Της Επανάστασης του 1821 είχαν προηγηθεί αρκετές άλλες τοπικές εξεγέρσεις, με έναρξη ήδη από τον 15ο αιώνα και με τελευταία αυτή του Νικοτσάρα στη Βόρεια Ελλάδα (1808). Μεγάλη ώθηση στην επιθυμία για ελευθερία έδωσαν από τον 18ο αιώνα ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση, καθώς και η άνθηση της οικονομίας και της παιδείας των Ελλήνων, χάρη και σε παράγοντες όπως η άνοδος της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Υπό τις περιστάσεις αυτές αναπτύχθηκε το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού 1750-1821 που προετοίμασε το έδαφος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Στα πλαίσιά του φωτεινές μορφές επιχείρησαν να μεταλαμπαδεύσουν στο γένος τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την διεκδίκηση του αιτήματος της πολιτικής αυτονομίας. Αξιόλογη επίδραση στην προετοιμασία, την έναρξη και την εξέλιξη του Αγώνα της Εθνεγερσίας είχαν επίσης το διεθνές Φιλελληνικό Κίνημα, η Ιερά Συμμαχία Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας, η ανάπτυξη του αγγλοεβραϊκής έμπνευσης Τεκτονισμού στα πλαίσια της εγκαθίδρυσης της ηγεμονικής θέσης της Μ.Βρετανίας μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και η συνακόλουθη ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Ελλάδα, καθώς και η σύναψη δανείων αγγλοεβραϊκής προέλευσης για την οικονομική υποστήριξη του Αγώνα, που έθεσαν το μετέπειτα νεοσύστατο ελληνικό κράτος σε καθεστώς οικονομικής και πολιτικής υποτέλειας.
Η συνολική πορεία του Εθνικού Αγώνα μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους, που εξετάζονται στις επόμενες παραγράφους, ως εξής:
- 1821-1824: Επαναστατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας, μέσα σε ένα ιδεολογικό κλίμα επαναστατικού ενθουσιασμού, αναπτύχθηκε με επιτυχία ο πόλεμος της ανεξαρτησίας, με στοιχειώδες πολίτευμα, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στρατιωτική δημοκρατία, και επαναστατική ταξική σύμπνοια σε ένα περιβάλλον που το αποτελούσαν στρατιωτικοί, νησιώτες αστοί και πελοποννήσιοι γαιοκτήμονες.
- 1824-1827: Περίοδος στασιμότητας, κατά την οποία, μετά από μετάπτωση του επαναστατικού ενθουσιασμού σε εθνική έπαρση, σημειώθηκε στασιμότητα των πολεμικών επιχειρήσεων και επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, με στοιχειώδες πολίτευμα που εξελίχτηκε σε ολιγαρχική δημοκρατία, μετά από διαμάχη των ολιγαρχικών επαναστατικών τάξεων.
- 1827-1832: Περίοδος ανεξαρτησίας, κατά την οποία αναγνωρίστηκε η αυτονόμηση του ελληνικού κράτους, με δικτατορικό πολίτευμα, με το οποίο, με την επίδραση του αναπτυσσόμενου εθνικού προβληματισμού, επιτεύχθηκε η ελληνοποίηση του πρώην οθωμανικού φεουδαρχικού συστήματος.
Ο Διαφωτισμός, ως πνευματική κίνηση, αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη από τα τέλη του 17ου, και σε όλο τον 18ο αιώνα με κύριους στόχους την απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος από τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, την αυθεντία του κράτους και της εκκλησίας και την επικράτηση του ορθού λόγου, της πνευματικής ελευθερίας, της ανεξιθρησκίας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η ιδέα του ορθολογικού ανθρώπου, που θέτει ως σκοπούς τη γνώση, την ελευθερία και την ευτυχία, διαχύθηκαν και στον ελλαδικό χώρο, όταν διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός ως ιδεολογικό, φιλολογικό, γλωσσικό και φιλοσοφικό ρεύμα, επιχείρησε να μεταφέρει τις ιδέες και τις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στον χώρο του υπόδουλου ορθόδοξου ελληνικού και ελληνόγλωσσου γένους στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι ρίζες του ανάγονται στον 15ο αιώνα, όταν, υπό την επιρροή του πνεύματος της Αναγέννησης και των Νεοκλασικών Σπουδών, άρχισε να συστηματοποιείται η ιδέα της εθνικής ταυτότητας για τους πληθυσμούς των άλλοτε αρχαίων ελληνικών επικρατειών με κύριο αίτημα την παιδεία. Τα χρονικά όρια αυτού του ρεύματος προσδιορίζονται μεταξύ του 1700 και 1821, από την εποχή του Βολτέρου, που ονομάζεται "προδρομική περίοδος", με την ανάθεση της εξουσίας των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε Έλληνες ηγεμόνες, και αργότερα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774, όταν άρχισε η λεγόμενη "περίοδος ανακαίνισης" η οποία οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Βασικά στηρίγματα αυτού του ρεύματος ήταν η οικονομική ανάπτυξη που εμφάνισαν κάποιες περιοχές και η πρόοδος της τυπογραφίας που συνέβαλε στη διάδοση του γραπτού λόγου. Κύριοι φορείς του νεοελληνικού διαφωτισμού ήταν οι Έλληνες που ζούσαν στην Δύση. Αυτοί παρακολουθούσαν από κοντά όλες τις αλλαγές που γίνονταν στην σκέψη, τις ανακαλύψεις και τις νέες τεχνικές, και τις ιδεολογικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκε η Γαλλική Επανάσταση, η οποία είχε σημαντική επίδραση στην κοινωνική, παράλληλα με την εθνική, συνειδητοποίηση των ελληνικών πληθυσμών. Ήταν η εποχή κατά την οποία στην Ευρώπη προβλήθηκε ο φιλελευθερισμός και η ανάγκη της αυτοδιάθεσης των λαών. Οι Έλληνες της Δύσης άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως μόνο με την πνευματική αναγέννηση των υποδούλων θα μπορέσει να ωριμάσει η ιδέα της επανάστασης. Μέσα σε αυτά τα δεδομένα πολλοί μορφωμένοι Έλληνες συμμετείχαν στην διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του υπόδουλου γένους.
Η Αγγλική αστική επανάσταση του 17ου αι., η Γαλλική του 18ου και ο πόλεμος ανεξαρτησίας των Η.Π.Α. στράφηκαν ενάντια στο παρακμασμένο πλέον φεουδαρχικό σύστημα, που αποτελούσε εμπόδιο στην αστική ανάπτυξη. Η πρόοδος της αγγλικής βιομηχανίας διαδόθηκε στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, οδηγώντας την αστική τάξη σε ανοδική πορεία. Ωστόσο, στην κεντρική, τη νότια και την ανατολική Ευρώπη την εξουσία εξακολουθούσε να κατέχει η αριστοκρατία. Οι λαϊκές τάξεις, αγροτικές ως επί το πλείστον, υπέφεραν εξαιτίας της οικονομικής αστάθειας και της επακόλουθης αύξησης των τιμών. Το αποτέλεσμα ήταν η διαφοροποίηση της βορειοδυτικής Ευρώπης, που άρχισε να εισέρχεται στη σύγχρονη περίοδο της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, ενώ στην υπόλοιπη ηπείρου η οικονομική κατάσταση παρέμενε ημιφεουδαρχική. Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε ριζικά την παραγωγική ικανότητα σε πολλά πεδία και τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, μεταμορφώνοντας τις παραδοσιακές κοινωνίες και οικονομίες του ευρωπαϊκού κόσμου. Η Γαλλική Επανάσταση πρόσφερε το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής άποψης και έγινε η έμπνευση για μια γενικότερη εξέγερση, με στόχο τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Κατά την περίοδο ανάμεσα στο 1811 και το 1848, σημειώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα βρετανική οικονομική διείσδυση, που άντλησε τη δύναμή της από τη βιομηχανική κραταίωση της χώρας, αλλά και από την χρηματοοικονομική στήριξη που της έδωσαν οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με επικεφαλής τους Ρότσιλντ. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την ίδια περίοδο σημειώθηκαν πολυάριθμα απελευθερωτικά κινήματα σε όλα τα πλάτη της οικουμένης, τα περισσότερα με βρετανική υποκίνηση, που αποσκοπούσαν στη δημιουργία προϋποθέσεων για την εξάπλωση της βρετανικής οικονομικής δραστηριότητας, βασισμένης στη θεμελίωση μιας παγκοσμιοποιημένης (για τα δεδομένα της εποχής εκείνης) Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Οι αξίες που διαμορφώθηκαν από την παιδεία της βορειοδυτικής Ευρώπης κατά τον 18ο αιώνα, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση έχουν αφετηρία τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο οι εκπρόσωποί της μελέτησαν σε βάθος, αλλά θεμελιώθηκαν και στις σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις, των οποίων κύριοι εκφραστές ήταν ο Γαλιλαίος και ο Νεύτωνας. Επιδίωξη των Ευρωπαίων Διαφωτιστών ήταν η υπερίσχυση του αναθεωρητικού πνεύματος εις βάρος των κατεστημένων ιδεών της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, του δογματισμού, της άγνοιας και της προκατάληψης. Η ριζική αμφισβήτηση των καθιερωμένων αυθεντιών, ο προβληματισμός σχετικά με τη φύση, τις πηγές και τα όρια της γνώσης, η πίστη στην ανθρώπινη δυνατότητα παραγωγής γνώσης, ο ορθός λόγος και ο ελεύθερος στοχασμός ήταν κύρια στοιχεία που διαμόρφωσαν το ιδεολογικό πλαίσιο του κινήματος του Διαφωτισμού.
Οι συγγένειες του ελληνικού με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό υπήρξαν οριζόντιες και επιλεκτικές. Και οι δύο εναντιώθηκαν στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής τους, ζητώντας παιδεία για όλους και απαλλαγή του ανθρώπου από την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. Κοινές αρχές ήταν οι μασονικής έμπνευσης ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, που ταυτίστηκαν με την ανάγκη εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Ως ιδεολογικό ρεύμα όμως ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός απευθυνόταν σε υπόδουλους πληθυσμούς και συνεπώς κύριο αίτημά του υπήρξε η απελευθέρωση του Έθνους. Η εθνική αφύπνιση εκκίνησε από περιοχές, στις οποίες άκμαζε το ελληνικό στοιχείο σε διάφορους τομείς δραστηριότητας. Τα υπάρχοντα μέσα εκπαίδευσης, οι σχολές, οι ακαδημίες και τα ελληνικά τυπογραφεία, βοήθησαν τις διαδικασίες της αφομοίωσης και μετάλλαξης των ιδεών. Στις ίδιες περιοχές υπήρχε οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η παιδεία να γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση. Οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι ήλθαν σε επαφή με την τρέχουσα ευρωπαϊκή ιδεολογία και σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταφράστηκαν στα ελληνικά έργα του Λοκ, του Καρτέσιου, του Ρουσσώ, του Λάιμπνιτς και του Βολτέρου. Στην παιδεία εναπόθεσαν οι Έλληνες, και ιδιαίτερα ο Κοραής, ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων τους για απελευθέρωση.
(α) Παράγοντες της διαφωτιστικής προσπάθειας
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης σημειώθηκε ύφεση στην παιδεία και την εκπαίδευση, οι οποίες περιορίστηκαν κυρίως σε θέματα σχετικά με τη θρησκεία, τη θεολογία και τη λειτουργική. Αυτό επέφερε μια μοιρολατρική στάση απέναντι στον κατακτητή και συντηρούσε, ακόμη και στα κατώτερα στρώματα του λαού, την καχυποψία και την εχθρότητα προς τη Δύση και σε κάθε τι δυτικότροπο. Η περίοδος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού χαρακτηρίζεται από την ενεργοποίηση διανοουμένων, εμπόρων, και κληρικών της ελληνικής κοινωνίας, προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της παιδείας, παράλληλα με την ουσιαστική βελτίωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών των υπόδουλων Ελλήνων. Οι Έλληνες ομογενείς των οργανωμένων παροικιών της Ευρώπης έγιναν η αιχμή του δόρατος στη διαφωτιστική προσπάθεια, χρηματοδοτώντας σχολεία και εκδόσεις βιβλίων, χορηγώντας ικανά χρηματικά ποσά για σπουδές στο εξωτερικό και λειτουργώντας ως φορείς εκπαιδευτικής ανανέωσης. Στην Ελλάδα οι έμποροι και οι καπεταναίοι είχαν την πεποίθηση ότι η παιδεία μπορούσε να γίνει φορέας καλύτερης και ελεύθερης ζωής, ενώ παράλληλα αναζητούσαν νέους διδάσκαλους για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Το βάρος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και του διανοητικού βίου ανέλαβαν οι Έλληνες λόγιοι της περιόδου μέσω της στροφής προς την κλασική αρχαιότητα, αλλά και της επαφής με τον στοχασμό, τις ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης. Η στροφή της νεοελληνικής σκέψης προς τα αρχαία κείμενα υπήρξε το μέσο για την εθνική αυτοσυνειδησία, ενώ η «μετακένωση», σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή, των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής σκέψης και επιστήμης στον ελληνικό πνευματικό βίο αναπροσανατόλισε το περιεχόμενο και τους στόχους της ελληνικής εκπαίδευσης. Μεγάλη συμβολή στην παιδεία του έθνους είχαν και οι ιατροί που επέστρεφαν στην Ελλάδα, μετά από τις σπουδές τους στην Ευρώπη. Λόγω του επαγγέλματός τους έρχονταν σε επαφή με όλον τον πληθυσμό, ενώ λόγω της επιρροής που είχαν στους Τούρκους, προστάτευαν και άλλους διδάσκοντες. Πολλοί άφησαν την ιατρική και ασχολήθηκαν με τη συγγραφή και διδασκαλία άλλων αντικειμένων.
Για την απαλλαγή από το παραδοσιακό θρησκευτικό πνεύμα της εκπαίδευσης και της στροφής σε πιο εκκοσμικευμένα προγράμματα διδασκαλίας, με την εισαγωγή της αρχαίας ελληνικής παιδείας, έγιναν προσπάθειες και από τον χώρο της Εκκλησίας, κυρίως στα χρόνια του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος στις αρχές του 17ου αιώνα οργάνωσε την εκπαίδευση σε νέες βάσεις. Η ανασυγκρότηση της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης, με την εισαγωγή της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στα προγράμματα σπουδών, η ίδρυση τυπογραφείου, η μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε απλούστερη γλώσσα για να γίνεται κατανοητή απ' όλους και οι συνεχείς εγκύκλιοί του ήταν ορισμένες από τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες του. Αποτέλεσμα της ενεργοποίησης αυτής ήταν η ποσοτική και ποιοτική αύξηση των ελληνικών σχολείων.
(γ) Η ελληνική εκδοχή των ιδεών του διαφωτισμού
Η εισαγωγή στην ελληνική εκπαίδευση επιστημονικών γνώσεων και μεθόδων αντικατόπτριζε τις αλλαγές στο διανοητικό πεδίο και φανέρωνε την αυτονόμηση, σε μεγάλο βαθμό, της ελληνικής σκέψης από την ζωντανή χριστιανική παράδοση. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν εύκολα, ούτε διέθεταν γενικό χαρακτήρα. Οι παραδοσιακές πρακτικές και προσανατολισμοί της εκπαίδευσης έδειξαν εξαιρετικές αντοχές στις προσπάθειες αντικατάστασής τους και ασφαλώς η αντίδραση των φορέων τους ήταν έντονη. Οι περιπέτειες πολλών ελλήνων Διαφωτιστών σε ελληνικά σχολεία της εποχής δείχνουν τις δυσκολίες για τον αναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης. Η αντίδραση αυτή οφειλόταν κυρίως στην μακρά ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα διαμέσου των ρωμαϊκών χρόνων, που διατηρήθηκε σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ενισχυόταν από την, δικαιολογημένη ιστορικά, μακραίωνη καχυποψία της Ανατολικής Εκκλησίας προς τη Δύση.
Η Εκκλησία συσπείρωνε υπό την σκέπη της όλους τους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτελούσε τον επίσημο συλλογικό φορέα τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν σταδιακά στην Ελλάδα τα κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν ποιοτικά και ποσοτικά και διοχετεύθηκαν στον χώρο τα κηρύγματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, η επίσημη Εκκλησία στάθηκε επιφυλακτική στην εισαγωγή των νέων αυτών ιδεών. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Ρήγας Βελεστινλής συνέταξε χάρτες, εξέδωσε προκηρύξεις και οργάνωσε μυστική επαναστατική δράση, αποβλεποντας στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών με επίκεντρο το ελληνικό στοιχείο, που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ. που περιλάμβανε διάφορα επί μέρους τμήματα. Λίγα χρόνια αργότερα, το έργο της προετοιμασίας των υπόδουλων ανέλαβε η Φιλική Εταιρεία, που κατόρθωσε να οργανώσει τους Έλληνες προς τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης.
Οι Έλληνες λόγιοι, αξιοποιώντας τον διαμορφωμένο, διαμέσου των αιώνων, ελληνικό πολιτισμικό πλούτο, κατάφεραν να περάσουν στην ελληνική κοινωνία τα ιδεολογήματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, υποκινώντας τον θαυμασμό για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, και εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τα αισθήματα μειονεξίας, που έτρεφαν οι Έλληνες έναντι των ευρωπαϊκών λαών. Ο θαυμασμός αυτός, αποκομμένος από την βιωμένη παράδοση του ελληνικού γένους, έμοιαζε με εκείνον που έτρεφαν οι ευρωπαίοι για την κλασσική αρχαιότητα, όπως την είχαν προσλάβει από γραπτά κείμενα, χωρίς να έχουν τις προϋποθέσεις να την κατανοήσουν. Οι αρχές του διαφωτισμού έγιναν η βάση, πάνω στην οποία τεκμηριώθηκε, μεταγενέστερα κυρίως, η νομιμότητα του αιτήματος αναδημιουργίας του εθνικού κράτους. Ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση θα μπορούσε να γίνει η συνέχεια του αγώνα ενάντια στην «ασιατική βαρβαρότητα». Στην πορεία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τέθηκαν επίσης ζητήματα και προβλήματα που αφορούσαν την ελληνική παιδεία, μεταδόθηκαν νέες γνώσεις και ανακαλύψεις της εποχής, ενώ τυπώθηκαν εκατοντάδες πρωτότυπα βιβλία και μεταφράσεις. Η φιλολογική διαμάχη της εποχής, με επίκεντρο το γλωσσικό πρόβλημα, αντικατοπτρίζει εν μέρει τις πνευματικές αναζητήσεις και τον δυναμισμό, με τον οποίο οι Έλληνες λόγιοι αντιμετώπισαν τα πνευματικά ζητήματα, αλλά και μια πάλη ανάμεσα στα παραδοσιακά και τα νεωτερικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας. Παρ' όλες τις προσδοκίες, η φιλελεύθερη πολιτική που ενστερνιζόταν ο διαφωτισμός, δεν ήταν η τελική πολιτική επιλογή που επιβλήθηκε από τις προστάτιδες δυνάμεις και οι περισσότεροι από τους λόγιους εκπροσώπους του είτε απομακρύνθηκαν από τις σχολές που δίδασκαν (Γρηγόριος Κωνσταντάς) είτε είδαν τα βιβλία τους να καίγονται δημόσια (Κοραής). Οι περιπτώσεις των θρησκευτικών διώξεων του Θεόφιλου Καΐρη, του Ανδρέα Λασκαράτου και του ποιητή Παναγιώτη Συνοδινού, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από το κοινωνικό σώμα, συνιστούν τεκμήρια του ασυμβίβαστου με τις ελληνικές αντιλήψεις πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και επιβεβαίωσαν το χάσμα μεταξύ της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παράδοσης. Πέρα από την αναφορά στους πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού αξιοσημείωτα είναι μερικά κείμενα της εποχής, όπως η Ελληνική Νομαρχία, ο Ανώνυμος του 1789 και ο Ρωσαγγλογάλλος. Αυτά τα κείμενα είχαν πολιτικό περιεχόμενο, ασκούσαν κριτική στους φορείς συντηρητικών ιδεών και σε όσους αδιαφορούσαν για την ελευθερία του γένους και αναφέρονταν στη θεωρία και τη σκέψη που πρέπει να έχουν οι Έλληνες για να οργανώσουν τον ένοπλο αγώνα τους. Εκφραστές των ιδεών του Διαφωτισμού ήταν και διάφορα περιοδικά της εποχής, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η Φιλολογική Εταιρεία Βουκουρεστίου, με την υποστήριξη της οποίας εκδόθηκε ο Ερμής ο Λόγιος. Ανάμεσα στις πολλές σημαντικές προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει για τους εξής:
- Ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1571-1646), λόγιος, φιλόσοφος και κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετέφερε με τη διδασκαλία του στην Αθήνα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και ιδίως στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης υπό τον Πατριάρχη Κύριλλο Α΄ Λούκαρη, το ουμανιστικό πνεύμα της Αναγέννησης. Γεννήθηκε το 1570 στην Αθήνα. Το οικογενειακό όνομά του ήταν Σκορδαλός, το οποίο στη συνέχεια άλλαξε στο πιο αρχαϊκό Κορυδαλλεύς, επειδή ήταν κάτοικος Κορυδαλλού. Φοίτησε αρχικά στο κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη και συνέχισε με σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ του πανεπιστημίου στις 5 Ιουνίου του 1613. Τα χρόνια των σπουδών του συνέπεσαν με την αναβίωση της μελέτης του Αριστοτέλη και έτσι επηρεάστηκε ιδιαιτέρως από τον νεοαριστοτελικό φιλόσοφο και δάσκαλό του Τσέζαρε Κρεμονίνι (Cesare Cremonini). Δίδαξε στην Ελληνική κοινοτική σχολή της Βενετίας, στην Αθήνα, στην Κεφαλονιά και στην Ζάκυνθο μέχρι το 1622, οπότε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις τού ανέθεσε τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Κατάφερε να αναδιοργανώσει την Πατριαρχική Ακαδημία και να της δώσει πανεπιστημιακό χαρακτήρα, περιορίζοντας τον θεολογικό σχολαστικισμό και φέρνοντας στο επίκεντρο της διδασκαλίας την φιλοσοφία και την ερμηνεία των αριστοτελικών έργων. Το πρόγραμμα της Πατριαρχικής Ακαδημίας, που κατάρτισε ο Κορυδαλλεύς, έγινε το πρότυπο των ελληνικών σχολείων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Εν τω μεταξύ ακολούθησε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Θεοδόσιος, αργότερα όμως αποσχηματίστηκε. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, εκφώνησε λόγο με την ευκαιρία της ενθρόνισης του νέου Πατριάρχη, στον οποίο όμως εξέφρασε αιρετικές θέσεις με αποτέλεσμα να καταδιωχθεί από τον λαό και τέλος να καταλήξει στο σπίτι του άρχοντα Δημητρίου Ιουλιανού. Το 1640 επανεντάχθηκε στον κλήρο και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ναυπάκτου, αλλά καθαιρέθηκε γρήγορα με αποτέλεσμα να αποσυρθεί στην Αθήνα, στην οποία συνέχισε να διδάσκει μέχρι το θάνατό του το 1645. Το έργο του απαρτίζεται κυρίως από φιλοσοφικές πραγματείες και σχόλια στον Αριστοτέλη. Από τα άλλα έργα του ξεχωρίζουν οι Επιστολικοί τύποι, εγχειρίδιο με οδηγίες για σύνταξη διαφόρων ειδών επιστολών, το οποίο επανεκδόθηκε και αντιγράφτηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η φιλοσοφική μέθοδός του, που ονομάστηκε «κορυδαλλισμός», έγινε η βάση της παιδείας του ελληνισμού κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά κατά την τελευταία περίοδό της, στα χρόνια του Διαφωτισμού, ο όρος «κορυδαλλισμός» ταυτίστηκε με τον σχολαστικισμό και δέχτηκε επικρίσεις από εκφραστές νεωτερικών πνευματικών και παιδαγωγικών τάσεων.
- Ο Κύριλλος Λούκαρης (1572 – 27 Ιουνίου 1638), ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας (ως Κύριλλος Γ΄) και Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (ως Κύριλλος Α΄). Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου του 1572. Στην αρχή μαθήτευσε κοντά στον Μελέτιο Βλαστό, ύστερα πήγε στη Βενετία, όπου σπούδασε κοντά στον Μάξιμο Μαργούνιο και στον Παύλο Σάρπα, φοβερό αντίπαλο του Πάπα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Επισκέφτηκε την Γενεύη, Ολλανδία, και Γερμανία και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου, μεταβαίνοντας στον θείο του Μελέτιο Πηγά, έγινε κληρικός στην Αλεξάνδρεια το 1593 και μετονομάστηκε Κύριλλος. Μέσα σε λίγο διάστημα προάχθηκε στο αξίωμα του αρχιμανδρίτη. Στάλθηκε κατόπιν δύο φορές στην Πολωνία και τη Ρωσία, όπου εργάστηκε ενάντια στην επιρροή που προσπαθούσε να ασκήσει στις περιοχές αυτές το Βατικανό, χωρίς όμως να μπορέσει να την αποτρέψει. Το 1601, μετά το θάνατο του θείου του, Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιου Πηγά, τον διαδέχτηκε σε ηλικία 29 ετών. Από τη θέση αυτή καλλιέργησε σχέσεις με τους πρεσβευτές Προτεσταντικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη και με τους Αγγλικανούς θεολόγους. Μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στο Κάιρο και ξεκίνησε αγώνα κατά της Δυτικής Εκκλησίας. Προκάλεσε την εχθρότητα του φιλοκαθολικού Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου Β' και εκλέχτηκε αμέσως μετά τοποτηρητής του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Επιβλήθηκε όμως ως Πατριάρχης ο λατινόφρων Τιμόθεος Β' και ο Λούκαρης αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος και από εκεί πήγε στη Βλαχία, χωρίς να εγκαταλείψει τους αγώνες του εναντίον των Καθολικών. Έτσι στο διάλογό του Ζηλωτής και Φιλαλήθης επιτέθηκε εναντίον των Ιησουϊτών, που είχαν αναπτύξει έντονη προπαγάνδα σε βάρος της Ορθόδοξης εκκλησίας, αναζητώντας στήριξη και σε προτεσταντικούς κύκλους με τους οποίους αλληλογραφούσε. Αυτό υπήρξε και η αιτία να κατηγορηθεί ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου. Στις 4 Νοεμβρίου 1620 εκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Έκτοτε οι πρεσβείες των καθολικών χωρών τον πολέμησαν με λύσσα. Τον ανεβοκατέβασαν επανειλημμένα από το θρόνο, κατηγορώντας τον ως καλβινίζοντα για τη φιλική του στάση προς τους διαμαρτυρόμενους και την έκδοση το 1631 της περίφημης Ομολογίας του, μολονότι ο ίδιος πάντα διακήρυσσε ότι ήταν Ορθόδοξος. Εκείνη την εποχή στην Ευρώπη μαίνονταν οι θρησκευτικοί πόλεμοι, και Καθολικοί και Προτεστάντες προσπαθούσαν να προσεταιριστούν την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικά τον πατριάρχη. Ο Λούκαρης για να αντιμετωπίσει την πολεμική των καθολικών, αλλά και να στηρίξει την μόρφωση του ορθόδοξου κλήρου, ίδρυσε το πρώτο πατριαρχικό τυπογραφείο το 1627. Η δραστηριότητα του τυπογραφείου προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Καθολικών. Τον Ιανουάριο του 1628, οι μηχανορραφίες και καταγγελίες είχαν ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες του και να κατασχεθεί προσωρινά ο εξοπλισμός του από τους Τούρκους. Τέλος, οι καθολικοί κατήγγειλαν τον Λούκαρη ότι ετοιμάζει, με τη βοήθεια των Ρώσων, επανάσταση των Ελλήνων και οι Τούρκοι τον έκλεισαν σε κάποιο φρούριο του Βόσπορου και τον στραγγάλισαν στις 27 Ιουνίου 1638. Το πτώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα όπου το βρήκαν ψαράδες και το έθαψαν. Ο Λούκαρης, όταν έγινε πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, πήρε μαζί του τον Αλεξανδρινό Κώδικα —έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς Βιβλικούς Κώδικες που σώζονται έως σήμερα— και αργότερα τον έστειλε ως δώρο στον Βασιλιά Ιάκωβο Α' της Αγγλίας, ο οποίος έδωσε εντολή να γίνει μια νέα μετάφραση της Βίβλου στην Αγγλική, γνωστή ως «Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου» (King James Version ή Authorized Version). Ο Λούκαρης υπήρξε κορυφαία μορφή του Ελληνισμού. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να ανυψώσει το ελληνικό γένος. Κήρυττε στη δημοτική και μάλιστα προλόγισε τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη στη λαϊκή γλώσσα, τονίζοντας τη σημασία της μετάφρασης των Ευαγγελίων.
- Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1736), Έλληνας κληρικός, θεολόγος, παιδαγωγός και μαθηματικός, από το χωριό Καμινιά (σημερινό Ανθρακίτη) των Ανατολικών Ζαγορίων του νομού Ιωαννίνων, ήταν ο πρώτος λόγιος που διαφοροποιήθηκε από την επίσημη θέση της τότε Εκκλησίας «η φιλοσοφία στην υπηρεσία της Θεολογίας» και ο πρώτος που αντικατέστησε την αρχαΐζουσα, ως γλώσσα διδασκαλίας με τη δημώδη. Δίδαξε λογική και νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, Καρτέσιο (Descartes) και Μαλμπράνς (Malebranche). Οι νεωτερικές του ιδέες τον έφεραν σε σύγκρουση με λόγιους της εποχής του και μερίδα του τότε αρτηριοσκληρωτικού εκκλησιαστικού κύκλου. Η «Οδός μαθηματικής με τμήματα γεωμετρίας, τριγωνομετρίας, άλγεβρας, σφαιρικής αστρονομίας κ.α.» είναι το πρώτο νεοελληνικό ολοκληρωμένο εγχειρίδιο μαθηματικών, γραμμένο από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη για χρήση στα ελληνικά σχολεία κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Διδάχθηκε γραμματική, φυσική και μεταφυσική και, έπειτα από προτροπή του δασκάλου του, συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία. Το 1697, έχοντας ήδη γίνει ιερομόναχος, μετέβη στη Βενετία για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και μαθηματικών. Διετέλεσε εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας και διορθωτής κειμένων στη Βενετία, αρχικά στον εκδοτικό οίκο των Γλυκήδων από τα Ιωάννινα και από το 1710 (σε ηλικία 48 ετών) διευθυντής στη Σχολή Κυρίτζη στην Καστοριά, όπου έμεινε μέχρι το 1722 και στη συνέχεια στη Σιάτιστα και στη Μπαλάνειο Σχολή των Ιωαννίνων. Ενώ η διδασκαλία των προγενεστέρων του, όπως του Κορυδαλλέα και των Φαναριωτών Αλεξάνδρου, Νικολάου και Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, γινόταν στην αρχαΐζουσα, η οποία δεν ήταν κατανοητή από τον λαό, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης χρησιμοποιούσε την δημώδη, αποβλέποντας στην πνευματική κατάρτιση των ιερέων και πραγματοποιώντας τολμηρές ανατοποθετήσεις στη χριστιανική ηθική συμπεριφορά. Ενάντιος στον μυστικισμό, στην μισαλλοδοξία και την θρησκευτική πρόληψη, υπέστη και υπέμεινε το καταθλιπτικό βάρος του σκοταδισμού και της υποδούλωσης στην συντήρηση. Τελικά πάρθηκε απόφαση να καούν τα φιλοσοφικά του δοκίμια και επιπλέον τού απαγόρευσαν να διδάσκει προσωρινά το 1723. Η ανάκληση της απαγόρευσης της διδασκαλικής του δραστηριότητας το 1725 πραγματοποιήθηκε υπό τον όρο να διδάσκει την φιλοσοφία «κατά το σύστημα του Κορυδαλλέως... μηδεμίαν άλλην παράδοσιν ασυνήθους και ξένης φιλοσοφίας τολμήσαι όλως ποτέ». Μετά το 1725 φέρεται ότι ανέλαβε την διεύθυνση της Επιφανείου Σχολής, όπου το πρόγραμμα της διδασκαλίας του περιλάμβανε, εκτός της περιπατητικής φιλοσοφίας, λογική, μεταφυσική και ηθική. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1736.
- Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1670-1730) ήταν Φαναριώτης λόγιος, ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας και μέγας διερμηνέας της Πύλης. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, εξ απορρήτων ηγεμόνα της Μολδαβίας και γόνου παλιάς αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας με χιώτικη καταγωγή. Το 1697 διαδέχθηκε τον πατέρα του ως μέγας δραγουμάνος και το 1709 διορίστηκε ηγεμόνας της Μολδαβίας. Το 1716 ανέλαβε την ηγεμονία της Βλαχίας, αλλά με την εισβολή του αυστριακού στρατού στο Βουκουρέστι συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Βιέννη. Τελικά, με την συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718, αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως στάλθηκε από τον Σουλτάνο στη Βλαχία, όπου ανέλαβε την ηγεμονία, στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του, το 1730. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του αποδείχτηκε ικανός, αφού κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να αναδιοργανώσει το διοικητικό σύστημα, να απωθήσει τους Τατάρους και να επιβάλει μια τάξη σε μια περιοχή που σπαραζόταν από πολεμικές συγκρούσεις. Εκτός από τις ηγετικές και διοικητικές του ικανότητες, επέδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, απόρροια της καλής εκπαίδευσης που είχε λάβει από νεαρή ηλικία. Το 1719 δημοσίευσε το «Περί των καθηκόντων» και στη συνέχεια το «Ψόγος Νικοτιανής». Μετά τον θάνατο του, το 1800, δημοσιεύτηκε το «Φιλόθεου πάρεργα», το οποίο είναι γραμμένο σε αρχαιοελληνική γλώσσα και θεωρείται το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα των νεότερων χρόνων. Στο έργο του μπορεί να διακρίνει κανείς επιρροές από το πνεύμα του Διαφωτισμού. Απεβίωσε στο Βουκουρέστι στις 3 Σεπτεμβρίου 1730. Γιοι του ήταν οι Κωνσταντίνος και Ιωάννης Μαυροκορδάτος, μετέπειτα ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας.
- Ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος (1694-1760), κληρικός, διδάσκαλος και συγγραφέας από τα Ιωάννινα, ήταν μία από τις σημαντικές μορφές των γραμμάτων και των επιστημών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Υπήρξε μαθητής του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Η διδακτική του δραστηριότητα ξεκίνησε στη σχολή Επιφανίου Ηγουμένου (1719-1734), όπου ανέλαβε και την σχολαρχία (διεύθυνση), και εν συνεχεία έγινε διευθυντής στην σχολή Γκιούμα (ή Γκιόνμα). Και οι δύο σχολές ήταν από τις πιο ονομαστές των Ιωαννίνων εκείνη την εποχή. Στην σχολή Γκιούμα παρέμεινε ως το 1756, οπότε τον διαδέχτηκε ο γιος του Κοσμάς Μπαλάνος. Δίδαξε στην Σχολή Κυρίτζη στην Καστοριά στα χρόνια 1710-1822. Διακρίθηκε ιδιαίτερα ως μαθηματικός. Επέμενε στην παραδοσιακή παιδεία, υποστήριξε την χρήση της αρχαΐζουσας γλώσσας στην εκπαίδευση και ήρθε για αυτό το λόγο σε ρήξη με τον Ευγένιο Βούλγαρη. Επεξεργάστηκε γλωσσικά σημαντικά μαθηματικά συγγράμματα όπως το: «Οδός μαθηματική» (1749), το οποίο είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, όμως ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος το «επεξεργάστηκε περαιτέρω επί το ελληνικότερον». Το συγκεκριμένο έργο ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο σχολικό εγχειρίδιο μαθηματικών στον υπόδουλο Ελληνισμό.
- Ο Αθανάσιος Ψαλλίδας αντέδρασε στην επιλογή των Θεόφιλου Κορυδαλλέα και Ευγένιου Βούλγαρη για χρήση της αττικίζουσας γλώσσας ως οργάνου της φιλοσοφικής παιδείας.
- Ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806, αρχικό όνομα Ελευθέριος), Έλληνας κληρικός και παιδαγωγός από την Κέρκυρα, ήταν θαυμαστής του Βολτέρου και θερμός υποστηρικτής και μεταφραστής του. Με τη διδασκαλία του και τα συγγράμματά του εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της ελληνικής παιδείας. Μαθητές του υπήρξαν ο ιατροφιλόσοφος Θωμάς Μανδακάσης που δίδαξε για μια χρονική περίοδο στο Ανώτερον Σχολείον Κυρίτζη της Καστοριάς, ο Θεόφιλος ο εξ Ιωαννίνων μετέπειτα επίσκοπος Καμπανίας, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ σχολάρχης στο Ιάσιο κ.α. Καταπληκτική είναι η συγγραφική παραγωγή του, τόσο για τον όγκο όσο και για την ποικιλία της. Έγραψε πραγματείες νομικές, ιστορικές, θεολογικές, γραμματικές, γλωσσικές, αστρονομικές, πολιτικές, μαθηματικές, αρχαιολογικές, περί μουσικής, περί ανεξιθρησκίας, περί ευθανασίας, περί παλιρροιών. Έγραψε επίσης ποιήματα, λόγους, εκκλήσεις προς την Αικατερίνη Β΄ για την απελευθέρωση της Ελλάδος και εκατοντάδες επιστολές. Επιμελήθηκε πολύτιμες εκδόσεις βυζαντινών συγγραφέων και κλασικών συγγραμμάτων και μετέφρασε πλήθος κειμένων από τα λατινικά στα γαλλικά. Διετέλεσε μαθητής του Μεθοδίου Ανθρακίτη και δίδαξε στη Μαρουτσαία Σχολή στα Ιωάννινα από το 1742 ως τις αρχές του 1746 τη φυσική και τα μαθηματικά του Νιούτον και του Λάιμπνιτς, τον εμπειρισμό του Λοκ, και τα φιλοσοφήματα του Τόμας Χομπς και Βολφ. Αντιμετώπισε όμως την εχθρότητα του συντηρητικού δασκάλου της σχολής Γκιούμα Μπαλάνου Βασιλόπουλου και αναγκάστηκε τελικά να αφήσει τη θέση αυτή. Του προσφέρθηκε τότε η διεύθυνση του σχολείου της Κοζάνης, όπου ο Βούλγαρης δίδαξε ως τις αρχές του 1750. Επανήλθε στη Μαρουτσαία Σχολή και το 1753 ανέλαβε τη διεύθυνση της Αθωνιάδας Ακαδημίας, η οποία είχε ιδρυθεί από τη Μονή Βατοπεδίου τρία χρόνια νωρίτερα και στην οποία γίνονταν δεκτοί μοναχοί, αλλά και λαϊκοί, παίρνοντας τη θέση του Αρχιμανδρίτη του Παναγίου Τάφου Αγάπιου, μετά την παραίτηση του πρώτου διευθυντή της Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη. Εκεί δίδαξε λογική, εισαγωγή στη φιλοσοφία, μεταφυσική, αριθμητική, γεωμετρία, φυσική και κοσμογραφία χρησιμοποιώντας δικές του μεταφράσεις έργων δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, μαθηματικών και φυσικών. Έξι χρόνια όμως αργότερα αναγκάστηκε να αποχωρήσει, καθώς αντίθετοι κύκλοι στην Ακαδημία και ιδιαίτερα η αντιζηλία του Πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ προκαλούσαν δυσχέρειες στο έργο του. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε δάσκαλος στην Πατριαρχική Ακαδημία (Μεγάλη του Γένους Σχολή) της Κωνσταντινούπολης, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια και έπειτα αποχώρησε λόγω προστριβών με τον πατριάρχη Σαμουήλ Α', ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός του Αριστοτέλη. Ο Βούλγαρης έφυγε οριστικά από τον ελλαδικό χώρο το 1763 και τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, όπου ασχολήθηκε με εκκλησιαστικά καθήκοντα και με την έκδοση έργων του. Αφού έζησε ένα διάστημα στην Χάλε και στην Λειψία, πήγε στην Μόσχα, όπου το 1775 χειροτονήθηκε ιερέας. Τον επόμενο χρόνο έγινε αρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου και Χερσώνος στην Ουκρανία, παραιτήθηκε όμως το 1787. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Το 1802 αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, όπου πέθανε το 1806. Στα έργα του Βούλγαρη συνυπάρχουν η νεότερη φιλοσοφία και η πειραματική επιστήμη με την αφοσίωση στην Ορθοδοξία. Ο ίδιος είχε πει ότι παρέμενε ένας θεολογών φιλόσοφος.
- Ο Κωνσταντίνος Κούμας (Λάρισα, 1777 - Τεργέστη, 1836) υπήρξε Έλληνας διδάσκαλος του Γένους, πρωτεργάτης του νεοελληνικού διαφωτισμού, ιστορικός, φιλόσοφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Κούμας, έμπορος γουναρικών. Από φόβο μην τον πάρουν οι γενίτσαροι πέρασε την παιδική του ηλικία κρυμμένος στο σπίτι μέχρι δέκα χρονών, χωρίς να πάει σε σχολείο και εκκλησία. Το 1787, λόγω πανώλης που ξέσπασε στην Λάρισα, η οικογένεια του Κούμα κατέφυγε στον Τύρναβο. Εκεί ο μικρός Κωνσταντίνος έμαθε ανάγνωση των συναξαριών στην εκκλησία και την Αμαρτωλών Σωτηρία του Λάνδου. Επειδή ανέπτυξε μεγάλο ζήλο για τα γράμματα, οι γονείς του τον παρέδωσαν δεκαπενταετή στο σχολείο του Τυρνάβου, όπου είχε διδάσκαλο τον Ιωάννη Πέζαρο. Σ' αυτόν μαθήτευσε έξι χρόνια και απόκτησε φήμη διακεκριμένου μαθητή. Ο Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη και τον συνέστησε στον Μεγάλο Διερμηνέα Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης, όταν ανακηρύχτηκε ηγεμόνας, του πρότεινε να τον προσλάβει στις υπηρεσίες του, αλλά ο Κούμας προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου έγινε διδάσκαλος. Λόγω της συνεχούς τρομοκρατίας των Τούρκων, κατέφυγε στην Τσαριτσάνη, όπου δίδασκε και κήρυττε, και έπειτα πήγε στα Αμπελάκια, όπου δίδασκαν και οι Κωνσταντάς και Ασάνης. Τον πήρε μαζί του ο Άνθιμος Γαζής, ερχόμενος από την Βιέννη, και τον συμπεριέλαβε στο επιτελείο του για την έκδοση του λεξικού του. Στην Βιέννη ο Κούμας διορίστηκε ιδιαίτερος διδάσκαλος του εύπορου εμπόρου Χατζή Μόσχου και ταυτόχρονα γράφτηκε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, παρακολουθώντας κυρίως μαθηματικά. Με προτροπή του Κοραή πήγε στην Σμύρνη και ανέλαβε την διεύθυνση στο φημισμένο στην εποχή του Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, όπου παρέδιδε δημόσια μαθήματα φυσικής και χημείας με πειράματα σε πλήθος κόσμου από το 1808 μέχρι το 1812. Στην θέση αυτή απόκτησε μεγάλη φήμη, ως άξιος οργανωτής σχολείων, εισήγαγε νέες μεθόδους διδασκαλίας και δίδαξε τις νέες ανακαλύψεις της επιστήμης, μεταφράζοντας γαλλικά βιβλία μαθηματικών και φυσικής. Ο Πατριάρχης Κύριλλος Ζ΄ τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να διευθύνει την Μεγάλη του Γένους Σχολή.
- Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1730-1800) ασχολήθηκε με τα παιδαγωγικά και τις φυσικές επιστήμες. Στο γλωσσικό πρόβλημα, που έθεσε το ερώτημα σε ποια γλώσσα θα έπρεπε να διαφωτιζόταν το έθνος, τάχθηκε υπέρ της Κοινής. Ήταν πιστός υποστηρικτής του νεοελληνικού Διαφωτισμού, δημιούργησε σχολεία και ενίσχυσε το κίνημα και οικονομικά. Ο ίδιος αναφέρεται στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό με την εξής φράση: «Η φυσική θα καταπολεμήσει την απάτη και ο (δια)φωτισμός θα διαλύσει την αμάθεια, τις ερινύες των προκαταλήψεων που έχουν εκβαρβαρώσει το περίλαμπρον άλλοτε γένος των Ελλήνων». Επηρεάστηκε από τις φιλοσοφικές ιδέες του Τζων Λοκ και ήταν θερμός υποστηρικτής του Βολτέρου και πολέμιος του σχολαστικισμού, όπως και των παλαιών παιδαγωγικών ιδεών. Πίστευε ότι τα παιδιά έπρεπε να διδάσκονται φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσική. Το 1765 διορίστηκε διευθυντής της σχολής του Ιασίου, όπου θέλησε να εφαρμόσει τους πρωτοποριακούς του τρόπους διδασκαλίας. Οι πρωτοποριακές μέθοδοί του τον έφεραν σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς και τον ανάγκασαν, το 1777, να παραιτηθεί από την θέση του. Πήγε στο Βουκουρέστι, στη Βενετία, στην Τεργέστη και στην Βιέννη. Το 1778 σταμάτησε να διδάσκει και άρχισε να συγγράφει. Το συγγραφικό έργο του είναι πλούσιο. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: Περί παίδων αγωγή (Βιέννη 1779) , Απολογία (Βιέννη 1780), Θεωρία της γεωγραφίας (1781). Εκτός από την συγγραφή νέων βιβλίων ασχολήθηκε και με την μετάφραση κειμένων διάσημων συγγραφέων, όπως του Λοκ και του Μουρατόρι.
- Ο Δημήτριος Καταρτζής-Φωτιάδης (1730-1800) ήταν προοδευτική προσωπικότητα που επηρεάστηκε από τον γαλλικό διαφωτισμό. Οι φιλοσοφικές του αντιλήψεις αποτυπώθηκαν στο δοκίμιό του Γνώθι σαυτόν. Έγραψε μία από τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης Ελληνικής, έτσι όπως μιλιόταν στην Κωνσταντινούπολη προς το τέλος του 18ου αιώνα. Θεωρώντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει φραγμός στην επιστημονική γνώση, θέλησε έτσι να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αρχαία γλώσσα και τη σύγχρονη απόγονό της, αλλά η πρότασή του πέρασε απαρατήρητη και εγκαταλείφθηκε. Οι απόψεις του Καταρτζή για το γλωσσικό ζήτημα αποτελούσαν το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της διαφωτιστικής του θεωρίας. Σε αντίθεση με τον Ευγένιο Βούλγαρη, ο οποίος υποστήριζε ότι μόνο το αττικό ύφος θα μπορούσε να εκφράσει τα υψηλά νοήματα της φιλοσοφίας και κατά συνέπεια ήταν η μόνη γλώσσα που άρμοζε στον Διαφωτισμό, ο Καταρτζής τόνιζε τις αρετές και τις δυνατότητες του νεότερου ελληνικού ιδιώματος. Θεωρούσε πως η ομιλούμενη Νεοελληνική «διαθέτει μελωδία, ρυθμό και πειθώ στα ρητορικά της» και μπορούσε συνεπώς να χρησιμοποιηθεί για την γενική αγωγή του έθνους. Παρότι οι ρίζες του γλωσσικού διχασμού είναι αρχαιότερες, στις ανακατατάξεις της περιόδου η σύγκρουση φαίνεται πως προσέλαβε ένα νέο ένδυμα, διατηρώντας το αρχικό θεμέλιο της αντιπαράθεσης.
- Ο Νεόφυτος Δούκας, (1760- 20 Δεκεμβρίου 1845), από τα Άνω Σουδενά, περιοχής Ζαγορίου Ηπείρου, ήταν κληρικός και λόγιος, με έντονη συγγραφική δραστηριότητα, από τις πιο σημαντικές μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η ζωή και το έργο του παρέμειναν μέχρι και τις μέρες μας άγνωστα στις λεπτομέρειές τους, κυρίως γιατί υιοθέτησε συντηρητικές απόψεις στο γλωσσικό ζήτημα. Από 10 ετών έζησε σε μοναστηριακή κοινότητα, όπου αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και σε ηλικία 18 χρονών πρεσβύτερος. Φοίτησε στα σχολεία των Ιωαννίνων και του Μετσόβου και αργότερα στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, την οποία διεύθυνε ο λόγιος Λάμπρος Φωτιάδης από τα Ιωάννινα. Εκεί παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα, μελέτησε την αρχαία ελληνική γραμματεία, καθώς και πλήθος εκκλησιαστικών και θρησκευτικών κειμένων. Το 1803 έγινε εφημέριος της ελληνικής κοινότητας Βιέννης, όπου εφημέρευε, δίδασκε και συνέγραφε επί 12 χρόνια. Το 1815 επέστρεψε στο Βουκουρέστι και ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής, αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του Λ. Φωτιάδη. Η διδακτική του δραστηριότητα του ήταν εξαιρετική. Μέσα σε έξι μήνες οι μαθητές αυξήθηκαν από 60 σε 400. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης εκτίμησε το έργο του και του απένειμε τον τίτλο του αρχιμανδρίτη. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, διέτρεξε όλη την Τρανσυλβανία ως εθναπόστολος. Με τη δημιουργία του πρώτου Ελληνικού κράτους, ύστερα από πρόσκληση του Ιωάννη Καποδίστρια, ήλθε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διεύθυνση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, στο οποίο είχε στείλει περίπου 11.000 βιβλία από το Βουκουρέστι. Τέλος στην Αθήνα μαζί με τον Γεώργιο Γεννάδιο συνέβαλε στην ίδρυση της Ριζαρείου Σχολής, στην οποία διορίστηκε διευθυντής, αλλά δεν πρόλαβε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Πέθανε το 1845 σε ηλικία 85 χρονών. Η σημαντική συγγραφική και διδακτική του δραστηριότητα παρέμειναν συγκριτικά υποβαθμισμένες, κυρίως γιατί υπήρξε οπαδός συντηρητικών αντιλήψεων στο γλωσσικό ζήτημα και πολέμιος όσων πρέσβευαν την επικράτηση της δημοτικής στην εκπαίδευση. Ο Αδαμάντιος Κοραής τον χαρακτήρισε, για αυτό το λόγο «αντιφιλόσοφο». Τα συγγράμματα του αποτελούν ολόκληρη βιβλιοθήκη, αφού ξεπερνούν τους 70 τόμους.
- Ο Άνθιμος Γαζής (Μηλιές Πηλίου, 1764 – Σύρος, 1828, κοσμικό όνομα Αναστάσιος Γκάζαλης), από τις Μηλιές του Πηλίου από φτωχούς γονείς, ήταν Έλληνας συγγραφέας, χαρτογράφος και από τους σημαντικότερους διαφωτιστές, που αγωνίστηκε για την διάδοση των ευρωπαϊκών ιδεών στην Ελλάδα. Ο πατέρας του Παναγιώτης πέθανε όταν ο Άνθιμος ήταν τριών ετών. Σπούδασε στη γενέτειρά του, κοντά στον ιερομόναχο Άνθιμο Παπαπανταζή, στη Ζαγορά κοντά σε έναν εύπορο αλλά φιλάργυρο κληρικό και στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης. Το 1796 έγινε εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη της Αυστρίας. Από το 1799 έως και το 1812 ανέπτυξε ιδιαίτερη συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, εκδίδοντας έργα Ελλήνων ή ξένων συγγραφέων μεταφρασμένα από τον ίδιο. Από αυτά ξεχωρίζουν τα δικά του έργα, όπως η πεντάτομη Ελληνική Βιβλιοθήκη (1807), η οποία περιλαμβάνει βιογραφίες αρχαίων συγγραφέων, και το τρίτομο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής (1809–1816). Το 1811, με υπόδειξη του Κοραή εξέδωσε στην Βιέννη το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, το πιο αξιόλογο προεπαναστατικό έντυπο, μέσα από το οποίο σχολιάζει και ο ίδιος τα φιλολογικά γεγονότα και την δημιουργία πνευματικών ευρωπαϊκών κινημάτων. Είχε την επιμέλεια του περιοδικού μέχρι το 1814, αλλά το περιοδικό συνέχισε να κυκλοφορεί μέχρι το 1821. H χαρτογραφική του ενασχόληση ήταν πολύ αξιόλογη. Σημαντικότερο έργο του είναι ο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, τον οποίο εξέδωσε στη Βιέννη το 1800, που θεωρείται μία νέα έκδοση της Χάρτας του Ρήγα. Ο Γαζής πίστευε ότι μόνο με την πνευματική αφύπνιση των υποδούλων θα επιτυγχανόταν η Επανάσταση. Ως άνθρωπος πνευματικής αναζήτησης, ο Γαζής επιθυμούσε να αναπτυχθεί το επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα. Το 1814, σε συνεργασία με τον Καποδίστρια και άλλους σημαντικούς Έλληνες, ίδρυσε την Φιλόμουσο Εταιρεία (Βιέννης), πολιτιστική οργάνωση, η οποία είχε ουσιαστικά πολιτική χροιά. Παράλληλα, ξεκίνησε την ανέγερση στην πατρίδα του προτύπου σχολείου, εστιασμένου στις φυσικές επιστήμες. Το 1817 έφτασε μέχρι την Οδησσό, προκειμένου να συλλέξει συνδρομές για την Σχολή. Εκεί τον βρήκε ο Σκουφάς και του πρότεινε να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ο Γαζής δίστασε και έτσι επέστρεψε στις Μηλιές, όπου, μαζί με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, οργάνωσε την Σχολή. Εκεί τον συνάντησε ο Ξάνθος, ο οποίος κατάφερε να τον πείσει να μπει στην Εταιρεία. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της, καθώς συνέβαλε στη μύηση νέων μελών και συνεννοήθηκε με ντόπιους οπλαρχηγούς, έτσι ώστε να προετοιμάσει την Επανάσταση. Υπήρξε ένα είδος συνδέσμου για τους Φιλικούς που βρίσκονταν στην Ρωσία και στην Μολδοβλαχία και τους μυημένους στην Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα.
Το Μάιο του 1821 κήρυξε την επανάσταση στην Θεσσαλία και την Μαγνησία και έλαβε μέρος σε όλες τις μετέπειτα μάχες στην περιοχή. Στις 7 Μαΐου 1821 εξέδωσε την διακήρυξή του με τίτλο "Προς τους λαούς της Ζαγοράς, των Φερών και της Αγυιάς", όπου τόνιζε τη σημασία του Ρήγα και της θυσίας του. Η Συνέλευση των επαναστατών προς τιμήν του Ρήγα συνεδρίασε στο Βελεστίνο στις 11 Μαΐου 1821 και ονομάστηκε "Βουλή Θετταλομαγνησίας" με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου, μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στην Θεσσαλία, κατέφυγε στον Νότο και διορίσθηκε μέλος του Αρείου Πάγου. Συμμετείχε στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις ως εκπρόσωπος της Θεσσαλίας (Α' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου 1822, Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους 1823 και Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας 1827), αλλά ύστερα έγινε σχολάρχης στην Τήνο και στην Σύρο, όπου πέθανε το 1828 σε ηλικία 70 ετών.
- Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (1780-1857), από την Τσαριτσάνη της Θεσσαλίας, ήταν Έλληνας λόγιος και εκπρόσωπος του Νεοελληνικού διαφωτισμού. Γονείς του ήταν ο Κυριακός και η Ανθή. Γράμματα έμαθε από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν μορφωμένος και λόγιος πρεσβύτερος της εποχής του, που είχε το αξίωμα του Οικονόμου. Αυτός του έμαθε ελληνικά και λατινικά. Συνέχισε τις σπουδές του στα Αμπελάκια όπου έμαθε και γαλλικά. Σε ηλικία δεκατριών χρονών έγινε αναγνώστης, και μετά από οκτώ χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος. Λίγο αργότερα προχειρίστηκε Οικονόμος και ιεροκήρυκας της επισκοπής Ελασσώνος. Το 1806, με αφορμή το επαναστατικό κίνημα του παπά-Ευθύμιου Βλαχάβα, συνελήφθη από τον Αλή Πασά, αλλά ελευθερώθηκε μετά την καταβολή χρηματικών λύτρων. Αφέθηκε πάλι ελεύθερος και ακολούθησε το επάγγελμα του διδασκάλου. Πήγε στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη. Διορίστηκε από την Μεγάλη Εκκλησία Έξαρχος Θεσσαλονίκης, και επίτροπος του Γεράσιμου, αρχιερέα της πόλης αυτής. Επί δύο χρόνια παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη κηρύττοντας αδιάκοπα σε όλα τα σχολεία, στις συναθροίσεις και αλλού. Παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη των φιλοσοφικών και μαθηματικών συστημάτων. Το 1809 ακολούθησε την πρόσκληση πολλών, και, ερχόμενος στη Σμύρνη, ίδρυσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Κούμα το «φιλολογικό γυμνάσιο», στο οποίο δίδαξε ελληνική φιλολογία και ρητορική. Η επιτυχία της σχολής ήταν τόσο ραγδαία, που αναγνωρίστηκε ως δημόσιο ίδρυμα. Το 1819, ο Οικονόμος αναγκάστηκε να φύγει στην Μυτιλήνη, και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη ως «καθολικός ιεροκήρυξ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και πασών των ορθοδόξων του ελληνικού γένους εκκλησιών». Στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Όταν, με την έναρξη της επανάστασης, οι Τούρκοι άρχισαν να κατακρεουργούν αθώους, άοπλους, γέροντες και γυναικόπαιδα, ο Οικονόμος δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη και, ζητώντας άσυλο σε κάποιο πλοίο, βγήκε στην Οδησσό. Στην Ρωσία τιμήθηκε με πολλές θέσεις. Εκλέχτηκε σύνεδρος παμψηφεί από τα μέλη της εκκλησιαστικής ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης και από τα μέλη της γενικής Αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Δέχτηκε πολλά και πολύτιμα παράσημα από τον Αυτοκράτορα της Ρωσίας, και από τον βασιλιά της Πρωσίας. Μετά την επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 1857.
- Ο Θεόφιλος Καΐρης (19 Οκτωβρίου 1784 - 13 Ιανουαρίου 1853), από επιφανή οικογένεια της Άνδρου, ήταν κορυφαίος νεοέλληνας διαφωτιστής, φιλόσοφος, διδάσκαλος του Γένους και πολιτικός. Γονείς του ήταν ο πρόκριτος Νικόλαος Καΐρης και η Αναστασία Καμπανάκη. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Άνδρο, στη Σχολή του Κάτω Κάστρου, από τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο. Το 1794 ο πατέρας του πέθανε, οπότε ο αδελφός της μητέρας του και ανάδοχος του Σωφρόνιος Καμπανάκης, εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου Κυδωνιών, τον πήρε κοντά του, ώστε να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Στα 1802 ιδρύθηκε το Ελληνομουσείον, η Ακαδημία των Κυδωνιών. Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία και ταυτόχρονα εργαζόταν προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής. Στην Ακαδημία διδάχθηκε φιλολογία και φιλοσοφία από τον Γρηγόριο Σαράφη και μαθηματικά και φυσικές επιστήμες από τον περίφημο διδάσκαλο της εποχής Βενιαμίν τον Λέσβιο. Ακολουθώντας τον Σαράφη συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Πάτμου, όπου δίδασκε ο Δανιήλ Κεραμεύς και στη Σχολή της Χίου, όπου δίδασκαν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Δωρόθεος Πρώιος. Το 1801 έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος, αλλάζοντας το όνομα του από Θωμάς σε Θεόφιλος. Το 1803 με δαπάνες του θείου του και μερικών πλουσίων Κυδωνιατών έφυγε στην Ευρώπη. Αρχικά διέμεινε στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι, και κατέληξε στην Πίζα, όπου σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσική και παρακολούθησε μαθήματα φυσιολογίας στην ιατρική σχολή. Το 1807 μετέβη στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις φιλοσοφικές σπουδές του και συνδέθηκε στενά με τον Αδαμάντιο Κοραή. Το 1808 προσκλήθηκε από τους Κυδωνιάτες προκρίτους να αναλάβει την διεύθυνση της Σχολής τους, στην θέση του Βενιαμίν του Λέσβιου, ο οποίος υπέφερε από τα μάτια του. Ο Καΐρης αρνήθηκε να διακόψει τη φοίτησή του. Στις 11 Ιουλίου 1810 επαναλήφθηκε η πρόσκληση προς τον Καΐρη και τότε επέστρεψε στις Κυδωνιές. Τον Φεβρουάριο του 1811 ανέλαβε τη διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης όμως στο τέλος του έτους απεχώρησε εξαιτίας της άρνησης των υπευθύνων να τηρήσουν την αρχική συμφωνία τους ως προς τις αποδοχές του και επέστρεψε στις Κυδωνίες. Στα 1812 αποχώρησε προσωρινά από την Ακαδημία Κυδωνιών, λόγω των διαφωνιών μεταξύ Σαράφη και Βενιαμίν Λεσβίου και εγκαταστάθηκε για λίγο στην Άνδρο. Έπειτα από παράκληση των Κυδωνιατών επέστρεψε στην Ακαδημία (1814) και δίδαξε φυσική, μαθηματικά και χημεία. Εμπλούτισε, βοηθούμενος από τον Αδαμάντιο Κοραή, τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας και γεωγραφίας. Το 1819 ίδρυσε στη Σχολή τυπογραφείο.
Το ίδιο έτος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Αριστείδη Παππά. Δίδαξε στην Ακαδημία ως την καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους στις 2 Ιουνίου του 1821. Έπειτα μαζί με εκατό μαθητές του πέρασαν στα Ψαρά, όπου, με κήρυγμά του στο ναό του Αγίου Νικολάου, προέτρεψε τους Ψαριανούς να ξεσηκωθούν. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Άνδρο και ύψωσε πρώτος την επαναστατική σημαία στις 10 Μαΐου 1821, σε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Κατά την Επανάσταση συμμετείχε στην εκστρατεία του Ολύμπου τον Μάρτιο του 1822, με διοικητή το Γρηγόριο Σάλα, όπου και δέχθηκε τρία τραύματα. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου με εντολή της Υπέρτατης Διοικήσεως συγκρότησε στρατιωτικό σώμα από εξόριστους Κυδωνιάτες. Παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821 – 15 Ιανουαρίου 1822) χωρίς επίσημη ιδιότητα, επειδή δεν εκπροσωπούνταν οι Κυκλάδες. Τον Νοέμβριο του 1822 εκλέχτηκε από τους κατοίκους της Άνδρου πληρεξούσιος παραστάτης της Άνδρου για τη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (29 Μαρτίου – 27 Απριλίου 1823), ενώ στη συνέχεια έγινε μέλος επιτροπής για την επεξεργασία και διόρθωση των «εγκληματικών νόμων» και του «οργανισμού των δικαστηρίων». Τον Απρίλιο του 1824 υπέβαλε παραίτηση από το αξίωμα του βουλευτή για λόγους υγείας, που έγινε δεκτή από το Βουλευτικό Σώμα με ευχαριστίες. Οι Ανδριώτες, όμως, επέμειναν να τους εκπροσωπεί στο Βουλευτικό. Τον Σεπτέμβριο του 1824 επέστρεψε στην Πελοπόννησο ως παραστάτης Άνδρου για τη Γ' Βουλευτική Περίοδο, ανέλαβε προσωρινά την προεδρία του Βουλευτικού Σώματος, και τον Οκτώβριο συμμετείχε σε επιτροπή για τη σύνταξη οργανισμού των επαρχιακών σχολείων. Στα 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Άνδρου για τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (6 – 16 Απριλίου 1826), αλλά δεν συμμετείχε στις εργασίες της, επειδή διατελούσε μέλος του Βουλευτικού Σώματος. Το 1835 ο Βασιλέας Όθωνας τού απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του την περίοδο του Αγώνα αλλά ο Καΐρης, σε μία πράξη αποδοκιμασίας προς το καθεστώς της αντιβασιλείας των Βαυαρών, δεν απεδέχθη την τιμή. Την ίδια στάση κράτησε και όταν του προσφέρθηκε η έδρα της Φιλοσοφίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837). Εγκαινίασε το Ορφανοτροφείο του τον Σεπτέμβριο του 1835 δεχόμενος αρχικά τριάντα ορφανά και την επόμενη χρονιά το έθεσε σε πλήρη λειτουργία. Η παιδαγωγική μέθοδος του Καΐρη στηριζόταν στην ελεύθερη έκφραση του μαθητή και τον φιλελευθερισμό. Ο ίδιος μάλιστα ονόμαζε τα μαθήματα «συνδιαλέξεις». Μαθητές της σχολής δεν ήταν μόνο τα ορφανά, αλλά και νέοι από εύπορες οικογένειες που επιθυμούσαν να διδαχτούν από τον πρωτοπόρο δάσκαλο.
Ο Καΐρης ανέπτυξε μία προσωπική θρησκεία τη «Θεοσέβεια» επηρεασμένος από τους Γάλλους θεϊστές, μία μονοθεϊστική διδασκαλία με δικές της τελετές λατρείας και αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου. Για αυτή του τη θρησκευτική θεωρία θεωρήθηκε σύντομα αιρετικός και επικίνδυνος, τόσο από τη βαυαροκρατία, που έβλεπε στο πρόσωπο του έναν αφυπνιστή του λαού, όσο και από την επίσημη Εκκλησία. Η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Κυνουρίας Διονύσιο ζήτησε από τον Καΐρη να προβεί σε «ομολογία πίστεως», την οποία εκείνος απέκρουσε ως καταπιεστική της συνείδησής του. Τότε η ελληνική κυβέρνηση, ενδίδοντας στις πιέσεις της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τον αρχηγό του στόλου Κωνσταντίνο Κανάρη να πλεύσει με τη ναυαρχίδα του στόλου στην Τήνο για να πάρει από εκεί τον διοικητή της Τήνου και να τον πάει στην Άνδρο, ώστε μαζί με το Μητροπολίτη Άνδρου να καλέσουν ενώπιον τους τον Καΐρη. Από εκεί μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο, το οποίο, παρά τη δήλωση του ότι δεν δίδασκε θεολογία αλλά φιλοσοφία, αποφάσισε την καθαίρεσή του. Η κυβέρνηση, με το από 28 Οκτωβρίου 1839 διάταγμα, διέταξε την εξορία του Θεόφιλου Καΐρη στην Σκιάθο και μετά στην Θήρα. Στις αρχές Απριλίου 1842 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, τόσο η Ελληνική Πρεσβεία όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επιχείρησαν να τον απομονώσουν στο πλοίο του. Μετά δεκαήμερη φρούρησή του στο πλοίο, αναχώρησε για την Αγγλία. Στο Λονδίνο έμεινε για δύο χρόνια και δίδαξε φιλοσοφικά μαθήματα και την «θεοσεβικήν διδασκαλίαν» του. Με τη Συνταγματική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ο Καΐρης, με τη βοήθεια του παλαιού συμμαθητή του Ιωάννη Κωλέττη, επανήλθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο, όπου συνέχισε τη λειτουργία του Ορφανοτροφείου του. Το δικαστήριο της Σύρου εξέδωσε καταδικαστική απόφαση, με διετή φυλάκιση για τον Θεόφιλο Καΐρη, ο οποίος, ασθενής ήδη και σε προχωρημένη ηλικία, μεταφέρθηκε στις φυλακές Σύρου, όπου λίγες μέρες αργότερα στις 13 Ιανουαρίου 1853 άφησε την τελευταία του πνοή. Οκτώ ημέρες μετά το θάνατό του ο Άρειος Πάγος τον απάλλαξε από τις κατηγορίες και τον αθώωσε.
Ο Αδαμάντιος Κοραής (Σμύρνη 27 Απριλίου 1748 – Παρίσι 6 Απριλίου 1833) σημάδεψε την Ελλάδα από μορφωτική και από πολιτική άποψη. Οι γνώσεις του και η παρουσία του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τον κατατάσσουν ανάμεσα στους κορυφαίους φιλόλογους στον ευρωπαϊκό χώρο. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κοραής, καταγόμενος από τη Χίο, που ορφάνεψε σε μικρή ηλικία και στράφηκε νωρίς στο εμπόριο. Στην ελληνική κοινότητα της Σμύρνης εκλεγόταν συχνά δημογέροντας ή επίτροπος των ιδρυμάτων της κοινότητας και του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στη Σμύρνη. Χρημάτισε πρόεδρος του συστήματος των Χιωτών της πόλης. Μητέρα του ήταν η Θωμαΐδα Ρυσίου. Στις οικογένειες και των δύο γονέων του υπήρχαν λόγιοι: Από την πλευρά του πατέρα του, μακρινός πρόγονος ήταν ο ιατροφιλόσοφος Αντώνιος Κοραής, αδελφός του πατέρα του ήταν ο Σωφρόνιος Βελιγραδίου, και εξάδελφός του πατέρα του ο ιερομόναχος Κύριλλος, δάσκαλος στη Χίο. Από την πλευρά του πατέρα του προερχόταν και ο γενναίος ναυτικός Ιππότης Κωνσταντίνος Κοραής (;-1754). Από τη μεριά της μητέρας του ο παππούς της Αδαμάντιος Ρύσιος, ήταν σημαντικός λόγιος της εποχής του, ο οποίος, πεθαίνοντας μόλις ένα χρόνο πριν τη γέννηση του Αδαμαντίου, του κληροδότησε τη βιβλιοθήκη του. Τα πρώτα του γράμματα ο Αδαμάντιος Κοραής τα διδάχθηκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου δίδασκε ο Ιερόθεος Δενδρινός. Επιθυμία της οικογένειάς του όμως ήταν να ασχοληθεί με το εμπόριο, γι' αυτό και το 1771 κατέληξαν στη συμβιβαστική λύση να μεταβεί στο Άμστερνταμ, όπου, παράλληλα με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, μπορούσε να διευρύνει τους ορίζοντές του και να αποκτήσει την καλλιέργεια που επιθυμούσε. Στην πραγματικότητα, εγκαταστάθηκε εκεί ως αντιπρόσωπος μιας εταιρείας (μιας «συντροφίας») με έδρα τη Σμύρνη. Η παραμονή του εκεί χαρακτηρίζεται από «το πολύπλευρο των δραστηριοτήτων του» και το ραγδαίο της μεταστροφής του μέσα σε λίγους μήνες. Έμαθε γλώσσες (ολλανδικά, εβραϊκά, ισπανικά) και μουσική (κιθάρα), αλλά και θετικές επιστήμες (γεωμετρία). Παράλληλα σταθεροποίησε και διεύρυνε την αρχαιομάθειά του. Οι εμπορικές του ενασχολήσεις επικεντρώθηκαν σε μεταπρατικές δραστηριότητες. Επιχειρώντας όμως, στη συνέχεια, να ασκήσει με νέους όρους το εμπόριο, δηλαδή να παρακάμψει τους μεσάζοντες, επενδύοντας μέρος του κεφαλαίου της επιχείρησης σε βιοτεχνία, η οποία θα εμπορευόταν η ίδια την παραγωγής της, και ταυτόχρονα, να επεκταθεί και στον τομέα του θαλάσσιου εμπορίου, απέτυχε, καθώς η αδυναμία συντονισμού της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της στρατηγικής των κεφαλαίων οδήγησε σε αποσύνθεση της επιχείρησης. Tο 1777 εγκατέλειψε το Άμστερνταμ και επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου εργάστηκε ως γραμματέας του επιτρόπου πατέρα του και των άλλων επιτρόπων στο εκεί Μετόχι του Παναγίου Τάφου. Έφυγε πάλι, το 1782, για ιατρικές σπουδές στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Μακάριου Νοταρά ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το 1783 πέθανε ο πατέρας του και το 1784 η μητέρα του. Από τότε ο Κοραής άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Για βιοποριστικούς λόγους έκανε μεταφράσεις στα γαλλικά από γερμανικά και αγγλικά βιβλία, όπως η Κατήχησις του Ρώσου μητροπολίτη Πλάτωνος και η Κλινική Ιατρική του Γερμανού ιατροφιλοσόφου Selle. Με το πτυχίο της Ιατρικής από το Μονπελιέ αποφάσισε οριστικά να μην εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού, αλλά να ζήσει στο Παρίσι, ενασχολούμενος με τις φιλολογικές επιστήμες.
Το 1788, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με σκοπό να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γράμματα και την εθνική αφύπνιση. Η άφιξή του στο Παρίσι συνέπεσε με τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Αρνήθηκε κάθε βοήθεια από φίλους και επιδόθηκε σε μεταφράσεις ιατρικών έργων εκλαϊκευμένου χαρακτήρα ή αντέγραφε κείμενα από παρισινούς κώδικες, κατά παραγγελία τρίτων. Ενώ δέχθηκε την γαλλική υπηκοότητα, η συνείδησή του παρέμεινε καθαρά ελληνική. Στο Παρίσι συνέχισε να κάνει μεταφράσεις ιατρικών κυρίως βιβλίων στα γαλλικά και ταυτόχρονα άρχισε να συγγράφει κείμενα σχετικά με την κατάσταση του ελληνισμού. Με το κείμενό του Αδελφική Διδασκαλία αντιτάχθηκε στις συντηρητικές θέσεις της Πατρικής Διδασκαλίας, η οποία αντιδρούσε στον Διαφωτισμό και την πνευματική πρόοδο και υποστήριζε την οθωμανική κυριαρχία. Με τα ποιήματα Άσμα Πολεμιστήριον και Σάλπισμα Πολεμιστήριον προσπάθησε να τονώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για απελευθέρωση και να ενισχύσει την αγωνιστική διάθεση, σε μια περίοδο κατά την οποία η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο δημιουργούσε προσδοκίες για ενδεχόμενη βοήθεια των Γάλλων προς τους Έλληνες. Αποτέλεσμα αυτών των προσδοκιών ήταν και το κείμενό του Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως της Ελλάδος. Ο Κοραής υπήρξε ο μεγαλύτερος φιλόλογος της νεότερης Ελλάδας. Εξέδωσε 66 τόμους βιβλίων. Από αυτούς οι 17 αποτελούν την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» και οι 9 τα «Πάρεργα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης».
Ως πολυσχιδής προσωπικότητα, ο Αδαμάντιος Κοραής ασχολήθηκε και με τη θεολογική άποψη της επιμόρφωσης των Ελλήνων. Ο ίδιος ήταν συνειδητά ορθόδοξος χριστιανός, αλλά πίστευε πως η ορθόδοξη εκκλησία είχε αλλοιωθεί αρκετά σε σχέση με την αρχική πίστη των αποστόλων, θεωρώντας ιδιαιτέρως υπεύθυνο για αυτό τον μοναχισμό, αλλά και την έλλειψη παιδείας που παρατηρούσε. Επεδίωξε μια μεταρρύθμιση για την ορθόδοξη εκκλησία βασισμένη στο μεταφυσικό οικοδόμημα του προτεσταντισμού. Οι απόψεις του για τη θεσμοθέτηση ενός νέου συστήματος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, μέσα από τις οποίες έβλεπε να υλοποιούνται οι μεταρρυθμίσεις αυτές, στηριζόταν πάνω σε δύο κύριους άξονες: Στην άμεση διοικητική απεξάρτηση της εν Ελλάδι τοπικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην υπαγωγή ολόκληρου του Εκκλησιαστικού οργανισμού στην εποπτεία και τον έλεγχο της Ελληνικής Πολιτείας. Την πρώτη θέση, με μορφή παραινέσεων προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες, διατύπωνε στα Προλεγόμενα της Ελληνικής Βιβλιοθήκης στα Πολιτικά του Αριστοτέλους. Ως προς τον τρόπο διοίκησής της προέβλεπε «σύνοδον ιερέων, εκλεγμένην ελευθέρως από ιερείς και κοσμικούς, καθώς έπρασσεν η αρχαία εκκλησία, και πράσσει εκ μέρους σήμερον ακόμη των ομοθρήσκων Ρώσσων η εκκλησία...». Στο έργο του, Προλεγόμενα εις Ξενοφώντος Απομνημονεύματα και Πλάτωνος Γοργίαν ασχολήθηκε με το ζήτημα της προσέγγισης με τον παπικό θρόνο για παροχή βοήθειας και αποδοκίμασε αυστηρά κάθε σχετική πρωτοβουλία, από όπου κι αν προερχόταν, χαρακτηρίζοντάς την μωρία. Το κυριότερο επιχείρημά του ήταν το Παπικό πρωτείο, «ενόσω ο πάπας ισχυρίζεται να κρατή ενωμένα δύο πράγματ' ασυμβίβαστα, την ποιμενικήν ράβδον του Χριστού, και των κοσμικών ηγεμόνων το σκήπτρον». Σχετικά με το ζήτημα της ρύθμισης της θέσης των μουσουλμάνων και Εβραίων μέσα στην ελληνική επικράτεια, ο Κοραής, θεωρούσε πως ήταν εθνικά επιζήμια η άνευ όρων ένταξή τους στην νεοσύστατη Ελληνική πολιτεία. Δεν τον άφησε αδιάφορο και η δράση των ξένων ιεραποστολικών ομάδων και του προσηλυτιστικού τους έργου. Πρότεινε την διά νόμου υπαγωγή όλων των εν Ελλάδι δραστηριοτήτων των ετεροδόξων υπό τον προληπτικό έλεγχο του Λειτουργού της Δημοσίας παιδείας.
Στα «Προλεγόμενα» των εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων κατέθετε τις προτάσεις του για την παιδεία, το περιεχόμενο των μαθημάτων, τα εγχειρίδια και τις μεθόδους της διδασκαλίας και κυρίως την γλώσσα, που ήταν το βασικό μέλημα των λογίων κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Ο προβληματισμός του κάλυπτε διάφορες πτυχές της εκπαίδευσης, οργάνωση και λειτουργία των σχολείων και μεθόδους διδασκαλίας, Βασικές του ιδέες ήταν η ανάγκη «μετακένωσης» της δυτικής παιδείας στην Ελλάδα και ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας, διδακτέα ύλη και σχολικά βιβλία, κατάρτιση διδασκάλων και εκπαίδευση μαθητών. Για την οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, δεχόταν τρεις βαθμίδες: Τα κοινά: υποχρεωτικά για όλους με διδασκαλία της ανάγνωσης, γραφής κι αριθμητικής αλλά και της θρησκευτικής κατηχήσεως, τα γυμνάσια της Ελληνικής φιλολογίας και τα νεότερα γυμνάσια των επιστημών. Την φροντίδα για τη σύσταση των σχολείων-προεπαναστατικά πρότεινε να την έχουν οι κοινότητες υπό την εποπτεία του Κοινού της Κωνσταντινουπόλεως και την αιγίδα του Πατριάρχη, και μετά την σύσταση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, τον κεντρικό συντονισμό να έχει Λειτουργός της Δημοσίου Παιδείας. Δεν απέκλειε την καταβολή διδάκτρων, αλλά υποστήριζε τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από ταμείο χρηματοδοτούμενο από εισφορές λαϊκών και κληρικών και τη φορολόγηση των μονών. Για τις μεθόδους διδασκαλίας, εισηγήθηκε τη χρήση σχολικών βιβλίων γραμμένων στην κοινή γλώσσα με την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Ως προς τη διδακτέα ύλη, πρότεινε να είναι κοινή για όλα τα σχολεία κάθε βαθμίδας, τα αναγνωσματάρια να είναι όχι το Ψαλτήρι και η Οκτάηχος, αλλά βιβλία Ιστορίας και Γεωγραφίας και το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Για την εφαρμογή των ιδεών του συμμετείχε στην ομάδα των λογίων που ίδρυσαν το 1811 το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, στο οποίο αρθρογραφούσε συχνά.
Οι απόψεις τους για τη γλώσσα δεν ήταν συστηματοποιημένες, αλλά διατυπωμένες διάσπαρτα στα κείμενα του, στις επιστολές, στους Αυτοσχέδιους Στοχασμούς του και στα Προλεγόμενα των Αρχαίων συγγραφέων. Εντάσσονταν στα πλαίσια της Φιλοσοφίας, της Παιδαγωγικής και της μεθόδου διδακτικής της Αρχαίας. Ως κύριο στόχο είχε την διαμόρφωση ενός γλωσσικού οργάνου κατάλληλου για την πνευματική ανάπτυξη. Ανάμεσα στις δύο αντίρροπες τάσεις της εποχής, την αποκλειστική χρήση της ομιλούμενης γλώσσας και την επαναφορά της αρχαίας, ο Κοραής κράτησε μία ενδιάμεση στάση, της οποίας βάση ήταν η ομιλούμενη γλώσσα, για την οποία πρότεινε τον «καθαρισμό» από ξένες και ιδιωματικές λέξεις και την γενικότερη «διόρθωση» από τους λογίους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κοραής και οι ομόφρονες με αυτόν διανοούμενοι επινόησαν την καθαρεύουσα, καθώς αυτή η μορφή της Ελληνικής που πρότειναν ως γλώσσα του κράτους και της παιδείας υπήρχε ήδη, αλλά ήταν πιο πολύ αποτέλεσμα τυχαίας συνάντησης αρχαίας και νεότερων στοιχείων, παρά κάποιος μεθοδικά σχεδιασμένος συμβιβασμός.
Ο Κοραής έζησε την Γαλλική Επανάσταση και την απήχησή της στην Ελλάδα. Σε επιστολή του στα τέλη του 1814 έγραψε, «Δεν έμεινεν αμφιβολία [...]ότι έφθασε και των Γραικών ο καλός καιρός. και έφθασε με τόσην ορμήν ώστε καμία δύναμις ανθρώπινος δεν είναι πλέον καλή να μας οπισθοποδίση». Τον Απρίλιο του 1821 πληροφορήθηκε ο Κοραής την είδηση την εκδήλωσης της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σε επιστολή του προς τον Παντολέοντα Βλαστό έγραψε: «Χαίρω χαράν δεν εμπορείς να φαντασθής πόσην[...]Είκοσι έτη ηλικίας ολιγότερα να είχα, ούτε θεοί ούτε δαίμονες ήθελον μ' εμποδίσει» [εννοείται να κατέβει κι αυτός στην επαναστατημένη Ελλάδα]. Είχε όμως την πεποίθηση πως η Επανάσταση ήταν πρόωρη: «Η επανάστασις της Ελλάδος ήταν δικαιότατη, αλλά έγινε ακαίρως. Ο καιρός της ήτο το 1850 έτος, ότε ηθέλαμεν έχει πολλούς από τους έτι σπουδάζοντας νέους μας, ηλικιωμένους άλλους μεταξύ 30 και 40 ετών, και άλλους υπέρ τα 40, και διδαγμένους από τα συμβάντα και συμβαίνοντα σήμερον εις την Ευρώπην, ικανούς να δράξωσι τα πράγματα και να διαλύσωσι τας φατρίας».
Ο Κοραής αντιπολιτεύθηκε με οξύτητα το καθεστώς του Καποδίστρια και ευχήθηκε την ανατροπή του. Χρησιμοποίησε το γνώριμό του διαλογικό είδος εκδίδοντας δύο ψευδώνυμους διάλογους με τίτλο Τί συμφέρει εις την ελευθερωμένην από τους Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθή εις Χριστιανούς Τουρκίζοντας. Ο πρώτος διάλογος δημοσιεύθηκε το 1830 και δεύτερος μετά το θάνατο του Καποδίστρια, το 1831. Τα αίτια της στάσης του ήταν (α) η προσήλωση του Κοραή στις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές, σε αντίθεση με τον ολοένα και πιο συγκεντρωτικό τρόπο διακυβέρνησης του Καποδίστρια (β) τα επικριτικά και δυσφημιστικά μηνύματα και πληροφορίες που έφταναν από την Ελλάδα (γ) η υπόθεση της Χίου και των Χίων, συμπατριωτών του, που δεν επιλυόταν από τον Κυβερνήτη (δ) οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, όπου τον Ιούλιο του 1830 ανατράπηκε το μισητό για τον Κοραή καθεστώς των Βουρβόνων και στο θρόνο ανέβηκε ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης. Με το κύρος και την επιρροή του, προσέλκυσε νέους οπαδούς στην αντιπολίτευση, κυρίως Έλληνες της διασποράς, ενώ εξασφάλισε πρόσβαση σε πολιτικούς κύκλους του Παρισιού, για να στραφεί η Γαλλική κοινή γνώμη κατά του Κυβερνήτη.
Ο Κοραής υπέφερε από τα παιδικά χρόνια του από αιμοπτύσεις. Πέθανε τελικά στο Παρίσι, στις 6 Απριλίου 1833, σε ηλικία 84 χρονών. μετά από ένα ατύχημα που προκάλεσε κάταγμα στο μηριαίο οστό και μυϊκή κάκωση. Η μαρμάρινη προτομή του κοσμεί το Λύκειο της Χίου, το οποίο κληρονόμησε την βιβλιοθήκη του, ενώ άγαλμά του υπάρχει και έξω από την Πρυτανεία του Πανεπιστημίου στην Αθήνα. Μετά τον θάνατό του, το 1833, εκδηλώθηκαν εναντίον του αντιδράσεις, με αρνητικές κριτικές για τις πολιτικές και γλωσσικές του ιδέες. Η κριτική και η διάχυτη δυσπιστία σχετικά με το πρόσωπό του και τη σκέψη του, επικεντρώθηκαν στα εξής σημεία:
- ήταν δημιουργός μιας τεχνητής γλώσσας, της καθαρεύουσας, με καταστρεπτικές συνέπειες για την πνευματική εξέλιξη του Νέου Ελληνισμού
- ήταν ο θεωρητικός των κάθε είδους κοινωνικοπολιτικών και πνευματικών συμβιβασμών που εμπόδισαν την ομαλή πρόοδο της ελληνικής κοινωνίας
- λόγω του συμβιβαστικού χαρακτήρα της ιδεολογίας του δεν ήθελε την Ελληνική Επανάσταση
- ήταν εκφραστής ουτοπικών θέσεων σχετικά με την πνευματική προκοπή των Ελλήνων ως προϋπόθεση για τον ξεσηκωμό
- ήταν ο βασικός εισηγητής φράγκικων αντιλήψεων που υπονόμευσαν την Ορθοδοξία και τις αυθεντικές λαϊκές παραδόσεις.
Ο Ρήγας Φεραίος (1757 - 24 Ιουνίου 1798), Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης από το Βελεστίνο (αρχαίες Φερές) της Μαγνησίας από εύπορη οικογένεια, σπούδασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου άρχισε την πολιτική του προσπάθεια. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός», ενώ το όνομα «Φεραίος» είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων. Τα έργα του είχαν πολιτικό, ιδεολογικό και επαναστατικό περιεχόμενο και ήταν επηρεασμένα από το γαλλικό πνεύμα. Ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση των Ελλήνων, πιστεύοντας πως, μέσα από την αναγέννηση της παιδείας, θα έλθει και η αναγέννηση του έθνους. Θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από τη νεανική του ζωή είναι γνωστά αυτά που ίδιος αναγράφει στην Επιπεδογραφία της Φεράς νυν λεγομένης Βελεστίνος, στο 4ο φύλλο της δωδεκάφυλλης "Χάρτας της Ελλάδος", που είναι και ένας ύμνος στη γενέτειρά του. Πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο Χριστόφορος Περραιβός που υπήρξε συνεργάτης του και συναγωνιστής. Ο παππούς του Κωνσταντίνος Κυριαζής ή Κυρατζής από το Περιβόλι Γρεβενών εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βελεστίνο, που είχε μεταβληθεί σε Περιβολιώτικη παροικία, στις αρχές του 18ου αιώνα. O πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος Κυρατζής ή Κυριαζής ή Κυρίτζης. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και είχε ένα αδελφό με το όνομα Κώστας, ο οποίος συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Η οικογένειά του υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Από αυτούς διασώθηκαν μόνο η μητέρα του με τον αδερφό του και μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου συντηρούνταν από τον Ρήγα. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολών του θείου του Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρέθηκε στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου Κοσμά, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Στην ίδια μονή συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του μοναχό Νικόδημο (Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη), ο οποίος του παραχώρησε τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του.
Στο Άγιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806), μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου και παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, επίσης Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, για να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη, έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφού του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι, έδρα της ηγεμονίας, σε ηλικία πλέον 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790), ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρόνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς.
Στη Βιέννη συνεργάτες του ήταν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα, που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, για να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, το Φυσικής απάνθισμα, το Ηθικός Τρίπους, το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα Δίκαια του ανθρώπου, καθώς και το Νέος Ανάχαρσις. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα και στην ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών, υπό ελληνική ηγεμονία, όπως στα βυζαντινά χρόνια, αλλά με δημοκρατική διακυβέρνηση. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της «Χάρτας», ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που περιλάμβανε επιμέρους τμήματα. Δύο έτη αργότερα, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μιας νέας έκδοσης της Χάρτας, μικρότερων διαστάσεων (1,04 x 1,02 μ), με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία.
Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792 η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο δημιούργησε ελπίδες στον Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων με βοήθεια από την Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από στοιχεία που απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του ίδιου και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας, αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Η σύλληψη του Ρήγα σχετίζεται με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του, που συνδεόταν με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο Χριστόφορο Περραιβό και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ο Ρήγας ενημέρωνε για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντωνίου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον βαρόνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη Τεργέστη. Ο Πιττόνι ενημέρωσε τον κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να τον συλλάβει.
Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797 μαζί με τον Περραιβό. Μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκαναν έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο φίλος του Ρήγα, Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδινίου και ο Αλή Πασάς, αλλά μάταια. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών, γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Νεμπόισα (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη.
Για τον Θούριο του Ρήγα ο Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ (François Pouqeville) έγραψε: «...Οι Έλληνες πολεμούσαν έχοντας στα χείλη τους τις τρομερές στροφές του Ρήγα...». Ο αγωνιστής του 1821, δικαστής και ιστορικός Γεώργιος Τερτσέτης,το χαρακτήρισε ως «Το ιερότερο άσμα της φυλής μας». Ο συγγραφέας Δημήτριος Φωτιάδης, έγραψε ότι: «Όσοι από τους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν το θάνατο στη μάχη παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε το Θούριο όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν...». Για τον ίδιο τον Ρήγα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είπε: «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο.»
Ο όρος Φιλέλληνας (φίλος + Έλλην = φίλος των Ελλήνων), δόθηκε ως χαρακτηρισμός αλλοδαπών που είχαν ή έχουν φιλικά αισθήματα, εκδηλωμένα με λόγια ή έργα, για τους Έλληνες και κάθε τι ελληνικό. Στην αρχαιότητα ο όρος "Φιλέλλην" σήμαινε και "πατριώτης". Στον Πανηγυρικό του Ισοκράτη όσοι αντιστάθηκαν στην Περσική προέλαση ονομάζονται ‘’φιλέλληνες’’ και κυρίως οι Αθηναίοι, σε αντιδιαστολή με τη στάση των Σπαρτιατών. Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας είχε τιμηθεί με τον χαρακτηρισμό "Φιλέλλην" επειδή κατατρόπωσε τον Περσικό στρατό του Ξέρξη, ο οποίος οπισθοχωρούσε μετά την ήττα του στις Πλαταιές. Στα νεότερα χρόνια με τον όρο Φιλέλληνες έμειναν γνωστοί ξένοι υπήκοοι, κυρίως από τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία που βοήθησαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είτε μέσω της συμμετοχής τους στις πολεμικές επιχειρήσεις, είτε με χρήματα, είτε δημιουργώντας γραπτά και έργα τέχνης, που σκοπό τους είχαν να προβάλλουν την ελληνική προσπάθεια στο εξωτερικό. Ο όρος Φιλελληνισμός συναντιέται για πρώτη φορά στο βιβλίο του Ιώσηπου Μοισίοδακα Θεωρία της Γεωγραφίας που εκδόθηκε στην Βιέννη το 1781, και ως ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα και λογοτεχνικό ρεύμα, προσδιορίζει τη φιλική διάθεση και το ενδιαφέρον των ξένων υπέρ των ελληνικών θέσεων, με ηθική και υλική συμπαράσταση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο πριν και κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ήταν μια κίνηση που προερχόταν από άτομα, οργανώσεις και ομάδες και δεν συνιστούσε κρατική εξωτερική πολιτική ξένων κρατών.
Οι καταγεγραμμένοι Φιλέλληνες αγγίζουν τους 940. Προηγούνται όσοι προέρχονται από Γερμανικές χώρες (342) και ακολουθούν οι Γάλλοι (196), οι Ιταλοί (137), οι Άγγλοι (99) και στη συνέχεια οι Ελβετοί (35), Πολωνοί (30), Ολλανδοί και Βέλγοι (17), Ούγγροι (9), Σουηδοί (9), Ισπανοί (9), Δανοί (8) και 33 άγνωστης εθνικότητας. Ένας στους τρεις σκοτώθηκε σε μάχη ή πέθανε από κακουχίες ή τραυματισμούς.(313 από τους 940). Μεταξύ 1821-1822 έφτασαν στην Ελλάδα 489 φιλέλληνες, αλλά ο αριθμός του μειώθηκε στους 64 μεταξύ 1823-1825. Από το 1825 και μετά οι αφιχθέντες φτάνουν τους 318. Οι Γάλλοι είναι δεύτεροι σε αριθμό αφίξεων (71) την πρώτη περίοδο και δεύτεροι πριν το τέλος της δεύτερης περιόδου. Οι Άγγλοι είναι τέταρτοι σε αριθμό αφίξεων την πρώτη περίοδο (12), αλλά έρχονται πρώτοι την δεύτερη περίοδο. Η αύξησης της προσέλευσης των Άγγλων εθελοντών συνδέεται με την υπεροχή του αγγλικού κόμματος και την ενεργότερη συμμετοχή της Αγγλίας στα ελληνικά πράγματα. Γνωστότεροι από τους θεωρούμενους Φιλέλληνες είναι οι εξής:
- Κάρολος Νόρμαν, Γερμανός αξιωματικός που πήρε μέρος στη Μάχη του Πέτα (1822), όπου πληγώθηκε και πέθανε στο Μεσολόγγι το Νοέμβριο του 1822.
- Λόρδος Βύρων, Άγγλος ποιητής που συμμετείχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου και πέθανε κατά τη διάρκειά της.
- Σαμουήλ Γκρίντλευ Χάου (Samuel Gridley Howe, 1801-1878), Αμερικανός γιατρός.
- Τζωρτζ Κάνινγκ, υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας που στήριξε την ελληνική επανάσταση.
- Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, Ελβετός τυπογράφος που έδρασε στο Μεσολόγγι.
- Μπρούνο, Ιταλός που ήρθε μαζί με τον Βύρωνα στην Ελλάδα και πέθανε στο Ναύπλιο το 1827.
- Φρανσουά ντε Σατωμπριάν, (François-René de Chateaubriand), γνωστός και σαν Σατωβριάνδος, περιηγητής, συγγραφέας Οδοιπορικού και υπομνημάτων που έκαναν γνωστή την κατάσταση της Ελλάδας στην Ευρώπη.
- Βίκτωρ Ουγκώ, ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας, που έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από την ελληνική επανάσταση.
- Μαξίμ Ρεμπώ, Γάλλος Φιλέλληνας, συνταγματάρχης και συγγραφέας
- Αλεξάντρ Πούσκιν, Ρώσος λογοτέχνης και ποιητής (1799-1837).
- Τόμας Γκόρντον, Σκώτος αξιωματικός που προσέφερε όπλα και χρήματα, και συμμετείχε στην πολιορκία της Τρίπολης.
- Ειρηναίος Θείρσιος, Γερμανός παιδαγωγός και αρχαιολόγος που επανόρθωσε το Ερέχθειο.
- Τζορτζ Φίνλεϊ, Σκώτος που συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις.
- Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Γερμανός ποιητής.
- Καρλ Βίλχελμ φον Άιντεκ, Γερμανός ζωγράφος.
- Σαντόρε ντι Σανταρόζα (Santorre Di Santa Rosa), Ιταλός επαναστάτης που πέθανε στη στην πτώση της Σφακτηρίας (1825).
- Φρανκ Χέιστινγκς (Frank Hastings), Βρετανός αξιωματικός του ναυτικού που πρόσφερε χρήματα και συμμετείχε στις επιχειρήσεις.
- Φρίντριχ Σίλερ, Γερμανός ποιητής
- Πέρσι Σέλλεϋ, Άγγλος ποιητής
- Λουδοβίκος Α΄ βασιλιάς της Βαυαρίας,
- Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος, τραπεζίτης που οργάνωσε το φιλελληνικό κίνημα στη Γαλλία και την Ελβετία.
- Κάρολος Φαβιέρος (Charles Fabvier), Γάλλος διοικητής του τακτικού ελληνικού στρατού.
- Τζωρτζ Τζάρβις, ο πρώτος Αμερικανός φιλέλληνας , που έλαβε μέρος στον Αγώνα του 1821.
- Ρίτσαρντ Τσωρτς, Σκώτος στρατιωτικός.
- Τζουζέππε Ροσαρόλλ, Ιταλός στρατηγός, επαναστάτης και φιλέλληνας, που πέθανε το 1825 στο Ναύπλιο.
- Μορίς Περζά, Γάλλος αξιωματικός, φιλέλληνας και συγγραφέας, από τους πρώτους εθελοντές του τακτικού ελληνικού στρατού.
- Χένρικ Νικολά Κρέιερ, Δανός Φιλέλληνας.
- Ερνστ Μάνγγελ, Ούγγρος μουσικός, συνθέτης, και φιλέλληνας, Αρχιμουσικός της πρώτης στρατιωτικής μπάντας της Επανάστασης του 21.
- Κάθριν Ελίζαμπεθ Φλέμιγκ, Αμερικανίδα ιστορικός, Καθηγήτρια Ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Το φιλελληνικό κίνημα θα μπορούσε να αποδοθεί στα εξής αίτια:
(α) Ο κλασικισμός και ο θαυμασμός για την αρχαία Ελλάδα ήταν ισχυρό πολιτιστικό ρεύμα, τουλάχιστον δύο αιώνες πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Οι φιλόσοφοι και αισθητικοί Χέρντερ και Λέσσινγκ, αλλά και ο ιδρυτής της αρχαιολογίας Βίνκελμαν, οι Σατωμπριάν και Χέλντερλιν, οι ποιητές Γκαίτε και Σίλερ είχαν ανανεώσει το ενδιαφέρον για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, ενώ ο Βολτέρος αποστρεφόταν τους Τούρκους κατακτητές της κλασικής γης. Σειρά πνευματικών κινημάτων, ο Ουμανισμός, η Αναγέννηση, ο Νεοκλασικισμός, ο Διαφωτισμός και ο Ρομαντισμός είχαν ως ιδεώδες τους την κλασική αρχαιότητα.
(β) Το ομόθρησκο των Ελλήνων, όχι μόνο με τους ορθόδοξους Ρώσους, αλλά και τους καθολικούς και τον προτεσταντικό κόσμο της Δύσης, συνηγορούσε για ευνοϊκή στάση απέναντί τους σε σχέση με τους Τούρκους κατακτητές.
(γ) Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ως απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης, και η αντίσταση προς κάθε αντιδραστική κίνηση (Παλινόρθωση στη Γαλλία, Ιερή Συμμαχία), εμπεριείχαν σπέρματα επαναστατικότητας συγγενή με το ελληνικό εθνικό κίνημα
(δ) Ο Ρομαντισμός δημιούργησε ένα ρεύμα θαυμασμού προς την ελληνική αρχαιότητα,
(ε) Η διεθνής φιλανθρωπία έτεινε να τηρεί φιλική στάση απέναντι στους πάσχοντες αγωνιζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς,
(στ) Η ζωτικότητα και τα σύγχρονα χαρακτηριστικά δραστηριότητας του νέου Ελληνισμού, γνωστά από τις Ελληνικές κοινότητες της διασποράς, αλλά και από Έλληνες λογίους που δρούσαν στη Δύση, δημιουργούσαν ευνοϊκή ατμόσφαιρα στους δυτικούς,
(ζ) Ο περιηγητισμός (που εξελίχτηκε στον σύγχρονο τουρισμό) πρόσφερε μια επίκαιρη φολκλορική εικόνα της νεοελληνικής ζωής και των προβλημάτων της, που ασκούσε γοητεία στους φίλους της περιπέτειας αριστοκρατικούς νέους της δύσης,
(η) Οι προσωπικές φιλοδοξίες μεμονωμένων ατόμων, που δεν ήταν πάντα εύκολο να διαχωριστούν από τον θαυμασμό για τον αρχαίο πολιτισμό ή το ενδιαφέρον για τον αγώνα των Ελλήνων, ήταν ένα πρόσθετο κίνητρο για ενεργό συμπαράσταση στους αγωνιζόμενους Έλληνες,
(θ) Οι πολιτικές επιδιώξεις και οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, δημιούργησαν σταδιακά ένα πλέγμα συμφερόντων, για την προώθηση των οποίων φαινόταν χρήσιμη η ύπαρξη ενός τυπικά ανεξάρτητου ελληνικού κράτους σε αντιπαράθεση με την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
(ι) Πολλοί από αυτούς που καλόπιστα οι Έλληνες ανακήρυξαν Φιλέλληνες, αισθανόμενοι ευγνωμοσύνη για τη δράση τους, που στα απλοϊκά μάτια τους φαινόταν «βοηθητική», στην πραγματικότητα ήταν πρκτορεύοντες ή εντολοδόχοι στην υπηρεσία συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών παραγόντων. Ο Λόρδος Βύρων, π.χ. ήταν απεσταλμένος του οικονομικού ομίλου που δανειοδότησε τον ελληνικό αγώνα, με ειδική εντολή να ελέγχει την ορθολογική απορρόφηση των κονδυλίων του δανείου. Παρόμοια οι Ρίτσαρντ Τσωρτς και Τόμας Κόχραν, αρχιστράτηγος και αρχηγός του στόλου της επανάστασης το 1827, ήταν επαγγελματίες στρατιωτικοί στην υπηρεσία της βρετανικής κυβέρνησης, με ειδική εντολή να επιβάλουν και στρατιωτικά την απόφαση για δημιουργία του ελληνικού κράτους, που είχε λάβει ο (επίσης θεωρούμενος Φιλέλληνας) πρωθυπουργός Γεώργιος Κάννινγκ, ουσιαστικά εφαρμόζοντας τις εντολές των χρηματοδοτών της επανάστασης, που διαβιβάστηκαν μέσω της κυβέρνησής του.
- Ρωσία: Αίτια ανάπτυξης του Ρωσικού φιλελληνισμού ήταν: (α) η κοινότητα της θρησκείας (β) η φιλελεύθερη ιδεολογία, φορείς της οποίας ήταν οι μαχητικοί Δεκεμβριστές (γ) οι παραδοσιακοί ιστορικοί δεσμοί (δ) ο κοινός αντίπαλος των δύο λαών, η Οθωμανική Αυτοκρατορία (ε) οι μεταξύ τους οικονομικοί δεσμοί (στ) η ένταξη Ελλήνων στη Ρωσική διοίκηση και το Ρωσικό στρατό (ζ) οι ακμάζουσες Ελληνικές παροικίες. Οι δραστηριότητες του Ρωσικού φιλελληνισμού θα μπορούσαν να διακριθούν (α) σε αυτές που εκδηλώθηκαν κατά την προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης μέσα στην ίδια τη ρωσική επικράτεια (β) σε αυτές που εκδηλώθηκαν μέσα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσής της επανάστασης και μετά την αποτυχία της εκεί (γ) σε αυτές που εκδηλώθηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Στην Ρωσία συστήθηκε η Φιλική Εταιρεία και τα μέλη της είχαν την δυνατότητα να μετακινούνται εντός της Ρωσικής επικράτειας για να κατηχούν νέα μέλη. Στην ναυμαχία του Ναυαρίνου συμμετείχαν με οκτώ πλοία που βοήθησαν κατά τη διάρκειά της με απελευθερώσεις Ελλήνων αιχμαλώτων. Σε επίπεδο λογίας συμβολής, σημαντική ήταν η φιλελληνική λογοτεχνική προσφορά του ποιητή Αλέξανδρου Πούσκιν (τα ποιήματα: Στον Οβίδιο, Στην Ελληνίδα, Ξεσηκώσου Ελλάς, το ημιτελές διήγημα Κίρτζαλης εμπνευσμένο από τα γεγονότα στη Μολδοβλαχία).
- Ιταλία: Στη Φλωρεντία δημοσιεύτηκαν άρθρα που συνέδεαν το ελληνικό ζήτημα με έναν αγώνα για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση και με την αντίληψη πως η Ελλάδα βρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, μέσα «στον γενετικό κώδικα της Ιταλίας». Περί τους 137 Ιταλούς ήλθαν και πολέμησαν στην Ελλάδα και από αυτούς 42 σκοτώθηκαν ή πέθαναν για άλλους λόγους. Ο Ιταλικός φιλελληνισμός ήταν από τα πιο μακρόχρονα φιλελληνικά κινήματα, αφού διαδραμάτισε ρόλο και μετά την Επανάσταση του 1821, το 1866 και το 1897.
- Γερμανία: Κατά την εποχή της Επανάστασης στον χώρο της γερμανόφωνης Ευρώπης υπήρχε μια χαλαρή συνομοσπονδία κρατών. Τα μεγαλύτερα μέλη της ήταν η Αυστρία και η Πρωσία, ενώ μέλη ήταν επίσης η Βαυαρία, η Δανία, και το Λουξεμβούργο. Ανώτατος άρχων της συνομοσπονδίας κατά την εποχή της Επανάστασης ήταν ο Αυστριακός καγκελάριος Κλέμενς Μέτερνιχ. Η Αυστρία και η Πρωσία, μαζί με τη Βρετανία και τη Ρωσία, είχαν συνάψει από το 1815 μια σειρά συμφωνιών (τη λεγόμενη "Ιερή Συμμαχία"), που επισήμως είχε ως στόχο την τήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη και τη συνεργασία μεταξύ αυτών των μοναρχιών. Από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης η γερμανόφωνη κοινή γνώμη τάχθηκε με το μέρος των Ελλήνων. Αντίθετα, ο Μέτερνιχ, όπως και οι άλλοι ηγεμόνες της Συμμαχίας, τήρησαν αρνητική στάση, καθώς την συσχέτισαν με το κίνημα του Καρμποναρισμού στην Ιταλία, το οποίο θεωρήθηκε κίνδυνος για την ανατροπή των μοναρχιών. Στα πιο φιλελεύθερα νοτιοδυτικά κρατίδια της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, με κέντρο τη Στουτγάρδη, άρχισαν από το φθινόπωρο του 1821 να λειτουργούν φιλελληνικές επιτροπές, οι οποίες έστειλαν εθελοντές στην Ελλάδα και υποστήριξαν οικονομικά πρόσφυγες. Σημαντικά κέντρα φιλελληνικής δράσης στη Γερμανία υπήρξαν οι πόλεις του Αμβούργου και της Βρέμης, το Ντάρμσταντ και η Στουτγάρδη.
- Ελβετία: Στην ανάπτυξη του Φιλελληνικού κινήματος στην Ελβετία έπαιξαν ρόλο η διάδοση των φιλελεύθερων και αντιιεροσυμμαχικών ιδεών, η πιθανότητα σύναψης εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Ελβετίας και του νεοσύστατου Ελληνικού κρατιδίου, το κλασικιστικό πνεύμα και το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ χριστιανικών λαών. Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Μιχαήλ Σούτσος, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Ελβετού χρηματιστή Εϋνάρδου (1775 - 1863), ο οποίος είχε διασυνδέσεις με σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα της Ευρώπης και αλληλογραφούσε με άλλες φιλελληνικές ευρωπαϊκές επιτροπές προσπαθώντας να συντονίσει το όλο έργο. Σημαντικό ρόλο στην αφύπνιση του Ελβετικού Φιλελληνισμού έπαιξε και η εκεί παρουσία του Καποδίστρια, ο οποίος απεύθυνε εκκλήσεις, πραγματοποιούσε επαφές εντός και εκτός Ελβετίας με πρόσωπα που μπορούσαν να συνδράμουν οικονομικά τους Έλληνες και ιδιαίτερα τα θύματα του Μεσολογγίου. Εκτός της περίθαλψης των προσφύγων, η φιλελληνική επιτροπή της Βέρνης απέστειλε γιατρούς και χρηματικές ενισχύσεις και συνέβαλε στη διαφώτιση της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης με εκτύπωση σχετικών φυλλαδίων.
- Κάτω χώρες: Στο Βέλγιο και την Ολλανδία η φιλελληνική δράση είχε πολλές μορφές και εντάθηκε μετά την έξοδο του Μεσολογγίου: με πραγματοποίηση εράνων, συναυλιών, εκθέσεων ζωγραφικής, απαγγελίες ποιημάτων σε διάφορες πόλεις (Βρυξέλες, Άμστερνταμ, Χάγη, Αμβέρσα), με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για τους χειμαζόμενους Έλληνες. Ο συνολικός αριθμός εθελοντών από τις Κάτω Χώρες που προσήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα υπολογίζεται σε εικοσιένα άτομα.
- Σουηδία: Στα τέλη του 1821 εκδόθηκε στη Στοκχόλμη ανώνυμο φυλλάδιο με τίτλο «Έκθεση για την απάνθρωπη διαγωγή των βαρβάρων Τούρκων απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους τους» το οποίο παρακινούσε τους αναγνώστες του να συνδράμουν στην Ελληνική Επανάσταση εμπράκτως. Αρκετοί Σουηδοί εθελοντές είχαν άδοξο τέλος σε κάποιο πεδίο μάχης ή σε κατάσταση ειρήνης.
- Δανία: Ο φιλελληνισμός στην Δανία δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένος σε σχέση με τα αντίστοιχα κινήματα άλλων χωρών, εξαιτίας της απομόνωσής της από την Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αλλά και στα εσωτερικά προβλήματά της, που οφείλονταν και στην συντριβή του ναπολεόντειου συνασπισμού, σύμμαχος του οποίου ήταν και η Δανία . Η μεταναπολεόντεια ύφεση έπληξε την οικονομία της χώρας που το 1813 πτώχευσε, ενώ το 1814 έχασε τη Νορβηγία από τη Σουηδία.
- Πολωνία: Η χώρα τελούσε υπό τριπλή κατοχή: Ρωσική, Πρωσική και Αυστριακή. Τα νέα που αφορούσαν την επαναστατημένη Ελλάδα έφταναν από τις γαλλικές και αυστριακές φιλελληνικές εφημερίδες, και από ιδιωτικές επιστολές. Στη μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν δεκατρείς Πολωνοί, ενώ δύο επέζησαν.
- Ισπανία: Η ανάπτυξη του ισπανικού φιλελληνισμού ήταν περιορισμένη εξαιτίας του πολιτικού και πνευματικού κλίματος της περιόδου της παλινόρθωσης στην Ισπανία μεταξύ 1823 και 1832, όταν οι Ισπανοί φιλελεύθεροι αγωνίζονταν για το Σύνταγμα του 1812 και κατά της παλινόρθωσης της απολυταρχίας του Φερδινάνδου Ζ’. Με την παλινόρθωση του 1823 η Ισπανία τάχθηκε με την Ιερά Συμμαχία, ενώ τον Οκτώβριο του 1827 υπέγραψε εμπορική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη.
- Ινδία: Παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη ενδιαφέροντος για τον ελληνικό αγώνα ήταν (α) οι από την αρχαιότητα και κυρίως από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου επαφές και επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού στην Ινδική χερσόνησο. (β) η υπάρχουσα αποικιακή κατοχή των Ινδών από τους Άγγλους, που τους προδιέθετε θετικά έναντι του αγώνα των Ελλήνων (γ) η παρουσία και δράση Ευρωπαίων –μεταξύ αυτών και Ελλήνων- εμπόρων σε σημαντικά λιμάνια και εμπορικά κέντρα των Ινδιών (Καλκούτα, Δάκκα), οι οποίοι ήταν φορείς φιλελεύθερων ιδεών (δ) η αποστολή στην Ινδία του Ζακυνθινού Νικόλαου Κεφαλά το 1823 ως εκπροσώπου της Ελληνικής Διοίκησης του αγώνα, προκειμένου να πραγματοποιήσει έρανο υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Με συγκεντρώσεις και δημοσιεύματα που πραγματοποιούσε στον τοπικό τύπο, όπως η ‘’Εφημερίδα της Καλκούτας’’, προβάλλονταν νέα από την επαναστατημένη Ελλάδα.
- Εβραίοι: Υπήρξαν Εβραίοι που συμπαραστάθηκαν και άλλοι που έδειξαν αρνητική στάση απέναντι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Οι παράγοντες που εμπόδισαν την ανάπτυξη του Εβραϊκού Φιλελληνισμού ήταν: (α) ο μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων φυλετικός φανατισμός και η θρησκευτική μισαλλοδοξία (β) ο οικονομικός ελληνοεβραϊκός ανταγωνισμός (γ) η ανάγκη επιβίωσης των Εβραίων μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη μεριά οι παράγοντες που συνέβαλαν στον περιορισμένο σε δευτερεύοντα ζητήματα εβραϊκό φιλελληνισμό ήταν: (α) η φιλελεύθερη ευρωπαϊκή ιδέα (β) οι φιλικοί δεσμοί Ελλήνων και Εβραίων της διασποράς (ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος ήταν φίλος και δάσκαλος των ελληνικών σε εβραϊκή οικογένεια στην Φλωρεντία), (γ) η κοινή συμβίωση Ελλήνων και Εβραίων.
- Βαλκάνια: Η σχέση της Ελληνικής κοινωνίας με τις κατεχόμενες επίσης κοινωνίες του βαλκανικού χώρου προσδιορίζονταν από την όμοια τύχη έναντι του κοινού δυνάστη, από το «ομόδοξον», από τη διείσδυση της Ελληνικής γλώσσας στην Βουλγαρία και στη Σερβία λόγω της δράσης του Πατριαρχείου, από το γεγονός του διορισμού Ελλήνων ηγεμόνων στις Παραδουνάβιες περιοχές, από τις εμπορικές ανταλλαγές και από την εγκατάσταση πάροικων στις αντίστοιχες χώρες. Εξαίρεση αποτελούσε η Αλβανία, που ήταν προσδεμένη θρησκευτικά και κοινωνικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία, και συχνά σύμμαχος στα κατασταλτικά μέτρα σε βάρος των Ελλήνων. Στο κίνημα του Υψηλάντη μετείχαν 199 Μολδαβοί, 9 Βλάχοι, 132 Βούλγαροι, 72 Σέρβοι, 2 Μαυροβούνιοι, 2 Βόσνιοι, 4 Δαλματοί, 7 Αλβανοί, 4 Ούγγροι και 3 εκχριστιανισμένοι Τούρκοι.
Οι φιλέλληνες αξιοποιήθηκαν σε διάφορες θέσεις. Στην Τεργέστη, ως μία από τις «πύλες» εισόδου στην Επαναστατημένη Ελλάδα, ο Δημήτριος Υψηλάντης, επιθυμώντας να οργανώσει ένα τακτικό σώμα κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, διάλεξε ως «προγυμναστήν στρατιωτικόν», ένα φιλέλληνα αξιωματικό του γαλλικού στρατού, τον Bαλέστ, ο οποίος χρησιμοποίησε Ιταλούς και Γάλλους αξιωματικούς για να τον επικουρήσουν στο έργο του. Πολλοί έδειξαν απροθυμία στο να αξιοποιηθούν ή να χρηματοδοτηθούν από τους τοπικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς. Όταν η ιεράρχηση τους δεν ήταν ανάλογη του βαθμού τους απογοητεύονταν. Συχνά οι Έλληνες δεν ήταν σε θέση να τους χρηματοδοτήσουν, γιατί έπρεπε να μεριμνήσουν για τα δικά τους στρατιωτικά σώματα. Η συμμετοχή τους εξάλλου σε επιχειρήσεις κατάληψης πόλεων συνεπαγόταν και μερίδιο στις λείες, από το οποίο έπρεπε να αποκλείονται οι ξένοι. Πολλοί Έλληνες περιφρονούσαν τους πιο νέους από τους φιλέλληνες, επειδή τους θεωρούσουν απειροπόλεμους και απροετοίμαστους για τις ανάγκες του αγώνα.
Όσοι αποφάσιζαν να έλθουν στην Ελλάδα, είχαν προβλήματα, οικονομικές επιβαρύνσεις, δυσκολίες στην μετακίνηση, αποστάσεις μεγάλες και απαγορεύσεις των αρχών των πατρίδων τους ή άλλων χωρών απ’ όπου έπρεπε να περάσουν. Όταν έφταναν στην Ελλάδα συναντούσαν ελλείψεις στην οργάνωση και τον συντονισμό του αγώνα, ανταγωνισμούς μεταξύ των οπλαρχηγών, έλλειψη χρημάτων για τη συντήρησή τους, απροθυμία αξιοποίησής τους. Άλλοι ήταν απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα των συμμετοχών τους σε διάφορες μάχες, οι οποίες δεν στέφονταν πάντα από επιτυχία, όπως η μάχη του Πέτα. Καθώς πολλοί από αυτούς ήταν βαθμοφόροι και οι προσφερόμενες θέσεις λίγες, η κατώτερη της επιθυμητής ιεράρχησή τους γεννούσε παρεξηγήσεις.
Η κινητοποίηση των ξένων υπέρ της Ελληνικής υπόθεσης βοήθησε στην ηθική δικαίωση και ψυχολογική ενίσχυση των Ελλήνων επαναστατών και του αγώνα τους. Οι κυβερνήσεις όμως των κρατών έμειναν ανεπηρέαστες από αυτήν την κίνηση. Οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και συσχετισμοί των δυνάμεων, καθώς και η επιθυμία τους να κλείσει ένα πεδίο αναταραχής στην ανατολική Μεσόγειο, καθόρισε την πολιτική τους απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Ο φιλελληνισμός του Αγώνα πρακτικά τερματίστηκε μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους που ήταν το επιστέγασμα των Ελληνικών προσπαθειών
Ιερά Συμμαχία ονομάστηκε η μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ιστορική, μυστική αρχικά, τριμερής συνθήκη που συμφωνήθηκε μεταξύ των νικητών των ναπολεόντειων πολέμων αυτοκρατόρων Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας, Φραγκίσκου Α' της Αυστρίας και του βασιλέα Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ της Πρωσίας, οι οποίοι συνομολόγησαν και υπέγραψαν αυτοπροσώπως τη συμφωνία, στο Παρίσι στις 14/26 Σεπτεμβρίου του 1815, δηλαδή περίπου τρεις μήνες μετά την λήξη του Συνεδρίου της Βιέννης (Ιούνιος 1815). Στη συμμαχία αυτή προσχώρησε το ίδιο έτος και η Αγγλία, ενώ, με την επιμέρους λεγόμενη συνθήκη «Αιξ λα Σαπέλ» του 1818, προσχώρησε και η Γαλλία. Την πρωτοβουλία της σύναψης αυτής της συνθήκης είχε ο Τσάρος Αλέξανδρος που φέρεται ότι διατελούσε υπό την επίδραση των μυστικοπαθών θεωριών της βαρόνης Κρούντενερ, συζύγου Ρώσου διπλωμάτη, ενώ η ονομασία «Ιερά» οφείλεται στην αρχική πρόθεσή του να επιτύχει την εν «χριστιανική αλληλεγγύη» συνένωση των ευρωπαϊκών Χωρών, των ορθοδόξων (της Ρωσίας), των καθολικών (της Αυστρίας) και των προτεσταντών (της Πρωσίας). Με την συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας είναι πρόδηλο ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ πίστευε στην ίδρυση μιας μεγάλης χριστιανικής οικογένειας με αρχές που θα απέκλειαν διενέξεις ή πολέμους.
Από τους διπλωμάτες και των τριών ηγεμονιών ψυχή και ιθύνων νους της Συμμαχίας ώστε να καταστεί το ανώτερο διεθνές όργανο της εποχής αναδείχθηκε ο Αυστριακός Καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ ο οποίος, από υπέρμετρο φόβο, μετέβαλε τους αρχικούς σκοπούς της Συμμαχίας, μετατρέποντάς την τελικά σε διευθυντήριο επιβολής απολυταρχισμού και καταπολέμησης των λαϊκών ελευθεριών. Έτσι η Ιερά Συμμαχία σταδιακά άρχισε να μετατρέπεται σε θεσμό καταπίεσης των λαών, με σαφή λόγο επέμβασης των ισχυρών βασιλέων στα εσωτερικά ζητήματα των ασθενέστερων χωρών, όπου εκδηλώνονταν φιλελεύθερες τάσεις. Οι απόψεις του δεν έγιναν άμεσα αποδεκτές, από τους τρεις ηγεμόνες, αφού η συνθήκη δεν άλλαξε, και αντ' αυτού καθορίστηκε η κατά τακτά διαστήματα σύγκληση συνεδρίων, όπου εξετάζονταν τα προκύπτοντα ζητήματα με ανάλογη κατά περίπτωση απόφαση δράσης εφόσον ήταν αναγκαία.
Βασικός υπονομευτής της Συμμαχίας, που συνέβαλε στην πτώση της ήταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821, την οποία ο Μέττερνιχ καταπολέμησε με κάθε δύναμη, ειδικότερα στο Συνέδριο της Βερόνας, που κατέληξε να είναι το τελευταίο της Συμμαχίας σε πλήρη σύνθεση. Οι επαναστάσεις που ακολούθησαν, στη Γαλλία το 1830, στο Βέλγιο το 1834 και κάποιες άλλες μικρότερες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ολοκλήρωσαν την τελική κατάρρευσή της, η οποία όμως συνδέθηκε με μια περίοδο της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, που θεωρείται σκοτεινή και οπισθοδρομική.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο Τεκτονισμός η Μασονισμός ονομάστηκε μία αδελφότητα που αναπτύχθηκε ως εξέλιξη των Επαγγελματικών Στοών των αρχι-«τεκτόνων» του Μεσαίωνα. Ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα οι αρχιμάστορες χτίστες μαζεύονταν σε καλύβες, που, ως χώροι συγκέντρωσης, αποτελούσαν Στοές, για να τραφούν και να αναπαυτούν. Στα τέλη του 15ου αιώνα η έννοια της Στοάς υπερέβη τον χώρο συγκέντρωσης και άρχισε να ορίζει την ομάδα λιθοξόων, που μαζεύονταν σε αυτόν τον χώρο για να ρυθμίζει τα θέματα της τέχνης της. Με την πάροδο του χρόνου οι Στοές άρχισαν να αναπτύσσουν πρώιμες τελετές μύησης μαθητών και εισήγαγαν τη μυστική λέξη αναγνώρισης ως μέσο απόδειξης της ιδιότητας του μέλους Στοάς και ως διαπιστευτήριο της επαρκούς εκπαίδευσης στην τέχνη του λιθοξόου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα «ιδιότυπο σύστημα ηθικής συγκαλυμμένο με αλληγορίες και εικονιζόμενο με σύμβολα», του οποίου οι ρίζες, σύμφωνα με τη μυθολογία των μελών, ανάγονται στην εποχή της ανέγερσης του Ναού του Σολομώντος και ένας από τους θεμελιώδεις στόχους είναι η «εξύψωση και ανάπτυξη των διανοητικών και ηθικών προτερημάτων της ισραηλιτικής φυλής». Στην πορεία η αδελφότητα ζυμώθηκε με τις μυστικές υπηρεσίες της Μ.Βρετανίας, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων Αγγλο-Γερμανο-Εβραίων κεφαλαιοκρατών και χρηματιστών, που μετά την ήττα του Ναπολέοντα, στην οποία συνέβαλαν έμπρακτα και εκείνοι, άρχισαν να σχεδιάζουν την επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, με τελικό στόχο τη δημιουργία της παγκόσμιας αυτοκρατορίας την οποία εξουσιάζουν σήμερα.
Ο Τεκτονισμός εισήλθε στον ελληνικό χώρο από τη Ζάκυνθο, την εποχή που ήταν υπό γαλλική και αγγλική κατοχή. Η πρώτη τεκτονική στοά εμφανίστηκε το 1740 στην Κέρκυρα. Λειτούργησε υπό την κηδεμονία της Στοάς της Βερόνας και με χρήση της ιταλικής γλώσσας, ενώ πρόεδρός της ήταν ο προβλεπτής της Ενετικής Δημοκρατίας των Ιονίων Νήσων. Kατά τη διάρκεια του αγώνα συστάθηκε στη Ζάκυνθο Tεκτονικό Διευθυντήριο, το αποκαλούμενο «Tρισυπόστατον» από τον κόμητα Διονύσιο Pώμα, τον τραπεζίτη Παναγιώτη Στεφάνου και τον φιλικό Kωνσταντίνο Δραγώνα, «Προέξαρχο των εν Zακύνθω Φραμασώνων», το οποίο «δια παντοίων τρόπων και μέσων» ενίσχυσε το επαναστατημένο Έθνος. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μυήθηκε το 1818 στην Τεκτονική Στοά «Αναγεννόμενος Φοίνιξ» της Ζακύνθου που την ίδρυσε ο Διονύσιος Ρώμας το 1815.
Οι απλοί κάτοικοι των νησιών δε συμμετείχαν στα δρώμενα των Τεκτόνων εκδηλώνοντας άλλοτε επιφύλαξη και άλλοτε φόβο, που ήταν αποτέλεσμα της άσχημης εικόνας που είχε δημιουργηθεί, καθώς έβλεπαν να αναμιγνύονται στις τεκτονικές δραστηριότητες γνωστά φιλόδοξα πρόσωπα με πολιτικές βλέψεις και οικονομικές διεκδικήσεις, μεταξύ των οποίων και επιφανείς Κερκυραίοι και Ζακυνθινοί, δημιουργώντας ιδιαίτερες φιλίες με τους «Φράγκους» (Ιταλο-Ενετούς), όταν οι ίδιοι οι κάτοικοι στέναζαν υπό τη δεσποτεία των κατακτητών. Περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα υπήρχαν ήδη κάποιες Στοές που λειτουργούσαν ανεπίσημα υπό τη σκέπη της «Γκράντε Οριέντε» (Μεγάλης Ανατολής) της Ιταλίας, αποτελούμενες από Τέκτονες μυημένους στην Κέρκυρα και ασφαλώς στη Γαλλία και την Ιταλία. Μετά τον ερχομό του Γεωργίου Α΄ (1863) υπήρχαν επτά τεκτονικές στοές στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Χαλκίδα, την Πάτρα, τη Σύρο, τη Λαμία και το Άργος, εκτός εκείνων της Επτανήσου. Τον Μάιο του 1986 ιδρύθηκε η Εθνική Μεγάλη Στοά της Ελλάδος, οργανωμένη σε Μεγάλες Στοές, που σε κάποιες περιπτώσεις ονομάζονται και Μεγάλες Ανατολές.
Βασιλείς, πρίγκιπες, πρωθυπουργοί, πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, υπουργοί, στρατιωτικοί, καθηγητές, τραπεζίτες, βιομήχανοι, διπλωμάτες, λογοτέχνες, που με τη δράση τους επηρέασαν τις ιστορικές εξελίξεις της Νεότερης Ελλάδας, ήταν Ελευθεροτέκτονες (Μασόνοι). Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται προσωπικότητες όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι πρωτεργάτες της «Φιλικής Εταιρείας» Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ, οι αδελφοί Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι βασιλείς Όθων, Γεώργιος Α. Κωνσταντίνος Α και Γεώργιος B´, οι πρωθυπουργοί Σπυρίδων και Χαρίλαος Τρικούπης, Αθανάσιος Μιαούλης και Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Νίκος Καζαντζάκης, οι πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Ιωάννης Θεοτόκης, Γεώργιος Θεοτόκης, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Νικόλαος Στράτος, καθώς και οι Εμμανουήλ Μπενάκης και Αμβρόσιος Πλυτάς (δήμαρχοι της Αθήνας), Ιωακείμ Γ´ (οικουμενικός πατριάρχης), Παναγιώτης Δαγκλής (στρατηγός, υπουργός) και πολλοί από τους γνωστότερους πολιτικούς, λογοτέχνες και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου.
Από τους ξένους, μασόνοι ήταν σχεδόν όλοι όσοι σχετίστηκαν με τον Ελληνικό Αγώνα της Εθνεγερσίας, γνωστοί και ως «φιλέλληνες», όπως ο ποιητής Λόρδος Βύρων, οι πρωθυπουργοί της Μ.Βρετανίας Γεώργιος Κάννινγκ και Ουίλιαμ Γλάδστων, ο ναύαρχος Τόμας Κόχραν, ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας περιηγητής και συγγραφέας Σατωβριάνδος, ο αντιβασιλεύς και πρωθυπουργός της Ελλάδας Φον Άρμανσμπεργκ, οι πρώτοι πρεσβευτές στην Ελλάδα της Αγγλίας Έντμουντ Λάϊονς και της Γαλλίας Φρανσουά Πουκεβίλ και πολλοί άλλοι σε βαθμό που δείχνει την άμεση σχέση της Επανάστασης του 1821, και του κράτους που προέκυψε από αυτήν, με τις μασονικές στοές και τα συμφέροντα που αυτές εξυπηρετούν. Στις επόμενες σελίδες γίνεται μνεία της μασονικής ιδιότητας για διάφορα πρόσωπα, εφόσον αυτή είναι ικανοποιητικά εξακριβωμένη, χωρίς διάθεση πολεμικής, και μόνο για λόγους ιστορικής ανάγκης σκιαγράφησης του πλαισίου των σχέσεων μέσα στο οποίο εξελίχτηκαν τα επεισόδια του νεοελληνικού ιστορικού δράματος.
Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία επανάστασης για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Τέταρτο μέλος της ήταν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη. Από τα πρώτα μέλη που μυήθηκαν ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (και μάλιστα κατά ορισμένες πηγές συνιδρυτής, πριν τον Ξάνθο που μυήθηκε αργότερα). Οι Φιλικοί, αφού μυούνταν στην Εταιρεία, έδιναν όρκο πίστης και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις. Ο μυστικός χαρακτήρας της προσέδωσε αμφίσημο χαρακτήρα στην παράδοση που άφησε πίσω της. Το γεγονός ότι τα βασικά ιδρυτικά μέλη της ήταν μασόνοι, υποδηλώνει ότι ήταν δημιούργημα υποκινημένο από τις μυστικές υπηρεσίες της Μ.Βρετανίας, με στόχο να υπηρετήσει τα συμφέροντα των μεγάλων Αγγλο-Γερμανο-Εβραίων κεφαλαιοκρατών και χρηματιστών, στην επιχείρηση επέκτασης της δράσης τους προς την Ανατολή (παράλληλα με τη Δύση), με θεμελιώδη όρο τη δημιουργία ενός (τυπικά ανεξάρτητου, αλλά ουσιαστικά υποτελούς) ελληνικού κράτους.
Το 1809 ιδρύθηκε στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον από τον Θεσσαλονικέα λόγιο Γρηγόριο Ζαλύκη, του οποίου μέλος ήταν και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, μετέπειτα ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συγκροτήθηκε τυπικά ως εταιρεία μελέτης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, στην ουσία όμως σκοπός του ήταν η απελευθέρωση της Ελλάδας και προς αυτήν την κατεύθυνση γίνονταν όλες οι κινήσεις. Για την παράνομη δράση της η οργάνωση υιοθέτησε τους κανόνες των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων (Μασόνων), ενώ τα μέλη της δεσμεύονταν με όρκο και έφεραν ως αναγνωριστικό ένα χρυσό δακτυλίδι με τα αρχικά Φ.Ε.Δ.Α. (Φιλικός Ελληνικός Δεσμός Άλυτος). Από το 1815, όμως, άρχισε να παρακμάζει, καθώς η συντριβή του Ναπολέοντα έσβησε τα όνειρα να τους βοηθήσει. Μια δεύτερη προσπάθεια ξεκίνησε στην Αθήνα, με την έμμεση υποστήριξη της Αγγλίας, το 1813. Ιδρύθηκε τότε η «Φιλόμουσος Εταιρεία», με κεντρικό σκοπό την καλλιέργεια του ελληνικού πνεύματος των νέων, την έκδοση βιβλίων και τη βοήθεια φτωχών σπουδαστών. Αυτή η οργάνωση δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα, καθώς δρούσε σε κύκλους λογίων και διπλωματών. Άλλη παρόμοια μυστική οργάνωση ήταν η "Εταιρεία του Φοίνικος" στην οποία ανήκαν αρχικά οι Σκουφάς και Ξάνθος. Κατά μία άποψη από αυτή προήλθε η Φιλική Εταιρεία.
Στα πλαίσια του διακαούς πόθου για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και με σαφή την επίδραση των μυστικών εταιρειών της Ευρώπης, συναντήθηκαν το 1814 στην Οδησσό τρεις Έλληνες (Νικόλαος Σκουφάς, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, Εμμανουήλ Ξάνθος, 42 χρόνων, από την Πάτμο και Αθανάσιος Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα) που αποφάσισαν τη σύσταση μιας αυστηρά συνωμοτικής οργάνωσης, η οποία θα προετοίμαζε τον ξεσηκωμό όλων των Ελλήνων. Συμβολικά είχε οριστεί η 14η Σεπτεμβρίου, επέτειος της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, ως ημέρα ίδρυσης της. Και οι τρεις είχαν ήδη γίνει κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού. Ο Σκουφάς είχε ιδιαίτερες επαφές με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον Καρμποναρισμό. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί σε τεκτονική Στοά της Λευκάδας («Εταιρεία των Ελεύθερων Κτιστών» της Αγίας Μαύρας), ενώ ο Τσακάλωφ είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος μιας Φιλανθρώπου Εταιρείας και γνώριζε την οργάνωση του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου.
Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας ήταν η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», «..δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων». Η πορεία ανάπτυξης της Εταιρείας ήταν εντυπωσιακή. Στο διάστημα 1814-1816 τα μέλη της αριθμούσαν περίπου 20 άτομα. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύχθηκε κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερέβαιναν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώθηκαν αθρόες μυήσεις. Το 1820 εξαπλώθηκε σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδες. Στις γραμμές της συσπειρώθηκαν κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.
Η όλη διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα ονομαζόατν «Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να πιστεύεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όχι μόνον Έλληνες αλλά και ξένοι, όπως ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τον πρώτο καιρό ήταν μόνο οι τρεις ιδρυτές της. Κατόπιν, από το 1815 έως το 1818, προστέθηκαν άλλοι πέντε και μετά το θάνατο του Σκουφά προστέθηκαν άλλοι τρεις. Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας. Aπόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ήταν οι εξής δώδεκα που ορίστηκαν από τον Σκουφά, όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1818: 1) ο Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία, 2) ο Βατικιώτης για τη Βουλγαρία, 3) ο Πεντεδέκας για τη Ρουμανία, 4) ο Λουριώτης για την Ιταλία, 5) ο Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού, 6) ο Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία, 7) ο Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη, 8) ο Κροκίδας για την Ήπειρο, 9) ο Πελοπίδας για την Πελοπόννησο, 10) ο Ίπατρος για την Αίγυπτο, 11) ο Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και 12) ο Κυρ. Καμαρηνός για τον Πετρόμπεη της Μάνης. Όλοι αυτοί, μετά το θάνατο του Σκουφά, διασκορπίστηκαν στις περιφέρειες που τους ορίστηκαν και άρχισαν να μυούν τους Έλληνες στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας.
Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η «Αόρατος Αρχή». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Η Εταιρεία ονομαζόταν «Ναός» και είχε αρχικά τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες, β) οι συστημένοι, γ) οι ιερείς και δ) οι ποιμένες. Όταν το 1818 η εταιρεία μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκαν ακόμα δύο βαθμοί ε) οι αφιερωμένοι και στ) οι αρχηγοί των αφιερωμένων, οι οποίοι δίνονταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς. Αργότερα οι βαθμίδες συμπληρώθηκαν από ζ)τους απόστολους και η) το Γενικό Επίτροπο της Αρχής, τίτλος που δόθηκε στον Αλεξ. Υψηλάντη, όταν δέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (1820).
Από τη μυητική βαθμίδα των Συστημένων αναδεικνύονταν όσοι επρόκειτο να περάσουν στην επόμενη, εκείνη των Ιερέων, αφού προηγούνταν λεπτομερής παρακολούθηση του χαρακτήρα τους και δοκιμαζόταν ο βαθμός αφοσίωσής τους στην υπόθεση της ελευθερίας. Η διαδικασία μύησης των ιερέων κατέληγε σε βαρύ όρκο που περιλάμβανε τα εξής: «Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.... Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου». Για να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του.
Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί. Ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές. «Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ». Μετά από πρόσθετη επιβεβαίωση του όρκου ο μυούμενος λογιζόταν νεοφώτιστο μέλος της Εταιρείας (ήταν δηλαδή Βλάμης [=αδελφοποιτός]), με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μέλους. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης. Ήξεραν μόνο πως υπήρχε μια Εταιρεία που πάσχιζε για το γενικό καλό του έθνους, η οποία συμπεριλάμβανε στους κόλπους της και σημαντικά πρόσωπα. Αυτό διαδιδόταν σκόπιμα, για να τονώνεται το ηθικό των μελών και για να γίνεται ευκολότερα ο προσηλυτισμός. Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο εμπρός στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δε θα δέχονται στις τάξεις τους άσωτους ή φιλάργυρους και ότι για κανένα λόγο δεν θα μαρτυρούν το βαθμό τους.
To 1818 η έδρα της Φιλικής μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, στην καρδιά της Οθωμανικής εξουσίας, γεγονός που πιστοποιούσε «την αυτοπεποίθηση των Φιλικών στις συνωμοτικές οργανωτικές τους ικανότητες». Ο θάνατος του Σκουφά ήταν σοβαρή απώλεια, που υποχρέωσε τους υπόλοιπους ιδρυτές να βρουν μια μεγάλη προσωπικότητα ικανή να αναλάβει τα ηνία, θέλοντας να της προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και αίγλη. Στις αρχές του 1818 έγινε μια συνάντηση με τον Καποδίστρια ο οποίος όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά αργότερα έγραψε πως θεωρούσε ότι οι Φιλικοί ήταν υπαίτιοι για τον όλεθρο που προμηνυόταν στην Ελλάδα. Τελικά, μετά από αρκετές επαφές, τον Απρίλιο του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Οι συνθήκες έδειχναν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο να ξεσπάσει ταυτόχρονα επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία. Παράλληλα να κάψουν τον τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Υψηλάντης να ηγηθεί της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Μετά από διάφορες διχογνωμίες και αφού κάποια από τα σχέδια είχαν ήδη προδοθεί, η επανάσταση κηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων πολλοί νέοι. Όμως η Ρωσία δεν ήλθε ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο αφόρισε επισήμως στις 23 Μαρτίου τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες, διότι «[...] θέλοντες (οι επαναστάτες) να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιαφή αυτής σκιά με τόσης ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον... να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας... και παραδίδοντας και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελον φορασθή, ότι ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος [...]». Μπορεί η Μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821) να οδήγησε στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα και να υπερκεραστούν οι αντιρρήσεις των προκρίτων.
Η διαμάχη μεταξύ Αναγνωστόπουλου - Ξάνθου ξέσπασε με αφορμή την έκδοση του εντύπου Φιλήμονος Δοκίμιον ιστορικό περί Φιλικής Εταιρείας, στο οποίο ο Φιλήμων, βασισμένος σε προσωπικές μαρτυρίες του Αναγνωστόπουλου, ισχυριζόταν ότι τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν οι Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος, ενώ, και πάλι με βάση τα λεγόμενα του Αναγνωστόπουλου, ο Ξάνθο κρίθηκε ύποπτος για οικονομικές ατασθαλίες. Ο Ξάνθος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και με άρθρο του σε εφημερίδα απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς. Ο Αναγνωστόπουλος έδωσε τότε στην δημοσιότητα δύο επιστολές, μια της γυναίκας του Ξάνθου και μια του Τσακάλωφ, που αμφισβητούσαν την συνεισφορά του Ξάνθου στην Φιλική Εταιρεία. Ερωτήματα προκαλεί η αντικατάσταση του Ξάνθου με τον Νικόλαο Γαλάτη, ένα χαρισματικό άτομο, που συνέβαλε με την τόλμη και τον ενθουσιασμό του στην Εταιρεία, αυξάνοντας θεαματικά όχι μόνον τον αριθμό των μελών της, αλλά και τα εισοδήματά της από εισφορές.
Η δολοφονία του Νικολάου Γαλάτη, όπως και του Κυριάκου Καμαρηνού, αποτελούν εξίσου σκοτεινά σημεία στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας. Του καταμαρτυρούσαν σπατάλες -ενδεχομένως και ατασθαλίες στο ταμείο της Εταιρείας- καθώς και αλαζονική συμπεριφορά και φιλαρχία, ότι δηλαδή επιδίωκε να αναλάβει τα ηνία της οργάνωσης, παρουσιαζόμενος στον τσάρο Αλέξανδρο ως άνθρωπός του στην Ελλάδα. Τον σκότωσαν δύο μέλη της Εταιρείας (ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Μανιάτης Παναγιώτης Δημητρόπουλος ή Δημητρακόπουλος) με το αιτιολογικό ότι είχε καταστεί επικίνδυνος. Αντίστοιχα η δολοφονία του Καμαρηνού, αποδίδεται στο "έγκλημα" ότι έλεγε σε μέλη της Φιλικής όσα του είχε πει ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας -ότι δηλαδή δεν έπρεπε ακόμα να κηρυχθεί επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια του δαπανηρού και αιματηρού αγώνα, ο ελληνικός κόσμος κατέφυγε αναγκαστικά στον εσωτερικό δανεισμό για να επιβιώσει και να συνεχίσει την εξέγερση,. Οι Ευρωπαιοι τραπεζίτες, ως προϋπόθεση για τη σύναψη συμφωνιών για δάνεια, έθεταν όρους εξοντωτικούς. Οι αγγλοεβραίοι τραπεζίτες Ιωσήφ και Σαμψών Ρικάρντο, εμφανίσθηκαν πρόθυμοι να δανειοδοτήσουν τους Έλληνες, υπό την προϋπόθεση ότι θα λάμβαναν ως υποθήκη ολόκληρη την Κορινθία και θα εισέπρατταν ως εξόφληση, τα διπλάσια χρήματα από όσα είχαν συγκεντρώσει οι φιλέλληνες από ολόκληρη την Ευρώπη. Ιδιαίτερα επαχθείς ήταν και οι όροι των εβραίων τραπεζιτών της οικογένειας Ρότσιλντ. Οι δανειστές ανέβαζαν τις μεσιτείες καί τεχνητά αύξαιναν την αξία των μετοχών, ενώ τά ποσά του δευτέρου δανείου αντί «…νά σταλώσι κατεπειγόντως εις ‘Ελλάδα, έμειναν έν ‘Αγγλία, χρησιμεύσαντα μόνον εις τό νά προμηθεύσωσιν είς τους κ.κ. Ρικάρδους καί συντροφίαν μεσιτικά καί μέσον απαλλαγής είς καλήν τιμήν των ελληνικών ομολογιών, ας ούτοι είχον».
Το πρώτο δάνειο του Αγώνα συνάφθηκε στην Αγγλία, το 1824. Οι Έλληνες απεσταλμένοι Ορλάνδος και Λουριώτης, συνομολόγησαν με τον οίκο Λόφνουν στις 21 Φεβρουαρίου 1824, δάνειο ύψους 800.000 λιρών στερλινών, σε τιμή έκδοσης 59% και ετήσιο επιτόκιο 5% επί της ονομαστικής αξίας. Για την απόσβεση του δανείου, καθοριζόταν διάστημα 36 ετών. Ως εγγύηση - παρακαταθήκη- για την αποπληρωμή του δανείου, συμφωνήθηκε να τελούν όλα τα «Εθνικά κτήματα». Από το ονομαστικό κεφάλαιο που αποτελούσε το ποσό του δανείου (800.000 λίρες), μόνο 298.700 δόθηκαν στους Έλληνες. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού εξανεμίστηκε σε προμήθειες και έξοδα. Το τελικό ποσό αποφασίσθηκε να κατατεθεί στις τράπεζες του Καίσαρα Λογοθέτη και του εβραίου Σαμουήλ Βαρφ, στη Ζάκυνθο. Ωστόσο, ακόμη και το εναπομείναν από τη λεηλασία ποσό, καθυστέρησε αρκετά να φθάσει στην Ελλάδα. Στελνόταν με αγγλικά πλοία υπό τη μορφή δόσεων, δυσχεραίνοντας σημαντικά την έκβαση του αγώνα.
Το δεύτερο δάνειο ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν οι αδελφοί Ρικάρντο με ληστρικές αξιώσεις. Η συμφωνία για τη σύναψη του δανείου υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1825. Το ονομαστικό κεφάλαιο ανερχόταν στα 2.000.000 λίρες στερλίνες, ενώ για έξοδα του τραπεζικού οίκου, προμήθεια πληρωμής τόκου, προμήθεια για μεσιτικά έξοδα συνομολογήσεως καθώς και για όλες τις «εκδουλεύσεις», το ύψος του ποσού το οποίο θα παρελάμβαναν οι Έλληνες κατήλθε στις 816.ΟΟΟ λίρες, ενώ η χρέωση λόγω του δανείου ίσχυσε για ολόκληρο το ποσό (2.000.000 λίρες). Πληρώνονταν προκαταβολικά και οι τόκοι. Όμως ούτε και αυτό το ποσό τελικά ήταν στη διάθεση των Ελλήνων. Τέθηκε στη διάθεση της διαχείρισης με εκβιαστικούς όρους και αντί να σταλούν όπλα και χρήματα στην Ελλάδα, όπως είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί, παραγγέλθηκαν πλοία στην Αγγλία, φρεγάτες στις ΗΠΑ, μισθώθηκαν πανάκριβα αμειβόμενοι ξένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήλθαν στην Ελλάδα όχι για να συμβάλλουν στην διεξαγωγή του Αγώνα, αλλά για να θησαυρίσουν, εκμεταλλευόμενοι καιροσκοπικά, τις δυσμενείς για τον Ελληνισμό συγκυρίες, ενώ το εναπομείναν ποσό κατασπαταλήθηκε στο χρηματιστήριο,
Στην εκμετάλλευση πού υπέστη το Έθνος άπό τους Εβραίους δανειστές προσπάθησε να αντιδράσει ό βασιλεύς Οθων, ο όποιος «…από της ενηλικιώσεως αυτού ουδέν σχεδόν συνωμολόγησε δάνειον ουδέ ανεγνώρισε τά δάνεια τής ανεξαρτησίας…». Όπως ήταν επόμενο αυτό προκάλεσε την οργή των δανειστών, που τον πολέμησαν και τελικά τον εκθρόνισαν, εν ονόματι τής δημοκρατίας και των λαϊκών ελευθεριών. Το 1838 ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος παραχώρησε στον Γεώργιο Σταύρο, ο οποίος είχε ήδη χρηματίσει ταμίας του Εκτελεστικού και μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κεφάλαια που είχε ήδη εισαγάγει στην Ελλάδα, με σκοπό την έκδοση και υποστήριξη ταμιακών γραμματίων του δημοσίου και τη βραχυπρόθεσμη προεξόφληση εμπορικών γραμματίων με τόκο 8%. Πρώτοι μεγάλοι μέτοχοι της Εθνικής Τράπεζας ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ι. Γ. Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, καθώς και οι τραπεζίτες Ρότσιλντ. Το 1841 συνήλθε η προκαταρκτική συνέλευση των μέχρι τη στιγμή εκείνη μετόχων και στις 17 Νοεμβρίου εξέλεξε παμψηφεί τον Γεώργιο Σταύρο ως πρώτο διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας και τον Κωνσταντίνο Βράνη ως υποδιευθυντή, με επίτιμους διοικητές τους Ι.-Γ. Εϋνάρδο και Ν. Ζωσιμά, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Το 1843 υπήρχε «… ανησυχία για την τύχη της Εθνικής Τράπεζας που ιδρύθηκε από το κράτος το 1841 με ιδιωτικά κεφάλαια. Ο φόβος ήταν η επέμβαση και ο οικονομικός έλεγχος των ξένων τραπεζιτών, του Εϋνάρδου, του Ρότσιλντ και άλλων, ή του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου γάλλου Λεμέτρ». Το 1846 με Βασιλικό Διάταγμα δόθηκε το δικαίωμα μιας υπογραφής εκπροσώπησης της ΕΤΕ στους ανταποκριτές εξωτερικού Εϋνάρδο, Ρότσιλντ, Γ. Όδιερ και Σία και Είχτάλ. Το 1868 στο μεταλλικό αποταμίευμα της ΕΤΕ (8.860.000 δρχ) προστέθηκαν και τα υπό των ανταποκριτών του εξωτερικού εις πρώτη ζήτηση οφειλόμενα, ιδίως του Οίκου Ρότσιλντ (1.460.800 δρχ).
Η σπουδαιότητα των δανείων αυτών, πέρα από την περιορισμένη χρησιμότητά τους, έγκειται στη διαπίστωση ότι αποτελούσαν έμπρακτη ένδειξη του ενδιαφέροντος που άρχισαν να δείχνουν οι Ευρωπαίοι κεφαλαιοκράτες για το ελληνικό ζήτημα. Η μεταστροφή αυτή που σχετίζεται με τα προσδοκώμενα γι’ αυτούς σημαντικά οφέλη, εξαιτίας της καίριας γεωπολιτικής θέσης του ελληνικού χώρου, είχε συνέχεια στη δημιουργία του ελληνικού κράτους και στην στενή παρακολούθηση της πορείας του μέχρι τα νεότατα χρόνια, αρχικά υπό βρετανικό και αργότερα υπό αμερικανικό έλεγχο. Δανειοδοτούμενο υπό ληστρικές συνθήκες το Έθνος περιήλθε σε ασφυκτική μορφή εξάρτησης και οικονομική υποτέλεια.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του οκταετούς, συνολικά, αγώνα των Ελλήνων (1821-1829) διεξάχθηκαν μεταξύ αυτών και των οθωμανικών στρατευμάτων περισσότερες από 1.000 μάχες διαφόρων μεγεθών και σπουδαιότητας. Σε στρατιωτικό επίπεδο την ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων άρχισαν και τελείωσαν δυο αδελφοί, αξιωματικοί του ρωσικού στρατού: Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, που κήρυξε την έναρξή της στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας (περιοχή της σημερινής Ρουμανίας) στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, και ο πρίγκιπας Δημήτριος Υψηλάντης, που έδρασε στον ελλαδικό χώρο από το 1821, δίνοντας την τελευταία και νικηφόρα μάχη εναντίον των Τούρκων, στην Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829.
Οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος σχετίζονται με τη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774, με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεσμεύτηκε για την προστασία όλων των χριστιανικών πληθυσμών της οθωμανικής επικράτειας, καθώς και με την ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού, περί το 1800. Η επανάσταση προετοιμάστηκε από μία συνωμοτική οργάνωση, την Φιλική Εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους και είχε αρχηγό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οι πρωτεργάτες της επαναστατικής ιδέας είχαν επηρεαστεί από το έργο του εθνεγέρτη Ρήγα Φεραίου, ο οποίος οραματίστηκε μια παμβαλκανική εξέγερση όλων των λαών της χερσονήσου για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού υπό ελληνική ηγεμονία και για αυτό τον λόγο επέλεξαν να ξεκινήσουν την επανάσταση από τις παραδουνάβιες αυτόνομες ηγεμονίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου διαβίωναν διάφορες χριστιανικές εθνότητες. Οι Φιλικοί, αποσκοπώντας να ενισχύσουν το φρόνημα του πληθυσμού, άφησαν να διαφαίνεται ότι πίσω από την κινητοποίησή τους κρυβόταν μία χριστιανική υπερδύναμη της εποχής, η τσαρική Ρωσία. Η δημοσιοποίηση της ηθικής υποστήριξης εξανάγκασε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, που συμμετείχε τον καιρό εκείνο στην Ιερά Συμμαχία, αφού πληροφορήθηκε την έκρηξη του κινήματος στη Μολδοβλαχία υπό την ηγεσία του Υψηλάντη, να αποδοκιμάσει δημόσια την ενέργεια του αξιωματικού του και να τον καθαιρέσει. Είχε προηγηθεί ο αφορισμός των επαναστατών από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ε΄.
Την άνοιξη του 1821 οι Φιλικοί δημιούργησαν πολλές επαναστατικές εστίες από τη Μολδοβλαχία μέχρι την Κρήτη, ενώ στα αρχικά τους σχέδια περιλαμβανόταν και εξέγερση του χριστιανικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, όπως και η πυρπόληση μέρους της πόλης, με στόχο τη δολοφονία ακόμη και του ίδιου του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, όταν θα έσπευδε προς το σημείο με την ακολουθία του. Όμως αυτό το σχέδιο δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοσθεί. Οι περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας έσβησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την κινητοποίηση ισχυρότατων τουρκικών στρατευμάτων, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και να κατανικήσουν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους τα δύο επόμενα χρόνια ο Μαχμούτ Β΄.
Οι Έλληνες οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας (που ήταν η πρώτη από τις Μεγάλες Δυνάμεις που αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμο έθνος δια του πρωθυπουργού της Γεωργίου Κάννινγκ τον Απρίλιο του 1827), της Γαλλίας (η οποία απέστειλε στην Πελοπόννησο εκστρατευτικό σώμα υπό το στρατηγό Nicolas Maison) και της Ρωσίας (που δια του Τσάρου πρότεινε το 1824 ένα "Τριπλό Σχέδιο" επίλυσης της ελληνοτουρκικής διένεξης) και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα.
Μετά από μια σειρά διεθνών συνθηκών από το 1827 και εξής, η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου από την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία και την Ρωσία στις 22 Ιανουαρίου 1830 και από την Υψηλή Πύλη στις 27 Μαρτίου του ίδιου έτους. Τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832. Ο "διακανονισμός της Κωνσταντινούπολης" που υπογράφτηκε τον ίδιο χρόνο στο "Καλεντέρ Κιοσκ" της τότε πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν η τελική διπλωματική πράξη για τον ελληνικό αγώνα. Παρά τις μεγάλες ανθρώπινες θυσίες, το κράτος που προέκυψε ήταν περιορισμένο σε στενά όρια και δεν περιλαμβάνονταν σε αυτό σημαντικά εδαφικά τμήματα που κατοικούνταν από ελληνικούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Ως πολίτευμα καθορίσθηκε η μοναρχία, με πρώτο ηγεμόνα τον βαυαρό πρίγκιπα του οίκου των Σαξ-Κοβούργων Λεοπόλδο, ο οποίος, ωστόσο, δεν αποδέχθηκε την ενθρόνισή του, λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μη ικανοποίησης από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις των όρων που έθεσε. Εν συνεχεία, ο Ιωάννης Καποδίστριας έγινε ο πρώτος "Κυβερνήτης" του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος», έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας και από το 1838 η 25η Μαρτίου, επέτειος εορτασμού της έναρξής της επανάστασης, καθιερώθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας.
Η αφετηρία του ελληνικού εθνικού κινήματος χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 18ου και την πρώτη του 19ου αιώνα, όταν, υπό την επίδραση των ιδεολογικών και πολιτικών μηνυμάτων της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, εμφανίστηκε το αίτημα για ίδρυση ανεξάρτητου αλλά και ευνομούμενου, κατά τα σύγχρονα πρότυπα, ελληνικού εθνικού κράτους. Ήταν το πρώτο εθνικό κίνημα που εμφανίστηκε στην ανατολική Ευρώπη και σε μη Χριστιανικό περιβάλλον, εκείνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ισχύς της οποίας την περίοδο αυτή μειωνόταν, καθώς δεν κατάφερνε να συμβαδίσει με τις προόδους άλλων κρατών. Οι σύγχρονοι Έλληνες προβλήθηκαν, αρχικά από έναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων του Διαφωτισμού, ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Σε αυτό συνέτεινε ο θαυμασμός των Δυτικών για την αρχαία Ελλάδα και η εμφάνιση τον καιρό εκείνο, ανάμεσα σε λόγιους και περιηγητές της Δύσης, του πολιτισμικού και λογοτεχνικού κινήματος του Φιλελληνισμού, οι κλασικιστές και ρομαντικοί εκπρόσωποι του οποίου προσδοκούσαν την αναγέννηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με την απελευθέρωση των συγχρόνων Ελλήνων. Οι εκπρόσωποι του ελληνικού εθνικού κινήματος διαχώριζαν τους σύγχρονους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους αλλόθρησκους και αλλόγλωσσους κυριάρχους τους, την εξουσία των οποίων κατήγγελλαν ως αυθαίρετη και παράνομη, και ταυτίζονταν με τους ετερόδοξους Χριστιανούς της Ευρώπης. Αυτή η ταύτιση συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μεριμνούσε για την προστασία της Ορθόδοξης κοινότητας από τις πολιτισμικές και ιδεολογικές αλλαγές που επέφερε ο Διαφωτισμός και την ενότητά της, που έθεταν σε κίνδυνο οι ριζοσπαστικές ιδέες περί αυτοδιάθεσης των λαών. Υπερασπιζόμενη οικουμενικά και θεοκρατικά ιδεώδη, είχε αντιταχθεί στην κοσμική και τοπικά περιορισμένη εθνική ιδεολογία και ακολουθούσε πολιτική νομιμοφροσύνης στην κοσμική εξουσία του Σουλτάνου, την οποία θεωρούσε μέρος του σχεδίου της θείας πρόνοιας για την προστασία των Ορθοδόξων από την αιρετική Δύση.
Ακολουθώντας την τακτική των εθνικών κινημάτων της εποχής, αρχικά ιδρύθηκαν ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς, αλλά και στα ελληνικά εδάφη εταιρείες, συνωμοτικές οργανώσεις, με σκοπούς εθνικούς, κυρίως πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς, τη διάδοση, δηλαδή, της παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες, όπως το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο το 1809 στο Παρίσι και η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών το 1813 και της Βιέννης το 1814. Οι οργανώσεις αυτές αποτέλεσαν τον προθάλαμο για τη δημιουργία φιλελεύθερης πολιτικής οργάνωσης.
Το 1814 τρεις ριζοσπάστες έμποροι μεσαίας οικονομικής εμβέλειας, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ίδρυσαν στην Οδησσό της Ρωσίας τη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική και παράνομη οργάνωση που λειτουργούσε στα πρότυπα των μασονικών στοών και είχε ως στόχο τη συγκέντρωση πόρων και τη δημιουργία δομών για την κήρυξη επανάστασης και την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Σε αντίθεση με πολλές εξεγέρσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, οι οποίες συνδέονταν με πολιτικά σχέδια μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, η επανάσταση που σχεδίαζαν οι Φιλικοί φαινόταν να είναι αυτοδύναμη επανάσταση των Ελλήνων. Το εθνικοαπελευθερωτικό εγχείρημα είχε να αντιμετωπίσει το ότι η Εκκλησία και οι τοπικές ηγετικές ομάδες του ελληνικού κόσμου, οι Φαναριώτες, οι αρματολοί και οι προεστοί, ήταν ενταγμένες στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας, ενώ οι μη εγγράμματες μάζες δεν συμμερίζονταν τις εθνικές ιδέες των διανοούμενων της διασποράς. Τα πρώτα δύο χρόνια από την ίδρυσή της το έργο της Εταιρείας ήταν στάσιμο και λίγα μόνο μέλη προστέθηκαν στην οργάνωση, όπως ο λόγιος Άνθιμος Γαζής, που έγινε μέλος της Αόρατης Αρχής, δεκαμελούς οργάνου που διηύθυνε την οργάνωση.
Μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων, ωστόσο, και την ειρήνευση της Μεσογείου οι ευρωπαϊκοί στόλοι ανέκτησαν τη θέση τους στο εμπόριο και η κρίση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, που είχε ξεκινήσει το 1812, προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Η διακοπή των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων, που είχαν ανθίσει το προηγούμενο διάστημα, επηρέασε τόσο τους Έλληνες των παροικιών όσο και της αυτοκρατορίας, καθώς η κρίση επεκτάθηκε στις οικονομικές δραστηριότητες που ήταν συνδεδεμένες με την εμπορική ναυτιλία, οδηγώντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες σε αδιέξοδο. Σσυσσωρευμένα εφοπλιστικά κεφάλαια παρέμειναν ανενεργά, ενώ ναυτικοί, τεχνίτες και βιοτέχνες έμειναν άνεργοι ή αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εργασία στην αγροτική παραγωγή ως κολίγοι.
Από το 1818, πρώτη χρονιά της μεγάλης κρίσης στην εμπορική ναυτιλία, τα μέλη της Εταιρείας αυξήθηκαν αλματωδώς. Τη χρονιά εκείνη τα μέλη της Αρχής συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ανέθεσαν σε απεσταλμένους τους, τους «Αποστόλους», περιοδείες για τη συλλογή πληροφοριών και τη μύηση νέων μελών. Εκμεταλλευόμενοι μια μακραίωνη παράδοση χρησμολογιών και τη διάδοση των μεσσιανικών αντιλήψεων στις παραδοσιακές ορθόδοξες κοινότητες των ελληνικών χωρών, οι Φιλικοί άφηναν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι διέθεταν τη στήριξη της Ρωσίας· οικειοποιήθηκαν τον μεσσιανικό λόγο και χρησιμοποίησαν εκκοσμικευμένη την έννοια της παλιγγενεσίας. Έτσι, διευκολύνθηκε η ανάπτυξη ενός απελευθερωτικού ήθους ανάμεσα στα παραδοσιακά ορθόδοξα στρώματα, όπως οι προεστοί, οι κλεφταρματολοί, οι κληρικοί και οι χωρικοί, και η υιοθέτηση από μέρους τους του νεωτερικού επαναστατικού προγράμματος, σε συνδυασμό με το κλασικιστικό ιδεολόγημα σύνδεσης των νεότερων με τους αρχαίους Έλληνες. Προσβλέποντας στη ρωσική βοήθεια, ανταποκρίθηκαν θετικά οι προεστοί της Πελοποννήσου και ο μπέης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Η Φιλική Εταιρεία γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία στους κλεφταρματολούς που βρίσκονταν στα Επτάνησα και τη Ρωσία. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα κλέφτες κυνηγημένοι από την Πελοπόννησο, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, και αρματολοί εκδιωγμένοι από τον Αλή Πασά. Μη γνωρίζοντας άλλα επαγγέλματα από αυτά του πολεμιστή και του ποιμένα, είχαν στρατολογηθεί σε ευρωπαϊκούς στρατούς, απασχόληση που, ωστόσο, εξέλιπε με το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων. Την περίοδο αυτή ήλθαν σε επαφή με τους Φιλικούς, που προπαγάνδιζαν επαναστατικές ιδέες, οργανώθηκαν στην Εταιρεία και συνεισέφεραν σημαντικά στην παρασκευή της Επανάστασης, κάποιοι από αυτούς και ως «Απόστολοι».
Τον Σεπτέμβριο του 1818 η ηγεσία της Εταιρείας αποφάσισε να προτείνει στον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της οργάνωσης και στάλθηκε γι' αυτό το λόγο στην Πετρούπολη ο Ξάνθος. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1820, ο Ξάνθος στράφηκε στον Φαναριώτη πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ανώτατο αξιωματικό του Ρωσικού στρατού, που τον Απρίλιο του 1820 δέχτηκε την πρόταση των Φιλικών και με τη συνθηματική ονομασία «Καλός» ανέλαβε «Γενικός Έφορος» (ή «Επίτροπος») της Αρχής.
Μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας ο Υψηλάντης πήρε διετή άδεια και αναχώρησε από την Πετρούπολη αρχικά για τη Μόσχα και έπειτα την Οδησσό, συγκεντρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά από πλούσιους εμπόρους και οργανώνοντας την επικείμενη εξέγερση. Τον Οκτώβριο του 1820 βρέθηκε στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, όπου, μετά από διαβουλεύσεις της Αρχής, καταστρώθηκε το σχέδιο της εξέγερσης, κέντρο της οποίας θα ήταν η Πελοπόννησος. Το «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών πρόβλεπε λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη και πυρπόληση του οθωμανικού στόλου, μετάβαση του Υψηλάντη στη Μάνη και εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, για λόγους αντιπερισπασμού. Υπήρχε ακόμη πρόβλεψη για συμμαχία με Σέρβους και Βουλγάρους. Για την εφαρμογή της απόφασης και την προετοιμασία της καθόδου του Υψηλάντη στάλθηκε στην Πελοπόννησο ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, γνωστός και ως Παπαφλέσσας, υπεύθυνος μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστράτευσε από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς του Μοριά και μειώθηκαν σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου πέρασε στον Μοριά από την Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας όργωσε τον Μοριά μιλώντας για την επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης έκανε συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημέρωσε να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοίμαζαν την επανάσταση σε Ρούμελη, Θεσσαλία και Μακεδονία. Στις 26 Ιανουαρίου έγινε στη Βοστίτσα (Αίγιο) η Συνέλευση της Βοστίτσας, στην οποία συμμετείχαν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί, αρχιερείς και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Ο Παπαφλέσσας και οι καπεταναίοι δήλωσαν έτοιμοι για εξέγερση, οι προεστοί ήταν διστακτικοί και ζήτησαν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφώνησαν όλοι να περιμένουν την άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.
Ενώ στην Πελοπόννησο περίμεναν τον ερχομό του Υψηλάντη, εμφανίστηκαν διαφωνίες μεταξύ των ηγετικών στελεχών της Επανάστασης για το πότε αυτή θα έπρεπε να ξεκινήσει. Ο Υψηλάντης ήταν της άποψης ότι πρέπει να κηρυχθεί η Επανάσταση την άνοιξη του 1821. Οι Γ. Ολύμπιος και Ι. Φαρμάκης με επιστολές τους της 9 Ιανουαρίου 1821 από το Βουκουρέστι προς τον Υψηλάντη, τόνιζαν την ανάγκη της γρήγορης έναρξης. Ο Δικαίος επίσης τόνιζε ότι "... ο καιρός δεν περιμένει την εδικήν σου και την εδικήν μου αργοπορίαν...". Αντίθετα, οι Αθ. Τσακάλωφ, Παν. Αναγνωστόπουλος, ο επίσκοπος Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος και ο Αλ. Μαυροκορδάτος που βρισκόταν στην Πίζα ήταν της άποψης ότι οι προπαρασκευές δεν ήταν επαρκείς και δεν μπορούσε να αρχίσει σύντομα η Επανάσταση. Ο Αναγνωστόπουλος περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1821 πήγε στη Ρουμανία, όπου πρότεινε πεντάμηνη αναβολή της εξέγερσης. Όμως ο Υψηλάντης, επωφελούμενος από την κατάσταση που δημιουργήθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου μετά τον θάνατο του ηγεμόνα Αλέξανδρου Ν. Σούτσου, άρχισε τις προκαταρκτικές επαναστατικές ενέργειες. Εν τω μεταξύ έφτασαν πληροφορίες για την προδοσία του μυστικού από τον φιλικό Ασημάκη Θεοδώρου και δημιουργήθηκαν φόβοι ότι θα ακολουθούσαν βαριά αντίποινα των Τούρκων κατά των Ελλήνων. Ταυτόχρονα, το μυστικό διέρρευσε και στο Ιάσιο, όπου ακόμα και μικρά παιδιά το γνώριζαν. Έτσι αποφασίστηκε η κήρυξη της Επανάστασης χωρίς αναβολή. Τον Φεβρουάριο του 1821, όμως, φόβοι ότι οι οθωμανικές αρχές γνώριζαν τα επαναστατικά σχέδια, υποχρέωσαν τον Υψηλάντη να μη μεταβεί στη Μάνη, αλλά να αλλάξει το αρχικό σχέδιο και να ξεκινήσει ο ίδιος την επανάσταση στη Μολδοβλαχία.
Πρώτη πολεμική πράξη της επανάστασης ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στη Μολδαβία από τον Υψηλάντη στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδός του στο Ιάσιο. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης εξέδωσε την προκήρυξη με τον τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος", το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, με την οποία βεβαίωνε τους Έλληνες ότι "μια κραταιά δύναμις" ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς. Την 1 Μαρτίου άρχισε την πορεία του προς τη Βλαχία, αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο, που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000 άνδρες.
Στα πριγκιπάτα η επανάσταση εξαπλώθηκε με επιτυχία. Οι Ρουμάνοι σύμμαχοι ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον εθνικό τους ηγέτη, συνεργάτη των Φιλικών Τούντορ (Θεόδωρο) Βλαντιμιρέσκου, που είχε κηρύξει επανάσταση ένα μήνα πριν ο Υψηλάντης περάσει τον Προύθο. Στις 21 Μαρτίου ο Βλαντιμιρέσκου με 6.000 πεζούς και 2.500 ιππείς κατέλαβε το Βουκουρέστι μέσα σ' ένα κλίμα γενικού ενθουσιασμού του πληθυσμού και ακολούθησε ο Υψηλάντης που μπήκε στην πόλη με τον στρατό του στις 27 Μαρτίου. Όλα έδειχναν ότι τα δύο κινήματα, θα συνεργάζονταν για την επιτυχία της εξέγερσης, τελικά όμως αυτό δεν έγινε.
Σε διεθνές ευρωπαϊκό επίπεδο η είδηση για εξέγερση στα πριγκιπάτα από τον Υψηλάντη δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και, μετά από μια σειρά διπλωματικών διεργασιών (Αγγλία, Αυστρία) και πιέσεων, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος αποκήρυξε τελικά την εξέγερση και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' της Κωνσταντινούπολης αφόρισε τον Υψηλάντη και κάλεσε τον πληθυσμό να μείνει υπάκουος στο καθεστώς. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν το κίνημα στις ηγεμονίες και από το σημείο αυτό και μετά λανθασμένες επιλογές από το ελληνικό και ρουμανικό στρατόπεδο έφεραν την τελική αποτυχία της εξέγερσης στα πριγκιπάτα.
Πρώτα ήρθε η διάσπαση των επαναστατών και η σύλληψη από τους Έλληνες την νύχτα της 27 Μαΐου του Βλαντιμιρέσκου, για τον οποίο δημιουργήθηκαν υπόνοιες (οι οποίες σήμερα θεωρούνται αβάσιμες) ότι είχε συμμαχήσει μυστικά με τους Τούρκους, και η εκτέλεσή του με τη βοήθεια των αξιωματικών του, Πρόβαν και Δημήτριου Μακεντόνσκι. Οι Οθωμανοί εισήλθαν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο Βουκουρέστι και ο Υψηλάντης, σε απελπιστική θέση υποχώρησε αμαχητί προς τα Καρπάθια. Στις 7 Ιουνίου δόθηκε από τους μαχητές του Ιερού Λόχου η πολυαίμακτη Μάχη στο Δραγατσάνι, όπου έπεσαν νεκροί διακόσιοι νέοι σπουδαστές και σαράντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Οθωμανούς. Ο Υψηλάντης υποχωρώντας έφτασε στα αυστριακά σύνορα, συνελήφθη από τους αυστριακούς και φυλακίστηκε στο φρούριο του Μούνκατς. Λίγο μετά την αποφυλάκισή του επτά χρόνια αργότερα, πέθανε από καρδιακή προσβολή.
Στη Μολδαβία τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Φαρμάκη και του Καρπενησιώτη συνέχισαν τον άνισο αγώνα με τις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Καρπενησιώτης συγκρούστηκε με τους Οθωμανούς στο Γαλάτσι και τον Προύθο με σοβαρές απώλειες. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, μετά από πολλές συγκρούσεις, κατέφυγε με έντεκα μαχητές στη Μονή Σέκου, αντιστάθηκε ηρωικά και στις 23 Οκτωβρίου 1821 έβαλαν φωτιά στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού και τινάχτηκαν στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Ο Φαρμάκης προδόθηκε στους Οθωμανούς από Άγγλους και Αυστριακούς και θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια. Στις αρχές του 1822 το κίνημα στα ρουμανικά πριγκιπάτα είχε κατασταλεί εντελώς. Όμως η απασχόληση στα πριγκιπάτα σοβαρών στρατιωτικών οθωμανικών δυνάμεων βοήθησε να ανάψει και να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην Ελλάδα.
Την 1 Μαρτίου 1821 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Μάνη, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα πλοίο φορτωμένο με όπλα και προκηρύξεις για την εξέγερση. Το πλοίο αυτό κατέπλευσε περί τα μέσα Μαρτίου κρυφά στο Λιμάνι Οιτύλου, από όπου παραλήφθηκε ασφαλώς το φορτίο του. Η είδηση της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία είχε ήδη προηγηθεί. Από το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου όλη η ανατολική Μάνη είχε τεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως μαρτυρείται από σχετικό έγγραφο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1821, αναφερόμενο στα «ορδία» (στρατόπεδα) που είχαν συγκροτηθεί στο Μαραθονήσι (Γύθειο), υπό τους Γρηγοράκηδες. Αυτή είναι η πρώτη επιστράτευση Ελλήνων του κυρίως ελλαδικού χώρου στον Αγώνα του 1821. Κάποιες αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση, όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Μοριά, έδωσαν αφορμή για σφαγές. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι οι Έλληνες που κατέρχονταν στην Ελλάδα από τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη διέδιδαν ως ημέρα έναρξης της επανάστασης την 25 Μαρτίου.
Εκείνη την εποχή η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν. Ὀσοι πήγαν εκτελέστηκαν αργότερα, άλλοι με το ξέσπασμα της επανάστασης, άλλοι λίγες μέρες πριν την Άλωση της Τριπολιτσάς και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές.
Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας ολοκλήρωσε τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης τους ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την μεγάλη έκρηξη. Σύμφωνα με το θρύλο, η επανάσταση ξεκίνησε από την Αγία Λαύρα Καλαβρύτων, όταν στις 25 Μαρτίου 1821 (ημέρα εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που προεπιλέχτηκε από τον Αλ.Υψηλάντη) ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές. Καταγράφηκε ως ιστορικό γεγονός σε μεταγενέστερες μελέτες και σχολικά εγχειρίδια, απεικονίστηκε σε διάσημο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη και απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς συσχέτιζε τη θρησκεία με την επανάσταση και συνέδεε την εθνική με την θρησκευτική ταυτότητα. Φαίνεται ότι ο πυρήνας του θρύλου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, αφού η κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα αναφέρεται σε εξιστορήσεις αγωνιστών του 1821 (Κανέλλος Δεληγιάννης, Ρήγας Παλαμήδης, Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Καλλίνικος Καστόρχης, Βασίλειος Πετιμεζάς) και στην εφημερίδα Times του Λονδίνου της 11-6-1821, ενώ ο Μιχαήλ Οικονόμου σημειώνει ότι η ύψωση της σημαίας του Σταυρού έγινε την 25 Μαρτίου σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου.
Στην έναρξη του αγώνα το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων προερχόταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου,που αποτελούσαν το κυριότερο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης. Ενώ οι λόγιοι πρωτεργάτες του εθνικού κινήματος των Ελλήνων εμπνέονταν από την αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν αρχαΐζουσα μορφή της ελληνικής, την καθαρεύουσα, oι ίδιοι οι εξεγερμένοι μιλούσαν απλή δημοτική της εποχής τους, αλλά είχαν κάποια εξοικείωση με την αρχαιότητα, αφού θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόγονους της εκχριστιανισμένης και εξελληνισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που πολεμούσαν ως Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων. Για τους πολεμιστές η επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Τα γεγονότα της επανάστασης αποδίδονταν στο Θεό, την κήρυξη της και τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων πλαισίωναν θρησκευτικές ακολουθίες και τελετουργίες (δοξολογίες, λειτουργίες, ορκωμοσίες και αγιασμοί) και τα επαναστατικά λάβαρα έφεραν θρησκευτικά σύμβολα, κυρίως το σταυρό. Οι εξεγερμένοι αυτοπροσδιορίζονταν ως "Ρωμιοί", "Γραικοί" ή "Xριστιανοί", αλλά μέσα στους πρώτους μήνες της Επανάστασης γενικεύτηκε ακόμη και ανάμεσα στους μη εγγράμματους η χρήση της ονομασίας «Έλληνες» αποκλειστικά για τους επαναστατημένους. Η ονομασία αυτή υποδήλωνε ανδρεία και μεγαλείο και εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς τους ταύτιζε με τους Έλληνες της λαϊκής φαντασίας. Από την αρχή της Επανάστασης έγινε αντιληπτό ότι ήταν μια Ελληνο-Οθωμανική σύγκρουση με θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα, καθώς κάθε πλευρά προέβαινε σε ακρότητες και αντίποινα, ενός αγώνα που έφερνε αντιμέτωπους Έλληνες υπηκόους εναντίον Τούρκων αφεντάδων, Έλληνες χωρικούς εναντίον Τούρκων γαιοκτημόνων και Έλληνες χριστιανούς εναντίον Τούρκων μουσουλμάνων. Οι αμοιβαίες επιθέσεις των πρώτων μηνών ενέτειναν την θρησκευτική έχθρα και έκαναν την επανάσταση αγώνα για ιερή αντεκδίκηση, όπου η εθνική ταυτότητα βάθαινε τη θρησκευτική διαφορά.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, σε περιοχές όπου οι πρόκριτοι δίσταζαν αρχικά να εξεγερθούν, όπως η Πελοπόννησος, κλέφτες και Φιλικοί πραγματοποίησαν ένοπλες επιθέσεις εναντίον των οθωμανικών αρχών εκβιάζοντας την έναρξη της επανάστασης. Το έναυσμα δόθηκε το δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου σε διαφορετικά σημεία στο Μοριά. Στα Καλάβρυτα, πρώτος ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821 έστησαν ενέδρα και χτύπησαν στην τοποθεσία «Πόρτες» κοντά στο χωριό Αγρίδι τρεις γυφτοχαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ στον Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα, μετά από παρότρυνση του Σωτήρη Χαραλάμπη. Ακολούθησε στις 16 Μαρτίου 1821 η επίθεση του Χονδρογιάννη στην τοποθεσία «Χελωνοσπηλιά» της Λυκούριας, εναντίον του φοροεισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «Σαράφη» Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκε επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή (Βοεβόδα) των Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος εξαιτίας των γεγονότων που προηγήθηκαν ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων. Στις 21 Μαρτίου 1821, 650 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης. Παράλληλα, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη αναγκάζοντας τους Μουσουλμάνους να κλειστούν στο φρούριό της. Το πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε στη Βέρβαινα στις 25 Μαρτίου, από τον Αναγνώστη Κοντάκη με πολεμιστές από τον Άγιο Πέτρο, τα Δολιανά, καμπίσιους Τριπολιτσιώτες, και από τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Π. Βαρβιτσιώτη. Εκεί σταδιακά συγκεντρώθηκαν οπλαρχηγοί και πολεμιστές από διάφορα μέρη και οργανώθηκε και η πρώτη μονάδα εφοδιασμού ("φροντιστήριο").
Στη Μάνη η επανάσταση κινητοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Εκεί εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη. Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο στα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους, που ήταν η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό Διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και τον δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος στις 26 Μαρτίου επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη.
Η Φιλική Εταιρεία είχε μικρή παρουσία στους αρματολούς της κεντρικής Ελλάδας. Η θέση των αρματολών στα εδάφη που έλεγχε ο Αλή Πασάς ήταν αβέβαιη μετά την αναμενόμενη ήττα του από τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, η διάδοση της επαναστατικής δραστηριότητας κινδύνευε να τους στερήσει την εξουσία στις περιοχές τους, αλλά και να τους εκθέσει στις Οθωμανικές αρχές. Έτσι, οι αρματολοί της Στερεάς ξεπέρασαν τις επιφυλάξεις τους και τέθηκαν επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων στα αρματολίκια τους. Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη Μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής.
Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε ως βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία. Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης μάζεψε 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελέγχονται οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.
Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε αξιόλογη επιτυχία, αφού στον έλεγχο των επαναστατών πέρασαν σύντομα οι πόλεις Καλάβρυτα (21 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Πάτρα (25 Μαρτίου), Γαλαξίδι (26 Μαρτίου), Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτσάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτσάς, 30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.
Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά ήταν τα κάστρα στο Ρίο και στο Αντίρριο, της Πάτρας, της Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς, ενώ στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί. Τα περισσότερα κάστρα ήταν κτισμένα στα παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από τον οθωμανικό στόλο, εκτός από το κάστρο της Τρίπολης. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου, εκτός από τους Λαλαίους Αλβανούς, είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωρούνταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.
Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες άτακτων υπό τη διοίκηση ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί. Ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης από τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, η οποία δεν ήταν ασφυκτική, αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το οθωμανικό ιππικό όμως έλεγχε το οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.
Στις αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά, με μικρή καθυστέρηση, που οφειλόταν σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Στις 27 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε κίνημα στην Ύδρα από τον πλοίαρχο Αντώνη Οικονόμου, με σκοπό να πιέσει του πρόκριτους του νησιού, να στηρίξουν την επανάσταση. Οι νοικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγκελαρία. Υπό την πίεση του κινήματος του Οικονόμου, άλλα και λόγω της απόφασης των γειτονικών Σπετσών να συμμετάσχουν στην επανάσταση, οι Υδραίοι πρόκριτοι άλλαξαν στάση και τάχτηκαν υπέρ της επανάστασης, η οποία κηρύχθηκε επισήμως στο νησί στις 15 Απριλίου. Ήδη από τις 3 Απριλίου είχαν ξεσηκωθεί από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα Φθιώτιδας κοντά στα Κεμμένα Βούρλα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι, αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση. Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος από τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά, ενώ αργότερα την ηγεσία της επανάστασης στο νησί ανέλαβε ο Φιλικός Λυκούργος Λογοθέτης.
Η αντιμετώπιση της επανάστασης από την οθωμανική διοίκηση έγινε μέσα στο νομικό πλαίσιο του ισλαμικού νόμου, της σαρίας. Για τους Οθωμανούς, τα γεγονότα συνιστούσαν "κακόπιστη αποστασία": Oι επαναστάτες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία τους με την ισλαμική διοίκηση, χάνοντας έτσι τη θέση τους ως προστατευόμενοι, μη μουσουλμάνοι υπήκοοι του Σουλτάνου, και μεταβάλλονταν σε εχθρούς σε εμπόλεμη κατάσταση. Η είδηση για την Επανάσταση στη Βλαχία έφτασε στην Κων/πολη την 1 Μαρτίου και ήδη είχαν αρχίσει τα πρώτα αντίποινα κατά των Ελλήνων. Η είδηση για την Πελοπόννησο έφτασε στον Βρετανό διπλωμάτη Λόρδο Strangford στην Κωνσταντινούπολη το απόγευμα της 2ας Απριλίου, σταλμένη από τον Βρετανό πρόξενο στην Πάτρα. Αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε την Πύλη. Τότε ο Μέγας Βεζίρης κάλεσε επειγόντως τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε και τον Δραγουμάνο Κ. Μουρούζη, κατηγορώντας τους ότι γνώριζαν για την εξέγερση και συνεργάζονταν με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Πατριάρχης, αφού συνάντησε τον Σουλτάνο, κάλεσε τους ηγέτες και άλλους λαϊκούς Έλληνες για να συζητήσουν για την κατάσταση. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ απαίτησε τον αφορισμό όσων είχαν ξεσηκωθεί και είχαν σκοτώσει αθώους Τούρκους. Ο Πατριάρχης προέτρεψε τους Έλληνες να φύγουν από την Πόλη, λέγοντας ότι ο ίδιος θα παραμείνει. Η επιστολή αφορισμού εμφανίστηκε την Κυριακή των Βαΐων 4 Απριλίου σε όλες τις εκκλησίες της Πόλης, υπογεγραμμένη από τον Πατριάρχη, τον Πολύκαρπο Ιεροσολύμων και 21 άλλους επισκόπους. Αυτό όμως δεν έπεισε τον Σουλτάνο για την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων ηγετών. Την ίδια Κυριακή διέταξε την εκτέλεση του Κων. Μουρούζη. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε) και άλλοι επίσκοποι. Το σώμα του Πατριάρχη, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου. Η εκτέλεση του Πατριάρχη έδωσε το έναυσμα για διωγμούς κατά των Χριστιανών τις επόμενες εβδομάδες. Μουσουλμανικός όχλος περιφερόμενος στους δρόμους μπήκε στις εκκλησίες και τις λεηλάτησε. Περίπου 14 ναοί υπέστησαν βαριές καταστροφές, ενώ εισβολή και καταστροφές έγιναν και στο Πατριαρχείο. Έλληνες καταδιώκονταν και εκτελούνταν στους δρόμους, όπως μαρτυρείται και από περιγραφές ξένων που βρίσκονταν στην Πόλη. Διωγμοί έγιναν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως η Θεσσαλονίκη, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί), η Ρόδος, και η Κύπρος.
Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια, όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διέλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) έμειναν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.
Στις 3 Μαΐου 1821 εκδόθηκε φιρμάνι από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' προς το στρατάρχη της Ρούμελης Αχμέτ Χουρσίτ πασά, τους ιεροδικαστές όλων των «καζάδων» (επαρχιών) και τους προκρίτους των Μουσουλμάνων, που διέταζε γενική σφαγή των επαναστατών, καταστροφή των περιουσιών τους και εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων. Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.
Μία ημέρα πριν τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα είχαν καταλάβει την Υπάτη, αλλά αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκομάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 24 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου, που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας, σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιόνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα.
Στις 6 Απριλίου πέρασε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διέλυσε την πολιορκία της Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά, διέλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουσταφάμπεης άρχισε υποχώρηση, που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία, ο Μουσταφάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη.
Στις αρχές Μαΐου 1821 στρατιωτικό σώμα 350 ανδρών από την Κεφαλλονιά, εξοπλισμένων και με δύο τηλεβόλα που είχε προσφέρει ο Ευαγγελινός Πανάς, αποβιβάστηκε στη Γλαρέντζα με επικεφαλής τον Ανδρέα Μεταξά και βάδισε προς Μανωλάδα. Εκεί ενώθηκε με άλλους οπλαρχηγούς (Βιλαέτη, Σισίνη και Πλαπούτα) και στη συνέχεια εκστράτευσαν εναντίον του Λάλα, που ήταν έδρα περιώνυμων Αλβανών πολεμιστών. Στις μάχες, που διεξάχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή μέχρι και τις 13 Ιουνίου, έλαβε μέρος με πεισμώδες μένος και ο 80ετής οπλαρχηγός της Ηλείας, γνωστός από τη συμμετοχή του στα Ορλοφικά, Κωνσταντίνος Μπαλάσκας (προπάππος του γράφοντος), που σκοτώθηκε στις συγκρούσεις εκείνες, στις οποίες διακρίθηκαν και οι 6 γιοι του (Χριστόδουλος, Ανδρόνικος, Γεώργιος, Παναγιώτης, Ανδρέας και Δημήτριος), οι οποίοι συμμετείχαν σε όλες τις μετέπειτα επιχειρήσεις της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Τελικά οι Λαλαίοι Αλβανοί ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν προς την Πάτρα.
Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα, αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (που έγινε αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων, αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους. Οι πολιορκημένοι της Μονεμβασιάς και του Νεόκαστρου παραδόθηκαν στους επαναστάτες τον Ιούνιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά (Ντροπολιτζά <Υδροπολιτεία). Την άλωση ακολούθησε γενική σφαγή ενόπλων και αμάχων, Μουσουλμάνων και Εβραίων.
Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίεψε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).
Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν, με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα χωριά του Πηλίου της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Κυριάκο και Παναγιώτη Μπασδέκη. Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από τον Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (όπου οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και, όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρινίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς τον Λαύκο, επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, αφού πολλοί κοτζαμπάσηδες ήθελαν να προσκυνήσουν, ενώ οι επαναστάτες με τον Γαζή ήθελαν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι την Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.
Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα την Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Περί τα τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.
Στις 23 Μαρτίου ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς, αφού φόρτωσε σε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά, που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στην Μακεδονία. Πολλοί καλόγεροι ξεσηκώθηκαν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και έγιναν επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί συντονισμένη εξέγερση. Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική, ο Εμμανουήλ Παπάς στα τέλη Μαίου κήρυξε στο Άγιο Όρος την επανάσταση στη Μακεδονία. Οι επαναστάτες κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να απελευθερώσουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καθώς και την περιοχή της Βόλβης. Η οθωμανική απάντηση ήταν άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα επίπεδα πριν το 1821 και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Στρώμνιτσα (με τους Διακόπουλο και Διαμαντή), στη Γευγελή, τις Τίκφες, στη Βόρεια Πίνδο (περιοχή Γρεβενών), το Λαγκαδά, καθώς και στη Θάσο. Οι Θασίτες μάλιστα, με τη βοήθεια Ψαριανών επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν την Καβάλα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.
Στη Θράκη εξεγέρθηκε το Μάρτιο 1821 η Σωζόπολη, το Μάιο η Καλλίπολη και στη συνέχεια η περιοχή Διδυμοτείχου, καθώς και η Σαμοθράκη. Οι εξεγέρσεις στη Θράκη καταστάληκαν εντός του έτους, με την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτικίου και το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης.
Στις 21 Μαΐου στην Κρήτη προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.
Οι αρματολοί της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας αρχικά απέφυγαν να εμπλακούν στην εξέγερση. Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γεώργιος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.
Τον Μάιο πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση, ούτε από τους επώνυμους, αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα άτακτων πέρασε από τα τουρκικά παράλια στο νησί για τη "διατήρηση της τάξης". Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλια ο οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί στον κόλπο της Ερεσσού το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα), το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.
Τον Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε παμπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά, τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Ήταν μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του, η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση. Τον Ιανουάριο του 1822 η Α Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, επισφραγίζοντας τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα. Στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822 πρόεδρος του Εκτελεστικού (1ος πρωθυπουργός της Ελλάδας) ορίστηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον Οκτώβριο του 1823.
Καθοριστικό γεγονός στις αρχές του έτους 1822 ήταν η πτώση του Αλή Πασά, που απελευθέρωσε τουρκικές δυνάμεις για να στραφούν κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο αρχηγός της εκστρατείας Χουρσίτ κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον του Σουλίου για να καταστρέψει μια μόνιμη εστία αντίστασης στην Ήπειρο. Κυρίευσε αρχικά το Σούλι, άλλα οι Σουλιώτες οργάνωσαν νέα άμυνα στις θέσεις Κιάφα και Ναβαρίκο (ή Αβαρίκο). Λίγο αργότερα ο Χουρσίτ κλήθηκε στη Λάρισα κατηγορούμενος από τους κύκλους του Σουλτάνου για οικειοποίηση μέρους της περιουσίας του Αλή Πασά. Παρέμεινε στη θέση του ο Ομέρ Βρυώνης, για να συνεχίσει την πολιορκία των Σουλιωτών. Για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, οι Έλληνες επιχείρησαν αντιπερισπασμό, στέλνοντας στρατό στα νότια της Ηπείρου με αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Παράλληλα ένα στρατιωτικό σώμα με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάστηκε στην περιοχή του Φαναρίου, κοντά στις εκβολές του Αχέροντα, άλλα απέτυχε. Το σώμα του Μαυροκορδάτου, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ένας λόχος φιλελλήνων, μετά από ορισμένες επιτυχίες στο Κομπότι, ηττήθηκε στη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Τα υπολείμματα του στρατού κατέφυγαν στο Μεσολόγγι. Λίγο μετά έπεσε και το Σούλι και οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη συναντήθηκαν με αυτές του Κιουταχή προελαύνοντας κατά του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου κατέληξε σε αποτυχία για τις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες αποσύρθηκαν τον Νοέμβριο του 1822.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές του 1822 μέχρι την μάχη του Πέτα οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Τον Ιανουάριο παραδόθηκε η Ακροκόρινθος. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες πολιορκούσαν την Πάτρα, ενώ στην Στερεά συνεχιζόταν η πολιορκία της Αθήνας, η οποία παραδόθηκε στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι Τούρκοι, συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό στη Λαμία με αρχηγό τον Δράμαλη, ο οποίος διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης, εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης, ανάγκασε τον Δράμαλη να οπισθοχωρήσει στην Κόρινθο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση στα Δερβενάκια, που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη. Στη Μάχη των Δερβενακίων η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε και ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο αποτράπηκε. Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο.
Στη θάλασσα ο τουρκικός στόλος κατάφερε να ανεφοδιάσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας που πολιορκούνταν ακόμα από Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 όμως δέχτηκε επίθεση από Έλληνες στον Πατραϊκό κόλπο και οπισθοχώρησε καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο. Ένας νέος στόλος συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη με Ναύαρχο τον Καρά Αλή. Πρώτη του δουλειά ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στη Χίο. Στις 30 Μαρτίου 1822 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Χίο χωρίς ιδιαίτερη παρενόχληση από τον ελληνικό στόλο που είχε αποχωρήσει νοτιότερα και προχώρησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Χιλιάδες κάτοικοι του νησιού (25.000 περίπου) σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η σφαγή της Χίου είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και μετέβαλε τη στάση της υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι της Χίου μέχρι τον Ιούνιο του 1822. Τότε οι Έλληνες επιχείρησαν με πυρπολικά να προκαλέσουν καταστροφές στον τουρκικό στόλο. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στον τουρκικό στόλο. Ο Καρά Αλή βρήκε τον θάνατο και ο τουρκικός στόλος απέπλευσε πίσω στον Ελλήσποντο. Ένα άλλο τμήμα τουρκικού στόλου προσπάθησε να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον δρόμο του τον έκλεινε ο στόλος της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύγκρουση στα ανοιχτά των Σπετσών, οι Τούρκοι υποχώρησαν αδυνατώντας να διασπάσουν την ελληνική άμυνα. Στη συνέχεια ο στόλος κατέπλευσε στην Τένεδο. Την νύχτα, 28 Οκτωβρίου του 1822, ο Κανάρης πυρπόλησε την υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να υποχωρήσουν στα Στενά.
Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια, η Κατράνιτσα, η Χρούπιστα και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, καταστρέφοντας τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό. Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων, το Κιλκίς, το Καρασούλι, το Λαγκαδά και την περιοχή γύρω από τη Νάουσα. Στο μεταξύ, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, εκπροσωπούμενη από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τη Βογδάντσα, στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822.
Αντίθετα στην Κρήτη η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου, σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη, απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στην μάχη του Κρουσώνα. Τον Μάιο του 1822 δημιουργήθηκε προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα «προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης».
Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Έλληνες έστειλαν στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα αντιπροσώπους, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί. Στο συνέδριο της Βερόνας επικράτησαν οι θέσεις του Μέττερνιχ και η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε. Αν και οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν αποστάσεις από την ελληνική επανάσταση, η Αϊτή, μικρό νεοσύστατο κράτος της Καραϊβικής, έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
Στις αρχές του 1823 σημειώθηκε μεταστροφή της Αγγλικής πολιτικής σε σχέση με τους επαναστατημένους Έλληνες, οφειλόμενη στο ενδιαφέρον που άρχισαν να δείχνουν για την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας οι Αγγλο-Εβραίοι χρηματιστές, που καθοδηγούσαν την αγγλική κυβέρνηση. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν τους Έλληνες ως εμπόλεμους και στη συνέχεια αναγνώρισαν τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Η αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας είχε ως συνέπεια την αποδέσμευσή της από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Στην συνδιάσκεψη της τελευταίας στο Τσέρνοβιτς, το φθινόπωρο του 1823, προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη ρήξη μεταξύ των δυνάμεων που την αποτελούσαν.
Την ίδια περίοδο οι Οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να αναλάβουν αξιόλογες επιχειρήσεις για να καταπνίξουν την ελληνική επανάσταση. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα ανοικτά μέτωπα και το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες. Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από εκεί, διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου, οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελληνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη, ο θανάσιμος τραυματισμός του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλασαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό (που τότε λεγόταν Ανατολικό). Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε, ενώ στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη. Η άλλη στρατιά του Μπερκόφτσαλη, αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αθήνα, πραγματοποίησε ορισμένες επιτυχημένες επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Η υποταγή της Βόρειας Εύβοιας απομόνωσε τους Έλληνες στο Τρίκερι της Μαγνησίας, όπου είχαν καταφύγει και τα σώματα των επαναστατών από την περιοχή του Ολύμπου. Ο Αναστάσιος Καρατάσος, αρχηγός των συγκεντρωμένων Ελλήνων στο Τρίκερι, πρότεινε συμφωνία στους Τούρκους για να παραδοθεί, η οποία έγινε δεκτή. Η παράδοση των σωμάτων αυτών είχε ως συνέπεια τον τερματισμό της επανάστασης στη Μαγνησία.
Από το 1823 αναμίχθηκε στην ελληνική υπόθεση, μετά από επίσημη πρόταση της κυβέρνησης, ο Άγγλος φιλόσοφος Ιερεμίας Μπένθαμ, μεταξύ άλλων συγγράφοντας παρατηρήσεις για τη θεσμική και διοικητική οργάνωση του νέου κράτους και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη μετάφραση έργων του στα ελληνικά, αλλά μετά από δύο χρόνια μάταιων προσπαθειών εγκατέλειψε απογοητευμένος.
Τον Απρίλιο του 1823 πραγματοποιήθηκε η Β Εθνοσυνέλευση στο Άστρος, η οποία κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου και τις αντικατέστησε με μία κεντρική διοίκηση που την αποτελούσαν δύο σώματα το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Παράλληλα κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας, που το αντικατέστησε με μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η απόφαση αυτή στόχευε να περιορίσει την εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στα τέλη του χρόνου τα δύο σώματα εξουσίας κατέληξαν να εκφράζουν δύο αντίπαλες πτέρυγες επαναστατών, με αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ τους που οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, στα τέλη του 1823. Στην δεύτερη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση, τον Οκτώβριο του 1823, πρόεδρος του Εκτελεστικού (2ος πρωθυπουργός της Ελλάδας) ορίστηκε ο Πέτρος (Πετρόμπεης) Μαυρομιχάλης, που παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον Δεκέμβριο του 1823, οπότε τον διαδέχτηκε ο Γεώργιος Κουντουριώτης (3ος πρωθυπουργός της Ελλάδας), που διατήρησε τη θέση του μέχρι τον Απρίλιο του 1826 .
Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επανάστασης, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση, ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη, ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη.
Ο Σουλτάνος, διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Αλή. Για να εξασφαλίσει την βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Μετά τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο για να συμπράξει στις επιχειρήσεις με τον Τουρκικό. Στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που διοικούσε ο Χουσεΐν Μπέη, έγινε η Κάσος που υπήρξε σημαντική ναυτική δύναμη με αξιόλογη προσφορά στην επανάσταση. Στα τέλη Μαΐου 1824 οι τουρκοαιγύπτιοι έκαναν απόβαση στο νησί και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή. Ο Τουρκικός στόλος, διοικητής του οποίου ήταν ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς, στράφηκε κατά των Ψαρών, της μίας από τις τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων. Στα τέλη Ιουνίου αποβιβάστηκε στο νησί και, παρά την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων του, ακολούθησε σφαγή αγωνιστών και αμάχων. Η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την επανάσταση. Ενωμένος πλέον ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος (με διοικητή πλέον των Αιγυπτιακών δυνάμεων τον Ιμπραήμ) κατέπλευσε προς τη Σάμο. Μπροστά στον κίνδυνο να επαναληφθεί η τραγωδία στην Κάσο και στα Ψαρά, ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη ανέλαβε δράση. Στα τέλη Αυγούστου 1824 συγκρούστηκε με τους ενωμένους εχθρικούς στόλους μεταξύ Λέρου και του κόλπου του Γέροντα. Στη Ναυμαχία του Γέροντα, όπως έγινε γνωστή, οι Ἐλληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε. Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακιών.
Στην Πελοπόννησο βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηριχτών των δύο κυβερνήσεων. Η μία με αρχηγό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε μεταφέρει την έδρα της στο Κρανίδι, στα νότια της Αργολίδας και υποστηριζόταν από τους νησιώτες, τους στερεοελλαδίτες, τους ετερόχθονες πολιτικούς και ορισμένους πελοποννήσιους προκρίτους όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης. Η άλλη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε μεταφέρει την έδρα της στην Τριπολιτσά και υποστηριζόταν από τον Κολοκοτρώνη και άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Η σύναψη του πρώτου δανείου από αγγλικές τράπεζες έκανε ακόμα εντονότερη την προσπάθεια επικράτησης της μίας ή της άλλης πλευράς, ώστε να περιέλθει στη διαχείρισή της το δάνειο. Τελικά η υπεροχή των δυνάμεων της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ανάγκασε την πλευρά του Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει τον αγώνα ζητώντας συνθηκολόγηση. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, που απέμεινε μοναδική κυβέρνηση των Ελλήνων, προσέφερε αμνηστία στους αντιπάλους της και η πρώτη φάση του εμφυλίου ολοκληρώθηκε. Σύντομα όμως ξέσπασε νέα κρίση. Η συγκρότηση νέου βουλευτικού σώματος, στο οποίο δεν υπήρχε εκπροσώπηση Πελοποννησίων προκρίτων, οδήγησε τους τελευταίους σε συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη και σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι νέες παρατάξεις, οι κυβερνητικοί και οι αντικυβερνητικοί, επιδόθηκαν σε νέο γύρο εχθροπραξιών. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέθεσε στον Ιωάννη Κωλέττη την αντιμετώπιση των αντιπάλων της. Αυτός, κατασπαταλώντας το δάνειο της Ελλάδας, συγκρότησε στρατό από την Στερεά Ελλάδα και κατάφερε να επικρατήσει. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ύδρα.
Οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν σημαντικές επιχειρήσεις στη στεριά κατά τη διάρκεια του 1824. Οργάνωσαν μία επιχείρηση στην ανατολική Στερεά, άλλα ηττήθηκαν στην μάχη της Άμπλιανης από δυνάμεις Ρουμελιωτών και Σουλιωτών.
Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ μετέφερε στρατό από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Αποβίβασε στην περιοχή της Μεθώνης, που βρισκόταν ακόμα σε τουρκικά χέρια, περίπου 11.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς. Οι Έλληνες, απασχολημένοι με τον εμφύλιο, δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα τον Ιμπραήμ επιτρέποντας στις δυνάμεις του να αναπτυχθούν. Η πρώτη αποστολή των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ έφτασε στη Μεσσηνία τον Απρίλιο του 1825. Στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Κρεμμύδι οι Έλληνες ηττήθηκαν. Ακολούθησε νίκη του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία και κατάληψη του Νεόκαστρου (σημερινής Πύλου). Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο, αναγκάστηκε να παραμερίσει τις διαφορές της με την αντίπαλή της πτέρυγα. Με απαίτηση του λαού, αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και του απέδωσε πάλι τον τίτλο του αρχιστράτηγου. Την περίοδο που αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση που κατείχε και ηγήθηκε σώματος που επιχείρησε να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Στη Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε. Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του καταλαμβάνοντας την Τριπολιτσά στα μέσα Ιουνίου του 1825 και το Άργος λίγες μέρες αργότερα. Τότε συγκροτήθηκε ελληνικό σώμα με αρχηγούς τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, το οποίο αντιμετώπισε επιτυχώς τον Ιμπραήμ στους Μύλους της Λέρνας, λίγο νοτιότερα του Άργους, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στην Τριπολιτσά. Προς το τέλος του χρόνου αποφάσισε να ενισχύσει την πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου βρισκόταν καθηλωμένος ο στρατός του Κιουταχή από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Μεταβαίνοντας στο Μεσολόγγι κατέστρεψε τη δυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 1825.
Στη Στερεά επήλθε πλήρης ρήξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1825, έχοντας και τουρκική βοήθεια, συγκρούστηκε στις Λιβανάτες με στρατιωτικό σώμα, διοικητής του οποίου ήταν ο Γκούρας. Ο Ανδρούτσος, που ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε. Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε μετά την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας από Έλληνες, τον Αύγουστο του 1825.
Από τις αρχές του έτους 1826 οι ενωμένες στρατιές του Ιμπραήμ και του Κιουταχή πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου απέρριψαν τις προτάσεις του Ιμπραήμ για παράδοση και επέλεξαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται. Όμως η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούσε την προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1826 οι Έλληνες κατάφερναν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις του Ιμπραήμ, προκαλώντας συνεχείς απώλειες στον στρατό του. Όμως από τον Μάρτιο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάληψη σημαντικών νησίδων της λιμνοθάλασσας από τους Τούρκους και η αποτυχία του Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη στις αρχές Απριλίου, έφερε σε δυσχερέστατη θέση τους αμυνόμενους. Η κατάσταση στην πόλη ήταν πλέον δραματική. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει και τα πολεμοφόδια είχαν λιγοστέψει σημαντικά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για την νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου (10 Απριλίου) προς ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων (11 Απριλίου). Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν. Η ηρωική Έξοδος του Μεσολογγίου συγκλόνισε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλε καθοριστικά, στην αλλαγή στάσης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, υπέρ της Ελλάδας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση Κουντουριώτη που την διαδέχτηκε τον Απρίλιο του 1826 η κυβέρνηση Ανδρέα Ζαΐμη (4ος πρωθυπουργός της Ελλάδας), ο οποίος παρέμεινε πρόεδρος του Εκτελεστικού μέχρι τον Απρίλιο του 1827. Η Γ Εθνοσυνέλευση που είχε ξεκινήσει τις διεργασίες της στην Επίδαυρο διαλύθηκε.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής στράφηκε προς την Αθήνα για να αναλάβει την πολιορκία της πόλης και ο Ιμπραήμ πέρασε ξανά στην Πελοπόννησο. Την παρενόχληση του Κιουταχή ανέλαβε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που με μία σειρά επιχειρήσεων κατέστρεφε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Νοέμβριο του 1826 πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στην Μάχη της Αράχοβας (12 Νοεμβρίου 1826) απέναντι σε τουρκικό σώμα υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο στράφηκε κατά της Μάνης, που συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη και να διαθέτει ακέραιο το στρατιωτικό της δυναμικό καθώς δεν είχε εμπλακεί στον Ελληνικό εμφύλιο, όμως απέτυχε τρεις φορές να υποτάξει τους Μανιάτες, γνωρίζοντας απανωτές ήττες, στον Δυρό, στη Βέργα και στον Πολυάραβο και στη συνέχεια αδράνησε περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο.
Σε διπλωματικό επίπεδο υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, μεταξύ Άγγλων και Ρώσων με το οποίο τα δύο κράτη δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας και δεσμεύτηκαν να μεσολαβήσουν ώστε να τερματιστούν οι συγκρούσεις.
Στις αρχές του 1827 οι Έλληνες αγωνίζονταν να διατηρήσουν την Ακρόπολη της Αθήνας, την οποία πολιορκούσε στενά ο Κιουταχής. Για την σωτηρία της συγκεντρώθηκε ελληνικός στρατός στην Αττική υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Κάρολου Φαβιέρου. Ταυτόχρονα ο Φρανκ Άστιγξ με τον στόλο του εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή από τη θάλασσα. Ο Καραϊσκάκης πέτυχε μεγάλη νίκη στην Μάχη του Κερατσινίου, άλλα στο Φάληρο τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε. Μία μέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες ηττήθηκαν στη Μάχη του Ανάλατου (στην περιοχή από τον Φλοίσβο Φαλήρου μέχρι τον Άγιο Σώστη της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού) και λίγο αργότερα η φρουρά της Ακρόπολης αποφάσισε να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσής της.
Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αττική, άρχισαν οι εργασίες της Γ Εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση δεν ξεκίνησε ομαλά, αφού οι δύο αντίπαλες παρατάξεις εκείνης της περιόδου απεύθυναν κάλεσμα για συγκέντρωση σε διαφορετικό τόπο. Η μία πλευρά συγκεντρώθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας και ξεκίνησε της εργασίες της εθνοσυνέλευσης ενώ η άλλη πλευρά επέλεξε ως τόπο συγκέντρωσης την Αίγινα. Τελικά επήλθε συμβιβασμός μεταξύ τους και η εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα. Η Γ Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας και όρισε μία τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή, που θα τον αντικαθιστούσε μέχρι την άφιξή του. Την ηγεσία του στρατού την ανέθεσε στον Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του στόλου στον Τόμας Κόχραν. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα που υπήρξε περισσότερο φιλελεύθερο από το προηγούμενο. Στην πέμπτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση, τον Απρίλιο του 1827, πρόεδρος του Εκτελεστικού (5ος πρωθυπουργός της Ελλάδας) ορίστηκε ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, που παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι την άφιξη του Ι.Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1828.
Λίγο μετά την πτώση της Αθήνας η κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν δραματική. Οι Έλληνες ήταν περιορισμένοι στη Μάνη, στην ανατολική Πελοπόννησο (Ναύπλιο) και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και απειλούνταν ταυτόχρονα από τον στρατό του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος με εκπροσώπους των δύο πλευρών τον Γρίβα και τον Φωτομάρα. Η μία πλευρά είχε οχυρωθεί στο Παλαμήδι και η άλλη στην Ακροναυπλία και αντάλλασσαν πυρά. Η λύση για τους Έλληνες δόθηκε από μία νέα συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία, τον Ιούλιο του 1827. Με την Ιουλιανή Συμφωνία, όπως είναι γνωστή, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεσμεύονταν να τηρήσουν τη συμφωνία της Πετρούπολης και επιπλέον αποκτούσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και στρατιωτικά εφόσον χρειαστεί. Σύντομα οι στόλοι των τριών δυνάμεων κατέπλευσαν στο Ιόνιο για να επιτηρήσουν τη συμφωνία. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε προθυμία να συμμορφωθεί, με αποτέλεσμα σύντομα να προκληθεί σύγκρουση. Οι αντίπαλοι στόλοι συγκρούστηκαν στο Ναυαρίνο. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε την συντριβή του στόλου του Ιμπραήμ και άνοιξε τον δρόμο για την δημιουργία ελληνικού κράτους.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1828 κατέφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος κυβερνήτης της χώρας από την Γ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Καποδίστριας αναλάμβανε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας, σε μία περίοδο που η επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή και η οικονομία ήταν κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο. Μετά από σύντομη παραμονή στο Ναύπλιο, ακολούθησε μετάβασή του στην Αίγινα, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η Αντικυβερνητική Επιτροπή. Παράλληλα με το υπόλοιπο μεταρρυθμιστικό του έργο προχώρησε άμεσα στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, με σκοπό την επιτυχή συνέχιση της επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε στην Τροιζηνία τα στρατεύματα των άτακτων και έδωσε εντολή στον Δημήτριο Υψηλάντη να οργανώσει τακτικό στρατό. Βασική μονάδα του τακτικού στρατού ορίστηκε η χιλιαρχία. Επίσης προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στόλου. Από τις πρώτες αποστολές που ανέλαβε ο στόλος, υπό την ηγεσία του Μιαούλη και του Κανάρη, ήταν να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο. Κυριότερα κέντρα της πειρατείας στο Αιγαίο ήταν οι Βόρειες Σποράδες, η Θάσος, η Γραμβούσα και το Καστελόριζο. Με τη δράση του ελληνικού και την παράλληλη υποστήριξη του αγγλικού και γαλλικού στόλου, τα ορμητήρια των πειρατών καταστράφηκαν.
Κατά την περίοδο που ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την πάταξη της πειρατείας βρισκόταν σε εξέλιξη η εκστρατεία στη Χίο, η οποία είχε ξεκινήσει λίγο μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου με χρηματοδότηση Χίων εμπόρων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η εκστρατεία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1828, χωρίς να έχει τελικά αίσια κατάληξη. Η εκστρατεία αυτή δεν στηρίχτηκε επαρκώς από την κυβέρνηση Καποδίστρια, καθώς κρίθηκε ασύμφορο να δαπανηθούν σημαντικές δυνάμεις, τη στιγμή που τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων δεν συμπεριλάμβαναν τη Χίο στο νέο ελληνικό κράτος.
Στο Ιόνιο και στον Κορινθιακό κόλπο η μοίρα του ελληνικού στόλου με διοικητή τον Φρανκ Άστιγξ, είχε έντονη δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1827 ο Άστιγξ ενεπλάκη σε ναυμαχία στον κόλπο της Ιτέας και με το πλεονέκτημα που του παρείχε το ατμόπλοιο Καρτερία, το πρώτο ατμόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πολεμικές επιχειρήσεις, βύθισε τουρκική ναυαρχίδα και άλλα εχθρικά πλοία. Τον Νοέμβριο του 1827 άρχισε επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, υποστηρίζοντας τις χερσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποιούσε ο Ρίτσαρντ Τσωρτς. Αφού κατέλαβε τις νησίδες Βασιλάδι και Ντολμά, προχώρησε σε αποκλεισμό του Αιτωλικού, άλλα σε μία απόπειρα προσέγγισης του οικισμού, τον Μάιο του 1828, τραυματίστηκε θανάσιμα.
Ενώ στη θάλασσα υπήρξε έντονη δραστηριότητα στις αρχές του 1828, στη στεριά επικρατούσε στασιμότητα. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να ελέγχει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου. Τον Φεβρουάριο του 1828 πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Τριπολιτσάς, καταστρέφοντας ολοσχερώς την πόλη. Στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1828 αποφασίστηκε να αποσταλεί γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οι Άγγλοι ήρθαν σε συμφωνία με τον Μωχάμετ Άλη στην Αλεξάνδρεια για την αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από την Πελοπόννησο. Η γαλλική εκστρατευτική αποστολή, υπό την αρχηγία του Νικολάου Μαιζόν, αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο στα τέλη Αυγούστου και λίγες ημέρες αργότερα άρχισε η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Οι Γάλλοι στη συνέχεια κατέλαβαν αμαχητί τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, του Νεοκάστρου και της Πάτρας και μόνο στο κάστρο του Ρίου συνάντησαν κάποια αντίσταση που τους στοίχισε 25 άντρες. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δεν απέμενε κανένα κάστρο της Πελοποννήσου στην κυριαρχία των Οθωμανών.
Στη Στερεά Ελλάδα οι κυριότερες επιχειρήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1828. Τις προσπάθειες ανακατάληψης της περιοχής ευνοούσε το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, τον Απρίλιο του 1828. Στις 11 Αυγούστου 1828 οι δυνάμεις, στις οποίες ήταν επικεφαλής ο Κίτσος Τζαβέλας, μεταφέρθηκαν από το Λουτράκι στην παραλία της Σεργούλας, ανατολικότερα της Ναυπάκτου. Από εκεί στράφηκαν προς το Μαλανδρίνο και το Λιδωρίκι, αναγκάζοντας τους Τούρκους της περιοχής να αποσυρθούν στην Λομποτινά. Τα τουρκικά σώματα που στάλθηκαν να τους ενισχύσουν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς στο Μερμηγκάρι, στο Καστέλλι και κυρίως στην Γραμμένη Οξυά και στην Τέρνοβα. Απομονωμένες πλέον οι Οθωμανικές δυνάμεις στην Λομποτινά, αποφάσισαν να διαφύγουν προς τη Ναύπακτο στις 22 Οκτωβρίου. Κατά την έξοδό τους έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες και στην μάχη που ξέσπασε σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά ο Δημήτριος Υψηλάντης. Κατέλαβε αρχικά την Δόμβραινα, στη συνέχεια το Δίστομο και ακολούθησε η κατάληψη της Αράχοβας. Οι Οθωμανικές δυνάμεις της περιοχής, φοβούμενες μην εγκλωβιστούν, αποχώρησαν με αποτέλεσμα να καταληφθούν εύκολα από τον Δημήτριο Υψηλάντη, η Λιβαδειά, τα στενά της Πέτρας και το κάστρο της Βουδουνίτσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος Υψηλάντης, αφού ενισχύθηκε και με νέες δυνάμεις, κατέλαβε την στρατηγική περιοχή της Άμπλιανης στον δρόμο Γραβιάς-Άμφισσας, η οποία του επέτρεψε την κατάληψη της Άμφισσας στις 17 Νοεμβρίου του 1828. Λίγες ημέρες μετά, στις 23 Νοεμβρίου 1828, οι δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα εισήλθαν στο Καρπενήσι απελευθερώνοντας την πόλη. Στη δυτική Ελλάδα το βάρος των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στην περιοχή του Αμβρακικού. Τον Δεκέμβριο του 1828 σημειώθηκε η πρώτη σημαντική επιτυχία με την κατάληψη της Βόνιτσας (15 Δεκεμβρίου).
Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε την άνοιξη του 1828 με την άφιξη στο νησί του οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Νταλιάνης οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο στην περιοχή των Σφακιών, άλλα στη μάχη που δόθηκε στην περιοχή τον Μάιο, το στρατιωτικό του σώμα ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Κατά την αποχώρησή του το τουρκικό σώμα αντιμετώπισε ενέδρες Σφακιανών που εκμεταλλεύονταν το δύσβατο έδαφος της περιοχής με τα συνεχή φαράγγια, ενώ, κατά τη διέλευσή του από την κοιλάδα του Κόρακα, δέχτηκε επίθεση που του προξένησε μεγάλες απώλειες. Τον Ιούνιο ο Καποδίστριας διόρισε αρμοστή της Κρήτης τον Βαρώνο Ράινεκ. Κυριότερη επιχείρηση των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Σητείας τον Δεκέμβριο του 1828.
Η αναζωπύρωση της επανάστασης και οι επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα πρόσφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια τη διαπραγματευτική δυνατότητα να επιδιώξει στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ευνοϊκότερη συνοριακή γραμμή για το νέο ελληνικό κράτος. Παρά τις ενέργειες του Καποδίστρια, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του Νοεμβρίου 1828 περιόριζε το ελληνικό κράτος μόνο στην Πελοπόννησο και τα κοντινά της νησιά.
Στις αρχές του 1829 τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 6.000 στρατιωτών ξεκίνησε από τη Λαμία με αρχηγό τον Μαχμούτ Πασά και προέλασε προς τη Λιβαδειά. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση ανακατέλαβε την πόλη. Οι Έλληνες όμως οχύρωσαν τα ορεινά περάσματα γύρω της και ο Μαχμούτ, φοβούμενος μην αποκοπούν οι δρόμοι ανεφοδιασμού του, έστειλε ισχυρό στρατιωτικό σώμα να ανοίξει δρόμο προς τον Ευβοϊκό κόλπο. Κατά την πορεία του βρέθηκε αντιμέτωπος στο Μαρτίνο με την 6η χιλιαρχία του ελληνικού στρατού, αρχηγός της οποίας ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Στη μάχη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου, επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες η άφιξη νέων ελληνικών σωμάτων στη Βοιωτία ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις να αποσυρθούν ξανά στη Λαμία.
Στις 23 Ιανουαρίου 1829 ο Καποδίστριας όρισε πληρεξούσιο κυβερνήτη της επαρχίας Στερεάς Ελλάδας τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στο επόμενο διάστημα εντάθηκαν οι επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα για την ανακατάληψη του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αρχικά έπεσε το κάστρο του Αντιρρίου και ακολούθησε η πτώση της Ναυπάκτου. Οι επιτυχίες του ελληνικού στόλου, που είχε εισέλθει στον Αμβρακικό, με την κατάληψη του κάστρου της Βόνιτσας και του Κραβασαρά, απομόνωσαν το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, οι φρουρές των οποίων παραδόθηκαν λίγες ημέρες αργότερα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου το σύνολο σχεδόν της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας βρισκόταν στον έλεγχο των Ελλήνων.
Οι μόνες περιοχές νότια της Λαμίας που παρέμεναν ακόμα στον έλεγχο των Οθωμανών ήταν η Εύβοια και η Αθήνα. Για τον ανεφοδιασμό τους ξεκίνησε από την Λάρισα τον Αύγουστο του 1829 εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον Ασλάνμπεη. Το σώμα του Ασλάνμπεη είχε επιπλέον αποστολή να συγκεντρώσει 3.000 στρατιώτες και να τους μεταφέρει στα ανοικτά μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Επιστρέφοντας η στρατιά του Ασλάνμεη από την Αττική, βρέθηκε αντιμέτωπη στα στενά της Πέτρας με τον ελληνικό στρατό του Υψηλάντη που είχε οχυρώσει το πέρασμα. Στην μάχη που δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Τούρκοι είχαν σημαντικές απώλειες. Επειδή κύρια αποστολή της εκστρατείας των Τούρκων ήταν η μεταφορά στρατιωτών στα μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου και η διέλευση από το πέρασμα χωρίς μεγάλες απώλειες φαινόταν αδύνατη, ο Τούρκος διοικητής πρότεινε στον Υψηλάντη συνθηκολόγηση. Με την συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα νότια της Λαμίας, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καράμπαμπα στη Χαλκίδα. Η Μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη της επανάστασης, καθώς με αυτή ολοκληρώθηκαν οι επιχειρήσεις ανακατάληψης της Στερεάς Ελλάδας.
Στο διπλωματικό επίπεδο ένα νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 10 Μαρτίου του 1829 (παλιό ημερολόγιο) ανέτρεπε το δυσμενές για την ελληνική πλευρά πρωτόκολλο του Νοεμβρίου του 1828. Με το νέο πρωτόκολλο τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους ορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού. Παράλληλα, η Ελλάδα αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλλει σ’ αυτή ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Η νέα συμφωνία εξακολουθούσε να αφήνει ανικανοποίητη την ελληνική πλευρά που στόχευε στην ανεξαρτησία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της απέρριψε αρχικά το πρωτόκολλο, όμως μετά την ήττα της από τη Ρωσία στον μεταξύ τους πόλεμο, υποχρεώθηκε να το δεχτεί, καθώς συμπεριλαμβανόταν στους όρους της Συνθήκης της Αδριανούπολης.
Η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με Πρωτόκολλο το οποίο υπόγραφτηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1830 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, το Άρθρο 1 του οποίου αναφέρει: «Η Ελλάδα καθίσταται ανεξάρτητο κράτος και απολαύει όλων των δικαιωμάτων, πολιτικών, διοικητικών και εμπορικών, τα οποία συνδέονται με πλήρη ανεξαρτησία.» Τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, όπως τα καθόριζε το Πρωτόκολλο, το οποίο έγινε γνωστό ως «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας», ήταν οι ποταμοί Ασπροπόταμος (Αχελώος) στα δυτικά και Σπερχειός στα βόρεια. Η επαναφορά των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού έγινε με μεταγενέστερο πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1832.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του 1832, έξω από τα όρια της ελληνικής επικράτειας παρέμενε η Κρήτη στην οποία η επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια του 1829. Μετά την συμφωνία για ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, στόλος των μεγάλων δυνάμεων επέβαλε την ειρήνευση στο νησί. Πολλοί Κρήτες τότε από επαναστατημένες περιοχές του νησιού κατέφυγαν σε περιοχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αποτελώντας ένα από τα πρώτα μεγάλα κύματα προσφύγων. Έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρέμενε και η Σάμος. Με το πρωτόκολλο όμως του Λονδίνου του 1832, το νησί αποτέλεσε αυτόνομη περιοχή, γνωστή ως Ηγεμονία της Σάμου. Η Σάμος διατήρησε αυτό το καθεστώς για ογδόντα χρόνια, μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα το 1912.
Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ακρογωνιαίο ιστορικό ορόσημο της πορείας του ελληνικού κόσμου, καθώς οδήγησε στην ίδρυση του νεότερου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ενέπνευσε τις επόμενες γενεές των Ελλήνων για διαδοχικές απελευθερωτικές εξορμήσεις και σε καιρούς δοκιμασίας τις εμψύχωσε για υπομονή και αντίσταση. Τον επόμενο αιώνα, καθώς μικρό μόνο τμήμα των ιστορικών ελληνικών χωρών περιλαμβανόταν στο νέο κράτος, η προσπάθεια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, της διεύρυνσης δηλαδή των ελληνικών συνόρων ώστε να περιλάβουν το σύνολο των περιοχών αυτών, αποτέλεσε βασικό άξονα της ελληνικής πολιτικής.
Η κοινή επιδίωξη των υποστηρικτών τόσο της μοναρχίας όσο και αβασίλευτων πολιτευμάτων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η δημιουργία πολιτεύματος "παραστατικού", δηλαδή κοινοβουλευτικού και συνταγματικού, επιτεύχθηκε με την Επανάσταση του 1843, ως αποτέλεσμα της συμμαχίας φιλελεύθερων επικριτών της απόλυτης οθωνικής μοναρχίας και των παραγκωνισμένων προεστών.
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις των ετών 1820-1822 που ευοδώθηκε. Τη δεκαετία του 1820 η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού και προκάλεσε το κίνημα του Φιλελληνισμού, ενώ το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί δώδεκα χρόνια. Παρέσυρε τις κυβερνήσεις Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν θετικά για την τύχη της, να συνεργαστούν και να υπογράψουν Πρωτόκολλα και Συνθήκες για την αίσια έκβασή της, σε αντίθεση με την τότε πολιτική τους. Απετέλεσε, έτσι, ισχυρό πλήγμα για το καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε την αποδοχή της αρχής των αυτόνομων εθνοτήτων. Η επιτυχία της συνέβαλε στην άνοδο του εθνικιστικού ρεύματος στους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς, που ανεξαρτητοποιήθηκαν αργότερα. Η 25η Μαρτίου ορίστηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838 εθνική εορτή, ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης.