1.0.3. Φυλετική σύνθεση του νεότερου ελληνικού κόσμου
Το ζήτημα της γενετικής σύνθεσης των πληθυσμών που κατοικούσαν στα εδάφη του σημερινού ελληνικού κράτους, αλλά και σε περιοχές που σχετίζονται άμεσα με τον ελληνικό κόσμο, όπως η Μικρά Ασία και η Νότια Ιταλία, απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μετά την δημοσίευση δύο βιβλίων ("Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους" και "Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων" του αυστριακού ιστορικού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (1790-1861) κατά την δεκαετία του 1830, αμέσως μετά την δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους. Στα βιβλία αυτά ο Φαλμεράυερ διατύπωσε την άποψη ότι οι Έλληνες της νεότερης εποχής δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες, αλλά προέρχονται από Σλάβους που εισέβαλαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και Αλβανούς που εξαπλώθηκαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους, οι οποίοι αναμίχθηκαν με ελληνόφωνους, αλλά μη Έλληνες το γένος, Βυζαντινούς πρόσφυγες, δημιουργώντας τον λαό των νέων Ελλήνων.
Η θεωρία αυτή, στην οποία αποδόθηκαν και πολιτικά κίνητρα σχετιζόμενα με τις επιδιώξεις επικράτησης της Αυστρίας στην ανατολική μεσόγειο με την σύμπραξη σλαβόφωνων πληθυσμών, των οποίων οι ιστορικές βλέψεις για ελληνικά εδάφη θωπεύτηκαν με την θεωρία αυτή, προκάλεσε αντιδράσεις με πλήθος δημοσιευμάτων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Στο μνημειώδες έργο του Ιστορία του ελληνικού έθνους: Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891), βασιζόμενος σε ιστορικά στοιχεία και ανθρωπολογικές μελέτες, ήταν ιδιαίτερα πειστικός στην ανασκευή των επιχειρημάτων και στην κατάρριψη των θεωριών του Φαλμεράυερ, που έκτοτε δεν απασχόλησαν την κοινή γνώμη.
Τα τελευταία όμως 25 έτη, μετά την άκριτη εισβολή λαθρομεταναστών από γειτονικές βαλκανικές χώρες, που εξακολουθούν να αξιώνουν δικαιώματα για ελληνικά εδάφη, αλλά και μετά την αναζωπύρωση του μακεδονικού ζητήματος εξαιτίας του ονόματος του κράτους των Σκοπίων, υποκινήθηκαν νέες συζητήσεις για αλλογενή καταγωγή των νεότερων Ελλήνων, που υποστηρίζονται και από ακαδημαϊκούς κύκλους του ελληνικού μάλιστα χώρου.
Έγκυρες απαντήσεις στο θέμα αυτό δόθηκαν μετά από επιστημονικές μελέτες των γενετικών δεικτών DNA που διεξάχθηκαν από περισσότερες της μιας ομάδες επιστημόνων που δημοσιεύτηκαν σε διεθνή περιοδικά όπως το Science και το European Journal of Human Genetics. Με βάση τα αδιάσειστα στοιχεία των δημοσιευμάτων αυτών, που τεκμηριώνονται και από ανθρωπολογικές, ιστορικές, γλωσσολογικές και καλλιτεχνικές παρατηρήσεις, όπως ήδη αναφέρθηκε στην Εισαγωγή του παρόντος έργου, η γενετική θέση των Ελλήνων διαμορφώνεται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
- Η γενετική ταυτότητα των σημερινών Ελλήνων, βάσει 270.000 δεικτών DNA, έχει ως εξής:
11% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 51-23.000 π.Χ.
59% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 23—11.500 π.Χ.
20% του DNA τους προέρχεται από τα χρόνια 11—8.000 π.Χ.
Μόλις 10% του DNA τους δημιουργήθηκε μετά το 1500 π.Χ.
- Αυτό σημαίνει ότι (αθροίζοντας τα τρία πρώτα ποσοστά και υποθέτοντας ότι μισό από το τέταρτο είχε δημιουργηθεί πριν από τα κλασικά χρόνια) τουλάχιστον 95% του DNA των σύγχρονων Ελλήνων είναι ακριβώς ίδιο με το DNA των κατοίκων της εποχής του Περικλή --- μια γενετική καθαρότητα άκρως εντυπωσιακή.
- Εξίσου εντυπωσιακή είναι η διαπίστωση ότι το DNA των Ετεοκρητών, δημιουργών του Μινωικού πολιτισμού (3000 – 1400 π.Χ.) είναι όμοιο με το DNA των σημερινών Κρητικών και ιδιαίτερα των κατοίκων του νομού Λασιθίου, ενώ δεν υπάρχει καμία συγγένεια με το DNA των αρχαίων Αιγυπτίων.
- Ιταλοί γενετιστές εντόπισαν DNA των Ελλήνων στην Ιταλία (νοτιότερα της Ρώμης) και ιδιαίτερα την Σικελία, στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία δίνοντας πρακτικά ένα χάρτη του, γνωστού από την Ιστορία, γεωγραφικού πυρήνα του ελληνικού κόσμου από το 1100 π.Χ. μέχρι το 1922 μ.Χ.
- Σημειωτέον ότι κατά την αντίθετη κατεύθυνση τα ευρήματα είναι αρνητικά καθώς:
Δεν υπάρχει τούρκικο DNA στους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου, ενώ υπάρχει ελληνικό στους σημερινούς Τούρκους, που οφείλεται βέβαια στον εκούσιο ή ακούσιο εκτουρκισμό Ελλήνων της Μ.Ασίας, στην στρατολόγηση γενιτσάρων και στην ύπαρξη Ελληνίδων αιχμαλώτων στα τούρκικα χαρέμια.
Δεν υπάρχει Σλάβικο DNA στους σημερινούς κατοίκους της Ελλάδας. Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι βρίσκονται γενετικά εντυπωσιακά μακριά από τους Έλληνες. Οι κάτοικοι των σημερινών Σκοπίων πρακτικά είναι Βούλγαροι.
- Ο γενετικά συγγενέστερος με τους Έλληνες λαός είναι σήμερα οι Ιταλοί και ακολουθούν σε εγγύτητα συγγένειας οι Ισπανοί και μετά οι Γάλλοι.
Έχοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, καθώς και το γεγονός ότι οι μετακινήσεις στα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολες και απευκτέες (μάνα με κακοπάντρεψες που μ’ έδωσες στα ξένα), αφού «ξενιτιά» τότε λογιζόταν ακόμη και το γειτονικό χωριό, μπορούμε, με μικρή πιθανότητα σφάλματος, να συμπεράνουμε ότι η γεωγραφική γενετική κατανομή του πληθυσμού δεν άλλαξε τον κύριο χαρακτήρα της και επομένως στα χρόνια της Επανάστασης του 1821:
- Οι κάτοικοι της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Βόρειας Ηπείρου, της Δυτικής Στερεάς, της Δυτικής Μακεδονίας, των νότιων Κυκλάδων, των Δωδεκανήσεων και της Κρήτης κατάγονταν κατά κύριο λόγο από τους αρχαίους Δωριείς. Η γνωστή προφορά της ελληνικής γλώσσας στις περιοχές αυτές, με τον φθόγγο ω εκφερόμενο στα ρήματα ως ου (τρώου, λέου) και το «τραβηγμένο» λ και ν (Νίιτσα και Λίιτσα, όπως το γαλλικό gn και το ιταλικό gl) είναι χαρακτηριστικά δωρική.
- Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, των Σποράδων και της ανατολικής Στερεάς κατάγονταν κατά κύριο λόγο από τους αρχαίους Αιολείς.
- Οι κάτοικοι των Επτανήσων, της Αχαΐας, Κορινθίας και Κύπρου κατάγονταν κατά κύριο λόγο από τους Αχαιούς.
- Οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μέχρι τον Πόντο κατάγονταν από τους εποίκους του πρώτου αποικισμού που ήταν Αιολείς (στα βόρεια), Δωριείς (στο νότια) και Ίωνες (στην περιοχή περί την Σμύρνη), όπως Ίωνες ήταν και οι κάτοικοι της Αττικοβοιωτίας, Εύβοιας και βόρειων Κυκλάδων.
- Οι κάτοικοι της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας και δυτικής και ανατολικής Θράκης κατάγονταν επίσης ανάμικτα από Ίωνες, Δωριείς και Αιολείς.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως δείχνουν και οι δείκτες DNA, επιμειξίες με άλλους λαούς που εισήλθαν στα ελληνικά εδάφη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ασφαλώς έγιναν (ακόμη και ακούσια από βιασμούς γυναικών) αλλά δεν υπερέβησαν το 5-10% του συνόλου των τεκνοποιήσεων της εποχής εκείνης και κυρίως δεν έγιναν με αλλόθρησκους (όπως οι Τούρκοι και οι Αλβανοί), αφού η ορθόδοξη θρησκεία λειτούργησε στο θέμα αυτό ως υπέρτατη ασπίδα προστασίας κατά των εισβολέων (περιλαμβανομένων και των δυτικοευρωπαίων). Σημειωτέον επίσης ότι την εποχή εκείνη (μολονότι σήμερα, μετά την συντελεσθείσα πρόοδο, αυτό φαίνεται περίεργο) οι Λατίνοι και Φράγκοι της Δυτικής Ευρώπης δεν λογίζονταν λιγότερο βάρβαροι από τους Τούρκους, τους οποίους άλλωστε συναγωνίστηκαν σε αγριότητα στις βιαιοπραγίες και λεηλασίες στις οποίες επιδόθηκαν με βουλιμία κατά την άλωση της Κωνστντινούπολης το 1204.
Άξιες μνείας είναι τέλος κάποιες ειδικότερες μόνιμες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνικού χώρου (όπως Αρβανίτες, Βλάχοι, Καραγκούνηδες και Σαρακατσάνοι), των οποίων ο αριθμός καταμετρήθηκε σε επίσημες απογραφές του νεότερου ελληνικού κράτους και εκτιμάται ότι δεν υπερέβαινε τους 70.000 ανθρώπους (όταν το 1828 ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας η οποία τότε αποτελούνταν από την Πελοπόννησο, την Στερεά και μερικά νησιά, ήταν 753.400 κάτοικοι). Ειδικότερα:
Α. Οι Αρβανίτες ήταν ουσιαστικά Δωριείς Έλληνες Βορειοηπειρώτες χριστιανοί ορθόδοξοι, από την περιοχή που η Άννα Κομνηνή (ήδη από το 1140 μ.Χ) ονόμαζε Άρβανον (<άλβος, εκ του αλφός (φ>β) + άνω {αλφός = υπόλευκος <αλ + φάος [=φως] ή α+φλοιός = το χρώμα του ξεφλουδισμένου ξύλου}, αλλά μιλούσαν ένα ιδίωμα επηρεασμένο από την αλβανική γλώσσα, σε αντιδιαστολή με τους Αλβανούς που ήταν απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, κατοικούσαν στο βορειότερο τμήμα της σημερινής Αλβανίας και ήταν μουσουλμάνοι. Οι Αρβανίτες μετακινήθηκαν νοτιότερα μετά την Τουρκική κατάκτηση της πατρίδας τους και εγκαταστάθηκαν σποραδικά (συγκατοικώντας με τους ντόπιους Έλληνες) κυρίως στην κεντρική Ελλάδα (Αττικοβοιωτία, Εύβοια, Φθιώτιδα, Θεσσαλία και Πελοπόννησο) από το 1500 μ.Χ. Το 1821 συνεργάστηκαν με τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων. Ονομαστότερος από αυτούς ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος συνέταξε και λεξικό της αρβανίτικης γλώσσας, χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα για την απόδοση των λέξεων. Αντίθετα οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, παρακινούμενοι από τους Τούρκους, με τους οποίους πάντοτε συνεργάζονταν ως ομόθρησκοι, κατέβηκαν στις ίδιες περιοχές κυρίως μετά τα Ορλωφικά του 1770, για να τιμωρήσουν τους Έλληνες που μετείχαν στην εξέγερση και επιδόθηκαν σε φοβερές λεηλασίες και αδικοπραγίες που τους έκαναν στα μάτια των Ελλήνων μισητούς και ανεπιθύμητους. Σημειωτέον ότι η σύγχυση (λόγω ταυτόσημης ετυμολογίας) μεταξύ Αρβανιτών και Αλβανών, που προωθείται από ορισμένους κύκλους, είναι ανάλογη και εξίσου αβάσιμη, όσο και σκόπιμη, με αυτή μεταξύ Αρμενιακών και Αρμενίων που αναφέρεται (σχετικά με τους Αρμενιακούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου) σε άλλο τόμο του παρόντος έργου.
Β. Οι Βλάχοι (<Βαλάχος <αρχαία Γερμανικά wallach <βάλλω [=καταβάλλω, νικώ] + έχω = αυτός που νικώντας διατηρεί τη θέση του) ήταν οι λατινόφωνοι κάτοικοι της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (κυρίως στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία), χριστιανοί ορθόδοξοι και (τουλάχιστον οι κατοικούντες στον ελλαδικό χώρο) ελληνικής καταγωγής από τα ρωμαϊκά χρόνια (ονομαστότεροι ο Ρήγας Φερραίος και οι εθνικοί ευεργέτες Αβέρωφ, Τοσίτσας, Στουρνάρας, Ζάππας, Σίνας, Αρσάκης). Δεν πρέπει να συγχέονται με τους Βλάχους της Μολδοβλαχίας/Ρουμανίας που ομιλούν επίσης λατινόφωνη γλώσσα αλλά είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών ανάμικτων με Σλάβους. Εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια οι Βλάχοι του ελλαδικού χώρου έχουν πλήρως ενσωματωθεί στον ελληνικό πληθυσμό, αναγνωρίζουν οι ίδιοι ανεπιφύλακτα, στην μέγιστη πλειοψηφία τους, την ελληνική ταυτότητά τους και δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε από τους υπόλοιπους Έλληνες.
Γ. Οι Καραγκούνηδες (<κάρα [=κεφάλι] + γούνα [<γενειάς <γένος] = με γούνινο σκούφο στο κεφάλι) ήταν επίσης χριστιανοί ορθόδοξοι ελληνικής καταγωγής κατά κύριο λόγο της Αιολικής πιθανότατα φυλής, ανάμικτοι σποραδικά και με Αρβανίτες, που κατοικούσαν ανατολικά της Πίνδου, κυρίως στην Θεσσαλία και Πιερία, Ημαθία. Δεν έφυγαν ποτέ από τον κάμπο και η καθημερινή ασχολία τους ήταν η καλλιέργεια της γης και η ιππασία.
Δ. Οι Σαρακατσάνοι (Καρακατσάνοι <κάρα [=κεφάλι, επικεφαλής] + καυκί {[<καύσις + κάρα =κρανίο, κεφάλι >καύκαλο] >κατσί με τσιτακισμό του κ} + άνω = σκληροκέφαλοι) έχουν αναγνωριστεί ως χριστιανοί ορθόδοξοι Έλληνες νομάδες της δωρικής φυλής, απλωμένοι περίπου στις ίδιες περιοχές με τους Αρβανίτες (για τον λόγο αυτό η σύγχυση μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων είναι συνηθισμένη). Οι Σαρακατσάνοι, νομάδες εκ φύσεως, μετακινούνταν συνεχώς μεταξύ βουνών και πεδιάδων. Οι εποχικές μετακινήσεις τους είχαν σχέση με την τεχνική της κτηνοτροφίας και τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν άμεση εξάρτηση. Η βάση της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής τους ήταν τα τσελιγκάτα, που ήταν μικρές κοινωνίες αποτελούμενες από 20-50 οικογένειες, με κοινωνική οργάνωση βασισμένη στη δομή της πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο πατέρας ήταν η κεφαλή και όλα τα μέλη της αντλούσαν την καταγωγή τους αποκλειστικά απο αυτόν. Φημίζονταν για τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους και ήταν ψύχραιμοι και αγέρωχοι πολεμιστές, χάρη στον σκληρό νομαδικό βίο όσο και από την διαβίωσή τους υπό αντίξοες συνθήκες στα βουνά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 βγάζοντας σπουδαίους κλέφτες και αρματωλούς. Γνωστοί Σαρακατσάνοι ήταν π.χ. ο Κατσαντώνης, οι Σουλιώτες και ο Γ.Καραϊσκάκης. *
Στην αρχή της περιόδου που ακολούθησε την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, η στρατιωτική δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έμοιαζε ακατανίκητη και η κατακτητική της δραστηριότητα φαινόταν πως μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή για τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, που εκείνη την εποχή μόλις εξέρχονταν από τον Μεσαίωνα, έχοντας διανύσει σχεδόν μία χιλιετία διεργασιών, η οποία φαινόταν πως οδηγούσε στη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας της Ευρώπης. Η επεκτατική ορμή των Τούρκων ανακόπηκε με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), μετά από δύο αποτυχημένες πολιορκίες της Βιέννης (1529 και 1683) και από τότε άρχισε η βαθμιαία παρακμή τους.
Στο διάστημα 1492-1588 η Ισπανία, μετά την εκδίωξη των Αράβων από τους Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, φαινόταν πως έτεινε να αποκτήσει ηγεμονική θέση στην Ευρώπη, αλλά η ολοσχερής καταστροφή του στόλου της το 1588 στη Μάγχη σε αναμέτρηση με τους Άγγλους, όταν βασίλισσα εκεί ήταν η Ελισάβετ Α, σήμανε την έναρξη της εξασθένισής της.
Μετά τον 30ετή πόλεμο (1618-1648) που κατέστρεψε την Γερμανία, και ενώ η Αγγλία περνούσε μία περίοδο εσωτερικής οργάνωσης με δύο επαναστάσεις (1648 και 1688) που σταθεροποίησαν το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας στη Βρετανία, η Γαλλία, από τα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ (1661-1715), αναδείχτηκε σε κυρίαρχη δύναμη της Ευρώπης, μέχρι τον Ναπολέοντα, η ήττα του οποίου το 1815 στο Βατερλό σήμανε τη λήξη της Γαλλικής υπεροχής στην Ευρώπη, η οποία σε συνδυασμό με την άνοδο της Αυστρίας και της Ρωσίας σε κυρίαρχη θέση, δημιούργησε μια νέα κατάσταση στην Ευρώπη.
Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η Αγγλία, ανέλαβε την ηγεμονία, σχηματίζοντας βαθμιαία στα επόμενα χρόνια μια εκτεταμένη αποικιοκρατική αυτοκρατορία, η Αυστρία και η Ρωσία είχαν θέση ανταγωνιστική προς την, ισχυρή ακόμα, Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία γειτνίαζαν, ενώ η Γαλλία προσπαθούσε να συνέλθει από τον κλονισμό των Ναπολεόντειων πολέμων.
Η κατάσταση του υποταγμένου στους Τούρκους ελληνικού κόσμου κατά την περίοδο αυτή ήταν θλιβερή. Παρά την αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα, με την οποία ο ελληνισμός εξουδετέρωσε στο παρελθόν πολυάριθμες απειλές προερχόμενες από όλα τα σημεία του ορίζοντα, η οθωμανική κατάκτηση κατάφερε συντριπτικό πλήγμα από το οποίο ουδέποτε συνήλθε. Η καταστροφή αυτή ήταν και παραμένει βαθύτατη αιτία συλλογικού πένθους, που βύθισε την εθνική συνείδηση σε αδιάλυτα συμπλέγματα ηθικής πτόησης, της οποίας τρία είναι τα πλέον αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, που αποτελούν αυτόχρημα συμπτώματα της εσωτερικής παθογένειας της νεοελληνικής συλλογικής ψυχοσύνθεσης:
(1) Το βαθύ ιστορικό βίωμα: Δεν υπάρχει Έλληνας, μέχρι τα πέρατα της οικουμένης, που δεν αισθάνεται βαθιά ριζωμένη μέσα του μια βαθιά εσωτερική σύνδεση, σε βαθμό ιερότητας, με το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας, μια εμψυχωτική σχέση που εξωτερικεύεται ως σεβασμός για την τετράκις χιλιετή διαδρομή του ελληνικού γένους, ανάμικτος με θαυμασμό για τα πολιτιστικά επιτεύγματά του. Πολλοί θα είχαν την τάση να ονομάσουν το βίωμα αυτό προγονολατρεία και κάποιοι ίσως θα το καταδίκαζαν ως στείρα προγονοπληξία που έχει ανασταλτική επίδραση στην πρόοδο του νεότερου ελληνικού κράτους. Οι χαρακτηρισμοί όμως αυτοί αδικούν το δεσμό ενός λαού με την ιστορική μνήμη του, που είναι πράγματι σεπτός και ισχυρός, σε βαθμό που δεν είναι ίσως κατανοητός σε όσους δεν είναι Έλληνες, επειδή η ιστορική μνήμη αφορά μια αληθώς μακραίωνη πορεία, που σχετίζεται με όλους τους σημαντικούς εξελικτικούς σταθμούς της ανθρωπότητας.
(2) Το σύνδρομο της εθνικής κατωτερότητας: Σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε σε όλη την προηγούμενη πορεία του ελληνισμού, επί σειρά αιώνων από την τουρκική κατάκτηση μέχρι και σήμερα, δεν υπάρχει Έλληνας, οποιαδήποτε θέση κι αν κατέχει στην ελληνική κοινωνία, που δεν αισθάνεται ότι είναι κατώτερος από ομόλογούς του κατοίκους της δυτικής Ευρώπης (και της Ρωσίας, όχι όμως από τους υπόλοιπους σλαβόφωνους λαούς). Και αυτό ισχύει όχι μόνο στη σύγκριση με τους 5 μεγάλους λαούς της Ευρώπης (Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς, Ισπανούς), αλλά και με τους κατά τεκμήριο λιγότερο ισχυρούς, όπως οι Ολλανδοί, οι Βέλγοι και οι Ελβετοί, και φαίνεται πως είναι ένα αξιολόγημα αμφίδρομο, αφού και οι σύγχρονοι δυτικοευρωπαίοι κατά μέσο όρο θεωρούν τους εαυτούς τους πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά ανώτερους από τους σύγχρονους Έλληνες.
(3) Το σύνδρομο του Οθωμανικού ζυγού: Δεν υπάρχει Έλληνας που δεν αποδίδει στην Τουρκική κατάκτηση σημαντικό μερίδιο της ευθύνης για την υποδεέστερη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα το ελληνικό έθνος. Η αντίληψη αυτή, από τις πιο βαθιά ριζωμένες στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση, υποδηλώνει ένα ιστορικό χάσμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που βάθυνε ακόμη περισσότερο μετά από νεότερες εθνικές συμφορές, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, η διχοτόμηση της Κύπρου το 1974 και οι μη αποκρυπτόμενες βλέψεις της Τουρκίας για τη δυτική Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου, σε συνδυασμό και με άλλες ομολογημένες εχθρικές ενέργειες, όπως οι εμπρησμοί ελληνικών δασών από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Είναι αληθές ότι, από τα χρόνια του Ελευθέριου Βενιζέλου (1930), αλλά ιδιαίτερα μετά την ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, με οδηγίες και ανεπίσημες εντολές των υπηρεσιών του συμμαχικού παράγοντα, καταβλήθηκε προσπάθεια να αμβλυνθούν οι διαφορές και να παρουσιαστούν με λιγότερο έντονα χρώματα, με την γεφύρωση μιας «ελληνοτουρκικής φιλίας,», που επανειλημμένα αποδείχτηκε λυκοφιλία και «έμεινε στα χαρτιά». Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής επιχειρήθηκε, από πανεπιστήμια, μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλους προπαγανδιστικούς φορείς η εκ νέου ανάγνωση της ιστορίας με διαφορετικό πνεύμα, που θα μπορούσε να διευκολύνει την προσέγγιση. Στο βαθμό που τα αποτελέσματα της νέας ανάγνωσης εξυπηρετούν σκοπιμότητες είναι φυσικό να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα.
Στα πλαίσια αυτά η μελέτη των ιστορικών δεδομένων της Οθωμανικής περιόδου παραμένει ένα πεδίο ανοιχτό για συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον τρόπο και το βαθμό που επηρέασε (και ενδεχομένως επηρεάζει ακόμη) τον νεοελληνικό εθνικό ψυχισμό.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (Osmanlı İmparatorluğu) ήταν ένα εκτεταμένο κράτος που ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα από τουρκικά φύλα στη Μικρά Ασία και κυβερνήθηκε από τους απογόνους του Οσμάν Α' (ή Οθμάν >Οθωμανοί) μέχρι την κατάλυσή της το 1918. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη το 1453, είχε ήδη ως κράτος ιστορική διαδρομή 171 χρόνων, ενώ η παρουσία των τουρκικών πληθυσμών στη Μ.Ασία, στους οποίους βασίστηκε ο σχηματισμός του, χρονολογείται από τα χρόνια των Σελτζούκων Τούρκων το 1037 μ.Χ.. Στο αρχικό στάδιο οι Οθωμανοί Τούρκοι ήταν μία ολιγομελής πατριά, με αρχηγέτη τον Οσμάν (1281/1299-1326), η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία συνεταιριζόμενη με άλλες τουρκικές πατριές που ζούσαν στη Μ.Ασία. Κατά την εποχή των Οσμανλήδων, διαδόχων του Οσμάν, οι Οθωμανοί άρχισαν σταδιακά να απορροφούν τα άλλα τουρκικά κρατίδια και τελικά υπερσκέλισαν όλες τις άλλες τοπικές τουρκικές δυναστείες. Στην αύξηση της δύναμής τους συντέλεσε και η προσχώρηση ελληνόφωνων πληθυσμών της Μ.Ασίας, οι οποίοι, είτε οικειοθελώς, προσδοκώντας οικονομικά οφέλη, είτε με τη βία και την αναγκαστική στρατολόγηση, αποδέχτηκαν την αλλαγή της εθνικής τους ταυτότητας και γλώσσας, σφραγίζοντάς την με τον ταυτόχρονο προσηλυτισμό στον ισλαμισμό. Η αρχική αυτή οθωμανική επέκταση έγινε εις βάρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Η Προύσα (σημερινή Μπούρσα) έπεσε το 1326 και η Αδριανούπολη (σημερινό Εντίρνε) το 1361, και έγιναν διαδοχικά πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες οθωμανικές νίκες στο Κοσσυφοπέδιο (το 1389 εναντίον των ενωμένων δυνάμεων Σέρβων, Βόσνιων, Βλάχων, Αλβανών, Πολωνών και Ούγγρων) και στη Νικόπολη (το 1396 εναντίον ενωμένων δυνάμεων της Δύσης υπό τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας) έθεσαν τμήματα της βαλκανικής χερσονήσου υπό οθωμανικό έλεγχο και αφύπνισαν την Ευρώπη για τον εξ Ανατολών κίνδυνο. Το 1394 ο Βαγιαζίτ Α' άρχισε μακροχρόνια πολιορκία στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, με μικρά διαλείμματα, ουσιαστικά διήρκεσε ως το 1401, έτος που ο στρατός του τουρκομογγόλου κατακτητή Ταμερλάνου εμφανίστηκε στα ανατολικά σύνορα του οθωμανικού κράτους. Την επόμενη χρονιά (1402) ο οθωμανικός στρατός συνετρίβη από τον Ταμερλάνο, και ο Βαγιαζίτ αιχμαλωτίστηκε και πέθανε στη φυλακή. Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν οι Οθωμανοί ανέκοψε για κάποιο διάστημα τη γρήγορη άνοδο και επέκταση της οθωμανικής επικράτειας.
Η υπό τον Μωάμεθ Α΄ Τσελεμπή (1411-1421) επανενωμένη, μετά τον Ταμερλάνο, οθωμανική αυτοκρατορία επεκτάθηκε νικηφόρα υπό τον Μουράτ Β' (1421-1451) και τον Μωάμεθ Β΄ Πορθητή (1451-1481). Η νίκη στη Βάρνα το 1444 επί του σταυροφορικού στρατού που οδηγούσε ο Λαδισλάος Γ' της Πολωνίας είχε θριαμβευτική συνέχεια το 1453 με την εκπόρθηση της Κωνσταντινούπολης, με την οποία, μέσα σε έναν αιώνα οι Οθωμανοί μεταλλάχθηκαν από μία νομαδική ορδή σε κάτοχους των εδαφών της αρχαιότερης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Η επιτυχία τους οφειλόταν εν μέρει στο προϋπάρχον φυλετικό υπόβαθρο τουρκικών πληθυσμών που είχαν εγκατασταθεί στη Μ.Ασία από τα χρόνια των Σελτζούκων, στην αδυναμία και διχόνοια των αντιπάλων τους και εν μέρει στην καλή στρατιωτική τους οργάνωση, που στηριζόταν στην διαρκή ενίσχυση των στρατευμάτων τους με νεοφώτιστους μουσουλμάνους από προσήλυτους ντόπιους πληθυσμούς. Η οθωμανική επέκταση έφθασε στην κορύφωσή της τον 16ο αιώνα υπό τους Σελίμ Α' (1512-1521) και Σουλεϊμάν Α' (1521-1566).
Οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος, που παρέμεινε ανεπηρέαστο από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η οργάνωση του κράτους βασιζόταν, στην περίοδο ακμής της, στο τιμαριακό σύστημα. Εκτός από τον κύριο κορμό της αυτοκρατορίας, υπήρχαν και υποτελή στον Σουλτάνο κράτη, τα οποία όμως διατηρούσαν το δικό τους σύστημα διοίκησης. Η οθωμανική κυριαρχία στην βόρεια Αφρική, πέραν της Τρίπολης και της Αιγύπτου, δεν ήταν ποτέ ξεκαθαρισμένη ή αποτελεσματική. Τα ανατολικά της σύνορα ήταν ασταθή και μεταβάλλονταν ανάλογα με την έκβαση των συχνών πολέμων με την Περσία, ενώ από τα υποτελή κράτη μόνον οι ηγεμόνες (χαν) της Κριμαίας ήταν γενικά πιστοί.
Επικεφαλής και απόλυτος άρχων του κράτους ήταν ο Σουλτάνος. Ρόλο πρωθυπουργού είχε ο Μεγάλος Βεζίρης, ενώ συμβουλευτικό ρόλο είχε το αυτοκρατορικό Διβάνι, ένα συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε ο Μεγάλος Βεζίρης και στο οποίο δεν συμμετείχε ο Σουλτάνος -παρακολουθούσε όμως ενίοτε τις συνεδριάσεις του από άλλο δωμάτιο του ανακτόρου πίσω από μια κουρτίνα. Τυπικά ούτε ο Μεγάλος Βεζίρης ούτε το Διβάνι μπορούσαν να αντιταχθούν στη βούληση του Σουλτάνου, η επιρροή τους όμως στη λήψη αποφάσεων ήταν πολύ μεγάλη. Ειδικά την περίοδο της παρακμής της Αυτοκρατορίας τον κύριο λόγο είχε ο Μεγάλος Βεζίρης, ο οποίος όμως πάλι λόγω της γενικότερης αστάθειας μπορεί να έχανε τη θέση του μετά από λίγους μήνες.
Οι ίδιοι οι σουλτάνοι κατέληξαν να έχουν βυθιστεί στην νωθρότητα και τη διαφθορά. Έως την άνοδο στο θρόνο του Αχμέτ Α', το 1603, για τη διαδοχή συναγωνίζονταν όλοι οι γιοι του σουλτάνου και ήταν πατριωτικό καθήκον του νικητή να σκοτώσει όλους τους ανταγωνιστές του, για να αποκατασταθεί η τάξη. Παρόλο που η συγκεκριμένη πρακτική φαίνεται πιθανώς βάρβαρη, ήταν αποτελεσματική σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τις εσωτερικές έριδες. Όταν σταμάτησε, δημιουργήθηκαν άλλα προβλήματα. Ο μεγαλύτερος γιος αναγνωριζόταν ως διάδοχος, αλλά για να μην υπάρξει οποιαδήποτε απειλή στο πρόσωπο του σουλτάνου ο αυτοκρατορικός πρίγκιπας απαρνιόταν την παραμικρή ανάμειξη στα δημόσια πράγματα και στην πραγματικότητα κρατιόταν φυλακισμένος στα πολυτελή του δώματα. Όταν τελικά ο πρίγκιπας ανερχόταν στον θρόνο ήταν συχνά αλκοολικός ή σχιζοφρενής.
Η πραγματική διακυβέρνηση στην οθωμανική αυτοκρατορία ασκούνταν συνήθως από τους Μεγάλους Βεζίρηδες, πολλοί από τους οποίους ήταν ικανοί άνδρες. Οι ίδιοι οι σουλτάνοι ήταν συχνά δημιουργήματα των Γενίτσαρων, η εύνοια των οποίων εξαγοραζόταν με μεγάλα δώρα κατά την ανάρρηση του σουλτάνου. Μια από τις πλέον αρνητικές όψεις της οθωμανικής αυλής της Κωνσταντινούπολης (γνωστή επίσης ως Υψηλή Πύλη) ήταν η διαφθορά και οι δωροδοκίες τις οποίες οι διοικητικοί παράγοντες ανήγαγαν σε διαχειριστικό καθεστώς. Οι Πασάδες και οι Οσποδάροι, που διηύθυναν τις επαρχίες και τα υποτελή κράτη, εξαγόραζαν τις θέσεις τους σε υπέρογκες τιμές και κατόπιν έκαναν περιουσίες επιβαρύνοντας με ακόμη μεγαλύτερες φορολογίες τους υπηκόους τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αγροτικοί πληθυσμοί περιήλθαν σε μεγάλη εξαθλίωση.
Ειδικά κατά την περίοδο παρακμής του κράτους (μετά τα τέλη του 16ου αιώνα) παρατηρήθηκε εκφυλισμός της γραφειοκρατίας και υπέρμετρη αύξηση των κρατικών αξιωματούχων. Αυτοί στέλνονταν στις επαρχίες για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπου επιχειρούσαν να πλουτίσουν εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Τα αξιώματα αυτά (μανσούπια) πωλούνταν από το κράτος και τα έσοδα εισέρεαν στο κρατικό ταμείο. Οι αγοραστές πλήρωναν με παραχαραγμένα ή ελλιποβαρή νομίσματα, με τα οποία άλλωστε γίνονταν και οι περισσότερες συναλλαγές. Στη συνέχεια παράγοντες του αυλικού περιβάλλοντος (σαραγιού) αντάλλασσαν αυτά τα νομίσματα με ισχυρότερα ευρωπαϊκά νομίσματα μέσω αργυραμοιβών ή Ευρωπαίων εμπόρων. Έτσι τα πραγματικά έσοδα του κράτους μειώνονταν εξαιτίας αυτής της μεσολάβησης. Λόγω του μεγάλου πλήθους αξιωματούχων οι υπήκοοι (ραγιάδες) δυσκολεύονταν να διακρίνουν αξιώματα και βαθμούς της κρατικής εξουσίας. Στην πορεία του κράτους προς την παρακμή οι διοικητικές λειτουργίες απορροφήθηκαν από τη φοροείσπραξη και ακόμα και οι στρατιωτικές (και κυρίως οι παραστρατιωτικές) υπηρεσίες χρησιμοποιούνταν κυρίως για την απόσπαση φόρων από τους ραγιάδες. Στο μικροδιοικητικό επίπεδο η είσπραξη φόρων είχε γίνει αυτοσκοπός του κρατικού μηχανισμού.
Θετικό χαρακτηριστικό της οθωμανικής διοίκησης θεωρείται η γενικά ανεκτική στάση προς τους μη μουσουλμανικούς λαούς, πρακτική όμως που δεν εμπόδισε τις κοινωνικές διακρίσεις και τις πρακτικές του εξανδραποδισμού. Στην Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες Φαναριώτες κατά κύριο λόγο και οι Αρμένιοι κατόπιν είχαν σημαντικά προνόμια και ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε θέματα πολιτικής και εμπορίου, ενώ στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν οι προεστοί που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και προνόμια (οι λεγόμενοι Κεφαλάδες).
Το Χρονολόγιο των γεγονότων της εξέλιξης της Τουρκικής Αυτοκρατορίας από το 1453 μέχρι την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας το 1832 έχει ως εξής:
1453: Μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες και πολύχρονη πολιορκία οι Οθωμανοί κατακτούν την Κωνσταντινούπολη.
1466: Κατάκτηση της Αλβανίας.
1460 Πτώση Αγγελόκαστρου, κατάληψη φραγκικού δουκάτου των Θηβών.
1460 Κατάληψη Πελοποννήσου, κατάλυση Δεσποτάτου του Μιστρά.
1461 Κατάληψη Τραπεζούντας από τους Τούρκους, Τέλος του Βασιλείου της Τραπεζούντας
1475: Η Κριμαία καθίσταται επαρχία υποτελής στην Αυτοκρατορία.
1514: Το Ιράν ηττάται στη μάχη του Τσαλντιράν.
1516 Ο Σελίμ Α Γιαβούζ κατακτά Συρία, Παλαιστίνη, Αλγερία.
1517: Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου και της Συρίας ηττώνται και οι περιοχές τους προσαρτώνται στην αυτοκρατορία. Οι αραβικοί άγιοι τόποι των ισλαμιστών περιέρχονται στις κτήσεις της αυτοκρατορίας.
1519: Η Αλγερία γίνεται τμήμα της αυτοκρατορίας ως υποτελές κράτος.
1521: Η Μπάρκα (ΝΑ Λιβύη) προστίθεται στην αυτοκρατορία.
1521 Άλωση Βελιγραδίου από Τούρκους. .
1526: Η Ουγγαρία ηττάται στη μάχη του Μοχάτς.
1529: Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α' προσπαθεί ανεπιτυχώς να κατακτήσει τη Βενετία.
1529 Α Πολιορκία της Βιέννης από τους Τούρκους (Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής)
1531: Η Τυνησία περιλαμβάνεται στην αυτοκρατορία ως υποτελές κράτος.
1551: Η Τρίπολη (της σύγχρονης Λιβύης) περιλαμβάνεται στην αυτοκρατορία ως υποτελές κράτος.
1534: Το Ιράκ περιλαμβάνεται στην αυτοκρατορία ως υποτελές κράτος.
1540 Οι Ενετοί εγκαταλείπουν Ναύπλιο και Μονεμβασιά στους Τούρκους
1571 Ισπανο-Τουρκικός πόλεμος - Ναυμαχία Ναυπάκτου 1571 (Φίλιππος Β, Ιωάννης Αυστριακός - Σελίμ Β)
1570-1573 Δ Ενετοτουρκικός πόλεμος, Οι Τούρκοι κατακτούν την Κύπρο.
1579 Οι Τούρκοι κατακτούν οριστικά τις Κυκλάδες.
1609-1611 Επανάσταση Διονυσίου Σκυλόσοφου μητροπολίτης Τρίκκης αποτυγχάνει, σφαγές υπόπτων.
1669 Το Ηράκλειο κυριεύεται και καταστρέφεται από τους Τούρκους, Κατάληψη Κρήτης από τους Τούρκους μέχρι το 1912
1683-1718 Αυστρο-Τουρκικός πόλεμος, Β Πολιορκία Βιέννης (Λεοπόλδος Α, Ιωσήφ Α - Καρά Μουσταφάς) λύεται χάρη στην παρέμβαση πολωνικού στρατού υπό τον Ιωάννη Σοβιέσκι.
1684-1699 Βενετοτουρκικός πόλεμος υπό τον Φραγκίσκο Μοροζίνη.
1686 Οι Τούρκοι ηττώνται στο Μόχατς, η Ουγγαρία απαλλάσσεται από τους Τούρκους.
1699 Συνθήκη Κάρλοβιτς μεταξύ Τουρκίας και Αυστρίας-Ρωσίας-Πολωνίας-Βενετίας.
1710-1711 Α Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο τσάρος Πέτρος παραχωρεί την περιοχή του Αζόφ.
1715 Οι Τούρκοι υπό τον Αλή Κιουμουρτζή κατακτούν πάλι την Πελοπόννησο και Τήνο.
1717 Μεγάλη ήττα των Τούρκων από Αυστριακούς σο Βελιγράδι.
1718 Συνθήκη Πασάροβιτς, μέρος Σερβίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας στην Αυστρία. Όλη η Ελλάδα στην Τουρκία πλην Ιονίων Νησιών, Πάργας, Πρέβεζας, Βόνιτσας που μένουν στην Βενετία
1723 Ρωσοτουρκική Συνθήκη της Πετρούπολης για διαμελισμό της Περσίας.
1724 Οι Πέρσες διώχνουν τους Τούρκους από τη χώρα τους.
1736-1739 Β Ρωσοτουρκικός πόλεμος με στόχο την ανατροπή της συνθήκης Πασάροβιτς και την εμπόδιση εξάπλωσης της Ρωσίας.
1739 Συνθήκη Βελιγραδίου, ανακοπή εξάπλωσης Αυστρίας στα Βαλκάνια. Ανατροπή όρων Πασάροβιτς και Κάρλοβιτς, η Ρωσία δέχεται να μη διατηρεί στόλο στον Εύξεινο και την Αζοφική
1766 Κατά προτροπή Αλέξανδρου Ορλόφ με την παρουσία του Γεώργιου Παπαζώλη, Ρώσου λοχαγού, γίνεται επανάσταση στην Πελοπόννησο υπό τον Γρηγόριο Παπαδόπουλο.
1768-1774 Γ Ρωσοτουρκικός πόλεμος εξ αφορμής την εισβολή Ρώσων στην Τουρκία για σύλληψη Πολωνών που κατέφυγαν εκεί.
1770 Ορλωφικά κατά τα οποία η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας υποσχέθηκε βοήθεια στους επαναστατημένους Έλληνες αλλά την αθέτησε στη συνέχεια με αποτέλεσμα να ακολουθήσει σφαγή των επαναστατημένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο.
1774 Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, οι χριστιανοί της Τουρκίας υπό την προστασία της Ρωσίας.
1788-1792 Δ Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
1792 Συνθήκη Ιασίου, ελευθεροπλοΐα στα Στενά, ο Δνείστερος φυσικό όριο Τουρκίας-Ρωσίας, Γενική αμνηστία.
1812 Συνθήκη Βουκουρεστίου, Ο Προύθος όριο Ρωσίας-Τουρκίας.
1821-1832 Ελληνική Επανάσταση.
1828-1829 Ε Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
1829: Η Ελλάδα αυτονομείται. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου ορίζει τα σύνορα του νέου κράτους.
1830: Η Σερβία αυτονομείται. H βόρεια Αλγερία καταλαμβάνεται από τη Γαλλία.
1832: Η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος.
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στον Α Τόμο του παρόντος έργου, οι Οθωμανοί σουλτάνοι που κατέκτησαν όλη τη Μ.Ασία και έφτασαν στα πρόθυρα της Ευρώπης με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453 κατά σειρά ήταν οι:
- Οσμάν Α΄ Γαζής (1299-1326)
-. Ορχάν Γαζής (1326-1362)
- Μουράτ Α Χουγκαβεντιγιαρί (1362-1389)
- Βαγιαζίτ Α Γιλδιρίμ (1389-1402)
- Οθωμανική Μεσοβασιλεία (1402-1413, Σουλεϊμάν Τσελεμπή, Ίσα Τσελεμπή, Μουσά Τσελεμπή).
- Μωάμεθ Α΄ Τσελεμπή (1413-1421)
- Μουράτ Β΄ (1421-1444, 1446-1451)
- Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1444-1446, 1451-1481)
Για τους Σουλτάνους των Οθωμανών Τούρκων της περιόδου 1453-1839 μπορούν συνοπτικά να αναφερθούν τα εξής:
α. Βαγιαζίτ Β΄ Βελή (1481-1512)
O Βαγιαζίτ Β' (Bayezid II, Διδυμότειχο, 3 Δεκεμβρίου 1447 - 26 Μαΐου 1512) ήταν ο 8ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο 1481-1512. Γεννημένος το 1447 στο Διδυμότειχο, ήταν μεγαλύτερος γιος του Μεχμέτ Β' και της Μουκριμέ Χατούν. Με τη στήριξη των γενιτσάρων και των Οθωμανών αξιωματούχων Ισχάκ Πασά και Γκεντίκ Αχμέντ Πασά, ανέβηκε στο θρόνο ερχόμενος σε σύγκρουση με το νεότερο αδελφό του Τζεμ Σουλτάν, ο οποίος επιδίωξε τη στρατιωτική στήριξη του τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών στη Ρόδο. Ο νέος σουλτάνος εγκατέλειψε τις πολιτικές του πατέρα του ακολουθώντας πιο στενά το παράδειγμα του Μουράτ Β'. Επέστρεψε μεγάλο μέρος της περιουσίας που είχε δημεύσει ο πατέρας του και για αυτό επαινέθηκε ως δίκαιος σουλτάνος. Είχε 8 συζύγους. Την Νιγκιάρ Χατούν,μητέρα του Ηγεμόνα Κορκούτ και της Φατμά Σουλτάν,την Σιρίν Χατούν, μητέρα του ηγεμόνα Αμπντουλάχ, την Γκιουλρούχ Χατούν, μητέρα του Ηγεμόνα Αλεμσάχ και της Καμέρ Σουλτάν,την Μπουλμπούλ Χατούν, μητέρα του Ηγεμόνα Αχμέτ και της Χουντί Σουλτάν, την Χουσνουσάχ Χατούν και την Γκιουλμπαχάρ Χατούν,μητέρα του Γιαβούζ Σουλτάν Σελίμ.
Μέχρι το θάνατο του αδελφού του Τζεμ το 1495 και τελώντας υπό το φόβο της απειλής του, ο Βαγιαζίτ δεν ήταν σε θέση να προωθήσει μεγάλες πολεμικές εκστρατείες. Αμέσως μετά ακολούθησε η πολεμική σύγκρουση με την Πολωνία και το 1499 με τη Βενετία. Η γενικά φιλειρηνική και συνετή διακυβέρνησή του ευνόησε αξιοσημείωτη εσωτερική ανάπτυξη και πλούτο που αξιοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, για την ενίσχυση του στρατού, επιτρέποντας ειδικότερα την κατασκευή πολεμικών πλοίων πρωτόγνωρου, για την εποχή, μεγέθους. Τον Αύγουστο του 1499, οι ισχυροποιημένες οθωμανικές ναυτικές δυνάμεις κατέκτησαν το Λεπάντο και με σαφές πλεονέκτημα λεηλάτησαν τις βενετικές ακτές μέχρι τη Βιτσέντζα. Η Βενετία οδηγήθηκε σε συμφωνία ειρήνης, παραχωρώντας σημαντικές περιοχές όπως το Λεπάντο και το Ναβαρίνο. Την εποχή του σουλτάνου Βαγιαζίτ σημειώθηκε η μεγαλύτερη μετανάστευση σε εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Εβραίων που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία επί της βασιλείας του Φερδινάνδου Β΄. Ο Βαγιαζίτ Β παραιτήθηκε από το αξίωμά του παραχωρώντας το θρόνο στο γιο του Σελίμ Α'. Πέθανε καθ’ οδόν προς τη γενέτειρά του στις 26 Μαΐου 1512, σε ηλικία 65 ετών.
β. Σελίμ Α ΄Γιαβούζ (1512-1520)
Ο Σελίμ Α΄ (Selim I., 10 Οκτωβρίου 1470 - 22 Σεπτεμβρίου 1520), γνωστός ως Γιαβούζ (= σκληρός), ήταν ο 9ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος βασίλευσε από το 1512 μέχρι το 1520. Γεννήθηκε στην Αμάσεια το 1470. Ήταν ο μικρότερος γιος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ και της Γκιουλμπαχάρ Χατούν και επομένως ήταν εγγονός του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Η πραγματική μητέρα του Σελίμ ήταν η Αϊσέ Χατούν, η οποία ήταν κόρη αρνησίθρησκου Έλληνα διοικητή του Ελμπιστάν. Νυμφεύτηκε την Αϊσέ Χαφσά Σουλτάν, κόρη του χάνου της Κριμαίας Μενλί Α΄ Γκιράι, το 1494, με την οποία απέκτησε 10 παιδιά: τον Σουλεϊμάν, τον Ορχάν, τον Μουσά, τον Κορκούτ, την Χατιτζέ Σουλτάν, την Μπεϊχάν Σουλτάν, την Γενιχάν Σουλτάν, την Χαφσά Σουλτάν, την Φατμά Σουλτάν και την Σαχ Σουλτάν. Τα τρία από τα τέσσερα αγόρια πέθαναν προτού γίνουν 10 ετών. Το τελευταίο από τα τέσσερα αγόρια ήταν ο Σουλεϊμάν Α' ο Μεγαλοπρεπής, ο οποίος τον διαδέχθηκε. Ο Σελίμ Α΄ εκθρόνισε τον πατέρα του το 1512, ο οποίος πέθανε αμέσως μετά, και έγινε σουλτάνος με την βοήθεια των γενιτσάρων. O Σελίμ ήταν ψηλός άντρας με μακρύ μουστάκι. Ήταν δυνατός, γενναίος, έξυπνος και πολεμοχαρής. Έδειξε για πρώτη φορά τον θηριώδη χαρακτήρα του όταν σκότωσε δύο αδερφούς και πέντε ανιψιούς για να μην του κλέψουν το θρόνο.
Σε νεαρή ηλικία ο πατέρας του, που ήξερε καλά τον Πόντο, του ανέθεσε την διοίκηση της Τραπεζούντας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Σελίμ θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχο των Κομνηνών και γράφοντας στους Βενετούς χρησιμοποιούσε τον τίτλο «Βασιλεύς του Πόντου» και «δεσπότης της Τραπεζούντας». Κατά την παραμονή του μάλιστα στην Τραπεζούντα μαζί με τη μητέρα του ο Σελίμ έμαθε από τους εκεί χρυσοχόους και τεχνίτες να χαράσσει αριστουργηματικά νομίσματα. Δύο φορές πολεμώντας κατά της Περσίας ο Σελίμ επισκέφθηκε την Τραπεζούντα, και μάλιστα ένα χειμώνα ο στρατός του διαχείμασε εκεί. Τότε πέθανε ο στρατηγός του Ισκεντέρ πασάς, που θάφτηκε στην Τραπεζούντα. Εκεί χτίστηκε ένα τζαμί προς τιμήν του, το Ισκεντέρ Τζαμί στο Γκιαούρ Μεϊντάν. Ωστόσο και ο ίδιος ο πασάς είχε χτίσει μια κρήνη στην πόλη της Τραπεζούντας. Ο σουλτάνος Σελίμ και σε άλλο σημείο ακολούθησε τους Κομνηνούς. Όπως εκείνοι, συνέδεσε το όνομά του με τη Μονή Σουμελά. Σύμφωνα με την παράδοση της μονής, όταν ως διάδοχος του θρόνου και διοικητής της Τραπεζούντας είχε πάει για κυνήγι στην περιοχή της μονής, έδωσε εντολή να την καταστρέψουν, τότε όμως έπαθε παραλυσία. Ο Σελίμ απέδωσε το πάθημά του στην Παναγία και ανακάλεσε την εντολή του για την κατεδάφιση της μονής. Αφού ήπιε αγίασμα και θεραπεύτηκε, επικύρωσε όλα τα προνόμια που είχε η μονή. Αργότερα σκέπασε με χαλκό την στέγη της μονής και της αφιέρωσε πέντε λαμπάδες. Επίσης στην Τραπεζούντα είχε γεννηθεί ο Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής, ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τον Πόντο.
Για τον Σελίμ πρώτη πρόκληση ήταν ο Σάχης Ισμαήλ Α΄ που είχε κατακτήσει το δυτικό τμήμα του Ιράν και αποτελούσε απειλή για τους σουνίτες μουσουλμάνους. Το 1514 ο Σελίμ τον νίκησε στη Μάχη του Τσαλντιράν χάρη στα σύγχρονα όπλα και το πυροβολικό. Αμέσως μετά μπήκε θριαμβευτής την πρωτεύουσά τους την Ταυρίδα, αργότερα λεηλάτησε τους θησαυρούς του Σάχη και το χαρέμι του. Στη συνέχεια το 1516 κατάκτησε το σουλτανάτο των Μαμελούκων της Αιγύπτου (στις μάχες του Μαρτζ Νταμπίκ και της Ραϊνταμπίγιας) επεκτείνοντας την οθωμανική εξουσία στη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αραβική Χερσόνησο και τελικά την Αίγυπτο. Αργότερα κατέκτησε τις πόλεις της Μέκκας και της Μεδίνας. Στην Αίγυπτο διαδέχθηκε τον χαλίφη του σουλτανάτου, Αλ-Μαουτακίλ Γ΄ και έτσι έγινε ο πρώτος σουλτάνος που πήρε τον τίτλο του χαλίφη του Ισλάμ, ο οποίος παρέλαβε τα εμβλήματα, το σπαθί και τον μανδύα του Μωάμεθ, που σήμερα φυλάσσονται στο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτό το τρόπο η καρδιά του αραβικού κόσμου πέρασε στον έλεγχο των Οθωμανών, οι οποίοι έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή και στον ισλαμικό κόσμο.
Ο Σελίμ Α ήταν ο πρώτος σουλτάνος που βάλθηκε να εξοντώσει τους χριστιανούς, υποβάλλοντας τους σε βασανιστήρια για να αλλαξοπιστήσουν. Αποφάσισε να μετατρέψει τις εκκλησίες σε τζαμιά, αλλά αυτό δεν έγινε γιατί αναγκάστηκε να σεβαστεί τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής στους χριστιανούς. Ζήτησε από τον πατριάρχη Θεόληπτο να του δώσει το έγγραφο συνθηκολόγησης, επειδή όμως αυτό είχε καταστραφεί από πυρκαγιά, έφερε δύο γενιτσάρους οι οποίοι ομολόγησαν ότι ήταν γνώστες της συνθηκολόγησης. Ίσως άλλαξε τακτική, όταν έμαθε πως ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Μαξιμιλιανός Α΄ κάλεσε άλλους Ευρωπαίους βασιλιάδες να ετοιμάσουν εκστρατεία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να διαμελίσουν το κράτος. Τότε ο Σελίμ για να εξευμενίσει τους χριστιανούς έδωσε προνόμια στα πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Ιερουσαλήμ καθώς και στις μονές του Σίνα, Σουμελά, του Πόντου, του Ξηροπόταμου και του Αγίου όρους.
Ο Σελίμ ήταν φανατικός οπαδός του δόγματος των σουνιτών και το 1514 έσφαξε περίπου 40.000 αλεβήδες, οι οποίοι ήταν οπαδοί της αντίθετης αίρεσης προς τους σουνίτες, των σιιτών. Τότε ήταν που ο Σελίμ είπε: «το να σκοτώσει κάποιος έναν σιίτη ισοδυναμεί με το να σκοτώσει 70 χριστιανούς».
Ο Σελίμ εκτός από ισχυρός στρατιωτικός ήταν και ποιητής. Έγραφε ποιήματα στην περσική γλώσσα. Είχε το ποιητικό ψευδώνυμο Μαχλάς Σελίμ. Οι αναρίθμητες συλλογές του σώζονται μέχρι σήμερα και ονομάζονται Ντιβάν. Σε ένα ποίημα έγραφε: «Μία χώρα είναι αρκετή για να φιλοξενήσει δύο Σούφι, όμως ολόκληρος ο κόσμος δεν είναι αρκετός για να φιλοξενήσει δυο βασιλιάδες». Μετά την αιγυπτιακή εκστρατεία ο Σελίμ ήταν έτοιμος για την Ουγγαρία. Όμως η εκστρατεία διακόπηκε γιατί ο Σελίμ αρρώστησε και πέθανε. Ο θάνατός του προκλήθηκε μάλλον από καρκίνο του δέρματος ή εξαιτίας δηλητηρίασης από τον γιατρό του. Πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1520 στο Τσορλού της Ραιδεστού σε ηλικία 50 ετών. Είναι γνωστός για την πολύ μεγάλη επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που πέτυχε, ιδιαίτερα με την κατάκτηση του Χαλιφάτου των Μαμελούκων του Καΐρου, που τριπλασίασε την έκταση της αυτοκρατορίας.
γ. Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566)
Ο Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής (Kanuni Sultan Süleyman, 6 Νοεμβρίου 1494 – 7 Σεπτεμβρίου 1566), δισέγγονος του Μωάμεθ ΄Β του Πορθητή, ήταν ο 10ο; σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1520 έως το 1566. Από τους Τούρκους αναφέρεται ως Σουλεϊμάν «Κανουνί» (Νομοθέτης). Κατά τη βασιλεία του η Οθωμανική αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη γεωγραφική της επέκταση και στο απόγειο της δύναμής της. Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας στις 6 Νοεμβρίου 1494. Μητέρα του ήταν η Αϊσέ Χαφσά Σουλτάν ή Χαφσά Σουλτάν , (γ.1479), που πέθανε το 1534. Σε ηλικία 7 ετών στάλθηκε να σπουδάσει επιστήμες, ιστορία, λογοτεχνία, θεολογία και στρατιωτική τακτική στις σχολές του Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Νεαρός έγινε φίλος με τον Πάργαλη Ιμπραήμ, ένα σκλάβο που αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του. Από τα δεκαεπτά ο νεαρός Σουλεϊμάν διορίστηκε κυβερνήτης πρώτα της Κάφα ( Θεοδοσία ), κατόπιν της Σαρουκάν (Μανίσα ), με μια μικρή θητεία στην Αδριανούπολη. Στη νεότητά του ο Σουλεϊμάν επηρεάστηκε από το όραμα του Μ.Αλεξάνδρου για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, που θα συμπεριλάμβανε την ανατολή και τη δύση και αυτό καθόρισε την κατεύθυνση για τις επόμενες στρατιωτικές του εξορμήσεις στην Ασία και στην Αφρική, καθώς και στην Ευρώπη.
Ο Σουλεϊμάν άρχισε την βασιλεία του με μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων καταπνίγοντας μια εξέγερση του διορισμένου από τους Οθωμανούς κυβερνήτη της Δαμασκού το 1521. Γρήγορα έκανε προετοιμασίες για την κατάληψη του Βελιγραδίου από το Βασίλειο της Ουγγαρία. Η κατάκτησή του ήταν ζωτικής σημασίας για την απώθηση των Ούγγρων που, μετά τις ήττες Σέρβων, Βουλγάρων, Βυζαντινών και Αλβανών, παρέμεναν η μόνη ισχυρή δύναμη που μπορούσε να εμποδίσει περαιτέρω επιτυχίες των Οθωμανών στην Ευρώπη. Ο Σουλεϊμάν περικύκλωσε το Βελιγράδι και άρχισε σειρά βαρέων βομβαρδισμών από ένα νησί στο Δούναβη. Το Βελιγράδι, με φρουρά 700 μόνο ανδρών και χωρίς βοήθεια από την Ουγγαρία, έπεσε τον Αύγουστο του 1521.
Ο δρόμος προς την Ουγγαρία και την Αυστρία ήταν πλέον ανοιχτός αλλά αντί αυτού ο Σουλεϊμάν έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολική Μεσόγειο, στο νησί της Ρόδου, τη βάση των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Το καλοκαίρι του 1522, έστειλε στόλο 400 πλοίων στη Ρόδο, και οδήγησε προσωπικά στρατό 100.000 ανδρών μέσω της Μικράς Ασίας απέναντι από το νησί. Μετά από πεντάμηνη πολιορκία η Ρόδος συνθηκολόγησε και ο Σουλεϊμάν επέτρεψε στους Ιππότες της Ρόδου να αποχωρήσουν (για να δημιουργήσουν τελικά νέα βάση στη Μάλτα). Καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ουγγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χειροτέρευαν, ο Σουλεϊμάν επανέλαβε την εκστρατεία του στην Ανατολική Ευρώπη και στις 29 Αυγούστου 1526 νίκησε το Λουδοβίκο Β΄ της Ουγγαρίας ( 1506 – 1526 ) στη Μάχη του Μοχάτς. Μετά από αυτό η Ουγγρική αντίσταση κατέρρευσε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε η κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη.
Οι Ούγγροι ευγενείς στράφηκαν στον ευγενή Ιωάννη Ζαπόλια, που υποστηριζόταν από το Σουλεϊμάν. Υπό τον Κάρολο Ε΄ και τον αδελφό του Φερδινάνδο Α΄ οι Αψβούργοι ανακατέλαβαν τη Βούδα και την Ουγγαρία. Μετά από αυτό το 1529 ο Σουλεϊμάν, για μια ακόμη φορά, προέλασε μέσω της κοιλάδας του Δούναβη και επανέκτησε τον έλεγχο της Βούδας και το επόμενο φθινόπωρο πολιόρκησε τη Βιέννη. Με ενισχυμένη φρουρά 16.000 ανδρών οι Αυστριακοί κατάφεραν στον Σουλεϊμάν την πρώτη του ήττα, εγκαινιάζοντας ένα σκληρό ανταγωνισμό Οθωμανών – Αψβούργων, που διάρκεσε μέχρι τον 20ό αιώνα. Το 1541 οι Αψβούργοι για μια ακόμη φορά ενεπλάκησαν σε σύγκρουση με τους Οθωμανούς, προσπαθώντας να πολιορκήσουν τη Βούδα. Μετά την απόκρουση των προσπαθειών τους για ανακατάληψη πολλών κάστρων που κατείχαν οι Οθωμανοί σε δύο διαδοχικές εκστρατείες το 1541 και 1544, ο Φερδινάνδος και ο αδελφός του Κάρολος Ε΄ αναγκάστηκαν να υπογράψουν ταπεινωτική πενταετή συνθήκη. Ο Φερδινάνδος απέσυρε τις αξιώσεις του για το Βασίλειο της Ουγγαρίας και υποχρεώθηκε να πληρώνει ετήσιο φόρο στο Σουλτάνο για τα Ουγγρικά εδάφη που εξακολουθούσε να ελέγχει.
Μετά την σταθεροποίηση των Ευρωπαϊκών συνόρων, ο Σουλεϊμάν στράφηκε στους Σιίτες Σαφαβίδες της Περσίας, όπου ο Σάχης Ταχμάσπ είχε σκοτώσει τον πιστό στο Σουλεϊμάν κυβερνήτη της Βαγδάτης και τον αντικατέστησε με δικό του έμπιστο και ο κυβερνήτης του Μπιτλίς είχε αποστατήσει και ορκισθεί αφοσίωση στους Σαφαβίδες. Το 1533 ο Σουλεϊμάν διέταξε το Μεγάλο Βεζίρη, Πάργαλη Ιμπραήμ Πασά, να ηγηθεί στρατού στην Ασία, όπου ανακατέλαβε το Μπιτλίς και κατέλαβε την Ταμπρίζ χωρίς αντίσταση. Από κοινού με τον Ιμπραήμ το 1534 ο Σουλεϊμάν προωθήθηκε προς την Περσία, όπου ο Σάχης προτίμησε να θυσιάζει εδάφη αντί να δώσει μια δύσκολη μάχη, αποβλέποντας στην καταπόνηση του Οθωμανικού στρατού, καθώς προχωρούσε στα αφιλόξενα ενδότερα. Όταν τον επόμενο χρόνο ο Σουλεϊμάν και ο Ιμπραήμ έκαναν μεγαλειώδη είσοδο στη Βαγδάτη, ο διοικητής της παρέδωσε την πόλη. Επιδιώκοντας να νικήσει τον Σάχη μια για πάντα ο Σουλεϊμάν επιχείρησε μια δεύτερη εκστρατεία το 1548 – 1549, την οποία εγκατέλειψε με προσωρινά οφέλη. Το 1554 υπογράφτηκε διακανονισμός που τερμάτισε τις ασιατικές εκστρατείες του Σουλεϊμάν. Περιελάμβανε την επιστροφή της Ταμπρίζ, αλλά εξασφάλιζε τη Βαγδάτη, την κάτω Μεσοποταμία, τις εκβολές των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη καθώς και τμήμα του Περσικού Κόλπου.
Στον Ινδικό Ωκεανό ο Σουλεϊμάν πραγματοποίησε αρκετές ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Πορτογάλων σε μια προσπάθεια να τους απομακρύνει και να αποκαταστήσει το εμπόριο με την Ινδία. Το Άντεν στην Υεμένη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1538. Πλέοντας στην Ινδία οι Οθωμανοί απέτυχαν κατά των Πορτογάλων στην Πολιορκία του Ντίου το Σεπτέμβριο του 1538, αλλά επέστρεψαν κατόπιν στο Άντεν, όπου οχύρωσαν την πόλη με 100 πυροβόλα. Από αυτή τη βάση ο Σουλεϊμάν κατάφερε να ελέγξει όλη τη χώρα της Υεμένης καταλαμβάνοντας επίσης τη Σαναά. Το Άντεν όμως επαναστάτησε κατά των Οθωμανών και κάλεσε αντί αυτών τους Πορτογάλους και έτσι αυτοί έλεγχαν την πόλη μέχρι την κατάληψή της από τον ναύαρχο Πίρι Ρέις (1548), ο οποίος οδήγησε έναν Οθωμανικό στόλο στον Ινδικό Ωκεανό, πετυχαίνοντας την κατάληψη του Μουσκάτ το 1552.
Όταν το φρούριο της Κορώνης στην Πελοπόννησο περιήλθε στον ναύαρχο του Κάρολου Ε΄, Αντρέα Ντόρια, ο Σουλεϊμάν διέκρινε μια πρώτη ένδειξη της πρόθεσης του Κάρολου Ε΄ να ανταγωνιστεί την Οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή. Ο αρχιναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα αναδημιούργησε τον Οθωμανικό στόλο. Το 1535 ο Κάρολος Ε΄ κέρδισε μια σημαντική νίκη κατά των Οθωμανών στην Τύνιδα. Το 1538 ο Ισπανικός στόλος νικήθηκε από τον Μπαρμπαρόσα στη Ναυμαχία της Πρέβεζας διασφαλίζοντας την Ανατολική Μεσόγειο για τους Τούρκους για 33 χρόνια μέχρι την ήττα τους στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571.
Στη Βόρεια Αφρική προσαρτήθηκαν εκτεταμένες περιοχές ανατολικά του Μαρόκου. Τα Βερβερικά Κράτη της Τριπολίτιδας, Τυνησίας και Αλγερίας έγιναν αυτόνομες επαρχίες της Αυτοκρατορίας, λειτουργώντας ως αιχμή της σύγκρουσης του Σουλεϊμάν με τον Κάρολο Ε΄, του οποίου οι προσπάθειες να εκδιώξει τους Τούρκους απέτυχαν το 1541. Το 1542, αντιμετωπίζοντας τον κοινό εχθρό των Αψβούργων, o Φραγκίσκος Α΄ επεδίωξε να ανανεώσει τη Γαλλο-Οθωμανική συμμαχία, με αποτέλεσμα ο Σουλεϊμάν να στείλει 100 γαλέρες υπό τον Μπαρμπαρόσα να βοηθήσουν τους Γάλλους στη Δυτική Μεσόγειο. Ο Μπαρμπαρόσα λεηλάτησε τις ακτές της Νάπολης και της Σικελίας, πριν φθάσει στη Γαλλία, όπου ο Φραγκίσκος έκανε την Τουλόν ναυτικό επιτελείο του Οθωμανού ναυάρχου. Στην ίδια εκστρατεία ο Μπαρμπαρόσα προσέβαλε και κατέλαβε τη Νίκαια το 1543. Το 1544 μια ειρήνη μεταξύ Φραγκίσκου Α΄ και Κάρολου Ε΄ έθεσε προσωρινά τέρμα στη συμμαχία μεταξύ Γαλλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην υπόλοιπη Μεσόγειο, όταν οι Ιωαννίτες Ιππότες ανασυγκροτήθηκαν ως Ιππότες της Μάλτας το 1530, οι ενέργειές τους κατά των Μουσουλμανικών ναυτικών δυνάμεων γρήγορα επέσυραν την οργή των Οθωμανών, που συγκέντρωσαν άλλον ένα τεράστιο στρατό για να εκδιώξουν τους Ιππότες από τη Μάλτα. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν το 1565, επιχειρώντας την μεγάλη Πολιορκία της Μάλτας, που άρχισε στις 18 Μαΐου και κράτησε μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου και τελικά αποκρούστηκε χάρη σε μια δύναμη αρωγής από την Ισπανία, με αποτέλεσμα την απώλεια 30.000 από τα Οθωμανικά στρατεύματα και τη νίκη των Μαλτέζων.
Ο Σουλεϊμάν επιδίωξε τη νομοθετική μεταρρύθμιση σε τομείς που εξαρτιόταν μόνο από τη βούληση του σουλτάνου, καλύπτοντας περιοχές όπως το ποινικό δίκαιο, η γαιοκτησία και η φορολογία., χωρίς να καταστρατηγείται η Σαρία, ή Ιερός Νόμος Ισλάμ. Συγκέντρωσε όλες τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από τους εννέα Οθωμανούς σουλτάνους, που είχαν προηγηθεί. Αφού εξάλειψε επικαλύψεις και επέλεξε μεταξύ αντιφατικών κειμένων, εξέδωσε ένα ενιαίο νομικό κώδικα. Ο κώδικας των νόμων έγινε γνωστός ως Κανούν-ι-Οσμανί (Οθωμανικοί νόμοι) και διατηρήθηκε πάνω από τρεις αιώνες. Παράλληλα ο Κανούν Ραγιά (Κώδικας των Ραγιάδων), μεταρρύθμισε το νόμο που καθόριζε εισφορές και φόρους που έπρεπε να πληρώνουν οι υποτελείς χριστιανοί που καλλιεργούσαν τη γη των Σπαχήδων, ανυψώνοντας τη θέση τους πάνω από τη δουλοπαροικία, Ο σουλτάνος μερίμνησε επίσης για την προστασία των Εβραίων υπηκόων της αυτοκρατορίας. Θέσπισε επίσης νέα ποινική και αστυνομική νομοθεσία, που προέβλεπε μια σειρά προστίμων για συγκεκριμένα αδικήματα, μειώνοντας τις περιπτώσεις όπου επιβαλλόταν θάνατος ή ακρωτηριασμός. Στον τομέα της φορολογίας επιβλήθηκαν φόροι σε κάθε είδους αγαθά και προϊόντα, όπως ζώα, ορυχεία, εμπορικά κέρδη, και εισαγωγικοί - εξαγωγικοί δασμοί.
Στον τομέα της παιδείας, σχολές, συνδεδεμένες με τζαμιά και χρηματοδοτούμενες από θρησκευτικά ιδρύματα, παρείχαν σε μεγάλο βαθμό εκπαίδευση σε Μουσουλμανόπαιδες. Στην πρωτεύουσά του ο Σουλεϊμάν αύξησε τον αριθμό των «μεκτέμπ» (πρωτοβάθμια σχολεία) σε δεκατέσσερα, διδάσκοντας τα αγόρια να διαβάζουν και να γράφουν. Οι νέοι που επιθυμούσαν περαιτέρω εκπαίδευση μπορούσαν να προχωρήσουν σε ένα από τους οκτώ «μεντρεσέδες» (σχολές), που παρείχαν γνώσεις γραμματικής, μεταφυσικής, φιλοσοφίας, αστρονομίας και αστρολογίας. Ανώτεροι «μεντρεσέδες» παρείχαν εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου και οι απόφοιτοί τους γίνονταν ιμάμηδες ή δάσκαλοι. Τα εκπαιδευτικά κέντρα ήταν συνήθως ανάμεσα σε άλλα κτίρια, που περιέβαλλαν τις αυλές των τζαμιών και περιλάμβαναν βιβλιοθήκες, τραπεζαρίες, συντριβάνια, συσσίτια και νοσοκομεία.
Με την υποστήριξη του Σουλεϊμάν η Οθωμανική αυτοκρατορία γνώρισε αξιόλογη πολιτιστική ανάπτυξη. Από το 1526 καλλιτεχνικές εταιρείες (ονομαζόμενες Ελ-ι-Χιρφ, «Koινότητες των Ταλαντούχων») επιχορηγούνταν και λειτουργούσαν στο Ανάκτορο Τοπ Καπί. Μετά από μαθητεία, καλλιτέχνες και τεχνίτες (ζωγράφοι, βιβλιοδέτες, γουναράδες, κοσμηματοποιοί και χρυσοχόοι) μπορούσαν να τεθούν στην υπηρεσία της αυλής και πληρώνονταν με ικανοποιητικούς μισθούς σε τριμηνιαίες δόσεις. Ενώ οι προηγούμενοι ηγεμόνες είχαν επηρεασθεί από τον Περσικό πολιτισμό, η εποχή του Σουλεϊμάν διεκδικεί τη δική της καλλιτεχνική κληρονομιά. Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν ήταν ποιητής, γράφοντας στα Περσικά και τα Τουρκικά με το ψευδώνυμο Μουχιμπί (εραστής). Γνωστοί λογοτέχνες ήταν ο Φουζουλί και ο Μπακί. Ο σουλτάνος επεδίωξε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο του Ισλαμικού πολιτισμού με μια σειρά έργων, όπως γέφυρες, τζαμιά, ανάκτορα και φιλανθρωπικά και κοινωνικά ιδρύματα. Τα σπουδαιότερα από αυτά κατασκευάσθηκαν από τον κύριο αρχιτέκτονα του σουλτάνου Μιμάρ Σινάν, που ήταν υπεύθυνος για πάνω από τριακόσια μνημεία σε όλη την αυτοκρατορία. Ο Σουλεϊμάν αποκατάστησε επίσης το ιερό στο Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ και τα τείχη της πόλης, ανακαίνισε την Κάαμπα στη Μέκκα και κατασκεύασε ένα συγκρότημα στη Δαμασκό.
Σύζυγοί του ήταν η Φιουλανέ Χατούν, ελληνικής καταγωγής, η Γκιουλφέμ Χατούν, η Μαχιντεβράν Σουλτάν και η πολωνικής καταγωγής αγαπημένη του Χιουρρέμ Σουλτάν (Αλεξάνδρα Αναστασία Λισόφσκα, γνωστή ως Ροξελάνη), μητέρα του Ηγεμόνα Μεχμέτ (γ. 1521-1543), της Μιχριμάχ Σουλτάνας (γ. 1522-1578), του Ηγεμόνα Αμπντουλάχ (γ. 1523 - 1526) , του Σελίμ Β' (γ. 1524-1574), του Ηγεμόνα Βαγιαζίτ (γ. 1525-1561) και του Ηγεμόνα Τζιχανγκίρ (γ. 1531-1553). Σημαντική επιρροή είχε ο Πάργαλης Ιμπραήμ πασάς, φίλος των παιδικών χρόνων του Σουλεϊμάν, Έλληνας χριστιανός από την Πάργα της Ηπείρου, που, όταν ήταν νεαρός, εκπαιδεύτηκε στη Σχολή του Παλατιού, κατά το σύστημα του παιδομαζώματος. O Σουλεϊμάν τον έκανε βασιλικό εκτροφέα γερακιών και στη συνέχεια τον προήγαγε σε πρώτο αξιωματικό του Βασιλικού Υπνοδωματίου και το 1523 σε Μεγάλο Βεζίρη και αρχιστράτηγο όλου του στρατού. Το 1536 ο Ιμπραήμ εκτελέσθηκε, κατηγορούμενος για απιστία. Από τις συζύγους του ο Σουλεϊμάν απέκτησε έξι γιους, από τους οποίους τέσσερις ζούσαν ακόμα τη δεκαετία του 1550. Στην προσπάθειά της να εμποδίσει την εκτέλεση των γιων της η Χιουρρέμ χρησιμοποιούσε την επιρροή της για να εξαλείψει όσους υποστήριζαν την άνοδο στο θρόνο του Μουσταφά, που τελικά στραγγαλίστηκε με εντολή του Σουλεϊμάν. Οι δύο επιζήσαντες αδελφοί, Σελίμ και Βαγιαζίτ, έγιναν διοικητές διαφορετικών τμημάτων της αυτοκρατορίας. Μέσα σε λίγα όμως χρόνια ξέσπασε 5ετής εμφύλιος πόλεμος μεταξύ τους στον οποίο επικράτησε ο Σελίμ Β. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1566 ο Σουλεϊμάν, που είχε ξεκινήσει από την Κωνσταντινούπολη για να κατευθύνει μια εκστρατεία στην Ουγγαρία, πέθανε από αποπληξία λίγο πριν τη νίκη των Οθωμανών στη Μάχη του Ζίγκετβαρ. μετά από 46 χρόνια στο θρόνο.
