Εκατοντάδες είναι αυτοί που παρακολουθούν καθημερινά με ενθουσιασμό έναν ακόμη αγώνα δύναμης που έχει αποδειχτεί μια κάθοδος στην κόλαση μες στον καπνό από μιαν έκρηξη που δεν αποτελεί πια εξαίρεση στους πεζόδρομους και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς όπου τα βλέμματα αιωρούνται αδέξια πάνω στα τραύματα, όπως οι μπίλιες του φλίπερ που χτυπούν κι εκτινάσσονται ακατάστατα, όταν επιτέλους συγκεντρώνονται οι νικητές για να μοιράσουν τη λεία χωρίς να χρειάζονται μεσσία και μετακινούνται όλοι μαζί, με σώματα νεκρά και αποκρουστικά, χωρίς ταυτότητα, σε απόσταση χιλιοστού υπό διωγμό με την αδρεναλίνη στα ύψη και κάθε τους κίνηση ερωτική σ’ όλες τις στάσεις παρά το βάρος των αλυσίδων που εμποδίζουν την πτώση μένοντας λίγο απ’ έξω για λόγους εντυπωσιασμού κι ανοίγοντας και πάλι τον ασκό του Αιόλου που κανείς δεν ξέρει πού θα βγάλει, αφού κανένας δεν τους ζήτησε κι έτσι χρησιμοποιούνται όλοι παντού με διαφορετικό τρόπο με μια πικέτα στο λαιμό που λέει την ιστορία τους, βγαίνοντας ξαφνικά από το πλήθος που εμποδίζει αυτό που πράγματι είναι να φανεί αγγίζοντας τους χτύπους της καρδιάς μέσα στην πόλη που τους αποχαιρετά σα να είναι ορατοί αλλά μόνοι και χωρίς καμιά ισορροπία με μάτια που καίνε στα πεδία των μαχών στη διάρκεια φονικών συρράξεων
που μες στην καταιγίδα των βομβαρδισμών αφήνουν την ψευδαίσθηση ότι δεν περιλαμβάνονται στη λίστα των θυμάτων κι έτσι μιλάν κι αυτοί με γρίφους χωρίς κανένα νόημα συνωμοτώντας μέσα στο δαιμονισμένο θόρυβο για να απολαύσουν τη διαδρομή χωρίς ποτέ να επαναπαύονται στους απλούς κανόνες, επιστρατεύοντας τη μαεστρία τους για την αποκάλυψη ενός συνειδητού σκοπού με τη μορφή που όλοι ξέρουν για την αποστολή τους σε νέους τόπους την ημέρα της τελετής, την ημέρα που δεν βρίσκεται κανείς καλεσμένος χωρίς αποδέκτη, κι έτσι δουλεύουν όλοι προκαταβολικά νυχθημερόν για να πάρουν τη φόρμα των αγαλμάτων που δεν ακυρώνεται, στοιχηματίζοντας ότι θα τραβήξουν το ενδιαφέρον ακόμη και των πιο φανατικών επικριτών, με τους άντρες να φλερτάρουν και τις γυναίκες να προκαλούν, πολύ κομψά και θηλυκά, διατηρώντας το δικαίωμα να θυμούνται, ενώ γύρω ήδη στήνεται ένα μοναδικό πανηγύρι με πρωταγωνιστές τους ίδιους μεταλλαγμένους και πάλι στην ολότητά τους σε ταξιδιάρικα όντα που προαναγγέλλουν χωρίς πυξίδα ένα μέλλον που αντέχει στο χρόνο.
Οι θεατές εκόντες – άκοντες κουνώντας με έμφαση τα χέρια για να αφήσουνε παντού τα αποτυπώματά τους με περισσή αυταρέσκεια, διεκδικώντας δικαιώματα επανένταξης, χωρίς κανένα σχέδιο και μέτρο, φορούν αξεσουάρ χαμόγελου ψεκάζοντας με δακρυγόνα καλύτερα από χολιγουντιανή ταινία, εκτελώντας διαταγές πολιτικής καριέρας σ’ έναν ακόμη διαγωνισμό υπέρμετρης χρήσης χημικών για επίδεση τραυμάτων και σιωπηλών δακρύων, σαν βόλτα για καφέ ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος των κατηγορούμενων και πάμπολλους αστέρες, αποχωρώντας συντεταγμένα για να μη χαθούν ανάμεσα στους μικροπωλητές και τους διαβάτες σταυροφόρους που σα να βιάζονται να μπουν στο πλοίο της γραμμής, συνωστισμένοι από κάθε γωνιά της γης, σαν να είναι έτοιμοι να φύγουν ακόμα και με το μετρό σε μία πόλη εντελώς καταστραμμένη, πολεμώντας με σοκ και δέος ενάντια στην αυτοκρατορία του κακού στις πιο πρωτότυπες χοροεσπερίδες με τα φλας να αστράφτουν συνεχώς, σαν σύμβολα αντίστασης σε όλα τα πιστεύω και τα μη πιστεύω που αλλάζουνε τον κόσμο αλλάζοντας κι αυτά μαζί του, σαν πυροσβεστικοί κρουνοί μέσα στη σκόνη των αιώνων, σε μια ακόμα μεγάλη γιορτή των ορμονών με την προοπτική