο Γισγαλά της άνω Γαλιλαίας. Η οικογένειά του εκτοπίστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, στα πλαίσια των αντίποινων που διέταξε ο Ρωμαίος διοικητής της Συρίας Πόπλιος Κουιντίλιος Βάρος (Publius Quinctilius Varus 35 π.Χ.-9 μ.Χ.), για την κατάπνιξη των μεσσιανικών επαναστάσεων που ξέσπασαν στην Ιουδαία μετά τον θάνατο του Ηρώδη το 4 μ.Χ. Ήταν πιστός Φαρισαίος («κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος» [Πράξ. 26:4.5])αλλά ταυτόχρονα είχε από τον πατέρα του την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, και μιλούσε και έγραφε καλά τα ελληνικά. Ήταν καραφλός με οπτική δυστροφία, με κοντές στραβές και μυτερές γάμπες και έπασχε από επιληψία με εκδηλώσεις υστερίας μυστικοπαραισθησιογόνου και νευροπαθητικού χαρακτήρα, ίσως όμως και από συμπτώματα κληρονομικής σύφιλης. Κατά δήλωσή του, σπούδασε από μικρή ηλικία τον Ιουδαϊκό Νόμο με τον αρχιερέα Γαμαλιήλ («παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού» [Πράξ. 22:3]) και τυπικά ασκούσε το επάγγελμα του σκηνοποιού. Στα Ιεροσόλυμα είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα - πρόεδρο του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πράξ. 9:1), λαμβάνοντας ενεργό ρόλο στο διωγμό εναντίον των ιουδαίων χριστιανών. Στην πραγματικότητα ήταν διοικητής μυστικής αστυνομίας που ενεργούσε με εντολές που έπαιρνε άμεσα από το Σανχεντρίν και προσωπικά από τον Αρχιερέα. Το γεγονός όμως ότι είχε επανειλημμένα όχι μόνο την υποστήριξη, αλλά και την προστασία των Ρωμαίων διοικητών της περιοχής (όπως διαπιστωμένα οι Μάρκος Αντώνιος Φήλιξ 50-59 και Πόρκιος Φήστος 59-62) μπορεί να υποδηλώνει ότι ο Παύλος επιδίωκε ως Ρωμαίος πολίτης να επωφεληθεί από τη συνεργασία και των Ρωμαίων, παραμένοντας όμως κατά βάθος πιστός στα συμφέροντα της φυλής του.
Το μίσος του Παύλου εναντίον των ομοεθνών του οπαδών του Ιησού πήγαζε, αφ' ενός μεν από τον μέχρι φανατισμού ζήλο του υπέρ της ιουδαϊκής θρησκείας (Φιλιπ. 3:5-6, Πράξ. 26:4 εξ., Γαλ. 1:13 εξ.) αφ' ετέρου δε από την αγάπη του προς το ιουδαϊκό έθνος, το οποίο, κατά την πίστη του, είχε επιλεγεί από τον Θεό να επιτέλεσει σπουδαίο έργο στην ιστορία της Θείας Οικονομίας (Ρωμ. 9-11). Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε καταδικασθεί σε σταυρικό θάνατο ως σφετεριστής του μεσσιανικού αξιώματος, ενώ, καταφερόμενος με βαριές εκφράσεις κατά των Φαρισαίων («Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί»), κατέλυσε διάφορες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και προέβλεψε την καταστροφή του ναού. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ένας άνθρωπος αυτού του είδους δεν είναι δυνατόν να «μεταστραφεί» ξαφνικά και από διώκτης να γίνει συνεργάτης των πλεόν μισητών αντιπάλων του. Η αντίθετη εκδοχή ότι ο Παύλος έμεινε σε όλη τη ζωή του αφοσιωμένος μέχρι βαθμού αυτοθυσίας στα συμφέροντα της πίστης και του λαού του είναι ασφαλώς αληθοφανέστερη και ίσως εξηγεί πειστικότερα τον πράγματι τιτάνιο αγώνα που ανέλαβε ο Παύλος, επιχειρώντας εξαντλητικές περιοδείες σε όλο τον γνωστό κόσμο από τη Μ.Ασία μέχρι την Ισπανία, κατά τη διάρκεια των οποίων κινδύνεψε σοβαρά (και οι οποίες δεν θα ήταν δυνατές από ένα και μόνο άνθρωπο, χωρίς σοβαρή οργανωτική και οικονομική υποστήριξη, που φαίνεται ότι είχε από το Σανχεντρίν). Η πραγματική αποστολή του (και η αιτία της «μεταστροφής¨του) ήταν να επωφεληθεί από την απήχηση που έδειχνε πως αποκτούσε το νεογέννητο Χριστιανικό κίνημα, να οργανώσει και εκτός Παλαιστίνης όσο γίνεται περισσότερες ιουδαιοχριστιανικές Αδελφότητες, κατά το πρότυπο αυτών που άρχισαν να λειτουργούν στην Παλαιστίνη, να προσελκύσει σ’ αυτές κατ’ αρχήν Εβραίους που κατοικούσαν στα πρώην ελληνιστικά βασίλεια (τα λεγόμενα «έθνη»), χωρίς να αποκλείονται και οι «εθνικοί», που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την μαζικότητα του κινήματος, επικαλούμενος για προσηλυτισμό το παρήγορο για τους κατατρεγμένους κήρυγμα του χριστιανισμού, με απώτερο στόχο να οργανώσει μια ευρύτερη συνωμοσία για την ανατροπή της Ρωμαϊκής αρχής, πράγμα που τελικά επιχείρησε στα χρόνια του Νέρωνα, συνεταιριζόμενος με τη στασιαστική δράση του Πείσωνα, εξαιτίας της οποίας τελικά καταδικάστηκε και αποκεφαλίστηκε.
Το εντυπωσιακό χρονολόγιο της ακαταπόνητης «ιεραποστολικής» δραστηριότητας του Παύλου ε΄χει ως εξής:
- 37 μ.Χ. Στην Ιερουσαλήμ παρακολούθησε τον λιθοβολισμό του Στέφανου
- 39 μ.Χ. Επηρεασμένος από τους ελληνιστές Ιουδαίους «προσχώρησε» στον χριστιανισμό, αποβλέποντας (κατά την επίσημη εκδοχή) στην αναθεώρηση του μωσαϊκού νόμου και στην προσαρμογή της χριστιανικής ιδεολογίας στις μεσογειακές και μικρασιατικές εθνικοκοινωνικές συνθήκες.
- 39-40 μ.Χ. Πρώτη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα, τα οποία εγκατέλειψε σε 15 ημέρες, αφού η γενική επιφυλακτικότητα κυρίως εκ μέρους των ελληνιστών, ιουδαίων χριστιανών, τους οποίους καταδίωξε πριν από τη μεταστροφή του, ανάγκασε τους χριστιανούς των Ιεροσολύμων να τον φυγαδεύσουν, και πιθανόν μέσω της Καισάρειας, επέστρεψε στην πατρίδα του Ταρσό οπού και έμεινε (Πράξ. 9:26-30).
- 43-44 μ.Χ. Δεύτερη ανάβαση στα Ιεροσόλυμα την εποχή του λιμού.
- 45 μ.Χ. (ή 46 μ.Χ.) Πρώτη Περιοδεία μαζί με τους Μάρκο και Βαρνάβα στην Αντιόχεια, Σελεύκεια, Κύπρο (όπου άλλαξε το όνομά του σε «Παύλος»), Πέργη Παμφυλίας, Αντιόχεια Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα, Δέρβη Λυκαονίας, Λύστρα, Ικόνιο, Αντιόχεια Πισιδίας, Πέργη Παμφυλίας, Αττάλεια και Αντιόχεια Συρίας.
- 45 μ.Χ. Συνάντηση και αντίθεση Παύλου και Πέτρου στην Αντιόχεια.
- 46-48 μ.Χ. «Ιεραποστολική» δράση Παύλου και Βαρνάβα στην Αντιόχεια (Πράξ. 14:28)
- 47 μ.Χ. Πρώτη Χριστιανική Σύνοδος όλων των χριστιανικών οργανώσεων στην Ιερουσαλήμ. Αποφασίστηκε να συνεχισθεί η προπαγάνδα ανάμεσα στους εθνικούς, χωρίς υποχρέωση να τηρούν τον μωσαϊκό νόμο και να κάνουν περιτομή.
- 49 -52 μ.Χ. Δεύτερη Περιοδεία στην Αντιόχεια, περιοχές Συρίας και Κιλικίας, Δέρβη, Λύστρα, Φρυγία, Γαλατία, Μυσία, Τρωάδα, Σαμοθράκη, Νεάπολη, Φίλιππους, Αμφίπολη, Απολλωνιάδα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθο, Έφεσο, Καισαρεία, Ιεροσόλυμα και Αντιόχεια.
- 50 – 52 μ.Χ. Διαμονή στην Κόρινθο, πρώτη επιστολή Προς Θεσσαλονικείς.
