Μούσα, τον φοβερό θυμό τραγούδα του Αχιλλέα
που έγινε αιτία οι Αχαιοί πολλά κακά να πάθουν
και παλικάρια αμέτρητα κατέβασε στον Άδη
κι έδωσε τα κουφάρια τους στους γύπες και τους σκύλους,
βγάζοντας έτσι αληθινή τη θέληση του Δία. 5
Τραγούδησ’ τα όλα απ’ την αρχή που μάλωσαν οι δυο τους
ο Ατρείδης Αγαμέμνονας κι ο ημίθεος Αχιλλέας. 7
Ασέβεια Αγαμέμνονα
Ποιος θεός τους έβαλε άραγε να λογοφέρουν με έχθρα; 8
Του Δία ο γιος και της Λητώς που έστειλε μαύρη αρρώστια
στο στράτευμα και πέθαιναν οι οπλίτες, θυμωμένος 10
γιατί τον Χρύση πρόσβαλε τον λειτουργό του ο Ατρείδης
μια μέρα που επισκέφτηκε των Αχαιών τα πλοία
φέρνοντας δώρα με σκοπό την κόρη του να πάρει
και του τοξότη Απόλλωνα κρατώντας τα στεφάνια
και το χρυσό το σκήπτρο του κι όλους παρακαλούσε 15
τους Αχαιούς και πιο πολύ τους δυο αρχηγούς Ατρείδες:
« Ατρείδες κι άλλοι εσείς Αχαιοί με τα χαλκόπλαστα όπλα,
μακάρι νά ‘διναν οι θεοί του Ολύμπου να κουρσέψτε
την πολιτεία του Πρίαμου και σπίτια σας να πάτε.
Την κόρη μου όμως δώστε μου, τα δώρα μου δεχτείτε 20
και τον τοξότη Απόλλωνα ευλαβικά σκεφτείτε».
Κι ενώ όλοι οι άλλοι οι Αχαιοί φωνάζοντας ζητούσαν
να σεβαστούν το λειτουργό και να δεχτούν τα λύτρα,
ο Ατρείδης Αγαμέμνονας πετάχτηκε οργισμένος,
τον έδιωξε με προσβολές και του είπε αγροίκα λόγια: 25
« Γέρο, μην τύχει και σε δω ξανά κοντά στα πλοία
ή τώρα να γυρολογάς ή κι έπειτα αν ξανάρθεις
μήπως και δε σε σώσει πια θεϊκό στεφάνι ή σκήπτρο.
Μάθε πως δε στη δίνω αυτή, πριν στο Άργος πια γεράσει,
μακριά από την πατρίδα της στο ανάκτορό μου μέσα 30
υφαίνοντας κι ολονυχτίς πλαγιάζοντας μαζί μου.
Μη μ’ ερεθίζεις πήγαινε, σαν αγαπάς τη ζωή σου».
Έτσι είπε και φοβήθηκε κι έφυγε ευθύς ο γέρος
και το ακρογιάλι αμίλητος του άγριου πελάγου πήρε
κι έκανε αμέσως προσευχή, αφού μακριά είχε φτάσει, 35
στης σγουρομάλλας της Λητώς το γιο τον τοξοβόλο:
« Άκου με, αργυροδόξαρε, ποντικοπνίχτη Απόλλων,
της Χρύσας και της ιερής της Κίλλας πρωταφέντη
και βασιλιά της Τένεδος, αν έχτισα για σένα
ναό ποτέ τρισένδοξο ή κι αν σφαχτά έχω κάψει 40
ταύρου ή προβάτου, κάνε μου τη χάρη να πληρώσουν
με σαγιτιές σου οι Αχαιοί τα δάκρυα που έχω χύσει».
Αυτά είπε και την προσευχή την άκουσε ο Απόλλων
και κίνησε από τις κορφές του Ολύμπου θυμωμένος,
ζωσμένος τη φαρέτρα του και τόξο είχε στην πλάτη 45
και με θυμό όπως χίμηξε βροντήξανε τα βέλη
στη θήκη και ταξίδεψε μοιάζοντας μαύρη νύχτα.
Μακριά απ’ τα πλοία κάθισε κι αμόλησε ένα βέλος
κάνοντας φοβερό βουητό με το αργυρό του τόξο.
