Η γεωγραφική περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου Μεγ.Βρετανίας και Ιρλανδίας αποτελείται από ένα νησιωτικό σύμπλεγμα που ονομάζεται Βρετανικές Νήσοι (British Islands) και ορίζεται προς Βορά και Ανατολή από την Βόρεια Θάλασσα, προς την Δύση από τον Ατλαντικό Ωκεανό και προς Νότο από τον πορθμό της Μάγχης (ολική έκταση 315.093 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.000 της Ελλάδας).
Τα δύο μεγαλύτερα νησιά ονομάζονται Βρετανία (Britain, το ανατολικό, <πρυτανεία <πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη) και Ιρλανδία (Ireland, το δυτικό, <Ιέρνη < ιερή + νοεί = χώρα ανθρώπων με ευσεβείς διαθέσεις), υπάρχουν όμως άλλα 5000 μικρότερα νησιά από τα οποία κατοικούνται περίπου διακόσια. Από τα μικρά νησιά γνωστότερα είναι οι Δυτικές Εβρίδες (Western Hebrides, στον Ατλαντικό Ωκεανό στο Βορειοδυτικό άκρο της Βρετανίας) και οι Ορκάδες Νήσοι (Orkney Islands, στο Βόρειο άκρο της Βρετανίας). Μεταξύ των δύο μεγάλων νησιών σχηματίζεται η Ιρλανδική Θάλασσα.
Το Βορειοδυτικό τμήμα της Βρετανίας παρουσιάζεται ορεινό, ενώ το νοτιοανατολικό πεδινό. Τα κυριότερα βουνά, που έχουν γενικά μέτριο ύψος, είναι τα Βόρεια Χάιλαντς (NorthernHighlands, μέγιστο ύψος 1182 μέτρα), τα Γκραμπιανά Όρη (Grampian Mountains, μέγιστο ύψος 1347 μέτρα), τα Νότια Άπλαντς (Southern Uplands, μέγιστο ύψος 843 μέτρα), η οροσειρά των Πεννίνων στον κεντρικό άξονα του νησιού (Pennines, μέγιστο ύψος 893 μέτρα) και τα Καμβριανά Όρη (Cambrian Mountains, μέγιστο ύψος 1085 μέτρα). Κυριότερα ποτάμια είναι ο Τάμεσης (Thames), ο Όουζ (Ouse), ο Τρεντ (Trent), ο Σέβερν (Severn) και ο Έιβον (Avon).
Η Ιρλανδία είναι μια μεγάλη πεδιάδα που περικλείεται από ένα δακτύλιο από βουνά μέτριου ύψους με μέγιστο υψόμετρο 1041 μέτρα στο όρος Κέρυ (Kerry) στο Νότιο άκρο του νησιού. Σημαντικότερο ποτάμι είναι ο Σάνον (Shannon).
Το κλίμα και των δύο νησιών, χάρη στους νοτιοδυτικούς άνεμους που πνέουν από το Μεξικό ακολουθώντας το θαλάσσιο «ρεύμα του κόλπου», είναι ήπιο, χωρίς υπερβολικό κρύο το χειμώνα ούτε καύσωνες το καλοκαίρι, αλλά υγρό, με πολλές ομίχλες, απότομες μεταβολές του καιρού και πολύ χαμηλό ποσοστό ηλιοφάνειας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Λονδίνο είναι 593 χιλιοστά (έναντι 402 της Αθήνας), ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 11 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 4 μέχρι 20) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30).
Σε αντιστοιχία με τους λαούς που κατοικούν εκεί (των οποίων ο ολικός πληθυσμός το 2000 ήταν 62.706.000 κάτοικοι), τα νησιά διαιρούνται διοικητικά σε τέσσερις χώρες. Η Αγγλία (<άνω + Γαλλία [νγ>γγ] <Γαλατία <Κελετία <κέλης + έχω) βρίσκεται στο κεντρικό και νοτιοανατολικό τμήμα της Βρετανίας, η Ουαλία (<Ουαλλός <βάλλω [=πλήττω, καταβάλλω] = αυτός που μπορεί να καταβάλλει [να νικάει], δυνατός) στο νοτιοδυτικό και η Σκοτία (<σκότος = χώρα του σκότους) στο βόρειο. Η Ιρλανδία (<Ιέρνη < ιερή + νοεί = χώρα ανθρώπων με ευσεβείς διαθέσεις >Ιέρνη + λάνδη [<λάας+άνω+γη = χώρα]) διαιρείται σε Βόρεια, που καταλαμβάνει το μέγιστο του γεωγραφικού διαμερίσματος του Ούλστερ (Ulster) και Νότια, που καταλαμβάνει τα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα του νησιού (Λένστερ - Leinster, Μούνστερ - Munster, Κόνωτ - Connaught και το υπόλοιπο του Ούλστερ - Ulster).
Το 1707 οι χώρες που βρίσκονται στο νησί της Βρετανίας συνενώθηκαν σε ενιαίο κράτος, στο οποίο δόθηκε το όνομα Μεγάλη Βρετανία. Το 1800 η Ιρλανδία ενώθηκε με την μεγάλη Βρετανία και δημιουργήθηκε νέο κράτος με τίτλο Ηνωμένο Βασίλειο (United Kingdom), το οποίο περιλάμβανε όλες τις χώρες των Βρετανικών Νήσων. Όμως το 1921 το Ηνωμένο Βασίλειο περιορίστηκε στην ένωση της Μεγάλης Βρετανίας με την Βόρεια Ιρλανδία μόνο, καθώς η Νότια Ιρλανδία εντάχθηκε ως Ελεύθερο Κράτος (Free State) σε ένα είδος ομοσπονδίας με δική της ξεχωριστή κυβέρνηση και κοινοβούλιο. Με το Σύνταγμα του 1922 το Ελεύθερο Κράτος ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Eire). Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός IRA (Irish Republican Army) συνεχίζει να πιέζει μέχρι τις μέρες μας, με μέσα συχνά βίαια, για την ενοποίηση του νησιού.
Η Αγγλία (πληθυσμός 49.150.000 κάτοικοι) διαιρείται διοικητικά σε 50 Κομητείες, που είναι αντίστοιχες με τους Ελληνικούς Νομούς και στα Αγγλικά ονομάζονται Counties. Οι μεγαλύτερες πόλεις είναι το Λονδίνο (London 6.767.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα της Αγγλίας, το Μπέρμινχαμ (Birmingham 1.007.000 κάτοικοι), το Λίβερπουλ (Liverpool 510.000 κάτοικοι), το Ληντς (Leeds 505.000 κάτοικοι), το Σέφιλντ (Sheffield 502.000 κάτοικοι), το Μάντσεστερ (Manchester 500.000 κάτοικοι), το Μπράντφορντ (Bradford 450.000 κάτοικοι), το Μπρίστολ (Bristol 430.000 κάτοικοι), το Κόβεντρυ (Coventry 335.000 κάτοικοι), το Νόττινχαμ (Nottingham 305.000 κάτοικοι), το Χαλ (Hull 300.000 κάτοικοι), το Λέστερ (Leicester 280.000 κάτοικοι) και το Σαουθάμπτον (Southampton 220.000 κάτοικοι) .
Η Σκοτία (πληθυσμός 5.050.000 κάτοικοι) μπορεί να διακριθεί σε τέσσερα γεωγραφικά διαμερίσματα, Βόρεια, Ανατολικοκεντρική, Κεντρική και Νότια Σκοτία (Highlands, East Lowlands, Central Lowlands και Southern Uplands) και διαιρείται σε 10 Κομητείες. Κυριότερες πόλεις είναι η Γλασκόβη (Glasgow 734.000 κάτοικοι), το Εδιμβούργο (Edinburgh 450.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα της Σκοτίας, το Άμπερντην (Aberdeen 200.000 κάτοικοι) και το Νταντή (Dundee 182.000 κάτοικοι).
Η Ουαλία (πληθυσμός 2.930.000 κάτοικοι) διαιρείται σε 8 Κομητείες με κυριότερες πόλεις το Κάρντιφ (Cardiff 280.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα από το 1955, και το Σουανσή (Swansea 175.000 κάτοικοι).
Η Βόρεια Ιρλανδία (πληθυσμός 1.700.000 κάτοικοι) περιλαμβάνει έξι περιοχές που ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ούλστερ (Ulster) του νησιού της Ιρλανδίας (Άντριμ-Antrim, Ντάουν-Down, Άρμαγκ-Armagh, Λοντοντέρυ-Londonderry, Τυρόν-Tyrone και Φέρμαναγκ-Fermanagh), με σπουδαιότερες πόλεις το Μπέλφαστ (Belfast 360.000 κάτοικοι), το Λοντοντέρυ (Londonderry 50.000 κάτοικοι), το Λίσμπουρν (Lisburn 30.000 κάτοικοι) και το Κολερέιν (Coleraine 15.000 κάτοικοι).
Η Δημοκρατία της Ιρλανδίας (με πληθυσμό 3.917.000 κάτοικους στην Νότια Ιρλανδία), περιλαμβάνει όπως προαναφέρθηκε τα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα του νησιού (Λένστερ - Leinster, Μούνστερ - Munster, Κόνωτ - Connaught και το υπόλοιπο του Ούλστερ - Ulster). Κυριότερες πόλεις είναι το Δουβλίνο (Dublin με 650.000 κατοίκους στο Λένστερ), το Κορκ (Cork με 125.000 κατοίκους στο Μούνστερ) και το Λίμερικ (Limerick με 60.000 κατοίκους επίσης στο Μούνστερ). Μικρότερες πόλεις είναι οι Ουότερφορντ (Waterford στο Μούνστερ) και Γκαλουέι (Galway) και Άθλον (Athlone) στο Κόνωτ.
Η πυκνότητα πληθυσμού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 246 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 57 της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 92 % (έναντι 58 % της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 παθητικό 408 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 2708 και εξαγωγές 2300 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 513 δολαρίων της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 747 της Ελλάδας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών του Ηνωμένου Βασιλείου είχε σχέση με τις χώρες Γερμανία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Γαλλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Ελβετία, Σουηδία και Σαουδική Αραβία. Τέλος το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 30.900 δολάρια (έναντι 34.100 της Ιρλανδίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στο Ηνωμένο Βασίλειο παράγουν κυρίως σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, πατάτες, σακχαρότευτλα και λυκίσκο. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο και πρόβειο κρέας, πουλερικά και ψάρια καθώς και γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Μόνο 2 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 15 % της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και 26 % της Ελλάδας). 62% του πληθυσμού απασχολείται σε παροχή υπηρεσιών, 26 % στην βιομηχανική παραγωγή, 7% στις μεταφορές και 3 % στα ορυχεία και στην παραγωγή ενέργειας. Τα ορυκτά προϊόντα εκτός από γαιάνθρακα, περιλαμβάνουν κυρίως σιδηρομετάλλευμα, μετάλλευμα καλίου, ασβεστολιθικά πετρώματα, φθοριούχα άλατα και μεταλλεύματα κασσιτέρου, μολύβδου και ψευδάργυρου.
α. Γεώργιος ΣΤ (1936 – 1952)
Ο Γεώργιος ΣΤ΄ (1895 - 1952) γεννήθηκε στο Σάντρινγκχαμ (Sandringham) της Αγγλίας και ήταν γιος του δούκα της Υόρκης, και μετέπειτα βασιλιά Γεωργίου Ε΄, και της δούκισσας της Υόρκης Μαίρης του Τεκ. Ήταν περισσότερο γνωστός με το όνομα Αλβέρτος. Από το 1909 παρακολουθούσε μαθήματα στο Ναυτικό Βασιλικό Κολέγιο του Όσμπορν, αλλά στις εξετάσεις κατατάχθηκε τελευταίος στην τάξη του. Παρ' όλα αυτά συνέχισε τις σπουδές του και στο Ναυτικό Βασιλικό Κολέγιο στο Ντάρτμουθ. Παρακολούθησε διάφορες μάχες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αναγκάστηκε να αποσυρθεί εξαιτίας μιας αρρώστιας που τον ταλαιπωρούσε. Στις 11 Δεκεμβρίου του 1936 ο αδερφός του, Εδουάρδος Η΄, παραιτήθηκε από τον θρόνο προτιμώντας να ζήσει ως κοινός θνητός με την γυναίκα της επιλογής του, την διαζευγμένη Γουόλις Σίμπσον, με αποτέλεσμα ο πρίγκιπας Αλβέρτος να τον διαδεχθεί ως Γεώργιος ΣΤ΄. Η στέψη πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου του 1937. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Μεγάλη Βρετανία αντιμετώπισε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Ιούνιο του 1944 επισκέφθηκε τις ακτές της Νορμανδίας, δέκα μέρες μετά τη Συμμαχική απόβαση και στη συνέχεια ταξίδεψε για να επιθεωρήσει τα στρατεύματα στην Ιταλία. Το 1947 παραιτήθηκε από τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ινδιών, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ανεξαρτησία της χώρας. Απεβίωσε στον ύπνο του στις 6 Φεβρουαρίου του 1952 στο Σάντρινγκχαμ και ενταφιάστηκε στο κάστρο Ουίνδσορ. Ήταν νυμφευμένος με την Ελίζαμπεθ Μπάουες-Λίον (Bowes-Lyon) και είχε δύο κόρες, τη μετέπειτα βασίλισσα Ελισάβετ και τη Μαργαρίτα. Το 2010, ο Γεώργιος ΣΤ΄ ενσαρκώθηκε κινηματογραφικά από τον Κόλιν Φερθ, στην ταινία "Ο λόγος του Βασιλιά", που κέρδισε για την ερμηνεία του Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου, ενώ και η ταινία, που αναφερόταν στο πρόβλημα άρθρωσης του Γεωργίου ΣΤ΄, κατέκτησε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
β. Ελισάβετ Β (1952 - )
Η Ελισάβετ Β΄ (Elizabeth II, Ελισάβετ Αλεξάνδρα Μαρία, Elizabeth Alexandra Mary, γεννημένη την 21η Απριλίου 1926) ανέβηκε στο θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου στις 6 Φεβρουαρίου 1952 και αποτελεί τον μακροβιότερο μονάρχη στην ιστορία του και η μακροβιότερη βασίλισσα στην παγκόσμια ιστορία. Ήταν το πρώτο παιδί του Πρίγκιπα Αλβέρτου, (μετέπειτα Βασιλιά Γεώργιου ΣΤ΄), και της συζύγου του Ελισάβετ. Η ίδια και η αδελφή της Μαργαρίτα εκπαιδεύτηκαν κατ' οίκον υπό την επίβλεψη της μητέρας τους και της γκουβερνάντας τους σε μαθήματα που εστιάζονταν στην ιστορία, τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, τη μουσική και αργότερα τη συνταγματική ιστορία, ενώ διδάχτηκε γαλλικά από γαλλόφωνες γκουβερνάντες. Κατά την παιδική ηλικία της εντυπωσίασε ως ένα κεφάτο, αλλά λογικό και καλότροπο, μικρό κορίτσι,. Όταν ο πατέρας της έγινε βασιλιάς, εκείνη έγινε διάδοχος του θρόνου. Κατά την διάρκεια του πολέμου, οι πριγκίπισσες Ελισάβετ και Μαργαρίτα εγκαταστάθηκαν στο Κάστρο Μπαλμόραλ της Σκωτίας και τα Χριστούγεννα του 1939 μετακινήθηκαν στην Οικία Σάντριγχαμ στο Νόρφολκ. Από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 1940 έζησαν στο Βασιλικό Οίκημα των Ουίνδσορ, όπου πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος των πέντε ετών του πολέμου. Σε ηλικία 18 ετών έγινε μέλος του Συμβουλίου του Κράτους, και σε περίπτωση ανικανότητας ή απουσίας του πατέρα της στο εξωτερικό μπορούσε να αναλάβει επίσημα καθήκοντα. Στο τέλος του πολέμου στην Ευρώπη, στις 8 Μαΐου 1945, οι πριγκίπισσες Ελισάβετ και Μαργαρίτα ανακατεύτηκαν ανώνυμα με τα πλήθη που πανηγύριζαν στους δρόμους του Λονδίνου. Το 1947 η Πριγκίπισσα Ελισάβετ πραγματοποίησε το πρώτο της υπερπόντιο ταξίδι, συνοδεύοντας τους γονείς της στη Νότια Αφρική. Το 1934 και το 1937 συνάντησε τον μελλοντικό σύζυγό της, δεύτερο εξάδελφό της, Πρίγκιπα Φίλιππο της Ελλάδας και της Δανίας, (γιο του Πρίγκιπα Ανδρέα, που είχε κριθεί συνένοχος από στρατοδικείο στην Ελλάδα για πράξεις που προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή). Ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε επίσημα στις 9 Ιουλίου 1947 και δημιούργησε διαμάχη, καθώς ο Φίλιππος δεν είχε οικονομική ισχύ, ήταν γεννημένος σε άλλη χώρα και είχε αδερφές που είχαν παντρευτεί Γερμανούς ευγενείς με ναζιστικές διασυνδέσεις. Η Ελισάβετ και ο Φίλιππος τέλεσαν τον γάμο τους στις 20 Νοεμβρίου 1947 στο Αβαείο του Ουέστμινστερ και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Κάρολο, Πρίγκιπα της Ουαλίας (γεν. 14 Νοεμβρίου 1948), την Πριγκίπισσα Άννα (γεν. 15 Αυγούστου 1950), τον Πρίγκιπα Ανδρέα, Δούκα της Υόρκης (γεν. 19 Φεβρουαρίου 1960) και τον Πρίγκιπα Εδουάρδο, Κόμη του Ουέσσεξ γεν. 10 Μαρτίου 1964).
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1952 και ενώ βρίσκονταν στην Κένυα, διαδόθηκε η είδηση για το θάνατο του πατέρα της. Λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε βασίλισσα, ενώ το όνομα Ουίνδσορ θα συνέχιζε να υφίσταται ως όνομα του βασιλικού οίκου. Η ενθρόνισή της ήταν η πρώτη στέψη που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε όλο τον κόσμο. Κατά τα πρώτα χρόνια της στο θρόνο, η Βρετανική Αυτοκρατορία μετασχηματίστηκε σε Κοινοπολιτεία των Εθνών. Τα έτη 1953 -54, η Βασίλισσα και ο σύζυγός της, ξεκίνησαν μια εξάμηνη παγκόσμια περιοδεία. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, πραγματοποίησε πολλά επίσημα ταξίδια σε ξένες χώρες και έγινε η πιο πολυταξιδεμένη αρχηγός κράτους στην ιστορία. Τον Νοέμβριο του 1956, η Βρετανία και η Γαλλία εισέβαλαν στην Αίγυπτο σε μια εν τέλει αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν την Διώρυγα του Σουέζ. Δύο μήνες αργότερα όμως ο Άντονυ Ήντεν παραιτήθηκε εξαιτίας του αδιεξόδου στο μέτωπο της Αιγύπτου. Η βασίλισσα διόρισε πρωθυπουργό τον Χάρολντ Μακμίλαν. Έξι χρόνια αργότερα, το 1963, ο Μακμίλαν παραιτήθηκε και συμβούλευσε τη βασίλισσα να διορίσει τον κόμη Άλεκ Ντάγκλας-Χομ ως πρωθυπουργό, συμβουλή που ακολούθησε. Το 1957 πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες και το 1961 περιόδευσε στην Κύπρο, την Ινδία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Ιράν, την Γκάνα και άλλες χώρες.
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 σημειώθηκε επιτάχυνση στην αποαποικιοποίηση της Αφρικής και της Καραϊβικής. Τότε, πάνω από 20 χώρες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανία ως μέρος της προγραμματισμένης μετάβασής τους σε καθεστώς αυτοδιοίκησης. Τον Φεβρουάριο του 1974, και ενώ η βασίλισσα βρισκόταν σε περιοδεία, ο Βρετανός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ την συμβούλευσε να επιστρέψει στη Βρετανία και να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές δεν έδωσαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα. Ο Χιθ παραιτήθηκε, όταν οι συζητήσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού κατέρρευσαν. Η Βασίλισσα, έπειτα, ζήτησε από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Χάρολντ Ουίλσον να σχηματίσει κυβέρνηση. Το 1978 η Βασίλισσα έκανε δεκτό τον Ρουμάνο δικτάτορα Νικολάου Τσαουσέσκου με τη σύζυγό του Έλενα. Την επόμενη χρονιά συνέβησαν δύο αρνητικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν η αποκάλυψη του Άντονι Μπλαντ, πρώην επιθεωρητή των φωτογραφιών της Βασίλισσας, ότι ήταν κομμουνιστής κατάσκοπος. Η δεύτερη ήταν η δολοφονία του συγγενή της Λούις Μαουντμπάττεν από ιρλανδική παραστρατιωτική οργάνωση.
Από τον Απρίλιο ως το Σεπτέμβριο του 1982 η Βασίλισσα ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη, εξαιτίας του Πολέμου των Φώκλαντ, στον οποίο συμμετείχε ο γιος της Πρίγκιπας Ανδρέας. Στις 9 Ιουλίου του ίδιου έτους η Βασίλισσα ξύπνησε στην κρεβατοκάμαρά της στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ διαπιστώνοντας ότι είχε εισέλθει εκεί ένας εισβολέας, που ήταν άνεργος πατέρας, ο οποίος βρισκόταν αρκετή ώρα στο κτίριο των ανακτόρων, ενώ έκατσε και στο θρόνο της Βασίλισσας. Στα τέλη του 1983 ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν εξαπέλυσε επίθεση στη Γρενάδα για να ανατρέψει τον κομμουνιστή ηγέτη της. Αυτό όμως ενόχλησε ιδιαίτερα την Βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία ήταν μονάρχης της Γρενάδας που αποτελούσε μέρος της Κοινοπολιτείας. Αργότερα η γενική συνέλευση του ΟΗΕ έκρινε την πράξη των ΗΠΑ ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Αυτήν την περίοδο, τα αντιμοναρχικά αισθήματα είχαν αυξηθεί στη Βρετανία, εξαιτίας των σχολίων του τύπου για τον πλούτο της Βασίλισσας.
Το 1991, μετά το τέλος του Πολέμου του Κόλπου, η Ελισάβετ επισκέφτηκε και αγόρευσε στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, χαρακτηρίζοντας τη βία στείρα. Τον Μάρτιο του 1992 ο δεύτερος γιος της Πρίγκιπας Ανδρέας και η σύζυγός του Σάρα Φέργκιουσον πήραν διαζύγιο. Τον Απρίλιο η κόρη της Πριγκίπισσα Άννα χώρισε με το σύζυγό της Μαρκ Φίλιπς. Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στη Γερμανία, τον Οκτώβριο, εξαγριωμένοι διαδηλωτές στη Δρέσδη της πέταξαν αυγά. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ξέσπασε πυρκαγιά στο Κάστρο Ουίνδσορ, που προκάλεσε σοβαρές ζημιές. Λίγο αργότερα ο Πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ ανακοίνωσε μεταρρυθμίσεις των οικονομικών της βασιλικής οικογένειας, όπως η πληρωμή φόρου εισοδήματος. Τον Δεκέμβριο, ο Κάρολος, Πρίγκιπας της Ουαλίας και η σύζυγός του, Νταϊάνα, Πριγκίπισσα της Ουαλίας, χώρισαν, χωρίς να πάρουν διαζύγιο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι δημόσιες αποκαλύψεις σχετικά με την κατάσταση του γάμου του Καρόλου και της Νταϊάνας συνεχίστηκαν. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του διαζυγίου, που εκδόθηκε το 1996, η Νταϊάνα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι στις 31 Αυγούστου 1997.
Το 2002 εορτάστηκε το Χρυσό Ιωβηλαίο της Ελισάβετ (τα 50 χρόνια από την άνοδό της στο θρόνο). Η αδελφή και η μητέρα της πέθαναν το Φεβρουάριο και το Μάρτιο αντίστοιχα. Πραγματοποίησε όμως περιοδείες σε όλα τα βασίλεια της Κοινοπολιτείας, όπως είχε κάνει και το 1977. Παρότι γενικά ήταν υγιής σε όλη τη ζωή της, το 2003 πραγματοποίησε εγχείρηση και στα δύο της γόνατα. Τον Μάιο του 2007 η εφημερίδα The Daily Telegraph ανέφερε σε άρθρο της από ανώνυμες πηγές ότι η βασίλισσα ήταν «εξοργισμένη και απογοητευμένη» από τις πολιτικές του Βρετανού Πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, σχετικά με την παρουσία των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, αλλά και με άλλα εσωτερικά θέματα. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο, εκείνη αναγνώρισε τις προσπάθειες του Μπλερ για επίτευξη ειρήνης στη Βόρεια Ιρλανδία. Για δεύτερη φορά κατά τη βασιλεία της, η Ελισάβετ, απευθύνθηκε προς τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 2010, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το 2012 εορτάστηκε το Διαμαντένιο Ιωβηλαίο της Βασίλισσας (η 60η επέτειος από την άνοδό της στο θρόνο). Η Βασίλισσα και ο σύζυγός της πραγματοποίησαν μια εκτεταμένη περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα παιδιά και τα εγγόνια της πραγματοποίησαν περιοδείες σε χώρες της Κοινοπολιτείας εκ μέρους της. Στις 27 Ιουλίου 2012 η Ελισάβετ κήρυξε την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, συμμετέχοντας η ίδια σε μια ταινία μικρού μήκους με τον Ντάνιελ Κρεγκ.
α. Ουίνστον Τσόρτσιλ (1940-45,51-55)
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Leonard Spencer-Churchill, 1874 – 1965), πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, κατά τις περιόδους 1940-45 και 1951-55, γεννήθηκε στο Ανάκτορο Μπλενχάιμ της κομητείας της Οξφόρδης, γόνος εύπορης οικογένειας ευγενών. Σπούδασε αρχικά στη σχολή Χάρροου, όπου επέδειξε ενδιαφέρον για την αγγλική φιλολογία και την ιστορία και κατόπιν στη στρατιωτική ακαδημία. Αξιωματικός του ιππικού από το 1895, παρακολούθησε τον ίδιο χρόνο, ως στρατιωτικός παρατηρητής, τις επαναστατικές εξελίξεις στην Κούβα και το 1896 εντάχθηκε στα βρετανικά στρατεύματα των Ινδιών. Το 1898 εντάχθηκε στις βρετανικές δυνάμεις της Αιγύπτου και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις ανακατάληψης του Σουδάν. Μετά την αποτυχία του να εκλεγεί βουλευτής το 1899, προτίμησε να φύγει στη Νότια Αφρική, όπου είχε ξεσπάσει ο πόλεμος των Μπόερς και να αναλάβει και πάλι καθήκοντα πολεμικού ανταποκριτή της εφημερίδας Morning Post του Λονδίνου. Το 1900 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος (Τόρις). Το 1904 εντάχθηκε στους Φιλελεύθερους με τους οποίους επανεκλέχτηκε βουλευτής το 1906. Ως υπουργός των Ναυτικών, παρά τις ναυτικές επιτυχίες του, που είχαν ως αποτέλεσμα τον ναυτικό αποκλεισμό των κεντρικών αυτοκρατοριών, εισηγήθηκε την άτυχη για την Αντάντ επιχείρηση των Δαρδανελίων με συνέπεια να παραιτηθεί από το αξίωμα του πρώτου λόρδου του Ναυαρχείου. Φανατικός αντίπαλος των εργατικών, αλλά και πολέμιος της πολιτικής του κατευνασμού απέναντι στον φασισμό και στον ναζισμό που ακολουθούσαν ο Στάνλεϊ Μπάλντουιν (1935-37) και ο Νέβιλ Τσάμπερλεν (1937-40), έμεινε για δέκα ολόκληρα χρόνια στην αντιπολίτευση, διαφωνώντας συχνά και με το ίδιο το κόμμα του, κατακρίνοντας σε λόγους και άρθρα του κάθε συμβιβασμό με τις δικτατορικές ή ολοκληρωτικές σοσιαλιστικές ιδεολογίες.
Τον Μάιο του 1940 διαδέχτηκε τον Νέβιλ Τσάμπερλεν στην αρχηγία μιας κυβέρνησης συνασπισμού. Μετά την κατάρρευση και συνθηκολόγηση της Γαλλίας, η Βρετανία βρέθηκε μόνη της στον αγώνα ενάντια στη Γερμανία. Ο Χίτλερ επεδίωκε συμβιβασμό ή συμφωνία, έχοντας κατά νου την σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η στάση του Τσόρτσιλ ήταν αδιαπραγμάτευτη. Ανέλαβε πρωτοβουλία να ενισχύσει στο εσωτερικό το πνεύμα της αντίστασης, παρά τις δυσμενείς εξελίξεις των πρώτων μηνών του πολέμου, και στο εξωτερικό να προκαλέσει την επέμβαση των ΗΠΑ (την οποία θεωρούσε καθοριστική) και να πετύχει τη συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης. Μεταξύ 1941 και 1945 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ διέσχισε τον Ατλαντικό πέντε φορές για να συσκεφθεί με τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Φραγκλίνο Ρούζβελτ. Μετέβη δύο φορές στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τον Ιωσήφ Στάλιν το 1942 και τον Οκτώβριο του 1944, όταν έγινε η περίφημη διανομή των βαλκανικών χωρών. Ακόμα μετέβη το 1943 στο Κάιρο και την Τεχεράνη για τις αντίστοιχες διασκέψεις, στη Ρώμη το 1944 όπου συναντήθηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και τον Πάπα Πίο ΙΒ', στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945 για τη διαβόητη συμφωνία μεταξύ Ρούζβελτ-Τσόρτσιλ και Στάλιν, ενώ αρκετές φορές επισκέφθηκε το δυτικό μέτωπο και τον Ιούλιο του 1945 το Πότσδαμ για την τριμερή Διάσκεψη του Πότσδαμ με τον Χάρυ Τρούμαν και τον Στάλιν. Με τους χειρισμούς του υπήρξε από τους καθοριστικότερους παράγοντες στην τελική νίκη των Συμμάχων, ενώ καθιέρωσε και τον χαιρετισμό της νίκης με τα δύο δάχτυλα (V). Οι θέσεις του για κοινή αποδοχή μεταξύ των πρωταγωνιστών νικητών των σφαιρών επιρροής, αποδείχθηκαν παράγοντες τεταμένης ειρήνης μετά το τέλος του πολέμου. Τα Χριστούγεννα του 1944, ενώ μαίνονταν οι μάχες των κυβερνητικών και των βρετανικών δυνάμεων με τον ΕΛΑΣ, σε σύσκεψη στην Αθήνα της ηγεσίας όλου του ελληνικού πολιτικού φάσματος, και παρουσία των πρεσβευτών Η.Π.Α., Ε.Σ.Σ.Δ. και Γαλλίας, δεν άφησε αμφιβολίες για το ενδιαφέρον της Μεγάλης Βρετανίας για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Μεταπολεμικά εκδήλωσε την πλήρη αντίθεσή του στις πολιτικές επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης και το 1946 πρώτος αυτός χρησιμοποίησε τον όρο «Σιδηρούν παραπέτασμα». Από την αρχή του μεταπολέμου, υποστήριξε το σχηματισμό ενωμένης Ευρώπης, η οποία δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί χωρίς την οικονομική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και τη συμμετοχή της Γερμανίας. Ο Τσόρτσιλ, με διακοπή μερικών ετών, παρέμεινε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας έως τον Απρίλιο του 1955. Ανέπτυξε αξιόλογη ιστοριογραφική δραστηριότητα εκδίδοντας αρκετά βιβλία όπως: Η παγκόσμια κρίση του 1916-18 (The World Crisis, 4τ., 1922-29) που αναφέρεται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Ανατολικό μέτωπο (The Eastern Front), 1931, Η ιστορία τωναγγλόφωνων λαών (History of the English-Speaking Peoples), 1956-58. Το 1953 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας για το πεντάτομο έργου «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», που δημοσιεύτηκε από το 1948 έως το 1951. Πέθανε σε ηλικία 91 ετών. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες Βρετανοί. Δεν είπε ποτέ τη φράση “Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες”, που εφευρέθηκε στα χρόνια της Κατοχής και αποδόθηκε σ' αυτόν για λόγους εμψύχωσης των μαχόμενων Ελλήνων.
β. Κλέμεντ Άττλη (1945-51)
Ο Κλέμεντ Άττλη (Clement Richard Attlee, 1883 - 1967), ηγέτης του βρετανικού Εργατικού Κόμματος επί εικοσαετία (1935 - 1955), ήταν πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της περιόδου 1945 – 1951. Γεννήθηκε στο Πάτνεϊ (Putney) του Λονδίνου, γόνος μεσοαστικής οικογένειας με οκτώ παιδιά. Φοίτησε στο University College, Oxford, απ' όπου αποφοίτησε με πτυχίο Σύγχρονης Ιστορίας (1904). Στη συνέχεια ακολούθησε νομικές σπουδές και έγινε μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου. Από το 1906 έως το 1909 εργάστηκε ως διευθυντής του Haileybury House, ενός ιδρύματος στο Ιστ Εντ του Λονδίνου που έλεγχε το παλιό του σχολείο. Το 1908, έγινε μέλος του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος και δραστηριοποιήθηκε στην τοπική πολιτική του Λονδίνου. Το 1911 τοποθετήθηκε σε κυβερνητική θέση στην κυβέρνηση του Ντέιβιντ Λόιντ Τζωρτζ. Το 1912 ανέλαβε λέκτορας στο London School of Economics, αλλά το 1914 εγκατέλειψε τη θέση του για να καταταγεί στο βρετανικό στρατό λόγω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Καλλίπολης και τραυματίστηκε. Αργότερα στάλθηκε στο Ιράκ, όπου τραυματίστηκε σοβαρά και λίγο πριν τη λήξη του Πολέμου στάλθηκε στη Γαλλία, όπου υπηρέτησε στο δυτικό μέτωπο. Με τον τερματισμό του Πολέμου επέστρεψε στο London School of Economics, στο οποίο συνέχισε να διδάσκει μέχρι το 1923. Υπηρέτησε ως υφυπουργός στις Κυβερνήσεις του ΜακΝτόναλντ του 1924 και του 1929 - 1931. Το 1935 έγινε αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, όπου παρέμεινε επί εικοσαετία, αποτελώντας την κεφαλή της αντιπολίτευσης έως το 1940. Όταν ο Τσόρτσιλ σχημάτισε την Κυβέρνηση εθνικής ενότητας,, ο Άττλη ανέλαβε το αξίωμα του Υπουργού - Λόρδου Σφραγιδοφύλακα, παρά την ισχυρή αντιπολίτευση του κόμματός του, το οποίο είχε ειρηνευτικές διαθέσεις. Το 1942 ανέλαβε αναπληρωτής πρωθυπουργός και Υπουργός εσωτερικών, καθώς ο Τσόρτσιλ ήταν απασχολημένος με τον Πόλεμο. Με τον τερματισμό των εχθροπραξιών (Μάιος 1945) η νίκη των εργατικών ήρθε ως επακόλουθο της ειρηνευτικής πολιτικής που είχε ακολουθήσει το κόμμα. Η νίκη αυτή συνοδεύτηκε από αξιοσημείωτες αλλαγές στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο: Δημιουργήθηκε το Εθνικό σύστημα Υγείας, εθνικοποιήθηκαν πολλές βαριές βιομηχανίες και η Τράπεζα της Αγγλίας. Καταρτίστηκε, επίσης, ένα τεράστιο πρόγραμμα ανοικοδόμησης και νέο εθνικό σύστημα ασφάλισης. Σε διεθνές επίπεδο η Κυβέρνηση είδε την αποδόμηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και αντιμετώπισε το Σοβιετικό αποκλεισμό του Βερολίνου (1948-49) με τη δημιουργία αερογέφυρας και τη δημιουργία του ΝΑΤΟ. Οι Εργατικοί του Άττλη δεν κατάφεραν να κερδίσουν τις εκλογές του Οκτωβρίου 1951. Ακολούθησε δεύτερη εκλογική ήττα το 1955, ύστερα από την οποία ο Άττλη παραιτήθηκε. Το 2004 επελέγη ως ο πλέον αποτελεσματικός πρωθυπουργός της Βρετανίας για τον 20ό αιώνα σε δημοσκόπηση ανάμεσα σε πολιτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους.
γ. Άντονυ Ήντεν (1955-57)
Ο Ρόμπερτ Άντονυ Ήντεν (Robert Anthony Eden, 1897 – 1977), πολιτικός του Συντηρητικού Κόμματος, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1955 έως το 1957 και Υπουργός εξωτερικών επί τρεις δεκαετίες, γεννήθηκε στην Κομητεία του Ντάρχαμ (County Durham), γόνος συντηρητικής οικογένειας γαιοκτημόνων. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο 21ο Σύνταγμα του Σώματος των Βασιλικών Τυφεκιοφόρων, στη Γαλλία και έφθασε στο βαθμό του λοχαγού. Φοίτησε αρχικά στο Κολλέγιο Ήτον και, μετά τον Πόλεμο, στο Κράιστς Τσέρτς της Οξφόρδης, όπου σπούδασε ανατολικές γλώσσες. Μιλούσε άπταιστα Γαλλικά, Γερμανικά και Περσικά, και πολύ καλά Ρωσικά και Αραβικά. Στις γενικές εκλογές του 1923 εκλέχτηκε βουλευτής με το Συντηρητικό Κόμμα. Το 1931 ανέλαβε Υφυπουργός Εξωτερικών στην Εθνική Κυβέρνηση του Ράμσεϊ ΜακΝτόναλντ (Ramsay MacDonald). Το 1935 ανέλαβε Λόρδος Σφραγιδοφύλακας (Lord Privy Seal) και Υπουργός για την Κοινωνία των Εθνών στην Κυβέρνηση του Στάνλεϊ Μπάλντουϊν (Stanley Baldwin). Όπως οι περισσότεροι της γενιάς του, που είχαν ζήσει τον Πρώτο Πόλεμο, ο Ήντεν ήταν αντίθετος με οποιαδήποτε κατάσταση που εγκυμονούσε πόλεμο και εργαζόταν για την εξασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη. Το 1935 ορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών, θέση από την οποία παραιτήθηκε διαφωνώντας με την εξωτερική πολιτική του πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν. Ο Τσόρτσιλ τον επανέφερε στη θέση του Υπουργού Πολέμου στην Κυβέρνηση του 1940, όπου παρέμεινε μέχρι το 1945. Με τη δεύτερη πρωθυπουργία του Τσόρτσιλ (1951 - 1955) επανήλθε ως Υπουργός Εξωτερικών και, το 1955, τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία. Άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία και το Ισραήλ για τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της κυβέρνησης της Αιγύπτου του Στρατηγού Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ, όταν, το 1956, εθνικοποιήθηκε η Διώρυγα του Σουέζ. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν μπόρεσε να υποστηρίξει το βρετανικό εγχείρημα και η Βρετανία αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει, αποσύροντας τις δυνάμεις της, δείχνοντας ότι η Βρετανία δεν αποτελούσε πλέον παγκόσμια δύναμη ικανή να ρυθμίζει καταστάσεις στον πλανήτη. Ο Ήντεν αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Ιανουάριο του 1957, με καταρρακωμένη τη φήμη του: Το 2004 ακαδημαϊκοί των πολιτικών επιστημών τον ψήφισαν ως τον χειρότερο πρωθυπουργό του 20ού αιώνα. Η πρωθυπουργία του επισκιάστηκε επίσης από το Κυπριακό πρόβλημα, όπου τάχθηκε σαφώς εναντίον της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων.
δ. Χάρολντ Μακμίλαν (1957-63)
Ο Χάρολντ Μακμίλαν (Harold Macmillan, 1894 – 1986), συντηρητικός πολιτικός διετέλεσε πρωθυπουργός της Αγγλίας στα χρόνια 1957 – 1963), διαδεχόμενος τον Α. Ήντεν. Γεννήθηκε στην περιοχή Τσέλσι του Λονδίνου, εγγονός του Ντάνιελ Μακ Μίλαν ιδρυτή των ομωνύμων εκδόσεων. Σπούδασε σε κολέγιο της Οξφόρδης. Με το ξέσπασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου συμμετείχε στη μάχη του Σομμ στην οποία τραυματίστηκε σοβαρά, χωρίς να λάβει μέρος σε άλλες επιχειρήσεις. Το 1919 υπηρέτησε στο Κυβερνείο του Καναδά και το 1920 επέστρεψε στο Λονδίνο και στα επόμενα 20 χρόνια ασχολήθηκε με την οικογενειακή εκδοτική επιχείρηση, μέχρι το 1940, ενώ από το 1924 ασχολήθηκε παράλληλα και με την πολιτική, όταν εκλέχτηκε βουλευτής στο κόμμα των Συντηρητικών. Το 1940 ανέλαβε, προστατευόμενος του Τσόρτσιλ, κοινοβουλευτικός υφυπουργός Εφοδιασμού και δύο χρόνια μετά, υφυπουργός των Αποικιών. Περί τα τέλη του 1942, μετά τη συμμαχική απόβαση στη Βόρεια Αφρική διορίστηκε Βρετανός υφυπουργός στο Συμμαχικό Στρατηγείο της ΒΔ. Αφρικής και ακολούθως εκπρόσωπος της Αγγλικής κυβέρνησης παρά τη Γαλλική Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης. Τον Νοέμβριο του 1944 ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Συμμαχικής Επιτροπής στην Ιταλία. Τον Δεκέμβριο του 1944, κατά τα λεγόμενα Δεκεμβριανά, επισκέφθηκε την Αθήνα συνοδεύοντας τον Τσόρτσιλ. Αργότερα έλαβε ενεργό μέρος στην οργάνωση του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ το 1951, όταν επανήλθαν οι Συντηρητικοί στην εξουσία ανέλαβε το υπουργείο Οικισμού και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τον Οκτώβριο του 1954 ανέλαβε υπουργός Αμύνης, τον δε επόμενο χρόνο υπουργός Εξωτερικών και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου (1955) υπουργός των Οικονομικών. Τον Ιανουάριο του 1957 ανέλαβε την προεδρία της κυβέρνησης, μετά την παραίτηση του Άντονι Ήντεν, μέχρι τις 18 Οκτωβρίου του 1963, οπότε παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Άλεκ Ντάγκλας Χιουμ. Την περίοδο 1959 – 1963 σχημάτισε τέσσερις κυβερνήσεις. Η πρωθυπουργία του χαρακτηρίστηκε από τη σκληρή στάση που τήρησε απέναντι στον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου, η οποία οδηγήθηκε σε αυτονόμηση το 1960, με τρόπο που κατοχύρωνε τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή. Στο συγγραφικό έργο του Χ. Μακμίλαν περιλαμβάνεται ένα εξάτομο έργο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, την έκδοση του οποίου ανέλαβε η οικογενειακή εκδοτική εταιρεία κατά την περίοδο 1966 – 1973.
ε. Άλεκ Ντάγκλας Χιουμ (1963-64)
Ο Άλεκ Ντάγκλας Χιουμ (Alexander Frederick Douglas-Home, 1903 - 1995) συντηρητικός πολιτικός, διετέλεσε πρωθυπουργός από τον Οκτώβριο του 1963 έως τον Οκτώβριο του 1964. Στις 21 Ιουλίου του 1964 υποδέχθηκε στο Λονδίνο τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Γεώργιο Παπανδρέου. Οι συνομιλίες για το Κυπριακό χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο ως άκαρπες. Δεν μπόρεσε να αποσοβήσει την εκλογική ήττα του Συντηρητικού Κόμματος το 1964, ούτε να γεφυρώσει τα βαθύτατα ιδεολογικά ρήγματα που το διέτρεχαν. Έτσι, στις 22 Ιουνίου του 1965, ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την παραίτησή του από την ηγεσία των Τόρις, ανοίγοντας το δρόμο στον Έντουαρντ Χιθ.
στ. Τζέιμς Χάρολντ Ουίλσον (1964-70, 74-76)
O Τζέιμς Χάρολντ Ουίλσον, ηγέτης του Εργατικού Κόμματος από το 1963 μέχρι το 1976, ήταν πρωθυπουργός στα χρόνια 1964-70 και 1974-76. Εκλέχτηκε στις εκλογές της 15ης Οκτωβρίου του 1964, όταν οι Συντηρητικοί, ύστερα από 13 χρόνια στην εξουσία ηττήθηκαν. Οι Εργατικοί συνέχισαν να διεκδικούν και να κατέχουν την εξουσία μέχρι την επόμενη δεκαετία, με κάποια διαλείμματα συντηρητικής διακυβέρνησης. Όταν δε, εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, κύρια επιδίωξη της Αγγλίας ήταν η εξασφάλιση της διατήρησης των βάσεων, που είχε στη Κύπρο, και η ταχεία ειρήνευση, προκειμένου να διατηρηθεί η συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας. Γεγονός πάντως είναι ότι άσκησε στη συνέχεια πίεση προς την πλευρά της Τουρκίας για την αποδοχή της απόφασης 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο. Παραιτήθηκε από την ηγεσία των Εργατικών το 1975 και τον διαδέχθηκε ο Τζέιμς Κάλαχαν. Από το 1975 οι Εργατικοί ασκούσαν παρεμβατική οικονομική πολιτική, κρατικοποιώντας επιχειρήσεις και επιδιώκοντας συναινετικό κλίμα με τα συνδικάτα. Ο πληθωρισμός ξεπερνούσε το 20%, το εμπορικό έλλειμμα μεγάλωνε και τα συνδικάτα απαιτούσαν αύξηση μισθών. Τον Ιούλιο του 1975, οι Εργατικοί έλαβαν μέτρα αύξησης φόρων και μείωσης μισθών. Ένα χρόνο αργότερα η κυβέρνηση κατέφυγε στο ΔΝΤ, προκειμένου να ενισχύσει την υπερτιμημένη στερλίνα και έλαβε ένα δάνειο 3 δις. δολαρίων την περίοδο 1977-1979. Παράλληλα οι Εργατικοί πήραν αντιλαϊκά μέτρα μείωσης του πληθωρισμού. Έτσι, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 10% και η κρίση εκτονώθηκε. Σε αυτό συνέβαλε η εκμετάλλευση πετρελαίου από τη βόρεια θάλασσα, τα έσοδα από την οποία φορολογούνταν με συντελεστή 90%. Η προσφυγή στο ΔΝΤ ήταν ταπεινωτική για μια χώρα, που ήταν αυτοκρατορία. Το 1978 με το σκεπτικό ότι η οικονομία βελτιωνόταν δεν προκήρυξαν εκλογές. Ο χειμώνας 1978-1979 σημαδεύτηκε από πολλές απεργίες στις μεταφορές και στο δημόσιο, που συνοδεύτηκαν από διαδηλώσεις και επεισόδια. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε «χειμώνας της δυσαρέσκειας». Στις 28 Μαρτίου 1979 μετά από πρόταση μομφής προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 3 Μαΐου 1979 στις οποίες οι Εργατικοί ηττήθηκαν από τη Μάργκαρετ Θάτσερ.
ζ. Έντουαρντ Χιθ (1970-74)
Ο Έντουαρντ Χιθ (Edward Richard George Heath, 1916 – 2005), συντηρητικός πολιτικός, ήταν πρωθυπουργός στα χρόνια 1970-74, ανάμεσα σε δύο πρωθυπουργίες του εργατικού Χάρολντ Ουίλσον. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική, αλλά δεν είχε ποτέ σύζυγο.
η. Λέοναρντ Τζέιμς Κάλαχαν (1976-79)
Ο Λέοναρντ Τζέιμς Κάλαχαν (Leonard James Callaghan, 1912 - 2005), αρχηγός του Εργατικού κόμματος από το 1976 έως το 1980, ήταν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1976 έως το 1979. Γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας και μεγάλωσε, ορφανός από πατέρα, με τη μητέρα του Σάρλοτ. Όταν τέλειωσε το σχολείο, το 1929, επειδή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσει, εργάστηκε ως υπάλληλος της εφορίας στο Κεντ. Εντάχθηκε στο σώμα εθελοντών του Βασιλικού Ναυτικού ως απλός ναύτης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαγνώστηκε ότι έπασχε από φυματίωση και εισήχθη στο νοσοκομείο. Επιλέχθηκε ως κοινοβουλευτικός υποψήφιος για το Νότιο Κάρντιφ. Μετά την νίκη των Συμμάχων στην Ευρώπη, μαζί με άλλους πιθανούς υποψήφιους, επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο για τις βουλευτικές εκλογές. Οι Εργατικοί κέρδισαν στις 26 Ιουλίου 1945 φέρνοντας στην εξουσία τον Κλέμεντ Άττλη. Ο Κάλαχαν κέρδισε την έδρα του στο Κάρντιφ το 1945. Διορίστηκε Υφυπουργός στο Υπουργείο Μεταφορών το 1947. Κατά την θητεία του υπήρξε σημαντική βελτίωση της οδικής ασφάλειας. Τα επόμενα χρόνια, από το 1951 έως το 1964, όπου οι Εργατικοί ήταν συνεχώς στην αντιπολίτευση, ο Κάλαχαν εκλεγόταν συνέχεια βουλευτής. Τον Οκτώβριο του 1964 έγιναν γενικές εκλογές όπου επικράτησαν οι Εργατικοί, με πρωθυπουργό τον Χάρολντ Ουίλσον, που διόρισε τον Κάλαχαν υπουργό οικονομικών. Στις 30 Νοεμβρίου 1967 ορίστηκε ως Υπουργός Εσωτερικών. Η θητεία του ως Υπουργού Εσωτερικών σημαδεύτηκε με την σύγκρουση στη Βόρεια Ιρλανδία. Όταν τον Μάρτιο του 1974 ο Ουίλσον ξαναέγινε πρωθυπουργός, διόρισε τον Κάλαχαν Υπουργό Εξωτερικών. Ο Ουίλσον παραιτήθηκε ξαφνικά στις 16 Μαρτίου 1976, αφήνοντας ανεπίσημα ως διάδοχό του τον Κάλαχαν, ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου σε ηλικία 64 ετών, μη έχοντας πλειοψηφία στην Βουλή των Κοινοτήτων, γεγονός που τον οδήγησε στο να συνεργαστεί με μικρότερα κόμματα. Αναγκάστηκε να ζητήσει από την Βασίλισσα να προκηρύξει εκλογές με την πρόταση μομφής που ψηφίσθηκε εναντίον του στο Κοινοβούλιο στις 28 Μαρτίου 1979. Στις εκλογές νικήτρια αναδείχθηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ με το Συντηρητικό κόμμα. Πέθανε σε ηλικία 93 ετών, γεγονός που τον καθιστά τον γηραιότερο άνθρωπο που διετέλεσε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου.
θ. Μάργκαρετ Χίλντα Θάτσερ (1979-90)
Η Μάργκαρετ Χίλντα Θάτσερ (Margaret Hilda Thatcher, 1925 – 2013, πατρικό όνομα Margaret Hilda Roberts) ήταν αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1975 ως το 1990 και Πρωθυπουργός της χώρας από το 1979 ως το 1990. Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε αυτές τις δύο θέσεις. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Grantham της κομητείας Λίνκολνσάιρ. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και ιερέας Εκκλησίας Μεθοδιστών. Ανατράφηκε ως ευσεβής Μεθοδίστρια, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου σπούδασε χημεία, και μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε σε διάφορες εταιρίες ως ερευνήτρια χημικός. Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της. Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους. Το 1959 εκλέχτηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων. Μετά τη νίκη των Συντηρητικών υπό τον Έντουαρτ Χιθ το 1970, η Θάτσερ έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης. Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 εκλέχτηκε Πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος. Στις 19 Ιανουαρίου 1976, σε μια ομιλία της, καταφέρθηκε εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης. Σε απάντηση, σοβιετική εφημερίδα «Krasnaya Zvezda», όργανο του Υπουργείου Άμυνας, της απέδωσε το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία», το οποίο τη συνόδεψε σε όλη την πολιτική της καριέρα. Στις εκλογές του Μαΐου 1979 οι Συντηρητικοί κέρδισαν 339 έδρες και 44% των ψήφων και η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε Πρωθυπουργός. Ακολούθησε την επιλογή του Ρόναλντ Ρήγκαν στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων οικονομικών θεωριών του οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν, τα οποία δέκα χρόνια αργότερα έγιναν πρότυπο που εφάρμοσαν όλα τα μέλη κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας η Θάτσερ ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, για να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Καταργήθηκαν οι μισθολογικοί περιορισμοί και οι συναλλαγματικοί περιορισμοί και η στερλίνα διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα, ενώ η ανεργία εκτοξεύτηκε και οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση και την στέγαση μειώθηκαν. Το ΑΕΠ της χώρας μειωνόταν, αλλά τον Ιανουάριο του 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18% και μειώθηκε και άλλο στη συνέχεια. Η ανάκαμψη στηριζόταν και στα αυξανόμενα έσοδα από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας. Δρομολογήθηκαν επίσης οι πρώτες αποκρατικοποιήσεις κυρίως κοινοτικών κατοικιών. Η διαρκής ύφεση οδήγησε σε κοινωνικές εντάσεις στο Μπρίστολ το 1980, για να ακολουθήσουν διαδηλώσεις στο Μπρίξτον του Λονδίνου, στο Μπέρμιγχαμ, στο Λίβερπουλ και στο Μάντσεστερ. Η αστυνομία κατέστειλε τις διαδηλώσεις.
Στις 2 Απριλίου 1982, η δικτατορική Κυβέρνηση της Αργεντινής εισέβαλε στα Νησιά Φώκλαντ, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, επί του οποίου όμως η Αργεντινή ήγειρε αξιώσεις ήδη από το 1830. Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντ», καθώς η Μάργκαρετ Θάτσερ αντέδρασε σθεναρά, στέλνοντας επιτόπου ναυτική δύναμη για να επανακαταλάβει τα νησιά. Η επιχείρηση, παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση. Οι Συντηρητικοί πέτυχαν νέα νίκη στις εκλογές του Ιουνίου 1983, κερδίζοντας 42,4% των ψήφων, έναντι 27,6% των Εργατικών. Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ προσπάθησε να ιδιωτικοποιήσει τα κερδοφόρα ορυχεία και να κλείσει τα ζημιογόνα. Οι ανθρακωρύχοι αντέδρασαν έντονα με απεργία, η οποία έληξε μετά από 12 μήνες και τη χρήση βίας εκ μέρους της αστυνομίας. Τελικά, η κυβέρνηση έκλεισε 25 ορυχεία, αντί για 20, που σχεδίαζε αρχικά. Ακολούθησαν ιδιωτικοποιήσεις πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, για τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών με παράλληλη δραματική συρρίκνωση του κράτους Πρόνοιας.
Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 1984 από τύχη διέφυγε τραυματισμό, καθώς η παράνομη οργάνωση των Ιρλανδών εθνικιστών IRA επιτέθηκε στο ξενοδοχείο, όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του κόμματός της στην πόλη Μπράιτον. Η οικονομική της πολιτική σημαδεύτηκε από τη ριζική μείωση του κρατικού παρεμβατισμού, την απελευθέρωση των αγορών, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν, με πρώτη την εταιρία τηλεπικοινωνιών British Telecom, η οποία ήταν κρατική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ακολούθησαν η British Gas, η Jaguar, η Britoil, η Cable & Wireless, η Sealink ferries, η British Airways και η British Aerospace. Οι αποκρατικοποιήσεις γίνονταν μέσω της πώλησης μετοχών από το Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η Θάτσερ φρόντισε να αντιμετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες της έλλειψης ανταγωνισμού, ιδρύοντας ρυθμιστικές αρχές. Συνεχίστηκε η περιστολή των κρατικών δαπανών και μειώθηκαν οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις (οδικά έργα, σιδηροδρομικά έργα).
Οι Συντηρητικοί κέρδισαν και τις βουλευτικές εκλογές του 1987. Το 1988 η Θάτσερ αντιτάχθηκε σθεναρά στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τη γνώμη της θα οδηγούσε σε ομοσπονδιακές δομές, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Οι αποκρατικοποιήσεις συνεχίστηκαν. Η British Steel, η British petroleum, η Rover Group, η Rolls Royce και οι εταιρίες ύδρευσης (Regional Water Authorities, RWAs) ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο πληθωρισμός έπεσε πολύ χαμηλά (4,7%) το 1987. Η ανεργία άρχισε σταδιακά να αποκλιμακώνεται. Το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου αυξήθηκε κατά 26,8% την περίοδο 1979-1989, παραπάνω δηλαδή από τον μέσο όρο της ΕΟΚ (24,3%). Από το 1989, η δημοτικότητά της έφθινε πάλι, λόγω των υψηλών επιτοκίων (15%) που έπλητταν την βρετανική οικονομία. Ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται πάλι σε 7% το 1989 και σε 10% το 1990 και η ανάπτυξη άρχισε να επιβραδύνεται. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να μειώνεται. Το 1990 το Λονδίνο γνώρισε τις μεγαλύτερες ταραχές, από όσες είδαν πολλές γενιές στο κέντρο του, εξαιτίας του φορολογικού σχεδίου της. Στην εκλογή νέου κομματικού προέδρου του το 1990 η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν στήριξε τον Τζων Μέιτζορ. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992. Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε. Το Φεβρουάριο του 2007 παρέστη σε αποκαλυπτήρια ανδριάντα της στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Απεβίωσε στις 8 Απριλίου 2013 στο Λονδίνο ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
ι. Τζων Μέιτζορ (1990-97)
Ο Τζων Μέιτζορ (John Major 1943- ) ήταν πρωθυπουργός από τον Νοέμβριο του 1990 μέχρι τον Μάιο του 1997. Γεννήθηκε στο Carshalton της Αγγλίας και εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 16 ετών. Πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα των Συντηρητικών το 1983 και διετέλεσε υπουργός Ανάπτυξης (1987-1989), Εξωτερικών (1989) Οικονομικών (1989-1990) στην κυβέρνηση Θάτσερ. Ως πρωθυπουργός είχε σχέση με την ανάμιξη της Μ.Βρετανίας στον Πόλεμο του Κόλπου (1991-92) και επανεκλέχτηκε το 1992 με μικρή πλειοψηφία. Επακολούθησε διαίρεση του κόμματος σχετικά με τα ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδήγησαν σε ήττα στις εκλογές του 1997. Ο ίδιος παρέμεινε βουλευτής μέχρι το 2001. Είναι φίλαθλος του κρίκετ, των αγώνων μοτοσυκλέτας και στο ποδόσφαιρο οπαδός της Τσέλσι.
ια. Τόνι Μπλερ (1997-07)
Ο Τόνι Μπλερ (Anthony Charles Lynton "Tony" Blair, 1953- ) ήταν Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από τις 2 Μαΐου 1997 έως τις 27 Ιουνίου 2007 και ήταν επίσης ο μόνος Εργατικός Πρωθυπουργός που κατάφερε να εκλεγεί στο αξίωμα 3 συνεχείς φορές (1997, 2001, 2005). Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και νυμφεύτηκε τη δικηγόρο Τσέρι Μπουθ το 1980, με την οποία απέκτησαν 3 γιους και 1 κόρη. Έγινε μέλος του Εργατικού Κόμματος το 1975 και το 1983 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής. Οδήγησε το κόμμα σε σαρωτική νίκη το 1997, τερματίζοντας 18 χρόνια διακυβέρνησης από τους Συντηρητικούς. Τήρησε φιλοαμερικανική πολιτική και μαζί με τις ΗΠΑ προώθησε την εισβολή στο Ιράκ (2003). Κατάφερε να εκλεγεί για 3η φορά στις 6 Μαΐου 2005, ημέρα των γενεθλίων του. Στις 10 Μαΐου 2007 ο Μπλερ αποχώρησε από την πολιτική, αφήνοντας διάδοχο στο κόμμα τον Γκόρντον Μπράουν.
ιβ. Γκόρντον Μπράουν (2007-10)
Ο Γκόρντον Μπράουν (James Gordon Brown, 1951- ) κατείχε το αξίωμα του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας από τον Ιούνιο του 2007 μέχρι τον Μάιο του 2010 διαδεχόμενος τον Τόνι Μπλερ. Γεννήθηκε στη Γλασκώβη και σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Προτού ασχοληθεί με την πολιτική εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση και ως ερευνητής στην τηλεόραση της Σκωτίας. Το 2000 νυμφεύτηκε τη Σάρα Μακόλεϊ, με την οποία έχουν δύο παιδιά. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής των Εργατικών το 1983. Έγινε Υπουργός Οικονομικών από τις 2 Μαΐου 1997 ως τις 27 Ιουνίου 2007. Έλαβε εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης στις 27 Ιουνίου του 2007. Το 2009 ο πολιτικός κόσμος της Βρετανίας απασχόλησε τον Τύπο με το σκάνδαλο των παρανόμων εξόδων, όταν με δαπάνες του κράτους πληρώθηκαν λογαριασμοί και αγορές πολιτικών και βουλευτών. Στο σκάνδαλο ενεπλάκη και ο ίδιος ο Μπράουν για τις πληρωμές της καθαρίστριάς του. Εξαιτίας του σκανδάλου πολλά μέλη της κυβέρνησης παραιτήθηκαν. Λίγο μετά το σκάνδαλο οι Εργατικοί υπέστησαν δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές και στις Ευρωεκλογές, όπου πήραν 16% των ψήφων και ήρθαν τρίτοι πίσω από τους Συντηρητικούς και το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 11 Μαΐου 2010, ο Γκόρντον Μπράουν παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και τον διαδέχτηκε ο Ντέιβιντ Κάμερον.
ιγ. Ντέιβιντ Κάμερον (2010- 2016 )
Ο Ντέιβιντ Γουίλλιαμ Ντόναλντ Κάμερον (David William Donald Cameron, 1966- ), αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος, ήταν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από το 2010 μέχρι το 2016, έχοντας επανεκλεγεί και στις εκλογές του 2015. Σπούδασε Φιλοσοφία, Πολιτικές Επιστήμες και Οικονομικά στην Οξφόρδη. Στη συνέχεια προσχώρησε στους Τόρις και διετέλεσε παράλληλα Διευθυντής Εταιρικών Υποθέσεων στην Carlton Communications, για επτά χρόνια. Εκλέχτηκε πρώτη φορά βουλευτής το 2001. Το 2003 βρέθηκε στην "εμπροσθοφυλακή" της αντιπολίτευσης ενάντια στους Εργατικούς και κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2005 υπήρξε συνδιαμορφωτής, με τον αρχηγό των Τόρις, του πολιτικού σχεδιασμού του κόμματος. Στις εθνικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2010, οι Συντηρητικοί κέρδισαν πλειοψηφία θέσεων στο Κοινοβούλιο, σχηματίζοντας κυβερνητικό συνασπισμό με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, με πρωθυπουργό τον Κάμερον στα 43 του χρόνια. Η κυβέρνηση Κάμερον ήταν η πρώτη "κυβέρνηση συνασπισμού" του Ηνωμένου Βασιλείου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις εκλογές του 2015, ο Κάμερον επανεκλέχθηκε πρωθυπουργός, μετά τη νίκη των Συντηρητικών και την αυτοδυναμία που εξασφάλισαν. Πιστός στην υπόσχεσή του, έχοντας την αυτοδυναμία, προώθησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για έξοδο ή παραμονή της χώρας στην ΕΕ, του οποίου το αποτέλεσμα εξέπληξε, δίνοντας οριακή προτίμηση στην έξοδο από την ΕΕ (Brexit).