- 53 - 57 μ.Χ. Τρίτη Περιοδεία στην Αντιόχεια, Γαλατία, δυτική Βιθυνία, Φρυγία, Έφεσο (όπους παρέμεινα επί 3ετία), Τρωάδα, Μακεδονία, Δαλματία, Κόρινθο, Φίλιππους, Τρωάδα, Άσσος, Μιτυλήνη, Σάμο, Μίλητο, Κω, Ρόδο, Πάταρα, Τύρο, Πτολεμαΐδα, Καισαρεία, Ιεροσόλυμα, επιστολές προς Κορινθίους και Ρωμαίους.
- 57 μ.Χ. Πέμπτη και τελευταία επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ, ξυλοκόπημα από τους Ιουδαίους και σύλληψη από τους Ρωμαίους.
- 57 - 59 μ.Χ Φυλάκιση στην Καισάρεια Παλαιστίνης όπου έμεινε 2 χρόνια υπό την επιτήρηση του προκουράτορα Αντώνιου Φήλιξ και μετά του Πόρκιου Φήστου.
- 59 μ.Χ. Δίκη ενώπιον του Πόρκιου Φήστου. Άσκηση δικαιώματος ως Ρωμαίου πολίτη για εκδίκαση της υπόθεσής του από τον αυτοκράτορα.
- 59 μ.Χ. Αναχώρηση από την Καισάρεια για τη Ρώμη, με συνοδεία υπό τον εκατόνταρχο Ιούλιο. Ναυάγιο κατά το ταξίδι στη Μάλτα.
- 60 μ.Χ. Άφιξη στη Ρώμη
- 60- 62 μ.Χ. Φυλάκιση στη Ρώμη "ιδίω μισθώματι", υπό κατ’ οίκον περιορισμό με επιτήρηση από ένα στρατιώτη
- 63-65 μ.Χ. Αθώωση και έναρξη της Τέταρτης Περιοδείας στην Ρώμη, Ν. Γαλλία, Ισπανία, Ρώμη, Κρήτη, Έφεσο, Μακεδονία (Φιλίππους), Νικόπολη, Δαλματία, Μακεδονία (Φιλίππους), Τρωάδα.
- 65 μ.Χ. Δεύτερη σύλληψη από τις ρωμαϊκές αρχές επί Νέρωνα στην Έφεσο και νέα αποστολή στη Ρώμη.
- 66 μ.Χ. Δίκη στη Ρώμη με την κατηγορία ότι είχε πάρει μέρος στη συνωμοσία του Πείσωνα
- 67 μ.Χ. Αποκεφαλισμός τουΠαύλου (ως Ρωμαίου πολίτη) στη Ρώμη.
Ο Παύλος εκμεταλλεύτηκε τη φράση του Καϊάφα ότι «συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνει υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόλυται» (Ιωάννη ΙΑ 49), που εννοούσε ότι η θυσία του Ιησού θα μπορούσε να αποτρέψει τις Ρωμαϊκές αντεκδικήσεις, και τη χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο της εκστρατείας που ανέλαβε, για να αποδείξει πως ο Ιησούς θυσιάστηκε για την σωτηρία της ψυχής όλων των εθνών και όχι μόνο του Εβραϊκού. Συνωμοτώντας εναντίον της Ρώμης αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας τεράστιας πνευματικής αυτοκρατορίας που θα υλοποιούσε το μεσσιανικό όνειρο, μετασχηματίζοντας τον πολιτικό μεσσιανισμό των Ζηλωτών σε θρησκευτικό και διεθνοποιημένο μυστικιστικό Μεσσιανισμό του Ιησού Σωτήρα και διαδίδοντας τις ιδέες της Ενσάρκωσης και Ανάστασης του Ιησού, ως ιδεόσημο για την εκμαίευση της συμπαράστασης των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών της εποχής του.
Το επικοινωνιακό σύστημα που χρησιμοποίησε, ιδιαίτερα για να προσεγγίσει τους ελληνορωμαϊκούς πληθυσμούς, επηρεάστηκε από τον Φίλωνα της Αλεξανδρείας και τον Δοσίθεο, ενώ την θεωρία της Σωτηρίας (τη διάσωση της ανθρωπότητας από την οργή του ουράνιου πατέρα) την δανείστηκε από τον Ορφισμό. Η βασική του σκέψη ήταν ότι ο Χριστός ήταν ένα μέσο Σωτηρίας και λύτρωσης από τα κακά πνεύματα και τον φόβο τους καθώς και από την εχθρική δύναμη της Αμαρτίας που προσβάλλει όλους τους ανθρώπους. Η Σταύρωση του Ιησού ήταν μια θυσία που πρόσφερε την εξιλέωση από το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ και εξασφάλισε την απελευθέρωση για όλους τους πιστούς. Η επάνοδος του Χριστού εκτός άλλων θα αποτελέσει και την τελική νίκη κατά των εχθρών της ανθρωπότητας ένας από τους οποίους είναι και ο θάνατος που σε όλη την ιουδαϊκή αποκαλυπτική φιλολογία είναι ταυτόσημος προς την καταπίεση, τα βάσανα και την απόγνωση του λαού του Θεού από τους διάφορους κατακτητές. Η απαξιωτική άποψη για την συνεισφορά των γυναικών στην κοινωνική δραστηριότητα, όπως και η ιδεοληπτική μονομανία για την Αμαρτία και την Ενοχή που προκύπτει από αυτήν, οφείλεται στον Παύλο.
Αποτιμώντας το έργο του μπορούμε να πούμε ότι αν ο Ιησούς (όπως φαίνεται) άθελά του υπήρξε ο ιδρυτής της θρησκείας του Χριστιανισμού, ο Παύλος υπήρξε (ηθελημένα ή αθέλητα) ο θεμελιωτής της. Τα λόγια και τα έργα του, που πρωτογενώς αποσκοπούσαν στη στρατολόγηση εταίρων για την υλοποίηση των εθνικών στόχων της εβραϊκής φυλής ή περιείχαν πρακτικές συμβουλές για την διατήρηση τάξης και γαλήνης στις νεοδημιούργητες ιουδαιοχριστιανικές οργανώσεις (όπως οι αμφισβητούμενης γνησιότητας Επιστολές του), ερμηνεύτηκαν στους επόμενους αιώνες από τους Απολογητές και Πατέρες της Χριστιανικής Εκκλησίας με τρόπο που συγκαλύφτηκε η συνωμοτική δράση του και αποκαλύφτηκε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε η θεολογία και η ηθική φιλοσοφία του Χριστιανισμού.
Μετά την καταστροφή της ιερουσαλήμ από τον Τίτο το 70 μ.Χ. και τον συνακόλουθο διασκορπισμό των Εβραίων (της λεγόμενης «Διασποράς») σε όλα τα πλάτη της Γης, το Χριστιανικό ρεύμα, απλωμένο πλέον εκτός των ορίων της Παλαιστίνης και εμπλουτισμένο με «εθνικούς» (= ελληνικούς ή ελληνόφωνους) πληθυσμούς, με την ηθελημένη ή αθέλητη παρέκβαση που προκάλεσε ο Παύλος, έχασε τον στενά φυλετικό χαρακτήρα ενός ιουδαϊκού κινήματος και άρχισε να μετεξελίσσεται σε σύστημα πίστης που συνδύαζε κοινωνικά και μεταφυσικά στοιχεία: Την ελπίδα για βελτίωση της ζωής των καταπιεσμένων (και συχνά εξαθλιωμένων) λαϊκών μαζών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τις οποίες κατά κύριο λόγο προέρχονταν τα μέλη του και την σωτηριολογική προσδοκία για απολύτρωση από τις αμαρτίες και εξαγνισμό στη μέλλουσα ζωή και την τελική κρίση. Ήδη στα χρόνια αυτά ο αριθμός των Αδελφοτήτων («Εκκλησιών») είχε αυξηθεί σημαντικά σε όλη την επικράτεια του Ρωμαϊκού κράτους και είχε ήδη δημιουργηθεί ιεραρχία (διακόνων, ιερέων και επισκόπων) που καθοδηγούσε και επόπτευε τη δραστηριότητα και τον τρόπο ζωής των «πιστών», κύριο χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η βαθιά πεποίθηση για το δίκαιο του αγώνα τους, που εκφραζόταν με τη φανατική αφοσίωση στα κηρύγματα του κινήματός τους, που σταδιακά έγιναν δόγματα. Ο Λουκιανός από τη Σαμόσατα Συρίας (125-195 μ.Χ ), σοφιστής του 2ου μ.Χ αιώνα στο έργο του "Περί της Περεγρίνον τελευτής", θεωρώντας τον Χριστιανισμό παραλλαγή της κυνικής φιλοσοφίας δίνει ως εξής το στίγμα του ήθους των πρώτων χριστιανών: «Εκείνοι αισθάνονταν αυτόν ως θεό τους και νομοθέτη τους, τον ανακήρυξαν προστάτη τους και ακόμη εξακολουθούν να σέβονται τον άνθρωπο αυτόν, πού σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή εισήγαγε στην ζωή τους τη νέα αυτή θρησκεία […]έπεισαν τον εαυτό τους οι δυστυχείς, ότι θα γίνουν αθάνατοι και πως θα ζήσουν αιώνια και γι’ αυτόν το λόγο περιφρονούν το θάνατο και με τη θέλησή τους πολλοί θυσιάζονται. Ο νομοθέτης αρχηγός τους, τους έπεισε ότι όλοι οι άνθρωποι θα ήταν δυνατό να ζουν αδελφωμένοι και από τότε άρχισαν να αλλάζουν θρησκεία, να αρνούνται τους θεούς των Ελλήνων, να προσκυνούν εκείνον τον σοφιστή που σταυρώθηκε και να ζουν σύμφωνα με τους νόμους του».
