Η πεζογραφία γνώρισε μεταπολεμικά μια περίοδο ακμής, ανάλογη με αυτήν της ποίησης, καθώς ο πεζός λόγος καλλιεργήθηκε από πολλούς αξιόλογους δημιουργούς, ενώ και η απήχησή της στο ευρύτερο κοινό ήταν επίσης αξιοσημείωτη, υποβοηθούμενη από την μεταφορά πεζογραφικών έργων στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η σύνδεση της λογοτεχνικής δραστηριότητας με την πολιτική τοποθέτηση των συγγραφέων, που άρχισε να παρατηρείται ήδη από τα χρόνια του βενιζελισμού. Στα μεταπολεμικά χρόνια το φαινόμενο έγινε περισσότερο αισθητό με τη ίδρυση τριών κομματικού προσανατολισμού λογοτεχνικών σωματείων: Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών για τους δεξιάς απόκλισης (εθνικιστές) λογοτέχνες, Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών για τους αριστερής απόκλισης λογοτέχνες (με επίκεντρο το ΚΚΕ) και Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών για τους λογοτέχνες του κεντρώου χώρου. Η αντιπαράθεση μεταξύ τους σε θέματα ιδεολογικού χαρακτήρα, αλλά και σε ζητήματα προβολής συγγραφέων από τους αντίστοιχους χώρους, ήταν στα χρόνια αυτά έντονη και είχε επίδραση στη διαμόρφωση λογοτεχνικών τάσεων, καθώς οι αριστεροί συγγραφείς είχαν τάση προς τον ρεαλισμό, ενώ οι κεντροδεξιοί προς την υποστασιακή θεματολογία.
α. Στρατής Τσίρκας (1911-1980)
Ο Στρατής Τσίρκας (πραγματικό όνομα Γιάννης Χατζηαντρέας, Κάιρο 10 Ιουλίου 1911 – Αθήνα 27 Ιανουαρίου 1980) γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου και αποφοίτησε το 1928 από το εμπορικό τμήμα της εκεί Αμπετείου Σχολής. Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελάχων. Το 1930, γνώρισε στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Το 1932 εργάστηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου. Το 1937 νυμφεύτηκε την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012). To 1938 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αλεξάνδρεια και από τον επόμενο χρόνο διορίστηκε διευθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατήρησε μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963. Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου. Το 1943-44 ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φίλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 ήταν στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης «Αντιφασιστική Πρωτοπορία». Έχοντας εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 έγραψε σε δέκα μέρες τη νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Το σημαντικότερο έργο του ήταν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη Λέσχη, την Αριάγνη και τη Νυχτερίδα, τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.
Η έκδοση της Λέσχης το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας «Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο». Λόγω της άρνησής του διαγράφηκε από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Την Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της, ως ολίσθημα από τα ιδεολογικά θέσφατα». Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση. Το μυθιστόρημα Χαμένη Άνοιξη (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο «Δίσεχτα χρόνια». Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο. Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1980 σε ηλικία 68 ετών.
β. Τάσος Αθανασιάδης (1913-2006)
Ο Τάσος Αθανασιάδης του Μιχαήλ (Σαλιχλί Μικράς Ασίας, Νοέμβριος 1913 − Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου 2006) σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δικηγόρησε κατά την περίοδο 1940-1945. Το 1945 διορίστηκε διευθυντής της Γραμματείας του Εθνικού Θεάτρου, και στη συνέχεια γενικός διευθυντής, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1972. Το 1994 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τρία Κρατικά Βραβεία Έγινε γνωστός από τα έργα του Οι Φρουροί της Αχαΐας (δίτομο μυθιστόρημα, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών Ιδρύματος Ουράνη), Οι Πανθέοι (μυθιστορηματική τριλογία σε 4 τόμους, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών -1961), Αίθουσα του θρόνου (κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1969), και Τα παιδιά της Νιόβης (1968), τα οποία μεταφέρθηκαν στην ελληνική τηλεόραση. Εκλέχθηκε ακαδημαϊκός το 1986 και χρημάτισε πρόεδρος του Ιδρύματος Ουράνη. Είναι ο βασικός εισηγητής του «μυθιστορήματος-ποταμού» στην ελληνική γλώσσα, επηρεασμένος από ξένους μυθιστοριογράφους όπως οι Σταντάλ, Ουγκώ, Φλωμπέρ, Γκάλσγουορθι, και ιδιαίτερα ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Έντονο είναι το επικό στοιχείο και η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη, ενώ διαπλέκεται ο μύθος ενός ήρωα με το μύθο ενός άλλου. Τα μυθιστορήματά του δίνουν «έναν πλατύ και συνθετικό πίνακα της ελληνικής αστικής κοινωνίας» στα τρία τέταρτα περίπου του εικοστού αιώνα. Οι χαρακτήρες του, έντονες προσωπικότητες, αν και φαινομενικά αντιφατικοί, έχουν εσωτερική ενότητα και κινούνται στην ιστορία σαν να εκπληρώνουν ένα εσωτερικό πεπρωμένο, χωρίς να επηρεάζονται από τις εξωτερικές συνθήκες.
γ. Πάνος Τζελέπης (1894-1976)
Ο Πάνος Νικολή Τζελέπης ήταν από τους πρώτους εκπροσώπους της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1894. Η καταγωγή του ήταν από την Ευρυτανία, αφού ο πατέρας του, Νικολής, γεννήθηκε στη Φουρνά. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτονας στο παλάτι του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, γεγονός που έδωσε στον Π. Τζελέπη τη δυνατότητα να εξοικειωθεί από μικρός με τις βασικές αρχές της μετέπειτα δουλειάς του. Στην Κωνσταντινούπολη φοίτησε στο εξατάξιο Γυμνάσιο και στη συνέχεια στο Ιταλικό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Κων/πολης. Το 1915, μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Αθήνα, συνέχισε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής. Αρχιτεκτονική σπούδασε αργότερα (μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου) στο Παρίσι, στην Ecole Speciale d’ Architecture και στην Ecole Nationale des Arts Decoratifs. Η όλο και μεγαλύτερη χρήση του μπετόν αρμέ τον οδήγησε στην αναζήτηση ενός «νέου» δρόμου. Δύο ήταν τα μεγάλα θέματα που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή. Το πρώτο είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική του τόπου μας και το δεύτερο ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, σε κλίμακα προστασίας του παιδιού. To 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μέχρι το 1945 εκτέλεσε μία σειρά από αρχιτεκτονικά έργα που χαρακτηρίζουν σημαντικά τη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Ο μοντερνισμός του είναι συγκρατημένος και ελέγχεται από μια αίσθηση ισορροπίας και ηρεμίας. Τον Δεκέμβριο του 1945 πήγε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε για δέκα χρόνια. Το 1956 επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε κυρίως με το συγγραφικό του έργο. Πέθανε στην Αθήνα το 1976. Ο Π. Τζελέπης ήταν μια ιδιάζουσα μορφή της αρχιτεκτονικής και της διανόησης. Έγραψε Στο καιρό των Σουλτάνων (1965), Ένας νταής (1971) και πολλά έργα για θέματα αρχιτεκτονικής. Βαθύς γνώστης της ξένης λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της γαλλικής, είχε μία καταπληκτική ευχέρεια στον χειρισμό των λογοτεχνικών κειμένων, σε μια δυναμική καταγραφή λαϊκών τύπων της Κωνσταντινούπολης.
δ. Νίκος Αθανασιάδης (1904-1990)
Ο Νίκος Αθανασιάδης (Μυτιλήνη, 14 Ιουλίου 1904 - Αθήνα, 14 Ιουνίου 1990) ήταν γιος βιομηχάνου, ο οποίος καταστράφηκε οικονομικά το 1920. Εργάστηκε σε τράπεζες από το 1922 ως το 1924 και μετά σε μηχανουργείο. Μετά τη θητεία του στο Ναυτικό, δούλεψε πάλι σε τράπεζες και από το 1958 ως το 1968 στον ΕΟΤ. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα το 1929, όταν δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο της Μυτιλήνης το διήγημά του Ο μετανάστης. Έγραψε κυρίως πεζά. Βραβεύτηκε με το βραβείο Ουράνη της Ομάδας των "12" το 1958 και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1972. Το 1974 του χορηγήθηκε λογοτεχνική σύνταξη για το συνολικό του έργο. Δύο χρόνια πριν το θάνατό του τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1989). Έγραψε μυθιστορήματα ερωτικής ζωής και φυσιολατρικής διάθεσης με ξενοπουλική ευχέρεια. Το έργο του "Το γυμνό κορίτσι" (1964) μεταφέρθηκε στην τηλεόραση το 1982. Στα έργα του συμπεριλαμβάνονται και τα "Σταύρωση χωρίς ανάσταση" και Πέρα απ’ τ’ ανθρώπινο. Έκανε επίσης μεταφράσεις του Σαιντ-Εξυπερύ, του Σταντάλ, του Ανατόλ Φρανς και του Αντρέ Ζιντ. Απεβίωσε στην Αθήνα, την 14η Ιουνίου 1990.
ε. Γιάννης Μαγκλής (1909-2006)
Ο Γιάννης Μαγκλής γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1909. Ο πατέρας του, άλλοτε κτηματίας στη Μικρά Ασία, ήταν υποδιευθυντής μίας ελληνοαγγλικής εταιρείας εμπορίας σφουγγαριών. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στη γενέτειρά του, άρχισε να εργάζεται σε νεανική ηλικία στα σφουγγαράδικα. Από το 1926 και επί δυόμισι χρόνια εργάστηκε σε αποθήκη επεξεργασίας σφουγγαριών. Δημιούργησε καλές εντυπώσεις, γι' αυτό και η εργοδότρια εταιρεία τον έστειλε εσωτερικό σε λύκειο της Χάβρης στη Γαλλία, για να συμπληρώσει τις σπουδές του. Όταν τελείωσε τις σπουδές, έγινε υποδιευθυντής του υποκαταστήματος στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα, μελέτησε ιστορία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Το 1933 μετατέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αρρώστησε από φυματίωση, επειδή οι συνθήκες εργασίας ήταν ανθυγιεινές. Μετατέθηκε στην Αίγινα το 1937, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος έγινε πνευματικός οδηγός του. Στα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Έγινε αρχικά υπεύθυνος για την περιφέρεια της Αίγινας. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Κηφισιά ως διαφωτιστής. Στον Εμφύλιο, ανέβηκε στο βουνό με τους αντάρτες. Μετά το τέλος του γύρισε στην Κάλυμνο, όπου έπιασε και πάλι δουλειά στα σφουγγαράδικα. Το 1940 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων «Οι κολασμένοι της θάλασσας», στην Αίγινα, που του χάρισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό του περιοδικού «Νεοελληνική Λογοτεχνία». Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν αυτός που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το γράψιμο. Στα χρόνια μετά από τον Ελληνικό Εμφύλιο έγραφε θεατρικά έργα και δημιουργούσε ερασιτεχνικούς θιάσους στην Κάλυμνο και στη Ρόδο. Από το 1948 και μετά αντιμετώπισε πάλι σοβαρά προβλήματα υγείας. Ταλαιπωρήθηκε επί εννιά σχεδόν χρόνια, ενώ πραγματοποίησε δύο σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις στο εξωτερικό. Παρ' όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ο Μαγκλής δεν σταμάτησε να γράφει. Κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1958 για το έργο του «Τ’ αδέλφια μου οι άνθρωποι», και το 1974 για το έργο του «Οι σημαδεμένοι», καθώς και το δεύτερο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το έργο του «Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί» (1956). Τα έργα του «Κολασμένοι της θάλασσας» το 1988 και «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου» το 1989, του απέφεραν το χρυσό μετάλλιο σε δυο ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς θαλασσινού πεζογραφήματος. Πέθανε στις 24 Απριλίου 2006, στην Κηφισιά και θάφτηκε στην Κάλυμνο. Ο Γιάννης Μαγκλής ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς και περισσότερο διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς στις δεκαετίες '50, '60 και '70. Το έργο του εντάσσεται στην παράδοση της ελληνικής ρεαλιστικής ηθογραφίας. Δέχτηκε αρκετές επιρροές από το έργο και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του Καζαντζάκη. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από το απλό ύφος, την αμεσότητα στην έκφραση των συναισθημάτων, τη μοναδική αφηγηματική του ικανότητα, τη δημιουργία ηρώων που είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, έναν έμμεσο διδακτισμό και αγωνιστικό πνεύμα.
στ. Διδώ Σωτηρίου (1909-2004)
Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 12 Απριλίου 1909-Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004), μεγαλύτερη αδελφή της συντρόφου του Ν. Μπελογιάννη Έλλης Παππά, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, ενώ το 1909 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρό και Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι. Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή. Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της. Τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989) και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1990). Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα (1962) έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Άλλα έργα της: Ηλέκτρα (1961), Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975), Εντολή (1976), Μέσα στις φλόγες (1978), Επισκέπτες (1979), Κατεδαφιζόμεθα (1982). Η λογοτεχνία της, που μεταφέρει όσα έζησε ως παιδί στην Ιωνία, όσα της διηγήθηκαν οι πρόγονοί της και όσα γνώρισε κατά τη μεγάλη μετοικεσία στη μητροπολιτική Ελλάδα, διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
ζ. Δημήτρης Χατζής (1913-1981)
Ο Δημήτρης Χατζής (Ιωάννινα, 13 Νοεμβρίου 1913 – Σαρωνίδα Αττικής, 20 Ιουλίου 1981) γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήταν διηγηματογράφος, λόγιος και παλαμικός ποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ο Δημήτρης Χατζής παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του Άγγελο, τα οποία όμως διέκοψε μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1930 και επέστρεψε στην γενέτειρά του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε λόγω οικονομικών δυσχερειών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1936 συνελήφθη από την Δικτατορία της 4ης Αυγούστου και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 κατετάγη, αλλά δεν στάλθηκε στο μέτωπο. Την περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα. Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Ιωάννινα, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εξορίστηκε στην Ικαρία. Το Μάρτιο του επόμενου έτους εντάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και διηγήματα στα έντυπά του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έμαθε την καταδίκη του αδερφού του Άγγελου από το Έκτακτο Στρατοδικείο και την εκτέλεσή του. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το Έκτακτο Στρατοδικείο τον καταδίκασε «δις εις θάνατον» για λιποταξία και έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό. Πρώτοι του σταθμοί ήταν η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Στη Βουδαπέστη σπούδασε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία. Το 1962 ολοκλήρωσε στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Αν. Βερολίνου τη διατριβή του με θέμα «Μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους». Το ίδιο έτος επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκε οριστικά τον Ιούνιο του επόμενου έτους. Το Μάρτιο του 1981 προσβλήθηκε από καρκίνο των βρόγχων. Πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1981 σε σπίτι φίλων του στη Σαρωνίδα. Ο Δημήτρης Χατζής πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1946 με το μυθιστόρημα Φωτιά. Το 1952 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Το τέλος μιας μικρής πόλης, που θεωρείται το σημαντικότερο έργο του. Άλλα έργα του Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950), διηγήματα, 1979. Ανυπεράσπιστοι, διηγήματα, 1966, Το διπλό βιβλίο, μυθιστόρημα, 1976.
η. Σπύρος Πλασκοβίτης (1917-2000)
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (1917 – 7 Οκτωβρίου 2000) γεννήθηκε το 1917 στην Κέρκυρα. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Πλασκασοβίτης. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχικά εργάστηκε στη δημόσια διοίκηση ως τμηματάρχης του υπουργείου Συγκοινωνιών, αλλά από το 1951 ήταν δικαστικός στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το 1968 εξορίστηκε και φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα». Το 1977 εκλέχθηκε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, ενώ το 1981 και το 1984 εκλέχθηκε ευρωβουλευτής στο ίδιο κόμμα. Απεβίωσε το 2000. Γιος του είναι ο οικονομολόγος Ηλίας Πλασκοβίτης, που διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1948 από το περιοδικό Νέα Εστία. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο διηγήματος, με το Α΄ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος και με πολλές άλλες διακρίσεις. Έργα: Το γυμνό δέντρο (1952), Η θύελλα και το φανάρι (1955), Το φράγμα (1960), Οι γονατισμένοι (1964), Το συρματόπλεγμα (1974), Η Πόλη (1979), Το τρελό επεισόδιο (1984), Η πεζογραφία του ήθους (1986), Η κυρία της βιτρίνας (1990), Το πουκάμισο του καθηγητή (1993), Η άλλη καρδιά (1995), Γραφές και συναντήσεις (1998), Το μοντέλο (1999). Ως συγγραφέας προσπαθεί με ζεστή αμεσότητα και υψηλή πνευματικότητα να διεισδύσει σε ένα ψυχολογικό κόσμο που διέπεται από μια καινούργια αντίληψη για την ανθρώπινη αλληλεγγύη.
ε. Ζήσης Σκάρος (1917-1997)
Ο Ζήσης Σκάρος (1917 - 8 Μαρτίου 1997) γεννήθηκε στα Κανάλια Καρδίτσας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Απόστολος Χρήστου Ζήσης. Στο Γυμνάσιο Καρδίτσας πρωτοστάτησε σε μαθητικές εξεγέρσεις, με αποτέλεσμα το 1933 να αποβληθεί από όλα τα σχολεία της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου διώχτηκε για την παράνομη πολιτική δράση του. Το 1938 γράφτηκε στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942 εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. με ενεργό δράση. Ανέπτυξε αντιδικτατορική δραστηριότητα στη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών οπότε έφυγε στο εξωτερικό. Το 1980 τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για την τριλογία του «Οι Ρίζες του Ποταμού». Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 1997 και κηδεύτηκε από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Επηρεασμένος από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό επιχειρεί με σκληρό ύφος να απεικονίσει απομονωμένες κοινωνικές καταστάσεις. Οι σελίδες του, που εμπνέονται από το θεσσαλικό βίωμά του, έχουν ένα πεταχτό και βαθύτερο τάνυσμα προσδοκίας και ανάτασης.
θ. Σωτήρης Πατατζής (1917-1991)
Ο Σωτήρης Πατατζής (1917- 7 Ιουνίου 1991) καταγόταν από τη Μεσσήνη Μεσσηνίας. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Στην αντίσταση εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Το μυθιστόρημά του «Μεθυσμένη Πολιτεία» μεταφέρθηκε στην μικρή οθόνη στο τέλος της δεκαετίας του 1970, σε σκηνοθεσία Άρη Λυχναρά και με πολλούς γνωστούς πρωταγωνιστές (Βέρα Κρούσκα, Γιάννης Βόγλης, Παύλος Χαϊκάλης, Χρυσούλα Διαβάτη). Το έργο αυτό αποτελεί γόνιμη σύνθεση της φαντασίας του συγγραφέα και προσωπικών του βιωμάτων από την γενέτειρα του, Μεσσήνη. Πολλά στοιχεία του έργου (πρόσωπα και καταστάσεις) αντικατοπτρίζουν την Μεσσήνη του Μεσοπολέμου. Επιτυχημένα εξακολουθούν να είναι τα θεατρικά έργα του Σ.Πατατζή (Δον Καμίλο 1958). Έγραψε επίσης τα διηγήματα Ματωμένα χρόνια (1946), Νεράιδα του Βυθού (1952), Χαμένος Παράδεισος (1966) και το μυθιστόρημα Πένθιμο Εμβατήριο (1978). Το έργο του χαρακτηρίζεται από ποιητική συγκίνηση που απηχεί μια προσπάθεια ιδεολογικής προσαρμογής στην πικρή μεταπολεμική εποχή.
ι. Τάκης Δόξας (1913-1976)
O Τάκης Δόξας (πραγματικό όνομα Παναγιώτης Λαμπρινόπουλος, 1913 – 1976) γεννήθηκε στον Πύργο και σπούδασε στη Σχολή Συνεταιριστών στην Αθήνα. Υπηρέτησε στο πρωτοδικείο του Πύργου, ενώ το 1954 διορίστηκε διευθυντής της δημόσιας βιβλιοθήκης της ίδιας πόλης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Το 1957 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Πελοποννησιακής Πεζογραφίας από την Ακαδημία Αθηνών. Με την διαθήκη του κληροδότησε 6.466 τόμους βιβλίων στη δημόσια βιβλιοθήκη. Από τα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να γράφει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, έγραψε 25 βιβλία από τα οποία τα τρία ποιητικά. Το ποίημα «Φως της Ολυμπίας» απαγγέλλεται στη έναρξη των εορτών για την μεταφορά της ιερής φλόγας από την Ολυμπία, στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Συλλογές διηγημάτων«Οι ίδιες πάντα ιστορίες», 1932, «Η απολογία του Καμπούρη», 1935, «Η σονάτα των ίσκιων», 1949, «Πικρή ιστορία», 1950, «Ταξίδια χωρίς ήλιο», 1953, «Ροδοσταμιά», 1957, «Μικροζωές», 1965, «Λούνα Παρκ», 1972. Μυθιστορήματα «Οι ναυαγοί», 1955, «Στη χώρα του Αυγεία», 1973. Η πεζογραφία του εμπνέεται από την ιστορία και τη φύση της ιδιαίτερης πατρίδας του και διατηρεί ένα σύγχρονο νόημα και μια προσωπική νότα.
ια. Τάκης Αδάμος (1914-1991)
Ο Τάκης (Δημήτριος) Αδάμος (Πυρσόγιαννη Ιωαννίνων, 20 Οκτωβρίου 1914- 24 Δεκεμβρίου 1991) γεννήθηκε στην Πυρσόγιαννη Ιωαννίνων από αγροτική οικογένεια. Το 1931 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και το 1935 του ΚΚΕ. Ενδιάμεσα έκανε παιδαγωγικές σπουδές στο Διδασκαλείο Ιωαννίνων απ' όπου αποφοίτησε το 1933 και έγινε δάσκαλος. Το 1940 πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και μετά τη συνθηκολόγηση, μαζί με άλλους συντρόφους του, πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Πατριωτικού Μετώπου στα Ιωάννινα, πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ. Πήρε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το 1946, μετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας, εξορίστηκε στην Ικαρία, απ' όπου απέδρασε και εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Εκεί πολέμησε με το βαθμό του ταγματάρχη και τραυματίστηκε πολλές φορές. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο κατέφυγε σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και έγινε αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Ριζοσπάστης από το 1974 μέχρι το 1981. Το 1981 και το 1984 εκλέχτηκε ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ. Επιλεγμένα έργα Απλοί άνθρωποι (1957, συλλογή διηγημάτων) Το λαϊκό τραγούδι της Αντίστασης (1977), Πεζογράφοι (1979), Δοκίμια ιδεολογικά-λογοτεχνικά (1980), Ποιητές (1980), Πνευματικές γνωριμίες (1986). Το έργο του χαρακτηρίζεται από την ανθρωπιά και το κοινωνικό περιεχόμενό του.
ιβ. Γιώργος Μανιατάκος (1914-2010)
Ο Γιώργος Μανιατάκος γεννήθηκε στη Λεμονιά Λακωνίας το 1914 και αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο, γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Αγγλική φιλολογία. Ταυτόχρονα άρχισε να εργάζεται στις εφημερίδες. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία το 1935 από την εφημερίδα "Μέλλον" και από το 1944 έως και τη συνταξιοδότησή του το 1977 στα "Νέα" και το "Βήμα", όπου διετέλεσε αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης. Για πολλά χρόνια εργάστηκε και ως πολιτικός χρονογράφος στην εφημερίδα "Μακεδονία". Έγραψε έντεκα μυθιστορήματα, μία ποιητική συλλογή και πολλές μεταφράσεις ξένων έργων. Πέθανε στις 26 Ιουλίου 2010. Το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1958, σε ηλικία 18 ετών. Μυθιστορήματα: Περιμένοντας τον Άγνωστο Θεό, Κάτω από Ξένον Ήλιο, Το Σύννεφο δεν Έφερε Βροχή, Εκείνοι που δεν Είδαν τη Θάλασσα, Τελευταίος Χρησμός, Η Νύχτα, Το Ξίφος, Νέμεση, Ο Πύργος με τις Γλαύκες. Ο πόλεμος του 1940-41, η κατοχή, ο εμφύλιος, τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτιστικά του ρεπορτάζ, εξασφάλισαν στον Μανιατάκο την πρώτη ύλη για την λογοτεχνική μετάπλαση, με δύναμη ευφορίας και ευρηματικής συνθετικότητας, που αναδιφούν τις αφορμές που προκαλούν την ανθρώπινη χαρά ή τραγωδία.
ιγ. Άγγελος Σ. Βλάχος (1915-2003)
Ο Άγγελος Βλάχος του Σταύρου (4 Φεβρουαρίου 1915 − 8 Φεβρουαρίου 2003) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια καταγόμενος από πλούσια οικογένεια. Παππούς του ήταν ο λόγιος Άγγελος Βλάχος και θείος του ο εκδότης της Καθημερινής, Γεώργιος Βλάχος. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως διπλωμάτης και υπηρέτησε μεταξύ άλλων ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, ως γενικός πρόξενος στα Ιεροσόλυμα και τη Λευκωσία, ως πρεσβευτής στη Μόσχα και ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε επίσης υφυπουργός Προεδρίας στην κυβέρνηση Πιπινέλη (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1963), υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του 1974 και γενικός διευθυντής της ΕΡΤ. Το 1985 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 2003. Γνωστότερα έργα του ήταν Ο κύριός μου Αλκιβιάδης (1953), Ώρες ζωής (1956), Οι τελευταίοι Γαληνότατοι (1963), Ντάιμας ο Τυχερός (1965). Η πεζογραφία του διακρίνεται για το φροντισμένο ύφος της και το συγκρατημένο εκφραστικό της όργανο.
ιδ. Γκίκας Μπινιάρης (1915-1980)
Ο Γκίκας Μπινιάρης (1915- 4 Απριλίου 1980) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1915. Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με το θέατρο παίζοντας με όλους τους μεγάλους θιάσους. Προσλήφθηκε στο θίασο του Βασιλικού Θεάτρου, του οποίου αποτέλεσε βασικό στέλεχος. Παράλληλα έγραψε πολλά θεατρικά έργα και είχε πολλές φορές την επιμέλεια των θεατρικών παραστάσεων του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς. Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε με αρκετά διηγήματα που εξέδωσε σ΄ ένα τόμο με τον τίτλο "Μαριονέτες". Στη συνέχεια εξέδωσε τα μυθιστορήματα "Το αγόρι της γελαστής χερσονήσου" και Ο μεγάλος βάλτος. Πέθανε το 1980 από γρίπη. Η πεζογραφία του έχει ηθική και κοινωνική βάση.
ιε. Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)
Ο Αντώνης Σαμαράκης (Αθήνα, 16 Αυγούστου 1919 – Πύλος Μεσσηνίας, 8 Αυγούστου 2003) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Μετά το απολυτήριο από το Β' Γυμνάσιο σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής συμμετείχε στην εθνική αντίσταση. Το 1963 νυμφεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Διετέλεσε εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα και το 1989 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF για τα παιδιά του κόσμου. Η πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στον λογοτεχνικό χώρο έγινε το 1954 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Ζητείται ελπίς. Έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2003. Μυθιστορήματα: Σήμα κινδύνου (1959), Το λάθος (1965), Εν ονόματι (1998). Διηγήματα: Ζητείται ελπίς (1954), Αρνούμαι (1961), Το διαβατήριο (1973), Η κόντρα (1992), Αυτοβιογραφία 1919- (1996), Γραφείον ιδεών(1962). Το έργο του Σαμαράκη έχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας και του εποχικού άγχους και αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης κοινωνίας. Χρησιμοποίησε απλή γλώσσα και μη επιτηδευμένο ύφος και προσέγγισε τα θέματά του από μια έντονα ανθρωποκεντρική γωνία. Χαρακτηριζόταν από την αγάπη του για τους νέους. Δική του ιδέα ήταν η δημιουργία της Βουλής των Εφήβων, που οδήγησε στη διοργάνωση άτυπων συνεδριάσεων της Βουλής, όπου δίνεται ο λόγος σε νέους από όλη τη χώρα.
ιστ. Μόνα Μητροπούλου (1912- )
Η Μόνα Μητροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1912. Ο πατέρας της ήταν προϊστάμενος καταστημάτων της Εθνικής Τράπεζας σε πόλεις όπως ο Βόλος και η Καρδίτσα, που της έδωσαν την ευκαιρία να πλουτίσει τις εμπειρίες της με εντυπώσεις από την ανώτατη κοινωνία της ελληνικής επαρχίας. Σπούδασε στο Παρίσι και στο Λονδίνο εμπορικές επιστήμες και ακολούθησε επαγγελματικά τον κλάδο των χρηματιστηριακών επενδύσεων. Πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία το 1930 δημοσιεύοντας ποιήματα και διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την γραφή θεατρικών έργων. Αρκετά έργα της εκδόθηκαν και έγιναν παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1962 για τη συλλογή διηγημάτων "Διακοπές". Άλλα έργα της είναι: Απασιονάτα 1950, Το σπίτι με τον κορυδαλλό 1947. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία του μαγικού και αναστατωμένου κόσμου της εποχής μας, κομίζοντας στοιχεία από τη λογοτεχνία του «παράλογου» των Κάφκα, Καμύ, Μπέκετ. Κύριος σκοπός στα έργα της είναι να μεταφέρει στον αναγνώστη τις επιπτώσεις της ιστορίας και των παιχνιδιών της μοίρας στις ανθρώπινες ζωές. Τα στοιχεία της γραφής της, κυρίως τα μορφικά και τα θεματικά, δίνουν στον λόγο της μια χαρακτηριστική μουσικότητα.
ιζ. Γεωργία Ταρσούλη (1916-1986)
Η Γεωργία Ταρσούλη (1916 - 2 Ιουνίου 1986) γεννήθηκε στην Αθήνα . Ασχολήθηκε κυρίως με το παιδικό βιβλίο και ήταν συντάκτρια στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων». Έγραψε πολλά παιδικά βιβλία ανάμεσά τους και την σειρά βιβλίων «Ήμουν κι' εγώ εκεί» κατά την δεκαετία του 1960. Ένα χαρούμενο «λίγο απ’ όλα» ήταν το πεδίο δράσης της. Απεβίωσε στις 2 Ιουνίου 1986. Άλλα έργα της: Τηνιακά παραμύθια, Ένα βιβλίο για τα μικρά μας, Οι φίλοι μας τα ζώα, Τα παραμύθια που αγαπώ, Στης μαμάς την αγκαλιά, Δύο Ελληνόπουλα στα χρόνια του Νέρωνος, Στα χρόνια του Μινώταυρου, Μια φορά κι έναν καιρό.
ιη. Νότης Περγιάλης (1920-2009)
Ο Νότης Περγιάλης του Νικολάου (16 Αυγούστου 1920-10 Νοεμβρίου 2009) σπούδασε στο θεατρικό Σπουδαστήρι του Βασίλη Ρώτα. Από το 1949 εργάστηκε ως ηθοποιός και συγγραφέας στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο. Αναδείχθηκε όμως περισσότερο ως ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ερμηνεύοντας χαρακτηριστικούς ρόλους. Έγραψε πολλά θεατρικά έργα, όπως «Το κορίτσι με το κορδελάκι», «Χρυσό χάπι» και «Αντιγόνη της Κατοχής» (Λαϊκό θέατρο Μάνου Κατράκη 1954, 1958 και 1960 αντίστοιχα), «Μάσκες για Αγγέλους» (Θίασος Έλσα Βεργή 1959), «Τρελό φεγγάρι» (Άρμα Θεάτρου 1965), «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή» (Θίασος Χατζίσκου Νικηφοράκη 1974-5). Είναι στιχουργός του τραγουδιού Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Επίσης στιχουργός των τραγουδιών Ο λεβέντης, Τι να την κάνω τη χαρά, Το μπλόκο της Καισαριανής, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, και του τραγουδιού Γκρεμισμένα σπίτια σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου. Συγγραφέας του βιβλίου «Όταν σηκώθηκαν τα δένδρα» (νουβέλα 1971), «Ο Ατάρ δεν πεθαίνει ποτέ» (1971), «Το κόκκινο πουλί», 1990. Επίσης των θεατρικών έργων "Η γειτονιά του Τσέχοφ" (1976) (Εθνικό Θέατρο - Νέα Σκηνή - Δεκέμβριος 1976 - Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος), "Μαγική πόλη" (1963) (Μουσική επιθεώρηση σε συνεργασία με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη), "Άνοιξε την πόρτα" (1986) (Εθνικό Θέατρο - Νέα Σκηνή - Φεβρουάριος 1986 - Σκηνοθεσία: Νίκος Περέλης) και του ραδιοφωνικού έργου του "Το άλογο του Θανάση" (ηχογράφηση του 1954 και σκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου όπου συμμετέχει και ως ηθοποιός). Ως συγγραφέας επηρεάστηκε από τον ρομαντισμό και τον συμβολισμό, καθώς και από τον Λόρκα. Αντλούσε θέματα από τη ζωή απλών ανθρώπων που περιέγραφε με λυρισμό, ευαισθησία και ανθρωπιά. Ήταν μόνιμος κάτοικος της Νέας Σμύρνης στην Αθήνα.
ιθ. Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001)
Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919- 24 Μαΐου 2001), ανεψιά του Αλέξανδρου Παπάγου και κόρη του εκδότη Ι. Φέξη, γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1945 έζησε για μεγάλα διαστήματα στο Παρίσι. Έγραψε πεζά και θεατρικά έργα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μυθιστόρημά της "Τα ψάθινα καπέλα" (1946) διασκευάστηκε για την τηλεόραση το 1995. Άλλα έργα της: "Τα δέντρα" (1945), "Η γυναίκα του Κανδαύλη" (1955), "Ο άλλος Αλέξανδρος" (1970), "Το μυστήριο" (1976). Έγραψε το σενάριο για την πρώτη ταινία του Ν. Κούνδουρου (Μαγική Πόλις) το 1954 , σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, καθώς και το σενάριο της ταινίας Φαίδρα (1962) του Ζυλ Ντασέν σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Πέθανε το 2001 στην Αθήνα. Κόρη της ήταν η πεζογράφος Μαργαρίτα Καραπάνου. Η πεζογραφία της διακρίνεται για τη λυρική ποιότητα της προσέγγισης προσωπικών αναμνήσεων μεγάλου βάθους.
κ. Γαλάτεια Σαράντη (1920-2009)
Η Γαλάτεια Σαράντη (1920 - 2009) γεννήθηκε στην Πάτρα στις 8 Νοεμβρίου του 1920. Αποφοίτησε από το Αρσάκειο Λύκειο Πατρών και κατόπιν η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία όμως δεν αποφοίτησε, καθώς αφοσιώθηκε από νωρίς στη συγγραφή. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1945 με το διήγημα «Το κάστρο», το οποίο δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία. Ακολούθησαν νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα και βιβλία για παιδιά. Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος, το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, το Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Επί σειρά ετών διετέλεσε μέλος της Επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για τα Κρατικά Βραβεία. Το 1997 έγινε η πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον τομέα της πεζογραφίας. Απεβίωσε στις 28 Δεκεμβρίου 2009 σε ηλικία 89 ετών. Έργα: «Το Βιβλίο της χαράς», τρεις αυτοτελείς νουβέλες, (1947), «Tο παλιό μας σπίτι», μυθιστόρημα (Β΄ Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1959), «Χρώματα εμπιστοσύνης», διήγημα, (1962), «Τα όρια», μυθιστόρημα, (1966), «Nα θυμάσαι τη Bίλνα», (Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, 1972), «Ρωγμές», μυθιστόρημα (1979), «Τα Νερά του Ευρίπου», μυθιστόρημα, (1988), «Το Ποτάμι», διήγημα (Α Κρατικό βραβείο διηγήματος 1992). Η πεζογραφία της διακρίνεται για το πολιτισμένο ύφος της, τη γνήσια συγκίνηση, που αξιοποιεί τις προσωπικές εντυπώσεις σε δημιουργικό επίπεδο.
κα. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλιέξ (1920-2005)
Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλιέξ (1920-2005) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920. Κόρη του Μιχάλη Γκρίτση και της Ελένης Σάλαρη, τέλειωσε το Γυμνάσιο με μαθήματα κατ’ οίκον, ενώ ασχολήθηκε για λίγο με το χορό. Το 1942 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σε σύντομο διάστημα εγκατέλειψε τις σπουδές της και στράφηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Συγχρόνως έπαιρνε μαθήματα φωνητικής στο Ελληνικό Ωδείο. Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Ροζέ Μιλιέξ ο οποίος ήταν δάσκαλός της στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Από το 1945 ως το 1975 ταξίδεψε στη Γαλλία, την Κύπρο και την Ιταλία. Στη Γαλλία (1945-1946) το ζεύγος Μιλιέξ συνέχισε τη δράση του υπέρ της Ελλάδας και η Τατιάνα παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας Τέχνης και Αισθητικής στο Λούβρο. Το 1947 επέστρεψε στην Αθήνα επειδή ο σύζυγός της ανέλαβε την διεύθυνση σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών όπου και παρέμεινε ως το 1959. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Μιλιέξ εργάστηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Μελετών, πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής ανά την Ελλάδα και ασχολήθηκε εντατικά με τη συγγραφική της δραστηριότητα. Από το 1959 έως το 1971 το ζευγάρι μετακινήθηκε στην Κύπρο όπου ο Ροζέ εργάστηκε στο Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο. Μετά την Κύπρο μετακινήθηκαν στη Γένοβα της Ιταλίας, όπου έκαναν προσπάθειες για την ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο. Την περίοδο 1974-1975 και 1983-1984 η Μιλιέξ εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και από την περίοδο 1984-1985 στην ΕΡΤ2 ως υπεύθυνη εκπομπών. Ως δημοσιογράφος και κριτικός συνεργάστηκε με γνωστές εφημερίδες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος, το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2005. Επιλογή από το έργο της: (1993) Το αλώνι της Εκάτης, (1991) Ονειρικά, (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου, (1988) Στη σκάλα τ’ Ουρανού, (1982) Αναδρομές, (1978) Βυθοσκοπήσεις, (1973) Σπαράγματα, (1957) Αλλάζουμε; (1951) Κοπιώντες και πεφορτισμένοι, (1950) Στο δρόμο των αγγέλων, (1947) Πλατεία Θησείου. Η πεζογραφία της χαρακτηρίζεται από τον αυθορμητισμό της και την απαιτητική μορφή του λόγου της.
κβ. Ρένος Αποστολίδης (1924-2004)
Ο Ρένος Αποστολίδης (Αθήνα, 2 Μαρτίου 1924 – Αθήνα, 10 Μαρτίου 2004) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Πατέρας του ήταν ο Ηρακλής Ν. Αποστολίδης, δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες, διευθυντής της Εγκυκλοπαίδειας του εκδοτικού οίκου Πυρσός, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945–1959) και δημιουργός της πρώτης Ανθολογίας Ποίησης και Διηγήματος, ενώ η μητέρα του, Ελπινίκη, το γένος Ζαμπέλη, ήταν δασκάλα. Το 1935 τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και το 1941 το Βαρβάκειο Γυμνάσιο. Από το 1945 σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, γιατί τον κάλεσαν να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπου συμμετείχε ως Ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού. Το 1950 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, για να διδάξει κατόπιν Αρχαία και Νέα Ελληνικά, Ιστορία και Λατινικά σε ιδιωτικά αθηναϊκά γυμνάσια. Το 1945 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή δοκιμίων Τρεις σταθμοί μιας πορείας. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας ως συντάκτης. Από το 1951 ανέλαβε την αρχισυνταξία και την κριτική στήλη στο περιοδικό Ο Αιώνας μας, και το 1952 ίδρυσε με τον πατέρα του το περιοδικό Τα Νέα Ελληνικά, από τις σελίδες του οποίου άσκησε έντονη κριτική «εναντίον του πολιτικού και λογοτεχνικού κατεστημένου», και ιδιαιτέρως κατά της «Γενιάς του '30», καταλογίζοντας σε αυτήν «πνευματική και ηθική ανεπάρκεια». Αντιδράσεις προκάλεσε η σφοδρή κριτική του για τον Νίκο Καζαντζάκη, τον οποίο χαρακτήρισε ''ατάλαντο". Το 1960 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες από τις Νότιες Ακτές. Από το 1962 έως το 1964, διετέλεσε συνεργάτης της Γενικής Διεύθυνσης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Μετά τη δικτατορία και έως το 1979, συνέχισε να γράφει κριτικές στο περιοδικό Τετράμηνα και δημοσίευσε αρκετά έργα του. Στα τελευταία του χρόνια έκανε δημόσιες διαλέξεις και εμφανιζόταν στην τηλεόραση για θέματα της ελληνικής γλώσσας και παιδείας και λογοτεχνίας, ενώ υπήρξε επίτιμος καλεσμένος σε παρουσιάσεις έργων του. Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 2004 χτυπημένος από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Το δημοσιευμένο έργο του Ρένου Αποστολίδη ανέρχεται στα τριάντα βιβλία με διηγήματα, δοκίμια και κριτική. Επιμελήθηκε την κλασική επτάτομη Ανθολογία Ποίησης και Διηγήματος. Κυριότερα έργα του ήταν Πυραμίδα 67, 2006, 6η έκδοση (πρώτη έκδοση 1950), Ο γρασαδόρος και τα χειρόγραφα του Max Tod, 1970, Οι Ερινύες, 1980, Οι εξάγγελοι, 1984, Η αυτοκρατορία των σκουπιδιών, 1989. Περισσότερο γνωστός για τον βίαιο χαρακτήρα του, κύριο στοιχείο του έργου του ήταν η κυριαρχία της παρεμβολής του στη ροή της αφήγησης και η έκφραση της προσωπικής του άποψης στην οπτική του μύθου με τρόπο άμεσο. Κύρια πηγή της θεματολογίας του είναι η περίοδος της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού Εμφυλίου. Τα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου τα εντάσσει στην αφήγησή του, «τόσο για να κρίνει τις αρνητικές τους επιπτώσεις όσο και για να τονίσει το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν τους ήρωές του». Στα μεταγενέστερα έργα του στράφηκε προς την σύγχρονη πραγματικότητα, διατηρώντας ωστόσο την άποψή του για τις επιπτώσεις του Εμφυλίου στην μετέπειτα πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας.
κγ. Ρόδης Ρούφος – Κανακάρης (1924-1972)
Ο Ρόδης Ρούφος - Κανακάρης (1924 - 1972) γεννήθηκε το 1924, γιος του Λουκά Κανακάρη - Ρούφου, βουλευτή και υπουργού, και της Ελένης Παπαγεωργακοπούλου. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από παλιά οικογένεια πολιτικών της Πάτρας και ήταν εγγονός του Θάνου Κανακάρη - Ρούφου, δημάρχου Πατρέων και υπουργού, δισέγγονος του Μπενιζέλου Ρούφου καθώς και του Αριστομένη Προβελέγγιου, πολιτικού και ακαδημαϊκού. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1944 εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Εθνικού Συνδέσμου Ανωτάτων Σχολών (ΕΣΑΣ) και εν συνεχεία στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα. Το 1949 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα. Υπηρέτησε ως διπλωματικός εκπρόσωπος στη Βιέννη (1952 - 1954), τη Λευκωσία (1954 - 1956) και το Παρίσι (1960 - 1964). Το 1967 υπηρετούσε στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Απολύθηκε το 1969 λόγω αυτογνωμόνου απουσίας εκ της υπηρεσίας. Ως υποπρόξενος στη Λευκωσία συνεργάστηκε με την ΕΟΚΑ και τον Γεώργιο Γρίβα, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία, καθώς και με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με τον οποίο συνεργάστηκε εντατικά κατά τις διαπραγματεύσεις με τον κυβερνήτη της Κύπρου, σερ Τζων Χάρντινγκ. Τον Μάρτιο του 1959, αν και τοποθετημένος στην Αθήνα, κλήθηκε να λάβει μέρος στην επιτροπή στο Λονδίνο, που είχε συγκληθεί για να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες της συμφωνίας της Ζυρίχης, παραμένοντας εκεί μέχρι και τον Απρίλιο του 1960. Υπήρξε επίσης στενός φίλος του Γιώργου Σεφέρη και του Θεόφιλου Δ. Φραγκόπουλου. Τιμήθηκε με το Βραβείο των Δώδεκα, με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη (το 1956 για το έργο του Πορεία στο σκοτάδι). Απεβίωσε στο Κολωνάκι, στις 12 Οκτωβρίου το 1972, σε ηλικία 48 ετών, έχοντας προσβληθεί από καρκίνο. Στην ελληνική πεζογραφία εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του '50 με την τριλογία Χρονικό μιας σταυροφορίας, που αφορά την περίοδο της αντίστασης στη διάρκεια της Κατοχής. Περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα Η ρίζα του μύθου (1954), Πορεία στο σκοτάδι (1955) και Η άλλη όχθη (1958), μέσα από τα οποία περιγράφεται η Εθνική Αντίσταση και ο ελληνικός εμφύλιος από την οπτική γωνία της αστικής παράταξης. Στο μυθιστόρημα Η Χάλκινη Εποχή (1960) περιγράφει την πάλη των Ελλήνων της Κύπρου κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας. Περισσότερο ολοκληρωμένο λογοτεχνικά έργο του θεωρείται το αλληγορικό μυθιστόρημα Οι Γραικύλοι (1967).
κδ. Ανδρέας Φραγκιάς(1921-2002)
Ο Ανδρέας Φραγκιάς (1921 - 6 Ιανουαρίου 2002) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 καταγόμενος από τα Σφακιά της Κρήτης. Ακολούθησε σπουδές στην ΑΣΟΕΕ, αλλά αναγκάστηκε να τις διακόψει, για να συμμετάσχει στην αντίσταση. Έζησε εξόριστος στην Ικαρία για αρκετούς μήνες το 1947. Το 2000 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο για τη συνολική του προσφορά στη λογοτεχνία. Σημαντικό του έργο θεωρείται ο Λοιμός (1972), που χαρακτηρίστηκε ως μία από τις ευτυχείς στιγμές της μεταπολεμικής πεζογραφίας, έχοντας ως κύρια χαρακτηριστικά την εκφραστική λιτότητα, την απλή γλώσσα και τη σύγκρουση ανάμεσα στην απρόσωπη εξουσία και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άλλα έργα του Άνθρωποι και σπίτια (1955), Η καγκελόπορτα (1962), Το πλήθος (1986-87, 2 τόμοι, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 1988). Το ύφος του έχει ευφορία και υλικό και αισθητικό πλούτο, που μετουσιώνεται σε σύνθεση ενότητας χάρη στη λιτότητα του λόγου του.
κε. Όμηρος Πέλλας (1921-1962)
Ο Όμηρος Πέλλας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου, (1921-1962) γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Καημένη Γυναίκα σημερινός Πρόδρομος, του δήμου Αυλώνος του νομού Μεσσηνίας. Οι γονείς του ήταν αγρότες. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυπαρισσίας και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1940. Τοποθετήθηκε ως δάσκαλος στο χωριό Σωτήρα της Έδεσσας και εκεί τον βρήκε ο Πόλεμος και η Κατοχή. Συνελήφθη δύο φορές από τους Γερμανούς για την αντιστασιακή του δράση και την δεύτερη το 1944 τον έστειλαν όμηρο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γερμανίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έκανε διάφορες δουλειές για να επιζήσει. Εξορίστηκε στην Ικαρία και όταν ήλθε ο καιρός να επιστρατευτεί στάλθηκε στη Μακρόνησο από όπου απολύθηκε με τα μέτρα ειρήνευσης. Αργότερα τοποθετήθηκε ως δάσκαλος στο χωριό Σεβαστιανά του νομού Πέλλας και στη συνέχεια στα χωριά Πετριά και Μαυροβούνι του ίδιου νομού. Την εποχή αυτή ολοκλήρωσε το χρονικό της ομηρίας του, «Stalag VI C», βασισμένο στο ημερολόγιο που είχε κατορθώσει να κρατήσει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το "Stalag VI C" γράφτηκε το καλοκαίρι του 1960 στο Μέτσοβο. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την ζωγραφική και τη γλυπτική. Έγραψε επίσης διηγήματα, ομιλίες, καθώς και μελέτες για θέματα αγωγής των παιδιών, όπως «Το βιβλίο και το παιδί», «Το παιδί και το παιχνίδι», «Tο πρόβλημα της αγωγής των νέων». Έγραψε ακόμη μελέτες για την τέχνη: «Εμείς το κοινό και οι καλλιτέχνες του καιρού μας», «Στοχασμός πάνω στην αφηρημένη τέχνη», που δημοσιεύτηκαν στο εικαστικό περιοδικό «Ζυγός». Έγραψε επίσης τα διηγήματα: «Άννα», «Καρφίτσες», «Σταυρούλα» (1978), «Ανδρέας» (1986), «Γέρο Λιας», «Σταυρής», γραμμένα από το χειμώνα του 1959 μέχρι το φθινόπωρο του 1962 στη Σκύδρα, στη Θάσο και στο Μέτσοβο. Πέθανε στα τέλη του 1962 στη Σκύδρα.
κστ. Τηλέμαχος Αλαβέρας 1926-2007)
Ο Τηλέμαχος Αλαβέρας (30 Σεπτεμβρίου 1926 - 30 Ιουνίου 2007) γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινή Βουλγαρία) το 1926 και από τη βρεφική του ηλικία μέχρι το θάνατό του έζησε στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο του λογοτεχνικό έργο το εξέδωσε το 1947. Το 1952 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Τα αγρίμια του άλλου δάσους". Από το 1955 ως το θάνατό του ήταν υπεύθυνος έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού "Νέα Πορεία". Έγραψε 16 συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα, καθώς και δοκίμια και ένα θεατρικό έργο. Το 1962 ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και παρέμεινε στην θέση της γραμματείας έως το 1980, οπότε και εκλέχθηκε πρόεδρος, θέση που διατήρησε μέχρι το τέλος. Ήταν νυμφευμένος με την ποιήτρια Ρούλα Αλαβέρα και απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Το 2007 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για τη συνολική του προσφορά στη λογοτεχνία. Από τα έργα του Το ρολόι είναι μια μεγάλη, ιδιότυπη νουβέλα με δύο διχασμένες σχετικότητες, ζωής και νεκρόφιλης αντίληψης για τη ζωή, με πολλά στοιχεία που τον συνδέουν με τη Θεσσαλονίκη.
α. Κώστας Ταχτσής (1927-1988)
Ο Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, πιθανόν 25 Αυγούστου 1988) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του Γρηγόριος, και η μητέρα του, Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Το πρώτο παιδί του ζεύγους, που ήταν αγόρι, πέθανε λίγες μέρες μετά την γέννα και ήταν μια από τις έμμονες ιδέες του συγγραφέα. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονέων του, αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα τελείωσε δημοτικό και γυμνάσιο. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Έζησε ζωή περιπετειώδη και άστατη. Το 1951 προσλήφθηκε ως βοηθός του Αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου. Το φθινόπωρο του 1954 έφυγε στην Αγγλία μέχρι το καλοκαίρι του 1955, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα ζώντας από τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Τον Μάρτιο του 1956 πήγε στην Γερμανία και μπάρκαρε με δανέζικο πλοίο ως καμαρότος. Επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία Το παιδί και το δελφίνι. Στη συνέχεια πήγε στη Βιέννη. Το 1957 ακολούθησε ως μάνατζερ τον πιανίστα Τώνη Παπαγεωργίου στην περιοδεία του στην Ανατολική Αφρική. Από το Ναϊρόμπι έφυγε στην Αυστραλία, όπου εργάστηκε σε πολυκατάστημα και στη συνέχεια ως σιδηροδρομικός υπάλληλος επί δύο χρόνια. Στη συνέχεια προσλήφθηκε στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Κρατικής Τράπεζας της Αυστραλίας. Την άνοιξη του 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και έκανε τον γύρο της Ευρώπης με μια βέσπα, μέχρι το Εδιμβούργο. Ξαναβρέθηκε για λίγο χρονικό διάστημα στην Αυστραλία. Δυο μήνες μετά πήγε στην Αμερική όπου έμεινε ως τον Δεκέμβριο του 1964. Επέστρεψε και συνεργάστηκε με το περιοδικό Πάλι, ενώ εργαζόταν για δύο καλοκαίρια ως ξεναγός και μεταφραστής. Στις 27 Αυγούστου 1988, η αδελφή του τον βρήκε δολοφονημένο από στραγγαλισμό στο σπίτι του στον Κολωνό. Η Αστυνομία δεν μπόρεσε να διαλευκάνει το έγκλημα.
Ο Ταχτσής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με τις ποιητικές συλλογές Συμφωνία του «Μπραζίλιαν» (1954) και Καφενείο «Το Βυζάντιο» (1956). Το 1962 εξέδωσε το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι, με το οποίο αργότερα καθιερώθηκε. Μαζί με τον Νάνο Βαλαωρίτη και άλλους συμμετείχε στη συντακτική ομάδα του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι (1964–1967). Το 1972 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα και το 1979 μία συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων με τίτλο Η γιαγιά μου η Αθήνα. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία του Το φοβερό βήμα (ημιτελής αυτοβιογραφία, 1989), Από τη χαμηλή σκοπιά (1992), Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; (1996), Τετράδιον εκθέσεων Κωνσταντίνου Γρηγ. Ταχτσή (εκθέσεις από τα σχολικά χρόνια του συγγραφέα, 1996), και Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο (2002). Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στα ύστερα κείμενα του Ταχτσή είναι η ομοφυλοφιλία, που άλλοτε αποδέχεται και άλλοτε θεωρεί μόνιμη κατάρα. Το κορυφαίο έργο του Κώστα Ταχτσή, Το τρίτο στεφάνι, εκτυλίσσεται στα χρόνια πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από τη ρέουσα προσωπική αφήγηση δύο γυναικών, της Εκάβης και της Νίνας, οι οποίες με άμεση και καθημερινή γλώσσα μιλάνε για όσα έζησαν, ενώ όλα τα πρόσωπα έχουν διαμορφωθεί επάνω σε πρότυπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Το Τρίτο στεφάνι δραματοποιήθηκε από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας το 1979 σε παραγωγή του Γιώργου Παυριανού. Τους ρόλους της Εκάβης και της Νίνας ενσάρκωσαν αντίστοιχα η Σμάρω Στεφανίδου και η Ρένα Βλαχοπούλου. Στα έγα του ο Ταχτσής καταγράφει την καθημερινότητα του μικροαστού νεοέλληνα, τη μιζέρια της μικροαστικής συνοικίας, ενώ αφήνει να διαφανεί και ο μικρόκοσμος του υποκόσμου. Επικεντρώνεται στις ιδέες των ηρώων του και όχι σε αυτούς τους ίδιους ως πρόσωπα. Θεματολογία του είναι η καθημερινότητα και τα μικρά και ασήμαντα περιστατικά της, που αποδίδονται με ρεαλισμό και λυρισμό.
β. Παντελής Καλιότσος (1925- )
Ο Παντελής Καλιότσος γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα σε μεγάλες στερήσεις. Σε ηλικία δέκα χρονών αρρώστησε και πέρασε δυο χρόνια στο νοσοκομείο της Βούλας. Πήγε στο νυχτερινό γυμνάσιο και πάλεψε σκληρά. Αργότερα εργάστηκε για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Η Δεκεμβριανή νύχτα τιμήθηκε το 1979 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Το βιβλίο του τα Ξύλινα Σπαθιά κέρδισε το Βραβείο του Διαγωνισμού Παιδικού Βιβλίου στην Κόστα Ρίκα το 1997. To Ένα σακί μαλλιά πήρε το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το 1997. Το 2002 η Σφεντόνα του Δαβίδ τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου. Άλλα έργα του Δεκεμβριανή νύχτα, Ο μεσαίος τοίχος, Μάθημα δολοφονίας, Τα γουρούνια, Η τριλογία της λεωφόρου, Το συμπόσιο, Η μύγα (1994), Φανταστική παράγραφος 7 (1994), Πατέρας και γιος (1995), Τον αιώνα που ξύπνησε ο πηλός, Διωγμός απ' την κόλαση, Πασχαλινή Ιστορία, Στρατιωτικές ασκήσεις (2003), Η συμπεριφορά του κενού (2004). Η αφήγησή του είναι άμεση και ρεαλιστική με ισχυρή μεταδοτικότητα.
γ. Νίκος Κάσδαγλης (1928-2009)
Ο Νίκος Κάσδαγλης (1928 - 14 Φεβρουαρίου 2009) γεννήθηκε στην Κω και, ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό του 1933, εγκαταστάθηκε στη Ρόδο. Μετά το κλείσιμο των σχολείων από τους Ιταλούς, πήγε στην Αθήνα (1935) όπου γράφτηκε στην Ιόνιο Ακαδημία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οργανώθηκε σε αντιστασιακές ομάδες της δεξιάς και με αφορμή τη δράση του αποβλήθηκε το 1943 από την Ιόνιο Ακαδημία. Ένα χρόνο αργότερα, στα Δεκεμβριανά, συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και φυλακίστηκε για είκοσι μέρες. Μετά από τρία χρόνια, τέλειωσε το γυμνάσιο. Μετά την απελευθέρωση και την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, το 1947, επέστρεψε στην Κω, όπου έμεινε μερικούς μήνες και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρόδο. Μετά τη στρατιωτική του θητεία στο πυροβολικό (1950-53), στην Καρδίτσα, προσελήφθη στην Αγροτική Τράπεζα της Ρόδου. Το 1955 νυμφεύτηκε τη Ρένα Αθανασιάδου, και απέκτησαν δύο παιδιά. Μετά τον Εμφύλιο προσχώρησε στην Αριστερά, χωρίς όμως να στρατευθεί ποτέ σε κάποιο κόμμα. Τον Ιανουάριο του 1970, μετά από εντολή του Υπουργού Γεωργίας η Αγροτική Τράπεζα τον έθεσε σε διαθεσιμότητα. Τον Απρίλιο δικάστηκε με την κατηγορία πως το μυθιστόρημά του Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου (που είχε εκδοθεί το 1961), ήταν «άσεμνο ανάγνωσμα». Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, επανήλθε στην τράπεζα με το βαθμό του υποδιευθυντή και παρέμεινε έως το 1982 όταν παραιτήθηκε.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1952 με τη συλλογή θαλασσινών κειμένων Σπιλιάδες (σπιλιάδα = δυνατή πνοή ανέμου, ανεμοσυρμή) που αποτελείται από τέσσερα ηθογραφικά διηγήματα (Κουντρασταδόροι, Ο μηχανικός, Ο φονιάς, Χώμα και νερό) με επίκεντρο τη θάλασσα, που ήταν κεντρικό θέμα σε πολλά από τα γραπτά του. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Τα δόντια της μυλόπετρας (1955), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, εξιστόρηση του έρωτα και του θανάτου ενός εφήβου στην Κατοχή, στο πλαίσιο της εμφυλιοπολεμικής δράσης και ενός ανελέητου αγώνα αλληλοεξόντωσης που παγιδεύει τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων στα σκληρά δόντια της μυλόπετρας. Καθιερώθηκε κυρίως με το τρίτο βιβλίο του Κεκαρμένοι, 1959 (από το ρήμα «κείρομαι», κεκαρμένοι ἐν χρῷ = κουρεμένοι σύρριζα -- ατιμωτική ποινή στους στρατιώτες), που αναφέρεται στην τραχύτητα και τη βαναυσότητα της ομαδικής ζωής του φαντάρου, μέσα στην οποία συνθλίβονται η προσωπικότητα και η ανθρωπιά του ατόμου, ενώ η γλώσσα και η φρασεολογία του στρατώνα και του πορνείου αποτυπώνουν ανάγλυφα τη χυδαιότητα του περιβάλλοντος. Στα 17 συνολικά έργα του αποτύπωσε την ωμή βία που ασκεί η εξουσία στον άνθρωπο, με μια σειρά περιγραφών που αναφέρονται στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, από την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών ως τους σύγχρονους τρομοκράτες, ενώ τα τελευταία χρόνια έγραψε για το κουρδικό ζήτημα και τον αγώνα του Κουρδικού λαού. Ένα από τα εμβληματικά στοιχεία του έργου του, που επικεντρώνεται σε ιστορικά και κοινωνικά θέματα της εποχής του, είναι η βία, η επικράτηση του κακού και η απάνθρωπη συμπεριφορά. Το Νοέμβριο του 2008 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Απεβίωσε στη Ρόδο το Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009, σε ηλικία 81 ετών.
δ. Μένης Κουμανταρέας (1931-2014)
Ο Μένης Κουμανταρέας (17 Μαΐου 1931 - 5 Δεκεμβρίου 2014) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στον θείο του στο Λονδίνο, και ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών Κάρολος Μπερζάν και φοίτησε κατά καιρούς στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και εργάστηκε κατά καιρούς (σχεδόν είκοσι χρόνια) σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Το 1961 ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό Ταχυδρόμος και την επόμενη χρονιά εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων "Τα μηχανάκια". Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας οδηγήθηκε τρεις φορές σε δίκη για το διήγημα του "Το Αρμένισμα". Το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες. Από το 1982 ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφική του δραστηριότητα. Το 1987 το μυθιστόρημα του "Η φανέλα με το εννιά" μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη. Tο πρωί της 6ης Δεκεμβρίου 2014, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στην Κυψέλη από συγγενικό του πρόσωπο "με εμφανείς μώλωπες στο λαιμό και το πρόσωπο". Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της Αστυνομίας κίνητρο των δραστών, τους οποίους γνώριζε ο συγγραφέας, ήταν η ληστεία. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τα έργα του Το Αρμένισμα (1967) και για το Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1997). Με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργα του Βιοτεχνία υαλικών (1976) και Δύο φορές Έλληνας (2002). Το 2008 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη, που εποπτεύεται από την Ακαδημία Αθηνών.
ε. Θανάσης Βαλτινός (1932- )
Ο Θανάσης Βαλτινός (γενν. 1932) γεννήθηκε το 1932 στο Καστρί Κυνουρίας. Στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου η οικογένειά του μετακινήθηκε σε διάφορες πόλεις και ο Βαλτινός φοίτησε στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης. Παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου και σε σχολή κινηματογράφου. Μετά τη μεταπολίτευση ταξίδεψε στην Αγγλία, το Δυτικό Βερολίνο και τις Η.Π.Α. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1958 με τη βράβευση του διηγήματός του «Κατακαλόκαιρο» σε διαγωνισμό του περιοδικού Ταχυδρόμος. Το 1963 δημοσίευσε στο περιοδικό Εποχές το αφήγημα Η κάθοδος των εννιά, έργο που κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1978. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή και μετάφραση, ως συνεργάτης του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, καθώς και με το κινηματογραφικό σενάριο. Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ε.Ρ.Τ. (1989-1990) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών Έχει τιμηθεί με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών για την ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) και με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60» (1990). Το 2012 τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων. Στο Ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 τάχθηκε υπέρ του ''Ναι''. Άλλα γνωστά έργα του είναι Το συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, 1972, Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο, 1985, Φτερά μπεκάτσας, 1992, Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, 1992, Σχισμή Φωτός, 2001, Εθισμός στη νικοτίνη, 2003, Άνθη της Αβύσσου, 2008, Κρασί και Νύμφες, 2009, Ημερολόγιο της Αλόννησου, 2010.
στ. Βασίλης Βασιλικός (1934- )
Ο Βασίλης Βασιλικός (18 Νοεμβρίου 1934 - ...) γεννήθηκε στα Ποταμούδια Καβάλας, ενώ οι γονείς του κατάγονταν από τη Θάσο. Αποφοίτησε από το λύκειο Καρυωτάκη στην Καβάλα, τη Σχολή Βαλαγιάννη (Θεσσαλονίκη) και το Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια. Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σκηνοθεσία τηλεόρασης στη δραματική σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ (Drama School - SRT) στο Νιού Χέιβεν του Κονέκτικατ (ΗΠΑ). Από το 1967 μέχρι το 1994 έζησε και εργάστηκε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γαλλία, Νέα Υόρκη, με ένα τριετές διάλειμμα (1981-1984), κατά το οποίο ανέλαβε καθήκοντα αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Εργάσθηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ξένες παραγωγές, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO (1996-2004). Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και αρμενικά. Από τα έργα του γνωστότερα είναι: Η Μυθολογία της Αμερικής (2005), Θύματα ειρήνης (2014), Οι φωτογραφίες (2009), Ζ (1969), ο Ιατροδικαστής (2002), Ο τρομερός μήνας Αύγουστος (1995). Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1980), το οποίο δεν αποδέχθηκε. Έχει μεταφράσει Αντρέ Ζιντ, Τζέιμς Μέριλ, Ρεζίς Ντεμπρέ και Μπαλζάκ. Το μυθιστόρημά του Ζ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. Είναι νυμφευμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και έχει μία κόρη. Χιουμοριστής και σαρκαστής στα όρια της διαφήμισης, διατρέχει τα κοινωνικά και υποκειμενικά αίτια της ανθρώπινης δυστυχίας, αναζητώντας ένα υπερβατικά παράδοξο σχήμα γραφής.
ζ. Κώστας Ασημακόπουλος (1936- )
Ο Κώστας Ασημακόπουλος, του Αθανασίου, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη τον Μάιο του 1936. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με το θέατρο ως σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, καθώς και με τον κινηματογράφο. Έχει γράψει περισσότερα από 35 σενάρια ταινιών και 5 θεατρικά έργα. Στον ελληνικό κινηματογράφο φέρεται να έχει σκηνοθετήσει περί τις 11 ταινίες. Το συγγραφικό του έργο σε μυθιστορήματα και διηγήματα είναι επίσης αξιόλογο. Σημαντικότερα εξ αυτών είναι: "Ο Βασιλιάς και το άγαλμα", "Η Αλτάνα της Πάργας", που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, "Η γενιά των αιχμαλώτων" (μυθιστόρημα), "Του Ιερού Λόχου" (διηγήματα). Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά και είναι μόνιμος κάτοικος της Αθήνας.
Οι σημαντικότεροι Έλληνες συνθέτες σύγχρονης μουσικής μετά τον Νίκο Σκαλκώτα (χρονολογικά) ήταν οι Ιάννης Ξενάκης (1922-2001) και Γιάννης Χρήστου (1926-1970), το έργο των οποίων απέκτησε πολλούς φανατικούς θαυμαστές εντός και εκτός Ελλάδας. Στο ίδιο διάστημα σοβαρότατη ήταν και η παρουσία των Γ.Σισιλιάνου, Δ.Δραγατάκη, Μενέλαου Παλλάντιου και Μ.Αδάμη.
α. Ιάννης Ξενάκης (1922-2001)
Ο Ιάννης Ξενάκης (29 Μαΐου 1922 – 4 Φεβρουαρίου 2001) γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Κλέαρχου Ξενάκη, εμπόρου με καταγωγή από την Εύβοια, και της Φωτεινής Παύλου, η οποία καταγόταν από τη Λήμνο. Η μητέρα του πέθανε από ιλαρά, όταν ο Ξενάκης ήταν πέντε ετών, αλλά πρόλαβε να του εμφυσήσει την αγάπη της για τη μουσική (η ίδια έπαιζε ερασιτεχνικά πιάνο). Πέντε χρόνια αργότερα (1932) ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με τα αδέλφια του Ιάσονα (φιλόσοφο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνας, ΗΠΑ) και Κοσμά (αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, ζωγράφο και γλύπτη) στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Εκεί πήρε και τα πρώτα του μαθήματα μουσικής (αρμονίας και πιάνου). Το 1938 μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1940 πέτυχε την εισαγωγή του στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο – παράνομο τότε – KKE, ενώ αργότερα (1943) έγινε γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου και καθοδηγητής της ομάδας «Λόρδος Βύρων». Κατά τη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσμα αγγλικής οβίδας, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό του μάτι και να παραμορφωθεί η αριστερή πλευρά του προσώπου του. Φοβούμενος την εξορία στη Μακρόνησο, δραπέτευσε με πλαστό διαβατήριο στην Ιταλία, οπότε και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο για λιποταξία. Από την Ιταλία, με την βοήθεια Ιταλών κομμουνιστών, πέρασε στη Γαλλία και έφτασε τελικά στο Παρίσι. Εκεί, με τη μεσολάβηση του Γιώργου Κανδύλη, ο Ξενάκης προσλήφθηκε από τον γνωστό αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ, για τον οποίον εργάστηκε μέχρι και το 1959. Τη λύση στις μουσικές του αναζητήσεις την έδωσε τελικά ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο οποίος τον συμβούλεψε να παρακολουθήσει μαζί του μαθήματα μουσικής αισθητικής και ανάλυσης, στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τη Φρανσουάζ Ξενάκη, την οποία νυμφεύτηκε το 1953 και με την οποία απέκτησε μία κόρη. Από τη δεκαετία του 1970, και μέχρι τον θάνατό του, έμεινε στο προσκήνιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής, εργαζόμενος στο πλαίσιο της σχέσης μαθηματικών, μουσικής και αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, με έναν προσωπικό, πρωτοποριακό αλλά και μοναχικό τρόπο, αφήνοντας τη σφραγίδα του στη σύγχρονη μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Πέθανε τα ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 2001, σε ηλικία 78 ετών μετά από μακρόχρονες περιπέτειες με την υγεία του.
Ο Ξενάκης χρησιμοποίησε ως βάση για τις περισσότερες συνθέσεις του μαθηματικά μοντέλα, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «νεοπυθαγόρειος». Στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεδίωξε να ξεφύγει από το αδιέξοδο, στο οποίο θεωρούσε ότι είχε οδηγήσει η σειραϊκή και μετασειραϊκή μουσική. Σε αντίθεση όμως με άλλους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συνθέτες, που απέρριψαν ολοκληρωτικά την μουσική πρωτοπορία και στράφηκαν σε έναν μουσικό μεταμοντερνισμό, επιστρέφοντας εν μέρει ή ολοκληρωτικά στην τονικότητα, αναμιγνύοντας παλιούς και νέους τρόπους, «σοβαρή» και «δημοφιλή» μουσική, ο Ξενάκης παρέμεινε ουσιαστικά πρωτοπόρος, πιστός στους στόχους που έθεσε από την αρχή. Όμως, ακόμα και οι συνθέτες που συνέχισαν να γράφουν πρωτοποριακή μουσική μετά το 1960 (με κύριο πόλο τον Πιερ Μπουλέζ στη Γαλλία) τον απομόνωσαν αρχικά, στερώντας του ακόμα και κρατικές επιχορηγήσεις. Ο Ξενάκης απέκτησε φανατικούς θαυμαστές αλλά και επικριτές, με επιχειρήματα τον φορμαλισμό και την στασιμότητα της μουσικής του μετά το 1970, αλλά και την υπερβολική δεξιοτεχνία που απαιτούσε από τους εκτελεστές. Στις Μεταστάσεις προσπάθησε να δημιουργήσει μια μουσική κινούμενων «ηχητικών μαζών», «συμπάντων» ή «γαλαξιών». Η μελωδία εξαφανίζεται μέσα σε ένα σύνολο από κινούμενες ηχητικές επιφάνειες και οι επιμέρους φωνές των οργάνων δεν έχουν καμία σχέση με τις αντιστικτικές διαδικασίες που χρησιμοποιεί η τονική, η ατονική ή και δωδεκαφθογγική/σειραϊκή μουσική. Τα Πιθοπρακτά που ακολούθησαν ήταν η πρώτη απόπειρα του Ξενάκη να τυποποιήσει τη «στοχαστική μουσική». Με τον όρο αυτό εννοούσε τη μεταφορά στη μουσική των μαθηματικών θεωριών που σχετίζονται με τους νόμους των πιθανοτήτων, αλλά και άλλων μαθηματικών «νόμων» που περιγράφουν μαζικά φαινόμενα, εισάγοντας το τυχαίο στη μουσική και αξιοποιώντας τους νόμους της μετάβασης από την απόλυτη τάξη στην απόλυτη αταξία με έναν συνεχή ή εκρηκτικό τρόπο. Για τους υπολογισμούς ο Ξενάκης άρχισε να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή. Χρησιμοποίησε επίσης άλλες μαθηματικές θεωρίες στο έργο του, όπως η θεωρία των συνόλων, στο έργο του Έρμα για πιάνο, η θεωρία των παιγνίων στα έργα Duel και Στρατηγική, η Άλγεβρα Μπουλ, στα έργα Έρμα και Εόντα και φόρμες οργανικής εξέλιξης και δενδροειδείς διακλαδώσεις στα έργα Eυρυάλη (για πιάνο) και Eρίχθων (2ο κοντσέρτο για πιάνο). Ανάμεσα στις θεωρίες, τις οποίες χρησιμοποίησε ο Ξενάκης περιλαμβάνονται ο τύπος του Πουασόν (για τις πυκνότητες των ηχητικών στοιχείων), η κινητική θεωρία των αερίων και ο νόμος των Μάξγουελ-Μπόλτσμαν-Γκάους (για τις κλίσεις των glissandi), η έννοια της χρυσής τομής και η ακολουθία Φιμπονάτσι (για τις μορφολογικές σχέσεις «εντός χρόνου»), οι νόμοι των συνεχών πιθανοτήτων (για διάρκειες, εντάσεις και άλλες μουσικές παραμέτρους «εκτός χρόνου»), αλγοριθμικές διαδικασίες, κίνηση Μπράουν.
Η πορεία του στον χώρο της αρχιτεκτονικής μετά την διακοπή των σχέσεών του με τον Λε Κορμπιζιέ περιλαμβάνει μια σειρά από έργα-εγκαταστάσεις γνωστά με το όνομα Πολύτοπα, σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο. Στόχος ήταν να χαραχθούν, στην ευθεία του πατώματος κάθε ορόφου, οι θέσεις των κατακόρυφων στοιχείων από σιδηροπαγές σκυροκονίαμα, έτσι ώστε οι μεταξύ τους υαλοπίνακες να σχηματίσουν μια κυμαίνουσα, ζωντανή πρόσοψη. Ορμώμενος από τις μουσικές του αναζητήσεις, τα μαθηματικά, την αφαιρετική σκέψη η οποία ήταν σχετικά νέα την εποχή εκείνη σε διάφορες επιστήμες και άλλους τομείς αλλά και την τεχνολογική πρόοδο, μιλά για μια νέα αρχιτεκτονική αντίληψη πέραν της ευθείας γραμμής και του επιπέδου, μια αρχιτεκτονική με «τρεις πραγματικές διαστάσεις» όπου το αρχιτεκτονικό έργο έρχεται να ολοκληρωθεί μέσω του ήχου, του φωτός και της τεχνολογίας σε ένα όλο, σε μια «συνολική ηλεκτρονική κίνηση». Στο Διάτοπο του Κέντρου Ζορζ Πομπιντού, Παρίσι, 1978, οι καμπύλες φόρμες του κελύφους, ο τεχνολογικός εξοπλισμός των περίπου χιλίων εξακοσίων φλας, των τετρακοσίων κινούμενων καθρεπτών, τα λέιζερ, ο ήχος, αλλά και το διαφανές δάπεδο, που χάνει την υλικότητά του μέσα από το εκπεμπόμενο από αυτό φως, διασπούν τελείως τον χώρο που μετατρέπεται σε ένα δυναμικό φαινόμενο, στο οποίο ακόμη και ο χρόνος χάνει την γραμμικότητα του. Σε άλλα Πολύτοπα που έγιναν σε ανοικτούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως στην Περσέπολη στο Ιράν το 1971 και στις Μυκήνες το 1978, είναι εμφανής η αντιπαραβολή του αρχαίου με το νέο και την τεχνολογία, που πραγματεύεται την χωρική αίσθηση του ανθρώπου μέσω των εναλλαγών του φωτισμού, των ηχητικών γλυπτών, του άχρονου και του συνεχώς μεταβλητού. Στην Κοσμική Πόλη (1965) ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα καίρια για την εποχή του προβλήματα της πολεοδομίας είναι και πάλι αντισυμβατικός. Φτάνει να υποστηρίζει την ανάγκη μεγάλων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων, την πλήρη ανεξαρτησία από το έδαφος και το τοπίο, πόλεις κατακόρυφες μέχρι του ύψους των τριών χιλιάδων μέτρων, μιλάει για ανεμπόδιστη θέα ακόμη και πάνω από τα σύννεφα, κατανομή των κατοίκων προς μια πλήρη ετερογένεια, η οποία καθιστά την πόλη ζωντανή, μιλάει για τεχνολογικές καινοτομίες, κλιματικά ρυθμιζόμενες πόλεις, με υπερταχείες κατακόρυφες επικοινωνίες που θα φτάνουν και τα 200 χλμ. την ώρα, με συστήματα ανακύκλωσης και αναφέρει όρους όπως εσωτερική νομαδικότητα και εναλλάξιμους χώρους, οραματιζόμενος μια “κινητική αρχιτεκτονική”.
β. Γιάννης Χρήστου (1926-1970)
Ο Γιάννης Χρήστου (Jani Christou, 8 Ιανουαρίου 1926 — 8 Ιανουαρίου 1970) γεννήθηκε στη συνοικία «Ηλιούπολις» του Καΐρου και μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών. Ο πατέρας του, Ελευθέριος (Τέρης) Χρήστου, ήταν εύπορος βιομήχανος της ελληνικής παροικίας, ιδιοκτήτης εργοστασίου σοκολατοποιίας, και η μητέρα του, Καλλιόπη (Λιλίκα) Ταβερνάρη, κυπριακής καταγωγής, ήταν ποιήτρια αλλά και πνευματίστρια, γεγονός που συνέβαλε στις μετέπειτα καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες. Ο Χρήστου συνέχισε τις μουσικές του σπουδές με την διάσημη πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ, ενώ φοιτούσε στα καλύτερα αγγλόφωνα σχολεία της Αλεξάνδρειας. Το 1939 οι γονείς του χώρισαν και ο δεκατριάχρονος Γιάννης μαζί με τον αδελφό του παρέμειναν με τον πατέρα τους. Τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας του τον έστειλε στην Αγγλία για να σπουδάσει οικονομικά, ελπίζοντας να αναλάβει στη συνέχεια τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Ο Χρήστου, αν και πήρε τελικά το πτυχίο του στα οικονομικά, προτίμησε να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και τον Μπέρτραντ Ράσελ στο Κέμπριτζ. Τις μουσικές του σπουδές τις συνέχισε στην Ιταλία (Σιένα, Γκάβι και Ρώμη, 1949-1953), ενώ την ίδια χρονική περίοδο ασχολήθηκε σε βάθος και με την αναλυτική ψυχολογία, επηρεαζόμενος και από τον αδερφό του, ο οποίος σπούδαζε εκείνη την εποχή στο Ινστιτούτο Γιουνγκ στη Ζυρίχη. Επιστρέφοντας στην Αίγυπτο αφοσιώθηκε στην σύνθεση, δουλεύοντας αρκετές ώρες την ημέρα. Το 1956 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Θηρεσία (Σία) Χωρέμη, ζωγράφο, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Την ίδια χρονιά σκοτώθηκε ο αδερφός του σε τροχαίο δυστύχημα, γεγονός που τον σημάδεψε για όλη του τη ζωή. Το 1960, με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια, όπως και οι περισσότεροι εύποροι Έλληνες της Αιγύπτου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Χίο, όπου είχε επίσης αρκετή οικογενειακή περιουσία. Τα τελευταία του χρόνια διέμενε κυρίως στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε, εκτός από την σύνθεση, με την προώθηση της πρωτοποριακής ελληνικής μουσικής. Σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου 1970, κατά την επιστροφή του στο σπίτι από εορτασμό των γενεθλίων του, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η σύζυγός του Θηρεσία πλαγιολίσθησε και ο Χρήστου πέθανε ακαριαία από πρόσκρουση σε στύλο. Στο ίδιο δυστύχημα τραυματίστηκε θανάσιμα και η γυναίκα του, αφήνοντας τα τρία παιδιά τους ορφανά.
Κύριο χαρακτηριστικό της ζωής και του έργου του ήταν οι έντονες φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες, τις οποίες συσχέτιζε άμεσα με την μουσική, προσπαθώντας να αναδείξει την πανανθρώπινη θρησκευτική, μεταφυσική και μυστικιστική της διάσταση, πέραν από ιστορικές περιόδους, τεχνοτροπίες, πολιτισμούς και συγκεκριμένα θρησκευτικά δόγματα. ‘Έχοντας γνώσεις φιλοσοφίας, ψυχολογίας, θρησκειολογίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας, Ιστορίας της Τέχνης αλλά και αποκρυφισμού, ανέπτυξε το δικό του φιλοσοφικό σύστημα και τη δική του ορολογία για μια μεταφυσική της μουσικής και προσπάθησε, ιδιαίτερα με τα τελευταία του έργα, να υλοποιήσει τις ιδέες του σε ένα ευρύτερο «μεταμουσικό» πλαίσιο, όπου η μουσική ήταν κάτι πέρα από μουσική, συνεργαζόμενη με πολλές τέχνες με έναν νέο, υπερβατικό και λυτρωτικό τρόπο. Κατά την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του (1949-1953) τα έργα του είναι σε ελεύθερο ατονικό ιδίωμα, με τίτλους που παραπέμπουν σε δυτικές παραδοσιακές μορφές (Συμφωνία αρ. 1 (1951) για ορχήστρα και μεσόφωνο, Λατινική Λειτουργία (1951) για μικτή χορωδία, χάλκινα πνευστά και κρουστά, Μουσική του Φοίνικα (1949) για ορχήστρα). Στη Μουσική του Φοίνικα υπάρχουν ασυνήθιστες εκφραστικές ενδείξεις, που παραπέμπουν σε έντονα φορτισμένες ψυχολογικές καταστάσεις, οδηγώντας τον εκτελεστή στα όρια της θεατρικότητας και προοιωνιζόμενες το μεταγενέστερο έργο του Χρήστου. Η δεύτερη περίοδος (1953-1958) δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα σε ύφος. Εντείνονται όμως οι μεταφυσικές και μυστικιστικές ανησυχίες του, που εκδηλώνονται σε έργα φωνητικής μουσικής, κυρίως όπερες και ορατόρια (Συμφωνία αρ. 2, 1956-57, Έξι τραγούδια σε ποίηση Τ. Σ. Έλιοτ, τα οποία γράφτηκαν το 1955 αρχικά για μεσόφωνο και πιάνο και αργότερα, το 1957, ενορχηστρώθηκαν). Στην τρίτη περίοδο (1959-1964) ο Χρήστου ανάπτυξε μια προσωπική τεχνική οργάνωσης της ατονικότητας, την οποία ονόμασε «μετά-σειραϊκή», εννοώντας «πέρα από τον σειραϊσμό» αισθητικά και όχι χρονολογικά. Κορυφαίο έργο της περιόδου αυτής είναι οι Πύρινες Γλώσσες (1964), ένα ορατόριο για χορωδία, ορχήστρα και σολίστες, που αναπαριστά την αγωνιώδη προσμονή των πρώτων χριστιανών για το θαύμα της Πεντηκοστής. Στο έργο Προμηθέας Δεσμώτης κάνει για πρώτη φορά χρήση μαγνητοταινίας, εφαρμόζοντας τεχνικές της λεγόμενης «συγκεκριμένης μουσικής» με έναν δικό του όμως τρόπο.
Η τέταρτη περίοδος (1965-1966) αποτελεί σταθμό στο έργο του Χρήστου. Το «Σεληνιακό Πρότυπο» απηχεί τη διαδοχή των σεληνιακών φάσεων ως αρχέγονο σύμβολο διαρκούς φθοράς και ανανέωσης όλων των βιοκοσμικών διαδικασιών. Κατ’ επέκταση, η «Σεληνιακή Εμπειρία» αναφέρεται στην προσδοκία του ανθρώπου για την τήρηση του ζωικού κύκλου, εμπεριέχει όμως και τον πρωτογενή φόβο για την απρόσμενη διακοπή του κύκλου της ανανέωσης, που αντιστοιχεί με την «απειλή» της σεληνιακής έκλειψης. Η σημαντικότερη εξέλιξη όμως είναι ότι ο συνθέτης διευρύνει τα όρια της τέχνης του, εισάγοντας την έννοια της «μεταμουσικής», ως υπέρβασης της μουσικής με την καθιερωμένη σημασία του όρου, με τη συνεργασία πολλών τεχνών (κυρίως μουσικής, θεάτρου και χορού) και σε απόλυτη ένωση με τη φιλοσοφία. Στο πνεύμα αυτό εισάγει επίσης τις έννοιες της «Πράξης» και της «Μεταπράξης», δημιουργώντας μια νέα, προσωπική μικτή σημειογραφία, που δίνει επιπλέον λεκτικές και γραφικές οδηγίες στους εκτελεστές για το τι πρέπει να κάνουν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, ως «πράξη» ή ως «μεταπράξη». Το κείμενό του «Ένα Πιστεύω για τη Μουσική» έχει τη μορφή μανιφέστου φιλοσοφίας, αισθητικής και μεταφυσικής της μουσικής σε δέκα σημεία. Σε αυτό ο Γιάννης Χρήστου εκφράζει κυρίως τις πεποιθήσεις του για τη σημασία των «μεταμορφώσεων ακουστικών ενεργειών σε μουσική», της συνειδητοποίησης δηλαδή ενός ακουστικού (ή μη) αντικειμένου εκτός του συνηθισμένου χωροχρόνου, από «άλλες περιοχές εμπειρίας».
Στην πέμπτη περίοδο (1966-1968) ο Χρήστου, επεκτείνοντας τη φιλοσοφική-μουσική του σκέψη, συνέλαβε τις έννοιες «Πρωτοεκτέλεση», δηλαδή διαδικασία μεταφοράς βασικών σχηματισμών της ζωής, ψυχολογικά και φιλοσοφικά ερμηνευμένων, σε μεταμουσικά – μουσικοθεατρικά έργα και «Αναπαράσταση», που είναι ένα είδος «πρωτοεκτέλεσης» πρωτόγονων, προϊστορικών, μυστηριακών και ονειρικών τελετουργιών μεταφερμένων σε μια νέα πραγματικότητα, με έναν ψυχοδραματικό τρόπο. Πρόλαβε να ολοκληρώσει μόνο τέσσερις, με πιο γνωστές την Αναπαράσταση Ι και την Αναπαράσταση ΙΙΙ (ο Πιανίστας). Στο ίδιο ψυχοδραματικό πνεύμα εντάσσεται και το γνωστότερο έργο του Χρήστου αυτής της περιόδου Η Κυρία με τη Στρυχνίνη (1967), που βασίζεται σε τελετουργικές πράξεις πάνω στη σκηνή, εμπνευσμένες από την ψυχολογία και αλχημεία του Καρλ Γιουνγκ. Τα μόνα ολοκληρωμένα έργα της έκτης περιόδου (1968-1970) είναι η Εναντιοδρομία (1968), βασισμένη στη σύλληψη του Ηράκλειτου για το παιχνίδι των αντιθέσεων, και η σκηνική μουσική για τον Οιδίποδα Τύραννο (1969), την οποία έγραψε ως «χάρη» για τον φίλο του Κάρολο Κουν, διακόπτοντας την εργασία του πάνω στην Ορέστεια.
γ. Γιώργος Σισιλιάνος (1920-2005)
Ο Γιώργος Σισιλιάνος γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα όπου πέθανε στις 29 Μαρτίου 2005. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με μουσική παιδεία έκανε τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία 7-8 ετών με την Ειρήνη Σακελλαρίου. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών το 1939, αλλά την εγκατέλειψε το 1941, για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική. Σπούδασε θεωρητικά το 1941-42 με τον Κώστα Σφακιανάκη, ανώτερα θεωρητικά με τον Μάριο Βάρβογλη στο Ελληνικό Ωδείο και στη συνέχεια με τον Γεώργιο Σκλάβο στο Ωδείο Αθηνών, απ´όπου πήρε πτυχίο ωδικής, αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας. Το 1951-53 σπούδασε σύνθεση με τον Ιταλό συνθέτη Ιλντεμπράντο Πιτσέτι (Ildebrando Pizzetti) στην Ακαδημία της Santa Cecilia στη Ρώμη, ενώ παράλληλα ήρθε σε επαφή με τη μουσική του Μπέλα Μπάρτοκ και της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης. Συνέχισε στο Ωδείο του Παρισιού με τον Τονύ Ωμπέν (Tony Aubin) το 1953-54 και πήγε στην Αμερική με υποτροφία Φούλμπραϊτ, όπου παρακολούθησε τους Γουώλτερ Πίστον (Walter Piston), Μπόρις Μπλάχερ (Boris Blacher), Πήτερ Μένιν (Peter Menin) και Βίνσεντ Περσικέτι (Vincent Persichetti). Το σύνολο του έργου του Γιώργου Σισιλιάνου μπορεί να βρεθεί σε μορφή μικροφίλμ στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.
δ. Δημήτρης Δραγατάκης (1914-2001)
Ο Δημήτρης Δραγατάκης (22 Ιανουαρίου 1914, Πλατανούσσα Ιωαννίνων - 18 Δεκεμβρίου 2001, Αθήνα) σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών βιολί και ανώτερα θεωρητικά. Συμμετείχε επί σειρά ετών στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1951-1969) και δίδαξε Ανώτερα Θεωρητικά στο Εθνικό Ωδείο, όπου διετέλεσε επίσης μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος (1977-2001). Ένα μεγάλο μέρος της νεότερης γενιάς Ελλήνων συνθετών υπήρξαν μαθητές του (Φ. Τσαλαχούρης, Ι. Κονιτόπουλος, Αλ. Μούζας). Διακρίθηκε σε πολλούς διαγωνισμούς σύνθεσης, ενώ για το σύνολο του έργου του βραβεύτηκε με το Βραβείο "Μαρία Κάλλας" από το Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και με το Βραβείο "Γ.Α.Παπαϊωάννου" της Ακαδημίας Αθηνών. Το μουσικό του ιδίωμα είναι αρκετά προσωπικό και αξιοποιεί στοιχεία της μουσικής πρωτοπορίας της εποχής του και της παραδοσιακής μουσικής της Ηπείρου. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει εκδοθεί και δισκογραφηθεί.
ε. Μενέλαος Παλλάντιος (1914-2012)
Ο Μενέλαος Παλλάντιος του Γεωργίου (1914-2012) γεννήθηκε στον Πειραιά και σπούδασε πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στα Ωδεία Πειραιώς και Αθηνών, απ΄ όπου και έλαβε δίπλωμα αρμονίας (το 1933), καθώς και αντίστιξης και φούγκας (το 1936). Παράλληλα σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς όμως και να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Στη συνέχεια μετέβη στη Ρώμη, όπου και συνέχισε μουσικές σπουδές. Μετά την εκεί ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στον Πειραιά, όπου ανέλαβε καθηγητής του Ωδείου Πειραιώς (1933) και τρία χρόνια μετά καθηγητής Ωδείου Αθηνών (1936). Το 1947 ανέλαβε υποδιευθυντής του Ωδείου Πειραιώς και από το 1962 διευθυντής Ωδείου Αθηνών. Επίσης το 1959 ανέλαβε διευθυντής της Χορωδίας Αθηνών. Την περίοδο 1964-1967 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και την περίοδο 1974-1976 διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής. Την ίδια αυτή περίοδο διετέλεσε και αρχιμουσικός του Εθνικού Θεάτρου. Έγραψε πολλά συμφωνικά έργα για πιάνο σόλο, κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, μουσική δωματίου, διάφορα τραγούδια, μουσική μπαλέτου, μουσικές υποκρούσεις σε οκτώ αρχαίες τραγωδίες, όλη τη μουσική υπόκρουση στη τραγωδία "Αντιγόνη", ορατόριο, καθώς και μουσική για ελληνικές και αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες. Επίσης έχει δώσει ένα μεγάλο αριθμό διαλέξεων σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, όπως ακόμη και πολλές ομιλίες από ραδιοφωνικούς σταθμούς. Στο μεγάλο καλλιτεχνικό του έργο συγκαταλέγεται και η ίδρυση της Ελληνικής Μορφωτικής Εταιρίας, της οποίας ήταν πρόεδρος από το 1973. Το 1969 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε πρόεδρος της Τάξης Γραμμάτων και Τεχνών και από το 1977 ανέλαβε γραμματέας των πρακτικών της Ολομέλειας της Ακαδημίας. Ο Μενέλαος Παλλάντιος ομιλούσε επίσης γαλλικά και ιταλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Παλαιού Φαλήρου Αθήνα. Απεβίωσε στις 9 Αυγούστου του 2012.
στ. Μιχάλης Αδάμης (1929-2013)
Ο Μιχάλης Αδάμης (19 Μαΐου 1929 – 21 Ιανουαρίου 2013) γεννήθηκε στον Πειραιά στις 19 Μαΐου του 1929. Σπούδασε στο Ωδείο Πειραιώς απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα βυζαντινής μουσικής (1955) καθώς και αρμονίας το 1956. Συνέχισε στο Ελληνικό Ωδείο απ΄ όπου έλαβε δίπλωμα Αντίστιξης, Φούγκας και Σύνθεσης το 1959. Παράλληλα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεολογία παίρνοντας πτυχίο το 1954. Στη συνέχεια μετέβη στη Βοστόνη στο Πανεπιστήμιο Μπραντάις, όπου ολοκλήρωσε τις ανώτερες μουσικές σπουδές του σε σύνθεση ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά και βυζαντινής παλαιογραφίας (1962-1965). Κατά τη παραμονή του στη Βοστόνη δίδαξε βυζαντινή μουσική και διεύθυνε τη Χορωδία της Θεολογικής Σχολής Τίμιος Σταυρός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά από πρόσκληση των Βασιλέων ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση της Παιδικής Χορωδίας των Ανακτόρων και τη Χορωδία Δωματίου Αθηνών μέχρι το 1967. Από το 1968 ανέλαβε επικεφαλής του μουσικού τμήματος και διευθυντής του Κολεγίου Πιρς (Pierce College) στην Αθήνα, όπου για 31 χρόνια (μέχρι το 1999) υπήρξε επικεφαλής του Μουσικού τμήματος και διευθυντής της χορωδίας του. Το 1965 ίδρυσε το πρώτο ηλεκτρονικό μουσικό εργαστήρι. Από το μεγάλο αριθμό έργων του, που υπολογίζονται σε περισσότερα από 300, ξεχωρίζουν, για όργανα: η «Αποκάλυψη – έκτη σφραγίδα», «Τετέλεσται», «Ορέστης», «Παραμύθι», για ορχήστρα: «Συμφωνιέττα», «Λειτουργικό Κοντσέρτο», ενώ για ηλεκτρονική μουσική: «Προσχήματα», «Κοριολανός». Επίσης έγραψε μουσική για αρχαίες τραγωδίες, εκκλησιαστική μουσική και διάφορες μελέτες για τη βυζαντινή μουσική. Χαρακτηρίζεται, απ΄ όλη τη καλλιτεχνική του παρουσία ως ένας από τους μεγαλύτερους αναθεωρητές της μουσικής πρακτικής παιδείας και από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης μουσικής παραγωγής στην Ελλάδα. Το 1991 είχε την επιμέλεια της ίδρυσης του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, στο οποίο το 1999 αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 2013.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, στα αστικά κέντρα με έντονη ελληνική παρουσία (Πόλη, Σμύρνη, Σύρος, Γιάννινα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς), διαμορφώθηκε, ανάμεσα σε άλλα μουσικά είδη, και ένα είδος λαϊκού τραγουδιού που ονομάστηκε «ρεμπέτικο». Η ονομασία του όρου προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ρέμβω/ρέμβομαι», υποδηλώνοντας τους περιπλανώμενους, τους περιφερόμενους, τους άεργους, στους οποίους κυρίως αφορούσε το τραγούδι. Η λέξη είναι συνδεδεμένη και με τη λέξη «μάγκας», που είναι κωνσταντινουπολίτικη εκφορά του μέγας (μέγας >μάγας >μάγκας). Ως μετεξέλιξη του ρεμπέτικου θεωρείται το λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών του 1950-1960, το οποίο συνεχίζει να ακούγεται και να εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Ως περίοδοι ανάπτυξης του ρεμπέτικου αναγνωρίζονται οι εξής:
(1) Πρώιμη περίοδος (π.1890-1922): Επικρατούν θεματολογικά οι αναφορές στην παρανομία, τα ναρκωτικά, τη φυλακή και το σινάφι των περιθωριακών. Ο δημιουργός είναι συνήθως ανώνυμος και η διάδοση προφορική και περιορισμένη. Χώρος παραγωγής είναι συχνά ο «τεκές» και η φυλακή.
(2) Κλασική περίοδος (1922-1940): Η ρεμπέτικη ιδιωματική γλώσσα και τα ανατολίτικα στοιχεία, που προέρχονταν από τη Σμύρνη, αρχίζουν να υποχωρούν. Τα τραγούδια έχουν ως θέμα τους τον έρωτα, τη θλίψη και τη ρεμπέτικη ζωή. Η λαϊκή ορχήστρα εμπλουτίζεται και χώρος παραγωγής είναι πλέον η ταβέρνα.
(3) Εργατική περίοδος (1940-1953): Τραγούδια διαμαρτυρίας, της εργατικής ζωής, του ξενιτεμού, της μάνας. Το στιχουργικό ύφος αποκτά περισσότερο ποιητικό χαρακτήρα και στην ενορχήστρωση, χρησιμοποιούνται πρόσθετα πολυφωνικά όργανα, όπως το ακορντεόν και το πιάνο (Τσιτσάνης). Τα τραγούδια διαδίδονται με δίσκους και στα «κέντρα διασκεδάσεως».
Σημαντικές σχολές του Ρεμπέτικου ήταν:
• Η Σμυρναίικη Σχολή (Παναγιώτης Τούντας, Βαγγέλης Παπάζογλου), που αποτελεί γέφυρα της 1ης και της 2ης περιόδου. Αναπτύσσεται στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Σμύρνης, με τα καφέ «Αμάν» και τα καφέ «Σαντάν». Ενορχήστρωση με σαντούρια και βιολιά («σαντουροβιόλια»), ρυθμοί εννεάσημοι (καρσιλαμάς, ζεϊμπέκικο).
• Η Πειραιώτικη Σχολή του κλασικού ρεμπέτικου (Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς, Στράτος Παγιουμτζής), που καθιερώνει το μπουζούκι («μπουζουκομπαγλαμάδες»). Ζεϊμπέκικο και χασάπικο είναι οι χαρακτηριστικοί ρυθμοί. Σημειωτέον ότι η λέξη «μπουζούκι» είναι ελληνικής καταγωγής, ετυμολογούμενη από το χαϊδευτικό της λέξης «βυζί» (βυζάκι > βυζούκι >βουζούκι), που αναφέρεται στο σχήμα του οργάνου, που θυμίζει γυναικείο μαστό.
(α) Παναγιώτης Τούντας (1886-1942)
Ο Παναγιώτης Τούντας (1886 - 23 Μαΐου 1942) ήταν ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρναϊκής Σχολής και ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών, που μετά την καταστροφή του 1922, διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886 από ευκατάστατους γονείς, που του έδωσαν την δυνατότητα να ασχοληθεί από μικρός με τη μουσική. Άρχισε από παιδί να παίζει μαντολίνο και στις αρχές του 20ού αιώνα συμμετείχε στην Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα "τα Πολιτάκια". Συμμετείχε σε διάφορα μουσικά σχήματα, που έκαναν περιοδείες εκτός Σμύρνης, για την ψυχαγωγία των Ελλήνων της διασποράς και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Αβησσυνία, την Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με ελληνική παροικία. Τα πρώτα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, έπαιζε σε διάφορα κέντρα ως μαντολινίστας. Το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της γερμανικής "ODEON" στην Αθήνα. Μέχρι να κατασκευαστεί το εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, συνεργαζόταν σχεδόν με όλες τις δισκογραφικές εταιρείες και διηύθυνε τις περισσότερες ηχογραφήσεις, που γίνονταν στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο ηχογράφησε τη "Σμυρνιά" με την αθηναϊκή Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου και έγινε ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης, που το όνομά του αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου.
Το 1931 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής της ελληνικής "ODEON" και της "HIS MASTER’S VOICE" και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1940. Τα τραγούδια που πέρασε στη δισκογραφία είναι γύρω στα 350 και έχουν ερμηνευτεί από όλους τους προπολεμικούς τραγουδιστές της εποχής, όπως ο Κώστας Ρούκουνας, Στελλάκης Περπινιάδης, Μαρίκα η Πολίτισσα (Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου), Κώστας Καρύπης (όταν έκανε καριέρα ερμηνευτή, και πριν πλασαριστεί ως δημιουργός), Κώστας Νούρος, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Αντώνης Νταλγκάς, Ευάγγελος Σωφρονίου, Ζαχαρίας Κασιμάτης, Γιώργος Βιδάλης, Στράτος Παγιουμτζής, Δημήτρης Περδικόπουλος, Ισμήνη Διατσέντε, Νταίζη Σταυροπούλου, Νότα Καλλέλη, Κάκια Μένδρη, Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Χάρις Αλεξίου (Η πιο καλή γκαρσόνα και Δημητρούλα μου) και ο Θέμης Ανδρεάδης επανέφεραν τα τραγούδια του στο προσκήνιο και μέχρι σήμερα ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο Μπάμπης Γκολές εξακολουθούν να τα ερμηνεύουν. Πέθανε στις 23 Μαΐου του 1942, από ρευματισμούς.
(β) Βαγγέλης Παπάζογλου (1896-1943)
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, γνωστός και ως Αγγούρης (Ντουρμπαλί Σμύρνης, 1896 - Κοκκινιά, 27 Ιουνίου 1943) ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο. Συμμετείχε στην περίφημη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο (με πρώτο τον Σπύρο Περιστέρη και τον Παναγιώτη Τούντα). Εκεί γνωρίστηκε με άλλους Σμυρνιούς μουσικούς τους Ογδοντάκηδες, όπως τον Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό, που γύρω στο 1920 ήταν στη Σμύρνη παίζοντας βιολί. Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε, με τη βοήθεια του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη, να μάθει τη μουσική σημειογραφία. Έτσι πάρα πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Με την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919, κατατάχτηκε ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία και τελικά, ήρθε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1923 μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Γνωρίστηκε με την Αγγελική Μαρωνίτη, Σμυρνιά τραγουδίστρια, κόρη του μουσικού δάσκαλου της Σμύρνης Δημήτρη Μαρωνίτη γνωστού με το ψευδώνυμο «Χιωτάκι», με την οποία παντρεύτηκαν το 1927. Στα 1929 η Αγγέλα τυφλώθηκε και στα 1936 αποσύρθηκε οριστικά από τα πάλκα αφού της το απαγόρευσε ο Βαγγέλης. Έμεναν στην Κοκκινιά, δεν απέκτησαν παιδιά και έτσι υιοθέτησαν τον ανεψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου. Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1933 με τρία τραγούδια του: «Αν ήμουν άντρας», «Αργιλέ μου» και «Ο Νικοκλάκιας». Είχε έντονη παρουσία μέχρι το 1937 (Κάτω στα λεμονάδικα 1937, Το παιδί του δρόμου 1937), αλλά μετά, μόνο ένα τραγούδι από τα δεκάδες που είχε, φωνογραφήθηκε στο όνομά του: «Να μη λες το μυστικό σου» με τον Κώστα Ρούκουνα στα τέλη το 1938. Συνέχιζε όμως να παίζει σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια ανά την Ελλάδα, αλλά και να γράφει τραγούδια. Όταν το 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, εγείροντας ηθικό θέμα, παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Η απόφασή του ήταν μοιραία. Η πείνα τον κατέβαλε σωματικά και πέθανε από φυματίωση στις 27 Ιουνίου 1943.
γ. Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972)
Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Άνω Σύρος, 10 Μαΐου 1905 - Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1972) θεωρείται ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε το είδος γνωστό με τη μεγάλη επιτυχία που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του. Καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον πατέρα του παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία. Το 1917 σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και από το 1925 μέχρι το 1935, ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών. Στα 21 χρόνια του νυμφεύτηκε την Ελένη Μαυροειδή, τη Ζιγκοάλα όπως την αποκαλούσε. Εκείνη την εποχή άκουσε κατά τύχη το Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του και άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1933, έπειτα από πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρ όλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η παραγωγικότερη. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο τραγούδι του), που έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε άτυχος στο γάμο του με τη Ζιγκοάλα. Μετά το διαζύγιο, η Ζιγκοάλα εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε αυτοβιογραφικά τραγούδια όπως «Το διαζύγιο», «Κάποτε ήμουνα κι εγώ». Το 1937 συμβιβάστηκε με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος. Ήταν τόσο δημοφιλής, που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως ως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμήνευε δικά του τραγούδια, αλλά και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο ελληνοϊταλικό έπος («Γεια σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο»).
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς). Ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού κατάφερε να επιβιώσει, νυμφεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και από τ' άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν μουσικοί). Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, πέρασε δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας πέρασαν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού, που άρχισε να θεωρείται «ξεπερασμένος». Έγινε προσπάθεια να αλλάξει ο χαρακτήρας της ελληνικής λαϊκής μουσικής, εισάγοντας ρυθμούς από την Ινδία. Πέρασε σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίστηκε από την Καθολική Εκκλησία, γιατί παντρεύτηκε την δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός ωστόσο άρθηκε το 1966). Κατάφερε να επιβιώσει και να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954 επισκέφτηκε, τη Σύρο όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και παρέμεινε για έναν χρόνο. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, μετά από πρωτοβουλία του Β.Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφάσισε να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα. Έτσι το 1960 άρχισε η «δεύτερη καριέρα» της μεγάλης δημοτικότητας. Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης.
δ. Γιώργος Μπάτης (1885-1967)
Ο Γιώργος Μπάτης (πραγματικό όνομα Γιώργος Τσώρος, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης, Παλαιά Λουτρά, Μέθανα, 1885 – 10 Μαρτίου 1967) ήταν ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους μουσικούς του ρεμπέτικου, καθώς και γνωστός μάγκας του Πειραιά. Είχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική και διατηρούσε σημαντική συλλογή μουσικών οργάνων. Είχε πέντε μπουζούκια, δύο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία-λατέρνα. Γεννήθηκε το 1885 στα Παλαιά Λουτρά του δήμου Μεθάνων και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισε οικογενειακώς στον Πειραιά. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 άνοιξε χoροδιδασκαλείο, το οποίο ονομαζόταν «Κάρμεν». Εργάστηκε ακόμη ως πωλητής αυτοσχέδιων φαρμάκων κατά του πονόδοντου, περιπλανώμενος οδοντογιατρός, μικροπωλητής και ενεχυροδανειστής. Το 1931 άνοιξε ένα καφενείο, το «Ζορζ Μπατέ», το οποίο έγινε ένα από τα λίκνα του ρεμπέτικου. Στο καφενείο του σύχναζε και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Την δεκαετία του ΄30 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και συνεργάστηκε με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά στη ρεμπέτικη κομπανία «Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1933 έκανε τις πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν άφησε μεγάλη δισκογραφία (μόλις 17 τραγούδια), διότι όπως και πολλοί άλλοι ρεμπέτες της εποχής (Βαγγέλης Παπάζογλου, Ανέστος Δελιάς, Γιοβάν Τσαούς) σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937, επειδή αρνούνταν να υποβάλλεται σε λογοκρισία από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Πέθανε στις 10 Μαρτίου το 1967 και θάφτηκε αγκαλιά με τον αγαπημένο του μπαγλαμά, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει.
ε. Ανέστος Δελιάς (1912-1944)
Ο Ανέστος Δελιάς (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Δέλλιος, γνωστός και ως Ανέστης ή Ανεστάκι, και με το παρατσούκλι Αρτέμης 1912 - 31 Ιουλίου 1944) ήταν Έλληνας οργανοπαίκτης, συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το 1935 έγραψε το δημοφιλέστατο τσιφτετέλι Μέσα στης Πόλης το χαμάμ (ή Το χαρέμι στο χαμάμ) που ηχογραφήθηκε σε αυθεντικές εκτελέσεις με τον Παγιουμτζή, τον Παπαϊωάννου, και πολλούς άλλους. Τα υπόλοιπα γνωστότερα τραγούδια του είναι η Αθηναίισσα, Έκανες τη φιγούρα σου μάγκα στη γειτονιά μου, Για ένα παλιό σακάκι, Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα, Μάγκες πιάστε τα βουνά, Ο πόνος του πρεζάκια, Ο Νίκος (Μάθεσης) ο Τρελάκιας, Όταν μπουκάρω στον τεκέ, Πάρε ένα γυαλί και κόψε το λαιμό σου, Η πρέζα, Βρε μάγκα μου το μαχαίρι σου (ή Το κουτσαβάκι), Φιγουρατζής. Ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε πει για τον Δελιά ότι είναι «ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια», μια φράση που αποτυπώνει συμπυκνωμένα την ζωή του. Ήταν γιος του Παναγιώτη Δέλλιου, φημισμένου σαντουρίστα σε όλη τη Μικρά Ασία. Γεννήθηκε το 1912 στη Σμύρνη. Ήρθε στην Ελλάδα το 1920 κι εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Δραπετσώνα. Από μικρός άρχισε να ασχολείται με την κιθάρα, ενώ το μπουζούκι το έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του γύρω στο 1930, με προτροπή του Μάρκου Βαμβακάρη. Το 1934, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη δημιούργησαν την πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία στην Ελλάδα. Η "Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς", όπως ονομάστηκε, ξεκίνησε τις εμφανίσεις της το καλοκαίρι του 1934 στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Εκεί, ο Ανέστος παρουσίασε τα πρώτα του τραγούδια. Ο Δελιάς παρασύρθηκε στην ηρωίνη από τη φιλενάδα του Κούλα με το παρατσούκλι Σκουλαρικού, γυναίκα από τις κακόφημες συνοικίες των Βούρλων. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των φίλων του, δεν κατάφερε να απεμπλακεί. Το 1938 εξορίστηκε στην Ίο ως τοξικομανής. Με την προτροπή όμως του επίσης εξόριστου στην Ίο Μ.Γενίτσαρη ξέμπλεξε από την ηρωίνη. Όταν γύρισε από την εξορία πήγε με τη Νταίζη Σταυροπούλου στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε εκεί για μικρό διάστημα και τελικά επέστρεψε στην Αθήνα και στην ηρωίνη. Με τη βοήθεια του Παγιουμτζή και του Γκόγκου κατάφερε και πάλι να την κόψει, αλλά για λίγο. Πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1944 από υπερβολική δόση ηρωίνης στη διάρκεια της Κατοχής σε νεαρή ηλικία, περίπου 32 ετών. Τον βρήκαν νεκρό σε ένα καροτσάκι έχοντας στα χέρια του το μπουζούκι του. Ήταν ο μοναδικός ρεμπέτης που απεβίωσε από ναρκωτικά.
στ. Σπύρος Περιστέρης (1900-1966)
Ο Σπύρος Περιστέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, από Έλληνα πατέρα και Ιταλίδα μητέρα. Άρχισε από μικρός να μαθαίνει μαντολίνο και μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Κωνσταντινούπολη (γύρω στο 1915) κατόρθωσε να τελειώσει την Ιταλική Σχολή και να μάθει ιταλικά και γερμανικά. Το 1918, σε ηλικία 18 ετών, επανήλθε στη Σμύρνη και ανέλαβε την ευθύνη της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας του αποβιώσαντος Σιδερή, που είχε γίνει διάσημη σε όλη την Ευρώπη και έμεινε γνωστή με το όνομα "Τα Πολιτάκια". Η εμφάνισή του στη δισκογραφία άρχισε το 1934 με μια σειρά ρεμπέτικα τραγούδια, όπως :"Ο ιππότης", "Η μποέμισσα", "Οφ Αμάν", "Τα Μπελεντέρια", "Ο τεκετζής", "Ο μάγκας του Βοτανικού" και "Πίνω και μεθώ", με τον Ζαχαρία Κασιμάτη. Ο Σπύρος Περιστέρης ήταν ο άνθρωπος που σχεδόν με το ζόρι έβαλε τον Μάρκο Βαμβακάρη να ηχογραφήσει τη φωνή του, όταν το 1933 πραγματοποιήθηκε η πρώτη εμπορική ηχογράφηση μπουζουκιού στο βινύλιο. Σε πάρα πολλές ηχογραφήσεις του Βαμβακάρη ο Περιστέρης συμμετείχε στην ορχήστρα όπου το τρίδυμο Μάρκος και Περιστέρης στα μπουζούκια και Κώστας Σκαρβέλης στην κιθάρα ήταν αχτύπητο. Κάποια τραγούδια που έγραψε ο Περιστέρης έγιναν επιτυχίες με τη φωνή του Βαμβακάρη ("Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης", "Η Μαρία η Μανταλένα", "Μες στον οντά ενός πασά"). Γνωστότερο έργο του ήταν Το μινόρε της αυγής (1947). Ο Περιστέρης έπαιζε άριστα όλα τα έγχορδα όργανα με τάστα, πιάνο, ακορντεόν και κόντρα μπάσο. Νυμφεύτηκε το 1921 και απέκτησε δύο γιους. Πέθανε τον Απρίλιο του 1966 στην Αθήνα.
ζ. Απόστολος Χατζηχρήστος (1904-1959)
Ο Απόστολος Χατζηχρήστος (1904 - 1959) γεννήθηκε το 1904 στο Κοκαριαλί, ένα προάστιο της Σμύρνης, καταγόμενος από πλούσια οικογένεια. Από μικρός ασχολήθηκε με την μουσική μαθαίνοντας πιάνο, κιθάρα και ακορντεόν. Όταν το 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη ο Χατζηχρήστος κατετάγη εθελοντής. Μετά την μικρασιατική καταστροφή η οικογένειά του διέφυγε στην Ελλάδα, ο ίδιος όμως συνελήφθη από τον τουρκικό στρατό και έμεινε κρατούμενος για μερικά χρόνια σε ένα στρατόπεδο, από όπου κατάφερε να δραπετεύσει με τη βοήθεια ενός θείου του. Αφού ήρθε στην Ελλάδα, και αφού βρήκε την οικογένειά του στην Τζιά, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, νυμφεύτηκε το 1929 και απέκτησε δύο κόρες. Την ίδια χρονιά άρχισε να ασχολείται με το μπουζούκι, με εμφανίσεις σε μικρές ταβέρνες στον Πειραιά, ενώ αργότερα μπήκε σε μεγάλα κέντρα και συνεργάστηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1938. Συνέχισε να εργάζεται σε διάφορα μαγαζιά τόσο στη διάρκεια της Κατοχής, ενώ συμμετείχε και σε αντιστασιακές ομάδες, όσο και μετά την απελευθέρωση. Μετά τον πόλεμο συνέχισε και την ηχογράφηση τραγουδιών. Τη δεκαετία του 1950 μαζί με άλλα γνωστά ονόματα του ρεμπέτικου έκανε περιοδείες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Πέθανε τον Ιούνιο του 1959 από καρκίνο στους πνεύμονες. Ηχογράφησε 85 τραγούδια των οποίων έγραψε ο ίδιος την μουσική και τα περισσότερα από τα οποία τα τραγούδησε και ο ίδιος και συνήθως έγραφε ο ίδιος και τους στίχους. Τραγούδησε όμως και τραγούδια άλλων συνθετών, όπως του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη. Συνολικά η φωνή του αποτυπώθηκε σε περισσότερα από 125 τραγούδια. Τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε ήταν το Γιατί σκληρή και άπονη και Έχω βαθιά τον πόνο το 1938. Μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940 έγραψε τα πατριωτικά τραγούδια Στης Αλβανίας τα βουνά, Αέρα οι φαντάροι μας και Αποχαιρετισμός στην Αλβανία. Γνωστότερα τραγούδια του είναι Η άμαξα μες στη βροχή (1946), Γκελ γκελ καϊξή (1948), Καροτσέρη τράβα (1952), Αλήτη με είπες μια βραδιά (1939), Παραπονιάρικό μου (1939), Βαγγελιώ δεν είσαι εντάξει (1940). Εξήντα από τα ογδονταπέντε τραγούδια του Απόστολου Χατζηχρήστου έχουν το ύφος καντάδας και ερμηνεύτηκαν από περισσότερους τραγουδιστές μαζί. Η φωνή του ήταν εκφραστική, με μεγάλες φυσικές δυνατότητες, άρτια τεχνική και γεμάτη συναίσθημα.
η. Δημήτρης Γκόγκος (1903-1985)
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας (Πειραιάς 28 Φεβρουαρίου 1903-Αθήνα 18 Νοεμβρίου 1985), ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους ρεμπέτες συνθέτες, ερμηνευτές και οργανοπαίκτες. Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας» το πήρε το 1925, όταν διασκεύασε και έπαιξε στο μπουζούκι του κάποια κομμάτια από οπερέτα του Έμεριχ Κάλμαν (Emmerich Kálmán). Ο πατέρας του Γιάννης Γκόγκος, ήταν από τον Πόρο, και η μητέρα του Αγγελική από την Ύδρα. Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903. Φοίτησε στο δημοτικό και όταν το τελείωσε συνέχισε και πήρε το πτυχίο του, καθιερωμένου τότε, τετρατάξιου Γυμνασίου. Μετά απέκτησε πτυχίο ηλεκτρολόγου. Ποτέ, όμως, δεν άσκησε το επάγγελμά του. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι με μεγάλη επιτυχία. Έπαιζε επίσης μαντολίνο, κιθάρα και βιολί. Την περίοδο της Κατοχής ο Μπαγιαντέρας έζησε μέσα στη φτώχεια, καθώς το πρωί πήγαινε στα συσσίτια για να εξασφαλίσει το γάλα των παιδιών του και τις νύχτες έπαιζε σε διάφορες ταβέρνες. Λόγω αβιταμίνωσης τυφλώθηκε το 1941 και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε. Τα τραγούδια του έγιναν αμέσως γνωστά, ιδιαίτερα τα: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», «Αλάνι με φωνάζουν» και «Μη μου κάνεις σκέρτσα που τα ξέρω». Εκτός από τα 100, περίπου, τραγούδια και τα 30 ανέκδοτα, έχει στο ενεργητικό του και μια μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου. Τα τελευταία χρόνια ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στο Περιστέρι, στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα. Στις αρχές Οκτωβρίου 1985 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και μπήκε στο νοσοκομείο. Έγινε καλά και βγήκε. Στις 24 Οκτωβρίου μπήκε πάλι στον "Ευαγγελισμό", μετά από ουρολοίμωξη και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου του 1985.
θ. Στράτος Παγιουμτζής (1904-1971)
Ο Στράτος Παγιουμτζής (1904 - 16 Νοεμβρίου 1971) ήταν η επισημότερη ερμηνευτική φωνή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. Ήλθε στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από παιδί μπήκε στο μεροκάματο, αλλά το μεγάλο πάθος του ήταν το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με την πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς λαϊκή ορχήστρα. Ήταν γνωστή ως «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Μπάτη. Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίστηκε στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούσαν όλοι, όμως ο Στράτος ήταν ο βασικός τραγουδιστής. Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, μαέστρος της εταιρίας, επέμενε να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έτσι στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου ερμηνεύονταν από τον Στράτο, αλλά στη δισκογραφία από τον Μάρκο. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε στη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Το τραγούδι «Ζεϊμπεκάνος σπανιόλος» ηχογραφήθηκε με τη φωνή του Στράτου. Ακολούθησαν τα τραγούδια «Οι σφουγγαράδες» και «Μάγκες καραβοτσακισμένος» και το 1936 ο Στράτος ερμήνευσε τραγούδια και του τέταρτου της παρέας, του Ανέστη Δελιά («Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα»).
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή ήταν ήδη μύθος. Το 1935 τον χρησιμοποίησε ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ' την Πύλο») και από το 1937 και άλλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας («Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος»), ο Κώστας Σκαρβέλης («Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά») και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασσινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου»). Το 1938 ο Στράτος τραγούδησε Μανώλη Χιώτη («Δε λες το ναι και συ») και μερικά απ' τα καλύτερα τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριάκειο»). Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του άρχισε μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή. Μετά την Κατοχή, ο Στράτος συνέχισε τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη) και με νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ' ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»). Συνέχισε στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε με την άνθηση του αρχοντορεμπέτικου η καριέρα του πήρε την κατιούσα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Γ. Ζαμπέτας τον ξανάφερε στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη του επιρροή στις εταιρίες. Ο Στράτος ηχογράφησε προπολεμικά ρεμπέτικα του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, τον περίφημο αμανέ «Μινόρε του Στράτου» και τον ύμνο του Ολυμπιακού («Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ / που σάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ). Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Στράτος επανήλθε στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955. Τον Οκτώβρη του 1971 κατάφερε να βγάλει διαβατήριο (που του είχε απαγορευτεί ως χασισοπότη) και να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ' τους ομογενείς. Στις 16 Νοεμβρίου 1971 «έσβησε» πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος από παλιούς φίλους και συνεργάτες του, ενώ τα έξοδα της κηδείας κάλυψε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν από τους πρωτεργάτες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, αποτελώντας ταυτόχρονα γέφυρα ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό, που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1950 και 1960. Η μετάβαση στο «λαϊκό» έγινε φανερή με την επιβολή ευρωπαϊκού κουρδίσματος στο μπουζούκι και την προσθήκη της 4ης χορδής από τον Μ. Χιώτη (το 1953), που είχε συνέπεια ότι ο δημιουργός μπορούσε να γράφει τραγούδια με «αρμονίες» («ματζοράκια-μινοράκια» κατά τον Τσιτσάνη). Η δισκογραφία, το ραδιόφωνο και οι ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες επηρέασαν αποφασιστικά την δημιουργία και την διάδοση του λαϊκού τραγουδιού. Στη θεματολογία επικρατούσε το ερωτικό στοιχείο, αλλά δε έλειπαν και θέματα που αφορούσαν προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο εμφύλιος, η μετανάστευση, η ξενιτειά, η φτώχεια, οι κοινωνικές αδικίες. Στο πλαίσιο ενός γενικότερου εξωτισμού, εισάχθηκαν επίσης αραβοπερσικές διασκευές τραγουδιών και εξωτική θεματολογία, αλλά και ρυθμοί, που ήταν απόρροια της τάσης φυγής από κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της μετεμφυλιακής περιόδου. Το λαϊκό τραγούδι έγινε, μαζί με τον εμπορικό κινηματογράφο, σταδιακά αποδεκτό και από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις (όπως δείχνει και η ταινία «Λαός και Κολωνάκι» - 1959). Σημαντικοί δημιουργοί, εκτός από τον B. Τσιτσάνη, ήταν οι: Γιώργος Μητσάκης, Γεράσιμος Κλουβάτος, Μανώλης Χιώτης, Θόδωρος Δερβενιώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Απόστολος Καλδάρας, Άκης Πάνου, Γιάννης Καραμπεσίνης, Γιώργος Μανισαλής, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Τάκης Σούκας, Τάκης Μουσαφίρης και Χρήστος Νικολόπουλος. Ερμηνευτές: Στέλιος Καζαντζίδης, Πάνος Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Καίτη Γκρέι, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Βαγγέλης Περπινιάδης, Στράτος Διονυσίου. Στιχουργοί: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Κώστας Μάνεσης.
α. Βασίλης Τσιτσάνης (1915-1984)
Ο Βασίλης Τσιτσάνης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 18 Ιανουαρίου 1915 - Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984) γεννήθηκε στα Τρίκαλα από Ηπειρώτες γονείς. Ο πατέρας του ήταν από τα Ιωάννινα και η μητέρα του από τα Ζαγόρια. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι. Το φθινόπωρο του 1936 επισκέφθηκε την Αθήνα. Κύριος σκοπός του ήταν να σπουδάσει Νομική, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η μουσική. Οι πρώτες του επιρροές ήταν τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο μαγαζί «Μπιζέλια», ενώ σύντομα γνώρισε τον αξιόλογο, αλλά αγνοημένο, τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, που τον πήγε στην Odeon, όπου ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια. Το «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» ήταν η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη. Την περίοδο 1937-1940 έγραψε τραγούδια, που ηχογράφησε με τις φωνές των Δημήτρη Περδικόπουλου, Στράτου Παγιουμτζή, Μάρκου Βαμβακάρη, Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετείχε ως δεύτερη φωνή. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιτσάνης έμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου για ένα διάστημα τεσσάρων ετών (1942-1946) είχε δικό του μαγαζί, το 'Ουζερί ο Τσιτσάνης' στην οδό Παύλου Μελά 22, που έγινε διάσημο. Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, όπως η "Συννεφιασμένη Κυριακή".
Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί. Δίπλα του αναδείχτηκαν γνωστοί τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Τα επόμενα χρόνια ο Τσιτσάνης γνώρισε ευρύτατη αποδοχή. Ειδικά μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 ξεκίνησε συναυλίες σε στάδια και ανοιχτά θέατρα/ανοιχτούς χώρους. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε ανοιχτό χώρο ήταν σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου Νίκαιας, σε συνεργασία του δημάρχου Στέλιου Λογοθέτη με τον Μίκη Θεοδωράκη για τη διοργάνωση του πρώτου πολιτιστικού καλοκαιριού στην Ελλάδα. Κατοικούσε στη Γλυφάδα και ήταν στενός φίλος του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν λάτρης του ιστορικού ποδοσφαιρικού σωματείου Α.Ο. Τρίκαλα, πηγαίνοντας συχνά στο γήπεδο ακόμη και όταν έπαιζε μακριά από τα Τρίκαλα. Τον Ιούλιο του 1942 νυμφεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά, και απέκτησε μια κόρη και ένα γιο. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984 από καρκίνο στο Λονδίνο και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Άλλα από τα γνωστότερα τραγούδια του: Μπαξέ Τσιφλίκι (1946), Κάνε λιγάκι υπομονή (1949) Απόψε κάνεις μπαμ (1950), Όμορφη Θεσσαλονίκη (1950), Τα καβουράκια (1953), Δώδεκα η ώρα θα ΄ρθω βρε Μαριώ (1955), Ο τσολιάς (1957), Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα (1962), Απόψε στις ακρογιαλιές (1968). Ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό και συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απομακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν.
β. Γιώργος Μητσάκης(1921-1993)
Ο Γιώργος Μητσάκης (Κωνσταντινούπολη, 1921- Αθήνα,17 Νοεμβρίου 1993), γνωστός και με το προσωνύμιο "ο δάσκαλος", ήταν ο δεύτερος μετά τον Τσιτσάνη διασημότερος συνθέτης λαϊκών τραγουδιών. Ήρθε με την οικογένεια του από την Κωνσταντινούπολη στην Καβάλα το 1935 και αργότερα έμειναν σε ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Πρωτογνώρισε τη λαϊκή μουσική στη Μαγνησία, αλλά σύντομα αναζήτησε την τύχη του στη Θεσσαλονίκη. Γνωρίστηκε με τον Βασ. Τσιτσάνη και τον Απ. Χατζηχρήστο και κατέληξε στον Πειραιά, το 1939. «Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Έδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι..."Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει...". Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή πώς να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δε θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι...». Σύζυγός του ήταν η ερμηνεύτρια πολλών τραγουδιών του Άννα Χρυσάφη. Γνωστότερα τραγούδια του: Ένα καράβι απ' τον Περαία (Ο ναύτης 1948), Αχ Βαλεντίνα (1951), Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου (1951), Όπου Γιώργος και μάλαμα (1956), Συννεφιές (1958), Το καβγαδάκι (1958), Φουστανάκι με φουρό (1958), Στον Πειραιά συννέφιασε (1960), Ο μπάρμπα Θωμάς (1962), Της Λαρίσης το ποτάμι (1965), Η θάλασσα του Πειραιά (1969).
γ. Μανώλης Χιώτης (1920-1970)
Ο Μανώλης Χιώτης, ο τρίτος στη σειρά των σημαντικότερων μουσικοσυνθετών του λαϊκού τραγουδιού, γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1920 στη Θεσσαλονίκη (κατ' άλλες αναφορές στο Ναύπλιο). Ο πατέρας του λεγόταν Διαμαντής Χιώτης, ένας βαρύμαγκας γεννημένος στον Πειραιά. Από μικρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με τα λαϊκά όργανα και να μαθαίνει κοντά σε Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο αρχικά κιθάρα, μπουζούκι και στη συνέχεια ούτι. Από 15 ετών, όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ναύπλιο, ο Μανώλης Χιώτης άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά ως μουσικός. Το 1935 πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει βιολί και γνωρίστηκε με τον Στράτο Παγιουμτζή, ο οποίος τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του μπουζούκι στο κέντρο «Δάσος» του Βοτανικού. Το 1937 ο Μ. Χιώτης ακολουθώντας το ρεμπέτικο μοτίβο ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Το χρήμα δεν το λογαριάζω». Συνέχισε να γράφει τραγούδια, αλλά, βλέποντας ότι με το «κλασικό» μπουζούκι δεν μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη μεγάλη καινοτομία να προσθέσει άλλη μία χορδή στο όργανο δημιουργώντας έτσι το «τετράχορδο μπουζούκι». Με το τετράχορδο πλέον μπουζούκι άνοιξε ο ορίζοντας για εκτελέσεις μεγάλης ταχύτητας σε σχέση με το κλασικό μπουζούκι. Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950 πρώτος αυτός εφάρμοσε τη χρήση ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Με τις καινοτομίες αυτές άρχισε η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου, όπου πλέον το μπουζούκι έγινε αποδεκτό και από την «υψηλή κοινωνία», για χάρη της οποίας άρχισε να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα, κυρίως μάμπο. Εκείνη την περίοδο ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια». Το πρώτο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος δημιούργησε ήταν, μετά τον πόλεμο, το κοσμικό κέντρο “Πιγκάλ”, το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στο πασίγνωστο τότε κέντρο «Σπηλιά» στον Πειραιά, στην πίστα του οποίου γυρίστηκαν και τα περισσότερα πλάνα των κινηματογραφικών του συμμετοχών. Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών για τη προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της χώρας. Τραγούδησε μπροστά σε πολλούς αρχηγούς κρατών και είχε κληθεί ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του προέδρου Λίντον Τζόνσον.
Παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ζωή Νάχη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1958 νυμφεύτηκε την συνεργάτιδά του Μαίρη Λίντα, σε ένα γάμο γεμάτο επιτυχίες, που όμως έληξε απρόσμενα το 1967 – 1968. Στη συνέχεια ο Μανώλης Χιώτης νυμφεύτηκε την Μπέμπα Κυριακίδου με την οποία πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Πέθανε αιφνίδια από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας στις 21 Μαρτίου του 1970. Ο Μ. Χιώτης φέρεται να έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια. Συμμετείχε ως σολίστ σε ηχογραφήσεις και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών, όπως ιδιαίτερα στον «Επιτάφιο» των Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Ρίτσου, συνεργασία που συνεχίστηκε και στο "Λιποτάχτες", "Αρχιπέλαγος". Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε και με τον Μάνο Χατζιδάκι. Από τον μεγάλο αριθμό τραγουδιών που έγραψε γνωστότερα είναι τα: Πασατέμπος (1946), Τάκα τάκα τα πεταλάκια (1952), Γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια (1952), Απόψε φίλα με (1955), Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα (1956), Ηλιοβασιλέματα (1958), Αφού το θες (1958), Περασμένες μου αγάπες (1959), Πάρε το δάκρυ μου (1960), Δεν θέλω πια να ξαναρθείς (1961), Το τελευταίο ποτηράκι (1962), Μοιάζεις και συ σαν θάλασσα (1962), Πάρε με στο τηλέφωνο (1964).
δ. Άλλοι λαϊκοί μουσικοσυνθέτες του 1950
Ο Γεράσιμος Κλουβάτος (Νάξος 1914-1979) έγινε γνωστός με τα τραγούδια Σάπιο σανίδι πάτησα (1951, με τον Σπ. Ζαγοραίο) και Άναψε το τσιγάρο (1958 με την Καίτη Γκρέι). Ο Σταύρος Τζουανάκος (Πειραιάς 1925-1974) έγραψε δημοφιλή τραγούδια όπως Θέλω να πάψεις να γελάς θέλω να κλαις (1949) και Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω (1956 με την Σωτηρία Μπέλλου). Ο Στέλιος Χρυσίνης (Πειραιάς 1912-1970), τυφλός δεξιοτέχνης εκτελεστής, με μεγάλη επιρροή στις δισκογραφικές εταιρίες, έγραψε το διάσημο Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις (1954 με την Μαρίκα Νίνου).
ε. Απόστολος Καλδάρας (1922-1990)
Ο Απόστολος Καλδάρας (7 Απριλίου 1922 - 8 Απριλίου 1990) ήταν ο εγκαινιαστής και ο διασημότερος εκπρόσωπος της 2ης γενιάς των μουσικοσυνθετών λαϊκής μουσικής της δεκαετίας του 1960. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 7 Απριλίου 1922. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και ασχολήθηκε στην αρχή ερασιτεχνικά με το μπουζούκι. Στη διάρκεια της Κατοχής ασχολήθηκε επαγγελματικά με αυτό το μουσικό όργανο και με τη μουσική που αυτό εκπροσωπούσε. Αμέσως μετά την κατοχή, το 1946, άρχισε τις ηχογραφήσεις. Αριστουργηματικό από την περίοδο εκείνη είναι το τραγούδι του "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι" του 1947, καθώς και το Μάγκας βγήκε για σεργιάνι (1945). Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά σπουδαία ονόματα της εποχής, σε μια περίοδο ακμής, χαρακτηριστική της πορείας που πήρε το λαϊκό τραγούδι με ανατολίτικες επιδράσεις: Γυάλινος κόσμος (1960, Σ. Καζαντζίδης Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Άμα θες να φύγεις φύγε (1961, Π. Γαβαλάς Γ. Σαμολαδάς), Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις (1962, Μ. Μενιδιάτης Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Μην περιμένεις πια (1962, Μ. Μενιδιάτης Α. Καλδάρας), Ποιος σου ‘πε κούκλα μου (1962, Στ. Καζαντζίδης Α. Καλδάρας), Όσο αξίζεις εσύ (1963, Μανώλης Αγγελόπουλος Απ. Καλδάρας), Καλή τύχη (Μίσος δε σου κρατώ, 1963 Μ. Αγγελόπουλος Α. Καλδάρας), Πετραδάκι πετραδάκι (1964, Μ. Μενιδιάτης Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Στου Αποστόλη το κουτούκι (1965, Γ. Μπιθικώτσης Α. Καλδάρας). Στα επόμενα χρόνια, παρακολουθώντας την πορεία του Γιώργου Ζαμπέτα, έκανε στροφή προς το ελαφρολαϊκό, γράφοντας μερικά από τα διασημότερα αλλά και ποιοτικότερα τραγούδια του είδους: Μην τα φιλάς τα μάτια μου (1964, Β. Μοσχολιού Α. Καλδάρας), Όνειρο απατηλό (1967, Σ. Κόκοτας Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Τώρα κλαις γιατί κλαις (1967, Γιώργος Χατζηαντωνίου Α. Καλδάρας), Πήρα απ' τη νιότη χρώματα (1968, Β. Μοσχολιού Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Αν δεν κάνω λάθος (Αν εσύ με ξέχασες, 1969, Ν. Ξανθόπουλος Α. Καλδάρας), Δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ (1970, Β. Μοσχολιού Χρ. Αργυρόπουλος), Πετροβολούσα τη ζωή (1971, Γ. Πάριος Γ. Σαμολαδάς). Η πορεία αυτή ολοκληρώθηκε με τρεις σημαντικούς κύκλους τραγουδιών σε στίχους Πυθαγόρα (Μικρασία 1972 και Βυζαντινός Εσπερινός 1973) με ερμηνευτές τον Γιώργο Νταλάρα και την Χάρη Αλεξίου και Σκόρπια Φύλλα, σε στίχους Σώτιας Τσιώτου με ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ο Απόστολος Καλδάρας πέθανε στις 8 Απριλίου 1990 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου, υπό τα βλέμματα πολλών θαυμαστών και καλλιτεχνών.
στ. Γιώργος Ζαμπέτας (1925-1992)
Ο Γιώργος Ζαμπέτας (25 Ιανουαρίου 1925 - 10 Μαρτίου 1992) ο δεύτερος, πλάι στον Απ. Καλδάρα, μεγάλος λαϊκός δημιουργός της δεκαετίας του 1960, γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, αλλά είχε καταγωγή από την Κύθνο. Ο πατέρας του, Μιχάλης Ζαμπέτας, ήταν κουρέας και η μητέρα του, Μαρίκα Μωραΐτη, ανεψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής. Από πολύ μικρή ηλικία, παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Η γνωριμία του στα 1938 με τον Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη, στην οποία έδωσε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία. Το 1942 μέσα στην ανέχεια της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας συνεργάστηκε ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με τον Γιώργο Μητσάκη και έγραψε τα πρώτα του λαϊκά τραγούδια, σε στίχους Βασ.Βασιλειάδη, με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα...»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» 1954), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα» 1956), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου»). Την επόμενη δεκαετία, τα τραγούδια του είχαν μεγάλη επιτυχία, καθώς πραγματοποιούσε εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης και ταξίδευε στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική), ενώ παράλληλα συμμετείχε σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντος τότε ελληνικού κινηματογράφου. Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά» (1965, Β. Μοσχολιού Χαρ. Βασιλειάδης), «Τα ξημερώματα» (1965, Β. Μοσχολιού Δ. Χριστοδούλου), «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» (1964, Π. Τζανετής Δ. Χριστοδούλου) αναγνωρίζονται ως δημιουργήματα που τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος. Αν, ως μπουζουκτσής, ο Ζαμπέτας ήταν ο καλύτερος, ως «άνθρωπος του θεάματος» ήταν μοναδικός. Λάτρης του Παναθηναϊκού, φορώντας στο Γουέμπλεϊ πράσινο πουκάμισο με τριφύλλια, πιστός στις σχέσεις του με τους φίλους του, θαυμαστής σε βαθμό αφοσίωσης του Στρ. Παγιουμτζή, συνεπής συνεργάτης του Μ. Θεοδωράκη και του Μ. Χατζιδάκι, με ζεστή καλλιτεχνική συμπάθεια για τον Στ. Ξαρχάκο, αληθινός «πατέρας» για τους νεότερους συνεργάτες του, αναγνωρίστηκε για το τίμιο και ανυστερόβουλο ήθος του, σύμφωνα και με δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου: «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι που με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι».
Ως μουσικός ο Γ.Ζαμπέτας είναι αντιπροσωπευτική περίπτωση της «γέφυρας» ανάμεσα στο ελαφρό και το λαϊκό τραγούδι που άρχισε να δημιουργείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960 με τη μορφή του μελωδικού λαϊκού (ελαφρολαϊκού) τραγουδιού, που κυριάρχησε στα επόμενα 25 χρόνια. Ήταν «λαϊκός» στα τραγούδια που τραγούδησε ο ίδιος και από τους πρώτους και επιφανέστερους θεμελιωτές του ελαφρολαϊκού στα τραγούδια του που τραγούδησαν άλλοι από το 1964 και μετά, ως αποτέλεσμα του γόνιμου αισθητικού συγχρωτισμού του με ακούσματα των Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χιώτη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και Ξαρχάκου, οι ήχοι των οποίων υποθάλπουν το έργο του. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν τα μουσικά ήθη άρχισαν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας έκανε «στροφή» στη σάτιρα, ως είδους θεάματος, με επιτυχίες όπως «Ο Θανάσης» (1973, Γ.Ζαμπέτας Χαρ. Βασιλειάδης), «Ο πενηντάρης» (1971, Γ.Ζαμπέτας Ναπ. Ελευθερίου), «Μάλιστα κύριε» (1973, Γ.Ζαμπέτας Αλέξ. Καγιάντας), Η παλιοπαρέα (Ρούτα ρούτα) (1973, Γ.Ζαμπέτας Νικ.Μπακογιάννης), που έκαναν και πάλι αίσθηση στο κοινό. Στα χρόνια του ’80 άρχισε η μετεξέλιξη του ελαφρολαϊκού προς το ροκ, και ο Ζαμπέτας άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του. Στις αρχές του 1992, δεν ένοιωθε καλά, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, πονούσαν τα κόκαλά του. Μπήκε στο νοσοκομείο με διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Άφησε την τελευταία του πνοή, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992 σε ηλικία 67 ετών. Ο Δήμος Αιγάλεω, τίμησε δις εν ζωή τον μεγάλο συνθέτη, σε εκδηλώσεις που διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1988 και το Σεπτέμβριο του 1990, ενώ και μια πλατεία της πόλης, κοντά στο σπίτι του, φέρει το όνομά του. Από σύμπτωση, την ίδια ημερομηνία (10 Μαρτίου) πέθανε και ο γιος του, Μιχάλης Ζαμπέτας, το 2008.
Άλλα από τα λαϊκά τραγούδια του (με ερμηνεία δική του): Ο αράπης (1960, Χαρ. Βασιλειάδης), Ο πιο καλός ο μαθητής (1961, Χαρ. Βασιλειάδης), Ο κυρ Αλέκος (1962 Χαρ. Βασιλειάδης), Το φανταράκι (1965, Χαρ. Βασιλειάδης Σπ. Πιπεράκης), Ο Αγαθοκλής (1967 Χαρ. Βασιλειάδης), Πατέρα κάτσε φρόνιμα (1967, Χαρ. Βασιλειάδης), Έτσι αλλιώς κι αλλιώτικα (1968, Πυθαγόρας), Ο Τζακ Ο Χάρα (192, Θαν.Άθας), Οι θαλασσινοί (Πάρε ναυτάκι) (1972, Στ. Γεράνης), Στο λευκό τον πύργο (Σαλονικιά) (1975, Ξεν. Φιλέρης), Η κουλτούρα (1975 Πυθαγόρας), Το διάταγμα (Το έβγαλε ο Μήτσος και ο Τάκης) (1980, Νικ. Μπακογιάννης), Επεμβαίνεις (Μ' έκανες μπαλάκι τένις) (1981, Β. Μοσχολιού Γ.Ζαμπέτας Σ. Κραουνάκης). Άλλα από τα ελαφρολαϊκά τραγούδια του: Κι αν θα διαβείς τον ουρανό (Χωρισμός) (1964, Β. Μοσχολιού Δ. Χριστοδούλου), Τα δάκρυα (Έφυγες και γινήκανε) (1964, Β. Μοσχολιού Γιά. Παπανικολόπουλος), Τι σου 'κανα και μ' εγκατέλειψες (1964, Π. Τζανετής Κώ. Μάνεσης), Βοριάς είν' η αγάπη σου (Με το βοριά σ' αναζητώ) (1965, Π. Τζανετής Β. Μοσχολιού Δ. Χριστοδούλου), Πάει πάει πάει (1965, Β. Μοσχολιού Χαρ. Βασιλειάδης), Πόρτα κλειστή τα χείλη σου (Βουνά και κάστρα) (1965 Β.Μοσχολιού Δ.Χριστοδούλου), Δημήτρη μου Δημήτρη μου (1966, Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος), Η Κυριακή (1966, Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος), Σήκω χόρεψε συρτάκι (1966, Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος), Το στρώμα μου είναι μονό (1966, Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος), Μιας πεντάρας νιάτα (1966, Μπέμπα Μπλανς Κ.Πρετεντέρης), Άκου τ΄ αηδόνια (Κι αν πονώ κι αν υποφέρω) (1967, Μανταλένα Χαρ. Βασιλειάδης), Θεσσαλονίκη (1967, Δ. Μητροπάνος Ηλ. Ηλιόπουλος), Αγωνία (1968, Τόλ. Βοσκόπουλος Χαρ. Βασιλειάδης), Ο ξενύχτης (1968, Δ. Μητροπάνος Χαρ. Βασιλειάδης), Ποιος είναι αυτός ο αψηλός (1968, Μαρινέλλα Πυθαγόρας), Πού πας χωρίς αγάπη (1968, Δούκισσα Κ.Πρετεντέρης), Σταλιά σταλιά κι αχόρταγα (1968, Μαρινέλλα Διον. Τζεφρώνης), Τι να φταίει (1968, Μαρινέλλα Δ.Χριστοδούλου), Αγάπη μου αγάπη μου (1968, Α.Βουγιουκλάκη Δ.Χριστοδούλου), Αυτοί που φεύγουν (1970, Γ. Πουλόπουλος Αλέξ. Καγιάντας), Αλήτη δίχως αγάπη (1971, Β.Μοσχολιού Αλέξ. Καγιάντας), Πού ήσουν και χάθηκες (Είναι μεσάνυχτα και δεν κοιμάμαι) (1971, Β.Μοσχολιού Αλ. Καγιάντας), Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά (1971, Σ. Κόκοτας Ξεν. Φιλέρης), Το αδιέξοδο (Τώρα δε μένει άλλη λύση) (1971, Β.Μοσχολιού Αλ. Καγιάντας), Το γράμμα κι η φωτογραφία (Οι αναμνήσεις γίνανε βόλια) (1971, Β.Μοσχολιού Αλέξ. Καγιάντας), Βουρκωμένη Δευτέρα (1972, Ε. Ροδά Διον. Τζεφρώνης), Το ανθρωπάκι (1972, Ε. Ροδά Διον. Τζεφρώνης), Το θέμα είναι να τη βρω (1972, Σ. Κόκοτας Ξεν. Φιλέρης), Η Μαρίνα η Σαλονικιά (1973, Γ. Πουλόπουλος Γ.Ζαμπέτας), Τι γλυκό να σ' αγαπούν (Μάτια μου μεγάλα) (1977, Χ. Αλεξίου Λ. Παπαδόπουλος), Με χίλια περιστέρια (1991, Γ.Ζαμπέτας Ιωάν. Κλειάσιου).
ζ. Στράτος Ατταλίδης (1928-1998)
Ο Στράτος Ατταλίδης (1928 - 26 Μαρτίου 1998), μικρασιατικής καταγωγής, ήταν γιος εργοστασιάρχη υφαντουργίας, στη Νέα Ιωνία Αττικής, ενώ παράλληλα διατηρούσε και δική του επιχείρηση πρατηρίου υφασμάτων. Ασχολήθηκε με το λαϊκό τραγούδι από πολύ νωρίς, περισσότερο από αγάπη έχοντας κάποια καλλιτεχνική κλίση και όχι για λόγους βιοπορισμού. Το έργο του περιλαμβάνει περισσότερα από τριακόσια λαϊκά τραγούδια, που γράφτηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Βασική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του ήταν η, κατά επτά χρόνια νεότερη, σύζυγός του Γιώτα Λύδια, (της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Παναγιώτα Μανταράκη), με την οποία απέκτησε, ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ένα γιο. Αρχικά λαϊκός τραγουδιστής και οργανοπαίκτης κρουστών, συνεργάσθηκε με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Άκη Πάνου. Μερικές από τις πιο γνωστές επιτυχίες του είναι: Αχ Μουσταφά (1960, Γ. Λύδια Μ. Αγγελόπουλος) «Γιατί θες να φύγεις» (1962, Γ. Λύδια Κ. Βίρβος), «Πες μου γιατί» (1962, Γ. Λύδια Σ. Ατταλίδης), «Αχ ας μπορούσα» (1971, Γ. Λύδια Γ. Κοινούσης), «Δεν θέλω την συμπόνια κανενός» (1967, Γιώργος Χατζηαντωνίου, Σ. Ατταλίδης μαζί με τον Α. Πάνου), «Έλα γύφτο μ’ έλα» (Γ. Λύδια, Κ. Βίρβος), «Γύρνα πάλι γύρνα» (1962, Γ. Λύδια Σ. Ατταλίδης), «Εμένα να μη με κλαις» (1964, Στρ. Διονυσίου Στρ. Ατταλίδης), «Ο ταυρομάχος ξεψυχά» (Γ. Λύδια, Κ. Βίρβος), «Η Τσιγγάνα η Μαρίτσα» (Γ. Λύδια, Κ. Βίρβος), «Φύγε - φύγε» (Στρ. Διονυσίου, Κ. Βίρβος).
η. Μπάμπης Μπακάλης (1920-2007)
Ο Μπάμπης Μπακάλης (Κανάλια Καρδίτσας, 1920 – Αθήνα, 26 Μαρτίου 2007) από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Το 1944 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε εκεί για τις επόμενες δεκαετίες, με συνεργάτες μεγάλα ονόματα, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Στράτος Διονυσίου. Πολλά από τα τραγούδια που έγραψε είναι σε στίχους του Κώστα Βίρβου. Επηρεάστηκε από τη μουσική χωρών της Ανατολής, ιδιαίτερα από την Ινδία, και έδωσε ελληνοποιημένα τραγούδια όπως το «Γράμμα πικραμένο» και «Καρδιά μου καημένη» (σε ελληνική απόδοση από την Βούλα Πάλλα και τον Στράτο Διονυσίου), το οποίο τραγουδήθηκε αρχικά από την Ινδή καλλιτέχνιδα Ναργκίς, πρωταγωνίστρια στην κινηματογραφική ταινία Γη ποτισμένη με ιδρώτα (ή Mother India) σε μουσική Ali Naushad. Ο Μπ. Μπακάλης απεβίωσε σε ηλικία 87 ετών. Γνωστότερα τραγούδια του: Ο κατατρεγμένος (1957, Γ. Μπιθικώτσης Μπ. Μπακάλης), Πάντα ντόρτια και δυάρες (1957, Σ. Καζαντζίδης Κ. Βίρβος), Πληγωμένοι κι οι δυο (1964, Π. Αναγνωστάκης Μ. Μπακάλης), Πληροφορίες κακές (1965, Π. Αναγνωστάκης Στ. Καμπέρης), Σε συνήθισα τόσο (1970, Λ. Διαμάντη Μπ. Μπακάλης).
θ. Θόδωρος Δερβενιώτης (1922-2004)
Ο Θόδωρος Δερβενιώτης γεννήθηκε στην Ζαγορά Πηλίου, κληρονομώντας το μουσικό ταλέντο του παππού του Θεόδωρου Δ. Δερβενιώτη, ο οποίος υπήρξε παραδοσιακός μουσικός παίζοντας λαούτο σε γάμους και πανηγύρια της εποχής. Σε ηλικία 16 ετών έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση ως μέλος παραδοσιακής κομπανίας, παίζοντας λαούτο σε τοπικό πανηγύρι της Ζαγοράς. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε ψάλτης στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής Ζαγοράς. Κατά την δεκαετία του 1940 έγινε μέλος του Ε.Α.Μ. και του Κ.Κ.Ε. και οδηγήθηκε στρατεύσιμος σε 3χρόνη εξορία στα Κύθηρα και την Μακρόνησο. Σ’ αυτή την περίοδο κάποιος τον συμβούλεψε να αφήσει το λαούτο και να μάθει μπουζούκι. Γρήγορα έπαιζε επίσης μπαγλαμά, μαντολίνο, μπάντζο και μαντόλα. Το πρώτο τραγούδι με τίτλο «Μόνο ψέμα και απιστία» (1953), σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη ηχογραφήθηκε με την φωνή του Γιάννη Τζιβάνη από την φωνογραφική εταιρεία «COLUMBIA». Το δεύτερο τραγούδι του ηχογραφήθηκε με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και ακολούθησαν τραγούδια με γνωστές φωνές της εποχής: Καίτη Γκρέι, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Πάνος Γαβαλάς, Στράτος Διονυσίου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μαρινέλλα. Το φθινόπωρο του ’60 ίδρυσε σχολή λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού στα Σεπόλια, με συνεργάτη τον Γιάννη Βέλλα. Η σχολή του Δερβενιώτη (χωρίς τον Γ. Βέλλα) μεταφέρθηκε αργότερα στην Λ. Αλεξάνδρας κοντά στην καφετέρια Σόνια. Στην ίδια δεκαετία η σύνδεση του με τον Στέλιο Καζαντζίδη άφησε ως παρακαταθήκη 95 λαϊκά τραγούδια. Είχε την τύχη να συνεργαστεί με τους κορυφαίους στιχουργούς του λαϊκού τραγουδιού, όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Κώστας Βίρβος, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Κώστας Μάνεσης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης. Στην δεκαετία του 1970 ο Θεόδωρος Δερβενιώτης εξακολουθούσε να δημιουργεί και να συνεργάζεται με καλλιτέχνες της εποχής: Λάκης Χαλκιάς, Σπύρος Ζαγοραίος, Βαγγέλης Περπινιάδης, Πέτρος Αναγνωστάκης, Τόλης Βοσκόπουλος, Μάνος Παπαδάκης, Γιώργος Νταλάρας. Κατά τη δεκαετία του 1980 προς το τέλος της πορείας του, είχε συνεργασία του με τον Μανώλη Μητσιά και με τον Πασχάλη Τερζή. Γνωστότερα τραγούδια του: Άλλα μου λεν τα μάτια σου (1959, Πόλυ Πάνου Κ.Μάνεσης), Μαντουβάλα (1959, Σ. Καζαντζίδης Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Ένας μπαγλαμάς μουρμούρης (1960, Γ. Μπιθικώτσης Κ. Βίρβος), Δέκα συμβουλές (1963, Π. Αναγνωστάκης Κ. Βίρβος), Είσαι η ζωή μου (1963, Σ. Καζαντζίδης Ευτ. Παπαγιαννοπούλου), Πάρε τα χρυσά κλειδιά (1967, Γιάννης Καλατζής Κ. Βίρβος), Ψύλλοι στ' αυτιά μου μπήκανε (1967, Τόλης Βοσκόπουλος Κ. Βίρβος), Σε ικετεύω (1970, Τ. Βοσκόπουλος Κ. Βίρβος), Σου 'χω έτοιμη συγνώμη (1984, Μ. Μητσιάς Κ. Βίρβος). Ο Θόδωρος Δερβενιώτης έφυγε οπό τη ζωή στα 82 του χρόνια.
ι. Άκης Πάνου (1933-2000)
Ο Άκης (Αθανάσιος-Δημήτριος) Πάνου (Καλλιθέα Αττικής, 15 Δεκεμβρίου 1933 - Αθήνα, 7 Απριλίου 2000), συνθέτης περίπου 200 τραγουδιών, με επιβλητικό ψυχικό βάθος, γράφοντας «εξ εγκάτων», μόνος του στίχο και μουσική, γεννήθηκε στου Χαροκόπου και ήταν ο τρίτος από τα έξι παιδιά της οικογενείας του. Ο πατέρας του Στέφανος Πάνου εργαζόταν ως διαχειριστής της βασιλικής φρουράς και η μητέρα του Ελευθερία Σακελλαριάδη ασχολείτο με τα οικιακά. Μεγάλωσε σε γειτονιά με πολλούς πρόσφυγες και από μικρό παιδί έζησε μέσα στη μουσική και στα τραγούδια των Ποντίων. Απέκτησε ακούσματα από τα ρεμπέτικα, που ήταν διάχυτα παντού στην περιοχή, αλλά και από τον αδελφό της μητέρας του Περικλή Σακελλαριάδη που έπαιζε κλασική κιθάρα. Από εννέα ετών άρχισε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα και την άνοιξη του 1947 έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην ταβέρνα του Σιλιβάνη στο Κουκάκι. Για μια περίπου δεκαετία ο Άκης Πάνου είχε συνεργασίες με πολλούς καλλιτέχνες της εποχής σε διάφορα κέντρα, όπως Βαγγέλη Νταράλα, Σεβάς Χανούμ, Σταύρο Τζουανάκο, Βούλα Γκίκα. Το 1957-58 έπαιζε στο κέντρο «Απόψε φίλα με» του Χρήστου Κολοκοτρώνη με πρώτα ονόματα τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Το τελευταίο κέντρο που εμφανίστηκε ήταν «ο Θείος» το 1958.
Το 1958 μπήκε στην δισκογραφία με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέι και «Μια βραδιά καταραμένη» με τη Δούκισσα, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Ακολούθησαν αρκετές επιτυχίες μεταξύ των οποίων το «Καρδιά μου μην παραπονιέσαι» (1964, Γρ. Μπιθικώτσης). Το 1967 λογοκρίθηκε για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» (Γρ. Μπιθικώτσης) και το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1971 με λυρικότερους στίχους και ερμηνεύτρια την Β.Μοσχολιού. Το 1967-68 έγραψε επίσης «Η πιο μεγάλη ώρα» (Γ. Λύδια), «Ρολόι κομπολόι» (Γρ. Μπιθικώτσης), «Είδα τα μάτια σου κλαμένα» (Μιχ. Μενιδιάτης). Η περίοδος 1968-69 ήταν γεμάτη επιτυχίες όπως «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» (Γιώργος Χατζηαντωνίου), «Όταν σημάνει η ώρα» (Γρ. Μπιθικώτσης), «Γιατί καλέ γειτόνισσα» (Στρ. Διονυσίου), «Και τι δεν κάνω» (Στρ. Διονυσίου), «Πήρα απ’το χέρι σου νερό» (Β.Μοσχολιού), «Του κόσμου το περίγελο» (Στρ. Διονυσίου), «Ούτε αχ δεν θα πω» (Β.Μοσχολιού). Συνέχισε με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970, Β.Μοσχολιού), «Δώσ’μου να πιώ» (1970, Μαίρη Μαράντη), «Κοίτα με στα μάτια» (1971, Μαρινέλλα), «Να είχα το κουράγιο» (1971, Στρ. Διονυσίου), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971, Στρ. Διονυσίου), Γιατί κακούργα πεθερά (1971, Δ. Μητροπάνος), Το φιλότιμο τ' αντρίκειο (1971, Δ. Μητροπάνος), « Ήταν ψεύτικα» (1972, Στρ. Διονυσίου), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972, Στρ. Διονυσίου), Χωρίς αυτήν (1973, Τόλ. Βοσκόπουλος), «Τα όνειρα χτίζονται» (1974, Στ. Καζαντζίδης), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1974, Στ. Καζαντζίδης), «Άντε να περάσει η μέρα» (1974, Στ. Καζαντζίδης), «Οι μισοί καλοί» (1974, Στ. Καζαντζίδης), «Μίσος» (1974, Στ. Καζαντζίδης), «Η ζωή μου όλη» (1974, Στ. Καζαντζίδης), «Και τότε» (1974, Λίτσα Διαμάντη). Το 1977 κυκλοφόρησε ο προσωπικός του δίσκος «Παρών» με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, όπου ξεχωρίζει «Ο Τρελός» και «Άμα περάσει τούτο δω». Την επόμενη χρονιά (1978) ξεχωρίζει το τραγούδι «Μολόγατα» από τον δίσκο «Σεισμός» με ερμηνευτή το Μιχάλη Μενιδιάτη. Το 1982 ηχογράφησε τον δίσκο «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. Το 1985 έγραψε το «Πες μου Παππού» και το «Πριν, τώρα, πάντα» (Αλ Καπόνε) τα οποία ηχογράφησε και ερμήνευσε μόνος του. Το 1989 επέστρεψε στο πάλκο σε κοινές εμφανίσεις με τον Μανώλη Ρασούλη. Έπειτα άρχισε εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και μια σειρά συναυλιών. Το 1997 ηχογράφησε τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «Casino» ο οποίος περιέχει το ομώνυμο τραγούδι και 14 επανεκτελέσεις. Συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου: Πρ. Τσαουσάκη, Πάνο Γαβαλά, Χαρούλα Λαμπράκη, Βούλα Γκίκα, Γιώργο Μαρίνο, Δημήτρη Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Τόλη Βοσκόπουλο. Νυμφεύτηκε δύο φορές, το 1954 με τη Δήμητρα και το 1993 με την Άννα με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το 1986 αποφάσισε να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ξάνθη διατηρώντας όμως τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την Αθήνα. Τον Αύγουστο του 1997 ο Άκης Πάνου μετά από αψιμαχία σκότωσε τον φίλο της 19χρονης τότε κόρης του Ελευθερίας και οδηγήθηκε σε δίκη και φυλάκιση. Διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο και το χειμώνα του 1999 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και αφέθηκε ελεύθερος λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του. Έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου του 2000 και κηδεύτηκε στο Κοιμητήριο Καλλιθέας.
ια. Γιάννης Καραμπεσίνης (1931-2011)
Ο Γιάννης Καραμπεσίνης (29 Νοεμβρίου 1931 - 15 Φεβρουαρίου 2011) ήταν λαϊκός τραγουδοποιός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Δημοφιλέστερα τραγούδια του ήταν: «Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη» (1962, Πόλυ Πάνου), «Η παντρεμένη» (1965,Πόλυ Πάνου), Τάμπα τούμπα (1966, Μιχ. Μενιδιάτης), «Πήραν τα στήθια μου φωτιά» (1969, Μιχ. Μενιδιάτης), «Τσιφτετέλι παιχνιδιάρικο» (1970, Στρ. Διονυσίου), Έμπαινε Γιώργο έμπαινε (1971, Γ. Ντουνιάς), «Θα φύγω κι ας πονώ» (1971, Στρ. Διονυσίου), Έχω κάψες (1972, Μαίρη Μαράντη). Συμμετείχε ως ερμηνευτής σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες κατά τη δεκαετία του 1960.
ιβ. Γιώργος Μανισαλής (1925-1999)
Ο Γιώργος Μανισαλής (πραγματικό όνομα Γιώργος Λαδόπουλος) γεννήθηκε στον Βόλο το 1925. Ο πατέρας του Δημήτριος ήταν σπουδαίος βιολιστής στην Σμύρνη. Μετά την Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Νέα Ιωνία Βόλου και το 1933 ήρθε στην Αθήνα, όπου έπαιζε σε σμυρναίικες ορχήστρες με τους Π. Τούντα, Σπ. Περιστέρη, Ρόζα Εσκενάζυ. Ο Γ. Μανισαλής μεγάλωσε στην Αθήνα από το 1933 και από την εποχή της κατοχής άρχισε να εργάζεται ως μουσικός σε ταβέρνες. Τότε τον άκουσε ο Β. Τσιτσάνης και τον πήρε στην συντροφιά του για μια δεκαετία. Αρχικά ηχογράφησε ως τραγουδιστής συνθέσεις του Γ. Μητσάκη (Κομπολογάκι και Όταν καπνίζει ο λουλάς). Από τη δεκαετία του 1950 άρχισε να ηχογραφεί δικά του τραγούδια με γνωστούς τραγουδιστές της εποχής. Την περίοδο 1965-1972 συνεργάστηκε με τον Νίκο Ξανθόπουλο γράφοντας τα τραγούδια του σε ταινίες όπου εκείνος πρωταγωνιστούσε. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών το 1999. Γνωστότερα τραγούδια του: Σε μια νύχτα μου 'χεις κάνει (1962, Π. Αναγνωστάκης Κ. Βίρβος), Μη μαδάς τις μαργαρίτες (1967, Ν. Ξανθόπουλος Κ. Ψυχογιός), Μια φορά στις δέκα μέρες (1968, Ν. Ξανθόπουλος Κ. Ψυχογιός), Αν δεν κάνω λάθος (Αν εσύ με ξέχασες) (1969, Ν. Ξανθόπουλος Αθ. Παπουτσής), Δώσε μου φωτιά ν' ανάψω (1971, Δ. Μητροπάνος Κ. Ψυχογιός), Αν κάνω άτακτη ζωή (1972, Ρ. Σακελλαρίου Κ. Ψυχογιός), Ο Ευριπίδης (1972, Δ. Μητροπάνος Κ. Ψυχογιός), Ιστορία μου αμαρτία μου (1973, Ρ. Σακελλαρίου Κ. Ψυχογιός).