δ. Σελίμ Β΄ Αγιάς (1566-1574)
Ο Σελίμ Β΄ (28 Μαΐου 1524 - 15 Δεκεμβρίου 1574), ο επιλεγόμενος Μεστ (= μέθυσος), ήταν ο 11ος Οσμανίδης σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1566-1574) και ο 90ος Χαλίφης του Ισλάμ. Ήταν γιος του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς και της Χουρέμ Σουλτάν την οποία οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν Ρωξελάνη. Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1524 και ήταν ο πρώτος σουλτάνος στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εγκατέλειψε τη διακυβέρνηση της χώρας στο μέγα βεζίρη και τους υπουργούς του. Υπήρξε λάτρης των απολαύσεων και της καλοπέρασης. Επηρεαζόταν εύκολα από το χαρέμι του αλλά και το τάγμα των Γενίτσαρων. Η βασιλεία του συμπίπτει με την απαρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μολονότι σημαδεύτηκε από σπουδαία ιστορικά γεγονότα, όπως: η επανάκτηση της Υεμένης, η συνομολόγηση της συνθήκης της Αδριανούπολης (17 Φεβρουαρίου 1568) μεταξύ του Οίκου των Αψβούργων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το μεγαλεπήβολο σχέδιο διάνοιξης διώρυγας - ζεύξης των ποταμών Βόλγα και Ντον, που κατέληξε σε πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία, μετά από προδοσία, η κατάληψη της Κύπρου από τους Ενετούς. Η κατάληψη της Κύπρου είχε ως αποτέλεσμα να συνασπιστούν εναντίον του οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Ισπανία, το κράτος του Πάπα, η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Βενετία και η Μάλτα, οι οποίες στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (που από τους Ευρωπαίους λεγόταν Λεπάντο) το 1571 κατάστρεψαν τον Τουρκικό στόλο. Οι Οθωμανοί κατάφεραν το 1574, μερικούς μήνες πριν το θάνατο του Σελίμ Β΄, να καταλάβουν την Τυνησία, την οποία έλεγχαν οι Ισπανοί, και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Μεσόγειο. Γενικά επί βασιλείας του Σελίμ Β΄ η έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυξήθηκε σημαντικά.
Σύζυγοί του, με τις οποίες (όπως και από άλλες παλλακίδες) απέκτησε πολλά παιδιά, ήταν η Σελιμιγιέ Σουλτάν και η Νουρμπανού Σουλτάν: με καταγωγή από την Βενετία, Ο Σελίμ Β΄ πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 1574 (50 ετών) γλιστρώντας από το μπαλκόνι και πέφτοντας έπειτα στον τρούλο του ανακτόρου Τοπ Καπί, ενώ βρισκόταν, όπως υποστηρίχθηκε, σε κατάσταση μέθης. Για την προοδευτική φθορά που ακολούθησε το θάνατο του Σουλεϊμάν Α' ευθύνη αποδίδεται στον κλήρο (ουλιμά) και στους Γενίτσαρους, οι οποίοι, κερδίζοντας πολιτική δύναμη, άσκησαν σημαντική απορρυθμιστική επίδραση.
ε. Μουράτ Γ΄ (1574-1595)
Ο Μουράτ Γ΄ (Murad III, 4 Ιουλίου 1546 - 16 Ιανουαρίου 1595) ήταν ο 12ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1574 έως το 1595. Γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου 1546. Ήταν ο πρώτος γιος του σουλτάνου Σελίμ Β΄ και της Νουρμπανού Σουλτάν. Η εξουσία του υποσκάφτηκε από επιρροές του χαρεμιού του και συγκεκριμένα αρχικά της μητέρας του, Νουρμπανού Σουλτάν, και μετέπειτα της συζύγου του Σαφιγιέ Σουλτάν. Ο Μεγάλος Βεζίρης Μεχμέτ Σοκολού, ο οποίος κατείχε το αξίωμα από την εποχή του πατέρα του, τον βοήθησε να κρατήσει την εξουσία, μέχρι που δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 1579. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του μετέφερε δυο μεγάλα αλαβάστρινα δοχεία από την Πέργαμο και τα τοποθέτησε στο Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από εκτεταμένους πολέμους με το Ιράν και την Αυστρία, καθώς και από οικονομική και θεσμική παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είχε τέσσερις συζύγους, από τις οποίες αγαπημένη του ήταν η Σαφιγιέ Σουλτάν, μητέρα του Μεχμέτ Γ' και της Αϊσέ Σουλτάν. Ο Μουράτ ήταν φημισμένος λάτρης του γυναικείου φύλου. Είχε αποκτήσει από τα σκλαβοπάζαρα περισσότερα από 1.200 από τα ομορφότερα κορίτσια για το χαρέμι του, το οποίο ήταν από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Του άρεσε να βλέπει τα κορίτσια να παίζουν γυμνά κατά τη διάρκεια του μπάνιου τους, ενώ πολλές φορές εφεύρισκε ο ίδιος παιχνίδια για να παίξουν. Ενώ η Αυτοκρατορία του παρήκμαζε, αυτός σύχναζε με τις ώρες στο χαρέμι του. Αυτός ο τρόπος ζωής του έδωσε την πατρότητα 28 παιδιών. Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1595 κατά τη διάρκεια εκστρατείας. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Μεχμέτ Γ΄ (Μωάμεθ Γ).
στ. Μωάμεθ Γ΄ (1595-1603)
Ο Μωάμεθ (Μεχμέτ) Γ΄ (Mehmed III, ο επιλεγόμενος «Γαζής» (=νικητής) και «Πορθητής του Εγκέρ» (Ουγγαρίας), Μανίσα, 26 Μαΐου 1566 - Κωνσταντινούπολη, 21 Δεκεμβρίου 1603), γιος και διάδοχος του σουλτάνου Μουράτ Γ΄ και της ευνοούμενης συζύγου του Σαφιγιέ Σουλτάν (=Καθαρή), χριστιανής από ευγενή ενετική οικογένεια, ήταν ο 13ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο διάστημα 1595-1603. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, στα σουλτανικά ανάκτορα. Μεταξύ άλλων, είχε δάσκαλο και τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Παχώμιο Β΄, ο οποίος τον δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά. Είχε τέσσερις συζύγους, από τις οποίες η Χαντάν Σουλτάν ήταν μητέρα του Αχμέτ Α' και η Φουλανέ Σουλτάν, μητέρα του Μουσταφά Α'.
Η άνοδός του στο θρόνο το 1595 εγκαινιάσθηκε με τον ομαδικό φόνο των 19 αδελφών του και 12 εγκύων «οδαλίσκων» του πατέρα του, αλλά και από αλλεπάλληλες στάσεις του οθωμανικού στρατού. Το σημαντικότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ο πόλεμος με την Αυστρία, στο πλευρό της οποίας μάλιστα είχαν προσχωρήσει και οι υποτελείς στους Οθωμανούς ηγεμονίες της Βλαχίας, της Τρανσυλβανίας και της Μολδαβίας. Τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του ο Χριστιανικός συνασπισμός κατάφερε να αποσπάσει το Γκραν και κάποιες θέσεις στην Ουγγαρία. Το 1596 ο Μεχμέτ ανέλαβε την ηγεσία του στρατού και αντεπιτέθηκε, καταφέρνοντας να νικήσει τους Χριστιανούς. Τα επόμενα χρόνια την ηγεσία του στρατού ανέλαβαν στρατηγοί του, τη διοίκηση του κράτους η δυναμική μητέρα του Σαφιγέ, ενώ ο ίδιος αφοσιωνόταν όλο και περισσότερο στις απολαύσεις και τις ηδονές των ανακτόρων. Ο πόλεμος με τους Αυστριακούς γρήγορα έλαβε στατικό χαρακτήρα, αθώς οι Οθωμανοί αρκούνταν στην υπεράσπιση των οχυρών θέσεών τους και οι Αυστριακοί επιχειρούσαν χωρίς επιτυχία να αποσπάσουν κάποια από τα οχυρά των Οθωμανών.
Η παρακμή των διοικητικών θεσμών, η κατάρρευση της οικονομίας και οι συνεχείς πολεμικές αποτυχίες προκάλεσαν γενικευμένη εξέγερση των σπαχήδων της Μικράς Ασίας, κλονίζοντας την οθωμανική εξουσία στην περιοχή. Ο Μεχμέτ αναγκάστηκε να εκστρατεύσει προσωπικά για να την καταστείλει, αλλά τότε ξέσπασε νέα επανάσταση στην Κωνσταντινούπολη κατά του «καθεστώτος του Χαρεμιού». Για να ελέγξει την κατάσταση ο Μεχμέτ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των γενιτσάρων, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει έντονη σύγκρουση μεταξύ των δύο στρατιωτικών σωμάτων, με καταστροφικές για την αυτοκρατορία συνέπειες. Ως αποκορύφωμα της κρίσης οι Σαφαβίδες της Περσίας επιτέθηκαν το 1603 και κατέλαβαν την Ταυρίδα και το Ερεβάν. Σε συγκεχυμένες και κρίσιμες συνθήκες ο Μεχμέτ, που χαρακτηρίζεται σκληρός, αδρανής και φιλύποπτος, ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον δευτερότοκο γιο του Αχμέτ (1603-1617). Τον Δεκέμβριο του 1603 πέθανε, πιθανόν δολοφονημένος από παλατιανούς αξιωματούχους. Η βασιλεία του είναι η πρώτη κατά την οποία σημειώθηκε υποχώρηση της Οθωμανικής ισχύος στην Ευρώπη.
ζ. Αχμέτ Α΄ (1603-1617)
Ο Αχμέτ Α΄ (Ahmed I, γιος του Μωάμεθ Γ΄ και της Χαντάν Σουλτάν, ήταν ο 14ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο 1603-1617. Γεννήθηκε στις 18 Απριλίου του 1590 και σε ηλικία 13 ετών, διαδέχτηκε τον πατέρα του Μωάμεθ Γ΄ στο θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε τρεις συζύγους, από τις οποίες η Μαχφιρούζ Χατιτζέ Σουλτάν ήταν μητέρα του Οσμάν Β' και η Μαχπεϊκέρ Κιοσέμ Σουλτάν, μητέρα του Μουράτ Δ' και του Ιμπραήμ Α', και οι δύο ελληνικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος σουλτάνος που ανέβηκε στο θρόνο ενώ ήταν ακόμη ανήλικος. Ήταν φημισμένος για τις ικανότητές του στην ξιφασκία, την ιππασία και αρκετές γλώσσες που μιλούσε πολύ καλά. Στην αρχή της θητείας του επέδειξε αποφασιστικότητα και δύναμη, αργότερα όμως οι πόλεμοι με την Αυστροουγγαρία και την Περσία έληξαν άδοξα για την Αυτοκρατορία. Με τη Συνθήκη του Σιτβατορόκ (Sitvatorok), που υπογράφτηκε το 1606, η Αυστροουγγαρία έπαυσε να πληρώνει ετήσιο φόρο. Παράλληλα, η Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν παραχωρήθηκαν στην Περσία.
Ο Αχμέτ ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και έγραψε αρκετά έργα, πολιτικά και λυρικά, με το ψευδώνυμο Bahti. Ήταν εξαιρετικά πιστός Μουσουλμάνος και διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για υποτροφίες και γενικότερη υποστήριξη ευσεβών Μουσουλμάνων. Επιχείρησε να επιβάλει την πιστή τήρηση των ισλαμικών νόμων και παραδόσεων, επανέφερε τους κανονισμούς για απαγόρευση του αλκοόλ και επιχείρησε να επιβάλει την ελεημοσύνη και την προσέλευση στα τζαμιά για την προσευχή της Παρασκευής. Με διαταγή του χτίστηκε το τεράστιο «Τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ», γνωστό σήμερα ως «Μπλε Τζαμί», το οποίο θεωρείται ένα από τα αξιόλογα έργα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής παγκοσμίως. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Ναό της Αγίας Σοφίας και ακολουθεί την εξωτερική αρχιτεκτονική της γραμμή. Ολόκληρη η περιοχή ονομάζεται σήμερα Sultanahmet, προς τιμήν του. Πέθανε από τύφο στις 22 Νοεμβρίου 1617 σε ηλικία 27 ετών και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του, Μουσταφά Α΄
η. Μουσταφά Α΄ (1617-1618)
Ο Μουσταφά Α΄ (Mustafa I, Μανίσα 1591 - Τοπ Καπί, Κωνσταντινούπολη, 20 Ιανουαρίου 1639), ήταν ο 15ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1617-1618 και 1622-1623. Ήταν γιος του Μεχμέτ Γ΄ και της Φουλντανέ Σουλτάν και αδελφός του σουλτάνου Αχμέτ Α΄ (1603-1617). Εκθρονίσθηκε από τους γενίτσαρους 3 μόλις μήνες από την άνοδό του στο θρόνο υπέρ του ανεψιού του Οσμάν Β΄ (1618-1622), επειδή εθεωρείτο διανοητικά καθυστερημένος και νευρωτικός και παρέμεινε έκτοτε στο περιθώριο, όργανο στις επιθυμίες των διαφόρων ομάδων του παλατιού Τοπ Καπί. Μετά την δολοφονία του Οσμάν Β΄ το 1622 επανήλθε στο θρόνο και τον επόμενο χρόνο εκθρονίστηκε πάλι για λογαριασμό του επίσης ανεψιού του Μουράτ Δ΄, αδελφού του Οσμάν. Φυλακίστηκε στο παλάτι, μέχρι το θάνατό του.
θ. Οσμάν Β΄ (1618-1622)
Ο Οσμάν Β΄ (Osman II., Τοπ Καπί, 3 Νοεμβρίου 1604 - Κωνσταντινούπολη, 20 Μαΐου 1622) ήταν ο 16ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1618 μέχρι το 1622. Γεννήθηκε το 1604 στο παλάτι Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος του σουλτάνου Αχμέτ Α΄ και της Μαχφιρούζ Χατιτζέ Σουλτάν η οποία ήταν Ελληνίδα με αρχικό όνομα Μαρία. Από μικρή ηλικία η μητέρα του ανέλαβε την εκπαίδευσή του μαθαίνοντάς του πολλές γλώσσες, όπως Αραβικά, Περσικά, Λατινικά, Ελληνικά και Ιταλικά και αργότερα έγινε σπουδαίος ποιητής. Ο Οσμάν είχε δύο συζύγους, την Αϊσέ Χανίμ και την Ρουκιγιέ Χανίμ και ως χαρακτήρας θεωρείται ωμός και φιλάργυρος. Πήρε τον θρόνο το 1618, όταν διαδέχθηκε τον θείο του Μουσταφά Α΄. Παρά τη νεαρή ηλικία του, είχε χαρίσματα μονάρχη και πολέμησε εναντίον των Περσών, των Κοζάκων του Καυκάσου και των Πολωνών. Επειδή θεωρούσε τους Γενίτσαρους υπεύθυνους για την ήττα τους στην μάχη με τους Πολωνούς, αποφάσισε να τους διαλύσει, όμως αυτοί επαναστάτησαν, τον συνέλαβαν, τον ακρωτηρίασαν, τον διαπόμπευσαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και τέλος τον έκλεισαν στο Επταπύργιο και τελικά τον έπνιξαν στις 20 Μαρτίου 1622. Τον διαδέχθηκε ο θείος του Μουσταφά Α΄, σουλτάνος για δεύτερη φορά.
ι. Μουράτ Δ΄ (1623-1640)
Ο Μουράτ Δ΄ ήταν ο 17ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά το διάστημα 1623-1640. Ήταν γιος του Οθωμανού σουλτάνου Αχμέτ Α΄ (1603-1617) και της ελληνίδας σουλτάνας Κιοσέμ Σουλτάν. Είχε τουλάχιστον δεκαέξι (16) παιδιά από τα οποία 5 ήταν αγόρια και πέθαναν πριν από τον πατέρα τους. Έμεινε γνωστός για τη βιαιότητα του χαρακτήρα και των μεθόδων του, καθώς και για την απόπειρα αποκατάστασης του κύρους της σουλτανικής εξουσίας. Ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος και δυνατός, και παρά τις απαγορεύσεις ήταν αλκοολικός. Ανήλθε στο θρόνο μετά από μια ανακτορική συνωμοσία που εκθρόνισε τον τρελό θείο του Μουσταφά Α’ (1617-1618, 1622-1623) το 1623. Όταν ανήλθε στο θρόνο, σε ηλικία μόλις 11 ετών, χρησιμοποιήθηκε από την παλατιανή κλίκα της μητέρας του Κιοσέμ Σουλτάνας, η οποία στην ουσία κυβερνούσε την αυτοκρατορία στο όνομά του. Την περίοδο εκείνη η αυτοκρατορία περιέπεσε σε αναρχία, οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μεσοποταμία, μεγάλο μέρος της Ανατολίας περιήλθε στον έλεγχο επαναστατών και σαν αποκορύφωμα, το 1631 οι γενίτσαροι στασίασαν, εισέβαλαν στο παλάτι και εκτέλεσαν τον Μεγάλο Βεζίρη ενώπιον του σουλτάνου. Φοβούμενος ότι θα έχει την τύχη του αδελφού του Οσμάν Β΄ (1618-1622), αποφάσισε να ενισχύσει το κύρος του. Αρχικά επανέφερε το έθιμο της αδελφοκτονίας και εκτέλεσε τρία από τα αδέλφια του, για να μην βρεθεί αντιμέτωπος με κάποια παλατιανή συνωμοσία. Επίσης επέβαλε απαγόρευση στη διάθεση καπνού και αλκοόλ στην Κωνσταντινούπολη, θέλοντας να επαναφέρει την πειθαρχία στο στράτευμα. Λέγεται πως πολλές φορές περιπολούσε ο ίδιος στην Πόλη και όταν έβλεπε κάποιον στρατιώτη να πίνει ή να καπνίζει, τον εκτελούσε ο ίδιος, γεγονός που δικαιολογεί τη φήμη για τη σκληρότητα και τη βιαιότητά του.
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ανέπτυξε αξιόλογη στρατιωτική δράση. Ανασυγκρότησε το στρατό, αποκατάστησε την τάξη στην Ανατολία συντρίβοντας του επαναστάτες και επανέλαβε τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Περσίας. Οργανώνοντας επιτυχημένη αντεπίθεση κατάφερε να ανακαταλάβει το Αζερμπαϊτζάν, την Ταυρίδα, το Χαμαντάν και τελικά με μια ύστατη επίθεση να ανακτήσει την Βαγδάτη, καταφέρνοντας να κλείσει ευνοϊκή για τους Οθωμανούς συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες το 1639.
Μετά την στρατιωτική του επιτυχία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με ενισχυμένο κύρος ξεκινώντας μια σειρά από οικονομικά και πολιτικά μέτρα με στόχο την ανόρθωση του κράτους. Το 1632 ο Μουράτ Δ κατάργησε το παιδομάζωμα. Ο αιφνίδιος θάνατός του από κίρρωση του ήπατος στις 9 Φεβρουαρίου 1640 τερμάτισε απότομα το ανορθωτικό του έργο. Λίγο πριν πεθάνει, έδωσε εντολή να εκτελέσουν τον αδελφό του Ιμπραήμ Α΄, τελευταίο εν ζωή μέλος της Οσμανλικής δυναστείας, τον οποίο έκρινε ακατάλληλο για το θρόνο. Αν η εντολή του εφαρμοζόταν, θα σήμανε το τέλος της Οσμανλικής δυναστείας, την οποία σε αυτή την περίπτωση θα διαδέχονταν οι Χάνοι της Κριμαίας. Η παρέμβαση όμως της μητέρας του Κιοσέμ Σουλτάνας και άλλων παλατιανών αξιωματούχων απέτρεψε την εκτέλεση της εντολής του, και έτσι, μετά το θάνατο του Μουράτ, ο Ιμπραήμ τον διαδέχτηκε ως ο επόμενος Σουλτάνος (1640-1648), παρά το γεγονός ότι ήταν ψυχικά και διανοητικά άρρωστος.
ια. Ιμπραήμ Α΄ Ντελί (1640-1648)
O Ιμπραήμ Α΄ (İbrahim, 5 Νοεμβρίου 1615 - 18 Αυγούστου 1648, αραβική παραλλαγή του βιβλικού ονόματος Αβραάμ) ήταν ο 18ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1640 έως το 1648. Ήταν γνωστός και ως Τρελός Ιμπραήμ (Deli Ibrahim) και ως χαρακτήρας ήταν σκληρός και τρυφηλός. Ήταν γιος του Αχμέτ Α' και της Ελληνίδας Κιοσέμ Σουλτάν. Διαδέχτηκε τον αδελφό του, Μουράτ Δ΄ και για πρώτη φορά μετά τη διαδοχή του Σελίμ Α΄ από το γιο του, Σουλεϊμάν Α΄, δεν υπήρξαν αντίπαλοι διεκδικητές. Νωρίτερα, ο Μουράτ Δ΄, είχε αφήσει μόνο έναν αδελφό του να ζήσει, πιθανώς κατόπιν σχετικής επιθυμίας της μητέρας του. Με την Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάν ο Ιμπραήμ απέκτησε τον διάδοχο του, Μεχμέτ Δ'. Με την Σαλιχά Ντιλασούμπ Σουλτάν απέκτησε τον Σουλεϊμάν Β' και με την Χατιτζέ Μουαζέζ Σουλτάν τον Αχμέτ Γ'. Η πιο αγαπημένη του σύζυγος ήταν η Χιουμά Σαχ Σουλτάν.
Φοβούμενος πως ο ίδιος θα είχε την τύχη των άτυχων αδελφών του, έγινε σουλτάνος χωρίς την απαραίτητη μόρφωση και εμπειρία σε ζητήματα διακυβέρνησης. Επιδεικνύοντας ελάχιστη κλίση στη συμμετοχή του στις κρατικές υποθέσεις, άφηνε τα καθημερινά ζητήματα στα χέρια των βεζίρηδών του, ενώ εξουσία άσκησε και η μητέρα του Κιοσέμ Σουλτάν. Χωρίς τη δύναμη να ελέγξει ή να χειριστεί όσους εποφθαλμιούσαν την εξουσία στο περιβάλλον του, επιχείρησε να τους επηρεάσει και να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους παραχωρώντας τους μεγάλες εκτάσεις γης και εισοδήματα, ενώ ο ίδιος προτιμούσε να απολαμβάνει τη ζωή στο παλάτι. Στην αρχή της βασιλείας του, υπό την καθοδήγηση του μεγάλου βεζίρη Κεμανκές Καρά (=Μαύρος Τοξότης) Μουσταφά Πασά, προώθησε ειρηνικές σχέσεις με την Περσία και την Αυστρία και ανακαταλήφθηκε το φρούριο του Αζόφ από τους Κοζάκους (1642). Το 1644, υπό την επιρροή του νέου πνευματικού σύμβουλού του, Τσιντσή Χουσεΐν Χότζα, και της μητέρας του, ξεκίνησε εκστρατεία στην Κρήτη, πυροδοτώντας ένα εξαντλητικό πόλεμο με τη Βενετία (1645-69). O ασταθής χαρακτήρας του προκάλεσε δυσαρέσκεια, ενώ τα πάθη και οι εκκεντρικότητές του οδήγησαν στην επιβολή νέων φόρων, προκαλώντας αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη και στις απομακρυσμένες επαρχίες.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η Οθωμανική αυτοκρατορία αποδυναμώθηκε από πολέμους, κακή διακυβέρνηση και εξεγέρσεις. Η πνευματική υγεία του υπήρξε αντικείμενο αμφισβητήσεων. Είχε αδυναμία στις παλλακίδες του παλατιού, σε τέτοιο βαθμό ώστε αρκετές να αναλάβουν υψηλά αμειβόμενες θέσεις, και είχε πάθος στις γούνες και στο μετάξι. Μέχρι το 1648 όλες οι φατρίες θεωρούσαν αναγκαία την απομάκρυνση του, ενώ ακόμα και η μητέρα του είχε επίγνωση των επιζήμιων συνεπειών των πράξεών του για το μέλλον της αυτοκρατορίας, σε μια περίοδο που ο λαός της υπέφερε από κακουχίες και έλλειψη αγαθών. Εκθρονίστηκε στις 8 Αυγούστου 1648, μετά από συνεργία των γενίτσαρων με το θρησκευτικό κατεστημένο, και εκτελέστηκε δέκα ημέρες αργότερα. Τον διαδέχτηκε ο επτάχρονος και μεγαλύτερος σε ηλικία γιος του, Μεχμέτ Δ', τον οποίο είχε αποκτήσει με την Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάν.
ιβ. Μωάμεθ Δ΄ Αβτζί (1648-1687)
Ο Μωάμεθ Δ΄ (ή Μεχμέτ Δ Mehmed, 1642-1693), ο επιλεγόμενος Κυνηγός (Αβτζί), γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ο 19ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του Ιμπραήμ Α΄ και της Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάν. Είχε 5 συζύγους: Την Εμετουλάχ Ραμπιά Γκιουλνούς Σουλτάν, μητέρα του Μουσταφά Β' και του Αχμέτ Γ', την Αφιφέ Καντίν, την Γκιουλνάρ Καντίν, την Κανιγιέ Χασεκί και την Σιγιαβούς Χασεκί. Το 1648 διαδέχτηκε τον πνευματικά άρρωστο πατέρα του. Στην πραγματικότητα όμως η κυβέρνηση γινόταν από τον γυναικωνίτη, αφού την εξουσία ασκούσε η γιαγιά του Κιοσέμ Σουλτάν και το 1654 τον έλεγχο πήρε η μητέρα του Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάν. Την περίοδο αυτή ανήλθαν στην εξουσία οι Κιοπρουλήδες, σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακόψουν τη ραγδαία κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην πρώτη φάση της βασιλείας του πέτυχε να υποτάξει την Κρήτη, πετυχαίνοντας να αποσπάσει και την τελευταία θέση των Δυτικών στην ανατολική Μεσόγειο. Λίγο όμως αργότερα η συνδυασμένη επίθεση των κρατών μελών της Ιερής Λίγκας οδήγησε σε συνδυασμένες ήττες. Η απώλεια της Ουγγαρίας και η εισβολή των Αυστριακών στη βόρειο Βαλκανική, μετά την αποτυχημένη Δεύτερη Πολιορκία της Βιέννης το 1683, καθώς και η κατάληψη της Πελοποννήσου από τον Μοροζίνη, προκάλεσε εξέγερση των γενιτσάρων που τον εκθρόνισαν στις 8 Νοεμβρίου 1687. Πέθανε στην Αδριανούπολη το 1693.
ιγ. Σουλεϊμάν Β΄ (1687-1691)
Ο Σουλεϊμάν Β΄(Süleyman II, 15 Απριλίου 1642 - 22 Ιουνίου 1691) ήταν ο 20ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους χρόνους 1687-1691. Ήταν γιος του Ιμπραήμ Α' και της Σαλιχά Ντιλασούμπ Σουλτάν, νεότερος αδερφός του Σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄ και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε απομόνωση στο Παλάτι Τοπ Καπί, σε ένα είδος φυλακής που είχε δημιουργηθεί για τους συγγενείς εξ αίματος του Σουλτάνου, για να εξασφαλιστεί ότι κανείς τους δε θα επαναστατούσε για να καταλάβει το θρόνο. Όταν ο αδερφός του εκθρονίστηκε το 1687, μια αντιπροσωπεία εμφανίστηκε μπροστά του για να του ανακοινώσει ότι επρόκειτο να στεφτεί σουλτάνος, αλλά ο ίδιος πίστεψε ότι ήθελαν να τον θανατώσουν. Χρειάστηκε αρκετή πειθώ για να τον καταφέρουν να βγει από το Παλάτι και να παραστεί στην τελετή της ενθρόνισης. Είχε 6 συζύγους, αλλά δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Δεν ήταν σε θέση να ελέγχει τις εξελίξεις, έκανε όμως μια σοφή επιλογή, τοποθετώντας στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη τον Αχμέτ Φαϊζίλ Κιοπρουλή (Ahmed Faizil Köprülü), υπό την ηγεσία του οποίου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατόρθωσε να συγκρατήσει την προέλαση της Αυστρίας στη Σερβία και να καταπνίξει εξέγερση στη Βουλγαρία. Ο Köprülü σκοτώθηκε στη μάχη του Σλανκάμεν (Szlankamen), κατά τη διάρκεια εκστρατείας για την ανακατάληψη της ανατολικής Ουγγαρίας το 1690. Ο Σουλεϊμάν Β΄ πέθανε το 1691 στο παλάτι της Αδριανούπολης σε ηλικία 49 ετών.
ιδ. Αχμέτ Β΄ (1691-1695)
Ο Αχμέτ Β΄ (Ahmed II, 25 Φεβρουαρίου 1643 - 6 Φεβρουαρίου 1695) ήταν ο 21ος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1691 έως το 1695. Γεννήθηκε το 1643 στο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του σουλτάνου Ιμπραήμ Α΄ (1640-1648) και της Χατιτζέ Μουαζέζ Σουλτάν. Είχε 1 σύζυγο, την Ραμπιά Χασεκί Σουλτάν και 3 γιούς: Τον Ιμπραήμ, τον Σελίμ, τον Αχμέτ και 3 κόρες: Την Ατικέ, την Χατιτζέ και την Ασιγιέ.. Ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του Σουλεϊμάν Β' (1687-1691). Η τετραετής βασιλεία του υπήρξε περίοδος έντονης παρακμής, καταπτώσεως και συνεχών καταστροφών για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο τα οθωμανικά στρατεύματα συνετρίβησαν από τους Αυστριακούς, που πολεμούσαν υπό την ηγεσία του Λουδοβίκου-Γουλιέλμου, μαργκράβου του Μπάντεν, στην Μάχη του Σλάνκαμεν. Συνέπεια αυτής της μάχης ήταν η εκκένωση της Ουγγαρίας από τους Οθωμανούς. Από τις σημαντικότερες ενέργειές του ήταν ο διορισμός του Μουσταφά Κιοπρουλή στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη. Πέθανε στα 1695.
ιε. Μουσταφά Β΄ (1695-1703)
Ο Μουσταφά Β΄ (Mustafa II, 6 Φεβρουαρίου 1664 - 29 Δεκεμβρίου 1703) ήταν ο 22ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1695-1703). Γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1664 στο παλάτι της Αδριανούπολης και ήταν γιος του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ και της Ελληνίδας Εμετουλάχ Ραμπιά Γκιουλνούς Σουλτάν. Ο Μουσταφά διαδέχθηκε στο θρόνο τον θείο του σουλτάνο Αχμέτ Β΄ μετά τον θάνατό του. Ο Μουσταφά Β΄ είχε 8 συζύγους, από τις οποίες η Σαλιχά Σουλτάν ήταν μητέρα του Μαχμούτ Α΄ και η Σεχσουβάρ Σουλτάν μητέρα του Οσμάν Γ΄. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του συνεχιζόταν ο μεγάλος Αυστροτουρκικός Πόλεμος (1683-1718). Μετά την ήττα των Τούρκων στην Δεύτερη Πολιορκία της Βιέννης το 1683, η Ιερή συμμαχία κατέλαβε κάποιες περιοχές της Ευρώπης. Αργότερα ο στρατός των Αψβούργων κατέκτησε την περιοχή του Νις (Σερβία). Ο Μουσταφά αποφάσισε να ανακτήσει τα εδάφη που είχε χάσει και έτσι τον Φεβρουάριο του 1695 ο στρατός του κατέλαβε το νησί της Χίου, το οποίο οι Οθωμανοί είχαν χάσει δύο φορές. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Μουσταφά με ορμητήριο την Αδριανούπολη κατέλαβε την πόλη της Λιπόβα που βρίσκεται στη Ρουμανία. Στις 18 του ίδιου μήνα ο σουλτάνος νίκησε τον βενετικό στόλο. Αργότερα ο στρατός των Αψβούργων νικήθηκε από τον ίδιο στην Μάχη των Λούγος και για αυτόν το λόγο ονομάστηκε «Γαζής» (=νικητής). Μετά από αυτές τις νίκες ο στρατός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ταυτόχρονα στην Αζοφική θάλασσα νίκησε τους Ρώσους. Τον Απρίλιο του 1696 οι Ρώσοι κατέκτησαν την περιοχή της Αζοφικής ωστόσο ο Μουσταφά οργάνωσε άλλες 2 εκστρατείες που οδήγησαν σε 2 νίκες, στη μάχη του Ουλάς και του Κενέι, μετά από τις οποίες ο στρατός κατέκτησε την Τιμισοάρα. Την τρίτη φορά ο στρατός ηττήθηκε στην Μάχη του Ζέντα όπου σκοτώθηκε ο Μεγάλος Βεζίρης Ελμάς Μεχμέτ Πασάς και έτσι υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης με την Αγία Λίγκα. Κατά την διάρκεια της εξουσίας του η Ουγγαρία αποσχίσθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξαιτίας της Συνθήκης του Κάρλοβιτς (1699) που σηματοδότησε την έναρξη της παρακμής της αυτοκρατορίας. Ο Μουσταφά Β΄ διαπνεόταν από μεταρρυθμιστικές τάσεις και επιχείρησε, μετά τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, να βελτιώσει τα εσωτερικά θέματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του δεν τα κατάφερε, με αποτέλεσμα το 1703 να παραιτηθεί από το θρόνο. Πέθανε τον ίδιο χρόνο (29 Δεκεμβρίου 1703) στο παλάτι Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 39 χρονών. Τον διαδέχθηκε ο αδερφός του, Αχμέτ Γ΄.
ιστ. Αχμέτ Γ΄ (1703-1730)
Ο Αχμέτ Γ΄ (Ahmed III, Ντόμπριτς 30 Δεκεμβρίου 1673)-Κωνσταντινούπολη 1 Ιουλίου 1736) ήταν ο 23ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους χρόνους 1703-1730. Γεννήθηκε στο Ντόμπριτς της Βουλγαρίας. Γονείς του ήταν ο Μεχμέτ Δ΄ και η Ελληνίδα Σουλτάνα, κρητικής καταγωγής, Εμετουλάχ Ραμπιά Γκιουλνούς Σουλτάν. Διαδέχθηκε τον αδερφό του Μουσταφά Β΄ ο οποίος παραιτήθηκε, μετά από επανάσταση των Γενιτσάρων. Ο Αχμέτ Γ΄ δέχτηκε στο τουρκικό έδαφος τον Κάρολο ΙΒ΄ της Σουηδίας, που κατέφυγε εκεί μετά την ήττα του από τους Ρώσους (Πολτάβα 1709). Ενώ στην αρχή αρνήθηκε να συμμαχήσει με τους Σουηδούς ενάντια στον τσάρο, τελικά κήρυξε πόλεμο εναντίον των Ρώσων (Α Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1710-1711) τους οποίους κατανίκησε. Μετά ακολούθησε η υπογραφή συνθήκης ειρήνης (1714) με την οποία η Τουρκία πήρε την Αζοφική θάλασσα. Η συνθήκη αυτή επικυρώθηκε και ανανεώθηκε για μια εικοσιπενταετία και ως συνέπειά της ο Κάρολος γύρισε στη Σουηδία (1714). Το 1715 οι Τούρκοι κατάκτησαν οριστικά την Πελοπόννησο και τα βενετικά φρούρια της Κρήτης, που μετά την συνθήκη του Κάρλοβιτς είχαν παραχωρηθεί στους Βενετούς. Συγχρόνως διεξαγόταν πόλεμος με την Αυστρία που δεν είχε καλή εξέλιξη για τους Τούρκους, αφού η Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), με την οποία έληξε ο πόλεμος, απαγόρευσε τις εχθροπραξίες ανάμεσα στην Τουρκία, στην Αυστρία και στην Βενετία με διαιτησία των Άγγλων και των Ολλανδών. Σύμφωνα με αυτήν η Βενετία παραχωρούσε στους Τούρκους την Πελοπόννησο και την Κρήτη, διατηρούσε όμως ορισμένες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Πάργα, Πρέβεζα). Η Τουρκία επίσης αποχωρούσε από την Ουγγαρία και έχανε την Σερβία και τη Βλαχία.
Οι νίκες της Περσίας στην Ασία προκάλεσαν στάση των Γενιτσάρων (1730) που εκθρόνισαν τον Αχμέτ ο οποίος φυλακίστηκε και πέθανε 6 χρόνια μετά. Στη διάρκεια της βασιλείας του, ιδρύθηκαν πολλές βιβλιοθήκες και βιομηχανίες πορσελάνης. Επίσης εισήγαγε την τυπογραφία στην Κωνσταντινούπολη και δημιούργησε το πρώτο τουρκικό τυπογραφείο. Τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Μαχμούτ Α΄.
ιζ. Μαχμούτ Α΄ (1730-1754)
O Μαχμούτ Α΄ (2 Αυγούστου 1696 - 13 Δεκεμβρίου 1754) ήταν ο 24ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 1730-1754, μεγαλύτερος γιος του Μουσταφά Β΄ και αδελφός του Οσμάν Γ΄, διάδοχος του θείου του, σουλτάνου Αχμέτ Γ΄. Γεννήθηκε στο παλάτι της Αδριανούπολης (Εντιρνέ) και ήταν γιος του Σουλτάνου Μουσταφά Β΄ και της Σαλιχά Σουλτάν. Την εκπαίδευσή του ανέλαβε ο Παγελί Ιμπραΐμ Εφέντι. Μετά την άνοδο στο θρόνο του Αχμέτ Γ΄ και τον εκθρονισμό του πατέρα του Μουσταφά Β΄, ο πρίγκηπας Μαχμούτ Α΄ κατέφυγε με τη μητέρα του και τα αδέλφια του στην Κωνσταντινούπολη, όπου κλείστηκαν σε ιδιωτικό διαμέρισμα του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Εκεί έζησε απομονωμένος, μέχρι την παραίτηση του Αχμέτ Γ΄ το 1730, ως αποτέλεσμα της εξέγερσης του Πάτρονα Χαλίλ.
Μετά την εξόντωση των επαναστατών, που επετεύχθη χάρη στη συμβολή της μητέρας του, Σαλιχά Σουλτάν, καθώς και άλλων έμπειρων αξιωματούχων, ο Μαχμούτ έγινε σουλτάνος, απέκτησε τον έλεγχο των εσωτερικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας και επικεντρώθηκε σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αρχικά στον πόλεμο με το Ιράν. Το 1731 επανακτήθηκαν τα δυτικά εδάφη του Ιράν και με συνθήκη που υπογράφτηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1732, ο ηγέτης των Σαφαβιδών Σαχ Ταχμάσπ Β΄ παραχώρησε περιοχές του βόρειου Αζερμπαϊτζάν, του Νταγκεστάν και της Γεωργίας. Για αυτές τις στρατιωτικές επιτυχίες των πρώτων ετών, ο Μαχμούτ απέκτησε τον τίτλο του Γαζή (=νικητή). Ακολούθησε ωστόσο νέα σύρραξη το 1733 που οδήγησε σε ήττα του οθωμανικού στρατού και στην ιρανική επανάκτηση του βόρειου Ιράκ και του Καυκάσου. Με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης του 1736, αναγνωρίστηκαν τα σύνορα που καθορίστηκαν νωρίτερα από τη συνθήκη Κασρ-ι Σιρίν.
Το 1736 ξέσπασε νέα σύγκρουση, με τη Ρωσία, μετά από ρωσική επίθεση στην Κριμαία (Β Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1736-1739), την οποία ακολούθησε το επόμενο έτος αυστριακή επίθεση στην περιοχή των Βαλκανίων. Οι επιτυχίες του οθωμανικού στρατού εναντίον των Αυστριακών στο δυτικό μέτωπο, σε συνδυασμό με τη συμμαχία των Οθωμανών με την Πρωσία, την Πολωνία και τη Σουηδία, ανάγκασαν τελικά και τις δύο πλευρές να διαπραγματευτούν με τον Μαχμούτ Α΄, καταλήγοντας στη Συνθήκη του Βελιγραδίου (18 Σεπτ. 1737), με την οποία εξασφαλιζόταν η αποχώρηση Αυστριακών και Ρώσων από τα οθωμανικά εδάφη. Η οθωμανική αυτοκρατορία επανέκτησε αρκετές πόλεις, από αυτές που είχε χάσει με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), με σημαντικότερη το Βελιγράδι. Προς βελτίωση των πολιτικών σχέσεων με τη Ρωσία, ο Μαχμούτ Α΄ απέστειλε πρέσβη στην Αγία Πετρούπολη.
Σε αντίθεση με τη διευθέτηση των πολιτικών σχέσεων στην Ευρώπη, μια νέα σύρραξη μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορία και τον σάχη του Ιράν Ναδίρ σημειώθηκε την περίοδο 1743-46, η οποία τελικά δεν έφερε αλλαγές στα σύνορα των δύο πλευρών. Μετά το θάνατο του Ναδίρ, ο Μαχμούτ Α΄ επέλεξε να ακολουθήσει συμφιλιωτική στάση απέναντι στο Ιράν, τη Ρωσία και την Αυστρία, την οποία διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Στην ύστερη περίοδο της διακυβέρνησής του, επικεντρώθηκε σε εσωτερικά προβλήματα της αυτοκρατορίας. Πέθανε το 1754 και με εντολή του αδελφού και διαδόχου του, Οσμάν Γ΄, θάφτηκε στο μαυσωλείο του Γενί Τζαμί, όπου είχαν επίσης θαφτεί ο παππούς του, Μεχμέτ Δ΄, και ο πατέρας του, Μουσταφά Β΄. Ο Μαχμούτ Α΄ χαρακτηρίζεται μετριοπαθής ηγέτης, που έδωσε έμφαση στη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Ήταν γνώστης της λογοτεχνίας και της μουσικής, ενώ ο ίδιος έγραψε ποιήματα στα αραβικά, και συνέθετε και έπαιζε μουσική. Επί των ημερών του χτίστηκαν αρκετά δημόσια κτίρια, όπως το συγκρότημα του Νουρού Οσμάνιγε, το Γιλντί Ντεντέ Τζαμί, καθώς και τρεις βιβλιοθήκες, στην Αγία Σοφία (1740), κοντά στο Φατίχ Τζαμί (1742) και στο Γαλατά Σαράι (1754).
ιη. Οσμάν Γ΄ (1754-1757)
Ο Οσμάν Γ΄ (Osman III, 2 Ιανουαρίου 1699 - 30 Οκτωβρίου 1757) ήταν ο 25ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 1754-1757. Γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1699 στο παλάτι της Ανδριανούπολης. Ήταν νεότερος γιος του Σουλτάνου Μουσταφά Β΄ και της Σεχσουβάρ Σουλτάν και αδερφός του Μαχμούτ Α΄. Η σύντομη βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από την φιλειρηνική του διάθεση, αλλά και αυξανόμενη καταπίεση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών (Χριστιανών και Εβραίων), καθώς και μια πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη. Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε απομόνωση στο Παλάτι, ως Σουλτάνος είχε πολλές ιδιορρυθμίες. Αντίθετα με τους προκατόχους του, δεν αγαπούσε τη μουσική και πέταξε έξω από το παλάτι όλους τους μουσικούς. Επίσης, αναφέρεται ότι δεν συμπαθούσε τη γυναικεία συντροφιά, ίσως ως κατάλοιπο της ζωής του στις φυλακές του Παλατιού. Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1757 στο παλάτι Τοπ Καπί. Καθώς δεν είχε παιδιά, τον διαδέχθηκε ο ξάδερφός του, Μουσταφά Γ΄.
ιθ. Μουσταφά Γ΄ (1757-1774)
Ο Μουσταφά Γ΄ (Mustafa III, 28 Ιανουαρίου 1717 - 21 Ιανουαρίου 1774) ήταν ο 26ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1757 έως το 1774. Ήταν γιος του Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ και της Εμινέ Μιχρισάχ Σουλτάν. Είχε μία σύζυγο, την Μιχρισάχ Βαλιντέ Σουλτάν με την οποία απέκτησε έναν γιό, τον Σελίμ Γ'. Ο Μουσταφά Γ΄, με αφορμή την επέμβαση της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ της Ρωσίας στα εσωτερικά της Πολωνίας, άρχισε τον Γ Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-1774), στη διάρκεια του οποίου επιχειρήθηκε εξέγερση στην Πελοπόννήσο (1769) με την υποκίνηση της Ρωσίας και με την αποστολή ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο Πέλαγος, ναύαρχοι των οποίων ήταν οι Αλέξης και Γρηγόριος Ορλόφ. Την ίδια εκείνη περίοδο συνέβη και η μεγάλη καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ. Ο Μουσταφά Γ' πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1774 στο παλάτι Τοπ Καπί σε ηλικία 56 ετών. Τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Αμπντούλ Χαμίτ Α΄.
κ. Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ (1774-1789)
Ο Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ (Abdülhamid I, Τοπ Καπί, 20 Μαρτίου 1725 - 7 Απριλίου 1789) ήταν ο 27ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους χρόνους 1774-1789. Θεωρείται ο ευγενέστερος σουλτάνος και από τους Τούρκους αναφέρεται ως άγιος. Ήταν γιος του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ και της Ραμπιά Σουλτάν και γεννήθηκε στο Τοπ Καπί το 1725. Σε νεαρή ηλικία η μητέρα του τον δίδαξε καλλιγραφία και ιστορία. Στα πρώτα 42 χρόνια της ζωής του φυλακίστηκε από τα ξαδέρφια του Μαχμούτ Α΄ και Οσμάν Γ΄ και τον μεγαλύτερο αδερφό του Μουσταφά Γ΄. Ο Αμπντούλ Χαμίτ είχε 2 συζύγους την Αϊσέ Σενιγιεπερβέρ Σουλτάν και την Νακσιντίλ Σουλτάν και μαζί τους απέκτησε 17 παιδιά, δύο από οποία ήταν ο Μαχμούτ Β΄ και ο Μουσταφά Δ΄. Διαδέχθηκε τον αδερφό του Μουσταφά Γ΄ όταν πέθανε το 1774. Στις 21 Ιουλίου 1774, αφού είχε γίνει πλέον σουλτάνος, υπέγραψε την ταπεινωτική, για τους Τούρκους, Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή με την οποία έχασε την Κριμαία, οι παραδουνάβιες χώρες έγιναν ανεξάρτητες, η Ρωσία αναγνωρίστηκε προστάτιδα των χριστιανών, και η ναυσιπλοία στη Μαύρη Θάλασσα κηρύχτηκε ελεύθερη. Ο Αμπντούλ Χαμίτ είχε δημιουργήσει καλό εκπαιδευτικό σύστημα. Επίσης αναδιοργάνωσε το σώμα των Γενιτσάρων και το ναυτικό και ίδρυσε ένα νέο στράτευμα πυροβολικού. Στο στρατιωτικό πεδίο ωστόσο δεν είχε επιτυχίες. Το 1787 έχασε από τους Ρώσους το Οτσακόβ και ουσιαστικά όλη τη Μαύρη Θάλασσα και στη συνέχεια κηρύχτηκε ο δυσμενούς έκβασης Δ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1788-1792). Πέθανε στις 7 Απριλίου 1789 στην Κωνσταντινούπολη και τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Σελίμ Γ΄.
κα. Σελίμ Γ΄ ο Μεταρρυθμιστής (1789-1807)
Ο Σελίμ Γ΄ ο επονομαζόμενος Μεταρρυθμιστής (Selim III, 24 Δεκεμβρίου 1761-28 Ιουλίου 1808) ήταν ο 28ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γνωστός για τις φιλελεύθερες αντιλήψεις του. Ήταν γιος του Μουσταφά Γ΄ και της Μιχρισάχ Σουλτάν, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διαδέχτηκε το 1789 τον θείο του Αμπντούλ Χαμίτ Α΄. Ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, ποιητής και μουσικός. Το όνομά του συνδέθηκε με την πλέον ταραγμένη περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Η εξωτερική του πολιτική σημαδεύτηκε από συνεχείς καταστροφικές ήττες. Το 1792, με την λήξη του Δ Ρωσοτουρκικού πολέμου, υπέγραψε τη Συνθήκη του Ιασίου, με την οποία παραχωρούσε προνόμια στους Ρώσους, μεταξύ των οποίων ελευθεροπλοΐα στα Στενά των Δαρδανελίων. Το 1788 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν τα στρατεύματα του Ναπολέοντα έφτασαν στην Αίγυπτο, και ο Σελίμ αναγκάστηκε τελικά να συμμαχήσει μαζί του. Γενικά κατά τη διάρκεια της εξουσίας του σημειώθηκαν πολλές αποσχιστικές τάσεις, κυρίως από πασάδες στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας, ενώ ενισχύθηκε η αυτονομία των παραδουνάβιων περιοχών. Επίσης εγκαινίασε, για πρώτη φορά στην ιστορία της αυτοκρατορίας, μόνιμες διπλωματικές αποστολές στις μεγάλες πρωτεύουσες της Δύσης (Βιέννη, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο).
Στον εσωτερικό τομέα ο Σελίμ Γ΄ επιχείρησε ριζοσπαστικές αλλαγές, κυρίως στα στρατιωτικά ζητήματα. Συγκρότησε ειδικό συμβούλιο, στα μέλη του οποίου παραχώρησε πολλές αρμοδιότητες, ενώ περιόρισε σημαντικά τα δικαιώματα του Μεγάλου Βεζίρη και των τοπικών αρχόντων. Από την αρχή της ανάρρησής του στο θρόνο έλαβε σειρά μέτρων που αφορούσαν φορολογία σε θέματα ιδιοκτησίας, καθώς και σειρά μέτρων για την εσωτερική διοίκηση. Προσπάθησε να περιορίσει την επιρροή των Γενιτσάρων και να δημιουργήσει τακτικό στρατό ευρωπαϊκού τύπου. Οι συγκεκριμένες όμως μεταρρυθμίσεις, που αποτέλεσαν την αρχή του μεταρρυθμιστικού ρεύματος γνωστού ως Τανζιμάτ (από το πρότυπο στρατιωτικό σώμα Νιζαμι Τζεντιντ -Nizâm-i Cedid, που συστάθηκε κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα), προκάλεσαν την αντίδραση των Γενίτσαρων, οι οποίοι, υποκινημένοι από κύκλους της αυλής και θρησκευτικούς ηγέτες, τον ανέτρεψαν με κίνημα και τον εκθρόνισαν το 1807 περιορίζοντάς τον στα ανάκτορα. Τελικά δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό, μετά από διαταγή του διαδόχου του στο θρόνο Μουσταφά Δ΄ μέσα στα ανάκτορα στις 28 Ιουλίου του 1808 στην Κωνσταντινούπολη και το σώμα του ρίχτηκε από τα τείχη της πόλης. Ένα χρόνο αργότερα την ίδια τύχη είχε και ο Μουσταφά Δ΄.
Ο Σελίμ Γ είναι ο σουλτάνος που έδωσε την άδεια για την επανίδρυση της ιστορικής Μεγάλης του Γένους Σχολής σε μεγάλο οικόπεδο στη Ξηροκρήνη (Κρυσούτσεσμέ) του Βοσπόρου, μετά από σχετικό αίτημα που του υπέβαλε ο Δημήτριος Μουρούζης, που διατελούσε Μέγας Διερμηνέας (Δραγουμάνος) της Υψηλής Πύλης από το 1806.
ιβ. Μουσταφά Δ΄ (1807-1808)
Ο Μουσταφά Δ΄ (Mustafa IV, 8 Σεπτεμβρίου 1779 - 17 Νοεμβρίου 1808) ήταν ο 29ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1807 έως το 1808. Ήταν γιος του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ και της Αϊσέ Σενιγιεπερβέρ Σουλτάν και γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1779. Διαδέχθηκε στο θρόνο το 1807 τον προοδευτικό εξάδελφό του Σελίμ Γ΄ που εκθρόνισαν οι γενίτσαροι. Ο Μουσταφά Δ΄ για να τους ικανοποιήσει κατάργησε το πρότυπο, στρατιωτικό σώμα «Νιζάμ-ι-τζεντίτ», που είχε συσταθεί από τον προκάτοχό του, στα πλαίσια του Τανζιμάτ, κατά το ευρωπαϊκό σύστημα, χωρίς όμως να καταφέρει θετικό αποτέλεσμα. Αντίθετα αυτό ήταν αφορμή να εξάψει ακόμη περισσότερο τις αναρχικές διαθέσεις των γενιτσάρων, αλλά και του οθωμανικού ιερατείου. Τότε άρχισαν να πρωτοπαρουσιάζονται φυγόκεντρες πολιτικές τάσεις απόσχισης από τη σουλτανική εξουσία. Αρκετοί διοικητές επαρχιών έδειχναν τάσεις αυτονομίας. Τότε ο αφοσιωμένος στον εκθρονισθέντα Σουλτάνο Σελίμ Γ΄, Πασάς του Ρουμτσουκίου Μπαϊρακτάρ Μουσταφάς κινήθηκε επικεφαλής ισχυρής στρατιωτικής δύναμης κατά της Κωνσταντινούπολης με την αξίωση από τον Σουλτάνο Μουσταφά Δ΄ να αποκαταστήσει στο θρόνο τον Σελίμ Γ΄, δηλαδή να παραιτηθεί υπέρ εκείνου. Σε απάντηση ο Μουσταφάς διέταξε τον θάνατο του εκθρονισθέντος Σελίμ, το πτώμα του οποίου ρίχτηκε από τα τείχη μπροστά στις δυνάμεις των επαναστατών. Τότε ο Μπαϊρακτάρ Μουσταφά Πασάς διέταξε γενική επίθεση κατά των οθωμανικών ανακτόρων κατά την οποία, αφού κατέλαβε τα ανάκτορα, φόνευσε τον Μουσταφά Δ΄ (1808) και ανακήρυξε σουλτάνο τον αδελφό του Μαχμούτ Β΄.
κγ. Μαχμούτ Β΄ ο Δίκαιος (1808-1839)
Ο Μαχμούτ Β΄ (Mahmut II, 20 Ιουλίου 1785 – 1 Ιουλίου 1839), ο επιλεγόμενος Δίκαιος, ήταν ο 30ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1808 μέχρι τον θάνατο του το 1839. Γεννήθηκε στο Τοπ Καπί το 1785, στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ και της Νακσιντίλ Σουλτάν η οποία ήταν ξαδέρφη της Ιωσηφίνας. Ο Μαχμούτ είχε δύο συζύγους: την Μπεζμιαλέμ Σουλτάν με την οποία απέκτησε τον Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, και την Περτεβνιχάλ Σουλτάνμε την οποία απέκτησε τον Αμπντούλ Αζίζ. Ο Μαχμούτ Β΄ πήρε την εξουσία το 1807 με την βοήθεια του εξάδελφού του Σελίμ Γ΄ και του Αλεμαντάρ Μουσταφά. Ο Σελίμ Γ σε μία εξέγερση σκοτώθηκε, αλλά ο Μαχμούτ Β επέζησε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά κατάφερε να ανατρέψει τον ετεροθαλή αδερφό του Μουσταφά Δ΄. Αφού έγινε σουλτάνος διόρισε τον Αλεμαντάρ Μουσταφά βεζίρη του κράτους. Ο Αλεμαντάρ Μουσταφά πέθανε το 1808, αλλά ο Μαχμούτ Β, μετά τον θάνατο του, συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις που εγκαινίασε εκείνος. Υπέταξε τους Μαμελούκους του Ιράκ και προσπάθησε να αναβιώσει το άθλημα της τοξοβολίας, του οποίου ήταν λάτρης.
Τα επόμενα χρόνια ο κυβερνήτης της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή Πασάς κατέλαβε τις ιερές πόλεις της Μέκκας (1812) και της Μεδίνας (1813). Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, την οποία προσπάθησε να καταπνίξει χωρίς επιτυχία, αφού μετά την ήττα του τουρκικού στόλου στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και το 1832 με τη συνθήκη της Αδριανούπολης η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος. Μετά από αυτό άρχισε η σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εξάρτησή της από την Ευρώπη. Ο Μαχμούτ Β΄ έχει συνδέσει το όνομά του με πολλές μεταρρυθμίσεις, που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση του φεουδαρχικού κατακερματισμού της αυτοκρατορίας και απέβλεπαν να της προσδώσουν όψη εξευρωπαϊσμού. Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις του ήταν η κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων, η κατάργηση του συστήματος των στρατιωτικών τιμαριών, η ίδρυση υπουργείων σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και η ίδρυση ορισμένων κοσμικών σχολειών και στρατιωτικών σχολών. Οι αλλαγές αυτές δεν πέτυχαν να εξαλείψουν τη ρίζα των αιτιών παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μαχμούτ πέθανε το 1839 σε ηλικία 54 χρονών από φυματίωση. Χιλιάδες κόσμου παραβρέθηκε στην κηδεία του για να τον αποχαιρετίσει. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αμπντούλ Μετζίτ Α΄.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και άλλες αυτοκρατορίες στο παρελθόν, δεν απέφυγε την παρακμή, η οποία άρχισε με τους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους κατά τον 18ο αιώνα (1710-11, 1738-39, 1768—74 και 1788-92). Η Αίγυπτος χάθηκε προσωρινά από τις ναπολεόντειες στρατιές αλλά η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ο Ε Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1828-29, και ο πόλεμος με τον Μεχμέτ Αλί της Αιγύπτου οδήγησαν στην περαιτέρω αποδυνάμωση του κράτους, στην απώλεια μέρους της Ελλάδας, την μετατροπή της Μολδαβίας και της Βλαχίας σε προτεκτοράτα της Ρωσίας, και την ημιαυτονομία της Σερβίας. Παράλληλα, με μια σειρά συνθηκολογήσεων και διομολογήσεων από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε βαθμιαία την οικονομική της ανεξαρτησία, παρά τις προσπάθειες δραστικών μεταρρυθμίσεων στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Σελίμ Γ' και ιδίως από τον Μαχμούτ Β'. Η Σύνοδος του Παρισιού το (1856) αναγνώρισε μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά το γεγονός μάλλον επιβεβαίωσε την εξάρτησή της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, παρά τα δικαιώματά της ως ευρωπαϊκής δύναμης. Κατά τον 19ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πλέον γνωστή ως ο «Ασθενής της Ευρώπης».
Τουρκοκρατία (ή Οθωμανική Περίοδος) στην Ελλάδα ονομάζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε την πολιτική κυριαρχία του χώρου της σημερινής Ελλάδας και άλλων περιοχών που κατοικούνταν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες. Συμβατικά η Τουρκοκρατία άρχισε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 , αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και Νότια Βαλκανική, άρχισε ήδη από τη Μάχη του Ματζικέρτ το 1071, αλλά η παρουσία τους στην περιοχή δεν εδραιώθηκε παρά μόνο κατά τον 15ο αιώνα. Η εξάπλωση των Οθωμανών στον χώρο αυτόν ήταν σταδιακή και επεκτάθηκε σε όλη την έκταση της σημερινής Ελλάδας, εκτός των Ιονίων νήσων, όχι χωρίς αντίδραση, αφού οι επαναστάσεις κατά της οθωμανικής αρχής ήταν αρκετές. Λήξη της Τουρκοκρατίας δόθηκε με την Επανάσταση του 1821, μετά την οποία ιδρύθηκε ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. .
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα πολυεθνικό και όχι εθνικό τουρκικό κράτος, όπως πολυεθνοτική ήταν και η σύνθεση της τάξης των αξιωματούχων που ασκούσε την εξουσία, ελάχιστοι από τους οποίους είχαν τουρκική καταγωγή. Επίσης, μέχρι και τον 19ο αιώνα η λέξη «Τούρκος» (της οποίας η προέλευση είναι ελληνική από το Τόροκος <τορέω [ή τορόω ή τορνόω {>τουρισμός}] = περιστρέφομαι, περιφέρομαι + κοέω [=ακούω, υπακούω] = περιφερόμενοι, νομάδες) σήμαινε τον «τουρκεμένο αγρότη» της Ανατολίας και είχε χρήση συχνά απαξιωτική, για να χαρακτηριστεί κάποιος άξεστος και απολίτιστος. Σήμαινε επίσης γενικά τον μουσουλμάνο ή ειδικά τον μουσουλμάνο υπήκοο του σουλτάνου, κατά τον γνωστό στίχο δημοτικού άσματος "Γίνεσαι τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις;" ή «εγώ Τούρκα δε γίνομαι, τζαμί δεν προσκυνάω».
Σημειωτέον ότι ο, επίσης χρησιμοποιούμενος, όρος «Οθωμανική Περίοδος» εντάσσεται στην προσπάθεια νεότερων ιστορικών να υπερτονίσουν τον πολυεθνικό χαρακτήρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αμβλύνουν τις διακρίσεις που υπήρχαν μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων, μπροστά στην επιχειρούμενη κατασκευή μιας νέας ομογενοποιημένης υπερεθνικής ταυτότητας, όπου (με κατάλληλες κατευθύνσεις που παρέχονται «άνωθεν») θα κυριαρχούν τα αγγλοαμερικανικά πρότυπα ανάλυσης των σχέσεων των ατόμων με το κράτος.
Οι Οθωμανοί έφτασαν στην περιοχή όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ήδη αποδυναμωμένη από την Τέταρτη Σταυροφορία και την προσωρινή κατάλυση της υπόστασής της το 1204. Παράλληλα με τις νίκες τους επί των Βουλγάρων το 1371 και των Σέρβων το 1389, προωθήθηκαν και στη νότια Βαλκανική και κατέλαβαν την Αθήνα το 1458. Οι Έλληνες άντεξαν στην Πελοπόννησο μέχρι το 1460, και οι Βενετοί και οι Γενουάτες παρέμειναν σε μερικά από τα νησιά του Αιγαίου και στο Ιόνιο, αλλά από το 1500 το μεγαλύτερο τμήμα των πεδιάδων και των νησιών της Ελλάδας ήταν στα οθωμανικά χέρια. Τα βουνά της Ελλάδας ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος άθικτα, και ήταν ένα καταφύγιο για τους Έλληνες που ήθελαν να ξεφύγουν από την ξένη κυριαρχία. Η Κύπρος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1571, και οι Βενετοί διατήρησαν την Κρήτη μέχρι το 1669. Μόνο τα Επτάνησα, που κυβερνήθηκαν από τη Βενετία, δεν κατακτήθηκαν ποτέ από τους Οθωμανούς.
Την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας ακολούθησαν δύο διαφορετικά ρεύματα ελληνικής μετανάστευσης. Το πρώτο ρεύμα συνδέθηκε με Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Βασίλειος Βησσαρίων, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Μάρκος Μουσούρος, που μετανάστευσαν σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης συμβάλλοντας στην έναρξη της Αναγέννησης. Βέβαια, η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση των Ελλήνων σε άλλα μέρη της Ευρώπης, και κυρίως σε ιταλικά πανεπιστήμια, ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, παράγοντας μία νέα τάση στη σύγχρονη ελληνική διασπορά. Η δεύτερη, κυρίως εσωτερική μετανάστευση συνδέεται με εσωτερικές μετακινήσεις των Ελλήνων που άφησαν τις πεδιάδες της ελληνικής χερσονήσου και επανεγκαταστάθηκαν σε ορεινές περιοχές, όπου το άγριο τοπίο έκανε δύσκολη τη διοικητική και τη στρατιωτική παρουσία για τους Οθωμανούς.
Ο σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της κυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και ήταν απόλυτος μονάρχης, στην πραγματικότητα δεσμευόταν από την παράδοση και άλλες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, που αφορούσαν ενίοτε στην κληρονομική μεταβίβαση του αξιώματός του. Οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από την παράδοση ήταν κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Το Κοράνιο ήταν ο βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ως ιδιότυπο «σύνταγμα».
Η οθωμανική διοίκηση των επαρχιών χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές λειτουργίες. Οι τοπικοί διαχειριστές στις επαρχίες είχαν στρατιωτικό ρόλο και οικονομικό ως εισπράκτορες του φόρου. Η στρατιωτική οργάνωση ήταν φεουδαρχικού χαρακτήρα. Το ιππικό του σουλτάνου ήταν πλήρως οθωμανικό και είχε παραχωρηθεί γη στους ιππείς, σε μεγάλα ή σε μικρά μερίδια, ανάλογα με τον βαθμό των ιππέων. Όλοι οι μη μουσουλμάνοι απαγορευόταν να ιππεύουν, πράγμα που έκανε το ταξίδι και την εσωτερική κινητικότητα δύσκολη. Οι Οθωμανοί χώρισαν την Ελλάδα σε έξι σαντζάκια, με κυβερνήτη τον Σαντζάκμπεη, που λογοδοτούσε στον σουλτάνο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1453. Πριν τον χωρισμό σε σαντζάκια, οι Οθωμανοί εφάρμοσαν το σύστημα των μιλλέτ, διαχωρίζοντας τους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας με βάση τη θρησκεία.
Το κατακτημένο έδαφος μοιράστηκε σε Οθωμανούς ευγενείς, οι οποίοι το διατηρούσαν ως φέουδα (τιμάρια και ζιαμέτ) απευθείας υπό την εξουσία του σουλτάνου. Αυτή η γη δεν μπορούσε να πωληθεί ή να κληρονομηθεί, αλλά επανερχόταν στην κατοχή του σουλτάνου, όταν πέθαινε ο φεουδάρχης. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους αυτοί οι Οθωμανοί ευγενείς, ιππείς στο ιππικό του σουλτάνου (που ονομάζονταν σπαχήδες), ζούσαν καλά με τα έσοδα από τα κτήματά τους, καλλιεργούμενα σε μεγάλο βαθμό από αγρότες. Οι Οθωμανοί εγκατέστησαν αυτό το φεουδαρχικό σύστημα πάνω στο υπάρχον σύστημα. Οι αγρότες διατήρησαν τη δική τους γη και η κυριαρχία τους στη γη παρέμενε κληρονομική και αναπαλλοτρίωτη. Επίσης, δεν επιβλήθηκε στρατιωτική θητεία για τον αγρότη στην οθωμανική διοίκηση. Οι μη μουσουλμάνοι θεωρητικά απαγορευόταν να μεταφέρουν όπλα, αλλά αυτό το μέτρο εν γένει αγνοήθηκε, ειδικότερα στην Κρήτη.
Η φορολογία της οθωμανικής διοίκησης ήταν βαριά, περιλαμβάνοντας και «προσφορά παιδιών». Οι Οθωμανοί απαιτούσαν ένα αρσενικό παιδί στα πέντε σε κάθε χριστιανική οικογένεια να οδηγείται μακριά από την οικογένεια στο σώμα των Γενιτσάρων, για στρατιωτική εκπαίδευση στον στρατό του σουλτάνου. Το σώμα των Γενιτσάρων καταργήθηκε στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων του Μαχμούτ Β, 1808-39. Την οθωμανική διοίκηση ενίσχυαν πολλοί κατασταλτικοί νόμοι και ενίοτε διαπράχθηκαν σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού. Σε περίπτωση δικαιοπραξίας, ο λόγος των Ελλήνων στο δικαστήριο δεν υπολογιζόταν απέναντι στον λόγο των Οθωμανών.
Το Οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στον Ισλαμικό νόμο. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, ως μη μουσουλμάνοι, ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν αυστηρά διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους, ζώντας σε ξεχωριστές συνοικίες στις ίδιες πόλεις. Δεν ήταν ελεύθεροι να αναμιγνύονται με τη μουσουλμανική κοινωνία, ούτε να έχουν κάποια αξιόλογη συμμετοχή στην πνευματική ζωή των μουσουλμάνων. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα οι μή μουσουλμάνοι ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται περιορισμούς, ακόμα και στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους προς τους μουσουλμάνους. Το 1820, Τούρκος ιεροδικαστής που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη ανέφερε στον σουλτάνο Μαχμούτ Β' με έκπληξη ότι "οι άπιστοι ρωμιοί, παρά την προσκυνητή διαταγή Σου, και με ανοχή του αρχιαστυνόμου (σούμπαση) Τσακίρ Βέη, που ίσως παίρνει "ρουσφέτια" (φιλοδωρήματα) για όλα αυτά, τριγυρνούν στους δρόμους με άλογο, με καλά ρούχα, και το χειρότερο, δεν κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο όταν τύχει να συναντήσουν κανέναν πιστό". Ανάλογα, ευρωπαίοι περιηγητές που βρέθηκαν στην Κρήτη στις αρχές του 19ου αι. αναφέρουν ως παράδειγμα κακομεταχείρισης των Ελλήνων το ότι "αν ένας έφιππος Έλληνας συναντήσει κάποιον διακεκριµένο Τούρκο, πρέπει να αφιππεύσει και να περιµένει να περάσει αυτός" και ότι "ακόµα και οι επίσκοποι και οι ηγούµενοι, ... , αναγκάζονται να ξεπεζέψουν και να δώσουν τα µουλάρια τους στους υπηρέτες τους. Αυτή είναι µια απ' τις οφθαλµοφανείς ταπεινώσεις για το ελληνικό έθνος."
Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου της χώρας. Η ζωή έγινε σε μεγάλο βαθμό αγροτική, βαριά φορολογία εφαρμόστηκε για τον χριστιανικό πληθυσμό και πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να στραφούν σε καλλιέργειες για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους, ενώ σε προηγούμενες εποχές η ελληνική επικράτεια ήταν καλά ανεπτυγμένη και αστικοποιημένη. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα ήταν η Κωνσταντινούπολη και τα Ιόνια νησιά όπου ζούσαν πολλοί εύποροι Έλληνες. Όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες έφεραν βαρέως την εξασθενισμένη οικονομική κατάσταση της χώρας τους στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου.
Περί το 1600, οι Οθωμανοί επέβαλαν στρατιωτική διοίκηση σε τμήματα της Ελλάδας, όπου προβαλλόταν αντίσταση, επιταχύνοντας τη μείωση του ντόπιου πληθυσμού. Τα προγενέστερα φέουδα, που αποδίδονταν απευθείας από τον Σουλτάνο, έγιναν κληρονομικά εδάφη (τσιφλίκια), που μπορούσαν να πωληθούν ή να μεταβιβαστούν σε κληρονόμους. Η νέα τάξη Οθωμανών γαιοκτημόνων μείωσε τους ελεύθερους Έλληνες καλλιεργητές, οδηγώντας πολύ κόσμο από τις πεδιάδες σε ορεινές επικράτειες όπου η γη ήταν λιγότερο γόνιμη αλλά υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Οι αγρότες, που αποτελούσαν και τον κύριο όγκο του πληθυσμού, βυθίστηκαν στην εξαθλίωση. Φλαμανδός περιηγητής στα μέσα του 16ου αιώνα αναφέρει ότι «ένας άνθρωπος στην πατρίδα μου ξοδεύει για την ημερήσια διατροφή του περισσότερα από όσα ένας χωρικός στην Τουρκία μέσα σε δώδεκα μέρες". Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τα τέλη του 16ου αιώνα, όταν άρχισε η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έγινε μεγάλη υποτίμηση του νομίσματός, του "άσπρου", και κατακόρυφη άνοδος των τιμών. Μεγάλο μέρος του εμπορίου και της οικονομίας της αυτοκρατορίας αφέθηκε στους Χριστιανούς (όπως και στους Εβραίους). Αυτή η "ανοχή" ήταν αναγκαστική, αφού η άρχουσα μουσουλμανική αριστοκρατία ήταν μια κοινωνία πολεμιστών που περιφρονούσε το εμπόριο.
Στο διάστημα της οθωμανικής περιόδου δημιουργήθηκαν μια σειρά από ελληνικά σχολεία τα οποία φρόντιζαν για την εκπαίδευση των Ελλήνων και άλλων ορθοδόξων, τα οποία ονομάστηκαν Φροντιστήρια (από την αρχαία ελληνική λέξη για την εκπαίδευση). Από αυτά τα φροντιστήρια αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι των ελληνικών κοινοτήτων. Ανάμεσα σε αυτά ήταν το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, το Ελληνικόν Φροντιστήριον Χερσώνος, το Ελληνικόν Φροντιστήριον Αργυροπόλεως και άλλα. Γενικά όμως η ανυπαρξία ελληνικού κράτους και η εκ μέρους της οθωμανικής διοίκησης υποστήριξη της τουρκικής παιδείας, δεν δημιουργούσαν συνθήκες πρόσφορες για την ανάπτυξη της πνευματικής κίνησης στον ελληνικό χώρο.
Στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης πραγματοποιήθηκε εξισλαμισμός (γνωστός στη δημώδη γλώσσα και ως τούρκεμα ή εκτουρκισμός) μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, γεγονός που επέφερε σημαντικές πολιτισμικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές . Τα αίτια ήταν η νομικά κατώτερη θέση των μη μουσουλμάνων, η βαρύτερη φορολογία, και οι καθημερινές ταπεινώσεις εκ μέρους των Τούρκων. Μαζικοί εξισλαμισμοί γίνονταν μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις, από εξαναγκασμό αιχμαλώτων και με παιδομάζωμα. Περισσότεροι εξισλαμισμοί έγιναν στην Κρήτη, έτσι ώστε το 1821 περίπου ο μισός πληθυσμός του νησιού ήταν μουσουλμάνοι (Τουρκοκρητικοί). Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μαζικός εξισλαμισμός ολόκληρων χωριών με μια απλή τελετή από έναν χότζα.
Πολλοί χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Σε κάποιες περιοχές δημιουργήθηκαν κοινότητες «ατελώς εξισλαμισμένων», όπως οι Βαλαάδες της Μακεδονίας, οι οποίοι διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα και έθιμα, οι Ντονμέδες Εβραίοι, ή οι «σαμπάνηδες» ή «μουρτάτες» αλβανόφωνοι πρώην χριστιανοί της Καρύστου. Μερικοί νέο-μουσουλμάνοι, όπως οι Λαζοί του Πόντου, γίνονταν εξαιρετικά φανατικοί και ανάγκαζαν με βιαιοπραγίες σε εξισλαμισμό και τους Έλληνες. Με το Xάτι Xουμαγιούν του 1856 πολλοί κρυπτοχριστιανοί επανήλθαν στον χριστιανισμό, αλλά υπέστησαν διώξεις από του τουρκικό κράτος. Οι Νεομάρτυρες της ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν περιπτώσεις εξισλαμισμένων χριστιανών που θέλησαν να επανέλθουν στο χριστιανισμό και εκτελέστηκαν με μαρτυρικό τρόπο. Αντίρροπα προς τον εξισλαμισμό λειτουργούσε η ανάγκη του οθωμανικού κράτους να έχει μη μουσουλμάνους υπηκόους, ώστε από αυτούς να εισπράττονται οι προβλεπόμενοι αυξημένοι φόροι.
Μετά την Άλωση της βασιλεύουσας στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρέμεναν πληθυσμοί αδύναμοι, λόγω των προηγηθεισών της Αλώσεως πολεμικών δοκιμασιών, αλλά και με την ελπίδα ότι ή συμφορά θα ήταν προσωρινή. Οι εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής κυριαρχίας, αν και πνίγονταν στο αίμα, ήταν συνεχείς και αδιάκοπες. Μέσα από τα κακοτράχαλα βουνά, η στάχτη της ελευθερίας σπινθήριζε και γίνονταν φωτιά, που στο διάβα της παρέσερνε ραγιάδες και σκλάβους του κάμπου και της θάλασσας και τους μεταμόρφωνε σε ομηρικούς πολεμιστές. Οι χώρες της δύσης, παγερά αδιάφορες, το 1453, στην άλωση της Πόλης, μόνο όταν διακυβεύτηκαν τα συμφέροντά τους στη Μεσόγειο, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. Όλες οι εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα στον ελλαδικό χώρο, υποκινούνταν από τη δύση για τη δημιουργία αναστάτωσης στο εσωτερικό του οθωμανικού κράτους για τα δικά τους συμφέροντα. Υπόσχονταν στους άμοιρους ραγιάδες την βέβαιη υποστήριξή τους στην απελευθέρωσή τους, αλλά, όταν πετύχαιναν τους δικούς τους σκοπούς, τους άφηναν στη μοίρα τους και στην αδυσώπητη εκδικητική μανία των Τούρκων, οι οποίοι έσφαζαν προς συμμόρφωση αδιακρίτως. Κύρια επιδίωξη των δυτικών, που ερχόταν σε σύγκρουση με τα επεκτατικά σχέδια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν να εδραιώσουν αποικίες στον ελληνικό νησιώτικο χώρο,. Η σύναψη της "Ιερής Συμμαχίας" (Ισπανών, Βενετών και πάπα Πίου του Ε') κατά των Τούρκων, στόχο της είχε τη διατήρηση των αποικιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (Εχινάδες) στις 7 Οκτωβρίου του 1571, που έληξε με συντριβή του τούρκικου στόλου και της οθωμανικής αλαζονείας που μέχρι τότε λογιζόταν αήττητη. Παράλληλα, στην ξηρά, ο αναβρασμός ήταν ανάλογος. Σε όλη την ελληνική χερσόνησο οι εξεγέρσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη. Συνοπτικά το χρονικό τους έχει ως εξής:
1457: Ο λόγιος Βησσαρίων (1403-1472) από την Τραπεζούντα, μαθητής του Γεμιστού, μητροπολίτης Νικαίας, παρά το ότι μεταστράφηκε στον Καθολικισμό, προσπάθησε με όποιον τρόπο μπορούσε να απελευθερώσει τους Έλληνες. Με την επιρροή που είχε στον πάπα Κάλλιστο Γ’ συγκέντρωσαν χρήματα, εξόπλισαν 40 πλοία και το 1457 με 10.000 στρατιώτες έπλευσε στο Αιγαίο και μαζί με την βοήθεια των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου και του Μέγα Μαγίστρου, κατέλαβαν την Λέσβο, την Λήμνο, την Θάσο και την Σαμοθράκη, αλλά τον Αύγουστο του 1458 η σταυροφορία διαλύθηκε.