Και πρώτα χτύπαγε σκυλιά και γρήγορα μουλάρια, 50
αλλά κατόπι σκότωνε κι οπλίτες με τα βέλη
και καίγαν πάντοτε οι φωτιές σωρό τους πεθαμένους. 52
Μαντεία Κάλχαντα
Πέφτανε πάνω στο στρατό μέρες εννιά οι σαγίτες, 53
τη δέκατη όμως σύναξη συγκάλεσε ο Αχιλλέας,
μια και του τό ΄βαλε στο νου η αφροσαρκόχερη Ήρα, 55
που θλίβονταν σαν έβλεπε τους Αχαιούς να πέφτουν.
Κι αφού όλοι πια μαζεύτηκαν στη σύναξη ένα γύρο,
ο ανεμοπόδης Αχιλλέας σηκώθηκε όρθιος κι είπε:
« Ατρείδη, τώρα πια θαρρώ πως όλοι μας το δρόμο
του γυρισμού θα πάρουμε, αν τελικά σωθούμε, 60
μια και θερίζει τους Αχαιούς και πόλεμος και αρρώστια.
Μα τώρα μάντη ας φέρουμε ή κάποιον ιερωμένο
ή ονειροκρίτη, αφού του θεού βουλές και τα όνειρά είναι,
που να μας πει ο Απόλλωνας γιατί είναι θυμωμένος,
ποιες προσευχές δεν κάναμε ή μήπως ποιες θυσίες 65
και από σφαχτά αιγοπρόβατων θέλει να νιώσει κνίσα
πριν μαλακώσει η γνώμη του κι απ’ το χαμό μας σώσει».
Αυτά σαν είπε κάθισε κι ορθώθηκε μπροστά τους
ο Θεστορίδης Κάλχαντας, πολύ γνωστός προφήτης,
που τά ‘ξερε όλα, μέλλοντα, παρόντα ή περασμένα, 70
και τα καράβια οδήγησε των Αχαιών στην Τροία,
χάρη στη μαντοσύνη του που ο Απόλλων του έχει δώσει.
Αυτός λοιπόν με φρόνηση μιλώντας σ’ όλους είπε:
« Μου ζήτησες να πω γιατί, θεάρεστε Αχιλλέα,
έχει θυμώσει ο βασιλιάς Απόλλωνας μαζί μας. 75
Θα πω λοιπόν, κι άκουσε εσύ με προσοχή κι ορκίσου
πως θα μου συμπαρασταθείς, με λόγια αλλά και μ’ έργα,
γιατί θαρρώ οι μαντείες μου τον άντρα θα εξοργίσουν
που έχει μεγάλη δύναμη και τον ακούν οι Αργίτες,
μια κι υπερέχει ο άρχοντας με αδύναμο αν μαλώσει, 80
κι αν το θυμό του καταπιεί προσωρινά, δεν παύει
να αποζητάει εκδίκηση βαθιά μες στην καρδιά του.
Πες μου λοιπόν αν τότε εσύ θα τρέξεις να με σώσεις».
Και τότε ο γοργοπόδαρος του απάντησε ο Αχιλλέας:
« Με θάρρος πες μας, Κάλχαντα, ποιο μυστικό γνωρίζεις, 85
γιατί, μα τον Απόλλωνα, που τον λατρεύει ο Δίας
κι εσύ προσεύχεσαι σ’ αυτόν πριν κάνεις θεομαντείες,
άντρας κανείς εγώ όσο ζω κι έχω ανοιχτά τα μάτια
δεν θα σηκώσει φονικό χέρι να σε απειλήσει,
κανείς Αχαιός, ούτε κι αυτός ο Ατρείδης Αγαμέμνων, 90
που απ’ όλους πρώτος βασιλιάς καυχιέται εδώ πως είναι».
Και τότε πια αναθάρρησε κι είπε ο σοφός προφήτης:
« Δεν μας ζητάει ο Απόλλωνας ή προσευχή ή θυσία,
θύμωσε που ο Αγαμέμνονας το λειτουργό έχει διώξει
κι ούτε την κόρη του έδωσε ούτε τα δώρα πήρε. 95
Γι’ αυτό μας φόρτωσε πολλά δεινά, όμως έχει κι άλλα,
και δεν θα σώσει τους Αχαιούς απ΄ τη φρικτή πανούκλα,
πριν δώσουν στον πατέρα της τη λαμπρομάτα κόρη,
χωρίς να πάρουν ξαγορά κι αφού θυσία προσφέρουν
στη Χρύσα. Τότε ο Απόλλωνας ίσως αλλάξει γνώμη». 100
Αυτά σαν είπε κάθισε ο Κάλχαντας, κι ο Ατρείδης
ο μέγας Αγαμέμνονας σηκώθηκε οργισμένος
με την ψυχή κατάμαυρη γεμάτη λάβρο πάθος
κι απ’ τα δυο μάτια του αστραπές πετιόνταν φλογισμένες.