ιγ. Τερέζα Μέι (2016- )
Η Τερέζα Μαίρη Μέι (Theresa Mary May, 1 Οκτωβρίου 1956), Βρετανίδα πολιτικός που διαδέχτηκε στις 13 Ιουλίου 2016 τον Ντέιβιντ Κάμερον στη θέση του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, γεννήθηκε στο Ίστμπουρν της Αγγλίας και σπούδασε γεωγραφία στο Κολλέγιο του Σεντ Χιου στην Οξφόρδη. Από το 1977 έως το 1983 εργαζόταν στην Τράπεζα της Αγγλίας και από το 1985 ως το 1997 στον οργανισμό πληρωμών εκκαθαριστικών υπηρεσιών, ενώ υπήρξε και δημοτική σύμβουλος για το Δήμο Μέρτον του Λονδίνου. Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες να εκλεγεί στην Βουλή των Κοινοτήτων το 1992 και το 1994, κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής για το Μέιντενχεντ στις γενικές εκλογές του 1997. Κατείχε μια σειρά από ρόλους ως μέλος της αντιπολίτευσης του Ουίλιαμ Χέιγκ, του Ίαν Ντάνκαν Σμιθ, του Μάικλ Χάουαρντ και του Ντέιβιντ Κάμερον. Ήταν Υπουργός Εσωτερικών (Secretary of State for the Home Department) από το 2010 ως την ανάδειξή της στην πρωθυπουργία, διεκπεραιώνοντας σημαντικές κυβερνητικές αποφάσεις, όπως κατάργηση των Ηλεκτρονικών Ταυτοτήτων, μείωση των μεταναστευτικών ροών από χώρες εκτός ΕΕ (αν και η ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση αυξήθηκε σημαντικά) και αποφυγή αποδοχής προσφύγων από τη Μέση Ανατολή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά το δημοψήφισμα κατέθεσε υποψηφιότητα και ανακυρήχθηκε Πρωθυπουργός, προχωρώντας σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, με πλήθος μετακινήσεων ή απολύσεων υπουργών και τοποθέτηση νέων. Η κυριότερη απόφαση των πρώτων μηνών της πρωθυπουργίας της ήταν η έναρξη των διαδικασιών σύστασης διπλωματικής ομάδας που θα διαπραγματευτεί την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ενιαία Αγορά.
Oι Βρετανικές Νήσοι κατοικούνται από λαούς που έχουν προέλθει από επιμιξίες των εξής φυλετικών οικογενειών:
1. Αρχαίοι Βρετανοί: Είναι οι κάτοικοι που είχαν εγκατασταθεί στις Νήσους πριν από τις πρώτες Κελτικές εισβολές του 500 π.Χ. Πέρασαν στην Αγγλία από την Ευρώπη και ανήκαν στην Ινδοευρωπαϊκή διαίρεση της Καυκάσιας ομοφυλίας. Είχαν εμπορικές σχέσεις με τους Φοίνικες που ονόμαζαν τα νησιά «Κασσιτερίδες Νήσους», και με τους Αχαιούς της Μυκηναϊκής περιόδου, όπως προκύπτει από την ομοιότητα των έργων τέχνης των δύο λαών.
2. Κέλτες: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής διαίρεσης της Καυκάσιας ομοφυλίας. Αρχική κοιτίδα τους ήταν τα εδάφη της σημερινής κεντρικής Γερμανίας. Εκτός από την Βρετανία όπου εγκαταστάθηκαν μέχρι το 500 π.Χ. εξαπλώθηκαν και στην σημερινή Γαλλία (με το όνομα Γαλάτες). Οι Γαλάτες που κατέβηκαν το 279 π.Χ. στην Ελλάδα πέρασαν εν συνεχεία στην Μικρά Ασία όπου ίδρυσαν το βασίλειο της Γαλατίας. Οι Κέλτες που πήγαν στην Ισπανία (Κελτίβηρες) ίδρυσαν εκεί το βασίλειο της Γαλικίας. Οι Κελτολίγυες εγκαταστάθηκαν στην νότια Γαλλία και αναμίχθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς (Λίγυες). Οι Κελτοσκύθες τέλος εγκαταστάθηκαν στα Καρπάθια όπου ίδρυσαν το βασίλειο της Γαλατίας των Καρπαθίων. Στην Βρετανία, μετά την εισβολή των Αγγλοσαξόνων, οι Κέλτες αποσύρθηκαν στην Βόρεια Σκοτία, την Ιρλανδία και την Ουαλία, καθώς και στην Βρετάνη της Γαλλίας. Οι σημερινοί λαοί των περιοχών αυτών είναι οι φυλετικά συγγενέστεροι με τους αρχαίους Κέλτες.
3. Τεύτονες: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής διαίρεσης της Καυκάσιας ομοφυλίας, που εξαπλώθηκε σε όλη την Βόρεια Ευρώπη. Ουσιαστικά είναι ο κοινός πρόγονος των Γερμανών, των Σκανδιναβών, των Ολλανδών και των Βρετανών στον βαθμό που τους επηρέασαν φυλετικά με την ανάμιξη των πληθυσμών τους από το 300 μ.Χ. και μετά. Οι φυλετικές οικογένειες των Τευτόνων που εγκαταστάθηκαν στην Βρετανία είναι οι Ιούτες (από την Δανία), οι Σάξονες (από την Γερμανική και Δανική Σαξονία), οι Άγγλοι (από την Δανία), οι Βίκινγκς (από την Δανία και Νορβηγία) και τελικά οι Νορμανδοί (οι Βίκινγκς που είχαν εγκατασταθεί στην Βόρεια Γαλλία).
Απ’ αυτούς οι Βίκινγκς αποτελούν μια ιδιαίτερα σημαντική φυλετική ομάδα, διότι εξαπλώθηκαν διαδοχικά, από το 800 μέχρι το 1100 μ.Χ. εκτός από την Βρετανία και στην Γαλλία (Νορμανδία), Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Γροιλανδία, και σε μικρότερο βαθμό στην Εσθονία, Λετονία και Ουκρανία
Οι Βίκινγκς που εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Γαλλία ονομάστηκαν Νορμανδοί (κατά λέξη σημαίνει Βόρειοι Άνθρωποι --- North Men), και το όνομά τους συχνά συγχέεται με αυτό των Βίκινγκς (οι οποίοι λέγονται και Norsemen, που επίσης σημαίνει «Άνθρωποι του Βορά»). Οι Νορμανδοί όμως είχαν ήδη μείνει στην Γαλλία μερικούς αιώνες, όταν μετοίκησαν στην Αγγλία, και είχαν δεχθεί σημαντική επίδραση από το Γαλλικό πολιτισμό, είχαν υιοθετήσει τις Γαλλικές συνήθειες, την νοοτροπία και τους τρόπους συμπεριφοράς, τους οποίους μετέφεραν και στην νέα τους πατρίδα, γεγονός που τους έκανε να φαίνονται ανεπιθύμητοι κατακτητές στα μάτια των, κατά τα άλλα συγγενών τους, Αγγλοσαξόνων.
Τέλος σχετικά με την ονομασία των Βρετανικών Νήσων αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από το «Κασσιτερίδες Νήσοι», υπήρχε στην αρχαιότητα και το όνομα «Αλβιών» (<άλβος, εκ του αλφός [φ,β>π], {αλφός = υπόλευκος}) για την Βρετανία και «Ιέρνη» (<Ιέρνη < ιερή + νοεί = χώρα ανθρώπων με ευσεβείς διαθέσεις) για την Ιρλανδία, που αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή Πυθέα τον Μασσαλιώτη (που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ.). Ο ίδιος εξερευνητής αναφέρει για πρώτη φορά και το όνομα «Πρυτανεία» (<πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη) που παραφθάρθηκε από του Λατίνους συγγραφείς σε «Britannia» όπως χρησιμοποιείται στα γραφτά του ΙούλιουΚαίσαρα.
Ο ανταγωνισμός σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο ανάμεσα σε δύο κύρια στρατόπεδα χωρών (το Δυτικό με ηγέτιδα δύναμη τις ΗΠΑ και το Ανατολικό με ηγέτιδα δύναμη την ΕΣΣΔ), γνωστός ως Ψυχρός Πόλεμος, σημάδεψε την ιστορία της νεότερης εποχής, από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ (1947 – 1991). Η ΕΣΣΔ ήταν μονοκομματικό σοσιαλιστικό κράτος, ενώ οι ΗΠΑ ήταν κράτος με κεφαλαιοκρατική οικονομία και καθεστώς κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Μολονότι συνέβησαν περιφερειακές συρράξεις σε διάφορες περιοχές (Κορέα, Βιετνάμ, Αφγανιστάν) οι δύο υπερδυνάμεις μπήκαν σε μακρόχρονη κούρσα εξοπλισμών και συγκρότησης ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων με τον φόβο ξεσπάσματος πιθανής γενικευμένης σύρραξης. Και οι δύο πλευρές διέθεταν κολοσσιαία οπλοστάσια πυρηνικών όπλων, για να εξασφαλισθεί η καταστροφή του αντιπάλου, αν αυτός επιχειρούσε πρώτος επίθεση με ατομικά ή συμβατικά όπλα. Το δόγμα αυτό είναι γνωστό ως Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (Mutually Assured Destruction ή MAD). Η αντιπαράθεση των δύο συνασπισμών εκδηλώθηκε και στον ιδεολογικοπολιτικό, οικονομικό και τεχνολογικό τομέα, με έντονη προπαγάνδα και ψυχολογικό πόλεμο εκατέρωθεν. Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός οδήγησε μεταξύ των άλλων στην ανάπτυξη της αστροναυτικής και της διαστημικής τεχνολογίας.
Μετά την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ΕΣΣΔ εξασφάλισε και σταθεροποίησε τον έλεγχο της στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες είχε εισέλθει ο Κόκκινος Στρατός κατά την διάρκεια του πολέμου ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα στην Ευρώπη. Παράλληλα οι ΗΠΑ έθεσαν τα θεμέλια της βασικής στρατηγικής τους σε παγκόσμιο επίπεδο, που προέβλεπε τον περιορισμό της σοβιετικής ισχύος με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας σε τρίτες χώρες, ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν θα περάσουν στην επιρροή του αντίπαλου στρατόπεδου. Στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής συγκαταλέγεται η υποστήριξη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο και μεταγενέστερα η συγκρότηση του ΝΑΤΟ. Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στο οποίο μετείχε η ΕΣΣΔ και οι περισσότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, συγκροτήθηκε λίγο μετά την συγκρότηση του ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση του. Η τύχη της προηγμένης γερμανικής βιομηχανίας και το ζήτημα του επανεξοπλισμού της οδήγησαν σε σημαντικές διαφωνίες και εντάσεις. Τελικά δημιουργήθηκαν δύο ανεξάρτητα κράτη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία), που εντάχθηκαν στο Δυτικό και το Ανατολικό μπλοκ, συμμετέχοντας και στα αμυντικά σύμφωνα των δύο συνασπισμών.
Ήδη από το 1948-49 οι Σοβιετικοί απέκλεισαν το Βερολίνο για να ασκήσουν πίεση στο γερμανικό ζήτημα. Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή κρίση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων επηρέασε σημαντικά η νίκη και επικράτηση των κομμουνιστών, με ηγέτη τον Μάο Τσε Τουνγκ, στην Κίνα. Ο πόλεμος της Κορέας (1950-53) ήταν στη συνέχεια σημαντικό πεδίο τριβής ανάμεσα στους δύο πόλους. Την δεκαετία του 1950 και του 1960 συνέβησαν πολλές ακόμα διεθνείς κρίσεις, με κυριότερες την εξέγερση στην Ουγγαρία και την κρίση στην διώρυγα του Σουέζ το 1956, την κρίση στο Βερολίνο που οδήγησε στην ανέγερση του Τείχους το 1961 και την Κρίση των πυραύλων της Κούβας το επόμενο έτος. Παράλληλα ΕΣΣΔ και ΗΠΑ επιχείρησαν εκείνα τα χρόνια να επεκτείνουν την επιρροή τους στην Λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία και τις χώρες της Αφρικής, που ανεξαρτητοποιούνταν σταδιακά από τις αποικιακές αυτοκρατορίες στις οποίες ανήκαν.
Μετά την κρίση στην Κούβα οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, και κατά συνέπεια ο Ψυχρός Πόλεμος συνολικά, μπήκαν σε νέα φάση μεγαλύτερης συγκαταβατικότητας εκατέρωθεν και μετριασμού των μεταξύ τους εντάσεων. Το σινοσοβιετικό σχίσμα περιέπλεξε σημαντικά τις σχέσεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων στο κομμουνιστικό μπλοκ, ενώ στη Δύση πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, και ιδίως η Γαλλία, ακολούθησαν διαφοροποιημένη γραμμή δράσης στα διεθνή ζητήματα και γενικότερα λειτουργούσαν με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Το 1968 η ΕΣΣΔ κατέστειλε με χρήση στρατιωτικών δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας την λεγόμενη Άνοιξη της Πράγας. Σημαντικό πρόβλημα στις σχέσεις των δύο μπλοκ από τα μέσα στις δεκαετίας του 1950 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, στον οποίο οι ΗΠΑ είχαν εμπλοκή που αυξανόταν με το πέρασμα του χρόνου. Την δεκαετία του 1970 οι δύο πλευρές επεδίωξαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα διεθνών σχέσεων που θα ήταν πιο σταθερό, θα είχε λιγότερες εντάσεις και θα ήταν περισσότερο προβλέψιμο. Άρχισε μια περίοδος εξομάλυνσης (détente), κατά την οποία έγιναν για πρώτη φορά συζητήσεις για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων (Strategic Arms Limitation Talks). Το 1972 ο πρόεδρος Νίξον επισκέφθηκε την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, για πρώτη φορά ως Αμερικανός προέδρος στην χώρα αυτή, αποσκοπώντας στην αξιοποίηση της Κίνας ως στρατηγικού αντίβαρου της Σοβιετικής Ένωσης, με την οποία οι σχέσεις παρέμεναν κακές. Η περίοδος εξομάλυνσης κατέρρευσε, όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν στις αρχές του 1979.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 επίσης υπήρχαν εντάσεις στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, που σχετίζονταν με την παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του προέδρου Ρήγκαν αύξησαν την πίεση που ασκούσαν στην ΕΣΣΔ σε όλα τα επίπεδα (διπλωματικό, στρατιωτικό, τεχνολογικό και οικονομικό) σε μια περίοδο που η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Η πολιτική άσκησης πίεσης ἐμεινε γνωστή σαν «δόγμα Ρήγκαν». Στα μέσα της δεκαετίας ο νέος ηγέτης της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, άρχισε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων (γκλάσνοστ και περεστρόικα) σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα. Επιδίωξε και πέτυχε την σταδιακή απαγκίστρωση της χώρας από το Αφγανιστάν, όπου παρέμειναν σοβιετικές δυνάμεις για περίπου μία δεκαετία, πολεμώντας σε έναν επίπονο και αιματηρό πόλεμο ενάντια στους αντάρτες, με μεγάλο κόστος σε χρήματα και υλικό. Την ίδια περίοδο έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους κινήματα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ιδίως στην Πολωνία, με θεμελιώδες αίτημα την ανεξαρτητοποίηση τους από την Μόσχα. Ο Γκορμπατσώφ αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει σοβιετικά στρατεύματα για την υποστήριξη των κομμουνιστικών καθεστώτων. Το 1989 κύμα ειρηνικών επαναστάσεων σάρωσε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και είχε ως συνέπεια την ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού με εξαίρεση την Ρουμανία όπου το καθεστώς Τσαουσέσκου ανετράπη βίαια. Το ΚΚΣΕ έχασε τον έλεγχο της κατάστασης τον Αύγουστο του 1991, ύστερα από ανεπιτυχές πραξικόπημα, που αποσκοπούσε στην ανατροπή του Γκορμπατσώφ. Τον Δεκέμβριο του 1991 η ΕΣΣΔ διαλύθηκε με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ. Η πτώση της ΕΣΣΔ σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την μετάβαση σε έναν κόσμο, όπου οι ΗΠΑ ήταν τα επόμενα χρόνια η ισχυρότερη χώρα στην υφήλιο.
α. Η αφετηρία της αντιπαράθεσης (1917-1945)
Συνέπεια της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ανόδου των Μπολσεβίκων στην εξουσία το 1917 ήταν μεταξύ των άλλων και η διεθνής διπλωματική απομόνωση της νεοσύστατης Σοβιετικής Ρωσίας. Ο Λένιν ανέφερε ότι η ΕΣΣΔ «ήταν περικυκλωμένη από εχθρικές καπιταλιστικές χώρες», ενώ ο Στάλιν έβλεπε την ΕΣΣΔ σαν ένα «σοσιαλιστικό νησί». Ήδη από το 1925 είχε δηλώσει ότι θεωρούσε πως ο κόσμος ήταν διπολικός, με την ΕΣΣΔ να προσελκύει τις χώρες που τείνουν προς τον σοσιαλισμό και τις καπιταλιστικές χώρες να προσελκύουν τις χώρες που τείνουν προς την ελεύθερη οικονομία. Πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις δυτικές δυνάμεις είχε εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους πέραν της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Οι δυτικές χώρες στάθηκαν στο πλευρό των αντεπαναστατών που μάχονταν τους Μπολσεβίκους στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το 1926 η σοβιετική υποστήριξη και χρηματοδότηση των γενικών απεργιών στην Μεγάλη Βρετανία είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών, ενώ οι ΗΠΑ δεν αναγνώρισαν διπλωματικά την ΕΣΣΔ μέχρι το 1933. Από την άλλη πλευρά τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ επέλεξαν, κατά την δεκαετία του 1930, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους, τον απομονωτισμό.
Η έλευση των εθνικοσοσιαλιστών στην Γερμανία, την δεκαετία του 1930, άλλαξε το σκηνικό στην Ευρώπη και αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο νέου γενικευμένου πολέμου. Στα 1939 υπογράφτηκε ανάμεσα στην Γερμανία και την ΕΣΣΔ σύμφωνο μη επίθεσης (Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ), το οποίο στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν αμοιβαία επωφελές για τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των δύο δυνάμεων. Όμως τον Ιούνιο του 1941 η Γερμανία εισέβαλε στην ΕΣΣΔ (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα). Άμεσα η Μεγάλη Βρετανία, που βρισκόταν ήδη από το 1939 σε πόλεμο με την Γερμανία, και μάλιστα, έπειτα από την πτώση της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1940, χωρίς αξιόλογους συμμάχους, υποστήριξε την ΕΣΣΔ. Τον Δεκέμβριο του 1941 οι Ιάπωνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στον κύριο ναύσταθμο του αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού στο Περλ Χάρμπορ, με συνέπεια να εισέλθουν οι ΗΠΑ στην σύρραξη που έγινε πλέον παγκόσμια. ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και ΕΣΣΔ συγκρότησαν συμμαχία με στόχο την ολοκληρωτική ήττα των δυνάμεων του Άξονα. Την ίδια περίοδο οι ΗΠΑ τροφοδοτούσαν ΕΣΣΔ και Μεγάλη Βρετανία με μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού. Παρά την συνεργασία, υπήρχε καχυποψία, τουλάχιστον από την πλευρά των Σοβιετικών, που θεωρούσαν ότι οι δυτικοί Σύμμαχοι αργούσαν να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη ώστε η ΕΣΣΔ να σηκώσει το φορτίο της μάχης ενάντια στην Γερμανία, ενώ αυτοί θα έμπαιναν δυναμικά στην σύγκρουση, όταν η Γερμανία θα ήταν ηττημένη για να διαμορφώσουν προς όφελός τους τις εξελίξεις. Συνεπώς οι σοβιετικές αντιλήψεις σχετικά με την στάση των δυτικών δημιούργησαν ισχυρές υποφώσκουσες εντάσεις και αντιπαλότητα ανάμεσα στους Συμμάχους.
β. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1945-47)
Αμέσως μετά την ήττα της Γερμανίας, η χώρα διαμερίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής. Ανατολικές περιοχές της πέρασαν στην Πολωνία και η Ανατολική Πρωσία στην ΕΣΣΔ. Οι τρεις ζώνες κατοχής των δυτικών συμμάχων (βρετανική, γαλλική, αμερικανική) συγκρότησαν αργότερα την Ομοσπονδιακή Γερμανία, ενώ η ζώνη υπό σοβιετικό έλεγχο έγινε η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Στις χώρες τις ανατολικής Ευρώπης, όπου πήρε τον έλεγχο ο Κόκκινος Στρατός, οι σοβιετικές αρχές σύντομα πήραν τον έλεγχο των ΜΜΕ και απαγόρευσαν τη λειτουργία ανεξάρτητων θεσμών και πρωτίστως των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων. Ο Στάλιν επεδίωξε να έχει ειρηνικές σχέσεις με την Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, θέλοντας να εστιάσει στην ανοικοδόμηση της χώρας - που είχε καταστραφεί από τον πόλεμο - και στην οικονομική ανάκαμψη. Οι δυτικοί Σύμμαχοι δεν είχαν ενιαία στάση σχετικά με τον τρόπο συγκρότησης του μεταπολεμικού κόσμου. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ είχε θέσει ως στόχο αρχικά την ολοκληρωτική ήττα των δυνάμεων του Άξονα σε Ευρώπη και Ασία, στην συνέχεια την εξασφάλιση της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ έναντι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού που θα εξασφάλιζε την ειρήνη. Ο Τσόρτσιλ είχε πιο περιορισμένους στόχους, με κύριο μέλημα την εξασφάλιση του ελέγχου της Μεσογείου, που ήταν κομβικής σημασίας για την επιβίωση της αυτοκρατορίας, καθώς και την διασφάλιση της ανεξαρτησίας των χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, που θα λειτουργούσαν ως ουδέτερη ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΣΣΔ.
Ενώ οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως θα μπορούσαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Στάλιν για να προωθήσουν τις βασικές τους επιδιώξεις, οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι αυτός ήταν το κύριο εμπόδιο για την υλοποίηση των στόχων τους. Οι διαφορές Ρούσβελτ-Τσόρτσιλ είχαν σαν αποτέλεσμα οι δύο κύριες δυτικές δυνάμεις να έρθουν ανεξάρτητα σε συμφωνία με την ΕΣΣΔ για διάφορα ζητήματα: τον Οκτώβριο του 1944 ο Τσόρτσιλ πήγε στην Μόσχα όπου συμφώνησε στον διαχωρισμό των Βαλκανίων σε ζώνες επιρροής, ενώ στην Γιάλτα ο Ρούσβελτ υπέγραψε ανεξάρτητη συμφωνία με τον Στάλιν σχετικά με την Ασία, ενώ παράλληλα δεν υποστήριξε τον Τσόρτσιλ στα ζητήματα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας και των πολεμικών αποζημιώσεων. Τον Απρίλιο του 1945 απεβίωσε ο Ρούσβελτ και τον διαδέχθηκε στον προεδρικό θώκο ο Χάρυ Τρούμαν, που δεν εμπιστευόταν τον Στάλιν. Όπως και ο Τσόρτσιλ, ο Τρούμαν ήταν αντίθετος στην επιθυμία των Σοβιετικών να εγκαθιδρύσουν στην Πολωνία την ελεγχόμενη από αυτούς κυβέρνηση του Λούμπλιν.
Το 1945 ιδρύθηκε επίσης ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ως πρωταρχική του αποστολή είχε την εξασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης. Πρακτικά η δυνατότητα επιβολής των αποφάσεων του νέου θεσμού ήταν περιορισμένη, εξαιτίας της δυνατότητας χρήσης βέτο. Συνεπώς ο ΟΗΕ λειτούργησε κατά κύριο λόγο σαν φόρουμ για την ανταλλαγή απόψεων και την διατύπωση πολεμικής ενάντια στην αντίπαλη πλευρά. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν πως ουσιαστικά επρόκειτο για βήμα για την προώθηση προπαγάνδας.
Στην διάσκεψη του Πότσδαμ, που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1945, διατυπώθηκαν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στην Γερμανία και την υπόλοιπη κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Επιπλέον η εμφανής αντιπάθεια ανάμεσα στις δύο πλευρές επιβεβαίωσε την αμοιβαία καχυποψία και οδήγησε σε περιχαράκωση. Σε αυτή την διάσκεψη ο Τρούμαν ενημέρωσε επισήμως τον Στάλιν για τα πυρηνικά όπλα που πλέον διέθεταν οι ΗΠΑ. Μία εβδομάδα μετά την διάσκεψη βομβαρδίστηκαν με πυρηνικά όπλα η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ο Στάλιν διαμαρτυρήθηκε, διότι οι Αμερικανοί δεν επέτρεψαν στους Σοβιετικούς να έχουν επιρροή σε αυτή την χώρα, που πέρασε αποκλειστικά στην δική τους σφαίρα.
Από τα πρώτα στάδια του Β Παγκοσμίου Πολέμου (1939-40) η Σοβιετική Ένωση ενσωμάτωσε στην επικράτειά της γειτονικές της χώρες ή περιοχές τους. Τμήματα της ανατολικής Πολωνίας ενσωματώθηκαν στην ΣΣΔ Λευκορωσίας και στην ΣΣΔ Ουκρανίας μετά την γερμανική επίθεση και τον διαμελισμό της χώρας. Οι τρεις μικρές χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ ως σοσιαλιστικές δημοκρατίες, ενώ μετά τον σοβιετο-φινλανδικό πόλεμο του χειμώνα του 1939-40, περιοχές της ανατολικής Φινλανδίας πέρασαν στην ΣΣΔ Καρελίας και το επόμενο έτος αποσχίσθηκε η Βεσραβία από τη Ρουμανία για να γίνει η ΣΣΔ Μολδαβίας. Οι χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, που απελευθέρωσε ο Ερυθρός Στρατός στα 1944-45, ενώ προέλαυνε προς την καρδιά του Τρίτου Ράιχ, μετατράπηκαν σε κράτη-δορυφόρους μεταπολεμικά και συγκρότησαν το Ανατολικό Μπλοκ. Οι Λαϊκές Δημοκρατίες της ανατολικής Ευρώπης (ΛΔ Γερμανίας, ΛΔ Πολωνίας, ΛΔ Βουλγαρίας, ΛΔ Ουγγαρίας, ΛΔ Ρουμανίας και ΛΔ Τσεχοσλοβακίας) είχαν σοσιαλιστικά καθεστώτα, όμοια στην θεμελιώδη τους συγκρότηση με της ΕΣΣΔ. Στην Ασία ο Ερυθρός Στρατός είχε καταλάβει την Μαντζουρία -που προηγουμένως ήταν υπό ιαπωνικό έλεγχο- και το βόρειο τμήμα (βορείως του 38ου παραλλήλου) της κορεατικής χερσονήσου.
Τον Φεβρουάριο του 1946 ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Μόσχα, Τζορτζ Κένναν (George F. Kennan) έστειλε ένα τηλεγράφημα στην Ουάσιγκτον, στο οποίο ζητούσε την αλλαγή της πολιτικής της Δύσης σε σχέση με την ΕΣΣΔ, θεωρώντας ότι η τότε στάση του κατευνασμού δεν επρόκειτο να αποδώσει αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Κένναν η Δύση έπρεπε να επιδιώξει την συγκρότηση μιας συνομοσπονδίας στην δυτική Ευρώπη με πρωταρχικό σκοπό τον περιορισμό της σοβιετικής επιρροής και τον ανταγωνισμό με το ανατολικό μπλοκ. Το έγγραφο αυτό αποτέλεσε την βάση της πολιτικής των ΗΠΑ για όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ ακολούθησαν σκληρή γραμμή έναντι της ΕΣΣΔ σε όλα τα επίπεδα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ήλθε από την άλλη πλευρά το «τηλεγράφημα Νοβικόφ», ένα έγγραφο που είχε συντάξει ο σοβιετικός πρέσβης στις ΗΠΑ Νοβικόφ σε συνεργασία με τον υπουργό εξωτερικών Μολότοφ. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, οι ΗΠΑ παρουσιάζονταν σαν χώρα υπό τον έλεγχο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που εξοπλιζόταν για «να προετοιμάσει τις συνθήκες επίτευξης της παγκόσμιας κυριαρχίας με ένα νέο πόλεμο». Λίγες εβδομάδες μετά το τηλεγράφημα Κένναν, ο Τσόρτσιλ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του στην οποία αναφέρθηκε στο «σιδηρούν παραπέτασμα».
γ. Πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου (1947-53)
Τον Σεπτέμβριο του 1947 ιδρύθηκε η Κομινφόρμ, που λειτούργησε ως μέσω επιβολής των απόψεων του ΚΚΣΕ στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και της ενίσχυσης του ελέγχου των Σοβιετικών στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και γενικότερα του συντονισμού των κομμουνιστικών τους κομμάτων. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους η Κομινφόρμ υπέστη πλήγμα από το σχίσμα Τίτο-Στάλιν που είχε ως συνέπεια την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από τις τάξεις της, παρόλο που παρέμεινε καθαρά σοσιαλιστική στην δομή της.
Το 1947 οι σύμβουλοι του προέδρου Τρούμαν τον παρακίνησαν να λάβει άμεσα μέτρα για να περιορισθεί η επιρροή των Σοβιετικών, που εκτιμούσαν ότι επιχειρούσαν να δημιουργήσουν και να εκμεταλλευτούν ρήγματα στις καπιταλιστικές χώρες. Τον Φεβρουάριο του 1947 η Βρετανική κυβέρνηση, που μέχρι τότε υποστήριζε το βασιλικό καθεστώς στον πόλεμο που διεξήγαγε ενάντια στους Έλληνες κομουνιστές, ανακοίνωσε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί οικονομικά. Ο Τρούμαν σε ομιλία του ζήτησε την άμεση διάθεση 400 εκατομμυρίων δολαρίων για επέμβαση στον πόλεμο, ενώ παράλληλα παρουσίασε το δόγμα Τρούμαν, σύμφωνα με το οποίο η σύγκρουση ήταν πάλη ανάμεσα στους ελεύθερους λαούς και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το δόγμα Τρούμαν σηματοδότησε την αρχή της σύγκλισης των απόψεων του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σχετικά με ζητήματα της άμυνας και της οικονομικής πολιτικής, που θα εστιάζονταν στον περιορισμό και την αποτροπή της ανάπτυξης της ΕΣΣΔ.
Στις αρχές του 1947 Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ επιχείρησαν χωρίς επιτυχία να έρθουν σε συμφωνία με την ΕΣΣΔ σε ένα πρόγραμμα για την μετατροπή της Γερμανίας σε οικονομικά αυτάρκη χώρα, το οποίο περιελάμβανε και αναλυτική αναφορά στις βιομηχανίες, τα αγαθά και τις υποδομές που είχαν ήδη αφαιρέσει οι Σοβιετικοί. Τον Ιούνιο του 1947, ακολουθώντας την γραμμή του δόγματος Τρούμαν, οι ΗΠΑ θέσπισαν το σχέδιο Μάρσαλ, ένα πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που θα ήθελαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης. Κύριος και ουσιαστικός στόχος του σχεδίου ήταν η ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και η αντιμετώπιση απειλών για την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη, όπως τουλάχιστον τις εκλάμβαναν οι Δυτικοί, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ανόδου στην εξουσία κομουνιστικών κομμάτων μέσω εκλογών ή επαναστάσεων. Κύριος στόχος του σχεδίου ήταν η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, που ήταν άμεσα εξαρτημένη από την οικονομική ανάκαμψη της ίδιας της Γερμανίας. Ένα μήνα μετά την ανακοίνωση του σχεδίου Μάρσαλ συγκροτήθηκε ενιαίο Υπουργείο Άμυνας, η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central Intelligence Agency ή CIA) καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (National Security Council ή NCS), που απετέλεσαν τα θεμέλια για την εφαρμογή της αμερικανικής πολιτικής στον Ψυχρό Πόλεμο.
Η ηγεσία της ΕΣΣΔ απαγόρευσε στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ να λάβουν βοήθεια μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Η εναλλακτική λύση που προσέφεραν οι Σοβιετικοί για να ενισχύσουν τις οικονομίες των χωρών αυτών ήταν το λεγόμενο «σχέδιο Μολότοφ» (το οποίο αργότερα απετέλεσε την βάση για την Κομεκόν). Σύμφωνα με τον σχεδιασμό των Σοβιετικών δεν θα έπρεπε να δοθεί στη Γερμανία το δικαίωμα να εξοπλισθεί και να αποτελέσει εκ νέου απειλή. Στις αρχές του 1948, έπειτα από συνεχείς αναφορές για την εμφάνιση και ενίσχυση αντιδραστικών στοιχείων, έγινε στην Τσεχοσλοβακία πραξικόπημα - με τον έλεγχο των Σοβιετικών - ώστε να ανατραπεί η κυβέρνηση (η μόνη με κοινοβουλευτικές δομές δυτικού τύπου σε χώρα του Ανατολικού Μπλοκ). Χάρη στο θεμελιώδες δίδυμο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (Δόγμα Τρούμαν και Σχέδιο Μάρσαλ) δόθηκε στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, στην Ελλάδα και την Τουρκία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Χάρη στην αμερικανική βοήθεια, η εθνικιστική παράταξη κέρδισε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, ενώ στην Ιταλία ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι κατάφερε να επικρατήσει στις εκλογές του 1948, απέναντι στον ισχυρότατο συνασπισμό κομουνιστών και σοσιαλιστών. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε η δραστηριότητα των υπηρεσιών πληροφοριών εκατέρωθεν, οι απελάσεις διπλωματών και ο αριθμός των προερχομένων από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ που ζητούσαν άσυλο στην Δύση.
Την 1η Ιανουαρίου 1947 Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ ένωσαν τις ζώνες κατοχής τους στην Γερμανία σε μια ενιαία διοικητική ενότητα, στην οποία προστέθηκε τον Απρίλιο του 1949 και η γαλλική ζώνη κατοχής. Ήδη από τις αρχές του 1948 αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών χωρών καθώς και των ΗΠΑ ανακοίνωσαν την ένωση των περιοχών της δυτικής Γερμανίας υπό τον έλεγχο ενός νέου ομοσπονδιακού συστήματος. Επιπλέον ξεκίνησε υπό την σκέπη του σχεδίου Μάρσαλ η βιομηχανική ανασυγκρότηση και η οικονομική παλινόρθωση της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής νέου νομίσματος, του γερμανικού μάρκου (Deutsche Mark) που αντικατέστησε το παλιό νόμισμα του Ράιχ (Reichsmark), το οποίο είχαν απαξιώσει οι Σοβιετικοί. Αντιδρώντας σε αυτές τις εξελίξεις, ο Στάλιν επέβαλε από τις 24 Ιουνίου 1948 αποκλεισμό στο Βερολίνο, το οποίο βρισκόταν στην σοβιετική ζώνη κατοχής, αλλά ήταν διαιρεμένο σε τέσσερις ζώνες ελέγχου από τις νικήτριες δυνάμεις. Ο αποκλεισμός, που διάρκεσε μέχρι τις 12 Μαΐου 1949, ήταν η πρώτη μεγάλη κρίση του Ψυχρού Πολέμου. Οι Σοβιετικοί δεν επέτρεπαν την μεταφορά τροφίμων και εφοδίων στις ζώνες του Βερολίνου υπό δυτικό έλεγχο. Οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και άλλες χώρες ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση ξεκινώντας την μαζική μεταφορά εφοδίων και στο δυτικό Βερολίνο από αέρος. Στο ίδιο το Βερολίνο συνεχίστηκαν οι υποκινούμενες από τους Σοβιετικούς εντάσεις. Στο ανατολικό Βερολίνο οι κομουνιστές επιχείρησαν να παρεμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών της 5ης Δεκεμβρίου 1948 (όπως είχαν κάνει και στις εκλογές του 1946), που έφεραν όμως συντριπτική νίκη (86,3%) των μη κομουνιστικών δυνάμεων. Τα αποτελέσματα των εκλογών χώρισαν το Βερολίνο στο διακριτό δυτικό και ανατολικό τμήμα. Τριακόσιες χιλιάδες Βερολινέζοι διαδήλωσαν υπέρ της συνέχισης της διεθνούς αερογέφυρας που μετέφερε προμήθειες στην πόλη. Τελικά τον Μάιο του 1949 ο Στάλιν υποχώρησε και διεκόπη ο αποκλεισμός της πόλης.
Τον Απρίλιο του 1949 οι Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδάς και άλλες οκτώ χώρες υπέγραψαν την συνθήκη ιδρύσεως του ΝΑΤΟ. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Σοβιετικοί δοκίμασαν στο Σεμιπαλατίνσκ την πρώτη πυρηνική τους βόμβα. Μετά την άρνηση της ΕΣΣΔ να συμμετάσχει μαζί με τους δυτικούς στο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της Γερμανίας, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία έθεσαν τις βάσεις για την συγκρότηση της Δυτικής Γερμανίας, που την αποτελούσαν περιοχές του γερμανικού εδάφους που είχαν διαμεριστεί στις ζώνες κατοχής υπό τον έλεγχό τους. Η ΕΣΣΔ ανακήρυξε την συγκρότηση του ανεξάρτητου κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην ζώνη κατοχής υπό τον έλεγχό της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 εντάθηκαν επίσης οι προσπάθειες των προπαγανδιστικών μηχανισμών εκατέρωθεν. Οι ΗΠΑ, μέσω της CIA, χρηματοδότησαν πληθώρα εγχειρημάτων για να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή του κομουνισμού και της ιδεολογίας του στην διανόηση των χωρών της Ευρώπης και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Η CIA χρηματοδότησε επίσης προπαγανδιστική εκστρατεία στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών με την ονομασία «Εκστρατεία για την Ελευθερία» (Crusade for Freedom). Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τις προσπάθειες για τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας, ενώ το 1955 εξασφάλισαν την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, ενώ είχε προηγηθεί τον Μάιο του 1953 άκαρπη προσπάθεια του σοβιετικού ηγέτη Λαβρέντι Μπέρια για επανένωση των δύο γερμανικών κρατών σε ενιαία ουδέτερη οντότητα, ώστε να αποτραπεί η ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ.
Το 1949 ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός υπό την ηγεσία του Μάο Τσε Τούνγκ νίκησε ολοκληρωτικά τις δυνάμεις του Τσιάνγκ Κάι Σεκ - που είχε την υποστήριξη των ΗΠΑ - και η ΕΣΣΔ σύναψε συμμαχία με την νεοσύστατη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ και οι δυνάμεις του Κουομιτάνγκ που απέμειναν κατέφυγαν στην Ταϊβάν. Η είσοδος της Κίνας στο σοσιαλιστικό μπλοκ, καθώς και το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ διέθετε πλέον ατομικά όπλα (ενώ μέχρι τότε οι ΗΠΑ είχαν το πυρηνικό μονοπώλιο) επέφεραν σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Συνέπεια αυτών ήταν η επέκταση της πολιτικής του περιορισμού στην Ασία, την Αφρική και την Λατινική Αμερική, για να αντιμετωπισθούν τα επαναστατικά κινήματα που μάχονταν τα αποικιακά καθεστώτα και είχαν συχνά την υποστήριξη της Μόσχας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ΗΠΑ σύναψαν επίσης συμμαχίες με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες (ANZUS το 1951 και SEATO το 1954), χάρη στις οποίες μπορούσαν να διατηρήσουν στρατιωτική παρουσία και πολεμικές βάσεις στις χώρες αυτές.
Ο αιματηρός πόλεμος της Κορέας οδήγησε στον διαμερισμό της κορεατικής χερσονήσου σε δύο ανεξάρτητα κράτη: Την Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας (Βόρεια Κορέα) και την Δημοκρατία της Κορέας (Νότια Κορέα). Σε αντίθεση με την γερμανική ενοποίηση, ο διαχωρισμός παρέμεινε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από τα τέλη του Β Παγκοσμίου Πολέμου η κορεάτικη χερσόνησος, που προηγουμένως ήταν ιαπωνική κτήση, είχε μοιρασθεί σε δύο ζώνες (βορείως και νοτίως του 38ου παραλλήλου) από τις σοβιετικές και τις αμερικανικές δυνάμεις που κατέλαβαν τις περιοχές αυτές αντίστοιχα. Τον Ιούνιο του 1950, ο Κιμ Ιλ Σουνγκ, ηγέτης του καθεστώτος της Βόρειας Κορέας, κήρυξε τον πόλεμο στην Νότια Κορέα. Το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε την επίθεση και υπεστήριξε την υπεράσπιση της Νότιας Κορέας. Στρατιωτική δύναμη προερχόμενη από τη Νότια Κορέα, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Γαλλία, τη Νότια Αφρική και άλλες χώρες μετέβη στην κορεατική χερσόνησο υπό την σκέπη του ΟΗΕ για να αντιμετωπίσει την εισβολή. Μεταξύ των άλλων ο πόλεμος στην Κορέα επιτάχυνε τις διαδικασίες ανάπτυξης της στρατιωτικής δομής του ΝΑΤΟ. Υπήρχαν ανησυχίες για κλιμάκωση του πολέμου πέρα από τα στενά όρια της κορεατικής χερσονήσου, με γενικευμένη σύρραξη με την Κίνα ή ακόμα και με το ξέσπασμα πυρηνικού πολέμου. Η βρετανική διπλωματία έστρεψε τις προσπάθειές της στον γρήγορο τερματισμό του πολέμου, αποσκοπώντας στον σχηματισμό ενιαίου και ουδέτερου κορεατικού κράτους υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, καθώς και στην αποχώρηση όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από το έδαφός του. Τελικά η ανακωχή συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του 1953, μετά τον θάνατο του Στάλιν. Είχε προηγηθεί αιματηρός πόλεμος με εκατόμβες νεκρών και τρομακτικές καταστροφές στις υποδομές σε ολόκληρη την χερσόνησο, χωρίς κάποια από τις δύο πλευρές να επιτύχει τις επιδιώξεις της. Στο βόρειο μισό ο Κιμ Ιλ Σουγκ εγκαθίδρυσε ολοκληρωτικό δικτατορικό καθεστώς, με ισχυρότατο ρεύμα προσωπολατρίας που παραμένει στην εξουσία μέχρι σήμερα. Στο νότο εγκαθιδρύθηκε με την υποστήριξη των ΗΠΑ αυταρχικό καθεστώς υπό τον Syngman Rhee. Το 1960 ο Rhee ανετράπη από τον στρατό που επέβαλε δικτατορία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και αποκαταστάθηκε κοινοβουλευτικό πολίτευμα.
δ. Κλιμάκωση της Κρίσης (1953-62)
Το 1953, έτος τερματισμού του πολέμου στην Κορέα, συνέβησαν σημαντικές αλλαγές στην ηγεσία των δύο υπερδυνάμεων, που άλλαξαν την δυναμική του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ εκλέχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ τον Ιανουάριο και έσπευσε να μειώσει κατά ένα τρίτο τις αμυντικές δαπάνες - που είχαν τετραπλασιασθεί τους τελευταίους 18 μήνες της κυβέρνησης Τρούμαν - χωρίς όμως να παύσουν οι ΗΠΑ να εφαρμόζουν τα θεμελιώδη ψυχροπολεμικά τους δόγματα. Στην ΕΣΣΔ το 1953 πέθανε ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Νικήτα Χρουστσόφ, αφού κατάφερε να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους (Λαβρέντι Μπέρια, Γκεόργκι Μαλενκόφ και Βιατσεσλάβ Μολότοφ), έγινε ο νέος ισχυρός άνδρας της χώρας. Σε ομιλία του την 25η Φεβρουαρίου 1956 στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ ο Χρουστσόφ αιφνιδίασε τους συνέδρους, καταγγέλλοντας και αποκηρύσσοντας για πρώτη φορά τις ενέργειες του Στάλιν. Ξεκίνησε τότε το πρόγραμμα της αποσταλινοποίησης, μέσω της αναγνώρισης των σφαλμάτων που έγιναν στο παρελθόν. Το 1961 δήλωσε ότι, παρόλο που η ΕΣΣΔ υστερούσε σε σχέση με την Δύση, μέσα σε μια δεκαετία το σοβαρότατο στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η χώρα θα είχε επιλυθεί και τα καταναλωτικά αγαθά θα ήταν άφθονα, ενώ σε δύο δεκαετίες θα είχε ολοκληρωθεί η οικοδόμηση της κομουνιστικής κοινωνίας. Στις ΗΠΑ ο υπουργός εξωτερικών John Foster Dulles υιοθέτησε μια «Νέα Οπτική» (New Look) στον τρόπο εφαρμογής της στρατηγικής του περιορισμού, σύμφωνα με την οποία τον κύριο αποτρεπτικό ρόλο θα είχαν τα πυρηνικά όπλα σε περίπτωση σύρραξης. Ο Dulles εισήγαγε επίσης την στρατηγική των μαζικών αντιποίνων (massive retaliation), απειλώντας ότι οι ΗΠΑ θα επέφεραν πλήγμα στην ΕΣΣΔ σε περίπτωση εκδήλωσης σοβιετικής επιθετικότητας. Η υπεροχή που είχαν τότε σε πυρηνικά όπλα οι ΗΠΑ ήταν σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της κυβέρνησης Αϊζενχάουερ, όταν αυτή κλήθηκε να αποτρέψει ενδεχόμενη σοβιετική παρέμβαση στην Κρίση του Σουέζ το 1956.
Από το 1949, αντιδρώντας στην ίδρυση του ΝΑΤΟ, η ΕΣΣΔ σύναψε σύμφωνα συνεργασίας με τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, ενώ το 1955 συγκροτήθηκε επισήμως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Το επόμενο έτος, λίγο καιρό μετά την πτώση του σταλινικού ηγέτη της Ουγγαρίας Mátyás Rákosi, ξέσπασε αντισοσιαλιστική εξέγερση στην χώρα αυτή. Επιχειρώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των εξεγερθέντων, το νέο καθεστώς με ηγέτη τον Ίμρε Νάγκι κατάργησε επίσημα την μυστική αστυνομία, διακήρυξε την πρόθεση του να αποσύρει την Ουγγαρία από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και δήλωσε την πρόθεση του να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές. Οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας επενέβησαν για να αποκαταστήσουν την τάξη. Χιλιάδες Ούγγροι συνελήφθησαν και απελάθηκαν στην Σοβιετική Ένωση, ενώ περίπου 200.000 εγκατέλειψαν την χώρα. Ο αρχηγός της κυβερνήσεως, Νάγκι, εκτελέστηκε. Ο Χρουστσόφ διετύπωνε την ίδια περίοδο επιθετική ρητορική ισχυριζόμενος ότι οι εφοδιασμένοι με πυρηνικές κεφαλές βαλλιστικοί πύραυλοι, που διέθετε πλέον η ΕΣΣΔ, μπορούσαν να πλήξουν οποιοδήποτε στόχο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Παράλληλα με την ρητορική, υιοθέτησε το εκ διαμέτρου αντίθετο δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο συστημάτων, απορρίπτοντας το προγενέστερο σταλινικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Το δόγμα αυτό παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Γκορμπατσόφ, ο οποίος μετέτρεψε την ειρηνική συνύπαρξη σε αυτοσκοπό, ενώ μέχρι τότε θεωρούνταν μορφή ταξικής πάλης. Η βίαιη καταστολή της εξέγερσης στην Ουγγαρία προκάλεσε τριβές ανάμεσα στα κομουνιστικά κόμματα παγκοσμίως, ιδιαίτερα στην δυτική Ευρώπη, όπου η επιρροή τους μειώθηκε αισθητά.
Την δεκαετία του 1950 τέθηκαν η βάσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, την οποία προώθησαν και υποστήριξαν οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά οι κυβερνήσεις Τρούμαν και Αϊζενχάουερ, διότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «ανάχωμα» απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ. Το σχίσμα στις σχέσεις ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και την ΛΔ Κίνας είχε σοβαρές επιπτώσεις για το σοσιαλιστικό μπλοκ. Ο Μάο προασπίστηκε τον Στάλιν, όταν ο Χρουστσόφ τον αποκήρυξε μετά τον θάνατό του. Ο Χρουστσόφ επιχείρησε επανειλημμένα να αποκαταστήσει τις σινοσοβιετικές σχέσεις, αλλά ο Μάο απέρριψε κατηγορηματικά τις προσπάθειες αυτές. Η εχθρότητα ανάμεσα στις δύο κύριες δυνάμεις του σοσιαλιστικού μπλοκ εκδηλώθηκε και μέσω του πολέμου προπαγάνδας ανάμεσα τους, ενώ υπήρχε ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο κομουνιστικό κίνημα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι Σοβιετικοί, που είχαν δώσει έμφαση στον τομέα της πυραυλικής, ανέπτυξαν επιχειρησιακά τους πρώτους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, που ήταν ικανοί να επιφέρουν πυρηνικά πλήγματα σε οποιοδήποτε σημείο της υφηλίου. Τον Αύγουστο του 1957 εκτοξεύτηκε ο πρώτος τέτοιος πύραυλος, τύπου R7, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους τέθηκε σε τροχιά με πύραυλο του ίδιου τύπου ο πρώτος στην ιστορία τεχνητός δορυφόρος, ο Σπούτνικ 1, δημιουργώντας ένα εντελώς νέο πεδίο τεχνολογικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις υπερδυνάμεις. Τις επόμενες δύο δεκαετίες η αστροναυτική γνώρισε αλματώδη υλικοτεχνική και επιστημονική πρόοδο: το 1961 ταξίδεψε στο διάστημα ο πρώτος άνθρωπος (ο Σοβιετικός Γιούρι Γκαγκάριν), πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαστημικός περίπατος (από τον Σοβιετικό Αλεξέι Λεόνοφ), έφτασαν οι πρώτοι άνθρωποι στην επιφάνεια της Σελήνης (με το αμερικανικό πρόγραμμα Απόλλων), κατασκευάστηκαν οι πρώτοι διαστημικοί σταθμοί και τέθηκαν οι βάσεις για την εξερεύνηση του ηλιακού συστήματος με μη επανδρωμένα διαπλανητικά διαστημόπλοια. Την ίδια περίοδο θεμελιώθηκαν νέοι κλάδοι και δραστηριότητες, όπως η πρόγνωση του καιρού με την χρήση δορυφόρων, τα συστήματα δορυφορικής πλοήγησης, οι δορυφορικές τηλεπικοινωνίες και οι κατασκοπευτικές δραστηριότητες μέσω εξειδικευμένων τροχιακών συστημάτων.
Τον Ιανουάριο του 1959 επαναστατικό κίνημα ανέτρεψε στην Κούβα το καθεστώς Μπατίστα. Οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κούβα ήταν τεταμένες μετά την πτώση του Μπατίστα, και ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ εσκεμμένα έφυγε από την Ουάσιγκτον για να αποφύγει να συναντήσει τον νέο ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο. Την διαπραγμάτευση ανέλαβε ο τότε αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβερνήσεως Ρίτσαρντ Νίξον. Η Κούβα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την προμήθεια πολεμικού υλικού από το Ανατολικό Μπλοκ τον Μάρτιο του 1960. Τον Ιανουάριο του 1961, λίγο πριν την αποχώρηση του από τον προεδρικό θώκο, ο Αϊζενχάουερ επισήμως διέκοψε τις σχέσεις με την κουβανική κυβέρνηση. Τον Απρίλιο του 1961 η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Τζων Κένεντι οργάνωσε, μέσω της CIA, επιχείρηση ανατροπής της κυβέρνησης Κάστρο, με απόβαση δυνάμεων στον Κόλπο των Χοίρων, την οποία απέκρουσαν οι ουβανέζοι κυβερνητικοί. Ο Κάστρο υιοθέτησε και επίσημα τον Μαρξισμό-Λενινισμό, ενώ η ΕΣΣΔ υποσχέθηκε την αρωγή της στο καθεστώς του.
Το 1961 συνέβη στο Βερολίνο το τελευταίο επεισόδιο που σχετιζόταν με το γερμανικό ζήτημα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι Σοβιετικοί είχαν επιβάλει περιορισμούς στην μετανάστευση στο εξωτερικό. Παρόμοιους περιορισμούς είχαν επιβάλει και οι άλλες ανατολικές χώρες. Παρόλα αυτά μεγάλος αριθμός Ανατολικογερμανών έφθανε στην Δύση μέσω του δυτικού Βερολίνου, όπου ο έλεγχος των μετακινήσεων γίνονταν από τις τέσσερις νικήτριες δυνάμεις. Η κατάσταση είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Ανατολική Γερμανία, διότι μετανάστευαν στην Δυτική Γερμανία πολλοί νέοι και καταρτισμένοι πολίτες. Τον Ιούνιο του 1961 η Σοβιετική Ένωση απαίτησε την αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων από το δυτικό Βερολίνο. Το αίτημα απορρίφθηκε με συνέπεια, στις 13 Αυγούστου, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας να αρχίσει την σταδιακή οικοδόμηση του περίφημου τείχους του Βερολίνου.
Το ζήτημα της Κούβας συνέχισε να απασχολεί την ηγεσία των ΗΠΑ μετά την καταστροφή στον Κόλπο των Χοίρων. Η κυβέρνηση Κένεντι επεξεργάστηκε διάφορα σχέδια ανατροπής του καθεστώτος Κάστρο. Τον Φεβρουάριο του 1962 η σοβιετική ηγεσία πληροφορήθηκε σχέδια δολοφονίας του Κάστρο και ανατροπής του καθεστώτος του, με αποτέλεσμα να αρχίσουν άμεσα προετοιμασίες για την εγκατάσταση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές στο κουβανικό έδαφος. Η κυβέρνηση Κένεντι επέβαλλε ναυτικό αποκλεισμό στο νησί, φέρνοντας τις δύο πλευρές πολύ κοντά στο ενδεχόμενο γενικευμένου πολέμου. Τελικά ο Χρουστσόφ υποχώρησε και η ΕΣΣΔ απέσυρε τους πυραύλους από την Κούβα, αφού πρώτα εξασφάλισε την δέσμευση των Αμερικανών ότι δεν θα επιχειρούσαν να εισβάλουν ξανά στο νησί. Το επεισόδιο αυτό, που διάρκεσε από τον Οκτώβριο μέχρι το Νοέμβριο του 1962 έμεινε γνωστό ως Κρίση των πυραύλων της Κούβας, και έφερε την ανθρωπότητα πολύ κοντά στο πυρηνικό ολοκαύτωμα. Μετά την κρίση ξεκίνησαν για πρώτη φορά συνομιλίες για τον περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων, καθώς και για την βελτίωση των διμερών σχέσεων. Δέκα μήνες αργότερα υπογράφτηκε στη Μόσχα η πρώτη συνθήκη περιορισμού των πυρηνικών δοκιμών στις 5 Αυγούστου του 1963. Τη συνθήκη, που απαγόρευε τις δοκιμές στη θάλασσα, την ατμόσφαιρα και το Διάστημα, υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Ρασκ, της Ε.Σ.Σ.Δ. Αντρέι Γκρομίκο και της Βρετανίας Λόρδος Χιουμ. Το 1963, με νωπές ακόμη τις μνήμες από τις κρίσεις της Κούβας και του Βερολίνου, Ουάσινγκτον και Μόσχα αποφάσισαν να εγκαταστήσουν μία γραμμή άμεσης επικοινωνίας Λευκού Οίκου-Κρεμλίνου για τη διαχείριση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Το 1964 ο Χρουστσόφ εκδιώχθηκε από την ηγεσία της ΕΣΣΔ, αφού κατηγορήθηκε για αγένεια και ανικανότητα, καθώς και για την καταστροφή της αγροτικής οικονομίας και το γεγονός ότι ρίσκαρε την πρόκληση πυρηνικού πολέμου.
ε. Εκτόνωση της αντιπαράθεσης (Detente 1962-79)
Στα χρόνια 1950 - 1970 οι χώρες της δυτικής Ευρώπης και η Ιαπωνία γνώρισαν αλματώδη οικονομική ανάκαμψη και στην συνέχεια ανάπτυξη για δύο δεκαετίες, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να πλησιάζει αυτό των ΗΠΑ, ενώ οι οικονομίες των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ έμεναν στάσιμες συγκριτικά. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και σε συνδυασμό με την αυξανόμενη επιρροή σχημάτων, όπως ο ΟΠΕΚ και το Κίνημα των Αδεσμεύτων, χώρες με μικρότερη ισχύ απέκτησαν την δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης πολιτικής, όντας πλέον ικανές να προβάλουν την αντίθεσή τους στις πιέσεις της μίας ή της άλλης υπερδύναμης. Εν τω μεταξύ η Μόσχα μπήκε σε φάση εσωστρέφειας για να αντιμετωπισθούν εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το καθεστώς. Σοβιετικοί ηγέτες όπως ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ και ο Αλεξέι Κοσίγκιν επεδίωξαν ενεργά την πολιτική της ύφεσης στην αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Από το 1958 η Γαλλία, επί προεδρίας Ντε Γκωλ, διέσπασε την ενότητα του ΝΑΤΟ διαμαρτυρόμενη για τον ισχυρότατο ρόλο που είχαν οι ΗΠΑ στη συμμαχία, καθώς και για την «ειδική σχέση» τους με την Μεγάλη Βρετανία. Επίσης ζήτησε την επέκταση της κάλυψης του ΝΑΤΟ, ώστε να καλύπτει γεωγραφικές περιοχές που αφορούσαν τα γαλλικά συμφέροντα, ιδιαιτέρως την Γαλλική Βόρεια Αφρική, όπου ο Γαλλικός Στρατός μάχονταν τους αυτονομιστές αντάρτες. Θεωρώντας ότι η απάντηση που έλαβε δεν ήταν ικανοποιητική, ο ντε Γκωλ ξεκίνησε την ανάπτυξη ανεξάρτητου πυρηνικού προγράμματος, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1966, η Γαλλία αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και όλα τα νατοϊκά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το γαλλικό έδαφος.
Το 1968 κλιμακώθηκαν στην Τσεχοσλοβακία εξελίξεις που αφορούσαν προσπάθειες αλλαγής κατεύθυνσης του καθεστώτος, υπό την καθοδήγηση του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας με Γενικό Γραμματέα τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Τα τεκταινόμενα έμειναν γνωστά ως η «Άνοιξη της Πράγας» και προκάλεσαν τελικά την επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την διακοπή των μεταρρυθμίσεων. Το πρόγραμμα αλλαγών προέβλεπε μεταξύ των άλλων την μεγαλύτερη ελευθερία του τύπου, την ελευθερία του λόγου και των μετακινήσεων, την στροφή της οικονομίας στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, καθώς και το ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης πολυκομματικού πολιτικού συστήματος. Επίσης εξετάστηκε το ενδεχόμενο απόσυρσης της χώρας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Για να αποτραπεί η υλοποίηση του προγράμματος, οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην χώρα και ανέτρεψαν τον Ντούμπτσεκ. Μεγάλος αριθμός Τσέχων και Σλοβάκων κατέφυγε τότε στην Δύση, ενώ Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Κίνα, καθώς και κομμουνιστικά κόμματα δυτικών χωρών διετύπωσαν έντονες αντιδράσεις στην στρατιωτική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία.
Τον Σεπτέμβριο του 1968, ένα μόλις μήνα μετά την στρατιωτική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Λεονίντ Μπρέζνιεφ διατύπωσε σε ομιλία του στην Πολωνία το αποκαλούμενο «δόγμα Μπρέζνιεφ». Η πεμπτουσία του ήταν ότι σε περίπτωση απόπειρας ανατροπής του σοσιαλισμού σε κάποια χώρα, διατηρούνταν το δικαίωμα παραβίασης της ανεξαρτησίας της προς αντιμετώπιση των αντεπαναστατών. Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Νίξον αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το σινοσοβιετικό σχίσμα, ώστε να γείρει η πλάστιγγα υπέρ της Δύσης στον παγκόσμιο γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Οι Κινέζοι επίσης επεδίωκαν την ίδια περίοδο την βελτίωση των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ, για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην αντιπαράθεση με τους Σοβιετικούς. Τον Φεβρουάριο του 1972 ο Νίξον ανακοίνωσε, προκαλώντας αίσθηση διεθνώς, την αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΛΔ Κίνας, αναγγέλλοντας παράλληλα το ταξίδι που θα πραγματοποιούσε για να συναντήσει τον Μάο και τον Ζου Ενλάι. Την εποχή εκείνη εξελισσόταν ακόμη ο Πόλεμος του Βιετνάμ που είχε σαν συνέπειες – μεταξύ πολλών άλλων - την εξασθένιση της επιρροής των ΗΠΑ στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και την ψύχρανση των σχέσεων τους με τις δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης.
Μετά από την επίσκεψη του στην Κίνα, ο Νίξον συναντήθηκε με την σοβιετική ηγεσία στην Μόσχα, όπου έγιναν συνομιλίες για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (Strategic Arms Limitation Talks, SALT). H SALT I ήταν η πρώτη ουσιαστική συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων που υπογράφτηκε από τις δύο πλευρές. Υπογράφτηκε επίσης συμφωνία για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, η οποία προέβλεπε την απαγόρευση ανάπτυξης συστημάτων αναχαίτισης πυραύλων. Στόχος των συμφωνιών ήταν ο περιορισμός της ανάπτυξης πανάκριβων βαλλιστικών πυραύλων και συστημάτων αντιμετώπισης τους. Οι Νίξον και Μπρέζνιεφ ανακήρυξαν την νέα εποχή της «ειρηνικής συνύπαρξης» και εγκαθίδρυσαν την νέα πολιτική της εκτόνωσης (détente). Παράλληλα ο Μπρέζνιεφ επεδίωξε να ανασυγκροτήσει την οικονομία της ΕΣΣΔ, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, εν μέρει οφειλόμενα στο δυσβάσταχτο κόστος των πολεμικών εξοπλισμών. Στα 1972-74 οι δύο πλευρές αποφάσισαν επίσης να ενισχύσουν τους οικονομικούς τους δεσμούς, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών εμπορικών συμφωνιών. Η πολιτική που ακολουθούσαν εκείνη την περίοδο οι δύο υπερδυνάμεις συνέπεσε χρονικά με την Ostpolitik, την προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη που ξεκίνησε ο δυτικογερμανός καγκελάριος Βίλλυ Μπραντ. Συνάφθηκαν και άλλες συμφωνίες με στόχο την εξομάλυνση της κατάστασης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με αποκορύφωμα την Συμφωνία του Ελσίνκι (1975).