διαμάχης με την εξουσία που δεν στηρίζεται στις ρουκέτες και στα κομματιασμένα σώματα αλλά στο αόρατο αίμα των νεοφώτιστων και στις παράνομες πράξεις των ελεύθερων σκοπευτών και των ακτιβιστών με στόχους κατά βούληση που εμπνέουν τις δυνάμεις εισβολής σε φλεγόμενες περιοχές όπου δεν τολμάει να πατήσει κανείς αφού δεν είναι πια όλοι εδώ, σα να είναι αυτοί οι αφηγητές, σα να έχουν ζήσει πραγματικά βλέποντας πως κάτι πολύ σκοτεινό θα ερχόταν από κάθε κατεύθυνση χωρίς προειδοποίηση με τα ασθενοφόρα και τα τανκς με τους νεκρούς ακόμα μέσα, στη διάρκεια της ανακωχής ανάμεσα στα θύματα με ακανόνιστες μορφές άψογα βαμμένες δίχως πρόσωπο με τις πληγές από τα μαχαιρώματα να χάσκουν, εγκλωβισμένοι στις ελαστικές στολές τους ψάχνοντας την απόλυτη ακινησία σε όλα τα μόρια του κορμιού τους, που αρχίζουν πια να ζούνε τη δική τους ζωή που εκείνοι απλώς ακολουθούν, χωρίς σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή να μπορούν να αποφασίσουν αν θα ερωτευτούν ξανά την Περσεφόνη, ολόγυμνη κι απίστευτα σεξουαλική, γονιμοποιημένη απ’ τη διοστάλακτη βροχή, σε τούτο τον αέναο κύκλο της προσήλυτης επιστροφής στο τοξικό ενυδρείο των σκιών με τρόφιμα και καύσιμα που ευαγγελίζεται η Γη Μήτηρ.
Υπακούοντας σε αλγόριθμους που εκπλήσσουν, σαν υποψήφιοι ήρωες φτιαγμένοι από όνειρα και φαντασία, ασφυκτιώντας στις τέσσερις διαστάσεις τους βουτάνε στα παγωμένα νερά κάνοντας επίδειξη θείας αυτοθυσίας με διαδραστική πλοκή αναζητώντας μια καινούργια πατρίδα ανύπαρκτη στον ψηφιακό χάρτη μέχρι την άλλη άκρη ενός τούνελ, σαν βέλος από ξωτικά που θα κονταροχτυπηθούν στους βωμούς ξανά με τέρατα και δράκους προβάλλοντας με απλωμένα χέρια έναν άλλο εαυτό με ευάλωτες πλευρές και κάνοντας επιλογές που δε θα τολμούσαν ποτέ άλλοτε να κάνουν χωρίς να ακολουθούν ένα σενάριο, που συνεχίζεται ερήμην τους με μεγάλο πείσμα και αληθοφανείς τόνους ενάντια στις σκιές που πια αντιστέκονται ακροβατώντας την ώρα της επιστροφής με ασυνήθιστα υλικά βγαλμένα εκ βαθέων μέσα απ’ τα ερείπια της εισβολής με μεθόδους ρομποτικής σκληροπυρηνικά υπαρξιακές. για να μην χαθεί ξανά η ευκαιρία μετά τον τελευταίο πόλεμο, δεμένες σαν μπετόν με τους ανθρώπους με όρους τελευταίας προθεσμίας, που απέτυχαν να τους ελευθερώσουν κι έτσι όλοι τώρα αναρωτιούνται από πού θα έρθει η επόμενη έκρηξη με αντοχή φορτωμένη με τα μυστικά νοήματα του χωροχρόνου, πτοώντας με κραυγές εφήβων κι εκθειαστικούς ψαλμούς όλους τους εσωτερικούς εχθρούς, παρά τις νηφάλιες και κριτικές φωνές των ευαγγελιστών που λύνουν θεαματικά τα χέρια των πιο πωρωμένων που σκέφτονται να κάνουν το μεγάλο τόλμημα ακολουθώντας απροετοίμαστοι το νήμα της Αριάδνης μες στο θαυμαστό κόσμο των προσήλυτων ανέντακτων χρηστών που δεν κρύβουνε το πάθος τους χωρίς να ξέρουν καν τις δυνατότητές τους, όχι επειδή τους αναγκάζουν αλλά γιατί θέλουνε να τρέξουν και να αφηγηθούνε με πυροτεχνήματα τη λατρεία τους, βλέποντας τα πράγματα διαφορετικά, με το δικό τους λεξιλόγιο, που τους δίνει ένα τόνο λάμψης με αποχρώσεις χρυσαφιές, σαν αρχή μόνο ενός παραμυθιού συνώνυμου της εφήμερης ζωής στην παράλληλη πραγματικότητα, με κοινή αρχή και απρόβλεπτη έκβαση, ανάλογα με την πρόθεση κάθε συμμετέχοντος, που οι θυσιαζόμενοι τιμούν με σύμβολα αυτοκρατορικά, με θέμα τη μετάγγιση αθωότητας κι αισθησιασμού, χωρίς περιθώρια λάθους, άλλοι γυρεύοντας κάθε στιγμή της μέρας με λαμπάδες κι αναπάντεχους συνδυασμούς ανθών στα έγκατα της γης την Ευρυδίκη κι άλλοι ξετρελαμένοι απ’ τους μαγιάτικους ρυθμούς του πόθου τους για τη Σεμέλη.