Τον Κάλχαντα αγριοκοίταξε και φουρκισμένος του είπε: 105
« Κακέ προφήτη, ένα καλό λόγο ποτέ δεν μου είπες,
πάντα σου αρέσει θλιβερά πράγματα να μαντεύεις,
κι ένα καλό ούτε μάντεψες ούτε έκανες να γίνει.
Και τώρα εδώ στους Αχαιούς θεομαντείες κηρύττεις
λέγοντας ότι ο Απόλλωνας δεινά τους έχει στείλει 110
γιατί για τη Χρυσηίδα εγώ δεν δέχτηκα τα λύτρα,
μια και πολύ το λαχταρώ στο σπίτι μου να μένει,
αφού την θέλω πιο πολύ κι από την Κλυταιμήστρα,
τη σύζυγό μου, γιατί αυτή χειρότερη δεν είναι
είτε στο νου ή στα εργόχειρα ή στο κορμί ή στη χάρη. 115
Αλλά και πάλι δέχομαι, αν πρέπει, να τη δώσω,
αφού προκρίνω να σωθεί το στράτευμά μου πρώτα.
Όμως να μου ετοιμάσετε αμέσως άλλο δώρο
για να μην είμαι μόνο εγώ απ’ όλους μ’ άδεια χέρια,
αφού το βλέπετε όλοι σας πως χάνω την κοπέλα». 120
Αμέσως τότε απάντησε ο ημίθεος Αχιλλέας:
« Ένδοξε Ατρείδη, απ’ όλους μας πιο αχόρταγε πλεονέκτη,
πώς να σου δώσουν οι Αχαιοί μ’ απλοχεριά άλλο δώρο;
Δεν ξέρω από τα λάφυρα περίσσευμα να υπάρχει,
όσα απ’ τα κούρσα πήραμε μοιράστηκαν στους άντρες 125
και δεν ταιριάζει τώρα πια να τα γυρίσουν πίσω.
Αφού είναι θέλημα του θεού, λευτέρωσ’ την κοπέλα,
κι όλοι οι Αχαιοί τετράδιπλα θα σου χαρίσουν δώρα,
αν δώσει ο Δίας και πάρουμε της Τροίας τ’ άπαρτο κάστρο».
Τότε απαντώντας είπε αυτά ο μέγας Αγαμέμνων: 130
« Μην προσπαθείς, θεοπρόσωπε, παλικαρά Αχιλλέα,
να με γελάσεις, δε μπορείς και δε θα σου περάσει.
Σου αρέσει νά ‘χεις δώρα εσύ κι εμένα να τ’ αρπάζεις,
γι αυτό διατάζεις τώρα αυτή να την ελευθερώσω.
Εντάξει, αν δώσουν οι Αχαιοί καμιά άλλη όμορφη κόρη, 135
τέτοια όπως τηνε θέλω εγώ κι αντάξια αυτής που χάνω.
Μα αν δε μου δώσουν, τότε εγώ μονάχος μου θα πάρω
ή τη δικιά σου ή του Αίαντα ή μήπως του Οδυσσέα,
και βέβαια θα θυμώσει αυτός που θα την πάθει τότε.
Όμως αυτά κι άλλη φορά τα ξανασυζητάμε, 140
τώρα όλοι εμπρός ας ρίξουμε στη θάλασσα καράβι
με κωπηλάτες διαλεχτούς και βόδια για θυσία,
μα και τη ροδομάγουλη ας βάλουμε Χρυσηίδα.
Και κάποιος άρχοντας ας πάει για πρεσβευτής μαζί της,
ο Αίας είτε ο Ιδομενέας ή μήπως ο Οδυσσέας 145
είτε κι εσύ, ενδοξότερε απ’ όλους Αχιλλέα,
για να ημερώσεις το θεό με προσφορά εκατόμβης». 147
Φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα
Τότε απαντώντας ο Αχιλλέας τον κοίταξε άγρια κι είπε: 148
« Όχου, ξεδιάντροπο κορμί, άπληστε κερδοσκόπε,
πώς πια αναντίρρητα οι Αχαιοί τους λόγους σου ν’ ακούνε 150
και να πηγαίνουν πρόθυμα σ’ ενέδρα ή σε πολέμους;
Γιατί κι εμένα που ήρθα εδώ μακριά να πολεμήσω
δε μού ‘φταιξαν σε τίποτε οι πολεμάρχοι Τρώες,
αφού ποτέ δε μού ‘κλεψαν ούτε άλογα ούτε βόδια,
ούτε στη Φθία την εύφορη, την παλικαρομάνα 155
μου ‘κάψαν την παραγωγή, αφού είναι ανάμεσά μας
πολλά δασόφυτα βουνά και πέλαγα αφρισμένα.