Παρά την εκτόνωση, συνεχίστηκε η έμμεση αντιπαράθεση των δύο μπλοκ, ιδίως στην Μέση Ανατολή και σε περιοχές του Τρίτου Κόσμου (Χιλή, Αιθιοπία, Αγκόλα). Το 1979 ναυάγησαν οι προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ για σύναψη δεύτερης συμφωνίας περιορισμού των πυρηνικών όπλων (SALT II). Η αποτυχία οφείλεται σε σειρά γεγονότων που έλαβαν χώρα το έτος αυτό, όπως η Ιρανική Επανάσταση και η Νικουαραγουανή Επανάσταση (που είχε την υποστήριξη της Μόσχας). Και οι δύο επαναστάσεις ανέτρεψαν φιλοαμερικανικά καθεστώτα.
στ. Ο «δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος» (1979-85)
Η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στα δύο μπλοκ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, άρχισε όταν τον Απρίλιο του 1978 το κομουνιστικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν πήρε την εξουσία στο Αφγανιστάν, μετά από επανάσταση. Οι αντίπαλοι της κομουνιστικής κυβέρνησης γρήγορα οργάνωσαν εξέγερση στις ανατολικές περιοχές της χώρας, που σύντομα εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις καθεστωτικές δυνάμεις και τους αντάρτες Μουτζαχεντίν. Οι αντάρτες του Πεσαβάρ εκπαιδεύτηκαν στο γειτονικό Πακιστάν και την Κίνα, και έλαβαν οπλισμό και χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Σαουδική Αραβία, ενώ οι Σοβιετικοί έστειλαν χιλιάδες στρατιωτικούς συμβούλους για να υποστηρίξουν την κομμουνιστική κυβέρνηση.
ζ. Η τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου (1985-91)
Όταν το 1985 Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ έγινε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η σοβιετική οικονομία βρίσκονταν σε φάση τελμάτωσης και επιπλέον αντιμετώπιζε προβλήματα εξαιτίας της πτώσης των τιμών του πετρελαίου (κύριου εξαγωγικού προϊόντος της ΕΣΣΔ). Ο Γκορμπατσόφ ξεκίνησε πρόγραμμα αναμόρφωσης της οικονομίας για να αντιμετωπίσει την δυσχερή κατάσταση. Τα αρχικά μέτρα ήταν αναποτελεσματικά, με συνέπεια να κριθεί απαραίτητη από την νέα ηγεσία η υλοποίηση πιο δραστικών δομικών αλλαγών. Τον Ιούνιο του 1987 ο Γκορμπατσόφ ανακοίνωσε πρόγραμμα οικονομικών αλλαγών, την περεστρόικα (ανασυγκρότηση), που προέβλεπε μεταξύ άλλων την χαλάρωση του συστήματος των ποσοστώσεων στην παραγωγή, την ιδιοκτησία επιχειρήσεων από ιδιώτες καθώς και την δυνατότητα ξένων επενδύσεων. Κύριος στόχος ήταν η στροφή της οικονομίας από την παραγωγή πολεμικού υλικού και άλλες δεσμεύσεις που επέβαλε η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση σε πιο παραγωγικούς ειρηνικούς τομείς. Οι δυτικές ηγεσίες αντιμετώπισαν αρχικά τον Γκορμπατσόφ με σκεπτικισμό, όμως γρήγορα απέδειξε ότι ήταν αφοσιωμένος στην αναμόρφωση της σοβιετικής οικονομίας αντί της συνέχισης του στρατιωτικού ανταγωνισμού με την Δύση. Παράλληλα με το νέο οικονομικό πρόγραμμα, ο Γκορμπατσόφ εισήγαγε την πολιτική της γκλασνόστ, δηλαδή της αύξησης των ελευθεριών του τύπου και της μεγαλύτερης διαφάνειας στον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, αποσκοπώντας στον περιορισμό της διαφθοράς στα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚΣΕ ενώ παράλληλα οδήγησε στην αύξηση της επικοινωνίας ανάμεσα στους Σοβιετικούς πολίτες και τον δυτικό κόσμο, επιταχύνοντας την βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Ανταποκρινόμενος στις παραχωρήσεις που ήταν πλέον πρόθυμη να κάνει η Μόσχα, ο πρόεδρος Ρήγκαν συμφώνησε στην επανεκκίνηση των συνομιλιών σχετικά με οικονομικά ζητήματα, καθώς και τον περιορισμό της κούρσας των εξοπλισμών. Η πρώτη επίσημη συνάντηση έγινε στην Γενεύη το 1985. Οι ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων συμφώνησαν επί της αρχής για την μείωση των πυρηνικών οπλοστασίων τους κατά 50%. Ακολούθησε δεύτερη συνάντηση στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Οι συνομιλίες διεξάγονταν ομαλά μέχρι το σημείο που επικεντρώθηκαν στην Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (Strategic Defence Initiative, SDI), την ολοκληρωτική διακοπή της οποίας επεδίωκε ο Γκορμπατσόφ, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να γίνει δεκτό από τους Αμερικανούς. Οι συνομιλίες στο Ρέικιαβικ δεν απέδωσαν καρπούς, όμως στην τρίτη κατά σειρά σύνοδο (1987) υπεγράφη η Συμφωνία για τα Πυρηνικά Όπλα Ενδιάμεσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty, INF), βάσει της οποίας θα καταστρέφονταν όλοι οι οπλισμένοι με πυρηνικές κεφαλές βαλλιστικοί πύραυλοι με βεληνεκές από 500 έως 5.500 km, καθώς και όλες οι σχετικές υποδομές υποστηρίξεως τους. Αποκορύφωμα της τάσης αυτής ήταν η υπογραφή της συνθήκης για τον έλεγχο των οπλοστασίων (START I) που υπέγραψαν Μπους και Γκορμπατσόφ το 1989 στην Μόσχα. Την επόμενη χρονιά είχε πια καταστεί σαφές στην σοβιετική ηγεσία ότι το κόστος της διατήρησης των κολοσσιαίων ενόπλων δυνάμεων της χώρας, καθώς και η επιδοτούμενη παροχή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελούσε τροχοπέδη για την οικονομία. Επίσης αναγνωρίστηκε το γεγονός ότι η διατήρηση μιας ζώνης προστασίας στην ανατολική Ευρώπη δεν προσέφερε πλέον στρατηγικά πλεονεκτήματα και ανακοινώθηκε ότι οι Σοβιετικοί δεν είχαν πλέον την πρόθεση να επέμβουν στα εσωτερικά ζητήματα των συμμαχικών χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.
Το 1989 οι σοβιετικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν και στα 1990 ο Γκορμπατσόφ συναίνεσε στην επανένωση των δύο γερμανικών κρατών. Στις 3 Δεκεμβρίου 1989 Γκορμπατσόφ και Μπους ανακοίνωσαν στην Μάλτα το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στα 1989 το σύστημα συμμαχιών που είχαν εγκαθιδρύσει οι Σοβιετικοί, ήδη από τα τέλη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, κατέρρεε. Τα σοσιαλιστικά καθεστώτα έχαναν την δύναμη και την επιρροή τους, ενώ ήταν πλέον απίθανη η επέμβαση της ΕΣΣΔ για υποστήριξή τους. Οργανώσεις, όπως η Αλληλεγγύη στην Πολωνία, σύντομα κέρδισαν σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Το 1989 οι κομουνιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας συζήτησαν για πρώτη φορά το ενδεχόμενο διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών. Στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο μεγάλες διαδηλώσεις, ενώ στη Ρουμανία και Βουλγαρία κατέρρεαν ήδη τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, στην Ρουμανία εν μέσω βίαιων συγκρούσεων. Κολοφώνας των σαρωτικών αλλαγών που έλαβαν χώρα σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη στα 1989 ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που χώριζε επί μισό αιώνα περίπου το Βερολίνο σε δυτικό και ανατολικό μέρος. Με εξαίρεση την Ρουμανία, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» ανετράπη με ειρηνικά μέσα το 1989 σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη.
Στην ίδια την ΕΣΣΔ η γκλασνόστ αποδυνάμωσε τους δεσμούς που κρατούσαν την Σοβιετική Ένωση. Τον Φεβρουάριο του 1990, με τον διαφαινόμενο κίνδυνο διάλυσης της, το ΚΚΣΕ αναγκάστηκε να απολέσει το μονοπώλιο της εξουσίας που κατείχε από τον καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης. Την ίδια περίοδο η μεγαλύτερη ελευθερία στον τύπο επέτρεψε την εκδήλωση της υποφώσκουσας δυσαρέσκειας, καθώς και των τοπικών εθνικισμών, οδηγώντας σε αυτονόμηση κάποιων Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και την απόσχιση των τριών Δημοκρατιών της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία) από την Ένωση. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια, η αποδυνάμωση του ΚΚΣΕ και οι φωνές για απόσχιση Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ρωσίας, οδήγησαν στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αποτυχημένο πραξικόπημα, που αποσκοπούσε την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση, σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, διαδέχθηκε επισήμως την ΕΣΣΔ την 21η Δεκεμβρίου 1991, ενώ η επίσημη διακήρυξη της διάλυσης της ΕΣΣΔ έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 1991. Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία προχώρησε σε δραματικές περικοπές των αμυντικών δαπανών, ενώ παράλληλα έγιναν ριζικές αλλαγές στην δομή της οικονομίας, που είχαν ως συνέπεια να μείνουν άνεργοι εκατομμύρια άνθρωποι. Η αλλαγή της οικονομίας από κεντρικά σχεδιασμένη σοσιαλιστικού τύπου σε καπιταλιστική επέφερε ύφεση, η οποία ήταν σοβαρότερη, συγκριτικά, με την περίφημη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Ο κόσμος έγινε πλέον μονοπολικός, καθώς οι ΗΠΑ ήταν η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη.
Μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ έγιναν η δύναμη που μπορούσε να εκμεταλλεύεται την ισχύ της για να «χαράζει κατευθύνσεις», ικανές να εκφράζουν τις ιθύνουσες δυνάμεις και των άλλων ισχυρών κρατών του πλανήτη «ελλείψει αντιπάλου». Είναι αμφίβολο αν η Ευρώπη, η Ρωσία, η Κίνα και η Ιαπωνία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με συνέπεια και συνέχεια στα πλαίσια ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, όπου οι ΗΠΑ απλώς θα φαίνονται «πρώτες μεταξύ ίσων», γιατί κάτι τέτοιο θα προωθούσε τα μακρόπνοα οικονομικά τους συμφέροντα. Πολλές από τις εντάσεις και τις συγκρούσεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου παρέμειναν μετά το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η εξέλιξη της κατάστασης στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της ανατολικής Ευρώπης ήταν αρχικά ανομοιόμορφη. Ενώ οι περισσότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης μπήκαν σταδιακά σε φάση σχετικής ομαλότητας, η Γιουγκοσλαβία διαμελίστηκε και στην συνέχεια ακολούθησε πολυετής πόλεμος. Ένοπλες συρράξεις συνέβησαν και σε διάφορες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ.
Τα κυριότερα ζητήματα που απασχόλησαν τις ΗΠΑ αυτή την περίοδο ήταν τα εξής:
α. Ολοκλήρωση της ενοποίησης της Ευρώπης
Τα κυριότερα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, στα πλαίσια μιας αμετακίνητης εξωτερική πολιτικής, που σχεδιάστηκε από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τηρήθηκε απαρέγκλιτα στα επόμενα χρόνια, ήταν τα ακόλουθα:
- 1992 Υπογράφτηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ (Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Κοινή Εξωτερική Πολιτική, Πολιτική Ασφαλέιας)
- 1993 Η ΕΟΚ μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)
- 1995 Έγινε επέκταση της ΕΕ σε 15 μέλη (Αυστρία, Φινλανδία, Σουηδία, μετά την Ισπανία και Πορτογαλία και την Ελλάδα που ήταν το 10ο μέλος το 1980)
- 1997 Υπογράφτηκε η Συνθήκη του Άμστερνταμ (Ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, δικαστική συνδρομή, εξωτερική πολιτική ασφαλείας)
- 1999 Δώδεκα χώρες της ΕΕ εισήλθαν στη Ζώνη του Ευρώ (πλην Βρετανίας, Δανίας, Σουηδίας, η Ελλάδα εισήλθε το 2002)
- 2002 Έναρξη χρήσης του ευρώ από 1/1/2002
- 2003 Υπογράφτηκε η Συνθήκη της Αθήνας: Επέκταση της ΕΕ σε 25 μέλη (Τσεχία, Κύπρος, Μάλτα, Σλοβενία, Πολωνία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Σλοβακία).
β. Πόλεμοι με το Ιράκ
Έγιναν δύο πόλεμοι με το Ιράκ με ουσιαστικό αντικείμενο τον έλεγχο των πετρελαίων της περιοχής και με διάφορες προβαλλόμενες, αιτιάσεις, που, κατά την συνήθη πρακτική, αποσκοπούσαν στην ιδεολογική υποστήριξη των επιχειρήσεων με ελκυστικό περικάλυμμα (όπως η αποκατάσταση της “δημοκρατίας” στο Ιράκ, η τιμωρία των τρομοκρατών και η παρεμπόδιση χρήσης πυρηνικών όπλων):
- Ο Πόλεμος του Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 - 28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν πολεμική σύρραξη ανάμεσα σε μία πολυεθνική συμμαχία από τουλάχιστον 31 κράτη υπό την καθοδήγηση των Η.Π.Α. και την εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. κατά του Ιράκ, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Ο πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή του Ιράκ στις 2 Αυγούστου 1990, με την δικαιολογία ότι το Κουβέιτ κάνει γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση και έτσι «κλέβει» ιρακινό πετρέλαιο. Αμέσως μετά την εισβολή επιβλήθηκαν οικονομικές κυρώσεις από τον Ο.Η.Ε. και τελικά τον Ιανουάριο του 1991, άρχισαν οι εχθροπραξίες οι οποίες κατέληξαν στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων. Τα μέλη της Διεθνούς Συμμαχίας ήταν: Αργεντινή, Αυστραλία, Μπαχρέιν, Μπανγκλαντές, Βέλγιο, Καναδά, Τσεχοσλοβακία, Δανία, Αίγυπτος, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Κουβέιτ, Μαρόκο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ομάν, Πακιστάν, Πολωνία, Πορτογαλία, Νίγηρας, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Σενεγάλη, Νότιος Κορέα, Ισπανία, Τουρκία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αγγλία και Η.Π.Α. Γερμανία και Ιαπωνία, προσέφεραν οικονομική υποστήριξη και οπλισμό αντί για απευθείας πολεμική βοήθεια. Οι Η.Π.Α. ανάγκασαν το Ισραήλ να μην πάρει μέρος στην συμμαχία, παρόλα τα χτυπήματα των Ιρακινών πυραύλων στο Τελ Αβίβ. Η Ινδία συνέβαλε στον ανεφοδιασμό του Αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, προσφέροντας ναυτικές βάσεις.
- Ο Πόλεμος του Ιράκ (Second Gulf War) ήταν στρατιωτική επιχείρηση, που άρχισε στις 20 Μαρτίου 2003 από τις ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεώτερου και το Ηνωμένο Βασίλειο υπό την πρωθυπουργία του Τόνι Μπλερ, με στόχο την ανατροπή του τότε ηγέτη του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν. Ήταν μέρος του γενικότερου Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας, τους πολέμους δηλαδή που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Η πρώτη φάση του πολέμου άρχισε με την εισβολή των Αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, στις 20 Μαρτίου 2003, και ολοκληρώθηκε στα τέλη Απριλίου του 2003 με την πτώση της Βαγδάτης στις 9 Απριλίου 2003. Ακολούθησε η σύλληψη των ηγετικών στελεχών της κυβέρνησης Χουσεΐν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και η σύλληψη στις 13 Δεκεμβρίου του 2003 του ίδιου του Χουσεΐν, ο οποίος τελικά απαγχονίστηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2006. Η δεύτερη και μακρύτερη φάση του πολέμου άρχισε με την εξέγερση Ιρακινών κατά των δυνάμεων κατοχής και της νέας Ιρακινής κυβέρνησης το 2004. Η συνεχιζόμενη ένταση οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών από το Φεβρουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2008. Μέχρι τις αρχές του 2008, με την σημαία του ΟΗΕ πολεμούσαν δυνάμεις από τα Φίτζι, καθώς επίσης και στρατιωτικοί παρατηρητές από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Δανία, την Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία. Πριν από αυτό, με την σημαία του ΟΗΕ υπηρετούσαν οι στρατοί της Γεωργίας (η οποία αποσύρθηκε μετά την αρχή του πολέμου στην Νότια Οσετία) και της Ρουμανίας. Στις 31 Αυγούστου 2010, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα κήρυξε το τέλος του πολέμου και διέταξε τους Αμερικανούς στρατιώτες να αποχωρήσουν από το Ιράκ. Οι τελευταίες Αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την χώρα τον Δεκέμβριο του 2011.
γ. Διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας
Από το 1991 άρχισε μια σειρά ενεργειών, που όπως φαίνεται προετοιμάζονταν από καιρό, με στόχο την γεωπολιτική αλλαγή στη Γιουγκοσλαβία, με τους εξής προοδευτικούς σταθμούς:
- 1991: Κροατία, Σλοβενία και ΠΓΔΜ ανακήρυξαν η μία μετά την άλλη την ανεξαρτησία τους απ' την τότε Γιουγκοσλαβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, με τις ευλογίες της Γερμανίας και του Βατικανού και εν συνεχεία της (τότε) ΕΟΚ.
- 1992: Πόλεμος σπάραξε τον κροατικό, σερβοβοσνιακό και βοσνιακό πληθυσμό της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας. Οι μετέπειτα αποστολές κυανοκράνων του ΟΗΕ σε διάφορους «θύλακες ασφαλείας» επέτειναν το δράμα στα θέατρα του πολέμου, ανατρέποντας σε ορισμένες περιπτώσεις τις ισορροπίες των συγκρουόμενων, ενώ τα διπλωματικά και ειρηνευτικά σχέδια Ευρωπαίων διαπραγματευτών προσέκρουσαν στις αντιδράσεις των ΗΠΑ. Ο βομβαρδισμός των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ κατά θέσεων των Σερβοβόσνιων ήταν ο προάγγελος της «ειρήνης» που επέβαλαν τελικά οι Αμερικανοί με τη συναίνεση των Ευρωπαίων...
- 1995: Υπογράφτηκε στο Ντέιτον η συμφωνία «τερματισμού» του πολέμου στη Βοσνία -Ερζεγοβίνη με «αρχιτέκτονα» τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Η συμφωνία συνυπογράφτηκε από τους τότε ηγέτες της Κροατίας, Βοσνίας και Σερβίας. Η Βοσνία μετατράπηκε σε προτεκτοράτο των κυρίαρχων δυτικών δυνάμεων και ο τοπικός πληθυσμός στέναζε υπό το βάρος της ανέχειας.
- 1997: Οι μεθοδεύσεις συνεχίστηκαν με τη δημιουργία, χρηματοδότηση και εκπαίδευση (από Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες) των Κοσσοβάρων Αλβανών αυτονομιστών (του κόμματος ΟΥΤΣΕΚΑ).
- 1998: Άρχισαν οργανωμένα οι πρώτες επιθέσεις των Αλβανών Κοσσοβάρων κατά Σέρβων στρατιωτικών και αμάχων στο Κοσσυφοπέδιο, με αφορμή μία προβοκάτσια στο χωριό Ράτσακ, όπου, ενώ ο τότε Αμερικανός επιτετραμμένος του ΟΑΣΕ «επιβεβαίωνε» πως πρόκειται για «αθώα θύματα» του σερβικού στρατού, τα στοιχεία Ευρωπαίων ιατροδικαστών έδειχναν αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ που σκοτώθηκαν σε μάχες.
- 1999: Ακολούθησε ο τραγέλαφος του δήθεν «ειρηνευτικού διαλόγου» μεταξύ Σέρβων και Κοσσοβάρων Αλβανών στο Ραμπουγέ της Γαλλίας. Μεταξύ άλλων η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ, απαίτησε την ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο και στην υπόλοιπη επικράτεια της χώρας.
- 24 Μαρτίου 1999: Ο πόλεμος ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και ΕΕ κατά της Γιουγκοσλαβίας, με πρόσχημα τα «ανθρώπινα δικαιώματα» των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο, κράτησε 11 εβδομάδες. Χιλιάδες άμαχοι (ανεξαρτήτως εθνότητας) σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν απ' τις «έξυπνες βόμβες» του ΝΑΤΟ. Η προπαγάνδα Αμερικανών και Ευρωπαίων στόχευε, μεταξύ άλλων, και στη δαιμονοποίηση του τότε ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, που αντιστάθηκε στις επιδρομές μέχρι τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Τότε «νομιμοποιήθηκε» η επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο, που μετατράπηκε σε ένα ακόμη αδύναμο προτεκτοράτο και ταυτόχρονα σε μεγάλη βάση του ΝΑΤΟ. Οι μειονότητες των Σέρβων και των Τσιγγάνων στο Κοσσυφοπέδιο υπέστησαν φονικό ανθρωποκυνηγητό των αυτονομιστών του ΟΥΤΣΕΚΑ που μεταλλάχτηκαν σε «Σώματα Προστασίας Κοσσόβου» και τα στελέχη του «βαφτίστηκαν» «κυβέρνηση» υπό τις διαταγές του Ύπατου Εκπροσώπου του ΟΗΕ...
- 2000: Δημιουργήθηκε στα θερμοκήπια της CIA στη Βουδαπέστη «Σερβική Δημοκρατική Αντιπολίτευση», που ανέτρεψε την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς και προχώρησε σε «μεταρρυθμίσεις» υπέρ των κεφαλαιοκρατών. Ο σερβικός λαός βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στη φτώχεια, ενώ παράλληλα στη νότια σερβική κοιλάδα του Πρέσεβο ο «Αλβανικός Απελευθερωτικός Στρατός» επιχειρούσε να παίξει το ρόλο του ΟΥΤΣΕΚΑ στο Κοσσυφοπέδιο. Οι σχεδιαστές εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δεν ενθάρρυναν περαιτέρω τη δράση του, αφού άρχισαν να σχεδιάζουν επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ....
- 2006: Τον Φεβρουάριο άρχισαν στη Βιέννη οι (προαποφασισμένες) συνομιλίες Αλβανών και Σέρβων, με τελικό στόχο μια «λύση για το καθεστώς» του Κοσσυφοπεδίου. Τα σχέδια για ένα δήθεν «ανεξάρτητο» Κοσσυφοπέδιο προβλέπουν νέες συνοριακές ανακατατάξεις και δεινά για τους τοπικούς πληθυσμούς.
δ. Αντιμετώπιση της διεθνούς τρομοκρατίας
Η διεθνής τρομοκρατίας έγινε ιδιαίτερα αισθητή στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, με το καταστροφικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους του Παγκόσμιου Εμπορικού Κέντρου της Ν.Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Στο πλαίσιο του ΟΗΕ, πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο το 2001 συνέστησε την Επιτροπή κατά της Τρομοκρατίας (Counter-Terrorism Committee), η οποία επιβλέπει την εφαρμογή της πολιτικής κατά της τρομοκρατίας. Το 2005, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ προχώρησε στη σύσταση της Επιχειρησιακής Ομάδας για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (Counter- Terrorism Implementation Task Force), συντονιστικού οργάνου που παρακολουθεί την εμπλοκή όλων των υπηρεσιών του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, υιοθετήθηκε η Απόφαση 1624 του Συμβουλίου Ασφαλείας, η οποία καταδικάζει κάθε είδους τρομοκρατική πράξη, ανεξαρτήτως προέλευσης, και καλεί τα κράτη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να απαγορευθεί κάθε παρότρυνση προς διάπραξη τρομοκρατικής επίθεσης. Τον Σεπτέμβριο του 2006 ψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση η Παγκόσμια Στρατηγική των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (United Nations Global Counter-Terrorism Strategy). Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεμελιώδες κείμενο της αποτελεί η Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (European Union Counter Terrorism Strategy), η οποία υιοθετήθηκε τον Νοέμβριο του 2005. Περιλαμβάνει τέσσερις βασικούς στόχους, οι οποίοι συνοψίζονται στους τομείς της πρόληψης, της προστασίας, της καταστολής και της αντιμετώπισης των τρομοκρατικών ενεργειών.
Στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων του Ιανουαρίου 2015 υιοθετήθηκε η «Στρατηγική για την Καταπολέμηση του Φαινομένου των Ξένων Μαχητών στη Συρία και το Ιράκ», η οποία θέτει προτεραιότητες δράσης, με στόχο την ελαχιστοποίηση της απειλής για την Ευρώπη, την εκπόνηση ευρωπαϊκής επικοινωνιακής στρατηγικής και τη συνεισφορά στη στρατηγική ήττα του Ισλαμικού Κράτους ISIL/Da’esh, ενώ το Μάρτιο του ίδιου έτους υιοθετήθηκε η συμπληρωματική Περιφερειακή Στρατηγική για τη Συρία και το Ιράκ, καθώς και για την απειλή του Da’esh, η οποία, μεταξύ άλλων, εστιάζει στην προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας, την ενίσχυση των συνόρων και την αποτροπή της διάχυσης της απειλής του Ισλαμικού Κράτους στις χώρες που γειτνιάζουν με τις εστίες των κρίσεων. Στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της 9ης Φεβρουαρίου 2015 υιοθετήθηκαν ειδικά συμπεράσματα για την εξωτερική πτυχή της καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Μεταξύ άλλων προβλέπονται η ενίσχυση του διαλόγου με χώρες και οργανισμούς στρατηγικής σημασίας (χώρες Maghreb, Ισραήλ, Λίβανο, Σ. Αραβία, Ιορδανία, Αραβικό Σύνδεσμο κλπ), η υποστήριξη στον τομέα οικοδόμησης δυνατοτήτων με ενδιαφερόμενες χώρες, καθώς και η αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών, όπως κρίσεις, ανέχεια, διασπορά όπλων, ασθενείς κρατικές δομές. Κατά το Άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 12 Φεβρουαρίου 2015, υιοθετήθηκε δήλωση, η οποία προβλέπει ένα περίγραμμα ενεργειών της ΕΕ και των κρατών-μελών σε σχέση με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, εστιάζοντας στους εξής τρεις τομείς: α. κατοχύρωση της ασφάλειας των πολιτών β. πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης και διαφύλαξη αξιών και γ. συνεργασία με διεθνείς εταίρους.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα το πολλαπλό τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου 2015 και η έξαρση της τρομοκρατικής δραστηριότητας στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής κατεύθυναν τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας σε τομείς πέραν της καταστολής της δράσης τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως η Αλ-Κάϊντα. Το φαινόμενο της συνεχιζόμενης μετάβασης ξένων μαχητών από πολλές χώρες στην Συρία και το Ιράκ και η απειλή για τις χώρες προέλευσης κατά την επιστροφή τους, σε συνδυασμό με την διεθνοποίηση της απειλής και τον βίαιο εξτρεμισμό της οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους (ISIL/Da’esh), έχουν φέρει στο επίκεντρο των συζητήσεων, τόσο στους κόλπους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων όσο και σε διεθνές επίπεδο, νέα θέματα που σχετίζονται με την πρόληψη της τρομοκρατίας όπως την αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης και στρατολόγησης νέων τρομοκρατών, την αντιμετώπιση του βίαιου εξτρεμισμού και την ανάσχεση των χρηματοδοτικών ροών που τροφοδοτούν την τρομοκρατία.
ε. Χρηματοπιστωτική κρίση 2008-2010
Η Διεθνής Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 απείλησε τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, 78 χρόνια μετά την μεγάλη κρίση του 1929 και 25 χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση του 1973. Φαινομενικά προέκυψε μετά την εκδήλωση προβλημάτων στην αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης και την αλόγιστη χρήση δομημένων επενδυτικών προϊόντων, που εξαρτιόνταν άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων, από τα οποία παράγονταν, και είχε ως αποτέλεσμα ένα "ντόμινο" αλυσιδωτών αντιδράσεων στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό και κτηματομεσιτικό τομέα, που επιτάθηκε από την προσπάθεια απομάκρυνσης του πιστωτικού και επιτοκιακού κινδύνου από τις τράπεζες, την μετατροπή στάσιμων κεφαλαίων σε εμπορεύσιμους τίτλους και την μετακίνηση των σύνθετων επενδυτικών τίτλων σε καταστάσεις ειδικών οντοτήτων.
Μετά την αποτυχία του μοντέλου παραγωγής και διανομής δανείων, παρατηρήθηκε μια μετακίνηση σε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα με επίκεντρο τη κεφαλαιαγορά. Ήταν εμφανείς οι κινήσεις προς μία πιο αυστηρά θεσμοθετημένη και παρεμβατική αγορά. "Εχθρικές" συνθήκες της κεφαλαιαγοράς απέναντι στην τιτλοποίηση της στεγαστικής πίστης όμως είχαν άμεσες επιπτώσεις στα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς. Αλλαγές παρατηρήθηκαν και στο ρόλο και τη συμπεριφορά των θεσμικών επενδυτών. Η ζήτηση υψηλών αποδόσεων βάσει της ρευστότητας επηρέασε την προσφορά νέων προϊόντων από το 2003, λόγω των χαμηλών αποδόσεων στα ομόλογα T-bills του δημοσίου και την πιστωτική επέκταση. Σημαντικός αποδείχτηκε και ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών στη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, με εξασφάλιση ρευστότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές, ρύθμιση της λειτουργίας του συστήματος, βασικές χρηματοδοτικές δράσεις και μακροπρόθεσμες χρηματοδοτικές στρατηγικές. Μετά τις εξελίξεις αυτές διαφάνηκε μια απαρέσκεια της αμερικανικής κοινής γνώμης, αλλά και των ευρωπαϊκών αρχών, στο "ξελάσπωμα" των υπευθύνων εις βάρος των πολλών (όπως χαρακτηρίσθηκε το σχέδιο διάσωσης, "the bail-out" plan), προλειαίνοντας το έδαφος για μια "στριφνή" αγορά μετά την κρίση. Σε γενικές γραμμές τα πλούσια αποθέματα των περισσοτέρων αναπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών καθυστέρησαν την κρίση, με το συντονισμό συγχρονισμένης διεξαγωγής μεσοπρόθεσμης νομισματικής πολιτικής για την προστασία της σταθερότητας των τιμών, καθώς και άλλων μακροοικονομικών στόχων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (United States of America, με σημερινή έκταση 9.631.418 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας) παρουσιάζουν μεγάλη γεωμορφολογική ποικιλία. Το Δυτικό τμήμα παρουσιάζεται ορεινό, καθώς μεγάλο μέρος καταλαμβάνεται από τα Βραχώδη Όρη (Rocky Mountains με μέγιστο ύψος 4.396 μέτρα) και πέρα από αυτά στην παραλιακή ζώνη του Ειρηνικού υπάρχει η Σιέρα Νεβάδα (Sierra Nevada με μέγιστο ύψος 4418 μέτρα) και η Περιοχή των Καταρρακτών (Cascade Range με μέγιστο ύψος 4392 μέτρα), ενώ στο Ανατολικό τμήμα απλώνονται τα Απαλάχια Όρη (Appalachian Mountains με μέγιστο ύψος 2037 μέτρα). Το ενδιάμεσο τμήμα ανάμεσα στα Απαλάχια και τα Βραχώδη Όρη είναι πεδινό και διασχίζεται από τον ποταμό Μισισιπή (Mississippi) και τους 55 παραποτάμους του, από τους οποίους σπουδαιότεροι είναι ο Μισούρι (Missouri), ο Αρκάνσας (Arkansas) και ο Οχάιο (Ohio), που εκβάλλει στον Κόλπο του Μεξικού. Άλλα σημαντικά ποτάμια είναι ο Κολούμπια (Columbia) με παραπόταμο τον Σνέικ (Snake) που εκβάλλει στον Ειρηνικό Ωκεανό, ο Κολοράντο (Colorado) που εκβάλλει στον κόλπο της Καλιφόρνιας, ο Ρίο Γκράντε (Rio Grande) και ο Αλαμπάμα (Alabama) που εκβάλλουν επίσης στον Κόλπο του Μεξικού Στο βορειοανατολικό τμήμα των ΗΠΑ που συνορεύει με τον Καναδά, βρίσκεται μια ομάδα από Μεγάλες Λίμνες (Great Lakes) γνωστότερες από τις οποίες είναι η λίμνη Μίσιγκαν (Michigan) και η λίμνη Έρι όπου βρίσκονται οι καταρράκτες του Νιαγάρα.
Το κλίμα των ΗΠΑ, όπως αναμένεται για μια τόσο μεγάλη εδαφική έκταση, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Το ωκεάνιο κλίμα της δυτικής ζώνης με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι, περιορίζεται σε μία στενή παραλιακή λωρίδα κοντά στον Ειρηνικό. Ανατολικά της Σιέρα Νεβάδα υπάρχει μια εκτεταμένη ξηρή και άνυδρη περιοχή που παραχωρεί την θέση της αρχικά σε βοσκότοπους και στην συνέχεια σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις όσο μετατοπιζόμαστε από το κεντρικό τμήμα των ΗΠΑ προς τα ανατολικά. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες δεν παρατηρείται σημαντική διαφορά θερμοκρασιών, που κυμαίνονται κατά μέσο όρο από 27 μέχρι 32 βαθμούς Κέλσιου σε όλη την έκταση των ΗΠΑ. Κατά τους χειμερινούς όμως μήνες η διαφορά θερμοκρασιών από περιοχή σε περιοχή είναι σημαντική (8 βαθμοί Κελσίου στην Νέα Ορλεάνη έναντι -17 βαθμών Κελσίου στην Βόρεια Ντακότα).
Οι ΗΠΑ είχαν το 2000 πληθυσμό 281.421.000 κατοίκους και περιλάμβάναν 50 Πολιτείες (States), καθεμιά από τις οποίες έχει δικό της Σύνταγμα και Κοινοβούλιο, που λέγεται Κογκρέσο και αποτελείται από την Βουλή και την Γερουσία, και αιρετό Κυβερνήτη που ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Το Ομοσπονδιακό Κογκρέσο αποτελείται και αυτό από Βουλή (με 435 μέλη διετούς θητείας) και Γερουσία (με 100 μέλη εξαετούς θητείας). Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται από σώμα εκλεκτόρων κάθε 4 χρόνια. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ουάσινγκτον (Washington District of Columbia 3.563.000 κάτοικοι) που δεν ανήκει σε καμία πολιτεία και αποτελεί ιδιαίτερο δήμο, τον δήμο της Κολούμπια, του οποίου τον Δήμαρχο ορίζει η κυβέρνηση.
Σπουδαιότερες πολιτείες και πόλεις κατά ζώνες είναι οι εξής:
- Στην βορειοανατολική ζώνη (north-east):
Η Νέα Αγγλία (New England) περιλαμβάνει τις πολιτείες Κονέκτικατ (Connecticut), Μέιν (Main), Μασαχουσέτη (Massachusetts), Νιου Χαμσάιρ (New Hampshire), Ροντ Άιλαντ (Rhode Island) και Βερμόντ (Vermont). Κυριότερη πόλη η Βοστόνη (Boston 4.059.000 κάτοικοι).
Ο Μέσος Ατλαντικός (Middle Atlantic) περιλαμβάνει τις πολιτείες Ντελαγουέαρ (Delaware), Δήμος Κολούμπια (District of Columbia), Μέριλαντ (Maryland), Νιου Τζέρσεϋ (New Jersey), Νέα Υόρκη (NewYork), Πενσυλβανία (Pennsylvania), και Δυτική Βιργινία (West Virginia). Κυριότερες πόλεις είναι η Νέα Υόρκη (17.968.000 κάτοικοι), η Ουάσινγκτον DC (3.563.000 κάτοικοι), η Φιλαδέλφεια 5.833.000 κάτοικοι), το Πίτσμπουργκ (2.316.000 κάτοικοι) και το Μπάφαλο (1.187.000 κάτοικοι).
- Στην βόρεια ενδοχώρα (north-central):
Η Βορειοανατολική Ενδοχώρα (East north central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Ιλλινόι (Illinois), Ινδιάνα (Indiana), Μίτσιγκαν (Michigan), Οχάιο (Ohio), Ουισκόνσιν (Wisconsin). Κυριότερες πόλεις το Σικάγο (8.111.000 κάτοικοι), το Ντιτρόιτ (4.611.000 κάτοικοι), το Κλίβελαντ (2.766.000 κάτοικοι), το Σαιντ Λούι (2.438.000 κάτοικοι), το Κολόμπους (1.299.000 κάτοικοι), το Μιλγουόκι (1.552.000 κάτοικοι), η Ινδιανάπολη (1.213.000 κάτοικοι) και το Σινσινάτι (1.690.000 κάτοικοι).
Η Βορειοδυτική Ενδοχώρα (West north central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Άιοβα (Iowa), Κάνσας (Kansas), Μινεσότα (Minnesota), Μισούρι (Missouri), Νεμπράσκα (Nebraska), Βόρεια Ντακότα (NorthDakota) και Νότια Ντακότα (South Dakota). Κυριότερες πόλεις η Μινεάπολη (2.295.000 κάτοικοι) και το Κάνσας Σίτυ (1.518.000 κάτοικοι).
- Στην νότια ζώνη (south):
Ο Νότιος Ατλαντικός (South Atlantic) περιλαμβάνει τις πολιτείες Φλόριντα (Florida), Γεωργία (Georgia), Βόρεια Καρολίνα (North Carolina), Νότια Καρολίνα (South Carolina) και Βιργινία (Virginia). Κυριότερες πόλεις το Μαϊάμι (2.912.000 κάτοικοι), η Ατλάντα (2.561.000 κάτοικοι), η Βαλτιμόρη (2.280.000 κάτοικοι, η Τάμπα (1.914.000 κάτοικοι, το Τσαρλότ (1.065.000 κάτοικοι) και το Νόρφολκ (1.309.000 κάτοικοι).
Η Νοτιοανατολική Ενδοχώρα (East south central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Αλαμπάμα (Alabama), Κεντάκι (Kentucky), Μισισιπή (Mississippi), Τεννεσή (Tennessee). Κυριότερες πόλεις το Μπέρμινχαμ, το Νάσβιλ και η Μέμφις..
Η Νοτιοδυτική Ενδοχώρα (West south central) περιλαμβάνει τις πολιτείες Αρκάνσας (Arkansas), Λουϊζιάνα (Louisiana), Οκλαχόμα (Oklahoma) και Τέξας (Texas). Κυριότερες πόλεις η Νέα Ορλεάνη (1.334.000 κάτοικοι), το Ντάλας (3.655.000 κάτοικοι), το Χιούστον (3.635.000 κάτοικοι) και το Σαν Αντόνιο (1.275.000 κάτοικοι).
- Στην δυτική ζώνη:
Η Ορεινή περιοχή (Mountain) περιλαμβάνει τις πολιτείες Αριζόνα (Arizona), Κολοράντο (Colorado), Άινταχο (Idaho), Μοντάνα (Montana), Νεβάδα (Nevada), Νιου Μέξικο (New Mexico), Γιούτα (Utah)και Ουαϊόμινγκ (Wyoming). Κυριότερες πόλεις το Φοίνιξ (1.885.000 κάτοικοι) και το Ντένβερ (1.847.000 κάτοικοι).
Ο Ειρηνικός (Pacific) περιλαμβάνει τις πολιτείες Καλιφόρνια (California), Όρεγκον (Oregon) και Ουάσινγκτον (Washington). Κυριότερες πόλεις το Λος Άντζελες (13.075.000 κάτοικοι) το Σαν Φρανσίσκο (5.878.000 κάτοικοι), το Σήατλ (2.285.000 κάτοικοι), το Σαν Ντιέγκο (2.201.000 κάτοικοι), το Πόρτλαντ (1.364.000 κάτοικοι) και το Σακραμέντο (1.291.000 κάτοικοι).
- Σε απόμακρες περιοχές:
Οι πολιτείες της Χαβάης (Hawaii, πρωτεύουσα η Χονολουλού, 300.000 κάτοικοι) και της Αλάσκας (Alaska, πρωτεύουσα η Τζούνω, 6.000 κάτοικοι).
- Στις ΗΠΑ ανήκουν επίσης ορισμένα εξωτερικά εδάφη όπως το αυτοκυβέρνητο νησί του Πουέρτο Ρίκο (πρωτεύουσα το Σαν Χουάν 1.816.000 κάτοικοι), η Ζώνη της Διώρυγας του Παναμά, η Αμερικανική Σαμόα, η Μικρονησία και τα νησιά Γκουάμ, Καρολίνες και Μαριάνες στον Ειρηνικό Ωκεανό και τα νησιά Βίρτζιν στην Καραϊβική Θάλασσα.
Οι ΗΠΑ είναι μία από τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η βιομηχανική παραγωγή της αντιπροσωπεύει το 32 % της παγκόσμιας παραγωγής και τα αγροτικά προϊόντα της το 18 % της παγκόσμιας παραγωγής. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 32 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 245 Αγγλίας και 77 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 74 % (έναντι 92 % της Αγγλίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 παθητικό 691 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 1718 και εξαγωγές 1027 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 408 δολαρίων της Αγγλίας και 747 της Ελλάδας, αλλά αυτό αντιστοιχεί σε πολύ μικρό μέρος (μόλις 4 %) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το μέγιστο μέρος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ έχει σχέση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, τον Καναδά, και την Ιαπωνία. Τέλος το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 43.555 δολάρια (έναντι 30.900 δολάρια της Αγγλίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι εξαιρετικά προοδευμένες γεωργικές καλλιέργειες στις ΗΠΑ παράγουν κυρίως αραβόσιτο, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, πατάτες, σόγια, βαμβάκι, καπνό, ρύζι και σακχαρότευτλα. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο, πρόβειο και χοιρινό κρέας, πουλερικά και ψάρια καθώς και γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Μόνο 6 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας και 26 % της Ελλάδας). 25 % του πληθυσμού απασχολείται στο εμπόριο και τις μεταφορές, 19 % σε παροχή υπηρεσιών και 27 % στην βιομηχανική παραγωγή. Τα ορυκτά προϊόντα της περιλαμβάνουν κυρίως πετρέλαιο, άνθρακα, σιδηρομετάλλευμα και μεταλλεύματα χαλκού, μολύβδου, ψευδαργύρου, μολυβδαινίου, υδραργύρου, αργύρου, καλίου και αλουμινίου, ενώ η δευτερογενής βιομηχανική παραγωγή της είναι εξαιρετικά αναπτυγμένη σε όλους τους κλάδους. Παράλληλα πολύ μεγάλη είναι και η χρηματιστηριακή της δύναμη, που την έχει αναδείξει στην μεγαλύτερη πιστώτρια χώρα, με διεθνείς επενδύσεις πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε όλο τον κόσμο
Η συμμετοχή των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ το 1941, σήμανε το οριστικό τέλος του απομονωτισμού των ΗΠΑ, καθώς η οικονομική καταστροφή των χωρών της Δυτ. Ευρώπης υποχρέωσε τις ΗΠΑ να αναλάβουν τον ρόλο του ηγέτη του Δυτ. Κόσμου, αφενός μεν υπό την πίεση των συζητήσεων για τις ατομικές βόμβες που τερμάτισαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία με απόφαση του πρόεδρου Χάρυ Τρούμαν, αλλά και της απειλής που διαφαινόταν να προέρχεται από τον συνασπισμό των Ανατολικών χωρών υπό την ηγεσία της ΕΣΣΔ.
α. Χάρυ Σ. Τρούμαν (1945-1953)
Ο Χάρυ Σ. Τρούμαν (Harry S. Truman, 1884 - 1972) ήταν ο 33ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1945-1953). Γιος ζωέμπορου μουλαριών, γόνου Άγγλων μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική το 1666, γεννήθηκε στο Λαμάρ της Πολιτείας Μισούρι. Ολοκληρώνοντας τις γυμνασιακές του σπουδές το 1901 δεν συνέχισε ανώτερες σπουδές λόγω οικονομικών προβλημάτων. Επίσης λόγω προβλημάτων όρασης δεν κατάφερε να εισέλθει στη στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ. Αρχικά εργάσθηκε ως φύλακας σιδηροδρομικών διαβάσεων και τραπεζικός υπάλληλος στη πόλη που διέμενε και στη συνέχεια ανέλαβε τη διαχείριση του αγροκτήματος 600 στρεμμάτων της γιαγιάς του στο Γκράντβιου. Κάποιες επιχειρηματικές προσπάθειες, που έκανε ως συνέταιρος σε ορυχείο μολύβδου το 1915 και σε πετρελαϊκές έρευνες τον επόμενο χρόνο, απέτυχαν και οι δύο. Συμμετέχοντας στη συνέχεια στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο διακρίθηκε ως λοχαγός πυροβολικού στο μέτωπο της Γαλλίας. Την ίδια εποχή εργάστηκε ως συνέταιρος σε εμπορικό κατάστημα ανδρικών ενδυμάτων που σύντομα έκλεισε λόγω χρεών. Στη δύσκολη εκείνη κατάσταση ανέλαβε να βοηθήσει τον Χ. Τρούμαν ο Τόμας Πέντεργκαστ (Τomas Pendergast), επιφανής κομματάρχης των Δημοκρατικών της κομητείας του Τζάκσον, ο οποίος τον εισήγαγε στον πολιτικό χώρο με συνέπεια το 1922 ο Τρούμαν να κερδίσει την έδρα του δικαστή της εν λόγω κομητείας. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Τρούμαν αναγκάστηκε να εργαστεί πουλώντας συνδρομές της Λέσχης Αυτοκινήτου του Κάνσας Σίτυ και παράλληλα άρχισε να παρακολουθεί νυκτερινά μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κάνσας που όμως εγκατέλειψε. Όταν μια πολιτειακή τράπεζα στο Ένγκλγουντ πτώχευσε, ο μέτοχος σε αυτήν Χ. Τρούμαν κατάφερε να δημιουργήσει την Εταιρεία Κοινοτικών Αποταμιεύσεων και Δανείων στο Ιντεπέντενς. Το γεγονός αυτό απετέλεσε την πρώτη επιχειρηματική επιτυχία του, που αναγνωρίστηκε και από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Στις εκλογές του 1926 με τη βοήθεια του μηχανισμού του «αφεντικού Τομ» ανέλαβε πρόεδρος του κομητειακού δικαστηρίου. Κατά την οκταετή περίοδο που ακολούθησε ο Χ. Τρούμαν επέδειξε ιδιαίτερο έργο κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Στο μεταξύ ο μηχανισμός του Πέντεργκαστ είχε γίνει παντοδύναμος σε όλη την πολιτεία. Τότε ο Τρούμαν, έχοντας ολοκληρώσει δύο θητείες, εκλέχτηκε αντιπρόσωπος στη Γερουσία.
Το 1934 εκλέχτηκε γερουσιαστής με την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος και το 1944 αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Ο Τρούμαν ήταν πρόεδρος επιτροπής αμυντικών εξόδων, η οποία στιγμάτισε και δίωξε μεγάλους βιομηχάνους που χειρίζονταν τις πολεμικές δαπάνες με ύποπτο τρόπο. Παρόλα αυτά, ο Ρούζβελτ δεν του εμπιστεύθηκε κανένα ρόλο στη θητεία του ως αντιπροέδρου και οι προεδρικοί σύμβουλοι τον αγνοούσαν επιδεικτικά. Τον επόμενο χρόνο αντικατέστησε στον προεδρικό θώκο τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατό του και μόνο τότε πληροφορήθηκε τις τελευταίες πολεμικές εξελίξεις, όπως και την ύπαρξη της ατομικής βόμβας. Ήταν ο Πρόεδρος που τερμάτισε τον πόλεμο, αποφασίζοντας τη ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την μεταπολεμική Ευρώπη, ξεκίνησε την εμπλοκή των ΗΠΑ στην σύρραξη της Κορέας, ίδρυσε το ΝΑΤΟ και αποφάσισε την υποστήριξη στη δημιουργία του Ισραηλινού κράτους. Το 1948 επανεκλέχτηκε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, νικώντας τον υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Τόμας Ντιούι. Η εκλογική του δύναμη προήλθε κυρίως από τα λαϊκά στρώματα, που εμπιστεύονταν μια πλέον φιλολαϊκή αντιμετώπιση από τους Δημοκρατικούς, έχοντας ακόμα ζωντανές τις μνήμες της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929, την οποία ανέτρεψε η πολιτική Ρούζβελτ στον Μεσοπόλεμο.
Το όνομά του συνδέθηκε, με τη ρίψη των ατομικών βομβών στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, και, κυρίως, λόγω του ότι η απόφαση εκείνη ήταν περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική. Επίσης συνδέθηκε με το λεγόμενο «Δόγμα Τρούμαν», δηλαδή την παροχή βοήθειας για την αποκατάσταση των καταστροφών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο όμως στις μη κομμουνιστικές χώρες. Το Δόγμα φανέρωσε την διάθεση των Η.Π.Α. να διεξαγάγουν παγκόσμια εκστρατεία κατά των κομμουνιστών, σημείο στο οποίο βρήκε την αποδοχή πολλών Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που ανησυχούσαν για την αύξηση της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, με αφορμή και τον αποκλεισμό του Βερολίνου, ο οποίος τελικά απέτυχε χάρη στην αμερικανική παρέμβαση. Η εμπλοκή στον Πόλεμο στην Κορέα και η ίδρυση του ΝΑΤΟ ήταν εκφράσεις του Ψυχρού Πολέμου, που ακολούθησε και όπου και τα δυο στρατόπεδα εξυπηρετούσαν κυρίως εσωτερικές τους ανάγκες, που απέβλεπαν στην πολιτική και οικονομική υποταγή των μελών των συμμαχιών τους.
Παραδόξως όμως ο Τρούμαν χαρακτηρίστηκε ως 'αριστερός' και κατηγορήθηκε ότι στην κυβέρνηση διατηρούσε φιλορωσικά στοιχεία. Οι κατηγορίες αυτές διατυπώθηκαν στα πλαίσια της περιόδου Μακάρθι και της αντικομμουνιστικής υστερίας, η οποία είχε αρχίσει να μεγαλώνει από την εποχή της κλοπής των σχεδίων της ατομικής βόμβας από τους Ρώσους και του πολέμου στην Κορέα. Αυτό έφερε στην εξουσία τους Ρεπουμπλικάνους υπό τον Αϊζενχάουερ, ο οποίος αρνήθηκε ακόμα και να του απευθύνει τον λόγο κατά την παραδοσιακή τελετή παράδοσης της εξουσίας στον Λευκό Οίκο. Βαθύτερα, όμως, αίτια της κατάρρευσης της φήμης του Τρούμαν αποδίδονται σε βιομηχανικούς κύκλους, που είχαν πλουτίσει από τον Β' Π.Π. και που ευνοούσαν νέους και συνεχείς εξοπλισμούς για ίδιο οικονομικό συμφέρον, πράγμα που ο Τρούμαν ήθελε να μετριάσει για να προχωρήσει σε λαϊκά προγράμματα. Απεβίωσε στο Κάνσας Σίτυ στις 26 Δεκεμβρίου 1972. Ήταν νυμφευμένος με την Μπες Ουάλας και είχαν μια κόρη, την Μάργκαρετ.
β. Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (1953 – 1961)
Στα πλαίσια του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια παρασχέθηκε οικονομική βοήθεια στις χώρες της Δυτ. Ευρώπης με το σχέδιο Μάρσαλ, ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ (North Atlantic TreatyOrganization) το 1949, και πραγματοποιήθηκε ο πόλεμος στην Κορέα (1950 – 1953), που προκλήθηκε από την εισβολή της Κομμουνιστικής Βόρειας Κορέας στην Νότια, οδήγησε σε αντιπαράθεση με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Κίνας και δημιούργησε αναπόφευκτα όξυνση στις σχέσεις με τις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού. Με την προεδρία του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ συνεχίστηκε η περίοδος του «ψυχρού πολέμου» με ένα σύνολο από ανταγωνισμούς ανάμεσα στον ανατολικό και τον δυτικό κόσμο σε πολλά πεδία και ιδίως στους εξοπλισμούς και στην μάχη για την κυριαρχία στο διάστημα. Ο Ντουάιτ Ντέιβιντ «Άικ» Αϊζενχάουερ (Dwight David "Ike" Eisenhower, 1890 - 1969) ήταν ο 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γεννήθηκε στο Ντένισον του Τέξας και είχε γερμανική καταγωγή. Το 1911 κατατάχθηκε στον στρατό και το 1915 αποφοίτησε από την στρατιωτική ακαδημία. Στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου στάλθηκε στη Γαλλία όπου υπηρέτησε ως εκπαιδευτής του σώματος θωρακισμένων αρμάτων. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην Πενσυλβάνια, στο Μέριλαντ και στον Παναμά. Το 1933 μετατέθηκε στο επιτελείο και το 1935 στάλθηκε στις Φιλιππίνες υπό τις διαταγές του Μακ Άρθουρ. Έλαβε μέρος στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον Νοέμβριο του 1942, αφού προηγουμένως είχε προαχθεί από συνταγματάρχη σε υποστράτηγο, οργάνωσε και διηύθυνε την απόβαση των συμμάχων στην Νότια Αφρική. Το 1943 διορίστηκε ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων κατά την Απόβαση της Νορμανδίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου ανερχόμενος στον βαθμό του Αρχιστράτηγου (Στρατηγού 5 αστέρων). Η θέση που του εμπιστεύτηκαν, παρόλο που μάχιμα δεν διέθετε αντίστοιχη πείρα, ήταν αποτέλεσμα της διπλωματικής ισορροπίας, που απαιτούσε ο πόλεμος μεταξύ των Συμμάχων και ειδικά της Αγγλίας και όπου οι προστριβές με τον στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ ήταν αρκετά συχνές στο παρασκήνιο. Το 1948 παραιτήθηκε από τον στρατό και έγινε πρόεδρος του πανεπιστημίου Κολούμπια, ενώ το 1950 ανέλαβε την αρχηγία του Ν.Α.Τ.Ο. Το 1952 έθεσε υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα με την υποστήριξη των Ρεπουμπλικάνων. Κέρδισε τις εκλογές άνετα, αφού ο Αϊζενχάουερ στα μάτια των Αμερικανών πολιτών ήταν ένας ζωντανός μύθος. Ο κύριος λόγος ήταν ωστόσο ο Πόλεμος στην Κορέας και τα ισχυρά αντικομμουνιστικά αισθήματα της κοινής γνώμης, που πίστευε ότι θα τον αντιμετώπιζε καλύτερα ένας στρατιωτικός παρά ο πολιτικός 'δεύτερης κατηγορίας' Χάρρυ Τρούμαν, που για τους Ρεπουμπλικάνους είχε χαρακτηριστεί σαν 'ατύχημα' που προέκυψε από τον θάνατο του Ρούζβελτ. Τον Σεπτέμβριο του 1955 έπαθε καρδιακό επεισόδιο και χρειάστηκε επτά μήνες για να αναρρώσει. Επανεκλέχτηκε στην προεδρία το 1956 και το 1961, με την λήξη της θητείας του, αποχώρησε από την ενεργό πολιτική δράση. Στις 14 Δεκεμβρίου του 1959 ο Αϊζενχάουερ επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα, όπου τον υποδέχθηκε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ήταν ο 1ος Αμερικανός Πρόεδρος, ο οποίος πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα. Απεβίωσε στην Ουάσιγκτον στις 28 Μαρτίου του 1969. Ήταν νυμφευμένος από το 1916 με την Mamie Geneva Doud και είχαν δύο παιδιά. Ο εγγονός του, Ντέιβιντ Αϊζενχάουερ, νυμφεύτηκε την κόρη του Ρίτσαρντ Νίξον, Τζούλι.
γ. Τζον Κένεντι (1961-1963)
Παρά την στροφή προς μια πολιτική «ειρηνικής συνύπαρξης» με τα κομμουνιστικά κράτη, η ίδια πολιτική συνεχίστηκε ουσιαστικά και κατά την προεδρία του Τζον Κένεντι, που απέβλεπε στην ισοτιμία των νέγρων και στην «συμμαχία για την πρόοδο» με τα κράτη της Δυτ. Ευρώπης, αλλά χαρακτηρίστηκε από την κρίση της Κούβας, το 1962, που κατέληξε στην απομάκρυνση των Ρωσικών βάσεων από το νησί, ενώ επιτυχία σημειώθηκε και στο διαστημικό πρόγραμμα με την εκτόξευση του πρώτου Αμερικανού αστροναύτη Τζον Γκλεν σε τροχιά γύρω από την γη το 1962. Ο Τζον Φιτζέραλντ «Τζακ» Κένεντι (John Fitzgerald "Jack" Kennedy ή J.F.K. 1917-1963) ήταν ο 35ος κατά σειρά πρόεδρος των ΗΠΑ. Ιρλανδικής καταγωγής, ο πρώτος καθολικός Πρόεδρος των ΗΠΑ, γεννήθηκε στη Μασσαχουσέτη, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1940 και υπηρέτησε στο Ναυτικό των ΗΠΑ (USN). Μετά τον πόλεμο εκλέχτηκε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων για την πολιτεία της Μασσαχουσέτης και το 1953 εκλέχτηκε Γερουσιαστής της ίδιας πολιτείας. Την ίδια χρονιά, στις 12 Σεπτεμβρίου, νυμφεύτηκε την 24χρονη Ζακλίν Μπουβιέ, με την οποία απέκτησε 4 παιδιά. Στις 8 Νοεμβρίου του 1960, ο Τζον Κένεντι ήταν υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος. Η νίκη του δεν ήταν εύκολη. Ύστερα από μία εξοντωτική προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία πρώτη φορά έγινε έντονη χρήση της τηλεόρασης, ο Κένεντι υπερίσχυσε του αντιπάλου του, αντιπροέδρου του Αϊζενχάουερ, Ρίτσαρντ Νίξον, με ισχνή πλειοψηφία (λιγότερο από το μισό του 1% όσων ψήφισαν). Το προφίλ του ενδυναμώθηκε έπειτα από την κρίση των πυραύλων της Κούβας, τον Οκτώβριο του 1962. Το 1963 οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου του επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή. Λίγα λεπτά αργότερα, το άστρο του Κένεντι υψώθηκε στο ζενίθ της σύντομης διαδρομής του, όταν επισκεπτόμενος το Τείχος του Βερολίνου μαζί με τον Δυτικογερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ και τον δήμαρχο της πόλης Βίλλυ Μπραντ, κορύφωσε την εμπνευσμένη ομιλία του με την ιστορική φράση: Ich bin ein Berliner! ("Είμαι Βερολινέζος"). Δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 22 Νοεμβρίου 1963. Σύμφωνα με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποκλειστικός υπεύθυνος για τη δολοφονία του ήταν ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ, άποψη η οποία έχει αμφισβητηθεί στα επόμενα χρόνια.
δ. Λύντον Τζόνσον (1963 – 1969)
Με την προεδρία του Λύντον Τζόνσον ο ψυχρός πόλεμος άρχισε να παραχωρεί την θέση του στην πολιτική της «ισότιμης ανάπτυξης των κρατών», αλλά δύο σημαντικά προβλήματα, το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων των νέγρων και ο πόλεμος του Βιετνάμ, βάραιναν με την σκιά τους την ατμόσφαιρα. Ο αδήλωτος πόλεμος στο Βιετνάμ άρχισε με την εκ μέρους των Αμερικανών υποστήριξη του κράτους – μαριονέτας του Νότιου Βιετνάμ στις αντιθέσεις του με το κομμουνιστικό Βόρειο Βιετνάμ. Ο πόλεμος άρχισε το 1965, αλλά η αντιπαράθεση του εκπαιδευμένου επαγγελματικού στρατού των ΗΠΑ με τους κομμουνιστές αντάρτες αποδείχτηκε αναποτελεσματική όσο και δαπανηρή. Στο εσωτερικό μετά την δολοφονία του πρόεδρου Κένεντι το 1963, η κατάσταση σημαδεύτηκε από μια σειρά πολιτικών δολοφονιών, πρώτα του ίδιου του δολοφόνου του την ίδια χρονιά, και στην συνέχεια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ηγέτη των νέγρων και του Ρόμπερτ Κένεντι το 1968. Ο Λίντον Μπέινς Τζόνσον (Lyndon Baines Johnson, 1908 - 1978), 36ος πρόεδρος των ΗΠΑ, γεννήθηκε στο Τέξας. Διαδέχτηκε τον Κένεντι και την προεδρία του με τους καλύτερους οιωνούς. Δεινός διαπραγματευτής, εκμεταλλεύτηκε το σύντομο διάστημα ανάμεσα στο Νοέμβριο του 1963 και το καλοκαίρι του 1964 για να πετύχει την ψήφιση, από ένα Κογκρέσο ακινητοποιημένο μέχρι τότε λόγω της διαμάχης προοδευτικών-συντηρητικών, του συνόλου του ριζοσπαστικού νομοθετικού έργου που άφησε πίσω του ο Κένεντι. Η κυριότερη επιτυχία του ήταν ο νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων, με τον οποίο τέθηκαν οριστικά εκτός νόμου οι παρελκυστικές, ρατσιστικές μεθοδεύσεις των πολιτειών του Νότου. Τον Αύγουστο του 1964 η εκλογή του Τζόνσον ως προέδρου αποδείχθηκε εύκολη, γιατί στην αντίπερα όχθη της πολιτικής σκηνής, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επέλεξε ως υποψήφιο τον γερουσιαστή Μπάρι Γκολντγουότερ από την Αριζόνα, πολέμιο του αγώνα κατά του ρατσισμού και υπέρμαχο των "απλών λύσεων" για τα προβλήματα της χώρας, όπως τον πυρηνικό βομβαρδισμό του Βιετνάμ, την κατάληψη της Κούβας με εισβολή των Η.Π.Α. και την κατάργηση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Το 1966, κατά την επίσκεψή του στη Μελβούρνη, το πλήθος του επεφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή, αλλά δύο νεαροί, διαμαρτυρόμενοι για τον πόλεμο του Βιετνάμ, διέσπασαν τον αστυνομικό κλοιό και εκσφενδόνισαν κόκκινη μπογιά εναντίον της αυτοκινητοπομπής. Ο ίδιος ο Τζόνσον τη γλίτωσε με λίγες πιτσιλιές και οι δύο νεαροί δράστες πέρασαν δύο εβδομάδες στη φυλακή. Στις εκλογές του 1968 ο Λίντον Τζόνσον αποσύρθηκε και δεν έθεσε πάλι υποψηφιότητα.
ε. Ρίτσαρντ Νίξον (1969 – 1973)
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον (1913-1994) γεννήθηκε στην Καλιφόρνια με σκοτσέζικη και ιρλανδέζικη καταγωγή και μεγάλωσε ως κουακέρος. Υπηρέτησε στο ναυτικό κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα νυμφεύτηκε και απέκτησε δύο κόρες. Εκλέχτηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1946 και Γερουσιαστής το 1950. Το 1952 ο Αϊζενχάουερ τον επέλεξε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1961. Ως αντιπρόεδρος επισκέφτηκε την Νότια Αμερική και την Σοβιετική Ένωση, όπου συναντήθηκε με τον Ν. Χρουστσόφ. Το 1960 έχασε οριακά τις εκλογές από τον Τζον Κένεντι και το 1962 δεν εκλέχτηκε κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, αλλά το 1968 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και επανήλθε ως πρόεδρος των ΗΠΑ το 1969. Ως πρόεδρος κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες να δώσει τέλος στον πόλεμο του Βιετνάμ, που κατέληξαν στην απόσυρση των Αμερικανικών δυνάμεων από εκεί το 1975 με την επικράτηση των βορειοβιετναμέζων. Οι επισκέψεις του προέδρου Νίξον στην Κίνα και την Ρωσία το 1973, ήταν μια έμπρακτη απόδειξη της διάθεσής του για βελτίωση των σχέσεων με τον ανατολικό κόσμο, στα πλαίσια μιας πολιτικής αποκλιμάκωσης της έντασης ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα ("detente"). Όμως η αστάθεια του εμπορίου και μια σειρά από κρίσεις στην τιμή του χρυσού και του πετρελαίου, οδήγησαν στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ που τον εξανάγκασε να παραιτηθεί. Ο διάδοχός του Τζέραλντ Φορντ του απένειμε χάρη, εξαιτίας της οποίας η δημοτικότητά του σημείωσε πτώση. Η δημόσια εικόνα του Νίξον δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, αλλά ο ίδιος παρέμεινε σύμβουλος των μετέπειτα προέδρων των ΗΠΑ μέχρι τον θάνατό του το 1994.
στ. Τζον Φορντ (1973-1977)
Ο Ρεπουμπλικάνος Τζέραλντ Ράντολφ Φορντ (Gerald Rudolph Ford , 1913 – 2006, όνομα που απέκτησε από τον θετό πατέρα του, αφού ο πραγματικός πατέρας του Leslie King χώρισε τη μητέρα του), 38ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, γεννήθηκε στην Πολιτεία της Νεμπράσκα και απεβίωσε το 2006, σε ηλικία 93 ετών, αποτελώντας τον μακροβιότερο μέχρι τώρα Πρόεδρο των ΗΠΑ. Στα μαθητικά του χρόνια ήταν στέλεχος των προσκόπων και έπαιζε ποδόσφαιρο στο κολέγιο. Επί 25 χρόνια υπηρέτησε στη Βουλή των αντιπροσώπων. Τον Δεκέμβριο του 1973 εκλέχτηκε κατόπιν προτάσεως του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον από το Κογκρέσο στο αξίωμα Αντιπροέδρου, το οποίο είχε μείνει κενό, λόγω της παραίτησης του ελληνικής καταγωγής Αντιπροέδρου Σπίρο Άγκνιου υπό το βάρος κατηγοριών για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα χρήματος. Στη συνέχεια τον Αύγουστο του 1974 ορκίστηκε Πρόεδρος, μετά την παραίτηση του Νίξον υπό το βάρος του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ. Είναι ο μοναδικός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, που υπηρέτησε σε αυτή τη θέση χωρίς να έχει εκλεγεί απευθείας, αλλά κατά τις διατάξεις περί αναπλήρωσης του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Η θητεία του ήταν μετριοπαθέστερη από αυτήν του συντηρητικότερου Ρόναλντ Ρήγκαν και χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια προσέγγισης Ανατολής-Δύσης. Προσπάθησε να ακολουθήσει στον διεθνή χώρο μια πιο φιλελεύθερη πολιτική, ιδιαίτερα στις σχέσεις με τα κράτη της Δυτ. Ευρώπης, όπου καταλύθηκαν μια σειρά από ανελεύθερα καθεστώτα, όπως οι δικτατορίες στην Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, και υποστηρίχθηκε η ενδυνάμωση της ΕΟΚ Απένειμε χάρη στον Ρίτσαρντ Νίξον για την υπόθεση Γουοτεργκέιτ και πιθανόν εξαιτίας της επιλογής αυτής, αλλά και της κακής κατάστασης της οικονομίας, ηττήθηκε στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1976 από τον υποψήφιο του Δημοκρατικού κόμματος Τζίμυ Κάρτερ.
ζ. Τζίμυ Κάρτερ (1977-1981)
Ο Τζέιμς Ερλ «Τζίμυ» Κάρτερ (James Earl "Jimmy" Carter 1924- ), 39ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (1977–1981) και παραλήπτης του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 2002, ο μόνος Πρόεδρος των ΗΠΑ που έλαβε αυτό το βραβείο ενώ είχε αφήσει το αξίωμα του, γεννήθηκε στο Wise Sanitarium, μικρή πόλη της νοτιοδυτικής Τζόρτζια Πλέινς, κοντά στο Αμέρικους, καταγόμενος από μετανάστες από την νότια Αγγλία που έφθασαν στις Αμερικανικές Αποικίες το 1635. Προτού γίνει Πρόεδρος υπηρέτησε ως αξιωματούχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ήταν αγρότης, υπηρέτησε δύο θητείες ως Γερουσιαστής της Τζόρτζια και μία ως Κυβερνήτης της Τζόρτζια (1971–1975). Η θητεία του ήταν περίοδος συνεχιζόμενου πληθωρισμού και ύφεσης, καθώς και ενεργειακής κρίσης. Ως Πρόεδρος, δημιούργησε δύο νέα κυβερνητικού επιπέδου υπουργεία, το Υπουργείο Ενέργειας και το Υπουργείο Εκπαίδευσης. Εγκαθίδρυσε μια εθνική ενεργειακή πολιτική που περιελάμβανε την διατήρηση, τον έλεγχο των τιμών, και τις νέες τεχνολογίες. Στα εξωτερικά ζητήματα, ο Κάρτερ επεδίωξε τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, τις Συνθήκες του Καναλιού του Παναμά, τον δεύτερο γύρο των Συνομιλιών Περιορισμού Στρατηγικών Όπλων (SALT II), και επέστρεψε την Ζώνη του Καναλιού του Παναμά στον Παναμά. Σε όλη την καριέρα του έδινε έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανέλαβε το αξίωμα του σε περίοδο διεθνούς στασιμοπληθωρισμού, ο οποίος παρέμεινε σε όλη τη θητεία του. Το τέλος της προεδρικής του θητείας σημαδεύτηκε από την Ιρανική κρίση ομηρίας του 1979-1981, την ενεργειακή κρίση του 1979, το πυρηνικό ατύχημα του Three Mile Island, την Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (στο τέλος του 1979), το μποϋκοτάζ των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας του 1980 από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών και την έκρηξη του όρους Αγία Ελένη του 1980. Έχασε στις εκλογές από τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο Ρόναλντ Ρέιγκαν. Στις 20 Ιανουαρίου 1981, λεπτά μετά την λήξη της θητείας του Κάρτερ, οι 52 Αμερικανοί αιχμάλωτοι στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη ελευθερώθηκαν, τερματίζοντας την 444ήμερη κρίση ομηρίας στο Ιράν. Αφότου άφησε το αξίωμα του, ο Κάρτερ και η σύζυγος του Ρόζαλυν ίδρυσαν το Carter Center το 1982, μία μη κυβερνητική, μη κερδοσκοπική οργάνωση που λειτουργεί για την προαγωγή των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
η. Ρόναλντ Ρήγκαν (1981-1989)
Ο Ρόναλντ Ουίλσον Ρήγκαν (Ronald Wilson Reagan, 1911-2004), 40ός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (1981-1989), ο γηραιότερος που εκλέχτηκε ποτέ (69 και 73 ετών αντίστοιχα για τις δύο του θητείες), γεννήθηκε στο Ταμπίκο του Ιλινόις. Ήταν γνωστός ηθοποιός του Χόλυγουντ. Νυμφεύτηκε την ηθοποιό Τζέιν Γουάιμαν το 1940 και χώρισαν το 1948. Το 1952 νυμφεύτηκε τη Νάνσυ Ντέιβις, με την οποία παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1967 ως κυβερνήτης της Πολιτείας της Καλιφόρνια. Υπηρέτησε στο αξίωμα για δύο συνεχόμενες θητείες έως τον Ιανουάριο του 1975. Ο Ρήγκαν ανέλαβε τον Λευκό Οίκο σε ηλικία 69 ετών, μετά από μια μέτρια καριέρα στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Η προεδρία του ξεκίνησε μέσα σε μία ατμόσφαιρα έντασης στις σχέσεις με την ΕΣΣΔ, εξαιτίας της εισβολής των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1979, αλλά σύντομα η ένταση χαλάρωσε, καθώς το 1987 υπογράφτηκε, από κοινού με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μία συνθήκη περιορισμού των εξοπλισμών και ο Σοβιετικός στρατός άρχισε να αποσύρεται από το Αφγανιστάν. Ήταν βαθιά συντηρητικός και πολέμιος του κομμουνισμού. Ανέλαβε εκστρατεία για τον περιορισμό του κράτους και προώθησε οικονομική πολιτική, που είχε ως άξονες την μείωση των φόρων και τον δραστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών. Τα "Ρηγκανόμικς" (λογοπαίγνιο για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις της κυβέρνησης Ρήγκαν) αποδείχτηκαν επιζήμια για την αμερικανική εργατική τάξη, καθώς την εποχή του η αμερικανική οικονομία γνώρισε τη χειρότερη στασιμότητα των τελευταίων δεκαετιών. Η αξία των μισθών είχε υποβιβασθεί και η φτώχεια είχε αυξηθεί κατά 20%. Ήταν επίσης γνωστός για τις γκάφες του, όπως η περίφημη φράση «Να βομβαρδίσουμε τώρα τη Σοβιετική Ένωση», που ακούστηκε στο ραδιόφωνο, ενώ την είπε νομίζοντας ότι το μικρόφωνο ήταν κλειστό. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του ο «ψυχρός πόλεμος» έφτασε στο απόγειο του, ενώ είχε αρχίσει να διαγράφεται η αρχή του τέλους για την Σοβιετική Ένωση. Ο Ρήγκαν αντιτάχθηκε στην Σοβιετική Ένωση μετά την εισβολή της στο Αφγανιστάν και υποστήριξε το συνδικάτο «Αλληλεγγύη» στην Πολωνία. Προώθησε ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις με αιχμή του δόρατος το αμφιλεγόμενο πυρηνικό πρόγραμμα, που έγινε γνωστό ως «πόλεμος των άστρων». Ταυτόχρονα υπέγραψε μια σειρά συμφωνιών για τον έλεγχο των εξοπλισμών με την Σοβιετική Ένωση, επί προεδρίας του Μ. Γκορμπατσόφ. Είχε ακόμα δημιουργήσει ισχυρή πολιτική και προσωπική συμμαχία με την πρωθυπουργό της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, με την οποία είχε συγγενείς ιδεολογικές απόψεις. Η κοινή νεοφιλελεύθερη πολιτική τους έμεινε στην ιστορία ως "ΡηγκανοΘατσερισμός". Ήταν Πρόεδρος για δύο συνεχόμενες τετραετείς θητείες (1981-1989). Πέντε χρόνια μετά την αποχώρηση του από τον Λευκό Οίκο ανακοινώθηκε ότι έπασχε από την νόσο Αλτσχάιμερ. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονωμένος με συντροφιά την σύζυγο του Νάνσι και πέθανε το 2004 σε ηλικία 93 ετών.
θ. Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος (1989-1993)
Ο Τζορτζ Χέρμπερτ Ουώκερ Μπους (George Herbert Walker Bush 1924- ), Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής επί Προεδρίας Ρήγκαν και κατόπιν 41ος Πρόεδρος της χώρας, γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1924 σε μια μικρή πόλη της Πολιτείας της Μασσαχουσέτης και σπούδασε στο πανεπιστήμιο Γέιλ. Υπηρέτησε ως πιλότος στο αμερικανικό ναυτικό στα χρόνια 1942-45 και το αεροπλάνο του έπεσε χτυπημένο στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Νυμφεύτηκε την Μπάρμπαρα Πηρς και απέκτησαν έξι παιδιά. Γιοί του ήταν οι Τζεμπ Μπους και Τζορτζ Μπους ο νεότερος. Εργάστηκε σε εταιρία πετρελαιοειδών στο Τέξας και εκλέχτηκε στη βουλή των αντιπροσώπων ως εκπρόσωπος της πολιτείας. Ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί προεδρίας Ρόναλντ Ρήγκαν στα χρόνια 1981-1989. Ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1989, επικρατώντας στις εκλογές του δημοκρατικού Μιχαήλ Δουκάκη. Στην διάρκεια της προεδρίας του συνέβησαν δύο κοσμοϊστορικά γεγονότα, πρώτα η διάλυση της ΕΣΣΔ και η συνακόλουθη φιλελευθεροποίηση των χωρών του Ανατολικού Συνασπισμού, και ύστερα η επανένωση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία. Το 1991, αντιδρώντας στην εισβολή των Ιρακινών στο Κουβέιτ, προχώρησε σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράκ, κατά τον λεγόμενο «Πόλεμο του Κόλπου». Επίσης εισέβαλε στον Παναμά για να καθαιρέσει τον δικτάτορα Μανουέλ Νορέιγκα, που κατηγορήθηκε για διακίνηση ναρκωτικών. Επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1991 επί κυβερνήσεως Κ. Μητσοτάκη και την Ιαπωνία το 1992, όπου έκανε εμετό και λιποθύμησε κατά τη διάρκεια δείπνου. Ηττήθηκε στις εκλογές του 1992 από τον Μπιλ Κλίντον.
ι. Μπιλ Κλίντον (1993-2001)
Ο Ουίλιαμ Τζέφερσον "Μπιλ" Κλίντον (William Jefferson "Bill" Clinton, πραγματικό όνομα William Jefferson Blythe III, 1946- ), 42ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1993 μέχρι το 2001, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αρκάνσας, όπου έγινε μαθητικός ηγέτης και δεξιοτέχνης μουσικός. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν και κέρδισε Υποτροφία Ρόουντς για να παρακολουθήσει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αργότερα έλαβε πτυχία νομικής από το πανεπιστήμιο του Γέιλ, όπου συναντήθηκε με την Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον, απόφοιτη του ίδιου πανεπιστημίου και μετέπειτα Γερουσιαστή της Νέας Υόρκης από το 2001 μέχρι το 2009 και Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών από το 2009, την οποία νυμφεύτηκε. Διετέλεσε κυβερνήτης του Αρκάνσας από το 1978. Εκλέχθηκε πρόεδρος των ΗΠΑ το 1992, νικώντας τον εν ενεργεία πρόεδρο Τζορτζ Χ. Ο. Μπους. Ως πρόεδρος υπηρέτησε κατά την διάρκεια της μακρύτερης περιόδου οικονομικής ανάπτυξης σε καιρό ειρήνης στην αμερικανική ιστορία. Κατά την διάρκεια της προεδρίας του οι ΗΠΑ κατείχαν ήδη την αδιαφιλονίκητη θέση της απόλυτης υπερδύναμης, που κυριαρχούσε οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν την κυβέρνησή του ήταν η διευθέτηση των πολιτικών θεμάτων που προέκυψαν μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στις χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού και κυρίως στα Βαλκάνια, όπου το 1999 αναλήφθηκε και μία πολεμική επιχείρηση στην Γιουγκοσλαβία εναντίον του καθεστώτος του Μιλόσεβιτς. Ο επανεκλεγείς Κλίντον το 1996 έγινε το πρώτο μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος μετά τον Φράνκλιν Ρούζβελτ που κέρδισε μια δεύτερη πλήρη θητεία στην προεδρία. Πέρασε επιτυχώς μια μεταρρύθμιση ευημερίας και ένα πρόγραμμα περίθαλψης παιδιών (State Children's Health Insurance Program), παρέχοντας υγειονομική κάλυψη σε εκατομμύρια ανηλίκους. Αργότερα, υπέστη διαδικασία μομφής για ψευδορκία και παρακώλυση δικαιοσύνης σε ένα σκάνδαλο με μια εσωτερικό υπάλληλο του Λευκού Οίκου, αλλά αθωώθηκε από την Γερουσία των ΗΠΑ και συνέχισε κανονικά την θητεία του. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου ανέφερε πλεόνασμα στον προϋπολογισμό μεταξύ των ετών 1998 και 2000, των τελευταίων τριών ετών της προεδρίας του. Απήλθε από το αξίωμά του με την υψηλότερη δημοτικότητα από κάθε Πρόεδρο των ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τότε, έχει αναμειχθεί σε δραστηριότητες δημόσιου λόγου και ανθρωπιστικού έργου. Αφότου άφησε το αξίωμά του, ο Κλίντον κατατάσσεται ψηλά στις δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης για τους Προέδρους των ΗΠΑ.
ια. Τζορτζ Μπους ο νεότερος (2001-2009)
Ο Τζωρτζ Ουώκερ Μπους (George Walker Bush, 1946- ), 43ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, γεννήθηκε στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ και κατοικεί μόνιμα στο Κρόφορντ του Τέξας. Είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου Γέιλ και της Σχολής Οικονομικών του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, μεθοδιστής και νυμφευμένος με την Λόρα Λέιν Ουελτς Μπους (Laura Lane Welch Bush). Είναι ο μεγαλύτερος γιος του 41ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζωρτζ Χέρμπερτ Ουώκερ Μπους (George H. W. Bush) και υπηρέτησε ως 46ος κυβερνήτης του Τέξας από το 1995 έως το 2000. Εκλέχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ στις εκλογές του 2000, αναλαμβάνοντας καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου του 2001, και επανεκλέχθηκε στις εκλογές του 2004. «Πλανητάρχης» με την ίδια έννοια που ήταν και ο Μπιλ Κλίντον, πραγματοποίησε μία ακόμη πολεμική επιχείρηση, αποφασιστική αυτή την φορά στο Ιράκ, για να κατοχυρώσει οριστικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή αυτή. Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα που αντιμετώπισε η κυβέρνησή του ήταν η διεθνής μαζική τρομοκρατία, η οποία είχε αναδειχθεί σε πολιτικό φαινόμενο στην διάρκεια όλης της τριακονταετίας που προηγήθηκε, ως απόρροια των αντιθέσεων που προέκυψαν από το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, του οποίου επίκεντρο ήταν το πολιτικό πρόβλημα της Παλαιστίνης. Θεωρείται από τους λιγότερο δημοφιλείς προέδρους που είχε ποτέ η Αμερική. Δέχτηκε κριτική, τόσο για τη διαχείριση της οικονομίας των ΗΠΑ όσο και για τη διεξαγωγή των πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ειδικότερα, ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε με το αιτιολογικό πως το εν λόγω κράτος διατηρούσε στην κατοχή του όπλα μαζικής καταστροφής. Λίγους μήνες μετά τη λήξη του πολέμου, η Ουάσινγκτον παραδέχτηκε επίσημα στον Τύπο ότι το Ιράκ δεν διέθετε τέτοιου είδους όπλα. Μετά από το παραπάνω γεγονός, η δημοτικότητα του Τζωρτζ Μπους στις ΗΠΑ έπεσε κατακόρυφα. Το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το οποίο συνέβη επί των ημερών της προεδρίας του, ήταν ένδειξη αποτυχίας της ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στους πολίτες και έδωσε την αφορμή για την εισβολή στο Αφγανιστάν. Μολονότι η οικονομία των ΗΠΑ πήγαινε καλά στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του, το 2008 βρέθηκε αντιμέτωπος με την Χρηματοπιστωτική Κρίση που προκάλεσε την χειρότερη οικονομική ύφεση στη χώρα μετά το 1929, την οποία κληροδότησε στον διάδοχό του Μπαράκ Ομπάμα.
ιβ. Μπαράκ Ομπάμα (2009-2017)
Ο Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα (Barack Hussein Obama II, 1961- ), 44ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, πρώτος Αφροαμερικανός που εκλέχθηκε σε αυτή τη θέση, γεννήθηκε από Κενυάτη πατέρα και λευκή Αμερικανίδα μητέρα. Τα περισσότερα χρόνια της παιδικής του ηλικίας τα πέρασε στη Χονολουλού, ενώ από τα 6 του ως και τα 10 του χρόνια έζησε στην Τζακάρτα με τη μητέρα του και τον Ινδονήσιο πατριό του. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κολούμπια και της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, εργάστηκε μεταξύ άλλων ως λέκτορας πανεπιστημίου και δικηγόρος αρμόδιος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Νυμφεύτηκε το 1992 και έχει 2 κόρες. Μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, υπήρξε βουλευτής της Γερουσίας του Ιλινόις από το 1997 έως το 2004 και Γερουσιαστής των ΗΠΑ, εκπροσωπώντας την πολιτεία του Ιλινόις, από το 2005 έως το 2008. Εκλέχθηκε για πρώτη φορά Πρόεδρος των ΗΠΑ στις εκλογές της 4ης Νοεμβρίου του 2008 και ανέλαβε καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου 2009. Επανεκλέχθηκε, για δεύτερη συνεχόμενη θητεία, στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 2012. Είναι συγγραφέας δύο ευπώλητων βιβλίων: Τα απομνημονεύματα της παιδικής του ηλικίας Dreams from My Father («Όνειρα Του Πατέρα Μου») και The Audacity of Hope («Τολμώ Να Ελπίζω»), στο οποίο παραθέτει την προσωπική του άποψη για την αμερικανική πολιτική σκηνή. Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε ως πρόεδρος ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση. Στις 17 Φεβρουαρίου του 2009 υπέγραψε νομοσχέδιο για τη χορήγηση οικονομικού πακέτου ύψους 787 δισ. δολαρίων για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές της. Στις 27 Φεβρουαρίου του 2009 ανήγγειλε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ θα τερματιστούν σε διάστημα 18 μηνών. Το Μάρτιο του 2009 ανακοίνωσε την αύξηση των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν σε 17.000. Στις 9 Οκτωβρίου 2009 η Νορβηγική Επιτροπή των Βραβείων Νόμπελ Ειρήνης αποφάσισε να απονείμει στον Μπαράκ Ομπάμα το Νόμπελ Ειρήνης για το 2009. Έγινε έτσι ο τρίτος εν ενεργεία πρόεδρος των ΗΠΑ, και τέταρτος συνολικά, που κέρδισε το βραβείο.
Η εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού των ΗΠΑ μετά την ανακάλυψη της Αμερικής παρουσιάζει την εξής εικόνα:
1810 7.240.000 κάτοικοι
1830 12.900.000
1850 23.200.000
1870 38.500.000
1890 62.900.000
1910 92.000.000
1930 122.800.000
1950 150.700.000
1970 205.000.000
1990 245.871.000.
Η σύνθεση του πληθυσμού περιλαμβάνει τις εξής φυλετικές ομάδες:
1. Αμερινδοί: Είναι οι κάτοικοι που είχαν εγκατασταθεί στην Αμερική από τα πρώτα χρόνια της Νεολιθικής Εποχής, πριν από το 2.500 π.Χ. Πέρασαν στην Αμερικανική ήπειρο από τον Βερίγγειο πορθμό, προερχόμενοι από την βορειοανατολική Ασία. Ο πληθυσμός τους σήμερα ανέρχεται σε περίπου 600.000 κατοίκους που ζουν σε μισοαυτόνομες περιοχές με συνολική έκταση 75.000 στρέμματα.
2. Νέγροι: Είναι απόγονοι των δούλων που άρχισαν να μεταφέρονται στις ΗΠΑ από την Αφρική μετά την εγκατάσταση των Ευρωπαίων αποίκων. Ο πληθυσμός τους σήμερα ανέρχεται σε περίπου 25.000.000 κατοίκους, δηλαδή αποτελούν ποσοστό 10 % του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ.
3. Ινδοευρωπαίοι: Είναι απόγονοι μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική μετά την ανακάλυψή της προερχόμενοι από διάφορες χώρες της Ευρώπης. Ο πληθυσμός τους σήμερα κατανέμεται περίπου ως εξής:
Γερμανοί 4.000.000, Ιταλοί 4.600.000, Μεξικάνοι 2.700.000, Πολωνοί 2.500.000, Ιρλανδοί 1.800.000, Σουηδοί 1.000.000, Αυστριακοί 1.000.000, Αγγλοκαναδέζοι 800.000, Γαλλοκαναδέζοι 790.000, Πορτορικανοί 810.000, Νορβηγοί 780.000, Ούγγροι 720.000, Γάλλοι 690.000, Ρώσοι 690.000, Άγγλοι 600.000, Τσέχοι 900.000, Ολλανδοί 410.000, Δανοί 400.000, Λιθουανέζοι 400.000, Πορτογάλοι 200.000, Ρουμάνοι 200.000, Φινλανδοί 200.000 και Έλληνες περίπου 400.000.
4. Μογγολοειδείς ή Άραβες: Μετανάστες ή απόγονοι μεταναστών κυρίως των νεότερων χρόνων με την εξής περίπου σύνθεση:
Ιάπωνες 450.000, Κινέζοι 240.000, Φιλιππινέζοι 180.000, Άραβες 180.000.
Σε ό,τι αφορά την θρησκεία υπάρχουν:
70.000.000 προτεστάντες, 50.000.000 ρωμαιοκαθολικοί, 6.000.000 εβραίοι, 4.500.000 ορθόδοξοι (από τους οποίους 1.700.000 οπαδοί της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας, 100.000 βουδιστές, καθώς και λίγοι μωαμεθανοί και ινδουϊστές.
Στον επόμενο πίνακα παρουσιάζονται συνοπτικά τα κυριότερα γεγονότα της ιστορίας των ΗΠΑ σε αντιστοιχία με την αλληλουχία των προέδρων που κυβέρνησαν την χώρα κατά την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της.
Μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ και την παράδοση των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων τον Μάιο του 1945, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, έχοντας αφαιρέσει την ζωή από πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και έχοντας προκαλέσει φοβερή οικονομική καταστροφή σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η Γερμανία διαιρέθηκε αρχικά σε τέσσερις ζώνες κατοχής, Αγγλική, Γαλλική, Αμερικανική και Ρωσική, που περιλάμβανε και το Βερολίνο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύθηκε το 1949 με πρώτο καγκελάριο τον Κονράδο Αντενάουερ (1949 – 1963) και πρωτεύουσα την Βόννη, ενώ την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, με πρωτεύουσα το Ανατολικό Βερολίνο και με κομμουνιστική διακυβέρνηση..
Ο εντυπωσιακός ρυθμός οικονομικής αναστήλωσης της Δυτικής Γερμανίας κατά την δεκαετία του 1950, που υποστηρίχτηκε και από την βοήθεια που δόθηκε από τις ΗΠΑ στα πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ, χαρακτηρίστηκε ως «Γερμανικό θαύμα» και ανάδειξε την Γερμανία σε μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του πλανήτη. Το 1955 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ και το 1957 ήταν ένα από τα ισχυρότερα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Στις επόμενες δεκαετίες η Δυτική Γερμανία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την θέση της ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, προωθώντας ταυτόχρονα το σχέδιο ενδυνάμωσης της ΕΟΚ, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, το 1973 εννέα μέλη, το 1981 δέκα μέλη, το 1986 δώδεκα μέλη και το 1995 δεκαπέντε χώρες - μέλη, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστρία. Παράλληλα το 1993 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο την ενοποίηση της Ευρώπης και σε πολιτικό επίπεδο, προοπτική που υπηρετήθηκε με την επέκταση της Ένωσης σε 25 χώρες και την ενιαιοποίηση του νομίσματος με την καθιέρωση του ευρώ το 2002.
Στα χρόνια αυτά η Ανατολική Γερμανία, με καθεστώς διακυβέρνησης Σοβιετικού τύπου, αναδείχτηκε και αυτή σε μία από τις πλουσιότερες και περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, παρά το γεγονός ότι πολλοί πολίτες της εξακολουθούσαν να αναζητούν στην Δύση πολιτικές ελευθερίες και καλύτερες συνθήκες ζωής. Οι σχέσεις με την Δυτική Γερμανία στο διάστημα αυτό παρέμειναν ψυχρές, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η ανέγερση τείχους που χώριζε το Ανατολικό από το Δυτικό Βερολίνο, για την παρεμπόδιση της ελεύθερης επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Στο ίδιο διάστημα η Αυστρία, έχοντας αποκαταστήσει από το 1945 το κοινοβουλευτικό πολίτευμά της, ακολούθησε μια σταθερά ανοδική πορεία, διατήρησε την θέση της ως μία από τις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου και εντασσόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρκετά καθυστερημένα το 1995, αλλά, παραμένοντας μια χώρα μικρή σε έκταση και πληθυσμό, δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά αίγλη και δόξα της.
Το 1989, μετά την διάνοιξη των συνόρων της Ουγγαρίας, ο αριθμός των Ανατολικογερμανών που μετανάστευε στην Δυτική Γερμανία γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος, γεγονός που δημιούργησε πίεση στην κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για μεταρρυθμίσεις, με μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις και ιδιαίτερα στην Λειψία. Η πολιτική αστάθεια που προέκυψε ανάγκασε τον πρωθυπουργό Έριχ Χόνεκερ να παραιτηθεί, επιταχύνοντας τις διαδικασίες αλλαγών που οδήγησαν στην κατάργηση του τείχους του Βερολίνου και στην ενοποίηση της Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου του 1990, με πρωτεύουσα το Βερολίνο, που ανακηρύχθηκε και επίσημα έδρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης το 1999.
Οι γεωγραφικές περιοχές των γερμανόφωνων λαών βρίσκονται στην βόρεια κεντρική Ευρώπη, ονομάζονται Γερμανία (Germany, Deutschland, <εγείρω [=σηκώνω, εξεγείρω] >έγερμα [=ανύψωση] >εγερμανός >γερμανός {= εξεγερμένοι, επειδή προκαλούσαν διαρκώς ταραχές}) και Αυστρία (Austria, Österreich, <αυγής [=ανατολής] + ρηγία [=βασίλειο {>ρηία με απαλοιφή του γ όπως στο λέγω>λέω}] > Αυγσρηία >Αυσγρία> Αυστρία {>Ostria}) και ορίζονται προς Βορά από την Βόρεια και την Βαλτική Θάλασσα και την Δανία, προς την Δύση από την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Γαλλία, προς Νότο από την Ελβετία την Ιταλία και την Σλοβενία, ενώ προς την Ανατολή συνορεύουν με την Πολωνία, την Τσεχία και την Ουγγαρία (ολική έκταση της Γερμανίας 356.733 τετραγωνικά χιλιόμετρα και της Αυστρίας 83.871 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Η Αυστρία είναι χώρα ορεινή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνεται από το βόρειο ήμισυ των κεντρικών Άλπεων και σχεδόν όλο το ανατολικό άκρο τους, και μόνο μια στενή λωρίδα στο βορειοανατολικό τμήμα της, που διασχίζεται από τον ποταμό Δούναβη, και στο οποίο βρίσκεται και η Βιέννη, είναι πεδινό. Αντίθετα η Γερμανία είναι χώρα πεδινή σε όλο το βόρειο μέρος της, ενώ στο νότιο μέρος το έδαφος είναι επικλινές σχηματίζοντας την μεγάλη προς βορρά έκταση των υπωρειών των Άλπεων, των οποίων το βόρειο άκρο καταλαμβάνει μια πολύ στενή λωρίδα της Γερμανίας με ψηλότερη κορυφή το βουνό Τζουκσπίτσε (ύψους 2963 μέτρων) στην Βαυαρία. Τα υπόλοιπα βουνά στην ενδοχώρα της Γερμανίας έχουν χαμηλό υψόμετρο της τάξεως των 770 μέχρι 1140 μέτρων.
Εκτός από τον Δούναβη, που διασχίζει το βόρειο μέρος της Αυστρίας και το νότιο της Γερμανίας, κυριότερα ποτάμια είναι ο Ρήνος που διατρέχει τα σύνορα της Ελβετίας και Γαλλίας, το δυτικό τμήμα της βόρειας Γερμανίας και εκβάλλει στην Βόρεια Θάλασσα, διαπερνώντας την Ολλανδία, ο Έλβας που διασχίζει την ανατολική Γερμανία και εκβάλλει επίσης στην Βόρεια Θάλασσα κοντά στο Αμβούργο και ο Όστερ που διατρέχει τα σύνορα με την Πολωνία και εκβάλλει στην Βαλτική Θάλασσα.
Το κλίμα τόσο της Γερμανίας όσο και της Αυστρίας είναι ηπειρωτικό με πέντε χειμερινούς μήνες κατά τους οποίους η θερμοκρασία τις νύχτες είναι κάτω από το μηδέν, και πέντε καλοκαιρινούς μήνες κατά τους οποίους η θερμοκρασία την ημέρα υπερβαίνει τους 26ο C. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Βερολίνο είναι 603 χιλιοστά (έναντι 593 του Λονδίνου και 402 της Αθήνας), και η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 9 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από -1 μέχρι 19) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30), ενώ στις νότιες περιοχές που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο, όπως λ.χ. στο Μόναχο που βρίσκεται 500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, οι χειμώνες είναι δριμύτεροι (η μέση κατώτερη θερμοκρασία είναι -5ο C).
Η Γερμανία είχε το 2005 πληθυσμό 82.500.000 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 16 Ομοσπονδιακές Πολιτείες (Bundesländer) που αποτελούνται συνολικά από 439 Επαρχίες (Kreise), οι οποίες παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Βερολίνο (Berlin 3.391.407 κάτοικοι), στην ομώνυμη Ομοσπονδιακή Πολιτεία στην Βορειοανατολική Γερμανία και σπουδαιότερες πόλεις είναι:
- Στην βόρεια ζώνη: Η Βρέμη (Bremen 574.000 κάτοικοι) στην ομώνυμη Πολιτεία, το Αμβούργο (Hamburg 1.736.752 κάτοικοι) στην ομώνυμη Πολιτεία, η Σβέριν (Schwerin 97.000 κάτοικοι) στην Πομερανία (Mecklenburg – Vorpommern), και το Κίελο (Kiel 285.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Σλέσβιγκ – Χολστάιν (Schleswig – Holstein).
- Στην δυτική ζώνη: To Ντΰσελντορφ (Düsseldorf 617.000 κάτοικοι), το Ντόρτμουντ (Dortmund 624.000 κάτοικοι), το Έσεν (Essen 586.000 κάτοικοι), το Ντούισμπουργκ (Duisburg 566.000 κάτοικοι) και το Βούπερταλ (Wuppertal 361.000 κάτοικοι) στην Βεστφαλία – Βόρεια Ρηνανία (Nordrrhein- Westfalen), το Μάιντζ (Mainz 183.000 κάτοικοι), η Κολωνία (Köln 975.907 κάτοικοι), το Άαχεν (Aachen 185.000 κάτοικοι) και η Βόννη (Bonn 300.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία της Ρηνανίας – Παλατινάτου (Rheinland – Pfalz) και το Σααρμπρΰκεν (Saarbrücken 178.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Σάαρλαντ (Saarland).
- Στην ενδοχώρα: Το Ανόβερο (Hannover 556.000 κάτοικοι) και το Μπράουνσβαϊχ (Braunschweich 245.000 κάτοικοι) στην Κάτω Σαξονία (Niedersachsen), το Μαγδεμβούργο (Magdeburg 290.000 κάτοικοι) στην Σαξονία – Ανχάλτ (Sachsen – Anhalt), το Βισμπάντεν (Wiesbaden 274.000 κάτοικοι) και η Φρανκφούρτη (Frankfurt 657.126 κάτοικοι) στο Χέσσεν (Hessen) και η Ερφούρτη (Erfurt 202.000 κάτοικοι) στην Θουριγγία (Thüringen).
- Στην ανατολική ζώνη: Εκτός από το Βερολίνο, το Πότσνταμ (Potsdam 116.000 κάτοικοι) βρίσκεται στο Βρανδεμβούργο (Brandenburg) και η Δρέσδη (Dresden 569.000 κάτοικοι) και η Λειψία (Leipzig 604.000 κάτοικοι) στην Σαξονία (Sachsen).
- Στην νότια ζώνη: Η Στουτγάρδη (Stuttgart 621.000 κάτοικοι), η Καρλσρούη (Karlsruhe 255.000 κάτοικοι), το Μανχάιμ (Mannheim 307.000 κάτοικοι) και η Χαϊδελβέργη (Heidelberg 140.000 κάτοικοι) στο Μπάντεν - Βΰρτεμπεργκ (Baden - Württemberg), και το Μόναχο (München 1.397.537 κάτοικοι), το Άουγκσμπουργκ (Augsburg 261.000 κάτοικοι) και η Νυρεμβέργη (Nuremberg 450.000 κάτοικοι) στην Βαυαρία (Bayern).
Αντίστοιχα η Αυστρία, της οποίας το όνομα στα Γερμανικά Österreich σημαίνει κατά λέξη «ανατολικό βασίλειο», είχε το 2005 πληθυσμό 8.205.000 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 9 Ομοσπονδιακές Πολιτείες με πρωτεύουσα την Βιέννη (Wien 2.165.000 κάτοικοι) στην ομώνυμη Ομοσπονδιακή Πολιτεία στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι:
- Στην δυτική ζώνη: To Μπρέγκεντζ (Bregenz 26.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Φόραρλμπεργκ (Vorarlberg), το Ίνσμπρουκ (Innsbruck 140.000 κάτοικοι) στο Τιρόλο (Tirol), και το Σάλτσμπουργκ (Salzburg 145.000 κάτοικοι) στην ομώνυμη Πολιτεία.
- Στην κεντρική ζώνη: To Λιντς (Linz 188.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία της Άνω Αυστρίας (Oberöstereich) και το Κλάγκενφουρτ (Klagenfurt 90.000 κάτοικοι) στην Καρίνθια (Kärnten).
- Στην ανατολική ζώνη: Εκτός από την Βιέννη βρίσκονται τo Γκρατς (Graz 240.000 κάτοικοι) στην Στύρια (Steiermark), το Σανκτ Πόλτεν (Sankt Polten 49.000 κάτοικοι) στην πολιτεία της Κάτω Αυστρίας (Niederösterreich) και το Άιζενστατ (Eisenstadt 11.000 κάτοικοι) στην Πολιτεία Μπούργκενλαντ (Burgenland).
Η Γερμανία είναι χώρα κατ’ εξοχήν βιομηχανική, με ισχυρή οικονομία που βασίζεται στο εξαγωγικό εμπόριο των βιομηχανικών προϊόντων της. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 231 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 246 Αγγλίας, 91 της Αυστρίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός της είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 86 % (έναντι 92 % της Αγγλίας, 57% της Αυστρίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 ενεργητικό 1088 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 3724 και εξαγωγές 4812 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 747 δολαρίων της Ελλάδας και 723 της Αυστρίας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας είχε σχέση με τις χώρες Γαλλία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Αγγλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Σουηδία και Σαουδική Αραβία και αφορούσε διακίνηση έτοιμων προϊόντων ή πρώτων υλών που είχαν σχέση με μηχανήματα, αυτοκίνητα, χημικά, ηλεκτρολογικά και ηλεκτρονικά είδη και υφάσματα, ενώ το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 31.472 δολάρια (έναντι 30.900 της Βρετανίας, 32.962 της Αυστρίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στην Γερμανία παράγουν κυρίως πατάτες, σιτάρι, κριθάρι, και σακχαρότευτλα. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο, πρόβειο και χοιρινό κρέας και τα πουλερικά, ενώ άφθονα είναι και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, τυρί και βούτυρο). Μόνο 4 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας, 4% της Αυστρίας και 26 % της Ελλάδας). Τα ορυκτά προϊόντα, περιλαμβάνουν κυρίως γαιάνθρακες που εξάγονται στις περιοχές του Ρουρ, του Ρήνου, του Σάαρ και του Άαχεν, ενώ τα μεταλλεύματα σιδήρου ή άλλων μετάλλων, όπως και το πετρέλαιο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, κατά μεγάλο μέρος εισάγονται από άλλες χώρες.
Σε αντίθεση με την Γερμανία, η οικονομία της Αυστρίας βασίζεται λιγότερο στην βιομηχανική παραγωγή, που είναι επίσης σημαντικά αναπτυγμένη, και περισσότερο στην παροχή υπηρεσιών και κυρίως στον τουρισμό και ιδιαίτερα τον χειμερινό.
Το γερμανικό σύνταγμα του 1949 περιβάλλει τον Καγκελάριο με ευρείες εξουσίες στην βασική κυβερνητική πολιτική. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση (Bundesregierung) αποτελείται από τον Καγκελάριο και τους υπουργούς της κυβέρνησης. Η εξουσία του καγκελαρίου πηγάζει από την θέση του ως ηγέτη του κόμματος (ή συνασπισμού κομμάτων) που έχει πλειοψηφία εδρών στο Bundestag (ομοσπονδιακό κοινοβούλιο).
- Ο Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Hermann Joseph Adenauer, 1876 - 1967) διετέλεσε πρώτος μεταπολεμικός καγκελάριος της Γερμανίας (Δυτικής Γερμανίας) από το 1949 έως το 1963. Γεννήθηκε στην Κολωνία της Ρηνανίας, σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία και ιδιώτευσε ως δικηγόρος για μικρό διάστημα. Το 1906 έγινε μέλος του Κόμματος του Κέντρου και την ίδια χρονιά εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος στην Κολωνία. Το 1917 το δημοτικό συμβούλιο τον εξέλεξε δήμαρχο, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1933. Σημαντικά έργα επί θητείας του στο δημαρχιακό θώκο ήταν η δημιουργία πανεπιστημίου στην Κολωνία αλλά και η εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής σε σύγχρονο βιομηχανικό κέντρο. Επίσης, κατασκεύασε τον πρώτο αυτοκινητόδρομο που συνέδεε την Κολωνία με τη Βόννη. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία είχε ως αποτέλεσμα την καθαίρεσή του, εξαιτίας απόψεών του εναντίον του καθεστώτος. Στις 21 Ιουλίου του 1944 συνελήφθη από την Γκεστάπο με την κατηγορία της συμμετοχής του στο κίνημα των στρατηγών. Με την λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου διορίστηκε από τους Αμερικανούς δήμαρχος της Κολωνίας, αλλά οι Βρετανοί, που στο μεταξύ είχαν αναλάβει την διοίκηση της πόλης, τον καθαίρεσαν μερικούς μήνες αργότερα. Υπήρξε από τους ιδρυτές της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, της οποίας εκλέχτηκε πρόεδρος. Το 1946 εκλέχτηκε βουλευτής στο κοινοβούλιο του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και το 1948-1949 εκλέχτηκε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής και των τριών δυτικών ζωνών, που σκοπό είχε την δημιουργία συντάγματος. Στις εκλογές του 1949 τέθηκε επικεφαλής του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατικών και κατάφερε να νικήσει τον αντίπαλό του, Κουρτ Σουμάχερ, αρχηγό των Σοσιαλδημοκρατών, σχηματίζοντας κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία και εκλέχτηκε καγκελάριος. Η αναθεώρηση του καθεστώτος κατοχής το 1951, άνοιξε το δρόμο για την εξομάλυνση των σχέσεων με άλλες χώρες, εκτός των τεσσάρων δυνάμεων κατοχής -Μεγάλη Βρετανία, Η.Π.Α., Γαλλία, Ε.Σ.Σ.Δ.- και την ίδια χρονιά ο Αντενάουερ υπέγραψε στο Παρίσι τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, από την οποία γεννήθηκε λίγα χρόνια αργότερα η Ε.Ο.Κ.. Στις εκλογές, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1953 το κόμμα του αύξησε το ποσοστό του στο 45,3%, σχηματίζοντας στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1954 ο Αντενάουερ επισκέφθηκε την Ελλάδα, όπου τον υποδέχθηκε ο τότε βασιλιάς Παύλος, για εκτενείς συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση σε οικονομικά θέματα. Το 1955, η Δυτική Γερμανία έγινε μέλος του ΝΑΤΟ, τον Μάιο του ίδιου χρόνου, δέκα χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, η Ομοσπονδιακή Γερμανία ανέκτησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα και το φθινόπωρο, μετά την επίσκεψη Αντενάουερ στη Μόσχα, αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ε.Σ.Σ.Δ. Το 1957, ο Αντενάουερ επανεκλέχτηκε με ποσοστό 50,2% και το 1961 κέρδισε για τελευταία φορά τις εκλογές. Παραιτήθηκε από την θέση του καγκελαρίου στις 15 Οκτωβρίου του 1963 και αποσύρθηκε από την πολιτική σε ηλικία 87 ετών. Ήταν ο ηγέτης που καθοδήγησε την ανασυγκρότηση της χώρας του από τα συντρίμμια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατανόησε γρήγορα τη σημασία που είχε για τις Ηνωμένες Πολιτείες η ύπαρξη μιας ισχυρής Δυτικής Γερμανίας ως αναχώματος της σοβιετικής επιρροής και έτσι κατέστησε την πειθήνια συμμόρφωση της Βόννης στους σχεδιασμούς της Ουάσινγκτον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του. Πίστευε ότι κάποτε η Δυτική Γερμανία θα κατόρθωνε να απορροφήσει πάλι την Ανατολική και έτσι απειλούσε με διακοπή διπλωματικών σχέσεων οποιαδήποτε χώρα εκδήλωνε πρόθεση αποκατάστασης διπλωματικών σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία -πλην της Ε.Σ.Σ.Δ. Μεθοδικά κατόρθωσε να διασκεδάσει τις γαλλικές ανησυχίες και να αποκαταστήσει με τον Σαρλ ντε Γκωλ σχέσεις τόσο στενές, ώστε ο γαλλογερμανικός άξονας να αποτελέσει τη βάση οικοδόμησης της Ε.Ο.Κ. Ήταν νυμφευμένος με την Έμμα Βάγιερ, κόρη πλούσιας οικογένειας και ανιψιά του πρώην δημάρχου της Κολωνίας Μαξ Βάλραφ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά και η οποία απεβίωσε κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Σε δεύτερο γάμο νυμφεύτηκε το 1919 την Αυγούστα Τσίνσερ, με την οποία απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά. Το 2003 ψηφίστηκε ο σπουδαιότερος Γερμανός όλων των εποχών.
- Ο Λούντβιχ Έρχαρντ (Ludwig Wilhelm Erhard, 1897 - 1977) ήταν καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1963 έως το 1966. Πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τραυματίστηκε σοβαρά. Σπούδασε Οικονομικά και έγινε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Από το 1925 ανέλαβε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση και αργότερα ασχολήθηκε με την εμπορική προώθηση (marketing). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχασε την εργασία του, καθώς ασχολήθηκε με θέματα που αφορούσαν την μετά τον πόλεμο ειρηνική εποχή. Μετά τη λήξη του πολέμου εργάστηκε ως σύμβουλος της αμερικανικής διοίκησης της Βαυαρίας, η οποία τον επέλεξε ως Υπουργό Οικονομικών του Ομόσπονδου κρατιδίου. Το 1949 εκλέχτηκε βουλευτής και προσχώρησε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU). Έγινε Υπουργός Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας στην Κυβέρνηση Κόνραντ Αντενάουερ και το 1957 έγινε αντικαγκελάριος. Μετά την παραίτηση του Αντενάουερ, το 1963, ο Έρχαρντ εκλέχτηκε καγκελάριος. Επανεκλέχτηκε το 1965. Τον Αύγουστο του 1966, η κυβέρνηση Έρχαρντ συγκλονίστηκε από το "σκάνδαλο της Αεροπορίας", καθώς τα ελαττωματικά, αμερικανικής κατασκευής, μαχητικά αεροσκάφη τύπου Σταρφάιτερ συντρίβονταν, παρασύροντας στο θάνατο μία σειρά επιτελείς του υπουργείου Άμυνας. Αλλά η μοιραία κρίση ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1966, με αφορμή την άρνηση των συνεργαζόμενων Ελευθέρων Δημοκρατών να υποστηρίξουν την έκτακτη φορολογία που πρότεινε ο Έρχαρντ, για να αντιμετωπίσει το δυσθεώρητο, ύψους 4 δισεκατομμυρίων μάρκων, δημόσιο έλλειμμα. Μετά την παραίτηση των τεσσάρων υπουργών του μικρού, αλλά ρυθμιστικού αυτού κόμματος, στις 27 Οκτωβρίου του 1966, οι Χριστιανοδημοκράτες δεν διέθεταν πια πλειοψηφία στη Βουλή. Στις 26 Νοεμβρίου κατέληξαν σε κατ' αρχήν συμφωνία για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, την οποία ανακοίνωσαν στους δημοσιογράφους ο Κίζινγκερ και ο Μπραντ. Στις 30 Νοεμβρίου, ο Λούντβιχ Έρχαρντ παραιτήθηκε και την 1η Δεκεμβρίου η ομοσπονδιακή Βουλή εξέλεξε τον Κίζινγκερ καγκελάριο με τον Βίλλυ Μπραντ αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών. Ο Λούντβιχ Έρχαρντ συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής μέχρι το θάνατό του, στις 5 Μαΐου 1977.
- Ο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ (Κurt Georg Kiesinger, 1904 - 1988) ήταν καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από την 1 Δεκεμβρίου 1966 μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 1969. Σπούδασε νομική στο Βερολίνο και έγινε μέλος του Ναζιστικού κόμματος το 1933, λίγους μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Το 1940 κλήθηκε υπό τα όπλα, αλλά κατάφερε να το αποφύγει εξασφαλίζοντας μια θέση στο Υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς. Μετά τον Πόλεμο συνελήφθη και κλείστηκε στο στρατόπεδο του Λούντβιχσμπουργκ, απ' όπου απελευθερώθηκε μετά 18 μήνες, ως εμπλεκόμενος σε υπόθεση εσφαλμένης ταυτότητας. Έγινε καγκελάριος μετά την παραίτηση του Έρχαρντ από την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωση (CDU) και ηγήθηκε ενός ευρέος συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), με τον Βίλλυ Μπραντ αναπληρωτή του και υπουργό Εξωτερικών.
- Ο Βίλλυ Μπραντ (Willy Brandt 1913 – 1992, πραγματικό όνομα Χέρμπερτ Καρλ Φραμ), καγκελάριος της πρώην Δυτικής Γερμανίας, από το 1969 μέχρι το 1974, γεννήθηκε στη Λυβέκη, από μητέρα που ήταν πωλήτρια καταστήματος και αγνώστου πατρός. Σε μικρή ηλικία εργάστηκε ως μαθητευόμενος σε ράπτη. Σε νεαρή ηλικία εντάχτηκε στη νεολαία των σοσιαλιστών. Το 1933 εγκατέλειψε τη Γερμανία, γιατί ήταν αντίθετος στους Ναζί και έφυγε κρυφά με αλιευτικό στη Νορβηγία, όπου σπούδασε Δίκαιο και Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Με το ψευδώνυμο Βίλλυ Μπραντ ήρθε ως ανταποκριτής του σκανδιναβικού τύπου στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συνεργαστεί με τη γερμανική αντίσταση. Συνελήφθη από την Γκεστάπο, έχοντας προλάβει να φορέσει νορβηγική στρατιωτική στολή και δεν κρατήθηκε παρά μόνο 15 ημέρες. Κατέφυγε στη Σουηδία όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1945 επέστρεψε στη Γερμανία, εργάστηκε στη δημόσια διοίκηση του Βερολίνου και έγινε δήμαρχος το 1957. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες. Το 1969 εκλέχθηκε Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας του υποστήριξε τη δυτικογερμανική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ και συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ. Η πολιτική του είχε ως στόχο το άνοιγμα της Γερμανίας προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Οστπολιτίκ), που επηρέασε τη διεθνή πολιτική σκηνή. Το 1971 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για την Οστπολιτίκ. Βοήθησε στην ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου και στην εδραίωση της ειρήνης. Πέθανε από καρκίνο.
- Ο Χέλμουτ Χάινριχ Βάλντεμαρ Σμιτ (Helmut Heinrich Waldemar Schmidt, 1918 - 2015) ήταν καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας από το 1974 έως το 1982. Γιος δύο δασκάλων, γεννήθηκε στο Αμβούργο. Το 1942 νυμφεύτηκε την Χανελόρε «Λόκι» Γκλάσερ με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Προς το τέλος του πολέμου, από τον Δεκέμβριο του 1944 και μετά, υπηρέτησε ως υπαξιωματικός πυροβολικού στο δυτικό μέτωπο. Συνελήφθη από τους Βρετανούς τον Απρίλιο του 1945 στο Λύνεμπουργκ και ήταν αιχμάλωτος πολέμου μέχρι τον Αύγουστο. Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στο Αμβούργο, μελετώντας οικονομικά και πολιτική επιστήμη. Το 1949 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας και από το 1953 έως το 1962 εργάστηκε για το SPD στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Από τις 27 Φεβρουαρίου 1958 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου 1961 ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το 1961 έγινε υπουργός Εσωτερικών του Αμβούργου. Το 1965 επανεκλέχθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή και τον Οκτώβριο του 1969 έγινε υπουργός Άμυνας υπό τον Βίλλυ Μπραντ. Ανέλαβε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας στις 16 Μαΐου 1974 μετά την παραίτηση του Μπραντ. Δραστηριοποιήθηκε στη βελτίωση των σχέσεων με τη Γαλλία και τον τότε πρόεδρό της Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εσταίν. Το 1975 υπογράφτηκε στο Ελσίνκι η τελική πράξη, με την οποία δημιουργήθηκε η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (γνωστή και ως ΔΑΣΕ), η οποία εξελίχθηκε στον ΟΑΣΕ. Παρέμεινε καγκελάριος μετά από τις εκλογές του 1976 σε κυβέρνηση συνασπισμού με το FDP. Αντιστάθηκε στην τρομοκρατία της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, επιτρέποντας στην αντιτρομοκρατική μονάδα GSG 9 να τελειώσει την πειρατεία του αεροσκάφους Landshut της Lufthansa το φθινόπωρο του 1977. Συνέδεσε το πολιτικό μέλλον του με την επέκταση του ΝΑΤΟ, μετά από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Ήταν ο σημαντικότερος υποστηρικτής τις ένταξης της Ελλάδος στην ΕΟΚ, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά το 1981. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όταν την 1η Οκτωβρίου 1982, μετά από ψηφοφορία, δεν ανανεώθηκε η εμπιστοσύνη της Βουλής. Αποσύρθηκε από την Ομοσπονδιακή Βουλή το 1986 αλλά παρέμεινε πολιτικά ενεργός. Τον Δεκέμβριο του 1986 ήταν ένας από τους ιδρυτές της επιτροπής που υποστήριζε την ΟΝΕ και τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πέθανε στο Αμβούργο της Γερμανίας σε ηλικία 97 ετών. Είχε σπουδάσει πιάνο και ήταν αξιόλογος σολίστας. Είχε ηχογραφήσει κονσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ και του Μπαχ.
- Ο Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl 1930- ) διετέλεσε Καγκελάριος της Γερμανίας από το 1982 μέχρι το 1998. Γεννήθηκε στο Λουντβιχσχάφεν και το 1947 εισήλθε στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας (CDU). Από το 1950 ως το 1958 σπούδασε νομικά, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης. Από το 1955 ως το 1966 υπήρξε μέλος της Τοπικής Διοίκησης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στο Παλατινάτο της Ρηνανίας. Το 1958 έγινε διδάκτορας της Φιλοσοφίας. Από το 1959 ως το 1969 υπήρξε εισηγητής της ένωσης χημικών βιομηχανιών στο Λουντβιχσχάφεν. Την περίοδο 1959-1976 υπήρξε μέλος της Βουλής του Παλατινάτου της Ρηνανίας. Από το 1960 ως το 1967 διατέλεσε Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής ομάδας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στο Συμβούλιο της Λουντβιχσχάφεν. Από το 1964 ήταν μέλος της Ομοσπονδιακής Προεδρίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Από το 1969 ως το 1976 διατέλεσε Πρωθυπουργός του κρατιδίου Ρηνανία-Παλατινάτο. Από το 1973 ήταν Ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής παράταξης (CDU) και από το 1976 μέλος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας. Από το 1982 ήταν καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας και μετά την ενοποίησή της με την Ανατολική, Καγκελάριος της ενιαίας Γερμανίας μέχρι το 1998. Είναι ο μακροβιότερος Καγκελάριος της Γερμανίας. Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική η υστεροφημία του αμαυρώθηκε με την εμπλοκή του σε σκάνδαλο παράνομης χρηματοδότησης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
- Ο Γκέρχαρντ Φριτς Κουρτ Σρέντερ (Gerhard Fritz Kurt Schröder, 1944- ) καγκελάριος της χώρας του από το 1998 μέχρι το 2005, γεννήθηκε στο Μόσενμπεργκ-Βέρεν (Mossenberg-Wöhren) και ήταν ορφανός από πατέρα. Πριν γίνει καγκελάριος εργάστηκε ως δικηγόρος και αργότερα διετέλεσε κυβερνήτης του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας. Μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD), ηγήθηκε κυβέρνησης συνασπισμού με το κόμμα των Πρασίνων από το 1998 έως το 2005. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2005, το κόμμα του βγήκε δεύτερο. Μετά από τρεις εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την καγκελαρία για να τον διαδεχθεί η Άνγκελα Μέρκελ. Μετά την αποχώρησή του από την καγκελαρία, εργάζεται για τη ρωσική ενεργειακή εταιρεία Γκάζπρομ.
- Η Άνγκελα Δωροθέα (Κάσνερ) Μέρκελ (Angela Dorothea (Kasner) Merkel, 1954- ) στις 22 Νοεμβρίου 2005 εκλέχτηκε στο αξίωμα του καγκελάριου της Γερμανίας. Είναι η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας από την ίδρυση του Ομοσπονδιακού Κράτους το 1871 και η πρώτη πρώην πολίτης της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας που υπήρξε ηγέτης της επανενωμένης Γερμανίας. Κόρη λουθηρανού πάστορα γεννήθηκε και έζησε μέχρι το 1990 στην σοσιαλιστική Ανατολική Γερμανία, όπου ήταν μέλος της επίσημης νεολαίας του σοσιαλιστικού κόμματος. Από το 1973 μέχρι το 1978 σπούδασε φυσική στην Λειψία. Έκανε δύο γάμους, πρώτα με τον συμφοιτητή της Ούλριχ Μέρκελ (1977-82) και αργότερα με τον χημικό Γιόαχιμ Σάουερ από το 1998. Μιλάει επίσης αγγλικά και ρώσικα. Τον Δεκέμβριο του 1989, λίγες εβδομάδες μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, η Μέρκελ προσχώρησε στην Δημοκρατική Επαγρύπνηση (Demokratischer Aufbruch, DA), δημοκρατικό πολιτικό κόμμα της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, που είχε ως κύριους στόχους την επανένωση των γερμανικών κρατών και την εγκατάσταση της ελεύθερης οικονομίας στην ανατολική Γερμανία. Με υποστήριξη του τότε καγκελαρίου της ενωμένης Γερμανίας Χέλμουτ Κολ (CDU), δόθηκε στη Μέρκελ να συμβάλλει στην πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Ένα χρόνο μετά την προσχώρησή της στο DA και μετά από έξι μήνες περίπου συμμετοχή ως μέλος στο CDU, η Άνγκελα Μέρκελ έγινε το 1991 ομοσπονδιακή υπουργός γυναικείων υποθέσεων και νεολαίας (η μικρότερη σε ηλικία υπουργός στην ιστορία της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας). Στην κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ από το 1994 μέχρι το 1998 ήταν υπουργός περιβάλλοντος. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1994 η κυβέρνηση Κολ κατάφερε να εξασφαλίσει μικρή πλειοψηφία και η Μέρκελ έγινε υπουργός περιβάλλοντος. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1998 ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD) ανέλαβε την καγκελαρία και το κόμμα της Μέρκελ έπεσε σε βαθιά κρίση. Με την παραίτηση του Χέλμουτ Κολ άρχισαν μεγάλες εσωκομματικές διαμάχες. Το διάστημα αυτό, με πρόταση του νέου προέδρου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η πρώην υπουργός Άνγκελα Μέρκελ έγινε γενική γραμματέας του κόμματος (Νοέμβριος 1998). Η αποκάλυψη του σκανδάλου των "μαύρων λογαριασμών" του CDU τον Νοέμβριο του 1999 σημάδεψε την πολιτική ζωή της χώρας, καθώς αποκαλύφτηκε ένα σύστημα παράνομης χρηματοδότησης της κομματικής οργάνωσης μέσω λογαριασμών στην Ελβετία. Στις 16 Φεβρουαρίου 2000 παραιτήθηκε και ο διάδοχος του Κολ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από την ηγεσία του κόμματος, αφού πριν παραδέχτηκε ότι και αυτός είχε δεχτεί παράνομη δωρεά για το κόμμα από εκπρόσωπο της πολεμικής βιομηχανίας. Στις 10 Απριλίου 2000 η Μέρκελ εκλέχτηκε ομοσπονδιακή πρόεδρος του CDU. Μετά την ήττα του υποψήφιου καγκελαρίου Έντμουντ Σρόιμπερ στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2002, ζήτησε και ανέλαβε την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας για να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση Σρέντερ ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Αξιοσημείωτη ήταν η στάση της απέναντι στην απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης το 2003, να μην συμπράξει στον πόλεμο των ΗΠΑ κατά του Ιράκ. Μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2005 μεγάλος συνασπισμός των κομμάτων CDU, CSU και SPD και η Άνγκελα Μέρκελ αντικατέστησε ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Μετά τη νίκη του CDU στις Γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 2009, στις 27 Σεπτεμβρίου ανανεώθηκε η θητεία της στην καγκελαρία. Μετά τη νίκη της στις εκλογές του 2013, σχηματίστηκε η τρίτη κυβέρνησή της. Το Νοέμβριο του 2007 της απονεμήθηκε το Βραβείο Καρλομάγνος για το έτος 2008. Συμπεριλήφθηκε στη λίστα που εξέδωσε το περιοδικό Time για τα «Πρόσωπα με τη Μεγαλύτερη Επιρροή Παγκοσμίως» για το έτος 2012.
Συνοψίζοντας όσα εκτέθηκαν στις δύο προηγούμενες παραγράφους, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Γερμανία κατοικείται από λαούς που έχουν προέλθει από επιμιξίες των εξής φυλετικών οικογενειών:
1. Κέλτες: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής διαίρεσης της Καυκάσιας ομοφυλίας. Άρχισαν να εγκαθίστανται στην Γερμανία από το 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης Ινδοευρωπαϊκών λαών προς την Δύση. Αρχική κοιτίδα τους ήταν τα εδάφη περί τον Καύκασο.