1459: Ο Βησσαρίων με τον πάπα Πίο Β‘,προσπάθησε πάλι να οργανώσει σταυροφορία, αλλά τα σχέδια ναυάγησαν από τις εσωτερικές διαμάχες των Γερμανών ηγεμόνων.
1463: Ο καρδινάλιος πλέον Βησσαρίων συγκέντρωσε πάλι στρατό από το Μιλάνο, από τη Γερμανία και την Ιταλία κι από την Μοδένα και Βολώνια πλοία, ενώ και ο ίδιος ο Βησσαρίων εξόπλισε ένα με δικά του έξοδα. Όμως για να πετύχει χρειαζόταν και την συνδρομή της Βενετίας. Ο πάπας στις 8 Νοεμβρίου 1463 έστειλε γράμμα στον δόγη της Βενετίας Μoro. Ο δόγης ολιγώρησε να απαντήσει και ο πάπας απεβίωσε εν τω μεταξύ, οπότε η εκστρατεία ακυρώθηκε.
1463: Μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μοριά από τους Οθωμανούς το 1460, η Βενετία άρχισε να προετοιμάζεται να υπερασπιστεί τις κτήσεις της στην Πελοπόννησο. Το 1463 κήρυξε πόλεμο κατά των Τούρκων, και έστειλε τον Alvise Loredano και αργότερα τον αρχιστράτηγο Bertolo d’Este. Η απελευθέρωση του Άργους αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων και εξεγέρθηκαν. Μερικοί από τους αρχηγούς ήταν ο Κροκόδειλος Κλαδάς, ο Μιχαήλ Ράλλης, ο Πέτρος Ράλλης, ο Μιχαήλ, Μπούας, ο Νικόλαος Γραίτζας. Στο Γαρδίκι ήταν ο Προικονοκοκκάς, ο Μανουήλ Μπόχαλης, στην Καρύταινα ο Παλαιολόγος Γραιτζάς. Τον πρώτο χρόνο ο πόλεμος πήγαινε καλά, αλλά, μετά τον θάνατο του d’Este τον Νοέμβριο του 1463, περιορίσθηκαν σε αμυντικό πόλεμο, μέχρι την άφιξη του Malatesta. Απελευθέρωσαν την Καλαμάτα, αλλά απέτυχαν να κυριεύσουν το φρούριο του Μυστρά. Οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν με τον βεζίρη Μαχμούτ πασά, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των Τούρκων και ο Malatesta εγκατέλειψε τους υπόδουλους στην τύχη τους, ο προνοητής του Μοριά Barbarigo φονεύθηκε λίγο αργότερα, ο Ράλλης ανασκολοπίσθηκε και ο στρατός διαλύθηκε. Από τους διωγμούς πολλοί αιχμαλωτίστηκαν και πολλοί κατέφυγαν στην Ζάκυνθο και άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές.
1468-1469: Ο λόγιος Μιχαήλ Αποστόλης στο “Προσφώνημα” του στον αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκο Γ’ τον κάλεσε να απελευθερώσει του Έλληνες και να δώσει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης στον υιό του Μαξιμιλιανό.
1492-1496: Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ Β’ το σουλτανάτο το διεκδίκησαν οι γιοι του Βαγιαζίτ Β’ και Τζέμ. Ο Τζέμ ηττήθηκε και μετά από περιπλάνηση κατέληξε στην αυλή του Καρόλου Η’ της Γαλλίας. Αυτό θεωρήθηκε κατάλληλη ευκαιρία για μια νέα εξέγερση. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Ανδρέας Παλαιολόγος, ανεψιός του Κωνσταντίνου, που παραχώρησε το δικαίωμα του στον θρόνο του Βυζαντίου στον βασιλέα της Γαλλίας. Ο Κάρολος, επικεφαλής 30.000 ανδρών, πέρασε τις Άλπεις το 1494, ενώ ο στόλος μετέφερε επιπλέον 10.000 άνδρες. Μόλις έμαθαν το νέο οι Έλληνες αναθάρρησαν και ιδιαιτέρως οι κάτοικοι της Ηπείρου και της δυτικής Ελλάδας. Οι επαναστάτες (5.000) κατέλαβαν την Σκόρδα κι άλλους τόπους και περίμεναν την βοήθεια, που τελικά δεν ήρθε, διότι οι Βενετοί κατέλαβαν το πλοίο που είχε στείλει ο καθολικός Επίσκοπος Δυρραχίου Μαρτίνος με όπλα. Ο Μαρτίνος αφέθηκε ελεύθερος, αλλά οι Βενετοί πρόδωσαν την επανάσταση στον Σουλτάνο κι αυτή καταπνίγηκε στο ξεκίνημά της.
1508: Ο Ιανός Λάσκαρης σύνταξε σχέδιο εκστρατείας εναντίον των Τούρκων και απευθύνθηκε κατά καιρούς στους ηγεμόνες της Ευρώπης, όπως οι Κάρολος Η’, Λουδοβίκος ΙΒ’, αρχιδούκας της Αυστρίας Φερδινάνδος, πάπας Ιούλιος Β’, Λέοντας Ι’, Κλημέντας Ζ’.
1513: Ο Μάρκος Μουσουρός εξέδωσε από το τυπογραφείο του Αλδου Μανούτιου τα έργα του Πλάτωνα, και απευθύνθηκε στον πάπα Λέοντα Ι’ ικετεύοντάς τον να ηγηθεί εκστρατείας για την απελευθέρωση των Ελλήνων.
1566: Ξεσηκώθηκαν στην Χειμάρα, λόγω της υψηλής φορολογίας και του επαχθούς παιδομαζώματος, Οι Χειμαριώτες πρόβαλαν ισχυρότατη αντίσταση και εξόντωσαν πολλούς Οθωμανούς. Τον Μάρτιο του 1570 οι Βενετοί υποχρεώθηκαν να σεβαστούν την αυτονομία της Χειμάρας μετά την εκδίωξη των Τούρκων, ενώ τους έδωσαν και όπλα. Οι επαναστάτες με αρχηγό τον Εμμανουήλ Μορμόρη συνέχισαν τον Αγώνα μέχρι το 1573.
1568: Οι Μανιάτες ξεκίνησαν αντάρτικο. Οι Τούρκοι έστειλαν 25 πλοία, έκαψαν τα χωριά και έκαναν φονικά. Οι Μανιάτες κατάφεραν να προβάλλουν αντίσταση στα ορεινά και οι Τούρκοι έφυγαν άπραγοι. Παράλληλα με την Μάνη ξεσηκώθηκαν και σε μικρότερες περιοχές, Γαλαξίδι, Σάλωνα, Κρήτη, Επτάνησα. Αξιομνημόνευτοι είναι ιδιαίτερα ο Κερκυραίος Πέτρος Λαντζάς και οι Κρήτες Νικόλαος Φασιφώνης και Μιχαήλ Μακρής.
1571: Την εποχή της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, μετά την κατάληψη και της Κύπρου οι Ισπανοί, οι Βενετοί και ο πάπας Πίος Ε’ παρασκεύαζαν εκστρατεία κατά των Τούρκων. Οι Έλληνες ήταν πάλι σε επαναστατικό αναβρασμό στην Πελοποννήσου και στην Ήπειρο. Ο Πελοποννήσιος μάλιστα Πέτρος Μενάγιας υπέβαλε στην Ισπανική Κυβέρνηση κάλεσμα για απελευθέρωση. Οι Τούρκοι στην περιοχή ήταν μόνο 5.000 περίπου με 1.400 ιππείς και αρκούσαν μόλις 10.000 Ισπανοί και 1.000 ιππείς. Το σχέδιο προέβλεπε συγκέντρωση στο βασίλειο της Νεαπόλεως, επίθεση σε στρατηγικά σημεία στο Ναβαρίνο, Ανδρούσα και Μεθώνη. Ο πληθυσμός της Πελοποννήσου θα συμμετείχε σύσσωμος, αλλά το σχέδιο τελικά δεν υλοποιήθηκε.
1572: Τον Νοέμβριο του 1571 ο Φίλιππος Β’ της Ισπανίας ενέκρινε και έστειλε μέχρι το 1592 χιλιάδες όπλα στην Πελοπόννησο. Ο διοικητής του παπικού Στόλου Marcantonio Colonna ανακοίνωσε στους Μανιάτες ότι θα τους βοηθούσε, αυτοί αναθάρρησαν επιτέθηκαν σε πολλές Τουρκικές φρουρές, αλλά τελικά οι Ισπανοί περιορίσθηκαν σε ναυτικές επιδρομές, προς απογοήτευση των επαναστατών που μετά από λίγο διαλύθηκαν.
Την ίδια χρονιά 15/3/1572: Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος έστειλε υπόμνημα στον Πάπα Πίο Ε’ και τον καλούσε να αναλάβει δράση κατά των Τούρκων. Το σχέδιο ήταν να αποβιβαστούν χριστιανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο, να συναντηθούν στην Θεσσαλονίκη και να εκστρατεύσουν κατά της Πόλης.
1581: Οι κάτοικοι της Χειμάρας απηύθυναν έκκληση στον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ να τους βοηθήσει, επικαλούμενοι και τη δυστυχία που προκαλούσε το παιδομάζωμα, αλλά η βοήθεια δεν ήρθε και κατέθεσαν τα όπλα το 1590.
1585: Εξερράγη επανάσταση στη Βόνιτσα και στο Ξηρομέρι. Ο Αρματολός Θεόδωρος Μπούας Γρίβας, κι ο αδελφός του Γκίνος Μπούας ύψωσαν την Σημαία της Επανάστασης στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο και εκτέλεσαν σε μια νύχτα όλους τους Τούρκους. Ακολούθησαν οι Αρματολοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος που κατέλαβαν την Άρτα. Οι ξένες δυνάμεις αποδείχτηκαν υποστηρικτές μόνο στα λόγια, με αποτέλεσμα το αιματηρό τέλος της εξέγερσης.
1596: Νέα εξέγερση στην Χειμάρα τον Αύγουστο υπό τον Μανιάτη Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Αθανάσιο, που ζήτησε βοήθεια από τον πάπα Κλημέντα Η’ και από τον Γερμανό Ροδόλφον Β’ αλλά δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Σε αυτή την κίνηση αναμείχτηκε και ο Μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος ο Φιλόσοφος (ή Σκυλόσοφος).
1600: Το 1598 ο Διονύσιος, μοναχός από τα Ιωάννινα, πήγε στην Βενετία απεσταλμένος του Μητροπολίτη Λαρίσης, για να συνεννοηθεί με τους Έλληνες της διασποράς για την απελευθέρωση, με την βοήθεια του Φιλίππου Γ’ της Ισπανίας και του Ροδόλφου Β΄ της Γερμανίας. Η επανάσταση ξέσπασε το 1600 αλλά βάφτηκε στο αίμα. Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι ο νεομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Νεοχωρίου και Φαναρίου Σεραφείμ (σουβλίστηκε ζωντανός). Ο Διονύσιος καθαιρέθηκε από την αρχιεπισκοπή μετά από την σφαγή και διέφυγε στην Ιταλία.
1602: Ο μακρινός απόγονος του Παλαιολόγου και Γάλλος ευγενής Charles Gonzaguw (1580-1637) δούκας του Nevers, με την έγκριση του Γάλλου Βασιλιά Ερρίκου Δ’, μετέσχε σε επίθεση των χριστιανικών κρατών κατά των Τούρκων κατά τον πόλεμο με τους Ούγγρους. Εκεί ήλθε σε επαφή με τον αρχιεπίσκοπο Τιρνάβου Διονύσιον Ράλλη Παλαιολόγο, ο οποίος ήταν θερμός υποστηρικτής μιας επανάστασης. Το σχέδιο του αρχικά δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά το 1609, οι Μανιάτες ήρθαν σε επαφή μέσω κληρικών με τον δούκα και του ζητούσαν να ηγηθεί επανάστασης. Οι ετοιμασίες είχαν φτάσει σε καλό σημείο ο στρατός είχε συγκεντρωθεί, αλλά ξέσπασε ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648) και τα σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν. Στις προεργασίες συμμετείχαν κι ο Λακεδαιμονίας Χρύσανθος κι ο πρώην επίσκοπος Λάσκαρης.
1611: Ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος, Μητροπολίτης τότε Τρικάλων και Λαρίσης, με τη φλογερή καρδιά του ξεσήκωσε τους σκλαβωμένους Έλληνες εναντίον της τυραννίας. Μετά την πρώτη αποτυχημένη εξέγερση, πήγε στην Ισπανία και τη Ρώμη και προετοιμάστηκε για νέα εξέγερση. Πολύ γνωστός και σεβαστός στη δύση, προσπάθησε να πείσει τους δυτικούς για βοήθεια. Στις ικανότητές του οι καθολικοί, στήριξαν μεγάλες ελπίδες και διαπραγματεύτηκαν μαζί του την ένωση των εκκλησιών. Ως αντάλλαγμα, ο ίδιος, ζήτησε την εκδίωξη των Τούρκων, αν όχι απ' όλη την Ελλάδα, τουλάχιστον από την Πελοπόννησο. Στα 1611, ο Διονύσιος, με τη βεβαιότητα της υποστήριξης των δυτικών, ξεσήκωσε και πάλι τους ραγιάδες. Επανήλθε στην Ελλάδα στην ιερά μονή Αγίου Δημητρίου Διχούνη. Συγκέντρωσε λίγους επαναστάτες όπως ο επίσκοπος Δρυϊνοπόλεως Ματθαίος, ο γραμματικός του Οσμάν Ιωάννης Λάμπρος, ο Ζώτος Τσιρίπος, ο Ντελή Γιώργος. Κατέλαβαν τα Ιωάννινα, αλλά οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν και συνέλαβαν κατόπιν προδοσίας τον Διονύσιο. Οι δυτικοί αδιαφόρησαν ακόμη μια φορά. Η εξέγερση πνίχτηκε στο αίμα και ο Διονύσιος συνελήφθη και γδάρθηκε ζωντανός και ολόκληρο το δέρμα του στάλθηκε τρόπαιο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ντελής κι ο Λάμπρος κάηκαν ζωντανοί. Μετά από την αποτυχία της επανάστασης η περιοχή πέρασε από θανατικό και ήταν τέτοια η δυστυχία που ο Διονύσιος επονομάστηκε “Σκυλόσοφος”.
1612: Στις 5 Σεπτεμβρίου άρχισαν επανάσταση ο Διονύσιος Τρίκκης και ο ιερέας Μάνης Νεόφυτος στην Πελοπόννησο. Ζήτησαν βοήθεια από τον Φίλιππο Γ’ της Ισπανίας αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε.
1684: Η διένεξη μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας,και μετά την ήττα το 1683 της πρώτης, στην προσπάθειά της να καταλάβει για δεύτερη φορά τη Βιέννη, είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση του δυτικού κόσμου και την κήρυξη πολέμου στην Τουρκία (Βενετοτουρκικός Πόλεμος 1684-1699). Αρχιστράτηγος των δυτικών δυνάμεων, διορίστηκε ο Φραγκίσκος Μοροζίνης (Francesco Morosini), ονομαστός από την ηρωική άμυνα στον Χάνδακα της Κρήτης. Ενθουσιασμός επικρατούσε στην σκλαβωμένη Ελλάδα, πιστεύοντας, ότι η στιγμή της απελευθέρωσης έφτασε. Τον Αύγουστο του 1684 η εξέγερση φούντωσε σε όλη την Ελλάδα, ενώ ο Morosini, κατέλαβε τη Λευκάδα, την Πρέβεζα και την Άρτα. Στα αρματολίκια των Αγράφων και του Καρπενησίου οι αρματολοί Χρήστος και Μόσχος Βαλαωρίτης από την Βαλαώρα, ο Χορμόπουλος (Χορμόβας) από τον Μάραθο των Αγράφων, ο Λιβίνης από το Καρπενήσι και πολλοί άλλοι, χτύπησαν τους Τούρκους. συμπαρασέρνοντας στην εξέγερση πολλά αρματολίκια της Στερεάς. Ένα χρόνο αργότερα (1685) έπεσε νεκρός στη μάχη της Αράχοβας.
1687 – 1688: Η Αθήνα πήρε μέρος στον Βενετοτουρκικό πόλεμο (1684 – 1699) με ολέθρια αποτελέσματα. Αρχικά βενετικός στρατός με επικεφαλής τον Σουηδό στρατηγό Καίνιξμαρκ κατέλαβε την πόλη. Τραγικό ήταν το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης βενετική οβίδα ανατίναξε τη στέγη του Παρθενώνα, καθώς και ένα μέρος του που είχε μετατραπεί από τους Τούρκους σε πυριτιδαποθήκη. Στις 27 Δεκεμβρίου τα ανοβεριανά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Αθήνα και στις 9 Απριλίου έφυγαν και οι Βενετοί, αφού ο Βενετός αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνη είχε πάρει μαζί του τους λέοντες της Ακρόπολης, του Θησείου και του λιμανιού του Πειραιά. Οι Έλληνες κάτοικοι, φοβούμενοι τη σφαγή, διασκορπίστηκαν σε κοντινές βενετικές κτήσεις.
1689-1699: Οι Τούρκοι ετοιμάζοντας την επανακατάκτηση των απολεσθέντων περιοχών, απελευθέρωσαν από τη φυλακή τον Μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, υπό τον όρο να πολεμήσει στο πλευρό τους. Ο τυχοδιώκτης αυτός, μετέπειτα "Γκιαούρ Πασάς", συγκέντρωσε 10.000 άνδρες και άρχισε εκστρατεία. Ο Γκιαούρ Πασάς, απειλώντας και λεηλατώντας, εισέβαλε σε διάφορες πόλεις, όπως το Μεσολόγγι και το Αγρίνιο. Τον Ιούνιο του 1689 εισέβαλε στο Καρπενήσι, απειλώντας τους κατοίκους του Καρπενησίου με θάνατο, αν δεν πληρώσουν τα οφειλόμενα στους Τούρκους. Συγχρόνως, για να ισχυροποιήσει τη θέση του, προέβη σε αγαθοεργές πράξεις χτίζοντας και επιδιορθώνοντας εκκλησίες, όπως αυτή της Αγίας Τριάδας στο Καρπενήσι και ο Άγιος Αθανάσιος στο Νεοχώρι. Οι Βενετοί, έκαναν αντεπίθεση από την Πελοπόννησο όπου βρίσκονται και εισέβαλαν στην Στερεά Ελλάδα. Κατά το φθινόπωρο του 1694 εισέβαλαν και στο Καρπενήσι, όπου λεηλάτησαν, σκοτώνοντας αδιάκριτα Τούρκους και Έλληνες. Το 1696, η βενετική διπλωματία, προσέγγισε τον Γερακάρη και τον έπεισε, με ανταλλάγματα και υψηλούς τίτλους, να τους υπηρετήσει. Η αποστασία του αυτή επέφερε μεγάλο πλήγμα στους Τούρκους. Εκστράτευσε κατά της Φθιώτιδας και της Ηπείρου, και λεηλάτησε απάνθρωπα και αδιάκριτα τους κατοίκους της Άρτας. Η επιδρομή αυτή ήταν και η τελευταία του Γερακάρη, διότι, οι Βενετοί, για να ηρεμήσουν τους εξαγριωμένους κατοίκους που τους "απελευθέρωναν" με τον Γερακάρη, τον φυλάκισαν, πρώτα στο Ναύπλιο και οριστικά στη φυλακή της Brescia. Οι Έλληνες οπλοφόροι συνέχισαν την πολεμική τους δράση κυριεύοντας τη Στερεά Ελλάδα και μέρος της Θεσσαλίας. Όμως στις 26 Ιανουαρίου 1699 υπογράφτηκε η συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς (Karlowitz), μεταξύ Βενετίας, Γερμανίας και Πολωνίας από τη μια μεριά και του Σουλτάνου από την άλλη. Οι Βενετοί διατήρησαν την Πελοπόννησο, την Αίγινα και την Λευκάδα, ενώ επέστρεψαν στον σουλτάνο τη Ναύπακτο, το Αντίρριο, το Ξηρόμερο, την Πρέβεζα, τον Βάλτο, τα Άγραφα και το Καρπενήσι. Η Ελλάδα, για άλλη μια φορά προδόθηκε από τους ξένους.
1769-1770: Ορλωφικά (από το όνομα των Ρώσων αξιωματούχων, αδελφών Ορλώφ), ονομάστηκε η αποτυχημένη εξέγερση των ορθοδόξων χριστιανών της Βαλκανικής, και κυρίως των Ελλήνων της Στερεάς Ελλάδας της Πελοποννήσου και της Κρήτης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1770, την εποχή του Γ Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-74), καθώς και οι ναυτικές επιχειρήσεις των Ρώσων στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας με οδυνηρές συνέπειες για τους εξεγερθέντες.
Από τα χρόνια του αναμορφωτή της Ρωσίας τσάρου Μεγάλου Πέτρου Α΄, άρχισε να καθίσταται φανερή η ανάγκη δημιουργίας στόλου και η έξοδος της χώρας στη Μαύρη θάλασσα και στη συνέχεια στη Μεσόγειο, όπως αυτό διαφάνηκε ήδη από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, με την οποία πολλά ελλαδικά μέρη πέρασαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ για την Πελοπόννησο (από το 1715) άρχιζε η δεύτερη τουρκοκρατία. Ο Μέγας Πέτρος ανταποκρινόμενος θετικά στις προσδοκίες που δημιουργούσε ο αυξανόμενος φιλορωσισμός των υποταγμένων χριστιανικών λαών, επιδίωξε να τον ενισχύει υπέρ των βλέψεών του ξεκινώντας αρχικά από τους Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας και στη συνέχεια της Βαλκανικής. Η βαλκανική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου, αν και ανεστάλη προσωρινά ύστερα από την ήττα του στον Προύθο (1711), με την οποία έληξε ο Α Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1710-11), κληρονομήθηκε ως φυσική συνέχεια στους διαδόχους του.
Επί βασιλείας της τσαρίνας Άννας Ιβάνοβας (1730-1740), ο διάσημος Ρώσος (εκ Γερμανίας) και σπουδαίος φιλέλληνας στρατάρχης Μιούνιχ υπέβαλε ένα ευφυές σχέδιο στραγγαλισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από δυτικά, προτρέποντας και ενισχύοντας τους ομόδοξους λαούς της Βαλκανικής σε εξέγερση, δρώντας έτσι επικουρικά για τους Ρώσους ως αντιπερισπασμός για τους Τούρκους. στον Β Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1838-39), διασπέρνοντας μάλιστα και ο ίδιος από τη Μολδαβία σχετικές προκηρύξεις. Το αποκαλούμενο αυτό σχέδιο Μιούνιχ αποτέλεσε στη συνέχεια δόγμα για τους μετέπειτα ηγεμόνες της Ρωσίας, ιδίως από την Αικατερίνη Β' (1762-1796), που άρχισε τον Γ Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-74) προβάλλοντας ως επιχείρημα την προστασία των ομόδοξών της χριστιανών.
Το σχέδιο για την επέμβαση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέβαλαν στη φιλόδοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β΄ οι ευνοούμενοι και συνεργάτες της, αδελφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ από τους οποίους ονομάσθηκε και το κίνημα. Σύνδεσμοι των Ορλώφ στην Ελλάδα ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης, ο Εμμανουήλ Σάρρος, ο αρχιμανδίτης Αδαμόπουλος. Πριν αρχίσουν ωστόσο οι επιχειρήσεις, οι δύο αδελφοί Ορλώφ εγκαταστάθηκαν κρυφά στη Βενετία και άρχισαν συνεννοήσεις με τους Έλληνες που ζούσαν στην ιταλική πόλη και τους πράκτορές τους, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στην Πελοπόννησο. Στην Πελοπόννησο ο Παπαζώλης βρήκε αρκετή ανταπόκριση, με εξαίρεση τη Μάνη όπου αρχικά αντιμετώπισε δυσπιστία. Στην Καλαμάτα συνεργάστηκε με τον Παναγιώτη Μπενάκη, πλούσιο γαιοκτήμονα και έμπορο, στον πύργο του οποίου συγκεντρώθηκαν και άλλοι προύχοντες και κληρικοί. Μέσα σε ενθουσιασμό και χωρίς ψύχραιμη εξέταση της κατάστασης, οι παριστάμενοι υπόγραψαν έγγραφο, με το οποίο υπόσχονταν να εξεγείρουν πάνω από 100.000 Έλληνες, μόλις θα εμφανίζονταν τα ρωσικά πλοία στις ακτές του Μοριά. Οι Μανιάτες, παρ' ό,τι είχαν πληροφορηθεί από ανθρώπους τους στην Ιταλία ότι οι υποσχέσεις του Παπαζώλη ήταν χωρίς αντίκρισμα, υποσχέθηκαν ότι θα βοηθούσαν τους Ρώσους, όταν θα έρχονταν στην Πελοπόννησο, με τον όρο ότι οι ρωσικές δυνάμεις δεν θα ήταν λιγότερες από 10.000 άνδρες.
Οι Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ αναχώρησαν το 1768 από τη Ρωσία και έφτασαν στη Βενετία, όπου συνεργάστηκαν με τον Πάνο Μαρουτσή, γόνο γνωστής ηπειρωτικής οικογένειας εμπόρων και ευεργέτη, καθώς και με τον ζακυνθινό κόμη Μοτζενίγο, ο οποίος τους εφοδίασε με χάρτες και στρατιωτικές πληροφορίες για τις δυνάμεις των Τούρκων στην Πελοπόννησο και αλλού. Στη Βενετία, όπου έφτασε και ο Παπαζώλης, καταστρώνονταν στρατηγικά σχέδια και στρατολογούνταν εθελοντές. Όμως οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από τις ενετικές αρχές και αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Γένοβα, όπου αγόρασαν ένα πλοίο με 20 πυροβόλα. Υποχρεώθηκαν να φύγουν και από εκεί και να μεταφέρουν το στρατηγείο τους στο δουκάτο της Τοσκάνης. Όταν εξερράγη ο Γ Ρωσοτουρκικός Πόλεμος στις 30 Σεπτεμβρίου 1768, η Αικατερίνη Β’ επεχείρησε να εξεγείρει τους χριστιανούς των Βαλκανίων, δίνοντας στον πόλεμο το χαρακτήρα σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού. Οι Έλληνες νόμισαν ότι πλησίαζε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η ανασύσταση της Βυζαντινής. Περισσότερο ενθουσιώδεις ήταν οι Έλληνες κληρικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, οι οποίοι βοήθησαν το έργο των Ρώσων πρακτόρων, διαδίδοντας ευνοϊκές προφητείες και κάνοντας προμήθειες όπλων και πολεμοφοδίων.
Έντονες επαναστατικές προετοιμασίες γίνονταν στην Πελοπόννησο με αποθήκευση τροφίμων και προμηθειών. Στην Ηλεία ο Ζαΐμης με δικές του δαπάνες συγκέντρωσε μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Ο Μπενάκης συγκέντρωσε σώμα από 400 μισθοφόρους και ανάλογες ενέργειες έκανε ο Μαυρομιχάλης στη Μάνη. Παράλληλα, κληρικοί και πρόκριτοι ανέλαβαν έντονη εκστρατεία για την τόνωση του φρονήματος του πληθυσμού. Φαίνεται όμως ότι αυτές οι ενέργειες έγιναν αντιληπτές από τις τουρκικές αρχές και ότι κάποιες οικογένειες που συμμετείχαν στην εξέγερση είχαν επαφές και με τους Τούρκους. Ταυτόχρονα, σε ρωσικά ναυπηγεία ετοιμάζονταν πλοία. Κατά τα μέσα του 1769 ήταν έτοιμος ο στόλος που θα κατερχόταν στη Μεσόγειο.
Οι παράγοντες που έκαναν περισσότερο δεκτικούς στην εξέγερση τους γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου ήταν, κατά ορισμένη άποψη: (α) Η ένταξη του ρωσικού σχεδίου εξέγερσης στους κοινωνικοπολιτικούς προσανατολισμούς των κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι ενισχυόταν από την ανασφάλεια και τον φόβο τους, που κορυφώθηκαν σε δυσαρέσκεια, λόγω των ανταγωνισμών των τοπικών προυχόντων αλλά και των παρεμβάσεων της Υψηλής Πύλης. (β) Η έντονα διάχυτη προσδοκία που υπήρχε σχετικά με την έλευση των Ρώσων, η οποία διαφημιζόταν από προφητείες και χρησμούς της μεσσιανικής θεολογίας. (γ) Η καλλιέργεια εκ μέρους της Ρωσίας της υποδοχής της ως προστάτη και λυτρωτή των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο, με διοικητή τον ναύαρχο Γκριγκόρι Σπιρίντοφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγ (Greyg), ο οποίος υπηρετούσε στο ρωσικό ναυτικό. Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρρός. Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ. Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού στόλου στην Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση. Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (συνολικά περίπου 1.450 άνδρες) και την 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Άλλη επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κυρίευσε τον Μιστρά, όπου και σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρρό. Μετά από την επιτυχία αυτή, η εξέγερση γενικεύτηκε σε πολλές επαρχίες της Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολίδα, Κυπαρισσία, Αχαΐα), αλλά και σε άλλες ελληνικές περιοχές (στην Κρήτη με τον Δασκαλογιάννη, στη Ήπειρο με τους Χειμαριώτες, στο Μεσολόγγι με τον Αναστάσιο Παλαμά). Οι επιχειρήσεις ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων και η τελική, κρίσιμη αναμέτρηση των αντιπάλων έληξε με την καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην πολιορκία της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου 1770), όπου στο μεταξύ είχαν καταφθάσει ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση επιδιδόμενοι σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες. Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους (10 Απριλίου) και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ, αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και κυρίως στην Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου, και το Ναυαρίνο εγκαταλείφθηκε στις 26 Μαρτίου 1770.
Ο Αλεξέι Ορλώφ και οι συνεργάτες τους δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν στη Ρωσία χωρίς κάποια εντυπωσιακή νίκη. Άρχισαν λοιπόν τη συστηματική καταδίωξη του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, η οποία κατέληξε στη μεγάλη νικηφόρο για τους Ρώσους ναυμαχία του Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770), μεταξύ Χίου και μικρασιατικών παράλιων, η οποία αποτέλεσε μία από τις σοβαρότερες ναυτικές καταστροφές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι Ορλώφ δεν κατόρθωσαν να περάσουν τα Δαρδανέλια, όπου στο μεταξύ ο βαρόνος Ντε Τοτ και οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων είχαν οργανώσει την άμυνα και είχαν κατασκευάσει ισχυρά οχυρωματικά έργα. Κατόπιν τούτου εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι της Νάουσας στην Πάρο, όπου έμειναν άπρακτοι έως την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η οποία αποκαθιστούσε την ειρήνη στο Αιγαίο.
Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης (Διβάνι) πρότειναν την γενική σφαγή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου κι ηλικίας. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να επιβάλει την άποψή του με το ακαταμάχητο επιχείρημα «Εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;». Μετά το 1774, δηλαδή μετά την αποχώρηση του Ρωσικού στόλου από τις Κυκλάδες και την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ο Χασάν έπλευσε στα νησιά του Αιγαίου, όπου φέρθηκε ήπια επηρεασμένος από τον διερμηνέα του στόλου Νικόλαο Μαυρογένη. Στην Πελοπόννησο όμως οι συνθήκες που επικράτησαν μετά την καταστολή της επανάστασης ήταν φοβερές για τους Έλληνες. Οι Αλβανοί, τους οποίους οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει κατά των Ελλήνων, επί εννέα χρόνια λεηλατούσαν την χερσόνησο, έκαιγαν, έσφαζαν, εξανδραπόδιζαν και πουλούσαν τους κατοίκους. Όταν δεν έβρισκαν πρόχειρη λεία, οι Αλβανοί ανάγκαζαν τους Πελοποννήσιους να υπογράψουν χρεωστικές ομολογίες και πολλοί είχαν τέτοιες στα χέρια τους για πεντακόσιες ή εξακόσιες χιλιάδες γρόσια. Άλλοι πωλούνταν ως δούλοι. Όσοι Έλληνες μπόρεσαν, κρύφτηκαν στα βουνά ή κατέφυγαν στην Επτάνησο. Ακόμα και οι Μανιάτες ανέβηκαν στα κρησφύγετα του Ταΰγετου και οι οικισμοί τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Η Οθωμανική κυβέρνηση τους διέταξε να αποχωρήσουν, αλλά οι Αλβανοί περιγελούσαν τις εντολές. Τελικά ο σουλτάνος ανέθεσε την εξόντωσή στον Χασάν, ο οποίος 10 Ιουλίου 1779, ύστερα από νυκτερινή πορεία, επιτέθηκε στους Αλβανούς της Τριπολιτσάς, οι οποίοι αμύνθηκαν λυσσωδώς, αλλά τελικά τράπηκαν σε φυγή και κατασφάχτηκαν. Ύστερα ο Χασάν άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και σύντομα η Πελοπόννησος απαλλάχτηκε οριστικά από τους Αλβανούς, οι οποίοι είτε εξοντώθηκαν είτε περιορίστηκαν στην πατρίδα τους.
Μετά από ένα χρόνο (1780) ο Χασάν επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να υποτάξει τους Κλέφτες. Συνέλαβε με δόλο και θανάτωσε με ανασκολοπισμό τον μπέη της Μάνης Καπετανάκη Γρηγοράκη, του οποίου οι συγγενείς εκδικούμενοι κατέλαβαν το φρούριο του Πασαβά και εξολόθρευσαν επτακόσιες οικογένειες Τούρκων. Η Μάνη υποχρεώθηκε σε καταβολή ετήσιου φόρου 15.000 αντί των μέχρι τότε 4.000 και στο εξής ο ηγεμόνας της (μπέης της Μάνης) έπρεπε να εγκρίνεται από την Υψηλή Πύλη. Οι περισσότεροι από τους Κλέφτες εξοντώθηκαν, μεταξύ αυτών και οι Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος Βενετσανάκης που πολιορκήθηκαν επί δώδεκα μερόνυχτα σε δύο πύργους και τελικά σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι. Μεταξύ των λίγων διασωθέντων βρισκόταν ο δεκάχρονος τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
1788 - 1792: Ελληνική επαναστατική απόπειρα σημειώθηκε και το 1788, στα πλαίσια του Δ Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1788-92) από τους Λάμπρο Κατσώνη και Ανδρέα Ανδρούτσο με ταυτόχρονη εξέγερση στη Βορειοδυτική Μακεδονία (περιοχές Κορεστίων, Περιστερίου, Μοριχόβου). Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804), γεννημένος στη Λειβαδιά, ήταν Έλληνας συνταγματάρχης του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού, στον οποίο κατατάχτηκε το 1774. και ανήλθε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Με την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1787, πήγε στη Τεργέστη, όπου παρέλαβε από τους εκεί Έλληνες ομογενείς μερικά πλοία με τα οποία ξεκίνησε τις επιδρομές και τις επιθέσεις κατά των Τουρκικών στο Ιόνιο Πέλαγος. Σταδιακά επεκτάθηκε και στο Αιγαίο, όπου στις 31 Αυγούστου του 1788 στην Κάρπαθο νίκησε τον τουρκικό στόλο. Για την νίκη του αυτή προήχθη σε υποχίλιαρχο, ενώ ο στόλος του ονομάστηκε «στόλος της Ρωσικής αυτοκρατορίας». Το 1790 συγκρούστηκε για μια ακόμη φορά με τον Τουρκικό στόλο, στη ναυμαχία της Άνδρου, αλλά ηττήθηκε χάνοντας τα περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε. Κατέφυγε στα Κύθηρα, όπου η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ τον προήγαγε σε χίλιαρχο και τον διέταξε να συντονίσει τη δράση του με τον Ρωσικό Αυτοκρατορικό στόλο στη Μεσόγειο. Κατάφερε να συγκεντρώσει στην Ιθάκη 24 πλοία, όμως πριν αναχωρήσει έφτασαν τα νέα για την ανακωχή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων Αυτοκρατοριών, που συνομολογήθηκε στις 11 Αυγούστου του 1791 με την εντολή να αναστείλει κάθε δραστηριότητα. Αρνούμενος να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του κατέφυγε στη Μάνη, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό κίνημα. Εν τω μεταξύ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Ιασίου (1792), με την οποία η Τουρκία και η Ρωσία συμφιλιώθηκαν. Τότε, τον Μάιο του 1792, εξέδωσε το μανιφέστο "Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη", με το οποίο διαμαρτυρόταν για την Ρωσοτουρκική ειρήνη, κατηγορώντας τη ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας.
Παρά την άσχημη αυτή τροπή τον Απρίλιο του 1792 ο Λ. Κατσώνης κατέπλευσε στο Πόρτο Κάγιο, του οποίου το λιμάνι άρχισε να οχυρώνει μαζί με τον Ανδρέα Ανδρούτσο (ή Ανδρέα Βερούση). Όμως η Γαλλία, φοβούμενη για τα εμπορικά της συμφέροντα, αφού από την περιοχή περνούσαν αρκετά γαλλικά εμπορικά πλοία, έστειλε δύο γαλλικά πολεμικά μονόκροτα, τα οποία, με τη συνεργασία 30 Τουρκικών πλοίων επιτέθηκαν κατά του στόλου του Κατσώνη τον Ιούνιο του 1792. Μετά από τρεις μέρες αντίσταση και δεινή σφαγή όσων αποβιβάζονταν στην ξηρά και αφού είχε σχεδόν χάσει την μάχη, με δώδεκα συντρόφους του διέπλευσε στα Κύθηρα. Με την προτροπή του ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη απέπλευσε για την Ιθάκη, όπου μέσω Πάργας στη συνέχεια επέστρεψε στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένεια του. Εκεί, αν και δεν έτυχε εκ μέρους της Αυτοκράτειρας ευμενούς υποδοχής, στη συνέχεια έχαιρε της εκτίμησής της, παρευρισκόμενος στις επίσημες δεξιώσεις. To 1798 του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Εξαιτίας όμως της αντίθεσής του με τον υπουργό των ναυτικών Μορντβίνοβ δεν κατάφερε να πάρει τιμητικά προαγωγή και να ανέλθει στον βαθμό του στρατηγού. Παραιτήθηκε από τον ρωσικό στρατό το 1802. Από το 1798 είχε εγκατασταθεί στην Κριμαία, σε κτήμα που του δώρισε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ έκτασης 22.000 εκταρίων, το οποίο και ονόμασε Λειβαδιά. Ήταν νυμφευμένος με την Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού και είχε τρία παιδιά, δύο από τα οποία διακρίθηκαν στον ρωσικό στρατό. Απεβίωσε το 1804 στην Κριμαία.
Ο Λάμπρος Κατσώνης ήταν πνευματικός πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου, με τον .πατέρα του οποίου Ανδρέα Ανδρούτσο (ή Ανδρίτσο, αρχικό όνομα Ανδρέας Βερούσης) ήταν συνεργάτες στο διάστημα 1770-1792 του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Ο Ανδρέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στις Λιβανάτες Λοκρίδας (του νομού Φθιώτιδας) το έτος 1750, όπου διετέλεσε διαβόητος κλέφτης, αλλά και πειρατής. Σε μια από τις μάχες του με τους Οθωμανούς τραυματίστηκε στην κνήμη και κατέφυγε στη Βενετοκρατούμενη Πρέβεζα για να βρει ιατρική περίθαλψη. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον άρχοντα της Πρέβεζας εύπορο προεστό Δημήτρη Τσαρλαμπά, γαλλόφιλο αλλά και πράκτορα των Ρώσων κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1787-1792 του οποίου τελικά νυμφεύτηκε την κόρη Ακριβή Τσαρλαμπά στις 13 Μαρτίου 1786 με κουμπάρο τον "θαλασσόλυκο" Λάμπρο Κατσώνη. Το έτος 1792, ο Ανδρέας Βερούσης συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε από βασανιστήρια των Οθωμανών το 1797, σε ηλικία 47 ετών.
1457 - 1472: Εξέγερση στη Μάνη το 1457 Ελλήνων κατά Τούρκων από τον Βησσαρίωνα
1479 - 1481: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1479 Ελλήνων από τον Κροκόδειλο Κλαδά στη Μάνη και Θεόδωρο Μπούα στο Άργος, καθώς και στη Μακεδονία.
1492 - 1496: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1492 Ελλήνων κατά Τούρκων από τον αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου, Ανδρέα Παλαιολόγο, Κωνσταντίνο Αριανήτη στην Ήπειρο και Θεσσαλία. Ακολούθησε σφαγή Ελλήνων και λεηλασία της χώρας.
1501: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1501 Ελλήνων κατά Τούρκων από Ευρωπαίους ηγεμόνες.
1503: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1503 Ελλήνων κατά Τούρκων από τον Μάρκο Μουσούρο.
1525: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1525 Ελλήνων κατά Τούρκων από τον Ιάννο Λάσκαρη.
1531: Ανακάλυψη της επαναστατικής απόπειρας στη Ρόδο και σφαγή του μητροπολίτη Ευθυμίου και άλλων.
1565: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1565 στην Ήπειρο για το παιδομάζωμα.
1571: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1571 στην Ήπειρο, τη Μακεδονία (Χαλκιδική, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Αχρίδα, Μπλάτσι, Κατράνιτσα) και στα νησιά από τους Μελλησινούς. Ακολούθησαν σφαγές στην Παρνασσίδα, Μακεδονία, Πελοπόννησο και στα νησιά.
1583: Εξέγερση Βόνιτσας-Ξηρομέρου 1583 στην Ήπειρο, Αιτωλία, Ακαρνανία από τους Θεόδωρο Μπούα - Γρίβα, Πούλιο Δράκο, Μαλάμο.
1600: Εξέγερση του μητροπολίτη Λαρίσης και Τρίκκης Διονύσιου και του μητροπολίτη Φαναρίου Σεραφείμ στη Θεσσαλία.
1609: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1609 στην Κύπρο και τη Μάνη.
1611: Εξέγερση στην Ήπειρο από το Διονύσιο το Φιλόσοφο.
1659 - 1667: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1659 στη Μάνη.
1684 - 1688: Έκτος Βενετοτουρκικός πόλεμος και κατάληψη Αιτωλοακαρνανίας,. Πελοποννήσου και Αθηνών με αρχηγό τον Φραντζέσκο Μοροζίνη. Στις εχθροπραξίες συμμετείχαν Έλληνες οπλαρχηγοί, με κυριότερο τον Μεϊντάνη στην Ανατολική Στερεά, Θεσσαλία και Δυτική Μακεδονία.
1696 - 1699: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1696 από τον Γερακάρη και άλλους .
1705: Εξέγερση της Ημαθίας του 1705 στην Ημαθία υπό τον αρματολό Ζήση Καραδήμο για το παιδομάζωμα
1716: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1716 στη Μακεδονία (Κοζάνη, Βόιο, Εορδαία, Κιλκίς κ.α.) υπό τον μητροπολίτη Ζωσιμά Ρούση.
1717: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1717 στην Ακαρνανία από τον Τσεκούρα.
1749: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1749 στη Μακεδονία και τις Βόρειες Σποράδες.
1766 - 1770: Ορλωφικά από τους Γ. Παπάζωλη, Π. Μπενάκη, Α. Ψαρό, Ν. Φορτούνη, Σπ. και Ι. Μεταξά, Χρ. Γρίβα, Στ. Γεροδήμο, Σουσμάνη, Κομνά Τράκα, Μητρομάρα, τους Νοταράδες, Γ. Ζιάκα, Άκ. Χατζημάτη και Ι. Φλώρο. Προδοσία των Ορλώφ και σφαγές Ελλήνων στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα.
1788 - 1792: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1788 από τους Λάμπρο Κατσώνη και Ανδρέα Ανδρούτσο με ταυτόχρονη εξέγερση σε Βορειοδυτική Μακεδονία (περιοχές Κορεστίων, Περιστερίου, Μοριχόβου).
1806 - 1807: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1806 από τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Νικοτσάρα, τους Λαζαίους, Τζαχίλα, Ρομφέη και τον Νικόλα Τσάμη.
1808: Ελληνική επαναστατική απόπειρα 1808 από τους Ευθύμιο, Θεόδωρο και Δημήτριο Βλάχο, Νικοτσάρα, και τους Λαζαίους.
1821 - 1828: Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Στην παράγραφο αυτή επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση της Ιστορίας της Αλβανίας, της οποίας οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, είχαν κάποιο βαθμό εμπλοκής στα ελληνικά ζητήματα μετά τα Ορλωφικά του 1770, στην Επανάσταση του 1821 ως συνεργάτες των Τούρκων, καθώς και μετά την ίδρυση του αυτόνομου κράτους τους το 1912, στο οποίο υπάχθηκε η κατοικούμενη από Έλληνες Βόρειος Ήπειρος, ενώ, μετά το 1986, η μαζική εισροή Αλβανών λαθρομεταναστών στα ελλαδικά εδάφη δημιούργησε μία αναμφισβήτητα νέα κατάσταση στην ελληνική κοινωνία.
(α) Γενική επισκόπηση
Η Αλβανία (αλβανικά: Shqipëria), είναι βαλκανική χώρα της ΝΑ Ευρώπης, που συνορεύει βόρεια και βορειοδυτικά με το Μαυροβούνιο, βορειοανατολικά με το Κοσσυφοπέδιο, νοτιοανατολικά με την ΠΓΔΜ και νότια με την Ελλάδα. Βρέχεται δυτικά από την Αδριατική θάλασσα, και νοτιοδυτικά από το Ιόνιο πέλαγος. Απέχει λιγότερο από 72 χλμ. από την Ιταλία μέσω του Πορθμού του Οτράντο που συνδέει την Αδριατική με το Ιόνιο. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι σύγχρονοι Αλβανοί προέρχονται από τους γηγενείς αρχαίους Ιλλυριούς, και από άλλους αρχαίους βαλκανικούς λαούς (Θράκες και Δάκες). Οι γενετικοί δείκτες βάσει των απλοομάδων Y-DNA του χρωμοσώματος Υ των σύγχρονων μουσουλμάνων Αλβανών (R1b=18%, R1a=10%, I=21%, G=2%, N=0%,, E1b1b=25%, J=24%, T=0% και L=0%) δείχνουν ότι είναι ένας ινδοευρωπαϊκός λαός σε ποσοστό R1b + R1a + I + G + N = 51%, αλλά υπάρχει και χαμιτικό στίγμα E1b1b=25%, καθώς και σημιτικό J=24%. Η σημερινή επικράτεια της Αλβανίας ήταν σε πολλές φάσεις της ιστορίας μέρος των Ρωμαϊκών επαρχιών της Δαλματίας (νότιο Ιλλυρικό), της Μακεδονίας (συγκεκριμένα της Νέας Ηπείρου) και της Μοισίας. Το σημερινό κράτος έγινε ανεξάρτητο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στις 28 Νοεμβρίου 1912 (αναγνωρίστηκε το 1913. Πέρασε από πολιτικά καθεστώτα Πριγκιπάτου, Δημοκρατίας και Βασιλείου μέχρι την εισβολή των Ιταλών το 1939, όποτε έγινε προτεκτοράτο. Το 1944 έγινε Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία υπό τον Ενβέρ Χότζα, ενώ από το 1992 είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία με μεταβατική οικονομία. Η χώρα υπέβαλε επίσημη αίτηση για ένταξη στην ΕΕ στις 28 Απριλίου 2009. Το κατά κεφαλήν ονομαστικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της είναι σήμερα 4.203$ (έναντι 17.900$ της Ελλάδας), που την κατατάσσει στην 108η θέση στον σχετικό κατάλογο των 193 χωρών των Ηνωμένων Εθνών (έναντι της 43ης θέσης της Ελλάδας).
Η Αλβανία έχει συνολική έκταση 28.748 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ποσοστό 22 % εκείνης της Ελλάδας. Το μήκος της ακτογραμμής της Αλβανίας είναι 476 χλμ., που εκτείνεται κατά μήκος της Αδριατικής και του Ιονίου. Οι δυτικές πεδιάδες βλέπουν στην Αδριατική. Προς τα νότια παράλια της χώρας δεσπόζει ο κόλπος της Αυλώνας. Στην είσοδο του κόλπου βρίσκεται το μεγαλύτερο νησί της χώρας, η νήσος Σάσων. Το 70 % της χώρας που είναι ορεινό είναι τραχύ και συχνά απροσπέλαστο. Ψηλότερο βουνό είναι το Κόραμπ, που βρίσκεται στην επαρχία της Δίβρης, φτάνοντας στα 2.764 μέτρα. Το κλίμα στις ακτές είναι μεσογειακό με ήπιους, υγρούς χειμώνες και ζεστά, με ήλιο και μάλλον ξηρά καλοκαίρια. Οι συνθήκες στο εσωτερικό διαφέρουν ανάλογα με το υψόμετρο, αλλά οι υψηλότερες περιοχές πάνω από τα 1500 μέτρα είναι μάλλον κρύες και συχνά με χιόνια το χειμώνα, που παρατείνονται μέχρι την άνοιξη. Οι τρεις μεγαλύτερες και βαθύτερες τεκτονικές λίμνες της Βαλκανικής Χερσονήσου βρίσκονται εν μέρει στην Αλβανία. Η Λίμνη της Σκόδρας στα βορειοδυτικά της οποίας το ένα τρίτο ανήκει στην Αλβανία και το υπόλοιπο στο Μαυροβούνιο. Η Λίμνη της Οχρίδας βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της χώρας και την μοιράζονται η Αλβανία και η Π.Γ.Δ.Μ. Οι Πρέσπες σε υψόμετρο 857 μέτρων αποτελούν μια διάσημη για το φυσικό της κάλλος τριεθνή ορεινή λιμναία περιοχή στα νοτιοανατολικά σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα και την Π.Γ.Δ.Μ.. Υπάρχει τέλος η μικρή τεκτονική Λίμνη του Βουθρωτού, που βρίσκεται στο ομώνυμο εθνικό πάρκο.
Εκτός της πρωτεύουσας, Τίρανα, που έχει 420.000 κατοίκους, οι μεγαλύτερες πόλεις είναι το Δυρράχιο (Durrës), το Ελμπασάν (Elbasan), η Σκόδρα (Shkodër), το Αργυρόκαστρο (Gjirokastër), η Αυλώνα (Vlorë), η Κορυτσά (Korçë), το Κουκές (Kukës) και το Φιέρι (Fier).
Η πρώτη επιβεβαιωμένη, γραπτή μαρτυρία της Αλβανικής γλώσσας (σε λατινικούς χαρακτήρες) προέρχεται από γράμμα του αρχιεπισκόπου του Δυρραχίου Παύλου Αγγέλου (Paulus Angelus) το οποίο χρονολογείται στα 1462. Το παλαιότερο γνωστό τυπογραφημένο βιβλίο στα Αλβανικά είναι το Μεσάρι (Meshari) ή σύνοψη θείας λειτουργίας, γραμμένο από τον Γκιον Μπουζούκου (Gjon Buzuku), καθολικό ιερέα, το 1555. Το πρώτο Αλβανικό σχολείο θεωρείται πως άνοιξε από τους Φραγκισκανούς το 1638 στο Πδαν (Pdhane). Η Αλβανική γλώσσα έχει δανειστεί ένα πολύ μεγάλο αριθμό λέξεων από γειτονικές γλώσσες. Τη δεκαετία του 1850 τα Αλβανικά αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστός κλάδος στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, πιθανόν απόγονος της αρχαίας Ιλλυρικής ή Θρακικής, αν και αυτό δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ιστορικά, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τα αρχαία Ιλλυρικά και Θρακικά. Τα Αλβανικά χωρίζονται σε δύο κύριες διαλέκτους: την Γκεγκική ομάδα, στη βόρεια Αλβανία, το Κόσοβο και την δυτική ΠΓΔΜ, και την Τοσκική ομάδα, στην νότια και κεντρική Αλβανία, που είναι και η επίσημη γλώσσα της χώρας. Η πολυπληθέστερη μειονότητα είναι η Ελληνική (Βορειοηπειρώτες), η οποία είναι συγκεντρωμένη στον νότο της χώρας. Οι περισσότερες Δυτικές πηγές εκτιμούν τον αριθμό των Ελλήνων της Αλβανίας γύρω στις 200.000. Τα Ελληνικά είναι η δεύτερη γλώσσα στην Αλβανία, καθώς τουλάχιστον δύο στις τρείς οικογένειες έχουν ένα μέλος που μιλάει Ελληνικά.
(β) Ετυμολογία – ονομασίες
Το ελληνικής προέλευσης όνομα Αλβανία φέρεται να υποδεικνύεται, για πρώτη φορά, από τον αλεξανδρινό αστρονόμο και γεωγράφο Κλαύδιο Πτολεμαίο (100-170 μ.Χ., Γεωγραφικά, 3, 12, 20) και αφορά κάποια φυλή της περιοχής. Οι πρώτες πηγές που αναφέρονται με βεβαιότητα στον συγκεκριμένο Βαλκανικό λαό βρίσκονται σε ανώνυμο Βουλγαρικό γραπτό του 11ου αιώνα και στο έργο του βυζαντινού ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτη (1022-1080 μ.Χ.), καθώς και στα κείμενα των επόμενων βυζαντινών συγγραφέων. Οι ίδιοι οι Αλβανοί ονομάζουν τους εαυτούς τους Σκιπτάρ και τη χώρα τους Σκιπερία. Οι Τούρκοι τους ονομάζουν Αρναούτ. Στη γκεγκική διάλεκτο, η χώρα λεγόταν Άρμπεν και οι κάτοικοι (Arbesh dhe Arberesh) Άρμπενες - Αρμπινέοι (πληθ.) και Αρμπαναίοι [από το ελληνικό τοπωνύμιο Άρβανον].
Σημειωτέον ότι οι ονομασίες και πολλά τοπωνύμια της χώρας είναι ελληνικής ετυμολογικής καταγωγής ως εξής:
-Ιλλυρία [<εν + λυπρός = λυπηρός, άρα Ιλλυριοί = λυπημένοι (Ο Κάδμος στα γεράματά του παραχώρησε το θρόνο των Θηβών στον γιο του Πενθέα και μετανάστευσε μαζί με την σύζυγό του Αρμονία στην Ιλλυρία, όπου προκάλεσαν θλίψη στους κατοίκους για τα δεινά τους)].
-Αλβανία [<άλβος, εκ του αλφός [φ,β>π] = υπόλευκος { < α + φλοιός < άφλοιτος < άλφοιτος (φλ>λφ) = ξεφλουδισμένος αποκαλύπτοντας τη λευκωπή εσωτερική επιφάνεια}) = χώρα από την οποία ασπρίζει η μέρα, ανατολικά των ελληνικών πόλεων της Ιταλίας, από τις οποίες δόθηκε το όνομα στην περιοχή. Αναφέρεται και στην Αλβανία του Καυκάσου που βρισκόταν σε ανατολικές περιοχές σε σχέση με τις ελληνικές πόλεις της Μ.Ασίας].
- Σκιπερία [<σκήπτω {[ίστημι, ρίζα στα- + άπτω > στααπτω > σκήπτω (τ>κ, αα>η] > ενσκήπτω, σκίπων = αετός} = χώρα των αετών].
-Άρβανον [ετυμολογίας ίδιας με το όνομα Αλβανία, περιοχή της σημερινής νότιας Αλβανίας, αναφερόμενη από την Άννα Κομνηνή ως εκτεινόμενη νότια του Ιλλυρικού, περίπου στα όρια της Βόρειας Ηπείρου].
-Αρβανίτες [οι δωρικής ελληνικής καταγωγής χριστιανοί κάτοικοι του Άρβανου, που μετακινήθηκαν νοτιότερα μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους τον 15ο αιώνα, σε αντίθεση με τους ιλλυρικής καταγωγής μουσουλμάνους της βορειότερης σημερινής Αλβανίας].
-Αρναούτες [με αντιστροφή από το Αρβανίτες>Αρβανούτες>Αρναβούτες>Αρναούτες].
-Τίρανα {<τύραννα = εστία τυράννων].
-Δυρράχιο [<δύο + ράχες = περιοχή με δύο πλαγιές βουνών {αρχαία Επίδαμνος, αποικία Κορινθίων και Κερκυραίων από τον 7ο αιώνα π.Χ.}].
-Βαλόνα [αντιστροφή του Αυλώνα <αυλή, περιοχή με εκτεταμένη πεδιάδα ανοιχτή και αναπεπταμένη στον αέρα]
-Μπεράτι [<Βεράτιον < φέρω + άττω [<άκτω <άγω] = παραλαμβάνει και οδηγεί τους διερχόμενους, χωριό ευρισκόμενο σε κομβική περιοχή].
-Οι γνωστές ελληνικές ονομασίες των βορειοηπειρωτικών πόλεων Αργυρόκαστρο, Κορυτσά [<κορυφίτσα >κορυφτσά], Άγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Χειμάρρα [<χείμαρρος <χείμα, χειμών + ρέω = ορμητικός ποταμός]. Κυριότερες αρχαίες πόλεις στην Βόρεια Ήπειρο (στο έδαφος της σημερινής Αλβανίας) ήταν η Απολλωνία (που δημιούργησε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου), η Φοινίκη, η Επίδαμνος, και το Βουθρωτόν.
(γ) Αρχαιότητα
Η ανθρώπινη παρουσία στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Αλβανίας ανάγεται στην περίοδο 200.000 με 100.000 π.Χ., δηλαδή στην Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Όπως δείχνει και ο προαναφερόμενος γενετικός δείκτης E1b1b=25%, οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ανήκαν στην χαμιτική ομοφυλία, και επομένως ήταν συγγενείς με άλλους λαούς της Μεσογείου, όπως οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι Ετρούσκοι της Ιταλίας, οι Φοίνικες στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης, οι Λίβυοι και οι Πρωτοέλληνες που είναι γνωστοί και ως Πελασγοί. Οι ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί άρχισαν να εγκαθίστανται στα μέρη αυτά από το 2.000 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης ινδοευρωπαϊκών λαών προερχόμενων από τα μέρη του Καυκάσου με απώτερη καταγωγή από την Αφρική, σταδιακά αναμίχθηκαν με τους χαμιτικούς πληθυσμού που κατοικούσαν ήδη εκεί και τους προσέδωσαν το προαναφερόμενο ινδοευρωπαϊκό στίγμα (51%), ενώ το σημιτικό στίγμα (J=24%) οφείλεται στην ενδιάμεση διέλευση των προερχόμενων από την Αφρική ινδοευρωπαϊκών πληθυσμών από την κατοικούμενη από σημιτικούς λαούς Εγγύς Ανατολή. Με τον τρόπο αυτό ήδη από το 1000 π.Χ. στην περιοχή που καλύπτει σήμερα η Αλβανία (και το μεγαλύτερο μέρος της πρώην Γιουγκοσλαβίας) σχηματίστηκε ένα μίγμα λαών (Ταυλάντιοι στην Αδριατική Αλβανία, Δαρδανοί στο σημερινό Κόσσοβο (Κοσσυφοπέδιο), Δαλμάτες στην σημερινή Κροατία, Παννονοί στην σημερινή Σερβία και Ουγγαρία, Αριδαίοι (σημερινό Μαυροβούνιο), Αυταριάτες στην ΝΔ Βοσνία, Πενέστες στην Ανατολ. Αλβανία και Δασσαρέτες στην Νοτιοανατολική Αλβανία) που μιλούσαν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, χωρίς στενή φυλετική ενότητα και στο οποίο οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν το γενικό όνομα Ιλλυριοί. Τα αρχαιολογικά ευρήματα συγκεντρωμένα στις παράκτιες περιοχές δεν αποδίδουν έως τώρα σαφή εικόνα του πολιτισμού τους. Σε επίπεδο πολιτικής δομής η παρουσία των Ιλλυριών ανιχνεύεται από τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. όταν σχηματίστηκαν βασίλεια γύρω από πολέμαρχους που αντιμάχονταν μεταξύ τους στο μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας τους, ενώ είχαν αναπτύξει σχέσεις με τους Έλληνες και, κατά περιόδους, είχαν συγκρούσεις με ελληνικές φυλές, όπως οι Χάονες και οι Μολοσσοί στην Ήπειρο, καθώς και με το Μακεδονικό βασίλειο, αλλά και κατά την ίδρυση ελληνικών αποικιών σε μέρη που κατοικούσαν Ιλλυριοί (Επίδαμνος, Απολλωνία).
(δ) Υστεροκλασική περίοδος
Με την άνοδο του Φιλίππου Β’ στον θρόνο της Μακεδονίας (356-336 π.Χ.) κυριεύτηκαν η Παιονία, η Ήπειρος, η Ιλλυρία και η Θράκη. Έτσι ο Φίλιππος δημιούργησε στην χερσόνησο του Αίμου ένα μεγάλο κράτος με σχέσεις συμμαχίας, υποτέλειας ή υποταγής με λαούς όπως οι Ιλλυριοί, Παίονες, Τριβαλλοί, Θράκες, Γέτες και Σκύθες. Ο Μ. Αλέξανδρος την άνοιξη του 335 π.Χ. εκστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς (στα μέρη της σημερινής Σερβίας) και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών (στα μέρη της σημερινής Ρουμανίας), την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών (στη σημερινή Αλβανία). Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες (στα μέρη της σημερινής ΠΓΔΜ), εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή.
Στα επόμενα χρόνια το 316 π.Χ. όταν οι συνεχείς πόλεμοι του βασιλιά της Ηπείρου Αιακίδη δυσαρέστησαν τους υπηκόους του, εκείνοι οργάνωσαν κίνημα εναντίον του. Ο βασιλεύς οδηγήθηκε στην εξορία, ενώ οι πολιτικοί του σύμμαχοι βρήκαν τον θάνατο. Ωστόσο μια ομάδα υποστηρικτών του πήραν νύχτα το μοναχογιό του, Πύρρο Α, και τον φυγάδευσαν από την πρωτεύουσα εν μέσω αντίξοων συνθηκών. Τελικά κατέληξαν στην Αυλή του ηγεμόνα των Ταλαυντίων Ιλλυριών Γλαυκία, και του ζήτησαν να το προστατέψει. Αρχικά ο Γλαυκίας, ήταν επιφυλακτικός καθώς διατηρούσε καλές διπλωματικές σχέσεις με τον εχθρό του παιδιού, τον Κάσσανδρο. Ωστόσο επέτρεψε στην γυναίκα του, Βερόη, να το αναθρέψει μαζί με τα δικά τους παιδιά. Όταν μάλιστα ο Κάσσανδρος του πρόσφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τον Πύρρο αρνήθηκε να προβεί στην ανταλλαγή και τελικά, όταν εκείνος έγινε έντεκα ή δώδεκα ετών, τον αποκατέστησε στο θρόνο των προγόνων του. Ο βασιλιάς της Ηπείρου Αλέξανδρος Β' (272-242), γιος του Πύρρου Α, ήρθε σε σύγκρουση με τον ηγεμόνα της Ιλλυρίας Μίτυλλο. Σε μία περίσταση έντυσε μερικούς από τους άνδρες του με ιλλυρικά ρούχα και τους έβαλε να «λεηλατούν» δικές του περιοχές. Ανυποψίαστοι οι Ιλλυριοί χαλάρωσαν τις άμυνες τους και όρμησαν και οι ίδιοι να τους μιμηθούν, θεωρώντας πως ήταν δικοί τους ανιχνευτές. Έτσι έπεσαν εύκολα θύματα των Ηπειρωτών.
Κατά την διάρκεια μιας διαμάχης μεταξύ Αιτωλών και Ακαρνάνων το 231 π.Χ., ο βασιλεύς της Μακεδονίας Δημήτριος Β΄ Αιτωλικός (239-229) απευθύνθηκε στον Άγρωνα, ηγεμόνα των Αριδαίων Ιλλυριών, για να στείλει στρατιωτική βοήθεια. Η βοήθεια στάλθηκε, αλλά ο Άγρων γεμάτος αυτοπεποίθηση θέλησε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Ο θάνατος τον πρόλαβε καθώς ασθένησε με πλευρίτιδα, αλλά η σύζυγός του, Τεύτα, που επιτρόπευε τον ανήλικο γιο της Πίννη, αποφάσισε να συνεχίσει τις αψιμαχίες, οπότε ένα τμήμα ιλλυρικού στρατού χτύπησε την Ηλεία και την Μεσσηνία, ενώ ένα δεύτερο την Ήπειρο. Με ισχυρό στρατό τόλμησε να χτυπήσει και να κυριεύσει ακόμη και την Ιλλυρική Φοινίκη και κατόπιν επιτέθηκε και κατά της πόλης του Πύρρου Α΄, Αντιγόνειας. Τα πράγματα ήταν επικίνδυνα γιατί οι Ιλλυριοί μπορούσαν να καταστρέψουν την Ήπειρο, οπότε οι Ηπειρώτες συμμάχησαν με την Τεύτα, που δραστηριοποιήθηκε με μικρά πλοία και έγινε η κυριότερη πειρατίνα της περιοχής. Έκανε επιδρομές και ενοχλούσε τους Ιταλούς εμπόρους με αποτέλεσμα να οργιστούν οι Ρωμαίοι και να στραφούν εναντίον της Ιλλυρίας. Ξέσπασε ο Α' Ιλλυρικός Πόλεμος, ένας πόλεμος δύσκολος για τους Ρωμαίους, οι οποίοι εκείνη την εποχή δεν είχαν εμπειρία σε πολέμους έξω από την Ιταλία. Οι Ηπειρώτες απελπισμένοι στράφηκαν στους Αιτωλούς και τους Αχαιούς, με την βοήθεια των οποίων πέτυχαν μία συνθήκη με τους Ιλλυριούς και τους επέβαλλαν υποχώρηση από τα εδάφη που είχαν κατακτήσει.
Το 229 π.Χ., ένας νέος στρατός των Ιλλυριών λεηλάτησε την ακτή της Ηπείρου, κατανίκησε ένα στόλο της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας στους Παξούς και κατέλαβε την Κέρκυρα όπου εγκαταστάθηκε ιλλυρική φρουρά υπό τον Δημήτριο εκ Φάρου. Στη συνέχεια πολιορκήθηκε η Επίδαμνος. Ο Δημήτριος, που κυβέρνησε συνολικά επί δέκα χρόνια, πέθανε ξαφνικά, την εποχή που οι Ρωμαίοι επενέβησαν για πρώτη φορά στην Ιλλυρία. Το 222 π.Χ. μετά την μάχη της Σελλασίας εναντίον των Σπαρτιατών, ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αντίγονος Γ΄ Δώσων (229-221) επέστρεψε γρήγορα στην χώρα του για να αποκρούσει μια εισβολή των Ιλλυριών και πέθανε στην μάχη, όταν μέσα στην ένταση έσπασε μια φλέβα στο λαιμό του. Τον διαδέχτηκε στον θρόνο της Μακεδονίας ο θετός του γιος, ο Φίλιππος Ε. Μετά την λήξη του Συμμαχικού Πολέμου ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία, ο Φίλιππος Ε στράφηκε ενάντια στους Ιλλυριούς. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας βρήκε στο δρόμο του τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους κοντά στην Απολλωνία, το 215 π.Χ. Στα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί ρωμαϊκός στρατός στην Ιλλυρία σηματοδοτώντας την έναρξη του Β Μακεδονικού Πολέμου (Ρωμαίοι και Αχαϊκή -Αιτωλική Συμπολιτεία κατά Φιλίππου Ε, 200-196). Στα χρόνια του Γ Μακεδονικού Πολέμου (171 – 168 π.Χ.) ο Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας (179-168) ήρθε σε συμφωνία με τον ηγεμόνα των Ιλλυριών Γένθιο, ο οποίος όμως γνώρισε την ήττα και αιχμαλωτίστηκε από τους Ρωμαίους. Τότε κατέφθασε με μεγάλες ενισχύσεις ο νέος Ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος. Στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ., έλαβε χώρα η Μάχη της Πύδνας, που έκρινε τις τύχες όχι μόνο της Ελληνικής χερσονήσου αλλά και όλης της Εγγύς Ανατολής.
Γνωστοί βασιλείς των Ιλλυριών στα χρόνια της υστεροκλασικής περιόδου ήταν οι:
- Βάρδυλις Α (393-358), ιδρυτής του βασιλείου της Δαρδανίας, που μετέτρεψε την Ιλλυρία σε αξιόλογη τοπική δύναμη, μετά από πολέμους με τους Μακεδόνες και τους Μολοσσούς της Ηπείρου, που τον οδήγησαν στην κατάκτηση μέρους της βόρειας Μακεδονίας. Τελικά ηττήθηκε από τον Φίλιππο Β, σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον του και η χώρα του υπάχθηκε ως υποτελές κράτος στο βασίλειο της Μακεδονίας. Η κόρη του Αυδάτη ήταν μία από τις συζύγους του Φίλιππου Β, μητέρα της ετεροθαλούς αδελφής του Μ.Αλεξάνδρου Κυνάνης.
- Ο γιος του Κλείτος (βασ. 356-335) επαναστάτησε εναντίον του Μ.Αλεξάνδρου, σε συνεργασία με τους βασιλείς Γλαυκία των Ταυλάντιων (335-302) και Πλευρία των Αυταριατών (337-335). Η επανάσταση καταπνίγηκε από τον Αλέξανδρο και ο Κλείτος παρέμεινε στον θρόνο του υποτελής στο βασίλειο της Μακεδονίας.
- Ο γιος του Βάρδυλις Β (303-290) προσπάθησε να ανασυστήσει το βασίλειο του πατέρα του στην περιοχή τω Δασσαρετών, αλλά τελικά αυτό υπάχθηκε στο βασίλειο της Ηπείρου, και ο ίδιος έγινε πεθερός του βασιλιά Πύρρου Α, που νυμφεύτηκε την κόρη του.
- Επόμενοι βασιλείς της Δαρδανίας μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση ήταν οι Μονούνιος Α 290-270, Μύτιλος 270-231, Λογγάρος 231-206, Βάτων 206-176 και Μονούνιος Β 176-167
- Την ίδια εποχή στο κράτος των Ταυλάντιων βασιλείς ήταν οι Γράβος 358-356, Πλευράτος Α 356-335 και ο προαναφερόμενος Γλαυκίας 335-302.
- Τέλος στο κράτος των Αριδαίων βασιλείς ήταν ο Πλευράτος Β 260-250, ο προαναφερόμενος Άγρων 250-231 και η σύζυγός του Τεύτα 231-227, ο Δημήτριος εκ Φάρου 222-219, ο Σκερδιλαϊδας 218-205, ο Πλευράτος Γ 205-180 και ο Γένθιος 180-168 τελευταίος βασιλιάς των Ιλλυριών, στα χρόνια του οποίου η Ιλλυρία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους.
(δ) Ρωμαϊκή και Βυζαντινή κυριαρχία και Μεσαίωνας
Μέχρι το τέλος της βασιλείας του, τα στρατεύματα του Οκταβιανού Αυγούστου (30π.Χ. – 14 μ.Χ.) είχαν κατακτήσει το βόρειο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου (την σύγχρονη Ισπανία και Πορτογαλία), τις αλπικές περιοχές της Ραετίας και του Νόρικουμ (σημερινές Ελβετία, Βαυαρία, Αυστρία και Σλοβενία), το Ιλλυρικό και την Παννονία (σημερινή Αλβανία, Κροατία, Ουγγαρία, Σερβία), και επέκτεινε τα σύνορα της επαρχίας της Αφρικής προς τα ανατολικά και νότια.
Κατακτημένη από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η Ιλλυρία οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Illyricum (Ιλλυρικόν), η οποία διαιρέθηκε αργότερα στις επαρχίες της Δαλματίας και της Παννονίας. Οι τοπικοί κελτικοί και ιλλυρικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται με τυπικές ρωμαϊκές μεθόδους, παρά τις κατά καιρούς εξεγέρσεις και την συνεχή συνοριακή πίεση από τα γειτονικά γερμανικά (γοτθικά) φύλα. Οι γαίες που συνιστούν την σύγχρονη Αλβανία περιλαμβάνονταν στην Δαλματία. Αργότερα, στο Ιλλυρικόν υπάχθηκε, συμπεριλαμβανόμενης της Ελλάδας μεγάλο μέρος της βαλκανικής χερσονήσου, όπου ο ελληνικός πολιτισμός που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην ευρύτερη περιοχή, είναι φανερός ακόμα και στα ελληνικά ονόματά τους. Αξιοσημείωτη για την ιστορία της Ιλλυρίας είναι η Περίοδος των Ιλλυριών Αυτοκρατόρων (235 μ.Χ. - 284 μ.Χ.) κατά την οποία η κατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ζοφερή, ενώ στην ιλλυρική πόλη Ναϊσσό γεννήθηκε και ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνος Α, με καταγωγή ιλλυρική από τον πατέρα του και ελληνική από την μητέρα του.
Η σημερινή Αλβανία παρέμεινε υπό Ρωμαϊκή και στη συνέχεια Βυζαντινή κυριαρχία, μέχρις ότου άρχισαν να την κατακλύζουν οι Σλάβοι από το 548 και στη συνέχεια καταλήφθηκε από την Βουλγαρική Αυτοκρατορία τον 9ο αιώνα. Μετά την εξασθένηση της Βυζαντινής και της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας στα μέσα και στα τέλη του 13ου αιώνα, μερικά από τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας καταλήφθηκαν από το Σερβικό Πριγκιπάτο. Γενικά οι επιδρομείς κατέστρεφαν ή εξασθενούσαν τα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά πολιτιστικά κέντρα στην περιοχή της μελλοντικής Αλβανίας.
Το Πριγκιπάτο του Αρβάνου ήταν το πρώτο ημιαυτόνομο μεσαιωνικό κράτος στην περιοχή της αρχαίας Ιλλυρίας και ιδρύθηκε από τον άρχοντα Πρόγονο στην περιοχή της Κρούγιας γύρω στα 1190. Τον ιδρυτή διαδέχθηκαν οι γιοί του Τζην και Δημήτριος, στα χρόνια του οποίου το βασίλειο έφτασε στο ανώτερο σημείο της ακμής του. Μετά τον θάνατο του Δημήτριου, το πριγκιπάτο περιήλθε στον Έλληνα Γρηγόριο Καμονά και στη συνέχεια στον γαμπρό του Γουλαμό, διατήρησε ημιαυτόνομο καθεστώς υπό τους Δούκες της Ηπείρου ή τους Λασκαρίδες της Νίκαιας και τελικά διαλύθηκε το 1255.
(ε) Οθωμανική κυριαρχία
Η οθωμανική επέκταση έγινε εις βάρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Η Προύσα (σημερινή Μπούρσα) έπεσε το 1326 και η Αδριανούπολη (σημερινό Εντίρνε) το 1361, και έγιναν διαδοχικά πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες οθωμανικές νίκες στο Κοσσυφοπέδιο (το 1389 εναντίον των ενωμένων δυνάμεων Σέρβων, Βόσνιων, Βλάχων, Αλβανών, Πολωνών και Ούγγρων) και στη Νικόπολη (το 1396 εναντίον ενωμένων δυνάμεων της Δύσης υπό τον Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας) έθεσαν τμήματα της βαλκανικής χερσονήσου υπό οθωμανικό έλεγχο. Στις αρχές της εγκαθίδρυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, το γεωπολιτικό σκηνικό χαρακτηριζόταν από διάσπαρτα βασίλεια μικρών πριγκιπάτων. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει τις φρουρές τους σε όλη την νότια σημερινή Αλβανία μέχρι το 1415 και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Αλβανίας το 1431. Εντούτοις το 1443 ξέσπασε μια μεγάλη και μακροχρόνια εξέγερση υπό την ηγεσία του πιθανώς ελληνικής καταγωγής Γεώργιου Καστριώτη (γνωστού και με την επωνυμία που του έδωσαν οι Τούρκοι ως Σκεντέρμπεη), που διάρκεσε μέχρι το 1479, νικώντας πολλές φορές μεγάλους Οθωμανικούς στρατούς υπό τους σουλτάνους Μουράτ Β΄ και Μωάμεθ Β΄. Ο Σκεντέρμπεης συνένωσε αρχικά τους τοπικούς πρίγκιπες και κατόπιν εγκαθίδρυσε μια κεντρική εξουσία στο μεγαλύτερο μέρος των μη κατακτημένων εδαφών και έγινε Άρχοντας της περιοχής. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να δημιουργήσει ένα συνασπισμό των Ευρωπαίων κατά των Οθωμανών. Ο άνισος αγώνας του κατά της ισχυρότερης δύναμης της εποχής κέρδισε κάποια υποστήριξη με τη μορφή χρημάτων και στρατιωτικής βοήθειας από την Νάπολη, τους πάπες, την Βενετία και την Ραγούζα.