Αλλά για σένα, αχάριστε, και για τον αδερφό σου
ήρθαμε εδώ να πάρουμε εκδίκηση απ’ τους Τρώες.
Όμως εσύ, σκυλόψυχε, αυτά τα παραβλέπεις, 160
και τώρα μάλιστα απειλείς πως θα μου φας το δώρο
που κόπιασα πολύ γι’ αυτό και τα παιδιά μου δώσαν.
Ούτε ποτέ μου πήρα εγώ ίσο με σένα δώρο,
όταν πατούσαν οι Αχαιοί της Τροίας τις πλούσιες πόλεις,
μ’ όλο που κάνω πάντα εγώ τους πιο σκληρούς πολέμους, 165
γιατί όταν έρχεται ο καιρός η μοιρασιά να γίνει
εσύ βουτάς τα πιο πολλά κι εγώ γυρνάω με λίγα
δώρα στα πλοία, κατάκοπος απ’ τις βαριές τις μάχες.
Μα τώρα φεύγω για τη Φθία, γιατί καλύτερο είναι
να φύγω στην πατρίδα μου, αφού άλλο δεν αντέχω 170
να μένω ασήμαντος εδώ για να σου δίνω πλούτια».
Κι έπειτα του είπε ο ξακουστός αφέντης Αγαμέμνων:
« Φύγε λοιπόν αφού το θες κι εγώ δεν σου προσπέφτω
να μείνεις για χατίρι μου, έχω πολλούς συντρόφους
που θα μου συμπαρασταθούν κι απ’ όλους πρώτα ο Δίας. 175
Μέσα σε τόσους άρχοντες ο πιο εχθρικός μου εσύ ‘σαι,
γιατί όλο θες λογοτριβές και πόλεμους και μάχες.
Αν πράγματι είσαι δυνατός, αυτό θεού είναι δώρο,
πήγαινε στην πατρίδα σου με πλοία και με συντρόφους
κι εκεί βασίλευε όσο θες μέσα στους Μυρμιδόνες. 180
Εγώ δεν τρέμω αν θύμωσες, κι αυτό σου λέω μονάχα:
Όπως μου παίρνει ο Απόλλωνας ο Φοίβος τη Χρυσηίδα,
που θα την ξαποστείλω πια με πλοία και με συντρόφους,
έτσι θα ‘ρθώ να πάρω εγώ την όμορφη Βρισηίδα
απ’ τη σκηνή σου κι έτσι πια καλά θα καταλάβεις 185
πόσο πολύ σε ξεπερνώ, αλλά να μάθουν κι οι άλλοι
να μην τολμάνε αντίκρυ μου να στέκονται ίσα κι όμοια».
Έτσι είπε κι αγανάκτησε ο Πηλείδης Αχιλλέας
και διπλοσκέφτηκε η καρδιά στα μαλλιαρά του στήθια
ή να τραβήξει απ’ το μηρό το κοφτερό σπαθί του 190
να αναστατώσει τη βουλή σφάζοντας τον Ατρείδη,
ή να κρατήσει την καρδιά πνίγοντας την οργή του.
Κι ενώ όλα τούτα ανάδευε στο νου και στην καρδιά του
και τράβαγε απ’ τη θήκη του το ξίφος, ήρθε ξάφνου
η θεά Αθηνά απ’ τον ουρανό, που η αφροσαρκόχερη Ηρα 195
την έστειλε, γιατί στους δυο ίσο είχε νου κι αγάπη.
Τον έπιασε από τα ξανθά μαλλιά και μόνο εκείνος
την είδε, του Πηλέα ο γιος, κανένας απ’ τους άλλους.
Σάστισε λίγο αλλά μετά γνώρισε την Παλλάδα
την Αθηνά, γιατί άστραφταν τα φοβερά της μάτια 200
και τότε την προσφώνησε με φτερωμένα λόγια:
« Κόρη του παντοδύναμου του Δία, γιατί ήρθες πάλι;
Μη θες να δεις τις προσβολές του πρωταφέντη Ατρείδη;
Εγώ ένα λόγο θα σου πω που θα συμβεί νομίζω,
απ’ τη μεγάλη του έπαρση θα χάσει αυτός τη ζωή του». 205
Τότε του απάντησε η Αθηνά, η θεά η σπινθηρομάτα:
« Κατέβηκα απ’ τον ουρανό να πάψω την οργή σου,
κι αν θες να ακούσεις μ’ έστειλε η αφροσαρκόχερη Ηρα,
γιατί ίση αγάπη κι ίσο νου έχει και για τους δυο σας.
Μα τώρα πάψ’ τις έχθρητες κι άσ’ το σπαθί στη θήκη 210
και μόνο λόγια αν θες να πεις, πες τα να ξεθυμάνεις.
Εγώ ένα λόγο θα σου πω που σίγουρα θα γίνει:
Κάποτε τρις τετράδιπλα θα πάρεις πλούσια δώρα
γι αυτή την προσβολή, γι’ αυτό κρατήσου κι άκουσέ μας».
Και τότε ο γοργοπόδαρος απάντησε ο Αχιλλέας: 215
« Τους λόγους και των δυο σας, θεά, πρέπει να τους κρατήσω,
κι ας έχω στην καρδιά χολή, καλύτερα έτσι ας γίνει.
Όταν ακούς τι λεν οι θεοί κι εκείνοι εσένα ακούνε».
Είπε κι από την ασημιά λαβή έσυρε το χέρι
κι έσπρωξε μες στη θήκη του το ξίφος υπακούοντας 220
στην Αθηνά που ανέβηκε στ’ ανάκτορα του Ολύμπου
του Δία του παντοδύναμου με τους θεούς τους άλλους.
Κι αμέσως ο Αχιλλέας βαριές ξανάρχισε βλαστήμιες
για τον Ατρείδη, ανήμπορος το πάθος του να πάψει:
« Μέθυσε, σκυλομούρη εσύ, που ‘χεις καρδιά από ελάφι, 225
ποτέ σου εσύ δεν τόλμησες μαζί με το στρατό σου
να πας σ’ ενέδρα ή πόλεμο σαν γνήσιος πολεμάρχος,
όπως οι υπόλοιποι αρχηγοί, φυλάγοντας τη ζωή σου.
Βρίσκεις πολύ ευκολότερο ν’ αρπάζεις τις γυναίκες
μες στο πλατύ στρατόπεδο απ’ όποιον σε πειράξει. 230
Λαοφάγος είσαι βασιλιάς γιατί δειλούς προστάζεις,
αλλιώς αυτή σου η προσβολή θα ‘τανε κι η στερνή σου.
Αλλά άκου τώρα τι θα πω και ποιο όρκο εγώ θα πάρω:
Ναι, μα το σκήπτρο που κρατώ, που πια δεν έχει φύλλα
ή κλώνια αφότου κόπηκε απ’ τον κορμό του δέντρου, 235
ούτε θα βγάλει αφού ο χαλκός τριγύρω του έχει γδάρει
τη φλούδα και τα φύλλα του και τώρα το κρατάνε
στα χέρια οι δικαστές Αχαιοί για να απονέμουν δίκιο
κατά του Δία τη θέληση -- κι αυτός βαρύς είναι όρκος --
θα ‘ρθει μια μέρα που οι Αχαιοί θα αποθυμήσουν όλοι 240
τον Αχιλλέα και τότε εσύ, παρόλο τον καημό σου,
δε θα μπορείς να τους βοηθάς κι όταν πολλοί θα πέφτουν
σφαγμένοι απ’ τον αντροφονιά τον Έκτορα, θα λιώνεις
γιατί τον πιο ένδοξο Αχαιό τον έχεις ατιμάσει». 244
Επέμβαση Νέστορα
Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος και πέταξε το σκήπτρο 245
ντυμένο με χρυσόκαρφα και κάθισε κατόπιν
κι αντίκρυ ο Ατρείδης έβραζε κι ο Νέστωρ απ’ την Πύλο
σηκώθηκε, ο γλυκόλαλος ομιλητής, μπροστά τους,
που από το στόμα του έβγαινε φωνή γλυκιά σα μέλι.
Είχαν περάσει δυο γενιές ανθρώπων στη ζωή του 250
που ζήσαν κι ανατράφηκαν στην όμορφη την Πύλο
κι τώρα εκείνος στη γενιά βασίλευε την τρίτη.
Αυτός λοιπόν με φρόνηση μιλώντας σ’ όλους είπε:
«Πω, πω! Μεγάλη συμφορά τους Αχαιούς πλακώνει,
θά ‘ναι πολύ χαρούμενος ο Πρίαμος κι γιοι του 255
και θα πανηγυρίζουνε κι υπόλοιποι όλοι οι Τρώες,
σαν μάθουν πως τρωγόσαστε οι δυο αναμεταξύ σας,
εσείς που οι πρώτοι είστε Αχαιοί στο νου και στους πολέμους.