Η περαιτέρω πορεία του Χριστιανισμού σταθεροποιήθηκε και θεμελιώθηκε χάρη και στο έργο των πρωτοπόρων στοχαστών και αγωνιστών του για τους οποίους μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
α. Ιγνάτιος Αντιοχείας (50-117)
Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, (50 – 117, <ιγνύα [<γυίον] = το μέλος του σώματος, τα πόδια, τα χέρια, το όλο σώμα), γεννημένος στη Συρία, ήταν ο δεύτερος επίσκοπος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, διάδοχος του Ευοδίου. Μαζί με τον φίλο του Πολύκαρπο Σμύρνης ήταν μαθητής του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη, ενώ το περιβάλλον όπου γεννήθηκε και μορφώθηκε, ήταν ελληνικό, όπως μαρτυρεί το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των επιστολών του. Κατά τον διωγμό του Τραϊανού (98-117), μεταφέρθηκε από στρατιωτική συνοδεία από την Αντιόχεια στη Ρώμη όπου μαρτύρησε, αφού τον έριξαν εν μέσω λεόντων. Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές που κύριο στόχο έχουν την ομόνοια μεταξύ των πιστών, την υπακοή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής και ενότητας της Εκκλησίας, καθώς και τον σεβασμό στο Πρεσβυτέριο και τους Διακόνους, αποφυγή των ετεροδοξιών και εμμονή στην αρετή και την πίστη. Μέσα από την επιστολογραφία του, διακρίνουμε τη σαφή αποστολική διαδοχή από τους Προφήτες (μια ιερατική ομάδα, διάδοχο των αποστόλων και πρόγονο των επισκόπων) στους Επίσκοπους.
β. Ιουστίνος ο Μάρτυρας (100-165)
Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (100 - 165 μ.Χ.), γεννημμένος στη Φλαβία Νεάπολη της Σαμάρειας (σημερινή Ναμπλούς) ήταν χριστιανός φιλόσοφος και απολογητής, ο οποίος μεταστράφηκε από τον παγανισμό. Τα έργα του αντιπροσωπεύουν τις αρχαιότερες σωζόμενες Χριστιανικές απολογίες αξιόλογου μεγέθους. Γιος ελληνόφωνων μη Ιουδαίων (πιθανώς Ρωμαίων παγανιστών), έλαβε ευρεία φιλοσοφική μόρφωση από τις σχολές του στωικισμού, της περιπατικής, του πυθαγορισμού και του πλατωνισμού. Αργότερα ασπάστηκε ένθερμα τον Χριστιανισμό και όταν πήγε στη Ρώμη, παρέδωσε στον τότε αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο απολογία της χριστιανικής του πίστης. Η περί Λόγου χριστολογία του αποτελεί το πρώτο βήμα προς την Τριαδική θεολογία που υπερβαίνει την απλή ομολογία των Γραφών. Συνελήφθη για τη χριστιανική του πίστη και, αφού βασανίστηκε, αποκεφαλίστηκε το 165 μ.Χ.
γ. Μαρκίων (2ος αιώνας)
Ο Μαρκίων, καταγόμενος από τη Σινώπη του Πόντου, γιος του επισκόπου της Σινώπης ήταν περιώνυμος δάσκαλος του 2ου μ.Χ. αιώνα και ιδρυτής της φερώνυμής του αίρεσης (Μαρκιωνιτισμός), που αποτελούσε παρακλάδι του Γνωστικισμού. Απέκτησε αξιόλογη μόρφωση καθώς και μεγάλη οικονομική άνεση που προερχόταν από την ιδιοκτησία πλοίου και την εμπορική του δραστηριότητα. Φύση ανήσυχη και επαναστατική συγκινήθηκε από τη διδασκαλία γνωστικών κύκλων, διατύπωσε κακόδοξες χριστιανικές αντιλήψεις και γι' αυτό εκδιώχθηκε από την επισκοπή της πόλης του με απόφαση του πατέρα του, ο οποίος ήταν επίσκοπος Σινώπης. Για τον ίδιο λόγο απομακρύνθηκε και από την Εκκλησία της Σμύρνης με απόφαση του Πολυκάρπου Σμύρνης. Τελικά, ο Μαρκίωνας μετέβη και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη περί το 140 μ.Χ., όπου έγινε δεκτός στη ζωή της τοπικής χριστιανικής κοινότητας στην οποία και δώρισε το ποσό των διακοσίων χιλιάδων σηστερτίων.
Προσπάθησε να οργανώσει σε ένα ενιαίο σύστημα τις αντιλήψεις του και να ιδρύσει γνωστική εκκλησία, με πλήρη ιεραρχία και μυστήρια και θαυμαστή οργάνωση. Είχε επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους, οι οποίοι ήταν απλώς διοικητικά όργανα με απόλυτη εξάρτηση από τον ίδιο το Μαρκίωνα όσο εκείνος ζούσε. Μετά το θάνατό του, το εκκλησιαστικό σύστημα γνώρισε ποικίλες διακυμάνσεις και στην οργάνωση και στη θεωρία, επειδή κάθε ισχυρός επίγονος του πρόσθετε και δικά του στοιχεία ή άλλαζε κάτι στην αρχική διδασκαλία του ιδρυτή. Ίχνη του Μαρκιωνιτισμού διατηρήθηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα. Οι αντιλήψεις του Μαρκίωνα έγιναν γνωστές κυρίως από το έργο του "Αντιθέσεις" όπου εξηγεί ότι η αγάπη του αγαθού θεού για τον άνθρωπο εκφράστηκε με την αποστολή του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήταν υιός και ακριβής εικόνα του αγαθού θεού και φανερώθηκε στον κόσμο για τη λύτρωση του ανθρώπου από τον ζυγό του δημιουργού θεού. Τα θεμελιώδη γνωστικά στοιχεία που προσδιορίζουν το σύστημα του είναι η διαρχία, ο αντιιουδαϊσμός, η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης, οι ακραίες τάσεις εγκράτειας, η περιφρόνηση της ύλης και ο δοκητισμός. Οι σημαντικότεροι από τους μαθητές του ήταν Πρέπων, Απελλής και η Φιλουμένη.
δ. Ειρηναίος της Λυών (2ος/αρχές 3ου αιώνα)
Ο Ειρηναίος της Λυών (2ος/αρχές 3ου αιώνα) ήταν χριστιανός επίσκοπος στο Λούγδουνο της Νότιας Γαλλίας (τη σημερινή Λυών). Θεωρείται ένας από τους εκκλησιαστικούς πατέρες, καθώς τα συγγράμματά του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μετέπειτα χριστιανικής θεολογίας. Γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου και υπήρξε μαθητής του επισκόπου Πολύκαρπου, ο οποίος υπήρξε μαθητής του απόστολου Ιωάννη. Αργότερα έφυγε από τη Μικρά Ασία για να πάει στη Ρώμη όπου μαθήτευσε στη σχολή του Ιουστίνου του Μάρτυρα. Ο Ειρηναίος άρχισε να υπηρετεί ως επίσκοπος στη Λυών της Νότιας Γαλατίας (Γαλλίας), όπου πήγε ως ιεραπόστολος, πιθανώς το 177, σε μια περίοδο κατά την οποία είχε ξεσπάσει ο διωγμός του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου εναντίον των χριστιανών. Βασικό θέμα των γραπτών του έργων είναι η αντιπαράθεση με τον γνωστικισμό του Μαρκίωνα και του Βαλεντίνου. Τονίζει την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και προβάλλει τον παραλληλισμό μεταξύ Αδάμ και Χριστού, που κάνει ο απόστολος Παύλος.
Κατά τον Ειρηναίο, μέσω της Νέας Διαθήκης του Χριστού η ανθρωπότητα θα επιστρέψει στην κατάσταση που υπήρχε προ της ηθικής πτώσεως του Αδάμ, κάτι που περιλαμβάνει την αποκατάσταση του επίγειου παραδείσου σε μια χιλιετή βασιλεία (βασική αντίληψη των χιλιαστών). Ερχόμενος σε αντίθεση με τον πεσιμισμό των γνωστικών, ο Ειρηναίος προτάσσει ότι ο Αδάμ έχασε μόνο το "καθ' ομοίωσιν", δηλαδή την ηθική ομοιότητα, με την αμαρτία του αλλά διατήρησε το "κατ' εικόνα". Στο γνωστικό ερώτημα τού πώς μια τέλεια δημιουργία ενός τέλειου Δημιουργού καταλήγει σε αποτυχία, ο Ειρηναίος προβάλλει τη συλλογιστική ότι η ιστορία της ανθρωπότητας αρχίζει με σφάλματα εξαιτίας της νηπιακής της κατάστασης και ότι, στο διάβα των αιώνων, η ανθρωπότητα διδάσκεται και ωριμάζει από τα σφάλματά της και τους πειρασμούς της. Επιπλέον, ο Ειρηναίος ανασκοπεί το ιστορικό του γνωστικισμού στις διάφορες μορφές του και αναφέρει ως αρχηγό του τον Σίμωνα τον Μάγο, που ήρθε σε αντιπαράθεση με τον απόστολο Πέτρο στη Σαμάρια και, κατά παράδοση, στη Ρώμη.