2. Γερμανοί της Τευτονικής ή Γοτθικής Ομοφυλίας: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Τευτονικής Οικογένειας της Καυκάσιας Ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας. Στην Γερμανία άρχισαν να εγκαθίστανται από το 100 π.Χ. προερχόμενοι από τις Σκανδιναβικές χώρες όπου εγκαταστάθηκαν, όπως και οι Κέλτες, από το 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης Ινδοευρωπαϊκών λαών προς την Δύση. Αρχική κοιτίδα τους ήταν τα εδάφη περί τον Καύκασο.
Η Γερμανική γλώσσα μιλιέται, όπως είναι γνωστό, και στο βόρειο τμήμα της Ελβετίας. Για λόγους πληρότητας υπενθυμίζεται ότι η Ελβετία είναι χώρα της Κεντρικής Ευρώπης ανάμεσα στην Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία, ανεξάρτητη από το 1815, με έκταση 40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 6.545.000 κατοίκους. Απ’ αυτούς οι περισσότεροι (74 %) είναι Γερμανόφωνοι και μόνο 21 % μιλούν Γαλλικά στην δυτική περιοχή της, γύρω από τις πόλεις Γενεύη (Geneva 300.000 κάτοικοι) και Λοζάννη (Lausanne 200.000 κάτοικοι). Παρά το γεγονός ότι είναι χώρα ορεινή, καθώς οι Άλπεις καταλαμβάνουν 61 % του εδάφους της, έχει επιτύχει ένα σταθερά υψηλό επίπεδο ευημερίας, χάρη στην εξειδικευμένη βιομηχανική δραστηριότητα, όπως η παραγωγή ρολογιών, παπουτσιών, επίπλων, σιγαρέτων, σοκολατούχων και γαλακτοκομικών προϊόντων αλλά και στην βιομηχανία σιδήρου, αλουμινίου, υφασμάτων, και χημικών προϊόντων.
Στον επισυναπτόμενο πίνακα παρέχεται μια μνημοτεχνική παρουσίαση της ιστορικής πορείας των Γερμανόφωνων κρατών από την εποχή της δημιουργίας τους μέχρι σήμερα.
Κατά την διάρκεια της Δ΄ Δημοκρατίας (1946 – 1958) μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γαλλία επιδόθηκε, όπως όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες στο έργο της ανοικοδόμησης, που πραγματοποιήθηκε με γρήγορα βήματα, χάρη και στην οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ, που άρχισαν να κυριαρχούν στον Δυτικό Κόσμο. Στο διάστημα αυτό η Γαλλία ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του ΝΑΤΟ (το 1952) και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (ΕΟΚ το 1956), αλλά υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την αυτονομία σε μια σειρά αποικιακές κτήσεις της, όπως η Συρία, ο Λίβανος, η Ινδοκίνα μετά από μακρύ πόλεμο, η Τυνησία, το Μαρόκο και τελικά το 1962, μετά από αρκετές ταραχές και η Αλγερία, καθώς και όλες οι κτήσεις στην κεντρική και δυτική Αφρική.
Κατά την διάρκεια της Ε΄ Δημοκρατίας (1958 - σήμερα) που ανακηρύχθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 13ης Μαΐου 1958, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, ως πρώτος πρόεδρος, αφού αντιμετώπισε τα πρώτα χρόνια το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, εργάστηκε για την σύσφιγξη των σχέσεων με την Γερμανία, στα πλαίσια της ΕΟΚ και για την κατά το δυνατόν απεξάρτηση της Γαλλίας από τον ασφυκτικό έλεγχο των ΗΠΑ. Η λαϊκή εξέγερση όμως του Μαΐου του 1968, ανάγκασε τον Ντε Γκωλ να παραιτηθεί τον επόμενο χρόνο. Οι διάδοχοί του Πομπιντού (Pompidou), Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν (Giscard D’ Estaing) και Μιτεράν (Mitterrand) έδωσαν στην πολιτική τους Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, επιδιώκοντας την ενδυνάμωση της ΕΟΚ, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, 15 χώρες (ανάμεσα στις οποίες και το Ηνωμένο Βασίλειο) και αναδείχτηκε έτσι σε σημαντική παγκόσμια δύναμη.
Η Γαλλία (France) ορίζεται προς Βορά από την Βόρεια Θάλασσα και τον Πορθμό της Μάγχης, προς την Δύση από τον Ατλαντικό Ωκεανό και προς Νότο από την Μεσόγειο Θάλασσα και τα σύνορα της Ισπανίας, ενώ προς την Ανατολή συνορεύει με το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία (ολική έκταση 551.695 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Το Βορειοδυτικό και Δυτικό τμήμα της Γαλλίας παρουσιάζεται πεδινό, ενώ το νότιο και νοτιοανατολικό ορεινό. Τα κυριότερα βουνά, είναι τα Πυρηναία στα σύνορα με την Ισπανία (Pyrenées, μέγιστο ύψος 3.352 μέτρα), οι Άλπεις στα σύνορα με την Ιταλία (Alpes μέγιστο ύψος 4.810 στο Λευκό Όρος), τα Όρη του Ιούρα στα σύνορα με την Ελβετία (Jura, μέγιστο ύψος 1.723 μέτρα), τα Βόσγια Όρη στα σύνορα με την Γερμανία (Vosges, μέγιστο ύψος 1.420 μέτρα) και τα όρη του Κεντρικού Οροπεδίου στην Ωβέρνη με μέγιστο ύψος 1885 μέτρα. Κυριότερα ποτάμια είναι ο Ροδανός (Rhone, με παραπόταμο τον Σων - Saone) στην Μεσόγειο, ο Γαρούνας (Garonne), ο Δωρδώνος (Dordogne) και ο Λίγηρας (Loire) στον Ατλαντικό, και ο Σηκουάνας (Seine με παραπόταμο τον Μάρνη - Marne) στην Μάγχη, ενώ ο Ρήνος (Rhine) αποτελεί φυσικό όριο με την Γερμανία.
Το κλίμα της βόρειας και δυτικής Γαλλίας είναι ωκεάνιο με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι, προς το κεντρικό οροπέδιο γίνεται ηπειρωτικό με δριμύτερο χειμώνα και συχνές χιονοπτώσεις, ενώ οι νότιες ακτές έχουν καθαρά μεσογειακό κλίμα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στο Παρίσι είναι 619 χιλιοστά (έναντι 593 του Λονδίνου και 402 της Αθήνας), ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 12 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 4 μέχρι 20) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30).
Η Γαλλία είχε το 2000 πληθυσμό 61.044.684 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 22 Περιφέρειες (Regions) που αποτελούνται συνολικά από 90 Νομούς (Departements), που παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Παρίσι (Paris 8.510.000 κάτοικοι), στην Λεκάνη της Γαλλίας (Ile de France) και σπουδαιότερες πόλεις είναι:
- Στην βόρεια ζώνη: Η Λιλ στην Φλάνδρα (Lille 935.000 κάτοικοι), η Αμιένη (Amiens) στο Πικαρντί (Picardie), η Ρουέν (Rouen 106.000 κάτοικοι) και η Χάβρη στην Νορμανδία (Le Havre 190.000 κάτοικοι), και η Βρέστη στην Βρετάνη (Brest 170.000 κάτοικοι).
- Στην δυτική ζώνη: η Μπορντό στην Γιρόνδη της Ακουιτανίας (Bordeaux 628.000 κάτοικοι), η Τουλούζη (Toulouse 523.000 κάτοικοι) στα Ανατολικά Πυρηναία (Midi Pyrenées), η Νάντη (Nantes 250.000 κάτοικοι) στην Χώρα του Λίγηρα (Pays de Loire), και το Πουατιέ (Poitiers) στο Πουατού (Poitou),
- Στην ενδοχώρα: Η Λυόν στην συμβολή των ποταμών Ροδανού και Σων (Lyons 1.170.000 κάτοικοι) στην περιφέρεια Ροδανού - Άλπεων, το Σαιντ Ετιέν (Saint Etienne 330.000 κάτοικοι), το Κλερμόν Φεράν στην Ωβέρνη (Clermont Ferrand (210.000 κάτοικοι), η Λιμόζ στην Λιμουζέν (Limoges 150.000 κάτοικοι), και η Ορλεάνη (Orleans) στην Περιφέρεια του Κέντρου (Centre),
- Στην νότια ζώνη: Η Μασσαλία (Marseilles 1.080.000 κάτοικοι), η Νίκαια (Nice 300.000 κάτοικοι) και η Τουλόν (Toulon 110.000 κάτοικοι) στην Προβηγκία, και το Μονπελιέ στο Λανγκντόκ (Montpellier 170.000 κάτοικοι),
- Στην ανατολική ζώνη: Το Στρασβούργο στην Αλσατία (Strasbourg 240.000 κάτοικοι), η Ντιζόν στην Βουργουνδία (Dijon 190.000 κάτοικοι), η Μπεζανσόν (Besançon) στην Ελεύθερη Κομητεία στα όρη του Ιούρα (Franche Comté), η Γκρενόμπλ στην Ντωφινέ στους πρόποδες των Άλπεων (Grenoble 340.000 κάτοικοι), η Νανσύ στην Λοραίνη (Nancy 260.000 κάτοικοι) και η Ρενς στην Καμπανία (Reims 100.000 κάτοικοι),
- ενώ στην Γαλλία υπάγεται και η Κορσική με πρωτεύουσα το Αιάκειο (Ajaccio 50.000 κάτοικοι).
Η Γαλλία είναι χώρα βιομηχανική, κυρίως στο ανατολικό και βόρειο τμήμα της, ενώ η οικονομία στο νότιο και δυτικό τμήμα βασίζεται και στην αγροτική παραγωγή. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 112 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 246 Αγγλίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 74 % (έναντι 92 % της Αγγλίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 παθητικό 258 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 2819 και εξαγωγές 2561 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 408 δολαρίων της Αγγλίας και 747 της Ελλάδας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της Γαλλίας είχε σχέση με τις χώρες Γερμανία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Αγγλία, Νορβηγία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Δημοκρατία της Ιρλανδίας, Ελβετία, Σουηδία και Σαουδική Αραβία. Τέλος το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 29.320 δολάρια (έναντι 30.900 της Βρετανίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στην Γαλλία παράγουν κυρίως σιτάρι, σταφύλια, πατάτες, καπνό, ρύζι και σακχαρότευτλα. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο, πρόβειο και χοιρινό κρέας, πουλερικά και ψάρια καθώς, και γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί και βούτυρο). Μόνο 6 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας και 26 % της Ελλάδας). 60% του πληθυσμού απασχολείται σε παροχή υπηρεσιών, 24 % στην βιομηχανική παραγωγή, 7% στις μεταφορές και 3 % στα ορυχεία και στην παραγωγή ενέργειας. Τα ορυκτά προϊόντα, περιλαμβάνουν κυρίως σιδηρομετάλλευμα, μετάλλευμα αλουμινίου και καλίου, θειούχα άλατα και μεταλλεύματα κασσιτέρου, μολύβδου χαλκού και ψευδάργυρου, ενώ η παραγωγή γαιανθράκων δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της χώρας και συμπληρώνεται με εισαγωγές.
α. Φίλιππος Πεταίν (κατοχή 1940 – 1944)
Ο Ανρί Φιλίπ Πεταίν (Henri-Philippe Pétain, 1856 - 1951), ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν πρωθυπουργός και πρόεδρος της Γαλλίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν γιος αγροτών και από μικρός έχασε τη μητέρα του. Το 1878 αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός από τη Στρατιωτική Ακαδημία του Σαιν Συρ. Υπηρέτησε ενεργά για δέκα χρόνια και μετά φοίτησε στη Σχολή Πολέμου, όπου επέστρεψε αρκετές φορές για να διδάξει. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως στρατηγός στη μάχη του Βερντέν, απέκρουσε μεγάλη γερμανική επίθεση το 1916. Διορίσθηκε Αρχηγός του Στρατού το 1918 με τον τίτλο του Στρατάρχη της Γαλλίας. Το 1925 πήγε στο Μαρόκο για την καταστολή μιας επανάστασης και στη συνέχεια αποστρατεύθηκε. Το 1939 διορίστηκε πρέσβης στην Ισπανία. Το 1940 ανακλήθηκε στη Γαλλία, όπου οι ισχυρές οχυρώσεις (γραμμή Μαζινό) αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Στις 15 Ιουνίου 1940 έγινε Πρόεδρος και υπέγραψε ανακωχή με τους Γερμανούς. Ως επικεφαλής της κατοχικής κυβέρνησης με έδρα την πόλη Βισύ, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944, οι Γερμανοί τον μετέφεραν στο Ζινγκμαρίνγκεν. Μετά το τέλος του Πολέμου παραπέμφθηκε σε Στρατοδικείο, όπου δικάστηκε για προδοσία και συνεργασία με τον εχθρό. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η ανακωχή ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί η Γαλλία. Το 1945, σε ηλικία 89 ετών, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση από τον Πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ. Πέθανε στη φυλακή στις 23 Ιουλίου του 1951 και θάφτηκε εκεί. Μέχρι σήμερα, στη Γαλλία, ο όρος «πεταινισμός» (Pétainisme) αναφέρεται σε απολυταρχική, παραδοσιοκρατική και θρησκευόμενη ιδεολογία.
β. Λεόν Μπλουμ (1946 – 1947)
Ο Αντρέ Λεόν Μπλουμ (André Léon Blum 1872 – 1950), μετριοπαθής αριστερός, τρεις φορές πρωθυπουργός της Γαλλίας, ήταν άτυπα πρόεδρος στα χρόνια 1946-47. Ως Εβραίος επηρεάστηκε από την υπόθεση Ντρέιφους στο τέλος του 19ου αιώνα. Ήταν μαθητής του Γάλλου σοσιαλιστή Ζαν Ζωρές και μετά το 1914 έγινε διάδοχός του. Δεν αποδεχόταν την αρχή της πάλης των τάξεων του μαρξιστικού σοσιαλισμού, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη μέγιστη αξιοποίηση της ισχύος του κράτους, υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένων στελεχών, που θα μπορούσαν να εγγυώνται την καλή κατάσταση της εργατικής τάξης. Ως πρωθυπουργός (δύο φορές την περίοδο 1936-40) τήρησε ουδέτερη στάση στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας (1936–39) για να αποφύγει την εξάπλωσή του στη Γαλλία. Στα χρόνια της Κατοχής ήταν αντίθετος με το γερμανόφιλο γαλλικό κράτος του Βισύ και φυλακίστηκε στο Μπούχενβαλντ. Μετά τον πόλεμο ανέλαβε ηγετικές πρωτοβουλίες, εναντίον των Γκωλιστών και των Κομμουνιστών, για την σταθεροποίηση της Δ Γαλλικής Δημοκρατίας, και διετέλεσε πρωθυπουργός για τρίτη φορά για σύντομο χρονικό διάστημα.
γ. Βενσάν Ωριόλ (1947 – 1954)
Ο Βενσάν Ωριόλ (Vincent Jules Auriol 1884 – 1966), πρώτος πρόεδρος της Δ Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1947 μέχρι το 1954, γεννήθηκε στην πόλη Ρεβέλ του Άνω Γαρούνα και σπούδασε νομική στην Τουλούζ. Εκλέχτηκε βουλευτής το 1914 με το σοσιαλιστικό κόμμα. Υπηρέτησε ως υπουργός οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ (1936) και υπουργός δικαιοσύνης και συντονισμού σε επόμενες κυβερνήσεις, του Καμίλ Σωτάν και του Λεόν Μπλουμ (1938). Κατά την Κατοχή τέθηκε σε κατ’ οίκον επιτήρηση, από την οποία δραπέτευσε το 1942, ενώθηκε με τις δυνάμεις της Αντίστασης και έφυγε στην Αγγλία το 1943. Μετά τον πόλεμο επανήλθε ως μέλος του Κοινοβουλίου, υπηρέτησε ως υπουργός στην προσωρινή κυβέρνηση του Ντε Γκωλ και το 1947 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δ Γαλλικής Δημοκρατίας. Η προεδρία του συνέπεσε με την οικονομική δυσπραγία και την πολιτική αστάθεια της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς και με τον αναποτελεσματικό πόλεμο στην Ινδοκίνα. Το 1947 το κομμουνιστικό κόμμα τέθηκε εκτός βουλής, εξαιτίας σειράς απεργιών που υποκινήθηκαν από αυτό, οι οποίες διάρκεσαν μέχρι το 1953. Ταραχές σημειώθηκαν επίσης στο Μαρόκο, τη Μαδαγασκάρη, την Τυνησία και την Αλγερία, όπου το 1951 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Κατά την διάρκεια των 7 ετών της προεδρίας του η κυβέρνηση άλλαξε 11 φορές, προκαλώντας του συνεχή υπερένταση. Στα επόμενα χρόνια, μέχρι το θάνατό του, έγραφε άρθρα για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, αντιτασσόμενος στον Ντε Γκωλ και υποστηρίζοντας το 1965 τον Φρανσουά Μιτεράν για την προεδρία.
δ. Ρενέ Κοτύ (1954 – 1958)
Ο Ρενέ Ζυλ Κοτύ (René Jules Gustave Coty 1882 –1962) ήταν Πρόεδρος της Γαλλίας από το 1954 μέχρι το 1959 (ο 2ος και τελευταίος της Δ Γαλλικής Δημοκρατίας). Γεννήθηκε στη Χάβρη, σπούδασε νομική και φιλοσοφία και εργάστηκε ως δικηγόρος εκεί. Μετέσχε ως εθελοντής στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου πολέμησε στη μάχη του Βερντέν και το 1923 εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης. Το 1940 ψήφισε υπέρ του Πεταίν, αλλά στα χρόνια της Κατοχής παρέμεινε αδρανής. Μετά τον πόλεμο εκλέχτηκε και πάλι βουλευτής και υπηρέτησε ως υπουργός δημοσίων έργων (1947-48). Το 1953 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Γαλλίας και διαδέχτηκε τον Βενσάν Ωριόλ. Η προεδρία του βρέθηκε αντιμέτωπη με την πολιτική αστάθεια της εποχής και με το πρόβλημα της Αλγερίας. Το 1958 κάλεσε στην πρωθυπουργία τον Ντε Γκωλ, ο οποίος κατάρτισε νέο σύνταγμα και μετά από δημοψήφισμα, στο οποίο οι προτάσεις του επικυρώθηκαν με ποσοστό 79,2%, ίδρυσε την Ε Γαλλική Δημοκρατία, της οποίας εκλέχτηκε πρόεδρος, διαδεχόμενος τον Κοτύ.
ε. Κάρολος Ντε Γκωλ (1944–1946, 1958-1969)
Ο Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle, 1890 - 1970) ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1958 ως το 1969. Γεννήθηκε στη Λιλ (Lille) της Γαλλίας ως δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας ρωμαιοκαθολικών της ανώτερης μεσοαστικής τάξης και διαποτίστηκε με τις διδαχές του φιλόσοφου πατέρα του. Το 1913 έγινε ανθυπολοχαγός σε σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Φιλίπ Πεταίν. Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στο Βερντέν και τραυματίστηκε τρεις φορές. Το 1921 νυμφεύτηκε την Υβόν, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Το 1925, ο Πεταίν τον τοποθέτησε αξιωματικό του επιτελείου του Ανώτερου Πολεμικού Συμβουλίου και για αρκετά χρόνια υπηρέτησε στην στρατιωτική δύναμη κατοχής στη Ρηνανία της Γερμανίας. Όταν η Γαλλία ήταν έτοιμη να παραδοθεί στη Γερμανία, κατέφυγε στο Λονδίνο, από όπου κάλεσε τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό την ηγεσία του. Με το τέλος του πολέμου συμμετείχε σε πορεία θριάμβου στα Ηλύσια Πεδία επευφημούμενος ως εθνικός ήρωας. Το 1947, ίδρυσε τον Συναγερμό του Γαλλικού Λαού (Rassemblement du Peuple Français-RPF). Με την κρίση στην Αλγερία το 1958 εκλέχτηκε 1ος πρόεδρος της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Το 1962 αναγνώρισε το αλγερινό κράτος. Ανέπτυξε στενές πολιτικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και προσωπική φιλία του με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, που εξελίχτηκε σε Γερμανο-Γαλλική Φιλία. Παράλληλα, ήταν αντιμέτωπος με την επιρροή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη.
Στις 16 Μαΐου του 1963 επισκέφτηκε την Αθήνα, όπου του έγινε εντυπωσιακή υποδοχή από την κυβέρνηση Κ.Καραμανλή. Οι προεδρικές εκλογές που διεξάχθηκαν στη Γαλλία στις 5 και 19 Δεκεμβρίου του 1965 ήταν οι πρώτες που έγιναν με το σύστημα της απευθείας εκλογής προέδρου από τον λαό. Ο ίδιος έλαβε ποσοστό 55,2% και ο αντίπαλός του Φρανσουά Μιτεράν αναδείχθηκε ηγέτης της γαλλικής κεντροαριστεράς. Το 1966 ο Σαρλ ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στις 20 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1966 επισκέφθηκε τη Μόσχα, αποσκοπώντας στην ύφεση (détente) και την επαναπροσέγγιση (raprochement) Ανατολής-Δύσης. Αυτή τη νέα εικόνα της Γαλλίας, ως μεγάλης, ανεξάρτητης διεθνούς δύναμης, ενίσχυσε ο Σαρλ ντε Γκωλ με πυρηνικές δοκιμές στις γαλλικές αποικίες της Πολυνησίας και με τη διάρκειας τριών εβδομάδων περιοδεία του στον Τρίτο Κόσμο, από το Τζιμπουτί και την Αντίς Αμπέμπα μέχρι την Πνομ Πεν, τη Νουμεά και τη Γουαδελούπη. Πολλοί του καταλόγισαν εξωπραγματικό εθνικό μεγαλοϊδεατισμό. Εγκατέλειψε την προεδρία το μεσημέρι της 28ης Απριλίου 1969 ύστερα από την απόρριψη της προτεινόμενης μεταρρύθμισης της Γερουσίας και των τοπικών κυβερνήσεων σε ένα εθνικό δημοψήφισμα, που απέτυχε, και έτσι ο Ντε Γκωλ παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ζωρζ Πομπιντού. Πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 9 Νοεμβρίου 1970, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και ενώ έγραφε τα απομνημονεύματά του.
στ. Ζορζ Πομπιντού (1969 – 1973)
Ο Ζωρζ Πομπιντού (Georges Jean Raymond Pompidou, 1911-1974) διετέλεσε Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στα χρόνια 1969-73. Σπούδασε φιλολογία και στην αρχή δίδαξε σε λύκειο. Κατόπιν εργάστηκε σε τράπεζα, όπου σύντομα έφτασε σε υψηλή θέση. Επιλέχτηκε από τον Πρόεδρο Ντε Γκωλ να διοικήσει Ίδρυμα, που είχε ιδρύσει ο ίδιος για τα παιδιά με Σύνδρομο Down. Το 1962 ο Ντε Γκωλ του ανέθεσε την πρωθυπουργία, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1968. Το 1969 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, στις 2 Απριλίου 1974.
ζ. Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν (1974 – 1981)
Ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εσταίν (Valéry Giscard d'Estaing, 2 Φεβρουαρίου 1926 - ...) γεννήθηκε στο Κόμπλεντς της Γερμανίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως οικονομικός διευθυντής των Γαλλικών αρχών κατοχής μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποφοίτησε από το Λύκειο Ζανσόν ντε Σαλλύ του Παρισιού. Κατά την περίοδο της νεότητάς του υπηρέτησε στα τεθωρακισμένα της Στρατιάς της Ελεύθερης Γαλλίας. Τελείωσε την Πολυτεχνική Σχολή και διορίστηκε Οικονομικός Επιθεωρητής. Το 1952 νυμφεύτηκε την Ανν Αιμόν ντε Μπραντές της μεγάλης οικογένειας των βιομηχάνων χάλυβος. Με το Ανεξάρτητο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εκλέχτηκε βουλευτής στη Γαλλική εθνοσυνέλευση. Το 1959 διορίστηκε υφυπουργός Οικονομικών και τρία χρόνια αργότερα Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας σε ηλικία 36 ετών. Συγκρούστηκε με τους ορθόδοξους Γκωλικούς για ζητήματα ιδιωτικής πρωτοβουλίας ευρωπαϊκής ένωσης, και στενότερων δεσμών με τις ΗΠΑ. Γι' αυτό και καθαιρέθηκε από τον Ντε Γκωλ. Από το 1974 ως το 1981 διατέλεσε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, τηρώντας κεντροδεξιά πολιτική. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε υψηλά αξιώματα η Γαλλία σταθεροποιήθηκε ως η δεύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης και τέταρτη στον κόσμο. Όπως και ο Σαρλ ντε Γκωλ, προώθησε τη σύσφιξη των σχέσεων Γαλλίας-Γερμανίας αλλά, σε αντίθεση με τον Ντε Γκωλ, υποστήριζε την ένταξη της Μ. Βρετανίας στην (τότε) ΕΟΚ. Το 1981 έχασε τις εκλογές από τον Φρανσουά Μιτεράν, ενώ παράλληλα ο Ζακ Σιράκ, πρώην πρωθυπουργός του, διέσπασε την ενότητα της παράταξης των συντηρητικών στρεφόμενος εναντίον του.
η. Φρανσουά Μιτεράν (1981 – 1995)
Ο Φρανσουά Μιτεράν (François Maurice Adrien Marie Mitterrand, 1916 - 1996) γεννήθηκε στην πόλη Ζαρνάκ (Jarnac) της περιφέρειας Σαράντ (Charente). Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, από το οποίο αποφοίτησε το 1937. Τα δύο επόμενα χρόνια (1937-39) εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, κατατασσόμενος στο Πεζικό των αποικιών. Το 1938 σχετίστηκε με τον Εβραίο σοσιαλιστή Ζωρζ Νταγιάν (Georges Dayan). Το 1939 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική στο Παρίσι και με την εμπλοκή της Γαλλίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στάλθηκε στη Γραμμή Μαζινό ως υπαξιωματικός. Το 1940 τραυματίστηκε, συνελήφθη αιχμάλωτος και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Δραπέτευσε το 1941 και, επιστρέφοντας στη Γαλλία αρραβωνιάστηκε την Μαρί-Λουΐζ Τεράς (Marie-Louise Terrasse), με την οποία χώρισε το 1942. Έλαβε ενεργό μέρος στην Αντίσταση. Το 1946 εκλέχτηκε βουλευτής της Νιέβρ (Nievre) και παρέμεινε ως το 1958. Το 1959 εκλέχτηκε Γερουσιαστής στην ίδια περιοχή και το 1962 επανεκλέχτηκε βουλευτής, παραμένοντας στη θέση αυτή ως το 1981. Στα 12 χρόνια της περιόδου 1946-1958, έλαβε μέρος σε πολυάριθμες Κυβερνήσεις της Γαλλίας, ως Υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Πιέρ Μεντές (Pierre Mendes-France, 1954-1955) καθώς και στην Κυβέρνηση του Γκι Μολλέ (Guy Mollet, 1956-1957). Στις Προεδρικές Εκλογές του 1965 ήταν ενιαίος υποψήφιος της Αριστεράς, καθώς είχε εναντιωθεί στις πολιτικές του Ντε Γκωλ. Το 1981 νίκησε τον Ζισκάρ ντ' Εσταίν στις Προεδρικές εκλογές, συγκεντρώνοντας το 51,75% των ψήφων και αναδείχθηκε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, αξίωμα που διατήρησε ως το 1994, ενώ και το 1988 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στο δεύτερο γύρο, με 54,01%, με συνυποψήφιο τον Ζακ Σιράκ. Ήταν ο πρώτος πολιτικός που εκλέχτηκε για δεύτερη συνεχόμενη φορά Πρόεδρος της Γαλλίας. Ως Πρόεδρος, ο Φρανσουά Μιτεράν υπήρξε θιασώτης της ευρωπαϊκής ενότητας και συνεργασίας. Επί Προεδρίας του καταργήθηκε η θανατική ποινή στην Γαλλία, το όριο συνταξιοδότησης των εργαζομένων μειώθηκε στα 60 έτη από τα 65, ενώ συνυπέγραψε την Συνθήκη του Σένγκεν και την Συνθήκη του Μάαστριχτ για λογαριασμό της Γαλλίας. Έγραψε διάφορα βιβλία πολιτικού περιεχομένου. Η όχθη του Σηκουάνα μπροστά στο Μουσείο του Λούβρου φέρει σήμερα το όνομά του (Quai Francois Mitterrand).
θ. Ζακ Σιράκ (1995 – 2007)
Ο Ζακ Σιράκ (Jacques Chirac, Παρίσι, 1932 - ) φοίτησε στην «Εθνική Σχολή Διοίκησης» (École nationale d'administration - ENA), και ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Εκλέχθηκε βουλευτής με το κόμμα UDR του Μτε Γκωλ για πρώτη φορά το 1967, έγινε γραμματέας του κράτους το 1968, υπουργός για τις Επαφές με τη Βουλή το 1971, της Γεωργίας το 1972, των Εσωτερικών το 1974. Έπαιξε σημαντικό ρόλο υπέρ του Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εστέν, στον οποίο εξασφάλισε στήριγμα ενός σταθερού μέρους του κόμματος του Σαρλ ντε Γκωλ. Αυτό τον ανακήρυξε πρωθυπουργό. Ερχόμενος σε ρήξη με τον πρόεδρο, ο Σιράκ άφησε την κυβέρνηση το 1976. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για να σταθεροποιήσει τις θέσεις του κόμματος του Ντε Γκωλ, προχώρησε στην επανίδρυση μετατρέποντας το παλιό UDR του Ντε Γκωλ σε Rassemblement pour La republique, του οποίου έγινε πρόεδρος. Έβαλε υποψηφιότητα για την προεδρία της Δημοκρατίας το 1981, αλλά δεν έφτασε στην τελική ψηφοφορία. Το 1986, με τη νίκη του επί του Σοσιαλιστικού Κόμματος, έγινε πρωθυπουργός για δεύτερη φορά. Δύο χρόνια αργότερα, έβαλε και πάλι υποψηφιότητα για την προεδρία της Δημοκρατίας μαζί με το σοσιαλιστή πρόεδρο Μιτεράν, ηττήθηκε και παραιτήθηκε και από το αξίωμα του πρωθυπουργού. Εκλέχθηκε δήμαρχος του Παρισιού το 1977 και οδήγησε το κόμμα του σε νίκη στις πολιτικές εκλογές το 1993. Στις προεδρικές εκλογές το 1995, ο Σιράκ νίκησε στην τελική ψηφοφορία τον σοσιαλιστή υποψήφιο, Λιονέλ Ζοσπέν, εγκαινιάζοντας για τη χώρα συντηρητική κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες πράξεις κατά τη διάρκεια της προεδρίας του ήταν η επανάληψη των πυρηνικών πειραμάτων στον Ειρηνικό. Στην εξωτερική πολιτική, ο Σιράκ ακολούθησε την προηγούμενη πολιτική γραμμή της Γαλλίας, διατηρώντας σταθερό τον προνομιούχο άξονα με τη Γερμανία. Επανεκλέχτηκε το 2001 με συντριπτική πλειοψηφία, έχοντας απέναντί του τον ακροδεξιό υποψήφιο, Ζαν-Μαρί Λεπέν. Το 2005 αντιμετώπισε τις ταραχές με τους νεαρούς μετανάστες, που πήραν χαρακτήρα εξέγερσης και ανάγκασαν την κυβέρνησή του να κηρύξει το νόμο που ίσχυε την περίοδο του Πολέμου στην Αλγερία. Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2007 αποσύρθηκε από την πολιτική.
ι. Νικολά Σαρκοζί (2007-2012)
Ο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarközy de Nagy-Bocsa, 1955- ), δευτερότοκος γιος Ούγγρου μετανάστη και της κόρης ενός Εβραίου γιατρού από την Θεσσαλονίκη, ήταν ο 23ος Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Γεννημένος στο Παρίσι σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο πανεπιστήμιο Paris X και μετά την στρατιωτική του θητεία, το 1978, άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος το 1981. Το 1982 νυμφεύτηκε την Marie-Dominique Culioli, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Μετά από ένα επίπονο διαζύγιο, νυμφεύτηκε, το 1996, την Cécilia Ciganer-Albeniz με την οποία απέκτησε ένα γιο. Και αυτός ο γάμος όμως είχε άδοξο τέλος καθώς το ζευγάρι χώρισε το 2007. Με την Ιταλίδα τραγουδίστρια και πρώην μοντέλο Κάρλα Μπρούνι έκαναν γάμο στο Παρίσι το 2008. Η καριέρα του στην πολιτική άρχισε το 1976 όταν προσχώρησε στο γκωλικό κόμμα RPR. Το 1983 εκλέχτηκε δήμαρχος του Νεϊγύ Συρ Σέν. Παρέμεινε δήμαρχος έως το 2002. Στο μεταξύ, το 1988 εκλέχτηκε βουλευτής του Γαλλικού Κοινοβουλίου και το 1993 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών της κυβέρνησης του Εντουάρ Μπαλαντύρ. Το 2002 ανέλαβε χρέη υπουργού εσωτερικών στην κυβέρνηση του Ζαν Πιερ Ραφαρέν. Με τον ανασχηματισμό του 2004 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών, εθνικής οικονομίας και βιομηχανίας και σαν πρώτο στόχο όρισε την μείωση του κρατικού ελλείμματος. Στην νέα κυβέρνηση, με νέο πρωθυπουργό τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν, επανήλθε στο υπουργείο εσωτερικών. Στις ταραχές των γαλλικών προαστίων του 2005, υιοθέτησε στάση μηδενικής ανοχής στους ταραξίες. Στις 6 Μαΐου 2007, εκλέχτηκε Πρόεδρος με 53% των ψήφων. Αντιμετώπισε την οικονομική ύφεση που ξέσπασε παγκοσμίως το 2008, και την απότοκη ευρωπαϊκή κρίση χρέους και ανέπτυξε στενή συνεργασία με την Καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ σε διάφορα θέματα. Στις 11 Μαρτίου του 2009 ανακοίνωσε επίσημα την επιστροφή - έπειτα από 43 χρόνια - της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Τον Φεβρουάριο του 2012, ο Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για μία δεύτερη προεδρική θητεία με αντίπαλο τον Φρανσουά Ολλάντ, από τον οποίο ηττήθηκε με 48,36% έναντι 51,64%.
ια. Φρανσουά Ολλάντ (2012- )
Ο Φρανσουά Ζεράρ Ζωρζ Νικολά Ολλάντ (François Gérard Georges Nicolas Hollande, 1954 - ) εκλέχτηκε πρόεδρος της Γαλλίας στις 6 Μαΐου 2012. Φοίτησε στην Νομική Σχολή του Παρισιού, όπου πήρε πτυχίο Νομικής και αναδείχτηκε 7ος στην Εθνική Σχολή Διοίκησης ENA. Το 1980 επέλεξε να γίνει ελεγκτής στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ταυτόχρονα λέκτορας στην IEP του Παρισιού, όπου παρέδιδε μαθήματα οικονομικών στους τριτοετείς φοιτητές μέχρι και το 1991. Το 1981, ως συνέχεια της εκλογής του Φρανσουά Μιτεράν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο Φρανσουά Ολλάντ ανέλαβε υπεύθυνος στον τομέα της οικονομίας στα Ηλύσια. Στις εκλογές του 1988, εκλέχτηκε βουλευτής της πρώτης εκλογικής περιφέρειας της Κορέζ. Το 1993 έχασε το βουλευτικό του αξίωμα έχοντας ηττηθεί από τον αντίπαλό του. Μετά την ήττα του απέναντι στον Ζακ Σιράκ, ο Λιονέλ Ζοσπέν τον ονόμασε εκπρόσωπο τύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το 1997, μετά τη νίκη της αριστερής πλειοψηφίας, ο Φρανσουά Ολλάντ ξαναπήρε την θέση του ως βουλευτής και ο Λιονέλ Ζοσπέν, που ανέλαβε πρωθυπουργός, τον επέλεξε για να τον διαδεχτεί στη θέση του ως γενικού γραμματέα του κόμματος. Ήταν ευρωβουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι και τις 17 Δεκεμβρίου 1999. Το 2004, πήρε θέση για το «ναι» στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και οι οπαδοί του κόμματος ψήφισαν «ναι» σε ποσοστό 59 %. Στις 26 Νοεμβρίου 2008, σε συνέχεια του Συνεδρίου της Ρενς, η Μαρτίν Ωμπρύ τον διαδέχτηκε στην θέση του γενικού γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στις 6 Μαΐου 2012, ο Φρανσουά Ολλάντ εκλέχτηκε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας με ποσοστό 51,7%. Στις 15 Μαΐου 2012, όρισε τον Ζαν-Μαρκ Αιρώ στην θέση του Πρωθυπουργού. Την επομένη αποφάσισαν την μείωση των μισθών τους κατά 30 %, ως απάντηση στις υποσχέσεις που είχαν κάνει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Με τα νέα του καθήκοντα, επισκέφτηκε το Βερολίνο, όπου συνάντησε την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, και την Ουάσινγκτον για διμερείς συνομιλίες με τον Μπαράκ Ομπάμα. Στις 25 Μαΐου 2012 πήγε στην Καμπούλ με στόχο να παρουσιάσει το σχέδιο αποχώρησης των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονταν εκεί. Με την σύντροφό του Σεγκολέν Ρουαγιάλ, υποψήφια για την προεδρία της Γαλλίας το 2007, ο Ολλάντ απέκτησε, χωρίς γάμο, τέσσερα παιδιά, αλλά χώρισαν μετά τις εκλογές του 2007. Επισημοποίησε τότε την σχέση του με την δημοσιογράφο Βαλερί Τριερβάιλερ, με την οποία χώρισε αργότερα.
Η Γαλλία κατοικείται από λαούς που έχουν προέλθει από επιμιξίες των εξής φυλετικών οικογενειών:
1. Ίβηρες: Είναι οι κάτοικοι που είχαν εγκατασταθεί στην Γαλλία από τα πρώτα χρόνια της Νεολιθικής Εποχής, πριν από το 2.500 π.Χ. Πέρασαν στην Γαλλία από την Ιβηρική Χερσόνησο και ανήκαν στην Χαμιτική διαίρεση της Καυκάσιας ομοφυλίας.
2. Ινδοευρωπαίοι της Γερμανικής υποδιαίρεσης: Άρχισαν να εγκαθίστανται στην Γαλλία από 2500 π.Χ. στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης Ινδοευρωπαϊκών λαών προς την Δύση.
3. Κέλτες: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Ινδοευρωπαϊκής διαίρεσης της Καυκάσιας ομοφυλίας. Αρχική κοιτίδα τους ήταν τα εδάφη της σημερινής κεντρικής Γερμανίας. Στην Γαλλία εγκαταστάθηκαν μέχρι το 600 π.Χ. και σε δεύτερη φάση μέχρι το 350 π.Χ. και ονομάστηκαν Γαλάτες. Οι Κέλτες που εγκαταστάθηκαν στην νότια Γαλλία αναμίχθηκαν με τους ντόπιους πληθυσμούς (Λίγυες) και ονομάστηκαν Κελτολίγυες. Κέλτες μετοίκησαν και σε άλλες περιοχές όπως στην Ισπανία, την μικρά Ασία και τα Καρπάθια. Στην σημερινή Γαλλία οι Κελτικοί πληθυσμοί είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στην επαρχία της Γασκώνης (Gascony) βόρεια των Πυρηναίων.
4. Φράγκοι: Αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο της Τευτονικής ή Γοτθικής Οικογένειας της Καυκάσιας Ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας. Αρχική κοιτίδα τους ήταν η περιοχή ανατολικά του Ρήνου, από την οποία εισχώρησαν στην Γαλλία από το 250 μ.Χ.
5. Κελτικοί πληθυσμοί από την Αγγλία: Αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αγγλία και να εγκατασταθούν στην Βρετάνη, στο βορειοδυτικό άκρο της Γαλλίας, περί το 600 μ.Χ., πιεζόμενοι από επιδρομές των Αγγλοσαξόνων που μετοίκησαν στην Βρετανία την εποχή εκείνη.
6. Βίκινγκς: Αποτελούν μια ιδιαίτερα σημαντική φυλετική ομάδα, που ανήκει επίσης στην Τευτονική ή Γοτθική Οικογένεια της Καυκάσιας Ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας. Με αφετηρία τα μέρη της σημερινής Δανίας και Νορβηγίας εγκαταστάθηκαν από το 850 π.Χ. στην Γαλλία και ονομάστηκαν Νορμανδοί. Από την Γαλλία εξαπλώθηκαν σε όλη την Βόρεια Ευρώπη μέχρι την Ουκρανία και στις Βρετανικές Νήσους.
Στον επισυναπτόμενο πίνακα παρέχεται μια μνημοτεχνική παρουσίαση της ιστορικής πορείας του Γαλλικού κράτους από την εποχή της δημιουργίας του μέχρι σήμερα.
Στα χρόνια μετά τον πόλεμο η Ιταλική Δημοκρατία με σταθερά βήματα ανάπτυξης του τουρισμού και της βιομηχανίας, ιδιαίτερα των αυτοκινήτων και των οικοδομικών και μηχανολογικών κατασκευών και με την παράλληλη άνθιση της τέχνης του κινηματογράφου, εξασφάλισε την οικονομική ανάκαμψη και ανύψωσε το κύρος της χώρας στο εξωτερικό σε βαθμό που επέτρεψε στην Ιταλία να θεωρεί τον εαυτό της ως μία από τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης με επίδραση και στον πολιτισμό στον διεθνή χώρο. Με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), το 1957, η Ιταλία ήταν ένα από τα ισχυρότερα ιδρυτικά μέλη της. Στις επόμενες δεκαετίες η Ιταλία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την θέση της ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, προωθώντας ταυτόχρονα το σχέδιο ενδυνάμωσης της ΕΟΚ, η οποία σταδιακά διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας, το 1973 εννέα μέλη, το 1981 δέκα μέλη, το 1986 δώδεκα μέλη και το 1995 δεκαπέντε χώρες - μέλη, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστρία. Παράλληλα το 1993 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την ενοποίηση της Ευρώπης και σε πολιτικό επίπεδο, προοπτική που υπηρετήθηκε με την επέκταση της Ένωσης σε 25 χώρες και την ενιαιοποίηση του νομίσματος με την καθιέρωση του ευρώ το 2002.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής της Ιταλίας στο διάστημα αυτό ήταν η, συγκριτικά με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, φαινομενικά μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια, τουλάχιστον από την άποψη της δυνατότητας συγκρότησης κυβερνήσεων μετά τις εκλογές, και η ενεργός παρουσία ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην πραγματικότητα όμως η χώρα, επί 35 χρόνια μέχρι το 1981, κυβερνήθηκε από κεντροδεξιούς συνασπισμούς κομμάτων, στους οποίους κυριαρχική θέση είχε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, που βασίστηκε σε μια σειρά πολιτικών με σταθερές αρχές, όπως οι Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (Alcide de Gasperi), Αμιντόρε Φανφάνι (Amintore Fanfani), Αντόνιο Σένι (Antonio Segni), Άλντο Μόρο (Aldo Moro), Μαριάνο Ρούμορ (Mariano Rumor) και Τζούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti), οι οποίοι εξασφάλισαν την απαιτούμενη σταθερότητα για την αποδοτική λειτουργία του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας στην χώρα. Μετά το 1981 την εξουσία ανέλαβαν κεντροαριστερές ή άλλες κεντροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, με κυρίαρχες προσωπικότητες τους Μπετίνο Κράξι (Bettino Craxi), Μάσιμο Ντ’ Αλέμα (Massimo D’ Alema) και Ρομάνο Πρόντι (Romano Prodi), από την μια και Σίλβιο Μπερλουσκόνι (SilvioBerlusconi) από την άλλη, και με κύρια απόχρωση την τάση για έναν ολοένα και πιο ήπιο και χαλαρό δημοκρατικό σοσιαλισμό, στην οποία ουσιαστικό λόγο είχε και το μετεξελιγμένο Κομμουνιστικό Κόμμα, με την, μετά το 1998, ονομασία του ως Κόμμα των Δημοκρατών της Αριστεράς. Η εναλλαγή όμως στην εξουσία δεν συνέβη στην Ιταλία με κάποιο ρυθμό κανονικότητας και επομένως δεν μπορεί να γίνει ακόμη παραλληλισμός με αντίστοιχες καταστάσεις διπολισμού σε άλλες Δυτικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία, στις οποίες δύο κόμματα με ουσιαστικά παραπλήσια πολιτική φιλοσοφία, που αποδέχεται ως βάση του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι την ελεύθερη οικονομία εφαρμοσμένη στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο, εναλλάσσονται περιοδικά στην εξουσία.
Ένα ακόμη στοιχείο ιδιαιτερότητας θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια σειρά από σοβαρά προβλήματα που έθεσαν σε δοκιμασία το δημοκρατικό υπόβαθρο και τις πολιτικές αντοχές της χώρας. Το σημαντικότερο από τα προβλήματα αυτά έχει σχέση με την τρομοκρατική δράση ακροδεξιών ή ακροαριστερών οργανώσεων, όπως η Νέα Τάξη και η Εθνική Πρωτοπορία ή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, οι οποίες κατά καιρούς, και ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, οργάνωσαν σειρές βομβαρδισμών με πολλά αθώα θύματα ή σειρές επιθέσεων κατά συγκεκριμένων πολιτικών στόχων, με κατάληξη την απαγωγή και δολοφονία του δεξιάς αντίληψης πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Από την άλλη μεριά μια μακριά σειρά οικονομικών σκανδάλων, που άρχισαν να αποκαλύπτονται από το 1987 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, ουσιαστικά είχαν ως αποτέλεσμα την εκ βάθρων αναδιοργάνωση του πολιτικού ορίζοντα της Ιταλίας, σε αυτό που ονομάστηκε Δεύτερη Δημοκρατία, αφού τα παλιά κόμματα, όπως το Σοσιαλιστικό και το Χριστιανοδημοκρατικό, και μαζί τους μια ολόκληρη γενιά πολιτικών, εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, ενώ και το Κομμουνιστικό Κόμμα αναγκάστηκε να μετονομασθεί για να καλύψει το κενό του διαλυμένου Σοσιαλιστικού.
Η Ιταλία (Italia, Italy, <Fίταλος = μόσχος, αιολικός τύπος > Λατινικό vitulus = μόσχος [ταύρος] = χώρα των ταύρων) είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που ορίζεται Βορειοδυτικά από την Γαλλία, προς Βορά από την Ελβετία και την Αυστρία και Βορειοανατολικά από την Σλοβενία, ενώ η χερσόνησος που αποτελεί το κύριο μέρος της εισχωρεί στην Μεσόγειο κατεβαίνοντας προς την Αφρική και σχηματίζοντας Ανατολικά την Αδριατική Θάλασσα, Βορειοδυτικά την Λιγυρική Θάλασσα και Νοτιοδυτικά την Τυρρηνική Θάλασσα. Στην Ιταλία ανήκουν επίσης τα δύο μεγάλα νησιά της Σικελίας και της Σαρδηνίας. (ολική έκταση της Ιταλίας 301.230 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι 131.940 της Ελλάδας).
Περίπου το ένα τρίτο της Ιταλίας είναι πεδινό, καθώς το βόρειο τμήμα της καταλαμβάνεται από τις Άλπεις, που συνεχίζονται ομαλότερα προς τον Νότο με την οροσειρά των Απεννίνων, που σχηματίζει την σπονδυλική στήλη της Ιταλικής χερσονήσου. Υψηλότερες κορυφές των Άλπεων είναι το Λευκό Όρος στα σύνορα με την Γαλλία (Monte Bianco 4.810 μέτρα) και το Μόντε Ρόζα (4.560 μέτρα), ενώ η υψηλότερη κορυφή Βελίνο των Απεννίνων, ανατολικά της Ρώμης, φτάνει τα 2.480 μέτρα. Πολύ γνωστά για την ηφαιστειακή δραστηριότητά τους είναι τα βουνά Βεζούβιος (1180 μέτρα), Αίτνα στην Σικελία (3.220 μέτρα) και Στρόμπολι στο ομώνυμο νησί βόρεια της Σικελίας.
Κυριότερος ποταμός που εκβάλλει στην Αδριατική είναι ο Πάδος, ο οποίος με τους πολλούς παραποτάμους του σχηματίζει μια μεγάλη πεδιάδα από το Μιλάνο μέχρι την Βενετία. Στην Αδριατική χύνονται επίσης οι ποταμοί Άντιτζε, Μπέντα, Πιάβε, Ταγκλιαμέντο και Ρένο, ενώ στην Τυρρηνική Θάλασσα εκβάλλει ο Άρνο, ο Τίβερης, ο Καριγκλιάνο και ο Βολτούρνο.
Το κλίμα της Ιταλίας παρουσιάζει σημαντική διακύμανση από Βορά προς Νότο και ανάλογα με το υψόμετρο κάθε περιοχής. Οι Άλπεις προσφέρουν προστασία από τους ψυχρούς Βόρειους ανέμους και τα Απέννινα δημιουργούν αντίθεση ανάμεσα στις υγρές Τυρρηνικές ακτές και τις ξηρότερες ακτές της Αδριατικής. Οι θερμοκρασιακές διαφορές δεν είναι μεγάλες από περιοχή σε περιοχή το καλοκαίρι, αλλά τον χειμώνα οι Βόρειες περιοχές είναι αρκετά πιο κρύες από τις Νότιες (μέση θερμοκρασία τον Ιανουάριο 1ο C στο Μιλάνο, έναντι 10ο C στο Παλέρμο της Σικελίας). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο ετήσιο ύψος των βροχοπτώσεων στην Ρώμη είναι 744 χιλιοστά (έναντι 593 του Λονδίνου και 402 της Αθήνας), και η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 16 βαθμοί Κελσίου (με διακύμανση από 8 μέχρι 25) έναντι 18 βαθμών Κελσίου της Αθήνας (με διακύμανση από 10 μέχρι 30).
Η Ιταλία είχε το 2005 πληθυσμό 58.462.375 κατοίκους και διαιρείται διοικητικά σε 20 Περιφέρειες (Regioni) που παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ρώμη (Roma 2.817.000 κάτοικοι), στην Περιφέρεια του Λατίου (Lazio) στην Κεντροδυτική Ιταλία και σπουδαιότερες πόλεις είναι:
- Στην Βορειοδυτική ζώνη: Η Αόστα (Aosta 34.270 κάτοικοι) στην ανεξάρτητη Περιφέρεια Κοιλάδα της Αόστας (Valle d’ Aosta), το Τορίνο (Torino 902,255 κάτοικοι), η Νοβάρα (Novarra 112.000 κάτοικοι) και η Αλεξάνδρεια (Alessandria 90.532 κάτοικοι) στην Περιφέρεια του Πεδεμοντίου (Piemonte), η Γένοβα (Genova 611,476 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Λιγυρίας (Liguria), και το Μιλάνο (Milano 1.308.311 κάτοικοι), η Μπρέσια (Brescia 200.000 κάτοικοι), το Μπέργκαμο (Bergamo 117.887 κάτοικοι) και το Βαρέζε (Varese 82.282 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας (Lombardia).
- Στην Βορειοανατολική ζώνη: To Τρέντο (Trento 110.142 κάτοικοι) και το Μπολτσάνο (Bolzano 99.007 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Τρεντίνο – Νότιο Τιρόλο (Trentino – Alto Adige), η Τεργέστη (Trieste 207.069 κάτοικοι) και το Ούντινε (Udine 96.588 κάτοικοι) στην αυτόνομη Περιφέρεια Φριούλι – Βενέτσια Τζούλια (Friuli – Venezia Giulia), η Βενετία (Venezia 271.251 κάτοικοι), η Βερόνα (Verona 259.968 κάτοικοι), η Πάντοβα (Padova 211.985 κάτοικοι) και η Βιτσέντζα (Vicenza 113.483 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Βένετο (Veneto) και η Μπολόνια (Bologna 374.425 κάτοικοι), η Πάρμα (Parma 175.789 κάτοικοι), η Μοντένα (Modena 180.325 κάτοικοι), η Φεράρα (Ferrara 132.536 κάτοικοι), η Ραβέννα (Ravenna 147.654 κάτοικοι) και το Ρίμινι (Rimini 134.880 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Αιμιλία Ρομάνια (Emilia – Romagna).
- Στην Κεντροδυτική ζώνη: Εκτός από την Ρώμη, το Άντζιο (Anzio 36.400 κάτοικοι στην Περιφέρεια του Λατίου, η Φλωρεντία (Firenze 356.000 κάτοικοι), το Λιβόρνο (Livorno 155.986 κάτοικοι) και η Πίζα (Pisa 90.482 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Τοσκάνης (Toscana) και η Περούτζια (Perugia 157.842 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Ούμπρια (Umbria).
- Στην Κεντροανατολική ζώνη: Η Λ’ Ακουίλα (L’ Aquila 69.368 κάτοικοι) και η Πεσκάρα (Pescara 122.577 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Αμπρούτσο (Abruzzo) και η Ανκόνα (Ancona 101.859 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Μάρκε (Marche).
- Στην Νοτιοδυτική ζώνη: Η Νάπολη (Napoli 1.000.470 κάτοικοι), το Αβελίνο (Avellino 56.993 κάτοικοι) και το Μπενεβέντο (Benevento 63.086 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Καμπανίας (Campania), η Ποτέντσα (Potenza 69.295 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Βασιλικάτας (Basilicata), και το Καταντσάρο (Catanzaro 94.969 κάτοικοι) και ο Κρότωνας (Crotone 60.157 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Καλαβρίας (Calabria).
- Στην Νοτιοανατολική ζώνη: Το Καμπομπάσο (Campobasso 51.633 κάτοικοι) στην Περιφέρεια Μολίζε (Molise) και το Μπάρι (Bari 328.458 κάτοικοι), η Φότζια (Foggia 146.072 κάτοικοι) και ο Τάραντας (Taranto 201.349 κάτοικοι) στην Περιφέρεια της Απουλίας (Puglia).
- Στην Σαρδηνία (Sardegna): Το Κάλιαρι (Cagliari 170.000 κάτοικοι) και το Σάσαρι (Sassari 120.000 κάτοικοι).
- Και τέλος στην Σικελία (Sicilia): Το Παλέρμο (Palermo 625.501 κάτοικοι), η Κατάνη (Catania 306.464 κάτοικοι) και η Μεσσήνη (Messina 247.592 κάτοικοι).
Η Ιταλία είναι χώρα βιομηχανική, με ισχυρή οικονομία αλλά και με αισθητή διαφορά ανάπτυξης ανάμεσα στις Βόρειες και τις Νότιες περιοχές. Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 193 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (έναντι 246 Αγγλίας, 91 της Αυστρίας και 80 της Ελλάδας). Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος σε πόλεις σε ποσοστό 68 % (έναντι 92 % της Αγγλίας, 57% της Αυστρίας και 61 % της Ελλάδας). Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρουσίαζε το 1990 ενεργητικό 98 δολαρίων κατά κεφαλήν (εισαγωγές 2127 και εξαγωγές 2029 δολάρια κατά κεφαλήν) έναντι παθητικού 747 δολαρίων της Ελλάδας και 723 της Αυστρίας. Το μέγιστο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της Ιταλίας είχε σχέση με τις χώρες Γαλλία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Αγγλία, Νορβηγία, Γερμανία, Ιαπωνία, Βέλγιο, Σουηδία και Σαουδική Αραβία και αφορούσε διακίνηση έτοιμων προϊόντων ή πρώτων υλών που είχαν σχέση με μηχανήματα, αυτοκίνητα, πλοία, χημικά, ηλεκτρολογικά και ηλεκτρονικά είδη και υφάσματα, ενώ το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2005 ήταν 28.300 δολάρια (έναντι 30.900 της Βρετανίας, 32.962 της Αυστρίας και 22.800 της Ελλάδας).
Οι γεωργικές καλλιέργειες στην Ιταλία παράγουν κυρίως σιτάρι, ζωοτροφές, ρύζι, ντομάτες, αμπέλια, ελιές, εσπεριδοειδή και σακχαρότευτλα, ενώ η παραγωγή κρασιού είναι από τις πρώτες της Ευρώπης. Κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα είναι το μοσχαρίσιο και πρόβειο κρέας και τα πουλερικά, ενώ αξιόλογη είναι και η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων (γάλα, τυρί και βούτυρο). Μόνο 8 % του πληθυσμού ασχολείται με αγροτικές εργασίες (έναντι 2 % της Αγγλίας, 4% της Αυστρίας και 26 % της Ελλάδας). Τα ορυκτά προϊόντα είναι φτωχά σε γαιάνθρακες και περιλαμβάνουν κυρίως μεταλλεύματα σιδήρου, αλουμινίου, ψευδάργυρου, μολύβδου, θείου και μάρμαρα, ενώ το πετρέλαιο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, κατά μεγάλο μέρος εισάγεται από άλλες χώρες.
- Ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (Alcide De Gasperi 1881- 1954) διετέλεσε πρωθυπουργός οκτώ διαδοχικών κυβερνήσεων από το 1945 έως το 1953. Γεννήθηκε στο Πιέβε Τεζίνο, κοντά στο Τρέντο, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν τμήμα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και ήταν μέλος φτωχής οικογένειας. Την περίοδο 1896/1897 σπούδασε λατινικά, ελληνικά, ιταλικά, γερμανικά και φιλοσοφία. Το 1900 πήγε στη Βιέννη για σπουδές φιλολογίας. Μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών του σπουδών, το 1905, επέστρεψε στο Τρεντίνο και έγινε συντάκτης και διευθυντής τοπικής εφημερίδας με την οποία υπερασπιζόταν τον Ιταλικό χαρακτήρα και την πολιτιστική αυτονομία του Τρεντίνο απέναντι σε κάθε απόπειρα γερμανοποίησης από την πλευρά των εθνικιστικών δυνάμεων του γερμανικού Τιρόλου, όμως ποτέ δεν έθεσε σε αμφισβήτηση την κυριαρχία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, στην περιοχή του Τρεντίνο. Το 1911 εκλέχτηκε με 3116 ψήφους, αντιπρόσωπος του Τρεντίνο στην αυστριακή Βουλή των Αντιπροσώπων. Κράτησε πολιτικά ουδέτερη στάση στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1919 ίδρυσε μαζί με άλλους το Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα (Partito Popolare Italiano – PPI), με το οποίο εκλέχτηκε βουλευτής το 1921. Το 1922 νυμφεύτηκε τη Φραντσέσκα Ρομάνι και απέκτησε μαζί της τέσσερις κόρες. Η ενίσχυση των φασιστικών δυνάμεων στην Ιταλία είχε ως αποτέλεσμα, το 1926, το Λαϊκό Κόμμα να κηρυχθεί παράνομο. Ο Ντε Γκάσπερι συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή, αλλά με επέμβαση του Βατικανού αφέθηκε ελεύθερος μετά από κράτηση 18 μηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκονόμος στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έγραψε το Idee ricostruttive (Ιδέες για την ανασυγκρότηση), μελλοντικό μανιφέστο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Το 1945 διορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών του Βασιλείου της Ιταλίας. Όταν εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία στην Ιταλία, ηγήθηκε μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία διήρκεσε μέχρι τις εκλογές του 1948. Συνεργάστηκε στενά με τις ΗΠΑ και κατάφερε να εξασφαλίσει δάνειο ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Στις εκλογές του 1948 η σύγκρουση ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο αποτελούσαν σοσιαλιστές και κομμουνιστές, έβγαλε νικητή τον Ντε Γκάσπερι, που ορίστηκε πρώτος Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών της Ιταλικής Δημοκρατίας. Κατάφερε να αντιμετωπίσει με πολιτική αξιοπρέπεια τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τις νικήτριες δυνάμεις και να περιορίσει τις κυρώσεις εναντίον της Ιταλίας. Το 1952, με το φόβο της επικράτησης στην Ιταλία, των μαρξιστικών θέσεων, το Βατικανό πίεσε για τη δημιουργία, στις δημοτικές εκλογές για τον δήμο της Ρώμης, μιας δεξιάς εκλογικής συμμαχίας. Υποστήριξε θερμά την Ευρωπαϊκή ιδέα και γι' αυτή του την προσήλωση τιμήθηκε με το βραβείο «Καρλομάγνος», το 1952. Το όραμά του για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1952. Μαζί με τους Κόνραντ Αντενάουερ, Γιόζεφ Μπεχ, Γιόχαν Βίλεμ Μπέγιεν, Ουίνστον Τσόρτσιλ, Βάλτερ Χάλσταϊν, Σίκο Μάνσχολτ, Ζαν Μονέ, Ρομπέρ Σουμάν, Πωλ-Ανρί Σπάακ, Αλτιέρο Σπινέλι, θεωρείται ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν αντίθετος στην ένταξη της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ, διότι προτιμούσε τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας. Διατήρησε τη θέση του πρωθυπουργού μέχρι τον Αύγουστο του 1953, όταν παραιτήθηκε λόγω της αποτυχίας του εκλογικού νόμου. Πέθανε το 1954 στο σπίτι του σε ηλικία 73 ετών.
- O Αμιντόρε Φανφάνι (Amintore Fanfani, 1908 – 1999), από τους πλέον διάσημους πολιτικούς κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κορυφαία μορφή του ιταλικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας στα χρόνια 1954, 1958-59, 1960-63, 1982-83 και 1987. Γεννήθηκε στο Πιέβε Σάντο Στέφανο της Τοσκάνης και δίδαξε Οικονομική Ιστορία στα πανεπιστήμια του Μιλάνου και της Βενετίας την περίοδο 1938-1943. Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου πολέμου κατέφυγε στην Ελβετία. Το 1946 εντάχθηκε στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, εκλέχτηκε βουλευτής και ανέλαβε Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας. Το 1951 έγινε Υπουργός Γεωργίας και το 1953 ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών. Για πρώτη φορά έγινε Πρωθυπουργός στις 18 Ιανουαρίου του 1954, αλλά η θητεία του υπήρξε βραχύβια, καθώς τερματίστηκε στις 8 Φεβρουαρίου του ιδίου έτους. Έπειτα από τις εκλογές του 1958 σχημάτισε κυβέρνηση και ορκίστηκε ξανά Πρωθυπουργός την 1 Ιουλίου 1958. Παρέμεινε στην εξουσία ως τις 15 Φεβρουαρίου 1959. Στις 26 Ιουλίου 1960 ανέλαβε ξανά την πρωθυπουργία (μέχρι τις 21 Ιουνίου 1963) και προχώρησε σε κρατικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας. Αντικαταστάθηκε το 1964 στην πρωθυπουργία από τον Άλντο Μόρο, οπότε ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών. Την 1 Δεκεμβρίου 1982 ανέλαβε ξανά πρωθυπουργός, αξίωμα που διατήρησε ως τις 4 Αυγούστου του 1983. Η έκτη και τελευταία πρωθυπουργική θητεία του ήταν από τις 17 Απριλίου μέχρι και τις 28 Ιουλίου του 1987. Πέθανε στη Ρώμη στις 20 Νοεμβρίου του 1999.
