Το 1947 συνέβη μια σοβαρή μεταβολή του πολιτικού σκηνικού σε παγκόσμιο επίπεδο, όταν η κυβέρνηση της Μ.Βρετανίας, υπό το βάρος των οικονομικών δυσχερειών που προκάλεσε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, στις 21 Φεβρουαρίου του 1947, ανακοίνωσε ότι αδυνατεί να διατηρήσει την ηγεμονία του Δυτικού Κόσμου, παραδίνοντας τη σκυτάλη στις ΗΠΑ, οι οποίες άφησαν τη συγκρατημένη εξωτερική πολική που τηρούσαν μέχρι τότε και αποφάσισαν να αναλάβουν τα ηνία δυναμικά. Με το δεδομένο ότι η άρχουσα χρηματιστική κεφαλαιοκρατική τάξη της Βρετανίας είχε πλέον γίνει διεθνής, έχοντας εγκατασταθεί και στην Αμερική, όπου είχε επίσης αποκτήσει πλήρη έλεγχο της οικονομικής και πολιτικής ζωής, η μεταβίβαση της εξουσίας έγινε χωρίς κλυδωνισμούς. Σύντομα έγινε αισθητή με το σχέδιο Μάρσαλ, το 1947, για οικονομική βοήθεια της Ευρώπης, που συνεχίστηκε με την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το 1949, και την αδιάκοπη πίεση των Αμερικανών για τη δημιουργία της ΕΟΚ, το 1958, και την παρακολούθηση της επέκτασης και λειτουργίας της ως Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 1993, μέχρι σήμερα.
Για την Ελλάδα, η οποία βρισκόταν την εποχή εκείνη στη μέση του Εμφυλίου Πολέμου, η αλλαγή είχε καθοριστική σημασία, αφού, σταδιακά και αφανώς, οδήγησε στον εξαμερικανισμό του τρόπου ζωής, σε μια σειρά από σοβαρά θέματα, όπως η πολιτική, η πνευματική ζωή και οι τέχνες, αλλά και σε πολλές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, όπως οι αγοραστικές συνήθειες και οι μουσικές προτιμήσεις. Σε αντιστοιχία με τους χαρακτηρισμούς Φραγκοκρατία (1204-1261), Ενετοκρατία (1261-1453) και Τουρκοκρατία (1453-1830), η περίοδος 1830-1947 μπορεί να ονομαστεί Αγγλοκρατία και η περίοδος 1947-2015 Αμερικανοκρατία, που από το 1980 (και ιδιαίτερα από το 2002) εξελίσσεται παράλληλα με την Ευρωκρατία. Η σύντομη επισκόπηση των σχέσεων της Ελλάδας με την Μ.Βρετανία και τις ΗΠΑ, που ακολουθεί, μπορεί στο σημείο αυτό να είναι χρήσιμη.
Οι επίσημες σχέσεις της Ελλάδας με το Ηνωμένο Βασίλειο Μ.Βρετανίας και Ιρλανδίας χρονολογούνται από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830. Η Βρετανία υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τη δεκαετία του 1820, αρχικά οικονομικά με το αγγλικό δάνειο του 1823, και κατόπιν στρατιωτικά με τη ναυμαχία του Ναβαρίνου όπου ένας συνδυασμός γεγονότων έφερε σύγκρουση του αγγλικού, γαλλικού και ρωσικού στόλου κατά του τουρκοαιγυπτιακού, ο οποίος κατευθυνόταν προς την Πελοπόννησο. Οι αποφάσεις της διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης όπου η Ελλάδα ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, επικυρώθηκαν επίσημα στη Συνθήκη του Λονδίνου το 1832.
Το 1850, η Βρετανία απέστειλε δυνάμεις του βρετανικού βασιλικού ναυτικού στην Ελλάδα με αφορμή το συμβάν του Πατσίφικου, για ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας, ώστε να αναγκαστεί να καταβάλει μεγάλη αποζημίωση που εκείνος διεκδικούσε, μετά από επίθεση και ζημιές που υπέστη ο ίδιος από Έλληνες ιδιώτες εξαιτίας των τοκογλυφικών δραστηριοτήτων του. Όταν ο βασιλιάς Όθων της Ελλάδας καθαιρέθηκε από το αξίωμα του το 1862, ο Αλφρέδος, γιός της βασίλισσας Βικτώριας, επιλέχθηκε για να τον αντικαταστήσει, αλλά η βρετανική κυβέρνηση δεν επέτρεψε την εξέλιξη αυτή. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου συμμαχικά στρατεύματα των Αγγλογάλλων αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και ουσιαστικά διατήρησαν την χώρα υπό κατοχή στο διάστημα 1854-1857, με στόχο να αποτραπεί δραστηριότητα του Όθωνα εναντίον των Τούρκων. Η Μεγάλη Βρετανία απέκτησε τον έλεγχο των Ιονίων Νήσων από την Γαλλία του Ναπολέοντα το 1815. Παρέμειναν υπό την βρετανική κυριαρχία μετά την ελληνική ανεξαρτησία, εν μέρει λόγω των επιφυλάξεων του Λονδίνου για τον βασιλιά Όθωνα που ήταν γερμανικής καταγωγής. Με την άνοδο στο θρόνο του Γεωργίου Α το 1862, και τις εκκλήσεις των κατοίκων των Ιονίων Νήσων για ένωση με την Ελλάδα, η Βρετανία παραχώρησε τα νησιά στην Ελλάδα το 1864. Ο πρίγκιπας Φίλιππος, σύζυγος της σημερινής βασίλισσας Ελισάβετ Β´, είναι εγγονός του Γεωργίου Α´.
Κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ο οποίος σκόπευε η Ελλάδα να ενταχθεί στην πλευρά των συμμάχων της Αντάντ όπου βρισκόταν και η Αγγλία, και του βασιλιά Κωνσταντίνου Α´ ο οποίος επιθυμούσε να τηρηθεί ουδετερότητα. Τα αγγλικά στρατεύματα που στάλθηκαν στην Ελλάδα πολέμησαν κυρίως στη Μακεδονία εναντίον των Βουλγάρων, ενώ η Θεσσαλονίκη και η Λήμνος χρησιμοποιήθηκαν ως βάσεις των βρετανικών στρατευμάτων που συμμετείχαν στην εκστρατεία της Καλλίπολης εναντίον των Οθωμανών. Η Ελλάδα μπήκε επίσημα στον πόλεμο το 1917 με την πλευρά της Αντάντ όταν υπερίσχυσε ο Βενιζέλος.
Ύστερα από αγγλική και γαλλική συμφωνία, η 1η μεραρχία του Ελληνικού στρατού αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσει ελληνική διοίκηση και να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Το Νοέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα του ίδιου έτους. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, δεν αναγνώρισαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε να υποστηρίζει την Ελλάδα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, αλλά μόνο σε διπλωματικό επίπεδο.
Κατά το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αγγλία μαζί με τη Γαλλία έγιναν εγγυητές της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από την Ιταλία. Με την έναρξη του πολέμου, το Ηνωμένο Βασίλειο έστειλε αρχικά αεροπορική βοήθεια, και κατόπιν και στρατό ξηράς με 4 μεραρχίες λίγο πριν την επέμβαση της Γερμανίας στην Ελλάδα. Με την επικράτηση των Γερμανών στον ηπειρωτικό χώρο έναντι των ελληνικών και βρετανικών στρατευμάτων, οι δυνάμεις αυτές οπισθοχώρησαν δίνοντας την τελευταία μεγάλη μάχη της Κρήτης. Στα Δεκεμβριανά του 1944 η Μ.Βρετανία υποστήριξε ενεργά με στρατεύματα τις κυβερνητικές δυνάμεις του Βασιλείου της Ελλάδος και συνέχισε την υποστήριξη κατά του Αντάρτικου που οργάνωσε το ΚΚΕ.
Η Αγγλία αρνήθηκε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, μετά το δημοψήφισμα του 1950. Κατά την δεκαετία του 1950 τα αγγλικά στρατεύματα στην Κύπρο διεξήγαγαν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του αντάρτικου της ΕΟΚΑ. Οι Αγγλικές αρχές συγκρότησαν τμήματα χωροφυλακής με συμμετοχή πολλών Τουρκοκυπρίων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εντάσεων μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας. Το 1983 η Ελλάδα διεκδίκησε επίσημα, χωρίς αποτέλεσμα, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που από τις αρχές του 19ου αιώνα αφαιρέθηκαν από την Ακρόπολη από τον Λόρδο Έλγιν, ο οποίος το 1816 τα πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και στεγάζονται μέχρι σήμερα. Η Βρετανία αναγνώρισε επίσημα το όνομα Μακεδονία για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας στις 16 Δεκεμβρίου 1993. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ήταν σύμφωνη για χορήγηση κεφαλαίων στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους την περίοδο 2010-15. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποστήριξε πως θα πρέπει να γίνει αναδιάρθρωση του χρέους σύμφωνα με τα σχέδια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις η στάση της Μ.Βρετανίας έναντι της Ελλάδας υπαγορευόταν από την σταθερή προσήλωση της κυβέρνησής της σε μια πολιτική εξυπηρέτησης των μεγάλων χρηματιστικών κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων της χώρας (που στη συνέχεια έγιναν διεθνείς), στην επιδίωξή τους αρχικά να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στον διεθνή χώρο, κυρίως προς την ανατολή, και στη συνέχεια να διατηρήσουν τη θέση τους, έναντι αναπτυσσόμενων ανταγωνιστών από την πλευρά της ανερχόμενης Γερμανίας και της Ρωσίας, που παραμένει πάγιος αντίπαλός τους μέχρι σήμερα.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να εμφανίζονται στο διεθνή χώρο στις αρχές του 20ου αιώνα, επί προεδρίας Θεόδωρου Ρούσβελτ, ενώ η συμμετοχή τους στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό τον Γούντροου Ουίλσον, ήταν το πρώτο συγκρατημένο βήμα για την δυναμική ανάμιξη στην πολιτική σκηνή της Ευρώπης, που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά. Στα πλαίσια αυτά, μολονότι η μετανάστευση Ελλήνων στην Αμερική άρχισε από το 1920, η επίσημη συνεργασία των δύο χωρών εμπεδώθηκε το 1947, όταν οι ΗΠΑ κληρονόμησαν από την Μ.Βρετανία την ηγεμονία στον Δυτικό Κόσμο. Η περαιτέρω πολιτική πρακτική των ΗΠΑ είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με την κατεύθυνση της Βρετανικής κυβερνητικής γραμμής, πιστή στην εξυπηρέτηση των μεγάλων (διεθνών πλέον) κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων στα πλαίσια μιας απαρέγκλιτα φιλελεύθερης οικονομίας, της οποίας αποτελεί άμεση συνέχεια. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί και να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε όλες τις εξιστορήσεις που θα ακολουθήσουν ότι:
(α) Η αμερικανική εξωτερική πολιτική σχεδιάζεται από μεθοδικούς αναλυτές, υποστηριζόμενους από ειδικευμένους συμβουλευτικούς φορείς που συνεργάζονται με πανεπιστημιακούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, εφαρμόζεται από συνεπείς επαγγελματίες (από τους πολλούς που εύκολα μπορεί να βρει αυτή η χώρα), με χρήση πολυσχιδών μηχανισμών, που περιλαμβάνουν οργανισμούς, λέσχες, μυστικές υπηρεσίες και διπλωμάτες, και ακολουθεί με σταθερότητα μακροπρόθεσμες αρχές, ανεξάρτητα από το κόμμα και τα πρόσωπα που κυβερνούν τις ΗΠΑ.
(β) Στα πλαίσια αυτά καμία πολιτική πράξη ή εξέλιξη δεν συνέβη στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη), μετά το 1947, χωρίς να έχει προηγηθεί συστηματική και εξονυχιστική μελέτη από τις αμερικανικές υπηρεσίες, που παρακολουθούσαν στη συνέχεια ασφυκτικά την εφαρμογή τους
(γ) Κανένας Έλληνας πολιτικός δεν προωθήθηκε σε στάθμη διεκδίκησης πρωθυπουργικής θέσης, χωρίς να έχει προηγηθεί σχολαστική επιλογή και ανάδειξή του από τις ίδιες υπηρεσίες με έδρα την Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, αλλά και το Υπουργείο Εξωτερικών (State Department - Στέιτ Ντιπάρτμεντ) στην Ουάσινγκτον
(δ) Αντίθετα με ό,τι αφελώς πιστευόταν (και πιστεύεται) από πολλούς, που έστρεφαν τα βέλη εναντίον τους, επίκεντρο των ζυμώσεων αυτών δεν ήταν ούτε ο βασιλιάς, ούτε το παλάτι ούτε οι αυλικοί κύκλοι, οι οποίοι είχαν και αυτοί ρόλο απλού εκτελεστικού οργάνου, υποκείμενοι σε αυστηρό έλεγχο, όπως και ο πολιτικός κόσμος.
Για να καταφανεί η αμερικανική αντίληψη για το είδος των σχέσεων που επιδίωκαν και δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα θα εξεταστούν στις επόμενες παραγράφους, στο σημείο αυτό είναι χρήσιμη μια σύντομη αναφορά στους Αμερικανούς πρεσβευτές στην Ελλάδα, που, ειδικευμένοι στη "διπλωματία του δολαρίου", από το 1947 ήταν οι ουσιαστικοί κυβερνήτες της χώρας. Αξιοσημείωτο είναι ότι, κάθε φορά που συνέβαινε κάποια σοβαρή πολιτική μεταβολή, άλλαζε ταυτόχρονα στην Ελλάδα και ο Αμερικανός πρεσβευτής, για να επιβλέψει την ορθή μεταφορά των οδηγιών στην ελληνική ηγεσία και να επιτηρήσει την εφαρμογή τους.
Πρώτος Αμερικανός πρεσβευτής με τον οποίο εγκαινιάστηκαν οι επίσημες σχέσεις των δύο χωρών ήταν ο Τσαρλς Τάκερμαν (Charles K. Tuckerman, 1868-1871), που διορίστηκε από τον πρόεδρο Άντριου Τζόνσον, όταν στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Ο Λίνκολν Μακ Βι (Lincoln MacVeagh) έπαιξε τον δικό του διακριτικό και ουδέτερο ρόλο κατά τη θητεία του ως πρεσβευτής σε δύο κρίσιμες περιόδους 1933-1941 και 1943-47. Στα χρόνια του ο Πολ Πόρτερ, διάσημος για το χαστούκι που έδωσε στον τότε υπουργό συντονισμού Στ.Στεφανόπουλο, διορίστηκε για να επιβλέψει τη διάθεση των χορηγηθέντων χρημάτων για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, σύμφωνα με το δόγμα Τρούμαν. Το καλοκαίρι του 1948 έφτασε στην Αθήνα ως πρεσβευτής ο ευτραφής Χένρι Γκρέιντι (Henry F. Grady,1948-1950) φορτωμένος με υπεραρμοδιότητες, ωμότητα και αθυροστομία και με κύριο στόχο την εξαφάνιση από το πολιτικό προσκήνιο των αριστερών δυνάμεων. Ανέλαβε προσωπική εκστρατεία σε όλη την Ελλάδα για την προπαρασκευή των εκλογών, περιοδεύοντας διάφορες πόλεις. Έμεινε γνωστός ως ο πρεσβευτής που με μία ανακοίνωση «απέλυσε» τον Σοφοκλή Βενιζέλο από τη θέση του πρωθυπουργού.
Τη σκυτάλη πήρε ο περιώνυμος Τζον Πιουριφόι (John Peurifoy, 1950-1953), το «παιδί-θαύμα» της αμερικανικής διπλωματίας, που σύντομα έγινε σύμβολο για τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί φέρονταν στους εταίρους τους. Ήρθε στην Ελλάδα για να εφαρμόσει τα νέα δεδομένα της αμερικανικής πολιτικής, δηλώνοντας: «Πριν από τον πόλεμο της Κορέας καλή ήταν μια κυβέρνηση της κεντροαριστεράς. Τώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση της κεντροδεξιάς». Μετά την Ελλάδα τοποθετήθηκε στη Γουατεμάλα όπου οργάνωσε το «πραξικόπημα της μπανάνας» ανατρέποντας το αριστερό καθεστώς του Τζιάκομπο Ερμπεντ Γκούζμαν για να εγκαταστήσει τη δικτατορία του συνταγματάρχη Κάρλος Καστίλο Αρμας. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Ταϊλάνδη, όπου στις 12 Αυγούστου 1955 σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα σε ηλικία 55 χρόνων.
Στη συνέχεια ο Κάβεντις Κάνον (Cavendish W. Cannon, 1953–56) ανέλαβε χρέη πρεσβευτή στις 2 Σεπτεμβρίου 1953, λίγο καιρό μετά την εκλογή ως προέδρου των ΗΠΑ του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, και παρέμεινε στη θέση αυτή ως το 1956. Πιο διακριτικός από τον Πιουριφόι και ιδιαίτερα εύστροφος, έβαλε την υπογραφή του δίπλα σε αυτήν του Στ. Στεφανόπουλου στο κείμενο για την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Την ίδια ώρα στο πολιτικό γραφείο ο Παπάγος με τους υπουργούς του υπέγραφαν πράξη του υπουργικού συμβουλίου που επικύρωνε τη συμφωνία (12.10.1953). Το μεγάλο θέμα για τα ελληνικά πράγματα τότε ήταν η Κύπρος, μετά την εκδήλωση της κίνησης για αυτοδιάθεση του νησιού. Τα βίαια επεισόδια εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 ήλθαν να τονώσουν την απαίτηση της ελληνικής πλευράς για συζήτηση του Κυπριακού στον ΟΗΕ. Ο Κάνον πίστευε ότι αυτή έπρεπε να γίνει, το μήνυμα όμως που έφερε από τον Αϊζενχάουερ ήταν απορριπτικό.
Τον Κάνον αντικατέστησε τον Ιούλιο του 1956 και για μικρό διάστημα (ως τον Νοέμβριο του 1957) ο Τζορτζ Αλεν (George V. Allen, 1956-1957) και στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα ο Τζέιμς Ρίντλμπεργκερ (James W. Riddleberger, Δεκέμβριος 1957 - Μάιος 1959), μεγάλος αριστοκράτης που ασκούσε αφ' υψηλού διπλωματία. Η σύζυγός του ήταν πρόεδρος της Time Life Corporation και ο ίδιος είχε πάντα σοβαρό ύφος και δεν ήταν από αυτούς που ήθελαν να «δείχνουν τα δόντια τους». Τα ελληνοτουρκικά ήταν το αντικείμενο ενασχόλησής του κατά τη θητεία του. Το διχοτομικό σχέδιο Μακ Μίλαν για την Κύπρο βρέθηκε στο επίκεντρο, ενώ ο Ρίντλμπεργκερ ανέλαβε να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση ότι «αμερικανική ήταν η έμπνευση να διοριστεί ο γενικός πρόξενος της Τουρκίας στη θέση του ύπατου αρμοστή της Κύπρου για να εκτονωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα». Οι εξελίξεις στο θέμα του Κυπριακού ήταν ταχείες, και οδήγησαν σε συμφωνία στη Ζυρίχη το 1960 κατά τις συνομιλίες Καραμανλή-Μεντερές.
Σε φορτισμένο κλίμα και υπό τον διαφαινόμενο κίνδυνο να ενισχυθεί η δύναμη της Αριστεράς στην Ελλάδα, ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρεσβευτής ο Ελις Μπριγκς (Ellis O. Briggs, 1959-62). Μασούσε διαρκώς ένα μισοσβησμένο πούρο, μιλούσε με χαρακτηριστικά ειρωνικό ύφος στους επιτελείς του, ενώ αγαπημένο του χόμπι ήταν η συγγραφή βιβλίων που πρότειναν δραστικές περικοπές του προσωπικού διπλωματικής υπηρεσίας. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που τον χαρακτήριζε «σκληρό, αυτάρκη, γεμάτο αυτοπεποίθηση πολιτικό και ηγέτη, ο οποίος είναι ειλικρινής μαζί μας και αξίζει την υποστήριξή μας». Ποτέ δεν ανέπτυξε επαφές με τον Γεώργιο Παπανδρέου και αδιαφορούσε στην επισήμανση ότι στο μέλλον μπορεί να γινόταν πρωθυπουργός. Ήταν ασυγκράτητος στις εκφράσεις του και δεν φοβόταν να χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς όπως «η βασίλισσα Φρειδερίκη, γλωσσού», ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος «περισσότερο γιος της μητέρας του παρά του πατέρα του. Ασχολείται με τις υποθέσεις του κράτους με την ίδια αφέλεια με την οποία επιδίδεται στον αθλητισμό».
Με διαφορετικό ύφος έκανε την εμφάνισή του στην αμερικανική πρεσβεία ο Χένρι Λάμπουις (Henry Richardson Labouisse, 1962-1965), τον οποίο διόρισε η κυβέρνηση του Τζον Κένεντι το 1962. Ήταν σεμνός και διακριτικός, απέφευγε τη διατύπωση μονοκόμματων απόψεων και απέκτησε συμπάθειες με την ευαισθησία του απέναντι στις ελληνικές θέσεις. Είχε φιλία με τον Σπύρο Μαρκεζίνη και τον επιχειρηματία Μποδοσάκη, ενώ οι επαφές με τον Γεώργιο Παπανδρέου ήταν συχνές. Αυτό που τον στενοχωρούσε και συχνά τον έφερνε σε δύσκολη θέση ήταν ότι η CIA δεν του έδινε λογαριασμό. Το 1965 μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Στ.Στεφανόπουλου ήρθε στην αμερικανική πρεσβεία ο Φίλιπς Τάλμποτ (Phillips Talbot, 1965-1969), ο οποίος παρέμεινε στη θέση του ως το 1969. Ήταν αυτός που εισηγήθηκε την παρέμβαση της CIA, στην περίπτωση που η Ένωση Κέντρου θα κέρδιζε τις εκλογές του Μαΐου 1967, αλλά η επιτροπή του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ την απέρριψε, όπως γράφει ο Λ. Στερνς στο βιβλίο του «Λάθος άλογο ¬ Η πολιτική του επεκτατισμού και η αποτυχία της αμερικανικής διπλωματίας».
Από το Μαρόκο μετατέθηκε στην Αθήνα ο διάδοχός του στην κορυφή της αμερικανικής πρεσβείας το 1969, Χένρι Τάσκα (Henry J. Tasca, 1969-1974), ο οποίος καταγόταν από το Ρόουντ Άϊλαντ, είχε σπουδάσει στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Λονδίνου και ήταν πλωτάρχης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με φιλοδοξία να ανέλθει στα ανώτατα κλιμάκια του υπουργείου Εξωτερικών. Έκανε το παν για να επιδείξει έργο στους ανωτέρους του και προσπάθησε να ωραιοποιήσει την εικόνα της δικτατορίας των συνταγματαρχών, πεπεισμένος ότι η ακολουθούμενη στην Ελλάδα πολιτική ήταν η καλύτερη δυνατή. Ο Τάσκα ήλθε σε αντίθεση με τον Κίσινγκερ στο θέμα της ανατροπής του Μακαρίου στην Κύπρο και πρότεινε να παρέμβει ο 6ος Στόλος για να προληφθεί η εισβολή των Τούρκων, καθώς πίστευε ότι η πολιτική Κίσινγκερ θα οδηγούσε σε διάλυση τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Μετά την αποχώρησή του από τη θέση του, το 1974, εξέφρασε την επιθυμία να εκδώσει βιβλίο, όπου θα κατονόμαζε πρόσωπα και πράγματα που παρότρυναν τον Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, αλλά δεν πρόλαβε. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, περίεργο κατά πολλούς, στη Λωζάννη τον Αύγουστο του 1979.
Ο Τάσκα έδωσε τη θέση του σε έναν από τους πιο σκληρούς εκφραστές της αμερικανικής διπλωματίας, τον Τζακ Κιούμπις (Jack B. Kubisch, 1974-1977), που, έφθασε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1974 και αμέσως σχεδόν έδωσε το στίγμα της νοοτροπίας του. Ο Ρόμπερτ Μακλόσκι (Robert J. McCloskey, 1978-1981), ο επόμενος αμερικανός πρεσβευτής, κατέγραψε στο ενεργητικό του μια επιτυχία, όταν του επιτράπηκε να επισκεφθεί το 1980 το αρχηγείο της Α' Στρατιάς στη Λάρισα. Τη σκυτάλη στην αμερικανική πρεσβεία πήρε το 1981 ο Μόντιγκλ Στερνς (Monteagle Stearns, 1981-1985) σε μια περίοδο όπου φλέγον ζήτημα ήταν οι διαπραγματεύσεις για τις βάσεις, και το χρονοδιάγραμμα για την απομάκρυνση τους. Μια μέρα μετά το "όχι" στον 6ο στόλο, ο Α. Παπανδρέου είπε το "ναι" στις βάσεις, με τη συμβολή του Μόντιγκλ Στερνς που γνώριζε τον Ανδρέα Παπανδρέου από την εποχή του '65 και λειτούργησε ως πόλος ισορροπίας. Με τον Ρόμπερτ Κίλι (Robert V. Keeley, 1985-1989), που τον αντικατέστησε, από το 1985 μέχρι το 1989, αμβλύνθηκε στα μάτια του κόσμου η εικόνα της άκομψης εφαρμογής των συμφερόντων της Αμερικής από μέρους διπλωματών της. Ο Ρόμπερτ Κίλι ανάλωσε μεγάλο τμήμα της διπλωματικής καριέρας του στην Ελλάδα, με την οποία είχε σχέσεις από το 1936, σε ηλικία 6 ετών, αφού ο πατέρας του υπήρξε διπλωμάτης καριέρας που υπηρέτησε προπολεμικά στη Θεσσαλονίκη. Ηταν στη διπλωματική υπηρεσία επί 36 χρόνια, από τα οποία τα οκτώ τα πέρασε στην Αθήνα. Μεταξύ 1960 και 1970 υπηρέτησε ως χαμηλόβαθμο στέλεχος στην πρεσβεία. Καταθέτοντας στη Γερουσία στις 26 Ιουλίου 1985 είπε: «Κάναμε πολλά για την Ελλάδα, τη διασώσαμε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και κάναμε πολλά για να ορθοποδήσει. Αλλά αναπόφευκτα αυτό δημιουργεί μια σχέση πελάτη, μια σχέση εξάρτησης και οι Έλληνες θέλουν να απομακρυνθούν από αυτό. Κάνουν πολύ σωστά γιατί είναι μια χώρα πολύ περισσότερο ισχυρή οικονομικά και στρατιωτικά με κάθε έννοια, που μπορεί να φροντίσει την ασφάλειά της».
Πρώτος πρεσβευτής ελληνικής καταγωγής ήταν ο Μάικλ Σωτήρχος (Michael G. Sotirhos 1989-1993), επιχειρηματίας της Νέας Υόρκης, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας, από όπου αποχώρησε για να αναλάβει πρεσβευτής στην Τζαμάικα και μετά στην Αθήνα. Ήταν προσωπικός φίλος του Τζορτζ Μπους (πατέρα), ενώ είχε έντονη δραστηριότητα στην ελληνική ομογένεια ιδίως σε εκκλησιαστικά θέματα ως πρόεδρος του Ενοριακού Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Έκανε έντονη την παρουσία του με επισκέψεις σε εκθέσεις ζωγραφικής, σε δήμους και σε κοινότητες, σε θέατρα αλλά και στο γήπεδο. Αν και η ελληνική καταγωγή του σήμαινε ευαισθησία για τις ελληνικές υποθέσεις, από την άλλη υπήρχε το άγχος να μη φανεί στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι υποστήριζε αναφανδόν την Ελλάδα. Διάδοχός του, επί προέδρου Μπιλ Κλίντον, ήταν ένας διπλωματικός αστέρας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Τόμας Νάιλς (Thomas Niles, 1993-1997), που έφθασε στην Ελλάδα με τον διάσημο σκύλο του. Ήρθε στη χώρα μας σε μια ευαίσθητη περίοδο για το μέλλον των Βαλκανίων, καθώς συνεχίζονταν οι εχθροπραξίες σε όλα τα μέτωπα της Γιουγκοσλαβίας. Είχε μπει στη διπλωματική υπηρεσία το 1962 και υπηρέτησε διαδοχικά στο Βελιγράδι, στο Γραφείο Σοβιετικών Υποθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στη Μόσχα. Το 1989 έγινε πρεσβευτής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, για να έλθει ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα το 1992. Τηρούσε τους τύπους, ήταν πιο επαγγελματίας από άλλους και προσπαθούσε να εκφράζεται προσεκτικά για να μην παρεξηγηθεί. Διάδοχος του Τόμας Νάιλς ήταν ο Νίκολας Μπερνς (Nicholas Burns, 1997-2001), από τους πλέον συμπαθείς και προσεκτικούς στη συμπεριφορά αμερικανούς πρεσβευτές, που εργάστηκε για τη σταθεροποίηση των σχέσεων των δύο χωρών σε όλα τα επίπεδα. Μετά από αυτόν πρεσβευτές των ΗΠΑ επί προέδρου Τζωρτζ Μπους (υιού) ήταν οι Τόμας Μίλλερ (Thomas J. Miller, 2001-2004), Τσαρλς Ράις (Charles P. Ries, 2004-2007), Ντάνιελ Στέπχαρντ (Daniel V. Speckhard, 2007-2010) και επί Μπάρακ Ομπάμα οι Μάικλ Κόζακ (Michael G. Kozak (2010-2011), Ντάνιελ Σμιθ (Daniel Smith, 2011-2013) και Ντέιβιντ Πηρς (David Pearce, 2013- ). Αποτέλεσμα της δράσης τους είναι η σχεδόν ολοκληρωτική εξάλειψη του αντιαμερικανισμού, που είναι πλέον εμφανής σε όλες της εκδηλώσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.
Επί σειρά δεκαετιών η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζε οικονομικά και στρατιωτικά την Ελλάδα, αλλά μετά τον πόλεμο, βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας και αναγκάστηκε να αποσύρει την εμπλοκή της. Τον Φεβρουάριο του 1947, η Βρετανία ζήτησε επισήμως από τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάρουν την θέση της στην υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης. Το 1946-47, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση από πολεμικοί σύμμαχοι μετατράπηκαν σε ανταγωνιστές ενός ψυχρού πολέμου. Εκείνη την περίοδο, ο Σοβιετικός ιμπεριαλισμός στην Ανατολική Ευρώπη, η αναβληθείσα αποχώρηση των Σοβιετικών από το Ιράν, και η κατάρρευση της Συμμαχικής συνεργασίας στην Γερμανία σχημάτισε το υπόβαθρο των κλιμακούμενων εντάσεων. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τρούμαν είχε γίνει καχύποπτος στις διαπραγματεύσεις του με τους Σοβιετικούς στην Διάσκεψη του Πότσνταμ, ενώ η Σοβιετική απροθυμία για αποχώρηση από το Ιράν που ήταν προγραμματισμένη στις αρχές Μαρτίου του 1946, ενίσχυσε τις ανησυχίες του. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, αναφερόμενος στις εξελίξεις στην Ευρώπη, έκανε την περίφημη ομιλία του για το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Για τον Τρούμαν, όλο αυτό μαζί με την αναπτυσσόμενη αναταραχή στην Ελλάδα, άρχισε να φαίνεται ως μια κίνηση λαβίδας κατά των πετρελαιοφόρων περιοχών της Μέσης Ανατολής και των θερμών υδάτων της Μεσογείου. Μετά την προειδοποίηση των Βρετανών πως δεν μπορούσαν πλέον να βοηθήσουν την Ελλάδα, και μετά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Τσαλδάρη στην Ουάσινγκτον τον Δεκέμβριο του 1946 για να ζητήσει αμερικανική βοήθεια, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έφτιαξε ένα σχέδιο. Το Δόγμα Τρούμαν ήταν η πολιτική που διατύπωσε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν στην ομιλία που εκφώνησε στις 12 Μαρτίου 1947, στην περίοδο κορύφωσης της κρίσης του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, δηλώνοντας πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστήριζαν την Ελλάδα και την Τουρκία οικονομικά και στρατιωτικά για να αποτρέψουν την πτώση τους στην Σοβιετική σφαίρα, στα πλαίσια της πολιτικής "Συγκράτησης" ("Containment"), που αποσκοπούσε στην ανάσχεση της Σοβιετικής επέκτασης. Ο Πρόεδρος Τρούμαν ανέφερε στο Κογκρέσο πως το Δόγμα ήταν "η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για να υποστηρίξουν τους ελεύθερους λαούς που αντιστέκονται στην προσπάθεια υποδούλωση τους από ένοπλες μειονότητες ή από εξωτερικές πιέσεις" που εκπροσωπούν "ολοκληρωτικά καθεστώτα" αντιπροσωπεύοντας μια απειλή στην διεθνή ειρήνη και την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Υποστήριξε πως αν η Ελλάδα και η Τουρκία δεν λάμβαναν την βοήθεια που χρειάζονταν επειγόντως, μοιραία θα υποτάσσονταν στον Κομμουνισμό με σοβαρές συνέπειες στην περιοχή. Πρόσθεσε ακόμη ότι, επειδή η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν ιστορικοί αντίπαλοι, ήταν απαραίτητο να βοηθηθούν και οι δύο εξίσου, παρ' όλο που η απειλή στην Ελλάδα ήταν περισσότερο άμεση. Η πολιτική αυτή κέρδισε την υποστήριξη των Ρεπουμπλικάνων που έλεγχαν το Κογκρέσο, και περιλάμβανε την αποστολή $400 εκατομμυρίων σε αμερικανικά λεφτά, αλλά όχι στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Αντίστοιχα η Τουρκία έλαβε $100 εκατομμύρια σε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
Το Δόγμα Τρούμαν ήταν το πρώτο από μια σειρά κινήσεων περιορισμού της ΕΣΣΔ από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακολούθησε η οικονομική παλινόρθωση της Δυτικής Ευρώπης με το Σχέδιο Μάρσαλ και η στρατιωτική συγκράτηση με την δημιουργία του ΝΑΤO το 1949. Το 1950, ο Τρούμαν υπέγραψε το άκρως απόρρητο σχέδιο πολιτικής NSC-68, που καθόριζε την εξωτερική πολιτική από παθητική σε ενεργητική συγκράτηση, με σκληρότερη αντικομμουνιστική ρητορική, δηλώνοντας ρητά πως οι Κομμουνιστές ήθελαν την παγκόσμια κυριαρχία. Το αποτέλεσμα ήταν να τερματιστεί η Κομμουνιστική απειλή, και το 1952 και η Ελλάδα και η Τουρκία εντάχθηκαν στο NATO, για ευρύτερη προστασία της περιοχής. Το Δόγμα Τρούμαν ουσιαστικά εγκαινίασε την αμερικανική ψυχροπολεμική πολιτική στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο πλανήτη, προβάλλοντας την ανησυχία της Ουάσιγκτον για την πολιτική ανασφάλεια σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο αναθερμαίνοντας τις κατά τόπους εθνικές κατασκευαστικές δραστηριότητες με προγράμματα εκμοντερνισμού. Στους επόμενους στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σημειώθηκε μετάβαση στην απευθείας στρατιωτική σύγκρουση με τις κομμουνιστικές δυνάμεις στην Κορέα και το Βιετνάμ.
Με τον όρο Σχέδιο Μάρσαλ εννοείται η οικονομική ενίσχυση κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου, που προέκυψε ως καταστάλαγμα της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο την ανόρθωση των οικονομιών τους, σε σχέση με την ανερχόμενη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) και σε συνδυασμό με την αντίληψη ότι ενδεχόμενη διείσδυση του κομμουνισμού, λόγω οικονομικής αδυναμίας, θα απειλούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Στις 12 Μαρτίου του 1947 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, αγορεύοντας στο Κογκρέσο, δεσμεύθηκε ότι η χώρα του θα παρείχε σημαντική οικονομική ενίσχυση στα κράτη που θα επιθυμούσαν και θα «[…] αντιστέκονταν σε απόπειρες καθυπόταξης από οπλισμένες μειοψηφίες ή από ξένες πιέσεις […]». Η οικονομική βοήθεια που χορηγήθηκε αποσκοπούσε στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, με σημαντικού ύψους δάνεια που επανενεργοποίησαν τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο αγορές τους και ταυτόχρονα, περιόριζε τον κίνδυνο να περιέλθουν οι χώρες αυτές, εξαιτίας ανέχειας, στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Η χορηγία της βοήθειας αυτής δεν έγινε με διμερείς διαδικασίες, αλλά με όρους που τέθηκαν από την Ουάσιγκτον, οι οποίοι περιλάμβαναν τον περιορισμό των κομμουνιστικών απειλών και την έμμεση περιστολή της ανεξαρτησίας των δικαιούχων κρατών, αφού με όπλο την ανακοπή των πιστώσεων η αμερικανική ηγεσία μπορούσε να πιέσει τις κυβερνήσεις σε περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν με τις υποδείξεις της. Τον Ιούλιο του 1947 ιδρύθηκε η «Επιτροπή για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία» (OEEC), που αποσκοπούσε στη διαχείριση του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ το 1949 ακολούθησε η ίδρυση από τους Σοβιετικούς του «Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας» (COMECON). Ο αμερικανικός παρεμβατισμός καθόρισε την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τα επόμενα είκοσι χρόνια, και, παράλληλα έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization ή NATO), που ιδρύθηκε στις 4 Απριλίου του 1949.
Πρώτοι παραλήπτες της βοήθειας που παρείχε το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν οι χώρες που κατά τη γνώμη της Αμερικανικής ηγεσίας κινδύνευαν άμεσα από την εξάπλωση του κομμουνισμού, και κυρίως η Ελλάδα και η Τουρκία. Ήδη την ίδια περίοδο, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα, κομμουνιστές αντάρτες βρίσκονταν σε ένοπλη αντιπαράθεση με την εθνικιστική κυβέρνηση η οποία υποστηριζόταν από τους Βρετανούς που διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στην χώρα. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1947, όμως, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα διέκοπτε κάθε βοήθεια στην Ελλάδα, αδυνατώντας να επωμιστεί το οικονομικό βάρος. Η αμερικανική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα, θεωρώντας ότι αν η Ελλάδα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών, τότε όλη η Μέση Ανατολή και ένα μέρος της Βόρειας Αφρικής θα υπάγονταν στον έλεγχο της Μόσχας. Οι Αμερικανοί αντικατέστησαν τους Βρετανούς και η παρέμβασή τους αυτή κατέληξε στην επικράτηση της εθνικιστικής κυβέρνησης τον Αύγουστο του 1949.
Η οικονομική βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ διαιρέθηκε ανάμεσα στις συμμετέχουσες χώρες, βασισμένη στο "κατά κεφαλήν" εισόδημα. Περισσότερη ενίσχυση δόθηκε στις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις, καθώς επικρατούσε η άποψη ότι η αποκατάστασή τους ήταν στοιχειώδης ανάγκη για τη γενική αναβίωση της Ευρώπης. Περισσότερη "κατά κεφαλήν" βοήθεια δόθηκε στους Συμμάχους του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ λιγότερη δόθηκε σε αυτούς που αποτελούσαν τις Δυνάμεις του Άξονα, ή σε αυτούς που απλώς παρέμειναν ουδέτεροι. Τα κράτη που έλαβαν τη μεγαλύτερη "κατά κεφαλήν" ενίσχυση (Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία, Ελλάδα) είχαν μικρότερη ανάπτυξη στα έτη 1947 και 1955, σε σύγκριση με τα κράτη που έλαβαν μικρότερη ενίσχυση (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία), που αναπτύχθηκαν περισσότερο, εν μέρει επειδή ήταν και τα περισσότερο κατεστραμμένα, και άρα είχαν μεγαλύτερες προοπτικές ταχείας ανάνηψης. Ο επόμενος πίνακας δείχνει την ενίσχυση του σχεδίου Μάρσαλ ανά χώρα και έτος (σε εκατομμύρια δολάρια):
Χώρα 1949 1950 1951 Σύνολο
Αυστρία 232 166 70 488
Βέλγιο 195 222 360 777
Γαλλία 1085 691 520 2296
Γερμανία 510 438 500 1448
Δανία 103 87 195 385
Ελβετία — — 250 250
Ελλάδα 175 156 45 366
Μ.Βρετανία 1316 921 1060 3297
Ιρλανδία 88 45 — 133
Ισλανδία 6 22 15 43
Ιταλία 594 405 205 1204
Νορβηγία 82 90 200 372
Ολλανδία 471 302 355 1128
Πορτογαλία — — 70 70
Σουηδία 39 48 260 347
Τουρκία 28 59 50 137
Η ωραιοποιητική άποψη του σχεδίου Μάρσαλ το θεωρεί ολοκληρωτική επιτυχία της γενναιοδωρίας των Αμερικανών. Η ρεαλιστική άποψη είναι ότι το σχέδιο ήταν σαφής εφαρμογή του αμερικανικού οικονομικού επεκτατισμού, που αποσκοπούσε στην απόκτηση του ελέγχου της Δυτικής Ευρώπης, με τον τρόπο που οι Σοβιετικοί έλεγχαν την Ανατολική και βέβαια ήταν αποτέλεσμα των γεωπολιτικών στόχων των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι λίγα χρόνια αργότερα απέκτησαν πιο συγκεκριμένο σχήμα με την ασφυκτική πίεση για την ίδρυση της ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση), ως οχήματος που θα διευκόλυνε τη διοχέτευση των αμερικανικών οδηγιών στις υπαγόμενες χώρες. .
Με το τέλος της ζοφερής Πολεμικής Περιόδου (1940-1949), στη διάρκεια της οποίας ο ελληνικός κόσμος γνώρισε ολοκληρωτική καταστροφή του έμψυχου και υλικού του πλούτου, οφειλόμενη στον Ιταλογερμανικό Πόλεμο (1940-41), την Ιταλογερμανική και Βουλγαρική Κατοχή (1941-44), και τον αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο (1944-1949), άρχισε για την Ελλάδα μια νέα περίοδος του ιστορικού βίου της, που την έφερε σε ακόμη στενότερη συνάφεια με τον δυτικό κόσμο, ο οποίος βρισκόταν πλέον υπό τον απόλυτο έλεγχο των ΗΠΑ. Οι εξελίξεις μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις ενότητες, που θα εξεταστούν στις επόμενες παραγράφους, ως εξής:
(1) Μετεμφυλιακή Περίοδος (1949-1965) κατά την οποία με αποκαταστημένο το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας αγγλοσαξονικού τύπου, η ανασυγκρότηση του αστικού κράτους σε καθεστώς πολιτικής σταθερότητας, παρά την οξύτατη διαίρεση σε εθνικιστές και κομμουνιστές, ήταν επιτακτική ανάγκη. Ως συνέπεια του καθεστώτος της φιλελεύθερης οικονομίας που επικράτησε, η πολιτική και οικονομική κυριαρχία αναλήφθηκε από την αστικο-αριστοκρατική δεξιά των αστών επιχειρηματιών και επιτηδευματιών (βιομήχανοι, έμποροι, εφοπλιστές, βιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες), που κύριο αίτημα έθεσε την οικονομική αναθέρμανση και την σταθεροποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Μετά την ένταξη των Δωδεκανήσων στην ελληνική επικράτεια, μείζον εθνικό ζήτημα ήταν το Κυπριακό, στο οποίο φάνηκε ότι δόθηκε λύση, υπό αμερικανική καθοδήγηση, αλλά αυτή περιείχε σπέρματα αναταραχής, η οποία εκδηλώθηκε τα επόμενα χρόνια. Στο πολιτισμό επικράτησε ο Νεορεαλισμός, ενώ ως κοινωνικό φαινόμενο άρχισε να αναπτύσσεται η αστυφιλία, που προκάλεσε μαζική μετακίνηση πληθυσμού από την ύπαιθρο προς τις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα και η μετανάστευση, που οδήγησε στη φυγή εργατικού δυναμικού κυρίως στην Γερμανία και την Αυστραλία.
(2) Δικτατορική Περίοδος (1965-1974), κατά την οποία η παραμένουσα από τον Εμφύλιο Πόλεμο πόλωση εθνικισμού και κομμουνισμού, με αμερικανική καθοδήγηση, έφτασε (ή χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να οδηγηθεί η κατάσταση) και πάλι σε σημείο οξύτητας, οδηγώντας σε πολιτειακή ανωμαλία, αρχικά με το Βασιλικό πραξικόπημα του 1965, στη συνέχεια με τη Δικτατορία της 21ης Απριλίου και τέλος με την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Παρά την εκρυθμία του πολιτικού βίου όμως η οικονομική πρόοδος συνεχίστηκε χάρη στην γενικότερη παραγωγική ευρωστία, που εξασφάλισε η ειρηνική περίοδος των 16 προηγούμενων χρόνων, η οποία απειλήθηκε από την ενεργειακή κρίση του 1973, που εκτόξευσε τον πληθωρισμό σε υψηλά ποσοστά της τάξης του 30%. Μέσα σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού, με κεϋνσιανές καταβολές, διαμορφώθηκε σταδιακά μια αρκετά δραστήρια καταναλωτική κοινωνία, στην οποία οι υπάλληλοι και οι εργάτες, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε σημαντικά, άρχισαν να διεκδικούν το μερίδιό τους από τον παραγόμενο πλούτο, οδηγώντας στην διαμόρφωση του Αμφισβητισμού ως κυρίαρχου πολιτιστικού ρεύματος, ενώ και η πολιτικοποίηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα των νέων, ως αντίδραση στον αυταρχισμό της κεντρικής διοίκησης, αναδείχτηκε σε παράγοντα ικανό να σχηματίζει ιδεολογικούς πυρήνες που επηρέασαν αποφασιστικά τις εξελίξεις.
(3) Μεταπολιτευτική Περίοδος (1974-2001), κατά την οποία και πάλι με αμερικανική καθοδήγηση, αποκαταστάθηκε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα αγγλοσαξονικού τύπου με Προεδρευόμενη πλέον πολιτειακή μορφή, και με κύριο στόχο την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση). Η σταθεροποίηση ενός συστήματος κομματικού διπολισμού αμερικανικού τύπου (κατά το πρότυπο Ρεπουμπλικάνοι – Δημοκρατικοί) ήταν βασικός όρος για την ενίσχυση της καταναλωτικής κοινωνίας, μέσα σε αυξανόμενες νεοκαπιταλιστικές και νεοφιλελεύθερες συνθήκες, στις οποίες η ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, ο εμφανής αντιαμερικανισμός, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και η αυξανόμενη διάδοση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας (σε ποικίλες μορφές) ήταν παράγοντες ιδιαίτερα ισχυροί για την εμπέδωση του Θετικισμού ως κυρίαρχου πολιτιστικού ρεύματος.
(4) Ευρωκρατική Περίοδος (2002-2015) κατά την οποία η ανδρωμένη πλέον Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της, με ένα σύνολο από θεσμικά όργανα, που δημιουργήθηκαν κατά το πρότυπο της ομοσπονδιακής λειτουργίας των ΗΠΑ, με κύριο γνώρισμα τη χρήση του ευρώ, ως ενιαίου νομίσματος της Ευρωζώνης, στην οποία εντάχθηκε και η Ελλάδα, με αμφιλεγόμενες συνέπειες. Η θεαματική ελάττωση του αντιαμερικανισμού της προηγούμενης περιόδου, η αύξηση της εισερχόμενης μετανάστευσης (τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη) και η εντυπωσιακή ανάπτυξη του κόσμου της Πληροφορικής, ιδιαίτερα μέσα από το Διαδίκτυο, έθεσαν τις βάσεις για ένα νέο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι στο οποίο η Παγκοσμιοποίηση είναι το κυρίαρχο ιδεολόγημα, το όραμα του οποίου σκιάστηκε από την καταθλιπτική για την Ελλάδα χρηματοπιστωτική Κρίση του 2010-16.
Βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής σκηνής της Μετεμφυλιακής Περιόδου (1949-1965) ήταν η αγωνιώδης προσπάθεια των αμερικανικών υπηρεσιών (στις οποίες ευφημιστικά δόθηκε το όνομα «συμμαχικός παράγων» με κύριο εκπρόσωπο την πρεσβεία στην Αθήνα), απαυδισμένων από τις αλλεπάλληλες αλλαγές βραχύβιων κυβερνήσεων της εμφυλιακής και πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, να εδραιώσουν στην Ελλάδα ένα δικομματικό σύστημα, του τύπου Δημοκράτες – Ρεπουμπλικάνοι, όπως λειτουργεί στις ΗΠΑ. Αρχικά για το σκοπό αυτό επελέγησαν δύο γηραιοί πολιτικοί, που κληροδοτήθηκαν από την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ο Ν.Πλαστήρας και ο Αλ.Παπάγος, καθώς ο Σοφ.Βενιζέλος κρίθηκε ανεπαρκής από τους Αμερικανούς αξιολογητές. Η επιλογή αυτή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας των δύο ανδρών, που νόσησαν σοβαρά στη διάρκεια της θητείας τους. Μετά τον θάνατο του Αλ.Παπάγου, οι Αμερικανοί «ρυθμιστές» αποφάσισαν να δώσουν μακρόπνοη λύση στο πρόβλημα, επιλέγοντας, προβάλλοντας και επιβάλλοντας ένα νέο σε ηλικία, δυναμικό, αποφασιστικό και αποτελεσματικό (κατά την εκτίμησή τους και για τα συμφέροντά τους) πολιτικό, τον Κων.Καραμανλή, ο οποίος με την ΕΡΕ, που ίδρυσε, κάλυψε τον χώρο των Ρεπουμπλικάνων. Για την κάλυψη και του χώρου των Δημοκρατικών, η προσπάθεια που απαιτήθηκε ήταν επαχθέστερη, καθώς τα κεντρώα, μη κομμουνιστικά κόμματα, ήταν πολλά, μικρά, προσωποπαγή και ποικίλλων ιδεολογικών προσανατολισμών, από την κεντροδεξιά μέχρι την κεντροαριστερά. Στη λύση που δόθηκε με τη δημιουργία της Ένωσης Κέντρου, το 1961, βάρυνε αποφασιστικά η μεσολαβητική παρέμβαση του Σοφ.Βενιζέλου και του Ανδρέα Παπανδρέου, που ήρθε στην Ελλάδα το 1960, μετά από πρόσκληση του Κων.Καραμανλή, με κύρια αποστολή να επιταχύνει τη λύση, επιτυγχάνοντας την επιβολή του πατέρα του Γεώργιου Παπανδρέου ως αρχηγού του νέου κόμματος. Η μη αποδοχή του σχεδίου Άτσεσον για διχοτόμηση της Κύπρου, εκ μέρους του Γ.Παπανδρέου ήταν στη συνέχεια πρωταρχική αιτία για την αποπομπή του με το Βασιλικό Πραξικόπημα των Ιουλιανών του 1965.
Κύρια πολιτικά πρόσωπα της περιόδου αυτής, των οποίων η δραστηριότητα εξετάζεται στις επόμενες παραγράφους, ήταν οι:
Παύλος Α΄ Βασιλεύς των Ελλήνων (1947-1964)
Σοφοκλής Βενιζέλος 3-4/50,
Νικόλαος Πλαστήρας 4/50-8/50,
Σοφοκλής Βενιζέλος 8/50-11/51,
Νικόλαος Πλαστήρας 11/51-10/52,
Δημήτριος Κιουσόπουλος
Αλέξανδρος Παπάγος 11/52-10/55,
Κωνσταντίνος Καραμανλής 11/55-3/58
Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος
Κωνσταντίνος Καραμανλής 5/58-9/61,
Κωνσταντίνος Δόβας
Κωνσταντίνος Καραμανλής 11/61-7/63,
Παναγιώτης Πιπινέλης 6/63-9/63,
Στυλιανός Μαυρομιχάλης
Γεώργιος Παπανδρέου 11/63-7/65,
Στέφανος Στεφανόπουλος 9/65-12/66,
Ιωάννης Παρασκευόπουλος 12/66-4/67,
Παναγιώτης Κανελλόπουλος 4/67.
Ο Παύλος (Αθήνα, 14 Δεκεμβρίου 1901 - 6 Μαρτίου 1964) ήταν το τέταρτο παιδί των βασιλέων Κωνσταντίνου Α΄ και Σοφίας, βασιλιάς των Ελλήνων την περίοδο 1 Απριλίου 1947 - 6 Μαρτίου 1964. Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 και επέστρεψε μαζί του από την Ελβετία στην Ελλάδα το 1920, αφού προηγουμένως του είχε προσφερθεί το Στέμμα, μετά το θάνατο του αδερφού του, Αλέξανδρου, και εκείνος το είχε αρνηθεί, διακηρύσσοντας ότι ανήκει στον πατέρα του. Υπηρέτησε ως σημαιοφόρος στο καταδρομικό «Έλλη». Το 1923, λίγο πριν την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα, έφυγε για το εξωτερικό μαζί με τον αδελφό του, Γεώργιο Β΄.
α. Διάδοχος του θρόνου (1935-1947)
Το 1935, με την παλινόρθωση της μοναρχίας, ξαναγύρισε στην Ελλάδα, ως διάδοχος του θρόνου. Στις 9 Ιανουαρίου 1938 νυμφεύτηκε στην Αθήνα τη φιλόδοξη και δυναμική πριγκίπισσα του Ανοβέρου Φρειδερίκη, η οποία ήταν δεύτερη εξαδέλφη του. Από το γάμο του απέκτησε 3 παιδιά: Τη Βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας το 1938, στο Παλαιό Ψυχικό, τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ των Ελλήνων το 1940, στο Παλαιό Ψυχικό και την Πριγκίπισσα Ειρήνη της Ελλάδας το 1942, στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρέτησε στο Γενικό Στρατηγείο και μετά τη γερμανική εισβολή ακολούθησε το Βασιλέα Γεώργιο Β΄ στην Κρήτη και μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς, στην Αίγυπτο, για να εγκατασταθεί τελικά, με την οικογένειά του στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής.
β. Η περίοδος της βασιλείας του (1947-1964)
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1946 επανήλθε στην Ελλάδα με τον άτεκνο αδερφό του, και μετά το θάνατό του στις 1 Απριλίου 1947 έγινε Βασιλιάς. Διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς το βασιλικό ζεύγος επιδόθηκε με μια αξιοσημείωτη δραστηριότητα στη σύσταση ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών θεσμών, αυξάνοντας διεθνώς το γόητρο της Δυναστείας. Ελέγχοντας αποτελεσματικά τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας και διατηρώντας επιφυλακτικό ρόλο κατά την περίοδο του ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού, καθώς και καλλιεργώντας άριστες σχέσεις με την Ουάσιγκτον, στηρίζοντας παράλληλα τις αμερικανικές επιλογές για την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε πρωθυπουργό, ο Παύλος εδραίωσε την εξουσία του. Εξαιτίας του ήπιου και μετριοπαθή (ή άβουλου κατ’ άλλους) χαρακτήρα του, σε αντίθεση με την πολυπραγμοσύνη της συζύγου του, πήρε το προσωνύμιο «Παύλος ο Καλός».
Στην αρχή της Βασιλείας του, υπό την επιρροή του βενιζελικού Στρατηγού Βεντήρη, ήταν αντίθετος με την προοπτική να πολιτευθεί ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος. Ήταν υπέρ μιας κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, Βενιζελικών κομμάτων, επειδή αυτός και η σύζυγός του Φρειδερίκη είχαν το φόβο ότι ο Παπάγος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε δικτάτορα τύπου Φρανσίσκο Φράνκο. Τελικά ο Παπάγος εκλέχτηκε Πρωθυπουργός αλλά απεβίωσε το 1955. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1952, ο Βασιλιάς μπορούσε να επιλέξει όποιον ήθελε για Πρωθυπουργό, αρκεί ο τελευταίος να μπορούσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη Βουλή. Έχοντας αυτή τη δυνατότητα, επέλεξε τον τότε Υπουργό Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή ως εντολοδόχο Πρωθυπουργό, μετά τον θάνατο του Παπάγου, και όχι κάποιον από τους αντιπροέδρους της κυβέρνησης και υποψήφιους για την αρχηγία του κόμματός τους, Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο Καραμανλής δεν εκλέχτηκε αρχηγός του κόμματός του, πήρε όμως την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και ίδρυσε νέο κόμμα. Μετά τις εκλογές του 1961, τις οποίες η αντιπολίτευση θεωρούσε εκλογές βίας και νοθείας, και τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, οι σχέσεις του Παλατιού με τον Καραμανλή οξύνθηκαν. Από το 1961 η αντιπολίτευση θεωρούσε μη νόμιμη την Κυβέρνηση Καραμανλή και είχε κηρύξει τον Ανένδοτο Αγώνα. Τελικά, με αφορμή τη διαφωνία για ένα ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο, ο Καραμανλής παραιτήθηκε το 1963. Οι ακριβείς πραγματικοί λόγοι της παραίτησης παραμένουν σκοτεινοί και έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαδόσεων και υποθέσεων, που τη συσχετίζουν με σχεδιασμούς ύποπτης φύσης.
γ. Η επίσκεψη και τα επεισόδια στο Λονδίνο(1963)
Για το περίφημο ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στην Αγγλία, που άρχισε στις 9 Ιουλίου 1963, υπήρχαν πληροφορίες ότι αντιβασιλικοί Έλληνες του εξωτερικού, προσκείμενοι στην Αριστερά, ετοίμαζαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας εναντίον του. Χιλιάδες άνδρες όλων των βρετανικών υπηρεσιών ασφαλείας προσπάθησαν να προστατεύσουν τον Παύλο και τη Φρειδερίκη, με "υποδοχή αστυνομικού κράτους". Στην πλατεία Τραφάλγκαρ σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια. Έγιναν εκτεταμένες συγκρούσεις, καθώς η αστυνομία "κατόπιν σκληρού αγώνος κατώρθωσε να απωθήση τους διαδηλωτάς και να κλείση τας πύλας κάτωθι της Αψίδος του ναυαρχείου, αποκλείουσα ούτω την προσπέλασιν προς τα ανάκτορα. Εις την διάλυσιν των διαδηλωτών συνέβαλε και η έφιππος αστυνομία... Περί το μεσονύκτιον αι οδοί είχον εκκαθαρισθή από το πλήθος. Εν τούτοις εκατοντάδες αστυνομικοί εξηκολούθουν να περιπολούν εις τας οδούς που οδηγούν εις τα ανάκτορα. Ακαθόριστος αριθμός τραυματιών καθημαγμένων, αστυνομικών και πολιτών, μετεφέρθη εις τα νοσοκομεία. Ενώ επλησίαζε το μεσονύκτιον, αι διαδηλώσεις συνεχίζοντο και υπήρχον ενδείξεις ότι είναι δυνατόν να συνεχισθούν καθ' όλην την νύκτα".
Την επομένη σημειώθηκε νέος κύκλος επεισοδίων. Το πρωί συνελήφθη από τη Σκότλαντ Γιαρντ η Μπέτυ Αμπατιέλου, Βρετανίδα σύζυγος του ναυτεργάτη και πολιτικού κρατουμένου Αντώνη Αμπατιέλου, στην αποβάθρα του Ουέστμινστερ, καθώς επιχείρησε να πλησιάσει τρέχοντας τους Έλληνες βασιλείς, που επιβιβάζονταν σε πλοιάριο για να κάνουν βόλτα στον Τάμεση, με σκοπό να διαμαρτυρηθεί για την κράτηση του συζύγου της. Κατά τη διάρκεια της ημέρας δεκάδες διαδηλωτές καταδικάστηκαν από τα βρετανικά δικαστήρια σε μικρά χρηματικά πρόστιμα για τα επεισόδια της προηγουμένης. Το βράδυ υπήρξαν έντονες αποδοκιμασίες στο θέατρο Όλντουιτς, όπου ο Παύλος και η Φρειδερίκη μετέβησαν συνοδεία της βασίλισσας της Αγγλίας για να παρακολουθήσουν παράσταση προς τιμήν τους, ενώπιον κοινού αυστηρά επιλεγμένου, ώστε να αποφευχθούν νέα επεισόδια.
δ. Η ασθένεια και το τέλος (1964)
Ο βασιλιάς Παύλος συνεργάστηκε καλύτερα με τον Γεώργιο Παπανδρέου από το φθινόπωρο του 1963 έως τον Μάρτιο του 1964 που απεβίωσε, επειδή ο Παπανδρέου ήταν πιο διαλλακτικός και ο Παύλος βαριά άρρωστος. Η υγεία του ήταν κλονισμένη, και η κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν η τρίτη και τελευταία, στην ελληνική ιστορία, που ορκίστηκε στη θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας, στο κτήμα Τατοΐου. Όταν στις 18 Φεβρουαρίου του 1964 ο Γ.Παπανδρέου ανέβηκε στα ανάκτορα του Τατοΐου για να λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και να ανακοινώσει στον ανώτατο άρχοντα τον κατάλογο των υπουργών του, ο Παύλος ήταν καταβεβλημένος και με κόπο κατόρθωνε να συγκεντρώσει την προσοχή του σ' αυτά που του έλεγε ο νέος πρωθυπουργός. Η εικόνα που παρουσίασε την ημέρα της ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου ήταν ακόμα χειρότερη, καθώς με μεγάλες προσπάθειες κατόρθωσε να βαδίσει ντυμένος με τη μεγάλη στολή του στρατάρχη τα λίγα μέτρα ως την αίθουσα υποδοχής των ανακτόρων του Τατοΐου, όπου θα γινόταν η ορκωμοσία, ενώ κατά τη διάρκεια της τελετής στηριζόταν σ' ένα έπιπλο για να μην πέσει. Ύστερα, έδωσε το χέρι του στον πρωθυπουργό για να τον συγχαρεί, χαιρέτησε τους υπουργούς με μία κλίση της κεφαλής και έφυγε χωρίς να περιμένει να υπογραφούν τα πρακτικά της ορκωμοσίας λέγοντας, με αδύναμη φωνή, ότι θα βρίσκεται στη διάθεση του Γ.Παπανδρέου οποιαδήποτε στιγμή τον χρειαστεί. Μετά από τρεις ώρες ο Γ.Παπανδρέου ενημερώθηκε από τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, ότι ο πατέρας του έχει καρκίνο στο στομάχι και έπρεπε να χειρουργηθεί. Σε ανακοίνωση της ίδιας ημέρας αναφέρθηκε ότι ο Κωνσταντίνος ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέα.
Με επιθυμία της Φρειδερίκης, η εγχείρηση έγινε το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1964 στο ανάκτορο του Τατοΐου, όπου μία αίθουσα μετατράπηκε σε χειρουργείο, με όλα τα κατάλληλα όργανα και φάρμακα. Τα ιατρικά δελτία εκείνης της ημέρας ανέφεραν ότι η μετεγχειρητική κατάσταση του βασιλιά ήταν "ικανοποιητική". Όταν έγινε φανερό ότι λίγες μέρες ζωής απέμεναν για τον Παύλο, μεταφέρθηκε από την Τήνο η εικόνα της Μεγαλόχαρης, χάρη στην οποία είχε σωθεί ο πατέρας του Παύλου, Κωνσταντίνος, από πνευμονία το 1915. Σ' ένα κρεβάτι μέσα στ' ανάκτορα του Τατοΐου, ο Παύλος πέρασε μέσα σε φοβερούς πόνους τις τελευταίες ώρες του. Κάποια στιγμή, ο Κωνσταντίνος μπήκε μέσα στο δωμάτιο και του είπε: "Όλοι έχουν τη σκέψη τους σε σένα, πατέρα. Οι εκκλησίες είναι γεμάτες κόσμο που προσεύχεται να γίνεις καλά". Όπως έγραψε η Φρειδερίκη στις αναμνήσεις της, ο Παύλος ατένισε για λίγο το γιο του, κι ύστερα ψιθύρισε: "Πες τους ότι τους ευχαριστώ και τους αποχαιρετώ...". Πέθανε το απόγευμα της 6ης Μαρτίου 1964. Για την κηδεία του η εφημερίδα Ελευθερία έγραψε: "Ο βασιλιάς εκηδεύθη χθες από τον Μητροπολιτικόν Ναόν Αθηνών και ενεταφιάσθη εν συνεχεία εις τον χώρον των βασιλικών τάφων του Τατοΐου. Πρωτοφανής συρροή κόσμου πάσης τάξεως, ο οποίος είχε κατακλύσει την περιοχήν την οποίαν θα ηκολούθη η πομπή, βαθεία συγκίνησις και παρουσία πολυαρίθμων αρχηγών ξένων κρατών και προσωπικοτήτων εχαρακτήρισαν την κηδείαν. Η επίσημος πομπή ετερματίσθη εις την λεωφόρον Βασιλίσσης Σοφίας, εις το ύψος του ξενοδοχείου "Χίλτον", όπου ο κιλλίβας τηλεβόλου, ο φέρων την σορόν, συρόμενος μέχρις εκείνης της στιγμής υπό ναυτών, προσεδέθη εις στρατιωτικόν όχημα και ωδηγήθη εις το Τατόι. Κατά τον ενταφιασμόν παρίσταντο τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Ηλ. Τσιριμώκος και ξένοι αρχηγοί κρατών ή εκπρόσωποι αυτών. Επιβλητική υπήρξεν η νεκρώσιμος ακολουθία εις τον ναόν της Μητροπόλεως...".
Το 2014, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από το θάνατό του, προβλήθηκε ντοκιμαντέρ για τη ζωή του βασιλιά Παύλου, με τίτλο Παύλος, ένας ασυνήθιστος βασιλιάς. Στη βασιλική ζωή του ο Παύλος συμμορφώθηκε πάντοτε με τις συμβουλές του περιβάλλοντός του, στο οποίο κυρίαρχη θέση κατείχαν ο «συμμαχικός παράγων», η σύζυγός του και τα πολιτικά στελέχη που περιστοίχιζαν την αυλή, διότι πίστευε στη χρησιμότητά τους. Ήταν ένας πράος άνθρωπος, πατριώτης αφοσιωμένος στις αρχές του και στη θρησκευτική πίστη του, χωρίς πείσματα και εγωισμούς. Σε αντίθεση με τους προγόνους και με τον αδελφό του, που γνώρισε μόνο πικρίες, ευτύχησε, παρά τη ζοφερότητα της εποχής, να διατρέξει όλη την περίοδο της θητείας του, χωρίς επεισόδια ικανά να διαταράξουν τον δημόσιο βίο, ενώ και στην προσωπική ζωή, σε συνδυασμό και με την οικογενειακή θαλπωρή που απόλαυσε, είχε τη χαρά να αισθάνεται ότι τουλάχιστον δεν είχε ποτέ φανατικούς εχθρούς.
ε. Φρειδερίκη (1917-1981, βασ. 1947-1964)
Η Φρειδερίκη (πλήρες όνομα Friederike Luise Thyra Victoria Margarita Sophia Olga Cecilia Isabella Christa, Prinzessin von Hannover Herzogin zu Braunschweig-Lüneburg – Φρειδερίκη Λουίζα Θηρεσία Βικτωρία Μαργαρίτα Σοφία Όλγα Καικιλία Ελισάβετ Χριστίνα, Πριγκίπισσα του Ανοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Δούκισσα στο Μπράουνσβαϊκ-Λούνεμπουργκ), 18 Απριλίου 1917 - 6 Φεβρουαρίου 1981), ήταν η σύζυγος του Βασιλιά Παύλου Α΄ της Ελλάδας. Γεννήθηκε στο Μπλάνκενμπουργκ της Γερμανίας Μέσω του παππού της, αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄, ήταν τρισέγγονη της Βασίλισσας Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Εγγονός της (από την κόρη της Σοφία) είναι ο σημερινός βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος. Το 1936, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου, ο Διάδοχος Παύλος της Ελλάδας, ο οποίος ήταν και θείος της, πρώτος ξάδελφος της μητέρας της, της έκανε πρόταση γάμου. Ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε επίσημα στις 28 Σεπτεμβρίου 1936. Στις 9 Ιανουαρίου 1938 έγινε ο γάμος στην Αθήνα. Ως Διάδοχοι κατοικούσαν στην έπαυλη του Παλαιού Ψυχικού. Απέκτησαν τρία παιδιά (Σοφία, Κωνσταντίνος, Ειρήνη). Τον Απρίλιο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα και η βασιλική οικογένεια έφυγε στην Κρήτη. Μετά τη Μάχη της Κρήτης κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, το ζεύγος, εγκαταστάθηκε τελικά στη Νότια Αφρική. Εκεί η Φρειδερίκη γέννησε το τρίτο παιδί της, την Ειρήνη, ανάδοχος της οποίας ήταν ο αρχηγός της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, στρατηγός Γιαν Σματς. Τον Φεβρουάριο του 1944, το ζεύγος γύρισε πάλι στην Αίγυπτο και τον Σεπτέμβριο του 1946 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, μετά το Δημοψήφισμα του 1946.
Την 1η Απριλίου 1947, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο Παύλος έγινε βασιλιάς και η Φρειδερίκη βασίλισσα, και, ως βασιλικό ζεύγος, πραγματοποίησαν αρκετά ταξίδια στο εξωτερικό, καθώς, στα πλαίσια της προσπάθειας για καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με άλλες χώρες, επισκέφθηκαν την Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, την Δυτική Γερμανία, τον Λίβανο, την Αιθιοπία, την Ινδία, την Μ.Βρετανία και τις ΗΠΑ, όπου συναντήθηκαν με τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ. Το 1953, η Φρειδερίκη πραγματοποίησε κρουαζιέρες στο Αιγαίο, με προσκεκλημένους διεθνείς προσωπικότητες και μέλη βασιλικών οικογενειών, που πήραν μεγάλη δημοσιότητα στο εξωτερικό και πρόβαλαν την Ελλάδα, ως τουριστικό προορισμό. Το 1953 επίσης πορτραίτα της Φρειδερίκης δημοσιεύτηκαν στα αμερικανικά περιοδικά Life και Time, ως αποτέλεσμα της δημοσιότητας που δόθηκε στη διεθνή δραστηριότητά της. Το 1962, η κόρη της, Σοφία, παντρεύτηκε τον Πρίγκιπα Χουάν Κάρλος, αργότερα Βασιλιά της Ισπανίας και έτσι η Φρειδερίκη, απέκτησε απογόνους και στην ισπανική βασιλική οικογένεια. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, Βασιλιά Παύλου Α΄, στις 6 Μαρτίου 1964, η Φρειδερίκη πήρε τον τίτλο της Βασίλισσας Μητέρας (Βασιλομήτωρ). Έφυγε από την Ελλάδα με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, μετά το αποτυχημένο Αντικίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου του 1967, και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία.
Η Φρειδερίκη ήταν μέλος στη χιτλερική νεολαία κορασίδων το 1936, σε μία εποχή που η ένταξη σε τέτοιες οργανώσεις ήταν αναπόφευκτη. Στα χρόνια της Δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, ως Πριγκίπισσα του θρόνου της Ελλάδος, είχε τιμητικά τη θέση της Γενικής Διοικήτριας των κοριτσιών της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πόλεμου, το 1947, η Φρειδερίκη ίδρυσε, ένα δίκτυο 53 ιδρυμάτων στην Ελλάδα, τις λεγόμενες τις "Παιδουπόλεις", όπου φιλοξενήθηκαν από 18.000 έως 30.000 παιδιά με σκοπό, σύμφωνα με την ίδια, να σωθούν "τα παιδιά μας των βορείων επαρχιών από την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους σε εχθρούς της πατρίδας". Η οργάνωση και η διοίκηση των Παιδουπόλεων είχε αναληφθεί από την Επιτροπή Εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος», η οποία το 1955 μετεξελίχθηκε στο Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας («Υπό την υψηλή προστασία των Α.Α. Μ.Μ. των Βασιλέων») και το οποίο το 1970 πήρε το όνομα «Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας». Από την αντίπαλη πλευρά οι παιδουπόλεις επικρίθηκαν ως φορείς ανατροφής παιδιών, σύμφωνα με την ιδεολογία του καθεστώτος που επικράτησε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ενώ δεν έλειψαν και διαδόσεις ότι λειτούργησαν και ως κέντρα για την διάθεση παιδιών για υιοθεσία κυρίως σε αμερικανικές οικογένειες.
Αντικείμενο πολλών συζητήσεων έγινε η ανεπίσημη επίσκεψη της Φρειδερίκης στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1963, όπου η Βρετανίδα σύζυγος του ναυτεργάτη και πολιτικού κρατουμένου Αντώνη Αμπατιέλου ζήτησε μέσω του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη ακρόαση για να υποβάλλει αίτημα απελευθέρωσης του συζύγου της. Η Φρειδερίκη αρνήθηκε την ακρόαση και τότε η Μπέτυ Αμπατιέλου την περίμενε έξω από το ξενοδοχείο της και της επιτέθηκε σχίζοντας το φόρεμά της στον ώμο. Η πιθανολογούμενη δολοφονία του Γρ.Λαμπράκη σε «τροχαίο ατύχημα» λίγους μήνες αργότερα, σχετίστηκε από την Αριστερά με τα γεγονότα του Λονδίνου και αποδόθηκε στη Φρειδερίκη ηθική αυτουργία για το ατύχημα.
Η Φρειδερίκη πέθανε στην Ισπανία, στα ανάκτορα της Θαρθουέλα, στις 7 Φεβρουαρίου 1981, από συγκοπή καρδιάς, που συνέβη κατά τη διάρκεια οφθαλμολογικής εγχείρισης καταρράκτη (οι άσπονδοι εχθροί ομιλούν για κοσμητική εγχείριση ανόρθωσης βλεφαρίδων). Η κηδεία έγινε στην Ελλάδα, στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι, μετά από ειδική άδεια που δόθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη. Στην κηδεία, εκτός από μέλη βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης (οι Βασιλείς της Ισπανίας, η πρώην Βασίλισσα Ιουλιάνα της Ολλανδίας, ο Πρίγκιπας Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου, κ.ά.), προσκλήθηκαν και 200 περίπου Αθηναίοι, που είχαν στενό σύνδεσμο με την Φρειδερίκη, ενώ παρέστησαν και περίπου 4 χιλιάδες λαού, που η χωροφυλακή δεν μπόρεσε να εμποδίσει. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος.
Ο Σοφοκλής Ε. Βενιζέλος (Χανιά, 3 Νοεμβρίου 1894 – Επιβατηγό πλοίο «Ελλάς» εν πλω από τα Χανιά προς Πειραιά, 7 Φεβρουαρίου 1964) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε και πρωθυπουργός της χώρας για τρία μικρά διαστήματα (13 Απριλίου 1944 – 26 Απριλίου 1944, μετά τον Εμμ.Τσουδερό, 23 Μαρτίου 1950 – 15 Απριλίου 1950, μετά τον Ιωάννη Θεοτόκη και 21 Αυγούστου 1950 – 1 Νοεμβρίου 1951, μετά τον Ν.Πλαστήρα. Ήταν δευτερότοκος γιος του Ελευθερίου Βενιζέλου, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.
Έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός για λίγες μέρες στο διάστημα 13 Απριλίου 1944 – 26 Απριλίου 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Σοφοκλής Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα. Στις 30 Αυγούστου του 1945 ανακηρύχθηκε υπαρχηγός των Φιλελευθέρων, με αρχηγό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Τον Φεβρουάριο του 1946, το Κόμμα των Φιλελευθέρων διασπάσθηκε, και ο Σοφοκλής Βενιζέλος ανέλαβε την ηγεσία του Κόμματος των Βενιζελικών Φιλελευθέρων, ενώ στις πρώτες μετακατοχικές εκλογές, ένα μήνα αργότερα, πολιτεύθηκε με τον κόμμα Εθνική Πολιτική Ένωσις (ΕΠΕ), συνυποψήφιος με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Τον Απρίλιο του 1946, ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην ολιγοήμερη κυβέρνηση του Παναγιώτη Πουλίτσα, από την οποία παραιτήθηκε μαζί με τον Παπανδρέου και τον Κανελλόπουλο, επειδή οι τρεις τους διαφώνησαν με την πρόθεση της κυβέρνησης να επισπεύσει το δημοψήφισμα για την επαναφορά της βασιλείας. Το 1947 έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Στρατιωτικών και Προσωρινώς Υγιεινής και Αεροπορίας καθώς και υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου, εντεταλμένος στον συντονισμό των υπουργείων που είχαν σχέση με την ασφάλεια της χώρας και προσωρινά υπουργός Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων και αργότερα υπουργός Ναυτικών στην Κυβέρνηση Δημητρίου Μαξίμου 1947.
Οι Φιλελεύθεροι επανενώθηκαν το 1947 και ο Σοφοκλής Βενιζέλος έγινε εκ νέου υπαρχηγός και κατόπιν αρχηγός του κόμματος (Νοέμβριος 1948). Από τον Αύγουστο του 1950 έως τον Οκτώβριο του 1951, ο Σοφοκλής Βενιζέλος σχημάτισε τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις, αρχικά σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, και κατόπιν σε συνεργασία με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Νικόλαο Πλαστήρα, ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών. Στην κυβέρνηση Ν.Πλαστήρα (1951–1952) μετείχε ως αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών, και αναπλήρωσε τον Πλαστήρα μετά την ασθένειά του (11 Μαρτίου 1952). Κατά την περίοδο αυτή, ο Σοφοκλής Βενιζέλος διαπραγματεύτηκε την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (εισδοχή στις 20 Σεπτεμβρίου 1951, επικύρωση από την Βουλή των Ελλήνων στις 18 Φεβρουαρίου 1952), αποδέχθηκε την συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο της Κορέας μετά από πρόσκληση του ΟΗΕ, και έδωσε το δικαίωμα τού εκλέγειν και εκλέγεσθαι και στις γυναίκες (Νόμος 2159/1952). Μετά την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1952 από τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλ.Παπάγου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος αποσύρθηκε προσωρινά από την πολιτική. Επανήλθε λίγο καιρό αργότερα για να ιδρύσει την Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ένωση (ΦΔΕ), αφού πρώτα διαφώνησε με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις εκλογές του 1956, η ΦΔΕ εξέλεξε 46 βουλευτές, και ο ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος εκλέχθηκε βουλευτής Δωδεκανήσων. Το 1958 εξομάλυνε τις σχέσεις του με τον Γεώργιο Παπανδρέου, για να ιδρύσουν μαζί την Ένωση Κέντρου. Το 1961 οι σχέσεις του με τον Παπανδρέου πέρασαν άλλη μία κρίση και, για ένα σύντομο διάστημα, ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε συνεννοήσεις για συνεργασία με την ΕΡΕ του Καραμανλή. Γρήγορα όμως οι σχέσεις του με τον Παπανδρέου εξομαλύνθηκαν και πάλι. Έτσι, μετά την εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου στις 3 Νοεμβρίου του 1963, ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.
Το απόγευμα της 6ης Φεβρουαρίου του 1964, κι ενώ η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων για τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου όδευε προς την κορύφωση της τελευταίας εβδομάδας, ο Σοφοκλής Βενιζέλος την ώρα που εκφωνούσε πολιτικό λόγο στον λαό των Χανίων αισθάνθηκε μία ελαφρά αδιαθεσία με δύσπνοια που ξεπέρασε με χάπια και νερό. Μετά την ομιλία του επιβιβάστηκε στο επιβατηγό πλοίο Ελλάς με κατεύθυνση τη Σύρο. Στις 21.00 δόθηκε επί του πλοίου γεύμα και, αφού το πλοίο είχε αποπλεύσει, ο Βενιζέλος επιδόθηκε στο αγαπημένο του παιχνίδι, το μπριτζ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν αποσύρθηκε στην καμπίνα του. Αισθάνθηκε δυσφορία και ζήτησε επειγόντως από τον καμαρότο, που τον αντίκρισε χλωμό με έντονη δύσπνοια, τον γιατρό του, καρδιολόγο Γ. Καρούζο, που τον συνόδευε στην περιοδεία, ο οποίος διαπίστωσε ότι ο Βενιζέλος είχε οξύ πνευμονικό οίδημα. Το μοιραίο επήλθε στη 1.05 το πρωί της 7ης Φεβρουαρίου. Το πλοίο αμέσως άλλαξε πορεία και επέστρεψε στη Σούδα. Η κηδεία του παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου, που εκπροσώπησε τον βαρέως ασθενούντα βασιλιά Παύλο, έγινε στα Χανιά. Παρόντες ήταν ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Ιωάννης Π. Παρασκευόπουλος και οι Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Σπυρίδων Μαρκεζίνης και από την Αριστερά ο Νίκος Κιτσίκης. Στον επικήδειο που εκφώνησε ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε γι’ αυτόν: «Είναι κοινός ανθρώπινος κλήρος ο θάνατος. Αλλά είναι προνόμιον η ευθανασία. Και αυτήν σου επεφύλαξαν οι θεοί. [...] Η πολιτική αρετή σου ήτο η ημερότης, η μετριοπάθεια. Και διά τούτο δεν είχες εχθρούς. Είχες μόνον αντιπάλους. Αλλά ακόμη και οι αντίπαλοι σε περιέβαλλον με τιμήν και συμπάθειαν. Ατμοσφαίραν πολιτισμού εδημιούργει η παρουσία σου εις τον δημόσιον βίον...». Για τον αιφνίδιο θάνατό του, λίγο μετά την αποδημία του Γρ.Λαμπράκη και την αυτοεξορία του Κ.Καραμανλή, κυκλοφόρησαν φήμες που τον αποδίδουν σε «ανεξιχνίαστες» δολοφονικές μεθοδεύσεις.
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ήπιος και συμβιβαστικός ως άνθρωπος, αναδύθηκε στον πολιτικό βίο, όπως ήταν αναπόφευκτο, αρχικά στη σκιά του πατέρα του, και αργότερα λειτούργησε ως πιστός ακόλουθος της βρετανικής πολιτικής, αφοσιωμένος στους αυλικούς κύκλους, με τους οποίους είχε πάντα στενούς δεσμούς. Με την προτίμηση των Αμερικανών προς τον Κων.Καραμανλή και με τον πρόωρο θάνατό του, τελικά δεν του δόθηκε η ευκαιρία να διαδραματίσει τον καίριο ρόλο που ενδεχομένως του επιφυλασσόταν, ιδιαίτερα μετά την ανατροπή του Γ.Παπανδρέου τον Ιούνιο του 1965, οπότε η παρουσία του στην πολιτική σκηνή (στη θέση του Στ.Στεφανόπουλου), είναι πιθανό να έδινε άλλη τροπή στην εξέλιξη των γεγονότων.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 - 26 Ιουλίου 1953) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός στη νεότερη Ελλάδα, γνωστός ως «αρχηγός» της «επανάστασης» του 1922 και πρωθυπουργός της χώρας τρεις φορές, τις περιόδους 3 Ιανουαρίου 1945 – 8 Απριλίου 1945, 15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 27 Οκτωβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952. Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργη, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883.
Αρχηγός τριών βενιζελογενών κινημάτων το 1922, το 1933 και το 1935, πολιτικός αρχηγός του ΕΔΕΣ κατά την κατοχή και βραχύβιος πρωθυπουργός την περίοδο 3 Ιανουαρίου 1945 – 8 Απριλίου 1945, o Ν. Πλαστήρας, μετά την λήξη του Εμφύλιου παρέμεινε πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ, με σύνθημα τη λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου τις περιόδους 15 Απριλίου 1950 - 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 - 11 Οκτωβρίου 1952, που χαρακτηρίστηκαν «κεντρώο διάλειμμα». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με αξιοσημείωτη δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να μην προχωρήσει στην πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης όσο θα ήθελε, αφού δεν μπόρεσε να καταργήσει τα έκτακτα στρατοδικεία, τους ειδικούς αντικομμουνιστικούς νόμους, και τους θεσμούς της διοικητικής εκτόπισης.
Επί των κυβερνήσεών του η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στάλθηκε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα και εκτελέστηκε ο Νίκος Μπελογιάννης, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Τα γεγονότα αυτά και η απαίτησή του να στηριχτεί απ' την Αριστερά στις εκλογές, τις οποίες διεξήγαγε με πλειοψηφικό σύστημα, και κατά συνέπεια η Αριστερά θα καταδικαζόταν σε πολιτική εξαφάνιση, καθόρισε το σύνθημα του ΚΚΕ «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Το κόμμα του διασπάστηκε, και έχασε τις εκλογές στις 16 Νοεμβρίου 1952, καθώς ο «συμμαχικός παράγων» υποστήριζε την εκλογή του Παπάγου. Η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί και πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953. Στην κηδεία του δόθηκε επίσημος χαρακτήρας και παραβρέθηκαν ο βασιλιάς, όλος ο πολιτικός κόσμος και άνθρωποι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την τότε ελληνική πραγματικότητα. Μίλησαν πολλοί επιφανείς πολιτικοί του φίλοι και αντίπαλοι. Οι σημαίες είχαν αναρτηθεί μεσίστιες με διαταγή του Παπάγου, και παλιοί στρατιώτες του εθεάθησαν να θρηνούν επάνω από τη σορό του.
Ο Ν.Πλαστήρας βαρύνεται με πέντε πραξικοπήματα στα οποία ήταν πρωταγωνιστής (η λεγόμενη «επανάσταση του 1922» και τα δύο κινήματα για την διατήρηση της εξουσίας από τον Ελ.Βενιζέλο το 1933 και το 1935), ή συμμέτοχος (κίνημα στο Γουδή το 1909 και κίνημα της Εθνικής Αμύνης το 1916), ενώ ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την εκτέλεση (ουσιαστικά φυσική εξόντωση) 6 πολιτικών αντίπαλης παράταξης, μετά από μία καθοδηγούμενη δίκη με προειλημμένη απόφαση. Αναπόφευκτα το όνομά του συνδέθηκε με την βενιζελοτραφή στρατοκρατική ομάδα, η οποία έφτασε στο σημείο να θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά της την ανά πάσα στιγμή δυναμική παρέμβαση στα δημόσια πράγματα για την υποστήριξη των διαθέσεων του αρχηγού της. Όσο και αν ήταν ικανός στρατιωτικός, και έντιμος πολιτικός, τα γεγονότα αυτά δεν είναι δυνατόν να αντιστραφούν και να παρουσιάζονται από την ωραιοποιημένη πλευρά που φιλοτέχνησε η φιλοβενιζελική ιστοριογραφία. Μολονότι και κατά την Κατοχή η στάση του περιέχει σπέρματα υποψίας για προσδοκία μεταπολεμικής δικαίωσης σε περίπτωση νίκης των Γερμανών, ο Πλαστήρας μετά τον πόλεμο, υποστηριζόμενος πλέον από τους Αμερικανούς, έδειξε στοιχεία διαλλακτικότητας (το περίφημο «εγώ με τους Αμερικάνους δεν τα βάζω»), που, σε συνδυασμό με την κοινωνιστική απόχρωση της οικονομικής πολιτικής του, τον έκαναν αρκετά δημοφιλή στους απλούς ανθρώπους του λαού και τον κατέταξαν στον κεντροαριστερό χώρο της βενιζελικής κληρονομιάς (σε αντίθεση με τον Σοφ.Βενιζέλο, που κατείχε τον κεντροδεξιό). Ενδεικτικά της λαϊκιστικής κατεύθυνσής του ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία. Ανδριάντας του υπάρχει στην Καρδίτσα και προτομές του στην Νέα Ερυθραία Αθηνών και στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Γνωστή είναι η πλατεία Πλαστήρα στο Παγκράτι, ενώ και η τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, ονομάστηκε προς τιμήν του Λίμνη Πλαστήρα.
Ο Δημήτριος Κιουσόπουλος ήταν ανώτατος δικαστικός, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για δώδεκα χρόνια (1950 - 1962) και υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 11 Οκτωβρίου 1952 – 19 Νοεμβρίου 1952. Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα του νομού Ηλείας στην Πελοπόννησο το 1892. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1916 εισήλθε στο δικαστικό κλάδο ως έμμισθος πάρεδρος. Αφού διήλθε όλη την ιεραρχία, διορίστηκε αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου το 1939. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διορίσθηκε το 1950, όπου και παρέμεινε έως το 1962. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών. Την περίοδο 1973-74 χρημάτισε πρόεδρος της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα, ως βοηθός κατήγορος, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, με κατηγορούμενους τους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου. Το 1951 συμμετείχε ως υπηρεσιακός υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου (εκλογές 9ης Σεπτεμβρίου 1951) και τον Οκτώβριο του 1952 έγινε Πρωθυπουργός και σχημάτισε υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διενέργεια των εκλογών της 16ης Νοεμβρίου, που έφεραν στην εξουσία τον «Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου. Διακρίθηκε για την νομική κατάρτισή του, το θάρρος του, και την ακεραιότητα με την οποία άσκησε τα υπηρεσιακά και κυβερνητικά του καθήκοντα. Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου του 1977.
Ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος (9 Δεκεμβρίου 1883 – 4 Οκτωβρίου 1955) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός, αρχιστράτηγος κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941) και την περίοδο 1949 - 1951 και στη συνέχεια πρωθυπουργός της χώρας (19 Νοεμβρίου 1952 – 4 Οκτωβρίου 1955). Ήταν ένας από τους δύο μοναδικούς κατόχους του βαθμού του Στρατάρχη (ο άλλος ήταν η Θεόδωρος Γρίβας). Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Ο πατέρας του Λεωνίδας, που είχε γεννηθεί το 1844 στη Σύρο, όπου η οικογένειά του, καταγόμενη από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας είχε εγκατασταθεί πριν από το 1821, σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, εξήλθε αξιωματικός του Πυροβολικού και υπηρέτησε σε πολλές θέσεις, μεταξύ των οποίων και Προσωπάρχης στο Υπουργείο Στρατιωτικών μέχρι το 1906, όταν και αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Υποστράτηγου. Πέθανε το 1914. Μητέρα του ήταν η Μαρία το γένος Αυγερινού Αβέρωφ, ανεψιά του εθνικού ευεργέτη εκ Μετσόβου Ιωαννίνων Γεωργίου Αβέρωφ. Ο παππούς του ήταν δάσκαλος των Δηλιγιανναίων και δικαστής. Ο Αλέξανδρος Παπάγος μετά τις γυμνασιακές του σπουδές εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901 αλλά την εγκατέλειψε σε ένα χρόνο για να ακολουθήσει στρατιωτική εκπαίδευση στο εξωτερικό, επειδή είχε υπερβεί την ηλικία εισόδου στη Σχολή Ευελπίδων. Φοίτησε για μία διετία 1902- 1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και στην επόμενη διετία στη σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Υπρ. Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στο στρατό ως Ανθυπίλαρχος (15 Ιουλίου 1906). Το 1910 ορίστηκε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλου και παρέμεινε μέχρι τις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού πολέμου. Το 1911 νυμφεύτηκε τη Μαρία Καλίνσκυ, εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη (μετέπειτα σύζυγο Γρυπάρη) και τον Λεωνίδα (μετέπειτα ανώτερο διπλωμάτη). Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου, λαμβάνοντας μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των Ιωαννίνων και πολέμησε στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα στη μάχη του Μπιζανίου (Φεβρουάριος 1913) για να μεταφέρει διαταγή του Κωνσταντίνου διέσχισε έφιππος εχθρικό έδαφος επί 8ωρο. Για τις σπουδαίες υπηρεσίες του της περιόδου 1912-1913 τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους εισήλθε μετά από διαγωνισμό στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών», (μια πρώιμη μορφή της σημερινής Ανωτάτης Σχολής Πολέμου) από το οποίο αποφοίτησε με σειρά επιτυχίας πρώτος. Στη συνέχεια υπηρέτησε στο Α’ Σύνταγμα Ιππικού στη Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ' Σώμα Στρατού ως Επιτελής. Το 1916 με το βαθμό του Επίλαρχου υπηρέτησε ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού.
Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου το 1917, θεωρούμενος δεδηλωμένος οπαδός του Κωνσταντίνου, αν και υπέβαλε παραίτηση στις 8 Αυγούστου του 1917, εξορίστηκε για πολιτικούς λόγους από την νέα κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη. Μετά την εκλογές του 1920 ο Α. Παπάγος ανακλήθηκε στο στράτευμα με αναδρομική απόδοση του βαθμού του αντισυνταγματάρχη (από 12-1-1918). Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία στην αρχή ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και μετά Μεραρχίας Ιππικού, όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Μετά το Κίνημα Λεοναρδοπούλου - Γαργαλίδη τον Οκτώβριο του 1923 τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία.
Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβερνήσεως Αλ.Ζαΐμη (1926-1927) και προάχθηκε αναδρομικά σε συνταγματάρχη. Το 1927- 1931 ήταν Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας. Το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο. Το 1931- 1933 ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το 1933- 1935 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος διοικητής στα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού.
α. Αρχηγός του Στρατού
Στο μεταξύ το 1934 δημιουργήθηκε η παραστρατιωτική οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα υπό την προεδρία του αντιστράτηγου Α. Παπούλα και με υπαρχηγούς την τριανδρία Στ. Σαράφη, Α. Ζάννα, και Α. Κολιαλέξη. Ανώτερος αρχηγός της ήταν ο Ν. Πλαστήρας, ενώ ο Ε. Βενιζέλος γνώριζε τα σχέδια αυτής για κίνημα και πρότεινε την ηγεσία στον Αλ. Οθωναίο, που δεν αποδέχτηκε. Το κίνημα αυτό εκδηλώθηκε στις 1 Μαρτίου 1935 με πλήρη αποτυχία και οι πρωτεργάτες του διέφυγαν στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησε σειρά καθαιρέσεων στρατιωτικών με τρεις εκτελέσεις ποινών σε θάνατο. Ακολούθησε δυσφορία μερίδας των ενόπλων δυνάμεων, λόγω των συνεχιζόμενων και αλλεπάλληλων αναβολών του δημοψηφίσματος για την επάνοδο ή όχι του Βασιλιά. Έτσι στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Παπάγος μαζί με τους υποναύαρχο Δ. Οικονόμου (αρχηγού ΓΕΝ) και υποστράτηγο αεροπορίας Γ. Ρέππα (αρχηγού ΓΕΑ) επέδωσαν έντονο διάβημα - επιστολή στον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη που είχε αναδειχθεί στις εκλογές του ίδιου χρόνου (9 Ιουνίου του 1935), για την επίσπευση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος επικαλούμενοι την ανάγκη εξόδου από τη χαοτική κατάσταση της δημόσιας διοίκησης. Η πράξη αυτή που έγινε αιφνίδια σταματώντας το όχημα του πρωθυπουργού κατά την μετάβασή του στην οικία του, επί της λεωφόρου Κηφισίας στο ύψος του Γηροκομείου, θεωρήθηκε πραξικόπημα και είχε αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης Τσαλδάρη το βράδυ της ίδιας ημέρας και την ανάληψη της εξουσίας από κυβέρνηση που σχημάτισε ο Γεώργιος Κονδύλης, ως αξιωματική αντιπολίτευση (2ο κόμμα), ορίζοντας υπουργό Στρατιωτικών τον Α. Παπάγο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε με Ψήφισμα της Συντακτικής Συνέλευσης το καθεστώς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, ορίζοντας αντιβασιλέα τον πρωθυπουργό Γ. Κονδύλη και επανέφερε το Σύνταγμα του 1911. Προκήρυξε Δημοψήφισμα το οποίο απέβη υπέρ της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και ο Παπάγος ορίστηκε στην επιτροπή, μαζί με τους Σ. Μπαλάνο και Π. Μαυρομιχάλη, να μεταφέρει το αποτέλεσμα στο Βασιλιά Γεώργιο Β’ στην Αγγλία όπου διέμενε.
Παράλληλα με τα στρατιωτικά του καθήκοντα παρέμεινε Υπουργός Στρατιωτικών και στην επακόλουθη υπηρεσιακή κυβέρνηση "γενικής αποδοχής" του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά λόγω του Συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα, που, για τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, προέβλεπε συνεργασία του Κόμματος των Φιλελευθέρων με το κομμουνιστικό Παλλαϊκό Μέτωπο. Αποπέμφθηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς. Όταν ο Ι. Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός, ο Α.Παπάγος τοποθετήθηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού την 1η Αυγούστου 1936 με σκοπό τον έλεγχο του στρατεύματος κατά το επερχόμενο πραξικόπημα. Παρέμεινε στη θέση αυτή και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου συμβάλλοντας στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού υπό το πρίσμα του διαφαινόμενου πολέμου.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε Αρχιστράτηγος των δυνάμεων του στρατού ξηράς καταφέρνοντας, παρά τις υλικές αδυναμίες και τον αρχικό αιφνιδιασμό, να οργανώσει την αποτελεσματική άμυνα της χώρας και την απώθηση των Ιταλικών στρατευμάτων στην αλβανική ενδοχώρα. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως τις 23 Απριλίου 1941, οπότε παραιτήθηκε για να μην συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της συνθηκολόγησης μετά τη γερμανική εισβολή και προέλαση, ενώ επέκρινε το στρατηγό Τσολάκογλου για τον σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης. Στη διάρκεια της Κατοχής δημιούργησε μία πατριωτική οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, στην οποία συμμετείχαν Έλληνες αξιωματικοί. Η αποκάλυψη της δράσης τους τον Ιούλιο 1943 συνοδεύτηκε από την αποστολή του, μαζί με τέσσερις αντιστράτηγους Κ.Μπακόπουλο, Ιωάννη Πιτσίκα, Π.Δέδε, και Γ.Κοσμά, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, (στο Νταχάου, μεταξύ άλλων), στα οποία παρέμεινε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
β. Στρατιωτική δράση μετά την Απελευθέρωση
Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του Στρατηγού εν αποστρατεία. Αρχικά ο Βασιλιάς Παύλος τον διόρισε Μεγάλο Αυλάρχη και στις 19 Ιανουαρίου του 1949 ανέλαβε τη Γενική Αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με στόχο την οριστική επικράτηση του εθνικού στρατού έναντι των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος. Η επιτυχής έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου για τις εθνικές δυνάμεις οδήγησε τη Βουλή των Ελλήνων στις 17 Οκτωβρίου του 1949 να ανακηρύξει τον Α. Παπάγο Στρατάρχη, τίτλο που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Ο Στρατάρχης, πλέον, Παπάγος παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων συμβάλλοντας στην ίδρυση στις 11 Απριλίου 1950 του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α), σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α), του οποίου υπήρξε ο πρώτος αρχηγός.
Οι αποτυχημένες προσπάθειες για σύμπτυξη των βενιζελογενών δυνάμεων για την δημιουργία ενός ισχυρού κεντρώου συνασπισμού είχαν οδηγήσει τον αμερικανικό παράγοντα να βλέπει θετικά τη λύση της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Παπάγο, που πλέον διέθετε ιδιαίτερο ισχυρό γόητρο στην ελληνική κοινωνία. Το εγχείρημα στηριζόταν και από τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα της εποχής, αλλά αντιμετώπισε την αντίδραση των Ανακτόρων, που φοβούνταν απώλεια του ελέγχου του στρατεύματος και πιθανή ανάδειξη του Παπάγου ως δικτάτορα τύπου Φράνκο. Στις 28 Μαΐου 1951 ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του στον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο εκφράζοντας την πρόθεσή του να πολιτευτεί. Ο Βασιλιάς Παύλος, επικαλούμενος εξαπάτηση του Θρόνου, διότι θεωρούσε πως είχε διαβεβαίωση του Στρατάρχη ότι δεν θα πολιτευόταν, διέταξε τον αρχηγό Γ.Ε.Σ. στρατηγό Θρασύβουλο Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο αλλά η εντολή δεν εκτελέστηκε. Το βράδυ μεταξύ 30 Μαΐου και 31 Μαΐου εκδηλώθηκε το Κίνημα του ΙΔΕΑ από αξιωματικούς που πίστευαν ότι ο Παπάγος αναγκάστηκε να παραιτηθεί της Αρχιστρατηγίας μετά από πιέσεις της βασιλικής οικογένειας. Μετά από άμεση ενέργεια του βασιλιά Παύλου, ο Αλ.Παπάγος παρενέβη το πρωί της 31 Μαΐου και διέταξε του Κινηματίες να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο "Ελληνικός Συναγερμός", το κόμμα που ίδρυσε στα πρότυπα του «Συναγερμού του γαλλικού λαού» του Γάλλου Στρατάρχη Ντεγκόλ, συγκέντρωσε το 36,53%. Οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν βραχύβια κυβέρνηση με πρόεδρο τον Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μετά την ασθένεια Πλαστήρα και την εκτέλεση του Ν.Μπελογιάννη κλονίστηκε σοβαρά. Στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 16 Νοεμβρίου με νέο πλειοψηφικό σύστημα. Σε αυτές επικράτησε σαρωτικά ο Παπάγος με ποσοστό 49,22% και 238 κοινοβουλευτικές έδρες. Στις 18 Νοεμβρίου η κυβέρνηση του Στρατάρχη ορκίστηκε ενώπιον του Βασιλιά Παύλου και στις 20 Δεκεμβρίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στην εξωτερική πολιτική η νέα κυβέρνηση ευθυγραμμίστηκε με την πολιτική των Η.Π.Α. κατανοώντας την ηγετική τους θέση μεταξύ των χωρών του «ελευθέρου κόσμου» και τους παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος. Αυτή την περίοδο κορυφώθηκε ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων από τη βρετανική αποικιοκρατία με αποτέλεσμα την άμεση εμπλοκή της Ελλάδας στο θέμα, με στόχο την ένωση στην οποία αντέδρασε η Μεγάλη Βρετανία. Η ελληνική διπλωματία έδρασε επίσημα με προσφυγή στον Ο.Η.Ε. στις 16 Αυγούστου 1954, ενώ είχε προηγηθεί στις 22 Δεκεμβρίου 1953 συνάντηση του Παπάγου με τον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν χωρίς να υπάρξει συμφωνία. Τελικά η υπόθεση της Κύπρου αποφασίστηκε να μη συζητηθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και ως συνέπεια της έντασης ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, τον Σεπτέμβριο του 1955, εκδηλώθηκαν έκτροπα εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, στα οποία η κυβέρνηση αντέδρασε με χλιαρό τρόπο.
Στο οικονομικό πεδίο κυρίαρχος ήταν ο Υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος με τολμηρές κινήσεις πέτυχε τη μερική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στις 9 Απριλίου 1953 η κυβέρνηση, με πρόταση του Μαρκεζίνη, προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος απέναντι στο δολάριο συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα σύμφωνα με την παγκόσμια συνδιάσκεψη του Bretton Woods της 22ης Ιουλίου 1944. Η απόφαση αυτή συνέβαλε στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Ο Μαρκεζίνης όμως ήρθε σε ρήξη με τον Στρατάρχη εξαιτίας των εσωτερικών συσχετισμών, που ήθελε να διαμορφώσει μέσα στην κυβέρνηση και παραιτήθηκε στις 10 Απριλίου 1954 ιδρύοντας το Κόμμα των Προοδευτικών.
γ. Θάνατος και παρασκήνιο διαδοχής
Ο Στρατάρχης Παπάγος πέθανε στις 4 Οκτωβρίου 1955 τη νύχτα, μετά από σύντομη ασθένεια, ενώ ήταν ακόμη Πρωθυπουργός. Ο θάνατός του προκάλεσε εθνικό και πολιτικό πρόβλημα. Το εθνικό αφορούσε την έγκριση της έναρξης του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο, που είχε αρχίσει ο Διγενής (στρατηγός Γεώργιος Γρίβας) από την 1η Απριλίου του ίδιου έτους και την υποβολή εκ μέρους της Ελλάδας προσφυγών στον ΟΗΕ για την λύση του κυπριακού προβλήματος, παρά τις αντίθετες αγγλικές αξιώσεις. Το πολιτικό αφορούσε το θέμα διαδοχής στην πρωθυπουργία. Αναμενόταν ότι ως διάδοχός του στην ηγεσία του Ελληνικού Συναγερμού και, κατά φυσικό επακόλουθο, στην πρωθυπουργία θα επιλεγόταν ένας από τους δύο αντιπροέδρους της τελευταίας κυβερνήσεώς του, Στ. Στεφανόπουλος και Π. Κανελλόπουλος. Ωστόσο, χωρίς να περιμένει την επιλογή της κοινοβουλευτικής ομάδας του ακέφαλου πλέον Ελληνικού Συναγερμού, ο βασιλιάς Παύλος διόρισε πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή, ο οποίος, πριν από την επιλογή του, είχε υπογράψει ειδικό μυστικό μνημόνιο, με το οποίο δεσμευόταν έναντι των Άγγλων και των Αμερικανών για την πολιτική που θα ακολουθούσε στο Κυπριακό.
Το έτος 2000 τοποθετήθηκε ανδριάντας του Α. Παπάγου έφιππου, στην πλατεία Ενόπλων Δυνάμεων, έναντι του ΥΠΕΘΑ, επί της λεωφόρου Μεσογείων, έργο του γλύπτη Ηρακλή Ξανθόπουλου. Ο Αλ.Παπάγος ήταν σημαίνον πρόσωπο της ελληνικής Δεξιάς. Η ηγετική επιτυχής παρουσία του στον Ελληνοϊταλικό και στον Εμφύλιο Πόλεμο του έδωσαν στην Ελλάδα αίγλη εφάμιλλη του Ντεγκόλ στη Γαλλία και μετρίασαν την εντύπωση από την αυταρχικότητα του χαρακτήρα του, που εκδηλώθηκε στο πραξικόπημα του 1935 με το οποίο ανατράπηκε ο Παν.Τσαλδάρης. Η τριετία της πρωθυπουργίας του το 1952-55, μετά από μια μακρόχρονη απογοητευτική ακολουθία βραχύβιων κυβερνήσεων, θεωρήθηκε θεμελιωτική της αξιοσημείωτης ανόδου της ελληνικής οικονομίας που ακολούθησε, με παρόντα όλα τα εγγενή προβλήματα, που στοίχειωσαν τις επόμενες δεκαετίες (Κυπριακό, ιδεολογική πόλωση, πολιτικά πάθη, κομματισμός, ευνοιοκρατία, γραφειοκρατία, αστυφιλία, μετανάστευση).
Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής (8 Μαρτίου 1907 – 23 Απριλίου 1998) ήταν πολιτικός που διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας τις περιόδους 6 Οκτωβρίου 1955 – 5 Μαρτίου 1958, 17 Μαΐου 1958 – 20 Σεπτεμβρίου 1961, 4 Νοεμβρίου 1961 – 17 Ιουνίου 1963 και 24 Ιουλίου 1974 – 10 Μαΐου 1980 και δύο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας τις περιόδους 10 Μαΐου 1980 – 10 Μαρτίου 1985 και 5 Μαΐου 1990 – 10 Μαρτίου 1995. Γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη τότε Πρώτη Σερρών το 1907. Ήταν πρωτότοκος γιος του δημοδιδασκάλου Γεώργιου Καραμανλή, ο οποίος πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου. Είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (1917), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929).
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Πρώτης Σερρών, στη συνέχεια στο ημιγυμνάσιο της Νέας Ζίχνης, και ύστερα (1920) στο Γυμνάσιο Σερρών. Το 1923 μετακινήθηκε στην Αθήνα. Αρχικά φοίτησε στο Λύκειο Μεγαρέως για να αποφοιτήσει από το 8ο Γυμνάσιο Αθηνών (στην πλατεία Κολιάτσου). Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1925-1929) απ' όπου έλαβε το πτυχίο της νομικής στις 13 Δεκεμβρίου του 1929. Αφού υπηρέτησε στρατιωτική θητεία 4 μηνών ως μέλος πολύτεκνης οικογένειας, άσκησε δικηγορία στις Σέρρες από το 1930 έως το 1935. Έθεσε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε σε ηλικία 28 ετών πληρεξούσιος Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση του 1935, από την οποία απέσχε το Κόμμα Φιλελευθέρων. Η εδραίωσή του στην τοπική πολιτική επιβεβαιώθηκε όταν επανεκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές για τη Γ' αναθεωρητική Βουλή του Ιανουαρίου του 1936, οπότε συμμετείχαν και οι βενιζελικοί και ίσχυε σύστημα απλής αναλογικής.
Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 διέκοψε την πολιτική του σταδιοδρομία. Επανήλθε στις Σέρρες, όπου άσκησε τη δικηγορία έως το 1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα χωρίς να αναμιχτεί ενεργά στην πολιτική. Το 1942-1943 συμμετείχε σε μία άτυπη ομάδα πολιτικού προβληματισμού, την οποία αποτελούσαν αξιόλογοι μετέπειτα πολιτικοί και τραπεζίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλλιάς, ο Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Ξενοφών Ζολώτας, ο οποίος ήταν ουσιαστικά ιθύνων νους της ελληνικής αναπτυξιακής πολιτικής από το 1953 και μετά. Το καλοκαίρι του 1944 ο Καραμανλής προσπάθησε να εμπλακεί πιο ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, διαφεύγοντας με πλωτό μέσο στη Μέση Ανατολή, όπου είχε σχηματιστεί νέα εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά το Συνέδριο του Λιβάνου. Η μετάβασή του εκεί καθυστέρησε πολύ, ώστε όταν τελικά ο Καραμανλής βρέθηκε στο Κάιρο τον Οκτώβριο, η Αθήνα είχε μόλις απελευθερωθεί από τους Γερμανούς και ο ίδιος υποχρεωτικά επέστρεψε στο τέλος του ίδιου μήνα.
α. Υπουργικές θητείες 1946-1952
Στις εκλογές του 1946 επανεκλέχτηκε βουλευτής Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στη Δ' αναθεωρητική Βουλή. Το καλοκαίρι εκείνο ήταν κρίσιμο για τη ζωή του, καθώς μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ, μετά από χειρουργική επέμβαση, απαλλάχτηκε από το πρόβλημα της επιδεινούμενης ωτοσκλήρυνσης, που τον βασάνιζε έως τότε. Παράλληλα, συμμετείχε σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Στη συνέχεια συμμετείχε ως υπουργός Εργασίας για ένα τρίμηνο στις κυβερνήσεις Κ.Τσαλδάρη και Δ.Μαξίμου (Νοέμβριος 1946 - Φεβρουάριος 1947), Μεταφορών (Μάιος - Νοέμβριος 1948) και Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων υπό τους Θ.Σοφούλη και, στη συνέχεια Αλ.Διομήδη (Νοέμβριος 1948 - Ιανουάριος 1950). Ως Υπουργός Εργασίας ήρθε αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φρόντισε για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών. Παράλληλα, προώθησε την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνόησε την καθιέρωση ενιαίου φορέα.
Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκατέστησε εντός έξι μηνών το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις . Παράλληλα, ήρθε σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες ηλεκτροδότησης (πάνω από τετρακόσιες), οι οποίες προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες, ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Η σύγκρουση του Καραμανλή με την Πάουερ, τον ώθησε στην αποτοποθέτηση των ραγών που εξυπηρετούσαν το δίκτυο του παλαιού τραμ Αθήνας, που μέχρι το 1960, έσβησε από το συγκοινωνιακό χάρτη της πρωτεύουσας. Για τη στάση του αυτή, κατηγορήθηκε ότι εξυπηρέτησε συμφέροντα της ανερχόμενης παρασκηνιακής σύμπραξης των αυτοκινητιστών και των λεωφορειούχων. Ο Καραμανλής προώθησε νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενίσχυσε την πολιτική προσωπική εικόνα, αλλά κόστισε τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς τους Κ.Τσαλδάρη και Θ.Σοφούλη .
Μεγάλη δημοσιότητα απέκτησε λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Στο υπουργείο αυτό, όπου η παρουσία του ήταν σχετικά μακροχρόνια, επικέντρωσε την προσπάθειά του στη διαχείριση του προγράμματος που αφορούσε την εγκατάσταση στα αστικά κέντρα και στη συνέχεια την επανεγκατάσταση στις επαρχίες των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου. Δημιούργησε το Πρόγραμμα «Πρόνοια-Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορήγησε στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου, παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση. Εντός ενός έτους επαναπατρίστηκαν 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 ανέμεναν επαναπατρισμό.
Καθώς διακρίθηκε για τη διοικητική του ικανότητα, το επόμενο βήμα του, μετά την επανεκλογή του ως βουλευτή Σερρών στις εκλογές του Μαρτίου 1950, όπου το Λαϊκό Κόμμα ηττήθηκε, ήταν η ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για βραχύ διάστημα (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1950) σε νέα βραχύβια κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων. Αποχώρησε από το Λαϊκό Κόμμα τον Νοέμβριο του 1950. Κατόπιν διάφορων εσωκομματικών κινήσεων, προσχώρησε τελικά στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού», που ίδρυσε ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος τον Αύγουστο του 1951, με τον οποίο και επανεκλέχτηκε βουλευτής Σερρών τον Σεπτέμβριο του 1951 και τον Νοέμβριο του 1952, οπότε ο Συναγερμός επικράτησε στις εκλογές με συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στο διάστημα αυτό ο Καραμανλής ήταν πλέον αρκετά διακεκριμένος, αλλά όχι ακόμα κοινοβουλευτικός πρώτης σειράς. Το σύντομο πέρασμά του από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας συνιστούσε διάκριση, αλλά πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ο στρατός ήταν θεσμικά αυτόνομος υπό τον αρχιστράτηγο Παπάγο και ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων ανύπαρκτος. Στη συνέχεια ο Καραμανλής πρωταγωνίστησε στην αναζήτηση εναλλακτικού κομματικού σχήματος στον συντηρητικό πολιτικό χώρο, συμμετείχε μάλιστα στην ηγετική ομάδα του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος, μαζί με τους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αλλά το εγχείρημα δεν είχε απήχηση στο εκλογικό σώμα και οι συμμετέχοντες επιβίωσαν πολιτικά μόνο αφότου ο στρατάρχης Παπάγος αναμίχτηκε προσωπικά στην πολιτική ως επικεφαλής νέας πολιτικής κίνησης. Ο Καραμανλής δεν ανήκε στον στενό κύκλο συνεργατών του Παπάγου, ούτε στην ηγετική ομάδα του Συναγερμού, στην οποία δέσποζαν αρχικά ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης και κατόπιν ο Στ.Στεφανόπουλος και ο Π.Κανελλόπουλος.
β. Επιλογή του στην Πρωθυπουργία 1955-1963
Ο Κων.Καραμανλής απέκτησε πανελλήνια εμβέλεια ως υπουργός Δημοσίων Έργων (Νοέμβριος 1952-Οκτώβριος 1955) και Συγκοινωνιών (Δεκέμβριος 1954-Οκτώβριος 1955), στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού υπό τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο, προωθώντας με ενεργητικότητα ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων έργων, με ταχύτητα και τραχύτητα ασυνήθιστη για την ελληνική κρατική μηχανή και τα ελληνικά πολιτικά ήθη. Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, ο βασιλιάς Παύλος, την επομένη του θανάτου τού πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου μετά από πολύμηνη ασθένεια, ανέθεσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης από το κόμμα της πλειοψηφίας στον Κων.Καραμανλή. Ο διορισμός του προκάλεσε έκπληξη στην κοινή γνώμη, η οποία ανέμενε ότι η διαδοχή θα κριθεί μεταξύ των δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, Στέφανου Στεφανόπουλου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, διότι ο Καραμανλής, αν και διακεκριμένος υπουργός, δεν διέθετε ακόμα ηγετική εικόνα και δεν θεωρούταν υποψήφιος για τη διαδοχή. Οι προβαλλόμενοι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του Καραμανλή (υπό την καθοδήγηση του «συμμαχικού παράγοντα») ήταν πέντε:
(α) Οι δύο αντιπρόεδροι ήταν μεταξύ τους ανταγωνιστικοί και η επιλογή του ενός ή του άλλου θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη συνοχή του Συναγερμού. Στο επικρατούν αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, το στέμμα εκτιμούσε ότι η συνοχή του Συναγερμού αποτελούσε το μόνο αξιόπιστο πολιτικό ανάχωμα έναντι της αριστεράς, σε αντίθεση με το κέντρο που ήταν πολυδιασπασμένο, με τμήματά του να πραγματοποιούν ή να επιδιώκουν συνεργασίες με την αριστερά.
(β) Οι δύο αντιπρόεδροι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Ο Στεφανόπουλος βαρυνόταν ως υπουργός Εξωτερικών με τον ανεπιτυχή χειρισμό του Κυπριακού, που είχε οξυνθεί μετά τον διωγμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955, ενώ ο Κανελλόπουλος, όπως και ο Στεφανόπουλος, δεν διέθετε την εικόνα ισχυρού πολιτικού, που θα ήταν σε θέση να ελέγξει την κατάσταση και να δώσει συγκεκριμένη κατεύθυνση στο κυβερνητικό έργο.
(γ) Ο βασιλιάς πίστευε ότι οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα ήταν προσωρινή, ενώ ο Καραμανλής, νέος σε ηλικία 48 ετών, θα μπορούσε να δώσει την εικόνα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, το οποίο αναλωνόταν συχνά σε ατέρμονες διαμάχες με προφανείς επιπτώσεις στην κυβερνητική σταθερότητα, η οποία είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στον πολιτικό προβληματισμό της εποχής, καθώς ήταν προϋπόθεση για την κοινωνική σταθεροποίηση και την ανακοπή της ανόδου της αριστεράς.
(δ) Ο Κων.Καραμανλής είχε επιδείξει διοικητική ικανότητα και πειθαρχημένη και αποτελεσματική εργασία, αναγκαία στοιχεία για την επιτυχή προώθηση ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, που θα επιτύγχανε σε μακροπρόθεσμη βάση κοινωνική σταθερότητα και εξουδετέρωση της αριστεράς.
(ε) Τέλος, ο χειρισμός του Κυπριακού ήταν ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας, που βάρυνε στην επιλογή. Ο στρατάρχης Παπάγος είχε επιδιώξει να θέσει το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα στο διμερές πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων, ελπίζοντας σε φιλική διευθέτηση του ζητήματος. Η ωμή απόρριψη του αιτήματός του από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Σεπτέμβριο του 1953, ώθησε τον Παπάγο σε διεθνοποίηση του ζητήματος μέσω προσφυγής στον ΟΗΕ. Η προσφυγή δεν τελεσφόρησε, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπισε την αρνητική στάση των ΗΠΑ, που έδιναν έμφαση στην ανάγκη διατήρησης της βρετανικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο και της ελληνοτουρκικής συνεργασίας ως προϋπόθεσης για την αποτελεσματική λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο τουρκικός παράγοντας αποκτούσε βαρύνουσα σημασία για τη δυτική στρατηγική και η ελληνοτουρκική αντίθεση οξύνθηκε, επηρεάζοντας αρνητικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ελληνική μειονότητα.
Σχετικά με το Κυπριακό, η ελληνική κοινή γνώμη και τμήματα των πολιτικών δυνάμεων της μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης υιοθέτησαν σταδιακά κριτική στάση έναντι τόσο της αμερικανικής πολιτικής όσο και της αποτυχημένης πολιτικής προώθησης της εθνικής διεκδίκησης από την κυβέρνηση του Συναγερμού. Ο Κων.Καραμανλής, καθοδηγούμενος από τις αμερικανικές υπηρεσίες, ήδη τον Σεπτέμβριο του 1955, λίγο πριν πεθάνει ο Παπάγος, προετοιμάζοντας την ήδη συμφωνημένη πρωθυπουργοποίησή του με την προβολή των αμερικανικών θέσεων, επέκρινε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την πολιτική της κυβέρνησης Παπάγου ως μαξιμαλιστική. Βασική παραδοχή της θέσης του ήταν ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να επιδιώξει άμεσα την αυτοδιάθεση, δηλαδή την ένωση, αλλά έπρεπε να αρκεστεί για ένα απροσδιόριστο διάστημα σε καθεστώς ευρείας αυτοκυβέρνησης της Κύπρου υπό βρετανική κυριαρχία, δεδομένου ότι η αμερικανική κυβέρνηση είχε ταχθεί εξαρχής εναντίον της ελληνικής πολιτικής διεθνοποίησης του θέματος. Όπως είπε ο ίδιος ο Καραμανλής "Καλούμεθα να επιλέξωμεν μεταξύ μιας αδιαλλάκτου πολιτικής με κίνδυνον να επαυξήσωμεν τας σημερινάς μας δυσχερείας και μιας ηπίου πολιτικής με αποτέλεσμα να υποστώμεν εθνικήν ταπείνωσιν και να απογοητεύσωμεν τον ελληνικόν λαόν. Από το αδιέξοδον αυτό δεν δυνάμεθα να εξέλθωμεν ει μη μόνον εάν προκαλέσωμεν μιαν άμεσον παρέμβασιν της Αμερικής, η οποία να ικανοποιή ουσιαστικώς και ηθικώς την Ελλάδα".
γ. Πρώτη πρωθυπουργία (1955-1958)
Έτσι, ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός σχηματίζοντας κυβέρνηση το 1955 και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, οπότε σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Στις εκλογές αυτές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρατική Ένωση 48,15%). Η Ε.Ρ.Ε. επωφελήθηκε και από την ψήφο του στρατού, που δόθηκε μαζικά υπέρ της, και της εξασφάλισε 10 έδρες. Το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για τον Καραμανλή, καθώς αυτός εξασφάλιζε τη συνέχιση της διακυβέρνησης, αλλά παράλληλα δεν ήταν πολιτικά επαρκές, καθώς η κυβέρνησή του θα αντιμετώπιζε την επόμενη διετία συνεχείς επικρίσεις, αλλά και εγγενή αστάθεια, που προέκυπτε από το γεγονός ότι είχε μειοψηφήσει και ταυτόχρονα είχε υποστηριχτεί από τον στρατό. Ανεξάρτητα πάντως από τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος υπέρ του, ο Καραμανλής είχε επιτύχει την προσωπική του καθιέρωση ως ηγέτη της δεξιάς. Είχε συγκεντρώσει την προτίμηση ψηφοφόρων ανήσυχων από τη συνεργασία του κέντρου με την κομμουνιστική αριστερά μόλις επτά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και είχε κληρονομήσει τη δεξιά από τον Ελληνικό Συναγερμό προς όφελος του κόμματός του χωρίς σημαντικές απώλειες. Η Ε.Ρ.Ε. είχε πλειοψηφήσει στην ύπαιθρο και τα μικρά αστικά κέντρα και ήταν πολύ ισχυρή στη βόρεια Ελλάδα, στην οποία είχε διεισδύσει το 1951-1952 ο Συναγερμός.
δ. Δεύτερη πρωθυπουργία (1958-1961)
Οι επόμενες εκλογές έγιναν πρόωρα τον Μάιο του 1958. Ήταν απόρροια των οξύτατων προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση, με σημαντικότερα το Κυπριακό και την εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ελλάδα, στην οποία ήταν αντίθετο ευρύ φάσμα της κοινής γνώμης, σε συνδυασμό με την προσπάθεια τμήματος της κεντρώας αντιπολίτευσης να αξιοποιήσει εσωκομματικές αντιδράσεις στην ηγεσία Καραμανλή. Σε πολιτικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά και διπλωματικούς εκπροσώπους στην ελληνική πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αποκτούσε βαρύτητα η άποψη ότι το Κυπριακό θα μπορούσε να επιλυθεί φιλικά εντός του πλαισίου των συμφερόντων της Ατλαντικής συμμαχίας, αν σχηματιζόταν κυβέρνηση ευρύτερης βάσης στην Ελλάδα με τη συμμετοχή τμήματος τουλάχιστον της κεντρώας αντιπολίτευσης.
Εκτός αυτών, αυλικοί κύκλοι, αλλά πιθανότατα όχι οι ίδιοι οι βασιλείς, απέβλεπαν σε αποδυνάμωση του Κων.Καραμανλή και στον εξαναγκασμό σε σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με μερίδα του κέντρου. Η κρίση ξέσπασε την 1η Μαρτίου του 1958, μετά την παραίτηση δύο υπουργών, του Γεώργιου Ράλλη και του Παναγή Παπαληγούρα, συνεργατών πριν, αλλά και μετά, του Καραμανλή, και την αποχώρηση άλλων 13 βουλευτών, που στέρησαν έτσι την Ε.Ρ.Ε. από την κοινοβουλευτική της αυτοδυναμία. Ο Καραμανλής αντιμετώπισε την κρίση με αυτοπεποίθηση, ζητώντας από τον βασιλιά εκλογές. Αν και έγινε συζήτηση για την ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, η κοινοβουλευτική αριθμητική ευνοούσε τον Καραμανλή, καθώς δεν μπορούσε να προκύψει κυβερνητικό σχήμα χωρίς τη συναίνεσή του, ενώ και οι διαφωνούντες εμφανίστηκαν αβέβαιοι για την εκλογική τους απήχηση, αλλά και απροετοίμαστοι για την προβολή εναλλακτικής λύσης, καθώς και οι Αμερικανοί σαφώς δεν ευνοούσαν ασταθείς κυβερνήσεις συνασπισμού. Εξάλλου και ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου δεν μιλούσε για κυβέρνηση συνεργασίας, όπως ο συναρχηγός του Σοφοκλής Βενιζέλος, αλλά για τη διεξαγωγή εκλογών με εκλογικό σύστημα που, όπως πίστευε, θα ήταν ευνοϊκό για το κόμμα του και την ηγεσία του, αφού υποτίθεται ότι τα μικρά κεντρώα κόμματα θα εξαναγκάζονταν σε προσχώρηση στους Φιλελευθέρους ή, σε αντίθετη περίπτωση, θα εξαφανίζονταν.
Οι προσδοκίες του Παπανδρέου βασίζονταν στο εκλογικό σύστημα που είχε συμφωνήσει με τον Καραμανλή στο τέλος Φεβρουαρίου του 1958 και είχε αποτελέσει αιτία της διαφωνίας του Ράλλη με τον πρωθυπουργό. Για να αποτραπεί νέα συνεργασία του κέντρου με την Ε.Δ.Α., θα καθιερωνόταν σύστημα ενισχυμένης αναλογικής. Στη δεύτερη κατανομή των εδρών θα συμμετείχαν μόνο κόμματα που θα είχαν συγκεντρώσει στην επικράτεια το 25% των ψήφων, ή συνασπισμοί δύο κομμάτων με 30%, ή περισσοτέρων με 40%. Οι διατάξεις αυτές θα απέτρεπαν συνασπισμούς μικρότερων κομμάτων του κέντρου. Το αποτέλεσμα των εκλογών εξέπληξε τους εμπνευστές του συστήματος και τον Παπανδρέου περισσότερο από τον Καραμανλή. Ο Καραμανλής εξασφάλισε νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 41,2% των ψήφων και 171 έδρες. Η επιβολή και στο κόμμα και στον χώρο της δεξιάς γενικά ήταν πλέον αναμφισβήτητη, καθώς το εκλογικό σχήμα των διαφωνούντων με την ηγεσία του περιορίστηκε στο 2,9% και 4 μόνο έδρες. Οι απώλειες της Ε.Ρ.Ε. ήταν μικρότερες απ' όσο υποδήλωνε η πτώση του ποσοστού της, καθώς αυτή τη φορά δεν είχε ψηφίσει ο στρατός, μετά από απαίτηση της αντιπολίτευσης. Η μεγάλη έκπληξη για το μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα προήλθε από την επίδοση της Ε.Δ.Α., η οποία με 24,4% των ψήφων και 79 έδρες αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, εις βάρος των Φιλελευθέρων (20,7%). Η Ε.Δ.Α. επωφελήθηκε από τη γενική δυσαρέσκεια για την περιοριστική οικονομική πολιτική. Ενδεικτικό ήταν ότι εξασφάλισε υψηλά ποσοστά και στις αγροτικές περιφέρειες, σ' έναν κοινωνικό χώρο, όπου έως τότε δέσποζε η δεξιά και δευτερευόντως το κέντρο. Επίσης είχε επικρατήσει κατά κράτος στις λεγόμενες λαϊκές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων και είχε γενικά υψηλή επίδοση στο σύνολό τους. Είχε επωφεληθεί από το ευρύ αντιαμερικανικό ρεύμα που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία, αλλά και από την έκδηλη κρίση των Φιλελευθέρων, που αδυνατούσαν να κινηθούν σε συνθήκες μαζικής πολιτικής και παρέμεναν κόμμα προσκολλημένο στο παρελθόν και σε συμφωνίες κορυφής ως μέθοδο πολιτικής επικράτησης. Στο σημείο αυτό ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τον Καραμανλή, ο οποίος εμφανιζόταν κύριος φορέας του αντικομμουνισμού, σε μία εποχή που ο ψυχρός πόλεμος και οι μνήμες του εμφυλίου επιδρούσαν ισχυρά στην ελληνική κοινωνία και ιδίως στο στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας. Εμφανιζόταν να αποτελεί τη μόνη βιώσιμη πολιτική λύση για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και ήταν σε θέση να προσδώσει στην παράταξή του ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη συνοχή και πειθαρχία.
Το 1959 ο Κων.Καραμανλής συνυπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία. Στις 14 και 15 Φεβρουαρίου του 1961 επισκέφθηκε το Λονδίνο, όπου είχε συνομιλίες με τον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Μακμίλαν, καθώς η μεν Ελλάδα ετοιμαζόταν να υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ., το δε Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμαζόταν να υποβάλει αίτηση ένταξης σε αυτήν. Στις 22 Μαΐου συναντήθηκε στην Αθήνα με τον αντιπρόεδρο των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έδωσε τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχιστεί η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Από τις 12 έως τις 16 Απριλίου 1961, ο Κων.Καραμανλής επισκέφτηκε τον Καναδά, συζητώντας στην Οττάβα οικονομικά κυρίως θέματα με τον Καναδό πρωθυπουργό Τζον Ντιφενμπέικερ. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. σε εποχή δυσμενούς χρονικής και πολιτικής συγκυρίας. Έφτασε στην Ουάσινγκτον, προερχόμενος από τον Καναδά, την ημέρα που έγινε η εισβολή στην Κούβα χιλιάδων αντιπάλων του Φιντέλ Κάστρο, με ορμητήριο το Μαϊάμι και αμερικανική υποστήριξη. Παρ' όλη την ενασχόλησή του όμως με την κρίση αυτή, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι συναντήθηκε με τον Κων.Καραμανλή στις 17 Απριλίου, και είχε μαζί του δύο συνολικά μακρές συνομιλίες. Θερμό ήταν το κλίμα όχι μόνο στις πολιτικές συζητήσεις αλλά και στη δεξίωση στην ελληνική πρεσβεία. Πριν από τη λήξη της επίσκεψης, στις 20 Απριλίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε στεφάνι στο εθνικό κοιμητήριο του Άρλινγκτον. Στο κοινό ανακοινωθέν ο Κων.Καραμανλής εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού "δια την απόφασιν των Ηνωμένων Πολιτειών να εξακολουθήσουν υποστηρίζουσαι τας προσπαθείας της Ελλάδος όσον αφορά την εκτέλεσιν των προγραμμάτων της οικονομικής αναπτύξεως".
ε. Τρίτη Πρωθυπουργία (1961-1963)
Οι επόμενες εκλογές επρόκειτο να διεξαχθούν στις 29 Οκτωβρίου του 1961. Η διεξαγωγή τους επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προηγούμενες και την εκλογική επιτυχία της Ε.Δ.Α. η επίδοση της οποίας δημιούργησε κλίμα ιδιαίτερης ανησυχίας και στην κυβέρνηση και στο στέμμα και στο σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Η ενοποίηση των δυνάμεων του κεντρώου χώρου ως στρατηγική επιλογή για τον περιορισμό της εκλογικής δύναμης της κομμουνιστικής αριστεράς πραγματοποιήθηκε μόλις την παραμονή της προκήρυξης των εκλογών υπό την ηγεσία του Γεώργιου Παπανδρέου και τη συμμετοχή του Σοφοκλή Βενιζέλου. Η Ε.Ρ.Ε. εξασφάλισε το 50,8% των ψήφων και 176 έδρες, έναντι 33,7% και 100 εδρών της συνεργασίας Ένωσης Κέντρου-Προοδευτικών και 14,6% και 28 εδρών του εκλογικού σχήματος ΠΑΜΕ που είχε συγκροτήσει η Ε.Δ.Α. Τα αποτελέσματα καταγγέλθηκαν από την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α. ως προϊόν βίας και νοθείας,στα πλαίσια του σχεδίου "Περικλής", που εκπονήθηκε από επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Γεωργαλάς και Λευτέρης Σταυρίδης, με σκοπό τον περιορισμό της επιρροής της ΕΔΑ, και ήταν η αφετηρία του ανένδοτου αγώνα που κήρυξε η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου. Η δικαστική διερεύνηση δεν απέδειξε νοθεία των αποτελεσμάτων, αλλά κοινή πεποίθηση ήταν ότι στην προεκλογική περίοδο είχαν παρέμβει για να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα, σε έκταση ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας. Η παρέμβαση δεν αφορούσε μόνο την αριστερά, αλλά είχε επηρεάσει και την Ένωση Κέντρου, η οποία μετά από κάποια περίοδο επιφυλακτικής παρατήρησης των τεκταινομένων είχε καταγγείλει στον βασιλιά τις παρεμβάσεις και τελικά μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων τα αμφισβήτησε.
Στις 31 Αυγούστου του 1962, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδέχθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Λίντον Τζόνσον, ο οποίος υποσχέθηκε δάνειο με ευνοϊκούς όρους και χορήγηση αεροσκαφών F 104. Η τελευταία φάση της πρωθυπουργίας του Καραμανλή συνυφάνθηκε με την οξεία πολιτική κρίση, που είχε ως αφετηρία της τις αμφισβητούμενες εκλογές του Οκτωβρίου του 1961. Ο Καραμανλής υποστήριξε ότι ούτε ο ίδιος είχε σχεδιάσει και επιχειρήσει παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού στις εκλογές, ούτε, εν πάση περιπτώσει, η αλλοίωση του αποτελέσματος ήταν τέτοια ώστε να θέτει υπό αμφισβήτηση την επικράτησή του.
Στρατηγικός στόχος της μεταπολεμικής αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η βαθμιαία ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης και η συμπόρευση της Ελλάδας με τις χώρες της. Οι προβαλλόμενοι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολιτικοί και οικονομικοί, καθώς εξασφάλιζαν αποτελεσματικότερο έλεγχο της περιοχής για λογαριασμό του διεθνούς κεφαλαίου. Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη, κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα , ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, με τη συμμετοχή ιδίως των Ε. Αβέρωφ, Γ. Πεσμαζόγλου και Ξ. Ζολώτα, υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η Συμφωνία προέβλεπε : α) κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών β) κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών γ) σταδιακή υιοθέτηση του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ δ) αυτόματη κατάργηση των δασμών στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. ε) εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική στ) οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφή δανείου από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών . Η Συμφωνία υλοποιήθηκε με αρκετές δυσκολίες μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε ανεστάλη. Ήταν το πρώτο βήμα, για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1963 ο Κ. Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, άρχισε περιοδεία στη Δυτική Ευρώπη με στόχο, κυρίως, τη σύσφιξη των σχέσεων με την Ε.Ο.Κ. και την προώθηση οικονομικών επιδιώξεων. Πρώτος σταθμός της περιοδείας ήταν η Ολλανδία. Ακολούθησε το Λουξεμβούργο και τέλος η Γαλλία, όπου έγινε δεκτός από τον Σαρλ ντε Γκωλ.
στ. Οικονομικό έργο (1955-1963)
Όταν ο Καραμανλής ανέλαβε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1955, η Ελλάδα ήταν μία φτωχή γεωργική χώρα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν περίπου 300 δολάρια. Η ελληνική πολιτική τάξη και η πλειοψηφία της αριστοκρατίας της οικονομικής σκέψης, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, θεωρούσαν ότι η εκβιομηχάνιση ήταν η μόνη οδός που θα οδηγούσε στην ευημερία και την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Στο πλαίσιο των αντιλήψεων και παραστάσεων της εποχής, θεωρήθηκε ότι η βιομηχανία, σύμφωνα και με τις διεθνείς τάσεις, εξασφάλιζε ισχυρή οικονομία, που μπορούσε να γενικεύσει την ευημερία, απαιτώντας ανώτερο επίπεδο τεχνικής εξέλιξης, υψηλές δυνατότητες του τομέα υπηρεσιών και παραγωγική βάση προσανατολισμένη στη μεταποίηση. Στελέχη της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής και της αμερικανικής διοίκησης, όπως και οικονομολόγοι διεθνούς εμβέλειας, προειδοποιούσαν για το ανέφικτο της στρατηγικής αυτής, επισημαίνοντας το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, την έλλειψη κεφαλαίου, αλλά και επιχειρηματικών προϋποθέσεων και δεξιοτήτων αναγκαίων για την ανάληψη επιχειρηματικών σχεδίων που απαιτούσαν πειθαρχία, υπομονή και ενδεχομένως παράδοση άσχετη με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και την κουλτούρα του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου.
Από το 1951 έως το 1955 οι κυβερνήσεις του Κέντρου και του Συναγερμού είχαν επιτύχει μερική σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών, εν όψει της περικοπής της αμερικανικής βοήθειας και νομισματική σταθεροποίηση με την υποτίμηση της δραχμής. Η κυβέρνηση του Συναγερμού είχε επίσης προσπαθήσει να προσελκύσει κεφάλαια και επενδύσεις από το εξωτερικό, είτε εισάγοντας προστατευτική νομοθεσία για τους ξένους επενδυτές είτε αναζητώντας βοήθεια και χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας παρέμεναν έντονα. Η γεωργία αδυνατούσε να συντηρήσει τον πληθυσμό της υπαίθρου, καθώς ο κλήρος ήταν μικρός και κατατεμαχισμένος και τα παραδοσιακά γεωργικά προϊόντα, όπως ο καπνός και η σταφίδα, δεν έβρισκαν πάντα αγορές για να εξαχθούν. Οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών και ο τιμάριθμος παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, καθώς η επίπτωση της υποτίμησης του 1953 δεν είχε απορροφηθεί.
Η στρατηγική του Καραμανλή για την ανάπτυξη βασίστηκε στο δόγμα της νομισματικής σταθερότητας, χωρίς πληθωρισμό και ελλείμματα του δημόσιου τομέα, με αύξηση της παραγωγικότητάς και αναζήτηση κεφαλαίων για μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Οι αμοιβές θα κινούνταν αυξητικά, αλλά ο ρυθμός της αύξησης των μισθών και των ημερομισθίων δεν θα υπερέβαινε, αλλά θα υπολειπόταν κατά τι του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να δημιουργείται το αναγκαίο πλεόνασμα για επενδύσεις, ενώ το κράτος θα έπαιζε παρεμβατικό ρόλο. Έχοντας υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, θα ρύθμιζε με νομισματικά, αλλά και πιστωτικά μέτρα, τη ροή χρήματος και θα υποβοηθούσε τις επενδύσεις. Θα αναζητούσε ξένους επενδυτές, στους οποίους θα παρείχε ευνοϊκούς όρους, ενώ σε περιπτώσεις απροθυμίας θα αναλάμβανε το ίδιο τη σύσταση βασικών βιομηχανιών.
Μέχρι το 1963 το ελληνικό οικονομικό τοπίο είχε μεταβληθεί και η Ελλάδα είχε εξελιχτεί σε αναπτυσσόμενη χώρα. Με δύο συμβάσεις με ξένους επενδυτές, τη γαλλική Πεσινέ το 1960 και την αμερικανική ΕΣΣΟ-Πάππας το 1962, η Ελλάδα απέκτησε βιομηχανία αλουμινίου και δεύτερο διυλιστήριο σε συνδυασμό με συγκρότημα πετροχημικών. Ήδη από το 1958 είχε αποκτήσει το πρώτο διυλιστήριό της με την παραχώρηση των εγκαταστάσεων Ασπροπύργου στο συγκρότημα Νιάρχου. Με επένδυση του κράτους συστήθηκαν βιομηχανίες ζάχαρης, λιπασμάτων, ενώ και στον τομέα των υπηρεσιών έγιναν βήματα επέκτασης, στις μεταφορές με την παραχώρηση των αεροπορικών συγκοινωνιών στο συγκρότημα Ωνάση, που ίδρυσε την Ολυμπιακή Αεροπορία, και τον τουρισμό με την ανάπτυξη του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και του δικτύου υπηρεσιών του. Η προσέλκυση του απόδημου ελληνικού ναυτιλιακού κεφαλαίου άρχισε να αποδίδει καρπούς και η ναυτιλιακή άνθιση δεν απέδωσε μόνο στους άδηλους πόρους ναυτιλιακό συνάλλαγμα, αλλά και επενδυτικό κεφάλαιο στη βιομηχανία, τις τράπεζες και τις υπηρεσίες γενικότερα. Τέλος, σειρά δημόσιων έργων επέκτεινε το οδικό δίκτυο και τα λιμάνια. Στη διάρκεια της οκταετίας η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 6-7% και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από 305 σε 565 δολάρια.
Από την άλλη πλευρά, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, σε μία διαδικασία τραυματική, συμπυκνωμένη χρονικά σε βραχύ διάστημα, η οποία, οικονομικά, είχε τη θετική της όψη, με την ενίσχυση των άδηλων πόρων μέσω του μεταναστευτικού συναλλάγματος, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε αυξανόμενες πιέσεις στις ασθενικές υποδομές των πόλεων και έθεσε με ένταση αιτήματα αναδιανομής εισοδήματος και κοινωνικών υπηρεσιών και εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση Κων.Καραμανλή επικρίθηκε για ακαμψία στην αποκλιμάκωση των στρατιωτικών δαπανών και για την πολιτική κινήτρων προς το ξένο κεφάλαιο, καθώς και για συμβάσεις, που, στον λόγο της αντιπολίτευσης της εποχής, κρίθηκαν "αποικιακές". Στο γενικό πλαίσιο, η ελληνική αναπτυξιακή στρατηγική βασίστηκε σε πολυεθνικές επιχειρήσεις με τεχνογνωσία και δυνατότητες επιλογών και σε μια περιοριστική εισοδηματική πολιτική, με προσωρινό παραμερισμό του κράτους πρόνοιας της δυτικής και βόρειας Ευρώπης. Τέλος, η πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης, αποκλείοντας πολιτικές αναδιάρθρωσης του πλούτου, δεν έκανε λελογισμένη χρήση αναδιανεμητικών εργαλείων και πολιτικών ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης, όσο στρατηγική κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας ήταν να αποκτήσει εξαγωγικό δυναμισμό, που θα συνεπαγόταν εδραίωση της Ελλάδας στον αναπτυγμένο κόσμο.
ζ. Αποχή από την εξουσία (1963-1974)
Μετά από σχεδόν 8ετή θητεία σε θέση εξουσίας, φαίνεται πως, για τους Αμερικανούς, είχε ωριμάσει ο χρόνος για την αντικατάσταση της ΕΡΕ από κάποιο αντίπαλο κόμμα, ώστε να εκπληρωθεί το ουσιώδες γνώρισμα του διπολικού σχήματος που εγκαθιδρύθηκε μεταπολεμικά, το οποίο στηρίζεται στην εναλλαγή εξουσίας, ως τεκμήριο επιφαινόμενης «δημοκρατικής» λειτουργίας. Για την επικοινωνιακή προετοιμασία και αιτιολόγηση της αποχώρησης του Κων.Καραμανλή από την κυβέρνηση, επιχειρήθηκαν μεθοδεύσεις βασισμένες κυρίως στις σχέσεις του με το παλάτι, μετά από μια σειρά σκοτεινών γεγονότων, των οποίων η θεώρηση έδωσε αφορμές για μυθιστορηματικές ερμηνείες και διαδόσεις, στις οποίες εμπλέκεται το όνομα της βασίλισσας Φρειδερίκης.
Οι προστριβές μεταξύ Καραμανλή και Στέμματος άρχισαν να δημιουργούνται από το 1961, όταν, μετά τις εκλογές του έτους εκείνου που κατηγορήθηκαν για "βία και νοθεία" και την έναρξη του "ανένδοτου αγώνα" της Ένωσης Κέντρου, οι επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά των ανακτόρων κορυφώθηκαν και οι βασιλείς εξέφραζαν παράπονα στον πρωθυπουργό, ότι δεν τους προστάτευε όσο έπρεπε από τις επιθέσεις αυτές, όπως και από τις επιθέσεις για τη μεγάλη προίκα που δόθηκε στην πριγκίπισσα Σοφία κατά το γάμο της με τον τότε πρίγκιπα της Ισπανίας Χουάν Κάρλος το 1962. Από την άλλη πλευρά, ο Κ. Καραμανλής υποστήριζε ότι το Στέμμα όφειλε για το καλό του να αποφεύγει ενέργειες που το καθιστούσαν αντικείμενο αντιδικίας, είτε ενώπιον της Βουλής είτε ενώπιον των δικαστηρίων, με μηνύσεις που υποβάλλονταν κατά εφημερίδων κυρίως για "προσβολή της τιμής της βασιλικής οικογένειας". Επιπλέον ο Καραμανλής εκδήλωσε πρόθεση να αναθεωρήσει το Σύνταγμα του 1952, που θεωρούσε ότι ήταν ασφυκτικό για την εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση και γενναιόδωρο προς τον βασιλιά. Τον Φεβρουάριο του 1963 κατέθεσε πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης που απέβλεπε στην ενίσχυση της θέσης της κυβέρνησης ως φορέα της εκτελεστικής εξουσίας και στην απλούστευση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, ώστε να προωθείται χωρίς κωλυσιεργία το νομοθετικό έργο.
Αφορμή για αντιπαράθεση εμφανίστηκε να έχει προκύψει εξαιτίας δύο ταξιδιών της βασίλισσας Φρειδερίκης στην Αγγλία. Στο πρώτο, στις 20 Απριλίου του 1963, η Φρειδερίκη και η κόρη της Ειρήνη πήγαν ανεπίσημα στο Λονδίνο για να παραστούν στους γάμους της Αλεξάνδρας του Κεντ. Κατά την άφιξή τους στο ξενοδοχείο Κλάριτζ, τους περίμεναν εκατοντάδες Έλληνες και Κύπριοι διαδηλωτές, οι οποίοι με επικεφαλής την Αγγλίδα σύζυγο του Αντώνη Αμπατιέλου, στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και πολιτικού κρατουμένου, ζητούσαν την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Η Φρειδερίκη απέρριψε αίτημα συνάντησης που υπέβαλε η Μπέτυ Αμπατιέλου, μέσω του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, και έτσι η κατάσταση οξύνθηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι διαδηλωτές αποδοκίμασαν έντονα τη βασίλισσα (της οποίας όπως φαίνεται έσκισαν το φόρεμα στον ώμο) και την πριγκίπισσα. Όταν μάλιστα έριξαν στο έδαφος τον μοναδικό Βρετανό αστυνομικό που τις συνόδευε, η Φρειδερίκη με τη θυγατέρα της κατέφυγαν τρέχοντας σε ένα αδιέξοδο δρομάκι και πανικόβλητες ζήτησαν προστασία σε κάποιο τυχαίο σπίτι. Η βασίλισσα έφερε στην δημοσιότητα μέσω της εφημερίδος "Μεσημβρινή", το επεισόδιο και ζήτησε από τον υπουργό των Εξωτερικών να καλέσει τον Άγγλο πρεσβευτή και να διαμαρτυρηθεί για τα επεισόδια. Επιπλέον ζήτησε και η ίδια από την αγγλική κυβέρνηση ικανοποίηση, και εμφανίσθηκε στην τηλεόραση για να αντικρούσει την Αμπατιέλου. Δημιουργήθηκε έτσι μεγάλος θόρυβος για το επεισόδιο, με το οποίο ασχολήθηκε ο αγγλικός Τύπος και η αγγλική Βουλή επί εβδομάδες. χαρακτηρίζοντας "σκάνδαλο" την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα.
Στις 10 Μαΐου 1963 και ενώ ο Παύλος είχε μεταφερθεί στον "Ευαγγελισμό" για εγχείριση σκωληκοειδίτιδας, σημειώθηκε οξύτατο επεισόδιο μεταξύ Φρειδερίκης και Καραμανλή για άλλο θέμα. Η βασίλισσα επέμενε να αναβληθούν οι γιορτές για τη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους μέχρις ότου αναρρώσει ο Παύλος. Ο Καραμανλής της εξήγησε αυστηρά ότι αυτά ήταν θέματα της κυβέρνησης και όχι δικά της. Άλλη σύγκρουση σημειώθηκε πάλι μεταξύ τους, όταν η Φρειδερίκη αξίωσε να δοθεί το κτίριο του Κυβερνείου της Θεσσαλονίκης στη βασιλική οικογένεια, με τη δικαιολογία ότι "οι βασιλείς δεν μπορούν να συναγελάζωνται με κοινούς θνητούς". Ο πρωθυπουργός της απάντησε τότε πως "αυτά είναι ξεπερασμένες αντιλήψεις". Στη συνέχεια, στις 22 Μαΐου 1963 ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στου οποίου τη μεθόδευση αναμίχτηκε το όνομα της Φρειδερίκης. Τον επόμενο μήνα οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη επρόκειτο να μεταβούν για επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, αλλά ο Κ. Καραμανλής ζήτησε αναβολή της επίσκεψης, εξαιτίας της έντασης που προκάλεσε το πρώτο ταξίδι. Όταν όμως ο Κ. Καραμανλής ανέβηκε και πάλι στα ανάκτορα Τατοΐου για να οριστικοποιήσει με τον Παύλο την απόφαση αναβολής του επίμαχου ταξιδίου, ο βασιλιάς απέρριψε την εισήγησή του και ο Κ.Καραμανλής παραιτήθηκε. Το επίσημο ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο (το δεύτερο της Φρειδερίκης την ίδια χρονιά) έγινε στις 9 Ιουλίου 1963 και ήταν και αυτό επεισοδιακό, καθώς κατά τη διάρκειά του σημειώθηκαν εκτεταμένες συγκρούσεις, σε μια από τις οποίες συνελήφθη από την βρετανική αστυνομία η πρωταγωνίστρια και του πρώτου ταξιδιού Μπέτυ Αμπατιέλου. Στη συνέχεια ο Κ. Καραμανλής ζήτησε τη διάλυση της Βουλής, τον διορισμό αυστηρά υπηρεσιακής κυβέρνησης και την άμεση διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό, αλλά η εισήγησή του δεν έγινε δεκτή. Τότε ο Κ. Καραμανλής αισθάνθηκε ότι εξυφαινόταν συνωμοσία εναντίον του. Αργότερα σημείωσε στο αρχείο του: "Ελέχθησαν πολλά τότε περί παρεμβάσεως της βασιλίσσης και ωρισμένων συνεργατιών μου, δια τα οποία δεν δύναμαι να αναλάβω την ευθύνην". Αποφάσισε να φύγει προσωρινά από την Ελλάδα, αναχωρώντας στις 18 Ιουνίου 1963 για τη Ζυρίχη, όπου παρέμεινε έως και τον Σεπτέμβριο, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον Παύλο να ορίσει πρωθυπουργό της "υπηρεσιακής" κυβέρνησης, η οποία όμως θα εμφανιζόταν στη Βουλή για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, τον Παναγιώτη Πιπινέλη.
Ακολούθησε η ήττα του Καραμανλή στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, η οποία καθορίστηκε από μία συρροή συγκυριακών και μονιμότερων παραγόντων, καθώς μία κρίσιμη μερίδα ψηφοφόρων θεώρησε ότι το στέμμα αποδοκίμαζε τον Καραμανλή, ενώ στο πλαίσιο αυτό λειτούργησαν και τα συσσωρευμένα αιτήματα οικονομικής και πολιτικής αλλαγής. Το αποτέλεσμα απέδωσε μικρό αλλά σαφές προβάδισμα στην Ένωση Κέντρου (42% και 138 έδρες) έναντι της Ε.Ρ.Ε. (39,4% και 132 έδρες). Ο Καραμανλής, αιφνιδιασμένος από τις εκλογές, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική και τη χώρα στις 9 Δεκεμβρίου 1963. Υπέδειξε ως διάδοχό του στην ηγεσία του κόμματος τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Τότε είχε ευρέως διαδοθεί στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ο Καραμανλής χρησιμοποίησε κατά την αναχώρησή του από τη χώρα το ψευδώνυμο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, γεγονός που ίδιος διέψευσε. Για την πολιτική δραστηριότητα του Κων.Καραμανλή μετά τη Μεταπολίτευση γίνεται λόγος σε οικεία επόμενη παράγραφο.
Ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος ήταν Έλληνας πολιτικός, νομικός και στρατιωτικός, υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 5 Μαρτίου 1958 – 17 Μαΐου 1958. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 26 Δεκεμβρίου 1890. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους ως έφεδρος αξιωματικός. Το 1915 κατετάγη στο Σώμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης με το βαθμό του λοχαγού («κατ' εκλογήν»). Το 1923 αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη και δικηγόρησε στην Αθήνα («Παρ' Αρείω Πάγω και Συμβουλίω Επικρατείας») μέχρι το 1951. Το 1928 πολιτεύθηκε με το Λαϊκό κόμμα και το 1935 διορίστηκε υφυπουργός «παρά τω πρωθυπουργώ» στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Διατήρησε τη θέση του και όταν ανέλαβε ο Ιωάννης Μεταξάς (13 Απριλίου 1936) μέχρι τις 6 Αυγούστου, οπότε διορίστηκε υπουργός Παιδείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Το 1938 (25 Νοεμβρίου) διαφώνησε με τον Μεταξά και παραιτήθηκε από υπουργός. Διετέλεσε υπηρεσιακός πρωθυπουργός από τις 3 Μαρτίου έως τις 17 Μαΐου 1958 και διεξήγαγε τις εκλογές της 11ης Μαΐου που ανέδειξαν νικητή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αξιωματική Αντιπολίτευση την ΕΔΑ. Από το 1948 μέχρι τον θάνατό του ήταν Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Συμμετείχε σε πολλά ΔΣ οργανισμών. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου του 1973.
Τα κόμματα που λειτούργησαν μεταπολεμικά αρχικά ήταν προσωποπαγή, όπως προπολεμικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε να διαφαίνεται κάποια τάση για προσήλωση σε κάποια ιδεοπολιτική γραμμή, με κύρια διάκριση την κατεύθυνση «δεξιά» για κόμματα ταγμένα στην υπεράσπιση του υφιστάμενου καθεστώτος, «αριστερά» για κόμματα που αντιτάσσονται στο υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό σύστημα και «κέντρο» για τον ενδιάμεσο χώρο.
α. Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (1955-1967)
Η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (ΕΡΕ) ήταν ένα ελληνικό πολιτικό κόμμα, κατά κύριο λόγο προσωποπαγές, που ιδρύθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1956 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το οποίο κέρδισε στη σειρά τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, των ετών 1956, 1958 και 1961. Η τελευταία καταγγέλθηκε ως προϊόν "βίας και νοθείας", προκαλώντας τον λεγόμενο "Ανένδοτο Αγώνα" εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπου αρχηγός ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, που οδήγησε στην εκλογική ήττα του κόμματος το 1963. Το κόμμα διαλύθηκε με την δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967, και δεν επανεμφανίσθηκε πλέον στη πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Η 8ετής διακυβέρνηση της χώρας από την ΕΡΕ, "συνέπεσε" με την περίοδο της μεγαλύτερης έντασης του λεγομένου ψυχρού πολέμου, μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα και αστυφιλία, με συνέπεια να υπάρχουν θετικά (από τεχνική άποψη) στοιχεία και δείκτες οικονομικής αξιολόγησης της περιόδου εκείνης, ενώ στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δυστυχούσε (κατά την ευφυή ρήση του Γ.Παπανδρέου οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι άνθρωποι πάσχουν).
Το 1955 ήταν έτος δύσκολο για τον Ελληνισμό, ενώ και η ανατολική λεκάνη της Μεσογείου ήταν σε αναβρασμό. Ο γαλλοαλγερινός πόλεμος μαινόταν, η Αίγυπτος πέρασε στην ρωσική επιρροή και αγγλογαλλικές μονάδες στο Σουέζ συγκρούονταν με τις αιγυπτιακές στην απαρχή μιας κρίσης που εκδηλώθηκε πλήρως το επόμενο έτος. Στην Παλαιστίνη η ειρήνη ήταν με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Τον Απρίλιο ξέσπασε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ στην Κύπρο και λίγο μετά άρχισαν διώξεις και εκτελέσεις Ελληνοκυπρίων αγωνιστών. Σε συνέχεια των γεγονότων αυτών εκδηλώθηκε στην Τουρκία διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά του 1955). Τον ίδιο μήνα ο Νάσσερ δημιούργησε τους "Φενταγίν", ειδικές μονάδες καταδρομών, με εκρηκτικές δηλώσεις κατά της Δύσης. Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος αρχηγός του δεξιού κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού ασθένησε βαριά αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τα γεγονότα. Υπό τις συνθήκες αυτές η εμπλοκή των ΗΠΑ στον γενικότερο χώρο, αλλά και στην εσωτερική ελληνική πολιτική ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Μετά την παραίτηση του Σπ. Μαρκεζίνη από την κυβέρνηση, τον Απρίλιο του 1954, ο Αλ.Παπάγος, στο τέλος του 1954, διόρισε αντιπροέδρους του κόμματος δύο πρώην πανεπιστημιακούς καθηγητές Π. Κανελλόπουλο και Στ. Στεφανόπουλο, αλλά παράλληλα κινητοποιήθηκαν πολλά συμφέροντα για την διαδοχή του πρωθυπουργού, με συνέπεια να δημιουργηθούν μέσα στο ίδιο κόμμα δύο επιμέρους συσπειρωμένες ομάδες. Όταν τελικά ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε και εγγράφως (1-10-1954) την παραίτηση του πρωθυπουργού, διαπιστώνοντας την μεταξύ των δύο αντιπροέδρων διάσταση απόψεων στο χειρισμό των εθνικών ζητημάτων, οι σύμβουλοι του Παπάγου εισηγήθηκαν να αρνηθεί, με ταυτόχρονο διορισμό του Στ. Στεφανόπουλου ως "προσωρινού αναπληρωτή πρωθυπουργού". Ωστόσο η πρωθυπουργία του Παπάγου διακόπηκε, μερικές ώρες αργότερα, με τον θάνατό του, που επήλθε την επομένη στις 4 Οκτωβρίου. Το παλάτι κάλεσε τότε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στα ανάκτορα και του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο Κων.Καραμανλής θέλησε να αντικαταστήσει τον Συναγερμό με ένα άλλο πολιτικό κόμμα. Έτσι στις 4 Ιανουαρίου 1956 ιδρύθηκε η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση. Κατά την ίδρυση της ΕΡΕ προσχώρησαν σ' αυτήν τα περισσότερα στελέχη του διαλυθέντος κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού, καθώς και πολλοί πολιτευόμενοι από άλλα κόμματα, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γρηγόριος Κασιμάτης και ο Δημήτρης Μακρής από το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Στην ιδρυτική διακήρυξη της ΕΡΕ αναφερόταν ότι «αι δυο μεγάλοι πολιτικαί παρατάξεις αίτινες προέκυψαν από τον διχασμόν του 1915 ετερμάτισαν από μακρού χρόνου την αποστολήν των», ενώ παράλληλα τονιζόταν ότι ήταν αναγκαία η εμφάνιση νέων πολιτικών σχημάτων και η προβολή της «Ηγεσίας της Νέας Γενεάς». Η ΕΡΕ ήταν έτσι μετεξέλιξη του Ελληνικού Συναγερμού, με αλλαγή της ηγετικής του ομάδας και ιδιαίτερο τονισμό των σημείων που συνιστούσαν την πρωτοτυπία του σε σχέση με τις έως τότε εκφράσεις της αντιβενιζελικής παράταξης, και ενσωματώνοντας ταυτόχρονα αρκετά στοιχεία από τον βενιζελισμό, στο βαθμό, που και αυτός εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της μεγάλης κεφαλαιοκρατικής επιχειρηματικής τάξης.
Στις εκλογές της 29ης Φεβρουαρίου 1956 που διενεργήθηκαν με κυβέρνηση Κ. Καραμανλή η ΕΡΕ πέτυχε απόλυτη πλειοψηφία στο νέο Κοινοβούλιο, παρ' ότι σε ψήφους υπολειπόταν του αντιπάλου συνδυασμού και ο αρχηγός της σχημάτισε Κυβέρνηση που παρέμεινε στην αρχή μέχρι την 5 Μαρτίου 1958, όταν παραιτήθηκε. Στις διενεργηθείσες στις 11 Μαΐου1958 εκλογές, υπό την υπηρεσιακή κυβέρνηση Κ. Γεωργακόπουλου, η ΕΡΕ πέτυχε και πάλι την πλειοψηφία, ενώ η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,4%. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονη ανησυχία στην κυβέρνηση της ΕΡΕ, η οποία, με καθοδήγηση από τις αμερικανικές υπηρεσίες, αντέδρασε άμεσα συγκροτώντας μυστική επιτροπή στα πλαίσια του σχεδίου "Περικλής" στην οποία συμμετείχαν οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Γεωργαλάς και Λευτέρης Σταυρίδης και με σκοπό τον περιορισμό της επιρροής της ΕΔΑ. Τελικά το σχέδιο εφαρμόστηκε στις εκλογές του 1961, που ονομάστηκαν εκλογές βίας και νοθείας. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο της ΕΡΕ το 1963 όταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης, βουλευτής της ΕΔΑ, δολοφονήθηκε από την παρακρατική οργάνωση Καρφίτσα. Τότε, ο Καραμανλής αναφώνησε το περίφημο Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο υποδεικνύοντας έμμεσα την βασίλισσα Φρειδερίκη.
Μετά την ήττα του κόμματός του το 1963 ο Καραμανλής παραιτήθηκε και έφυγε στο εξωτερικό με ψευδώνυμο. Αρχηγός τότε της ΕΡΕ ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που ηττήθηκε στις εκλογές της 17ης Φεβρουαρίου 1964 από την Ένωση Κέντρου. Η ΕΡΕ πρωταγωνίστησε στις πολιτικές εξελίξεις την διετία 1965-1967, μετά την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου (15 Ιουλίου 1965) και στις 3 Απριλίου 1967 ο αρχηγός της σχημάτισε κυβέρνηση με σκοπό να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου. Όμως τους πρόλαβε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στις 21 Απριλίου 1967 και η ΕΡΕ όπως και όλα τα υφιστάμενα τότε πολιτικά κόμματα και πολιτικές οργανώσεις διαλύθηκε. Διάδοχο κόμμα μεταδικτατορικά ήταν η Νέα Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1974 και πάλι από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κινούμενη στον ίδιο πολιτικό χώρο.
β. Ένωσις Κέντρου (1961-1974)
Η Ένωσις Κέντρου (Ε.Κ.) ήταν πολιτικό κόμμα με κεντρώο ιδεολογικό προσανατολισμό που ιδρύθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου με τη συμμετοχή και του Σοφοκλή Βενιζέλου στις 19 Σεπτεμβρίου 1961. Το κόμμα ανέλαβε την κυβέρνηση το 1963. Η Ε.Κ. ανήκε στον ευρύτερο κεντρώο χώρο, με πολιτικούς από διαφορετικά ρεύματα, από την αριστερά (Ηλίας Τσιριμώκος) ως την αντικαραμανλική δεξιά (Στέφανος Στεφανόπουλος), εκπροσωπώντας, όπως και η ΕΡΕ τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής επιχειρηματικής τάξης, αλλά και με δηλωμένη διάθεση να αναδείξει τα προβλήματα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία είχαν παραμεληθεί κατά τη διάρκεια της 8ετούς διακυβέρνησης της ΕΡΕ .
Μέχρι το 1961 οι δυνάμεις του Κέντρου ήταν διασπασμένες. Υπήρχε το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του Γεώργιου Παπανδρέου, ενώ το Κόμμα Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου με την ΕΠΕΚ του Σάββα Παπαπολίτη και το Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα του Στέφανου Στεφανόπουλου στήριζαν την ΚΕΑ προβάλλοντας στην ηγεσία τον Γεώργιο Γρίβα. Υπήρχαν ακόμα η Δημοκρατική Ένωσις του Ηλία Τσιριμώκου, το Αγροτικό Κόμμα του Αλέξανδρου Μπαλτατζή κι άλλες προσωπικότητες του Κεντρώου χώρου, όπως ο Γεώργιος Μαύρος, ο Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας, ο Παυσανίας Κατσώτας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επεδίωκε να συνεργαστεί με την Ε.Ρ.Ε., ενώ ο Σοφοκλής Βενιζέλος από τις αρχές του 1961 είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς τον τορπιλισμό της κίνησης Γρίβα, διότι είχε πεισθεί ότι ο άλλοτε αρχηγός της "Χ" παρ' όλη την αίγλη, που του έδινε ο πρόσφατος τότε αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. στην Κύπρο, δεν συγκινούσε τον δημοκρατικό κόσμο στην Ελλάδα. Περαιτέρω ο Σοφ.Βενιζέλος πρότεινε να συγχωνευτούν Φιλελεύθεροι και Ε.Ρ.Ε. Ο Κων.Καραμανλής απέρριψε τις προτάσεις συνεργασίας Γ.Παπανδρέου και Σοφ.Βενιζέλου. Μετά την αποτυχία των συνομιλιών που είχε με τους δύο ηγέτες, ο Σοφοκλής Βενιζέλος έφυγε στις Η.Π.Α. όπου οι αρμόδιοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόνισαν την ανάγκη ύπαρξης ενιαίου Κέντρου. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Σοφ.Βενιζέλος αρχικά εξακολουθούσε να εμφανίζεται ότι ενίσχυε την ΚΕΑ, αλλά αργότερα με τον στενό του φίλο Σταύρο Κωστόπουλο και τους Σ.Παπαπολίτη και Στέφανο Στεφανόπουλο, πύκνωσαν τις επαφές τους με τον Γεώργιο Παπανδρέου και εγκατέλειψαν μόνο του τον Γ.Γρίβα. Μετά από πολλές παλινδρομήσεις, η ίδρυση της Ένωσης Κέντρου πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 19 Σεπτεμβρίου του 1961. Η πίεση προς την κατεύθυνση αυτή ήταν εντονότατη από την αμερικανική πλευρά, που χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, μετά από πρόσκληση του Κων.Καραμανλή ήλθε στην Ελλάδα το 1960 και (τυπικά) ήταν πρόεδρος του Οργανισμού Οικονομικού Σχεδιασμού και Μελετών, συμβάλλοντας, πέραν των άλλων, και στην επιλογή του πατέρα του ως αρχηγού του νέου κόμματος.
Η Ένωσις Κέντρου περιλάμβανε τελικά τα πρώην κόμματα: Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου, Λαϊκό Κοινωνικό του Στέφανου Στεφανόπουλου, Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη, Προοδευτικό Εργατοτεχνικό του Παυσανία Κατσώτα, ΕΠΕΚ του Σάββα Παπαπολίτη, Δημοκρατικό Κέντρο-Αγροτική Φιλελευθέρα Ένωσις του Ηλία Τσιριμώκου, Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου και ένα μικρό δεξιό κόμμα του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη. Η Ένωση Κέντρου διοικούνταν από οκταμελή επιτροπή της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Την επιτροπή απάρτιζαν οι Αθανασιάδης-Νόβας, Π. Κατσώτας, Σ. Κωστόπουλος, Α. Μπαλτατζής, Σ. Παπαπολίτης, Σ. Στεφανόπουλος και Η. Τσιριμώκος. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μολονότι αντίπαλος, ενίσχυσε την Ένωση Κέντρου λέγοντας στους οπαδούς του "Όσοι εξ υμών, λόγω προκαταλήψεων ή και αντιθέσεων προσωπικών, δεν θέλετε να ψηφίσετε την ΕΡΕ, ψηφίσατε τα κόμματα του Κέντρου. Ουδείς όμως την ΕΔΑ". Με την ίδρυση της ΕΚ εκπληρώθηκε μία βασική επιδίωξη των Αμερικανών να υπάρχουν στην Ελλάδα δύο μεγάλα κόμματα, παραπλήσια ιδεολογικά και αφοσιωμένα αδιαπραγμάτευτα στην αρχή της ελεύθερης οικονομίας, από τα οποία η ΕΡΕ προσομοίαζε προς τους Ρεπουμπλικάνους και η ΕΚ στους Δημοκρατικούς.
Η Ε.Κ. συμμετείχε για πρώτη φορά στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, στις οποίες συγκέντρωσε ποσοστό 33,66 % και 100 έδρες έναντι 50,81% και 176 εδρών της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (Ε.Ρ.Ε) του Κ. Καραμανλή. Κατά κοινή ομολογία αυτές οι εκλογές στιγματίστηκαν από βία και νοθεία και το αποτέλεσμά τους επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον εκφοβισμό που άσκησαν συστηματικά διάφορες ομάδες σε αντιφρονούντες. Ο Γ. Παπανδρέου με αφορμή αυτή την κατάσταση εγκαινίασε τον «ανένδοτο αγώνα» για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Οι δεύτερες εκλογές όπου συμμετείχε η Ε.Κ. ήταν αυτές της 3ης Νοεμβρίου 1963. Η Ε.Κ. σ' αυτές τις εκλογές συγκέντρωσε ποσοστό 42,04% και 138 έδρες έναντι 39,37% και 128 έδρες της Ε.Ρ.Ε. Μετά την ήττα που υπέστη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έφυγε στο Παρίσι αφήνοντας την ηγεσία του κόμματος στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Παρόλο που η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με τη στήριξη της αριστερής ΕΔΑ, προτίμησε να διεξαγάγει νέες εκλογές είτε γιατί δεν ήθελε να συνεργαστεί με την ελεγχόμενη από το ΚΚΕ ΕΔΑ είτε γιατί μια τέτοια συνεργασία θα έδινε αφορμή στην ΕΡΕ και στους παρακρατικούς να επικαλεσθούν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να δυναμιτίσουν την ήδη εύθραυστη πολιτική ομαλότητα. Η κυβέρνηση αυτή έμεινε γνωστή ως «κυβέρνηση των 50 ημερών». Οι τρίτες εκλογές όπου συμμετείχε η Ε.Κ. ήταν αυτές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, όπου συγκέντρωσε ποσοστό 52,72% και 171 έδρες έναντι 35,26% και 107 έδρες της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Π. Κανελλόπουλο. Ο Γ. Παπανδρέου σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Η έλλειψη συνοχής μεταξύ των στελεχών της Ε.Κ. εκδηλώθηκε όταν ο Γ. Παπανδρέου ήλθε σε ρήξη με τα ανάκτορα και αναγκάστηκε να παρατηθεί στις 15 Ιουλίου 1965. Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος B΄ έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος υποστηρίχτηκε από μερικές δεκάδες βουλευτές της Ε.Κ. (τους λεγόμενους «αποστάτες»). Η κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τη νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης έλαβε ο Ηλίας Τσιριμώκος, ο οποίος απέτυχε επίσης. Τελευταίος που έλαβε εντολή υπήρξε ο Στέφανος Στεφανόπουλος ο οποίος πέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Η νέα κυβέρνηση όμως υπό τις πιέσεις του Γ. Παπανδρέου που εν τω μεταξύ είχε εγκαινιάσει δεύτερο «ανένδοτο αγώνα», αναγκάστηκε να κηρύξει νέες εκλογές για τον Μάιο του 1967. Πρόλαβε όμως η Απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο Γ. Παπανδρέου πέθανε τον Νοέμβριο του 1968. Η Ε.Κ. επαναδραστηριοποιήθηκε κατά την Μεταπολίτευση υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μαύρου και συνασπίστηκε στις πρώτες εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) μετά την δικτατορία με τις Νέες Δυνάμεις, υπό το όνομα Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις. Στα επόμενα χρόνια διάδοχος της Ένωσης Κέντρου ουσιαστικά ήταν το ΠΑΣΟΚ.
γ. Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (1951-1977)
Η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.) ήταν πολιτικό κόμμα που έδρασε κυρίως την περίοδο 1951-1974 (με διακοπή λειτουργίας κατά τη διάρκεια της επταετίας) με σημαντική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Μετά τη μεταπολίτευση επανήλθε χωρίς όμως τη δυναμική του παρελθόντος, για να διαλυθεί οριστικά μετά το 1985. Η ΕΔΑ ιδρύθηκε στις 3 Αυγούστου του 1951 ως συνασπισμός κομμάτων της αριστεράς, με πρωτοβουλία του εκτός νόμου τότε Κ.Κ.Ε., και με πρόεδρο τον Ιωάννη Πασαλίδη. Την ιδρυτική διακήρυξή της υπέγραψαν μικρά αριστερά κόμματα που ήταν νόμιμα εκείνη την περίοδο: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας του Ι. Πασαλίδη, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων των Νεόκοσμου Γρηγοριάδη και Σταμ. Χατζημπέη, και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μιχαήλ Κύρκου. Ο βασικός κορμός των στελεχών της ήταν μέλη του Κ.Κ.Ε., το οποίο είχε τεθεί εκτός νόμου από το 1947, όπως και οι Εμμανουήλ Πρωιμάκης και οι στρατηγοί Σαράφης, Χατζημιχάλης και Αυγερόπουλος.
Η Ε.Δ.Α. συμμετέσχε για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές το 1951 όπου εκλέχτηκαν τελικά 10 βουλευτές. Ήταν τότε το μοναδικό κόμμα που καταψήφισε στη Βουλή την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Στις εκλογές του 1952, με πλειοψηφικό, δεν κατάφερε να αναδείξει ούτε έναν βουλευτή. Το 1956 η Ε.Δ.Α. μετατράπηκε σε ενιαίο κόμμα. Το 1958 η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. αποφάσισε να διαλύσει τις παράνομες οργανώσεις της που είχαν απομείνει στην Ελλάδα και τα μέλη τους να ενταχθούν στην νόμιμη Ε.Δ.Α. Στις εκλογές του χρόνου αυτού κατόρθωσε να πάρει το 24,4% των ψήφων καταλαμβάνοντας 78 βουλευτικές έδρες και να αναδειχτεί αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτή η επιτυχία, προκάλεσε ανησυχία στα επιτελεία του στρατού και του «παρακράτους», τα οποία επανενεργοποίησαν και αναθεώρησαν το σχέδιο «Περικλής», με στόχο να περιορίσουν τις δυνάμεις της ΕΔΑ. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή στις εκλογές του 1961, όπου η ΕΔΑ έλαβε μέρος ως Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδας-ΠΑΜΕ και οι οπαδοί της έγιναν αντικείμενο επιθέσεων από οργανωμένους ή υποκινούμενους πολίτες.
Λίγο πριν από τις εκλογές του 1963, η Ελλάδα εισήλθε σε μία περίοδο πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής, εξαιτίας της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από μέλη της οργάνωσης «Καρφίτσα». Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις (Ε.Ρ.Ε. και Ένωση Κέντρου) θεωρούσαν την ΕΔΑ κομμουνιστική και επεδίωκαν την απομόνωσή της. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ονόμαζε την πολιτική του «διμέτωπο αγώνα» κατά της Δεξιάς και της Αριστεράς. Συνεργάστηκε μαζί της μόνο στις εκλογές του 1956 με μοναδικό σκοπό την αλλαγή του εκλογικού συστήματος σε περίπτωση νίκης. Στη συνέχεια όμως, μετά την νίκη του στις εκλογές του 1963, επειδή δεν πέτυχε αυτοδυναμία στη Βουλή, προτίμησε να παραιτηθεί και να προκηρύξει νέες εκλογές τον Φεβρουάριο του 1964, παρά να κάνει κυβέρνηση υποστηριζόμενη από την ΕΔΑ. Μετά το Απριλιανό πραξικόπημα η ΕΔΑ διαλύθηκε, όπως και τα υπόλοιπα κόμματα και τα περισσότερα στελέχη της συνελήφθησαν και εξορίστηκαν. Μετά τη μεταπολίτευση έγινε προσπάθεια αναβίωσής της αλλά χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Το 1974 συμμετείχε στις πρώτες εκλογές μετά την δικτατορία στο σχήμα της Ενωμένης Αριστεράς και εξέλεξε τον πρόεδρό της Ηλία Ηλιού βουλευτή. Στις εκλογές του 1977 συνεργάστηκε με το ΚΚΕ Εσωτερικού με την επωνυμία «Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων», ενώ το 1981 και το 1985 συνεργάστηκε υπό την καθοδήγηση του Μανώλη Γλέζου με το ΠΑΣΟΚ. Κατόπιν διαλύθηκε και τυπικά.
Εκτός από τα κόμματα την εποχή εκείνη δημιουργήθηκαν και λειτουργούσαν διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις με ποικίλα ονόματα, η ύπαρξη και οι στόχοι των οποίων έχουν αμφισβητηθεί εκατέρωθεν, με αποτέλεσμα να επικρατεί τελικά και στο θέμα αυτό, η άποψη των νικητών, που εκπροσωπούν κυρίως την κεντροαριστερή παράταξη. Ακόμη όμως και αν δεν υπήρξαν πραγματικά, και η απλή αναφορά σε τόσο πολλές μυστικές οργανώσεις, δημιουργεί για την εποχή εκείνη μία σκοτεινή εικόνα προβληματικής καθεστωτικής λειτουργίας, η οποία είχε συνέχεια σε ακόμη σκοτεινότερες εξελίξεις.
α. Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών ΙΔΕΑ (1944-1967)
Ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, γνωστότερος από το ακρωνύμιο ΙΔΕΑ, ήταν μία μυστική οργάνωση αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, η οποία αναμίχθηκε στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ειδικότερα μετά την αποχώρηση των Γερμανών και τον εμφύλιο πόλεμο, με σκοπό την αντιμετώπιση "τυχόν επαπειλούμενου κομουνιστικού κινδύνου". Το σπέρμα της οργάνωσης του ΙΔΕΑ ως αντίληψη εντοπίζεται κατά τον Β' Π.Π., στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα λίγο μετά την ίδρυση του στρατιωτικού συνδέσμου ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών) που συγκροτήθηκε από μια ομάδα κατωτέρων στελεχών του ελληνικού στρατού, στη Διοίκηση των εκεί Σχολών ΓΚΕΣ (Γενικό Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατιωτικών) τον Αύγουστο του 1943. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν τότε και άλλες παρόμοιες αντικομουνιστικές οργανώσεις, όπως ο ΣΑΝ (Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων), ο ΔΕΑ κ.ά. που όμως δεν ευδοκίμησαν. Οι μικρότερες ομάδες δημιουργήθηκαν με βάση το έτος αποφοίτησης από τη Σχολή Ευελπίδων. Παρά ταύτα όλες μαζί αυτές οι ομάδες έπαιξαν ένα έντονο ρόλο φθάνοντας στο σημείο να απαιτούν και την αλλαγή της κυβέρνησης και επιδεικνύοντας απείθεια. Συνέπεια αυτών ήταν να συλληφθούν οι πρωταίτιοι και να καταδικαστούν ορισμένοι εις θάνατον, μολονότι ακολούθησε αμνήστευσή τους.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι παραπάνω αξιωματικοί, επανερχόμενοι και διαβλέποντας από τις συνθήκες που επικρατούσαν, τα σύννεφα του Εμφυλίου Πολέμου, αποφάσισαν να κινηθούν περισσότερο αποτελεσματικά. Έτσι ιδρύθηκε ο ΙΔΕΑ στις 25 Οκτωβρίου του 1944 στην Αθήνα από έξι αντιπροσώπους της «Τρίαινας», μυστικής οργάνωσης σαμποτάζ και πληροφοριών που είχε δραστηριοποιηθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα και από ένα εκπρόσωπο της «ΕΝΑ» (Ένωση Νέων Αξιωματικών), οργάνωσης με σκοπούς σαφώς αντικομμουνιστικούς. Σκοπός του ΙΔΕΑ ήταν η εξουδετέρωση του κομμουνιστικού κινήματος και η εγκαθίδρυση και αναπαραγωγή του στρατιωτικού μηχανισμού στην οργάνωση του αστικού μεταπολεμικού κράτους στην Ελλάδα. Η αντίληψη και ουσιαστική θέση του ΙΔΕΑ ήταν η ταύτιση του στρατού με το έθνος και η πλήρης ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία. Ο ΙΔΕΑ ήταν οργανωμένος κατά το στρατοκρατικό πρότυπο και τα όργανά του ονομάζονταν «δέσμες».
Αποκορύφωμα παρέμβασης έγινε το 1951, όταν ο ΙΔΕΑ αποπειράθηκε να καταλάβει την εξουσία δια των όπλων, αμέσως μετά την δήλωση της παραίτησής του Αλέξανδρου Παπάγου από το στράτευμα. Ο ίδιος ο Αλ.Παπάγος, έκπληκτος τότε, από την αιφνίδια δράση του ΙΔΕΑ, κάλεσε τους αξιωματικούς που συμμετείχαν να αποσυρθούν στις μονάδες τους και στα κυρίως καθήκοντά τους, οδηγώντας έτσι το κίνημα σε καταστολή. Η κυβέρνηση προσπάθησε να συγκαλύψει το επεισόδιο. Το επίσημο ανακοινωθέν απλώς ανέφερε πως «λόγω πληροφοριών περί ενδεχομένης αποπείρας διασαλεύσεως της τάξεως υπό αναρχικών στοιχείων, ελήφθησαν την πρωίαν σήμερον ορισμένα στρατιωτικά μέτρα, τα οποία ήρθησαν ευθύς ως εξέλιπον οι λόγοι». Το κίνημα απέτυχε χάρη στην άρνηση της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων να προσχωρήσει στη συνωμοσία. Η αποτυχία του κινήματος είχε σαν αποτέλεσμα μια ομάδα σκληρών ακραίων αξιωματικών της οργάνωσης ΙΔΕΑ να χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς τους ανωτέρους τους, επειδή δεν τόλμησαν να φέρουν σε πέρας το κίνημα και υπέκυψαν στις πιέσεις των ανακτόρων και του Παπάγου.
Ο Βασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος πίστευαν ότι οι εμπλεκόμενοι έπρεπε να τιμωρηθούν. Οι αξιωματικοί που είχαν ηγηθεί της απόπειρας απομακρύνθηκαν από το στρατό αλλά τους δόθηκε αμνηστία. Το ΑΣΣ (Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο) αποφάσισε και πήρε σκληρά μέτρα εναντίον του ΙΔΕΑ. Μεταξύ άλλων το ΑΣΣ ζήτησε να μην ψηφίσει ο στρατός στις επόμενες εκλογές, διότι, υπήρχε κίνδυνος να επηρεαστεί το ελεύθερο πολιτικό φρόνημα των στρατιωτών από τους αξιωματικούς. O ΙΔΕΑ έπαψε να υφίσταται το 1951, όμως αξιωματικοί που ανήκαν σε αυτόν παλαιότερα συνέχισαν τη συνωμοτική παρακρατική τους δράση και μετά, μέχρι το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
β. Σχέδιο Περικλής
Το Σχέδιο Περικλής ήταν ειδικό επιτελικό σχέδιο ανάληψης στρατιωτικών επιχειρήσεων με συνεπικουρία και άλλων αρχών, κυρίως αστυνομικών, αλλά και κάποιων άλλων οργανώσεων, με απώτερο στόχο τον έλεγχο του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών του 1961. Το σχέδιο αρχικά, εκπονήθηκε από την Κ.Υ.Π. το 1955 και αναθεωρήθηκε το 1959 από τον αρχηγό της, στρατηγό Νάτσινα, στο πλαίσιο εκστρατείας που περιλάμβανε άμεση παρέμβαση του στρατού και της αστυνομίας στα τότε πολιτικά πράγματα της χώρας με τη χρήση «διαφωτιστικού υλικού» με σκοπό τον περιορισμό του ποσοστού της Ε.Δ.Α. η οποία το 1958 είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση. Σε σύσκεψη στην οποία μετείχαν οι στρατηγοί Α. Νάτσινας, Β. Καρδαμάκης, Ν. Γωγούσης, Αθ. Φροντιστής και ο αρχηγός της αστυνομίας, Θ. Ρακιντζής, αποφασίστηκαν οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του σχεδίου. Πίσω απ' αυτούς βρίσκονταν και άλλοι αξιωματικοί που είχαν ενημερωθεί σχετικά, ανάμεσά τους και ο αξιωματικός και μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Το σχέδιο καταγγέλθηκε δημοσίως στη Βουλή από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου μερικά χρόνια αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου 1965, ενώ τα πρακτικά της συνεδρίασης της «Συντονιστικής Επιτροπής» στις 11 και 12 Αυγούστου 1961 δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες της εποχής. Ο πρωθυπουργός της επίμαχης περιόδου, Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, παραδέχθηκε την ύπαρξη του σχεδίου, αρνήθηκε όμως ότι προοριζόταν να εφαρμοστεί σε εκλογές, παρά μόνο σε περίπτωση εξωτερικού ή εσωτερικού κινδύνου. Παρά ταύτα στις 9 Ιουνίου του 1965 παράλληλα με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, ασκήθηκε δίωξη και στους εμπλεκόμενους στο "Σχέδιο Περικλής" στους οποίους περιλαμβάνονταν τέσσερις υποστράτηγοι οι: Αθ. Φροντιστής, Β. Καρδαμάκης, Α. Νάτσινας και Μπάλλας, ένας ταξίαρχος, ο Γ. Βάλλης και ένας αντισυνταγματάρχης, ο Γ. Παπαδόπουλος, με την κατηγορία "επί παραβάσει καθήκοντος, εκδόσει αθεμίτων διαταγών και ηθική αυτουργία σε πράξεις αποβλέπουσας την νόθευση του εκλογικού φρονήματος του λαού». Δύο μόλις ημέρες μετά δημοσιοποιήθηκε το "Σαμποτάζ του Έβρου" που επέφερε νέα κρίση στην τότε κυβέρνηση.
γ. Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ
Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία) ήταν πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ελλάδα στα μέσα Μαΐου του 1965 και ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην κρίση των Ιουλιανών 1965. Η "βόμβα" της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ ξέσπασε δύο εβδομάδες μετά τον ανασχηματισμό και την επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Παράγοντες της αντίπαλης παράταξης κατάγγειλαν ότι υπήρχε μέσα στο στρατό οργάνωση με τα αρχικά αυτά και με απόκλιση προς τα "αριστερά", με πολιτικό αρχηγό το γιο του πρωθυπουργού. Από τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν αργότερα προέκυψε ότι ο Πέτρος Γαρουφαλλιάς, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας και ο στρατηγός Ι.Γεννηματάς είχαν ενημερωθεί για κάποιες "κινήσεις" και "μυήσεις" σε ορισμένες στρατιωτικές μονάδες στην Κύπρο και στην Αθήνα, τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 1965. Κάποια στιγμή ενημέρωσαν το βασιλιά, όχι όμως και τον πρωθυπουργό. Κεντρικό πρόσωπο στις κινήσεις αυτές παρουσιαζόταν ο λοχαγός Αριστείδης Μπουλούκος, παλαιό μέλος της οργάνωσης Χ του Γρίβα, που είχε τοποθετηθεί στην ΚΥΠ, κατόπιν επιμονής του συμπατριώτη του υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου, και είχε μετατεθεί στην Κύπρο, κατόπιν παρακλήσεως του ίδιου του Γρίβα. Ο Μπουλούκος, μαζί με άλλους αξιωματικούς, είχαν επισκεφθεί επανειλημμένα τον Ανδρέα Παπανδρέου, με πρόσχημα κάποιο ρουσφέτι, στην πραγματικότητα όμως για να αποκτήσουν από τις επισκέψεις αυτές "ατού" και ακτινοβολία μεταξύ των συναδέλφων τους. Μία δακτυλογραφημένη αναφορά του Γρίβα προς τον Γαρουφαλλιά, που έφτασε στα χέρια του πρωθυπουργού Γ.Παπανδρέου, περιείχε και τον "όρκο" της οργάνωσης του ΑΣΠΙΔΑ, ενώ στην εισαγωγική αναφορά του ο Γρίβας μνημόνευε τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η πρώτη δημόσια νύξη για τον ΑΣΠΙΔΑ έγινε στις 18 Μαΐου του 1965 από την εφημερίδα της Λάρισας Ημερήσιος Κήρυξ, όργανο του πρώην προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου, τοποθετημένου στην ακραία δεξιά πτέρυγα της ΕΡΕ. Το ίδιο βράδυ, η κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ανέθεσε στον αντιστράτηγο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, Ι. Σίμο, να προχωρήσει σε ανακρίσεις σχετικά με τις πληροφορίες, ενώ η αντιπολίτευση εξαπέλυσε επίθεση με στόχο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 19 Μαΐου, 13 βουλευτές της ΕΡΕ και των Προοδευτικών, κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή για το θέμα αυτό. Συγχρόνως, ο προσωπικός φίλος του μετέπειτα δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, βουλευτής τότε της ΕΡΕ, Νίκος Φαρμάκης, άρχισε δραστηριότητα στην Ελλάδα και την Κύπρο για το "φούντωμα" του ΑΣΠΙΔΑ, σε συνεργασία με τον Νίκο Σαμψών. Την ίδια ώρα, οι κυβερνητικές εφημερίδες ζητούσαν επίμονα να αντικατασταθεί ο αρχηγός του ΓΕΣ Ι. Γεννηματάς που είχε ανάμιξη στο "εκλογικό πραξικόπημα" του 1961. Την άμεση αντικατάσταση του Γεννηματά ζητούσε και η Ελευθερία του Πάνου Κόκκα, ο οποίος όμως επέκρινε και τον Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, τονίζοντας ότι "επεδίωξε να ιδρύσει "μικρομάγαζον" εις τον στρατόν". Την 1η Ιουνίου 1965, ο Ι. Σίμος υπέβαλε το πόρισμα των ανακρίσεων για τον ΑΣΠΙΔΑ στον υπουργό Αμύνης. Πρότεινε να παραπεμφθούν στο ανακριτικό συμβούλιο, με το ερώτημα της αποτάξεως, οι "πρωτοστατήσαντες δια την μύησιν" λοχαγοί πεζικού Μπουλούκος Αρ., Πανούτσος Ι., Παπαγιαννόπουλος Κ. και Θεοδοσίου Ι. Να ασκηθεί "αυστηρός πειθαρχικός έλεγχος" κατά 6 ακόμη λοχαγών και υπολοχαγών (Θ. Μακρίδη, Ε. Κουφαλιτάκη, Α. Βλάχου, Ι. Δαμηλάκου, Α. Κεπενού και Θ. Σταυρόπουλου) που δέχθηκαν να "μυηθούν" στην οργάνωση. Να επιβληθεί πειθαρχική ποινή στον συνταγματάρχη Αλ. Παπατέρπο και τον αντισυνταγματάρχη Α. Δαμβουνέλη για αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Να επιβληθεί επίσης ποινή πειθαρχική στον συνταγματάρχη Μιχ. Ασημακόπουλο και τον αντισυνταγματάρχη Δημ. Παραλίκα.
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επηρεασμένος από τη μητέρα του και τους άλλους ανακτορικούς συμβούλους, που του παρουσίαζαν ως φοβερή τη "συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ" αξίωνε να σταλούν οι "συνωμότες" στο στρατοδικείο. Ο Π. Γαρουφαλλιάς μετέβη την 5η Ιουνίου στην Κέρκυρα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς, αναμένοντας να γεννήσει η Άννα-Μαρία το πρώτο τους παιδί και τον ενημέρωσε για το πόρισμα Σίμου. Επιστρέφοντας, μετέφερε στον Γεώργιο Παπανδρέου τη βασιλική επιθυμία να παραπεμφθεί η υπόθεση στο στρατοδικείο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να παραπέμψει το φάκελο του ΑΣΠΙΔΑ, αλλά συγχρόνως και το φάκελο του σχεδίου Περικλής στη στρατιωτική δικαιοσύνη. Ταυτοχρόνως επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλλιά, ο οποίος κατά την άποψή του ελεγχόταν από το παλάτι. Ο Κωνσταντίνος απέρριψε την αντικατάσταση του Γαρουφαλλιά και αρνήθηκε την πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Η άρνηση του Κωνσταντίνου οδήγησε σε παραίτηση του πρωθυπουργού, οδηγώντας στα Ιουλιανά του 1965.
Από τις 30 Ιανουαρίου η δίκη διεξαγόταν κεκλεισμένων των θυρών, με κύριο συνήγορο υπεράσπισης τον Νικηφόρο Μανδηλαρά. Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι υπήρχε πράγματι η οργάνωση «ΑΣΠΙΔΑ», αποτελούμενη από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς χωρίς σαφείς στόχους για το στράτευμα ή για το πολίτευμα. Περιλάμβανε 40-50 μέλη, μεσαίων και χαμηλών βαθμών, από τα οποία αρχικά την προσοχή τράβηξε ο λοχαγός Αριστείδης Μπουλούκος, που κατηγορήθηκε ότι στρατολογούσε νέα μέλη. Η υπόθεση έγινε πιο σοβαρή όταν διάφορες εφημερίδες (όπως και η κεντρώα Ελευθερία του Πάνου Κόκκα) προσπάθησαν να εμπλέξουν στην υπόθεση τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπατέρπο, υπαρχηγό της ΚΥΠ και φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου. Όπως δείχνουν τα πράγματα η όλη υπόθεση μεθοδεύτηκε από ελληνικές και αλλοδαπές μυστικές υπηρεσίες με στόχο να χρησιμοποιηθεί ως αιτιολογία για δημιουργία αναταραχής, ικανής να δικαιώσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
δ. Σχέδιο Προμηθεύς
Το Σχέδιο Προμηθεύς ήταν σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ που προοριζόταν για την ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής απειλής. Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη νευραλγικών κτιρίων και εγκαταστάσεων από τον στρατό και την σύλληψη στελεχών της αριστεράς. Παραλλαγή του με το όνομα Ιέραξ II χρησιμοποιήθηκε από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στο Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 για την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας και την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Το σχέδιο Ιέραξ ΙΙ προέβλεπε επίσης την σύλληψη του Ανδρέα Παπανδρέου, του πρώην υφυπουργού Άμυνας Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων. Η εφαρμογή του θα γινόταν μετά από εντολή ή ατύχημα του βασιλιά Κωνσταντίνου με συγκεκριμένες αποστολές από μονάδες-κλειδιά.
ε. Σχέδιο Ελικών
Το Σχέδιο Ελικών εμφανίστηκε ως στρατηγικό συνωμοτικό σχέδιο δράσης καταρτισμένο από κεντροαριστερούς αξιωματικούς και είχε στόχο την βίαιη κατάλυση των αρχών του ελληνικού κράτους, τη σύλληψη ή δολοφονία πολιτικών προσώπων, ανωτάτων στρατιωτικών, ακόμα και του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ και την επιβολή φιλοσοβιετικής κομμουνιστικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από τους πρωταίτιους των γεγονότων της περιόδου 1967-1974, μαζί με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ για την δικαίωση των ενεργειών τους. Μετά την πτώση της δικτατορίας, το καθεστώς που την αντικατέστησε προώθησε την άποψη ότι δεν υπήρχε τέτοιο σχέδιο και ο στρατιωτικός ανακριτής λοχαγός Νέττας που πρωταγωνίστησε στην «αποκάλυψη της κεντροαριστερής συνωμοσίας» καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση για απάτη. Κατά την εκδοχή αυτή, στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπόμνημα κάποιων στρατιωτικών στον Γεώργιο Παπανδρέου, όπου εξέφραζαν τις ανησυχίες τους για τις, κατά τη γνώμη τους, «ακροδεξιές» και «αντιδημοκρατικές» πεποιθήσεις κάποιων συναδέλφων τους που κατείχαν σοβαρές θέσεις. Είχε συνταχθεί το 1964, από τους υποστράτηγους Γεωργιάδη, Τζιάκη και Κουμανάκο, τον ταξίαρχο Τσεπαπαδάκη και τους αντισυνταγματάρχες Δ. Παραλίκα και Ι. Πάντζαλη. Κάποιοι από τους κατονομαζόμενους ως «ακροδεξιούς» πράγματι εξελίχθηκαν σε πρωταγωνιστές της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όπως ο αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης (μετέπειτα υπουργός της δικτατορίας), οι ταξίαρχοι Οδυσσέας Αγγελής (μετέπειτα κορυφαίος παράγων των πραξικοπηματιών και Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων), Αθ. Ντενίσης (επί δικτατορίας Αρχηγός Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο), και οι συνταγματάρχες και αντισυνταγματάρχες Δημήτριος Ιωαννίδης (ο μετέπειτα «αόρατος» δικτάτορας) Δ. Πατίλης (μετέπειτα υπουργός της δικτατορίας), Ηλ. Γερακίμης, Στ. Σκληρός (κινηματίας του 1951), καθώς και ο Κ. Θεοχάρης (Δ/ντής του στρατ. γραφείου του ΥΕΘΑ, δηλαδή του Π.Γαρουφαλλιά).
Ο Κωνσταντίνος Δόβας (Κόνιτσα, 20 Δεκεμβρίου 1898 - Αθήνα, 24 Ιουλίου 1973) ήταν στρατιωτικός και υπηρεσιακός πρωθυπουργός το διάστημα μεταξύ 20ής Σεπτεμβρίου - 4ης Νοεμβρίου 1961. Γεννήθηκε στην Κόνιτσα όταν η κωμόπολη της Ηπείρου ήταν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Γονείς του ήταν ο υπάλληλος γαλλικής εταιρείας καπνού, Θωμάς Δόβας από την Κόνιτσα και μητέρα του η Ευθυμία Β. Μπαμίχα από το Δέλβινο. Ο Δόβας πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ιωάννινα και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα. Έπειτα εισάχθηκε στην Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε το 1918 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, ενώ αργότερα σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου του Παρισιού. Έλαβε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στον πόλεμο του 1940-41. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην οργάνωση «Επιτροπή Συνταγματαρχών» των Τσακαλώτου, Σπηλιωτόπουλου, Κιτριλάκη και Λιώση καθώς και στην οργάνωση «Θέρος», που δημιουργήθηκε από την επιτροπή και είχε ως σκοπό την προώθηση αξιωματικών του ελληνικού στρατού στη Μέση Ανατολή ή στις αντάρτικες οργανώσεις καθώς και τη συλλογή πληροφοριών κατά των δυνάμεων Κατοχής. Μετά την Αποχώρηση των Γερμανών, διακρίθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου και κυρίως στη μάχη της Κόνιτσας (όπου πολέμησε ως ταξίαρχος με τις κυβερνητικές δυνάμεις), που κράτησε από τις 25 Δεκεμβρίου του 1947 έως τις 4 Ιανουαρίου του 1948, κατά την οποία μάλιστα τραυματίστηκε ελαφρά.
Μετά τον Εμφύλιο, εξελίχθηκε μέχρι του βαθμού του αντιστράτηγου και υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές και μάχιμες θέσεις, χρηματίζοντας και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ από το 1954 μέχρι το 1959. Το 1960 ανέλαβε αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του βασιλιά Παύλου. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1961 ορκίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός και διεξήγαγε τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, για τις οποίες κατηγορήθηκε από σύσσωμη την αντιπολίτευση για «βία και νοθεία» καθώς η διεξαγωγή των εκλογών έγιναν μέσα σε κλίμα εκφοβισμού με υποκινητές και αυτουργούς διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες που είχαν αυτονομηθεί από το επίσημο κράτος. Παρέδωσε την κυβέρνηση στον νικητή των εκλογών Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 4 Νοεμβρίου 1961. Τον Δεκέμβριο του 1964 και έπειτα από πιέσεις της ΕΔΑ προς τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ο Δόβας αποχώρησε από την θέση του στο Παλάτι. Τον Δεκέμβριο του 1967 συμμετείχε στο αποτυχημένο Αντικίνημα του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου. Απεβίωσε στις 24 Ιουλίου 1973. Ήταν νυμφευμένος από το 1930 με την μικρασιάτισσα καθηγήτρια βιολιού Μαργαρίτα Λευκιάδου.
Ο Παναγιώτης Πιπινέλης (1899 - 19 Ιουλίου 1970) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός, συγγραφέας ιστορικών έργων και εκδότης. Διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας σε υπηρεσιακή κυβέρνηση την περίοδο 17 Ιουνίου 1963 – 29 Σεπτεμβρίου 1963 και πολλές φορές υπουργός. Γεννήθηκε το 1899 στον Πειραιά και σπούδασε Νομικές και Πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και του Φράιμπουργκ. Το 1922 εισήλθε στο Διπλωματικό Σώμα και υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και πόλεις του εξωτερικού ανερχόμενος συνεχώς την ιεραρχία μέχρι το 1953. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στο Γενικό Προξενείο των Παρισίων (1927-1928), στην Πρεσβεία Τιράνων (1928-1929) και στη μόνιμη ελληνική αντιπροσωπεία στην Κοινωνία των Εθνών (1931-1932). Το 1933 ανέλαβε διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη (1933-1935), θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 28 Ιουνίου του 1935. Στη συνέχεια διορίστηκε πρόσεδρος υπουργός "εκ προσωπικοτήτων", το 1936 ανέλαβε πρεσβευτής στη Βουδαπέστη (1936-1940) και ακολούθως στη Σόφια (1940-1941) μέχρι τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα ακολουθώντας την κυβέρνηση Εμμ.Τσουδερού στην Κρήτη και από εκεί στην αναγκαστική αποδημία στη Μέση Ανατολή και την Αγγλία. Τότε τοποθετήθηκε για μερικούς μήνες στην πρεσβεία της Μόσχας (1941) και στη συνέχεια επέστρεψε στο Λονδίνο όπου και υπηρέτησε στα αποδημούντα ξένα ανώτατα συμμαχικά όργανα. Τον Ιούνιο του 1945 ανέλαβε αρχηγός του πολιτικού οίκου του βασιλιά Γεωργίου Β' την περίοδο 1945-1946.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από τον Ιούνιο του 1947 έως τον Νοέμβριο του 1948 διετέλεσε μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών και αργότερα υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ι.Θεοτόκη το 1950. Το 1953 παραιτήθηκε από το Διπλωματικό Σώμα, ως μόνιμος αντιπρόσωπος της χώρας στο ΝΑΤΟ από το 1952. Από τότε αναμίχθηκε με την πολιτική αρχικά με τον Ελληνικό Συναγερμό και στη συνέχεια με την ΕΡΕ και διορίστηκε υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση Καραμανλή (1961-1963). Μετά την παραίτηση του Καραμανλή και τη φυγή του στο εξωτερικό, έλαβε εντολή από τον βασιλιά Παύλο και στις 17 Ιουνίου του 1963 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, αποσπώντας ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Στις 5 Ιουλίου δέχθηκε τον υπουργό Εξωτερικών της Εθνικιστικής Κίνας (Ταϊβάν) Σεν Σανγκ Χουάν, ο οποίος συνοδευόταν από τον πρεσβευτή της χώρας του στην Αθήνα. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1963 ο Πιπινέλης παρέδωσε στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Στ. Μαυρομιχάλη. Στις εκλογές του 1963 και του 1964, εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών της ΕΡΕ. Στις 3 Απριλίου του 1967 ο Π. Κανελλόπουλος τον διόρισε υπουργό Συντονισμού στη κυβέρνησή του, θέση που διατήρησε για 18 ημέρες, λόγω της εκδήλωσης του πραξικοπήματος στις 21 Απριλίου του 1967. Στις 20 Νοεμβρίου του 1967 διορίστηκε υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κ. Κόλλια, θέση που διατήρησε και στην κυβέρνηση του Γ. Παπαδόπουλου μέχρι το 1970 όταν πέθανε (στις 19 Ιουλίου) από καρκίνο.
Ο Π.Πιπινέλης διατηρούσε υψηλές γνωριμίες με μυστικές υπηρεσίες τόσο της Αγγλίας όσο και των ΗΠΑ και η διπλωματική του προσφορά στις συμμαχικές δυνάμεις ήταν σημαντική. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, το 1946, πρωτοστάτησε στην παλινόρθωση της Βασιλείας στην Ελλάδα με την επιστροφή του Βασιλέως Γεωργίου Β΄. Υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες στις συνομιλίες για το σχέδιο Μάρσαλ. Όταν αναμίχθηκε με την πολιτική ήταν ήδη παράγοντας του ΝΑΤΟ. Μετά την φυγή του Κ. Καραμανλή, μέσα στο κόμμα της ΕΡΕ, ήταν μία από τις έξι προσωπικότητες που άρχισαν να διαδραματίζουν σημαντικούς ρόλους υπό διαφορετικές συνθήκες. Ήταν ο πρώτος από τους πολιτικούς των παλιών κομμάτων που συνεργάστηκε επίσημα με τις δικτατορικές κυβερνήσεις του 1967. Υπήρξε ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού "Πολιτικά Φύλλα" το 1954 και άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο για θέματα πολιτικής ιστορίας, εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων.
Ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης (1902 - 29 Οκτωβρίου 1981) ήταν δικαστικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 29 Σεπτεμβρίου 1963 – 8 Νοεμβρίου 1963. Γεννήθηκε στη Μάνη και καταγόταν από τη σπουδαία Μανιάτικη οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Ήταν ανεψιός του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος είχε επίσης υπηρετήσει πρωθυπουργός. Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1963 σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, με σκοπό να οδηγήσει την χώρα στις εκλογές. Επίσης είχε διατελέσει πρόεδρος του Αρείου Πάγου την περίοδο 1963-1968 και επανήλθε τιμητικά στο αξίωμα το 1974. Έγραψε πολλές νομικές μελέτες όπως «Η υπό αίρεσιν καταγγελία της συμβάσεως», «Αποζημίωσις λόγω καταγγελίας της συμβάσεως», «Η ρήτρα πληρωμής εις είδος», «Το Άρθρο 63 του αστικού κώδικα». Απεβίωσε στις 29 Οκτωβρίου του 1981.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου (13 Φεβρουαρίου 1888 - 1 Νοεμβρίου 1968, γνωστός και ως «Γέρος της Δημοκρατίας»), φίλος, συνεργάτης και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου, διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (6 Απριλίου 1944 – 3 Ιανουαρίου 1945, 8 Νοεμβρίου 1963 – 30 Δεκεμβρίου 1963 και 18 Φεβρουαρίου 1964 – 15 Ιουλίου 1965), αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης τα χρόνια 1950-1952 και πολλές φορές Υπουργός, με πρώτη υπουργική θητεία στην Επαναστατική Κυβέρνηση του 1923.
Μετά το 1946 συνέχισε την πολιτική ζωή του ως βουλευτής Αχαΐας (προπολεμικά εκλεγόταν στη Μυτιλήνη όπου είχε διατελέσει και νομάρχης), ως αρχηγός του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1946 και ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Παιδείας, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού στις κυβερνήσεις των ετών 1946-1952. Το 1950 ίδρυσε το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1950 και 1951. Τα χρόνια 1950-1952 ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με πρωθυπουργούς τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Νικόλαο Πλαστήρα. Στην περίοδο της αντιπροεδρίας του δημιούργησε το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον Ελληνικό Συναγερμό του Στρατάρχη Παπάγου, που κατήλθε στις εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, λόγω της εκτίμησης που του είχε ο Παπάγος και παρά την αντίθεση πολλών παραγόντων του Συναγερμού. Τον Απρίλιο του 1953 όμως, μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό, επανίδρυσε το κόμμα του και το συγχώνευσε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αναλαμβάνοντας συναρχηγός του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Μετά το 1953 οι βενιζελογενείς φιλελεύθερες δυνάμεις υπέφεραν από συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις και πολιτικό κατακερματισμό, και έφτασαν σε σημείο, στα χρόνια 1958-1961, να πέσουν εκλογικά σε ποσοστά μικρότερα από την Αριστερά (ΕΔΑ).
Το 1961 ο Γεώργιος Παπανδρέου αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό μετέχοντας στην ίδρυση του κόμματος Ένωση Κέντρου, με συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών δυνάμεων. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3 των εδρών της Βουλής και αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά κατάγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα, κατηγορώντας το παρακράτος για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις, κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και νοθείας». Τότε άρχισε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός ως «ανένδοτος αγών».
α. Πρωθυπουργία με την Ένωση Κέντρου
Η Ένωση Κέντρου κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138 έδρες σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της Ε.Δ.Α., που είχε 28 έδρες. Ωστόσο, ο Γ.Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων και 171 έδρες. Η φιλελεύθερη πολιτική που εφάρμοσε, και ο ευδιάκριτος ρόλος που έπαιζε ο γιος του Ανδρέας Παπανδρέου, προκάλεσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών κύκλων. Ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, πρόσφερε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, διπλασίασε τις βασικές αποδοχές των δικαστικών, απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους και κυρίως, συνέβαλε στη διαμόρφωση κλίματος πολιτικής ελευθερίας, χάρη στο οποίο αναθάρρησαν πολλοί πολίτες που ζούσαν στη σκιά ενός καταπιεστικού κράτους. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας, παραμερίζοντας εξτρεμιστικά στοιχεία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, μείωσε τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα. Από τους αντιπάλους του επισημάνθηκε ότι τα οικονομικά μέτρα που εφάρμοσε ήταν εφικτά, λόγω της ανθηρής οικονομίας που κληροδότησε η πρωθυπουργία Καραμανλή, η οποία είχε επιτύχει ενθαρρυντικά οικονομικά μεγέθη, αλλά το εισόδημα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων δεν είχε βελτιωθεί.
β. Το Κυπριακό
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν από τους πιο μαχητικούς υποστηρικτές της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ήδη από τα πρώτα του πολιτικά βήματα. Όμως στα χρόνια αμέσως μετά την Αποχώρηση των Γερμανών έδειξε συντηρητικότερη στάση, καθώς έκρινε ότι η ίδια η Ελλάδα χρειαζόταν απόλυτα όλη την οικονομική βοήθεια που προσέφεραν η ΗΠΑ και η Βρετανία. Το 1959 απέρριψε τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες δημιουργήθηκε το κράτος της Κύπρου, επειδή προέβλεπαν ανεξαρτησία και όχι ένωση με την Ελλάδα. Ως πρωθυπουργός, το 1964, μετά από επεισόδια μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στο νησί, έστειλε, για τη διατήρηση της τάξης και την κατοχύρωση των ελληνικών συμφερόντων, μία ελληνική μεραρχία, η οποία αποσύρθηκε αργότερα από την κυβέρνηση των συνταγματαρχών, που υπέκυψε στις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ, με δυσάρεστα αποτελέσματα. Τον Ιούνιο του 1964 ο Γ. Παπανδρέου στις συνομιλίες του με τους Αμερικανούς αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις και δεν δέχτηκε το «κλείσιμο» του Κυπριακού με διχοτόμηση σύμφωνα το «Σχέδιο Άτσεσον», που εκπονήθηκε από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, παρά τις έντονες πιέσεις του ίδιου του Αμερικανού Προέδρου Λύντον Τζόνσον.
γ. Σύγκρουση με τα ανάκτορα
Στη συνέχεια προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, ο οποίος κατά την παραδοσιακή αντίληψη του παλατιού, θεωρούσε ότι μπορούσε να έχει τον τελικό έλεγχο του στρατεύματος. Ο Γ.Παπανδρέου επέβαλλε το 1964 ως Αρχηγό της Χωροφυλακής τον αντιστράτηγο Σταύρο Βαλσαμάκη, παρά τις αντιδράσεις των Ανακτόρων. Επίσης, επιδίωξε να αποκτήσει τον έλεγχο της ΚΥΠ εκδιώκοντας τον επί πολλά χρόνια αρχηγό της Αλέξανδρο Νάτσινα. Σε άλλες περιπτώσεις υπήρξαν συμβιβασμοί. Μετά την αλλαγή αρχηγών σε Χωροφυλακή και ΚΥΠ, ο Παπανδρέου προτίμησε την επιλογή του φιλοβασιλικού στρατηγού Γεννηματά, και του Πέτρου Γαρουφαλλιά ως υπουργού Άμυνας, ταυτόχρονα όμως προχώρησε σε μια σειρά από μεταθέσεις αντι-παπανδρεϊκών αξιωματικών μακριά από την Αθήνα. Οι αυλικοί κύκλοι του βασιλικού περιβάλλοντος αντέδρασαν, θεωρώντας ότι ήταν πολιτικές διώξεις. Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσε οξύτητα, απόηχος του "ανένδοτου αγώνα" και των ανακρίσεων για το σχέδιο Περικλής, ενώ ταυτόχρονα το Κυπριακό βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Η άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου στον εσωκομματικό χώρο της Ένωσης Κέντρου, έκανε την κατάσταση ακόμα πιο βαριά, καθώς και ο τύπος της εποχής λειτουργούσε με τρόπο που «έβαζε λάδι στη φωτιά». Μέσα σ' αυτό το κλίμα ήρθε στο φως η Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι κατηγορούμενοι για το "σχέδιο Περικλής" βρήκαν πρόφαση για αντεπίθεση. Η κρίση σχετικά με τον έλεγχο του στρατού άρχισε να εκτραχύνεται, καθώς το παλάτι, με πρόφαση την υπόθεση "Ασπίδα", επιδίωξε να ανακτήσει τα ηνία του στρατού. Η διαφωνία κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965, κατά τα λεγόμενα Ιουλιανά, οπότε ο Παπανδρέου παραιτήθηκε στις 15 Ιουλίου 1965, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτό έδωσε το έναυσμα για μια περίοδο πολιτικής αναταραχής που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, και χρησιμοποιήθηκε ως αιτιολογία για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Ακολούθησε η λεγόμενη «αποστασία» στελεχών της Ένωσης Κέντρου, σε μία προσπάθεια του παλατιού να σχηματίσει κυβέρνηση από το κόμμα χωρίς τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος Β διόρισε αρχικά πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που «αποστάτησαν». Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1965 νέα κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο πήρε αδύνατη ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ ο Παπανδρέου κήρυξε τον δεύτερο "ανένδοτο" αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21 Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεώργιου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και με υπόδειξή τους την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Ο Γ. Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί, όπου πέθανε το 1968. Η κηδεία του από τη Μητρόπολη της Αθήνας συγκέντρωσε πλήθος λαού και έγινε αφορμή για την πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά του καθεστώτος.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, εξαιρετικά δημοφιλής στη δεκαετία του 1960, ήταν γνωστός αριστοτέχνης ετοιμόλογος και ευφυής ρήτορας. Σ’ αυτόν οφείλονται οι παροιμιώδεις εκφράσεις "Μέγα πλήθος μέγα πάθος", "Αυτό δεν είναι συγκέντρωση, είναι σεισμός", "Βία και νοθεία", "Ψήφισαν ακόμα και τα δένδρα", "Ανένδοτος αγών", "Αποστασία". Παραφράζοντας το σύνθημα του δικτατορικού καθεστώτος, "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών", έκανε λόγο για "Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών καθολικώς διαμαρτυρομένων". Για τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα είπε: "Εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη εμφανιζόμενος". Σε μία κοινοβουλευτική συζήτηση, ακούγοντας μίαν ύβρη προς το πρόσωπό του, ρώτησε "Ποίος το λέει αυτό;" και όταν ο υβριστής απάντησε "εγώ" παρατήρησε "Τότε δεν έχει καμία σημασία!" Για την ιδεολογία της Ένωσης Κέντρου είπε: «διαφέρομεν από την Δεξιάν ως προς την Δικαιοσύνην, διαφέρομεν από την Αριστεράν ως προς την Ελευθερίαν». Ως πολιτικός του βενιζελογενούς χώρου, δηλωμένος οπαδός του πολιτεύματος της προεδρικής δημοκρατίας και των κοινοβουλευτικών θεσμών αγγλοσαξονικού τύπου, υποστήριζε την ελεύθερη κεφαλαιοκρατική οικονομία με ίχνη σοσιαλδημοκρατικών τάσεων, που εκδηλώνονταν στο ενδιαφέρον του για ενίσχυση των μικρομεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, ως θεμέλιου για την ζωτικότητα της οικονομικής δραστηριότητας και την ανάπτυξη. Κατά τα άλλα υπήρξε πιστός στην αφοσίωσή του στους δυτικούς συμμάχους, στους οποίους οφείλει και τις δύο πρωθυπουργοποιήσεις του, αλλά και την πτώση του. Θεωρούμενος από τους Βρετανούς «καμένο χαρτί», μετά την αποτυχία της δοτής κυβέρνησής του κατά τα Δεκεμβριανά, επανήλθε στην πολιτική σκηνή, με την υποστήριξη του γιου του Ανδρέα ειδικά απεσταλμένου στην Ελλάδα για τον σκοπό αυτό, μετά τις διαβουλεύσεις των Αμερικανών για δημιουργία ενός κόμματος ανάλογου με τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ, σε αντιπαράθεση με την ΕΡΕ που έπαιζε τον ρόλο των Ρεπουμπλικάνων, αλλά σε κρίσιμο σημείο αντιτάχθηκε στους Αμερικάνους στο θέμα της διχοτόμησης της Κύπρου, με αμείλικτη συνέπεια την άμεση σχεδόν έκπτωσή του, με μεθοδεύσεις τις οποίες χρεώθηκε το παλάτι, αλλά στην πραγματικότητα σχεδιάστηκαν από αφανείς μυστικούς μηχανισμούς εξωτερικών ρυθμιστικών παραγόντων.
Ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος (1900 - 8 Απριλίου 1984) ήταν τραπεζίτης και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στα διαστήματα 30 Δεκεμβρίου 1963 – 18 Φεβρουαρίου 1964 και 22 Δεκεμβρίου 1966 – 3 Απριλίου 1967, και αρκετές φορές υπουργός. Γεννήθηκε το 1900 στη Λάβδα (σήμερα Θεισόα) της Ολυμπίας. Μετά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών συνέχισε νομικές και οικονομικές σπουδές στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, της Ιένας, της Λειψίας και του Λονδίνου. Υπήρξε υπάλληλος της Deutsche Bank (1925) και της Midland Bank (1927-1929). Διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Λειψίας και Λονδίνου. Το 1936 εκλέχθηκε υφηγητής της Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1938 Καθηγητής της Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών. Το 1939 ανέλαβε επίκουρος καθηγητής και το 1942 τακτικός καθηγητής της Παντείου. Εισερχόμενος στην υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος το 1931 ανέλαβε προϊστάμενος των Μελετών Επιχειρήσεων και Χρηματοδοσιών. Στη συνέχεια ανέλαβε τη Διεύθυνση της Βιομηχανικής Πίστεως μέχρι το 1954, οπότε εκλέχθηκε υποδιοικητής της Τράπεζας. Παράλληλα διετέλεσε πρόεδρος, μέλος και διευθυντής πολλών και διαφόρων επιστημονικών οργανισμών, Δημοσίων Υπηρεσιών, Συμβουλίων, Οργανώσεων και Οργανισμών κοινής ωφελείας καθώς και ευαγών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκροτήσεων.
Μετείχε κατ' επανάληψη σε Υπηρεσιακές Κυβερνήσεις ως Υπουργός Εφοδιασμού και κατόπιν Εθνικής Οικονομίας (κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη Απριλίου 1945 και Αυγούστου 1945), Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Εργασίας (1952) και ως Υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου κατά τον Μάρτιο του 1958, όταν ορκίσθηκε η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου. Στις 30 Δεκεμβρίου 1963, ενώ τελούσε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, επελέγη από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ ως πρωθυπουργός της υπηρεσιακής Κυβέρνησης του 1963, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Παρέμεινε Πρωθυπουργός ως τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964. Στις 22 Δεκεμβρίου 1966 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, μετά από σύμφωνη εισήγηση των Γεωργίου Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του ανέθεσε εκ νέου το σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης, η οποία αυτή τη φορά, μέσα στα πάθη της εποχής, χαρακτηρίστηκε «βασιλική». Η κυβέρνηση αυτή κατέρρευσε στις 3 Απριλίου 1967, μετά από άρση ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή, οπότε ο Βασιλιάς ανέθεσε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Μετά τον Απρίλιο του 1967 αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο. Δημοσίευσε μελέτες και πραγματείες δημοσιοοικονομικού κυρίως ενδιαφέροντος μεταξύ των οποίων οι Οικονομική Πίστις, Έννοια και Πολιτική της Ρευστότητος των Τραπεζών, Προς Νομισματικήν Εξυγίανσιν, Το Πρόβλημα της Βιομηχανικής Πίστεως της Ελλάδος, που άρχισαν να λαμβάνονται υπόψη πολύ αργότερα. Ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος πέθανε το 1984 σε ηλικία 84 ετών.
Η νοσηρή πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι το 1965, παρά την εμφανή πρόοδο που εικονίζεται στους οικονομικούς δείκτες, που ήταν μονόπλευρη, καθώς ωφέλησε κυρίως τους μεγάλους επιχειρηματίες και ελάχιστα τα υπόλοιπα οικονομικοκοινωνικά στρώματα, οδήγησε σε ακόμη νοσηρότερες εξελίξεις την ζωή της χώρας, στα πρώτα μόλις βήματά της μετά τον εφιάλτη μιας παρατεταμένης όσο και ζοφερής πολεμικής περιόδου που διάρκεσε 37 χρόνια (1912-1949). Η διετία 1965-67 ήταν σκοτεινή και ταραχώδης και, μετά από πολύπλοκες μεθοδεύσεις, στις οποίες μετείχαν ξένες μυστικές υπηρεσίες, το παλάτι, ποικιλώνυμες οργανώσεις και αρκετοί εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, κατέληξε σε ένα ακόμη πραξικόπημα, το οποίο δύσκολα μπορεί να δεχτεί κανείς ότι δεν επιβλήθηκε με την ανοχή (αν όχι υποστήριξη) των ΗΠΑ και δημιούργησε καθεστώς που διατήρησε την εξουσία επί επτά χρόνια. Η περίπου 7ετής διάρκεια καθεστωτικής ζωής, γνωστή ήδη από την πρώτη κυβέρνηση του Κων.Καραμανλή, κατέληξε, ως εξωτερικό γνώρισμα, να γίνει άτυπος θεσμός, καθώς επαναλήφτηκε στη συνέχεια από την 8ετία της πρώτης κυβέρνησης του Α.Παπανδρέου και την 8ετία της κυβέρνησης Σημίτη.
Ο Κωνσταντίνος Β΄ (Αθήνα, 2 Ιουνίου 1940 - ) ήταν βασιλιάς των Ελλήνων 6 Μαρτίου 1964 – 1 Ιουνίου 1973, αλλά από τις 13 Δεκεμβρίου 1967, μετά από ένα αποτυχημένο Αντικίνημα κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, εγκατέλειψε την Ελλάδα και έζησε εξόριστος στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τυπικά παρέμεινε βασιλιάς του ελληνικού κράτους έως το 1973, οπότε διενεργήθηκε δημοψήφισμα επί δικτατορίας, μετά το οποίο εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του, ενώ με το δημοψήφισμα του 1974 με ποσοστό 69,2% επικυρώθηκε η προτίμηση του ελληνικού λαού για την Αβασίλευτη Δημοκρατία, ως μορφή πολιτεύματος στη χώρα. Από το 2013 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο, όταν συγκρούστηκε με τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου οδηγώντας τον σε παραίτηση.
Γεννήθηκε στο Παλαιό Ψυχικό στις 2 Ιουνίου 1940 και γονείς του ήταν ο τότε πρίγκιπας Παύλος, αδελφός και διάδοχος του τότε βασιλιά Γεωργίου Β΄, και η πριγκίπισσα διαδόχου Φρειδερίκη. Βαπτίστηκε στην Αθήνα με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις. Έχει δύο αδελφές, τη Σοφία, βασίλισσα της Ισπανίας μέχρι την παραίτηση του συζύγου της βασιλιά Χουάν Κάρλος Α' (18 Ιουνίου 2014) και την άνοδο του υιού της Φιλίππου ΣΤ΄ (19 Ιουνίου 2014) στον ισπανικό θρόνο, και την Ειρήνη, που σήμερα ζει στην Ισπανία με την αδελφή της. Η οικογένειά του ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια, η οποία κατά τις παραμονές της γερμανικής προέλασης στην Αθήνα μαζί με την κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας μέσω Κρήτης, κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου και σχημάτισαν τη λεγόμενη «Κυβέρνηση της Αιγύπτου» και τέθηκαν επικεφαλής ελληνικών ταγμάτων που μάχονταν στην Αφρική κατά του Άξονα. Αργότερα διέμεινε στη Νότια Αφρική. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση του θεσμού της βασιλείας και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β', ενώ ένα χρόνο αργότερα, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β, ο πατέρας του Παύλος ανέβηκε στο θρόνο και ο Κωνσταντίνος Β ορίστηκε διάδοχος. Το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης. Το 1958 αποφοίτησε από το Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων συνεχίζοντας διετή φοίτηση στα Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1960 γράφτηκε στη Νομική σχολή Αθηνών. Το 1960 στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα στην κατηγορία "Ντράγκον" ως πηδαλιούχος του σκάφους "Νηρεύς" με πλήρωμα τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γιώργο Ζαΐμη. Ήταν το πρώτο Χρυσό Ολυμπιακό Μετάλλιο της Ελλάδας από το 1912.
α. Η πρώτη περίοδος της βασιλείας (1964-1965)
Στις 6 Μαρτίου του 1964 ο Βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος γιος του ως Βασιλεύς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Β΄, αρχικά αρκετά δημοφιλής, αν και νέος, άπειρος και ευρισκόμενος υπό την ισχυρή επιρροή της μητέρας του Βασίλισσας Φρειδερίκης. Στις 12 Μαΐου του 1964 έφτασε στο αεροδρόμιο Ελληνικού ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας. Τον υποδέχθηκε ο πρίγκιπας Πέτρος, ενώ το βράδυ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του στα Ανάκτορα των Αθηνών. Στις 21 Ιουλίου ήταν η σειρά του βασιλιά Χασάν Β' του Μαρόκου τον οποίο υποδέχθηκε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, που διέκοψε για το λόγο αυτό τις διακοπές του στην Κέρκυρα. Η πολιτική κατάσταση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου εμφανιζόταν πολωμένη μεταξύ του πρωθυπουργού και αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου του 1964 εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας για να παρακολουθήσουν το γάμο του πιο νέου τότε βασιλικού ζεύγους στον κόσμο: Του 24χρονου Κωνσταντίνου και της μόλις 18χρονης Άννας-Μαρίας. Από τα μεσάνυχτα πυκνό πλήθος είχε καλύψει τα πεζοδρόμια απέναντι από τα κεντρικά ξενοδοχεία "Μεγάλη Βρετανία" και "Κινγκ Τζορτζ", όπου είχαν καταλύσει οι υψηλοί προσκεκλημένοι, μεταξύ των οποίων 12 βασιλείς και βασίλισσες, 5 Πατριάρχες και πάνω από 100 πρίγκιπες, πριγκίπισσες, δούκες και κόμηδες. Την έναρξη της μεγαλοπρεπούς τελετής σηματοδότησαν κανονιοβολισμοί από τον Λυκαβηττό. Δύο βασιλικές άμαξες -η μία με τον Κωνσταντίνο και τη μητέρα του, Φρειδερίκη, και η άλλη με την Άννα-Μαρία και τον πατέρα της, βασιλιά της Δανίας, Φρειδερίκο Θ'- μετέφεραν τους εστεμμένους από τα ανάκτορα της Ηρώδου του Αττικού στη Μητρόπολη, μέσα σε μία ασταμάτητη βροχή από άσπρα, γαλάζια και κόκκινα κομφετί, με χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια κατά μήκος της πομπής, που δημιουργούσαν χολιγουντιανή ατμόσφαιρα στην ηλιόλουστη Αθήνα. Παρούσης όλης της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ ευλόγησε τις βέρες των νεόνυμφων, προτού τις περάσει στα δάκτυλά τους η βασίλισσα-μητέρα Φρειδερίκη, ενώ σ' όλη τη διάρκεια του μυστηρίου δύο πρίγκιπες κρατούσαν τα αδαμαντοστόλιστα στέμματα πάνω από τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία. Το τέλος του μυστηρίου υποδέχθηκε ο Λυκαβηττός με 101 χαρμόσυνους κανονιοβολισμούς και το πλήθος με πανδαιμόνιο επευφημιών, ενώ το βασιλικό ζεύγος επιβιβάστηκε σε μία άμαξα, στις αποχρώσεις του μαύρου και του χρυσού, με εντυπωσιακές κόκκινες ακτίνες, για τη γαμήλια πομπή προς τα ανάκτορα, όπου πάρθηκαν οι καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες. Ο Κωνσταντίνος και η Άννα-Μαρία απέκτησαν πέντε παιδιά:
την Πριγκίπισσα Αλεξία (γεν. 10 Ιουλίου 1965 στο Μον Ρεπό, Κέρκυρα) που παντρεύτηκε στις 9 Ιουλίου 1999 στο Λονδίνο τον Κάρλος Μοράλες Κιντάνα και απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
τον Πρίγκιπα Παύλο (γεν. 20 Μαΐου 1967, Ανάκτορα Τατοΐου, Αθήνα) που παντρεύτηκε στις 1 Ιουλίου 1995 στο Λονδίνο τη Μαρί Σαντάλ Μίλλερ και απέκτησαν πέντε παιδιά.
τον Πρίγκιπα Νικόλαο (γεν. 1 Οκτωβρίου 1969, Ρώμη), από το 1998 υπεύθυνο του προσωπικού Γραφείου του πατέρα του.
την Πριγκίπισσα Θεοδώρα (γεν. 9 Ιουνίου 1983, Λονδίνο), που πραγματοποίησε θεατρικές σπουδές.
τον Πρίγκιπα Φίλιππο (γεν. 26 Απριλίου 1986, Λονδίνο), που σπούδασε στην Ουάσιγκτον διεθνείς σχέσεις.
β. «Ιουλιανά» (1965)
Αν και αρχικά είχε δοθεί η εικόνα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ του νεαρού μονάρχη και του ηλικιωμένου πρωθυπουργού, το σκηνικό ανατράπηκε σύντομα με την παρέμβαση αυλικών συμβούλων, που προέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να κρατήσει τον πλήρη έλεγχο του στρατού, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε, την αντικατάσταση του αρχηγού του ΓΕΣ Ι.Γεννηματά. Στο στράτευμα κυριαρχούσαν αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον Εμφύλιο πόλεμο και διατηρούσαν στενές επαφές με τον παλαιό κρατικό μηχανισμό. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποστρατεύσει μερικούς από αυτούς, συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των Ανακτόρων. Το Μάιο του 1965 ο Πρωθυπουργός αποφάσισε την αποπομπή του Υπουργού Εθνικής Αμύνης (ΥΕΑ), βασικού χρηματοδότη του, αλλά και έντονα φιλομοναρχικού, Πέτρου Γαρουφαλλιά αναλαμβάνοντας ο ίδιος το Υπουργείο. Ο Βασιλιάς με πρόσχημα την εκδικαζόμενη τότε υπόθεση "ΑΣΠΙΔΑ", στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου, απέφευγε να δεχτεί σε ακρόαση τον πρωθυπουργό, αρνούμενος να δεχτεί την απόφασή του για ανάληψη του ΥΕΑ από τον ίδιο. Τότε δημιουργήθηκε κρίση στις σχέσεις των δύο ανδρών συνοδευόμενη από ανταλλαγή επιστολών. Τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανάκτορα στις 15 Ιουλίου 1965 και, μετά από λογομαχία, υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των λεγόμενων "Αποστατών", με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα.
Πολιτική των Ανακτόρων στη διάρκεια των Ιουλιανών ήταν η στήριξη κυβερνήσεων αποτελούμενων από στελέχη της Ενώσεως Κέντρου τα οποία είχαν διαφοροποιηθεί από τον αρχηγό του κόμματος, ώστε να αποτραπούν οι εκλογές, που πιθανώς θα επανέφεραν στην εξουσία τον Παπανδρέου. Η καταψήφιση από τη Βουλή της κυβέρνησης Νόβα οδήγησε στο σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον, παλιό Υπουργό της «Κυβέρνησης του Βουνού», Ηλία Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τρίτη στη σειρά κυβέρνηση ήταν του Στέφανου Στεφανόπουλου, που κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και παρέμεινε έως το Δεκέμβριο του 1966, μολονότι πριν του προταθεί το πρωθυπουργικό αξίωμα, είχε σχολιάσει τα γεγονότα λέγοντας στις 23.7.65: "Αυτό το οποίον εγένετο, αποτελεί έγκλημα κατά του κόμματος, κατά της Δημοκρατίας, κατά των εθνικών συμφερόντων", προσθέτοντας στις 9.8.65: "Οι βασιλείς διαιρούν, είναι αναμφισβήτητον και δεδομένον!". Εντωμεταξύ το αντιμοναρχικό ρεύμα μεγάλωνε, καθοδηγούμενο από τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, το γιο του Ανδρέα και πολλά στελέχη του κεντρώου και αριστερού χώρου. Οι φήμες για την επιβολή δικτατορίας πολλαπλασιάζονταν και συζητούνταν ευρέως ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου. Υπήρχε η αίσθηση πως το πραξικόπημα θα υποκινούνταν από το Βασιλιά και θα περιελάμβανε ανώτατους αξιωματικούς πιστούς στο στέμμα.
Τον Δεκέμβριο του 1966, μετά από συμφωνία των Γ.Παπανδρέου και Π.Κανελλόπουλου, ανατέθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διενέργεια εκλογών το Μάιο του 1967. Στις 4 Απριλίου, μετά από παραίτηση του Ι.Παρασκευόπουλου, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Η ενέργεια αυτή του Βασιλιά χαρακτηρίστηκε πραξικοπηματική από τον Γ.Παπανδρέου και ο ίδιος ο μονάρχης "κομματάρχης της Ε.Ρ.Ε.". Με δεδομένη την καταψήφιση της κυβέρνησης Κανελλόπουλου από τη Βουλή προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 28 Μαΐου.
γ. Το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967
Τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η αναποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου τη νύχτα του πραξικοπήματος αντικατοπτρίζεται στις τηλεφωνικές συνομιλίες του από τα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε. Στις 2.30, ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανασίου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ο Σπανίδης, αφού ενημέρωσε τον Βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε απόπλου του στόλου για την Κρήτη και το σχηματισμό εκεί νόμιμης κυβέρνησης. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το κέντρο αμέσου δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και αυτός με τη σειρά του εισηγήθηκε να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο περιπτώσεις ο Κωνσταντίνος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και να μάθει τα κίνητρα των πραξικοπηματιών. Έτσι, όταν στις 5.30 το πρωί δέχτηκε τους επικεφαλής, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι συνομιλίες ήταν διαπραγματευτικού χαρακτήρα και περιορίστηκαν στη σύνθεση της νέας δικτατορικής «κυβέρνησης των Συνταγματαρχών».
Μετά από επιμονή του Κωνσταντίνου, έγινε δυνατή η συνομιλία του με τον πρωθυπουργό Π. Κανελλόπουλο, που ήταν κρατούμενος στο Πεντάγωνο. Ο Κανελλόπουλος δεν μπόρεσε να προτείνει μια σοβαρή και πραγματοποιήσιμη λύση και έτσι, ο Κωνσταντίνος, ακολούθησε τη συμβουλή ενός άλλου συνομιλητή του, του Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού του μικρού συντηρητικού κόμματος των Προοδευτικών, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγή μαζί τους. Προσπάθησε να δηλώσει την αντίθεσή του προς αυτούς, όταν κατά την φωτογράφιση της «επαναστατικής» κυβέρνησης, φωτογραφήθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος, αν και εξήγησε το κίνητρο της φωτογράφισης, παραδέχθηκε ότι δεν πέτυχε τον σκοπό της. Στην προσφώνηση του νέου καθεστώτος της 26ης Απριλίου 1967 δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας». Ωστόσο τήρησε στάση επιφυλακτική απέναντί τους, καθώς μια δικτατορία μικρομεσαίων αξιωματικών λαϊκής καταγωγής, δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη σε σχέση με τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής επιχειρηματικής τάξης, για την οποία υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε ταξίδι του στην Αμερική, όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον, λίγους μήνες αργότερα, σε ερώτηση δημοσιογράφων, ο Κωνσταντίνος απάντησε «δεν είναι κυβέρνησίς μου», προκαλώντας την δυσαρέσκεια των «σκληρών» του νέου καθεστώτος.
δ. Το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967
Στις 13 Δεκεμβρίου ο βασιλιάς συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια, αποπειράθηκε Αντικίνημα. Στην αρχή κατευθύνθηκε προς την Θεσσαλονίκη, όταν στη διαδρομή, πληροφορήθηκε ότι οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών συνέλαβαν τους αξιωματικούς του κινήματός του. Προσγειώθηκε στη Καβάλα και προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Αλλά ενώ το Ναυτικό και η Αεροπορία συντάχτηκαν και παρέμεναν μαζί του, ο Στρατός παρέμεινε πιστός στους πραξικοπηματίες. Ο Κωνσταντίνος, θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία, εγκατέλειψε την προσπάθεια και αναχώρησε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη. Αμέσως μετά ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, αρχηγός των πραξικοπηματιών, ανέλαβε πρωθυπουργός, διορίζοντας Αντιβασιλέα τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη.
ε. Εξόριστος στη Ρώμη
Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του και ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογένειάς του. Επίσης δήλωνε ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της δικτατορικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό. Υποστηρίζεται ότι η αρχική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες, οφειλόταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν την πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς και στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο. Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, το 1974 ανέφερε: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα... που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών». Από την άλλη μεριά, εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ.Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα "επί τη διασώσει", μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους οι συνταγματάρχες διαπραγματεύτηκαν με τον Κωνσταντίνο, μέσω μεσαζόντων, όρους για να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως προϋπόθεση, γεγονός, που δεν έβρισκε σύμφωνο τον Γ.Παπαδόπουλο. Αντί γι’ αυτό το καθεστώς εκπόνησε νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε το θεσμό της βασιλείας α,λλά τον απογύμνωσε από την ισχύ του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου ο Κωνσταντίνος αποδεχόταν τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1972, όταν ο Γ.Παπαδόπουλος απομάκρυνε το Γ.Ζωιτάκη και έγινε ο ίδιος Αντιβασιλέας.
Αργότερα νέα στοιχεία, που προήλθαν από αποχαρακτηρισμένες αναφορές Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων προς τα προϊστάμενα υπουργεία των χωρών τους, και ερευνήθηκαν από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ στη μελέτη του Προσδένοντας την Ελλάδα στη Δύση (Tying Greece to the West), δείχνουν ότι ο Κωνσταντίνος, υπό την καθοδήγηση των αμερικανικών υπηρεσιών και ιδιαίτερα με τη μεσολάβηση του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα, συνηγόρησε σε μία προσπάθεια συμβιβασμού με τους συνταγματάρχες, με τις εξής προϋποθέσεις:
Δεχόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα και να συνυπάρξει με τους πραξικοπηματίες (με τον τρόπο που το 1974 συνυπήρξε ο Κ.Καραμανλής με τον Φ.Γκιζίκη), και μάλιστα υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της δικτατορίας.
Δήλωνε αντίθεση με κάθε διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, περιλαμβανόμενης της αποπομπής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και της διακοπής της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.
Αποδεχόταν το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ικανοποιητικό πλαίσιο λειτουργίας πολιτικών θεσμών.
Δεν σκόπευε να αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που τον είχαν υποστηρίξει στο λεγόμενο Αντικίνημα του Δεκεμβρίου 1967.
Συμφωνούσε για συνάντηση με τον Γ.Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδας για το διακανονισμό της επιστροφής του.
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι οι προσπάθειες των αμερικανικών υπηρεσιών για την εξομάλυνση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, κινήθηκαν από αρκετά νωρίς και περιλάμβαναν τις εξής τέσσερις εναλλακτικές (ουσιαστικά ταυτόσημες) λύσεις, από τις οποίες, μετά από αρκετές περιπλοκές, εφαρμόστηκε προσωρινά η δεύτερη και τελικά η τέταρτη: βασιλιάς Κωνσταντίνος – πρωθυπουργός Γ.Παπαδόπουλος, πρόεδρος Γ.Παπαδόπουλος – πρωθυπουργός Σπ.Μαρκεζίνης, πρόεδρος Φ.Γκιζίκης – πρωθυπουργός Π.Κανελλόπουλος και πρόεδρος Φ.Γκιζίκης – πρωθυπουργός Κ.Καραμανλής.
στ. Το τέλος τους θεσμού της Βασιλείας
Μέχρι το 1973, υπό την επίδραση και της Ενεργειακής Κρίσης του 1973, που προκάλεσε εκτίναξη του πληθωρισμού στην Ελλάδα στο 30%, σημειώθηκε αύξηση της αντίδρασης του λαού προς το στρατιωτικό καθεστώς. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Βραδυνή" o Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής δήλωνε ότι μόνη λύση είναι η επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης σε πολιτικούς και προκήρυξη εκλογών. Την ίδια εποχή, τέλη Μαΐου, ανώτεροι αξιωματικοί του, κατά ένα μεγάλο μέρος φιλοβασιλικού Ελληνικού Ναυτικού, οργάνωσαν το Κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο δεν αναμείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Ο Γ.Παπαδόπουλος αντιδρώντας προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε "Προεδρική Δημοκρατία", την 1 Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 1973. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη επικοινωνιακή εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του ΝΑΙ (δηλαδή εναντίον της βασιλείας). Μολονότι το δημοψήφισμα αυτό δεν αναγνωρίστηκε από κανένα πολιτικό κόμμα, την 1 Ιουνίου 1973 ο Κωνσταντίνος έπαψε και τυπικά να είναι Βασιλιάς των Ελλήνων. Οι πολιτικοί της εποχής δήλωσαν, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, ότι για τη μορφή του πολιτεύματος θα απαιτηθεί διεξαγωγή γνήσιου δημοψηφίσματος, όταν αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα.
Ο Γ. Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας διορίζοντας ταυτόχρονα κυβέρνηση πολιτικών προσώπων με επικεφαλής τον παλαιό αρχηγό του Κόμματος των Προοδευτικών Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, σκοπεύοντας σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Νοέμβριο όμως του 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, ο Γ.Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, τον αποκαλούμενο "αόρατο δικτάτορα", και στη θέση του νέος πρόεδρος τοποθετήθηκε ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και τα επακόλουθα γεγονότα οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας. Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Παπάγο (στο βιβλίο του «Σημειώσεις 1967 -1977»), λόγω της κρίσιμης κατάστασης, ο Κωνσταντίνος μίσθωσε ένα διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Κλάριτζες, ώστε να είναι ευκολότερα προσιτός σε όποιον ζητούσε να τον δει και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια για τηλεφωνικές επαφές. Εκεί έμαθε στις 23 Ιουλίου 1974 την πτώση της δικτατορίας. Αμέσως τηλεφώνησε στον πρώην Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, στο Παρίσι, για να τον πληροφορήσει ότι έπεσε η δικτατορία και ότι ο ηγέτης της στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε πολιτικοστρατιωτικό συμβούλιο. Το απόγευμα τηλεφώνησε ο Κων.Καραμανλής και έδωσε την πληροφορία ότι ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης στους Π.Κανελλόπουλο και Γ.Μαύρο. «Κατά τα φαινόμενα», πρόσθεσε, «μόνο εσείς και εγώ μένουμε έξω». Το βράδυ έγινε νέο τηλεφώνημα του Κ. Καραμανλή στον Κωνσταντίνο. Η τηλεφωνήτρια ανήγγειλε «Ο πρόεδρος της Ελλάδας είναι στο τηλέφωνο». «Tι θα κάνω, Μεγαλειότατε! Με πήραν στο τηλέφωνο ο Γκιζίκης και ο Αβέρωφ και μου ζήτησαν να γυρίσω αμέσως» είπε ο Κων.Καραμανλής και συνέχισε σε νευρική, μάλλον, κατάσταση «δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά ούτε έχω και μέσον να πάω αμέσως στην Ελλάδα».(Εκ των υστέρων λύθηκε το πρόβλημα αυτό, γιατί ο Γάλλος Πρόεδρος Ζισκάρ ντ' Εστέν διέθεσε το αεροπλάνο του). «Θα επιστρέψω στην Ελλάδα» είπε ο Καραμανλής «θα δώσω συνταγματικήν λύσιν και θα γυρίσετε. Έως τώρα δεν έθεσα ζήτημα θεσμού εις την Χούντα δια να μην δημιουργηθούν αντιδράσεις. Μόλις φθάσω, θα το θέσω και παρακαλώ να είστε στο τηλέφωνο δια να σας ειδοποιήσω να γυρίσετε και να ορκιστή η κυβέρνησις ενώπιον του νομίμου αρχηγού του κράτους». Ο Κωνσταντίνος του δήλωσε ότι είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του και τέλος είπε στον Καραμανλή «..το έργο που αναλαμβάνετε είναι δυσκολότατον και θα κάνω ό,τι μπορώ να σας βοηθήσω. Ο Θεός μαζί σας». Ο Καραμανλής έκλεισε τη συνομιλία λέγοντας «Εκτιμώ βαθύτατα όσα μου λέτε, Μεγαλειότατε, και θα σας πάρω το βράδυ στο τηλέφωνο». Ουδεμία όμως τηλεφωνική κλήση ήλθε από την Αθήνα και έκτοτε ο Κων.Καραμανλής απέφυγε κάθε προσωπική επαφή με τον Κωνσταντίνο. Στην τηλεφωνική αυτή συνδιάλεξη ήταν παρών και ο ευρισκόμενος στο Παρίσι διευθυντής της Βραδυνής, Αθανασιάδης, που το εκμυστηρεύτηκε λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του.
ε. Το δημοψήφισμα για την επιλογή πολιτεύματος του 1974
Μετά την πτώση της δικτατορίας τον Ιούνιο του 1974, επαναφέρθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εξαιρουμένων των διατάξεων για τη μορφή του πολιτεύματος. Παράλληλα ο Κ. Καραμανλής ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη λύση του πολιτειακού. Ο ίδιος ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, που παραδοσιακά στήριζε τον θεσμό της βασιλεία;, δεν έκανε καμία κίνηση υπέρ του Κωνσταντίνου. Γεγονός όμως είναι ότι του απαγορεύτηκε η επιστροφή στην Ελλάδα πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και του δόθηκε η δυνατότητα να απευθυνθεί στον Ελληνικό λαό μόνο μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευόμενης. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να δήλωσε ότι: «Ένα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους». Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε την επόμενη της ψηφοφορίας το ακόλουθο μήνυμα: «Έλληνες και Ελληνίδες. Πιστός στη διακήρυξή μου, επαναλαμβάνω ότι προέχει η εθνική ενότητα χάριν της ομαλότητας, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας και εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία».
στ. Πρώην βασιλική περιουσία και δικαστικές προσφυγές
Μετά το δημοψήφισμα ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στο εξωτερικό αποφεύγοντας να επιστρέψει στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1981 για να παρακολουθήσει την νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας του, βασίλισσας Φρειδερίκης. Οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του, δηλαδή το Mon Repos στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοΐου, και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας οδήγησαν τελικά στα δικαστήρια. Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με την οποία εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα. Η σύμβαση ψηφίστηκε με τον νόμο 2086/1992 περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου σύμβασης. Το 1992 εξάχθηκε από τη χώρα μέρος της κινητής περιουσίας που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες.
Το 1993 ο Κωνσταντίνος έκανε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994 τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια, θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με το νομικό διάταγμα των Συνταγματαρχών. Η τέως βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενάντια στον νόμο 2215/1994. Τελικά το 1997 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, δέχτηκε ότι ο νόμος 2215/1994 είναι συνταγματικός.
Στις 21 Οκτωβρίου του 1994 ο Κωνσταντίνος, μαζί με άλλα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, κατέθεσαν προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενοι ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους, ότι είχαν υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σχετικά με την υπόθεση της ιθαγένειας, ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητα και η ιδιωτική ζωή τους σχετικά με την επιβολή του επωνύμου "Γκλύξμπουργκ", και ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη. Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα, ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 12 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανάγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα Μαρία» ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
ζ. Ιδιωτεύων τέως μονάρχης
Μετά την κατάργηση της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας το 1974, ο Κωνσταντίνος επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι αναγνωρίζει τη Δημοκρατία, τους νόμους και το Σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον τίτλο "βασιλιάς Κωνσταντίνος" αν και δεν χρησιμοποιεί πλέον το "Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων" (παρά μόνο στην Ελλάδα). Το επίσημο Ελληνικό διαβατήριο τον προσδιόριζε ως "Κωνσταντίνο, πρώην βασιλέα των Ελλήνων". Όμως, με βάση τον νόμο του 1994, το διαβατήριο αυτό του αφαιρέθηκε μαζί με την ιθαγένεια. Ο Κωνσταντίνος διαθέτει διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως "Constantine de Grecia" (ισπανικά "Κωνσταντίνος της Ελλάδας"), ενώ οι σύγχρονες συνθήκες διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταστήσει ξεπερασμένο το ζήτημα του διαβατηρίου για ταξίδια προς την Ελλάδα. Εκτός Ελλάδος, όπου δεν υπάρχει πολιτική φόρτιση, ο Κωνσταντίνος εξακολουθεί να προσφωνείται "Μεγαλειότατος" (His Majesty) και "Βασιλεύς Κωνσταντίνος" σε επίσημες τελετές και εκδηλώσεις, όπως ορίζουν οι διεθνώς αποδεκτοί κανόνες συμπεριφοράς. Ο Κωνσταντίνος μετά τον γάμο του γιου του Νικολάου, επέστρεψε το 2013 με την Άννα-Μαρία στην Ελλάδα και κατοικεί στο Πόρτο-Χέλι.
Με τον όρο Ιουλιανά (ή Αποστασία του 1965) τιτλοφορήθηκε η πολιτική κρίση στην Ελλάδα, η οποία επικεντρώθηκε στην παραίτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου του 1965 και το διορισμό, από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, διαδοχικών πρωθυπουργών από το ίδιο το κόμμα, την Ένωση Κέντρου, για αντικατάστασή του. Οι πρώην υποστηρικτές του Γεωργίου Παπανδρέου, που αποσκίρτησαν από την Ένωση Κέντρου, αποκλήθηκαν από τον ίδιο αποστάτες και η περίοδος πολιτικής αστάθειας, που ακολούθησε, αποδυνάμωσε τη μετεμφυλιακή δημόσια τάξη και οδήγησε στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών το 1967.
α. Παραίτηση του Γ. Παπανδρέου
Η Ένωσις Κέντρου ήρθε πρώτη στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 1964 με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%) και ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή για την παραίτησή του από την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965 υπήρξε η διαμάχη του με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού ΓΕΣ. Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Ι.Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Ο ίδιος ο Π.Γαρουφαλλιάς είχε την άποψη ότι ο Γ. Παπανδρέου επιθυμούσε, παγίως και με συνεχείς παρεμβάσεις, να κομματικοποιήσει τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και να πλήξει το αξιόμαχό τους, ιδιαίτερα εν όψει της απειλής της Τουρκίας στην Κύπρο. Ο Γ. Παπανδρέου είχε εκδηλώσει την πρόθεση να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β δεν δεχόταν να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προβάλλοντας ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του γιου του Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ.
Στις 8 και 9 Ιουλίου 1965 ανταλλάχτηκαν σκληρές επιστολές μεταξύ των δύο αντρών για το θέμα αυτό. Στην απαντητική επιστολή του ο Γ.Παπανδρέου έγραφε: "Συμφώνως προς το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά δια της νομίμου κυβερνήσεως. Ο βασιλεύς συμβουλεύει, αλλά η κυβέρνησις αποφασίζει…». Στις 10 Ιουλίου ο Παπανδρέου επισκέφθηκε τον βασιλιά στην Κέρκυρα με την ευκαιρία της γέννησης της κόρης του Αλεξίας, αλλά εκεί έλαβε και δεύτερη εξίσου σκληρή επιστολή του Κωνσταντίνου. Στις 13 Ιουλίου ο πρωθυπουργός συγκάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, η οποία αποφάσισε ομόφωνα τη διαγραφή του Π. Γαρουφαλλιά. Στις 13 Ιουλίου οι Αμερικανοί παρενέβησαν για να πείσουν τον Γ.Παπανδρέου να αποδεχθεί τις θέσεις του Κωνσταντίνου. Στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Νόρμπερτ Άνσουτς συναντήθηκε, μετά από δική του πρωτοβουλία, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, λέγοντας: «…η κυβέρνησή μου έχει επενδύσει τεράστια ποσά στο στρατιωτικό κατεστημένο της Ελλάδας. Αν κάθε νέα ελληνική κυβέρνηση άλλαζε την ηγεσία του στρατεύματος, τι εγγύηση θα είχαμε πως οι ένοπλες δυνάμεις θα παίξουν το ρόλο που τους έχει αναθέσει το ΝΑΤΟ;». Το βράδυ της 14ης Ιουλίου ο Κωνσταντίνος έστειλε στον πρωθυπουργό με τον διευθυντή του πολιτικού του γραφείου Κωνσταντίνο Χοϊδά μία τρίτη σκληρή επιστολή, παρόλο που ο Γ. Παπανδρέου δεν είχε απαντήσει ακόμη στη δεύτερη.
Η συνάντηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, αργά το απόγευμα της 15ης Ιουλίου του 1965, οδήγησε σε διαφωνία. Πριν φθάσει ο Γεώργιος Παπανδρέου στην κατοικία του, στο Καστρί Αττικής, ο πρόεδρος της Βουλής και ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας, έλαβε από τον βασιλιά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης αμιγώς από την Ένωση Κέντρου. Η δήλωση του παραιτηθέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου ήταν εξαιρετικά σκληρή: "Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του πολιτεύματος …. Ο τρόπος της καταλήψεως της αρχής από την κυβέρνησιν ανδρεικέλων έχει προσλάβει τον χαρακτήρα φαιδρού πραξικοπήματος.... Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της δημοκρατίας". Μόλις γνωστοποιήθηκε η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, δεκάδες χιλιάδες οπαδοί της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α. ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας στη μεγαλύτερη έκρηξη διαδηλώσεων που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Σε διάστημα ενός μηνός, από τις 16 Ιουλίου ως τις 17 Αυγούστου, έγιναν 383 συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, από τις οποίες οι 67 στην Αθήνα, με συνθήματα "Κάτω η μοναρχία", "Οι προδότες στο Γουδί", "Δεν σε θέλει ο λαός, παρ' τη μάνα σου και μπρος" (αναφερόμενο στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τη βασιλομήτορα Φρειδερίκη).
β. Κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα
Η πρώτη κυβέρνηση «αποστατών» ήταν τριμελής και περιλάμβανε τον βουλευτή και απόστρατο ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα, υπουργό Δημοσίας Τάξεως, και τον Σταύρο Κωστόπουλο, υπουργό Εθνικής Άμυνας. Η κυβέρνηση Νόβα αντιμετώπισε σοβαρότατες δυσκολίες στη συμπλήρωσή της. Απαιτήθηκε η παρέμβαση των Αμερικανών για να πεισθούν να ορκιστούν ως υπουργοί της οι Κ. Μητσοτάκης και Δ. Παπασπύρου. Το φάντασμα του κομμουνιστικού κινδύνου προέβαλε και η αμερικανική πρεσβεία στις αναφορές της προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δημιουργώντας την εντύπωση απειλής κατά ζωτικών συμφερόντων των Η.Π.Α. στην Ελλάδα. Στο μεταξύ ο Γ. Παπανδρέου είχε κηρύξει νέο «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Οι λαϊκές αντιδράσεις στον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Γ. Παπανδρέου προσέλαβαν πρωτοφανείς διαστάσεις. Στις 19 Ιουλίου ο γηραιός τέως πρωθυπουργός γνώρισε πραγματική αποθέωση, καθώς μετέβαινε από το Καστρί στο πολιτικό του γραφείο, στο κέντρο της Αθήνας. Στις 21 Ιουλίου, σκοτώθηκε ο αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, όταν η αστυνομία διέλυε με κλομπ, δακρυγόνα και υποκόπανους όπλων αντικυβερνητική διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν και πολλοί βουλευτές της Ένωσης Κέντρου. Η κηδεία του Σ.Πέτρουλα έγινε κανονικά, με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων λαού, παρουσία του Γεωργίου Παπανδρέου και όλων των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου που του είχαν μείνει πιστοί, και φυσικά της ηγεσίας της ΕΔΑ. Σε διάγγελμά του στις 21 Ιουλίου ο πρωθυπουργός Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, δήλωσε ότι επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, "η αληθής δημοκρατία εξηυτελίζετο καθημερινώς δια να καταντήση εις ανεύθυνον οχλοκρατίαν", ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου "παρουσίαζε την εικόνα ψευδοσυνελεύσεως αξιωματούχων ολοκληρωτικού κράτους". Στις 24 Ιουλίου ο Κ. Μητσοτάκης σε συνέντευξή του απέκρουσε την κατηγορία της "προδοσίας" λέγοντας: "…Μετέχω εις την κυβέρνησιν Νόβα, κυβέρνησιν αμιγή της Ενώσεως Κέντρου, διότι δεν επετρέπετο να αφεθή η χώρα ακυβέρνητος στο έλεος των σκοτεινών δυνάμεων της ανωμαλίας... Συνταγματικώς και πολιτικώς η λύσις η οποία εδόθη ήτο ορθή και δεν εδίστασα να αναλάβω τας ευθύνας μου".
Στις 30 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε να δει τον Αμερικανό επιτετραμμένο Νόρμπερτ Άνσουτς για να ζητήσει την ολόπλευρη υποστήριξη της Ουάσινγκτον, ενώ ο σταθμός της CIA στην Αθήνα, πίεζε ασφυκτικά για την ανάγκη εκδήλωσης πολύπλευρης και ολοκληρωμένης αμερικανικής επιχείρησης με στόχο τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης υπό τον έλεγχο του Κωνσταντίνου. Στις 2 Αυγούστου η αμερικανική πρεσβεία έστειλε έκθεση προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ισχυριζόμενη ότι υπήρχε κίνδυνος έκρηξης εμφυλίου πολέμου, με ενδεχόμενη ένοπλη αντίσταση των κομμουνιστών και πιθανή ανάμιξη των ανταρτών που είχαν καταφύγει στις σοσιαλιστικές χώρες μετά τον εμφύλιο. Οι ψήφοι της ΕΡΕ και όσων αποσκίρτησαν από την Ένωση Κέντρου δεν άρκεσαν για να σώσουν την κυβέρνησή του Νόβα, η οποία πήρε μόνο 131 ψήφους υπέρ και 166 κατά και έτσι καταψηφίστηκε.
γ. Κυβέρνηση Ηλία Τσιριμώκου
Μετά την παραίτηση Νόβα, με έντονη δραστηριοποίηση της αμερικανικής πρεσβείας, άρχισε μια προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, που προσανατολιζόταν στο σχηματισμό κυβέρνησης, στην οποία θα είχαν πρωτεύουσα θέση οι Στ.Στεφανόπουλος και Ηλ.Τσιριμώκος. Στις 8 Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος κάλεσε στα ανάκτορα τον Γ. Παπανδρέου, ο οποίος επέμενε στις θέσεις του, είτε για ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον ίδιο, είτε για άμεση διενέργεια εκλογών. Στις 12 Αυγούστου ο Άνσουτς συναντήθηκε με τον Στ. Στεφανόπουλο. Στις 16 Αυγούστου οι Στεφανόπουλος και Τσιριμώκος κατέθεσαν στη Βουλή δηλώσεις ανεξαρτητοποίησής τους. Στις 18 Αυγούστου Στεφανόπουλος και Τσιριμώκος κλήθηκαν στα ανάκτορα, όπου διαβουλεύονταν επί δύο ώρες με τον Κωνσταντίνο με τελική κατάληξη την ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 20 Αυγούστου. Στο μεταξύ οι δρόμοι της Αθήνας μεταβλήθηκαν σε πεδίο μάχης. Διαδηλώσεις, οδοφράγματα, συγκρούσεις με την αστυνομία, φωτιές και πυρπολήσεις αυτοκινήτων. Την ημέρα αυτή η αμερικανική πρεσβεία ανέφερε στην Ουάσινγκτον ότι "για πρώτη φορά από τον ανταρτοπόλεμο, οι κομμουνιστές δεν είναι πια απομονωμένοι αλλά έχουν καταφέρει να συνεργασθούν στη βάση με τις πολύ μεγαλύτερες κεντρώες μάζες".
Στις 24 Αυγούστου ο Η. Τσιριμώκος διάβασε στη Βουλή τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του μέσα σε εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα και ενώ ήταν βέβαιη η καταψήφισή της. Στις 26 Αυγούστου ο επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της πρεσβείας Νταν Μπρούστερ συνάντησε τον Σπ. Μαρκεζίνη, ο οποίος υποστήριξε ότι μόνη λύση είναι η συγκρότηση κυβέρνησης ΕΡΕ, Προοδευτικών και στελεχών της Ένωσης Κέντρου και αρνήθηκε να στηρίξει τον Τσιριμώκο, πράγμα που δυσαρέστησε σφοδρότατα τους Αμερικανούς. Στις 28 Αυγούστου η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίστηκε, καθώς μόνο 135 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της (98 βουλευτές της ΕΡΕ και 37 βουλευτές της Ε.Κ.). Το παράδοξο είναι ότι όταν ο Γ. Παπανδρέου τον Ιανουάριο του 1965, είχε υπουργοποιήσει τον Ηλ.Τσιριμώκο, ένα πρώην μέλος της «κυβέρνησης του Βουνού» (ΠΕΕΑ), οι βουλευτές της ΕΡΕ αντέδρασαν δυναμικά, ενώ εννιά μήνες αργότερα οι ίδιοι του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ως πρωθυπουργού.
δ. Κυβέρνηση Στεφανόπουλου
Ο Κωνσταντίνος απέτυχε να κάμψει την αντίσταση του Γ. Παπανδρέου και στο Συμβούλιο του Στέμματος (άτυπη συνεδρίαση όσων είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί), το οποίο συγκλήθηκε στις 31 Αυγούστου. Όλοι πλέον άρχισαν να δουλεύουν για να προωθήσουν τη λύση Στεφανόπουλου. Ο Κωνσταντίνος επικοινώνησε προσωπικά με τον Άνσουτς και ζήτησε από τους Αμερικανούς να παράσχουν κάθε είδους βοήθεια για την εξασφάλιση των ψήφων των κεντρώων βουλευτών,που απαιτούνταν για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Την επομένη ο Κωνσταντίνος διόρισε την τρίτη κυβέρνηση "αποστατών", με πρωθυπουργό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, αντιπροέδρους τους Ηλ. Τσιριμώκο και Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, οι οποίοι πήραν αντίστοιχα και τα υπουργεία Εξωτερικών και Βιομηχανίας, τον Κ. Μητσοτάκη υπουργό Οικονομικών, τον Στ. Κωστόπουλο υπουργό Άμυνας, τον Δ. Παπασπύρου Δικαιοσύνης, τον Φ. Ζαΐμη Εσωτερικών, τον Στ. Αλλαμανή Παιδείας. Στις 24 Σεπτεμβρίου, ύστερα από ένα διήμερο συγκρούσεων στη Βουλή, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου απέσπασε ψήφο εμπιστοσύνης με 152 ψήφους υπέρ έναντι 148 κατά.
Στις 30 Σεπτεμβρίου η CIA σε άκρως απόρρητο υπόμνημα προς τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον εκτιμούσε ότι "η πολύ μικρή πλειοψηφία που έχει το σημερινό καθεστώς στη Βουλή, καθιστά πολύ δύσκολη κάθε προσπάθεια για τη λύση του Κυπριακού". Στα μέσα Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου προχώρησε σε αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος. Αρχηγός Στρατού τοποθετήθηκε ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967. Μέσα στο κλίμα αυτό η Ουάσινγκτον προσπάθησε να αξιοποιήσει τον άκρατο φιλοαμερικανισμό της κυβέρνησης Στεφανόπουλου. Στις 6 Δεκεμβρίου ο πρεσβευτής Φίλιπς Τάλμποτ ενημέρωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν υπεύθυνος για τις "εξτρεμιστικές ενέργειες" που σημειώνονταν καθημερινά στη Βουλή, οι οποίες "ενισχύουν τη θέση της ολοένα αυξανόμενης μερίδας συντηρητικών στοιχείων που αντιμετωπίζουν την επιβολή δικτατορίας ως τη μόνη λύση για την ελληνική πολιτική κρίση".
Οι περισσότεροι «αποστάτες» βουλευτές ίδρυσαν δικό τους κόμμα, το Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον (ΦΙΔΗΚ), τον Δεκέμβριο του 1965 με αρχηγό τον Στεφανόπουλο. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παρέμεινε στην εξουσία έως την 21η Δεκεμβρίου του 1966, οπότε και ανατράπηκε ύστερα από συμφωνία του βασιλιά, του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου και του αρχηγού της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου για διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και διεξαγωγή εκλογών.
ε. Τα αίτια της κρίσης
Τα αληθινά αίτια της κρίσης έχουν αφετηρία την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον για διχοτόμηση της Κύπρου από τον Γ.Παπανδρέου, ο οποίος μετά την άρνηση αυτή «καταδικάστηκε» από τις αμερικανικές υπηρεσίες σε έκπτωση ως «μη συνεργάσιμος». Η πτώση του μεθοδεύτηκε κυρίως μέσω της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του, ειδικός απεσταλμένος των Αμερικανών, Ανδρέας Παπανδρέου. Το παλάτι και η αντιπολίτευση της ΕΡΕ, βρήκαν αφορμή για να απαιτήσουν να τοποθετηθεί υπουργός Άμυνας πρόσωπο αμερόληπτο και ευρύτερης αποδοχής, απορρίπτοντας την πρόταση του Γ.Παπανδρέου να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο. Η επιμονή στο σημείο αυτό του, σε όλα τα άλλα θέματα υποχωρητικού και διαλλακτικού, Γ.Παπανδρέου, μολονότι τυπικά είχε δίκιο, είναι δυσεξήγητη, αν ληφθεί υπόψη ότι, λίγους μήνες μετά τα Ιουλιανά, συμφώνησε μυστικά μέχρι και για συνεργασία με την ΕΡΕ. Στο θέμα της Κύπρου προστέθηκε και η ανάγκη επιχειρησιακής κάλυψης των δύο, καίριου αμερικανικού ενδιαφέροντος, λόγω των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής, σχεδιαζόμενων Αραβοϊσραηλινών πολέμων του 1967 και 1973, που θα μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο με μία απόλυτα υποτακτική και πειθαρχημένη κυβέρνηση στην Ελλάδα, την οποία ο χαρακτηρισμένος ως αναξιόπιστος Γ.Παπανδρέου δεν μπορούσε πλέον να προσφέρει. Τα δύο αυτά θέματα είχαν ήδη οδηγήσει τις αμερικανικές υπηρεσίες, στις επιλογές που υλοποιήθηκαν 21 μήνες μετά τα Ιουλιανά, με τις δύο διαδοχικές δικτατορίες των συνταγματαρχών, το πραξικόπημα στην Κύπρο και την Τουρκική εισβολή στο νησί, που είχαν καταστροφικές συνέπειες για τον ελληνικό κόσμο. Η επιχειρούμενη απόδοση αιτίων των γεγονότων αυτών στις «επιθυμίες» του βασιλιά Κωνσταντίνου και της μητέρας του Φρειδερίκης να ελέγχουν το στράτευμα και την πολιτική ζωή, «αφελώς» (ή πιθανώς «εσκεμμένα») παραγνωρίζει τη βασική δυναμική της, μετά το 1947, πολιτικής ζωής στην Ελλάδα, που απορρέει άμεσα από τον «εξωτερικό ρυθμιστή» «συμμαχικό παράγοντα». Τέλος ο ρόλος του Α. Παπανδρέου, που ανέλαβε για πρώτη φορά υπουργός το 1964, με κύρια ρητορικά προβαλλόμενη (αλλά όχι πραγματικά εννοούμενη) θέση την ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική των ΗΠΑ, ήταν, και στο θέμα αυτό (όπως και σε άλλα στο μέλλον) αρκετά σκοτεινός. Τα ηγετικά στελέχη των κυβερνήσεων της «αποστασίας», από την άλλη μεριά, υποστήριξαν ότι κίνητρό τους ήταν η διατήρηση της πολιτειακής ομαλότητας και η αποτροπή κινδύνου πραξικοπήματος, μολονότι είναι δύσκολο να απεμπολήσουν την συμμετοχή τους στην πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε. Αναπόφευκτα οι συνειρμοί σκέψεων τους συνδέουν με τη διάσπαση της Ένωσης Κέντρου, ενώ η κυβέρνησή τους προήλθε μετά από μια συστηματική διαδικασία απαξίωσης και άμβλυνσης των πολιτικών συνειδήσεων, αφού, για να πειστούν οι βουλευτές της Ε.Κ. να αποχωρήσουν χρησιμοποιήθηκαν ταπεινά δολώματα, που δημιούργησαν την εντύπωση ευτελισμού του δημόσιου βίου.
Ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας (Ναύπακτος, 9 Φεβρουαρίου 1893 - 10 Αυγούστου 1987) ήταν πολιτικός, νομικός, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 15 Ιουλίου 1965 – 20 Αυγούστου 1965. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1893 και ήταν αδερφός του Θεμιστοκλή Αθανασιάδη Νόβα. Η μητέρα του Ευδοκία ήταν γόνος της παλιάς ιστορικής και αρχοντικής οικογένειας Σισμάνη από τη Ναυπακτία. Τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Πατρών κι έπειτα σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη δικηγορία. Εργάστηκε επί 25 χρόνια ως δημοσιογράφος ανταποκριτής της εφημερίδας Ακρόπολις κατά τους Βαλκανικούς πολέμου; στο Μακεδονικό Μέτωπο και της εφημερίδας Πολιτεία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Υπήρξε συντάκτης των εφημερίδων Ακρόπολις και Πολιτεία, και συνεκδότης (1933-1936) της εφημερίδας Νέος Κόσμος. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών το 1926 και διετέλεσε Αντιπρόεδρός της. Έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1955 και πρόεδρός της το 1965.
Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας το 1926, με το κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά. Συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής από το 1932 ως το 1964 με το Προοδευτικό Κόμμα του Γεωργίου Καφαντάρη, με το κόμμα των Φιλελευθέρων και με την Ένωση Κέντρου. Το 1936 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της Βουλής. Από το 1945 διετέλεσε πολλές φορές υπουργός (1945 Υπουργός Εσωτερικών, 1945-6, 1950 Υπουργός Παιδείας, 1951 Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, 1951 Υπουργός Βιομηχανίας και 1963-4 Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης). Το 1964, ως βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, εκλέχτηκε Πρόεδρος της Βουλής. Στις 15 Ιουλίου 1965, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας κλήθηκε από τον Βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή ήταν Πρόεδρος της Βουλής. Είχαν προηγηθεί αρκετές συνομιλίες, όπου άρχισε να διαφαίνεται η απειλή παραίτησης εκ μέρους του Γ.Παπανδρέου. Ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας στιγματίστηκε ως ο πρώτος «Πρωθυπουργός της Αποστασίας», παρότι η κυβέρνησή του τελικά δεν πέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και παραιτήθηκε. Ακολούθησε νέα αποτυχημένη προσπάθεια σχηματισμού Κυβέρνησης (υπό τον Ηλία Τσιριμώκο) όταν προσκλήθηκε από τον Βασιλιά και έλαβε σχετική εντολή, όπου και αυτός δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Ακολούθησε τελικά η κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου (1965-66), η οποία και κατάφερε να περιβληθεί με τη ψήφο εμπιστοσύνης και στην οποία ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας διετέλεσε αντιπρόεδρος. Πέθανε στη Ναύπακτο το 1987, σε ηλικία 94 ετών. Παράλληλα με την πολιτική του σταδιοδρομία, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με τη λογοτεχνία. Όλα του τα έργα του είναι εμπνευσμένα από την επαρχία, τον τόπο καταγωγής του, τη φύση και γενικά την ελληνική παράδοση. Στη λογοτεχνία δραστηριοποιούνταν με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Γεώργιος Αθάνας». Το προσωνύμιο "Γαργάλατας", που του προσάφθηκε κατά την ταραχώδη περίοδο της Αποστασίας, δεν προέρχεται από δικό του ποίημα, αλλά γράφτηκε με σκωπτική διάθεση από τον δημοσιογράφο Κώστα Σταματίου στη στήλη «Αδιακρισίες» της εφημερίδας «Τα Νέα».
Ο Ηλίας Τσιριμώκος (1907- 13 Ιουλίου 1968) ήταν πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 20 Αυγούστου 1965 – 17 Σεπτεμβρίου 1965. Γεννήθηκε στην Λαμία από οικογένεια πολιτικών. Ήταν εγγονός του πολιτικού Δημητρίου Τσιριμώκου και γιος του επίσης πολιτικού Ιωάννη Τσιριμώκου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (οικονομικά και πολιτικές επιστήμες). Το 1931 άρχισε να ασκεί στην Αθήνα το επάγγελμα του δικηγόρου και κατά οικογενειακή παράδοση από νεαρή ηλικία αναμίχθηκε με την πολιτική. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Φθιώτιδας, τον Ιανουάριο του 1936, με το κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ ορίστηκε και εισηγητής διατάξεων περί ατομικών ελευθεριών στην επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος. Αντιτάχθηκε από τους πρώτους στο καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Στην περίοδο της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ίδρυσε μαζί με τον Αλέξανδρο Σβώλο την «Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας», και μαζί με το ΚΚΕ, το ΣΚΕ και το ΑΚΕ δημιούργησαν στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 το ΕΑΜ της κεντρικής επιτροπής του οποίου, όπως και της ΠΕΕΑ, υπήρξε μέλος.
Το 1943 εκπροσωπώντας το ΕΑΜ έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις με την εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού στο Κάιρο. Το 1944 ανέλαβε υπουργός εθνικής οικονομίας στη κυβέρνηση Εθνικής Ένωσης και Απελευθέρωσης του Γ. Παπανδρέου (τις περιόδους 2 Σεπτεμβρίου μέχρι 18 Οκτωβρίου και από 23 Οκτωβρίου μέχρι 2 Δεκεμβρίου του 1944). Είχε δύσκολο ρόλο στη συμφωνία της Βάρκιζας και μετά από αυτή εγκατέλειψε το ΕΑΜ. Τον αμέσως επόμενο χρόνο μαζί με τον Α. Σβώλο ίδρυσαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα - ΕΛΔ (ΣΚ-ΕΛΔ) στο οποίο κατά την περίοδο 1945-1953 διετέλεσε γενικός γραμματέας. Με αυτό το κόμμα εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών στις εκλογές του 1950. Αργότερα συνέπραξε ως βουλευτής με την ΕΔΑ (1958). Τότε ίδρυσε τη "Δημοκρατική Ένωση" και ως πρόεδρος αυτής συμμετείχε στην ίδρυση της Ένωσης Κέντρου το 1961. Με την Ε.Κ. εκλέχθηκε βουλευτής το 1961, το 1963 και το 1964. Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος της Βουλής (17 Δεκεμβρίου 1963) μέχρι τον Ιανουάριο του 1965, οπότε ανέλαβε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου.
Μετά την παραίτηση του Γ. Παπανδρέου (15 Ιουλίου 1965) και ενώ αρχικά είχε ταχθεί στο πλευρό του, αρνούμενος ακόμη και ψήφο εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση του Γ. Αθανασιάδη-Νόβα (Αύγουστος 1965), όλως αιφνιδίως, λίγες μέρες μετά, αποχώρησε από την Ε.Κ. και με πρόταση του παραιτηθέντος Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, στην διερευνητική εντολή του βασιλιά Κωνσταντίνου (κατά το τότε ισχύον Σύνταγμα), προσήλθε στα ανάκτορα και αποδέχθηκε εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης, (στις 19 Αυγούστου 1965), πλην όμως και αυτή δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με συνέπεια να παραιτηθεί. Ακολούθησε η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (Σεπτέμβριος 1965), στην οποία συμμετείχε αναλαμβάνοντας αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εξωτερικών. Πέθανε στην Αθήνα το 1968 σε ηλικία 61 ετών. Κόρη του είναι η βουλευτής της ΝΔ Τζούλια Τσιριμώκου - Πιμπλή. Ο Ηλίας Τσιριμώκος άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο, αποτελούμενο κυρίως κοινωνικοπολιτικά δοκίμια.
Ο Στέφανος Στεφανόπουλος (3 Ιουλίου 1898 - 4 Οκτωβρίου 1982), του Χρήστου και της Φανής, ήταν πολιτικός, που διετέλεσε πολλές φορές υπουργός, καθώς και πρωθυπουργός την περίοδο 17 Σεπτεμβρίου 1965 – 22 Δεκεμβρίου 1966. Ήταν γόνος μεγάλης πολιτικής οικογένειας προερχόμενης από τη Δίβρη (Λαμπεία) Ηλείας, η οποία είχε εκπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την δεκαετία του 1990. Τελευταίος εκπρόσωπος της διβριώτικης πολιτικής οικογένειας στην πολιτική υπήρξε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και της Πολιτικής Άνοιξης, Στέφανος Β. Στεφανόπουλος, αντιπρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου. Άλλοι υπουργοί της ιδίας πολιτικής οικογένειας κατά τον 20ο αιώνα ήταν ο Βάσος Στεφανόπουλος, πρώτος εξάδελφος του Στέφανου Στεφανόπουλου καθώς και ο Γεώργιος Στεφανόπουλος, αδερφός του Στέφανου Στεφανόπουλου. Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι.
Για πρώτη φορά εισήλθε στην Κυβέρνηση, μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα (1929), οπότε και ανέλαβε την αρχηγία του Στεφανοπουλικού κόμματος. Το 1930 έδωσε πολιτική μάχη προς τον πανίσχυρο τότε Βενιζελισμό, κατά την αναπληρωματική εκλογή, όπου αναδείχθηκε Βουλευτής Ηλείας υπό τη σημαία του Λαϊκού Κόμματος. Η φήμη του ειδικά επί των γνώσεών του στο σταφιδικό ζήτημα τον έκανε πασίγνωστο μετά από παροιμιώδη σχετική αγόρευσή του. Στις 4 Νοεμβρίου 1932 με τη πρώτη Κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος ανέλαβε υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας. Έκτοτε διετέλεσε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, υπουργός Μεταφορών, Υπουργός Οικονομικών και προσωρινώς Εργασίας και Εφοδιασμού, Υπουργός Συντονισμού, Υπουργός Εξωτερικών, Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου και Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Επί Δικτατορίας του Ι.Μεταξά εξορίστηκε στη Μύκονο.
Κατά την κατοχή ηγήθηκε με τους Περ. και Πέτρο Ράλλη της ομάδας του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος και υπό την ιδιότητά του αυτή μετείχε στη πρώτη Κυβέρνηση της απελευθέρωσης του Γ. Παπανδρέου ως Υπουργός Μεταφορών. Επί Υπουργίας του ιδρύθηκε ο Κρατικός Οργανισμός Μεταφορών. Μετά την επιτυχία του Λαϊκού Κόμματος (Λ.Κ.) στις εκλογές Μαρτίου 1946 ανέλαβε Υπουργός Συντονισμού, στην κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, Αλεξάνδρου Διομήδους και Σοφοκλή Βενιζέλου, και διατηρήθηκε μέχρι τη διάλυση εκείνης της Βουλής το 1950. Ως Υπουργός Συντονισμού κατέστρωσε το πρόγραμμα ανασυγκρότησης της Χώρας, της πρωτόγνωρης βιομηχανοποίησης και του εξηλεκτρισμού της. Το 1951 λόγω γενομένων αποκαλύψεων σε βάρος του Λ.Κ. για λόγους "ηθικής τάξης" μαζί με 27 άλλους νέους Βουλευτές αποσχίστηκε από το Κόμμα και "ύψωσε τη σημαία" της εθνικής εξυγίανσης δημιουργώντας υπό τον Π.Κανελλόπουλο το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (Λ.Ε.Κ.). Αργότερα προσχώρησαν και οι δύο στο υπό τον Στρατάρχη Παπάγο κόμμα Ελληνικός Συναγερμός με το οποίο εκλέχθηκε Βουλευτής. Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών το 1953. Τότε συνυπέγραψε την Ελληνογιουγκοσλαβική Συμφωνία ομώνυμης συμμαχίας (28 Φεβρουαρίου 1953) με τον Στρατάρχη Τίτο, παρουσία του Βασιλέως Παύλου. Ενώ λίγο καιρό αργότερα υπέγραψε την Ελληνοαμερικανική Συμφωνία περί παραχωρήσεων αεροπορικών βάσεων. Επίσης επί υπουργίας του αποκαταστάθηκαν (δημόσια) οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ρωσία, ενώ προωθήθηκε η αποκατάσταση των σχέσεων με την Βουλγαρία και ενισχύθηκαν με την Τουρκία.
Στις κυβερνήσεις του Γεωργίου Παπανδρέου (5 Δεκεμβρίου 1963 έως 31 Δεκεμβρίου 1963 και 19 Φεβρουαρίου 1964 έως 15 Ιουλίου 1965) διετέλεσε Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ταυτόχρονα Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου. Μάλιστα από τις 5 Ιουνίου 1964 διετέλεσε και Υπουργός Συντονισμού με αναπληρωτή Υπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 23 Ιουνίου 1964 αναπλήρωσε και τον Υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας από τις 17 Σεπτεμβρίου 1965 έως τις 22 Δεκεμβρίου 1966, ως επικεφαλής μίας εκ των κυβερνήσεων της Αποστασίας. Στην κυβέρνηση, της οποίας ηγήθηκε το 1965-1966, συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι πολιτικοί Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Ηλίας Τσιριμώκος, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Φωκίων Ζαΐμης, Ιωάννης Τσουδερός.
Το 1977 τέθηκε επικεφαλής του φιλοβασιλικού κόμματος Εθνική Παράταξη, αλλά απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής και παρέδωσε την αρχηγία του κόμματος στον Σπύρο Θεοτόκη. Εκτός της πολιτικής πλούσια ήταν η συγγραφική του δράση, σε θέματα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά, με φιλοσοφική προδιάθεση. Επίσης συνεργάσθηκε σε πολλά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, με πολλά αξιόλογα άρθρα κυρίως οικονομικά, ιδεοπολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Σε προσωπικό επίπεδο, ως πολιτικός, ο Στ.Στεφανόπουλος ήταν από τους πλέον ευγενικούς, στους τρόπους και στο ήθος, δημόσιους άνδρες, αλλά και από τους πλέον επιρρεπείς σε υποχωρητικότητα και ενδοτισμό, με πολιτικό στίγμα που δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν ισχυρές προσωπικότητες, όπως ο Κ.Καραμανλής και ο Α.Παπανδρέου.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986) ήταν πολιτικός και ακαδημαϊκός, πρωθυπουργός της Ελλάδας σε δύο σύντομες θητείες (1 Νοεμβρίου 1945 – 22 Νοεμβρίου 1945 και 3 Απριλίου 1967 – 21 Απριλίου 1967). Γεννήθηκε στην Πάτρα και γονείς του ήταν ο φαρμακοποιός Κανέλλος Κανελλόπουλος και η Αμαλία το γένος Γούναρη, αδελφή του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη. Έχοντας διατελέσει ήδη βραχύβιος πρωθυπουργός και πολλές φορές υπουργός στις κατοχικές και εμφυλιακές κυβερνήσεις, συνέχισε τη δράση του στα μεταπολεμικά χρόνια, ως στέλεχος του Συναγερμού και της ΕΡΕ και ως συνεργαζόμενος με τη Ν.Δημοκρατία.
α. Η περίοδος Συναγερμού και ΕΡΕ 1950-1964
Στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1950 συνεργάστηκε ως αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος με το Μέτωπον Εθνικής Αναδημιουργίας, που συγκέντρωσε ποσοστό 5,3%. Η αδυναμία του πρώτου σε δύναμη Λαϊκού Κόμματος του Π. Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση ανάγκασε τον βασιλιά Παύλο να δώσει διερευνητική εντολή στον Σοφοκλή Βενιζέλο, ηγέτη του δεύτερου σε έδρες Κόμματος των Φιλελευθέρων. Έτσι την 23η Μαρτίου 1950 συγκροτήθηκε κυβέρνηση υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο με τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος και του Μετώπου Εθνικής Αναδημιουργίας, στην οποία ο Κανελλόπουλος διορίστηκε Αντιπρόεδρός και Υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας. Την 6η Αυγούστου 1951 ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο προσχώρησαν οι συναρχηγοί του Λαϊκού Ενωτικού Μετώπου Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Παρά την επικράτηση του Συναγερμού στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου του 1951, ο Παπάγος δε διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία, ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ένα χρόνο αργότερα προκηρύχθηκαν και πάλι εκλογές για τη 16η Νοεμβρίου 1952, στις οποίες ο Ελληνικός Συναγερμός κατέκτησε ποσοστό 49,22% και για πρώτη φορά μεταπολεμικά σχηματίστηκε αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση από τον Αλ.Παπάγο. Σε αυτήν ο Κανελλόπουλος ανέλαβε αρχικά καθήκοντα Υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου και στις 4 Δεκεμβρίου 1952 διορίστηκε Υπουργός Εθνικής Αμύνης. Στις 15 Δεκεμβρίου 1954 ο Παπάγος προχώρησε σε ριζικό ανασχηματισμό θεσμοθετώντας δύο θέσεις Αντιπροέδρων, που κατέλαβαν ο Π.Κανελλόπουλος και ο Στέφανος Στεφανόπουλος, εμφανιζόμενοι έτσι ως πιθανότεροι διάδοχοι του ασθενούς ήδη πρωθυπουργού. Παρά τις προβλέψεις, όμως, μετά το θάνατο του Στρατάρχη οι υπηρεσίες του συμμαχικού παράγοντα επέβαλαν στη θέση του Πρωθυπουργού τον μέχρι τότε Υπουργό Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η διάλυση του Ελληνικού Συναγερμού και η ουσιαστική μετατροπή του σε Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (Ε.Ρ.Ε.) με αρχηγό τον Κων.Καραμανλή οδήγησαν στη συνεργασία του Π.Κανελλόπουλου με τον νεότευκτο πολιτικό σχηματισμό σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις (1956, 1958) ως ανεξάρτητου συνεργαζόμενου. Στις 5 Ιανουαρίου 1959 προσχώρησε στην Ε.Ρ.Ε. και διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, θέση στην οποία παρέμεινε και μετά τη νίκη του κόμματος στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. Η κρίση των σχέσεων Καραμανλή – Ανακτόρων κατέληξε στην παραίτηση του πρώτου από την πρωθυπουργία (στις 11 Ιουνίου 1963) και την ανάθεση της διοίκησης της Ε.Ρ.Ε. σε τριμελή επιτροπή, απαρτιζόμενης από τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Ροδόπουλο και Παναγή Παπαληγούρα, κατά το διάστημα της παραμονής του στο εξωτερικό. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 έφεραν την Ε.Ρ.Ε. δεύτερη με ποσοστό 39,4% μετά την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Κ. Καραμανλής παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου του κόμματος και τον διαδέχτηκε ο Π. Κανελλόπουλος. Ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση αποσκοπώντας στην ταχεία διενέργεια εκλογών. Στην εκλογική αναμέτρηση της 16ης Φεβρουαρίου 1964 η δύναμη της Ε.Ρ.Ε. συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο και σε συνεργασία με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη συγκέντρωσε ποσοστό 35,3% έναντι 52,7% της Ένωσης Κέντρου.
β. Η ταραγμένη τριετία 1964-1967
Η ένταση της πολιτικής κατάστασης, μετά τις εκλογές του 1961, εξαιτίας του ανένδοτου αγώνα του Γ.Παπανδρέου, κλιμακώθηκε μετά το σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου με παραπομπές κυβερνητικών στελεχών της Ε.Ρ.Ε. σε ειδικά δικαστήρια και την ανάδειξη υποθέσεων στρατιωτικών συνωμοσιών (Ι.Δ.Ε.Α. και ΑΣΠΙΔΑ), στις οποίες ο Κανελλόπουλος απάντησε με δριμεία αντιπολίτευση, συχνά αναντίστοιχη με το προσωπικό του πολιτικό ύφος. Μετά τα Ιουλιανά και τη δημιουργία κυβερνήσεων από αποσκιρτήσαντα στελέχη της Ένωσης Κέντρου, η Ε.Ρ.Ε. στήριξε τις τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, Η. Τσιριμώκου και Στ. Στεφανόπουλου. Μετά από μυστική συμφωνία το Δεκέμβριο του 1966 μεταξύ Κανελλόπουλου και Παπανδρέου για τη διεξαγωγή εκλογών, η Ε.Ρ.Ε. απέσυρε την κοινοβουλευτική στήριξη της Κυβέρνησης Στεφανόπουλου με αποτέλεσμα την παραίτησή της την 22α Δεκεμβρίου 1966. Η συμφωνία των πολιτικών αρχηγών προέβλεπε τη διενέργεια εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής και την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης ανέλαβε, με τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων, ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Παρασκευόπουλος. Όμως στις 3 Απριλίου 1967 η διακομματική συναίνεση κατέρρευσε, λόγω της διαφωνίας Ε.Ρ.Ε. και Ε.Κ. για τη διατήρηση ή μη της βουλευτικής ασυλίας μετά τη διάλυση της Βουλής.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Π.Κανελλόπουλο, προκαλώντας την αντίδραση των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, εξαιτίας της ανακολουθίας της με το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Κανελλόπουλος σχημάτισε κυβέρνηση, αλλά δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, η οποία διαλύθηκε στις 14 Απριλίου 1967 με σκοπό τη διενέργεια εκλογών στις 28 Μαΐου. Τα ξημερώματα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 ομάδα αξιωματικών με επικεφαλής την τριανδρία Γεωργίου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού και Νικολάου Μακαρέζου κατέλυσε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορία. Η πολιτική ηγεσία φυλακίστηκε με πρώτο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έτσι ήταν ο τελευταίος πρωθυπουργός της προδικτατορικής περιόδου.
γ. Από τη Δικτατορία στη Μεταπολίτευση
Σε όλη τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στάθηκε απέναντι στο καθεστώς, ασκώντας οξεία πολεμική και βοηθώντας αντιστασιακές ομάδες ή μεμονωμένους αντικαθεστωτικούς πολίτες, που διώκονταν. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1967 μοίρασε στους ξένους ανταποκριτές δήλωσή του ενάντια στη δικτατορία, που αναμεταδόθηκε από ξένους ραδιοσταθμούς, με αποτέλεσμα δύο μέρες αργότερα να τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, αρνούμενος την πρόταση φίλων του να μεταβεί στο εξωτερικό για να είναι περισσότερο ασφαλής. Επιπλέον στάθηκε αντιμέτωπος στην προσπάθεια του Γ.Παπαδόπουλου να πολιτικοποιήσει το καθεστώς με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και προσπάθησε να βοηθήσει στην οργάνωση του φοιτητικού κινήματος.
Όταν μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο οι στρατιωτικοί αποφάσισαν την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς, στη σύσκεψη, που έγινε με παρουσία πολιτικών στελεχών στις 23 Ιουλίου 1974, αποφασίστηκε ο σχηματισμός Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με Πρωθυπουργό τον Κανελλόπουλο και Αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο. Λίγο αργότερα, όμως, με παρέμβαση του Ναυάρχου Πέτρου Αραπάκη και του Ευάγγελου Αβέρωφ, εκλήθη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι και ανάλαβε την προεδρία της Κυβέρνησης.
Κατά τη Μεταπολίτευση ο Π. Κανελλόπουλος εκλέχτηκε δύο φορές ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας το 1977 και το 1981. Το 1980 προτάθηκε, παρά τη θέλησή του, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υπήρξε ο μοναδικός βουλευτής της Ν.Δ. που το 1982, όταν ψηφιζόταν νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, περιλαμβανομένων σε αυτή οργανώσεων όπως το Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ., παρέμεινε στη αίθουσα του Κοινοβουλίου και ψήφισε υπέρ της κύρωσής του, αποδεικνύοντας έτσι τη διάθεσή του για εθνική συμφιλίωση και επούλωση των διχαστικών τραυμάτων του παρελθόντος. Το 1985 δέχτηκε πρόταση από τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας αλλά αρνήθηκε επιθυμώντας να παραμείνει πιστός στις πολιτικές του καταβολές. Το ίδιο έτος με την επιβολή ορίου ηλικίας από τη Ν.Δ. για την κάθοδο βουλευτών στις εκλογές αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τον πολιτικό στίβο. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986 από καρδιακή ανακοπή.
δ. Πνευματικό και πολιτικό έργο
Η πνευματική προσφορά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου καλύπτει ευρύτατους χώρους, όπως η φιλοσοφία, η ιστορία της τέχνης, το κοινωνιολογικό δοκίμιο, η ποίηση και η ιστορία του πνεύματος. Συνέβαλε στη μελέτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού με την κοπιώδη συγγραφή της μεγαλόπνοης ενδεκάτομης "Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος" (έκδοση σε τελική μορφή το 1984). Δημοσίευσε επίσης ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Το 1957 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων για το έργο του "Γεννήθηκα το 1402" και το 1959 εκλέχτηκε ισόβιο μέλος της. Το 1976 τιμήθηκε από τη βρετανική Βουλή των Λόρδων για την πανευρωπαϊκή του συγκρότηση και το 1982 του απονεμήθηκε το μετάλλιο Γκαίτε, ενώ το 1979 εκλέχτηκε ξένος εταίρος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Μιλούσε γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (στην οδό Ξενοκράτους).
Ως πολιτικός υπήρξε, μαζί με τον Γ.Παπανδρέου, εκπρόσωπος του κινήματος του σύγχρονου ελληνικού φιλελευθερισμού, που επιδίωξε το συγκερασμό του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού προτύπου με διευθυνόμενες σοσιαλδημοκρατικές αρχές, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και ο κρατικός παρεμβατισμός. Έβλεπε την προοπτική της Ελλάδας, πριν ακόμα το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ευρωπαϊκή διάσταση και επομένως ήταν ένας πρώιμος ευρωπαϊστής. Η παρουσία του στη νεοελληνική γραμματεία και στον δημόσιο βίο σημαδεύτηκε από ένα ιδιαίτερο ήθος μετριοπάθειας, αυτοκριτικής διάθεσης και διαλλακτικότητας, που, χάρη και στη σθεναρή στάση του, τον έκαναν δημοφιλή στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όταν, μετά τον θάνατο του Γ.Παπανδρέου, αναγνωρίστηκε ως "Νέστορας" της ελληνικής πολιτικής. Σε προσωπικό επίπεδο, όπως όλοι οι αστοί πολιτικοί της εποχής του, παρέμεινε αφοσιωμένος στην πιστή σύμπλευση με τους δυτικούς «συμμάχους» (αρχικά Άγγλους και στη συνέχεια Αμερικανούς), από τους οποίους δεν είχε μεταχείριση ανάλογη της προθυμίας του (που επικρίθηκε ως δουλοπρεπής) να τους εξυπηρετήσει: Δύο φορές (το 1956 και το 1974) δέχτηκε αδιαμαρτύρητα τον υποσκελισμό του από τον Κων.Καραμανλή, μετά από σαφή και κατηγορηματική άνωθεν («συμμαχική») υπόδειξη, που δεν άφηνε περιθώρια για αντίδραση.
Στις 21 Απριλίου 1967 το κοινοβουλευτικό πολίτευμα της χώρας καταλύθηκε μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα, και για επτά έτη την εξουσία κατέλαβε ομάδα στρατιωτικών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο. Μετά από ένα αποτυχημένο Αντικίνημα που επιχείρησε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τον Δεκέμβριο του 1967, αντιβασιλέας ορίστηκε ο Γεώργιος Ζωιτάκης, ενώ το 1973, μετά από δημοψήφισμα τον Ιούλιο, ύστερα από ένα Κίνημα στο Ναυτικό, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος καθαιρέθηκε και ο Γ.Παπαδόπουλος ανέλαβε ταυτόχρονα πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τον Νοέμβριο του 1973, μετά την ενεργειακή κρίση του ίδιου έτους, που προκάλεσε μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα και υπό την εντύπωση που προκάλεσαν τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο Γ.Παπαδόπουλος καθαιρέθηκε και στη θέση ανέλαβε νέα στρατιωτική ομάδα καθοδηγούμενη αφανώς από τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη (που δύσκολα μπορεί να δεχτεί κανείς ότι δεν βρισκόταν υπό το άγρυπνο βλέμμα των υπηρεσιών του συμμαχικού παράγοντα). Το καλοκαίρι του 1974, μετά από πραξικόπημα που ανέτρεψε τον πρόεδρο Μακάριο, το οποίο φέρεται να σχεδιάστηκε με συμμετοχή και του Δ.Ιωαννίδη, πραγματοποιήθηκε τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που οδήγησε στη διχοτόμησή της, ενώ ταυτόχρονα (με μία διαδικασία που δύσκολα μπορεί να μην συσχετιστεί με τις υπηρεσίες του συμμαχικού παράγοντα) το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα παρέδωσε την εξουσία στον Κων.Καραμανλή, μία από τις πρώτες ενέργειες του οποίου ήταν η επικύρωση με δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο, της εγκαθίδρυσης Αβασίλευτης Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν την πράξη τους ως απαραίτητη, προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία, την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες. Μετά τη νίκη της Ενώσεως Κέντρου στις εκλογές του 1963 με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν αντικομμουνιστής, αλλά πίστευε ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε, οι πραξικοπηματίες στην πραγματικότητα ήθελαν να περιορίσουν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρου στις προσεχείς εκλογές. Την ίδια στιγμή οι (φαινομενικά τουλάχιστον) αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που (φάνηκε πως) έτεινε προς την ΕΔΑ και οι (ρητορικές, αλλά μη εννοούμενες) προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα για να εμφανίζονται θορυβημένοι οι δεξιοί θεσμικοί και εξωθεσμικοί παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών, καθώς, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου, ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως διάδοχός του. Υπήρχαν αρκετές αναφορές για ενδεχόμενο πολιτειακής εκτροπής από ανώτερους αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Γρηγόριο Σπαντιδάκη, πιθανώς με την ανοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου Β'. Οι αξιωματικοί που τελικά προέβησαν στο πραξικόπημα την 21η Απριλίου 1967 κινήθηκαν πιο γρήγορα και εξέπληξαν τους πάντες. Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι είχαν ανακαλύψει εβδομήντα φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με ψεύτικες στρατιωτικές στολές, που οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πραξικόπημα.
α. Το Χρονικό του Κινήματος
Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντήθηκαν στο αρχηγείο των Τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11.30΄ της 20ης Απριλίου . Ο Γ.Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. . O λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του Συν/χη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν είτε όχι και τότε συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Ωστόσο το πραξικόπημα, είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1π.μ. Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων (ΛΟΚ), με στόχο να καταλάβουν όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα χωρίς να δοθεί σήμα συναγερμού. Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί, η κυβέρνηση, πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος. Οι τηλεπικοινωνίες – κτίριο της ΕΡΤ (τότε ΕΙΡ), τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, διεθνές και υπεραστικό τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου - κατελήφθησαν μεταξύ 1 και 1.30΄ π.μ. χωρίς να δοθεί σήμα συναγερμού. Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά στρατιωτικά καμιόνια. Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους, δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της είχαν θέσει υπό τον λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα.
Ο Παπαδόπουλος είχε ετοιμάσει μια γραπτή διαταγή, που όριζε τις μετακινήσεις των αναγκαίων στρατιωτικών μονάδων, πλαστογραφώντας το όνομα του Βασιλιά. Οι συνωμότες απευθύνθηκαν στους αγουροξυπνημένους στρατιώτες διαβάζοντάς τους την πλαστή Διαταγή και τους ανέπτυξαν το σχέδιο μάχης, στο όνομα του Βασιλιά. Στη συνέχεια ο Παπαδόπουλος έστειλε το κωδικό σήμα για την ενεργοποίηση του Σχεδίου Προμηθεύς, σχεδίου έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ, που προοριζόταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό, με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Βασικό στοιχείο του σχεδίου ήταν ότι έθετε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπό την άμεση ηγεσία του Υπουργού Άμυνας ή του Αρχηγού ΓΕΣ, στρατηγού Γρηγόριου Σπαντιδάκη ή του Βασιλιά, απαγορεύοντας ρητά την υπακοή τους σε οποιαδήποτε άλλη διαταγή. Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή, ο οποίος, κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος, έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
β. Συλλήψεις
Έχοντας πια στη διάθεσή τους τηλέφωνα και ασυρμάτους, οι κινηματίες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην επόμενη φάση του σχεδίου τους, στις συλλήψεις κορυφαίων πολιτικών, που είχαν αναθέσει σε ειδικές στρατιωτικές ομάδες. Ταυτόχρονα άρχισαν να κινούνται τα τανκς και οι μονάδες ΛΟΚ. Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς και ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Οι στασιαστές όρμησαν μέσα και κατέλαβαν το κτίριο, χωρίς πάλι να δοθεί σήμα συναγερμού. Δώδεκα τανκς και οκτώ θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κύκλωσαν το Πεντάγωνο, ενώ άλλα τανκς βρέθηκαν μπροστά στα κτίρια της τηλεόρασης, των ραδιοφωνικών σταθμών και των τηλεφωνικών κέντρων, ώστε να αποκρουστεί κάθε απόπειρα ανακατάληψής τους. Αφού είχαν δρομολογηθεί οι συλλήψεις, άλλα τανκς άρχισαν να καταλαμβάνουν θέσεις στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από μεγάλα ξενοδοχεία π.χ. Χίλτον) και άλλα σφράγιζαν τους δρόμους που οδηγούσαν από την επαρχία στην Αθήνα, ενώ αποκλείστηκε και το αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, ο οποίος αμέσως μετά είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό. Το τηλέφωνό του νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τις βροντές των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου, καθώς η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας λοχαγός και τέσσερις κομάντος εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος αμέσως τηλεφώνησε στον Πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι τον συλλάμβαναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις 2.23’ το πρωί.
Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 2.10΄ το πρωί, όταν ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας Τασιγιώργος άκουσε τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τηλεφώνησε στον Υπουργό Δημοσίας Τάξης Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο Τατόι, αλλά το τηλέφωνό του είχε νεκρωθεί. Κατευθύνθηκε στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με τον Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού για να κινηθούν προς την Αθήνα. O Γ.Ράλλης προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, Ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη. Μόλις έλαβε το σήμα, ο Βιδάλης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Έσπευσε να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ και ο Στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς, στο τηλέφωνο ότι ο Βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να αγνοήσει τη διαταγή Ράλλη.
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα μέλη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνελήφθη από αξιωματικούς στις 2.45΄ λέγοντάς τους, με τα όπλα προτεταμένα προς αυτόν: «Είναι η πέμπτη φορά που μου συμβαίνει!». Πριν η ώρα πάει 3.00 π.μ., οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους την Αθήνα. Είχαν εγκλείσει τους σημαντικότερους κρατούμενούς τους στους θαλάμους των Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών, στο δεύτερο όροφο της Σχολής Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Χιλιάδες πολίτες είχαν μαντρωθεί στον Ιππόδρομο, στο Φαληρικό Δέλτα, στο γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
γ. Διαπραγματεύσεις
Στις 5.30΄ το πρωί, ο Γ.Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στον Βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε». Στις 6.00΄ το πρωί οι Συνταγματάρχες βγήκαν στο ραδιόφωνο για να αναγγείλουν την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό στο όνομα του Βασιλιά. Ανήγγειλαν την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος (άρθρα 5,6,8,10,11,12,14,18,20,95 και 97), που σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν: Ότι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα, Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων, Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία, Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας, ενώ με την αναστολή του άρθρου 18 που απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα, μπορούσαν να λειτουργούν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στις 8.00΄ το πρωί οι κινηματίες ζήτησαν συνάντηση με τον Βασιλιά στο περικυκλωμένο από τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου (και χάθηκε, έτσι, μια ευκαιρία σύλληψής τους) συνάντησαν τον Κωνσταντίνο, από τον οποίο ζήτησαν να υπογράψει διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του Θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε : Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν! Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες καθώς και ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης στο Παλαιό Ψυχικό, για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να συναντήσει για λίγα λεπτά τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος εισηγήθηκε στον Βασιλιά να διατάξει τους αξιωματικούς να καταθέσουν τα όπλα. Ο Βασιλιάς, όμως, δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν.
Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο Βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, και ο Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε Υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος Υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός Υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος Υπουργός Συντονισμού.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρεσβευτή Φίλιπ Τάλμποτ, ο οποίος επισκέφθηκε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο στα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού λίγο μετά την ορκωμοσία, ο Κωνσταντίνος του αποκάλυψε ότι δεν έλεγχε πλέον το στράτευμα και πως «Ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή». Ο Βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι σκέφθηκε προς στιγμήν να εκτελέσει τους πραξικοπηματίες, όταν έφτασαν στα Ανάκτορα για να ορκιστούν. Σκέφθηκε, όμως, ότι η κίνησή του δεν θα είχε καμία αξία, μια και τα Ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα από τανκς επανδρωμένα από αξιωματικούς που τους ήταν πιστοί. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερο να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Ρώτησε τον Τάλμποτ πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Τατόι αμερικανικά ελικόπτερα, για να μεταφέρουν τον ίδιο και την οικογένειά του εκτός Ελλάδας και αν υπήρχε περίπτωση να αποβιβαστούν Αμερικανοί πεζοναύτες στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
δ. Συνέντευξη Γ.Παπαδόπουλου
Στις 27 Απριλίου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, με την ιδιότητα του υπουργού Προεδρίας, έδωσε συνέντευξη τύπου σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους. Δικαιολόγησε το πραξικόπημα λέγοντας πως η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό. Ως αιτίες αυτής της πορείας παρουσίασε την αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών μεταξύ τους και με τον Βασιλιά, καθώς και μια σχεδόν καθολική αντίληψη αναρχίας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τον Παπαδόπουλο ο στρατός ήταν η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή. Ισχυρίστηκε πως το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Προσδιόρισε τους πολιτικούς, που είχαν τεθεί υπό περιορισμό σε περίπου 25 και είπε πως σύντομα θα ήταν ελεύθεροι. Επίσης ανέφερε πως είχαν συλληφθεί περίπου 5.000 επικίνδυνοι κομμουνιστές, η τύχη των οποίων θα κρινόταν από επιτροπές ασφαλείας. Υποστήριξε πως είχε βρεθεί υλικό, για τη συγκέντρωση του οποίου απαιτήθηκαν 70 φορτηγά, που αποδείκνυε ότι προετοιμαζόταν κομμουνιστικό πραξικόπημα. Ως πρωταρχικό στόχο του νέου καθεστώτος παρουσίασε την ανάπλαση της κοινωνίας, ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη. Για την τύχη της Αριστεράς είπε πως θα δημιουργούνταν συνθήκες τέτοιες που θα έκαναν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχε πρόθεση να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν θα γινόταν μετάβαση από τη στρατιωτική διακυβέρνηση σε πολιτική, το διέψευσε. Για να δικαιολογήσει τα κατασταλτικά μέτρα χρησιμοποίησε το παράδειγμα του ασθενούς που πρόσκαιρα ακινητοποιείται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του. Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν η ασθένεια ήταν το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των προκηρυχθεισών εκλογών το αρνήθηκε. Είπε πως στόχος ήταν να αποτραπεί η πορεία προς τον κομμουνισμό μέσω του κοινοβουλίου, κατά το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας, αναφερόμενος στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας το οποίο το 1946 είχε κερδίσει τις ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές, είχε σχηματίσει κυβέρνηση και δύο χρόνια αργότερα, από θέση ισχύος, ανέτρεψε το αστικό καθεστώς της χώρας και ίδρυσε λαϊκή δημοκρατία.
ε. Επιβολή δικτατορίας
Το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974 έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή «επταετία», ενώ οι υποστηρικτές του το ονόμαζαν «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Το νέο καθεστώς προχώρησε από τις πρώτες ώρες σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα και κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών. Η πρώτη κυβέρνηση μετά την επικράτηση του κινήματος περιλάμβανε δικαστικούς, τεχνοκράτες και ελάχιστους στρατιωτικούς. Ωστόσο, η ουσιαστική εξουσία ανήκε στους γενικούς γραμματείς των υπουργείων οι οποίοι προέρχονταν και το περιβάλλον των πραξικοπηματιών. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό η 14μελής «Επαναστατική Επιτροπή», την οποία αποτελούσαν οι συνταγματάρχες πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, ασκούσε τον έλεγχο της κυβέρνησης και έπαιρνε τις βασικές αποφάσεις. Το «Επαναστατικό Συμβούλιο» με 41 μέλη, που αποτελούνταν από αξιωματικούς, από το βαθμό του λοχαγού έως το βαθμό του συνταγματάρχη, λειτουργούσε ως ένα είδος στρατιωτικής βουλής. Τα δύο αυτά όργανα λειτούργησαν ελάχιστα, καθώς ο Γ.Παπαδόπουλος σταδιακά εξουδετέρωσε όλα τα κορυφαία στελέχη τους, έτσι ώστε μέχρι τα τέλη του 1968 η συλλογική διακυβέρνηση είχε τεθεί υπό τον απόλυτο έλεγχο του Γ.Παπαδόπουλου. Το Δεκέμβριο του 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε ανεπιτυχώς με Αντικίνημα να ανατρέψει τους πραξικοπηματίες, αρνήθηκε να συνεχίσει να συνεργάζεται μαζί τους και αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία.
Το Νοέμβριο του 1973, ομάδα σκληροπυρηνικών αξιωματικών με επικεφαλής τον Δημήτριο Ιωαννίδη, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την απόπειρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ανέτρεψαν και έθεσαν σε κατ' οίκον περιορισμό τον Γ.Παπαδόπουλο. Στις 15 Ιουλίου 1974 επιχείρησαν να ανατρέψουν τον Πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο και κήρυξαν της ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Η ενέργεια αυτή έδωσε την αφορμή στην Τουρκία, πέντε μέρες αργότερα, να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο προβάλλοντας ως δικαιολογία την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Μπροστά στο βάρος των ευθυνών τους και στο ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κάλεσαν πολιτικά πρόσωπα της προδικτατορικής περιόδου για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η πράξη αυτή σηματοδότησε την οριστική απόσυρση του στρατού από την πολιτική στην Ελλάδα. Μέσα στους επόμενους μήνες οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν στην επαναφορά του κοινοβουλευτισμού, την επικύρωση κατάργησης, μετά οπό δημοψήφισμα, του θεσμού της βασιλείας και την ψήφιση νέου συντάγματος.
στ. Δικαστική εξέταση
Η κυριότερη δίκη ήταν αυτή των επικεφαλής πραξικοπηματιών η οποία έλαβε χώρα στο πενταμελές εφετείο Αθηνών το καλοκαίρι του 1975. Άλλες δίκες αφορούσαν τους φόνους της Μαρίας Καλαβρού, του Βασίλη Πεσλή και του Παναγιώτη Ελή. Στις 2 Ιουλίου 1975, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με βούλευμά της, χαρακτήρισε «στιγμιαίο» το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών. Το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας ολοκληρώθηκε με την αποστέρηση του βασιλιά από τις συνταγματικές εξουσίες του και η κατάσταση που προέκυψε μετά ήταν απλή συνέπεια και όχι παράταση της εγκληματικής πράξης. Έτσι έπαυσε οριστικά η δίωξη των προσώπων που είχαν υπηρετήσει σε πολιτικές θέσεις, μέλη της κυβέρνησης, γενικοί γραμματείς, νομάρχες, δήμαρχοι. Το καλοκαίρι του 1975 οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου δικάστηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης προδοσίας. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν Ιωάννης Ντεγιάννης, μέλη οι Παναγιώτης Λογοθέτης, Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος, Ιωάννης Γρίβας και Γεώργιος Πλαγιανάκος, και εισαγγελείς οι Κωνσταντίνος Σταμάτης και Σπύρος Κανίνιας. Μετά από ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε περίπου ένα μήνα (28 Ιουλίου - 23 Αυγούστου 1975) το δικαστήριο επέβαλε θανατική ποινή στους πρωτεργάτες του κινήματος, η οποία, μετά από απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή, μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και καταδίκασε σε άλλες βαριές ποινές 15 επιπλέον ανώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι υποβιβάστηκαν στο βαθμό του στρατιώτη και οι οικογένειές τους θα έπαιρναν μειωμένες συντάξεις.
Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας (1901 — 13 Ιουλίου 1998) ήταν ανώτατος δικαστικός λειτουργός που διετέλεσε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου από το 1962 ως τον Ιανουάριο του 1968, καθώς και πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 21 Απριλίου 1967 – 13 Δεκεμβρίου 1967. Ανήκε στην ακραία αντικομμουνιστική πτέρυγα της ΕΡΕ και ήταν γνωστός για τις άριστες σχέσεις του με τα Ανάκτορα. Γεννήθηκε το 1901 στα Στύλια του νομού Κορινθίας. Ο πατέρας του, Βλάσης, ήταν ο ιερέας του χωριού. Ο ίδιος ο Κόλλιας ήταν βαθιά θρησκευόμενος. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακολούθησε σταδιοδρομία στον εισαγγελικό κλάδο. Το 1945 έγινε εισαγγελέας Εφετών, και την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1946, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Χρημάτισε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ενίοτε ασκούσε ποινικές διώξεις για πολιτικούς λόγους σε δημοσιογράφους και συνδικαλιστές, χωρίς τεκμηριωμένη αιτιολόγηση. Το 1962 έγινε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διαδεχόμενος τον Δημήτριο Κιουσόπουλο που αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας.
Ως εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο Κ.Κόλλιας αναμίχθηκε στην ανάκριση για την υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Ο ανακριτής Χρ.Σαρτζετάκης και ο εισαγγελέας Μπούτης διέταξαν την προφυλάκιση τεσσάρων αξιωματικών, του στρατηγού Μήτσου (γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος), του συνταγματάρχη Καμουτσή (διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης), του ταγματάρχη Δόλκα (κλιμάκιο ΚΥΠ Βορείου Ελλάδος) και του μοίραρχου Καπελώνη (διοικητή Ε΄ Αστυνομικού Τμήματος Θεσσαλονίκης). Ο Κ.Κόλλιας επιδίωξε τον χωρισμό της δικογραφίας και τη χωριστή ανάκριση για τους φυσικούς και τους ηθικούς αυτουργούς (αυτούς που έδωσαν εντολή για τη δολοφονία), ώστε τελικά οι φερόμενοι ως ηθικοί αυτουργοί (αξιωματικοί της Χωροφυλακής με προεξάρχοντα το στρατηγό Μήτσου) να παραμείνουν εκτός ελέγχου.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου το Νοέμβριο του 1963 διατάχθηκε έρευνα για τις ενέργειές του Κ.Κόλλια, που ανατέθηκε στον αρεοπαγίτη Αντώνιο Φλώρο, ο οποίος συνέταξε έκθεση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Πολυχρόνης Πολυχρονίδης άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά του Κ.Κόλλια και τον παρέπεμψε στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τελικά του επιβλήθηκε ποινή εξάμηνης αργίας από τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης. Ο Κόλλιας προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ακύρωσε την υπουργική απόφαση, με αφορμή νομικές πλημμέλειες, και ανέπεμψε την υπόθεση στον υπουργό. Ο Πολυχρονίδης επέβαλλε εκ νέου ποινή τρίμηνης αργίας και παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το ερώτημα της οριστικής απόλυσης του Κόλλια. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου όμως έκρινε ότι, κατά ορθή ερμηνεία του νόμου, ο υπουργός δεν είχε εξουσία να επιβάλει μόνος του πειθαρχική ποινή σε ανώτατους δικαστές, παρά μόνο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, και έκρινε την υπουργική απόφαση άκυρη. Έτσι ο Κόλλιας επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία.
Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της δικτατορικής κυβέρνησης μετά το πραξικόπημα. Ο διορισμός του στο αξίωμα αυτό ήταν προϊόν συμβιβασμού μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. Ο Κωνσταντίνος έθεσε ως όρο, για να αποδεχτεί την κυβέρνηση των συνταγματαρχών, ο πρωθυπουργός να μην είναι στρατιωτικός, ενώ οι συνταγματάρχες δεν επιθυμούσαν κανέναν φιλοβασιλικό πολιτικό. Έτσι επελέγη ο Κόλλιας με γνώμονα τα συντηρητικά του φρονήματα και τις αντικομμουνιστικές του περγαμηνές, ενώ στην πράξη κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί με προεξάρχοντα τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Διατηρήθηκε στην πρωθυπουργία μέχρι το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του βασιλιά Κωνσταντίνου εναντίον της δικτατορίας, στις 13 Δεκεμβρίου του 1967, οπότε την πρωθυπουργία ανέλαβε και τυπικά ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο Κόλλιας απέδρασε στη Ρώμη με το αεροπλάνο του Κωνσταντίνου, τον οποίο είχε συνοδεύσει στην Βόρεια Ελλάδα την ημέρα του αντικινήματος. Λίγες μέρες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1968 η δικτατορία τον καθαίρεσε από τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1974, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, και πέθανε στις 13 Ιουλίου 1998, σε ηλικία 97 ετών, έχοντας περιορίσει τις δημόσιες εμφανίσεις του. Το 1984 εξέδωσε το βιβλίο «Βασιλεύς και Επανάστασις 1967», όπου παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα που οδήγησαν στη δικτατορία και το βασιλικό κίνημα, και επιτίθεται στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (Ελαιοχώρι Αχαΐας, 5 Μαΐου 1919 - Αθήνα, 27 Ιουνίου 1999) ήταν αξιωματικός, πρωτεργάτης της κατάλυσης του κοινοβουλευτικού συστήματος την περίοδο 1967-1974. Διοίκησε από διάφορες θέσεις, ως υπουργός, πρωθυπουργός, αντιβασιλέας και πρόεδρος δημοκρατίας ως εξής: Πρωθυπουργός 13 Δεκεμβρίου 1967 – 8 Οκτωβρίου 1973, Πρόεδρος της Δημοκρατίας 1 Ιουνίου 1973 – 25 Νοεμβρίου 1973, Αντιβασιλέας 21 Μαρτίου 1972 – 31 Μαΐου 1973. Αναφερόταν ως «Αρχηγός της Επανάστασης» και «Πρόεδρος της Εθνικής Κυβερνήσεως». Γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Αχαΐας, και είχε πατέρα τον δάσκαλο του χωριού Χρήστο Παπαδόπουλο, στενό φίλο και οπαδό του Γεωργίου Παπανδρέου και μητέρα τη Χρυσούλα, η οποία είχε μείνει χήρα από τον πρώτο της άνδρα, που είχε σκοτωθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ είχε ήδη και ένα παιδί, τον Τάκη Βαγενά. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα άλλα δύο αδέλφια της οικογένειας, τον Κωνσταντίνο και τον Χαράλαμπο. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1937, εισάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όπου παρακολούθησε τριετή εκπαίδευση μέχρι το 1940. Αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού (7-8-1940). Ήταν πτυχιούχος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου. Παντρεύτηκε το 1942 τη Νίκη Βασιλειάδη και απέκτησε δύο παιδιά μαζί της, τον Χρήστο και την Χρυσούλα, που αργότερα έστειλε στις ΗΠΑ για σπουδές και μόνιμη διαμονή. Παράλληλα όμως από το 1957-1958 φέρεται να διατηρούσε παράνομο δεσμό με τη Δέσποινα Γάσπαρη – Σερέτη (Σερέτης ήταν το επώνυμο του πρώτου συζύγου της αστυνομικού, από τον οποίον χώρισε), πρώην πολιτική υπάλληλο στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) απ' όπου ήταν αποσπασμένη στη Διεύθυνση Α2 του ΓΕΣ. Το 1969, μετά από 10 περίπου χρόνια παράνομου δεσμού, ο Γ. Παπαδόπουλος χωρίζοντας την πρώτη σύζυγό του, νυμφεύθηκε τη Δέσποινα Σερέτη. Ο γάμος τους τελέσθηκε το 1968, σε κλειστό κύκλο, τον οποίον ευλόγησε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α'. Από τον γάμο αυτόν και εκ του παράνομου δεσμού, απέκτησαν μία κόρη, τη Μάχη (Υπερμαχεία), την οποία νυμφεύθηκε ο Β. Ζάπας..
α. Το ξεκίνημα
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο, ο Γ.Παπαδόπουλος συμμετείχε στον πόλεμο ως διοικητής ουλαμού πυροβολικού και στη συνέχεια κατά των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941. Με την έναρξη της κατοχής, τον Απρίλιο του 1941 γράφτηκε στη σχολή πολιτικών μηχανικών του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, χωρίς να αποφοιτήσει. Το 1943 άρχισε αντιστασιακή δράση στην οργάνωση Μίδας 614 του συνταγματάρχη Τσιγάντε. Παράλληλα στάλθηκε ως πληροφοριοδότης των συμμάχων στα Τάγματα Ασφαλείας. Μετά την διάλυσή της οργάνωσης Μίδας 614, εντάχθηκε στην «Οργάνωση Χ» του Γεωργίου Γρίβα. Το 1944, με τη βοήθεια των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου του απονεμήθηκε ο βαθμός του υπολοχαγού. Κατά την εκεί παραμονή του πιθανολογείται η ένταξή του στην αντικομουνιστική ομάδα ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών), της οποίας ηγετικό στέλεχος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Καραγιάννης. Το 1945 όταν επανήλθε στην Ελλάδα και η οργάνωση ΕΝΑ και άλλες συγχωνεύτηκαν στον ΙΔΕΑ, ο Γ. Παπαδόπουλος εντάχθηκε από τους πρώτους σ' αυτόν. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) και τιμήθηκε με χρυσό αριστείο ανδρείας, μετάλλιο εξαίρετων πράξεων και πολεμικό σταυρό. Κατά τη δεκαετία του 1950 υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες σε υψηλή θέση, μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ και εντάχθηκε στο δυναμικό των συνεργατών της CIA (στα πλαίσια των σχέσεων της CIA με την ΚΥΠ, που χρονολογούνται από την εποχή του εμφυλίου πολέμου). Στη συνέχεια Γ. Παπαδόπουλος τοποθετήθηκε στην ΚΥΠ (1959-1964) και το 1961 ως αντισυνταγματάρχης της ΚΥΠ, συμμετέσχε στη διαμόρφωση του σχεδίου «Περικλής», που είχε ως στόχο τον περιορισμό της επιρροής της ΕΔΑ, το οποίο ολοκληρώθηκε στις 12 Αυγούστου 1961, σε ειδική συνεδρίαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής πληροφοριών και διαφωτίσεως του ΓΕΕΘΑ, υπό την προεδρία του Α/ΓΕΣ Β. Καρδαμάκη.
β. Η υπόθεση της δολιοφθοράς του Έβρου
Στις 11 Ιουνίου 1965, δύο ημέρες μετά την άσκηση δίωξης για την υπόθεση του "Σχεδίου Περικλής", στην οποία ήταν αναμεμιγμένος και ο Γ.Παπαδόπουλος, εκδηλώθηκε η υπόθεση της «δολιοφθοράς του Έβρου», όταν οχήματα της 117ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού, η οποία έδρευε στην Ορεστιάδα με διοικητή τον τότε αντισυνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, είχαν ακινητοποιηθεί λόγω βλαβών από κακή συντήρηση. Μετά από σειρά ανακρίσεων, ο Γ.Παπαδόπουλος απέδωσε τις βλάβες σε συνωμοσία, οργανωμένη από παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Στις επόμενες ημέρες οι τακτικοί ανακριτές της στρατιωτικής δικαιοσύνης θεώρησαν ότι οι ομολογίες των φερόμενων ως ένοχων στρατιωτών ήταν προϊόν βασανισμών, απαλλάσσοντας τους περισσότερους από τους συλληφθέντες. Αναφέρεται ότι ο Χρήστος Παπαδόπουλος, πατέρας του Γ.Παπαδόπουλου, πήγε τότε προσωπικά στο πρωθυπουργικό γραφείο και παρακάλεσε τον (προσωπικό φίλο του) Γεώργιο Παπανδρέου να δείξει ανοχή στο γιο του για την υπόθεση. Στις 20 Ιουλίου, ασκήθηκε δίωξη κατά των αξιωματικών που ήταν φυσικοί αυτουργοί των βασανισμών, και εναντίον του Γ.Παπαδόπουλου για ηθική αυτουργία. Τελικά ο Παπαδόπουλος απαλλάχθηκε με βούλευμα στις 29 Νοεμβρίου 1965, δύο ημέρες πριν την έναρξη της δίκης του, όταν αρχηγός ΓΕΣ είχε αναλάβει ο μετέπειτα πραξικοπηματίας Γρηγόριος Σπαντιδάκης, ενώ το πολιτικό σκηνικό χαρακτηριζόταν από την αστάθεια που ακολούθησε τα Ιουλιανά του 1965. Το 1966 ο Γ.Παπαδόπουλος διορίστηκε από το ΓΕΣ τμηματάρχης στο 4ο Επιτελικό γραφείο του.
γ. Πραξικόπημα, εξέλιξη και πτώση
Με την επικράτηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, ο Γ.Παπαδόπουλος συμμετείχε στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια, που ορκίστηκε την ίδια ημέρα ώρα 19.30, στα Ανάκτορα Αθηνών, από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Προεδρίας. Λίγες ημέρες αργότερα κηρύχθηκε ο Γ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος των επτά ημερών, που έληξε με συντριπτική επικράτηση του Ισραήλ. Τον Δεκέμβριο του 1967, μετά το αποτυχημένο Αντικίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο Γ.Παπαδόπουλος ορκίστηκε "πρωθυπουργός" και υπουργός Εθνικής Αμύνης, με αντιβασιλέα τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και αργότερα, για ένα διάστημα ανέλαβε και Υπουργός Παιδείας και Εξωτερικών. Το 1968 διέφυγε απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Η ποινή δεν εκτελέστηκε και ο Παναγούλης παρέμεινε επί πενταετία στη φυλακή. Στις 21 Μαρτίου 1972 παύτηκε με κυβερνητική απόφαση ο αντιβασιλιάς Γεώργιος Ζωιτάκης και αντικαταστάθηκε από τον ίδιο τον Γ.Παπαδόπουλο. Τον Μάιο 1973 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη εκτεταμένης συνωμοσίας στους κόλπους του Πολεμικού Ναυτικού και με την αφορμή αυτή καταργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας, που μέχρι τότε ίσχυε τυπικά, και την 1η Ιουνίου 1973 ανακηρύχθηκε ως νέο πολίτευμα η Προεδρική Δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο τον ίδιο. Ακολούθησε η διεξαγωγή αμφισήμαντου κυρωτικού δημοψηφίσματος («ΝΑΙ» 78,4%, «ΟΧΙ» 21,6%), σύμφωνα με το οποίο ο Γ.Παπαδόπουλος εκλέχτηκε πρόεδρος της νεοσύστατης Ελληνικής Δημοκρατίας και ο στρατηγός Οδυσσέας Αγγελής αντιπρόεδρος. Λίγο αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου 1973, ο Γ.Παπαδόπουλος, καθοδηγούμενος από τις αμερικανικές υπηρεσίες, επέλεξε τον παλαιό πολιτικό αρχηγό Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη ως διάδοχό του στην πρωθυπουργία, με την εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές, αμνηστεύοντας όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και δίνοντας ειδική χάρη στον Αλ.Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησής του διέμενε σε υπερπολυτελή έπαυλη στο Λαγονήσι, ιδιοκτησίας του Αριστοτέλη Ωνάση, την οποία είχε παραχωρήσει στον Γ.Παπαδόπουλο έναντι οικονομικών εξυπηρετήσεων. Κατά τον Δ' Αραβοϊσραηλινό πόλεμο (ή πόλεμο του Γιομ Κιπούρ) τον Οκτώβριο του 1973 η δικτατορική κυβέρνηση αρνήθηκε στους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο της Κρήτης για εφοδιασμό των ισραηλινών δυνάμεων, γεγονός που προκάλεσε την δυσμένεια του Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρυ Κίσσινγκερ. Ακολούθησε η Ενεργειακή Κρίση που απορρύθμισε την ελληνική (όπως και την ευρωπαϊκή) οικονομία με μεγάλες τιμές πληθωρισμού και ακολούθησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και στη συνέχεια το Πραξικόπημα του ταξιάρχου Δημήτριου Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973, κατά το οποίο ο Παπαδόπουλος τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμόν.
Το Ιούλιο 1974 εκδηλώθηκε πραξικόπημα στην Κύπρο που καθαίρεσε τον πρόεδρο Μακάριο, το οποίο φέρεται ότι οργανώθηκε σε συνεννόηση με τον Δ.Ιωαννίδη. Ακολούθησε εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, που προκάλεσε βίαιη διχοτόμηση του νησιού, σύμφωνα με το σχέδιο Άτσεσον, που εκπονήθηκε 10 χρόνια νωρίτερα. Συνέπεια των κυπριακών γεγονότων ήταν η (τυπικά μετά από απόφαση της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, που, όπως δείχνουν τα πράγματα, υποκινήθηκε από μεθόδευση των αμερικανικών υπηρεσιών) παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας σε πολιτικούς, από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρωθυπουργό σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Ο Γ.Παπαδόπουλος επιδίωξε να συμμετάσχει με δικό του κόμμα στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, το 1974, αλλά η τότε πολιτική ηγεσία του το απαγόρευσε. Στη συνέχεια, βάσει της Συντακτικής Πράξης της 3ης Οκτωβρίου 1974, τόσο ο Γ. Παπαδόπουλος όσο και οι άλλοι πρωτεργάτες της Δικτατορίας χαρακτηρίστηκαν ως πρωταίτιοι πολιτικών αδικημάτων, εξαιρουμένων του στρατηγού Φ. Γκιζίκη που παρέμενε ακόμα πρόεδρος της Δημοκρατίας (παρέμεινε μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1974), της υφιστάμενης στρατιωτικής ηγεσίας, του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ καθώς και όλων των πολιτικών προσώπων των κυβερνήσεων Γ.Παπαδόπουλου και Δ.Ιωαννίδη. Οι φερόμενοι ως πρωτεργάτες υπάχθηκαν στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ περί τα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους εκτοπίστηκαν στην Κέα σε ένα ξενοδοχείο στο μυχό του λιμένα, υπό τη φύλαξη μικρής ομάδας χωροφυλάκων συνεπικουρούμενης από ένα μικρό σκάφος του Λιμενικού Σώματος, περιορισμένων δυνατοτήτων με τριμελές πλήρωμα.
Ακολούθησαν πολιτικές διεργασίες και στις 15 Ιανουαρίου 1975 εκδόθηκε το Δ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, που όριζε τη διενέργεια δίκης των "Απριλιανών" μετά από μήνυση του δικηγόρου Αλ. Λυκουρέζου, που είχε καταθέσει από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Η Δίκη τελικά άρχισε, έξι μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ από τις 21 Ιανουαρίου (έξι ημέρες μετά το ψήφισμα), είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα και διάρκεσε ένα μήνα, μέχρι τις 29 Αυγούστου. Η θανατική ποινή που επιβλήθηκε μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, άνευ αιτήματος χάριτος, με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Στις 30 Ιανουαρίου 1984, ο Γ.Παπαδόπουλος ίδρυσε μέσα από τις φυλακές την ΕΠΕΝ. Το 1992, η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη αποφάσισε να αποφυλακίσει τον Γ.Παπαδόπουλο και τους άλλους πραξικοπηματίες, επίσης άνευ προηγουμένου σχετικού αιτήματος, αλλά ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής άσκησε βέτο. Ο Γ.Παπαδόπουλος πέθανε στις 27 Ιουνίου 1999 μετά από καρκίνο στο ουροποιητικό σύστημα στο Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν, υπερασπιζόμενος το πραξικόπημα και τη δικτατορία και αρνούμενος να κάνει χρήση των νομικών δυνατοτήτων (λόγοι υγείας, αίτηση χάριτος) για να αποφυλακιστεί, σε αντίθεση με άλλους συγκατηγορούμενούς του. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
δ. Επικρίσεις ευνοιοκρατίας
Για την επταετία των Συνταγματαρχών αναφέρονται περιπτώσεις χρηματισμού (τα «θαλασσοδάνεια» του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου και τα κοσμικά πάρτι του αντισυνταγματάρχη Μιχάλη Ρουφογάλη, διευθυντή της ΚΥΠ), όχι όμως σοβαρότερες από αυτές που αποκαλύφθηκαν τα επόμενα χρόνια για τις κυβερνήσεις των μεταπολιτευτικών κομμάτων. Για ευνοιοκρατία επικρίθηκαν ο Ν.Μακαρέζος που διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Ι.Λαδάς που έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Επίσης ο στρατηγός Βασίλειος Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ) Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος διόρισε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, περιφερειακό διοικητή Αττικής και Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργό διαδοχικά. Τον άλλο αδελφό του, Χαράλαμπο, τον διόρισε Γενικό Γραμματέα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Για την ιδιωτική περιουσία του Γ.Παπαδόπουλου και της συζύγου του Δέσποινας (συνολικά 4 ακίνητα που δόθηκαν προίκα στα παιδιά τους), δεν βρέθηκε τίποτε μεμπτό και κανένα δεν δημεύτηκε. Το 1976 η Δέσποινα Παπαδοπούλου αθωώθηκε από την κατηγορία της απάτης για αργομισθία εις βάρος του Δημοσίου, επειδή κρίθηκε ότι επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια επιστρέφοντας το σύνολο της παράνομης μισθοδοσίας (περίπου 750.000 δραχμές) κατά το στάδιο της προδικασίας της υπόθεσης.
ε. Αξιολόγηση και αποτίμηση
Η επταετία των συνταγματαρχών επανέφερε άκαιρα στο προσκήνιο, σε βαθμό οξύτητας, τον φανατισμό της αντιπαράθεσης κομμουνιστών και εθνικιστών του εμφυλίου πολέμου, και τα συνακόλουθα προσωπικά πάθη, που θα έπρεπε να θεωρείται εθνικά συμφέρον να αρχίσουν να αμβλύνονται (αν όχι να ξεχνιούνται), ώστε ο κοινωνικός ιστός να μπορέσει σταδιακά να ξαναβρεί την ισορροπία του. Με τη λήξη της επταετίας και την ορμητική επαναδραστηριοποίηση του αριστερού κινήματος στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έγινε τελικά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που φάνηκε πως επιδίωκαν οι συνταγματάρχες. Το ΚΚΕ επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο, με επιρροή που αρχικά φαινόταν αξιοσημείωτη, αν και στις εκλογές δεν έφτασε ποτέ σε ποσοστό πάνω από 10%. Οι κεντροαριστερές δυνάμεις επικράτησαν μετά το 1981 με τη μορφή του βαθυκράτους του ΠΑΣΟΚ και ο εθνικισμός, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν οι συνταγματάρχες, κατηγορούμενος σε κάθε ευκαιρία (συχνά καθ’ υπερβολή) από τους αντιπάλους του ως φασισμός, ξέπεσε σε μεγάλο βαθμό ανυποληψίας στα μάτια του λαού.
Από την άλλη πλευρά, για όσους έχουν στοιχειωδώς αναπτύξει κάποιο ένστικτο διαίσθησης των τεκταινομένων, είναι αναμφισβήτητο ότι οι ενέργειες των συνταγματαρχών δεν προέκυψαν από προσωπική πρωτοβουλία τους, αλλά από εξωτερικό σχεδιασμό και καθοδήγηση (που όμως δεν ήταν μεγαλύτερη από την κατευθυνόμενη δραστηριότητα όλων των προκατόχων και διαδόχων τους πολιτικών του νεοελληνικού κράτους). Μόνο πολύ αφελείς θα μπορούσαν να μην λάβουν υπόψη το γεγονός ότι ο Γ.Παπαδόπουλος, ως στέλεχος της ΚΥΠ, δεν ήταν δυνατόν να ενεργεί ανεξάρτητα από την CIA. Η επίσκεψη εξάλλου στην Ελλάδα του πρώην αντιπροέδρου και μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, καθώς και του εν ενεργεία αντιπροέδρου των ΗΠΑ Σπύρου Άγκνιου, δεν πρέπει να αφήνουν καμία αμφιβολία για το ποιες δυνάμεις βρίσκονταν πίσω από τους συνταγματάρχες και τους στήριζαν. Από τη γενικότερη αυτή σκοπιά η Δικτατορία της 21ης Απριλίου, πέρα από τα προβαλλόμενα αντικομμουνιστικά ή εθνοσωτήρια ιδεολογήματα, φαίνεται πως είχε δύο βασικούς στόχους: (α) Να διασφαλίσει τα μετόπισθεν για τις, αμερικανικών συμφερόντων, στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ κατά των Αράβων στους δύο πολέμους του 1967 και 1973 και (β) Να επιβάλλει, ως εκ των πραγμάτων δεδομένη, τη διχοτόμηση της Κύπρου, σύμφωνα με ανυποχώρητο παλαιό σχεδιασμό των υπηρεσιών των ΗΠΑ (σχέδιο Άτσεσον). Το πρώτο θέμα διεκπεραιώθηκε (τουλάχιστον ως ένα σημείο) από τον Γ.Παπαδόπουλο, ο οποίος, όπως δείχνουν τα πράγματα, αρνήθηκε να αποδεχτεί το δεύτερο (όπως μερικά χρόνια πριν είχε αρνηθεί και ο Γ.Παπανδρέου) και συνακόλουθα εξέπεσε αμέσως του «θρόνου» του, αφήνοντας στον, αρκετά απερίσκεπτο ή αρκετά μεφιστοφελικό, Δ.Ιωαννίδη να προχωρήσει με τυφλή αλαζονεία στην εκπλήρωση κάποιων δεσμεύσεων, που δύσκολα θα μπορούσαν να έχουν αίσιο αποτέλεσμα για τον ελληνικό κόσμο. Ούτως ή άλλως η «επταετία», αναλαμβάνοντας, για λογαριασμό άλλων, «βρώμικες δουλειές», από τις οποίες σύσσωμος ο κοινοβουλευτικός πολιτικός κόσμος με ανακούφιση αποστασιοποιήθηκε αποκηρύσσοντάς τες με βδελυγμία, λειτούργησε ως εύκολη λύση αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο χρεώθηκε όλη η παθογένεια τη ελληνικής πολιτικής ζωής, που επί σειρά δεκαετιών προκύπτει από την τυφλή εξάρτηση της χώρας από ξένες δυνάμεις, σύμφωνα με την πασίγνωστη ρήση «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κων.Καραμανλή.
Ο Στυλιανός Γ. Παττακός ήταν ταξίαρχος των τεθωρακισμένων, ένας από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Κατά την επταετή στρατιωτική δικτατορία διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών (1967-71) και Α Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (1971-73). Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1912 στην Αγία Παρασκευή της Επαρχίας Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης στην Κρήτη. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως καταγόταν από κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Σκορδιλών. Φοίτησε στις σχολές υπαξιωματικών και εισήλθε στην σχολή Ευελπίδων το 1934, απ' όπου αποφοίτησε το 1937 με το βαθμό του ανθυπίλαρχου. Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ως διοικητής ίλης της 11ης Ομάδος Αναγνωρίσεως τη 11ης Μεραρχίας Πεζικού, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης "Όμηρος". Έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά, συμμετείχε στον Εμφύλιο Πόλεμο ως διοικητής Ίλης αρμάτων Κένταυρος σε αρκετά σημεία της Βόρειας Ελλάδας και παρασημοφορήθηκε με τρία Αριστεία Ανδρείας, επτά πολεμικούς σταυρούς, δύο μετάλλια εξαίρετων πράξεων καθώς και με όλα τα προβλεπόμενα σε καιρό ειρήνης μετάλλια και παράσημα. Στη συνέχεια σπούδασε στη σχολή Πολέμου και έφτασε μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση τεθωρακισμένων με έδρα στο Γουδή. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Υποστρατήγου. Ήταν νυμφευμένος με την Δήμητρα Νικολαΐδη, κόρη του Νικόλαου Γεωργίου Νικολαΐδη, συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες, μετέπειτα συζύγους Παύλου και Μεϊντάση.
Ο Στ.Παττακός ήταν μέλος της τριμελούς ηγετικής ομάδας με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον Νικόλαο Μακαρέζο, που πρωτοστάτησε στην εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Ήταν το δεύτερο σημαντικότερο στέλεχος της Δικτατορίας μετά τον Γ.Παπαδόπουλο. Τον Απρίλιο του 1967, ανέλαβε Υπουργός Εσωτερικών, μέχρι το 1971, οπότε και ανέλαβε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ως το 1973. Το 1971 με δική του διαταγή έγινε η μεταφορά της πρωτεύουσας της Κρήτης από τα Χανιά στο Ηράκλειο. Στον επιχειρησιακό τομέα του πραξικοπήματος, ο ρόλος του Στ.Παττακού ήταν ο σπουδαιότερος, καθώς, ως διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, έλεγχε τις μονάδες που ήταν απαραίτητες για την κατάληψη της Αττικής. Είχε διοριστεί σ' αυτή τη θέση ως έμπιστος το 1966 από την κυβέρνηση του Στ.Στεφανόπουλου, που φοβόταν τη άνοδο της δημοτικότητας της κεντροαριστεράς και ήθελε να ελέγχει τις στρατιωτικές δυνάμεις μέσα και γύρω από την Αθήνα.
Μετά την πτώση της δικτατορίας του Δ.Ιωαννίδη, συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1974 και μεταφέρθηκε στην Κέα, ενώ στις 20 Ιανουαρίου 1975 προφυλακίστηκε. Στη δίκη που ακολούθησε το Πενταμελές Εφετείο, υπό την προεδρία του Γιάννη Ντεγιάννη, κρίθηκε ένοχος στάσης και εσχάτης προδοσίας και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την πολιτική εξουσία. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 αποφυλακίστηκε «λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του» με την υποχρέωση να δίνει το παρόν ανά 15 ημέρες στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και ανά 5 μήνες στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Όλα τα χρόνια μετά την πτώση του, ο Στ.Παττακός θεωρούσε ότι το καθεστώς της 21ης Απριλίου έσωσε την Ελλάδα από σχεδιαζόμενη σοσιαλιστική δικτατορία, που θα έβαζε την Ελλάδα στο Ανατολικό Μπλοκ. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι σωστά εκτελέστηκε ο Νίκος Μπελογιάννης γιατί ήταν κατάσκοπος, ενώ επέκρινε τον μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτισμό για ανεπάρκεια. Το 1991 εκδόθηκε το Απόρρητο ημερολόγιο του Στ.Παττακού, χωρίς την έγκρισή του. Εκδόθηκαν επίσης και κυκλοφορούν αρκετά άλλα βιβλία του για θέματα πολιτικής, όπως τα αντιλαμβάνεται ο ίδιος.
Ο Νικόλαος Μακαρέζος (1919 - 3 Αυγούστου 2009) ήταν ταξίαρχος πυροβολικού και πρωτεργάτης του πραξικοπήματος της 21η; Απριλίου 1967. Διετέλεσε υπουργός σε δικτατορικές κυβερνήσεις από το 1967 μέχρι το 1973. Γεννήθηκε το 1919 στην Γραβιά Παρνασσίδος της Φωκίδας. Στο δημοτικό σχολείο πήγε στο χωριό του, ενώ το γυμνάσιο το τελείωσε στη Λαμία. Το 1937 πήγε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και την τελείωσε το 1940 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού του βαρέος πυροβολικού. Ολοκλήρωσε την στρατιωτική του κατάρτιση στη σχολή πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο, στην αγγλική σχολή πυροβολικού στην Almaza του Καΐρου και στην αμερικάνικη σχολή πυροβολικού στο Μπάμπενχάουζεν της Γερμανίας. Εκτός αυτού σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες και είχε 3 πανεπιστημιακά πτυχία από την A.Σ.O.E.E. από την Πάντειο και από την Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών. Πήρε μέρος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έφτασε στον βαθμό του συνταγματάρχη.
Μαζί με τον επίσης συνταγματάρχη Γ.Παπαδόπουλο και τον ταξίαρχο Στ.Παττακό προγραμμάτισαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, εκμεταλλευόμενοι την μεταβλητή κατάσταση της πολιτικής ζωής εκείνης της εποχής. Στη συνέχεια ο Ν.Μακαρέζος διετέλεσε υπουργός Συντονισμού και αντιπρόεδρος στις περισσότερες από τις επόμενες δικτατορικές κυβερνήσεις και ήταν υπεύθυνος για την οικονομία της χώρας. Παραιτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1973.
Μετά την πτώση της δικτατορίας του Ιωαννίδη το 1974, ο Ν.Μακαρέζος συνελήφθη και τέθηκε σε κράτηση σε παράλιο ξενοδοχείο της Κέας (Τζιάς). Μετά από ένα χρόνο περίπου, δικάστηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση. Έκτισε την ποινή του σε διάφορες φυλακές για 16 χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1990, όταν η ποινή του μετατράπηκε για λόγους υγείας σε φυλάκιση κατ οίκον. Ο Μακαρέζος δήλωσε ότι λυπόταν για αρκετές από τις ενέργειές του, αλλά θεωρούσε σημαντικά τα οικονομικά επιτεύγματά του τον καιρό της εξαετίας που κυβέρνησε. Απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 2009.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, συνοδευόμενος από μέλη της Ελληνικής Βασιλικής οικογένειάς και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια, αποπειράθηκε Αντικίνημα με σκοπό την ανατροπή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967. Οι στρατιωτικοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό σύντομα. Προσεκτικά και συστηματικά, έδιωχναν ανθρώπους του Βασιλιά από όλες τις κρίσιμες θέσεις στο στρατό, υποβάλλοντας τακτικά νέες καταστάσεις αποστρατείας αξιωματικών που επέμεναν να υπογράψει ο Βασιλιάς. Ο Βασιλιάς λάβαινε καθημερινά προειδοποιήσεις από το περιβάλλον του πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να πάρει θέση και να αρνηθεί να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του Γεωργίου Παπαδόπουλου που είχαν στόχο την αποσύνθεση της δομής δύναμης, πάνω στην οποία στηριζόταν η θέση του Βασιλιά. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί, πριν αποστρατευθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις όλοι οι δικοί του αξιωματικοί.
Τον Σεπτέμβριο του 1967 ο Βασιλιάς επισκέφθηκε τις ΗΠΑ όπου στο Κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη Δικτατορία. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος δήλωσε «Δεν είναι η Κυβέρνησίς μου». Μόλις επέστρεψε από τις ΗΠΑ, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μια κατάσταση τετρακοσίων αξιωματικών για αποστρατεία. Αρνήθηκε να υπογράψει αλλά ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς. Ο Βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του Αντικινήματός του και ζήτησε και πήρε την έγκριση του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Με αφορμή τη Σύνταξη του νέου Συντάγματος ο Βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου. Αν πετύχαινε το κίνημα τότε, ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κ. Καραμανλή, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι, για να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές το 1969.
α. Το Χρονικό του Αντικινήματος
Στις 9.30΄ το πρωί, της 13ης Δεκεμβρίου, έφτασε στο Τατόι με τις αποσκευές του ο πρωθυπουργός Κ. Κόλλιας. Στις 9.50΄ π.μ., ο Αρχηγός της Αεροπορίας Πτέραρχος Αντωνάκος, πέταξε στη Λάρισα για να αναλάβει τη διοίκηση της μοίρας που στάθμευε εκεί και να κάνει επαφή με τον Στρατηγό Κόλλια, Διοικητή τη Α΄ Στρατιάς που επρόκειτο να συμμετάσχει στο βασιλικό Αντικίνημα. Στις 10.20΄ π.μ. δόθηκε το σύνθημα της αναχώρησης από το Τατόι. Ο Βασιλιάς, μαζί με τη συνοδεία του (ο Πρωθυπουργός, ο Αυλάρχης Λεωνίδας Παπάγος, η Βασιλική Οικογένεια, ο γιατρός Βασίλης Κουτήφαρης, ο Στρατηγός Δόβας, δύο νοσοκόμες, δύο υπηρέτες και ένας σκύλος) απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Τατοΐου, με κατεύθυνση την Καβάλα, που θα γινόταν το Αρχηγείο του. Ενώ βρισκόταν καθ΄ οδόν προς τη Καβάλα, ο Στρατηγός Μανέττας επισκέφθηκε τον Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ Οδυσσέα Αγγελή και του έδειξε μια επιστολή του Βασιλιά, που έδινε τη διαταγή παράδοσης της διοίκησης στον Μανέττα. Ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε υπό κράτηση. Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο Καθεστώς. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν αποκοπεί. Η δικτατορία, που ανησύχησε με αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής. Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και το κτίριο της Βουλής.
Ο Βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30΄ π.μ. Οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν εκεί προσχώρησαν αμέσως στο Αντικίνημα. Στη Λάρισα, ο Βασιλιάς είχε επιτυχία στην αρχή, αλλά στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά. Ο Αντιστράτηγος Λιαράκος, πιστός στον Βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των Βασιλικών Δυνάμεων στη περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ταξίαρχου Πατίλη. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της δικτατορίας, το οποίο έδινε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το Κίνημα του Βασιλιά απέτυχε στη Βόρεια Ελλάδα. Το Διάγγελμα του Βασιλιά μεταδόθηκε από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Λάρισας, που ακουγόταν αμυδρά στην Αθήνα. Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει τον Λιαράκο και να αναλάβει τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού.
Στις δύο το απόγευμα, δύο αεριωθούμενα που ανήκαν στις δυνάμεις του Βασιλιά, πέταξαν πάνω από την Αθήνα και σκόρπισαν αντίγραφα του Διαγγέλματος του Βασιλιά. Στις 4.00΄ το απόγευμα, ο Βασιλιάς έφυγε με ελικόπτερο για την Κομοτηνή, όπου συνάντησε τον Στρατηγό Περίδη. Μόλις έφθασε, πληροφορήθηκε πως ο Στρατηγός Κόλλιας είχε κιόλας συλληφθεί από νεότερους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στη δικτατορία. Στεναχωρημένος γύρισε στην Καβάλα όπου εκεί τα πράγματα είχαν πάρει τροπή προς το χειρότερο. Ο Στρατηγός Περίδης και ο Ταξίαρχος Έρσελμαν είχαν επίσης συλληφθεί από νεότερους αξιωματικούς, ενώ ο Ταξίαρχος Ζαλοχώρης είχε διαφύγει περνώντας τα σύνορα στην Τουρκία. Η ΙΧ Μεραρχία της Καβάλας τέθηκε υπό τις διαταγές της δικτατορίας.
Τα άλλα δύο Όπλα, το Ναυτικό και η Αεροπορία, ήταν ακόμα πιστά στον Βασιλιά, αλλά ο Βασιλιάς δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον συμβούλεψαν να αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία. Στις 3.00΄ το πρωί, της 14ης Δεκεμβρίου το Ναυτικό και η Αεροπορία είχαν υποταχθεί στη δικτατορία. Στις 3.20΄ το πρωί, ο Βασιλιάς, η οικογένεια του και ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας αναχώρησαν για τη Ρώμη. Ο Ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της Εθνικής Επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την Επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον.»
Ενώ ο Βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως Αντιβασιλέα και ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Γ.Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα Πρωθυπουργού. Οι αξιωματικοί του καθεστώτος κατέβασαν τις φωτογραφίες των Βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια. Στην Ρώμη, ο Βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει άμεσα οποιαδήποτε δήλωση, αλλά στις 20 Δεκεμβρίου δήλωσε ότι θα επιστρέψει μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί. Οι Αμερικανοί τήρησαν ουδέτερη στάση, αν και μάλλον επιθυμούσαν την επικράτησή του βασιλιά. Όμως δεν ήθελαν να παράσχουν καμιά βοήθεια, αν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είχε τις προϋποθέσεις επιτυχίας της κίνησής του. Το Καθεστώς της 21ης Απριλίου, μετά την αποτυχία του Αντικινήματος παγιώθηκε περισσότερο, καθώς κυβέρνησε τα επόμενα επτά χρόνια, κατάργησε επίσημα τη Βασιλεία στις 1 Ιουνίου 1973 και κατέληξε στην τραγωδία της Κύπρου το 1974. Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, ουσιαστικά, το τέλος του θεσμού της Βασιλείας στην Ελλάδα, στην οποία η Δυναστεία των Γκλύξμπουργκ βασίλευσε επί 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα.
Το Δημοψήφισμα του 1968 υπήρξε το πρώτο από τα δημοψηφίσματα που διενέργησε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Προκηρύχθηκε στις 2 Αυγούστου 1968 (ΦΕΚ Α΄ 170) και διεξάχθηκε την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Το εκλογικό σώμα κλήθηκε να εγκρίνει με «Ναι» ή «Όχι» σχέδιο συντάγματος, το οποίο είχε νωρίτερα δημοσιοποιηθεί. Δικαίωμα ψήφου δεν είχαν οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι είχαν συλληφθεί και εκτοπιστεί από τον Απρίλιο του 1967. Κυρίαρχη στη διαφημιστική εκστρατεία της δικτατορίας ήταν η λέξη «ΝΑΙ», η οποία προωθήθηκε από όλα τα μέσα της εποχής, όπως αφίσες, έντυπο υλικό, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και εφημερίδες. Το αποτέλεσμα ήταν: Εγγεγραμμένοι 6.516.285, Ψήφισαν 5.048.904 (συμμετοχή 77,47%), Άκυρα ψηφοδέλτια 18.515 (0,37%), Έγκυρα ψηφοδέλτια 5.030.589 (99,63%). Ναι 4.638.466 (92,21%), Όχι 391.923 (7,79%), Αποχή 22,53%. Το «Σχέδιο Συντάγματος» που εγκρίθηκε, ίσχυσε από τις 15 Νοεμβρίου 1968.
Κίνημα του Ναυτικού ονομάστηκε η αντιστασιακή δράση ομάδας αξιωματικών του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, με σκοπό την ανατροπή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1973. Από το 1969 άρχισε η προετοιμασία και η οργάνωση του Kινήματος, με κύριο πυρήνα την τάξη του 1948. Η οργάνωση, εκτός από Αξιωματικούς του Ναυτικού, μύησε και μερικούς αξιωματικούς της Αεροπορίας αλλά και του Στρατού. Ειδικότερα στον Στρατό, σημαντικό ρόλο είχαν ο Ιωάννης Αλεξάκης και ο Σπύρος Μουστακλής, που βασανίστηκε αργότερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το Κίνημα επρόκειτο να εκδηλωθεί τις πρώτες ώρες της 23ης Μαΐου 1973, αλλά τις βραδινές ώρες της 21ης Μαΐου υπήρξαν οι πρώτες ενδείξεις ότι το κίνημα είχε προδοθεί. Στις 23 Μαΐου οι αξιωματικοί τέθηκαν υπό περιορισμό, ενώ η ΕΣΑ εισέβαλε στο Ναύσταθμο και έγιναν οι πρώτες συλλήψεις. Στις 25 Μαΐου ο κυβερνήτης Νίκος Παππάς (1930-2013) και τα στελέχη του πολεμικού πλοίου «Βέλος», που μετείχαν στο κίνημα, πήραν την απόφαση να αποχωρήσουν αιφνιδιαστικά από την άσκηση του Ν.Α.Τ.Ο. και να καταπλεύσουν στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου το πλήρωμα ζήτησε πολιτικό άσυλο, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στη δικτατορία.
Τη σημασία των γεγονότων στο Ναυτικό προέβαλλαν έντονα οι ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί στα ελληνικά προγράμματα και η πληροφορία περί ανταρσίας του Βέλος, κυριάρχησε στη διεθνή ειδησεογραφία για πολλές ημέρες. Στην Ελλάδα, οι πολίτες μπορούσαν να ενημερωθούν από τις ελληνικές εκπομπές του βρετανικού BBC και της γερμανικής DW. Η ενέργεια του Ναυτικού προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Σύμφωνα με την κυβέρνηση Γ.Παπαδόπουλου, πολιτικός σύμβουλος των Κινηματιών ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ και στις 19 Μαΐου παραδόθηκε στους Κινηματίες σχέδιο Διαγγέλματος, το οποίο θα απηύθυναν από τη Σύρο. Ο Πέτρος Γαρουφαλλιάς είχε αναλάβει να ενισχύσει του κινηματίες με οικονομική βοήθεια για την παροχή βοήθειας στις οικογένειες των μονίμων αξιωματικών, των υπηρετούντων στα πλοία, τα οποία σχεδίαζαν να κινήσουν οι Κινηματίες. Το δικτατορικό καθεστώς θεώρησε εμπλεκόμενο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ και αμέσως μετά, την 1 Ιουνίου 1973, κατάργησε τη Βασιλεία και ανακήρυξε Προεδρική Δημοκρατία. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα του Κινήματος του Ναυτικού ήταν η ανανέωση του αισθήματος της αντίστασης, αφού από το 1971 η δικτατορία είχε δώσει την εντύπωση ότι είχε εδραιωθεί και ότι όλες οι ένοπλες δυνάμεις ήταν με το μέρος της.
Το Δημοψήφισμα του 1973 ήταν το δεύτερο από τα δημοψηφίσματα που διενέργησε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Προκηρύχθηκε στις 12 Ιουνίου 1973 (ΦΕΚ Α΄ 125) και διεξάχθηκε την Κυριακή 29 Ιουλίου του ίδιου έτους. Σκοποί του ήταν η εκλογή προέδρου και αντιπροέδρου της Δημοκρατίας (Γεώργιος Παπαδόπουλος και Οδυσσέας Αγγελής αντίστοιχα) για θητεία 8 ετών, καθώς και να εγκριθεί η πολιτειακή αλλαγή, δηλαδή η κατάργηση του θεσμού της βασιλείας, που είχε αποφασίσει και εκτελέσει δύο μήνες νωρίτερα ο Γ.Παπαδόπουλος, όταν με Συντακτική Πράξη (1 Ιουνίου 1973) είχε εγκαθιδρύσει το πολίτευμα της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, με προσωρινό πρόεδρο τον ίδιο. Το αποτελέσματα: ΝΑΙ 3.870.124 ψήφοι (78,43%), ΟΧΙ 1.064.300 ψήφοι (21,57%). Έγκυρα ψηφοδέλτια 4.934.424, Άκυρα ή λευκά ψηφοδέλτια 57.608, Σύνολο ψήφων 4.992.032 85 (συμμετοχή 46%). Εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι 5.840.981.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης (Αθήνα, 9 Απριλίου 1909- 4 Ιανουαρίου 2000) ήταν νομομαθής, πολιτικός και ιστορικός. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής, διετέλεσε υπουργός σε σημαντικά χαρτοφυλάκια την δεκαετία του 1950, ενώ τον Οκτώβριο του 1973 σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση στο διάστημα 8 Οκτωβρίου 1973 – 25 Νοεμβρίου 1973, η οποία ανατράπηκε μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Προερχόταν από πολιτική οικογένεια. Οι πρόγονοί του διετέλεσαν βουλευτές Θήρας ή Κυκλάδων, ενώ ο προπάππος του υπέγραψε το Σύνταγμα του 1844. Ο πατέρας του, Βασίλειος Μαρκεζίνης (1862-1942) ήταν δικηγόρος και διετέλεσε βουλευτής κατά τις περιόδους (1899-1905, 1906-1911, 1915-1917). Ο Σπ.Μαρκεζίνης σπούδασε Νομικά (πήρε το πτυχίο του το 1929 με Άριστα) και Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες (1930). Το 1931 διορίσθηκε δικηγόρος στην Αθήνα. Το 1936 έγινε νομικός σύμβουλος του βασιλέως Γεωργίου Β΄, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1946, οπότε έλαβε το επίσημο βάπτισμα του πυρός στην πολιτική. Στη διάρκεια της κατοχής αναμίχθηκε στην Αντίσταση ως ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης "Δεσμός", καθώς και ως μέλος της ειδικής πενταμελούς επιτροπής, που είχε δημιουργήσει ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος για τον συντονισμό του Εθνικού Αγώνα.
Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 στις Κυκλάδες συνεργαζόμενος με την «Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων». Το 1947 ίδρυσε το «Νέον Κόμμα» στο οποίο προσχώρησαν 18 βουλευτές. Το 1949 (20 Ιανουαρίου έως 14 Απριλίου) διατέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Θ.Σοφούλη, παραιτήθηκε όμως μετά τρίμηνο, όταν το όνομα του αναμείχθηκε σε σκάνδαλο λαθρεμπορίας (αργότερα απαλλάχθηκε από τις σχετικές κατηγορίες). Συμμετείχε με το Νέο Κόμμα στις εκλογές του 1950, αλλά δεν εκλέχθηκε βουλευτής. Προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερμό του Αλ.Παπάγου αμέσως μετά τη συγκρότησή του και αναδείχθηκε κύριο στέλεχός του. Στις βουλευτικές εκλογές του 1951 και 1952 εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών. Μετά τις εκλογές του 1952 (19 Νοεμβρίου) ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού, στην τότε κυβέρνηση Παπάγου, υιοθετώντας τότε νέα οικονομική πολιτική, της οποίας κύρια μέτρα ήταν η αναπροσαρμογή της νομισματικής αξίας της δραχμής και η καθιέρωση της ελευθερίας των εισαγωγών. Στις 1 Απριλίου του 1954, μετά από διαφωνία του με τον Παπάγο, υπέβαλε παραίτηση η οποία έγινε αποδεκτή (3 Απριλίου) και μετά από επτά μήνες, τον Νοέμβριο, αποχώρησε και από το κόμμα. Τον Φεβρουάριο του 1955 ίδρυσε το Κόμμα Προοδευτικών με 30 βουλευτές, που απέτυχε όμως στις εκλογές του 1956. Το 1958 έλαβε μέρος στις εκλογές σε συνασπισμό με την «Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση» και συγκέντρωσαν 10,5% των ψήφων. Το 1961 συνεργάστηκε με την Ένωση Κέντρου και το 1964 με την ΕΡΕ και εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών.
Στις 1 Ιουνίου 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κατάργησε την Βασιλεία και αποφάσισε να "φιλελευθεροποιήσει" το δικτατορικό καθεστώς. Μετά το δημοψήφισμα του 1973, στις 8 Οκτωβρίου 1973, έδωσε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Σπ.Μαρκεζίνη, με σκοπό να οδηγήσει το καθεστώς προς τον κοινοβουλευτισμό, και να διεξάγει βουλευτικές εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974, για τις οποίες οι Π. Κανελλόπουλος και Γ. Μαύρος δηλώσαν ότι δεν θα συμμετάσχουν, ενώ ο Ηλίας Ηλιού διαφοροποιήθηκε. Τότε ο Γεώργιος Ράλλης στην εφημερίδα "Βραδυνή", (με υπόδειξη του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι), τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής, εφόσον παρέχονταν επαρκείς εγγυήσεις για το αδιάβλητο αυτών. Μεταξύ των προσώπων που συμπεριέλαβε στην κυβέρνησή του ήταν και οι Νικόλαος Μομφεράτος και Λάμπρος Ευταξίας που όπως ο ίδιος αναφέρει στο έργο του Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος (1936-1975) τους επέλεξε ως συνδέσμους με τον "αυτοεξόριστο" Κ. Καραμανλή στο Παρίσι. Η αρχή της πρωθυπουργίας του συνέπεσε με το ξέσπασμα του Αραβοϊσραηλινού πολέμου (γνωστού και ως πολέμου του Γιομ Κιπούρ). Προσπάθησε να λάβει μέτρα φιλελευθεροποίησης, όπως η κατάργηση του στρατιωτικού νόμου, η χορήγηση αμνηστίας σε πολιτικούς κρατούμενους, η κατάργηση της λογοκρισίας, η κατάργηση του διατάγματος 1347, που προέβλεπε την διακοπή αναβολής και άμεσης στράτευσης φοιτητών - σπουδαστών που απείχαν των μαθημάτων τους για συμμετοχή σε κινητοποιήσεις και βεβαίως η εξαγγελία των εκλογών. Όμως λόγω των ραγδαίων κοινωνικών εντάσεων που ακολούθησαν, δεν κατάφερε να διεκπεραιώσει την αποστολή του. Αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που ακολούθησαν υποχρεώθηκε σε παραίτηση από το πραξικόπημα του Δ. Ιωαννίδη.
Το 1979 ανασύστησε το Κόμμα Προοδευτικών. Το όνομά του έχει συνδεθεί με την υποτίμηση της δραχμής και τη συναλλαγματική σταθεροποίηση τη δεκαετία του 1950 (την εποχή που «κόπηκαν» τρία μηδενικά από το πληθωριστικό νόμισμα και το χιλιάρικο έγινε δραχμή). Συνέγραψε την τετράτομη Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1832-1936) την οποία ολοκλήρωσε μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, στη δεκαετία του '80, με τη συγγραφή του έργου Νεώτερη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος (1936-1975). Γιος του είναι ο νομικός και πανεπιστημιακός καθηγητής Βασίλειος Μαρκεζίνης. Ο Σπ.Μαρκεζίνης, έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου 2000 στην Αθήνα σε ηλικία 90 ετών. Ως πολιτικός ήταν σταθερά αφοσιωμένος στην βασιλική οικογένεια, γύρω από την οποία κινήθηκε σε όλη την δημόσια ζωή του. Σε δύο σημαντικές ευκαιρίες της ζωής του (το 1954 και το 1973) συνάντησε απροσπέλαστα εμπόδια, που στήθηκαν απέναντί του από τους αμερικανούς εξωτερικούς «ρυθμιστές», οι οποίοι εμφανώς δεν τον εμπιστεύονταν παρά μόνο για ευκαιριακές μεσολαβήσεις. Στην περίπτωση του 1973 ο ρόλος που ανέλαβε δεν διέφερε σε τίποτε από αυτόν που ανατέθηκε στον Κων.Καραμανλή 8 μήνες αργότερα. Η πτώση του δημιουργεί ιστορικό ερώτημα σχετικά με τις αιτίες, που επέτρεψαν στον δεύτερο να ολοκληρώσει την αποστολή του, ενώ ο πρώτος εμποδίστηκε.
Η Δικτατορία του Δ.Ιωαννίδη ήταν το καθεστώς, το οποίο, στις 25 Νοεμβρίου 1973, με πραξικοπηματικό τρόπο, διαδέχθηκε τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών η οποία κυβερνούσε την Ελλάδα από το 1967. Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τα οποία ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, αδιάλλακτος στρατοκράτης, χρησιμοποίησε ως πρόφαση για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη, οργανώνοντας πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε ο Γ.Παπαδόπουλος και η κυβέρνηση Σπ.Μαρκεζίνη, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, το νέο καθεστώς διόρισε τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον οικονομολόγο Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο Πρωθυπουργό, αν και ο Ιωαννίδης παρέμεινε ο ισχυρός άνδρας των παρασκηνίων. Η νέα ομάδα πραξικοπηματιών κατηγόρησε την προηγούμενη για παρέκκλιση από τις «Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου» και διακήρυξε ότι έσωσε την "Επανάσταση" από τη φατρία του Παπαδόπουλου. Την ημέρα του κινήματος αναπτύχθηκαν τεθωρακισμένα σε κεντρικά σημεία των πόλεων, ενώ μέσω ραδιοφώνου, με μουσική υπόκρουση στρατιωτικών εμβατηρίων, ανακοινώθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας, καθώς και ότι ο στρατός έπαιρνε πάλι τα ηνία της εξουσίας για "να σωθούν οι αρχές της Επανάστασης".
Ο Αδ.Ανδρουτσόπουλος δήλωσε, σε συνέντευξη τύπου που παρεχώρησε στις 26 Νοεμβρίου 1973, ότι «καταργούνται το ΑΣΔΥ, το Συνταγματικόν Δικαστήριον, αι Περιφερειακαί Διοικήσεις, και ότι η χώρα θα οδηγηθή εις εκλογάς όταν θα είναι ετοίμη». Στις 17 Δεκεμβρίου 1973 η κυβέρνησή του ψήφισε Νέο Σύνταγμα, που προέβλεπε μείωση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όλοι οι αμνηστευμένοι πολιτικοί εξορίστηκαν εκ νέου, ακόμα και αριστεροί πολίτες και ηθοποιοί, όπως ο Σταύρος Παράβας, που δεν αποτελούσαν κίνδυνο για το νέο καθεστώς. Επίσης επέφερε μερικές επιφανειακές αλλαγές σε ορισμένους τομείς. Εξήγγειλε πως ήταν μαζί με τον λαό, μαζί με τον αγρότη, και ότι ήταν υπέρ των ελληνοχριστιανικών αρχών. Ο Δ.Ιωαννίδης προτιμούσε να εργάζεται παρασκηνιακά και δεν κράτησε ποτέ καμία επίσημη θέση, ενώ προσπαθούσε πάντα να αποφεύγει την περιττή δημοσιότητα.
Το νέο καθεστώς, ακολούθησε σκληρή εσωτερική πολιτική και επεκτατική εξωτερική πολιτική, που κατέληξε στην τραγωδία της Κύπρου. Τελικά κατέρρευσε στις 24 Ιουλίου του 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο που πραγματοποιήθηκε 4 ημέρες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου 1974). Η Δικτατορία του Ιωαννίδη, που είχε την ευθύνη για την προάσπιση του νησιού, δεν αντέδρασε όπως θα έπρεπε, παραπλανημένη από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών, που σχεδίασαν όλη την επιχείρηση, και έχασε τον πόλεμο, ο οποίος οδήγησε στη διχοτόμηση του νησιού. Την ίδια ημέρα έφθασε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ειδικά επιλεγμένος για δεύτερη φορά και απεσταλμένος των Αμερικάνων με στόχο να «κουκουλώσει» ανώδυνα την υπόθεση. Οι πραξικοπηματίες αργότερα συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη.
O Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος (20 Αυγούστου 1919 - 10 Νοεμβρίου 2000) ήταν δικηγόρος και καθηγητής, υπουργός, και πρωθυπουργός της Ελλάδας στο διάστημα 25 Νοεμβρίου 1973 – 23 Ιουλίου 1974, διορισμένος από το δικτατορικό καθεστώς του Δ.Ιωαννίδη το 1973-1974. Γεννήθηκε στο Ψάρι Τριφυλίας και σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Σικάγου. Έγινε Υπουργός Οικονομικών (1967-71) στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967 και Εσωτερικών (1971-73) στην κυβέρνηση Γεώργιου Παπαδόπουλου 1967. Όταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Σπύρος Μαρκεζίνης ανατράπηκαν από το πραξικόπημα Δ.Ιωαννίδη τον Νοέμβριο 1973, διορίστηκε Πρωθυπουργός και Υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών, μέχρι τη Μεταπολίτευση (1974). Η συμμετοχή του στις κυβερνήσεις αυτές είχε κυρίως τεχνοκρατικό χαρακτήρα και παρέμεινε αφανής, όπως και η πρωθυπουργία του.
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης (13 Μαρτίου 1923 - 16 Αυγούστου 2010) ήταν στρατιωτικός που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, διατελώντας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, διοικητής της ΕΣΑ. Γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1923 στην Αθήνα από εύπορη σχετικά οικογένεια. Εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων και το 1943 έγινε ανθυπολοχαγός . Συμμετείχε στην μάχη της Κρήτης και στη συνέχεια εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΟΕΑ και στον ΕΔΕΣ. Το 1952 αποφοίτησε από τη Σχολή Πεζικού, το 1954 από την Σχολή Ατομικού - Βιολογικού και Χημικού Πολέμου και το 1956 από τη Σχολή Πολέμου. Το 1961 επισκέφθηκε την Δυτική Γερμανία με σκοπό να παρακολουθήσει εκπαιδευτικά προγράμματα για μονάδες πεζικού. Την περίοδο 1945 - 1949 υπηρέτησε σε τάγματα Εθνοφυλακής, στην ταξιαρχία Ρίμινι και στην Μακρόνησο. Το 1951 συμμετείχε στο κίνημα του ΙΔΕΑ, του οποίου υπήρξε μέλος από το 1945. Συγκεκριμένα κατά το κίνημα εκείνο ο Δ. Ιωαννίδης, υπηρετώντας στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι, φέροντας τον βαθμό του λοχαγού και επιβιβάζοντας το λόχο του σε στρατιωτικά οχήματα κατέλαβε το ΓΕΕΘΑ. Για την πράξη του εκείνη διώχθηκε, αλλά η τότε κυβέρνηση έδωσε αμνηστία και επέτρεψε την επαναφορά στο στράτευμα όλων των επίορκων συνωμοτών του κινήματος. Το 1959 μετατέθηκε στο κεντρικό γραφείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το 1963 τοποθετήθηκε στην Κύπρο, το 1964 προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και το 1966 διορίστηκε αρχηγός του τάγματος της Σχολής Ευελπίδων.
Το 1956 ανέλαβε την αρχηγία της συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών η οποία το 1967 θα πραγματοποιούσε το πραξικόπημα. Το 1959 η αρχηγία της ομάδας πέρασε στον Δημήτριο Παττίλη αλλά ο Ιωαννίδης παρέμεινε μέλος. Από την θέση του διοικητή της σχολής Ευελπίδων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιβολή και εδραίωση της δικτατορίας. Μετά την επιτυχημένη ανατροπή της κυβέρνησης, τον Απρίλιο του 1967, διορίστηκε αρχηγός της ΕΣΑ και τον Αύγουστο του 1969 έγινε διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Το 1970 προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη και το 1973 σε ταξίαρχο.
Με τον διορισμό του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη στη θέση του πρωθυπουργού, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που είχε στο μεταξύ αναλάβει πρόεδρος της Δημοκρατίας, προσπάθησε να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του και να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές. Ο Ιωαννίδης ως εκφραστής της αδιάλλακτης "σκληροπυρηνικής" πτέρυγας του καθεστώτος, ήταν αντίθετος σε κάθε επικείμενη φιλελευθεροποίηση. Έχοντας οργανώσει τον δικό του μηχανισμό είχε αρχίσει ήδη να προετοιμάζει την ανατροπή Γ.Παπαδόπουλου. Τον Αύγουστο του 1973 απομακρύνθηκε από την διοίκηση της ΕΣΑ, αλλά ύστερα από πιέσεις επανήλθε στην θέση του. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σε συνδυασμό με την επικρατούσα κατάσταση έδωσε την ευκαιρία και στις 25 Νοεμβρίου 1973 ο Ιωαννίδης επικεφαλής πολλών αξιωματικών ανέτρεψε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Σπ.Μαρκεζίνη, θέτοντας και τους δύο σε περιορισμό.
Με την ανάληψη της εξουσίας τοποθέτησε στην προεδρία της Δημοκρατίας τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, στην πρωθυπουργία τον οικονομολόγο Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, υπουργό Εθνικής Αμύνης τον υποστράτηγο Ευστάθιο Λατσούδη και άλλους, τους οποίους όρκισε ο τότε μητροπολίτης Ιωαννίνων και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Ουσιαστικός όμως αρχηγός ήταν ο ίδιος, ο οποίος προτιμούσε να εργάζεται σε παρασκηνιακό επίπεδο λαμβάνοντας τότε τον βαθμό του ταξίαρχου. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν ο απόλυτος έλεγχος της πολιτικής ζωής από τον στρατό και η προκήρυξη εκλογών το 1978. Σημαντικός στόχος ήταν και η ανατροπή του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, την οποία πέτυχε τον Ιούλιο του 1974. Η ανατροπή αυτή έδωσε την αφορμή για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, την ώρα που ο ίδιος καθησύχαζε τους Κυπρίους πως δεν τίθεται θέμα εισβολής. Στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους η ηγεσία του καθεστώτος συνεδρίασε αποφασίζοντας ομόφωνα, πλην του Ιωαννίδη, να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς. Στις 2 Αυγούστου τέθηκε σε διαθεσιμότητα και στις 24 Αυγούστου αποστρατεύθηκε, ενώ με απόφαση του υπουργού Ευάγγελου Αβέρωφ - Τοσίτσα είχε προαχθεί σε υποστράτηγο.
Στη Δίκη που ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1974, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα, και διήρκεσε ακριβώς ένα μήνα, μέχρι 29 Αυγούστου, ο Δ.Ιωαννίδης ούτε μία φορά δεν διασταύρωσε το βλέμμα του με τον Γ. Παπαδόπουλο. Τελικά, σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε, όπως αυτή στη συνέχεια μετατράπηκε, ο Δ. Ιωαννίδης καταδικάστηκε σε στρατιωτική καθαίρεση, ισόβια κάθειρξη για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και σε 10 έτη κάθειρξη για το αδίκημα της στάσης, καθώς και σε ισόβια για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονίες και συνολική κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο, που τότε ίσχυε ως ποινή, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια, χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος. Μαζί με τον Ντερτιλή, ήταν οι μόνοι που απέμειναν φυλακισμένοι, καθώς αρνήθηκε να ζητήσει χάρη. Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 2010 από θερμοπληξία στο Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας όπου είχε διακομισθεί για λόγους υγείας. Ήταν νυμφευμένος, αλλά δεν είχε παιδιά.
Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μια μαζική και δυναμική εκδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο καθεστώς της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου 1973, με κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου των Αθηνών από φοιτητές και σπουδαστές που κλιμακώθηκε και έληξε με βίαιη παρέμβαση το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973.
α. Οι αιτίες της εξέγερσης
Η δικτατορία, στην προσπάθειά της να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικής, είχε αναμιχθεί στον φοιτητικό συνδικαλισμό από το 1967, απαγορεύοντας τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, στρατολογώντας υποχρεωτικά τους φοιτητές και επιβάλλοντας μη εκλεγμένους ηγέτες των φοιτητικών συλλόγων στην Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας (ΕΦΕΕ). Η πρώτη μαζική δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στη δικτατορία από τους φοιτητές έγινε στις 21 Φεβρουαρίου 1973. Οι αναταραχές ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, όταν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματά τους. Στις 13 Φεβρουαρίου έγινε διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο και η δικτατορία παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο, δίνοντας εντολή στην αστυνομία να επέμβει, συλλαμβάνοντας και παραπέμποντας σε δίκη 11 φοιτητές. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, στις 21 Φεβρουαρίου, περίπου τρεις έως τέσσερις χιλιάδες φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέλαβαν το κτίριο της σχολής στο κέντρο της Αθήνας επί της οδού Σόλωνος, ζητώντας ανάκληση του νόμου 1347 που επέβαλε την στράτευση «αντιδραστικών νέων», καθώς 88 συμφοιτητές τους είχαν ήδη στρατολογηθεί με τη βία. Η αστυνομία έλαβε εντολή να επέμβει και πολλοί φοιτητές σε γύρω δρόμους υπέστησαν αστυνομική βία, χωρίς όμως τελικά να παραβιαστεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Τα γεγονότα στη Νομική αναφέρονται συχνά ως προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
β. Τα γεγονότα της εξέγερσης
Στις 14 Νοεμβρίου 1973 φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα και άρχισαν διαδηλώσεις εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Οι φοιτητές που αυτοαποκαλούνταν «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων και άρχισαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Το πλέον γνωστό μήνυμά τους ήταν: «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία». Εκφωνητές του σταθμού ήταν η Μαρία Δαμανάκη, ο Δημήτρης Παπαχρήστος και ο Μίλτος Χαραλαμπίδης.
Από τις 14 Νοεμβρίου μέχρι και τις 17 Νοεμβρίου στήθηκαν οδοφράγματα και διεξάχθηκαν οδομαχίες μεταξύ εξεγερμένων και αστυνομίας. Ενώ γίνονταν αυτά, άρχισαν διαπραγματεύσεις στο κτίριο της Αμερικανικής Πρεσβείας, ανάμεσα σε εκπροσώπους «διαπραγματευτές» των έγκλειστων «φοιτητών» (με επικεφαλής τους Κ.Λαλιώτη, Στ.Τζουμάκα) και στελέχη της κυβέρνησης, παρουσία αμερικανών επιτετραμμένων, με στόχο την εξομάλυνση της κατάστασης και ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών, ενώ τρία άρματα μάχης παρατάχθηκαν μπροστά στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου (υποτίθεται για επιτήρηση της τάξης). Στις 3 π.μ. της 17ης Νοεμβρίου, δεδομένου ότι ορισμένες ομάδες φοιτητών δεν δέχονταν να αποχωρήσουν οικειοθελώς, συμφωνήθηκε από τους συσκεπτόμενους στην Αμερικανική Πρεσβεία, ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, να εισέλθει στην αυλή του Πολυτεχνείου, γκρεμίζοντας την κεντρική πύλη. Η πτώση της πύλης, που έγινε μετά από ενημέρωση των φοιτητών από τον επικεφαλής αξιωματικό του άρματος, ώστε να απομακρυνθούν και να μην κινδυνεύσουν, ακολουθήθηκε από την είσοδο μιας μονάδας ενόπλων στρατιωτών των ΛΟΚ που οδήγησαν τους φοιτητές, χωρίς βία, έξω από το Πολυτεχνείο, μέσω της πύλης της οδού Στουρνάρη, χωρίς να υπάρξουν θύματα μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου, όπως βεβαιώνουν και τα σχετικά εισαγγελικά πορίσματα. Έξω όμως από το Πολυτεχνείο επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση με διάχυτα δακρυγόνα και ανεξέλεγκτους πυροβολισμούς, για τους οποίους δημιουργούνται ερωτήματα. Οι εκφωνητές του σταθμού συνέχισαν να εκπέμπουν το μήνυμά τους για 40 λεπτά μετά την έξοδο, οπότε συνελήφθησαν. Η αδιανόητα εξωφρενική επιλογή του τανκ ως λύσης για την διάνοιξη της πύλης του Πολυτεχνείου (όταν με τη στοιχειωδέστερη λογική η εργασία αυτή θα έπρεπε να ανατεθεί σε ειδικευμένο συνεργείο τεχνικών) προξενεί κατάπληξη, και καθιστά έκδηλη την θεατρικότητα της πράξης, που απέβλεπε στον διασυρμό του Γ.Παπαδόπουλου, με στόχο την αιφνίδια ανατροπή του.
γ. Οι νεκροί των επεισοδίων
Από αδέσποτες σφαίρες ή καρδιακά προβλήματα που προκλήθηκαν από τα δακρυγόνα συνέβησαν τυχαίοι θάνατοι σε σημεία μακριά από το Πολυτεχνείο αλλά και στην υπόλοιπη Αθήνα (Ζωγράφου, Σεπόλια, μέγαρο του ΟΤΕ, υπουργείο Δημόσιας Τάξης) μέχρι και την επόμενη μέρα. Η πρώτη επίσημη καταγραφή, τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους "βασίμως προκύπτοντες". Ανάμεσά τους ο 19χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης, ο μαθητής λυκείου Διομήδης Κομνηνός και ένα πεντάχρονο αγόρι που εγκλωβίστηκε σε ανταλλαγή πυρών στου Ζωγράφου. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την Καλλιόπη (Πέπη) Ρηγοπούλου, Χημικό Μηχανικό, που σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: Οι ερπύστριες του τανκς τραυμάτισαν και τα δυο της πόδια. Επειτα από πολλαπλές εγχειρήσεις και πολύμηνη παραμονή σε θαλάμους ανανήψεως, κατόρθωσε να ξαναπερπατήσει.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1975 και μετά από ακροαματική διαδικασία δυόμιση μηνών και διάσκεψη 6 ημερών ενώπιον του πενταμελούς εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου το οποίο κήρυξε ένοχους τους 20 από τους 32 κατηγορούμενους (μεταξύ των οποίων ο Δημ.Ιωαννίδης, ο Γ.Παπαδόπουλος και ο Νικ. Ντερτιλής), ενώ αθώωσε άλλους 12.
Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Οκτώ ημέρες μετά τα γεγονότα, εκδηλώθηκε νέο πραξικόπημα του ταξίαρχου Δημ. Ιωαννίδη το οποίο ανέτρεψε την κυβέρνηση του Σπ. Μαρκεζίνη, εξαφανίζοντας, παράλληλα, τις προοπτικές για σταδιακή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που είχε εξαγγείλει ο Γ.Παπαδόπουλος, ο οποίος τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στην οικία του στο Λαγονήσι, όπου και παρέμεινε έκτοτε, μέχρι και την πτώση της δικτατορίας, στις 24 Ιουλίου του 1974. Με νέο, "αφανή δικτάτορα" τον Δ.Ιωαννίδη (καθώς στην "πρωθυπουργία" ανήλθε ο οικονομολόγος Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος και στην "προεδρία" της δημοκρατίας ο στρατηγός Φαίδων Γκυζίκης), η δικτατορία παρέτεινε τη διάρκεια της ζωής της. Ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης σκηνοθέτησε μια τηλεοπτική εκπομπή, παρουσιάζοντας μερικούς φοιτητές, με τους οποίους συζήτησε τα αίτια και την αφορμή της εξέγερσης. Με το δεδομένο ότι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου εξελίχθηκαν υπό τον έλεγχο και με την αφανή παρουσία στελεχών της ΚΥΠ (και μέσω αυτών της CIA), που ούτως ή άλλως είχαν εισβάλλει στους φοιτητικούς χώρους από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εξέγερση αφέθηκε σκόπιμα να γιγαντωθεί, ώστε να καταλήξει σε οξύτητα, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έκπτωση του Γ.Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε γίνει ανεπιθύμητος στις υπηρεσίες του συμμαχικού παράγοντα, μετά την άρνησή του να δεχτεί τη διχοτόμηση της Κύπρου, σε ένα πολιτικό δράμα που ολοκληρώθηκε 8 μήνες αργότερα με τραγική κατάληξη.
Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στην Κύπρο την 15η Ιουλίου 1974, ως συνέπεια των εντάσεων που δημιουργήθηκαν μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας μετά την ανεξαρτησία του 1960, και ενώ οι δύο αυτές κοινότητες ήταν ήδη χωρισμένες από την φυσική παρουσία δυνάμεων του ΟΗΕ. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της περιόδου της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, η Ελλάδα, έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις να στρατοπεδεύσουν στο νησί, ενώ οι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν παραστρατιωτικές οργανώσεις για την προστασία των αντίστοιχων κοινοτήτων τους.
α. Ιστορικό πλαίσιο
Στην Ελλάδα η Δικτατορία του Ιωαννίδη, η οποία διαδέχθηκε, με πραξικοπηματικό τρόπο, τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών που κυβερνούσε την Ελλάδα από το 1967, στις 25 Νοεμβρίου του 1973 ανακήρυξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Φαίδωνα Γκιζίκη και επέβαλε την κυβέρνηση Α. Ανδρουτσόπουλου. Ο Υπουργός Εξωτερικών Σπ. Τετενές, παραιτήθηκε την 1 Ιουλίου 1974 και τον διαδέχθηκε ο Κ. Κυπραίος. Πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και υπουργός Εξωτερικών ο Τουράν Γκιουνές, που τον αντικαθιστούσε ο τότε υπουργός Αμύνης Χασάν Ισίκ. Πρωθυπουργός της Αγγλίας ήταν ο Χάρολντ Ουίλσον και υπουργός Εξωτερικών ο Τζέιμς Κάλαχαν. Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον και υπουργός Εξωτερικών ο Χένρυ Κίσινγκερ με βοηθό του τον υφυπουργό Εξωτερικών Tζόσεφ Σίσκο. Πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα ήταν ο Χένρυ Τάσκα και της Κύπρου ο Ν. Κρανιδιώτης, της δε Ελλάδας στην Άγκυρα ο Δ. Κοσμαδόπουλος και στη Λευκωσία ο Ευστ. Λαγάκος. Τέλος Γ.Γ. του ΟΗΕ ήταν ο Κουρτ Βαλντχάιμ ο οποίος ένα μήνα πριν, (2 Ιουνίου), κατά τη μετάβασή του από ΗΠΑ προς Βηρυτό, στάθμευσε στην Αθήνα.
Ο κυπριακής καταγωγής στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, που το 1954, σε συνεννόηση με την Κυβέρνηση των Αθηνών, ίδρυσε την ΕΟΚΑ, με στόχο να προωθήσει τις διαδικασίες ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (την οποία υποστήριζε και ο ίδιος, ενώ ο Μακάριος, από κάποιο σημείο και μετά, επιθυμούσε την πολιτική αυτονομία της Κύπρου), προχώρησε το 1972 στην ίδρυση της ΕΟΚΑ Β', αλλά ήταν αντίθετος με την παρέμβαση της Αθήνας στις εσωτερικές κυπριακές υποθέσεις. Ο θάνατός του, στις 27 Ιανουαρίου 1974, άφησε το πεδίο ελεύθερο στη Δικτατορία της Αθήνας που ανέλαβε τον έλεγχο της ΕΟΚΑ Β΄. Την Εθνοφρουρά της Κύπρου στελέχωναν, εκτός της ΕΛΔΥΚ, και περίπου 650 Έλληνες αξιωματικοί. Ο Μακάριος στα τέλη Ιουνίου αποφάσισε να αντιπαρατεθεί με την Δικτατορία του Ιωαννίδη και να θέσει την Κυπριακή Εθνική Φρουρά υπό τον έλεγχο του. Για αυτό το θέμα έστειλε επιστολή προς τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη με ημερομηνία 2 Ιουλίου 1974. Ο τότε εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος μετέβη μία εβδομάδα πριν το πραξικόπημα στη Κύπρο, υπό την έγκριση των Γκιζίκη και Ανδρουτσόπουλου, διότι ήταν προσωπικά γνωστός του Μακάριου. Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Κωνσταντόπουλος πήγε στην Κύπρο, για να αλλάξει τη γνώμη της κυπριακής κυβέρνησης σχετικά με το θέμα των αποχωρήσεων Ελλήνων στρατιωτικών, γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονταν στις συνομιλίες που γίνονταν στην Οττάβα, (στα πλαίσια της εκεί τότε Διάσκεψης του ΝΑΤΟ). Ο Κωνσταντόπουλος πρότεινε να φύγουν μόνο οι Έλληνες αξιωματικοί που δεν υπάκουαν στην κυβέρνηση Μακαρίου. Ο Μακάριος συμφώνησε και στην επόμενη συνάντηση παρέδωσε ένα κατάλογο 11 ονομάτων ανεπιθύμητων Ελλήνων αξιωματικών. Ωστόσο η συμφωνία αυτή στις 13/7 δεν έγινε δεκτή από την Δικτατορία του Ιωαννίδη.
β. Διοργάνωση των επιχειρήσεων
Ο Δ.Ιωαννίδης σκεφτόταν το ενδεχόμενο ανατροπής του Μακαρίου από την άνοιξη του 1974, διότι θεωρούσε ότι ήταν εμπόδιο στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αφού από το 1958 είχε ταχθεί υπέρ της αυτονομίας του νησιού. Η τελική απόφαση του πάρθηκε στις 2 Ιουλίου, όταν έγινε φανερό ότι ο Μακάριος ήταν αποφασισμένος να μειώσει μέχρι τις 20 Ιουλίου τον αριθμό των στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς κατά το ήμισυ (απόφαση της Κυπριακής κυβέρνησης τη 1η Ιουλίου). Στόχος του Ιωαννίδη ήταν να αποφύγει την απώλεια του στρατιωτικού ελέγχου της Κύπρου από την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η Τουρκία άρχισε να εντείνει την πίεση στο Αιγαίο. Επίσης ο Ιωαννίδης ανησυχούσε ότι ο Μακάριος θα μετείχε ενεργά στον αγώνα κατά της ελληνικής δικτατορίας έχοντας βάση την Κύπρο.
Το σχέδιο που καταρτίστηκε προέβλεπε σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, την ταχύτατη προσβολή του προεδρικού μεγάρου από δύο δυνάμεις τεθωρακισμένων, 600 συνολικά ανδρών, που θα έφθαναν και θα ενεργούσαν από δύο διαφορετικά σημεία, αφού προηγουμένως είχαν εξουδετερώσει προσκείμενες στον Μακάριο δυνάμεις, όπως την προεδρική φρουρά και ένα ειδικό αστυνομικό σώμα. Αμέσως μετά την επιδιωκόμενη δολοφονία του Μακαρίου, αυτό θα δηλωνόταν αμέσως δια παντός πρόσφορου επικοινωνιακού μέσου και θα άρχιζε η διαδικασία της έκτακτης πολιτικής αντικατάστασής του, με επιβολή στρατιωτικού νόμου. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού κινήθηκαν δύο μηχανοκίνητες φάλαγγες με περίπου 40 άρματα και 20 οχήματα με αντίστοιχο στρατό.
γ. 15 Ιουλίου 1974
Στις 15 Ιουλίου 1974 το πρωί ο Μακάριος με την συνοδεία του κατερχόταν από τη θερινή κατοικία του, στο όρος Τρόοδος, όπου είχε περάσει το Σαββατοκύριακο, και διερχόμενος κοντά από το στρατόπεδο Κοκκινοτριμυθιά, όπου ήταν το κύριο στρατόπεδο της Εθνοφρουράς και η βάση των τεθωρακισμένων, κατευθύνθηκε στη Λευκωσία, στο Προεδρικό Μέγαρο, στο οποίο έφθασε περί τις 08:10. Λίγο αργότερα στις 08:15 (τοπική ώρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος), δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοτριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου σε απόσταση 1 χλμ από το Προεδρικό Μέγαρο. Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας.
Ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του περί τις 08:15 δέχθηκε μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον ανέμενε. Τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, ακούστηκαν υπόκωφοι κανονιοβολισμοί. Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί, που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος "συνέχισε παιδί μου". Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανεψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς τον να φύγει.
Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν ο Μακάριος με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγήθηκε από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του μεγάρου, και μέσα από ένα ξεροπόταμο έφτασε σε δημόσιο δρόμο, ενώ τα παιδιά κυριολεκτικά είχαν φυγαδευτεί από την κυρία είσοδο του κτιρίου. Τελικά αστυνομικό όχημα ακολουθώντας αγροτικούς δρόμους μετέφερε τον Μακάριο με ασφάλεια σε ένα μοναστήρι, στο όρος Τρόοδος. Εκεί ο Μακάριος άκουσε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ήδη είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να επαναλαμβάνει το θάνατό του.
Στις 11:00 ο ταξίαρχος Γεωργίτσης, διοικητής της ΕΛΔΥΚ, ενημέρωσε στην Αθήνα τον ομόβαθμό του Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του τότε Πενταγώνου ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία, ενώ μία ώρα αργότερα ενημερώθηκε για τη διαφυγή του Μακάριου. Στις 13:00 ο Μακάριος ακολουθώντας άλλη διαδρομή κατήλθε από το Τρόοδος και φέροντας ράσα κατευθύνθηκε στην Πάφο, όπου εισερχόμενος στον εκεί καθεδρικό ναό, μέσα από ένα πλήθος που παραληρούσε βλέποντάς τον, με γεμάτη πάθος φωνή ανάγγειλε ότι είναι ζωντανός. Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες στην Κύπρο, μη γνωρίζοντας τα τεκταινόμενα στην Πάφο, δεδομένου ότι είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές συνδέσεις, παραβλέποντας τον εκ του συντάγματος νόμιμο διάδοχο στη θέση του προέδρου που ήταν ο τότε πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης, επέλεξαν τον δημοσιογράφο και βουλευτή τότε Νικόλαο Σαμψών (1935-2001), κύπριος δημοσιογράφος, μέλος της ΕΟΚΑ, ο οποίος, λίγη ώρα μετά, ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου. Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες.
δ. 16 Ιουλίου 1974
Τα τουρκικά και τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν τις ανησυχίες του πρωθυπουργού της Τουρκίας Μ. Ετσεβίτ και του αρχηγού των Τουρκοκυπρίων Ρ. Ντενκτάς για τη φύση και τις διαθέσεις του πραξικοπήματος σχετικά με την ένωση με την Ελλάδα ή το διωγμό των Τουρκοκυπρίων. Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες είχαν περικυκλώσει την Πάφο, ενώ το κυπριακό περιπολικό σκάφος "ΛΕΒΕΝΤΗΣ" έβαλλε και αυτό από τον λιμένα κατά της Μητρόπολης. Ο Μακάριος μία ώρα πριν είχε μεταφερθεί με ελικόπτερο από την παρακείμενη φιλανδική βάση του ΟΗΕ στην αγγλική βάση Κύπρου και από εκεί με αεροπλάνο κατευθυνόταν προς τη Μάλτα. Τις νυκτερινές ώρες έφθασε στο Λονδίνο, αεροπορικώς μέσω Μάλτας, για να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Ουίλσον.
ε. 17 Ιουλίου 1974
Στις 17 Ιουλίου, το ΝΑΤΟ απαίτησε την παραίτηση των Ελλήνων αξιωματικών και την επιστροφή του Μακάριου στην εξουσία. Στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκε συνάντηση Μακαρίου – Ουίλσον. Το απόγευμα ο Μακάριος ταξίδεψε αεροπορικώς στις ΗΠΑ για να προετοιμαστεί και να παραστεί σε επικείμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ κάποιες ώρες πριν αναχώρησε εσπευσμένα από την Αθήνα, για τις ΗΠΑ, ο Έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον Κ. Παναγιωτάκος. Το ίδιο απόγευμα ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλλαχαν δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Αγγλία δεν πρόκειται να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Την ίδια περίοδο ο Τούρκος Πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ ζητούσε από τους Βρετανούς να ταχθούν με το μέρος της τουρκικής πλευράς.
στ. 18 Ιουλίου 1974
Στις 18 του ιδίου μήνα, ο Τζόζεφ Σίσκο, Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δέχτηκε τον Ετσεβίτ στην αμερικανική πρεσβεία της Τουρκίας, όπου ο Ετσεβίτ τον πληροφόρησε ότι ήταν αποφασισμένος να ανατρέψει τον Νίκο Σαμψών, για να προστατέψει τους Τουρκοκύπριους του νησιού. Η Ελλάδα άρχισε να ετοιμάζεται για ενδεχόμενη στρατιωτική παρέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο. Στο μεταξύ περί τις 11:00 είχαν φθάσει στην Αθήνα ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο με τον υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Έλσγουώρθ, και, συνοδευόμενοι από τον εν Αθήναις πρέσβη Χ. Τάσκα, επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό Α. Ανδρουτόπουλο σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες. Στη συνέχεια ακολούθησαν δύο συσκέψεις, μία περί τις 14:00 και η δεύτερη περί τις 18:00, στην οποία και συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Α. Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Κυπραίος, ο αρχηγός Ε.Δ. στρατηγός Μπονάνος και άλλοι ανώτατοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Ο Σίσκο δήλωσε ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποτραπεί πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο ταξίαρχος Ιωαννίδης απείλησε πως, αν συμβεί τουρκική απόβαση, ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών είναι δεδομένος.
ζ. 19 Ιουλίου 1974
Στις 19 Ιουλίου 1974, ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ο Μακάριος κατηγόρησε την Ελλάδα ότι μεθόδευε στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, νομιμοποιώντας ουσιαστικά την στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας, που (κατά την ερμηνεία αυτή) έγινε για να προστατευθεί ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός, όπως προβλεπόταν από το άρθρο 2 του εγγυητικού συμφώνου, το οποίο είχε υπογραφεί το 1960. Στο λόγο του ο Μακάριος κατηγόρησε την Δικτατορία του Ιωαννίδη για τη σχεδίαση και διενέργεια του πραξικοπήματος. Επιπλέον υποστήριξε ότι φοβόταν στρατιωτική επέμβαση της Δικτατορίας περισσότερο από την Τουρκία. Περί τις 11:00 ο ναύαρχος Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια ΤΡΙΤΩΝ, ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ να πλεύσουν εγγύτερα της Κύπρου. Στις 13:00 επέστρεψε στην Αθήνα από Άγκυρα ο Αμερικανός επιτετραμμένος Σίσκο και συγκλήθηκε αμέσως σύσκεψη με τα ίδια πρόσωπα που είχαν μετάσχει και στην προηγούμενη. Οι πληροφορίες που μετέφερε από τουρκικής πλευράς φαίνεται πως κρίθηκαν από τους μετέχοντες στη σύσκεψη αυτή μάλλον ενθαρρυντικές. Στις 20:00 προβλήθηκε στην τηλεόραση μια αρμάδα τουρκικών πολεμικών πλοίων να αποπλέει κατάφορτη από Μερσίνα, που ήταν η αρχή του Αττίλα I. Ο Έλληνας ναυτικός διοικητής Κύπρου, αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης ενημέρωσε άμεσα τον αρχηγό της Εθνοφρουράς και εκείνος με την σειρά του ενημέρωσε επειγόντως τον αρχηγό των Ε.Δ. Ελλάδας, ο οποίος δεν αναγνώρισε τον επιθετικό χαρακτήρα των κινήσεων.
Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, με την υποστήριξη της τουρκικής αεροπορίας και του ναυτικού, κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, εισέβαλαν στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, περίπου 4.000 σκοτώθηκαν, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατέκτησαν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων. Η τουρκική κυβέρνηση υποστήριξε ότι η επιχείρηση δεν ήταν εισβολή αλλά «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην πριν από το πραξικόπημα κατάσταση. Δήλωσε ότι το δικαίωμα για την επέμβασή της ήταν κατοχυρωμένο στη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, που δημιουργήθηκε με σκοπό να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνθήκη αυτή δεν δίνει το δικαίωμα ένοπλης παρέμβασης στις εγγυήτριες χώρες, παρά μόνο αν (1) κάποια εγγυήτρια χώρα χρειάζεται να αμυνθεί σε περίπτωση εισβολής από μια τρίτη χώρα, (2) τα Ηνωμένα Έθνη ζητήσουν ένοπλη παρέμβαση από μια εγγυήτρια χώρα (3) η Κυπριακή Δημοκρατία ζητήσει ένοπλη παρέμβαση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εγκρίνει το αίτημα. Δεδομένου ότι κανένας από τους ανωτέρω τρεις λόγους δεν συνέτρεξε, είναι σαφές ότι η τουρκική ενέργεια ήταν αυθαίρετη, και, όπως δείχνουν τα στοιχεία, είναι δύσκολο να μη συσχετισθεί με σχεδιασμούς αφανών κέντρων καθοδήγησης των εξελίξεων στην περιοχή.
α. Η παρουσία της Βρετανίας στην Κύπρο
Η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή από το 1878, μετά τον Ζ Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου, που παραχώρησε ταυτόχρονα την Θεσσαλία στην Ελλάδα. Τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας οι Έλληνες της Κύπρου είδαν με ευχαρίστηση την αλλαγή. Η Τουρκική-Οθωμανική κακοδιοίκηση και τυραννία τερματιζόταν, οι νέοι κυρίαρχοι, αν και ξένοι, ήταν χριστιανοί και τους συνόδευε η φήμη ότι κυβερνούσαν τους λαούς με πνεύμα φιλελεύθερο και ανεκτικό. Από την πρώτη στιγμή γεννήθηκαν ελπίδες ότι οι Άγγλοι θα παραχωρούσαν τελικά την Κύπρο στην μητέρα Ελλάδα, όπως συνέβη με τα Επτάνησα. Η Αγγλία όμως είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου με σαφείς δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας, ενώ και η Κύπρος παρείχε πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα στη Βρετανία, όπως τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ και τη διασφάλιση του θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες. Με βάση την Κύπρο, η Μεγάλη Βρετανία ήταν ευκολότερο να εδραιώσει τη ναυτική της υπεροχή στη Μεσόγειο (με την Κύπρο και το Γιβραλτάρ στα άκρα και τη Μάλτα στο κέντρο) και ειδικότερα να αναχαιτίσει τη σοβιετική επέκταση προς τη Μεσόγειο μετά το 1917. Μετά την είσοδο της Τουρκίας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστρίας) και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την Συνθήκη της Λωζάννης, η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), ακύρωσε όλες τις Τουρκικές βλέψεις για την Κύπρο, και προσάρτησε το νησί στις 5 Νοεμβρίου 1914, καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος για καθαρά δικά της συμφέροντα. Παρόλα αυτά ο ενωτικός πόθος των Ελληνοκυπρίων βρισκόταν διαρκώς ενώπιον των Άγγλων κυριάρχων, με δημοψηφίσματα, άοπλες εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες. Στις 18 Οκτωβρίου 1931, αντιδρώντας στην αυθαιρεσία του Άγγλου Κυβερνήτη, ο λαός της Κύπρου άρχισε ανένδοτο αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα. Ο υφυπουργός Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον απέρριψε στη Βουλή των Κοινοτήτων, ασυζητητί, το αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση.
β. Μετατροπή του κυπριακού σε ελληνοτουρκική διαφορά
Οι αγγλικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών σχεδίασαν και πέτυχαν να μετατρέψουν το Κυπριακό από αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά, διότι, αν η Τουρκία εμπλεκόταν πολιτικά ζητώντας την Κύπρο, η Αγγλία θα μπορούσε στο διηνεκές να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και κηδεμόνας της Κύπρου. Ως το 1954, όταν η κυβέρνηση των Αθηνών πείσθηκε να εισαγάγει το Κυπριακό στον ΟΗΕ, οι Τουρκικές κυβερνήσεις, παρά τις πιέσεις του Τουρκικού τύπου, σπάνια και με πολλή διακριτικότητα εκδήλωναν την αντίθεση τους στην Ένωση. Η Τουρκία τότε έδινε μεγάλη σημασία στη διαφύλαξη των ομαλών σχέσεων της με την Ελλάδα. Η αγγλική διπλωματία όμως παρότρυνε παρασκηνιακά την Κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές να εκδηλώσει ενδιαφέρον για επανάκτηση χαμένου Οθωμανικού εδάφους. Στις 15 Ιανουαρίου 1950, στο Ενωτικό Δημοψήφισμα που διενήργησε η εκκλησία, το 97% των Ελλήνων Κυπρίων ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η σπουδή τότε των Βρετανών στράφηκε στο «πώς να αξιοποιήσουν τους Τούρκους», υπέρ της συνέχισης της Αγγλοκρατίας και εναντίον του αντιαποικιακού κινήματος των Κυπρίων, με την εκτροπή του Κυπριακού από ζήτημα απελευθερωτικού/αντιαποικιακού αγώνα, σε ελληνοτουρκικό πρόβλημα αιματηρών διακοινοτικών συγκρούσεων. Κορύφωση εκείνων των προσπαθειών, υπήρξε η Σφαγή των Κοντεμενιωτών στο Κιόνελι, στις 12 Ιουνίου 1958.
Πλήρη ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό επιχείρησε η κυβέρνηση του Άντονι Ήντεν το καλοκαίρι του 1955. Στις 30 Ιουνίου 1955 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Χάρολντ Μακμίλαν προσκάλεσε τους ομολόγους του της Ελλάδας Στέφανο Στεφανόπουλο και της Τουρκίας Φατίν Ρουστού Ζορλού σε μια τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο για να συζητήσουν «πολιτικά και αμυντικά ζητήματα που επηρεάζουν την Ανατολική Μεσόγειο». Ο Ζορλού απέρριψε όχι μόνο την αυτοδιάθεση, αλλά και την αυτοκυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι, μέχρις ότου ηρεμήσουν τελείως τα πράγματα, έπρεπε να διατηρηθεί στην Κύπρο το υφιστάμενο καθεστώς. Το 1955 οι Βρετανοί συμμάχησαν με τους Τουρκοκύπριους εναντίον της ΕΟΚΑ, εκπαίδευσαν ειδική τουρκική μηχανοκίνητη μονάδα για να πολεμήσει την ΕΟΚΑ και προσέλαβαν ακόμα περισσότερους Τούρκους στην αστυνομία και τις εφεδρικές δυνάμεις. Μέλη αυτών των μονάδων ήσαν αναμεμειγμένοι στην ΒΟΛΚΑΝ και αργότερα στην ΤΜΤ. Κύριος στόχος της ΒΟΛΚΑΝ, ήταν να στρέψει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό κατά των Ελλήνων Κυπρίων.
Η Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου είχε και τρομερές επιπτώσεις στην Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Στον Τύπο γράφονταν εμπρηστικά άρθρα και η τουρκική Κυβέρνηση πιεζόταν να αναλάβει δράση για να ματαιώσει την Ένωση. Με υποκίνηση της υπό τον Φαζίλ Κουτσιούκ τουρκοκυπριακής ηγεσίας, ιδρύθηκε στην Τουρκία οργάνωση με την ονομασία «Η Κύπρος είναι Τουρκική», που δεν έπαυε να εξάπτει τον φανατισμό των λαϊκών μαζών. Με υπόδειξη του υπουργού Εξωτερικών Ζορλού οργανώθηκαν από την ίδια την Κυβέρνηση και από στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού κόμματος, ταραχές σε βάρος της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη (τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά 1955). Απέβλεπαν στο να δοθεί το μήνυμα ότι η Κύπρος συγκλόνιζε τον τουρκικό λαό, σε βαθμό που η Κυβέρνηση «αδυνατούσε να συγκρατήσει την κοινή γνώμη». Τελικά, η αγγλική πολιτική στο Κυπριακό κατέστη δέσμια των Τούρκων.
Στις 30 Οκτωβρίου 1955 στάλθηκε στην Κύπρο ως Κυβερνήτης ο σερ Τζων Χάρτινγκ και συναντήθηκε με τον Μακάριο. Πρότεινε το ίδιο σχέδιο αυτοκυβέρνησης που είχε παρουσιάσει ο Μακμίλαν και προνοούσε τη νομοθετική εξουσία να την ασκούσε Νομοθετική Συνέλευση με «αιρετή πλειοψηφία» με τη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων. Οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η εσωτερική ασφάλεια θα άνηκαν ασφαλώς στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κηδεμόνα της Κύπρου, Άγγλου Κυβερνήτη. Ο Μακάριος για πρώτη φορά, όπως παρατηρεί ο Κρανιδιώτης, εγκατέλειπε το αίτημα της άμεσης Ένωσης και δεχόταν να συνεργαστεί με τη Βρετανική Κυβέρνηση σε ένα μεταβατικό σύνταγμα αυτοκυβέρνησης μέχρι την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης. Ακολούθησαν τρεις άλλες συναντήσεις του Μακαρίου με τον Χάρντινγκ και μετά από διαβουλεύσεις του Χάρντινγκ με την Αγγλική Κυβέρνηση και του Μακαρίου με την νέα Ελληνική Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (που σχηματίστηκε στις 6/10/1955) μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου) για πρώτη φορά αναγνωριζόταν, το δικαίωμα του Κυπριακού Λαού για αυτοδιάθεση.
Υπομνήματα του Τούρκου καθηγητή της Νομικής και πολιτικού Νιχάτ Ερίμ προς την κυβέρνηση Μεντερές στις 24 Νοεμβρίου 1956 και 22 Δεκεμβρίου 1956 πρόβαλλαν για πρώτη φορά τη διχοτόμηση ως εθνική διεκδίκηση της Τουρκίας. Από τους Τούρκους παρέλαβε την ιδέα της διχοτόμησης η Αγγλία, η οποία την χρησιμοποίησε ως δαμόκλειο σπάθη για να εξουδετερώσει το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση – ένωση και έτσι να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Κύπρο. Οι Άγγλοι για να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ προσέλαβαν εκατοντάδες Τουρκοκύπριους ως επικουρικούς αστυνομικούς, στους οποίους ανέθεταν μεταξύ άλλων και κοινές με τους Βρετανούς στρατιωτικές περιπολίες σαν ένα σώμα. Ήταν αναπόφευκτο, σε αιματηρές συγκρούσεις, να σκοτώνονται και Τούρκοι επικουρικοί και από επικουρικούς να σκοτώνονται αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Σε περιπτώσεις που σκοτώνονταν επικουρικοί, οι Τουρκοκύπριοι ξεχύνονταν σε συνοικίες πάντα με την ανοχή των Άγγλων και πυρπολούσαν γειτονικά ελληνικά καταστήματα, κακοποιούσαν ή και σκότωναν Ελληνοκυπρίους άοπλους. Τέτοια γεγονότα προκαλούσαν μεγάλη ένταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μεγάλο αναβρασμό μεταξύ των λαϊκών μαζών στην Τουρκία.
γ. Απόπειρες Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο
Μία απόπειρα της Τουρκίας να εισβάλει στο νησί και να επιβάλει την διχοτόμηση ήταν στις 25 Φεβρουαρίου 1964, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εξήγγειλε τον αφοπλισμό των άτακτων και τη δημιουργία μιας δύναμης 5.000 ειδικών αστυνομικών. Αυτό έμελλε να είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία στρατού της Κύπρου, που αργότερα πήρε την ονομασία «Εθνική Φρουρά». Την 1η Ιουνίου 1964 θεσπίστηκε νόμος που προέβλεπε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Ο Κουτσιούκ, ως αντιπρόεδρος, προέβαλε βέτο. Η Τουρκία ειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι σκόπευε να διατάξει εισβολή. Η Σοβιετική Ένωση, μέσω του σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ, δήλωσε, κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό, την πρόθεσή της να υπερασπιστεί την ελευθερία και ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον, με αυστηρή επιστολή του προς τον Ισμέτ Ινονού, ανέκοψε την τουρκική πρόθεση, δηλώνοντας πως «αν η Σοβιετική Ένωση αντιδρούσε στην Τουρκική εισβολή, το ΝΑΤΟ δεν θα εμπλεκόταν και η Τουρκία θα αφηνόταν στο έλεος της Σοβιετικής Ένωσης». Οι Τούρκοι ετοίμασαν τρία λεπτομερή στρατηγικά σχέδια εισβολής που βρίσκονταν στα συρτάρια. Το πρώτο προέβλεπε απόβαση σε 24 ώρες, το δεύτερο σε 48, και το τρίτο σε τρεις φάσεις. Πολλές φορές επιβιβάστηκαν οι Τούρκοι στα πλοία για να πραγματοποιήσουν κάποιο από τα τρία αυτά σχέδια αλλά γύριζαν πίσω, επειδή το πρόσχημα δεν ήταν αρκετό.
Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948 σε παλαιστινιακά εδάφη, με την εκδίωξη χιλιάδων Αράβων από τις εστίες τους, προκάλεσε την εχθρότητα των αραβικών λαών και έγινε αιτία να φουντώσει ο αραβικός εθνικισμός. Η αραβική εχθρότητα έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τον «Πόλεμο των έξι ημερών» τον Ιούνιο του 1967, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε και άλλα αραβικά εδάφη (τη Δυτική Όχθη, τη λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα Γκολάν στη Συρία). Η εχθρότητα των Αράβων στράφηκε και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, που υποστήριζαν το Ισραήλ. Οι μεγάλες αραβικές χώρες που περίζωναν το Ισραήλ (η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ) ζήτησαν και πήραν βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Άφθονος σοβιετικός οπλισμός κατέκλυσε τις χώρες αυτές. Και το σημαντικότερο, ο σοβιετικός στόλος, του οποίου η παρουσία στην Μεσόγειο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη πριν την δεκαετία του 1960, άρχισε να αμφισβητεί την κυριαρχία του 6ου Αμερικανικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο (Απρίλιος 1964). Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δυσμενής για τα δυτικά συμφέροντα, επειδή οι πετρελαιοπαραγωγές αραβικές χώρες, όπως Ιράκ, Λιβύη και Αλγερία, καθώς και το Ιράν, άρχισαν να θέτουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την εμπορία του πετρελαίου, το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν με τεράστια κέρδη αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές εταιρίες.
Η Κύπρος υποστήριζε τις αραβικές χώρες στη διαμάχη τους με το Ισραήλ και αυτές υποστήριζαν ένθερμα τις προσπάθειες του Ελληνισμού στην Κύπρο να αποκτήσει αδέσμευτη ανεξαρτησία και να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Όμως, πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν να εμποδίσουν τη Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα με την αύξηση της επιρροής της στην Κύπρο, που, λόγω της φιλίας της με τους Άραβες συνεπαγόταν αυξημένο κίνδυνο για το Ισραήλ. Η διείσδυση της ΕΣΣΔ στο χώρο της Μέσης Ανατολής αύξησε την στρατηγική σημασία της Κύπρου για τη Δύση. Οι βρετανικές βάσεις στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική αξία, ειδικά μετά την εκδίωξη των Άγγλων από τη διώρυγα του Σουέζ (1956) και το Άδεν (1967).
δ. Η Αφορμή της Εισβολής
Η αφορμή ήρθε στις 15 Ιουλίου 1974, όταν εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β΄. Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, η Αθήνα αποδοκιμάστηκε σκληρά, από όλα τα κράτη. Ο Τουρκικός στόλος (στ πλαίσια της αποβατικής επιχείρησης Αττίλας Ι, που δημιούργησε το προγεφύρωμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο) επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και στα σημεία όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις τα χαράματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου. Δυνάμεις αλεξιπτωτιστών ρίχτηκαν σε περιοχές τουρκοκυπριακές και στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας. Ο Έλληνες στρατηγοί και ο Δ.Ιωαννίδης κοιμούνταν στα σπίτια τους, όταν άρχισε η Τουρκική εισβολή. Είχαν δώσει οδηγίες στους επόπτες στο ΓΕΕΘΑ ότι οι Τούρκοι έκαναν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους και, παρά τις εκκλήσεις του διοικητή της Εθνικής Φρουράς Γεωργίτση για διαταγές απόκρουσης της εισβολής, οι οδηγίες ήταν για "αυτοσυγκράτηση". Όταν ο υπασπιστής του Ιωαννίδη Ταγματάρχης Παλαίνης τον ενημέρωσε ότι "βγαίνουν οι Τούρκοι στην Κύπρο", ο Ιωαννίδης πάγωσε, αφού δεν περίμενε την Τουρκική αντίδραση το Σάββατο 20 Ιουλίου, την ώρα που ο Αμερικανός Υφυπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες εκτόνωσης της κρίσης. Κατά συνέπεια, η αντίδραση των κυπριακών και ελλαδικών δυνάμεων Κύπρου στις επιθέσεις αυτές ήταν χαλαρή και ανοργάνωτη. Οι εισβολείς διέθεταν όλα τα σύγχρονα όπλα της εποχής. Αντίσταση άξια λόγου πρόβαλε η ΕΛΔΥΚ και ορισμένα σώματα Κυπρίων Εθνοφρουρών, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή χάθηκαν τα ίχνη τους. Στο μεταξύ στην Ελλάδα έγινε γενική επιστράτευση και κινητοποίηση στρατού, αλλά το ελληνικό καθεστώς δεν αντέδρασε στρατιωτικά.
Στην Νέα Υόρκη συνήλθε και πάλι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου. Με την προοπτική της κατάπαυσης του πυρός, οι Τούρκοι δυνάμωσαν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας την Κερύνεια και επεκτείνοντας τη ζώνη κατοχής. Στις 4 το απόγευμα, από την ελληνοκυπριακή πλευρά εφαρμόστηκε η απόφαση για κατάπαυση του πυρός, όχι όμως από την πλευρά των Τούρκων, που προώθησαν τις δυνάμεις τους και κύκλωσαν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την καθεστωτική αλλαγή στην Αθήνα. Η πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος και η μεταβίβαση της εξουσίας στους εξόριστους πολιτικούς ήταν γεγονός. Την 24η Ιουλίου, κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ορκίστηκε στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο τα γεγονότα υποχρέωσαν τον Ν.Σαμψών να παραιτηθεί (παρέμεινε στην εξουσία για διάστημα εννέα ημερών από τις 15 ως τις 23 Ιουλίου). Πρόεδρος ανάλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης. Η μεγάλη αυτή αποτυχία ψύχρανε, σε μεγάλο βαθμό, τις διπλωματικές σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας.
Στις 25 Ιουλίου 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Στο τέλος των συνομιλιών, στις 30 Ιουλίου, υπέγραψαν διακήρυξη, τα κύρια σημεία της οποίας ήταν:
1.Η μη επέκταση των περιοχών που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις,
2.Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων,
3.Η εκκένωση των Τουρκικών θυλάκων από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ,
4.Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας,
5.Η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Ακολούθησε δεύτερη φάση ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη (8-14 Αυγούστου 1974). Στις 14 Αυγούστου άρχισε η δεύτερη στρατιωτική επέμβαση (Αττίλας ΙΙ) της Τουρκίας στην Κύπρο με την προέλαση στρατευμάτων της, χωρίς ουσιαστική παρουσία αντιμαχομένων δυνάμεων, αφού ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κων.Καραμανλής απέφυγε να διαθέσει ελληνικές δυνάμεις για απόκρουση της επίθεσης, επικαλούμενος σχετικές συστάσεις των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων, που τις έκριναν ανέτοιμες ή ανεπαρκείς και μην παραλείποντας να επιρρίψει τις ευθύνες γι’ αυτό στους πρωταίτιους της δικτατορίας. Η προέλαση τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο συνεχίστηκε μέχρι τις 19 Αυγούστου 1974, με κατάληψη του 36% του κυπριακού εδάφους (βορειοανατολικό τμήμα του νησιού). Την ίδια μέρα δολοφονήθηκε στη Λευκωσία ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Κύπρο Ρότζερ Ντέιβις.
Ανακεφαλαιώνοντας τα γεγονότα της περιόδου 1949-1974 θα λέγαμε ότι η περίοδος αυτή, αν και λιγότερο αιματηρή, ήταν εξίσου σκοτεινή με την προηγούμενη, καθώς, υπό την αφανή εποπτεία των υπηρεσιών του συμμαχικού παράγοντα, δεν έλειψαν μυστικές συνομιλίες, απόρρητες συμφωνίες, παρασκηνιακές ζυμώσεις, συνωμοσίες, σκευωρίες, πραξικοπήματα, διώξεις πολιτικών αντιπάλων, δολοφονίες και εθνικές καταστροφές, από τις οποίες πλέον επώδυνη ήταν η τραγωδία της Κύπρου. Στο πολιτικό προσκήνιο το δίδυμο Πλαστήρα – Παπάγου έθεσε τις βάσεις του δικομματισμού αμερικανικού τύπου, αλλά η σταθεροποίηση της οικονομίας επιτεύχθηκε με την προσεκτική επιλογή του ευθυγραμμισμένου με τις οδηγίες του συμμαχικού παράγοντα Κων.Καραμανλή, που προώθησε την αυτονόμηση της Κύπρου και την προκαταρκτική συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Η επιχειρηθείσα στη συνέχεια εναλλαγή εξουσίας με την Ένωση Κέντρου, που δημιουργήθηκε με τη μεσολάβηση δύο στενών συνεργατών τυ συμμαχικού παράγοντα (Σοφ.Βενιζέλος και Α.Παπανδρέου) σκόνταψε στην άρνηση του Γ.Παπανδρέου να δεχτεί τη διχοτόμηση της Κύπρου. Με μεθοδεύσεις, στις οποίες η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (όπου φερόταν αναμιγμένος ο Α.Παπανδρέου) έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο, ο Γ.Παπανδρέου απομακρύνθηκε με αήθη τρόπο και, εν όψει δύο Αραβοϊσραηλινών πολέμων, στους οποίους διακυβεύονταν η εμπορία του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής, δοκιμάστηκε λύση με δύο αλλεπάλληλες δικτατορίες, υποτίθεται περισσότερο πειθαρχημένες στον συμμαχικό παράγοντα. Και πάλι όμως η υπόθεση σκάλωσε στην αποστασιοποίηση, σε σχέση με τη διχοτόμηση της Κύπρου, του Γ.Παπαδόπουλου, που εκδιώχτηκε επίσης με αφορμή τη μεθοδευμένη Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο δεύτερος δικτάτορας Δ.Ιωαννίδης, εντυπωσιακά ενδοτικότερος και ίσως λιγότερο υποψιασμένος από τους δύο προκατόχους του, έπεσε δεν απέφυγε παγίδα που οδήγησε στην τόσο ανυποχώρητα επιδιωκόμενη διχοτόμηση της Κύπρου, και έτσι η χώρα οδηγήθηκε σε μια νέα περίοδο, την ονομαζόμενη Μεταπολίτευση, με πρωταγωνιστές δύο γνωστούς και εγγυημένους παλιούς συνεργάτες του συμμαχικού παράγοντα, τον Κων.Καραμανλή και τον Α.Παπανδρέου. Σε αυτή τη γραμμή παρουσίασης η συνεργασία των Ελλήνων πολιτικών, σε αναγκαστικά ανισότιμη βάση με συμμαχικές κυβερνήσεις, δεν υποβαθμίζει την ειλικρινή πρόθεσή τους να υπηρετήσουν την πατρίδα τους --- αρκεί το ίδιο μέτρο κρίσης να εφαρμόζεται σε όλους, χωρίς προκαταλήψεις και μεροληψίες. Στις αμέσως επόμενες παραγράφους παρέχονται κάποια επιπλέον στοιχεία για ορισμένα πρόσωπα των οποίων το όνομα συζητήθηκε πολύ στα χρόνια που εξετάζουμε.
Ο Νίκος Μπελογιάννης (1915-1952) ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ που εκτελέστηκε το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη και η εκτέλεσή του έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων. Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915 και από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και, στα χρόνια της δικτατορίας του Ι.Μεταξά, φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ' όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους. Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης, την άνοιξη του 1944, πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες. Κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε ως πολιτικός πρόσφυγας στις ανατολικές χώρες.
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Α.Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης. Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, μετέπειτα πραξικοπηματίας τη; 21ης Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. . Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή, που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δήλωσε ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί. Αποφασίστηκε όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας. Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύφθηκαν από την Ασφάλεια παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, να επικαλεστούν τον νόμο περί κατασκοπείας. Η δεύτερη δίκη άρχισε στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση τον νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα και ο Ν.Μπελογιάννης έγινε γνωστός ως «ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952. Λίγο αργότερα ήρθε στη δημοσιότητα γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο ανέλαβε την ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υποσχέθηκε να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Τελικά η επιστολή δεν είχε αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαχθεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Ν.Πλουμπίδη.
Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε, ούτε δόθηκε χάρη από τον βασιλιά Παύλο. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν με τυφεκισμό. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Ν.Μπελογιάννη που γέννησε μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η δίκη και η εκτέλεση του Ν.Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν άρρωστος, ενώ οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που στήριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν υπέρ των εκτελέσεων. Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένα από τα περισσότερο προβαλλόμενα πρόσωπα της ελληνικής Αριστεράς. Άφησε δύο βιβλία με τίτλο "Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα", όπου παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσω του εξωτερικού της δανεισμού σε μια ιστορία υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις που, συχνά και υπό την αμφίεση του φιλελληνισμού, δάνειζαν την χώρα, αποσπώντας πολλαπλάσια με την συνέργεια Ελλήνων πολιτικών, καθώς και ένα ακόμη ανολοκλήρωτο έργο με τίτλο: «Σχέδιο για μια ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας».
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης (Κερασίτσα Αρκαδίας, 3 Απριλίου 1912 – Θεσσαλονίκη, 27 Μαΐου 1963) ήταν γιατρός, αθλητής, και πολιτικός που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο από πολλούς θεωρείται μεθοδευμένο. Ήταν το 14ο παιδί από τα συνολικά 18 που απέκτησαν οι γονείς του. Αδερφός του ήταν ο Θεόδωρος Λαμπράκης, ιατρός και βουλευτής με την ΕΠΕΚ. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια (ως το 1959) το πανελλήνιο ρεκόρ στο μήκος με επίδοση 7,37 μ. Το 1950 κατέλαβε τη θέση του υφηγητή Μαιευτικής - Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απέκτησε δυο γιους, τον Θοδωρή και τον Γρηγόρη. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Γρ.Λαμπράκης εκλέχτηκε βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963, αψηφώντας σχετική απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες. Αμέσως μετά πήγε στο Λονδίνο για να συμπαρασταθεί στους Έλληνες, Κύπριους και Άγγλους διαδηλωτές που ζητούσαν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βρετανίδα σύζυγός του Αντώνη Αμπατιέλου Μπέτυ Μπάρτλετ Αμπατιέλου. Στόχος των διαδηλωτών ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία βρισκόταν στην αγγλική πρωτεύουσα για να παραστεί σε βασιλικούς γάμους. Η σύζυγος του Αμπατιέλου, με την μεσολάβηση του Γρ.Λαμπράκη, ζήτησε ακρόαση από την Φρειδερίκη, η οποία την αρνήθηκε.
Ένα μήνα αργότερα, λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 22ας Μαΐου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε αφιχθεί τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, για να μεταβεί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Επιτροπή δια την διεθνή ύφεσιν και ειρήνην», στην οποία ήταν ομιλητής. Από τις 6 το απόγευμα πολλές δεκάδες άτομα δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων είχαν αρχίσει να συγκροτούν αντισυγκέντρωση κοντά στο κτίριο, όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση. Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες εν στολή, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής. Ο Γρ.Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο, όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ' όπου εκφώνησε τον λόγο του.
Στο μεταξύ, ο βουλευτής Καβάλας της Ε.Δ.Α. Γιώργος Τσαρουχάς, που ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε κι αυτός για τη συγκέντρωση, αλλά μόλις πλησίασε δέχθηκε άγρια επίθεση από τους "αντιφρονούντες", τραυματίστηκε και τελικά, αιμόφυρτο, τον μετέφεραν πολίτες στον Σταθμό Α' Βοηθειών. Ο Γρ.Λαμπράκης, που δεν είχε μάθει τίποτα για την περιπέτεια του Τσαρουχά, ετοιμαζόταν να φύγει. Παρουσιάστηκε ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους. Βγαίνοντας ο Λαμπράκης συνάντησε τον συνταγματάρχη Καμουτσή, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ασυδοσία των παρακρατικών. Βλέποντας να εκκαθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτίριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε θόρυβος από μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που όρμησε με ξέφρενη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος. Ένας από τους εθελοντές συνοδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου και άρχισε να συμπλέκεται με το άτομο που κρατούσε τον λοστό. Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο οδηγός κατέβηκε και με ένα αστυνομικό κλομπ χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον οδηγό κατόπιν υποδείξεων των περαστικών. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, μεταφορέας, ενώ ο κάτοχος του λοστού ήταν ο Μανώλης Εμμανουηλίδης, σεσημασμένος μικροκακοποιός.
Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν θανάσιμα τραυματισμένος. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη νύχτα της Αθήνας. Η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροσκάφος για να μεταφέρει στη συμπρωτεύουσα τον ειδικό νευροχειρουργό Δώρο Οικονόμου, του οποίου η γνωμάτευση ήταν παρόμοια με εκείνη του καθηγητή Νικόλαου Καβαζαράκη, του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας. Τέσσερις μέρες μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, στη 1:22 μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Μαΐου, ο Γρ.Λαμπράκης άφησε την τελευταία του πνοή. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση.
Ο θάνατος του Γρ.Λαμπράκη προκάλεσε πολιτική κρίση. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο ναό του Αγίου Ελευθερίου και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη, στις 4 το απόγευμα της 28ης Μαΐου. Την κηδεία παρακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και δεκάδες χιλιάδες λαού. Στη Θεσσαλονίκη άρχισαν ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Η ανακριτική ομάδα στοιχειοθέτησε προμελετημένο έγκλημα, εμπλέκοντας υψηλά ιστάμενους ηθικούς αυτουργούς. Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.
Η κατακραυγή για τον θάνατο του Γρ.Λαμπράκη και τις αποκαλύψεις για την εμπλοκή της αστυνομίας, ήταν μεγάλη. κυβέρνηση Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα (11 Ιουνίου 1963) παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Τον Νοέμβριο 1963 διεξάχθηκαν εθνικές εκλογές, τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας πρώτος πρόεδρος εκλέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ, μετά την εκλογική του ήττα, ο Κων.Καραμανλής βρέθηκε αυτοεξόριστος στο Παρίσι, αφού προηγουμένως οι σχέσεις του με το παλάτι είχαν διαρραγεί οριστικά.
Τον Δεκέμβριο του 1966 και μετά από ακροαματική διαδικασία 66 ημερών, το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης απεφάνθη παμψηφεί ότι δεν επρόκειτο περί ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, αλλά απλώς περί θανατηφόρων τραυμάτων και ότι ουδείς ηθικός αυτουργός υπήρχε. Άλλοι παράγοντες προέβαλαν ισχυρισμούς μεγαλύτερων ευθυνών του παλατιού, της αστυνομίας και του στρατού. Ανάμεσά στους καταδικασθέντες δεν υπήρξε τελικά κανένας αξιωματικός, καθώς όλοι αθωώθηκαν από τους ενόρκους παμψηφεί. Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης δέχθηκαν τις βαρύτερες ποινές (11 και 8½ χρόνια κάθειρξη αντίστοιχα) για τις κατηγορίες της φυσικής αυτουργίας, της ηθικής αυτουργίας και της συνέργειας σε φυγάδευση. Ο Χρήστος Φωκάς καταδικάστηκε σε 15μηνη φυλάκιση για τον τραυματισμό του βουλευτή Γιώργου Τσαρουχά, ενώ οι υπόλοιποι 6 (εκ των συγκεντρωθέντων «αντιφρονούντων», ανάμεσα στους οποίους και ο ακροδεξιός δημοσιογράφος Ξενοφών Γιοσμάς) σε ποινές φυλάκισης από τρεις μήνες μέχρι ένα χρόνο, με την κατηγορία της διατάραξης κοινής ειρήνης. Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής εκτοπίστηκαν μετά το πραξικόπημα του 1967 στα Γιούρα, ενώ και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης συνελήφθη και φυλακίστηκε για μήνες. Αργότερα, το 1985, ο Χρ.Σαρτζετάκης εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο Σωτήρης Πέτρουλας (1943 - 21 Ιουλίου 1965) ήταν φοιτητής που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην Αθήνα. Γεννήθηκε στο Οίτυλο της Μάνης και σε νεαρή ηλικία οργανώθηκε στη Νεολαία Ε.Δ.Α. Φοίτησε στη Μέση Εμπορική Σχολή Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε.. Αποβλήθηκε για ένα χρόνο από τη σχολή για πολιτικούς λόγους ενώ είχε εκλεγεί μέλος της διοικούσας επιτροπής της Νεολαίας Ε.Δ.Α. Πρωταγωνίστησε σε όλες τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και αργότερα προσχώρησε στην Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, στο ιδρυτικό συνέδριο της οποίας συμμετείχε. Την 21η Ιουλίου 1965 συμμετείχε σε μεγάλη διαδήλωση φοιτητών στην Αθήνα, την οποία κατά τις πρώτες βραδινές ώρες προσπάθησε να διαλύσει η Αστυνομία , κάνοντας χρήση ελαστικών ροπάλων και δακρυγόνων. Στη σύγκρουση αυτή φέρεται να τραυματίστηκαν και να συνελήφθησαν περίπου 250 διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και ο Σωτήρης Πέτρουλας, στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Λαδά, γύρω στις 22.00. Η πρώτη καταγραφή του χτυπημένου Σ.Πέτρουλα αναφέρεται στις 03:00 το πρωί της 22ας Ιουλίου στο Σταθμό Α΄ Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Το επίσημο πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης έκανε λόγο για θάνατο που προκλήθηκε από ασφυξία λόγω δακρυγόνου. Η κηδεία του στη συνέχεια πήρε τη μορφή διαδήλωσης. Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε τραγούδι για τον θάνατό του. Ο Δήμος Αθηναίων, έδωσε το όνομά του σε δημοτικό αθλητικό κέντρο της Αθήνας που βρίσκεται ΒΔ της Πανεπιστημιούπολης.
Ο Σπύρος Μουστακλής (1925 - 28 Απριλίου 1986) ήταν ταγματάρχης του ελληνικού στρατού (με τιμητική απονομή του βαθμού του αντιστρατήγου), ο οποίος βασανίστηκε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης για την αντιδικτατορική δράση του στα πλαίσια του κινήματος στο Ναυτικό, με αποτέλεσμα να πάθει παράλυσή. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1948. Κατετάγη εθελοντής στην Εθνική Αντίσταση στην οργάνωση Ε.Ο.Ε.Α-Ε.Δ.Ε.Σ. με στρατηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα στις 2/4/1943 μέχρι την 12/2/1945. Ως μέλος της οργάνωσης έλαβε μέρος στις μάχες: (4/7/1943) στη Γέφυρα Αχελώου κατά των Ιταλών. (16-17/7/1943) στη Μακρυνόρο, Σαραντίνα Κρίκελο κατά των Ιταλών. (2-3/10/1943) στον Άγιο Γεώργιο Καστανοχωρίου (Τσακνοχώρι) κατά των Γερμανών. (16-17/10/1943) στους Χαλκιοπούλους Βάλτου κατά των ΕΛΑΣιτών. (21/10/1943) στη μάχη Τετρακώμου κατά των Γερμανών. (3-7/9/1944) στο Κορφοβούνι και Φιλιππιάδα κατά των Γερμανών. (21/12/1944) στον Προφήτη Ηλία Άρτας κατά των ΕΛΑΣιτών. Στη μάχη Προφήτη Ηλία τραυματίσθηκε (συντριπτικό κάταγμα περόνης) και διακομίσθηκε για νοσηλεία στο Συμμαχικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Μπάρι της Ιταλίας. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο (1948-1949) ως Ανθυπολοχαγός (Μάχες Βελούτας, Τούρκα Βάλτου, Γέφυρα Κόρακα Τριχωνίδος, Τρίκορφο κλπ) και στη συνέχεια συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας (30/4/1952 - 14/7/1953) ως υπολοχαγός. Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού. Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του ναυτικού ως ταγματάρχης και ήταν από τους λίγους αξιωματικούς του στρατού που πήραν μέρος. Το κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν την εκδήλωσή του, με αποτέλεσμα μεταξύ των αξιωματικών να συλληφθεί και ο ίδιος στις 22 Μαΐου 1973. Κρατήθηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για 47 ημέρες όπου, κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων, ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα προκάλεσε εγκεφαλικό με αποτέλεσμα να διακομιστεί στο 401 Γ.Σ.Ν.Α., όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο "Μιχαηλίδης" και αιτιολογία εισαγωγής "τρακάρισμα στον Ιππόδρομο". Το εγκεφαλικό προκάλεσε ολική παράλυση των δεξιών άνω και κάτω άκρων. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών και ακολούθως στο ΚΑΤ, όπου παρέμεινε για δυο χρόνια, υποβαλλόμενος σε εντατική φυσικοθεραπεία. Ύστερα από προσπάθειες πολλών μηνών, ο Μουστακλής κατάφερε να σταθεί όρθιος και να περπατήσει, αλλά δεν μπόρεσε να ξαναμιλήσει. Μετά το συμβάν αυτό, το δικτατορικό καθεστώς μετρίασε τα βασανιστήρια κατά των αξιωματικών που είχαν συλληφθεί. Η τραγική κατάληξη του Μουστακλή, αλλά και η ηρωική του στάση παραμένουν σύμβολα αντιδικτατορικής δράσης. Μετά το θάνατό του, το όνομά του δόθηκε τιμητικά στο στρατόπεδο-κέντρο νεοσυλλέκτων του Μεσολογγίου. Προτομή του έχει ανεγερθεί στα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ (σήμερα πάρκο Ελευθερίας) στην Αθήνα. Στο όνομά του υπάρχουν επίσης οδοί στην Πυλαία Θεσσαλονίκης, στην Καλαμαριά, στην Ερμούπολη, στα Χανιά και το Ηράκλειο Κρήτης, στο Ίλιον, στη Λυκόβρυση και στο Αιγάλεω της Αθήνας.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς (1928 - 18 Μαΐου 1967) ήταν νομικός, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδας, γνωστός ως δικηγόρος υπεράσπισης στη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Γεννήθηκε στην Κόρωνο της Νάξου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Αφού τελείωσε τις σπουδές του εργάστηκε στο δικηγορικό γραφείο του Γ.Β.Μαγκάκη και αργότερα άνοιξε δικό του γραφείο. Μαζί με τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, τον Γιώργο Ασημακόπουλο, τον Σταύρο Κανελλόπουλο ίδρυσε την Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδος. Υπερασπίστηκε πολλές φορές πολίτες που διώκονταν για την πολιτική τους δράση και στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ανέλαβε την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Σχεδίαζε να πολιτευτεί με την Ένωση Κέντρου στις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες να διεξαχθούν τον Μάιο του 1967 και οι οποίες τελικά δεν έγιναν εξαιτίας της επιβολής της δικτατορίας.
Στις 17 Μαΐου του 1967 επιβιβάστηκε κρυφά στο πλοίο VITA-R με σκοπό να διαπεραιωθεί στην Κύπρο, για να αποφύγει επαπειλούμενες διώξεις από το δικτατορικό καθεστώς. Πέντε ημέρες αργότερα όμως λιμενικοί βρήκαν το πτώμα του στην παραλία Γενναδίου της Ρόδου. Κατά την εκδοχή των αρχών, ο καπετάνιος του πλοίου Πέτρος Πόταγας έριξε τον Μανδηλαρά στη θάλασσα με ένα σωσίβιο για να κολυμπήσει ως την ακτή και να αποφύγει τη σύλληψη. Όμως ο δικηγόρος πηδώντας από το πλοίο, τραυματίστηκε στο κεφάλι και στη συνέχεια πνίγηκε και το πτώμα του ξεβράστηκε στην ακτή. Από κάποιους υποστηρίζεται ότι ο Νικηφόρος Μανδηλαράς βγήκε σώος στην ακτή, όπου συνελήφθη και δολοφονήθηκε. Αυτό τεκμαίρεται από φωτογραφίες του νεκρού, όπου φαίνεται πως είχε δεχτεί χτυπήματα στο κεφάλι και είχε μια τρύπα στο στήθος. Ακόμα όταν βρέθηκε το πτώμα του έτρεχε αίμα από το αυτί του.
Στη δίκη που ακολούθησε ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας καταδικάστηκε σε δώδεκα μήνες φυλάκιση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Αργότερα ο Πόταγας έφυγε οικογενειακώς για την Νότια Αφρική. Παρ' όλες τις προσπάθειες που έγιναν μετά την πτώση τις δικτατορίας δεν κατέστη δυνατή η επανάληψη της δίκης.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης (2 Ιουλίου 1939 – 1 Μαΐου 1976) ήταν πολιτικός και ποιητής, γνωστός για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968. Στην μεταπολίτευση εκλέχθηκε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.). Γεννήθηκε στην Γλυφάδα και ήταν δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη (1908-1991) και του Βασιλείου Παναγούλη, αξιωματικού του στρατού ξηράς. Αδερφός του Γεωργίου Παναγούλη, θύματος του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, και του Ευσταθίου Παναγούλη, μετέπειτα πολιτικού. Από την πλευρά του πατέρα του κατάγεται από την Δίβρη (Λαμπεία) Ηλείας και από την πλευρά της μητέρας του από το Σύβρο Λευκάδας. Εξαιτίας της κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα, ο Α. Παναγούλης πέρασε μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Λευκάδα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων. Εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στην Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.) που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.), και ανέλαβε μετά την μεταπολίτευση την προεδρία της στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.
Ο Αλ.Παναγούλης συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την επαναφορά του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος του Γ. Παπαδόπουλου (1967-1973). Λιποτάκτησε από το στράτευμα και ίδρυσε την οργάνωση Εθνική Αντίσταση. Αυτοεξορίστηκε στην Κύπρο για να καταστρώσει σχέδιο δράσης. Επανήλθε στην Ελλάδα και μαζί με στενούς του συνεργάτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν και στελέχη της Κυπριακής ΚΥΠ, η οποία, κατά τα φαινόμενα, του παρέσχε πλήρη υποστήριξη (γεγονός που υποδηλώνει πιθανή ανάμειξη της CIA), σχεδίασε απόπειρα δολοφονίας του Γ.Παπαδόπουλου την 13η Αυγούστου 1968 κοντά στη Βάρκιζα. Απέτυχε όμως και συνελήφθη. Οδηγήθηκε στο νοσοκομείο και κατόπιν δικάστηκε από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου 1968 και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Η εκτέλεση όμως ματαιώθηκε μετά από πιέσεις της διεθνούς κοινότητας. Στις 25 Νοεμβρίου 1968 ο Παναγούλης μεταφέρθηκε από την Αίγινα στις Στρατιωτικές Φυλακές του Μπογιατίου. Από εκεί δραπέτευσε στις 5 Ιουνίου 1969, αλλά συνελήφθη εκ νέου και οδηγήθηκε προσωρινά στο στρατόπεδο στο Γουδή για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Τον Αύγουστο του 1973, μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης, απελευθερώθηκε μετά από γενική αμνηστία που απένειμε το καθεστώς του Γ. Παπαδόπουλου. Αυτοεξορίστηκε στην Φλωρεντία της Ιταλίας, συνεχίζοντας κρυφά την αντίσταση στην Ελλάδα.
Στην μεταπολίτευση ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκλέχτηκε βουλευτής της Β΄ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ.) στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974. Επιδίωξε την απομόνωση των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Δικτατορίας και εξαπέλυσε σωρεία καταγγελιών. Παρέμεινε στη Βουλή των Ελλήνων ως ανεξάρτητος βουλευτής, επιμένοντας στις καταγγελίες του και ήλθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο. Για να αποσύρει τις καταγγελίες του, δέχθηκε πολιτικές πιέσεις, αλλά και απειλές για τη ζωή του, διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, και μηνύματα που του άφηναν άγνωστοι. Έχασε τη ζωή του την πρωτομαγιά του 1976 σε ηλικία 36 ετών σε τροχαίο ατύχημα στην λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το αυτοκίνητό του, που οδηγούσε ο ίδιος, έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία, λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Δικτατορίας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έγινε ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με την δικτατορία. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα μεθοδεύτηκε για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Δεν έχει παρουσιαστεί ωστόσο μέχρι σήμερα τεκμήριο για τις εικασίες αυτές.
Ο Αλ.Παναγούλης, ως παραλίγο «τυραννοκτόνος», προβλήθηκε ως σύμβολο της πολιτικής ελευθερίας, της αντίστασης κατά της τυραννίας, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ιταλίδα δημοσιογράφος και σύντροφός του Οριάνα Φαλάτσι έγραψε για τη δράση και τη ζωή του το έργο Un Uomo (Ένας Άντρας). Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ποιήματα του, που προωθήθηκαν παράλληλα κυρίως στην Ιταλία. Η ελληνική πολιτεία, έδωσε το όνομα του σε δημόσιους χώρους, μεταξύ των οποίων και ο «Σταθμός Άγιος Δημήτριος - Αλέξανδρος Παναγούλης» του μετρό της Αθήνας (2004). Ο ανδριάντας του ανεγέρθηκε το 2012 στην πλατεία Δικαιοσύνης της Αθήνας (πρώην Σανταρόζα), ενώ προτομή του βρίσκεται στην πλατεία Αλέξανδρου Παναγούλη, κοντά στην ομώνυμη στάση του Μετρό στον Άγιο Δημήτριο, στο σημείο όπου σκοτώθηκε το 1976. Προτομή του κοσμεί επίσης τον Σύβρο Λευκάδας, πατρίδα της μητέρας του.
α. Τα χρόνια των Πολέμων (1940-1949)
Μετά την κατάκτηση της χώρας από τη Γερμανία,· ένα από τα επακόλουθα ήταν η καταστροφή των παραγωγικών δομών και ο λιμός. Οι πόροι της Ελλάδας δέχονταν υπερεκμετάλλευση, ενώ μερικά δάση εξαφανίστηκαν από την υπερυλοτομία. Σημαντικά εγγειοβελτιωτικά έργα, όπως γέφυρες, καταστράφηκαν είτε από τους Γερμανούς ή από αντιστασιακές ενέργειες. Πριν από την Γερμανική εισβολή, ο Ελληνικός Χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδος είχε φυγαδευτεί με μουλάρια και καράβια τη νύχτα για το Κάιρο. Κατά την κατοχή η υποτίμηση της δραχμής ήταν καθημερινή και αισθητή ακόμα και στις πιο μικρές συναλλαγές. Οι έμποροι προσπαθούσαν να εξαργυρώσουν το χρήμα σε είδος πριν τη δύση του ήλιου, για να προλάβουν την υποτίμηση. Επιπλέον, οι Γερμανοί εφάρμοσαν στην Ελλάδα ένα σύστημα απόσπασης του κυκλοφορούντος πλούτου από την αγορά, το οποίο στηριζόταν στην εξαπάτηση. Στην Αθήνα ένας καφές κόστιζε 1.000.000 δραχμές. Μετά το τέλος της κατοχής μια λίρα Αγγλίας ισοδυναμούσε με 7.000.000.000 περίπου δραχμές. Με την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1944), πρώτο μέλημα της χώρας ήταν η ανασυγκρότηση της από την κατοχική καταστροφή, που είχε φθάσει 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος και το τρίτο οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, οι μεγαλύτερες στη Δυτική Ευρώπη, που έφθαναν στο 27,5% των συνολικών εξόδων. Το τεταμένο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα δημιούργησε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, εξαιτίας της ένοπλης σύρραξης και της συνακόλουθης έλλειψης εσωτερικής ασφάλειας. Η Ελλάδα εντάχθηκε στο σχέδιο Μάρσαλ, αλλά εξαιτίας του εμφυλίου τα κονδύλια δε μπορούσαν να αποφέρουν οικονομική ανάπτυξη, ενώ ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε για τις ένοπλες συρράξεις. Εκτός αυτού στην Ελλάδα δόθηκε μόνον μικρό μέρος από την οικονομική υποστήριξη που προέβλεπε αρχικά το σχέδιο. Ο εμφύλιος πόλεμος σημάδεψε τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και στην οικονομία. Οι αντίπαλες πλευρές υποστήριζαν δύο αντίθετα, από οικονομική άποψη, παγκόσμια κοινωνικοπολιτικά συστήματα, τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Η κοινωνική διάλυση που προκάλεσε ο εμφύλιος επηρέασε την Ελλάδα γενικά, αλλά και οικονομικά, αρκετές δεκαετίες μετά τη λήξη του. Επίσημα οι εμπόλεμες συρράξεις στην Αθήνα σταμάτησαν με τη Συμφωνία της Βάρκιζας το έτος 1944, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα ο πόλεμος διάρκεσε μέχρι το 1949.
β. Τα οικονομικά της μεταπολεμικής περιόδου (1950-1967)
Στη μεταπολεμική περίοδο ήταν απαραίτητο να υπάρξει αποκατάσταση των υλικών ζημιών, και στη συνέχεια οικονομική ανάπτυξη που θα μπορούσε να αποφέρει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Με τα προβλήματα, από το 1944 μέχρι το 1953, βρέθηκαν αντιμέτωπες συνολικά 18 κυβερνήσεις, που προέβησαν σε οκτώ υποτιμήσεις της δραχμής. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης ως υπουργός συντονισμού αποφάσισε την δραστικότερη υποτίμηση της δραχμής κατά 100%, με οικονομικά μέτρα που οδήγησαν στην παραγωγική ανάπτυξη. Μέχρι το 1955 η Ελλάδα είχε συνάψει τρία εξωτερικά δάνεια, συνολικά 145 εκ. δολάρια. Το 1952 εγκρίθηκε νέο σύνταγμα, αλλά διατηρήθηκαν κάποιοι κώδικες της περιόδου του εμφύλιου πολέμου, εμποδίζοντας σε ένα μέρος του πληθυσμού να συμμετέχει σε κάποιες οικονομικές δραστηριότητες. Το δημόσιο χρέος συναποτελέστηκε από το προπολεμικό και το μεταπολεμικό. Το προπολεμικό, μέχρι το 1962 ήταν υπερτριπλάσιο του μεταπολεμικού. Στο προπολεμικό δημόσιο χρέος το 90% καταλάμβανε ο προπολεμικός εξωτερικός δανεισμός. Την περίοδο 1962-1967 οι ελληνικές κυβερνήσεις διακανόνισαν το 97% του προπολεμικού εξωτερικού δημόσιου χρέους, το οποίο μαζί με τους τόκους ανερχόταν σε 6,41 δισεκατομμύρια δραχμές.
Τα βασικά υποστηρίγματα της Ελληνικής οικονομίας της μεταπολεμικής Ελλάδας ήταν τα λεγόμενα τέσσερα πόδια":
- Το ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Η ελληνική ναυτιλία ήταν πρώτη στον κόσμο. Οι Έλληνες ναυτικοί ξενιτεύονταν και έστελναν συνεχώς επιταγές στις οικογένειές τους.
- Το μεταναστευτικό συνάλλαγμα. Εκατομμύρια Έλληνες ξενιτεύτηκαν στη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, το Βέλγιο, και άλλες χώρες, στέλνοντας τις οικονομίες τους σε ισχυρά Μάρκα ή κάποτε επέστρεφαν και έκαναν κάποια επένδυση, συνήθως ένα σπίτι.
- Το σταδιακά αυξανόμενο τουριστικό συνάλλαγμα. Η Ελλάδα, μια χώρα πού την επισκέπτονταν παλιά κάποιο ρομαντικοί περιηγητές μόνο, άρχισε να αποκτά τουριστική υποδομή και οργανωμένες τουριστικές υπηρεσίες. Οι τουριστικές εγκαταστάσεις αρχικά ήταν κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες σταδιακά αποκρατικοποιήθηκαν.
- Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, όπως λάδι, ελιές, σταφίδα, φρούτα, και άλλα προϊόντα.
Χάρη στα «τέσσερα πόδια» (ναυτιλιακό, μεταναστευτικό, τουριστικό συνάλλαγμα και αγροτικά προϊόντα) και την ανεξέλεγκτη οικοδομική αντιπαροχή, ο Κ.Καραμανλής, που κυβέρνησε από το 1955 μέχρι το 1963, πέτυχε, με αμερικανικά δεκανίκια, αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη, το λεγόμενο «Θαύμα της οκταετίας Καραμανλή». Στα χρόνια 1955-1963 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στην Ευρώπη με επόμενη τη Δυτική Γερμανία. Έγιναν μεγάλα έργα στη γεωργία, τον τουρισμό και τη βιομηχανία, ενώ βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο. Το 1961 υπογράφτηκε συμφωνία μελλοντικής σύνδεσης με την ΕΟΚ. Μετά το 1955 η ελληνική κυβέρνηση σύναψε 28 εξωτερικά δάνεια, συνολικά 406,4 εκ. δολάρια. Ο μετακατοχικός δανεισμός προήλθε κατά 58,4% από τις ΗΠΑ, κατά 19% από τη Δυτ. Γερμανία και κατά 14,36% από την Αγγλία. Τα υπόλοιπα από διεθνείς οργανισμούς. Για την εξυπηρέτηση του μετακατοχικού εξωτερικού δανεισμού η Ελλάδα κατέβαλε το 128% της δανειακής προσόδου, που λογιστικά είχε πάρει. Σταδιακά, και ίσως χάρη στο Σχέδιο Μάρσαλ, η Ελλάδα κατάφερε να ορθοποδήσει οικονομικά τις επόμενες δύο δεκαετίες και να δώσει ανθρώπινο πρόσωπο διαβίωσης, τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα του λαού. Το ίδιο διάστημα, πάντως, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστευσαν στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ. Το πολιτικό τοπίο τελικά άρχισε να αποσταθεροποιείται από το 1965 και το 1967 το κοινοβουλευτικό καθεστώς ανατράπηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
β. Τα Οικονομικά της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974)
Οικονομικός εγκέφαλος της δικτατορίας ήταν ο Νικόλαος Μακαρέζος. Η στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών ακολούθησε εθνικιστική, αντικομμουνιστική, αλλά και σε πολλά σημεία δημαγωγική πολιτική με αθρόες κατασκευές τεχνικών έργων σε όλη την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα ήταν η μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών στις πόλεις με παράλληλη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και συνακόλουθα η αστυφιλία και η σταδιακή μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου. Παρατηρήθηκαν επίσης επιπλοκές με κατασπαταλήσεις κοινωνικών πόρων, που ονομάστηκαν θαλασσοδάνεια, πού σημαίνει ότι αρκετοί δανειοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αντί αυτής χρησιμοποιούσαν τα δάνεια για προσωπικό όφελος και ικανοποίηση. Πέραν αυτού η στρατιωτική δικτατορία, με σκοπό να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, πέραν των ανεξέλεγκτων δανείων που χορηγούσε, τα οποία δεν εισέπραττε, προχώρησε στην κατασκευή πάρα πολλών δημόσιων έργων και στην απόσβεση των αγροτικών και βιομηχανικών χρεών καταναλώνοντας αρκετά ποσά από το αποθεματικό της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας. Η περίοδος της δικτατορίας συμπίπτει με την στροφή της ελληνικής οικονομίας από τη γεωργική παραγωγή στη βιομηχανική. Παράλληλα, επί δικτατορίας, σημειώθηκε μεγάλη εισροή ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων, ιδίως αμερικανικών, επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ήταν η μόνη χώρα με αξιόλογα επενδύσιμα κεφάλαια, που αναγνώριζε ως νόμιμο το καθεστώς της Ελλάδας. Το 1970 σημειώθηκε αξιοσημείωτη οικονομική «δυσπραγία» που οφειλόταν από τη μία πλευρά στην παροδική πτώση του οικοδομικού οργασμού, αλλά κυρίως στο τέλος της μετανάστευσης που υπήρξε έντονη κατά τη δεκαετία του 1960. Η μετανάστευση ήταν μία λύση όχι μόνο για τους μετανάστες, αλλά και για τους απομένοντες στην πατρίδα, και επομένως ο περιορισμός της είχε συνέπεια ότι το εθνικό εισόδημα θα έπρεπε πλέον να μοιράζεται ολοένα και σε περισσότερους. Σημαντικό ιστορικό γεγονός της περιόδου αυτής ήταν η ενεργειακή (πετρελαϊκή) κρίση του 1973 λόγω του Αραβοϊσραηλινού πολέμου, που είχε ως αποτέλεσμα τον υπερδιπλασιασμό της τιμής των καυσίμων με επακόλουθο τη ραγδαία αύξηση όλων των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών. Στο μεταξύ η αστυφιλία είχε κορυφωθεί και ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν 1.500.000 κάτοικοι. Υπολογίζεται ότι το 50% της συνολικής μετακίνησης Ελλήνων στην Αθήνα έγινε μεταξύ των ετών 1950-1967 και το υπόλοιπο 50% επί της επταετούς δικτατορίας 1967-1974.
Η περίοδος της Δικτατορίας ήταν περίοδος αυξημένου εσωτερικού δανεισμού. Αντίθετα ο εξωτερικός δανεισμός σημείωσε μικρή αύξηση. Συνολικά ελήφθησαν 19 εξωτερικά δάνεια, μόλις στο 6,4% του νέου Δημόσιο Χρέους. Από αυτά 92,2% ήταν σε δολάρια, ενώ η αγγλική λίρα απουσίαζε. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκαν τα δάνεια σε συνάλλαγμα, δάνεια δηλαδή εργοληπτικών εταιρειών, τα οποία έπαιρναν από το εξωτερικό, υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στη συνέχεια τα παραχωρούσαν στο Ελληνικό Δημόσιο προς εκτέλεση δημόσιων έργων, με ανάδοχους τις ίδιες αυτές εταιρείες. Συνολικά συνομολογήθηκαν 59 τέτοια δάνεια. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν άμεσος δανειολήπτης, και έτσι ο δανεισμός δεν θεωρείται εξωτερικός. Στο νέο δημόσιο χρέος ο δανεισμός σε συνάλλαγμα αντιπροσώπευε το 23,6%. Αριθμητικά, το δημόσιο χρέος το έτος 1974 ανερχόταν σε ποσό που αντιστοιχούσε στο 21% του ΑΕΠ (έναντι 188% που ήταν το 2014).
Μεταπολεμική ποίηση ονομάζεται το ποιητικό έργο δημιουργών που έγραψαν μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής στην Ελλάδα μέχρι την Μεταπολίτευση. Η πρώτη περίοδός της (1940-1960) χαρακτηρίζεται από την παραγωγή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ενώ μετά το 1960 εμφανίστηκαν εκπρόσωποι της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Κοινό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου ήταν ότι όλοι οι ποιητές της βίωσαν τα αλλεπάλληλα πολεμικά γεγονότα και την κατοχή σε εφηβική ή παιδική ηλικία, γεγονός που είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχοσύνθεσή τους, που διέπεται από γενικότερη ταραχή και επιφυλακτικότητα, και στην θεματολογία τους που είναι πικρόχολη και ανατρεπτική. Ως συνέπεια η εκφραστική τάση τους ρέπει προς μία τεχνοτροπία νεορεαλιστική, στην οποία αποτυπώνεται η τραχιά όψη μιας ζωής δύσκολης και δύσβατης, με ταυτόχρονη προτίμηση προς την παρατήρηση των επιφαινομένων, των διαφαινομένων και των υποφαινομένων της καθημερινότητας, που είναι η κύρια πηγή της έμπνευσής τους.
Στην πρώτη νεορεαλιστική γενιά, ποιητές γεννημένοι μεταξύ 1918 και 1928, κάποιοι από αυτούς φοιτητές κατά την περίοδο της Κατοχής, δημοσίευαν τα ποιήματά τους σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως τα Νέα Γράμματα, η Επιθεώρηση Τέχνης, τα Ελεύθερα Γράμματα και ο Κοχλίας, αλλά και η Νέα Εστία, τα Πειραϊκά Γράμματα, τα Καλλιτεχνικά Νέα και ο Αιώνας μας, με θέματα προερχόμενα από τα πρόσφατα γεγονότα της Κατοχής, της αντίστασης, της εξορίας, μοιράζοντας ταυτόχρονα έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης. Χαρακτηριστικοί δημιουργοί της γενιάς που έγραψε «κοινωνιστική ποίηση», επηρεασμένοι από τους σοσιαλιστές ποιητές της προηγούμενης περιόδου και ιδιαίτερα τους Γ.Ρίτσο και Ν.Βρεττάκο, ήταν οι Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Άρης Αλεξάνδρου, Γιάννης Δάλλας, Βικτωρία Θεοδώρου και Μιχάλης Κατσαρός. Ποιητές που κυρίως έγραψαν «υποστασιακή ποίηση», στην κατεύθυνση που χάραξε κυρίως ο Γ.Σεφέρης και δευτερευόντως ο Ο.Ελύτης, ήταν οι Νίκος Καρούζος, Τάκης Σινόπουλος, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Κρίτων Αθανασούλης, Θ.Δ.Φραγκόπουλος, Γιώργης Παυλόπουλος, Επαμεινώνδας Γονατάς και Όλγα Βότση. Τέλος «υπερρεαλιστική ποίηση», βασισμένη στις διδαχές του Α.Εμπειρίκου, του Ν.Γκάτσου και του Ο.Ελύτη, έγραψαν οι Μίλτος Σαχτούρης, Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, Έκτωρ Κακναβάτος, Νάνος Βαλαωρίτης, Μάτση Ανδρέου-Χατζηλαζάρου και Ελένη Βακαλό.
Εκπρόσωποι της δεύτερης νεορεαλιστικής γενιάς, γεννημένοι μεταξύ 1929 και 1940, έχοντας ζήσει τραυματικές στιγμές με τον Αλβανικό πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση αλλά και τον Εμφύλιο, εμφανίζονται απογοητευμένοι και εσωστρεφείς, εκφράζουν φόβο, πίκρα και ασχολούνται με τον έρωτα, το θάνατο και την ανθρώπινη κοινωνία, παραμένοντας μέσα στο γενικό πλαίσιο της κοινωνιστικής, υποστασιακής και υπερρεαλιστικής κατεύθυνσης, που χαρακτήριζαν την προηγούμενη γενιά. Ανάμεσα στους εκπροσώπους της είναι οι: Κική Δημουλά, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Βύρων Λεοντάρης, Ζέφη Δαράκη, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος Μάρκογλου, Ανέστης Ευαγγέλου, Τάσος Κόρφης, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Μάνος Ελευθερίου, Σπύρος Τσακνιάς, Αμαλία Τσακνιά, Νανά Ησαΐα, Νίκος Φωκάς, Κώστας Στεργιόπουλος, Γιάννης Νεγρεπόντης, Θωμάς Γκόρπας, Λουκάς Κούσουλας, Μάριος Μαρκίδης, Τάσος Δενέγρης, Βασίλης Καραβίτης, Γιώργης Μανουσάκης, Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Οι ποιητές αυτοί συνέχισαν ό,τι είχαν κατακτήσει οι προηγούμενοι και πλούτισαν την ποίηση με τα δικά τους στοιχεία, διαμόρφωσαν τη δική τους ποιητική και τελικά συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σύγχρονου ποιητικού λόγου.
α. Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988)
Ο Τάσος Λειβαδίτης (Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988) με τα μακρόπνοα και μακρόσυρτα ποιήματά του, κατάφορτα από τα βαριά υλικά μιας κατεδαφισμένης πολιτείας, αναδίνοντας λεβεντιά και ανθρωπιά, είναι ο ουσιαστικότερος και πιστότερος κληρονόμος της παράδοσης που δημιούργησε ο Γ.Ρίτσος. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951, στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη και από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, την περίοδο 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Στο διάστημα της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών για βιοποριστικούς λόγους μετέφραζε ή διασκεύαζε λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανεψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988 από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980) με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Κώστα Λειβαδά. Μαζί με τον Κώστα Κοτζιά έγραψε επίσης τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
β. Τίτος Πατρίκιος (1928- )
Ο Τίτος Πατρίκιος (Βαπτιστής-Τίτος Πατρίκιος, Αθήνα, 21 Μαΐου 1928) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος των ηθοποιών Σπύρου Πατρικίου και Λέλας Σταματοπούλου. Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο το 1946 και στη συνέχεια από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε για κάποιο διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση με την ΕΠΟΝ και στη συνέχεια με τον ΕΛΑΣ. Εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και στον Αϊ-Στράτη (1952-1953). Σπούδασε Κοινωνιολογία στην École Pratique des Hautes Études στο Παρίσι (1959-1964), όπου αργότερα πήρε μέρος στις εκδηλώσεις εναντίον της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Εργάστηκε στην έδρα της UNESCO στο Παρίσι και στη Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) στη Ρώμη. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής καθώς και στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Το 1994 τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του και το 2008 βραβεύτηκε για τον ίδιο λόγο από την Ακαδημία Αθηνών (μαζί με τον Μένη Κουμανταρέα). «Ποτέ δεν είναι οι μέρες ποιητικές και ακριβώς γι' αυτό χρειάζεται η ποίηση. Και όσο λιγότερο ποιητικές είναι τόσο πιο κόντρα πρέπει να πηγαίνεις», δήλωσε κατά τη βράβευση ο Τίτος Πατρίκιος, επισημαίνοντας ότι «η έμπνευση παίζει κάποιο ρόλο, με την έννοια ότι κάποια στιγμή κάτι σου φωτίζεται πιο καθαρά απ' ό,τι το συνηθισμένο. Σαν να πέφτει στα πράγματα μία λάμψη, αλλά αυτή η λάμψη πάει χαμένη, όταν δεν κάθεσαι να την δουλέψεις. Για να είσαι καλός ποιητής, πρέπει να έχεις και μία ακατάπαυστη ροπή προς την επιπολαιότητα».
γ. Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951. Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές, δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του. Η υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη αισθητοποιείται από την επίγνωση της μη ύπαρξης, που τον απασχολεί άμεσα «μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του», «γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας», προειδοποιώντας για τον ελλοχεύοντα κίνδυνο, πάλι με ποίηση η οποία δεν είναι ποτέ «επίδειξη» αλλά «απόδειξη».
δ. Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)
Ο Άρης Αλεξάνδρου (πραγματικό όνομα: Αριστοτέλης Βασιλειάδης, Λένινγκραντ, 24 Νοεμβρίου 1922 - Παρίσι, 2 Ιουλίου 1978) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα. Ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο Λύκειο. Γράφτηκε στην ΑΣΟΕΕ, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη το 1943. Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Το 1941, η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο και σε άλλες φυλακές πολιτικών κρατουμένων. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι, όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978. Η πρώτη ποιητική συλλογή του (Ακόμη τούτη η άνοιξη) εκδόθηκε το 1946. Ακολούθησε η Άγονος Γραμμή (1952) και η Ευθύτης Οδών (1959). Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον Ελληνικό Εμφύλιο, ενώ ταυτόχρονα διακατέχεται από έντονη ειρωνεία, που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, για όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα. Ο Άρης Αλεξάνδρου είναι ιδιαίτερα γνωστός για το μυθιστόρημα Το κιβώτιο (1975), όπου φαίνεται η απομάκρυνση του από τον κομματικό δογματισμό και η επιθυμία του για διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ε. Γιάννης Δάλλας (1924- )
Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα Πρέβεζας και είναι ποιητής, νεοελληνιστής, πανεπιστημιακός και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. Διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το 1987 βραβεύτηκε με το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου για το έργο «Ο ελληνισμός και η θεολογία του Καβάφη». Το 1999 βραβεύτηκε με το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου του. Εξέδωσε σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων για πολλά πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθώς και μεταφράσεις αρχαίων ποιητών. Ενώ το ποιητικό του έργο φαίνεται να συγγενεύει με τον Μίλτο Σαχτούρη και τον Τάκη Σινόπουλο, διατηρεί τον αυτοδύναμο χαρακτήρα του, στο στοιχείο της φυσιολατρίας και του παράλογου, αλλά και σε θέματα κοινωνικά, όπου το κακό είναι παντοδύναμο και φρικιαστικό, με ύφος λιτό, ευθύ, με αποχρώσεις που κάποτε φτάνουν στην ειρωνεία. Ο λόγος του είναι "οραματικός, ενίοτε κρυπτικός και υπαινικτικός, και ρέπει προς τη δημιουργία μιας προσωπικής οντολογίας, επιγραμματικά ποιητικής, όπου το πρόσωπο του αφηγητή δείχνει τις ρυτίδες του και τις ραφές του, στη συνολική περιπέτεια της ζωής, και προβάλλει ακέραιο, αποσπώντας την εποχή από τη μυθολογία της και φέρνοντας την σε ανθρώπινα μέτρα.
στ. Βικτωρία Θεοδώρου (1926- )
Η Βικτωρία Θεοδώρου γεννήθηκε στα Χανιά το 1926 και αποφοίτησε από το τμήμα κλασσικής φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1942 οργανώθηκε στην τοπική οργάνωση της ΕΠΟΝ στα Χανιά ως μαθήτρια γυμνασίου, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και συνέχισε τη δράση της στην Αθήνα ως φοιτήτρια, με αποτέλεσμα να εξοριστεί στις αρχές του 1948 διαδοχικά στη Χίο, το Τρίκερι και την Μακρόνησο. Τον Δεκέμβρη του 1952 αφέθηκε ελεύθερη ως «αδειούχος εξόριστη» μετά από ενέργειες του συμπατριώτη της Χαρίδημου Σπανουδάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα (1955), και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, τις οποίες είχε αναγκαστικά διακόψει. Το 1956 απέκτησε τις δίδυμες κόρες της Ειρήνη και Μαρία. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1957 με ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Έκτοτε δημοσίευσε 12 ποιητικές συλλογές και 4 πεζά. Χαρακτηριστική εκπρόσωπος της κοινωνιστικής ποίησης της γενιάς της, προέκτεινε τον λόγο της πέρα από τον απόηχο της "ήττας" των οραμάτων της εποχής της, ατενίζοντας λυρικά τον αγωνιζόμενο άνθρωπο, μέσα από το δέος του και τη μοναξιά του απέναντι στο χρόνο και το σύμπαν.
ζ. Μιχάλης Κατσαρός (1921-1998)
Ο Μιχάλης Κατσαρός (1921 – 1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία και από νεαρή ηλικία, συμμετείχε σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής εντάχθηκε στους κόλπους της Εθνικής Αντίστασης. Από το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τα χρόνια που έζησε εκεί δεν ήταν εύκολα: Καταπιάστηκε με διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Ανέπτυξε συνεργασίες με τα περιοδικά Νέος Νουμάς, Θεμέλιο, Ποιητική Τέχνη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθηναϊκά Γράμματα και Στόχος. Εν συνεχεία εξέδωσε το Σύστημα, ένα περιοδικό όπου δημοσίευε, καταρχήν, δικά του κείμενα. Πήρε μέρος στο Αλβανικό έπος, ως αεροπόρος. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδωσε μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Βασανίστηκε όταν τον συνελήφθη από την Γκεστάπο. Ήταν, επίσης, παρών και στον Δεκέμβρη του 1944. Το 1945 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Το Μπαρμπερίνικο καράβι» στα Ελεύθερα Γράμματα. Το 1949, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μεσολόγγι. Ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική υπογράφοντας τους πίνακές του με το όνομα Michel. Ως ποιητής συνδύασε την σοσιαλιστική και αντιστασιακή θεματολογία του με έναν ιδιωματικό λόγο, μέσα σε ένα ιδιότυπο κλίμα καβαφικού ιστορισμού και αντιθρησκευόμενης θρησκευτικότητας που αντιστρατεύεται το κατεστημένο
η. Θανάσης Κωσταβάρας (1927-2007)
Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007) γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου. Πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και τραυματίστηκε το 1944. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1946 και το 1952-1954. Διέκοψε για κάποιο διάστημα τις σπουδές του επειδή εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εργάστηκε ως οδοντίατρος. Το 1953 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Πρελούντια», την οποία όμως αποκήρυξε αργότερα. Συνεργάστηκε με γνωστά περιοδικά. Τιμήθηκε το 1983 με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου, το 1987 με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», αλλά το αποποιήθηκε. Σύζυγός του ήταν η δοκιμιογράφος Αγγελική Κωσταβάρα με την οποία απέκτησαν ένα γιο. Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2007 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου. Έδωσε έργο αναζήτησης ρηγμάτων για διέξοδο, που αναβιώνει τραύματα της μετααντιστασιακής γενιάς, επισημαίνοντας, ως «ποίηση της ήττας», την έκπτωση της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και όχι την συνθηκολόγηση. «Η πορεία της ποίησης του Κωσταβάρα μέσα από την ιστορική απόγνωση, είναι μαθητεία αξιοπρέπειας (...) Ο Κωσταβάρας είναι ταπεινός, συχνά ταπεινωμένος, αλλά συγκλονιστικά αξιοπρεπής». Σε όλο του το έργο υπάρχει το συναίσθημα του φόβου: «Με τον φόβο πάντα πορεύθηκα, με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο».
θ. Δημήτρης Χριστοδούλου (1924-1991)
Ο Δημήτρης Χριστοδούλου (1924-1991) εργάστηκε ως υπάλληλος στη ΔΕΗ. Με την δυναμική, ισχυρή, τραχιά και ωμή έμπνευσή του επιτυγχάνει να δημιουργήσει εστίες αντιστάσεως, σε μία μάχη με τα πάντα επί «ευρέος μετώπου» και με ένα πληθωρικό λόγο με σαφή διατύπωση, που κάνει παραχωρήσεις στον υπαινιγμό, χωρίς να γίνεται γρίφος. Ποιήματα και στίχοι του τραγουδήθηκαν πολύ, μελοποιημένα από γνωστούς μουσουργούς, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Γιώργος Ζαμπέτας, Μίμης Πλέσσας, Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Γκούμας, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Λίνος Κόκοτος και Τάσος Γκρους.
ι. Θωμάς Μάρας (1925- )
Ο Θωμάς Μάρας (1925- ) εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης. Αριστερός διαφωτιστής, διανοούμενος, ποιητής, συγγραφέας. εξέδωσε τα παρακάτω βιβλία: Αφιέρωση στο μέλλον (διηγήματα) 1963, Απαντήσεις (ποιήματα 1965 1966) 1966, Τα Παράδοξα (διηγήματα) 1972, Μεταπτώσεις (ποιήματα) 1973, Σταγόνες από κόκκινο μολύβι (ποιήματα) 1974, Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς-Ν. Λένιν (Ανθολογία απ' τα έργα τους) 1974, Ονόματα και Διευθύνσεις (ποιήματα) 1975 Ο Μοναδικός (διηγήματα) 1976, Ελ. Βενιζέλος, Γιατί έκανε τις εκλογές το Νοέμβρη του 1920, (ιστορική μελέτη) 1976 Οι Αντιφάσεις της Καινής Διαθήκης (μελέτη), 1979, όπου προσπαθεί να επισημάνει όλες τις αντιφάσεις των ευαγγελικών κειμένων (το βιβλίο πρωτοδημοσιεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ο συγγραφέας του καταδικάστηκε το 1980 σε 10μηνη φυλάκιση για "προσβολή της θρησκείας"). Παράλληλα και Παράταιρα (διηγήματα) 1980. Ως ποιητής ο Θ.Μάρας έδωσε μία ρεαλιστική πολεμική πολιτική ποίηση, μαχητικά αφοσιωμένη στον ταξικό αγώνα της εργατικής τάξης και στα προβλήματα της.
ια. Δημήτρης Δούκαρης (1925-1982)
Ο Δημήτρης Δούκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925. Η καταγωγή του ήταν από τη Μικρασία. Σπούδασε νομικά (1942-1947) στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως νέος συμμετέσχε στην Εθνική Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ το διάστημα 1942-1944. Συμμετείχε στον κύκλο Καζαντζάκη της Τέας Ανεμογιάννη, όπου ήρθε σ' επαφή με τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τη Μιμίκα Κρανάκη, τον Κώστα Αξελό. Υπέστη πολλές διώξεις λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Εξορίστηκε στην Ικαρία το 1947, εκτοπίστηκε στη Μακρόνησο την περίοδο 1947-1950 (Β΄ ΕΤΟ) και στο στρατόπεδο Σπάτων τον Ιούλιο του 1955. Η εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία τον έκανε να αναθεωρήσει τις απόψεις του και να απομακρυνθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Κατά την περίοδο 1958-1970 έζησε στο εξωτερικό, κυρίως στην Αφρική. Διετέλεσε συνεργάτης των περιοδικών «Νέα Σύνορα», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Καινούρια Εποχή». Υπήρξε επίσης συνεργάτης της εφημερίδας «Η Αυγή» την περίοδο Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 1974. Το διάστημα 1976-1982 διεύθυνε το περιοδικό «Τομές». Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή «Προσευχές» το 1950. Πέθανε στις 5 Απριλίου 1982. Ο Δούκαρης ήταν ποιητής συγκρατημένος, άμεσος, εγκεφαλικός, σχεδόν στεγνός, μετά από μια βίαιη επεξεργασία συγκινήσεων και ανησυχιών, στοχασμών, αμφιταλαντεύσεων, που προσδίνουν στο έργο του μιαν ανώτερη πνευματικότητα. Κινήθηκε στα όρια της ψυχολογικής ποίησης, που εξερευνά και αποδίνει εμπειρίες με αμεσότητα και λιτότητα έκφρασης, κυμαινόμενης μεταξύ ποίησης και πρόζας. Κύρια θέματά του είναι η σιωπή, η μουσική, ο έρωτας, η φιλία, η φθορά, η μόνωση, η επανάσταση, ο θάνατος. Στίχους του μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός.
ιβ. Στέλιος Γεράνης (1920-1993)
Ο Στέλιος Γεράνης (πραγματικό όνομα Στέλιος Παναγιωτόπουλος) γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα καταγόμενος από τη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας. Παρακολούθησε μαθήματα στην Πάντειο το διάστημα 1938-1940. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστή, ως δημοσιογράφος και κατόπιν ως εκτελωνιστής. Το 1935 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου κατά καιρούς ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο παρουσιάστηκε στο περιοδικό «Οδυσσέας» του Πύργου (1944). Η λογοτεχνική του δραστηριότητα ήταν πολυσχιδής περιλαμβάνοντας συνεργασίες με πολλά γνωστά περιοδικά. Συνέταξε περί τα 50 λήμματα-μελετήματα σχετικά με προσωπικότητες της ελληνικής λογοτεχνίας στη δωδεκάτομη «Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Χάρη Πάτση. Το 1975 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο «Τα μικρά μου θαύματα», ενώ το 1992 το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη. Τα ποιητικά του άπαντα κυκλοφόρησαν το 1998. Υπήρξε πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά. Πέθανε το 1993 στον Πειραιά. Ως ποιητής με ύφος λυρικό και περιγραφικό, έχει πολλά κοινά σημεία με τον ουμανιστικό λυρισμό του Νικηφόρου Βρεττάκου, με σταθερότητα στα πολιτικά του ιδεώδη, χωρίς να καθιστά δική του ενοχή την ιδεολογική κρίση της Αριστεράς μετά την ήττα στον Εμφύλιο. Στα προβλήματα της εποχής προτείνει λύσεις που έχουν αφετηρία τη βεβαιότητα για την αλήθεια του σοσιαλιστικού οράματος και την ταύτιση του ατομικού με το συλλογικό. Μετά από πολλές μεταπτώσεις και άνεμους στο τέλμα. ανακάλυψε πορείες προς το φως, ξεφεύγοντας, μέσα από μεσοτοιχίες τρελών, από τον ετοιμοθάνατο καιρό και τον χορό των χρωμάτων διατηρώντας μία μνήμη βομβαρδισμού , με ένα ψαλμό αιμόφυρτο, μέχρι τα μικρά του θαύματα, όπου ξαναβρίσκει την ποίηση χωρίς αυθαιρεσίες και παραμορφώσεις.
ιγ. Γιώργης Σαραντής (1920-1978)
Ο Γιώργης Σαραντής (1920, Αθήνα - 20 Φεβρουαρίου 1978, Αθήνα) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο διάστημα 1938 ως το 1945 χωρίς να αποφοιτήσει. Εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών την περίοδο 1941-1948. Επίσης, εργάστηκε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ως οικονομικός σύμβουλος. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1939 με την ποιητική συλλογή «Διάχυτες αισθήσεις». Συνεργάστηκε, γράφοντας κυρίως βιβλιοκριτικές, με γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά και με την εφημερίδα «Η Αυγή». Μετέφρασε Έλιοτ, Μαγιακόφσκι. Πέθανε από καρδιά στις 20 Φεβρουαρίου 1978 στην Αθήνα. Μέχρι το 1960 ο ποιητικός του λόγος ήταν επικός, οδηγημένος από τις μνήμες της Κατοχής, παραπέμποντας σε θεατρική αφήγηση, καθώς εναλλάσσει διαλόγους με μονολόγους. Μετά το 1960 εισχώρησε στην έμπνευσή του η αμφιβολία και η αποστασιοποίηση από τις ιδεολογικές βεβαιότητες του παρελθόντος. Ήταν ποιητής που μπορούσε να τραγουδήσει έναν αγώνα χωρίς να ξεπέσει σε ρητορική, και χωρίς να προδίδει την πίκρα και την ερήμωση στην καρδιά. Τα αισθήματα που κινούν την ποίηση του έχουν καθολικότητα, θυμίζουν σε όλους τα «οικεία κακά» της ζωής στα δίσεχτα χρόνια. Οι στίχοι του έχουν μίαν αβίαστη γοργότητα ρεαλιστικής πινελιάς πάνω σ' ένα συνθετικό πίνακα σκοτεινόχρωμο, που στο βάθος του πάει να λάμψει μια χαραυγή.
ιδ. Χρήστος Κουλούρης (1924-2006)
Ο Χρήστος Κουλούρης (Λαμία 1924 - Αθήνα 2006) γεννήθηκε στην Λαμία αλλά πέρασε τα νεανικά του χρόνια στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του ήταν γυμνασιάρχης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας, έγινε εκπαιδευτικός. Το 1943 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Πρωινό ξεκίνημα. Ως το 2005 κυκλοφόρησαν δεκαπέντε βιβλία του με ποιήματα, δεκαεφτά με πεζογραφήματα και εννέα με κριτικά δοκίμια και μελέτες. Το 1971 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο διηγήματος. Επί 45 χρόνια, από το 1961, ήταν εκδότης του περιοδικού «Νέα Σκέψη». Η ποίησή του, μέσα στη ζοφερότητα των επίγειων, προσπαθεί, με μελαγχολία και τόλμη, να διατηρήσει μια αισιόδοξη νότα, που ακούγεται πέρα ως πέρα και είναι βαθιά ανθρώπινη, τραγουδώντας την άνοιξη σε μυστική γραφή. Το στέρεο αφηγηματικό στοιχείο και η παρουσία του ανθρώπου σε κρίσιμες και απλές ώρες με την ουσιαστικότητα και δραματικότητα του καιρού και του χώρου, σφραγίζουν τα πεζογραφικά του κείμενα.
ιε. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος (1925-2013)
Ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος (1925 - 26 Απριλίου 2013) γεννήθηκε το 1925 στην Άμφισσα. Ανέπτυξε κατά την Κατοχή αντιστασιακή δράση και την περίοδο από την άνοιξη έως τον Δεκέμβριο του 1944 ανήκε στην ΕΠΟΝ της Β΄ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Μετά τον πόλεμο ήρθε στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος και μεταφραστής. Έκανε την εμφάνισή του στο χώρο της λογοτεχνίας το 1954 με την ποιητική συλλογή «Σχήμα κραυγής». Συνεργάστηκε με γνωστά περιοδικά. Πρωτοπόρος του κινήματος απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων στη χώρα μας, ανήκε στο Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ), και είχε την ευθύνη της έκδοσης του περιοδικού «Αμφί» κατά την περίοδο 1979 έως 1984. Πέθανε στην Αθήνα την 26η Απριλίου 2013. Η ποίησή του είναι απαξιωτική, όσον αφορά στις κοινώς παραδεδεγμένες αξίες, και εκφράζει ανοιχτά τον αποκλίνοντα ερωτισμό του. Με σχήματα κραυγής και μηδενικά σημεία επιχειρεί μια αναδρομή στη μυθολογία των πηγαδιών και των πηγών, αναζητώντας την απελευθέρωση από την διαρκή πολιορκία της ζωής. Στα πεζά του χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο.
α. Νίκος Καρούζος (1926-1990)
Ο Νίκος Καρούζος (17 Ιουλίου 1926- 28 Σεπτεμβρίου 1990)
γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ιερέας και δάσκαλος και συνέβαλαν σημαντικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του στα πρώτα παιδικά του χρόνια. Το 1944 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές στην γενέτειρά του και την ίδια περίοδο εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν. Ναυπλίου στο τμήμα διαφώτισης. Το 1945 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία για πέντε μήνες. Το 1951 υπηρέτησε τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίστηκε πάλι στη Μακρόνησο. Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία για λόγους υγείας, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Το 1955 νυμφεύτηκε την ποιήτρια Μαρία Δαράκη, με την οποία χώρισε μετά από μερικούς μήνες. Εγκατέλειψε τις σπουδές στη Νομική και την προοπτική να γίνει δικηγόρος. Άρχισε να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύοντας ποιήματα και άλλα πεζά κείμενα, όπως τα Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Ευθύνη, Σύνορο, Διαγώνιος. Το 1961 βραβεύτηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄ Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα. Το 1962 νυμφεύτηκε την Μαίρη Μεϊμαράκη, με την οποία χώρισε το 1980. Τον Μάιο του 1967 συνελήφθη για δηλώσεις που έκανε εναντίον του Στ.Παττακού. Στο διάστημα 1983-1984 και το 1986 εργαζόταν στο Γ' Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Α κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βραβεύτηκε με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Αντιμετωπίζοντας διάφορα προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, διάγνωση καρκίνου), νοσηλεύτηκε σε διάφορες κλινικές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 στο Νοσοκομείο Υγεία. Το 1949 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τίτλο Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο αιώνας μας, ενώ το 1953 την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού. Ω ποιητής αξιοποίησε περισσότερο από κάθε άλλο την παράδοση που δημιούργησε ο Γ.Σεφέρης, του οποίου είναι ο συνεπέστερος διάδοχος. Χρησμωδός της ζωής και της φύσης με θρησκευτική ιεροπρέπεια βυζαντινής προδιάθεσης, έδωσε μία ποίηση φιλοσοφική, θεοληπτική, μυστική, με εναγώνια μεταφυσική διάσταση και «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν».
β. Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
Ο Τάκης Σινόπουλος (17 Μαρτίου 1917-25 Απριλίου 1981) γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας-Βενέτας Αργυροπούλου. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφοίτησε το 1944. Το 1934 δημοσίευσε το ποίημα «Προδοσία» και το διήγημα «Η εκδίκηση ενός ταπεινού» στην Πυργιώτικη εφημερίδα «Νέα Ημέρα» με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού στο Λουτράκι, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής δημοσίευσε μεταφράσεις Γάλλων ποιητών, καθώς και μερικά δοκίμια για την ποίηση. Το 1942 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Ιταλούς ως αντιστασιακός, ενώ την περίοδο του εμφυλίου ήταν γιατρός σε τάγμα πεζικού. Με το τέλος του εμφυλίου άρχισε να εργάζεται ως γιατρός παθολόγος στην Αθήνα. Το 1951 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μεταίχμιο». Ανήκε στην εκδοτική ομάδα των «Δεκαοχτώ Κειμένων», των «Νέων Κειμένων» 1-2, της «Κατάθεσης '73» και του περιοδικού «Η Συνέχεια». Συνεργάστηκε επίσης με πολλά περιοδικά («Νέα Εστία», «Φιλολογικά Χρονικά», «Οδυσσέας» (Πύργου), «Κοχλίας», «Πειραϊκά Γράμματα», «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», «Καινούρια Εποχή», «Ζυγός», «Εποχές», «Τραμ», «Ο Ταχυδρόμος». Ως ποιητής επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Σεφέρη και Έζρα Πάουντ, δίνοντας μία ποίηση λυρική, επιγραμματική, που κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία και απαισιοδοξία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του παρατηρήθηκε μια μεταστροφή στη χρήση του γλωσσικού υλικού προς έναν αντιποιητικό, επιθετικό και συχνά ειρωνικό λόγο. Το 1962 τιμήθηκε με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου». Απεβίωσε στον Πύργο στις 25 Απριλίου 1981. Ήταν νυμφευμένος με την Μαρία Ντότα, η οποία το 1995 δώρισε το σπίτι που έμενε στον δήμο Νέας Ιωνίας με σκοπό την στέγαση του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος». Προτομή του ποιητή υπάρχει στην πλατεία, έξω από το σπίτι του, στην οδό Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό.
γ. Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916-2011)
Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916 - 1 Φεβρουαρίου 2011) γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμενε από τότε. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1940 διορίστηκε δικηγόρος, έμεινε όμως αφιερωμένος αποκλειστικά στην ποίηση. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1936 από το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες, ενώ οι περισσότερο συγκροτημένες εμφανίσεις του έγιναν μια δεκαετία αργότερα με την έκδοση του περιοδικού Κοχλίας. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, «Φύλλα ύπνου». Έγραψε επίσης κριτικά δοκίμια για το έργο του Γιώργου Σαραντάρη και του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μετέφρασε πολλούς Γάλλους, Ισπανούς και Νοτιοαμερικανούς ποιητές. Ήταν από τους πιο πολυμεταφρασμένους και πολυβραβευμένους Έλληνες ποιητές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έλαβε μέρος σε συνέδρια και διεθνείς συναντήσεις ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, επίσημα προσκεκλημένος, όπου διάβασε ποιήματά του και έδωσε διαλέξεις σε μεγάλα Πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Πρίνστον, Γέηλ, Μπάφαλο, Καλιφόρνιας κ.α.). Ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου 2011. Ως ποιητής, εικονοπλάστης, στυλίστας, ακριβολόγος και λεπτολόγος, με γαλατική ευγένεια, είχε μία τάση προς τον βαθύ και καθαρό λυρισμό, παρουσιάζοντας στενή συγγένεια με τον Οδυσσέα Ελύτη.
δ. Γιώργος Γεραλής (1917-1996)
Ο Γιώργος Γεραλής (23 Απριλίου 1917 - 29 Νοεμβρίου 1996) γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1944 νυμφεύτηκε τη Θέα Ανδρεοπούλου. Κόρη του είναι η ηθοποιός Άννα Γεραλή. Είχε συμβολή στη σύνταξη του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης του Δ. Δημητράκου, της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας του «Πυρσού» και του Ελληνικού Λεξικού των Τεγόπουλου - Φυτράκη (1988). Διετέλεσε τμηματάρχης των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους (όπου είχε διοριστεί το 1942) μέχρι το 1965. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φιλολογική επιμέλεια εκδόσεων. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Κύκνοι στο λυκόφως" (1939), "Λυρικά τοπία" (1950), "Αίθουσα αναμονής" (Κρατικό Βραβείο 1957), "Τα μάτια της Κίρκης" (1961), "Κλειστός κήπος" (1966), "Η ελληνική νύχτα" (1974), καθώς και την "Ελληνική Μυθολογία" (που αποτελεί μια εξαίρετη ποιητική ανάπλαση των αρχαίων μύθων – 1959). Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν τα "Νέα ποιήματα" (1984). Επίσης έχει γράψει "Ορθογραφικό λεξικό της Δημοτικής γλώσσας" (1964). Τιμήθηκε με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958 για τη συλλογή «Αίθουσα αναμονής», το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1975 για τη συλλογή «Η ελληνική νύχτα», το Βραβείο της «Ομάδας των Δώδεκα» (έπαθλο ιδρύματος Χατζηπατέρα) το 1962 για την ποιητική συλλογή «Τα μάτια της Κίρκης», το 1986 το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του. Μιλούσε γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 1996 στην Αθήνα σε ηλικία 79 ετών. Ως ποιητής ο Γ.Γεραλής, με μία ομιχλώδη αοριστία συμβολισμού τύπου Milosz, ξεκίνησε στο κλίμα της αθηναϊκής νεοσυμβολιστικής σχολής (Ν. Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου), στο οποίο έμεινε πιστός σε όλα τα ποιήματά του. Μετά το 1960, χωρίς να εγκαταλείψει, θεματογραφικά, τα συμβολιστικά χαρακτηριστικά του και τα διδάγματα της παραδοσιακής ποίησης, άρχισε να απομακρύνεται από την ποιητική «καθαρότητα», αφήνοντας το βίωμα να εισβάλλει στη δημιουργία του. Με τα Είδωλα (1964) και τον Κλειστό κήπο (1966) οι δεσμοί με το συμβολιστικό παρελθόν χαλάρωσαν, η γλώσσα και η τεχνική του ανανεώθηκαν, και ο χαμηλός τόνος του περιέλαβε στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, που «πλάτυναν τον λυρισμό του»
ε. Κρίτων Αθανασούλης (1916-1979)
Ο Κρίτων Αθανασούλης (1916-1979) γεννήθηκε στην Τρίπολη και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών χωρίς να πάρει πτυχίο. Εργάστηκε ως υπάλληλος στο συμβολαιογραφείο του ποιητή Ρήγα Γκόλφη. Κατόπιν, και μέχρι το θάνατό του, διετέλεσε διευθυντής του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών. Κατά την περίοδο 1956-1958 ήταν μεταξύ των εκδοτών του περιοδικού «Η Εφημερίδα των Ποιητών», στο οποίο δημοσίευε βιβλιοκριτικές. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, καθώς και μέλος της Επιτροπής Απονομής του βραβείου Γρυπάρη από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1976. Τιμήθηκε με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1969 για τη συλλογή «Το μικρό μου σύμπαν». Πέθανε την 24η Οκτωβρίου 1979 από συγκοπή καρδιάς. Ως ποιητής προσπάθησε να συμβιβάσει τις ποιητικές τάσεις του Γ.Ρίτσου (ιδιαίτερα με την σχοινοτενή ανάπτυξη του λόγου του) και του Γ.Σεφέρη. Αρχικά το έργο του είχε κοινωνική διάσταση, αλλά μετά τον πόλεμο πήρε περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα, αντιμετωπίζοντας πάντοτε τον άνθρωπο ως εξαρτώμενο από τα ιστορικά γεγονότα.
στ. Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος (1923-1998)
Ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος (1923-1998) γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1923, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος στρατιωτικός και η μητέρα του ήταν αδελφή του ποιητή Κωνσταντίνου Θεοτόκη και μικρανεψιά του Ιάκωβου Πολυλά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1940-44) καθώς και, αργότερα, τουριστικές και οικονομικές επιστήμες στο Surrey University της Αγγλίας. Ήταν γνώστης πολλών ξένων γλωσσών. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου στρατεύτηκε στην Εθνική Αντίσταση, πρώτα ως μέλος της Ενωτικής Νεολαίας, Ιερής Ταξιαρχίας και αργότερα, στις οργανώσεις Ε.Σ.Α.Σ., Ρ.Α.Ν. και ΕΔΕΣ για περίπου 7 μήνες, στην Ήπειρο. Το 1948 - 1950 υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στα Τεθωρακισμένα. Από το 1942 ως το 1953 εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Το 1954 μετέβη στη Βηρυτό όπου εργάστηκε στη ναυτιλιακή εταιρεία DLL ως το 1959. Στη συνέχεια υπήρξε διευθυντής διαφήμισης του ΕΟΤ από το 1959 έως το 1962 και αναπληρωτής γενικός γραμματέας από το 1963 έως το 1964. Πραγματοποίησε διαλέξεις για τη νεοελληνική λογοτεχνία ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια, όπως του Μπόχουμ, της Δυτικής Γερμανίας και της Βοστώνης των ΗΠΑ.
Ο Φραγκόπουλος εισήλθε στον χώρο της λογοτεχνίας με το μυθιστόρημα, την ποίηση και το θέατρο, ενώ έχει γράψει και αρκετά δοκίμια. Την πρώτη του εμφάνιση, την πραγματοποίησε το 1943, με τη δημοσίευση του ποιήματος Mantua στο περιοδικό Παλμός, ενώ δέκα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Ποιήματα. Ανέπτυξε συνεργασία με πάμπολλα περιοδικά, μεταξύ άλλων με τα Φιλολογικά Χρονικά, Τα Νέα Ελληνικά, τα Σημερινά Γράμματα, τις Εποχές, Η Συνέχεια, τις Τομές, Σταθμοί. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου για το έργο του Καρτερία. Υπήρξε συνεργάτης της ΕΡΤ από το 1974 έως το 1976 για την κριτική νέων βιβλίων. Ήταν επίσης τακτικός επιφυλλιδογράφος στις εφημερίδες Καθημερινή, από το 1975 έως το 1982 και το Έθνος από το 1983 έως το 1989. Συνεργάστηκε και με τη Μεσημβρινή ως βιβλιοκριτικός της εφημερίδας από το 1990, μέχρι το 1994. Ως ποιητής ήταν ο πιστότερος ακόλουθος του Γ.Σεφέρη, δίνοντας ένα έργο δραματικής δυσφορίας και εσωτερικής ταραχής, μέσα από ένα πολύβουο ποτάμι θρήνων, φωνασκιών, διαμαρτυριών, απογοητεύσεων, αδιεξόδων, μηδενολογίας και σκυθρωπότητας, που ξεπήδησαν από τα ερείπια της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής του.
ζ. Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 22 Ιουνίου 1924 – Πύργος Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008) τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στη γενέτειρά του. Ξεκίνησε το 1942 να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Για βιοποριστικούς λόγους, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1940, οπότε δημοσίευσε δύο διηγήματα στην εφημερίδα Πατρίς του Πύργου. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα «Ο νεκρός Γ.Π.» στο περιοδικό Οδυσσέας (1943), που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Ήταν στενός φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο και συνεργάστηκε μαζί του σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης φίλος και με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Η πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Το κατώγι κυκλοφόρησε το 1971. Ακολούθησαν οι συλλογές: Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριάντα τρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος (1997), Ποιήματα 1943–1997 (2001), Πού είναι τα πουλιά (2004) και Να μην τους ξεχάσω (2008). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ο αιώνας μας, Αλφειός, Γράμματα και Τέχνες, Νέα Πορεία, Ποιητική Τέχνη, Αιολικά Γράμματα, Σημείο, Νέο Επίπεδο, Η Συνέχεια, Χρονικό, Ελίτροχος. Επίσης, έγραφε στην εφημερίδα Καθημερινή. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και περιελήφθησαν και σε σχολικά βιβλία. Ο ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πέρα από την ποίηση, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με την ζωγραφική. Ως ποιητής ανήκει και αυτός στον χορό των ακόλουθων του Γ.Σεφέρη. Τα ποιήματά του έχουν έντονο βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου, τον έρωτα και τον θάνατο.
η. Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (1924-2006)
Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (Αθήνα, 1924 – Αθήνα, 25 Μαρτίου 2006) ήταν ο κατεξοχήν «λογοτέχνης του παράδοξου». Γόνος οικογένειας πολιτικών με καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, δεν ταυτίστηκε ποτέ με κανένα πολιτικό στρατόπεδο. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, με τον οποίο τον συνέδεσε βαθιά φιλία. Ήταν επίσης φίλος με τον ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τον διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και τον πεζογράφο Νίκο Καχτίτση. Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος σε μεγάλες εταιρείες. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1945 με το αφήγημα Ο ταξιδιώτης. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Π. Παπαδίτσα στην έκδοση του περιοδικού Πρώτη Ύλη (1959–1961). Το 1959 κυκλοφόρησε η συλλογή σύντομων αφηγημάτων Η κρύπτη, και ακολούθησαν Το βάραθρο (1963), Οι αγελάδες (1963), Ο φιλόξενος καρδινάλιος (1986) και Η προετοιμασία (1991). Η τελευταία συλλογή αφηγημάτων του με τίτλο Τρεις δεκάρες κυκλοφόρησε το 2006, λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του. Ο Γονατάς, βγήκε από την αφάνεια το 1976, όταν τον ξεχώρισε σε συνέντευξη ο «δάσκαλός» του Νίκος Εγγονόπουλος. Στα έργα του ήταν λακωνικός και υπαινικτικός, καθώς «ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση». Ολιγογράφος, είχε επιλέξει την αφάνεια, «επειδή δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία». Όπως είπε ο ίδιος «Δεν κατασκευάζω όνειρα. Δεν είμαι ονειροποιός. Ό,τι γράφω, είναι βιωμένο. Και το φανταστικό στοιχείο που βλέπουν στο έργο μου είναι στην ουσία το παράλογο, που έχει σχέση με τον διχασμό της πραγματικότητας». Φιλοτέχνησε επίσης αξιόλογες μεταφράσεις. Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Πέθανε σε ηλικία 82 ετών από καρκίνο του πνεύμονα.
θ. Όλγα Βότση (1922-1998)
Η Όλγα Βότση (πραγματικό της όνομα Όλγα Μπούκη-Πλατή) γεννήθηκε στον Πειραιά τον Δεκέμβριο του 1922. Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο 1959-1962 παρακολούθησε μαθήματα Γερμανικής Φιλολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Εργάστηκε επί 12 έτη ως καθηγήτρια φιλόλογος στη δημόσια και στην ιδιωτική εκπαίδευση, στην Αθήνα, τον Πειραιά, το Θεσπρωτικό Πρέβεζας και τη Λευκωσία. Η πρώτη της εμφάνιση στο χώρο των Γραμμάτων έγινε με το ποίημα «Προσευχή», που δημοσίευσε στο πειραιώτικο περιοδικό «Νεοελληνική Μούσα» το 1943. Κείμενά της δημοσιεύτηκαν σε γνωστά περιοδικά. Το 1978 περιέλαβε πολλά από αυτά στο βιβλίο της «Πολύεδρα». Το 1987 η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα για την ποιητική της συλλογή Πήλινο σχήμα. Πέθανε το 1998. Η ποίησή της έχει υπαρξιακές και μεταφυσικές προεκτάσεις, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προβληματισμό, εξωτερικεύοντας το μήνυμά της κυρίως με αφηρημένες έννοιες και με την αναζήτηση του θείου, χωρίς να είναι άμεσα θρησκευόμενη.
ι. Σαράντος Παυλέας (1917-2005)
Ο Σαράντος Παυλέας ( Απρίλιος 1917 - 18.7.2005) γεννήθηκε στην Πλάτσα της μεσσηνιακής Μάνης τον Απρίλιο του 1917. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής φιλόλογος. Έκανε σπουδές Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1945 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Αμύνταιο, στη Θεσσαλονίκη και στην Ξάνθη και έγινε γυμνασιάρχης. Νυμφεύτηκε την καθηγήτρια μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση Ευαγγελία Τρυψιάνη. Κόρη τους ήταν η ποιήτρια Ρωξάνη Παυλέα (1951-1990). Τιμήθηκε με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1979, το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1983 και το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη το 1991 (για τις ποιητικές συλλογές «Φορητός Καθρέπτης» και «Ελεγεία για της Ρωξάνης Παυλέα την τολμηρή αναχώρηση»). Πέθανε το 2005 στη Θεσσαλονίκη. Η θρησκευτική αφετηρία είναι εμφανής στο έργο του, που έχει ουμανιστικό χαρακτήρα, καθώς στέκεται στη φωτεινή πλευρά της ζωής, την ομορφιά της φύσης, τη χαρά και την ελπίδα. Είναι ποιητής εγκεφαλικός όσο και συναισθηματικός. Αν και δίνει μια ενορατική εικόνα, η ποίησή του είναι προσγειωμένη και ανθρωποκεντρική και το αισθητικό της κάλλος απορρέει κυρίως από το ηθικό της βάρος. Οι μορφές αντλούν το σχήμα τους κατευθείαν από τα ψυχικά και πνευματικά βιώματα του ποιητή, με ένα σύνολο αποδημιών, που αποδίδουν τη συμφωνία της χαράς στη γυμνή γη, αναζητώντας τη χαμένη άνοιξη, με αισιοδοξία, υπερηφάνεια και ζεστή ομιλία, συλλέγοντας καθαρούς καρπούς και θαλασσινή μνήμη στη γραμμή της μέρας, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην αμαρτία και την προσευχή, που συνέχεται από την ενδοδυναμική της ενοχής στα συνειδησιακά υπόγεια των μετόχων της διαλεκτικής ευσέβειας, της συμπαντικής διδακτικής, της συμπαντικής ιθαγένειας και της συμπαντικής νοημοσύνης.
ια. Τάκης Καρβέλης (1925- )
Ο Τάκης Καρβέλης γεννήθηκε στο Αιτωλικό Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από το Φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ειδικεύτηκε στον Παιδαγωγικό Τομέα στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Στη Μέση Εκπαίδευση εργάστηκε από το 1954 ως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Από το 1981 ως το 1988 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη ΣΕΛΜΕ. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1956 με την ποιητική συλλογή Σήματα. Έχει εκδώσει επτά ακόμη ποιητικές συλλογές, δύο τόμους κριτικών δοκιμίων για τη λογοτεχνία και μεταφράσεις από έργα του Λουκιανού και του Ιωάννη Χρυσόστομου. Με τα σήματα των παράνομων επιχειρεί μια αλλαγή σκηνικού με καταθέσεις μνημών αλλοτινών καιρών σε δεύτερη ανάγνωση, ως την μετάφαση προς χώρους πιθανοτήτων, που τυλίγουν σαν τεράστια αράχνη, εξαγοράζοντας ό,τι δεν πουλιέται και δεν παίζεται και ακροβατώντας στις χορδές των νεύρων σε στιγμές αγχόνης που καλπάζουν.
α. Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)
Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) γεννήθηκε στην Αθήνα, ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη. Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, εγκατέλειψε τις σπουδές του. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό. Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944, στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952). Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα, αλλά στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 το έργο του προσέχτηκε περισσότερο. Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και θάφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη, αφήνοντας πίσω την σύντροφο του Γιάννα Περσάκη, την κόρη της και τις εγγονές της. Ο Μ.Σαχτούρης επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δίνοντάς του ένα μανδύα πανικού, φόβου και τρόμου μιας αιφνιδιασμένης ανθρωπότητας, εκμαιεύοντας την ομορφιά μέσα από το τερατώδες και το μακάβριο και παραμένοντας εξίσου ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Η ποίησή του παρουσιάζει ενιαία δομή, μεταφέροντας εμπειρίες, οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με κυκλική φορά, και με μια έντονη τάση εικονοποιίας. Ποιήματά του εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής, έχουν μελοποιήσει ο Μ.Χατζιδάκις, ο Γ.Σπανός, ο Στ.Κουγιουμτζής και ο Ν.Ξυδάκης.
β. Δημήτρης Παπαδίτσας (1922-1987)
Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 1922 - Αθήνα, 1987), γιος στρατιωτικού, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ (1958), μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο και εργάστηκε ως Ορθοπεδικός. Τιμήθηκε δύο φορές με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 1964 (για τη συλλογή «Ποιήματα Ι (1941-1963)») και το 1981 (για τη συλλογή «Δυοειδής λόγος») και με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Ουράνη) το 1984 για το σύνολο του έργου του. Το 1985 τιμήθηκε με μετάλλιο από το Δήμο της Νίκαιας. Εκτός από το ποιητικό έργο του, μετέφρασε το έργο «Traumkraut» του Y. Goll από τα γερμανικά, δίνοντάς του τον τίτλο «Ονειροχλόη» (1958-59), καθώς και τους «Ορφικούς Ύμνους» (1984), τους «Ομηρικούς Ύμνους» (1985) και την ομηρική «Νέκυια» (2004). Ως ποιητής ο Δ.Π.Παπαδίτσας είναι αιώνια ερχόμενος, αγαπημένος του όντος, υπερρεαλιστής που προχωρεί μέσα στην ύπαρξη με μια ζούγκλα από εικόνες σε αδιάκοπο γίγνεσθαι. Η ποίησή του διαπνέεται από το μεσογειακό φως και το ειδυλλιακό και γραφικό τοπίο των νησιών. Ο ίδιος στην «Εναντιοδρομία» του αρνείται την πραγματικότητα των υπερρεαλιστών «γιατί αυτή στηρίζεται στο όνειρο και στο τυχαίο παιχνίδι της φαντασίας και της σκέψης» και αλλού αναφέρει «Και δεν εκφράζεται ο ποιητής ονομάζοντας τις συγκινήσεις και τις δονήσεις του, αλλά αφήνει το λόγο του να διαποτιστεί απ’ αυτές. Έτσι ο λόγος από τρόπος και στατικό μέσο έκφρασης, αποχτά δυναμικές ιδιότητες, δεν είναι παρά η ίδια η πορεία της ζωής και του πνεύματος, που σε κάθε στιγμή αυτοδημιουργείται και αυτοαποκαλύπτεται». «Η ποίηση είναι η αυθεντικότερη γλώσσα, δηλαδή νηπιακή γλώσσα, όπου το πράγμα, η έκφρασή του, η ονομασία του, η περιγραφή του, ο ήχος του, η μνημειακή του ανάκληση, όλα μαζί είναι ένα. (μνημειακή ανάκληση: μια ολόκληρη διαδικασία για να ξαναμπούμε στον εαυτό μας που γνωρίζει ). Κάθε ποιητής μιλάει σαν νήπιο, δηλαδή ακατανόητα για κείνους που έχουν ξεχάσει την πρώτη τους, την πιο αληθινή γλώσσα». «Ένας ποιητής, ό,τι έχει να πει το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν το λέει αλλά το δείχνει. Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα». Στην ποίησή του η αρχαία Ελλάδα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Η αγάπη του γι' αυτήν δεν είναι μονόπλευρη, η σχέση είναι κάθε φορά διαφορετική, όπως ποικίλες είναι και οι εκδηλώσεις του ζωντανού.
γ. Έκτωρ Κακναβάτος (1920-2010)
Ο Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη, Πειραιάς, 1920 - 8 Νοεμβρίου 2010), ο τρίτος πόλος της τριανδρίας των μεταπολεμικών υπερρεαλιστών ποιητών (Σαχτούρης, Παπαδίτσας, Κακναβάτος) σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1941) και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διετέλεσε σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1943 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής που είχε τίτλο «Fuga». Τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης το1983 για τη συλλογή του «In Perpetuum». Το έργο του κινείται στα άκρα του, ιστορικής βάσης, υπερρεαλισμού με έντονη επεξεργασία της ηχητικής διάστασης του λόγου και αμείωτη ορμητικότητα που αγγίζει συχνά τα όρια της επιθετικότητας, δίνοντας ένα σχόλιο της επικαιρότητας μέσα από την ιστορική μνήμη με συνονθύλευμα στιγμιαίων δειγμάτων ιστορικών παρουσιών με υπερρεαλιστική συνοχή.
δ. Νάνος Βαλαωρίτης (1921- )
Ο Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης (5 Ιουλίου 1921 -), τέταρτος στη σειρά των μεταπολεμικών υπερρεαλιστών ποιητών, γεννήθηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας και είναι δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Από την μητέρα του είναι εγγονός του εφοπλιστή και πολιτευτή των Σπετσών Ιωάννη Λεωνίδα. Σπούδασε νομικά, φιλολογία (Αγγλική και Γαλλική) στα πανεπιστήμια των Αθηνών, Λονδίνου, και Σορβόννης. Πρωτοδημοσίευσε στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπέτευσε από την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συνάντησε τον Γ.Σεφέρη, ο οποίος υπηρετούσε ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944, μετά από προτροπή του Σεφέρη, ο Βαλαωρίτης ταξίδεψε στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συνάντησε τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάστηκε για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, έκανε και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εξέδωσε την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετείχε στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού. Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα, και, ανάμεσα 1963 και 1967, ήταν ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Το 1968 ταξίδεψε στις ΗΠΑ όπου δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύτηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958). Το 1976 είχε, επίσης, αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
ε. Μάτση Ανδρέου – Χατζηλαζάρου (1914-1987)
Η Μάτση Χατζηλαζάρου (πραγματικό όνομα Μαρία – Λουκία Χατζηλαζάρου, Θεσσαλονίκη, 17 Ιανουαρίου 1914 - Αθήνα, 16 Ιουνίου 1987) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά υπερρεαλιστικά στοιχεία στην απόδοση του γυναικείου ερωτικού πάθους, επιτυγχάνοντας ένα θεαματικό αποτέλεσμα που επεκτείνει το «πλάνεμα της σκέψης, τον πυρετό, τις νοσταλγίες και τον τρομερό οίστρο της σάρκας» μέχρι το θαύμα. Νονός της ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας. Στα πρώτα της χρόνια εγκαταστάθηκε στη Γαλλία μαζί με την οικογένειά της, και επέστρεψαν στη συμπρωτεύουσα το 1919. Τα επόμενα χρόνια έζησε στην Αθήνα και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε το Βαυαρό Καρλ Σούρμαν, με τον οποίο χώρισε το 1936. Ακολούθησε ένας δεύτερος γάμος, που δεν είχε επιτυχία και το 1939-1943 ήταν σύζυγος του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Αργότερα έζησε στο Παρίσι και εργάστηκε στον ΕΟΤ στην Αθήνα ως το 1964. Πέθανε το 1987, έχοντας εργαστεί και στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας. Στα γράμματα έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '40 με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Η πρώτη της ποιητική συλλογή "Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης" κυκλοφόρησε το 1944.
στ. Ελένη Βακαλό (1921-2001)
Η Ελένη Βακαλό (Βακαλοπούλου, το γένος Σταυρινού, 1921 - 2001) ήταν ποιήτρια, κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης. Γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη και το 1922 ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένεια της. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940-1945) και Ιστορία της Τέχνης στη Σορβόννη (1948). Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1991, Βραβείο Δοκιμίου Ακαδημίας Αθηνών 1997 και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1998. Η ποίησή της κινήθηκε σε ένα χώρο αφηρημένο, με μία τάση προς το εξωπραγματικό και το εξωγήινο, που χρησιμοποιούνται ως παραπέτασμα για να συγκαλύψουν το τερατώδες παρόν της εποχής.
ζ. Ρένα Καρθαίου (1913-2005)
Η Ρένα Καρθαίου (Αθήνα, 1913 – 11 Οκτωβρίου 2005), κυριαρχώντας απόλυτα στο εκφραστικό της όργανο, έδωσε μια σειρά εμπρεσιονιστικών πινάκων με επιμελημένο συμβολιστικό λεκτικό και ονειρική διάθεση. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ειρήνη Λάκωνα και ήταν κόρη του γνωστού θεατρικού μεταφραστή και ποιητή Κλέωνα Καρθαίου (1878–1955). Σπούδασε στο Γερμανικό Σχολείο και έπειτα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Καλλιέργησε ιδιαίτερα την ποίηση για παιδιά και εργάστηκε για τη διάδοση του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα. Το 1963 εξέδωσε, μαζί με τον σύζυγό της δημοσιογράφο Αντώνη Μπρούσαλη, το περιοδικό "Η Πλώρη", με σκοπό την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στην παιδική λογοτεχνία, ιδιαίτερα στην ποίηση, την οποία ανανέωσε αισθητικά και θεματολογικά. Η ποίησή της έχει θεματικούς πυρήνες τη φύση και το παιδί και διακρίνεται για την τεχνική της αρτιότητα (με προτίμηση στην παραδοσιακή στιχουργική), την αμεσότητα, το χιούμορ και τη ζωντάνια. Μετέφρασε ξένους ποιητές και συγγραφείς (Ρίλκε, Ταγκόρ, Γκαλίν, Κέρνερ).
α. Κική Δημουλά (1931- )
Η Κική Δημουλά (πατρικό όνομα Βασιλική Ράδου, 6 Ιουνίου 1931- ) γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957). Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Είναι πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών). Στο δημοψήφισμα του 2015 τοποθετήθηκε υπέρ του ''Ναι'' και ήταν από τους γνωστότερους Έλληνες της τέχνης που τάχτηκαν υπέρ της αποδοχής του μνημονίου, λίγα χρόνια πριν. Από το 2002, είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου— η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου). Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Το λίγο του κόσμου, 1972, με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Χαίρε ποτέ 1989 και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της το 2010. Θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματά της είναι η απουσία, η φθορά, η απώλεια, η μοναξιά και ο χρόνος, μέσα από μία νεοκαβαφική αναδίφηση και μετουσίωση της καθημερινότητας που αναδεικνύει την ποίηση μέσα από τις μικρές λεπτομέρειες της ζωής. Χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι η προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η ασυνήθιστη χρήση κοινών λέξεων και η πικρή φιλοπαικτική διάθεσή της.
β. Θανάσης Παπαθανασόπουλος (1937- )
Ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος γεννήθηκε στην Περίστα Ναυπακτίας το 1937. Σπούδασε νομικά και υπηρέτησε ως δικαστής. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, τη λαογραφία και το θέατρο. Το 1990 το επικό του ποίημα «Διγενής Ακρίτας» βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Η συλλογή του «Ο ίσκιος του Απολύτου» τιμήθηκε το 1997 με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Η συλλογή του «Φορητές εικόνες» έλαβε το 1999 το βραβείο της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Το 1992 το μυθιστόρημά του «Η Πλατεία» τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Ως ποιητής, πιστός συνεχιστής της τεχνοτροπίας των Γ.Σεφέρη και Ν.Καρούζου, αναζητεί μια έμπνευση του βοριά, της ολονυχτίας και του ψωμιού, φορτωμένη με αλλόκοσμα σημάδια μιας μελλοντικής πλήρωσης.
γ. Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931- )
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (πραγματικό όνομα Κωνσταντίνος Δημητριάδης, Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου 1931- ) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο στον Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) διακρίνεται για το προσωπικό ύφος της και για τις δημιουργικές επιρροές από τον Καβάφη και τον Elliot, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά. Ορισμένα ποιήματά του έχουν και κάποια στοιχεία κοινωνικής οπτικής. Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του "Εναντίον" από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι».
δ. Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)
Ο Γιώργος Ιωάννου (αρχικό όνομα Γιώργος Σορολόπης, 20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβριο του 1927. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και υπηρέτησε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Από το 1960 εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 58 του χρόνια. Το 1954 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή Ηλιοτρόπια και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή Τα χίλια δέντρα. Κύρια λογοτεχνική ενασχόλησή του υπήρξε η πεζογραφία, στην οποία στράφηκε οριστικά από το 1964 με την έκδοση μιας συλλογής 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο. Ακολούθησαν τα πεζά του: Η Σαρκοφάφος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974), Το δικό μας αίμα (1978) [Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1979], Επιτάφιος θρήνος (1980), Ομόνοια (1980), Κοιτάσματα (1981), Πολλαπλά κατάγματα (1981), Εφήβων και μη (1982), Εύφλεκτη χώρα (1982), Καταπακτή (1982), Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης [Δοκίμια] (1986). Το 1981 εξέδωσε ένα θεατρικό έργο για παιδιά με τίτλο Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα (1986). Επιπλέον, ο Γ.Ιωάννου ασχολήθηκε με την νεοελληνική παράδοση, καταγράφοντας και εκδίδοντας δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του θεάτρου σκιών.
Ο Γ.Ιωάννου είναι από τους χαρακτηριστικότερους εκπρόσωπους του νεορεαλισμού, αποτυπώνοντας τη σύγχρονη ζωή με ένα σύνολο από σκηνές μιας περιφερόμενης κάμερας, με τρόπο εντονότερα συσπειρωμένο γύρω από τις ιστορικές εμπειρίες του νεότερου ελληνισμού (από τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι τα μετεμφυλιακά χρόνια), με ύφος ολοένα στοχαστικότερο και υποβλητικότερο, πιο τολμηρό και ονειροπόλο. Βασική παράμετρος της λογοτεχνίας του είναι το βιωματικό φορτίο της, ο τρόπος με τον οποίο μεταστοιχειώνονται λογοτεχνικά οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το κοινωνικό και ιστορικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, ο κόσμος των εργατών και οι έρωτές τους). Ιδιαίτερο ρόλο, εξάλλου, παίζει η γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.
Στοιχεία της πεζογραφικής τεχνικής του είναι η μονοεστιακότητα στην αφήγηση, ο κατακερματισμός του θέματος και η ιδιαίτερη μεταχείριση του αφηγηματικού χρόνου. Η μονοεστιακή αφήγηση δημιουργεί έναν πεζογραφικό λόγο στον οποίο τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε μένει θεατής και τα αφηγείται (η αφήγηση αυτή δεν γίνεται απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο). Ως προς το χειρισμό της πλοκής, η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος απουσιάζει σχεδόν πλήρως, ενώ τα γεγονότα αποτελούν ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα, διανθισμένες από σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Τέλος, ως προς την παράμετρο του αφηγηματικού χρόνου, η αφήγηση με παρόμοια λογική εγκαταλείπει τη γραμμική προώθηση, μπορεί δηλαδή να ξεκινά αδιάκριτα από το παρόν ή το παρελθόν και δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές, αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής.
Μελοποιημένοι στίχοι του κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο Κέντρο διερχομένων σε μουσική και ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη και ερμηνεία από τους Δημήτρη Ψαριανό, Δημήτρη Κοντογιάννη και Ελευθερία Αρβανιτάκη (1982).
ε. Νίκος Φωκάς (1927- )
Ο Νίκος Φωκάς (Κεφαλονιά, 1927) γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1927, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία. Από το 1961 ως το 1974 έζησε στο Λονδίνο όπου εργάστηκε για την Ελληνική Υπηρεσία του Βρετανικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (BBC). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση και την Ελληνική Ραδιοφωνία. Από το 2003 έπασχε από σοβαρή ασθένεια. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης το 1995 για τα Δεκαπέντε ποιήματα του Μπωντλαίρ, και με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών το 2005, για τη συνολική του προσφορά στα γράμματα. Επίκεντρο της ποίησής του είναι η απόδοση της «πραγματικής εικονικότητας - εικονικής πραγματικότητας» της σύγχρονης ζωής.
στ. Βύρων Λεοντάρης (1932-1914)
Ο Βύρων Λεοντάρης (Νιγρίτα Σερρών, 1932 - Αθήνα 7 Αυγούστου 2014) γεννήθηκε στο 1932 τη Νιγρίτα Σερρών. Μεγάλωσε στο νησί από το οποίο καταγόταν, τη Σάμο, μέχρι το 1939 οπότε η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Την περίοδο 1952 - 1956 σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια άσκησε τη δικηγορία. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα με τη συλλογή του «Γενική αίσθηση» το 1954. Ποιήματα αλλά και κριτικά δοκίμιά του δημοσιεύτηκαν σε γνωστά περιοδικά. Εξέδωσε το δοκιμιακό τόμο για τον αλεξανδρινό Καβάφη Ο έγκλειστος. Είχε αδελφούς τον Μανόλη Λαμπρίδη, δοκιμιογράφο, κριτικό και μεταφραστή και τον ποιητή Ανδρέα Λεοντάρη. Σύζυγος του ήταν η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη και γιος του ο Γιάννης Λεοντάρης, σκηνοθέτης κινηματογράφου. Έφυγε από τη ζωή 6 Αυγούστου του 2014 σε ηλικία 83 ετών. Έδωσε μία ποίηση διψασμένη για ήμερο νερό, που, ανάμεσα σε αποδημία και νοσταλγία, αναζητεί μια προέκταση του κόσμου με άσβηστα σημάδια οδύνης. Στίχους του μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός.
ζ. Θωμάς Γκόρμπας (1935-2003)
Ο Θωμάς Γκόρμπας γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1935 στο Μεσολόγγι και πέθανε στην Αθήνα την πρωταπριλιά του 2003. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι και από το 1990 πάλι στην Αθήνα και στην Αίγινα . Έκανε πολλά επαγγέλματα πριν και μετά τη δημοσιογραφία (εργάτης, λογιστής, βιβλιοπώλης, εκδότης). Υπήρξε συντάκτης σε γνωστές εφημερίδες (Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές) και περιοδικά. Ήταν σύμβουλος έκδοσης της Ποιητικής Αντιανθολογίας του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, για το ρεμπέτικο και τον Καραγκιόζη, δίδαξε σε θεατρική σχολή, στήριξε την πρωτοπορία στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στα εικαστικά, και υπερασπίστηκε το λαϊκό τραγούδι. Ασχολήθηκε με τη στήριξη κλασικών έργων, τη συγγραφή προλόγων, εισαγωγών και βιογραφικών, με τη μετάφραση, απόδοση διασκευή και συμπλήρωση έργων. Το 1979 ο Γκόρπας εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή Σπασμένος καιρός του 1957. Οι συλλογές του εκδόθηκαν το 1995 σε ένα συγκεντρωτικό τόμο. Τελευταίο βιβλίο του ήταν το Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν (1995). Έδωσε μια χυμώδη ποίηση γεμάτη από τον παλμό της επαφής με τη φύση και τη σύγχρονη ζωή στις πόλεις.
η. Λεία Χατζοπούλου-Καραβία (1932- )
Η Λεία Χατζοπούλου-Καραβία (1932 - ) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932, σπούδασε θέατρο, αγγλική και ελληνική φιλολογία, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ρωσικά και άλλες γλώσσες. Είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Γραμματολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Η διδακτορική της διατριβή είχε τίτλο "Οι Ερινύες επί σκηνής στην οικογένεια των Ατρειδών - Αισχύλου Ορέστεια, Ζ. Ζιρωντού Ηλέκτρα, Ζ. Π. Σαρτρ Οι Μύγες, Τ. Σ. Έλιοτ Η Οικογενειακή Συγκέντρωση", Σορβόννη, 1992. Εργάστηκε ως καθηγήτρια θεάτρου, διευθύντρια στο "Θεατρικό Εργαστήρι Νέας Σμύρνης". Από το 1996 οργάνωνε στην Ελλάδα κάθε δύο χρόνια διεθνή συνέδρια θεατρολογίας ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Θεατρικής Έρευνας στην Ελλάδα. Το έργο της περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα και θεατρικά έργα για ενήλικες και για νέους. Επίσης έχει μεταφράσει έργα από διάφορες γλώσσες. Πολλά έργα της έχουν παιχτεί στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο ή στο θέατρο, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ως ποιήτρια βρίσκεται πάντοτε καθ’ οδόν, τις πιο παράδοξες στιγμές εκεί που ελάχιστα την περιμένεις, προχωρώντας εν μέσω φωτός εκτός των τειχών και βλέποντας γεμάτη τρυφερότητα τα άνθη και τα ερπετά μας. Ποιήματά της έχει μελοποιήσει ο Κώστας Λειβαδάς.
θ. Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (1930- )
Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (Θεσσαλονίκη, 1930) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, από γονείς Μικρασιάτες. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1961, με την ποιητική συλλογή Ψυχή και τέχνη. Στα πρώτα της βήματα δέχτηκε επιρροές από τη Χρυσάνθη Ζιτσαία (1902-1995), ενώ αργότερα, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ποιητικού «εγώ» της έπαιξαν η Ζωή Καρέλλη (1901-1998), ο Γιώργος Θέμελης (1900-1976), ο Νίκος Καρούζος (1926-1990) και ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941). Ακολούθησαν άλλες δεκατρείς συλλογές, με τελευταία τα Σεντόνια της αγρύπνιας (2006). Διακρίνονται δύο φάσεις στη δημιουργική πορεία της. Στην πρώτη ανιχνεύει τις υπαρξιακές δομές της ανθρώπινης φύσης (1965-1975), και στη δεύτερη, ξεκινώντας με τη μεταιχμιακή συλλογή Τα επακόλουθα, οι τόνοι χαμηλώνουν και εμφανίζονται στα ποιήματά της εικόνες και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής. Την ποίηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου κεντρίζουν ζητήματα υπαρξιακά και ερωτικά, το γήρας οικείων και το δικό της, και ο παρεπόμενος θάνατος, η βραχύτητα του βίου. Ακραίες καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής, όπως η απόλυτη μοναξιά, συμπλέκονται με τις σχέσεις των δύο φύλων, τις αρχέτυπες μετωνυμίες τους, το αλγεινό υπόβαθρο της ερωτικής μνήμης και η γραφή της πραγματοποιεί μία κίνηση εκκρεμούς με τα δύο της άκρα στον έρωτα και το θάνατο. Σταθερά μοτίβα επανέρχονται στα ποιήματά της, οριοθετώντας την περιοχή εκείνη που την απασχόλησε περισσότερο, με συχνότερα σύμβολα το σπίτι, το δέντρο, την πέτρα και το νερό.
Το πεζογραφικό της έργο αποτελείται από μία νουβέλα και πέντε συλλογές διηγημάτων. Ξεκινώντας από το αυτοβιογραφικό Συνοικισμός Σιδηροδρομικών (1998), στο οποίο αναπαρίστανται τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της (ο πατέρας της ήταν μηχανοδηγός) από το Μεσοπόλεμο έως τα μετεμφυλιακά χρόνια, ακολούθησαν τέσσερις συλλογές διηγημάτων, στα οποία κεντρική θέση παίζουν και πάλι οι εμπειρίες της συγγραφέως, ανταποκρινόμενες στις επιταγές της βιωματικής πεζογραφίας την οποία καλλιέργησαν οι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Η συλλογή διηγημάτων της Η παραίτηση τιμήθηκε με το «Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη» το 2003.
ι. Σπύρος Τσακνιάς (1929-1999)
Ο Σπύρος Τσακνιάς (1929 - 6 Μαΐου 1999) γεννήθηκε στη Λαμία το 1929. Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή (ΑΣΟΕΕ), ενώ παρακολούθησε και μαθήματα κινηματογράφου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, αλλά τελικά σταδιοδρόμησε ως στέλεχος σε φαρμακευτική εταιρία. Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες, μέλος της συντακτικής επιτροπής των ανθολογιών μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής λογοτεχνίας για λογαριασμό των Εκδόσεων Σοκόλη, ενώ ήταν διευθυντής της σειράς "Οι ποιητές του κόσμου" για λογαριασμό των εκδόσεων Εγνατία, ενώ έκανε την επιμέλεια της σειράς ποίησης των εκδόσεων "Πατάκη". Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και αρθρογραφούσε, σε εφημερίδες (Τα Νέα, Το Βήμα, Η Καθημερινή, Η Πρώτη, Η Αυγή). Ήταν νυμφευμένος με την επίσης ποιήτρια και μεταφράστρια Αμαλία Τσακνιά. Απεβίωσε στην Αθήνα το Μάιο του 1999. Ως ποιητής, τυπικός εκπρόσωπος του νεορεαλισμού, αφοσιώθηκε στην αφήγηση της σκληρής και ανιαρής καθημερινότητας, οδηγώντας σε σκέψεις για στερεότυπα, υπερφυσικά στοιχεία και προσωποποιήσεις φαινομένων, που εντυπώνονται και βιώνονται ως αδικαίωτες, μοναχικές υπάρξεις, που αναζητούν καταφύγιο στα οικεία και τα μοναδικά.
ια. Αμαλία Τσακνιά (1932-1984)
Η Αμαλία Τσακνιά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932. Το 1950 αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων και εργάστηκε από το 1953 μέχρι το 1968 στη φαρμακευτική εταιρεία ΑΒΒΟΤΤ. Ήταν παντρεμένη με τον ποιητή και κριτικό Σπύρο Τσακνιά (1929-1999), με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Εύη. Το 1953 δημοσίευσε την ανθολογία "Κινέζικη ποίηση", την οποία δούλευε και εμπλούτιζε συνεχώς. Το 1977 κυκλοφόρησε συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της με τίτλο "Το δέντρο". Μέχρι το θάνατό της (1984), μετά από επώδυνη ασθένεια, συνέχισε αδιαλείπτως να γράφει και να μεταφράζει ποίηση, πεζογραφία και θέατρο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά και σλοβένικα. Η λειτουργία του χρόνου, τα στοιχεία της φύσης ως παράγοντες ανατροπής, και τα περιβαλλοντικά προβλήματα, στις σχέσεις τους με τον σημερινό άνθρωπο, είναι ουσιώδη σημεία του νεορεαλισμού της.
ια. Ματθαίος Μουντές (1935-2000)
Ο Ματθαίος Μουντές γεννήθηκε στη Χίο το 1935. Σπούδασε Θεολογία και από το 1961 εργάστηκε στην Αθήνα, στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το 1959, φοιτητής ακόμη, άρχισε να δουλεύει στο ραδιόφωνο. Έκανε πολλές εκπομπές με θέματα βιβλικά, λαογραφικά και λογοτεχνικά. Από τις πιο γνωστές εκπομπές του ήταν αυτή με τον τίτλο «Αιγαίο, ρίζα και διάρκεια», που κράτησε έντεκα σχεδόν χρόνια. Κατά καιρούς συνεργάστηκε και με την τηλεόραση. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές: Παρακαταθήκη (1957), Ισόπεδος διάβασις (1963), Η αντοχή των υλικών (1971), Τα αντίποινα (1982), Νηπιοβαπτισμός (1992). Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, καθώς και του Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη, και είχε συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Πέθανε το 2000. Στους στίχους του, αναζητώντας ένα ρόλο στην όρχηση του Θεού, ακολουθεί χωρίς επίγνωση του καιρού, τους ονειροπόλους, τους δραπέτες, τους αυτόχειρες και τους ζητιάνους, αλλά επιμένει να συνθλίβεται στο βάθος των φύλλων.
ιβ. Νανά Ησαΐα (1934-2003)
Η Νανά (Παναγιώτα-Μαρία) Ησαΐα (1934 - 2003) γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε ένα χρόνο σε σχολή γραμματέων στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως γραμματέας του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή (1958-1964). Την περίοδο 1959-1963 σπούδασε ζωγραφική στο ελεύθερο σπουδαστήριο της Σχολής Βακαλό. Πήρε μέρος σε έξι πανελλήνιες εκθέσεις ζωγραφικής. Έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση το 1974 στη γκαλερί «Ώρα». Πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση το 1969, δημοσιεύοντας την ποιητική συλλογή «Ποιήματα 1969» και συνέχισε με τα έργα «Έξι Ποιητές» (1971), «Persona» (1972), «Ένα βλέμμα» (1974), «Mέρες και νύχτες χωρίς σημασία» (1977), «H Aλίκη στη χώρα των θαυμάτων» (1977), «Mορφή» (1980, ποιητική συλλογή για την οποία πήρε το 1981 το 2ο Kρατικό Bραβείο Ποίησης), «Στην Tακτική του 'Ερωτα» (1982), «Συναίσθηση Λήθης» (1982). Έγραψε επίσης μυθιστορήματα: «Οι διαφορετικές εκδοχές του παιχνιδιού» (1990), «Η μόνη δυνατή περιπέτεια» (1994), «Η Ιστορία Τότε και Τώρα» (1997), «Mια ερωτική σχέση παραλλαγή μιας άλλης» (2001, «Άλλη, ημερολόγιο 1981-1983». Μετέφρασε Σούζαν Σόνταγκ, Σίλβια Πλαθ, Τ.Σ.Έλιοτ. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα το 2003. Η ποίηση της είναι βίωμα φθοράς, που δεν εκφράζεται με συναισθήματα, αλλά με έννοιες που περιγράφουν τις καταστάσεις του κενού και του τίποτε. Ιδιαίτερο στοιχείο της έμπνευσής της είναι ο πόνος που προκαλούν οι ανθρώπινες σχέσεις, και κυρίως οι ερωτικές, που, όταν την οδηγούν σε παγίδες μοναξιάς, επιχειρεί να απεγκλωβιστεί με την αποξένωση, με την απαλλαγή από την αυτοπαρατήρηση, με την απόδραση από τον εαυτό της και τη θέασή του σαν να είναι ξένος.
ιγ. Κώστας Στεργιόπουλος (1926- )
Ο Κώστας Στεργιόπουλος (1926, Αθήνα) γεννήθηκε το 1926 στην Αθήνα, πήγε στο σχολείο στην Άνδρο, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα όπου και σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση (δημόσια και ιδιωτική) , καθώς και στη Σχολή Κινηματογράφου και Θεάτρου του Λ.Σταυράκου. Από το 1966 είχε τη θέση του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (έδρα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας) μέχρι το 1969, οπότε πήρε τη θέση Βοηθού στο Σπουδαστήριο Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας μέχρι το 1972. Το 1974 πήρε τη θέση του καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, από την οποία παραιτήθηκε το 1984, με εθελουσία έξοδο. Λίγο αργότερα, το 1986, έγινε ομότιμος καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ο Κώστας Στεργιόπουλος άρχισε να δημοσιεύει άρθρα σε περιοδικά το 1943 στη Νέα Εστία, όπου δημοσίευσε και την ποιητική του συλλογή «Χινοπωρινά». Ως κριτικός έγραψε στο περιοδικό Ξεκίνημα μεταξύ 1946 και 1947 και στο Εποχές μεταξύ 1963 και 1967, καθώς και στην εφημερίδα Νίκη μεταξύ 1962 και 1963. Τιμήθηκε με το Α Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1992 για το έργο «Ο ήλιος του μεσονυκτίου» και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2004. Ως ποιητής, περιδιαβάζοντας στους ίδιους και σ’ άλλους καιρούς, αναδιφά μια ζωή επικίνδυνη και κλειστή μέσα σε τοπία φεγγαριού, στο χάραμα του μύθου, αποζητώντας τοπία του ήλιου στα μισά του πλου και επιδιώκοντας την αλλαγή φωτισμού στους χώρους της σκιάς.
ιδ. Τάσος Δενέγρης (1934-2009)
Ο Τάσος Δενέγρης (Αθήνα, 1934 - 7 Φεβρουαρίου 2009) σπούδασε κινηματογράφο και κοινωνικές επιστήμες στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Οι πρώτες δημοσιεύσεις του έγιναν στο περιοδικό «Πάλι» το 1968, αλλά το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1974. Υπήρξε μέλος μιας ανήσυχης ομάδας Ελλήνων καλλιτεχνών (Γιώργος Μακρής, Παναγιώτης Κουτρουμπούσης, Αλέξης Ακριθάκης, Μαρία Μήτσορα), που δέχτηκαν ποικίλες επιρροές από τα ανατρεπτικά κινήματα της δεκαετίας του '60, κυρίως από τον απόηχο του αμερικανικού κινήματος «μπητ». Η μεγάλη αγάπη του για τον κινηματογράφο εκφράστηκε και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε το 1986 στην ταινία του Σταύρου Τσιώλη «Σχετικά με τον Βασίλη». Απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου του 2009. Ως ποιητής, λειτουργεί ακαριαία, εμφορούμενος από το πνεύμα της άμυνας, ασυδοτεί με το αίμα του λύκου, αγανακτεί με τους θανάτους στις πλατείες, και τελικά ισορροπεί με θειάφι και αποθέωση διασώζοντας την κατάσταση των πραγμάτων.
ιε. Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008)
Ο Γιώργης Μανουσάκης (1933 - 9 Φεβρουαρίου 2008) γεννήθηκε το 1933 στα Χανιά. Έζησε την εισβολή των Γερμανών και το φόβο από τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά, που ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης. Συνάμα γνώρισε από κοντά τον αγροτικό κόσμο της κρητικής υπαίθρου. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του το 1948, και το οικογενειακό πένθος, κατά τα κρητικά έθιμα της εποχής, άφησαν βαθιά ίχνη στην ψυχή του. Τελειώνοντας το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων στα Χανιά, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ξαναγύρισε στη γενέτειρά του, όπου υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παραιτήθηκε το 1986 με το βαθμό του γυμνασιάρχη. Το 1974 νυμφεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Καραθανάση και απέκτησαν τρία παιδιά. Επέλεξε να ζήσει για όλη τη ζωή του στα Χανιά, όπου και άφησε την τελευταία πνοή του στις 9 Φεβρουαρίου 2008, στο νοσοκομείο της πόλης, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Επίσημα πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία το 1952, μ’ ένα διήγημά του στο αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή». Από τότε δημοσίευσε διηγήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελετήματα και δοκίμια σε περιοδικά κι εφημερίδες των Χανιών και των Αθηνών. Η ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη είναι υπαρξιακή, σαν ν’ αντίκριζε τον εαυτό του σ’ έναν καθρέφτη. Ποιητής του μονολόγου, της μοναξιάς και της αιωνιότητας, ενδοσκοπεί το σώμα της σιωπής μέσα σε χώρους αναπνοής, στα ακρωτήρια της ύπαρξης, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τους ανθρώπους από τις σκιές, τα πικροβότανα από τα σπασμένα αγάλματα. Ο χρόνος, η φθορά, ο θάνατος, ο Θεός, η μεταθανάτια ζωή, η μοναξιά, η απειλή του διπλανού, ο έρωτας είναι θέματα που τον απασχολούν, χωρίς να τον απομονώνουν από το περιβάλλον με την έννοια του ιδεολογικά ανένταχτου κοινωνικού προβληματισμού.
ιστ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης (1940- )
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο της Κύπρου. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στην Αθήνα και ειδικεύτηκε σε θέματα ραδιοφωνίας στο Μόναχο. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και για τρεις δεκαετίες στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, από όπου αφυπηρέτησε ως Διευθυντής Ραδιοφωνίας. Μεγάλο μέρος της ποίησής του απηχεί στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Ο ίδιος ήταν ένας από τους πρόσφυγες, μια και το χωριό στο οποίο μεγάλωσε, βρίσκεται στην κατεχόμενη Κύπρο. Τρεις συλλογές του τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου, Το Αγγείο με τα Σχήματα (1974), Αχαιών Ακτή (1978), Αμμόχωστος Βασιλεύουσα (1983). Η συλλογή Θόλος πήρε το 1989 το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών και η Μεθιστορία, το 1996, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Ελλάδας. Το 1997 κυκλοφόρησε (μετάφραση και εισαγωγή του ίδιου) το βιβλίο Ρωμανού του Μελωδού Τρεις Ύμνοι. Το 2003 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 2007 τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών. To 2013 έγινε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2013 εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο της Λογοτεχνίας (Ποίησης). Ποιητής με ηθικό θεμέλιο και σφριγηλό ουμανισμό, εμπνέεται από τις πρώτες πηγές, την άγνοια του νερού και τα σχήματα των αγγείων, πλέκοντας μια μεθιστορία στη γλώσσα της υφαντικής. Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον Χρυσόστομο Σταμούλη, τον Νότη Μαυρουδή, τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη, τον Μάριο Τόκα, τον Σάββα Σάββα, τον Μάριο Μελετίου και τον Γιώργο Καλογήρου.
ιζ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (1936- )
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (1936- ) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό "Νέα Εστία". Συμμετείχε στην έκδοση και σύνταξη των περιοδικών "Μαρτυρίες" και "Προτάσεις" και στη συνέχεια, το 1973, συμμετείχε στην ίδρυση και έκδοση του περιοδικού "Σημειώσεις", στις σελίδες του οποίου έχει δημοσιευθεί μεγάλος μέρος του συγγραφικού του έργου. Έχει αρθρογραφήσει σε πλήθος περιοδικών και εφημερίδων μεταξύ των οποίων στην Καθημερινή και την Βραδινή. Είναι υπεύθυνος των εκδόσεων Έρασμος. Ως ποιητής διατελεί υπό ξένη σημαία αναζητώντας το νόστιμον ήμαρ με ραγισμένες μορφές και ιδέες, που συνθέτουν μια ποιητική διαρκούς ταξιδιού.
ιη. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939- )
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Γονείς της οι Γιάννης Αγγελάκης και Ελένη Σταμάτη. Είναι πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πατέρα της και ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση. Άρθρα της για την ποίηση και την μετάφραση της ποίησης έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Είναι διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκι, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της. Αρχή και τέλος για την ποίησή της είναι ο λόγος του Κ.Π. Καβάφη, καθώς, για εκείνη, στόχος στην ποίηση δεν υπάρχει. Το μόνο που μπορεί να δεχτεί είναι το ερέθισμα, που έχει αφετηρία την έμπνευση. Η ποίησή της, συγκεντρωμένη ιδιαίτερα στην έκδοση Ποιήματα 63-69 (1971) διακρίνεται από μια έντονη καταφυγή σε φανταστικές χώρες, αναχωρώντας από το σώμα και τους μνηστήρες του, περνώντας από χώρες λύκων και σύννεφων, σε μια άδεια φύση, ωραία όπως η έρημος, με επίλογο τον αέρα και καταλήγοντας στον θρίαμβο της σταθερής απώλειας του εναντίου έρωτα.
α. Γιάννης Νεγρεπόντης (1930-1991)
Ο Γιάννης Νεγρεπόντης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Ιωάννης Ξυνοτρούλιας, Λάρισα 8 Αυγούστου 1930-Αθήνα 22 Σεπτεμβρίου 1991), γεννήθηκε στη Λάρισα, όπου έζησε μέχρι τα 8 του χρόνια και μετά ήρθε μαζί με όλη την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, με δασκάλους τον Ροντήρη, τον Βεάκη, τον Σιδέρη (αλλά τις σπουδές του δεν τις αξιοποίησε επαγγελματικά). Συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες, όπως και με την ΕΡΑ. Μετά το 1967 ασχολήθηκε με τη συγγραφή στίχων για τραγούδια. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Πρόσωπα και χώρος», δημοσιεύτηκε το 1958. Ως αριστερός, την 21η Απριλίου 1967, συνελήφθη και εξορίστηκε για τρία χρόνια, στη Γυάρο και τη Λέρο. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, τραγούδι, κριτική, δοκίμιο, χρονογράφημα, σάτιρα, ευθυμογράφημα, παιδικά, ραδιοφωνικό σχόλιο. Πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1991 στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών όπου νοσηλευόταν χτυπημένος από θανατηφόρο καρκίνο σε ηλικία 61 ετών. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Ευαίσθητος, παρατηρητικός, οξύς, διεισδυτικός, καίριος, με χιούμορ λεπτό αλλά καταλυτικό έδωσε μια ανελέητα σκληρή αλλά απολαυστική και γεμάτη ζωντάνια σάτιρα της μικροαστικής νοοτροπίας στις επαρχιακές ελληνικές πόλεις. Αρκετοί στίχοι του είναι διαχρονικοί: «Πολλά μας βρήκαν/ και τα χειρότερα/ απ' τα μέσα/ Τ' απόρθητα κάστρα/ τα μεγάλα/ ποτέ δεν πέφτουν/ απ' τα έξω/ το λάλον ύδωρ/ απερίσκεπτα/ αφήσαμε να χαθεί». Από τους πρωτοπόρους της «πολιτιστικής επανάστασης» της δεκαετίας του '60, έγινε ευρύτερα γνωστός και αγαπητός με τα τραγούδια του «Το ακορντεόν» και «3ος παγκόσμιος» που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος, ο οποίος μελοποίησε επίσης τα αντιρατσιστικά «Νέγρικα», που τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη. Η ικανότητά του να περνάει μηνύματα, χωρίς να είναι κραυγαλέος και ευκαιριακός, καταφάνηκε και στα πολυτραγουδισμένα επίσης «Μικροαστικά» και τα «Μαθήματα πολιτικής οικονομίας» που έντυσε μουσικά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τα «Μικροαστικά» γνώρισαν επιτυχία και ως σατιρικό θεατρικό έργο. Ένα ακόμη ποιητικό έργο, το «Φυλάττειν Θερμοπύλας», που έγραψε εξόριστος στη δικτατορία, μελοποίησε στο μεγαλύτερο μέρος του, υπό μορφή ορατορίου, ο Χρήστος Λεοντής. Τραγούδια του έχει μελοποιήσει και ο Μίκης Θεοδωράκης.
β. Μάνος Ελευθερίου (1938- )
Ο Μάνος Ελευθερίου (1938- ) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια διέμενε στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισε οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου. Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. Το 1962 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00», που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Τον Οκτώβριο του 1963 άρχισε να εργάζεται στο «Reader's Digest», όπου παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965). Το 1964 παρουσιάστηκε στην ελληνική δισκογραφία. Αρχικά συνεργάστηκε με τους συνθέτες Χρήστο Λεοντή και Μίκη Θεοδωράκη (1967). Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο Θητεία του οποίου η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε το 1974. Κατά καιρούς συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους συνθέτες, όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Θανάσης Γκαϊφίλιας στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Γιώργος Χατζηνάσιος και ο Αντώνης Βαρδής. Την δεκαετία του ‘90 αρθρογραφούσε και έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το 1994 εξέδωσε την πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Ο Καιρός των Χρυσανθέμων που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. Το 2013 βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών. Η ουσία του έργου του περιέχεται σε έναν λαϊκό ή εκλαϊκευμένο υπερρεαλισμό, κοινωνιστικής απόχρωσης, που ενεργοποιείται, με διεισδυτικότητα και λυρική ευαισθησία, από τα ερεθίσματα καθολικών και ατομικών βιωμάτων.
γ. Βάσος Η. Βογιατζόγλου (1935- )
Ο Βάσος Βογιατζόγλου, του Ηλία, γεννήθηκε το 1935 στη Νέα Ιωνία Αττικής. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες Μικρασιάτες από τη Σπάρτη (Isparta) της Πισιδίας. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική. Εργάστηκε ως παιδίατρος και μέλος της οργάνωσης Γιατροί του Κόσμου, ερευνητής της ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, ποιητής, ονοματολόγος και δοκιμιογράφος. Στα γράμματα εμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή Δανάη (1966). Ακολούθησαν οι συλλογές Στον αστερισμό της Παρθένου και Οι εξόριστοι (1969), Ο αναμενόμενος (1972), Ο φόνος του πολεμιστή (1974), Οι επιζώντες (1975), Ιχνηλασία (1977), Το στίγμα (1988), Οι λόγοι του Αρχάγγελου (1995) και Τα ποιήματα: 1966-1996 (1996). Παράλληλα με την ποίηση μελέτησε την ιστορία και τη λαογραφία του μικρασιατικού ελληνισμού. Δημοσίευσε επίσης την αισθητική μελέτη Τα πρόσωπα του Ιανού (1991), τη μετάφραση των ψαλμών του Δαβίδ Βίβλος Ψαλμών (1992), το οδοιπορικό στο Άγιον Όρος Οι καμπάνες του Παντοκράτορα (1992) και Το βιβλίο του Ιώβ (2007). Η ποίησή του, κινούμενη στα όρια του υπερρεαλισμού και του νεορεαλισμού, συνδυάζοντας κοινωνιστική ανησυχία και θρησκευτικότητα, είναι κατάφορτη από ορόσημα ενοχής και ψήγματα μνήμης, σε εποχή ανακομιδής λειψάνων με συρφετούς ακατονόμαστων συναλλαγών, που συμπυκνώνουν τις προσχώσεις των ετών πάνω στα όνειρα.
δ. Δημήτρης Βαλασκαντζής (1930- )
Ο Δημήτρης Βαλασκαντζής (1930- ) εργάστηκε ως υπάλληλος στον ΟΤΕ και επί χρόνια εξέδιδε το περιοδικό Νέα Σύνορα. Ασχολήθηκε συστηματικά με την μελέτη, ανθολόγηση και προβολή της νεοελληνικής ποίησης. Ο ποιητικός χώρος του εντοπίζεται ως νοσταλγικός νεορεαλισμός τρυφερών τόνων που, βιώνοντας την ανάμνηση ως περιοχή αναδίφησης του εσώτερου ψυχισμού, ως αντανάκλασης του εξωτερικού κόσμου, διώχνει το δρόμο της λήθης αναζητώντας όνειρα και συγγένειες.
ε. Μάρκος Μέσκος (1935- )
Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Έδεσσα. Σπούδασε στο τμήμα γραφικών τεχνών και διακόσμησης του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1968. Αρχικά εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, έπειτα, από το 1965, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία της Αθήνας, αλλά και ως επιμελητής εκδόσεων. Έχει εικονογραφήσει διάφορες ποιητικές συλλογές, τόσο δικές του όσο και άλλων ποιητών. Άρχισε να γράφει ποιήματα σε εφηβική ηλικία και πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1955 με (μετέπειτα αποκηρυγμένο) ποίημα στην Ηπειρωτική Εστία. Από το 1981 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρξε συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των Χειρογράφων, ενώ το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω για τη συλλογή του Χαιρετισμοί (1995), το 2005 με το βραβείο Καβάφη, το 2006 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου, και το 2013 με Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Τα λύτρα (2012). Το ποιητικό και πεζογραφικό έργο του έχει μια ιδιότυπη θέση στη μεταπολεμική λογοτεχνία, κυρίως λόγω της ταυτόχρονης διασύνδεσης του με την παράδοση και τη νεοτερικότητα. Η πρώτη φάση της ποιητικής του δημιουργίας σχετίζεται με τραυματικά ιστορικά βιώματα της δεκαετίας του 1940 και εμφορείται από την αίσθηση ενότητας ποιητή και γενέθλιου τόπου, ανθρώπινου υποκειμένου και φύσης. Κεντρική θέση στην ποίηση του Μέσκου αυτήν την περίοδο κατέχουν τόσο στοιχεία του φυσικού κόσμου όσο και "εξαγνισμένες από την αγάπη ανθρώπινες μορφές". Στη δεύτερη φάση, ο δεσμός με τη "μητέρα πατρίδα" και τη "μητέρα φύση" διασπάται και το αίσθημα της νοσταλγίας έρχεται στο προσκήνιο. Η παιδική ηλικία, η φύση και η δημοτική παράδοση αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της ποίησης του Μέσκου, άξονες που συχνά διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Η έννοια της αντίστασης διατρέχει την ποίησή του και, ενώ στις αρχικές του συλλογές αποκρυσταλλώνεται σε μορφές της ελληνικής παράδοσης, όπως αυτές του Διγενή ή των κλεφτών, σταδιακά κατατείνει όλο και περισσότερο στην αφαίρεση. Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του αποτελούν η εισβολή του ιστορικού χρόνου στον ατομικό χώρο και η οργανική συμπλοκή προσωπικού και συλλογικού.
στ. Πρόδρομος Μάρκογλου (1935- )
Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου (Καβάλα, 1935-) γεννήθηκε στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Σπούδασε στην Αθήνα στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.). Το 1944 έχασε το αριστερό του χέρι από γερμανική χειροβομβίδα. Το 1971 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει μέχρι σήμερα. Έχει εργαστεί σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Έγκλειστοι, δημοσιεύτηκε το 1962. Συνεργάστηκε με γνωστά περιοδικά και την εφημερίδα Η Αυγή. Έχει ανθολογήσει το ποιητικό έργο του Ανέστη Ευαγγέλου. Το 1998 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Σπαράγματα και το 2004 το Βραβείο Διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Έδρα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του Διέφυγε το μοιραίον. Ο Π.Μάρκογλου εντάσσεται στη μερίδα των κοινωνικών ποιητών, που αφορμώνται από τα τραυματικά βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η γραφή του κυριαρχείται από τη μετεμφυλιακή απόγνωση και την ήττα, τη στέρηση και την αγωνία της ένταξης στη νέα, απογυμνωμένη και σκληρή πραγματικότητα. Παράλληλα με άλλους λογοτέχνες της γενιάς του στη Θεσσαλονίκη, όπως ο Μάρκος Μέσκος και ο Ανέστης Ευαγγέλου, εστιάζει «στην κατάργηση της προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας από τη μεταπολεμική πολιτική εξουσία και το κοινωνικό- ιδεολογικό σώμα που την εξέθρεψε [...] και βασανίζεται από ψυχολογικά αδιέξοδα». Στα πιο πρόσφατα ποιήματά του αναδεικνύεται ο δραματικός και ελεγειακός χαρακτήρας του αδιέξοδου ανθρωπιστικού οράματος. Η υποχώρηση του θερμού πολιτικού εμπειρικού υλικού εντείνει την πυκνότητα και τη σκοτεινότητα της ποίησής του, χωρίς να χάνεται η λιτότητα και η περιεκτικότητα της έκφρασης. Το ερωτικό βίωμα αποτελεί πάντα βασικό και παράλληλο στοιχείο της γραφής του. Η πόλη της Θεσσαλονίκης (όπως και η Καβάλα) αποτελεί ένα από τα σκηνικά της γραφής του. Οι τοπογραφικές αναφορές των δρόμων και των χώρων της πόλης αναδεικνύονται σε σιωπηλό παρατηρητή στις ζωές των ανθρώπων. Για το έργο του Πρόδρομου Μάρκογλου, ο Ανέστης Ευαγγέλου σημειώνει ότι «ένας από τους ουσιαστικότερους δάσκαλους του Μάρκογλου, στάθηκε ο Σαχτούρης: τα μαχαίρια, τα σφυριά, τα δόντια, ο δρόμος με τα σπασμένα γυαλιά, τα σύρματα, το αίμα και τα καρφιά, σύμβολα χαρακτηριστικά και βασικά εργαλεία στα χέρια των Φασμάτων για να σκηνοθετήσει τις εφιαλτικά ονειρικές του εικόνες, τα παίρνει ο Μάρκογλου και αφαιρώντας την ονειρική διάστασή τους, μας τα ξαναδίνει αποκαθιστώντας την τραχύτητα της ύλης τους».
ζ. Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994)
Ο Ανέστης Ευαγγέλου (πραγματικό όνομα Ανέστης Παπαδόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1937-1994), ο έτερος διόσκουρος του δίδυμου Π.Μάρκογλου – Α.Ευαγγέλου, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στο Anatolia College και παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έζησε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας και πέθανε στην ίδια πόλη το 1994. Διηγήματά του, ποιήματα, κριτικά σημειώματα, δοκίμια και μελέτες έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτισμική ζωή της Θεσσαλονίκης, συμμετέχοντας στα Δ.Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών, της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης. Η ποιητική του παραγωγή συγκαταλέγεται στην κοινωνική, αλλά και στην υποστασιακή-φιλοσοφική τάση της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς, καθώς σταδιακά εμφιλοχωρεί στην ποίηση του το στοιχείο του θανάτου. Η ποίησή του διακρίνεται από τα λιτά εκφραστικά μέσα, τη διάχυτη ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και την αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τη μεταπολεμική πραγματικότητα και το αίσθημα της ήττας. Στο ποιητικό του έργο ανιχνεύονται επιδράσεις από τους Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, Γιώργο Βαφόπουλο, Ζωή Καρέλλη, Γιώργο Θέμελη, Μανόλη Αναγνωστάκη και Άρη Δικταίο.
η. Τάσος Κόρφης (1929-1994)
Ο Τάσος Κόρφης (πραγματικό όνομα Τάσος Ρομποτής, Κέρκυρα, 1929 - 1994), αγνός μελετητής και θεράπων της νεοελληνικής ποίησης, γεννήθηκε στην Κέρκυρα, γιος του μουσικοσυνθέτη Γεράσιμου Ρομποτή (Ληξούρι, 1903 - Κέρκυρα, 1987). Το διάστημα 1947-1951 φοίτησε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού από το 1951 ως το 1982 οπότε αποστρατεύτηκε με την βαθμό του Αντιναυάρχου Αρχηγού του Στόλου. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, αποφοίτησε από την Ναυτική Σχολή Πολέμου και τη Σχολή Αμύνης του ΝΑΤΟ, ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διεθνή επιτελεία. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, την ποίηση, το δοκίμιο, τη μελέτη και τη μετάφραση και για την δραστηριότητά του αυτή τιμήθηκε με το Έπαθλο Κυπριακών Γραμμάτων, το έπαθλο Νίκου Καββαδία και το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου 1994.
θ. Μάριος Μαρκίδης (1940 – 2003)
Ο Μάριος Μαρκίδης (1940-2003) γεννήθηκε στην Αθήνα, αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Λύκειο το 1957 και σπούδασε ψυχιατρική στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λονδίνου. Εργάστηκε ως πανεπιστημιακός καθηγητής στο Αιγινήτειο νοσοκομείο. Με το ποίημα «Εκμαγείο» απέσπασε έπαινο στον ποιητικό διαγωνισμό που προκήρυξε το 1962 το περιοδικό «Πανσπουδαστική» σε συνεργασία με τον «Ταχυδρόμο» (στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Γιάννης Ρίτσος). Με την ποιητική σύνθεση «Πρόλογος στο σπαθί» εμφανίστηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε με το δοκίμιο, τη λογοτεχνική κριτική και τη μετάφραση (υπήρξε ο πρώτος μεταφραστής γλωσσολογικής εργασίας του Noam Chomsky στα ελληνικά). Στα ποιήματά του και άλλα κείμενά του χρησιμοποίησε πολλές φορές το ψευδώνυμο Μάριος Αφεντόπουλος. Το 2002 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Παρά ταύτα». Το έργο του, κινούμενο στο μεταίχμιο υπερρεαλισμού και νεορεαλισμού, είναι ένα σύνολο από σπουδές στη σημασία, που αναμοχλεύουν τα πάθη, σε μία συνεχή εξισορρόπηση του ύψους και του βάθους, λογοδοτώντας το μέσα και το έξω με ημερομηνία λήξεως και αναζητώντας τον εξανθρωπισμό της γλώσσας, με έμμονες ιδέες ψυχανάλυσης διχασμένων υποκειμένων πρότερον έντιμου βίου.