Όμως ακούστε με, επειδή κι οι δυο είστε νεότεροί μου.
Έχω από εσάς καλύτερους κάποτε εγώ γνωρίσει, 260
που τις δικές μου συμβουλές δεν τις περιφρονούσαν.
Άλλους δεν είδα σαν αυτούς ούτε θα δω ποτέ μου,.
σαν τον Πειρίθοο ή τον Καινέα ή τον αφέντη Δρύαντα
ή τον τρανό Πολύφημο είτε σαν τον Εξάδιο
ή τον Θησέα του Αιγέα το γιο, που όμοιος με θεό φαινόταν. 265
Ήταν εκείνοι οι πιο γενναίοι σ’ όλη τη γη λεβέντες,
ήταν γενναίοι και με γενναίους πάντοτε πολεμούσαν,
κόντρα σε ανήμερα θεριά βουνίσια και νικούσαν.
Μ’ αυτούς εγώ συμμάχησα κινώντας απ’ την Πύλο
και φτάνοντας στη μακρινή τη γη όπου με καλέσαν 270
και πολεμούσα αυτόνομος, μα εκείνους δεν υπάρχουν
άνθρωποι τώρα τόσο ανδρείοι που να τους πολεμούσαν.
Αυτοί οι γενναίοι με προσοχή τις συμβουλές μου ακούγαν,
ακούστε με λοιπόν κι εσείς και δε θα μετανιώστε.
Παρά τη δύναμή σου, εσύ, την κόρη μην του παίρνεις, 275
αλλά άσ’ τη όπου την έδωσαν τιμητικά οι Αργίτες,
κι εσύ, Αχιλλέα, αντίπαλος μην επιμένεις να ‘ σαι
στο βασιλιά, επειδή κανείς ίση τιμή δεν έχει
με τον σκηπτούχο βασιλιά που ο Δίας του δίνει κύρος.
Κι αν είσαι ανδρείος ή κι αν θεά σε γέννησε μητέρα, 280
αυτός ορίζει πιο πολλούς κι έτσι είναι ανώτερός σου.
Ατρείδη, σε παρακαλώ, κατάπαυσ’ την οργή σου
και ξέχασε την έχθρητα που σου άναψε ο Αχιλλέας,
γιατί είν’ το πρώτο αυτός για μας προπύργιο στους πολέμους».
Τότε απαντώντας είπε αυτά ο μέγας Αγαμέμνων: 285
«Ναι γέροντα, όλα γνωστικά και μετρημένα τα ‘πες,
όμως αυτός ανώτερος απ’ όλους θέλει να ‘ναι,
όλα όσα λέει να γίνονται, να βασιλεύει σ’ όλους,
σ’ όλους να δίνει διαταγές, μα ποιος θα τον ακούσει.
Κι αν οι αθάνατοι θεοί τον κάναν αντρειωμένο 290
γι’ αυτό και του επιτρέπουνε βρισιές να ξεστομίζει;»
Μα εκεί το λόγο του έκοψε ο ημίθεος Αχιλλέας:
«Στ’ αλήθεια θα με λέγανε δειλό και τιποτένιο
αν πάντα υποχωρούσα εγώ σε κάθε σου κουβέντα.
Σ’ άλλους να δίνεις προσταγές που δεν περνάν σε μένα, 295
γιατί δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να σ’ ακούσω,
και κάτι ακόμα θα σου πω και βάλ’ το στο μυαλό σου.
Στα χέρια εγώ δεν θα πιαστώ μ’ εσένα ούτε και μ’ άλλον,
γιατί ό,τι μου αφαιρείτε εσείς μου τό ‘χατε δοσμένο.
Μα απ’ τ’ άλλα που έχω στο γοργό και μαύρο μου καράβι 300
δεν θα πειράξεις τίποτε χωρίς τη θέλησή μου.
Αν σου βαστάει δοκίμασε για να το μάθουν όλοι,
το μαύρο σου αίμα γρήγορα το δόρυ μου θα βάψει». 303
Παράδοση Χρυσηίδας και Βρισηίδας
Αφού έτσι οι δυο μαλώσανε με τέτοια βίαια λόγια
διαλύσαν πια τη σύναξη τριγύρω απ’ τα καράβια 305
και τότε πήγε ο Αχιλλέας στα πλοία και στις σκηνές του
με συνοδεία τον Πάτροκλο και τους δικούς του ανθρώπους,
κι ο Ατρείδης ένα γρήγορο ετοίμασε καράβι
με κωπηλάτες διαλεχτούς είκοσι και σφαχτάρια
για τη θυσία κι ανέβασε μετά και τη Χρυσηίδα 310
κι όρισε μέσα πρεσβευτή τον πάνσοφο Οδυσσέα.