- Ο Φερνάντο Ταμπρόνι (Fernando Tambroni Armaroli 1901 –1963) γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου του 1901 στο Άσκολι Πίτσενο και σπούδασε νομικά. Από πολύ νέος έγινε μέλος του Ιταλικού Λαϊκού Κόμματος (Partito Popolare Italiano). Σε ηλικία 24 ετών εκλέχτηκε περιφερειακός γραμματέας του Ιταλικού Λαϊκού Κόμματος στην Αγκόνα. Μετά την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος συνελήφθη από την αστυνομία, αλλά στη συνέχεια έγινε μέλος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος (Partito Nazionale Fascista) και έλαβε το αξίωμα του εκατόνταρχου (centurione) στην αντιαεροπορική πολιτοφυλακή (Milizia contraerea) στην Αγκόνα. Τελικά, μετά το 1943, εγκατέλειψε το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα και έγινε μέλος της Χριστιανικής Δημοκρατίας (Democrazia Cristiana), με την οποία εκλέχτηκε, μετά την απελευθέρωση, στη Συντακτική Συνέλευση καθώς και βουλευτής στις εκλογές του 1948, του 1953 και του 1958. Από το 1950 μέχρι το 1955 διετέλεσε αρχικά υφυπουργός και στη συνέχεια υπουργός ναυτιλίας, από το 1953 μέχρι το 1955 υπουργός δικαιοσύνης και από το 1955 μέχρι το 1959 Υπουργός Εσωτερικών (στην πρώτη κυβέρνηση του Αντόνιο Σένι, στην κυβέρνηση του Αντόνε Τσόλι και στην πρώτη κυβέρνηση του Αμιντόρε Φανφάνι). Τον Μάρτιο του 1960 πήρε εντολή από τον τότε Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζιοβάνι Γκρόνκι, να σχηματίσει κυβέρνηση και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με ισχνή πλειοψηφία (300 ψήφοι υπέρ έναντι 297 κατά) χάρη στην στήριξη των βουλευτών του νεοφασιστικού Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κινήματος-Εθνική Δεξιά (Movimento Sociale Italiano-Destra Nazionale). Παρέμεινε πρωθυπουργός για 4 μήνες μέχρι τον Ιούλιο του 1960.
- Ο Τζοβάνι Λεόνε (Giovanni Leone, 1908-2001) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1963 και από 24 Ιουνίου μέχρι 19 Νοεμβρίου 1968, καθώς και Πρόεδρος της χώρας από το 1971 μέχρι το 1978. Σπούδασε νομικά, ήταν εκ των ιδρυτών της Χριστιανοδημοκρατίας και εκλέχτηκε μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης του 1946. Ανήκε στη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του, με το οποίο εκλεγόταν βουλευτής από το 1948 ως το 1963. Την περίοδο 1955-1963 διετέλεσε Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, θέση από την οποία παραιτήθηκε για να υπηρετήσει ως πρωθυπουργός για μικρό διάστημα (21 Ιουνίου 1963 ως 5 Νοεμβρίου 1963). Επιχείρησε πολλές φορές να θέσει υποψηφιότητα για την Προεδρία της χώρας. Το 1968 ορίστηκε ισόβιος γερουσιαστής, ενώ την ίδια χρονιά υπηρέτησε εκ νέου ως πρωθυπουργός για μικρό διάστημα (24 Ιουνίου-19 Νοεμβρίου 1968). Το 1971, με 518 ψήφους από 996, εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Υποχρεώθηκε σε παραίτηση από τη θέση του στις 15 Ιουνίου 1978, καθώς αναμείχθηκε σε σκάνδαλο. Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 2001.
- Ο Τζούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti, 1919 – 2013) διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας τρεις φορές (1972-73, 1976-79, 1989-92). Γεννήθηκε στη Ρώμη όπου σπούδασε νομικά και εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής στην Συντακτική Συνέλευση του 1946. Έκτοτε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής, μέχρι το 1991, οπότε ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Φραντσέσκο Κοσίγκα τον διόρισε ισόβιο γερουσιαστή. Στις 14 Απριλίου 1986, ο Τζούλιο Αντρεότι, ως Υπουργός Εξωτερικών, ειδοποίησε τη Λιβύη για την επίθεση που θα δεχόταν την επόμενη μέρα από τις ΗΠΑ, λόγω τρομοκρατικού χτυπήματος σε ντίσκο του Βερολίνου, βοηθώντας την να μη δεχθεί την επίθεση απροετοίμαστη. Στην τρίτη θητεία του (1989-92) υπήρξε ο τελευταίος Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός της χώρας. Κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής αποκαλύφθηκε το μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς της ιταλικής πολιτικής σκηνής, το οποίο οδήγησε στη διάλυση του κόμματός του. Στο πρώτο στάδιο της επιχείρησης «καθαρά χέρια» δεν αναμείχθηκε το όνομά του, τον Απρίλιο του 1993 όμως ανακρίθηκε με την κατηγορία σχέσεων με τη Μαφία. Το 1994, το παραδοσιακό κόμμα της Χριστιανοδημοκρατίας, του οποίου ήταν μέλος, εξαφανίστηκε από τον πολιτικό χάρτη της Ιταλίας. Το 1979 ερευνήθηκε ο ρόλος του Αντρεότι στη δολοφονία του Μίνο Πεκορέλλι (Mino Pecorelli), ενός δημοσιογράφου ο οποίος τον κατηγορούσε ότι διατηρούσε σχέσεις με τη Μαφία και ενεχόταν στην απαγωγή του πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Μετά από δίκη που διήρκεσε τρία χρόνια, το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες το 1999. Ακολούθησε έφεση και το Νοέμβριο του 2002 καταδικάστηκε σε κάθειρξη εικοσιτεσσάρων ετών. Ήδη ογδόντα τριών ετών τότε, ο Αντρεότι άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος. Στις 30 Οκτωβρίου 2003 η απόφαση ανατράπηκε εκ νέου και ο Αντρεότι αθωώθηκε από την κατηγορία του φόνου. Το ίδιο έτος, δικαστήριο του Παλέρμο τον αθώωσε από τις κατηγορίες των σχέσεων με τη Μαφία λόγω παραγραφής, μολονότι επιβεβαίωσε ότι ο Αντρεότι είχε πράγματι ισχυρούς δεσμούς με τη Μαφία μέχρι το 1980, τους οποίους χρησιμοποίησε για την προώθηση της πολιτικής του καριέρας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται και ο ίδιος όργανο της Μαφίας. Για πολλά χρόνια, ο Αντρεότι αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα Corriere della Sera, ενώ γύρισε και τηλεοπτικό διαφημιστικό σποτ για εταιρία κινητής τηλεφωνίας το 2005. Απεβίωσε το 2013, σε ηλικία 94 ετών, στο σπίτι του στη Ρώμη.
- Ο Φραντσέσκο Κοσίγκα (Francesco Cossiga, 1928-2010) ήταν πρωθυπουργός από τις 4 Αυγούστου 1979 ως τις 18 Οκτωβρίου 1980 και πρόεδρος της Ιταλίας από το 1985 ως το 1992. Γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1928 στο Σάσαρι (Sassari), στα βόρεια της Σαρδηνίας, στου οποίου το Πανεπιστήμιο διετέλεσε καθηγητής Νομικής. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα συνεργαζόμενος με ομάδες ρωμαιοκαθολικής τάσης. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διετέλεσε πολλές φορές υπουργός της Χριστιανοδημοκρατίας. Ως υπουργός Εσωτερικών προέβη σε αναδιάρθρωση της ιταλικής αστυνομίας, της πολιτικής προστασίας και των μυστικών υπηρεσιών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Άλντο Μόρο απάχθηκε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και δολοφονήθηκε, πράγμα που οδήγησε στην παραίτησή του από τη θέση του υπουργού. Διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας από τις 4 Αυγούστου 1979 ως τις 18 Οκτωβρίου 1980. Στις 12 Ιουλίου 1983 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Γερουσίας. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 24 Ιουνίου 1985, οπότε εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Στα πέντε πρώτα χρόνια της Προεδρίας του ακολούθησε την πολιτική των προκατόχων του, αποφεύγοντας να αναμειχθεί, άμεσα ή έμμεσα, στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Στα δύο τελευταία χρόνια όμως, άρχισε να εκφράζει απόψεις εναντίον του ιταλικού πολιτικού κατεστημένου, το οποίο, κατά τη γνώμη του, θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τις αλλαγές που είχαν επέλθει παγκοσμίως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Παραιτήθηκε δύο μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, στις 28 Απριλίου 1992. Έκτοτε παρέμεινε ισόβιος Γερουσιαστής, όπως όλοι οι διατελέσαντες Πρόεδροι, φέροντας τον τίτλο του επίτιμου Προέδρου της Δημοκρατίας. Το Φεβρουάριο του 1998 σχημάτισε το κόμμα UDR (Unione Democratica per la Repubblica), με το οποίο στήριξε την Κυβέρνηση ντ' Αλέμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Δήλωσε μάλιστα ότι η στήριξή του αυτή είχε σκοπό να λήξει ο άτυπος αποκλεισμός των αρχηγών του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από την Πρωθυπουργία. Το 1999 το κόμμα του διαλύθηκε και ο ίδιος επέστρεψε στη θητεία του ως ισόβιος Γερουσιαστής. Απεβίωσε στη Ρώμη στις 17 Αυγούστου 2010 σε ηλικία 82 ετών.
- Ο Μπενεντέτο “Μπετίνο” Κράξι (Benedetto "Bettino" Craxi (1934 – 2000) ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας από το 1983 μέχρι το 1987. Γεννήθηκε στο Μιλάνο και αναδείχτηκε στη δημόσια ζωή από νεαρή ηλικία. Το 1976 εκλέχτηκε πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθεί από τους κομμουνιστές και να προσεγγίσει τους χριστιανοδημοκράτες. Στα χρόνια της πρωθυπουργίας του η Ιταλία βρέθηκε στη 5η θέση των οικονομικά αναπτυγμένων χωρών, παρά τον διψήφιο πληθωρισμό και μολονότι το δημόσιο χρέος της χώρας ξεπέρασε το 100% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Στον διεθνή χώρο υποστήριξε την ανεξαρτητοποίηση των σοσιαλιστικών κομμάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε παράνομη χρηματοδότηση κομμάτων, αλλά και σε μια σειρά άλλων οικονομικών σκανδάλων. Το επιχείρημα του Κράξι ότι «το μαύρο χρήμα ήταν αναγκαίο κακό για την εξασφάλιση της λειτουργίας των κομμάτων» κατέρρευσε, όταν έγιναν γνωστά τα προσωπικά παράπλευρα οφέλη (οικειοποίηση 50 δις λιρετών, σπίτι στην Κυανή Ακτή για τον γιο του, χρηματοδότηση του καναλιού της ερωμένης του Άνια Πιερόνι). Τα ιταλικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε φυλάκιση 5,5 ετών. Κατέφυγε στην Τυνησία, για να μην αντιμετωπίσει την ιταλική Δικαιοσύνη. Τους τελευταίους μήνες του 1999, και ενώ η υγεία του χειροτέρευε, στην Ιταλία άρχισε να συζητείται το ενδεχόμενο επιστροφής του για νοσηλεία. Ωστόσο, αντιδράσεις, τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, δεν επέτρεψαν τη λήξη της αυτοεξορίας του. Σε ηλικία 65 ετών άφησε την τελευταία του πνοή στην Τυνησία.
- Ο Κιρίακο ντε Μίτα (Ciriaco Luigi de Mita, 1928- ) γεννήθηκε στο Nusco της επαρχίας Avellino και νέος προσχώρησε στη Χριστιανοδημοκρατία. Έγινε μέλος του Κοινοβουλίου το 1963 και μέλος της Κυβέρνησης το 1973. Για μια δεκαετία υπηρέτησε ως Υπουργός Βιομηχανίας και Εξωτερικού Εμπορίου. Έγινε Πρόεδρος του κόμματός του το 1982, όταν η δύναμή του μειωνόταν. Το 1986 επανεκλέχτηκε Πρόεδρος του κόμματος με 60% και το οδήγησε σε επιτυχία στις εκλογές του 1987. Το 1988 έγινε Πρωθυπουργός, θέση στην οποία παρέμεινε ένα χρόνο. Στην αρχή της θητείας του, στις 16 Απριλίου 1988, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφόνησαν το γερουσιαστή Roberto Ruffilli, σύμβουλο του Ντε Μίτα. Μετά από απουσία δύο ετών, επέστρεψε στο Κοινοβούλιο το 1996 και επανεκλέχτηκε το 2001 και το 2006. Προσχώρησε στο Λαϊκό Κόμμα (1994-2002) και κατόπιν στο συνασπισμό Democrazia è Libertà – La Margherita (Μαργαρίτα). Ήταν επικεφαλής των συνδυασμών του συνασπισμού της Ελιάς (L'Ulivo) το 2006, αλλά ήταν αντίθετος στην ένωση του κόμματός του με τη Δημοκρατική Αριστερά για τη δημιουργία του «Δημοκρατικού Κόμματος».
- Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi, 1936- ) διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ιταλίας, τις περιόδους 1994-1995, 2001-2006 και 2008-2011. Γιος διευθυντή τράπεζας, γεννήθηκε στο Μιλάνο, σπούδασε νομικά και το 1962 ίδρυσε την πρώτη του κατασκευαστική εταιρεία «Εντιλνόρντ» επωφελούμενος από την ραγδαία οικοδομική έξαρση του Μιλάνου. Στη 10ετία του '70 επιχείρησε τις πρώτες του επενδύσεις στα ΜΜΕ εκμεταλλευόμενος την απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς. Μέσα σε 15 χρόνια (1986) έφθασε να του ανήκει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ το ίδιο έτος έγινε ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν. Στη συνέχεια απέκτησε τον μεγαλύτερο εκδοτικό ιταλικό οίκο «Μονταντόρι» και μια από τις κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες την «Ιλ Τζιορνάλε», ενώ ακόμη άλλες 150 περίπου εταιρείες περιήλθαν στον έλεγχο της «Φινινβέστ», της μητρικής εταιρείας του οικονομικού κολοσσού του. Παρά ταύτα, μια ακολουθία από χρέη και δικαστικές έρευνες για φοροδιαφυγή, δωροδοκίες, λογιστικές απάτες, μέχρι και διασυνδέσεις με την ιταλική μαφία, δημιούργησαν ένα κλοιό γύρω του. Αντίθετα όμως από κάθε πρόβλεψη προχώρησε στην ίδρυση του πολιτικού κόμματος «Φόρτσα Ιτάλια» και κατέβηκε στην πολιτική αρένα σε συνεργασία με την «Εθνική Συμμαχία» και την, γνωστή από τις αποσχιστικές τάσεις της, «Λέγκα του Βορρά». Στις εκλογές του 1994 χρίστηκε Πρωθυπουργός της Ιταλίας. Η πρώτη του θητεία διάρκεσε μερικούς μήνες λόγω των εσωτερικών κλυδωνισμών της κυβερνώσας συμμαχίας που τον ανάγκασαν σε παραίτηση. Ακολούθησαν πρωτόδικες καταδίκες περί οικονομικών σκανδάλων (1997 και 1998), που αργότερα ακυρώθηκαν και παρέμεινε πολιτικά ενεργός ως ηγέτης της αντιπολίτευσης. Το 2001, εξαγγέλλοντας πλήθος φοροαπαλλαγών, μέτρων κατά του εγκλήματος, αύξησης συντάξεων και μείωσης της ανεργίας, κέρδισε και πάλι τις εκλογές εφαρμόζοντας μια σειρά μέτρα, όπως ο νόμος 2003 που παραχωρούσε άσυλο σε δημόσιους αξιωματούχους, η άρνησή του να εγκαταλείψει τον έλεγχο της αυτοκρατορίας του, η υποστήριξή του (2ος στη σειρά) στην εισβολή στο Ιράκ. Στις εκλογές του 2006 έχασε από τον αντίπαλό του Ρομάνο Πρόντι και επανήλθε στην ηγεσία της αντιπολίτευσης. Επανεκλέχτηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2008. Οι κύριες προτεραιότητές του ήταν ο καθαρισμός των δρόμων της Νάπολης από τα σκουπίδια και η βελτίωση της ιταλικής οικονομίας. Το 2009, έπειτα από πολιτική συγκέντρωση στο Μιλάνο, τραυματίστηκε στο πρόσωπο από επίθεση που υπέστη από άτομο, που τον γρονθοκόπησε. Το 2010 δέχθηκε πιέσεις να παραιτηθεί μετά την επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας και την αύξηση του επιτοκίου κρατικού δανεισμού πάνω από 6%. Τελικά, υποσχέθηκε ότι θα παραιτηθεί μετά την ψήφιση του πακέτου σταθεροποίησης της ιταλικής οικονομίας από το Ιταλικό Κοινοβούλιο, όπως και έπραξε στις 12 Νοεμβρίου 2011.
- Ο Λαμπέρτο Ντίνι (Lamberto Dini, 1931- ) γεννήθηκε στη Φλωρεντία, όπου σπούδασε οικονομικά και το 1959 προσελήφθη στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκεί σταδιακά ανέβηκε στην ιεραρχία ως το βαθμό του Διευθυντή για την Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία και Μάλτα την περίοδο 1976-1979. Κατόπιν εργάστηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας μέχρι το 1994. Τον Μάιο του 1994 έγινε Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού, επτά μήνες αργότερα, ο Ντίνι έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο. Παρότι δεν θεωρούνταν αριστερός, εντούτοις έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από κεντρο-αριστερά και αριστερά κόμματα, ενώ το δεξιό κόμμα του Μπερλουσκόνι απείχε. Η Κυβέρνηση που σχημάτισε μπορεί να χαρακτηριστεί τεχνοκρατική. Ο Ντίνι ίδρυσε κεντρώο κόμμα, την «ιταλική ανανέωση» (Rinnovamento Italiano), με την οποία συμμετείχε στον εκλογικό συνασπισμό «Ελιά» (Ulivo) του Ρομάνο Πρόντι. Οι σχέσεις του με τον Μπερλουσκόνι έκτοτε ψυχράνθηκαν, αλλά ο Ντίνι εκλέχτηκε βουλευτής και υπηρέτησε ως Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας σε τέσσερις διαδοχικές Κυβερνήσεις: του Πρόντι αρχικά, κατόπιν δύο Κυβερνήσεις του Μάσιμο ντ' Αλέμα και τέλος στην Κυβέρνηση του Τζουλιάνο Αμάτο. Το κόμμα του Ντίνι απορροφήθηκε από το μεγαλύτερο κεντρώο κόμμα «Μαργαρίτα» (Democrazia è Libertà – La Margherita), ενώ ο ίδιος εκλέχτηκε γερουσιαστής. Συμμετείχε στις εργασίες για τη συγγραφή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος την περίοδο από το Φεβρουάριο του 2002 ως τον Ιούλιο του 2003.
- Ο Μάσιμο ντ' Αλέμα (Massimo D'Alema, 1949- ) ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας που προερχόταν από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Γεννήθηκε στη Ρώμη και ξεκίνησε σπουδές φιλοσοφίας στην Scuola Normale Superiore di Pisa, τις οποίες όμως ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Παντρεύτηκε την Linda Giuva, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Σιένας, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Η πρώτη πολιτική κίνηση του Μάσιμο ντ' Αλέμα έγινε στη δεκαετία του 1970, όταν εκλέχτηκε γραμματέας της Ιταλικής Ομοσπονδίας Νέων Κομμουνιστών. Αργότερα εξελίχθηκε σε σημαίνον στέλεχος του Ιταλικού Κ.Κ., μέρος του οποίου σχημάτισε το 1991 το Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS) και το 1998 τη «Δημοκρατική Αριστερά» (DS), το σημερινό του κόμμα. Το 1998 έγινε πρωθυπουργός, ως αρχηγός του αριστερού «Συνασπισμού της Ελιάς», διαδεχόμενος τον Ρομάνο Πρόντι. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, η Ιταλία συμμετείχε στη Νατοϊκή επιχείρηση βομβαρδισμού της Σερβίας. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και η δεξιά αντιπολίτευση υποστήριξε την απόφαση αυτή, ενώ η αριστερά την καταδίκασε έντονα. Σε όλη την περίοδο της κομματικής του καριέρας, ιδίως κατά τη μετάβαση από «Κομμουνιστικό Κόμμα» (PCI) σε «Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς» (PDS), ο ντ'Αλέμα υποστήριξε την αποκοπή από τις κομμουνιστικές ρίζες και τη μετεξέλιξη του κόμματος σε σύγχρονο, ευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας «L'Unità», οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος και σήμερα της «Δημοκρατικής Αριστεράς». Διετέλεσε Ευρωβουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς από το 2004 μέχρι την παραίτησή του, λόγω της εκλογής του στο Ιταλικό Κοινοβούλιο. Προτάθηκε για Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας μετά την εκλογική νίκη του Ρομάνο Πρόντι στις εκλογές του 2006, αλλά ο ίδιος αποσύρθηκε και υποστήριξε τον Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, ο οποίος και εκλέχτηκε. Έτσι, ορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών της χώρας. Εξέδωσε οκτώ βιβλία, τα μισά εκ των οποίων από τον εκδοτικό οίκο «Mondadori», ιδιοκτησίας του πολιτικού του αντιπάλου Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
- Ο Ρομάνο Πρόντι (Romano Prodi, 1939- ) γεννήθηκε στο Ρέτζιο Εμίλια (ο 8ος από τα 9 παιδιά της οικογενείας του, τα 7 εκ των οποίων έγιναν αργότερα πανεπιστημιακοί λέκτορες). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου συνέχισε στο London School of Economics και στο Στάνφορντ. Το 1971 εκλέχθηκε καθηγητής βιομηχανικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, το εγγύτερο αστικό κέντρο της γενέτειράς του, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1999. Στα μέσα της δεκαετίας του '70 εισήλθε στη πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Ως ευλαβής καθολικός ένωσε τις δυνάμεις του με τους Χριστιανοδημοκράτες του Τζούλιο Αντρεότι και το 1978 διετέλεσε για 6 μήνες Υπουργός Βιομηχανίας. Στη συνέχεια παρέμεινε ενεργός πολιτικός στον κρατικό μηχανισμό, ως διοικητής της κρατικής εταιρείας χαρτοφυλακίου IRI (στα διαστήματα 1982–1989 και 1993-1994), η οποία έχει υπό τον έλεγχό της τις περισσότερες ιταλικές ΔΕΚΟ. Η ανάδειξή του στη κορυφή ήλθε όταν «μεταπήδησε» από τους πλήρεις σκανδάλων Χριστιανοδημοκράτες στους αναμορφωμένους Κομμουνιστές στο Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς. Έτσι το 1995 έγινε αρχηγός της Κεντροαριστερής Συμμαχίας της «Ελιάς» και κέρδισε τις εκλογές αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός στην πρώτη αυθεντικά αριστερή μεταπολεμική κυβέρνηση της Ιταλίας. Η πρωθυπουργική του θητεία συνοδεύτηκε από την είσοδο της Ιταλίας στο «Ευρώ». Μετά όμως από κομματικές διαμάχες που έπληξαν την ενότητα του συνασπισμού της Ελιάς, το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, (το δεύτερο τμήμα που προήλθε από το ενιαίο Κομμουνιστικό Κόμμα), απέσυρε την υποστήριξή του στον Πρόντι, τον ανάγκασε σε παραίτηση και προκάλεσε το σχηματισμό νέας Κυβέρνησης υπό τον Μάσσιμο Ντ' Αλέμα. Όμως η ανατροπή αυτή έφερε τον Πρόντι στις Βρυξέλλες, όπου διαδέχθηκε τον Ζακ Σαντέρ στη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1999. Στα πέντε χρόνια της θητείας του στην Κομισιόν είχε την εποπτεία της ομαλής εισαγωγής του ευρώ και τη συμφωνία για την διεύρυνση από 15 σε 25 χώρες. Η εμπάθεια που είχε προκαλέσει ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν αρκετή για να φέρει στις τελευταίες εκλογές τη συμμαχία του Ρομάνο Πρόντι στην εξουσία το 2006. Στις αρχές Ιανουαρίου του 2008 παραιτήθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κλεμέντε Μαστέλα, μετά από κατηγορίες εναντίον της συζύγου του για διαφθορά. Ο Πρόντι υπέβαλε την παραίτησή του στον Πρόεδρο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει στη θέση του ως υπηρεσιακός Πρωθυπουργός. Οι προσπάθειες για σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης (με σκοπό την αλλαγή του εκλογικού νόμου) απέτυχαν κι έτσι στις 10 Μαρτίου 2008, ο Πρόντι ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μη λάβει μέρος στις βουλευτικές εκλογές και εξήγγειλε την αποχώρησή του από την πολιτική ζωή της Ιταλίας.
- Ο Μάριο Μόντι (Mario Monti, 1943- ) ανέλαβε πρωθυπουργός στην Ιταλία, μετά την παραίτηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και κυβέρνησε ως τον Απρίλιο του 2013. Γεννήθηκε στο Βαρέζε από πατέρα Αργεντινοιταλικής καταγωγής. Απέκτησε πτυχίο οικονομικών και διοίκησης από το Πανεπιστήμιο Μποκόνι στο Μιλάνο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1969, όταν ανέλαβε καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο, και τον επόμενο χρόνο μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο (1970-85), απ΄ όπου το 1985 μετέφερε την έδρα του στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι, του οποίου διετέλεσε Πρύτανης (1989-94) και κατόπιν Πρόεδρος (από το 1994). Είναι ηγετικό στέλεχος της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και διεθνής σύμβουλος των πολυεθνικών Goldman Sachs και The Coca-Cola Company. Το 2011 διορίστηκε Ισόβιος Γερουσιαστής από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και παρουσιάστηκε ως επικρατούσα προσωπική προεδρική επιλογή για να αντικαταστήσει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην κεφαλή μιας νέας κυβέρνησης ενότητας στην Ιταλία για να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις και μέτρα λιτότητας. Στις 16 Νοεμβρίου 2011, o Monti ορκίστηκε πρωθυπουργός της Ιταλίας , συγκροτώντας ένα τεχνοκρατικό υπουργικό συμβούλιο από μη εκλεγμένους επαγγελματίες, ενώ επέλεξε να κρατήσει τη θέση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012 το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, "Ο Λαός της Ελευθερίας", απέσυρε την υποστήριξή του στην κυβέρνηση Μάριο Μόντι, με συνέπεια να ξεσπάσει κυβερνητική αστάθεια στην Ιταλία, που προκάλεσε απότομη αύξηση των ομόλογων "σπρέντ". Στις 21 Δεκεμβρίου του 2012 ο Μάριο Μόντι υπέβαλε την παραίτησή του και άρχισε η προεκλογική περίοδος για τις εκλογές του 2013. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Ενρίκο Λέτα.
- Ο Ενρίκο Λέτα (Enrico Letta, 1966- ) ήταν πρωθυπουργός της χώρας από τις 24 Απριλίου 2013 έως τις 14 Φεβρουαρίου 2014. Γεννήθηκε στην Πίζα, όπου σπούδασε στη Σχολή Προηγμένων Σπουδών Σαντ'Άννα. Είναι ανεψιός ενός από τους κοντινότερους συνεργάτες του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ως μέλος της νεολαίας της Χριστιανικής Δημοκρατίας, ο Λέτα χρημάτισε πρόεδρος της Νεολαίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος από το 1991 μέχρι το 1995. Έχοντας γίνει μέλος του Ιταλικού Λαϊκού Κόμματος το 1994, ο Λέτα έγινε αναπληρωτής γραμματέας του κόμματος και, στα 32 του, διορίστηκε στη θέση του υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην κυβέρνηση του Μάσιμο ντ' Αλέμα. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά στην Ιταλική Βουλή των Αντιπροσώπων στις εκλογές του 2001 συμμετέχοντας στα ψηφοδέλτια του κόμματος «Η Δημοκρατία Είναι Ελευθερία-Η Μαργαρίτα». Μεταξύ του 2004 και του 2006 διετέλεσε ευρωβουλευτής, συμμετέχοντας στην πολιτική ομάδα της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη και στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων. Αποχώρησε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2006 και έγινε Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου στην κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος και από το 2009 ήταν αναπληρωτής γραμματέας του κόμματος υπό την ηγεσία του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι. Από τις 24 Απριλίου 2013, ήταν πρωθυπουργός της χώρας διαδεχόμενος τον Μάριο Μόντι, ύστερα από το πολιτικό αδιέξοδο που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του 2013. Αν και η κυβέρνησή του κατάφερε να παραμείνει σταθερή αντιμετωπίζοντας την κρίση που προκλήθηκε από τις δικαστικές υποθέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Ενρίκο Λέτα στις 14 Φεβρουαρίου του 2014 υπέβαλε την παραίτησή του από την θέση του πρωθυπουργού ύστερα από την πρόταση του νέου γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος Ματέο Ρέντσι, για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με τετραετή θητεία.
- Ο Ματέο Ρέντσι (Matteo Renzi, 1975- ) είναι ο 56ος σημερινός πρωθυπουργός της Ιταλίας, από το Φεβρουάριο του 2014. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Το 1996 έγινε μέλος του κεντρώου, χριστιανοδημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος της Ιταλίας (Partito Popolare Italiano). Στις επαρχιακές εκλογές του 2004 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Επαρχίας της Φλωρεντίας με ποσοστό 58,8%. Στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών του 2009 έλαβε ποσοστό 47,57% έναντι 32% του υποψηφίου της κεντροδεξιάς Τζιοβάνι Γκάλι (Giovanni Galli), ενώ στον επαναληπτικό γύρο το ποσοστό του ανέβηκε στο 59,96% των ψήφων. Στις εσωκομματικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2012 κατέλαβε τη δεύτερη θέση πίσω από τον Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι, ο οποίος στις εκλογές του 2013 δεν μπόρεσε να συγκροτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση προκαλώντας νέα τριβή στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος. Ύστερα από συνεχόμενες αποτυχημένες απόπειρες ανάδειξης νέου προέδρου, ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο αποδέχθηκε την πρόταση Μπερσάνι, Μπερλουσκόνι και Μόντι να αναλάβει εκ νέου την προεδρία της Ιταλικής Δημοκρατίας (ο πρώτος πρόεδρος που ανέλαβε για δεύτερη συνεχόμενη φορά το αξίωμα στην Ιστορία της Ιταλίας) και στην τελευταία ψηφοφορία υπερψηφίστηκε στη θέση του Προέδρου, δίνοντας τέλος στην κρίση. Την ανάδειξη προέδρου ακολούθησε η παραίτηση Μπερσάνι από τη θέση του Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος και η δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Ενρίκο Λέτα. Στη διαδικασία εκλογής νέου Γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος, τον Δεκέμβριο του 2013, ο Ματέο Ρέντσι επικράτησε με ποσοστό 67,6% και ανέλαβε τη θέση του γραμματέα στις 15 Δεκεμβρίου του 2013. Στις 13 Φεβρουαρίου 2014 ο Λέτα ανακοίνωσε την πρόθεση του να παραιτηθεί από την θέση του πρωθυπουργού. Στις 17 Φεβρουαρίου 2014 ο Ματέο Ρέντσι έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο. Στις 21 Φεβρουαρίου παρουσίασε τη νέα του κυβέρνηση και τις επόμενες ημέρες έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης από την Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Το όνομα «Ιταλία», προέρχεται από την Ομηρική λέξη «ιταλός» που σημαίνει «ταύρος» και δόθηκε στην χώρα από Έλληνες αποίκους του 8ου αιώνα π.Χ. που την ονόμασαν «χώρα των ταύρων». Η σημερινή Ιταλία είναι χώρα αξιοσημείωτα ομοιογενής, τόσο στην φυλετική σύνθεση του πληθυσμού, όσο και στο θρήσκευμα και την γλώσσα. Ο λαός της προέρχεται από επιμιξίες πολλών φυλετικών οικογενειών που μετοίκησαν ή απλώς πέρασαν από την Ιταλική χερσόνησο στην διάρκεια της τρισχιλιετούς ιστορίας της. Απ’ αυτούς ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αρχικοί Ινδοευρωπαίοι που δημιούργησαν τον Ετρουσκικό πολιτισμό, οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Κέλτες, οι Γότθοι, οι Φράγκοι, οι Βυζαντινοί Έλληνες, οι Σαρακηνοί, οι Νορμανδοί και οι Λομβαρδοί. Από τις νεότερες μεταναστεύσεις οι Αλβανοί, οι Μαροκινοί, οι Ρουμάνοι και οι Κινέζοι αποτελούν τις σημαντικότερες μειονότητες.
Η Τουρκία (Türkiye Cumhuriyeti, <Τόροκος <τορέω [ή τορόω ή τορνόω {>τουρισμός}] = περιστρέφομαι, περιφέρομαι + κοέω [=ακούω, υπακούω] = περιφερόμενος, νομάς), μέχρι το 1922 κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι σήμερα μια αναπτυσσόμενη χώρα στη νοτιοδυτική Ασία, με ένα μικρό (3%) τμήμα της επικράτειάς της (Ανατολική Θράκη) στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Μεγάλες πόλεις: Άγκυρα, πρωτεύουσα της Τουρκίας, αλλά δεύτερη σε πληθυσμό, είναι με 4.631.000 κατοίκους. Κωνσταντινούπολη, η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, με πληθυσμό 13.711.000 κατοίκους. Σμύρνη, η τρίτη πόλη της Τουρκίας σε πληθυσμό με 3.402.000 κατοίκους. Προύσα (1.984.000 κατ.) στους πρόποδες του Ολύμπου, παλιό κέντρο μεταξοβιομηχανίας. Άδανα (1.686.000 κατ.), με βιομηχανία αγροτικών προϊόντων της πλούσιας πεδιάδας. Σαμψούντα (511.000 κατ.), λιμάνι εξαγωγής καπνών, Κερασούντα, λιμάνι εξαγωγής ξηρών καρπών. Σινώπη, αρχαία ελληνική αποικία, πατρίδα του φιλόσοφου Διογένη. Αλεξανδρέττα, παλιό λιμάνι διαμετακομιστικού εμπορίου. Εσκισεχίρ (660.000 κατ.), συγκοινωνιακός κόμβος, σε εύφορη γεωργική περιοχή, με σχετική βιομηχανία. Αφιονκαραχισάρ, το τελευταίο θέατρο μεγάλων μαχών του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία. Ικόνιο (1.108.000 κατ.), από τις λαμπρότερες τουρκικές πόλεις. Καισάρεια (1.009.000 κατ.), η Αμάσεια, πατρίδα του Στράβωνα. Ερζερούμ (384.000 κατ.), η μεγαλύτερη πόλη της τουρκικής Αρμενίας.
Η χερσόνησος της Μικράς Ασίας, που βρίσκεται ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο Θάλασσα, συγκροτεί το βασικό τμήμα της χώρας. Η Τουρκία συνορεύει με οκτώ χώρες: δυτικά με την Ελλάδα, βορειοδυτικά με τη Βουλγαρία, ανατολικά με τη Γεωργία, την Αρμενία, το Ιράν και το θύλακα Ναχιτσεβάν του Αζερμπαϊτζάν και νοτιοανατολικά με το Ιράκ και τη Συρία. Νότια είναι η Μεσόγειος Θάλασσα, δυτικά το Αιγαίο Πέλαγος και βόρεια ο Εύξεινος Πόντος. Η Θάλασσα του Μαρμαρά, ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος (που συναποτελούν τα Τουρκικά Στενά) οριοθετούν το σύνορο μεταξύ Θράκης και Μικράς Ασίας, ενώ επίσης χωρίζουν την Ευρώπη από την Ασία. Η θέση της Τουρκίας στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας την καθιστούν χώρα σημαντικής γεωστρατηγικής σημασίας. Η χερσόνησος έχει σχήμα περίπου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, του οποίου το εσωτερικό μέρος είναι οροπέδιο, με μέσο ύψος 1.000 μέτρων. Περιβάλλεται από συνεχείς οροσειρές, που αφήνουν μόνο μερικά ανοίγματα προς τη θάλασσα. Οι οροσειρές αυτές σχηματίστηκαν κατά την Αλπική Πτύχωση της Τριτογενούς Εποχής.
Στα βόρεια εκτείνονται παράλληλα με την παραλία οι Ποντιακές Άλπεις ή οροσειρά του Πόντου, που αρχίζει από τα σύνορα της Ρωσίας και καταλήγει στα στενά του Βοσπόρου. Δυτικά τα βουνά Ίδη και Τμώλος είναι απόκρημνα και σχηματίζουν απότομες ακτές και ακρωτήρια. Στα νότια του οροπεδίου εκτείνεται η οροσειρά του Ταύρου, που συνεχίζεται ανατολικά με την οροσειρά του Αντίταυρου. Στον Ταύρο υπάρχει μια χαράδρα, που αποτελεί άνοιγμα προς τα ανατολικά της Τουρκίας. Το άνοιγμα αυτό είναι οι λεγόμενες Πύλες της Κιλικίας, από τις οποίες πέρασε ο Μ. Αλέξανδρος πηγαίνοντας για την Ινδία. Ανατολικά το οροπέδιο κλείνεται από το Χακαρί Νταγλαρί (3.630 μ.), Μεγκενί Νταγλαρί (3.610 μ.) και από το βιβλικό και πάντα χιονισμένο όρος Αραράτ (5.137 μ.), που είναι και το υψηλότερο βουνό της Μικράς Ασίας.
Στο κεντρικό οροπέδιο το κλίμα είναι πολύ ξηρό και υπάρχουν στέπες. Οι χειμώνες αντιθέτως είναι δριμείς και μακροί, από τις αρχές Δεκεμβρίου μέχρι και τον Μάρτιο, με πολύ χιόνι και θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ -10 °C (Άγκυρα, Δορύλαιο, Ικόνιο) και -35 °C (Καρς, Θεοδοσιούπολη, Αρνταχάν). Η πιο βροχερή εποχή του χρόνου είναι η άνοιξη. Στις στέπες οι κάτοικοι τρέφουν κοπάδια από πρόβατα και καλλιεργούν κυρίως δημητριακά. Τα βουνά δέχονται πολλές βροχές και είναι σκεπασμένα με δάση, ιδίως η οροσειρά του Πόντου. Οι ακτές, κυρίως προς τον Αιγαίο Πέλαγος και τη Μεσόγειο θάλασσα, έχουν ήπιο κλίμα, μεσογειακό με πολλές βροχές. Εδώ υπάρχουν εύφορες πεδιάδες, που τις διαρρέουν μικροί ποταμοί. Καλλιεργούνται οπωροφόρα δέντρα, αμπέλια, βαμβάκι, καπνός, ακόμα και ζαχαροκάλαμο. Στα παράλια, ζει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Τουρκίας και βρίσκονται οι μεγαλύτερες πόλεις. Το κλίμα της τον Εύξεινο Πόντο είναι εύκρατο, ωκεάνιο και αρκετά δροσερό και είναι πολύ υγρό όλο το χρόνο. Η μέση ετήσια βροχόπτωση στην περιοχή κυμαίνεται από 1000 mm ως 2500 mm. Οι θερμοκρασίες σπάνια πέφτουν κάτω από –5 °C ή ξεπερνούν τους 30 °C.
Στον Εύξεινο Πόντο χύνονται ο Σαγγάριος, 600 περίπου χλμ. μήκους, γνωστός από τις μάχες του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική εκστρατεία και ο Άλυς, που είναι και ο μεγαλύτερος ποταμός της Μ. Ασίας. Στο Αιγαίο Πέλαγος χύνονται ο Έρμος στον κόλπο της Σμύρνης, ο Γκοκσού Νεχρί χύνεται νοτιοδυτικά της Μερσίνας, ο Κύδνος και ο Σεϋμόν Νεχρί, που χύνεται ανατολικά της Ταρσού. Τουρκικά ποτάμια που χύνονται σε μη ευρωπαϊκές θάλασσες είναι ο Ευφράτης και ο Τίγρης. Ο Ευφράτης αποχετεύει τα νερά του μεγαλύτερου μέρους του υψιπέδου της Αρμενίας και εκβάλλει στον Περσικό Κόλπο, ενώ ο Τίγρης αποχετεύει τα νερά του Τουρκικού Κουρδιστάν, πηγάζει από τον Αντίταυρο και χύνεται στον Περσικό κόλπο, αφού προηγουμένως ενωθεί με τον Ευφράτη. Ο Άραξος καθορίζει για αρκετό μήκος τα σύνορα της Τουρκίας και της Αρμενίας και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα.
Νότια της Προποντίδας σε προσχωσιγενείς λεκάνες βρίσκονται οι λίμνες: Μανυάς, Ουλούμπατ (Απολλωνιάδα) και Ιζνίκ (Ασκανία). Στην Πισιδία η Εγκριντίρ, η Βεϋσεχίρ και οι αλμυρές: Μπουρντούρ, Ατσί και Ασκεχίρ. Στο κέντρο του υψιπέδου, κοντά στο Ικόνιο και σε υψόμετρο 900 μέτρων, βρίσκεται η Τουζ-γκιολού (Αλμυρά Λίμνη) με έκταση 2.500 τετρ. χλμ. Το καλοκαίρι το μεγαλύτερο μέρος της αποξηραίνεται και αφήνει μεγάλες ποσότητες αλατιού. Στην ανατολική περιοχή, αλμυρή και γεμάτη ψάρια, βρίσκεται η λίμνη Βαν, η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας με έκταση 3.755 τετρ. χλμ. και σε ύψος 1.720 μέτρα.
Η Τουρκία έχει το 15ο μεγαλύτερο ΑΕΠ και το 17ο μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ. Η χώρα είναι από τα ιδρυτικά μέλη του ΟΟΣΑ και των μεγάλων οικονομιών του G-20. Κατά τις δέκα πρώτες δεκαετίες της δημοκρατίας, μεταξύ 1923 και 1983, η Τουρκία είχε αυστηρό κυβερνητικό σχεδιασμό του προϋπολογισμού, με κυβερνητικά επιβαλλόμενους περιορισμούς στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, στο εξωτερικό εμπόριο, τη ροή ξένου συναλλάγματος και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Το 1983 ο Πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, σχεδιάζοντας να μεταλλάξει την οικονομία σε ένα μοντέλο ιδιωτικού τομέα βασιζόμενο στην αγορά. Οι μεταρρυθμίσεις, συνδυασμένες με άνευ προηγουμένου ποσά ξένων δανείων, έδωσαν ώθηση σε οικονομική ανάπτυξη, που χαρακτηρίστηκε από υφέσεις και οικονομικές κρίσεις το 1994, το 1999 (που ακολούθησε το σεισμό εκείνης της χρονιάς) και το 2001, με αποτέλεσμα μια μέση ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ 4% μεταξύ 1981 και 2003. Η έλλειψη πρόσθετων δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, συνδυασμένη με μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα του δημόσιου τομέα, είχαν ως αποτέλεσμα υψηλό πληθωρισμό, αδύνατο τραπεζικό τομέα και αυξανόμενη μακροοικονομική αστάθεια. Μετά την οικονομική κρίση του 2001 και τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν από τον τότε υπουργό οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς, ο πληθωρισμός έπεσε σε μονοψήφιους αριθμούς, πολλαπλασιάστηκε η επενδυτική εμπιστοσύνη και οι ξένες επενδύσεις και μειώθηκε η ανεργία.
H Τελωνειακή Ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996, οδήγησε σε εκτεταμένη απελευθέρωση των δασμών και αποτελεί τον πυλώνα της εμπορικής πολιτικής της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει σταδιακά ανοίξει τις αγορές της, μέσω οικονομικών μεταρρυθμίσεων, μειώνοντας τους κυβερνητικούς ελέγχους στο εξωτερικό εμπόριο και τις επενδύσεις, και της ιδιωτικοποίησης βιομηχανιών που ανήκαν στο δημόσιο και έχει συνεχιστεί το άνοιγμα πολλών τομέων στην ιδιωτική και ξένη συμμετοχή, εν μέσω πολιτικού διαλόγου. Το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ κορυφώθηκε στο 75,9% κατά την ύφεση του 2001, πέφτοντας σε εκτιμώμενο 26,9% το 2013. Το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ από το 2002 ως το 2007 ήταν 6,8%, κάνοντας την Τουρκία μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες αυτή την περίοδο. Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε στο 1% το 2008, και το 2009 η τουρκική οικονομία επηρεάστηκε από τη παγκόσμια οικονομική κρίση με ύφεση 5%. Η οικονομία επέστρεψε σε ανάπτυξη 8% το 2010. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat το τουρκικό κατά κεφαλή ΑΕΠ σε αγοραστική δύναμη βρισκόταν στο 52% του μέσου της ΕΕ το 2011.
Τα πρώτα χρόνια του αιώνα, ο χρόνια υψηλός πληθωρισμός τέθηκε υπό έλεγχο και αυτό οδήγησε στην εισαγωγή νέου νομίσματος, της τουρκικής νέας λίρας την 1η Ιανουαρίου 2005, για να εδραιωθεί η επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και να απαλειφθούν τα κατάλοιπα μιας ασταθούς οικονομίας. Την 1η Ιανουαρίου 2009 η νέα τουρκική λίρα ονομάστηκε πάλι τουρκική λίρα, με την εισαγωγή νέων χαρτονομισμάτων και νομισμάτων. Αποτέλεσμα των συνεχών οικονομικών μεταρρυθμίσεων ήταν η πτώση του πληθωρισμού στο 8% το 2005 και του ποσοστού ανεργίας στο 10%.
Ο τουρισμός στην Τουρκία έχει γνωρίσει ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία είκοσι χρόνια και αποτελεί σημαντικό τμήμα της οικονομίας. Το 2011 αφίχθηκαν στην Τουρκία 33,3 εκατομμύρια ξένοι επισκέπτες, κάνοντας τη χώρα τον έκτο δημοφιλέστερο τουριστικό προορισμό στον κόσμο, και συνέβαλαν στα έσοδα της Τουρκίας με 23 εκατομμύρια $. Άλλοι βασικοί τομείς της τουρκικής οικονομίας είναι οι τράπεζες, οι κατασκευές, οι οικιακές συσκευές, τα ηλεκτρονικά, τα υφάσματα, η διύλιση πετρελαίου, τα πετροχημικά προϊόντα, τα τρόφιμα, οι εξορύξεις, ο σίδηρος και ο χάλυβας και η βιομηχανία μηχανών και αυτοκινήτων. Η Τουρκία έχει μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία, που παρήγαγε 1.072.339 αυτοκίνητα το 2012, κατατασσόμενη 16η παραγωγός στον κόσμο.
Η τουρκική ναυπηγική βιομηχανία πραγματοποίησε εξαγωγές αξίας 1,2 δισ. $ το 2011. Οι μεγαλύτερες αγορές εξαγωγών είναι η Μάλτα, τα Νησιά Μάρσαλ, ο Παναμάς και η Μεγάλη Βρετανία. Τα τουρκικά ναυπηγεία έχουν 15 πλωτές δεξαμενές διαφόρων μεγεθών και μία ξηρά. H Tύζλα, η Γιάλοβα και η Ιζμίτ έχουν αναπτυχθεί σε δυναμικά ναυπηγικά κέντρα. Το 2011 λειτουργούσαν στην Τουρκία 70 ναυπηγεία, ενώ ήταν υπό κατασκευή άλλα 56. Τα τουρκικά ναυπηγεία θεωρούνται υψηλά στην παγκόσμια κατάταξη στην κατασκευή δεξαμενοπλοίων μεταφοράς χημικών προϊόντων και πετρελαίου. Τα τουρκικά ναυπηγεία θεωρούνται επίσης αξιόπιστα στην κατασκευή μεγάλων θαλαμηγών.
Το 2010 ο γεωργικός τομέας αντιπροσώπευε το 9% του ΑΕΠ, ενώ ο βιομηχανικός το 26% και ο τομέας των υπηρεσιών το 65%. Εντούτοις η γεωργία αντιπροσώπευε ακόμη το 24,7% της απασχόλησης. Το 2204 είχε εκτιμηθεί ότι το 46% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος προερχόταν από το κορυφαίο 20% των εχόντων εισόδημα, ενώ το κατώτερο 20% είχε μόνο το 6%. Το ποσοστό απασχόλησης γυναικών στην Τουρκία ήταν 29,5% το 2012, το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν 8,2 δισ. $ το 2012 και αναμένεται να αυξηθούν στα 15 δισ. το 2013. Το 2012 ο Οίκος Φιτς αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας μετά από 18 χρόνια και ακολούθησε αναβάθμιση από τη Μούντις το Μάιο του 2013. Το 2009 οι εξαγωγές ήταν 110 δισ. $ και το 2010 117 δισ. (κυρίως προς Γερμανία 10%, Γαλλία 6%, Μ. Βρετανία 6%, Ιταλία 6%, Ιράκ 5%). Εντούτοις μεγαλύτερες εισαγωγές που έφτασαν τα 166 δισ. $ το 2010 (κυρίως από Ρωσία 10%, Γερμανία 10%, Κίνα 9%, ΗΠΑ 6%, Ιταλία 5%, Γαλλία 5%) διεύρυναν απειλητικά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Τη δεκαετία 2003-2013 η κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε από 130 δισ. κιλοβατώρες σε 240 δισ. Καθώς η Τουρκία εισήγαγε το 2013 το 72% της ενέργειάς της, η κυβέρνηση αποφάσισε να επενδύσει στην πυρηνική ενέργεια για να μειώσει τις εισαγωγές. Προγραμματίζονται να κατασκευασθούν τρεις σταθμοί πυρηνικής ενέργειας μέχρι το 2023.
Η παραλία του Αιγαίου υπήρξε πάντοτε η περισσότερο ανεπτυγμένη περιοχή της Μικράς Ασίας, γιατί δέχεται την ευεργετική επίδραση των δυτικών ανέμων του Αιγαίου, οι οποίοι διαμορφώνουν κλίμα μεσογειακό, με αρκετές βροχοπτώσεις το χειμώνα και ξηρασία το καλοκαίρι. Στον κόλπο του Αδραμυττίου γίνεται η μεγαλύτερη καλλιέργεια ελαιών ενώ, νοτιότερα, και κατά μήκος όλης της παραλίας μέχρι και τη στενή ζώνη της Καρίας εκτείνεται ο «Κήπος της Τουρκίας». Οι παραλιακές πεδιάδες και οι κοιλάδες, μεταξύ των ενδιάμεσων οροσειρών της Λυδίας, που έχουν κατεύθυνση κάθετη προς τις ακτές, επιτρέπουν στους υγρούς θαλάσσιους ανέμους να εισέρχονται βαθιά στο οροπέδιο και να δημιουργούν περιοχές μεταβατικού κλίματος, από την πλούσια παραλιακή ζώνη προς την περιοχή του οροπεδίου. Εδώ καλλιεργούνται δημητριακά, ρύζι, καπνός, αμπέλια, ιδιαίτερα σταφίδα σουλτανίνα, ελιές, βαμβάκι, καννάβι, ηλιόσπορος, γλυκόριζα και τριανταφυλλιές (ρόδα), από τις οποίες παράγεται ροδέλαιο. Στο εσωτερικό υπάρχουν κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος και λιγνίτη.
Ο ορυκτός πλούτος της Τουρκίας είναι σημαντικός, αλλά αφενός μεν δεν έχει πλήρως ερευνηθεί ενώ, από την άλλη πλευρά, είναι διεσπαρμένος σε διάφορα σημεία και οι κακές συγκοινωνίες δυσκολεύουν τόσο την έρευνα όσο και την εκμετάλλευσή του. Διαθέτει λιθάνθρακες μέτριας ποιότητας, πετρέλαιο σε περιορισμένες ποσότητες και σιδηρομεταλλεύματα. Μεγάλης οικονομικής σημασίας είναι τα μεταλλεύματα χρωμίου (χρωμίτης). Διαθέτει επίσης χαλκό, μόλυβδο, ψευδάργυρο, αντιμόνιο, μαγγάνιο, βόριο. Ο λιγνίτης αποτελεί την πιο σημαντική πηγή ενέργειας για την Τουρκία και τα συνολικά του αποθέματα υπολογίζονται στα 8 δις τόνους. Όσον αφορά τα βιομηχανικά ορυκτά, το βόριο είναι το πιο σημαντικό εξαγωγικό ορυκτό της Τουρκίας. H Τουρκία θεωρείται "συνώνυμη" με τα ορυκτά του βορίου παγκοσμίως, διαθέτοντας τις 4 από τις 13 επιχειρήσεις εξόρυξης βορίου στον κόσμο, και τα τουρκικά αποθέματα αποτελούν το 72% των παγκοσμίων αποθεμάτων (περίπου 3,05 δις). Πολύ σημαντική είναι επίσης η παραγωγή χρυσού, για τον οποίο το Τουρκικό αποθεματικό δυναμικό ξεπερνά τους 6.500 τονους χρυσού. Υπήρξε μια σταθερή αύξηση στην εξορυσσόμενη ποσότητα του χρυσού από τότε που ξεκίνησε η εξόρυξη του χρυσού (2000-2001), όταν ήταν μόλις 1,4 τόνοι. Η συνολική ποσότητα του χρυσού που αθροιστικά έχει εξορυχθεί από κοιτάσματα στο έδαφος της Τουρκίας μέσα σε μια δεκαετία έχει ξεπεράσει τους 106,5 τόνους.
Η Τουρκία είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ, του ΟΟΣΑ, του ΟΑΣΕ και του G-20 των μεγαλύτερων οικονομιών. Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για πλήρη ένταξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2005, όντας συνδεδεμένο μέλος με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα από το 1963 και έχοντας προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωση το 1995.
Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Τουρκία έχει κατοικηθεί από την Παλαιολιθική περίοδο, μεταξύ άλλων από διάφορους Αρχαιομικρασιατικούς πολιτισμούς και Θρακικούς λαούς καθώς και από Ίωνες, που ίδρυσαν εκεί δώδεκα μεγάλες πόλεις (Ιωνική δωδεκάπολις). Μετά την κατάκτηση από τον Μέγα Αλέξανδρο, η περιοχή εξελληνίστηκε ακόμη περισσότερο, σε μια διαδικασία που συνεχίστηκε με τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και τη μετάβαση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τον 11ο αιώνα άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αρχίζοντας μια περίοδο εκτουρκισμού, που επιταχύνθηκε από τη νίκη των Σελτζούκων επί των Βυζαντινών στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ κυβέρνησε τη Μικρά Ασία μέχρι τη Μογγολική εισβολή το 1243, οπότε διασπάστηκε σε αρκετά μικρά τουρκικά μπεηλίκια. Από τα τέλη του 13ου αιώνα, το οθωμανικό μπεηλίκι συνένωσε τη Μικρά Ασία και δημιούργησε μια αυτοκρατορία που περιελάμβανε το μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την ήττα της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τμήματά της καταλήφθηκαν από τους νικητές Συμμάχους. Ο Τουρκικός Πόλεμος για την Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε από το Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τους συνεργάτες του, είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923, με τον Ατατούρκ ως πρώτο πρόεδρό της. Η Τουρκία είναι κοινοβουλευτική, κοσμική, ενιαία, συνταγματική δημοκρατία με ποικιλόμορφη πολιτιστική κληρονομιά. Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η τουρκική, γλώσσα της τουρκικής γλωσσικής οικογένειας, που μιλιέται ως μητρική γλώσσα από το 85% περίπου του πληθυσμού. Οι Τούρκοι (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εκτουρκισμένοι λαοί του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων και Έλληνες ή πρώην εξελληνισμένοι της Μ.Ασίας που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό) αποτελούν το 70 - 75% του πληθυσμού. Οι μειονότητες περιλαμβάνουν Κούρδους (18%) και άλλους (7 - 12%). Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Μουσουλμανική.
Το 1927, όταν έγινε η πρώτη επίσημη απογραφή στη Δημοκρατία της Τουρκίας, ο πληθυσμός ήταν 13,6 εκατομμύρια. Η τελευταία επίσημη απογραφή ήταν το 2000 και κατέγραψε συνολικό πληθυσμό της χώρας 67.803.927 κατοίκων, ενώ σύμφωνα με κρατικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός της χώρας ήταν 78.741.053 κάτοικοι το 2015, σχεδόν τα τρία τέταρτα των οποίων ζούσαν σε αστικές περιοχές. Σύμφωνα με την εκτίμηση του 2011 ο πληθυσμός αυξάνεται κατά 1,35% ετησίως. Η Τουρκία έχει μέση πυκνότητα πληθυσμού 99 κατοίκους ανά τ.χλμ. Τα άτομα της ηλικιακής ομάδας 15-64 αποτελούν το 67,4% του συνολικού πληθυσμού, η ομάδα 0-14 το 25,3%, ενώ οι ηλικιωμένοι 65 ετών και άνω αποτελούν το 7,3%. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού το 2015 είναι τα 74,57 χρόνια (72,26 χρόνια οι άνδρες και 77 οι γυναίκες).
Οι τρεις μειονότητες, που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη της Λωζάννης είναι οι Αρμένιοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Ο πρώην πολυάριθμος Ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε κατά πολύ από συνταρακτικά γεγονότα στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1922-23, η Γενοκτονία των Ελλήνων 1915-22 και η εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955-65. Η πρώην ισχυρή κοινότητα 100.000 Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης έχει τώρα συρρικνωθεί σε περίπου 3.000. Άλλες εθνικές ομάδες περιλαμβάνουν Αμπχάζιους, Αλβανούς, Άραβες, Ασσύριους, Βόσνιους, Κιρκάσιους, Γεωργιανούς, Χεμσίν, Λαζούς, Τάταρους της Κριμαίας, Πομάκους (σλαβόφωνοι Τούρκοι) και Ρομά. Οι Κούρδοι, μια ξεχωριστή εθνική ομάδα, συγκεντρωμένη κυρίως στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας, είναι η μεγαλύτερη μη τουρκική εθνότητα, με διάφορες εκτιμήσεις γύρω στο 18%. Οι μειονότητες εκτός των Κούρδων θεωρείται ότι αποτελούν κατ' εκτίμηση το 7 - 12% του πληθυσμού. Μειονότητες δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης περιλαμβάνουν τους Λεβαντίνους (κυρίως Γαλλικής, Γενοβέζικης και Βενετσιάνικης καταγωγής), που υπάρχουν στη χώρα (κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη) από το Μεσαίωνα.
Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε το 2007 σε όλη την Τουρκία 9,7% αυτοκαθορίζονται ως απολύτως θρήσκα άτομα, τηρώντας όλες τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (απολύτως θρήσκοι), 52,8% ως θρησκευόμενα άτομα που προσπαθούν να τηρούν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (θρησκευόμενοι), 34,3% ως πιστοί που δεν τηρούν θρησκευτικές υποχρεώσεις (πιστοί), ενώ 2,3% δεν πιστεύουν σε θρησκευτικές υποχρεώσεις (μη πιστοί - αγνωστικιστές) και 0,9% χωρίς θρησκευτική πίστη (άθεοι).
α. Ισμέτ Ινονού (1938-1950)
Ο Ισμέτ Ινονού (1884 – 1973) γεννήθηκε στη Σμύρνη και πέθανε στην Άγκυρα. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησε αρχικά το στρατιωτικό στάδιο και στη συνέχεια το πολιτικό. Με το ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου ο Ισμέτ πασάς, όπως λεγόταν τότε, κατόπιν εντολής του Σουλτάνου ανακατέλαβε τμήματα της Ανατολικής Θράκης μεταξύ των οποίων και την Αδριανούπολη, που είχαν καταληφθεί από τους Βουλγάρους. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησε στην Παλαιστίνη εναντίον των Αγγλικών δυνάμεων, στη συνέχεια υποχωρώντας έγινε αρχηγός του επιτελείου του Κεμάλ Ατατούρκ κατά τις εναντίον των Ρώσων επιχειρήσεις στην ανατολική Τουρκία. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής μικρασιατικής εκστρατείας ήταν και πάλι αρχηγός του επαναστατικού επιτελείου, διεύθυνε το 1920 τις μάχες περί την πόλη Ιν Ονού, από την οποία έλαβε το προσωνύμιο που έγινε στη συνέχεια επίθετο, όταν επιβλήθηκε από τον Κεμάλ η εφαρμογή των ονοματεπωνύμων.
Στενός πλέον συνεργάτης και αφοσιωμένος βοηθός του Κεμάλ ονομάσθηκε, με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στις 29 Οκτωβρίου του 1922, "Πρωθυπουργός της Τουρκίας". Συντηρητικότερος του Κεμάλ είχε διαφωνίες με εκείνον ειδικά στην εισαγωγή δυτικότροπων ηθών και μέτρων. Παρέμεινε στη θέση του πρωθυπουργού μέχρι το 1937, οπότε παραιτήθηκε αιφνίδια. Το 1938, όταν πέθανε ο Κεμάλ, ο Ινονού εκλέχθηκε ομόφωνα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διαδεχόμενος τον Κεμάλ στην αρχηγία του Λαϊκού Κόμματος. Εισήγαγε τότε το δικαίωμα της αντιπολίτευσης και την ίδρυση του Δημοκρατικού Κόμματος υπό τον Τζελάλ Μπαγιάρ. Διατήρησε τη θέση του προέδρου μέχρι τις 22 Μαΐου του 1950, όταν η εθνοσυνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του ίδιου μήνα, όπου ηττήθηκε κατά κράτος το Λαϊκό Κόμμα, ψήφισε τον Τζελάλ Μπαγιάρ. Αποσύρθηκε τότε από την πολιτική για δέκα χρόνια, και επέστρεψε το 1960 με το πραξικόπημα της ίδιας χρονιάς, οπότε παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι το 1965.
Ο Ισμέτ Ινονού ήταν εκείνος που υπέγραψε ως πληρεξούσιος της Τουρκίας τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), επιβάλλοντας την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών για πρώτη φορά στη παγκόσμια ιστορία, καθώς και το Σύμφωνο Φιλίας Ελλάδας Τουρκίας το 1930 στην Άγκυρα. Και τα δύο παραπάνω κείμενα υπογράφτηκαν από πλευράς Ελλάδας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στην πολιτική του Ινονού οφείλεται το γεγονός της μη ανάμειξης της Τουρκίας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τήρησε ουδέτερη στάση. Το 1942, γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα βρισκόταν υπό τριπλή κατοχή, και η ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, προσυπέγραψε τον κεφαλαιακό νόμο, υποχρεώνοντας τους εναπομείναντες Έλληνες, Αρμενίους και Εβραίους της Κωνσταντινούπολης, σε οικονομική δυσπραγία.