Τον 15ο αιώνα, όταν οι Οθωμανοί εδραίωσαν την παρουσία τους στην περιοχή, οι Αλβανικές πόλεις οργανώθηκαν σε τέσσερα κύρια σαντζάκια. Η κυβέρνηση προώθησε το εμπόριο ιδρύοντας μια σημαντική Εβραϊκή αποικία προσφύγων που είχαν φύγει διωγμένοι από την Ισπανία (στα τέλη του 15ου αιώνα). Από τα λιμάνια της Αυλώνας περνούσαν εμπορεύματα εισαγόμενα από την Ευρώπη, όπως βελούδα, βαμβακερά, μάλλινα, χαλιά, μπαχαρικά και δέρματα από την Προύσα και την Κωνσταντινούπολη. Μερικοί πολίτες της Αυλώνας είχαν ακόμη και εμπορικούς συνεργάτες στην Ευρώπη. Η Αλβανία παρέμεινε υπό την Οθωμανική εξουσία ως τμήμα της επαρχίας της Ρούμελης μέχρι το 1912, όταν ανακηρύχθηκε η ανεξάρτητη Αλβανία.
Με την άφιξη των Τούρκων το Ισλάμ εισάχθηκε στην περιοχή της αρχαίας Ιλλυρίας ως τρίτη θρησκεία. Η διαδικασία του εξισλαμισμού υπήρξε σταδιακή, πιο έντονη τον 17ο αιώνα. Πολλοί Καθολικοί προσηλυτίσθηκαν τότε, ενώ και αρκετοί Ορθόδοξοι τους ακολούθησαν τον 18ο αιώνα. Τα κίνητρα για τον προσηλυτισμό ήταν ποικίλα, εκούσια, για λόγους προσωπικού συμφέροντος ή για εξασφάλιση καλύτερων όρων διαβίωσης, ή ακούσια με εξαναγκασμό (εκφοβισμός και παιδομάζωμα). Ο προσηλυτισμός αυτός προκάλεσε μαζική μετανάστευση χριστιανών κατοίκων προς τις Χριστιανικές Ευρωπαϊκές χώρες. Πολλοί μη μουσουλμάνοι κάτοικοι των νοτιότερων περιοχών (του ονομαζόμενου Άρβανου) διέφυγαν στην γειτονική Ελλάδα (οι ελληνικής δωρικής καταγωγής Αρβανίτες) όπως επίσης στην Ιταλία, και κυρίως στην Καλαβρία και την Σικελία. Την, αρχικά περιορισμένη στα κύρια αστικά κέντρα Ελμπασάν και Σκόδρα, νέα θρησκεία, ασπάσθηκε αργότερα και η ύπαιθρος.
Μαζί με τους Βόσνιους οι παραμείναντες στις περιοχές βορειότερα της Βορείου Ηπείρου, Αλβανοί Μουσουλμάνοι κατείχαν εξέχουσα θέση στην αυτοκρατορία και ήταν το κύριο στήριγμα της Οθωμανικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Με αυτή την προνομιακή θέση στην αυτοκρατορία οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι κατέλαβαν διάφορες διοικητικές θέσεις, με πάνω από 25 Μεγάλους Βεζίρηδες Αλβανικής καταγωγής, όπως ο Στρατηγός Κιοπρουλού Μεχμέτ Πασάς, που διοικούσε τις Οθωμανικές δυνάμεις κατά τους Οθωμανοπερσικούς Πολέμους, ο Στρατηγός Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ, που ηγείτο του Οθωμανικού στρατού κατά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο (1663–1664) και αργότερα ο Μεχμέτ Αλή Πασάς της Αιγύπτου. Μουσουλμάνοι Αλβανοί υπήρχαν επίσης σε όλη την αυτοκρατορία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο, στην Αλγερία και σε όλο το Μαγκρέμπ, ως ζωτικής σημασίας στρατιωτικοί και διοικητικοί λειτουργοί.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η μουσουλμανική Αλβανία, που ήταν προσδεμένη θρησκευτικά και κοινωνικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν συχνά σύμμαχος στα κατασταλτικά μέτρα σε βάρος των Ελλήνων. Μετά την καταστολή της Επανάστασης του 1770 (γνωστής ως Ορλωφικά), οι συνθήκες που επικράτησαν ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο ήταν φοβερές για τους Έλληνες. Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, τους οποίους οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει κατά των Ελλήνων, επί εννέα χρόνια λεηλατούσαν την χερσόνησο, έκαιγαν, έσφαζαν, εξανδραπόδιζαν και πουλούσαν τους κατοίκους. Όταν δεν έβρισκαν πρόχειρη λεία, οι Αλβανοί ανάγκαζαν τους Πελοποννήσιους να υπογράψουν χρεωστικές ομολογίες και πολλοί είχαν τέτοιες στα χέρια τους για πεντακόσιες ή εξακόσιες χιλιάδες γρόσια. Άλλοι πωλούνταν ως δούλοι. Όσοι Έλληνες μπόρεσαν, κρύφτηκαν στα βουνά ή κατέφυγαν στην Επτάνησο. Ακόμα και οι Μανιάτες ανέβηκαν στα κρησφύγετα του Ταΰγετου και οι οικισμοί τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Η Οθωμανική κυβέρνηση τους διέταξε να αποχωρήσουν, αλλά οι Αλβανοί περιγελούσαν τις εντολές. Τελικά ο σουλτάνος ανέθεσε την εξόντωσή τους στον Χασάν, ο οποίος στις 10 Ιουλίου 1779, ύστερα από νυκτερινή πορεία, επιτέθηκε στους Αλβανούς της Τριπολιτσάς, οι οποίοι αμύνθηκαν λυσσωδώς, αλλά τελικά τράπηκαν σε φυγή και κατασφάχτηκαν. Ύστερα ο Χασάν άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και σύντομα η Πελοπόννησος απαλλάχτηκε οριστικά από τους Αλβανούς, οι οποίοι είτε εξοντώθηκαν είτε περιορίστηκαν στην πατρίδα τους.
Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (Ali Pash Tepelena, 1744 - 24 Ιανουαρίου 1822) ήταν μουσουλμάνος Αλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου, από το 1788 όταν διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου που ανήκε στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Καταγόταν από το Τεπελένι της Αλβανίας και εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλεκόταν σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου. Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, αλλά και τις δολοπλοκίες του, κατάφερε να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίστηκε πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων. Ήταν αμείλικτος με όσους αμφισβητούσαν την εξουσία του. Καταδίωξε τους Κλέφτες και τους Αρματολούς, πολλούς από τους οποίους εξόντωσε (Κατσαντώνης, Βλαχάβας, Κώστας Λεπενιώτης, Λαζαίοι) και άλλους κυνήγησε (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ζαχαριάς κ.α.). Επίσης διώχτηκαν οι ανυπότακτοι Σουλιώτες, οι Χειμαριώτες, καθώς και οι Παργινοί. Άλλη μια πόλη που υπέφερε από τον Αλή Πασά, χωρίς όμως να τον προκαλέσει προηγουμένως, ήταν η Πρέβεζα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν στο έλεος των ευνοούμενων του.
Ο Ομέρ Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους από τους οποίους είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά, όπου μεγάλωσε. Αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, όπου βοήθησε το Μωχάμετ Άλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα, χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του εναντίον των άλλων πασάδων και του σουλτάνου. Τελικά όμως, προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον πρόδωσε και ανταμείφθηκε με το πασαλίκι του Βεράτιου. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική Ελλάδα, να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και Πανουργιά στη Χαλκομάτα και του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα τον οποίο αιχμαλώτισε και σούβλισε. Στο Χάνι της Γραβιάς συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό τμήμα Ελλήνων υπό την αρχηγία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Πέρασε στα ορεινά χωριά της Γκιώνας, στη Λιβαδειά και έπειτα στην Εύβοια. Στα Βρυσάκια συνάντησε ισχυρή αντίσταση με περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά βάδισε κατά της Αθήνας και έλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης. Με κάποια άτακτα τμήματα Αλβανών ανάγκασε τους Σουλιώτες σε συνθηκολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλεισμό. Στη συνέχεια μαζί με τον Κιουταχή πολιόρκησαν το Μεσολόγγι χωρίς επιτυχία. Τέλος γύρισε στα Ιωάννινα, από εκεί στο Μπεράτι και τέλος στη Θεσσαλονίκη, χωρίς άλλη γνωστή δραστηριότητα.
Στις αρχές Μαΐου 1821 στρατιωτικό σώμα 350 ανδρών από την Κεφαλλονιά, εξοπλισμένων και με δύο τηλεβόλα που είχε προσφέρει ο Ευαγγελινός Πανάς, αποβιβάστηκε στη Γλαρέντζα με επικεφαλής τον Ανδρέα Μεταξά και βάδισε προς Μανωλάδα. Εκεί ενώθηκε με άλλους οπλαρχηγούς (Βιλαέτη, Σισίνη και Πλαπούτα) και στη συνέχεια εκστράτευσαν εναντίον του Λάλα, που ήταν έδρα περιώνυμων Αλβανών πολεμιστών. Μετά από πεισματώδεις μάχες, που διεξάχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή μέχρι και τις 13 Ιουνίου, οι Λαλαίοι Αλβανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Πάτρα.
Σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους Αλβανούς, οι ελληνικής δωρικής καταγωγής χριστιανοί ορθόδοξοι Αρβανίτες, συνεργάστηκαν το 1821 με τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων. Προερχόμενοι από την Βόρεια Ήπειρο (γνωστή από τον Μεσαίωνα και ως Άρβανον) είχαν από το 1500 μ.Χ. μετακινηθεί νοτιότερα μετά την Τουρκική κατάκτηση της πατρίδας τους και είχαν εγκατασταθεί σποραδικά (συγκατοικώντας με τους ντόπιους Έλληνες) κυρίως στην κεντρική Ελλάδα (Αττικοβοιωτία, Εύβοια, Φθιώτιδα, Θεσσαλία) και Πελοπόννησο), . Ονομαστότερος από αυτούς ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος συνέταξε και λεξικό της αρβανίτικης γλώσσας, χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα για την απόδοση των λέξεων.
(στ) Η εποχή του εθνικισμού
Ο αλβανικός εθνικισμός (γνωστός και ως Παναλβανισμός) εμφανίστηκε μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η σερβική ανεξαρτησία και είχε ως σημείο εκκίνησης τον φόβο διαμελισμού της Αλβανίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας. Οι Οθωμανοί ακύρωσαν την υποστήριξή τους όταν ο εθνικιστικός Σύνδεσμος της Πρίζρενης, υπό την επιρροή του Αμπντίλ μπέη Φρασέρι, εστίασε την δράση του στην αλβανική αυτονομία και ζήτησε την συνένωση των τεσσάρων οθωμανικών βιλαετίων (Κοσόβου, Σκόδρας, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων) σε ένα νέο Αλβανικό Βιλαέτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα 11 επόμενα χρόνια, ως εκπρόσωπος του αλβανικού εθνικού ρομαντισμού ξεπρόβαλε το Κίνημα της Αλβανικής Αναγέννησης (Rilindja) που εξήρε την αρχαιότητα των Αλβανών και της γλώσσας τους. Για να διαχωριστούν από τους Έλληνες και τους Σέρβους, η Rilindja υπερτόνισε την προέλευσή τους από τους Πελασγούς, οι οποίοι κατείχαν την βαλκανική χερσόνησο πριν αντικατασταθούν από τους Ιλλυριούς. Αυτές οι θέσεις οδήγησαν και στην κατασκευή Αλβανών (υποτίθεται) ηρώων της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων ο Μέγας Αλέξανδρος και ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου. Ο κεντρικός όμως χαρακτήρας γύρω από τον οποίο πλέχτηκε η μυθολογία του αλβανικού εθνικού ρομαντισμού ήταν ο Σκεντέρμπεης (Γεώργιος Καστριώτης), του οποίου η προσωπικότητα αποσυσχετίστηκε από το θρήσκευμά του. Οι 4 αιώνες οθωμανικής κατοχής θεωρήθηκαν περίοδος πλήρους σκότους από το οποίο η Αλβανία αναδύθηκε με την βοήθεια των ηρώων της Rilindja οι οποίοι, εμπνευσμένοι από τον Καστριώτη, πολέμησαν «με το τουφέκι και την πένα».
(ζ) Ανεξαρτησία
Η Αλβανική εξέγερση του 1912, η ήττα των Οθωμανών κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και η προέλαση των στρατών των Μαυροβουνίων, των Σέρβων και των Ελλήνων στα εδάφη που διεκδικούσαν και οι Αλβανοί, οδήγησαν στην ίδρυση του σύγχρονου αλβανικού κράτους. Στις 28 Νοεμβρίου 1912 συνήλθε 83μελές συνέδριο των Αλβανών αντιπροσώπων στην Αυλώνα που σχημάτισε δεκαμελή προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Ισμαήλ Κεμάλ μέχρι την παραίτησή του στις 22 Ιανουαρίου 1914. Η Συνέλευση ίδρυσε επίσης την Γερουσία, με ρόλο συμβουλευτικό της κυβέρνησης, αποτελούμενη από 18 μέλη της Συνέλευσης. Η ανεξαρτησία της Αλβανίας αναγνωρίσθηκε από την Διάσκεψη του Λονδίνου, στις 29 Ιουλίου 1913. Στις 15 Οκτωβρίου 1913 συστάθηκε, από τις Μεγάλες Δυνάμεις Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου, για να αναλάβει την διοίκηση της νεοϊδρυθείσας Αλβανίας μέχρι να ενισχυθούν οι τοπικοί πολιτικοί θεσμοί. Η έδρα της ήταν στην Αυλώνα. Σε μία διάσκεψη πρεσβευτών στο Λονδίνο, οι Ιταλοί έδειξαν ότι δεν επιθυμούσαν να έχει η Σερβία εκτεταμένη ακτογραμμή, ενώ οι Γερμανοί ήθελαν την ανάπτυξη ενός σιδηροδρόμου που θα οδηγούσε στην Ανατολή. Μετά από σειρά διαβουλεύσεων με την Ρωσία και την Ελλάδα, ακόμη και μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, εκδηλώθηκε αυτονομιστικό κίνημα των Βορειοηπειρωτών ενάντια στην επιδίκαση της περιοχή στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, αλλά τελικά, αποφασίστηκε η Βόρειος Ήπειρος να υπαχθεί στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας του οποίου πρώτος πρίγκιπας επιλέχθηκε ο Γερμανός Γουλιέλμος Βιντ (William Wied).
Τον Νοέμβριο του 1913 οι Αλβανικές φιλοοθωμανικές δυνάμεις πρόσφεραν τον θρόνο της Αλβανίας στον Οθωμανό υπουργό πολέμου, αλβανικής καταγωγής, Ιζέτ Πασά. Ταυτόχρονα σημειώθηκε εξέγερση των Αλβανών χωρικών υπό την ηγεσία ομάδας Μουσουλμάνων κληρικών συγκεντρωμένων γύρω από τον Εσάντ Πασά Τοπτανί, που αυτοανακηρύχθηκε σωτήρας της Αλβανίας και του Ισλάμ. Οι επαναστάτες επικράτησαν και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Αλβανίας ως το τέλος του Αυγούστου του 1914. Το καθεστώς του Πρίγκιπα Βιντ κατέρρευσε και ο ίδιος έφυγε από την χώρα στις 3 Σεπτεμβρίου 1914. Την βραχύβια Μοναρχία (1914-1925) διαδέχθηκε η ακόμη πιο βραχύβια πρώτη Αλβανική Δημοκρατία (1925–1928), που αντικαταστάθηκε από νέα Μοναρχία (1928–1939), στις οποίες πρόεδρος και στη συνέχεια βασιλιάς ήταν ο Αχμέτ Ζόγκου. Το βασίλειο υποστηρίχτηκε από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας και οι δύο χώρες διατήρησαν στενές σχέσεις μέχρι το 1939, όταν η Αλβανία καταλήφθηκε από την Φασιστική Ιταλία και στη συνέχεια από την Ναζιστική Γερμανία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από το 1939 ως το 1943 το Βασίλειο της Αλβανίας ήταν Προτεκτοράτο εξαρτώμενο από την Ιταλία και κυβερνώμενο από τον Βασιλιά της Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄ και την κυβέρνησή του. Μετά την εισβολή του Άξονα στην Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941, τα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας με σημαντικό Αλβανικό πληθυσμό προσαρτήθηκαν στην Αλβανία. Η Αλβανία προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και το δυτικό τμήμα της σημερινής ΠΓΔΜ, την πόλη Τούτιν στην Κεντρική Σερβία και μια λωρίδα του Ανατολικού Μαυροβουνίου. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 την Αλβανία κατέλαβε η Γερμανία. Το εθνικιστικό Balli Κombetar (Εθνικό Μέτωπο), που είχε πολεμήσει κατά της Ιταλίας, σχημάτισε μια ουδέτερη κυβέρνηση στα Τίρανα και μαζί με τους Γερμανούς πολεμούσε κατά του καθοδηγούμενου από τους κομμουνιστές Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλβανίας.
(η) Κομμουνιστική Αλβανία
Με την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Κομμουνιστικό Κόμμα έστειλε τον στρατό του στα βόρεια της Αλβανίας για να καταστρέψει τις εθνικιστικές δυνάμεις και να εξαλείψει τους αντιπάλους του. Συνάντησαν σφοδρή αντίσταση με τελικό αποτέλεσμα την ήττα των εθνικιστών. Η χώρα έγινε Κομμουνιστικό κράτος (Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας, που μετονομάστηκε σε «Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας» το 1976), υπό την ηγεσία του Ενβέρ Χότζα (1944-1985) και του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας. Εφαρμόστηκε αυστηρά η ταξική πάλη, καταργήθηκαν η ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και πολλοί αντιφρονούντες διέφυγαν, ενώ μερικοί εκτελέστηκαν προσπαθώντας να περάσουν τα σύνορα. Το 1947 ολοκληρώθηκε η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή της Αλβανίας και οκτώ μήνες αργότερα η δεύτερη. Ψηφίστηκαν νόμοι αγροτικής μεταρρύθμισης, που παραχωρούσαν την γη στους εργάτες και στους αγρότες που την καλλιεργούσαν. Η γεωργία άρχισε να γίνεται συνεταιριστική και η παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά.
Την περίοδο αυτή η Αλβανία εκβιομηχανίστηκε και γνώρισε οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης. Το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του εθνικού εισοδήματος της Αλβανίας ήταν υψηλότερο κατά 29 % από το μέσο παγκόσμιο και 56 % από το μέσο Ευρωπαϊκό. Οι θρησκευτικές ελευθερίες περιορίστηκαν δραστικά κατά την Κομμουνιστική περίοδο, όταν πολλές μορφές λατρείας τέθηκαν εκτός νόμου. Τον Αύγουστο του 1945 ο Νόμος Αγροτικής Μεταρρύθμισης προέβλεπε την εθνικοποίηση μεγάλων τμημάτων της ακίνητης περιουσίας που κατείχαν θρησκευτικές ομάδες (κυρίως Ισλαμικά βακούφια), καθώς και κτημάτων μοναστηριών και επισκοπών. Πολλοί πιστοί, ουλεμάδες και ιερείς, συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Το 1949 ένα Νέο Διάταγμα για τις Θρησκευτικές Κοινότητες προέβλεπε ότι αυτές και όλες οι δραστηριότητές τους θα ελέγχονταν ποινικά μόνο από το κράτος. Το 1967 ο Χότζα κήρυξε την Αλβανία το πρώτο «αθεϊστικό κράτος» στον κόσμο. Εκατοντάδες τζαμιά και δεκάδες Ισλαμικές βιβλιοθήκες - που περιελάμβαναν ανεκτίμητα χειρόγραφα - καταστράφηκαν. Δεν γλίτωσαν ούτε οι εκκλησίες και πολλές μετατράπηκαν σε πολιτιστικά κέντρα για τους νέους. Ο νέος νόμος απαγόρευε κάθε «φασιστική, θρησκευτική, πολεμοκάπηλη, αντισοσιαλιστική δραστηριότητα και προπαγάνδα». Το θρησκευτικό κήρυγμα επέσυρε ποινή φυλάκισης τριών έως δέκα ετών. Παρόλα αυτά πολλοί Αλβανοί συνέχισαν να θρησκεύονται μυστικά.
(θ) Η πτώση του Κομμουνισμού
Το 1985 ο Χότζα πέθανε και ανέλαβε στη θέση του ο Ραμίζ Αλία (1985-1991) που αρχικά προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματα του Χότζα, αλλά οι πολιτικοκοινωνικές αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη είχαν ήδη ξεκινήσει. Στην Σοβιετική Ένωση ανέλαβε ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, εφαρμόζοντας τις πολιτικές της γκλάσνοστ και της περεστρόικα. Το αλβανικό καθεστώς βρέθηκε υπό την πίεση των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της εσωτερικής εξέγερσης. Μετά την εκτέλεση του Νικολάε Τσαουσέσκου (κομμουνιστή ηγέτη της Ρουμανίας) το 1989, ο Αλία υπέγραψε την συμφωνία του Ελσίνκι για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επέτρεψε επίσης τον πλουραλισμό στην πολιτική έκφραση και, παρόλο που το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές του 1991, έγινε φανερό ότι οι αλλαγές θα συνεχίζονταν. Το 1992 προκηρύχθηκαν και πάλι γενικές εκλογές τις οποίες κέρδισε το νέο Δημοκρατικό Κόμμα με ποσοστό 62%. Ο Αλία παραιτήθηκε και ο Σαλί Μπερίσα (1992-1997) έγινε ο πρώτος πρόεδρος της μετακομμουνιστικής περιόδου.
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1996 το Δημοκρατικό Κόμμα προσπάθησε να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, νοθεύοντας τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αντιπάλων του, και κατακτώντας το 85% των εδρών της Βουλής. Το 1997 το σκάνδαλο των πυραμίδων ταρακούνησε οικονομικά την χώρα και οδήγησε σε κοινωνικές αναταραχές. Από αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικές βάσεις κλάπηκαν όπλα, επικράτησε χάος και πολλές πόλεις ελέγχονταν από στρατιωτικά σώματα ή λιγότερο οργανωμένα σώματα ένοπλων πολιτών. Ακόμα και οι στρατιωτικοί σύμβουλοι των ΗΠΑ εγκατέλειψαν την χώρα για λόγους ασφαλείας. Η κυβέρνηση του Αλεξάντερ Μέξι (Aleksander Meksi) παραιτήθηκε και δημιουργήθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές του 1997 και ο Μπερίσα παραιτήθηκε από πρόεδρος.
Ωστόσο, η σταθερότητα δεν αποκαταστάθηκε εύκολα. Οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους διαφορετικούς πόλους εξουσίας στο Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά βραχύβιων σοσιαλιστικών κυβερνήσεων. Η χώρα πλημμύρισε με πρόσφυγες από το γειτονικό Κόσοβο το 1998 και το 1999, κατά την διάρκεια του πολέμου. Τον Ιούνιο του 2002 εκλέχθηκε πρόεδρος ο Άλφρεντ Μοϊσιού (Alfred Moisiu, 2002-2007), πρώην στρατηγός, στην θέση του Ρετζέπ Μεϊντάνι (Rexhep Meidani, 1997-2002). Οι βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου του 2005 έφεραν πάλι στην εξουσία τον αρχηγό του Δημοκρατικού Κόμματος Σαλί Μπερίσα (πρωθυπουργός 2005-2013), που φέρεται ότι κέρδισε χάρη στις εσωτερικές συγκρούσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος και μια σειρά σκανδάλων επί διακυβέρνησης Φατός Νάνο (Fatos Nano, πρωθυπουργός 2002-2005). Τον Ιούλιο του 2007, υποστηριζόμενος και από έξι βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εξελέγη νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο αντιπρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος, Μπαμίρ Τόπι (2007-2012) και τον ακολούθησαν οι Μπουγιάρ Νισάνι (2012-2017) και Ιλίρ Μετά (2017-;;;;) με πρωθυπουργό τον Έντι Ράμα από το 2013. .
Από το 1990 η Αλβανία είναι προσανατολισμένη διπλωματικά προς την Δύση. Στις 28 Απριλίου του 2009 υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΕ. Το 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωμοδότησε υπέρ της παραχώρησης καθεστώτος υποψήφιας χώρας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο όμως αρνήθηκε ύστερα από πιέσεις της Ολλανδικής κυβέρνησης τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η χώρα έγινε δεκτή στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το 2009 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ. Το εργατικό δυναμικό της χώρας συνέχισε να μεταναστεύει λαθραία στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Γερμανία και άλλες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Το 2014 επιβεβαιώθηκε ότι η χώρα είναι υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ.
(ι) Το πρόβλημα των Τσάμηδων
Τσάμηδες (ή Τσιάμηδες) ονομάζονταν οι κάτοικοι της Τσαμουριάς (που συμπίπτει με την Θεσπρωτία), στην βορειοδυτική Ελλάδα. Το όνομα Τσάμης προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού (Θύαμις>Τσιάμης), που σήμερα είναι γνωστός και ως Καλαμάς. Μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα (το 1913) ο όρος Τσάμηδες περιορίστηκε στους αλβανόφωνους μουσουλμάνους της περιοχής, που είχαν δική τους ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα και μιλούσαν την τόσκικη διάλεκτο.
Κατά την Οθωμανική περίοδο δόθηκε από τους Τούρκους στους μουσουλμάνους Τσάμηδες, ο έλεγχος κάποιων εκτάσεων στις εκβολές του Αχέροντα, τη Σαγιάδα, τη Μαζαρακιά, το Φανάρι, το Μαργαρίτι μέχρι και την περιοχή της Παραμυθιάς, όπου ζούσαν βασιζόμενοι στην αλιεία, το αλάτι, τους ελαιώνες, τους εύφορους κάμπους της περιοχής, την καλλιέργεια ρυζιού, σιτηρών και αραβόσιτου. Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, όπως και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, συμμετείχαν για πολλά χρόνια στον στρατό του Αλή Πασά, και αργότερα ακολούθησαν το οθωμανικό στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη εναντίον της Επανάστασης του 1821, ιδιαίτερα στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η περιοχή της Θεσπρωτίας, όπως και η υπόλοιπη περιφέρεια της Ηπείρου, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν από αυτήν, ύστερα από έντονες πιέσεις της Αλβανίας. Δημιουργήθηκαν έτσι εντάσεις μεταξύ των μουσουλμάνων Τσάμηδων και των χριστιανών Ελλήνων, αν και οι περισσότεροι Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές, στην Δυτική Μακεδονία.
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς το 1939, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο προπαγάνδας από τους Ιταλούς για να δικαιολογήσουν την εισβολή στην Ελλάδα. Αρκετοί Τσάμηδες κατατάχθηκαν εθελοντικά στον Ιταλικό στρατό, αλλά όταν έγινε ανακατάληψη των εδαφών από τον Ελληνικό στρατό, σχεδόν όλος ο αντρικός πληθυσμός των Τσάμηδων έφυγε στην Αλβανία. Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944), η πλειοψηφία τους συντάχθηκε με τις δυνάμεις του άξονα με αλυτρωτικούς σκοπούς, για την δημιουργία της "Μεγάλης Αλβανίας", και διέπραξε ακρότητες εναντίον των χριστιανών Ελλήνων. Το 1943, οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν σε επιχειρήσεις με τον Ιταλικό στρατό Κατοχής, συγκροτώντας πολιτοφυλακή με Ιταλικές στολές. Το 1943 η περιοχή των Τσάμηδων πέρασε σε Γερμανική Κατοχή και περίπου 300 Έλληνες πολίτες δολοφονήθηκαν από την πολιτοφυλακή των Τσάμηδων.
Στις 17-18 Αυγούστου του 1944 στην μάχη της Μενίνας στην Ήπειρο, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, υπό τις εντολές του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, με στόχο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επίκειται Συμμαχική απόβαση στην Ήπειρο, νίκησαν τους Γερμανούς, που είχαν 86 νεκρούς και αρκετούς αιχμάλωτους ανάμεσα στους οποίους και 9 Τσάμηδες. Σε επόμενες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΔΕΣ στην περιοχή, με την προτροπή της Συμμαχικής Αποστολής, σκοτώθηκαν 1200 ένοπλοι Τσάμηδες που μάχονταν υπέρ των δυνάμεων του Άξονα.
Μετά το τέλος του πολέμου, μαζί με τους αποχωρούντες Γερμανούς, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων διέφυγε στην Αλβανία, και μικρότερος αριθμός στην Τουρκία. Το καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας τους παραχώρησε σπίτια με σκοπό να διασπάσει την συμπαγή παρουσία ελληνικών πληθυσμών στην Βόρεια Ήπειρο. Παράλληλα, περίπου 8.000 Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία, υπό καθεστώς πιέσεων, διέφυγαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Τσάμηδες από τους διαφυγόντες στην Αλβανία συμμετείχαν και στον Δημοκρατικό Στρατό που συγκρότησε το ΚΚΕ κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Στην Ελλάδα, από τους περίπου 20.000 Τσάμηδες που υπήρχαν προπολεμικά στην Θεσπρωτία, σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχαν παραμείνει μόνο 127. Το 1990 μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, οργανώσεις των μουσουλμάνων Τσάμηδων ζήτησαν την επιστροφή τους και την προάσπιση των δικαιωμάτων όσων παρέμεναν στην Ελλάδα, οι οποίοι σύμφωνα με την εθνική απογραφή στις 17/03/1991, ήταν μόνο 56 άτομα σε τρεις κοινότητες.
Η Βενετία (<βενετός <φαινετός <φαίνω [= δείχνω {>φένω, όπως φενάκη} >βένω (φ>β)} + έτης [<έχω} = αυτός που φαίνεται όπως η μέρα, γαλάζιος >Βένετοι στη Στάση του Νίκα) ιδρύθηκε στην βορειοανατολική Ιταλία το 421 μετά την καταστροφή γειτονικών οικισμών από τους Λομβαρδούς. Στις μετατοπίσεις των Ιταλικών συνόρων των επόμενων αιώνων, η Βενετία επωφελήθηκε από την παραμονή της υπό τον έλεγχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και πολύ περισσότερο ως το βορειοδυτικό προπύργιο της κεντρικής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας (Serenissima Repubblica di Venezia, 697-1797), υπήρξε ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα (από το 810) την πόλη της Βενετίας. Επιβίωσε για πάνω από χίλια χρόνια, από τα τέλη του 7ου αιώνα ως το 1797 και αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Η περιοχή όπου βρίσκεται η πόλη της Βενετίας ήταν ένα σύνολο από μικρές λιμνοθάλασσες, που δημιούργησαν φυσικό οχυρό κατά των επιδρομών των Ούννων και των Λομβαρδών, καθώς η επιρροή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 6ο και 7ο αιώνα σταδιακά έφθινε. Τον 8ο αιώνα οι κάτοικοί της, οι Ενετοί (δασυνόμενη λέξη "Ἑνετοί" που προφερόταν "Βενετοί"), εξέλεξαν τον πρώτο τους ηγέτη, τον Ούρσους, ο οποίος εγκρίθηκε από το Βυζάντιο με την απονομή των τίτλων του Υπάτου και του Δούκα και διετέλεσε πρώτος Δόγης της Βενετίας. Η Βενετία άρχισε να αποκτά μεγάλη οικονομική επιρροή στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο από τον 12ο αιώνα. Τα πρώτα προνόμια από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία τα απέκτησε επί Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, όμως από την εποχή των Κομνηνών η επικράτησή της υπήρξε αναμφισβήτητη. Γλώσσες που μιλούσαν ήταν τα Λατινικά, Βενετικά, Ιταλικά, Ελληνικά και Σλαβικά. Θρησκεία είχαν την Καθολική, αλλά και την Ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού και νόμισμα ήταν η βενετική λίρα.
Κατά τον 13ο αιώνα η Δημοκρατία της Βενετίας ήταν η κατεξοχήν ηγεμονική εμπορική δύναμη της Μεσογείου, ιδίως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ' Σταυροφορία (1204), επιχείρηση στην οποία έπαιξε και η ίδια ουσιαστικό ρόλο. Ιθύνοντες ήταν μεγαλέμποροι και άλλοι ισχυροί του χρήματος, οι οποίοι επιδείκνυαν μεγάλο ενδιαφέρον για την επικράτηση των οικονομικών συμφερόντων τους και εκτός Ιταλίας. Στη βάση της πολιτικής αυτής, η Βενετία, ήδη κυρίαρχη επί πρώην βυζαντινών εδαφών (Κρήτη, Κυκλάδες) διεξήγαγε συνεχείς πολέμους εναντίον της ανταγωνίστριας Δημοκρατίας της Γένοβας (1256-1381), οι οποίοι κατέληξαν σε βενετική νίκη και στη συγκρότηση ενός είδους «οικονομικής αυτοκρατορίας». Κατά τον 15ο αιώνα ήταν συχνός ο αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της έναντι άλλων ιταλικών πόλεων (Φλωρεντία, Μιλάνο, Νάπολη) και ευρωπαϊκών κρατών. Μεταξύ 1463 και 1470 διεξήγαγε πολέμους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κατέληξαν σε ήττα και απώλεια εδαφών από τον ελληνικό χώρο, όπως η Εύβοια.
Ο 16ος αιώνας σήμανε την σταδιακή εμπορική και στρατιωτική παρακμή της Βενετίας, κυρίως λόγω του διαρκούς ανταγωνισμού με τις λοιπές ευρωπαϊκές δυνάμεις και της σταδιακής επικράτησης των Τούρκων στην ελληνική χερσόνησο και το Αιγαίο. Σταθμοί της Βενετοτουρκικής αναμέτρησης υπήρξαν η απώλεια της Κύπρου (1570), η συμμετοχή των Βενετών στη νικηφόρα κατά των Τούρκων Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), η ολική υποταγή της Κρήτης στους Τούρκους (1669), η αρχική επικράτηση των Βενετών στην Πελοπόννησο (1683-1684) και η τελική επιστροφή της στους Τούρκους (1715). Ένας ακόμη σημαντικός λόγος της παρακμής της Βενετίας ήταν η γενικότερη υποβάθμιση του βενετικού ναυτικού εμπορίου στη Μεσόγειο, συνεπεία των γεωγραφικών ανακαλύψεων της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και το άνοιγμα των εμπορικών οδών του Ατλαντικού και του Ινδικού. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες ζωής της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, μοναδικές κτήσεις εκτός Ιταλίας υπήρξαν οι Δαλματικές ακτές και τα Επτάνησα. Το 1797 με την είσοδο του Μεγάλου Ναπολέοντα στη βόρεια Ιταλία και τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο η υπερχιλιετής Δημοκρατία καταλύθηκε. Για περίπου τρεις αιώνες βρέθηκε υπό την κυριαρχία της Αυστρίας μέχρι το 1861, όποτε πέρασε στην κατοχή της Ιταλίας.
Κατά την περίοδο από τον 11o έως τον 13ο αιώνα η ευημερία των ευρωπαϊκών πόλεων εμφανιζόταν αυξημένη. Στη Β. Ιταλία ωστόσο υπήρχε πολιτική αστάθεια εξαιτίας των πολλαπλών πιέσεων που ασκούσαν οι επιδιώξεις της αυτοκρατορικής Γερμανίας από τη μία και οι βλέψεις των παπικών κρατών από την άλλη. Πόλεις που ευημερούσαν μεν αλλά απειλούνταν, προσπάθησαν να αποκτήσουν, μέσω της ενεργητικής συμμετοχής των πολιτών, έλεγχο της ζωής τους διαμορφώνοντας ένας είδος διακυβέρνησης με αρκετά δημοκρατικά χαρακτηριστικά που έμεινε στην ιστορική γλώσσα ως μεσαιωνική κομμούνα ή κοινότητα. Στα πρώτα χρόνια σε αυτές τις κοινότητες συμμετείχαν ή μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι άρρενες ελεύθεροι πολίτες σε μια συνάθροιση γνωστή ως «αρένγκο» (arengo). Έτσι το πολίτευμα του κράτους της Βενετίας διαμορφώθηκε σε μια ιδιότυπη μορφή περιορισμένης δημοκρατίας, με την αμεσότητα της γενικής συνέλευσης, ενσωματωμένη σε ένα σύστημα διακυβέρνησης επί της ουσίας ολιγαρχικό. Το σύστημα αυτό λειτουργούσε ιεραρχικά βάσει της πυραμίδας: Δόγης, Συμβούλιο των Δουκών (Collegio), Σαράντα και Σύγκλητος (Pragedi), Μέγα Συμβούλιο (Maggior Consiglio) και Γενική Λαϊκή Συνέλευση. Η «αρένγκο» όριζε στη συνέλευσή της έναν ισόβιο δόγη και δύο τριβούνους (δημάρχους) για να τον βοηθούν. Ο δόγης είχε απόλυτη εκτελεστική εξουσία, μόνο αν εξασφάλιζε την αποδοχή της πολυπληθούς και δυναμικής συνέλευσης. Όπως ήταν φυσικό οι δόγηδες επιχείρησαν να διαμορφώσουν δυναστείες, οι οποίες εξέπεσαν κατόπιν λαϊκών εξεγέρσεων, με αποτέλεσμα μεταξύ του 804 και του 1032 να έχουν εξοριστεί ή δολοφονηθεί 6 δόγηδες.
Το 1297 συντελέστηκαν σημαντικές πολιτειακές αλλαγές με τις οποίες ενισχύθηκε η εξουσία της οικονομικής αριστοκρατίας και περιορίστηκαν οι ελευθερίες των πολιτών. Η αλλαγή αυτή προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις και τελικά οδήγησε στη σύσταση του τρομερού «Συμβουλίου των Δέκα», οργάνου ασφαλείας, το οποίο χρησιμοποιούσε και τρομοκρατία για την επίτευξη των στόχων του. Κατά τον 15ο αιώνα διατηρήθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί, αλλά και ο έλεγχος της εξουσίας από ισχυρές εμπορικές οικογένειες. Αξιοσημείωτη είναι και η πολιτιστική άνθηση που εκδηλώθηκε στην Βενετία (μουσική, τέχνες), συνέπεια της γενικότερης πνευματικής ανόδου της Ιταλίας σε αυτή την περίοδο.
Κατά την επανάκτηση των Ιταλικών κτήσεων από τον Ιουστινιανό, η Βενετία ήταν ένα σημαντικό οχυρό για το Αυτοκρατορικό Εξαρχάτο της Ραβέννας. Το πολιτικό κέντρο του εξαρχάτου και οι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας βρίσκονταν στη Ραβέννα. Οι δευτερεύοντες στρατιωτικοί αξιωματούχοι, που ήταν οι εκπρόσωποί τους στην Ενετική λιμνοθάλασσα, ονομάζονταν χιλίαρχοι (tribuni) και μόλις το 697 η λιμνοθάλασσα απέκτησε ξεχωριστή στρατιωτική διοίκηση υπό έναν δούκα (Δόγης). Παρά την εκλογή του πρώτου δόγη, στοιχεία υποτέλειας, όπως τιμές και παράσημα από τον αυτοκράτορα στο δόγη, δείχνουν πως η Βενετία λογιζόταν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ακόμη και μετά την κατάληψη της Ραβέννας από τους Λομβαρδούς. Παρά τη σύναψη της Ειρήνης του Νικηφόρου (Pax Nicephori, 803), η οποία αναγνώριζε τη Βενετία ως βυζαντινό έδαφος, η επιρροή του βυζαντινού αυτοκράτορα άρχισε σταδιακά να εξασθενίζει. Μέχρι το έτος 814, η Βενετία είχε αρχίσει να λειτουργεί ως πλήρως ανεξάρτητη δημοκρατία. Ακόμη και έτσι όμως, η Βενετία έγινε εταίρος της Αυτοκρατορίας, και της παραχωρήθηκαν εμπορικά προνόμια από τον αυτοκράτορα μέσω συμφωνιών, όπως η Βυζαντινο–Ενετική Συνθήκη του 1082.
Η Τέταρτη Σταυροφορία (1202–1204) σκόπευε αρχικά στην εισβολή σε Μουσουλμανικές περιοχές, αλλά οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα την άλωσή της και την προσωρινή διάλυση της Αυτοκρατορίας. Καθώς η Βενετία ήταν ένα από τα συμμετέχοντα κράτη στη Σταυροφορία, οι σχέσεις της με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εντάθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Ακόμη, αναγορεύοντας τον εαυτό του "Κύριο του ενός τετάρτου και μισού ολόκληρης της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας", ο τότε Δόγης της Βενετίας, Ερρίκος Δάνδολος, συνέβαλε στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Προσπάθειες για βελτίωση των σχέσεων, για παράδειγμα μέσω της Συνθήκη του 1219, απεδείχθησαν ανεπιτυχείς. Μια περίοδος φιλικών σχέσεων ακολούθησε μόνο μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς το 1282, όταν η Βενετία, προβλέποντας την πτώση του Γάλλου βασιλιά της Σικελίας Καρόλου του Ανδεγαυικού, άρχισε να συγκροτεί στενότερες σχέσεις με το Βυζάντιο. Η Βενετία είχε δεσμευτεί μέσω συνθήκης με τον Κάρολο εναντίον του Βυζαντίου το 1281.
Η Βενετοκρατία (βενετική κυριαρχία) στον ελλαδικό χώρο άρχισε στις 13 Απριλίου του 1204 όταν κατακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Βενετούς και Φράγκους ιππότες στην διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας. Στην πρώτη περίοδο, μέχρι το 1311, η Ενετοκρατία συμβάδιζε με τη Φραγκοκρατία. Οι Βενετοί πήραν στην κατοχή τους νευραλγικά σημεία και εμπορικούς σταθμούς και λιμάνια στα ανατολικά Βαλκάνια ανάμεσα στα οποία το Δυρράχιο, τα Επτάνησα, τη Ναύπακτο, την Πύλο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Πάτρα, την Κόρινθο, το Άργος, το Ναύπλιο, την Κρήτη, την Κάρπαθο και Κάσο, την Αστυπάλαια, τις Κυκλάδες, την Αθήνα, την Εύβοια, την Τένεδο, την Καλλίπολη, τη Ραιδεστό. Στον Εύξεινο Πόντο, την Cetatea Alba (το Belgorod της σημερινής Μολδαβίας) και την Τάνα (στην Αζοφική Θάλασσα). Επίσης τα 3/8 της Κωνσταντινούπολης συμπεριλαμβανομένης και της Αγίας Σοφίας. Αργότερα στις κτήσεις αυτές προστέθηκε και η Κύπρος το 1489, δημιουργώντας την πρώτη αποικιακή «αυτοκρατορία» του Μεσαίωνα.
Τα Επτάνησα υπήρξαν θαλάσσιες υπερπόντιες κτήσεις της Ενετικής Δημοκρατίας από τα μέσα του 14ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Η κατάκτηση των νησιών ήταν σταδιακή. Το πρώτο νησί που κατακτήθηκε ήταν τα Κύθηρα και το γειτονικό νησίδιο των Αντικυθήρων το 1363. Είκοσι τρία χρόνια μετά, το 1386, το νησί της Κέρκυρας εντάχθηκε εκουσίως στις κτήσεις της Βενετίας. Έπειτα από έναν περίπου αιώνα, οι Ενετοί κατέλαβαν τη Ζάκυνθο το 1485, την Κεφαλονιά το 1500 και την Ιθάκη το 1503. Η κατάληψη των Επτανήσων ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση της Λευκάδας το 1718. Τα νησιά παρέμειναν υπό ενετική διοίκηση μέχρι τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας από το Ναπολέοντα Βοναπάρτη, το 1797. Κάποια στοιχεία του Ενετικού πολιτισμού, όπως η Ιταλική γλώσσα, που ήταν πάντα δημοφιλής στα νησιά, ενσωματώθηκαν στο Επτανησιακό ήθος.
α. Τα Επτάνησα την εποχή της Ρώμης και του Βυζαντίου
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα Επτάνησα ήταν μέρος διαφορετικών ρωμαϊκών επαρχιών της Αχαΐας και της Παλαιάς Ηπείρου. Τελικά τα νησιά, με εξαίρεση τα Κύθηρα, σχημάτισαν το βυζαντινό θέμα της Κεφαλληνίας, στα τέλη του 8ου αιώνα. Από τα τέλη του 11ου αιώνα, τα Επτάνησα έγιναν πεδίο μάχης στους πολέμους μεταξύ των Βυζαντινών και των Νορμανδών. Το νησί της Κέρκυρας ανήκε στους Νορμανδούς στις περιόδους 1081-1085 και 1147–1149, ενώ οι Ενετοί το πολιόρκησαν ανεπιτυχώς το 1122–1123. Το νησί της Κεφαλονιάς πολιορκήθηκε και αυτό ανεπιτυχώς το 1085, αλλά λεηλατήθηκε το 1099 από την Πίζα και το 1126 από τους Ενετούς. Τελικά, η Κέρκυρα και το υπόλοιπο θέμα, εκτός της Λευκάδας, καταλήφθηκαν από τους Νορμανδούς υπό τον Γουλιέλμο Β' της Σικελίας το 1185. Παρά το γεγονός ότι η Κέρκυρα επανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1191, το Βυζάντιο έχασε εφεξής τα υπόλοιπα νησιά, τα οποία σχημάτισαν την Παλατινή Κομητεία της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου υπό τον Έλληνα ναύαρχο του Γουλιέλμου, Μαργαριτώνη.
Μετά την Δ Σταυροφορία και την υπογραφή της συνθήκης διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), η Κέρκυρα βρέθηκε υπό Ενετική κυριαρχία. Ωστόσο, το 1207, ο δόγης Πιέτρο Τζάνι παραχώρησε το νησί ως φέουδο σε δέκα Ενετούς αριστοκράτες, με την προϋπόθεση ότι θα επιδείξουν αφοσίωση στη Βενετική Δημοκρατία και ότι θα πληρώνουν φόρους. Η Κέρκυρα όμως πέρασε στα χέρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου γύρω στο 1214 και κατακτήθηκε το 1257 από τον Μάνφρεντ της Σικελίας, ο οποίος τοποθέτησε εκεί επικεφαλής των ανατολικών κτήσεών του τον ναύαρχο Φιλίπ Σινάρ. Εντούτοις, μετά την ήττα του Μανφρέντ στη Μάχη του Μπενεβέντο και την υπογραφή της Συνθήκης του Βιτέρμπο στις 27 Μαΐου 1267, η Κέρκυρα έγινε κτήση του Ανδεγαυικού Βασιλείου της Νάπολης. Εν τω μεταξύ, τα υπόλοιπα νησιά συνέχισαν να αποτελούν μέρος της Παλατινής Κομητείας, το οποίο κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του εξουσιαζόταν από τρεις οικογένειες: την οικογένεια των Ορσίνι, τον Οίκο των Ανδεγαυών και την οικογένεια των Τόκκων. Η διοίκηση των Τόκκων κυβέρνησε επί 122 χρόνια, μέχρι το 1479, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη.
β. Ενετική κατοχή
Στις 13 Φεβρουαρίου 1386 η Κέρκυρα, με οικειοθελή απόφαση των κατοίκων της, έγινε για ακόμη μια φορά Ενετική κτήση, και αυτή τη φορά παρέμεινε υποτελής μέχρι το τέλος του ενετικού κράτους. Στις 10 Μαΐου, οι Κερκυραίοι διόρισαν πέντε πρεσβευτές να θέσουν τις υπηρεσίες τους στην Ενετική Γερουσία. Οι Οθωμανοί έκαναν αρκετές προσπάθειες να καταλάβουν την Κέρκυρα, η πρώτη από τις οποίες ήταν το 1537. Αυτή η επίθεση οδήγησε τη Βενετία σε συμμαχία με τον Πάπα και τον Κάρολο Κουίντο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γνωστή και ως Ιερή Συμμαχία. Μία άλλη ανεπιτυχής επίθεση των Οθωμανών έγινε τον Ιούλιο του 1716.
Μετά το διαμελισμό των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204, τα Κύθηρα έπεσαν σε Βενετικά χέρια· Η Βενετία έστειλε εκεί το Μάρκο Βενιέρι, το 1207. Τα Κύθηρα και τα γειτονικά Αντικύθηρα αποτέλεσαν μέρος του Ενετικού κράτους (Stato da Mar) το 1363, και παρέμειναν σ’ αυτό μέχρι μια διακοπή από την τρίχρονη τουρκική κατοχή, μεταξύ 1715 και 1718. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς, το 1718, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα πέρασαν στην Ενετική Δημοκρατία και έμειναν υπό την κυριαρχία της μέχρι την διάλυσή της το 1797.
Η τουρκική κατοχή των τριών νησιών της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου και της Ιθάκης ήταν βραχύβια. Το 1481, δύο χρόνια μετά την έναρξη της Τουρκικής κατοχής, ο Αντόνιο Τόκκο, εισέβαλε και κατέλαβε για λίγο την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, αλλά σύντομα απομακρύνθηκε από τους Ενετούς. Η Ζάκυνθος επανακτήθηκε επίσημα από τους Ενετούς το 1485. Έπειτα η Κεφαλονιά, μετά από δεκαέξι χρόνια τουρκικής κατοχής (1484–1500), εντάχθηκε στο Ενετικό κράτος (Stato da Mar) στις 24 Δεκεμβρίου 1500. Τελικά η Ιθάκη, ακολουθώντας την τύχη της Κεφαλονιάς, καταλήφθηκε από τους Ενετούς το 1503.
Η Λευκάδα, τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου από την ίδρυσή του το 1205, που λεγόταν τότε και Αγία Μαύρα, εντάχθηκε στην Παλατινή Κομητεία της Κεφαλονιάς το 1362. Ακολουθώντας την τύχη των υπόλοιπων κεντρικών Επτανήσων, καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1479 και έπειτα από τους Ενετούς το 1502. Ωστόσο, αυτή η Ενετική κατοχή δεν κράτησε για πολύ, καθώς η Λευκάδα δόθηκε πίσω στους Οθωμανούς ένα χρόνο αργότερα. Η Τουρκική κατοχή της Λευκάδας διάρκεσε πάνω από 200 χρόνια, από το 1479 έως το 1684, όταν ο Φραντζέσκο Μοροζίνη επιτέθηκε και υπέταξε το νησί στη διάρκεια του Πολέμου του Μορέα. Η Λευκάδα, ωστόσο, δεν έγινε επίσημα Ενετική μέχρι το 1718, με την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς.
γ. Τα Επτάνησα υπό Γαλλική και Αγγλική κατοχή
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης κήρυξε πόλεμο ενάντια στη Βενετία στις 3 Μαΐου 1797. Η υπογραφή της Συνθήκης του Καμποφόρμιο, στις 17 Οκτωβρίου 1797, συντέλεσε στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας και στο διαμελισμό των εδαφών της μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστρίας. Τα εδάφη του Terraferma μέχρι τον ποταμό Αδίγης, η ίδια η πόλη και οι βαλκανικές κτήσεις της Ίστριας και της Δαλματίας παραχωρήθηκαν στην Αυστρία. Τα Επτάνησα, τμήμα των θαλάσσιων κτήσεων, παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Ο Ναπολέων οργάνωσε τα νησιά σε τρία διαμερίσματα (départements): Corcyre, Ithaque, και Mer-Égée. Το πρώτο διαμέρισμα συμπεριλάμβανε την Κέρκυρα και τους Παξούς, καθώς επίσης και τις πρώην Βενετικές κτήσεις της Βουθρωτού και της Πάργας που βρίσκονται στην Ήπειρο. Το δεύτερο αποτελείτο από τα νησιά της Κεφαλονιάς, της Ιθάκης και της Λευκάδας, ενώ η Ζάκυνθος και τα Κύθηρα ήταν τμήμα του τρίτου διαμερίσματος. Η Γαλλική κατοχή, ωστόσο, δεν διάρκεσε πολύ, καθώς η Ρωσική Αυτοκρατορία συμμάχησε με την Οθωμανική το Σεπτέμβριο του 1798, και το 1799 μία Ρωσο-Οθωμανική ναυτική εκστρατεία κατέλαβε τα νησιά. Με την υπογραφή μιας συνθήκης μεταξύ της Ρωσίας και της Υψηλής Πύλης στις 21 Μαρτίου 1800, ιδρύθηκε μία ανεξάρτητη νησιωτική δημοκρατία υπό την προστασία και των δύο αυτοκρατοριών. Το όνομα του νέου κράτους συμφωνήθηκε να είναι "Επτάνησος Πολιτεία" και περιελάμβανε όλα τα εδάφη των τριών πρώην γαλλικών διαμερισμάτων, εξαιρουμένων των ηπειρωτικών κτήσεων της Πάργας, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και του Βουθρωτού. Με τη Συνθήκη του Τιλσίτ το 1807, τα νησιά δόθηκαν πάλι στη Γαλλία από τη Ρωσία. Τον Οκτώβριο του 1809, η Μεγάλη Βρετανία έλαβε υπό την κατοχή της όλα τα νησιά εκτός της Κέρκυρας, η οποία παραδόθηκε από τους Γάλλους το 1814. Το 1815, τα Επτάνησα έγιναν Βρετανική αποικία υπό το όνομα Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων και παρέμειναν προτεκτοράτο του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1815 μέχρι το 1864.
δ. Ενετική Διοίκηση
Πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής των Επτανήσων ήταν ο Γενικός Προβλεπτής της Θάλασσας (Provveditore generale da Mar), ο οποίος διέμενε στη Κέρκυρα και είχε την ανώτατη ηγεσία του ένοπλου Ενετικού στόλου. Τα πρώτα χρόνια της Ενετικής κυριαρχίας ο Προβλεπτής εκλεγόταν μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης και σε μερικές περιστάσεις εν καιρώ ειρήνης και διοριζόταν ως "Γενικός Προβλεπτής των Τριών Νήσων" (Provveditore generale delle tre Isole).
Οι αρχές σε κάθε νησί διακρίνονταν σε δύο είδη: στις Ενετικές, που καταλαμβάνονταν από Ενετούς και αντιπροσώπευαν το κυρίαρχο κράτος και την πολιτική και στρατιωτική του δύναμη πάνω στα νησιά και οι εγχώριες αρχές που διορίζονταν από το Κοινοτικό Συμβούλιο (Consiglio della Comunità). Οι Ενετοί διορίζονταν από το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας. Υπήρχαν τρεις αξιωματούχοι που συγκροτούσαν τη «διοίκηση» (reggimento) κάθε νησιού. Ο επικεφαλής του reggimento είχε τον τίτλο του Προβλεπτή (Provveditore) σε όλα τα νησιά εκτός της Κέρκυρας, όπου ονομαζόταν Βάϊλος (Bailo). Τους τίτλους αυτούς μπορούσαν να κατέχουν μόνο ευγενείς. Οι κατώτεροι Ενετοί αξιωματούχοι ήταν οι σύμβουλοι (consiglieri), δύο σε κάθε νησί, που εκτελούσαν διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα μαζί με τον Προβλεπτή (Provveditore) κάθε νησιού. Οι αρμοδιότητες του Προβλεπτή (Provveditore) περιελάμβαναν επίσης ασφάλεια από εχθρικές επιδρομές, φορολόγηση, θρησκευτικά και άλλα θέματα. Οι εγχώριες αρχές σε κάθε νησί περιελάμβαναν το Μεγάλο Συμβούλιο (Consiglio Maggiore) και το Μικρό Συμβούλιο (Consiglio Minore), το οποίο απαρτιζόταν από μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.
Υπήρχαν δέκα φρούρια συνολικά σε όλα τα νησιά, με ένα σε κάθε νησί που χρησίμευε ως πρωτεύουσα. Στην Κέρκυρα, παρά ταύτα, υπήρχαν τρία φρούρια· δύο μέσα στην πόλη της Κέρκυρας (Παλαιό και Νέο Φρούριο, Fortezza Vecchia και Fortezza Nuova) και το Αγγελόκαστρο. Στην Κεφαλονιά υπήρχαν δύο, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου ή Φρούριο της Κεφαλονιάς (Città di Cefalonia) και το Φρούριο της Άσσου (Fortezza d'Asso) στο βόρειο μέρος.
ε. Οικονομία
Η επτανησιακή οικονομία κατά την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εξαγωγή τοπικών προϊόντων. Το νόμισμα ήταν η Βενετική λίρα, όπως και στη Βενετία. Σε όλα τα νησιά ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα που εξάγονταν ήταν το ελαιόλαδο. Ελαιώνες είχαν φυτευτεί σε όλα τα νησιά κατά τη διάρκεια της Ενετικής περιόδου, καθώς το ελαιόλαδο ήταν σημαντικό για την οικονομία της Βενετίας. Παρά το γεγονός ότι η παραγωγή ήταν επιτυχής, το κράτος επέτρεπε την εξαγωγή του ελαιολάδου μόνο στη Βενετία. Στατιστικά στοιχεία για τα έτη 1766-1770 δείχνουν ότι υπήρχαν 1,905,917 ελιές στην Κέρκυρα, 113,161 στη Ζάκυνθο, 38,516 στην Κεφαλονιά, 44,146 την Λευκάδα και 31,884 στα Κύθηρα.
Μολαταύτα, η εξαγωγή σταφίδας ήταν το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν κατά την Ενετική περίοδο. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά και ένα μέρος της Ιθάκης είχαν γίνει ένα σημαντικό κέντρο του εμπορίου σταφίδας Εξαιτίας του άγριου ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Μ.Βρετανίας, οι Ενετοί απαγόρευσαν την ελεύθερη εξαγωγή σταφίδας από τα νησιά. Ένα άλλο μέτρο ήταν ένας βαρύς εξαγωγικός δασμός (nuova imposta) για τα ξένα πλοία.
στ. Κοινωνική δομή και Δημογραφία
Η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν ίδια με αυτή της Βενετίας. Ο πληθυσμός χωριζόταν σε τρεις τάξεις, στους αριστοκράτες (nobili), στους αστούς (citadini) και στους απλούς ανθρώπους (populari). Όταν τα κεντρικά Επτάνησα καταλήφθηκαν από τους Ενετούς, ο πληθυσμός τους ήταν πολύ μικρός. Η Ιθάκη ήταν τελείως ακατοίκητη. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, πραγματοποιήθηκε στα νησιά ένας μικρός εποικισμός. Ρωμαιοκαθολικοί Ιταλοί από τις ηπειρωτικές ιταλικές κτήσεις (Terraferma) και Ορθόδοξοι Έλληνες από τις υπερπόντιες κτήσεις (Stato da Mar) μεταφέρθηκαν στα νησιά ως μέρος του εποικισμού. Ο πληθυσμός τελικά αυξήθηκε και την περίοδο 1765-1766 είχε φτάσει τους 111.439 κατοίκους, ενώ το 1780, ο πληθυσμός των νησιών ήταν 150.908. Δεκατέσσερα χρόνια μετά υπήρχαν 155.770 κάτοικοι σε όλα τα Επτάνησα (έναντι 254.494 κατοίκων το 1907).
ζ. Θρησκεία
Οι Βενετοί, ως Καθολικοί, διατήρησαν τα προνόμια που απολάμβανε ο Καθολικός κλήρος στα νησιά από την περίοδο της Παλατινής Κομητείας. Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν ήταν μεγάλη κοινότητα και, κατά την Ενετική περίοδο, ήταν κυρίως συγκεντρωμένοι στην Κέρκυρα και στην Κεφαλονιά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απόγονοι Ιταλών εποίκων, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις αλλαγής δόγματος από ορθόδοξους. Σύμφωνα με το νόμο, οι Έλληνες Ορθόδοξοι ιερείς και μοναχοί έπρεπε να δέχονται τους Καθολικούς ως ανωτέρους τους, ωστόσο οι Βενετοί έβαζαν τα συμφέροντα του κράτους τους πάνω από τα συμφέροντα του Βατικανού. Επιπλέον, οι μεικτοί γάμοι μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων Χριστιανών ήταν επιτρεπτοί. Αυτοί ήταν οι δύο κυριότεροι παράγοντες για την παρακμή του Καθολικισμού στα Επτάνησα. Οι Εβραίοι, επίσης τοπική θρησκευτική ομάδα στα νησιά κατά την Ενετική περίοδο, ήταν ακόμη λιγότεροι σε αριθμό από ό,τι οι Καθολικοί. Το 1797 ο πληθυσμός των Εβραίων στην Κέρκυρα φαίνεται πως ήταν μόλις 2.000 και πρωτοεγκαταστάθηκαν εκεί από τον 12ο-13ο αιώνα. Στην Κεφαλονιά στοιχεία Εβραϊκής παρουσίας στην παλαιά πρωτεύουσα, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, υπήρχαν από τις αρχές του 17ου αιώνα. Όταν η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε στο Αργοστόλι, οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν εκεί.
η. Γλώσσα και εκπαίδευση
Κατά την Ενετική εποχή, όλες οι διοικητικές πράξεις συντάσσονταν στη Βενετική γλώσσα (διάλεκτος της Ιταλικής), που ήταν επίσημη γλώσσα του κράτους. Η ελληνική γλώσσα εξακολούθησε να ομιλείται από τους χωρικούς, ενώ τα Βενετικά υιοθετήθηκαν από την ανώτερη τάξη και ήταν συνηθισμένα στις πόλεις. Έτσι, η Βενετική γλώσσα έγινε, αν όχι η κυρίαρχη γλώσσα των Επτανησίων, τουλάχιστον η πιο συχνή. Οι Βενετοί δεν έκαναν πολλά στον τομέα της εκπαίδευσης, κυρίως γιατί η μόρφωση δεν ήταν κρατική υπόθεση αλλά ιδιωτική, επιλογή που ήταν μέρος της αποικιακής τους πολιτικής. Άνθρωποι που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, (των ευγενών και των αστών) ήταν περισσότερο πιθανόν να είναι μορφωμένοι και να έχουν σπουδάσει σε ένα ιταλικό πανεπιστήμιο, και ιδίως στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Η πρώτη λογοτεχνική ακαδημία στα νησιά, η Accademia degli Assicurati, που ιδρύθηκε στην Κέρκυρα το 1656 από ιδιώτες, βασίστηκε στις ακαδημίες που λειτουργούσαν εκείνη την περίοδο στη Μητρόπολη.
Εξαιτίας της μακράς Ενετικής περιόδου κατοχής, τα ήθη και οι παραδόσεις των κατοίκων των Επτανήσων επηρεάστηκαν σε κάποιο βαθμό από τα Ιταλικά. Τον πρώτο χρόνο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, παραδείγματος χάρη, τα Ελληνικά διδάσκονταν τέσσερις φορές την εβδομάδα, τα Ιταλικά τρεις και τα Αγγλικά δύο. Στην ελληνική απογραφή του 1907, 4.675 άτομα από τα Επτάνησα δήλωσαν ως δόγμα τους τον Καθολικισμό, δηλαδή το 1,8% του συνολικού πληθυσμού (που ήταν 254.494), ενώ 2.541 (1%) Επτανήσιοι δήλωσαν την Ιταλική ως τη μητρική τους γλώσσα, κάνοντάς την δεύτερη γλώσσα στα Επτάνησα σε αριθμό ομιλητών.
Το Βασίλειο του Μορέως (Regno di Morea) ήταν το επίσημο όνομα που έδωσε η Δημοκρατία της Βενετίας στην Πελοπόννησο (η οποία ήταν ευρύτερα γνωστή ως Μοριάς μέχρι τον 19ο αιώνα, <αμόριος, αμορία <ανόρειος {ή ανόριος} = χωρίς βουνά {διότι η βορειοδυτική Πελοπόννησος είναι πεδινή}), κατά την περίοδο 1688-1715, όταν αυτή ήταν υπερπόντια κτήση της Βενετίας. Οι Βενετοί κατέλαβαν την Πελοπόννησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα πρώτα στάδια του Πολέμου του Μορέως (Βενετοτουρκικός Πόλεμος 1684-1699, υπό τον Φραγκίσκο Μοροζίνη). Οι Βενετοί προσπάθησαν με επιτυχία να αναπτύξουν τη χώρα, που είχε ερημωθεί από τον πόλεμο, και να αναζωογονήσουν την γεωργία και την οικονομία της, αλλά δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν την αφοσίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσουν την νέα τους κτήση στρατιωτικά. Ως εκ τούτου, ανακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς μετά από μια σύντομη εκστρατεία, υπό τον Αλή Κιουμουρτζή, τον Ιούνιο-Σεπτέμβριο του 1715.
Μνημοτεχνικά υπενθυμίζεται ότι για την τελική επικράτηση στην Πελοπόννησο έγιναν επτά πόλεμοι ανάμεσα στη Βενετία και την Τουρκία, με εκατέρωθεν απώλειες και ανακτήσεις, ως εξής:
1463-69 Α Ενετοτουρκικός πόλεμος για την Πελοπόννησο,
1499-02 Β Ενετοτουρκικός πόλεμος (Οι Τούρκοι στη Μεθώνη, Κορώνη)
1537-40 Γ Ενετοτουρκικός πόλεμος (Τούρκοι σε Ναύπλιο, Μονεμβασιά)
1570-73 Δ Ενετοτουρκικός πόλεμος (Οι Τούρκοι στην Κύπρο)
1645-69 Ε Ενετοτουρκικός πόλεμος (Οι Τούρκοι στην Κρήτη)
1684-99 ΣΤ Ενετοτουρκικός πόλεμος (Οι Ενετοί στην Πελοπόννησο)
1714-18 Ζ Ενετοτουρκικός πόλεμος (Οι Τούρκοι στην Πελοπόννησο).
α. Ενετική κατοχή
Η Βενετία είχε μακρά ιστορία αλληλεπίδρασης με τον Μοριά που χρονολογείται από τον απόηχο της Τέταρτης Σταυροφορίας (1203-1204), όταν απέκτησε τον έλεγχο των παράκτιων φρουρίων της Μεθώνης και της Κορώνης, το Ναύπλιο και το Άργος. Αυτά τα φρούρια παρέμειναν υπό βενετική κυριαρχία και όταν η υπόλοιπη Πελοπόννησος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1460, αλλά χάθηκαν σταδιακά κατά τους Α, Β και Γ Βενετοτουρκικούς πολέμους (1463-69, 1499-1502, 1537-40). Σε διαδοχικές συγκρούσεις οι Οθωμανοί κατέκτησαν τις άλλες εναπομείνασες βενετικές υπερπόντιες κτήσεις, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου (Δ Βενετοτουρκικός πόλεμος 1570-73) και της Κρήτης (Ε Ενετοτουρκικός πόλεμος 1645-69) μετά από παρατεταμένο αγώνα που έληξε το 1669.
Το 1684, μετά την ήττα των Οθωμανών κατά τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης, η Βενετία εντάχθηκε στην Ιερά Συμμαχία και κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπό την ηγεσία του τον Φραντζέσκο Μοροζίνη, ο οποίος είχε ηγηθεί της άμυνας του Χάνδακα, πρωτεύουσας της Κρήτης, οι Βενετοί εκμεταλλεύτηκαν την οθωμανική αδυναμία και γρήγορα κατέλαβαν το νησί της Λευκάδας (Αγία Μαύρα) το 1684. Τον επόμενο χρόνο, ο Μοροζίνης αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και μέσα σε δύο χρόνια, με τη βοήθεια του τοπικού ελληνικού πληθυσμού, πήρε τον έλεγχο της χερσονήσου και των φρουρίων της. Η επόμενη ενετική εκστρατεία στην ανατολική Στερεά Ελλάδα κατάφερε να κατακτήσει την Αθήνα, αλλά απέτυχε μπροστά στα τείχη του Νεγκροπόντε (Χαλκίδα). Στη συνέχεια η σύγκρουση κατέληξε σε αδιέξοδο, με επιδρομές και αντεπιδρομές και από τις δύο πλευρές, μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Κάρλοβιτς (1699) μεταξύ των Οθωμανών και της Ιεράς Συμμαχίας, οι όροι της οποίας στην Ελλάδα άφησαν το Μοριά, την Λευκάδα και το νησί της Αίγινας στα χέρια των Ενετών.
β. Διοίκηση
Ήδη από το 1688, με τον έλεγχό τους στη χώρα σχεδόν ολοκληρωμένο, οι Βενετοί όρισαν τον Τζάκομο Κορνέρ κυβερνήτη («γενικό προβλεπτή» ή «γενικό προνοητή») του Μοριά για τη διαχείριση των νέων εδαφών. Το έργο που αντιμετώπισε ήταν δύσκολο, λόγω της μαζικής εξόδου του πληθυσμού με τον ερχομό του πολέμου. 656 από 2.115 χωριά είχαν ερημωθεί, σχεδόν όλος ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε εγκαταλείψει τη χερσόνησο για Οθωμανικά εδάφη, ενώ ακόμη και πόλεις όπως η Πάτρα, η οποία αριθμούσε 25.000 κατοίκους πριν από τον πόλεμο, είχε τώρα μόλις 1.615. Εξαιρουμένης της Κορινθίας και της αυτόνομης Μάνης, οι Βενετοί καταμέτρησαν μόνο 86.468 κατοίκους το 1688, από έναν προπολεμικό πληθυσμό 200.000 κατοίκων. Υπό την εποπτεία του Κορνέρ, μια επιτροπή τριών γερουσιαστών (Τζερόνιμο Ρενιέρ, Ντομένικο Γκρίτι, Μαρίνο Μιχαήλ) στάλθηκε στο Μοριά για να αναδιοργανώσει την επαρχιακή διοίκηση, να αναζωογονήσει τις τοπικές αρχές, να καταρτίσει κτηματολόγιο και να ρυθμίσει κτηματικές διαφορές. Η επιτροπή χώρισε την χερσόνησο σε τέσσερις επαρχίες:
Ρωμανίας, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania), και τα τερριτόρια του Άργους, Κορίνθου, Τρίπολης, Αγίου Πέτρου και Τσακωνιάς.
Λακωνίας, με πρωτεύουσα την Μονεμβασιά (Malvasia), και τα τερριτόρια των Μυστρά, Βορδονίων, Κελεφά, Πασσαβά και Ζαρνάτας.
Μεσσηνίας, με πρωτεύουσα το Ναυαρίνο (Navarino), και τα τερριτόρια της Μεθώνης, Κορώνης, Ανδρούσας, Καλαμάτας, Λεονταρίου, Καρύταινας, Φαναρίου, Κυπαρισσίας και Ναυαρίνου.
Αχαΐας, με πρωτεύουσα την Πάτρα (Patrasso), και τα τερριτόρια της Βοστίτσας, Καλαβρύτων, Γαστούνης και Πάτρας.
Κάθε επαρχία εξουσιαζόταν από έναν «προνοητή» (provveditore), που ήταν επικεφαλής της πολιτικής και στρατιωτικής αρχής, και είχε βοηθό έναν «ρέκτορα» (rettore) επιφορτισμένο με τη δικαιοσύνη και έναν «καμερλίνγκο» (camerlingo) υπεύθυνο των οικονομικών υποθέσεων. Στο «Βασίλειο του Μορέως» ενσωματώθηκε επίσης η διοίκηση των νησιών Κύθηρα (Τσιρίγο) και Αντικύθηρα (Cerigotto), στη νοτιοανατολική ακτή της Πελοποννήσου, που ήταν στα χέρια των Ενετών ήδη από το 1204.
Ο κατάλογος των Γενικών Προβλεπτών του Μορέως έχει ως εξής:
Τζάκομο Κορνέρ (1688-1690)
Αντόνιο Ζένο (1690-1694)
Μαρίνο Μιτσέλ (1694-1695)
Αγκοστίνο Σαγκρέντο (1695-1697)
Πάολο Νάνι (1697)
Φραντσέσκο Γκριμάνι (1698-1701)
Τζάκομο ντα Μόστο (1701-1703)
Αντόνιο Νάνι (1703-1705)
Άντζελο Ίμο (1705-1708)
Μάρκο Λορεντάν (1708-1711)
Αντόνιο Λορεντάν (1711-1714)
Αλεσάντρο Μπον (1714-1715)
γ. Οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη
Για να φέρουν οικονομική ανάπτυξη στην νέα τους κτήση οι Βενετοί θέσπισαν κίνητρα για να προσελκύσουν μετανάστες από άλλα ελληνικά εδάφη, με το δέλεαρ παραχωρήσεων γης. Αυτοί ήρθαν κυρίως από την Αττική, αλλά και από άλλα μέρη της κεντρικής Ελλάδας που υπέφεραν από τον πόλεμο. 2.000 Κρητικοί, αλλά και καθολικοί Χιώτες, Ενετοί πολίτες από τα Επτάνησα, μετανάστευσαν στην Πελοπόννησο. Επιπλέον 1.317 μουσουλμανικές οικογένειες έμειναν πίσω, ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό και τους δόθηκε γη ή άλλες παραχωρήσεις. Ως αποτέλεσμα αυτών των μέτρων, ο πληθυσμός ανέκαμψε με ταχύτατους ρυθμούς. Εξαιρουμένης της Μάνης, στα Ενετικά μητρώα καταγράφηκαν 97.118 κάτοικοι το 1691, 116.000 έναν χρόνο αργότερα και 176.844 το 1700. Λόγω των προνομίων που χορηγήθηκαν στον αστικό πληθυσμό, η περίοδος χαρακτηρίστηκε επίσης από εισροή αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις.
Οι Βενετοί άρχισαν μια συντονισμένη προσπάθεια να αναστυλώσουν και να βελτιώσουν την γεωργία και το εμπόριο της χώρας. Έτσι στις οικογένειες εποίκων δόθηκαν 60 στρέμματα στην καθεμία, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες σταφυλιών από τη Γαλλία και την Ιταλία και επιβλήθηκαν φόροι εισαγωγής σε ξένο κρασί, θέτοντας τις βάσεις για την αναβίωση της αμπελουργίας και του εμπορίου σταφίδας με τη Δυτική Ευρώπη. Ελήφθησαν μέτρα για την ανάπτυξη της δασοκομίας, και την εγχώρια βιομηχανία μεταξιού. Εμπόριο γινόταν τόσο με την υπόλοιπη οθωμανική Ελλάδα, καθώς και με την ακτή της Βόρειας Αφρικής, όπου εξάγονταν σταφίδες, δημητριακά, βαμβάκι, ελαιόλαδο, δέρμα, μετάξι και κερί. Ως αποτέλεσμα, τα ετήσια έσοδα από την επαρχία αυξήθηκαν σταθερά από 61.681 ριάλια σε 274.207 το 1691 και 500.501 το 1710, εκ των οποίων περίπου τα τρία πέμπτα δαπανήθηκαν στον ίδιο το Μοριά. Συγκριτικά πάντως το σύνολο των φορολογικών εσόδων από την επαρχία επί τουρκικής κυριαρχίας εκτιμάται σε 1.699.000 ισπανικά ριάλια.
Λόγω της εκτεταμένης εισροής μεταναστών, η ενετική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονη κοινωνική κινητικότητα. Αν και σε γενικές γραμμές τόσο οι αρχικοί κάτοικοι όσο και οι νέοι άποικοι παρέμειναν στην κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν αρχικά, η πολιτική των βενετικών αρχών με τη συνεχή επιδότηση γης για τους υποστηρικτές τους, συμπεριλαμβανομένων των κληρονομικών φέουδων (conteas), σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, δημιούργησαν, για πρώτη φορά μετά τη διάλυση των χριστιανών σπαχήδων της Πελοποννήσου στις αρχές της δεκαετίας του 1570, μια νέα εύπορη τάξη εμπόρων και γαιοκτημόνων, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την Αθήνα, τη Χίο και τα νησιά του Ιονίου. Από αυτούς προήλθε η ολιγαρχία των προεστώτων (κοτζαμπάσηδων), που κυριάρχησαν στις υποθέσεις της χερσονήσου από τα τέλη του 18ου αιώνα. Αντίθετα, για τη μάζα των αγροτών, τόσο τους γηγενείς όσο και τους μετανάστες, η κατάσταση σταδιακά επιδεινώθηκε, είτε εξαιτίας χρεών, καταχρήσεων των υπαλλήλων, υποχρέωση σε αγγαρεία ή αυξανόμενη έλλειψη γης, σε σημείο πολλοί αγρότες, ιδίως εκείνοι που είχαν μεταναστεύσει από την Κεντρική Ελλάδα, να επιλέξουν να επιστρέψουν στα μέρη από όπου είχαν έρθει. Οι βενετικές αρχές αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν στρατιωτικές περιπολίες για να τους σταματήσουν. Η κατάσταση αυτή δείχνει την εμβάθυνση του κοινωνικού χάσματος. Όταν οι Τούρκοι επέστρεψαν το 1715, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε αδιάφορο, και μόνο οι πιο εύποροι, όπως οι φεουδάρχες των κληρονομικών φέουδων (conteas), υποστήριξαν ενεργά τη Βενετία, και σε πολλές περιπτώσεις εγκατέλειψαν τη χερσόνησο για να φύγουν στην Ιταλία μετά την ενετική ήττα.