Κι ενώ στο κύμα αρμένιζαν εκείνοι του πελάγου,
ο Ατρείδης έδωσε εντολή να ξεπλυθούν οι οπλίτες
κι αυτοί καθαριστήκανε και τα αποπλύματα όλα
τα πέταξαν στη θάλασσα και για θυσία στο Φοίβο 315
σφάξανε ταύρους και τραγιά κοντά στο γυρογιάλι
κι ανέβαινε ψηλά ο καπνός της μυρωδάτης κνίσας.
Μ’ αυτά ασχολιόταν ο στρατός, μα ο Ατρείδης τό ‘χε πείσμα
να εκδικηθεί τον Αχιλλέα καθώς του τό ‘χε τάξει
και φώναξε τους κράχτες του Ταλθύβιο κι Ευρυβάτη 320
που ήταν πιστοί υποτακτικοί κι ακόλουθοί του κι είπε:
«Να πάτε αμέσως στη σκηνή του Αχιλλέα οι δυο σας,
να πάρτε και να φέρτε εδώ την όμορφη Βρισηίδα.
Κι αν δεν τη δώσει θά ‘ρθω εγώ με πιο πολλούς και τότε
θα του την πάρω, όμως αυτό χειρότερο θα τό’ βρει». 325
Αυτά είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια
κι εκείνοι, θέλοντας και μη, τραβήξαν στο ακρογιάλι
μέχρι που φτάσανε κοντά στα πλοία των Μυρμιδόνων.
Τον βρήκαν καθισμένο πλάι στο πλοίο και στη σκηνή του
και σίγουρα δε χάρηκε καθόλου που τους είδε. 330
Κι αυτοί όμως μπρος στο βασιλιά από ντροπή και φόβο
στέκονταν παγωμένοι εκεί χωρίς να βγάζουν λέξη.
Όμως αυτός κατάλαβε γιατί ήρθαν και τους είπε:
«Καλώς ορίσατε των θεών κι αντρών μαντατοφόροι,
ελάτε, δε μου φταίτε εσείς, μου φταιει ο Αγαμέμνων 335
που έστειλε εσάς να πάρετε την όμορφη Βρισηίδα.
Πάτροκλε, φίλε γκαρδιακέ, βγάλε έξω την κοπέλα
και δώσ’ τη να την πάνε αυτοί και μάρτυρες ας είναι
μπρος στους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους
και στο σκληρό το βασιλιά, αν με χρειαστούν ποτέ τους 340
να σώσω από φριχτό χαμό το δόλιο εγώ στρατό τους.
Γιατί μες στο θυμό του αυτός τά’ χει εντελώς χαμένα
και δεν μπορεί να δει μπροστά ούτε κοιτάζει πίσω
πώς θα τα βγάλουν πέρα αυτοί στον πόλεμο όταν λείπω».
Κι ο Πάτροκλος υπάκουσε στου φίλου του τα λόγια 345
και τη Βρισηίδα βγάζοντας απ΄ τη σκηνή στους κράχτες
την έδωσε για να την παν κι αυτοί γυρίσαν πίσω
στα πλοία και βάδιζε μαζί κι η κόρη λυπημένη. 348
Συνομιλία Αχιλλέα και Θέτιδας
Κι ο Αχιλλέας παράμερα κάθισε στο ακρογιάλι
κοιτάζοντας το απέραντο πέλαγο λυπημένος 350
κι απλώνοντας τα χέρια του στη μάνα του είπε τούτα:
«Μάνα μου, αφού με γέννησες ολιγοχρονισμένο,
τουλάχιστον του Κρόνου ο γιος ο αστραπορίχτης Δίας
θά ‘πρεπε να με σέβονταν μ’ αυτός μ’ έχει ξεχάσει.
Να, τώρα εδώ με πρόσβαλε ο μέγας Αγαμέμνων 355
και μου άρπαξε το δώρο μου και τό ‘χει πια δικό του».