Θορυβημένοι απ’ τον καταιγισμό της άνοιξης που πέρασε με ταχύτατους ρυθμούς από τα εσωτερικά ρήγματα της βιομάζας τους, απλώς τώρα θέλουν να ξεχάσουν χωρίς να καταθέτουν τα όπλα, κοιτάζοντας όμως σε λάθος κατεύθυνση και στο λάθος σημείο, σαν να μην υπάρχει τίποτε στα δηλητηριασμένα χωράφια που παραβιάζονται από έλλειψη οξυγόνου μες στη σκόνη του σπαστήρα, μη ξέροντας να φυλαχτούν μέσα στο μακελειό της νύχτας που χρειάζεται ειδικές συνθήκες διαπνοής για να αναπτυχθεί κάποιες φορές δικαιολογημένα, με θερμοκηπιακές μεθόδους από την άλλη μεριά του κόσμου όπου η ζωή επιστρέφει με πιο πλούσια χρώματα αδειάζοντας το υλικό της στο φως του φεγγαριού με κύριο εφόδιο τη μουσική κι αιολικές σπείρες που τους πηγαίνουν στο βυθό χωρίς παραμορφώσεις κατεβαίνοντας χαμηλά με αντίθετη φορά για τη συνομολόγηση μιας μακροπρόθεσμης εκεχειρίας με ισχυρή άμυνα και μηχανισμούς εξισορρόπησης ενός πολύ ευρύτερου πεδίου σε ένα αυτοματοποιημένο σύνολο μεγάλης αντοχής, που κάνει το μέρος μυθικό ακόμη και στην άσφαλτο, δοκιμάζοντας έναν ακόμη ασκητικό γύρο του θανάτου με αλλεπάλληλες σβούρες και ψήγματα τιτάνιου, χωρίς καμιά παρέκκλιση για τις κλιματικές αλλαγές και την υπερθέρμανση στους ουρανοξύστες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της σαγήνης με ιστορίες αποκλεισμού σαν παρέλαση καρναβαλιού αυτόχειρων με επίγνωση του σώματος στα γκρίζα καγκελόφρακτα, όπου τα ερείπια συνυπάρχουν χωρίς πολλές λεπτομέρειες σε μία συνεχώς μεταβαλλόμενη ροή των άβατων που περισσεύουν πια από τότε που όλα αυτά ξεκίνησαν ανατρέποντας πολλές βεβαιότητες με ένα παυσίλυπο παραμύθι για τους ερωτευμένους μιας ονειρεμένης πολιτείας με πολλαπλές σχέσεις ηρωισμού που μετουσιώνονται σε πάθος, άβατο κι αυτό με απώτατη ομορφιά που αναδύεται αποκαθαρμένη και περίλαμπρη, ακριβώς όπως ορίζει η ιεροτελεστία μέσα απ’ το άνοιγμα της ανθρώπινης ψυχής με τον καταιγιστικό ηλεκτρισμό αγραϊκών φρουρών και κουρητών που γαλουχήθηκαν με τον πυρρίχιο επιμένοντας ακάθεκτοι μαζί ως το τέλος, που έρχεται πια εκούσια και παρορμητικά μόλις άνοιξαν οι πύλες, χωρίς καμιά στρατηγική στο δρόμο των Ιδαίων Δάκτυλων αδημονώντας να αφήσουνε το δυναμίτη απ’ τα σημάδια τους στο γίγνεσθαι απ τη Λήμνο ως και την Κρήτη φωνάζοντας το χαίρε στην υπέρμαχο Αθηνά
ένα βυζαντινό μονάχα δάκρυ μακριά από την πρόμαχο Θεοτόκο.
Ανοίγοντας το πιο ονειρικό παράθυρο για τον λαμπρό κόσμο των αλάβαστρων ξεδιπλώνουν εξουθενωτικά την πολύχρωμη βεντάλια των εαυτών τους κι αποζημιώνονται ανεξίτηλα με τις εικόνες τους σε ρόλους σκοτεινούς που δεν μπορούν να βγουν πανικόβλητοι προς τα έξω μέσα από μια λεπτή μεμβράνη που θα τους μεταμορφώσει ολοκληρωτικά σε κάτι μοναδικό αντιδρώντας, σκληρά και ανελέητα, στα ερεθίσματα που τους κάνουν να νιώθουν πιο ευάλωτοι στη διαδρομή τους ως την επικείμενη εισβολή, απελευθερωμένοι από τα κακά πνεύματα της νύχτας, επιστρέφοντας αποκαθηλωμένοι ομαδικά από όλες τις πηγές ενέργειας και ζωτικών χώρων στα ανανεωμένα σύμβολα των παράδεισων που οδηγούν τα σώματα, επιβλητικά και απαστράπτοντα, μ’ ένα μεγάλο άλμα, πολεμικό και δωρικό, ως τη μνήμη της ρευστότητας, βρίσκοντας τη θέση τους, με κόπους και θυσίες, μαζί με τους εκατοντάδες ικέτες που ζητούν άσυλο, στα πλούσια λιμάνια, μέσα στο πανδαιμόνιο των συναισθημάτων και της φαντασίας της μαύρης συμμορίας των παρακρατικών ομάδων, που εξελίσσονται σε τέρατα, απλά και σίγουρα για τον κόσμο τους, παίρνοντας την εκδίκησή τους με ανθρωποκυνηγητά ομήρων, έτσι που πια όλοι να