ιγ. Οι λαϊκοί συνθέτες της δεκαετίας του 1970
- Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης (1948- ) γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1948 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο λαϊκός δάσκαλος Θεόδωρος Πολυκανδριώτης. Από παιδί έμαθε κιθάρα και σε νεαρή ηλικία συμμετείχε ως κιθαρίστας σε διάφορα συγκροτήματα της εποχής. Τρία χρόνια αργότερα άρχισε και η επαγγελματική του καριέρα. Η αποκάλυψή του έγινε το 1964, όταν αναγνωρίστηκε η αξία του στο μπουζούκι και οι δισκογραφικές εταιρείες ενδιαφέρθηκαν να τον αποκτήσουν. Το 1971 εμφανίστηκε με τη Νανά Μούσχουρη και τη Μαρινέλλα. Συνεργάστηκε με τους Πάνο Γαβαλά, Ρία Κούρτη, Μάνο Χατζιδάκι, Στέλιο Καζαντζίδη, Στράτο Διονυσίου, Γιάννη Πάριο, Τόλη Βοσκόπουλο, Γιάννη Πουλόπουλο. Από το 1968 έχει ξεπεράσει τις 1.000 συνθέσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται: Και λέγε λέγε (1981, Σ. Διονυσίου), Στου φεγγαριού την αγκαλιά (1987, Η. Κλωναρίδης), Ζηλεύω τα πουλιά (1988, Στ. Καζαντζίδης), Τότε μωρό μου (1990, Γλυκερία Ιφ. Γιαννοπούλου), Αυτά τα μάτια (1992, Αντζ. Δημητρίου), Τι έκανα για πάρτη μου (193, Μαρινέλλα). Έχει δώσει συναυλίες στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία. Τα τελευταία χρόνια ίδρυσε Σχολή Λαϊκής Μουσικής Παράδοσης όπου διδάσκονται μπουζούκι, τζουράς, μπαγλαμάς. Το καλοκαίρι του 1999 κυκλοφόρησε μία σύγχρονη μέθοδο με τίτλο «Είναι εύκολο να μάθεις μπουζούκι». Στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 που ξεκίνησε με το λεγόμενο Ολυμπιακό Ζεϊμπέκικο, γραμμένο από τον Σταύρο Ξαρχάκο, επικεφαλής ορχήστρας 47 μπουζουκιών, που την συνόδευαν ρυθμικά 400 νταούλια, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης μάγεψε τους παρευρισκόμενους και τα εκατομμύρια των τηλεθεατών με τη μαεστρία του.
- Ο Τάκης Σούκας (1940- ) γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1940 στο Κομπότι της Άρτας. Θήτευσε από 13 ετών για πολλά χρόνια στα παραδοσιακά συγκροτήματα. Έμαθε τα μουσικά όργανα σαντούρι, ακορντεόν, κιθάρα, πιάνο, μπουζούκι, λαούτο μόνος του με τη φροντίδα του μουσικού και τραγουδιστή πατέρα του Φώτη Σούκα. Μετά το γυμνάσιο ακολούθησε τον πατέρα του κοντά σε μεγάλα ονόματα, όπως ο Γιώργος Παπασιδέρης, Βασίλης Σαλέας, Γιάννης Βασιλόπουλος Σε ηλικία 19 ετών ήρθε στην Αθήνα προσκεκλημένος από την Εταιρία δίσκων Κολούμπια (με τη μεσολάβηση του Θόδωρου Δερβενιώτη) και υπέγραψε δεκαετές συμβόλαιο ως σολίστ στο ακορντεόν και το σαντούρι συμμετέχοντας σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων γνωστών συνθετών και τραγουδιστών. Πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1959 με δημοτικά τραγούδια που ερμήνευσε ο Γιώργος Παπασιδέρης. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1960 και έπαιξε σε διάφορα κέντρα, συνεργαζόμενος με μουσικούς όπως οι Γιώργος Λαύκας, Γεράσιμος Κλουβάτος, Απόστολος Καλδάρας, και Βασίλης Τσιτσάνης. Το 1968 άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια, συνεργαζόμενος με στιχουργούς όπως οι Λάκης Παπαδόπουλος, Ιφιγένεια Γιαννοπούλου, Κώστας Μπαλαχούτης, Ηρακλής Παπασιδέρης, Νίκος Μπακογιάννης, Τασούλα Θωμαΐδου, Πυθαγόρας, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Χαψιάδης, Σώτια Τσιώτου, Κώστας Κοφινιώτης, Νίκος Μωραΐτης, Γιάννης Πάριος. Συνθέσεις του ερμήνευσαν οι: Καίτη Γκρέι, Λίτσα Διαμάντη, Πίτσα Παπαδοπούλου, Δημήτρης Κοντολάζος, Γιώργος Μαργαρίτης, Λεωνίδας Βελής, Μαρινέλλα, Χαρούλα Λαμπράκη, Πάνος Γαβαλάς, Γιώτα Λύδια, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μανώλης Αγγελόπουλος, Στράτος Διονυσίου, Γιώργος Νταλάρας, Ελένη Βιτάλη, Χάρις Αλεξίου, Δημήτρης Μητροπάνος, Ρίτα Σακελλαρίου, Δούκισσα, Γιώργος Μαργαρίτης, Λιζέττα Νικολάου, Πασχάλης Τερζής, Νότης Σφακιανάκης, Κατερίνα Στανίση. Πιο σημαντική η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη η οποία διάρκεσε δέκα χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα τέσσερις δίσκους. Γνωστά τραγούδια του: Άκου βρε φίλε (1976, Στρ. Διονυσίου), Υποκρίνεσαι (1980, Στρ.Διονυσίου), Μια ιστορία (1980, Δημ.Κοντολάζος), Αν μ' αγαπούσες λίγο (1981, Δημ. Κοντολάζος), Ανοίχτε τα τρελάδικα (1983, Ελένη Βιτάλη), Με λες αγάπη (1984, Λίτσα Διαμάντη), Ποιος το είπε για τους μάγκες (1984, Στρ. Διονυσίου), Όλοι οι δρόμοι είσαι εσύ (1985, Πίτσα Παπαδοπούλου), Έρωτα μου αγιάτρευτε (1985, Πίτσα Παπαδοπούλου), Είμαι τραγούδι, είμαι λαός (1985, Λεωνίδας Βελής), Μια ζωή μέσα στους δρόμους (1985, Χάρις Αλεξίου), Τελειώσαμε (1987, Στρ. Διονυσίου), Ο λαός τραγούδι θέλει (1987, Στρ. Διονυσίου), Συλλογίσου (1987, Στρ. Διονυσίου), Μάνα μου (1988 Στ. Καζαντζίδης), Κανένας αναμάρτητος (1988, Ρίτα Σακελλαρίου), Ταχεία (1988, Ελ. Βιτάλη), Ας ήτανε ο πόνος ένα τσιγάρο δρόμος (1988, Στ. Καζαντζίδης), Στην οδό της τρέλας (1988, Στ. Καζαντζίδης), Ανήμπορος (1988, Στ. Καζαντζίδης), Εγώ είμαι πρόσφυγα παιδί (1994, Στ. Καζαντζίδης), Έι καπετάνιε (1994, Στ. Καζαντζίδης), Και που θεός (1994, Στ. Καζαντζίδης), Ξέρω νεκρούς (1994, Στ. Καζαντζίδης), Τη λέγαν Λαρίσα (1994, Στ. Καζαντζίδης), Το φινάλε της καρδιάς (1995, Νότης Σφακιανάκης), Κλείστε την πόρτα της ζωής (1997, Στ. Καζαντζίδης), Τραγουδώ (1997, Στ. Καζαντζίδης).
- Ο Χρήστος Νικολόπουλος (γεν. 11 Ιουλίου 1947) γεννήθηκε στο Καλοχώρι της Αλεξάνδρειας του Νομού Ημαθίας, από οικογένεια μουσικών. Το 1963, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, ήρθε στην Αθήνα. Ο Στέλιος Ζαφειριού, δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, τον άκουσε και του πρότεινε να παίζουν μαζί στις ηχογραφήσεις μεγαλύτερων εταιρειών. Το 1964 δούλεψε εκεί που τραγουδούσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Το 1965 γνώρισε τον Στέλιο Καζαντζίδη και δούλεψε μαζί του (1965-1966). Πήγαν σε περιοδείες στην Αμερική, Γερμανία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Συνέχισε μόνος του την πορεία του και είχε την τύχη να γνωρίσει και να δουλέψει σχεδόν με όλους τους ρεμπέτες της εποχής (Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Κυριαζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Σταύρος Κουγιουμτζής). Από το 1968 άρχισε να γράφει τα πρώτα δικά του τραγούδια. Την περίοδο 1969-70 τον βοήθησε πολύ στις μουσικές σπουδές του ο Μανώλης Χιώτης. Υπήρξε επίσης στενός συνεργάτης με τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος σε μία αφιέρωση του τον αποκαλεί "γιο" του. Ο Χρήστος Νικολόπουλος αποτελεί την πεμπτουσία του αυτοδίδακτου. Αν και αρίστευσε στο διάβασμα του πενταγράμμου, τα μυστικά του μπουζουκιού τα έμαθε μόνος του. Οι συμμετοχές του ως μουσικός/δεξιοτέχνης στο μπουζούκι, διεκδικούν το ρεκόρ αφού συμμετείχε σε 20.000 τραγούδια σε πάρα πολλούς δίσκους και συλλογές. Τα τραγούδια που έχει γράψει ο ίδιος υπερβαίνουν επίσης τα 1800. Ενδεικτικά: «Νυχτερίδες και αράχνες» (1968) , «Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου» (1968) με τον Στέλιο Καζαντζίδη, σε στίχους Κ. Βίρβου, «Αγριολούλουδο» (1972), «Την Παρασκευή το Βράδυ» (1972) σε στίχους Πυθαγόρα με τον Στέλιο Καζαντζίδη, «Νύχτα στάσου» (1975), με την Λίτσα Διαμάντη, και επίσης το θρυλικό «Υπάρχω» (1975), με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια οι δίσκοι: «Το σταυροδρόμι» (1976) με τον Πάνο Γαβαλά, «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει» με τους Γιώργο Νταλάρα, Γλυκερία, Δ. Κοντογιάννη σε στίχους Μανώλη Ρασούλη. Με τον Ρασούλη έγραψαν επίσης άλλους 2 δίσκους, τα: «Παίξε Χρήστο επειγόντως» (1982) με την Ελένη Βιτάλη, με τραγούδια, όπως «Οι νταλίκες» με τον Γ. Σαρρή και την Χάρις Αλεξίου, «Όλοι δικοί μας ήμαστε». Ακολουθεί «Ο Σαλονικιός» (1985) με ερμηνεία Στράτου Διονυσίου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο συνεργάστηκαν επίσης και σε άλλους 5 - 6 δίσκους, όπως: «Αγάπη όλο ζήλια» (1987, Λεωνίδας Βελλής), με τραγούδια όπως «Το βραδάκι», «Συλλαβιστά - Ψιθυριστά» και «Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς» (1989) με τον Γιώργο Νταλάρα, «Η Νύχτα θέλει έρωτα» (1988) με την Χάρις Αλεξίου και τον Γιάννη Πάριο. Στο δίσκο «Τραγούδια με τους φίλους μου», σε στίχους του Λευτ. Χαψιάδη, ήταν ή πρώτη φορά που ένας συνθέτης κατάφερε να συγκεντρώσει 11 τραγουδιστές σε έναν δίσκο (Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Στράτος Διονυσίου, Ελένη Βιτάλη, Διονύσης Θεοδόσης, Δήμητρα Γαλάνη, Γιάννης Πάριος, Χάρις Αλεξίου, Μ. Βάσσου, Λίτσα Διαμάντη, Μανώλης Αγγελόπουλος). Το 2004 επανέλαβε το εγχείρημα με τον δίσκο «Δική μου η χαρά» (Πασχάλης Τερζής, Κώστας Μακεδόνας, Αντώνης Ρέμος, Δημήτρης Μητροπάνος, Ελένη Βιτάλη, Γιώργος Μαρίνος, Κώστας Δόξας, Γιώργος Μαργαρίτης, Γλυκερία, Μαριώ και τρία τραγούδια τραγουδάει ο ίδιος). Άλλοι δίσκοι του είναι «Μεθυσμένα τραγούδια», με τον Γιώργο Νταλάρα «Βραδιάζει» με το Στέλιο Καζαντζίδη, «Λέω» με τον Πασχάλη Τερζή, «Μίλα μου στον ενικό» με τον Πασχάλη Τερζή, «Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 2000 μ.Χ.» (1993), με ερμηνευτές τους Μανώλη Λιδάκη, Μιχάλη Δημητριάδη, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Αρλέτα. Μεγάλη επιτυχία του δίσκου ήταν το τραγούδι «Στων αγγέλων τα μπουζούκια». Έγραψε επίσης «Πάμε για ορθοπεταλιές» (1996) με τον Κώστα Μακεδόνα σε στίχους Άρη Δαβαράκη, «Ψίθυροι καρδιάς» (1997) με τους Δημήτρη Μπάση, Εφ. Χαρίδου σε στίχους Ελένης Γιανατσούλια. «Άνθη Ευλαβείας», που τραγουδά ο ίδιος η Ελευθερία Αρβανιτάκη και η Γλυκερία. «Τώρα μένω μόνος μου» (1998) σε στίχους Άρη Δαβαράκη - Ελένης Γιανατσούλια με ερμηνεία Δημήτρη Μπάση. Στα πλαίσια της ταινίας «Μη μου λες αντίο» (2004), που σκηνοθέτησε ο Μανούσος Μανουσάκης, σε στίχους Ελένης Γιανατσούλια συνθέσεις του τραγούδησαν ο Κώστας Μακεδόνας και η Ραλλία Χριστίδου. Στο τέλος του 2000, με τη συνεργασία του Κ. Γανωσέλη, μετά από μακρόχρονη έρευνα εκδόθηκε το βιβλίο του «Οι λαϊκοί δρόμοι», με διδακτικό χαρακτήρα..
- Ο Τάκης Μουσαφίρης (Ιωάννινα 1950- ) γεννήθηκε στα Ιωάννινα σε μουσικό περιβάλλον. Ο Αττίκ και ο Χαιρόπουλος συνυπήρχαν με τα δημοτικά και τα λαϊκά. Είχε μια κιθάρα και σπούδασε μουσική. «Η λυγαριά» είναι το πρώτο κομμάτι που ηχογράφησε με όλη την καθαρότητα της παιδικής του αθωότητας. Στην Αθήνα ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η συνάντηση με τον Δημήτρη Μητροπάνο ήταν καθοριστική. Συνεργάστηκε με άλλους γνωστούς όπως οι Μαρινέλλα, Ρίτα Σακελλαρίου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Δούκισσα. Τη δεκαετία του 1980 συνέπραξε με το Στράτο Διονυσίου. Ακολούθησε τον λαϊκό δρόμο που χάραξαν ο Γιώργος Μητσάκης και ο Άκης Πάνου. Είναι «ο δημιουργός του σαλονιού που κάθεται όμως στο λιμάνι». Δικά του είναι πάρα πολλά από τα κλασικά τραγούδια του Δημήτρη Μητροπάνου, της Δούκισσας, της Κατερίνας Στανίση, της Ρίτας Σακελλαρίου, του Δημήτρη Κοντολάζου. Γνωστότερα τραγούδια του: Πες μου που πουλάν καρδιές (1974, Δ.Μητροπάνος), Τι το θες το κουταλάκι (1977, Δ.Μητροπάνος), Αλλά ωραίος τρελός (1978, Δούκισσα), Έτσι ε! (1979 Δούκισσα), Μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλωνών (1979, Ρίτα Σακελλαρίου), Ο ταξιτζής (1986, Στρ.Διονυσίου), Χιονάνθρωπος (1989, Δ.Μητροπάνος), Τόσο πολύ σε αγαπάω (1989, Δ.Μητροπάνος), Ένα λεπτό περιπτερά (1990, Σ.Διονυσίου Μαρ.Κριεζή).
Έντεχνο ονομάζεται το είδος τραγουδιού που γράφτηκε από καλλιτέχνες της αστικής τάξης, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους λαϊκούς μουσικοσυνθέτες που ήταν εμπειροτέχνες αυτοδίδακτοι, πραγματοποίησαν συστηματικές μουσικές σπουδές σε ωδεία και επομένως αναπόφευκτα ενσωμάτωσαν στο έργο τους (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) επιρροές από ακούσματα ευρωπαϊκών και αμερικανικών καλλιτεχνικών ρευμάτων. Το έντεχνο τραγούδι αναπτύχθηκε, αρχικά ως συνέχεια της οπερέτας των δεκαετιών 1910, 1920, σε συνδυασμό με απηχήσεις από τις καντάδες, από ευρωπαϊκούς χορευτικούς ρυθμούς της εποχής (βαλς, ταγκό, φοξτρότ, μάμπο, μπολερό, πόλκα, μαζούρκα, ρούμπα, σάμπα, τσάρλεστον, σουίνγκ, τζαζ κλπ) αλλά και την παραδοσιακή ελληνική μουσική. Οι θεατρικές επιθεωρήσεις και αργότερα τα κινηματογραφικά έργα (και βέβαια το ραδιόφωνο και αργότερα η τηλεόραση) συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάδοση και ανάπτυξή του, σε βαθμό που απέβη ουσιώδες στοιχείο του νεοελληνικού πολιτισμού με αξιολογότατα επιτεύγματα.
Στις δεκαετίες που πέρασαν με αφετηρία τα χρόνια του 1930, το έντεχνο τραγούδι παρουσίασε εξέλιξη, που διαμορφώθηκε από αντίστοιχες διεργασίες της ευρωπαϊκής μουσικής (ποπ, ροκ), αλλά και από την ολοένα αυξανόμενη επίδραση και διείσδυση του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Σε αδρές γραμμές μπορούν να διακριθούν τα εξής εξελικτικά είδη ή φάσεις του έντεχνου τραγουδιού:
- Ρομαντικό ελαφρό των δεκαετιών 1930-40,
- Νεορομαντικό ελαφρό της δεκαετίας 1950,
- Αρχοντορεμπέτικο της δεκαετίας του 1950,
- Λατινογενές της δεκαετίας του 1950,
- Ελαφρό της δεκαετίας του 1960,
- Μελωδικό λαϊκό (Ελαφρολαϊκό) της εικοσαετίας 1960-1980,
- Νεοκυματικό της πενταετίας 1965-70,
- Ποπ της πενταετίας 1965-70,
- Ροκ ελαφρολαϊκό της δεκαετίας του 1980,
- Ποκ ροκ ελαφρολαϊκό των δεκαετιών 1990-2000.
Κορυφαία εκδήλωση της ελληνικής μουσικής στα χρόνια 1960-1980 ήταν η Mελοποιημένη ποίηση, η οποία καλλιεργήθηκε με την πρέπουσα προσήλωση και με λαμπρά επιτεύγματα, παράλληλα με το μελωδικό λαϊκό (ελαφρολαϊκό) της ίδιας περιόδου και αξιοποιώντας τα διδάγματά του, που περιλαμβάνουν παρουσίαση των τραγουδιών σε κύκλους με ενιαία κεντρική ιδέα, καθιέρωση του λαϊκού τραγουδιστή και του μπουζουκιού ως εκφραστών του ποιητικού πάθους και μια νέα μορφή επικοινωνίας με το κοινό με την καθιέρωση της λαϊκής συναυλίας σε ανοικτούς χώρους. Ο περιορισμός του όρου «έντεχνο τραγούδι» στην μελοποιημένη ποίηση και μόνο, δεν είναι δόκιμος, διότι αυτομάτως θέτει εκτός έντεχνου μουσικού λόγου μουσουργούς με ευρύτατη και βαθύτατη μουσική παιδεία, όπως ο Κ. Γιαννίδης.
α. Το ελαφρό τραγούδι των δεκαετιών 1930-40
Όταν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα απέκτησε τη δυνατότητα παραγωγής δίσκων, που μέχρι τότε γινόταν στο εξωτερικό, αλλά και με τα εγκαίνια του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών το 1938, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Τα τεχνικά μέσα επέτρεψαν σχετικά γρήγορη διάδοση της μουσικής, και έτσι το ελληνικό τραγούδι άρχισε να ανεξαρτητοποιείται από το θέατρο. Στα τραγούδια που παράγονταν από τη δεκαετία του 1920, έπαψε η επιρροή του ιταλικού «μπελκάντο». Οι συνθέτες επηρεάσθηκαν από τη γαλλική σχολή τραγουδιού, δημιουργώντας τραγούδια έντεχνα από μελωδική και αρμονική άποψη, συμβατά με το ρομαντικό κλίμα της εποχής, που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως οικογενειακή αναψυχή. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν δίσταζαν να αναμείξουν στις περίτεχνες μελωδίες και αρμονίες και μοτίβα ανατολίτικα ή ρυθμούς δανεισμένους από την ελληνική μουσική όπως τα 7/8. Παράλληλα το αργεντίνικο ταγκό, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, κατάκτησε τις καρδιές των αστών, όπως και άλλοι λατινοαμερικάνικοι ρυθμοί όπως το φοξτρότ, η σάμπα, η ρούμπα, που ήλθαν να παραγκωνίσουν το βαλς που κυριαρχούσε μέχρι τότε, ενώ ορχήστρες τζαζ έκαναν την εμφάνισή τους στα πολυτελή νυχτερινά κέντρα της εποχής. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τραγούδια που ενσωμάτωναν νέα αισθητικά μηνύματα. Οι στίχοι των τραγουδιών μιλούσαν κυρίως για τον έρωτα, αλλά και για τη διασκέδαση, και το κρασί. Το θέατρο, και ιδιαίτερα τα θεατρικά είδη της Επιθεώρησης και της Οπερέτας συνέχισαν να παράγουν τραγούδια, που αρκετά εξελίχθηκαν σε μεγάλες επιτυχίες. Παράλληλα, ανάγκη για παραγωγή μουσικής και τραγουδιών προέκυψε και από την ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να παράγει εντατικά ταινίες, προσφέροντας στους συνθέτες βιοπορισμό, αλλά και ένα ευάγωγο πεδίο επεξεργασίας των νέων μουσικών μηνυμάτων και ιδεών. Έτσι δημιουργήθηκε ολόκληρη κατηγορία τραγουδιών, τα λεγόμενα ελαφρά, η οποία απευθύνθηκε στη μεσαία και ανώτερη, οικονομικά και κοινωνικά, αστική τάξη.
Για τους συνθέτες της περιόδου 1930-1950 μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά τα εξής:
- Ο Αττίκ (πραγματικό όνομα Κλέων Τριανταφύλλου, 19 Μαρτίου 1885 - 29 Αυγούστου 1944), γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής. Από το 1907 έζησε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε ως ηθοποιός με διάφορους θιάσους και συμμετείχε σε περιοδείες σε διάφορες χώρες ως το 1930, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δημιούργησε την περίφημη "Μάντρα του Αττίκ". Έγραψε τραγούδια σε ρυθμούς βαλς, ταγκό, φοξτρότ, πόλκας, μαζούρκας, ρούμπας και σερενάτας. Έκανε τρεις γάμους χωρίς ευτυχή κατάληξη, ο δεύτερος με την καλλονή της εποχής, ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου (η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της της Μελίνας Μερκούρη). Λίγο πριν από το θάνατό του πρωταγωνίστησε στην ταινία Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, στην οποία τραγούδια απέδωσε η Δανάη. Λίγους μήνες μετά αυτοκτόνησε παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών, αποτέλεσμα κατάθλιψης στην οποία είχε περιπέσει. Ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του (σε στίχους πάντα δικούς του) είναι: Είδα μάτια (1909, Αττίκ), Τα καημένα τα νιάτα (1918, Αττίκ), Το οργανάκι (1919, Δανάη), Αν βγουν αλήθεια (1920, Πάολα), Ζητάτε να σας πω (1930, Αττίκ), Παπαρούνα (1936, Δανάη), Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1939, Δανάη), Μαραμένα τα γιούλια (1935, Δανάη), Άδικα πήγαν τα νιάτα μου (1936, Αττίκ), Κι όμως (Λησμόνησα το χρώμα των ματιών της) (1944, Τ. Μαρούδας).
- Ο Μίμης Κατριβάνος (Αθήνα 1906-1972) γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα και γνώρισε μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του ‘30. Αφιέρωσε πολλά τραγούδια του στην Αθήνα και το κρασί. Το 1945 συνέθεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του «Δυο πράσινα μάτια», σε στίχους Κώστα Κιούση, τραγούδι εμβληματικό για την ελληνική ελαφρά μουσική. Το πρωτοτραγούδησαν η Κάκια Μένδρη και οι αδελφές Καλουτά. Έγραψε αρκετά επιτυχημένα τραγούδια, σε ρυθμούς βαλς, ταγκό, φοξτρότ, όπως: «Σαν πιω κρασί ζαλίζομαι» (1932, Άλκης Παγώνης), «Λουλού» (1932, Μιχάλης Θωμάκος), «Κάθε βράδυ πίνω» (1933, Νίκος Περδίκης), Σαν μπαίνω μέσα στην ταβέρνα (Πιες γλυκό κρασί) (1933, Νικ.Περδίκης), «Γαμπίτσα αφράτη και ροζέ» (1933, Σοφία Βέμπο), «Αν ξαναγύριζες στην αγκαλιά μου» (1935, Κάκια Μένδρη), Ένα ποτήρι κρασί (1936, Κώστ.Μανιατάκης Κώστ.Κιούσης), Κρασί (1936, Σ.Βέμπο Κ.Καπετανάκης), «Δεν σε πιστεύω» (1936, Άννα Καλουτά, Κίμων Καπετανάκης), «Μαύρα είν’ τα μάτια π’ αγαπώ» (1936, Σοφία Βέμπο), «Τιριτόμπα» (1936, Πέτρος Επιτροπάκης, διασκευή σε ομώνυμη επιθεώρηση έργου του Josef Smidt), «Έλα μια νύχτα ν’ αλητέψουμε» (1940, Φώτης Πολυμέρης Χρ.Γιαννακόπουλος), «Τώρα βρέξε όσο θες» (1953, Εύα Στυλ, Κώστ.Κιούσης). Έγραψε πάνω από 20 οπερέτες («Τρία αλλόκοτα κορίτσια» σε λιμπρέτο Χρήστου Γιαννακόπουλου, «Ωραία του Πέραν», σε λιμπρέτο του Δημήτρη Γιαννουκάκη, «Γύρισε Μαρίτσα» σε λιμπρέτο Ε.Μπέζου) και μουσική για πολλές επιθεωρήσεις. Πέθανε ξαφνικά στις 15 Αυγούστου 1972, ενώ παραθέριζε στο Ξυλόκαστρο.
- Ο Γιάννης Κυπαρίσσης (Πειραιάς 1906- 2006;) έγραψε επίσης οπερέτες, μουσική για επιθεωρήσεις και τραγούδια στους ίδιους ρυθμούς. Πολύ γνωστές έγιναν οι συνθέσεις του Σ' αγαπώ (1933, Π.Επιτροπάκης Χρ.Γιαννακόπουλος), Το καινούριο φεγγάρι (1947, Σ.Βέμπο Αλ.Σακελλάριος), Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά (1949, Σ.Βέμπο Χρ.Γιαννακόπουλος Γ.Κυπαρίσσης).
- Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος (Κωνσταντινούπολη 1904-1964) κινήθηκε στα ίδια πλαίσια, επίσης με μεγάλες επιτυχίες: Σκληρή καρδιά (1934, Δανάη), Τι έχεις κι όλο κλαις (1935, Πάολα Κ.Κιούσης), Ν' αγαπάς και να μην αγαπιέσαι (1936, Κ.Μένδρη), Το τελευταίο ταγκό μη μ' αρνιέσαι (1938, Αλκ.Παγώνης), Παίξε πλακιώτικη κιθάρα (1939, Π.Βισβάρδης Μ.Στρέη), Τάκου τάκου ο αργαλειός μου (1948, Σ.Βέμπο, σε ποίημα του Αργύρη Εφταλιώτη), καθώς και δύο από τα πρώτα αρχοντορεμπέτικα Μπέμπα (1947, Νίκος Γούναρης Αλ.Σακελλάριος με τον Μιχ.Σουγιούλ), Το χαστούκι (1952, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος).
- Ο Γιάννης Βέλλας γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του 1909 και αρχικά εργάστηκε ως ξυλουργός και περιπτεράς στην Αθήνα. Τα πρώτα του μουσικά βήματα τα έκανε στα μέσα της δεκαετίας του '30, σχηματίζοντας με τους Πολυμέρη, Καββαδία, Δέδε και Χάλαρη, συγκρότημα με χαβάγιες, που αντικαθιστούσαν στη Μάντρα του Αττίκ το συγκρότημα του λαϊκού τραγουδοποιού Κώστα Μπέζου. Το πρώτο του τραγούδι «Κάποτε κλάψαμε κι οι δυο» (1936), σε στίχους του Κώστα Κοφινιώτη, με ερμηνεύτρια την Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, έγινε επιτυχία. Αυτοδίδακτος μουσικός, στη συνέχεια έγραψε πάνω από δύο εκατοντάδες τραγούδια, με πιο γνωστά τα: «Ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου» (1946, Κάκια Μένδρη), «Γύρισε, σε περιμένω γύρισε» (1947, Στέλλα Γκρέκα Νίκος Γούναρης), «Ένα μπουκέτο μενεξέδες» (1947, Φώτης Πολυμέρης), «Γιατί να ζούμε χωρισμένοι» (1954, Ελίζα Μαρέλι), «Καλύτερα ο θάνατος παρά ο χωρισμός» (1955, Μαριάννα Χατζοπούλου), «Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου» (1956, Χρυσούλα Στίνη). Στα τέλη της δεκαετίας του '40 έγραψε τον πρώτο επίσημο ύμνο του Παναθηναϊκού «Προχωρείτε προς τη νίκη», σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη, και στις αρχές της δεκαετίας του '60 οι ίδιοι έγραψαν και δεύτερο τραγούδι «Λεβέντες του Παναθηναϊκού». Έγραψε επίσης μουσική για δεκάδες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και για εκατοντάδες επιθεωρήσεις και βαριετέ πριν και μετά τον Πόλεμο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε ανοίξει και λειτουργούσε σχολή για νέους μουσικούς και τραγουδιστές μαζί με τον λαϊκό συνθέτη Θεόδωρο Δερβενιώτη. Ήταν ο πρώτος σύζυγος της ερμηνεύτριας του ελαφρού τραγουδιού Καίτης Μπελίντα, ενώ από το 1975 ήταν νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Άντζελα. Πέθανε στην Αθήνα στις 26 Δεκεμβρίου του 1999, σε ηλικία 90 ετών.
- O Κώστας Γιαννίδης (21 Αυγούστου 1903 - 17 Ιανουαρίου 1984, ψευδώνυμο του μουσουργού Γιάννη Κωνσταντινίδη, για τη δραστηριότητά του στο ελαφρό τραγούδι) γεννήθηκε στη Σμύρνη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, που, λίγο πριν την καταστροφή της Σμύρνης, ήλθε στην Ελλάδα και συνέχισε σπουδές στη Γερμανία σε πιάνο και σύνθεση στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου και στο Ωδείο Στερν (1923-1931). Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στο ελληνικό μουσικό θέατρο ως μαέστρος και συνθέτης την περίοδο 1932-1950. Ως Κώστας Γιαννίδης παρουσίασε πολλά έργα , περίπου 50 οπερέτες, μουσικές κωμωδίες, πολλές επιθεωρήσεις και πολλά τραγούδια. Διετέλεσε διευθυντής του τμήματος ελαφράς μουσικής του ΕΙΡ την περίοδο 1946-1952, και μουσικός διευθυντής στην ΥΕΝΕΔ την περίοδο 1952-1960. Ως Γιάννης Κωνσταντινίδης έγραψε συμφωνικά έργα , κομμάτια για πιάνο και μουσική δωματίου. Μετείχε σε επιτροπές κρίσης διαφόρων φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού όπως στη Θεσσαλονίκη 1962-1967, στο Σπλιτ το 1968, Βουλγαρίας 1971-1975, Λουμπλιάνας 1974. Τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο του Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού της Βαρκελώνης με το τραγούδι του «Ξύπνα αγάπη μου» (1960) που ερμήνευσε η Νανά Μούσχουρη, με το Γ’ Βραβείο του επόμενου έτους με το τραγούδι «Τα δυο σου γκρίζα ματάκια» που ερμήνευσε η Άντζελα Ζήλεια, καθώς και με το Α’ Βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Αλυσίδες» (1962) που ερμήνευσε η Καίτη Μπελίντα . Στον ελληνικό κινηματογράφο ανέλαβε τη μουσική επένδυση σε 7 ταινίες («Προσφυγοπούλα» (1938 του Δημήτρη Μπόγρη με τη Σοφία Βέμπο), «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948 του Αλέκου Σακελλάριου με τον Βασίλη Λογοθετίδη), «Ο μεθύστακας» (1950 του Γιώργου Τζαβέλα με τον Ορέστη Μακρή). Μιλούσε γαλλικά και γερμανικά, και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου του 1984. Γνωστότερες από τις 100 περίπου συνθέσεις του, που τραγουδήθηκαν όλες πολύ, είναι: «Σπιτάκι μου παλιό» (1936, Βάσ.Ευαγγέλου Α.Σακελλάριος), "Όλο μου λες πως πια δε μ' αγαπάς" (Γιατί, γιατί, γιατί, 1936, Φώτ.Πολυμέρης, Δημ.Γιαννουκάκης), «Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με» (1937 Σ.Βέμπο Α.Σακελλάριος), "Μη φύγεις πού θα πας" (1937, Σοφία Βέμπο Κώστ.Κιούσης), «Κάποιο μυστικό» (1938, Κ.Νικολαϊδου Πάν.Παπαδούκας), «Λες και ήταν χτες» (1938, Νίκ.Γούναρης Αλ.Σακελλάριος), "Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα" (1938, Σ.Βέμπο Πάν.Παπαδούκας), Παίξε τσιγγάνε (1938, Σοφία Βέμπο Παν.Παπαδούκας), «Τα δικά σου τα μάτια» (1939, Σ.Βέμπο Πάν.Παπαδούκας), «Σαν κι απόψε» (1941, Σ.Βέμπο Α.Σακελλάριος), «Έτσι είν' η ζωή μωρό μου» (1943, Κάκια Μένδρη, Δημ.Ευαγγελίδης), «Πάμε σαν άλλοτε» (1946, Βάσος Ευαγγέλου, Αλ.Σακελλάριος), «Θά 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι» (1946, Κ.Νικολαϊδου Κρ.Ρηγόπουλος), «Ο κουμπάρος κι η κουμπάρα» (1946, Νίκος Γούναρης), «Καλό σου ταξίδι» (1947, Σ.Βέμπο Αιμ.Σαββίδης), «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου» (1947, Ν.Γούναρης Πάν.Παπαδούκας), «Ερι-Ερήνη» (1947, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), «Το τραγούδι της Μαρίνας» («Εβίρα», 1947, Στ.Γκρέκα Α.Σακελλάριος), "Πέρσι τέτοιο καιρό" (1948, Στ.Γκρέκα Κ.Μάνεσης), «Θα σε πάρω, θα με πάρεις»(1952, Τρίο Κιτάρα, Σμαρούλα Γιούλη, Δημ.Γιαννουκάκης), «Όταν γυρίζουν τα χελιδόνια» (1959, Σοφ.Βέμπο, Μ.Τραϊφόρος). Έγραψε και ένα διάσημο αρχοντορεμπέτικο σε δικούς του στίχους, "Τα νέα της Αλεξάνδρας" (ή "Το τάβλι" 1961, Βαγγ.Περπινιάδης).
- Ο Μιχάλης Σουγιούλ (καλλιτεχνικό επώνυμο του Μιχαήλ Σουγιουλτζόγλου, Αϊδίνιο Μικράς Ασίας, 1 Αυγούστου 1906 - Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 1958), ο έτερος, πλάι στον Κ.Γιαννίδη, μεγάλος συνθέτης ελαφράς μουσικής της περιόδου 1935-55, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, πλούσιοι δερματέμποροι, μετανάστευσε στην Αθήνα το 1920 και ο νεαρός τότε Μιχάλης αρχικά εργάσθηκε ως αυτοδίδακτος πιανίστας, πριν ταξιδέψει στη Μασσαλία για μουσικές σπουδές. Χρησιμοποιούσε το καλλιτεχνικό επώνυμο "Σουγιούλ" από το 1931, όταν περιόδευσε στην Ευρώπη ως μέλος Αργεντίνικης ορχήστρας. Ήταν συγγενής της Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, της γνωστής προπολεμικής φωτογράφου "Nelly's". Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο το 1958 στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω τον γιο του Θάνο, που έπεσε θύμα τροχαίου λίγα χρόνια μετά, και τις κόρες του Μαρία, Ηρώ και Αλίκη. Υπήρξε πολυγραφότατος γράφοντας περισσότερα από 700 τραγούδια σε όλα τα είδη, ταγκό, ρομάντζες, βαλς, καντάδες, δημοτικά, πατριωτικά και λαϊκά, και με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Έγραψε επίσης μουσική για 45 θεατρικές επιθεωρήσεις και 10 κινηματογραφικές ταινίες [Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952), Σάντα Τσικίτα (1953 και οι δύο του Αλ.Σακελλάριου με τον Βασ.Λογοθετίδη), Θανασάκης ο πολιτευόμενος (1954 του Αλ.Σακελλάριου με τον Ντίνο Ηλιόπουλο), Το σωφεράκι (1953 του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Μίμη Φωτόπουλο), Μια ζωή την έχουμε (1958 του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Δημ.Χορν)], ενώ εργαζόταν ανελλιπώς ως μαέστρος σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Ανάμεσα στα γνωστότερα τραγούδια του, που αγαπήθηκαν πολύ, συμπεριλαμβάνονται τα: «Κάτι με τραβά κοντά σου» (1936, Σ.Βέμπο Μιχ.Γαϊτάνος), Απόψε μελαγχόλησα (1940, Κ.Μανιατάκης), Λίγες καρδιές αγαπούνε (1944, Δανάη Κ.Κοφινιώτης), Αν ήμουνα θεός (1946, Ν.Γούναρης Κ.Κοφινιώτης), Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου (1946, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), «Ας ερχόσουν για λίγο» (1947, Δανάη Μ.Τραϊφόρος), Αυτά τα μάτια κάπου τα ΄χω ξαναδεί (1947, Τ.Μαρούδας Α.Σακελλάριος), Για μας κελαηδούν τα πουλιά (1949, Ν.Γούναρης Ν.Φατσέας), Όμορφη Αθήνα (1950, Ν.Γούναρης Τ.Μαρούδας Αιμ.Σαββίδης), «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου» (1951, Τ.Μαρούδας Τρίο Κιτάρα Α.Σακελλάριος), Φίλησέ με (1951, Κ.Μένδρη Πάν.Παπαδούκας), Αν δεν είχα και σένα αγαπούλα μου (1951, Κ.Νικολαϊδου Κ.Κοφινιώτης), Θα θελα λίγο πριν πεθάνω (1952, Σώτ.Παναγόπουλος Γ.Οικονομίδης), Αθήνα και πάλι Αθήνα (1953, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι (1953, Ν.Γούναρης Κ.Κοφινιώτης). Στο πασίγνωστο «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» χρησιμοποίησε τη μελωδία του δικού του τραγουδιού «Ζεχρά» (αρχικά γραμμένου το 1938 σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη) με νέους στίχους του Μίμη Τραϊφόρου γραμμένους και πάλι για τη Σοφία Βέμπο. Στις συνεργασίες του με τους Αλέκο Σακελλάριο και Χρήστο Γιαννακόπουλο, ως στιχουργούς, υπήρξε, μαζί με τους Μανώλη Χιώτη, Γιώργο Μουζάκη και Τάκη Μωράκη, από τους θεμελιωτές της τεχνοτροπίας του "αρχοντορεμπέτικου", μίας σχολής που συνδύαζε λαϊκότροπους, συνήθως χιουμοριστικούς, στίχους και μουσική με δυτικότροπες ενορχηστρωτικές επιρροές. Πρώτο του τραγούδι της σχολής αυτής, αρκετά πρώιμα γραμμένο, ήταν το Βρε ντουνιά (1940, Φ.Πολυμέρης Ν.Γούναρης Α.Σακελλάριος) και στη συνέχεια Ένας κορίτσαρος (1943, Ν.Γούναρης Αλ.Σακελλάριος) και η Μπέμπα (1947, Ν.Γούναρης Αλ.Σακελλάριος Θεόδ.Παπαδόπουλος). Ακολούθησαν πολλά και διάσημα «Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα» (γνωστό και ως «Μανόλης Τραμπαρίφας» 1951, Τρίο Κιτάρα Α.Σακελλάριος), Χαράμι (1951, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Όλα ρημάδια (1951, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Όμορφα κι ωραία (1951, Τρίο Κιτάρα Α.Σακελλάριος), «Μια ζωή την έχουμε» (Ο μήνας έχει εννιά, 1953, Ν.Γούναρης Τρίο Κιτάρα Γ.Τζαβέλλας), «Άρχισαν τα όργανα» (1953, Ν.Γούναρης Α.Σακελλάριος), «Σβήστε με απ' τον χάρτη», (1953, Έλσα Λάμπο Χρ.Γιαννακόπουλος), «Το τραμ το τελευταίο» (1954, Τ.Μαρούδας Α.Σακελλάριος), Απονιά θα πει γυναίκα (1954, Τρίο Κιτάρα Κ.Μπελίντα Πάν.Παπαδούκας), «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει» (1954, Σ.Βέμπο Α.Σακελλάριος), «Άτιμη Τύχη» (1954, Τρίο Κιτάρα, Γιώργ.Γιαννακόπουλος), «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» (1955, Τρίο Κιτάρα Α.Σακελλάριος), Βρε πώς μπατιρίσαμε (1955, Τρίο Κιτάρα Α.Σακελλάριος), Ταξί ταξί (Ο κόσμος έγινε για μας) (1935, Τρίο Κιτάρα Τ.Μωράκης), «Αδύνατον να κοιμηθώ» (1956, Μ.Μελάγια Γιώργ.Γιαννακόπουλος).
- Ο Λεό Ραπίτης (Μυτιλήνη 1906 – Βελγικό Κονγκό 1957) γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1906 από μεγαλοαστική οικογένεια του νησιού. Ο πατέρας του Π. Ραπίτης είχε υφαντουργείο, εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος και παγοποιείο. Άρχισε τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών και ήταν κάτι σαν παιδί-θαύμα εκείνης της εποχής. Ο πατέρας του τον έστειλε στο Μάντσεστερ για να σπουδάσει υφαντουργός, αντίθετα με τις προσωπικές κλίσεις του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα λίγο πριν το '30, ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα. Ως την πρώτη μεταπολεμική εποχή είχε συνθέσει πολλά τραγούδια (τα περισσότερα σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου) που τραγουδήθηκαν από την Σοφία Βέμπο. Κατά την Κατοχή συναντήθηκε στη Μέση Ανατολή μαζί τους και συνεργάστηκαν στο ανέβασμα πατριωτικών επιθεωρήσεων στην Αίγυπτο («Ραντεβού στην Αθήνα» (1944), «Αλεξανδρινά ακρογιάλια» (1945)). Μετά την αποχώρηση των Γερμανών επέστρεψε, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ανέβασαν στο «Κεντρικό» την επιθεώρηση «Ελλάδα μου κουράγιο» για την οποία έγραψε το τραγούδι «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου» ο Μιχάλης Σουγιούλ και «Μια φορά μονάχα ζούμε» ο Κώστας Γιαννίδης. Το 1948 ταξίδεψε στην Αμερική συνοδεύοντας πάντα την Σοφία Βέμπο. Όταν όμως εκείνη επέστρεψε, ο Ραπίτης παρέμεινε στη Νέα Υόρκη, όπου έπαιζε πιάνο σε κάποιο νυκτερινό κέντρο και έκανε έναν εικονικό γάμο για να αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα. Το 1950 με τη δημιουργία του θεάτρου «Βέμπο» ο Λεό Ραπίτης ξαναγύρισε στην Αθήνα όπου παρουσίασε τα τελευταία του «αθηναϊκά» τραγούδια. Συνεργάστηκε πολλές φορές και με τις αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά και ακολούθησε στην περιοδεία τους στην Αφρική. Παρέμεινε στο τότε Βελγικό Κονγκό (μετέπειτα Ζαΐρ και σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), όπου έπαιζε πιάνο και είχε ένα κατάστημα. Εκεί, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, όπως μεταφέρεται από τον ανεψιό του Φρέντυ Γερμανό (που ήταν γιος της αδελφής του Αθηνάς Ραπίτη-Γερμανού), πυροβόλησε κατά λάθος κάποιον και νομίζοντας ότι τον σκότωσε, αυτοκτόνησε. Ωστόσο, ο Λεό Ραπίτης «κουβαλούσε» πάντα μέσα του μια μοναξιά που τον πλήγωνε, χωρίς ποτέ να το δείχνει στους γύρω του, με τους οποίους ήταν πάντα γελαστός. Επιλογή από τα τραγούδια του: Κλαις (Κι αν χωρίσαν στη ζωή) (1938, Σ.Βέμπο Κ.Κοφινιώτης), Γλυκιά Μαράτα (1940, Κ.Μένδρη Κ.Κοφινιώτης), Δυο δακρυσμένα μάτια (1940, Δανάη Μ.Τραϊφόρος), Ας ήταν για λίγο (1943, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Λόντρα Παρίσι Αθήνα (1946, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Καινούργια τώρα ζωή (1947, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Να με παίρνανε τα σύννεφα (1950, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Ραντεβού στην Αθήνα (1951, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος).
- Ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης (Κέρκυρα 3 Ιουνίου 1896 - Αθήνα 18 Σεπτεμβρίου 1979) γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σε ηλικία 6 ετών πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας απ' τον Άλεξ Γκρεκ. Το 1912 μετανάστευσε στο Κίεβο της Ουκρανίας, όπου έκανε προκαταρκτικά μαθήματα κι ύστερα στο Μόναχο, όπου τελειοποίησε τις σπουδές του. Την πρώτη του εμφάνιση την έκανε στο Βόλο μ' ένα μικρό Ιταλικό θίασο όπερας, με τον οποίο ταξίδεψε και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους σε Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη και απ' το 1914 μέχρι το 1919 έκανε περιοδεία στη Ρωσία. Έγραψε γύρω στις 50 οπερέτες. Επιλογή από τα τραγούδια του: Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου (1940, Δανάη Πάν.Παπαδούκας), Χειμώνας (1941, Σ.Βέμπο Δ.Γιαννουκάκης), Στην ακρογιαλιά (1942, Σ.Βέμπο Δ.Γιαννουκάκης), Η Θυμιούλα η μαυρομάτα (1948, Σ.Βέμπο), Δίχως Γιάννο δε θα γιάνω (1950, Τ.Μαρούδας), Χωριό μου χωριουδάκι μου (1953, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), καθώς και δύο από τα γνωστότερα αρχοντορεμπέτικα Η ταμπακιέρα (1950, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος) και Παλιοζωή παλιόκοσμε (1953, Σ.Βέμπο, Μ.Τραϊφόρος).
- Ο Χρήστος Χαιρόπουλος, του Κωνσταντίνου, (1909-1992) γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1909. Πολυσύνθετος και πολυσχιδής,, σπούδασε νομικά και από πολύ νέος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1936 εξέδωσε μαζί με άλλους την εβδομαδιαία επιθεώρηση "Σαββατοκύριακο", και από το 1938 ανέλαβε την εφημερίδα του πατέρα του "Χρόνος". Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάσθηκε σε διάφορα περιοδικά όπως "Εβδομάς", "Μπουκέτο", "Θησαυρός" κ.ά. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών επανήλθε στις εφημερίδες "Αθηναϊκή", "Έθνος", "Ακρόπολη", "Βραδυνή", "Εμπρός". Τότε άρχισε και τη καλλιτεχνική συνεργασία με τα περιοδικά "Φαντάζιο", "Φαντασία", "Πάνθεον". Παράλληλα με τη δημοσιογραφία από το 1928 άρχισε να γράφει κείμενα για οπερέτες: "Ντόλι ...αν μ΄ αγαπούσες", "Η βασιλοπούλα της πλάκας", "Μοδιστρούλες της Αθήνας", "Το λαχείο", "Φτερό στον άνεμο". Το 1936 ασχολήθηκε και με το επιθεωρησιακό θέατρο όπου έγραψε σε συνεργασία με άλλους την επιθεώρηση "Ντόπιο Πράμα". Έγραψε παράλληλα ελαφρά τραγούδια, όπως: Νινέττα Νανίνα Νινόν (1931, Μιχ.Θωμάκος), "Γυναίκες - γυναίκες", "Όνειρο ήταν και πάει" (1933, Γ.Σαβαρής), "Πάολα" (1935, Ελ.Μαρέλλι), Το ταγκό της θεατρίνας (1935, Ελ.Παπαδάκη), Μπορεί και να μη σ' αγαπώ (Τι κι αν δεν είμαστε εραστές) (1939, Αλκ.Παγώνης), την πασίγνωστη "Ψαροπούλα" (1942, Σ.Βέμπο Χρ.Γιαννακόπουλος), Όπου κι αν πας (1947, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), καθώς και μουσική και σενάρια ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου. Έγραψε ακόμη περίπου 100 μυθιστορήματα όπως "Μικρή Μαμά", "Ένα κορίτσι μέσ΄ τη βροχή" και ιστορικά αναγνώσματα όπως "Δούκισσα της Πλακεντίας", "Μαντώ Μαυρογένους". Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ήταν κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου του 1992.
- Ο Γιώργος Μυρογιάννης (Μυτιλήνη 1919-1991), γεννημένος επίσης στη Μυτιλήνη, έκανε άριστες μουσικές σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και το 1938 σε ηλικία 19 χρονών προσλήφθηκε ως μαέστρος σε θίασο. Το 1939 διεύθυνε την ορχήστρα του ίδιου του θιάσου στο θέατρο «Περοκέ» της Αθήνας. Στην περίοδο της κατοχής 1940 προσλήφθηκε ως μαέστρος και συνθέτης στο βαριετέ της Όασης του Ζαππείου. Συνέθεσε τη μουσική πολλών επιθεωρήσεων και θαυμάστηκε για την ποιότητα της μουσικής του. Το 1970 ο Μυρογιάννης εγκατέλειψε το θέατρο και το τραγούδι και δούλευε ως μαέστρος ή πιανίστας σε πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας. Ονομάστηκε ο βασιλιάς της ρούμπας για τον εξαίρετο χειρισμό αυτού του κουβανέζικου χορευτικού ρυθμού. Το 1945 έγραψε τη μουσική της ταινίας «Η ανθοπώλις των Αθηνών» και το 1954 τη μουσική της ταινίας «Τρεις δραπέτες του Φρενοκομείου». Είχε σημαντικές επιτυχίες στο κλίμα της εποχής: Με δυο τρία φιλιά (1940, Κ.Μένδρη Μ.Τραϊφόρος), Η γαλανή μας χώρα (1943, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Να τι θα πει Ελλάδα (1943 Πάνος Βισβάρδης Κ.Κιούσης), Μαρί (Ας μπορούσα μια νύχτα) (1947, Ν.Γούναρης Ν.Φατσέας, ρούμπα), Είσαι αυτή που φαντάστηκα (1948, Έλσα Λάμπο Γ.Λουκάς, ταγκό), Πώς να μη σ' αγαπώ (1948, Έλσα Λάμπο Γ.Λουκάς), Ποια μέρα θα 'ρθείς (1950, Δανάη), 50 Τι τα θες τι τα γυρεύεις (1950, Ιωάννα Άλβα, ρούμπα), «Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αφήνεις», «Χάθηκα χάθηκα», «Όταν θα κλάψεις τότε θα με ζητήσεις», «Είσαι ένας άγγελος».
β. Το ελαφρό τραγούδι της 15ετίας 1950-1965
Το γενικότερο κλίμα μέσα στο οποίο καλλιεργήθηκε το ελαφρό τραγούδι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια χαρακτηρίζεται από μία τάση φυγής και λήθης του πρόσφατου ζοφερού παρελθόντος. Στην ανάγκη του κόσμου να ξεχάσει και να ηρεμήσει, με ειρηνικές ασχολίες, παρά την γενικότερη οικονομική δυσπραγία, ο κόσμος της μουσικής ανταποκρίθηκε με τη δημιουργία εύθυμων και ξένοιαστων τραγουδιών για γλέντια και συντροφιές διασκεδαστών, στα οποία η γενικότερη πικρία της εποχής περιοριζόταν να βρίσκει διέξοδο στο ερωτικό παράπονο και μόνο. Καθώς η απομάκρυνση από την οπερέτα και η απεξάρτηση από το θέατρο γίνονταν ολοένα και εμφανέστερες, τρία κυρίως είδη τραγουδιών αποτελούν τη βάση της μουσικής παραγωγής της δεκαετίας του 1950: Το ελαφρό τραγούδι με νεορομαντικό ερωτικό ένδυμα, μεγαλύτερη φυσικότητα και λιγότερο στόμφο στον τρόπο ερμηνείας, πάντα στον απόηχο του ιταλικού μπελκάντο και τονισμένο στους χορευτικούς ρυθμούς της εποχής, συνέχισε το δρόμο του ουσιαστικά μέχρι το 1965. Το αρχοντορεμπέτικο, με πρώτους δημιουργούς τους Μιχάλη Σουγιούλ και Μανώλη Χιώτη στη μουσική και Αλέκο Σακελλάριο, Χρήστο Γιαννακόπουλο, Πάνο Παπαδούκα στο στίχο και άμεσους συνεχιστές τους Γιώργο Μουζάκη και Τάκη Μωράκη, αλλά και τους Ιωσήφ Ριτσιάρδη, Μενέλαο Θεοφανίδη, Κώστα Σεϊτανίδη, γνώρισε εντυπωσιακή ανάπτυξη στα χρόνια του 1950, που ήταν αποτέλεσμα μιας γενικότερης τάσης της ανώτερης αστικής κοινωνίας της εποχής να συμβιώσει με τα υποδεέστερα κοινωνικά στρώματα, κατανοώντας τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους, που εκφράστηκε χαρακτηριστικά από την στροφή αστών λογοτεχνών και καλλιτεχνών (όπως οι Μ.Χατζιδάκις, Γ.Τσαρούχης, Κάρολος Κουν, Μ.Θεοδωράκης) στη μελέτη λαϊκών τύπων και δημιουργών (Μακρυγιάννης, Σπαθάρης, Θεόφιλος Χατζημιχαήλ και ρεμπέτικο τραγούδι). Τέλος έντονη ήταν στα χρόνια του 1950 η τάση σύνθεσης τραγουδιών στα πρότυπα λατινοαμερικάνικων και αμερικάνικων ρυθμών (ταγκό, φοξτρότ, μάμπο, ρούμπα, σάμπα, τσάρλεστον, σουίνγκ, τζαζ, καουμπόικα, μεξικάνικα, κουβανέζικα, χαβάγιες), που είχε παρατηρηθεί από τα προηγούμενα χρόνια, η οποία δημιούργησε πλέον μια ολόκληρη τεχνοτροπία λατινογενών τραγουδιών, ως αποτέλεσμα της αναζήτησης βάλσαμου για τις κοινωνικές πληγές, με τη ροπή δραπέτευσης προς τον εξωτισμό. Αρχηγέτης της λατινογενούς τεχνοτροπίας ήταν ο Γιώργος Μουζάκης και κύριος υποστηρικτής ο διασκευαστής ισπανόφωνων τραγουδιών Πωλ Μενεστρέλ, και ακολούθησαν οι Τάκης Μωράκης, Φώτης Πολυμέρης και αργότερα Γεράσιμος Λαβράνος, με ερμηνευτές αξιόλογους μουσικούς, όπως το Τρίο Κιτάρα, το Τρίο Μπελκάντο, Τρίο Καντσόνε και αργότερα Μουζάς Λιγνός, αδελφοί Κατσάμπα και Δημησιάνος Μαστέλλος.
- Ο Γιώργος Μουζάκης, του Ιωάννου, (Αθήνα 15 Αυγούστου 1922 – 27 Αυγούστου 2005) σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών (1939-1947) και συνέχισε εκπαίδευση στην Αυστρία και Γερμανία (1952-1954). Έγραφε μουσική κυρίως για το θέατρο και για χορό. Διατηρούσε δική του ορχήστρα από το 1940. Ο ίδιος έπαιζε τρομπέτα, πιάνο, φλίκορν και τρομπόν. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως τρομπετίστας το 1938 και ο πρώτος του δίσκος κυκλοφόρησε το 1946. Επονομάστηκε «βασιλιάς της επιθεώρησης». Ήταν ο δημιουργός των τηλεοπτικών εκπομπών «Από τον παππού στον εγγονό» και «Μελωδίες και ρυθμοί». Τιμήθηκε με το Α' Βραβείο τραγουδιού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1967) και το 1973 με το Βραβείο Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 2003 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την 68χρονη προσφορά του. Ήταν κάτοικος Αθηνών (Παπάγου) και μιλούσε Ιταλικά. Τη δική του σφραγίδα φέρουν περίπου 2.500 μουσικές μελωδίες, επενδύσεις και τραγούδια (ελαφρά και κλασσικά), μουσική για πάνω από 200 θεατρικά έργα, 20 μουσικές κωμωδίες και περίπου 60 κινηματογραφικές ταινίες, καθώς και μια συμφωνία (πρώτη), μια σουίτα (αρχαϊκή) και η λαϊκή όπερα «Ο Μηνάς ο ρέμπελος». Επίσης έγραψε μουσική για βαριετέ (1940-1948). Γνωστότερα από τα ελαφρά ρομαντικά τραγούδια του: Όπου κι αν πας θα θυμάσαι (1948, Δανάη Κ.Κοφινιώτης), «Ένας φίλος ήρθε από τα παλιά» (1949, Κ.Μανιατάκης Φίλων Αρίας), Αντίο εκεί που πας στα ξένα (1951, Τζ.Μακούλης Παν.Παπαδούκας), «Σου σφυρίζω» (1952, Τ.Μαρούδας Γ.Οικονομίδης), Με σένα αρχίζει η ζωή (1952, Κ.Μπελίντα Πάν.Παπαδούκας), Γλυκιά μαντόνα (1953, Κ.Μπελίντα Τζ.Μακούλης Κ.Νικολαίδης), Μαρία (1953, Κ.Μπελίντα Κ.Νικολαίδης), «Σ' αγαπώ σ' όλες τις γλώσσες» (1961, Γ.Βογιατζής Α.Σακελλάριος), Άσε τα χέρια σου στα δυο μου χέρια (1961, Γ.Βογιατζής Α.Σακελλάριος), Καημός (Ένας καημός αγιάτρευτος) (1962, Γιοβάννα Γ.Μουζάκης), Μελαχρινή κυρά μου (1962, Τέρ.Χρυσός Ν.Παρισιάδης), Τι μου 'χεις κάνει πες μου τι (1962, Γ.Βογιατζής Γ.Μουζάκης), Διπλός γλυκός καημός (Ξέρω δυο μάτια γαλανά) (1963, Τζ.Βάνου Δ.Μπαξεβανάκης Γιώ.Γιαννακόπουλος), «Θέλω κοντά σου να μείνω» (Δεν ζω χωρίς εσένα ούτε λεπτό, 1963, Τζ.Βάνου Γ.Βογιατζής Γιώ.Γιαννακόπουλος), Χωρίς εσένα (Αδύνατο να ζήσω δίχως έρωτα) (1963, Γ.Βογιατζής Γ.Μουζάκης), «Η Σκλάβα» (1964, Τζ.Βάνου Γιώ.Γιαννακόπουλος), Και σου κρατώ το χέρι (1966, Α.Ζήλια Α.Σακελλάριος), Αθήνα μου ξενύχτισσα (1966, Τζ.Βάνου Γ.Βογιατζής Α.Σακελλάριος), Οι μόρτες (1966, Α.Ζήλεια Γ.Μουζάκης), Και σε ψάχνω στον αγέρα (1967, Κ.Δενάρδου Γ.Μουζάκης), «Καλωσόρισες έρωτα» (1967, Σ.Παναγόπουλος Γιά.Φερμάνογλου), «Κάποιο δειλινό» (1968, Σ.Παναγόπουλος Γ.Μουζάκης), «Αδυναμία μου» (1969, Σ.Παναγόπουλος Γ.Μουζάκης), Αθήνα μου φως μου (1971, Γ.Πετρόπουλος Γιώ.Γιαννακόπουλος), αλλά και ο Ύμνος του Παναθηναϊκού (1960, Γ.Βογιατζής Γ.Οικονομίδης). Από τα αρχοντορεμπέτικα: «Εγώ θα σ' αγαπώ και μη σε νοιάζει» (1950, Τ.Μαρούδας Κ.Κοφινιώτης), Δεν πάω σπίτι μου απόψε (1952, Τ.Μαρούδας Τρίο Κιτάρα Πάν.Παπαδούκας), Της γυναίκας η καρδιά (1952, Μ.Μελάγια Πάν.Παπαδούκας), Στο Άλα Κάλα Κούμπα (1952, Ρ.Βλαχοπούλου Γ.Μουζάκης), Το μονοπάτι (1952, Μ.Μελάγια Α.Σακελλάριος), «Έλα μου κοπέλα μου» (1952, Μ.Μελάγια Τρίο Κιτάρα Α.Σακελλάριος), Πού θα με πας (1953, Τρίο Κιτάρα Πάν.Παπαδούκας), το θρυλικό Παναγιά μου ένα παιδί (1955, Ζ.Σαπουντζάκη Τρίο Κιτάρα Γιώ.Γιαννακόπουλος), «Όμορφη που ήτανε η παλιοπαρέα μας» (1956, Τρίο Κιτάρα Ηλ.Λυμπερόπουλος), Η βαλίτσα (Μάσα ξάπλα τεμπελιά) (1956, Σπ.Βρανά Τρίο Κιτάρα Γ.Μουζάκης), «Έχω απόψε ραντεβού» (1956, Ρ.Βλαχοπούλου Γ.Οικονομίδης). Από τα λατινογενή το τραγούδι του Mambo Brazilero (1954, Σπ.Βρανά Τρίο Κιτάρα Κ.Πρετεντέρης Γ.Οικονομίδης), από την ταινία Ωραία των Αθηνών, 1954, εξακολουθεί να ενθουσιάζει. Ακόμα: Το ταγκό της Αθήνας (1949, Κ.Μπελίντα Γ.Μουζάκης), Ταραντέλλα (1952, Δημησιάνος Μαστέλλος), Τσίκα τσίκα μπουμ (1952, Τ.Μαρούδας Τρίο Κιτάρα Κ.Νικολαίδης), Πικολίνα (1952, Ν.Πατέτσος Γ.Μουζάκης), Το σύστημα το καουμπόικο (1953, Τρίο Μπελκάντο Γ.Μουζάκης), η εκπληκτική Μανουέλα (1958, Τρίο Κιτάρα Κ.Πρετεντέρης), Τσα τσα τσα (Για να πάνε όλα καλά) (1959, Τρίο Μπελκάντο Γ.Μουζάκης), «Θέλω ρούμπα να χορεύω» (1965, Τ.Χρυσός Γ.Μουζάκης).
- Ο Τάκης Μωράκης (Αθήνα, Κολωνάκι, 15-08-1916 - 26-10-1991), ο έτερος, πλάι στον Γ.Μουζάκη, μεγάλος μουσικοσυνθέτης της δεκαετίας του 1950, σπούδασε από 12 ετών στο Ελληνικό Ωδείο (βιολί και θεωρητικά). Κατόπιν, συμπλήρωσε για λίγο τις σπουδές του στο Ωδείο του Παρισιού. Άρχισε επίσης να σπουδάζει οδοντιατρική, την οποία εγκατέλειψε για χάρη της μουσικής. Εργάστηκε ως βιολιστής στα χοροδιδασκαλεία της Εποχής και μετείχε στην ορχήστρα της «΄Οασης» του Ζαππείου. Ως τραγουδοποιός, εμφανίστηκε το 1946. Προηγουμένως (1938) ήταν ο διασκευαστής του «θρυλικού» δημοτικού τραγουδιού «Τσοπανάκος ήμουνα», που χρησιμοποιήθηκε ως σήμα της νεοσύστατης τότε Ελλ. Ραδιοφωνίας. Κατόπιν σχημάτισε δική του ορχήστρα από βιολιά (που κάποτε έφτασαν τα 15) και έκτοτε έπαιζε σε κοσμικά Κέντρα. Συνέθεσε μουσική και τραγούδια, για Θέατρο, Κινηματογράφο, Επιθεώρηση, Διαγωνισμούς Ελαφρού Τραγουδιού, Δισκογραφία. Το περίφημο τραγούδι του σε στίχους Γιάννη Φερμάνογλου "Τι είν' αυτό που το λένε αγάπη" (στην ταινία "Το παιδί και το Δελφίνι", 1956 με τη Σοφία Λόρεν και τον `Αλαν Λαντ), έγινε παγκόσμια επιτυχία. Το 1960 το τραγούδι του «`Ηταν κάποιο Λούνα-παρκ» (στίχοι Ρέτης Ζαλοκώστα) πήρε το Δ΄ βραβείο στο 2ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού. Το 1962, το τραγούδι του «Αθήνα, άνθρωποι και θεοί» τραγουδισμένο από τη Μάριον Σίβα (στίχοι Γ. Οικονομίδη) πήρε το Α΄ βραβείο στον Διαγωνισμό Τραγουδιού του Δήμου Αθηναίων με θέμα την Αθήνα. Το 1962 το τραγούδι του «Χαρές της ζωής» πήρε το Γ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης. Το 1963, το τραγούδι του «Αγαπώ έναν τύπο», πήρε το «Βραβείο Ευρώπης» στο διεθνές Φεστιβάλ του Βενσάν, ενώ το τραγούδι του «Πού πάτε κύριε» πήρε το Δ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης. Το 1964 κέρδισε το Α΄ βραβείο τόσο στο Φεστιβάλ Πολωνίας (συμμετοχή 29 χωρών) με το τραγούδι του «Σ’ ευχαριστώ καρδιά μου που ξέρεις ν’ αγαπάς», όσο και στο 3ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης, με το τραγούδι του «Ποιος», ερμηνευμένο από την Κλειώ Δενάρδου. Στο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης του 1968 πήρε το Β΄ βραβείο με το τραγούδι «Εκείνος» (τραγουδισμένο από την Ν.Κωνσταντοπούλου). Δημοφιλέστερα από τα υπόλοιπα ελαφρά τραγούδια του: Ήρθες σαν την άνοιξη (1946, Σ.Παναγόπουλος Κ.Κοφινιώτης), "Είσαι για μένα το παν στη ζωή" (1947, Δανάη Γ.Οικονομίδης), "Για σένα ανθίζει η γη" (1947, Νίτσα Μόλλυ Κ.Νικολαίδης), "Θα σε λατρεύω" (1950, Σ.Παναγόπουλος Κ.Κοφινιώτης), "Χαρά μου" (1952, Σ.Παναγόπουλος Γ.Οικονομίδης), "Μόνο κοντά σου" (1953, Σ.Παναγόπουλος Τζ.Χαρίτου Κ.Κοφινιώτης), Ήταν κάτι ασήμαντο (1960, Ν.Κωνσταντοπούλου Ν.Κωνσταντοπούλου), Ο ψαράς (1961, Ν.Κωνσταντοπούλου Νέστωρ Μάτσας), "Δεν είμαι τίποτα" (1964, Ν.Κωνσταντοπούλου Ν.Κωνσταντοπούλου), Η Μαριλού (1967, Ν.Κωνσταντοπούλου Ν.Κωνσταντοπούλου), Από λιμάνι σε λιμάνι (1968, Ν.Κωνσταντοπούλου Ν.Κωνσταντοπούλου), Είδωλό μου (1970, Ν.Κωνσταντοπούλου Ν.Κωνσταντοπούλου), Πες μπαλαλάικα (1976, Ν.Κωνσταντοπούλου Τ.Μωράκης). Στα επιτυχημένα αρχοντορεμπέτικα ανήκουν τα: «΄Ολα σπάσ’ τα» (1956, Μ.Μελάγια Γιώ.Γιαννακόπουλος), Μάκια μάκια (1958, Άννα Φόνσου Τρίο Γκρέκο Γιώ.Γιαννακόπουλος), Ρικο ρικο ρίκοκο (1958, Α.Βουγιουκλάκη Γιώ.Γιαννακόπουλος), ενώ λατινογενή ήταν τα "Σε μαγικά νησιά" (1951, Τρίο Κιτάρα Κ.Κοφινιώτης), "Ποτέ μην κλαις για αγάπη σου παλιά" (1953, Τρίο Κιτάρα Τ.Μωράκης), Ξέρω ένα κορίτσι σε μια γειτονιά (1960, Τρίο Μπελκάντο Τ.Μωράκης), Είσαι παιδί μου πειρασμός (1960, Τρίο Μπελκάντο Γ.Οικονομίδης), "Σπανιόλικες νύχτες". Συνέθεσε επίσης μουσική για κινηματογραφικές ταινίες, όπως ενδεικτικά «Γκόλφω» (1955), «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1955), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» (1958), «Η κυρά μας η μαμμή» (1958), «Αστέρω» 1958, «Η μουσίτσα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Ο Θύμιος τά ’κανε θάλασσα» (1959), «Τα κίτρινα γάντια» (1960).
-Ο Νίκυ Γιάκοβλεφ (Γιάλτα, 1910- Αθήνα, 9 Οκτωβρίου 1981) ήταν συνθέτης και πιανίστας της ελαφράς μουσικής. Με καταγωγή από τη Ρωσία, ήταν ευγενής και συνήθιζε να φορά μονόκλ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ήταν ιδιοκτήτης του αριστοκρατικού και πολύ γνωστού στην εποχή του ζαχαροπλαστείου Πέτρογραδ στην οδό Σταδίου. Το 1951 νυμφεύτηκε τη συνεργάτιδά του Μαίρη Λω, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Τον Σεπτέμβριο του 1960 ήταν ένα από τα πρώτα πρόσωπα που παρουσιάστηκαν (έπαιξε πιάνο) στην πρώτη τηλεοπτική εκπομπή που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της πειραματικής εκπομπής της ΔΕΗ, από το χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, με τη Μαίρη Λω στο τραγούδι. Ο Γιάκοβλεφ κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο στις 10 Οκτωβρίου 1981. Επιλεγμένες συνθέσεις του (όλες με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λω): Καπετάνιε χαμογέλα (1948, Κ.Νικολαίδης), Μοίρες (Το τραγούδι της τσιγγάνας) (1948, Κ.Νικολαίδης), "Θάλασσα, θάλασσα" (1949, Κ.Νικολαΐδης), "Ξαναβλέπω το μικρό το αμαξάκι" (1954, το πρώτο τραγούδι του στιχουργού Πυθαγόρα), "Μόνο μια νύχτα είναι δική μας" (1958, Πυθαγόρας), "Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα" (1958, Πυθαγόρας), "Καλή αντάμωση ματάκια γαλανά" (1960, Γ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης), "Λένε λένε λένε" (1960, Πυθαγόρας), Φέρτε νερό φέρτε κρασί (1960, Πυθαγόρας), Ο βασιλικός (1961, Πυθαγόρας), Το μικρό μας το καλύβι (1961, Πυθαγόρας), Το τσαντηράκι (1962, Διον.Τζεφρώνης). Μουσική για κινηματογραφικές ταινίες: Άννα Ροδίτη (1948, Λ.Κωνσταντάρας, Καίτη Πάνου), Διαγωγή... μηδέν! (1949, Έλλη Λαμπέτη, Λ.Κωνσταντάρας), Μπροστά στο Θεό (1953, Στέφανος Στρατηγός), Μόνο για μια νύχτα (1958, Γιώργος Φούντας, Βούλα Ζουμπουλάκη), Σταχτοπούτα (1960, Κάκια Αναλυτή, Ανδρέας Μπάρκουλης).
- Ο Μενέλαος Θεοφανίδης (Σάμος 1913-1997), έγραψε επίσης μουσική για επιθεωρήσεις και κινηματογραφικές ταινίες (όπως Διακοπές στην Αίγινα, 1958 με την Αλ.Βουγιουκλάκη, Καπετάνιος για κλάματα, 1961 με τον Κ.Χατζηχρήστο), συνδυάζοντας το ρομαντικό ύφος με το αρχοντορεμπέτικο. Γνωστά τραγούδια του: Το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς (1940, Σ.Βέμπο Γιώ.Ασημακόπουλος), Πάμε στο άγνωστο (1946, Στ.Γκρέκα Δ.Ευαγγελίδης), Σ' αγαπώ και μ' αρέσει η ζωή (1953, Σ.Βέμπο Τρίο Γκρέκο Μ.Τραϊφόρος), Ομόνοια πλας (1954, Ρ.Βλαχοπούλου Πάν.Παπαδούκας),Ο άνθρωπός μου (1956, Σ.Βέμπο Μ.Τραϊφόρος), Πρίμο σεκόντο (1958, Τρίο Κιτάρα Κ.Πρετεντέρης).
- Ο Ζοζέφ Κορίνθιος (1908-1992) γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1908 και ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία 20 ετών (1928). Αρχικά συνεργάστηκε με τον Αττίκ ως μέλος της ορχήστρας του έως το 1932, οπότε και δημιούργησε το δικό του συγκρότημα με χαβάγιες, με το οποίο πραγματοποίησε πλήθος εμφανίσεων για 20 και πλέον έτη. Πέθανε στην Αθήνα το 1992. Διακρίθηκε στα λατινογενή και αρχοντορεμπέτικα τραγούδια: Μητέρα (1948, Αλκ.Παγώνης Κ.Κοφινιώτης), Τα'θελες και τα'παθες (1949, Τζ.Χαρίτου Ζ.Κορίνθιος), Αντίο Μαρικίτα Λίντα (1950, Ν.Πατέτσος Ζ.Κορίνθιος Marcos Jimenez), Εχτές το δειλινό που τα 'πια (1950, Φ.Πολυμέρης Γιώ.Φωτίδας), Σήμερα το βράδυ (Έλα κατά τις εννιά) (1951, Τζ.Χαρίτου Μιχ.Χριστομόπουλος), Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι (1953, Ν.Γούναρης Ζ.Κορίνθιος), Τι μου ΄χεις κάνει (1955, Ε.Μαρέλλι Ν.Φατσέας), Ταξιδιάρικα πουλιά (1956, Ν.Πατέτσος Ν.Φατσέας), Απόψε τα μεσάνυχτα (1958, Φ.Πολυμέρης Ζ.Κορίνθιος).
-Ο Λυκούργος Μαρκέας (Τρίπολη 1926-1979) σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, και στη Σχολή «πολύχορδου» του Ευαγγ. Θ. Τσαμουρτζή. Έγραψε μουσική για αρκετές επιθεωρήσεις, όπως «Λαγοί με πετραχήλια» (1960), «Λουλουδιασμένη Αθήνα» (1960), «Αρχοντορεμπέτικα» (Δεκέμβριος 1963, με Καζαντζίδη, Μαρινέλλα, Μπελίντα, Μάριον Σίβα), «Άλλος για κούρεμα» (1968). Επίσης συνέθεσε μουσική για κινηματογραφικές ταινίες, όπως: "Χαρούμενο ξύπνημα" (1954, μαζί με τον Κ. Καπνίση), «Τέσσερις νύφες και ένας γαμπρός» (1958), «Αδέκαροι ερωτευμένοι» (1958), «Το παιδί της πιάτσας» (1961). Μεγάλη φήμη απέκτησε χάρη στα πολλά και ωραία τραγούδια του: Ποτέ δε θα ξεχάσω τέτοια μάτια (1949, Δανάη Κώστ.Μάνεσης), Μα εγώ αγαπώ τη Λιάνα (Γ.Οικονομίδης για την τότε σύζυγό του Λιάνα Βιτσώρη), "Άσπρες κορδέλες" ("Μένω σε κάποια γειτονιά") (1954, Τ.Μαρούδας Θάν.Σοφός), Μέσα στο νερό της λίμνης (1956, Τρίο Μπελκάντο Θάν.Σοφός), Και γύρω γύρω (1960, Εύη Μυλοπούλου Θάν.Σοφός), Κάποιο ρόδο ανθισμένο (1960, Εύη Μυλοπούλου Θάν.Σοφός), "Σαν την αγάπη μας δεν βρίσκετ' άλλη" (1960, Εύη Μυλοπούλου Θάν.Σοφός), Νούφαρο (Τα βλέφαρά σου νούφαρα) (1960, Τ.Μαρούδας Θάν.Σοφός), "Στο περιβόλι" (1960), "Σε είδα κάποιο μεσημέρι" (1960, Τ.Μαρούδας Θάν.Σοφός), Ποια μάτια σε κοιτάζουνε (1961, Γ.Βογιατζής Θάν.Σοφός), Ξέρω μια τριανταφυλλιά (1961, Εύη Μυλοπούλου Θάν.Σοφός), Έφυγες (Άργεψε να ΄ρθει δειλινό) (1962, Γ.Βογιατζής Θάν.Σοφός), Χελιδονοφωλιές (1962, Γ.Βογιατζής Θάν.Σοφός Λ.Μαρκέας), «Νύχτα μου όμορφη» (Φεστιβάλ Θεσ/νίκης 1963, Μ.Μελάγια Θάν.Σοφός), "Λάθος η αγάπη μας" (1969, Τ.Μαρούδας Παύλ.Πρόγιας), Αν ήταν όνειρο (Η ωραιότερη στιγμή) (1972, Σ.Κόκοτας Λ.Μαρκέας), Όχι θα κάτσω να σκάσω (1975, Μ.Μαράντη Λ.Μαρκέας), Είμαι πολύ ωραίος (1976, Θ.Ανδρεάδης Γ.Λογοθέτης), Τίκι τάκα (1977, Γ.Καλατζής Πυθαγόρας). Ο δεύτερος γιος του Αλέξανδρος Μαρκέας είναι διάσημος συνθέτης κλασσικής μουσικής και καθηγητής του κρατικού Ωδείου Παρισίων.
- Ο Άκης Σμυρναίος (ψευδώνυμο του Γαληνού Κιοσόγλου από την Πισίδια της Μ.Ασίας, 1918-1984) σπούδασε μουσική στο Ορφανοτροφείο, καθώς βρέθηκε στην Αθήνα με τις αδερφές του, όταν έχασαν τους γονείς τους στην καταστροφή της Μικράς Ασίας, σε μικρή ηλικία. Μαζί με τον Κ. Γιαννίδη δημιούργησαν την Ελαφρά Ορχήστρα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, της οποίας διετέλεσε διευθυντής την περίοδο 1953-60, καθώς και μόνιμος διευθυντής της ορχήστρας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού. Είναι πατέρας της ηθοποιού Σμαράγδας Σμυρναίου και παππούς των επίσης μουσικών Ευαγγελίας και Γαληνού Κιοσόγλου. Γνωστός για το θρυλικό αντάρτικο Βροντάει ο Όλυμπος (Στ' άρματα στ' άρματα, σε στίχους Νίκου Καρβούνη), έγραψε στη συνέχεια εξαιρετικά τραγούδια εμπνευσμένα από την παράδοση και τους ρυθμούς της εποχής, που έγιναν διάσημα με τη φωνή της Μαριάννας Χατζοπούλου και του Τρίο Κιτάρα: Μάγια μου 'χεις κάνει μάγια (1952, Σ.Βέμπο Α.Σμυρναίος), Το καινούργιο σου φουστάνι (1954, Ε.Μαρέλλι Ν.Φατσέας), Θέλω να λησμονήσω (1955, Έρση Βασιλικοπούλου Ν.Φατσέας), Πάλι με γέλασες (1955, Τρίο Κιτάρα Α.Σμυρναίος), Άλλος σ' αγάπησε κι άλλος σε παίρνει (1956, Μ.Χατζοπούλου Κ.Μάνεσης), Ζαφείρα (1956, Μ.Χατζοπούλου Χρ.Βασιλειάδης), Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα (1957, Μ.Χατζοπούλου Κ.Κοφινιώτης), Κάνε κότσο τα μαλλιά σου (1958, Μ.Χατζοπούλου Α.Σμυρναίος), Σκλάβο μ' έκανε δικό της (1959, Τρίο Κιτάρα Α.Σμυρναίος).
- Ο Αλέκος Σπάθης (Έδεσσα 1915-1970) διδάχτηκε μουσική από τους γονείς του (η μητέρα του Αγγελική Σπάθη ήταν κι αυτή μουσικός). Σε μεγάλη ακμή βρέθηκε στη 15ετία 1954-1969. Τότε έγραψε δημοφιλέστατα ελαφρά τραγούδια, τα περισσότερα των οποίων τραγουδήθηκαν από τη γυναίκα του Μαίρη Μοντ (Mαρία Μουστάκα), με την οποία παντρεύτηκαν το 1955 και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Από το 1936 έπαιζε πιάνο στην ορχήστρα τύπου «τζαζ» «των Σπαθαίων». Παράλληλα έγραφε μουσική για επιθεωρήσεις (όπως τη "Σπιριτόζα" του 1943). Μετά την Απελευθέρωση, η ορχήστρα συνέχισε τη λειτουργία της δίνοντας τακτικές συναυλίες στη Θεσ/νίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Το 1950 η ορχήστρα διαλύθηκε και ο Σπάθης διακρίθηκε ως επιχειρηματίας νυχτερινών κέντρων. Τα δημοφιλέστερα τραγούδια του: «Νυχτώνει» (το πρώτο που έγραψε), Πάλι τα ΄πια (1955, Τρίο Κιτάρα Γ.Οικονομίδης), Παλιά λατέρνα (1956, Εύα Στυλ Τρίο Καντσόνε Γ.Οικονομίδης), "Για μια κιθαρίτσα" (1957, Τρίο Κιτάρα Γ.Οικονομίδης), Δυο μύλοι μυκονιάτικοι (1958, Ρ.Βλαχοπούλου Γ.Οικονομίδης), "Και ντο-ρε-μι-φα-σολ-λα-σί" (1958, Τρίο Κιτάρα Γ.Οικονομίδης), "Η συνείδηση" (1958, Κ.Μπελίντα Φ.Δήμας Γ.Οικονομίδης), "Ο έρωτας γεννιέται μεσ' στα μάτια σου" (1959, Μαίρη Μοντ), Γι' αυτό γεννήθηκε η ρετσίνα (1960, Τρίο Κιτάρα Γ.Οικονομίδης), "Ο Καραγκιόζης" (1960, Ν.Μούσχουρη Ρέτη Ζαλοκώστα), Φύγε (1960, Μαίρη Μοντ Τρίο Καντσόνε Γ.Οικονομίδης), «Έχεις κάτι δικό σου» (1965), Αυτό είναι στο δικό σου χέρι (1961, Α.Πάντας Α.Σπάθης), Αλίμονο στα μάτια που δεν κλαίνε (1962, Γ.Βογιατζής) "Θεέ μου" (Γ’ βραβείο του Φεστιβάλ Θεσ/νίκης 1967, ερμηνευμένο από τη Γιοβάννα και τη Λίτσα Σακελλαρίου). Έγραψε μουσική και για κινηματογραφικές ταινίες («Οι 900 της Μαρίνας» 1960, «Ευτυχώς...τρελάθηκα» 1961). Το 1969 πήρε το Α΄ βραβείο στο 8ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης με το τραγούδι του «Πικρό παράπονο» (τραγουδισμένο από τους Τ. Στρατή-Ν. Αντωνίου) όμως ήδη ήταν βαριά άρρωστος. Σε λίγο πέθανε ημιπαράλυτος.
- Ο Γιάννης Σπάρτακος (πραγματικό όνομα Αναστασίου, Αθήνα 1914-2001) σπούδασε πιάνο στο Ελληνικό Ωδείο. Το όνομα Σπάρτακος οφείλεται στον πατέρα του, που είχε σοσιαλιστικές ιδέες. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 έπιασε δουλειά από ανάγκη, σε ένα συνοικιακό κινηματογράφο και κάθε βράδυ συνόδευε τις βωβές ταινίες αυτοσχεδιάζοντας. Έπειτα έπαιζε πιάνο στα χοροδιδασκαλεία. Στο ξεκίνημά του εμφανίστηκε στην «Αίγλη»του Ζαππείου με την ορχήστρα του Θόδωρου Παπαδόπουλου και τον ακορντεονίστα συνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ. Το 1935 έγραψε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία «Θα γυρίσεις ξανά», που φωνογραφήθηκε με τη Σοφία Βέμπο. Το χιλιοτραγουδισμένο «Θα σε πάρω να φύγουμε», σε στίχους Αλ. Σακελλάριου-Δ. Ευαγγελίδη έγινε μεγάλη επιτυχία με τον Κ.Μανιατάκη. Γνωστά τραγούδια του είναι ακόμα τα: «Αγάπη μου, πού να 'σαι» (1959, Τρίο Μέλοντυ Ζ.Κουρούκλη Α.Σακελλάριος), Εσένα (Το κύμα τ' απαλό) (1960, Γ.Βογιατζής Αλ.Λιδωρίκης, 3ο στη Θεσσαλονίκη), «Σιγοψιχαλίζει» (1960, Γιοβάννα Α.Σακελλάριος), «Μου είπες κι άλλο ψέμα» (1961, Γ.Βογιατζής Γ.Σπάρτακος), Τόσα λόγια (1961, Γ.Βογιατζής Δημ.Μυράτ). Το Σεπτέμβριο του '84 γιόρτασε τα πενήντα χρόνια του στο τραγούδι στο Λυκαβηττό.
- Η Νινή Ζαχά (Θεσσαλονίκη, 1931- ), από τις μεγάλες προσωπικότητες της ελαφράς μουσικής, τραγουδίστρια και συνθέτις, κόρη του μουσικοσυνθέτη Κώστα Ζαχαρόπουλου, ξεκίνησε ως "παιδί-θαύμα" από τη ''Mάντρα΄΄ του Αττίκ το 1938. Στην πολύχρονη καριέρα της ερμήνευσε πολλά τραγούδια (δικά της και ξένα) με εντελώς προσωπικό "ύφος". Στο 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Τραγουδιού της Βαρκελώνης (1963) το τραγούδι της «Μαρία-Μαρία» (σε στίχους Δανάης) ήρθε 5ο. Το 1964, το τραγούδι της «Στην Πάλμα», τραγουδισμένο από την ίδια και τον Τζίμη Μακούλη, πήρε το Γ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Πάλμας. `Αλλα γνωστά τραγούδια της: Στων ματιών της τις θάλασσες (1956, Ν.Ζαχά), "Κοντά στο τζάκι πάλι θά' μαστε αλήθεια" (1965, με την ίδια), Αγάπη μου αγάπη μου (1968, Τ.Χρυσός), Ν.Ζαχά "Χίλια χρόνια μαζί", "Ήρθε το καλοκαίρι", "Ένας ταχυδρόμος μόνη πια χαρά μου", "Φύγε λοιπόν", «Μία προσευχή», "Αύριο", "Ένα φλερτ ήταν αυτό και τίποτ' άλλο", "Mα εγώ αγαπώ μία" (1976, Τόλης Βοσκόπουλος), Χαμένη (1976, Μαρινέλλα), Και σε θέλω (1977, Τζ.Βάνου), «Μη μ' αγγίζεις, μη» (1979, Α.Κανελλίδου), «Δεν είν έτσι η αγάπη» (1979, Α.Κανελλίδου), Κάνε μου λιγάκι μμμ (1982, Γ.Μαρίνος), Πώς φτάσαμε ως εδώ (1983, Δάκης Α.Κανελλίδου), Πρώτη μου φορά που αγαπάω τόσο (1986, Μαρινέλλα).
- Ο Κώστας Καπνίσης (1920-2007) σπούδασε πιάνο στο Ελληνικό Ωδείο και το 1943 πήρε μαθήματα από τον Σκαλκώτα και στη συνέχεια από τους Βώκο, Βάρβογλη και Γιάννη Παπαϊωάννου. Από το 1939 άρχισε να συνθέτει και από το 1941 εισήλθε στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (σημερινή ΕΡΤ) στη δημιουργία ελαφράς ορχήστρας. Έγραψε τη μουσική περισσοτέρων από 110 κινηματογραφικών ταινιών, τραγουδιών, ντοκιμαντέρ, και μουσικών θεατρικών παραστάσεων (μιούζικαλ). Τιμήθηκε με Χρυσό Μετάλλιο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Βραζιλίας (1967), Βραβείο καλλίτερης μουσικής στη ταινία "Τα χέρια" (Θεσσαλονίκη 1962) καθώς και ιδιαίτερα βραβεία για τη μουσική των ταινιών "Ο Πανικός" (1969), και "Αλέξανδρος ο Μέγας στην Ιστορία και τον θρύλο" (Θεσσαλονίκη 1977). Το 1993, έκανε τις ενορχηστρώσεις στο δίσκο της Αλέξιας "Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά", με ελληνικά jazz τραγούδια από τις δεκαετίες του ’20 έως και του ’60. Στο δίσκο η Αλέξια τραγούδησε το πρώτο τραγούδι που είχε γράψει ο Κώστας Καπνίσης το 1937 με τίτλο "Γελάς", σε στίχους Γ.Οικονομίδη. Ο Κώστας Καπνίσης ήταν μόνιμος κάτοικος Παλαιού Φαλήρου. Πέθανε στις 4 Ιουλίου του 2007, στο νοσοκομείο "Μετροπόλιταν", όπου είχε εισαχθεί έπειτα από χρόνια προβλήματα υγείας. Διάσημα τραγούδια του: Χθεσινή μου άγνωστη (1946, Στ.Γκρέκα Α.Σακελλάριος), Είσαι ένας έρωτας παράξενος (1955, Αλ.Μολφέσης Γ.Οικονομίδης), Ξαναφέρτε την πίσω (1960, Γ.Βογιατζής Κ.Καπνίσης), Στο λένε στο λένε (1960, Αλεξία Θάν.Σοφός), Καπετάν Φαφαλιός (1961, Ζ.Κουρούκλη Γιά.Ιωαννίδης), Το αμαξάκι (Είσαι το ταίρι μου) (1963, Τζ.Βάνου Γ.Βογιατζής Τάσ.Μαστοράκης), Ασ' το το χεράκι σου (1964, Μουζάς Λιγνός Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος από την ταινία Το δόλωμα), Υπολοχαγός Νατάσα Υπάρχει πάντα ένα τραγούδι (1970, Α.Βουγιουκλάκη Ν.Φώσκολος).
- Ο Κώστας Κλάββας (1934- ) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1934. Διδάχτηκε σύνθεση και τα νεώτερα μουσικά συστήματα από τον Γ. Α. Παπαϊωάννου, ενώ μαθήτευσε κοντά στον Ανδρέα Παρίδη, ο οποίος τον μύησε στη διεύθυνση ορχήστρας. Παράλληλα φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ στο χώρο της κλασικής μουσικής έχει γράψει έργα για ορχήστρα, χορωδιακά, μουσικής δωματίου, πιάνο, φωνή. Από το 1959 ασχολήθηκε με την ελαφρά μουσική και πολύ σύντομα έγινε γνωστός ως συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και ενορχηστρωτής, με παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επί τρεις και πλέον δεκαετίες υπήρξε συνεργάτης της ΕΡΤ, ως ενορχηστρωτής και διευθυντής της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής (πρώην “Ποικίλης”). Το 1989 δημιούργησε το συγκρότημα “13 έγχορδα”, το οποίο ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα. Εφεύρε “μουσικό κανόνα” (κατοχυρωμένο με τον τίτλο DIALTON), πάνω στον οποίο είναι καταγραμμένη όλη η θεωρία της μουσικής. Το 1966 ίδρυσε και διευθύνει έκτοτε το Κεντρικό Ωδείο. Κατά την τριετία 1994-1996 δίδαξε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως ειδικός επιστήμων. Γνωστά τραγούδια του: 60 Όταν το τρένο θα σφυρίξει δυο φορές (Γ.Βογιατζής), 61 Ήλιε μου γιε της χαραυγής (Γ.Βογιατζής Κ.Πολυμετάκης Γ.Κουρουπός, 3ο στη Θεσσαλονίκη), 62 Γκιουλινάρ (Γ.Βογιατζής), 62 Ο κισσός (Γ.Βογιατζής), 63 Πέταξε ένα πουλί Τζ.Βάνου Γ.Βογιατζής Αλ.Αλεξόπουλος, 1ο Θεσσαλ.), 63 Σου το 'πα μια και δυο και τρεις (Αν μ΄αρνηθείς) (Γ.Βογιατζής Κ.Πρετεντέρης), 65 Μορφονιά (Γ.Βογιατζής), 65 Ο τραγουδιστής (Γ.Βογιατζής), 66 Άκου με (Ζ.Κουρούκλη Ντ.Ρούσσος), 66 Γιούπι για (Ζ.Κουρούκλη Ντ.Ρούσσος), 66 Το πανηγύρι (Μ.Αλεξοπούλου Κ.Κλάββας 1ο στη Θεσσαλονίκη).
- Ο Γεράσιμος Λαβράνος (Κέρκυρα 30 Μαΐου 1935 – Αθήνα 24 Μαρτίου 2015) από πολύ μικρός έδειξε το ταλέντο του στις τέχνες αφού σε ηλικία 11 χρόνων ήταν μέλος της τοπικής φιλαρμονικής εταιρείας της γενέτειράς του «Νίκος Μάντζαρος». Ακολουθώντας τη συμβουλή του δασκάλου του Σπ. Μεταλληνού στράφηκε στη μουσική τζαζ, παρά τις κλασικές σπουδές του. Δημιούργησε δεκάδες συνθέσεις (ο πρώτος δίσκος του κυκλοφόρησε στα 1958) τις οποίες ερμήνευσαν κορυφαία ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, ενώ πραγματοποίησε και πολλές περιοδείες στο εξωτερικό. Έγραψε, επίσης, μουσική για περίπου 25 ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Το 2007 το περιοδικό «Jazz & Jazz» τον κατέταξε σε μια λίστα με τους κορυφαίους μουσικούς του είδους του, όλων των εποχών. Αδερφός του είναι ο Νίκος Λαβράνος. Έχει στο ενεργητικό του πολλά γνωστά τραγούδια, όπως: 60 Αιθέριο λουλούδι (Γ.Βογιατζής Κ.Μάνεσης), 60 "Χρόνια πολλά για τη γιορτή σου χρόνια πολλά" (Τρίο Μπελκάντο), 60 "Παραμυθένια ζωγραφιά" (Τρίο Μπελκάντο Γ.Αργύρης), 60 «Το πρώτο χελιδόνι» (Ρ.Βλαχοπούλου Γ.Βογιατζής Γ.Οικονομίδης), 60 Τσιγγάνα καρδιά (Τζ.Μακούλης), 61 Πάρε με στην αγκαλιά σου (Λάουρα), 62 Δεν θα μάθεις ποτέ (Δ.Μπαξεβανάκης), 62 Σ' αγαπώ τι άλλο θέλεις να πω (Γ.Βογιατζής), 62 Το ταγκό του χωρισμού (Τώρα θα ζήσουμε χωρίς σκοπό) (Μαίρη Μοντ Τρίο Μπριλάντε), 63 Ένα βότσαλο χαμένο (Τζ.Μακούλης), 64 Έλα (Μαίρη Μοντ Τρίο Μπριλάντε), 64 "Tο τιμόνι" (Α.Βουγιουκλάκη Ζαμπέτας Α.Σακελλάριος), 64 "Το φεγγαράκι" (Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος), "Χάλλι-γκάλλι" (Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος), τα 3 τελευταία σε στίχους Αλ. Σακελλάριου από την ταινία της Α. Βουγιουκλάκη "Η Σοφερίνα" 1964, 64 Καράβια φεύγουνε (Τζ.Μακούλης Ρέτη Ζαλοκώστα), 65 «Στον κήπο απόψε το φεγγάρι» (1965, Σ.Μπιρμπίλη), 65 "Τ' απόγευμα της Κυριακής" (μεγάλη επιτυχία του Τζίμη Μακούλη), 65 "Θαλασσοπούλια" ("Πετούν, το άσπρο κύμα αγναντεύουν και γελούν") (Τζ.Μακούλης), 66 "Χέρι-χέρι" (Τέρης Χρυσός). Έγραψε μουσική και για άλλες κινηματογραφικές ταινίες ("Ζητείται ψεύτης" 1961 και «Ο ατσίδας» 1961, σε σκηνοθεσία Γ. Δαλιανίδη, «Όχι» 1969, σε σκηνοθεσία Ντ. Δαδήρα, «Το κορίτσι και το άλογο» 1973, σε σκηνοθεσία Βαγ. Σερντάρη).
- Ο Σπήλιος Μεντής (1922- ), θαυμαστής των Μ.Χατζιδάκι και Μ.Θεοδωράκη, πατέρας της ηθοποιού Νένας Μεντή, έγινε διάσημος με όμορφα και χαρωπά τραγούδια, ερμηνευμένα κυρίως από την Γιοβάννα, όπως: 60 Καλοκαιράκι (Γιοβάννα 2ο στη Θεσσαλονίκη), 61 Γαρύφαλλα σκορπώ (Γιοβάννα), 61 Στάχτη (Γιοβάννα), 62 Η βάρκα (Γιοβάννα), 62 Κι όμως υπάρχει χαρά (Γιοβάννα 3ο στη Θεσσαλονίκη), 62 Στην αμμουδιά (Γιοβάννα), 65 Το φτωχόπαιδο (Μαρινέλλα Γ.Ρίτσος, 2ο στη Θεσσαλονίκη), 69 Την πόρτα σου άφησε ανοιχτή (Κ.Χωματά).
- Ο Ανδρέας Χατζηαποστόλου (1930- ), γιος του Νίκου και της Μίνας Χατζηαποστόλου, σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο (1948-53). Από το 1954 ως το 1963 ήταν υπάλληλος του Μουσικού Τμήματος του ΕΙΡ. Από το 1963 ως το 1988 ήταν τμηματάρχης ελέγχου μουσικών τεμαχίων και κινηματογραφικών ταινιών στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών. Παράλληλα, στο διάστημα 1965-68, εργάστηκε ως πιανίστας-μαέστρος σε αθηναϊκά κοσμικά Κέντρα. Έγραψε εκατοντάδες τραγούδια καθώς και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τιμήθηκε με βραβεία στη Θεσσαλονίκη (1965, 1966, 1967, 1970 και 1976), με το Β' βραβείο Αθηναϊκού Τραγουδιού (1962), με Α' διεθνές βραβείο («χρυσός δίσκος») Ελαφρού Τραγουδιού Μάλτας (1971). Συνεργάστηκε και δισκογράφησε με πολλά λαμπρά αστέρια του Ελαφρού Πενταγράμμου (Τ. Μαρούδα, Σ. Παναγόπουλο, Ν. Κωνσταντοπούλου, Λάουρα, Λ. Σακελλαρίου, Γ. Πάριο). Έγραψε τη μουσική κιν/γραφικών ταινιών, όπως: «Το μεγάλο μυστικό» (1963), «Ο άσωτος» (1963), «Είναι βαρύς ο πόνος μου» (1965), «Ησαΐα χόρευε» (1966). Τα δημοφιλέστερα τραγούδια του: 58 Εγώ θα κόψω το κρασί (Τ.Μαρούδας Τάκ.Σωτήρχος), 59 Θυμώνω εύκολα (Λάουρα Τάκ.Σωτήρχος), 59 Με ολόασπρα λουλούδια λεμονιάς (Τ.Μαρούδας Τάκ.Σωτήρχος), 62 Θέλω να πιω απ' το ποτήρι σου (Ν.Κωνσταντοπούλου Τάκ.Σωτήρχος), 61 Αργά είναι για μας" (Ν.Κωνσταντοπούλου Τάκ.Σωτήρχος), 62 Τι φταίω εγώ αν σ’ αγαπώ (Ν.Κωνσταντοπούλου Τάκ.Σωτήρχος), 62 Αθήνα, κόρη τ' ουρανού (Μ.Λίντα, Τάκ.Σωτήρχος), 63 Θα το πιεις ένα ποτήρι (Νίκ.Μοσχονάς, Τάκ.Σωτήρχος), "Δώσ’ μου πέτρα να σταθώ" (1965), "Τραγούδι χαράς" (1966), "Χάθηκαν οι όμορφες μέρες" (1967), "Έπαιξα μαζί σου" (1969), "Δώσε μου φτερά" (1970), 71 Ότι αγαπώ το χάνω (Μ.Βιολάρης Τάκ.Σωτήρχος), 74 Καράβι καραβάκι μου (Λ.Σακελλαρίου Τάκ.Σωτήρχος), 74 Όταν με φιλάς (Γ.Πάριος Τάκ.Σωτήρχος), 74 Ο μοναδικός (Κ.Αμπάβη), 75 Δεν υπάρχει πια φιλία (Π.Γαβαλάς), 75 Ζήτημα χρόνου (Γ.Πάριος), 75 Φέξε χλωμό φεγγάρι μου (Α.Βίσση Πυθαγόρας).
Η λαμπρή πορεία του έντεχνου τραγουδιού κορυφώθηκε κατά την εικοσαετία 1960-80 με την εμφάνιση πληθώρας ικανών και εμπνευσμένων μουσικών, οι οποίοι, ως αφετηρία της δραστηριότητάς τους, έθεσαν την αποδοχή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ως γνήσιας και αυθεντικής έκφρασης της ελληνικότητας στη μουσική, που συνεχίζει την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και της βυζαντινής υμνογραφίας, από τις οποίες και οι ίδιοι εμπνέονταν άμεσα. Μια ομάδα μουσικών αυτής της περιόδου, δημιούργησαν το Μελωδικό λαϊκό (Ελαφρολαϊκό) τραγούδι, με αρχηγέτη τον Μίκη Θεοδωράκη, και επίγονους τους Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο (στο ξεκίνημά του), Δήμο Μούτση, Σταύρο Κουγιουμτζή, Μάνο Λοΐζο, Χρήστο Λεοντή, Γιάννη Γλέζο, ακολουθούμενους από την δεύτερη γενιά επιγόνων (Λουκιανός Κηλαηδόνης, Γιώργος Χατζηνάσιος, Σπύρος Παπαβασιλείου, Ηλίας Ανδριόπουλος, Μάριος Τόκας και στο μεταίχμιο προς το ροκ ο Θάνος Μικρούτσικος). Οι συνθέτες αυτοί αξιοποίησαν τα διδάγματα του λαϊκού τραγουδιού, με κύριο γνώρισμα τη χρήση μπουζουκιού, αλλά και του αρχοντορεμπέτικου της προηγούμενης δεκαετίας, δίνοντάς του όμως μεγαλύτερο ψυχικό βάθος και αναβαθμίζοντας την χιουμοριστική και γλεντζέδικη έκφανση του 1950 με θεματολογία που εικονίζει, σχολιάζει ή στηλιτεύει την κοινωνική ανισότητα και τις οικονομικές δυσχέρειες της εποχής, εμπνεόμενη από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, του Φ.Γκ.Λόρκα και του Πάμπλο Νερούντα. Την ίδια περίοδο οι εμπνεόμενοι από την μουσική κατεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος, μετά την αρχική περίοδο του αρχοντορεμπέτικου (Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Φούστα κλαρωτή, Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω), απέφυγε τη χρήση μπουζουκιού στα ωριμότερα έργα του, αφομοιώνοντας την μυσταγωγική διάθεση των στίχων του Ν.Γκάτσου, δημιούργησαν τη νέα εκδοχή του ελαφρού τραγουδιού, που ονομάστηκε Νέο Κύμα, με αρχηγέτες τους Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Γιώργο Κοντογιώργο, Βασίλη Κουμπή, Λίνο Κόκοτο, Νίκο Μαμαγκάκη και με ιδιαίτερα στοιχεία την βαθύτερη ευαισθησία στην έμπνευση, την τρυφερότητα στην ερμηνεία και την έμφαση στην απαλή μελωδία και τον ειδυλλιακό τόνο που εμπνέονται από την ποίηση των Οδυσσέα Ελύτη, Νίκου Γκάτσου, Ανδρέα Εμπειρίκου και Νίκου Εγγονόπουλου. Μια τρίτη τάση που αναπτύχθηκε στα χρόνια αυτά, η λεγόμενη Μουσική ποπ, ήταν αμεσότερα επηρεασμένη από αντίστοιχα ρεύματα της δυτικής Ευρώπης, κύριο στόχο είχε την παραγωγή χορευτικών ρυθμών της εποχής (σέικ, σουίνγκ, ροκ) στα ελληνικά και εκφράστηκε από μουσικά συγκροτήματα, όπως Forminx, Idols, Charms, Olympians, που έκαναν χρήση ηλεκτρικής κιθάρας, με κύριους εκπρόσωπους μουσικούς που αργότερα απέκτησαν διεθνή φήμη, όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Ντέμης Ρούσσος. Η Ροκ έκφανση της μουσικής ποπ εκπροσωπήθηκε ιδιαίτερα από τον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος, επηρεασμένος από τον Μπομπ Ντίλαν ακολούθησε στο ξεκίνημά του την πορεία του Νέου Κύματος και είχε στη συνέχεια μεγάλη επίδραση στις μουσικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1980. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος επιχείρησε να αναβαθμίσει τον μουσικό ήχο, δίνοντας προτεραιότητα στην κρητική και ποντιακή λύρα και το λαγούτο έναντι του μπουζουκιού, βασιζόμενος στη ρωμαλέα φωνή του Νίκου Ξυλούρη, ενώ την ιδιαιτερότητά του στα πλαίσια του μελωδικού λαϊκού διατήρησε και ο Κώστας Χατζής. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για δύο μουσικούς του ελαφρού τραγουδιού (Μίμης Πλέσσας και Γιώργος Κατσαρός) που είχαν το σθένος να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις του ελαφρολαϊκού εντασσόμενοι σ’ αυτό, ενώ εντυπωσιακή στροφή προς το ελαφρολαϊκό σημείωσε μετά το 1970 και ο Γιάννης Σπανός. Τέλος μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής μουσικής και επιστέγασμα της ακμής του 1960 ήταν η μελοποιημένη ποίηση, που καλλιεργήθηκε σχεδόν από όλους τους προαναφερόμενους συνθέτες.
α. Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994)
Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα 15 Ιουνίου 1994) ήταν ο πρώτος που συνέδεσε στο έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, την λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Γεννήθηκε στην Ξάνθη, γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη. Η μουσική του εκπαίδευση άρχισε σε ηλικία τεσσάρων ετών με μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκήθηκε στο βιολί και το ακορντεόν. Εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, με τη μητέρα του, το 1932, μετά το χωρισμό των γονέων του, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου προξένησε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργαζόταν για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Παράλληλα επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 - 1943, ενώ άρχισε και σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένος στην ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο συνδέθηκε με ισχυρή φιλία.
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιήθηκε το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο "Τελευταίος Ασπροκόρακας" του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, σε μια συνεργασία που διάρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια. Το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι (του Μάριου Πλωρίτη με την Έλλη Λαμπέτη). Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις μελέτησε το ρεμπέτικο τραγούδι, κατανόησε την αξία του και στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, έδωσε στο Θέατρο Τέχνης σχετική διάλεξη, δικαιώνοντάς το και παρουσιάζοντάς το ως συνέχεια της βυζαντινής μελωδίας και του αρχαίου δράματος. Το 1950 ήταν ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσίασε τα τέσσερα μπαλέτα του, "Μαρσύας" (1950), "Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές" (1951), "Το Καταραμένο Φίδι" (1951) και "Ερημιά" (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη ανάθεσε στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις "Χοηφόρες" (1950) από την "Ορέστεια" του Αισχύλου, σημειώνοντας την απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο δράμα, που συνεχίστηκε με τα έργα "Μήδεια" (1956), "Κύκλωπας" (1959), "Βάκχες" (1962), "Εκκλησιάζουσες" (1956), "Λυσιστράτη" (1957) και "Όρνιθες" (1959). Το (1950) συνεργάστηκε και με τον Άγγελο Σικελιανό για τη μουσική της τελευταίας του τραγωδίας "Ο Θάνατος του Διγενή". Την ίδια περίοδο έγραψε τα πιανιστικά έργα "Για μια μικρή λευκή αχιβάδα" (1947 και "Ιονική σουίτα"(1952), καθώς και τον κύκλο τραγουδιών "Ο Κύκλος του C.N.S." (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου, Ετιέν Ρέρυ).
Από το 1957 άρχισε η περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης, με συνθέσεις για το θέατρο και τον κινηματογράφο και άλλα μουσικά έργα. Το 1959 και το 1960 τιμήθηκε με το Α βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το Κάπου υπάρχει η αγάπη μου, "Κυπαρισσάκι" και "Τιμωρία" με τη Νανά Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο "Ποτάμι" του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε "Τα Παιδιά του Πειραιά" για το "Ποτέ την Κυριακή" του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου "αποδίδοντάς" του το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού το 1961, και ακόμη συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά "Ευρυδίκη" του Ζαν Ανούιγ, "Το γλυκό πουλί της νιότης" του Τενεσί Ουίλιαμς, "Η τύχη της Μαρούλας" του Δημήτριου Κορομηλά και για πολλές ταινίες, ανάμεσα στις οποίες οι "Μανταλένα", "Η Αλίκη στο ναυτικό", "Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος", "Η κυρία δήμαρχος", "Το κλοτσοσκούφι", "Ραντεβού στην Κέρκυρα". Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Β' βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του "Κουρασμένο παλικάρι", ενώ το Α' δόθηκε στο Μίκη Θεοδωράκη για την "Απαγωγή". Το 1964 ίδρυσε και διεύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66), που έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο άρχισε η συνεργασία του με τον Μορίς Μπεζάρ, με το μπαλέτο Οι Όρνιθες στις Βρυξέλλες. Σημαντικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τη "Μήδεια" του Ευριπίδη (1958), το "Παραμύθι χωρίς όνομα", του Ι. Καμπανέλλη (1959), "Ο κύκλος με την κιμωλία" του Μπρεχτ, η "Οδός ονείρων" (1962), και "Το χαμόγελο της Τζοκόντας", δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέφτηκε την Αμερική για να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του "Ποτέ την Κυριακή" με τον τίτλο "Illya Darling". Κατά την παραμονή του στην Αμερική ήρθε σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, που είχε ως αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών "Reflections" σε συνεργασία με το συγκρότημα "New York Rock and Roll Ensemble", ενώ ηχογράφησε και "Το Χαμόγελο της Τζοκόντας", στην τελική συμφωνική του μορφή. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η "Ρυθμολογία" (έργο για πιάνο) και η "Αμοργός" (1970), που έμεινε ημιτελής. Το 1972 επέστρεψε στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το μουσικό καφεθέατρο "Πολύτροπο", με το οποίο επιδίωκε "μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ' όλα τα μέσα που παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία". Το 1973 ηχογράφησε τον "Μεγάλο Ερωτικό". Διορίστηκε αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 - 1977 ενώ την περίοδο 1975 - 1982 άσκησε καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιέρωσε τις "Μουσικές Γιορτές" στα Ανώγεια της Κρήτης, με τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Τον επόμενο χρόνο εγκαινίασε τον "Μουσικό Αύγουστο" στο Ηράκλειο, με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 - 1982 διοργάνωσε τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, για νέους Έλληνες συνθέτες. Το 1985 εξέδωσε το πολιτιστικό περιοδικό "Τέταρτο" (1985 - 1986), που κατέγραφε τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το 1985 επίσης, δημιούργησε την πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία στην Ελλάδα, "Σείριος", για έκδοση έργων χωρίς εμπορικά κριτήρια. Το 1989 ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, για να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών με συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργάνωσε τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας». Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι "Η εποχή της Μελισσάνθης" (1980), έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών "Τα παράλογα" (1978), "Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς" (1983), η μουσική παράσταση "Πορνογραφία" (1982) σε δική του σκηνοθεσία, η "Σκοτεινή μητέρα" (1986) και "Τα τραγούδια της αμαρτίας" (1996).
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και θάφτηκε στην Παιανία. Ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο, και σε όλη της την έκταση, προσλαμβάνοντας λαϊκά στοιχεία, και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Στην πορεία αυτή εντάχθηκαν από νωρίς (ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950) και άλλοι συνθέτες, όπως ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με την λαϊκή παράδοση σε κίνημα. Στον νέο χώρο που δημιούργησε η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο, ο Χατζιδάκις διατήρησε θεωρητική, αλλά και αισθητική απόσταση από τον Θεοδωράκη, ορίζοντας την έννοια του λαϊκού ως εκφραστική λειτουργία που γίνεται «χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του ανθρώπου». Για τον λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασσικής μουσικής, και (όπως ο φίλος του Ν.Γκάτσος) επέλεξε από την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως «ερωτική πράξη εκ βαθέων και όχι μια έκφραση τέχνης». Το τραγούδι κατά τον Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο, αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Τον στόχο αυτό θεωρεί ότι τον επιτυγχάνει για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965), αλλά και στο Μύθοι μιας γυναίκας (1989), σε στίχους Ν.Γκάτσου. Στον πολιτικό τομέα ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση: "Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής [...] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει." Με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων, πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας με κορύφωση την δριμεία κριτική στην εφημερίδα Αυριανή. Η εργογραφία του περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Επιλογή:
Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκιμαντέρ) 1960
Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
America – America (κινηματογράφος) 1963
Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
Blue (κινηματογράφος) 1967
Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
Επιστροφή, με επιμέλεια Δήμου Μούτση 1969
Της γης το χρυσάφι, με επιμέλεια Γιάννη Σπανού 1971
Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1997
Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994.
β. Μίκης Θεοδωράκης (1925- )
Ο Μίκης Θεοδωράκης (γεν. 1925), ο έτερος πλάι στον Μ.Χατζιδάκι, μεγάλος μουσικοσυνθέτης της δεκαετίας του 1960, κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πύργο Ηλείας, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας, λόγω των συχνών μεταθέσεων του δημοσίου υπαλλήλου πατέρα του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συνελήφθη για πρώτη φορά από τους Ιταλούς. Διέφυγε στην Αθήνα, όπου οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ και αγωνίστηκε ως διμοιρίτης τής 'Μεταξωτής΄ διμοιρίας της 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης κατά τα Δεκεμβριανά. Συγχρόνως σπούδαζε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, λόγω της συμμετοχής του στις μάχες των Αθηνών τον Δεκέμβρη του 1944, συνελήφθη και στάλθηκε εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Τελικά αποφοίτησε από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία. Το 1954 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στο Conservatoire και σπούδασε για σύντομο χρονικό διάστημα μουσική ανάλυση με τον Ολιβιέ Μεσιάν και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot. Συνέθεσε μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγάρδης και για τον κινηματογράφο. Το 1957 τιμήθηκε με το Α βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνέθεσε πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Το 1960, ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε στην Ελλάδα και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογράφησε τον Επιτάφιο (με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση), που σηματοδοτεί μία ουσιαστική αλλαγή στη μουσική φόρμα, και συνταιριάζει τη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Η πρώτη εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου (που γράφτηκε το 1958) ηχογραφήθηκε, σε λυρικότερη μορφή, από τη Νανά Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι. Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964. Το 1960, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική για τα Επιφάνια, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνέθεσε δεκάδες κύκλους τραγουδιών που είχαν μεγάλη απήχηση στον ελληνικό λαό. Ίδρυσε την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών με πολλές συναυλίες σ' όλη την Ελλάδα.
Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέχτηκε πρόεδρος και ταυτόχρονα βουλευτής της ΕΔΑ. Το 1964 ο Μίκης Θεοδωράκης γνώρισε τη διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη Αλέξης Ζορμπάς. Την 23η Απριλίου του 1967 απεύθυνε έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας και τον Μάιο του 1967 ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΜ. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1967, φυλακίστηκε στην οδό Μπουμπουλίνας, στις φυλακές Αβέρωφ, και τελικά αποφυλακίστηκε και εκτοπίστηκε με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος στο στρατόπεδο Ωρωπού. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου τα έστελνε στο εξωτερικό, όπου τραγουδιόνταν από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη. Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, και υπό την πίεση διεθνών προσωπικοτήτων αποφυλακίστηκε και βρέθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Στο εξωτερικό oι συναυλίες του ήταν βήμα διαμαρτυρίας κατά των δικτατορικών καθεστώτων στην Ελλάδα και άλλες χώρες (Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους). Το 1972 επισκέφθηκε το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα και τον Λίβανο.
Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα, συνθέτοντας πάντα μουσική και δίνοντας συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη. Παράλληλα συμμετείχε στην πολιτική ζωή ως βουλευτής (τις περιόδους 1981-86 και 1989-92) είτε ως υπουργός Επικρατείας (1990-92). Το 1983 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Το 1986 έδωσε συναυλίες στην Τουρκία, με συνθήματα υπέρ της φιλίας των δύο λαών. Αργότερα έπαιξε πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των Ελλήνων πρωθυπουργών, Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στην τουρκική κυβέρνηση. Το 1988 διοργανώθηκαν στην τότε Δυτική Γερμανία με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη, όπου είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων. Το 1990 έδωσε 36 συναυλίες σ' όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Το 1993 ανέλαβε Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Τα επόμενα χρόνια παρουσιάστηκαν οι όπερές του Ηλέκτρα (1995) και Αντιγόνη (1999), ενώ παράλληλα ανάπτυξε δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη, Νότια Αφρική, Αμερική για όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής (ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία, Υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ κτλ.). Το 2002 παρουσιάστηκε η όπερά του Λυσιστράτη.
Στο πολιτικό πεδίο υπάρχουν δύο τουλάχιστον σημεία για τα οποία η στάση του προκάλεσε συζητήσεις. Το 1974, μετά από συνεννόηση με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ (όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στο βιβλίο του Σπίθα, σελίδα 143) ήταν ο πρωτεργάτης του συνθήματος «Ο Καραμανλής ή τα τανκς», με τα δεκανίκια του οποίου και τις ευλογίες του συμμαχικού παράγοντα, ο ανακηρυχθείς «εθνάρχης» επανήλθε θριαμβευτικά στον πολιτικό βίο. Το 1990 με τη διάσπαση του ΚΚΕ, αποφάσισε να εκλεγεί ανεξάρτητος συνεργαζόμενος βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία (επί εποχής Κ.Μητσοτάκη) και ορίστηκε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας για περίπου 2,5 χρόνια, προκαλώντας το μένος αρκετών αριστερών. Την 1η Δεκεμβρίου 2010 ο Μίκης Θεοδωράκης ανακοίνωσε την ίδρυση Κινήματος Ανεξάρτητων Πολιτών με την ονομασία «Σπίθα», αλλά τον Σεπτέμβριο του 2013 αποφάσισε να αποστρατευτεί. Στο δημοψήφισμα της 4ης Ιουλίου 2015 τάχτηκε υπέρ του «όχι».
Ως μουσικός ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε όλα τα είδη: Όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή εκκλησιαστική μουσική, μουσική για αρχαίο δράμα, για θέατρο, για κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι, λαϊκά ορατόρια, μετασυμφωνικά έργα. Κυριότερα έργα του:
Κύκλοι τραγουδιών: Τα παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνεια, Πολιτεία Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Χρυσοπράσινο Φύλλο, Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν + Κύκλος Φαραντούρη, Ρωμιοσύνη, Romancero Gitano, Θαλασσινά φεγγάρια, Ο ήλιος και ο χρόνος, Δώδεκα λαϊκά, Νύχτα θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας, Μπαλάντες (σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη), Στην Ανατολή, Τα λυρικά (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη), Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος, Φαίδρα, Καρυωτάκης, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ' άλλη χώρα;, Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, Ασίκικο Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες, Τα Πικροσάββατα.
Μουσική για θέατρο: Όμορφη πόλη, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Μαγική πόλη, Ένας όμηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου, Μάκβεθ.
Μουσική για αρχαίο δράμα: Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), Αντιγόνη, Ιππής, Λυσιστράτη, Προμηθεύς Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος, Εκάβη, Ικέτιδες, Τρωάδες, Φοίνισσες, Αίας, Μήδεια.
Μουσική για κινηματογράφο: Συνοικία το όνειρο, Ζορμπάς, Ζ, Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Το μπλόκο, Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα (Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση πολιορκίας, Actas de Marusia.
Ορατόρια: Άξιον εστί, Μαργαρίτα, Επιφάνια Αβέρωφ, Κατάσταση πολιορκίας, Πνευματικό εμβατήριο, Requiem, Canto General, Θεία Λειτουργία, Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο.
Συμφωνικά έργα και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και πιάνο, Οιδίπους Τύραννος, Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλο και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.
Μπαλέτα: Οι Εραστές του Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς. άξιον εστί.canto general.
Όπερες: Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου), Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Λυσιστράτη.
Έγραψε επίσης αρκετά βιβλία, με σημαντικότερο τα Μουσική για τις μάζες, 1970, Ανατομία της μουσικής, 1990 και Μάνου Χατζιδάκι εγκώμιον, 2004.
γ. Οι ανθεκτικοί μουσικοί του ελαφρού
Τέσσερις τουλάχιστον συνθέτες που ξεκίνησαν την πορεία τους γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ελαφρά τραγούδια (Μίμης Πλέσσας, Αργύρης Κουνάδης, Γιώργος Κατσαρός και Λυκούργος Μαρκέας) αποδείχτηκαν αρκετά ανθεκτικοί, ώστε, μετά το 1965, να προσχωρήσουν με επιτυχία στο ρεύμα του μελωδικού λαϊκού, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα (κατά ορισμένους χαμαιλεοντισμό, αν ληφθεί υπόψη ότι ο Μ.Πλέσσας πλησίασε επίσης το νέο κύμα και την ποπ μουσική).
- Ο Μίμης Πλέσσας, του Αντωνίου και της Ελένης, (1924- ) γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1924 στην Αθήνα. Με την ευρύτατη μόρφωσή του, την πιστή αίσθηση της αρμονίας και την άψογη τεχνική του έγραψε τραγούδια μεγάλης αντοχής και διάρκειας. Φοίτησε στο Λεόντειο Λύκειο και στη συνέχει σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια πήγε στην Αμερική (ΗΠΑ) για συνέχιση σπουδών. Σε πολύ μικρή ηλικία έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Το 1952, σε ηλικία 27 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ήταν μαέστρος των συνθέσεών του. Η καλλιτεχνική και συνθετική του δραστηριότητα καλύπτει, επί 50 χρόνια, όλους τους τομείς της μουσικής, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Συνεργάστηκε με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών, πολλούς από τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Έχει στο ενεργητικό του 104 κινηματογραφικές ταινίες και 70 θεατρικές παραστάσεις. Έγραψε επίσης τη μουσική και τα τραγούδια για την τηλεοπτική σειρά "Τα παιδιά της Νιόβης". Έχει διευθύνει πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες στον κόσμο σε έργα του και πρωτοδιακρίθηκε για τη θεατρική του προσφορά στο Παρίσι το 1958, και για την κινηματογραφική του στο Εδιμβούργο και τις ΗΠΑ το 1964 και 1965. Υπήρξε ο παραγωγός της ιστορικής ραδιοφωνικής εκπομπής "Σε 30 δευτερόλεπτα", που αφορούσε βράβευση γνώσεων με διάφορα δώρα, (ραδιόφωνα και βιβλία) στη δεκαετία του 1960 - 1970. Ομιλεί αγγλικά και γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος της Αθήνας. Από το 2010 έχει αναγορευτεί επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών και έχει διατελέσει στο παρελθόν και διδάκτωρ Χημείας του Πανεπιστημίου Κορνέλ των ΗΠΑ. Ο Μίμης Πλέσσας έχει τιμηθεί επανειλημμένα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Συνολικά έχει λάβει έξι διακρίσεις στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη 1959, 1963, 1964 και 1967), και επτά διεθνείς διακρίσεις (Βαρκελώνη το 1960, Βαρσοβία το 1962, Βέλγιο το 1963, Ιταλία (Άλτο Μόντε) 1964, ΗΠΑ το 1965, Παρίσι το 1968 και Τόκιο το 1970). Το 2004 τιμήθηκε ως ο «Άνθρωπος της Χρονιάς» από τον υπουργό πολιτισμού και το 2006 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Προσωπικοτήτων για τη συνολική προσφορά του στον πολιτισμό. Γνωστότερα τραγούδια του: 59 Ξέρω κάποιο αστέρι Τ.Μαρούδας Τζ.Βάνου Κ.Πρετεντέρης (2ο στη Θεσσαλονίκη), 60 Θα κλέψω τα τριαντάφυλλα Τ.Μαρούδας Τρίο Μπελκάντο Κ.Πρετεντέρης (2ο στη Βαρκελώνη), 61 Οι θαλασσιές οι χάντρες Δ.Χορν Κ.Πρετεντέρης, 61 Ποιος το ξέρει Δ.Χορν Κ.Πρετεντέρης, 61 Πόσο λίγο μ' αγαπούσες Κ.Μπελίντα Κ.Πρετεντέρης, 62 Πέρασε ήλιε Τζ.Βάνου Κ.Κινδύνης, 62 Τι κρίμα να προλάβουνε τα σύννεφα Γιοβάννα Κ.Κινδύνης, 63 Η ψεύτρα Σήμερα Α.Βουγιουκλάκη Κ.Πρετεντέρης, 63 Χτυποκάρδια στο θρανίο (Θεατρικό) Τικ τακ Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος, 63 Χτυποκάρδια στο θρανίο Πώς φεύγουνε τα νιάτα Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος, 66 Βρέχει πάλι απόψε Γ.Πουλόπουλος Α.Δασκαλόπουλος (45άρι Οι θαλασσιές οι χάντρες), 67 Κάτι κουρασμένα παλικάρια Μην κλείσεις το παράθυρο Γ.Πουλόπουλος Α.Δασκαλόπουλος, 67 Οι θαλασσιές οι χάντρες Έκλαψα χτες Γ.Πουλόπουλος Α.Δασκαλόπουλος, 67 Τα φιλιά τι να κρατήσουν Γ.Πουλόπουλος Δ.Χριστοδούλου Πλέσσας, 68 Ο ψεύτης Βγήκανε τα κορίτσια (Στη γειτονιά) Γ.Πουλόπουλος Ζ.Σαπουντζάκη Α.Δασκαλόπουλος, 68 Γλυκιά μου αγάπη Γ.Πουλόπουλος Δ.Χριστοδούλου Πλέσσας, 69 Δρόμος Αχ να μην τέλειωνε ποτέ (Πρώτη φορά) Ρ.Κουμιώτη Λ.Παπαδόπουλος, 69 Δρόμος Το άγαλμα Γ.Πουλόπουλος Λ.Παπαδόπουλος, 69 Δρόμος Φραγκόκλησσα Γ.Πουλόπουλος Λ.Παπαδόπουλος, 69 Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα Καινούργιο μου φεγγάρι Ρ.Κουμιώτη Α.Δασκαλόπουλος, 69 Ωροσκόπιο Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά Δάκης Δ.Ιατρόπουλος, 70 Αστραπόγιαννος Μοιρολόι (Ήλιε φονιά) Χ.Λαμπράκη Τάσ.Λειβαδίτης, 70 Ένα τραγούδι η ζωή Ζωγραφισμένα στο χαρτί Μαρινέλλα Α.Δασκαλόπουλος, 70 Η θεία μου η χίπισσα Αυτό το καλοκαίρι Δάκης Α.Σακελλάριος, 70 Όταν σημάνει εσπερινός Απόψε σε θέλω πολύ Μαρινέλλα Λ.Παπαδόπουλος, 70 Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτες Ρ.Κουμιώτη Λ.Παπαδόπουλος, 71 Ένα ρολόι σταματημένο (Κι εσύ θα φύγεις) Βοσκόπουλος Λ.Παπαδόπουλος, 73 Για μια σταγόνα αλάτι Είμαι μικρός και σ' αγαπώ Α.Καλογιάννης Δ.Χριστοδούλου, 73 Για μια σταγόνα αλάτι Κράτα το φιλί Α.Καλογιάννης Π.Σαλπέα Δ.Χριστοδούλου, 73 Θάλασσα πικροθάλασσα Η Άγια Κυριακή Ρ.Κουμιώτη Κ.Βίρβος, 74 Αν είναι η αγάπη αμαρτία Τζ.Βάνου Ηλ.Λυμπερόπουλος.
- Ο Αργύρης Κουνάδης (Κωνσταντινούπολη, 20 Φεβρουαρίου 1924 - Φράιμπουργκ Γερμανίας, 22 Νοεμβρίου 2011) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και, ερχόμενος στην Ελλάδα, σπούδασε στην Αθήνα πιάνο και ανώτερα θεωρητικά, έλαβε στη συνέχεια υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. (1958), και μετέβη στη τότε Δυτική Γερμανία συνεχίζοντας τις σπουδές του στη πόλη Φράιμπουργκ απ΄ όπου και έλαβε πτυχίο διευθυντή ορχήστρας. Το 1961 έλαβε μέρος στον Διεθνή διαγωνισμό της Εταιρίας Σύγχρονης Μουσικής στη Κολωνία με επιτυχία. Δύο χρόνια μετά ανέλαβε καθηγητής της μουσικής στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής του Φράιμπουργκ. Το 1967 έλαβε μέρος στον Διεθνή Διαγωνισμό Μουσικής στο Αμβούργο. Κατά το αμέσως επόμενο διάστημα 1967-1973 διεύθυνε όλα τα προγράμματα «Βίβα Μούζικα» της ίδιας της Σχολής. Έγραψε πολλά είδη κλασσικής μουσικής, όπως μουσική δωματίου, μουσική για όπερες, αλλά και μουσική για θέατρο και κινηματογράφο (σε περισσότερες από δέκα ταινίες), καθώς και την μουσική σύνθεση πολλών ελληνικών τραγουδιών των δεκαετιών του 1970 και 1980. Από το σύνολο των έργων του, ξεχωρίζουν το «Χορικό» για συμφωνική ορχήστρα, τα «Ετεροφωνικά ιδιόμελα» για συμφωνική επίσης ορχήστρα, «Κουϊντέτο για πνευστά», «Κουαρτέτο για έγχορδα». Κινηματογραφικές ταινίες: Ουρανός (1962), Αντιγόνη (1961), Eroica (1960), Της νύχτας τα καμώματα (1957), Κυριακάτικοι ήρωες (1956), Το κορίτσι με τα μαύρα (1956), Θυσία της μάνας (1956), Τζο ο τρομερός (1955), Το ποντικάκι (Το κορίτσι με τα λουλούδια) (1954), Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται (1953), Ο πύργος των ιπποτών (1952). Ο Α. Κουνάδης ομιλούσε Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος της πόλης Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Γνωστότερα τραγούδια του: 60 Την είδα ξανά (Ερόικα) Γ.Βογιατζής Μ.Κακογιάννης, 60 Το βαλς της Μόνικας (Σε ζητούν τα πουλιά-Ερόικα) Γ.Βογιατζής Μ.Κακογιάννης, 73 Δεν περισσεύει υπομονή Αι γαρουφαλλό μου Ε.Βιτάλη Βαγ.Γκούφας, 73 Δεν περισσεύει υπομονή Η λατέρνα Ε.Βιτάλη Βαγ.Γκούφας, 75 Παραλογές Η φρεγάτα Α.Καλογιάννης Βαγ.Γκούφας, 75 Το ταξίδι Ταξίδι Α.Καλογιάννης Γιώ.Καλαμαριώτης, 76 Εν Αθήναις Όρτσα τα πανιά Α.Καλογιάννης Βαγ.Γκούφας Μ.Ποντίκας, 76 Εν Αθήναις Στην πλατεία Αβυσσηνίας Α.Καλογιάννης Βαγ.Γκούφας Μ.Ποντίκας, 77 Made in Greece Do you like the Greece Α.Καλογιάννης Μ.Ποντίκας.
- Ο Γιώργος Κατσαρός (7 Μαρτίου 1934 - ...) γεννήθηκε στην Κέρκυρα, φοίτησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι απόφοιτος του Ελληνικού Ωδείου. Πάμπολλες συνθέσεις του έχουν παρουσιαστεί από το 1959 που πρωτοξεκίνησε στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση καθώς και σε πολλούς μουσικούς δίσκους. Τιμήθηκε με το Β΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Σόποτ της Πολωνίας και Βρυξελλών (1965), το Γ΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ τραγουδιού Μάλτας (1969), και το Δ΄ Βραβείο Φεστιβάλ τραγουδιού με το τραγούδι "Κυρα-Γιώργαινα" στο Ρίο ντε Τζανέιρο (1970). Επίσης έχει λάβει μέρος στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision του 1974 με το τραγούδι Κρασί θάλασσα και τ' αγόρι μου, που ερμήνευσε η Μαρινέλλα Το 1960 διετέλεσε μαέστρος της μεγάλης Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ). Σήμερα έχει την επιμέλεια όλων των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων ως αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής. Ομιλεί γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών (Παλαιό Φάληρο). Ο γιος του, Αντώνης Κατσαρός, είναι αθλητικογράφος. Γνωστότερα τραγούδια του (τα περισσότερα σε στίχους Πυθαγόρα, που ήταν κουμπάρος του): 58 Πω πω πω ένα κορίτσι που αγαπώ Τρίο Μπελκάντο Όμηρος Αθηναίος, 60 Η ζωή χωρίς αγάπη Κ.Μπελίντα Γιώ.Γιαννακόπουλος, 61 Η Αθήνα κι εσύ Τ.Μαρούδας Τρίο Μπελκάντο Γ.Φερμάνογλου, 62 Έλα έλα να σε στεγνώσω Ζ.Φυτούση Πυθαγόρας, 63 Κάθε λιμάνι και καημός Π.Γαβαλάς Πυθαγόρας, 63 Λατρεία μου Κ.Μπελίντα Πυθαγόρας;, 63 Χωρίσαμε χωρίσαμε Φ.Δήμας Πυθαγόρας, 66 Στον Πειραιά Γ.Πουλόπουλος Πυθαγόρας, 68 Η αγάπη μας Γεννήθηκα στον Πειραιά Α.Βουγιουκλάκη Πυθαγόρας, 68 Πίσω από τις καλαμιές Μαρινέλλα Πυθαγόρας, 69 Τον αγαπώ Β.Μοσχολιού Πυθαγόρας (45άρι), 70 Αποκλείεται σου λέω Βοσκόπουλος Πυθαγόρας, 70 Επιπόλαιος Γ.Καλατζής Πυθαγόρας, 71 Ο Παντελής ο ρεμπελιάς Γ.Καλατζής Πυθαγόρας, 71 Δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται Λ.Διαμάντη Πυθαγόρας, 71 Ο Σταμούλης ο λοχίας Γ.Καλατζής Πυθαγόρας, 72 Μικρές ώρες Έσβησε το κερί Μαρία Γ.Μπιθικώτσης Πυθαγόρας, 72 Πάμε για ύπνο Κατερίνα Γ.Πουλόπουλος Πυθαγόρας, 73 Αλβανία Κράτα μάνα (Μάνα μου κρύψε το σπαθί) Μαρινέλλα Πυθαγόρας, 73 Ας είμαστε ρεαλιστές Βοσκόπουλος Ηλ.Λυμπερόπουλος, 73 Ο δρόμος για τα Κύθηρα Δ.Μητροπάνος Ηλ.Λυμπερόπουλος, 73 Ο δρόμος για τα Κύθηρα Είν' οι άντρες μας κουρσάροι Χριστιάνα Ηλ.Λυμπερόπουλος, 74 13 περιπτώσεις Άσπρα θα φορέσω Γ.Καλατζής Πυθαγόρας, 74 13 περιπτώσεις Γειτονιά μου παιδική Γ.Καλατζής Πυθαγόρας, 76 Τσιμεντένια πρόσωπα Μεγάλος που ΄ν ο άνθρωπος Δ.Μητροπάνος Ηλ.Λυμπερόπουλος, 79 Κλωναρίδης Δρόμοι της Αθήνας Η.Κλωναρίδης Πυθαγόρας.
δ. Η μελοποιημένη ποίηση
Μελοποιημένη ποίηση υπήρχε στην Ελλάδα και στα παλιότερα χρόνια, σε γνωστά τραγούδια όπως η Ξανθούλα του Δ.Σολωμού (Ν.Μάντζαρος), η Αμυγδαλιά του Γ.Δροσίνη (Γ.Κωστής), Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας του Γ.Ζαλοκώστα, Τάκου τάκου ο αργαλειός μου του Αργ.Εφταλιώτη (Θεόδ.Παπαδόπουλος), Εδώ στο ελληνικό το χώμα του Κ.Παλαμά, Ολυμπιακός ύμνος, του Κ.Παλαμά (Σπ.Σάμαρας), Στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια του Γ.Αθάνα (Δ.Λαυράγκας). Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με αφετηρία τα έργα του Μάνου Χατζιδάκι Ο Κύκλος με την κιμωλία (Μπ.Μπρεχτ), Παραμύθι χωρίς Όνομα (Ιάκωβος Καμπανέλλης), που ακολούθησε άμεσα ο Μίκης Θεοδωράκης με τον «Επιτάφιο» (1958, σε ποίηση Γ.Ρίτσου), άρχισε να αναπτύσσεται, με τρόπο συστηματικό, ως γενικότερο ρεύμα αναβάθμισης της ποιότητας των στίχων, αλλά και της μουσικής. Ο χαρακτήρας της έμπνευσης είναι δυτικός όσον αφορά στα συνθετικά μέσα, αλλά απομακρύνεται αισθητά από τη φόρμα του δυτικοευρωπαϊκού ρομαντικού και μεταρομαντικού τραγουδιού (Lied). Η μελοποιημένη ποίηση γρήγορα απέκτησε μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες, φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι, με τα επιτεύγματα της κίνησης αυτής, η Ελλάδα έγινε ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία μεγάλο ποσοστό ανθρώπων συνήθιζε να ακούει μελοποιημένη βραβευμένη ποίηση, κατά τη διάρκεια των καθημερινών δραστηριοτήτων τους.
Σημαντικοί κύκλοι τραγουδιών που θεωρούνται σήμερα κλασικά δείγματα μελοποιημένης ποίησης είναι:
• Μίκης Θεοδωράκης: Άξιον Εστί («λαϊκό ορατόριο», Οδ. Ελύτης, 64), Επιφάνια (Γ.Σεφέρης, 64 και 70), Ρωμιοσύνη (Γ.Ρίτσος, 66), Φ.Γκ.Λόρκα (70), Πνευματικό Εμβατήριο (Αγγ.Σικελιανός, 70), Ανδρέας Κάλβος (74), Μιλώ (Μ.Αναγνωστάκης, 74), Canto General (Πάμπλο Νερούντα, 75).
• Μάνος Χατζιδάκις: Ματωμένος γάμος (Φ.Γκ.Λόρκα, 65), Καπετάν Μιχάλης (Ν.Καζαντζάκης, 66), Μεγάλος Ερωτικός (διάφορα ποιήματα με κοινό θέμα: Σαπφώ, Ευριπίδης, Σολωμός, Καβάφης, Ελύτης, Γκάτσος, 73), Αμοργός (Ν.Γκάτσος, 93), Τραγούδια της αμαρτίας (Ντ.Χριστιανόπουλος, 96).
• Γιάννης Μαρκόπουλος: Ήλιος ο Πρώτος (Οδ.Ελύτης, 68, Χρονικό (Κ.Χ.Μύρης, 69), Ιθαγένεια, (Κ.Χ.Μύρης 72), Τα τραγούδια του νέου πατέρα (Κ.Κατσαρός, 72), Σεφέρης (73), Οροπέδιο (Μ.Κατσαρός, 76), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Δ.Σολωμός, 77).
• Νίκος Μαμαγκάκης: Ερωτόκριτος (Β.Κορνάρου, 66), Μπολιβάρ (Ν.Εγγονόπουλος, 67), Ερωφίλη (Γ.Χορτάτζης, 70), Συλλογή (Διαφόρων ποιητών, 70), Λαϊκά (Γ.Ρίτσος, 72), Σκλάβοι πολιορκημένοι (Κ.Βάρναλης, 74).
• Σταύρος Ξαρχάκος: Θρήνος για τον Ιγνάτιο Μεχίας (Φ.Γκ.Λόρκα 69).
• Γιάννης Σπανός: Ανθολογία Α (67), Ανθολογία Β (68), Ανθολογία Γ (75), επιλογές ποιημάτων γνωστών νεότερων και παλιότερων ποιητών.
• Νότης Μαυρουδής: Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Οδ.Ελύτης, 68).
• Γιάννης Γλέζος: Φ.Γκ.Λόρκα (μετάφραση Λ.Παπαδόπουλος, 69), Ζαπάτα (Π.Νερούντα, 71), Α.Τ.Χερέδια (Φ.Γκ.Λόρκα, 74), Περιμένοντας τους βαρβάρους (Κ.Π.Καβάφης, 79).
• Λίνος Κόκοτος: Θαλασσινό τριφύλλι (Οδ.Ελύτης, 72).
• Λουκιανός Κηλαηδόνης: Μικροαστικά (Γ.Νεγρεπόντης, 73), Μαθήματα πολιτικής οικονομίας (Γ.Νεγρεπόντης, 75).
• Μάνος Λοΐζος: Τα νέγρικα (Γ.Νεγρεπόντης, 75), 83 Γράμματα στην αγαπημένη (Ναζ.Χικμέτ).
• Δήμος Μούτσης: Τετραλογία (Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος, Καρυωτάκης 75).
• Χρήστος Λεοντής: Αχ έρωτα (Φ.Γκ.Λόρκα 74), Καπνισμένο τσουκάλι (Γ.Ρίτσος, 75), Παραστάσεις (Π.Νερούντα, 75).
• Σταύρος Κουγιουμτζής: Ηλιοσκόπιο (Γ.Θέμελης 73), Μικραίνει ο κόσμος (Παπαδιαμάντης, Σεφέρης, Κόρφης, Σαχτούρης, Χριστιανόπουλος, Ριτσώνης, 82).
• Ηλίας Ανδριόπουλος: Σεφέρης (77), Προσανατολισμοί (Οδ.Ελύτης, 84), Ωδαί (Ντ.Χριστιανόπουλος, 2003).
• Δημήτρης Λάγιος: Ήλιος ηλιάτορας (Οδ.Ελύτης, 82), Του Σολωμού (Δ.Σολωμός, 86).
• Θάνος Μικρούτσικος: Πολιτικά τραγούδια (Ν.Χικμέτ, Βολφ Μπίρμαν, 75), Καντάτα για τη Μακρόνησο (Γ.Ρίτσος, 76), Μπρεχτ (78), Σταυρός του Νότου (Ν.Καββαδίας, 79).
ε. Οι μουσικοί της πρώτης γενιάς του μελωδικού λαϊκού
- Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1939 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Άρτιος ηχητικά, κάτοχος των μυστικών του βυζαντινού μέλους, έγραψε τραγούδια έντονης δραματικότητας και διεισδυτικής κοινωνικής ανησυχίας, αναζητώντας τη δικαίωση των ελπίδων του ανθρώπου. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και συνέχισε στο Παρίσι και στο Julliard School of Music της Νέας Υόρκης. Έχει γράψει τραγούδια σε περισσότερους από 42 δίσκους, μουσική για 21 ταινίες και 15 τηλεοπτικές παραγωγές. Ακόμα, έχει συνθέσει μουσική για αρχαία τραγωδία, δράματα και διεθνή μπαλέτα. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του έγραφε μουσική κυρίως για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν η μουσική που έγραψε το 1963 για την κινηματογραφική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια». Τα τραγούδια «Άπονη ζωή», «Φτωχολογιά» και «Παράπονο» (Σου ΄φερα νερό στις φούχτες) έγιναν μεγάλες επιτυχίες και ήταν τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Με ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και ο πρώτος του μεγάλος δίσκος που πλουτίστηκε με τις επιτυχίες «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60 επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στην κλασσική μουσική. Στα έργα του περιλαμβάνονται σουίτες μπαλέτου, κοντσέρτα αλλά και συμφωνικά έργα. Σπουδαίος δίσκος του θεωρείται το βραβευμένο έργο «Το Ρεμπέτικο» (1983) που ήταν μουσική για την ομότιτλη ταινία σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη. Ο Σταύρος Ξαρχάκος θεωρείται αξιόλογος ενορχηστρωτής. Ανάμεσα σε άλλα ενορχήστρωσε τον δίσκο "Ερημιά" (2006) του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Διετέλεσε Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων και Αντιδήμαρχος Πολιτιστικών Θεμάτων. Επίσης διετέλεσε Βουλευτής και Ευρωβουλευτής από το 2000 έως το 2004 και πρόσφατα εντάχτηκε στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας. Το 2015 ο Σταύρος Ξαρχάκος στα 76 του χρόνια νυμφεύτηκε την σαραντάχρονη Ηρώ Σαΐα. Άλλα γνωστά τραγούδια του: 62 Το ταξίδι Βαρκαρόλα Α.Βουγιουκλάκη Βαγ.Γκούφας, 62 Το ταξίδι Για χατίρι σου ξημερώνει Ζ.Φυτούση Βαγ.Γκούφας, 62 Το ταξίδι Τα δάκρυά μου είναι καυτά Ζ.Φυτούση Βαγ.Γκούφας, 64 Ζητιάνος μιας αγάπης Δε σου χρωστάω τίποτα Γ.Μπιθικώτσης Λ.Παπαδόπουλος, 64 Η Ελλάδα της Μελίνας Να με θυμάσαι Μ.Μερκούρη Βαγ.Γκούφας, 64 Η Ελλάδα της Μελίνας Φύγαν τα παιδιά Μερκούρη Βαγ.Γκούφας, 64 Λόλα Όνειρο δεμένο Π.Γαβαλάς Βαγ.Γκούφας, 64 Λόλα Του ήλιου χάθηκε το φως Β.Μοσχολιού Βαγ.Γκούφας, 64 Μια βδομάδα στον παράδεισο Χόρεψαν τ' άσπρα πουλιά Γιοβάννα Ίων Νταϊφάς, 64 Παλικαράκι που ΄λιωσα Β.Μοσχολιού, 65 Μην πατάτε τη χλόη Τα τρένα που φύγαν Β.Μοσχολιού Βαγ.Γκούφας, 65 Μοντέρνα Σταχτοπούτα Υπομονή Α.Βουγιουκλάκη Α.Σακελλάριος, 65 Ο καιρός αλλάζει Γ.Μπιθικώτσης Ν.Γκάτσος, 66 Διπλοπενιές Φως της αυγής Γ.Μπιθικώτσης Βαγ.Γκούφας, 66 Ένα μεσημέρι Λευτέρη Β.Μοσχολιού Ν.Γκάτσος, 66 Ένα μεσημέρι Άσπρη μέρα Γ.Μπιθικώτσης Ν.Γκάτσος, 66 Ένα μεσημέρι Μάτια βουρκωμένα (Διπλοπενιές) Γ.Μπιθικώτσης Ν.Γκάτσος, 66 Ένα μεσημέρι Στου Όθωνα τα χρόνια Σ.Κόκοτας Ν.Γκάτσος, 66 Ένα μεσημέρι Με τι καρδιά (Διπλοπενιές) Σ.Κόκοτας Ν.Γκάτσος, 68 Κορίτσια στον ήλιο Ένα πρωινό Αναμπέλ Μ.Δημητριάδη Γ.Παπαστεφάνου , 68 Χρώματα Παλικάρι διψασμένο Β.Μοσχολιού Ντ.Δημόπουλος, 68 Χρώματα Στου Δεληβοριά Γ.Μπιθικώτσης Λ.Παπαδόπουλος, 69 Κόσμε αγάπη μου Μην πιεις νερό και με ξεχάσεις (Γυμνοί στο δρόμο) Ν.Κούρκουλος Ι.Καμπανέλλης, 70 Φρύνη Σ.Κόκοτας Ν.Γκάτσος, 72 Διόνυσε καλοκαίρι Πώς να σωπάσω μέσα μου Ν.Ξυλούρης Κ.Κινδύνης, 72 Λυσιστράτη Κόκκινη κλωστή δεμένη (Παραμύθι) Ν.Ξυλούρης Γιώ.Ζερβουλάκος, 72 Όλα είναι τυχερά Ν.Μούσχουρη Ν.Γκάτσος, 73 Οι έμποροι των εθνών Ήτανε μια φορά Ν.Ξυλούρης Κ.Φέρρης, 74 Κόκκινα τριαντάφυλλα Κ.Καρράς Παύλος Μάτεσις, 74 Γεια σου χαρά σου Βενετιά (Φύσα αεράκι) Ν.Ξυλούρης Ν.Γκάτσος, 74 Έβαλε ο θεός σημάδι Ν.Ξυλούρης Ν.Γκάτσος, 74 Μακρυγιάννης Μπάρμπα Γιάννη Ν.Ξυλούρης Ν.Γκάτσος, 74 Νυν και αεί Β.Μοσχολιού Ν.Γκάτσος, 74 Το μεγάλο μας τσίρκο (Μεγάλα νέα) Ν.Ξυλούρης Τ.Καρέζη Ι.Καμπανέλλης, 74 Προσκύνημα Πάμε κι εμείς στην αυλή Ν.Δημητράτος Τζ.Καρέζη Ι.Καμπανέλλης, 76 Συμφωνία της Γιάλτας Ταξιδεύουμε αδέρφια Δ.Γαλάνη Ματθ.Μουντές, 83 Ρεμπέτικο Μάνα μου Ελλάς (Τα ψεύτικα τα λόγια) Ν.Δημητράτος Ν.Γκάτσος, 86 Μάτια μπλε Γ.Πάριος Λ.Παπαδόπουλος, 91 Κατά Μάρκον Η χοντρομπαλού Δ.Διαμαντίδου Ν.Γκάτσος, 94 Αγάπη είν' η ζωή Ν.Μούσχουρη Ν.Γκάτσος.
- Ο Γιάννης Μαρκόπουλος (γεν. 18 Μαρτίου 1939 - ), με ευρύτατη μουσική και γενική παιδεία, προβληματίστηκε στο θέμα της ελληνικότητας της μουσικής, επιστρέφοντας στις ρίζες του δημοτικού τραγουδιού, με συνθέσεις πρωτόγονης ομορφιάς, που δημιούργησαν μια νέα κίνηση για την τέχνη και τη χρησιμότητά της, αναζητώντας την βαθύτερη ενότητα του ανθρώπου με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, από γονείς παλαιών οικογενειών του νησιού (πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μαρκόπουλος, πρώην νομάρχης Λασιθίου και μητέρα του η Ειρήνη Αεράκη από τη Σητεία), και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα. Στο τοπικό ωδείο πήρε τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί, δεχόμενος την επίδραση της κρητικής μουσικής με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους. Το 1956 συνέχισε τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, και ταυτόχρονα γράφτηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο για κοινωνικές σπουδές. Το 1963 βραβεύτηκε για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο δόθηκαν παραστάσεις των μουσικών έργων του Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και Τρία σκίτσα για χορό. Το 1967 αναχώρησε στο Λονδίνο για περαιτέρω σπουδές. Τότε συνέθεσε την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν). Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και συνέθεσε τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001). Έγραψε επίσης τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Το 1969 επέστρεψε στην Αθήνα. Με την είσοδο της δεκαετίας του ’70, ίδρυσε ένα νέο και ιδιόμορφο ορχηστικό σχήμα, καθιερώνοντας, με τις συνθέσεις του, την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών του δομών και των ηχοχρωμάτων της διάφανης ενορχήστρωσής του. Λίγο αργότερα ίδρυσε την ορχήστρα Παλίντονος αρμονία, από όργανα συμφωνικά και ελληνικά. Το 1976 συνέθεσε τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΒΒC Who pays the Ferryman?, που τον έκανε διεθνώς γνωστό. Σημαντική θέση στο έργο του έχει η μουσική του για το θέατρο και τον κινηματογράφο για έργα του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου, του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ, του Μπέκετ αλλά και σύγχρονων Ελλήνων δραματουργών, και για ταινίες του Κούνδουρου, του Ντασέν, του Κοσμάτου, του Μανουσάκη, του Σκαλενάκη, του Γρηγορίου. Το 1980 νυμφεύτηκε τη συνεργάτιδά του Βασιλική Λαβίνα, με την οποία απέκτησε μία κόρη. Από τις συνθέσεις αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν έργα μουσικής δωματίου, τέσσερα κουαρτέτα, δύο σονάτες, πέντε κομμάτια για βιολί και πιάνο. Από τα έργα ενόργανης μουσικής, το Κονσέρτο-Ραψωδία για λύρα και συμφωνική ορχήστρα,τα Μητρώα για ορχήστρα εγχόρδων, η Συμφωνία της Ίασης, επίσης δύο ορατόρια και δύο κύκλους τραγουδιών. Το 1994 συνέθεσε ένα από τα πιο σημαντικά του έργα,τη Λειτουργία του Ορφέα –για φωνή, χορωδία και ορχήστρα, με θέμα τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Ακολούθησαν η Αναγέννηση Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη, μουσικό ταξίδι σε 4 ενότητες, η όπερα Ερωτόκριτος και Αρετή, τα Σχήματα σε κίνηση, κονσέρτο για πιάνο εμπνευσμένο από τον Πυθαγόρα, τα Ευήλια τοπία, φαντασία για σόλο φλάουτο, ο Νόμος της Θαλπωρής, ορατόριο-μουσικό θέαμα για φωνές, χορωδία, ορχήστρα πνευστών, μπαλέτο και εικόνες, 16 Πυρρίχιοι χοροί 1980-2001, Τρίπτυχο για φλάουτο έγχορδα και άρπα (2007). Τραγούδια του, όπως Καράβια (1964), Γκρεμισμένα σπίτια (1964), Το μουράγιο στο λιμάνι (1964), Γαλάζιο περιστέρι (1965), Πέρα από τη θάλασσα (1966), Κάτω στης Μαργαρίτας το αλωνάκι (1968), Γίγαντας (1969), Καφενείον η Ελλάς (1969), Χίλια μύρια κύματα (1972), Τα λόγια και τα χρόνια (1974), Μιλώ για τα παιδιά μου (1974), Ο τόπος μας είναι κλειστός (1973), Λένγκω (Ελλάδα, 1975), Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί (1975), Παραπονεμένα λόγια (1979), έγιναν σύμβολα και μύθοι, όπως και τα μουσικά του έργα Ήλιος ο Πρώτος (1968), Επιχείρησις Απόλλων (1968), Χρονικό (1969), Τα τραγούδια του νέου πατέρα (1972), Ιθαγένεια (1972), Ο Στράτης ο Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους (1973), Θητεία (1974), Μετανάστες (1974), Θεσσαλικός Κύκλος (1974), Ανεξάρτητα (1975), Αφιέρωμα (1975), Οροπέδιο (1976), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1977), Σεργιάνι στον κόσμο (1979), Σειρήνες (1983) σε ποίηση και στίχους Σολωμού, Σεφέρη, Ελύτη, Κ.Χ. Μύρη, Μιχ. Κατσαρού, Ελευθερίου, Κώστα Βίρβου, Γ.Σκούρτη, Π.Θεοδωρίδη.
- Ο Δήμος Μούτσης, από τους πρώτους που μετέφερε το επίκεντρο της έμπνευσής του στην λαϊκή γειτονιά και τους καημούς της, ξεκίνησε με απαλόηχα τραγούδια στο ύφος της λικνιστικής καντάδας, αλλά προχωρώντας εντυπωσίασε, και εξέπληξε, με έργα που αποτελούν αλλεπάλληλους σταθμούς της ελληνικής μουσικής (Άγιος Φεβρουάριος 1971, Τετραλογία 1975, Φράγμα 1981). Γεννημένος στον Πειραιά το 1938, και τελειώνοντας τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείον Αθηνών με πρώτο βραβείο, ξεκίνησε την δημιουργική του διαδρομή στα μέσα της δεκαετίας του '60, αρχικά στο κλίμα του νέου κύματος με το τραγούδι Το κορίτσι μου στ’ άστρα (1965, στίχοι Ανδρέα Αγγελάκη) ερμηνευμένο από τον Γιάννη Πουλόπουλο. Μετά από μία σειρά διάσημων ελαφρολαϊκών τραγουδιών σε στίχους κυρίως του Ν.Γκάτσου (67 Βρέχει ο θεός Σ.Κόκοτας, 67 Πήρες το μεγάλο δρόμο Σ.Κόκοτας, 67 Σ' έβλεπα στα μάτια (Στον Άγιο Σπυρίδωνα) Β.Μοσχολιού, 67 Στου Προφήτη Ηλία Σ.Κόκοτας Γ.Παπαστεφάνου, 68 Στην Ελευσίνα μια φορά Μ.Μητσιάς Β.Ανδρεόπουλος, 68 Αυτά τα χέρια Μ.Μητσιάς Λ.Παπαδόπουλος, 68 Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα Σ.Κόκοτας, 68 Με το πρώτο λεωφορείο Μ.Μητσιάς Γ.Λογοθέτης) και δύο δίσκων «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο» με τη συμμετοχή γνωστών αλλά και πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδιστών (Μητσιάς-Γαλάνη), έφτασε το 1971 στον «Άγιο Φεβρουάριο» (Μητροπάνος-Σαλπέα, στίχοι Μάνου Ελευθερίου) ένα έργο άρτιο νοηματικά και μορφολογικά, που τραγουδήθηκε πολύ και επηρέασε αποφασιστικά τις εξελίξεις στο ελληνικό τραγούδι. Ακολούθησαν ακόμα δύο δίσκοι με ελαφρολαϊκά τραγούδια, ο «Συνοικισμός Α» (μουσική απ το θεατρικό έργο «50 χρόνια δάκρυα 50 χρόνια γέλιο») κατόπιν οι «Στροφές» και το 1974 με τη μεταπολίτευση «Μαρτυρίες». Το 1975 έδωσε την «Τετραλογία», με πρωτοεμφανιζόμενη την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, αποφασίζοντας να αναμετρήσει τις δυνάμεις του με δύσκολα στη μελοποίηση ποιήματα των Καβάφη, Σεφέρη, Καρυωτάκη, Ρίτσου. Το έργο αυτό, που δεν έχει καμία ομοιότητα με όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, με εντυπωσιακή ενορχήστρωση πολύπλοκη και πολύχρωμη, όσο και ιδιόμελη, τοποθετείται ποιοτικά στις πρώτες θέσεις των ελληνικών κύκλων τραγουδιών. Ακολούθησε το 1976 η «Εργατική συμφωνία», μουσική από το θεατρικό έργο του Γιώργου Σκούρτη «Απεργία», και το 1979 το «Δρομολόγιο», με όμορφα τραγούδια και ενορχηστρωτικές εκπλήξεις, αλλά και κάποιο βαθμό διάθεσης για χαλάρωση. Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» σε στίχους Κ.Τριπολίτη, στο οποίο ο Μούτσης σημείωσε στροφή 180 μοιρών και ένα ξεκίνημα από την αρχή: «Ερηνούλα», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Δε λες κουβέντα», σε μια ιδεολογική, μουσική και αισθητική πρόταση, που σε όλα τα επίπεδα είχε να προσφέρει κάτι φρέσκο και νέο. Το έργο δικαιώθηκε στο χρόνο, δημιούργησε σχολή για τους μουσικούς της δεκαετίας του 1980 και εγκαινίασε για τον ίδιο την πολυσυζητημένη μετέπειτα, μοναχική του πορεία, που σημαδεύτηκε από την προσωπική του τριλογία Ενέχυρο (1983), Να...! (1987), Για Πούλημα Λοιπόν! (1984), με την παρεμβολή του Ταξιδιώτη με την Νανά Μούσχουρη το 1990. Ο προβληματισμός και η αυτογνωσία με την όποια αντιμετώπισε το έργο του προκύπτουν από τη δήλωσή του: «Περνώντας ο καιρός, καταλαβαίνω πως η δουλειά μου γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ίσως γιατί από τιμιότητα, χρειάζομαι περισσότερες διευκρινίσεις...!».
- Ο Σταύρος Κουγιουμτζής (1932 - 12 Μαρτίου 2005) απέδωσε, όπως ο Μούτσης, την ατμόσφαιρα της λαϊκής συνοικίας, αλλά σε στιγμές ομίχλης και βροχής, ανεβάζοντας τον τόνο από το παράπονο στον σπαραγμό, με αδιάκοπη μετάπτωση του ήχου, δραματική τραχύτητα και απροσδόκητες εκρήξεις. Γεννήθηκε το 1932 σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στο Επταπύργιο, κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ. Μικρασιάτης στην καταγωγή έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που αγαπούσε. Μπήκε στο χώρο της μουσικής σε ηλικία 15 ετών, με σπουδές στη Σχολή πιάνου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Το 1952, για λόγους βιοπορισμού, άρχισε να εργάζεται ως πιανίστας σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης. Έγραψε το πρώτο του τραγούδι «Περιστεράκι» το 1961 με το οποίο συμμετείχε στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ, με ερμηνεύτρια τη Ζωή Κουρούκλη. Ακολούθησαν επιτυχίες όπως "Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά" (1962 με την Μάριον Σίβα) Ας ήταν να ΄χα (1965, Αλ.Γεωργίου), Έρημος μες στην ερημιά (1965, Φ.Δήμας), Καλαμαριά (1965, Γ.Πουλόπουλος Θαν.Μαργαρίτης) και "Μη μου θυμώνεις μάτια μου", με τον Γιάννη Πουλόπουλο. Το 1966 εμφανίστηκε και στο χώρο του θεάτρου, γράφοντας μουσική για το «Το ταξίδι» του Γιώργου Θέμελη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη. Μετακόμισε στην Αθήνα το 1967 για να συνεργαστεί με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ και με τους τότε ανερχόμενους τραγουδιστές Γιώργο Νταλάρα, Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννη Καλατζή και Γιάννη Πάριο. Αυτή την περίοδο έγραψε τα σημαντικότερα τραγούδια: Πού 'ναι τα χρόνια (Α. Δασκαλόπουλος), Να 'τανε το '21 (Σ. Τσώτου) - το τραγούδι που τον καθιέρωσε, Κάπου νυχτώνει (Σ. Κουγιουμτζής), Όλα καλά κι όλα ωραία (Σ. Κουγιουμτζής), Ο ουρανός φεύγει βαρύς (Σ. Κουγιουμτζής), Έτσι ειν' οι ανθρώποι (Σ. Τσώτου). Αν και έγραφε στίχους ο ίδιος, συνεργάστηκε με σπουδαίους στιχουργούς όπως Μάνο Ελευθερίου, Κ. Βίρβο, Σώτια Τσώτου, Μ. Μπουρμπούλη, Λευτέρη Παπαδόπουλο και ποιητές σαν τον Γ. Θέμελη, Ντ. Χριστιανόπουλο, και Κώστα Βάρναλη. Αργότερα συνεργάστηκε με μια σειρά άλλων μεγάλων ερμηνευτών όπως την Άννα Βίσση, τον Αντώνη Καλογιάννη, την Βίκυ Μοσχολιού, τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, το Κόκκινο φουστάνι (1986). Ακολούθησε μια σιωπή 11 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη από το 1988. Επανήλθε στο προσκήνιο το 1998, με καινούργια κομμάτια βασισμένα στη βυζαντινή παράδοση, που ηχογραφήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής, με τον Γ.Νταλάρα και την Αιμιλία Κουγιουμτζή και συνοδεία χορωδίας, με τον τίτλο "Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων". Η τελευταία του δισκογραφική παρουσία το 2001 ήταν το " Έβρεχε ο κόσμος" με 11 τραγούδια που έγραψε για την κόρη του Μαρία Κουγιουμτζή και τον Γιώργο Χριστοδούλου. Πέθανε το Σάββατο 12 του Μάρτη 2005, στα 73 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς. Κύκλοι τραγουδιών του ήταν: 70 Νά 'τανε το 21, 71 Όταν ανθίζουν πασχαλιές, 73 Ηλιοσκόπιο, 74 Μικρές πολιτείες, 75 Στα ψηλά τα παραθύρια, 76 Λαϊκές Κυριακές, 77 Τραγούδια του καιρού μας, 79 Όταν σε περιμένω, 82 Μικραίνει ο κόσμος, 85 Τα νυχτέρια μας, 86 Τρελοί και άγγελοι, 98 Ύμνοι αγγέλων, 2000 Έβρεχε ο κόσμος.
- Ο Μάνος Λοΐζος (1937-1982) κινήθηκε επίσης στα πλαίσια της γειτονιάς, αλλά σε συνθέσεις φωτεινές με μελωδίες, χαρωπές ή πικρές, και γεμάτες ζωντάνια και ευφορία, ενώ σε άλλα τραγούδια του υπηρέτησε την ιδεολογία στην οποία ήταν στρατευμένος. Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια (ή σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες στη Λάρνακα και λίγο αργότερα μετανάστευσαν οικογενειακώς στην Αίγυπτο για αναζήτηση καλύτερης ζωής) και πέθανε σε νοσοκομείο στη Μόσχα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982. Είχε κυπριακή καταγωγή (ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζου, καταγόταν από το χωριό των Αγιών Βαβατσινιάς της Λάρνακας Κύπρου, ενώ η μητέρα του, Δέσποινα Μανάκη, καταγόταν από τη Ρόδο). Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική, μαθαίνοντας βιολί σε ηλικία επτά ετών και αργότερα στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας. Αφού αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την εγκατέλειψε με σκοπό να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φοίτησε στη Σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική. Το 1960 εγκατέλειψε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο και εργάστηκε περιστασιακά για να επιβιώσει άλλοτε ως σερβιτόρος, άλλοτε ως γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, άλλοτε ως μουσικός σε μπουάτ. Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Την άνοιξη του 1962 χρησιμοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη ως διευθυντής της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής στις παραστάσεις της Όμορφης Πόλης. Ο Μάνος Λοΐζος φιλοξενήθηκε στο σπίτι της πρώην συζύγου του καθηγητή των γαλλικών που είχε στην Αλεξάνδρεια, Διδώς Πετροπούλου, που εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και η οποία τον σύστησε στον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μεσολάβησε στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ. Το 1962 ηχογράφησε το πρώτο του μικρό δίσκο Το τραγούδι του δρόμου σε στίχους Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα με ερμηνεία από τον Γιώργο Μούτσιο. Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Μάρω Λήμνου. Μαζί της απέκτησε μία κόρη, την Μυρσίνη. Όταν επιβλήθηκε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών έφυγε για την Αγγλία το Σεπτέμβριο του 1967, για να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Το 1971 γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973 συνελήφθη στο σπίτι του στο Χολαργό και κρατήθηκε για δέκα ημέρες. Το 1978 νυμφεύτηκε την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Τον Οκτώβριο του 1981 μπήκε στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξίδεψε στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υπέστη δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε δέκα ημέρες αργότερα. Συνεργάστηκε με τους στιχουργούς Λευτέρη Παπαδόπουλο, Φώντα Λάδη, Γιάννη Νεγρεπόντη, Μανώλη Ρασούλη και Δημήτρη Χριστοδούλου και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Χάρη Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη, Κώστα Σμοκοβίτη. Κύκλοι τραγουδιών του: 68 Σταθμός, 70 Θαλασσογραφίες, 72 Η Αλίκη δικτάτωρ, 72 Να 'χαμε τι να 'χαμε, 74 Καλημέρα ήλιε, 74 Τραγούδια του δρόμου, 75 Τα νέγρικα, 76 Τα τραγούδια μας, 79 Τα τραγούδια της Χαρούλας, 80 Για μια μέρα ζωής, 83 Γράμματα στην αγαπημένη (Ναζ.Χικμέτ), 95 Κάτω από ένα κουνουπίδι.
- Ο Χρήστος Λεοντής (1940- ) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 11 Μαΐου 1940. Ψέλνοντας στην εκκλησία από μικρός, επηρεάστηκε άμεσα από τη Βυζαντινή μουσική που, μαζί με το κρητικό τραγούδι, άρχισαν να διαμορφώνουν τη μουσική του προσωπικότητα. Έμαθε μαντολίνο και αργότερα βιολί. Το 1957 τελείωσε το γυμνάσιο και ήρθε στην Αθήνα για να φοιτήσει στο Ωδείο Αθηνών, με καθηγητές τον Μενέλαο Παλλάντιο και τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου. Τις σπουδές του συνέχισε αργότερα στο Conservatoire National de Musique στο Παρίσι, όπου διδάχτηκε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα. Το 1962 ξεκίνησε η συνθετική του δραστηριότητα με μουσικές για τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη και τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Το 1963 κυκλοφόρησε, σε δισκάκια των 45 στροφών, η πρώτη δισκογραφική δουλειά του με τραγούδια σε στίχους του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (Φέρτε τη θάλασσα), του Μάνου Ελευθερίου (Το σπίτι γέμισε με λύπη). Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο θέατρο "Παρκ" της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην μουσικοθεατρική παράσταση του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη «Μαγική πόλις» ο Χ.Λεοντής με τον Μάνο Λοΐζο συμμετείχαν με τα πρώτα τους τραγούδια διευθύνοντάς τα στο ιντερμέτζο, ανάμεσα στα δυο μέρη της παράστασης. Το 1964 ηχογραφήθηκε η Καταχνιά, σε στίχους του Κώστα Βίρβου και κείμενα του Νικηφόρου Βρεττάκου. Τα τραγούδια ερμήνευσαν ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα. Από το 1973 μέχρι το 1982 συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν, ενώ με το Θέατρο Τέχνης η συνεργασία του συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από το 1972, η μουσική του ακούγεται στα θεατρικά φεστιβάλ της Ελλάδας, με κυριότερα το φεστιβάλ της Επιδαύρου και το φεστιβάλ των Αθηνών, καθώς έγραψε τη μουσική επένδυση για τις περισσότερες τραγωδίες και κωμωδίες του αρχαιοελληνικού δραματολογίου. Κύκλοι τραγουδιών του μετά την Καταχνιά: 66 Ανάσταση ονείρων, 71 Δώδεκα παρά πέντε, 74 Αχ έρωτα (Φ.Γκ.Λόρκα), 75 Καπνισμένο τσουκάλι (Γ.Ρίτσος), 75 Παραστάσεις, 81 Μαντζουράνα στο κατώφλι, 94 Πυγολαμπίδες, 2001 Μήτηρ θεού, 2007 Έρωτας αρχάγγελος, 2010 Χελιδών ηδομένη (Αριστοφάνης).
- Ο Γιάννης Γλέζος (1944- ) οικοδόμησε ένα μουσικό έργο ζεστό και αυθόρμητο, θεμελιωμένο στο συναίσθημα, σε νωπογραφίες με χρώματα τρυφερά και ευαίσθητα ταιριασμένα με ψυχολογική αλληλουχία και ευρηματικότητα. Γιος της αδελφής του Γιάννη Ρίτσου και αδελφός της τραγουδίστριας Δέσποινας Γλέζου, σπούδασε στην Ανωτάτη Εμπορική Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε για τη μουσική, πρωτοεμφανιζόμενος σε "μπουάτ" της Πλάκας. Πήρε μαθήματα πιάνου από τον Γιάννη Παπαδόπουλο και θεωρητικών από τον Γ. Α. Παπαϊωάννου και τον Μιλτιάδη Κουτούγκο. Επηρεάστηκε άμεσα από τον Μ.Θεοδωράκη, ο οποίος ενορχήστρωσε το "Περιστεράκι της Φτωχιάς Αυλής" (1967) του Γλέζου με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε στίχους Κώστα Κινδύνη, με τον οποίο η συνεργασία συνεχίστηκε και σε επόμενα τραγούδια. Στη διάρκεια της Δικτατορίας έφυγε στο εξωτερικό (Αγγλία, Γαλλία, Ελβετία, ΗΠΑ). Στη Ν, Υόρκη ανέλαβε τη διεύθυνση της Ελληνικής Λαϊκής Χορωδίας (που έδωσε 2 συναυλίες υπό τη διεύθυνση του Θεοδωράκη, με τον Γλέζο στο πιάνο). Στις ΗΠΑ παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης, διεύθυνσης ορχήστρας και φωνητικής. Μετά την πτώση της Δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με την Μαρίζα Κωχ. Έγραψε Κύκλους τραγουδιών σε στίχους Ελλήνων και ξένων ποιητών (Ρίτσου, Καβάφη,Καρυωτάκη, Ελύτη, Λόρκα, Νερούντα, Χάινε, Χιμένεθ,Σαπφώ, Αρχίλοχο, Αλκμάν, Βακχυλίδη, Σιμωνίδη, Σόλων). Πληθωρικός στις εμπνεύσεις του, συνέθεσε περισσότερα από 1.000 τραγούδια. Οι σπουδαιότεροι κύκλοι τραγουδιών του: "Η Ελένη του Μάη" (1968), "12 Τραγούδια του Λόρκα" (1969), "Emiliano Zapata" (1971), "Αντόνιο Τόρρες Χερέδια" (1974), "Χαρούμενος Πηγαίνω", "Αυτά που αγαπήσαμε" (1979), "Περιμένοντας τους βαρβάρους" (1979), ''Τα ρόδα της Πιερίας''(2006), Η ζωή είναι όνειρο (2012). Τα γνωστότερα τραγούδια του (τα περισσότερα με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου, σε στίχους ή μεταφράσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου): "Ελένη του Μάη", "Νά 'χα τη δύναμη", "Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη", «Σαν τη φωτιά που χάνεται», «Τα γλυκά μου μυστικά», "Το κεράσι του Βαρδάρη", "Της Καλαμαριάς τ' αγόρια", "Καιρός να χαρείς", "Κόρντοβα", "Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά", "Νύχτα με τέσσερα φεγγάρια", "Αν πεθάνω άσε το μπαλκόνι ανοιχτό", "Η Λόλα", «Αποχαιρετισμός», «Κεφαλοδέσι», «Μπαλάντα των τριών ποταμών», «Χάρτινο τριαντάφυλλο», «Το τραγούδι του καβαλάρη», «Σεβιλιάνικο νανούρισμα», «Οι ρηγάδες της τράπουλας», Στο Κερατσίνι.
- Ο Κώστας Χατζής (γεννημένος στη Λιβαδειά, 13 Αυγούστου 1936) έγινε γνωστός με μπαλάντες που τον ανέδειξαν σταδιακά σε φυσιογνωμία σύγχρονου τροβαδούρου με ηφαιστειώδη φωνή και προσωπικό ερμηνευτικό ύφος, και με θεματολογία έντονης κοινωνικής κριτικής, που εκφράζει την φτωχή τάξη της εποχής. Καταγόταν από οικογένεια τσιγγάνων λαϊκών μουσικών, καθώς ο παππούς του Κώστας Καραγιάννης (από το γένος της μητέρας του) ήταν ένας από τους διασημότερους δημοτικούς κλαρινίστες της εποχής του στην Ελλάδα και ο πατέρας του Ευάγγελος Χατζής ήταν δεξιοτέχνης στο σαντούρι. Στα δεκαέξι του χρόνια τραγουδούσε μαζί με τον πατέρα του σε γάμους, σε βαφτίσια και σε άλλες εκδηλώσεις. Το 1957 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1961 σε πλακιώτικη μπουάτ. Το 1963, ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με το τραγούδι του Μίμη Πλέσσα «Έφυγε η αγάπη μου». Στη συνέχεια διάσημοι συνθέτες της εποχής, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος και Σταύρος Ξαρχάκος, του εμπιστεύτηκαν τραγούδια, στα οποία έδωσε τη δική του φυσιογνωμία. Σημαντική στιγμή ήταν η συμμετοχή του στο δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου «Το κορίτσι με το κορδελάκι» (Γκρεμισμένα σπίτια) σε στίχους του Νότη Περγιάλη. Το 1968 κυκλοφόρησε η πρώτη του ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Αναγέννησις Αλόννησος» σε μουσική και ενορχήστρωση του ιδίου. Ακολούθησαν αρκετές δουλειές του τα επόμενα χρόνια. Με την πιο στενή συνεργάτιδά του, τη Σώτια Τσώτου, έγραψαν τραγούδια όπως: «Ο Στρατής», «Δε βαριέσαι αδελφέ», «Κάτι τρέχει», «Τι σήμερα τι αύριο τι χθες», «Λεωφορείο ο κόσμος», «Νυχτώνει δόξα τω Θεώ», «Όλα ανάποδα τα βλέπει», «Η φωτογραφία», «Ένας Γερμανός και μια Εβραία», «Απ' το αεροπλάνο», «Μη μας περιφρονείς», «Ο κύριος κανείς», «Αν ερχόσουν». Εξαιρετικά επιτυχημένη αποδείχθηκε η συνύπαρξή του με τη Μαρινέλλα στην Πλακιώτικη μπουάτ «Σκορπιός» το 1976, με 50 τραγούδια σε στίχους της Σώτιας Τσώτου (Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει, Σπουδαίοι άνθρωποι αλλά, Η αγάπη όλα τα υπομένει, Δεν είμ' εγώ, Κι ύστερα, Σ' αγαπώ, Όλος ο κόσμος είσ' εσύ, Μονολογούμε, Πάρε με μαζί σου τσιγγάνε, Αμήν, Τρελός ή παλικάρι). Με τη Μαρινέλλα συνεργάστηκαν το 1980 με τον δίσκο «Ταμ - ταμ» (Μια χαμένη Κυριακή, Πάρε ένα κοχύλι απ' το Αιγαίο, Ζητείται φίλος, Δεν θέλω γράμμα, Το γυφτάκι) και το 1987 με τον δίσκο «Συνάντηση» (Ιθάκη, Μας κόψαν το φως, Να 'ταν ο κόσμος μια κάλπη, Τα σ' αγαπώ σου ένα σωρό). Είναι μέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά και της λέσχης των Ροταριανών. Η φήμη του έφτασε μέχρι και το Λευκό Οίκο, όπου ο τότε Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ τον προσκάλεσε για να τον γνωρίσει και να τον συγχαρεί για το έργο του. Τέλεσε δύο γάμους και συνολικά απέκτησε έξι παιδιά. Ο γιος του Αλέξανδρος Χατζής ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική μαζί με τον πατέρα του.
στ. Οι μουσικοί του Νέου Κύματος
Το Νέο Κύμα, με αρχηγέτες τους Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Γιώργο Κοντογιώργο, Βασίλη Κουμπή, Λίνο Κόκοτο, Νίκο Μαμαγκάκη, παρουσιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ως συνέχεια του ελαφρού τραγουδιού (χωρίς χρήση μπουζουκιού), υπό την άμεση επίδραση του Μ.Χατζιδάκι, ιδίως της Μυθολογίας και της Οδού Ονείρων, που έγιναν εμβλήματα της σχολής.
- Ο Γιάννης Σπανός, ο συγγενέστερος με τον Μ.Χατζιδάκι νεότερος συνθέτης, τόσο στην ευαισθησία όσο και στην ευχέρεια και πηγαιότητα της έμπνευσης, προώθησε τον νεορομαντισμό του τελευταίου προς την τεχνοτροπία του συμβολισμού, με μια διάχυτη διάθεση υποβολής, έναν πολύχρωμο και πολυσήμαντο κυματισμό του ήχου, ένα ασταμάτητο χοροπηδητό της νότας, μια χλωμάδα στη φωνή και μια λεπτή ευαισθησία που ξεπηδάει από μέσα του με πληθωρική ευκολία, αβίαστα και πολυφωνικά σε απαλούς τόνους και ρυθμούς. Γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας στις 26 Ιουλίου 1941. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στο Παρίσι όπου συνεργάστηκε με διάσημους Γάλλους μουσικούς και ηθοποιούς (όπως η Μπριζίτ Μπαρντό). Μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι "Μια αγάπη για το καλοκαίρι" το 1964 σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου με ερμηνεία από την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Καίτη Χωματά, που έγινε η «ιέρεια¨του Νέου Κύματος. Σημαντικοί δίσκοι του:
1965, Αποδημίες με την Καίτη Χωματά
1966, Ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδά Γιάννη Σπανό
1967, Α' Ανθολογία -Νέο Κύμα
1968, Β' Ανθολογία -Νέο Κύμα
1969, Σκιές στην άμμο -Καίτη Χωματά, Μιχάλης Βιολάρης
1969, Μια Κυριακή -Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Σταμάτης Κόκκοτας, Βίκυ Μοσχολιού, που σημειώνει στροφή στο ελαφρολαϊκό.
1969, Όλο το καλοκαίρι -Μπέμπα Μπλάνς
1970, Το Σαββατόβραδο, σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου
1971, Εκείνο το καλοκαίρι- Αφροδίτη Μάνου (Α' Βραβείο Μουσικής Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
1972, Η γλυκιά Ίρμα -Έλλη Λαμπέτη
1973, Μέρες Αγάπης -Δήμητρα Γαλάνη
1974, Ο Μορμόλης – Χρ.Λεττονός, Γ. Φέρτης, Ξένια Καλογεροπούλου
1974, Οδός Αριστοτέλους -Γιάννης Πάριος, Χάρις Αλεξίου
1975, Γ' Ανθολογία -Αρλέτα, Κώστας Καράλης
1977, Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει Γιάννη Σπανό
1977, Τραγούδια και μπαλάντες, με τον Κώστα Καράλη
1978, Μ'αγαπούσες θυμάμαι -Δήμητρα Γαλάνη
1981, Στου καιρού τα ρέματα -Μανώλης Μητσιάς
1982, Φίλε -Τάνια Τσανακλίδου
1984 Έξοδος Κινδύνου -Άλκηστις Πρωτοψάλτη
1985 Χάρτινες καρδιές με τον Γιάννη Πουλόπουλο
1988 Προσωπικά – Ελένη Δήμου
1992, Η Τάνια Τσανακλίδου τραγουδάει Γιάννη Σπανό
1992, Να'χα δυο καρδιές να σ'αγαπώ -Κατερίνα Κούκα
1993, Ο Δημήτρης Μητροπάνος τραγουδάει Γιάννη Σπανό
1996, Άκου λοιπόν -Ελένη Δήμου
Μερικά από τα πολλά γνωστά τραγούδια του: "Σαν με κοιτάς", "Οδός Αριστοτέλους", "Σπασμένο καράβι", "Μια φορά θυμάμαι", "Μαρκίζα", "Είπα να φύγω", "Βροχή και σήμερα", "Θα με θυμηθείς", "Στην αλάνα", "Μια Κυριακή". Έχει μελοποιήσει στίχους των Λευτέρη Παπαδόπουλου, Γιώργου Παπαστεφάνου, Κώστα Γεωργουσόπουλου Άκου Δασκαλόπουλου και ποιήματα πολλών παλιότερων και νεότερων ποιητών (Βασίλη Ρώτα, Γεωργίου Βιζυηνού, Μυρτιώτισσας, Νίκου Καββαδδία, Μίλτου Σαχτούρη κ.ά.).
- Ο Νίκος Μαμαγκάκης (Ρέθυμνο, 3 Μαρτίου 1929 − Αθήνα, 24 Ιουλίου 2013), με όπλο την ευρύτατη μουσική παιδεία του, προχώρησε σε συνθέσεις τολμηρές και δύσκολες, νευρικές και ατίθασες, που συχνά αποτελούν μουσικούς άθλους, όπως ο εξαίρετος Μπολιβάρ του. Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών και εν συνεχεία από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ. Οι αρχικές του αναζητήσεις αφορούσαν στην ανανέωση του ηχοχρώματος και τις δομικές και ρυθμικές σχέσεις που βασίζονται σε αριθμητικές αναλογίες, τόσο με βάση τα δυτικά πρότυπα, όσο και με αναφορές στη δημοτική μας μουσική, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Συνέπεια αυτής της αναζήτησης ήταν η χρήση στα έργα του διαφόρων δημοτικών οργάνων (κρητική λύρα, σαντούρι) ή η χρήση μόνο της ηχητικότητάς τους, χωρίς αυτά καθ' εαυτά τα όργανα. Υποστήριξε με τις ενορχηστρώσεις αρκετούς από τους νεότερους μουσικούς του Νέου Κύματος. Από τα γνωστότερα έργα του είναι: Αναρχία για κρουστά και ορχήστρα, Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, Παραστάσεις για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, Μουσική για τέσσερις πρωταγωνιστές, Κασσάνδρα, Ερωτόκριτος, μουσική για τον Πλούτο του Αριστοφάνη, Τριττύς, Τετρακτύς, Εγκώμιο στο Ν. Σκαλκώτα και πρόσφατα, η σύγχρονη όπερα Οδύσσεια (βασισμένη στο ομώνυμο έπος του Νίκου Καζαντζάκη). Έγραψε μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως: Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης (όλες του Ντίνου Δημόπουλου), Λούφα και παραλλαγή, Άρπα-κόλλα, Βίος και Πολιτεία (του Νίκου Περάκη), Η λεωφόρος του μίσους (του Νίκου Φώσκολου). Τον Απρίλιο 1997 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το τρίπρακτο λυρικό έργο του «Όπερα των σκιών» (εμπνευσμένο από το θέατρο σκιών) σε λιμπρέτο του Νάσου Θεοφίλου. Απεβίωσε από καρκίνο στις 24 Ιουλίου 2013. Γνωστοί κύκλοι ελαφρών τραγουδιών του είναι: 66 Εκδρομή, 66 Ερωτόκριτος, 67 Μπολιβάρ, 68 Η αρχόντισσα και ο αλήτης, 70 Ερωφίλη, 70 Συλλογή, 72 Λαϊκά του Ρίτσου, 74 Σκλάβοι πολιορκημένοι, 82 Κέντρο διερχομένων, 91 Μυστικά τραγούδια, 2003 Ερωφίλη, 2008 Αιφνιδιασμός.
- Ο Νότης (Παναγιώτης) Μαυρουδής (γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου 1945 στην Αθήνα) πιστός επίσης στην παράδοση του Μ.Χατζιδάκι, έδωσε έργο που διέπεται από έναν επικό χαρακτήρα παιάνα, έναν ηρωικό ρυθμό εμβατηρίου, μια πινδαρική πνοή θριάμβου, με έμπνευση ελληνότροπη και αρρενωπή, απέριττη και λιτή, με αδρές και αλύγιστες γραμμές και εύρωστους αρμούς, ιδανικά ερμηνευμένη από τη φωνή του Γιώργου Ζωγράφου. Τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στη φυλακή δίπλα στη μητέρα του, που ήταν πολιτική κρατούμενη. Το 1958 ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου του ανατέθηκε η έδρα κλασικής κιθάρας στη Scuola Ciciva di Milano, στην οποία δίδαξε ώς το 1975. Συνέχισε τις σπουδές κιθάρας στην Ισπανία. Το 1975 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και από αυτή τη χρονιά δίδαξε κλασική κιθάρα στο Εθνικό Ωδείο. Από το 1994 ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού και από το 1995 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής στο διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας. Μπήκε στη δισκογραφία το 1964 με τα τραγούδια «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» και «Τα γιορτινά σου φόρεσε», σε στίχους του Γιάννη Κακουλίδη με ερμηνευτή τον Γιώργο Ζωγράφο. Το 1966 έγραψε μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1965 κατέκτησε το Α΄ βραβείο στο 4ο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, με το τραγούδι «Ήταν μεγάλη η νύχτα» (στίχοι: Γιάννης Κακουλίδης, ερμηνεία: Σούλα Μπιρμπίλη). Το 1969 τιμήθηκε με το Α΄ βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό κιθάρας στο Μιλάνο. Το 1990 βραβεύτηκε στον διεθνή διαγωνισμό παιδικού τραγουδιού στη Λισαβόνα. Την ίδια χρονιά, το τραγούδι του «Ο παλιάτσος» με την παιδική χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου, πήρε το Α΄ βραβείο στον 12ο διεθνή Διαγωνισμό Παιδικών Χορωδιών στη Λισαβόνα. Μερικοί δίσκοι-σταθμοί στη δισκογραφία του:
1968 Οδυσσέα Ελύτη Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, λαϊκό ορατόριο για φωνή-χορωδία και ορχήστρα.
1976 Ζωγραφιές απ' τον Θεόφιλο σε στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου, εμπνευσμένους από τις ζωγραφιές του Θεόφιλου.
1977, ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι στον δίσκο Παιδί της Γης.
1985 Έρως ανίκατε μάχαν σε ποίηση του Ηλία Πετρόπουλου.
1998 δίσκοι με μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις «Όλιβερ Τουίστ» (με μουσική και τραγούδια του για την παράσταση του «Θιάσου 81»), και «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (με μουσική και 3 τραγούδια, για την παράσταση της ομώνυμης τραγωδίας από τον Θίασο «Θυμέλη»). Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ο δίσκος Λούνα Πάρκ, με την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου και συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα.
2002 τραγούδια για γυναικείες φωνές, στον δίσκο Στην ηχώ του έρωτα, στον οποίον συμμετέχουν η Χάρις Αλεξίου, η Γλυκερία, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Έλλη Πασπαλά.
2006 Carte Postale, τραγούδια που «αφηγούνται» τις ιστορίες μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών (Γρ. Μπιθικώτσης, Στ. Χασκήλ, Ρόζα Εσκενάζυ, Μαρίκα Νίνου, Φλέρυ Νταντωνάκη, Σωτηρία Μπέλλου κ.ά.) σε στίχους Ηλία Κατσούλη.
Μετά τον Γιώργο Ζωγράφο, τραγούδια του ερμήνευσαν οι Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Αρλέτα, Ελένη Βιτάλη, Γιώργος Μουφλουζέλης, Γιάννης Σαμσιάρης, Νένα Βενετσάνου, Πέτρος Πανδής, Κώστας Θωμαΐδης, Σταμάτης Κραουνάκης, Τάνια Τσανακλίδου, Μανώλης Μητσιάς, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας, Γλυκερία, Παντελής Θαλασσινός, Έλλη Πασπαλά, Αναστασία Μουτσάτσου. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Περί ελληνικού τραγουδιού το ανάγνωσμα με ένα ένθετο cd στο οπισθόφυλλο ¨Με δανεικά ιδανικά¨ που περιλαμβάνει επτά νέα τραγούδια του.
- Ο Βασίλης Κουμπής (Πάτρα 6 Ιουνίου 1942 - Αθήνα 17 Νοεμβρίου 2003) γεννήθηκε στην Πάτρα. Μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο, σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στο τραγούδι το 1967. Το 1971 σε συνεργασία με το στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο, εξέδωσε το δίσκο 12 μήνες. Τα τραγούδια του ερμήνευσαν τραγουδιστές όπως ο Μιχάλης Βιολάρης, η Καίτη Χωματά, η Πόπη Αστεριάδη, ο Δημήτρης Μητροπάνος και η Ρένα Κουμιώτη. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 2003 σε ηλικία μόλις 61 ετών. Γνωστότερα τραγούδια του: 68 Ο Γιακουμής Μ.Βιολάρης Δ.Ιατρόπουλος, 68 Ο Χαρίλαος Μ.Βιολάρης Β.Κουμπής, 69 Τα καραβάκια (Στο Πορτοχέλι στην Ερμιόνη) Κ.Χωματά Κ.Γεωργουσόπουλος.
- Ο Λίνος Κόκοτος (1945- ) εμπνεόμενος από τις διδαχές του Ν.Μαυρουδή και του Ν.Μαμαγκάκη, καλλιέργησε και αυτός μια μορφή διθυράμβου μέσα σε ένα κλίμα ειδυλλιακού βουκολισμού. Με την ίδια ευχέρεια κινήθηκε και μέσα στους στενούς δρόμους της λαϊκής συνοικίας για την καντάδα και το ερωτικό παράπονο, με ιωνική χάρη, μειδίαμα και στιλπνότητα. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο τον Φεβρουάριο του 1945 και τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο Αιγάλεω. Πραγματοποίησε σπουδές στο Ωδείο Αθηνών (1961). Ο πρώτος καλλιτέχνης που πίστεψε στο ταλέντο του και τον ενθάρρυνε έμπρακτα στο ξεκίνημά του την ίδια χρονιά, ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Πέντε χρόνια αργότερα (1966) παρουσίασε τη δουλειά του στις μπουάτ της Πλάκας μαζί με άλλους συνθέτες του "Νέου Κύματος". Ο πρώτος του δίσκος που κυκλοφόρησε ήταν οι «Ώρες» (1969) από την εταιρεία «LYRA». Γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε με μια πλειάδα ερμηνευτών και στιχουργών, μεταξύ των οποίων οι Αργύρης Βεργόπουλος, Άκος Δασκαλόπουλος, Τάσος Μωραΐτης, Γιώργος Ζωγράφος, Νίκος Καλλίτσης, Νότης Μαυρουδής, Γιάννης Σπανός, Μάνος Λοΐζος, Νίκος Ξυλούρης, Καίτη Χωματά, Πόπη Αστεριάδη, Μιχάλης Βιολάρης, Ελένη Βιτάλη, Γλυκερία, Σωτηρία Μπέλου, Δήμητρα Γαλάνη, Μανώλης Μητσιάς, Ρένα Κουμιώτη, Γιάννης Πουλόπουλος, Μαρία Δουράκη, ενώ δούλεψε και μαζί με τους Λευτέρη Παπαδόπουλο, Γιώργο Αρμένη, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και μελοποίησε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη (1973, "Θαλασσινό Τριφύλλι").
Ενδεικτική Δισκογραφία: 1971 «Ο Κήπος», 1975 «Αποχαιρετισμός», 1978 «Τα Αντιπολεμικά», 1983 «Να’ ταν η Ζωή Τραγούδι», 1986 «Το Ποτάμι», 1992 «Ζωγραφιές και Χρώματα», 2000 «Τα Όνειρά μας Άσπρα», 2008 Ένα τσιγάρο κι ένας ψεύτης.
- Ο Γιώργος Κοντογιώργος (Λαμία 1943- ) γιατρός από τη Λαμία, εντυπωσίασε στα πρώτα χρόνια του Νέου Κύματος με συνθέσεις όπως 66 Για ποιον θα τραγουδώ Κ.Χωματά Γ.Παπαστεφάνου, 66 Έφυγε το καλοκαίρι Κ.Χωματά Γ.Παπαστεφάνου, 66 Στην αμμουδιά Κ.Χωματά Κ.Γεωργουσόπουλος , 66 Τις άδειες νύχτες Αρλέτα Γ.Παπαστεφάνου, 66 Τώρα θ' ανοίξω τα φτερά Αρλέτα Γ.Παπαστεφάνου, 69 Η Μύκονος κάνει πανιά Π.Αστεριάδη Α.Δασκαλόπουλος. Συνέχισε με τους κύκλους τραγουδιών 70 Γύφτισσα μέρα με τον Γ.Πουλόπουλο και την Ρ.Κουμιώτη σε στίχους Α.Δασκαλόπουλου και 74 Παράθυρο στη θάλασσα με Μ.Βιολάρη και Ρ.Κουμιώτη, σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη. Στα επόμενα χρόνια τον απορρόφησε το επάγγελμά του.
στ. Οι μουσικοί του ρεύματος Ροκ και Ποπ
Το ρεύμα Ροκ και Ποπ μουσικής είχε σημαντική απήχηση στην ελληνική νεολαία της γενιάς του 1960, όταν τα ακούσματα των Μπιτλς και οι χορευτικοί ρυθμοί τους δημιουργούσαν φρενίτιδα βακχικού ενθουσιασμού στα κέντρα διασκέδασης και στα πάρτι των μεγάλων πόλεων. Η πρώτη μορφή του ρεύματος αυτού, νεανική και αφελής στο ξεκίνημα, στις επόμενες δεκαετίες (1980 και 1990) εξελίχθηκε σε σχολή, που υπεισήλθε σε όλες τις εκφράσεις της ελληνικής μουσικής (ροκ ελαφρολαϊκό, ροκ ποπ λαϊκό και «σκληρό ροκ»).
Ο Διονύσης Σαββόπουλος (Θεσσαλονίκη 1944- ), επηρεασμένος άμεσα από τον υπερρεαλισμό και τον Μπομπ Ντίλαν, ήταν ο πρώτος εισηγητής της ροκ μουσικής στην Ελλάδα, εξυπηρετώντας την με την σπασμένη και βραχνή φωνή του και με ένα πλήθος από ηχητικές ακροβασίες, που, με οδηγό το ένστικτο, κατακερματίζουν την πνευστική ενότητα. Στην πορεία επιδίωξε να συνταιριάσει την τεχνοτροπία του με πτυχές της παράδοσης (μπάλος, ρεμπέτικο, καραγκιόζης, Αριστοφάνης) δίνοντας έργα που επιστρέφουν στους αρχικούς δομικούς λίθους της λυρικής εκδήλωσης. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Το 1963 μετακόμισε στην Αθήνα και εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης για να ασχοληθεί με το τραγούδι. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και σύντομα έγινε πολύ γνωστός, συνδυάζοντας την μουσική Αμερικάνων μουσικών όπως του Μπομπ Ντίλαν, του Λέοναρντ Κοέν και του Φρανκ Ζάππα με μακεδονική λαϊκή μουσική και πολιτικά διεισδυτικούς στίχους. Άρχισε την καριέρα του το 1964 με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας φυλακίστηκε δύο φορές, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1967. Έγραψε τραγούδια με πολιτικό, ρομαντικό αλλά και σκωπτικό περιεχόμενο. Έχει παρουσιάσει ακόμη το 1986-1987 τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο «Ζήτω τo Ελληνικό Τραγούδι». Τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι γραμμένα από τον ίδιο, σε στίχους και μουσική δική του. Είναι παντρεμένος με τηv Ασπασία Αραπίδoυ και έχει δύο γιους, τov Κoρvήλιo και τoν Ρωμαvό. Κύκλοι τραγουδιών του: 66 Φορτηγό, 69 Το περιβόλι του τρελού, 70 Μπάλος, 73 Βρώμικο ψωμί, 75 Δέκα χρόνια κομμάτια, 77 Αχαρνής, 79 Ρεζέρβα, 83 Τραπεζάκια έξω, 99 Χρονοποιός.
- Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου, γνωστός διεθνώς ως Vangelis, 1943- ) είναι από τους πρωτεργάτες του ηλεκτρονικού ήχου. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1943 στην Αγριά Βόλου. Σπούδασε κλασική μουσική, ζωγραφική και σκηνοθεσία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική με τη συμμετοχή του στο συγκρότημα Forminx, αφήνοντας το ανεξίτηλο χρώμα του στην ελληνική ποπ κουλτούρα. Το όχημα για την επιτυχία του συγκροτήματος ήταν το τραγούδι Jeronimo Yanka, που σημείωσε τεράστια επιτυχία και έγινε «χρυσό» την πρώτη εβδομάδα. Το 1968 μετακόμισε στο Παρίσι και μαζί με τον Ντέμη Ρούσο δημιούργησε τους Aphrodite’s Child. Το επιτυχημένο διπλό άλμπουμ με τον τίτλο 666 έδωσε ώθηση για την αρχή μιας διεθνούς καριέρας. Από το 1970 άρχισε να γράφει μουσική για ταινίες και ντοκιμαντέρ. Το 1975 άφησε τους Aphrodite’s Child για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, εξέδωσε τα έργα Heaven and Hell (1975), Albedo 0.3 (1976), Spiral (1977), Beaubourg (1978) και China (1979). Το 1978 συνεργάστηκε με την ηθοποιό Ειρήνη Παππά στο άλμπουμ με τίτλο Ωδές που περιείχε παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια, ενώ το 1986 συνεργάστηκαν εκ νέου στο άλμπουμ Ραψωδίες. Ακολούθησαν τέσσερα άλμπουμ, Short Stories (1978), The Friends of Mr Cairo (1981), Private Collection (1983) και Page of Life (1991). Ένα μεγάλο μέρος των συνθέσεων του δημιουργήθηκαν για να πλαισιώσουν κινηματογραφικές παραγωγές όπως Οι Δρόμοι της Φωτιάς (Chariots of Fire) που απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού το 1982, Ο Αγνοούμενος (Missing, 1982) του Έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, Blade Runner (Μπλέιντ ράνερ, 1982) ταινία επιστημονικής φαντασίας του Ρίντλεϊ Σκοτ, Η ανταρσία του Μπάουντυ (1984) του Ρότζερ Ντόναλτσον, 1492: Χριστόφορος Κολόμβος (1492 - Conquest of Paradise,1992), Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα (Bitter Moon, 1992) του Ρόμαν Πολάνσκι, Αλέξανδρος (Alexander, 2004) του Όλιβερ Στόουν και Ελ Γκρέκο (2007) του Γιάννη Σμαραγδή. Το καλοκαίρι του 2001 ο Παπαθανασίου παρουσίασε το έργο Μυθωδία στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Η μουσική του έργου δημιουργήθηκε για να συνοδεύσει τη διαστημική αποστολή της ΝΑΣΑ 2001: Οδύσσεια στον Άρη. Το 2013 η ΝΑΣΑ υιοθέτησε για δεύτερη φορά τη μουσική του, με ένα πρωτότυπο μουσικό έργο που δημιουργήθηκε για να πλαισιώσει το βίντεο από την αποστολή Ήρα (Τζούνο), που απεικονίζει συγχρόνως την κίνηση της Γης και της σελήνης μαζί για πρώτη φορά. Τον Νοέμβριο του 2014 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) πρότεινε στον Έλληνα μουσικοσυνθέτη να συνθέσει την μουσική για την πρώτη ιστορική προσεδάφιση σε κομήτη. Εκείνος ανταποκρινόμενος συνέθεσε μια μουσική τριλογία (Άφιξη, Το ταξίδι του Philae και Το βαλς του Ροζέτα) η οποία παρουσιάστηκε από τον ESA μετά την επιτυχημένη προσεδάφιση του σκάφους Ροζέτα στον κομήτη 67P. Το 1995 το όνομά του δόθηκε στον Αστεροειδή της Κύριας Ζώνης 6354 που πλέον ονομάζεται 6354 Vangelis. Το 2002 δημιούργησε την μουσική για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002 που πραγματοποιήθηκε στις Ιαπωνία και Κορέα. Το 1997 έκανε την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, καθώς σχεδίασε και διηύθυνε εξ ολοκλήρου την τελετή έναρξης του 6ου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ανοιχτού Στίβου της IAAF που πραγματοποιήθηκε στο Παναθηναϊκό της Αθήνας.
- Ο Ντέμης Ρούσσος (Αρτέμιος Βεντουρής-Ρούσσος, 15 Ιουνίου 1946 – 25 Ιανουαρίου 2015) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια. Οι γονείς του Γεώργιος και Όλγα ήταν Έλληνες της Αιγύπτου. Κατά την κρίση του Σουέζ οι γονείς του έχασαν τα πάντα και η οικογένεια μετοίκησε στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, συμμετείχε σε διάφορα μουσικά συγκροτήματα αρχίζοντας με τους Idols σε ηλικία 17 χρόνων, όπου γνώρισε τους Βαγγέλη Παπαθανασίου και Λουκά Σιδερά, με τους οποίους αργότερα σχημάτισε τους Aphrodite's Child. Το ξεχωριστό φωνητικό του ύφος βοήθησε το συγκρότημα σε διεθνή επιτυχία στη Γαλλία και άλλα μέρη της Ευρώπης από το 1968 έως το 1972. Τον Μάιο του 1968 οι Ρούσσος, Παπαθανασίου και Σιδεράς εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, εν μέσω των ταραχών, και κυκλοφόρησαν το έργο «Rain and Tears», μια σύνθεση του Παπαθανασίου σε στίχους του Μπορίς Μπεργμάν με τον Ρούσσο να τραγουδάει με τη χαρακτηριστική του φωνή. Με το συγκρότημα ηχογράφησε αρκετούς ακόμη δίσκους, όπως το 666, που θεωρείται ένας από τους κλασικότερους «προγκρέσιβ ροκ» δίσκος. Συνεργάστηκε σποραδικά με τον Παπαθανασίου και εκτός Aphrodite's Child . Το 1970 ηχογράφησαν μαζί το σάουντρακ της ταινίας Sex Power (το οποίο κατά καιρούς αποδίδεται στους Aphrodite's Child) και το 1977 το Magic. Η επιτυχέστερη συνεργασία τους ήταν το Race to the End, μια φωνητική προσαρμογή του μουσικού θέματος από το βραβευμένο με Oscar Οι Δρόμοι της Φωτιάς. Το 1982 ο Ρούσσος πήρε μέρος και στο σάουντρακ της κινηματογραφικής ταινίας Blade Runner με το τραγούδι Tales of the Future. Στις 25 Ιουνίου 2010 πραγματοποίησε την πρώτη εμφάνιση του στην Ελλάδα μετά από 37 χρόνια, μια συναυλία στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, τα εισιτήρια της οποίας εξαντλήθηκαν σε λίγες ώρες. Για πολλά χρόνια ο Ρούσσος είχε πρόβλημα με το βάρος του. Τον Ιούνιο του 1980 ζύγιζε 147 κιλά, ενώ μετά τη δεκαετία του '80, όταν οι κυκλοφορίες του δεν σημείωναν πλέον επιτυχία, έπασχε από κλινική κατάθλιψη. Πέθανε το πρωί της 25ης Ιανουαρίου 2015, ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Υγεία. Ο Ρώσος αστρονόμος Timur Kryachko έδωσε το όνομά του (279226 Demisroussos) στον αστεροειδή κύριας ζώνης που ανακάλυψε στις 24 Οκτωβρίου 2009 από το ειδικό αστροφυσικό παρατηρητήριο της ρωσικής ακαδημίας επιστημών που βρίσκεται κοντά στην πόλη Ζελεντσούσκαγια. Γνωστά τραγούδια του: 1971 : We Shall Dance, 1972 : My Reason, 1973 : Forever and ever, 1973 : My Friend The Wind, 1973 : Good-Bye My Love, Good-Bye, 1973 : Someday Somewhere, 1974 : My Only Fascination, 1974 : With You, 1975 : From Souvenirs to Souvenirs, 1977 : Mourir auprès de mon amour, 1977 : Ainsi soit-il, 1978 : Loin des yeux loin du cœur, 1979 : Chantez enfants du monde, 1980 : I Need You, 1981 : La course infinite, 1982 : Au nom de l'amitié, 1983 : Follow Me, 1986 : Island of Love, 1987 : Quand je t’aime, 1988 : Le Grec, 1988 : Time, 1989 : On écrit sur les murs.
- Οι Άιντολς (Idols) ήταν ελληνικό μουσικό συγκρότημα, το οποίο εμφανίστηκε τον Οκτώβριο του 1964 και παρέμεινε στο προσκήνιο μέχρι το 1974. Από την σύνθεσή τους πέρασαν αρκετοί μουσικοί, όπως Αντώνης Γιούλης (κιθάρα, όργανο), Ντέμης Ρούσσος (μπάσο), Ντίνος Παπαβασιλείου (πιάνο, όργανο), Νότης Λαλαΐτης (αρμόνιο), Μανώλης Καβουκλής (μπάσο), Τζίμης Τζιμόπουλος (ντραμς), Τζο Μισά (τραγούδι), Γιώργος Πετρίδης (τραγούδι), Λάζαρος Παπαγεωργίου (τραγούδι), Νίκος Τσιλογιάννης (ντραμς), Βασίλης Κωνσταντινίδης (ντραμς). Την πρώτη περίοδο ηχογράφησαν "He's The One/Hellow Honey", "Reward/Wanted By The Low" και "La Dem Da Da"/"Boys", αλλά δεν έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Μετά το 1968 άλλαξαν, έκαναν στροφή στον ελληνικό στίχο και κυκλοφόρησαν αρκετές επιτυχίες, όπως "Τρικυμία στην Καρδιά Μου", "Τα Χρόνια Περνούν", "Ξαφνικά με Αγαπάς", ένα άλμπουμ το 1969 με τίτλο τ' όνομά τους και προσαρμογές ξένων ποπ τραγουδιών (Σου ΄δωσα την αγάπη μου Γ.Παπαστεφάνου C.Soffici, Η τραμοντάνα Θαν.Τσόγκας D.Pace). Οι Idols λειτούργησαν πιο πολύ σαν ορχήστρα χορού στα μαγαζιά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγάλων πόλεων. Στα τέλη τής δεκαετίας τού '80 (το 1989), το συγκρότημα ξαναδημιουργήθηκε από τους Γιούλη, Παπαβασιλείου, Κωνσταντινίδη και Δημήτρη Κατακουζηνό (μπάσο) και Νότη Λαλαΐτη. Ηχογράφησαν το άλμπουμ "Ανταοκτώ", έκαναν μερικές ρετρό εμφανίσεις και διαλύθηκαν οριστικά, μετά την εμφάνισή τους στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1991.
- Οι Τσαρμς (The Charms) ήταν από τα πρώτα και δημοφιλέστερα ελληνικά συγκροτήματα. Ιδρύθηκε το 1964 και διατηρήθηκε ως τα τέλη του 1973. Συμμετείχαν οι: Πέτρος Πολλάτος (Αθήνα 1943, σαξόφωνο), Bασίλης Τζαβάρας (κρουστά) Μ. Ροζάκης (τρομπόνι), Κώστας Νικολόπουλος (Αθήνα 1947, κιθάρα), Τ. Ιερεμίας (μέλος 1964-72), Γιώργος Στρατής (Αθήνα 1945, κρουστά), Κώστας Λιάκης (πν.) και Γ. Μελέκης. Δίσκοι: «The Charms» (1967), «Charms» (1968), «Να μείνουμε πάντα παιδιά» (1974). Γνωστότερο τραγούδι το Τρελοκόριτσο.
- Οι Ολύμπιανς (Olympians) ήταν συγκρότημα ποπ μουσικής από τη Θεσσαλονίκη, με γνωστότερο εκπρόσωπο τον τραγουδιστή Πασχάλη Αρβανιτίδη (1946) από το Δοξάτο της Δράμας. Το τραγούδι τους «Ο τρόπος που μ’ αγαπάς», ήταν το πρώτο με ελληνικούς στίχους σε ποπ μουσική. Άλλα γνωστά τραγούδια τους: Αν μια μέρα σε χάσω, Το κορίτσι του Μάη, Σχολείο, Αλέξης Λ.Παπαδόπουλος Β.Πιτσιλαδής, Ήτανε ένα κορίτσι (Ιστορία) Λ.Παπαδόπουλος Β.Πιτσιλαδής, Συγνώμη (Τώρα αγάπη μου) Άλκ.Κακαλιάγκος Ν.Ελληναίος. Η απλότητα και η ανεπιτήδευτη ερμηνεία του Πασχάλη, έβαλε τις βάσεις για την εξέλιξη των ελληνικών στίχων στην ποπ και αργότερα στην ροκ μουσική.
ζ. Οι μουσικοί της δεύτερης γενιάς του μλωδικού λαϊκού τραγουδιού
Η παράδοση του ελαφρολαϊκού τραγουδιού που δημιουργήθηκε το 1960 συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1970 με την 2η γενιά των εκπροσώπων της (Λουκιανός Κηλαηδόνης, Γιώργος Χατζηνάσιος, Σπύρος Παπαβασιλείου, Ηλίας Ανδριόπουλος, Μάριος Τόκας και Θάνος Μικρούτσικος), από τους οποίους ο Λ.Κηλαηδόνης και ο Θ.Μικρούτσικος σταδιακά έδωσαν στο έργο τους ροκ, σατιρική και πολιτική κατεύθυνση, που τους εντάσσει και στην επόμενη περίοδο.
- Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης έγραψε τραγούδια τριών διαφορετικών τύπων: Ελαφρολαϊκά σε στίχους Ν.Γκάτσου και ερμηνεία Μ.Μητσιά, Σατιρικά σε στίχους Γ.Νεγρεπόντη και Σχολιαστικά της καθημερινότητας με δικούς του στίχους και ερμηνεία. Και στις τρεις περιπτώσεις η μουσική του είναι εσκεμμένα απλή, συχνά βασισμένη σε παλιούς αμερικάνικους σκοπούς, που (κατά την ρήση του), «όλο κάτι σου θυμίζουν αλλά δεν ξέρουμε τι». Στα ελαφρολαϊκά του παρατηρείται μια τάση να μεταφερθεί το επίκεντρο της έμπνευσης από τον λαϊκό δρόμο στο δωμάτιο και τη μόνωσή του, που δημιουργεί άλλοτε ειδυλλιακές και άλλοτε εφιαλτικές εντυπώσεις. Τα σατιρικά του στηλιτεύουν οξύτατα τον μικροαστικό και καπιταλιστικό τρόπο ζωής. Στα σχολιαστικά του, που κυριάρχησαν στο έργο του μετά το 1978, παρουσιάζεται η αντιφατικότητα και τραγελαφικότητα της ζωής στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 15 Ιουλίου 1943. Σπούδασε στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων και κατόπιν Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθώς και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Αθήνας), χωρίς να ασκήσει αυτό το επάγγελμα. Είναι παντρεμένος με την Άννα Βαγενά και έχουν δύο κόρες. Το 1999 δημιούργησαν μαζί δική τους μουσική σκηνή, το «Μεταξουργείο». Η καλλιτεχνική πορεία του άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν έγραψε τη μουσική για τη θεατρική παράσταση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου Η Πόλη μας, που ερμήνευσαν η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μανώλης Μητσιάς. Συνέχισε παραγωγικότατος με πολλά τραγούδια που τραγουδήθηκαν πολύ («Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι», «Μια μέρα μιας Μαίρης», «Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών», "Ντίσκο"). Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η πρώτη μεγάλης κλίμακας συναυλία του, το περίφημο Πάρτι στη Βουλιαγμένη, που έγινε στις 25 Ιουλίου του 1983 και συγκέντρωσε πάνω από 70.000 άτομα (τηρουμένων των αναλογιών θεωρήθηκε το ελληνικό Woodstock). Στο πάρτι αυτό εμφανίστηκαν διαδοχικά οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βαγγέλης Γερμανός, Γιώργος Νταλάρας, Αφροδίτη Μάνου και Μαντώ, αποβιβαζόμενοι με ταχύπλοα στην πλωτή εξέδρα. Κύκλοι τραγουδιών του: 70 Η πόλη μας (Μ.Μητσιάς, Β.Μοσχολιού, Κ.Μητροπούλου), 72 Κόκκινη κλωστή (Μ.Μητσιάς Ν.Γκάτσος), 73 Μικροαστικά (Γ.Νεγρεπόντης), 75 Μαθήματα πολιτικής οικονομίας (Γ.Νεγρεπόντης), 77 Περίπατος (Μ.Μητσιάς Ν.Γκάτσος), 78 Καουμπόι (Λ.Κηλαηδόνης), 79 Ψυχραιμία παιδιά (Λ.Κηλαηδόνης), 83 Χαμηλή πτήση (Μαίρη Παναγιωταρά Α.Μάνου Λ.Κηλαηδόνης), 86 Τραγούδια για κακά παιδιά (Λ.Κηλαηδόνης), 92 Αχ πατρίδα γλυκιά (Λ.Κηλαηδόνης), 2002 Φανταρίστικα (Λ.Κηλαηδόνης).
- Ο Γιώργος Χατζηνάσιος (Θεσσαλονίκη 1942- ), γιος του Αγάπιου Χατζηνάσιου, από την Νιγρίτα Σερρών, καθηγητή μουσικής Ωδείων Θεσσαλονίκης, ο οποίος εθεωρείτο ένας απο τούς καλύτερους σαξοφωνίστες της εποχής του, και της Άννας, κόρης δασκάλου απο την Γαλάτιστα Χαλκιδικής. Ο παππούς του, Γεώργιος Χατζηνάσιος, σπούδασε στη Σχολη του Γένους, ήταν έμπορος και σε μικρή ηλικία πήγε στους Άγιους Τόπους με τον εύπορο πατέρα του Αθανάσιο, ο οποίος απ΄αυτό ονομάστηκε (Χατζής – Αθανάσιος) Χατζηνάσιος. Ο Γιώργος άρχισε μαθήματα πιάνου από 6 χρονών στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με καθηγητή τον Επαμεινώνδα Φλώρο, σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με καθηγήτρια την Ανθούλα Γ. Χυδίρηγλου, συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φαραντάτο, στο Εθνικό Ωδείο με καθηγητή τον Κρητικό και στο Παρίσι, όπου σπούδασε σύνθεση και ενορχήστρωση (θεωρητικά – φούγκα – αντίστιξη), και διεύθυνση ορχήστρας. Ως συνθέτης εμφανίστηκε το 1970 με το τραγούδι Κρίμα το μπόι σου (Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα) με την Μαρινέλλα σε στίχους Σέβης Τηλιακού. Το 1971 τιμήθηκε με το 2ο βραβείο στη Θεσσαλονίκη για το τραγούδι Αλίμονο (Κ.Δενάρδου Ν.Ελληναίος) και έγραψε επίσης τις συνθέσεις Στοιχηματίζω (Τ.Βοσκόπουλος Ν.Βρεττός) και Τι θέλεις να κάνω (Γ.Πάριος Κ.Ρουβηνέτης). Από τότε έχει γράψει πολλούς δίσκους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, απ’ τους οποίους πολλοί τιμήθηκαν με χρυσή και πλατινένια διάκριση, από διάφορες δισκογραφικές εταιρείες. Έγραψε, επίσης, μουσική και τραγούδια για τον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση. Κυκλοφόρησε ένα δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια της Μακεδονίας με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά. Παράλληλα, έγραψε μουσική για 38 κινηματογραφικές ταινίες όπως: Γλυκιά Συμμορία, Knock Out, Το Αγκίστρι, Εσύ κι Εγώ, Πρωινή Περίπολος, Shirley Valentine (1989), καθώς και μουσική για 25 θεατρικά έργα και μουσική για την τηλεόραση όπως: Μυστικοί Αρραβώνες, Ακριβή μου Σοφία, Μαύρη Χρυσαλλίδα, Τμήμα Ηθών, Γελοίον του Πράγματος, Δρόμοι της Πόλης, Άγγιγμα Ψυχής, Σύνορα Αγάπης, Τα Φτερά του ΄Έρωτα, Φιλί Ζωής. Το 1985 έγραψε την όπερα «Ελ Γκρέκο» για τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο. Μελοποίησε το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και την Βυζαντινή τριλογία που αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας δόθηκε με μεγάλη επιτυχία η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου «Χρονικόν της Αλώσεως» με την συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας της Όπερας της Σόφιας, την Χορωδία της Μακεδονίας, πρωταγωνιστή τον Γρηγόρη Βαλτινό και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Η «Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο» σε μορφή Συμφωνικής Καντάτας με ερμηνευτές τον Πέτρο Γαϊτάνο και τον Γρηγόρη Βαλτινό παρουσιάσθηκε στο Μέγαρο Μουσικής με θριαμβευτική επιτυχία καθώς και στις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Το ίδιο έργο υπό την διεύθυνση του συνθέτη με 140 μουσικούς – χορωδούς και solist παρουσιάσθηκε το καλοκαίρι του 2005 στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Κύκλοι τραγουδιών του: 72 4.5.3 (Κόκοτας, Διονυσίου, Γαλάνη), 73 Έχει ο θεός (Μ.Μητσιάς Δ.Γαλάνη), 74 Άσπρο μαύρο (Γ.Πάριος, Κ.Σμοκοβίτης Σώτ.Τσιώτου), 74 Διαδρομή (Κόκοτας, Γαλάνη, Μητσιάς Ανδρεάδης), 78 Η Μαρινέλλα του σήμερα (Μαρινέλλα), 79 Εικόνες (Δ.Γαλάνη), 80 Χωρίς ταυτότητα (Τ.Τσανακλίδου), 81 Πίσω απ' τη βιτρίνα (Γ.Κούτρας), 85 Η ενδεκάτη εντολή (Ν.Μούσχουρη Ν.Γκάτσος).
- Ο Σπύρος Παπαβασιλείου (1940-2009) γεννήθηκε στην Πάτρα. Γιος τραγουδιστή του ελαφρού τραγουδιού, σπούδασε στο Ωδείο και από τα 12 του συμμετείχε στην μπάντα Πατρών. Εκεί έμαθε να παίζει κλαρίνο. Μέχρι τα 16 είχε μάθει και πιάνο, τόσο ώστε να ενταχθεί στην ορχήστρα ενός κέντρου όπου τραγουδούσε ο πατέρας του. Λίγο αργότερα έφτιαξε και το δικό του κουαρτέτο, με το οποίο περιόδευαν παίζοντας σκοπούς της εποχής. Τελειώνοντας τον στρατό, τον σύστησαν στον Γιώργο Κατσαρό που τον πήρε στην ορχήστρα του για τα επόμενα 10 χρόνια. Από το 1973 άρχισε να ενορχηστρώνει και να διευθύνει, ως μαέστρος της ελαφράς ορχήστρας της ΕΡΤ, τραγούδια που διακρίνονταν στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε και με δικές του ορχήστρες σε νυχτερινά κέντρα και σχήματα: Πρωτοεμφανίστηκε ως μαέστρος κοσμικών Κέντρων, το 1971 στην «Παλιά Αθήνα»και ακολούθησε η «Νεράιδα», «Μοστρού», «Βράχος», «Στορκ». Τραγούδια άρχισε να γράφει από το 1967. Το πρώτο που δισκογραφήθηκε ήταν το «Μάτια μου μελένια»με το ντουέτο της Μιράντας και της Μπέτης Δήμα. Δημοτικότητα απέκτησε με τα τραγούδια του (Φιλί φιλί σε ανάστησα, Πέρασε το καλοκαίρι, Το παλιόπαιδο, Ο Αλή πασάς, Κλαίει απόψε η γειτονιά, σε στίχους Κ.Βέργου, Β.Μαρινάτου, Γ.Κιούρκα) στον πρώτο μεγάλο δίσκο του "Δημήτρη Μητροπάνου", 1971. Συνέχισε με τον Μητροπάνο με τα «Πικρά κι ανθρώπινα» το 1976 (Καλοκαίρια και χειμώνες [Αγαπημένη]), «Λαϊκά του σήμερα», το 1980 (Απόψε σε θέλω πολύ) και «Λαϊκές στιγμές», το 1983 (Σ΄ αγαπώ σαν αμαρτία). Πολύ γνωστές ήταν και οι συνεργασίες του με τον Αντ.Καλογιάννη στο δίσκο Τα σημερινά (1981, Όμορφή μου Κατερίνα) σε στίχους Λάκη Τεάζη και με την Βίκυ Μοσχολιού στο δίσκο Στους ανήσυχους δρόμους (1986), σε στίχους Ν.Βρεττού, Λ.Τεάζη, Π.Φαλάρα. Συνολικά έγραψε 600 ελαφρολαϊκά τραγούδια που, εκτός από του; Μητροπάνο, Καλογιάννη, Μοσχολιού, ερμήνευσαν και οι Στράτος Διονυσίου (Άνθρωποι και ανθρωπάκια), Δημήτρης Κοντολάζος (Πάντα ήμουν μόνος), Λίτσα Διαμάντη (Άσε με να σ’ αγαπάω), Κατερίνα Στανίση (Λίγο λίγο), Άννα Βίσση (Σαββατιάτικα), Μαρινέλλα (Η αγάπη μας), Γιάννης Πάριος, Τζένη Βάνου (Καλέ μην παραπονιέσαι), Λευτέρης Μυτιληναίος (Κοίταξέ με στα μάτια), Γιώργος Γερολυμάτος (Άλλο τραγούδι δε θα πω), Ρίτα Σακελλαρίου (Να σου πω), Νότης Σφακιανάκης (Αγάπη αλκοολική). Φανατικός ποδοσφαιρόφιλος έγραψε το 1973 έναν από τους Ύμνους του Ολυμπιακού (Ζήτω Ολυμπιακός), που τραγουδιόταν στα γήπεδα πριν από αυτόν που καθιερώθηκε μετά το 1981.
- Ο Ηλίας Ανδριόπουλος (γεννημένος στο Λαντζόι Ηλείας στις 7 Ιανουαρίου του 1950) μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου παράλληλα με τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο έκανε διάφορα επαγγέλματα για να μπορέσει να πάρει τις γνώσεις που χρειαζόταν. Το Νοέμβριο του 1976 κυκλοφόρησε ο 1ος δίσκος του με τον τίτλο Κύκλος Σεφέρη, με τραγούδια σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. Το 1978 κυκλοφόρησε ο 2ος δίσκος του με τίτλο Εικόνες, που περιλάμβανε τραγούδια σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και Νίκου Γκάτσου καθώς και ορισμένα ορχηστρικά κομμάτια. Τα Χριστούγεννα του 1979 κυκλοφόρησε ο 3ος δίσκος του με τίτλο Γράμματα στο Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά, ο οποίος έκανε εντύπωση. Το 1980 κυκλοφόρησαν οι δίσκοι Λαϊκά προάστια και Τα λαϊκά μου. Το 1982 κυκλοφόρησε ο δίσκος Περιπλάνηση. Στις 28 Μαρτίου του 1984 κυκλοφόρησε ο δίσκος Προσανατολισμοί, που περιλάμβανε τραγούδια από την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη. Στις 18 Νοεμβρίου του 1985 κυκλοφόρησε ένας ακόμα δίσκος με τον τίτλο Οι ξένες πόρτες, στον οποίο τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών είχε γράψει ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου και σε δυο τρία ο ίδιος ο Ανδριόπουλος. Το 1998 κυκλοφόρησε ο δίσκος Αργοναύτες με τον Μ.Μητσιά, σε ποιήματα Γ.Σεφέρη, Μ.Ελευθερίου, Ν.Γκάτσου. Τέλος ο δίσκος Ωδαί (2003) περιέχει μελοποιημένη ποίηση του Ντ.Χριστιανόπουλου. Είναι χαρακτηριστική η προσήλωση του Η.Ανδριόπουλου στην δύσκολη γραμμή που ακολούθησε από τα πρώτα βήματά του, με στόχο να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο την ποιότητα της μουσικής του, στα πλαίσια της αρχικής αισθητικής του, από την οποία δεν απομακρύνθηκε στα επόμενα έργα του, με αφετηρία και γνώμονα την υψηλή ποιότητα των προς μελοποίηση κειμένων.
- Ο Μάριος Τόκας (Λεμεσός της Κύπρου, 8 Ιουνίου 1954 - Αθήνα, 27 Απριλίου 2008) ασχολήθηκε με τη μουσική από τα μαθητικά του χρόνια. Η τουρκική εισβολή του 1974 τον βρήκε στην Κύπρο και του άφησε τραυματικές εμπειρίες. Βαθύτατα πολιτικοποιημένος, ο Μάριος Τόκας άρχισε να γυρίζει από πόλη σε πόλη κάνοντας συναυλίες για να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του και να μαζέψει χρήματα για την ανακούφιση των προσφύγων. Μετά από θητεία 38 μηνών, απολύθηκε από το στρατό και τον Σεπτέμβριο του 1975 συνέχισε τις σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978 ο Μανώλης Μητσιάς ερμήνευσε τα πρώτα του λαϊκά τραγούδια στον δίσκο Τα τραγούδια της παρέας. Η γνωριμία του με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο έδωσε το δίσκο Πικραμένη μου γενιά, που κυκλοφόρησε το 1981. Ακολούθησαν και άλλα μουσικά έργα σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Κώστα Μόντη, Θεοδόση Πιερίδη, Τεύκρου Ανθία, Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Μιχάλη Πασιαρδή. Σημαντική ήταν η παρουσία του και στη μουσική επένδυση πολλών θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, όπως τα έργα «Δόνα Ροζίτα» και «Γέρμα» του Φρεδερίκο Γκαρσία Λόρκα και στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη και η μουσική του απλώθηκε γρήγορα με τραγούδια όπως «Αννούλα του χιονιά», «ο Αλήτης», «Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη», «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί», «Σαν τρελό φορτηγό», «Εξαρτάται», «Το σημάδι», «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», «Τα λαδάδικα», «Θάλασσες», «Δίδυμα Φεγγάρια», «Μια στάση Εδώ», «Ψηλά τα χέρια», «Βίος Ανθόσπαρτος», «Επιστροφές-καταστροφές», «Φαντάσου», «Μια βροχή», «Της μοναξιάς οι σκλάβοι». Τα τραγούδια του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων οι τραγουδιστές Μανώλης Μητσιάς, Αντώνης Καλογιάννης, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιάννης Πάριος, Γιώργος Νταλάρας, Πασχάλης Τερζής, Γλυκερία, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Στέλιος Διονυσίου, Αλέκα Κανελλίδου, Κατερίνα Κούκα, Θέμης Αδαμαντίδης, Βασίλης Σκουλάς. Η κορυφαία στιγμή ήταν το 1996, όταν πήγε στο Άγιον Όρος και εκεί, συγκλονισμένος από τα χειρόγραφα που βρήκε και μελέτησε, έγραψε το συμφωνικό έργο Θεογεννήτωρ Μαρία, το οποίο παρουσιάστηκε και στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης (2002), με ερμηνευτές τους Μανώλη Μητσιά και Κώστα Χατζηχριστοδούλου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε «ο Μάριος Τόκας, πάντα στηριγμένος στις ρίζες της ελληνικής μας παράδοσης, δημιούργησε και δημιουργεί έργα γνήσια ελληνικά. Οι μελωδίες του έχουν κάτι από τον ουρανό, τη θάλασσα, τον ίδιο τον βράχο του Άθω». Σημαντικά έργα του για την Κύπρο είναι: Ψυχή τε και σώματι, μελοποιημένα ποιήματα των απαγχονισθέντων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Αντρέα Ζάκου και άλλων. Φωνή πατρίδας, τραγούδια σε ποίηση Κώστα Μόντη, Θεοδόση Πιερίδη και Νεσιέ Γιασίν. Αμμόχωστος Βασιλεύουσα σε ποίηση Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκο Κληρίδη (2001) με το «μετάλλιο εξαίρετης προσφοράς στην πατρίδα». Πέθανε την Κυριακή του Πάσχα, στις 27 Απριλίου του 2008, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν νυμφευμένος με την Αμαλία Πετσοπούλου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά.
- Ο Γιώργος Κριμιζάκης (γεννημένος στο Ηράκλειο το 1943- ) ήταν από τους πρώτους που συνέβαλαν στη στροφή της ελληνικής μουσικής προς την κοινωνική αρχικά και στην συνέχεια και πολιτική σάτιρα, κατεύθυνση στην οποία είχαν συμμετοχή και ο Γ.Μαρκόπουλος με τα τραγούδια Του άντρα του πολλά βαρύ (1971), Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν (1972), Θεσσαλικός Κύκλος (1974), Τουμπου τούμπου ζα (1975), ο Λ.Κηλαηδόνης με όλα τα έργα του που τραγούδησε ο ίδιος και ο πολυσύνθετος (ευθυμογράφος, γελοιογράφος, στιχουργός και μουσικός) Γιάννης Λογοθέτης στη συνεργασία του με τον Θέμη Ανδρεάδη (73 Γελοιογραφίες Δεν τη μπορώ τη δυναστεία, 74 Λούλα, 76 Το σκυλάκι το κανίς, 76 Βρήκαμε τη Λούλα). Αρχικά ο Γ.Κριμιζάκης κινήθηκε ανάμεσα στο νέο κύμα και το ελαφρολαϊκό με τραγούδια ερμηνευμένα από τον Μ.Βιολάρη και την Κ.Χωματά (κύκλος τραγουδιών Φωτογραφίες - 1971) ή τον Γιάννη Πετρόπουλο (Σε έχω απόψε ανάγκη πολλή 1972). Ήδη όμως στα τραγούδια Τι Λοζάνη τι Κοζάνη (1971- Μ.Βιολάρης), Γύρνα πίσω Αποστόλη (1972-Μ.Βιολάρης) οι στίχοι του Γιάννη Κακουλίδη έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για την έναρξη της νέας πορείας, που εκδηλώθηκε, με την πτώση της δικτατορίας, ανοιχτά πλέον με τον δίσκο Αγωγή του πολίτη (1975) σε στίχους πάλι Γιάννη Κακουλίδη με ερμηνευτές τους Γιώργο Μαρίνο, Μ.Βιολάρη και Μιράντα Κουνελάκη. Η συνεργασία με τον Γιάννη Κακουλίδη συνεχίστηκε σε μια σειρά έργων στα οποία έκανε την εμφάνισή του (ή ορθότερα επανεμφάνιση) ο πολυτάλαντος Χάρυ Κλυνν (Βασίλης Τριανταφυλλίδης-Καλαμαριά 1940- ): 78 Για δέσιμο, 79 Δοξάστε με, 81 Πατάτες (στίχοι Χ Κλυνν), 84 Μαλακά πιο μαλακά (Η χώρα του πράσινου ήλιου).
- Ο Βασίλης Δημητρίου (1945-2015) γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1945 στην Αθήνα. Έγραψε μουσική για το θέατρο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο και για το μπαλέτο, τραγούδια και έργα στο ιδίωμα της σύγχρονης μουσικής για μικρά και μεγάλα σύνολα ή σόλο όργανα. Από το 2004 έως το 2010 ήταν μέλος του Δ.Σ. της ΕΡΤ. ενώ είχε επίσης διατελέσει μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και του Δ.Σ. του Ελληνικού Φεστιβάλ. Στην δισκογραφία κυκλοφόρησαν περισσότερα από τριακόσια πενήντα τραγούδια και είκοσι οχτώ προσωπικοί δίσκοι (LP & CD), αποτέλεσμα συνεργασίας με ποιητές και στιχουργούς όπως οι Νίκος Γκάτσος, Μάνος Ελευθερίου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Βαγγέλης Γκούφας, Άκος Δασκαλόπουλος, Γιάννης Λογοθέτης, Νάνος Βαλαωρίτης, Πάμπλο Νερούδα. Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει γνωστοί ερμηνευτές όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Μαρινέλλα, η Χάρις Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Στράτος Διονυσίου, ο Γιάννης Καλατζής, η Ελένη Βιτάλη, ο Χρήστος Θηβαίος, η Αφροδίτη Μάνου, η Καίτη Χωματά, η Πόπη Αστεριάδη, η Κατερίνα Κούκα, ο Γιώργος Μαρίνος. Μεγάλες επιτυχίες έγιναν τα τραγούδια του "Μαρία με τα κίτρινα", "Χαλασιά μου", "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά", Το πεπρωμένο", "Πρόβα νυφικού", "Μέσα σ' ένα τανγκό" (σε δικούς του στίχους), "Ω! τι κόσμος μπαμπά" (στίχοι Κώστα Μουρσελά), "Ο κόσμος είναι σαν μπαξές" (στίχοι Μάνου Ελευθερίου), "Πόσο πολύ σ' αγάπησα" (στίχοι Κατίνας Παΐζη), Η μυγδαλιά (στίχοι Νίκου Γκάτσου). Κυκλοφόρησαν επίσης εννέα από τις έντεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη για τις οποίες έγραψε μουσική. Γνωστότεροι κύκλοι τραγουδιών του: 74 Ω τι κόσμος μπαμπά, 93 Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, 95 Πρόβα νυφικού, 98 Ο μεγάλος θυμός, 2009 Κ.Καρυωτάκης.
- Ο Χριστόδουλος Χάλαρης (1946- ) κατάγεται από οικογένεια ερασιτεχνών μουσικών από την Κρήτη, όπου μεγάλωσε. Από το 1964 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και σπούδασε μαθηματικά, κυβερνητική και μουσικό αυτοματισμό (École Pratique des Hautes Etudes). Το 1969 επέστρεψε και άρχισε να ερευνά σε βάθος τη βυζαντινή μουσική. Ίδρυσε την «Ορχήστρα παλαιών παραδοσιακών και πρωτότυπων Οργάνων» (κατασκευάζοντας πολλά από αυτά τα όργανα μόνος του) και παρουσίασε παντού (σε εσωτερικό-εξωτερικό) την "Κοσμική βυζαντινή μουσική». Η 17μελής ορχήστρα του, μετονομασμένη σε «Ορχήστρα λεπτών οργάνων αρχαίου και βυζαντινού ρεπερτορίου» λειτούργησε για αρκετό διάστημα υπό την αιγίδα της Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης, ενώ (από το 1999) τέθηκε υπό την οικονομική στήριξη του Δήμου Θεσ/νίκης. Χαρακτηριστικά είναι τα έργα του Τροπικός της Παρθένου 1973 με τον Ν.Ξυλούρη, Ακολουθία 1974 με τους Ν.Ξυλούρη και Δ.Γαλάνη, Δροσουλίτες 1975 σε στίχους Ν.Γκάτσου με την Δ.Γαλάνη, Ερωτόκριτος 1976 με τους Ν.Ξυλούρη και Τ.Τσανακλίδου και Ακριτικά 1978, σε αυθεντικούς βυζαντινούς στίχους.
Ο ελληνικός κινηματογράφος εμφανίστηκε ως μορφή τέχνης στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με μικρό αριθμό ταινιών (περίπου 35) μέχρι το 1940. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε η σταδιακή διάδοσή του με 4-7 ταινίες το χρόνο μέχρι το 1950 και η παραγωγή αυξήθηκε μέχρι τις 60 ταινίες το έτος 1960. Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήρθε στο διάστημα από το 1960 μέχρι το 1973 φτάνοντας σε μέσο όρο 80 ταινίες το χρόνο. Από το 1974 μέχρι σήμερα η παραγωγή κυμάνθηκε σε πολύ μικρότερα επίπεδα, από 10 ταινίες μέχρι 40 ταινίες το χρόνο.
Η πρώτη περίοδος του ελληνικού κινηματογράφου, που καθορίζεται χρονολογικά από το 1906 ως το 1940, χαρακτηρίζεται από τη φιλότιμη αλλά σε χαμηλό επίπεδο δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ανυπαρξία ειδικευμένων τεχνικών και καλλιτεχνών, την αδιαφορία του κράτους και την προχειρότητα των μηχανικών μέσων. Πρώτες κινηματογραφικές λήψεις στον ελληνικό χώρο θεωρούνται εκείνες που πραγματοποίησε ο Βρετανός δημοσιογράφος Frederic Villiers στη διάρκεια του πολέμου του 1897. Το 1906 κινηματογραφήθηκε μια μικρού μήκους ταινία για την Μεσολυμπιάδα που διεξάχθηκε τότε, γυρισμένη με απλά τεχνικά μέσα, αλλά και με ορισμένα στοιχειώδη καλλιτεχνικά γνωρίσματα. Οπερατέρ ήταν ο Felix Mesguich. Ένα χρόνο αργότερα, το (1907) έγινε μια ακόμη ταινία του είδους αυτού που παρουσίαζε τον εορτασμό της ελληνικής εθνικής επετείου. Στα 1907, 1908 και 1911 γυρίστηκαν αντίστοιχα οι ταινίες Η εορτή του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, Η επιστροφή του διαδόχου Κωνσταντίνου και Από τη ζωή των μικρών πριγκίπων. Το 1911 ο Κώστας Μπαχατώρης, παρουσίασε στην οθόνη, το κωμειδύλλιο του Περισιάδη Γκόλφω, που γνώρισε στο θέατρο μεγάλη επιτυχία. Οπερατέρ της ταινίας ήταν ο Ιταλός Φίλιππο Μαρτέλι και πρωταγωνίστρια η βεντέτα του θεάτρου της εποχής Ολυμπία Δαμάσκου. Είχε μήκος δύο χιλιάδες μέτρα, διαρκούσε δηλαδή περίπου μία ώρα και δέκα λεπτά, και γυρίστηκε εξολοκλήρου σε φωτογραφικό στούντιο. Η ταινία είχε πολλά ελαττώματα και λάθη αλλά ο κόσμος την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Το 1911 ιδρύθηκε η πρώτη κινηματογραφική εταιρία, η Αθηνή Φιλμ, του Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλου, που κινηματογράφησε τις πρώτες κωμωδίες: Κβο βάντις Σπυριντιό, Σπυριντιόν χαμαιλέων, Σπυριντιόν μπεμπής, Οι δύο τυχεροί, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο και τεχνικούς τον Γερμανοεβραίο Έριχ Μπούμπαχ και τον Ιταλό Φίλιππο Μαρτέλι. Ύστερα από αυτό γυρίστηκε μία άλλη ταινία μήκους χιλίων μέτρων με τίτλο Η τύχη της Μαρούλας, που ήταν η πρώτη ελληνική ταινία με αξιώσεις στοιχειώδους καλλιτεχνικού και τεχνικού επιπέδου. Το 1913, η ίδια εταιρία παρουσίασε μία σειρά μικρών κωμωδιών τύπου μπουρλέσκ, με πρωταγωνιστή το δημοφιλή κωμικό Σπ.Δημητρακόπουλο. Το 1916 ιδρύθηκε μία δεύτερη κινηματογραφική εταιρία, η Άστυ Φιλμς, που τον ίδιο χρόνο παρουσίασε την κωμωδία με τίτλο Η προίκα της Αννούλας. Ακολούθησαν τα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που σταμάτησαν μέχρι το 1920 την εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου. Την εποχή αυτή ο Αχιλλέας Μαδράς και οι αδελφοί Γαζιάδη επιχείρησαν να κινηματογραφήσουν μερικά ντοκιμαντέρ. Στην ίδια περίοδο έγιναν και τα πολεμικά ντοκιμαντέρ του Γιώργου Προκοπίου. Στα μικρά αυτά φιλμ, που αποτελούν και τα μόνα κινηματογραφικά ντοκουμέντα από τον Μικρασιατικό Πόλεμο, ο Προκοπίου αναδείχτηκε γνήσιος καλλιτέχνης. Παρά τα πρωτόγονα μηχανικά μέσα, πέτυχε υψηλού επιπέδου φωτογραφία, καταπληκτική κίνηση του φακού και ρεαλιστική εικόνα.
Το 1921 ο Δημήτρης Γαζιάδης παρουσίασε την ταινία Το Ελληνικόν θαύμα, όπου χρησιμοποίησε Ρώσους ηθοποιούς. Ταινίες μυθοπλασίας γυρίστηκαν από τον Ζοζέφ Χεπ με ήρωα τον Βιλάρ και πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Σφακιανάκη. Πρώτη στη σειρά είναι Ο Βιλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου,η οποία δεν σώζεται. Σώζεται αντίθετα η παλαιότερη ολοκληρωμένη ταινία μυθοπλασίας του ελληνικού κινηματογράφου, Αι περιπέτειαι του Βιλάρ. Το 1924 γυρίστηκαν μερικές σύντομες ταινίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο κωμικός Μιχαήλ Μιχαήλ, (Ο Μιχαήλ δεν έχει ψιλά, Το όνειρο του Μιχαήλ, Ο έρως του Μιχαήλ και της Κοντσέτας, Ο γάμος του Μιχαήλ). Ένα χρόνο αργότερα η Άστυ Φιλμς έδωσε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της που προξένησε εξαιρετική εντύπωση, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι ηθοποιοί της ήταν άγνωστοι ερασιτέχνες. Ο τίτλος της ήταν Το απόπαιδο. Τον ίδιο χρόνο, ο Μιχαήλ Μιχαήλ παρουσίασε τις κωμωδίες του Οι γάμοι της Κοντσίτας και η Απαγωγή της Μάρως, δύο μικρού μήκους ταινίες που γυρίστηκαν από μια καινούρια ελληνοαγγλική εταιρία παραγωγής. Το 1926 δημιουργήθηκε από τους αδελφούς Γαζιάδη μια νέα εταιρία, η Νταγκ Φιλμς. Ο Δημήτρης Γαζιάδης είχε σπουδάσει κινηματογραφία στο Μόναχο και ήταν συγχρόνως οπερατέρ, σκηνοθέτης και φωτογράφος. Το 1927 η Νταγκ Φιλμς παρουσίασε την πρώτη ταινία της Έρως και κύματα, που αποτέλεσε σταθμό για τον ελληνικό κινηματογράφο, αφού σε αυτήν εμφανίζονταν για πρώτη φορά σοβαροί ηθοποιοί, όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γιώργος Παππάς και ο Ορέστης Λάσκος. Το 1930 η Νταγκ Φιλμς παρουσίασε μια νέα σειρά από ταινίες, που τα σενάριά τους έγραψαν γνωστοί συγγραφείς και ο πρωταγωνιστές τους είχαν επιλεγεί από τους καλύτερους ηθοποιούς του Βασιλικού θεάτρου. Την περίοδο αυτή η Νταγκ Φιλμς του Δημήτρη Γαζιάδη, παρουσίασε την οπερέτα του Χατζηαποστόλου Οι απάχηδες των Αθηνών (1930), με πρωταγωνιστή τον τενόρο της Λυρικής σκηνής Πέτρο Επιτροπάκη και πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Σαγκάνου, που ήταν από τις πρώτες καλλιτέχνιδες του Βασιλικού θεάτρου. Η ταινία αυτή γνώρισε σημαντική επιτυχία και παρακίνησε την Νταγκ Φιλμς να γυρίσει τη δεύτερη σημαντική ομιλούσα ταινία της, με τίτλο Φίλησέ με Μαρίτσα, η οποία, παρά το γεγονός ότι βρήκε πολύ καλή υποδοχή από το κοινό, ήταν και η τελευταία της Νταγκ Φιλμς. Αμέσως μετά διαλύθηκε, αδυνατώντας να προσαρμόσει τις εργαστηριακές της εγκαταστάσεις στις απαιτήσεις του ομιλούντος κινηματογράφου, που είχε πια καθιερωθεί. Τότε όμως είχε παρέλθει η εποχή του βωβού κινηματογράφου και το κοινό υποδεχόταν με ενθουσιασμό τον ηχητικό κινηματογράφο.
Τα πρώτα χρόνια του «ομιλούντος» κινηματογράφου ήταν προβληματικά, με αρχαία, ακατάλληλα τεχνικά μέσα και σε περιορισμένα οικονομικά περιθώρια. Οι ηθοποιοί του θεάτρου, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ειδίκευση και εξοικείωση στον κινηματογραφικό φακό, δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστούν στην διαφορετική κινηματογραφική τεχνική. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτη η υποστήριξη με την οποία το ελληνικό κοινό περιέβαλε την έβδομη τέχνη. Αν και χρησιμοποιήθηκαν πολλά ελληνικά θέματα, συνολικά ο κινηματογράφος δεν εμφάνισε ελληνικό χαρακτήρα, ούτε ξεχωριστή πρωτοτυπία, καθώς η κινηματογραφική παραγωγή στο σύνολό της ακολουθούσε πότε τα γαλλικά και πότε τα αμερικανικά πρότυπα. Μερικές ελληνικές ταινίες της πρώτης αυτής περιόδου γυρίστηκαν στην Αίγυπτο, είτε με ελληνοαιγυπτιακή συνεργασία, είτε απλώς με χρήση των αιγυπτιακών στούντιο, που μολονότι ήταν σε καλύτερη κατάσταση από πλευράς μηχανικού εξοπλισμού, εκτός από την καθαρότερη φωτογραφία και το πιο φροντισμένο μοντάζ, δεν παρουσίαζαν κανένα άλλο ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον.
Στο μεταξύ ιδρύθηκαν άλλες πιο συγχρονισμένες εταιρίες όπως η Ηρώ Φιλμς, η Ακρόπολις Φιλμς και άλλες. Η δεύτερη παρουσίασε μία σειρά μικρές κωμωδίες με πρωταγωνιστή τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, έναν πολύ καλό μιμητή του Σαρλώ. Τον ίδιο χρόνο (1930), ο Ορέστης Λάσκος (1908-1992), δόκιμος ως νεοέλληνας ποιητής, στράφηκε στον κινηματογράφο και γύρισε το έργο Δάφνις και Χλόη (με τους Απόλλωνα Μαρσύα και Λουκία Ματλή), που θεωρείται η πρώτη ρεαλιστική ελληνική ταινία, αληθινά πρωτοποριακή, αφού ήταν μία από τις πρώτες στον παγκόσμιο κινηματογράφο που συμπεριλάμβανε γυμνό. Στην επομένη δεκαετία, αν και δημιουργήθηκαν αρκετές νέες εταιρίες, όπως η Τέλεγκαν, ο Φοίβος, ο ελληνικός κινηματογράφος περιορίσθηκε στα μικρά ντοκιμαντέρ και τις ταινίες επικαίρων. Οι Έλληνες κινηματογραφιστές χρησιμοποίησαν αυτόν τον χρόνο για να προσαρμόσουν τα στούντιο τους στις ανάγκες του ομιλούντος κινηματογράφου. Μόλις το 1939 παρουσιάστηκε μια ικανοποιητική «ομιλούσα» ελληνική ταινία, που γυρίστηκε με συγχρονισμένα μηχανήματα εικόνας και ήχου από τον Φιλοποίμενα Φίνο (1908-1977). Ήταν το Το τραγούδι του χωρισμού, με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Αλέκο Λειβαδίτη, τη Λίντα Μιράντα και την Ευτυχία Δανίκα.
Μερικά ονόματα που πρωτοστάτησαν στα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, εκτός από τον Μπαχατώρη, τον Μαδρά, τους αδελφούς Γαζιάδη, τον Γιόζεφ Χεπ, τον Γ. Προκοπίου, τον Ορέστη Λάσκο, τον Τάκη Δαδήρα, το Φιλοποίμενα Φίνο, τον Αντώνη Ζερβό ήταν αρκετοί ηθοποιοί που συνέδεσαν τη δράση τους με τον κινηματογράφο, αν και δεν έπαυσαν ποτέ να ανήκουν στο θέατρο: Ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μήτσος Μυράτ, η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη και ένα πλήθος άλλοι, πρόσφεραν την συμβολή τους στη νέα τέχνη και πολλές φορές με θυσία της προσωπικής τους προβολής, επειδή ήταν κακή η φωτογραφία, άπειρος ο σκηνοθέτης ή αφελές το σενάριο. Η Καίτη Πάνου και η Ζινέτ Λακάζ έπαιζαν αποκλειστικά στον κινηματογράφο, χωρίς να έχουν καμιά σχέση με το θέατρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαν ειδική κινηματογραφική εκπαίδευση. Τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής 1940-1944 δεν άφησαν περιθώρια εξέλιξης στον ελληνικό κινηματογράφο, έδωσαν όμως το υλικό και τα θέματά τους στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες του μεταπολέμου. Αξιοσημείωτη ήταν η ίδρυση της Φίνος Φιλμς (1942) που παρουσίασε αξιόλογη δουλειά.
Μετά την απελευθέρωση η κινηματογραφική παραγωγή άρχισε να ανεβαίνει: 4 έργα το 1946, 14 έργα το 1951, 23 έργα το 1956, 61 έργα το 1960, 91 έργα το 1965, 114 έργα το 1966, 101 έργα το 1967 και το 1968, με σταδιακή πτώση μετά την έναρξη λειτουργίας της τηλεόρασης σε 81 έργα το 1970, 44 έργα το 1973, 36 έργα το 1974 μέχρι και 27 έργα το 2000. Ενώ το πρώτο στούντιο του Σκουληκίδη έκλεισε, ιδρύθηκαν δύο αρκετά συγχρονισμένα στούντιο: Το Άλφα στα Μελίσσια και της Ανζερβός στη Φιλοθέη. Διέθεταν την αναγκαία έκταση και σύγχρονο εξοπλισμό καθώς και ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό. Οι εταιρίες παραγωγής γίνονταν ολοένα και περισσότερες. Τη Φίνος Φιλμς, ακολούθησαν οι εταιρίες Ανζερβός, Νοβάκ, Παρθενών, Μεσόγειος, Π. Μήλας, Λαμπρινός, Τζαλ Φιλμς, Κ. Κονιτσιώτης, Γκρεγκ Τάλλας, Κώστας Καραγιάννης, Αφοί Καρατζόπουλοι, Ψαρράς-Ρουσόπουλοι-Λαζαρίδης, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης. Αργότερα ιδρύθηκαν και άλλες αξιόλογες εταιρίες κινηματογραφικών ταινιών όπως Σκούρας Φιλμ, Χρ. Σπέντζος, Σάββας Φιλμς, Ρεξ Φιλμ, Ακρόπολις Φιλμ, Κόσμος Φιλμ, Νίκος Παπαδόπουλος, Νίκος Αβραμέας, Σκαραβαίος Φιλμ, Κοράλ Φιλμ, Άστυ Φιλμ, Βασίλης Λαμπίρης, Νόβακ Φιλμ, Ντελέρνο Φιλμ, Τάσος Γιαννόπουλος, Γιώργος Σαρρής, Απόστολος Τεγόπουλος, Όσκαρ Φιλμ, Χρ. Μανιάτης, Ιωαννίδης Φιλμ, Στέλιος Τατασόπουλος, Λίλα Κουρκουλάτου, Νίκος Μαρκίδης, Τάκης Περγαντής, Κώστας Στράντζαλης, Ηλίας Περγαντής, Σύλιας και Υιός, Παρθενών Φιλμ, Κορώνα Φιλμ, Χαλιώτης Φιλμ, Αφοί Κυριακόπουλοι, Σ.Α.Κ.Ε., Γιώργος Χανιώτης, Νίκος Σπέντζος, Νίκος Βαρβέρης. Οι προσπάθειες τους ήταν φιλότιμες, αλλά παρέμειναν στα όρια της εμπορικής σκοπιμότητας. Η άνθιση που παρουσίασε ο εμπορικός κινηματογράφος στα χρόνια 1955-1973 ήταν εκπληκτική, καθώς η προβολή ταινιών σε, υπαίθριους ιδιαίτερα, συνοικιακούς κινηματογράφους ήταν την εποχή εκείνη ένα λαϊκό πανηγύρι, στο οποίο μετείχαν σύσσωμες όλες οι γειτονιές, με όλων των ειδών τα «φιλοθεάμονα» δρώμενα, από τον πασατέμπο μέχρι τα σφυρίγματα και το γιουχάισμα στις διακοπές της ταινίας, τη λαϊκή συμμετοχή στις ατάκες των διαφημίσεων και τα επιφωνήματα επιδοκιμασίας στις απαραίτητες εισαγωγικές κωμωδίες μικρής διάρκειας (Σαρλώ, Χοντρός Λιγνός και Μίκι Μάους).
Η θεματογραφία της ελληνικής κινηματογραφίας στο ξεκίνημά της περιλάμβανε ταινίες εθνικού περιεχομένου με θέματα από την επανάσταση του 1821, κωμειδύλλια, ηθογραφίες και μερικά θέματα από τη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα είδη ταινιών που κυριάρχησαν την περίοδο εκείνη ήταν κυρίως ταινίες «φουστανέλας» και «μελό». Οι πρώτες ήταν συνήθως έργα αγροτοποιμενικού περιεχομένου ηθών και εθίμων, με δραματικές, συνήθως, ιστορίες ανάμεσα σε μία πλούσια τσελιγκοπούλα και ένα φτωχό κολίγα παραγιό, τσοπάνη ή και το αντίθετο ανάμεσα σε φτωχή κόρη και γαμπρό τσέλιγκα ή άρχοντα. ΄ταν ταινίες λαογραφικής προδιάθεσης, πέρα από κάθε συγκεκριμένη χρονική και τοπική πραγματικότητα. Μερικές μάλιστα από αυτές μιμήθηκαν τη θεματογραφία και το ύφος κάποιων αμερικάνικων γουέστερν. Κατά τη Χρυσή Εποχή το μελό, η ηθογραφική κωμωδία και η ορεινή περιπέτεια της προηγούμενης δεκαετίας παραχώρησαν τη θέση τους σε νέα είδη. Μεγάλη άνθηση παρουσίασε η φαρσοκωμωδία, ενώ έκανε την εμφάνιση του το μιούζικαλ και η μουσική κομεντί, σε ελληνοποιημένη μεταφορά. Δεν έλειψαν βέβαια και οι δραματικές ταινίες, το κοινωνικό δράμα, το αστυνομικό δράμα, το μελό, η πολεμική περιπέτεια. Τα περισσότερα από τα είδη αυτά διατήρησαν τις ίδιες αφηγηματικές δομές, τους ίδιους κώδικες και τα ίδια εκφραστικά μέσα με τα προηγούμενα κυρίαρχα είδη. Στο σύνολο των ειδών των ταινιών της περιόδου αυτής το στοιχείο της κοινωνικοπολιτικής κριτικής υπεισερχόταν μόνο έμμεσα, από τους παρουσιαζόμενους χαρακτήρες και τα προβλήματά τους.
Η κωμωδία της δεκαετίας του 60 έκανε λίγες αναφορές στην πολιτική κατάσταση της εποχής, σχολιάζοντας και σατιρίζοντας κυρίως επιφανειακά τη ρουσφετολογία και την πολιτική πρακτική του παλαιοκομματικού και πελατειακού κόσμου, προσωποποιώντας τα δεδομένα και αναπαράγοντας την κυρίαρχη ιδεολογική εικόνα για την πολιτική κουλτούρα της εποχής. Oι συντελεστές των ταινιών έβρισκαν τρόπους επικοινωνίας με το πλατύ κοινό χωρίς όμως να συγκρούονται με την επίσημη εξουσία και τις απόψεις της για την πολιτική. Tο πολιτικό κατεστημένο παρουσιαζόταν ισχυρό και απαραβίαστο, ενώ οι προσπάθειες ανατροπής του οδηγούνταν στο κενό. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ταινιών αυτής της δεκαετίας ήταν κωμωδίες, γεγονός που δείχνει την επιθυμία να ξεχαστούν τα βάσανα και οι εντάσεις του άμεσου παρελθόντος. Το σενάριο της ταινίας σε μια τυπική κωμωδία ήταν αρκετά απλό και έξυπνο και σχεδόν σε κάθε ταινία υπήρχε μια σκηνή από μια βραδινή έξοδο στα μπουζούκια (που ήταν το απαραίτητο βαριετέ). Αυτό έδωσε την ευκαιρία να παίρνουν μέρος στις ταινίες διάσημοι μουσικοί και τραγουδιστές και να αναπτυχθεί η λαϊκή μουσική της εποχής. Από τα πιο δημοφιλή ονόματα που πέρασαν από τις ταινίες αυτής της εποχής ήταν οι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς και πολλοί άλλοι. Μεγάλοι και αξεπέραστοι κωμικοί δώσανε απλόχερα το γέλιο και τη διασκέδαση στην ελληνική οικογένεια, ονόματα όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης και η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ορέστης Μακρής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Παντελής Ζερβός, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και πολλοί άλλοι. «Τα κίτρινα γάντια» του Αλέκου Σακελλάριου με τους Νίκο Σταυρίδη, Μάρω Κοντού, Μίμη Φωτόπουλο και την Μάρθα Βούρτση, ήταν από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του 60, όπου ο Γιάννης Γκιωνάκης έμεινε αξέχαστος στον ρόλο του Μπρίλη και τις αμίμητες ατάκες του. Το 1963 η ταινία «Της κακομοίρας» του Ντίνου Κατσουρίδη ήταν μία από τις καλύτερες ελληνικές κωμωδίες με τον Κώστα Χατζηχρήστο να παίζει τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του σαν «Ζήκος ο μπακαλόγατος», βοηθός στο παντοπωλείο του Κώστα Δούκα με την Μαρίκα Νέζερ, την Ντίνα Τριάντη, τον Νίκο Ρίζο και τον Θανάση Μυλωνά. Το 1964 γυρίστηκε «Η χαρτοπαίχτρα» του Γιάννη Δαλιανίδη με τους Ρένα Βλαχοπούλου, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Σαπφώ Νοταρά, Κώστα Βουτσά και άλλους. Ακολούθησε η «Τζένη Τζένη» το 1965 με σκηνοθέτη τον Ντίνο Δημόπουλο και πρωταγωνιστές τους Τζένη Καρέζη, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Διονύση Παπαγιανόπουλου και Ανδρέα Μπάρκουλη. Στη δεκαετία του 60 ο Θανάσης Βέγγος με ταινίες όπως «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» 1963, «Ο παπατρέχας» 1966, «Θου Βου φαλακρός πράκτωρ 000» 1967, «Πάρε κόσμε» 1967 και πολλές άλλες, δημιούργησε τον τύπο του κατατρεγμένου λαϊκού ανθρώπου, του φουκαρά, του γκαφατζή, του άνεργου, του τίμιου και εργατικού, που κάνει κάθε δουλειά για να επιβιώσει, του αγχωμένου, του πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη, του καλοκάγαθου και πρόθυμου, του ονειροπόλου και προδομένου, του αιώνιου θύματος με την απεριόριστη αισιοδοξία. Ο Σταύρος Παράβας εξάλλου δημιούργησε τον χαρακτήρα του «Φίφη» σε διάφορες ταινίες όπως «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» και «Φίφης ο αχτύπητος».
Με την εισαγωγή του χρώματος στην ελληνική ταινία εμφανίστηκαν τα πρώτα ελληνικά μιούζικαλ, ένα κινηματογραφικό είδος, στην πλοκή του οποίου ήταν ενσωματωμένα και μουσικοχορευτικά κομμάτια. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη εγκαινίασε τα μιούζικαλ με την επιτυχία «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Το πιο λαμπρό αστέρι» και άλλα. Η Ρένα Βλαχοπούλου με την Μάρθα Καραγιάννη, τον Κώστα Βουτσά, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Νόρα Βαλσάμη και άλλους, έπαιξαν σε πολλά μιούζικαλ της εποχής με χορογραφίες που έγιναν από τους Βαγγέλη Σειλινό, Μανώλη Καστρινό και Φώτη Μεταξόπουλο. Χαρακτηριστικές μιούζικαλ ταινίες της εποχής ήταν το «Ραντεβού στον αέρα» το 1966 με τους Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστα Βουτσά, Χλόη Λιάσκου, Γιάννη Βογιατζή, Μάρθα Καραγιάννη και το «Γοργόνες και Μάγκες» το 1968 σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη με τους Μαίρη Χρονοπούλου, Φαίδωνα Γεωργίτση, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Βαγγέλη Σειλινό, Νόρα Βαλσάμη, Μάρθα Καραγιάννη και άλλους. Τα τραγούδια των μιούζικαλ γίνονταν αμέσως επιτυχίες, οι χοροί τους χορεύονταν στα πάρτι και οι άνθρωποι όλων των ηλικιών ενσωμάτωναν τις μόδες τους. Το είδος απεικόνισε σημαντικούς κοινωνικούς και πολιτιστικούς προβληματισμούς και είχε αξιοσημείωτη επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα στην Ελλάδα. Το μιούζικαλ της εποχής εξέφραζε την αισιοδοξία των καιρών, ενώ παράλληλα συνέλαβε τις εντάσεις από την ταχεία κοινωνική αλλαγή.
Υπήρχαν όμως και αξιόλογες ελληνικές δραματικές κοινωνικές ταινίες με αξιόλογους καλλιτέχνες σαν τον Ορέστη Μακρή, Λαυρέντη Διανέλλο, Μάνο Κατράκη, Μελίνα Μερκούρη, Γιώργο Φούντα, Έλλη Λαμπέτη, Γκέλυ Μαυροπούλου, Δέσπω Διαμαντίδου και πολλούς άλλους. Από τα πιο δημοφιλή δράματα από το ’60 και μετά, είναι οι ελληνικές ταινίες της «Κλακ φιλμ» με το «παιδί του λαού» Νίκο Ξανθόπουλο, την μονίμως «ταπεινή και καταφρονημένη» Μάρθα Βούρτση, την Αφροδίτη Γρηγοριάδου και την Άντζελα Ζήλια, σε ταινίες δακρύβρεχτες που αντικατόπτριζαν τη ζωή του λαού και της φτωχολογιάς, πολλές φορές με το στερεότυπο του φτωχού παιδιού του λαού που ερωτεύεται την πλούσια κοπέλα. Το 1965 η ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη σε σενάριο του Νίκου Φώσκολου με τους Νίκο Κούρκουλο, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιάννη Βόγλη και Μάνο Κατράκη ήταν υποψήφια για το Όσκαρ της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Με αυτή την ταινία ήρθε ένα νέο ύφος στις ελληνικές ταινίες, «οι ελληνικές γουέστερν ταινίες» βασισμένες κυρίως στις εξεγέρσεις γεωργών στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα. H πορεία του δράματος όμως στην ελληνική κινηματογραφία ήταν φθίνουσα σε αντίθεση με την κωμωδία. H οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, η επιστροφή των μεταναστών, οι νέες ευκαιρίες πλουτισμού και κινητικότητας οδήγησαν το μελό σε εντυπωσιακή αναπροσαρμογή της θεματικής του. Μέσα από την κινηματογραφική οθόνη καθιερώθηκαν και κάποιοι στερεοτυπικοί χαρακτήρες, όπως: Γιώργος Φούντας – Ο σκληρός. Νίκος Κούρκουλος – Ο ωραίος, αυστηρός, δίκαιος, καλόκαρδος άνδρας. Δημήτρης Παπαμιχαήλ – Το λεβεντόπαιδο. Ελένη Ζαφειρίου – Η μάνα. Κατερίνα Χέλμη – Η πόρνη. Αρτέμης Μάτσας – Ο προδότης. Τασσώ Καββαδία – Η κακιά. Αλέκος Τζανετάκος – Ο καρπαζοεισπράκτορας. Λαυρέντης Διανέλλος – Ο καρδιακός.
- Ο Ορέστης Λάσκος (1908-1992) συνέχισε τη σκηνοθετική δραστηριότητα με 54 ταινίες (κυρίως κωμωδίες) στα χρόνια 1931-71, σε 12 από τις οποίες μετείχε η σύζυγός του Μπεάτα Ασημακοπούλου (1932-2009), σε 4 η Άννα Φόνσου και σε 3 η Μάρω Κοντού, ενώ από τους άντρες σε 12 ο Μίμης Φωτόπουλος, σε 11 ο Γιάννης Γκιωνάκης, σε 9 ο Νίκος Σταυρίδης, σε 9 ο Σταύρος Παράβας, σε 7 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και σε 7 ο Κώστας Χατζηχρήστος.
- Ο Στέλιος Τατασόπουλος (1908-2000) μετά την Κοινωνική σαπίλα (1932) παρουσίασε άλλες 26 ταινίες (3 με τον Νίκο Ξανθόπουλο, 4 με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλος, 3 με τον Θανάση Βέγγο, 2 με τον Γιώργο Φούντα, 2 με τον Νίκο Σταυρίδη, 2 με τον Μίμη Φωτόπουλο και 2 με τον Κώστα Χατζηχρήστο). Σκηνοθέτησε τη Μαύρη γη (1952), σε σενάριο του Νίκου Σφυρόερα.
- Ο Ηλίας Παρασκευάς (;;;;-;;;;) μετά τα Κύματα του Βόσπορου (1934) παρουσίασε άλλες 19 ταινίες (με τους Γκέλυ Μαυροπούλου, Ν.Σταυρίδη, Γ.Γκιωνάκη, Αλ.Αλεξανδράκη) με σημαντικότερη τους Απάχηδες των Αθηνών (1950) με τους Αιμ.Βεάκη, Λ.Κωνσταντάρα, Μ.Καλουτά, Ντ.Ηλιόπουλο και Μ.Φωτόπουλο.
- Ο Αντώνης Παπαδαντωνάκης (;;;;-;;;;) μετά τη Νύχτα χωρίς ξημέρωμα (1939) παρουσίασε άλλες 7 ταινίες (με τους Λ.Κωνσταντάρα, Μ.Φωτόπουλο, Κ.Χατζηχρήστο και Νίκο Ρίζο).
- Ο Δημήτρης Ιωαννόπουλος (1904-1987) μετά τη Φωνή της καρδιάς (1943 με τους Αι.Βεάκη, Δημ.Χορν, Αλ.Λειβαδίτη, Λ.Κωνσταντάρα και Καίτη Πάνου), παρουσίασε άλλες 7 ταινίες, με γνωστότερο το έργο Μια του κλέφτη (1960, με τους Δημ.Χορν Κάκια Αναλυτή, Δ.Παπαγιαννόπουλο, Θ.Βέγγο και Κ.Ρηγόπουλο) σε μουσική Μ.Πλέσσα.
- Ο Γιώργος Τζαβέλλας (1916-1976), κινηματογράφησε 12 ταινίες από τις ποιοτικότερες του ελληνικού κινηματογράφου (4 με τον Δ.Χορν, 3 με τον Μ.Φωτόπουλο, 3 με τον Ορ.Μακρή, 3 με τον Ν.Ρίζο, 2 με τον Β.Λογοθετίδη, 3 με την Ίλια Λιβυκού, 2 με τη Μ.Κοντού). Η Κάλπικη Λίρα (1955) είναι μια ταινία με γνήσιο ελληνικό χαρακτήρα, όπου πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού, Μίμης Φωτόπουλος, Ορέστης Μακρής, Δημήτρης Χορν και Έλλη Λαμπέτη, που συντέλεσαν στην θριαμβευτική πορεία του έργου. Είναι η ιστορία μιας κάλπικης λίρας, που την κατασκεύασε ένας αγαθός ανθρωπάκος, που συνέρχεται γρήγορα από το πάθος της απληστίας και του παράνομου κέρδους, αλλά η κάλπικη λίρα συνεχίζει τη σταδιοδρομία της και περνά από χέρι σε χέρι, αρχίζοντας από τη σάτιρα για να καταλήξει στο δράμα. Μέσα απ' αυτή την πορεία προβάλλει το κεντρικό νόημα του έργου, που συνοψίζεται στο ότι η ζωή μας είναι ψεύτικη, επιφανειακή, αλλά στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει κάτι το αληθινό και γι' αυτό μεγαλειώδες. Άλλες ταινίες του είναι: Χειροκροτήματα (1943) με τον Αττίκ, τη Ζινέτ Λακάζ και τον Δημήτρη Χορν, Μαρίνος Κοντάρας (1948) με τον Μάνο Κατράκη, Ο μεθύστακας (1950) με τον Ορέστη Μακρή, Η Αγνή του λιμανιού (1952), με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, το Σωφεράκι (1953) με τον Μίμη Φωτόπουλο, Μια ζωή την έχουμε (1958) με τους Δ.Χορν, Β.Αυλωνίτη και η Αντιγόνη (1961) με τους Μάνο Κατράκη, Ειρήνη Παππά, Μάρω Κοντού.
- Ο Αλέκος Σακελλάριος (1913-1991), θεατρικός συγγραφέας της μεγαλομεσαίας αστικής τάξης, από τους δημιουργούς, ως στιχουργός, του αρχοντορεμπέτικου, γύρισε 49 ταινίες σε 14 από τις οποίες εμφανιζόταν η πρώτη σύζυγός του Νίκη Λινάρδου (1935-2012). Σημαντικότερες ταινίες του θεωρούνται: Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948), Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952), και Σάντα Τσικίτα (1953), με τον Βασίλη Λογοθετίδη, με σενάρια από θεατρικά έργα που έγραψε ο ίδιος μαζί με το Χρήστο Γιαννακόπουλο. Στις ταινίες του Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο (1959), Η Αλίκη στο ναυτικό (1961), Χτυποκάρδια στο θρανίο(1963), Μοντέρνα Σταχτοπούτα (1965) και Η κόρη μου η σοσιαλίστρια (1966) πρωταγωνιστούσαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Συνολικά γύρισε 7 ταινίες με την Α.Βουγιουκλάκη, 7 με την Ίλια Λιβυκού, 6 με την Μάρω Κοντού, 6 με την Ρένα Βλαχοπούλου, 6 με την Γεωργία Βασιλειάδου, 5 με την Τζένη Καρέζη, 11 με τον Λ.Κωνσταντάρα, 8 με τον Δ.Παπαμιχαήλ, 7 με τον Β.Λογοθετίδη και 6 με τους Αλ.Αλεξανδράκη, Δ.Παπαγιαννόπουλο, Γ.Γκιωνάκη, Μ.Φωτόπουλο, Β.Αυλωνίτη. Σε 7 ταινίες του τη μουσική έγραψε ο Μ.Χατζιδάκις με ονομαστά τραγούδια σε στίχους του ίδιου του Αλ.Σακελλάριου, ενώ σε 3 ταινίες του τη μουσική έγραψε ο Πλέσσας και σε 1 ο Στ.Ξαρχάκος. Οι περισσότερες ταινίες του θεωρούνται πλέον κλασικές και παραμένουν από τις δημοφιλέστερες του ελληνικού κινηματογράφου.
-Ο Νίκος Τσιφόρος (1912-1970), γνωστός επίσης θεατρικός συγγραφέας, γύρισε 16 ταινίες, αρχίζοντας με τους Χαμένους άγγελους το 1948. Σε 5 ταινίες του πρωταγωνιστούσε ο Β.Αυλωνίτης, η Σμαρούλα Γιούλη και ο Ν.Ρίζος, σε 4 ο Μ.Φωτόπουλος, σε 3 ο Ντ.Ηλιόπουλος και η Γ.Βασιλειάδου και σε 2 οι Ν.Σταυρίδης, Δ.Παπαγιαννόπουλος.
- Ο Γρηγόρης Γρηγορίου (1919-2005) γύρισε 30 ταινίες με πρωταγωνιστές τους Πέτρο Φυσσούν, Νίκο Κούρκουλο, Ξένια Καλογεροπούλου και Ν.Σταυρίδη σε 3, Ανδρέα Μπάρκουλη, Ντ.Ηλιόπουλο, Γ.Γκιωνάκη, Μ.Κατράκη, Θ.Βέγγο, Άννα Φόνσου, Μ.Κοντού και Λ.Κωνσταντάρα σε 2. Γνωστότερες ταινίες του Ο αδελφός Άννα (1963), Διωγμός (1964) και οι δύο με τους Π.Φυσσούν, Μ.Κατράκη και Τα 201 καναρίνια (1964) με τους Ελένη Χαλκούση και Χάρυ Κλυνν.
- Η Μαρία Πλυτά (Θεσσαλονίκη, 1915-2006) γύρισε 17 ταινίες με κοινωνικό περιεχόμενο με πρωταγωνιστές τους Γ.Φούντα, Μ.Παπαμιχαήλ, Α.Μπάρκουλη, Γ.Γκιωνάκη, Ντ.Ηλιόπουλο, Μιράντα Κουνελάκη (σε 2 ταινίες ο καθένας). Γνωστότερη ταινία της Ο λουστράκος (1962) με τους Βασίλη Καΐλα, Δ.Παπαμιχαήλ, Μ.Κουνελάκη.
- Ο Κώστας Ανδρίτσος (Αθήνα, 1916-1993) γύρισε 38 ταινίες με πρωταγωνιστές τον Ν.Σταυρίδη σε 7 ταινίες, την Γκέλυ Μαυροπούλου σε 6 ταινίες, τους Κ.Χατζηχρήστο, Α.Μπάρκουλη, Γ.Φούντα, Γ.Γκιωνάκη, Ξ.Καλογεροπούλου, Μ.Κοντού σε 4 ταινίες. Στο έργο Μαρία Πενταγιώτισσα έπαιζαν οι Α.Βουγιουκλάκη, Α.Μπάρκουλης, Λ.Κωνσταντάρας και Κ.Χατζηχρήστος.
- Ο Ντίμης Δαδήρας (1927-1982) γύρισε 53 ταινίες (5 με τον Ντ.Ηλιόπουλο, 4 με τους Τζ.Καρέζη, Α.Αλεξανδράκη, Γ.Γκιωνάκη, 3 με τους Α.Φόνσου, Θ.Βέγγο, Α.Μπάρκουλη). Στην ταινία Αγαπητικός της βοσκοπούλας (1955) πρωταγωνιστούσαν οι Α.Βουγιουκλάκη, Α.Ζησιμάτος και Κ.Χατζηχρήστος, ενώ στο Νησί των γενναίων (1959) με μουσική Μ.Χατζιδάκι, πρωταγωνιστούσε η Τζ.Καρέζη και ο Α.Αλεξανδράκης. Γνωστές ταινίες Σκέψεις (1965) και 13ος (1967.
- Ο Ντίνος Δημόπουλος (Άρτα,1921-2003), από τους διασημότερους του εμπορικού κινηματογράφου, γύρισε 47 ταινίες, σε 9 από τις οποίες πρωταγωνίστρια ήταν η Αλ.Βουγιουκλάκη, σε 7 η Τζ.Καρέζη, σε 6 η Φλωρέτα Ζάνα, σε 5 η Νόρα Βαλσάμη και σε 4 η Μάρω Κοντού και η Γ.Βασιλειάδου και αντίστοιχα σε 12 πρωταγωνιστής ήταν ο Δ.Παπαγιαννόπουλος, σε 7 οι Α.Αλεξανδράκης και Λ.Κωνσταντάρας και σε 6 οι Δ.Παπαμιχαήλ, Ν.Κούρκουλος, Ντ.Ηλιόπουλος. Σε 6 ταινίες του τη μουσική έγραψε ο Μ.Χατζιδάκις, σε 5 ο Μ.Πλέσσας και σε 2 ο Στ.Ξαρχάκος. Η ταινία Μανταλένα (1960), με τους Α.Βουγιουκλάκη, Δ.Παπαμιχαήλ, Παντελή Ζερβό, Θ.Βέγγο, βραβεύτηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Έδωσε επίσης τις ταινίες Η Λίζα και η άλλη, Πυρετός στην άσφαλτο και Το Ταξίδι (1962).
- Ο Νίκος Κούνδουρος (1926- ) γύρισε μερικές από τις αξιολογότερες ταινίες των δεκαετιών του '50 και του '60. H Μαγική πόλις (1954), με τους Γ.Φούντα, Μαργ.Παπαγεωργίου, Μ.Φωτόπουλο, Θ.Βέγγο, σε μουσική Μ.Χατζιδάκι, είναι η πρώτη ενδιαφέρουσα προσπάθεια που προσεγγίζει τον κοινωνικό ρεαλισμό. Ο Δράκος (1956), με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Μαργ.Παπαγεωργίου, Γιάννη Αργύρη και Θ Βέγγο, είναι επηρεασμένος από το κίνημα του εξπρεσιονισμού. Την μεγαλύτερη διάκριση, τη γνώρισε με τις Μικρές Αφροδίτες (1963), με τους Ελένη Προκοπίου, Τάκη Εμμανουήλ, ταινία με την οποία κέρδισε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
-Ο Μιχάλης Κακογιάννης (Λεμεσός, 1922-2011) γύρισε 16 ταινίες αρχίζοντας από το 1954 με θέματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους (3 με τον Γ.Φούντα, 6 με την Ειρ.Παππά, 4 με την Έλλη Λαμπέτη και 2 με τον Δ.Χορν). Η ταινία Στέλλα (1955) με την Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα, σε μουσική Μ.Χατζιδάκι είναι από τις θρυλικότερες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως και ο Αλέξης Ζορμπάς (1964), με τους Άντονυ Κουίν, Άλαν Μπέιτς σε μουσική Μ.Θεοδωράκη, ο οποίος έγραψε τη μουσική σε άλλες 5 ταινίες του Κακογιάννη. Άλλη αξιόλογη προσφορά του είναι ότι κατόρθωσε με σύγχρονη αίσθηση να μεταφέρει στην οθόνη την Ηλέκτρα (1962, με τους Ειρ.Παππά, Γιάννη Φέρτη), που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Άλλες ταινίες του είναι το Κυριακάτικο ξύπνημα (1954, Χορν, Λαμπέτη), Το κορίτσι με τα μαύρα (1956, Χορν, Λαμπέτη), Το τελευταίο ψέμα (1957, Λαμπέτη, Νικολινάκος, Γ.Παππάς), Ερόικα (1960 του Κοσμά Πολίτη, σε μουσική Αργ.Κουνάδη) και η Ιφιγένεια (1977, Ειρ.Παππά, Κ.Καζάκος, Κ.Καρράς). Στις ταινίες του απηχούνται συμπυκνωμένα, αλλά με καλλιτεχνική αυτονομία, τα σημαντικότερα δείγματα τάσεων που σημειώθηκαν στην παγκόσμια κινηματογραφική τέχνη.
- Ο Φίλιππος Φυλακτός (;;;;-2007) γύρισε 19 ταινίες (4 με τον Ν.Σταυρίδη, 4 με τον Ν.Ρίζο και 4 με τον Θ.Βέγγο) από τις οποίες γνωστότερη είναι ο Παύλος Μελάς (1973) με τον Λάκη Κομνηνό και την Καίτη Παπανίκα. Επίσης ο Δημόκριτος (1968).
- Ο Βασίλης Γεωργιάδης (1921-2000) γύρισε ταινίες με φροντίδα και μεράκι, αρχίζοντας με το έργο Άσσοι του γηπέδου (ή Κυριακάτικοι ήρωες 1956), αφιερωμένο στον κόσμο του ποδοσφαίρου της εποχής και συνεχίζοντας με σημαντικές ταινίες, όπως τα Κόκκινα φανάρια (1963), με τους Τζ.Καρέζη, Κ.Χρονοπούλου, Γ.Φούντα, Δ.Παπαμιχαήλ και Φ.Γεωργίτση, Γάμος αλά ελληνικά (1964) με τους Ξ.Καλογεροπούλου, Γ.Κωνσταντίνου, Κορίτσια στον ήλιο (1968) με τον Γ.Βόγλη, Εκείνο το καλοκαίρι (1971) με τους Ε.Ναθαναήλ, Λάκη Κομνηνό, αλλά και με τηλεοπτικές σειρές που έκαναν αίσθηση, όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1975, Αλ.Γκόλφης, Κ.Δανδουλάκη, Γ.Φούντας), Οι Πανθέοι (1977, Κ.Δανδουλάκη, Αγγ.Αντωνόπουλος), Γιούγκερμαν (1978, Αλ.Αλεξανδράκης, Μ.Ντενίση).
- Ο Οδυσσέας Κωστέλετος (Κέρκυρα, 1926- ) σκηνοθέτησε 33 ταινίες (6 με τον Τόλη Βοσκόπουλο, 4 με την Κ.Αναλυτή, 3 με τους Α.Μπάρκουλη, Γ.Γκιωνάκη, Δ.Παπαγιαννόπουλο), με γνωστότερο το Διαζύγιο αλά ελληνικά (1960) με τους Κ.Αναλυτή και Κ Ρηγόπουλο.
- Ο Δημήτρης Αθανασιάδης (;;;;-;;;;) γύρισε 22 ταινίες με κύριους συνεργάτες τους Ανδρ.Μπάρκουλη (5 ταινίες), Θ.Βέγγο, Ν.Σταυρίδη, Δ.Παπαγιαννόπουλο (από 2 ταινίες).
- Ο Ανδρέας Λαμπρινός (;;;;-;;;;) γύρισε 2 ταινίες με την Α.Βουγιουκλάκη (Το κορίτσι με τα παραμύθια, 1957 και Διακοπές στην Αίγινα 1958) και 1 με την Τζ.Καρέζη (Ταξίδι με τον έρωτα 1959) και συνέχισε με την τριάδα Αυλωνίτης, Βασιλειάδου, Ρίζος.
- Ο Σωκράτης Καψάσκης (Ζάκυνθος, 1928-2007) ξεκίνησε με την ταινία Μια λατέρνα μια ζωή (1958) με τους Ντ.Ηλιόπουλο, Τζ.Καρέζη, Ορ.Μακρή, είχε μία ταινία με την Α.Βουγιουκλάκη και τον Ν.Κούρκουλο (Ερωτικές ιστορίες, 1959) και συνολικά σκηνοθέτησε 14 ταινίες, από τις οποίες 3 με τον Κ.Χατζηχρήστο και 4 με την Α.Φόνσου.
- Ο Γιάννης Δαλιανίδης (1923-2010) ήταν από τους εμπορικότερους όλων των εποχών, θιασώτης του μιούζικαλ και του μεγάλου θεάματος. Σκηνοθέτησε 80 ταινίες ξεκινώντας με τη Μουσίτσα το 1959, με τους Α.Βουγιουκλάκη, Α.Μπάρκουλη, το Λαός και Κολωνάκι (1959) με τους Ξ.Καλογεροπούλου, Κ.Αναλυτή, Κ.Κακαβά, Κ.Χατζηχρήστο) και Ένας βλάκας και μισός (1959) με τους Χρ.Ευθυμίου, Ρίκα Διαλυνά, Α.Μπάρκουλη, Γ.Γκιωνάκη, Δ.Παπαγιαννόπουλο. Μεγάλες επιτυχίες ήταν Μερικοί το προτιμούν κρύο (1963) και Κάτι να καίει (1963) και οι δύο με τους Ρ.Βλαχοπούλου, Μ.Καραγιάννη, Κ.Βουτσά, Ντ.Ηλιόπουλο. Συνολικά σε 21 ταινίες του πρωταγωνίστησε η Ζωή Λάσκαρη και σε 23 ο Κώστας Βουτσάς, σε 14 η Μ.Καραγιάννη, 15 ο Δ.Παπαγιαννόπουλος, 10 η Ρ.Βλαχοπούλου, 9 οι Ντ.Ηλιόπουλος, Φ.Γεωργίτσης, Α.Μπάρκουλης και 7 η Μ.Χρονοπούλου, ενώ σε 17 ταινίες του μουσική έγραψε ο Μίμης Πλέσσας, σε μία ο Μ.Χατζιδάκις και σε μία ο Τ.Μωράκης. Σκηνοθέτησε και αρκετά δραματικά έργα, όπως Κατήφορος, Νόμος 4000, Δάκρυα για την Ηλέκτρα, Ίλιγγος, Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο.
- Ο Πάνος Γλυκοφρύδης (Αθήνα, 1930-2010) ήταν ο σκηνοθέτης του Θ.Βέγγου, που πρωταγωνίστησε σε 11 από τις 19 ταινίες του. Γνωστή ταινία του ήταν και η Δίκη των δικαστών (1974) με τους Ν.Κούρκουλο, Νικ.Νανέρη και Μ.Κατράκη, που αναφέρεται στη δίκη των Πολυζωΐδη, Τερτσέτη στα χρόνια της Βαυαροκρατίας.
- Ο Ντίνος Κατσουρίδης (Λευκωσία 1927-2011) ήταν ο έτερος σκηνοθέτης από τους στενά συνδεδεμένους με τον Θ.Βέγγο, ο οποίος πρωταγωνίστησε σε 9 από τις 16 ταινίες του. Κλασικές είναι επίσης δύο ταινίες του με τον Κ.Χατζηχρήστο (Της κακομοίρας 1963 και Ο κύριος πτέραρχος 1963).
- Ο Γιώργος Παπακώστας (1935-2011) γύρισε 41 ταινίες με κύριους πρωταγωνιστές τους Δ.Παπαγιαννόπουλο (5 ταινίες), Ν.Σταυρίδη (4 ταινίες) και Μ.Φωτόπουλο (4 ταινίες). Στο Γέλιο βγήκε απ’ τον παράδεισο (1963) πρωταγωνιστούσαν οι Δ.Παπαγιαννόπουλος, Ν.Ρίζος, Γ.Κωνσταντίνου.
- Ο Κώστας Καραγιάννης (1932-1993) ήταν σε εμπορικότητα ισοδύναμος με τον Γ.Δαλιανίδη. Σκηνοθέτησε 104 ταινίες (21 με τον Ν.Ρίζο, 14 με τον Λ.Κωνσταντάρα, 12 με τον Κ.Βουτσά, 7 με τον Α.Μπάρκουλη, 6 με τον Δ.Παπαμιχαήλ και 12 με την Δ.Στυλιανοπούλου, 7 με την Ξ.Καλογεροπούλου, 6 με την Ρ.Βλαχοπούλου, 5 με την Α.Βουγιουκλάκη και 5 με την Τζ.Ρουσέα).
- Ο Τάκης Κανελλόπουλος (Θεσσαλονίκη 1933-1990), εμφανίστηκε με το Μακεδονικό γάμο (1960), ντοκιμαντέρ μικρού μήκους με φολκλορικό θέμα, όπου παρουσίασε το άγνωστο πλήθος σε ένα σύνολο γεμάτο συναισθηματισμό και ανθρώπινο πάθος. Στον Ουρανό (1962), με τον Φαίδωνα Γεωργίτση, έδωσε ωραίες εικόνες σε ένα θέμα εμπνευσμένο από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και στην επόμενη ταινία του Εκδρομή (1966) με τον Αγγ.Αντωνόπουλο, ο οποίος πρωταγωνίστησε και στην Παρένθεση (1968) σε σενάριο του Νόελ Κάουαρντ.
- Ο Δημήτρης Κολλάτος (Αθήνα 1937- ) πρωτοεμφανίστηκε με μία μικρή ιστορία της Κρήτης που έχει τίτλο Οι ελιές (1964) με σενάριο δικό του. Στη συνέχεια έδωσε το Θάνατο του Αλεξάνδρου (1966), με ιδιότυπο και αδρό ρεαλισμό και προσωπικό ύφος. Στην προσπάθεια του να πρωτοτυπήσει, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά, έφτασε συχνά στην υπερβολή της πρόκλησης που προκάλεσε συζητήσεις, παραμένοντας μια αξιόλογη κινηματογραφική πρόταση και στις επόμενες 12 συνολικά ταινίες του.
- O Κώστας Σφήκας (1927-2009) πειραματίστηκε σε πολλές από τις 14 συνολικά ταινίες του πάνω στην κινηματογραφική κίνηση και ακινησία, θυμίζοντας τους πειραματισμούς του Άντι Γουόρχολ. Οι σημαντικότερες ταινίες του είναι το Μοντέλο (1974), μόνο με ρομπότ χωρίς ηθοποιούς, σχόλιο στην αλλοτρίωση του ανθρώπου στο βιομηχανικό περιβάλλον, οι Μητροπόλεις (1975), η Αλληγορία (1986) και Προμηθεύς εναντιοδρόμων (1998).
- Ο Ερρίκος Θαλασσινός (Ηράκλειο, 1927-2000) σκηνοθέτησε 42 ταινίες, από τις οποίες 9 είχαν πρωταγωνιστή τον Θ.Βέγγο, 7 τον Σωτήρη Μουστάκα, 3 τον Δ.Παπαγιαννόπουλο, 3 την Μ.Βούρτση, 3 την Ελένη Ανουσάκη.
- Ο Νίκος Φώσκολος (1927-2013), ήταν συγγραφέας 82 σεναρίων και σκηνοθέτης 27 έργων (ταινίες και τηλεοπτικές σειρές), που ήταν όλα από τα δημοφιλέστερα στο χώρο του θεάματος. Με την Αλ.Βουγιουκλάκη σκηνοθέτησε δύο έργα: Υπολοχαγός Νατάσα (1970) και Νύχτα Μάγων (1990), με την Γκέλυ Μαυροπούλου 4, με την Μαίρη Χρονοπούλου 3, με τον Κώστα Καζάκο 5, με τον Άγγ.Αντωνόπουλο 4 και με τον Ν.Κούρκουλο 3 (Ορατότης μηδέν 1970). Εκπληκτική θεαματικότητα είχαν οι σειρές του Άγνωστος πόλεμος (1971-74) με τους Άγγ.Αντωνόπουλο, Γκ.Μαυροπούλου και Λάμψη (1991-2005) με τους Κ.Δανδουλάκη και Χρ.Πολίτη.
- Ο Αλέξης Δαμιανός (1921-2006) μετά από το Μέχρι το πλοίο (1967, με τον Χρήστο Τσάγκα), καινοτόμησε με την Ευδοκία (1971, με τους Μαρία Βασιλείου και Γιώργο Κουτούζη), ένα φιλμ που διατηρεί μία πρωτόγονη γοητεία και σχολιάζει τη συντριβή ενός αδιέξοδου έρωτα από το ευρύτερο συντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον. Μετά από αρκετές δεκαετίες επέστρεψε με τον Ηνίοχο (1995), με ηπιότερα αποτελέσματα.
- Ο Αλέκος Αλεξανδράκης (Αθήνα, 1928-2005) "έγραψε ιστορία" με τη Συνοικία το όνειρο (1961, των Κώστα Κοτζιά, Τ.Λειβαδίτη με την Αλ.Γεωργούλη), την πιο γλαφυρή καταγραφή της σκληρής ζωής στα λαϊκά προάστια, επηρεασμένη από τον Ιταλικό ρεαλισμό. Συνέχισε με ένα ακόμη έργο των ίδιων συγγραφέων Θρίαμβος (1962) με την Κ.Αναλυτή.
- Ο Κώστας Μανουσάκης (1929-2005) έδωσε τις ταινίες Έρωτας στους αμμόλοφους (1958, με τους Α.Βουγιουκλάκη, Α.Μπάρκουλη), Προδοσία (1964, με τους Π.Φυσσούν, Μ.Κατράκη, Δ.Μυράτ), που πήρε το βραβείο της ενώσεως κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το βραβείο ειρήνης, και τον ατμοσφαιρικό Φόβο (1966, με τους Έλλη Φωτίου, Αν.Βλάχο, Σπύρο Φωκά).
- Ο Γιώργος Σκαλενάκης (1926-2014) ήταν επίσης θηρευτής της εμπορικής επιτυχίας με 22 έργα σε 3 από τα οποία πρωταγωνίστησε η Α.Βουγιουκλάκη με τον Δ.Παπαμιχαήλ και σε 2 η Έλενα Ναθαναήλ. Γνωστές ταινίες του Διπλοπενιές, Ντάμα σπαθί, Επιχείρηση Απόλλων και Ιμπεριάλε.
- Ο Ερρίκος Ανδρέου (1938- ), σύζυγος της Νόρας Βαλσάμη, γύρισε μαζί της αρκετές αξιόλογες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές (Αφροδίτη 1977, Αναδυομένη 1978). Από τις 17 ταινίες του γνωστότερη είναι Εκείνος κι εκείνη (1967) με τους Τζ.Καρέζη, Φ.Γεωργίτση και ο Παπαφλέσσας (1971) με τους Δ.Παπαμιχαήλ, Κ.Δανδουλάκη, Αλ.Αλεξανδράκη.
- Ο Απόστολος Τεγόπουλος (Αθήνα, 1936-2007) ήταν ο σκηνοθέτης των λαϊκών ταινιών του Ν.Ξανθόπουλου, ο οποίος πρωταγωνίστησε σε 25 από τις 44 ταινίες του, σε 7 εμφανίστηκε ο Β.Αυλωνίτης και σε 6 η Μάρθα Βούρτση.
- Ο Νίκος Αβραμέας κινήθηκε στα ίδια πλαίσια με 29 ταινίες σε 5 από τις οποίες πρωταγωνίστησε η Γεωργία Βασιλειάδου.
- Ο Κώστας Ασημακόπουλος (Λέσβος, 1936- ), που προαναφέρθηκε και ως πεζογράφος, σκηνοθέτησε 13 ταινίες, σε 5 από τις οποίες πρωταγωνίστησε ο Αλ.Αλεξανδράκης, με πιο γνωστή την Οικογένεια Χωραφά (1968), στην οποία έπαιξε και η Μ.Κοντού.
- Ο Όμηρος Ευστρατιάδης (Πειραιάς 1938- ) ερωτοτρόπησε με τη μεγάλη θεαματικότητα με 48 ταινίες με γνωστούς πρωταγωνιστές (Γκιωνάκης, Ηλιόπουλος, Μπάρκουλης, Μουστάκας, Φόνσου), αλλά και νεότερους (Χρ.Νομικός, Στηβ Ντούζος).
- Ο Νίκος Τζίμας (Πρέβεζα 1938- ) σκηνοθέτησε 46 ταινίες και 8 τηλεοπτικές. Γνωστότερες ταινίες του ο Αστραπόγιαννος (1970) με τους Ν.Κούρκουλο και Νίκη Τριανταφυλλίδη και ο Άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980) με τους Φοίβο Γκικόπουλο (που δεν ξαναέπαιξε σε άλλη ταινία), Αλ.Αλεξανδράκη, Μ.Κατράκη, Αγγ.Αντωνόπουλο, σε μουσική Μ.Θεοδωράκη, που εξιστορεί τα περιστατικά της καταδίκης και εκτέλεσης του Ν.Μπελογιάννη. Άλλες ταινίες του Τα χρόνια της Θύελλας (1984) και η αγγλόφωνη «Το Πέταγμα του Κύκνου» (2011).
- Ο Κώστας Φέρρης (Κάιρο, 1935- ) σκηνοθέτησε συνολικά 15 έργα (ταινίες και τηλεοπτικές σειρές). Οι έμποροι των εθνών (1973) και η Φόνισσα (1974) είναι διασκευές διηγημάτων του Αλ.Παπαδιαμάντη. Το ρεμπέτικο (1983) με τους Σωτ.Λεονάρδου, Νικ.Καλογερόπουλο, Θέμη Μπαζάκα και Βίκυ Βανίτα έκανε ιδιαίτερη αίσθηση ως προσπάθεια ανάπλασης της ζωής των πρώτων μουσικών του ρεμπέτικου τη δεκαετία του 1920 με εξαιρετική μουσική του Στ.Ξαρχάκου.
- O Παύλος Τάσιος (Πολύγυρος 1942-2011), σύζυγος της ηθοποιού και ποιήτριας Κατερίνας Γώγου (1940-93), σκηνοθέτησε 17 έργα από τα οποία γνωστότερα είναι: Ναι μεν αλλά (1972) με τους Φάνη Χηνά, Αλέξη Δαμιανό, Παραγγελιά (1980) και Στίγμα (1982) με τους Αντ.Καφετζόπουλο και Όλια Λαζαρίδου και Νοκ άουτ (1986) με τους Φάνη Χηνά, Γ.Κιμούλη και Κ.Αρζόγλου. Με τεκμηριωτικό ύφος στα έργα του επιχειρεί να εικονίσει την κατάσταση ανθρώπων που συνυπάρχουν με ανθρώπους που δεν αγαπούν, ενώ δεν μπορούν να συζήσουν με ανθρώπους που αγαπούν.
- O Βαγγέλης Σερντάρης (Βλαχοκερασιά Αρκαδίας, 1936- ) έδωσε το φιλμ νουάρ "Ληστεία στην Αθήνα" (1969), "Βασιλική" (1997), "Θερμοκήπιο" (1985), "Έβδομος ήλιος του Έρωτα' (2001), συνολικά 21 ταινίες. Χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του ελληνικού ρεαλισμού στον κινηματογράφο. Η Ροζίτα Σώκου τον αποκάλεσε Φελίνι της Ελλάδος.
- O Θόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα, 1935-2012), είναι ο πρώτος που έκανε σημειολογικό κινηματογράφο στην Ελλάδα. Επηρεασμένος από τον Ιταλό σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι (Η κόκκινη έρημος, Η κραυγή) υιοθέτησε μία σύνθετη αφηγηματική φόρμα τοποθετώντας τους ήρωες σε χώρους που αποτελούν αλληγορική προέκταση της ψυχολογίας τους (βροχή, λάσπες, ξερότοποι, αδέσποτα σκυλιά, ξεραμένα δέντρα). Η πρώτη του ταινία Αναπαράσταση (1970) με τον Θαν.Γραμμένο, αφήνει αιχμές κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών και σχολιάζει την αστυφιλία, αλλά και την αδυναμία των νομοθετικών φορέων να κατανοήσουν την ιστορική πραγματικότητα. Στην επόμενη ταινία του Μέρες του '36 (1972) με τον Θαν.Γραμμένο και πάλι, σχολιάζει το κλίμα και τους μηχανισμούς κατά τη δικτατορία του Μεταξά. Η επόμενη ταινία του Ο Θίασος (1975) με τους Εύα Κοταμανίδου, Αλ.Γεωργούλη και Π.Ζαρκάδη, δομείται σε 3 διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης. Το πρώτο είναι η ιστορία ενός περιπλανώμενου θιάσου που ταξιδεύει στην προκατοχική, κατοχική και μετακατοχική Ελλάδα .Το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης είναι οι θεατρίνοι που συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις που παραπέμπουν στο μύθο των Ατρείδων. Η περιπλάνησή τους στο χώρο και στο χρόνο δείχνει όλη την εξέλιξη της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, που αποτελεί το τρίτο επίπεδο. Με τους "Κυνηγούς" (1977), με τους Μ.Χρονοπούλου, Β.Καζάν, μια μελέτη της ιστορικής συνειδητοποίησης της νεοελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, έκλεισε η λεγόμενη "Τριλογία της ιστορίας". Στον "Μεγαλέξαντρο" (1980), με τους Θαν.Γραμμένο, Ε.Κοταμανίδου, εξετάζεται ο κίνδυνος μετασχηματισμού οποιασδήποτε μορφής εξουσίας σε δεσποτισμό. Ακολούθησε η "Τριλογία της σιωπής", με τις ταινίες Ταξίδι στα Κύθηρα (1984, Μ.Χρονοπούλου, Μ.Κατράκης, Δ.Παπαγιαννόπουλος), Ο μελισσοκόμος (1986, Ντ.Ηλιόπουλος, Μ.Μαστρογιάννι, Τζ.Ρουσέα) και Τοπίο στην ομίχλη (1988, Στρ.Τζώρτζογλου, Τάνια Παλαιολόγου). Με την "Τριλογία των συνόρων" ο Αγγελόπουλος γίνεται περισσότερο οικουμενικός και λιγότερο πολιτικός ή ποιητικός, εξετάζοντας θέματα συνόρων, ανάμιξης πολιτισμών και γλωσσών, σε μια πορεία προς ένα νέο είδος ουμανισμού, που ανακαλύπτει εκ νέου τον κόσμο, με ένα τρόπο θέασης, που κανείς δεν γνωρίζει αν είναι ορθός, γνήσιος ή αθώος. Αυτή η τριλογία περιλαμβάνει Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991, Μ.Μαστρογιάννι, Ζαν Μορώ, Ηλ.Λογοθέτης), Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995, Harvey Keitel, Θ.Βέγγος), και Μία αιωνιότητα και μία μέρα (1998, Bruno Ganz, Isabelle Renauld).
Το ποδόσφαιρο ως άθλημα έγινε γνωστό πριν από το 1900 σε πόλεις όπως ο Πειραιάς, η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη, η Κέρκυρα αλλά και η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, όπου ναυλοχούσαν αγγλικά πολεμικά πλοία και οι ναύτες μεταξύ τους έπαιζαν ποδόσφαιρο. Παράλληλα πολλοί Έλληνες φοιτητές σε αγγλικά πανεπιστήμια, αλλά και μετανάστες σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, επέστρεφαν στην Ελλάδα και έφερναν μαζί τους και το ποδόσφαιρο, όπως ο Παναγής Βρυώνης, που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Σερβέτ Γενεύης, ο κωνσταντινοπολίτης Απόστολος Νικολαΐδης, από τους πρώτους παίκτες του Παναθηναϊκού, ο Γεώργιος Ανδριανόπουλος μετέπειτα ιδρυτής και ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και ο Μ. Ισαΐας, ο οποίος ήταν ο πρώτος Έλληνας διαιτητής. Στην Κέρκυρα υπάρχει μαρτυρία για ποδοσφαιρικό αγώνα που διεξάχθηκε μεταξύ Μικτής ομάδας Ελλήνων και Εβραίων εναντίον ναυτών που ναυλοχούσαν στο λιμάνι, στον οποίο η μεικτή ομάδα ήταν νικήτρια. Το 1895 ο Α. Βλαστός μετέφρασε περιληπτικά τους κανονισμούς από τα αγγλικά στα ελληνικά και το 1898 ο Ιωάννης Χρυσάφης ολοκλήρωσε τη μετάφραση. Το 1896 στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας έγιναν αγώνες επίδειξης μεταξύ της Δανίας, της Μικτής Σμύρνης και της Μικτής Θεσσαλονίκης.
Στο μεταξύ άρχισαν να ιδρύονται οι πρώτοι σύλλογοι που καλλιεργούσαν και το ποδόσφαιρο: Ο Πανελλήνιος Γ.Σ. (πρόδρομος του Παναθηναϊκού), ο Εθνικός Γ.Σ., το Γουδί Σ.Π. (πρόδρομος του Αθηναϊκού), ο Παναχαϊκός Γ.Σ., ο Πειραϊκός Σύνδεσμος (πρόδρομος του Ολυμπιακού), ο Ήφαιστος. Εκτός των ελληνικών συνόρων ιδρύθηκαν ο Πέρα Κλούμπ στην Κωνσταντινούπολη, ο Πανιώνιος Γ.Σ.Σ. και ο Γ.Σ. Απόλλων στην Σμύρνη, ο Όμιλος Φιλόμουσων Θεσσαλονίκης, η Ουνιόν Σπορτίβ στην Θεσσαλονίκη. Ο ΣΕΓΑΣ (Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων) που ιδρύθηκε το 1897, συμπεριέλαβε το ποδόσφαιρο στην δύναμή του και προκήρυξε το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα, το 1905-06, με νικητή τον Εθνικό ΓΣ, ενώ στην Σμύρνη το πρώτο πρωτάθλημα είχε διοργανωθεί πολύ νωρίτερα το 1898 με νικητή τον Απόλλωνα. Από το 1907 το άθλημα εισάχθηκε στα σχολεία και άρχισαν να γίνονται αγώνες ανάμεσα σε μαθητές γυμνασίων και μεταξύ φοιτητών. Το 1920 οι σύλλογοι ίδρυσαν την Ε.Π.Σ.Ε. (Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Ελλάδος), που συνέχισε τη διεξαγωγή πρωταθλημάτων μετά τον ΣΕΓΑΣ. Στα πρωταθλήματα που διοργάνωσε ο ΣΕΓΑΣ ή η ΕΠΣΕ από το 1905 μέχρι το 1923, ο Παναθηναϊκός ανακηρύχθηκε 6 φορές πρωταθλητής, το Γουδί (ή Αθηναϊκός) 5, ο Εθνικός Αθηνών 2 και ο Πειραϊκός Σύνδεσμος 1.
Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκαν και οι πρώτες ποδοσφαιρικές ενώσεις. Το 1926 ιδρύθηκε η ΕΠΟ και το ποδόσφαιρο μπήκε σε πιο οργανωμένες βάσεις. Από το 1927 η ΕΠΟ είναι μέλος της διεθνούς ποδοσφαιρικής συνομοσπονδίας (FIFA), ενώ το 1954 μέλος και της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής συνομοσπονδίας (UEFA). Από το 1927-28 μέχρι το 1959 διοργανώθηκε από την ΕΠΟ το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στο οποίο ο Ολυμπιακός αναδείχτηκε 15 φορές πρωταθλητής, ο Άρης Θεσσαλονίκης 3, ο Παναθηναϊκός 3 και η ΑΕΚ 2. Το 1959 άρχισε το πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής Κατηγορίας και το 1979 εισάχθηκε επίσημα ο επαγγελματισμός, ενώ από το 2006 το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ονομάζεται Super League. Κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο ο Ολυμπιακός αναδείχτηκε πρωταθλητής 27 φορές (συνολικά 42), ο Παναθηναϊκός 17 (συνολικά 20), η ΑΕΚ 9 (συνολικά 11), ο ΠΑΟΚ 2 και η ΑΕ Λάρισα 1.
Στη γενική βαθμολογία όλων των εποχών, από το 1958 μέχρι και το 2014, η κατάταξη των 20 πρώτων ομάδων έχει ως εξής (μόνο τρεις ομάδες έχουν μετάσχει σε όλα τα πρωταθλήματα ΟΣΦΠ, ΠΑΟ, ΠΑΟΚ):
1 Ολυμπιακός 56 συμμετοχές 3.818 βαθμοί.
2 Παναθηναϊκός 56 συμμετοχές 3.689 βαθμοί.
3 ΑΕΚ 54 συμμετοχές 3.401 βαθμοί.
4 ΠΑΟΚ 56 συμμετοχές 2.973 βαθμοί.
5 Άρης συμμετοχές 2.471 βαθμοί.
6 Ηρακλής 51 συμμετοχές 2.268 βαθμοί.
7 Πανιώνιος 54 συμμετοχές 2.176 βαθμοί.
8 ΟΦΗ 40 συμμετοχές 1.712 βαθμοί.
9 Απόλλων Σμύρνης συμμετοχές 1.446 βαθμοί.
10 Εθνικός Πειραιώς συμμετοχές 1.387 βαθμοί.
11 Λάρισα 26 συμμετοχές 1.097 βαθμοί.
12 Skoda Ξάνθη 26 συμμετοχές 1.022 βαθμοί.
13 Παναχαϊκή 26 συμμετοχές 903 βαθμοί.
14 Αιγάλεω 23 συμμετοχές 844 βαθμοί.
15 Πανσερραϊκός 24 συμμετοχές 813 βαθμοί.
16 Δόξα Δράμας 21 συμμετοχές 731 βαθμοί.
17 ΠΑΣ Γιάννινα 20 συμμετοχές 718 βαθμοί.
18 Καβάλα 19 συμμετοχές 715 βαθμοί.
19 Απόλλων Καλαμαριάς 20 συμμετοχές 614 βαθμοί.
20 Ιωνικός 16 συμμετοχές 587 βαθμοί.
- Ο Ολυμπιακός ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1925 στον Πειραιά, από τους Νότη Καμπέρο, ανώτατο αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού και Μιχάλη Μανούσκο, βιομήχανο, και τον επιχειρηματία Ανδρέα Ανδριανόπουλο, πατέρα της θρυλικής πεντάδας των Ανδριανοπουλαίων, ως αντίπαλο δέος των αθηναϊκών ομάδων όπως ο ΠΑΟ και η ΑΕΚ. Προήλθε από την συγχώνευση του Πειραϊκού Συνδέσμου με την Πειραϊκή Ένωση, σωματεία που είχαν ιδρυθεί στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα. Έμβλημα της ομάδας έγινε ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος, εμπνευσμένος από τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες που συμβολίζει τη δύναμη, την αθλητική ισχύ, το ήθος, την ευγενή άμιλλα, και προπάντων το ολυμπιακό ιδεώδες, αξίες άρρηκτα συνυφασμένες με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Τα χρώματα της ομάδας επιλέχθηκαν από τον Γιάννη Ανδριανόπουλο και ήταν το κόκκινο, το χρώμα της γενναιότητας και του πάθους, και το άσπρο, της αγνότητας και της ηθικής. Πασίγνωστα είναι τα προσωνύμια Θρύλος, Ερυθρόλευκοι, Κόκκινοι, Δαφνοστεφανωμένος, ενώ οι οπαδοί του ονομάζονται από τους αντιπάλους τους «γαύροι», καθώς υποτίθεται ότι το γήπεδο Καραϊσκάκη είναι το «ταψί».
- Ο Παναθηναϊκός ιδρύθηκε το 1908 από τον αθλητή του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου Αθηνών και μετέπειτα του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου υποναύαρχο Γιώργο Καλαφάτη, όταν αυτός και άλλοι 40 αθλητές έφυγαν από τον Πανελλήνιο Γ.Σ., αφότου ο τελευταίος κατάργησε το ποδοσφαιρικό του τμήμα θεωρώντας το ασύμβατο με το στίβο. Το όνομα που δόθηκε αρχικά στην ομάδα ήταν Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών (Π.Ο.Α.), με χρώματα κόκκινο-λευκό και σήμα μία μπάλα, αφού οι ιδρυτές της ομάδας ήταν Αθηναίοι, γόνοι διακεκριμένων οικογενειών. Το 1910 το όνομα άλλαξε σε Πανελλήνιος Ποδοσφαιρικός Όμιλος (ΠΠΟ), και το 1920 σε Πανελλήνιος Ποδoσφαιρικός και Αγωνιστικός Όμιλος (ΠΠΑΟ), για να οριστικοποιηθεί σε Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος (ΠΑΟ) από το 1922, από τον αθλητή της ομάδας Μιχάλη Παπάζογλου. Έμβλημα του συλλόγου από το 1919 είναι το τριφύλλι, με πράσινα χρώματα, που συμβολίζει την ισορροπία ανάμεσα σε πνεύμα, νου και σώμα, καθώς και την καλοτυχία, την αναγέννηση και την αιώνια ζωή. Γνωστά είναι τα προσωνύμια Το Τριφύλλι, Οι Πράσινοι, ενώ από τους αντιπάλους τους αποκαλούνται «Βάζελοι», που αποδίδει τις επιτυχίες τους στο ότι έχουν «αλείψει» την περιοχή του τέρματος με βαζελίνη, ώστε να γλιστράει η μπάλα και να μην δέχονται γκολ.
- Η ΑΕΚ (Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως) ιδρύθηκε το 1924 στην Αθήνα, με απόφαση που ελήφθη στο μαγαζί αθλητικών ειδών των Αιμίλιου Ιωνά και Κωνσταντίνου Δημόπουλου, που βρισκόταν στην τότε στοά Λουξ της οδού Βερανζέρου 24. Η επιλογή του ονόματος δεν έγινε τυχαία, αφού ο σύλλογος ιδρύθηκε από Έλληνες με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Τα χρώματα της ΑΕΚ είναι το κίτρινο και το μαύρο και τα προσωνύμια Δικέφαλος, Ένωση και Κιτρινόμαυροι. Το κίτρινο υποδηλώνει την ελπίδα μετά τον ξεριζωμό των χιλιάδων προσφύγων το 1922, αλλά έχει ρίζες και στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ το μαύρο υποδηλώνει τον πόνο της γενιάς εκείνης, που αναγκάστηκε να μεταφερθεί στα αστικά κέντρα της Ελλάδας.
- Ο ΠΑΟΚ (Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών) ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες που ακολούθησαν την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάνης που ακολούθησε. Νωρίτερα είχε ιδρυθεί στην πόλη η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών, κυρίως από μέλη των ελληνικών συλλόγων της Πόλης Ερμής και Πέρα Κλουμπ. Ο Αθλητικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Ερμής είχε ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1875 και αποτέλεσε τον αρχαιότερο ποδοσφαιρικό σύλλογο που υπήρξε στην τουρκική επικράτεια. Ο ΠΑΟΚ έχει χρώματα το μαύρο, ένδειξη πένθους για την πτώση του Ελληνισμού της Ανατολής, και το άσπρο, σύμβολο της ελπίδας για αναγέννηση. Υιοθετήθηκε το έμβλημα που είχε ήδη και η ΑΕΚ της Αθήνας. Ο αετός συμβολίζει την προέλευση του συλλόγου και την επάνοδο της μνήμης στις ρίζες και την κληρονομιά των προσφύγων (Βυζάντιο και Κωνσταντινούπολη). Αρκετά χρόνια αργότερα το έμβλημα τροποποιήθηκε, καθώς τα φτερά του αετού δεν εμφανίζονται πλέον ανοιχτά αλλά πένθιμα κλειστά, και δεν φέρει στέμμα, σπαθί ή σφαίρα. Η φανέλα του ΠΑΟΚ είναι ασπρόμαυρη και ριγωτή και το προσωνύμιό του Οι Ασπρόμαυροι ή Ο Δικέφαλος του Βορά.
- Ο Άρης ιδρύθηκε ως Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης στις 25 Μαρτίου του 1914 σε ένα καφενείο στην περιοχή του Βότση. Υπήρξε το πρώτο ελληνικό σωματείο που ιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση της πόλης από τον οθωμανικό ζυγό (1912). Για να τονισθεί ο ελληνικός και πανηγυρικός χαρακτήρας του νεοσύστατου σωματείου στην πρόσφατα απελευθερωμένη πόλη, οι ιδρυτές του επέλεξαν ως ημέρα επίσημης ίδρυσης την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Έμβλημα του Άρη είναι ο θεός του πολέμου, της ελληνικής μυθολογίας, Άρης και χρώματα το κίτρινο και το μαύρο (εξ ου το προσωνύμιο Κιτρινόμαυροι).
- Ο ΓΣ Ηρακλής, γνωστός και με το προσωνύμιο Γηραιός, κατάγεται από τον Όμιλο Φιλόμουσων Θεσσαλονίκης, σωματείο μουσικό και φιλολογικό που ιδρύθηκε το 1899. Το 1902 μέλη του ομίλου αποφάσισαν να εντάξουν αθλητικά τμήματα στον όμιλό τους και σε συνεννόηση με την ελληνική κοινότητα της πόλης, που βρισκόταν υπό οθωμανικό ζυγό, τους παραχωρήθηκε δικό της γυμναστήριο. Ανάμεσα στα άλλα αθλητικά τμήματα που δημιούργησε ο όμιλος, το τμήμα ποδοσφαίρου ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε και συνάρπασε πολλούς αθλητές και θεατές. Το έμβλημα της ομάδας απεικονίζει τον Ηρακλή του Λυσίππου και τα χρώματα είναι το λευκό και το κυανό.
- Ο Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης ιδρύθηκε στη Σμύρνη το 1890, και το τμήμα ποδοσφαίρου σχηματίστηκε σε οργανωμένη βάση το 1895. Το άθλημα στη Σμύρνη έφεραν Άγγλοι, οι οποίοι διέμεναν κυρίως στη συνοικία του Μπουρνόβα. Παρά την καταστροφή και τον ξεριζωμό από τη Σμύρνη το 1922, ο Πανιώνιος ανασυγκρότησε σχετικά γρήγορα και με επιτυχία την ποδοσφαιρική ομάδα του. Το 1940, εν όψει της δημιουργίας του γηπέδου Ν. Σμύρνης οι παίκτες της Πράσινης Θύελλας αποφάσισαν ομαδικά να ενταχθούν στον Πανιώνιο που ισχυροποιήθηκε σημαντικά. Μετά την κατοχή μια αξιόλογη φουρνιά ποδοσφαιριστών, γνωστοί ως Κυανέρυθροι ή Πάνθηρες, πλαισίωσαν το σωματείο και του χάρισαν επιτυχίες. Το έμβλημα του Πανιωνίου έχει εξελιχθεί με την πάροδο των ετών, ενώ τα χρώματα είναι κόκκινο και κυανό.
- Ο ΟΦΗ (Όμιλος Φιλάθλων Ηρακλείου) ιδρύθηκε το 1925 και υπήρξε για πολλά χρόνια ο μοναδικός εκπρόσωπος της Κρήτης στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Συμμετείχε για πρώτη φορά στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα το 1955. Κατά τη 15ετία 1925-1940, όταν ο ΟΦΗ έκανε τα πρώτα του βήματα, ήταν σχεδόν αδύνατο μια ομάδα από την Κρήτη να ταξιδέψει και να αγωνιστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σ’ αυτή την 15ετία έδωσε πάνω από 400 αγώνες, με αντιπάλους τα άλλα σωματεία του νησιού και οι νικηφόροι ήταν πολλαπλάσιοι αυτών που έληξαν με ήττα. Χρώματά του είναι τα παραδοσιακά της Κρήτης μαύρο και άσπρο.
- Ο Απόλλων Σμύρνης, ως Γυμναστικός Σύλλογος Απόλλων, ιδρύθηκε το 1891 στην ακμάζουσα Σμύρνη από ομάδα Ελλήνων. Ως χρώματα του συλλόγου επιλέχθηκαν αυτά της ελληνικής σημαίας, για να καταδειχθεί ο αποκλειστικά ελληνικός χαρακτήρας της ομάδας μέσα στην τουρκοκρατούμενη πόλη. Το 1910, υπό την επιρροή της αγγλικής κοινότητας της Σμύρνης, οργανώθηκε το ποδοσφαιρικό τμήμα, το οποίο έμελλε να γίνει το σπουδαιότερο του συλλόγου, δίνοντας και τρεις παίκτες στην εθνική Ελλάδας που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας το 1920. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Απόλλωνας ακολούθησε τη μοίρα του ελληνισμού της Σμύρνης, περνώντας στην αντίπερα πλευρά του Αιγαίου. Στην ανασυγκρότηση του συλλόγου πρωταρχικό ρόλο διαδραμάτισε ο πρόεδρός του από το 1919, ιατρός και αργότερα βουλευτής Δημήτριος Μαρσέλλος, ο οποίος ευτύχησε το 1948 να παραστεί στα εγκαίνια του Σταδίου Ριζούπολης. Έμβλημα της ομάδας είναι η κεφαλή του θεού Απόλλωνα, χρώματα το κυανό και το λευκό, και το προσωνύμιό της είναι Κυανόλευκοι ή Ελαφρά Ταξιαρχία.
- O Εθνικός Πειραιώς δημιουργήθηκε το 1923 και ήταν μία από τις ιστορικότερες ποδοσφαιρικές ομάδες της Ελλάδας, έχοντας συνολικά 36 παρουσίες στην Α΄ Εθνική (οι 31 συνεχόμενες από την περίοδο 1959–60 έως την περίοδο 1989–90) και έχοντας κατακτήσει ένα κύπελλο Ελλάδος. Ο οπαδός του Γιάννης Μαντζουράνης (γεννηθείς το 1935), γνωστός και αγαπητός σε όλους για το φίλαθλο πνεύμα του και την ιαχή «Εθνικάρα», είναι αναπόσπαστο κομμάτι στην ιστορία του σωματείου, καθώς από το 1956 έχει παρακολουθήσει όλους τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του, εκτός από 12 (που έχασε λόγω γάμου και πρόσφατα λόγω ασθενειών).
- Η Αθλητική Ένωση Λάρισας, γνωστή και ως βασίλισσα του κάμπου, ιδρύθηκε το 1964, με έμβλημα ένα αγέρωχο άλογο σηκωμένο στα πίσω πόδια και χρώματα βυσσινί και λευκό. Το 1988 έγινε η πρώτη, και μοναδική μέχρι σήμερα, ομάδα από την επαρχία (εκτός Αθήνας, Θεσσαλονίκης) η οποία κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ελλάδας, ενώ έχει πάρει και το Κύπελλο Ελλάδας 2 φορές (1985 και 2007).
- Η Α.Ο. Skoda Ξάνθη ΠΑΕ ιδρύθηκε το 1967, έπειτα από τη συγχώνευση δύο τοπικών σωματείων της Ξάνθης, της Ασπίδας (έτος ίδρυσης 1922) και του Ορφέα (έτος ίδρυσης 1903). Τα πρώτα χρόνια το έμβλημα της ομάδας απαρτιζόταν αποκλειστικά από τον Δημόκριτο. Το έμβλημα διατηρήθηκε σε αυτή τη μορφή μέχρι το 1991, όταν προστέθηκαν στοιχεία της νέας ιδιοκτήτριας της ομάδας ΒΙΑΜΑΡ ΑΕ. Τα χρώματα είναι κόκκινο, μπλε και μαύρο/γκρι.
- Η Παναχαϊκή είναι μία από τις πιο ιστορικές ομάδες της χώρας, καθώς το ποδοσφαιρικό τμήμα υπάρχει από το 1899. Ιδρυτής του ήταν ο Άρθουρ Μόρφυ (Arthur Morphy), ιρλανδικής καταγωγής, που διετέλεσε διοικητικός παράγοντας της Παναχαϊκής και από τους πρώτους παίκτες του ποδοσφαιρικού τμήματος. Το 1954 η ομάδα συμμετέσχε για πρώτη φορά στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα, ενώ το 1973 κατέλαβε την 4η θέση. Προσωνύμια Κοκκινόμαυροι ή Μεγάλη Κυρία της Πελοποννήσου και χρώματα κόκκινο και μαύρο.
- Ο Αθλητικός Όμιλος Αιγάλεω ιδρύθηκε το 1946 και αγωνίζεται με χρώματα το γαλάζιο και το λευκό. Πρόδρομός του ήταν η Αθλητική Ένωση Ιεράπολης, που ιδρύθηκε το 1929 από Μικρασιάτες πρόσφυγες, ως ανάμνηση της "ιερής" καταγωγής τους. Τα τελευταία χρόνια η ομάδα διέρχεται περίοδο παρακμής.
- Ο Πανσερραϊκός ιδρύθηκε στις 31 Μαΐου 1964, οπότε και αποφασίστηκε επισήμως η συγχώνευση δύο σερραϊκών ομάδων της Β' Εθνικής Κατηγορίας, του «Απόλλωνα Σερρών» και του «Ηρακλή Σερρών». Στο τέλος της περιόδου 1964-65 κέρδισε την άνοδό του στην Α' Εθνική κατηγορία, όπου έπαιξε αρκετές φορές. Προσωνύμιο Λιοντάρια και χρώμα κόκκινο.
- Η Δόξα Δράμας ιδρύθηκε το 1918 έπειτα από φιλική ποδοσφαιρική αναμέτρηση μεταξύ ντόπιων Δραμινών και Βρετανών στρατιωτών που βρίσκονταν στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το πρώτο όνομα της ομάδας ήταν Πηλέας και το 1919 πήρε την σημερινή της ονομασία. Αρχικό σύμβολο της ομάδας ήταν το τριφύλλι, που κατόπιν αντικαταστάθηκε από τον μαύρο αετό, εξ ού και το προσωνύμιο "μαυραετοί" που χρησιμοποιείται για την ομάδα, με μαυρόασπρη στολή. Η φήμη της παραμένει άτρωτη, χάρη στα μεγάλα ποδοσφαιρικά αστέρια που ανέδειξε (Τάκης Λουκανίδης, Παύλος Γρηγοριάδης, Αλέκος Ναλμπάντης, Γρηγόρης Χαραλαμπίδης, Αντώνης Κασδοβασίλης, Θόδωρος Παχατουρίδης, Γ. Χ. Γεωργιάδης, Κυριάκος Τοχούρογλου, Γιώργος Σ. Γεωργιάδης).
- Ο Π.Α.Σ. Γιάννινα ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1966, έπειτα από συγχώνευση δυο τοπικών ομάδων των Ιωαννίνων, του Ατρόμητου και του Αβέρωφ. Είναι γνωστός για τους πιστούς φιλάθλους του, την ιστορικά δυνατή έδρα, καθώς και την εξαιρετική ομάδα της δεκαετίας του '70, που της αποδόθηκε και το προσωνύμιο Άγιαξ της Ηπείρου. Η ιστορική φανέλα της ομάδας είναι η λευκή με την παχιά μπλε κάθετη γραμμή στην αριστερή της πλευρά, παρόμοια με την ιστορική φανέλα του Άγιαξ. Το σύμβολό της είναι ο ταύρος με την αρχαία ονομασία της Ηπείρου "ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ", όπως εμφανίζεται σε αρχαίο νόμισμα του κοινού των Ηπειρωτών.
- Ο Α.Ο. Καβάλα ιδρύθηκε το 1965 με συγχώνευση τοπικών ομάδων Ηρακλής», «Φίλιπποι» (από το 1926) και «ΑΕΚ Καβάλας». Ως έμβλημα της νέας ομάδας επιλέχτηκε η αρχαία τριήρης, που συνδυάζει τη ναυτική παράδοση της πόλης, η οποία είναι σημαντικό λιμάνι, και εμπεριέχει τρεις συμβολισμούς: τα κουπιά συμβολίζουν τους παίκτες, τα πανιά τη διοίκηση και ο άνεμος τους φιλάθλους. Προσωνύμια: Ελαφρά Ταξιαρχία του Βορρά και Αργοναύτες.
- Ο Απόλλων Καλαμαριάς ιδρύθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1926 στην Θεσσαλονίκη από Πόντιους πρόσφυγες. Η αρχική ιδέα ήταν η ίδρυση ενός συλλόγου με σκοπό τη διάδοση της πλούσιας μουσικής παράδοσης των Ποντίων, όπου τα μέλη θα συγκεντρώνονταν για να παίξουν μαντολίνο και κιθάρα. Έτσι επιλέχθηκε ως έμβλημα της ομάδας η κεφαλή του Απόλλωνα, θεού της μουσικής στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Αργότερα ακολούθησε η ίδρυση θεατρικού και αθλητικών τμημάτων. Τα χρώματα που επιλέχτηκαν για να αντιπροσωπεύουν το σύλλογο ήταν συμβολικά για την ποντιακή ιστορία: κόκκινο για το αίμα των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τον εκπατρισμό των Ποντίων και μαύρο για το πένθος. Προσωνύμια: Πόντιοι, Τσαμούρια (Λάσπες).
- Ο Ιωνικός Νίκαιας ιδρύθηκε το 1965 από την ένωση δύο σωματείων της περιοχής, της Α.Ε. Νικαίας και του Άρη Πειραιά. Τα χρώματα είναι άσπρο και γαλάζιο και το έμβλημα ένα αστέρι.
Καθώς το ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σε λαϊκή θρησκεία των ταπεινών και καταφρονεμένων, η ιστορία του ενδιαφέρει πρώτιστα τη λαογραφία, αλλά και την πολιτική, αν ληφθεί υπόψη ότι η αντιπαλότητα των ομάδων, καταρχήν έχει βάσεις κοινωνικές και ταξικές. Η αντίθεση π.χ. των «μαουνιέρηδων» του Ολυμπιακού (που τους έλεγαν και «λιμανίσιους») με τα «κολεγιόπαιδα» των καλών οικογενειών του Παναθηναϊκού (που τους έλεγαν και “κολωνακιώτες”) αντικατοπτρίζει την αρχική κοινωνικοταξική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ομάδων. Ο Ολυμπιακός λογιζόταν λαϊκή ομάδα, που εκπροσωπούσε τα κατώτερα οικονομικά στρώματα του Πειραιά (αλλά και της Αθήνας), ενώ ο Παναθηναϊκός εκπροσωπούσε τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, κυρίως του κέντρου και των βορείων προαστίων της Αθήνας, καθώς και άτομα που είχαν πρόσβαση στη πολιτική ζωή της χώρας. Η μία ομάδα ήταν το καμάρι της Αθήνας και η άλλη του Πειραιά. Υψηλή κοινωνία της Αθήνας οι περισσότεροι του Παναθηναϊκού, λαϊκά στρώματα η πλειονότητα των Ολυμπιακών, αφού η ομάδα που εξέφραζε την υψηλή κοινωνία στον Πειραιά ήταν ο Εθνικός. Με την πάροδο του χρόνου ο Ολυμπιακός πήρε τον χαρακτήρα ομάδας της «αριστεράς», ενώ ο Παναθηναϊκός της «δεξιάς», αν και σε μεγάλο βαθμό η ταξική διαφοροποίηση των δύο ομάδων, σταδιακά τείνει να εκλείψει, καθώς οι δύο σύλλογοι διαθέτουν φιλάθλους σε ολόκληρη την Ελλάδα, ανεξαρτήτως κοινωνικών τάξεων. Από την άλλη μεριά η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ εκπροσωπούσαν αρχικά το βαθύ παράπονο του προσφυγικού κόσμου, που εκδηλωνόταν στη διεκδίκηση των ποδοσφαιρικών πρωτείων απέναντι στους «παλιοελλαδίτες». Ταυτόχρονα οι ομάδες της Θεσσαλονίκης, που είχαν το υπαρκτό πρόβλημα της άνισης μεταχείρισης τουλάχιστον ως προς τη γεωγραφική κατανομή των αγώνων, που τις έφερνε πάντα εκ προοιμίου σε μειονεκτική θέση, κατέληξαν να εκπροσωπούν την αντίθεση του επαρχιακού κόσμου απέναντι στους «πρωτευουσιάνους» της Αθήνας, που πιστευόταν ότι μπορούσαν να «τακτοποιούν» τα ποδοσφαιρικά ζητήματα κατά το συμφέρον τους. Η τιμωρία της ομάδας του Εθνικού π.χ. το 1957, σε εποχή που έδειχνε πως μπορούσε να κερδίσει το πρωτάθλημα, με τη δικαιολογία ότι είχε παράτυπα συμφωνήσει για συνεργασία με διάσημους Ούγγρους εξόριστους ποδοσφαιριστές, προβλήθηκε συχνά ως παράδειγμα της παντοδυναμίας που απέκτησαν οι «τρεις μεγάλοι» του κέντρου που κυριαρχούσαν στις κατακτήσεις τίτλων. Η αντίθεση αυτή έφτασε σε βαθμό οξύτητας το 1969 με την υπόθεση της μεταγραφής του Γιώργου Κούδα στον Ολυμπιακό, στην οποία δεν συγκατατέθηκε η διοίκηση του ΠΑΟΚ, εγκαινιάζοντας μια βεντέτα μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, που κράτησε πολλά χρόνια. Παρόμοιες εχθρότητες δημιουργήθηκαν και με τις μεταγραφές άλλων ποδοσφαιριστών (Δεληκάρης, Κυράστας, Γαλάκος, Σαργκάνης, Βαμβακούλας, Αποστολάκης, Καπουράνης στον Παναθηναϊκό), ή και προπονητών (Λ.Πετρόπουλος και Ντ.Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό) ακόμη και στα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, του οποίου οι αρχές, δύσκολα μπόρεσαν να προσαρμοστούν στα ήθη του ελληνικού ποδοσφαιρικού κόσμου.
Ανεξάρτητα από αυτά το ποδόσφαιρο αγαπήθηκε πολύ από τον ελληνικό λαό και κυριολεκτικά «μπήκε στο πετσί» όλων των κοινωνικών τάξεων, ιδιαίτερα όμως των λαϊκών, οι οποίες, ειδικά στα δύσκολα χρόνια του 1950 και 60, για να εξοικονομήσουν το αντίτιμο του εισιτηρίου της Κυριακής έκαναν σκληρές οικονομίες ολόκληρη την εβδομάδα και τα γήπεδα ήταν πάντα εντυπωσιακά γεμάτα. Το έργο Οι άσσοι των γηπέδων (1956) του Βασίλη Γεωργιάδη παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο την ακατάβλητη σχέση του ποδοσφαίρου με τον λαϊκό κόσμο και την άμεση επίδρασή της στην ζωή των ανθρώπων, σχέση που σφυρηλατήθηκε από ένα σύνολο «αστέρων του ποδοσφαιρικού στερεώματος» που δημιούργησαν τον δικό τους μαγνητισμό που ηλεκτρίζει καθημερινά τους φίλους του ποδοσφαίρου. Οι Έλληνες ποδοσφαιριστές των πρώτων δεκαετιών, ασχολούμενοι με το άθλημα σε άθλιες συνθήκες, παράλληλα με τις εξοντωτικές πολλές φορές βιοποριστικές εργασίες τους, ξεδίπλωσαν μέσα στα γήπεδα τις εντυπωσιακές ποδοσφαιρικές αρετές τους και έγιναν πράγματι λαϊκοί ήρωες που θαυμάστηκαν με φανατισμό και πάθος από χιλιάδες φιλάθλων. Στοιχειώδεις παρουσίαση των «θρυλικών» ονομάτων τους μπορεί να γίνει συνοπτικά και ανά δεκαετία ως εξής:
α. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1900
Το σύστημα που εφαρμοζόταν στα πρώτα βήματα του ποδοσφαίρου διεθνώς ήταν το 2-3-5, με 2 αμυντικούς μπροστά από τον τερματοφύλακα, 3 μέσους και 5 επιθετικούς. Η αρίθμηση ανά θέση που διατηρήθηκε και τις επόμενες 10ετίες, παρά τις αλλαγές στα συστήματα του παιχνιδιού, έχει ως εξής, με την ορολογία που χρησιμοποιούσαν τότε και τα επόμενα χρόνια (αξιοσημείωτο ότι οι ενδιάμεσοι επιθετικοί ονομάζονταν «εμπροσθοφύλακες», «κυνηγούς» έλεγαν μόνο τους ακραίους επιθετικούς και ο κεντρικός κυνηγός λεγόταν «μαχητής»):
1 = Τερματοφύλακας, γκολκίπερ, τερματώρος
2 = Δεξιός οπισθοφύλακας, δεξιός μπακ, δεξιός αμυντικός
3= Αριστερός οπισθοφύλακας, αριστερός μπακ, αριστερός αμυντικός
4 = Δεξιός μεσοφύλακας, δεξιός χαφ, δεξιός μέσος
5 = Κεντρικός μεσοφύλακας, κεντρικός χαφ, σέντερ χαφ
6 = Αριστερός μεσοφύλακας, αριστερός χαφ, αριστερός μέσος
7 = Δεξιός κυνηγός, έξω δεξιά, δεξιός εξτρέμ
8 = Δεξιός εμπροσθοφύλακας, μέσα δεξιά, δεξιός ντεμί (ενδιάμεσος)
9 = Μαχητής, κεντρικός κυνηγός, σέντερ φορ, στράικερ, φουνταριστός
10 = Αριστερός εμπροσθοφύλακας, μέσα αριστερά, αριστερός ντεμί
11 = Αριστερός κυνηγός, έξω αριστερά, αριστερός εξτρέμ.
To 1ο Πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου διοργανώθηκε από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων ΕΟΑ το 1906. Μετείχαν τρεις ομάδες αθλητικών σωματείων (Εθνικός Αθηνών, Πανελλήνιος – πρόδρομος του Παναθηναϊκού, Πειραϊκός Σύνδεσμος – πρόδρομος του Ολυμπιακού), οι οποίες αναμετρήθηκαν σε μονές συναντήσεις, ουσιαστικά σε ένα τουρνουά τριών παιχνιδιών, με τόπο διεξαγωγής το Ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου στη θέση του σημερινού σταδίου Καραϊσκάκης και συγκεκριμένα στην επίπεδη έκταση που περιέβαλε ο επικλινής στίβος της ποδηλασίας, ενώ το κοινό παρακολουθούσε από αυτόν. Χώροι προπονητικής και αγωνιστικής δραστηριότητας υπήρχαν σε κάποια σημεία της Αθήνας (Γουδή, Πεδίον του Άρεως πίσω από τις εγκαταστάσεις του Πανελλήνιου, Ολυμπιείο δίπλα στις αντίστοιχες του Εθνικού), για τα πρωταθλήματα όμως επιλεγόταν ο απομακρυσμένος, για τα μέσα της εποχής, στο Νέο Φάληρο, καθώς εκείνος παρείχε δυνατότητα έλεγχου των θεατών για την πληρωμή εισιτηρίου εισόδου. Πρωταθλητής αναδείχθηκε ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος Αθηνών, με την εξής σύνθεση: Παναγής Βρυώνης - Γεώργιος Γεροντάκης, Όμηρος Ιωσηφόγλου- Αλέξανδρος Καλαφάτης (αδελφός του ιδρυτή του Παναθηναϊκού Γιώργου Καλαφάτη), Κωνσταντίνος Μπότασης, Παναγιώτης Μπότασης - Γρηγόριος Βρυώνης (αδελφός του Παναγή), Α.Πάντος, Ν.Δραγούμης, Νέλλης (Φιλιάκος), Θ. Νικολαΐδης. Από αυτούς, οι μόνοι με πρότερη παιδεία στο άθλημα ήταν ο Παναγής Βρυώνης, τερματοφύλακας της Σερβέτ Γενεύης κατά το διάστημα των σπουδών του και ο Όμηρος Ιωσηφόγλου, λόγω της παραμονής στην ίδια ελβετική πόλη και την ποδοσφαιρικά προηγμένη Σμύρνη, όπου ήταν αθλητής του Πανιωνίου.
Ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος, με διαφορετική σύνθεση, (Α. Λάσκαρης - Ν. Λοράνδος, Α. Κωνσταντάρας - Ι. Ζέππος, Κ. Γουλιμής, Α. Λαμπρινίδης - Σ. Κουντουριώτης, Π. Μελάς, Κ. Βρυζάκης, Α. Λέων, Κ. Βολίδης, Π. Ηραίος), καθώς αποχώρησε από την ομάδα ο Παναγής Βρυώνης, επικράτησε και το 1907 στη διοργάνωση που διεξάχθηκε από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων και τον ΣΕΓΑΣ με 4 ομάδες αυτή τη φορά, αφού στις 3 προηγούμενες προστέθηκε το Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο (ομάδα του Ε.Κ.Πανεπιστημίου). Οι τρεις αγώνες προσέλκυσαν πλήθος θεατών, μεταξύ των οποίων ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Τα ματς παρακολούθησαν και πολλοί μαθητές γυμνασίων, στα οποία το ποδόσφαιρο είχε εισαχθεί ως αθλητική άσκηση.
Την επόμενη χρονιά, 1908, η διεξαγωγή οργανώθηκε ξανά στο Ποδηλατοδρόμιο από τον ΣΕΓΑΣ με 4 ομάδες, και πάλι με τη μορφή τουρνουά. Πρωταθλητής αναδείχτηκε ο Σύλλογος Ποδοσφαιρίσεως Γουδή, που ιδρύθηκε το 1906 από τον Παναγή Βρυώνη, συγχωνεύτηκε με τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών ΠΟΑ (πρόδρομη μορφή του Παναθηναϊκού) το 1912 παίρνοντας το όνομα Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Γουδή (Νέος Γουδή ή Αθηναϊκός Σύλλογος Ποδοσφαιρίσεως) και παράκμασε από το 1917 (όταν από παίκτες του ιδρύθηκε ο σημερινός Αθηναϊκός ΑΣ με έδρα τον Βύρωνα), για να εξαφανιστεί εντελώς από το 1940. Στη σύνθεση του ΣΠ Γουδί υπήρχαν ποδοσφαιριστές που αποχώρησαν από τον Εθνικό ΓΣ μαζί με τον Παναγή Βρυώνη (που εδώ εμφανίστηκε σε θέση επιθετικού αντί τερματοφύλακα, αλλάζοντας ρόλο με τον Ν.Δραγούμη): Ν. Δραγούμης - Ν. Δεκαβάλλας, Τ. Ρώσσελ - Χ. Χάρισον, Όμ. Ιωσηφόγλου, Κ. Μποτάσης - Π. Βρυώνης (αρχηγός), Α. Αργυρόπουλος, Α. Πάντος, Α. Καστριώτης, Κ. Σάρδης.
Στα ίδια πλαίσια και στον ίδιο τόπο, το 1909 με διοργανωτή τον ΣΕΓΑΣ και συμμετοχή 3 ομάδων (Π.Ο. Αθηνών , ΣΠ Γουδή, Εθνικός ΓΣ, χωρίς τον Πειραϊκό Σύνδεσμο), πρωταθλητής αναδείχτηκε ο ΠΟΑ (μια από τις προδρομικές μορφές του Παναθηναϊκού) με την εξής σύνθεση: Κωνσταντίνος Τσικλητήρας (τερματοφύλακας) - Δ. Δουκάκης, Ν.Λοράνδος - Γ. Καλαφάτης (αρχηγός), Ψαχαρόπουλος, Χ. Σημηριώτης - Παπάς, Αλεξάνδερ, Χατζηζαφειρίου, Κουτρουμπής, Αβραμίδης.
Για 3 από τους βασικούς πρωταγωνιστές της πρώτης αυτής ποδοσφαιρικής 10ετίας μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
- Ο Παναγής Βρυώνης, από τις κορυφαίες προσωπικότητες της αφετηρίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, σπούδασε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου αγωνίστηκε στη θέση του τερματοφύλακα στη Σερβέτ Γενεύης. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το 1900 και επιχείρησε να καλλιεργήσει το άθλημα. Από το φθινόπωρο του 1905 ανέλαβε την ευθύνη και την αρχηγία του ποδοσφαιρικού τμήματος του Εθνικού ΓΣ., στον οποίο ανήκε τότε και ο Γιώργος Καλαφάτης. Υπό την αρχηγία του Π.Βρυώνη ο Εθνικός ΓΣ κατάκτησε το πανελλήνιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου του ΣΕΓΑΣ το 1906. Τον Οκτώβριο του 1906, μαζί με άλλους συναθλητές του ίδρυσε στην περιοχή του Αγίου Θωμά τον Π.Σ. Γουδή, του οποίου ήταν αθλητής και πρόεδρος, με τον οποίο κατέκτησε το πρωτάθλημα του ΣΕΓΑΣ το 1908 και το 1910. Το 1912 ο Π.Σ. Γουδί συγχωνεύτηκε με τον ΠΟΑ (από τον οποίο είχε αποχωρήσει ο Καλαφάτης) και δημιουργήθηκε ο Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Γουδή (Νέος Γουδή ή Αθηναϊκός Σύλλογος Ποδοσφαιρίσεως) με τον Παναγή Βρυώνη επίτιμο μέλος. Το 1923 αναδείχθηκε πρόεδρος της ΕΠΣ Ελλάδος και ανέλαβε την προεδρία της ΕΠΟ τις χρονιές 1927, 1928, 1940-1941, 1954, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη διαιτησία. Ο αδελφός του Γρηγόρης Βρυώνης αγωνιζόταν στις ίδιες ομάδες μαζί του σε θέση επιθετικού.
- Ο Γιώργος Καλαφάτης (1890-1964), υποναύαρχος του πολεμικού ναυτικού, γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τα Διλινάτα της Κεφαλλονιάς. Από μικρός διακρίθηκε στον κλασσικό αθλητισμό και σε ηλικία 15 ετών μυήθηκε στο ποδόσφαιρο το οποίο τον ενθουσίασε. Ξεκίνησε την καριέρα από τον Εθνικό Αθηνών και στη συνέχεια αγωνίστηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο. Στις 3 Φεβρουαρίου 1908 στο Πεδίον του Άρεως συγκάλεσε την ιδρυτική συγκέντρωση του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Αθηνών (ΠΟΑ), που το 1910 μετονομάστηκε σε ΠΠΟ, το 1920 σε ΠΠΑΟ και το 1922 σε Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο (ΠΑΟ). Παράλληλα με την ποδοσφαιρική του δραστηριότητα, υπήρξε και αθλητής στίβου του Πανελληνίου ως το 1918 οπότε ο Παναθηναϊκός δημιούργησε δικό του τμήμα στίβου. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στους Διασυμμαχικούς Αγώνες του 1919 στο Παρίσι. Η συμμετοχή του στους αγώνες αυτούς είχε μεγάλη σημασία για την εξέλιξη του ελληνικού ομαδικού αθλητισμού, καθώς εκεί εξασφάλισε αθλητικό υλικό και πληροφορίες, ιδίως για την καλαθοσφαίριση και την πετοσφαίριση, αθλήματα άγνωστα τότε στην Ελλάδα. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία το 1922 τμημάτων μπάσκετ και βόλεϋ στον Παναθηναϊκό και μάλιστα, μαζί με τους Απ.Νικολαΐδη και Λ.Πανουργιά, ήταν μέλος των πρώτων εκείνων ομάδων. Διακρίθηκε ως αθλητής μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε διοικητικός παράγοντας του Παναθηναϊκού από διάφορες θέσεις. Ως αθλητής στίβου κατείχε 2 πανελλήνια ρεκόρ στη σκυταλοδρομία 4Χ200 και στο δρόμο του σταδίου (192m) και σημείωσε 3 πανελλήνιες νίκες. Ω ποδοσφαιριστής κατέκτησε 6 πρωταθλήματα (ΠΟΑ 1909, 1911 – ΠΠΟ 1912, 1915 - ΠΠΑΟ 1921, 1922).
- Ο Κωστής Τσικλητήρας (1888 - 1913), καταγόμενος από αριστοκρατική και ευκατάστατη οικογένεια της Πύλου, υπήρξε αθλητής στίβου και ποδοσφαίρου, 20 φορές πρώτος πανελληνιονίκης πέντε διαφορετικών αγωνισμάτων σε διάστημα 6 χρόνων και κάτοχος πανελλήνιων ρεκόρ σε τρία στυλ άλματος. Κατέκτησε από 2 μετάλλια σε δύο συνεχόμενες διοργανώσεις Ολυμπιακών αγώνων, ενώ το χρυσό του 1912 στη Στοκχόλμη (στο μήκος άνευ φοράς) απετέλεσε επί σειρά δεκαετιών ορόσημο καθώς η επιτυχία αυτή δεν επαναλήφθηκε στο στίβο παρά 80 χρόνια αργότερα (από τη Βούλα Πατουλίδου το 1992). Σπούδασε λογιστική, αλλά έως το αιφνίδιο θάνατό του σε ηλικία 24½ ετών, από μηνιγγίτιδα, για τον οποίο θρήνησε το πανελλήνιο, είχε αφιερωθεί στον αθλητισμό. Ψηλός (1,92m) και λυγερόκορμος είχε σπάνιο φυσικό άλμα, ταχύτητα, εκρηκτικότητα, αγωνιστικό πνεύμα και φυσική επιδεξιότητα, που του επέτρεψαν να διακριθεί και ως τερματοφύλακας στον ΠΟΑ με τον οποίο κατέκτησε 2 πρωταθλήματα (1909 και 1911).
β. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1910
Κατά την δεκαετία του 1910 διεξάχθηκαν στο Ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου, με μέριμνα του ΣΕΓΑΣ 7 διοργανώσεις πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου, με το ίδιο περίπου σύστημα του τουρνουά. Από αυτά 4 κατέκτησε η ομάδα του Γουδή, με την αρχική μορφή του ως Σύλλογος Ποδοσφαιρίσεως Γουδή (1910, 1913) ή τη νέα μορφή ως Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Γουδή (Νέος Γουδή ή Αθηναϊκός Σύνδεσμος Ποδοσφαιρίσεως, 1914 και 1916) και 3 κατέκτησε ο Παναθηναϊκός με τις διάφορες μορφές που είχε τότε η ομάδα (ΠΟΑ 1911, ΠΠΟ 1912 και 1915).
Ο ΣΠ Γουδή έπαιζε με την εξής σύνθεση: Θ. Φιλάρετος - Παναγιώτης Μποτάσης, Δ. Φούγιας - Α. Πρωτόπουλος, Όμηρος Ιωσηφόγλου, Πέτρος Σκουζές - Α. Πάντος, Α. Αργυρόπουλος, Θεόδωρος Νικολαΐδης, Παναγής Βρυώνης (αρχηγός), Ν. Χάρος, ενώ ο Παναθηναϊκός έπαιζε με τους κάτωθι: Δημήτρης Δεμερτζής – Ρέππας, Απόστολος Νικολαΐδης - Γιώργος Καλαφάτης, Αλέξανδρος Καλαφάτης, Χοϊδάς – Λουκάς Πανουργιάς, Κουσουβέλης, Μαντζάκος, Μιχάλης Παπάζογλου, Κίσας.
Για 3 από τους βασικούς πρωταγωνιστές της 10ετίας αυτής μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
-Ο Μιχάλης Παπάζογλου (;;;; - 1960), γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, αγωνίστηκε στην τοπική ομάδα Κατικιόι Χαλκηδόνας η οποία είχε για σήμα το τριφύλλι. Επιτυχημένη ήταν η παρουσία του στον ακοντισμό και τη δισκοβολία. Από το 1911 έως το 1919 αγωνίστηκε με επιτυχία στον Παναθηναϊκό (ΠΟΑ, ΠΠΟ) στη θέση του μέσου και του επιθετικού, με τον οποίο κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ελλάδος ΣΕΓΑΣ (1912 και 1915). Πρότεινε το (γνωστό από την προηγούμενη ομάδα του) τριφύλλι ως σήμα της ομάδας, το οποίο υιοθετήθηκε ως έμβλημα του Παναθηναϊκού το 1918. Από το 1921 εντάχθηκε στη διοίκηση του Παναθηναϊκού ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Αντιπρόεδρος, Ταμίας, Γενικός Αρχηγός ή Γενικός Γραμματέας μέχρι το τέλος τη ζωής του τον Φεβρουάριο του 1960. Κατά τη περίοδο της κατοχής υπήρξε δραστήριο μέλος της εθνικής αντίστασης. Παρέμεινε σε καθεστώς ομηρίας και κινδύνευε καθημερινά να εκτελεστεί. Ο Μιχάλης Παπάζογλου, μαζί με τους Καλαφάτη, Πανουργιά και Νικολαΐδη, ήταν βασικός εμπνευστής της Παναθηναϊκής Ιδέας, για ένα νέο σωματείο, το οποίο θα έπρεπε να καλλιεργεί με επιτυχία όσο το δυνατόν περισσότερα διαφορετικά αθλήματα.
- Ο Απόστολος Νικολαΐδης (1896 – 1980) γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη (σήμερα Πλόβντιβ Βουλγαρίας) και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή. Ερχόμενος στην Ελλάδα το 1914, αγωνίστηκε με την Εθνική Γυμναστική Εταιρεία και τον Άρη Θεσσαλονίκης στο στίβο και με τον Παναθηναϊκό. Ήταν διακεκριμένος πολυαθλητής σε ποδόσφαιρο, στίβο, μπάσκετ, βόλεϊ και τένις. Έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1920 στην Αμβέρσα ως ποδοσφαιριστής και δεκαθλητής. Ως ποδοσφαιριστής με τον Παναθηναϊκό έπαιζε σε θέση κεντρικού αμυντικού και κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Ελλάδος (1915 ως ΠΠΟ και 1921, 1922 ως ΠΠΑΟ). Ως Κωνσταντινουπολίτης, είχε σημαντική συνεισφορά του και στην ίδρυση της ΑΕΚ. Τη διετία 1926 - 1927 διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ). Ήταν επίσης από τους πρωτοπόρους σε αγώνες αυτοκινήτων στην Ελλάδα, δυο χρονιές (1932 και 1933) νικητής στην ανάβαση της Πάρνηθας και ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Ράλι Ακρόπολις ως πρόεδρος της Ελληνικής Λέσχης Αυτοκινήτου & Περιηγήσεων (ΕΛΠΑ). Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (ΕΟΑ), ενώ στο διάστημα 1932-1945 ήταν γενικός γραμματέας και το 1945-1967 πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων (ΣΕΓΑΣ). Για 40 και πλέον χρόνια διετέλεσε αντιπρόεδρος, γενικός γραμματέας, μέλος του διοικητικού συμβουλίου, γενικός αρχηγός και ουσιαστικός λήπτης αποφάσεων στον Παναθηναϊκό. Το 1968 παραπέμφθηκε σε δίκη από τη Δικτατορία και στο πλευρό του ως μάρτυρας υπεράσπισης στάθηκε ο Γιώργος Ανδριανόπουλος, παλαιός προσωπικός ποδοσφαιρικός αντίπαλος και πρόεδρος τότε στον Ολυμπιακό Πειραιώς. Με την πτώση του καθεστώτος το 1974 εκλέχθηκε πρόεδρος του Παναθηναϊκού Α.Ο. παραμένοντας μέχρι το 1979, με βοηθό τον ανιψιό του, πρώην στέλεχος της ομάδας μπάσκετ, Τζακ Νικολαΐδη. Δικαιολογημένα θεωρείται Πατριάρχης του Παναθηναϊκού και η γηπεδική έδρα του συλλόγου έλαβε το 1981 το όνομά του.
- Ο Λουκάς Πανουργιάς (1899-1981), δικηγόρος στην ιδιωτική ζωή, γεννήθηκε στη Λιβαδειά και ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με το ποδόσφαιρο, ενώ είχε αξιόλογες επιδόσεις και στον κλασικό αθλητισμό. Το 1910 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου με άλλους φίλους του δημιούργησε την ομάδα Νίκη στο Πολύγωνο. Το 1912 ο Γιώργος Καλαφάτης αναζητώντας ταλαντούχους αθλητές για να στελεχώσουν τον Πανελλήνιο Ποδοσφαιρικό Όμιλο (ΠΠΟ) τον ενέγραψε στην ομάδα. Από το 1916 έγινε βασικό στέλεχος του ΠΠΟ, ο οποίος το 1920 μετονομάστηκε σε ΠΠΑΟ και το 1922 σε Παναθηναϊκός ΑΟ (ΠΑΟ). Αγωνίστηκε στο σύλλογο έως το 1927 και κατέκτησε τα πρωταθλήματα 1915, 1921 και 1922. Το 1919 συμμετείχε στην μικτή εθνική αποστολή που εκπροσώπησε την Ελλάδα στους Διασυμμαχικούς Αγώνες. Μετά τη δράση του ως αθλητής ασχολήθηκε με τα διοικητικά του Παναθηναϊκού περνώντας από πολλά ανώτερα αξιώματα. Την περίοδο 1961-1966 ανέλαβε την προεδρία και υπήρξε ένας από τους πιο επιτυχημένους προέδρους του συλλόγου, αφού επί των ημερών του ο Παναθηναϊκός κατέκτησε τίτλους στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, στίβο, ποδηλασία, πυγμαχία, πινγκ πονγκ, κολύμβηση, σκοποβολή, ενώ για πρώτη φορά κατακτήθηκαν πρωταθλήματα στην ξιφασκία, την άρση βαρών και το σκάκι. Κατά την περίοδο της Δικτατορίας το καθεστώς τον απομάκρυνε από τον Παναθηναϊκό, μαζί με άλλους παράγοντες όπως τον Απ.Νικολαΐδη και τον Αντ.Μαντζεβελάκη. Μετά την πτώση της δικτατορίας, στη Γενική Συνέλευση του Παναθηναϊκού στις 13 Σεπτεμβρίου του 1974 (με πρόεδρο τον Απόστολο Νικολαΐδη και γενικό γραμματέα τον Παύλο Γιαννακόπουλο), ο Πανουργιάς ανακηρύχθηκε επίτιμος ισόβιος πρόεδρος του Παναθηναϊκού Α.Ο. και πρωτεργάτης της Παναθηναϊκής Αθλητικής Ιδέας.
γ. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1920
Το 1919 ιδρύθηκε η πρώτη αμιγώς ποδοσφαιρική ομοσπονδία ΕΠΣ Αθηνών-Πειραιώς, η οποία το 1921 μετονομάστηκε σε ΕΠΣ Ελλάδος και διοργάνωσε 3 πρωταθλήματα έως το 1923. Το 1921 έλαβαν μέρος οι 5 ισχυρότερες αθηναϊκές και πειραϊκές ομάδες ερχόμενες αντιμέτωπες με σύστημα “πουλ”, δηλαδή “όλες εναντίον όλων” σε απλούς αγώνες. Αυτοί πραγματοποιήθηκαν στο Ποδηλατοδρόμιο (τώρα Καραϊσκάκη) του Ν. Φαλήρου, τον μόνο κατάλληλο χώρο της εποχής εκείνης για τέλεση επίσημων συναντήσεων ποδοσφαίρου. Στον αγωνιστικό χώρο υπήρχε καρβουνόσκονη, προερχόμενη από τα υπολείμματα της καύσης λιγνίτη στο γειτονικό εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Το 1921 το πρωτάθλημα κατέκτησε ο Πανελλήνιος Ποδοσφαιρικός & Αγωνιστικός Όμιλος (ΠΠΑΟ, που το 1922 μετονομάστηκε σε ΠΑΟ) με την εξής σύνθεση: Δημήτρης Δεμερτζής (τερμ) - Μιχάλης Κρίσπης, Απόστολος Νικολαΐδης - Χρύσανθος Βλάχος, Κώστας Ζάκκας, Γιώργος Καλαφάτης - Γιάννης Σατυρόπουλος Λουκάς Πανουργιάς, Σωτήρης Ασπρογέρακας, Μαρίνος Βεντουρέλης, Λουκιανός Καντώνης.
Το 1922 οι μετέχουσες ομάδες αυξήθηκαν σε 8, με συμμετοχή και στρατιωτικών ομάδων (Ευελπίδων, Ναυτικών Δοκίμων, Βρετανών Αξιωματικών), οι αγώνες έγιναν με το ίδιο σύστημα “όλες εναντίον όλων” και πρωταθλητής αναδείχτηκε πάλι ο ΠΠΑΟ.
Το 1923 έλαβαν μέρος 9 ομάδες από την Αθήνα, τον Πειραιά καθώς και οι προσφυγικές ομάδες από τη Σμύρνη (Πανιώνιος, Απόλλων). Όλοι οι αγώνες διεξάχθηκαν στο Νέο Φάληρο, στο γήπεδο του Ποδηλατοδρομίου από τις 8 Ιανουαρίου μέχρι την 1η Ιουλίου 1923. Οι ομάδες χωρίστηκαν σε δύο προκριματικούς ομίλους και οι καλύτεροι προκρίθηκαν για τον όμιλο της τελικής φάσης. Πρωταθλητής αναδείχθηκε ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, ο οποίος στις 12 Αυγούστου αντιμετώπισε τον πρωταθλητή Θεσσαλονίκης Άρη και κατέκτησε και το Πανελλήνιο πρωτάθλημα, με την εξής σύνθεση: Ν. Βλάσσης (τερμ) - Γ. Χαλκιόπουλος, Χρήστος Πέππας - Ν. Γαβαλάς, Αλεξ. Κεχαγιάς, Νίκος Πανόπουλος (ή Πάγκαλος) - Ντίνος Ανδριανόπουλος Γιάννης Ανδριανόπουλος (αρχηγός), Γιώργος Ανδριανόπουλος, Βασίλης Ανδριανόπουλος, Γιώργος Χατζηανδρέου.
Στις 14 Νοεμβρίου 1926 ιδρύθηκε η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ) και διοργάνωσε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα την περίοδο 1927-28, το 1ο υπό την αιγίδα της ΕΠΟ, στο οποίο όμως δεν συμμετείχαν οι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ, οι οποίοι λόγω προστριβών με την ΕΠΟ είχαν αποστασιοποιηθεί, δημιουργώντας το περίφημο ΠΟΚ (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, Κωνσταντινούπολη), ένα σύμφωνο εμπορικού χαρακτήρα των τριών δημοφιλέστερων ποδοσφαιρικών ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά, σε μορφή αθλητικού τραστ, με σκοπό το αμοιβαίο όφελος από τη διοργάνωση αγώνων και τουρνουά, που εξελίχθηκε σε μακροχρόνια συνεργασία των τριών ομάδων και διατηρήθηκε μέχρι το 1963. Στο πρωτάθλημα αυτό, μετείχαν οι πρωταθλητές των τριών ιδρυτικών ενώσεών της Ε.Π.Σ. Αθηνών (Ατρόμητος Αθηνών), Ε.Π.Σ. Πειραιώς (Εθνικός Πειραιώς) και Ε.Π.Σ. Μακεδονίας (Άρης). Πρωταθλητής αναδείχθηκε ο Άρης Θεσσαλονίκης με την εξής σύνθεση: Νίκ.Κατράντζος – Δημ.Οπλοποιός, Ιάκ.Γιακουμής – Παν.Κατσαούνης, Κων. Βικελίδης, Χρ.Λεονταρίδης – Ιορδ.Βογδάνου, Νίκ.Αγγελάκης, Ζαρέν Μεινασιάν, Διον.Καλτέκης, Βασ.Ιωαννίδης, και πρώτοι αναπληρωματικοί ήταν οι: Κώστ.Γκικόπουλος, Παν.Κοσματόπουλος, Χρ.Κολωνιάρης.
Μια ιδεατή 11άδα με τους βασικούς πρωταγωνιστές της 10ετίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι εξής: Γιώργος Γιάμαλης (ΑΕΚ) – Χρήστος Πέππας (Πειραϊκός Σύνδεσμος, Εθνικός), Δημήτρης Οπλοποιός (Άρης) – Κώστας Βικελίδης (Άρης), Στέφανος Κωνσταντινίδης (ΑΕΚ), Ιάκωβος Γιακουμής (Άρης) – Γιάννης Ανδριανόπουλος (ΟΣΦΠ), Ντίνος Ανδριανόπουλος (ΟΣΦΠ), Γιώργος Ανδριανόπουλος (ΟΣΦΠ), Νίκος Αγγελάκης (Άρης) και Βασίλης Ανδριανόπουλος (ΟΣΦΠ).
Μια δεύτερη πρακτικά ισάξια 11άδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι: Κώστας Κλειδουχάκης (ΟΣΦΠ) – Μιχάλης Κρίσπης (ΠΑΟ), Κώστας Ανδρίτσος (ΠΑΟ) – Παν.Κατσαούνης (Άρης), Μιχάλης (Λάλης) Λεκκός (Πειραϊκός Σύνδεσμος, ΟΣΦΠ) Χρ.Λεονταρίδης (Άρης) - Κώστας Νεγρεπόντης (ΑΕΚ), Αντώνης Τσολίνας (ΠΑΟ), Σωτήρης Ασπρογέρακας (ΠΑΟ), Ηλίας Ηλιάσκος (ΑΕΚ), Γιώργος Χατζηανδρέου (Πειραϊκός Σύνδεσμος, Εθνικός):
- Ο Γιώργος Γιάμαλης (1907 - 1985) ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τον Ήφαιστο Κωνσταντινούπολης το 1922. Το 1926 μετέβη στην Ελλάδα και έγινε μέλος της ομάδας της ΑΕΚ, στην οποία αγωνίστηκε έως το 1932, όταν σε ηλικία 25 ετών, εγκατέλειψε την ενεργό δράση. Κατέκτησε το κύπελλο Ελλάδας την περίοδο 1931-32. Με την Εθνική Ελλάδας πρωτόπαιξε στις 7 Απριλίου 1929, στον πρώτο ιστορικά αγώνα της Ελλάδας εναντίον της Β' Ιταλίας, στο Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Συνολικά φόρεσε 10 φορές τη φανέλα της Ελλάδας, στις 4 από τις οποίες ήταν αρχηγός της.
- - Ο Χρήστος Πέππας γεννήθηκε στον Πειραιά και έπαιξε ποδόσφαιρο στον Α.Π.Σ. Πειραιά στον Πειραϊκό Όμιλο και στον Εθνικό, του οποίου ήταν από τα ιδρυτικά μέλη. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1924 ασχολήθηκε με τα διοικητικά του Εθνικού και της ΕΠΟ. Ήταν μέλος της εθνικής ομάδας που εκπροσώπησε την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας το 1920.
- Ο Δημήτρης Οπλοποιός (1903- ) εντάχθηκε στην ομάδα των "κίτρινων" του Άρη το 1917, σε ηλικία 14 ετών. Διετέλεσε αρχηγός της ομάδας και αγωνίστηκε στο πρώτο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης το 1923, όπου ο Άρης κατέκτησε τον τίτλο. Ακολούθησε ανάλογη πορεία την επόμενη χρονιά, ενώ το 1926 ο Άρης κατέκτησε τον τρίτο του τίτλο, νικώντας με 5-2 και 4-1 τον βασικό του αντίπαλο, Ηρακλή. Την περίοδο 1926-27, ο Άρης έχασε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή Θεσσαλονίκης από τον Ηρακλή, αλλά με τον Οπλοποιό ως βασικό μέλος της ενδεκάδας του κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα Ελλάδος, το 1928. Την επόμενη χρονιά, οι "κίτρινοι" κατέκτησαν για άλλη μια φορά τον τίτλο του πρωταθλητή Θεσσαλονίκης, νικώντας τον ΠΑΟΚ σε αγώνα μπαράζ με 4-3. Εγκατέλειψε την ενεργό δράση τον Δεκέμβριο του 1930, σε ηλικία 27 ετών.
- Ο Κώστας Βικελίδης (1905-1984) γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και έπαιξε ποδόσφαιρο στον Άρη από το 1919 έως το 1940, ως κεντρικός αμυντικός. Μετά το τέλος της καριέρας του, διετέλεσε προπονητής σε πολλές ομάδες, ενώ ήταν και πρόεδρος του Άρη την περίοδο 1967-1969. Επίσης, διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Είχε άλλα 8 αδέλφια, από τα οποία τα 5 ήταν επίσης αθλητές του Άρη. Έπαιξε σε 9 αγώνες με την εθνική Ελλάδας.
- Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, που γεννήθηκε το 1905 στην Κωνσταντινούπολη, το 1921 έπαιξε ως αμυντικός μέσος στην Ένωση Μακροχωρίου Μήλων και στην Πέρα Κλουμπ. Το 1924 πήγε στην Έδεσσα και δημιούργησε τον Μέγα Αλέξανδρο και το 1926 πήρε μεταγραφή για την ΑΕΚ. Το 1928 πήγε στο Γουδί και την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην ΑΕΚ, με τη φανέλα της οποίας έκλεισε την καριέρα του το 1936, μετά από σοβαρό τραυματισμό. Το ντεμπούτο του με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 1929, στον πρώτο ιστορικά αγώνα της Ελλάδας εναντίον της Β' Ιταλίας, στο Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Συνολικά αγωνίστηκε 6 φορές με τη γαλανόλευκη φανέλα, την περίοδο 1929-1932.
- Ο Ιάκωβος Γιακουμής, αγωνιζόμενος ως μέσος έγινε γνωστός με την ομάδα του Άρη Θεσσαλονίκης, κατακτώντας το πρωτάθλημα Ελλάδος του 1928, πριν μεταγραφεί στην ομάδα του Παναθηναϊκού το 1929. Καθιερώθηκε στην ομάδα των "κίτρινων" το καλοκαίρι του 1925 και ήταν βασικό στέλεχος της ενδεκάδας του Άρη στην κατάκτηση του πρωταθλήματος Θεσσαλονίκης του 1926. Την επόμενη χρονιά, ο Άρης έχασε το πρωτάθλημα από τον Ηρακλή, χάνοντας στα δύο ντέρμπι της χρονιάς με 3-1 στις 13 Φεβρουαρίου και με 1-2 στις 15 Μαΐου 1927. Στο πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης του 1928, συμμετείχε σε όλους τους αγώνες, με τον Άρη μέχρι να στεφτεί πρώτος πρωταθλητής Ελλάδος. Το καλοκαίρι του 1928, μετακόμισε για επαγγελματικούς λόγους στην Αθήνα και τον Αύγουστο του 1929 μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό.
- Ο Γιάννης Ανδριανόπουλος (1900 - 1952) μεγαλύτερος αδελφός του Γιώργου, Ντίνου, Βασίλη και Λεωνίδα, της θρυλικής πεντάδας των Ανδριανοπουλαίων του Ολυμπιακού και της Εθνικής Ελλάδας, γνωστός και ως «δάσκαλος», είχε επίσης άλλα δύο αδέλφια ποδοσφαιριστές σε πιο μικρές ομάδες του Πειραιά, τον Αριστείδη (που απεβίωσε 17 ετών σε επιδημία τύφου το Σεπτέμβριο 1922, συμπτωματικά λίγες ημέρες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή) και τον μικρότερο όλων Στέλιο. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1918 από την Πειραϊκή Ένωση με την οποία έγινε και διεθνής μία φορά με την εθνική Ελλάδος. Το 1924 ήταν από τους ιδρυτές και πρώτους παίκτες του Α.Π.Σ. Πειραιά και μετά του Ολυμπιακού Ομίλου Φιλάθλων Πειραιά και του Ολυμπιακού Πειραιώς. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1929. Είχε συμπεριληφθεί στη 16μελή αποστολή ποδοσφαιριστών που το 1920 συγκρότησε η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (τότε ΕΟΑ) για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αμβέρσας, δηλαδή την πρώτη επίσημη Εθνική σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου FIFA. Διετέλεσε πρόεδρος της ΕΠΟ και της Ε.Π.Σ. Πειραιώς. Γιος του είναι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, πολιτευτής της Ν.Δημοκρατίας, πρώην υπουργός και δήμαρχος Πειραιά.
- Ο Κωνσταντίνος (Ντίνος) Ανδριανόπουλος (1905-1962) γεννήθηκε στον Πειραιά, τρίτος κατά σειρά ηλικίας από τους 5 Ανδριανόπουλους, γνωστός ως «μπουλούκος», έκανε μεγάλη καριέρα στον Ολυμπιακό, ενώ αγωνίστηκε και με την Πειραϊκή Ένωση. Φόρεσε 6 φορές τη φανέλα της εθνικής Ελλάδας και σημείωσε ένα γκολ. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 27 ετών το 1932.
- Ο Γιώργος Ανδριανόπουλος (1903 – 1980), το δεύτερο ηλικιακά μέλος της θρυλικής 5άδας των Ανδριανοπουλαίων, ο ψηλότερος και πλέον διάσημος, ήταν ο μοναδικός ποδοσφαιριστής της εθνικής ανδρών στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο οποίος στη συνέχεια υπουργοποιήθηκε. Γεννημένος στον Πειραιά, διετέλεσε επίσης αθλητής στίβου (δρόμοι ταχύτητας) και ποδηλάτης. Έπαιζε από το 1918 στην Πειραϊκή Ένωση, μετά στον ΟΣΦΠ, του οποίου ήταν ένας από τους συνιδρυτές, και 5 φορές στην Εθνική Ομάδα ως διεμβολέας κυνηγός (κεντρικός επιθετικός), μέχρι το 1931 που αποσύρθηκε. Έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο “Ποδάρας”, λόγω του μεγάλου διασκελισμού του με τα πέλματα προς τα έξω. Μετείχε στις 5 πρώτες αναμετρήσεις της Ελλάδας, της οποίας ήταν ο πρώτος χρονολογικά αρχηγός από το 1929. Το 1927 αποφοίτησε από τη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1929 άρχισε να δικηγορεί και αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σε ηλικία 25 ετών και ως ενεργός ακόμη παίκτης του Ολυμπιακού, εκλέχθηκε το 1928 δημοτικός σύμβουλος Πειραιώς και στη συνέχεια ασχολήθηκε περισσότερο ενεργά με την πολιτική, διατελώντας κατά σειρά βουλευτής (6 φορές με αφετηρία το 1950) και δήμαρχος της πόλης (1951-1955) υποστηριζόμενος από την ΕΡΕ, διευθυντής και πρόεδρος στον ΟΛΠ, και τέλος υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας. Με θητεία το διάστημα 1954-1967, υπήρξε ο δεύτερος μακροβιότερος πρόεδρος στην ιστορία του Ολυμπιακού, ενώ αργότερα, λόγω νομικού επαγγέλματος και ποδοσφαιρικής προϋπηρεσίας, κατείχε την ίδια θέση στο Γνωμοδοτικό Αθλητικό Συμβούλιο ΓΑΣ, το δικαστικό όργανο της πολιτείας για τον ελληνικό αθλητισμό. Η απαλλακτική του ψήφος ήταν καθοριστική στην αποφυγή της ποινής του υποβιβασμού για τον "αιώνιο" αντίπαλο Παναθηναϊκό, όταν το 1975 κρίθηκε ένοχος δωροδοκίας σε αγώνα κυπέλλου με τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστική του ήθους του είναι μία δήλωσή του 12 χρόνια πριν την πολύκροτη υπόθεση, όταν μίλησε ως καλεσμένος στην 55ετηρίδα του Παναθηναϊκού: “Σαν επίσημος εκπρόσωπος του Ολυμπιακού θα ήθελα να αναγνωρίσω την ανωτερότητα του Παναθηναϊκού, ο οποίος υπήρξε και παραμένει πρωτοπόρος των αθλητικών εκδηλώσεων του τόπου μας και αποτελεί τον Σύλλογον των Πρωταθλητών, την πεμπτουσίαν του ελληνικού αθλητισμού. Και δικαίως θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε παράδειγμα προς μίμησιν δι' όλους ημάς τους υπολοίπους και θα είναι τιμή και υποχρέωσις κάθε ελληνικού σωματείου να προσπαθήσει να πλησιάσει το αδιαφιλονίκητο μεγαλείο του Παναθηναϊκού”. Απεβίωσε σε κλινική του Λονδίνου στις 24 Φεβρουαρίου 1980, ένα 8μηνο πριν τον ποδοσφαιρικά προσωπικό του αντίπαλο στα γήπεδα Απόστολο Νικολαΐδη, τον οποίο χωρίς φόβο είχε υπερασπιστεί γηραιό στα ποινικά δικαστήρια κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας.
- Ο Νίκος Αγγελάκης (1906 - ) γεννήθηκε το 1906 και αγωνίστηκε σε όλη του την καριέρα στον Άρη. Πρωτοέπαιξε μπάλα το 1924 και θεωρούταν σπουδαίος επιθετικός, αγωνιζόμενος παράλληλα στην Εθνική Ομάδα. Με την ομάδα της Θεσσαλονίκης κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδος του 1928 και του 1932, το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης 1924, 1926, 1928, 1929, 1930, 1934 και 1938, το πρωτάθλημα Βορείου Ομίλου 1935, ενώ συμμετείχε στους δύο πρώτους τελικούς του Κυπέλλου Ελλάδος το 1932 και το 1933. Η ποδοσφαιρική του καριέρα τελείωσε μετά το τέλος της σεζόν 1937/38. Συνολικά πέτυχε 176 γκολ αγωνιζόμενος με τα χρώματα του Άρη, της μικτής Θεσσαλονίκης και της Εθνικής Ελλάδος. Μία από τις καλύτερες ημέρες του Νίκου Αγγελάκη ήταν στις 10 Απριλίου του 1932, όταν για το πρωτάθλημα Ελλάδος ο Άρης κέρδισε με 6-1 τον Απόλλωνα Αθηνών με τον Αγγελάκη να σημειώνει και τα έξι τέρματα της ομάδος του. Μετά το πέρας της ποδοσφαιρικής του καριέρας ο Νίκος Αγγελάκης ασχολήθηκε με την προπονητική, και διετέλεσε για μία πενταετία προπονητής του Άρη, από το 1948 ως το 1953. Με την Εθνική Ελλάδας έκανε το ντεμπούτο του στις 30 Ιουνίου του 1929. Με το εθνόσημο πραγματοποίησε συνολικά 11 συμμετοχές, και πέτυχε 2 τέρματα.
- Ο Βασίλης Ανδριανόπουλος (1908 – 1989), γνωστός ως «κελεμές», γεννήθηκε στον Πειραιά πρωτόπαιξε στη «Νίκη» και στην Πειραϊκή Ένωση και με τον τρίτο στη σειρά αδελφό του, Ντίνο, απετέλεσε φοβερό δίδυμο. Αγωνιζόταν στην αριστερή πλευρά της επίθεσης ως ακραίος ή συχνότερα μεσαίος κυνηγός (μέσα αριστερά ή ντεμί). Στις συνολικά 7 διεθνείς συμμετοχές του, χρίστηκε 2 φορές αρχηγός του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος (ο 4ος χρονικά που έλαβε τη συγκεκριμένη τιμή) και σημείωσε 2 τέρματα. Όλα μαζί τα 5 αδέλφια παίξανε στις 20/2/1927 στο φιλικό ΟΣΦΠ – Φαληρικός Σύνδεσμος 6 – 2. Εγκατέλειψε την ενεργό δράση το 1933 και στη συνέχεια εργάσθηκε ως προπονητής, ενώ διετέλεσε μέλος των συμβουλίων της ΕΠΟ και της ΕΠΣ Πειραιώς, και διετέλεσε εκλέκτοράς της Εθνικής.
-Ο Κώστας Κλειδουχάκης ήταν ιδρυτικό μέλος και πρώτος τερματοφύλακας στην ιστορία του Ολυμπιακού. Αρχικά αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας στον Αθλητικό και Ποδοσφαιρικό Σύλλογο Πειραιώς. Μετά τη διάσπαση του συλλόγου, ακολούθησε τους Ανδριανοπουλαίους στην ίδρυση του Ολυμπιακού. Αγωνίστηκε με τα χρώματα της ομάδας από το 1925 μέχρι το 1930. Αντικαταστάτης του κάτω από τα ερυθρόλευκα γκολπόστ ήταν ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος. Υπήρξε μέλος της πρώτης Εθνικής Ελλάδος μετά την ίδρυση της ΕΠΟ (1926).
- Ο Μιχάλης (Λάλης) Λεκκός (1905-1970) γεννήθηκε στον Πειραιά και έπαιξε ως κεντρικός αμυντικός ποδόσφαιρο στον Πειραϊκό, Εθνικό, Ολυμπιακό και στον ΑΣΙΛ Λύσης της Κύπρου, όπου ήταν και προπονητής. Ήταν 5 φορές διεθνής με την Εθνική Ελλάδας. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε 3 Πρωταθλήματα Ελλάδας: 1931, 1932 και 1933 και 4 Πρωταθλήματα Πειραιά : 1927, 1929, 1930 και 1931.
- Ο Κώστας Νεγρεπόντης (1897 – 1973, Αθήνα), από τις “σημαίες” της ΑΕΚ, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την Προποντίδα Ταταούλων και αργότερα πήγε στη Φενερμπαχτσέ με την οποία κατέκτησε τρία ερασιτεχνικά πρωταθλήματα Τουρκίας. Το 1918 μαζί με άλλους Έλληνες ίδρυσε την Πέρα Κλουμπ και ταυτόχρονα έγινε και παίκτης της ομάδας, με την οποία κατέκτησε ένα ακόμα πρωτάθλημα Τουρκίας. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Πέρα Κλουμπ έκανε μια περιοδεία στην Ευρώπη περνώντας και από την Ελλάδα. Στη Γαλλία ο Νεγρεπόντης αποφάσισε να μείνει εκεί για τρία χρόνια, όπου και αγωνίστηκε σε διάφορες γαλλικές ομάδες. Το 1926 ήρθε στην Ελλάδα και έβγαλε δελτίο στην ΑΕΚ, με την οποία αγωνίστηκε μέχρι το 1932. Αγωνίστηκε δύο φορές με την Ελλάδα στη δύση της καριέρας του. Σταματώντας το ποδόσφαιρο ασχολήθηκε με την προπονητική και υπήρξε προπονητής αρκετών συλλόγων όπως, μεταξύ άλλων, η ΑΕΚ, η Παναχαΐκή, ο Πανιώνιος, ο Ολυμπιακός, ο Πανελευσινιακός, ο Φωστήρας και ο Παναιγιάλειος. Υπήρξε ο πρώτος (και ο μοναδικός προπολεμικά) προπονητής της Ελλάδας που συμπλήρωσε διψήφιο αριθμό παρουσιών στον πάγκο της, σε 16 συνολικά αγώνες (σε τέσσερις διαφορετικές περιόδους το διάστημα μεταξύ 1933-1953) και ήταν ο προπονητής στη μεγαλύτερη σε εύρος νίκη της Ελλάδας επί της Συρίας με 8-0, που διεξάχθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1949, στο Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
- Ο Αντώνης Τσολίνας (1908-1956) ήταν ο «βομβαρδιστής» του Παναθηναϊκού, ο τρόμος των τερματοφυλάκων. Έπαιξε την περίοδο 1928 – 1933 και 3 φορές στην Εθνική Ομάδα (1931 – 32). Είχε μια μοναδική ευστροφία και ταχύτητα στο σουτ, που πολύ δύσκολα αντιμετωπιζόταν. Σε ένα παιχνίδι ΠΑΟ – ΑΕΚ με τερματοφύλακα τον φημισμένο Γιώργο Γιάμαλη ο ΠΑΟ κέρδισε 5 – 0 και όλα τα γκολ τα πέτυχε ο Τσολίνας με φοβερά σουτ. Το παιχνίδι Ελλάδας – Βουλγαρίας 6 – 1 υπήρξε προσωπικός θρίαμβος του Τσολίνα που πέτυχε 4 τέρματα, ενώ τα άλλα δυο ο Μεσσάρης. Στο πρωτάθλημα κάθε χρόνο σημείωνε 7 – 8 γκολ.
- Ο Ηλίας Ηλιάσκος (1908- ) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήρθε το 1926 στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Υπήρξε ο πρώτος μαθητής του Κολεγίου Αθηνών. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την ΑΕΚ και γρήγορα κέρδισε θέση ως επιθετικός στην ενδεκάδα της. Το 1932 σημείωσε το πρώτο γκολ στην ιστορία των τελικών του κυπέλλου Ελλάδας, στον τελικό της περιόδου 1931-32 μεταξύ της ΑΕΚ και του Άρη (5-3). Αγωνίστηκε μέχρι το 1933, όταν σε ηλικία 25 ετών εγκατέλειψε την ενεργό δράση. Υπήρξε μία φορά διεθνής με την εθνική Ελλάδας στις 27 Μαρτίου 1932 στην εντός έδρας αναμέτρηση εναντίον της Βουλγαρίας.
α. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1930
Με την έναρξη της 10ετίας του 1930 το ποδόσφαιρο ήταν ήδη ένα δημοφιλές άθλημα, θέαμα και κοινωνικό γεγονός, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Ν.Αμερική. Καθώς οι υπερόπτες Άγγλοι, που το επινόησαν, δεν καταδέχονταν να παίζουν έξω από το νησί τους, οι εξελίξεις στα χρόνια 1930 και 40, καθοδηγήθηκαν από τις ομάδες που διακρίθηκαν στα Παγκόσμια Κύπελλα που διοργανώθηκαν από την FIFA το 1930, 1934 και 1938 (Ουρουγουάη, Αργεντινή, Ιταλία, Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βραζιλία και Σουηδία). Το σύστημα που εφαρμοζόταν τότε χρησιμοποιούσε 2 αμυντικούς, 3 μέσους και 5 επιθετικούς (2-3-5), το οποίο, καθώς ο μέσα δεξιά και ο μέσα αριστερά έπαιζαν λίγο πιο πίσω σε ρόλο υποστήριξης των 3 κυνηγών, μπορεί να παρασταθεί και με τα γράμματα WW (2-3-2-3).
Στην Ελλάδα τη 10ετία αυτή το ποδόσφαιρο καθιερώθηκε ως λαϊκό άθλημα, με εκατοντάδες σωματεία που ιδρύθηκαν σε συνοικιακό πλέον επίπεδο στις μεγάλες και μικρότερες πόλεις. Στο μεταξύ ο Παναθηναϊκός που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε ως γήπεδα το χώρο στην οδό Πατησίων, όπου σήμερα βρίσκεται η Ανωτάτη Εμπορική καθώς και ένα ακόμα χώρο στην πλατεία Αττικής, από το 1924, μετά από πολλές προσπάθειες, απέκτησε από τον Δήμο Αθηναίων την έκταση της Περιβόλας, κοντά στους Αμπελοκήπους, που τότε ήταν πράγματι γεμάτοι αμπελώνες, όπου το 1928 κατασκευάστηκαν σε στοιχειώδη μορφή οι πρώτες εγκαταστάσεις του σημερινού γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, του οποίου οι κερκίδες επεκτάθηκαν το 1931 και το 1938, ενώ το γήπεδο απέκτησε και χλοοτάπητα (για πρώτη φορά στην Ελλάδα) το 1958. Από την ΕΠΟ που είχε πλέον την ευθύνη για όλα τα ποδοσφαιρικά ζητήματα, διοργανώθηκαν 11 πρωταθλήματα, με διάφορα συστήματα διεξαγωγής, είτε με αναμετρήσεις μεταξύ των τοπικών πρωταθλητών Αθήνα, Πειραιά Θεσσαλονίκης (1930, 37, 38 είτε ως εθνική κατηγορία με 8 εκπροσώπους από τις ίδιες περιοχές (1931, 32, 36 είτε με χωρισμό των ομάδων δε δύο ομίλους (νότιο και βόρειο) και διεξαγωγή τελικής φάσης μεταξύ των πρωταθλητών ή και δευτεραθλητών των δύο ομίλων (1933, 34, 35, 38, 40). Από αυτά το πρώτο, του 1930, κατακτήθηκε από τον Παναθηναϊκό, μετά από εντυπωσιακές εμφανίσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και το ιστορικό 8-2 επί του Ολυμπιακού, ένα αποτέλεσμα που αποδείχτηκε σημαδιακό για την ομάδα, αφού έμεινε στη συνέχεια επί 19 χρόνια (μέχρι το 1949) χωρίς καμία κατάκτηση πρωταθλήματος. Στην αντίπαλη πλευρά οι «ερυθρόλευκοι», πεισμωμένοι, απάντησαν στο απρόσμενο 8-2 με δύο μεγάλες νίκες επί του Παναθηναϊκού με 6-1 (μία στο κύπελλο το 1933 και μία στο πρωτάθλημα το 1936), αλλά και με 6 κατακτήσεις πρωταθλημάτων μέχρι το 1940 (1931, 33, 34, 36, 37 και 38). Ένα πρωτάθλημα κέρδισε το 1932 ο Άρης Θεσσαλονίκης και τα δύο τελευταία πριν από τον πόλεμο (1939 και 1940) η ΑΕΚ, που σχημάτισε τότε εξαιρετική ομάδα, αλλά στη συνέχεια χρειάστηκε και αυτή 23 χρόνια για να ξανακερδίσει πρωτάθλημα (το 1963). Το πρωτάθλημα του 1935 δεν ολοκληρώθηκε, καθώς δεν διεξάχθηκε η τελική φάση μεταξύ των πρωταθλητών του Νότιου και του Βόρειου Όμιλου, που ήταν ο Εθνικός Πειραιώς και ο Άρης Θεσσαλονίκης (που ορθό είναι να θεωρούνται συμπρωταθλητές, αν και αυτό δεν αναγνωρίστηκε επίσημα).
Στο σχήμα 2-3-5 οι Έλληνες ποδοσφαιριστές που απέκτησαν μεγαλύτερη φήμη ανά θέση θα μπορούσαν να σχηματίσουν την εξής ιδεατή 11άδα (δεν έπαιξαν ποτέ όλοι μαζί ως εθνική ομάδα, αλλά συνυπήρχαν αγωνιστικά): Σπύρος Σκλαβούνος (ΠΑΟ, ΑΕΚ) – Φίλιππος Κουράντης (ΟΣΦΠ), Ροβέρτος Μάλλιος (ΑΕΚ) – Αντώνης Μηγιάκης (ΠΑΟ), Νικηφόρος Βικελίδης (Άρης), Σπύρος Υποφάντης (ΠΑΟ) – Δημήτρης Μπαλτάσης (ΠΑΟ), Θεολόγος Συμεωνίδης (ΟΣΦΠ), Γιάννης Βάζος (ΟΣΦΠ), Άγγελος Μεσσάρης (ΠΑΟ), Λεωνίδας Ανδριανόπουλος (ΟΣΦΠ).
Μια δεύτερη πρακτικά ισάξια 11άδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι: Αχιλλέας Γραμματικόπουλος (ΟΣΦΠ) - Γιώργος Γάσπαρης (Απόλλων, ΑΕΚ), Γιώργος Παπαδόπουλος (ΑΕΚ) - Σπύρος Κοντούλης (ΑΕΚ), Γιάννης Χέλμης (Εθνικός, ΟΣΦΠ), Κώστας Γκίκας (Απόλλων) - Σπύρος Δεπούντης (ΟΣΦΠ), Χριστόφορος Ράγγος (ΟΣΦΠ), Νίκος Κίτσος (Άρης), Αδαμάντιος (Τάκης) Τριανταφύλλης (ΠΑΟ) Αργύρης (Τζανής) Αργυριάδης (Άρης).
Διακρίθηκαν επίσης οι Χρήστος Ρίμπας (ΑΕΚ) ως τερματοφύλακας, οι Δημήτρης Ζούρντος (Εθνικός), και Κώστας Σιδηρόπουλος (Ηρακλής, ΠΑΟ) ως αμυντικοί και ο Αριστείδης Χρυσαφόπουλος (ΟΣΦΠ) ως αριστερός οπισθοφύλακας.
- Ο Σπύρος Σκλαβούνος (1912-) από τη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1929 από τον Θερμαϊκό, το 1931 πήγε στον Παναθηναϊκό και το 1935 στην ΑΕΚ. Στην εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε 8 φορές, το διάστημα μεταξύ 1932-1938. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, το 1948, ασχολήθηκε με το τραγούδι στην Ελλάδα, Κωνσταντινούπολη, Παρίσι και Λονδίνο. Μαζί με τον Αχιλλέα Γραμματικόπουλο (1908-2008) του Ολυμπιακού και τους Γιώργο Γιάμαλη (1907-1985) και Χρήστο Ρίμπα (1914-1981) της ΑΕΚ δημιούργησαν μια τετράδα μεγάλων τερματοφυλάκων που έλαμψαν στη δεκαετία του ’30.
- Ο Φίλιππος Κουράντης (Πειραιάς, 1904 - Πειραιάς, 17 Οκτωβρίου 1952), γνωστός με το παρατσούκλι «ψαλίδας», αγωνιζόταν ως αμυντικός. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην ομάδα του Πειραϊκού Συνδέσμου το 1920, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια οι Α.Π.Σ. Πειραιά, Πειραϊκός Όμιλος και Εθνικός Πειραιώς. Το 1928 εντάχθηκε στον Ολυμπιακό, στον οποίο αγωνίστηκε επί οκτώ συναπτά έτη, μέχρι το 1936, όταν σταμάτησε οριστικά το ποδόσφαιρο, σε ηλικία 32 ετών. Υπήρξε 12 φορές διεθνής με την εθνική Ελλάδας. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε τα πρωταθλήματα Ελλάδος 1931, 1932, 1933, 1934 και 1936.
- Ο Ροβέρτος Μάλλιος (1905 - ...) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου άρχισε το ποδόσφαιρο και το 1928 πήρε μεταγραφή για την ΑΕΚ, στην οποία αγωνίστηκε ως ομογενής, σε θέση ακραίου αμυντικού. Αγωνίστηκε 12 φορές με την εθνική Ελλάδας και πέτυχε 1 γκολ. Με την ΑΕΚ κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας 1932. Το 1933 πήγε στον Α.Π.Ο.Ε.Λ. Κύπρου, όπου τέλειωσε την ποδοσφαιρική του καριέρα. Την περίοδο 1934-1935 ανέλαβε προπονητής του Τραστ Λευκωσίας, κατακτώντας το 1ο Πρωτάθλημα Κύπρου και το πρώτο κύπελλο Κύπρου.
- Ο Αντώνης Μηγιάκης (1911-1999), επονομαζόμενος «σιδηρόδρομος» ή «εξπρές», παίζοντας ως μεσοεπιθετικός από το 1928 μέχρι το 1947, και 17 φορές στην εθνική ομάδα στο διάστημα 1930 – 38, άφησε εποχή με την εκπληκτική απόδοσή του στο διάσημο 8-2 εναντίον του Ολυμπιακού το 1930, με το οποίο ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το πρωτάθλημα. Στην συνέχεια διακρίθηκε ως προπονητής στον Παναθηναϊκό και στην Εθνική Ομάδα.
- Ο Νικηφόρος Βικελίδης (1911 - 1988) γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και έπαιξε ποδόσφαιρο στον Άρη. Είχε άλλα 8 αδέλφια, από τα οποία τα 5 ήταν επίσης αθλητές του Άρη. Ο αδελφός του Κώστας και Κλεάνθης ήταν συμπαίκτες του τόσο στον Άρη όσο και στην Εθνική ομάδα. Αγωνίστηκε 14 φορές με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας από ηλικία 17½ έως 18½ ετών και παραμένει έως σήμερα ένας από τους νεαρότερους ποδοσφαιριστές που φόρεσε τη γαλανόλευκη φανέλα.
- Ο Σπύρος Υποφάντης (1909- ) έπαιξε αριστερά στο κέντρο και στην επίθεση του Παναθηναϊκού (1926 – 1937) και κλήθηκε στην Εθνική Ομάδα 10 φορές (1930 – 33). Στις 27/12/1944 στη διάρκεια των Δεκεμβριανών στην Αθήνα αδέσποτος όλμος σκότωσε την αδελφή του, το γαμπρό του, το παιδί τους και την οικιακή βοηθό τους, ενώ ο ίδιος έμεινε ανάπηρος στο αριστερό του πόδι.
- Ο Μήτσος Μπαλτάσης (1913-;;;;), αδελφός του επίσης φημισμένου αμυντικού Κώστα Μπαλτάση, γνωστός ως «λιοντάρι», ήταν κυνηγός βομβαρδιστής και σκόρερ του Παναθηναϊκού με 106 γκολ την περίοδο 1929 – 1940, με γενναίο παιχνίδι που συχνά του στοίχιζε τραυματισμούς, με μόνιμες επιπτώσεις. Στην εθνική ομάδα έπαιξε 7 φορές στην περίοδο 1930 – 33.
- Ο Θεολόγος Συμεωνίδης (1910-1969), που έπαιξε μέχρι το 1946, άφησε εποχή ως επιθετικός μέσος αέρινος, και μυαλωμένος, με φινέτσα και ανυπέρβλητη τεχνική. Γλιστρούσε σαν το χέλι ανάμεσα στους αντιπάλους, έβρισκε ένα μικρό άνοιγμα, έστρωνε την μπάλα όπως ήθελε και σουτάριζε. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά το 1922 εξαιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής. Ξεκίνησε το άθλημα από τον Πειραϊκό Σύνδεσμο, για να μετακινηθεί το 1925 στον αντίστοιχο Φαληρικό. Ακολούθησαν το 1927 η Άμυνα και το 1932 ο γείτονας Ολυμπιακός Πειραιώς, όπου διαδέχτηκε τον Ντίνο Ανδριανόπουλο, στη θέση του μέσα αριστερά. Με τον κεντρικό φορ Γιάννη Βάζο και τον μέσα δεξιά Χριστόφορο Ράγγο, γρήγορα συγκρότησαν τη "θρυλική τριπλέτα", που συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάκτηση 5 τίτλων πρωταθλητή σε μία 6ετία και κατέστησε το σύλλογο δημοφιλή σε όλη τη χώρα. Αγωνίστηκε σε 114 επίσημες αναμετρήσεις του και πέτυχε 88 τέρματα. Χρίστηκε διεθνής με την ομάδα των ανδρών 2 φορές ως ποδοσφαιριστής της Άμυνας (μοναδικός στην 40ετή ιστορία της) και 9 του Ολυμπιακού, σημειώνοντας 1 και 2 τέρματα αντίστοιχα. Μετά το τέλος της καριέρας του ως παίκτης, ασχολήθηκε με την προπονητική και μεταξύ άλλων διετέλεσε δύο φορές τεχνικός του Ολυμπιακού.
- Ο Γιάννης Βάζος (1914-1991), παίζοντας μπάλα από το 1932 μέχρι το 1948, ήταν για τον Ολυμπιακό (μετά τον Γ.Σιδέρη που σημείωσε 493 γκολ) ο δεύτερος μεγαλύτερος σκόρερ όλων των εποχών, με 450 καταμετρημένα γκολ σε όλα τα παιχνίδια (επίσημα και φιλικά). Γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, αλλά έπαιξε μπάλα στη Δραπετσώνα, στον Ακρίτα και τον Απόλλωνα και από το 1932 μέχρι το 1949 δημιούργησε στον ΟΣΦΠ τον άξονα της επιθετικής τριπλέτας Βάζος – Ράγκος – Συμεωνίδης. Στην Εθνική Ομάδα έπαιξε 14 φορές. Φουνταριστός σέντερ φορ γεννημένος να διολισθαίνει, να διεισδύει και να επιτυγχάνει πονηρά γκολ, με μεγάλη ικανότητα να περνάει, να εκμεταλλεύεται αντίπαλα λάθη και να στέλνει τη μπάλα στο κενό σημείο. Σε πολλές περιπτώσεις έμοιαζε με τον μεταγενέστερο Γερμανό φορ Γκερτ Μύλλερ.
- Ο Άγγελος Μεσσάρης (1910 – 1978), από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της προπολεμικής περιόδου, αληθινό ποδοσφαιρικό φαινόμενο, γεννημένος στο Κέιπ Τάουν της Νοτίου Αφρικής από γονείς Κεφαλλονίτες, γράφτηκε στον Παναθηναϊκό το 1928, και έφερε τεχνική επανάσταση με το άψογο κοντρόλ του και τις αγωνιστικές εμπνεύσεις του. Έπαιξε μόλις 4 χρόνια (1928 – 31), κλήθηκε 4 φορές στην εθνική ομάδα (1929 – 31), αλλά αιφνίδια το 1932 αποχώρησε από την ενεργό δράση, μετά από 53 γκολ σε 23 αγώνες. Στη συνέχεια σπούδασε στο Ε.Μ.Πολυτεχνείο και εργάστηκε ως μηχανικός στο Τεχνικό Γραφείο Δοξιάδη.
- Ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος (1911-2011, γνωστός και ως «στραβοσουγιάς»), ο ταχύτερος έξω αριστερά της εθνικής στα χρόνια 1929 – 1936, ήταν ο νεότερος από τα 5 αδέλφια (Γιάννης, Γιώργος, Ντίνος και Βασίλης) που πρωτοδημιούργησαν τον «θρύλο» του Ολυμπιακού. Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του σαν αθλητής στίβου με 13.76m στο τριπλούν. Ασύλληπτα ταχύς και δυνατός παίκτης ,απέφευγε συστηματικά τις τρίπλες, αλλά έκανε τρομερά μπασίματα που αναστάτωναν τις αντίπαλες άμυνες. Ονομαστές επίσης ήταν οι φαρμακερές και ακριβείς σέντρες που πραγματοποιούσε στις θυελλώδεις εφορμήσεις του από τα πλάγια. Ήταν 11 φορές διεθνής με 2 διεθνή γκολ, αλλά σταμάτησε να αγωνίζεται στα 24 χρόνια του (στις 25/12/1935).
- Ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος (1908 – 2008) σε ηλικία 8 χρονών εντάχθηκε στον Πειραϊκό Σύνδεσμο ως αθλητής της αναρρίχησης επί κάλω. Με το ποδόσφαιρο ασχολήθηκε στο ανεπίσημο σωματείο Αήττητος Πειραιώς. Μετακινήθηκε στον Ολυμπιακό το 1926, για να υπερασπίσει πρώτη φορά την εστία του το 1928. Αποσύρθηκε το 1944. Υπήρξε θεαματικός και οξυδερκής, σε σημείο να του αποδοθεί το προσωνύμιο "Θαμόρα" από τον σύγχρονό του και θεωρούμενο ως τον κορυφαίο τερματοφύλακα προπολεμικά, το Ρικάρντο Θαμόρα των Εσπανιόλ, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης και εθνικής Ισπανίας. Χρίστηκε 5 φορές διεθνής με την ομάδα των ανδρών στις οποίες περιλαμβάνεται το 2-1 επί της Γιουγκοσλαβία για το 4ο Βαλκανικό κύπελλο. Με το τέλος της σταδιοδρομίας του, διετέλεσε διαιτητής. Το 1967 ήταν από τους ιδρυτές της ποδοσφαιρικής ακαδημίας του Ολυμπιακού, στον οποίο παρέμεινε ενεργό μέλος έως το τέλος της ζωής του. Για σειρά ετών αποτελούσε τον ζωντανό προπολεμικό θρύλο του συλλόγου, από κοινού με τον επίσης υπεραιωνόβιο Λεωνίδα Ανδριανόπουλο. Κατά τον εορτασμό των 99ων γενεθλίων του τo Μάιο του 2007 δήλωσε: "Όλη μου η ζωή είναι ο Ολυμπιακός και όταν θα κλείσω τα μάτια μου, θέλω να λένε όλοι ο κυρ Αχιλλέας, η Ολυμπιακάρα. Όσα έζησα όλα αυτά τα χρόνια στο σύλλογο με κρατάνε στη ζωή και μου δίνουν αναπνοή".
- Ο Γιώργος Γάσπαρης γεννημένος το 1914 στο Μπουρνόβα της Σμύρνης άρχισε να παίζει επίσημα στον Απόλλωνα Ριζούπολης (ή Σμύρνης). Στην ΑΕΚ πήγε το 1936 και έπαιξε μέχρι το 1949. Στην Εθνική πρωτόπαιξε το 1935 ως παίκτης του Απόλλωνα και άλλες 3 φορές ως παίκτης της ΑΕΚ. Ήταν σκληρός και αποτελεσματικός μπακ, βραδύς αλλά μεθοδικός και οργανωτικός.
- Ο Γιώργος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1914 στα Δαρδανέλια και έπαιξε για πρώτη φορά το 1930 στον ΠΑΟΚ. Το 1934 ήρθε στην Αθήνα και έπαιξε στην ΑΕΚ ως αριστερός μπακ. Στην Εθνική Ομάδα αγωνίσθηκε 9 φορές στο διάστημα 1934 – 1940. Έπαιξε και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι το 1948.
- Ο Κώστας Γκίκας (1913 - 1980) παραμένει ο νεότερος παίκτης που έχει αγωνιστεί με την εθνική Ανδρών Ελλάδας στην ιστορία της. Επί σειρά ετών στη διάρκεια του Μεσοπολέμου υπήρξε στέλεχος του Απόλλωνα Σμύρνης, καλύπτοντας τη θέση του αριστερού μέσου και τον συνόδευε το προσωνύμιο Μοσκιός. Πραγματοποίησε την πρώτη του διεθνή εμφάνιση στις 2 Μαρτίου 1930 κατά τη φιλική ήττα 0-3 από τη Β' Ιταλίας στη Νάπολη και 4 ακόμη εμφανίσεις στις οποίες περιλαμβάνονται το 3-1 στο Τελ Αβίβ επί της τότε Παλαιστίνης υπό βρετανική διακυβέρνηση (σημερινό Ισραήλ), αλλά και το 1-11 από την Ουγγαρία στη Βουδαπέστη.
- Ο Γιάννης Χέλμης (1913-1980) ήταν από τους κορυφαίους μεσοαμυντικούς της προπολεμικής εποχής. Γεννήθηκε στον Πειραιά πρωτόπαιξε στον Εθνικό το 1927, στην πρώτη ομάδα συνεχώς από το 1931 μέχρι το 1936 και περιστασιακά μέχρι το 1942. Στην Εθνική Ομάδα κλήθηκε για πρώτη φορά το 1934 και ακολούθως άλλες 5 φορές. Το 1937 έπαιξε μόνο για ένα χρόνο στον ΟΣΦΠ και από το 1942 μέχρι το 1949 μόνιμα. Παρέμεινε στο προσκήνιο της ποδοσφαιρικής πραγματικότητας ως τεχνικός του ΟΣΦΠ και της Εθνικής.
- Ο Τάκης (Αδαμάντιος) Τριανταφύλλης (1911 – 1993), ο παραδοσιακός Μαρουσιώτης «γιατρός» των συμπαικτών του, ήταν φαρμακοποιός στην οδό Ερμού. Ήταν μεγάλος δεξιοτέχνης της επίθεσης, που ακολούθησε τον αδελφό του «Βαγγελάρα» (μέσος 1925 – 28) και έπαιξε για 14 χρόνια από το 1932 μέχρι το 1946 στον Παναθηναϊκό με 18 παιχνίδια στην Εθνική Ομάδα την περίοδο 1932 – 38 (6 στο εξωτερικό). Πραγματικά βιρτουόζος της μπάλας διακρινόταν τόσο ως μέσα αριστερά όσο και έξω αριστερά. Ήταν συναρπαστικός τεχνίτης με αριστοτεχνικές πάσες και διορατικό παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα σκόραρε. Μόνο στην περίοδο 1932 – 40 είχε επιτύχει 79 γκολ, ενώ συνολικά μέχρι και το 1946 πέτυχε 132 γκολ.
- Ο Μίμης Πιεράκος (1906-1940), ο αγαπημένος επιθετικός «Μπρακ» του Παναθηναϊκού, έπαιξε ως έξω αριστερά την περίοδο 1928 – 34 και σημείωσε 42 τέρματα (22 στο πρωτάθλημα), ενώ στην Εθνική κλήθηκε 4 φορές στην περίοδο 1931 – 33. Ήρωας του πολέμου άφησε την τελευταία του πνοή το 1941 στον Πόγραδετς της Αλβανίας. Το 1950 βρέθηκε ο τάφος του και έγινε η μετακομιδή των οστών του, στην αγαπημένη του Αθήνα, από τους Μιχαήλ Παπάζογλου, Οδυσσέα Τσούτσο και Τάκη Τριανταφύλλη. Ενταφιάστηκε στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.
β. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1940
Τα ματωμένα χρόνια του 1940 επηρέασαν και το ποδόσφαιρο, όπου τα πρωταθλήματα διακόπηκαν μέχρι το 1947 και κατέστρεψαν την καριέρα πολλών ποδοσφαιριστών, όπως ο Χριστόφορος Ράγγος, συμπαίκτης των Βάζου, Συμεωνίδη στην επίθεση του Ολυμπιακού, που τραυματίστηκε στο πόδι σε μάχη στο αλβανικό μέτωπο και αναγκαστικά σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ενώ σε άλλους στοίχισαν τη ζωή, όπως ο Μίμης Πιερράκος αριστερός εξτρέμ του Παναθηναϊκού, που άφησε την τελευταία του πνοή το 1941 στον Πόγραδετς της Αλβανίας, ενώ ο Νίκος Γόδας, μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς ως μέλος της Εθνικής Αντίστασης φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα, ο Σπύρος Κοντούλης, μέσος της ΑΕΚ, πυροβολήθηκε και έπεσε νεκρός δραπετεύοντας πριν από την εκτέλεσή του και ο Αλβέρτος Ναμίας, έξω δεξιά του Ηρακλή, τραυματίστηκε, συνελήφθη και χάθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετά τον πόλεμο η ΕΠΟ διοργάνωσε 4 πρωταθλήματα με συμμετοχή στην τελική φάση των πρωταθλητών ή και δευτεραθλητών των τοπικών πρωταθλητών Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Ο Άρης Θεσσαλονίκης κατέκτησε επάξια, για τελευταία φορά στη σπουδαία ιστορία του, το πρωτάθλημα του 1946, ο Ολυμπιακός του 1947 και 1948 και ο Παναθηναϊκός (19 χρόνια μετά την πρώτη κατάκτηση) κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1949.
Στο σύστημα WW (2-3-5 ή 2-3-2-3) θα μπορούσε ανά θέση να σχηματιστεί η εξής ιδεατή 11άδα με τους ποδοσφαιριστές που απέκτησαν μεγαλύτερη φήμη ανά θέση (δεν έπαιξαν ποτέ όλοι μαζί ως εθνική ομάδα, αλλά συνυπήρχαν αγωνιστικά): Νίκος Πεντζαρόπουλος (Πανιώνιος) – Γουίλιαμ Γούλιος (ΠΑΟΚ, ΑΕΚ), Ηλίας Σταφυλίδης (ΠΑΟ) – Τάσος Κρητικός (ΠΑΟ), Διονύσης Μινάρδος (ΟΣΦΠ), Τρύφων Τζανετής (ΑΕΚ) – Κώστας Χούμης (Εθνικός), Κλεάνθης Βικελίδης (Άρης), Κλεάνθης Μαρόπουλος (ΑΕΚ), Αλέκος Χατζησταυρίδης (ΑΕΚ, ΟΣΦΠ), Κώστας Χριστοδούλου (ΠΑΟ, ΑΕΚ).
Μια δεύτερη πρακτικά ισάξια 11άδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι: Μαθιός Βιτάλης (ΠΑΟ) - Μιχάλης Κυριαζόπουλος (ΠΑΟ), Παράσχος Πασχαλίδης (Ηρακλής) - Γιώργος Μάγειρας (πραγματικό επίθετο Σίμος, ΑΕΚ), Γαβρήλος Γαζής (ΠΑΟ), Βαγγέλης Νικολόπουλος (ΠΑΟ) - Άγγελος Βασιλειάδης (Άρης, ΟΣΦΠ), Γιάννης Λιακόπουλος (Άρης), Μπάμπης Φυλακτός (ΠΑΟ), Μιχάλης Κολωνιάρης (Άρης), Δημήτρης Αποστολόπουλος (ΟΣΦΠ).
Διακρίθηκαν επίσης οι Κώστας Βελιάδης (Άρης) και Μιχάλης Δελαβίνιας (ΑΕΚ) ως τερματοφύλακες, Ξενοφών (Ξένος) Μαρκόπουλος (ΑΕΚ) ως μεσοεπιθετικός, Γιάννης Πετσανάς (ΠΑΟ), Φώτης Τσολιάς (Πανιώνιος), Δημήτρης Βάβουλας (ΟΦΗ, Εθνικός), Βασίλης Μανέττας (ΑΕΚ), Οδυσσέας Τσούτσος (ΠΑΟ), ως επιθετικοί:
- Ο Νίκος Πεντζαρόπουλος (1927-1979) ήταν από τους κορυφαίους Έλληνες τερματοφύλακες όλων των εποχών. Με την Εθνική Ελλάδας είχε 11 συμμετοχές και το 1952, όταν «βαπτίστηκε» ήρωας του Τάμπερε μετά την θρυλική του απόδοση σε αγώνα της εθνικής ολυμπιακής ομάδας που διεξάχθηκε στην πόλη Τάμπερε της Φινλανδίας, έφτασε στο απόγειο της δόξας του.
- Ο Τάσος Κρητικός (1914-) διακρίθηκε σε όλες τις γραμμές του γηπέδου από το 1934 έως το 1949, ιδιαίτερα όμως ως ακραίος αμυντικός με μεγάλη αποτελεσματικότητα, καθώς μπορούσε να αλωνίζει όλο το γήπεδο, παίζοντας όμως και με το μυαλό. Αγωνίστηκε σε 41 αγώνες για το Πρωτάθλημα Ελλάδας και σημείωσε 22 γκολ με τον Παναθηναϊκό, ενώ υπήρξε από τους κορυφαίους αθλητές στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, διεθνής από το 1934 μέχρι το 1938 με 8 συμμετοχές.
- Ο Ηλίας Σταφυλίδης (1920- ) από τη γενέτειρά του Φλώρινα ήρθε στον Παναθηναϊκό το 1945 και διακρίθηκε ως απροσπέλαστος ακραίος μπακ. Κλήθηκε στην εθνική ομάδα 7 φορές και απετέλεσε κλασικό αμυντικό δίδυμο τη διετία 1948 – 1950 με τον Ανδρέα Μουράτη. Ήταν μοναδικός στα πέναλτι και στα φάουλ, δίνοντας στην μπάλα μεγάλη ταχύτητα που «έπαιρνε» τα χέρια του τερματοφύλακα.
- Ο Γούλιος (πλήρες όνομα Γουλιέλμος - Γουίλιαμ Αρβανίτης, 1921 — 1987) άρχισε το άθλημα στον ΠΑΟΚ, ενώ το 1946 μεταγράφηκε στην ΑΕΚ και αγωνίστηκε επί μία 8ετία, μέχρι το 1954. Οι φίλαθλοι τον αποκαλούσαν Γούλιο (από το Γουλιέλμος), προσωνύμιο που επικράτησε ως επώνυμό του. Η αρχική θέση του ήταν στο αριστερό άκρο της άμυνας, για να προωθηθεί σε αυτή του κεντρικού μέσου (σέντερ-χαφ), όταν ο ρόλος απέκτησε περισσότερο αμυντικά καθήκοντα στο τότε ποδόσφαιρο (και πριν αποτελέσει οριστικά τον κεντρικό μπακ). Λόγω των έγκαιρων τοποθετήσεών του απέναντι στους αντίπαλους επιθετικούς και της μόρφωσης που διέθετε, έμεινε επίσης γνωστός ως «Σοφός». Μετείχε σε 5 τελικούς του κυπέλλου Ελλάδας με τον ΠΑΟΚ το 1939 και με την ΑΕΚ το 1948, 1949, 1950 και 1953. Κατέκτησε δύο φορές το τρόπαιο και σημείωσε το δεύτερο τέρμα στο 4-0 επί του Άρη το 1950. Με την εθνική ομάδα έπαιξε 5 φορές (1948-52).
- Ο Διονύσης Μινάρδος (Πειραιάς, 1922 - 1992) αγωνιζόταν στη μεσαία γραμμή και από το 1938 έως το 1943 ανήκε στον Εθνικό Πειραιώς. Εντάχθηκε στον Ολυμπιακό στις αρχές του 1944. Τα επόμενα χρόνια έλαβε μέρος με το νέο του σύλλογο σε 119 επίσημους αγώνες. Χρίστηκε 7 φορές διεθνής με την Ελλάδα και ήταν παρών σε όλες τις συναντήσεις της πρώτης μεταπολεμικής διετίας 1948- 1950. Ήταν τεχνικός του ΠΑΟΚ την περίοδο 1958-59. Ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Πειραιώς κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Ελλάδας (1947, 1948 και 1951) και 3 κύπελλα Ελλάδας (1947, 1951 και 1952).
- Ο Τρύφων Τζανετής (γεννημένος το 1918 στη Σμύρνη) άρχισε το 1933 με τα τσικό της ΑΕΚ και έμεινε σ’ αυτήν μέχρι το 1951 που σταμάτησε. Έπαιξε σε όλες τις θέσεις, αρχίζοντας το 1935 ως σέντερ φορ, ενώ από την Κατοχή γύρισε στα χαφ και ακολούθως στη θέση του κεντρικού αμυντικού μέχρι τέλους. Κλήθηκε 7 φορές, στο διάστημα 1937 – 1940, στην εθνική ομάδα, της οποίας ήταν προπονητής (1960-64) με εκλέκτορα τον Κλεάνθη Μαρόπουλο. Οι δυο τους είχαν το κατάστημα αθλητικών ειδών «Τζανετής – Μαρόπουλος».
- Ο Αλέκος Χατζησταυρίδης (1915, Κωνσταντινούπολη — 1998, Πειραιάς) αγωνιζόταν ως μεσοεπιθετικός ή ενδιάμεσος (ντεμί) κυνηγός στο σύστημα τακτικής 2-3-5 εκείνης της εποχής. Μετά την κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων και ενός νταμπλ με την ΑΕΚ, μεταπήδησε το 1944 στον Ολυμπιακό με τον οποίο σημείωσε τις ίδιες ακριβώς διακρίσεις. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, και τεχνικός του Ολυμπιακού το 1962 επί 6 μήνες.
- Ο Κλεάνθης Μαρόπουλος (1919-1991), ενδιάμεσος επιθετικός με τρομερό σουτ, που έπαιξε από το 1934 μέχρι το 1952, ήταν το μεγάλο αστέρι της ΑΕΚ στην ομάδα που κατέκτησε προπολεμικά δύο φορές το πρωτάθλημα (1939 και 1940), ενώ αργότερα έφτασε μέχρι τη θέση του προέδρου της ομάδας και ήταν εκλέκτορας της εθνικής.
- Ο συνονόματός του Κλεάνθης Βικελίδης (1916-1988), γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο νεότερος από τα 3 αδέλφια (Κώστα και Νικηφόρο) που έπαιζαν στον Άρη Θεσσαλονίκης και κατέκτησαν το πρωτάθλημα το 1932 και το 1946. Ο Κλεάνθης διακρινόταν για το ορμητικό του παιχνίδι και για την ικανότητά του στις κεφαλιές. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Ομάδας 7 φορές μέχρι το 1939. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση διετέλεσε προπονητής του Άρη τη δεκαετία του ’50, ενώ το όνομά του δόθηκε στο γήπεδο του Χαριλάου.
- Ο Κώστας Χούμης (1913-1981), γεννημένος στον Πειραιά, έπαιξε το 1931 στη Νεάπολη και το 1933 στον Εθνικό και ήταν από τους μεγαλύτερους κεντρικούς κυνηγούς που ανέδειξε η Ελλάδα, ευκίνητος και επινοητικός, με δυνατά ευθύβολα σουτ και εκπληκτική κεφαλιά, ταχύς και καλός ντριμπλέρ. Συμμετείχε σε 2 εθνικές ομάδες, στην Ελλάδα 1934 – 1936 (9 φορές) και στην Ρουμανία 1936 – 1940 (2 φορές). Ακολούθησε το επάγγελμα του προπονητή μέχρι το 1970.
- Ο Κώστας Χριστοδούλου (Αθήνα 1915 - ) αγωνίστηκε στη θέση του αριστερού ακραίου επιθετικού (έξω αριστερά) και ξεκίνησε το άθλημα από τη Δάφνη Αθηνών στο Μεταξουργείο. Το καλοκαίρι του 1930 σε πολύ νεαρή ηλικία, μετακινήθηκε στον Παναθηναϊκό χωρίς τη συναίνεση του σωματείου του. Μεταγράφτηκε στην ΑΕΚ το 1936, και σταμάτησε την ενεργό δράση το 1945. Είχε 5 διεθνείς εμφανίσεις (4 με τον ΠΑΟ και 1 με την ΑΕΚ) και πήρε μέρος στην τελευταία προπολεμική συνάντηση της Ελλάδας με την ευρύτερη ήττα της ιστορίας της, 1-11 στις 25 Μαρτίου 1938 από την Ουγγαρία στη Βουδαπέστη. Με την ΑΕΚ κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Ελλάδας (1939 και 1940) και ένα κύπελλο Ελλάδας (1939).
- Ο Οδυσσέας Τσούτσος άρχισε να παίζει στον Παναθηναϊκό το 1938 στο κέντρο και την επίθεση. Ο πόλεμος κατέστρεψε την καριέρα του αγωνιστικά, αλλά του επέτρεψε να γίνει ένας από τους πρώτους επιστημονικά καταρτισμένους θεωρητικούς του αθλήματος, που γνώριζαν το άθλημα και από μέσα. Μέχρι το 1945 σημείωσε 34 γκολ. Ακολούθως και μετά το πτυχίο της ΕΑΣΑ έγινε ένας από τους καλύτερους προπονητές. Άρχισε από τον Παναθηναϊκό και συνέχισε στην Εθνική Ομάδα. Επίσης παρουσίασε μελέτες και πολλά κείμενα σχετικά με το άθλημα.
γ. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1950
Η εξέλιξη του ποδοσφαίρου κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία καθορίστηκε από τα 3 Παγκόσμια Πρωταθλήματα της FIFA (1950, 1954 και 1958) στα οποία διακρίθηκαν οι Ουρουγουάη, Βραζιλία, Σουηδία, Ισπανία, Δυτική Γερμανία, Ουγγαρία, Ελβετία, Αυστρία, Βραζιλία και Γαλλία. Το σύστημα που χρησιμοποιήθηκε περιγράφεται ως WM (3-2-5, που θα μπορούσε να απεικονιστεί και ως 3-2-2-3 ή 3-4-3), καθώς σε σύγκριση με το προηγούμενο WW, ο κεντρικός μέσος οπισθοχώρησε και έγινε κεντρικός αμυντικός.
Στην Ελλάδα, όπου το ποδόσφαιρο είχε πλέον ριζώσει στον ψυχισμό των φιλάθλων σε βαθμό “ιερής” προσήλωσης, η ΕΠΟ διοργάνωσε 8 πρωταθλήματα, καθώς το 1950 και το 1952, λόγω υποχρεώσεων της Εθνικής Ομάδας δεν διεξάχθηκε η τελική φάση και δεν ανακηρύχθηκε πρωταθλητής. Στα πρωταθλήματα 1951 και 1953 χρησιμοποιήθηκε ο μέχρι τότε τρόπος διοργάνωσης, που προέβλεπε μία τελική φάση στην οποία συγκρούονταν οι πρωταθλητές Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Το 1954 και το 1955 προστέθηκαν δύο ακόμη όμιλοι (Νότιος – Πελοπόννησος, Νησιά και Βόρειος – Θεσσαλία, Λοιπή Μακεδονία, Ήπειρος) οπότε στη τελική φάση μετείχαν 6 ομάδες (2 από την Αθήνα). Το 1956 χρησιμοποιήθηκε και μία επιπλέον ενδιάμεση προκριματική φάση μέχρι να προκύψουν οι 6 ομάδες της τελικής φάσης. Το 1957 στην τελική φάση μετείχαν 10 ομάδες, με συμμετοχή κατά περίπτωση μέχρι και των τριταθλητών από τους 4 ομίλους, ενώ το 1958 οι ομάδες της τελικής φάσης ήταν 12 και το 1959 ήταν10. Από τα 8 αυτά πρωταθλήματα 7 κατέκτησε ο Ολυμπιακός και 1 ο Παναθηναϊκός, αλλά στην τελική φάση του πρωταθλήματος του 1957 ο Εθνικός Πειραιώς, που παρουσίασε εξαιρετική ομάδα, τιμωρήθηκε με μηδενισμό σε 4 αγώνες, λόγω χρήσης εξόριστων Ούγγρων ποδοσφαιριστών, χωρίς τον οποίο θα μπορούσε να είχε ισοβαθμήσει με τους ΟΣΦΠ και ΠΑΟ στην 1η θέση και να μετείχε και αυτός στους διεξαχθέντες αγώνες “μπαράζ”.
Στο σύστημα 3-2-5 θα μπορούσε να σχηματιστεί η εξής ιδεατή 11άδα με τους ποδοσφαιριστές που απέκτησαν μεγαλύτερη φήμη ανά θέση (δεν έπαιξαν ποτέ όλοι μαζί ως εθνική ομάδα, αλλά συνυπήρχαν αγωνιστικά): Στάθης Μανταλόζης (Εθνικός) – Ηλίας Ρωσίδης (ΟΣΦΠ), Κώστας Λινοξυλάκης (ΠΑΟ), Ανδρέας Μουράτης (ΟΣΦΠ) – Κώστας Πούλης (ΑΕΚ), Μπάμπης Κοτρίδης (ΟΣΦΠ) – Γιώργος Δαρίβας (ΟΣΦΠ), Κώστας Νεστορίδης (Πανιώνιος, ΑΕΚ), Ηλίας Υφαντής (ΟΣΦΠ), Θανάσης Μπέμπης (ΟΣΦΠ), Βαγγέλης Πανάκης (ΠΑΟ).
Μια δεύτερη πρακτικά ισάξια 11άδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι: Σάββας Θεοδωρίδης (ΟΣΦΠ) - Γιώργος Κουρτζίδης (ΠΑΟ), Θανάσης-Σούλης Κίνλεϋ (ΟΣΦΠ), Σωτήρης Αγγελόπουλος (ΠΑΟ) - Σάββας Παπάζογλου (Απόλλων), Αντώνης Δερμάτης (Απόλλων) - Παύλος (Λάκης) Εμμανουηλίδης (ΑΕΚ), Ανδρέας Σταματιάδης (ΑΕΚ), Λάκης Πετρόπουλος (ΠΑΟ), Γιάννης Παπαντωνίου (ΠΑΟ), Λάμπης Σεραφείδης (Απόλλων, ΑΕΚ).
Εξαιρετική φήμη είχαν και οι Γιώργος Μουρατίδης (ΠΑΟΚ, ΑΕΚ) ως κεντρικός αμυντικός, Μπάμπης Δρόσος (ΟΣΦΠ) ως έξω αριστερά, Γιάννης Κανάκης (ΑΕΚ) ως επιτελικός μέσος και οι Ηλίας Παπαγεωργίου (ΑΕΚ) και Χαράλαμπος Κουϊρουκίδης (ΠΑΟΚ) ως επιθετικοί. Ο Θέμης Μουστακλής, ένας από τους συμπαθέστερους παίκτες της εποχής, βύθισε στο πένθος τον ποδοσφαιρικό κόσμο (όπως και ο Αριστείδης Παπάζογλου 11 χρόνια αργότερα) με τον πρόωρο θάνατό του από την επάρατο νόσο το 1958. Βαθύτατη οδύνη προκάλεσε και ο θάνατος του επιθετικού του Εθνικού Θοδωρή Ιωάννου σε ηλικία 20 ετών, μετά από χτύπημα σε διεκδίκηση της μπάλας με τον απαρηγόρητο τερματοφύλακα Μιχάλη Βουτσαρά του Παναθηναϊκού. Η εθνική ομάδα διεκδίκησε μέχρι το τελευταίο λεπτό την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, αλλά τελικά αποκλείστηκε μετά από ήττα εντός έδρας από την πανίσχυρη τότε Γιουγκοσλαβία με 0-1, στη σημαντικότερη έως τότε προσπάθεια πρόκρισης σε μία τελική διοργάνωση:
- Ο Στάθης Μανταλόζης (1929 - 1993), από τους καλύτερους τερματοφύλακες όλων των εποχών, ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο "αγριόγατος" λόγω των εντυπωσιακών του εκτινάξεων. Γεννημένος στον Πειραιά ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από ανεξάρτητα σωματεία του Πειραιά για να καταλήξει το 1942 στον Ολυμπιακό και κατόπιν, το 1943, στον Εθνικό, όπου και έκανε μεγάλη καριέρα. Αγωνίστηκε 10 φορές με την Εθνική Ελλάδας και υπήρξε μέλος της ομάδας του 1953 που διεκδίκησε με αξιώσεις τη συμμετοχή της στο Μουντιάλ του 1954.
- Ο Ηλίας Ρωσίδης (1928- ) θεωρείται ο πρώτος Έλληνας πλάγιος οπισθοφύλακας που ανέλαβε επιθετικές πρωτοβουλίες, με μεγάλο πλεονέκτημα την εκπληκτική του ταχύτητα. Άλλωστε είχε ξεκινήσει ως σπρίντερ (100, 200, 400 μ.) και με το ποδόσφαιρο έμπλεξε τυχαία. Οι πρωτοφανείς για την εποχή πλαγιοκοπήσεις του τον έφεραν στην Εθνική ομάδα με την οποία μέτρησε 29 συμμετοχές και διετέλεσε αρχηγός της.
- Ο Κώστας Λινοξυλάκης (1933-2014), κορυφαίος κεντρικός αμυντικός όλων των εποχών πλάι στον Στέλιο Μανωλά, ήταν πρωτοπόρος την εποχή του στο να ανεβαίνει στις στημένες φάσεις. Διέθετε εξαιρετικό άλμα, ήταν πολύ γεροδεμένος και κατάφερε να σκοράρει επτά φορές στην Α' Εθνική. Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (1953, 1960, 1961, 1962) και ένα Κύπελλο (1955). Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που προσέλκυσε το ενδιαφέρον των Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα και της κορυφαίας τότε Τορίνο. Το κοντέρ του είχε καταγράψει και 28 παρουσίες (1 γκολ) με το εθνόσημο.
- Ο Ανδρέας Μουράτης (1926-2000) με άριστη τεχνική κατάρτιση, εξαιρετικά δυνατό αριστερό σουτ και απύθμενη δύναμη και αυταπάρνηση, συνέθεσε ποδοσφαιριστή, που τυπικά κάλυπτε το αριστερό άκρο της άμυνας, αλλά ουσιαστικά έπαιζε σε όλα τα μήκη και πλάτη του αγωνιστικού χώρου. Τον αποκαλούσαν «Μισούρι» (από το αμερικανικό αεροπλανοφόρο) εξαιτίας της δύναμης που έβγαζε στο παιχνίδι του. Στην Εθνική Ελλάδος αγωνίστηκε 16 φορές και πέτυχε ένα γκολ.
- Ο Μπάμπης Κοτρίδης (1928-2009) ήταν το μεγαλύτερο τρεχαντήρι της εποχής με ακατάπαυστα χιλιόμετρα που τον έκαναν να είναι πανταχού παρών. Ήταν εκπληκτικός αθλητής με όλη τη σημασία της λέξης (διεθνής με την Ελλάδα στα 400 μ. και στο άλμα εις ύψος). Φυσικά η συνεισφορά του δεν ήταν μόνο το τρέξιμο, αφού ήξερε πολύ καλά τα μυστικά της μπάλας. Ειδικά από το σημείο του πέναλτι, απ’ όπου ευστόχησε στα 36 από τα 38 που κλήθηκε να εκτελέσει. Βασικός πρωτεργάτης στην κατάκτηση 10 πρωταθλημάτων από τον Ολυμπιακό (1947, 1948, 1951, 1952, 1954, 1955, 1956, 1957, 1958, 1959) και ισάριθμων Κυπέλλων (1947, 1951, 1952, 1953, 1954, 1957, 1958, 1959, 1960, 1961). Με το εθνόσημο έπαιξε σε 18 ματς και σκόραρε μία φορά.
- Ο Κώστας Πούλης (1928-1986) ξεκίνησε το ποδόσφαιρο σε ανεξάρτητα σωματεία της γειτονιάς του για να βρεθεί το 1945 στην ΑΕΚ, στην πρώτη ομάδα της οποίας αγωνίστηκε πρώτη φορά το 1948, παραμένοντας σε αυτή επί 11 συναπτά έτη, μέχρι την περίοδο 1958-59. Φόρεσε τη φανέλα της εθνικής Ελλάδας σε 9 αγώνες, το διάστημα μεταξύ 1950-1953.
- Ο Γιώργος Δαρίβας (1927- ) ήταν σαν δεύτερος επιθετικός, συνδετικός κρίκος άμυνας και επίθεσης και εξαιρετικός γκολτζής χωρίς να είναι καθαρός φορ. Αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ το 1951 και δεύτερος το 1949 και το 1953. Πανηγύρισε 8 πρωταθλήματα (1948, 1951, 1952, 1954, 1955, 1956, 1957, 1958) και 6 Κύπελλα (1951, 1952, 1953, 1954, 1957, 1958) έχοντας σκοράρει στους πέντε από τους έξι κερδισμένους τελικούς. Συνολικά πέτυχε 160 γκολ σε 270 αγώνες με τον Ολυμπιακό και τέσσερα σε 16 με την Εθνική Ελλάδας.
- Ο Θανάσης Μπέμπης (1929- ) ήταν ένας φαντεζί ποδοσφαιριστής, με τις πιο απρόσμενες ενέργειες για εκείνη την εποχή. Παίκτης με ασύγκριτη τεχνική κατάρτιση, διάσημος για τα κορδελάκια των ελιγμών του με τη μπάλα στα πόδια, σημάδεψε την ιστορία του συλλόγου και αγαπήθηκε όσο λίγοι. Διακρινόταν για το έξυπνο παιχνίδι του και δεν είναι λίγοι αυτοί που τον θεωρούν ως τον ικανότερο ντριμπλέρ που ανέδειξε ποτέ η ομάδα. Με την εθνική έπαιξε 17 φορές και σημείωσε 1 γκολ, ενώ αργότερα διακρίθηκε και ως προπονητής.
- Ο Κώστας Νεστορίδης (1930- ) ήταν ευέλικτος, απρόσμενος στις ενέργειες του και είχε απόλυτη κατοχή των μυστικών της μπάλας. Αν αγωνιζόταν σήμερα θα ήταν πιο πολύ δεύτερος επιθετικός και όχι σέντερ φορ. Τα τελειώματά του υπήρξαν καταπληκτικά. Έβαζε τρομερά φάλτσα στη μπάλα και την έστελνε ακριβώς εκεί που ήθελε. Δεν έχανε σχεδόν ποτέ του τετ α τετ με αποτέλεσμα να αναδειχτεί πέντε φορές πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα (1959: 21 γκολ, 1960: 23 γκολ, 1961: 27 γκολ, 1962: 29 γκολ, 1963: 23 γκολ). Μόνο με την ΑΕΚ έβαλε 272 γκολ σε 300 ματς και κατέκτησε ένα πρωτάθλημα (1963) και ένα Κύπελλο (1956). Με την Εθνική Ελλάδας έβαλε τέσσερα γκολ σε 17 αγώνες.
- Ο Ηλίας Υφαντής (1936- ), ο «δαντελένιος χορευτής» των γηπέδων, ήταν δυνατός και μπορούσε να παίξει ιδανικά σε όλα τα πλάτη, εξαιρετικός στο συρτό και στο ψηλό παιχνίδι. Είχε εκτελεστική δεινότητα και ήταν ψυχρός στα τετ α τετ, με συνέπεια να σκοράρει 225 γκολ στην καριέρα του. Μία καριέρα που του έδωσε την χαρά να πανηγυρίσει 6 πρωταθλήματα (1954, 1955, 1956, 1957, 1958, 1959) και 7 Κύπελλα (1954, 1957, 1958, 1959, 1960, 1961, 1963), αλλά που ολοκληρώθηκε νωρίς (μόλις στα 28 του χρόνια) εξαιτίας σοβαρών τραυματισμών. Με την Εθνική Ελλάδας είχε δύο γκολ σε επτά παρουσίες.
- Ο Βαγγέλης Πανάκης (1933- ) για πολλά χρόνια ήταν ο καλύτερος παίκτης του Παναθηναϊκού και έζησε σπουδαίες στιγμές με το τριφύλλι στο στήθος, αποτελώντας έναν από τους κορυφαίους επιθετικούς των ελληνικών γηπέδων. Ήταν γρήγορος, δυνατός με φοβερό εκτόπισμα, διέθετε φαρμακερό αριστερό σουτ, αλλά χρησιμοποιούσε εξαιρετικά και τα δύο πόδια. Μπορούσε να παίξει και ως σέντερ φορ, ενώ ήταν από τους καλύτερους κεφαλοσφαιριστές όλων των εποχών. Με τους Πράσινους κατέκτησε 6 πρωταθλήματα (1953, 1960, 1961, 1962, 1964, 1965), 1 Κύπελλο (1955), ενώ με την Εθνική σκόραρε έξι φορές σε 14 συμμετοχές.
- Ο Γιάννης Παπαντωνίου (1928- ) ήταν από τους καλύτερους επιτελικούς του ελληνικού ποδοσφαίρου, εγκεφαλικός και οργανωτικός, με εξαιρετική τεχνική, χρησιμοποιώντας το μυαλό του εξίσου καλά με τα πόδια του. Θεωρείται ο τρίτος κορυφαίος που φόρεσε τη φανέλα με το τριφύλλι μετά τους Μίμη Δομάζο και Άγγελο Μεσσάρη. Ο «Δάσκαλος» όπως ήταν το προσωνύμιο του, είναι ο «πράσινος» με τις περισσότερες νίκες απέναντι στον Ολυμπιακό, έχοντας πανηγυρίσει 21 φορές, ενώ κατέκτησε και 2 πρωταθλήματα (1949, 1953) και 2 κύπελλα 1948 και 1955), αλλά δεν πρόλαβε τη μεγάλη πορεία του Παναθηναϊκού το 1960, στην οποία τον διαδέχτηκε ο Μ.Δομάζος.
- Ο Ανδρέας Σταματιάδης (1935- ) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ακραίους κυνηγούς (παίζοντας και σε ενδιάμεση θέση) και ο καλύτερος που αγωνίστηκε με την Ένωση (για 15 ολόκληρα χρόνια). Με τις ασίστ του έφτιαξε σχεδόν τα μισά γκολ των Νεστορίδη, Παπαϊωάννου, Παπαποστόλου, Μαρδίτση. Από τα δικά του πόδια ξεκινούσαν όλες οι επελάσεις, ενώ μπορούσε να συγκλίνει και να δημιουργεί πολλούς κινδύνους με τα σουτ του. Ήταν πραγματικά ένα βέλος και τον ενδιέφερε περισσότερο να κάνει ευτυχισμένους τους συμπαίκτες του παρά να σκοράρει ο ίδιος και έτσι έμεινε με 60 γκολ σε 267 ματς, ενώ παραδόξως με την Εθνική έπαιξε μόνο οκτώ φορές. Με την ΑΕΚ πανηγύρισε τα πρωταθλήματα του 1963 και του 1968 και 3 Κύπελλα (1954, 1962, 1966).
δ. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1960
Η εξέλιξη του ποδοσφαίρου κατά την δεύτερη μεταπολεμική δεκαετία καθορίστηκε από τα 2 Παγκόσμια Πρωταθλήματα της FIFA (1962, 1966) στα οποία διακρίθηκαν οι Βραζιλία, Τσεχοσλοβακία, Χιλή, Γιουγκοσλαβία, Αγγλία, Δυτική Γερμανία, Πορτογαλία, Σοβιετική Ένωση. Το σύστημα που χρησιμοποιήθηκε περιγράφεται ως 4-2-4, καθώς σε σύγκριση με το προηγούμενο WM (3-2-5, ή 3-2-2-3), προστέθηκε ένας ακόμη κεντρικός αμυντικός, που λειτουργούσε ως κόφτης ή σωματοφύλακας (στόπερ), δίπλα στον πρώτο αμυντικό, που συνήθως ήταν ελεύθερος (λίμπερο). Με την αλλαγή αυτή, καθώς οι δύο ακραίοι κυνηγοί (εξτρέμ) διατηρήθηκαν, οι κεντρικοί κυνηγοί έγιναν δύο (με τον ένα σε περισσότερο δημιουργικό ρόλο και τον άλλο σε εκτελεστικό) και έπεσε πολύ βάρος για οργάνωση του παιχνιδιού στους δύο μέσους (από τους οποίους ο ένας είχε κυρίως ανασταλτικά καθήκοντα και ο άλλος επιτελικά). Το σύστημα εφαρμόστηκε πιστά από την εθνική Αγγλίας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1996, όπου οι Τζεφ Χαρστ και Ρότζερ Χαντ ήταν οι δύο κυνηγοί, ο Άλαν Μπωλ και ο Μάρτιν Πήτερς οι εξτρέμ, ο Νόμπυ Στάιλς και ο Μπόμπυ Ταρλτον ήταν οι δύο μέσοι και αμυντικοί ήταν οι Τζορτζ Κοέν, Τζάκυ Τσάρλτον Μπόμπι Μουρ και Ρέι Ουίλσον, ενώ τερματοφύλακας έπαιζε ο Γκόρντον Μπανκς.
Στην Ελλάδα η ΕΠΟ, από την περίοδο 1959-60 (προκειμένου οι ελληνικές ομάδες να μετέχουν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις) εφάρμοσε υποχρεωτικά τον θεσμό της Α και Β (αργότερα και Γ, Δ) Εθνικής Κατηγορίας, κατά το πρότυπο ξένων πρωταθλημάτων, με συμμετοχή 16 έως 18 ομάδων επιλεγμένων σε πανελλαδική κλίμακα, με τον τρόπο που εφαρμόζεται και σήμερα, μετά την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου το 1980. Από τα 10 πρωταθλήματα, που διεξάχθηκαν τη 10ετία αυτή, 6 κατέκτησε ο Παναθηναϊκός (1960, 61, 62, 64 αήττητος, 65 και 69), που ισορρόπησε τις επιτυχίες του Ολυμπιακού της προηγούμενης 10ετίας, 2 κατέκτησε η ΑΕΚ (1963 και 68) μετά από 23 χρόνια αποχής και 2 ο Ολυμπιακός (1965 και 66) μετά από 6 χρόνια αποχής. Ο Παναθηναϊκός, στις μεγάλες επιτυχίες του της δεκαετίας αυτής, εφάρμοζε το σύστημα 4-3-3, που εισηγήθηκε πρώτος στην Ελλάδα ο Στέφαν Μπόμπεκ. Στην ομάδα εκείνη του Παναθηναϊκού έπαιζαν οι Χολέβας, Πανάκης, Παπαεμμανουήλ (3 κυνηγοί), Ζ.Πιτυχούτης, Τ.Λουκανίδης, Μ.Δομάζος, (3 μέσοι) και Α.Καμάρας, Φρ.Σούρπης, Τ.Παπουλίδης και Γ.Ανδρέου (4 αμυντικοί), με τερματοφύλακα τον Τ.Οικονομόπουλο. Ο Ολυμπιακός του Μάρτον Μπούκοβι δυο φορές πρωταθλητής το 1966 και 1967, εφάρμοσε αποτελεσματικά το σύστημα 4-2-4 με Γιούτσο, Σιδέρη κυνηγούς, Π.Βασιλείου και Β.Μποτίνο εξτρέμ, Κ.Πολυχρονίου και Γ.Γκαϊτατζή (ή Αρ.Παπάζογλου) στο κέντρο και Μ.Πλέσσα, Γρ.Αγανιάν, Χρ.Ζαντέρογλου και Ορ.Παυλίδη αμυντικούς, με τερματοφύλακα τον Γιάννη Φρονιμίδη.
Στο σύστημα 4-2-4 θα μπορούσε να σχηματιστεί η εξής ιδεατή 11άδα με τους ποδοσφαιριστές που απέκτησαν μεγαλύτερη φήμη ανά θέση (δεν έπαιξαν ποτέ όλοι μαζί ως εθνική ομάδα, αλλά συνυπήρχαν αγωνιστικά, και 8 από αυτούς μετείχαν στα περίφημα 4-2 και 4-1 επί της Πορτογαλίας και της Ελβετίας το 1969 για τα προκριματικά του ΠΚ70, ενώ και οι Λουκανίδης-Πολυχρονίου ήταν διάσημο ζευγάρι της εθνικής): Τάκης Οικονομόπουλος (ΠΑΟ) – Γιάννης Γκαϊτατζής (ΟΣΦΠ), Τάκης Λουκανίδης (ΠΑΟ), Αριστείδης Καμάρας (ΠΑΟ), Αλέκος Σοφιανίδης (ΑΕΚ) – Κώστας Πολυχρονίου (ΟΣΦΠ), Μίμης Δομάζος (ΠΑΟ) – Γιώργος Κούδας (ΠΑΟΚ), Γιώργος Σιδέρης (ΟΣΦΠ), Μίμης Παπαϊωάννου (ΑΕΚ), Βασίλης Μποτίνος (ΟΣΦΠ).
Μια δεύτερη πρακτικά ισάξια 11άδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι: Στέλιος Σεραφείδης (ΑΕΚ) - Φώτης Μπαλόπουλος (ΑΕΚ), Φραγκίσκος Σούρπης (ΠΑΟ), Μίμης Στεφανάκος (ΟΣΦΠ), Νίκος Σταθόπουλος (ΑΕΚ) - Στέλιος Σκευοφύλαξ (ΑΕΚ), Στάθης Χάιτας (Πανιώνιος) - Ανδρέας Παπαεμμανουήλ (ΠΑΟ), Γιώργος Δέδες (Πανιώνιος, ΑΕΚ), Νίκος Γιούτσος (ΟΣΦΠ), Αριστείδης Παπάζογλου (ΟΣΦΠ).
Εξαιρετική φήμη είχαν και οι Κώστας Βαλιάνος (Εθνικός) ως τερματοφύλακας, Τάσος Βασιλείου (Απόλλων, ΑΕΚ), και Χρήστος Ζαντέρογλου (ΟΣΦΠ) ως κεντρικοί αμυντικοί. Η ομάδα αυτή διεκδίκησε μέχρι το τελευταίο λεπτό την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, αλλά τελικά αποκλείστηκε μετά από ισοπαλία εκτός έδρας στη Ρουμανία με 0-0. Για πολλούς η σύνθεση αυτή, που περιλαμβάνει τα ιερά τέρατα του ελληνικού ποδοσφαίρου, αποτελεί την καλύτερη «εθνική» όλων των εποχών:
- Ο Τάκης Οικονομόπουλος (1943- ) μπήκε στο μύθο της ποδοσφαιρικής θεολογίας με τις πτήσεις του όταν έσωζε την εστία του. Επόμενο ήταν να τον αποκαλέσουν «πουλί», προσωνύμιο που ο ίδιος φρόντισε να δικαιολογήσει στο έπακρο σε όλη την 20χρονη καριέρα του (1959-'79). Βασικός στο αήττητο πρωτάθλημα του 1964 και με ρεκόρ απαραβίαστης εστίας (1.088 λεπτά) την επόμενη χρονιά. Με το Τριφύλλι κατέκτησε 5 Πρωταθλήματα (1964, 1965, 1969, 1970, 1972), 2 Κύπελλα (1967, 1969) και έφτασε στον τελικό Πρωταθλητριών του 1971. Με το εθνόσημο έδωσε το παρών 25 φορές.
- Ο Γιάννης Γκαϊτατζής (1944- ), καταγόμενος από την Ξάνθη, ήταν ένας μοναδικά επιθετικός μπακ για την εποχή του, με τέτοια έφεση στο να βγαίνει μπροστά, που, εκτός από μέσος δίπλα στον Κ.Πολυχρονίου (που έπαιζε αρχικά), έφτασε να παίξει μέχρι και ζευγάρι με τον Γιώργο Σιδέρη στην επίθεση. Ήταν εκπληκτικός αθλητής που, χωρίς τραυματισμούς, έπαιξε 15 γεμάτες σεζόν με τον Ολυμπιακό (346 αγώνες Α’ Εθνικής). Σε αυτό το διάστημα πανηγύρισε 5 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974, 1975 ) και ισάριθμα Κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973, 1975). Φόρεσε 15 φορές το εθνόσημο.
- Ο Τάκης Λουκανίδης (1937- ), ήταν το απόλυτο ποδοσφαιρικό πολυεργαλείο. Θεωρείται ο πληρέστερος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Μπορούσε να παίξει σε όλες τις θέσεις με εκπληκτική άνεση, ξεκινώντας ως τερματοφύλακας στο ορφανοτροφείο της Δράμας, όπου μεγάλωσε. Έπαιξε τέλεια ως κεντρικός αμυντικός, μέσος και επιθετικός. Στην πραγματικότητα ήταν ένας μοντέρνος μέσος, πολύ μπροστά από την εποχή του, που μπορούσε να κόβει, να δημιουργεί, να τρέχει ακατάπαυστα με μοναδικά αρχοντικό στιλ. Με τη Δόξα Δράμας έφτασε σε σημείο που δεν είχε φτάσει καμία επαρχιακή ομάδα μέχρι τότε, παίζοντας σε τρεις χαμένους τελικούς τη δεκαετία του 50. Με τον Παναθηναϊκό τα έκανε όλα μετά το ’60, κατακτώντας 3 πρωταθλήματα (1962, 1964, 1965) και 2 Κύπελλα (1967 ΠΑΟ, 1970 Άρης). Με την Εθνική Ελλάδας έπαιξε 23 φορές και σημείωσε τρία γκολ, ενώ σε συλλογικό επίπεδο βρήκε δίχτυα 80 φορές σε 237 ματς.
- Ο Αριστείδης Καμάρας (1939- ) ήταν διορατικός και γρήγορος στις επεμβάσεις του και μπορούσε να αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις από τη μέση και πίσω. Ξεκίνησε ως δεξιός μπακ και σε πάρα πολλά παιχνίδια βρέθηκε αμυντικός χαφ. Τόσο ως λίμπερο όσο και στο κέντρο μπορούσε να σκουπίζει τους κινδύνους πριν φτάσουν στην εστία της ομάδας του. Μετά την αποχώρηση του Κ.Λινοξυλάκη, μαζί με τον Τάκη Παπουλίδη ήταν οι δύο πρωτοπόροι για την εποχή τους οπισθοφύλακες που τους άρεσε να κάνουν παιχνίδι από πίσω και να προωθούνται, κάτι σχεδόν απαγορευμένο τότε. Με το Τριφύλλι πανηγύρισε 6 Πρωταθλήματα (1962, 1964, 1965, 1969, 1970, 1972), 2 Κύπελλα (167, 1969) και συνέβαλε στην πορεία μέχρι το «Γουέμπλεϊ». Στον πρώτο ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα μείωσε σε 4-1 και στον επαναληπτικό έκανε το 3-0. Με την Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε 30 φορές.
- Ο Αλέκος Σοφιανίδης (1933;-2010) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγωνιζόταν στην Μπεσίκτας. Στους "κιτρινόμαυρους" παρέμεινε δέκα χρόνια μέχρι το 1969, και έκλεισε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην Παναχαϊκή. Με την ΑΕΚ αγωνίστηκε σε 240 αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος και σημείωσε 11 τέρματα. Είχε 7 συμμετοχές με τη γαλανόλευκη φανέλα, από το 1959 μέχρι το 1967. Υπηρέτησε την εθνική ομάδα και ως προπονητής το 1988-89.
-Ο Κώστας Πολυχρονίου (1936- ) κληρονόμησε το αγωνιστικό θάρρος και την ευψυχία του Ανδρ.Μουράτη. Διέθετε εκπληκτική τακτική παιδεία για εκείνη την εποχή και μπορούσε να αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις της άμυνας. Έκοβε, δημιουργούσε, έτρεχε ακατάπαυστα, αλλά με ποδοσφαιρική σύνεση. Ήταν διάσημος για τις μακρινές μπαλιές του, που άνοιγαν το παιχνίδι και έδιναν στον Γ.Σιδέρη την ευκαιρία να τις αξιοποιεί με τις φοβερές επελάσεις του. Πρόλαβε και τις δύο μεγάλες ομάδες του Ολυμπιακού του 1950 και 1966-67 και σήκωσε 7 συνολικά πρωταθλήματα Ελλάδας (1955, 1956, 1957, 1958, 1959, 1966, 1967) και 9 συνολικά Κύπελλα (1954, 1957, 1958, 1959, 1960, 1961, 1963, 1965, 1968). Το 1961 η φήμη του απογειώθηκε περισσότερο, όταν σε φιλικό κόντρα στην κορυφαία τότε Σάντος του Πελέ, ήταν ο προσωπικός αντίπαλος του «Βασιλιά», κρατώντας τον μακριά από το γκολ και μάλιστα με πεντακάθαρο και πανέξυπνο τρόπο. Με το εθνόσημο αγωνίστηκε 27 φορές και αργότερα υπήρξε προπονητής της.
- Ο Μίμης Δομάζος (1942- ), ο μεγάλος «στρατηγός» του Παναθηναϊκού, γνώρισε την καθολική αναγνώριση του ιδιοφυέστερου ποδοσφαιριστή που ανάδειξε η χώρα μας. Μπορεί ο Ηλ.Υφαντής να μάγευε με τις φιγούρες του, ο Θ.Μπέμπης με τις ντρίμπλες του, ο Τ.Λουκανίδης να θαυμάστηκε για τη δύναμή του, ο Κ.Πολυχρονίου για την ψυχή του, ο Γ.Παπαντωνίου για το μυαλό του, ο Κ.Νεστορίδης για την σπιρτάδα του, ο Ν.Γιούτσος για τα ξεπετάγματά του, ο Α.Παπαεμμανουήλ για τους κανονιοβολισμούς του, ο Γ.Σιδέρης γιατί ήταν φτιαγμένος από σίδερο, ο Μ.Παπαϊωάννου γιατί ήταν βιρτουόζος και ο Γ.Κούδας ζογκλέρ, αλλά ο Δομάζος ήταν όλα αυτά μαζί και επιπλέον εμπνεόταν από τον οίστρο του μεγάλου αρχηγού. Δεν ήταν μόνο η ποιότητα του παιχνιδιού του, αλλά και η αξιοθαύμαστη διάρκεια της καριέρας του (από το 1959 έως το 1980) που τον καταξιώνει ως κορυφαίο των κορυφαίων. Ο τρόπος που άγγιζε τη μπάλα, που καθοδηγούσε ηγετικά τους συμπαίκτες του, που πείσμωνε για τη νίκη, ήταν μοναδικός, όπως και το μοίρασμα του παιχνιδιού τόσο με κάθετες όσο και με μακρινές σέντρες ακριβείας. Ανάστησε τον Παναθηναϊκό με τα 10 πρωταθλήματα που κατέκτησε αμέσως με τον ερχομό του (1960, 1961, 1962, 1964, 1965, 1969, 1970, 1972, 1977 ΠΑΟ και 1979 ΑΕΚ), τα 3 Κύπελλα (1967,1969, 1977) και πάνω απ’ όλα με τη μοναδική πορεία στο «Γουέμπλεϊ», της οποίας υπήρξε πρωτομάστορας. Στην Εθνική Ελλάδας οι 50 συμμετοχές του (με 4 γκολ) ήταν νούμερο άπιαστο για εκείνα τα χρόνια που τα παιχνίδια ήταν λιγοστά σε σύγκριση με σήμερα.
- Ο Μίμης Παπαϊωάννου (1942- ), μαζί με τον Μίμη Δομάζο και τον Βασίλη Χατζηπαναγή είναι ό,τι πιο όμορφο, πιο συναρπαστικό έχει αναδείξει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Χωρίς συγκεκριμένη θέση, αλώνιζε από τη μέση και μπροστά και παρά τα 233 γκολ του (3ος σκόρερ όλων των εποχών) δεν ήταν ποτέ του κλασικός σέντερ φορ. Συχνά κινιόταν στα πλάγια (κυρίως αριστερά), αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας περιφερειακός επιθετικός ή δεύτερος επιθετικός που λάτρευε να ξεκινάει από πίσω τις ενέργειες του. Δαντελένιο αριστερό πόδι που χάιδευε ερωτικά τη μπάλα και τα έκανε όλα τέλεια. Ντρίμπλα, ταχύτητα, τελείωμα, μυαλό. Ακόμα και στις κεφαλιές ήταν άπιαστος παρά το ότι ήταν κοντός. Όταν οι αντίπαλοι του κατέβαιναν, εκείνος βρισκόταν ακόμα στον αέρα. Το 1964 η Ρεάλ Μαδρίτης προσέφερε στην ΑΕΚ το τεράστιο ποσό των 4 εκατ. δραχμών, αλλά η Ένωση αρνήθηκε. Δύο φορές πρώτος σκόρερ Α’ Εθνικής (1964, 1966) και έχει τιμήσει 61 φορές το εθνόσημο με 21 γκολ (σε 15 χρόνια 1963-1978) και όπως και ο Δομάζος γέμισε με την παρουσία του δύο 10ετίες (1961-1979). Με την ΑΕΚ κατέκτησε 5 Πρωταθλήματα (1963, 1968, 1971, 1978, 1979) και 3 Κύπελλα (1964, 1966, 1978).
- Ο Γιώργος Κούδας (1946- ), ο κορυφαίος του βορειοελλαδίτικου ποδοσφαίρου, ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του και οι ηγετικές ικανότητες του σε συνδυασμό με την διάρκεια μίας καριέρας 21 ετών (1963-84) τον τοποθετούν στην καλύτερη ελληνική πεντάδα όλων των εποχών. Αρχηγός και μαέστρος της καλύτερης φουρνιάς που ανέδειξε ο ΠΑΟΚ, την διεύθυνε αρμονικά στην απόδοση εκπληκτικού ποδοσφαίρου, που ήταν από τα πιο όμορφα που παίχτηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα εκείνης της παρέας ήταν το Πρωτάθλημα του 1976, τα 2 Κύπελλα (1972, 1974) και δύο ακόμα χαμένοι τελικοί. Σε όλα αυτά τα χρόνια του με τον Δικέφαλο αγωνίστηκε συνολικά σε όλες τις διοργανώσεις σε 780 αγώνες, σημειώνοντας 220 γκολ, ενώ με την Εθνική Ελλάδας (43 συμμετοχές) ταξίδεψε στο Πανευρωπαϊκό του 1980.
- Ο Γιώργος Σιδέρης (1938- ) ήταν πραγματικό τανκ, ενώ άλλοι τον παρομοιάζουν με οδοστρωτήρα. Όταν εφορμούσε στην αντίπαλη περιοχή, πολύ σπάνια κατάφερναν να τον σταματήσουν. Η δύναμη και ο τσαμπουκάς του έκαναν εμβληματική την πορεία του στο ποδόσφαιρο. Ο «Φόντακας», συνάρπασε όσο λίγοι στην εποχή του, βάζοντας το κεφάλι του στη φωτιά και το κορμί του εκεί όπου οι υπόλοιποι δίσταζαν και σκόραρε με κάθε τρόπο. Κατέκτησε 2 πρωταθλήματα Ελλάδας (1966, 1967) και 5 Κύπελλα (1960, 1961, 1963, 1965, 1968). Τα γκολ του ήταν πολλά: 3 φορές 1ος σκόρερ στο Ελληνικό Πρωτάθλημα : 1965, 1967, 1969, 2 φορές 2ος σκόρερ στο Ελληνικό Πρωτάθλημα : 1962, 1964, 1 φορά 2ος σκόρερ στην Ευρώπη (αργυρό παπούτσι) : 1969 (35 γκολ) και το 1969 στην κορυφαία σεζόν του (όταν ψηφίστηκε 17ος καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης) ήρθαν στο κατώφλι του οι Ιντερ, Φιορεντίνα και Ατλέτικο Μαδρίτης, αλλά δεν ολοκληρώθηκε η πρότασή τους. Ενδεικτικό της δεινότητας του ήταν τα 14 γκολ σε 28 ματς με την Εθνική Ελλάδας (1 γκολ ανά 2 ματς).
- Ο Βασίλης Μποτίνος (1944- ) αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως σέντερ φορ, με την μετακίνησή του στον Πειραιά, μετακόμισε στα αριστερά και ως εξτρέμ μεγαλούργησε. Υπέροχος βιρτουόζος της μπάλας ξεσήκωνε τον κόσμο με τις ενέργειες του (ή ακριβέστερα τους άφηνε όλους άναυδους). Ένας σοβαρός τραυματισμός και πολιτικές παρεμβάσεις της Χούντας οδήγησαν στο να σταματήσει την καριέρα του πριν γίνει 30 ετών. Ωστόσο, ακόμα και έτσι πρόλαβε να πανηγυρίσει δύο πρωταθλήματα (1966, 1967), 3 Κύπελλα (1964, 1968, 1971) και να υπηρετήσει την Εθνική Ελλάδας (12 φορές, 3 γκολ), ενώ και με την Εθνική Ενόπλων, έφτασε στην κορυφή του Παγκοσμίου Κυπέλλου δύο φορές (1968, 1969).
- Ο Φραγκίσκος Σούρπης (1943 - ...), ιατρός ορθοπεδικός στην ιδιωτική ζωή, αγωνίστηκε για έντεκα χρόνια στον Παναθηναϊκό από το 1962 έως το 1973 οπότε και τερμάτισε την καριέρα του σε ηλικία 30 ετών. Αγωνιζόταν στη θέση του κεντρικού αμυντικού, συμμετέχοντας σε 310 αγώνες της Α΄ Εθνικής. Μέσα στο γήπεδο ήταν πραγματικό λιοντάρι δίνοντας και την ψυχή του για την επιτυχία της ομάδας. Έπαιζε καθαρά και ήταν εξαιρετικός αθλητής με σπουδαία φυσικά προσόντα, ταχύτητα, εκρηκτικότητα και κυρίως σπάνια αλτικότητα που εξηγούνται με μια ματιά στη εφηβεία του, όπου υπήρξε άλτης ύψους και επί κοντό. Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε 6 Πρωταθλήματα: 1962, 1964, 1965, 1969, 1970, 1972 και δύο Κύπελλα: 1967, 1969. Συμμετείχε σε 25 ευρωπαϊκά παιχνίδια του Παναθηναϊκού και ήταν μέλος της ομάδας που έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1971 στο Στάδιο Γουέμπλεϊ. Μαζί με τους Άνθιμο Καψή και Βαγγέλη Πανάκη είναι οι τρεις ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν σε όλη τους την καριέρα μόνο στον Παναθηναϊκό. Έχει αγωνιστεί σε 6 αγώνες με την Εθνική Ελλάδος.
- Ο Μίμης (Δημήτρης) Στεφανάκος (1936- ) ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία από την Υπεροχή Νεαπόλεως. Το 1958 πήγε στον Ολυμπιακό, ενώ είχε δελτίο και ήταν αθλητής στην κολύμβηση του Παναθηναϊκού, ο οποίος τον διεκδίκησε μαζί με την ΑΕΚ. Αγωνίστηκε στην άμυνα του Ολυμπιακού και είχε προτάσεις από την Ίντερ, Μπαρτσελόνα και Φενερμπαχτσέ. Τελικά το 1965 πήγε στην Νότια Αφρική και αγωνίστηκε με τις τοπικές Ρέιντζερς και Κορίνθιανς. Χρίστηκε 8 φορές διεθνής με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα Ανδρών Ελλάδας. Από τους στυλίστες των γηπέδων, με κομψότητα και φινέτσα, είχε εκπληκτικό επιτόπιο άλμα, που έδινε την εντύπωση ότι είχε ελατήρια στα πόδια. Ήταν παντρεμένος με την Μάρθα Καραγιάννη. Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας, ασχολήθηκε με την ηθοποιία και μετείχε σε 7 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου από το 1960 μέχρι το 1964. Κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ελλάδας 1958 και 1959 και 6 Κύπελλα Ελλάδας: 1958, 1959, 1960, 1961, 1963 και 1965.
- Ο Ανδρέας Παπαεμμανουήλ (1939- ), γεννημένος στο Ν.Φάληρο, με τις επελάσεις του δημιουργούσε συχνά πανικό στις αντίπαλες άμυνες, ενώ υπήρξε δεινός σουτέρ σκοράροντας συχνά από μεγάλες αποστάσεις. Θεωρείται από πολλούς ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών που συνέβαλε ουσιαστικά τη δεκαετία του 60 στην αναγέννηση του Παναθηναϊκού και της Εθνικής Ελλάδος. Πραγματοποίησε μεγάλη καριέρα στον Παναθηναϊκό, όπου στα 12 χρόνια που αγωνίστηκε συμμετείχε σε 196 αγώνες της Α΄Εθνικής σκοράροντας 80 γκολ και 17 στο κύπελλο, ενώ στα κύπελλα Ευρώπης είχε 13 συμμετοχές και σκόραρε μια φορά. Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε 6 πρωταθλήματα (1960, 1961, 1962, 1964, 1965, 1969) και 2 κύπελλα (1967, 1969). Αγωνίστηκε και στην ΑΕΚ κατακτώντας το πρωτάθλημα το 1971. Με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας ο Ανδρέας Παπαεμμανουήλ αγωνίστηκε το διάστημα 1958-1965 16 φορές και σκόραρε 7 γκολ. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα στην Αναγέννηση Άρτας, στην Κέρκυρα, στον Τυνησιακό, στην Καλλιθέα και στον Φωστήρα. Τις περιόδους 1980-81 και 1982-83 εργάστηκε ως προσωρινός προπονητής του Παναθηναϊκού αλλά και ως προπονητής της Εθνικής Ελπίδων της Ελλάδας.
- Ο Νίκος Γιούτσος (1942 - ) γεννήθηκε στην Καστοριά αλλά μεγάλωσε στην Ουγγαρία. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την ουγγρική Τσέπελ και το 1964 τον απέκτησε ο Ολυμπιακός. Δέκα χρόνια αργότερα, τo καλοκαίρι του 1974, αποχώρησε από τον σύλλογο, μετά από μια αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή των "ερυθρολεύκων" Λάκη Πετρόπουλο πριν από τον χαμένο τελικό κυπέλλου Ελλάδος του 1974 με τον ΠΑΟΚ. Την περίοδο 1974-75 αγωνίστηκε με τα χρώματα του Εθνικού, με τη φανέλα του οποίου αποσύρθηκε από την ενεργό δράση την περίοδο 1975-76. Φόρεσε 15 φορές συνολικά τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας και σημείωσε 6 γκολ. Κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα Ελλάδας: 1966, 1967, 1973, 1974 και 4 Κύπελλα Ελλάδας: 1964, 1968, 1971, 1973. Άριστος στην τεχνική, εγκεφαλικός, οργανωτικός και απέριττος στις ενέργειές του, με μεταβιβάσεις σχεδιασμένες με διαβήτη, έξοχος στις ντρίμπλες και με δυνατό σουτ από τα δύο πόδια, τρέχοντας με καλπασμούς ήταν μέσα στο γήπεδο ηγέτης και οδηγός της ομάδας. Ιστορικό έχει μείνει το σύνθημα των φιλάθλων του Ολυμπιακού: "Έμπαινε Γιούτσο!".
- Ο Γιώργος Δέδες (1943- ) είχε εντυπωσιακή πορεία από το 1961 μέχρι το 1978 και έκανε σπουδαία πράγματα και στις δύο αυτές 10ετίες με Πανιώνιο και ΑΕΚ. Μπορούσε να παίξει παντού από τη μεσαία γραμμή και μπροστά. Τρομερά πολυτάλαντος, γρήγορος, οξυδερκής και με σουτ φαρμάκι αναδείχτηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (1971 28 γκολ, 1976 15 γκολ) και ας μην αγωνιζόταν ως φορ περιοχής, ενώ το 1971 αναδείχτηκε και τρίτος σκόρερ στην Ευρώπη. Ο Δέδες μεταξύ άλλων επιτευγμάτων, κατέχει το ρεκόρ του πιο γρήγορου χατ τρικ (σε 120 δευτερόλεπτα), ενώ έχει σημειώσει και πέντε γκολ σε ένα ματς (Πανιώνιος, Ολυμπιακός Λευκωσίας 7-1).
ε. Το ποδόσφαιρο της δεκαετίας 1970
Η εξέλιξη του ποδοσφαίρου κατά την τρίτη μεταπολεμική δεκαετία καθορίστηκε από τα 3 Παγκόσμια Πρωταθλήματα της FIFA (1970, 1974 και 1978) στα οποία διακρίθηκαν οι Βραζιλία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία, Ουρουγουάη, Ολλανδία, Πολωνία και Αργεντινή. Το σύστημα που χρησιμοποιήθηκε περιγράφεται ως 4-3-3, καθώς σε σύγκριση με το προηγούμενο 4-2-4, ένας από τους δύο κεντρικούς κυνηγούς πέρασε στο κέντρο, στου οποίου την τριάδα ένας είχε ρόλο ανασταλτικό (κόφτης), ένας δημιουργικό (κουβαλητής) και ένας επιτελικό και συντονιστικό (τροφοδότης). Στην εθνική Γερμανίας π.χ. που εφάρμοσε το σύστημα το 1974, οι 3 κυνηγοί ήταν Γκραμπόφσκι (δεξιά), Μύλερ (κέντρο), Χέλτσενμπαϊν (αριστερά), οι 3 μέσοι Μπόνωφ (κόφτης), Χένες (κουβαλητής) και Όφερατ (τροφοδότης) και οι αμυντικοί από δεξιά Φοκτς, Μπεκενμπάουερ, Σβαρτσενμπεκ και Μπράιτνερ, ενώ τερματοφύλακας έπαιζε ο Ζεπ Μάγερ. Στην Ελλάδα τα 10 πρωταθλήματα της ΕΠΟ ισομοιράστηκαν στον Παναθηναϊκό (1970, 72, 77), την ΑΕΚ (1971, 78 και 79) και τον Ολυμπιακό (1973, 74 και 75), ενώ το 1976 ο ΠΑΟΚ κατέκτησε για πρώτη φορά τον τίτλο, με μια από τις καλύτερες ομάδες που εμφανίστηκαν στα ελληνικά γήπεδα, χάρη στην οποία η δημοτικότητά του ανέβηκε κατακόρυφα και σταδιακά υποσκέλισε τη φήμη του Άρη στη Βόρεια Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το όνομα του Άρη ταυτίστηκε με την εκπληκτική αναγέννηση του μπάσκετ στη δεκαετία του 1980.
Στο σύστημα 4-3-3 θα μπορούσε να σχηματιστεί η εξής ιδεατή 11άδα με τους ποδοσφαιριστές που απέκτησαν μεγαλύτερη φήμη ανά θέση (δεν έπαιξαν ποτέ όλοι μαζί ως εθνική ομάδα, αλλά συνυπήρχαν αγωνιστικά): Παναγιώτης Κελεσίδης (ΟΣΦΠ) – Γιάννης Κυράστας (ΟΣΦΠ, ΠΑΟ), Άνθιμος Καψής (ΠΑΟ), Λάκης Νικολάου (ΑΕΚ), Θανάσης Αγγελής (ΟΣΦΠ) – Χρήστος Τερζανίδης (ΠΑΟΚ, ΠΑΟ), Σταύρος Σαράφης (ΠΑΟΚ), Γιώργος Δεληκάρης (ΟΣΦΠ, ΠΑΟ) – Χρήστος Αρδίζογλου (ΑΕΚ), Αντώνης Αντωνιάδης (ΠΑΟ), Μάικ Γαλάκος (ΟΣΦΠ, ΠΑΟ).
Μια δεύτερη πρακτικά ισάξια 11άδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι: Βασίλης Κωνσταντίνου (ΠΑΟ) - Γιάννης Γούναρης (ΠΑΟΚ, ΟΣΦΠ), Βασίλης Σιώκος (ΟΣΦΠ), Λάκης Γκλέζος (ΟΣΦΠ), Κώστας Ιωσηφίδης (ΠΑΟΚ) - Κώστας Ελευθεράκης (ΠΑΟ), Τάκης Συνετόπουλος (ΟΣΦΠ), Δημήτρης Νικολούδης (Ηρακλής, ΑΕΚ, ΟΣΦΠ) - Χάρης Γραμμός (ΠΑΟ), Μιχάλης Κρητικόπουλος (Εθνικός, ΟΣΦΠ), Κώστας Δαβουρλής (Παναχαϊκή, ΟΣΦΠ).
Εξαιρετική φήμη είχαν και οι Νίκος Χρηστίδης (Άρης, ΑΕΚ) ως τερματοφύλακας, Απόστολος Τόσκας (ΑΕΚ), Πέτρος Ραβούσης (ΑΕΚ), Γιώργος Φοιρός (Άρης) ως κεντρικοί αμυντικοί, Γιώργος Καραφέσκος (ΑΕΚ) ως μέσος και Κώστας Νικολαΐδης (ΑΕΚ), Δημήτρης Παρίδης (ΠΑΟΚ) ως κυνηγοί. Από τους ξένους ποδοσφαιριστές, που άρχισαν να εμφανίζονται στην Ελλάδα από αυτή τη δεκαετία, διακρίθηκαν οι Χουάν Βερόν, Ρομπέρτο Γκραμάχο, Άρακεν Ντεμέλο, Σίκρετ Μούικιτς, Όσκαρ Αλβαρέζ, Βάλτερ Βάγκνερ, (ΠΑΟ) και Μίλτον Βιέρα, Χούλιο Λοσάντα, Αλφάρο Ιγκνάθιο Πένια, Νιλς Σόρενσεν, Ντέρεκ Ουίλιαμ Σπενς, Ράφαελ Περόνε (ΟΣΦΠ). Η εθνική ομάδα (με τη σύνθεση που είχε προς το τέλος της 10ετίας και με προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλια) πέτυχε να προκριθεί στην τελική φάση του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1980, που διεξάχθηκε στην Ιταλία, όπου κατά γενική ομολογία ήταν άτυχη, αφού στο πρώτο παιχνίδι ηττήθηκε με 1-0 από την Ολλανδία, με πέναλτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί:
- Ο Παναγιώτης Κελεσίδης (1946- ) είχε καριέρα συντομότερη από τους σύγχρονούς του Βασίλη Κωνσταντίνου και Νίκο Χρηστίδη και φόρεσε μόλις επτά φορές το εθνόσημο, αλλά κατά γενική ομολογία, ήταν ο πιο ταλαντούχος απ' όλους. Μάλλον κοντός για τη θέση και με κάποια παραπανίσια κιλά, δεν έπειθε με το παρουσιαστικό του. Ωστόσο, οι δυνατότητές του ήταν εκπληκτικές. Εξαιρετικά τολμηρές έξοδοι στα κόρνερ, μοναδική ικανότητα στο να «ψαρεύει» τον αντίπαλο στα τετ α τετ και μαεστρία στο να οργανώνει τους αμυντικούς με τις αγριοφωνάρες και το βλέμμα του, ήταν στοιχεία που τον καθιέρωσαν. Αποκτήθηκε από τον ΟΣΦΠ το 1972 και με την σπουδαία τετράδα που είχε μπροστά του (Γκαϊτατζής, Γκλέζος, Σιώκος, Αγγελής), αλλά και με τις δικές του εμφανίσεις, η άμυνα του Ολυμπιακού 1973-'75 θεωρείται από τις πλέον αποτελεσματικές στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τότε πανηγύρισε 3 Πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975) και 2 Κύπελλα (1973, 1975) που έχει στη συλλογή του.
- Ο Γιάννης Κυράστας (1952-2004) ήταν από τους πλέον πολυσύνθετους ακραίους αμυντικούς του ελληνικού ποδοσφαίρου, ενώ διακρίθηκε εξίσου και ως λίμπερο. Εγκεφαλικός, δυναμικός και με πολλές κούρσες, υπήρξε ένας μοντέρνος μπακ για την εποχή του. Έβγαζε υποδειγματικά την ομάδα μπροστά και από τα πόδια του ξεκινούσαν σχεδόν όλες οι επιθέσεις. Τακτικά άρτιος, με πολύ καλή τεχνική και σέντρα, πλαγιοκοπούσε και μετά είχε δυνάμεις να επιστρέφει και να μαρκάρει. Ενίοτε μάλιστα έπαιξε και ως αμυντικός χαφ, κάνοντας σπουδαία καριέρα και με τους δύο «αιωνίους», με τους οποίος κατέκτησε 7 πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975, 1980, 1981, 1984, 1986) και 6 Κύπελλα (1973, 1975, 1981, 1982, 1984, 1986), τα τέσσερα εξ αυτών ως νταμπλ (73, 81, 84, 86), αφήνοντας το στίγμα του σε δύο δεκαετίες. Μετείχε στην αποστολή του Πανευρωπαϊκού 1980 και φόρεσε 46 φορές το εθνόσημο.
- Ο Άνθιμος Καψής (1950- ) ξεκίνησε την καριέρα του ως επιθετικός και το ότι εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους αμυντικούς οφείλεται στο ότι ήξερε πολύ καλά τα μυστικά της μπάλας. Φυσικά διέθετε όλα τα προσόντα για τη δουλειά του στόπερ. Ταχύτητα, δύναμη, αλτικότητα, αντίληψη και, όποτε χρειαζόταν, γινόταν αρκετά σκληρός. Μαζί με τους Φραγκίσκο Σούρπη και Βαγγέλη Πανάκη είναι οι τρεις που αγωνίστηκαν σε όλη την καριέρα τους στον Παναθηναϊκό. Με τον Φ.Σούρπη και τον Αριστείδη Καμάρα συνέθεσαν μια από τις καλύτερες κεντρικές αμυντικές τριάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Με το Τριφύλλι πανηγύρισε 5 Πρωταθλήματα (1969, 1970, 1972, 1977, 1984) και 4 Κύπελλα: 1969, 1977, 1982, 1984), τα τρία εξ αυτών ως νταμπλ. Έκανε ντεμπούτο με τους Πράσινους στον αγώνα με την Εβερτον στην Αγγλία στην πορεία προς το «Γουέμπλεϊ». Με την Εθνική Ελλάδας (όπου είχε 35 συμμετοχές) έζησε το μεγάλο ραντεβού του Πανευρωπαϊκού 1980.
- Ο Λάκης Νικολάου (1949- ) ήταν εγκεφαλικός, διορατικός και εξαιρετικός με τη μπάλα στα πόδια. Τα τρία πρώτα χρόνια του στην ΑΕΚ τα πέρασε παίζοντας επιθετικός (όπως και στην Εθνική), έως ότου τον έκανε οπισθοφύλακα ο Φάντροκ. Του άρεσε να βγάζει την ομάδα μπροστά με επελάσεις, να προωθείται στις στημένες φάσεις και να κάνει μακρινές μπαλιές ακριβείας. Ήταν από τους πλέον «καθαρούς» αμυντικούς που έχουν εμφανιστεί και στα 11 χρόνια του στην ΑΕΚ (1971-'82) πανηγύρισε 2 Πρωταθλήματα (1978, 1979) και 1 Κύπελλο (1978). Ήταν πρωταγωνιστής στην ευρωπαϊκή πορεία μέχρι τα ημιτελικά του UEFΑ (1976-'77) και στο Πανευρωπαϊκό του 1980.
- Ο Θανάσης Αγγελής (1946- ) ήταν τεχνικά εξαιρετικός, επιθετικογενής αμυντικός, αφού, όταν τον απέκτησε ο Ολυμπιακός, τον προόριζε για εξτρέμ. Αρχικά ο Σούλης Κίνλεϋ και εν συνεχεία ο Λιούμπισα Σπάιτς τον γύρισαν πιο πίσω, όπου πραγματικά διέπρεψε, αποκτώντας το προσωνύμιο «Κούπερ», από τον σύγχρονό του διεθνή Άγγλο μπακ Τέρυ Κούπερ, που έπαιζε με ίδιο τρόπο. Ίσως αμυντικά να μην ξεχώριζε πολύ, αλλά η συμμετοχή του στην ανάπτυξη του παιχνιδιού, οι κούρσες του στη γραμμή και οι σέντρες του τον ανέδειξαν σε κορυφαίο στα τέλη των ‘60 και στο ξεκίνημα του ‘70, τότε που φόρεσε και 11 φορές το εθνόσημο. Τους περισσότερους τίτλους του τους κατέκτησε την δεκαετία του 1970 (πρωταθλήματα 1967, 1973, 1974, 1975, Κύπελλα 1968, 1971, 1973, 1975).
- Ο Χρήστος Τερζανίδης (1945- ) ήταν ακούραστος δουλευτής στο χώρο του κέντρου, όπου έτρεχε ατέλειωτα χιλιόμετρα σε κάθε παιχνίδι. Άρτιος αθλητής, αγωνίστηκε στα καλύτερα χρόνια του με σοβαρό πρόβλημα στο μηνίσκο. Με τον Τερζανίδη να καταπίνει χιλιόμετρα και αντιπάλους, οι Κούδας, Σαράφης μπορούσαν να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους μπροστά. 27 φορές διεθνής, με 1 γκολ, ακόμα και στα 35 του και παρόλα τα προβλήματα τραυματισμών, κατάφερε να φτάσει μέχρι το Πανευρωπαϊκό του 1980. Νωρίτερα είχε πανηγυρίσει τα τρόπαια της εποχής του σπουδαίου ΠΑΟΚ (Πρωτ. 1976, Κύπ. 1972, 1974).
- Ο Σταύρος Σαράφης (1950- ) έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν παντού και πάντα. Αμυντικός μέσος με επιτελικές ικανότητες και τελειώματα που θα ζήλευαν οι κορυφαίοι φορ. Τρομερός κεφαλοσφαιριστής ο «Καίσαρας» του ΠΑΟΚ σημείωσε στην καριέρα του 136 γκολ και παραμένει ο πρώτος σκόρερ του συλλόγου στην Α' Εθνική. Μαζί με τον Γιώργο Κούδα συνέθεσαν ένα δίδυμο υψηλής ποδοσφαιρικής ποιότητας αντίστοιχο του Δομάζος-Ελευθεράκης. Πολύ δυνατός, με αστείρευτο τρέξιμο και ηγετικές ικανότητες συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος (1976) και των 2 Κυπέλλων (1972, 1974). Με την Εθνική Ελλάδας έπαιξε 32 φορές (7 γκολ).
- Ο Γιώργος Δεληκάρης (1951- ) ήταν από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους της μπάλας του ελληνικού ποδοσφαίρου, με εκπληκτική ντρίμπλα, που έδινε την εντύπωση ότι προσπερνούσε ακίνητους τους αντιπάλους του. Ήταν αριστεροπόδαρος με πολύ καλή πάσα, αλλά δεν παρέλειπε να σκοράρει. Ήταν μέλος της μεγάλης ομάδας των "ερυθρόλευκων", που δημιούργησε ο Νίκος Γουλανδρής, με την οποία κατέκτησε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα: 1973, 1974 και 1975 και τρία Κύπελλα Ελλάδας: 1971, 1973, 1975. Η μεταπήδηση του στον Παναθηναϊκό, όπου έπαιξε 3 χρόνια, μετά από 9 χρόνια στον Ολυμπιακό, χαρακτηρίστηκε ως «η μεταγραφή της δεκαετίας» και ήταν πρώτο θέμα στα εξώφυλλα των εφημερίδων της εποχής. Έχει μείνει στην ιστορία το εκπληκτικό τέρμα που πέτυχε στις 20 Νοεμβρίου 1974 στο Στάδιο Καραϊσκάκη, όταν έπειτα από κόρνερ του Μίμη Δομάζου πετάχτηκε στη μικρή περιοχή με εναέρια προβολή και έστειλε την μπάλα στο "Γ" του εμβρόντητου Ζεπ Μάγερ. Σκόραρε και στον επαναληπτικό στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, ισοφαρίζοντας σε 1-1 στο 79΄. Υπήρξε βασικό μέλος της ομάδας που προκρίθηκε στην τελική φάση της διοργάνωσης, ενώ πέτυχε δύο τέρματα στο 8-1 επί της Φινλανδίας στις 11 Οκτωβρίου 1978, όμως λόγω τραυματισμού δεν ήταν στην αποστολή που αγωνίστηκε στα γήπεδα της Ιταλίας, τον Ιούνιο του 1980. Σταμάτησε οικειοθελώς το ποδόσφαιρο στα 31 χρόνια του.
- Ο Χρήστος Αρδίζογλου (1953- ) αγωνιζόταν ως ακραίος επιθετικός αλλά και ως μέσος και φημιζόταν για τη σπουδαία τεχνική του κατάρτιση. Τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα τα έκανε στον Απόλλωνα Αθηνών, μέχρι το 1974. Με τα χρώματα της ΑΕΚ αγωνίστηκε για 11 ολόκληρα χρόνια. Κορυφαία στιγμή στην πολύχρονη καριέρα του με τη φανέλα των "κιτρινόμαυρων" ήταν η συμμετοχή του στα ημιτελικά του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, την περίοδο 1976-77. Με την Ελλάδα αγωνίστηκε για πρώτη φορά το 1975 εναντίον της Ρουμανίας (1-1) για το Βαλκανικό Κύπελλο. Συνολικά συμμετείχε σε 43 αγώνες, πετυχαίνοντας 2 τέρματα. Ήταν μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία, όπου συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης. Επίσης έχει κληθεί μια φορά στη Μικτή Κόσμου. Κατέκτησε 2 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1978, 1979) και 2 Κύπελλα Ελλάδας (1978, 1983).
- Ο Αντώνης Αντωνιάδης (1946- ) ήταν από τους μεγαλύτερους γκολτζήδες όλων των εποχών. Πολλοί τον χαρακτήρισαν άτεχνο και αργό. Ωστόσο, ο «Ψηλός» κατάφερε να μετατρέψει τα μειονεκτήματα του σε πλεονεκτήματα και να κάνει σπουδαία καριέρα με μοναδικά επιτεύγματα και ρεκόρ. Ήταν ανίκητος στον αέρα και η κεφαλιά του έμοιαζε με σουτ. Εξαιρετικός στο τελείωμα των φάσεων είχε την τύχη να έχει τροφοδοσία από τους Μίμη Δομάζο, Κώστα Ελευθερουδάκη από πίσω του και τον Χάρη Γραμμή στα δεξιά, οι οποίοι του έστελναν συστημένα γκολ. Με την αμέριστη συμβολή τους χρίστηκε πέντε φορές πρώτος σκόρερ σε διάστημα έξι σεζόν (1970 25 γκολ, 1972 39 γκολ, 1973 22 γκολ, 1974 26 γκολ, 1975 20 γκολ). Το 1971 ήταν από αυτούς που οδήγησαν τον Παναθηναϊκό στο «Γουέμπλεϊ», ενώ ταυτόχρονα ήταν πρώτος σκόρερ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών (10 γκολ). Συνολικά σκόραρε 187 φορές στην Α' Εθνική, ενώ είχε αναδειχτεί πρώτος σκόρερ δύο φορές και στη Εθνική με την Ασπίδα Ξάνθης. Κατέκτησε με το Τριφύλλι 4 Πρωταθλήματα (1969, 1970, 1972, 1977) και 2 Κύπελλα (1969, 1977), ενώ με την Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε σε 21 ματς (6 γκολ).
- Ο Μάικ Γαλάκος (1951- ) ήταν από τους μεγαλύτερους μπαλαδόρους που εμφανίστηκαν στα ελληνικά γήπεδα. Τεχνίτης με όλη τη σημασία της λέξης είχε την τύχη να αποκτήσει ποδοσφαιρική παιδεία στο εξωτερικό. Παιδί της ξενιτιάς έμαθε μπάλα στη Γερμανία, αλλά βλέποντάς τον στο γήπεδο νόμιζες ότι είχε μάθει το τόπι στη Βραζιλία. Ένα ακόμα μεγάλο πλεονέκτημά του ήταν ότι μπορούσε να παίζει ιδανικά και χωρίς τη μπάλα, κάτι που δεν ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στα ελληνικά γήπεδα. Γρήγορος, ντριμπλέρ με έφεση στο σκοράρισμα και με τα δύο πόδια, μπορούσε με την ίδια άνεση να τοποθετηθεί και στην κορυφή ως φορ. Δεν ήταν λίγα τα γκολ που πέτυχε «μόνος» του, αφού πρώτα ντρίμπλαρε όλη την αντίπαλη άμυνα. Με τους δύο «αιώνιους» έπαιξε σε 472 ματς,σημειώνοντας 172 γκολ και κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα (1974, 1975, 1980, 1981) και 2 κύπελλα (1975, 1981). Με το Εθνόσημο έδωσε το παρόν σε 30 αγώνες (5 γκολ) και βρέθηκε και στο Πανευρωπαϊκό του 1980, όπου κατέπληξε με τις ντρίπλες του στο παιχνίδι με την Γερμανία.
- Ο Κώστας Ιωσηφίδης (1952- ) ήταν από τους πληρέστερους αριστερούς μπακ. Τεχνίτης, τακτικά άρτιος, εξίσου ικανός αμυντικά και επιθετικά, με τις προωθήσεις του συνέθεσε για τον ΠΑΟΚ μαζί με τον Παρίδη μία εξαιρετική αριστερή πλευρά. Ενδεικτικό είναι ότι για 11 χρόνια ήταν αναντικατάστατος στην Εθνική Ελλάδας, μετρώντας 51 παρουσίες (2 γκολ) και ταξιδεύοντας στο EURO του 1980. Πρόκειται για τον ποδοσφαιριστή με τους περισσότερους τίτλους στην ιστορία του συλλόγου, καθώς αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο των 2 πρωταθλημάτων (1976, 1985) συν τα 2 Κύπελλα (1972, 1974), ενώ με 397 αγώνες είναι δεύτερος στην ομάδα σε συμμετοχές στην Α' Εθνική.
- O Κώστας Ελευθεράκης (1950- ), γνωστός με το παρατσούκλι «ελάφι», γεννήθηκε στον Ταύρο (τότε Σφαγεία) της Αθήνας, καταγόμενος από εργατική οικογένεια. Ξεκίνησε την καριέρα του από την ομάδα του Φωστήρα, στον οποίο υπέγραψε δελτίο σε ηλικία 12 ετών. Το 1968 αποκτήθηκε από τον Παναθηναϊκό, έπειτα από περιπέτειες, μιας και τον ήθελαν η ΑΕΚ και ο Ολυμπιακός. Στον Παναθηναϊκό έμεινε δώδεκα χρόνια γνωρίζοντας μεγάλες επιτυχίες. Σημαντικές στιγμές στη συμμετοχή του στην ομάδα ήταν η ευρωπαϊκή πορεία του 1970-71 (όπου πέτυχε δυο γκολ) που κατέληξε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και η κατάκτηση ενός νταμπλ (1977), τεσσάρων Πρωταθλημάτων (1969, 1970, 1972, 1977), δυο Κυπέλλων Ελλάδας (1969, 1977). Το 1972 συμπεριλήφθηκε στη 16άδα των καλύτερων ποδοσφαιριστών της Ευρώπης στον διαγωνισμό Χρυσή Μπάλα του γαλλικού περιοδικού Φρανς Φουτμπόλ. Ο σοβαρός του τραυματισμός στο γόνατο τον Μάιο του 1977, σε αγώνα εναντίον του Εθνικού Πειραιά, επηρέασε τη μετέπειτα απόδοσή του. Το 1980 αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό πηγαίνοντας στην ΑΕΚ, όπου αγωνίστηκε για περίπου ένα χρόνο. Μέχρι τότε είχε αγωνιστεί σε 331 αγώνες της A’ Εθνικής (308 με τον Παναθηναϊκό) έχοντας σημειώσει 88 γκολ (83 με τον Παναθηναϊκό). Το 1967 κλήθηκε στην Εθνική ανδρών, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Αγωνίστηκε συνολικά 33 φορές με την Εθνική Ελλάδας και σημείωσε 5 τέρματα. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας ασχολήθηκε με τη λειτουργία αθλητικού κέντρου στη Βάρη.
- Ο Τάκης (Δημήτρης) Συνετόπουλος (1948 - Νοεμβρίου 2013) γεννήθηκε στον Βόλο, ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό Βόλου και το 1970 πήρε μεταγραφή για τον Ολυμπιακό Πειραιά, ενώ τον διεκδίκησαν τόσο η ΑΕΚ όσο και ο Παναθηναϊκός. Στον Ολυμπιακό έμεινε μέχρι το 1978 και εν συνεχεία επέστρεψε στον Ολυμπιακό Βόλου, όπου και τερμάτισε την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1982. Αγωνίστηκε 16 φορές με την Εθνική Ελλάδας. Με την εθνική ενόπλων κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1969. Τα τελευταία χρόνια βρισκόταν ανελλιπώς δίπλα στην αγαπημένη του ομάδα τον Ολυμπιακό Βόλου, μέχρι να παρουσιαστούν προβλήματα στην υγεία του. Με δύναμη τανκ ήταν “φουνταριστός” αμυντικός μέσος, με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, εντυπωσιακά δυναμικές επελάσεις και επιθετικές πρωτοβουλίες, καινοτόμες στην εποχή του.
- Ο Χάρης Γραμμός (1948- ) ήταν ένας αέρινος, ταχύτατος, κλασικός εξτρέμ που δεν συνήθιζε να συγκλίνει προς τα μέσα. Η πολύ καλή ντρίμπλα πάνω στη γραμμή και η άριστη σέντρα ακριβείας (κυρίως για το κεφάλι του Αντωνιάδη) ήταν τα μεγάλα πλεονεκτήματα του, όπως και το ότι βοηθούσε πολύ και ανασταλτικά. Μειονέκτημα του το ότι δεν είχε καλό αριστερό πόδι και δεν έμπαινε προς την αντίπαλη περιοχή ώστε να σουτάρει. Ωστόσο, οι διεισδύσεις του στο όριο της γραμμής του άουτ ήταν ασταμάτητες. Υπήρξε βασικό στέλεχος στην πορεία μέχρι τον τελικό του «Γουέμπλεϊ» και με τους Πράσινους πανηγύρισε 3 Πρωταθλήματα (1969, 1970, 1972) και 2 Κύπελλα (1967, 1969).