Είπε θρηνώντας κι άκουσε η σεβαστή του μάνα
που έμενε με το γέρο της πατέρα μες στα βάθη
και σαν αντάρα πρόβαλε καβάλα στο άσπρο κύμα
και στο πλευρό του κάθισε κι ενώ βογκούσε εκείνος 360
του χάιδεψε το χέρι του και τού ‘πε αγαπημένα
«Μην κλαις παιδί μου, τι κακό σου τρώει τα σωθικά σου,
πες το να ξέρουμε κι οι δυο και μυστικό μην το ΄χεις».
Κι ο ανεμοπόδης Αχιλλέας στενάζοντας της είπε:
«Τα ξέρεις όλα, τι να πω, μην τάχα δεν τα ξέρεις; 365
Στην άγια Θήβα πήγαμε, την πόλη του Ηετίωνα
που την πατήσαμε κι εδώ το κούρσος φέραμε όλο
και το μοιράσαν οι Αχαιοί με δίκιο ανάμεσά τους
και στον Ατρείδη μερτικό δώσαν τη Χρυσηίδα.
Ο Χρύσας τότε, ο λειτουργός του τοξορίχτη Φοίβου, 370
ήρθε απ΄ τη Χρύσα ως τα γοργά των Αχαιών καράβια
να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του με λύτρα,
κρατώντας πάνω στο χρυσό το σκήπτρο του στεφάνια
του τοξοβόλου Απόλλωνα κι όλους παρακαλούσε
τους Αχαιούς και πιο πολύ τους δυο αρχηγούς Ατρείδες. 375
Κι ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί φωνάζοντας ζητούσαν
να σεβαστούν το λειτουργό και να δεχτούν τα λύτρα,
ο Ατρείδης Αγαμέμνονας πετάχτηκε οργισμένος,
τον έδιωξε με προσβολές και του είπε αγροίκα λόγια.
Έτσι οργισμένος έφυγε ο γέρος, μα ο Απόλλων 380
άκουσε τις κατάρες του γιατί τον αγαπούσε
και στους Αργίτες έριξε πανούκλα και πεθαίναν
τα παλικάρια απανωτά και του θεού οι σαγίτες
πέφτανε πάνω στο στρατό των Αχαιών κι ο μάντης
που τά ΄ξερε όλα εξήγησε τις προσταγές του Φοίβου. 385
Πρώτος εγώ συμβούλεψα τον θεό να εξημερώσουν
όμως με τούτο σκύλιασε ο βασιλιάς Ατρείδης
κι είπε ένα λόγο φοβερό που πια τον έχει κάνει.
Γιατί πριν λίγο οι Αχαιοί στείλαν στο Χρύση πίσω
την κόρη του με πλοίο γοργό και με θυσία στο Φοίβο 390
και τώρα πάλι οι κήρυκες του βασιλιά μου πήραν
απ’ τη σκηνή την κοπελιά που οι άντρες μου χαρίσαν.
Μα βόηθα, μάνα, εσύ αν μπορείς τον αντρειωμένο γιο σου.
Πήγαινε βρες στον Όλυμπο το Δία κι ικέτεψέ τον
που μ΄ έργα ή λόγια κάποτε τον έχεις βοηθήσει. 395
Σ’ άκουσα εγώ πολλές φορές να λες και να καυχιέσαι
ότι τον μαυροσύννεφο το γιο του Κρόνου μόνη
μες στους θεούς τον έσωσες από άσχημη λαχτάρα
όταν οι θεοί πισθάγκωνα θέλανε να τον δέσουν,
η Ήρα κι η θεά Αθηνά κι ο θεός ο Ποσειδώνας. 400
Μα εσύ θεά τον γλίτωσες φωνάζοντας αμέσως
τον Εκατόγχειρα να ΄ρθεί στις κορυφές του Ολύμπου
που οι θεοί τον λεν Βριάρεω κι Αιγαίωνα οι ανθρώποι,
γιατί στη δύναμη περνάει και το γονιό του ακόμη.
Καμαρωτός κάθισε αυτός δίπλα στο γιο του Κρόνου
κι από το φόβο τους οι θεοί λευτέρωσαν το Δία. 405
Πιάσ’ του τα γόνατα λοιπόν κι αυτά όλα θύμισέ του
μήπως θελήσει τους εχθρούς τους Τρώες να βοηθήσει
γύρω στα πλοία στην αμμουδιά τους Αχαιούς να σφάζουν,
για να χαρούν το βασιλιά τον προκομμένο έτσι όλοι
και να αισθανθεί το λάθος του κι ο Ατρείδης Αγαμέμνων 410
που πρόσβαλε τον πιο ένδοξο μες στους Αχαιούς λεβέντη».