μπορούν να κινούνται ελεύθερα, άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια, με ελάχιστες πιθανότητες διαφυγής και με πολλές ελπίδες, σ’ ένα περιβάλλον καταθλιπτικά πανοπτικό, που γίνεται αντιληπτό από ένστικτο, από όπου όλοι θέλουν να αποδράσουν σ’ άλλα προάστια, στριφογυρνώντας σ’ ένα φαραωνικό λαβύρινθο όπου πάντα κάποιος τους σημαδεύει μ’ ένα πιστόλι και όπου πάντα σώζονται χάρη στις υπνωτικές τεχνικές των οδηγών της τελετής, γεμάτες φυλαγμένα μυστικά που φτάνουν ως τον Όμηρο, μιλώντας ανοιχτά για πράγματα αόρατα με νέα ιθαγένεια, που οι εικόνες τους θα παραμένουν γοτθικές και εορταστικές, παρά την αστραπιαία ταχύτητα των μεταμορφώσεών τους, που εξελίσσονται στους αιώνες δημιουργώντας μια καινούργια διασπορά με ανάσχεση πορείας ραντισμένης από χημικά, μέσα από ένα βαθύ μετασχηματισμό εφήμερων αισθήσεων στους διαγαλαξιακούς σταθμούς, όπου τα βλέμματα, έρμαια στον κλοιό της αγοράς, επιστρατεύουνε τον τρόμο από τους μαζικούς λιμούς στη θεία λειτουργία της έξαψης των πόλεων, όπου όλα διαφθείρονται με όρους γκέτο δίχως άλλοθι, αποδεικνύοντας πως τίποτε --- ούτε κι η ελάχιστη επιλογή για το αύριο --- δεν είναι αθώο.
Μετά τη βίαιη ισοπέδωση του καταυλισμού τους, διεξάγοντας αδυσώπητες μάχες, στέλνουν και πάλι σήματα κινδύνου για να κρύψουν την αλήθεια με κοιτάσματα αίματος στα υγρά χαλάσματα, χωρίς να υποδεικνύουν κανόνες για το όνειρο της ανεξαρτησίας που καθρεφτίζει τα εσωτερικά διλήμματά των θυσιασμένων νέων, κι έτσι αναγκάζονται να καταφύγουν, με ακόμη πιο υψηλές ταχύτητες, σ’ άλλες λύσεις που προκαλούν εφιάλτες εγκαινιάζοντας το κάλεσμα για αυτοχειρία με πολιορκητικό κριό στις κρυμμένες γωνιές του πολυχώρου στολισμένου με γκράφιτι μέσω διαδικτύου με ένα πνεύμα αγοραίο, με παράλληλη δράση από ρομπότ που τόσο έχει λείψει από τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όπου όλα πλέον αποκτούν καινούργιο νόημα, που δεν καταφέρνει να κρύψει το μακιγιάζ, εστιασμένο στα συμπτώματα με μαγικές λύσεις που καταλήγουν στον εκτοπισμό των νεοφερμένων, που αντιστέκονται και διεκδικούν, μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματά τους, χάνοντας έτσι τα σημεία αναφοράς τους μέσα από μια ιδιότυπη δεισιδαιμονική ιεροτελεστία αντίδωρων και διαχωριστικών γραμμών που μεταμορφώνονται από ένστικτο επιβίωσης ανάλογα με τις ανάγκες, ακολουθώντας τις καμπύλες των σωμάτων, σα να βρίσκονται σ’ άλλη χώρα αθέατη χωρίς τύψεις και σωσίβια λέμβο, σε μιαν ακόμη μυστήρια συνάθροιση με κουρασμένα βήματα αυτών που συνήθως μένουν στο ημίφως, διεκδικώντας να γίνουν μέρος της γιορτής χωρίς να είναι μέρος αυτού του κόσμου, παρακαλώντας να βγει από το ωστικό κύμα της έκρηξης ο ήλιος προλαβαίνοντας τις σφαίρες, αφήνοντας νωπές ρωγμές στα τείχη, διακριτικά ενηλικιωμένος χωρίς καμιά ενοχή σε αίθουσες σκοτεινές ως τα άκρα, μαζικοποιώντας τις προτάσεις του για εκδίκηση, για να ακούσει, πάντοτε από απόσταση, άλλοτε με προκατάληψη και άλλοτε με συμπάθεια, τον οργιαστικό ρυθμό της πάλης κάθε ανυπότακτου ανθρώπου όχι για να τον κυριεύσει αλλά για να κυριευτεί απ’ αυτόν, μέχρι να γίνουν όλα πάλι απλά αλλά ακατανόητα τη στιγμή που κανείς δεν το περιμένει, σε μια αποθέωση όλων των βλεμμάτων λεηλατημένων στις αχανείς εκτάσεις που διανύουν απ’ τα βάθη των απαιώνων σ’ ένα παρόν αόρατο κι εξόριστο, ως τις πολυσχιδείς βυζαντινές πτυχές της ημισέληνου της Άρτεμης σ’ ένα περίπτερο ναό όπου ακατάβλητα εφηβικά κορμιά εντρυφούν στις άγνωστες τρυφές άλλων φυλών του υψίστου.