β. Τζελάλ Μπαγιάρ (1950-1960)
Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (1883 – 1986), γιος μεταναστών από τη Βουλγαρία, αρχικά εργάστηκε ως τραπεζικός στην Deutsche Orientbank στην Προύσα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την πολιτική και εισχώρησε στο κίνημα «Ένωση και Πρόοδος» το 1907. Από το 1908 ως το 1918 διετέλεσε γραμματέας και επικεφαλής του παραρτήματος της Επιτροπής "Ένωσης και Προόδου" στην Σμύρνη. Αργότερα (1920) εκλέχτηκε βουλευτής του Βιλαετίου Σαρουχάν (σημερινή νομαρχία Μαγνησίας) και στη συνέχεια της Σμύρνης. Από τότε αντιπροσώπευε χωρίς διακοπή στην τουρκική εθνοσυνέλευση (Βουλή) την εκλογική του περιφέρεια Σμύρνης εκτός μικρής περιόδου όπου εκλέχθηκε βουλευτής Κωνσταντινούπολης. Πολέμησε κατά των Ελλήνων, εντασσόμενος στα ανταρτικά σώματα της Σμύρνης. Το 1921 ανέλαβε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και το 1923 Υπουργός Ανασυγκρότησης και ανταλλαγής πληθυσμών σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάννης επί Κυβερνήσεως Ισμέτ Ινονού.
Το 1924 εγκατέλειψε την θέση του Υπουργού και ανέλαβε γενικός διευθυντής της τουρκικής τράπεζας επιχειρήσεων «Ις Μπακανσί». Το 1932 ανέλαβε ξανά το Υπουργείο Οικονομίας επί κυβερνήσεως Ινονού. Το 1937 διαδέχθηκε τον Ινονού ως αναπληρωτής πρωθυπουργός και αργότερα ως οριστικός. Το 1938, μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ ο Ινονού ανέλαβε Πρόεδρος Δημοκρατίας και ο Μπαγιάρ ανέλαβε τον σχηματισμό νέας Κυβέρνησης με την οποία κυβέρνησε την Χώρα μέχρι το 1939. Από τότε διατήρησε μόνο την βουλευτική του ιδιότητα μέχρι το 1945, οπότε τέθηκε επικεφαλής τεσσάρων βουλευτών, που υπέγραψαν δήλωση, η οποία υπήρξε η απαρχή της δημοκρατικής κίνησης από την οποία η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές, στις 14 Μαΐου του 1950.
Μετά τη δήλωση εκείνη, η οποία προκάλεσε βίαιες συζητήσεις στην Εθνοσυνέλευση, ο Μπαγιάρ και οι οπαδοί του εγκατέλειψαν το Λαϊκό Κόμμα και δημιούργησαν το «Δημοκρατικό Κόμμα». Στις εκλογές του 1950 το Δημοκρατικό Κόμμα υπερίσχυσε με συντριπτική πλειοψηφία και ο Τζελάλ Μπαγιάρ εκλέχθηκε Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας αναθέτοντας την Πρωθυπουργία στον Αντνάν Μεντερές. Την θέση του Προέδρου Δημοκρατίας διατήρησε μέχρι το 1960. Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1961, αλλά η ποινή του μετατράπηκε εξαιτίας της ηλικίας του. Αφέθηκε ελεύθερος με τη γενική αμνηστία του 1966. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 103 ετών, το 1986.
γ. Τζεμάλ Γκιουρσέλ (1960-1966)
Ο Τζεμάλ Γκιουρσέλ (Cemal Gürsel, 1895 - 1966), τέταρτος πρόεδρος της Τουρκίας, γεννήθηκε στην Θεοδοσιούπολη και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στα Κοτύωρα του Πόντου και στο Στρατιωτικό Λύκειο Κούλελη στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έλαβε μέρος στην Μάχη της Καλλίπολης το 1915, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των δυνάμεων της Αντάντ και την διατήρηση των τουρκικών θέσεων στην περιοχή των Στενών. Το 1917 μετετέθη στο μέτωπο της Συρίας, ενώ το τέλος του πολέμου τον βρήκε στο μέτωπο της Παλαιστίνης, όπου αιχμαλωτίστηκε από τους Άγγλους. Το 1919, ελεύθερος πλέον, μετέβη στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου συμμετέσχε στον αγώνα εναντίον των Ελλήνων. Διακρίθηκε ιδιαιτέρως στις μάχες του Ίνονου, του Δορυλαίου (Μάχη του Εσκισεχίρ), του Σαγγαρίου και στην τελική επίθεση κατά των Ελλήνων, τον Αύγουστο του 1922. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή αποφοίτησε από την Στρατιωτική Ακαδημία το 1929. Αφού πέρασε απ’ όλες τις βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας, το 1953 έγινε στρατηγός και το 1958 αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Στις 27 Μαΐου 1960 από την Άγκυρα ανέτρεψε με στρατιωτικό πραξικόπημα την κυβέρνηση Μεντερές, η οποία, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα πολλαπλά προβλήματα της χώρας με διάφορα αντιδημοκρατικά μέτρα, είχε οδηγήσει την χώρα σε βαθιά κρίση. Ο Γκιουρσέλ ανέλαβε την πρωθυπουργία, ενώ παράλληλα συνέχισε να εξασκεί τα καθήκοντα του αρχιστρατήγου. Επί κυβερνήσεως Γκιουρσέλ δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν πολλά μέλη της κυβερνήσεως Μεντερές, και στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος. Δεκατέσσερις από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Τρεις απ’ αυτούς, οι Α. Μεντερές, Φ. Ρ. Ζορλού, και Χ. Πολατκάν απαγχονίστηκαν. Τον Οκτώβριο του 1961 ο Γκιουρσέλ εκλέχτηκε από την Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση τέταρτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας στον Ισμέτ Ινονού, τον οποίον αργότερα αντικατέστησε με τον ανεξάρτητο γερουσιαστή Ουργκιούπλου (1965). Μετά την εκλογική νίκη του κόμματος της Δικαιοσύνης στις εκλογές του Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο Γκιουρσέλ σχημάτισε κυβέρνηση από πρώην στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1966 πέθανε μετά από σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων.
δ. Σεβντέτ Σάναϋ (1966-1973)
Ο Σεβντέτ Σάναϋ (Cevdet Sunay 1899 – 1982), 5ος πρόεδρος της Τουρκίας, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και σπούδασε στο Ερζερούμ και στην στρατιωτική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στο μέτωπο της Παλαιστίνης και αιχμαλωτίστηκε από τους Άγγλους το 1918 στην Αίγυπτο. Μετά την απελευθέρωσή του, έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων. Συμπλήρωσε την στρατιωτική του εκπαίδευση, το 1930 έγινε επιτελικός αξιωματικός και εξελίχτηκε σε στρατηγό το 1949 και στρατάρχη το 1959. Το 1966 ο Τζεμάλ Γκιουρσέλ τον έχρισε γερουσιαστή και όταν εκείνος εγκατέλειψε τη θέση του, λόγω προβλημάτων υγείας, εκλέχτηκε πρόεδρος της Τουρκίας. Παρέμεινε στη θέση αυτή επί 7 έτη, αντιμετωπίζοντας φοιτητικές εξεγέρσεις, τρομοκρατικές ενέργειες και επαπειλούμενα πραξικοπήματα. Στη συνέχεια εκλέχτηκε ισόβιος γερουσιαστής. Πέθανε σε ηλικία 83 ετών στην Κωνσταντινούπολη
ε. Φαχρί Κορουτούρκ (1973-1980)
Ο Φαχρί Κορουτούρκ (Fahri Korutürk, 1903 - 1987), 6ος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών δοκίμων το 1916 και αποφοίτησε το 1923. Αργότερα εισήλθε στη Ναυτική Ακαδημία, από όπου αποφοίτησε το 1933. Εστάλη στο εξωτερικό, όπου εκπαιδεύτηκε σε νέα οπλικά συστήματα και γρήγορα εντάχθηκε στο δυναμικό του διπλωματικού σώματος. Μετείχε στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη του Μοντρέ, ως στρατιωτικός σύμβουλος της τουρκικής αντιπροσωπείας και στη συνέχεια υπηρέτησε σε διάφορες πρεσβείες ως ναυτικός σύμβουλος. Το 1950 προβιβάστηκε σε ναύαρχο. Έγινε αρχηγός του Ναυτικού το 1957 και αποστρατεύτηκε το 1960. Ακολούθως υπηρέτησε ως πρέσβης στη Μόσχα και στη Μαδρίτη. Το 1968 εκλέχτηκε Γερουσιαστής και το 1973 Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Μετά την λήξη της θητείας του έγινε ισόβιος γερουσιαστής και αποσύρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε.
στ. Κενάν Εβρέν (1980-1989)
Ο Αχμέτ Κενάν Εβρέν (Ahmet Kenan Evren, 1917 - 2015), 7ος πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια (Alaşehir) της Μικράς Ασίας. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών εισήχθη στο στρατιωτικό λύκειο του Μάλτεπε, απ’ όπου αποφοίτησε το 1936. Το 1938 αποφοίτησε από την τουρκική σχολή ευελπίδων με τον βαθμό του δόκιμου αξιωματικού του πυροβολικού. Υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες πυροβολικού μέχρι το 1946 ως διμοιρίτης πυροβολαρχίας και ως διοικητής πυροβολαρχίας. Εισήχθη στην Στρατιωτική Ακαδημία της Άγκυρας το 1946, από την οποία αποφοίτησε το 1949 ως επιτελικός αξιωματικός. Την περίοδο 1958-1959 υπηρέτησε στην Κορέα, όπου παρασημοφορήθηκε για τη δράση του. Κατείχε διοικητική θέση στο τουρκικό τμήμα της μυστικής οργανώσεως ‘‘Stay behind’’, μιας ευρύτερης αντικομμουνιστικής οργάνωσης που δρούσε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες υπό την καθοδήγηση του γενικού αρχηγείου του Ν.Α.Τ.Ο. στην Ευρώπη. Το 1963 έγινε ταξίαρχος, το 1966 υποστράτηγος, το 1970 αντιστράτηγος και το 1974 στρατηγός. Με τον βαθμό του στρατηγού υπηρέτησε ως διοικητής στρατιάς Αιγαίου. Το 1978 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού. Πέρασε στην ηγεσία της Τουρκίας ως επικεφαλής του στρατιωτικού πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1980, αμέσως μόλις απεδείχθη ότι η εθνοσυνέλευση δεν ήταν σε θέση να εκλέξει νέο πρόεδρο, στην θέση του Φαχρί Κορουτούρκ, οπότε ένα συμβούλιο εθνικής ασφαλείας, αποτελούμενο από μέλη της ανωτάτης στρατιωτικής ηγεσίας, διέλυσε τα πολιτικά κόμματα και την εθνοσυνέλευση, ανέστειλε το σύνταγμα και κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο. Ήταν η τρίτη στη σειρά επέμβαση του στρατού, μετά τα αντίστοιχα πραξικοπήματα του 1960 και 1971. Το καθεστώς Εβρέν, με την υποστήριξη των Αμερικανών και του Ν.Α.Τ.Ο. επέβαλε καθεστώς λογοκρισίας, διαλύθηκαν τα εργατικά συνδικάτα, φυλακίστηκαν πολιτικοί αρχηγοί, ενώ επισήμως κηρύχθηκαν εκτός νόμου τόσο οι οργανώσεις της αριστεράς όσο και της άκρας δεξιάς. Στις επίσημες καταγραφές αναφέρονται περίπου 650.000 συλλήψεις, 230.000 προσαγωγές σε δίκη, 300 θάνατοι στη φυλακή, 171 θάνατοι από βασανιστήρια, 517 καταδίκες σε θάνατο, 50 εκτελέσεις. Τον Νοέμβριο του 1982 διεξάχθηκε δημοψήφισμα, το οποίο ενέκρινε ένα νέο σχέδιο συντάγματος, το οποίο προέβλεπε αυξημένες αρμοδιότητες για τον Πρόεδρο, με ποσοστό 91,4% των ψήφων. Ο Εβρέν παρέμεινε στην θέση του Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και του Προέδρου της Δημοκρατίας από την οποία αποχώρησε οικειοθελώς το 1989. Το καθεστώς Εβρέν παραχώρησε την εξουσία στους πολιτικούς τον Δεκέμβριο του 1983. Στις εκλογές επιτράπηκε η λειτουργία τριών μόνο νέων κομμάτων, ενώ σε πολλούς παλαιούς πολιτικούς απαγορεύτηκε η επανεμφάνιση στην πολιτική σκηνή πριν από την παρέλευση μίας δεκαετίας. Επί περιόδου Εβρέν έγινε στην κατεχόμενη Κύπρο η ανακήρυξη της λεγομένης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου». Ο Εβρέν πέθανε στις 9 Μαΐου 2015, απομονωμένος από τα φώτα της δημοσιότητας, σε ηλικία 98 ετών.
ζ. Τουργκούτ Οζάλ (1989-1993)
Ο Τουργκούτ Οζάλ (Halil Turgut Özal 1927 - 1993), 8ος πρόεδρος της Τουρκίας, γεννήθηκε στη Μελίτη και ήταν εν μέρει Κουρδικής καταγωγής. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης από το οποίο αποφοίτησε το 1950. Εργάστηκε στη Δημόσια Διοίκηση Σχεδιασμού Ηλεκτρικής Ενέργειας για 2 χρόνια και συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ το 1952 και 1953. Μετά την επιστροφή του συνέχισε να εργάζεται στην παλιά του θέση. Από το 1961 κατέλαβε διάφορες ηγετικές θέσεις σε κρατικούς οργανισμούς και δίδαξε στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής (ODTÜ). Εργάστηκε επίσης για την Παγκόσμια Τράπεζα το 1972-73 και κατόπιν ήταν πρόεδρος σε ιδιωτικές εταιρίες μέχρι το 1979. Μέχρι το 1980 ήταν βοηθός γραμματέας του πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και μετά το πραξικόπημα του 1980 έγινε υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ για οικονομικές υποθέσεις μέχρι τον Ιούλιο του 1982. Το 1983 ίδρυσε το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας (Anavatan Partisi), το οποίο κέρδισε τις εκλογές και έτσι ο Οζάλ έγινε ο 19ος πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1983. Το 1987 εκλέχτηκε ξανά. Το 1988, κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου του κόμματος, έγινε απόπειρα δολοφονίας του. Τραυματίστηκε στο δάχτυλο, ενώ άλλη μια σφαίρα με στόχο το κεφάλι του αστόχησε. Ο δράστης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, αργότερα όμως του δόθηκε χάρη από τον Οζάλ. Το 1989 ο Οζάλ έγινε ο 8ος Πρόεδρος της Τουρκίας. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ο Οζάλ έκανε προσπάθειες να δημιουργήσει συμμαχίες με τις Τουρκικές Δημοκρατίες της κεντρικής Ασίας και με το Αζερμπαϊτζάν, στο οποίο προσέφερε ηθική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη κατά τον Πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, απειλώντας εισβολή στην Αρμενία, της οποίας τα σύνορα με την Τουρκία έκλεισε. Επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1988, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, με στόχο μια προσέγγιση σε θέματα χαμηλής πολιτικής, που θα οδηγούσαν στην εμπέδωση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Στις 17 Απριλίου 1993 πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ως πρωθυπουργός και αργότερα Πρόεδρος, μεταρρύθμισε την οικονομία της Τουρκίας, ανοίγοντας το δρόμο για ιδιωτικοποιήσεις σε πολλούς τομείς. Οι μετασχηματισμοί αυτοί βελτίωσαν τις σχέσεις της Τουρκίας με τις δυτικές χώρες, ειδικά τις ΗΠΑ. Η προεδρική του θητεία ουσιαστικά έφερε τον καπιταλισμό στην Τουρκία, καθώς κατάφερε να συνδυάσει την παράδοση με τον νεωτερισμό και να «προσδώσει στον κεμαλικό κοσμικό εθνικισμό μουσουλμανικό περιεχόμενο.
η. Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (1993-2000)
Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (Sami Süleyman Gündoğdu Demirel, 1924 - 2015), επτά φορές πρωθυπουργός και 9ος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, γεννήθηκε σε μια αγροτική οικογένεια στο Ισλάμκιοϊ, ένα χωριό κοντά στην Σπάρτη της Πισιδίας. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης, από το οποίο αποφοίτησε ως πολιτικός μηχανικός το 1948. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 επέβλεψε την κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων για την Κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές. Το 1961 εκλέχτηκε για πρώτη φορά στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση με το κόμμα της Δικαιοσύνης, του οποίου έγινε αρχηγός το 1964. Το 1965 έγινε αντιπρόεδρος κυβέρνησης συνασπισμού. Τον Οκτώβριο του 1965 το κόμμα του κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία και ο ίδιος έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της Τουρκίας (40 ετών). Ακολούθησε φιλοαμερικανική και φιλονατοϊκή πολιτική και ενίσχυσε την αγροτική οικονομία. Επανεκλέχτηκε το 1969, αλλά όταν αρνήθηκε να επιτρέψει στους στρατιωτικούς να έχουν μεγαλύτερο ρόλο στη χάραξη πολιτικής, εξαναγκάστηκε από το στρατό σε παραίτηση το 1971. Το 1975 έγινε ξανά πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού. Η κυβέρνηση αυτή έπεσε τον Ιούνιο του 1977, αλλά ο ίδιος διετέλεσε ξανά πρωθυπουργός από τον Ιούλιο ως το Δεκέμβριο του 1977 και από τον Νοέμβριο του 1979 ως τον Σεπτέμβριο του 1980. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, ίσχυσε νέο Σύνταγμα, το οποίο απαγόρευε τη συμμετοχή του ιδίου και άλλων πολιτικών στην πολιτική ζωή. Το 1987 ανέλαβε πρόεδρος του Κόμματος του Ορθού Δρόμου και διετέλεσε πρωθυπουργός από το Νοέμβριο του 1991 ως το Μάιο του 1993, οπότε εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας αμέσως μετά το θάνατο του προκατόχου του Τουργκούτ Οζάλ. Το 2000 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση απέρριψε τροπολογία που θα επέτρεπε την επανεκλογή του Προέδρου, οπότε ο Ντεμιρέλ αποσύρθηκε με το τέλος της θητείας του την ίδια χρονιά. Πέθανε στις 17 Ιουνίου του 2015.
θ. Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ (2000-2007)
Ο Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ (Ahmet Necdet Sezer, 1941 - ...), 10ος Πρόεδρος της Τουρκίας, γεννήθηκε στο Αφιόν Καραχισάρ και σπούδασε Νομικά στην Άγκυρα. Το 1988 διορίστηκε μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Το 1998, εκλέχτηκε ανώτατος δικαστής του εν λόγω δικαστηρίου. Είναι παντρεμένος με τη Σεμρά Σεζέρ και έχουν 3 παιδιά. Ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 16 Μαΐου 2000 και διατηρήθηκε στο αξίωμα ως το 2007. Τον διαδέχθηκε ο Αμπντουλάχ Γκιούλ.
ι. Αμπντουλάχ Γκιουλ (2007-2014)
Ο Αμπντουλάχ Γκιουλ (Abdullah Gül, 1950- ) υπηρέτησε στις θέσεις του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας (2007 - 2014), του Πρωθυπουργού της Τουρκίας (2002 - 2003) και του Υπουργού Εξωτερικών της χώρας (2003 -2007). Γεννήθηκε στην Καισάρεια και σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Το διάστημα 1977-1983 δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Σαγγαρίου. Από το 1983 εργάστηκε στην Ισλαμική Αναπτυξιακή Τράπεζα στη Τζέντα. Το 1991 έγινε επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά της Κωνσταντινούπολης και στις εκλογές του ίδιου χρόνου εκλέχτηκε βουλευτής, με το ισλαμικό Κόμμα της Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν. Στις εκλογές του 1995 επανεκλέχτηκε βουλευτής. Ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και κυβερνητικός εκπρόσωπος στην κυβέρνηση συνασπισμού των κομμάτων Ευημερίας (Ερμπακάν) και Ορθού Δρόμου (Τσιλέρ). Το 1998 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας έθεσε εκτός νόμου το Κόμμα Ευημερίας, και ο Γκιούλ, όπως και όλοι οι βουλευτές του κόμματος, εντάχθηκε στο Κόμμα Αρετής. Με το νέο αυτό κόμμα επανεκλέχτηκε βουλευτής το 1999. Το 2001 το Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε εκτός νόμου το Κόμμα Αρετής. Ο Γκιούλ συνεργάστηκε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην ίδρυση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, τον Αύγουστο του 2001 και ο Γκιούλ ανέλαβε αντιπρόεδρος. Μετά τη νίκη του κόμματος στις εκλογές του 2002, ο Γκιούλ ορίστηκε εντολοδόχος πρωθυπουργός, ως μεταβατικός, καθώς ο Ερντογάν είχε κώλυμα νομικής φύσεως. Ο Γκιούλ σχημάτισε Κυβέρνηση στις 18 Νοεμβρίου 2002 και στις επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές της 9ης Μαρτίου 2003, ο Ερντογάν εκλέχτηκε βουλευτής, οπότε ο Γκιούλ του παρέδωσε την πρωθυπουργία στις 14 Μαρτίου 2003, ολοκληρώνοντας τη σύντομη θητεία του ως πρωθυπουργός και αναλαμβάνοντας Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εξωτερικών της νέας Κυβέρνησης. Στις 24 Απριλίου 2007 ο πρωθυπουργός Ερντογάν τον πρότεινε ως υποψήφιο του κόμματος για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Λόγω του γεγονότος ότι, αν εκλεγόταν, θα ήταν ο πρώτος ισλαμικών καταβολών Πρόεδρος μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 (και μάλιστα με σύζυγο που φοράει την ισλαμική μαντίλα), η υποψηφιότητά του προκάλεσε την αντίδραση του στρατού. Μετά τη νίκη του Ερντογάν στις βουλευτικές εκλογές στις 22 Ιουλίου 2007 η νέα Εθνοσυνέλευση τον εξέλεξε με την τρίτη ψηφοφορία, στις 28 Αυγούστου 2007, 11o Πρόεδρο της χώρας.
ια. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (2014- )
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan, 1954- ), 12ος Πρόεδρος της Τουρκίας από τον Αύγουστο του 2014, διετέλεσε επίσης πρωθυπουργός της χώρας από το 2003 έως το 2014, για τρεις συνεχόμενες θητείες, ενώ υπηρέτησε και ως Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης (1994 - 1998). Γεννήθηκε στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης, με Γεωργιανές ρίζες. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι (που σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά). Στα νιάτα του υπήρξε ποδοσφαιριστής σε τοπική ομάδα της πόλης. Είναι νυμφευμένος με την Εμινέ από το 1978 και έχει 2 γιους και 2 κόρες. Η σύζυγός του φοράει την ισλαμική μαντίλα, πράγμα το οποίο δημιουργεί συχνά αντιπαραθέσεις στην Τουρκία και την αντίδραση του στρατού και του λεγόμενου «κεμαλικού κατεστημένου».
Μετά το πραξικόπημα του 1980 ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας. Στις 27 Μαρτίου 1994 εκλέχθηκε Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, βελτιώνοντας το πρόβλημα της υδροδότησης και εργαζόμενος πάνω στα προβλήματα των μετακινήσεων και της διαχείρισης των απορριμμάτων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Ο Ερντογάν αντέδρασε, ωθήθηκε σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου το 1998 και τελικά καταδικάστηκε το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση. Το ισλαμικών καταβολών κόμμα του (AKP, Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε στις εκλογές του 2002, αλλά πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 2003. Τον Μάιο του 2004, έγινε ο πρώτος Τούρκος Πρωθυπουργός που επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα από το 1988 και ο πρώτος που είδε τους μουσουλμάνους της Θράκης από το 1952. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης πέτυχε μεγάλη νίκη στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν πρόωρα στις 22 Ιουλίου 2007. Στις 14 Μαΐου 2010 ο Ερντογάν, συνοδευόμενος από τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου και από 320 Τούρκους επιχειρηματίες, ξεκίνησε επίσημη διήμερη επίσκεψη στην Ελλάδα. Κατά την παραμονή του συνομολογήθηκαν 21 συμφωνίες συνεργασίας των δύο χωρών. Μετά τη διεξαγωγή εκλογών, στις 12 Ιουνίου 2011, το κόμμα του Ερντογάν πέτυχε και νέα νίκη και έτσι έγινε έτσι ο δεύτερος πολιτικός που κέρδισε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις στην τουρκική ιστορία, από το 1946. Πέτυχε την 9η συνεχόμενη εκλογική του νίκη στις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Αυγούστου 2014 με ποσοστό 52 %. Είναι γνωστός για τις συντηρητικές του θέσεις στο θέμα των σχέσεων Κράτους και Ισλαμικής θρησκείας, οι οποίες οδήγησαν σε αιματηρές διαδηλώσεις στην Τουρκία το 2013, στην υιοθέτηση των θέσεων του Νέο-Οθωμανισμού στην εξωτερική πολιτική, στη σύγκρουσή του με τον Στρατό της χώρας και στην αναπτυξιακή του οικονομική πολιτική, που τον βοήθησε να έχει άνετη πολιτική επικράτηση στις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Επί των ημερών του η Τουρκία ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 45 χρόνια μετά το αρχικό σχετικό αίτημα της.
Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ρωσικά Союз Советских Социалистических Республик, συντομογραφικά ΕΣΣΔ και συνηθέστερα Σοβιετική Ένωση - Советский Союз), ήταν κράτος που βρισκόταν στην ανατολική Ευρώπη και τη βόρεια Ασία, το μεγαλύτερο σε έκταση στον κόσμο, με πρωτεύουσα τη Μόσχα. Ιδρύθηκε το 1922 και διαλύθηκε το 1991, οπότε την αντικατέστησε η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών. Οι Ρώσοι ήταν ο κυριότερος συστατικός λαός με πληθυσμό που υπερέβαινε τα 140 εκατ. Οι Ουκρανοί με 40 εκατ. και οι Λευκορώσοι αποτελούσαν τους κυριότερους σλαβικούς λαούς της ΕΣΣΔ. Στη Μέση Ασία ζούσαν οι τουρανικοί λαοί των Ουζμπέκων, Καζάκων, Κιργίζιων και Τουρκμένων. Στη ίδια περιοχή κατοικούσαν και οι Τατζίκοι, που είναι περσικό φύλο και παρουσιάζουν γλωσσικές ομοιότητες με τους λαούς του Αφγανιστάν και του Ιράν, καθώς και με τους Κούρδους. Στην Καυκασία υπήρχε ένα μωσαϊκό λαών και εθνοτήτων. Οι κυριότεροι από αυτούς τους λαούς ήταν οι Γεωργιανοί, οι Αρμένιοι και οι Αζέροι. Οι Λιθουανοί, οι Εσθονοί , οι Λετονοί και οι Καρελίοι (λαός κοντά στους Φινλανδούς που κατοικεί στη Βορειοδυτική Ρωσία) αποτελούσαν τους βαλτικούς λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Σημαντικός ήταν ο αριθμός των Εβραίων, των Πολωνών των Τατάρων και των Γερμανών. Το 1959 στην ΕΣΣΔ κατοικούσαν 309.000. Έλληνες, ενώ το 1989 ο αριθμός τους ήταν 359.000. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονταν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που έφτασαν στην ΕΣΣΔ μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Οι Έλληνες της ΕΣΣΔ κατοικούσαν κυρίως σε τρεις περιοχές: Στην Ουκρανία, στις περιοχές της Μαριούπολης και της Οδησσού, στην Καυκασία στην περιοχή της Γεωργίας και στην Τασκένδη πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν. Ο συνολικός πληθυσμός της ΕΣΣΔ το 1989 ήταν 293.047.571 πολίτες.
α. Οι Σοβιετικές Δημοκρατίες
Το τελευταίο σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης όριζε ότι η χώρα απαρτιζόταν από 15 Σοβιετικές Δημοκρατίες:
Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λευκορωσίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τουρκμενίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Τατζικιστάν
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζαχστάν
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργιζίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μολδαβίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λιθουανίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λετονίας
Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Εσθονίας
Κάθε δημοκρατία είχε δικό της σύνταγμα, σημαία, εθνικό ύμνο και εθνόσημο. Ορισμένες μάλιστα (Ουκρανία και Λευκορωσία) είχαν θέση στον ΟΗΕ ως κυρίαρχες οντότητες και διέθεταν στοιχεία του διεθνούς δικαίου. Το πολιτικό-κοινωνικό σύστημα της ΕΣΣΔ, βασιζόμενο στο Μαρξισμό – Λενινισμό, θεωρούσε τη θρησκεία αναχρονιστικό-αντιδραστικό θεσμό. Το σοβιετικό κράτος διαμέσου των μηχανισμών του υποστήριζε ενεργά την αθεΐα, προτρέποντας τους πολίτες να μην ασπάζονται καμιά θρησκεία. Παρ' όλα αυτά, στην ΕΣΣΔ υπήρχαν και είχαν πιστούς σχεδόν όλες οι γνωστές θρησκείες. Κυριότερη θρησκευτική ομάδα ήταν οι Ορθόδοξοι. Ο αριθμός των Μουσουλμάνων ήταν επίσης σημαντικός.
β. Ο Σχηματισμός της Ε.Σ.Σ.Δ.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 καθοδηγούμενη από το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα των Μπολσεβίκων εδραίωσε στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το πρώτο Σοσιαλιστικό σύστημα. Η Ρωσία μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου προσπάθησε να συνενώσει τα κράτη, που κάποτε αποτελούσαν τη Ρωσική Αυτοκρατορία, στα πλαίσια του σοσιαλιστικού συστήματος. Ο Βλαδίμηρος Λένιν πρότεινε τη δημιουργία της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, στην οποία θα εντάσσονταν η Ρωσική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, η Ουκρανική ΣΣΔ, η Λευκορωσική ΣΣΔ και η Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας (αποτελούμενη από την Γεωργία, την Αρμενία, και το Αζερμπαϊτζάν), όπου το Μπολσεβίκικο (κομμουνιστικό) κόμμα είχε ήδη καταλάβει την εξουσία. Τον Δεκέμβριο του 1922 δημιουργήθηκε η ΕΣΣΔ ως κράτος βασισμένο σε μια κυβέρνηση με κύρια πολιτική δύναμη βασισμένη στο Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκων), όπως τότε μετονομάστηκε το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Μπολσεβίκων. Στον οικονομικό τομέα ο Λένιν αναγκάστηκε να εφαρμόσει αρχικά τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που προέβλεπε τη μη συμμετοχή του κράτους στην οικονομία και τη δημιουργία μιας τάξης ευπόρων προερχομένων από τις τάξεις του Προλεταριάτου. Κύριος ιδεολόγος του οικονομικού αυτού σχεδίου ήταν ο Νικολάϊ Μπουχάριν. Η ΝΕΠ είχε ως αποτέλεσμα το 1927 η ΕΣΣΔ να έχει τους υψηλότερους δείκτες χρήσης και κατανάλωσης αγαθών.
γ. Η Περίοδος του Μεσοπολέμου στην ΕΣΣΔ
Μετά τον θάνατο του Λένιν, στις 21 Ιανουαρίου 1924, την ηγεσία της ΕΣΣΔ ανέλαβε ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν το 1927. Η πολιτική του Στάλιν βασίστηκε σε μηχανισμούς κεντρικού ελέγχου στην οικονομία, στην κοινωνία και στο κόμμα. Η Νέα Οικονομική Πολιτική εγκαταλείφθηκε και εφαρμόστηκε η κρατικοποίηση όλων των μέσων παραγωγής. Το 1928 για πρώτη φορά καταρτίστηκε Πενταετές Πρόγραμμα, που προέβλεπε την Κολεκτιβοποίηση της αγροτικής γης, που θα έπρεπε να ανήκει σε συνεταιρισμούς όλων των αγροτών και την κατάργηση της ιδιωτικής παραγωγής των κουλάκων και τσιφλικάδων. Εντατικοποιήθηκε επίσης η εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ. Η Κολεκτιβοποίηση αύξησε την παραγωγή και μείωσε τον αγροτικό πληθυσμό, δίδοντας καλύτερες συνθήκες στην αγροτική εργασία και περισσότερα εργατικά χέρια στις πόλεις. Η δεκαετία του '30 θεωρείται ως η περίοδος κατά την οποία αναδείχθηκε σε ηγεμονική τάξη η νέα κομματική/κρατική γραφειοκρατία.
Το 1936 η νέα ηγετική ομάδα υπό τον Στάλιν ξεκίνησε μαζικές εκκαθαρίσεις, κυρίως εσωκομματικών της αντιπάλων. Παλιοί σύντροφοι του Λένιν, ιστορικά στελέχη από την εποχή της παρανομίας, στρατηγοί του Κόκκινου Στρατού και μέλη ξένων κομμουνιστικών κομμάτων, πολλές χιλιάδες μέλη του κόμματος χαρακτηρίστηκαν «εχθροί του λαού» και εκδιώχθηκαν, εξορίστηκαν στα Γκούλαγκ ή εκτελέσθηκαν. Αποκορύφωμα των εκκαθαρίσεων ήταν οι Δίκες της Μόσχας (1936-1938), με τις οποίες οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ως ελιτιστές και τροτσκιστές, παλιοί επαναστάτες, όπως οι Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ και ο Ούγγρος Μπέλα Κουν. Το 1937 εκτελέσθηκε και ο θρυλικός στρατηγός Τουχατσέφσκι.
Στις 23 Αυγούστου του 1939 η ΕΣΣΔ και η Γερμανία υπέγραψαν στη Μόσχα το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, που προέβλεπε τη μη επίθεση μεταξύ των δυο κρατών. Περιελάμβανε επίσης ένα Συμπληρωματικό Μυστικό Πρωτόκολλο, το οποίο προέβλεπε ότι, σε περίπτωση αλλαγής των συνόρων στην περιοχή, τα Βαλτικά κράτη, ένα κομμάτι της Ρουμανίας και ένα μέρος την Πολωνίας θα εντάσσονταν στην ΕΣΣΔ. Μια βδομάδα αργότερα η Γερμανία επιτέθηκε στην Πολωνία και η Ανατολική Πολωνία μαζί με την πόλη Λβοβ εντάχθηκε στην Ουκρανική ΣΣΔ. Η Βεσσαραβία έγινε Σοβιετική Δημοκρατία της Μολδαβίας, με προσάρτηση από τη Ρουμανία (η οποία ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και εθελοντικά παρέδωσε τα εδάφη αυτά). Επίσης οι Εσθονία, Λεττονία και Λιθουανία έγιναν και αυτές Σοβιετικές Δημοκρατίες. Το ίδιο έτος η ΕΣΣΔ πολεμούσε με τη Φινλανδία προσπαθώντας να προστατέψει το Λένινγκραντ.
δ. Ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος 1941-1945
Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση δέχθηκε επίθεση από τη Γερμανία. Πάνω από 25.000.000 πολίτες και στρατιώτες πέθαναν, ενώ πολλοί ακόμη έμειναν ανάπηροι. Όλες σχεδόν οι υποδομές στο τμήμα της χώρας που δέχτηκε επίθεση καταστράφηκαν. Ο πόλεμος έληξε τελικά με σοβιετική νίκη το Μάιο του 1945.
ε. Η μεταπολεμική εξέλιξη ως τη διάσπαση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο η Σοβιετική Ένωση επανοικοδόμησε και αργότερα επέκτεινε την οικονομία της, διατηρώντας αυστηρά συγκεντρωτικό έλεγχο. Η Σοβιετική Ένωση βοήθησε τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μετατρέποντάς τες σε σοβιετικά δορυφορικά κράτη, ίδρυσε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1955, αργότερα Comecon, παρείχε ενίσχυση στους τελικά νικηφόρους κομμουνιστές στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, και είδε την επιρροή της ν’ αυξάνεται παγκοσμίως. Εν τω μεταξύ, η αυξανόμενη ένταση του Ψυχρού Πολέμου μετέτρεψε τους συμμάχους της εν καιρώ πολέμου, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε εχθρούς.
Ο Στάλιν πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953 και τα υψηλότερα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος επέλεξαν να κυβερνήσουν τη Σοβιετική Ένωση από κοινού. Ο Νικήτα Χρουστσόφ, που είχε κερδίσει επιρροή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, κατήγγειλε τις σταλινικές μεθόδους κηρύσσοντας την αποσταλινοποίηση. Συγχρόνως, η σοβιετική στρατιωτική δύναμη χρησιμοποιήθηκε για να καταστείλει τις εθνικιστικές εξεγέρσεις στην Ουγγαρία και την Πολωνία το 1956. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να πραγματοποιεί επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση στέλνοντας σε τροχιά γύρω από τη γη τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο, Σπούτνικ 1, ένα σκυλί διαβίωσης, τη Λάικα, και αργότερα, τον πρώτο άνθρωπο, Γιούρι Γκαγκάριν. Η Βαλεντίνα Τερέσκοβα ήταν η πρώτη γυναίκα στο διάστημα με το Vostok 6 στις 16 Ιουνίου 1963, και ο Αλεξέι Λεόνοφ έγινε ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε στο διάστημα στις 18 Μαρτίου 1965. Εντούτοις, οι μεταρρυθμίσεις του Χρουστσόφ στη γεωργία και τη διοίκηση ήταν γενικά μη παραγωγικές, και η εξωτερική πολιτική έναντι της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών συνάντησε δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που οδήγησαν στη σινο-σοβιετική διάσταση. Ο Χρουστσόφ απομακρύνθηκε από την ηγεσία το 1964.
Μια ακόμη περίοδος συλλογικής ηγεσίας ακολούθησε, έως ότου καθιερώθηκε ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως διαπρεπέστερος διάδοχος του Χρουστσόφ στη σοβιετική πολιτική ζωή. Ο Μπρέζνιεφ προήδρευσε σε μία περίοδο ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου με τη δύση, ενισχύοντας συγχρόνως τη σοβιετική στρατιωτική δύναμη. Καθ' όλη τη διάρκεια της νέας περιόδου, η Σοβιετική Ένωση διατήρησε ισότητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας, αλλά αυτό εξουθένωσε την σοβιετική οικονομία. Σε αντίθεση με το επαναστατικό πνεύμα, που συνόδευσε τη γέννηση της Σοβιετικής Ένωσης, η επικρατούσα διάθεση της σοβιετικής ηγεσίας, κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπρέζνιεφ ως το θάνατο του το 1982, ήταν αποστροφή στις μεγάλες αλλαγές. Μετά από κάποιο πειραματισμό με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στα μέσα της δεκαετίας του '60, η σοβιετική ηγεσία επανήλθε στα καθιερωμένα μέτρα της οικονομικής διαχείρισης. Η βιομηχανία παρουσίασε αργά αλλά σταθερά κέρδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70. Η γεωργική ανάπτυξη συνεχίστηκε, αλλά δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την αυξανόμενη κατανάλωση και η ΕΣΣΔ έπρεπε να εισαγάγει τρόφιμα όπως το σιτάρι. Λόγω της χαμηλής επένδυσης στα καταναλωτικά αγαθά, η ΕΣΣΔ ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος ικανή μόνο να εξάγει τις πρώτες ύλες, ειδικότερα πετρέλαιο, το οποίο την κατέστησε τρωτή στις σφαιρικές μετατοπίσεις τιμών. Επιπλέον, η ανθρώπινη ευημερία στη Σοβιετική Ένωση έμεινε πίσω σε σύγκριση με το δυτικό επίπεδο, μετά από αρχικά σημάδια σύγκλισης στις δεκαετίες του '50 και του ’60.
Δύο εξελίξεις κυριάρχησαν τη δεκαετία που ακολούθησε: Το όλο και περισσότερο προφανές θρυμμάτισμα των οικονομικών/πολιτικών δομών της Σοβιετικής Ένωσης, και οι προσπάθειες να γίνουν μεταρρυθμίσεις, ώστε να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία. Μετά τη γρήγορη διαδοχή του Γιούρι Αντρόπωφ και του Κονσταντίν Τσερνιένκο, το 1985, ανέλαβε την ηγεσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ εξαγγέλλοντας σημαντικές αλλαγές στην οικονομία και την ηγεσία (Περεστρόικα, Γκλάσνοστ). Η πολιτική Γκλάσνοστ απελευθέρωσε τη δημόσια πρόσβαση στις πληροφορίες μετά από πολλές δεκαετίες λογοκρισίας. Με τη Σοβιετική Ένωση σε κακή οικονομική κατάσταση και τα δορυφορικά κράτη της στην Ανατολική Ευρώπη να εγκαταλείπουν τον κομμουνισμό, ο Γκορμπατσώφ θέλησε να τελειώσει τον Ψυχρό Πόλεμο. Το 1988, η Σοβιετική Ένωση εγκατέλειψε τον εννεαετή πόλεμό της με το Αφγανιστάν και άρχισε να αποσύρει τις δυνάμεις από τη χώρα. Προς το τέλος της δεκαετίας του '80, ο Γκορμπατσώφ αρνήθηκε να στείλει στρατιωτική υποστήριξη για να υπερασπίσει τα προηγούμενα δορυφορικά κράτη της ΕΣΣΔ, με συνέπεια τα κομμουνιστικά καθεστώτα σε εκείνα τα κράτη να χάσουν τη δύναμή τους. Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ακολούθησε η ενοποίηση της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας. Το 1989 η ρωσική συνομοσπονδία συγκάλεσε νέο συνέδριο λαϊκών αντιπροσώπων στο οποίο ο Μπορίς Γιέλτσιν εκλέχτηκε πρόεδρος και πέρασε νόμους που προσπάθησαν να εκτοπίσουν τη σοβιετική κυριαρχία. Η περίοδος νομικής αβεβαιότητας συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια του 1990-1, καθώς οι σοβιετικές δημοκρατίες έγιναν σταδιακά ανεξάρτητες.
Στις 17 Μαρτίου 1991 πραγματοποιήθηκε ένα δημοψήφισμα με αντικείμενο τη διατήρηση της ΕΣΣΔ. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ψήφισε υπέρ της διατήρησης της ένωσης σε εννέα από τις δεκαπέντε δημοκρατίες. Το δημοψήφισμα έδωσε στον Γκορμπατσώφ μια δεύτερη ευκαιρία. Το καλοκαίρι του 1991, σχεδιάστηκε μια νέα συνθήκη και συμφωνήθηκε να συσταθεί μια χαλαρή ομοσπονδία οκτώ δημοκρατιών. Η υπογραφή της συνθήκης, εντούτοις, διακόπηκε από το πραξικόπημα του Αυγούστου, που ήταν μια απόπειρα να απομακρυνθεί ο Γκορμπατσώφ από εκείνα τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, τα οποία επιδίωκαν να καταργήσουν τις μεταρρυθμίσεις του και να επαναφέρουν τον κεντρικό έλεγχο επί των δημοκρατιών. Το πραξικόπημα καταστάλθηκε, ο Γιέλτσιν θεωρήθηκε ήρωας, ενώ η εξουσία του Γκορμπατσώφ κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Τον Αύγουστο του 1991, η Λετονία και η Εσθονία κήρυξαν άμεσα την αποκατάσταση της πλήρους ανεξαρτησίας τους (ακολουθώντας το παράδειγμα της Λιθουανίας το 1990), ενώ οι άλλες 12 δημοκρατίες συνέχισαν τη συζήτηση για μια όλο και πιο χαλαρή ένωση ομόσπονδων κρατών.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1991, οι Πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας υπέγραψαν τις συμφωνίες Μπελοβέζα που κήρυξαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και σύστησαν την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ). Οι αντιπρόσωποι όλων των σοβιετικών δημοκρατιών, εκτός από τη Γεωργία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δημοκρατιών που είχαν υπογράψει τις συμφωνίες Μπελοβέζα, υπέγραψαν το πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα, το οποίο επιβεβαίωσε τη διάλυση της ΕΣΣΔ και επαναδιατύπωσε τη σύσταση της ΚΑΚ. Η σύνοδος κορυφής της Άλμα-Άτα συμφώνησε επίσης διάφορα άλλα πρακτικά μέτρα, που ήταν απαραίτητο να ληφθούν, ως συνέπεια της διάλυσης της Ένωσης. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Γκορμπατσώφ, το υψηλότερο κυβερνητικό στέλεχος της Σοβιετικής Ένωσης, αναγνώρισε την πτώχευση και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
στ. Αξιολόγηση
Παρά τις αναμφισβήτητες κατακτήσεις των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, που ήταν εμφανείς στην κρατική Υγεία, Παιδεία και Στέγαση και στην γενικότερη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί υποστηρίζουν πως τελικά στην ΕΣΣΔ δεν οικοδομήθηκε σοσιαλισμός. Αντιθέτως από τα τέλη της δεκαετίας του '20 και μέσα από καμπές και συγκρούσεις, αναδείχθηκε κυρίαρχη τάξη στην ΕΣΣΔ η κομματική/κρατική γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα, να οικοδομείται σταδιακά ένα ταξικό, εκμεταλλευτικό σύστημα στο όνομα της εργατικής τάξης, αλλά με την εργατική τάξη σε καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης από την κομματική/κρατική άρχουσα τάξη. Οι αιτίες για το αποτέλεσμα αυτό διακρίνονται σε αντικειμενικές και υποκειμενικές.
Στις αντικειμενικές αιτίες μπορεί να ενταχθεί η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και η αποτυχία των άλλων επαναστάσεων στην Ευρώπη (Γερμανία-1918, Ουγγαρία-1919) μαζί με τον εμφύλιο που ακολούθησε (1918-1921), που όχι μόνο δεν επέτρεψε τον μαρασμό του κράτους, αλλά αντιθέτως οδήγησε σε γιγάντωση του κράτους και της καταστολής. Η κατεστραμμένη οικονομία από την άλλη, και η ανάγκη ανόρθωσής της οδήγησε σε ακόμα πιο μεγάλες υποχωρήσεις, όπως η ΝΕΠ το 1921 και η βίαιη κολεκτιβοποίηση του 1928. Τέλος, η απουσία οποιασδήποτε σοβαρής αστικοδημοκρατικής παράδοσης (γενικές εκλογές, πολυκομματισμός, διαδικασία του συνέρχεσθαι και του συναιτερίζεσθαι) συνετέλεσε και αυτή στη διαμόρφωση του κατάλληλου κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος εμφάνισης και παγίωσης της κομματικής/κρατικής γραφειοκρατίας.
Στις υποκειμενικές αιτίες μπορούν να ενταχθούν παράγοντες όπως η λανθασμένη αντίληψη των μπολσεβίκων για τη σχέση κόμματος/κράτους, η απόλυτη ταύτιση του εργατικού μισο-κράτους και του κόμματος σε κυβερνητικό επίπεδο, που είχαν ως αποτέλεσμα η εξουσία των Σοβιέτ (εργατικών συμβουλίων) σταδιακά να εξασθενίσει και από τις αρχές της δεκαετίας του '30 να εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση της στην πανίσχυρη εξουσία του κόμματος/κράτους, μέσα από το οποίο παγίωσε την παντοδύναμη εξουσία της η νέα άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ η κομματική/κρατική γραφειοκρατία. Η εργατική τάξη μετατράπηκε σταδιακά σε άβουλο παρατηρητή στη λήψη των αποφάσεων με μόνο πολιτικό ρόλο την συμμετοχή στην υλοποίηση των πλάνων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μετάλλαξη του ίδιου του τρόπου λειτουργίας του κομμουνιστικού κόμματος. Πριν από το 1921 οι διαφορετικές πλατφόρμες στα συνέδρια και η δημόσια διαφωνία των τάσεων ήταν ένα αναφαίρετο δικαίωμα που το κατοχύρωνε ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Το 1921 όμως στο 10ο Συνέδριο των μπολσεβίκων οι τάσεις απαγορεύτηκαν και σταδιακά και οι πλατφόρμες. Η εξέλιξη αυτή ώθησε το κομμουνιστικό κόμμα στην γραφειοκρατία. Το 1991 η κομματική/κρατική άρχουσα τάξη αποφάσισε πως δεν της χρειάζεται πλέον να κυβερνά "στο όνομα της εργατικής τάξης" και μετατράπηκε σε απλή αστική τάξη αποκαθιστώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ενώ η εργατική τάξη παρακολούθησε απαθής την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και σε πολλές περιπτώσεις, μέσα από το ρεύμα των γεγονότων, την επιδίωξε.
Η Ρωσία (Россия, επίσημα γνωστή ως Ρωσική Ομοσπονδία Росси́йская Федера́ция) βρίσκεται στη βόρεια Ευρασία. Πολίτευμά της είναι η Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία και αποτελείται από 85 ομοσπονδιακά κρατίδια. Από τα βορειοδυτικά ως τα νοτιοανατολικά, η Ρωσία, μοιράζεται εδαφικά σύνορα με τη Νορβηγία, τη Φινλανδία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ουκρανία, τη Γεωργία, την Αμπχαζία, τη Νότια Οσσετία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, την Κίνα, τη Μογγολία και τη Βόρεια Κορέα. Στη θάλασσα είναι πλησίον της Ιαπωνίας και της Αμερικάνικης Πολιτείας της Αλάσκα. Με έκταση 17.075.400 τ.χλμ. αποτελεί το μεγαλύτερο κράτος του πλανήτη, καλύπτοντας πάνω από το ένα όγδοο της παγκόσμιας κατοικήσιμης γης. Στη χώρα υπάρχουν 23 Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ, 41 εθνικά πάρκα και 101 εθνικοί δρυμοί. Η Ρωσία, είναι επίσης, η ένατη σε πληθυσμό χώρα παγκοσμίως, με πάνω από 146 εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2012. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Μόσχα. Η επίσημη γλώσσα είναι τα ρωσικά και νόμισμα το ρούβλι. Η Ρωσική Ομοσπονδία δημιουργήθηκε το 1991 και προήλθε από την αποδόμηση της Ε.Σ.Σ.Δ.. Έκτοτε, το πολίτευμά της είναι Προεδρική Δημοκρατία, κατά το πρότυπο του δυτικού φιλελεύθερου μοντέλου. Το όνομα Ρωσία προέρχεται από τον μεσαιωνικό λαό των Ρως, που συγγένευε με τους ανατολικούς Σλάβους και με τους Βίκινγκς. Η ονομασία Ρωσία συναντάται για πρώτη φορά στα έργα «Περί τῆς Βασιλείου Τάξεως» και «Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν» του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ως η ελληνική ονομασία του κράτους των Ρως και προέρχεται από το ρήμα «ρουσίζω» (<ροδίζω, ο>ου, δ>σ), που σημαίνει είμαι κοκκινωπός.
Η Ρωσική Ομοσπονδία αποτελείται κυρίως από τεράστιες πεδινές περιοχές, στέπες στα νότια, και πυκνά δάση και τούνδρα στα βόρεια. Οι περιοχές αυτές αποτελούν το 10% των παγκόσμιων αγροτικών εκτάσεων. Οι σημαντικότερες οροσειρές της Ρωσίας είναι ο Καύκασος (όπου βρίσκεται το Ελμπρούς, το ψηλότερο βουνό της Ρωσίας), τα Ουράλια και τα Αλτάι. Δεκάδες χιλιάδες ποτάμια διαρρέουν τη Ρωσία. Μεγαλύτεροι ποταμοί είναι ο Βόλγας, ο Ντβίνα, ο Ντον, o Ομπ, ο Γενισέης, ο Αγγαράς, ο Λένας και ο Αμούρ. Μεγαλύτερες λίμνες είναι η Κασπία Θάλασσα, η Βαϊκάλη, η Λάντογκα, η Ονέγκα. Η θέση της Ρωσίας στο βόρειο τμήμα της Ευρασίας δημιούργησε συνθήκες πολικού ψύχους με ήπιο και υποτροπικό κλίμα σε ορισμένες ζώνες. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της βρίσκεται στην εύκρατη ζώνη. Μια ποικιλία του κλίματος εξαρτάται επίσης από την τοπογραφία και την εγγύτητα ή την απόσταση του ωκεανού.
Τον Ιούνιο του 1991, o Μπόρις Γιέλτσιν έγινε ο πρώτος άμεσα εκλεγμένος πρόεδρος στην ιστορία της Ρωσίας, όταν εξελέγη Πρόεδρος της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, η οποία τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έγινε η ανεξάρτητη πλέον Ρωσική Ομοσπονδία. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έγιναν ευρείες μεταρρυθμίσεις, που περιλάμβαναν ιδιωτικοποιήσεις και φιλελευθεροποίηση της αγοράς και του εμπορίου. Ταυτόχρονα στο οικονομικό πεδίο έγιναν ριζικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της λεγόμενης οικονομικής θεραπείας “σοκ”, η οποία προτάθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτά οδήγησαν σε οικονομική κρίση, που χαρακτηρίστηκε από μείωση 50% του ποσοστού του ΑΕΠ και της βιομηχανικής παραγωγής μεταξύ των ετών 1990-1995. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου το ποσοστό της φτώχειας, όπου από το επίπεδο του 1,5% στα τέλη της σοβιετικής εποχής, εκτινάχθηκε στο 39-49% στα μέσα του 1993.
Τη δεκαετία του 1990 η χώρα είχε να αντιμετωπίσει ένοπλες συγκρούσεις στο Βόρειο Καύκασο, τόσο τοπικών εθνοτικών ομάδων, όσο και αυτονομιστών ισλαμιστών. Σημαντικότερο μέτωπο ήταν αυτό της Τσετσενίας, όπου πάνω από 20 χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι αυτονομιστές δρούσαν και με τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον αμάχων. Η Ρωσία ανέλαβε την ευθύνη για τη διευθέτηση του εξωτερικού χρέους της ΕΣΣΔ, παρόλο που ο πληθυσμός της δεν ήταν αντίστοιχος του πληθυσμού της ΕΣΣΔ κατά τη στιγμή της διάλυσής της. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα προκάλεσαν το 1998 μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία οδήγησε σε περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ. Στις 31 Δεκεμβρίου 1999, ο Πρόεδρος Γιέλτσιν παραιτήθηκε απροσδόκητα, παραδίδοντας τη θέση του στον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος στη συνέχεια κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2000. Ο Πούτιν κατάφερε να νικήσει αποφασιστικά του Τσετσένους αυτονομιστές μέσα σε λίγους μήνες και εξασφάλισε την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας. Οι πολιτικές του νέου προέδρου, σε συνδυασμό με τις καλές τιμές πετρελαίου και την ευελιξία, που έδινε το εθνικό νόμισμα, αύξησαν την εγχώρια ζήτηση, την κατανάλωση και τις επενδύσεις, συμβάλλοντας στη ραγδαία βελτίωση της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια. Το επίπεδο ζωής βελτιώθηκε και η επιρροή της Ρωσίας στο εξωτερικό αυξήθηκε. Οι μεταρρυθμίσεις που προχώρησαν από τον πρόεδρο Πούτιν εξασφάλισαν μια ασφαλή, σταθερή και συνεχώς αναπτυσσόμενη Ρωσία.
Στις 2 Μαρτίου του 2008, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ εξελέγη πρόεδρος της Ρωσίας, ενώ ο Πούτιν έγινε Πρωθυπουργός. Ο Πούτιν επέστρεψε στην προεδρία της χώρας μετά τις προεδρικές εκλογές του 2012, ενώ ο Μεντβέντεφ παρέμεινε στο πολιτικό σκηνικό με την ανάληψη της πρωθυπουργίας. Το 2014, εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία, η οποία είχε σχέση σε μεγάλο βαθμό με την ρωσική κοινότητα της χώρας, ο Πούτιν ζήτησε και έλαβε άδεια από το Ρωσικό Κοινοβούλιο για την ανάπτυξη ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Έπειτα, μετά από ένα δημοψήφισμα στην Κριμαία, η πρώην ουκρανική αυτόνομη δημοκρατία ενσωματώθηκε στη Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από πολλές χώρες διεθνώς. Τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν διέταξε την επιτάχυνση της κατασκευής του Κοσμοδρομίου Βοστότσνι, το οποίο αναμένεται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές αποστολές στη Σελήνη και τον Άρη. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους η Ρωσία πραγματοποίησε την πρώτη δοκιμαστική πτήση του Ανγκαρά, του πρώτου πυραύλου διαστημικής μεταφοράς από τη σοβιετική εποχή. Στα τέλη του 2015 ξέσπασε σοβαρή κρίση μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας, μετά την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από τους Τούρκους στην Συρία, η οποία είχε ως συνέπεια η Ρωσία να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία και να παγώσει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Το πολίτευμα της Ρωσίας είναι προεδρική δημοκρατία. Το ισχύον Σύνταγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας εγκρίθηκε (από το 54,5% των ψηφοφόρων) έπειτα από δημοψήφισμα στις 12 Δεκεμβρίου του 1993 και αντικατέστησε το σοβιετικό Σύνταγμα του 1978. Σύμφωνα με το σύνταγμα αυτό, το ρωσικό κοινοβούλιο έχει δύο νομοθετικά σώματα: το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας (Άνω Βουλή), που αποτελείται από εκπροσώπους των περιφερειακών διοικητικών μονάδων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που αποκαλούνται «γερουσιαστές», και την Κρατική Δούμα (Κάτω Βουλή) με 450 μέλη, που εκλέγονται με 4ετή θητεία με βάση τον πληθυσμό κάθε περιοχής. Η λέξη "δούμα" προέρχεται από το ρήμα dumaju, που σημαίνει «σκέπτομαι». Οι αποφάσεις της Δούμας επικυρώνονται από τον Πρόεδρο και το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Ο Πρωθυπουργός της Ρωσίας έχει λίγες εξουσίες και παίζει σχεδόν συμβολικό ρόλο, με εθιμοτυπικά καθήκοντα, διορίζεται από τον Πρόεδρο με τη σύμφωνη γνώμη της Κάτω Βουλής. Ο Πρόεδρος της Ρωσίας εκλέγεται με άμεση ψηφοφορία για 6 έτη και έχει πανίσχυρες εξουσίες. H παράταση της θητείας του προέδρου από 4 χρόνια σε 6 χρόνια εγκρίθηκε από την Άνω Βουλή στις 22 Δεκεμβρίου του 2008. Δικαίωμα ψήφου έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Για να μπορέσει ένα κόμμα να εκπροσωπηθεί στο Κοινοβούλιο πρέπει να κερδίσει τουλάχιστον το 8% των έγκυρων ψηφοδελτίων. Δεν επιτρέπεται η ύπαρξη μειονοτικών κομμάτων.
Μετά το 1989 και την πτώση της ΕΣΣΔ η Ορθόδοξη εκκλησία της χώρας βίωσε τεράστια αναγέννηση. Με την στήριξη των κυβερνήσεων μπόρεσε να αναδιοργανωθεί πολύ γρήγορα. Από το 1991 κατασκευάστηκαν χιλιάδες νέοι ναοί, ενώ από το 2001 ο αριθμός των Ρώσων που προσέρχονται στις εκκλησίες αυξήθηκε σε εντυπωσιακά υψηλά επίπεδα, ενώ παρατηρήθηκε ταχύτατη αύξηση της τέλεσης των θρησκευτικών υποχρεώσεων των Ρώσων. Με νόμο που ψηφίστηκε το 1997 αναγνωρίζεται η σημαντική προσφορά και θέση της στον Ρωσικό πολιτισμό και το Κράτος. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σήμερα η ισχυρότερη Ορθόδοξη εκκλησία στον κόσμο και η εκκλησία που διαθέτει την μεγαλύτερη επιρροή σε κοσμικό επίπεδο παγκοσμίως, ενώ είναι γνωστές οι άριστες σχέσεις που διατηρεί με όλους σχεδόν τους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς της χώρας.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2010, η Ρωσία είχε συνολικό πληθυσμό 142.856.536 κατοίκων, από τους οποίους 105.226.455 στις τέσσερις ευρωπαϊκές ομοσπονδιακές περιοχές και 37.727.241 στις τρεις ασιατικές ομοσπονδιακές περιοχές. Την 1η Ιανουαρίου του 2015 ο πληθυσμός της Ρωσίας αυξήθηκε σε 146.270.033, σύμφωνα με τη ρωσική Στατιστική Υπηρεσία. Οι περισσότεροι Ρώσοι προέρχονται από την Ανατολική Σλαβική οικογένεια λαών, για την προέλευση των οποίων λίγα στοιχεία είναι γνωστά.
Γεννήσεις: 1.793.828 (2011)
Θάνατοι: 1.525.036 (2011)
Δείκτης αύξησης του πληθυσμού: 0,56% (2011)
Δείκτης γεννήσεων : 20,6 γεννήσεις/1000 πληθυσμού (2011)
Δείκτης θανάτων: 16,5 θάνατοι/1000 πληθυσμού (2011)
Δείκτης μετανάστευσης: 1,24 / 1,000 πληθυσμού (2011)
Δείκτης γονιμότητας: 2,51 παιδιά / γυναίκα (2011)
Αναλογία φύλων στο σύνολο του πληθυσμού: 0,86 άρρενες / θήλεις (2015).
Ηλικιακή δομή:
0-14 ετών: 16,68% (άρρενες 12.204.992/θήλεις 11.556.764)
15-64 ετών: 69,71% (άρρενες 47.718.247/θήλεις 51.559.482)
65 ετών και άνω: 13,61% (άρρενες 5.978.578/θήλεις 13.405.710) (2015)
Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση: 70,47 έτη. Η σημαντική διαφορά στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα στα δύο φύλα, όπου το προσδόκιμο ζωής των ανδρών είναι (περίπου 10%) χαμηλότερο, οφείλεται στην αύξηση του φαινομένου του αλκοολισμού μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ.
Το 78% των Ρώσων είναι Χριστιανοί. Το 72% ανήκουν στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία έχει πανίσχυρες εξουσίες στον κοινωνικό και πολιτικό κόσμο της χώρας. 1,9% είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι άλλων εκκλησιών, 3,1% ανήκουν στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και 2,1% είναι Προτεστάντες ή άλλο χριστιανικό δόγμα. Το Ισλάμ είναι η θρησκεία σε ποσοτό 9,5%(το 7,0% Σουνίτες και το 2,5% Σιίτες). Ο Ιουδαϊσμός είναι θρησκεία του 3,5% των Ρώσων. Επιπλέον τον Βουδισμό ασπάζεται το 4% του πληθυσμού. Το 4,5% πιστεύει σε αυτόχθονες θρησκείες, ενώ άθεοι δεν καταγράφονται σε δημοσκοπήσεις μετά την πτώση της ΕΣΣΔ αν και σύμφωνα με πανεπιστημιακές μελέτες η αθεΐα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ακολουθεί συνεχόμενα μεγάλη καθοδική πορεία.