Λόγω του πολέμου και των καταστροφών που επέφερε εμφανίστηκε σημαντική αύξηση των ληστειών σε όλη τη χώρα. Για την καταπολέμησή της οι βενετικές αρχές σύστησαν επαρχιακή χωροφυλακή (μεϊντάνι), αλλά και εξόπλισαν τους χωρικούς και τους έβαλαν σε τοπικές πολιτοφυλακές, μιμούμενοι το οθωμανικό σύστημα των αρματολών. Παρά τις επιτυχίες τους στον τομέα αυτό, οι Βενετοί, όπως και οι Τούρκοι πριν και μετά από αυτούς, δεν ήταν σε θέση να εξαλείψουν εντελώς τη ληστεία, αφού οι Μανιάτες και άλλοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, ασφαλείς στα δυσπρόσιτα οχυρά τους, συνέχισαν να αψηφούν το ενετικό δίκαιο και έκαναν επιδρομές στα πεδινά.
δ. Εκκλησία
Οι Βενετοί άφησαν την τοπική Ορθόδοξη εκκλησία σε μεγάλο βαθμό στην τύχη της για να αποφύγουν ρήξη με τον πληθυσμό, αλλά έβλεπαν με δυσπιστία την εξάρτησή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, υπό τη στενή επίβλεψη του Σουλτάνου. Οι Βενετοί προσπάθησαν να περιορίσουν την επιρροή του Πατριάρχη αλλά απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να αποκόψουν τους δεσμούς της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (της οποίας ηγέτης εκείνη την περίοδο ήταν ο Μητροπολίτης Πατρών) με το Πατριαρχείο, με μέτρα όπως η μείωση των εσόδων που οφείλονταν στο πατριαρχείο από την επαρχία, και επιμένοντας οι επίσκοποι να εκλέγονται από το ποίμνιο των επισκοπών τους και να μην διορίζονται από τον Πατριάρχης. Οι Βενετοί έδειξαν περισσότερο σθένος στις προσπάθειές τους να αποκαταστήσουν την Καθολική εκκλησία στη χώρα, με μετατροπές των τζαμιών σε εκκλησίες καθώς και την κατασκευή νέων, και την εγκατάσταση μοναχών από διάφορα θρησκευτικά τάγματα σε όλη τη χερσόνησο. Ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα ήταν η ίδρυση ενός αρμενικού μοναστηρίου στην Μεθώνη το 1708, το οποίο μετά το 1715 μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το κέντρο της Καθολικής εκκλησίας στο Μοριά ήταν η λατινική αρχιεπισκοπή της Κορίνθου.
ε. Ασφάλεια
Παρά τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), οι Οθωμανοί δεν αποδέχτηκαν ποτέ την οριστική απώλεια του Μοριά, και ήδη το 1702 υπήρχαν φήμες για επικείμενο πόλεμο, καθώς στρατεύματα και προμήθειες άρχισαν να αποστέλλονται στις οθωμανικές επαρχίες που συνόρευαν με τον Μοριά. Η Δημοκρατία της Βενετίας γνώριζε καλά τις οθωμανικές προθέσεις, και από την αρχή της κυριαρχίας της στο Μοριά, οι υπάλληλοι της περιόδευαν στα φρούρια για να γνωρίσουν την κατάστασή τους και την ικανότητά τους να αντισταθούν. Ωστόσο οι Βενετοί αντιμετώπισαν προβλήματα προμηθειών, ηθικού καθώς και ακραία έλλειψη διαθέσιμων δυνάμεων. Ήδη από το 1690, οι ενετικές δυνάμεις στη νότιο Ελλάδα αριθμούσαν μόλις 4.683 άνδρες, όλοι μισθοφόροι από τη Δυτική Ευρώπη και τον τοπικό πληθυσμό, ενώ το 1702 η φρουρά στην Κόρινθο, την κύρια οδό εισβολής από την ηπειρωτική χώρα, αριθμούσε 2.045 πεζούς και μόλις χίλιους ιππείς. Αν και μια λεπτομερής έρευνα το 1698 διαπίστωσε σοβαρές ελλείψεις σε όλα τα φρούρια του Μοριά, λίγα φαίνεται να έγιναν για την αντιμετώπισή τους. Το μόνο μεγάλο έργο που έγινε από τους Ενετούς κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους στο Μοριά ήταν η νέα ακρόπολη του Ναυπλίου με το Παλαμήδι, η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε υπό την επίβλεψη του Μοροζίνη κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μορέως. Παρόλα αυτά η άμυνα της πόλης κατά την Οθωμανική επίθεση του 1715 κράτησε μόνο για λίγες ημέρες.
στ. Τουρκική Ανακατάληψη
Μετά τη νίκη τους στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1710-1711, και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα διάφορες βενετικές παραβάσεις εναντίον της οθωμανικής ναυτιλίας, οι Τούρκοι κήρυξαν τον πόλεμο στις 9 Δεκεμβρίου του 1714. Ένας μεγάλος στρατός, που σύμφωνα με πληροφορίες αριθμούσε 70.000 άνδρες, τέθηκε υπό τις διαταγές του Μεγάλου Βεζίρη Σιλαχντάρ Νταμάτ Αλή Πασά και ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για τον Μοριά, στον οποίο εισήλθε στα τέλη Ιουνίου 1715. Οι ενετικές δυνάμεις, μόλις 5.000 υπό τον γενικό προβλεπτή Αλεσάντρο Μπον, ήταν διάσπαρτες στα διάφορα φρούρια και δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την επέλαση των Οθωμανών. Η Ακροκόρινθος, το κλειδί της χερσονήσου, παραδόθηκε μετά από μόλις πέντε ημέρες πολιορκίας, και ακολούθησε η συνθηκολόγηση της Αίγινας και του Άργους. Οι Οθωμανοί στη συνέχεια προχώρησαν στο Ναύπλιο, το οποίο κατελήφθη και λεηλατήθηκε ενώ το φρούριο του Παλαμηδίου καταλήφθηκε στις 20 Ιουλίου. Η πτώση του σφράγισε τη μοίρα του Μοριά, και οι Μανιάτες και άλλοι τοπικοί άρχοντες δήλωσαν υποταγή στους Οθωμανούς. Οι Ενετοί εγκατέλειψαν το Ναυαρίνο και την Κορώνη, ελπίζοντας να κρατήσουν την Μεθώνη, όπου αντέταξαν άμυνα, αλλά η εξέγερση των Ελλήνων μισθοφόρων επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν το φρούριο με ευκολία. Στις 7 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε και η Μονεμβασιά και έπειτα τα Κύθηρα, ολοκληρώνοντας την τουρκική κατάληψη του «Βασιλείου του Μορέως». Τα Κύθηρα επέστρεψαν στην ενετική κυριαρχία το 1718, με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς, αλλά ο Μοριάς παρέμεινε υπό οθωμανικό έλεγχο για έναν ακόμη αιώνα, μέχρι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, στη διανομή εδαφών της διαμελισμένης αυτοκρατορίας, δεν συμπεριλαμβανόταν η Κρήτη, γιατί ανήκε ήδη στον Βονιφάτιο μαρκίωνα του Μομφερράτου, ο οποίος την είχε αποκτήσει μετά από παραχώρηση του Αλέξιου Δ Άγγελου (1203-04), ο οποίος, με τη βοήθειά του, επιδίωκε την αποκατάστασή του στο θρόνο του πατέρα του Ισαάκιου Β Άγγελου (1185-85), που είχε σφετεριστεί ο θείος του Αλέξιος Γ Άγγελος (1195-03). Λίγους μήνες μετά ο Βονιφάτιος για να πετύχει την υποστήριξη της Βενετίας στη διαμάχη του με τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, παραχώρησε την Κρήτη στους Ενετούς της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου αντί ποσού 1000 αργυρών μαρκών. Το 1206 ο γενουάτης Ερρίκος Πεσκατόρε κατέλαβε την Κρήτη. Ακολούθησε σκληρός πόλεμος μεταξύ Ενετών-Γενουατών που κράτησε πέντε χρόνια και τελείωσε το 1211 με την οριστική επικράτηση των Ενετών.
α. Ενετική Διοίκηση
Eπί Ενετοκρατίας η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα: Χανιών, Ρεθύμνου, Χάνδακα και Σητείας. Το διαμέρισμα του Ρεθύμνου ήταν χωρισμένο σε τρεις καστελλανίες : Milopotamo, San Basilio και Amari. Στην Κρήτη χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα της Ενετικής μητρόπολης. Ανώτατη αρχή ήταν ο δούκας (δόγης) με δύο συμβούλους (consiliari). Αυτοί συγκροτούσαν την τοπική διοίκηση (regimen). Ο δούκας είχε την έδρα του στον Χάνδακα και η θητεία του ήταν δύο χρόνια. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου, Σητείας την διοίκηση ασκούσαν οι ρέκτορες (rectores) με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Στα Σφακιά υπήρχε καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Την εξουσία είχε ο προνοητής (provveditor) με δέκα άντρες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καπετάνιος (capitan general) με έδρα τον Χάνδακα. Κάθε διαμέρισμα είχε δικό του ταμείο (camera) με προϊστάμενο τον camerario. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici), οι αγορανόμοι(giustiziarii) και οι αστυνόμοι(domini di nocte). Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη μητρόπολη έκθεση (relazione) με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο αρμοδιότητάς τους και κατέθεταν προτάσεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων ήταν καταγεγραμμένα στα καπιτουλάρια (capitularia) λεπτομερώς. Οι «καστελλάνοι» όφειλαν να μεριμνούν για τον άρτιο εξοπλισμό των στρατιωτών, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν το διοικητικό τους κέντρο για τις ποινές και τα πρόστιμα που είχαν επιβάλλει και να τηρούν βιβλίο με τα ονόματα των φρουρών. Απαγορευόταν να κάνουν εμπόριο τροφίμων και να συμμετέχουν σε μυστήρια ορθοδόξων. Διάφορα συμβούλια με συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα, πλαισίωναν τις ανώτατες αρχές: το Συμβούλιο των Φεουδαρχών(Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο(Consilium Maius) και το Συμβούλιο των Κλητών (Consilium Rogatorum). Το Συμβούλιο των Κλητών διόριζε ειδική επιτροπή τους Sapientes, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εισήγηση προτάσεων. Οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί μπορούσαν να στέλνουν πρεσβείες στη μητρόπολη με διάφορα αιτήματα, που αφορούσαν συνήθως κατοχύρωση προνομίων.
β. Κοινωνική σύνθεση
Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Από τον 16ο αιώνα το φεουδαρχικό σύστημα άρχισε να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας, που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών.
Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς (nobili cretensi). Η κρητική ευγένεια απονεμόταν με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου.
Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini, burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες. Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου(plebe, populari ή populani, villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους(franchi) και σε παροίκους (villaniparici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες, ενώ αντίθετα οι αστοί («τσιταδίνοι») ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν, για να την αποφύγουν, να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων. Μια χωριστή ομάδα πληθυσμού, η μειονότητα των Εβραίων, ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών.
γ. Κρητικές επαναστάσεις επί Ενετοκρατίας
Η Κρήτη ήταν ο μόνος λατινοκρατούμενος ελληνικός χώρος, που διακήρυξε ανοικτά την αντίθεσή της στην ξένη ενετοπαπική κατοχή. Το επαναστατικό πνεύμα που αναπτύχθηκε εκεί μπορεί να αποδοθεί στις αυτονομιστικές τάσεις των βυζαντινών γαιοκτημόνων και την αντίστοιχη υπακοή των εργατών γης στους άρχοντές τους, από την υπακοή των Κρητικών στον κλήρο (αφού αυτός ταυτίζεται με συναισθηματικά αυτοκρατορικά ιδεώδη), από τον αντιστασιακό χαρακτήρα όλων των στρωμάτων του Κρητικού πληθυσμού και από τη μορφολογία του Κρητικού εδάφους, που διευκολύνει αντίσταση και πολεμικές ενέργειες. Η Κρητική εκκλησία, μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου, εξακολουθούσε να θεωρεί ως μόνους νόμιμους ηγεμόνες τους βυζαντινούς αυτοκράτορες(«επί της βασιλείας των ορθοδόξων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων»). Η προσπάθεια επιβολής στους κρητικούς του φλωρεντιανού όρου πίστης δημιούργησε φανατική αντίδραση στις παπικές διαθέσεις, απέδειξε την πλήρη ταύτιση του κρητικού πληθυσμού με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανέδειξε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές των Κρητών με τους κατακτητές.
Οι εξεγέρσεις στην Κρήτη (που συνολικά αριθμούν 27) ξεκίνησαν από την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας και είναι βέβαιο ότι ανάγκασαν τους Ενετούς να τροποποιήσουν ή και να εγκαταλείψουν, αρκετές φορές, τα αρχικά τους σχέδια για το νησί. Επικεφαλής των κινημάτων αυτών ήταν οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι όμως δεν εξεγέρθηκαν ποτέ όλοι μαζί. Ήδη από τα τέλη της βυζαντινής περιόδου είχαν αναδειχθεί τεράστιες διαφορές μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Όλοι τους ήταν φορτισμένοι με την βυζαντινή αριστοκρατική τους καταγωγή, ενώ μερικοί από αυτούς είχαν εξελιχθεί σε ισχυρούς γαιοκτήμονες-φεουδάρχες με αυτονομιστικές τάσεις, αρνούμενοι να υπακούσουν σε κάποιο κέντρο αποφάσεων. Έτσι δεν κατόρθωσαν ποτέ να αντιτάξουν κοινό μέτωπο επαναστατών κατά των Ενετών.
Συνοπτικά οι επαναστατικές κινήσεις των Κρητών, έχουν ως εξής:
1211 – επαναστατικό κίνημα Αγιοστεφανιτών στο Μιράμπελλο και στη Σητεία. Συνθηκολόγησαν περί τα τέλη του 1212.
1219 – ο Βενετός Πέτρος Filocaveno, έκλεψε τα άλογα του άρχοντα Ιωάννη Σκορδίλλη Σκαντζέα στο Biniparo (Μονοπάρι) του Ρεθύμνου. Οι Σκορδίληδες κατέφυγαν στον Δούκα της Κρήτης, ο οποίος δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για το συμβάν. Τότε άρχισαν επίθεση εναντίον των Ενετών που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Κρήτη. Το ίδιο έτος υπογράφτηκε συνθήκη με την οποία οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί κέρδισαν χρήματα και χωράφια. Η τοπική αριστοκρατία ενσωματώθηκε στους κόλπους του ενετικού καθεστώτος, διατηρώντας προνόμια και οικονομική εξουσία.
1224 – οι Μελισσηνοί με νέα εξέγερση μεγάλωσαν τα φέουδά τους.
1228 – κίνημα Σκορδίληδων και Μελισσηνών με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Ρέθυμνο, τον Μυλοπόταμο και το Καινούργιο. Τελικά στους αρχηγούς της επανάστασης Νικόλαο Δαιμονογιάννη και Μιχαήλ Μελισσηνό παραχωρήθηκαν φέουδα.
1272-1278 - κίνημα Γεώργιου και Θεόδωρου Χορτάτζη στο Ρέθυμνο. Ο Γεώργιος Χορτάτζης σκότωσε έναν φιλοβενετό Κρητικό. Αρνήθηκε να παρουσιαστεί στις βενετικές αρχές και κήρυξε επανάσταση εναντίον των Ενετών. Μετά από αρκετές νίκες τελικά οι Χορτάτζηδες ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Κατέφυγαν στον αυτοκράτορα, ο οποίος τους εγκατέστησε στα παράλια της Μικράς Ασίας.
1283 – κίνημα Αλέξη Καλλέργη στο Μυλοπόταμο. Όπως αναφέρεται κατωτέρω, ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση της Κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών.
1319 – επανάσταση στα Σφακιά.
1330 – εξέγερση στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου με αρχηγό τον Βάρδα Καλλέργη, εξαιτίας της έκτακτης φορολογίας και των καταχρήσεων των Βενετών φοροεισπρακτόρων.
1341- 1349 – επανάσταση Λέοντος Καλλέργη και Ψαρομιλήγγων.
1363-1366 – αποστασία Αγίου Τίτου. Δύο βενετικές οικογένειες (Gradonico και Venier) δυσαρεστημένοι από την αβάστακτη φορολογία ενώθηκαν με τους Καλλέργηδες , κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγίου Τίτου, πολιούχου του νησιού. Δούκας εκλέχτηκε ο Μάρκος Γραδόνικος. Η στάση των δύο βενετικών οικογενειών χαρακτηρίστηκε προδοσία από τη Βενετία. Το 1364 οι Ενετοί κατέλαβαν τον Χάνδακα. Οι βενετοί επαναστάτες αποκεφαλίστηκαν ως proditores rebelles. Οι Καλλέργηδες ηττήθηκαν το 1367 στα Σφακιά.
1460-1462 – ισχυρή συνωμοτική κίνηση από τον Σήφη Βλαστό, ευγενή του Ρεθύμνου, με μεγάλο αριθμό αφοσιωμένων οπαδών, που αντιδρούσαν στη βίαιη επιβολή της ένωσης των δύο εκκλησιών, λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στη σύλληψη των επαναστατών και τη διάλυση της συνωμοσίας βοήθησαν οι φιλοβενετοί Καλλέργηδες και Γαβαλάδες και ο Εβραίος Δαβίδ Μαυρογόνατος.
Το 16ο αιώνα τα κινήματα στην Κρήτη είχαν έντονο «αγροτικό» χαρακτήρα (διεκδίκηση γης και ελευθεριών, μείωση ή κατάργηση αγγαρειών κ.λπ.). Οι άρχοντες είχαν διατηρήσει τα μεγάλα γονικά κτήματά τους και οι εξεγέρσεις τους αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση κτημάτων που τους είχε δωρίσει το κράτος, όπου η κεντρική εξουσία διατηρούσε την ψιλή κυριότητα.
δ. Εξέγερση Αλέξιου Καλλέργη στο Μυλοπόταμο (1283)
Από τα κινήματα αυτά άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι η εξέγερση του 1283 που ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών με αρχηγό τον ισχυρό άρχοντα του Μυλοποτάμου Αλέξιο Καλλέργη. Στην πραγματικότητα προσπάθησε να εξαναγκάσει τους Ενετούς να του παραχωρήσουν ευρύτερα προνόμια και να του αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Ήξερε ότι η ανεξαρτησία της Κρήτης, αλλά και η ένωσή της με το Βυζάντιο, ήταν αδύνατη. Εξασφάλισε την υποστήριξη πολλών αρχοντικών οικογενειών, των πάροικων και του κλήρου και ξεκίνησε ένα μικροπόλεμο(guerilla), με τον οποίο, επί δέκα χρόνια, καταπονούσε και εξαντλούσε τις ενετικές δυνάμεις. Πολύ γρήγορα έγινε κύριος της Δυτικής Κρήτης. Στο ίδιο διάστημα ξέσπασε βενετογενουατικός πόλεμος. Ζήτησαν τη βοήθεια του Καλλέργη και οι Γενουάτες και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’. Ο Καλλέργης αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να αποσπάσει ό,τι επιθυμούσε από τους Ενετούς. Έτσι στράφηκε στην κατεύθυνση των συνθηκολογήσεων που κατέληξαν στη συμφωνία του 1299. Με αυτήν η Ενετία αναγνώριζε την ηγεμονική θέση του Καλλέργη σε αντάλλαγμα του όρκου πίστης και υπακοής στη Βενετική Πολιτεία, αλλά ήταν επωφελής για όλους τους Κρητικούς, άρχοντες, κλήρο και πάροικους. Το 1381 η Βενετία παραχώρησε το προνόμιο της βενετικής ευγένειας στο γιο του Αλεξίου, Γεώργιο Καλλέργη.
ε. Δημογραφία
Ο πληθυσμός της Κρήτης επί Ενετοκρατίας το 1510 ήταν 300.000 κάτοικοι. Το 1534 είχε 175.268 κατοίκους, το 1571 παρουσιάζεται με 160.000, το 1575 είχε 1070 χωριά και 219.000 κατοίκους και το 1577 είχε 183.798 κατοίκους. Το 1583 ο Πέτρος Καστροφύλακας κατέγραψε συστηματικά τον πληθυσμό του νησιού, οπότε το διαμέρισμα του Χάνδακα αναφέρεται με 84.158 κατοίκους, της Σητείας με 22.312, το διαμέρισμα των Χανίων με 48.790 και το διαμέρισμα του Ρεθύμνου με 46.400 κατοίκους. Το 1627, 1639, και 1644 το νησί καταγράφεται με 192.725, 254.00 και 287.165 κατοίκους αντίστοιχα. Στα χωριά κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες ενώ στις πόλεις υπήρχαν και Ενετοί φεουδάρχες, Ιταλοί έμποροι και Εβραίοι.
Ο ‘μαύρος θάνατος’ (πανώλη) έπληττε κατά καιρούς την Κρήτη με αποτέλεσμα να αποδεκατίζεται ο πληθυσμός, κυρίως στα χωριά. Κατά διαστήματα οι Ενετοί αναγκάζονταν να παραχωρούν φορολογικές απαλλαγές, ενετική υπηκοότητα και άλλα προνόμια για να προσελκύσουν πληθυσμό από τα χωριά στις πόλεις του νησιού. Επίσης αρκετές φορές έφταναν στην Κρήτη πρόσφυγες από αλλά μέρη της Ελλάδας, που τις πιο πολλές φορές τους παραχωρούνταν προνόμια και γη. Το 1363, ύστερα από αίτημα του αρχιεπισκόπου Αρμενίων, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη δύο χιλιάδες Αρμένιοι που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους. Το 1543, η βενετική σύγκλητος αποφάσισε να αποζημιώσει τους κατοίκους της Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου, που έχασαν τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου, παραχωρώντας τους εκτάσεις στο Λασίθι.
Ως τα τέλη του 15ου αι. οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί σε μεμονωμένες πειρατικές επιθέσεις εναντίον της Κρήτης. Η σημαντικότερη απ’ αυτές ήταν του 1471, όταν ο Τουρκικός στόλος κατέστρεψε πολλά χωριά της Σητείας. Το 1522 επιτέθηκαν στην Ιεράπετρα και το 1527, στα Χανιά. Το 1538, στη διάρκεια του τρίτου Βενετοτουρκικού πολέμου, η τουρκική αρμάδα με επικεφαλής τον Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα, επιτέθηκε σε ολόκληρη τη βόρεια Κρήτη, έκαψε όλα τα χωριά γύρω από το Φόδελε και προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές σε όλο σχεδόν το Μυλοπόταμο. Αυτή την περίοδο πολλοί Κρητικοί άρχοντες προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στους Ενετούς. Το 1567 έγιναν νέες λεηλασίες και αιχμαλωσίες από τους Τούρκους υπό τον Σουλτάν Σελίμ και το 1571 από τον Ουλούτς Αλή. Όλες αυτές οι επιθέσεις ανέδειξαν τον ανερχόμενο τουρκικό κίνδυνο και την αναγκαιότητα της ενίσχυσης της άμυνας του νησιού, οπότε προχώρησαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και επί τη ευκαιρία στην ανέγερση διαφόρων δημόσιων κτιρίων. Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία για την κατασκευή των φρουρίων και συγχρόνως επιβαρύνθηκαν οι κάτοικοι με έκτακτους φόρους και αγγαρείες.
στ Εμπόριο και οικονομία
Τα κρητικά λιμάνια έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του ενετικού εμπορίου. Τα σημαντικότερα εξαγόμενα της Κρήτης ήταν το κρασί, το λάδι το τυρί και το σιτάρι της Μεσσαράς. Το σιτάρι της Μεσσαράς αποστέλλονταν στην Κάρπαθο, Σαντορίνη και Κύθηρα. Τα κρασιά ήταν φημισμένα στη Φλάνδρα, Πορτογαλία και στην Αγγλία. Επί Ερρίκου Η’, οι εξαγωγές κρητικών κρασιών στην Αγγλία είχαν τόσο αυξηθεί, που ο βασιλιάς αναγκάστηκε το 1522, να στείλει πρόξενο στην Κρήτη. Τα κρητικά τυριά κυκλοφορούσαν κυρίως στον ελληνικό χώρο, ενώ το κρητικό λάδι τις καλές χρονιές έφτανε τα πεντακόσια χιλιάδες μίστατα. Εκτός αυτών η Κρήτη παρήγαγε και μέλι, μπαμπάκι, σταφίδες, κερί, οπωρικά και ζαχαροκάλαμο. Αργότερα γνώρισε μεγάλη άνθιση η εξαγωγή ξυλόγλυπτων κάθε είδους. Από τη δύση εισάγονταν υφάσματα, κρύσταλλα, γυαλιά, χαρτί, καρφιά, μαχαιροπήρουνα, και από την ανατολή έφταναν μπαχαρικά, φαρμακευτικά βότανα, αραβική γόμα, παστά και χαβιάρι. Στον 14ο και 15ο αι. μεγάλη ακμή γνώρισε και το εμπόριο των σκλάβων στην Κρήτη. Στα έγγραφα του 13ου και 14ου αι., αναφέρονται πολλοί Κρητικοί ως έμποροι. Συνέταιροι είτε Βενετών ή Εβραίων.
Προς το τέλος του 16ου αιώνα η φεουδαρχία είχε παρακμάσει. Τα φέουδα είχαν κατατεμαχιστεί και είχαν εμφανιστεί ιδιοκτήτες Κρητικοί μη ευγενείς. Τα μεγάλα φέουδα δεν καλλιεργούνταν πια με το σύστημα των δουλοπάροικων αλλά με το σύστημα της μίσθωσης. Έτσι εμφανίστηκε μια μικρή αλλά ισχυρή αστική κοινωνία. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Κρήτη ήταν ανάλογες με αυτές των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, οι οποίες είχαν δημιουργήσει την Αναγέννηση. Οι Κρητικοί, ως κληρονόμοι ενός πλούσιου πολιτισμού, του βυζαντινού, αφομοίωσαν τις ευρωπαϊκέ επιρροές, τις ενσωμάτωσαν στο πολιτιστικό τους υπόβαθρο και δημιούργησαν τον Κρητικό πολιτισμό, ανανεώνοντας την πνευματική και καλλιτεχνική παιδεία που κατείχαν. Οι σγουράφοι, οι μουράροι, οι πετροκόποι, οι μαρμαράδες, οι ραφτάδες, οι χρυσαφάδες, οι σκουφάδες, οι δοξαράδες, οι σκοινοπλόκοι, οι σαϊτάδες, οι τσαγγάρηδες, οι καλυκάδες και άλλοι επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, που η κάθε μία είχε ως κέντρο τη δική της εκκλησία και ανέπτυσσε, εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα, και κοινωφελή. Από τα νοταριακά έγγραφα της εποχής, τα προικοσύμφωνα και τις διαθήκες, φαίνεται ότι τον 16ο αι., το ελληνικό στοιχείο στις πόλεις ευημερούσε. Αντιθέτως οι κάτοικοι των χωριών υπέφεραν από την εκμετάλλευση των φεουδαρχών και των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων. Έτσι οι χωρικοί αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τις εχθρικές εισβολές και αδιαφορούσαν για το ποιος κατείχε το νησί.
ζ Κρητικός πολιτισμός
Από τα τέλη του 13ου αι. μνημονεύονται επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και Ενετών. Η σύσφιγξη των σχέσεων έγινε εντονότερη από τα μέσα του 16ου αι., οπότε αμβλύνθηκαν οι θρησκευτικές διαφορές, επήλθε οικονομική εξίσωση Κρητικών και ξένων, κυρίως στις πόλεις, και η μητροπολιτική Βενετία στράφηκε στον ντόπιο πληθυσμό, λόγω του ανερχόμενου τουρκικού κινδύνου. Η μακρόχρονη ειρηνική συμβίωση είχε ως αποτέλεσμα ένα γόνιμο πολιτιστικό διάλογο, που κατέληξε προοδευτικά σε μια κοινή πολιτιστική έκφραση, την ιταλοκρητική. Η Κρήτη διατηρούσε τη μνήμη της Πόλης, αποδεσμευμένη όμως από την κηδεμονία της αλωμένης βυζαντινής πρωτεύουσας, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, δυτικές και κυρίως ιταλικές. Συνεκτικός δεσμός της Κρητικής αστικής κοινωνίας με την αναγεννώμενη αστική τάξη της Βενετίας, ήταν η ελληνική γλώσσα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και οι Ενετοί της Κρήτης τον 16ο αι., μιλούσαν μόνο ελληνικά εμπλουτισμένα με ελληνοποιημένα ιταλικά. Το 1584, ο Giulio Garzoni διαπιστώνει ότι οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες. Στο συμβούλιο του 1610 παρουσιάστηκαν 30 Ενετοί και 70 Κρητικοί. Οι Ενετοί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις γραπτές μαρτυρίες θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη, γλώσσα τους την ελληνική και είχαν έθιμα καθαρά κρητικά.
Απ’ την άλλη μεριά στη Βενετία είχε συγκεντρωθεί μετά την άλωση της πόλης, πλήθος Ελλήνων, που μεταβίβασαν εκεί τις γνώσεις τους, τις επιχειρήσεις τους και τους πόθους τους. Αισθάνονταν ασφαλής υπό την προστατευτική εξουσία της Βενετίας, χριστιανικού κράτους, ικανού να αναλάβει τον αγώνα κατά των Τούρκων. Το 1468 ο Βησσαρίων δήλωνε ότι θεωρούσε πατρίδα του τη Βενετία, δεδομένου ότι ήταν «ένα άλλο Βυζάντιο». Η Βενετία, μετά την πτώση του Βυζαντίου είχε εξελιχθεί σε κέντρο ελληνικών γραμμάτων. Βασικό κύτταρο αυτού του κέντρου ήταν οι Κρητικοί.
η Το τέλος Ενετοκρατίας
Όταν οι Τούρκοι έδειξαν τις φανερές βλέψεις τους έναντι της Κρήτης, της μοναδικής πλέον στρατιωτικής βάσης που διέθετε η Δύση στη λεκάνη της Οθωμανικής Ανατολικής Μεσογείου, οι Κρητικοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία, κυρίως οι αστοί, στάθηκαν στο πλευρό των Ενετών. Οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν στην πλειοψηφία τους αδιάφοροι στην προβλεπόμενη μεταβολή εξουσίας, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις προσχωρήσεων στο Τουρκικό στρατόπεδο. Την περίοδο που η Βενετία βρίσκονταν σε οικονομική παρακμή και η Δύση σπαρασσόταν από τον 30ετή Πόλεμο, οι Τούρκοι, αποφάσισαν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στις συγκοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1644 Ιωαννίτες ιππότες αιχμαλώτισαν έξω από τη Ρόδο τούρκικο καράβι, που μετέφερε αξιωματούχους για προσκύνημα στη Μέκκα. Η Υψηλή Πύλη κατηγόρησε τους Ενετούς ότι έδωσαν καταφύγιο στους επιδρομείς και κήρυξαν τον πόλεμο. Το 1645 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Σούδα Χανίων και χωρίς καμία αντίδραση κατέλαβαν τα Χανιά. Το 1648 άρχισε η μοναδική σε διάρκεια στην παγκόσμια ιστορία πολιορκία του Χάνδακα, που κράτησε 21 χρόνια. Μέχρι το 1669 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει όλη την Κρήτη. Όπου συναντούσαν αντίσταση λεηλατούσαν και κατέστρεφαν. Επικεφαλής των χριστιανικών στρατευμάτων ορίστηκε ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνης. Από τους Κρητικούς, που πολέμησαν με ηρωισμό και αυτοθυσία δίπλα στους Ενετούς, πρέπει να αναφερθεί ο διαπρεπής λόγιος Γεράσιμος Βλάχος, μετέπειτα μητροπολίτης Φιλαδέλφειας στη Βενετία. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 υπογράφτηκε συνθήκη, με την οποία η Κρήτη έγινε οθωμανική κτήση. Κρητικοί πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο, που τους δόθηκε στη Βενετία και σε άλλες βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου η Γαλλία μόλις εξερχόταν από τον Μεσαίωνα, αντιμετωπίζοντας προβλήματα εσωτερικής οργάνωσης, που αφορούσαν τη σχέση της κεντρικής διοίκησης με τους τοπικούς ηγεμόνες, συμπεριλαμβανομένων και των ηγεμόνων της Αγγλίας, που εξακολουθούσαν να εποφθαλμιούν τα γαλλικά εδάφη. Η βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΑ΄ (1461 – 1483) σηματοδοτεί την είσοδο της Γαλλίας στην εποχή της Αναγέννησης, που υπογραμμίζεται από πολλές εφευρέσεις (όπως της πυξίδας και της πυρίτιδας) και ανακαλύψεις (όπως της Αμερικής) μεγάλης σπουδαιότητας. Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίζονται από μια σειρά άκαρπων πολέμων στην Ιταλία και την Ισπανία, ενώ αμέσως μετά, την εποχή της βασιλείας του Καρόλου Θ΄ (1560 – 1574), σημειώθηκαν οκτώ θρησκευτικοί πόλεμοι κατά της Μεταρρύθμισης του Καλβίνου (1509 – 1564), που κατέληξαν στην σφαγή των Διαμαρτυρόμενων (Ουγενότων) κατά την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (1572), ενώ τον προηγούμενο χρόνο (1571) η καταστροφή της Τουρκικής αρμάδας στην Ναύπακτο, σε συνεργασία με τους Άγγλους, ήταν μια σημαντική επιτυχία που ανάκοψε την προέλαση των Τούρκων προς την Δύση.
Η Δυναστεία των Βουρβόνων (1589 – 1792) που βασίλεψε εν συνεχεία, οδήγησε την Γαλλία στο απόγειο της ισχύος της και τον Γαλλικό τρόπο ζωής σε μεγάλη αίγλη. Κατά την βασιλεία του Ερρίκου Δ΄ (1589 – 1610) η οικονομία της χώρας βελτιώθηκε, καθώς το εμπόριο, η γεωργία και η βιομηχανία σημείωσαν σημαντική πρόοδο. Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Λουδοβίκου ΙΓ΄ (1610 – 1643) αναδείχτηκε η φυσιογνωμία του καρδινάλιου Ρισελιέ ο οποίος από την θέση του υπουργού του βασιλιά (1624 – 1642), εργάστηκε για την εξόντωση των διαμαρτυρόμενων ως πολιτικού κόμματος, την ταπείνωση των ευγενών και την μείωση της δύναμης της Αυστρίας των Αψβούργων. Ο διάδοχός του Μαζαρίνος (1642 – 1661) δημιούργησε εχθροπάθειες που κατέληξαν στην επανάσταση της Σφενδόνης (1648 – 1653) που τέλειωσε με την πολιτική εξόντωση της μεσαίας αστικής τάξης που την προκάλεσε.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (1661 – 1715) που βασίλεψε ως απόλυτος μονάρχης επί 43 χρόνια, παρά τις άσκοπες και αναποτελεσματικές πολεμικές επιχειρήσεις του, οδήγησε την Γαλλία στον Κολοφώνα της δόξας της, υποστηρίζοντας τα γράμματα και τις τέχνες και προάγοντας το εμπόριο και την βιομηχανία, χάρη και στην επιτυχημένη οικονομική πολιτική του μερκαντιλισμού, που εφάρμοσε ο υπουργός του Ζαν Μπαπτίστ Κολμπέρ.
Στην διάρκεια όμως της μακράς βασιλείας του διαδόχου του Λουδοβίκου ΙΕ΄ (1715 – 1774), που χαρακτηρίστηκε από τον διακοσμητισμό και την πολυτέλειά της, παρατηρήθηκαν τάσεις για σπατάλες, καταχρήσεις των προνομιούχων, διαφθορά της αυλής όπου κυριαρχούσαν οι ερωμένες του βασιλιά, και άσκοπους πολέμους (πόλεμος για την διαδοχή του Αυστριακού θρόνου 1740 – 1748, και 7ετής πόλεμος 1756 – 1763), που επιδείνωσαν σοβαρά την οικονομική κατάσταση της χώρας και προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στον λαό. Συνέπεια του 7ετούς πολέμου ήταν η απώλεια σημαντικών αποικιακών κτήσεων της Γαλλίας στον Καναδά, την Λουζιάνα, την Σενεγάλη και την Ινδία που στέρησε την Γαλλία από πολλές πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε στην διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ (1774 – 1792), κατά την οποία διαδόθηκε και στην Γαλλία η φιλελεύθερη ιδεολογία που αναπτύχθηκε μετά την Αμερικανική επανάσταση του 1776, για ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία δράσης και άντληση της κρατικής εξουσίας από την έγκριση των πολιτών. Υπό την επίδραση της ιδεολογίας αυτής και μέσα στο κλίμα γενικής δυσαρέσκειας του λαού, ξέσπασε το 1789 η Γαλλική Επανάσταση που κατέληξε τρία χρόνια μετά στην καρατόμηση του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της συζύγου του Μαρίας Αντουανέτας.
Η Α΄ Γαλλική Δημοκρατία (1792 – 1795) που ανακηρύχθηκε το 1792 και στην οποία ηγετικό ρόλο έπαιξαν κατά περιόδους ο Δαντών, ο Μαρά και ο Ροβεσπιέρος, που τελικά καρατομήθηκαν και αυτοί, είχε να αντιμετωπίσει την ενωμένη αντίδραση όλων των υπόλοιπων ολιγαρχικών κρατών της Ευρώπης (Αγγλία, Ολλανδία, Πρωσία, Αυστρία, Ισπανία, Ρωσία) που συνασπίσθηκαν εναντίον της. Από το 1795 μέχρι το 1799 η διακυβέρνηση της χώρας ανατέθηκε σε ένα Διευθυντήριο (1795 – 1799) πέντε επαναστατών, που υποχρεώθηκε να πολεμήσει εναντίον του συνασπισμού των Άγγλων και Αυστριακών στην Ιταλία και την Αίγυπτο. Κατά τους πολέμους αυτούς αναδείχτηκε η φυσιογνωμία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1769 – 1821), ο οποίος ως μέλος της Υπατείας, που κυβέρνησε την Γαλλία από το 1799 μέχρι το 1804, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει και πάλι τον συνασπισμό της Αγγλίας, Ρωσίας και Αυστρίας.
Μία από τις περισσότερο αξιοπρόσεκτες συνέπειες των πράγματι δραματικών εξελίξεων που ακολούθησαν την Γαλλική Επανάσταση είναι η επικράτηση επί 71 χρόνια μετά απ’ αυτήν απολυταρχικών καθεστώτων, εντελώς αντίθετων με την ιδεολογία της ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας που την ενέπνευσε. Αφετηρία στις εξελίξεις αυτές ήταν η Α΄ Αυτοκρατορία (1804 – 1815) του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος ως αυτοκράτορας συγκρούστηκε πάλι με διάφορους συνασπισμούς των Ευρωπαϊκών κρατών, στην αρχή με επιτυχία (μάχες Αούστερλιτς και Ιένας), αλλά αργότερα (στην εκστρατεία της Ρωσίας και στην μάχη της Λειψίας) με αποτελέσματα δυσάρεστα για τον ίδιο και την Γαλλία, με τελική κατάληξη την ήττα του στο Βατερλό το 1815. Στις δεκαετίες μετά το 1815 η Γαλλία αναπτύχθηκε, προσπαθώντας να διατηρήσει μία θέση ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, έχοντας σύμμαχο την Αγγλία, που είχε αναλάβει πλέον ηγεμονικό ρόλο. Για τις πολιτικές εξελίξεις της εξεταζόμενης περιόδου (1461-1815) μπορούν λεπτομερέστερα να λεχθούν όσα αναφέρονται στις επόμενες παραγράφους.
α. Λουδοβίκος ΙΑ΄ ο Συνετός (1461-1483)
Ο Λουδοβίκος ΙΑ΄ ο Συνετός (Louis XI, 3 Ιουλίου 1423 - 30 Αυγούστου 1483) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1461-1483), γιος και διάδοχος του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Ζ΄ του Νικηφόρου και της Μαρίας του Ανζού. Γεννήθηκε στην πόλη Μπουρζ, την εποχή που η Αγγλία είχε υπό την κατοχή της τη βόρεια Γαλλία. Ο πατέρας του, Κάρολος Ζ, διατηρούσε μόνο τα κεντρικά και νότια της χώρας του. Ήταν εγγονός, από τη μεριά της μητέρας του, της Γιολάντας της Αραγωνίας, ισχυρότατης γυναίκας, που βοήθησε τον πατέρα του να ανακαταλάβει το Παρίσι και τα βόρεια εδάφη του. Με τον γάμο του με την Μαργαρίτα της Σκοτίας (1436), κόρης του βασιλιά της Σκότιας Ιακώβου Α΄, ισχυροποίησε τη θέση του. Το 1440 πήρε μέρος σε επανάσταση κατά του πατέρα του, με στόχο να ανακηρυχθεί ο ίδιος αντιβασιλιάς. Το κίνημα απέτυχε και ο Λουδοβίκος αναγκάστηκε να υποταχθεί στον Κάρολο, που τον συγχώρησε. Συνέχισε τη στρατιωτική του δράση, αλλά και την αντιπαράθεση προς τον πατέρα του, που τελικά αναγκάστηκε να τον εξορίσει στην επαρχία του Ντωφινέ. Πατέρας και γιος δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Ο δελφίνος αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς, προσπαθώντας συνεχώς με κάθε μέσο να προκαλέσει ζημιά στον πατέρα του. Η σύζυγος του, Μαργαρίτα της Σκότιας, υποστήριζε τον Κάρολο, αφού ο πεθερός της την εκτιμούσε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μίσος και στο ζεύγος. Η Μαργαρίτα έπεσε σε μεγάλη μελαγχολία, λόγω της ανυποληψίας που της είχε ο σύζυγός της και οι υποστηρικτές του, πεθαίνοντας πρόωρα (1445).
Ο Λουδοβίκος ΙΑ στις 14 Φεβρουαρίου 1451 νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά χωρίς τη συγκατάθεση του Καρόλου την 8χρονη Καρλόττα της Σαβοΐας. Ο Κάρολος με στρατό ετοιμάστηκε να καταδιώξει τον γιο του στο Ντωφινέ. Ο Λουδοβίκος βρήκε καταφύγιο στην αυλή του θείου του, δούκα Φιλίππου του Καλού, και του γιου του, Καρόλου του Ισχυρού, στο κάστρο του Genappe. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε από την πράξη αυτή απειλώντας τον Φίλιππο και προειδοποιώντας τον ότι έδωσε καταφύγιο σε "μια αλεπού που θα φάει τα πρόβατα του". Το 1461, με την αναγγελία του θανάτου του πατέρα του, ο Λουδοβίκος ΙΑ έσπευσε να καταλάβει τον θρόνο και να προλάβει τον αδελφό του Κάρολο. Παρά την αντιπαλότητα που είχε με τον πατέρα του, με την άνοδο του στον θρόνο παραδόξως είδαν όλοι ότι ακολουθούσε την ίδια πολιτική. Κυβέρνησε με δικαιοσύνη, περιορίζοντας τη δύναμη των βαρόνων και των δουκών, και καταδίωξε τους συνωμότες που τον περιστοίχιζαν ως δήθεν φίλοι. Έγινε συνετός και οικονομικά εγκρατής, παρά τη σπάταλη προηγούμενη ζωή του και φορούσε απλά ρούχα.
Ο Φίλιππος ο Καλός ήταν πρόθυμος να ξεκινήσει μια Σταυροφορία και ο Λουδοβίκος ΙΑ του έδωσε χρήματα με αντάλλαγμα περιοχές όπως η Πικαρδία και η Αμιένη. Αλλά ο Κάρολος ο Ισχυρός, γιος του Φιλίππου, θύμωσε γιατί νόμιζε ότι στερήθηκε τη διαδοχή. Ενώθηκε στην επανάσταση της Ένωσης του Κοινού Πλούτου με τον αδελφό του Λουδοβίκου, Κάρολο. Οι επαναστάτες συνετρίβησαν, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΑ για πολιτικούς λόγους πιέστηκε να κλείσει ειρήνη. Αφού έγινε δούκας ο Κάρολος, το 1467, νόμιζε εσφαλμένα ότι είχε στη διάθεση του ένα ανεξάρτητο βασίλειο, αλλά είχε πολλά προβλήματα με τους κατοίκους των περιοχών που εξουσίαζε με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εξέγερση των κατοίκων της Λιέγης. Το 1468 ο Λουδοβίκος ΙΑ και ο Κάρολος συναντήθηκαν πάλι για νέα συνθήκη όταν έφθασαν τα άσχημα νέα στον Κάρολο ότι οι κάτοικοι της Λιέγης όχι μονάχα εξεγέρθηκαν αλλά και σκότωσαν τον κυβερνήτη. Ο Κάρολος ήταν έξω φρενών και οι σύμβουλοι του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν. Ο Λουδοβίκος ΙΑ πιέστηκε και δέχθηκε ταπεινωτική συνθήκη, με την οποία έδινε στον Κάρολο πολλές περιοχές από αυτές που ζητούσε και στρατιωτική βοήθεια στην πολιορκία της Λιέγης, όπου εκατοντάδες πολιτών σφαγιάσθηκαν. Όμως με την επιστροφή του Καρόλου, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ ανήγγειλε την ταπεινωτική γι' αυτόν συνθήκη άκυρη. Ετοίμασε στρατό ώστε να καταλάβει ολοκληρωτικά τη Βουργουνδία. Ο Κάρολος στην πολιορκία της Μποβέ και άλλων πόλεων το 1472 συνάντησε δυσκολίες και ζήτησε ειρήνη από τον Λουδοβίκο ΙΑ που έγινε τελικά δεκτή.
Όσο η Αγγλία ήταν μπλεγμένη στον εμφύλιο Πόλεμο των Ρόδων, ο Λουδοβίκος έδειξε ενδιαφέρον, αφού ο Κάρολος ο Ισχυρός συμμάχησε με τον Οίκο της Υόρκης που αντιμαχόταν τον Άγγλο βασιλιά Ερρίκο ΣΤ΄. Όταν ο Κόμης του Γουόρικ έπεσε και τοποθετήθηκε στον Αγγλικό θρόνο ο Εδουάρδος Δ΄ Υόρκ, ο Λουδοβίκος ΙΑ κατέφυγε στην Γαλλία, από όπου ενθάρρυνε τον Κόμη να συμμαχήσει με την Μαργαρίτα του Ανζού, που ήθελε να επαναφέρει τον σύζυγο της Ερρίκο ΣΤ΄ Λάνκαστερ στον Αγγλικό θρόνο. Ο Εδουάρδος Δ πιέστηκε να εξοριστεί, αλλά αργότερα επανήλθε και ο Γουόρικ σκοτώθηκε στη μάχη του Μπάρνετ (1471). Τότε ο Εδουάρδος Δ΄, αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος στην Αγγλία, επιτέθηκε το 1475 στη Γαλλία, για να εκδικηθεί τον βασιλιά της για την υποστήριξη που έδωσε στους εχθρούς του. Ο Λουδοβίκος ΙΑ, με την συνθήκη του Πικινί, εξαναγκάστηκε να δώσει μεγάλα χρηματικά ποσά, ώστε να φύγουν ανενόχλητα οι Άγγλοι από τη Γαλλία. Οι Άγγλοι διακήρυξαν πάλι τα δικαιώματα τους στο Γαλλικό έδαφος ζητώντας τις περιοχές που κατείχαν την εποχή του 100ετούς πολέμου, πριν τους διώξει ο Κάρολος Ζ, πατέρας του Λουδοβίκου ΙΑ.
Ο Λουδοβίκος ΙΑ΄ μετά την αποτυχία του με τους Άγγλους στράφηκε στο δουκάτο της Βουργουνδίας. Προσέγγισε τους Ελβετούς για στρατιωτική συμμαχία, ενώ σε λίγο ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στον Κάρολο και τους Ελβετούς. Η εκστρατεία του δούκα Καρόλου κατά των Ελβετών είχε τραγική για τον ίδιο κατάληξη, αφού σκοτώθηκε στην μάχη του Νανσύ (1477). Αφού εξουδετέρωσε τον κύριο εχθρό του ο Λουδοβίκος υπέταξε και όλους τους υπόλοιπους ηγεμόνες. Μοναδική εξαίρεση ο Ιάκωβος του Αρμανιάκ που εκτελέσθηκε.
Ο Λουδοβίκος ΙΑ ήταν βασιλιάς με μεγάλα ενδιαφέροντα, αναμόρφωσε το εμπόριο και κατασκεύασε ολόκληρο το οδικό σύστημα της χώρας. Θεωρείται ο πρώτος βασιλιάς της Γαλλίας που ξεπέρασε τα μεσαιωνικά πρότυπα και την οδήγησε στη σύγχρονη εποχή. Με πολέμους και πανουργίες κατάφερε να υποτάξει όλους τους τοπικούς ηγεμόνες και να δημιουργήσει ισχυρό βασίλειο. Ήταν ολιγόλογος, κρυψίνους στην προσωπική του ζωή και μυστικιστής, και ταυτόχρονα ήταν προληπτικός πλαισιωμένος συνεχώς από αστρολόγους. Πέθανε τον Αύγουστο 1483 και σε λίγο πέθανε και η γυναίκα του. Την αντιβασιλεία, για τον μικρό 13χρονο γιο του Κάρολο, ανέλαβε η μεγάλη του αδελφή, Άννα του Μποζέ.
β. Κάρολος Η΄ ο Ευγενικός (1483-1498)
Ο Κάρολος Η΄ ο Ευγενικός (Charles VIII, dit l'Affable, 30 Ιουνίου 1470 - 7 Απριλίου 1498), ήταν μονάρχης του οίκου των Βαλουά, βασιλιάς της Γαλλίας από το 1483 έως το θάνατό του το 1498. Ήταν γιός και διάδοχος του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΑ΄ και της Καρλόττας της Σαβοΐας. Ο 13χρονος βασιλιάς, ακατάλληλος για τις κρατικές υποθέσεις, βρισκόταν υπό την επίβλεψη της μεγάλης του αδελφής Άννας του Μποζέ και του συζύγου της, Πέτρου της Βουργουνδίας. Τον Δεκέμβριο του 1491 νυμφεύτηκε την 14χρονη Άννα της Βρετάνης, διάδοχο του δουκάτου της Βρετάνης, σε ένα γάμο με πολιτική σημασία και με μεγαλοπρέπεια της τελετής, που του έδωσε κάποια ανεξαρτησία.
Έχοντας κληρονομικά δικαιώματα στο βασίλειο της Νεάπολης (λόγω της γιαγιάς του Μαρίας του Ανζού), παροτρύνθηκε από τον δούκα του Μιλάνου Λουδοβίκο Σφόρτσα να το κυριεύσει ξεκινώντας έτσι τους Ιταλικούς Πολέμους. Σύναψε δυσμενείς για τη Γαλλία συνθήκες με την Αυστρία και την Αγγλία, ώστε να αποφύγει τις εντάσεις μαζί τους, σχημάτισε μεγάλο στρατό, που έφτασε στην Νάπολη τον Φεβρουάριο του 1495. Εξορίζοντας τον βασιλιά της Νάπολης Αλφόνσο Β΄, στέφθηκε βασιλιάς της Νάπολης ο ίδιος. Σκέφτηκε ακόμη να δημιουργήσει συνασπισμό ενάντια στην Δημοκρατία της Βενετίας, εμπλέκοντας τον Πάπα, τον Λουδοβίκο Σφόρτσα, και την Αυστρία, αλλά ηττήθηκε στο Φόρνοβο τον Ιούλιο του 1495. Ο Κάρολος Η δραπέτευσε γρήγορα για τη Γαλλία, αφήνοντας στην Νάπολη μόνο μία μικρή φρουρά. Η πόλη ανακαταλήφθηκε σύντομα από τους Αραγωνέζους. Τα επόμενα χρόνια επιχείρησε να δημιουργήσει νέο στρατό, αλλά δεν μπόρεσε λόγω των χρεών, ενώ απέρριψε κάθε σκέψη για την ανακατάληψη των χαμένων Ιταλικών περιοχών.
Πέθανε σε ατύχημα δυόμισι χρόνια μετά την εκστρατεία στην Ιταλία: Περπατώντας γρήγορα χτύπησε το κεφάλι του στο κατώφλι μιας πόρτας, έπεσε σε κώμα και πέθανε σε λίγες ώρες. Ο Κάρολος Η άφησε την χώρα του με τεράστια χρέη, λόγω των ανέφικτων φιλοδοξιών του. Ωστόσο η επαφή που είχε με τους Ιταλούς βοήθησε σε μεγάλο βαθμό να περάσουν οι ιταλικές τέχνες και τα γράμματα στην χώρα του, βάζοντας την στην σφαίρα της Αναγέννησης. Δεν άφησε απογόνους, αφού πέθαναν όλοι σε βρεφική ηλικία και τον διαδέχθηκε ο υιός του Καρόλου δούκα της Ορλεάνης που ανέβηκε στον Γαλλικό θρόνο ως Λουδοβίκος ΙΒ΄ και ανήκε στον κλάδο της Ορλεάνης του οίκου των Βαλουά,.
γ. Λουδοβίκος ΙΒ΄ (1498-1515)
Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ (27 Ιουνίου 1462 - 1 Ιανουαρίου 1515), ο αποκαλούμενος «πατέρας του λαού», ήταν ο 35ος βασιλιάς της Γαλλίας και ο μοναδικός μονάρχης από τον κλάδο Βαλουά - Ορλεάνης του οίκου των Βαλουά (1498-1515). Γιος του Καρόλου δούκα της Ορλεάνης και της Μαρίας του Κλέβ, διαδέχθηκε τον πατέρα του ως δούκας της Ορλεάνης (1465), και τον ξάδελφό του Καρόλου Η', που πέθανε χωρίς αρσενικούς απογόνους, ως βασιλιάς της Γαλλίας. Το 1476 νυμφεύτηκε την Ιωάννα της Γαλλίας (1464-1505), κόρη του Λουδοβίκου ΙΑ' από τη δεύτερη σύζυγό του. Αφού ο προκάτοχος του είχε πεθάνει άτεκνος, απαρνήθηκε τον γάμο του με την Ιωάννα, για να παντρευτεί την Άννα της Βρετάνης, κόρη και διάδοχο του δούκα Φραγκίσκου Β' της Βρετάνης για να την ενσωματώσει στο βασίλειο του. Δεν είχε όμως νόμιμα δικαιώματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να διαλύσει τον γάμο του. Δεν μπορούσε να βρει έγγραφα που να αποδεικνύουν την συγγένεια του με την Ιωάννα, αφού αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος της εποχής του για την διάλυση των γάμων, ούτε μπορούσε να βρει αποδεικτικά έγγραφα που να πιστοποιούν ότι τέλεσε τον γάμο σε ηλικία 13 ετών, αφού η νόμιμη ηλικία για γάμο στον άντρα ήταν το 14ο έτος, και αποφάσισε να καταφύγει σε άλλες ύπουλες μεθόδους. Κατηγόρησε την Ιωάννα ότι ήταν σωματικά ελαττωματική και ανίκανη να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Η Ιωάννα εξοργισμένη διατύπωσε βαριές κατηγορίες γι' αυτόν και τον πατέρα του. Αν και η Ιωάννα είχε με το μέρος της όλα τα νόμιμα δικαιώματα και η θέση του Λουδοβίκου ΙΒ ήταν πολύ δύσκολη, ο Πάπας πήρε το μέρος του και νομιμοποίησε την διάλυση του γάμου. Η Ιωάννα εξοργίστηκε πάλι και τον ειρωνεύτηκε με νέες κατηγορίες. Μετά τον θάνατο της Άννας της Βρετάνης, νυμφεύτηκε (1514) την Μαρία Τυδώρ (1496 - 1533), κόρη του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας, για να αποκτήσει διάδοχο και δικαιώματα στον Αγγλικό θρόνο, αλλά ο μόνος γάμος που ήταν γι' αυτόν γόνιμος ήταν με την Άννα της Βρετάνης, με την οποία απέκτησε δύο κόρες :
Ο Λουδοβίκος ΙΒ έστρεψε την προσοχή του κατά της αριστοκρατίας για να ισχυροποιήσει τις θέσεις του. Στην Σύνοδο του Μπλουά (1499), και της Λυών (1510), αποφάσισε ενίσχυση των βασιλικών δικαιωμάτων ακόμα και εις βάρος του νομοθετικού πλαισίου. Ήθελε να καταλάβει το Μιλάνο, από το οποίο είχε κληρονομικά δικαιώματα λόγω της γιαγιάς του, Βαλεντίνας Βισκόντι. Έκανε μια σειρά εκστρατειών κατά της Ιταλίας και κατάφερε να καταλάβει από τον μεγάλο αντίπαλο του, Λουδοβίκο Σφόρτσα, το Μιλάνο (1499) που έμεινε υπό την Γαλλική κατοχή για 12 χρόνια. Κατάφερε να νικήσει και την Βενετία στην αποφασιστική μάχη του Ανιαντέλο (1509). Τα πράγματα γι' αυτόν έγιναν πολύ δύσκολα με την άνοδο στον παπικό θρόνο (1510) του πολεμοχαρούς Ιουλίου Β΄, που σχημάτισε την Καθολική Λίγκα της Ιταλίας, που ήθελε να αντιταχθεί με κάθε τρόπο στις Γαλλικές φιλοδοξίες. Διώχθηκε τελικά (1513) από το Μιλάνο από τους Ελβετούς, ενώ έχασε και τα δικαιώματα του στον θρόνο της Νάπολης (1504). Πέθανε κερδίζοντας τον τίτλο του πατέρα του λαού, ενώ τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο κενό διαδοχής του ήταν πολύ μεγάλα, αλλά όχι μικρότερα από αυτά που υπήρχαν όταν ανέβηκε ο ίδιος στον θρόνο. Λόγω του Σαλικού νόμου, δεν μπορούσε να τον διαδεχθεί η κόρη του με τον σύζυγο της και ο θρόνος πέρασε αναγκαστικά στον ξάδελφό του Φραγκίσκο. Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ έχει αμφιλεγόμενη θέση στην ιστορία, αφού τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ των μεσαιωνικών βασιλέων και αυτών της Αναγέννησης.
δ. Φραγκίσκος Α΄ (1515-1547)
Ο Φραγκίσκος Α΄ (François I, 12 Σεπτεμβρίου 1494 - 31 Μαρτίου 1547) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας από το 1515 ως το 1547. Θεωρείται ο πρώτος Γάλλος βασιλιάς της Αναγέννησης, ονομάζεται «Πατέρας και Αναστηλωτής των γραμμάτων» και ήταν σύγχρονος του Γερμανού αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄ και του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η΄ Τυδώρ. Ήταν μέλος του οίκου των Βαλουά, γιος του Καρόλου της Ορλεάνης, δούκα της Ανγκουλέμης. Ήταν επίδοξος διάδοχος του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄, που δεν είχε γιους για να τον διαδεχθούν. Αρραβωνιάστηκε το 1506 την Κλαυδία της Βρετάνης (1499 - 1524), κόρη του Λουδοβίκου ΙΒ΄ και της Άννας της Βρετάνης και απέκτησε μαζί της πέντε παιδιά, ενώ η δεύτερη σύζυγός του Ελεονώρα των Αψβούργων έμεινε άτεκνη. Εξαιτίας του Σαλικού νόμου, που απέκλειε τις γυναίκες από την διαδοχή, διαδέχθηκε ως βασιλιάς τον Λουδοβίκο ΙΒ. Ήταν βασιλιάς πολύ μορφωμένος, με έντονα τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της Αναγέννησης σε αντίθεση με τους προκατόχους του (Λουδοβίκο ΙΒ΄, Κάρολο Η΄), που δεν απέδωσαν βαρύτητα στην είσοδο σύγχρονων Ιταλικών ρευμάτων στην χώρα τους. Οι δάσκαλοί του, όπως ο Χριστόφορος του Λονγκέιγ, είχαν επηρεαστεί έντονα από τα κινήματα της Αναγέννησης, όπως και η μητέρα του. Οι προκάτοχοί του χαρακτηρίζονταν μεσαιωνικοί βασιλείς, ενώ ο ίδιος έσπασε τα φράγματα με τον μεσαίωνα και οδήγησε την Γαλλία στην Αναγέννηση.
Με την άνοδο του στον θρόνο το 1515 επιδίωξε να κάνει την Γαλλία μεγάλο πνευματικό κέντρο. Κάλεσε στην χώρα του τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία και έζησε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Τα μεγάλα του έργα όπως η Μόνα Λίζα παρέμειναν στο Λούβρο. Μαζί με τον Ντα Βίντσι ήρθαν και όλοι οι μεγάλοι Ιταλοί ζωγράφοι, άλλοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα, όπως ο χρυσοχόος και γλύπτης Μπενβενούτο Τσελίνι και οι ζωγράφοι Ρόσσο Φιορεντίνο, Τζούλιο Ρομάνο, Πριματίτσιο, ενώ άλλοι ήταν σε συνεχή επαφή με ταξίδια. Διακόσμησε τα ανάκτορα και όλα τα μεγάλα κτίρια του Παρισιού με εικόνες ζωγραφικής και γλυπτά τόσο αρχαϊκής μορφής όσο και σύγχρονα. Μεγάλη του ελπίδα ήταν να φέρει τον πολιτισμό και την γνώση στο μέχρι τότε πολεμοχαρές Γαλλικό έθνος. Φρόντισε να στείλει απεσταλμένους στην Ιταλία για συλλογή σπάνιων βιβλίων και συγγραμμάτων, πλουτίζοντας συνεχώς την τεράστια βιβλιοθήκη του. Ο ίδιος ήταν αναγνώστης όλων των βιβλίων της βιβλιοθήκης του, κατόρθωμα σπάνιο σε όλα τα βασιλικά χρονικά, ενώ είναι ο πρώτος που άνοιξε τις πόρτες της βιβλιοθήκης του σε δωρεάν ελεύθερη ανάγνωση από όλον τον σπουδαστικό κόσμο. Με το διάταγμα του Μονπελιέ επέτρεψε αντιγραφή βιβλίων της βιβλιοθήκης για χρήση από τον λαό. Η μεγάλη αδελφή του Μαργαρίτα, (1492 - 1549) έγραψε το Επταήμερο, συλλογή διηγημάτων.
Ο Φραγκίσκος Α΄ δαπάνησε μεγάλα ποσά για νέες αρχιτεκτονικές κατασκευές. Συνέχισε την δουλειά των προκατόχων του στο Ανάκτορο του Αμπουάζ, ενώ άρχισε τις ανακαινίσεις στο Μπλουά. Κατασκεύασε το καταπληκτικό ανάκτορο του Σαμπόρ στο ρυθμό της Ιταλικής αναγέννησης, διακοσμημένο από τον ίδιο τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Κατασκεύασε στην πόλη του Παρισιού το Δημαρχείο της Πόλης (Hôtel de Ville), το οποίο ήταν σαν κέντρο ελέγχου όλων των έργων του. Κατασκεύασε το Ανάκτορο της Μαδρίτης στο Δάσος της Βουλώνης, αλλά το μεγαλύτερο έργο του ήταν η ανακατασκευή του κάστρου του Φονταινεμπλώ που έγινε η κυριότερη διαμονή του. Το διακόσμησε εσωτερικά και εξωτερικά, ενώ εκπληκτική εντύπωση έδινε η αυλή, όπου υπήρχε πηγή στην οποία το κρασί αναμειγνυόταν με το νερό.
Στο στρατιωτικό πεδίο ήταν ο πρώτος Βασιλεύς της Γαλλίας που συγκρότησε μόνιμο εθνικό στρατό. Συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις του προκατόχου του στην Ιταλία, όπου κατάφερε περιφανή νίκη το 1515 και εισήλθε θριαμβευτικά στο Μιλάνο. Στη συνέχεια συνήψε με τον Πάπα τη Συνθήκη του Βιτέρμπο, με την οποία πέτυχε την εκχώρηση της Πάρμας και της Πλακεντίας, καταλήγοντας στην υπογραφή κονκορδάτου με το Βατικανό. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του Κάρολου Ε (Κουίντου), ο οποίος βασίλευε στην Γερμανία (τότε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους) και στην Ισπανία, περικυκλώνοντας έτσι τη Γαλλία, επιχείρησε να διαπραγματευτεί συμμαχία με τον Ερρίκο Η΄ της Αγγλίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Γνώρισε αρχικά διαδοχικές ήττες στις μάχες του με τον Τζοβάνι ντάλε Μπάντε Νέρε, σκληρό στρατιωτικό ηγέτη, ευνοούμενο του πάπα από την οικογένεια των Μεδίκων. Ακολούθως στη μάχη της Παβίας (1525) γνώρισε τραγική ήττα, ο ίδιος τραυματίστηκε από τον Καίσαρα Ερκολάνι και αιχμαλωτίστηκε από τρεις Ισπανούς. Μεταφέρθηκε στην αυλή του Καρόλου Ε, όπου ελευθερώθηκε μόνο αφού αναγκάστηκε να δεχθεί μεγάλες εις βάρος του παραχωρήσεις. Όταν επέστρεψε στην Γαλλία τις αρνήθηκε, λέγοντας ότι έγιναν υπό την απειλή βίας. Έτσι μετά από ανεπιτυχείς επιχειρήσεις και επανειλημμένες ήττες, αναγκάσθηκε να εκχωρήσει στον Κάρολο Ε το Δουκάτο της Βουργουνδίας, καθώς και τα δικαιώματά του επί του Μιλάνου και της Νάπολης και, μετά την Συνθήκη του Καμπραί, την Φλάνδρα και το Αρτουά. Μετά όμως από τη Συνθήκη του Κρεπύ (1544), ο Κάρολος Ε και ο Φραγκίσκος Α συμφώνησαν να ανταλλάξουν τα κατακτηθέντα εδάφη. Αξιοσημείωτες για μονάρχη στην Ευρωπαϊκή ιστορία είναι οι φιλικές και συμμαχικές του σχέσεις με τους Οθωμανούς, που βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Τούρκου σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Οι δύο δυνάμεις συμμαχώντας επιτέθηκαν πολλές φορές στον αυτοκράτορα Κάρολο Ε, όπως στην έφοδο της Νίκαιας το 1543. Το 1524, υποστήριξε τους κατοίκους της Λυών που ήθελαν να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία του Τζιοβάνι ντε Βερατζιάνο στην Βόρεια Αμερική, αποζητώντας εκτάσεις γης με πλούσια φυσικά αγαθά για το Γαλλικό στέμμα. Έστειλε τον Ιάκωβο Καρτιέ το 1534 να εξερευνήσει τον ποταμό Άγιο Λαυρέντιο στο Κεμπέκ, όπου βρήκε μεγάλες ποσότητες χρυσού και άλλων ακριβών μετάλλων. Το 1541 έστειλε τον Ιωάννη-Φραγκίσκο ντε λα Ροκ ντε Ρομπερβάλ να εγκατασταθεί στον Καναδά και να διαδώσει την Καθολική θρησκεία. Στο κάστρο του Βιγιέρ-Κοτερέτ υπέγραψε το 1539 ένα έγγραφο που όριζε σαν επίσημη γλώσσα του Γαλλικού κράτους την γαλλική αντί της λατινικής που υπήρχε μέχρι τότε. Όριζε ταυτόχρονα την καταγραφή από ιερείς των βαπτίσεων, των γάμων, των θανάτων, και των πατροτήτων. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη στατιστική απογραφή πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή ιστορία.
ε. Ερρίκος Β΄ (1547-1559)
Ο Ερρίκος Β΄ (Henri II, 31 Μαρτίου 1519 - 10 Ιουλίου 1559) ήταν μονάρχης του οίκου των Βαλουά, βασιλιάς της Γαλλίας από τις 31 Μαρτίου του 1547 έως το θάνατό του το 1559. Ήταν ο δεύτερος γιος του Φραγκίσκου Α' και της Κλαυδίας της Βρετάνης και έγινε δελφίνος της Γαλλίας μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, Φραγκίσκου Γ', δούκα της Βρετάνης, το 1536. Νυμφεύτηκε την Αικατερίνη των Μεδίκων (13 Απριλίου, 1519 - 5 Ιανουαρίου, 1589) στις 28 Οκτωβρίου 1533, όταν ήταν και οι δύο δεκατεσσάρων ετών και απέκτησε μαζί της δέκα παιδιά, ενώ απέκτησε και άλλα τρία μη νόμιμα παιδιά από ερωμένες. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στις 31 Μαρτίου 1547. Την επόμενη χρονιά σύναψε εξωσυζυγική σχέση με την τριανταπεντάχρονη χήρα Νταιάνα ντε Πουατιέ, η οποία έγινε η πιο πιστή του σύμβουλος και, για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια, ασκούσε παρασκηνιακά μεγάλη επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής.
Η βασιλεία του Ερρίκου Β΄ χαρακτηρίστηκε από τους πολέμους με την Αυστρία, και τη δίωξη των προτεσταντών. Ο Ερρίκος Β΄ τους τιμώρησε σκληρά, καίγοντας τους ζωντανούς ή αποκόπτοντας τις γλώσσες τους για να μην διαδίδουν τις προτεσταντικές πεποιθήσεις τους. Ακόμη και εκείνοι που θεωρούνταν ύποπτοι ότι ήταν προτεστάντες μπορούσαν να φυλακιστούν για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Ιταλικός πόλεμος 1551-1559, γνωστός ως πόλεμος Αψβούργων - Βαλουά, άρχισε όταν ο Ερρίκος Β΄ κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στον Αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την πρόθεση της εκ νέου κυριαρχίας της Ιταλίας και της εξασφάλισης των γαλλικών, έναντι των Αψβουργιανών, συμφερόντων στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Μετά την παραίτηση του Καρόλου Ε΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη διάσπαση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων το 1556 στον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας και τον Φερδινάνδο Α΄ της Αυστρίας, η εστία του πολέμου μετατοπίστηκε στη Φλαμανδική περιοχή, όπου ο Φίλιππος Β νίκησε τους Γάλλους. Η είσοδος της Αγγλίας στον πόλεμο οδήγησε στη γαλλική κατάληψη του Καλαί. Αν και γαλλικός στρατός λεηλάτησε τις ισπανικές Αψβουργιανές κτήσεις στις Κάτω Χώρες, ο Ερρίκος Β΄ αναγκάστηκε να δεχτεί την ειρήνη, με την οποία αρνήθηκε περαιτέρω αξιώσεις στην Ιταλία.
Ο Ερρίκος Β΄ ήταν άπληστος κυνηγός συμμετέχοντας σε κονταρομαχίες και πρωταθλήματα της εποχής. Στις 30 Ιουνίου 1559, στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής, για να γιορτάσει την Συνθήκη Καμπρεζί με τους εχθρούς του, τους Αψβούργους της Αυστρίας και για να γιορτάσει το γάμο της κόρης του Ελισάβετ των Βαλουά με τον Αψβούργο Βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας, πληγώθηκε θανάσιμα από τη λόγχη του λοχαγού Γκαμπριέλ Μοντγκόμερι, της σκωτικής φρουράς. Τον χτύπησε στο αριστερό μάτι, διαπέρασε τον εγκέφαλο και βγήκε μέσω του αυτιού του. Υπέφερε τρομερά, και παρά τις προσπάθειες του βασιλικού χειρουργού, πέθανε στις 10 Ιουλίου 1559.
στ. Φραγκίσκος Β΄ (1559-1560)
Ο Φραγκίσκος Β΄ (19 Ιανουαρίου 1544 – 5 Δεκεμβρίου 1560) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1559-1560) και της Σκοτίας (1558-1560). Γεννήθηκε στον βασιλικό πύργο του Φοντενεμπλό, γιος του Ερρίκου Β΄, βασιλιά της Γαλλίας (1519 –1559) και της Αικατερίνης των Μεδίκων (1519 –1589). Ήταν εγγονός του βασιλιά Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας, αδελφός του βασιλιά Καρόλου Θ΄ της Γαλλίας, και του βασιλιά Ερρίκου Γ΄ της Γαλλίας. Ήταν επίσης ο πρώτος σύζυγος της βασίλισσας Μαρίας Α΄ της Σκοτίας.
Μετά το θάνατο του πατέρα της, Ιακώβου Ε΄, βασιλιά των Σκότων, η Μαρία Α΄ στέφθηκε Βασίλισσα των Σκότων, στο κάστρο Στίρλινγκ, στις 9 Σεπτεμβρίου 1543, σε ηλικία εννέα μηνών. Ο γάμος μεταξύ της Μαρίας Α΄, Βασίλισσας των Σκότων, και του Φραγκίσκου, Δελφίνου της Γαλλίας, κανονίσθηκε από τον Ερρίκο Β΄ της Γαλλίας το 1548, όταν ο Φραγκίσκος ήταν μόνο τεσσάρων ετών. Όταν η συμφωνία του γάμου είχε επίσημα επικυρωθεί, η εξάχρονη τότε Μαρία στάλθηκε στην Γαλλία, για να ανατραφεί στην βασιλική αυλή μέχρι το γάμο. Παρά το γεγονός ότι η Βασίλισσα Μαρία Α΄ ήταν ψηλή για την ηλικία της και άπταιστη στο λόγο, ενώ ο Φραγκίσκος ήταν αφύσικα κοντός και τραύλιζε, ο Ερρίκος Β΄ σχολίασε ότι "από την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν, ο γιος μου και εκείνη τα πηγαίνουν τόσο καλά σαν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο πολύ καιρό". Στις 24 Απριλίου 1558, ο δεκατετράχρονος πλέον Δελφίνος νυμφεύθηκε την Βασίλισσα των Σκότων σε μία ένωση που θα μπορούσε να δώσει στους μελλοντικούς βασιλείς της Γαλλίας το θρόνο της Σκοτίας και επίσης διεκδίκηση στο θρόνο της Αγγλίας μέσω του προπάππου της Μαρίας, βασιλιά Ερρίκου Ζ΄ της Αγγλίας. Όμως, η Μαρία και ο Φραγκίσκος δεν απέκτησαν παιδιά κατά την διάρκεια του βραχύβιου γάμου τους, πιθανώς εξαιτίας των ασθενειών του Φραγκίσκου ή γενετήσιων προβλημάτων του.
Ένα χρόνο μετά το γάμο του, ο πατέρας του Φραγκίσκου, Ερρίκος Β΄, πέθανε, και ο Φραγκίσκος ακόμη μόνο δεκαπέντε ετών, στέφθηκε βασιλιάς στη Ρεμς. Το στέμμα ήταν τόσο βαρύ που οι ευγενείς έπρεπε να το κρατούν αντί γι' αυτόν. Ο Φραγκίσκος Β΄, ο οποίος πάντα ήταν ένα ασθενικό παιδί, πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου στην Ορλεάνη, στο Λουαρέ, σε ηλικία δεκαέξι ετών. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, Κάρολος Θ΄ (27 Ιουνίου 1550 – 30 Μαΐου 1574).
ζ. Κάρολος Θ΄ (1560-1574)
Ο Κάρολος Θ΄ (27 Ιουνίου 1550 - 30 Μαΐου 1574) ήταν μέλος του οίκου των Βαλουά και βασίλευσε στη Γαλλία από το 1560 έως τον θάνατό του. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Γαλλίας και μητέρα του η Αικατερίνη των Μεδίκων. Ανέβηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, Φραγκίσκου Β΄ το 1560. Μεγάλη επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής είχε η μητέρα του Αικατερίνη των Μεδίκων και οι Δούκες της Γκύζης. Στις 26 Νοεμβρίου 1570 νυμφεύτηκε την Ελισάβετ της Αυστρίας με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Μαρία Ελισάβετ (1572-1578). Ο Κάρολος Θ΄ απέκτησε και ένα εξώγαμο παιδί (χωρίς δικαιώματα στη διαδοχή) από την ερωμένη του Μαρί Τουσέτ, τον Κάρολο των Βαλουά (1573-1650). Ο Κάρολος Θ΄ πέθανε σε ηλικία μόλις 24 ετών από φυσικά αίτια. Τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Ερρίκος Γ΄ της Γαλλίας.
Από τα πλέον αξιοσημείωτα γεγονότα της βασιλείας του ήταν θρησκευτικοί πόλεμοι που άρχισαν στη Γαλλία το 1562 και κατέληξαν στη σφαγή των Γάλλων προτεσταντών (Ουγενότων) κατά τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου το 1572. Η σφαγή αυτή είχε αφορμή τον γάμο του Ερρίκου της Ναβάρας (μετέπειτα βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Δ) με την Μαργαρίτα Βαλουά, αδελφή του βασιλιά Καρόλου Θ , αλλά επεκτάθηκε στην πρωτεύουσα και τις επόμενες εβδομάδες σε πληθώρα πόλεων της γαλλικής επαρχίας. Η τραγική αυτή κατάληξη ήταν αποτέλεσμα τόσο θρησκευτικών, όσο και πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων. Ήταν η συνέπεια του στρατιωτικού και πολιτικού διαχωρισμού της γαλλικής αριστοκρατίας σε καθολικούς και προτεστάντες, και κυρίως η αντιζηλία μεταξύ της οικογένειας των Γκιζ και των Σατιγιόν-Μονμορανσί. Ήταν το αποτέλεσμα μιας άγριας λαϊκής αντίδρασης, φανατικά καθολικής και εχθρικής στη βασιλική πολιτική κατευνασμού των πνευμάτων και προσεταιρισμού των προτεσταντών, αλλά αντικατόπτριζε επίσης τις εντάσεις στην εξωτερική πολιτική των βασιλείων της Γαλλίας και της Ισπανίας, οι οποίες τροφοδοτούνταν από τις εξεγέρσεις στις Κάτω Χώρες. Η ιστοριογραφική παράδοση θεωρεί κύριους υπαίτιους της σφαγής τον βασιλιά Κάρολο Θ' και τη μητέρα του, Αικατερίνη των Μεδίκων. Η βασιλική διαταγή για την έναρξη του μακελειού αφορούσε μόνο τους ηγέτες των προτεσταντών. Το πρωινό της 24ης Αυγούστου 1572 ο Κάρολος Θ' διέταξε τη διακοπή των δολοφονιών, αλλά δεν μπόρεσε να ανακόψει την οργή και το ζήλο του λαού. Μετά τη σφαγή το κίνημα των Ουγενότων παρέλυσε από το χαμό πολλών επιφανών αριστοκρατών ηγετών του, αλλά και από τις εσωτερικές ανακατατάξεις και τη ριζοσπαστική αλλαγή των πεποιθήσεων, καθώς οι Γάλλοι προτεστάντες πλέον βρίσκονταν σε ανοιχτό πόλεμο με το στέμμα. Δεν επρόκειτο για έναν πόλεμο ενάντια στην πολιτική του στέμματος, αλλά ενάντια στην ίδια την ύπαρξη της Γαλλικής μοναρχίας.
η. Ερρίκος Γ΄ (1574-1589)
Ο Ερρίκος Γ΄ (19 Σεπτεμβρίου, 1551 – 2 Αυγούστου, 1589), γνωστός και ως Ερρίκος της Πολωνίας, γεννήθηκε με το όνομα Αλέξανδρος Εδουάρδος της Γαλλίας, και ήταν μέλος του οίκου των Βαλουά. Ήταν βασιλιάς της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας (1574-1574) και βασιλιάς της Γαλλίας από τις 30 Μαΐου 1574 μέχρι τον θάνατό του. Ήταν ο τέταρτος γιος του βασιλιά Ερρίκου Β΄ και της Αικατερίνης των Μεδίκων, εγγονός τους Φραγκίσκου Α΄ και της Κλαυδίας της Γαλλίας, αδελφός του Φραγκίσκου Β΄ και του Καρόλου Θ΄. Έγινε Δούκας της Ανγκουλέμης και Δούκας της Ορλεάνης το 1560. Το 1574 το όνομά του, όταν ανέβηκε στον Γαλλικό θρόνο, έγινε Ερρίκος Γ'. Νυμφεύτηκε τη Λουίζα της Λωρραίνης, αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Το 1584 πέθανε ο νεότερος αδελφός του και διάδοχός του Φραγκίσκος Δούκας του Ανζού. Σύμφωνα με τον Σαλικό Νόμο ο νόμιμος διάδοχος ήταν ο Ερρίκος της Ναβάρας, απόγονος του βασιλιά Αγίου Λουδοβίκου Θ΄. Ο Ερρίκος εξέδωσε διάταγμα που απέκλειε τους προτεστάντες από τη διαδοχή στο γαλλικό θρόνο. Ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και στον Ερρίκο και στις 2 Αυγούστου 1589, κατά την επίθεσή του ενάντια στις δυνάμεις του Κοινοβουλίου, έξω από το Παρίσι, στο προάστιο Σαιν Κλου, δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι από έναν αγγελιοφόρο. Πέθανε την επόμενη μέρα 2 Αυγούστου. Ο Ερρίκος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Γαλλίας του Οίκου των Βαλουά. Τον διαδέχθηκε ο Ερρίκος της Ναβάρας, ο οποίος ήταν νυμφευμένος με την αδελφή του Ερρίκου Γ Μαργαρίτα των Βαλουά (γνωστή ως Βασίλισσα Μαργκό).
θ. Ερρίκος Δ΄ (1589-1610)
Ο Ερρίκος Δ΄ (Henri IV, 13 Δεκεμβρίου 1553 - 14 Μαΐου 1610) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας από το 1589 έως το 1610 και της Ναβάρρας (ως Ερρίκος Γ΄) από το 1572 έως το 1610. Ήταν ο πρώτος βασιλιάς της δυναστείας των Βουρβόνων. Δολοφονήθηκε το 1610 στο Παρίσι. Το 1562 ανέβηκε στον θρόνο της Ναβάρρας σε ηλικία εννέα ετών αντικαθιστώντας τον πατέρα του Αντώνιο βασιλιά της Ναβάρρας (περιοχή της σημερινής βορειοδυτικής Ισπανίας στα σύνορα με τη Γαλλία, μέρος της χώρας των Βάσκων). Αν και βαπτίστηκε ρωμαιοκαθολικός, ανατράφηκε ως προτεστάντης από τη μητέρα του, τη Ζαν ντ' Αλμπέρτ. Η μητέρα του Ερρίκου, ως αντιβασίλισσα, είχε κηρύξει τον Καλβινισμό ως την επίσημη θρησκεία της Ναβάρρας. Ως έφηβος κατατάχτηκε στις δυνάμεις των Ουγενότων στους Γαλλικούς Πολέμους για τη Θρησκεία. Το 1572 με το θάνατο της μητέρας του, και την ενηλικίωσή του, ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντα του Βασιλιά της Ναβάρρας. Στις 18 Αυγούστου 1572 νυμφεύτηκε τη Μαργαρίτα των Βαλουά (Βασίλισσα Μαργκό), αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Θ και απέκτησε δικαιώματα στον γαλλικό θρόνο. Θεωρήθηκε από τους περισσότερους μια προσπάθεια να επικρατήσει η θρησκευτική ειρήνη στο βασίλειο. Εντούτοις, οι ηγετικοί καθολικοί παράγοντες, κρυφά, προγραμμάτισαν σφαγή των προτεσταντών που μαζεύτηκαν στο Παρίσι για το γάμο. Στις 24 Αυγούστου, αρκετές χιλιάδες προτεσταντών σκοτώθηκαν στο Παρίσι και χιλιάδες περισσότεροι στην επαρχία και η σφαγή έμεινε στην ιστορία ως η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Ο Ερρίκος διέφυγε το θάνατο προσποιούμενος ότι θα γίνει ρωμαιοκαθολικός. Κρατήθηκε σε περιορισμό, αλλά δραπέτευσε στις αρχές του 1576. Στις 5 Φεβρουαρίου εκείνου του έτους, αποκήρυξε τον καθολικισμό και συστρατεύτηκε πάλι με τις προτεσταντικές δυνάμεις, στη στρατιωτική σύγκρουση.
Ο Ερρίκος της Ναβάρρας έγινε ο νόμιμος κληρονόμος του γαλλικού θρόνου το 1584 με τον θάνατο του Φραγκίσκου, δούκα του Αλενσόν και αδελφού και διάδοχου του καθολικού βασιλιά Ερρίκου Γ΄. Δεδομένου ότι ο Ερρίκος της Ναβάρρας ήταν απόγονος του βασιλιά Λουδοβίκου Θ΄, ο βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ της Γαλλίας δεν είχε καμία άλλη επιλογή παρά να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο διάδοχο. Ο σαλικός νόμος απέκλειε τις αδελφές του βασιλιά. Με τον θάνατο του Ερρίκου Γ΄ το 1589, ο Ερρίκος της Ναβάρρας έγινε βασιλιάς της Γαλλίας, η Καθολική Λίγκα υποστήριζε τον αιχμάλωτο θείο του Κάρολο που τελικά παραιτήθηκε υπέρ του. Αλλά η Καθολική Λίγκα, που ενισχύθηκε από την υποστήριξη που είχε από το εξωτερικό, ειδικά από την Ισπανία, ήταν αρκετά ισχυρή να τον αναγκάσει να περιορίσει την εξουσία του στο νότο. Ο Ερρίκος έπρεπε με στρατιωτικά μέσα να πάρει το βασίλειό του. Βοηθήθηκε από τα χρήματα και τα στρατεύματα που παραχωρήθηκαν από την Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας. Η Καθολική Λίγκα ανακήρυξε τον καθολικό θείο του Ερρίκου, Κάρολο, καρδινάλιο των Βουρβόνων βασιλιά της Γαλλίας.Ο καρδινάλιος ήταν φυλακισμένος του Ερρίκου και μετά το θάνατό του, το 1590, η Καθολική Λίγκα δεν μπορούσε να συμφωνήσει για έναν νέο υποψήφιο. Ενώ μερικοί υποστήριζαν τους Γκιζ, ο ισχυρότερος υποψήφιος ήταν η Πριγκίπισσα Ισαβέλλα, κόρη του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, της οποίας η μητέρα Ελισάβετ ήταν κόρη του Ερρίκου Β΄ της Γαλλίας. Η προβολή της υποψηφιότητάς της έβλαψε την Καθολική Λίγκα, η οποία έγινε έτσι ύποπτη ως πράκτορας των Ισπανών. Παρ΄ όλα αυτά, ο Ερρίκος Δ αδυνατούσε να πάρει τον έλεγχο του Παρισιού. Με την ενθάρρυνση της μεγάλης αγάπης της ζωής του, Γαβριέλλας ντ' Εστρέ (Gabrielle d'Estrées), στις 25 Ιουλίου 1593 αποκήρυξε τον προτεσταντισμό, κερδίζοντας τους καθολικούς και προκαλώντας δυσαρέσκεια στον προηγούμενο σύμμαχό του, τη Βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας. Εντούτοις, η είσοδός του στο Ρωμαιοκαθολικό Δόγμα εξασφάλισε την υποταγή της μεγάλης πλειοψηφίας των υπηκόων του. Στέφθηκε Βασιλιάς της Γαλλίας στον καθεδρικό ναό της Σαρτρ στις 27 Φεβρουαρίου 1594. Με τη στέψη του άρχισε η βασιλεία της δυναστείας των Βουρβόνων. Στις 13 Απριλίου 1598, εξέδωσε το Έδικτο της Νάντης, το οποίο έδωσε αρκετά δικαιώματα και προστασία στους Ουγενότους.
Ο πρώτος γάμος του Ερρίκου, με την Μαργαρίτα των Βαλουά δεν ήταν ευτυχής, και το ζεύγος παρέμεινε άτεκνο. Οι δύο είχαν χωρίσει, πριν ανέβει ο Ερρίκος στο θρόνο, τον Αύγουστο του 1589. Αφότου ο Ερρίκος έγινε βασιλιάς, έπρεπε να αποκτήσει διαδόχους, για να αποφευχθεί πρόβλημα διαδοχής. Ο Ερρίκος είχε την ιδέα της ακύρωσης του πρώτου γάμου του, για να νυμφευτεί την Γαβριέλλα ντ' Εστρέ (Gabrielled'Estrées), με την οποία είχε ήδη τρία παιδιά, μη νόμιμα. Οι σύμβουλοι του αντέδρασαν έντονα σ' αυτήν την ιδέα, αλλά το θέμα επιλύθηκε απροσδόκητα από τον ξαφνικό θάνατο της Γαβριέλλας στις 10 Απριλίου του 1599, που πέθανε σε έναν πρόωρο τοκετό. Ο γάμος του Ερρίκου με την Μαργαρίτα ακυρώθηκε το 1599, και νυμφεύτηκε την Μαρία των Μεδίκων το 1600, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, ενώ αξιώσεις να αναγνωριστεί νόμιμη σύζυγός του είχε και η ερωμένη του Ερριέτα Ντ' Αντράγκ.
Ο Ερρίκος Δ΄ αποδείχθηκε διορατικός και θαρραλέος πολιτικός. Αντί να διεξαγάγει δαπανηρούς πολέμους για να χρηματοδοτούνται οι ευγενείς, απλώς τους πλήρωνε. Υιοθέτησε πολιτικές και προγράμματα για να βελτιώσει τις ζωές όλων των υπηκόων του, με αποτέλεσμα να γίνει ένας από τους δημοφιλέστερους βασιλιάδες που κυβέρνησαν τη χώρα. Αν και ήταν ευγενικός και με καλή προδιάθεση, αποτέλεσε στόχο πολλών προσπαθειών δολοφονίας. Τελικά στις 14 Μαΐου 1610, δολοφονήθηκε, στο Παρίσι, σε ηλικία 57 ετών, από τον Φραγκίσκο Ραβαγιάκ, που σκαρφάλωσε στη βασιλική άμαξα και του κατάφερε τρεις μαχαιριές. Η χήρα του Ερρίκου, Μαρία των Μεδίκων, ανέλαβε καθήκοντα αντιβασίλισσας μέχρι το 1617, μιας και ο γιος τους, Λουδοβίκος, ήταν μόλις εννέα χρονών,.
ι. Λουδοβίκος ΙΓ΄ ο Δίκαιος (1610-1643)
Ο Λουδοβίκος ΙΓ΄ (Louis XIII, 27 Σεπτεμβρίου 1601, 14 Μαΐου 1643) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας (1610-1643) και της Ναβάρρας. Γεννήθηκε στο Ανάκτορο Φοντενεμπλό και ήταν μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Δ΄ και της Μαρίας των Μεδίκων. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος βασιλιάς του οίκου των Βουρβόνων, που διαδέχτηκε σε εφαρμογή του Σαλικού νόμου τον μακρινό εξάδελφο του Ερρίκο Γ'. Έγινε βασιλιάς το 1620 με το θάνατο του πατέρα του, όταν ήταν οκτώ ετών. Τα καθήκοντά του εξασκούσε η μητέρα σου με την ιδιότητα της αντιβασίλισσας μέχρι τα 13 του χρόνια. Σημαντική επίδραση κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΓ΄ άσκησε ο καρδινάλιος Ρισελιέ, ο οποίος απέκτησε ισχύ λόγω της αδυναμίας του βασιλιά στα καθήκοντα του. Χάρη στον Ρισελιέ ο Λουδοβίκος ΙΓ έφθασε στα όρια απόλυτου μονάρχη. Τον Νοέμβριο του 1615, σε ηλικία 14 ετών πραγματοποίησε γάμο μεγάλης σημασίας με την πριγκίπισσα των Αψβούργων Άννα της Αυστρίας, κόρη του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Γ'. Ο γάμος αυτός επέφερε την στρατιωτική συμμαχία μεταξύ δύο ισχυρότατων καθολικών δυνάμεων. Λόγω σεξουαλικών προβλημάτων όμως, πέρασαν 23 χρόνια μέχρι να αποκτήσει το 1638 τον πολυπόθητο διάδοχο. Δεν αναφέρονται ερωμένες του Λουδοβίκο ΙΓ, αλλά υπήρχαν φήμες ότι ήταν αμφιφυλόφιλος. Τον διαδέχθηκε ο 4χρονος γιος του Λουδοβίκος ΙΔ, ο γνωστός "Βασιλιάς - Ήλιος", ο μονάρχης με την πιο μακρόχρονη περίοδο βασιλείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ιστορία.
ια. Άννα της Αυστρίας (1643-1651)
Η Άννα της Αυστρίας (Ana de Austria, 22 Σεπτεμβρίου 1601 – 20 Ιανουαρίου 1666) ήταν βασίλισσα της Γαλλίας και της Ναβάρρας, αντιβασίλισσα του γιου της, Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, και ινφάντα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας από τη γέννησή της. Κατά την αντιβασιλεία της (1643–1651) ο καρδινάλιος Μαζαρίνος υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της Γαλλίας. Γεννημένη στο Παλάτι Μπεναβέντε στο Βαγιαδολίδ στην Ισπανία και βαπτίσθηκε Ana María Maurícia. Ήταν κόρη Αψβούργων γονέων, του Φίλιππο Γ΄ της Ισπανίας και της Μαργαρίτας της Αυστρίας. Την προσφωνούσαν Iνφάντα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, Aρχιδούκισσα της Αυστρίας, Πριγκίπισσα της Βουργουνδίας και των Κάτω Χωρών. Η Άννα αρραβωνιάστηκε σε ηλικία 10 ετών τον Λουδοβίκο ΙΓ΄. Στις 24 Νοεμβρίου 1615, παντρεύτηκαν με πληρεξούσιο στο Μπούργος, ενώ η αδελφή του Λουδοβίκου, Ελισάβετ, και ο αδελφός της Άννας, Φίλιππος Δ΄ της Ισπανίας, παντρεύτηκαν δι' αντιπροσώπου στη Μπορντώ. Αυτοί οι γάμοι ακολούθησαν την παράδοση της εδραίωσης στρατιωτικών και πολιτικών συμμαχιών μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας, που άρχισαν με το γάμο του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας με την Ελισάβετ του Βαλουά το 1559 ως μέρος της Ειρήνης του Κατώ-Καμπρεσί.
Η Άννα ήταν γνωστή λάτρης της ιππασίας. Η ίδια και ο Λουδοβίκος ΙΓ, και οι δύο 14 ετών, πιέσθηκαν να ολοκληρώσουν το γάμο έτσι ώστε να ματαιωθεί κάθε δυνατότητα μελλοντικής ακύρωσης, αλλά ο Λουδοβίκος αγνόησε τη νύφη. Η μητέρα του Λουδοβίκου ΙΓ, Μαρία των Μεδίκων, συνέχισε να συμπεριφέρεται ως Βασίλισσα της Γαλλίας χωρίς σεβασμό στη νύφη της. Η Άννα, πλαισιωμένη από την ακολουθία της, τις αριστοκρατικής καταγωγής κυρίες επί των τιμών, συνέχισε να ζει σύμφωνα με την ισπανική εθιμοτυπία και απέτυχε να βελτιώσει τα γαλλικά της. Μια σειρά αποβολών απογοήτευσε τον βασιλιά και συνετέλεσε στο να ψυχρανθούν οι σχέσεις τους. Στις 14 Μαρτίου 1622, ενώ έπαιζε με τις κυρίες της, η Άννα έπεσε σε μία κιγκλιδωτή σκάλα και έτσι συνέβη η δεύτερη αποβολή της, για την οποία ο Λουδοβίκος την κατηγόρησε. Η προσοχή του βασιλιά μονοπωλούνταν από τον πόλεμο εναντίον των Προτεσταντών. Ο Λουδοβίκος στράφηκε τότε στον καρδινάλιο Ρισελιέ ως σύμβουλό του. Η εξωτερική πολιτική του Ρισελιέ στον αγώνα εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι περιέβαλαν τη Γαλλία σε δύο μέτωπα, αναπόφευκτα δημιούργησε ένταση μεταξύ αυτού και της Άννας, η οποία παρέμεινε άτεκνη για άλλα δεκαέξι χρόνια, ενώ ο Λουδοβίκος ΙΓ εξαρτιόταν ακόμη περισσότερο από τον Ρισελιέ, ο οποίος ήταν ο πρώτος υπουργός του από το 1624.
Υπό τη επιρροή της Λα Σεβρέζ, η βασίλισσα δέχθηκε να μπει σε πολιτική αντίθεση με τον Ρισελιέ και ενεπλάκη σε πολλές μηχανορραφίες εναντίον των μεθόδων του. Αόριστες φήμες προδοσίας κυκλοφορούσαν στην αυλή, κυρίως την υποθετική ανάμειξη στις συνωμοσίες του κόμη του Σαλαί. Το 1635 η Γαλλία κήρυξε πόλεμο στην Ισπανία, τοποθετώντας τη βασίλισσα σε μία αβάσιμη θέση. Η μυστική της ανταπόκριση με τον αδελφό της Φίλιππο Δ΄ της Ισπανίας ξεπερνούσε τα όρια της αδερφικής συνάντησης. Τον Αύγουστο του 1637, η Άννα κίνησε υποψίες, σε τέτοιο βαθμό που ο Ρισελιέ την ανάγκασε να υπογράψει κάποιους όρους σχετικά με την αλληλογραφία της, η οποία από τότε διαβαζόταν και περνούσε από έλεγχο.
Παραδόξως, μέσα σε αυτό το κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης, η βασίλισσα έμεινε σύντομα έγκυος για άλλη μια φορά. Ο δελφίνος Λουδοβίκος, μελλοντικός Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας, γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1638, εξασφαλίζοντας τη γραμμή διαδοχής των Βουρβόνων, ωστόσο η γέννηση ενός δεύτερου γιου απέτυχε να επαναφέρει το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο βασιλικό ζεύγος. Το 1636, ο Ρισελιέ δώρισε στον Λουδοβίκο το ανάκτορο του Παλαί Ρουαγιάλ βόρεια του Λούβρου. Ο ίδιος ο βασιλιάς δεν το χρησιμοποίησε ποτέ, ωστόσο η Άννα εγκαταστάθηκε στο Λούβρο μαζί με τους δυο γιους της και παρέμεινε ως επίτροπος εκεί. Η Άννα ονομάσθηκε αντιβασίλισσα με το θάνατο του συζύγου της. Με τη βοήθεια του Πιέρ Σεγκιέρ, ανάγκασε το Κοινοβούλιο του Παρισιού να ανακαλέσει τη διαθήκη του πρώην βασιλιά, η οποία θα περιόριζε τις δυνάμεις της. Ο τετράχρονος γιος τους στέφθηκε βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας. Η Άννα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αλλά ανέθεσε τη διακυβέρνηση στον πρωθυπουργό Μαζαρίνο προς γενική έκπληξη, καθότι ήταν προστατευόμενος του Ρισελιέ. Με την υποστήριξη του Μαζαρίνου, η Άννα αντιμετώπισε την εξέγερση των αριστοκρατών, οδηγούμενη από τον Λουδοβίκου Β΄ των Βουρβόνων, Πρίγκιπα του Κοντέ, η οποία έγινε γνωστή ως Σφενδόνη. Το 1651, όταν ο γιος της Λουδοβίκος ΙΔ΄ επίσημα ενηλικιώθηκε, η αντιβασιλεία της νομικά έληξε. Παρ' όλα αυτά, κράτησε πολλή εξουσία και επιρροή στο γιο της μέχρι το θάνατο του Μαζαρίνου.
Το 1659, ο πόλεμος με την Ισπανία τελείωσε με το Σύμφωνο των Πυρηναίων. Τον επόμενο χρόνο, η ειρήνη εδραιώθηκε με το γάμο του νεαρού βασιλιά με την ανιψιά της Αψβούργας πριγκίπισσας Μαρίας Θηρεσίας της Ισπανίας. Μετά από χρόνια η Άννα αποσύρθηκε στη μονή της Κομπανί, στην Βαλ ντε Γκρας, όπου αργότερα πέθανε από καρκίνο του στήθους. Η κυρία επί των τιμών της, Μαντάμ ντε Μοτβίλ, έγραψε την ιστορία της ζωής της στο βιβλίο της Mémoires d'Anne d'Autriche. Πολλοί την βλέπουν ως μια λαμπρή αλλά πονηρή γυναίκα και έτσι παρουσιάζεται ως ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά πατέρα Οι Τρεις Σωματοφύλακες.
ιβ. Λουδοβίκος ΙΔ΄ ο Μέγας (1651-1715)
Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (Louis XIV, 5 Σεπτεμβρίου 1638 - 1 Σεπτεμβρίου 1715), γνωστός και ως «βασιλιάς Ήλιος» και επικαλούμενος Μέγας, ήταν βασιλιάς της Γαλλίας και της Ναβάρρας τυπικά από το 1643 (ουσιαστικά όμως από το 1661) έως το θάνατό του το 1715. Η βασιλεία του επηρέασε σημαντικά τη Γαλλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Ήταν γιος του Λουδοβίκου ΙΓ΄ και της Άννας της Αυστρίας. Όταν πέθανε ο πατέρας του, o Λουδοβίκος ΙΔ ήταν μόλις πέντε ετών, και έτσι την κηδεμονία ανέλαβε ο καρδινάλιος Μαζαρίνος μαζί με την μητέρα του την Άννα της Αυστρίας. Η παιδική ηλικία του πέρασε μέσα σε ένα δραματικό κλίμα, το οποίο επηρέασε βαθιά τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του. Τότε αναζωπυρώθηκαν οι αντιδράσεις εναντίον του βασιλικού περιβάλλοντος και σημειώθηκαν πολλές εξεγέρσεις των ευγενών εναντίον του βασιλικού καθεστώτος αλλά και της φορολογίας από το 1648 μέχρι το 1653. Η περίοδος αυτή των εξεγέρσεων είχε μια απρόβλεπτη συνέπεια, την ενίσχυση του κύρους του βασιλικού θεσμού και τη συσπείρωση των αστών γύρω από τον βασιλιά. Ο καρδινάλιος Μαζαρίνος ενδιαφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό και για την εκπαίδευση του νεαρού βασιλιά. Όμως, παρά τις προσπάθειες πολλών δασκάλων να του μάθουν λατινικά, ιστορία, ιταλικά, σχέδιο και μαθηματικά, ο Λουδοβίκος δεν έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον. Του άρεσαν όμως η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική, η μουσική, και ειδικά ο χορός, ο οποίος στην εποχή του ήταν ένα σημαντικό συστατικό της εκπαίδευσης ενός ευγενούς. Λέγεται ότι χόρευε δύο ώρες την ημέρα καθημερινά. Επίσης λάτρευε το κυνήγι και την ιππασία.
Η αντιβασιλεία της μητέρας του έληξε το 1651 και στις 7 Ιουνίου 1654 ο Λουδοβίκος στέφθηκε βασιλιάς της Γαλλίας. Η ουσιαστική όμως κυβέρνηση της χώρας άρχισε το 1661, όταν πέθανε ο καρδινάλιος Μαζαρίνος. Ο Λουδοβίκος τότε ήταν 22 ετών και δήλωσε σε όλους τους υπουργούς και τους συμβούλους του ότι θα κυβερνήσει μόνος του. Λέγεται μάλιστα ότι είπε την περίφημη φράση: "Το κράτος, είμαι εγώ" (L'État, c'est moi). Μείωσε πολύ την δύναμη των κοινοβουλίων και των δημοκρατικών, ενώ παράλληλα ύψωσε τον βασιλικό θεσμό πάνω από τους νόμους, αποτελώντας τον χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο της απολυταρχίας (με τη μορφή της ελέω θεού μοναρχίας) όλων των εποχών. Πίστευε ότι ήταν εκπρόσωπος του Θεού στη Γη και επίκεντρο του κόσμου.
Με τον θάνατο του Μαζαρίνου, στις 9 Μαρτίου 1661, το πρώτο βήμα που έκανε ο Λουδοβίκος ήταν να μειώσει τις αρμοδιότητες, και στη συνέχεια να καταργήσει, τον θεσμό του Πρωθυπουργού και να πάρει προσωπικά τα ηνία της διακυβέρνησης του γαλλικού βασιλείου. Έξι μήνες μετά, στις 5 Σεπτεμβρίου 1661, ημέρα που έγινε 23 ετών, διέταξε να συλλάβουν τον Νικολά Φουκέ (Nicolas Fouquet), ο οποίος ήταν τότε υπουργός των οικονομικών. Παράλληλα, ο Λουδοβίκος μείωσε και τις αρμοδιότητες του υπουργού οικονομικών. Ο Νικολά Φουκέ υπήρξε όμως ικανός υπουργός οικονομικών, και χάρη σε αυτόν η Γαλλία κατάφερε να ξεπεράσει τη δίνη της οικονομικής καταστροφής που επέφερε ο Τριακονταετής Πόλεμος. Ο βασιλιάς όμως είχε ανάγκη να πάρει όλη την εξουσία στο πρόσωπό του και να μην αφήσει σε κανέναν άλλον δικαιώματα εξουσίας, παρά μόνο στον εαυτό του. Μετά από τρία χρόνια, τη θέση του Φουκέ ανέλαβε ο εξίσου ικανός Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ.
Η πρώτη περίοδος της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ σημαδεύτηκε από μεγάλες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Είναι η πρώτη φορά που τα καθήκοντα του ανώτερου δικαστή τα πήρε ο βασιλιάς, όπως και τα ανώτερα διοικητικά καθήκοντα. Ενώ καγκελάριος, αυτός δηλαδή που είχε τα ανώτερα δικαστικά καθήκοντα, επρόκειτο να είναι ο Φρανσουά-Μισέλ Λε Τελιέ (François-Michel Le Tellier), τη θέση του κατέλαβε ο ίδιος ο βασιλιάς, και ο Λε Τελιέ ασχολήθηκε με τα στρατιωτικά θέματα. Ο Λουδοβίκος δημιούργησε τον "Λουδοβίκειο Κώδικα" (Code Louis) το 1667, που ήταν ένα είδος αστικού κώδικα, τον "Εγκληματικό Κώδικα" (Code Criminel) το 1670, το έδικτο σχετικά με το ναυτικό το 1669, και την συνθήκη εμπορίου το 1673.
Την διαχείριση των οικονομικών την ανέθεσε στον Κολμπέρ, τον ανώτερο υπουργό του, και κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Λουδοβίκου η Γαλλία έγινε η πιο ισχυρή οικονομικά χώρα τής Ευρώπης. Ο Κολμπέρ ήταν οπαδός του μερκαντιλισμού και άσκησε μονοπώλιο. Δεν επέτρεπε τα προϊόντα από το εξωτερικό να εισέλθουν στις γαλλικές αγορές, ενώ ταυτοχρόνως εξασφάλισε διαθέσιμες αγορές για την πώληση γαλλικών προϊόντων στις αποικίες, δηλαδή στον Καναδά, στην Ινδονησία και στην Αφρική. Επίσης προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες φορείς άλλοι δύο, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα οικονομικά μέτρα, έφεραν σημαντικά έσοδα στα ταμεία του κράτους. Την ίδια εποχή η Γαλλία διέθετε έναν από τους ισχυρότερους στόλους τού κόσμου, καθώς και η αναδιοργάνωση τού βασιλικού ναυτικού ανατέθηκε στον Κολμπέρ. Εκατοντάδες νέα πλοία κατασκευάστηκαν και νέα λιμάνια χτίστηκαν. Το γαλλικό ναυτικό ήταν συγκρίσιμο ακόμη και με το Βασιλικό Βρετανικό Ναυτικό. Ο Κολμπέρ πήρε τα ακόλουθα μέτρα:
- Δημιούργησε μεγάλες βιοτεχνίες οι οποίες άνηκαν στο κράτος και ελάττωναν κατά πολύ τις εισαγωγές, πράγμα πολύ βασικό στον μερκαντιλισμό.
- Μάζεψε τους καλύτερους εργάτες και τεχνίτες της Ευρώπης να δουλέψουν στην Γαλλία για να παραχθούν προϊόντα με την καλύτερη δυνατή ποιότητα και έτσι να πωληθούν πιο εύκολα.
- Για να διευκολύνει το εμπόριο βελτίωσε τις υποδομές φτιάχνοντας καλύτερους δρόμους και σημαντικά λιμάνια.
- Ανάπτυξε τον εμπορικό στόλο για να πουλάει τα αγαθά, και τον βασιλικό στόλο για να προστατεύει τον εμπορικό από τυχόν επιθέσεις.
- Δημιούργησε πολλές αποικίες καθώς και εταιρείες εμπορίου, όπως η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών.
Όταν πέθανε ο Μαζαρίνος, η κατάσταση του γαλλικού ναυτικού ήταν απελπιστική, καθώς υπήρχαν μόνο 12 πλοία. Την ίδια περίοδο το αγγλικό ναυτικό μετρούσε πάνω από 150 πλοία και ο στόλος της Ολλανδίας αποτελούνταν από 84 πλοία. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ από το 1662 άρχισε να βελτιώνει το γαλλικό ναυτικό σε συνεργασία με τον Κολμπέρ. Δημιούργησε έναν στόλο εμπορικό και έναν πολεμικό, θέλοντας ο ναυτικός στρατός να γίνει εξίσου ισχυρός όπως και ο στρατός ξηράς. Το 1669 ονόμασε τον Κολμπέρ Υπουργό Ναυτιλίας, ο οποίος, μαζί με τον γιο του, εργάστηκε για τη δημιουργία του επιθυμητού στόλου. Ο πρωταρχικός στόχος ήταν ο γαλλικός στόλος να περιλαμβάνει 120 πλοία από τα οποία τα 72 με περισσότερα από 50 κανόνια. Όταν απεβίωσε ο Κολμπέρ το 1683 το Βασιλικό Ναυτικό είχε πράγματι 117 πλοία, 1200 αξιωματικούς και 52.000 ναύτες. Από το 1661 ως τον θάνατο του Λουδοβίκου το 1715 κατασκευάστηκαν συνολικά 381 πλοία.
Στα πλαίσια της αποικιακής πολιτικής ιδρύθηκαν:
Το 1654 η Νέα Γαλλία (η Ακαδία και ο Καναδάς) έγινε γαλλική αποικία για τις πολλές πρώτες ύλες που παρείχε.
Το 1659 αποικίστηκε η Σενεγάλη και συγκεκριμένα ένα μικρό νησί στις ακτές. Η χώρα ενσωματώθηκε στην Εταιρεία της Σενεγάλης το 1673 για την μεταφορά μαύρων σκλάβων.
Το 1665 ο Λουδοβίκος ίδρυσε την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών με έδρα τη Μαδαγασκάρη. Την ίδια χρονιά ο Κολμπέρ αγόρασε το νησί του Αγίου Μαυρικίου στον Ινδικό ωκεανό.
Το 1677 η Γαλλική Γουιάνα αγοράστηκε από τους Ολλανδούς.
Το 1682 δημιουργήθηκε η πρώτη αποικία στον Μισσισσιππή και αργότερα ολόκληρη εκείνη η περιοχή ονομάστηκε Λουϊζιάνα προς τιμή του Βασιλιά-Ήλιου.
Το 1697 παραχωρήθηκε στην Γαλλία το δυτικό τμήμα της σημερινής Αϊτής στην Καραϊβική Θάλασσα.
Τον Μάρτιο του 1685, ο Λουδοβίκος έθεσε σε ισχύ τον Μαύρο Κώδικα, δηλαδή την απόλυτη χρήση των σκλάβων για οποιεσδήποτε δουλειές. Πριν τον Μαύρο Κώδικα, οι σκλάβοι θεωρούνταν κινητά αντικείμενα, όπως μια καρέκλα, ενώ με τον Κώδικα τους δόθηκε το περιορισμένο δικαίωμα κάποιας ιδιοκτησίας και το δικαίωμα σωστής μεταχείρισης από τους αφέντες τους.
Ο Λουδοβίκος επιδίωκε συνεχώς να αυξήσει την δύναμη της Γαλλίας και ταυτόχρονα να μειώσει την δύναμη και την πολιτική ισχύ των άλλων κρατών της Ευρώπης Τα μισά χρονιά της βασιλείας του τα πέρασε σε εμπόλεμη κατάσταση. Η Γαλλία έγινε η πιο ισχυρή στρατιωτικά χώρα, με πάνω από 300.000 στρατιώτες διαθέσιμους στην υπηρεσία του μεγάλου μονάρχη. Συνοπτικά διεξήγαγε τους εξής πολέμους:
- από το 1667 ως το 1668 τον Γαλλο-Ισπανικό πόλεμο για την Μεταβίβαση δικαιωμάτων
- από το 1672 ως το 1678 τον πόλεμο της Ολλανδίας, ο οποίος τελείωσε με την συνθήκη της Νιμέγης.
- από το 1688 ως το 1697 τον Εννεαετή πόλεμο για το Παλατινάτο.
- και τέλος από το 1701 ως το 1712 τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, ο οποίος κόστισε πολύ στην Γαλλία.
Στα πλαίσια των πολέμων αυτών το 1667, εισέβαλε στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο με την πρόφαση ότι χρησιμοποιούσε τα δικαιώματα που του παρέχονταν από το γάμο του με τη Μαρία Θηρεσία της Ισπανίας, κόρη του βασιλιά της Ισπανίας. Μέχρι το 1668 είχε καταφέρει να κερδίσει 11 επαρχίες στο Βέλγιο και στην Φλάνδρα. Το 1672 όμως συνέχισε αυτόν τον πόλεμο και στην ειρήνη της Νιμέγης το 1678 κέρδισε ακόμη μια επαρχία στα βορειοανατολικά της χώρας. Η Γαλλία είχε γίνει η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Ευρώπης. Οι πόλεμοι συνεχίστηκαν, όταν το 1689 η συνομοσπονδία της Αυγούστας συμμάχησε με την Αγγλία και προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Λουδοβίκο να προσαρτήσει στη Γαλλία περιοχές της Λωρραίνης και της Αλσατίας. Μετά από οκτώ χρόνια πολέμου, η Γαλλία αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη, με την οποία έχανε όλες τις περιοχές στην Αλσατία και στη Λωρραίνη εκτός από το Στρασβούργο. Τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, καθώς ο πόλεμος αυτός ήταν πολύ δαπανηρός και διήρκεσε μέχρι το 1697. Παρόλα τα έξοδα αυτοί οι πόλεμοι μεγάλωσαν κατά πολύ την Γαλλία σε έκταση. Η Αλσατία, η Φλάνδρα, το Μετς, το Ρουσσιγιόν και πολλές άλλες περιοχές, που ανήκουν σήμερα στο γαλλικό κράτος, κατακτήθηκαν τότε από τον Λουδοβίκο. Για να καλυφτούν τα έξοδα για τους πολέμους επιβλήθηκαν βαριοί φόροι στον γαλλικό λαόν αλλά και στους ευγενείς. Προς το τέλος της βασιλείας του η Γαλλία άρχισε να χάνει σταδιακά την κυρίαρχη θέση που κατείχε στην Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια, καθώς η Μεγάλη Βρετανία αναπτύχθηκε σε υπερδύναμη και σημαντικό ανταγωνιστή της Γαλλίας.
Ο Λουδοβίκος, υπέρμαχος του γαλλικανισμού, δηλαδή μιας Γαλλίας αυστηρά καθολικής αλλά ανεξάρτητης του πάπα, στις 13 Δεκεμβρίου 1660, ανακοίνωσε στο κοινοβούλιο πως είναι αποφασισμένος να εξαλείψει το χριστιανικό δόγμα του ιανσενισμού. Πολέμησε σχεδόν φανατικά και τον προτεσταντισμό. Το Έδικτο της Νάντης, υπογεγραμμένο στις 13 Απριλίου 1598 από τον Ερρίκο Δ΄, βασιλιά της Γαλλίας, παππού του Λουδοβίκου ΙΔ΄, απέφερε στους προτεστάντες της Γαλλίας ελευθερία εξάσκησης της πίστης τους. Έκτοτε ο προτεσταντισμός απαγορεύτηκε σε ολόκληρο το γαλλικό βασίλειο. Αυτό είχε σαν συνέπεια την μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Ουγενότων σε προτεσταντικές χώρες, όπως η Ελβετία, οι Κάτω Χώρες, η Πρωσία και η Αγγλία. Εκτιμάται ότι ο συνολικός αριθμός των μεταναστών ξεπέρασε τους 200.000 χιλιάδες, από τους οποίους πολλοί τεχνίτες και μέλη της αστικής τάξης. Οι Ουγενότοι που δεν εγκατέλειψαν τη Γαλλία αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον καθολικισμό, και όλες οι προτεσταντικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε καθολικές. Άμεση, ευεργετική για την γαλλική κουλτούρα συνέπεια, της ανάκλησης του Εδίκτου της Νάντης υπήρξε το γεγονός ότι οι νησίδες γαλλικού πληθυσμού που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη προώθησαν τον γαλλικό πολιτισμό και την γαλλική γλώσσα, και έτσι τον επόμενο αιώνα τα γαλλικά έγιναν η πλέον διαδεδομένη ευρωπαϊκή γλώσσα. Μία πολύ αρνητική συνέπεια όμως ήταν το ότι πολλοί εργάτες και ειδικευμένοι τεχνίτες, εγκαταλείποντας την Γαλλία, ενίσχυσαν τις οικονομίες των χωρών στις οποίες εγκαταστάθηκαν, όπως οι Κάτω Χώρες, και στον αντίποδα η Γαλλία ζημιώθηκε οικονομικά. Ο Λουδοβίκος επιχείρησε έτσι να ενοποιήσει τη Γαλλία και θρησκευτικά, και πράγματι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οι προτεστάντες στην Γαλλία αποτελούσαν μια πολύ μικρή μειονότητα. Επίσης όλοι σχεδόν οι ευγενείς της βασιλικής αυλής αναγκάζονταν να είναι καθολικοί, αλλιώς έχαναν τους τίτλους ευγενείας τους. Έμβλημα του βασιλείου της Γαλλίας στα χρόνια του Βασιλιά-Ήλιου ήταν "ένας βασιλιάς, μία πίστη, ένας νόμος" ("un roi, une foi, une loi").
Κατά τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ σημειώθηκε μεγάλη ανάπτυξη στις τέχνες, τη ζωγραφική, την γλυπτική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική και στις επιστήμες. Παράλληλα αξιοσημείωτη πρόοδο σημείωσαν τα γαλλικά γράμματα και το θέατρο, ενώ τα γαλλικά έγιναν η γλώσσα του υψηλού πνεύματος και της υψηλής μόρφωσης στην Ευρώπη, σε μια περίοδο που αποτελεί τον «χρυσό αιώνα» του γαλλικού πολιτισμού. Μολιέρος, Ρακίνας, Μπουαλώ, Καρτέσιος και Κορνήλιος ήταν μερικές από τις εξέχουσες προσωπικότητες του "Χρυσού" 17ου αιώνα. Ο Λουδοβίκος ίδρυσε το 1663 την Βασιλική Ακαδημία των Γραμμάτων, το 1664 την Ακαδημία Γλυπτικής και Ζωγραφικής, το 1666 την Βασιλική Ακαδημία Επιστημών και τέλος το 1671 την Βασιλική Ακαδημία της Αρχιτεκτονικής. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του χτίστηκαν πολλά κτίρια και κατασκευάστηκαν διάφορα άλλα έργα, όπως το Κανάλι του Μίντι, το 1681, που ενώνει τον Ατλαντικό Ωκεανό με την Μεσόγειο, και περνάει μέσα από την Τουλούζη. Το 1680 ιδρύθηκε η "Γαλλική Κωμωδία" (Comédie Française), ή αλλιώς "Γαλλικό Θέατρο", ως αναμνηστική τιμή για τον μεγάλο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα Μολιέρο. Το 1702 στο Παρίσι ιδρύθηκε αστυνομικό σώμα και τέθηκε σε ισχύ ο δημόσιος φωτισμός. Οι Βερσαλλίες, το πολυτελές ανάκτορο του Λουδοβίκου ΙΔ', αλλά και των επόμενων Γάλλων βασιλέων έγινε επίσημα το 1682 η έδρα του βασιλιά και της βασιλικής αυλής. Είναι το πιο μεγάλο και το πιο πολυτελές παλάτι στην Ευρώπη, ένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής που χτίστηκε αποκλειστικά από τον Λουδοβίκο ΙΔ'. Στις Βερσαλλίες όλα είναι από χρυσό, μάρμαρο και κρύσταλλο ενώ δεσπόζουν εξαίσιες τοιχογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Ο Λουδοβίκος είχε στη διάθεσή του 4.000 υπηρέτες, η συνολική επιφάνεια αυτού του ανακτόρου φτάνει τα 70.000 τετραγωνικά μέτρα, με 700 δωμάτια, 2.513 παράθυρα, 67 εσωτερικές σκάλες από πρώτης διαλογής μάρμαρο, και 483 καθρέφτες. Τεράστιοι κήποι απλώνονται έξω από τις Βερσαλλίες με έκταση 800 εκταρίων, σιντριβάνια, κανάλια, πάρκα, η Βασιλική Όπερα και η Βασιλική Εκκλησία. Η καθημερινή ζωή στην αυλή των Βερσαλλιών αποτελούνταν από φαντασμαγορικές δεξιώσεις, χορούς, γιορτές και πολυτελή γεύματα. 5.000 ευγενείς έμεναν γύρω από τις Βερσαλλίες και ολόκληρη η Ευρώπη μιμούνταν την γαλλική κουλτούρα. Το "Μεγάλο Γεύμα" έμεινε ανεπανάληπτο στην Ιστορία με 300 πορσελάνινα πιάτα με φρούτα, 600 ποτήρια γεμάτα κρασί και λικέρ, φρούτα από την Αφρική μέχρι την Ινδία, που σερβιρίστηκαν στους υψηλότιμους καλεσμένους.
Ο Λουδοβίκος ΙΔ είχε ύψος 1,75 μέτρα, ήταν εξαιρετικά κομψός και, αν και εγωιστής, εντυπωσίαζε με τη γοητεία της ανωτερότητας και των τρόπων του, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε σθεναρός και ευγενικός. Είχε μεγάλη ικανότητα στην αξιολόγηση των συνεργατών του, δούλευε πολλές ώρες την ημέρα και άκουγε με προσοχή όσους μιλούσαν. Είχε πολλές μαιτρέσσες, από τις οποίες οι πιο γνωστές είναι η Μαντάμ ντε Μοντεσπάν (Madame de Montespan), η Μαντάμ ντε Μεντνόν (Madame de Maintenon, την οποία παντρεύτηκε κρυφά το 1684 μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Μαρίας Θηρεσίας της Ισπανίας), η Λουίζ ντε λα Βαλιέρ (Louise de la Valliere). Συνολικά είχε 17 παιδιά, 11 εξώγαμα και 6 νόμιμα από την σύζυγο του Μαρία Θηρεσία. Από τα 6 νόμιμα παιδιά του επέζησε μόνο το μεγαλύτερο ο Λουδοβίκος ο μέγας δελφίνος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ήταν αρκετά δύσκολα, τόσο σε επίπεδο οικογενειακό όσο και σε επίπεδο πολιτικό. Αφού πέθαναν αρκετοί απόγονοί του, μόνος διάδοχος του θρόνου έμεινε ένας δισέγγονος, ο μέλλων Λουδοβίκος ΙΕ΄, που τον διαδέχτηκε σε ηλικία 5 ετών υπό την αντιβασιλεία του θείου του δούκα Φιλίππου της Ορλεάνης. Παράλληλα η οικονομική κατάσταση της χώρας έφτασε σε βαθμό εξαθλίωσης, κυρίως εξαιτίας του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής, που άρχισε το 1701 και διήρκεσε 12 χρόνια. Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1715 ο «βασιλιάς ήλιος» της Γαλλίας απεβίωσε στις Βερσαλλίες, σε ηλικία 77 χρόνων. Η βασιλεία του ήταν η μακρότερη στην ιστορία της Ευρώπης.
ιγ. Λουδοβίκος ΙΕ΄ ο Πολυφίλητος (1715-1774)
Ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ (15 Φεβρουαρίου 1710 - 10 Μαΐου 1774), επονομαζόμενος «Πολυαγαπημένος», ήταν από το 1715 ως το 1774 βασιλιάς της Γαλλίας και της Ναβάρρας. Ήταν γιος του Λουδοβίκου δούκα της Βουργουνδίας και της Μαρίας-Αδελαΐδας της Σαβοΐας και δισέγγονος του Λουδοβίκου ΙΔ', ο οποίος ζούσε όταν εκείνος γεννήθηκε. Ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ είχε και έναν ακόμη αδερφό, τον Λουδοβίκο, δούκα της Βρετάνης, ο οποίος ήταν μεγαλύτερός του κατά τρία χρόνια. Ο πατέρας του, δούκας της Βουργουνδίας, είχε και άλλους δύο αδερφούς, τον Κάρολο, δούκα του Μπέρι, και τον Φίλιππο, δούκα του Ανζού. Έτσι το 1710 ο Βασιλιάς-Ήλιος είχε πολλούς διάδοχους στον γαλλικό θρόνο: ένα γιο, τρεις εγγονούς και δύο δισέγγονα. Παρόλα αυτά, δραματικά γεγονότα άλλαξαν το σχήμα της βασιλικής οικογένειας. Το 1700 ο Φίλιππος του Ανζού στέφθηκε βασιλιάς της Ισπανίας με το όνομα Φίλιππος Ε΄, κληρονομώντας τον θρόνο από τη γιαγιά του, σύζυγο του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Αυτόματα διάδοχος του θρόνου έγινε ο πατέρας του μετέπειτα Λουδοβίκου ΙΕ΄, δούκας της Βουργουνδίας. Το 1711 όμως πέθανε ο Λουδοβίκος, ο μέγας δελφίνος, όπως τον ονόμαζαν, γιος του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Έναν χρόνο μετά, τον Φεβρουάριο του 1712, πέθανε και η μητέρα του Λουδοβίκου ΙΕ Μαρία Αδελαΐδα της Σαβοΐας, από ευλογιά. Μία εβδομάδα μετά άφησε την τελευταία του πνοή και ο σύζυγος της, δούκας της Βουργουνδίας, από την ίδια ασθένεια. Ήταν πλέον φανερό πως και τα δύο παιδιά τους είχαν κολλήσει την ασθένεια. Στις 8 Μαρτίου 1712 πέθανε ο μεγαλύτερος γιος τους, δούκας της Βρετάνης. Από θαύμα σώθηκε ο αδερφός του, ο μετέπειτα Λουδοβίκος ΙΕ΄, επειδή η γκουβερνάντα του δεν επέτρεψε στους γιατρούς της βασιλικής αυλής να τον φροντίσουν. Τελικά πέθανε και ο τρίτος εγγονός του Λουδοβίκου ΙΔ΄, ο Κάρολος του Μπερί, το 1714. Έτσι στη σειρά διαδοχής για τον γαλλικό θρόνο έμεινε μόνο ο Λουδοβίκος ΙΕ΄.
Το 1714, σε ηλικία 4 ετών, άρχισε να μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει, και να αποκτά βασικές γνώσεις για την ιστορία και τη γεωγραφία, ενώ έλαβε και θρησκευτική παιδεία. Το 1715, ο νεαρός πρίγκηπας άρχισε να μαθαίνει χορό. Τον Φεβρουάριο του 1715 συμμετείχε στην πρώτη του τελετή, σε μια υποδοχή πρεσβειών από την Περσία. Στα πέντε του χρόνια, όλοι τον θεωρούσαν πολύ καλό παιδί, έξυπνο και με καλή μνήμη, ενθουσιασμένο κυρίως με την ιστορία και τη γεωγραφία. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1715, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ πέθανε και την θέση του πήρε ο Λουδοβίκος ΙΕ΄, με αντιβασιλέα τον δούκα Φίλιππο Β' της Ορλεάνης, ώσπου να ενηλικιωθεί και να κυβερνήσει μόνος του. Στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου του 1715 ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ εκτέλεσε τα πρώτα του καθήκοντα ως βασιλιάς, γιορτάζοντας την αρχή της βασιλείας του και παρακολουθώντας κάποια τελετουργικά. Το 1717 η εκπαίδευση του ανατέθηκε στον δούκα Βιγιερουά. Άρχισε να διδάσκεται λατινικά, μαθηματικά, σχέδιο, χαρτογραφία και βασικές αρχές αστρονομίας, καθώς και το κυνήγι στα δάση. Από το 1719 επίσης έκανε μαθήματα μουσικής.
Από το 1721 άρχισαν τα σχέδια για τον γάμο του. Ο Φίλιππος Ε΄, θείος του και βασιλιάς της Ισπανίας, πρότεινε την κόρη του Μαριάννα Βικτωρία των Βουρβόνων, η οποία ήταν μόλις τριών χρόνων, ενώ ο Λουδοβίκος ήταν έντεκα ετών. Το 1722 έγινε η πρώτη συνάντηση του ζευγαριού στα σύνορα Γαλλίας-Ισπανίας, ακριβώς όπως είχε κάνει ο προπάππους του Λουδοβίκος ΙΔ΄ το 1660, όταν παντρεύτηκε την Μαρία Θηρεσία της Ισπανίας. Το 1722, όταν ο βασιλιάς έγινε δεκατριών ετών, έγινε η στέψη στον καθεδρικό ναό της Ρενς. Τότε τελείωσε η περίοδος της διακυβέρνησης από τον δούκα της Ορλεάνης, ο οποίος ωστόσο παρέμεινε σημαντικός σύμβουλος του βασιλιά και πρωθυπουργός το 1723. Το 1725, η Μαριάννα Βικτωρία των Βουρβόνων στάλθηκε πίσω στην Ισπανία, γιατί ήταν μόνο 6 ετών τότε, και δεν ήταν δυνατό να τεκνοποιήσει. Νέα γυναίκα του βασιλιά έγινε η Μαρία Λετσίνσκα, κόρη του βασιλιά της Πολωνίας, και ο γάμος έγινε τον Σεπτέμβριο του 1725. Το 1726 πρωθυπουργός έγινε ο καρδινάλιος ντε Φλερί. Ωστόσο ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ δήλωσε ότι από εκείνη τη στιγμή, θα κυβερνούσε μόνος, όπως ο προπάππος του. Η περίοδος 1726-1743 υπήρξε η πιο ειρηνική, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει μετά τα δύσκολα τελευταία χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και το γαλλικό νόμισμα ισχυροποιήθηκε στην Ευρώπη και την Αμερική. Οι συγκοινωνίες βελτιώθηκαν και κατασκευάστηκε το κανάλι του Σαιν Κεντέν που έφτανε μέχρι την Ολλανδία. Παράλληλα, βελτιώθηκαν σημαντικά οι χερσαίοι δρόμοι μεταφοράς σε όλη την χώρα. Έτσι στα μέσα του 18ου αιώνα, η Γαλλία διέθετε τους καλύτερους και πιο καλοφτιαγμένους δρόμους στον κόσμο. Το εμπόριο προωθήθηκε από το Συμβούλιο του εμπορίου. Το ναυτικό εμπόριο της Γαλλίας έφερε στην χώρα από 80 εκατομμύρια λίβρες αρχικά, το 1716, μέχρι 308 εκατομμύρια λίβρες το 1748.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο καρδινάλιος ντε Φλερί προσπάθησε να διατηρήσει ειρήνη με τις υπόλοιπες χώρες, εξασκώντας συμμαχική πολιτική με την Μεγάλη Βρετανία και την Ισπανία. Το 1729, μετά την τρίτη της εγκυμοσύνη, η βασίλισσα γέννησε ένα αγόρι. Η γέννηση του νεαρού πρίγκηπα γιορτάστηκε σε όλη την Γαλλία με μεγάλες χαρές, καθώς το πρόβλημα για την διαδοχή λυνόταν. Εκείνη την περίοδο ο βασιλιάς ήταν πολύ δημοφιλής και το βασιλικό ζεύγος ευτυχισμένο.
Το 1733, και παρά την ειρηνική πολιτική του Φλερί, ο Λουδοβίκος ΙΕ παρενέβη τελικά στον Πόλεμο της Διαδοχής του Πολωνικού θρόνου (1733-35), προσπαθώντας να επαναφέρει στον θρόνο τον πεθερό του, πατέρα της βασίλισσας Μαρίας Λετσίνσκα. Στο τέλος ο πεθερός του Λουδοβίκου δεν ανέβηκε στον πολωνικό θρόνο. Παράλληλα, η Γαλλία αποφάσισε να διεκδικήσει τις κτήσεις της στην Λωρραίνη. Έτσι τα γαλλικά στρατεύματα κατέκτησαν την Λωρραίνη και η ειρήνη υπογράφηκε το 1735. Με τη Συνθήκη της Βιέννης (1738), η Λωρραίνη πήγε στα χέρια του πεθερού του Λουδοβίκου, Στανισλάς Λετσίνσκι, ως αποζημίωση για το γεγονός ότι δεν ανέβηκε στον πολωνικό θρόνο. Μετά τον θάνατο του Στανισλάς, η Λωρραίνη πέρασε στην Γαλλία, γεγονός που δεν κόστισε πολύ και ήταν μία νίκη για την γαλλική διπλωματία. Το 1740 άρχισε ο Πόλεμος της Διαδοχής του Αυστριακού θρόνου (Επταετής Πόλεμος 1740-48) ανάμεσα στην Πρωσία και την Αυστρία. Ο Λουδοβίκος ΙΕ επηρεάστηκε από τον αντιαυστριακό συνασπισμό που είχε σχηματιστεί στην γαλλική βασιλική αυλή και μπήκε στον πόλεμο το 1741 συμμαχώντας με την Πρωσία. Ο Φλερί πέθανε το 1743 και ο βασιλιάς, ακολουθώντας το παράδειγμα του προπάππου του Λουδοβίκου ΙΔ΄, εγκαινίασε νέα κυβέρνηση χωρίς υπουργό, κυβερνώντας μόνος. Με τον θάνατο του καρδιναλίου το 1743, ο Λουδοβίκος ήταν 33 ετών. Πέρασε ευτυχισμένα χρόνια με την σύζυγό του και σχεδόν κάθε χρόνο γεννιόταν ένα παιδί. Αλλά στο τέλος η βασίλισσα κουράστηκε από τις συνεχείς εγκυμοσύνες, ενώ ταυτόχρονα ο βασιλιάς κατέφευγε σε απιστίες. Επιπλέον, όλα σχεδόν τα παιδιά του βασιλιά ήταν γένους θηλυκού, ενώ μόνο ένα αγόρι επέζησε. Η βασίλισσα βρήκε διέξοδο στην θρησκεία και σε φιλανθρωπικά έργα.
Το 1744 ο βασιλιάς τραυματίστηκε σοβαρά σε μία μάχη στα ανατολικά της χώρας, στο Μετς, και ενώ μαινόταν ο Επταετής Πόλεμος και υποχρεώθηκε, από τους κανόνες της καθολικής θρησκείας να εξομολογηθεί δημόσια όλες τις αμαρτίες του, οπότε ο βασιλιάς εμφανίστηκε ως ένας άνθρωπος ανήθικος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ ο ίδιος επέζησε, η γαλλική μοναρχία έχασε το κύρος της. Από τον Λουδοβίκο ΙΕ, σε αντίθεση με τον προπάππο του, έλειπε η αποφασιστικότητα και συχνά έπαιρνε αποφάσεις όταν ήταν πια πολύ αργά για ένα ζήτημα. Οι σχέσεις του με το υπουργικό συμβούλιο ήταν αρκετά καλές, αν και ο βασιλιάς πολλές φορές ενεργούσε χωρίς να ακούσει τις συμβουλές των υπουργών του, επικοινωνώντας ο ίδιος μυστικά με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στο «υψηλό συμβούλιο», που πρωτοδημιουργήθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄, και το οποίο ήταν υπεύθυνο για κρατικά μυστικά πάνω σε θέματα όπως η θρησκεία, ο πόλεμος και η διπλωματία, κυριαρχούσαν δύο κόμματα. Το ένα ήταν το «κόμμα των αφοσιωμένων», το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή αποτελούνταν από αυλοκόλακες κυρίως. Το δεύτερο κόμμα ήταν το «φιλοσοφικό», που υποστήριζε τον Διαφωτισμό.
Το φιλοσοφικό κόμμα υποστηριζόταν σθεναρά από την μαρκησία ντε Πομπαντούρ, η οποία λειτουργούσε ουσιαστικά ως υπουργός χωρίς τίτλο υπουργού, από τη στιγμή που έγινε ερωμένη του βασιλιά το 1745 ως το θάνατό της το 1774. Η μαρκησία τασσόταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Υποστηριζόμενη από πλούσιους τραπεζίτες, απέσπασε από τον βασιλιά το δικαίωμα να διορίζει και να απολύει υπουργούς. Με τη συμβουλή της, ο βασιλιάς δημιούργησε έναν φόρο, ο οποίος προοριζόταν και για την αριστοκρατική τάξη και τον κλήρο, που μέχρι τότε απαλλάσσονταν από την φορολογία. Αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στη γαλλική ιστορία. Ο νόμος αυτός επικυρώθηκε τελικά το 1749. Η αντίσταση του κλήρου και των αριστοκρατών ήταν όμως πολύ ισχυρή, και έτσι, το 1751 ο φόρος αυτός καταργήθηκε με διαταγή του βασιλιά. Η πρώτη αλλά και τελευταία απόπειρα μεταρρυθμίσεων είχε στεφθεί με αποτυχία. Η Μαρκησία ντε Πομπαντούρ, που γνωρίστηκε το 1745 με τον βασιλιά σε έναν χορό στις Βερσαλλίες με αφορμή τον γάμο του γιου του, έγινε η πιο διάσημη ερωμένη της βασιλείας του. Ήταν πολύ όμορφή, κόρη ενός τραπεζίτη από το Παρίσι, μορφωμένη και έξυπνη, αλλά με αστική καταγωγή, κάτι το οποίο η αριστοκρατική γαλλική αυλή δεν το συγχώρεσε στον Λουδοβίκο. Ο γαλλικός λαός μίσησε την μαρκησία και την ειρωνευόταν. Όμως η μαρκησία άσκησε πολύ σημαντική επιρροή στην καλλιτεχνική ζωή της Γαλλίας. Έκανε συλλογή από πολύτιμα και σπάνιας αξίας έπιπλα και από διάφορα είδη τέχνης. Χάρη σε αυτήν ιδρύθηκε το εργοστάσιο πορσελάνης στις Σέβρες έξω από το Παρίσι. Επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική. Σίγουρα όμως το πιο σπουδαίο έργο της ήταν η προστασία που παρείχε στους συγγραφείς της περίφημης Εγκυκλοπαίδειας από τις επιθέσεις της εκκλησίας. Μετά το 1750 η ντε Πομπαντούρ από ερωμένη έγινε στενή φίλη του βασιλιά.
Στις εξωτερικές υποθέσεις ο βασιλιάς ήταν απόλυτος. Ο πόλεμος της αυστριακής διαδοχής (1740-1748) έφερνε σε αντιπαράθεση τους Γάλλους και τους Πρώσους με τους Άγγλους, τους Ολλανδούς και φυσικά τους Αυστριακούς. Προς το τέλος του πολέμου σημειώθηκαν σημαντικές γαλλικές νίκες, χάρη στις οποίες η Γαλλία κατάφερε να κατακτήσει την σημερινή περιοχή του Βελγίου και ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ δεν ήταν μακριά από την πραγματοποίηση του παλαιού γαλλικού ονείρου να φέρει τα σύνορα της χώρας κατά μήκος του Ρήνου ποταμού. Με τη συνθήκη του Αιξ-λα-Σαπέλ (Aix la Chapelle, σημερινό Άαχεν της Γερμανίας) το 1748, προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο Λουδοβίκος παρέδωσε όλες τις κτήσεις του στην Αυστρία, καθώς δεν τον πολυένοιαζε να μεγαλώσει εδαφικά τη Γαλλία, αλλά πολιτιστικά. Ο γαλλικός λαός δυσαρεστήθηκε πολύ με αυτήν την ενέργεια του βασιλιά, και από τότε η δημοτικότητά του άρχισε να μειώνεται συνεχώς. Επιπλέον, το 1756, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να αλλάξει τις μέχρι τότε συμμαχίες του. Ήδη το 1755 οι Γάλλοι μάχονταν με τους Βρετανούς στην Βόρεια Αμερική χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου. Αρχές του 1756 οι Πρώσοι σύναψαν ειρήνη με τους Βρετανούς, κάτι που δυσαρέστησε πολύ τη Γαλλία και τη γαλλική αυλή. Την ίδια στιγμή η Πρωσία γινόταν ευρωπαϊκή δύναμη, ενώ η Αυστρία έχασε την μέχρι τότε σημασία της. Ακολουθώντας τις συμβουλές της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ, ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ σύναψε ειρήνη με την Αυστρία, βάζοντας τέλος σε μια διαμάχη δύο αιώνων.
Τον Μάιο του 1756 ο Φρειδερίκος της Πρωσίας επιτέθηκε στην Σαξονία που αποτελούσε αυστριακή κτήση, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Μεταχειρίστηκε πολύ βίαια την οικογένεια του Εκλέκτορα της Σαξονίας, σοκάροντας την Ευρώπη και κυρίως τη Γαλλία. Μάλιστα, η κόρη του Εκλέκτορα της Σαξονίας ήταν παντρεμένη με τον γιο του Λουδοβίκου ΙΕ', τον διάδοχο του θρόνου. Παράλληλα στις 18 Μαΐου 1756 η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στην Γαλλία. Τότε άρχισε ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763) για τον Καναδά, με ανάμιξη και της Πρωσίας, ως συμμάχου της Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου, η δυσαρέσκεια και το αίσθημα μη ικανοποίησης στην Γαλλία γενικεύτηκαν. Τα έξοδα της βασιλικής αυλής δεν ήταν και ιδιαίτερα υψηλά, όπως κατά την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Όμως, ο γαλλικός λαός, επηρεασμένος από τις διαδόσεις κατά του βασιλιά και της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ, έβλεπε μόνο υπερβολική σπατάλη και αδιαφορία του βασιλιά. Στις 5 Ιανουαρίου 1757, ο Ρομπέρ Νταμιάν (RobertDamiens) εισήλθε στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, όπως έκαναν κάθε μέρα χιλιάδες άνθρωποι για την ελεημοσύνη του βασιλιά. Στις 6 το απόγευμα ο βασιλιάς είχε πάει να επισκεφτεί την κόρη του, και καθώς επέστρεφε αργά το βράδυ στο Τριανόν, στους κήπους των Βερσαλλιών, ο Νταμιάν του επιτέθηκε ξαφνικά, εκπλήσσοντας ακόμη και τη βασιλική φρουρά, και μαχαίρωσε τον Λουδοβίκο στα πλευρά. Για καλή του τύχη, μόνο ένα εκατοστό από το μαχαίρι μπήκε στη σάρκα του, και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνη την ημέρα φορούσε πολύ χοντρά ρούχα, καθώς έκανε τσουχτερό κρύο. Η τιμωρία για τον Νταμιάν ήταν απάνθρωπη, με πολλαπλά βασανιστήρια και τελικό κατακερματισμό του σώματός του.
Η άνοδος του Σουαζόλ (Choiseul) στην γαλλική κυβέρνηση με προτροπή της μαρκησίας ντε Πομπαντούρ ήταν μία νίκη του φιλοσοφικού και διαφωτιστικού κινήματος. Ο Σουαζόλ ενέκρινε τη δημοσίευση της Εγκυκλοπαίδειας. Το 1763 τελείωσε ο Επταετής Πόλεμος με τη Συνθήκη του Παρισιού, η οποία ήταν μία μεγάλη απώλεια για την Γαλλία, καθώς έχασε τον Καναδά και την Ινδία που τώρα πια πέρασαν στα χέρια των Άγγλων, καθώς και περιοχές στον Μισισιπή. Μπορεί η Γαλλία να κράτησε τη Νέα Ορλεάνη και τη Γουαδελούπη, αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει οριστικά τις βλέψεις της στο Νέο Κόσμο. Το κύρος της Γαλλίας είχε χαθεί. To τέλος της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄ σημαδεύτηκε από την άφιξη στην γαλλική βασιλική αυλή της Μαντάμ Ντυμπαρύ, η οποία έγινε η νέα ερωμένη του βασιλιά το 1769. Στις 26 Απριλίου 1774 άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα συμπτώματα της ευλογιάς. Πέθανε στις 10 Μαΐου 1774, μέσα στην αδιαφορία του λαού και τη χαρά ενός μέρους της βασιλικής αυλής. Άφησε στον θρόνο τον εγγονό του Λουδοβίκο ΙΣΤ΄.
ιδ. Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ (1774-1792)
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄, γεννημένος ως Λουδοβίκος Αύγουστος (Louis XVI, Louis Auguste, 23 Αυγούστου 1754 - 21 Ιανουαρίου 1793), ήταν βασιλιάς της Γαλλίας και της Ναβάρρας από το 1774 έως το 1791, και βασιλιάς των Γάλλων από το 1791 έως το 1792. Γεννήθηκε στο παλάτι των Βερσαλλιών και ήταν γιος του δελφίνου Λουδοβίκου, μοναδικού υιού του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ΄ και της συζύγου του Μαρίας Λεζίνσκας. Ήταν επίσης αδελφός άλλων δύο μετέπειτα βασιλέων, του Λουδοβίκου ΙΗ' και του Καρόλου Ι, και πατέρας του τυπικά ανήλικου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΖ' που πέθανε στην φυλακή (1795). Ο πατέρας του πέθανε σε ηλικία 35 ετών πριν από τον βασιλιά παππού του, χωρίς να μπορέσει να πάρει τον τίτλο. Η μητέρα του Μαρία Ιωσηφίνα της Σαξονίας (1731 - 1767) ήταν κόρη του Φρειδερίκου Αυγούστου Β' της Σαξονίας, βασιλιά της Πολωνίας. Ήταν ο μεγαλύτερος από 8 παιδιά, εκ των οποίων τα τρία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Οι γονείς του τον απαρνήθηκαν αφού λάτρευαν τον άλλον τους γιο Λουδοβίκο της Βουργουνδίας που πέθανε το 1761 σε ηλικία 10 ετών. Δυνατό και υγιές παιδί, είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Αγγλική ιστορία και αστρονομία. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του έφερε τεράστια κατάθλιψη στην μητέρα του, που πέθανε και αυτή λίγο αργότερα από την λύπη της. Τότε σε ηλικία 11 ετών ορίστηκε δελφίνος και διάδοχος του γαλλικού θρόνου. Ο παππούς του, βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ' της Γαλλίας, απέτυχε να προετοιμάσει τον εγγονό του στον πολύ δύσκολο ρόλο του βασιλιά της Γαλλίας. Μετά τον θάνατο και της μητέρας του τέθηκε αυτός και τα υπόλοιπα αδέλφια του υπό την φροντίδα των άγαμων θείων τους: Αδελαΐδας, Βικτωρίας, Σοφίας και Λουίζας Μαρίας.
Ο νέος βασιλιάς χαρακτηριζόταν από αφηρημάδα που πολλοί την απέδιδαν στην ισχυρή μυωπία του, καθώς δύσκολα μπορούσε να ξεχωρίσει ακόμα και το συνομιλητή του. Ήταν εξαιρετικά μελετηρός και τα ενδιαφέροντα του ήταν η ιστορία, η γεωγραφία και οι τέχνες. Έκανε το ναυτικό πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής του, αφού η χώρα του μειονεκτούσε σε σχέση με την μεγάλη της αντίπαλο, την γειτονική Αγγλία. Σχεδίαζε να ανατρέψει την δυσχερή Συνθήκη των Παρισίων. Το ενδιαφέρον του για το ναυτικό οφειλόταν και στον ενθουσιασμό του όταν είδε για πρώτη φορά τη θάλασσα.
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ ήταν ο πρώτος Γάλλος μονάρχης που γνώριζε άπταιστα την αγγλική γλώσσα, και όλες τις ιδέες του διαφωτισμού. Ο στόχος του ήταν μια μοναρχία στο πνεύμα του Διαφωτισμού με Σύνταγμα στα πρότυπα του βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου Β. Αλλά η επιθυμία της συζύγου του, Μαρίας Αντουανέτας, και των μελών του Κοινοβουλίου να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις αμαύρωσαν την εικόνα του. Ο λαός τον παρεξήγησε, μην κατανοώντας τις αρχικές καλές του προθέσεις. Από το γάμο του με την Αυστριακή πριγκίπισσα Μαρία Αντουανέτα (κόρη του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας και της Μαρίας Θηρεσίας) απέκτησε δύο παδιά (Μαρία Θηρεσία της Γαλλίας και Λουδοβίκος ΙΖ' της Γαλλίας). Ο ίδιος δεν ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής, αφού συσχετιζόταν με πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προοδευτικές αναμορφώσεις. Αρρώστησε όμως και άρχισε να υποφέρει από κρίσεις αϋπνίας, που τον έφερναν σε σταδιακές κρίσεις παραλυσίας, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η Μαρία Αντουανέτα, για να εξασκήσει ολοκληρωτική εξουσία. Στις 5 Οκτωβρίου 1789 ένα εξαγριωμένο γυναικείο πλήθος βάδισε στο παλάτι των Βερσαλλιών, όπου ζούσε η βασιλική οικογένεια, και επιχείρησαν να σκοτώσουν την βασίλισσα που εκπροσωπούσε τον βασιλικό αυταρχισμό. Ολόκληρη η βασιλική οικογένεια μεταφέρθηκε από το πλήθος αιχμάλωτη στο Παρίσι, στο Ανάκτορο Κεραμεικού. Ταυτόχρονα οι επαναστάτες άρχισαν να αναζητούν τρόπους δημοκρατικής διακυβέρνησης και συντάγματος. Το επαναστατικό τους κίνημα έδινε μήνυμα σε όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη με παρόμοια καθεστώτα. Μερικοί ισχυροί άντρες όπως ο Μιραμπώ προσπαθούσαν μυστικά να επαναφέρουν τον βασιλιά σαν κυβερνήτη με ένα δημοκρατικό σύνταγμα, αλλά ο ξαφνικός θάνατος του Μιραμπώ και η κατάπτωση του Λουδοβίκου ΙΣΤ εξασθένισαν αυτές τις προσπάθειες. Ο Λουδοβίκος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να δείξει ότι στηρίζει την δημοκρατική κυβέρνηση, γιατί φοβόταν για την ζωή και την ασφάλεια της οικογένειάς του, που βρισκόταν αιχμάλωτη στο Τουιλερί στο Παρίσι. Η Μαρία Αντουανέτα δεχόταν την ταπείνωση να έχει επαναστατικούς στρατιώτες για φύλαξη ακόμα και στο ίδιο της το δωμάτιο, ενώ της απαγορεύτηκε η παρουσία εξομολόγου. Ο Λουδοβίκος επιχείρησε να δραπετεύσει από το Παρίσι μεταφέροντας την οικογένεια του στον ασφαλή πύργο του Μοντμεντί, στα βορειοανατολικά Γαλλικά σύνορα, ώστε να μπορεί να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις έχοντας την οικογένεια του σε ασφάλεια. Αναγνωρίστηκε όμως την τελευταία στιγμή σε μια συναλλαγή, όπου ο έμπορος τον αντιλήφθηκε από το νόμισμα που του έδωσε και είχε την μορφή του, και επέστρεψαν στην αιχμαλωσία στο Παρίσι.
Οι άλλοι μονάρχες της Ευρώπης είδαν με μεγάλη δυσπιστία το επαναστατικό κίνημα στην Γαλλία, διότι δικαιολογημένα ανησυχούσαν και για την δική τους θέση. Εξέφρασαν την συμπαράσταση τους στο βασιλικό ζεύγος, με πρώτον απ' όλους τον ίδιο τον αδελφό της βασίλισσας, αυτοκράτορα των Αψβούργων της Αυστρίας Λεοπόλδο Β. Ο Λεοπόλδος, και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β' της Πρωσίας σε συνεργασία με Γάλλους ευγενείς ανακοίνωσαν (27 Αυγούστου 1791) την Διακήρυξη του Πίλινιτζ, που εξέφραζε επίσημα το ενδιαφέρον των μοναρχών της Ευρώπης απέναντι στον Λουδοβίκο ΙΣΤ και την οικογένεια του. Στην πραγματικότητα ο Λεοπόλδος είχε βλέψεις και σε Γαλλικά εδάφη επωφελούμενος από την αναστάτωση, με πρώτο στόχο την Αλσατία. Το επαναστατικό συμβούλιο απάντησε στέλνοντας ευγενείς στις Αυστριακές Κάτω Χώρες, για να ξεσηκώσουν τον λαό και να προκαλέσουν προβλήματα στον αυτοκράτορα, κηρύσσοντας επίσημα τον πόλεμο στον Λεοπόλδο (20 Απριλίου 1792) μετά από μια σειρά αποτυχημένων διαπραγματεύσεων με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Φρανσουά Ντιμουριέ. Αλλά οι Γάλλοι στρατιώτες ήταν ανέτοιμοι για οποιαδήποτε μάχη. Ενώ προσπαθούσαν να αναδιοργανώσουν τον στρατό τους, ο Πρωσσικός στρατός υπό την ηγεσία του δούκα Καρόλου Γουλιέλμου Φερδινάνδου επιτέθηκε στον Ρήνο στο Κόμπλεντζ και κατέλαβε εύκολα τα φρούρια της περιοχής. Τότε θεωρώντας τον εαυτό του νικητή έκανε την διακήρυξη του Μπρούνσγουικ (25 Ιουλίου) υπογεγραμμένη και από τους Αυστριακούς, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ επανερχόταν πλήρης εξουσίας στον Γαλλικό θρόνο. Οι οποιοιδήποτε αμφισβητίες θα τιμωρούνταν με θάνατο. Οι φανατικότεροι εχθροί του Λουδοβίκου, η λεγόμενη Κομμούνα, βρήκαν στην διακήρυξη του Μπρούνσγουικ αφορμή για να κατηγορήσουν τον Λουδοβίκο για εσχάτη εθνική προδοσία της χώρας του. Ο λαός εξοργίστηκε με τη βασιλική οικογένεια, πολιόρκησε το Ανάκτορο Κεραμεικού, όπου ζούσε, και τους συνέλαβε. Αφού δικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό, και οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα στις 21 Ιανουαρίου του 1793 με το υποτιμητικό για τον ίδιο ονοματεπώνυμο Λουδοβίκος Καπέτος. Πριν την καταδίκη του ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος είπε: «... ο Λουδοβίκος Καπέτος πρέπει να πεθάνει για να σωθεί η χώρα». Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αποκεφαλίσθηκαν και οι ηγέτες των Γιρονδίνων. Μετά τον αποκεφαλισμό τους, οι Ιακωβίνοι πήραν την εξουσία και επιδόθηκαν σε τυχοδιωκτικές εκτελέσεις των αντιπάλων τους καταδικάζοντας σε θάνατο μέσα σε έναν χρόνο 2.000 φιλομοναρχικούς. Η Τρομοκρατία των Ιακωβίνων έληξε με την ανατροπή τους έπειτα από πραξικόπημα, και με τον αποκεφαλισμό του Ροβεσπιέρου το 1794.
Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 ήταν η κοινωνική εξέγερση που κατάργησε την απόλυτη μοναρχία στην Γαλλία τερματίζοντας συμβατικά το φεουδαρχικό σύστημα και αντικαθιστώντας το με το κεφαλαιοκρατικό, και ωθώντας παράλληλα σε αναδιοργάνωση την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η Γαλλική Επανάσταση ενέπνευσε τους λαούς όλης της Ευρώπης να αγωνιστούν για την απαλλαγή από απολυταρχικά καθεστώτα, αποτελώντας το έναυσμα για τις εξεγέρσεις στην Ισπανία και την Ιταλία το 1820 και στην Ελλάδα το 1821. Κατά την ορθόδοξη άποψη που ήταν η κυρίαρχη μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η επανάσταση οργανώθηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη (Bourgeoisie), η οποία εμπνευσμένη από τα κηρύγματα των Διαφωτιστών και με κεντρικό σύνθημα το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», επιδίωξε να βελτιώσει την υπάρχουσα μοναρχία μετατρέποντάς την σε συνταγματική και όχι να την καταργήσει. Στην πορεία όμως, η μοναρχία καταργήθηκε και μετά από περιόδους τρομοκρατίας αλλά και οργάνωσης δίκαιου κράτους, η νεοσύστατη Δημοκρατία καταλύθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Σήμερα είναι ορθότερο να αποδίδουμε στη Γαλλική Επανάσταση συμβολική παρά πραγματική αξία, αναγνωρίζοντάς την ως ιστορικό ορόσημο, που, ως ιδέα που παρακινούσε στην αλλαγή, φλόγισε συνειδήσεις και επηρέασε τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο ουσιατικο πεδίο η «επανάσταση» ήταν αντίδραση των γραφειοκρατών εναντίον των διοικητικών δομών του παλαιού καθεστώτος, των ιδιοκτητών αγροτικής γης και των αστών καταναλωτών εναντίον της αγροτικής μεταρρύθμισης, των πόλεων εναντίον της επαρχίας και της επαρχίας εναντίον των πόλεων. Αυτά τα αντιφατικά και συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενα κινήματα δεν παρήγαγαν κάποιο δομικό κοινωνικό μετασχηματισμό, αφού, μετά την αναταραχή, το 1815 το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο στη Γαλλία δεν ήταν ουσιωδώς διαφορετικό από το 1789. Εξελίξεις όμως προς την κεφαλαιοκρατική δομή επήλθαν στην γαλλική κοινωνία, όπως και παγκόσμια, τις επόμενες δεκαετίες, κυρίως στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό με τις βαθμιαίες αλλαγές στα μέσα παραγωγής και στις οικονομικές μεθόδους αξιοποίησής τους.
α. Κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην προεπαναστατική Γαλλία
Στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν γενική στην Γαλλία η επιθυμία για αλλαγή του καθεστώτος. Παρ' όλη όμως την μεταβολή στις ιδέες των ανθρώπων, η οργάνωση του κράτους εξακολουθούσε να παραμένει στη μεσαιωνική μορφή με διατήρηση των ταξικών διαχωρισμών του μεσαίωνα, μεγάλη συμμετοχή των ευγενών στα κρατικά, διάκριση δικαιωμάτων και υποτίμηση της ανθρώπινης αξίας. Στη Γαλλία επικρατούσε το κυβερνητικό σύστημα της απόλυτης μοναρχίας όπως την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ο βασιλιάς με λίγους ανώτερους λειτουργούς, που τους διάλεγε ο ίδιος, νομοθετούσε, όριζε τους φόρους και διέθετε όπως έκρινε σκόπιμο τον δημόσιο πλούτο. Η Γαλλία δεν είχε ενοποιηθεί τελείως. Οι νόμοι, η φορολογία, οι τρόποι συναλλαγής, τα μέτρα, τα σταθμά και το νόμισμα διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Αυτό προκαλούσε σύγχυση και εμπόδια στο εμπόριο (και γενικά στην ανερχόμενη αστική τάξη). Το καθεστώς, ως επιβίωση του μεσαιωνικού, βασιζόταν στην ανισότητα. Οι κάτοικοι της Γαλλίας διακρίνονταν στους προνομιούχους και στον κοινό λαό. Οι προνομιούχοι αποτελούσαν μικρή μειοψηφία, περίπου το 2% του πληθυσμού. Αλλά αυτοί κατείχαν την περισσότερη γη, είχαν όλα τα αγαθά, ζούσαν σπάταλη και πλούσια ζωή και κυβερνούσαν τον τόπο. Δύο τάξεις, ο κλήρος και οι ευγενείς, αποτελούσαν τους προνομιούχους. Στον κλήρο ανήκαν 130.000 άτομα. Ο ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι, ηγούμενοι) αριθμούσε 5-6 χιλιάδες ανθρώπους με πλούσια εισοδήματα. Ο κατώτερος κλήρος είχε πενιχρές αποδοχές και ζούσε όπως ο φτωχός λαός. Περίπου 400.000 ευγενείς ζούσαν από εισοδήματα και αργομισθίες. Απέκλειαν από τα ανώτερα αξιώματα και τις προσοδοφόρες θέσεις όσους είχαν κατώτερη προέλευση, δηλαδή τους μη ευγενείς. Ο μεγάλος όγκος του λαού βρισκόταν απέναντι από την μειοψηφία αυτή των προνομιούχων. Όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι ονομάζονταν συνεκδοχικά με τη μεσαιωνική ονομασία τρίτη τάξη (Tiers Etat), που περιλάμβανε καλλιεργητές της γης και αστούς (έμπορους και επαγγελματίες των πόλεων).
β. Αίτια της επανάστασης
Σημαντικότεροι παράγοντες που συνέβαλαν στην υποκίνηση της επανάστασης είναι τα εξής:
- Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα προπαγάνδιζε την αποστροφή προς την απόλυτη μοναρχία. Οι αντιλήψεις είχαν αρχίσει να στρέφονται προς ένα δημοκρατικό ιδεώδες, τα ανθρώπινα και τα αστικά δικαιώματα, το κοσμικό κράτος και την πίστη στην λογική. Αυτή η φιλοσοφία έπαιρνε την εξουσία από τον μονάρχη και τον κλήρο. Σ' αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, βρήκαν απήχηση οι ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού. Από τα μέσα του 18ου αιώνα η επίδραση της κριτικής του Διαφωτισμού στην κοινωνία ήταν μεγάλη. Πολλοί ευγενείς έπαψαν να πιστεύουν πια στα απαρχαιωμένα προνόμια. Τα σαλόνια, τα περιοδικά, οι χώροι συγκεντρώσεων και οι μασονικές στοές έγιναν φορείς της ολοένα αυξανόμενης δυσαρέσκειας κατά της απόλυτης μοναρχίας. Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού έκανε λόγο για τα ατομικά δικαιώματα, για ελευθερία και ισότητα, έννοιες που ως τότε ήταν άγνωστες στα χρόνια του απολυταρχικού καθεστώτος.
- Η ιδεολογία των μασόνων που συστηματοποιήθηκε σε επίπεδο οργάνωσης το 1717 από τους Άγγλους, που την έθεσαν στην υπηρεσία των πολιτικοοικονομικών συμφερόντων τους και το παράδειγμα της μετριοπαθούς αγγλικής μοναρχίας είχαν σημαντική επιρροή στους επαναστάτες. Τεκτονισμός η Μασονισμός ονομάστηκε μία αδελφότητα που αντιπροσωπεύει την εξέλιξη των Επαγγελματικών Στοών (Operative Lodges) των αρχι-«τεκτόνων» του Μεσαίωνα, αφού «macon» στα γαλλικά και «mason» στα αγγλικά σημαίνει «χτίστης». Σύμφωνα με ημερολόγια μεσαιωνικών κτισμάτων Σκότων λιθοξόων (stonemasons), ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα οι αρχιμάστορες χτίστες μαζεύονταν σε καλύβες, που ως χώροι συγκέντρωσης αποτελούσαν Στοές, για να τραφούν και να αναπαυτούν. Τον 15ο αιώνα τα αρχεία των λιθοξόων αυτών αναφέρονται σε φατρίες κτιστών (masons). Στα τέλη του 15ου αιώνα η έννοια της Στοάς υπερέβη τον χώρο συγκέντρωσης και άρχισε να ορίζει την ομάδα λιθοξόων που μαζευόταν σε αυτόν τον χώρο για να ρυθμίζει τα θέματα της τέχνης της. Με την πάροδο του χρόνου οι Στοές άρχισαν να αναπτύσσουν πρώιμες τελετές μύησης μαθητών και εισήγαγαν τη μυστική λέξη αναγνώρισης ως μέσο απόδειξης της ιδιότητας του μέλους Στοάς και ως διαπιστευτήριο της επαρκούς εκπαίδευσης στην τέχνη του λιθοξόου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα «ιδιότυπο σύστημα ηθικής συγκαλυμμένο με αλληγορίες και εικονιζόμενο με σύμβολα», του οποίου οι ρίζες, σύμφωνα με τη μυθολογία των μελών, ανάγονται στην εποχή της ανέγερσης του Ναού του Σολομώντος και ένας από τους θεμελιώδεις στόχους είναι η «εξύψωση και ανάπτυξη των διανοητικών και ηθικών προτερημάτων της ισραηλιτικής φυλής».
- Η ενίσχυση της αστικής τάξης έναντι των πρώτων τάξεων, του κλήρου και των ευγενών, που μοιράζονταν ως τότε την πολιτική δύναμη. Οι αστοί, οι φτωχοί εργαζόμενοι των πόλεων και οι αγρότες δεν είχαν μέχρι τότε κανένα δικαίωμα στην εξουσία, παρόλο που η αστική τάξη είχε αποκτήσει αξιόλογη δύναμη. Κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα άρχισε να σχηματίζεται μέσα στην τρίτη τάξη, την κατώτερη, ένα νέο κοινωνικό στρώμα. Από εμπόρους, τραπεζίτες, υπαλλήλους και βιομηχάνους επιχειρηματίες γεννήθηκε η αστική τάξη. Για τη γαλλική οικονομία η αστική τάξη είχε μεγάλη σημασία. Στους ευγενείς ήταν απαγορευμένο να ασχολούνται με το εμπόριο και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που απέφερε κέρδη, ενώ και οι φτωχοί αγρότες που υπέφεραν από τον μερκαντιλισμό (μονοπώλιο) δεν μπορούσαν να εισπράξουν τίποτε. Έτσι ως συνέπεια ο κατώτερος κλήρος φτώχαινε. Οι αστοί απέκτησαν συνείδηση του εαυτού τους και προσπάθησαν να ξεχωρίσουν από τις άλλες κοινωνικές τάξεις. Συγκεντρώνονταν σε συναθροίσεις συζητώντας τα έργα του Βολταίρου, το δημοκρατισμό στην Αγγλία, τις απόψεις του Μοντεσκιέ σχετικά με τον διαχωρισμό των εξουσιών και τη γνώμη του Ρουσσώ για την αυτονομία του λαού. Η απήχηση των ιδεών του Τζον Λοκ στη γαλλική αστική τάξη μπορεί εύκολα να κατανοηθεί. Η θεωρία του για τα φυσικά δικαιώματα, τις περιορισμένες κρατικές εξουσίες, το δικαίωμα αντίστασης στην τυραννία και σθεναρής υπεράσπισης της ιδιοκτησίας αντανακλούσαν τις αξίες αυτού του τμήματος της γαλλικής κοινωνίας.
- Η οικονομική κρίση σε εποχή που το γαλλικό κράτος ήταν στα πρόθυρα οικονομικής καταστροφής. Η Γαλλία αναμείχθηκε ενεργά στον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1775 - 1783). Παρότι κατόρθωσε να κερδίσει την Αγγλία, το οικονομικό βάρος από το 1736 ως το 1789 ήταν τέτοιο που την οδήγησε σε χρεοκοπία. Επιπλέον το 1789 η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε δραματικά, λόγω της άσχημης σοδειάς του 1788 και του 1789 και του βαρύτατου χειμώνα του 1788 - 1789. Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν ως και 60%, ενώ ο μισθός των αγροτών μόνο 20%, κάτι το οποίο προκάλεσε μεγάλη πείνα. Την άνοιξη του 1789 το 1/3 του γαλλικού πληθυσμού μαστιζόταν από την πείνα. Αυτά οδήγησαν σε έντονη κοινωνική αναταραχή, που εκδηλώθηκε με ληστρικές πράξεις και εξεγέρσεις. Το φορολογικό σύστημα ήταν απαρχαιωμένο και είχε πολλές ελλείψεις. Από τον σημαντικότερο φόρο ήταν απαλλαγμένοι οι ευγενείς και ο κλήρος. Η βιομηχανική Αγγλία κατέκλυσε τη γαλλική αγορά με φτηνά υφάσματα και άλλα βιομηχανικά είδη, με αποτέλεσμα η εθνική παραγωγή να βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Επιπλέον, η σπάταλη και πολυτελής ζωή στο βασιλικό ανάκτορο των Βερσαλλιών, που κατανάλωνε το 20% του γαλλικού προϋπολογισμού, αποτελούσε πρόκληση για τον φτωχό λαό. Οι γιορτές, οι δεξιώσεις και τα πανάκριβα ρούχα ήταν εις βάρος της γαλλικής οικονομίας αλλά και του φτωχού λαού που πέθαινε από την πείνα. Η βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, μόνη, ξόδευε 15.000 λίβρες, σημερινό ποσό 70.000 ευρώ, τον μήνα για κοσμήματα, κομμώσεις και μόδα. Η αγροτική και βιομηχανική κρίση την δεκαετία του 1780 μεγέθυνε την γενική δυσαρέσκεια, ενώ και η έκρηξη του ισλανδικού ηφαιστείου Λάκι το 1783, που οδήγησε σε καταστροφή της σοδειάς τη περίοδο 1785-87, όσο και ο πολύ βαρύς χειμώνας του 1788-1789 ανέβασε τις τιμές του ψωμιού με αποτέλεσμα να πεθάνουν πολλοί από την πείνα.
- Η κρίση του φεουδαρχικού συστήματος, σε εποχή που η παραδοσιακή φεουδαρχική κοινωνική κατανομή, που ίσχυε από τον Μεσαίωνα στην Γαλλία, άρχισε να παρακμάζει. Ενώ οι ευγενείς απολάμβαναν πολλά προνόμια, δεν μπορούσαν να ενεργήσουν πολιτικά σε καθεστώς απολυταρχίας, καθώς μόνο ο βασιλιάς είχε πολιτική εξουσία. Ήταν απαλλαγμένοι από κάθε είδους φορολογία και μόνο αυτοί είχαν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες. Επειδή οι μεγαλοαστοί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, άρχισε να δημιουργείται μια παραφωνία ανάμεσα στην μεγάλη οικονομική τους σημασία και την πολύ μικρή πολιτική τους δύναμη. Αυτό είχε ως συνέπεια να μεγαλώσει η δυσαρέσκεια των μεγαλοαστών προς το απολυταρχικό κυβερνητικό σύστημα και τον βασιλιά τον ίδιο. Η Επανάσταση ως ένα σημείο εκδηλώθηκε ως «απόπειρα της αριστοκρατίας να ανακαταλάβει το κράτος».
γ. Προεπανάσταση (1786-1789)
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και οι υπουργοί του είχαν προ πολλού καταλάβει ότι χρειάζονταν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Κυρίως έπρεπε να καταργηθεί η φοροαπαλλαγή που ίσχυσε για τους ευγενείς. Αυτοί όμως υπερασπίζονταν τα δικαιώματα τους στο κοινοβούλιο του Παρισιού και στα υπόλοιπα 13 επαρχιακά κοινοβούλια. Μόλις έγινε υπουργός οικονομικών το 1775, ο Τυργκό, ένας εκπρόσωπος του φυσιοκρατικού οικονομικού συστήματος, εφαρμόστηκε αρχικά μία ριζικά μεταρρυθμιστική οικονομική πολιτική. Μείωσε τις κρατικές επιρροές στην οικονομία, καινοτόμησε δημιουργώντας ένα ενιαίο φορολογικό σύστημα και για τις τρεις κοινωνικές τάξεις, ίδρυσε την ελεύθερη βιοτεχνία, καταργώντας τις συντεχνίες, έβαλε φόρο για την απόκτηση γης και έκανε διαθέσιμο το προνόμιο του εμπορίου σιτηρών σε όλους τους Γάλλους. Με αυτά τα μέτρα προκάλεσε την σθεναρή αντίδραση του κοινοβουλίου. Όταν άσκησε έντονη κριτική στην πολύ σπάταλη ζωή της γαλλικής βασιλικής αυλής, καθώς και στην συμμετοχή της Γαλλίας στον Πόλεμο για την Αμερικανική Ανεξαρτησία, ο Λουδοβίκος χρησιμοποίησε όλα αυτά ως πρόφαση για να τον απολύσει το 1776.
Αντίθετα ο Ζακ Νεκέρ, ένας αστός τραπεζίτης από την Γενεύη, εφάρμοσε μια άκρως αντίθετη οικονομική πολιτική από τον Τυργκό. Πήρε μεγάλα κρατικά δάνεια, αναζήτησε την υποστήριξη των προνομιούχων, επιτρέποντας στο κράτος να επιδρά στην οικονομία, και κατάργησε το προνόμιο για τα σιτηρά. Αλλά και αυτός, επειδή εφάρμοζε μεταρρυθμιστική πολιτική, ήρθε αντιμέτωπος με τους ευγενείς της βασιλικής αυλής. Τελικά όταν δημοσίευσε το έλλειμμα του γαλλικού προϋπολογισμού, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ τον απέλυσε και αυτόν.
Η σύγκληση των Γενικών Τάξεων της Γαλλίας από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ (για πρώτη φορά από το 1614) στο κρίσιμο έτος 1789 ήταν η αποφασιστική αφορμή για την Γαλλική Επανάσταση. Η σύγκληση των Γενικών Τάξεων συνοδεύτηκε από πολλές παραχωρήσεις του βασιλιά προς την τρίτη τάξη. Για πρώτη φορά κάθε Γάλλος πολίτης που είχε συμπληρώσει τα 25 χρόνια του είχε το δικαίωμα να ψηφίσει και έτσι οι εκπρόσωποι της τρίτης τάξης έφτασαν τους 621 καθώς το 98% του γαλλικού λαού άνηκαν σε αυτήν. Η εκλογή των Γενικών Τάξεων διεξήχθη σε τρεις διαφορετικές εκλογικές διαδικασίες. Έτσι εκλέχτηκαν 578 εκπρόσωποι για την τρίτη τάξη, 291 εκπρόσωποι για τον κλήρο και 272 ευγενείς. Η τρίτη τάξη αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από μεγαλοαστούς, όπως δικηγόρους, γιατρούς, συμβολαιογράφους, δικαστές, εμπόρους, τραπεζίτες και δημάρχους. Επιπλέον μερικοί ευγενείς είχαν προσαρτηθεί στην τρίτη τάξη μαζί με μερικούς στρατιωτικούς υπαλλήλους.
δ. Επανάσταση στις Βερσαλλίες (1789)
Ενώ ο βασιλιάς σκόπευε στην επιβολή νέων φορολογιών, οι ευγενείς και ο κλήρος είδαν την σύγκληση των Γενικών Τάξεων ως μια ευκαιρία να αποκτήσουν πολιτική δύναμη, την οποία είχαν χάσει το 1661, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, και έτσι να πετύχουν εξασθένιση της απόλυτης μοναρχίας. Η τρίτη τάξη αντίθετα έλπιζε να δοθεί σύνταγμα στην Γαλλία, έτσι ώστε η οικονομική δύναμη που είχε αποκτήσει τον τελευταίο αιώνα, και κυρίως οι αστοί, να εκφράζεται και με πολιτική δύναμη. Παράλληλα εύχονταν και αυτοί την κατάρρευση της απαρχαιωμένης πια απόλυτης μοναρχίας. Ο μεγάλος αριθμός εκπροσώπων της τρίτης τάξης έπρεπε να παίξει κάποιο ρόλο στην εκλογική διαδικασία. Για αυτό μερικοί εκπρόσωποί της ζήτησαν η εκλογή να διεξαχθεί κατά κεφαλή και όχι κατά τάξεις. Οι ευγενείς δεν δέχτηκαν την πρόταση της τρίτης τάξης να γίνει η ψηφοφορία κατά κεφαλή και η διαμάχη σχετικά με τον τρόπο ψηφοφορίας συνεχίστηκε για πολλές εβδομάδες.
Στις 17 Ιουνίου 1789 οι εκπρόσωποι της τρίτης τάξης, με το επιχείρημα ότι αποτελούσαν το 98% του γαλλικού λαού, αυτοανακηρύχθηκαν σε Εθνική Συνέλευση και πρότειναν και στους εκπροσώπους των άλλων τάξεων να συμπορευτούν μαζί τους. Πολλοί ευγενείς και κληρικοί προσαρτήθηκαν στην τρίτη τάξη και η αντίσταση τους ήταν σθεναρή, όπως όμως και του βασιλιά. Ο Λουδοβίκος δεν αναγνώρισε την Εθνική Συνέλευση και διέταξε το κλείσιμο της αίθουσας στην οποία γίνονταν οι συνεδριάσεις της. Οι αντιπρόσωποι της Εθνικής Συνέλευσης τότε κλείστηκαν στην αίθουσα του σφαιριστηρίου στις 20 Ιουνίου και ορκίστηκαν να μην διαλυθούν αν δεν δοθεί Σύνταγμα στην χώρα. Ο βασιλιάς σε κοινή συνεδρίαση με τις Γενικές Τάξεις στις 23 Ιουνίου επιχείρησε να εμποδίσει τις αποφάσεις αυτές, και επειδή η υποστήριξη του στρατού δεν ήταν βέβαιη, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στις 9 Ιουλίου, μετά την προσχώρηση στην τρίτη τάξη μεγάλου αριθμού ευγενών και κληρικών, η Συνέλευση ανακηρύχθηκε σε Συντακτική (AssembléeConstituante).
Παράλληλα με την σύγκληση των Γενικών Τάξεων, η κατάσταση στο Παρίσι άρχισε να γίνεται θερμή. Η τιμή του ψωμιού είχε εκτοξευθεί στα ύψη μετά την πολύ άσχημη σοδειά του 1788. Όταν ο Λουδοβίκος απέλυσε για άλλη μια φορά τον υπουργό οικονομικών Νεκέρ, στις 11 Ιουλίου 1789, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην αστική τάξη, άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ βασιλικών στρατευμάτων και του απλού λαού. Επίσης οι φήμες που κυκλοφορούσαν ότι ο βασιλιάς μαζεύει στρατό για στρατιωτική επέμβαση με σκοπό την διάλυση της Συνέλευσης στις Βερσαλλίες, κορύφωσαν την αγανάκτηση του λαού. Το Παρίσι ολίσθαινε στην αναρχία. Οι μεγαλοαστοί πήραν στα χέρια τους την διοίκηση της πόλης.
Η Βαστίλη ήταν από τον 17ο αιώνα φυλακή πολιτικών και ποινικών κρατουμένων. Οποιοσδήποτε πήγαινε ενάντια στην θέληση του βασιλιά φυλακιζόταν εκεί και κυρίως ευγενείς. Ακόμη και συγγραφείς οι οποίοι εξέφραζαν το πνεύμα του Διαφωτισμού, όπως ο Βολταίρος, φυλακίστηκαν εκεί. Στο λαό κυκλοφορούσαν μύθοι για πολυάριθμους και άγνωστους κρατουμένους, βασανιστήρια, αλυσοδεμένους σκελετούς και υπόγεια κρατητήρια. Όταν όμως πραγματοποιήθηκε η άλωση, υπήρχαν μόνο επτά κρατούμενοι: τέσσερις πλαστογράφοι, δύο τρελοί (για έναν εκ των οποίων η οικογένειά του είχε πληρώσει ώστε να εγκλειστεί) και ένας σαδιστής με τον τίτλο του κόμητος. Αυτοί ζούσαν υπό σχετικά καλές συνθήκες, έχοντας ακόμα και υπηρέτες. Μερικές μέρες μετά την απελευθέρωση, οι τέσσερις εξ αυτών φυλακίστηκαν και πάλι σε άλλη φυλακή. Ωστόσο, η πτώση της Βαστίλης αποτέλεσε τον «ιδρυτικό μύθο» της Επανάστασης. Επιπλέον, μέσα στη φυλακή υπήρχαν σημαντικές ποσότητες πυρίτιδας, που προφανώς ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για τους επαναστάτες.
Οι ταραχές ξεκίνησαν όταν έγινε γνωστό ότι ο βασιλιάς διάταξε τη μετακίνηση ελβετικών και γαλλικών ομάδων στις Βερσαλλίες. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο στρατός θα πυροβολούσε το πλήθος και ότι προετοιμαζόταν βασιλικό πραξικόπημα. Έτσι το βράδυ της 12ης προς 13 Ιουλίου οι εξεγερμένοι άρχισαν την αναζήτηση όπλων. Όντως, στις 14 Ιουλίου 1789 εισέβαλαν στους Στρατώνες των Συνταξιούχων Στρατιωτικών (Hotel des Invalides) και κατάσχεσαν μεγάλη ποσότητα τυφεκίων. Μετά από αυτό περίπου επτά χιλιάδες πολίτες όρμησαν στη Βαστίλη, όπου λύντσαραν μερικούς φύλακες και τον διοικητή της φυλακής, Μπέρναρντ-Ρεναί Ζορντάν ντε Λονέ. Ένας κρεοπώλης έκοψε το κεφάλι του και το περιέφεραν ως σύμβολο για την επιτυχία τους. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν πάνω από 100 άνθρωποι και ήταν η πρώτη μέρα που σκοτώνονταν τόσοι πολλοί μετά την έναρξη της μέχρι τότε αναίμακτης Επανάστασης. Η επιτυχία των επαναστατών έγινε γνωστή στον βασιλιά, ο οποίος αναγνώρισε την αντιπροσωπεία των Παριζιάνων πολιτών στο δημαρχείο του Παρισιού ως επίσημους εκπροσώπους της πόλης. Ταυτόχρονα επανέφερε τον Νεκέρ στην εξουσία. Στις 17 Ιουλίου επισκέφτηκε το Παρίσι και έβαλε στο καπέλο του την μπλε-κόκκινη-άσπρη κονκάρδα που συμβόλιζε το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη». Τα τρία αυτά χρώματα έγιναν το εθνικό σύμβολο της Γαλλίας που αποτυπώθηκαν αργότερα στην γαλλική σημαία.
Στις 26 Αυγούστου 1789 η Εθνοσυνέλευση με προτροπή του Λαφαγιέτ ανακοίνωσε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, η οποία αποτελούνταν από 17 άρθρα και περιείχε την ενσάρκωση των ιδανικών του Διαφωτισμού. Έμφαση δόθηκε στα δικαιώματα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της ιδιοκτησίας, καθώς και στο δικαίωμα αντίδρασης σε οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης. Αλλά και σύγχρονες κρατικοθεωρητικές ιδέες όπως η ανεξιθρησκία, η ελευθερία γνώμης, η αυτονομία του λαού και ο διαχωρισμός των εξουσιών καθιερώθηκαν με την Διακήρυξη.
ε. Η πορεία προς την δημοκρατία
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ αρνήθηκε και πάλι να αποδεχθεί τις αποφάσεις της συνέλευσης και η νέα σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Στις 5 Οκτωβρίου πλήθη λαού συγκεντρώθηκαν στα βασιλικά ανάκτορα των Βερσαλλιών και τα κατέλαβαν. Ο βασιλιάς μαζί με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια οδηγήθηκαν στο ανάκτορο του Κεραμεικού στο Παρίσι, που ζούσε στον πυρετό της επανάστασης. Στη Συνέλευση, που συνέχιζε τις εργασίες της, διαμορφώθηκαν τρεις ομάδες, ανάλογες με τις πολιτικές και γενικότερα τις ιδεολογικές απόψεις των αντιπροσώπων: Η δεξιά, η αριστερά και το κέντρο, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι από τις θέσεις που κατελάμβαναν οι αντιπρόσωποι στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Τη δεξιά αποτελούσαν οι ευγενείς, οι οποίοι απέρριπταν κάθε μεταβολή του παλιού καθεστώτος. Την αριστερά συγκροτούσαν οι «πατριώτες», οι οποίοι επεδίωκαν τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας και την ενίσχυση της Συνέλευσης. Τέλος το κέντρο υποστηριζόταν από τους μετριοπαθείς, οι οποίοι απέβλεπαν στην εγκαθίδρυση βασιλικού πολιτεύματος με 2 βουλές, σύμφωνα με το αγγλικό παράδειγμα.
Μέσα σε ατμόσφαιρα αντιπαραθέσεων και έντονων ιδεολογικών διαφορών, οι οποίες κράτησαν δύο χρόνια, ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1791 το οποίο καθιέρωνε την συνταγματική μοναρχία. Κατά το σύνταγμα αυτό, την εκτελεστική εξουσία ασκούσε ο βασιλιάς και την νομοθετική η Συνέλευση. Πολιτικά δικαιώματα αναγνωρίστηκαν μόνο στους ενεργούς πολίτες, δηλαδή σε όσους κατείχαν περιουσία και πλήρωναν φόρους, ενώ οι υπόλοιποι δε συμμετείχαν στην πολιτική ζωή. Τρίτη εξουσία αναγνωριζόταν η δικαστική. Οι υπάλληλοι και οι δικαστές θα εκλέγονταν και δε θα διορίζονταν από τον βασιλιά, όπως συνέβαινε προηγουμένως.
Στις 20 Ιουνίου 1791 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ προσπάθησε μαζί με την οικογένεια του να διαφύγει στο γειτονικό Λουξεμβούργο, όπου βασίλευε ο κουνιάδος του Λεοπόλδος Β΄. Μοιραία όμως στις Βαρέννες, κοντά στα σύνορα, τον αναγνώρισαν και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στο Παρίσι. Ήδη στο Σύνταγμα του 1791 υπήρχε ξεκάθαρη η αυτονομία του λαού, ενώ δημοκρατία χωρίς βασιλιά υποστηριζόταν από τους ακροαριστερούς. Η νέα Νομοθετική συνέλευση, η οποία προήλθε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1791, διχάστηκε ανάμεσα στους μετριοπαθείς και στους Ιακωβίνους. Οι Ιακωβίνοι ήταν πολιτική οργάνωση που τα μέλη της άνηκαν στον χώρο των αδιάλλακτων.
Στο μεταξύ η Αυστρία και η Πρωσία προετοίμαζαν πόλεμο για την επαναφορά της απόλυτης μοναρχίας στην Γαλλία και οι αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις της Συνέλευσης επεδίωκαν τον πόλεμο αυτό, που κάθε μια τον θεωρούσε ευκαιρία για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Ο πόλεμος κηρύχθηκε τελικά από την Γαλλία τον Απρίλιο του 1792, αλλά τα γαλλικά στρατεύματα είχαν αποτυχίες. Τον Αύγουστο του 1792, ο λαός του Παρισιού που είχε υποψιαστεί προδοτική συμφωνία με τους εχθρούς της Επανάστασης, ήταν εξοργισμένος και η Συμβατική Συνέλευση (Convention Nationale), η οποία είχε αναδειχθεί με καθολική ψηφοφορία, κατάργησε την μοναρχία στις 21 Σεπτεμβρίου 1792. Ο βασιλιάς και η οικογένειά του φυλακίστηκαν.
Η Συμβατική Συνέλευση πρωτοσυγκεντρώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1792 και αποφάσισε την επόμενη μέρα την κατάργηση της μοναρχίας. Γίνονταν συζητήσεις για το πώς θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο βασιλιάς για την προδοσία του προς την Επανάσταση. Μια μειονότητα, μεταξύ τους και ο Ροβεσπιέρος, ήθελαν τον άμεσο θάνατο του βασιλιά χωρίς δικαστική διαδικασία. Η πλειονότητα όμως αποφάσισε δίκη, στην οποία ο βασιλιάς κρίθηκε ένοχος με ομοφωνία λόγω της μεγάλης προδοσίας του προς τους επαναστάτες. Στις 21 Ιανουαρίου 1793 ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ αποκεφαλίστηκε με γκιλοτίνα, στη σημερινή Πλας ντε λα Κονκόρντ. Στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο αποκορύφωμα της "Μεγάλης Τρομοκρατίας", καρατομήθηκε και η βασίλισσα.
α. Τρομοκρατία
Στις 24 Ιουνίου 1793 η Συμβατική Συνέλευση ψήφισε το σύνταγμα της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Αποφασίστηκε να τεθεί σε ισχύ με την πρώτη περίοδο ειρήνης. Αντιθέτως η αντεπαναστατική συσπείρωση των Ευρωπαίων ηγεμόνων προκάλεσε ρήξη στο εσωτερικό μέτωπο της Γαλλίας. Εκδηλώθηκαν φιλοβασιλικές εξεγέρσεις. Για την αντιμετώπιση της κρίσης, με την συγκατάθεση της Συμβατικής Συνέλευσης, σχηματίστηκε η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, με επικεφαλής αρχικά τον Δαντόν και στη συνέχεια, από τις 27 Ιουλίου 1793 ως τις 27 Ιουλίου 1794, τον Ροβεσπιέρο. Τα δήθεν μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης στράφηκαν όχι μόνο εναντίον των αριστοκρατών και των μετριοπαθών πολιτικών, αλλά και κατά των μεγαλοαστών. Με βίαια μέσα εξουδετερώθηκαν όσοι θεωρήθηκαν ύποπτοι για υπονόμευση της Επανάστασης στο εσωτερικό. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε Τρομοκρατία και κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής θανατώθηκαν πάνω από 35.000 άνθρωποι. Τα μέτρα αυτά, αλλά και άλλες υπερβολές της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, δημιούργησαν πολλούς εχθρούς εναντίον του Ροβεσπιέρου. Η σύλληψή του και η θανάτωσή του στις 28 Ιουλίου 1794, μαζί με άλλους 20 στενούς συνεργάτες του, υπήρξε το τέλος της ταραγμένης εκείνης περιόδου.
β. Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1793 συνοπτικά όριζε ότι:
- Σκοπός της κοινωνίας είναι η γενική ευημερία.
- Η ισότητα, η ελευθερία, η ασφάλεια και η ιδιοκτησία είναι αναφαίρετα δικαιώματα των πολιτών.
- Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, και φυσικά και μπροστά στο νόμο.
- Ο νόμος είναι ελεύθερη κι επίσημη εκδήλωση της κοινής θελήσεως.
- Όλοι οι πολίτες είναι δεκτοί σε κάθε δημόσιο λειτούργημα.
- Καθένας έχει δικαίωμα να δημοσιεύει τις σκέψεις και τα φρονήματά του, με τον τύπο, με τον προφορικό λόγο ή όπως αλλιώς νομίζει.
- Ο νόμος πρέπει να προστατεύει την κοινή και την προσωπική ελευθερία απέναντι στην καταπίεση εκείνων που κυβερνούν.
- Κανείς δεν δικάζεται και δεν τιμωρείται, αν δεν απολογηθεί πρώτα, αν δεν κλητευθεί νόμιμα, κι αν δεν υπάρχει αντίστοιχος νόμος, που να δημοσιεύτηκε πριν απ' την κολάσιμη πράξη του.
- Δικαίωμα ιδιοκτησίας είναι το προνόμιο κάθε πολίτη να μεταχειρίζεται και να διαθέτει όπως νομίζει καλύτερα την περιουσία του, τα εισοδήματά του, τους καρπούς της εργασίας και της δραστηριότητάς του.
- Ο νόμος δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη τάξη δούλων ή υπηρετών, αλλά μόνο ανταλλαγή υπηρεσιών και αμοιβών ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη.
- Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται, όταν δεν αποβλέπει σε δημόσια ωφέλεια.
- Η κοινωνία πρέπει να προνοεί για τη συντήρηση των δυστυχισμένων πολιτών.
- Η παιδεία είναι γενική ανάγκη.
Η κυριαρχία ανήκει στο λαό, είναι αδιαίρετη, απαράγραπτη κι αναπαλλοτρίωτη.
- Ο λαός έχει πάντα το δικαίωμα ν' αναθεωρεί και να μεταρρυθμίζει το Σύνταγμά του.
- Όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η επανάσταση είναι για το λαό ιερό κι αναγκαίο καθήκον.
γ, Πόλεμος του Πρώτου Συνασπισμού (1792-97)
Στις αρχές του 1791 οι Ευρωπαίοι μονάρχες αντιμετώπιζαν με ανησυχία την εξάπλωση της Γαλλικής Επανάστασης. Η πρώτη αντίδραση προήλθε από τον αυτοκράτορα της Γερμανοαυστριακής αυτοκρατορίας των Αψβούργων Λεοπόλδο Β΄, ο οποίος ήταν και αδελφός της βασίλισσας Μαρίας Αντουανέτας. Μαζί με τον βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο Β΄ εξέδωσε την Διακήρυξη του Πίλνιτς, η οποία κήρυττε το ενδιαφέρον των μοναρχών της Ευρώπης για την τύχη του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και της οικογένειάς του, απειλώντας παράλληλα με αυστηρές συνέπειες σε περίπτωση που τους συνέβαινε ο,τιδήποτε. Στη Γαλλία η Διακήρυξη αυτή ερμηνεύτηκε ως σοβαρή απειλή και αποκηρύχθηκε από τους ηγέτες της Επανάστασης. Στις 20 Απριλίου 1792 η Γαλλία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο στην Αυστρία, έπειτα από ψήφισμα της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε στις Αυστριακές Κάτω Χώρες στις οποίες οι γάλλοι προσδοκούσαν στήριξη από τοπικούς άρχοντες.
Την ίδια χρονιά ο Δούκας του Μπράουνσβαϊγκ, επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων, Πρώσων και Αυστριακών, εκστράτευσε κατά της Γαλλίας σημειώνοντας αρχικά επιτυχίες. Αφού κατέλαβε με ευκολία τα φρούρια του Λονζουί και του Βερντέν, εξέδωσε μία προκήρυξη, γνωστή ως Μανιφέστο του Μπράουνσβαϊγκ, με την οποία εξέφραζε την πρόθεσή του για παλινόρθωση του βασιλιά. Ανέφερε επίσης πως θα μεταχειριζόταν πρόσωπα ή πόλεις, που θα αντιστέκονταν σ’ αυτό, ως αντάρτες και θα καταδικάζονταν με βάση τον στρατιωτικό νόμο. Η διακήρυξη αυτή ξεσήκωσε αντίδραση στην Γαλλία και οδήγησε σε ενδυνάμωση του στρατού των επαναστατών. Στις 10 Αυγούστου μεγάλο πλήθος εισέβαλε στα ανάκτορα, όπου βρισκόταν υπό περιορισμό ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και τον συνέλαβε. Ο Λουδοβίκος εκτελέστηκε στις 21 Ιανουαρίου 1793.
Η εκστρατεία του Δούκα του Μπράουνσβαϊγκ τερματίστηκε με την Μάχη του Βαλμύ, που υπήρξε νικηφόρα για τους Γάλλους αναπτερώνοντας το ηθικό τους. Οι Πρώσοι, βλέποντας πως η εκστρατεία αποδεικνυόταν μακρύτερη απ’ όσο υπολόγιζαν και το κόστος της αυξανόταν, αποφάσισαν να αποσυρθούν. Την ίδια περίοδο οι Γάλλοι σημείωναν επιτυχίες και σε άλλα μέτωπα. Κατέλαβαν στον νότο την Σαβοΐα και τη Νις, που ήταν τμήματα του Βασιλείου της Σαρδηνίας, και πολιόρκησαν πόλεις του Ρήνου φτάνοντας μέχρι την Φρανκφούρτη. Στις αρχές του 1793 εισήλθαν στον αντίπαλο συνασπισμό η Ισπανία και η Πορτογαλία. Την 1η Φεβρουαρίου η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στην Βρετανία και την Ολλανδική Δημοκρατία. Για την αντιμετώπιση του διευρυμένου αντίπαλου συνασπισμού η Γαλλία προχώρησε σε μαζική στρατολόγηση νέων ανδρών, εγκαινιάζοντας την πολιτική των επιστρατεύσεων. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις, μετά την επιστράτευση, αυξήθηκαν εντυπωσιακά και μπόρεσε να συντηρήσει τις επιθετικές της επιχειρήσεις.
Ο αντίπαλος συνασπισμός επιχείρησε μεγάλη εκστρατεία στην περιοχή των Αυστριακών Κάτω Χωρών και Ταυτόχρονα η Βρετανία φρόντιζε να υποκινήσει γαλλικές πόλεις να εξεγερθούν κατά της Γαλλικής ηγεσίας των επαναστατών. Σε μία πολιορκία εξεγερμένης πόλης, της Τουλόν, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο προσκήνιο των συγκρούσεων ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο οποίος πολιόρκησε με επιτυχία την πόλη και την κατέλαβε. Μέχρι το τέλος του έτους οι εξεγέρσεις είχαν καταπνιγεί.
Στα μέσα του 1794 η Γαλλία κατατρόπωσε τους αντιπάλους της στις Αυστριακές Κάτω Χώρες, στη Μάχη του Φλερύ, στην οποία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις το αερόστατο των αδελφών Μογκολφιέ. Στη συνέχεια οι γαλλικές δυνάμεις υπέταξαν την Ολλανδία και ίδρυσαν στην περιοχή των Κάτω Χωρών ένα κράτος-μαριονέτα που ονομάστηκε Βαταβική Δημοκρατία. Την ίδια περίοδο οι Γάλλοι αντιμετώπισαν επιτυχώς τους Ισπανούς και τους καταδίωξαν πέρα από τα Πυρηναία. Η Ισπανία τελικά αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Γαλλία, όπως έκανε και η Πρωσία. Οι Γάλλοι πλέον στράφηκαν εναντίον της Αυστρίας που παρέμενε εχθρικό κράτος. Με μία μεγάλη εκστρατεία που πραγματοποίησε ο Ναπολέων στην Ιταλία κατανίκησε τον στρατό των Αυστριακών και του Βασιλείου της Σαρδηνίας. Αφού σύναψε ειρήνη με τη Σαρδηνία κατέλαβε το Μιλάνο και πολιόρκησε την Μάντοβα. Μία αυστριακή δύναμη που στάλθηκε στην Μάντοβα για να τον αντιμετωπίσει ηττήθηκε. Η πόλη έπεσε στις αρχές του 1797 και πλέον ο Ναπολέων βάδισε εναντίον της Αυστρίας, ενώ ταυτόχρονα ο στρατηγός Μορώ βάδισε και αυτός διαμέσου των γερμανικών κρατιδίων για να συναντηθεί με τον στρατό του Ναπολέοντα. Μπροστά στον κίνδυνο της καταστροφής οι αυστριακοί ήρθαν σε συμφωνία με τον Ναπολέοντα υπογράφοντας τη Συνθήκη ειρήνης του Λεόμπεν. Η φάση αυτή του πολέμου τερματίστηκε τελικά με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο που υπογράφηκε λίγους μήνες αργότερα (στις 17 Οκτωβρίου 1797) και ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους Γάλλους.
Η Συμβατική Συνέλευση, η οποία ελεγχόταν από τους μετριοπαθείς, προχώρησε στην ψήφιση νέου συντάγματος, περισσότερο δημοκρατικού από το προηγούμενο, τον Αύγουστο του 1795. Η Νομοθετική εξουσία κατανεμήθηκε σε 2 σώματα, την Βουλή και την Γερουσία, ενώ την Εκτελεστική ανέλαβε το Διευθυντήριο, με 5 μέλη. Το Διευθυντήριο προσπάθησε να αποκαταστήσει την εσωτερική ηρεμία στην Γαλλία, ενώ ταυτόχρονα αυτή βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Από εκείνη την στιγμή και μετά, κέντρο των εξελίξεων έγιναν οι στρατηγοί, οι οποίοι απέκτησαν πολιτική δύναμη, και ιδιαίτερα ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
Όταν ο Ναπολέων κατέπνιξε την εξέγερση των βασιλοφρόνων στο Παρίσι το 1795, ορίστηκε διοικητής στρατού. Με αυτόν το στρατό νίκησε τα αυστριακά στρατεύματα στην Ιταλία και ανάγκασε τον αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας σε ειρήνη. Το παπικό κράτος διαλύθηκε και ο πάπας Πίος ΣΤ΄ φυλακίστηκε στη Γαλλία. Μετά από πολλές νίκες και εκστρατείες στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή, επέστρεψε το 1799 στην Γαλλία, όπου τον υποδέχτηκαν ως ήρωα. Εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις ανέτρεψε με πραξικόπημα την νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1799 το Διευθυντήριο, διέλυσε τα νομοθετικά σώματα και την εξουσία ανέλαβε τριμελής Υπατεία με Πρώτο Ύπατο τον ίδιο. Η Γαλλία ναι μεν έμεινε δημοκρατία, ο Ναπολέων όμως κυβερνούσε ως απόλυτος μονάρχης.
α. Εκστρατεία στην Αίγυπτο (1797-1801)
Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Καμποφόρμιο (1797) η μόνη δύναμη που συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των Γάλλων ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Τότε ο Ναπολέων αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Αίγυπτο. Έπλευσε με σημαντικό στόλο από την Τουλόν στην Αλεξάνδρεια καταλαμβάνοντας στον δρόμο του τη Μάλτα. Μετά την άφιξή του στην Αλεξάνδρεια βάδισε προς το Κάιρο, όπου πέτυχε μεγάλη νίκη στη Μάχη των Πυραμίδων. Όμως ο ναύαρχος Νέλσον κατέστρεψε τον στόλο του στην Ναυμαχία του Νείλου. Στη συνέχεια ο Ναπολέων στράφηκε στη Συρία. Μετά την αποτυχία του να καταλάβει την Άκκρα επέστρεψε στην Αίγυπτο. Αφού κατάφερε να αντιμετωπίσει επιτυχώς μία τουρκική εκστρατεία στο Αμπουκίρ, αναχώρησε για την Ευρώπη για να ηγηθεί στις επιχειρήσεις που διεξάγονταν, καθώς είχε ξεσπάσει ο Πόλεμος του Δεύτερου Συνασπισμού. Ο γαλλικός στρατός που παρέμεινε στην Αίγυπτο αναγκάστηκε να παραδοθεί το 1801 έπειτα από Βρετανική και Οθωμανική επιδρομή.
β. Πόλεμος του Δεύτερου Συνασπισμού (1798-1801)
Το 1798 οι Βρετανοί με τους Αυστριακούς οργάνωσαν νέο συνασπισμό εναντίον της Γαλλίας, στον οποίο συμμετείχαν και οι Ρώσοι. Οι σύμμαχοι ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις τους το 1799, εισβάλλοντας στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες. Ο Ρώσος στρατηγός Σουβόροφ προέλασε στην Ιταλία, αναγκάζοντας τους Γάλλους να οπισθοχωρήσουν πίσω από τις Άλπεις. Οι επιχειρήσεις του συμμαχικού συνασπισμού ήταν λιγότερο επιτυχημένες στις Κάτω Χώρες και στην Ελβετία. Στην Ελβετία, μετά τις αρχικές νίκες των Ρωσικών και Αυστριακών δυνάμεων, οι Γάλλοι πέτυχαν σημαντική νίκη στη Ζυρίχη ανακόπτοντας την προέλαση των αντιπάλων τους. Λίγο μετά η Ρωσία αποσύρθηκε από τον συνασπισμό. Το 1800 ο Ναπολέων εκστράτευσε στην Ιταλία. Νικώντας στη Μάχη του Μαρέγκο ανακατέλαβε την Ιταλία. Ο Μορώ την ίδια περίοδο εισέβαλε στην Βαυαρία και πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Αυστριακών στο Χοχενλίντεν. Ο Μορώ στη συνέχεια βάδισε προς την Βιέννη αναγκάζοντας τους Αυστριακούς να ζητήσουν νέα συνθήκη ειρήνης. Τον Φεβρουάριο του 1801 υπογράφτηκε ανάμεσα στις δύο χώρες η Συνθήκη του Λουνεβίλ η οποία βασιζόταν στην προηγούμενη συνθήκη ειρήνης του Κάμποφόρμιο.
Η Βρετανία συνέχισε τον πόλεμο για ένα χρόνο ακόμα. Το 1802 οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υπέγραψαν την Συνθήκη της Αμιένης με την οποία τερματίστηκε ο πόλεμος.
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης (Napoléon Bonaparte, 15 Αυγούστου 1769 — 5 Μαΐου 1821) ήταν Γάλλος στρατηγός και αυτοκράτορας της Γαλλίας (ως Ναπολέων Α΄) επικληθείς Μέγας. Γεννήθηκε στην πόλη Αιάκειο (Αζαξιό) της Κορσικής, μόλις ένα χρόνο αφότου η κυριαρχία του νησιού μεταβιβάστηκε από τη Δημοκρατία της Γένοβας στη Γαλλία. Ο πατέρας του Κάρλος Βοναπάρτης καταγόταν από την Τοσκάνη και ανήκε στα χαμηλότερα στρώματα της αριστοκρατίας. Η μητέρα του, Λετίτσια Ραμολίνο, καταγόταν επίσης από οικογένεια ευγενών. Ο πατέρας της ήταν διοικητής της φρουράς του Αιακείου και αργότερα γενικός επιτηρητής οδών και γεφυρών στην Κορσική. Ήταν ο δευτερότοκος γιος (μικρότερος κατά ένα χρόνο από τον Ιωσήφ -- Τζουζέπε ή Ζοζέφ) από συνολικά 8 αδέρφια με τρίτο κατά σειράν τον άλλο αδελφό του Λουτσιάνο ή Λυσιέν. Όταν ο Ναπολέων έφτασε σε ηλικία 9 ετών, αυτός και ο Ζοζέφ στάλθηκαν στη Γαλλία για σπουδές. Ο Ναπολέων είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και αυτό τον οδήγησε να γίνει αξιωματικός του πυροβολικού, ενώ ο αδερφός του συνέχισε για να γίνει ιερέας. Ο Ναπολέων τελείωσε την Ανωτάτη Ακαδημία Πολέμου στο Παρίσι σε ηλικία 20 ετών το 1789, λίγο πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης. Επισκέφτηκε πολλές φορές την Κορσική τα επόμενα χρόνια (1790-1792) και επιχείρησε να πετύχει την ανεξαρτησία του νησιού από τη Γαλλία. Όταν η προσπάθειά του απέτυχε, κινδύνευσε να χάσει τη θέση του στο γαλλικό στρατό, αλλά η συμμετοχή κάποιων από τους αδελφούς του και άλλων συγγενών του στην πολιτική ζωή στο Παρίσι, του εξασφάλισε ατιμωρησία. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην Επανάσταση, και συμμετείχε σε μια μικρή δύναμη που ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη στην Κορσική, όταν η τοπική ηγεσία καταδίκασε την Επανάσταση. Στον εμφύλιο που ακολούθησε οι δημοκρατικές δυνάμεις απέτυχαν και ο ίδιος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Έτσι δεν βρέθηκε σε κανένα μέτωπο όταν το 1792 ξέσπασε ο εξωτερικός Πόλεμος του Α΄ Συνασπισμού (1793-95) κατά τον οποίο η Γαλλία βρέθηκε απέναντι στις Αγγλία, Ολλανδία, Πρωσία, Αυστρία, Ισπανία, Ρωσία. Ταυτόχρονα συγγενείς και οπαδοί του υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί τους. Η τελευταία φορά που ο ίδιος πήγε εκεί ήταν το 1799 κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία της Αιγύπτου, καταφέρνοντας αυτή την φορά αναίμακτα να συντρίψει τους μοναρχικούς.
Το 1793 οι γνωριμίες του εξασφάλισαν την προαγωγή στο βαθμό του λοχαγού και την τοποθέτηση στο επιτελείο των δυνάμεων που πολιορκούσαν τον λιμένα της Τουλόν. Η πόλη είχε καταληφθεί από τους Βρετανούς που υποστηρίχθηκαν από την ισχυρότερη κοινότητα των μοναρχικών. Σύντομα, από εύνοια της τύχης, βρέθηκε διοικητής του πυροβολικού και προήχθη "προσωρινά" δυο βαθμούς. Όταν τελικά υιοθετήθηκε το σχέδιο του για την κατάληψη κρίσιμων εχθρικών θέσεων, η πόλη έπεσε. Προήχθη σε ταξίαρχο και για μεγάλο διάστημα το όνομά του ακουγόταν παντού. Κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας διέπρεψε ως ένα από τα "πρωτοπαλίκαρα" του Ροβεσπιέρου προπηλακίζοντας αντιπάλους του τελευταίου. Δεν εξασφάλισε όμως θέση σε κάποιο από τα πέντε μέτωπα, ενώ αρνήθηκε να πολεμήσει τους βασιλόφρονες αντεπαναστάτες της Βαντέ. Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου βρέθηκε στην φυλακή, αλλά οι "προστάτες" του τον γλίτωσαν. Διορίστηκε μάλιστα στο πυροβολικό της μικρής φρουράς του Παρισιού.
Πραγματικά όμως αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα, όταν το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου 1795 απέκρουσε τον βασιλικό όχλο, ο οποίος επιτέθηκε στο κτίριο της Εθνοσυνέλευσης. Ήταν ο πρώτος που έπληξε όχλο πολιτών με κανόνια για να τους διαλύσει. Στα μάτια όμως πολλών είχε σώσει την οργανωμένη Επανάσταση και την Πρώτη Δημοκρατία από την αναρχία. Προήχθη σε στρατηγό και διορίστηκε αρχιστράτηγος Εσωτερικού. Από αυτή την θέση προώθησε την εφοδιαστική υποστήριξη των μετώπων, ενώ κατέστρωσε αποτελεσματικά σχέδια για το αντάρτικο της Βανδέας, τα οποία εκτέλεσαν άλλοι.
Τον Μάρτιο του 1796 νυμφεύτηκε την Ιωσηφίνα ντε Μποαρναί, αριστοκράτισσα με ισχυρές πολιτικές γνωριμίες και υιοθέτησε τα παιδιά της. Τότε διορίστηκε διοικητής των γαλλικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ιταλίας. Εκεί έχτισε τον θρύλο του με την πρώτη του αστραπιαία εκστρατεία. Οδήγησε 38.000 απελπισμένους Γάλλους σε ένα ως τότε δευτερεύον θέατρο επιχειρήσεων και κατανίκησε τους Αυστριακούς και τους Πεδεμόντιους (Ιταλούς) συμμάχους τους. Τον καθυστέρησε μόνο η πολιορκία της Μόντενα ως την άνοιξη του 1797, αλλά όλες οι προσπάθειες των Αυστριακών να την απεγκλωβίσουν κατέληξαν, χάρη στις αντιδράσεις του, σε αποτυχία, ενώ οι Αψβούργοι στερήθηκαν δυνάμεις για το μέτωπο του Ρήνου. Έτσι άλλοι στρατηγοί διευκολύνθηκαν να εισβάλουν στην διασπασμένη Γερμανία (Α΄ Ράιχ), ενώ ο ίδιος εισέβαλε πρώτος στην αυστριακή επικράτεια, απειλώντας την ίδια την Βιέννη. Οι Αψβούργοι συνθηκολόγησαν και μόνο η ακίνδυνη Σουηδία συνέχισε να πολεμάει την Δημοκρατία. Ως τότε η Ισπανία είχε αλλάξει στρατόπεδο μετατρεπόμενη σε γαλλικό υποχείριο, ενώ το αυστριακό Βέλγιο και η Ολλανδική αριστοκρατική Δημοκρατία είχαν κατακτηθεί. Ο Ναπολέων "ξήλωσε" τα κρατίδια της βόρειας Ιταλίας αφαιρώντας δυνάμεις ακόμα και από το Παπικό βασίλειο. Πεδεμόντιο και Τοσκάνη αργότερα προσαρτήθηκαν, ενώ Γένοβα, Μιλάνο και Πάρμα μετατράπηκαν σε "δημοκρατίες". Η Βενετία και η Δαλματία δόθηκαν στην εχθρική Αυστρία, ενώ στα Επτάνησα ιδρύθηκε γαλλικό προτεκτοράτο. Η φήμη του 27χρονου στρατηγού κατέκλυσε στην Ευρώπη.
Ο ίδιος συγκεντρώνοντας λάφυρα σχημάτισε μια σεβαστή περιουσία και ενίσχυε την προβολή του. Έλεγχε εφημερίδες και μίσθωνε θιασάρχες επιθεωρήσεων, που προώθησαν την εικόνα του ως υπερήρωα. Η τότε κυβέρνηση του Διευθυντηρίου του ανέθεσε μια αδύνατη αποστολή, ώστε να εξοντώσει την ανερχόμενη πολιτική του ισχύ. Η απόβαση 35.000 στρατιωτών στην αυτόνομη Αίγυπτο το θέρος του 1798, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες, ήταν ουσιαστικά αποτυχία. Όταν η βρετανική μοίρα του Νέλσονα έκαψε τον γαλλικό στόλο μεσογείου στο Δέλτα του Νείλου, οι κατακτητές βρέθηκαν πολιορκημένοι. Ο Ναπολέων, όπως έκανε και στην Ιταλία, απαντούσε στις εξεγέρσεις των ντόπιων με μετρημένη και ενίοτε αιματηρή καταστολή. Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο, εισέβαλλε στην Συρία για να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Άραβες και Κόπτες. Το όλο εγχείρημα, που ξεκίνησε με στόχο τις Βρετανικές Ινδίες, άλλαξε τελείως σκοπό τον Ιανουάριο του 1799. Ταυτόχρονα ο Β΄ Συνασπισμός (Αγγλίας, Ρωσίας, Αυστρίας) επιτέθηκε στην Γαλλία αρχίζοντας νέα σύρραξη στην Ευρώπη. Παραδόξως η κρίση του νέου πολέμου πιθανόν εξασφάλισε στον Ναπολέοντα την ατιμωρησία για την ουσιαστική αποτυχία της μεσανατολικής εκστρατείας. Στην Συρία επίσης απέτυχε, αφού η επιχειρηθείσα γενική εξέγερση δεν συνέβη. Συνεπικουρούμενοι από τον βρετανικό στόλο οι Τούρκοι συγκράτησαν τους Γάλλους στο παλιό φρούριο του Άγιου Ιωάννη της Άκκρας (παρά τις συνεχείς ήττες τους σε μάχες ανοικτών πεδίων). Ο Βοναπάρτης έλυσε την επιχείρηση και επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου απέκρουσε, στην παραλία του Αμπουκίρ, την απόβαση μιας τουρκικής στρατιάς. Αλλά αντιλήφθηκε ότι η επιχείρηση είχε χαθεί. Εγκατέλειψε τον στρατό του, αφού διέθετε πολλούς οπαδούς στην Γαλλία, που ήλπιζαν να τους απαλλάξει από τους εχθρικούς στρατούς και το ημιανίκανο Διευθυντήριο, και, διαφεύγοντας πάλι από τον Βρετανικό στόλο, επέστρεψε στην Ευρώπη.
α. Υπατεία (1799-1804)
Ανεξάρτητα από την επιδείνωση της στρατιωτικής κατάστασης, ο Ναπολέων επέστρεψε και γιατί του ζητήθηκε από το Διευθυντήριο, που πλέον ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλές και πίστευε ότι ως νεαρός στρατηγός θα βελτίωνε τη δημόσια εικόνα του. Ο αββάς Σεγιές (Sieyes) παρουσίασε στο Ναπολέοντα ένα συνωμοτικό σχέδιο με σκοπό την ανατροπή του συντάγματος, εμπνευστής του οποίου ήταν ουσιαστικά ο Λουσιέν Βοναπάρτης, ο οποίος στο παρασκήνιο είχε αρχίσει την πορεία της οικογενείας του προς την αρχή. Ο Ναπολέων συμφώνησε και εξέπληξε πολλούς, αποφεύγοντας να επιδιώκει κάποια θέση στα μέτωπα. Έτσι αποκοίμισε και τους άλλους μεγάλους στρατηγούς, που έπαψαν να τον βλέπουν ως ανταγωνιστή και δεν ενίσχυσαν τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εκφράζοντας τους και ο ίδιος θαυμασμό, πέτυχε να μετατρέψει κάποιους από τους ισότιμους συναδέλφους του σε θερμούς υποστηρικτές του. Στις 9 Νοεμβρίου 1799 (18 Brumaire σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο) μονάδες στρατού ανέλαβαν δράση και διέλυσαν τα νομοθετικά συμβούλια που αντιδρούσαν στην πρόταση νέου Συντάγματος από τον Λουσιέν και ο Βοναπάρτης, ο Σιεγιές και ο Ντυκό αναδείχθηκαν προσωρινοί Ύπατοι και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του κράτους. Εντούτοις λίγο έλειψε να μαχαιρωθεί ο ίδιος ο Ναπολέων από βουλευτές και έφτασε μάλιστα στο σημείο να διακινδυνεύσει και την σύλληψη, αν δεν επενέβαινε με περισσό θράσος και αποφασιστικότητα ο συνταγματάρχης ιππικού Ζοακίμ Μυρά, που από τότε αναδείχτηκε σε πολύ σημαντικό του συνεργάτη και στρατηγό στις μελλοντικές του εκστρατείες. Παρότι ο Σιεγιές πίστευε ότι θα επισκίαζε χωρίς δυσκολίες τον άπειρο σε πολιτικά ζητήματα Βοναπάρτη και είχε μεθοδεύσει τις εξελίξεις με τον καραδοκούντα Μπαρά, ο Ζοζέφ εξαπάτησε τον Σιεγιές, που δεν γνώριζε το πλήρες σχέδιο των αδελφών Βοναπάρτη, με αποτέλεσμα ο Ναπολέων να ανακηρυχτεί Πρώτος Ύπατος της Γαλλικής Δημοκρατίας (με τη βοήθεια του Ταλλεϋράνδου) ενώ οι Σιεγιές και Μπαρά αποτραβήχτηκαν οριστικά από το πολιτικό προσκήνιο. Το τέλος αυτό της επανάστασης ανακοίνωσε ο ίδιος ο Ναπολέων στον γαλλικό λαό. Το δικτατορικό Σύνταγμα, (το πρώτο που δεν περιλάμβανε την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη), υπερψηφίστηκε παραδόξως από εκατομμύρια Γάλλων που πίστευαν ότι ο Ναπολέων θα έπεφτε γρήγορα, όταν δεν θα ήταν πια απαραίτητος.
Για να επιβληθεί ο Ναπολέων επιδίωξε νέους θριάμβους. Τους πρώτους μήνες φρόντισε για την επιμελητειακή ενίσχυση των άλλων στρατηγών. Τελικά στα μέσα του 1800 εισέβαλε από άλλο δρόμο στην Ιταλία ρισκάροντας μέσα από την Ελβετία και τα στενά περάσματα των Άλπεων. Έτσι βρέθηκε στα νώτα των Αυστριακών, οι οποίοι είχαν επιστρέψει δυναμικά στην περιοχή και αντιστάθηκαν αποφασιστικά αλλά ηττήθηκαν γρήγορα. Η χειραγωγούμενη από τον νεαρό Ύπατο προπαγάνδα διόγκωσε ενώπιον της κοινής γνώμης την νέα του επιτυχία, αλλά ο ίδιος γύρισε στο Παρίσι για να προχωρήσει στην εδραίωση του καθεστώτος του και στον εκσυγχρονισμό του κράτους. Άφησε άλλους στρατιωτικούς, που σύντομα θα υποχρεώνονταν σε τιμητική αποστράτευση, να ολοκληρώσουν τον πόλεμο. Στο μεταξύ, στην πολιτική, τα νομοθετικά όργανα διατηρήθηκαν αλλά ήταν πλέον εξασθενημένα. Ως το τέλος του έτους οι Αυστριακοί χωρίς χερσαίους συμμάχους ηττήθηκαν στην Γερμανία. Με επιδέξια διπλωματία ο Ναπολέων πέτυχε με την συνθήκη του 1801 να αποφύγει την μεγάλη δυσαρέσκεια των εχθρών του, αποσπώντας μόνο την Ρηνανία που δεν ανήκε στα άμεσα αυστριακά εδάφη. Είχε όμως λόγο πλέον στα ζητήματα του γερμανικού χώρου. Ειρήνευσε επίσης με τη Ρωσία του τσάρου Παύλου, της οποίας το μικρό γενναίο εκστρατευτικό σώμα ηττήθηκε τελικά στην Ελβετία που επίσης περιήλθε στον γαλλικό έλεγχο. Ειδική ειρήνη και συμμαχία συνάφθηκε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γαλλικό σώμα στρατού στην Ανατολή μπόρεσε έτσι να επιστρέψει (μέσω μιας αιχμαλωσίας στους Βρετανούς) στην Γαλλία, ενώ η Αίγυπτος των Μαμελούκων ξανάγινε αυτόνομη. Η κατεχόμενη για λίγο από τους Γάλλους Μάλτα έγινε πλέον τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία, μόνη και με οικονομικές ζημιές από τον πόλεμο, χρειάστηκε ένα διάλειμμα. Έτσι υπογράφτηκε η εύθραυστη συνθήκη της Αμιένης (1802) που διακρίνει την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και των Πολέμων της από αυτήν των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815).
Την ίδια ώρα ο Ταλλεϋράνδος, υπουργός Εξωτερικών από την μοναρχική ακόμα εποχή, πρότεινε στον Ναπολέοντα την μελλοντική του αναρρίχηση στον θρόνο για να πάψει η Γαλλία να βρίσκεται στον στόχο των υπολοίπων βασιλείων της Ευρώπης, που φοβούνταν πλέον για την επανάληψη του επαναστατικού φαινομένου και στις δικές τους χώρες ειδικά από μια γειτονική δύναμη που εξακολουθούσε να μην έχει βασιλέα. Ο Λουσιέν και ο Ταλλεϋράνδος είχαν από κοινού μελετήσει τα σχετικά σχέδια και τελικά ο Ναπολέων πείστηκε, ήδη από τότε, να αναλάβει τον ρόλο του Αυτοκράτορα της Γαλλίας. Ενδιάμεσα ο Βοναπάρτης είχε ήδη ενισχύσει ξανά την θέση του. Το 1801 απομάκρυνε τους άλλους δυο, έτσι και αλλιώς σκιώδεις, Υπάτους και με μεγάλη άνεση αναγορεύτηκε Ισόβιος Ύπατος. Ψηφίστηκε επίσης, από τους ζωηρότερους και πιο γοητευμένους οπαδούς του, ένα νέο, αυταρχικότερο, Σύνταγμα.
Από διοικητική άποψη κατάφερε στην αρχή τουλάχιστον της κυβερνητικής του σταδιοδρομίας να επανιδρύσει ουσιαστικά το γαλλικό κράτος. Ενίσχυσε περαιτέρω την εικόνα του, επεκτείνοντας τα έργα δημόσιας ωφελείας σε πόλεις και επαρχίες, ενώ έκανε την κρατική μηχανή να λειτουργεί αποτελεσματικότερα. Η πολιτεία πρόνοιας και δικαίου που προσδοκούσε η Επανάσταση απέκτησε μια πρώτη υπόσταση. Η μεταμόρφωση του Γάλλου από υπήκοο σε πολίτη ανταποκρίθηκε περισσότερο στην πραγματικότητα, και μάλιστα σε συνθήκες που οι ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες είχαν καταλυθεί. Η ενίσχυση αυτής της ιδέας δεν υπονομεύτηκε ούτε την περίοδο της Αυτοκρατορίας. Το αστικό εθνικό κράτος, μετά την Βρετανία, ιδρύθηκε πλέον και στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Ο 33χρονος Ύπατος φρόντισε μάλιστα να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της Γαλλίας με την Καθολική Εκκλησία με το Κονκορδάτο του 1801. Ο Πάπας αναγνώρισε το νέο επισκοπικό σύστημα στη Γαλλία, αφού η τελευταία δεν θα μετέτρεπε τελικά σε κρατική την εθνική Εκκλησία στα αγγλικά πρότυπα. Από την άλλη το αντικληρικαλιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού και της Επανάστασης "κατεστάλη" στο εσωτερικό της Γαλλίας για να μην προκαλεί πλέον την Ρώμη, της οποίας την διεθνική προστασία αναλάμβανε τώρα ο Ναπολέων αντικαθιστώντας τους Αψβούργους.
Το 1803 η Αγγλία, που δεν υπέστη ποτέ σοβαρές ήττες, ανέκτησε δυνάμεις, καταγγέλλοντας τις συνθήκες του 1801-02. Ζητούσε επίσης απ΄ τη Γαλλία την αυτοδιάθεση της Ολλανδίας (όπου είχε ιδρυθεί από την Επανάσταση η ελεγχόμενη Βαταβική Δημοκρατία), του Βελγίου, της Ιταλίας και άλλων κατακτημένων περιοχών. Μέχρι την υλοποίηση αυτών των απαιτήσεων από το Παρίσι, οι Βρετανοί αρνούνταν να επιστρέψουν τις κατακτηθείσες γαλλικές αποικίες σε Καραϊβική, Μαλαισία, Ινδίες, Κεϋλάνη και σε διάφορες αφρικανικές ακτές, όπως είχαν υποσχεθεί το 1802. Χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο ο Βοναπάρτης κήρυξε τον πόλεμο στο Λονδίνο και η Ισπανία τον ακολούθησε απρόθυμα. Ναυτικές επιδρομές ξεκίνησαν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, όμως ο αντιπερισπασμός εις βάρος του πανίσχυρου βρετανικού στόλου φαινόταν αδύνατος. Εκείνη την χρονιά ο Ναπολέων, κρίνοντας και τις νέες αναγκαιότητες, πούλησε την μεγάλη Γαλλική Λουϊζιάνα στις νεόκοπες ΗΠΑ, που έτσι ισχυροποιήθηκαν, καθώς το 1/3 περίπου των μελλοντικών Πολιτειών είχαν ήδη ιδρυθεί μέχρι εκείνη την εποχή. Η ναυτική σύνδεση της Γαλλίας με την περιοχή και η άντληση πόρων από εκεί ήταν πια πολύ προβληματική και ουσιαστικά η διατήρησή της αποτελούσε βαρύ φορτίο. Ήδη εξάλλου με τις δικές της δυνάμεις η επαναστατημένη γαλλοκρατούμενη Αϊτή κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί. Η αποστολή ανεπαρκούς εκστρατευτικού σώματος στο νησί απέτυχε παταγωδώς και ο Ναπολέων απέφυγε να θυσιάσει άσκοπα άλλους πόρους για αυτό. Εκείνη η απόφαση ήταν μια από τις τελευταίες που αναγνώρισε ορθολογικά το απραγματοποίητο ενός επικίνδυνου εγχειρήματος.
β. Α' Γαλλική Αυτοκρατορία (1804-1814)
Το 1804 μετά από τρία χρόνια ως Ισόβιος Ύπατος και ενώ συνεχιζόταν ο αδιέξοδος και αναποτελεσματικός πόλεμος με την Αγγλία, ο Ναπολέων ανακηρύχθηκε "Αυτοκράτορας των Γάλλων". Στέφθηκε στην Παναγία των Παρισίων στις 2 Δεκεμβρίου 1804, έδωσε όρκο διατήρησης των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και έστεψε αυτοκράτειρα την Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί. Για μια ακόμα φορά και αυτή η εξέλιξη επικυρώθηκε από λαϊκό δημοψήφισμα, αμφιλεγόμενης διεξαγωγής, ενώ και πάλι τα νομοθετικά σώματα διατηρήθηκαν με το ρόλο τους εκφυλισμένο πλέον σε καθαρά συμβουλευτικό.
Από την πρώτη Ιταλική Εκστρατεία ο Ναπολέων έθεσε τον εαυτό του προστάτη της Ιταλίας, απαλείφοντας την Αυστριακή επιρροή. Είχε δημιουργήσει την Ιταλική Δημοκρατία το 1802 και αργότερα, το 1805, δημιούργησε το Βασίλειο της Ιταλίας, το πρώτο ναπολεόντειο κράτος εκτός των γαλλικών συνόρων. Στις 26 Μαΐου το 1805 στο Μιλάνο, την πρωτεύουσα του νέου κράτους, στέφθηκε Βασιλιάς της Ιταλίας.
Τον Αύγουστο του 1805 υπό την πίεση και την οικονομική ενίσχυση της Βρετανίας σχηματίστηκε ο Γ΄ Συνασπισμός από τους Αψβούργους, την Ρωσία του τσάρου Αλέξανδρου Α΄, την Σουηδία και το βρετανικό Αννόβερο. Με αφορμή την επέμβαση του Παρισιού στα εσωτερικά της Αυτοκρατορίας, οι Αυστριακοί εισέβαλαν στην κυρίως Γερμανία. Η Βαυαρία, αναβαθμισμένη σε βασίλειο χάρη στον Ναπολέοντα, τάχθηκε με το μέρος του.
γ. Πόλεμος του Γ Συνασπισμού (1805-1806)
Ο Ναπολέων πορεύτηκε προς στην γερμανική πόλη του Ουλμ όπου συνάντησε τον στρατό του στρατηγού Μακ (85.000 στρατιώτες), προτού ενωθεί με τις ρωσικές δυνάμεις του Κουτούζωφ. Παραβιάζοντας την ουδετερότητα της Πρωσίας, ο Γάλλος στρατάρχης Μπερναντότ προχώρησε προς το Ουλμ και σε σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκε στα νώτα των έκπληκτων Αυστριακών. Ο στρατηγός Μακ, ύστερα από τρεις ημέρες απελπισμένης αντίστασης, αναγκάστηκε να παραδώσει τους εναπομείναντες 27.000 στρατιώτες του στις 20 Οκτωβρίου του 1805. Το μικρό Σώμα Στρατού (22.000 στρατιώτες) του αρχιδούκα Ιωάννη που βρισκόταν λίγο πιο μακριά από τον Μακ, όταν πληροφορήθηκε την καταστροφή των δυνάμεών του, υποχώρησε και ύστερα ενώθηκε με τον Κουτούζωφ. Ο Ναπολέων όμως δεν κάμφθηκε και εκμεταλλευόμενος την επιτυχία του στο Ουλμ μπήκε στη Βιέννη στις 15 Νοεμβρίου του 1805, την οποία πρωτύτερα είχε εγκαταλείψει ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β΄, που ανέλαβε την διοίκηση του Σώματος του αρχιδούκα Ιωάννη. Ο Κουτούζωφ, ως αρχηγός του ρωσικού επιτελείου, αποφάσισε να αποφύγει ανοικτή σύγκρουση με τον Γάλλο αυτοκράτορα, καθώς οι γραμμές επικοινωνιών και ανεφοδιασμού του είχαν επιμηκυνθεί αρκετά και χρειαζόταν ισχυρές φρουρές για να διατηρηθούν. Έτσι ο Ρωσοαυστριακός στρατός υποχώρησε στην αυστριακή πόλη Ουλμούντζ απωθώντας τη σφοδρή καταδίωξη του στρατάρχη Μυρά.
Τελικά ο Ναπολέων με μια σειρά τεχνασμάτων παρέσυρε τους εχθρούς του στο πεδίο της μάχης εκμηδενίζοντάς τους στη Μάχη του Αούστερλιτς της ανατολικής Τσεχίας, στις 2 Δεκεμβρίου του 1805, που ονομάστηκε "μάχη των τριών αυτοκρατόρων". Στη συνθήκη που υπογράφτηκε σε λίγες μέρες η Γαλλία υποχρέωνε σε εξευτελιστικούς όρους τους ηττημένους, αν και η Ρωσία ουσιαστικά δεν έχασε τίποτε. Ο Φραγκίσκος Β΄ παραιτήθηκε από τον τίτλο του αυτοκράτορα των Γερμανών και έλαβε αυτόν του βασιλιά των Αυστριακών ως Φραγκίσκος Α΄. Ήταν το τυπικό τέλος της από καιρό παρακμάζουσας Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Η Αυστρία έχασε επίσης το δικό της τμήμα του Τυρόλου υπέρ της Βαυαρίας και την περιοχή της Βενετίας υπέρ της Ιταλίας.
Νωρίτερα όμως, ταυτόχρονα με την παράδοση του Ουλμ, ο βρετανικός στόλος υπό τον Νέλσωνα σύντριψε, στην μεγαλύτερη ναυμαχία της εποχής εκείνης, τον ενωμένο γαλλο-ισπανικό στόλο, που νωρίτερα είχε προσπαθήσει να εισβάλει στην Μεσόγειο, στα ανοιχτά του Τραφάλγκαρ της Ισπανίας. Ο θριαμβευτής Νέλσων σκοτώθηκε. Οι συνέπειες αυτής της σύγκρουσης για την γαλλική αυτοκρατορία φάνηκαν αργότερα.
δ. Πόλεμος του Δ΄ Συνασπισμού (1806-1807)
Στις αρχές του 1806 ο Ναπολέων άρχισε να οργανώνει κατά το δικό του τρόπο τον γερμανικό χώρο. Ίδρυσε την Ομοσπονδία του Ρήνου, το μεγαλύτερο δορυφορικό του κράτος, που περιελάμβανε αρχικά την Βαυαρία, την Βυρτεμβέργη και την Βάδη, ενώ αργότερα προσχώρησαν και όλα τα άλλα γερμανικά κρατίδια. Τον ίδιο καιρό ξέσπασε υπό την προτροπή του Παρισιού, με στόχο τον περισπασμό των Ρώσων, νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος, στον οποίο αναμείχθηκε με τον στόλο της και η Βρετανία. Νωρίτερα εκείνο τον χρόνο γαλλικές δυνάμεις στην Ιταλία διέλυσαν τον μικρό ιταλικό στρατό των Βουρβόνων του κράτους των Δυο Σικελιών και έθεσαν στον έλεγχο τους και το νότιο τμήμα της χώρας. Το νέο βασίλειο της Νεάπολης ανέλαβε ο αδερφός του αυτοκράτορα Ζοζέφ.
Στις αρχές του φθινοπώρου ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ συμμάχησε με την Μεγάλη Βρετανία, την Σουηδία και την Ρωσία σχηματίζοντας τον Δ΄ Συνασπισμό εναντίον της Γαλλίας. Ο Ναπολέων εισέβαλε στην Πρωσία με 160.000 στρατιώτες και στις 14 Οκτωβρίου του 1806 κατέστρεψε τις πρωσικές στρατιές στην διπλή Μάχη της Ιένας-Άουερστεντ, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες αργότερα να μπει θριαμβευτής στο Βερολίνο, ενώ ύστερα από σφοδρή καταδίωξη οι Γάλλοι στρατάρχες Λαν, Μυρά, Νεΰ και Μπερναντότ αιχμαλώτισαν τα εναπομείναντα σώματα του πρωσικού στρατού, καθήλωσαν τις μεραρχίες του Μπλύχερ, που είχε ενισχυθεί από τους Σουηδούς στην Μάχη του Λύμπεκ, ενώ ο στρατάρχης Νεΰ έδωσε το τελικό χτύπημα με την κατάληψη του οχυρού του Μαγδεμβούργου.
Στο Βερολίνο ο αυτοκράτορας έθεσε σε ισχύ το περίφημο Διάταγμα του Βερολίνου, το οποίο απέβλεπε σε οικονομική κατάρρευση της Αγγλίας εφαρμόζοντας εμπάργκο στα Βρετανικά προϊόντα από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ο σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν να αναγκάσει τους Βρετανούς να δεχθούν λήξη των εχθροπραξιών, αφού το γαλλικό ναυτικό είχε αποτύχει. Τελικά αυτό το σχέδιο αποδείχτηκε ανεφάρμοστο. Η γαλλο-ευρωπαική αυτοκρατορία χρειαζόταν τα καλύτερα βιομηχανικά αγγλικά εμπορεύματα και, όντας σε κατάσταση συνεχούς πολέμου, κινδύνεψε, πριν από τους επίσης εξαντλημένους Βρετανούς. Ο χερσαίος πόλεμος επιτεινόταν, επειδή κάθε χώρα που δεν ήθελε να διακόψει το εμπόριο με το Λονδίνο και τις τεράστιες αποικίες του, έπρεπε να εξαναγκαστεί με δυναμικό τρόπο, σε μια περίοδο που οι ανάγκες αυξάνονταν και η οικονομία λύγιζε, καθώς ένα είδος διηπειρωτικού πληθωρισμού διογκώθηκε προκαλώντας κοινωνικές αναταραχές.
Με τη συντριβή της Πρωσίας ο Ναπολέων πληροφορήθηκε ότι ρωσικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του εξηνταοκτάχρονου Μιχαήλ Καμένσκυ βρίσκονταν στην Πολωνία. Ο τελευταίος όμως αρνούμενος να διακινδυνεύσει εμπλοκή με τον Βοναπάρτη υποχώρησε βορειοανατολικά, αφήνοντας τους Γάλλους να εισχωρήσουν στην Βαρσοβία όπου αποθεώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό που τους θεωρούσε απελευθερωτές. Οι Γάλλοι συνέχισαν την καταδίωξη διαμέσου του Βιστούλα και έδωσαν σκληρές μάχες με τους Ρώσους στο Κράζνοβο στις 23 Δεκεμβρίου και τρεις ημέρες αργότερα στην μάχη του Πουλτούσκ, όπου, παρά την σκληρή αντίσταση, οι Γάλλοι ανάγκασαν για άλλη μια φορά τους Ρώσους σε υποχώρηση. Ωστόσο, λόγω της επιδείνωσης του καιρού, ο Ναπολέων εγκατέστησε τα χειμερινά καταλύματα στην Πολωνία για να ξεκουράσει τη στρατιά του, η οποία, παρά την νικηφόρα εκστρατεία, είχε εξαντληθεί. Ωστόσο στις 7 Ιανουαρίου του 1807 ο νέος διοικητής των ρωσικών στρατευμάτων Φον Μπένιγκσεν αποφάσισε να αιφνιδιάσει την γαλλική αριστερή πτέρυγα, μετακινώντας το στρατό του από το Νοβγκόρντ στην Ανατολική Πρωσία, δίνοντας και το πρώτο χτύπημα στο ΣΤ΄ Σώμα του στρατάρχη Νεΰ, ο οποίος προέλασε βορειότερα από τις συντεταγμένες που του είχαν ανατεθεί από τον αυτοκράτορα για την χειμερινή του κατασκήνωση, αναζητώντας μια καλύτερη βάση ανεφοδιασμού για τρόφιμα. Ο Νεΰ, καταλαβαίνοντας την κατάσταση, υποχώρησε αφήνοντας το Α΄ Σώμα υπό τον Μπερναντότ απομονωμένο στα χέρια του Μπένιγκσεν. Ωστόσο ο Ναπολέων, για να γυρίσει την κατάσταση στα χέρια του, έστειλε διαταγή στον Μπερναντότ να υποχωρήσει πριν από τον Μπένιγκσεν, έτσι ώστε ο ίδιος να συγκεντρώσει ταχύτατα τα κυρίως στρατεύματα στην αριστερή πτέρυγα του ρωσικού στρατού και να του κόψει την γραμμή επικοινωνιών και υποχώρησης. Ωστόσο οι Κοζάκοι έπιασαν έναν αγγελιοφόρο που μετέφερε το αντίγραφο των διαταγών του Ναπολέοντα και ο Μπένιγκσεν διέταξε υποχώρηση στα βόρεια για να αποφύγει την παγίδα. Ο Βοναπάρτης ξεκίνησε πεισματική καταδίωξη του ρωσικού στρατεύματος, το οποίο συνέχισε να υποχωρεί βορειότερα, ώσπου ο Μπένιγκσεν αποφάσισε να σταθεί και να πολεμήσει στην περιοχή του Άιλαου, όπου, παρά την ήττα του, προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον στρατό του Ναπολέοντα με αποτέλεσμα ο πόλεμος να συνεχιστεί.
Στις 14 Ιουνίου 1807 τελικά ο Ναπολέων νίκησε για δεύτερη φορά τους Ρώσους στην μάχη του Φρίντλαντ και στο Τίλσιτ συμφωνήθηκε εκεχειρία με τον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α' στις 26 Ιουνίου. Ο τσάρος αναγνώρισε την κυριαρχία του Ναπολέοντα στη δυτική Ευρώπη παραχωρώντας του την ρωσική Πολωνία. Μαζί με εδάφη που αποσπάστηκαν από την Πρωσία σχηματίστηκε το "μεγάλο δουκάτο της Βαρσοβίας", ένας ακόμα δορυφόρος του Παρισιού. Αν και δεν τους παραχωρήθηκε πραγματική αυτονομία, οι Πολωνοί ήταν ευγνώμονες και έγιναν οι πιο πιστοί σύμμαχοι-υποτελείς της Γαλλίας. Στο Ρουρ επίσης οι υποτελείς πλέον Πρώσοι παραχώρησαν εδάφη (πάνω από το 40% της επικράτειας τους) τα οποία μαζί με το Αννόβερο σχημάτισαν το βασίλειο της Βεστφαλίας, που δεν επιβίωσε μετά το συνέδριο της Βιέννης το 1815. Αυτός ο θρόνος δόθηκε στον μικρότερο αδελφό του Ναπολέοντα, τον Ζερόμ. Ο Βοναπάρτης βρισκόταν πλέον στο απόγειο της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος. Οι γενικότερες μεταρρυθμίσεις του υπήρξαν καθοριστικές για την Γερμανία. Οι εκατοντάδες πόλεις-κράτη καταλύθηκαν και απορροφήθηκαν από μεγαλύτερα κρατίδια κάτι που δεν άλλαξε με την ειρήνη του 1815. Οι ως τότε ονομαστικοί ηγεμόνες έγιναν απόλυτοι κύριοι στις επικράτειες τους. Το γεγονός αυτό, η ισχυρότερη από το 1815 Πρωσία καθώς και ο εθνικισμός που προκάλεσε η γαλλική κατοχή, διευκόλυναν την ενοποίηση της Γερμανίας λίγες δεκαετίες αργότερα. Λίγο καιρό μετά τελείωσε και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος με ουσιαστική ήττα του Σουλτάνου.
ε. Πόλεμος της Ιβηρικής Χερσονήσου (1807-1813)
Οι Βρετανοί όμως δεν δέχονταν ισόπαλη ειρήνη. Βομβάρδισαν για δεύτερη φορά την Κοπεγχάγη (η πρώτη ήταν το 1801) επειδή η Δανία συμμάχησε με το Παρίσι. Ο Βοναπάρτης σκέφτηκε να απειλήσει πάλι τις βρετανικές Ινδίες και πρότεινε στον τσάρο τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε να επέμβει από εκεί ξανά στην Μέση Ανατολή. Δεν συμφώνησαν όμως στην διανομή των εδαφών και έτσι ο Γάλλος αυτοκράτορας αποφάσισε να διαπεραιώσει δυνάμεις στην βόρειο Αφρική μέσω του αγγλικού Γιβραλτάρ. Έτσι θα μετέτρεπε έμμεσα την Μεσόγειο σε γαλλική λίμνη ξεριζώνοντας τις αγγλικές βάσεις. Δεν εμπιστευόταν όμως πια την απρόθυμη και καθυστερημένη κοινωνικοοικονομικά σύμμαχο Ισπανία και προσπάθησε χωρίς πόλεμο αρχικά να την ελέγξει. Ήδη το 1807 γαλλο-ισπανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Πορτογαλία και αμέσως την κατέκτησαν. Ο βασιλιάς της κατέφυγε στην αποικιακή Βραζιλία. Το Παρίσι πίεζε την ισπανική κυβέρνηση για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και για ουσιαστικότερη εφαρμογή του αποκλεισμού αγγλικών προϊόντων. Αν και σε πόλεμο από το 1804, οι Ισπανοί έμποροι δεν είχαν σταματήσει τις δραστηριότητες με τους Βρετανούς. Λόγω της ανικανότητας του βασιλιά Καρόλου Δ (1788-1808) οι πολιτικοί της αυλής, οι εχθρικοί στην αστική Γαλλία ανώτεροι κληρικοί και αρκετοί αριστοκράτες διέθεταν αρκετή αυτονομία. Πίεσαν τον Κάρολο Δ να μην υποκύψει, όμως ο διάδοχος Φερδινάνδος που επιθυμούσε τον θρόνο, συγκέντρωσε ριζοσπάστες συνεργάτες κοντά του και αντιτάχθηκε. Η ενδοδυναστική κρίση πέρασε γρήγορα και στην κοινωνία, που έβλεπε ολοένα και πιο εχθρικά την στρατιωτική παρουσία των Γάλλων. Ο Φερδινάνδος αρχικά χρηματοδοτήθηκε από τον Ναπολέοντα, αλλά τελικά αρνήθηκε να επιτεθεί άμεσα στον πατέρα του. Στην ύπαιθρο οι πρώτοι αντάρτες άρχισαν να επιτίθενται και να σφάζουν Γάλλους στρατιώτες. Ο Βοναπάρτης κάλεσε τους Κάρολο και Φερδινάνδο στη Μπαγιόν, αλλά, αποτυγχάνοντας να τους συνετίσει, τους συνέλαβε. Ο Ζοζέφ Βοναπάρτης "μετατέθηκε" από τον θρόνο της Νάπολης (όπου "διορίστηκε" ο στρατάρχης Μυρά) σε αυτόν της Μαδρίτης. Αυτή ήταν πλέον κατάφωρη παρέμβαση που η ισπανική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να ανεχθεί. Στις 2 Μαΐου 1808 οι Μαδριλένοι εξεγέρθηκαν. Το κίνημα πνίγηκε στο αίμα, αλλά, καθώς ισπανικά στρατεύματα και αντάρτες πλησίαζαν στην πόλη, ο Ζοζέφ την εγκατέλειψε. Οι διασκορπισμένες στη χώρα γαλλικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντισταθούν. Υπέστησαν ήττες και έχασαν βασικές θέσεις. Ως το φθινόπωρο έλεγχαν μόνο την βόρεια του Έβρου Ισπανία. Τον Αύγουστο επίσης βρετανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Πορτογαλία, νίκησαν γρήγορα τον Ζυνό και ανάγκασαν τους άντρες του να παραδοθούν. Ο Ναπολέων αποφάσισε να αντιδράσει. Τον Νοέμβριο του 1808 διέσχισε τον ποταμό Έβρο με 100.000 βετεράνους σε μια νέα αστραπιαία εκστρατεία. Σε λίγες βδομάδες διέλυσε τον ελλιπώς οργανωμένο Ισπανικό στρατό, κατέλαβε σημαντικά φρούρια και ανάγκασε τελικά την Μαδρίτη να παραδοθεί αμαχητί. Οι Βρετανοί επίσης που είχαν εισέλθει στην Ισπανία διώχθηκαν και, δίνοντας σκληρές μάχες οπισθοφυλακής, κατάφεραν να επιβιβαστούν και να διαφύγουν από την Κορούνια τον επόμενο Φεβρουάριο. Δεν ήταν όμως το τέλος όπως πολλοί πίστεψαν, αλλά μόνο η αρχή αυτού που αποκλήθηκε «ισπανικό καρκίνωμα» της αυτοκρατορίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν το αντάρτικο που τώρα φούντωνε εκεί, ως το 1813. Σημειώθηκαν απίστευτες φρικαλεότητες. Από τις πρώτες μέρες τα γαλλικά στρατεύματα επιδόθηκαν σε όργια λεηλασιών, καταστροφής και βιασμών. Τα αντίποινα για τη δράση των ανταρτών ήταν εξίσου απάνθρωπα με τα φριχτά βασανιστήρια, στα οποία αρκετές ομάδες ανταρτών υπέβαλλαν αιχμάλωτους Γάλλους.
Ωστόσο δεν ήταν όλα τελείως αρνητικά στην ισπανική περιπέτεια. Οι Γάλλοι προχώρησαν και σε κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις για τους πληθυσμούς της Ιβηρικής, δίνοντας ένα πρώτο Σύνταγμα, αν και δεν εφαρμόστηκε ποτέ και καταργώντας την Ιερά Εξέταση. Επίσης η καταστροφή των παρακμασμένων μητροπόλεων έδωσε την ευκαιρία στους λαούς της Αμερικής (Κεντρική και Λατινική) να εξεγερθούν ενάντια στους αποικιοκράτες Ισπανούς. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, η Ισπανία και η Πορτογαλία προσπάθησαν να αντεπιτεθούν πιο αποφασιστικά, αλλά η "ζημιά" είχε ήδη γίνει. Αν και χρειάστηκαν πολλά δύσκολα χρόνια, ως την δεκαετία του 1820 δημιουργήθηκαν τα κράτη της Νότιας Αμερικής, όπως περίπου είναι γνωστά σήμερα,.
στ. Πόλεμος του Ε΄ Συνασπισμού (1809)
Την άνοιξη ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι για να καταστείλει αναίμακτα ένα πραξικόπημα, στο οποίο μπλέχτηκαν ο Ταλλεϋράνδος (που έχασε την θέση του), διάφοροι σημαίνοντες, αλλά και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Τότε η Αυστρία επανήλθε δριμύτερη εισβάλλοντας στην Βαυαρία και αλλού τον Απρίλιο. Ο Ε΄ Συνασπισμός αποδείχτηκε τελικά πολύ χαλαρός. Η αποδυναμωμένη Πρωσία έδωσε έναν αμφίρροπο πόλεμο με το βασίλειο της Βεστφαλίας. Η Σουηδία δεν ήταν σε ουσιαστική θέση να βοηθήσει. Ο τσάρος Αλέξανδρος υποσχέθηκε να βοηθήσει αλλά, πριν επέμβει, άλλαξε στρατόπεδο ακολουθώντας τις εξελίξεις και έτσι οι Αυστριακοί έμειναν μόνοι. Παρόλα αυτά ο πόλεμος ξεκίνησε καλά για αυτούς, αφού εισέβαλαν στην Βαυαρία στις 9 Απριλίου του 1809, νίκησαν τους Βαυαρούς και κατέλαβαν την στρατηγικής σημασίας γέφυρα του Λάντχσουτ. Ακόμη ο στρατάρχης Μπερτιέ, επικεφαλής της "Μεγάλης Στρατιάς της Γερμανίας" και επιτελάρχης του γαλλικού επιτελείου, παρερμήνευσε τις εντολές του Ναπολέοντα και διέταξε τον στρατάρχη Νταβού να στρατοπεδεύσει γύρω από την πόλη του Ρέγκενσμπουργκ (όπου βρισκόταν άλλη μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα της βόρειας όχθης του Δούναβη), παρά την παρουσία ισχυρών αυστριακών δυνάμεων κοντά στην περιοχή, δίνοντας στον αρχιδούκα Κάρολο μια λαμπρή ευκαιρία να καταστρέψει το Γ΄ Σώμα του Νταβού. Ωστόσο την 17η Απριλίου, ο Ναπολέων κατέφθασε στο μέτωπο και ανέλαβε την διοίκηση των σκορπισμένων γαλλικών και γερμανικών δυνάμεων. Πρώτα απ' όλα συγκέντρωσε τις δυνάμεις του γύρω από το Ίνγκολσταντ, έστειλε εντολές στον Νταβού να απομακρυνθεί από το Ρέγκενσμπουργκ για να μην περικυκλωθεί από τους Αυστριακούς και έστειλε το Ζ΄ Σώμα υπό τον στρατάρχη Λεφέβρ για βοήθεια. Το βράδυ της 18ης Απριλίου ο αρχιδούκας έπιασε έναν αγγελιοφόρο του Λεφέβρ, που ενημέρωνε τον Νταβού ότι ερχόταν για βοήθεια. Έτσι ο Κάρολος πίστεψε ότι ο Νταβού θα παρέμενε άλλη μια ημέρα στο Ρέγκενσμπουργκ και διέταξε το κέντρο και την δεξιά πτέρυγα να κινηθεί βορειοανατολικά, ελπίζοντας να επιτεθεί στους Γάλλους σε απόσταση πιο κοντινή προς το Ρέγκενσμπουργκ και να τους παγιδεύσει ανάμεσα στο στρατό του και τον Δούναβη. Ωστόσο ο Νταβού νωρίς το πρωί της 19ης Απριλίου εγκατέλειψε την πόλη, αφήνοντας μια μικρή φρουρά 2.000 στρατιωτών. Ο αρχιδούκας έστειλε τρεις φάλαγγες υπό τον πρίγκιπα Χοεντσόλερν να επιτεθούν και να εμποδίσουν τον Νταβού από το να δραπετεύσει με αποτέλεσμα την Μάχη του Τάγκεν-Χάουσεν, όπου ο Νταβού απέκρουσε τις αυστριακές επιθέσεις και ενώθηκε με τον κύριο στρατό του Ναπολέοντα. Την άλλη ημέρα, την 20η Απριλίου 1809, ο Ναπολέων εξαπέλυσε αντεπίθεση διεξάγοντας την Μάχη του Άμπενσμπεργκ, καταστροφική για τον Κάρολο, όπου οι Γάλλοι και οι σύμμαχοι τους εκμεταλλεύτηκαν ένα κενό στην κεντρική αυστριακή γραμμή, την διέλυσαν και χώρισαν τον αυστριακό στρατό στα δύο. Ωστόσο εκείνη την ημέρα οι Αυστριακοί ανάγκασαν την μικρή γαλλική φρουρά του Ρέγκενσμπουργκ να παραδοθεί και κατέλαβαν την γέφυρα. Η αποκομμένη αριστερή πτέρυγα των Αυστριακών υπό τον στρατηγό Χίλερ αναγκάστηκε να υποχωρήσει νοτιοανατολικά προς το Λάντσχουτ, ενώ ο Κάρολος με το κύριο στράτευμα (75.000 στρατιώτες) παρέμεινε στατικός γύρω από το Έγκμουλ. Ο Ναπολέων τότε θεώρησε πως η δύναμη που υποχωρούσε νοτιοανατολικά ήταν ο κύριος αυστριακός στρατός με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει το κύριο μέρος των δυνάμεών του για να την καταδιώξει. Ακόμη άφησε τον Νταβού να αποτελειώσει την δεξιά αυστριακή πτέρυγα, πιστεύοντας πως είχε συντριβεί στην μάχη του Άμπενσμπεργκ και ότι αποτελούταν μόνο από τρία συντάγματα. Στην πραγματικότητα ήταν ο κύριος αυστριακός στρατός. Την 21η Απριλίου ο Ναπολέων πέτυχε μια νίκη εναντίον του Χίλερ στην Μάχη του Λάντχσουτ αλλά δεν μπόρεσε να τον παγιδεύσει. Το ίδιο βράδυ ο Νταβού ενημέρωσε τον αυτοκράτορα πως υπήρχαν τρία σώματα στρατού στην περιοχή. Ο Ναπολέων κατάλαβε το λάθος του, έστειλε και πάλι τον Λεφέβρ για να βοηθήσει τον Νταβού, και διέταξε άμεσα τον στρατό να κινηθεί βόρεια, προς το Έγκμουλ ενώ έστειλε τον στρατάρχη Μπεσιέρ με 20.000 στρατιώτες να καταδιώξει τον Χίλερ. Έτσι την 22η Απριλίου διεξήχθη η Μάχη του Έγκμουλ, όπου ο Νταβού και ο Λεβέφρ, παρ' ότι υστερούσαν αριθμητικά (36.000 Γάλλοι εναντίον 75.000 Αυστριακών), εξαπέλυσαν επίθεση, καθηλώνοντας τις δυνάμεις του Κάρολου και σύντομα κατέφθασε ο Ναπολέων με τις δυνάμεις του χτυπώντας το αριστερό κέρας των Αυστριακών οι οποίοι κινδύνευσαν άμεσα με αποφασιστική ήττα. Ωστόσο ο αυτοκράτορας δεν γνώριζε ότι ο Κάρολος έλεγχε την γέφυρα του Ρέγκενσμπουργκ, που επέτρεψε στον αυστριακό στρατό να υποχωρήσει στην βόρεια όχθη του Δούναβη, αφήνοντας πίσω του 12.000 νεκρούς και την Βιέννη εκτεθειμένη στα χέρια των Γάλλων. Ο Χίλερ, παρ'ότι απώθησε με επιτυχία την καταδίωξη του στρατάρχη Μπεσιέρ, προσπάθησε να υπερασπιστεί την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, αλλά σύντομα κατάλαβε πως οι δυνάμεις του δεν είχαν αυτή την δυνατότητα. Έτσι διέσχισε τον Δούναβη και ενώθηκε με τον κύριο αυστριακό στρατό την 5η Μαΐου. Την 3η Μαΐου ο Ναπολέων, έχοντας ταπεινώσει τις αυστριακές δυνάμεις σε μια σειρά μαχών, μπήκε για δεύτερη φορά στην Βιέννη μέσα σε τέσσερα χρόνια, ενώ το ηθικό των Αυστριακών και του ίδιου του Καρόλου είχε καταρρεύσει. Προσπαθώντας να τους αποτελειώσει, επιδίωξε να διασχίσει βιαστικά τον Δούναβη και υπέστη σημαντική τακτική ήττα στην Μάχη του Άσπερν-Έσσλινγκ (21-22 Μαΐου του 1809). Δύο μήνες αργότερα, έχοντας ανασυντάξει τις γαλλικές δυνάμεις, οργάνωσε αριστοτεχνικά την διάβαση του Δούναβη και πέτυχε την αποφασιστική νίκη που αναζητούσε στην Μάχη του Βαγκράμ (5-6 Ιουλίου του 1809).
Έτσι ακολούθησε συνθηκολόγηση της Βιέννης, με την οποία η Αυστρία παρέδωσε την πρώην βενετική Ιλλυρία, για να ιδρυθεί εκεί ένας ακόμα δορυφόρος, ενώ η συμφωνία ειρήνης με τους Ρώσους βρέθηκε στα τάρταρα. Ο Ρώσος τσάρος ξεγέλασε τον Ναπολέοντα, στον οποίο είχε υποσχεθεί να χαλιναγωγήσει τους Αυστριακούς, τους οποίους αντίθετα χρησιμοποιούσε σαν αιχμή εναντίον του. Επίσης του είχε υποσχεθεί στο Τίλσιτ να μεσολαβήσει για ειρήνη με τους Βρετανούς, διαφορετικά θα προσχωρούσε στο Διάταγμα του Βερολίνου, αλλά δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Ο Ναπολέων δεν εξανάγκασε τους Ρώσους να εφαρμόσουν σοβαρά το Διάταγμα, διότι τα βρετανικά προϊόντα ήταν απαραίτητα στη χώρα, ενώ η γαλλοκρατούμενη Ευρώπη βρέθηκε με αβάσταχτα ελλείμματα. Αλλά και ο Ναπολέων δεν στήριξε ουσιαστικά, όπως είχε πει, τους Ρώσους έναντι των Σουηδών στον πόλεμο που ξεκινούσε τότε για την Φινλανδία. Η συμμαχία ήταν εικονική, άσπονδη και ανειλικρινής. Ο τσάρος Αλέξανδρος εξοργίστηκε επίσης με τον γάμο του Βοναπάρτη (που χώρισε την Ιωσηφίνα) με την κόρη του Αυστριακού αυτοκράτορα, Μαρία Λουΐζα. Ο γάμος στόχευε στο να ενώσει ο Ναπολέων την δυναστεία του με αυτήν των Αψβούργων, την παλαιότερη της Ευρώπης. Πίστευε ότι έτσι εξασφάλιζε την ειρήνη και την ισορροπία. Ο Φραγκίσκος βέβαια δεν έδωσε πρόθυμα το χέρι της κόρης του, αλλά υποχρεώθηκε ως ηττημένος. Είτε γιατί φοβόταν την επέκταση της γαλλικής επιρροής, είτε γιατί προσβλήθηκε, αφού ο Ναπολέων είχε ζητήσει πρώτα την μικρή του αδερφή, ο τσάρος Αλέξανδρος άρχισε να γίνεται απότομος στις διπλωματικές συνεννοήσεις, ενώ μετά το 1808 αρνήθηκε να ξαναδεί τον Ναπολέοντα. Έτσι το διάστημα 1810-1811 υπήρχε μόνο ψεύτικη ειρήνη στην Ευρώπη, ενώ η ατμόσφαιρα ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις ηλεκτριζόταν συνεχώς. Ταυτόχρονα ο πόλεμος στην Ιβηρική απορροφούσε περισσότερους στρατιώτες και κονδύλια της αυτοκρατορίας, εξόντωνε τους βετεράνους, διέφθειρε τα στελέχη και συνέβαλε στο να "σκοτώσει" στις ψυχές τους το πνεύμα της Επανάστασης. Από την άλλη ο αφορισμός του Ναπολέοντα από τον πάπα Πίο Ζ΄ το 1809, η προσάρτηση της Ρώμης στη Γαλλία και η σύλληψη του πάπα σίγουρα δεν βοηθούσαν στην προσπάθεια υποταγής των θρήσκων Ισπανών. Εκείνη την χρονιά επίσης μια εκστρατεία κατά των Βουρβόνων της Σικελίας απέτυχε παταγωδώς, ενώ οι Βρετανοί απέσπασαν τα Επτάνησα και έσφιξαν περισσότερο τον ναυτικό αποκλεισμό της Ευρώπης.
ζ. Γαλλική Εισβολή στη Ρωσία (1812)
Οι γαλλορωσικές σχέσεις επιδεινώθηκαν, όταν o Βοναπάρτης προσάρτησε το γερμανικό δουκάτο του Ολδεμβούργου, του οποίου ο ηγεμόνας ήταν συγγενής του τσάρου Αλέξανδρου. Αργότερα ο τσάρος βλέποντας το κύρος του εντός και εκτός της Ρωσίας να καταρρακώνεται κατάγγειλε την συνθήκη του Τίλσιτ και ζήτησε από τη Γαλλία την εκκένωση της Πολωνίας και της Πρωσίας. Αποφάσισε όμως να μην κινηθεί στρατιωτικά πρώτος. Οι επαφές διακόπηκαν. Ο Ναπολέων προετοιμάστηκε όσο μπορούσε και μια κολοσσιαία στρατιά εισέβαλε στην Ρωσία τον Ιούνιο του 1812. Μόλις το 1/3 των στρατιωτών ήταν Γάλλοι καθώς υπήρχαν Πολωνοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Ελβετοί Ολλανδοβέλγοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Αυστροούγγροι. Από τις πρώτες μέρες οι Ρώσοι υποχώρησαν σε βάθος μαχόμενοι ελάχιστα, θυσιάζοντας χώρο για να κερδίσουν χρόνο. Από τις πρώτες μέρες επίσης η ευρωπαϊκή στρατιά άρχισε να αποσυντίθεται. Μόνο το 1/4 των ανδρών έφτασε στη Μόσχα. Η επέκταση των γραμμών ανεφοδιασμού και η ανάγκη φύλαξης τους, οι απότομες αλλαγές του καιρού, η ρωσική τακτική της καμένης γης, η δράση ανταρτών και οι λιποταξίες (απρόθυμων ξένων αλλά και αρκετών Γάλλων) προκάλεσαν τρομερή φθορά. Μετά την πρώτη μεγάλη μάχη στο Μόσκοβα ο Ναπολέων αναδείχθηκε νικητής και μπήκε στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο. Η πόλη όμως ήταν κατεστραμμένη και άδικα ο Ναπολέων περίμενε τον ευρισκόμενο στην Αγία Πετρούπολη τσάρο να δεχτεί υποταγή. Εκεί οι σχέσεις του με τους στρατηγούς του έφτασαν σε άσχημο σημείο. Οι συμβουλές τους αποδείχτηκαν ορθές, καθώς του συνέστησαν υποχώρηση στον Νότο, καθώς ο χειμώνας πλησίαζε, και διασφάλιση των περασμάτων των εφοδίων τους από πυκνοκατοικημένες περιοχές. Το ίδιο διάστημα ο ρωσικός στρατός ενισχυόταν και έκανε επιδρομές στα μετόπισθεν, ενώ οι Αυστριακοί και οι Πρώσοι γύρισαν στις χώρες τους. Ακόμα, ανησυχητικά νέα έφταναν από την Ισπανία, όπου ο Ζοζέφ είχε φύγει πάλι από την Μαδρίτη, ενώ στο Παρίσι εκδηλώθηκε ένα ακόμα αποτυχημένο πραξικόπημα. Ο Ναπολέων, αν και αρχικά απέρριψε όλες τις υποδείξεις των διοικητών του, τελικά διέταξε την οπισθοχώρηση του στρατού, αλλά στην χειρότερη για τους Γάλλους στιγμή και τότε που οι συμβουλές δεν είχαν πια κανένα νόημα.
Ο φοβερός ρωσικός χειμώνας, τα χιόνια που σκέπασαν τις στέπες ήδη από τον Οκτώβριο και οι άγριοι Κοζάκοι, αποτελείωσαν το έργο ενός κακού σχεδιασμού. Η δυνατότητα μάλιστα διαφυγής του ίδιου, μέσα από την καταστροφή εκείνη, έγινε ακριβώς, επειδή κάποιοι στρατηγοί του είχαν αρνηθεί να εφαρμόσουν κάποιες διαταγές του, όπως εκείνη που όρισε την πλήρη καταστροφή των γεφυρών που τον συνέδεαν με τα μετόπισθεν. Τον Νοέμβριο οι Ρώσοι παραλίγο να τον παγιδεύσουν στον ποταμό Μπερεζίνα. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τη Μεγάλη Στρατιά (Grande Armée), από την αρχική δύναμη της οποίας (550.000 άνδρες) απόμειναν τελικά μόλις 70.000 άνδρες. Η εισβολή στην Ρωσία αποδείχτηκε λάθος του Ναπολέοντα, τη στιγμή που η λανθασμένη γενικότερη στρατηγική στην Ισπανία, βάραινε επίσης τον ίδιο.
η. Πόλεμος του ΣΤ΄ Συνασπισμού (1813-1814)
Μετά την καταστροφή των Γάλλων στην εκστρατεία της Ρωσίας ένας νέος συνασπισμός Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας, Σουηδίας και Αυστρίας δημιουργήθηκε εναντίον του Ναπολέοντα. Σε απάντηση ο τελευταίος δημιούργησε βιαστικά στρατό 200.000 στρατιωτών, που συμπεριλάμβανε πολλούς άπειρους και πρόωρα εκπαιδευμένους στρατιώτες. Ακόμη οι Γάλλοι είχαν σοβαρές ελλείψεις ιππικού, ως συνέπεια της ρωσικής εκστρατείας, όπου βετεράνοι ιππείς και άλογα είχαν χαθεί. Έτσι, ο Ναπολέων διέσχισε τον Ρήνο και εισέβαλε στην Γερμανία, όπου ενώθηκε με τα απομεινάρια της παλιάς Μεγάλης Στρατιάς με σκοπό να νικήσει γρήγορα τον νέο συνασπισμό πριν γίνει ισχυρότερος. Στις 30 Απριλίου του 1813, ο γαλλικός στρατός διέσχισε τον ποταμό Σαάλε, παρελαύνοντας προς την Λειψία, σχηματισμένος σε τρεις φάλαγγες και οδηγούμενος από μια εμπροσθοφυλακή. Σκοπός του Ναπολέοντα ήταν να αναγκάσει τους Συμμάχους να χωρίσουν τους στρατούς τους και να νικήσει τον καθένα ξεχωριστά. Η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στους Γάλλους υπό τον Ναπολέοντα και τον ρωσοπρωσικό στρατό υπό τους Γκέμπχαρντ φον Μπλύχερ και Πιότρ Βίτγκενσταϊν σημειώθηκε στο Λούτζεν (στις 2 Μαΐου 1813), όπου ο Ναπολέων χάρη στην εξαιρετική τακτική του παρά λίγο να συντρίψει τους Συμμάχους. Ωστόσο ο χρόνος δεν ήταν μαζί του και χωρίς ισχυρό ιππικό δεν μπόρεσε να καταδιώξει τους ηττημένους αντιπάλους του οι οποίοι υποχωρούσαν προς την Δρέσδη. Μετά από 19 ημέρες ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ και ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ διέταξαν τους Μπλύχερ και τον Βιτγκενστάιν να σταματήσουν την γαλλική προέλαση στο Μπάουτζεν (20-21 Μαΐου 1813). Εκεί ο Ναπολέων σκόπευε να καθηλώσει τους 100.000 Ρωσοπρώσους στρατιώτες μέχρι ο στρατάρχης Νεΰ με τις δυνάμεις του να καταλάβει την συμμαχική γραμμή υποχώρησης και να τους υποχρεώσει σε αποφασιστική ήττα. Ωστόσο ο Νεΰ μπερδεύτηκε και απέτυχε στην αποστολή που του ανέθεσε ο αυτοκράτορας, με αποτέλεσμα οι Σύμμαχοι να υποχωρήσουν και να αποφύγουν και πάλι την ολοκληρωτική ήττα. Ακολούθησε, με αυστριακή μεσολάβηση, το σύντομο συνέδριο της Πράγας, αλλά κατέληξε σε αδιέξοδο. Οι Σύμμαχοι απαιτούσαν την πλήρη εκκένωση της Γερμανίας, ενώ σε όλη την ήπειρο οι λαοί εξεγέρθηκαν χρησιμοποιώντας μάλιστα διακηρύξεις της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο συμφωνήθηκε ανακωχή επτά εβδομάδων. Ο Ναπολέων σχεδίασε να εκπαιδεύσει τους άπειρους νεοσύλλεκτους και να συγκεντρώσει περισσότερες δυνάμεις. Οι Σύμμαχοι αναδιοργάνωσαν καλύτερα τους στρατούς τους, κινητοποίησαν περισσότερες δυνάμεις, ενώ σχεδίαζαν να αποφεύγουν ανοικτές μάχες με τον ίδιο τον Ναπολέοντα και να στραφούν στους στρατάρχες του, με σκοπό να αποδυναμώσουν τον γαλλικό στρατό και να συγκεντρώσουν μια τεράστια δύναμη, που ο Ναπολέων και όλες οι ικανότητες του δεν θα μπορούσαν να νικήσουν. Τελικά τον Αύγουστο η ανακωχή έληξε και ο πεθερός του Ναπολέοντα, Φραγκίσκος, του επιτέθηκε. Η Βαυαρία επίσης άλλαξε στρατόπεδο. Αυτή τη φορά η Σουηδία με βασιλιά τον πρώην στρατάρχη του Ναπολέοντα, Ζαν Μπατίστ Ζυλ Μπερναντότ, διέθεσε περισσότερες δυνάμεις. Ακόμη η Δρέσδη, που την υπερασπιζόταν ο στρατάρχης Σαιν-Συρ με τις δυνάμεις του, περικυκλώθηκε από 220.000 Συμμάχους υπό τον πρίγκιπα Κάρλ φον Σβάρτσερνμπεργκ. Ωστόσο Ναπολέων έφθασε με ενισχύσεις και μολονότι οι δυνάμεις ήταν υποδιπλάσιες σε σχέση με αυτές των συμμάχων, αντεπιτέθηκε. έσπασε τον συμμαχικό κλοιό και ανάγκασε την αριστερή πτέρυγα του Σβάρτσερνμπεργκ να παραδοθεί. Οι απώλειες των Συμμάχων ανήλθαν στις 40.000 στρατιώτες ενώ οι Γάλλοι έχασαν λιγότερους από 10.000 άνδρες. Αυτή ήταν η περίφημη Μάχη της Δρέσδης (26-27 Αυγούστου του 1813), αλλά ο αυτοκράτορας στάθηκε και πάλι άτυχος, αφού ένας φοβερός γαστρικός πόνος τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την μάχη, με αποτέλεσμα να μην έχει την δυνατότητα να ολοκληρώσει την νίκη του. Τα πράγματα χειροτέρευσαν για τους Γάλλους, όταν οι Σύμμαχοι, ακολουθώντας την στρατηγική του Τράχενμπουργκ, νίκησαν τον στρατάρχη Νικολά Ουντινό στη Μάχη του Γκρόσμπερεν, τον στρατάρχη Ετιέν Μακντόναλτ στη Μάχη του Κάτσμπαχ, τον στρατηγό Ζοζέφ Βαντάμ στη Μάχη του Κούλμ και τον στρατάρχη Μισέλ Νεΰ στη Μάχη του Ντέννεβιτς. Μετά από αυτές τις μάχες, ακολούθησε παύση τριών εβδομάδων, δίνοντας την ευκαιρία στις δύο πλευρές να ανανεώσουν τους στρατούς τους. Επίσης στην Ισπανία ο Ζοζέφ βρισκόταν για τρίτη φορά σε υποχώρηση. Τελικά η αποφασιστική σύγκρουση (γνωστή ως Μάχη των Εθνών) έλαβε χώρα στη Λειψία (16-19 Οκτωβρίου 1813). Εκεί ο Ναπολέων με 190.000 Γαλλογερμανούς και Πολωνούς κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια δύναμη 410.000 στρατιωτών αποτελούμενη από Βρετανικά, Πρωσικά, Ρωσικά, Αυστριακά και Σουηδικά στρατεύματα. Την πρώτες δύο ημέρες, οι Γάλλοι απέκρουσαν τις συμμαχικές επιθέσεις, αλλά νωρίς το πρωί της 18ης Οκτωβρίου λόγω μεγάλων απωλειών αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την Λειψία. Μετά από σφοδρή σύγκρουση οι Σάξονες αυτομόλησαν, ενώ ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε πως τα πυρομαχικά του πυροβολικού είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Έτσι ο γαλλικός στρατός υποχώρησε με τάξη. Ωστόσο οι Γάλλοι, ακούγοντας τις ζητωκραυγές των Συμμάχων, κατέστρεψαν την γέφυρα του Έλστερμπριουκ, χωρίς να σκεφτούν, ότι στην πόλη βρίσκονταν η οπισθοφυλακή του γαλλικού στρατού (20.000 στρατιώτες) και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί όπως οι στρατάρχες Μαντόναλτ και Νεΰ, μαζί με τον στρατηγό Λοριστόν. Ο Ναπολέων με τα απομεινάρια του στρατού του υποχωρούσαν στην Γαλλία, αλλά οι Βαυαροί υπό τον κόμη Μπερντέ προσπάθησαν να του κόψουν την γραμμή υποχώρησης, κοντά στην Φρανκφούρτη, όπου ηττήθηκαν στην Μάχη της Χανάου (31 Οκτωβρίου 1813).
Οι Σύμμαχοι, αφού απελευθέρωσαν την Γερμανία, κατέλαβαν τις Κάτω Χώρες και την 26η Ιανουαρίου του 1814 εισέβαλαν στην Γαλλία. Την ίδια ώρα ο αυτοκράτορας είχε στην διάθεσή του 70.000 στρατιώτες σχεδιάζοντας να αντισταθεί στην Στρατιά της Σιλεσίας υπό τον Μπλύχερ που εισέβαλε από τον Βορρά και την Στρατιά της Βοημίας υπό τον Σβάρτσερνμπεργκ που εισέβαλε από νοτιοανατολικά. Αρχικά ο αυτοκράτορας στράφηκε εναντίον του Μπλύχερ και τον σύντριψε σε μια σειρά μαχών υποχρεώνοντάς τον να υποχωρήσει βόρεια. Ύστερα στράφηκε εναντίον του Σβάρτσερνμπεργκ τον οποίο ταπείνωσε στην περίφημη Μάχη του Μοντρώ (18 Φεβρουαρίου 1814). Ο Μπλύχερ όμως ανασυντάχθηκε γρηγορότερα από ότι υπολόγιζε ο Ναπολέων και πορεύτηκε ξανά προς το Παρίσι αναγκάζονταν τον Γάλλο αυτοκράτορα να αφήσει τον Σβάρτσερνμπεργκ για να τον αντιμετωπίσει. Μετά από μερικές μάχες ο Ναπολέων υποχρεώθηκε να στραφεί ανατολικά για να απειλήσει τις συμμαχικές γραμμές επικοινωνιών και να αναγκάσει τους Συμμάχους να σταματήσουν την προέλαση προς το Παρίσι. Οι Σύμμαχοι όμως ήταν αποφασισμένοι και αφού νίκησαν τον στρατάρχη Μαρμόν ένωσαν τις στρατιές τους την 28η Μαρτίου και κατέλαβαν το Παρίσι την 31η Μαρτίου. Την ίδια ώρα ο Ουέλινγκτον εισέβαλε με 100.000 Βρετανούς, Πορτογάλους και Ισπανούς, επιτέθηκαν στα νότια και περικύκλωσαν την Τουλούζη. Οι στρατάρχες του Ναπολέοντα (ο οποίος εκείνη την ώρα βρισκόταν στο ανάκτορο του Φοντενεμπλό με τις εναπομείνασες δυνάμεις του) που τον θεωρούσαν υπεύθυνο, στασίασαν υπό τον ηγεσία του Νεΰ και πίεσαν τον αυτοκράτορα να παραιτηθεί από το αξίωμά του και να παραδοθεί. Ο Ναπολέων έκανε μια απόπειρα δηλητηρίασης, από την οποία σώθηκε από τον γιατρό του την τελευταία στιγμή, και τελικά δέχτηκε την παραίτηση από τον γαλλικό θρόνο για αυτόν και τον τρίχρονο γιο του ανταλλάσσοντας τον με εκείνο της μεσογειακής νήσου Έλβα στις 6 Απριλίου, στην οποία ουσιαστικά απομακρύνθηκε. Η Μαρία Λουΐζα όμως δεν τον ακολούθησε. Πήρε το παιδί τους και επέστρεψε στην πατρίδα της. Στο Παρίσι οι σύμμαχοι παλινόρθωσαν τους Βουρβόνους υπό τον Λουδοβίκο 1Η και η Γαλλία επέστρεψε στα σύνορα του 1792. Αλλά δεν έγινε το ίδιο και με τα σύνορα και την κοινωνία της Ευρώπης.
θ. Πόλεμος του Ζ΄ Συνασπισμού (1815)
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1815 ο Ναπολέων δραπέτευσε από την Έλβα και αποβιβάστηκε στην Γαλλία την 1η Μαρτίου. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΗ΄ έστελνε συνεχώς στρατεύματα για να τον συλλάβουν, αλλά ο αυτοκράτορας, εκμεταλλευόμενος την γοητεία της προσωπικότητάς του, στρατολογούσε αυτές τις δυνάμεις στο πλευρό του, ενώ, όπου και αν πήγαινε, γινόταν δεκτός με αλαλαγμούς θριάμβου. Σύντομα εισήλθε στο Παρίσι συνοδευόμενος από ζητωκραυγές ανακτώντας τον θρόνο της Γαλλίας. Ωστόσο δεν είχε την ίδια υποστήριξη από τους περισσότερους στρατάρχες του. Ένας από τους καλύτερους στρατάρχες του, ο Αντρέ Μασσενά απέρριψε τις προτάσεις του και ο πρώην ικανότατος επιτελάρχης Λουί Αλεξάντερ Μπερτιέ αρνήθηκε να τον ακολουθήσει και λίγο αργότερα δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε. Την θέση του επιτελάρχη ανέλαβε ο στρατάρχης Σουλτ. Τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οικειοθελώς οι στρατάρχες Λουί Νικολά Νταβού και Γκρουσύ, αλλά στον πρώτο ανατέθηκε το υπουργείο πολέμου και κρατήθηκε μακριά από το μέτωπο, ενώ ο πολύ κατώτερός του Γκρουσύ τέθηκε επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας του "Στρατού του Βορρά" .
Παρ' όλα αυτά ο Ναπολέων οδήγησε 120.000 στρατιώτες στο Βέλγιο για να αντιμετωπίσει τους 134.000 Πρώσους υπό τον Μπλύχερ και τους 106.000 στρατιώτες υπό τον Δούκα του Ουέλινγκτον, πριν ενισχυθούν από τις συμμαχικές στρατιές του Σβάρτσερνμπεργκ και του Μπαρκλάι ντε Τόλλυ. Ο Γάλλος αυτοκράτορας σκόπευε να κρατήσει τους συμμαχικούς στρατούς χωρισμένους και να καταστρέψει τον καθένα ξεχωριστά. Έτσι την 15η Ιουνίου διέσχισε τον Σραλουά, παρέταξε τις δυνάμεις του ανάμεσα στους στρατούς του Ουέλινγκτον και του Μπλύχερ και χώρισε την στρατιά του σε τρία μέρη: την αριστερή πτέρυγα την έδωσε στον στρατάρχη Νεΰ, την δεξιά πτέρυγα την έδωσε στον στρατάρχη Γκρουσύ, ενώ το κέντρο το έθεσε υπό προσωπική διοίκηση. Έτσι την 16η Ιουνίου ο αυτοκράτορας με το κέντρο και την δεξιά πτέρυγα (76.000 στρατιώτες) στράφηκε εναντίον του Μπλύχερ, που είχε στρατοπεδεύσει στο Λινύ (νοτιοανατολικά των Βρυξελλών) με 85.000 στρατιώτες, με σκοπό να καταστρέψει ολοσχερώς τον πρωσικό στρατό και ύστερα να στραφεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον των Βρετανών. Όμως για να καταστρέψει τον Μπλύχερ έπρεπε να κρατήσει σε απόσταση τον Ουέλινγκτον, τον οποίο ανέλαβε ο στρατάρχης Νεΰ με την αριστερή πτέρυγα στο Κατρ-Μπρας (νότια των Βρυξελλών). Αποστολή του Νεΰ ήταν να καταλάβει τους δρόμους που οδηγούσαν στο Λινύ, να στείλει το Α΄ Σώμα υπό τον στρατηγό Ντ' Ερλόν για να κόψει την γραμμή υποχώρησης των Πρώσων και φυσικά να κρατήσει σε απόσταση τους Βρετανούς. Δυστυχώς για τους Γάλλους ο Νεΰ απέτυχε στις περισσότερες αποστολές του. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τους δρόμους του Κατρ-Μπρας και δεν έστειλε στον Ναπολέοντα τις ενισχύσεις που χρειαζόταν για να επιτύχει μια αποφασιστική νίκη εναντίον των Πρώσων. Παρ' όλα αυτά ο Νεΰ κατάφερε να κρατήσει σε απόσταση τους Βρετανούς. Από την άλλη ο Ναπολέων κατάφερε να νικήσει τους Πρώσους στην Μάχη του Λινύ (16 Ιουνίου 1815), αλλά, με τον δρόμο της υποχώρησης ελεύθερο, οι τελευταίοι απέφυγαν την αποφασιστική ήττα. Ωστόσο άλλη μια ευκαιρία για την ολοκληρωτική καταστροφή των Πρώσων χάθηκε, όταν ο Ναπολέων δεν διέταξε άμεσα την καταδίωξή τους, αλλά έστειλε 12 ώρες αργότερα τον στρατάρχη Γκρουσύ με την δεξιά πτέρυγα (33.000 στρατιώτες) να τους επιτηρεί και να τους εμποδίσει να ενωθούν με τους Βρετανούς. Παρόμοιο λάθος διέπραξε και ο στρατάρχης Νεΰ, που, μετά την στρατηγική νίκη του στην Μάχη του Κατρ-Μπρα (16 Ιουνίου 1815) δεν καταδίωξε τους Άγγλους, επιτρέποντας στον Ουέλινγκτον να υποχωρήσει με τάξη και να επιλέξει το έδαφός του για την επερχόμενη αποφασιστική μάχη. Έτσι στις 13:00 μ.μ. της 17ης Ιουνίου ο Ναπολέων ενώθηκε με την αριστερή πτέρυγα του Νεΰ, δημιουργώντας ένα στράτευμα 74.000 στρατιωτών με 246 κανόνια, και κατεδίωξαν τον Ουέλινγκτον, ο οποίος οχύρωσε τους 68.000 στρατιώτες του και τα 156 κανόνια του στον λόφο του Αγίου Ιωάννη, νότια του χωριού Βατερλώ, όπου έλπιζε να συγκρατήσει τον Ναπολέοντα μέχρι να φτάσει ο Μπλύχερ με τουλάχιστον ένα Σώμα Στρατού για να τον ενισχύσει. Την 18η Ιουνίου ο Ναπολέων καθυστέρησε να ξεκινήσει την μάχη περιμένοντας να στεγνώσει το έδαφος από μια καταιγίδα της προηγούμενης ημέρας. Ταυτόχρονα ο Γκρουσύ είχε εμπλακεί σε μια αψιμαχία στην Βαβρ με την πρωσική οπισθοφυλακή, νομίζοντας όμως πως πολεμούσε τον κύριο πρωσικό στρατό, ο οποίος την ίδια ώρα πορευόταν προς το Βατερλώ. Τελικά η περιβόητη Μάχη του Βατερλώ ξεκίνησε στις 11:35 μ.μ και μέχρι τις 18:00 μ.μ οι Γάλλοι είχαν πάρει το πάνω χέρι. Την κρίσιμη στιγμή της μάχης όμως έφθασε ο Μπλύχερ με τους 50.000 Πρώσους και μετά από σφοδρή μάχη ο γαλλικός στρατός τράπηκε σε άτακτη φυγή αφήνοντας 48.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους.
Ο Ναπολέων μετά την ήττα στο Βατερλώ διέφυγε άτακτα προς το Παρίσι όπου παραιτήθηκε την 22η Ιουνίου, ενώ τον Ιούλιο του 1815 οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Παρίσι και υπογράφτηκε η δεύτερη συνθήκη του Παρισιού, με την οποία η Γαλλία πλήρωνε τεράστια πολεμική αποζημίωση και υποχρεωνόταν να επιστρέψει όλα τα έργα τέχνης που είχε πάρει ο Ναπολέων στους προηγούμενους πολέμους, ενώ στον θρόνο της Γαλλίας επέστρεψε ο Λουδοβίκος ΙΗ΄. Δύο μήνες πριν την μάχη του Βατερλώ ο στρατάρχης Μυρά, που έχασε τον θρόνο του στην Νάπολη με το Συνέδριο της Βιέννης, έκανε μια προσπάθεια να τον ανακτήσει, αλλά οι πολυάριθμοι Αυστριακοί τον νίκησαν και ο ίδιος διέφυγε στην Κορσική με 600 άνδρες. Λίγο καιρό αργότερα ξαναπροσπάθησε αλλά αυτή την φορά το πλήθος υποστήριζε την βουρβονική δυναστεία της Νάπολης και σύντομα οι Αυστριακοί τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.
ι. Εξορία και θάνατος
Ο Ναπολέων προσπάθησε άστοχα να διαφύγει στην Αμερική, αλλά πιθανόν προδόθηκε και τελικά παραδόθηκε στους Άγγλους. Εξορίστηκε στο νησί Αγία Ελένη στον κόλπο της Γουινέας, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις 5 Μαΐου του 1821. Ο θάνατός του αποδίδεται σε καρκίνο του στομάχου, καθώς ήδη από την εποχή του Βατερλώ υπέφερε τακτικά από σοβαρούς στομαχικούς πόνους, στους οποίους συνετέλεσε και το δηλητήριο που είχε πάρει κατά την απόπειρα αυτοκτονίας του μετά την πρώτη παραίτησή του το 1814, του οποίου η επίδραση ήταν μακρόχρονη.
Ο Ναπολέων επέβαλε μια σειρά νομοθετικών, διοικητικών και θεσμικών μέτρων που διαμόρφωσαν καθοριστικά τον χαρακτήρα της Γαλλίας και γενικότερα της Ευρώπης. Ίσως το πιο σημαντικό είναι ο Ναπολεόντειος Κώδικας του 1807. Μέχρι τότε το νομικό πλαίσιο στη Γαλλία ήταν χαώδες. Αφενός η χώρα ήταν διαιρεμένη μεταξύ Βορρά (όπου επικρατούσε το ρωμαϊκό δίκαιο) και Νότου (όπου επικρατούσε το εθιμοτυπικό δίκαιο). Αφετέρου, η Γαλλική Επανάσταση είχε αφήσει πληθώρα νόμων, πολλοί από τους οποίους δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, συμβάλλοντας περαιτέρω στη νομική σύγχυση που επικρατούσε στη χώρα. Ο Ναπολεόντειος Κώδικας απλοποίησε σημαντικά το νομικό πλαίσιο και επιπλέον, εφόσον ήταν γραμμένος σε απλή γλώσσα και απέφευγε την ειδική νομική ορολογία, μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητός από τον μέσο Γάλλο.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα οι Βουρβόνοι επανήλθαν στον θρόνο της Γαλλίας και βασίλεψαν μέχρι την Επανάσταση του 1848, όταν ανακηρύχτηκε η Β Γαλλική Δημοκρατία (1848-1852).
α. Λουδοβίκος ΙΗ΄ (1814-1824)
Ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ (17 Νοεμβρίου 1755 - 16 Σεπτεμβρίου 1824), δεύτερος γιος του δελφίνου της Γαλλίας Λουδοβίκου Φερδινάνδου και της Μαρίας Ιωσηφίνας της Σαξονίας, ήταν βασιλιάς της Γαλλίας και της Ναβάρρας (1814 - 1824), ενώ είχε τον τίτλο του κόμητος της Προβηγκίας από τη γέννησή του. Μετά τον θάνατο των δύο μεγάλων αδελφών του σε βρεφική ηλικία, διάδοχος του παππού του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄ ορίστηκε ο μεγαλύτερος επιζών αδελφός του Λουδοβίκος ΙΣΤ΄, και ο ίδιος πήρε τον τίτλο του Κυρίου, που αντιστοιχεί στον μεγαλύτερο βασιλικό αδελφό. Νυμφεύτηκε το 1771 την Μαρία Ιωσηφίνα της Σαβοΐας, χωρίς να κάνει παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης αρχικά στάθηκε εναντίον του αδελφού του, αλλά στη συνέχεια, βλέποντας τον κίνδυνο της Κομμούνας, αποφάσισε να τον υπερασπιστεί. Ξεκίνησε τα σχέδια (1789) στέλνοντας τον μαρκήσιο του Φαβρά να εξασφαλίσει δάνειο 2.000.000 φράγκων από τους τραπεζίτες Σωμέλ και Σαρτόριο. Βρέθηκε έγγραφο στο Παρίσι (συνταγμένο στις 23 Δεκεμβρίου 1789), από το οποίο προκύπτει ότι ο Φαβρά είχε οργανώσει συνωμοσία με τον Λουδοβίκο ΙΗ, τότε κόμη της Προβηγκίας, κατά του λαού. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ με την οικογένειά του θα δραπέτευαν από το ανάκτορο Τουιλερί έξω από τη χώρα, ενώ ο κόμης της Προβηγκίας θα ανακηρυσσόταν αντιβασιλιάς με απόλυτες εξουσίες. Τότε μια δύναμη 30.000 ανδρών θα περικύκλωνε το Παρίσι, δολοφονώντας τους τρεις κυριότερους υπουργούς της επαναστατικής κυβέρνησης και θα έκοβε τις προμήθειες στους επαναστάτες. Ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου εγγράφου ο Φαβρά συνελήφθη, φυλακίστηκε, και την επόμενη χρονιά εκτελέστηκε. Ο Λουδοβίκος ΙΗ, τότε κόμης της Προβηγκίας, βιάστηκε να αποκηρύξει τον Φαβρά ως απατεώνα.
Ως κόμης της Προβηγκίας ο Λουδοβίκος ΙΗ ζούσε εξόριστος στην Προβηγκία, όταν αποκεφαλίστηκε ο αδελφός του Λουδοβίκος ΙΣΤ (1793) και αυτοανακηρύχθηκε αντιβασιλέας για λογαριασμό του νεαρού βασιλιά Λουδοβίκου ΙΖ΄, αλλά το μικρό παιδί δεν κατάφερε ποτέ να κυβερνήσει, αφού πέθανε (1795) στη φυλακή σε ηλικία 10 ετών. Ο Λουδοβίκος ΙΗ κατέφυγε τότε στη Βερόνα, που βρισκόταν υπό την εξουσία της δημοκρατίας της Βενετίας, κηρύσσοντας τον εαυτό του βασιλιά της Γαλλίας. Σε δήλωσή του αποκήρυξε όλες τις αλλαγές που έγιναν από τους επαναστάτες μετά το 1789, στηρίζοντας πλήρως την προηγούμενη απόλυτη βασιλική εξουσία των Βουρβόνων, δεχόμενος μονάχα ως μικρή υποχώρηση την παραχώρηση Συντάγματος. Οι Βενετοί το 1796 τον εξόρισαν, οπότε περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και κατέληξε στην Αγγλία, την εποχή που η άνοδος του Ναπολέοντα στην εξουσία καθιστούσε αδύνατη την επιστροφή του.
O Λουδοβίκος ΙΗ συνάντησε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στη Βερόνα και του ζήτησε να τον αφήσει να επιστρέψει, ενώ ο ίδιος θα του έδινε ηγεμονικούς τίτλους, θα συγχωρούσε τους δολοφόνους του αδελφού του, και δεν θα ακύρωνε καμιά από τις αλλαγές που έγιναν από το 1789. Ο Ναπολέων απάντησε ότι η επιστροφή του θα προκαλέσει εμφύλιο μακελειό, αλλά στην πραγματικότητα ο Ναπολέοντας, αν και είχε όλα τα μέσα να τον βοηθήσει να επιστρέψει και ο ίδιος να γίνει ο ισχυρότερος άντρας του βασιλείου μετά τον Λουδοβίκο, δεν το έκανε γιατί είχε σκοπό να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας.
Το 1814, μετά την πρώτη ήττα του Ναπολέοντα, στάθηκε ικανός να επιστρέψει στο Γαλλικό θρόνο με την υποστήριξη των συμμαχικών δυνάμεων. Οι οπαδοί του Ναπολέοντα τον πίεσαν να υπογράψει Σύνταγμα, με το οποίο θα ορίζονταν δύο κυβερνητικά Συμβούλια: της αριστοκρατίας και των εκλεκτόρων. Παρότι το δικαίωμα ψήφου ήταν πολύ περιορισμένο, οι λαϊκές ελευθερίες ήταν περισσότερες σε σχέση με αυτές της εποχής του Ναπολέοντα. Αλλά ο Λουδοβίκος έγινε γρήγορα μισητός στον λαό, λόγω των απρόσεκτων προσπαθειών του να αντιστρέψει το κλίμα που είχε δημιουργηθεί σε βάρος της μοναρχίας εξαιτίας της επανάστασης. Δραπέτευσε από το Παρίσι με το άκουσμα και μόνο ότι επιστρέφει ο Ναπολέοντας (19 Μαρτίου 1815), ο οποίος πραγματοποίησε τη δεύτερη θητεία του ως αυτοκράτορας (διάρκειας μόνο 100 ημερών). Εν τω μεταξύ στο Νότο πραγματοποιήθηκαν σφαγές σε διαμάχες των μοναρχικών εναντίον των οπαδών του Βοναπάρτη. Ο Λουδοβίκος ΙΗ προσπάθησε με κάθε μέσο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα να περιορίσει τις ακρότητες των οπαδών του.
Οι υπουργοί του Λουδοβίκου, με σημαντικότερο από όλους τον Ταλλεϋράνδο, δούκα του Ρισελιέ, ακολούθησαν σύγχρονη πολιτική για να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της μοναρχίας. Το Κοινοβούλιο εξελέγη το 1815 και ήταν υπό τον έλεγχο των Υπερβασιλικών που διαλύθηκαν από τον Ρισελιέ. Ο Λουδοβίκος προσπάθησε να αναθεωρήσει τους εκλογικούς νόμους, ώστε να μπορούν με εκλογικές νοθείες να εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα της αρεσκείας του. Αλλά η δολοφονία του υπερσυντηρητικού δούκα του Μπερί (1820), γιου του κόμητος του Ανζού, επίσης υπερσυντηρητικού αδελφού του βασιλιά, και μέλλοντα διαδόχου του Καρόλου Ι΄, οδήγησαν τον Decages σε παραίτηση. Ο βασιλιάς υπέφερε από χρόνια αρθρίτιδα που χειροτέρευε με τον χρόνο, τόσο που στα τέλη της ζωής του βρισκόταν σε αναπηρική καρέκλα.
β. Κάρολος Ι΄ (1824-1830)
Ο Κάρολος Ι΄ (9 Οκτωβρίου 1757 - 6 Νοεμβρίου 1836), τελευταίος ηγεμόνας της Γαλλίας από την ευθεία γραμμή διαδοχής των Βουρβόνων, ήταν βασιλιάς της Γαλλίας και της Ναβάρρας (1824 - 1830). Γεννήθηκε στις Βερσαλλίες ως τελευταίος γιος του δελφίνου της Γαλλίας Λουδοβίκου και της Μαρίας Ιωσηφίνας της Σαξονίας, εγγονός του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΕ΄, αδελφός των βασιλέων Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και Λουδοβίκου ΙΗ΄. Κηρύχθηκε Κύριος και διάδοχος (1814) με την άνοδο του αδελφού του Λουδοβίκου ΙΗ΄ στον γαλλικό θρόνο. Ο Κάρολος Ι στη νεανική του ηλικία ήταν γοητευτικός και ελκυστικός, αλλά, παρά τις φήμες για τον νεανικό του ηδονισμό, ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Σε παιδική ηλικία έμεινε ορφανός, αυτός και τα υπόλοιπα αδέρφια του. Είχε στενή φιλία (όχι όμως ερωτική σχέση) με τη νύφη του βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα. Παρακολουθούσαν μαζί θέατρο και έρχονταν συνέχεια σε αντιπαράθεση, ενώ είχαν και οι δύο ταλέντο ηθοποιίας. Ήταν μπλεγμένος σε πολλές ερωτικές περιπέτειες, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν με την καλύτερη φίλη της Μαρίας Αντουανέτας, Λουίζα Πολαστρόν δούκισσα του Πολινιάκ. Με τη σύζυγό του Μαρία Τερέζα της Σαβοΐας παιδιά του ήταν οι Λουδοβίκος Αντώνιος της Ανγκουλέμης και Κάρολος Φερδινάνδος του Μπερί. Το 1786, όταν προέκυψε η πρώτη κρίση κατά της μοναρχίας, υπερασπίστηκε με κάθε μέσο τα βασιλικά συμφέροντα, σε βαθμό που ο ίδιος ο βασιλιάς αδελφός του τον αποκάλεσε «βασιλικότερο του βασιλέως».
Μετά την πτώση της Βαστίλης (14 Ιουλίου 1789), ο Κάρολος I εγκατέλειψε την Γαλλία, μετά από προτροπή του αδελφού του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ, ο οποίος φοβόταν ότι κινδύνευε η ζωή του, εξαιτίας των ακραίων του θέσεων. Αρχικά κατέφυγε στη Γερμανία και μετά στην Ιταλία, όπου άκουσε ότι ο αδελφός του, Λουδοβίκος ΙΗ, τότε δούκας της Προβηγκίας, ορκίστηκε πίστη στη δημοκρατία και αποκήρυξε την μοναρχία. Οι σχέσεις του με την νύφη του Μαρία Αντουανέτα στο τέλος της ζωής της έγιναν πολύ εχθρικές, τόσο που, όταν αυτή αποκεφαλίστηκε το 1793, ο Κάρολος αισθάνθηκε έντονες τύψεις. Είχε την πολύτιμη συμμαχία της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Μεγάλης Αικατερίνης. Ως κόμης του Αρτουά μετανάστευσε αργότερα στη Βρετανία, όπου ο βασιλιάς Γεώργιος Γ΄ του επέτρεψε να ζήσει στο Χόλυροουντ Χάουζ, έναν βασιλικό πύργο του Εδιμβούργου. Η δυσαρέσκειά του με την προτεσταντική θρησκεία του πληθυσμού της πόλης τον έκανε να κλειστεί μέσα στον πύργο χωρίς να έχει επαφή με κόσμο. Το βαρύτερο πλήγμα της ζωής του στάθηκε ο θάνατος της ερωμένης του, Λουίζας του Πολαστρόν (1804) από φυματίωση. Πάντρεψε τον μεγαλύτερο γιο του, δούκα της Ανγκουλέμης, με την πρώτη εξαδέλφη του Μαρία Θηρεσία Καρλόττα, μόνο παιδί που επέζησε του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της Μαρίας Αντουανέτας. Ο μικρός του γιος, δούκας του Μπερί, παντρεύτηκε την Έιμι Μπράουν, μια "κοινή θνητή" Αγγλίδα προτεστάντισσα, κάτι που δυσαρέστησε τον πατέρα του, ο οποίος ακύρωσε το γάμο τους. Αργότερα παντρεύτηκε την Καρολίνα Φερδινάνδη Λουίζα των δύο Σικελιών. Εξακολουθούσε να ζει στο Εδιμβούργο και μετά την επαναφορά του αδελφού του Λουδοβίκου ΙΗ΄, στο Γαλλικό θρόνο. Οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν καθόλου καλές, λόγω του ότι τον θεωρούσε άθρησκο και προδότη. Μετά τον θάνατο εκείνου το 1824, αφού δεν υπήρχε άλλος διάδοχος, ανακηρύχθηκε βασιλιάς σε ηλικία 67 ετών.
Η τελετή στέψης του έγινε στον Καθεδρικό ναό του Ρενς (28 Μαΐου 1825) σύμφωνα με το τελετουργικό των παλιών Γάλλων βασιλέων, πράγμα που δεν συνέβη με τον προκάτοχο και τον διάδοχό του, αφού καμιά άλλη στέψη δεν είχε γίνει σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Αμέσως μετά θέσπισε τον "ιερό νόμο", σύμφωνα με τον οποίο η βλασφημία και η ιεροσυλία κηρύσσονταν κολάσιμες με την ποινή του θανάτου,, νόμος που δεν εφαρμόστηκε ποτέ και καταργήθηκε από τον διάδοχό του Λουδοβίκο Φίλιππο.
Ο Κάρολος διόρισε (1829) ως υπουργό εξωτερικών τον Αρμάνδο του Πολινιάκ (ανεψιό της Λουίζας του Πολαστρόν), ο οποίος αποφάσισε τον γαλλικό αποικισμό στην Αλγερία. Η δυσαρέσκεια του λαού από τις Ιουλιανές διατάξεις, μια σειρά νόμων που περιόριζαν τις λαϊκές ελευθερίες, προκάλεσε την Ιουλιανή Επανάσταση το 1830. Ο Κάρολος παραιτήθηκε υπέρ του ανήλικου εγγονού του, κόμη του Σαμπόρ, μετά και από την ταυτόχρονη παραίτηση του μεγαλύτερου γιου του και κατέφυγε στην Αγγλία. Ο εγγονός του βασίλευσε μόνο 7 μέρες και στην συνέχεια το Κοινοβούλιο ανακήρυξε βασιλιά τον μακρινό ξάδελφο του, Λουδοβίκο Φίλιππο, από τον οίκο της Ορλεάνης. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Τσεχία, όπου και πέθανε από χολέρα.
γ. Λουδοβίκος Φίλιππος (1830-1848)
Ο Λουδοβίκος Φίλιππος (6 Οκτωβρίου 1773–26 Αυγούστου 1850) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας, απόγονος του Λουδοβίκου ΙΓ΄ και συγκεκριμένα του δεύτερου γιου του Φιλίππου της Ορλεάνης, ιδρυτή του οίκου της Ορλεάνης, από τον οποίο προήλθε αυτός ως μοναδικός βασιλιάς. Ήταν, επίσης, γιος του δούκα της Ορλεάνης Φιλίππου, ο οποίος επονομάστηκε "Φίλιππος- Ισότητα" και καρατομήθηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση και της Λουίζας Μαρίας Αδελαΐδας των Βουρβόνων, με τη δυναστεία των οποίων συνδέεται έμμεσα. Μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του ακολούθησε όλη την οικογένεια του στην εξορία για 22 ολόκληρα χρόνια (1793 - 1815) μέχρι την ανατροπή του Ναπολέοντα, οπότε πέθαναν και οι δύο μικρότεροι αδελφοί του. Επισκέφθηκε την Σκανδιναβία και στην συνέχεια για τέσσερα ολόκληρα χρόνια τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γνωρίστηκε με σημαντικά πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και ο πρόεδρος Ουάσιγκτον και ο Αλεξάντερ Χάμιλτων, που ενθουσιάστηκαν από τον δούκα και τους αδελφούς του. Διδάχτηκε αρκετά και από τις Αμερικανικές μεθόδους διακυβέρνησης. Στην Βοστώνη έμαθε το 1797 για το κίνημα της 18ης Φρουκτιδώρ, που εξόρισε την μητέρα του στην Ισπανία, και έτσι αποφάσισε με τους αδελφούς του να επιστρέψει στην Ευρώπη μέσω της Κούβας. Συνελήφθησαν στον κόλπο του Μεξικού από Αγγλικά πλοία και στην Νέα Σκοτία συναντήθηκε με τον δούκα του Κεντ με τον οποίο έγιναν φίλοι. Το 1800 έφτασε στην Αγγλία και έμεινε τα υπόλοιπα χρόνια της εξορίας μέχρι την πτώση του Ναπολέοντα. Μόλις επανήλθε από την εξορία στάθηκε στο πλευρό των συγγενών του βασιλέων της Βουργουνδίας, στηρίζοντας ιδιαίτερα τον Κάρολο Ι΄, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Νυμφεύτηκε το 1809 τη Μαρία Αμαλία των Δυο Σικελιών (1782–1866), κόρη του Φερδινάνδου Α΄ και απέκτησαν μαζί 10 παιδιά.
Έγινε βασιλιάς το 1830 μετά την Ιουλιανή Επανάσταση που ανέτρεψε τον Κάρολο Ι΄, ο οποίος παραιτήθηκε υπέρ του εγγονού του Ερρίκου, κόμη του Σαμπόρ. Είναι ο δημιουργός του μουσείου των Βερσαλλιών (1837), το οποίο εμπλούτισε συλλέγοντας έργα τέχνης από προκατόχους του, για να συμφιλιώσει τον λαό και να σταθεροποιήσει την θέση του, κάτι το οποίο δεν κατάφερε. Απλός βασιλιάς και προσιτός στον λαό απέφυγε τις μεθόδους μεγαλειωδών εμφανίσεων των προγενεστέρων του. Στηρίχτηκε στην μεσαία τάξη και έγινε αγαπητός στον λαό. Σταδιακά όμως πιεζόμενος από τους φεουδάρχες, άλλαξε πολιτική εγκαταλείποντας την μεσαία τάξη στην οποία στηριζόταν. Έτσι η οικονομική κρίση του 1847 οδήγησε σε επαναστατικό κίνημα εναντίον του το 1848, χρονιά που σηματοδοτήθηκε από επαναστατικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη ενάντια στα βασιλικά καθεστώτα. Στις 24 Φεβρουαρίου 1848, ο ξαφνιασμένος από την επανάσταση Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε υπέρ του νεότερου εγγονού του (αφού ο γιος και διάδοχός του, Φερδινάνδος, είχε σκοτωθεί νωρίτερα σε δυστύχημα). Σε μεγάλη πλέον ηλικία εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου πέθανε δύο χρόνια αργότερα.