Ζωσμένοι φισεκλίκια βγαίνουν πάλι στα βουνά των κόσμων
αναζητώντας με αΐδια δύναμη την έσχατη αριστοτελική πηγή του χρόνου των αόρατων μες στην καρδιά τους και γίνονται πάλι, στο πρόσωπο του πάσχοντος, στη διακονία του λόγου ως όρο του θριάμβου, ασύνετοι αποφατικοί αρνητές των νόμων, απελευθερώνοντας ενέργεια, ζώντας αντί για το όνειρο έναν εφιάλτη, εξυφαίνοντας, χωρίς σταυρό, εκθειαστικούς ιστούς με αερώδη νήματα φαινότυπων σε ναοδομές που ενσωματώνονται στα μόρια των πραγμάτων ανοίγοντάς τα σαν βεντάλια μνήμης που εξηγεί τα γεγονότα με ψήγματα από τη μυριόβιβλο συμπάντων των θαυμάτων, στην ίδια γειτονιά, υπαρκτή και θάλλουσα, καθαγιάζοντας το χέρι που καθοδηγεί συμμετέχοντας κατά φύσιν στην ευχαριστία με ηδονικά αμαλγάματα που ευαγγελίζονται ένα πεπρωμένο περισσότερο μεσσιανικό, προτού στρωθούν ξανά με πτώματα οι ξεχειλωμένοι δρόμοι που οδηγούνε στη διασπορά, μέσα από μια χοάνη αλλόκοτη, με ένα πνεύμα σταυροφορίας με εκατοντάδες συλληφθέντες κυνηγούς της περιπέτειας και της αυταπάτης στο όνομα της αγοράς, στα αχανή προάστια των εργατών στα μεθεόρτια μιας πρωτομαγιάς χωρίς φιλοσοφία και στα σφαγεία των ταραχών στις μητροπόλεις με κλομπ και δακρυγόνα που διοχετεύονται σε καταναλωτικές σπατάλες, μια και δεν υπάρχει πια άλλη λύση απ’ το αναλγητικό της φαντασίας των παιδιών που ανακατεύεται ανεξέλεγκτα σε μεγάλες ποσότητες στο μίξερ των μοναχικών εταίρων της διαφήμισης, που έτσι μπορούν να κρύβουν τα όπλα τους, διονυσιακοί και ρωμαλέοι πίσω από τις εικόνες της καταστολής και των αστικών μύθων, σε ερμητικά σπίτια με προκαθορισμένους εχθρούς στα όρια της νομιμότητας των έκπτωτων αγγέλων, χωρίς να αναζητούν την εξιλέωση στο ψυχόδραμα με κάθε είδους περιπτύξεις, εκστρατείες και διωγμούς, επιμένοντας με ένστικτο αγέλης να συναλλάσσονται με όλες τις δυνάμεις, σ’ ένα πρωτότυπο παιχνίδι με τις στάχτες, που τους βοηθάει να καταλάβουνε τι θέλουνε, για να αντεπεξέλθουν στο δύσκολο έργο τους με ανανεώσιμους αγώνες και θολές υποσχέσεις μες στους δρόμους σε πολύ σκληρές συνθήκες, μαζεύοντας κουρέλια με το ξίφος με άψογη τεχνική μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες στη δική τους Γη της Επαγγελίας στην εποχή της αειφόρου αθωότητας όπου προβάλλει πάλι αντίζηλος παντοτινός κι επίμονος ο Μέγας Ίστωρ Ήλιος.
Ερωτευμένοι με τις ψαλμωδίες των άνεμων στα μουσικά νησιά, εξευμενίζουνε τη φύση με περισσότερα θηράματα, σα να μπαίνουν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, ξαναρωτώντας στιγμιαία και παρορμητικά τι απόμεινε ακόμη που να αξίζει απ’ την αρχή ως το τέλος και που να επιδέχεται ίσως κι άλλες βλάσφημες ερμηνείες, σε ένα τόπο σκοτεινό που μοιάζει ετοιμόρροπος εμπνέοντας πάντα τρόμο κι αποτυπώνουν αναπόδεικτα ουτοπίες γι’ αυτό που διαισθάνονται και νοσταλγούν από νωρίς, με τέλεια ένταση, δυσβάσταχτα αλλά τελεσίδικα, με συνεχή αμφισβήτηση, ακόμα και χωρίς ήχο, βιώνοντας τον πόλεμο και τον αποκλεισμό με πανάρχαιες τελετές σε προσφυγικά στρατόπεδα και παραγκουπόλεις, έντρομοι από το ανίατο σοκ της συνάντησης σε μια τεράστια αρένα, εκτοπισμένοι στις ακτές από τους νέους εισβολείς, παίρνοντας λαθραία θέση για να αντέχουν όσα γίνονται από την πρώτη κιόλας επαφή πριν τη διάσωση μες στα υψωμένα τείχη, ταξιδεύοντας ρομποτικά αλλά αόρατα με κάρτα ασύλου σε λιμάνια πρωτοϊδωμένα με τους λίγους επιζήσαντες σε συνθήκες ομηρίας, σε πολιορκημένες ή ισοπεδωμένες πόλεις για τους πρόσφυγες με ανεπούλωτες πληγές ή για τους βομβιστές αυτοκτονίας που ρίχνουν στα στρατόπεδα των ανταρτών για να γίνουν μάρτυρες χωρίς απόδειξη, απεμπολώντας κάθε προστασία στα κρατητήρια ή στα κυκλώματα των δουλεμπόρων στις διαδικτυακές κοινότητες με τα χίλια πρόσωπα των μεταμφιεσμένων με αρωματικούς ατμούς στις γιγαντοοθόνες με τις πολλές μεταβλητές και τρόπους σύλληψης που ίσως οδηγούν με θριαμβευτικούς ρυθμούς στο πρώτιστο υλικό αληθινά ανεξάντλητο κι ακραία ερωτικό σε μουσικά λουτρά όπου οι Αναδυόμενες, πλασμένες με άψογη τεχνική με μαγικό φακό, ειδώλια, φωτεινές εικόνες και γραμμές βυζαντινής αγιογραφίας, αινιγματικά αλλά κι επικά, για παθιασμένους έρωτες σε όλες τις εποχές διασχίζοντας ωκεανούς, έτη φωτός μακριά, γίνονται ανάρπαστες οργιάζοντας ξανά, σαν τις ριπές ζωογόνου αέρα, με σκληρές ασκήσεις που μετουσιώνουν τον οριστικό αποχωρισμό, μέσα στην άγρια καθημερινότητα, σε κάτι πιο άμεσο και πιο ερωτικό, ακολουθώντας θηλυκές καμπύλες διαφορετικές από αυτές που βγάζουν στη σελήνη, αφάνταστα όμοιες με γυμνό κορμί γυναίκας που, σε μια ιστορία που ίσως ολοκληρωθεί με δάκρυα, βγαίνει πάντοτε νικήτρια και κυρίαρχη χωρίς να κάνει πια θυσίες στους συστατικούς μύθους της αφροδίσιας ιθαγένειάς της.
Φεύγοντας από τη συνάντηση, σε απόλυτη εγκατάλειψη, αχθοφόροι χιλιάδων εξοντωτικών διώξεων διατρέχουν παρόχθιους χώρους ιερών με τύμπανα και αναμμένους πυρσούς της επινίκιας παρέλασης, και ξεκινούν ένα πρωτότυπο παιχνίδι αφήνοντας πίσω τους μόνο μερικά απολιθώματα με απήχηση αιλουροειδών και κύτταρα εκπεσόντων γιγάντων, ενεργώντας με οπτικά μηνύματα αυτοκτονικά κατά το πρότυπο των σαμουράι σε ένα έργο τρομακτικό και πολυαίμακτο που κάνει τον κόσμο κατανοητό αλλά ευάλωτο, χωρίς να επιβραβεύονται ποτέ γι’ αυτό, αφημένοι στα κρησφύγετα στην τύχη τους πριν από την κατάρρευση, τσαλαπατημένοι στα κρατητήρια μετά τη θριαμβολογία τους, με καταπληκτική ακρίβεια στο κέντρο της λαίλαπας, μετά από μια επίθεση από αγνώστους, σε κάδρα με πολλαπλά σημεία θέασης κι από διαφορετικές θέσεις του χώρου από γρανίτη, κατάφορτου από εικόνες με σέξι ηρωίδες στο φανταστικό πλανήτη της αέναης κατανάλωσης, περικυκλωμένοι στα βουνά με πολλές αναμνήσεις από τα ταξίδια, χωρίς θεματική κι αχαρτογράφητα κι αυτά κι όμως γεμάτα εκπλήξεις, καθώς ακόμη αγνοούνται τα πιο αλλόκοτα και πιο αινιγματικά συνθήματά τους και με ένα ακόμα θετικό στοιχείο απελευθέρωσης κι ευθύνης που εκπληρώνει ακόμη και τις πιο ακραίες φαντασιώσεις τους σε τρυφερές στιγμές με ηδονικές κυρίες των τιμών με μπούστο Μπαρμπαρέλας και στολές ζογκλέρ, σε μια ουτοπία που επινοήθηκε για άλλη αγκαλιά σε άχρονο τόπο, σαν μαθητεία σε βάρκα που θυμίζει ανατροπή και καταλήστευση στα όρια της απαγόρευσης κι όμως σημαίνει φυσική ασπίδα, με τον πρωταγωνιστή να αποτολμά διακριτικά κι αθόρυβα, αλλά και να πετυχαίνει στην πιο απίθανη αποστολή εξερεύνησης του αγνώστου με πλειστηριασμό, μεταφέροντας αμετανόητα στις φλέβες του κάτι εντυπωσιακά παράνομο κι εφήμερο, που δεν είναι κοσμικό, σε μία μάχη εξουσίας με βαρύ τίμημα που συνεχίζεται στα χαρακώματα, σαν τον έρωτα του πρώτου καιρού, με καινούργιες τεχνικές ανοιχτής πηγής για να μετουσιωθεί την κατάλληλη στιγμή σε εξέγερση μετά από τόσο αγώνα σε μια αιθέρια γλώσσα διφορούμενη σχεδόν θεατρική, ανοιχτή σε ερμηνείες, ικανή να εμφυτεύσει οριστικά αλλά αμέτρητες φορές με ηλιακή ενέργεια το ουράνιο σπέρμα της βροχής στην αναστάσια μήτρα της παντοτινής μητέρας.