- Ο Μπορίς Νικολάγιεβιτς Γιέλτσιν (Борис Николаевич Ельцин 1931- 2007) ήταν Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας από το 1991 έως και το 1999. Γεννήθηκε στο Σβερντλόφσκ στα Ουράλια Όρη (το σημερινό Αικατερίνενμπουργκ) και ήταν γιος μηχανικού. Όταν ήταν μικρός έχασε μερικά δάχτυλα στο ένα του χέρι παίζοντας με μια χειροβομβίδα. Το 1961 έγινε μέλλος του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης) και χάρη στην γνωριμία του με τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ διορίστηκε γενικός γραμματέας του κόμματος στη Μόσχα. Λόγω έντονης αντιπαράθεσης με τον Γκορμπατσώφ, απομακρύνθηκε από τη θέση του και το 1989 επέστρεψε δυναμικά στην πολιτική σκηνή ως κριτής της πολιτικής του Γκορμπατσώφ και αναδείχθηκε αρχηγός των μεταρρυθμιστών. Το 1990 εξελέγη πρόεδρος της Ρωσίας. Ένα χρόνο αργότερα, διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και ο Γιέλτσιν έγινε πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τα χρόνια της διακυβέρνησής του χαρακτηρίστηκαν από ακραίο φιλελευθερισμό, ο οποίος χειροτέρευσε το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών. Ο Γιέλτσιν έπαθε 5 καρδιακές προσβολές και έγινε αγώνας ώστε το 1996 να επανεκλεγεί στην εξουσία. Τα τελευταία χρόνια η κόρη του, Τατιάνα Ντιατσένκο, ήταν το δεξί του χέρι, ουσιαστικά κυβερνώντας τη χώρα με τους νεόπλουτους ολιγαρχικούς. Η πολιτική αστάθεια της εποχής του χαρακτηρίζεται από τη συχνή απόλυση πρωθυπουργών, ενώ η μαφία είχε τον έλεγχο της χώρας. Σταθμοί στην πορεία του ήταν ο Δεκέμβριος του 1993, με την επιβολή του έναντι των πολιτικών του αντιπάλων, το 1994, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Τσετσενία, το 1995, με το πρώτο πολύ σημαντικό επεισόδιο της υγείας του, ο Ιούλιος του 1996, όταν επανεξελέγη έναντι του κομμουνιστή αντιπάλου του, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, ο Αύγουστος του 1998 με την οικονομική κρίση, και, τέλος, ο Δεκέμβριος του 1999, οπότε το πρόβλημα της διαδοχής του ήταν πλέον σημαντικό. Παραιτήθηκε το μεσημέρι της 31ης Δεκεμβρίου 1999 και ο προσωρινός πρόεδρος Πούτιν νομιμοποιήθηκε στην εξουσία στις επερχόμενες εκλογές της 26ης Μαρτίου 2000. Ο Μπορίς Γιέλτσιν πέθανε στις 23 Απριλίου 2007 από καρδιακή προσβολή.
- Ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Πούτιν (Влади́мир Влади́мирович Пу́тин, 1952- ) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ (σύγχρονη Αγία Πετρούπολη). Η μητέρα του ήταν εργάτρια, και ο πατέρας του κληρωτός στο Σοβιετικό Ναυτικό. Ο παππούς του ήταν μάγειρος που σε κάποια στιγμή βρέθηκε να μαγειρεύει για τον Βλαντιμίρ Λένιν και την σύζυγό του, Ναντέζντα Κρούπσκαγια και σε αρκετές περιπτώσεις για τον Ιωσήφ Στάλιν. Δύο Ρώσοι δημοσιογράφοι εικάζουν, σε ένα άρθρο σε εφημερίδα, ότι η καταγωγή του Πούτιν θα μπορούσε να συνδέεται με φυλή Πουτγιανίν, μία από τις αρχαιότερες φυλές στην ιστορία της Ρωσίας. Τελείωσε τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το 1975 και λίγο καιρό αργότερα απέκτησε διδακτορικό στα Οικονομικά. Το 1990 έγινε βοηθός Κοσμήτορα, ενώ το διάστημα 1985-1990 εργάστηκε στην Ανατολική Γερμανία ως μυστικός πράκτορας της Επιτροπής της Κρατικής Ασφάλειας (KGB). Το 1991 γύρισε στη γενέτειρά του, την Αγία Πετρούπολη, όπου δούλεψε με τον γνωστό δημοκρατικό παράγοντα της «Νέας Ρωσίας», Ανατόλι Σομπτσάκ, δήμαρχο της πόλης, ως σύμβουλός του. Τον Ιούνιο του 1991 έγινε Πρόεδρος Διεθνών Σχέσεων του Δήμου Αγίας Πετρούπολης και το 1994 πρώτος Αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου. Το Μάρτιο του 1997 προήχθη σε αντιπρόεδρο του Εκτελεστικού Γραφείου του Προέδρου, ενώ το 1998 ορίστηκε Διοικητής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ρωσίας, διάδοχος της Επιτροπής της Κρατικής Ασφάλειας. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1999, ορίστηκε Πρωθυπουργός από τον Πρόεδρο Μπορίς Γιέλτσιν και τον Ιανουάριο του 2000, μετά από το ξαφνικό διάγγελμα παραίτησης του Γιέλτσιν, ορίστηκε προσωρινός Πρόεδρος. Το 2000 έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία της Ρωσικής Δημοκρατίας και εξελέγη Πρόεδρος. Επίσης, στις 14 Μαρτίου 2004 επανεξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία. Την 1η Οκτωβρίου 2007 ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο να γίνει ο επόμενος Πρωθυπουργός. Στις εκλογές αυτές, στις 2 Δεκεμβρίου του 2007, που διεξήχθησαν υπό καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία, ο Πούτιν θριάμβευσε με ποσοστό άνω του 62% των ψήφων. Στις προεδρικές εκλογές του 2012 κέρδισε ποσοστό άνω του 60% και ορκίστηκε ξανά στο ύπατο αξίωμα της χώρας. Στη διάρκεια της 8ετούς, πρώτης και δεύτερης, προεδρικής θητείας του, η ρωσική οικονομία επανέκαμψε μετά από μακρύ χρονικό διάστημα, με αιχμή την ενεργειακή πολιτική και το μεγάλο πλούτο σε φυσικά κοιτάσματα, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επίσης, η Ρωσία είναι πλέον μέλος της ομάδας των οχτώ πλουσιοτέρων κρατών του κόσμου (G8), λόγω της μεγάλης αύξησης του Α.Ε.Π. της, που πλησίασε το αντίστοιχο της Ε.Σ.Σ.Δ. της δεκαετίας του '80. Από την άλλη μεριά, επανέφερε σοβιετικά σύμβολα, όπως τον ήχο του ύμνου της Σοβιετικής Ένωσης του 1944-1991. Ήταν νυμφευμένος με την Λιουντμίλα Πούτινα και έχει δύο κόρες, τη Μαρία (1985) και την Κατερίνα (1986). Μιλάει γερμανικά και αγγλικά.
- Ο Ντμίτρι Ανατόλιεβιτς Μεντβέντεφ (Дмитрий Анатольевич Медведев, 1965- ) ήταν 3ος πρόεδρος της Ρωσίας το 2008, αντικαθιστώντας τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη (πρώην Λένινγκραντ) και είναι γιος καθηγητών πανεπιστημίου. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το 1987 και στη συνέχεια ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα. Είναι έγγαμος και έχει έναν γιο γεννημένο το 1996. Στα τέλη του 1999 ορίστηκε σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις από τον Πρόεδρο Πούτιν και έλαβε μέρος στην εκστρατεία για την εκλογή του τελευταίου το 2000. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Μεντβέντεφ ήταν από το 2000 ως το 2001, πρόεδρος της εταιρείας Γκάζπρομ (Gazprom) και αντιπρόεδρος το 2001-2002. Τον Ιούνιο του 2002 έγινε για δεύτερη φορά πρόεδρος της Γκάζπρομ και το Νοέμβριο του 2005 διορίστηκε από τον Πούτιν και τον τότε πρωθυπουργό Μιχαήλ Φραντκόφ στο αξίωμα του πρώτου αντιπροέδρου της κυβέρνησης. Θεωρείται γενικά μετριοπαθής και φιλελεύθερος πολιτικός. Είναι συγγραφέας βιβλίων για το Ιδιωτικό Δίκαιο και δηλώνει λάτρης της σκληρής ροκ μουσικής. Ο Μεντβέντεφ αναδείχθηκε νικητής στις προεδρικές εκλογές της 2ας Μαρτίου 2008, ως υποψήφιος του συνδυασμού Ενωμένη Ρωσία, λαμβάνοντας ποσοστό 70,28%, έναντι 17,72% του κομμουνιστή Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, 9,35 του υπερεθνικιστή Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας (LDRR) και 1,30% του Αντρέι Μπογκντάνοφ (από το Δημοκρατικό Κόμμα). Παρέμεινε στη θέση του προέδρου μέχρι τις εκλογές του 2012, οπότε επανεκλέχθηκε ο Πούτιν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) είναι οικονομική και πολιτική ομοσπονδία είκοσι επτά (μετά την αποχώρηση της Μ.Βρετανίας το 2016) ευρωπαϊκών κρατών. Ιδρύθηκε την 1η Νοεμβρίου 1993 με θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ (που υπογράφτηκε στις 7.2.1992), βασιζόμενη στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας) τις οποίες αντικατέστησε. Το 1993, η Ένωση αριθμούσε 12 μέλη. Από τότε νέες τροποποιητικές συνθήκες έχουν επεκτείνει τις αρμοδιότητές της και σταδιακές διευρύνσεις έχουν αυξήσει τον αριθμό των κρατών-μελών της, αποτελώντας το τρέχον στάδιο μιας ανοιχτής διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και πολιτικές οντότητες στον κόσμο, με περισσότερους από 500 εκατομμύρια κατοίκους ή 7,3% του παγκόσμιου πληθυσμού και συνδυασμένο ονομαστικό ΑΕΠ περίπου 16,06 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2014. Έχει δημιουργήσει μια εσωτερική αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, διαθέτει κοινή αγροτική και αλιευτική πολιτική, κοινή εμπορική πολιτική προς τις τρίτες χώρες, όπως επίσης και περιφερειακή πολιτική για την υποστήριξη των φτωχότερων περιφερειών της. Επιδιώκει να αποτελέσει ένα Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο τα κράτη μέλη της συνεργάζονται στενά σχετικά με τις γενικές πολιτικές, τους ελέγχους στα σύνορα (εσωτερικά και εξωτερικά), το άσυλο, τη μετανάστευση, τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις και την αστυνομική συνεργασία. Επίσης προωθεί μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, προς το παρόν σε διακυβερνητικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης εισήγαγε ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, που έχει υιοθετηθεί από δεκαεννέα κράτη μέλη μέχρι σήμερα.
Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Με την ίδρυση της η Ευρωπαϊκή Ένωση, εισήγαγε την έννοια της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας. Οι πολίτες των κρατών μελών είναι παράλληλα και πολίτες της Ένωσης, δηλαδή μπορούν, μεταξύ άλλων, να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφός των κρατών μελών και να εκλέγουν ή/και να εκλέγονται μια φορά κάθε πέντε έτη στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (όπως και στις εθνικές εκλογές της χώρας τους). Παράλληλα οι έλεγχοι διαβατηρίων στα εσωτερικά της σύνορα καταργήθηκαν με τη Συμφωνία του Σένγκεν (Schengen).
α. Περίοδος 1945 – 1958
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η ενοποίηση της Ευρώπης έγινε βασικό στρατηγικό σημείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, που κυριαρχούσαν πλέον απόλυτα στον διεθνή χώρο, με στόχο την αποφυγή μελλοντικών πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, την απομόνωση των ακραίων μορφών εθνικισμού, οι οποίες θεωρήθηκαν υπεύθυνες για την πρόσφατη καταστροφή της ευρωπαϊκής ηπείρου και κυρίως την κατοχύρωση των συμφερόντων των μεγάλων (διεθνών πλέον) βιομηχανικών και χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν τις αγορές των προϊόντων τους, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο εξάπλωσης του κομμουνιστικού κινήματος. Καθοδηγούμενος από την αμερικανική κυβέρνηση, το έναυσμα έδωσε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ με λόγο που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1946, στον οποίο πρότεινε την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής οικογένειας σε κλίμα ειρήνης, ασφάλειας και ελευθερίας. Στις 9 Μαΐου 1950 ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σούμαν (Robert Ahmet) έκανε πρόταση για κοινή διαχείριση από τη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία των βιομηχανιών του άνθρακα και του χάλυβα. Η πρόταση, γνωστή ως Διακήρυξη Σούμαν, οδήγησε στο σχηματισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) από τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες. Στους δημιουργούς και υποστηρικτές συγκαταλέγονται οι Ζαν Μοννέ (Jean Monnet), Ρομπέρ Σουμάν, Πάουλ Χένρι Σπάακ (Paul Henri Spaak) και Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (Alcide De Gasperi). Η Κοινότητα ιδρύθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων (υπογραφή 18.4.1951) στις 23 Ιουλίου 1952.
β. Περίοδος 1958 – 1973
Την 1η Ιανουαρίου 1958 με τις Συνθήκες της Ρώμης (υπογραφή 25.3.1957) δημιουργήθηκαν δύο νέες Κοινότητες: η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που καθιέρωσε για πρώτη φορά πλήρη τελωνειακή ένωση, και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ) για συνεργασία σε θέματα χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Με μία ιδιαίτερη Σύμβαση, που υπογράφηκε και τέθηκε σε ισχύ μαζί με τις άλλες δύο Συνθήκες, οι τρεις Κοινότητες αποκτούσαν για πρώτη φορά τρία κοινά όργανα: τη Συνέλευση (μετέπειτα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), το Δικαστήριο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση και οι τρεις διατηρούσαν την αυτονομία τους από νομική άποψη ως διακριτοί διεθνείς οργανισμοί. Οι νέες Κοινότητες σχημάτισαν δύο διαφορετικές Επιτροπές, σε αντίθεση με την παλαιότερη "Ανωτάτη Αρχή" της ΕΚΑΧ. Η Επιτροπή της ΕΟΚ είχε επικεφαλής το Ουώλτερ Χάλσταιν (Walter Hallstein) και η Επιτροπή της ΕΚΑΕ τον Λουί Αρμάντ (Louis Armand) τον οποίο διαδέχθηκε ο Ετιέν Χίρς (Etienne Hirsch). Την 1η Ιουλίου 1967 με τη Συνθήκη Συγχώνευσης (υπογραφή, 8.4.1965) οι τρεις Κοινότητες απέκτησαν ενιαία, ολοκληρωμένη θεσμική δομή, συγχωνεύοντας τα Συμβούλια Υπουργών, τις Επιτροπές και την Ανωτάτη Αρχή, σε ένα ενιαίο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και μία ενιαία Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίστοιχα. Παρόλα αυτά παρέμειναν νομικά ανεξάρτητες, αν και στο εξής έγιναν γνωστές στο σύνολό τους ως Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
γ. Περίοδος 1973 – 1993
Την 1η Ιανουαρίου 1973 οι Κοινότητες διευρύνθηκαν έτσι ώστε να συμπεριλάβουν τη Δανία (συμπεριλαμβανομένης της Γροιλανδίας, η οποία αποχώρησε το 1985), την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο αποχώρησε το 2016). Η Νορβηγία είχε επίσης υπογράψει συμφωνία προσχώρησης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η οποία ωστόσο δεν επικυρώθηκε ποτέ λόγω του αρνητικού αποτελέσματος του σχετικού δημοψηφίσματος που διεξάχθηκε στη χώρα. Το 1979 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες άμεσες, δημοκρατικές εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τη δεκαετία του '80 προσχώρησαν η Ελλάδα (1.1.1981), η Ισπανία και η Πορτογαλία (1.1.1986). Το 1985 συνάφθηκε μεταξύ πέντε ευρωπαϊκών κρατών (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες) η Συμφωνία του Σένγκεν, που επέτρεψε τη σταδιακή κατάργηση των συστηματικών συνοριακών ελέγχων μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών. Το 1986 υιοθετήθηκε η ευρωπαϊκή σημαία, ενώ υπογράφτηκε και η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη , η οποία προωθούσε την δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς. Μετά τη πτώση του Τείχους (1989), η Ανατολική Γερμανία εισήλθε στην Κοινότητα το 1990, ως τμήμα της διευρυμένης Γερμανίας.
δ. Περίοδος 1993 – 2002
Καθώς η διεύρυνση προς την Ανατολική Ευρώπη ήταν προ των πυλών, αποφασίστηκαν από κοινού τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης (Ιούνιος 1993), μια σειρά από κανονισμούς τους οποίους έπρεπε να ικανοποιεί από εδώ και στο εξής οποιοδήποτε κράτος επιθυμούσε τη προσχώρηση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε επίσημα την 1η Νοεμβρίου 1993 με την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Εμπνευστές και αρχιτέκτονες της, θεωρούνται οι Χέλμουτ Κολ και Φρανσουά Μιτεράν. Την 1η Ιανουαρίου 1995 η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία προσχώρησαν στην πρόσφατα ιδρυθείσα Ένωση. Η πρώτη ευρεία τροποποίηση υπογράφηκε στο Άμστερνταμ το 1997, με την ομώνυμη συνθήκη, και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Την ίδια χρονιά το ενιαίο νόμισμα της Ένωσης, το ευρώ, αντικατέστησε για πρώτη φορά τα εθνικά νομίσματα, σε λογιστική μορφή, σε έντεκα κράτη μέλη, τη λεγόμενη Ευρωζώνη. Το 2001 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα, ενώ το 2002 το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα κυκλοφόρησε και σε φυσική μορφή σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
ε. Περίοδος 2002 – σήμερα
Με την εφαρμογή της τροποποιητικής Συνθήκης της Νίκαιας την 1η Φεβρουαρίου 2003, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, λόγω της επικείμενης διεύρυνσης της σε 25 κράτη-μέλη, τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της. Έτσι, την 1η Μαΐου 2004 δέκα νέες χώρες προσχώρησαν στην ΕΕ, οκτώ εκ των οποίων της Ανατολικής Ευρώπης: Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία και Τσεχία. Στις 29 Οκτωβρίου 2004 υπογράφηκε στη Ρώμη η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, που φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει όλο το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με μία απλούστερη και συνεκτικότερη δομή, δίνοντας στη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση διευρυμένες αρμοδιότητες. Η συνθήκη δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ καθώς περιείχε πολλά αμφιλεγόμενα εδάφια, καθώς η επικύρωσή της απορρίφθηκε το 2005 από το γαλλικό και ολλανδικό λαό σε αντίστοιχα δημοψηφίσματα. Μετά την εγκατάλειψη του "Συντάγματος της Ευρώπης", συμφωνήθηκε αφενός να διασωθούν και αφετέρου να τροποποιηθούν ορισμένα τμήματά του, έτσι ώστε μια νέα συνθήκη να τροποποιήσει τις ήδη υπάρχουσες, όπως παραδοσιακά μέχρι τότε συνηθιζόταν, χωρίς να τις αντικαταστήσει. Έτσι, υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας (13.12.2007), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Η συνθήκη αυτή τροποποίησε ολόκληρη τη δομή της Ένωσης, συγχωνεύοντας πλήρως τους Τρεις Πυλώνες της σε μια ενιαία νομική οντότητα. Επίσης, θέσπισε επίσημα πια τον θεσμό του μόνιμου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με θητεία 2,5 ετών, ενώ έδωσε αυξημένες αρμοδιότητες στον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης.
Την 1η Ιανουαρίου 2007, η Βουλγαρία και η Ρουμανία διεύρυναν τα κράτη μέλη της ΕΕ σε 27. Την ίδια χρονιά το ευρώ υιοθετήθηκε από τη Σλοβενία, το 2008 από την Κύπρο και τη Μάλτα, ενώ το 2009 από τη Σλοβακία. Την 1η Ιανουαρίου 2015, η Λιθουανία έγινε το 19ο μέλος της Ευρωζώνης, μετά τις Λετονία (1/1/2014) και Εσθονία (1/1/2011). Το 2012 η ΕΕ βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για την συνεισφορά της στην προώθηση της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της δημοκρατίας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Η τελευταία χώρα, μέχρι στιγμής, που εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή οικογένεια είναι η Κροατία (1/7/2013), αποτελώντας το 28ο μέλος της. Η σημαία της ένωσης αποτελείται από έναν κύκλο 12 χρυσών αστέρων σε μπλε φόντο. Το "μπλε" συμβολίζει τη δύση ενώ τα 12 χρυσά αστέρια με την τοποθέτησή τους σε κύκλο συμβολίζουν την αλληλεγγύη, την αρμονία και την τελειότητα. Η σημαία είχε σχεδιασθεί αρχικά το 1955 για το Συμβούλιο της Ευρώπης, υιοθετήθηκε ως επίσημη σημαία της ΕΟΚ το 1985 και κληρονομήθηκε από την ΕΕ. Την ίδια χρονιά υιοθετήθηκε και ο επίσημος ύμνος της Ένωσης ο οποίος είναι το πρελούδιο της Ωδής στη Χαρά, τμήμα της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, σε ορχηστρική έκδοση. Η 9η Μαΐου έχει κηρυχτεί ως Ημέρα της Ευρώπης και είναι η επέτειος της Διακήρυξης Σούμαν (9/5/1950), της απαρχής της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιδέας.
Συνθήκες:
1948 1948 Συνθήκη των Βρυξελλών
1951 1952 Συνθήκη των Παρισίων
1954 1955 Τροποποιημένη Συνθήκη των Βρυξελλών
1957 1958 Συνθήκες της Ρώμης
1965 1967 Συνθήκη Συγχώνευσης
1975 Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
1985 1995 Συνθήκη Σένγκεν
1986 1987 Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
1992 1993Συνθήκη του Μάαστριχτ
1997 1999 Συνθήκη του Άμστερνταμ
2001 2003 Συνθήκη της Νίκαιας
2007 2009 Συνθήκη της Λισσαβόνας
Κράτη μέλη:
Έτος
1952/1958
Ιστορία της Διεύρυνσης
Σύνολο
6
1973
1981
1986
1995
2004
9
10
12
15
25
27
2007
2013
28
Αυτήν την περίοδο υπάρχουν έξι υποψήφιες χώρες προς ένταξη: το Μαυροβούνιο, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η Σερβία, η Τουρκία και η Αλβανία. Επιπλέον, οι βαλκανικές χώρες Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κόσσοβο αναγνωρίζονται ως δυνάμει υποψήφιες. Σημαντικά κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου όπως η Ελβετία, η Λευκορωσία, η Ουκρανία, η Νορβηγία, η Ρωσία, και η Αρμενία είναι εκτός της ΕΕ.
Το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει έναν τομέα 4.381.376 τετραγωνικών χιλιομέτρων με έκταση βορειοανατολικά ως τη Φινλανδία, βορειοδυτικά ως την Ιρλανδία, νοτιοανατολικά ως την Κύπρο και νοτιοδυτικά ως την Πορτογαλία. Αντιπροσωπεύει την έβδομη μεγαλύτερη περιοχή στον κόσμο σε έκταση, ενώ υπολογίζεται ότι η ακτογραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περίπου 65.992 km. Υψηλότερη κορυφή είναι το Λευκό Όρος των Άλπεων με ύψος 4.810 μέτρα. Η ΕΕ συνορεύει με 16 κράτη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Διάφορα υπερπόντια και εξαρτώμενα εδάφη των διάφορων κρατών μελών είναι επίσης μέρος της ΕΕ (π.χ. οι Αζόρες, η Μαδέρα, οι Κανάριοι Νήσοι, η Γαλλική Γουιάνα, η Μαρτινίκα, η Γουαδελούπη, η Ρεϋνιόν), ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα εδάφη που συνδέονται με τα κράτη μέλη δεν είναι μέρος της ΕΕ (π.χ. η Γροιλανδία, οι Νήσοι Φερόες, οι Ολλανδικές Αντίλλες, η Νέα Καληδονία και τα περισσότερα εδάφη που συνδέονται με το Ηνωμένο Βασίλειο). Αν συμπεριληφθούν και τα υπερπόντια εδάφη των κρατών μελών, η ΕΕ περιλαμβάνει τους περισσότερους τύπους κλιμάτων από αρκτικό μέχρι τροπικό. Επομένως, οι μετεωρολογικοί μέσοι όροι για την ΕΕ συνολικά δεν είναι επαρκείς για συμπεράσματα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ζει είτε σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα (νότια Ευρώπη) είτε σε ένα ήπιο θαλάσσιο κλίμα (δυτική Ευρώπη) ή σε ένα θερμό κατά το θέρος ηπειρωτικό κλίμα (στα ανατολικά κράτη μέλη).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί έναν υπερεθνικό, διεθνή οργανισμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως Συνομοσπονδία. Ο όρος “ομοσπονδία” προσδιορίζει ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος, το οποίο συγκροτείται από τη συνένωση επιμέρους κρατών-μελών, βάσει συνταγματικών διατάξεων. Οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες μπορεί να προβεί η ΕΕ είναι τριών ειδών.
Κανονισμοί: Με την έναρξη της ισχύος τους εφαρμόζονται ως νόμοι σε όλα τα κράτη-μέλη ταυτόχρονα, χωρίς την ανάγκη επιπρόσθετων μέτρων από αυτά. Επίσης, υπερισχύουν αυτομάτως όλων των αντικρουόμενων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου των κρατών-μελών.
Οδηγίες: Απαιτούν την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων από τα κράτη-μέλη, μέσα σε ένα ορισμένο χρονοδιάγραμμα, αφήνοντας στη διακριτική τους ευχέρεια τα μέσα με τα οποία θα τους πετύχουν. Αν εκπνεύσουν τα χρονικά περιθώρια για την εφαρμογή τους, τότε τα κράτη-μέλη ενδέχεται, υπό ορισμένες συνθήκες, να υποστούν άμεσες κυρώσεις.
Αποφάσεις: Αποτελούν ένα εναλλακτικό είδος νομοθετικής ενέργειας, καθώς εκδίδονται και εφαρμόζονται μόνο σε συγκεκριμένα άτομα, εταιρείες ή σε ένα συγκεκριμένο κράτος-μέλος. Η πιο συνηθισμένη χρήση τους είναι στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούνται και για ποικίλα διαδικαστικά και διοικητικά θέματα των θεσμικών οργάνων.
Το δικαστικό σύστημα της ΕΕ διασφαλίζει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Η δικαστική της διάρθρωση - που ονομάζεται στο σύνολό της Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης - αποτελείται από τρία επιμέρους δικαστήρια: το καθεαυτό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ασχολείται κυρίως με υποθέσεις που αφορούν τα ίδια τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα καθώς και με υποθέσεις των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών μετά από παραπομπή τους σε αυτό. Το Γενικό Δικαστήριο αναλαμβάνει υποθέσεις που αφορούν ιδιώτες, επιχειρήσεις και εταιρείες, ενώ το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφαίνεται σε διενέξεις μεταξύ της ΕΕ και του προσωπικού διοίκησής της. Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου είναι εφέσιμες, μέχρι ενός σημείου, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η ΕΕ ασκεί τις αρμοδιότητές της σε έναν ενιαίο χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, πολύτιμων για τη δημοκρατική της λειτουργία. Για τη διατήρησή της, έχουν θεσμοθετηθεί τα κατάλληλα όργανα, τα οποία είναι τα εξής:
η Ευρωπόλ (Europol), η ευρωπαϊκή αστυνομία για τον εύρυθμο συντονισμό των επιμέρους αστυνομικών δυνάμεων των μελών της Ένωσης,
η Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας της ΕΕ (Eurojust), για τη συνεργασία μεταξύ των εισαγγελικών αρχών, και
η Φρόντεξ (Frontex), για την αποτελεσματική συνεργασία των συνοριακών αρχών ελέγχου, έτσι ώστε να προστατεύονται τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης από απειλές όπως η παράνομη μετανάστευση, η παράνομη διακίνηση και εμπορία αγαθών και ανθρώπων και η διείσδυση της τρομοκρατίας.
Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. είναι επτά, ως εξής:
1) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
2) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν)
3) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
4) το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
5) το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο
6) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
7) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)
Οι αρμοδιότητες τροποποίησης και ελέγχου της νομοθεσίας, κατανέμονται μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα από κοινού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (έχοντας πιο περιορισμένα καθήκοντα). Η νομισματική πολιτική της ευρωζώνης, στην οποία συμμετέχουν τα περισσότερα κράτη της Ένωσης, εκπορεύεται από την ΕΚΤ, ενώ ο οικονομικός προϋπολογισμός της Ένωσης, ελέγχεται από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Η ερμηνεία και η εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς και των Συνθηκών που έχουν υπογραφεί (ή θα υπογραφούν στο μέλλον) ελέγχονται και εξασφαλίζονται από Δικαστήριο της ΕΕ. Επίσης, υπάρχει και ένα πλήθος βοηθητικών οργάνων που λειτουργούν συμβουλευτικά προς την ΕΕ, ενώ ορισμένα από αυτά εξειδικεύονται σε συγκεκριμένους τομείς.
α. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λειτουργεί ως καθοδηγητής της ΕΕ. Καθορίζει τη γενική πολιτική και τις στρατηγικές που ακολουθούνται από την ΕΕ, ενώ συμμετέχει ενεργά σε οποιεσδήποτε τροποποιήσεις των υφιστάμενων συνθηκών, γι ‘αυτό και έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως η “υπέρτατη πολιτική εξουσία” της Ένωσης (αρχικά ονομαζόταν Σύνοδος Κορυφής). Συνεδριάζει τέσσερις φορές το χρόνο, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως επικεφαλής, τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τους αντιπροσώπους των κρατών μελών (ένας για κάθε κράτος-μέλος). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ασκεί τον ηγετικό του ρόλο για την επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών και των υπόλοιπων θεσμικών οργάνων, όπως επίσης και για την επίλυση των πολιτικών κρίσεων και των διαφωνιών, όσον αφορά αμφιλεγόμενα θέματα και πολιτικές. Εξωτερικά, ενεργεί συλλογικά ως “αρχηγός κράτους” επικυρώνοντας σημαντικά έγγραφα (όπως πχ, διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες). Ως επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την διασφάλιση της εξωτερικής εκπροσώπησης της ΕΕ και την προώθηση της συναίνεσης μεταξύ των μελών της, τόσο κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων όσο και στις χρονικές περιόδους ανάμεσά τους. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχει θητεία δυόμιση χρόνων, με δικαίωμα ανανέωσης καθηκόντων για μία επιπλέον θητεία. Ο ρόλος του κατοχυρώθηκε νομικά και θεσμικά με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβόνας, στις 1 Δεκεμβρίου 2009. Ο πρώτος Πρόεδρος που ανέλαβε καθήκοντα ήταν ο Χέρμαν βαν Ρομπέι το 2009, ενώ σημερινός Πρόεδρος είναι ο Ντόναλντ Τουσκ.
β. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν)
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της ΕΕ. Έχει νομοθετικές αρμοδιότητες και είναι υπεύθυνη για την εν γένει εύρυθμη λειτουργία της Ένωσης. Κάθε κράτος-μέλος εκπροσωπείται από ένα μέλος στην Επιτροπή, το οποίο ονομάζεται Επίτροπος. Κάθε Επίτροπος έχει ευρωπαϊκό ρόλο και εκπροσωπεί τα ενδιαφέροντα της Ένωσης, χωρίς υποδείξεις από εθνικές κυβερνήσεις και οργανισμούς. Κεφαλή της Επιτροπής είναι ο Πρόεδρός της, ο οποίος διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεύτερος τη τάξει, είναι ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, ο οποίος θεωρείται ως αντιπρόεδρος και επιλέγεται επίσης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι υπόλοιποι Επίτροποι διορίζονται από το Συμβούλιο της ΕΕ (γνωστό και ως Συμβούλιο των Υπουργών) μετά από συμφωνία με τον διορισθέντα Πρόεδρο. Ο συνολικός αριθμός των μελών της Επιτροπής είναι 28, ενεργούν ως ενιαίο σώμα και υπόκεινται σε ψήφο εμπιστοσύνης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
γ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί το άνω τμήμα του διθάλαμου νομοθετικού σώματος της ΕΕ (το κάτω τμήμα, είναι το Συμβούλιο της ΕΕ). Αποτελείται από 751 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται άμεσα από τους πολίτες της ΕΕ κάθε πέντε χρόνια, ύστερα από τις αντίστοιχες εκλογές σε κάθε κράτος-μέλος. Κάθε χώρα έχει συγκεκριμένο αριθμό εδρών και οι βουλευτές που εκλέγονται εδράζονται στη βουλή ανάλογα με τη κομματική ή ιδεολογική τους προτίμηση. Το Κοινοβούλιο, από κοινού με το Συμβούλιο της ΕΕ, περνά νομοθεσίες σε όλους σχεδόν τους τομείς, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υπόλογη στο Κοινοβούλιο. Απαιτεί την έγκρισή του για να αναλάβει καθήκοντα, υποβάλει εκθέσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα σε αυτό και υπόκειται σε προτάσεις μομφής από αυτό. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτελεί τον κεντρικό ομιλητή της βουλής, είναι το πρόσωπο που την εκπροσωπεί και εκλέγεται κάθε δυόμιση χρόνια από τους βουλευτές.
δ. Συμβούλιο της ΕΕ
Το Συμβούλιο της ΕΕ αποτελεί το κάτω τμήμα του διθάλαμου νομοθετικού σώματος της ΕΕ. Σε αυτό συμμετέχει ένας υπουργός από την κυβέρνηση κάθε κράτους-μέλους, ανάλογα με το θέμα προς συζήτηση. Θεωρείται ότι αποτελεί ενιαίο σώμα, ανεξαρτήτως της σύνθεσής του. Εκτός από νομοθετικά καθήκοντα, το Συμβούλιο ασκεί επίσης εκτελεστικά καθήκοντα, σε θέματα που αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας.
ε. Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει την ορθότητα του προϋπολογισμού της Ένωσης. Διατυπώνει τις απόψεις και τις προτάσεις του για τη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής νομοθεσίας και την καταπολέμηση της απάτης. Επίσης, υποβάλει ετήσιες εκθέσεις, τόσο στο Συμβούλιο όσο και στο Κοινοβούλιο της ΕΕ, για κάθε οικονομικό έτος. Σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, το Κοινοβούλιο εγκρίνει ή όχι τους χειρισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία είναι υπεύθυνη για τη σωστή διαχείριση του προϋπολογισμού. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει τη νομική υποχρέωση να παράσχει, τόσο στο Συμβούλιο όσο και στο Κοινοβούλιο της ΕΕ, ετήσια δήλωση που επιβεβαιώνει την αξιοπιστία των λογαριασμών, τη νομιμότητα και τη κανονικότητα των υποκείμενων σε αυτήν πράξεων. Η υποχρέωση αυτή κατοχυρώθηκε νομικά το 1993.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ διατηρούν όλες τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες, οι οποίες δεν έρχονται σε αντίθεση με όσες έχουν παραχωρηθεί ρητώς στην ΕΕ. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, κάθε κράτος-μέλος δεν έχει δικαίωμα να νομοθετεί μονομερώς σε θέματα αρμοδιότητας της ΕΕ, ενώ έχει δικαίωμα να το κάνει μόνο σε περιπτώσεις που η συλλογική νομοθετική ικανότητα της ΕΕ δεν το επιτρέπει.
α. Εξωτερική Πολιτική
Η συνεργασία των κρατών-μελών για την καθιέρωση κοινής εξωτερικής πολιτικής χρονολογείται ήδη από το 1957 (με την ίδρυση της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας), υπό τη μορφή της Κοινής Εμπορικής Πολιτικής με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι πρώτες στοχευμένες ενέργειες για τη καθιέρωση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, ξεκίνησαν το 1970 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας. Η συνεργασία αυτή είχε το χαρακτήρα μιας άτυπης συνεδρίασης και διαβούλευσης με στόχο τον σχηματισμό κοινών πολιτικών προς τις τρίτες χώρες. Το άτυπο αυτό όργανο επισημοποιήθηκε πολύ αργότερα, με την εφαρμογή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1987. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία αντικαταστάθηκε από τη Συμφωνία για τη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), όπως ορίστηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Στόχοι της ΚΕΠΠΑ είναι η προώθηση των συμφερόντων της ίδιας της ΕΕ, αλλά και της διεθνούς κοινότητας που βρίσκεται από πίσω της, σε θέματα που αφορούν την αναβάθμιση της διεθνούς συνεργασίας, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας καθώς και την τήρηση του υφιστάμενου δικαίου. Η ΚΕΠΠΑ απαιτεί ομόφωνες αποφάσεις μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την πολιτική που πρόκειται να ακολουθηθεί για κάθε συγκεκριμένο θέμα. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η ΚΕΠΠΑ περιλαμβάνεται πλέον στο ευρύτερο τμήμα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), το οποίο αποτελεί στην ουσία το υπουργείο εξωτερικών της Ένωσης. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει την αποτελεσματικότητα της ΚΕΠΠΑ αναθέτοντας στον Ύπατο Εκπρόσωπο την υλοποίηση των στρατηγικών και των αποφάσεων που λαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ στον τομέα της. O Ύπατος Εκπρόσωπος αποτελεί επίσης το θεσμικό όργανο που ομιλεί εκ μέρους της ΕΕ, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας και έχει το καθήκον της εναρμόνισης των θέσεων των κρατών μελών σε αυτά τα θέματα.
β. Αμυντική και στρατιωτική πολιτική
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), την εδαφική υπεράσπιση της ΕΕ έχει αναλάβει το ΝΑΤΟ, ρύθμιση που υποδηλώνει την άμεση εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο στο Κόσσοβο το 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι η Ένωση θα πρέπει να έχει την ικανότητα αυτόνομης δράσης, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται κατάλληλα σε διεθνείς κρίσεις, χωρίς να προκαταλαμβάνεται από τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ. Έτσι άρχισαν πρωτοβουλίες με σκοπό την αύξηση της στρατιωτικής ικανότητας της ΕΕ, με απώτερο σκοπό την σύσταση ολοκληρωμένης στρατιωτικής δύναμης, ώστε να διασφαλίζεται η εδαφική της ακεραιότητα ενάντια σε εξωτερικούς κινδύνους. Μετά από μια σειρά διαβουλεύσεων, δημιουργήθηκαν οι Μάχιμες Μονάδες Άμεσης Αντίδρασης της Ε.Ε.. Η κάθε μια απ' αυτές στελεχώνεται συνήθως από 1500 στρατιώτες, ενώ δύο από αυτές μπορούν να αναπτύσσονται ανά πάσα στιγμή σε περιόδους κρίσης. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ υποστηρίζονται από το Στρατιωτικό Επιτελείο της Ε.Ε., τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας και το Δορυφορικό Κέντρο της Ε.Ε..
γ. Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας
Στα πλαίσια της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες (που έχουν με αυτήν χερσαία ή θαλάσσια σύνορα). Η ΕΕ έχει ως στόχο την διεύρυνση των στενών της σχέσεων με τις χώρες αυτές μέσω της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας (ΕΠΓ). Η ΕΠΓ καθορίζει τον πολιτικό συντονισμό και προάγει τη βαθύτερη οικονομική ολοκλήρωση με τα συμβεβλημένα κράτη, βάσει αμοιβαίων δεσμεύσεων που πηγάζουν από τις γενικές αξίες της ΕΕ. Η ΕΠΓ παραμένει διαχωρισμένη από τη διαδικασία της διεύρυνσης, αν και δεν προδικάζει τον τρόπο με τον οποίο ενδέχεται να αναπτυχθούν στο μέλλον οι σχέσεις της ΕΕ με τους γείτονές της. Η ΕΠΓ μπορεί να ερμηνευθεί και ως φιλοδοξία της ΕΕ για την επέκταση των συνόρων της στο άμεσο μέλλον. Συμπληρωματικά μέσα αλληλεπίδρασης της ΕΕ με τις γειτονικές της χώρες μέσα στα πλαίσια της ΕΠΓ, είναι η Μεσογειακή Ένωση (η οποία απαρτίζεται από τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο θάλασσα) και η Ανατολική Εταιρική Σχέση (η οποία περιλαμβάνει χώρες της πρώην ΕΣΣΔ).
δ. Οικονομία
Η ΕΕ δημιουργήθηκε πρωτίστως ως οικονομική ένωση το 1958, με την ίδρυση της τότε ΕΟΚ. Επίσης, από τότε δημιουργήθηκε και διατηρείται μέχρι σήμερα η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, η οποία εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών. Η συνδυασμένη ενιαία αγορά της ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με κατ' εκτίμηση ονομαστικό ΑΕΠ 16,073 τρις. δολάρια το 2012. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας, ενώ αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ελβετικών ιδρυμάτων, η ΕΕ διατηρεί το 30% του παγκόσμιου καθαρού πλούτου (ο οποίος εκτιμάται στα 223 τρις. δολάρια για το 2012). Σύμφωνα με τη ετήσια κατάσταση του επιχειρηματικού περιοδικού Fortune, περίπου οι 161 από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον πλανήτη έχουν την έδρα τους εντός της ΕΕ. Τα επίπεδα της ανεργίας στην ΕΕ των 28, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), κυμάνθηκαν κατά μέσο όρο γύρω στο 10% για το 2014.
Το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ανά κάτοικο, εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στα άκρα της ΕΕ. Οι πλουσιότεροι κάτοικοι με βάση το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα εντοπίζονται στο κέντρο του Λονδίνου (78.000 €/κάτοικο), το Λουξεμβούργο (62.500 €/κάτοικο) και τις Βρυξέλες (52.500 €/κάτοικο), ενώ οι φτωχότεροι στις βορειοανατολικές επαρχίες της Ρουμανίας (6.900 €/κάτοικο) και στις βορειοανατολικές και νότιες επαρχίες της Βουλγαρίας (6.900-7.200 €/κάτοικο). Η οικονομική ανάπτυξη των υποανάπτυκτων περιοχών της Ένωσης, όπως και η γενικότερη ανάπτυξη των υποδομών στο σύνολο της, υποστηρίζονται από τα ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Συνοχής. Επίσης, έχουν συσταθεί μια σειρά από ειδικά ταμεία (Phare, Προενταξιακό Διαρθρωτικό Μέσο (ΠΔΜ), Μέσο Προενταξιακής Γεωργικής Πολιτικής (SAPARD)) τα οποία παρέχουν επείγουσα βοήθεια στα κράτη-μέλη που το έχουν ανάγκη, καθώς και υποστήριξη για τα υποψήφια κράτη, ώστε να μπορέσουν να συμμορφωθούν με τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ένταξή τους.
ε. Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά
Δύο από τους κυριότερους στόχους της πρώην ΕΟΚ, τους οποίους επίσης κληρονόμησε η ΕΕ με αποστολή την ολοκλήρωσή τους, ήταν η εγκαθίδρυση μιας ενιαίας αγοράς για τα μέλη της, καθώς και η πλήρης τελωνειακή τους ένωση. Η ενιαία αγορά εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών εντός της ΕΕ, ενώ με την τελωνειακή ένωση όλα τα κράτη-μέλη οφείλουν να υιοθετήσουν ενιαίους τελωνειακούς δασμούς για τα εξωτερικά προϊόντα που εισέρχονται στην ενιαία αγορά. Η Ισλανδία, το Λίχτενσταϊν, η Νορβηγία και η Ελβετία, αν και εκτός ΕΕ, συμμετέχουν επίσης στην ενιαία αγορά ως μέλη της ΕΖΕΣ, αλλά όχι και στην τελωνειακή ένωση. Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων είναι απαραίτητη για την ενίσχυση των επενδύσεων εντός της ΕΕ, όπως πχ. η αγορά ακινήτων και μετοχών. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, καθώς και η ίδρυση της νομισματικής ένωσης (Ευρωζώνη), ενίσχυσαν και προώθησαν σημαντικά αυτό το προνόμιο, το οποίο είναι το μοναδικό που μπορεί να χορηγηθεί σε κράτη-μέλη και εταιρείες εκτός ΕΕ, για την εξωτερική προσέλκυση επενδύσεων. Με την ίδρυση της ΕΕ το 1993 θεσπίστηκε επισήμως η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, η οποία συμπληρώνει την εθνική ιθαγένεια των κρατών-μελών της. Η θέσπιση μιας κοινής ιθαγένειας κρίθηκε απαραίτητη για την προώθηση της ελεύθερης μετακίνησης των ανθρώπων που την κατέχουν, εντός της ΕΕ. Έτσι, οι κάτοχοι της ευρωπαϊκής ιθαγένειας μπορούν ελεύθερα να μετακινούνται εντός της Ένωσης για εργασία, σπουδές, μόνιμη κατοίκηση ή ακόμα και να συνταξιοδοτηθούν σε κάποια άλλη χώρα. Επίσης, συμφωνήθηκε η πλήρης αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων ως απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω προνόμια. Η ελευθερία δημιουργίας και διακίνησης υπηρεσιών επιτρέπει σε ιδιώτες επιχειρηματίες την απρόσκοπτη παροχή υπηρεσιών σε προσωρινή ή και μόνιμη βάση, εντός της κοινής αγοράς.
στ. Δίκαιο ανταγωνισμού
Η ΕΕ εξασφαλίζει τον ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της ενιαίας της αγοράς. Η Κομισιόν, ως ρυθμιστική αρχή του δίκαιου του ανταγωνισμού, εργάζεται για την φιλελευθεροποίηση της αγοράς και την πάταξη των οικονομικών καρτέλ ενώ επίσης είναι υπεύθυνη για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις μονοπωλιακής συμπεριφοράς και την έγκριση συγχωνεύσεων.
ζ. Νομισματική ένωση (Ευρωζώνη)
Η θέσπιση μιας κοινής συναλλαγματικής μονάδας είχε αποτελέσει επίσημα στόχο της ΕΟΚ, ήδη από το 1969. Δέκα χρόνια αργότερα, θεσπίστηκε η Ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα η οποία αποτελούσε μια κοινή συναλλαγματική συνισταμένη μεταξύ των χωρών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, εκτός από την ίδρυση της ΕΕ, θεσπίστηκαν επίσης νομικά η δομή της νομισματικής ένωσης και τα κριτήρια πληρότητας ενός κράτους για την επιτυχή προσχώρησή του σε αυτή. Το κοινό νόμισμα της Ένωσης πήρε το όνομα Ευρώ και η νομισματική ένωση επικράτησε να αποκαλείται Ευρωζώνη. Για την προσχώρησή του στην Ευρωζώνη, ένα κράτος θα πρέπει να αποτελεί επίσης και μέλος της ΕΕ. Η νομισματική ένωση ξεκίνησε το 1999, αρχικά με 11 χώρες. Το ευρώ έκανε επίσης την πρώτη του επίσημη εμφάνιση τότε, αλλά μόνο σε λογιστική μορφή. Η φυσική του έκδοση και διάθεση στις χώρες της ευρωζώνης (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας), ξεκίνησε τη 1η Ιανουαρίου 2002. Από τότε και στο εξής, καταργήθηκαν τα εθνικά νομίσματα των κρατών της ευρωζώνης, η οποία σήμερα αριθμεί 19 μέλη.
Το ευρώ αποτελεί σήμερα το δεύτερο ισχυρότερο αποθεματικό νόμισμα στον πλανήτη, καθώς περίπου το 1/4 των αποθεματικών των διεθνών χρηματιστηρίων είναι σε ευρώ. Ο έλεγχος του κοινού νομίσματος και των πολιτικών της νομισματικής ένωσης, εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ βρίσκεται στο επίκεντρο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (το οποίο περιλαμβάνει όλες τις εθνικές τράπεζες των μελών της ΕΕ) και ελέγχεται από το Γενικό Συμβούλιό της, το οποίο περιλαμβάνει τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και τους διοικητές των κεντρικών εθνικών τραπεζών των 28 μελών της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ESFS) αποτελεί το θεσμοθετημένο οικονομικό σύστημα εποπτείας της ΕΕ για την διασφάλιση της οικονομικής της σταθερότητας. Αποτελείται από τρείς επιμέρους αρχές: την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Οι αρχές αυτές συμπληρώνονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων, το οποίο τελεί υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ. Τα κράτη που επιθυμούν να γίνουν μέλος της Ευρωζώνης, δεσμεύονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τη λήψη σημαντικών οικονομικών μέτρων, που αφορούν κυρίως την αποφυγή υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους τους. Ως απόρροια της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 2008, ξέσπασε και η οικονομική κρίσης της Ευρωζώνης στις αρχές του 2009. Η απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους του Μάαστριχτ, σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, έκανε πολύ δύσκολο για κάποιες χώρες της Ευρωζώνης να εξοφλήσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν το δημόσιο χρέος τους. Οι χώρες που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία.
η. Ενέργεια
Η ΕΕ είναι ισχυρή παραδοσιακή δύναμη στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, παράδοση που ξεκίνησε και εξελίσσεται από την εποχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Η εισαγωγή μιας υποχρεωτικής και περιεκτικής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής εγκρίθηκε στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Οκτώβριο του 2005 και δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2007. Η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ έθεσε πέντε στόχους:
Αύξηση του ενεργειακού ανταγωνισμού στην ενιαία της αγορά.
Αύξηση της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη συστημάτων νέων μορφών ενέργειας.
Ενθάρρυνση των ενεργειακών επενδύσεων και την ενίσχυση της διασύνδεσης των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας.
Διαφοροποίηση των υφιστάμενων ενεργειακών πόρων με εναλλακτικές μορφές ενέργειας
Θέσπιση ενός νέου ενεργειακού πλαισίου για την αποτελεσματική συνεργασία με τη Ρωσία και τη βελτίωση των σχέσεων με ενεργειακά πλούσια κράτη της Κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής.
Η ΕΕ εισάγει 82% του πετρελαίου και 57% του αερίου που καταναλώνει, καθώς και το 97,5% των απαιτήσεων της σε ουράνιο, παραμένοντας ο κύριος παγκόσμιος εισαγωγέας αυτών. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν ακόμα ανησυχίες ότι η ενεργειακή επάρκεια της ΕΕ εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τη Ρωσία. Αυτή η ανησυχία έχει γίνει ιδιαίτερα οξεία μετά από μια σειρά διαφωνιών μεταξύ Ρωσίας και γειτονικών κρατών, όταν η Ρωσία αύξησε την τιμή του εξαγωγικού ενεργειακού της πλούτου. Ως αποτέλεσμα η ΕΕ προσπαθεί να διαφοροποιήσει την ενεργειακή της πολιτική σχετικά με τον ανεφοδιασμό της.
θ. Υποδομές
Η ΕΕ εργάζεται για την αναβάθμιση των διασυνοριακών υποδομών της, μέσω του Διευρωπαϊκού Δικτύου Υποδομών (ΔΔΥ). Υπό την αιγίδα του δημιουργήθηκαν τα μεγαλύτερα έργα στην ΕΕ, όπως είναι η σήραγγα της Μάγχης, ο ευρωπαϊκός αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας Παρίσι – Μόναχο, η γέφυρα της Μεσσήνης, η γέφυρα Oresund μεταξύ Δανίας – Σουηδίας. Ένα πολύ μεγάλο εγχείρημα στα πλαίσια της ανάπτυξης των υποδομών της ΕΕ, είναι το "Πρόγραμμα Galileo", προϋπολογισμού 5 δις ευρώ, που είναι ένα προτεινόμενο παγκόσμιο δορυφορικό σύστημα εντοπισμού θέσεως, που κατασκευάζεται από την ΕΕ, με τη συμμετοχή και βοήθεια της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας (ESA). Δημιουργήθηκε για να ανταγωνισθεί τα ήδη υπάρχοντα συστήματα της Αμερικής και της Ρωσίας (GPS και GLONASS αντίστοιχα), ενώ έχει δεχθεί αρκετές επικρίσεις κατά καιρούς λόγω των υπέρογκων δαπανών εν μέσω κρίσης, των καθυστερήσεων και της γενικότερης αντίληψης ότι είναι περιττό λόγω του υπάρχοντος συστήματος GPS.
ι. Γεωργική πολιτική
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), μια από τις παλαιότερες και σημαντικότερες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει ως στόχους, την αυξανόμενη γεωργική παραγωγή, παρέχοντας βέβαιη αυτάρκεια στις προμήθειες τροφίμων και την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας ζωής για τους αγρότες, σταθεροποιώντας τις αγορές και εξασφαλίζοντας λογικές τιμές για τους καταναλωτές. Μέχρι προσφάτως η πολιτική αυτή λειτουργούσε μέσω ενός συστήματος γεωργικών επιχορηγήσεων και παρεμβάσεων στην αγορά.
Η άσκηση όμως της πολιτικής αυτής, οδήγησε σε σημαντική υπερπαραγωγή. Η πλεονάζουσα παραγωγή αγοράζονταν από την Κοινότητα, η οποία την προωθούσε στις διεθνείς αγορές σε τιμές σημαντικά μειωμένες από αυτές που εγγυούνταν για τους αγρότες η ίδια η Κοινότητα. Στους αγρότες προσφέρθηκαν επιδοτήσεις, ίσες με τη διαφορά τιμών ανάμεσα σε αυτές που εγγυούνταν η Κοινότητα και στις διεθνείς τιμές, έτσι ώστε να εξάγουν τα προϊόντα τους εκτός της Κοινότητας. Το σύστημα αυτό δέχθηκε δριμεία κριτική με την κατηγορία της υπονόμευσης του ανταγωνισμού των αγροτών εκτός Ευρώπης, και ιδιαίτερα του αναπτυσσόμενου κόσμου. Η ώθηση αυτή προς την υπέρογκη παραγωγή κατηγορήθηκε και για την ενθάρρυνση μεθόδων καλλιέργειας εχθρικών για το περιβάλλον. Οι υποστηρικτές της ΚΑΠ υπερασπίζονταν το σύστημα των τακτικών επιχορηγήσεων με το επιχείρημα ότι έτσι εξασφαλίζονταν ένα άριστο βιοτικό επίπεδο για το σύνολο των αγροτών. Στη πραγματικότητα ωστόσο, μόλις το 8% του συνόλου των επιχορηγήσεων έφθανε στους μικρούς τοπικούς αγρότες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η Κοινή Γεωργική Πολιτική υποβλήθηκε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Οι γεωργικές δαπάνες της Ένωσης κινήθηκαν μακριά από το κατεστημένο σύστημα των τακτικών επιχορηγήσεων, το οποίο μετασχηματίστηκε σε ένα σύστημα άμεσης χρηματοδότησης των καλλιεργειών με βάση το μέγεθός τους. Αυτό έχει ως στόχο να μπορεί η ίδια η αγορά να καθορίζει τα επιθυμητά επίπεδα παραγωγής, διατηρώντας παράλληλα τα επίπεδα των αγροτικών εισοδημάτων.
Ο πληθυσμός της ΕΕ των 28, εκτιμήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2014 γύρω στα 507,4 εκατομμύρια, που την κατατάσσει τρίτη στον κόσμο μετά την Κίνα και την Ινδία. Ο πληθυσμός της ΕΕ δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς ορισμένες χώρες (και περιοχές μέσα σε αυτές) είναι πιο πυκνοκατοικημένες σε σχέση με άλλες. Πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ είναι η Γερμανία με 82 εκατομμύρια κατοίκους. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν η Γαλλία (64,1 εκατ.), το Ηνωμένο Βασίλειο (61,1 εκατ.), η Ιταλία (60 εκατ.) και η Ισπανία (45,85). Η Ελλάδα κατατάσσεται 10η με πληθυσμό 10,8 εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 2011. Η χώρα με τον μικρότερο πληθυσμό στην ΕΕ είναι η Μάλτα με μόλις 0,4 εκατ. κατοίκους.
Η μεγαλύτερη πόλη της ΕΕ είναι το Λονδίνο, όπου ο πληθυσμός του μητροπολιτικού συγκροτήματος ξεπερνά τα 13,6 εκατομμύρια. Εκτός όμως από τις πολυάριθμες μεγάλες πόλεις, σε αρκετές χώρες έχουν δημιουργηθεί ευρύτερες μητροπολιτικές περιοχές, χωρίς κάποιο διακριτό πυρήνα-κέντρο, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη σταδιακή συνένωση κοντινών πόλεων. Οι μεγαλύτερες είναι, η Κοιλάδα του Ρουρ (Έσσεν - Μπόχουμ - Ντόρτμουντ και λογίζεται ως ένα ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα), το Ράντσταντ (Άμστερνταμ, Ρότερνταμ, Χάγη, Ουτρέχτη), η Μητροπολιτική Περιοχή της Κεντρικής Ρηνανίας-Φρανκφούρτης (Φρανκφούρτη, Μάιντζ, Βίζμπαντεν, Όφενμπαχ), η Μητροπολιτική Περιοχή της Άνω Σιλεσίας (Κατόβιτσε, Οστράβα) και η περιοχή Όρεσουντ (Κοπεγχάγη-Μάλμε, η μοναδική που απλώνεται ανάμεσα σε δύο χώρες).
Στη συνέχεια παρατίθεται ο πίνακας με τις 10 μεγαλύτερες πόλεις της ΕΕ:
Η αυξανόμενη τάση του πληθυσμού της Ευρώπης έρχεται ως αποτέλεσμα του συνδυασμού φυσικής αύξησης (ο αριθμός των γεννήσεων υπερβαίνει τον αριθμό των θανάτων) και καθαρής μετανάστευσης (ο αριθμός των ατόμων που εγκαθίστανται στην ΕΕ υπερβαίνει τον αριθμό εκείνων που την εγκαταλείπουν). Σήμερα η αύξηση του πληθυσμού της ΕΕ οφείλεται κυρίως στην καθαρή μετανάστευση. Η Ευρώπη αποτέλεσε επί σειρά ετών, εστία φιλοξενίας και παροχής ασύλου σε οικονομικούς μετανάστες και ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο ή τις πολιτικές διώξεις σε περιοχές του κόσμου όπου υπάρχουν συγκρούσεις. Ο αριθμός εκείνων που ζητούν άσυλο αυξάνεται σε περιόδους πολέμου, όπως στη διάρκεια των συγκρούσεων στα Βαλκάνια στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από τότε ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου στην ΕΕ μειώθηκε και το 2006 ήταν χαμηλότερος από οποιοδήποτε άλλο διάστημα των τελευταίων 15 ετών. Ωστόσο, μείζον ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί η συστηματική παράνομη μετανάστευση και η αντιμετώπισή της, με κύριες πύλες εισόδου τις νότιες-νοτιοανατολικές χώρες (Ιταλία, Ελλάδα, Βουλγαρία) και κυρίως την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στο σταυροδρόμι των ηπείρων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον 4,5 εκατομμύρια παράνομοι μετανάστες στα κράτη-μέλη της Ένωσης, αριθμός ο οποίος αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται εγκατεστημένοι στη Γερμανία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Οι περισσότεροι προέρχονται από το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία, την Τουρκία, το Αφγανιστάν και την Κίνα, αλλά και από χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ένα μεγάλο ποσοστό των παράνομων μεταναστών που συλλαμβάνονται, κρατείται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους φιλοξενίας με σκοπό να απελαθούν στις χώρες καταγωγής τους ή να επαναπροωθηθούν στη χώρα μέσω της οποίας εισήλθαν στην ΕΕ.
Οι επίσημες γλώσσες της Ε.Ε είναι 24: Αγγλικά, Βουλγαρικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Δανικά, Ελληνικά, Εσθονικά, Ιρλανδικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Κροατικά, Λεττονικά, Λιθουανικά, Μαλτεζικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Πολωνικά, Πορτογαλικά, Ρουμανικά, Σλοβακικά, Σλοβενικά, Σουηδικά, Τσεχικά και Φινλανδικά. Όλα τα σημαντικά έγγραφα που εκδίδονται (όπως πχ ευρωπαϊκά κοινοβουλευτικά πρακτικά, νομοθετικά διατάγματα, συνθήκες κλπ) μεταφράζονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Εκτός των 24 επίσημων γλωσσών, υπολογίζεται ότι πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι εντός της ΕΕ ομιλούν περίπου 150 περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες. Από αυτές, έχουν αναγνωρισθεί, από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μόνο οι 3 ισπανικές περιφερειακές (Καταλανικά, Γαλικιανά, Βασκικά), η Σκωτική Γαελική και τα Ουαλικά. Η διατήρηση των τοπικών γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων αποτελεί αποκλειστικό ζήτημα κάθε κράτους ξεχωριστά, ωστόσο προωθείται ανελλιπώς η εκμάθηση τουλάχιστον των περισσότερο ομιλούμενων γλωσσών της ΕΕ. Περίπου το 56% των ευρωπαίων πολιτών μπορούν να συζητήσουν και να συνεννοηθούν σε γλώσσες πέραν της μητρικής τους. Τα Αγγλικά είναι η περισσότερο ομιλούμενη γλώσσα στην ΕΕ με ποσοστό 51% επί των κατοίκων (13% ως μητρική και 38% ως επίκτητη). Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις μητρικές γλώσσες, η Γερμανική έρχεται πρώτη με ποσοστό 16%. Οι περισσότερες επίσημες γλώσσες ανήκουν στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Εξαίρεση αποτελούν τα Εσθονικά, Φινλανδικά και Ουγγρικά που ανήκουν στην Ουραλική οικογένεια και τα Μαλτέζικα που ανήκουν στην Σημιτική. Το αλφάβητο που χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των χωρών είναι το Λατινικό, με εξαίρεση την Ελλάδα που χρησιμοποιεί το Ελληνικό αλφάβητο. Και τα δύο αποτελούν επίσημα αλφάβητα της ΕΕ, ενώ με την ένταξη της Βουλγαρίας το 2007 προστέθηκε και το Κυριλλικό.
Σύμφωνα με δημοσκοπικά στοιχεία το 2012, η πιο διαδεδομένη θρησκεία της ΕΕ είναι ο Χριστιανισμός απαρτίζοντας το 72% του πληθυσμού (48% Καθολικοί, 12% Προτεστάντες, 8% Ορθόδοξοι και 4% άλλες μορφές χριστιανισμού). Ο Μουσουλμανισμός απαρτίζει μόλις το 2%, ενώ ένα συνολικό ποσοστό 3% συγκεντρώνουν άλλες θρησκείες, όπως ο Βουδισμός, ο Ινδουϊσμός, ο Σιχισμός και ο Ιουδαϊσμός. Το υπόλοιπο 23% του πληθυσμού δηλώνει άθεος ή αγνωστικιστής.