Υ Ψ Ι Π Υ Λ Η
ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟΣ
ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΒΙΟΤΟΠΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΩΝ
Η Γη είναι μια και τώρα ανήκει σ’ όλους μας,
καθώς ο φανταστικός κόσμος των πληροφοριών ξετυλίγεται μπροστά μας
-- ειδήσεις, τύπος, ψυχαγωγία -- σε συνεχή ροή και αρχείο,
με on line παρουσίαση της διακύμανσης των τιμών στο χρηματιστήριο,
άμεση πρόσβαση στα στοιχεία εταιριών με δορυφορική λήψη,
φορολογικά, διακηρύξεις, κοινοτικά προγράμματα,
σύνδεση με διεθνή δίκτυα σε τιμές προνομιακά χαμηλές,
δίνοντάς μας την ευκαιρία να κερδίσουμε περισσότερο
σε μία χώρα που λέγεται Ευρώπη κι όπου νομίζουμε πως έχουμε τον
έλεγχο,
αφού η αυτοκρατορία δουλεύει για μας κατακτώντας όλες τις ηπείρους
και συγκλονίζοντας τον κόσμο κόντρα στα σημεία των καιρών
και η επιστημονική φαντασία είναι συνεχώς στην υπηρεσία της
καθημερινής ζωής,
με άφθαρτη ομορφιά, παρόλο που κρατάει λίγο,
με αισθητική, χρώματα, ήχους, νέα μορφολογία, δημιουργία
πρωτοποριακή, σύγχρονη, οργανωμένη, ευέλικτη,
με λαμπερά πρόσωπα και κορμιά, φλας, κοσμικές πρεμιέρες,
συζητήσεις, δείπνα, εκδρομές, πάρτι, επαφές
και τροφοδότηση των στηλών του τύπου.
Καθώς όλα επιτρέπονται κι όλα καλλιεργούνται,
από τότε που λειτουργεί ο διαστημικός σταθμός
οι καιροί είναι ανταγωνιστικοί, η μάχη καθημερινή,
καχυποψία και συμφέροντα, μεσάζοντες, ανθοδέσμες και βαλίτσες,
μυστικές παρακολουθήσεις, κασέτες και καταγγελίες.
Η εξέγερση του γκέτο και η δύσκολη συνάντηση
ανάμεσα στο λευκό περιθώριο και τις κλειστές μεταναστευτικές
κοινότητες
συνθέτουν την εφιαλτική εικόνα ενός μέλλοντος
όπου η ελεύθερη οικονομία θριαμβεύει κι επεκτείνεται
με την ανταλλαγή πληροφοριών και το συναγωνισμό στις κακίες,
στις δημόσιες σχέσεις και στις ιδιωτικές επαφές,
με χαμόγελα ειλικρινή ή μουδιασμένα από την πόζα
σε κατάλληλο χώρο και με κατάλληλα αξεσουάρ
που ωθούν στον κανιβαλισμό αποκλειστικά και live,
με καθαρούς πολέμους χωρίς πτώματα και πόνο,
σε ψάθινες πολυθρόνες και στρογγυλά τραπέζια,
τέντες λευκές, μαξιλάρια πράσινα,
με γκαρσόνια άγνωστα αλλά ευγενικά,
λίγο δυσκίνητα αλλά πρόθυμα,
χωρίς τοστ που να μοσχοβολάνε βούτυρο,
χωρίς τυρόπιτες με ωραίο φύλλο,
με πολλά σάντουιτς, χυμούς τεράστιους και παγωτά,
ανάμεσα σε δυο πλατείες και δυο κόσμους
που μαστίζονται από την ακραία περιθωριοποίηση της μισής κοινωνίας.
Ασφαλώς θα έχετε πολλές φορές ονειρευτεί να ζήσετε μέσα
σ’ ένα μαγευτικό, κοσμοπολίτικο περιβάλλον,
με γήπεδα τένις, βόλεϊ, πισίνες, παιδικές χαρές, ντίσκο – μπαρ, πολυτελή
εστιατόρια, ταβέρνες,
με πλήρη εξοπλισμό κάθε επιχείρησης που έχει στόχο εσάς και τις ανάγκες
σας,
έχοντας εξασφαλισμένη υποστήριξη και εναλλακτικές λύσεις,
υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, άριστη τεχνογνωσία, έμπειρους ανθρώπους και
αποδοτικότητα,
εφόσον πρόκειται για γιγάντιες επενδύσεις σε σκληρό συνάλλαγμα
αποκτήματα μεγάλων αλυσίδων συναφών επιχειρήσεων,
όπου η εργονομία των χώρων είναι πάντα τέλεια,
η χρήση υψηλής τεχνολογίας και αυτοματισμών είναι συστηματική,
η εκμετάλλευση των πάντων εξαντλητική,
και το προσωπικό έχει άριστη επαγγελματική κατάρτιση,
οι ώρες κυλάνε πολύ γλήγορα, ο χρόνος είναι
μιας χρήσεως σε ατομική συσκευασία σελφ-σέρβις,
κι οι σπόνσορες έχουν εξασφαλίσει ένα φτηνό, ευέλικτο και δημοφιλές
διαφημιστικό μέσο
που διαθέτει επιπρόσθετα το προσόν της ενεργού συμμετοχής
στην προστασία του περιβάλλοντος και στην εξοικονόμηση
φυσικών και ενεργειακών πόρων,
επιτυγχάνοντας επίσης μια αποτελεσματική δειγματοδιανομή:
Τζόγος και οικολογία, μάρκετινγκ και κοινωνική προσφορά,
κίνηση, θέαμα, διασκέδαση και τεχνολογία,
κέρδη για όλους, όλα μαζί σ’ ένα παιχνίδι.
Μεταμανιώδης κουλτούρα
βραχυκυκλωμένη σε οικογενειακές ίντριγκες και πνιγμένη από τον ανταγωνισμό.
Μακάριοι οι αφελείς της ζωής των γκέτο που δεν έχουν μέλλον ή περιθώρια
για βελτίωση,
άνεργοι, διαλογείς απορριμμάτων, κυνηγημένοι μετανάστες, πρόσφυγες,
κηπουροί, μπάτσοι, μπόντι – μπίλντερς, μηχανόβιοι, μηχανικοί αυτοκινήτων,
πιλότοι, χασάπηδες πασαλειμμένοι με αίματα
υποδυόμενοι τους ρόλους τους σε σωστές δόσεις για όλα τα γούστα,
με ντύσιμο άλλοτε χολιγουντιανό κι άλλοτε κάζιουαλ,
με ρυθμικές φιγούρες χούλα – χουπ και σοφτ – στριπτήζ,
παίζοντάς το και λίγο σταρ του ροκ,
σε συνόδους συγκλήτων, συμπόσια, μονομαχίες, θανατικές εκτελέσεις,
πάρτι με ρομπότ και με πολύ κέφι για το Σαββατοκύριακο,
σ’ ένα σεξουαλικό παιχνίδι με θανατηφόρο τέλος,
με τρισδιάστατη εικόνα, οκτακάναλο ήχο, ψυχεδελικές σκηνές,
γυμνές laser – χορεύτριες σε μελαγχολικό ντεκόρ,
σπασίκλες των κομπιούτερ με τα μικροτσιπάκια τους για φυλαχτό
μέσα σε δωμάτια ειδικής ατμόσφαιρας γεμάτα με ολογράμματα,
δοκιμάζοντας δίοπτρα και ακουστικά, πάνω σε άλλους πλανήτες,
συνδυάζοντας κινήσεις τζαζ, μπαλέτου, πολεμικών τεχνών και μοντέρνου χορού.