Από τότε που ξεκίνησε η εισβολή τα δουλεμπορικά με ίδιο δαιμονικό φορτίο πάντα κάνουν τη δουλειά τους αλλάζοντας οριστικά χωρίς ακτή τον προορισμό τους, μεταφέροντας, με μαζικές συλλήψεις και συστηματική καταστολή, αρνητές ομήρους, βετεράνους δίχως ιθαγένεια που πηδούν ημιθανείς από ένστικτο τους φράχτες μέσα από χαοτικά ανοίγματα με καλές ελπίδες και άδηλο μέλλον και γίνονται ανάδοχοι άβατων στις παρυφές του χημικού πολέμου, όπου η μάζα των κολασμένων και των ανυπότακτων μεγαλώνει χωρίς καταφυγή στη βία στις πειρατικές κοινότητες, καταγράφοντας με το φακό τα ερείπια, μέχρι που ακούγονται οι σειρήνες που αναγγέλλουν εξορία για τους ειρηνοποιούς και τους εικονολάτρες που κάνουν αλλαγές σε όλες της εσχατιές της χώρας μέσα στις αναθυμιάσεις από εκρήξεις των μεταλλαγμένων σουπερνόβα όταν όλοι μένουν πρόθυμοι να ξεκινήσουν έναν άλλο κύκλο περιπετειών ανοίγοντας δρόμους για πρωτόγνωρα τοπία, μεταφέροντας αφοπλιστικά την οργή των γκέτο σ’ ένα φανταστικό παράδεισο ασώματων μαινάδων που κρύβονται καλά στα τοξικά ερείπια κι αναζητούν τις έσχατες αιτίες ασφυξίας και κατάρρευσης στην έρημη λεωφόρο με την τελειότερη ηχομόνωση και τις ελκυστικότερες προσφορές για ανθρωποθυσίες σε ανατριχιαστικές τιμές που συμφέρουν τους ελεύθερους σκοπευτές πριν προλάβουν άλλοι, σε μια ακόμη υπόθεση σχιζοφρενικής κατοχής για τους άπληστους που, ακάλεστοι, πατάνε συνεχώς κουμπιά και μιλάνε με πελάτες, μέχρι να σωθούν κι αυτοί κοιτάζοντας σε μαγικούς καθρέφτες για να ισορροπήσουν στην κινούμενη άμμο με ειδικά δίχτυα εξάρτησης που εξασφαλίζουν ότι θα γίνουν κι άλλες αρπαγές σε στυλ καουμπόι και χωρίς μελοδραματισμούς σε ένα ανεξέλεγκτο εγχείρημα φθοράς και έντασης στα σύνορα που πραγματικά έχει πετύχει πολλά λύνοντας γόρδιους δεσμούς με ανεξίτηλες εικόνες υπέρκομψων συλφίδων, με αξεπέραστη ρευστότητα στην έκφραση, μέσα από παραμύθια που μοιάζουν διαφορετικά από τόπους σταύρωσης και καταλήγουν σε προσκύνημα χιλιάδων ηττημένων σε ένα άλλο Αιγαίο περίβλεπτο, με ακάθιστο προνοητή χωροδεσπότη το βοριά και θαλασσίτες που ακολουθούν στο θερισμό την κίνηση των Πτολεμαίων απ’ τον Ευφράτη ως τις ηράκλειες στήλες των μαινόμενων, ηλεκτρίζοντας με τετραβάγγελα τη νέα γενιά του φάους.
Μετά τη διάλυση του ιστότοπου σε συνθήκες χημικού πολέμου, κάποιοι αιρετικοί περιπλανώμενοι, αυτοεξόριστοι αναχωρητές, παροπλισμένοι από την εποχή των νικητών, που αρνήθηκαν να υποταχτούν στους νόμους του ανεξήγητου, περνούν δωρεάν, με ηλιακή ενέργεια, ανενόχλητοι μέσα απ’ τα δακρυγόνα, σε μια εγκαταλειμμένη έρημο, γεμάτη από εκπλήξεις και μαγεία, φτιαγμένη από ανακυκλώσιμα υλικά γεμισμένα με χώμα και οπάλιο, στις τεχνητές λεωφόρους βύθισης των αστέγων που εξασφαλίζουν την ενότητα με δικούς τους όρους, σε καταφύγια βαθιά σαν ουρανός, όπου τα μικρά πράγματα φαίνονται διθυραμβικά παντοτινά, προκαλώντας ακαριαία κρίσεις ασφυξίας και πανικού και σύνδρομα του δότη με την έκρηξη της ψηφιακής λιποψυχίας σε ειδικές συνθήκες φύλαξης σε άγρια τοπία παροικιών, ξεφυτρώνοντας με νέα υλικά από παντού με ένα είδος πείσματος στο χείλος του γκρεμού υπόγειων περασμάτων που παραλύει και τους περισσότερο αθώους, υποχρεώνοντάς τους σε ένα ηρωικό ξεπέρασμα που αντιμετωπίζεται δύσκολα χωρίς να κατανοείται, ανοίγοντας ένα χάσμα που διαρκώς βαθαίνει αναπότρεπτα ανάμεσα στα ιζήματα και τις σκουριές από τα αέρια των βομβαρδισμών, σαν μια χειραψία που δένει μ’ ένα νήμα αντικατοπτρισμών σε προκαθορισμένες θέσεις τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, που σχεδόν πάντα ελλοχεύει κάθε μέρα και ψηλότερα στο βαθυκράτος του, εστιάζοντας με αδιέξοδη λογική και μια σιβυλλική παρόρμηση στα ορόσημα των μύθων σε άγονες γραμμές καραβανιών κι ερωτικών τριγώνων που οργανώνονται για τους μυημένους με κατεβατά παπύρων στην αρχή ενός ιλίγγου που συνεχίζεται αδιάλειπτα σε κάθε σπιθαμή της γης στο εσωτερικό των βράχων, σ’ ένα επιθετικό εφιάλτη παρτιζάνων που χάνονται παντοτινά μες στο λαβύρινθο των καταιγίδων με πολλές σεξπηρικές διαστάσεις που περιπλέκονται με αναπάντεχο τρόπο οδηγώντας τους μέσα από προγεφυρώματα σε παροξυσμό, σιδηροδέσμιους πάντα στην πυρά, για να αποκτήσουν χαοτική επαφή με τους περίδοξους θαμώνες ενός κόσμου ζοφερού με αόρατες χειρουργικές τομές και ταξιανθίες, οριστικά αποχαιρετώντας τα είδωλα με το τραγούδι ενός παιδιού και θεωρώντας τους μεταμφιεσμένους θεούς των λιμανιών υπαίτιους των εκτοπισμών και της θητείας στο άγνωστο εορτάζοντας με αυγώνυμα άστρα εκάδημων λαών ως την πατρίδα του ήλιου.
«Η Πυθαγόρεια Ομφή» εμφανώς έχει τη θέληση να είναι το έπος μιας «Αργοναυτικής Εκστρατείας», στην οποία οι σύγχρονοι «Χρονοναύτες» πραγματοποιούν καθημερινά, με ακατάπαυστο ρυθμό και ακατάβλητο σθένος, αλλεπάλληλα κατορθώματα, που, καθώς επαναλαμβάνονται ακούραστα και ομοιόμορφα σε ποικίλες παραλλαγές, καταλήγουν να αναδείξουν την τραγωδία και το μεγαλείο του αέναου αγώνα τους. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτονται και ταυτόχρονα αποκρύπτονται, μέσα από ένα πελώριο υπερπρίσμα, μυστήρια και μυστικά που εξηγούν γιατί η φύση και η ζωή είναι «ιερές» όχι μόνο για να τις ζούμε, αλλά, μετέχοντας, να κοινωνούμε, να μεταλαμβάνουμε και να ιερουργούμε.
Οιστρηλατημένοι από το ηρωικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τη μάχη του ανθρώπου με το πεπρωμένο του, οι πυθαγόρειοι μαχητές, αναχωρώντας από τον Ουράνιο Έρωτα, που είναι ο τόπος καταγωγής τους, κάνουν ενδιάμεσο σταθμό στην έρημη χώρα του Άορνου Έδους και συνεχίζουν το ταξίδι τους στη Μητέρα Γη, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τη Θεά Θάλασσα για να καταλήξουν να αναζητούν το Χρυσόμαλλο Δέρας με ηγέτη τον Ήλιο.
Η διαδρομή τους αυτή δείχνει να μην έχει πλοηγό άλλο από το ένστικτο και οι περιπέτειες όπου εμπλέκονται δείχνουν να μην έχουν τελειωμό και κατάληξη, καθώς η επιμονή τους να βρίσκουν πάντα μια διάβαση τους ανοίγει διαρκώς ανεξάντλητους χώρους για περιπλάνηση. Το έπαθλό τους όμως μετά τη Μεγάλη Δοκιμασία μοιάζει να δικαιώνει τους κόπους τους, καθώς τελικά η Κραταιά Θεά απονέμει τον κότινο Τω Κρατίστω.
Όπως και στη «Ζωηδαισία», ο ιστορικός και γεωγραφικός περίγυρος της αρχαίας, της βυζαντινής και της νεότερης Ελλάδας, με όλους τους θρύλους, τις παραδόσεις, τα σύμβολα, τους άθλους και τις θυσίες που έχουν διαμορφώσει τη συλλογική μνήμη σ’ αυτό τον τόπο, αποτελεί τη διαλεκτική βάση όπου οικοδομείται η εκφραστική λειτουργία του εγχειρήματος.
Στην πορεία του έργου η Ελληνική Γλώσσα, αναδεικνύεται στην αδιάσπαστη ολότητά της, από τα χρόνια του Όμηρου μέχρι τον καιρό των Βυζαντινών Υμνωδών, του Ερωτόκριτου και τη σύγχρονη εποχή του Διαδικτύου. Δίνει και αυτή τη δική της μάχη, δοκιμάζει τις αντοχές της και αυτο-αποδεικνύεται, μέσα από πολύπλοκα σχήματα έναρθρου λόγου, στα οποία δεν αμελείται καμία λέξη και καμία φράση με ελληνικό ήθος, που μπορεί να επεκτείνει τα όρια του νοητού κόσμου.
Αν για τη «Ζωηφορία» η Αντιγόνη του Σοφοκλή και για την «Υψιπύλη» η Οδύσσεια του Ομήρου ήταν εμφανώς το πρότυπα στα οποία βασίστηκε η συνθετική συγκρότηση των έργων αυτών, η «Πυθαγόρεια Ομφή» παρουσιάζει την ίδια εμμονή στις εκφραστικές αξίες των κλασικών ελληνικών λογοτεχνημάτων και από την άποψη αυτή δείχνει μια πιθανή κατεύθυνση για την αναβάθμιση των σύγχρονων αντιλήψεων με την αναβάπτισή τους στις αρχαίες πηγές.