ε. Τερτυλλιανός (155-240)
Ο Τερτυλλιανός (Quintus Septimius Florens Tertullianus) ήταν χριστιανός πρεσβύτερος και πολυγραφότατος συγγραφέας, «Πατέρας της λατινικής (λατινόφωνης) Εκκλησίας». Υπήρξε σφοδρότατος πολέμιος των χριστιανικών αιρέσεων, και ιδιαίτερα του Γνωστικισμού. Αργότερα όμως έγινε υποστηρικτής του Μοντανού, ενός Φρύγιου προφήτη και εκστατικού και έθεσε εαυτόν εκτός του επίσημου εκκλησιαστικού δόγματος. Γεννήθηκε στην Καρχηδόνα (σημερινή Τυνησία) από πατέρα εκατόνταρχο και σπούδασε λατινική και ελληνική φιλολογία και νομική. Ήταν παγανιστής και ακολουθούσε την ασελγή ζωή της πόλης του, μέχρι περίπου τα 35 του χρόνια οπότε ασπάστηκε τη χριστιανική πίστη. Ως χριστιανός, ζούσε ζωή «απλή, ηθική κι ενάρετη», ήταν πιστός, «κατά γράμμα» τηρητής του Ευαγγελικού λόγου, σε σημείο να μην επιτρέπει στους μαθητές του να γίνονται διδάσκαλοι και απαρνιόταν τις επιστήμες.
Γύρω στα 212, απογοητευμένος από την ηθική κατάπτωση που παρατηρούσε στις χριστιανικές εκκλησίες και την επιείκεια στο ζήτημα των αμαρτωλών και των πεπτωκότων η οποία είχε εφαρμοστεί από τις περισσότερες τοπικές εκκλησίες, εγκολπώθηκε τις ιδέες του Μοντανισμού που τόνιζαν την ηθική καθαρότητα και το επείγον της δεύτερης έλευσης του Χριστού, και ενώθηκε με αυτή την ομάδα, στην οποία αργότερα πρωτοστάτησε. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία, αφήνοντας πίσω του σπουδαία έργα που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους απολογητές του Χριστιανισμού.
Στο λεργο του Απολογητικός ήταν ο πρώτος λατίνος συγγραφέας που προσδιόρισε τον Χριστιανισμό ως αληθινή θρησκεία και τις υπόλοιπες παραδοσιακές θρησκείες δεισιδαιμονίες.
Οι απόψεις του Τερτυλλιανού, σχετίζονται με την ευρέως αποδεκτή, εκείνη την εποχή, χριστολογία περί Λόγου, κατά την οποία υφίσταται διάκριση "μεταξύ «Λόγου ενδιαθέτου» και «Λόγου προφορικού»". Χρησιμοποιεί τις έννοιες Σοφία και Λόγος σαν ταυτόσημους προσδιορισμούς του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας, τις διακρίνει όμως, κατά το ότι η Σοφία γεννήθηκε προ της δημιουργίας και στη συνέχεια έγινε Λόγος με μια νέα τέλεια γέννηση κατά τη δημιουργία". Η τριαδολογία του Τερτυλλιανού έδωσε όρους και έννοιες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του τριαδικού δόγματος, όπως το ομοούσιο της τριαδικής θεότητας και η υποστατική διαφοροποίηση αυτής. Χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο "τριάδα" (trinitas) και ανέπτυξε θεολογικούς ορισμούς που άσκησαν ισχυρή επίδραση στη συνέχεια, όπως το ότι ο Θεός είναι "μία ουσία με τρία πρόσωπα" και ότι ο Ιησούς Χριστός είναι "ένα πρόσωπο με δύο φύσεις".
Ο Τερτυλλιανός εισήγαγε επίσης τους όρους vetus testamentum («Παλαιά Διαθήκη») και novum testamentum («Καινή Διαθήκη»), όροι που υιοθετήθηκαν από τον μεταφραστή της Βίβλου Ιερώνυμο και μεταγενέστερα εισάχθηκαν και καθιερώθηκαν στις λατινογενείς γλώσσες. Στο έργο του Περί ψυχής εκφράζει την αντίθεσή του με τους χριστιανούς που χρησιμοποιούσαν τον πλατωνισμό για να εξηγήσουν την υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι η ψυχή είναι ξεχωριστή από το σώμα αλλά δεν είναι άυλη, είναι όμως απλή, ασύνθετη και αθάνατη, οπότε πηγαίνει στον ουρανό ή στον Άδη μετά τον θάνατο του σώματος. Ο ασπασμός των χιλιαστικών απόψεων είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο δεν ανακηρύχθηκε άγιος ούτε από την Ρωμαιοκαθολική ούτε από την Ορθόδοξη εκκλησία.
στ. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-216)
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Titus Flavius Clemens), γεννημένος πιθανώς στην Αθήνα ήταν φιλόσοφος στα τέλη του 2ου και αρχές 3ου αιώνα. Υπήρξε μαθητής του στωικού φιλοσόφου και μετέπειτα Χριστιανού Πανταίνου, που θεωρείται ιδρυτής της θεολογικής σχολής της Αλεξάνδρειας, θεμελιώδεις αρχές της οποίας ήταν "η ελευθερία στην έρευνα, η αναγωγή της πίστης σε γνώση με τη βοήθεια της φιλοσοφίας και η χρήση της αλληγορικής μεθόδου στην ερμηνεία των Γραφών", έχοντας πάντα ως επίκεντρο τη χριστιανική πίστη. Ο Κλήμης χειροτονήθηκε στην Αλεξάνδρεια πρεσβύτερος της τοπικής εκκλησίας και διαδέχθηκε τον Πάνταινο ως δάσκαλος στη σχολή του, αναλαμβάνοντας να αποδείξει την εναρμόνιση του Χριστιανισμού με τη φιλοσοφία των Ελλήνων. Περιόδευσε όλη την Ελλάδα, Καλαβρία, Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο.
Στην προσπάθειά του να αντιμετωπιστεί τον Γνωστικισμό, του οποίου οι ρίζες βρίσκονταν στην αρχαία ελληνική παράδοση και ιδίως στις πλατωνικές απόψεις περί Θεού και κόσμου, επιχείρησε την σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, με την εκλεκτική χρήση κειμένων τις ελληνικής ποίησης και μυθολογίας. Εντούτοις, φαίνεται ότι σε ορισμένες απόψεις είχε επηρεαστεί από τους Γνωστικούς, ιδιαίτερα όσον αφορά τη θέση του για έναν θεϊκό Λόγο που καθοδηγεί τον πνευματικό άνθρωπο μέσα από διαδοχικές φωτίσεις στην τελείωση, μια διαδικασία που δεν σταματάει με τον θάνατο. Ο Κλήμης είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις από τον Στωικισμό και από την πλατωνική μεταφυσική. Συνολικά στο έργο του θεωρεί πως «αληθινός γνωστικός» είναι όποιος συνδυάζει την πίστη με την φιλοσοφική κατανόηση, διότι μόνο με τη ορθή φιλοσοφία μπορεί ο πιστός να καταστεί αληθινός Χριστιανός γνωστικός, αφού αληθινή πηγή γνώσεως πρέπει να θεωρείται η πίστη, χωρίς να παραγνωρίζεται η γνώση. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς Πατέρες, δάσκαλος του Ωριγένη, ο οποίος τον διαδέχθηκε.
ζ. Ωριγένης (185-251)
Ο Ωριγένης (πλήρες όνομα Ωριγένης Αδαμάντιος), γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο πατέρας του Λεωνίδης, ο οποίος το 202 στις διώξεις του Σεπτίμιου Σεβήρου έγινε μάρτυρας του Χριστιανισμού, αφήνοντας πίσω του μια εννεαμελή οικογένεια σε κατάσταση ακραίας φτώχειας, πολύ περισσότερο μετά τη δήμευση της πατρικής περιουσίας. Αναβίωσε το 203 το κατηχητικό σχολείο, του οποίου ο τελευταίος δάσκαλος Κλήμης είχε διωχθεί. Η φήμη του και ο αριθμός μαθητών του αυξήθηκαν γρήγορα, έτσι ώστε ο Δημήτριος, επίσκοπος της Αλεξανδρείας, τον περιόρισε στην κατήχηση του χριστιανικού δόγματος και μόνο. Διδάσκοντας ακατάπαυστα αφιερώθηκε της Βίβλου και έζησε μια ζωή άκαμπτου ασκητισμού, σε βαθμό που κατέληξε να αυτοευνουχιστεί.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα, περίπου το 211-212, ο Ωριγένης έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Ρώμη, αλλά απογοητεύτηκε από τη χαλαρότητα των χριστιανικών της εποχής του. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια άρχισε πάλι να διδάσκει με νέο ζήλο, και περί το 212 γνωρίστηκε με τον Αμβρόσιο Αλεξανδρείας, τον οποίο μετέστρεψε από τον Βαλεντιανισμό στην Ορθοδοξία και ο οποίος τον βοήθησε οικονομικά για την έκδοση των έργων του. Το 215, εξαιτίας μιας εξέγερσης ο Καρακάλλας εξαπέλυσε τους στρατιώτες του να λεηλατήσουν την πόλη, έκλεισε τα σχολεία και έδιωξε όλους τους αλλοδαπούς, οπότε ο Ωριγένης έφυγε από την Αίγυπτο, πηγαίνοντας με τον Αμβρόσιο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα. Στην Αλεξάνδρεια επέστρψε πιθανώς το 216 και από τότε αφιερώθηκε στη διδασκαλία και το γράψιμο. Το 231 ο Ωριγένης εξορίστηκε από την Αλεξάνδρεια και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου προσπάθησε να καταγράψει την επιστήμη από τη χριστιανική άποψη και να ανυψώσει τον Χριστιανισμό σε μια κοσμική θεωρία συμβατή με τον Ελληνισμό. Κατά τη διάρκεια των διωγμών του Δέκιου το 249/250 συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίσθηκε και τελικά πέθανε στην Τύρο.
Ο Ωριγένης ήταν στην πραγματικότητα ένας πλατωνιστής με ψήγματα στωικής φιλοσοφίας. Τα έργα του που είναι απόσταγμα μιας εξηντάχρονης πορείας κατήχησης, χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: κριτική κειμένων, εξήγηση συστηματική, πρακτική και απολογητική θεολογία και επιστολές. Άρχισε έναν εκτενή σχολιασμό της Βίβλου, αρχίζοντας με τον Ιωάννη. Συνέχισε με τη Γένεση, τους Ψαλμούς και τους Θρήνους, και με τις συνοπτικές εξηγήσεις επιλεγμένων κειμένων (που διαμορφώνουν τα δέκα βιβλία του, τους Στρωματείς). Έγραψε επίσης δύο βιβλία για την Ανάσταση και το έργο του Περί των Πρώτων Αρχών. Αντικείμενό τους ήταν να δοθεί μια εξήγηση που στόχευε στη βαθύτερη, κρυμμένη πνευματική αλήθεια, χωρίς να παραμελείται το φιλολογικό, το γεωγραφικό, το ιστορικό, ούτε το αρχαιογνωστικό υλικό, στο οποίο αφιέρωσε πολυάριθμα ερμηνευτικά σχόλια.
Σύμφωνα με το Ωριγένειο σύστημα στην κορυφή της πυραμίδας της Ύπαρξης βρίσκεται ένας Ύψιστος, αυτάρκης Θεός, η Μονάδα, η οποία στην ιστορική της εξέλιξη γίνεται Τριάδα, μια θεότητα γεμάτη δημιουργική ενέργεια. Ο Θεός είναι μια τέλεια ενότητα, αόρατος και άυλος. Ξεπερνά την υλικότητα όλων των πραγμάτων, και επομένως είναι ασύλληπτος και ακατανόητος. Είναι επιπλέον αμετάβλητος, πέραν του διαστήματος και του χρόνου. Χάρη στη θεία οικονομία, η οποία εκφράζεται μέσω της ιδέας της Θείας Πρόνοιας, το πεπτωκός ανθρώπινο γένος τελικά θα βρει το δρόμο του προς τη θέωση, την επιστροφή στη μακάρια ύπαρξη. Λόγω της αιώνιας δημιουργικής δραστηριότητας του Θεού υπάρχει η «απ’ αιώνος» δημιουργία (των αόρατων «νοητών», αν και όχι απόλυτα άϋλων / ασώματων, αλλά λεπτών και αιθέριων, όντων) και η έγχρονη δημιουργία (του ορατού φυσικού κόσμου), που, λόγω του προκόσμιου (και όχι προπατορικού) αμαρτήματος, έγινε τόπος τιμωρίας και καθάρσεως των νόων. Προ του παρόντος κόσμου υπήρχαν άλλοι και μετά από αυτόν θα επακολουθήσουν άλλοι (Γνωστικισμός). Ως δημιουργικό όργανο χρησιμοποίησε ο Θεός το Λόγο, «δι’ ού τα πάντα εγένετο». Η δραστηριότητα του Λόγου έγινε αντιληπτή από τον Ωριγένη ως παγκόσμια ψυχή, σύμφωνα με το πλατωνικό παράδειγμα. Είναι ένα θεωρητικό σημείο στο οποίο ο Θεός αποκαλύπτει την παντοδυναμία του. Ο υλικός κόσμος, που δεν είχε πρώτα καμία θέση σε αυτήν την αιώνια πνευματική πρόοδο, οφειλόταν στην πτώση των πνευμάτων από το Θεό. Η ψυχή εξάλλου διαιρείται σε λογική και παράλογη. Η τελευταία είναι υλική και παροδική, ενώ η πρώτη είναι άυλη και ασώματη και κατέχει την ελευθερία της θέλησης και τη δύναμη της επανύψωσης σε μια αγνότερη μορφή ζωής. Το αποκορύφωμα αυτής της βαθμιαίας ανάτασης είναι η καθολική αποκάλυψη του Χριστού. Στο Χριστό ο Θεός εμφανίστηκε ως πατέρας. Η ενσάρκωση του Λόγου ήταν μια απαραίτητη διαδικασία, προκειμένου να γίνει καταληπτός από την αισθητήρια φύση του ενσαρκωμένου ανθρώπου. Η εξιδανικευτική τάση του να θεωρεί το πνεύμα ως τη μόνη πραγματική ύπαρξη είναι θεμελιώδης σε ολόκληρο το σύστημά του και τον οδήγησε να καταπολεμήσει τις εκκλησιαστικές παραδόσεις για κόλαση και παράδεισο.
Μετά τον θάνατο του Ωριγένη, το έτος 253, δημιουργήθηκαν μέσα στην Εκκλησία δύο αντίθετα ρεύματα (οι ωριγενιστές και οι αντιωριγενιστές), μεταξύ των οποίων συνέβαιναν αρκετές συγκρούσεις, οι λεγόμενες «ωριγενιστικές έριδες», μέχρι και τον 6ο αιώνα. Το 553 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να εξετάσει ένα άλλο θέμα άσχετο με τον Ωριγένη. Όμως η πλειοψηφία των μελών της Συνόδου περιλάμβανε αντιωριγενιστές, οι οποίοι, με την υποστήριξη της ισχυρής αυτοκρατορικής εξουσίας, εξέδωσαν 15 «αναθεματισμούς» κατά της διδασκαλίας του Ωριγένη. Οι ωριγενιστικές έριδες σταμάτησαν μετά την απόφαση αυτή, η φήμη του όμως αποκαταστάθηκε στην θέση που αρμόζει στο πράγματι αξιοθαύμαστο (σε όγκο και ποιότητα συλλήψεων) έργο του μετά τον 19ο αιώνα.
η. Κυπριανός Καρχηδόνας (210-258)
Ο Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus), γεννημένος στην Καρχηδόνα (σημερινή Τυνησία) ήταν επίσκοπος στην ίδια πόλη και σημαντικός συγγραφέας στη λατινική γλώσσα. Καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια, η οποία του εξασφάλισε λαμπρή μόρφωση Στα νεανικά του χρόνια έζησε έντονη ζωή, υπήρξε ειδωλολάτρης και ασχολήθηκε με τη μαγεία, που στην περιοχή της Καρχηδόνας την εποχή του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Η διαδικασία μεταστροφής του ξεκίνησε από την εποχή που βρέθηκε στη Αντιόχεια το 246 με την παραίνεση του πρεσβύτερου Καικίλιου. Στη συνέχεια έλαβε με τη σειρά όλα τα αξιώματα του κατωτέρου κλήρου (αναγνώστης, υποδιάκονος, διάκονος), διακρινόμενος για τα εξαιρετικά του κηρύγματα για την προσέλκυση ειδωλολατρών. Δύο έτη αργότερα μετά τον θάνατο του επίσκοπου Καρχηδόνος Δονάτου, εξελέγη επίσκοπος Καρχηδόνας.
Κατά τη διάρκεια του διωγμού του Δέκιου (249-251) ο Κυπριανός, έδειξε πατρική αγάπη και η ποιμαντική μέριμνα για το λαό του, πνευματική και υλική, η σταθερότητα και καθαρότητα των θέσεών του, αλλά το έτος 252 διατάχθηκε και νέος διωγμός στην περιοχή της Καρχηδόνος, την ώρα που επιδημία πανώλης έπληξε την πόλη. Ο ίδιος αυτήν την εποχή συγκέντρωσε του χριστιανούς και διενήργησε μεγάλο έρανο για ενίσχυση των ανθρώπων της πόλεως ανεξαιρέτως πίστης, ενώ από κοντά ενίσχυε, παρηγορούσε και συμπαραστεκόταν στους αρρώστους και τις οικογένειές τους. Με τη λήξη του διωγμού ανέκυψε το ζήτημα που αφορούσε την επιστροφή των πεπτωκότων (lapsi, όσων προτίμησαν να θυσιάσουν στα είδωλα, για να αποφύγουν τις συνέπειες του διωγμού) στους κόλπους της μητέρας Εκκλησίας. Ο Κυπριανός ήταν υπέρ της άποψης να εκδηλώσουν οι θυσιάσαντες την ειλικρινή, μακρά και έμπρακτη μετάνοιά τους στο σώμα της Εκκλησίας, διαφωνώντας με την αντιεκκλησιαστική πρακτική της παροχής αφέσεων από τους Ομολογητές. Η Σύνοδοςπου συγκλήθηκε στην Καρχηδόνα για το θέμα αυτό αποδέχθηκε τις απόψεις του Κυπριανού.
Το έτος 254 ανέκυψε το πρόβλημα του αναβαπτισμού των αιρετικών. Ο Κυπριανός, ακολουθώντας το έθος της βορειοαφρικανικής Εκκλησίας, αλλά και εκείνων της Μικράς Ασίας, ξαναβάφτιζε τους αιρετικούς που επέστρεφαν στους κόλπους της καθολικής Εκκλησίας και δεν είχαν τελέσει πρωτύτερα κανονικό βάπτισμα σε αυτήν, αλλά η άποψη του επισκόπου Ρώμης Στέφανου ήταν αντίθετη. Για το θέμα αυτό συνήλθαν τρεις σύνοδοι στην Καρχηδόνα το 255 και 256., που δικαίωσαν την πρακτική και τη στάση του Κυπριανού. Από το έτος 256 άρχισαν και πάλι οι διώξεις κατά των Χριστιανών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε. Μη αποδεχόμενος να εκπέσει της πίστεως του μετά από βασανισμούς αποκεφαλίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 258.
Το συγγραφικό έργο του Κυπριανού Καρχηδόνας αποτελείται από επιστολές και σύντομες περιστασιακές πραγματείες, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα. Η εμμονή του στο ζήτημα της ενότητας και μοναδικότητας της Καθολικής Εκκλησίας, μέσω της Θείας ευχαριστίας και της ενότητας και κοινωνίας των επισκόπων, της αγιοπνευματικής και σωτηριολογικής σπουδαιότητας του μυστηρίου του βαπτίσματος, της αληθινής μετάνοιας και της αποδοχής τής παράδοσης, αποτέλεσαν ουσιαστική θεολογική συμβολή όχι μόνο κατά τον 3ο αιώνα, αλλά και στη σύγχρονη πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
θ. Πάπας Στέφανος Α΄ (πάπας 254-257)
Ο Πάπας Στέφανος Α΄ ήταν εκ γενετής Ρωμαίος, αλλά ελληνικής καταγωγής. Έγινε επίσκοπος της εκκλησίας της Ρώμης διαδεχόμενος τον Λούκιο Α', του οποίου διετέλεσε αρχιδιάκονος, μετά από δίμηνη χηρεία του παπικού θρόνου. Θεωρείται σημαντικός επίσκοπος Ρώμης σε ζητήματα κύρους της αποστολικής έδρας και είναι κυρίως γνωστός για τις συγκρούσεις του με τον επίσκοπο Κυπριανό Καρχηδόνος. Εκείνη την εποχή, η Εκκλησία αντιμετώπιζε εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα: Μετά τους διωγμούς του Δεκίου (250-251), προέκυψε διαφωνία σχετικά με το πώς θα αντιμετωπίζονταν αυτοί που παρεξέκλιναν από την πίστη. Ο Φαουστίνος, επίσκοπος Λυών, ζήτησε από τον Στέφανο να λάβει μέτρα κατά του Μαρκιανού, επισκόπου Αρελάτης (Arles), ο οποίος αρνούνταν να δώσει συγχώρηση και να έρθει σε κοινωνία με τους λεγόμενους «πεπτωκότες» (lapsii), οι οποίοι μετανοούσαν και ζητούσαν να επιστρέψουν στην Εκκλησία. Και άλλοι επίσκοποι, με επικεφαλής τον «αντίπαπα» Νοβατιανό, ακολούθησαν αυτή τη σκληρή γραμμή, η οποία ονομάστηκε και «νοβατιανισμός». Ο Στέφανος όμως, μπροστά στη σκληρότητα των διωγμών και στην ανάγκη συσπείρωσης των χριστιανών, έκανε δεκτούς χωρίς αναβαπτισμό όσους πλανήθηκαν από αιρέσεις ή θυσίασαν σε θεούς ή υπέγραψαν αποκήρυξη του Χριστού και κατόπιν μετανόησαν και επέστρεψαν. Προκειμένου να επιβάλει την άποψη αυτή, ο Στέφανος στήριξε την αυθεντία του επισκόπου Ρώμης στο ευαγγελικό χωρίο «σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν», πράγμα το οποίο συνέβαινε για δεύτερη φορά (η πρώτη είχε συμβεί επί Πάπα Κάλλιστου Α΄). Στην επιεική αυτή στάση αντιτάχθηκαν ο Καισαρείας Φιρμιλιανός, ο Καρθαγένης Κυπριανός και Σύνοδος 85 επισκόπων της Βόρειας Αφρικής, οι οποίοι θεωρούσαν τον αναβαπτισμό απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις, πριν την αποδοχή στην Ευχαριστία.
ι. Ευσέβιος της Καισαρείας της Παλαιστίνης (265-240)
Ο ελληνικής καταγωγής Ευσέβιος ο Καισαρείας, επίσκοπος της Καισάρειας της Παλαιστίνης, όπου γεννήθηκε, υπήρξε εξηγητής και ιστορικός, πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας εξαιτίας του έργου του Εκκλησιαστική Ιστορία, που καταγράφει την εξέλιξη της Χριστιανικής εκκλησίας μέχρι τις μέρες του. Η Καισάρεια, πόλη που χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Μέγα περί το 20 π.Χ., εκείνη την εποχή αριθμούσε 100.000 κατοίκους και έγινε σημαντικό κέντρο του Χριστιανισμού μετά την εγκατάσταση εκεί του Ωριγένη το 231. Ο διάδοχος και θαυμαστής του Ωριγένη Πάμφιλος (; - 309), συγκέντρωσε (πρακτικά όλους τους υπάρχοντες) τόμους της Βίβλου από όλα τα μέρη του κόσμου. Ο Ευσέβιος ήταν αρχικά μαθητής του Δωρόθεου της Τύρου και, μετά τα 25 χρόνια του, μαθητής και του Παμφίλου, τον οποίο βοήθησε να οργανώσει και να επεκτείνει τη βιβλιοθήκη του, προβαίνοντας και σε διορθώσεις ή αναθεωρήσεις των βιβλικών κειμένων. Από το 290 μέχρι το 300 ο Ευσέβιος ολοκλήρωσε τις πρώτες εκδόσεις της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και των Χρονικών του («Παντοδαπὴ Ἱστορία» ένα ημερολόγιο των γεγονότων με αφετηρία τη δημιουργία του κόσμου).
Ο Ευσέβιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Αγάπιο της Καισαρείας και τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο το 313. Από τη θέση αυτή, λόγω και της φήμης του, έγινε προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α και διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325. Στη συνέχεια ο Ευσέβιος κατόρθωσε να καθαιρέσει με συνοδική απόφαση τον επίσκοπο Ευστάθιο της Αντιοχείας που τον κατηγορούσε ως ωριγενιστή και αρειανίζοντα. Μετά από αυτό βρέθηκε αντιμέτωπος με τον επίσκοπο της Αλεξανδρείας Αθανάσιο, με τον οποίο κατέληξαν το 335 ενώπιον του Κωνσταντίνου, ο οποίος, συνεχίζοντας να επιδεικνύει εύνοια στον Ευσέβιο, καταδίκασε και εξόρισε τον Αθανάσιο. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου το 337 ο Ευσέβιος έγραψε τη βιογραφία του, που, παρά την εμφανώς εγκωμαιστική πρόθεσή της, θεωρείται βαρυσήμαντο ιστορικό έργο, αφού ο Ευσέβιος ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων που ιστορεί. Ο Ευσέβιος πέθανε το 339, αφού πρόλαβε να εξορίσει τον Αθανάσιο και δεύτερη φορά.
Το συγγραφικό έργο του αντικατοπτρίζει απόλυτα τα διαδοχικά ενδιαφέροντα της ζωής του: Σχολια στη Βίβλο υπό την επίδραση του Πάμφιλου, βιογραφίες των μαρτύρων, που τον οδήγησαν στη συγγραφή εκκλησιαστικής και παγκόσμιας ιστορίας, αντιδικίες για τον Αρειανισμό που τον ώθησαν στη συγγραφή απολογητικών κειμένων και τέλος η φιλία με τον Κωνσταντίνο κατέληξε στην εξύμνησή του με τη βιογραφία του. Από δογματική άποψη ο Ευσέβιος είναι πιστός ακόλουθος του Ωριγένη. Αφετηρία του είναι η απόλυτη μοναρχία του Θεού, που είναι αιτία όλων των όντων και πηγή όλων των αγαθών. Ο Χριστός είναι μια υπόσταση του θεού, που στάλθηκε στον κόσμο για να τον κάνει μέτοχο της ευλογίας που απορρέει από την αμετάβλητη ουσία του θεού, που προϋπήρχε του χρόνου. Οι άνθρωποι είναι αμρτωλοί από δική τους ελεύθερη επιλογή και όχι από αναγκαιότητα της φύσης τους.
Παρά την έλλειψη ιδεολογικής πρωτοτυπίας, εξαιτίας και της επίδρασης που ασκούσε στον Κωνσταντίνο, ο Ευσέβιος ήταν αυτός που περισσότερο από κάθε άλλον συνέβαλε στην επικράτηση του Χριστιανισμού με τη δογματική μορφή που είναι γνωστή σήμερα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι, στα χρόνια της συνεργασίας του με τον Πάμφιλο, παραποίησε όλα τα υπάρχοντα κείμενα (όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία, αφού οι παρεμβάσεις του είναι ανιχνεύσιμες) και παρασκεύασε ένα πρόσωπο της Χριστιανικής θρησκείας, σύμφωνο με τις απαιτήσεις της νεόδμητης αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι, αν ο Χριστός ήταν ο ιδρυτής και ο Παύλος ο θεμελιωτής του Χριστιανισμού, ο Ευσέβιος ήταν ο κατασκευαστής (αν όχι ο κιβδηλοποιός) του.
ια. Αθανάσιος Αλεξανδρείας (298-373)
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», ήταν επί 46 έτη, από τα οποία τα 17 τα πέρασε στην εξορία, Πατριάρχης στη γενέτειρά του, ένας από τους τέσσερις μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και ένας από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Απέκτησε λίγες εγκύκλιες γνώσεις και θεολογική μόρφωση από τη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, είχε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία». Από νωρίς, ως λαϊκός ακόμα, έδειξε έντονο ζήλο στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε το 325 στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί αναδείχθηκε πρωτεργάτης στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου που χαρακτηρίστηκε αιρετική.
Το 328 μ.Χ, μετά την κοίμηση του πνευματικού του πατέρα, επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, σε ηλικία 33 ετών, χειροτονήθηκε Επίσκοπος (εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε Πατριάρχης), λόγω και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητος μαχητής». Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες των μοναχών, κληρικών και λαϊκών για την καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του «ορθού» δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού. Παρά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Αρειανισμός συνέχισε να υπάρχει σε παραλλαγές που έγιναν δεκτές και από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, επηρεασμένο από τον αρειανιστή Ευσέβιο επίσκοπο Νικομήδειας. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε με σφοδρότητα με αποτέλεσμα να βρεθεί κατηγορούμενος από τους αντιπάλους του για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Σε σύνοδο που συγκάλεσε ο Κωνσταντίνος κατάρριψε όλες τις κατηγορίες, αλλά, μετά τη σύνοδο, βρέθηκε σε δύσκολη θέση και εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει από τον Αυτοκράτορα προστασία. Οι αντίπαλοί του όμως με ψευδείς κατηγορίες πέτυχαν να διωχθεί στη Γαλατία,από όπου επέστρεψε στη θέση του το 337 μ.Χ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, που έπεισαν τον νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο να τον εξορίσει στη Ρώμη, από την οποία επέστρεψε και πάλι στη θέση του το 346μ.Χ., μετά από 6ετή εξορία. Το 356 ο Κωνστάντιος έγινε μονοκράτορας και οι αρειανιστές επίσκοποι, πέτυχαν να καθαιρέσουν και πάλι τον Αθανάσιο, που για να γλυτώσει φυγαδεύτηκε στην έρημο, όπου για έξι χρόνια βρήκε την ευκαιρία να γράψει ένα μεγάλο αριθμό έργων, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή. Μετά το θάνατο του Κωνστάντιου, στο θρόνο ανέβηκε ο Ιουλιανός, ο οποίος ανακάλεσε όλους του εξορισμένους επισκόπους, όμως ο Αθανάσιος συγκρούστηκε και με τον Ιουλιανό, που ήθελε να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου και έτσι το 362 μ.Χ. εξορίστηκε στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Εξορίστηκε ακόμα μια φορά επί 4 μήνες, την εποχή του Βαλεντινιανού Α', ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς διωγμούς.
Το συγγραφικό έργο του Αθανασίου είναι πλούσιο, παρά τις διώξεις και εξορίες που υπέστη (κείμενα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά-ασκητικά και πρακτικά-επιστολές). Το πιστεύω του συνοψίζονται στα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία πρωτοστάτησε: «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζει και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού.
Περισσότερο όμως από τα θεωρητικά έργα του ο Αθανάσιος έμεινε στην εκκλησιαστική ιστορία ως ο ακατάβλητος, αταλάντευτος και σφοδρός υποστηρικτής των απόψεων, που αυτός θεωρούσε ορθόδοξες, εξαιτίας των οποίων ανακηρύχθηκε Μέγας και Άγιος. Με τον Ευσέβιο Καισαρείας (αλλά χωρίς τις ταχυδακτυλουργίες εκείνου) αποτελεί το δίδυμο των ιεραρχών, που στερέωσαν τη μορφή της Χριστιανικής θρησκείας, όπως έφτασε μέχρι τις μέρες μας.
ιβ. Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας(330-379)
Ο Βασίλειος, γεννημένος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου (και όχι της Καππαδοκίας, όπως αναφέρεται πολλές φορές λανθασμένα), από γονείς που ονομάσθηκαν και οι δύο Άγιοι, ήταν Πατέρας της Εκκλησίας, επίσκοπος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιάμ μεταξύ των οποίων ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Οσία Μακρίνα και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας. Ο Βασίλειος ανατράφηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία τον επηρέασε να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του, αλλά, γύρω στα 345, πήγε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο. Στην Αθήνα (352) εγγράφηκε στη σχολή του φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος. Εκεί γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, με τον οποίο συνδέθηκε με αδελφική φιλία. Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίστηκε Χριστιανός, και αποφάσισε να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκίνησε ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.
Το καλοκαίρι του 364 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, από τον Ευσέβιο επίσκοπο της Καισαρείας στην Καππαδοκία, μετά το θάνατο του οποίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέχτηκε διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας της Καππαδοκίας αναλαμβάνοντας και την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου. Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα της Ρώμης Δάμασο. Έγινε έτσι συνεχιστής του έργου του Μ.Αθανάσιου, ο οποίος βαθμιαία αποσύρθηκε από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάστηκε για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίστηκε το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Έργο ζωής και σημαντικός σταθμός στην πορεία του, ήταν η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας, όπου διοχέτευσε όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρο περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Καταπονημένος από τη δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς και από την ασκητική ζωή, που ακολουθούσε, πέθανε την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών.
Ο Βασίλειος υπήρξε θαυμαστής του Ωριγένη. Η προσωπική παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο και η συμβολή του στη λειτουργική και ανθρωπιστική δράση. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της, υποστηρίζοντας ότι ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό διά του Πατρός. Η μόνη προτεραιότητα του Πατέρα είναι λογική, μη χρονική και δεν ενέχει καμία ανωτερότητα. Στο έργο του τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού, θεωρώντας ότι μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Κατά την άποψή του ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του, ενώ ο κόσμος διατηρείται στο "είναι" χάρη στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της «θύραθεν παιδείας» μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποίησε ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό νέο χριστιανικό πρίσμα, χρησιμοποιώντας τα κλασσικά γράμματα ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Πλούσιο είναι και το νομικό έργο του συγκεντρωμένο σε 85 κανόνες που, αφού επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο εν Τρούλω το 691 μ.Χ., αποτελούν ως σήμερα βασικό νομοκανονικό βοήθημα του εκκλησιαστικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για ένα άλλο νομικό του έργο, τους λεγόμενους «μοναχικούς κανόνες», που αφορούν την οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών. Στο οικογενειακό δίκαιο ήταν ο πρώτος που έθεσε με κατηγορηματικότητα το όριο των τριών επιτρεπόμενων γάμων, που απετέλεσε μέχρι το 1982 και πολιτειακό δίκαιο του ελληνικού κράτους.
Ο Χριστιανισμός από τη στιγμή της γέννησης του, με την επίδραση των ιδεών, των γεγονότων και των προσώπων, που ήδη αναφέρθηκαν στον παρόν έργο, εξαπλώθηκε σε διάστημα 3 αιώνων στην ενοποιημένη λεκάνη της Μεσογείου, σε ελληνικούς, ελληνόφωνες ή ελληνίζοντες πληθυσμούς, χάρη στην ελληνική γλώσσα που από την αρχή υπήρξε το κύριο εκφραστικό του μέσο. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης, αρχικά, έχοντας υπόψη τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες που πρέσβευε για ισότητα των ανθρώπων, για το δικαίωμα των δούλων στην ελευθερία και για την μη αποδοχή της θεϊκής υπόστασης του αυτοκράτορα, αντέδρασαν με διωγμούς που αποσκοπούσαν στην διατήρηση της ασφάλειας και της γαλήνης στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Το 313, ο Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με το Λικίνιο, εξέδωσαν το Διάταγμα του Μεδιολάνου, που καθιέρωνε καθεστώς ανεξιθρησκίας σε όλη την αυτοκρατορία και άνοιγε το δρόμο για την επικράτηση του χριστιανισμού. Μολονότι η Αρμενία ήταν το κράτος, που πρώτο επέβαλε (και μάλιστα με βίαιο τρόπο) ως επίσημη θρησκεία του τον Χριστιανισμό το 301 μ.Χ, την εποχή του βασιλιά Τιριδάτη Γ (287-330), ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που είδε ευνοϊκά την εξάπλωση του χριστιανισμού και ευνόησε την αύξηση της δύναμής του, μετέφεροντας παράλληλα την έδρα της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν ποιο κοντά στο κέντρο βάρους των χριστιανικών πληθυσμών που ήταν τότε η Μ.Ασία. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν χριστιανοί, ή ευνοϊκοί απέναντι στο χριστιανισμό εκτός από τον Ιουλιανό (361-363), που προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναβιώσει την αρχαία ελληνική θρησκεία. Τελικά, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' (379-395) αναγνώρισε το 380 μ.Χ. τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Έκτοτε ο Χριστιανισμός, έχοντας την υποστήριξη όλων των κρατών της περιοχής και με αυστηρά οργανωμένη ιερατική ιεραρχία, διαδραμάτισε ρόλο κοσμοϊστορικής σημασίας στην εξέλιξη του ελληνικού, του δυτικοευρωπαϊκού και του σλαβικού πολιτισμού.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα κίνητρα που στερέωσαν την εξέλιξη αυτή ήταν πολιτικά. Κυβερνήτες με πολιτική διορατικότητα και διοικητικό αισθητήριο, όπως ο Κωνσταντίνος και ο Θεοδόσιος μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι το απέραντο πολυφυλετικό κράτος τους είχε ανάγκη από μία ενοποιητική δύναμη, που, εκτός από την επικρατούσα ήδη ελληνική γλώσσα, έπρεπε να εμπεδωθεί και με μία θρησκεία, που, ως θεσμός, ανέκαθεν ήταν όπλο πολιτικής επιβολής στα χέρια των ηγεμόνων (η θεοποίηση των φαραώ και των αυτοκρατόρων άλλωστε αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε), ώστε από το γνωστό τρίπτυχο των αρχαίων Ελλήνων («ομόαιμο, ομόγλωσσο και ομόθρησκο») να ισχύσουν τουλάχιστον τα δύο τελευταία.
Ω θρησκεία ο Χριστιανισμός, παρότι ορισμένα κηρύγματά του, όπως η απελευθέρωση των δούλων και των γυναικών, φαινόταν εκείνη την εποχή «αιρετικά», είχε στοιχεία που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ποδηγέτηση των λαϊκών μαζών, διότι:
- Σε αντίθεση με το «δημοκρατικό» πάνθεον των Ελλήνων, που «έπαιρνε αποφάσεις» μετά από «συνελεύσεις όλων των θεών», κατά το πρότυπο των δημοκρατικών πολιτευμάτων που προηγήθηκαν της αυτοκρατορίας, η πίστη σε ένα θεό που διατυμπάνιζε η χριστιανική θρησκεία ταίριαζε απόλυτα με την απολυταρχική διοίκηση που ασκούσαν οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, που είχαν κάθε λόγο να απαιτούν από τους υπηκόους τους, απόλυτη υποταγή, ανάλογη με την προσήλωση στον «παντοδύναμο» (όσο και αν ταυτόχρονα ήταν και «πανάγαθος») θεό που απαιτούσαν οι Χριστιανοί.
- Το κήρυγμα της αγάπης («αγαπάτε τους εχθρούς υμών» [Κατά Λουκάν ΣΤ]), μολονότι ως μήνυμα συναδέλφωσης των ανθρώπων μπορεί να είναι ευεργετικό, μπορεί από την άλλη μεριά να αξιοποιηθεί ως αντίληψη στωικής υποταγής, ανάλογη με το «ανέχου, επέχου, απέχου» των Στωικών, που μπορεί να εξασφαλίσει την αποτροπή αντίστασης στην εκμετάλλευση και την κακοδιοίκηση.
- Τα σωτηριολογικά δόγματα, με τα οποία συνδέονται οι αντιλήψεις για πνευματική ζωή και μέλλουσα κρίση, μολονότι κατ’ αρχήν μπορούν να θεωρηθούν μέσο ενθάρρυνσης, ελπίδας και εγκαρτέρησης των αδικημένων και των αναξιοπαθούντων, μπορούν άριστα να χρησιμοποιηθούν (όπως και χρησιμοποιήθηκαν) για μια πολύ βολική μετάθεση του ενδιαφέροντος των πολιτών σε μεταφυσικά θέματα και παραίτηση από τις εγκόσμιες υλικές διεκδικήσεις.
Με τον τρόπο αυτό ο Χριστιανισμός από όπλο αντίστασης των καταπιεσμένων που ήταν στα χρόνια του Χριστού, έγινε στα χρόνια του Δέκιου βάλσαμο παρηγοριάς για τους αδικημένους και κατέληξε μετά τον Θεοδόσιο να είναι μέσο καταδυνάστευσης των καταπιεσμένων στα χέρια της άρχουσας τάξης που εκπροσωπούσαν οι αυτοκράτορες. Στους αιώνες μετά τον Ηράκλειο ο Χριστιανισμός έμελλε να αποκτήσει ένα επιπλέον χαρακτήρα, αφού εξελίχτηκε φυλετική ασπίδα του βυζαντινού ελληνικού κόσμου απέναντι στους παντοδαπόύς «αλλόφυλλους» επιδρομείς από βορά, νότο, ανατολή και δύση (Πέρσες, Άβαρους, Άραβες, Σλάβους, Βούλγαρους, Ενετούς, Φράγκους και Τούρκους), οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν «βάρβαροι» και «άπιστοι», αντίθετοι στην «ορθόδοξη χριστιανική πίστη» των Ελλήνων για να ενδυναμωθεί η διάθεση απόκρουσής τους.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ακόμη και αν οι αξιολογήσεις αυτές είναι εσφαλμένες, ο Χριστιανισμός, στη διάρκεια των χιλιετιών που πέρασαν, ζυμώθηκε αξεδιάλυτα, μέσα από ένα πλήθος ιστορικών γεγονότων, αγώνων, θυσιών, ολοκαυτωμάτων, εθνικών ονείρων, ελπίδων, απογοητεύσεων και προσδοκιών, με τα βαθύτατα στρώματα της συλλογικής μνήμης και ψυχής του ελληνικού λαού και έγινε αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής, κοινωνικής και λαογραφικής ιστορίας του, σε βαθμό που είναι πλέον αδιαχώριστο μέρος της ταυτότητάς του. Σε πρόσφατη έρευνα (του Απρίλιο 2011 από την Κάπα Research) μόνο 56,3% των σύγχρονων Ελλήνων πιστεύουν στον Θεό (και επιπλέον 20% δεν είναι σίγουροι), αλλά το 97% των κατοίκων της Ελλάδας αυτοπροσδιορίζονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτό μπορεί να είναι μια απόδειξη ότι αυτός ο λαός αισθάνεται την ανάγκη να αποτίσει φόρο τιμής στους προγόνους του, οι οποίοι ψέλνοντας «τη Υπερμάχω» έδιωξαν τους Άβαρους το 626, κλαίγοντας για την Κυρά Δέσποινα έπεσαν στην Κωνσταντινούπολη το 1453, παίρνοντας τα όπλα ορκίστηκαν στου «Χριστού την πίστιν την αγίαν» στον ξεσηκωμό του 1821 και φιλώντας το «σταυρό» στο χέρι της μητέρας τους έφυγαν «στην ευχή του Χριστού και της Παναγιάς» για το μέτωπο της Αλβανίας το 1940. Στο πνεύμα της σκέψης αυτής δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει στον Χριστιανισμό τα εύσημα του υπέρτατου προασπιστή της ελληνικής ιδιότητας --- και αυτό μπορεί να έχει αξία για όσους πιστεύουν ότι είναι ένας μικρός κόκκος άμμου μέσα στο μακραίωνο ποτάμι που οδηγεί την Ελλάδα στο (ούτως ή άλλως) άγνωστο κύμα της συμπαντική ροής.