Η ιστορική πορεία του ελληνικού κόσμου στα 560 περίπου χρόνια που ακολούθησαν την υποταγή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς Τούρκους (το 1453 μ.Χ.), συνδέεται με τρεις αυτοκρατορίες (μολονότι δεν είχαν όλες επίσημα αυτό το όνομα), την Οθωμανική (1453-1832 μ.Χ.), την Βρετανική (1832-1947 μ.Χ.) και την Αμερικανική (1947-σήμερα). Στα πλαίσια των σχέσεων που αναπτύχθηκαν, επίδραση στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του ελληνικού κόσμου, είχαν και άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, όπως ιδιαίτερα η Γαλλία, η Αυστρογερμανική αυτοκρατορία και η Ρωσία (αρχικά ως τσαρική αυτοκρατορία και μετά το 1917 ως σοβιετική αυτοκρατορία). Η περίοδος αυτών των 560 ετών, σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα (30 π.Χ.-1453) και τα Αρχαία Χρόνια (μέχρι το 30 π.Χ.), ονομάζεται «Νέοι Χρόνοι» (1453-2015) μέρος των οποίων είναι οι από κάθε άποψη σαρωτικοί «Νεότεροι Χρόνοι» (1815-1947) και οι καταιγιστικές εξελίξεις των «Νεότατων Χρόνων» (1947-2015)
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ελληνικός κόσμος ήταν υποταγμένος στους Τούρκους (από τους οποίους η περίοδος ονομάζεται και Τουρκοκρατία) και η τύχη του ήταν κοινή με άλλους κατακτημένους, λαούς, τους οποίους οι Τούρκοι ονόμαζαν «ραγιάδες». Στο διάστημα αυτό σημαντικό τμήμα της ελληνικής γης κατείχαν και οι Βενετοί (Ενετοί), σε μια πολιτικογεωγραφική φάση της ιστορικής διαδρομής της Ελλάδας που ονομάστηκε Ενετοκρατία..
Κατά την Βρετανική και Αμερικανική περίοδο που ακολούθησαν τη μεγάλη Επανάσταση του 1821, ο ελληνικός κόσμος απαγκιστρώθηκε από την Τουρκική κατοχή και τυπικά απέκτησε αυτονομία, που του έδωσε το δικαίωμα να εκπροσωπείται με μορφή τυπικά ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Το κράτος όμως αυτό, μολονότι δεν είχε ποτέ το επίσημο όνομα του «προτεκτοράτου», ουσιαστικά λειτουργούσε πάντα υπό τον αυστηρό έλεγχο αρχικά της Βρετανικής και, μετά το 1947, της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, σε βαθμό ασφυκτικής δέσμευσης που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του «υποτελούς» (και όχι απλά συμμαχικού) κράτους. Στα πλαίσια αυτά οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ απόρροια της ελεύθερης βούλησης του ελληνικού λαού, αλλά προσδιορίζονταν από τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης των υπόψη αυτοκρατοριών. Για τον τρόπο με τον οποίο έγινε (ή γίνεται) αισθητή η πολιτική βούληση των αυτοκρατοριών αυτών, που βασίζεται σε ένα πολύπλοκο, όσο και εκτεταμένο μηχανισμό δικτύων αμφίδρομης πληροφόρησης και δράσης, μπορεί να γίνεται αναφορά σε ένα όρο ευρύτερο της λέξης «Κυβέρνηση», που περιλαμβάνει όλους τους παράγοντες που μπορεί να προσδιορίζουν τις στρατηγικές και πρακτικές κατευθύνσεις της (εξωτερικής ιδιαίτερα) πολιτικής των αυτοκρατοριών αυτών. Οι παράγοντες αυτοί απορρέουν από το λεγόμενο χρηματιστικό, βιομηχανικό, στρατιωτικό και ακαδημαϊκό πλέγμα των αυτοκρατοριών αυτών, που πλαισιώνεται από ένα πλήθος βοηθητικών φορέων και οργανισμών, με κορυφή την εκλεγμένη κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων τα πανεπιστήμια, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τηλεοπτικοί σταθμοί, εφημερίδες, περιοδικά, εταιρίες δημοσκοπήσεων, κινηματογράφος και επιχειρήσεις θεαμάτων), οι πρεσβείες και οι επίσημες ή άδηλες υπηρεσίες ενημέρωσης αποτελούν ουσιώδεις κρίκους της αλυσίδας που οδηγεί στη λήψη αποφάσεων και στη δημιουργία του κατάλληλου «ιδεολογικού κλίματος» για την εφαρμογή τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτεύματος, μολονότι δεν ήταν αυτά που καθόρισαν κάποιο βαθμό επίδρασης στις πολιτικές εξελίξεις (αφού αυτές προήλθαν από «άνωθεν» παρέμβαση), παρουσίασαν μεταβολές, που δεν ήταν άσχετες με τον βαθμό φιλελευθεροποίησης, που οι «μεγάλες δυνάμεις» έκριναν ότι μπορούσαν κάθε φορά να παραχωρήσουν, σε σχέση και με τα δικά τους πολιτεύματα και πάντα μετά από εκτίμηση των συνθηκών που δημιουργούσαν οι εκάστοτε προκύπτουσες καταστάσεις, με στόχο την εκτόνωση της πίεσης που κατά περιόδους ασκούσε ο δυναστευόμενος ελληνικός λαός. Με βάση τα εξωτερικά γνωρίσματα του πολιτεύματος η Αγγλοαμερικανική περίοδος μπορεί να διακριθεί σε υποπεριόδους ως εξής:
- Απόλυτη Μοναρχία 1832-1843
- Συνταγματική Μοναρχία 1843-1864
- Συνταγματική Βασιλεία 1864-1875
- Κοινοβουλευτική Βασιλεία 1875-1910
- Α Περίοδος Βασιλευόμενης Δημοκρατίας 1910-1924
- Αβασίλευτη Δημοκρατία 1924-1935
- Β Περίοδος Βασιλευομένης Δημοκρατίας 1935-1941
- Γερμανική Κατοχή και Εμφύλιος Πόλεμος 1941-1947
- Μετεμφυλιακή Βασιλευόμενη Δημοκρατία 1947-1967
- Δικτατορία 1967-1974
- Προεδρευόμενη Δημοκρατία 1974-σήμερα.
Αξιοσημείωτη για την πολιτική και οικονομική εξέλιξη της χώρας ήταν η ένταξή της από το 1981 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ, που από το 1993 μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση -- ΕΕ), σύμφωνα με βασική και ανυποχώρητη στρατηγική επιλογή της κυρίαρχης αμερικανικής στρατηγικής, που αφορούσε όλους τους λαούς της Ευρώπης και υλοποιήθηκε σε διάφορες φάσεις, με τρόπο που τείνει να καταλήξει στη δημιουργία μιας διαφαινόμενης (και μη θεσμικά ολοκληρωμένης ακόμη) ομοσπονδίας πολιτειών, που τείνει να έχει σχήμα που θα της επιτρέπει να λειτουργεί όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ομοσπονδία αυτή (υποχρεωτική ούτως ή άλλως αφού προήλθε από «άνωθεν» εντολή) δημιούργησε μια αμφιλεγόμενη σειρά συνθηκών κατευθυνόμενης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικά πατερναλιστικής κεφαλαιοκρατίας, που αποκτά ολοένα και περισσότερο ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, εξαρτώμενα από τα, όχι πάντα ευπροσδιόριστα ή ευπρόβλεπτα, συμφέροντα της αμερικανικής πολιτικής, με τρόπο που δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τους Ευρωπαίους «εταίρους» του (αρκετοί από τους οποίους δεν είναι απλώς «εταίροι», αλλά «φορείς κατευθύνσεων και πρακτικών» που εξυπηρετούν «άνωθεν» τιθέμενους στόχους).