Μακάριοι οι αιχμάλωτοι των πλανητικών τηλεοπτικών δικτύων
εναντίον των οποίων στρέφονται τα βόλια
κι έτσι η δημόσια αιδώς προστατεύεται αποτελεσματικά
σε μια κοινωνία που ανέχεται την κακοποίηση,
που προτιμά τελικά τα κλασικά ρούχα σε παστέλ χρώματα
μπλε ελεκτρίκ, σομόν, λιλά, εκρού, σοκολατί και πολύ διακριτικά κοσμήματα,
κι όπου το πιο συνηθισμένο λάθος είναι εκείνο της αναπνοής,
αφού όλοι αναπνέουνε αντιοικονομικά και σε ακατάλληλη ώρα.
Ο χρόνος παραμένει πεισματικά αδιάφορος στις αναμνήσεις,
όταν τον διασχίζεις τροχάδην και με πλήρη εξάρτηση
και βλαστημάς γιατί τον έκαναν τόσο μακρύ,
εξασθενημένος από τον άνισο ανταγωνισμό,
όσο καιρό φυλάς σκοπιά στο έσχατο φυλάκιό σου,
εκεί όπου τα πάντα έχουν την τιμή τους
και -- για όσους είναι τυχεροί -- και την αξία τους,
όταν συχνά κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι η ανάγκη
και τα όνειρα εκποιούνται σε τιμές κάτω του κόστους,
αφού είναι πολύ εύκολο να χάνει κανείς το σημείο ισορροπίας
ανάμεσα στον στυγνό επαγγελματισμό και στην στεγνή ανθρωπιά.
Πολλές φορές η φύση συμμαχεί με την γραφειοκρατία και κερδίζει
καταστροφές πόλεων, προσφυγιές, στρατόπεδα συγκέντρωσης,
συλλαλητήρια και τάφους,
καθώς οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι αποδεικνύονται κατώτεροι των απαιτήσεών μας
και σκληροτράχηλα ανδροειδή με αποβατικά, αεροπλανοφόρα,
υποβρύχια, αμφίβια οχήματα, με οπλισμό all weather,
και με κινήσεις που προδίνουν άριστη εκπαίδευση,
με στολές εκστρατείας και καμουφλάζ παραλλαγής
ακόμη και στα πρόσωπα,
παίρνουνε θέσεις κατά κύματα ανενόχλητα
ανάμεσα στα φώτα και στην εξουσία,
προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουνε το σύμπαν
μέσα σε τροχούς και γρανάζια ενός τεράστιου θερμοκήπιου
από την εξόρυξη του ουρανίου ως τον εμπλουτισμό και τη συσκευασία του,
με τις μεθόδους της γενετικής μηχανικής,
της προηγμένης πλαστικής χειρουργικής
και των τεχνολογιών διεύρυνσης του εγκεφάλου,
που υπόσχονται να σώσουν τη χώρα των θαυμάτων απ΄ τον λιμό
με βόμβες πλουτωνίου και ραδιενεργό βροχή
στον υπόγειο, στις γωνίες των δρόμων και στις πλατείες
τις μέρες των γιορτών, τις μέρες των συναισθημάτων έκπληξης
και των πολυβολείων.
Στο μεταξύ ζωή συσκοτίζεται και οργανώνεται με σακιά από άμμο,
σε αυτοσχέδια οχυρωματικά έργα στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και
στις πόρτες,
καθώς οι αεροπορικοί συναγερμοί έγιναν ρουτίνα,
κι οι διαπραγματεύσεις αφορούν πολλά εκατομμύρια λεπτομέρειες,
φωνές διαδηλωτών, σειρήνες περιπολικών,
χαλασμένα φρένα κλούβας, σουρσίματα από αρβύλες,
ρυθμικά χτυπήματα στις ασπίδες, τσιρίγματα των τουριστών,
μουγκανητά μέσα απ’ τα κράνη και τα μπαμ των δακρυγόνων,
ενώ οι εμπειρίες του παρελθόντος λειτουργούν αποτρεπτικά
σ’ ένα κοκτέιλ φαντασίας και καθημερινότητας,
σε μιαν αλληλουχία από πολέμους και σωτήριες επεμβάσεις.
Ο εγκλεισμός μοιραία είναι εκούσιος μπροστά στην μπάρα
που απαγορεύει τη διέλευση
προς την πεζή καθημερινότητα γεμάτη ζεστασιά και ικεσία που εξουθενώνει,
με τις απρόσμενες εξάρσεις και τις ξαφνικές αμηχανίες της,
τις μεταπτώσεις από τη σιγουριά στην αμφιβολία,
κι από τα λόγια στη σιωπή,
στην πλήρη πάθους κι έντασης πόλη με τις μεγάλες πλατείες,
και τα απέραντα πάρκα γεμάτα ιστορία,
χρώματα και γραμμές κάτω απ’ τον ήλιο,
με χλιδή και φανταχτερή επίδειξη που ξεκινούν από το φως
του ατσαλιού και του γυαλιού που λαμπυρίζουν στην καρδιά της ερήμου,
απομονωμένα αεροστεγώς από το περιβάλλον
στα φυσικά οικοσυστήματά τους,
στον ομφάλιο λώρο της βιόσφαιρας,
με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών που ελέγχουν τις ανάγκες
για ερωτικές σχέσεις στο βασίλειο της σαβάνας και των βάλτων
με μεγαβάτ επιχειρηματικών κερδών και με πειραματόζωα,
σε υπνοδωμάτια, σε καθιστικά, σε γυμναστήρια και βιβλιοθήκες
ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ιδιωτικής ζωής και ελεύθερου χρόνου.
Η τεχνολογία έχει τις λύσεις της και τον τρόπο
να δώσει σε κάθε πράγμα την ταυτότητά του,
κάνοντας τονικές διορθώσεις, παρεμβάσεις στις ενδείξεις
και σύνθεση πολλών ξεχωριστών εικόνων σε μία
ψυχολογικά εμπορεύσιμη κοινωνική αξία
με σωστή δόση γοητείας, τρυφερότητας, ειλικρίνειας,
σιγουριάς, εμπιστοσύνης, αθωότητας,
και το ιδεώδες σχήμα που οι εμψυχωτές των υπολογιστών
δίνουν στα λέιζερ αναψυκτικά
και στα ψηφιακά ολογράμματα.
Τα μάτια έχουν τύπο αδιαμφισβήτητο, χάρη στη χρήση
ονείρων προχωρημένης τεχνολογίας,
ψευδαισθήσεων και φαντασμάτων πολυτελείας αυθεντικών
κι αμίμητων,
χωρίς υποκατάστατα εδάφους - αέρος,
με αίσθηση μεγαλείου κι ατμόσφαιρα κεφιού,
σε γυαλιστερές πίστες, σε καφέ αμάν και λαμπρές πασαρέλες,
με συγχορδίες Μπαχ και τελετουργικές κινήσεις,
όπου όλοι είναι ύποπτοι ανεξαρτήτως κυβισμού,
φτιαγμένοι από ύλη ίδια με τη μάζα των υπόγειων διαβάσεων,
που κρύβουν θησαυρούς και επικίνδυνους ληστές
και μνήμες γραμμένες με μαρκαδόρο στα πλακάκια,
στην αφάνεια, ηθελημένα ή όχι κάτω από το έδαφος,
κάτω απ΄ τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις,
με τις επιγραφές και τα φώτα νέον στα παλιά μετρό
και στα γεμάτα κόσμο βαγόνια,
που έχουν αυξήσει τον ρυθμό ζωής και τον βαθμό κινδύνου,
τις λεγόμενες δύσκολες ώρες με κανονικό βάδισμα,
τις ώρες που η κίνηση έχει μειωθεί
κάτω απ’ τα πόδια των ξένοιαστων περαστικών
που έχουν αφεθεί στη δυστυχία και την εγκατάλειψη,
κυριολεκτικά αντεργκράουντ και χωρίς ελπίδα,
στο σκοτάδι που κυριαρχεί στις πιο κρυφές γωνιές
με τρομερή συνέπεια στο ημερήσιο ραντεβού του.
Παρά την πυκνή ομίχλη μπορεί κανείς να διακρίνει
το σεληνιακό τοπίο γύρω του απελπιστικά άδειο
χωρίς ούτε ένα θάμνο,
σε μια ατμόσφαιρα περίεργα ηλεκτρισμένη
από ολικές ψευδαισθήσεις και τεχνητή πραγματικότητα,
από νοσταλγία και συγκρατημένο πάθος
για τα χρόνια της χαμένης νιότης,
κατά μήκος της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης,
δίπλα στους δρόμους με τους σκουριασμένους σκελετούς,
τα οφιοειδή γλυπτά
κι όλα τα απομεινάρια του πόλεμου των άστρων,
σε στοιχειωμένους πύργους με ομαδικά σεξουαλικά όργια,
σε εργαστήρια, αίθουσες συμβουλίων πολυεθνικών εταιρειών
και πίσω από κλειστές πόρτες πανεπιστημίων,
όπου σχεδιάζεται και διαμορφώνεται το μέλλον,
σε κόσμους πολυφωνικούς, στερεοσκοπικούς, αλληλοενεργούς,
βασισμένους σε τράπεζες στοιχείων με ευρύ πεδίο θέασης,
επιλογών και σεναρίων,
εμβαπτισμένους σε ηλεκτρικές εκκενώσεις με πεπιεσμένο αέρα
σε καθεστώς ύπνωσης,
μέσα σε κυλιόμενους διαδρόμους με δονούμενες λαβές και
ελλειπτικές οθόνες,
που δημιουργούν την αυταπάτη της ελευθερίας
και τη σιγουριά του εν δυνάμει σεξ που προσφέρουν οι κομπιούτερ.
Αυτή τη φορά η τραγωδία δεν θα είναι το φόντο
για το ανθρωπιστικό μάρκετινγκ του πολιτισμένου κόσμου,
αφού στα καταφύγια των προσφύγων υπάρχει μόνο ένα θολό
ποτάμι
από σκουπίδια πεταμένα εδώ κι εκεί στα χρώματα του ουράνιου τόξου
κι από παλιά αντικείμενα που ξεπροβάλλουν
μέσα από σκοτεινές αποθήκες και σκονισμένα ράφια
προστατευμένα από τη μνήμη,
σε χώρους απλούς, ανεπιτήδευτους, χωρίς ημερομηνία λήξης,
που ισορροπούν με αναπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης
ανάμεσα ση φυγή και στο αίμα,
όπου τίποτε δεν είναι αυθύπαρκτο και μονοσήμαντο,
αφού έχουν όλα δράση εικονική σε εμπορικά κέντρα και
διαμερίσματα,
στους τελευταίους ορόφους πολυκατοικιών και πολυκαταστημάτων,
σε μια γενικότερη κούρσα προς το χρήμα,
σε πείσμα όλων των νόμων της φθοράς που ισχύουν για τα
ανθρώπινα
και με εναλλαγές διάθεσης ανάμεσα στην ακραία αδιαλλαξία
και την ευέλικτη συμβατικότητα.
Στις πόλεις συνεχίζεται η τρομοκρατία και οι συλλήψεις πολιτών,
ναρκοθετούνται τα λιμάνια κι οι σιδηροδρομικές γραμμές,
οι εφοδιοπομπές ανατινάζονται με ανεξακρίβωτο ρυθμό,
τα ερειπωμένα κτίρια φλέγονται μπροστά σε φράγματα πυρός
από αθέατους οπλοφόρους,
οι οδικές αρτηρίες ανασκάπτονται από πυρά όλμων και πυροβολικού
και οι ελεύθεροι σκοπευτές μετατρέπουν σε στόχο ό, τι κινείται,
τρέποντας σε φυγή τους μόνιμους κατοίκους,
που χρειάζονται ενεργητικότερη αντίσταση για να επιβιώσουν
σε τέτοιες συνθήκες
συνεχών σεισμών, εκρήξεων, βομβαρδισμών, βανδαλισμών και
φωτοχημικών νεφών από τουρίστες,
σε μία χώρα που ανασαίνει ακόμα στο ύφος εγκαινίων, πανηγυριών
και διαφημιστικών τρικ σκόνης, αιθάλης και μεταλλοξείδιων,
με εκπληκτικές φωτοσκιάσεις σε αινιγματικούς χώρους
και απρόσωπες σκηνές πλήθους, με τη μονομανία της καθαριότητας
και την απόρριψη της ανθρώπινης αδυναμίας,
σε εικόνες φωτεινές που καταναλώνονται σε δευτερόλεπτα
κάνοντας τους ανθρώπους μύστες αυτής της ξέφρενης πορείας στο χρόνο.
Τώρα που το χρήμα έχει γίνει εύκολο απόκτημα
σχεδόν για όλους, με διάφορους τρόπους νόμιμους ή παράνομους,
σβήνονται απ’ την ιστορία τα γεγονότα
κι ο αγώνας πάντα συνεχίζεται με συγκινήσεις, δράματα, ίντριγκες,
μονομαχίες,
αλλά χωρίς κασέτες, χωρίς εξωφρενικά σκάνδαλα,
χωρίς την παρουσία πολιτικών αστέρων,
ανάμεσα στα μοντέλα των τάνκερ, στα τρόπαια των ράλι
και στα ανέκφραστα παγωμένα πρόσωπα των ηγετών
που ξεπετάγονται στα πανεπιστήμια στο χώρο των εναλλακτικών
ομάδων,
αναπλασμένων με καινούρια υλικά σε νέα πλαίσια και κλίμακες
από ενισχυμένο χάλυβα που δεν χρειάζεται συντήρηση,
αφού οι μικρές ελεγχόμενες αλλαγές είναι αισθητές
ακόμη και στους τοίχους των κτιρίων,
στις φάμπρικες του μυαλού των γιάπις,
με ρυθμιζόμενη μουσική επίδραση, γιόγκα, ιδεοκινητική
και ψυχομυϊκή χαλάρωση,
με σχιζοφρενικές δραστηριότητες στις παγκόσμιες πρωτεύουσες του άγχους,
με εικόνες συνεδριάσεων που μεταδίδουν οι τηλεοράσεις σε όλο τον
κόσμο,
δείχνοντας όμορφες κοπέλες που φορούν χρωματιστά πουκάμισα
και μεταξωτές γραβάτες,
χειρονομούν, φωνάζουν, τηλεφωνούν, χειρίζονται προσωπικούς
υπολογιστές
και παρακολουθούν τις διακυμάνσεις των δεικτών του λίμπιντό τους
πίσω από τη βιτρίνα των ναών του χρήματος,
σε μια εποχή που οι προβολείς λούζουν μόνο όσους παλεύουν για
πρωτιά
δοκιμάζοντας τη φυσική αντοχή, την ευστροφία, την πρωτοβουλία
και την ικανότητά τους,
σε ολισθηρούς δρόμους και σε γάργαρα νερά ποταμών,
αφήνοντας τις ονειροπολήσεις και προετοιμάζοντας τον εαυτό τους
για νέες δοκιμασίες
σε μεγάλα αεροναυπηγικά κονσόρτσιουμ
μετά από ετοιμασίες εβδομάδων, σχέδια μηνών, δαπάνες εκατομμυρίων.
Στο μεταξύ οι σημαίες κι οι συνοριακοί σταθμοί πολλαπλασιάζονται,
οι ουτοπίες, οι ήττες, οι εμφύλιοι, η παρανομία, οι διασπάσεις
κι οι εξορίες επανέρχονται,
η βιομηχανική παραγωγή εξυπηρετεί την ομοιομορφία
και το ιδιαίτερο συνθλίβεται δημιουργώντας ένα νέο μοντέλο
ευαισθητοποιημένου καταναλωτή που προτιμά τις οικολογικές
συσκευασίες,
την παιδική πορνεία, τη βία, τα ναρκωτικά, την άρνηση εκπαίδευσης,
και μόνο λίγοι προνομιούχοι έχουν το δικαίωμα και την ευκαιρία
να ζουν χωρίς να συγκρουστούν με το φυσικό τους περιβάλλον,
συνδυάζοντας ικανότητες Βιετκόνγκ πολεμιστή με την τεχνολογική
εξέλιξη
για να μη γίνονται αισθητοί όταν ατενίζουνε το μέλλον,
προτού παραδοθούν στη φθορά και την πολυκαιρία
της τεχνητής πραγματικότητας,
στα άγρια νυχτερινά δάση των οργίων με τα μαλλιά χυτά
και τις δάδες αναμμένες,
υπό τους ήχους των κυμβάλων στα ιερά μαντεία
σε χώρους με δική τους ιδιόρρυθμη αισθητική,
που φτιάνεται καθημερινά από ειδική βιομάζα
με χιλιάδες εικόνες, χρώματα και σχήματα
προκλητικά και εθιστικά που μεταφέρουν χιλιάδες ερεθίσματα
για νέες απλανείς και θλιμμένες δημιουργίες
αντεστραμμένης φύσης γεμάτης πιτσιλιές από τα σπρέι
και τους υδρατμούς των αναμνήσεων απ’ τη ζωή
στα έγκατα του κόσμου,
όπου κυοφορούνται ίντριγκες και κινούνται τα νήματα της ιστορίας
σε αόρατους χώρους απ’ όπου κάθε τόσο ξεπηδά την κατάλληλη
στιγμή το απρόοπτο,
πότε με γεύση μυστηρίου και πότε με χρώματα γοητείας
εναλλάσσοντας το τετριμμένο με το ιδανικό
και το διαχρονικό με την ανώνυμη καθημερινότητα με τις χιλιάδες
εκφάνσεις.
ΙΔΙΟΜΕΛΟ Δ
Το ροκ των διωκτικών αρχών
Οι διωκτικές αρχές έχουν εγκατασταθεί έξω από τον καταυλισμό
εφοδιασμένες με τανκς, βαρύ οπλισμό, δακρυγόνα και ασφυξιογόνα,
σφύζοντας από την παραφροσύνη της στρατιωτικής πειθαρχίας,
ενώ τα γκρίζα βαν μεταφοράς του προσωπικού των ειδικών μονάδων
φτάνουν πάντοτε εγκαίρως και θορυβωδώς,
κι οι αλεξίσφαιρες πόρτες τους ανοίγουν για να αποβιβαστούν
οι κρανοφόροι,
που στοιχίζονται και ζυγίζονται υπό την κάλυψη
των πλαστικών στολών τους
σε άψογους σχηματισμούς
προχωρώντας με αυστηρό βηματισμό,
κραυγάζοντας και χτυπώντας ρυθμικά με τα κλομπ τους
τις ασπίδες τους
κι ακολουθεί η συμπλοκή σώμα με σώμα,
σε μία χώρα που καθημερινά με εκπληκτικούς ρυθμούς
μετατρέπεται σε ερείπια και σκόνη,
κάνοντας λεία πολέμου πολυβόλα, τρένα, φορτηγά,
μοτοσικλέτες, μηχανές, τρακτέρ, νοσοκομειακά και κάρα.
Ενώ οι μεγαλουπόλεις του κόσμου οργανώνουν ήδη την
αυτοκαταστροφή τους,
βία, φτώχεια, απομόνωση, ανεργία, ανασφάλεια και άγχος
συνθλίβουν τους κατοίκους, φυλακίζοντας και υποτάσσοντάς τους
ανάμεσα στην ανομία και στη διαφθορά,
σωρεύοντάς τους μέσα σε άθλια δωμάτια ατέλειωτων οικοδομικών μπλοκ,
όπου στοιβάζονται οικογένειες, περιθωριακοί και συμμορίες
που δρουν ανενόχλητες με όπλα και ναρκωτικά,
κυκλοφορώντας όλοι σε ομάδες έτοιμοι να επιτεθούν ή να δεχτούν
επίθεση,
άνθρωποι – κουρέλια προσπαθούν να βολευτούν όπως όπως μέσα σε
μεγάλα χάρτινα κιβώτια,
κι είναι άγνωστο αν η επόμενη μέρα θα τους βρει ζωντανούς
στην πολιτεία της πενίας όπου βροντούν οι ταμιακές μηχανές
κι αστράφτουν οι βιτρίνες,
απ’ την αγχόνη ως την ελπίδα μες στην ενδοχώρα των ονείρων,
όπου ο ουρανός φαντάζει ατέλειωτος
με παρτιτούρες απ’ τα μπλουζ της ξενιτιάς
και μεθυσμένους έρωτες τριγύρω από καλλίγραμμες συλφίδες,
και η χαρακτηριστική απλωσιά του χώρου
τονίζει τα περιγράμματα με τρόπο μοναδικό που κάνει το χώμα να
ακτινοβολεί,
ναοί και μνημεία δημιουργούν μοναδικές αρχιτεκτονικές συνθέσεις
στα πολυάριθμα στενά δρομάκια με τα μικρομάγαζα και τους
υπαίθριους μικροπωλητές
σε σκοτεινά χαμηλοτάβανα δωμάτια από τούβλα και λάσπη,
με κινήσεις αργές και τελετουργικές σαν μια μυσταγωγία
ομφαλοσκοπώντας και συνομιλώντας με το υπερπέραν,
έχοντας για παρηγοριά τη φαντασία σ’ ένα τοπίο ονειρικό
με ανάγλυφες μυθικές σκηνές γεμάτες συμβολισμούς,
κινούμενοι μες στο σκοτάδι αθόρυβα και ράθυμα
και σιγοτραγουδώντας τους καημούς τους στους υπόγειους
διαδρόμους,
με την ορμή της επιβίωσης και με τη δίψα της επιτυχίας,
κι ενώ οι τρύπες απ τις σφαίρες αποκαλύπτουν στους τοίχους
τη μεθοριακή γραμμή της σύγκρουσης που οι άνθρωποι δεν θέλουν
να τη σβήσουν,
χαράζοντας το δρόμο σε ένα νέο ρεαλισμό,
επιθετικό, αλληγορικό, κυνικά αισιόδοξο,
κι αναζητώντας την ερωτική ικανοποίηση στις μαζικές φαντασιώσεις
της πολεμικής ή καθημερινής βίας,
που παράγει τεχνοκράτες επιστήμονες και πολιτικούς για όλες τις
χώρες,
με σημαία την επιτυχία και σύμβολο το κέρδος,
μετατρέποντάς τα όλα σε μαζικό προϊόν των σουπερμάρκετ,
από τα γκέτο της απομόνωσης ως τα διεθνή εξώφυλλα,
αφού δεν υπάρχει πια κανείς που να θέλει να ακούσει
κι οι άνθρωποι έχουν ανακαλύψει ισχυρά αντισώματα
για να ζούνε συντροφιά με τη βία, τα χρώματα, το χρώμιο,
τις καμπύλες
σ’ ένα οικόπεδο που έτσι κι αλλιώς είναι γεμάτο μπάζα.
Στο μεταξύ η εξοικείωση με το θάνατο είναι απίστευτη,
ένα ξεκοιλιασμένο ακέφαλο σώμα δεν ενοχλεί κανένα,
όταν αργά το βράδυ γυρίζει ξεθεωμένο απ’ τη δουλειά
κι η μοναξιά του ξενοδοχείου βαραίνει με τα σύμβολα της εποχής
των γιάπις και τα σεμινάρια της δολοφονίας,
όπου καταναλώνεται οτιδήποτε μπορεί να ανακουφίσει
το μόνιμο κενό στη φαντασία και στο συναίσθημα,
φτιάχνοντας θέαμα με ναρκωτικά στιγμής
και χάρτινους εθελοντές στα πεδία των μαχών,
και τροφοδοτώντας με κόσμο ακόμα και τα βροχερά βράδια του
χειμώνα,
με τη λογική του σελφ σέρβις να κυριαρχεί
τα Σαββατοκύριακα όταν πραγματοποιείται το αδιαχώρητο
στις ηλεκτρονικές κοινότητες που δεν είναι πια ουτοπίες,
δίπλα σε σπίτια που κάποτε γνώρισαν τη ζωή χάρη σ’ αυτές τις
πλαστικές φιγούρες,
ακουμπισμένες σ’ ένα τοίχο μισογκρεμισμένο,
σ’ ένα βρώμικο πεζοδρόμιο μέσα από στρατηγικά περάσματα,
σε αλυσιδωτά οχυρωματικά έργα και σε υπόγεια χαρακώματα,
με αγωγούς ενέργειας και διεθνών μεταφορών,
σε στεγανές διαβάσεις που οδηγούν σε παρατηρητήρια κι
αποθήκες,
σε σταθμούς διοικήσεως και θαλάμους αερίων,
όπου οι μοναχικοί καλπάζουν, νταλικέρηδες πίνοντας αχνιστό καφέ,
παράνομοι, καταζητούμενοι επικηρυγμένοι, ατέλειωτα χιλιόμετρα
σε τόπους αφιλόξενους με επικίνδυνες στροφές,
ρουφάν ταμπάκο, ερωτεύονται, πυροβολούν
με τα πιστόλια πάντοτε γεμάτα κι έτοιμα,
βαθιά πιστεύοντας πως δεν υπάρχει παρά μόνο ο αγώνας
για εγκαθίδρυση,
ανάλογα πώς εξελίσσεται κάθε φορά η παρτίδα στη σκακιέρα
των υπολογισμών και του υπόγειου μάρκετινγκ με τα τεράστια έξοδα
μέσα στο ελαφρώς απρόσωπο κλίμα των ημερών
με το ανατρεπτικό καυστικό χιούμορ
και με υπόκρουση από ήχους κλειδιών και θόρυβους υπόκωφους
από βαριές πόρτες και φωνές που γδέρνονται στο συρματόπλεγμα
κι η ηχώ τους επιστρέφει εξουδετερωμένη
φωτίζοντας το χώρο χωρίς να ρίχνει σκιές στις επιφάνειες και στα
πράγματα
Πίσω απ’ τις γρίλιες άθλιων δωματίων, ποτισμένων από την υγρασία
και την μυρωδιά των υπόνομων,
ένας αλλόκοτος κόσμος ξεπηδάει από τα έγκατα της γης,
βίαιος, βρώμικος, παράξενος με τους δικούς του νόμους,
επίδοξοι βιαστές, ξετρελαμένοι με σουγιάδες,
μανιακοί αγριεμένοι με δερμάτινα, παρανοϊκοί κάθε τύπου,
ένα απίστευτο συνονθύλευμα φυλών με στυλ πλανόδιων καλλιτεχνών
με παρδαλά πουκάμισα, κασκέτα και γουόκμαν,
χορεύοντας ξέφρενα στο ρυθμό της ραπ,
και παραδίπλα κάποιοι γιάπις με ύφος σνομπ, κοστούμι και
γραβάτα
γυρνούν το απόγευμα απ’ την ιεροτελεστία της δουλειάς
κι ανακατεύονται ανάμεσα στο βιαστικό πλήθος,
δεκάδες μάτια μας τεράστιας βιομηχανίας
βρίσκουν την ευκαιρία να αισθανθούν δροσιά
ανακαλύπτοντας καινούριες απολαύσεις,
χρήσιμες πληροφορίες, επώνυμες αναλύσεις, αποκαλυπτικά ρεπορτάζ
με αυξανόμενα ανταγωνιστικά επιτόκια
και υψηλή ετήσια απόδοση αγοράς
στους σταθμούς, στις πανεπιστημιακές σχολές, στις πολιτείες,
στις στάσεις των λεωφορείων και στις πύλες των εργοστασίων,
χωρίς νέους μύθους, χωρίς νέα σχέδια, χωρίς νέες ιδέες
από τους τεχνικούς της εξουσίας, που σπεύδουν να εξηγήσουν πάλι
τα ανεξήγητα,
μεταγλωττίζοντας τη φλογερή φωνή της νεολαίας σε αναιμική γλώσσα
διοίκησης,
αποδυναμωμένη εντελώς από την αυθεντία των επιστημόνων,
ενώ το καθημερινό δελτίο ανεργίας ολοένα μεγαλώνει
στα χρόνια της παντοκρατορίας των τραστ και των πολιτικών,
που υπόσχονται δύναμη, περισσότερη δύναμη που συναρπάζει
με μία αίσθηση μεθυστική που απογειώνει κι οδηγεί στην έκσταση,
όπου το μάρκετινγκ και η διαφήμιση υποκαθιστούν την κρίση.
Ζώντας μέσα στην εξαθλίωση των γκέτο,
εργάτες στις βιομηχανίες αποκομμένοι από τις οικογένειές τους,
σε πέτρινα ετοιμόρροπα πανδοχεία όπου σκοτώνουν τον ελεύθερο
καιρό τους χαρτοπαίζοντας,
μπροστά στα υπαίθρια μικρομάγαζα, πίνοντας μερικά φτηνά
μπουκάλια μπίρας και μαγικό νερό,
εξαϋλώνονται και αντιμετωπίζουν χωρίς φόβο τον αντίπαλο,
περνώντας με σκάνερ στη μνήμη ενός υπολογιστή,
έτοιμοι για αναζήτηση απ’ τους χρήστες στις οθόνες,
κάνοντας έτσι οικονομία στα μεγαμπάιτ των διαθέσιμων δίσκων
και περιορίζοντας παράλληλα το λειτουργικό κόστος του δικτύου
με την κατάλληλη βιντεοτεχνική αποθήκευση σε ψηφιακή μορφή.
Χιλιάδες γυναίκες με γλυκά πρόσωπα, άντρες με σκληρά
χαρακτηριστικά, σκαμμένα από τον ήλιο και την άμμο,
φορώντας πολύχρωμες φορεσιές με μυρωδιά από κίτρινους σπόρους,
σπάνε και μεταμορφώνονται σε άσπρες νιφάδες
που αλληλοσυγκρούονται χωρίς να πληρώνουν φόρο αίματος
μετά τον γύρο της παραζάλης και της έξαψης,
παίζοντας δηλητηριώδη παιχνίδια στα δίκτυα των πεζόδρομων,
με την στρατιωτική ομοιομορφία των συνεργείων αυτοκινήτων
και των μοτοσικλετών στις μικρές συνοικίες
με τα χαμηλά σπίτια αραδιασμένα περιμετρικά
στις μαυρισμένες απ’ την πίσσα και το κάρβουνο υψικαμίνους,
σ’ έναν αγώνα αφόρητο, εξοντωτικό, όπου οι περισσότεροι
εγκαταλείπουν την προσπάθεια, καταρρέοντας από τη ζέστη και τη δίψα,
όπου η επιβίωση μετράει περισσότερο απ’ τη νίκη,
σ’ ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας,
όπου οι αγωνιζόμενοι αγγίζουν πια τα σύνορα του εαυτού τους,
μες στους ιριδισμούς του απέραντου γαλάζιου,
σαν ιπτάμενες σκιές σε γυάλινους ουρανοξύστες, πανύψηλους
πύργους και δυσθεώρητα κτίρια,
ανάμεσα στα φουγάρα των εργοστασίων, τις θαλάσσιες πλατφόρμες
και τις κεραίες τηλεόρασης,
ισορροπώντας πάνω από τις πόλεις με αυτοσυγκέντρωση και ταλέντο,
παίρνοντας από το περιβάλλον συμμετρικές μοριακές δομές
και συλλαμβάνοντας αυτό που δεν βλέπει το μάτι στο άβουλο σώμα
της ημέρας,
σ’ ένα τοπίο που εκπέμπει τη δική του λάμψη
με τους δικούς του μηχανισμούς άμυνας,
μετατρέποντας το όνειρο της απελευθέρωσης σε εφιάλτη.
Την ώρα που η πόλη κοιμάται μετουσιώνοντας τη λάμψη σε σκοτάδι και τη
μοναξιά σε τρέλα,
δεν έχει πια κανείς καιρό για γλέντια και θριαμβικές πομπές,
και μόνο ένας ελεύθερος αέρας, ένας ανεξάρτητος, αλήτης αέρας,
ζωντανεύει τα παραμύθια στους αφιλόξενους δρόμους,
που με τη συνδρομή των υγειονομικών υπηρεσιών,
άλλοτε πλακώνουν τους ανθρώπους και άλλοτε τους αγνοούν,
αφήνοντάς τους έκθετους στις τζαμαρίες, στις τέντες και στις φωτεινές
επιγραφές,
με τα πόδια μελανιασμένα, γεμάτα σημάδια από σύριγγες,
με τις φλέβες των χεριών και των ποδιών αχρηστευμένες από τις αμέτρητες
ενέσεις,
ακολουθώντας τη στρατηγική της επιβίωσης,
αυτοσυγκεντρωμένοι σ' ένα στόχο σε συνθήκες μάχης
με ένα ψυχαναλυτικό μηχανισμό που μπαίνει σε λειτουργία,
καθώς η ελευθερία περπατάει συχνά πάνω στους πεθαμένους,
μέσα από ένα κύκλο χρήσεων, δωρεών, καταχρήσεων, αλλοτριώσεων και
σχιζοφρενικής συμπεριφοράς,
κι οι κυνηγοί του αμερικανικού ονείρου προσπαθούν να αναλάβουν δυνάμεις
σ' αυτή την αλαζονική και εχθρική πάλη,
με ρυθμούς εξοντωτικούς που αγγίζουν την υστερία,
κάτω από τις εξοντωτικές γιγαντοαφίσες
μπρος σε χιλιάδες κορίτσια με καυτά μπλου-τζιν,
που προσπαθούν να μαγέψουν τις επιθυμίες των περαστικών
στο βασίλειο του χρήματος και των αντιθέσεων,
πλάι στις προθήκες των πολυτελών καταστημάτων,
στα Ελντοράντο της εποχής μας,
στα μπουκαλάκια και τους δοκιμαστικούς σωλήνες των εργαστηρίων,
άναρχα, απείθαρχα, με αυτοσχέδιους νόμους,
με μνήμη πολλών επιπέδων και με τεχνητή νοημοσύνη,
στα πλαίσια ενός καθημερινού παρόντος που αρνείται να γεράσει,
πραγματοποιώντας χαμηλές πτήσεις στον αέρα
και αποτελώντας την τελευταία ελπίδα μιας πόλης που παλεύει με τη μοίρα
με ανταμοιβή μονάχα μερικά δολάρια στο τμήμα ομαδικής ψυχανάλυσης.
Αλλόκοτοι ερημίτες χέβι μέταλ, εραστές της περιπέτειας
περνάνε σαν συγκεχυμένες οπτασίες δίπλα στα αντικείμενα,
ο αέρας καίει σε κάθε ανάσα νιώθοντας αυτάρκης, κύριος του εαυτού του
κι ένα κονβόι από φυλές σκινχεντ και πανκ
με δυνατή μουσική, φτηνά ναρκωτικά και ατμόσφαιρα no future,
μπροστά σε τοίχους γεμάτους από γκράφιτι και αφίσες
που διαφημίζουν θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις φωτογραφίας και συναυλίες,
αμφισβητούνε το παρόν που κανείς δεν τους προειδοποίησε ότι θα ερχόταν
με βλέμμα που θα τρόμαζε ακόμα και δαίμονα,
με μηνύματα ερωτικά που αντιστέκονται στο χρόνο
σε ανταύγειες χρυσού και κόκκινου,
συνδυάζοντας τις τεχνικές των χτυπημάτων
με την πεζή καθημερινότητα και τη μονοτονία της πόλης.
Παράξενες ανθρώπινες υπάρξεις παρελαύνουν
σκληραγωγημένες από τα πεζοδρόμια, καβάλα πάνω σε βέσπες,
απολαμβάνοντας την ηδονή του τρόμου,
με σωστή αναλογία τεχνολογίας και φαντασίας, φόβου και πανικού,
με χημεία πολυπλόκαμη μεταξύ μυστικότητας και μυσταγωγίας,
αισθησιασμού και ασέλγειας, βαρβαρότητας και επανάστασης,
ισορροπώντας πάνω σε μνήμες της παιδικής ηλικίας,
σε ήχους μουσικούς που ταξιδεύουν στη μαγεία της εικόνας,
σε αποστάσεις που κάνουν τα τρέχοντα και καθημερινά να φαίνονται ασήμαντα,
σε ένα κόσμο ανεξιχνίαστα μαγικό που ζει με τους δικούς του κανόνες,
μέσα στα παγωμένα δάση των ψυχών με τα τριξίματα της βαριάς μπότας
πάνω στο χιόνι
και με το θριαμβευτικό χαμόγελο του νικητή στα χείλη,
έχοντας εξασφαλίσει προνόμια αποκλειστικότητας σε δρομολόγια φυγής,
στο έλεος ενός άσπλαχνου θεού που έρπει στη γύμνια κάποιας πέτρας,
στην Αποκάλυψη μιας Φύσης ρωμαλέας κι ανεπιτήδευτης,
που δίνει σχήμα στο ακανόνιστο με ελεγχόμενες εκρήξεις,
σε ένα περιπετειώδες Σύμπαν με δεκάδες εφευρήματα,
με πόλεμους των άστρων και θεϊκές συγκρούσεις,
όπου κυριαρχούν οι γενετιστές, για τους οποίους καμιά επέμβαση δεν είναι
αδύνατη,
αφού αγωνίζονται σε άλλη διάσταση με άλλη βαρύτητα,
διαγράφοντας νοητά τόξα με πειθαρχημένες κινήσεις,
ανάλαφροι σαν έμβρυο σε αμνιακό υγρό,
περιμένοντας τη δύναμη της άνωσης για να ισορροπήσουν
ανάμεσα στους χίλιους ήλιους της καρδιάς τους και στο φως.
Σε εποχή εκπόρνευσης αυτός που δεν οπλίζεται πεθαίνει
ενδίδοντας στον πειρασμό για μια ηρωική έξοδο προς την ανυπαρξία,
βιώνοντας την άγρια χαρά της ελευθερίας,
τη μαγεία του έρωτα, τη βαρβαρότητα και την υποκρισία,
για να μη μείνει θαμμένος ζωντανός στις φυλακές της πόλης,
στα αναμορφωτήρια, στα μοντέρνα κτίρια, στους παιδικούς σταθμούς,
στις σύγχρονες κουζίνες, στις κρεβατοκάμαρες - παλάτια,
άρτια εξοπλισμένες με περίεργα αντικείμενα, με όπλα,
κλεμμένα αυτοκίνητα, χειρουργικά εργαλεία και ανθρώπινα μέλη,
χαλκεύοντας αυτοβούλως τα δεσμά του με ακρίβεια ρολογιού,
περνώντας από τον εφιαλτικό κόσμο των τεχνολογικών νευρώσεων,
του αλκοόλ, της βουλιμίας και της κατάθλιψης,
στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, σ’ ένα μυστηριώδη κόσμο
όπου η πραγματικότητα και τα ομοιώματά της
συγχέονται αξεδιάλυτα, μες σ’ ένα σκηνικό από ομιχλώδη μπαρ,
και φθηνές πανσιόν που κοσμούνται από ακατανόητα σύμβολα,
με θραύσματα αναμνήσεων που διηγούνται κάποιες πόρνες
για τους παρίες του αμερικανικού ονείρου,
στρατός από σύμβολα που περιγελούν τον κόσμο,
δέχονται στωικά τα καπρίτσια μας, γίνονται τα βουβά θύματά μας,
στα ρέιβ πάρτι, στα δίκτυα του ΙΝΤΕΡΝΕΤ, στην άγρια φύση,
όπου όλοι ταξιδεύουν διακτινισμένοι στο διάστημα,
σε στιγμές προέκτασης του εαυτού τους
σε χώρους απόλυτης απουσίας όπου τα πάντα συντελούνται έξω απ΄
αυτούς,
ενώ ο χρόνος παραμένει μετέωρος χωρίς να βιάζεται να χαθεί,
Υπάρχουν όμως μερικοί που αρνούνται να υποταχθούν,
μαζεύονται έξω από τα τείχη κουβαλώντας την ακινησία της σιωπής
τρέμοντας μήπως χάσουν την αξιοπρέπειά τους,
με παγωμένη προσευχή στα χείλη,
διαλέγοντας ο καθένας τη δική του διαδρομή απόδρασης,
προφέροντας κάποιες λέξεις που ποτέ κανείς δεν έμαθε τη σημασία τους,
με τη μελαγχολία της επόμενης μέρας πάντοτε παρούσα,
παρατηρώντας τις ανεπαίσθητες κινήσεις που κάνουν τη διαφορά
ανάμεσα στα ιπτάμενα ανθρώπινα απορρίμματα
και τα γυμνά σώματα που τρέπονται σε φυγή
ακολουθώντας τα σχέδια των εγκεφαλικών κυμάτων
με τα παραλίγο βέβηλα χρώματα του νέον
που συνωστίζονται σε μυστικές σπηλιές κάτω απ’ την άσφαλτο,
όπου οι πληγές μας μεγεθύνονται και οι καρδιές καραδοκούν
πίσω απ’ το φως των αλογόνων της χλιδής και της απόγνωσης,
τραβώντας μας μακριά απ’ τον ουρανό ενός μεταπυρηνικού πλανήτη,
που μεγαλώνει μες στη χημική ανισορροπία και στις ηλεκτρονικές
θρησκείες
με τα αυτοκόλλητα σηματάκια των πιστωτικών καρτών
που καλύπτουν τις τζαμαρίες των σουπερμάρκετ,
με ναρκωτικά που θεωρούνται αντιβιοτικά ψυχής
και πλαστικό χρήμα που εξελίσσεται σε ψηφιακό,
κυριαρχώντας στον αμφιβληστροειδή και δείχνοντας με οργιαστικές
τελετές
την κτηνωδία των καθεστώτων και τη φρίκη των ταγμάτων θανάτου,
αναζητώντας εθελοντές πρόθυμους να μοιραστούν τις εξεγέρσεις
στις σκονισμένες πόλεις, τα καφενεία, τους σιδηροδρομικούς
σταθμούς,
στους κακόφημους δρόμους, στις πολυτελείς βίλες,
και στα άθλια, θλιβερά ξενοδοχεία για μια νύχτα
όπου κοιτάσματα ουρανίου, φιλμ σιωπής, βία, φιλία, μαγικές παραδόσεις
και πανάρχαιες δοξασίες
συνυπάρχουν σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ
με τρόπο τελετουργικό σα να αποτίεται φόρος τιμής στα θαύματα,
με ήρωες που παρασέρνονται από τα παιχνίδια της τύχης
που επενεργεί κατευθείαν σ΄ όλο το σώμα,
τραυματισμένοι απ’ τις οβίδες και το μίσος,
με εναλλασσόμενους ρόλους ανάμεσα σε θύματα και θύτες,
θάβοντας στα συντρίμμια τους ένοχα μυστικά, δραματικά
κι απροσδιόριστα,
προσδοκώντας πάντα την επόμενη μεγάλη ευκαιρία,
και δημιουργώντας μια ποιητική ατμόσφαιρα με ηλεκτρισμένα χρώματα,
που απηχούν ένα κόσμο αφέλειας και αισθησιακών εκρήξεων,
όπου οι απελπισμένοι αυτοτραυματίζονται και ακρωτηριάζονται
για να αποφύγουν τον εξευτελισμό,
χλευαστικοί κι αδιάφορα εχθρικοί μπροστά στην τηλεόραση,
κι οι αλυσοδεμένοι άνθρωποι κινούνται βιαστικά στις λεωφόρους της
πληροφορικής
τηλεεργάτες στην ηλεκτρονική τους απομόνωση,
εξακολουθώντας να αντιστέκονται στην τελική πτώση,
ζώντας με την ελπίδα της ανάστασης
κι αναζητώντας τρόπους ν’ ακυρώσουν τη μελαγχολία για το θάνατο που ακολουθεί τη φθορά.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το συνθετικό έργο «Υψιπύλη» έχει την πρόθεση να είναι ένα μικροέπος πού έχει στόχο να καταγράψει τον τρόπο ζωής της σύγχρονης εφιαλτικής καθημερινότητας, διεισδύοντας με βλέμμα αποκαλυπτικό και αναλύοντας με γλώσσα κρυπτογραφική το πολύπλοκο πλέγμα των σχέσεων που την ορίζουν.
Οι σχέσεις αυτές μορφοποιούνται μέσα σε ένα σύνολο εξαρτήσεων από ανεξέλεγκτα και αδιόρατα διαδίκτυα οργανωμένων κέντρων πολιτικής, εκπαιδευτικής, κομματικής, θρησκευτικής, οικονομικής, κοινωνικής, πληροφορικής, πολιτιστικής και πολιτισμικής εξουσίας που έχουν σε σημαντικό βαθμό προδιαγράψει τον «βιότοπο» του σύγχρονου «μεταλλαγμένου υβριδίου» που θα μπορούσε να αποδοθεί συνοπτικά με τον όρο «άνθρωπος – μηχανή».
Οι όροι επιβίωσης του υβρίδιου αυτού προκαθορίζονται από τον έντεχνα μεθοδευμένο αυστηρό προγραμματισμό του DNA του σε γλώσσα μηχανής με χρήση ενός συνόλου από κωδικογραφημένα πρωτόκολλα επικοινωνίας που τυποποιούν τους συμπεριφορολογικούς χαρακτήρες του και από ένα σύστημα χαλκευμένων οντοχωροχρονικών συντεταγμένων που οριοθετούν τον ορίζοντα της δράσης του.
Ένα καίριο ζήτημα που τίθεται στην εξέλιξη του έργου έχει σχέση με το ερώτημα αν ο «ελεύθερος πολιορκημένος» άνθρωπος, που γνωρίσαμε σε έργα παλιότερων ποιητών, έχει το σθένος να πραγματοποιήσει για μια ακόμη φορά την «ηρωική έξοδο» προς τη λύτρωση ή τη θυσία. Αλλά, ενώ στο νεανικότερο έργο «Ζωηφορία», ο άνθρωπος χαιρετιζόταν ως «μέγας νικάτορας» και η πίστη στη δυνατότητα αυτή φαινόταν ακράδαντη, στη «Υψιπύλη» υπάρχει κάποια πικρή αμφιταλάντευση που προκύπτει από τη διαπίστωση ότι «μας κυβερνούν αδηφάγοι θύτες» και μόνο προς το τέλος διαφαίνεται ένας θάλπων καύσωνας που σφυρηλατείται από μια «Φιλησίμολπη Ομορφιά»..
Κατά τα άλλα τα δύο έργα παρουσιάζουν ευδιάκριτα κοινά σημεία από τα οποία τα πιο αξιοπρόσεκτα είναι τα εξής:
- Ο υποφώσκων ουμανιστικός υπαρξισμός που παρουσιάζει τον άνθρωπο σε διαρκή και αδυσώπητη πάλη με το πεπρωμένο του,
- Το συνακόλουθα κυρίαρχο σύμβολο του ακατάπαυστα και ασυμβίβαστα μαχόμενου ανθρώπου,
- Η χρήση κλασσικής μορφής στην παρουσίαση των έργων (24 ραψωδίες με παρεμβολή ιδιόμελων στη «Υψιπύλη» έναντι επεισοδίων αρχαίας τραγωδίας με παρεμβολή χορικών στη «Ζωηφορία») και τέλος
- Ο εμφανής διαποτισμός και των δύο έργων με τα νάματα των διδαχών και τα πατρογονικά βιώματα που απορρέουν από την ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους, με έμφαση στα μεταπολεμικά γεγονότα.