Στη διάρκεια των 560 αυτών ετών σημειώθηκαν κοσμοϊστορικές αλλαγές που άλλαξαν τη μορφή και τη μοίρα της οικουμένης, σημαντικότερες από τις οποίες ήταν:
- Η εξαιρετική πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Ρωσίας, σε συνδυασμό με την σταδιακή παρακμή της αρχικά πανίσχυρης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
- Η ανακάλυψη νέων Ηπείρων, όπως η (βόρεια και νότια) Αμερική, η Ωκεανία και η Ανταρκτική.
- Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των επιστημών σε όλους τους κλάδους και ιδιαίτερα στον τομέα των φυσικομαθηματικών γνώσεων.
- Η εκπληκτική πρόοδος της τεχνολογίας, με μια σειρά εφευρέσεων που (ιδιαίτερα από τον 19ο αιώνα) άλλαξαν θεαματικά τον τρόπο ζωής της ανθρωπότητας σε παγκόσμια κλίμακα (ατμομηχανή, ηλεκτρισμός, τηλεπικοινωνίες, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, κινηματογράφος, ηλεκτρικές συσκευές, ραδιοτηλεόραση, ηλεκτρονικές συσκευές, διαστημική τεχνολογία, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, διαδίκτυο).
- Η κατάργηση του φεουδαλικού συστήματος και η αστικοποίηση της οικονομίας με επικράτηση των επιχειρηματικών και επιτηδευματικών τάξεων (εμπόρων και ελεύθερων επαγγελματιών), που βάσισαν την οικονομική δραστηριότητά τους στη χρήση μισθωτής εργασίας, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη πολυάνθρωπης τάξης ελεύθερων (αλλά εργασιακά εξαρτημένων) εργατοϋπαλλήλων και ανεξάρτητων καλλιεργητών της γης.
- Η σταδιακή εξάλειψη της απολυταρχίας (που τον 16ο αιώνα πήρε τη μορφή της απόλυτης μοναρχίας) και ο (φαινομενικά τουλάχιστον) εκδημοκρατισμός του τρόπου διοίκησης, με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (έστω και με τιμοκρατικά κριτήρια) του λαού, στον οποίο αναγνωρίστηκαν κυριαρχικά δικαιώματα, ήδη από τα χρόνια του Κρόμγουελ στην Αγγλία (1653-1658).
- Η σταδιακή εξασθένιση (ιδιαίτερα από τον 20ο αιώνα) της επιρροής της Εκκλησίας στις πολιτικές εξελίξεις και στο σύστημα αντιλήψεων των ανθρώπων για τον κόσμο και τη ζωή.
Σε μια πολύ γενική θεώρηση τα γεγονότα που διασχημάτισαν το ιστορικό γίγνεσθαι της εκτεταμένης αυτής χρονικής περιόδου, θα μπορούσαν να σκιαγραφηθούν ως εξής:
(α) Ανακαλύψεις και Εφευρέσεις
Μια σειρά ανακαλύψεων και εφευρέσεων, που έγιναν στην αρχή της περιόδου που εξετάζουμε (προς το τέλος του 14ου και τον 15ο αιώνα) ομολογείται ότι είχαν καταλυτική επίδραση στην έναρξη της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και την εν συνεχεία οικονομική και πολιτιστική πρόοδό της. Οι σπουδαιότερες από τις ανακαλύψεις / εφευρέσεις αυτές ήταν:
- Η Ναυτική Πυξίδα βασίστηκε στην ιδιότητα της μαγνητικής βελόνης να στρέφεται προς το γεωγραφικό βορρά, που φαίνεται πως ήταν γνωστή στους Κινέζους από τα προχριστιανικά χρόνια. Οι Ευρωπαίοι άκουσαν για την μαγνητική βελόνη κατά τις Σταυροφορίες, αλλά μόλις κατά τον 14ο αιώνα τελειοποίησαν τη χρήση της στη Νότια Ιταλία. Τότε κατασκευάστηκε η ναυτική πυξίδα (bussola), η οποία προήγαγε τη ναυτιλία, επιτρέποντας στους ναυτικούς να πλέουν στο ανοιχτό πέλαγος, ενώ μέχρι τότε δεν απομακρύνονταν από τις ακτές.
- Η Πυρίτιδα ήταν επίσης γνωστή από τα παλιότερα χρόνια στους Κινέζους και τους Άραβες, αλλά η χρησιμοποίησή της για πολεμικούς σκοπούς έγινε στην Ευρώπη πολύ αργότερα. Τα πρώτα τηλεβόλα (κανόνια) κατασκευάστηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα, για την πολιορκία ή την άμυνα πόλεων. Αργότερα κατασκευάστηκαν τα πρώτα φορητά πυροβόλα, που ήταν βαριά και δυσμετακίνητα, ώστε η λόγχη παρέμεινε για πολύ καιρό ακόμη το κυρίαρχο όπλο. Κατά το τέλος του 16ου αιώνα μόλις οι μισοί άνδρες του πεζικού ήταν εφοδιασμένοι με πυροβόλα όπλα (mousquet). Με τη χρήση πυροβόλων τα σιδερένια αμυντικά όπλα περιέπεσαν σε αχρηστία και η προσωπική ανδρεία δεν ήταν πλέον αποτελεσματική, ενώ και οι ιπποτικοί πύργοι δεν άντεχαν στην ισχύ των τηλεβόλων. Άμεσο αποτέλεσμα ήταν η παρακμή του στρατού των ευγενών, του οποίου κύρια δύναμη ήταν το ιππικό.
- Η Τυπογραφία προήλθε από την ξυλογλυπτική και την ξυλογραφία. Από τα παλιά χρόνια σκάλιζαν σε ξύλο φράσεις, εικόνες αγίων και ρητά και τα αποτύπωναν πάνω σε πανί ή χαρτί. Πρώτος ο γερμανός Ιωάννης Γουτεμβέργιος (Gutenberg 1397-1468), καταγόμενος από την Μαγεντία του Ρήνου (Mainz) σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει μεμονωμένα κινητά στοιχεία από μέταλλο. Συνεταιρίστηκε με τον χρυσοχόο Φουστ (Fust) και τον Σέφερ (Schoeffer) και τελειοποίησε την τέχνη, εκδίδοντας το πρώτο έντυπο βιβλίο την Αγία Γραφή στα λατινικά. Η εφεύρεση αυτή διαδόθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, ιδίως στην Γαλλία και Ιταλία, όπου ο Άλδος Μανούτιος (Aldus Manutius) τύπωσε αρχαίους Λατίνους συγγραφείς στη Βενετία το 1470.
- Η ορμή προς άγνωστες χώρες οφειλόταν στην ανάγκη να δημιουργηθεί σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα στην Ευρώπη και την πλουτοφόρα Ινδία, η επικοινωνία των οποίων είχε παρεμποδιστεί μετά την κατάκτηση της Μ.Ασίας από τους Τούρκους. Κατά τους μέσους χρόνους ήταν περιζήτητα στην Ευρώπη τα προϊόντα της Ινδίας, ιδίως τα λεγόμενα μπαχαρικά (πιπέρι, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο, κανέλλα), οι πολύτιμοι λίθοι, το ελεφαντόδοντο, ο έβενος και τα βαμβακερά υφάσματα. Το εμπόριο της Ινδίας μέχρι τότε διεξαγόταν μέσω Αλεξάνδρειας, από Άραβες εμπόρους που έφερναν εκεί τα προϊόντα από τον Ινδικό ωκεανό και την Ερυθρά θάλασσα, από όπου τα παραλάμβαναν τα πλοία της Βενετίας και την Γένοβας, οι οποίες πλούτισαν με το ανατολικό εμπόριο .
- Οι πρώτες ανακαλύψεις νέων χωρών έγιναν από τους Πορτογάλους, που επιχείρησαν να φτάσουν στην Ινδία περιπλέοντας την Αφρική. Ήδη κατά τον 14ο αιώνα είχαν ανακαλύψει την Μαδέρα, τις Αζόρες και τις Κανάριες νήσους. Τον 15ο αιώνα ένθερμος υποστηρικτής των θαλάσσιων εξερευνήσεων ήταν ο γιος του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Α, πρίγκηπας Ερρίκος, που επονομάστηκε θαλασσοπόρος. Οι απεσταλμένοι του ανακάλυψαν το Πράσινο ακρωτήριο και τα παράλια της Σενεγάλης το 1445, ενώ το 1486 ο Βαρθολομαίος Διάζ (Bartholomeus Diaz) ανακάλυψε το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, όπως το ονόμασε ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Ιωάννης Β.
- Η ανακάλυψη της Αμερικής έγινε το 1492 από τον Γενουάτη Χριστόφορο Κολόμβο (1436-1506), ο οποίος, αντίθετα με τους Πορτογάλους, επιχείρησε να φτάσει στην Ινδία πλέοντας προς τη δύση. Εξασφάλισε τα απαιτούμενα μέσα από τους βασιλείς της Ισπανίας Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, οι οποίοι τότε είχαν εκδιώξει τους Άραβες από την Ισπανία και ήταν διατεθειμένοι για μεγάλες εξωτερικές επιχειρήσεις. Αποπλέοντας από τον λιμένα της Πάλου, προσέγγισε ένα από τα νησιά του Βαχαμικού πελάγους, που ονόμασε Άγιο Σωτήρα (San Salvador) και αμέσως μετά ανακάλυψε την Κούβα. Σε επόμενο ταξίδι του προσέγγισε την βόρεια ακτή της Ν.Αμερικής, όπου ανακάλυψε τις εκβολές του ποταμού Ορενόκου και τέλος έφτασε στην Κεντρική Αμερική, προσεγγίζοντας τον Ισθμό του Παναμά. Η νέα Ήπειρος έλαβε αργότερα το όνομά της από τον Φλωρεντίνο Αμέρικο Βεσπούκι (Americo Wespucci)
- Άλλες ανακαλύψεις χωρών έγιναν στη συνέχεια από Πορτογάλους, που ίδρυσαν αποικιακό κράτος με πολλούς εμπορικούς σταθμούς στα δυτικά παράλια της ινδικής χερσονήσου (Κεϋλάνη, Μαλάκκα), ενώ το 1500 ανακάλυψαν τυχαία την Βραζιλία, που έγινε πορτογαλική κτήση. Οι Ισπανοί ίδρυσαν επίσης εκτεταμένο αποικιακό κράτος στην κεντρική και νότια Αμερική, όπου κατέλαβαν το Μεξικό και το Περού. Μεγάλη σπουδαιότητα για το μέλλον της νέας ηπείρου είχε η ανακάλυψη των ανατολικών ακτών της Βόρειας Αμερικής το 1497 από τους Ιταλούς ναυτικούς Καμπότο (Cabotto), που διατελούσαν στην υπηρεσία του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Ζ Τυδώρ και η συνακόλουθη μαζική εγκατάσταση Άγγλων εκεί. Γάλλοι ναυτικοί υπό τον Ιάκωβο Καρτιέ (Jacques Cartier), ζητώντας την προς βορρά διάβαση, κατέλαβαν τον Καναδά, όπου to 1608 ίδρυσαν την πόλη Κεμπέκ (Quebec) στην εκβολή του ποταμού Άγιου Λαυρέντιου (Saint Laurent). Τέλος ο Ειρηνικός Ωκεανός ανακαλύφθηκε το 1519-1522 από τον Πορτογάλο Φερδινάνδο Μαγγελάνο (Magellan), που πραγματοποίησε τον πρώτο περίπλου της γης, ακολουθώντας την παραλία της Ν.Αμερικής και διερχόμενος από τον πορθμό που φέρει το όνομά του.
(β) Μετακινήσεις πληθυσμών
Με τις ανακαλύψεις πλατύνθηκε ο διανοητικός ορίζοντας του ανθρώπου, οι γνώσεις για τη γη αναστατώθηκαν, η γεωγραφία, η αστρονομία και η φυσική επιστήμη πλουτίστηκαν σημαντικά. Το παγκόσμιο εμπόριο έλαβε μεγάλη ανάπτυξη, τα μεταλλεία της Αμερικής έδωσαν αφθονία χρυσού και αργύρου, ώστε η αξία του χρήματος έπεσε σημαντικά, ενώ αντίθετα επήλθε υπερτίμηση των εμπορευμάτων. Η Μεσόγειος, που κατά τους αρχαίους και μέσους χρόνους ήταν η εστία του εμπορίου, έπαψε μα είναι κεντρική θάλασσα. Το εμπόριο, ο πλούτος και ο πολιτισμός μετατοπίστηκαν στις ακτές του Ατλαντικού και οι λαοί της Ευρώπης, που κατοικούσαν στα παράλια του Ατλαντικού, Πορτογάλοι και Ισπανοί αρχικά, αργότερα Ολλανδοί, Γάλλοι και Άγγλοι, πλούτισαν και δημιούργησαν μεγάλα αποικιακά κράτη σε όλες τις (πέντε πλέον) Ηπείρους.
Η συγκοινωνία και το εμπόριο με την Αμερική στην αρχή δεν ήταν ιδιαίτερα ζωηρή. Οι Ισπανοί δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν επαρκώς από τον μεγάλο πλούτο των νέων χωρών, που τις εκμεταλλεύτηκαν αποσκοπώντας στον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό. Φέρθηκαν απάνθρωπα στους ιθαγενείς, που εξαφανίστηκαν ή έφυγαν στα δάση. Επειδή όμως χρειάζονταν εργατικά χέρια για τις μεγάλες φυτείες, που δημιουργήθηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα, άρχισαν να εισάγουν μαύρους από την Αφρική, οι οποίοι ήταν ισχυροί και ανθεκτικοί. Το δουλεμπόριο έλαβε τότε μεγάλες διαστάσεις και η μαύρη φυλή μετανάστευσε ακούσια στην Αμερική.
(γ) Οι Έλληνες λόγιοι στη Δύση
Η αστική τάξη που δημιουργήθηκε μετά τις ανακαλύψεις των νέων χωρών, η οποία απέκτησε πλούτο με το εμπόριο και τη βιομηχανία, δεν περιοριζόταν πλέον στην απλή θρησκευτική μόρφωση του Μεσαίωνα. Ιδίως στην Ιταλία δημιουργήθηκαν μικρές ανθηρές πολιτείες (Φλωρεντία, Βενετία, Γένοβα, Μιλάνο, Ρώμη), οι οποίες παρείχαν έδαφος στη διανοητική ανάπτυξη, υποστηριζόμενη από φιλόμουσους ηγεμόνες και κληρικούς. Οι λόγιοι παρατήρησαν ότι στα βιβλία των αρχαίων συγγραφέων κρύβονταν θησαυροί. Μελέτησαν αρχικά τους Λατίνους συγγραφείς, διότι η λατινική ήταν τότε γνωστή στη Δύση, ως γλώσσα της εκκλησίας. Αλλά κατά τον 15ο αιώνα άρχισε η μετανάστευση των Ελλήνων λογίων της Κωνσταντινούπολης στη Δύση, ιδίως στην Ιταλία, η οποία βρισκόταν πλησιέστερα στο Βυζάντιο και δεν είχε διακόψει ποτέ τις σχέσεις μαζί του. Εξάλλου οι Έλληνες λόγιοι αισθάνονταν τον χώρο της Ιταλίας περισσότερο οικείο, διότι εκεί διασώζονταν οι αναμνήσεις της Μεγάλης Ελλάδας της αρχαιότητας και η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε να καλλιεργείται σε μοναστήρια της Καλαβρίας, περιοχής, όπου και σήμερα διατηρείται διάλεκτος ανάμεικτη με ελληνικές λέξεις.
Επειδή η εξάπλωση των Οθωμανών δημιούργησε θλιβερή κατάσταση στην Ανατολή, πολλοί Έλληνες λόγιοι είχαν καταφύγει στην Ιταλία και πριν από την άλωση και χρησίμευσαν ως διδάσκαλοι της ελληνικής γλώσσας στους Ιταλούς. Αξιολογότεροι από αυτούς ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο οποίος δίδαξε την ελληνική στη Βενετία (1391), Φλωρεντία (1396), Μιλάνο (1399), Παβία και Ρώμη (1408) και ο ανεψιός του Ιωάννης Χρυσολωράς, του οποίου μαθητής ήταν ο διαπρεπής ελληνιστής Φραγκίσκος Φίλελφος, που νυμφεύτηκε την επίσης λόγια κόρη του δασκάλου του Θεοφανώ.
Από τους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία μετά την άλωση αξιολογότεροι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης (1434-1501), ο οποίος δίδαξε την ελληνική στο Μιλάνο, όπου ο δούκας Φραγκίσκος Σφόρτσα τον προσέλαβε ως δάσκαλο της κόρης του, και ο Ιωάννης Λάσκαρης, βιβλιοφύλακας της Λαυρεντιανής βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, τον οποίο έστειλε ο Λορέντζος Μέδικος στην Κωνσταντινούπολη επί σουλτάνου Βαγιαζίτ Β (διαδόχου του Μωάμεθ Β του Πορθητή), για να αγοράσει ελληνικά χειρόγραφα. Ο Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων (1355-1450), γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, έζησε και πέθανε στη Σπάρτη, ασχολούμενος με τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων και ιδίως του Πλάτωνα (χαρακτηριστικό του πλατωνικού ζήλου του είναι το επώνυμο Πλήθων που προσέλαβε). Ακολούθησε τον βασιλιά Ιωάννη Η Παλαιολόγο στην Ιταλία και μετέσχε των εργασιών της συνόδου στη Φερράρα και την Φλωρεντία (1438 και 1439) για την ένωση των εκκλησιών. Στη Φλωρεντία παρέμεινε στην αυλή των Μεδίκων και ενέπνευσε την αγάπη για τον Πλάτωνα στους λόγιους της Ιταλίας. Ο Τραπεζούντιος Βασίλειος Βησσαρίων (1403-1472) ήταν μαθητής του Γεώργιου Γεμιστού και ακολούθησε επίσης τον βασιλιά Ιωάννη Η Παλαιολόγο στη Φερράρα και Φλωρεντία, όπου αγωνίστηκε για την ένωση των εκκλησιών. Μετά την αποτυχία της προσπάθειάς του αναγκάστηκε να μείνει στην Ιταλία, όπου αναγορεύτηκε καρδινάλιος της ρωμαϊκής εκκλησίας, υπηρετώντας στη Ραβέννα.
(δ) Πορεία προς την αστικοποίηση της κοινωνίας
Από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των Νέων Χρόνων είναι η μετά από πολυκύμαντους αγώνες σταδιακή κεφαλαιοκρατική αστικοποίηση της φεουδαρχικής κοινωνίας του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα που σχηματοποιεί κατά το δυνατόν τους σταθμούς της ιστορικής πορείας της εξεταζόμενης περιόδου, οι εξελίξεις που αποδίδονται με τον όρο «κεφαλαιοκρατική αστικοποίηση» αφορούν μια σειρά από μεταβολές που επήλθαν στην κοινωνική δομή, την οικονομία και τον πολιτισμό, κατά φάσεις ως εξής:
(1) Κατά την περίοδο της Αναγέννησης (1453-1648), κατά την οποία ηγεμονική θέση στην Ευρώπη είχε η Ισπανία, και η οποία χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τις σημειωθείσες θρησκευτικές διαμάχες, μέσα σε ένα γενικότερο πολιτιστικό κλίμα ανθρωπισμού (ιταλικού ουμανισμού 1453-1555 και ευρωπαϊκού ουμανισμού 1555-1648), συντελέστηκε ισχυροποίηση της αστικής εμπορικής τάξης, διάλυση του συντεχνιακού συστήματος εργασίας, και δημιουργία ελεύθερων αγροτών, κολίγων και μισθωτών εργατών της γης. Ως κυρίαρχο οικονομικό πνεύμα ο Μερκαντιλισμός εξασφάλισε την πρόοδο του εμπορίου με κρατικό έλεγχο, πoυ συνδυάστηκε με οικονομικό εθνικισμό, που έδωσε ώθηση στην οικιακή καπιταλιστική βιομηχανία.
(2) Η Νεοκλασική περίοδος (1648-1815), κατά την οποία ηγεμονική θέση στην Ευρώπη είχε η Γαλλία, μπορεί να διαιρεθεί στις υποπεριόδους, του Ορθολογισμού (1648-1715), που χαρακτηρίζεται από τον πρώτο ευρωπαϊκό αποικισμό και του Διαφωτισμού (1715-1815), που σημαδεύτηκε από τις δύο μεγάλες επαναστάσεις στη βόρεια Αμερική (1775) και στη Γαλλία (1789). Στο διάστημα αυτό ο φεουδαρχικός αριστοκρατικός κόσμος έφτασε αρχικά στο σημείο της μέγιστης ακμής του, αλλά αργότερα εξασθένισε, καθώς οι κυρίαρχες τάξεις των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων και του κλήρου ήταν υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν τις ολοένα εντονότερες απαιτήσεις των εμπόρων, των τεχνιτών και των αγροτών. Ως κυρίαρχο οικονομικό πνεύμα ο Κολμπερτισμός, αξιοποιώντας και τις δημιουργηθείσες αποικίες, συνέβαλε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας σε εργοστάσια, η οποία στη συνέχεια αναπτύχθηκε σημαντικά, στα πλαίσια του Νέου Μερκαντιλισμού.
(3) Η Εθνικιστική περίοδος (1815-1947), κατά την οποία, μετά την πτώση του Ναπολέοντος Βοναπάρτη, ηγεμονική θέση στην Ευρώπη είχε η Αγγλία, μπορεί να διαιρεθεί στις υποπεριόδους, του Ρομαντισμού (1815-1870), που χαρακτηρίζεται από τον δεύτερο ευρωπαϊκό αποικισμό, σε συνδυασμό με τον εθνικό φιλελευθερισμό, του Ρεαλισμού (1870-1914), που σημαδεύτηκε από την ανάπτυξη του αποικιοκρατικού πνεύματος σε βαθμό ανταγωνισμού, και του Νεορομαντισμού (1914-1947), που σφραγίστηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τη ρωσική επανάσταση. Στο διάστημα αυτό εδραιώθηκε η κυριαρχία της αστικής επιχειρηματικής τάξης, παράλληλα με τη δημιουργία βιομηχανικής εργατικής τάξης και ελεύθερων αγροτών. Άρχισε έτσι η διαμόρφωση της καταναλωτικής κοινωνίας, παράλληλα με την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Ως κυρίαρχο οικονομικό πνεύμα ο Οικονομικός Κοσμοπολιτισμός, που προήλθε από την βιομηχανική επανάσταση και την μηχανική παραγωγή, οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας, προσδίδοντας στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, που κατέληξαν σε οικονομική κρίση το 1929, η οποία αρχικά αντιμετωπίστηκε με ορθολογικοποίηση της παραγωγής.
(4) Η Τεχνολογική περίοδος (1947-2015), κατά την οποία, ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα είχαν οι ΗΠΑ, μπορεί να διαιρεθεί στις υποπεριόδους, του Νεορεαλισμού (1947-1963), που χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό πόλεμο και την ανεξαρτητοποίηση των ευρωπαϊκών αποικιών, του Θετικισμού (1963-2000), που σημαδεύτηκε από την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρχικά ΕΟΚ) και την πτώση της ΕΣΣΔ, και του Οικουμενισμού (2000-2015), που σφραγίστηκε από την πλανητική επικράτηση των ΗΠΑ. Στο διάστημα αυτό σταθεροποιήθηκε η καταναλωτική κοινωνία, η οποία σταδιακά άρχισε να παγκοσμιοποιείται. Ως κυρίαρχο οικονομικό πνεύμα ο Κεϋνσιανισμός, έδωσε βάρος στην αναθέρμανση της οικονομίας, που δοκιμάστηκε από την κρίση και τους δύο πολέμους οδήγησε το νεοκεφαλαιοκρατικό σύστημα, σε πατερναλιστική λειτουργία, και τελικά υποτάχθηκε ο ίδιος στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, που, αξιοποιώντας την πτώση της ΕΣΣΔ, επικράτησε μετά το 2000, υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ.
Στην ορολογία αυτή ο φεουδάρχης στη μετεξελιγμένη μεσαιωνική κοινωνία που αναπτύχθηκε μετά το 330 μ.Χ. ήταν κάτοχος από κληρονομιά, βασιλική δωρεά ή κατάκτηση εκτεταμένης περιοχής, υποτελής σε ανώτερους φεουδάρχες με γενικό επικυρίαρχο τον βασιλιά. Πρόσφερε στον βασιλιά στρατιωτική βοήθεια, βοήθεια σε δίκες ή συμβούλια και κάποτε χρηματική βοήθεια. Για την καλλιέργεια της γης χρησιμοποιούσε δουλοπάροικους από τους οποίους εισέπραττε φόρο σε είδος, χρήμα ή εργασία. Ο δουλοπάροικος αποτελούσε μέρος του κτήματός του και άλλαζε κύριο μαζί μ' αυτό, είχε προσωπική οικονομία ζώντας από τα προϊόντα του κτήματος και πλήρωνε μεγάλο φόρο σε είδος στον κύριό του. Σε αντίθεση οι αγρολήπτες (κολίγοι), που αναπτύχθηκαν στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια (μετά το 1100 μ.Χ.) ήταν επίμορτοι καλλιεργητές, που δεν είχαν δικό τους κτήμα, αλλά καλλιεργούσαν ξένα κτήματα και έπαιρναν ένα μέρος από τα προϊόντα του ξένου κτήματος που καλλιεργούσαν, ενώ οι μικροκαλλιεργητές των νεότερων χρόνων (μετά το 1800 μ.Χ.) κατέχουν σχετικά μικρή έκταση γης, καλλιεργούν οι ίδιοι τα αγροκτήματά τους και ζουν πουλώντας τα προϊόντα του κτήματός τους. Οι Επιτηδευματίες ασκούν οι ίδιοι ελεύθερο επάγγελμα, μόνοι τους ή με την βοήθεια μικρού αριθμού εργαζομένων, αμείβονται με χρήματα για τις υπηρεσίες τους και πληρώνουν ανάλογο φόρο στο κράτος. Οι Επιχειρηματίες είναι, από κληρονομιά, αγορά ή παγιοποίηση κεφαλαίου, ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών, δεν συμμετέχουν οι ίδιοι στην παραγωγή, αλλά χρησιμοποιώντας εργατοϋπαλλήλους, ιδιοποιούνται ένα μέρος από τα έσοδα της επιχείρησης και το υπόλοιπο καταβάλλουν ως αποζημίωση στους εργαζόμενους ή πληρώνουν τους ανάλογους φόρους. Οι Εργατοϋπάλληλοι, τέλος, έχουν ατομική ελευθερία και εργάζονται υπό εξαρτημένη σχέση εργασίας σε επιχειρήσεις παίρνοντας ένα μέρος από τα έσοδά τους.
Ακριβέστερα: Μερκαντιλισμός ονομάστηκε η σκόπιμη συμμετοχή του κράτους στην οικονομική ζωή, ο Κολμπερτισμός είναι μερκαντιλισμός που επιδιώκει ρύθμιση της ροής εισαγωγών-εξαγωγών και ανάπτυξη της βιομηχανίας με επιδοτήσεις και εκμετάλλευση αποικιών, ο Καπιταλισμός συνίσταται σε επένδυση συσσωρευμένου πλούτου για αύξηση κερδών, και ο Κεϋνσιανισμός πρεσβεύει ότι η οικονομική παρέμβαση του κράτους πρέπει να στοχεύει, εκτός από την οικονομική ανάπτυξη, και στην δικαιότερη κοινωνική αναδιανομή του πλούτου, των πόρων και των μέσων παραγωγής, και παράλληλα να εξασφαλίζει την κοινωνική προστασία στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, υποστηρίζοντας τη συνολική ζήτηση και διαφυλάσσοντας την πλήρη απασχόληση, επιλέγοντας ως κατάλληλη πρακτική την αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας με αύξηση μισθών και ημερομισθίων και παροχή δανείων υπό την καθοδήγηση του κράτους.
(ε) Πορεία προς τον εκδημοκρατισμό της διακυβέρνησης
Ο δεσποτισμός της κεντρικής διοίκησης και η απολυταρχική διακυβέρνηση, σε θεοκρατική βάση, που διασφάλιζε την ενότητα και την πειθαρχία, στις αυτοκρατορίες των προηγούμενων αιώνων, σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα σύστημα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης με τιμοκρατικό έλεγχο (που τελεί υπό την επιρροή της κυρίαρχης τάξης κάθε χώρας), το οποίο τείνει να γενικευτεί υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ στα χρόνια μετά το 1960. Σε αντιστοιχία με τις εξελικτικές φάσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό της διακυβέρνησης μπορεί να σκιαγραφηθεί ως εξής:
(1) Κατά την περίοδο της Αναγέννησης (1453-1648), η καστική μοναρχία της περιόδου των Σταυροφοριών έλαβε τα χαρακτηριστικά της «ελέω θεού μοναρχίας» μέσω της οποίας εξασφαλίστηκε η ευρωπαϊκή ισορροπία και επιτεύχθηκε η αρχική διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κρατών.
(2) Κατά την Νεοκλασική περίοδο (1648-1815), υπό την επίδραση της αγγλικής αστικής επανάστασης του 1648, η ελέω θεού μοναρχία εξελίχτηκε σε «απόλυτη μοναρχία» που αποσκοπούσε σε μία όσο γινόταν αποδοτικότερη «φωτισμένη δεσποτεία», η οποία μετά τα επαναστατικά χρόνια (Αμερική 1775 και Γαλλία 1789) μετεξελίχτηκε σε «συνταγματική μοναρχία».
(3) Κατά την Εθνικιστική περίοδο (1815-1947), στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη (όχι όμως στη Γερμανία και τη Ρωσία), υπό την επίδραση της Βρετανικής ηγεμονίας, διαμορφώθηκε ένα σύστημα κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης μετά από εκλογές, με κυρίαρχη τάση την «Βασιλευόμενη Δημοκρατία» που λειτουργούσε από καιρό στην Αγγλία. Η φάση των «στρατοκρατικών δικτατοριών» του Μεσοπολέμου (1914-1945) ήταν μια τελευταία προσπάθεια να διατηρηθούν σε ισχύ απολυταρχικά πολιτεύματα του τύπου που εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι το 1918 στις αυτοκρατορίες της Αυστρογερμανίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας.
(4) Κατά την Τεχνολογική περίοδο (1947-2015), ανυποχώρητη στρατηγική κατεύθυνση των ΗΠΑ, που ανέλαβαν ηγεμονική θέση σε παγκόσμια κλίμακα, ήταν, σε όλες τις χώρες, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους (που ονομάζονταν «σύμμαχες», αλλά ουσιαστικά ήταν εξαρτημένες), να αποκατασταθούν πολιτεύματα, που λίγο-πολύ να είναι όμοια ή ανάλογα με την Προεδρική Δημοκρατία των ΗΠΑ. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής επιδιώχτηκε να λειτουργούν σε κάθε χώρα δύο μεγάλα κόμματα (ανάλογα με των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ), με ελεγχόμενα περιορισμένη επιρροή (της τάξεως του 10%) των αριστερών κομμάτων, όπως τα κομμουνιστικά. Το διπολικό αυτό κοινοβουλευτικό σύστημα, υπό την (δυναμική πολλές φορές) καθοδήγηση των ΗΠΑ γενικεύτηκε στα χρόνια μετά το 1990, με τρεις πολιτειακές εκδοχές (προεδρική, προεδρευόμενη και βασιλευόμενη), διαφημιζόμενο από τους εμπνευστές του ως καθεστώς που διασφαλίζει την ελεύθερη έκφραση της πολιτικής βούλησης του κυρίαρχου λαού (ενώ στην πραγματικότητα αποσκοπεί στην κατοχύρωση των συμφερόντων των κυρίαρχων οικονομικών παραγόντων).
(στ) Ανάπτυξη της επιρροής των πολιτιστικών ζωνών
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή του Β Τόμου του παρόντος έργου, ήδη από το 1000 μ.Χ., άρχισε να διαφαίνεται ένα είδος ταξινόμησης των λαών σε πολιτιστικές ενότητες, που αντιστοιχούν στις γεωγραφικές ζώνες αλλά και στην αντίστοιχη φυλετική διάταξη των πληθυσμών, που συμβαδίζει, με την κατανομή των θρησκειών στον γεωπολιτικό χάρτη της υφηλίου, ως εξής: `
Α- Ζώνη της Βορειοδυτικής Ευρώπης, (περιλαμβανομένης της Βόρειας Αμερικής και της Ωκεανίας):`Έθνη κελτικής και τευτονικής /γερμανικής / γοτθικής προέλευσης, που ασπάζονται τη Διαμαρτυρόμενη εκδοχή του Χριστιανισμού..
Β- Ζώνη της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, (περιλαμβανομένης της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής): Έθνη λατινογενούς προέλευσης, που ασπάζονται την Καθολική εκδοχή του Χριστιανισμού.
Γ- Ζώνη της Ανατολικής Ευρώπης: Έθνη σλαβικής προέλευσης, που ασπάζονται την Ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού.
Δ- Ελληνική και Εβραϊκή Ζώνη: Περιλαμβάνει τους ελληνικούς και εβραϊκούς πληθυσμούς, που διατηρούν το ιδιοφυές στίγμα της ιστορικής καταγωγής και ταυτότητάς τους.
Ε- Ζώνη της Ισλαμικών Εθνών: Έθνη αραβικής προέλευσης, που παραμένουν πιστά στη φυλετική και θρησκευτική ιδιοσυστασία τους, που τους έχει προσδώσει αξιοσπούδαστες ιδιαιτερότητες.
ΣΤ- Ζώνη της Άπω Ανατολής: Ινδουϊστικά και σινοϊαπωνικά έθνη, με κύρια θρησκεία τον Βουδισμό.
Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκαν «πανεθνικές ομάδες», όπως η αγγλοσαξονική (που κάποτε αντιστοιχούσε περίπου στη Βρετανική Αυτοκρατορία), η παγγερμανική (που προσπάθησε να υλοποιήσει και σε επίπεδο κράτους ο Χίτλερ), η πανσλαβική (που αντιστοιχούσε στην πρώην ΕΣΣΔ) η παναραβική (που κάποτε αντιστοιχούσε περίπου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η λατινόφωνη (που δεν υλοποιήθηκε ποτέ σε επίπεδο κράτους). Οι ομάδες αυτές αποτελούν σήμερα ένα αξιοσπούδαστο στοιχείο, σε σχέση με την προσπάθεια «παγκοσμιοποίησης», που αποτελεί πάγιο στόχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία ουσιαστικά έχει συγκροτήσει μια άθεσμη σύγχρονη παγκόσμια αυτοκρατορία, σε οικονομική «τιμοκρατική» κεφαλαιουχική και χρηματοπιστωτική βάση.
(ζ) Σταδιακός εξευγενισμός των πολιτικών ηθών
Ο «πολιτικός ρεαλισμός», ως πρακτική που αποσκοπεί στην αιτιολόγηση των μηχανισμών δίωξης και καταστολής των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στην αυθαιρεσία, που γίνεται αντιληπτή ως κοινωνική αδικία, διατηρήθηκε κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων και εξακολουθεί να εφαρμόζεται με διάφορες μορφές μέχρι τις μέρες μας, για την προάσπιση της κοινωνικής σταθερότητας που προβάλλεται ως προϋπόθεση της ευημερίας και της προόδου. Οι περιπτώσεις ακραίας μορφής βίας, που εκδηλώθηκε με δολοφονίες, αποκεφαλισμούς και απαγχονισμούς για πολιτικούς λόγους ήταν συχνές στα χρόνια της Αναγέννησης και της Νεοκλασικής και Εθνικιστικής περιόδου, αλλά δεν έλλειψαν και στον 20 αιώνα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσες δολοφονίες (ή απόπειρες δολοφονίας) πολιτικών ηγετών (για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτούς) έγιναν, σε διάφορες χώρες (μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα), σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, για να συνειδητοποιήσει ότι το πολιτικό έγκλημα χρησιμοποιήθηκε πάντα ως εύκολη και εξυπηρετική λύση για την εξουδετέρωση ανεπιθύμητων ή ενοχλητικών αντιπάλων
Παρά τις ακρότητες αυτές, που υποδηλώνουν κάποιο βαθμό στυγνότητας μεθόδων σε επίπεδο αρχών που εκπροσωπούν την άρχουσα τάξη, ομολογείται ότι τα πολιτικά ήθη ιδιαίτερα στα Νεότερα και Νεότατα χρόνια, τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινής γνώμης, εμφανίζουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά κάποιου εξευγενισμού, που προκύπτει από την γενικότερη εξημέρωση των ηθών, σε συνδυασμό με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου μεγάλου μέρους των πολιτών, που, τουλάχιστον στις ευρωπαϊκές χώρες, βλέπουν πλέον την ωμή βία με αποτροπιασμό και τείνουν προς τον μετριασμό των παθών που προκαλεί ο τυφλός φανατισμός.
(η) Συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική και πολιτική ζωή
Η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική και πολιτική ζωή που παρατηρείται σήμερα στις δυτικές ιδιαίτερα χώρες, επιτεύχθηκε με μία σειρά εξελίξεων στα οποία σημαντική συμβολή είχε το φεμινιστικό κίνημα. Ως κοινωνικό κίνημα, ο φεμινισμός, που εστιάστηκε στον περιορισμό ή εξάλειψη της φυλετικής ανισότητας και στην προώθηση των δικαιωμάτων, των συμφερόντων και των ζητημάτων των γυναικών στην κοινωνία, μπορεί να χρονολογηθεί από τον Διαφωτισμό με στοχαστές όπως οι Λαίδη Mary Wortley Montagu και ο Μαρκήσιος de Condorcet, υπέρμαχοι της γυναικείας εκπαίδευσης. Η πρώτη επιστημονική κοινότητα για γυναίκες ιδρύθηκε στο Μίντελμπουργκ, μια πόλη στα νότια της Ολλανδικής Δημοκρατίας, το 1785. Την ίδια περίοδο έγιναν επίσης δημοφιλείς εφημερίδες για γυναίκες που εστίαζαν σε θέματα όπως η επιστήμη. Η “Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας” (A Vindication of the Rights of Woman) της Mary Wollstonecraft του 1792, είναι ένα από τα πρώτα έργα που μπορούν να αποκληθούν φεμινιστικά..
Η περαιτέρω εξέλιξη του κινήματος του φεμινισμού, σχετίζεται με τη Γαλλική Επανάσταση. Αρχικά, είχε την μορφή ενός τετραδίου παραπόνων (1789), το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στην λεγόμενη Διακήρυξη Δικαιωμάτων των Γυναικών (1791). Από εκεί το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε στην Αγγλία, 70 χρόνια αργότερα, με τον αγώνα για την διεκδίκηση ψήφου. Στον εικοστό αιώνα εμφανίστηκαν οι σουφραζέτες, οι οποίες ξεκίνησαν την δράση τους με εισβολές σε βουλευτικές συνεδριάσεις και συνέχισαν με εμπρησμούς δημοσίων κτηρίων. Την ίδια περίπου περίοδο στις ΗΠΑ (1848) δημοσιεύτηκε η πρώτη Διακήρυξη Συναισθημάτων με αιτήματα που αφορούσαν το δικαίωμα ψήφου και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων γενικότερα σε σχέση με προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες της εποχής είτε στο σπίτι είτε στον χώρο εργασίας τους. Ο φεμινισμός ριζώθηκε στο μεταρρυθμιστικό κίνημα του 19ου αιώνα, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν πως οι γυναίκες υφίστανται άδικη μεταχείριση και χρονολογείται από το πρώτο συνέδριο για τα δικαιώματα των γυναικών στο Seneka Falls, στη Νέα Υόρκη, το 1848. Το 1869, ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ εξέδωσε το έργο “Η Υποταγή των Γυναικών” (The Subjection of Women) για να δείξει πως “η νόμιμη κατωτερότητα του ενός φύλου από το άλλο είναι λάθος...και... ένα από τα κύρια εμπόδια στην βελτίωση και την πρόοδο της ανθρωπότητας.” Ημέρα ορόσημο για το φεμινιστικό κίνημα, έγινε η 8 Μαρτίου 1857, όπου 20.000 εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας διεκδίκησαν την μείωση του ωραρίου εργασίας, μέσω μαζικής απεργίας σε μια περίοδο, που ο συνδικαλισμός απαγορευόταν.
Πολλές χώρες άρχισαν να παραχωρούν δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Οι λόγοι συμπεριλάμβαναν την επιθυμία για αναγνώριση των συνεισφορών των γυναικών στον πόλεμο και τη δουλειά τους στη βιομηχανία, αλλά και την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούσε η έλλειψη ανδρών παντού, ενώ επηρεάστηκαν και από την ρητορική και των δύο πλευρών εκείνη την εποχή για να δικαιολογήσουν τις πολεμικές τους προσπάθειες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στα '70 ο φεμινισμός και η φεμινιστική θεωρία γνώρισε νέα ώθηση από λευκές χριστιανές μεσοαστές γυναίκες των περιοχών της δυτικής Ευρώπης. Οι πρώτες φεμινίστριες και τα αρχικά φεμινιστικά κινήματα αποκαλούνται συχνά φεμινίστριες πρώτου κύματος, και οι φεμινίστριες περίπου μετά το 1960 φεμινίστριες δεύτερου κύματος.
Πρόσφατα, μια νέα γενιά φεμινιστριών έχουν ξεκινήσει το τρίτο κύμα φεμινιστριών. Ο σύγχρονος φεμινιστικός πολιτικός ακτιβισμός συνήθως αναλαμβάνει δράση σε θέματα όπως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματος της γυναίκας και της αναπαραγωγικής της ικανότητας, η ενδοοικογενειακή βία, οι άδειες και τα επιδόματα μητρότητας, διεκδίκηση ίσων μισθών για την ίδια εργασία, η σεξουαλική παρενόχληση, οι διακρίσεις και η σεξουαλική βία, σε συσχετισμό με παράγοντες που σχετίζονται με τους συνδυασμούς φύλου και σεξουαλικότητας, με τις άλλες κοινωνικές ταυτότητες, όπως η φυλή, το χρώμα, η οικονομική και μορφωτική τάξη. Σε καιρούς ειρήνης, οι ενήλικες γυναίκες σε παραγωγικές ηλικίες είναι σήμερα περίπου 52-53%,. Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε οι αμοιβές γυναικών για παροχή εργασίας εξακολουθούν, ως επί το πλείστον, να κυμαίνονται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτές των ανδρών, ενώ οι δουλειές του σπιτιού παραμένουν ακόμη γυναικεία υπόθεση και τίθεται συνεχώς το ζήτημα αν οι δουλείες του σπιτιού αποτελούν εργασία.
(θ) Η αγγλική γλώσσα κοινό επικοινωνιακό όχημα
Η ελληνική γλώσσα ήταν αδιαμφισβήτητο κοινό επικοινωνιακό όχημα κατά τη διάρκεια των 15 αιώνων της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και αποτελεί κριτήριο για τον προσδιορισμό της ελληνικότητας των αυτοκρατοριών αυτών, οι λόγιοι, οι φιλόλογοι και οι κυβερνώντες (αλλά και ο μορφωμένος λαός) των οποίων όχι μόνο θαύμαζαν και μελετούσαν με πάθος τα έργα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και διατήρησαν ως κόρη οφθαλμού τα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά κειμήλιά του.
Παρά την πολιτική παρακμή του ελληνικού κόσμου, η ελληνική γλώσσα, το ύψιστο και πλέον αναγνωρίσιμο (για τη ζωντάνια και το δυναμισμό του) από τα δημιουργήματά του, συνέχισε τη γονιμοποιό επίδρασή της για πολλούς αιώνες μέχρι και σήμερα στο δυτικό κόσμο. Τα ψηφιοποιημένα χειρόγραφα του Ισαάκ Νεύτωνα, που δημοσίευσε το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, όπου δίδασκε, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η πρωτότυπη έκδοση του αριστουργήματός του «Principia Mathematica» (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας), με τις εμβόλιμες χειρόγραφες σημειώσεις του και τα απαντητικά σχόλια στους επικριτές του, αποκαλύπτουν τον τρόπο που σκεπτόταν και σταδιακά προχωρούσε στις ανακαλύψεις του, που σφράγισαν τη σύγχρονη επιστήμη. Ιδού ένα δείγμα από το σημειωματάριό του γραμμένο (όπως πολυάριθμα άλλα) απευθείας σε άπταιστα ελληνικά: Ίδιον εστί ό παντί συμβέβηκεν και μόνω και αεί. Συμβεβηκός δε εστίν ό γίνεται και απογίνεται χωρίς της του υποκειμένου φθοράς. Αλλά και για τα χρόνια της νεότερης και νεότατης τεχνολογικής εξέλιξης, αρκεί να σκεφτούμε ποιο ήταν το νοητικό υπόβαθρο που δημιούργησε και παρέδωσε σε χρήση στα πέρατα της υφηλίου λέξεις όπως Analysis, Code, Phrase, Programme, Symbol, System, Character, Graphics, Hierarchy, Index, Βurn (<πύρινος, φούρνος), Disc, Domain (<δόμος, δομή), Mouse (<μυς), Serial, χωρίς τις οποίες η ανθρωπότητα, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να εξωτερικεύσει γνώσεις για βασικές λειτουργίες της ηλεκτρονικής επιστήμης, αλλά (χωρίς λέξεις) δεν θα μπορούσε καν να τις διανοηθεί.
Στα νεότερα βέβαια χρόνια η αγγλική, μητρική γλώσσα της πλειονότητας των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Αγγλόφωνης Καραϊβικής, χρησιμοποιείται ως δεύτερη ή επίσημη γλώσσα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως σε όσες αποτελούν μέλη της Κοινοπολιτείας των Εθνών, καθώς και σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς. Κατέχει κυρίαρχη θέση ως διεθνής γλώσσα στους τομείς των επικοινωνιών, της επιστήμης, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της διπλωματίας, της ψυχαγωγίας, της αεροναυτιλίας και της ραδιοεπικοινωνίας, και στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου.
Αφετηρία της τεράστιας εξάπλωσης της αγγλικής γλώσσας υπήρξε η ίδρυση αποικιών, οι πολεμικές κατακτήσεις και οι διπλωματικές συμφωνίες, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση κτήσεων, αποικιακών κρατών και προτεκτοράτων και στην κατοχή περιοχών υπό το καθεστώς της εντολής, τις οποίες πέτυχε το Ηνωμένο Βασίλειο από τον 16ο έως και τον 20ο αιώνα. Με τον τρόπο αυτό, στα τέλη του 19ου αιώνα, η πολιτική ισχύς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την αναγνώριση της αγγλικής γλώσσας σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη συνέχεια στην εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας βοήθησε, η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η πλειοψηφία των κατοίκων των οποίων έχει ως μητρική γλώσσα την αγγλική, σε υπερδύναμη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και η επακόλουθη οικονομική και πολιτιστική επιρροή τους παγκοσμίως, με τη βοήθεια και της εξάπλωσης των μέσων ενημέρωσης και του διαδικτύου.
Η γνώση της αγγλικής έχει πλέον καταστεί απαραίτητη σε ένα ευρύ εργασιακό φάσμα, ενώ σε πολλές χώρες, στις οποίες δεν αποτελεί επίσημη γλώσσα, είναι απαραίτητη ως προσόν για την εξεύρεση εργασίας, με αποτέλεσμα πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλον τον κόσμο να την μιλούν, τουλάχιστον στο βασικό της επίπεδο. Η παγκόσμια εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας και η χρήση της ως διεθνούς γλώσσας, συνέτεινε στη συρρίκνωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας, κυρίως στις περιοχές της Αυστραλασίας και της Βόρειας Αμερικής, ενώ μέσω της συνεχούς επίδρασής της, συνέτεινε στη γλωσσική φθορά άλλων γλωσσών, από την άποψη του λεξιλογίου, της γραμματικής και του συντακτικού. Από την άλλη μεριά, όμως, αυτή καθαυτή η παγκόσμια εξάπλωσή της συνέτεινε στη φθορά της ίδιας της αγγλικής γλώσσας από τις κατά τόπους πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες έκαναν και κάνουν χρήση της, γεγονός το οποίο κατέληξε έως και στη δημιουργία γλωσσών διαφορετικής γλωσσικής οικογένειας, όπως είναι οι κρεολικές γλώσσες και οι γλώσσες πίτζιν.
(στ) Τα επαναστατικά βήματα της πολιτιστικής εξέλιξης
Αν, συνοψίζοντας τις προηγούμενες διαπιστώσεις, επιχειρούσαμε να ερμηνεύσουμε την πολιτιστική εξέλιξη της ανθρωπότητας με κριτήριο τους σταθμούς που σημάδεψαν τη διαλεκτική μετακίνηση από μία μεταβατική περίοδο στην επόμενη, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε ως εξής ένα σύνολο οργανωτικών φάσεων, θεσμών και αξιών, που σχημάτισαν την θεμελιώδη βάση για την εκκόλαψη και δημιουργική άνθηση της πολιτιστικής δραστηριότητας:
Περαιτέρω θα μπορούσε να διακρίνει κανείς ως εξής μια σειρά «επαναστάσεων» (με τη γενικότερη έννοια του όρου, που μπορεί να υποδηλώνει εκτεταμένη γενεσιουργό διεργασία ζυμώσεων), οι οποίες σε σημαντικό βαθμό οδήγησαν το κοινωνικό γίγνεσθαι και διαμόρφωσαν την «εντελέχεια», που δρομολόγησε τα κυρίαρχα αίτια των μεταβολών (ορμέφυτα, αισθήματα, ανάγκες διαβίωσης – αυτοσυντήρηση, αναπαραγωγή, επικοινωνία -- φυλετικά συμφέροντα και ταξικές αντιθέσεις) στην πορεία που πήρε ο κόσμος μέχρι σήμερα:
Τέλος, αν θεωρήσουμε τα πολεμικά γεγονότα ιστορικά ορόσημα των πολιτικών εξελίξεων που σημειώθηκαν ή επιταχύνθηκαν εξαιτίας τους, είναι χρήσιμο, από μνημοτεχνική άποψη, να έχουμε υπόψη μας τον επόμενο πίνακα απαρίθμησής των σημαντικότερων από αυτά, ΄που είχαν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές χώρες και στον ελληνικό κόσμο: