Στις 13 Ιανουαρίου 27 π.Χ. εγκαινιάστηκε μία νέα μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους και η ρωμαϊκή κυριαρχία απέκτησε νέα μορφή, το «principatus», η ηγεμονία ή αυτοκρατορικό καθεστώς του Οκταβιανού, ο οποίος θεμελίωσε την «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» (imperium), ως μετεξέλιξη της «Ρωμαϊκής Δημοκρατίας», όπου οι περισσότερες εξουσίες, μετά από ένα συνδυασμό αρμοδιοτήτων παλαιών θεσμών, συγκεντρώθηκαν σε ένα άνθρωπο, τον Καίσαρα ή Αυτοκράτορα (imperator).
Επί ενάμιση αιώνα μετά τον Οκταβιανό, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στο αποκορύφωμα της πολιτικής και πολιτιστικής της ακμής. Ήταν ένα χρονικό διάστημα βραδέων εξελίξεων, που μπορεί να θεωρηθεί από τις "ευτυχέστερες περίοδους της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους". Όμως πίσω από την ευημερία της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana), γίνονταν αλλαγές που οδήγησαν προοδευτικά στην κρίση της αυτοκρατορίας τον 3ο αιώνα μ.Χ. Από πολιτική άποψη, η σταθερή διακυβέρνηση οφειλόταν στις ισχυρές δυναστείες που, κυριαρχώντας, δεν επέτρεπαν να υπάρχουν ουσιαστικές εσωτερικές ανωμαλίες (εξαιρουμένων των ετών 68-69 και 193).
Στο εσωτερικό επικρατούσε ειρήνη, ασφάλεια και ηρεμία. Το οδικό δίκτυο με κέντρο τη Ρώμη επεκτεινόταν σε όλη την αυτοκρατορία και μαζί του το εμπόριο και ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Σε κάθε μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας υπήρχαν υδραγωγεία και δημόσια λουτρά. Παρόλο που οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στα χέρια ενός ανθρώπου, του αυτοκράτορα, ο λαός ήταν ευχαριστημένος. Βέβαια, στο θρόνο κάποιες φορές ανέβαιναν ανεπιτήδειοι αυτοκράτορες, όπως ο Καλιγούλας και ο Κόμμοδος, υπήρχαν όμως αρκετοί ενσυνείδητοι και ικανοί αυτοκράτορες, όπως ο Κλαύδιος, ο Τραϊανός, ο Αδριανός και ο Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Οκταβιανός Αύγουστος, αρχικό όνομα Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus, αρχικό όνομα Gaius Octavius Thurinus, 23 Σεπτεμβρίου 63 π.Χ. - 19 Αυγούστου 14 μ.Χ.) ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο οποίος, με την επωνυμία «Αύγουστος» (<αυγή [<αύω > αυή {= το φως του ηλίου} = λαμπρός, θαυμαστός, σεβαστός ή κατ’ άλλη εκδοχή από το augeo [=αυξάνω, μεγεθύνω]), κυβέρνησε από το 27 π.Χ. μέχρι τον θάνατό του το 14 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Γάιος Οκτάβιος, πραίτωρ και διοικητής της Μακεδονίας, καταγόμενος από αρχαία και πλούσια οικογένεια πληβείων, που πέθανε όταν ο Οκταβιανός ήταν 4 χρόνων, μητέρα του ήταν η Ατία Βάλβα Καισωνία, κόρη της αδελφής του Ιούλιου Καίσαρα, που φρόντισε για την επιμελημένη ανατροφή του Οκταβιανού μαζί με τον δεύτερο σύζυγό της Λεύκιο Μάρκιο Φίλιππο και αδελφές του ήταν η Οκταβία η Μεγάλη (ετεροθαλής από τον πρώτο γάμο του πατέρα του) και η Οκταβία η Μικρή (ομόαιμη), μετέπειτα σύζυγος του Μάρκου Αντώνιου. Είχε διαδοχικά τρεις συζύγους, την Κλωδία Πούλχρα (42–40 π.Χ.), την Σκριβωνία (40–38 π.Χ.) και την Λιβία Δρουσίλλα (37 π.Χ. – 14 μ.Χ.), μία κόρη την Ιουλία την Πρεσβύτερη(39 π.Χ.-14 μ.Χ.), που απέκτησε με την Σκιβρωνία και τέσσερις υιοθετημένους γιους (Γάιος Καίσαρας, Λούκιος Καίσαρας, Αγρίππας Πόστουμος που στη συνέχεια τον αποκήρυξε και τον εξόρισε και Τιβέριος, γιος της Λιβίας από τον πρώτο γάμο της).
Ο νεαρός Οκτάβιος υιοθετήθηκε από τον θείο του Ιούλιο Καίσαρα και αναγνωρίστηκε κληρονόμος του μετά τη δολοφονία του το 44 π.Χ. Τον επόμενο χρόνο ο Οκταβιανός ένωσε τις δυνάμεις του με τον Μάρκο Αντώνιο και τον Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο σε μια στρατιωτική δικτατορία, γνωστή ως Δεύτερη Τριανδρία. Ως μέλος της, ο Οκταβιανός κυβέρνησε τη Ρώμη και τις περισσότερες από τις επαρχίες της, διεκδικώντας την εξουσία των υπάτων, θέση στην οποία επανεκλεγόταν συνεχώς. Η Τριανδρία τελικά διαλύθηκε εξαιτίας της ακόρεστης φιλοδοξίας των μελών της. Ο Λέπιδος οδηγήθηκε στην εξορία, ενώ ο Αντώνιος αυτοκτόνησε μετά την ήττα του στη ναυμαχία του Ακτίου από τα στρατεύματα του Οκταβιανού το 31 π.Χ.
Μετά τη διάλυση της Δεύτερης Τριανδρίας, ο Οκταβιανός αναβίωσε φαινομενικά τη Ρωμαϊκή (ολιγαρχική) Δημοκρατία, παραδίδοντας και πάλι την εκτελεστική εξουσία στη Σύγκλητο, ωστόσο στην πράξη διατήρησε την εξουσία του απόλυτου μονάρχη. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να οριστικοποιηθεί το θεσμικό πλαίσιο, μέσω του οποίου το κράτος οδηγήθηκε στη μοναρχία. Η ιδιότητα του Αυτοκράτορα, που πήρε τελικά ο Οκταβιανός, δεν ήταν ποτέ δημόσιο αξίωμα, όπως ήταν η θέση του δικτάτορα, που είχαν κρατήσει στο παρελθόν ο Σύλλας και ο Καίσαρ. Μάλιστα, ο Οκταβιανός, αρνήθηκε όταν ο ρωμαϊκός λαός τον προέτρεψε να γίνει δικτάτορας. Δια νόμου, όμως, απέκτησε ένα σύνολο από εξουσίες που του προσέφερε δια βίου η Σύγκλητος, όπως του δημάρχου και του τιμητή. Ήταν επίσης ύπατος μέχρι το 23 π.Χ. Την ισχύ του υποστήριξαν η οικονομική ενίσχυση που προήλθε από τους πολέμους και τις κατακτήσεις, η οικοδόμηση σχέσεων πατρωνίας σε όλα τα μήκη της αυτοκρατορίας, η πίστη στο πρόσωπό του από τον στρατό και τους βετεράνους, οι αρμοδιότητες των πολλών αξιωμάτων που του προσέφερε η Σύγκλητος και ο σεβασμός του απλού λαού. Ο κραταιός έλεγχος που ο Αύγουστος ασκούσε στην πλειοψηφία των ρωμαϊκών λεγεώνων αποτελούσε ένα μέσο επιβολής απέναντι στη Σύγκλητο που του επέτρεπε να κατευθύνει τις αποφάσεις της.
Η ηγεμονία του Αυγούστου αποτέλεσε την αφετηρία μιας σχετικά ειρηνικής περιόδου, που είναι γνωστή ως Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana). Παρά τους συνεχείς πολέμους στα σύνορα και έναν εμφύλιο πόλεμο για τη διαδοχή της αυτοκρατορίας, η Μεσόγειος γνώρισε την ειρήνη για πάνω από δύο αιώνες. Ο Αύγουστος επέκτεινε τα εδάφη της Αυτοκρατορίας, διασφάλισε τα σύνορά της με τα υποτελή γειτονικά έθνη και σύναψε ειρήνη με την Παρθία χρησιμοποιώντας διπλωματικά μέσα. Μεταρρύθμισε το φορολογικό σύστημα, φρόντισε για την κατασκευή οδικού δικτύου και επίσημου κρατικού «ταχυδρομείου», συγκρότησε μόνιμο στρατό κι έναν μικρό στόλο, ίδρυσε τη Φρουρά των Πραιτωριανών, καθώς και αστυνομικό και πυροσβεστικό σώμα για την πόλη της Ρώμης, μεγάλο μέρος της οποίας οικοδομήθηκε εκ νέου, κατά τη διάρκεια της θητείας του. Τέλος, συνέγραψε την αυτοβιογραφία του, γνωστή ως Res Gestae Divi Augusti, η οποία επιβιώνει ως τις μέρες μας.
Μετά τον θάνατό του το 14 μ.Χ. η Σύγκλητος του απέδωσε τη θεϊκή ιδιότητα και όρισε τη λατρεία του από τους Ρωμαίους. Τα ονόματα Αύγουστος και Καίσαρ υιοθετήθηκαν από όλους τους μετέπειτα Αυτοκράτορες, ενώ ο μήνας Sextilis μετονομάστηκε επισήμως σε «Αύγουστος» προς τιμήν του αυτοκράτορα, όνομα που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Διάδοχός του ορίστηκε ο θετός του γιος, ο Τιβέριος.
Ο Αύγουστος γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 63 π.Χ.με το όνομα Γάιος Οκτάβιος. Ήταν μέλος της σεβαστής, αλλά και μη διακεκριμένης, οικογένειας των Οκταβίων από την πλευρά του πατέρα του, που έφερε το ίδιο όνομα. Από την πλευρά της μητέρας του, που ονομαζόταν Ατία Βάλβα Καισονία (κόρη της αδελφής του Καίσαρα), ήταν μικρανεψιός του Ιουλίου Καίσαρα. Ο νεαρός Οκτάβιος είχε δύο μεγαλύτερα αδέρφια: μια ετεροθαλή αδερφή, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του, την Οκταβία τη Μεγάλη, και μια ομόαιμη αδερφή, την Οκταβία τη Μικρή. Η οικογένεια ήταν εύπορη χάρη στις τραπεζικές τους επιχειρήσεις στο Βέλετρι, όπου ανήκαν στην τοπική αριστοκρατία. Ο πατέρας του Οκταβιανού ήταν ο πρώτος της οικογενείας που αποτέλεσε μέλος της Ρωμαϊκής Συγκλήτου (novus homo), προνόμιο που του αποδόθηκε όταν ανακηρύχτηκε ταμίας (quaestor) το 70 π.Χ.
Ο νεαρός Οκτάβιος δεν πρέπει να είχε στενή επαφή με τον πατέρα του, όταν το 61 π.Χ. ο τελευταίος εκλέχτηκε πραίτορας. Ένα από τα πρόσωπα που άσκησαν σημαντική επιρροή πάνω του ήταν ένας από τους δούλους της μητέρας του, ο Σφαίρος, που είναι πιθανόν να τον συνόδευε στις σχολικές του υποχρεώσεις, είτε στον τόπο διαμονής του είτε στη Ρώμη, και τελικά κέρδισε την ελευθερία του.
Όταν ολοκλήρωσε την πραιτωρική του θητεία, ο πατέρας Οκτάβιος υπηρέτησε για δύο χρόνια ως κυβερνήτης της επαρχίας της Μακεδονίας, όπου αποδείχτηκε ικανός διοικητής. Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία το 59 π.Χ., πριν προλάβει να θέσει υποψηφιότητα για ύπατος, πέθανε ξαφνικά στα Νόλα, όταν ο Οκτάβιοςήταν τεσσάρων ετών. Η μητέρα του, Ατία, ανέλαβε την εκπαίδευση του γιου της, δίνοντάς του τη μόρφωση του μέσου Ρωμαίου αριστοκράτη, με εκπαίδευση στα λατινικά, τα ελληνικά και στη ρητορική. Όταν ο Οκταβιανός ήταν έξι ετών, η Ατία παντρεύτηκε δεύτερη φορά, με τον Λούκιο Μάρκιο Φίλιππο, υποστηρικτή του Ιουλίου Καίσαρα και πρώην κυβερνήτη της Συρίας. Ο Φίλιππος φρόντισε τα παιδιά της σαν να ήταν πραγματικά δικά του. Εκλέχτηκε ύπατος το 56 π.Χ. μαζί με τον Γναίο Κορνήλιο Λέντουλο Μαρκελλίνο.
Την περίοδο αυτή είχε αρχίσει η κατάρρευση της Πρώτης Τριανδρίας, μίας πολιτικής συμμαχίας ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα, τον Πομπήιο Μάγνο και τον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο. Ο συνασπισμός αυτός έλαβε οριστικά τέλος το 53 π.Χ. με τον θάνατο του Κράσσου στην Παρθία, όταν ο Οκτάβιος ήταν περίπου δέκα ετών. Λίγο αργότερα ο τελευταίος έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, όταν πρωτοστάτησε στην κηδεία της γιαγιάς του, Ιουλίας, αδελφής του Καίσαρα. Αυτή ήταν η στιγμή που υπέπεσε για πρώτη φορά στην αντίληψη του θείου του.
Με τον Κράσσο νεκρό, ο Καίσαρ και ο Πομπήιος ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη για την επικράτηση. Το 50 π.Χ. η Σύγκλητος, καθοδηγούμενη από τον Πομπήιο, διέταξε τον Καίσαρα να επιστρέψει στη Ρώμη και να διαλύσει τον στρατό του. Του απαγορεύτηκε να θέσει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία ως ύπατος, οπότε ο Καίσαρ έμεινε χωρίς την ασυλία που του παρείχε το αξίωμα και χωρίς την υποστήριξη στρατού. Στις 10 Ιανουαρίου 49 π.Χ. ο Καίσαρ πέρασε τον ποταμό Ρουβίκωνα (στα σύνορα της Ιταλίας), με μόλις μία λεγεώνα, πυροδοτώντας νέο εμφύλιο πόλεμο.
Η Σύγκλητος και ο Πομπήιος κατέφυγαν στην Ελλάδα. Παρόλο που ο Καίσαρ μειονεκτούσε αριθμητικά, έχοντας στο πλάι του μονάχα τη 13η Λεγεώνα, ο Πομπήιος δεν σκόπευε να δώσει μάχη στην ιταλική χερσόνησο. Αφήνοντας επικεφαλής στη Ρώμη τον Μάρκο Λέπιδο, και την υπόλοιπη Ιταλία υπό τις διαταγές του Μάρκου Αντώνιου ως τριβούνου, ο Καίσαρ πραγματοποίησε μια θαυμαστή πορεία 27 ημερών στην Ισπανία, όπου επανένωσε τις δυνάμεις του με δύο από τις λεγεώνες του νικώντας τους υπαρχηγούς του Πομπήιου. Κατόπιν επέστρεψε στην Ανατολή για να προκαλέσει τον Πομπήιο στην Ελλάδα. Στις 10 Ιουλίου 48 π.Χ., στη Μάχη στο Δυρράχιο, ο Καίσαρ γλύτωσε από θαύμα τη συντριβή, όταν μια από τις οχυρωματικές γραμμές του διαλύθηκε. Παρά την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου του (διπλάσιο πεζικό και πολύ περισσότεροι ιππείς), ο Καίσαρ πέτυχε καθοριστική νίκη στη Μάχη των Φαρσάλων σε μια σύντομη σύρραξη το 48 π.Χ.
Την ίδια χρονιά με την καθοριστική νίκη του Καίσαρα επί του Πομπήιου, ο Οκτάβιος έγινε 15 ετών και φόρεσε για πρώτη φορά «τόγκα», ρούχο αντιπροσωπευτικό του Ρωμαίου πολίτη. Λίγο αργότερα, με υποψηφιότητά που προώθησε ο Καίσαρ, που έδειξε ενδιαφέρον για τον ανεψιό του, κέρδισε το πρώτο του δημόσιο πόστο, στην Κολλεγία των Ποντιφήκων. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια εορτασμών ο Καίσαρ διόρισε τον Οκταβιανό στο αξίωμα του πολίαρχου (Praefectus urbi) μέχρι να επιστρέψει. Παρόλο που η θέση ήταν απλά τιμητική και δεν παρείχε πραγματική εξουσία, ο νεαρός Οκταβιανός είχε την ευκαιρία να προβληθεί στα μάτια του λαού.
Από το 46 π.Χ. και μετά ο Οκτάβιος άνηκε στον στενό κύκλο του Καίσαρος. Τον συνόδευε στο θέατρο, σε συμπόσια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Μάλιστα έλαβε μέρος και στη Θριαμβική Πομπή του Καίσαρα για τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Αφρική, παρόλο που δεν είχε υπηρετήσει ποτέ στον στρατό. Σύντομα απέκτησε σημαντική επιρροή στον θείο του, τόσο που άλλοι του ζητούσαν να προωθήσει στον Καίσαρα διάφορες υποθέσεις τους.
Ο Οκτάβιος, ακολουθώντας το σύνηθες μονοπάτι των νεαρών Ρωμαίων, είχε ανάγκη από στρατιωτική πείρα, κάτι που διέβλεψε ο Καίσαρ. Παρόλο που ο Οκτάβιος ασθένησε του πρότεινε να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του στην Αφρική. Όμως, αν και σύμφωνα με τον νόμο ήταν πλέον ώριμος άνδρας, η Ατία ήταν ακόμη σημαίνον πρόσωπο στη ζωή του και, σύμφωνα με τον Νικόλαο το Δαμασκηνό, εναντιώθηκε στην ιδέα της αναχώρησής του. Τελικά ο Καίσαρ αναγνώρισε πως προτεραιότητα αποτελούσε η διαφύλαξη της υγείας του νεαρού, αλλά η Ατία επέτρεψε στον γιο της να συναντήσει τον θείο του στην Ισπανία όπου θα γινόταν μάχη κατά των ανδρών του Πομπήιου. Ωστόσο ο Οκτάβιος αρρώστησε και πάλι και δεν μπόρεσε να ταξιδέψει.
Μόλις ο Οκτάβιος ανάρρωσε, με τη συνοδεία μερικών φίλων, μετέβη με πλοίο στην Ισπανία. Ατυχώς το πλοίο ναυάγησε και, αφού κατάφερε να φτάσει με τους συντρόφους του στη στεριά, αναγκάστηκε να περάσει κρυφά εχθρική περιοχή για να βρεθεί στο στρατόπεδο του Καίσαρα. Αυτό εντυπωσίασε τόσο τον θείο του, που αποφάσισε να του διδάξει την τέχνη της διοίκησης των επαρχιών. Οι δυο τους έμειναν στην Ισπανία μέχρι τον Ιούνιο του 45 π.Χ., οπότε και επέστρεψαν στη Ρώμη. Όταν έφτασαν εκεί, ο Καίσαρ κατέθεσε νέα διαθήκη στις Εστιάδες Παρθένες όπου κατονόμασε κρυφά τον Οκτάβιο ως πρωτεύοντα κληρονόμο του.
Μετά την επιστροφή του στη Ρώμη ο Καίσαρ κέρδιζε ολοένα και μεγαλύτερη εξουσία και επιρροή στα κρατικά ζητήματα. Ορίστηκε ύπατος για δέκα χρόνια και δικτάτωρ για την ίδια περίοδο. Του επιτράπηκε να ορίζει κάθε χρόνο του μισούς δικαστικούς, και να κατονομάζει νέους πατρικίους. Ευελπιστώντας να συνεχίσει την εκπαίδευση του Οκταβίου, προς τα τέλη του 45 π.Χ. ο Καίσαρ τον έστειλε μαζί με μερικούς φίλους του, τον Αγρίππα, τον Μαικήνα και τον Ρούφο, στην Απολλωνία της Ιλλυρίας. Εκεί ο Οκτάβιος πήρε ακαδημαϊκές γνώσεις και έμαθε τον αυτοέλεγχο και τις στρατιωτικές τακτικές. Ο Καίσαρ ωστόσο δεν είχε στο μυαλό του μονάχα την εκπαίδευση του ανιψιού του. Η Μακεδονία ήταν έδρα πέντε λεγεώνων και έλπιζε να τη χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για μελλοντικό πόλεμο με την Παρθία στη Μέση Ανατολή. Κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών του διόρισε τον Οκτάβιο επικεφαλής του ιππικού (Magister Equitum) για το έτος 43 π.Χ., κάνοντάς τον δεύτερο ισχυρότερο ιεραρχικά άνδρα του κράτους στην ηλικία των 19 ετών.
Εντούτοις ο πόλεμος με την Παρθία δεν έλαβε χώρα ποτέ, ούτε και η προαγωγή του Οκταβίου. Όσο ήταν ακόμη στην Απολλωνία έφτασαν νέα πως ο Καίσαρ δολοφονήθηκε στις Ειδούς του Μαρτίου του 44 π.Χ.. Αγνοώντας τις συμβουλές ορισμένων αξιωματικών του στρατού να καταφύγει με τους άνδρες του στη Μακεδονία, ο Οκταβιανός έπλευσε στην Ιταλία για να διεκδικήσει την κληρονομιά του.
Όταν ο Οκταβιανός αποβιβάστηκε στην Ιταλία, σε μια περιοχή κοντά στο σημερινό Πρίντεζι (Brundisium, Βρινδήσιο), έμαθε το περιεχόμενο της διαθήκης του Καίσαρα και αποφάσισε να γίνει πολιτικός κληρονόμος του θείου του αλλά και των δύο τρίτων της προσωπικής του περιουσίας. Τότε έγινε ευρέως γνωστό πως ο Καίσαρ είχε υιοθετήσει τον νεαρό και τον είχε ονομάσει διάδοχό του. Ως αποτέλεσμα, ο Οκτάβιος άλλαξε το όνομά του σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός, συνενώνοντας με το όνομα του Καίσαρα, σύμφωνα με το νόμο, το όνομα της βιολογικής του οικογένειας.
Για να εισέλθει επιτυχώς στην κλίμακα της ρωμαϊκής πολιτικής ιεραρχίας ο Οκταβιανός δεν μπορούσε να βασιστεί στα περιορισμένα οικονομικά μέσα που είχε στη διάθεσή του. Αφού έτυχε θερμής υποδοχής στο Πρίντεζι από τον στρατό, απαίτησε μέρος των κεφαλαίων που είχαν συγκεντρωθεί για τον πόλεμο κατά της Παρθίας στη Μέση Ανατολή. Το ποσό ανερχόταν σε 700 εκατομμύρια σηστέρσια που είχαν αποθηκευτεί στο Βρινδήσιο, το εφαλτήριο του στρατού για τις εκστρατείες στην Ανατολή. Μια κατοπινή έρευνα της Συγκλήτου σχετικά με την εξαφάνιση του δημόσιου χρήματος δεν επέφερε κυρώσεις στον Οκταβιανό, μιας και τα χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει εκστρατεία κατά του επικινδυνότερου εχθρού της Συγκλήτου, του Μάρκου Αντώνιου. Ο Οκταβιανός έκανε μια νέα τολμηρή κίνηση το 44 π.Χ. όταν διεκδίκησε τον ετήσιο φόρο που εστάλη από τις ρωμαϊκές επαρχίες της Εγγύς Ανατολή στην Ιταλία, χωρίς να λάβει επίσημη άδεια. Ο Οκταβιανός άρχισε να προετοιμάζει τα προσωπικά του στρατεύματα ενισχύοντάς τα με τους βετεράνους του Καίσαρα και με στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί για τον πόλεμο κατά της Παρθίας. Την υποστήριξή τους την εξασφάλισε προβάλλοντας τον εαυτό του ως κληρονόμο του Καίσαρα. Κατά τη διάρκεια της προέλασής του στην Ιταλία με προορισμό τη Ρώμη η παρουσία του Οκταβιανού και τα χρήματα που συγκέντρωσε προσέλκυσαν πολλούς, ανάμεσα στους οποίους και τους βετεράνους του Καίσαρα που στρατοπέδευαν στην Καμπανία. Μέχρι τον Ιούνιο διέθετε στρατό 3.000 πιστών βετεράνων, καθένας από τους οποίους πληρωνόταν μισθό 500 δηναρίων.
Φτάνοντας στη Ρώμη, στις 6 Μαΐου 44 π.Χ., ο Οκταβιανός βρήκε τον ύπατο Μάρκο Αντώνιο, πρώην συνεργάτη του Καίσαρος, σε μια άτυπη συμμαχία με τους δολοφόνους του δικτάτορα. Οι τελευταίοι εξασφάλισαν γενική αμνηστία στις 17 Μαρτίου, ωστόσο ο Αντώνιος πέτυχε να διώξει τους περισσότερους από τη Ρώμη, χάρη στον «πύρινο» λόγο που εκφώνησε κατά τη διάρκεια της κηδείας του Καίσαρος, ο οποίος έστρεψε τον λαό κατά των δολοφόνων. Παρόλο που ο Αντώνιος είχε σημαντική πολιτική υποστήριξη, ο Οκταβιανός είχε ακόμη την ευκαιρία να διεκδικήσει την αρχηγία της πολιτικής παράταξης των υποστηρικτών του Καίσαρα (των Λαϊκών, "populares"). Ο Μάρκος Αντώνιος έπεσε στη δυσμένεια πολλών, όταν εναντιώθηκε αρχικά στην απόδοση θεϊκών τιμών στον Καίσαρα. Ο Οκταβιανός απέτυχε να πείσει τον Αντώνιο να του παραδώσει χρήματα του Καίσαρα, αλλά κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη πολλών υποστηρικτών του θείου του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τον Σεπτέμβριο ο ρήτορας Κικέρων, αντίπαλος των Λαϊκών και υπερασπιστής της Συγκλήτου, άρχισε να επιτίθεται στον Αντώνιο με τους λόγους που εκφωνούσε, θεωρώντας ότι ο Αντώνιος αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για τη Σύγκλητο. Με τη Ρώμη να στρέφεται εναντίον του και τη θητεία του να λήγει στο τέλος του χρόνου, ο Αντώνιος προσπάθησε να περάσει νόμους που θα του εξασφάλιζαν τη διοίκηση της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, η οποία του είχε αποδοθεί από τον Βρούτο Αλμπίνο, μέλος της ομάδας των δολοφόνων του Καίσαρα. Ο Οκταβιανός στο μεταξύ εξακολουθούσε να προετοιμάζει τον ιδιωτικό του στρατό με θέλγητρο το χρήμα. Βλέποντας τη μεγάλη στρατιωτική δύναμη του Οκταβιανού ο Αντώνιος έκρινε συνετό να φύγει από τη Ρώμη, στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, η οποία θα του διδόταν για διοίκηση την 1η Ιανουαρίου.
Όταν ο Βρούτος Αλμπίνος αρνήθηκε να παραδώσει την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, ο Αντώνιος τον πολιόρκησε στη σημερινή Μοντένα. Οι προτάσεις της Συγκλήτου για διακοπή των εχθροπραξιών έπεσαν στο κενό, καθώς εκείνη δεν διέθετε δικό της στρατό για να εναντιωθεί στον Αντώνιο. Αυτό αποδείχτηκε ευκαιρία για τον Οκταβιανό, για τον οποίο είχε ήδη διαδοθεί πως διέθετε στρατεύματα. Ο Κικέρων, επιπρόσθετα, υπερασπίστηκε τον Οκταβιανό απέναντι στις νύξεις του Αντωνίου σχετικά με την ταπεινή του καταγωγή. Χάρις σε αυτή την μάλλον απρόσμενη συμμαχία, ο Οκταβιανός πέτυχε την ένταξή του στη Σύγκλητο, την 1η Ιανουαρίου 43 π.Χ. Του δόθηκε επίσης το δικαίωμα ψήφου στο πλευρό των πρώην υπάτων και επιπλέον η διοικητική εξουσία (imperium), βάσει της οποίας ήταν πλέον νόμιμος διοικητής του στρατού του. Στάλθηκε στη Μοντένα για να σπάσει την πολιορκία μαζί με τον Ίρτιο και τον Πάνσα, υπάτους για το έτος εκείνο. Τον Απρίλιο, οι δυνάμεις του Αντώνιου ηττήθηκαν στις μάχες του Φόρουμ Γκαλόρουμ και της Μοντένα, αναγκάζοντάς τον να καταφύγει στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία. Ωστόσο και οι δύο ύπατοι έχασαν τη ζωή τους, αφήνοντας τον Οκταβιανό μόνο διοικητή των στρατευμάτων τους.
Τελικά τις μεγαλύτερες ανταμοιβές για τη νίκη αυτή κέρδισε ο Βρούτος Αλμπίνος, στον οποίο η Σύγκλητος προσπάθησε να αναθέσει τα στρατεύματα των αποθανόντων υπάτων. Ο Οκταβιανός αποφάσισε να μη συνεργαστεί και στρατοπέδευσε στην κοιλάδα του Πάδου, αρνούμενος να συνεχίσει τις εχθροπραξίες με τον Αντώνιο. Τον Ιούλιο μια πρεσβεία από εκατοντάρχους που έστειλε ο Οκταβιανός μπήκε στη Ρώμη, μεταφέροντας την απαίτησή του να του προσφερθεί η θέση του υπάτου που είχε μείνει κενή. Επίσης αξίωσε να ακυρωθεί ένα διάταγμα βάσει του οποίου ο Αντώνιος λογιζόταν δημόσιος εχθρός. Όταν έλαβε αρνητική απάντηση, προέλασε κατά της πόλης με οκτώ λεγεώνες. Δεν συνάντησε πουθενά αντίσταση με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί στις 19 Αυγούστου 43 π.Χ. ύπατος, μαζί με τον συγγενή του Κουίντο Πέδιο. Στο μεταξύ, ο Αντώνιος συνασπίστηκε με τον Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο, έναν άλλο από τους επιφανέστερους υποστηρικτές του Καίσαρα.
Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης κοντά στην Μπολόνια το 43 π.Χ., ο Οκταβιανός, ο Αντώνιος και ο Λέπιδος σχημάτισαν ένα είδος στρατιωτικής συμμαχίας, που ονομάζεται Δεύτερη Τριανδρία, η οποία υποστηρίχτηκε από νόμο που πέρασαν οι πληβείοι. Οι σύμμαχοι προχώρησαν σε προγραφές, σύμφωνα με τις οποίες 300 συγκλητικοί και 2000 ιππείς κηρύχθηκαν εκτός νόμου, έχασαν τις περιουσίες τους και, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν, την ίδια τους τη ζωή. Αυτό το διάταγμα της Τριανδρίας επιβλήθηκε εν μέρει εξαιτίας της ανάγκης πληρωμής των στρατευμάτων για τον επερχόμενο πόλεμο κατά των δολοφόνων του Καίσαρα, του Μάρκου Ιούνιου Βρούτου και του Γάιου Κάσσιου Λογγίνου. Το δέλεαρ αμοιβών έδωσε κίνητρο στους Ρωμαίους να συλλαμβάνουν αυτούς που είχαν προγραφεί, ενώ τα περιουσιακά τους στοιχεία δέσμευαν οι τρεις σύμμαχοι. Το μέτρο είχε θύματα και πέραν των υποστηρικτών των δολοφόνων. Αρχικά ο Οκταβιανός εναντιώθηκε στην εφαρμογή του ώστε να σώσει τη ζωή του νέου του συμμάχου, Μάρκου Τύλιου Κικέρωνα (ο οποίος ήταν ανάμεσα στους προγραφέντες). Ωστόσο, το μέοςς του Αντωνίου για τον ρήτορα και πολιτικό του αντίπαλο ήταν τέτοιο που ο τελευταίος τελικά έπεσε θύμα του διατάγματος. Ο θάνατος τόσων μελών της Συγκλήτου έδωσε στην Τριανδρία την ελευθερία να αναπληρώσει τις θέσεις τους με δικούς της ανθρώπους. Οι ιστορικοί του 20ου αιώνα ονομάζουν τα γεγονότα αυτά «Ρωμαϊκή Επανάσταση». Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ήταν η εκκαθάριση της παλαιάς τάξης και η θεμελίωση της νέας μορφής διακυβέρνησης που επρόκειτο να εγκαθιδρύσει ο Αύγουστος.
Την 1η Ιανουαρίου 42 π.Χ. η Σύγκλητος απέδωσε στον Καίσαρα θεϊκή υπόσταση, με το όνομα «Divus Iulius». Αυτή ήταν ευνοϊκή περίσταση και για τον Οκταβιανό, ο οποίος μπορούσε να προωθήσει τη θέση πως ο ίδιος ήταν «Divi Filius», δηλαδή υιός του θεού. Ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός έστειλαν μέσω θαλάσσης 28 λεγεώνες να αντιμετωπίσουν τον στρατό που είχαν συγκεντρώσει ο Βρούτος και ο Κάσσιος, που είχαν την έδρα τους στον ελλαδικό χώρο. Μετά από δύο Μάχες στους Φιλίππους της Μακεδονίας (κοντά στη σύγχρονη Καβάλα), ο στρατός των υποστηρικτών του Καίσαρα νίκησε. Οι δύο ηττημένοι, ο Βρούτος και ο Κάσσιος αυτοκτόνησαν. Ο Μάρκος Αντώνιος αργότερα χρησιμοποίησε τις μάχες αυτές για να μειώσει τον Οκταβιανό, αφού τα δικά του στρατεύματα ήταν εκείνα που είχαν καθοριστική συμβολή στη νίκη, ενώ τα στρατεύματα του Οκταβιανού είχαν αρχικά νικηθεί από τον Βρούτο. Εκτός από τη διεκδίκηση της νίκης για τον εαυτό του, ο Αντώνιος κατηγόρησε επιπλέον τον Οκταβιανό για δειλία, γιατί παρέδωσε τη διοίκηση του στρατού του στον Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα.
Μετά τους Φιλίππους, έγινε εδαφικός διακανονισμός ανάμεσα στα μέλη της Δεύτερης Τριανδρίας. Ο Αντώνιος άφησε τη Γαλατία, τις επαρχίες της Ισπανίας και την Ιταλία υπό την επιρροή του Οκταβιανού. Ο ίδιος διατήρησε τις ανατολικές επαρχίες, όπου ένωσε τις δυνάμεις του με τη Βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα, που είχε ορίσει συμβασιλέα της τον (υποτιθέμενο) γιο του Ιούλιου Καίσαρα Πτολεμαίο ΙΕ', γνωστό και ως Καισαρίωνα. Στον Λέπιδο δόθηκαν μονάχα τα εδάφη της Ρώμης στην Αφρική.
Ο Οκταβιανός κλήθηκε να αποφασίσει πού θα εγκαθιστούσε τους δεκάδες χιλιάδες βετεράνους του πολέμου στη Μακεδονία, στους οποίους είχε δοθεί η υπόσχεση να αποστρατευτούν. Τα στρατεύματα των ηττημένων, τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να ταχθούν με τους πολιτικούς αντιπάλους του Οκταβιανού ζητούσαν επίσης γη. Δεν υπήρχε πλέον γη που να άνηκε στην κυβέρνηση για να παραχωρηθεί στους στρατιώτες, άρα στον Οκταβιανό έμεναν δύο επιλογές: Να δυσαρεστήσει Ρωμαίους πολίτες απαλλοτριώνοντας τη γη τους ή να δυσαρεστήσει Ρωμαίους στρατιώτες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μεγάλη αντιπολιτευτική δύναμη για τον ίδιο στην καρδιά της ρωμαϊκής ενδοχώρας. Ο Οκταβιανός επέλεξε το πρώτο. Περίπου δεκαοχτώ πόλεις επηρέασε ο νέος διακανονισμός, με ολόκληρους πληθυσμούς να οδηγούνται στην αποδημία.
Η μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στο πρόσωπο του Οκταβιανού, που προέκυψε από τους διακανονισμούς για τον στρατό, οδήγησε πολλούς στο να υποστηρίξουν τον Λούκιο Αντώνιο, αδερφό του Μάρκου Αντώνιου που βρήκε υποστήριξη σε πολλούς συγκλητικούς. Την ίδια περίοδο ο Οκταβιανός ζήτησε διαζύγιο από την Κλωδία Πούλχρα, κόρη της Φουλβίας, συζύγου του Μάρκου Αντωνίου, από τον πρώτο της σύζυγο, Πούμπλιο Κλώδιο Πούλχερ. Υποστηρίζοντας πως ο γάμος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, την επέστρεψε στη μητέρα της. Η Φουλβία δεν έμεινε άπραγη. Από κοινού με τον Λούκιο Αντώνιο μάζεψε στρατό επί ιταλικού εδάφους για να πολεμήσει για τα δικαιώματα του Αντωνίου κατά του Οκταβιανού. Ωστόσο οι δυο τους ανέλαβαν μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κίνδυνο με το να εναντιωθούν στον Οκταβιανό, αφού οι στρατιώτες ακόμη πληρώνονταν τους μισθούς τους από την Τριανδρία. Ο Λούκιος και οι σύμμαχοί του τελικά πολιορκήθηκαν στην Περούσια (σύγχρονη Περούτζια), όπου ο Οκταβιανός τους εξανάγκασε σε παράδοση στις αρχές του 40 π.Χ. Ο Λούκιος και ο στρατός του πήραν χάρη εξαιτίας της συγγένειας του πρώτου με τον Μάρκο Αντώνιο, ωστόσο η Φουλβία εξορίστηκε στη Σικυώνα. Ο Οκταβιανός δεν έδειξε όμως κανένα έλεος στα πλήθη που τάχθηκαν με το μέρος του Λούκιου. Στις 15 Μαρτίου, την επέτειο της δολοφονίας του Καίσαρα, διέταξε την εκτέλεση 300 συγκλητικών και ιππέων με την κατηγορία της παροχής υποστήριξης στο Λούκιο. Η Περούσια λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε ως προειδοποίηση προς τους υπόλοιπους. Το αιματοβαμμένο αυτό γεγονός αμαύρωσε τη φήμη του Οκταβιανού και επικρίθηκε από πολλούς, ανάμεσα στους οποίους από τον ποιητή Σίξτο Προπέρτιο.
Ο Σίξτος Πομπήιος, γιος του Πομπήιου Μάγνου, που εξακολουθούσε να διαφεύγει τη σύλληψη μετά την ήττα του πατέρα του από τον Καίσαρα, είχε εγκατασταθεί στη Σικελία και τη Σαρδηνία μετά από συμφωνία με τη Δεύτερη Τριανδρία. Τόσο ο Αντώνιος όσο και ο Οκταβιανός διεκδίκησαν τη φιλία του, αν και ειρωνικά άνηκε στο στρατόπεδο των πολιτικών αντιπάλων του Καίσαρα. Ο Οκταβιανός πέτυχε να κλείσει συμμαχία μαζί του, λαμβάνοντας ως σύζυγο το 40 π.Χ. τη Σκριβωνία, μια κόρη του Λούκιου Σκριβώνιου Λίμπο, που ήταν πεθερός και οπαδός του Πομπήιου. Η Σκριβωνία συνέλαβε το μοναδικό φυσικό παιδί του Οκταβιανού, την Ιουλία, που γεννήθηκε ακριβώς τη μέρα που ο Οκταβιανός χώρισε τη μητέρα της για να παντρευτεί τη Λιβία Δρουσίλλα, περίπου ένα χρόνο μετά τον γάμο τους.
Από την πλευρά του, ενώ βρισκόταν στην Ανατολή, ο Μάρκος Αντώνιος διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τη βασίλισσα Κλεοπάτρα. Έχοντας επίγνωση πως οι σχέσεις του με τον Οκταβιανό πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, την άφησε για να επιστρέψει στην Ιταλία το 40 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του εκείνη έφερε στον κόσμο δύο παιδιά. Ο Αντώνιος είχε μαζί του αρκετά μεγάλη δύναμη για να εναντιωθεί στον αντίπαλό του και πολιόρκησε το Βρινδήσιο. Ωστόσο η νέα διαμάχη δεν πήρε διαστάσεις. Οι εκατόνταρχοι που βρίσκονταν υπό τις διαταγές τους, και που είχαν γίνει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα, αρνήθηκαν να πολεμήσουν μεταξύ τους, αφού ήταν σύμμαχοι στο πλευρό του κόμματος του Καίσαρα. Οι λεγεώνες που ήταν υπό τις διαταγές τους ακολούθησαν επίσης την απόφαση αυτή.
Στο μεταξύ στη Σικυώνα η σύζυγος του Αντωνίου, Φουλβία, πέθανε από μια ξαφνική ασθένεια ενώ ο Αντώνιος ταξίδευε για να την συναντήσει. Ο θάνατος της Φουλβίας και η άτυπη επανάσταση των εκατοντάρχων συνέβαλαν στη νέα ανακωχή ανάμεσα στους δύο ισχυρούς άνδρες. Το φθινόπωρο του 40 π.Χ. ο Οκταβιανός και ο Αντώνιος ενέκριναν τη Συνθήκη του Βρινδησίου, σύμφωνα με την οποία ο Λέπιδος θα παρέμενε στην Αφρική, ο Αντώνιος στην Ανατολή και ο Οκταβιανός στη Δύση. Η ιταλική χερσόνησος θα ήταν ανοιχτή και στους τρεις για τη στρατολόγηση ανδρών, αν και στην πραγματικότητα το μέτρο δεν ήταν εκμεταλλεύσιμο από τον Αντώνιο εφόσον εκείνος ήταν στην Ανατολή. Για να ενδυναμωθεί περισσότερο ο δεσμός του με τον Αντώνιο, ο Οκταβιανός του πρόσφερε το χέρι της αδερφής του, Οκταβίας της Μικρής, γάμος που τελέστηκε προς το τέλος του έτους. Η Οκταβία έφερε στον κόσμο δύο κόρες, την Αντωνία τη Μεγάλη και την Αντωνία τη Μικρή.
Ο Σίξτος Πομπήιος αποτελούσε σοβαρή ενόχληση για τον Οκταβιανό, εμποδίζοντας τα φορτία σιταριού να φτάνουν στην ιταλική χερσόνησο από τη Μεσόγειο. Ο γιος του τέθηκε επικεφαλής του στόλου που αποπειράθηκε να προξενήσει λιμό στην Ιταλία. Για να τονίσει την ηγεμονία του στη θάλασσα, ο Πομπήιος υιοθέτησε το όνομα Neptuni Filius, δηλαδή γιος του Ποσειδώνα. Μια εύθραυστη ανακωχή υπογράφτηκε το 39 π.Χ. με τη Συνθήκη του Μισένου. Ο αποκλεισμός της Ιταλίας έλαβε τέλος όταν ο Οκταβιανός έδωσε στον Πομπήιο τη Σαρδηνία, την Κορσική, τη Σικελία, την Πελοπόννησο και την εξασφαλισμένη θέση του υπάτου για το έτος 35 π.Χ. Η εδαφική αυτή συμφωνία άρχισε να καταρρέει όταν ο Οκταβιανός πήρε διαζύγιο από τη Σκριβωνία και παντρεύτηκε τη Λίβια στις 17 Ιανουαρίου 38 π.Χ. Ένας από τους αξιωματικούς του ναυτικού του Πομπήιου τον πρόδωσε και παρέδωσε την Κορσική και τη Σαρδηνία στον Οκταβιανό. Ωστόσο, για να επιτεθεί στον Πομπήιο ο Οκταβιανός χρειαζόταν τη στήριξη του Αντωνίου. Αυτό οδήγησε στην ανανέωση της Τριανδρίας για πέντε χρόνια ακόμη, με αφετηρία το 37 π.Χ. Ο Αντώνιος, υποστηρίζοντας τον άσπονδο σύμμαχό του, αποσκοπούσε σε λήψη βοήθειας για τον δικό του πόλεμο με την Παρθία, ώστε να εκδικηθεί την ήττα των Ρωμαίων το 53 π.Χ. Οι δύο άντρες ήρθαν σε συμφωνία στον Τάραντα: Ο Αντώνιος δεσμεύτηκε να παραχωρήσει στον Οκταβιανό 120 πλοία για τη μάχη κατά του Πομπηίου, ενώ ο ίδιος θα λάμβανε 20.000 λεγεωναρίους για τον πόλεμο κατά της Παρθίας. Παρόλα αυτά, ο Οκταβιανός έστειλε μόλις το ένα δέκατο αυτού του αριθμού, μια σκόπιμη πρόκληση στον Αντώνιο, την οποία εκείνος δε λησμόνησε έξι χρόνια αργότερα, όταν οι δύο άνδρες συγκρούστηκαν οριστικά.
Ο Οκταβιανός και ο Λέπιδος εξαπέλυσαν μια συγχρονισμένη επίθεση κατά του Σίξτου Πομπήιου στη Σικελία το 36 π.Χ. Παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν, ο στόλος του Πομπηίου καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στις 3 Σεπτεμβρίου 36 π.Χ. από τον Αγρίππα, στη Ναυμαχία στα Ναύλοχα. Ο Πομπήιος κατέφυγε με τις τελευταίες του δυνάμεις προς την Ανατολή, όπου αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε στη Μίλητο την επόμενη χρονιά από έναν αξιωματικό του Αντωνίου. Τόσο ο Λέπιδος όσο και ο Οκταβιανός συγκέντρωσαν τον ηττημένο στρατό του Πομπηίου, αν και ο Λέπιδος αποφάσισε να κρατήσει τη Σικελία για τον εαυτό του διατάζοντας τον Οκταβιανό να φύγει. Ωστόσο οι άνδρες του Λέπιδου αποστάτησαν και πέρασαν στις γραμμές του Οκταβιανού, αφενός γιατί είχαν κουραστεί από τις μάχες, αφετέρου εξαιτίας της δελεαστικής πρότασης του Οκταβιανού για χρηματικές αμοιβές. Ο Λέπιδος παραδόθηκε στον Οκταβιανό και του επιτράπηκε να διατηρήσει το αξίωμα του μεγίστου αρχιερέα της ρωμαϊκής θρησκείας (Pontifex Maximus). Ωστόσο αποπέμφθηκε από την Τριανδρία και η πολιτική του σταδιοδρομία τερματίστηκε. Τελικά εξορίστηκε σε μια κατοικία στο Cape Circei της Ιταλίας. Η ρωμαϊκή επικράτεια διαιρέθηκε πλέον στα δύο, με τον Οκταβιανό να κρατά τη Δύση και τον Αντώνιο την Ανατολή. Για να διατηρήσει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην επικράτειά του, ο Οκταβιανός εξασφάλισε στους πολίτες της Ρώμης το δικαίωμά τους στην ατομική ιδιοκτησία. Αυτή τη φορά εγκατέστησε τους βετεράνους του εκτός της χερσονήσου, ενώ επέστρεψε 30.000 δούλους στους πρώην ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι είχαν δραπετεύσει, για να ενταχθούν στο ναυτικό και τον στρατό του Πομπηίου. Για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του ίδιου, της Λίβιας και της Οκταβίας όταν θα επέστρεφε στη Ρώμη, ανάγκασε τη Σύγκλητο να αποδώσει και στους τρεις τους ασυλία (sacrosanctitas).
Στο μεταξύ η εκστρατεία του Αντωνίου κατά της Παρθίας αποδείχτηκε καταστροφική, πλήττοντας την εικόνα του ως στρατιωτικού, ενώ οι 2.000 άνδρες που απέστειλε ο Οκταβιανός μπορούσαν μετά βίας να θεωρηθούν ενίσχυση. Από την άλλη η Βασίλισσα του Νείλου, η Κλεοπάτρα, είχε τη δυνατότητα να αναπληρώσει τις απώλειες. Ως αποτέλεσμα, ο Αντώνιος επέδειξε δημοσίως την εύνοιά του προς το πρόσωπό της, απαρνούμενος την επίσημή σύζυγό του Οκταβία. Παρόλο που τα κίνητρά του ήταν περισσότερο πολιτικά και στρατιωτικά, έδωσε στον Οκταβιανό την ευκαιρία να διαδώσει την προπαγάνδα του, πως ο Αντώνιος γινόταν μέρα με τη μέρα λιγότερο Ρωμαίος, και ως απόδειξη προέβαλε το γεγονός ότι έδιωξε τη νόμιμη Ρωμαία σύζυγό του για χάρη μιας Αιγύπτιας ερωμένης. Το 36 π.Χ. ο Οκταβιανός σκηνοθέτησε ένα τέχνασμα ώστε να φανεί περισσότερο δημοκρατικός, τη στιγμή που ο Αντώνιος εμφανιζόταν ως ο κακός της υπόθεσης. Κήρυξε πως οι εμφύλιοι πόλεμοι θα έπαιρναν τέλος και πως ο ίδιος θα εγκατέλειπε την Τριανδρία, αν ο Αντώνιος έκανε το ίδιο. Ο τελευταίος αρνήθηκε, ενώ η συμπεριφορά του γινόταν ολοένα και πιο προκλητική και δυσάρεστη για τους Ρωμαίους.
Το 34 π.Χ. ο Αντώνιος εκστράτευσε πάλι, αυτή τη φορά όχι κατά της Παρθίας αλλά κατά της Αρμενίας. Είχε την καλή τύχη να επιστρέψει νικητής με πολλά λάφυρα και τον Βασιλιά της Αρμενίας αιχμάλωτο. Καμία θριαμβική πομπή δεν είχε ως τότε διεξαχθεί πουθενά αλλού, παρά στην Ιερά Οδό στην πόλη της Ρώμης, όπως όριζε η ιερή παράδοση. Προς μεγάλη οργή των Ρωμαίων, ο Αντώνιος πραγματοποίησε το θρίαμβό του σε κεντρικό δρόμο της Αλεξάνδρειας, μπροστά στον χρυσό θρόνο της Κλεοπάτρας, τιμώντας την ως θεά. Λίγες μέρες μετά μια ακόμη προκλητικότερη τελετή έλαβε χώρα στο Γυμνάσιο. Σε μια ασημένια πλατφόρμα ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα κάθισαν σε δύο χρυσούς θρόνους, με τη Βασίλισσα του Νείλου ντυμένη αιγυπτιακά ως προσωποποίηση της Ίσιδος. Τα βασιλικά τέκνα κάθονταν σε θρόνους λίγο χαμηλότερα. Κηρύχθηκε πως από δω και στο εξής η Κλεοπάτρα θα ονομαζόταν «Βασίλισσα των Βασιλέων» και ο γιος της, ο Καισαρίων, ως νόμιμος διάδοχος του Ιουλίου Καίσαρα, θα ονομαζόταν «Βασιλεύς των Βασιλέων». Ο Αλέξανδρος Ήλιος ονομάστηκε «Μέγας Βασιλεύς» της Αρμενίας και όλων των ανατολικών επαρχιών των εδαφών του Αλεξάνδρου του Μέγα μέχρι την Ινδία, περιοχές οι οποίες θα κυριεύονταν στο μέλλον, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βασιλιάς της Συρίας και της Μικράς Ασίας και η μικρή Κλεοπάτρα Σελήνη, βασίλισσα της Κυρηναϊκής.
Τα περιστατικά αυτά ο Οκταβιανός τα χρησιμοποίησε για να πείσει τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο πως ο Αντώνιος σκόπευε να γκρεμίσει την πρωτοκαθεδρία της Ρώμης. Όταν ο Οκταβιανός εκλέχτηκε και πάλι ύπατος την 1η Ιανουαρίου 33 π.Χ., ξεκίνησε τη νέα περίοδο στη Σύγκλητο με μια σφοδρή επίθεση κατά του Αντωνίου, σχετικά με τα εδάφη που μοίρασε στα παιδιά του και την Κλεοπάτρα. Μια μερίδα πολιτικών προσώπων απέδρασαν με προορισμό το στρατόπεδο του Αντωνίου, αρνούμενοι να πιστέψουν τις εξωφρενικές φήμες. Ωστόσο αυτές αποδείχτηκαν αληθινές. Επιπρόσθετα ικανοί σύμβουλοι με τη σειρά τους εγκατέλειψαν τον Αντώνιο και στράφηκαν στον Οκταβιανό το φθινόπωρο του 32 π.Χ., εν μέρει γιατί δεν άντεχαν πλέον τον αυταρχισμό της Κλεοπάτρας. Αυτοί οι άνδρες, ο Μουνάτιος Πλάνκος και ο Μάρκος Τίτιος, παρείχαν τις αποδείξεις στη Σύγκλητο σχετικά με την αλήθεια των ισχυρισμών του Οκταβιανού. Ο τελευταίος, μπαίνοντας με τη βία στο ιερό των Εστιάδων Παρθένων, απέσπασε από αυτές τη μυστική διαθήκη του Αντωνίου, η οποία απέδιδε όλες τις κυριευμένες από τη Ρώμη περιοχές στους γιους του για να τις κυβερνήσουν. Επίσης προέβλεπε την ανέγερση ενός ταφικού μνημείου στην Αλεξάνδρεια για εκείνον και τη βασίλισσά του. Στα τέλη του 32 π.Χ. η Σύγκλητος επισήμως αφαίρεσε από τον Αντώνιο τα αξιώματά του και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αιγύπτου.
Ο Οκταβιανός πέτυχε μια πρώτη νίκη στις αρχές του 31 π.Χ., όταν ο Αγρίππας κατάφερε επιτυχώς να διασχίσει με τον στόλο τους επιτυχώς την Αδριατική. Ενώ ο Αγρίππας απέκοπτε τους θαλάσσιους δρόμους ανεφοδιασμού του εκστρατευτικού σώματος του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ο Οκταβιανός αποβιβάστηκε στην ακτή απέναντι από την Κέρκυρα και προέλασε νότια. Παγιδευμένοι από στεριά και θάλασσα, λιποτάκτες από τον στρατό του Αντωνίου μεγάλωναν τον αριθμό των στρατευμάτων του Οκταβιανού μέρα με τη μέρα, τα οποία προετοιμάζονταν με σχετική άνεση για την επερχόμενη σύγκρουση. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διαρρήξει τον ναυτικό αποκλεισμό, ο στόλος του Αντώνιου διέπλευσε τον θαλάσσιο χώρο του Ακτίου στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Εκεί ο στόλος του Αντώνιου αντιμετώπισε τον κατά πολύ μεγαλύτερο στόλο του αντιπάλου του, τον οποίο αποτελούσαν μικρότερα και πιο ευέλικτα πλοία υπό τις διαταγές του έμπειρου Αγρίππα, στη ναυμαχία του Ακτίου στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ. Οι τελευταίες δυνάμεις του Αντωνίου σώθηκαν μόνο χάρη σε μια προσπάθεια του αιγυπτιακού στόλου που περίμενε εκεί κοντά. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα γύρισαν στην Αλεξάνδρεια, φροντίζοντας να μη διαδοθεί το γεγονός της ήττας. Ωστόσο γνώριζαν πως η άφιξη του Οκταβιανού ήταν θέμα χρόνου. Όταν ο τελευταίος μπήκε στην πόλη την 1η Αυγούστου 30 π.Χ. η τύχη τους ήταν ο θάνατος. Ο μεν Αντώνιος, νομίζοντας πως η Κλεοπάτρα πέθανε, αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στο σπαθί του. Πέρασαν μαζί τις τελευταίες του στιγμές. Λίγο αργότερα, όταν ο Οκταβιανός έκανε γνωστές τις προθέσεις του στην Κλεοπάτρα να τη διαπομπεύσει στο θρίαμβό του στη Ρώμη, εκείνη αυτοκτόνησε επίσης, σύμφωνα με τις ενδείξεις αφήνοντας ένα ή δύο θανατηφόρα φίδια να τη δαγκώσουν. Γνωρίζοντας πως η αναγνώρισή του ως κληρονόμου του Καίσαρα του εξασφάλιζε την πολιτική του καριέρα, ο Οκταβιανός φρόντισε να αφανίσει το έτερο πρόσωπο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ίδιο επιχείρημα: Ο γιος της Κλεοπάτρας από τον Καίσαρα, ο Καισαρίων, όντας ακόμη σε εφηβική ηλικία είχε φυγαδευτεί σε ένα παραθαλάσσιο λιμάνι, τη Βερενίκη. Ο Οκταβιανός τον έφερε πίσω με δόλο και εξασφάλισε τη δολοφονία του. Εντούτοις τα τρία παιδιά του Αντωνίου από την Κλεοπάτρα, αφού συμμετείχαν στον θρίαμβό του, υιοθετήθηκαν από την Οκταβία. Μελλοντικά η Κλεοπάτρα Σελήνη δόθηκε ως νύφη στον Βασιλιά της Νουμιδίας, Ιόβα Β', σύμμαχο του Οκταβιανού.
Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου και την ολοκληρωτική ήττα του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ο Οκταβιανός ήταν σε θέση να κυβερνήσει, έστω και ανεπίσημα, ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Ήθελε όμως να το επιτύχει με σταδιακή αύξηση των δικαιοδοσιών του, δημιουργώντας δημόσιες σχέσεις με τη Σύγκλητο και ισχυρούς ανθρώπους, ενώ παράλληλα φρόντιζε να τηρούνται οι δημοκρατικές παραδόσεις στη Ρώμη, έτσι ώστε να μην διαφαίνεται πως απώτερος σκοπός του ήταν η δικτατορία ή η μοναρχία. Αφού προέλασαν στην πόλη της Ρώμης, ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αγρίππας ανακηρύχτηκαν Ύπατοι από τη Σύγκλητο. Τα χρόνια των ατελείωτων εμφύλιων πολέμων είχαν αφήσει το κράτος σε μια κατάσταση ακυβερνησίας και αναρχίας, αλλά η Δημοκρατία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχτεί την κυριαρχία του Οκταβιανού σε ρόλο δεσπότη. Οι στόχοι του Οκταβιανού από αυτό το σημείο κι έπειτα ήταν να επιστρέψει τη Ρώμη σε κατάσταση σταθερότητας και ευνομίας, εκτονώνοντας τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνταν στα δικαστήρια και εξασφαλίζοντας τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, έστω κατ’ όνομα.
(α) Πρώτος Διακανονισμός (27 π.Χ.)
Το 27 π.Χ., ο Οκταβιανός επισήμως επέστρεψε όλες τις εξουσίες του στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο και αποποιήθηκε τον έλεγχο των επαρχιών και των στρατευμάτων τους. Όμως, με τον Οκταβιανό στη θέση του Υπάτου, η Σύγκλητος είχε ελάχιστη δύναμη για να ξεκινήσει νομοθετικό έργο παρουσιάζοντας ψηφίσματα προς συζήτηση. Παρόλο που ο Οκταβιανός δεν είχε πλέον άμεσο έλεγχο των επαρχιών και του στρατού, διατήρησε την αφοσιώση σημαντικών στρατιωτικών, τόσο εν ενεργεία όσο και βετεράνων. Το σύνολο της εξουσίας του προερχόταν από διάφορα αξιώματα που του είχαν παραχωρήσει η Σύγκλητος και ο λαός, από την τεράστια προσωπική του περιουσία, και από τις πολυάριθμες πελατειακές σχέσεις που είχε δημιουργήσει με ιδιώτες και ομάδες σε όλα τα μήκη της Αυτοκρατορίας.
Σε μεγάλο βαθμό, ο λαός γνώριζε τις τεράστιες ποσότητες πόρων που είχε ο Αύγουστος υπό την κυριαρχία του. Όταν ο τελευταίος απέτυχε να πείσει αρκετούς συγκλητικούς να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή και συντήρηση των οδικών δικτύων στην Ιταλία, ανέλαβε ο ιδιος την πρωτοβουλία να χτίσει δρόμους το 20 π.Χ. Το κατασκευαστικό του έργο διαφημίστηκε στα ρωμαϊκά νομίσματα που εκδόθηκαν το 16 π.Χ., αφού δώρησε μεγάλα χρηματικά ποσά στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο (aerarium Saturni)..
Η Σύγκλητος πρότεινε στον Οκταβιανό, τον δοξασμένο νικητή των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, να αναλάβει και παλι τη διοίκηση των επαρχιών. Μέσω της Συγκλήτου, ο Οκταβιανός ήταν σε θέση να παρουσιάζει την ψευδή εικόνα πως η Ρωμαϊκή Δημοκρατία διατηρούσε την ισχύ και το σύνταγμά της. Φορώντας το προσωπείο του δισταγμού, αποδέχτηκε τη δεκαετή υποχρέωση της επίβλεψης των επαρχιών που βρίσκονταν σε χαοτική κατάσταση. Οι επαρχίες που του παραχωρήθηκαν για να τις ειρηνοποιήσει μέσα στα δέκα αυτά έτη συνιστούσαν σχεδόν το σύνολο του κατακτημένου ρωμαϊκού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας, της Συρίας, της Κιλικίας, της Κύπρου και της Αιγύπτου. Επιπλέον, η διοίκηση των επαρχιών αυτών σήμαινε πως ο Οκταβιανός είχε υπό τον έλεγχό του και την πλειοψηφία των ρωμαϊκών λεγεώνων.
Όσο ο Οκταβιανός διατελούσε Ύπατος στη Ρώμη, έστειλε συγκλητικούς στις επαρχίες που είχε υπό την εξουσία του ως επίσημους απεσταλμένους για να διαχειριστούν τις τοπικές υποθέσεις και για να εξασφαλίσουν την τήρηση των εντολών του. Από την άλλη, οι επαρχίες που δεν παραχωρήθηκαν στην επιτήρηση του Οκταβιανού επιβλέπονταν από κυβερνήτες που είχε επιλέξει η Σύγκλητος. Ο Οκταβιανός είχε γίνει η ισχυρότερη πολιτική προσωπικότητα στην πόλη της Ρώμης και στις περισσότερες από τις επαρχίες της, ωστόσο δεν μονοπωλούσε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Η Σύγκλητος είχε ακόμη υπότον έλεγχό της τη Βόρεια Αφρική, μια σημαντική παραγωγό σιτηρών, καθώς και την Ιλλυρία και τη Μακεδονία, δύο περιοχές εξέχουσας στρατιωτικής σημασίας με κάμποσα στρατεύματα. Όμως, έχοντας υπό τον έλεγχό της πέντε ή έξι λεγεώνες μοιρασμένες ανάμεσα σε τρεις αντιπροσώπους της, σε σύγκριση με τις είκοσι λεγεώνες που έλεγχε ο Οκταβιανός, η εξουσία που ασκούσε η Σύγκλητος στις περιοχές αυτές δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να συγκριθεί με την πολιτική δύναμη του Οκταβιανού. Το γεγονός ότι η Σύγκλητος διοικούσε ακόμη απευθείας κάποιες περιοχές συντηρούσε την εντύπωση πως ίσχυαν ακόμη οι δημοκρατικοί θεσμοί. Επιπλέον, η παραχώρηση της διοίκησης επαρχιών στον Οκταβιανό με τη δικαιολογία της τήρησης της τάξης ακολουθούσε προγενέστερα παραδείγματα της δημοκρατικής εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας εξέχοντες Ρωμαίοι, όπως ο Πομπήιος, απέκτησαν τέτοιες αυξημένες αρμοδιότητες για να θεραπεύσουν περιόδους κρίσης και αστάθειας.
Τον Ιανουάριο του 27 π.Χ., η Σύγκλητος απέδωσε στον Οκταβιανό τους νέους τίτλους Augustus και Princeps. Η λέξη «Augustus», από την ελληνική λέξη «αυγή» (ή από τη λατινική λέξη «augere», που σημαίνει «αυξάνω»), μπορεί να μεταφραστεί ως «Λαμπρός», «Θαυμαστός», «Επιφανής». Επρόκειτο για τίτλο περισσότερο θρησκευτικής παρά πολιτικής χροιάς. Μετά από τις σκληρές μεθόδους με τις οποίες σταθεροποιήθηκε η εξουσία του, η αλλαγή ονόματος συμβόλιζε επίσης την αρχή της ειρηνικής βασιλείας του ως Αύγουστος, αφήνωντας πίσω τη βασιλεία τρόμου ως Οκταβιανός. Η λέξη «Princeps», που προέρχεται από τα ελληνικά συνθετικά «πριν + κεφαλή» (λατινικά primum caput [= πρώτο κεφάλι]), αρχικά είχε τη σημασία του γηραιότερου ή του επιφανέστερου συγκλητικού, του οποίου το όνομα εμφανιζόταν πριν από αυτά του υπόλοιπου σώματος. Στην περίπτωση του Αυγούστου απέδιδε σχεδόν ένα βασιλικό τίτλο, υπονοώντας την κεφαλή του κράτους. Η λέξη Princeps (Πρώτος Πολίτης) είχε χρησιμοποιηθεί ως τίτλος και κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου για εκείνους που υπηρέτησαν καλά το κράτος. Ένας από αυτούς που έφεραν τον τίτλο αυτό ήταν ο Πομπήιος. Ο Αύγουστος ονόμαζε επίσης τον εαυτό του Imperator Caesar divi filius ( "Διοικητής Καίσαρ, γιος εκείνου που θεοποίηθηκε"). Με τον τίτλο αυτό όχι μόνο καυχιόταν για τη συγγένειά του με τον θεοποιημένο Ιούλιο Καίσαρα, αλλά και η χρήση της λέξης Imperator υποδείκνυε μόνιμη σύνδεση με τη ρωμαϊκή παράδοση για τη νίκη. Η λέξη Καίσαρ ήταν απλά μια επωνυμία για ένα παρακλάδι της Ιουλίας Οικογένειας, ωστόσο ο Αύγουστος τη μετέτρεψε σε επώνυμο μια νέας γραμμής αίματος που ξεκινούσε από τον ίδιο.
Ο Αύγουστος απέκτησε το δικαίωμα να κρεμάσει την «αστική κορώνα» από ξύλο βελανιδιάς (corona civica), πάνω από την πόρτα του, καθώς και να τη διακοσμήσει με δάφνες. Την κορώνα αυτή συνήθως κρατούσε κάποιος πάνω από το κεφάλι ενός νικηφόρου στρατηγού κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του Θριάμβου του, με την υποχρέωση να επαναλαμβάνει κατ’ εξακολούθηση τη φράση «Θυμήσου, είσαι θνητός» («Memento mori»). Τα δάφνινα στεφάνια ήταν σημαντικά σε διάφορες κρατικές τελετές, αλλά με αυτά στεφάνωναν και τους νικητές αθλητικών και θεατρικών αγώνων. Έτσι, η δάφνη και η βελανιδιά ήταν σύμβολα της ρωμαϊκής θρησκείας και της κρατικής υπόστασης. Η τοποθέτησή τους στις θύρες του Οκταβιανού ήταν ισοδυναμούσε με την ανακήρυξη της κατοικίας του σε έδρα της εξουσίας του κράτους. Ωστόσο, ο Αύγουστος αρνιόταν να επιδεικνύει σύμβολα εξουσίας όπως το να κρατά σκήπτρο, να φορά διάδημα, ή να φορά τη χρυσή κορώνα και την μοβ τόγκα του προκατόχου του, Ιουλίου Καίσαρα. Η Σύγκλητος όμως του απένειμε μια χρυσή ασπίδα που αναρτήθηκε στην αίθουσα της Κουρίας, η οποία είχε την επιγραφή: «virtus, pietas, clementia, iustitia», που σημαίνει «ανδρεία, ευσέβεια, επιείκεια, δικαιοσύνη».
(β) Δεύτερος Διακανονισμός (23 π.Χ.)
Το 23 π.Χ., συνέβη μια πολιτική κρίση στην οποία ενεπλάκη ο έτερος Ύπατος του Αυγούστου, ο Τερέντιος Βάρρο Μουρένα, που έλαβε μέρος σε συνωμοσία κατά του Αυγούστου. Οι λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές, ωστόσο ο Μουρένα δεν ολοκλήρωσε τη θητεία του και αντικαταστάθηκε από τον Καλπούρνιο Πίζο. Ο Πίζο ήταν εξέχον μέλος του δημοκρατικού κόμματος, και το να μοιραστεί μαζί του την ιδιότητα του Υπάτου ήταν άλλος ένας τρόπος για τον Αύγουστο να δείξει την δεκτικότητά του στο να κάνει συμβιβασμούς και να συνεργάζεται με όλες τις πολιτικές φατρίες. Στα τέλη της άνοιξης ο Αύγουστος υπέφερε από σοβαρή ασθένεια, και στο υποτιθέμενο νεκροκρέβατό του έκανε διακανονισμούς που κλόνισαν τις υποψίες των συγκλητικών για τυχόν αντιδημοκρατικά του συναισθήματα. Ο Αύγουστος ετοιμαζόταν να παραδώσει το σφραγιστικό του δακτύλιο στον ευνοούμενο στρατηγό του, τον Αγρίππα. Όμως, παρέδωσε στον Πίζο όλα τα επίσημα έγγραφά του, λογαριασμούς κρατικών χρημάτων και τη διοίκηση των στρατευμάτων από τις επαρχίες, τη στιγμή που ο φερόμενος ως αγαπημένος ανηψιός του Αυγούστου, ο Μάρκος Κλαύδιος Μάρκελλος (48-23 π.Χ., γιος της αδελφής του Οκταβίας της Νεότερης) έμεινε με άδεια χέρια. Αυτό εξέπληξε πολλούς που περίμεναν πως ο Αύγουστος θα κατονόμαζε έναν διάδοχο, ως ανεπίσημο αυτοκράτορα. Ο Αύγουστος απέδωσε μόνο περιουσιακά στοιχεία στους κληρονόμους του, καθώς μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός συστήματος αυτοκρατορικής διαδοχής θα προκαλούσε την αντίσταση και την εχθρότητα των φιλοδημοκρατικών Ρωμαίων, που φοβούνταν την ιδέα της μοναρχίας.
Λίγο καιρό μετά την ανάρρωσή του, ο Αύγουστος εγκατέλειψε το μόνιμο αξίωμά του ως Ύπατος. Μέχρι το τέλος της ζωής του υπηρέτησε ως Ύπατος μόνο δυο ακόμη χρονιές, το 5 και το 2 π.Χ. Παρόλο που παραιτήθηκε από Ύπατος, διατήρησε τη διοίκηση (imperium), γεγονός που οδήγησε σε μια δεύτερη συμφωνία ανάμεσα στον ίδιο και τη Σύγκλητο, που είναι γνωστή ως Δεύτερος Διακανονισμός. Αυτό ήταν μια έξυπνη κίνηση από τον Αύγουστο καθώς, παραδίδοντας το αξίωμα του ενός από τους δύο Υπάτους, επέτρεψε σε φιλόδοξους πολιτικούς να διεκδικήσουν τη θέση, ενώ ο ίδιος θα μπορούσε «να ασκεί πιο ευρεία καθοδήγηση μέσα στην τάξη των Συγκλητικών». Ο Αύγουστος δεν κατείχε πλέον επίσημη πολιτική θέση μέσω της οποίας θα μπορούσε να διοικήσει το κράτος, ωστόσο η κυριαρχία του στις επαρχίες διατηρήθηκε καθώς έλαβε το αξίωμα του ανθύπατου (proconsul). Ως πρώην Ύπατος είχε τη δικαιοδοσία να παρεμβαίνει, όταν το θεωρούσε σκόπιμο, στις υποθέσεις των διορισμένων από τη Σύγκλητο επάρχων. Ως ανθύπατος ο Αύγουστος δεν επιθυμούσε να χάσει τη δύναμη υπεροχής απέναντι στους επάρχους, οπότε έλαβε από τη Σύγκλητο «εξουσία πάνω σε όλους τους ανθυπάτους» («imperium proconsulare maius»).
Ο Αύγουστος έλαβε επίσης εξουσίες Τριβούνων (tribunicia potestas) δια βίου, αν και όχι επίσημα τον τίτλο. Ο νόμος όριζε πως ο τίτλος μπορούσε να αποκτηθεί μόνο από πατρικίους, μια ιδιότητα που ο Αύγουστος κατείχε χάρη στην υιοθεσία του από τον Ιούλιο Καίσαρα. Αυτό του επέτρεπε να συγκαλεί τη Σύγκλητο και το λαό όποτε το επιθυμούσε, να ασκεί βέτο στις αποφάσεις τόσο της Εκκλησίας όσο και της Συγκλήτου, να προεδρεύει στις εκλογές, καθώς και το δικαίωμα να μιλά πρώτος σε όλες τις παραπάνω συνελεύσεις. Στις εξουσίες του Αυγούστου συμπεριλήφθησαν και ορισμένα από τα προνόμια που άνηκαν συνήθως σε έναν Τιμητή (Censor). Ανάμεσά τους ήταν η επίβλεψη των δημόσιων ηθών και η εξέταση των νόμων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον. Επίσης η εξουσία παραγγελίας απογραφής και ο καθορισμός των ατόμων που μπορούσαν να γίνουν μέλη της Συγκλήτου. Έχοντας στην κατοχή του τις εξουσίες ενός Τιμητή, ο Αύγουστος έκανε έκκληση στο ρωμαϊκό πατριωτισμό απαγορεύοντας οποιοδήποτε άλλο είδος ρουχισμού κατά την παραμονή στην Αγορά εκτός από την τόγκα. Μέχρι τότε δεν υπήρχε στη ρωμαϊκή ιστορία,προηγούμενο συνδυασμού των δικαιοδοσιών του Τριβούνου και του Τιμητή σε ένα και μοναδικό πρόσωπο, αν και ούτε ο ίδιος ο Αύγουστος εκλέχτηκε ποτέ επισήμως Τιμητής. Ο Ιούλιος Καίσαρ είχε αποδεχτεί παρόμοιες εξουσίες, όπως η επίβλεψη των ηθών, ωστόσο τα προνόμιά του δεν επεκτάθηκαν στην εξουσία ενός Τιμητή να διατάζει απογραφή και να καθορίζει τα μέλη της Συγκλήτου. Το αξίωμα του Δημάρχου (tribune plebes) άρχισε να χάνει τη λάμψη του, εξαιτίας των δικαιοδοσιών που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του ο Αύγουστος, και έτσι αναβάθμισε τη σημασία του, καθιστώντας το προαπαιτούμενο για έναν πλήβειο που ήθελε να γίνει Πραίτορας.
Σε συνδυασμό με τις παραπάνω δικαιοδοσίες, ο Αύγουστος έλαβε την αποκλειστική εξουσία (imperium) για την ίδια την πόλη της Ρώμης: Όλες οι ένοπλες δυνάμεις της πόλης, που στο παρελθόν ελέγχονταν από τους διοικητές και τους Υπάτους, βρίσκονταν πλέον υπό την εξουσία του Αυγούστου. Έχοντας το «imperium proconsulare maius», ο Αύγουστος ήταν το μοναδικό άτομο που είχε το δικαίωμα να τελέσει Θρίαμβο εφόσον ήταν η κεφαλή του ρωμαϊκού στρατού. Το 19 π.Χ., ο Λούκιος Κορνήλιος Βάλβος, κυβερνήτης της Αφρικής που νίκησε τον Γαραμάντη, ήταν ο πρώτος άντρας με καταγωγή από κάποια επαρχία που έλαβε την τιμή αυτή, όπως και ο τελευταίος. Για κάθε ρωμαϊκή νίκη έκτοτε η δόξα άνηκε στον Αύγουστο, εφόσον τον στρατό διοικούσαν οι λεγάτοι, επικεφαλής των οποίων ήταν εκείνος. Ο γιος της συζύγου του Λιβίας, ο Τιβέριος, αποτέλεσε τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτό, καθώς τελέστηκε Θρίαμβος προς τιμήν του για τις νίκες που πέτυχε στη Γερμανία το 7 π.Χ. Εξασφαλίζοντας την ανανέωση του «imperium proconsulare maius» το 13 π.Χ., ο Αύγουστος έμεινε στη Ρώμη καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και προσέφερε πλουσιοπάροχες αμοιβές στους βετεράνους για να κερδίσει την υποστήριξή τους.
Πολλές από τις λεπτομέρεις του Δεύτερου Διακανονισμού φαίνεται να μην έγιναν αντιληπτές από την τάξη των πληβείων. Όταν ο Αύγουστος δεν εκλέχτηκε Ύπατος το 22 π.Χ., απλώθηκε ο φόβος πως οι συγκλητικοί υπονόμευαν τον Αύγουστο. Τα έτη 22, 21 και 19 π.Χ., ξέσπασαν ταραχές για το γεγονός αυτό, και επέτρεψαν μόνο σε έναν Ύπατο να εκλεγεί αυτά τα έτη, για να αφήσει την άλλη θέση στη διάθεση του Αυγούστου. Το 22 π.Χ. μια σιτοδεία έσπειρε τον πανικό, ενώ ένα τμήμα του απλού λαού ζήτησε από τον Αύγουστο να γίνει δικτάτορας για να διαχειριστεί την κρίση. Αφού αρνήθηκε με θεατρικό τρόπο το προνόμιο αυτό μπροστά στη Σύγκλητο, ο Αύγουστος τελικά δέχτηκε να διαχειρίζεται ο ίδιος την εισαγωγή σιτηρών στην πόλη θέτοντας αμέσως τέρμα στην κρίση. Μια παρόμοια κρίση το 8 μ.Χ. οδήγησε τον Αύγουστο στη δημιουργία του αξιώματος του «praefectus annonae», ενός μόνιμου υπεύθυνου για τον εφοδιασμό της πόλης με σιτηρά. Το 19 π.Χ., η Σύγκλητος επέτρεψε στον Αύγουστο να φορά δημοσίως τα εμβλήματα των Υπάτων αλλά και μπροστά τους, καθώς και να κάθεται στη συμβολική θέση ανάμεσα στους δύο Υπάτους. Επίσης να κρατά τη «δέσμη ράβδων» (fasces), σύμβολο της εξουσίας των Υπάτων (από το fasces προέρχεται η σύγχρονη λέξη «φασισμός»). Όπως συνέβη με τα αξιώματα του Τριβούνου και του Τιμητή, οι εξουσίες του Υπάτου αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα εξουσιών που ο Αύγουστος κατείχε χωρίς να φέρει επισήμως τον αντίστοιχο τίτλο. Στις 6 Μαρτίου 12 π.Χ. μετά το θάνατο του Λέπιδου, ο Αύγουστος επιπροσθέτως εκλέχτηκε δηλαδή επικεφαλής του Ρωμαϊκού Ιερατείου (Pontifex Maximus). Στις 5 Φεβρουαρίου 2 π.Χ., ο Αύγουστος ονομάστηκε τιμητικά «πατέρας της πατρίδας» («pater patriae»).
Ουσιαστικά ο λαός της Ρώμης παραχώρησε θεληματικά στον Οκταβιανό διευρυμένη πολιτική ισχύ, εξαντλημένος από έναν αιώνα αναταραχών και εμφυλίων πολέμων, με αποτέλεσμα την αθόρυβη γέννηση ενός νέου μοναρχικού πολιτεύματος που καλυπτόταν πίσω από παλαιούς τίτλους, με τιμητικό και διακοσμητικό ρόλο, παρά ουσιαστικό περιεχόμενο. Η πίστη των λεγεώνων στο πρόσωπο του Οκταβιανού και η γιγάντια προσωπική του περιουσία τον ισχυροποίησαν ακόμη περισσότερο. Οι πληροφοριοδότες που κατά παράδοση κατήγγειλαν επί πληρωμή εγκληματίες στις ρωμαϊκές Αρχές τώρα οργανώθηκαν σε ένα δίκτυο κατευθυνόμενο από αυτόν, προσανατολισμένο αποκλειστικά στην εύρεση και προσαγωγή αντικαθεστωτικών που εκφράζονταν, γραπτά ή προφορικά, αρνητικά για το πρόσωπό του.
Οι κατοπινοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες συνήθως περιορίζονταν στις εξουσίες και τους τίτλους που είχαν απονεμηθεί στον Αύγουστο, αν και συχνά, προκειμένου να παρουσιάσουν ταπεινοφροσύνη, οι νεοεκλεγμένοι Αυτοκράτορες αρνούνταν έναν ή περισσότερους από τους τιμητικούς τίτλους του Αυγούστου. Το ίδιο συχνά, καθώς η βασιλεία τους προχωρούσε, τελικά αποκτούσαν το σύνολο των τίτλων είτε τους απένειμε η Σύγκλητος είτε όχι. Η «αστική κορόνα» (corona civica), την οποία οι Αυτοκράτορες τελικά κατέληξαν να φορούν στην πραγματικότητα, τα εμβλήματα των Υπάτων και τα πορφυρά ρούχα του θριαμβεύοντος στρατηγού (toga picta) έγιναν τα επίσημα αυτοκρατορικά εμβλήματα, που επέζησαν ακόμη και κατά την βυζαντινή εποχή.
(γ) Πόλεμοι και επέκταση του κράτους (27 π.Χ.-14 μ.Χ.)
Ο Οκταβιανός επιλέγοντας τον τίτλο Imperator Caesar Divi Filius Augustus, καθώς η λέξη Imperator σήμαινε «νικηφόρος διοικητής», ήθελε να συσχετίσει με τρόπο σαφή το όνομά του με την έννοια της νίκης. Μέχρι το έτος 13 μ.Χ., ο Αύγουστος μπορούσε να καυχηθεί πως τα στρατεύματά του τον προσφώνησαν νικητή 21 φορές έπειτα από επιτυχημένες μάχες. Σχεδόν ολόκληρο το τέταρτο κεφάλαιο των απομνημονευμάτων του, που έφεραν τον τίτλο «Res Gestae», ήταν αφιερωμένο στις στρατιωτικές του επιτυχίες. Απευθυνόμενος στα αισθήματα των Ρωμαίων πατριωτών, ο Αύγουστος προωθούσε την ιδέα της υπεροχής του ρωμαϊκού πολιτισμού, ο οποίος είχε το καθήκον να κυβερνά τον γνωστό κόσμο, ιδέα που συνοψίζεται στη φράση «tu regere imperio populos, Romane, memento», που μεταφράζεται «Θυμήσου, Ρωμαίε, να κυβερνάς με τη δύναμη τους λαούς του κόσμου». Η νοοτροπία αυτή ταίριαζε στη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη και την ευρύτερη κοινή γνώμη της εποχής, που ενέκρινε τις επεκτατικές διαθέσεις, όπως διαφαίνεται από μια ρήση του διάσημου Ρωμαίου ποιητή Βιργιλίου, που υποστήριξε πως οι θεοί εξασφάλισαν στη Ρώμη «imperium sine fine», δηλαδή «απεριόριστη κυριαρχία». Υπήρξε μάλιστα γενική απογοήτευση όταν ο Αύγουστος αποφάσισε να μην υπάρξει εκδίκηση για την αρπαγή των πολεμικών εμβλημάτων του Κράσσου, εφόσον δεν σχεδίασε εισβολή στην Παρθία. Εντούτοις, υπήρχαν πολλές ακόμη περιοχές που περίμεναν να κατακτηθούν.
Η ρωμαϊκή επικράτεια διακρινόταν πλέον στις επαρχίες που ήταν υπό άμεση αυτοκρατορική ή συγκλητική διοίκηση, στα υποτελή συμμαχικά κράτη και στα ημιανεξάρτητα προτεκτοράτα, τα οποία πλήρωναν φόρο υποτέλειας στη Ρώμη και επιπλέον δέχονταν έλεγχο από αυτήν στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της απονομής δικαιοσύνης και της ασφάλειας. Στα ρωμαϊκά προτεκτοράτα συνήθως βασίλευε ένας μονάρχης με τη βοήθεια μίας «κατοχικής κυβέρνησης» που στήριζε την εξουσία της στη δύναμη των όπλων των ρωμαϊκών φρουρών, όπως παλαιότερα ο Υρκανός Β' στο κράτος των Μακκαβαίων, και η οποία δεν ήταν πάντα σεβαστή από τον τοπικό πληθυσμό. Το 27 π.Χ. ο Αύγουστος μετέτρεψε τη νότια Ελλάδα σε κανονική επαρχία με το όνομα Αχαΐα και με έδρα την Κόρινθο, στερώντας από τους Έλληνες κάθε ψευδαίσθηση πραγματικής ανεξαρτησίας. Η Μυσία, έγινε και τυπικά επαρχία το 6 μ.Χ. Οι τοπικοί κελτικοί και ιλλυρικοί πληθυσμοί άρχισανα να αφομοιώνονται με τυπικές ρωμαϊκές μεθόδους, παρά τις κατά καιρούς εξεγέρσεις και τη συνεχή συνοριακή πίεση από τα γειτονικά γερμανικά (γοτθικά) φύλα. Την Αρμενία, η οποία, μετά την εισβολή και την ήττα του Μάρκου Αντώνιου, κατατρυχόταν από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ φιλορωμαίων και φιλοπάρθων, ο Αύγουστος κατόρθωσε να τη μεταστρέψει σε πιστό ρωμαϊκό προτεκτοράτο, αλλά ήταν φανερό πως η δυναστεία των Αρταξιαδών πλησίαζε στο τέλος της.
Μέχρι το τέλος της βασιλείας του, τα στρατεύματα του Αυγούστου είχαν κατακτήσει το βόρειο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου (τη σύγχρονη Ισπανία και Πορτογαλία), τις αλπικές περιοχές της Ραετίας και του Νόρικουμ (σημερινές Ελβετία, Βαυαρία, Αυστρία και Σλοβενία), το Ιλλυρικό και την Παννονία (σημερινή Αλβανία, Κροατία, Ουγγαρία, Σερβία), και επέκτεινε τα σύνορα της επαρχίας της Αφρικής προς τα ανατολικά και νότια. Όταν τελείωσε η βασιλεία του υποτελούς ηγεμόνα Ηρώδη του Μέγα (73 – 4 π.Χ.), η Ιουδαία προστέθηκε στην επαρχία της Συρίας, όταν ο Αύγουστος εκθρόνισε το διάδοχό του, που ονομαζόταν Ηρώδης Αρχέλαος. Όπως η Αίγυπτος η οποία κατακτήθηκε μετά την ήττα του Αντωνίου το 30 π.Χ., η Συρία κυβερνήθηκε όχι από κάποιον διοικητή ή λεγάτο του Αυγούστου, αλλά από έναν υψηλά ιστάμενο έπαρχο της τάξης των ιππέων. Επιπλέον, δεν χρειάστηκε στρατιωτική παρέμβαση το 25 π.Χ. όταν η Γαλατία (περιοχή της σημερινής Τουρκίας στη Μικρά Ασία) μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία λίγο μετά τη δολοφονία του Αμύντα της Γαλατίας από τη χήρα ενός εκτελεσθέντος πρίγκιπα της Χομονάντα που επεδίωξε την εκδίκηση. Όταν οι επαναστατημένες φυλές της Καντάμπρια στη σύγχρονη Ισπανία ηττήθηκαν οριστικά το 19 π.Χ., η περιοχή ενσωματώθηκε στις επαρχίες της Ισπανίας και Λουζιτανίας. Η περιοχή αυτή αποδείχτηκε μεγάλης σημασίας για τη χρηματοδότηση των μελλοντικών εκστρατειών του Αυγούστου, καθώς ήταν πλούσια σε μεταλλεύματα.
Για να προστατέψει τα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας από την παρθική απειλή, ο Αύγουστος βασιζόταν στα υποτελή κράτη στην ανατολή για να αναχαιτίζουν τις επιδρομές, καθώς μπορούσαν να διαθέτουν δικά τους στρατεύματα για να φυλάσσουν τα εδάφη τους. Για να εξασφαλίσει την άμυνα των ανατολικών επαρχιών, ο Οκταβιανός επιπρόσθετα, διατηρούσε μόνιμα στη Συρία ένα ισχυρό σώμα στρατού, ενώ παράλληλα ο ικανός προγονός του Τιβέριος εκτελούσε χρέη διπλωμάτη με τους Πάρθους. Ένα από τα σημαντικότερα διπλωματικά επιτεύγματα του τελευταίου ήταν οι διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των εμβλημάτων του Κράσσου, μια συμβολική νίκη και αναπτέρωση του ηθικού της Ρώμης. Ο Τιβέριος υπήρξε επίσης υπεύθυνος για την επιστροφή του Τιγράνη Ε'στο θρόνο της Αρμενίας.
Η κατάκτηση των φυλών των Άλπεων το 16 π.Χ. ήταν μια ακόμη σημαντική νίκη των Ρωμαίων, καθώς παρείχε ένα εκτενές φυσικό σύνορο ανάμεσα στους Ρωμαίους πολίτες της Ιταλίας και τους εχθρούς της Ρώμης στη Γερμανία προς το βορρά. Η κατάκτηση της περιοχής των Άλπεων στάθηκε χρήσιμη στις επόμενες εξορμήσεις το 12 π.Χ., όταν ο Τιβέριος εκστράτευσε κατά των φυλών της Παννονίας και του Ιλλυρικού, ενώ ο αδερφός του Νέρων Κλαύδιος Δρούσος ενάντια στις γερμανικές φυλές της ανατολικής περιοχής του Ρήνου. Και οι δυο επιχειρήσεις γνώρισαν την επιτυχία, καθώς οι δυνάμεις του Δρούσου έφτασαν τον ποταμό Έλβα το 9 π.Χ. ενώ ο ίδιος πέθανε λίγο αργότερα πέφτοντας από το άλογό του. Οι μαρτυρίες αναφέρουν πως ο συντετριμμένος Τιβέριος περπάτησε μπροστά από το σώμα του αδερφού του σε όλο το δρόμο της επιστροφής στη Ρώμη.
Αν και η Παρθία αποτελούσε μόνιμη απειλή στην ανατολή, το πραγματικό μόνιμο μέτωπο βρισκόταν κατά μήκος των ποταμών Ρήνου και Δούναβη. Πριν από την καθοριστική μάχη με τον Αντώνιο, οι εκστρατείες του Οκταβιανού ενάντια στους λαούς που ζούσαν στη Δαλματία ήταν το πρώτο βήμα για την επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο Δούναβη. Νίκη στη μάχη δεν σήμαινε αυτομάτως και μόνιμη επιτυχία. καθώς οι γερμανικές φυλές συχνά έβρισκαν τρόπους να ανακτούν τα χαμένα τους εδάφη. Ο Αύγουστος, επιθυμώντας να καταλάβει την κεντρική γερμανική επικράτεια μεταξύ των ποταμών Ρήνου και Έλβα, διέταξε μία παρατεταμένη στρατιωτική διείσδυση στην περιοχή, η οποία άρχισε το 12 π.Χ. με ορμητήριο την επαρχία της Γερμανίας και τον Ρήνο. Πολλά γερμανικά φύλα υποδουλώθηκαν και ο έλεγχος της περιοχής ανατέθηκε σε κατά τόπους λεγάτους με τις λεγεώνες τους, οι οποίες σταδιακά ανάπτυξαν φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς. Έτσι το 7 μ.Χ. ο Οκταβιανός έστειλε τον αξιωματούχο Πούμπλιο Βάρο (46 π.Χ. – 9 μ.Χ.) για να οργανώσει την περιοχή ως κανονική επαρχία. Όμως οι Γερμανοί (Τεύτονες/Γότθοι) δεν επιθυμούσαν συγχώνευση με τον ρωμαϊκό κόσμο. Μία αποστασία τους με αρχηγό τον τοπικό ευγενή Αρμίνιο, ο οποίος στη νιότη του είχε λάβει λατινική παιδεία ως όμηρος της Ρώμης και κατόπιν διετέλεσε σύμβουλος του Βάρου, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μετά από ενέδρα περίπου 20.000 Ρωμαίων στρατιωτών, καθώς και του ίδιου του Βάρου, στη Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού (9 μ.Χ.). Ο Αύγουστος αντέδρασε στέλνοντας στρατεύματα στην περιοχή του Ρήνου για να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα, με επιτυχές αποτέλεσμα που ολοκληρώθηκε το 13 μ.Χ. Ο Ρωμαίος στρατηγός Γερμανικός εκμεταλλεύτηκε μια εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στους αρχηγούς Αρμίνιο και Σεγέστη. Ο Αρμίνιος νικήθηκε και εγκατέλειψε τη μάχη, αλλά σκοτώθηκε το 19 μ.Χ. εξαιτίας προδοσίας.
Η ασθένεια του Αυγούστου το 23 π.Χ. έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της διαδοχής του. Για να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα έπρεπε να κατονομάσει ένα διάδοχο σε ξεχωριστή θέση στη ρωμαϊκή κοινωνία και διοίκηση. Αυτό έπρεπε να γίνει με μικρά προσεκτικά βήματα, τα οποία δεν θα θορυβούσαν τη Σύγκλητο με σενάρια για την εγκαθίδρυση μοναρχίας. Αν κάποιος επρόκειτο να διαδεχτεί την ανεπίσημη θέση υπεροχής του, έπρεπε να το επιτύχει με προσωπικά επιτεύγματα απέναντι στο λαό.
Επικρατέστερος υποψήφιος φαίνεται πως ήταν τότε ο γιος της Οκταβίας της Νεότερης, αδερφής του Αυγούστου, Μάρκος Κλαύδιος Μάρκελλος (42-23 π.Χ.), ο οποίος είχε νυμφευθεί την κόρη του Αυγούστου, Ιουλία την Πρεσβύτερη (39 π.Χ.-14 μ.Χ). Η διαθήκη του Αυγούστου που αναγνώστηκε στη Σύγκλητο κατά τη διάρκεια της ασθενείας του το 23 π.Χ. έδειξε επίσης εύνοια προς το πρόσωπο του στρατηγού Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα (63-12 π.Χ.), ο οποίος ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Αύγουστο και στενός συνεργάτης του, που μπορούσε να ελέγξει τις λεγεώνες και να προστατεύσει την Αυτοκρατορία από τον κατακερματισμό. Μετά το θάνατο του Μάρκελλου το 23 π.Χ., ο Αύγουστος πάντρεψε την κόρη του Ιουλία με τον Μ.Β.Αγρίππα. Η ένωση αυτή έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες. Τα ονόματά τους ήταν Γάιος Καίσαρ (20 π.Χ.-4 μ.Χ.), Λούκιος Καίσαρ (17 π.Χ.-2 μ.Χ.), Βιψανία Ιουλία (19 π.Χ.-28 μ.Χ.), Αγριππίνα η Πρεσβύτερη (14 π.Χ.-33 μ.Χ. μητέρα του μετέπιτα αυτοκτάτορα Καλιγούλα) και Πόστουμος Αγρίππας (12 π.Χ. -14 μ.Χ), που ονομάστηκε έτσι επειδή γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του.
Λίγο μετά το Δεύτερο Διακανονισμό, ο Αγρίππας ανέλαβε για πέντε χρόνια τη διοίκηση του ανατολικού μισού της αυτοκρατορίας με την ιδιότητα του επάρχου, αλλά και την ίδια tribunicia potestas που δόθηκε και στον Αύγουστο, χωρίς φυσικά να υπερέχει του τελευταίου. Έδρα της εξουσίας του ήταν το νησί της Σάμου στις Κυκλάδες. Παρόλο που αυτή η απόδοση αξιωμάτων λογικά έδειχνε την εύνοια του Αυγούστου στο πρόσωπο του Αγρίππα, ήταν επίσης μια κίνηση ώστε να ευχαριστήσει το κόμμα των συμμάχων του Ιουλίου Καίσαρα, επιτρέποντας σε ένα εξέχον μέλος τους να μοιραστεί μαζί του την εξουσία.
Η πρόθεση του Αυγούστου να ονομάσει τον Γάιο και τον Λούκιο Καίσαρα διαδόχους του έγινε εμφανής, όταν τους υιοθέτησε. Ανέλαβε το αξίωμα του Υπάτου το 5 και το 2 π.Χ., έτσι ώστε να προωθήσει προσωπικά την πολιτική σταδιοδρομία τους. Έλαβαν υποψηφιότητα για το αξίωμα του Υπάτου κατά τα έτη 1 και 4 μ.Χ.
Ο Αύγουστος έδειξε επίσης έυνοια στα παιδιά της συζύγου του Λιβίας από τον πρώτο της γάμο. Ήταν ο Τιβέριος Κλαύδιος (μετέπειτα αυτοκράτορας, 42 π.Χ.-37 μ.Χ.) και ο Δρούσος ο Πρεσβύτερος (Νέρων Κλαύδιος Δρούσος Γερμανικός, 38-9 π.Χ.), στους οποίους έδωσε υψηλά αξιώματα στο στρατό και στη δημόσια διοίκηση, ίσως ευνοώντας λίγο περισσότερο τον Δρούσο. Ο γάμος του Δρούσου με την Αντωνία τη Νεότερη (36 π.Χ.-37 μ.Χ), ανιψιά του Αυγούστου (κόρη της αδελφής του Οκταβίας της Νεότερης και του Μ.Αντώνιου), ήταν μια σχέση τόσο βαθιά ριζωμένη στους κόλπους της οικογένειας που ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί σε περίπτωση προβλημάτων διαδοχής. Μετά το θάνατο του Μάρκου Αγρίππα το 12 π.Χ. ο γιος της Λιβίας Τιβέριος αναγκάστηκε να πάρει διαζύγιο από τη σύζυγό του, Βιψανία Αγριπίννα, κόρη του Μ.Β.Αγρίππα, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει ένα γιο, τον Δρούσο τον Νεότερο (13 π.Χ.-23 μ.Χ.και να νυμφευτεί την χήρα του Μ.Β.Αγρίππα και κόρη του Αυγούστου, Ιουλία την Πρεσβύτερη (με την οποία δεν απέκτησε παιδιά), φυσικά αφού ολοκληρώθηκε η περίοδος του πένθους.
Ο Τιβέριος μοιράστηκε την εξουσία του τριβούνου με τον Αύγουστο μέχρι και το 6 π.Χ., αλλά λίγο αργότερα αποσύρθηκε από τα πολιτικά πράγματα και αυτοεξορίστηκε στη Ρόδο. Παρόλο που δεν είναι γνωστός ο λόγος της αναχώρησής του αυτής, θα μπορούσε να οφείλεται σε ένα συνδυασμό αιτίων, ανάμεσα στους οποίους ένας δυστυχισμένος γάμος με την Ιουλία. Πιθανότατα ένιωθε επίσης απογοήτευση βλέποντας την εύνοια που έδειχνε ο Αύγουστος στους δύο εγγονούς του – που είχαν υιοθετηθεί πλέον ως γιοι του – στον Γάιο και του Λούκιο. Οι τελευταίοι είχαν εισέλθει στο Κονκλάβιο των Ιερέων σε πολύ νεαρή ηλικία, συστήνονταν με καλύτερες προϋποθέσεις σε τρίτους και παρουσιάστηκαν στα στρατιωτικά σώματα στη Γαλατία. Ωστόσο μετά τους πρόωρους θανάτους του Λούκιου και του Γάιου το 2 και το 4 μ.Χ. αντιστοίχως, και τον προγενέστερο θάνατο του αδερφού του Δρούσου το 9 π.Χ., ο Τιβέριος κλήθηκε να επιστρέψει στη Ρώμη το 4 μ.Χ.. Ο Αύγουστος τον υιοθέτησε επίσημα με την προϋπόθεση να υιοθετήσει ο ίδιος με τη σειρά του τον μικρανεψιό του Αυγούστου (και ανεψιό του ίδιου του Τιβέριου), τον Γερμανικό (γιο του Δρούσου του Πρεσβύτερου και της Αντωνίας της Νεότερης). Την ίδια χρονιά ο Τιβέριος έλαβε τα αξιώματα του τριβούνου και του επάρχου, οι απεσταλμένοι από ξένους βασιλείς ορίστηκε πως έπρεπε να του αποδίδουν τιμές και το 13 μ.Χ., και μετά το δεύτερο θριαμβό του, έλαβε εξουσία (imperium) ισάξια του Αυγούστου.
Ο μοναδικός διεκδικητής της διαδοχής που βρισκόταν εν ζωή ήταν ο Ποστούμος Αγρίππας, που περιγράφεται (πιθανώς συκοφαντικά) ως «μοχθηρός, βίαιος και τραχύς, με διεφθαρμένο χαρακτήρα», και είχε εξοριστεί από τον Αύγουστο το 7 π.Χ. Η αποπομπή του επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο με διάταγμα και ο Αύγουστος τον αποκλήρωσε επίσημα.
Στις 19 Αυγούστου του έτους 14 μ.Χ., ο Αύγουστος εξέπνευσε ενώ επισκεπτόταν το μέρος όπου πέθανε ο πατέρας του στα Νόλα. Ο Τιβέριος, ο οποίος ήταν παρών στο πλευρό της Λιβίας στις τελευταίες στιγμές του Αυτοκράτορα, ονομάστηκε επίσημα διάδοχός του. Οι τελευταίες διάσημες λέξεις του Αυγούστου ήταν: «Σας άρεσε η παράσταση;», αναφερόμενος σε όλες του τις πράξεις προκειμένου να ανέβει και να διατηρηθεί στην εξουσία. Μια τιτάνια επικήδεια πομπή ταξίδεψε με το σώμα του από τα Νόλα στη Ρώμη και τη μέρα της ταφής του όλες οι δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις έμειναν κλειστές. Ο Τιβέριος και ο γιος του (από την Βιψανία) Δρούσος ο Νεότερος εκφώνησαν τον επικήδειό του. Το σώμα του Αυγούστου κλεισμένο σε φέρετρο αποτεφρώθηκε σε πυρά κοντά στο Μαυσωλείο του. Τότε διακηρύχτηκε πως ο Αύγουστος πήρε τη θέση του ανάμεσα στους θεούς ως μέλος του ρωμαϊκού πανθέου. Το 410, κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της Ρώμης, το Μαυσωλείο καταστράφηκε από τους Γότθους και η τέφρα του σκορπίστηκε.
Στο σημείο αυτό, για να αισθητοποιηθεί η ποιότητα των πολιτικών ηθών της εποχής, είναι σκόπιμο να αναφερθεί, ότι σύμφωνα με εκδοχές, που προκύπτουν από τις εξιστορήσεις του Τάκιτου και του Δίωνα Κάσσιου, ορισμένοι από τους προαναφερόμενους θανάτους (και συγκεκρμμένα των Τιβέριου Κλαύόιου Νέρωνα το 33 π.Χ., Μ.Κλαύδιου Μάρκελλου το 23 π.Χ., Μ.Βιψάνιου Αγρίππα το 12 π.Χ., Δρούσου του Πρεσβύτερου το 9 π.Χ. Λούκιου το 2 μ.Χ., Γάιου το 4 μ.Χ. και Ποστούμου Αγρίππα το 14 μ.Χ.) δεν ήταν τυχαίοι, αλλά μελετήθηκαν και προκλήθηκαν από την Λιβία Δρουσίλλα, σύζυγο του Αυγούστου, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την αυτοκρατορική διαδοχή υπέρ του γιου της Τιβέριου. Πέρα από το πιθανό προσωπικό κίνητρό της να δει τον πρωτότοκο γιο της αυτοκράτορα, οι ενέργειές της αποδίδονται και στον κίνδυνο που διαισθανόταν (δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα) για το μέλλον της αυτοκρατορίας και στο συνακόλουθο φόβο επιστροφής στο προηγούμενο σύστημα της (ολιγαρχικής) δημοκρατίας, εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων, που είχαν εκδηλώσει οι δολοδονηθέντες (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο πρώτος σύζυγός της και ο δευτερότοκος γιος της). Από τις ίδιες ιστορικές πηγές επιρρίπτεται στην Λιβία Δρουσίλλα η σκιά της τερατώδους υποψίας ότι δολοφόνησε επιπλέον, μετά από 50 χρόνια κοινού βίου, και τον δεύτερο σύζυγό της αυτοκράτορα Αύγουστο, δίνοντάς του να φάει σύκα, στα οποία είχε η ίδια ενσταλάξει δηλητήριο, όταν διαπίστωσε ότι η προτίμησή του για τη διαδοχή άρχισε να στρέφεται (αντί του Τιβέριου) στον (εξορισμένο τότε και μετέπειτα δολοφονηθέντα) Ποστούμο Αγρίππα.
Αναντίρρητα ο Οκταβιανός Αύγουστος, πρώτος και από τους ικανότερους αυτοκράτορες της Ρώμης, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Η βασιλεία του έθεσε τα θεμέλια ενός πολιτεύματος που διάρκεσε για εκατοντάδες χρόνια, μέχρι την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ. Τόσο το θετό του επώνυμο, «Καίσαρ», όσο κι ο αυτοκρατορικός του τίτλος, «Αύγουστος», έγιναν μόνιμοι τίτλοι για τους ηγεμόνες του απέραντου κράτους που δημιούργησε επί δεκατέσσερις αιώνες μετά το θάνατό του, και χρησιμοποιήθηκαν τόσο στην Παλαιά όσο και στη Νέα Ρώμη. Ο μήνας Αύγουστος (Augustus), που μέχρι την εποχή αυτή ονομαζόταν Sextilis, καθως ήταν ο έκτος μήνας του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, πήρε το όνομά του από αυτόν. Η λατρεία του Θείου Αυγούστου συνεχίστηκε μέχρι την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους το 391 από τον Θεοδόσιο Α' το Μέγα. Οι τακτικές του υπήρξαν παρούσες καθ’ όλη την διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου και έθεσαν τα θεμέλια της περίφημης Ρωμαϊκής Ειρήνης («Pax Romana» ή «Pax Augusta»). Μολονότι κατά περίπτωση βρισκόταν υπό την επιρροή της τρίτης συζύγου του, της Λιβίας Δρουσίλλας, ήταν έξυπνος, αποφασιστικός και διορατικός πολιτικός, με εξαιρετική ικανότητα να διευθετεί τις κρατικές υποθέσεις, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται το επιθυμητό από τον ίδιο αποτέλεσμα. Αν και θεωρείται λιγότερο χαρισματικός από τον Ιούλιο Καίσαρα, κατόρθωσε, 17 χρόνια μετά την δολοφονία του, να εκπληρώσει τον στόχο που έθεσε εκείνος για μετατροπή του Ρωμαϊκού κράτους σε μοναρχία, κατά το πρότυπο των Μακεδονικών Βασιλείων της ανατολής, με θαυμαστή δεξιοτεχνία πολιτικών χειρισμών, καταπνίγοντας ή κατευνάζοντας τις αντιδράσεις. Η πείρα του, η υπομονή του, η διπλωματικότητά του και η πολιτική του οξύνοια, συνδυαζόμενες με τη σοβαρότητα του χαρακτήρα του και την αυστηρότητα της προσωπικής του ζωής και δημόσιας συμπεριφοράς, τον έκαναν σεβαστό σε όλους και ικανό να οδηγήσει το μέλλον της Αυτοκρατορίας σε σταθερούς δρόμους που είχαν διάρκεια, με τελική κατάληξη την ειρήνη και την ευμάρεια που απόλαυσε το κράτος τους δύο επόμενους αιώνες, χάρη στο σύστημα που ο ίδιος εγκατέστησε. Η μνήμη του ως παραδειγματικά καλού ηγεμόνα φυλάχτηκε με ζήλο στην πολιτική παράδοση της αυτοκρατορικής εποχής. Είχε συγγράψει μια αφήγηση των επιτευγμάτων του με τίτλο «Res Gestae Divi Augusti» καθώς και μια μη σωζόμενη αυτοβιογραφία 13 τόμων, μια φιλοσοφική πραγματεία, μια αντίκρουση στον Επικήδειο που εκφώνησε ο Βρούτος για τον Κάτωνα και τα ποιήματα «Σικελία», «Επιφανής» και «Αίας».
Σε μια πρόσφατη βιογραφία του Αυγούστου, ο Άντονι Έβεριτ τονίζει: “…. ο Αύγουστος ήταν πράγματι αμείλικτος, μοχθηρός και φιλόδοξος για τον εαυτό του. Αυτό ήταν μόνο εν μέρει προσωπικό του χαρακτηριστικό, καθώς οι Ρωμαίοι που άνηκαν στην υψηλή κοινωνία εκπαιδεύονταν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και να αριστεύουν. Ωστόσο, εκείνος συνδύαζε μια επικρατούσα φροντίδα για τα προσωπικά του συμφέροντα με έναν βαθιά ριζωμένο πατριωτισμό, βασισμένο στη νοσταλγία των αρχέγονων αρετών της Ρώμης. Μέσα στην ικανότητά του στο ρόλο του princeps, η ιδιοτέλεια και η ανιδιοτέλεια συνυπήρχαν στο μυαλό του. Ενώ μαχόταν για επικράτηση, έδειχνε ελάχιστη προσοχή στη νομιμότητα ή στα συνήθη προσχήματα της πολιτικής ζωής. Ήταν καλός στο να αποπλανεί, αναξιόπιστος και αιμοδιψής. Αλλά μόλις διασφάλισε την κυριαρχία του, κυβέρνησε αποτελεσματικά και δίκαια, επέτρεπε γενικά την ελευθερία της γνώμης, και υποστήριξε τη νομοτέλεια. Ήταν εξαιρετικά εργατικός και προσπάθησε τόσο σκληρά όσο οποιοσδήποτε δημοκρατικός βουλευτής να συμπεριφέρεται στους συναδέλφους του στη Σύγκλητο με σεβασμό και ευαισθησία. Δεν υπέφερε από αυταπάτες μεγαλείου.”
Ο βιογράφος του, Σουητόνιος, μας μεταφέρει την παρακάτω περιγραφή της εξωτερικής μορφής του: «Ήταν ασυνήθιστα όμορφος... Είχε καθαρά μάτια που έλαμπαν... Τα δόντια του ήταν πολύ αραιά, μικρά και κακοδιατηρημένα, τα μαλλιά του ελαφρώς κατσαρά με τάση προς το χρυσό. Τα φρύδια του ενώνονταν. Τα αυτιά του ήταν μέτρια σε μέγεθος, και η μύτη του εξείχε λίγο στην κορυφή και μετά κύρτωνε ελαφρά προς τα μέσα. Η επιδερμίδα του ήταν κάπου ανάμεσα στο σκούρο και το ανοιχτό. Ήταν κοντός στο ύψος...».
(α) Οργάνωση του κράτους
Στα χρόνια της ηγεμονίας του η πόλη της Ρώμης μεταμορφώθηκε ριζικά, αποκτώντας για πρώτη φορά οργανωμένα σώματα αστυνομίας και πυροσβεστικής, ενώ δημιουργήθηκε και ένα αξίωμα αντίστοιχο με αυτό του σύγχρονου δημάρχου. Την αστυνομική δύναμη αποτελούσαν κοορτείς των 500 ανδρών, ενώ τα πυροσβεστικά σώματα κυμαίνονταν από 500 έως 1000 άνδρες, με 7 σώματα για να προσέχουν 14 σαφώς καθορισμένους τομείς της πόλης. Επικεφαλής των vigiles, της πυροσβεστικής και της αστυνομίας ορίστηκε ο «praefectus vigilum». Επωφελούμενος από τη λήξη των εμφυλίων πολέμων ο Αύγουστος είχε την άνεση να δημιουργήσει έναν κραταιό στρατό για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μεγέθους 28 λεγεώνων, που τις αποτελούσαν περίπου 170.000 άνδρες. Το στράτευμα υποστήριζαν πολυάριθμα βοηθητικά σώματα των 500 στρατιωτών το καθένα, που συνήθως στρατολογούνταν από τις νεοκατακτηθήσες περιοχές. Μια από τις καινοτομίες του Αυγούστου που είχαν τη μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο ήταν η ίδρυση της Πραιτωριανής Φρουράς το 27 π.Χ. Αρχικά επρόκειτο για την προσωπική του φρουρά στο πεδίο της μάχης, η οποία με τον καιρό εξελίχτηκε στην επίσημη αυτοκρατορική φρουρά, που με τον καιρό αποτέλεσε σημαντική πολιτική δύναμη στα ρωμαϊκά πράγματα. Είχαν τη δύναμη να εκφοβίζουν τη Σύγκλητο, να ανεβάζουν στο θρόνο αυτοκράτορες αλλά και να εξοντώνουν τους ανεπιθύμητους. Ο τελευταίος αυτοκράτορας που υπηρέτησαν ήταν ο Μαξέντιος, καθώς ο Μέγας Κωνσταντίνος τους διέλυσε στις αρχές του 4ου αιώνα και κατέστρεψε τους στρατώνες τους, την «Castra Praetoria».
Έχοντας βρει πόρους για τη συντήρηση του οδικού δικτύου της Ιταλίας, ο Αύγουστος ίδρυσε ένα επίσημο ταχυδρομικό σύστημα με σταθμούς ανεφοδιασμού που επέβλεπε ένας αξιωματικός του στρατού γνωστός ως «praefectus vehiculorum». Εκτός από τη διευκόλυνση της επικοινωνίας ανάμεσα στις ιταλικές πόλεις, τα μεγάλα έργα οδοποιίας που παρήγγειλε κατά μήκος της Ιταλίας έδωσαν στο στρατό μεγάλη ευελιξία και ταχύτητα προέλασης.
Επιθυμία του Αυγούστου ήταν να ενσαρκώσει το πνεύμα της αρετής και του ήθους τα οποία χαρακτήριζαν τη δημοκρατική εποχή του κράτους. Ήθελε επίσης να συσχετιστεί και να βρίσκεται σε επαφή με τα προβλήματα των πληβείων και των απλών ανθρώπων. Το πέτυχε με διάφορες πράξεις γενναιοδωρίας και απορρίπτοντας για τον εαυτό του κραυγαλέες πολυτέλειες.
(β) Εισοδηματικές μεταρρυθμίσεις
Οι μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου με στόχο την αύξηση των δημόσιων εσόδων είχαν τεράστια συμβολή στην μετέπειτα επιτυχία της Αυτοκρατορίας. Οργάνωσε τη συστηματική άμεση φορολόγηση για ένα κατά πολύ μεγαλύτερο τμήμα των κατακτημένων εδαφών, σε αντιδιαστολή με τους προκατόχους του, οι οποίοι αντλούσαν μεταβλητά, σποραδικά και κατά κάποιο τρόπο αυθαίρετα χρηματικά ποσά από κάθε ντόπια κοινότητα. Η ρύθμιση αυτή αύξησε κατά πολύ τα έσοδα της Ρώμης από τα εδάφη που της ανήκαν, σταθεροποίησε τη ροή τους και κανονικοποίησε τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στη Ρώμη και τις επαρχίες, αντί να δημιουργεί νέες τριβές με κάθε νέα αυθαίρετη δέσμευση χρηματικών πόρων. Οι φορολογικοί συντελεστές κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Αυγούστου καθορίζονταν μετά από απογραφή του πληθυσμού κάθε επαρχίας. Οι πολίτες της Ρώμης και της Ιταλίας πλήρωναν έμμεσους φόρους, ενώ οι επαρχίες πλήρωναν άμεσους. Οι έμμεσοι φόροι περιλάμβαναν ένα φόρο 4% επί της τιμής των σκλάβων, ένα φόρο 1% επί της τιμής των αγαθών που δημοπραττούνταν και ένα φόρο κληρονομιάς περιουσιών 5% που τιμολογούνταν άνω των 100.000 σηστερσίων από πρόσωπα που δεν ήταν κοντινοί συγγενείς.
Μια εξίσου σημαντική μεταρρύθμιση ήταν η κατάλυση της συλλογής φόρων από ιδιώτες, η οποία αντικαταστάθηκε από το διορισμό έμμισθων δημόσιων υπαλλήλων για το ίδιο καθήκον. Κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής εποχής ανθούσαν ιδιώτες που συνέλεγαν φόρους βάσει συμβολαίου, ορισμένοι από τους οποίους είχαν αποκτήσει τόση επιρροή ώστε να επηρρεάζουν τα εκλογικά αποτελέσματα στη Ρώμη. Οι τελώνες είχαν αποκτήσει πολύ κακή φήμη για την απληστία τους, καθώς και για τον προσωπικό τους πλούτο, τον οποίο τους εξασφάλιζε το δικαίωμα να φορολουγούν τις ντόπιες κοινότητες. Συγκεκριμένα οι τελώνες ήταν υποχρεωμένοι να συλλέγουν επιτυχώς κάποια σταθερά ποσά που αποτελούσαν τα έσοδα της Ρώμης, ενώ οι ίδιοι μπορούσαν με τις ευλογίες των Ρωμαίων να κρατούν για τον εαυτό τους ό,τι παραπάνω χρηματικά ποσά μπορούσαν να απομυζήσουν. Η έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας, σε συνδυασμό με την φιλαργυρία των τελώνων, είχαν δημιουργήσει ένα σύστημα αφαίμαξης των φορολογουμένων, ευρέως θεωρούμενο άδικο και ζημιογόνο για τις επενδύσεις και την οικονομία.
Χάρη στην κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Αύγουστο και την αλλαγή της διακυβέρνησής της σε ρωμαϊκού τύπου, η Αυτοκρατορία μπορούσε να χρησιμοποιεί τα πλούσια εδάφη της χώρας του Νείλου για να χρηματοδοτεί τους σκοπούς της. Καθώς θεωρούταν προσωπική περιουσία του Αυγούστου κι όχι επαρχία του κράτους, τους μετέπειτα αιώνες κληροδοτούνταν από αυτοκράτορα σε αυτοκράτορα. Αντί για κάποιο λεγάτο ή έπαρχο, ο Αύγουστος εγκατέστησε έναν διοικητή από την τάξη των ιππέων για να εποπτεύει την Αίγυπτο και να συντηρεί τα κερδοφόρα λιμάνια της. Η εξαιρετικά εύφορη γη της Αίγύπτου παρείχε τεράστια έσοδα που ήταν διαθέσιμα στον Αύγουστο και τους διαδόχους του για να πληρώνουν δημόσια έργα και στρατιωτικές εκστρατείες, καθώς και για να προσφέρουν άρτον και θεάματα για τον πληθυσμό της Ρώμης.
(γ) Οικοδομικά έργα
Τις τελευταίες του στιγμές, ο Αύγουστος καυχήθηκε: «Παρέλαβα τη Ρώμη φτιαγμένη με τούβλα, τώρα σας την παραδίδω ντυμένη με μάρμαρο», υπονοώντας μεταφορικά την αύξηση της ισχύος της Αυτοκρατορίας, αλλά και κυριολεκτικά την αυξημένη χρήση μαρμάρων στις δομικές κατασκευές. Μάρμαρο υπήρχε σε κτίρια και πριν από την εποχή του Αυγούστου, αλλά μέχρι τότε δενήταν συνηθισμένο κατασκευαστικό υλικό. Παρόλο που η κατάσταση δεν άλλαξε για τις φτωχογειτονίες της Σουμπούρα, που έμειναν σαθρές και εύφλεκτες όπως πάντα, ο Αύγουστος άφησε πράγματι το σημάδι του στα οικοδομήματα του κέντρου της πόλης και του Πεδίου του Άρεως, κατασκευάζοντας την Άρα Πάκις (Βωμό της Ειρήνης) και ένα μνημειώδες ηλιακό ρολόι, κεντρικός γνώμονας του οποίου ήταν ένας οβελίσκος που έφερε από την Αίγυπτο. Έχτισε επίσης το Ναό του Καίσαρα, τα Λουτρά του Αγρίππα και την Αγορά του Αυγούστου, στην οποία ανήγειρε ναό αφιερωμένο στον Εκδικητή Άρη. Ενθάρρυνε τις κατασκευές και άλλων έργων, όπως το Θέατρο του Βάλβου και το Πάνθεον, που κατασκεύασε ο Αγρίππας. Επίσης χρηματοδότησε και οικοδομήματα στο όνομα άλλων, όπως η Στοά της Οκταβίας το Θέατρο του Μάρκελλου, και το Μαυσωλείο του χτίστηκε πριν από το θάνατό του για να στεγάσει την τέφρα άλλων μελών της οικογένειάς του. Για να υμνήσει τη νίκη του στη Ναυμαχία του Ακτίου, χτίστηκε η Αψίδα του Αυγούστου το 29 π.Χ. κοντά στην είσοδο του Ναού του Κάστορα και του Πολυδεύκη, η οποία επιμηκύνθηκε το 19 π.Χ. για να συμπεριλάβει ένα σχέδιο με τρεις αψίδες.
Μετά το θάνατο του Αγρίππα το 12 π.Χ., έπρεπε να βρεθεί μια λύση σχετικά με την οργάνωση του δικτύου ύδρευσης της Ρώμης. Το θέμα τέθηκε τη στιγμή αυτή καθώς ήταν υπό την επίβλεψη του Αγρίππα όταν υπηρετούσε ως αγορανόμος (aedile), και χρηματοδοτήθηκε αργότερα με δικά του έξοδα όταν ήταν απλός ιδιώτης. Τη χρονιά αυτή ο Αύγουστος κανόνισε ένα σύστημα βάσει του οποίου η Σύγκλητος όριζε τρία από τα μέλη της υπευθύνους για την παροχή νερού στην πόλη, καθώς και για τη συντήρηση των υδραγωγείων. Προς το τέλος της εποχής του Αυγούστου, μια επιτροπή πέντε Συγκλητικών, γνωστών με τον τίτλο «curatores locorum publicorum iudicandorum», ανέλαβε τη συντήρηση των δημόσιων κτιρίων και των ναών της κρατικής λατρείας. Ο Αύγουστος δημιούργησε επίσης μια επιτροπή Συγκλητικών για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, οι οποίοι ονομάζονταν «curatores viarum». Η επιτροπή αυτή συνεργαζόταν με ντόπιους αξιωματούχους και εργολάβους για την οργάνωση τακτικών επιχειρήσεων για επισκευές.
(δ) Λογοτεχνία και γράμματα
Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία και τα γράμματα, ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός επικρατησε, τουλάχιστον στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, και παρ' όλο που οι ελληνόφωνες άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών συνέχισαν να θεωρούν έως έναν βαθμό τους Ρωμαίους ξένους, η ηρεμία και η ευημερία που έφερε η λατινική ισχύς σε όσους την αποδέχονταν είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Επί Οκταβιανού άκμασε μία νέα γενιά Ρωμαίων λογοτεχνών, όπως ο Βιργίλιος και ο Οράτιος, η οποία ήταν απροκάλυπτα συνδεδεμένη με τον Αυτοκράτορα. Το τέλος των εμφυλίων πολέμων και η καινούργια, ειρηνική εποχή ακμής που επαγγελλόταν ο Οκταβιανός βρήκαν στον Βιργίλιο και ορισμένους συγχρόνούς του τους πιο ένθερμους προπαγανδιστές. Η εγγενής αντίφαση της νέας τάξης πραγμάτων, με την οποία ένας τυραννικός μιλιταριστής δυνάστης προβαλλόταν ως εγγυητής της ευημερίας και της ασφάλειας, τέθηκε στο περιθώριο από αυτή τη μερίδα φιλοκυβερνητικών διανοούμενων, οι οποίοι θεωρούσαν απαραίτητο το καινούργιο καθεστώς για να απαλυνθούν οι πληγές των εμφυλίων. Αυτή η μερίδα ταλαντούχων λογοτεχνών προωθήθηκε από τον Γάιο Μαικήνα, πλούσιο και φιλότεχνο συνεργάτη του Οκταβιανού, ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση της αυγούστειας πολιτισμικής προπαγάνδας και ήταν υπεύθυνος για την επεξεργασία μίας πολιτικά αποδεκτής «κρατικής ρωμαϊκής λογοτεχνίας».
(ε) Θρησκευτική πολιτική
Στα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ. η επίσημη κρατική λατρεία της Ρώμης είχε από καιρό συγχωνευτεί στο γενικό μυθολογικό και τελετουργικό περίγραμμα των ελληνικών αστικών λατρειών της Ανατολής και είχε εξαπλωθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, αλλά κάθε πόλη διατηρούσε την ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση της ως υπενθύμιση της αλλοτινής, διακριτής κρατικής υπόστασής της. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βαθύτερη πολυδιάσπαση πίσω από την επιφανειακή ελληνορωμαϊκή ομοιογένεια, ενισχύοντας την ενότητα του αχανούς κράτους του, ο Οκταβιανός υποστήριξε προϋπάρχουσες τάσεις και, με τον τίτλο του «Αυγούστου», απέκτησε ιερές ιδιότητες, ενώ παράλληλα διατάχθηκε η θεοποίηση του Ιουλίου Καίσαρα με δικούς του ιερείς και ναούς. Έτσι άρχισε άτυπα η μεταθανάτια λατρεία του εκάστοτε Αυτοκράτορα, που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς ενοποίησης και ομοιογένειας σε όλη την έκταση του ρωμαϊκού κράτους. Η θεοποίησης ενός ανθρώπου με απλό κρατικό διάταγμα δεν επέτρεψε στην Ιταλία την εξάπλωση αυτής της πρακτικής και στο πρόσωπο του εκάστοτε εν ενεργεία Αυτοκράτορα, ωστόσο στην Ανατολή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό η λατρεία ακόμα και του ίδιου του Οκταβιανού ως συνέχεια της λατρείας των ελληνιστικών μοναρχών.
Ο Οκταβιανός επιχείρησε περαιτέρω να συγκεντρώσει όλα τα σπουδαία ιερατικά αξιώματα στο πρόσωπό του, ώστε να γίνει η υπέρτατη αυθεντία της επίσημης κρατικής λατρείας. Μετά το θάνατο του Λέπιδου το 12 π.Χ. έλαβε ισοβίως τη θέση του Μέγιστου Αρχιερέα, οι αρμοδιότητες του οποίου γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Ακόμα και ρωμαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις αιώνων ο Αύγουστος επιχείρησε να τις στρέψει έμμεσα σε απότιση φόρου τιμής στον αυτοκρατορικό οίκο. Τους επόμενους δύο αιώνες η αυτοκρατορική λατρεία ήταν ένα όλο και σπουδαιότερο κομμάτι της θρησκευτικής πρακτικής στο εσωτερικό του κράτους: Μετά θάνατον θεοποιήθηκαν οι Αυτοκράτορες Αύγουστος, Κλαύδιος, Βεσπασιανός και Τίτος, ενώ μετά τη βασιλεία του Μάρκου Κοκκήιου Νέρβα (96-98), πολύ λίγοι μονάρχες "απέτυχαν" να λάβουν την τιμητική αυτή διάκριση.
Ακόμα και αν το αρχαίο λατρευτικό τυπικό δεν είχε μεγάλη σχέση με την ατομική ηθική, καθώς δεν ήταν παρά μια σχέση αλληλεξάρτησης με αόρατες δυνάμεις στις οποίες οι άνθρωποι τελούσαν τις απαραίτητες λειτουργίες και ως αντάλλαγμα ανταμείβονταν με την προσωπική τους ασφάλεια, ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος προάσπισης της ευσέβειας και της πειθαρχίας. Για το λόγο αυτό ο Οκταβιανός χρησιμοποίησε τη θρησκεία ως ασπίδα προστασίας ενάντια στην εσωτερική φθορά της ρωμαϊκής κοινωνίας, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του επίσης επικράτησε ο μύθος της ίδρυσης της Ρώμης από τον τρωικό ήρωα Αινεία, ο οποίος διαδόθηκε μετά και τη δημοσίευση της Αινειάδας του Βιργιλίου.
Ο Τιβέριος (Tiberius Iulius Caesar Augustus, 16 Νοεμβρίου 42 π.Χ. - 16 Μαρτίου 37) ήταν ο 2ος Αυτοκράτορας της Ρώμης. Ανήκε στο ισχυρό ρωμαϊκό γένος των Κλαυδίων, αλλά η μητέρα του παντρεύτηκε τον Οκταβιανό, ενώ ο ίδιος νυμφεύτηκε την κόρη του τελευταίου (από παλαιότερο γάμο) Ιουλία την Πρεσβύτερη. Αυτή η ανάμειξη των Κλαυδίων και των Ιουλίων συνεχίστηκε και στις επόμενες γενιές με αποτέλεσμα η πρώτη αυτοκρατορική δυναστεία της Ρώμης να ονομάζεται Ιουλιο-Κλαυδιανή. Πατέρας του ήταν ο Τιβέριος Κλαύδιος Νέρων και μητέρα του η Λιβία Δρουσίλλα, μετέπειτα σύζυγος του Οκταβιανού Αύγουστου, ο οποίος τον υιοθέτησε. Είχε δύο συζύγους την Βιψανία Αγριππίνα (20 π.Χ. - 12 π.Χ.), κόρη του στρατηγού Βιψάνιου Αγρίππα, και την Ιουλία την Πρεσβύτερη (12 π.Χ. - 2 π.Χ.), ένα γιο τον Δρούσο τον Νεότερο (επονομαζόμενο και «Κάστορα», πλήρες όνομα Ιούλιος Καίσαρας Δρούσος) από την πρώτη σύζυγό του και ένα θετό γιο, τον ανεψιό του Γερμανικό (γιο του αδελφού του Δρούσου του Πρεσβύτερου). Ο Τιβέριος ήταν ικανός στρατηγός και οι εκστρατείες του διασφάλισαν τα παραδουνάβια σύνορα του κράτους, ενώ τελικά ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του Οκταβιανού. Η διακυβέρνηση του χωρίζεται σε δύο φάσεις, καθώς ύστερα από τον χαμό του γιου του, το 23 μ.Χ,, σταδιακά αποτραβήχτηκε από το δημόσιο βίο και άφησε τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων στα χέρια της Πραιτωριανής Φρουράς και της Συγκλήτου.
(α) Τα πρώτα χρόνια
Από μικρή ηλικία ο Τιβέριος ενσωματώθηκε στην αυλή του θετού πατέρα του και άρχισε να αναμειγνύεται στη διακυβέρνηση του αχανούς κράτους. Από νωρίς ο Οκταβιανός τον θεωρούσε ως έναν από τους πιθανούς διαδόχους του και τον προώθησε σε διάφορα αξιώματα, ώσπου ο Τιβέριος στάλθηκε στα ανατολικά σύνορα με την Παρθία για να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Το 19 π.Χ. επέστρεψε από την Ανατολή, νυμφεύτηκε την κόρη του στρατηγού Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα, στενού φίλου του Αυγούστου, και μέχρι το 12 π.Χ. ενεπλάκη σε εκστρατείες στη Γαλατία. Η σύζυγός του Βιψανία γέννησε τον γιο τους Ιούλιο Καίσαρα Δρούσο (Κάστορα), αλλά ο θάνατος του πατέρα της οδήγησε στο διαζύγιό τους, κατ' εντολήν του Οκταβιανού, και στο γάμο του Τιβέριου με την Ιουλία, χήρα του Αγρίππα και μοναχοκόρη του ίδιου του Αυγούστου. Έτσι οι δεσμοί μεταξύ Ιουλίων και Κλαυδίων έγιναν πιο στενοί και ο Τιβέριος άρχισε να ευνοείται ως πιθανός διάδοχος του θρόνου. Για να τον ευχαριστήσει ο Οκταβιανός του ανέθεσε αρμοδιότητες και αξιώματα που παλαιότερα ανήκαν στον Αγρίππα, συμπεριλαμβανομένου του ουσιαστικού ελέγχου των ανατολικών επαρχιών.
(β) Η στέψη του ως αυτοκράτορα
Όμως το 6 π.Χ. ο Τιβέριος ανακοίνωσε την απόσυρσή του στο νησί της Ρόδου, πιθανώς εξαιτίας του άτυχου γάμου του με την Ιουλία. Ο Αύγουστος στράφηκε στους νεαρούς εγγονούς του, τον Λεύκιο και τον Γάιο (γιους του φίλου του στρατηγού Μ.Βιψάνιου Αγρίππα), ως μελλοντικούς διαδόχους του, αλλά ο θάνατος του πρώτου το 2 μ.Χ. και του δεύτερου το 4 μ.Χ. οδήγησε στην επιστροφή του Τιβέριου στα πολιτικά πράγματα και στη σταδιακή ανέλιξή του ουσιαστικά σε συναυτοκράτορα. Ο Τιβέριος ήδη μοιραζόταν με τον Αύγουστο τις εξουσίες, οι οποίες του ήταν νομότυπα παραχωρημένες από το λαό της Ρώμης, όντας δήμαρχος από το 6 μ.Χ.. Ήταν ήδη πετυχημένος ως στρατηγός και διοικητής στην Ανατολή και στη Γερμανία και, όταν ο Οκταβιανός απεβίωσε το 14 μ.Χ., ο Τιβέριος συνέχισε να κυβερνά, τυπικά ως διάδοχός του και στην πράξη πλέον ως μονοκράτορας. Επιχειρώντας να επιδείξει τα χαρακτηριστικά του προκατόχου του, ως φαινομενκά απρόθυμου δημόσιου λειτουργού, αρχικά πρόβαλλε εθιμοτυπικές αντιρρήσεις προς τη Σύγκλητο όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας, αλλά τελικά αποδέχθηκε το ανώτατο αξίωμα. Ο Τιβέριος προώθησε ως διάδοχό του τον στρατηγό Γερμανικό, μικρανεψιό του Οκταβιανού και υιοθετημένο γιο του ιδίου. Ο Γερμανικός, μετά από μία επιτυχή καταστολή ανταρσίας στις συνοριακές λεγεώνες του Ρήνου, η οποία κατέληξε σε προσωρινή κατάληψη και λεηλασία των περιοχών ανάμεσα στους ποταμούς Ρήνο και Έλβα, ανέλαβε ουσιαστικά τον έλεγχο των ανατολικών επαρχιών, καθώς ο Τιβέριος τον προετοίμαζε ουσιαστικά για συναυτοκράτορα. Όμως ο αιφνίδιος θάνατός του το 18 μ.Χ., πιθανώς από δηλητηρίαση, διέκοψε αυτή την πορεία των πραγμάτων. Ο Τιβέριος άρχισε να μοιράζεται την εξουσία με τον γιο του Δρούσο τον Νεότερο (Κάστορα), αλλά μετά το μυστηριώδη θάνατο του τελευταίου το 23 μ.Χ. βαθιά απογοητευμένος, ουσιαστικά έπαψε να ασχολείται με την πολιτική.
(γ) Απόσυρση στο Κάπρι
Τελικά ο Τιβέριος αποσύρθηκε το 26 μ.Χ. σε ένα εξοχικό του κτήμα στο Κάπρι, χτυπημένος από παράνοια και κατάθλιψη, αφήνοντας τη διοίκηση του αχανούς κράτους στη Σύγκλητο και στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που είχε στήσει ο προκάτοχός του. Μάλιστα, ασφυκτιώντας με την υπέρμετρη πολιτική ισχύ που του παρείχε η θέση του, επιχείρησε αποτυχημένα να επαναφέρει στη Σύγκλητο τμήμα των παλαιών αρμοδιοτήτων της· οι καιροί όμως είχαν αλλάξει και οι νέοι συγκλητικοί όχι μόνο δεν γνώριζαν πώς να κυβερνήσουν χωρίς την αυτοκρατορική εποπτεία, αλλά ακόμα και οι τάξεις τους είχαν διαφορετική σύνθεση σε σχέση με τους πρώτους χρόνους της διακυβέρνησης του Αυγούστου, αφού η παραδοσιακή συγκλητική αριστοκρατία του πρώτου αιώνα π.Χ. είχε πια παραγκωνιστεί και αντικατασταθεί από μια νέα τάξη επιλέκτων, ικανότερη αλλά πιστή στο νέο πολίτευμα, η οποία είχε ρίζες στην τάξη των ιππέων της ευρύτερης Ιταλίας και μόνο για λόγους γοήτρου αναμιγνυόταν με τις παλαιές συγκλητικές φατρίες. Εν γένει οι ιππείς, από την εποχή του Οκταβιανού ακόμα, ανέλαβαν ενεργότερο ρόλο στη διακυβέρνηση του ρωμαϊκού κράτους και συναποτελούσαν την άρχουσα τάξη μαζί με τους συγκλητικούς, την Αυλή και τους αυτοκρατορικούς απελεύθερους, ενώ η ιππική ιεραρχία εκτελεστικών αξιωμάτων διασταυρωνόταν και επικαλυπτόταν με την παραδοσιακή συγκλητική ιεραρχία. Ο Τιβέριος μετέφερε ακόμη οριστικά στη Σύγκλητο και την τελευταία αρμοδιότητα που είχε απομείνει στις Εκκλησίες του Δήμου, την τυπική εκλογή των εκτελεστικών αρχόντων.
(δ) Τρομοκρατία, Σεϊανός και Καλιγούλας
Μετά την ουσιαστική απόσυρση του Τιβέριου, επικεφαλής στη Ρώμη παρέμεινε ο συνεργάτης του Λεύκιος Αίλιος Σεϊανός (Lucius Aelius Sejanus), διοικητής της πραιτωριανής φρουράς (praefectus praetorum). Γρήγορα ένα κλίμα τρομοκρατίας επικράτησε καθώς ο Σεϊανός, απολαμβάνοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα, εξαπέλυσε προγραφές κατά συγκλητικών και ιππέων οι οποίοι μπορούσαν να απειλήσουν την εξουσία του, απαλλοτριώνοντας ταυτόχρονα την περιουσία τους. Φαίνεται ότι ο Σεϊανός άρχισε να σχεδιάζει την ανατροπή του Τιβέριου και την ανακήρυξη του ιδίου σε αυτοκράτορα μέσω της εισχώρησής του στο γένος των Ιουλίων, μετά από σχεδιαζόμενο γάμο με την ερωμένη του Λιβίλλα, αδελφή του Γερμανικού και του Κλαύδιου. Ο Τιβέριος όμως αντιλήφθηκε τη συνωμοσία και το 31 π.Χ. και ο Σεϊανός εκτελέστηκε, με αποτέλεσμα νέες, ακόμα πιο εκτεταμένεςς διώξεις, κατασχέσεις και δίκες οι οποίες στρέφονταν κατά των υποστηρικτών του. Αυτή η περίοδος της τρομοκρατίας αμαύρωσε τη φήμη του Τιβέριου, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην τάξη των συγκλητικών, ενώ η απομόνωσή του στο Κάπρι έγινε περίπου απόλυτη. Δεν έλαβε σχεδόν κανένα μέτρο για να εξασφαλίσει την ομαλή διαδοχή του και τελικά απεβίωσε το 37 μ.Χ., σε ηλικία 79 ετών, "solus et senex", μόνος και ηλικιωμένος, όπως αναφέρει ο Τάκιτος. Με τη διαθήκη του κληροδότησε τα αξιώματά του από κοινού στον γιο του Γερμανικού Γάιο Καλιγούλα και στον δικό του εγγονό Τιβέριο Γέμελλο (γιο του γιου του Δρούσου του Νεότερου [Κάστορα]), αλλά αμέσως ο Καλιγούλας ακύρωσε τη διαθήκη, εκτέλεσε τον Γέμελλο και έμεινε μονοκράτορας.
Ο Τιβέριος ήταν περίπου 55 ετών όταν αναπλήρωσε τον Αύγουστο. Κλειστός και επιφυλακτικός χαρακτήρας, με τάσεις μελαγχολίας, δεν είχε ούτε την αυτοπεποίθηση ούτε την ικανότητα επιβολής του προκατόχου του. Η ψυχρότητα και η επιφυλακτικότητά του, συνδυασμένη με την πολτική υποκρισία, ήταν πιθανώς αποτέλεσμα της αμφίρροπης πολιτικής του Αυγούστου στο ζήτημα της διαδοχής και της επίγνωσης ότι είχε γίνει αυτοκράτορας από ανάγκη και όχι από επιλογή, ενώ ίσως διακατεχόταν και από αισθήματα απέχθειας για τη θέση. Ο θάνατος του αδελφού του Δρούσου του Πρεσβύτερου, του γιου του Δρούσου του Νεότερου (Κάστορα) και του ανιψιού του Γερμανικού του άφησαν ανεπανόρθωτα ψυχικά τραύματα. Όμως, παρά την τρομοκρατία του δευτέρου μέρους τη βασιλείας του, ο Τιβέριος άφησε πίσω του ένα πλούσιο κράτος, ενώ προώθησε τη συνοχή και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας αντί να εμπλακεί σε επεκτατικούς πολέμους.
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός (Gaius Iulius Caesar Germanicus, 31 Αυγούστου 12 – 24 Ιανουαρίου 41), πιο γνωστός με το προσωνύμιο Καλιγούλας, ήταν ο 3ος Αυτοκράτορας της Ρώμης, γιος του Γερμανικού, ανιψιού και υιοθετημένου γιου του αυτοκράτορα Τιβέριου, επιτυχημένος στρατηγός και αρχικά μια από τις πιο αγαπημένες μορφές της Ρώμης, 3ος κατά σειρά αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους. Είχε διαδοχικά τέσσερις συζύγους, την Ιουνία Κλαυδία (33–34), την Λιβία Ορεστίλλα (37-38), την Λολλία Πωλίνα (38-39) και την Μιλωνία Καισωνία (39–41). Παιδιά του ήταν η Ιουλία Δρουσίλα (από τη Μιλωνία Καισωνία) και ο Τιβέριος Γέμελλος (υιοθετημένος). Ο νεαρός Γάιος κέρδισε το προσωνύμιο Caligula (υποκοριστικό του caliga) που σημαίνει "μικρή μπότα [στρατιώτη]", από τα στρατιωτικού τύπου παπούτσια που συνήθιζε να φοράει όταν, νέος, επισκεπτόταν το στρατόπεδο του πατέρα του, συνοδεύοντάς τον σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Γερμανία. Όταν ο Γερμανικός πέθανε στην Αντιόχεια το 19 μ.Χ., η σύζυγός του (και μητέρα του Καλιγούλα) Αγριππίνα η Πρεσβύτερη (κόρη της κόρης του Αυγούστου Ιουλίας της Πρεσβύτερης και του Μ.Βιψάνιου Αγρίππα) επέστρεψε στη Ρώμη με τα έξι παιδιά της, όπου ενεπλάκη σε μια αυξανόμενα δριμεία διαμάχη με τον Τιβέριο, θεωρώντας τον ηθικά υπαίτιο για τον θάνατο του συζύγου της. Στην αρχή της θητείας του ο Καλιγούλας ήταν δημοφιλής, αφού όλοι νόμιζαν ότι είχαν απαλλαγεί από το στυγνό καθεστώς του καχύποπτου Τιβέριου. Η κατάσταση, όμως, γρήγορα έγινε χειρότερη, με την κατασπατάληση του κεφαλαίου και την αύξηση της φορολογίας. Σύντομα έγινε μισητός, διότι εμφάνισε δείγματα αυταρχισμού, και μάλιστα σε μια περίοδο, όπου ήθελε να τηρούνται τα προσχήματα ενός συμβατικού σεβασμού προς την σύγκλητο. Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι προς τα τέλη του 37 μ.Χ. ο Γάιος έπεσε βαριά άρρωστος. Η ψυχική του υγεία διαταράχθηκε σε βαθμό νοσηρότητας και μετά την ανάρρωσή του ήταν πλέον ένας δεσποτικός και μεγαλομανής τύραννος. Απαιτούσε την απονομή τιμών θεού στο πρόσωπό του και σκόπευε να μετατρέψει το πολίτευμα σε απόλυτη μοναρχία. Ακόμη, ανέπτυξε αιμομικτικές σχέσεις με την αδελφή του, Δρουσίλλα, την οποία και θεοποίησε μετά το θάνατό της. Εμφανιζόταν δημόσια με σύμβολα θεοτήτων και λάμβανε μέρος σε αγώνες ως μονομάχος και ιπποδρόμος. Η τάση απολυταρχίας του Καλιγούλα, συνδυασμένη με εκδηλώσεις αιφνίδιων κρίσεων παράνοιας, κορυφώθηκε όταν ο αυτοκράτορας έχρισε συγκλητικό το άλογό του. Στις 24 Ιανουαρίου 41 μ.Χ. ο Καλιγούλας δολοφονήθηκε από τους πραιτωριανούς. Δραματοποίηση της τραγικής πλευράς του βίου του παρουσιάζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ.
Ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus, 1 Αυγούστου 10 π.Χ. – 13 Οκτωβρίου 54, <κλέος [= δόξα, >κλεΐζω = δοξαζω] + αυδή [=φωνή, φήμη] = διάσημος για τη δόξα του) ήταν ο 4ος Αυτοκράτορας της Ρώμης, γιος του Δρούσου του Πρεσβύτερου και της Αντωνίας της Νεότερης, κόρης του Μάρκου Αντώνιου, 4ος αυτοκράτορας της Ρώμης. Γεννήθηκε στο Λούγδουνο της Γαλατίας (σημ. Λυών της Γαλλίας) και ήταν ο πρώτος αυτοκράτoρας με καταγωγή εκτός Ιταλίας. Υπέφερε από μικρή αναπηρία στο βάδισμα και μερική κώφωση λόγω παιδικής ασθένειας και γι’αυτό η οικογένειά του τον απέκλεισε από θέσεις εξουσίας, ώσπου τελικά έγινε ύπατος (consul) του ανιψιού του Καλιγούλα το 37. Η αναπηρία αυτή πιθανώς τον έσωσε από τις εκκαθαρίσεις πολλών ευγενών κατά τη διάρκεια της θητείας των αυτοκρατόρων Τιβέριου και Καλιγούλα, καθώς οι εν δυνάμει εχθροί του τον θεώρησαν ασήμαντη απειλή. Επιβίωσε για να ανακηρυχθεί αυτοκράτoρας από την Πραιτωριανή Φρουρά αμέσως μετά το θάνατο του Καλιγούλα, όταν πια είχε μείνει ο τελευταίος ενήλικας άντρας της οικογένειας. Σύζυγοί του ήταν η Πλαυτία Ουργουλανίλλα (15-28), η Αιλία Παιτίνα (28-31), η Βαλερία Μεσσαλίνα (31-49) και η Ιουλία Αγριππίνα (49-54). Παιδιά του ήταν ο Κλαύδιος Δρούσος, η Κλαυδία Αντωνία, η Κλαυδία Οκταβία, ο Βρετανικός και ο Νέρων (υιοθετημένος).
Παρά την έλλειψη εμπειρίας, ο Κλαύδιος αποδείχτηκε ικανός και αποτελεσματικός κυβερνήτης. Έφερε σε πέρας ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα, με την κατασκευή πολλών δρόμων, υδραγωγείων και καναλιών σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επί θητείας του ενσωμάτωσε στην αυτοκρατορία τις επαρχίες της Θράκης, του Νωρικού, της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Ιουδαίας και ξεκίνησε την κατάκτηση της Βρετανίας. Είχε ιδιαίτερο προσωπικό ενδιαφέρον για νομικά ζητήματα, προέδρευε σε δημόσιες δίκες και εξέδιδε έως και είκοσι διατάγματα την ημέρα. Παρά ταύτα, θεωρούνταν ευάλωτος κυβερνήτης, κυρίως από τα στρώματα των ευγενών, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του. Έτσι, ο Κλαύδιος αναγκάστηκε να προστατεύει τη θέση του διαρκώς, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία αρκετών συγκλητικών. Τέτοια συμβάντα στιγμάτισαν τη φήμη του μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν ανατρέψει αυτή την εικόνα. Μετά το θάνατό του το 54, στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο θετός ανεψιός του Νέρωνας.
(α) Νεανικά χρόνια
Ο Κλαύδιος γεννήθηκε την 1η Αυγούστου 10 π.Χ. στο Λούγδουνον της Γαλατίας (σημερινή Λυών της Γαλλίας), παιδί του Νέρωνα Κλαύδιου Δρούσου του Πρεσβύτερου και της Αντωνίας της Νεότερης, ανήμερα της αφιέρωσης του βωμού του Ιερού των Τριών Γαλατιών στον Αύγουστο. Είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Γερμανικό και τη Λιβίλλα. Παππούς και γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του ήταν, αντίστοιχα, ο Μάρκος Αντώνιος και η Οκταβία η Νεότερη, αδερφή του Αυγούστου. Από το σόι του πατέρα του, παππούς του ήταν ο Τιβέριος Κλαύδιος Νέρωνας και γιαγιά του η Λιβία, τρίτη γυναίκα του Αυγούστου. Στα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Κλαύδιος διέδωσε τη φήμη ότι ο πατέρας του ήταν στην πραγματικότητα νόθος γιος του Αυγούστου, για να στοιχειοθετήσει έτσι την ψευδή εντύπωση ότι παππούς του ήταν ο Αύγουστος.
Το 9 π.Χ. ο πατέρας του Δρούσος ο Πρεσβύτερος, αδελφός του Τιβέριου, πέθανε αναπάντεχα, πιθανώς λόγω κάποιας ασθένειας, κατά τη διάρκεια εκστρατείας του στη Γερμανία (θάνατος που αποδίδεται στη μητέρα του και σύζυγο του Αυγούστου Λιβία). Ο Κλαύδιος μεγάλωσε πλέον με τη μητέρα του Αντωνία τη Νεότερη, που παρέμεινε χήρα ως το τέλος της. Όταν η αναπηρία του έγινε πρόδηλη, η σχέση του με την οικογένειά του άλλαξε προς το χειρότερο. Η Αντωνία τον αποκαλούσε «τέρας» και τον θεωρούσε πνευματικά ηλίθιο, λέγεται, μάλιστα, ότι τον παρέδωσε για μερικά χρόνια στη γιαγιά του Λίβια. Η Λίβια ήταν ελάχιστα καλύτερη μαζί του και συχνά τον επέπληττε με επιστολές γεμάτες κακία. Για να τον πειθαρχήσουν, παρέδωσαν την κηδεμονία του Κλαύδιου σε έναν «μουλαροδηγό», πεπεισμένοι ότι η κατάστασή του οφειλόταν στην τεμπελιά και την έλλειψη θέλησης. Στην εφηβεία του, τα συμπτώματα αναπηρίας εξαλείφθηκαν κάπως και η οικογένειά του άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τις σπουδές του. Το 7 μ.Χ. προσέλαβαν τον Τίτο Λίβιο ως δάσκαλό του στο μάθημα της ιστορίας, υποβοηθούμενο από τον Σουλπίκιο Φλάβιο. Ο Κλαύδιος περνούσε αρκετές ώρες με τον Λίβιο όπως επίσης και με το φιλόσοφο Αθηνόδωρο. Σύντομα, ο Αύγουστος έμεινε εντυπωσιασμένος από τη ρητορική διαύγεια του Κλαύδιου και οι προσδοκίες όλων για το μέλλον του αυξήθηκαν γοργά.
Ο Κλαύδιος ασχολήθηκε με την καταγραφή των Ρωμαϊκών Εμφύλιων Πολέμων, με ύφος υπερβολικά αληθινό έως και κριτικό απέναντι στον Αύγουστο, υπενθυμίζοντας ότι ο συγγραφέας ήταν απόγονος του μεγάλου αντιπάλου του, του Μάρκου Αντωνίου. Η μητέρα και η γιαγιά του σταμάτησαν τον Κλαύδιο εγκαίρως και ίσως γι’ αυτό προσπάθησαν να τον παραγκωνίσουν από τις δημόσιες θέσεις, καθώς δεν μπορούσαν να του εμπιστευτούν τη συνέχιση της «επίσημης γραμμής» του θρόνου. Όταν αργότερα ξανάπιασε την πένα, ο Κλαύδιος αγνόησε τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου εξολοκλήρου.
Όταν ο Αύγουστος πέθανε το 14 μ.Χ., ο 23άχρονος Κλαύδιος ζήτησε από τον θείο του Τιβέριο να του επιτρέψει να συμμετάσχει στη δοκιμαστική διαδικασία (cursus honorum), που θα του επέτρεπε να αναλάβει μελλοντικές θέσεις πολιτικής ευθύνης. Ο Τιβέριος, ως νέος αυτοκράτoρας, ανταποκρίθηκε δίνοντάς του μόνο κάποιο τιμητικό τίτλο και, όταν ο Κλαύδιος επανήλθε, τον αγνόησε παντελώς. Καθώς ο νέος αυτοκράτoρας αποδείχθηκε λιγότερο γενναιόδωρος μαζί του σε σχέση με τον παλιό, ο Κλαύδιος αποσύρθηκε στα συγγράμματά του, ακολουθώντας μοναχική ζωή.
Παρά την περιφρόνηση της οικογένειάς του, φαίνεται πως ο κόσμος έτρεφε σεβασμό προς το πρόσωπό του από νωρίς. Στην κηδεία του Αύγουστου οι ιππείς τον επέλεξαν ως επικεφαλής της ακολουθίας. Όταν κάποτε κάηκε το σπίτι του, η Σύγκλητος απαίτησε την ανακατασκευή του δημοσία δαπάνη. Επίσης, επιζήτησαν την παρουσία του Κλαύδιου στις δημόσιες συζητήσεις. Και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, ο Τιβέριος απέρριψε τα σχετικά αιτήματα, αλλά τα συναισθήματα του κοινού παρέμεναν θετικά υπέρ του Κλαύδιου. Κατά την περίοδο αμέσως μετά το θάνατο του γιου του Τιβέριου, Ιούλιου Καίσαρα Δρούσου (Κάστορα), προτάθηκε από κάποιες παρατάξεις να οριστεί διάδοχος ο Κλαύδιος. Όμως, επειδή την εποχή εκείνη η πολιτική τρομοκρατία του διοικητή της Πραιτωριανής Φρουράς Σεϊανού είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, ο Κλαύδιος επέλεξε να υποβαθμίσει το γεγονός.
Μετά το θάνατο του Τιβέριου, ο νέος αυτοκράτoρας Καλιγούλας (γιος του αδερφού του Κλαύδιου, Γερμανικού) αναγνώρισε ότι ο θείος του θα μπορούσε να του φανεί σε κάτι χρήσιμος και τον διόρισε συνύπατό του, ώστε να προβάλει τη μνήμη του νεκρού πατέρα του, του Γερμανικού. Παρ´όλα αυτά, ο Καλιγούλας συνέχισε να βασανίζει τον θείο του ασταμάτητα: τον γελοιοποιούσε συχνά μπροστά στη Σύγκλητο, τον φόρτωνε με τεράστια χρέη και τον περιέπαιζε με πονηρά ανέκδοτα. Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, κατά τα τέλη της θητείας του Καλιγούλα, ο Κλαύδιος είχε αδυνατίσει φοβερά, πιθανώς λόγω του υπερβολικού άγχους του.
(β) Δολοφονία του Καλιγούλα
Στις 24 Ιανουαρίου του 41, ο Καλιγούλας δολοφονήθηκε από ευρεία συνωμοσία υπό τον διοικητή των Πραιτωριανών Κάσσιο Χαιρέα και με τη συμμετοχή αρκετών συγκλητικών. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Κλαύδιος ήταν αναμειγμένος στη δολοφονία, αν και φέρεται να γνώριζε το σχέδιο, αφού εγκατέλειψε τη σκηνή του φόνου λίγο πριν ο ανεψιός του σκοτωθεί. Όμως, μετά και τις δολοφονίες της γυναίκας και της κόρης του Καλιγούλα, έγινε ολοφάνερο ότι ο Χαιρέας είχε σκοπό να κινηθεί πέραν της αρχικής συνωμοσίας και να εξολοθρεύσει ολόκληρη την αυτοκρατορική οικογένεια. Στο χάος που ακολούθησε, ο Κλαύδιος είδε να εξαφανίζονται, από τη γερμανική φρουρά, αρκετοί πολιτικά αμέτοχοι ευγενείς του παλατιού, περιλαμβανομένων δικών του φίλων. Διέφυγε στο παλάτι για να σωθεί και, σύμφωνα με την παράδοση, τον εντόπισε κρυμμένο πίσω από τις κουρτίνες ένας πραιτωριανός ονόματι Γράτος, που αμέσως τον προσφώνησε τιμητικά princeps («αρχηγό»). Τμήμα της φρουράς φαίνεται πως τον αναζητούσε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν ανήκε στο τάγμα που επιθυμούσε εκδίκηση εναντίον του. Τελικά, τον φυγάδεψαν στο στρατόπεδο της Πραιτωριανής Φρουράς και τον έθεσαν υπό την προστασία τους.
Σύντομα, η Σύγκλητος συνήλθε για να αποφασίσει την αλλαγή ηγεσίας, αλλά η συζήτηση μετατράπηκε σε διαμάχη για το ποιος από τα μέλη της θα επιλεγόταν «αρχηγός». Όταν έμαθαν για τον Κλαύδιο, απαίτησαν την παρουσία του για να τον επιδοκιμάσουν, αλλά αυτός αρνήθηκε αισθανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο. Εν τέλει, η Σύγκλητος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και, σε αντάλλαγμα, ο Κλαύδιος υποσχέθηκε χάρη σε όλους τους συνωμότες/δολοφόνους.
(γ) Ο Κλαύδιος αυτοκράτορας
Ο Κλαύδιος ανέλαβε άμεσα πρωτοβουλίες για να ισχυροποιήσει τη νομιμότητά του απέναντι σε κάθε πιθανό σφετεριστή, κυρίως με το να τονίσει τη θέση του ως μέλους της οικογενειακής δυναστείας. Υιοθέτησε το προσωνύμιο «Καίσαρας», για το οποίο ο λαός έτρεφε μεγάλη εκτίμηση. Για να γίνει αυτό, εγκατέλειψε το επώνυμο «Νέρων» που είχε πάρει ως αρχηγός της οικογένειας των Κλαυδίων Νερώνων, όταν ο αδελφός του Γερμανικός υιοθετήθηκε από τον Τιβέριο και μπήκε στην οικογένεια των Ιουλίων. Χρησιμοποίησε επίσης τον τίτλο «Αύγουστος» όπως και οι δυο προηγούμενοι αυτοκράτoρες κατά την ανακήρυξή τους. Εξάλλου κράτησε τον τιμητικό τίτλο «Γερμανικός» ως ένδειξη σεβασμού προς την ηρωική μορφή του αδερφού του και θεοποίησε τη γιαγιά του Λιβία, ώστε να υπογραμμίσει τη θέση της ως συζύγου του ημίθεου Αυγούστου. Ο Κλαύδιος έκανε συχνά χρήση του όρου “filius Drusi” (γιος του Δρούσου) στον επίσημο τίτλο του, με σκοπό να θυμίζει στους πολίτες του τον θρυλικό πατέρα του.
Επειδή ανακηρύχθηκε αυτοκράτoρας με πρωτοβουλία της Πραιτωριανής Φρουράς και όχι της Συγκλήτου (η μοναδική τέτοια περίπτωση ως τότε), ο Κλαύδιος έγινε συχνά θύμα κριτικής από σημαντικούς σχολιαστές της εποχής, όπως ο Σένεκας. Ήταν επίσης ο πρώτος αυτοκράτoρας που προσέφυγε στη δωροδοκία, για να στερεώσει την αφοσίωση του στρατεύματος. Επειδή τόσο ο Τιβέριος όσο και ο Αύγουστος είχαν κληροδοτήσει σημαντικά δώρα στο στρατό και τη φρουρά με τη διαθήκη τους, και το ίδιο αναμενόταν με το θάνατο του Καλιγούλα (παρότι δεν είχε αφήσει διαθήκη), ο Κλαύδιος, από ευγνωμοσύνη προς τη φρουρά, στην αρχή της αυτοκρατορικής θητείας του απένειμε δώρα στους Πραιτωριανούς με ειδικό νόμισμα που έκοψε για την περίσταση.
(δ) Επέκταση της αυτοκρατορίας
Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Κλαύδιου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επέκτεινε τα σύνορά της για πρώτη φορά μετά το θάνατο του Αύγουστου. Οι επαρχίες της Θράκης, του Νωρικού, της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Ιουδαίας προσαρτήθηκαν σ’ αυτήν υπό διάφορες συνθήκες. Η προσάρτηση της Μαυριτανίας είχε ξεκινήσει από τον Καλιγούλα και ολοκληρώθηκε με την ήττα των τοπικών επαναστατών και τη διαίρεση του πρώην βασιλείου σε δύο ρωμαϊκές επαρχίες. Η κατάκτηση με την πιο μακροπρόθεσμη επίπτωση ήταν της Βρετανίας.
Το 43 μ.Χ., μετά από έκκληση ενός φιλικά προσκείμενου φύλαρχου της Βρετανίας που μόλις είχε εκδιωχθεί, ο Κλαύδιος έστειλε στη Βρετανία τον Αύλο Πλαύτιο με τέσσερις ρωμαϊκές λεγεώνες. Η Βρετανία ήταν για τη Ρώμη ελκυστικός στόχος λόγω του πλούτου της σε μέταλλα και δούλους. Αποτελούσε επίσης καταφύγιο για Γαλάτες στασιαστές και διαφόρους άλλους ανυπότακτους, και επομένως δεν μπορούσε να αφεθεί στην τύχη της για πολύ. Μετά τις πρώτες επιθέσεις, ο Κλαύδιος ταξίδεψε στο νησί αυτοπροσώπως φέρνοντας μαζί του ενισχύσεις και πολεμικούς ελέφαντες, που έκαναν μεγάλη εντύπωση στους ντόπιους όταν χρησιμοποιήθηκαν στην κατάληψη του Καμουλόδουνου. Ο Κλαύδιος αποχώρησε ύστερα από 16 ημέρες μαχών, αλλά παρέμεινε κοντά στα μέτωπα. Του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος «Βρετανικός», αλλά τον αποδέχτηκε μόνο υπέρ του γιου του, χωρίς ποτέ να τον χρησιμοποιήσει ο ίδιος. Όταν ο Βρετανός τοπικός στρατηγός Καράτακος συνελήφθη το 50 μ.Χ., ο Κλαύδιος του απένειμε χάρη, κάτι εντελώς ασυνήθιστο για εχθρό της Ρώμης. Ο Καράτακος έζησε ως το φυσικό του θάνατο σε γη που του παραχώρησε το ρωμαϊκό κράτος.
Το 48 μ.Χ., ο Κλαύδιος διενέργησε απογραφή που υπολόγισε το γενικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας σε 5.984.072 πολίτες, με αύξηση της τάξης του ενός εκατομμυρίου από την τελευταία απογραφή του Αυγούστου. Στην αύξηση αυτή είχε βοηθήσει ο ίδιος με την ίδρυση αποικιών στις οποίες παραχώρησε καθολική ρωμαϊκή ιθαγένεια. Οι αποικίες ιδρύθηκαν συχνά επί υπαρχουσών κοινοτήτων των οποίων οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις είχαν τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν τους πληθυσμούς τους για λογαριασμό της Ρώμης. Αρκετές από αυτές θεσπίστηκαν πάνω ή λίγο πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, ώστε να διασφαλίσουν ρωμαϊκές κτήσεις το ταχύτερο δυνατόν.
(ε) Δικαστικές και νομοθετικές υποθέσεις
Ο Κλαύδιος συνήθιζε να εξετάζει προσωπικά πολλές από τις δικαστικές υποθέσεις της εποχής του. Οι αρχαίοι ιστορικοί εξέφρασαν παράπονα γι’ αυτό καθώς η κρίση του θεωρήθηκε αντικρουόμενη και ενίοτε σε αναντιστοιχία με το νόμο. Ήταν επίσης συχνά ευάλωτος. Παρ’ όλα αυτά ο Κλαύδιος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Επεξέτεινε τις θερινές αλλά και τις χειμερινές συνεδρίες με το να συντομεύσει τα αντίστοιχα διαλείμματα. Ζήτησε επίσης την παραμονή των εναγόντων στην πόλη, για το χρονικό διάστημα που η δίκη εκκρεμούσε, κάτι που ήταν ήδη απαραίτητο για τους κατηγορουμένους. Η πολιτική αυτή εξάλειψε τις σειρές αναμονής και επιτάχυνε την απονομή δικαιοσύνης. Εξ άλλου, ο ελάχιστος μισθός των ενόρκων αυξήθηκε στα 25 δηνάρια ώστε, διαχρονικά, να διασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή εμπειρία των σωμάτων αυτών.
Ο αυτοκράτoρας διευθέτησε ακόμη πολλές διαμάχες μεταξύ των επαρχιών. Απελευθέρωσε το νησί της Ρόδου από τη Ρωμαϊκή κατοχή λόγω της καλής τους πίστης και εξαίρεσε την Τροία από την καταβολή φόρων. Στην αρχή της κυβερνητικής θητείας του, οι Έλληνες και οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας του έστειλαν ταυτόχρονα διπλωματικούς αντιπροσώπους αναφορικά με συγκρούσεις που ξέσπασαν μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Αυτό οδήγησε στην περίφημη «Προς Αλεξανδρινούς Επιστολή» του Κλαύδιου στην οποία επιβεβαίωνε τα δικαιώματα των Εβραίων, αλλά τους απαγόρευε την περαιτέρω μαζική εποίκιση της πόλης. Κατά τον Ιώσηπο, σύντομα επισφράγισε τα δικαιώματα των Εβραίων σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Σε άλλη περίπτωση, έλεγχος που διεξάχθηκε με εντολή του Κλαύδιου απέδειξε ότι παλαιοί Ρωμαίοι κάτοικοι της πόλης Τρέντο δεν διέθεταν πολιτικά δικαιώματα. Ο Κλαύδιος διακήρυξε πως θα υποστήριζε την υπαγωγή τους ως «πολίτες» στην αυτοκρατορία, καθώς η οριστική αφαίρεση τέτοιων δικαιωμάτων θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Εν τούτοις, ο Κλαύδιος τιμώρησε αυστηρά τις παράνομες αξιώσεις για πολιτικά δικαιώματα καθιστώντας τες άξιες της θανατικής ποινής. Ομοίως, απελεύθεροι που μιμούνταν τους ιππείς πωλούνταν και επέστρεφαν στη σκλαβιά.
Στα χρόνια του εκδόθηκαν πολυάριθμα διατάγματα σχετικά με διάφορα θέματα, από υγειονομικά μέχρι ηθικά ή δικαστικά ζητήματα. Ένα διάσημο νομοθέτημα αφορούσε το καθεστώς των δούλων που υπέφεραν από βαριές ασθένειες. Στο παρελθόν, οι αφέντες εγκατέλειπαν τους πάσχοντες δούλους τους στο Ναό του Ασκληπιού για να πεθάνουν και, αν αυτοί επιζούσαν, τους έπαιρναν πίσω. Ο Κλαύδιος αποφάνθηκε ότι αν κάποιος δούλος ανάρρωνε θα μπορούσε να ανακτήσει την ελευθερία του. Αντιστοίχως, αφέντες που διάλεγαν να σκοτώσουν τους δούλους τους, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να τους αφήσουν να μείνουν ελεύθεροι, διώκονταν για ανθρωποκτονία.
(στ) Δημόσια έργα
Ο Κλαύδιος προχώρησε στην κατασκευή πολλών δημοσίων έργων τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Έχτισε δύο υδραγωγεία, το Άκουα Κλαούντια (που είχε ξεκινήσει επί Καλιγούλα) και το Άνιο Νόβους. Τα δυο τους συναντήθηκαν στη Ρώμη το έτος 52, στο σημείο της περίφημης Πόρτα Μαγκιόρε. Έθεσε επίσης τα θεμέλια και για ένα τρίτο υδραγωγείο, το Άκουα Βίργκο. Ο Κλαύδιος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις μεταφορές, φτιάχνοντας δρόμους και κανάλια σε όλη την επικράτεια. Μεταξύ αυτών ήταν ένα τεράστιο κανάλι που οδηγούσε από τον Ρήνο στη θάλασσα καθώς και ένας δρόμος που συνέδεε την Ιταλία με τη Γερμανία (και τα δυο είχαν ξεκινήσει από τον πατέρα του Δρούσο). Κοντά στη Ρώμη, έστησε πλωτό κανάλι στον Τίβερη που οδηγούσε στο καινούριο λιμάνι του Πόρτους, βόρεια της Όστιας (αρχ. Όστια Αντίκα). Το λιμάνι αυτό είχε σχήμα ημικύκλιου με δύο μόλους και ένα φάρο στο στόμιό του. Η κατασκευή του είχε το επιπλέον όφελος ότι μείωσε τον υπαρκτό κίνδυνο πλημμύρας της πόλης.
Το λιμάνι της Όστιας ήταν μέρος της λύσης που επινόησε ο Κλαύδιος για τις συνεχείς ελλείψεις σιταριού κατά τους χειμώνες, μετά δηλαδή, την παύση των Ρωμαϊκών ναυτικών αποστολών. Ως δεύτερη λύση, ασφάλισε τα πλοία που αναλάμβαναν να μεταφέρουν σιτηρά από την Αίγυπτο τους εκτός περιόδου μήνες του χρόνου. Έδωσε, ακόμα, ειδικά δικαιώματα στους ναύτες, όπως υπηκοότητα και την εξαίρεσή τους από τον περίφημο Πάπιο Ποππαίο Νόμο (Lex Papia Poppaea), που διακανόνιζε ζητήματα γάμου. Επιπλέον, αναίρεσε τα φορολογικά βάρη που είχε επιβάλλει ο Καλιγούλας στα τρόφιμα και μείωσε τη φορολογία σε περιοχές που υπέφεραν από ξηρασία ή λιμό.
Το τρίτο μέρος της παρέμβασης του Κλαύδιου αφορούσε την αύξηση της καλλιεργήσιμης γης στην Ιταλία. Αυτό επιτεύχθηκε με τη διοχέτευση των νερών της λίμνης του Φούσινε, ώστε να μετατρέψει σε πλωτό το διπλανό ποτάμι, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Αρχικά, έσκαψαν μια σήραγγα κάτω από το υπόστρωμα της θάλασσας αλλά δίχως επιτυχία. Η σήραγγα ήταν στρεβλή και μικρών διαστάσεων, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ανήμερα των εγκαινίων του έργου. Η πλημμύρα ξέβγαλε στην επιφάνεια της γης τα αποκαλυπτήρια μιας έκθεσης για τους μονομάχους που θα χρησιμοποιούνταν για το άνοιγμα της τελετής και ο Κλαύδιος (καθώς και άλλοι παρευρισκόμενοι) αναγκάστηκε να τρέξει για να σωθεί. Το συγκεκριμένο έργο ανακατασκευάστηκε πολλές φορές, όπως π.χ. από τον Τραϊανό και τον Αδριανό και αργότερα, κατά το 13ο αιώνα, από τον αυτοκράτoρα Φρειδερίκο Β’ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η οριστική στήριξή του επετεύχθη από τον Ρωμαϊκό Οίκο των Τορλόνια τον 19ο αιώνα, δημιουργώντας τελικά 650 τετ. χιλιόμετρα καλλιεργήσιμης γης. Ο πρίγκηπας Τορλόνια επέκτεινε τη σήραγγα του Κλαύδιου μέχρι τρεις φορές την αρχική του χωρητικότητα.
(ζ) Σχέσεις με τη Σύγκλητο
Λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες ανέλαβε το θρόνο, ο Κλαύδιος έδωσε μεγάλη έμφαση στο να διατηρήσει ικανοποιημένη τη Σύγκλητο. Στις συνόδους της καθόταν ανάμεσα στους συγκλητικούς και μιλούσε όταν ερχόταν η σειρά του. Ομοίως, όταν προλόγιζε ένα καινούριο νόμο, καθόταν σε ένα παγκάκι ανάμεσα στους ύπατους. Αρχικά, αρνήθηκε πολλούς από τους τίτλους των προκατόχων του, όπως το Imperator, και προτίμησε να τους υιοθετήσει στη διάρκεια του χρόνου. Επέτρεψε στη Σύγκλητο να κόψει τα δικά της μπρούτζινα νομίσματα για πρώτη φορά από την εποχή του Αυγούστου και επανέφερε τις επαρχίες της Μακεδονίας και της Αχαΐας υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου, την οποία επιθυμούσε να ανασυστήσει, ώστε να λειτουργεί αντιπροσωπευτικότερα και πιο αποδοτικά.
Παράλληλα ο Κλάυδιος αναζητούσε κατάλληλους ανθρώπους από διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπως η Γαλατία, και επέπληττε τους συγκλητικούς που περιφρονούσαν τέτοια στελέχη. Επίσης, όπως παλιότερα ο ο Λούκιος Ιούνιος Βρούτος και ο Ιούλιος Καίσαρας, αύξησε τον αριθμό των πατρίκιων με την αποδοχή νέων οικογενειών στο σώμα, καθώς οι υπάρχουσες οικογένειες ευγενών ακολουθούσαν φθίνουσα πορεία. Εντούτοις, πολλοί συγκλητικοί παρέμειναν εχθρικοί απέναντί του και υπήρξαν αρκετές απόπειρες κατά της ζωής του. Αντιδρώντας, ο Κλαύδιος αναγκάστηκε να περιορίσει τις εξουσίες της Συγκλήτου στη διοίκηση. Για παράδειγμα, όταν ολοκληρώθηκε το λιμάνι της Όστιας, παραχώρησε τη διαχείρισή του σε έναν Προκουράτορα. Η διεύθυνση πολλών αυτοκρατορικών οικονομικών θεμάτων ανατέθηκε σε απελεύθερους και άλλους διορισμένους από τον αυτοκράτορα. Αυτό ερέθιζε τη Σύγκλητο περισσότερο και έδινε τροφή στις φήμες ότι οι απελεύθεροι είχαν υποδουλώσει τον αυτοκράτορα.
Στα χρόνια του Κλαύδιου υπήρξαν αρκετές προσπάθειας πραξικοπηματικής ανατροπής του, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί συγκλητικοί. Νωρίς στη θητεία του εκτελέστηκε, υπό άγνωστες συνθήκες, ο Άππιος Σιλανός. Σύντομα, οι συγκλητικοί Βινικιανός και Σκριβωνιανός (κυβερνήτης της Δαλματίας) ξεσήκωσαν αντάρτικο κερδίζοντας αρκετή στήριξη από τους συναδέλφους τους. Τελικά, η προσπάθεια απέτυχε λόγω της διστακτικότητας των οπλιτών του Σκριβωνιανού και της κατοπινής αυτοκτονίας των κυριότερων συνωμοτών. Αρκετοί άλλοι συγκλητικοί δοκίμασαν παρόμοιες τακτικές και καταδικάστηκαν. Ο γαμπρός του Κλαύδιου, Πομπήιος Μάγνος, εκτελέστηκε για το ρόλο του σε συνωμοσία με συνεργάτη τον πατέρα του, Κράσσο Φρούγκι. Μια ακόμα δολοπλοκία που εξυφάνθηκε περιελάμβανε τους συνωμότες Λεύκιο Σατουρνίνο, Κορνήλιο Λούπο και Πομπήιο Πέδο. Το 46 μ.Χ., ο Ασίνιος Γάλλος, εγγονός του Ασίνιου Πολλίωνα, και ο Στατίλιος Κορβίνος στάλθηκαν στην εξορία για τη συνωμοσία που εξύφαναν σε συνεργασία με απελεύθερους από το στενό περιβάλλον του Κλαύδιου. Επίσης εκτελέστηκε (για άγνωστους λόγους και δίχως δίκη) ο Βαλέριος Ασιατικός, ανεψιός του Καλιγούλα και συγκλητικός. Οι πηγές αναφέρουν ότι το αδίκημα ήταν η μοιχεία και ότι ο Κλαύδιος ξεγελάστηκε για να τον καταδικάσει. Παρ’ όλα αυτά, ένα χρόνο αργότερα, ο ίδιος ο Κλαύδιος κατακεραύνωσε τον Ασιατικό σε ομιλία του προς Γαλάτες, πράγμα που υποδηλώνει ότι η αιτία του θανάτου του πρέπει να ήταν πολύ πιο ουσιώδης. Ο Ασιατικός ήταν υποψήφιος για το θρόνο μετά το θάνατο του Καλιγούλα και συνύπατος με τον συνωμότη Στατίλιο Κορβίνο που αναφέρθηκε πρωτύτερα. Συνολικά, ο Σουητώνιος αναφέρει ότι θανατώθηκαν 35 συγκλητικοί και 300 ιππείς για παραπτώματα κατά του Κλαύδιου. Περιττό να ειπωθεί ότι οι αντιδράσεις σε αυτές τις συνωμόσίες δεν διευκολυναν καθόλου τις σχέσεις Συγκλήτου-αυτοκράτoρα.
(η) Κυβέρνηση και συγκεντρωτισμός εξουσίας
Ο Κλαύδιος δεν ήταν ο πρώτος Αυτοκράτoρας που χρησιμοποίησε απελεύθερους (πρώην σκλάβους) στην καθημερινή λειτουργία της κυβέρνησής του. Αύξησε όμως το ρόλο τους εξαιτίας της διαρκούς αντίθεσης με μερίδα της Συγκλήτου (και του σεβασμού που έτρεφε προς το σώμα), αλλά και διότι προτιμούσε αξιωματούχους απελεύθερους και όχι γεννημένους «πολίτες» της Ρώμης, καθώς θεωρούσε τους τελευταίους ισάξιους και όχι κατώτερούς του.
Η γραμματεία του διαιρέθηκε σε γραφεία, καθένα από τα οποία ήταν υπό τη δικαιοδοσία ενός απελεύθερου. Γραμματέας επικοινωνίας ορίστηκε ο Νάρκισσος, γραμματέας οικονομικών υποθέσεων ο Πάλλας και επίτροπος για θέματα δικαιοσύνης ο Κάλλιστος. Υπήρχε και ένα τέταρτο γραφείο γενικών υποθέσεων το οποίο διοικούσε ο Πολύβιος, ώσπου τελικά εκτελέστηκε για προδοσία. Οι τρεις τους μπορούσαν επίσης να αντιπροσωπεύουν τον Αυτοκράτορα, όπως για παράδειγμα έκανε ο Νάρκισσος απευθύνοντας μήνυμα στα στρατεύματα πριν τη μάχη της Βρετανίας. Επειδή τα αξιώματα ήταν εξαιρετικά σημαντικά, οι συγκλητικοί έπνεαν μένεα που κατέχονταν από πρώην δούλους. Αφού οι απελεύθεροι έλεγχαν τα οικονομικά, την εκπαίδευση και το νόμο, πίστευαν ότι θα ήταν εύκολο γι' αυτούς να χειραγωγήσουν τους γραμματείς. Για την πρακτική αυτή ο Κλαύδιος επικρίθηκε από τους αρχαίους συγγραφείς, που όμως παραδέχονταν ότι οι απελεύθεροι ήταν, στην πράξη, πιστοί στον Αυτοκράτoρα. Ο ίδιος έτρεφε εκτίμηση για το έργο τους, αν και δεν δίστασε να τιμωρήσει τους προδότες, όπως ο Πολύβιος και ο Φήλικας, αδερφός του Πάλλα, με συντριπτική δύναμη. Πάντως, από τις θέσεις τους και άσχετα από το σχετικό πολιτικό εκτόπισμά τους, είναι γεγονός ότι οι απελεύθεροι κατάφεραν να συγκεντρώσουν μεγάλο πλούτο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι αρκετοί από αυτούς ήταν πλουσιότεροι και από τον Κράσσο, τον πιο ευκατάστατο Ρωμαίο πριν από την απεμπόληση της δημοκρατίας το 31 π.Χ.
(θ) Θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις
Ο Κλαύδιος, ως συγγραφέας διατριβής για τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου, πίστευε ότι μπορούσε να επαναλάβει το εγχείρημα. Είχε συγκεκριμένες απόψεις για τη μορφή του επίσημου θρησκευτικού καθεστώτος της αυτοκρατορίας. Αρνήθηκε την πρόταση των Ελλήνων Αλεξανδρινών να ανεγείρουν ναό για την προσωπική του λατρεία, λέγοντας ότι μόνο οι θεοί επιλέγουν νέους θεούς. Επανέφερε ξεχασμένες μέρες θρησκευτικών εκδηλώσεων στο εορτολόγιο και ακύρωσε αρκετές ξενόφερτες γιορτές που είχε εισαγάγει ο Καλιγούλας. Επίσης, αποκατέστησε παλαιά έθιμα και μαζί την αρχαϊκή γλώσσα. Επειδή ήταν ανήσυχος για τη διάδοση διαφόρων ανατολίτικων μυστηρίων στην πρωτεύουσα, αναζητούσε επίμονα Ρωμαϊκά θρησκευτικά υποκατάστατα. Έτσι, έδωσε έμφαση στα Ελευσίνια Μυστήρια που ήταν δημοφιλή στα χρόνια της Δημοκρατίας, εκδίωξε τους διαφόρους αστρολόγους και επανέφερε τους Ρωμαίους οιωνοσκόπους. Ήταν ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στους Δρυίδες λόγω της ασυμβατότητάς τους σχετικά με τη ρωμαϊκή θρησκεία και τις προσηλυτιστικές τους τακτικές. Αναφέρεται μάλιστα ότι κάποτε εκδίωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη, επειδή η διάδοση του χριστιανισμού προκαλούσε αναταραχή στην ιουδαϊκή κοινότητα. Ο Κλαύδιος ήταν αντίθετος με τον προσηλυτισμό κάθε θρησκείας ακόμα και σε μακρινές επαρχίες όπου επιτρεπόταν στους ντόπιους να λατρεύουν τους θεούς τους. Οι πράξεις αυτές κέρδισαν την εκτίμηση ακόμα και του Σενέκα που, σε μια από τις κωμωδίες του, παρουσιάζει έναν αρχαίο Λατίνο θεό να υπερασπίζεται θερμά τον Κλαύδιο.
(ι) Θεάματα
Κατά τον Σουητώνιο, ο Κλαύδιος ήταν μεγάλος φίλος των παιχνιδιών. Λέγεται ότι σε παραστάσεις μονομάχων ανασηκωνόταν από τη θέση του μαζί με το κοινό και ζητωκραύγαζε τους παλαιστές. Ό ίδιος εισηγήθηκε την εισαγωγή αρκετών καινούριων και πρωτοπόρων παιχνιδιών. Αμέσως μετά την αναρρίχησή του στο θρόνο, θεσμοθέτησε παιχνίδια στη μνήμη και ανήμερα των γενεθλίων του πατέρα του. Ετήσιες γιορτές τελούνταν επίσης σε κάθε επέτειο της διακυβέρνησής του στα Πραιτωριανά ανάκτορα. Επί των ημερών του, έλαβαν χώρα τα λεγόμενα Λούντι Τερεντίνι, αγώνες προς τιμήν των 800 χρόνων από την ίδρυση της Ρώμης. Ο Αύγουστος είχε οργανώσει τις ίδιες ακριβώς τελετές λιγότερο από 100 χρόνια νωρίτερα, με το λανθασμένο αιτιολογικό ότι οι αγώνες γιορτάζονταν κάθε 110 και όχι 100 χρόνια. Ο Κλαύδιος καθιέρωσε, τέλος, ναυτικές μάχες για να υπενθυμίζει την αποτυχημένη προσπάθειά του να διοχετεύσει τα νερά του ποταμού Φουσίνε.
Στα αξιοσημείωτα της ζωής του αναφέρεται ότι στην Όστια, μπροστά σε πολλούς θεατές, ο Κλαύδιος πάλεψε, μαζί με τους Πραιτωριανούς, με μια φάλαινα-δολοφόνο που είχε παγιδευτεί στο λιμάνι, κατά τη διάρκεια των έργων κατασκευής του. Το γεγονός παρακολουθούσε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος:
Ο Κλαύδιος επισκεύασε και στόλισε αρκετούς χώρους εκδηλώσεων της Ρώμης. Οι παλιές ξύλινες ράβδοι του Μεγάλου Ιπποδρόμου αντικαταστάθηκαν από χρυσοστόλιστες μαρμάρινες δοκούς. Δημιουργήθηκε επίσης μια καινούρια εξέδρα για τους συγκλητικούς, που πρωτύτερα κάθονταν ανάμεσα στο κοινό. Ο Κλαύδιος ανασκεύασε το θέατρο του Πομπήιου μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά και κατά τα νέα εγκαίνια, οργάνωσε μονομαχίες τις οποίες παρακολούθησε και ο ίδιος από ειδική πλατφόρμα στη θέση της ορχήστρας.
(ια) Θάνατος, θεοποίηση και υστεροφημία
Οι αρχαίοι ιστορικοί φαίνεται να συμφωνούν ότι ο Κλαύδιος πέθανε από δηλητηρίαση (είτε από μανιτάρι είτε από φτερό) τις πρωινές ώρες της 13ης Οκτωβρίου του 54 μ.Χ.. Κάποιοι λένε πως βρισκόταν στη Ρώμη, άλλοι στη Σινούεσσα. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι πέθανε μετά από μία αλλά υπερβολική δόση, ενώ άλλοι ότι κατάφερε να επανέλθει για να δηλητηριαστεί πάλι αργότερα. Επίσης, κάποιοι εμπλέκουν ως εμπνευστή της μοιραίας πράξης τον Άλοτο (δοκιμαστή του φαγητού του), τον Ξενοφώντα (γιατρό του) ή τον διάσημο δηλητηριαστή Λοκούστα. Σχεδόν όλοι όμως αποδίδουν τη δηλητηρίαση στην τελευταία γυναίκα του, την Αγριππίνα τη Νεότερη. Οι δυο τους είχαν αρκετές φιλονικίες τους μήνες πριν από το θάνατο του Κλαύδιου. Ο ίδιος κατηγορούσε ανοιχτά όλες τις «κακές» συζύγους του και απέβλεπε στο μεγάλωμα του γιου του Βρετανικού για να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειάς του. Αντιθέτως, η Αγριππίνα είχε δικά της κίνητρα στο να προωθεί τον γιο της Νέρωνα, αντί του Βρετανικού. Την επομένη του θανάτου του, οι στάχτες του Κλαύδιου εισάχθηκαν στο Μαυσωλείο του Αυγούστου, μετά από μεγαλοπρεπή κηδεία όμοια με αυτή του ίδιου του Αυγούστου.
Ο Κλαύδιος αγιοποιήθηκε από τη Σύγκλητο και τον Νέρωνα σχεδόν αμέσως. Η διαθήκη του ανέφερε ότι ο θρόνος είτε θα μοιραζόταν μεταξύ των Νέρωνα και Βρετανικού ή θα αποδιδόταν στον Βρετανικό, ο οποίος θα ενηλικιωνόταν μόλις λίγους μήνες αργότερα. Τελικά, ο Νέρωνας επικράτησε και πολλοί από τους λιγότερο ένθερμους υποστηρικτές του Κλαύδιου έγιναν αυτόματα φίλοι του νέου αυτοκράτoρα.
(ιβ) Γάμοι και προσωπική ζωή
Φαίνεται ότι από τους πρώτους 15 αυτοκράτoρες «ο Κλαύδιος ήταν ο μόνος του οποίου οι ερωτικές προτιμήσεις ήταν φυσιολογικές», με την έννοια ότι δεν είχε ποτέ ομοφυλικές ερωτικές σχέσεις, αλλά αντίθετα «είχε μεγάλο πόθο για τις γυναίκες» σε βαθμό που κατηγορήθηκε ότι ήταν γυναικάς και γυναικόδουλος. Ο Κλαύδιος παντρεύτηκε τέσσερις φορές ως εξής
Ο πρώτος του γάμος με την Πλαυτία Ουργουλανίλλα έγινε ύστερα από δύο αποτυχημένους αρραβώνες. Ο πρώτος ήταν με τη μακρινή του ξαδέλφη Αιμίλια Λέπιδα και διακόπηκε για πολιτικούς λόγους. Ο δεύτερος ήταν με τη Λιβία Μεδουλλίνα και χάλασε με τον θάνατό της ανήμερα της τελετής γάμου. Η Ουργουλανίλλα ήταν εγγονή μιας έμπιστης της Λιβίας, της Ουργουλανίας. Στα χρόνια που ήταν μαζί, απέκτησαν έναν γιο τον Κλαύδιο Δρούσο, που πέθανε από ασφυξία στην εφηβεία του αμέσως μετά τον αρραβώνα του με την Ιουλίνα, κόρη του Σεϊανού. Ο Κλαύδιος χώρισε την Ουργουλανίλλα για μοιχεία και επειδή υποπτευόταν ότι είχε σκοτώσει τη νύφη του Απρωνία. Όταν η Ουργουλανίλλα ξαναγέννησε μετά το χωρισμό τους, ο Κλαύδιος απαρνήθηκε το νεογέννητο κορίτσι, αφού πραγματικός της πατέρας ήταν ένας από τους απελεύθερούς του.
Περί το 28, ο αυτοκράτoρας παντρεύτηκε την Αιλία Παιτίνα, συγγενή του Σεϊανού και ενδεχομένως υιοθετημένη κόρη του. Απέκτησαν μαζί μια κόρη, την Κλαυδία Αντωνία. Χώρισαν πιθανώς για πολιτικούς λόγους, αν και δεν αποκλείεται η πραγματική αιτία να ήταν η συναισθηματική και ψυχική καταπίεση που του προκαλούσε η γυναίκα του.
Λίγα χρόνια μετά την Παιτίνα, το 38 ή το 39, ο Κλαύδιος νυμφεύτηκε την Βαλερία Μεσσαλίνα, πρώτη ξαδέρφη του και μέλος του στενού κύκλου του Καλιγούλα. Η Μεσσαλίνα σύντομα γέννησε την Κλαυδία Οκταβία. Αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ήλθε στη ζωή ο γιος του Βρετανικός (πραγματικό όνομα Τιβέριος Κλαύδιος Γερμανικός). Ο γάμος τους εξελίχθηκε σε τραγωδία. Οι αρχαίοι συγγραφείς υπονοούν ότι η Μεσσαλίνα ήταν νυμφομανής και άπιστη (ο Τάκιτος μάλιστα τη συνέκρινε με πόρνη) που τον χρησιμοποίησε για να συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο. Το 48 μ.Χ. η Μεσσαλίνα (αν και παντρεμένη με τον Κλαύδιο) παντρεύτηκε τον εραστή της Γάιο Σίλιο και μάλιστα σε δημόσια τελετή, ενώ ο Κλαύδιος βρισκόταν στην πόλη Όστια, με σκοπό να σφετεριστεί το θρόνο. Ο Κλαύδιος σκότωσε τόσο τη Μεσσαλίνα και τον Σίλιο όσο και τους άμεσα γνωστούς τους. Τότε, ο Κλαύδιος ζήτησε από τους πραιτωριανούς να υποσχεθούν ότι θα τον σκοτώσουν αν ξαναπαντρευόταν ποτέ.
Παρά την υπόσχεσή του, ο Κλαύδιος παντρεύτηκε μια ακόμα φορά. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι απελεύθεροί του του πρότειναν τρεις γυναίκες: Την τρίτη σύζυγό του Καλιγούλα, Λολλία Παυλίνα, την πρώην σύζυγό του, με την οποία είχε διαζευχθεί, Αιλία Παιτίνα και την ανιψιά του Κλαύδιου, κόρη του Γερμανικού, Αγριππίνα τη Νεότερη. Σύμφωνα με τον Σουητώνιο, την κούρσα κέρδισε η τελευταία, χάρη στις θηλυκές της πονηριές, στην πραγματικότητα όμως αυτό έγινε για πολιτικούς λόγους. Το πραξικόπημα του Σίλιου και της Μεσσαλίνας έπεισε τον Κλαύδιο ότι είχε μεν τη στήριξη της οικογένειας των Ιουλίων, αλλά όχι των Κλαυδίων. Αυτή η αδυναμία του γινόταν εντονότερη αν σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε κανένα έτοιμο διάδοχο, αφού ο Βρετανικός ήταν ακόμα μωρό. Η Αγριππίνα ήταν μια από τις τελευταίες απογόνους του Αυγούστου και ο γιος της ο Νέρων ήταν από τους λίγους εναπομείναντες άντρες του αυτοκρατορικού οίκου. Η Σύγκλητος φαίνεται πως πίεζε υπέρ του γάμου Κλαύδιου-Αγριππίνας ώστε να σταματήσει η διαμάχη μεταξύ των δύο οικογενειών. Ο Κλαύδιος τη δέχτηκε για γυναίκα του και υιοθέτησε τον Νέρωνα ως θετό του γιο. Ο Νέρωνας ορίστηκε κληρονόμος μαζί με τον ανήλικο Βρετανικό, και παντρεύτηκε την Οκταβία. Ήταν δημοφιλέστερος από τον Βρετανικό, ως εγγονός του Γερμανικού και απευθείας απόγονος του Αυγούστου.
(ιγ) Σωματικές ατέλειες και προσωπικότητα
Ο ιστορικός Σουητώνιος περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια τις παθοφυσιολογικές ατέλειες του Κλαύδιου, που αποδίδονται σε προσβολή από πολιομυελίτιδα ή εγκεφαλική παράλυση. Τα γόνατά του ήταν αδύναμα και λύγιζαν από το βάρος του σώματός του, ενώ το κεφάλι του σειόταν. Ψέλλιζε και η ομιλία του ήταν μπερδεμένη. Συχνά, έτρεχαν τα σάλια του και, όταν ήταν σε έξαψη, και η μύτη του. Ο στωικός Σενέκας στο έργο του «Αποκολοκύνθωσις» αναφέρει ότι η φωνή του Κλαύδιου ήταν μοναδική στο ζωικό βασίλειο και τα χέρια του αδύνατα, αλλά, όταν ήταν ήρεμος και καθιστός, έμοιαζε με ψηλό, γεροδεμένο άντρα που ενέπνεε σεβασμό. Αντίθετα, όταν ήταν νευριασμένος ή αγχωμένος τα συμπτώματα αδυναμίας του πολλαπλασιάζονταν. Οι ιστορικοί συμφωνούν, πάντως, ότι μέχρι την άνοδό του στο θρόνο, η κατάστασή του είχε καλυτερεύσει. Ο ίδιος είχε ισχυριστεί ότι, στο παρελθόν, φούσκωνε συνειδητά τα ελαττώματά του για να σώσει τη ζωή του.
Αναφερόμενοι στο χαρακτήρα του, οι ιστορικοί τον σκιαγραφούν ως ευγενικό και με κοινά ενδιαφέροντα λέγοντας ότι πολλές φορές συνέτρωγε με τους πληβείους. Το περιγράφουν, όμως, και ως αιμοβόρο, σκληρό, μανιώδη φίλο των μονομαχιών και των εκτελέσεων και ευέξαπτο, αδυναμία που παραδεχόταν και ο ίδιος, ζητώντας συγνώμη για τον θυμό του. Έδειχνε μεγάλη εμπιστοσύνη σε βαθμό που γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, τόσο των γυναικών του, όσο και των απελεύθερων που τον περιστοίχιζαν Παρά ταύτα, στα έργα του ο Κλαύδιος παρουσιάζεται ως οξυδερκής, καλοδιαβασμένος, δίκαιος, συνειδητός, ευφυής, αποφασιστικός, δραστήριος και πρακτικός κυβερνήτης με ενδιαφέρον για την παραμικρή λεπτομέρεια. Μάλιστα ήταν οπαδός του συστήματος διακυβέρνησης της δημοκρατίας (res publica), σε αντίθεση με το δεσποτικό τρόπο διακυβέρνησης του Τιβέριου και του Καλιγούλα. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη ήταν η προσπάθειά του να προωθήσει τον εκρωμαϊσμό της αυτοκρατορίας, παραχωρώντας την ρωμαϊκή υπηκοότητα (civitas romana) σε επαρχιώτες και εισάγοντας επαρχιώτες ευγενείς στη Σύγκλητο. Επιπλέον αποδείχτηκε ο ισχυρότερος αυτοκράτορας της δυναστείας των Κλαυδίων, αφού πρόσθεσε νέες περιοχές στην αυτοκρατορία και οργάνωσε τη γραφειοκρατία της. Μετά την ανακάλυψη των δικών του «Επιστολών προς Αλεξανδρινούς», με τις οποίες διευθέτησε με σοβαρότητα τα προβλήματα ανάμεσα στην Ελληνική και την Εβραϊκή κοινότητα της περιοχής, οι ιστορικοί έχουν επιχειρήσει να αποκαταστήσουν την εικόνα του, αναζητώντας την αλήθεια για την προσωπικότητά του, που παραμένει μυστηριώδης.
(ιδ) Επιστημονικό έργο και απόηχος
Ο Κλαύδιος έγραφε σε όλη του τη ζωή και στα χρόνια του Τιβέριου έφτασε στο αποκορύφωμα της συγγραφικής του παραγωγής. Εκτός από την ιστορία του Αυγούστου που του δημιούργησε προβλήματα, τα υπόλοιπα μεγάλα έργα του περιελάμβαναν την ιστορία των Ετρούσκων (καθώς και λεξικό της γλώσσας των Ετρούσκων), μια οχτάτομη ιστορία των Καρχηδονίων, καθώς και ένα βιβλίο για παιχνίδια με ζάρια. Πρότεινε, επίσης, τη μεταρρύθμιση του λατινικού αλφαβήτου με την προσθήκη τριών νέων γραμμάτων, δύο εκ των οποίων προόριζε να λειτουργήσουν όπως τα μοντέρνα αγγλικά γράμματα W και Y. Ο ίδιος τα εισήγαγε επισήμως όταν ήταν ύπατος, αλλά τελικά εγκαταλείφθηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής του ηγεσίας. Ο Κλαύδιος προσπάθησε, επίσης, να επαναφέρει την τακτική του να τοποθετούνται τελείες μεταξύ συνεχόμενων λέξεων (η κλασική λατινική γραφή γινόταν χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων). Έγραψε επίσης τη δική του αυτοβιογραφία σε οκτώ τόμους. Δυστυχώς, κανένα από τα έργα του δεν διασώθηκε, αλλά υπάρχουν ως πηγές για τους συγγραφείς της ιστορίας των Ιούλιων-Κλαύδιων. Φαίνεται πως η επιθυμία του να γίνει ύπατος κατά ένα μέρος προερχόταν από τη δίψα του να υλοποιήσει τις επιστημονικές του ιδέες.
Οι διασημότερες απεικονίσεις του Κλαύδιου περιέχονται στα βιβλία «Εγώ ο Κλαύδιος» (1934) και «Κλαύδιος ο Θεός» (1935) του Ρόμπερτ Γκρέιβς, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο ώστε να δίνουν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι επρόκειτο για αυτοβιογραφίες του αυτοκράτορα. Ο Γκρέιβς χρησιμοποίησε το τέχνασμα να τα παρουσιάσει ως πρόσφατα ανακαλυφθέντα και μεταφρασθέντα έργα του ίδιου του Κλαύδιου. Οι πραγματικές και διασωθείσες επιστολές, λόγοι και αποφθέγματα του Κλαύδιου είχαν επίσης εισαχθεί στο βιβλίο του, ώστε να φαίνεται αληθινό. Τα δύο βιβλία του Γκρέιβς αποτέλεσαν τη βάση για μεταγενέστερη τηλεοπτική σειρά του BBC, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ντέρεκ Τζάκομπι ως Κλαύδιος και μεταδόθηκε το 1976, με αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία.
Ο Νέρων (Lucius Domitius Ahenobarbus Nero Claudius Caesar Augustus Germanicus, 15 Δεκεμβρίου 37 - 9 Ιουνίου 68) ήταν ο 5ος Αυτοκράτορας της Ρώμης, τελευταίος της Ιουλιο-Κλαυδιανής Δυναστείας. Στις 25 Φεβρουαρίου 50 ο Νέρων έγινε κληρονόμος του θείου του και θετού του πατέρα Κλαύδιου και ανέβηκε στον θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις 13 Οκτωβρίου του 54 μετά τον θάνατό του. Πατέρας του ήταν ο Γναίος Δομίτιος Αχενόβαρβος, μητέρα του η Ιουλία Αγριππίνα (Αγριππίνα η Νεότερη, εγγονή του Γερμανικού και αδελφή του Καλιγούλα), σύζυγοί του οι Κλαυδία Οκταβία (53-62, κόρη του αυτοκράτορα Κλαύδιου), Ποππαία Σαβίνα (62-65), Στατιλία Μεσσαλίνα (66-68) και κόρη του η Κλαυδία Αυγούστα.
(α) Τα πρώτα χρόνια
Ο Νέρων γεννήθηκε με το όνομα Λούκιος Δομίτιος Αχενόβαρβος ως μόνος γιος του Γνάιου Δομίτιου Αχενοβάρβου και της Ιουλίας Αγριππίνας, δισέγγονης του Οκταβιανού Αυγούστου, κόρης του στρατηγού Γερμανικού και αδερφής του Αυτοκράτορα Καλιγούλα. Ο πατέρας του, αξιωματούχος στην Αυλή του Καλιγούλα ο οποίος καταγόταν από τον Αύγουστο αλλά και από τον Μάρκο Αντώνιο, πέθανε όταν ο Λούκιος ήταν μόλις τριών ετών. Ο νεαρός δεν προοριζόταν για το ανώτατο αξίωμα, καθώς ο Καλιγούλας αναμενόταν να έχει δικό του αρσενικό απόγονο. Όμως ο πρόωρος φόνος του οδήγησε στη διαδοχή του στον θρόνο από τον ηλικιωμένο θείο του Κλαύδιο, ο γάμος του οποίου με την Ιουλία Αγριππίνα έκανε αυτομάτως τον Λούκιο υιοθετημένο γιο του Αυτοκράτορα (με το όνομα Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Δρούσος) πιθανό διάδοχο. Το 51 ο δεκατετράχρονος Νέρων κηρύχθηκε ενήλικος και έγινε ανθύπατος. Δύο χρόνια μετά παντρεύτηκε, κατ' εντολή του Κλαύδιου, την κόρη του τελευταίου Κλαυδία Οκταβία.
(β) Η ενθρόνιση
Το 54 ο Κλαύδιος πέθανε, σύμφωνα με τις φήμες δηλητηριασμένος από την Αγριππίνα, και ο Νέρων έγινε ο νεαρότερος Αυτοκράτορας της Ρώμης μέχρι τότε. Η άνοδος του Νέρωνα στο θρόνο γέννησε πολλές ελπίδες για το μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τη σύγκλητο, υπό την επίδραση του δασκάλου του, του στωικού φιλοσόφου Σενέκα. Κατά την πρώτη πενταετία της θητείας του επηρεαζόταν ιδιαίτερα στις αποφάσεις του από τη μητέρα του, από τον επικεφαλής των Πραιτωριανών Σέξτο Αφράνιο Βούρο και από τους δασκάλους του, όπως ο Σενέκας ο Νεότερος, οι οποίοι ανταγωνίζονταν συνεχώς τη φιλόδοξη Αγριππίνα. Παράλληλα, απογοητευμένος από τον γάμο του, παραμέρισε την Οκταβία και σύναψε φανερή ερωτική σχέση με μία απελεύθερη από τη Μικρά Ασία, την Κλαυδία Ακτή. Η μητέρα του προσπάθησε να επέμβει προς όφελος της Οκταβίας αλλά ο Αυτοκράτορας αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές της. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάκιτο η Αγριππίνα τότε άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του γιου της, έτσι ώστε να ανεβάσει στον θρόνο τον ανήλικο Βρεττανικό, γιο του Κλαύδιου. Γρήγορα όμως ο νεαρός απεβίωσε, πιθανώς δηλητηριασμένος από τον Νέρωνα. Μέσα στα επόμενα χρόνια σταδιακά ο Νέρων απαλλάχθηκε από την επιρροή τόσο της μητέρας του όσο και των συμβούλων του, φτάνοντας τελικά σε σημείο να διατάξει το 59 μ.Χ. τη δολοφονία της Αγριππίνας, καθώς (σύμφωνα με τον ιστορικό Σουητώνιο) πίστευε ότι θα τον εμπόδιζε να πάρει διαζύγιο από την Οκταβία για να παντρευτεί τη νέα του ερωμένη Ποππαία Σαβίνα. Αργότερα, μετά τον θάνατο του Βούρου το 62 μ.Χ. και κατηγορούμενος για υπεξαίρεση χρημάτων, ο Σενέκας αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο αφήνοντας τον Νέρωνα ανεξέλεγκτο.
(γ) Η εγκαθίδρυση της απόλυτης εξουσίας και τα έργα του
Μετά την πρώτη «ήπια» πενταετία της βασιλείας του, ο Νέρων αφαίρεσε κάθε εναπομένουσα ισχύ από τη Σύγκλητο προς όφελος του αυτοκράτορα και προχώρησε σε προγραφές υποτιθέμενων συνωμοτών. Ακόμα και ο Σενέκας διατάχθηκε να αυτοκτονήσει το 65 μ.Χ. κατηγορούμενος για συνωμοσία. Επί των ημερών του Νέρωνα ωστόσο μειώθηκε η φορολογία, θεσπίστηκαν νέα διατάγματα για την προστασία των δούλων και των απελεύθερων από την κακομεταχείριση ή τον εκ νέου εξανδραποδισμό, εξερράγησαν και καταπνίγηκαν εξεγέρσεις στη Βρετανία, την Παλαιστίνη και την Γαλατία, ενώ έγινε κι ένας περίφημος διακανονισμός με τους Πάρθους σχετικά με το Βασίλειο της Αρμενίας, σύμφωνα με τον οποίον η νέα κυβερνώσα κατοχική δυναστεία της χώρας θα ήταν παρακλάδι των Πάρθων Αρσακιδών (με πρώτο επισήμως αναγνωρισμένο Βασιλιά τον Τιριδάτη Α), αλλά η στέψη και η έγκριση του εκάστοτε μονάρχη θα γινόταν στην Ιταλία από τη Σύγκλητο. Ο διακανονισμός αυτός τερμάτισε μία διαμάχη δεκαετιών μεταξύ Ρωμαίων και Πάρθων. Ο Νέρων επίσης προώθησε ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων έργων, οργάνωσε αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες, έδωσε φοροαπαλλαγές στις εισαγωγές τροφίμων για να μειώσει το κόστος τους και τόνωσε τους δεσμούς του ρωμαϊκού κράτους με τον ελληνικό κόσμο. Ακόμα, όντας αυτοανακηρυγμένος ποιητής και εραστής των τεχνών, επιχείρησε να στηρίξει έναν νέο, προπαγανδιστικό αυλικό λογοτεχνικό κύκλο (στα πρότυπα των αυγούστειων ποιητών του Μαικήνα), στον οποίον ανήκαν ο Σενέκας ο Νεότερος και ο Λουκανός.
(δ) Η μεγάλη πυρκαγιά και το τέλος
Το 64 ξέσπασε μία μεγάλη πυρκαγιά στη Ρώμη. Η πιθανή εμπλοκή του Νέρωνα σ’ αυτήν της έδωσε μυθικές διαστάσεις. Η πυρκαγιά άρχισε μια νύχτα του Ιουλίου και γρήγορα εξαπλώθηκε στα οικήματα. Από τα δεκατέσσερα διαμερίσματα μόνο τα τέσσερα έμειναν ανεπηρέαστα. Οι απώλειες σε έργα τέχνης, παρμένα από τον μακεδονικό κόσμο της Ανατολής, και σε κτήρια ήταν μεγάλες. Ο Τάκιτος, στα Χρονικά (Annales), αναφέρει ότι η αιτία της πυρκαγιάς ήταν αμφίβολη, όμως οι υπόλοιποι ιστορικοί,, συμφωνούν ότι προήλθε από εντολή του Νέρωνα. Ο πανικός και οι διαδόσεις που ακολούθησαν οδήγησαν σε εξιλαστήριες θυσίες με τις οποίες σχετίζεται η πρώτη ιστορική νύξη για το Χριστιανισμό. Με τα γεγονότα αυτά σχετίζεται επίσης η πρώτη μαρτυρία για σταυρικό θάνατο, η μεταφορά της χριστιανικής θρησκείας από την Ιουδαία στη Ρώμη και γενικά στις πόλεις, όπου οι άνθρωποι ήταν δεκτικότεροι σε νέες θρησκείες. Στους Χριστιανούς αποδόθηκε περισσότερο «μίσος προς το ανθρώπινο γένος» παρά ενοχή για την πυρκαγιά. Φαίνεται όμως ότι χρησιμοποιήθηκαν ως εξιλαστήρια θύματα, για να κατασιγάσουν οι φήμες που υποστήριζαν ότι η πυρκαγιά προήλθε από εμπρησμό με διαταγή του Νέρωνα.
Όταν κατασβέσθηκε η φωτά, ο Νέρων προχώρησε σε ένα μεγαλεπήβολο και πολυέξοδο σχέδιο οικιστικής αναμόρφωσης της πρωτεύουσας. Η χριστιανική κοινότητα της Ρώμης εξολοθρεύτηκε και, όταν ανασυγκροτήθηκε, ο διωγμός της είχε πλέον ξεχαστεί, αφού δεν αναφέρεται στα χριστιανικά μαρτυρολόγια. Όμως το γεγονός αυτό, η μητροκτονία που διέπραξε και η τυραννική διακυβέρνηση που του αποδίδουν Ρωμαίοι ιστορικοί της περιόδου, η εγκυρότητα και αμεροληψία των οποίων σήμερα αμφισβητείται από ορισμένους μελετητές, έδωσαν στον Νέρωνα κακή φήμη. Το 66 μ.Χ. πραγματοποίησε μία επιτυχημένη περιοδεία στην Ελλάδα με νίκες σε αρματοδρομίες και θεατρικούς αγώνες. Μετά την επιστροφή του από το ταξίδι στην Ελλάδα, το 67 μ.Χ., ο Νέρων βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα και επαναστάσεις. Ο Ιούλιος Βίντεξ, νικητής της Γαλατίας, θανατώθηκε. Η βασιλεία του έληξε άδοξα όταν η Σύγκλητος το 68 τον κήρυξε δημόσιο κίνδυνο, τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει και αναγνώρισε ως αυτοκράτορα τον πρώην ύπατο Γάλβα, με αποτέλεσμα την έκρηξη ενός σύντομου εμφυλίου πολέμου, τον φόνο του Γάλβα και το τέλος της Ιούλιο-Κλαυδιανής δυναστείας που αντλούσε το κύρος της από τους συγγενικούς δεσμούς με τον Οκταβιανό Αύγουστο και, μέσω αυτού, με τον Ιούλιο Καίσαρα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς η είδηση του θανάτου του Νέρωνα έγινε δεκτή με χαρά από την αριστοκρατία και τη Σύγκλητο αλλά δυσαρέστησε τις λαϊκές μάζες.
Η κρατούσα άποψη για την προσωπικότητά του Νέρωνα, που κατά σημαντικό ποσοστό διαμορφώθηκε από την εμπάθεια που διαχρονικά έτρεφαν εναντίον του ιστοριογράφοι επηρεασμένοι από τον Χριστιανισμό, καθώς και ο γελοιογραφικός και απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται (ως καρικατούρα) σε σύγχρονα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα, αδικεί τον Νέρωνα σε βαθμό ανάλογο με την περίπτωση του επίσης αδικημένου Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουλιανού (του λεγόμενου Παραβάτη, 361-363 μ.Χ.). Τα γεγονότα και η δράση του δείχνουν ότι στην πραγματικότητα ο Νέρων ήταν ένας φωτισμένος ηγεμόνας, βαθιά ποτισμένος από το πνεύμα του ελληνικού πολιτισμού, με ευρύ μεταρρυθμιστικό πολιτικό και δημοσιονομικό πρόγραμμα (ανεκπλήρωτο τελικά), για το οποίο δεν δίστασε να αναμετρηθεί με την κυρίαρχη τάξη των αριστοκρατών που μεθόδευσαν και πέτυχαν την πτώση του.
Η επόμενη διετία (68-69) είναι γνωστή ως «περίοδος των 4 αυτοκρατόρων», κατά την οποία η διαδοχή των ηγεμόνων γινόταν μετά από σύντομη παραμονή στην εξουσία. Ο Γάλβας με αυστηρά οικονομικά μέτρα προκάλεσε τις αντιδράσεις των πραιτωριανών και των λαϊκών στρωμάτων και δολοφονήθηκε. Ο Όθων ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και οι λεγεώνες της Γερμανίας ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Βιτέλλιο. Όμως, οι ανατολικές λεγεώνες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Βιτέλλιο ως αυτοκράτορα και η σύγκλητος ανακήρυξε τον διοικητή της Ιουδαίας, Βεσπασιανό, αυτοκράτορα, ιδρύοντας μία νέα δυναστεία, αυτήν των Φλαβίων.
Ο Γάλβας (Servius Sulpicius Galba, 3 π.Χ. - 15 Ιανουαρίου 69 μ.Χ.) ήταν ο 6ος (βραχύβιος) αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (από το 68 έως το 69 μ.Χ.), διάδοχος του Νέρωνα, ένας από τους τέσσερις αυτοκράτορες της μιας χρονιάς (69 μ.Χ.). Υπήρξε πραίτορας σε ηλικία 20 ετών, διοικητής της Ακουιτανίας και ύπατος το 33 μ.Χ. Λόγω των επιτυχιών του στις στρατιωτικές αποστολές διορίστηκε ανθύπατος της Αφρικής από τον Κλαύδιο και μετέπειτα διοικητής της Ταρρακωνησίας της Ισπανίας από τον Νέρωνα.
Με την αυτοκτονία του Νέρωνα, ανακηρύχθηκε αυθαίρετα αυτοκράτορας από τα στρατεύματα της Ισπανίας. Αμέσως τον αναγνώρισαν ως αυτοκράτορα οι υπόλοιπες στρατιωτικές μονάδες και η Σύγκλητος. Με την ανάρρηση του στο θρόνο οι πρώτες του ενέργειες, αναλώθηκαν στο να ευεργετήσει τους φίλους του και να καταδιώξει τους εχθρούς του, εντός της αυτοκρατορίας. Κατ´ αρχάς αρνήθηκε το καθιερωμένο χρηματικό δώρο (donativum) στους πραιτωριανούς λέγοντας πως κατατάσσει τους στρατιώτες του και δεν τους εξαγοράζει. Ως διάδοχο του όρισε τον Γάιο Πίσωνα Λικιανό γνωστό συντηρητικό και αφοσιωμένο στην αυστηρότητα των ηθών. Όμως οι πραιτωριανοί, λόγω των οικονομικών περιορισμών που τους επέβαλλε, εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Μάρκο Σάλβιο Όθωνα, ενώ ο Γάλβας δολοφονήθηκε.
Ο Όθων (Marcus Salvius Otho Caesar Augustus, 25 Απριλίου 32 - 16 Απριλίου 69, <από το ρήμα «όθομαι» = ανηυσχώ, προσέχω, φροντίζω), ήταν ο 7ος Ρωμαίος αυτοκράτορας για τρεις μήνες (15 Ιανουαρίου 69 - 16 Απριλίου 69), ο δεύτερος κατά σειρά έτους των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων. καταγόμενος από ετρουσκική οικογένεια ευγενών. Υπήρξε σύζυγος της Ποππαίας Σαβίνας, την οποία εξαναγκάστηκε να διαζευχθεί το 58 μ.Χ. για να την νυμφευθεί ο Νέρων. Μετά το διαζύγιο υπηρέτησε επί δεκαετία ως διοικητής της Λουζιτανίας στη σημερινή Πορτογαλία. Όταν ο Γάλβας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στη γειτονική Ισπανία, τον ακολούθησε στην Ιταλία, όπου μετά τη δολοφονία του Γάλβα, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους πραιτωριανούς. Τρεις μήνες αργότερα σημειώθηκε ανταρσία των στρατευμάτων που βρίσκονταν στη Γερμανία υπό τον Βιτέλιο. Ο Όθων κινήθηκε εναντίον τους για την κατάπνιξη της εξέγερσης, αλλά ηττήθηκε στην αποφασιστική Μάχη του Μπεντριάκουμ (Bedriacum), κοντά στη σημερινή πόλη Κρεμόνα της Β.Ιταλίας και αυτοκτόνησε.
Ο Αύλος Βιτέλλιος Γερμανικός γνωστός απλά ως Βιτέλλιος (Aulus Vitellius Germanicus Augustus, 24 Σεπτεμβρίου 15 - 22 Δεκεμβρίου 69) ήταν ο 8ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ένας από τους 4 αυτοκράτορες του 69 μ.Χ. Ήταν γιος του Λεύκιου Βιτέλλιου και της Σεξτίλιας. Είχε ακόμη έναν αδερφό, τον Λεύκιο Βιτέλλιο το νεότερο. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στο Κάπρι. Έχοντας την εύνοια των αυτοκρατόρων, ο Βιτέλλιος έγινε ανθύπατος στην Αφρική και αργότερα υπεύθυνος δημοσίων έργων. Ακόμη έγινε διοικητής της Κάτω Γερμανίας. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε 3 παιδιά. Ήταν σπάταλος και βίαιος άνθρωπος. Μάλιστα, όταν ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και οι στρατιώτες του κέρδισαν μια μάχη κοντά στην Κρεμόνα, τους άφησε να λεηλατήσουν την ιταλική ύπαιθρο. Σε ένα άλλο περιστατικό, πέρασε σε ένα κάμπο, ο οποίος ήταν γεμάτος από σωρούς νεκρών. Τότε μερικοί στρατιώτες αηδίασαν από το θέαμα και ο Βιτέλλιος τους είπε: «Τα πτώματα ενός εχθρού μυρίζουν πάντα καλά, ιδιαίτερα όταν είναι πτώματα συμπολίτη».
Η θέση του στο θρόνο αμφισβητήθηκε από τις λεγεώνες των ανατολικών επαρχιών, που ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον διοικητή τους Βεσπασιανό. Επακολούθησε πόλεμος που κατέληξε σε συντριπτική ήττα του Βιτέλλιου στη Δεύτερη Μάχη του Μπεντιάκρουμ της Β.Ιταλίας. Μολονότι ο Βιτέλλιος ήταν πρόθυμος να παραιτηθεί υπέρ του ανταγωνιστή του, δολοφονήθηκε από τους στρατιώτες του Βεσπασιανού στη Ρώμη στις 22 Δεκεμβρίου 69. Οι όροι της παραίτησης είχαν πράγματι συμφωνηθεί με τον Μάρκο Αντώνιο Πρίμο, διοικητή της έκτης λεγεώνας που υπηρετούσε στην Παννονία και ήταν ένας από τους κύριους υποστηρικτές του Βεσπασιανού, αλλά οι πραιτωριανοί αρνήθηκαν να του επιτρέψουν να πραγματοποιήσει την συμφωνία, και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στο παλάτι, όπου τον εκτέλεσαν, μαζί με τον αδελφό και τον γιο του. Το σώμα του ρίχτηκε στον Τίβερη, ενώ, σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, τα τελευταία λόγια του Βιτέλλιου ήταν «Κι όμως ήμουν κάποτε αυτοκράτορας σας».
Ο Βεσπασιανός (Titus Flavius Caesar Vespasianus Augustus, 17 November 9 – 23 June 79), ήταν ο 9ος αυτοκράτορας της Ρώμης, ιδρυτής της δυναστείας των Φλαβίων, που κυβέρνησε της Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επί 27 έτη. Πατέρας του ήταν ο Τίτος Φλάβιος Σαββίνος 1ος και μητέρα του η Βεσπάσια Πόλλα. Γεννήθηκε στη Φαλακρίνα (Falacrina) της περιοχής των Σαβίνων και είχε τρία αδέρφια, αλλά το μεγαλύτερο από αυτά, το οποίο ήταν κορίτσι, πέθανε στη γέννα. Καταγόταν από οικογένεια ιππέων, αλλά ανήλθε στην τάξη των συγκλητικών κατά τη διάρκεια της Ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας. Η πολιτική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 37, όταν εκλέχτηκε κοσμήτορας στην Κρήτη και στην Κυρηναϊκή, ενώ το 39 εκλέχτηκε πραίτορας, την περίοδο που αυτοκράτορας ήταν ο Καλιγούλας και το 51 εκλέχτηκε ύπατος στη Γερμανία. Η φήμη του αυξήθηκε χάρη στις στρατιωτικές επιτυχίες του. Ήταν λεγάτος της 2ης λεγεώνας κατά την ρωμαϊκή εισβολή στη Βρετανία το 43 μ.Χ. και υπέταξε την Ιουδαία, κατά την εβραϊκή επανάσταση του 66 μ.Χ. Την εποχή που βρισκόταν στην Ιουδαία, ο αυτοκράτορας Νέρων αυτοκτόνησε, βυθίζοντας τη Ρώμη σε ένα έτος εμφυλίων πολέμων, γνωστό ως Έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων (69 μ.Χ.). Ύστερα από τον θάνατο του Γάλβα και του Όθωνα, μετά από σύντομη βασιλεία, αυτοκράτορας έγινε ο Βιτέλλιος, τον Απρίλιο του 69. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες της Αιγύπτου και της Ιουδαίας αντέδρασαν, ανακηρύσσοντας τον διοικητή τους Βεσπασιανό αυτοκράτορα την 1η Ιουλίου 69. Στο δρόμο για την αυτοκρατορική εξουσία ο Βεσπασιανός ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Μουκιανού, κυβερνήτη της Συρίας, και του Πρίμου, στρατηγού στην Παννονία, αφήνοντας τον γιο του Τίτο, επικεφαλής των δυνάμεων που πολιορκούσαν την Ιερουσαλήμ. Ο Μουκιανός και ο Πρίμος οδήγησαν τις Φλαβιανές δυνάμεις εναντίον του Βιτέλλιου, ενώ ο Βεσπασιανός απέκτησε τον έλεγχο της Αιγύπτου. Στις 20 Δεκεμβρίου 69 ο Βιτέλλιος ηττήθηκε στη Δεύτερη Μάχη του Μπεντιάκρουμ στη Β.Ιταλία και την επόμενη μέρα ο Βεσπασιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τη σύγκλητο.
Κατά τη διάρκεια της 10ετούς βασιλείας του ο Βεσπασιανός έγινε γνωστός για πολλά δημόσια έργα που κατασκεύασε, όπως ιδιαίτερα το Φλαβιανό Αμφιθέατρο (γνωστό σήμερα ως Κολοσσαίο) και το Φόρουμ. Διάσημος είναι επίσης για το φόρο που επέβαλε για την ούρηση («βεσπασιανές» ονομάζονται μέχρι σήμερα τα δημόσια αφοδευτήρια). Άσκησε περιοριστική οικονομική πολιτική που αύξησε τις προσόδους του κράτους, πολλοί άνεργοι απασχολήθηκαν στην κατασκευή δημόσιων έργων, η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (civitas romana) παραχωρήθηκε σε μεγαλοκτηματίες και επαρχιώτες εισήλθαν στη σύγκλητο, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια παλαιότερων μελών της. Αποκαθιστώντας την πειθαρχία στο στρατό, περιόρισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, για χάρη των δημόσιων οικονομικών, εκτός από την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των Ιουδαίων στην Παλαιστίνη και τις εκστρατείες στη Συρία και τη Βρετανία, όπου διακρίθηκε ο στρατηγός του Αγκρίκολα. Πέθανε το 79, αλλά τα αίτια του θανάτου του αμφισβητούνται. Ο Βεσπασιανός ήταν ο πρώτος χρονολογικά αυτοκράτορας της Ρώμης, τον οποίο διαδέχθηκαν, με βάση την αρχή της κληρονομικής διαδοχής, κατά σειρά οι φυσικοί γιοι του Τίτος και Δομιτιανός, ιδρύοντας έτσι την Δυναστεία των Φλαβίων.
Ο Τίτος (Titus Flavius Vespasianus, 30 Δεκεμβρίου 39 - 13 Σεπτεμβρίου 81) ήταν ο 10ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 79 έως το 81, κατακτητής της Ιερουσαλήμ. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Βεσπασιανό ως μεγαλύτερος γιος, ενώ μητέρα του ήταν η Φλάβια Δομιτίλα η πρεσβύτερη. Είχε μία μικρότερη αδελφή, την Δομιτίλα τη νεότερη και έναν μικρότερο αδελφό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Δομιτιανό. Στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του (79 μέχρι 81 μ.Χ.), ήταν δημοφιλής λόγω των γεναιόδωρων δημοσίων δαπανών του. Η περίοδος εξουσίας του σημαδεύτηκε από τη φοβερή φυσική καταστροφή που προκάλεσε η έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., η οποία έθαψε κάτω από στρώματα τέφρας δύο πόλεις, την Πομπηία και το Ηράκλειο.
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Βρετανία και τη Γερμανία, ανέλαβε τη διοίκηση μιας λεγεώνας στην Ιουδαία, υπό τις διαταγές του πατέρα του Βεσπασιανού (67 μ.Χ.). Ο Βεσπασιανός είχε σταλεί εκεί για να καταστείλει μια εξέγερση από τις πολλές των Ιουδαίων, ως επικεφαλής των ρωμαϊκών λεγεώνων. Όταν πέθανε ο Νέρων, o Τίτος ανέλαβε την πλήρη διοίκηση της πολεμικής επιχείρησης, με αποτέλεσμα την κατάληψη και πλήρη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη θανάτωση 1.100.000 Εβραίων. Η Αψίδα του Τίτου ανεγέρθηκε στη ρωμαϊκή αγορά προς υπενθύμιση αυτής της νίκης. Μετά τον θρίαμβο της Ιερουσαλήμ ανέλαβε τη διοίκηση της Πραιτωριανής φρουράς του Βεσπασιανού. Ταυτόχρονα απέκτησε την εξουσία του Δημάρχου, έγινε κήνσορας μαζί με τον πατέρα του (79), και επτά φορές ύπατος (μεταξύ 70 και 79). Παρά τη δημοτικότητά του, ο Τίτος δεν απέφυγε τις αντιδράσεις λόγω της εμπλοκής του, ως βοηθός του Βεσπασιανού, σε πολεμικές επιχειρήσεις και της ερωτικής σχέσης που διατηρούσε με την αδελφή του Ηρώδη Αγρίππα Β´, Βερενίκη. Η πιθανότητα επανάληψης ενός γάμου, Ρωμαίου αυτοκράτορα με μια βασίλισσα από την ανατολή, ήταν αρνητικό γεγονός για την κοινή γνώμη, λόγω της προγενέστερης αρνητικής κατάληξης του γάμου της Κλεοπάτρας. Λίγο πριν την ανάρρηση του στο θρόνο ο Τίτος κατέστειλε μια συνωμοσία εναντίον του, γεγονός που δεν απέτρεψε την ομαλή και άμεση διαδοχή στο θρόνο όταν πέθανε ο πατέρας του.
Ο Τίτος υπήρξε δαψιλής στις παροχές προς τους πολίτες, αλλά και τον εαυτό του. Αναφέρεται ότι βοήθησε σημαντικά τους πληγέντες στην Καμπανία από την έκρηξη του Βεζούβιου και συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανοικοδόμηση της Ρώμης μετά την πυρκαγιά του έτους 80 μ.Χ. Επίσης αναβάθμισε το υδραγωγείο Άκουα Κλάουντια, επέκτεινε τις Θέρμες του Αγρίππα (δημόσια λουτρά της Ρώμης) και ολοκλήρωσε την κατασκευή του Φλάβειου Αμφιθεάτρου, γνωστού ως Κολοσσαίο, το οποίο είχε ξεκινήσει επί Βεσπασιανού. Η διάρκεια των εγκαινίων κράτησε 100 ημέρες. Ο Τίτος αναφέρεται ως ωραίος, καλλιεργημένος και ευγενικός. Σύμφωνα με τον Σουητώνιο ήταν ο «αγαπημένος του ανθρώπινου γένους». Πέθανε σε ηλικία 42 ετών, κατά τη διάρκεια επιδημικής νόσου και τον διαδέχτηκε ο νεότερος αδελφός του Δομιτιανός.
Ο Δομιτιανός (Titus Flavius Domitianus, 24 Οκτωβρίου 51 - 18 Σεπτεμβρίου 96) ήταν ο 11ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 81 έως το 96 μ.Χ., ο τρίτος και τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Φλαβίων. Πατέρας του ήταν ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός και μητέρα του η Φλαβία Δομιτίλα. Σύζυγός του ήταν η Δομιτία Λογγίνα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά που πέθαναν σε μικρή ηλικία. Ο Δομιτιανός δεν έλαβε συστηματική παιδεία, καθώς από νεαρή ηλικία (18 ετών) έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην κατάληψη της εξουσίας από τον πατέρα του (69 μ.Χ.). Η ανάρρησή του στο θρόνο το 81 μ.Χ. έγινε, μετά το θάνατο του αδελφού του Τίτου, σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του.
Αμέσως ο Δομιτιανός φανέρωσε την πρόθεσή του να μετατρέψει το πολιτικό καθεστώς της Ρώμης σε απόλυτη μοναρχία. Λειτούργησε ως απόλυτος μονάρχης που στηριζόταν στους στρατιώτες της πραιτωριανής φρουράς του. Συγκέντρωσε στο πρόσωπό του πολλά αξιώματα και τίτλους, διέθετε ακολουθία 24 ραβδούχων και, μετά τη νίκη του στο γερμανικό μέτωπο το 83 μ.Χ., συνήθιζε να παρουσιάζεται στη σύγκλητο με στολή θριαμβευτή.
Το 86 μ.Χ. θέσπισε στη Ρώμη τα «Καπιτώλια», αγώνες προς τιμή του Δία (agon capitolinus) που επιβίωσαν έως την εποχή του Διοκλητιανού, στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Οι αγώνες αυτοί είχαν ως πρότυπο τα Ολύμπια και έτσι περιλάμβαναν στάδιο, δίαυλο, δόλιχο και οπλιτοδρομία, πένταθλο, τα τρία βαρέα αγωνίσματα, καθώς και αγώνα δρόμου γυναικών. Για τη διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων ο Δομιτιανός έκτισε στη Ρώμη στάδιο ελληνικού τύπου, στο Πεδίο του Άρεως, ενώ για τους μουσικούς αγώνες έκτισε Ωδείο. Τα θεμέλια αυτών των κτισμάτων έχουν βρεθεί κάτω από την Piazza Navona της σύγχρονης πόλης. Ο ίδιος εμφανιζόταν ως πρόεδρος των αγώνων και φορούσε ελληνική ενδυμασία. Ακόμη ευνόησε τους αγώνες μονομάχων και τη λατρεία της Μινέρβας (Αθηνάς), που τη θεωρούσε προστάτιδά του. Σε ό,τι αφορά την οργάνωση της δημόσιας ζωής, ο Δομιτιανός προσέδωσε τυπικό χαρακτήρα στη σύγκλητο και συζητούσε τα ουσιαστικά θέματα σχεδόν αποκλειστικά με το αυτοκρατορικό συμβούλιο, γεγονός που δυσαρέστησε τους συγκλητικούς. Επιπλέον, οι άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων αντιτάχθηκαν στην αυταρχικότητά του και στην αυτοκρατορική λατρεία. Ο Δομιτιανός αντέδρασε με διώξεις, εξορίες και εκτελέσεις των αντιφρονούντων. Προήγαγε τους καταδότες σε κρατικούς αξιωματούχους και όσοι φιλόσοφοι ή διανοούμενοι τηρούσαν κριτική στάση απέναντί του εξορίστηκαν. Οι φιλόσοφοι κάθε είδους διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν πρώτα τη Ρώμη (89 μ.Χ.) και ύστερα το ιταλικό έδαφος (95 μ.Χ.), ενώ δίωξη υπέστησαν και οι χριστιανοί.
Το φοβερό κλίμα τυραννίας που επικρατούσε, δημιούργησε αντιδράσεις, αλλά και ανησυχία ακόμη και στους ίδιους τους συνεργάτες του Δομιτιανού. Οι τελευταίοι συνωμότησαν με τη γυναίκα του Δομιτία Λογγίνα και τον δολοφόνησαν το 96 μ.Χ. Η σύγκλητος καταδίκασε επίσημα τη μνήμη του (damnatio memoriae).
Ωστόσο, ο Δομιτιανός, παρά την τυραννικότητά του, παρουσίαζε σημαντικά θετικά στοιχεία: μερίμνησε για τη βελτίωση της διοίκησης των επαρχιών, άσκησε δυναμική εξωτερική πολιτική, ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την απονομή της δικαιοσύνης, προσπάθησε να ενισχύσει την ιταλική γεωργία προστατεύοντας τους μικροκαλλιεργητές, πήρε μέτρα για τη βελτίωση των ρωμαϊκών ηθών και, τέλος, κόσμησε τη Ρώμη με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, όπως για παράδειγμα ο ναός του Δία στο λόφο του Καπιτωλίου και η Νέα Αγορά.
Ο Μάρκος Κοκκήιος Νέρβας (Marcus Cocceius Nerva, 8 Νοεμβρίου 30 μ.Χ. - 27 Ιανουαρίου 98 μ.Χ.) ήταν ο 12ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από τις 18 Σεπτεμβρίου 96 μ.Χ. μέχρι τον θάνατό του. Παρά την σύντομη βασιλεία του, είναι γνωστός για την ίδρυση της δυναστείας των Αντωνίνων, αφού διάλεξε για διάδοχό του τον εξαιρετικό στρατηγό Τραϊανό.
Γεννήθηκε το έτος 30 στη Νάρνια της Ουμβρίας σε μια ευγενική ιταλική οικογένεια. Η οικογένειά του εισέρχεται στη ρωμαϊκή Σύγκλητο επί Αυγούστου. Ο πατέρας του ήταν φημισμένος νομοδιδάσκαλος, με μεγάλη περιουσία. Ο Νέρβας ακολούθησε σπουδαία πολιτική καριέρα: Έγινε ταμίας (quaestor), έπειτα Πραίτορας επί Νέρωνα και ύπατος το 71 μαζί με τον Τίτο. Το 90 μοιράστηκε την υπατεία με τον Δομιτιανό. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, το 65 ο Νέρβας συμμετείχε στην καταστολή της συνωμοσίας κατά του Νέρωνα, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Πείσωνας. Έλαβε τιμητικά ως αμοιβή κοσμήματα θριάμβου από τη Σύγκλητο. Οι θριαμβευτικές του εικόνες τοποθετήθηκαν στο φόρουμ και το άγαλμά του στον Παλατινό λόφο πλάι στον Τιγελλίνο. Το έτος 93, υπέστη μια ελαφρά ατίμωση και εξορίστηκε στον Τάραντα. Πέτυχε δίχως πρόβλημα να περάσει τη δεσποτική βασιλεία του Δομιτιανού.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 ο Δομιτιανός δολοφονήθηκε από μέλη της Πραιτωριανής Φρουράς και της Συγκλήτου που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Ο Νέρβας ανακηρύχτηκε αυτοκράτωρ από τη Σύγκλητο την ίδια μέρα που ψήφισε την "καταδίκη μνήμης" (damnatio memoriæ) του Δομιτιανού.Το όνομά του και τα σύμβολά του εξαφανίστηκαν από τις δημόσιες επιγραφές και έτσι ξεκίνησε η διαδικασία εκκαθάρισης των συνεργατών και όσων ευνοήθηκαν από τις πολιτικές του προηγούμενου αυτοκράτορα. Ωστόσο, η άνοδος του Νέρβα επέφερε σποραδικές ανταρσίες μέσα στον στρατό.
Ως νέος επικεφαλής της αυτοκρατορίας ο Νέρβας ορκίστηκε να θέσει τέλος στον απολυταρχισμό του Δομιτιανού και να επαναφέρει τα δικαιώματα που αφαιρέθηκαν στους πολίτες. Αυτός ο όρκος επαναλήφθηκε από τους διαδόχους του. Στη συνέχεια, επανήλθαν τα πρόσωπα που εξορίστηκαν και έληξαν οι δίκες εναντίον των ανταρτών του Δομιτιανού. Ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να ηρεμήσει τους πραιτωρικούς κοόρτεις που απαιτούσαν την απονομή θεϊκών τιμών στον εκλιπόντα αυτοκράτορα. Κατά το τυπικό έθιμο της εποχής, με αφορμή την αλλαγή αυτοκράτορα, λήφθηκαν ορισμένα μέτρα για να επανέλθουν η εμπιστοσύνη και η στήριξη του λαού. Ο Νέρβας εμφανίστηκε γενναιόδωρος χαρίζοντας δώρα και χρήματα στο λαό και το στρατό. Ακολούθησαν οικονομικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την ελάφρυνση του βάρους των φόρων για τους άπορους Ρωμαίους. Ο Νέρβας παραχώρησε στους φτωχότερους οικόπεδα μεγάλης αξίας. Παρόλα αυτά η διοίκησή του σημαδεύτηκε από οικονομικά προβλήματα καθώς τα έξοδά του επιβάρυναν την οικονομία του κράτους. Δημιουργήθηκε μια ειδική επιτροπή που ανέλαβε την επίλυση του οικονομικού ζητήματος με δραστική ελάττωση των δαπανών. Τα περιττά έξοδα όπως θρησκευτικές θυσίες, αγώνες και ιπποδρομίες καταργήθηκαν, εισπράχθησαν νέα κέρδη από τα πλούτη και τα υπάρχοντα του Δομιτιανού, αλλά και από τα χρυσά και ασημένια αγάλματά του. Ο Νέρβας απαγόρεψε τη δημιουργία αγαλμάτων προς τιμήν του. Τα δημόσια έργα του Νέρβα ήταν ελάχιστα λόγω της σύντομης θητείας του και έτσι πρόλαβε μόνο να ολοκληρώσει έργα και επισκευές που είχαν ξεκινήσει πριν να έρθει στην εξουσία, όπως το σύστημα των ρωμαϊκών δρόμων και η επέκταση των υδραγωγείων. Το ενδεχόμενο μεγάλης κρίσης μετά το θάνατό του (π.χ. από εμφύλιους πολέμους) αποφεύχθηκε με την υιοθεσία του διοικητή του στρατού του Ρήνου Τραϊανού, γεγονός που δείχνει τη σημασία του επαρχιακού στοιχείου στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας. Η πλειοψηφία των Ιταλιωτών συγκλητικών περιορίστηκε και οι σχέσεις της συγκλήτου με τον αυτοκράτορα βελτιώθηκαν.
Ο Τραϊανός (Marcus Ulpius Nerva Traianus, 18 Σεπτεμβρίου 53 - 8 Αυγούστου 117) ήταν Ρωμαίος ηγεμόνας από το 98 μ.Χ. έως το θάνατό του, ένας από τους ικανότερους Αυτοκράτορες της Ρώμης (13ος κατά σειρά). Γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 53 μ.Χ. και ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που δεν ανήκε σε ευγενή οικογένεια της Ρώμης. Πριν γίνει αυτοκράτορας διετέλεσε διοικητής του ρωμαϊκού στρατού στην περιοχή του Ρήνου.
Επί των ημερών του, η αυτοκρατορία επεκτάθηκε σε νέα και πλούσια εδάφη στην περιοχή της Δακίας με τους δύο Δακικούς Πολέμους (101-106), ενώ ξεκίνησε και εκστρατεία εναντίον των Πάρθων. Στο οικονομικό πεδίο, ελάττωσε τους φόρους και ενίσχυσε το σύστημα δωρεάν παροχής σιτηρών (alimenta). Με τα χρήματα από τα πλούσια λάφυρα των δακικών πολέμων βελτίωσε τα οικονομικά των επαρχιακών πόλεων, ενώ αύξησε την κρατική παρέμβαση στη διοίκηση διορίζοντας λογιστές που επέβλεπαν τα οικονομικά των πόλεων. Το 104 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Μέγιστου Αρχηγού («optimus princeps»).
Ίσως ήταν η καλύτερη περίοδος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφού η ακμή της έφτασε στο απόγειό της. Οι αρχαίοι συγγραφείς εκφράζουν για το πρόσωπό του θαυμασμό που ξεπερνά οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Σημαντική ήταν η δημοτικότητά του, σε αντίθεση με τα αισθήματα απέχθειας για το Δομιτιανό, και η συμφιλιωτική και μετριοπαθής πολιτική του προς τη Σύγκλητο. Μοναδική ήταν και η γοητεία της προσωπικότητάς του. Οι στρατιώτες ήταν αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα που μοιραζόταν μαζί τους τα λάφυρα του πολέμου και έσχιζε τα ρούχα του για να δέσει τις πληγές τους. Πρόσφερε άφθονα άρτο και θεάματα (panem et circenses) και ήξερε να ανεβάζει το ηθικό του λαού με τις νίκες του. Πέθανε στις 8 Αυγούστου του 117 κατά τη διάρκεια εκστρατείας κατά των Πάρθων. Στον Τραϊανό αποδίδονται δύο επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας (το αμφισβητούμενο ΙΧ 388 και το ΧΙ 418). Οι σωζόμενες επιστολές του Τραϊανού προς τον Πλίνιο το Νεότερο, διοικητή Βιθυνίας και Πόντου, δείχνουν τη λεπτότητα και την ευγένεια του αυτοκράτορα.
Ο Αδριανός (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 24 Ιανουαρίου 76 - 10 Ιουλίου 138), ήταν ο 14ος Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά τα έτη 117–138, καθώς και στωικός και επικούρειος φιλόσοφος. Αποτελεί τον τρίτο από τους λεγόμενους "Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες" (Νέρβας, Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος, Μάρκος Αυρήλιος). Η βασιλεία του είχε ένα διστακτικό ξεκίνημα, μια ένδοξη περίοδο ακμής και ένα τραγικό επίλογο.
α. Νεανική Ηλικία
Παρόλο που σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ο Αδριανός γεννήθηκε στην Ιτάλικα, μια πόλη στην επαρχία με το όνομα Hispania Baetica (η νοτιότερη ρωμαϊκή επαρχία στην Ιβηρική Χερσόνησο, που περιλαμβάνει τη σύγχρονη Ισπανία και Πορτογαλία), ο ίδιος αναφέρει στη χαμένη αυτοβιογραφία του πως γεννήθηκε στη Ρώμη στις 24 Ιανουαρίου 76, από μια οικογένεια με ιταλικές ρίζες, η οποία διέμενε στην Ισπανία για πολλές γενεές. Ωστόσο, ίσως αυτό να ήταν κάποιος πολιτικός ελιγμός από μέρους του, ώστε να αποδείξει πως ήταν Ρωμαίος από κάθε άποψη. Πατέρας του ήταν ο Ρωμαίος από την Ισπανία, Πούπλιος Αίλιος Αδριανός Άφερ, ο οποίος ως συγκλητικός της τάξης των πραιτωριανών περνούσε πολύ από τον καιρό του στη Ρώμη. Οι πρόγονοί του κατάγονταν από την Αδρία, το σύγχρονο Άτρι, μία αρχαία πόλη στο Πικένον της Ιταλίας. Ωστόσο η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ιτάλικα λίγο μετά την ίδρυσή της από το Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Ο Άφερ ήταν εξάδελφος από την πλευρά του πατέρα του με τον μέλλοντα αυτοκράτορα Τραϊανό. Μητέρα του ήταν η Δομίτια Παυλίνα από τις Γάδες (το Κάδιξ). Η Παυλίνα ήταν κόρη διακεκριμένης οικογένειας Ρωμαίων από την Ισπανία. Μοναδική αδερφή του Αδριανού ήταν η Αέλια Δομίτια Παυλίνα. Οι γονείς τους πέθαναν το 85/86 όταν ο Αδριανός ήταν μόλις εννέα ετών, και έτσι ο τελευταίος πέρασε στην κηδεμονία του Τραϊανού και του Πούμπλιου Ακίλιου Αττιανού. Ο Αδριανός έλαβε μόρφωση σε διάφορα πεδία, όπως όλοι οι νεαροί αριστοκράτες της εποχής του. Μάλιστα του άρεσε τόσο πολύ να μελετά την ελληνική λογοτεχνία που τον αποκαλούσαν Graeculus ("Μικρό Έλληνα").
Ο Αδριανός επισκέφτηκε και πάλι την Ιτάλικα όταν ήταν 14 ετών και κατετάγη στο στρατό, αλλά ανακλήθηκε από τον Τραϊανό ο οποίος από εκεί και έπειτα ανέλαβε τη διαπαιδαγώγησή του. Δεν επέστρεψε ποτέ πια εκεί αν και αργότερα η πόλη ανακηρύχθηκε «κολωνία» (colonia) προς τιμήν του. Η πρώτη του στρατιωτική θέση ήταν αυτή του τριβούνου στη λεγεώνα Legio II Adiutrix. Αργότερα, πήρε μετάθεση για τη Legio I Minervia στη Γερμανία. Όταν ο Νέρβας πέθανε το 98, έσπευσε να ενημερώσει προσωπικά τον Τραϊανό. Αργότερα έγινε λεγάτος μιας λεγεώνας στην Άνω Παννονία και κατόπιν κυβερνήτης της επαρχίας αυτής. Υπήρξε επίσης για σύντομο διάστημα άρχων της Αθήνας, όπου και ονομάστηκε Αθηναίος πολίτης.
Ο Αδριανός συμμετείχε ενεργά στους πολέμους εναντίον τωνΔακών (ως λεγάτος της Legio V Macedonica) και πιθανολογείται πως ο Τραϊανός τον αντάμειψε για τις επιτυχίες του. Επειδή κατά τα χρόνια που βρισκόταν στο θρόνο δεν διεξάχθηκαν πόλεμοι, οι στρατιωτικές αρετές του Αδριανού δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, ωστόσο το γνήσιο ενδιαφέρον του και οι γνώσεις του για το στρατό, καθώς και η ικανότητα που έδειξε στον τομέα της διοίκησης, καταδεικνύουν πιθανό ταλέντο στη στρατηγική.
Ο Αδριανός συνόδεψε τον Τραϊανό στην εκστρατεία του ενάντια στην Παρθία ως μέλος τους επιτελείου του. Ούτε κατά τη διάρκεια της αρχικής νικηφόρας φάσης, ούτε κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης του πολέμου, όταν η επανάσταση εξαπλώθηκε στη Μεσοποταμία, ο Αδριανός έκανε κάτι αξιοσημείωτο. Εν τούτοις, όταν ο κυβερνήτης της Συρίας έπρεπε να αποσταλεί στη Δακία όπου είχαν ξεσπάσει νέες φασαρίες, ο Αδριανός ονομάστηκε αντικαταστάτης του, λαμβάνοντας αυτόνομη διοικητική εξουσία. Ο Τραϊανός, σοβαρά άρρωστος τη στιγμή εκείνη, αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρώμη, ενώ ο Αδριανός έμεινε στη Συρία για να προστατεύει τις ρωμαϊκές κατακτήσεις. Ο Τραϊανός έφτασε μέχρι την πόλη Selinus πριν αρρωστήσει τόσο ώστε να μην μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι του. Αν και ο Αδριανός ήταν η προφανής επιλογή για τη διαδοχή, δεν είχε ποτέ υιοθετηθεί από τον αυτοκράτορα. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι, ενώ ο Τραϊανός κειτόταν ετοιμοθάνατος, με τη σύζυγό του Πομπηία Πλοτίνα να τον φροντίζει, κατονόμασε διάδοχό του τον Αδριανό, ενώ και η Πλοτίνα ήταν θερμή υποστηρίκτρια του Αδριανού.
β. Αυτοκράτορας
Ο Αδριανός γρήγορα εξασφάλισε την υποστήριξη των λεγεώνων, οπότε ένας πιθανός ανταγωνιστής, ο Λούσιους Κουίετους, αποπέμφθηκε άμεσα. Η αποδοχή της Συγκλήτου ακολούθησε όταν παρουσιάστηκαν πιθανώς πλαστά έγγραφα υιοθεσίας από τον Τραϊανό (αν και ήταν υπό την κηδεμονία του). Η φήμη για πλαστογράφηση εγγράφου ήταν ελάσσονος σημασίας, αφού η νομιμότητα του Αδριανού προέκυψε από την έγκριση της Συγκλήτου και των στρατών της Συρίας.
Ο Αδριανός δεν πήγε αμέσως στη Ρώμη, αφού ήταν απασχολημένος με την αποκατάσταση της τάξης στην Ανατολή και με την κατάπνιξη της επανάστασης των Ιουδαίων που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραϊανού. Κατόπιν πήγε να εξασφαλίσει τα σύνορα στο Δούναβη. Στη θέση του, ο Αττιανός, πρώην προστάτης του Αδριανού, τοποθετήθηκε σε θέση ισχύος στη Ρώμη. Εκεί «ανακάλυψε» μια σκευωρία στην οποία εμπλέκονταν τέσσερις σημαντικοί συγκλητικοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Λούσιους Κουίετους, και ζήτησε από τη Σύγκλητο το θάνατό τους. Δεν τέθηκε θέμα δίκης, αφού οι στασιαστές καταδιώχθηκαν και εκτελέστηκαν. Επειδή ο Αδριανός απουσίαζε εκείνη την εποχή, μπόρεσε να υποστηρίξει ότι ο Αττιανός έδρασε με δική του πρωτοβουλία.
γ. Ο Αδριανός και ο Στρατός
Παρά τις ικανότητές του στη στρατιωτική διοίκηση, η βασιλεία του Αδριανού χαρακτηρίστηκε από την απουσία μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων, με εξαίρεση το δεύτερο πόλεμο ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Ρωμαίους. Εγκατέλειψε τις κατακτήσεις του Τραϊανού στη Μεσοποταμία, αποφασίζοντας πως ήταν αδύνατο να διαφυλαχτούν. Παραλίγο να ξεσπάσει πόλεμος με την Παρθία, γύρω στο 121, αλλά η απειλή αποφεύχθηκε όταν ο Αδριανός διαπραγματεύτηκε με επιτυχία συνθήκη ειρήνης.
Η φιλειρηνική πολιτική ενδυναμώθηκε με την ανέγερση μόνιμων αμυντικών έργων στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Το πιο γνωστό είναι το ογκώδες Τείχος του Αδριανού στη Μεγάλη Βρετανία. Τα σύνορα στο Δούναβη και το Ρήνο ενδυναμώθηκαν με μια σειρά ξύλινων κυρίως οχυρώσεων, οχυρών και παρατηρητηρίων, που διευκόλυναν ιδιαιτέρως την επικοινωνία και την τοπική ασφάλεια. Παρόμοια τείχη, πλίθινα αυτή τη φορά, έκτισε κατά μήκος κρίσιμων διαβάσεων στη Βόρεια Αφρική (Μαυριτανία), τα οποία είχαν μήκος πολλών δεκάδων χιλιομέτρων το καθένα. Για να κρατά ακμαίο το ηθικό των στρατιωτών και να μη μένουν αδρανείς, ο Αδριανός όρισε να γίνονται συχνά γυμνάσια, και μάλιστα επέβλεπε ο ίδιος τις διάφορες στρατιές. Παρόλο που τα νομίσματα που έκοψε απεικονίζουν τόσο πολεμικές όσο και ειρηνικές σκηνές, η πολιτική του Αδριανού ήταν η επιβολή της ειρήνης με τη δύναμη, ακόμη και την απειλή.
δ. Ο Δεύτερος Ρωμαιο-Ιουδαϊκός πόλεμος
Το 130, ο Αδριανός επισκέφθηκε τα ερείπια της Ιερουσαλήμ, τα οποία άφησε πίσω του ο Πρώτος Ρωμαιο–Ιουδαϊκός πόλεμος του 66 – 73. Υποσχέθηκε να ανοικοδομήσει την πόλη, αλλά σχεδίαζε να την κάνει μια παγανιστική μητρόπολη, την οποία θα ονόμαζε Αέλια Καπιτολίνα. Ένας νέος παγανιστικός ναός πάνω στα ερείπια του Δεύτερου Ναού της Ιερουσαλήμ επρόκειτο να αφιερωθεί στον Δία (Γιούπιτερ). Επιπροσθέτως, απαγόρευσε την περιτομή, την οποία, ως ένθερμος Ελληνιστής που ήταν, θεωρούσε ακρωτηριασμό. Ένα ρωμαϊκό νόμισμα με την επιγραφή Αέλια Καπιτολίνα κόπηκε το 132.
Η στάση αυτή του Αδριανού πυροδότησε μια νέα μεγάλη επανάσταση ( 132 – 135), υπό τον Μπαρ Κόκχμπα και τον Ακίμπα μπεν Τζόζεφ. Ο Αδριανός κάλεσε το στρατηγό του Σέξτο Ιούλιο Σέβερο από τη Βρετανία, και σώματα στρατού κατέφθασαν ακόμη και από το Δούναβη. Οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν βαρύτατες, και πιστεύεται ότι μια ολόκληρη λεγεώνα, η XXII Deiotariana καταστράφηκε. Οι απώλειες ήταν τόσο μεγάλες που ο Αδριανός στην αναφορά του προς τη Σύγκλητο παρέλειψε την καθιερωμένη φράση «Εγώ και οι λεγεώνες είμαστε καλά». Εντούτοις οι δυνάμεις του Αδριανού τελικά κατέπνιξαν την επανάσταση. Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, κατά τη διάρκεια του πολέμου 580.000 Ιουδαίοι έχασαν τη ζωή τους, ενώ 50 οχυρωμένες πόλεις και 985 χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Μετά τη λήξη του πολέμου, σύμφωνα με το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, ο Αδριανός συνέχισε τις θρησκευτικές διώξεις κατά των Ιουδαίων. Αποπειράθηκε να ξεριζώσει τον Ιουδαϊσμό, τον οποίο έβλεπε ως αιτία συνεχών επαναστάσεων, κήρυξε εκτός νόμου την Τορά, το εβραϊκό ημερολόγιο και εκτέλεσε Ιουδαίους λόγιους. Ο ιερός πάπυρος κάηκε τελετουργικά στο Όρος του Ναού. Στο πρώην σκευοφυλάκιο του Ναού εγκατέστησε δύο αγάλματα, ένα του Γιούπιτερ και ένα δικό του. Σε μια προσπάθεια να διαγράψει κάθε ανάμνηση της Ιουδαίας, αφαίρεσε το όνομά της από το χάρτη και το αντικατέστησε με το Συρία Παλαιστίνα, από τους Φιλισταίους, αρχέγονους εχθρούς των Ιουδαίων. Επανίδρυσε την Ιερουσαλήμ υπό τη μορφή ρωμαϊκής παγανιστικής πόλης, με το όνομα Αέλια Καπιτολίνα και απαγόρευσε στους Εβραίους να εισέρχονται σε αυτήν.
ε. Προστάτης των Τεχνών και των Γραμμάτων
Ο Αδριανός περιγράφεται συχνά ως ο πιο εύστροφος από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Του άρεσε να επιδεικνύει γνώσεις σε όλα τα πνευματικά και καλλιτεχνικά πεδία. Αναμφισβήτητα υπήρξε προστάτης των τεχνών. Η Βίλλα του Αδριανού στο Τίβολι ήταν το εξοχότερο ρωμαϊκό παράδειγμα αλεξανδρινού κήπου, ανασυνθέτοντας ένα ιερό τοπίο, χαμένο σήμερα σε μεγάλο μέρος εξαιτίας της καταστροφής των ερειπίων από τον Καρδινάλιο ντ’ Έστε που αφαίρεσε μεγάλο μέρος των μαρμάρων για να χτίσει τη Βίλλα ντ’ Έστε. Στη Ρώμη, το Πάνθεον, αρχικά χτισμένο από τον Αγρίππα, κατεστραμμένο από φωτιά το 80, χτίστηκε εκ νέου από τον Αδριανό με τη θολωτή μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα. Είναι ένα από τα πιο καλά διατηρημένα αρχαία ρωμαϊκά κτίρια και επηρέασε σημαντικά πολλούς από τους μεγάλους αρχιτέκτονες της Ιταλικής Αναγέννησης και του Μπαρόκ.
Πριν καν αρχίσει η περίοδος της βασιλείας του, ο Αδριανός έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική αλλά, από ό,τι φαίνεται, οι ενθουσιώδεις του προσπάθειες δεν είχαν πάντα ευνοϊκή αποδοχή. Για παράδειγμα, ο Απολλόδωρος της Δαμασκού, διάσημος αρχιτέκτων του Φόρουμ του Τραϊανού, απέρριψε τα σχέδιά του. Όταν ο Τραϊανός, προκάτοχος του Αδριανού, συμβουλεύτηκε τον Απολλόδωρο για κάποιο πρόβλημα σχετικό με την αρχιτεκτονική, ο Αδριανός διέκοψε για να πει τη γνώμη του, πράγμα που έκανε τον Απολλόδωρο να απαντήσει: «Ξεκουμπίσου και ζωγράφιζε τις κολοκύθες σου. Δεν έχεις ιδέα γι’ αυτά τα θέματα». Με τον όρο «κολοκύθες» αναφέρθηκε στους θόλους που είχε σχεδιάσει ο Αδριανός, όπως το Σεραπείο στη Βίλλα του. Φημολογείται ότι, όταν ο Αδριανός διαδέχτηκε τον Τραϊανό στον αυτοκρατορικό θρόνο, εξόρισε τον Απολλόδωρο και τελικά τον θανάτωσε. Είναι πολύ πιθανόν η ιστορία αυτή να κατασκευάστηκε αργότερα για να δυσφημίσει το χαρακτήρα του, καθώς ο Αδριανός, παρόλο που ήταν δημοφιλής στην αυτοκρατορία, δεν θαυμαζόταν από όλους, ούτε κατά τη διάρκεια της ζωής του ούτε αργότερα.
Ο Αδριανός έγραψε ποιήματα τόσο στα λατινικά όσο και στα ελληνικά.Θεωρείται ότι συνέθεσε τρία ή τέσσερα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Σώζεται το ποίημα που έγραψε στα λατινικά την ώρα του θανάτου του. Επίσης συνέγραψε την αυτοβιογραφία του, μια εργασία όχι ιδιαίτερα μεγάλη σε έκταση ή αποκαλυπτικότητα, με στόχο να ξεκαθαρίσει διάφορες φήμες και να εξηγήσει διάφορες πράξεις του. Το έργο αυτό δεν έχει διασωθεί αλλά από ό,τι φαίνεται χρησιμοποιήθηκε από το συγγραφέα – είτε τον Μάριο Μάξιμο είτε κάποιον άλλο – ως βάση για το βίο του Αδριανού στο έργο Historia Augusta.
Αξιοσημείωτη καινοτομία του Αδριανού ήταν η γενειάδα. Τα πορτρέτα των αυτοκρατόρων, από την εποχή του Μ.Αλεξάνδρου μέχρι τότε, τους παρουσίαζαν ξυρισμένους, ως ιδεατές απεικονίσεις Ελλήνων αθλητών. Ο Αδριανός, όπως δείχνουν όλα του τα πορτρέτα, επανέφερε τη γενειάδα της κλασικής εποχής. Οι διάδοχοί του αυτοκράτορες διατήρησαν την εμφάνιση με γενειάδα για πάνω από ενάμιση αιώνα και η συνήθεια αυτή κληρονομήθηκε και στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες.
Ο Αδριανός ήταν ουμανιστής και βαθύτατα φιλέλληνας σε όλα τα θέματα. Αγαπούσε τις διδαχές των φιλοσόφων Επίκτητου, Ηλιόδωρου και Φαβορίνου και γενικά θεωρείται επικούρειος, όπως και ορισμένοι από τους φίλους του. Στην πατρίδα του φρόντισε για τις κοινωνικές ανάγκες. Μείωσε αν και δεν κατάργησε τη δουλεία, εξανθρώπισε τον νομικό κώδικα και απαγόρευσε τα βασανιστήρια. Έχτισε βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, λουτρά και θέατρα. Θεωρείται από πολλούς ιστορικούς σοφός και δίκαιος: ο Σίλλερ τον αποκαλεί «πρώτο υπηρέτη της Αυτοκρατορίας», ενώ ο Έντουαρντ Γκίμπον θαύμαζε την «ευρεία και ενεργή ευφυΐα του», καθώς και τη «δικαιοσύνη και μετριοπάθεια» που τον χαρακτήριζαν.
στ. Ταξίδια στη Γερμανία και Βρετανία
Ο Αδριανός έκανε μεγάλα ταξίδια, επιθεωρώντας και βελτιώνοντας τις λεγεώνες που στρατοπέδευαν σε κάθε επαρχία. Ακόμη και πριν από την άνοδό του στο θρόνο, είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό με το ρωμαϊκό στρατό, αποκτώντας μεγάλη πείρα. Πέρασε σχεδόν το μισό χρόνο της βασιλείας του εκτός της Ιταλικής Χερσονήσου. Άλλοι αυτοκράτορες άφηναν τη Ρώμη μόνο για να εκπονήσουν πολεμικές εκστρατείες, επιστρέφοντας μόλις οι συρράξεις ολοκληρώνονταν. Ένας προγενέστερος αυτοκράτορας, ο Νέρων, κάποτε ταξίδεψε κατά μήκος της Ελλάδας και καταδικάστηκε για την εγωιστική του πράξη. Ο Αδριανός, αντίθετα, ταξίδευε θεωρώντας το σημαντικό κομμάτι των διοικητικών του καθηκόντων, και το ξεκαθάρισε στη Σύγκλητο και το ρωμαϊκό λαό. Στάθηκε εφικτό να το κάνει γιατί στη Ρώμη είχε έναν πιστό υποστηρικτή ανάμεσα στα υψηλότερα κλιμάκια της ρωμαϊκής κοινωνίας, έναν βετεράνο στρατιωτικό που ονομαζόταν Μάρκιος Τούρβος. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις σε κάποιες ιστορικές πηγές πως στρατολόγησε μυστική αστυνομία, τους frumentarii, για να ασκεί έλεγχο και επιρροή σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά, όσο απουσίαζε στα ταξίδια του.
Οι επισκέψεις του Αδριανού σε διάφορες περιοχές συνοδεύτηκαν από δωρεές οι οποίες περιλάμβαναν οδηγίες για την ανέγερση δημόσιων κτιρίων. Ο Αδριανός επιδίωκε συνειδητά να ενδυναμώσει την αυτοκρατορία βελτιώνοντας τις υποδομές, αντί να κατακτά και να εκμηδενίζει εξωτερικούς εχθρούς. Η προσήλωσή του στα ελληνικά ιδεώδη ισχυροποιούσαν τις απόψεις του, που γίνονταν αποδεκτές σχεδόν πάντα. Στα ταξίδια του τον συνόδευε πλήθος αυλικών, ανάμεσα στους οποίους διοικητικοί υπάλληλοι και κατά πάσα πιθανότητα αρχιτέκτονες και οικοδόμοι. Ως αποτέλεσμα η επίσκεψή του σε μία χώρα σήμαινε μεγάλο οικονομικό βάρος για τον τόπο. Αν και η άφιξή του είχε ως επακόλουθο την παροχή διάφορων ευεργεσιών είναι πιθανό αυτοί που επωμίζονταν τα έξοδα συντήρησης της αποστολής να ήταν διαφορετικής τάξης από αυτούς που καρπώνονταν τα οφέλη. Για παράδειγμα, όταν επισκέφτηκε την Αίγυπτο ζητήθηκαν μεγάλες ποσότητες προμηθειών, βάρος που επωμίστηκαν οι απλοί αγρότες και που έφερε σε κάποιο βαθμό πείνα και δυσκολίες.
Η πρώτη περιοδεία του Αδριανού ξεκίνησε το 121 και στόχευε αρχικά στο να καλύψει τα νώτα του, ώστε να αποκτήσει την ελευθερία να ασχοληθεί με τους πολιτιστικούς του στόχους. Ταξίδεψε βόρεια, με κατεύθυνση τη Γερμανία και επόπτευσε τα σύνορα Δούναβη και Ρήνου, καταβάλλοντας χρήματα για την ενίσχυση των αμυντικών έργων. Ωστόσο ήταν ένα ταξίδι στα όρια της Αυτοκρατορίας που αποτέλεσε ίσως την πιο χαρακτηριστική του επίσκεψη. Μαθαίνοντας για μια πρόσφατη επανάσταση, διέσχισε τη θάλασσα με προορισμό τη Βρετανία. Πριν από την άφιξη του Αδριανού στη Μεγάλη Βρετανία είχε γίνει μια μεγάλη επανάσταση που κράτησε περίπου δύο χρόνια ( 119 – 121). To 122 ξεκίνησε η ανέγερση του περίφημου Τείχους του Αδριανού, που κατασκευάστηκε πρωτίστως για να προστατέψει την επαρχία της Βρετανίας, εμποδίζοντας μελλοντικές επιδρομές μικρής κλίμακας και ανεπιθύμητη μετανάστευση από τη βόρεια χώρα της Καληδονίας (σημερινή Σκωτία). Την Καληδονία κατοικούσαν φυλές γνωστές στους Ρωμαίους ως Καληδόνιοι. Ο Αδριανός συνειδητοποίησε πως οι τελευταίοι θα αρνούνταν να συνυπάρξουν με τους Ρωμαίους. Επίσης γνώριζε ότι παρόλο που η Καληδονία ήταν πολύτιμη, το δύσκολο έδαφος και τα υψίπεδα θα έκαναν πολυδάπανη την κατάκτησή της. Έτσι αποφάσισε να χτίσει εναλλακτικά ένα τείχος. Αντίθετα με τις οχυρώσεις στη Γερμανία, που χτίστηκαν από ξύλινους πασσάλους, η έλλειψη ξύλου στην περιοχή είχε ως αποτέλεσμα μια πέτρινη κατασκευή. Τα ερείπια αυτού του τείχους μέχρι σήμερα εκτείνονται σε πολλά χιλιόμετρα και έχουν ακόμη το όνομά του. Από πολλές απόψεις αντανακλούν την αποφασιστικότητα του Αδριανού να βελτιώσει και να αναδομήσει την αυτοκρατορία στο εσωτερικό της και να μην προχωρήσει σε νέους πολέμους και κατακτήσεις. Υπό τις οδηγίες του ανεγέρθηκε στην Υόρκη ένα ιερό προς τιμήν της Βρετανίας, τιμώντας την ως θεότητα, και κατόπιν κόπηκαν νομίσματα που την παρουσίαζαν προσωποποιημένη, με την επιγραφή BRITANNIA. Μέχρι το τέλος του 122 ο Αδριανός ολοκλήρωσε την περιοδεία του στη Βρετανία και από εκεί κινήθηκε νότια διαμέσου θαλάσσης με προορισμό τη Μαυριτανία.
ζ. Παρθία και Ανατολία
Το 123, κατέφθασε στη Μαυριτανία όπου οδήγησε προσωπικά μια εκστρατεία εναντίον τοπικών επαναστατών. Ωστόσο αυτή η επίσκεψη έμελλε να είναι σύντομη, καθώς έφτασαν αναφορές πως η Παρθία προετοιμαζόταν και πάλι για πόλεμο. Έτσι ο Αδριανός κινήθηκε γρήγορα στα ανατολικά. Ταξιδεύοντας είναι γνωστό πως κάποια στιγμή έκανε στάση στην Κυρήνη κατά τη διάρκεια της οποίας προσέφερε χρήματα για τη στρατιωτική εκπαίδευση νεαρών αριστοκρατικής καταγωγής. Η Κυρήνη είχε ήδη επωφεληθεί από τη γενναιοδωρία του αυτοκράτορα το 119, όταν είχε παραχωρήσει πόρους για την ανοικοδόμηση των δημόσιων κτιρίων που είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ιουδαϊκής επανάστασης.
Όταν ο Αδριανός έφτασε στον Ευφράτη, έλυσε χαρακτηριστικά το πρόβλημα μέσω διακανονισμού με τον βασιλιά των Πάρθων, Οσρόη Α'. Κατόπιν έσπευσε να ελέγξει τη ρωμαϊκή άμυνα προτού αναχωρήσει για τη Δύση κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Ο Αδριανός θεωρείται ιδρυτής της Αδριανούπολης. Πιθανώς πέρασε το χειμώνα στη Νικομήδεια, πρωτεύουσα της Βιθυνίας. Καθώς η Νικομήδεια είχε χτυπηθεί από σεισμό μόλις λίγο καιρό πριν την επίσκεψή του, ο Αδριανός στάθηκε γενναιόδωρος παρέχοντας ποσά για έργα ανοικοδόμησης. Είναι κάτι παραπάνω από πιθανό ότι ο Αδριανός επισκέφτηκε την Κλαυδιόπολη, όπου γνώρισε τον όμορφο Αντίνοο, ένα νεαρό αγόρι που έμελλε να γίνει εραστής του. Οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτε για τη συνάντησή τους, αλλά υπάρχουν απεικονίσεις του Αντίνοου που τον παρουσιάζουν ως νεαρό άνδρα περίπου είκοσι ετών. Είναι πιθανό ο Αντίνοος να στάλθηκε στη Ρώμη για να εκπαιδευτεί ως ακόλουθος υπηρέτης του αυτοκράτορα και σταδιακά να έγινε ο ευνοούμενός του.
Μετά τη γνωριμία του με τον Αντίνοο, ο Αδριανός ταξίδεψε κατά μήκος της Ανατολίας. Η διαδρομή που ακολούθησε δεν είναι εξακριβωμένη. Διάφορα περιστατικά περιγράφονται από τις πηγές, όπως η ίδρυση μιας πόλης στη Μυσία, μετά από το επιτυχές κυνήγι ενός κάπρου. Κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν το γεγονός αυτό. Την εποχή αυτή, έγιναν σχέδια για την ανοικοδόμηση ενός ναού στη Μικρά Ασία, που θα αφιερωνόταν στον Τραϊανό και τον Αδριανό και θα κατασκευαζόταν από εκθαμβωτικό λευκό μάρμαρο.
η. Ελλάδα
Το απόγειο της περιοδείας αυτής ήταν η Ελλάδα, προορισμός που ο φιλέλληνας Αδριανός πρέπει να είχε από την αρχή στο μυαλό του,. Έφτασε το φθινόπωρο του 124 εγκαίρως για τη συμμετοχή του στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κατά παράδοση, σε κάποιο στάδιο της τελετής οι νεοφώτιστοι έπρεπε να φέρουν όπλα, αλλά αυτό αποφεύχθηκε, για την ασφάλεια του αυτοκράτορα που βρισκόταν ανάμεσά τους. Μετά από αίτηση των Αθηναίων πραγματοποίησε αναθεώρηση του συντάγματός τους. Επιπροσθέτως, δημιουργήθηκε μια νέα φυλή που έλαβε το όνομά του.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα περιόδευσε στην Πελοπόννησο. Η ακριβής διαδρομή παραμένει ασαφής, ωστόσο ο Παυσανίας αναφέρει διάφορα σημάδια, όπως οι ναοί που έχτισε ο αυτοκράτορας και το άγαλμά του που κατασκεύασαν οι ευγνώμονες κάτοικοι της Επιδαύρου ευχαριστώντας τον για ευεργεσίες. Ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος με τη Μαντίνεια, γεγονός που υποστηρίζει τη θεωρία πως ο Αντίνοος ήταν ήδη εραστής του Αδριανού, καθώς υπήρχε ισχυρός δεσμός ανάμεσα στη Μαντίνεια και την πατρίδα του Αντίνοου, τη Βιθυνία.
Μέχρι το Μάρτη του 125, ο Αδριανός είχε φτάσει στην Αθήνα όπου πρωτοστάτησε στα Διονύσια. Τα οικοδομικά έργα που ο Αδριανός ξεκίνησε ήταν αξιοσημείωτα. Διάφοροι κυβερνήτες συμμετείχαν στο χτίσιμο του Ναού του Ολυμπίου Διός, αλλά ο Αδριανός φρόντισε να ολοκληρωθούν οι εργασίες. Επίσης ξεκίνησε την ανοικοδόμηση πολλών δημόσιων κτιρίων, ανάμεσα στα οποία και ένα υδραγωγείο. Η λεγόμενη Πύλη του Αδριανού υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα το 125, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα είδος περιφερειακής βουλής για να ενώσει όλες τις ημιαυτόνομες πρώην πόλεις–κράτη σε όλη την Ελλάδα και την Ιωνία. Η βουλή αυτή, γνωστή ως Πανελλήνιον, απέτυχε παρά τις ψυχωμένες προσπάθειες να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στους Έλληνες.
θ. Επιστροφή στην Ιταλία
Επιστρέφοντας στην Ιταλία, ο Αδριανός έκανε παράκαμψη στη Σικελία. Νομίσματα τον τιμούν ως ανοικοδομητή του νησιού, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία του τι έκανε για να κερδίσει αυτόν τον τίτλο.
Πίσω στη Ρώμη στάθηκε εφικτό να δει ο ίδιος ολοκληρωμένες τις εργασίες στο Πάνθεον. Επίσης είχε ολοκληρωθεί και η Βίλλα του Αδριανού στο Τιβούρ, ένα ευχάριστο θέρετρο στους Σαβίνους Λόφους, για τις περιόδους που δεν θα άντεχε τη διαμονή στην πόλη. Στις αρχές του Μάρτη 127 ο Αδριανός άρχισε νέα περιοδεία κατά μήκος της Ιταλίας. Και πάλι οι ιστορικοί είναι ικανοί να συνθέσουν τη διαδρομή που ακολούθησε περισσότερο από τις δωρεές που έκανε σε διάφορα μέρη παρά από τις ιστορικές πηγές. Για παράδειγμα, εκείνη τη χρονιά επανέφερε τη λατρεία της θεότητας της γης Κούπρα στην πόλη Κούπρα Μαρίτιμα. Κάποια στιγμή που δεν είναι προσδιορίσιμη, συνέβαλε στα έργα αποξήρανσης της Φουκίνιας λίμνης. Λιγότερο ευπρόσδεκτη στάθηκε η ιδέα του να διαιρέσει την Ιταλία σε 4 περιοχές υπό αυτοκρατορικούς λεγάτους. Η πρωτοβουλία αυτή δεν έγινε αποδεκτή και δεν επιβίωσε για πολύ καιρό μετά το θάνατο του Αδριανού.
Ο Αδριανός ασθένησε περίπου αυτή την περίοδο, αν και η φύση της ασθένειάς του δεν είναι γνωστή. Δεν τον εμπόδισε όμως στο να αναχωρήσει την άνοιξη του 128 με προορισμό την Αφρική. Η άφιξή του συνοδεύτηκε με τον καλό οιωνό του τερματισμού μιας περιόδου ξηρασίας. Μαζί με τις συνηθισμένες του ευεργεσίες και δωρεές βρήκε χρόνο να επιθεωρήσει τα στρατεύματα, ενώ ο λόγος που εκφώνησε επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Ο Αδριανός επέστρεψε στην Ιταλία το καλοκαίρι του 128, αλλά η παραμονή του ήταν σύντομη προτού ξεκινήσει μια νέα τριετή περιοδεία.
ι. Ελλάδα, Ασία και Αίγυπτος
Το Σεπτέμβριο του 128 ο Αδριανός παρέστη και πάλι στα Ελευσίνια Μυστήρια. Αυτή τη φορά η περιοδεία του στην Ελλάδα πρέπει να επικεντρώθηκε στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Στον Αδριανό στριφογύριζε η ιδέα να συγκεντρώσει τις προσπάθειές του για αναβίωση της Ελλάδας γύρω από την Αμφικτυονική Συμμαχία με έδρα τους Δελφούς, αλλά πλέον είχε αποφασίσει κάτι πολύ πιο μεγαλεπήβολο. Το νέο του Πανελλήνιον επρόκειτο να είναι ένα συμβούλιο που θα έφερνε κοντά τις ελληνικές πόλεις όπου και να βρίσκονταν γεωγραφικά. Το μέρος συνάντησης θα ήταν ο νέος ναός του Δία στην Αθήνα. Έχοντας θέσει σε κίνηση τις προετοιμασίες και μέχρι να αποφασιστεί ποιας πόλης το αίτημα να αναγνωριστεί ως ελληνική θα γινόταν δεκτό, αναχώρησε για την πόλη της Εφέσου.
Τον Οκτώβριο του 130, και ενώ ο Αδριανός και ο περίγυρός του έπλεαν στο Νείλο, ο Αντίνοος πνίγηκε για άγνωστους λόγους, αν και εξετάστηκαν όλες οι εκδοχές (ατύχημα, αυτοκτονία, φόνος ή θρησκευτική θυσία). Ο αυτοκράτορας πόνεσε βαθύτατα. Διέταξε να θεοποιηθεί ο Αντίνοος, έδωσε σε πόλεις το όνομά του, έκοψε μετάλλια με τη φυσιογνωμία του και αγάλματά του κατασκευάστηκαν σε όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Προς τιμήν του ανεγέρθηκαν ναοί στη Βιθυνία, τη Μαντίνεια στην Αρκαδία, και στην Αθήνα, ενώ οργανώθηκαν και εορτές για να τον τιμήσουν. Η πόλη της Αντινοοπόλεως ή Αντινόη ιδρύθηκε στα ερείπια της Μπέσα, όπου πέθανε ο Αντίνοος.
ια. Ελλάδα, Παλαιστίνη και Ιλλυρικό
Οι κινήσεις του Αδριανού μετά την ίδρυση της Αντινοοπόλεως στις 30 Οκτωβρίου 130 είναι ασαφείς. Φαίνεται πως πέρασε το χειμώνα του 131 – 132 στην Αθήνα και πιθανώς παρέμεινε στην Ελλάδα ή και ανατολικότερα εξαιτίας νέας επανάστασης των Ιουδαίων που ξέσπασε το 132. Επιγραφές καθιστούν σαφές πως τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του στρατού στο πεδίο της μάχης το 133, κατόπιν επέστρεψε στη Ρώμη, ίσως την ίδια χρονιά και σχεδόν σίγουρα (κρίνοντας και πάλι από επιγραφές) περνώντας από το Ιλλυρικό.
ιβ. Θάνατος και διαδοχή
Ο Αδριανός πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Ρώμη. Το 136, αφιέρωσε έναν νέο ναό, το Ναό της Αφροδίτης και της Ρώμης, στο μέρος όπου βρισκόταν πρωτύτερα ο Χρυσός Οίκος του Νέρωνα.
Περίπου αυτή την εποχή, και υποφέροντας από προβλήματα υγείας, άρχισε να τον απασχολεί το ζήτημα της διαδοχής. Το 136 υιοθέτησε έναν από τους Υπάτους αυτού του έτους, τον Λούκιο Κεϊόνιο Κόμοδο, που έλαβε το όνομα Λούκιος Αέλιος Καίσαρ. Ήταν ταυτόχρονα προγονός και γαμπρός του Γάιου Αβίδιου Νιγρίνου, ενός από τους τέσσερις άντρες που εκτελέστηκαν στα 118, ωστόσο και ο ίδιος είχε εύθραυστη υγεία. Λαμβάνοντας την εξουσία τριβούνου και τη διοίκηση της Παννονίας, ο Αέλιος Καίσαρ εκλέχτηκε ξανά ύπατος για το έτος 137, αλλά πέθανε την 1η Ιανουαρίου 138.
Μετά το θάνατο του Αελίου, ο Αδριανός υιοθέτησε τον Τίτο Αουρέλιο Φούλβιο Βοϊόνιο Άρριο Αντωνίνο (μέλλοντα αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο), που είχε υπηρετήσει ως ένας από του τέσσερις αυτοκρατορικούς λεγάτους της Ιταλίας και σε άλλες διοικητικές θέσεις στην Ασία. Στις 25 Φεβρουαρίου 139 ο Αντωνίνος έλαβε εξουσία τριβούνου και ιμπέριουμ. Επίσης, για να εξασφαλίσει το μέλλον της δυναστείας, ο Αδριανός απαίτησε από τον Αντωνίνο να υιοθετήσει τόσο τον Λούκιο Κεϊόνιο Κόμοδο (γιο του αποθανόντα Αέλιου Καίσαρα), όσο και τον Μάρκο Άννιο Βέρο (ο οποίος αποτέλεσε το μέλλοντα αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο), εγγονό του ισχυρού συγκλητικού που έφερε το ίδιο όνομα και που υπήρξε στενός φίλος του Αδριανού. Ο Άννιος είχε ήδη αρραβωνιαστεί την κόρη του Αέλιου Καίσαρα, την Κεϊονία Φάμπια.
Οι αρχαίες πηγές παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια του Αδριανού ως μια περίοδο διαμάχης και δυστυχίας. Η υιοθεσία του Αέλιου Καίσαρα αποδείχτηκε αντιδημοφιλής. Ο γαμπρός του Αδριανού, Λούκιος Ιούλιος Ούρσους Σερβιανός, αν και πολύ ηλικιωμένος, ήταν από την αρχή της βασιλείας του αυτοκράτορα υποψήφιος για το θρόνο. Ο εγγονός του, Φούσκος, πιστεύεται πως συνωμότησε να πάρει ο ίδιος το θρόνο και είναι πιθανό το 137 να επιχείρησε πραξικόπημα στο οποίο συμμετείχε και ο παππούς του. Όποια και να είναι η αλήθεια, ο Αδριανός τους καταδίκασε σε θάνατο. Σύμφωνα με διηγήσεις, ο Σερβιανός πριν από το θάνατό του καταράστηκε τον Αδριανό «να αποζητά το θάνατο αλλά να μην μπορεί να πεθάνει». Η προσευχή εκπληρώθηκε. Ο Αδριανός υπέφερε από την τελευταία παρατεταμένη του ασθένεια και απετράπη πολλές φορές από τα να αυτοκτονήσει. Τελικά πέθανε την δέκατη μέρα του Ιουλίου, στη ρωμαϊκή Βίλλα του στις Βάιαι σε ηλικία 62 ετών. Κηδευτηκε αρχικά στο Πουτέολι, κοντά στην περιοχή Βάιαι, σε ένα κτήμα που κάποτε άνηκε στον Κικέρωνα. Λίγο αργότερα, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Ρώμη και θάφτηκαν στους Κήπους της Δομιτίας, κοντά στο ημιτελές μαυσωλείο του. Μετά την ολοκλήρωση του Μαυσωλείου του Αδριανού (το σημερινό Καστέλ Σαντ' Άντζελο) στη Ρώμη το 139 από τον διάδοχό του, Αντωνίνο Πίο, το σώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του τοποθετήθηκαν εκεί μαζί με της συζύγου του, της Βίμπια Σαμπίνα και του πρώτου από τους υιοθετημένους γιους του, Λούκιου Αέλιου. Οι διαστάσεις του μαυσωλείου αυτού, στην αρχική του μορφή, σχεδιάστηκαν επίτηδες ώστε να υπερβαίνουν αυτές του προγενέστερου Μαυσωλείου του Αυγούστου. Ο Αντωνίνος τον θεοποίησε το 139 και του αφιέρωσε ένα ναό στο Πεδίο του Άρεως.
Ο Αδριανός ήταν αναντίρρητα μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του Ρωμαϊκού κράτους. Κοσμοπολίτης, με αγάπη για τις τέχνες και σπουδαίες διοικητικές ικανότητες, ανέστρεψε την επιθετική εξωτερική πολιτική των προκατόχων του και προτίμησε να ρίξει το βάρος στην άμυνα, χρησιμοποιώντας τη διπλωματία, με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος της βασιλείας του να επικρατεί ειρήνη στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Έδειξε όμως να παραγνωρίζει το ιστορικό συμπέρασμα ότι οι αυτοκρατορίες νομοτελειακά είτε επεκτείνονται είτε παρακμάζουν και ότι κανένα σύστημα από μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποφασισμένους εισβολείς. Ο σεβασμός των γειτόνων του κατά τη βασιλεία του ίσως οφείλεται στις νίκες του προκατόχου του, Τραϊανού. Τα πολλαπλά ενδιαφέροντά του (οι τέχνες, η επιστήμη, ο αθλητισμός) και η έμφυτη περιέργειά του τον οδήγησαν σε συνεχείς περιοδείες για τις οποίες πήρε το προσωνύμιο του «περιηγητή αυτοκράτορα». Η συμπεριφορά του ως περιηγητή αποδίδεται γλαφυρά στο έργο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Αδριανού απομνημονεύματα».
Ο Αντωνίνος Πίος (Titus Fulvius Aelius Hadrianus Antoninus Augustus Pius, 19 Σεπτεμβρίου 86 - 7 Μαρτίου 161), γνωστός και ως Αντωνίνος, ήταν ο 15ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 138 έως το 161. Ήταν θετός γιος και διάδοχος του Αδριανού. Το όνομα Πίος (=ευσεβής) του δόθηκε όταν προέτρεψε τη Σύγκλητο να θεοποιήσει τον Αδριανό αλλά και από τη στάση του προς τους Χριστιανούς. Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια. Ξεχώριζε για την ωραιότητα, την ευγένεια, τη φιλοπονία, τη μόρφωση και την τιμιότητά του. Πλούσιος συγκλητικός, διαδέχτηκε τον Αδριανό το 138, σε ηλικία 51 ετών, αφού διήλθε από όλη την κλίμακα της συγκλητικής ιεραρχίας. Ο Αδριανός επιθυμούσε να ιδρύσει μία δυναστεία μέσω υιοθεσιών και υποχρέωσε τον Αντωνίνο να υιοθετήσει τους ηλικίας 16 και 7 ετών αντίστοιχα Μάρκο Αυρήλιο και Λεύκιο Βέρο. Από τη σύζυγό του Φαυστίνα είχε μία κόρη (Φαυστίνα η νεότερη) και δύο γιους που πέθαναν νέοι. Αρχικά κυνήγησε τους Χριστιανούς, στη συνέχεια όμως διατήρησε στάση θετική προς αυτούς, κρινόμενη βέβαια με τα μέτρα της εποχής. Απεχθαχόταν τον πόλεμο. Έλεγε χαρακτηριστικά "προτιμώ να σώσω τη ζωή ενός πολίτη παρά να δώσω διαταγή να θανατωθούν χίλιοι". Πολέμησε όμως εναντίον όσων επιβουλεύονταν την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας στη Βρετανία, εναντίον των Πάρθων, των Ιουδαίων και των Αιγυπτίων που είχαν εξεγερθεί. Ήταν ιδιαίτερα δίκαιος ως ηγεμόνας και η φήμη του είχε φθάσει μέχρι τις Ινδίες, όπου ηγεμόνες της περιοχής ζητούσαν την διαιτησία του σε διαφορές με τους Βακτριανούς και τους Υρκανούς. Η βασιλεία του θεωρείται μια από τις καλύτερες περιόδους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Αντωνίνος ήταν ο καλύτερος εκφραστής του κοσμοπολιτισμού. Ήταν γαλατικής καταγωγής και η σύζυγός του, Γαλερία, καταγόταν από την Ισπανία. Κατά τη βασιλεία του επικράτησε ειρήνη και ευημερία, καθιστώντας τον άξιο των εγκωμίων που του επιδαψίλευσε ο Αίλιος Αριστείδης. Σε αντίθεση με τον Αδριανό, ο Αντωνίνος δεν ταξίδευσε σχεδόν καθόλου και παρέμεινε ως επί το πλείστον εντός των ορίων της Ιταλίας. Το 148 μ.Χ. γιόρτασε τα 900 χρόνια από την κτίση της Ρώμης. Οι άριστες σχέσεις της συγκλήτου με τον αυτοκράτορα υποδηλώνονταν με την «ομόνοια» (concordia) και την «γαλήνη» (tranquilitas), που αναγράφονται σε νομίσματα της εποχής καθώς είχαν ουσιαστικό νόημα και δεν ήταν κενό γράμμα. Προώθησε τα σύνορα στη Δακία, την περιοχή του Ρήνου και τη Βρετανία. Προσπάθησε, ακόμη, να προετοιμάσει τον διάδοχό του Μάρκο Αυρήλιο. Στη διοίκηση και τη νομοθεσία ακολούθησε την πολιτική του Αδριανού χωρίς μεγάλες αλλαγές. Εμφανής ήταν η διάκριση των πολιτών σε «πολίτες των λαϊκών τάξεων» (humiliores) και «πολίτες αριστοκρατικής καταγωγής» (honestiores), αφού, σε περίπτωση παραπτωμάτων, στις προβλεπόμενες ποινές συμπεριλαμβάνονταν η μαστίγωση και τα βασανιστήρια, ποινές που εφαρμόζονταν μόνο σε δούλους την περίοδο της δημοκρατίας (res publica). Απεβίωσε το 161 μ.Χ. Διάδοχός του ήταν ο θετός γιος του επίσης περίφημος Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Λεύκιος Βέρος (Lucius Aurelius Verus Augustus, πραγματικό όνομα: Λεύκιος Κηιόνιος Κόμμοδος, 130-169 μ.Χ.) ήταν ο 17ος Ρωμαίος αυτοκράτορας, που συμβασίλευσε με τον Μάρκο Αυρήλιο. Ήταν γιος του συγκλητικού Λεύκιου Κηιόνιου Κόμμοδου. Όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Αντωνίνος Πίος τον υιοθέτησε μαζί με τον αδελφό του Μάρκο Αυρήλιο, μετά από παρότρυνση του Αδριανού. Όταν πέθανε ο Αντωνίνος Πίος, τα δύο αδέλφια ανέλαβαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επί ίσοις όροις. Ήταν πρώτη φορά που η αυτοκρατορία διοικούνταν από δύο αυτοκράτορες, γρήγορα όμως εκ των πραγμάτων ο Μάρκος Αυρήλιος ανέλαβε τα ηνία, καθώς φάνηκε ότι ο Λεύκιος Βέρος δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τόσο μεγάλης θέσης.
Ως αυτοκράτορας ο Λεύκιος Βέρος ανέλαβε να αντιμετωπίσει την προέλαση των Πάρθων στην Αρμενία και στη Μεσοποταμία. Γύρω στο 168 εκστράτευσε μαζί με τον Μάρκο Αυρήλιο στα περίχωρα της Παννονίας εναντίον των Μαρκομάνων. Κατά την επιστροφή του στη Ρώμη πέθανε από τροφική δηλητηρίαση.
Ο Μάρκος Αυρήλιος (Imperator Caesar Marcus Aurelius Antoninus Augustus, 26 Απριλίου 121 - 17 Μαρτίου 180) ήταν ο 16ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 161 έως το 180. Κυβέρνησε ως συναυτοκράτορας με τον Λεύκιο Βέρο από το 161 έως το θάνατο του Βέρου το 169. Ήταν ο τελευταίος από τους "Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες" και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς στωικούς φιλοσόφους. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από πολέμους στην Ασία απέναντι στην επανακάμπτουσα Παρθική Αυτοκρατορία και με τις γερμανικές φυλές στη Γαλατία και τον Δούναβη, ενώ σημειώθηκε και μία στάση εναντίον του, στην Ανατολή, από τον Αβίδιο Κάσσιο, η οποία απέτυχε.
α. Τα νεανικά του χρόνια
Το αρχικό του όνομά του ήταν Μάρκος Άννιος Κατίλιος Σεβέρος. Όταν παντρεύτηκε πήρε το όνομα Μάρκος Άννιος Βέρος, και όταν έγινε αυτοκράτορας, το όνομα Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος. Ήταν ο μοναδικός γιος του Μάρκου Άννιου Βέρου και της Δομιτίας Λουσίλας. Ο πατέρας του ήταν ρωμαιο-ισπανικής καταγωγής, υπηρετούσε ως Πραίτωρ και πέθανε όταν ο γιος του ήταν τριών ετών. Η μητέρα του ήταν ιταλικής καταγωγής και καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Είχε και μία αδελφή, την Άννα Κορνιφίκια Φαυστίνα, η οποία ήταν δύο χρόνια νεότερή του. Η θεία του πατέρα του, (από την πλευρά της μητέρας του), ήταν η Βίβια Σαβίνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Αδριανού. Η Ρουπίλια Φαυστίνα (η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του) και η Βίβια Σαβίνα ήταν κόρες της Σαλονίνας Ματίδιας (ανηψιάς του αυτοκράτορα Τραϊανού). Η αδερφή του πατέρα του, η Φαυστίνα η Πρεσβύτερη, ήταν αυτοκράτειρα, καθώς ήταν παντρεμένη με τον αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Μάρκος Αυρήλιος υιοθετήθηκε από τη μητέρα του και τον παππού του, Μάρκο Άννιο Βέρο, με τους οποίους και μεγάλωσε. Ο παππούς του, (από την πλευρά του πατέρα του) πέθανε το 138, σε ηλικία σχεδόν 90 ετών.
Το 137, ο Αδριανός ανακοίνωσε ότι ο διάδοχός του θα είναι ο Λούκιος Κειώνιος Κόμμοδος, που μετονομάστηκε σε Λούκιος Αέλιος Καίσαρ. Ο Μάρκος είχε ήδη τραβήξει την προσοχή του Αδριανού, ο οποίος τον καλούσε με το παρατσούκλι, ο "Πιο Αληθινός", και τον έκανε ιππέα στην ηλικία των έξι ετών. Μετά αυτός αρραβωνιάστηκε την Κειώνια Φάβια, κόρη τού Αέλιου. Ο αρραβώνας ακυρώθηκε μετά τον θάνατο του Αέλιου όταν ο Μάρκος Αυρήλιος έκανε δεσμό με την κόρη του Αντωνίνου. Μετά τον θάνατο του Αέλιου, ο Αδριανός έκανε καινούριο διάδοχό του, τον Αντωνίνο, και του επέβαλε να υιοθετήσει τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Λούκιο Κειώνιο Κόμμοδο (τον γιό του θανόντος Αέλιου, που ήταν δέκα χρόνια μικρότερος από τον Μάρκο Αυρήλιο) και να τους βάλει επόμενους στη διαδοχή μετά από αυτόν. Ο Αντωνίνος τους έκανε διαδόχους στις 17 Φεβρουαρίου του 138, όταν ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν μόνο 17 ετών. Τελικά έγινε αυτοκράτορας σε ηλικία 40 ετών, το 161. Λέγεται ότι ο Αντώνινος και ο Κόμμοδος προορίζονταν μόνο να προετοιμάσουν το δρόμο για τη διαδοχή από τους Μάρκο Αυρήλιο και Λεύκιο Βέρο.
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε δασκάλους μερικούς από τους καλύτερους διανοούμενους της εποχής του. Ο Ευφορίων τον δίδαξε λογοτεχνία, ο Γέμινος δράμα, ο Άνδρων Γεωμετρία, ο Κάνινος Κέλερ καί ο Ηρώδης ο Αττικός την ελληνική ρητορική. Ο Αλέξανδρος ο Κοτιαίος τον δίδαξε την Ελληνική γλώσσα καί ο Μάρκος Κορνήλος Φρόντο τη Λατινική γλώσσα. Λόγω τις σχέσης του Μάρκου Αυρήλιου με τον Φρόντο, σήμερα έχουμε πολλές πληροφορίες για την εποχή και τη βασιλεία του Αντωνίνου. Από τις μελέτες αυτές φάνηκε ότι ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν έξυπνος, σοβαρός και εργατικός νέος, με ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία. Δείχνοντας ανυπομονησία για τα ατέλειωτα μαθήματα των Ελληνικών και των Λατινικών, έγινε υποστηρικτής των "Διατριβών" του Επίκτητου του Ιεραπολίτη, σημαντικού ηθικού φιλοσόφου της Στωικής Φιλοσοφικής Σχολής. Ο Μάρκος Αυρήλιος άρχισε παράλληλα να αυξάνει τον δημόσιο ρόλο του δίπλα στον Αντωνίνο, καθώς έγινε ύπατος το 140, το 145 και το 161, παίρνοντας ολοένα και μεγαλύτερο μέρος στις αποφάσεις του κράτους. Το 145 παντρεύτηκε την Άννα Γαλερία Φαυστίνα που έμεινε στην ιστορία ως η Φαυστίνα η Νεώτερη, και ήταν κόρη του Αντωνίνου και δική του εξαδέλφη από την πλευρά του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια των τριάντα ετών του γάμου τους απέκτησαν 13 παιδιά, αλλά μόνο ένας γιος και τέσσερις κόρες έζησαν μετά τον θάνατό του.
β. Αυτοκράτορας
Όταν πέθανε ο Αντώνινος Πίος στις 7 Μαρτίου του 161, ο Μάρκος Αυρήλιος αποδέχτηκε τον θρόνο με τον όρο ότι θα ήταν συναυτοκράτορας με τον Λεύκιο Βέρο και ότι και οι δύο θα ήταν Αύγουστοι. Μολονότι ήταν θεωρητικά και οι δύο ήταν ίσοι στο διαμοίρασμα της εξουσίας, ο Βέρος ήταν νεότερος και πιθανόν λιγότερο δημοφιλής. Η θέληση του Μάρκου Αυρηλίου για την εκλογή του Βέρου, οφειλόταν περισσότερο στο σεβασμό προς τον θετό πατέρα του και στην υπόσχεση που του είχε δώσει. Το μοίρασμα της εξουσίας μπορεί να προέκυψε και εξαιτίας των συνεχών απουσιών του Μάρκου Αυρήλιου, ο οποίος, τον περισσότερο χρόνο της βασιλείας του, ήταν στο μέτωπο πολεμώντας διάφορες φυλές στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Γιά την διοίκηση του στρατού χρειαζόταν ένα πολύ πειθαρχημένο και ηγετικό πρόσωπο. Αλλά κανένας δεν θα μπορούσε να βρίσκεται ταυτόχρονα στον βορρά απέναντι στις Γερμανικές φυλές και στην Μέση Ανατολή απέναντι στους Πάρθους. Ούτε μπορούσε να βάλει ένα αρχιστράτηγο για τις λεγεώνες του. Ακόμη και οι παλαιότεροι και δημοφιλείς Ρωμαίοι στρατιωτικοί όπως ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Βεσπασιανός χρησιμοποίησαν τον στρατό για να ρίξουν την κυβέρνηση και να γίνουν απόλυτοι ηγέτες. Ο Μάρκος Αυρήλιος έλυσε το πρόβλημα στέλνοντας τον Λεύκιο Βέρο στην ανατολή ως αρχιστράτηγο του ρωμαϊκού στρατού στην περιοχή. Ο Βέρος ήταν ήδη πολύ ισχυρός για να κρατάει την εξουσία στις ανατολικές στρατιές, και ως αποτέλεσμα δεν είχε και μεγάλη θέληση να ρίξει τον Μάρκο Αυρήλιο. Ο Λεύκιος Βέρος έμεινε πιστός στον Μάρκο Αυρήλιο έως τον θάνατό του, το 169. Αυτή η συναυτοκρατορία θύμιζε το παλαιό σύστημα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, που δεν επέτρεπε σε ένα άτομο να κρατήσει την εξουσία μόνο για τον εαυτό του. Η συναυτοκρατορία επρόκειτο να δημιουργηθεί πάλι αργότερα, στα τέλη τού 3ου αιώνα, από τον Διοκλητιανό, ο οποίος ίδρυσε την Τετραρχία. Μόλις ανέλαβε τον θρόνο, ο Μάρκος Αυρήλιος έκανε ό,τι και οι προκάτοχοί του, δηλαδή μεταρρυθμίσεις στους νόμους της αυτοκρατορίας. Ευνόησε με τους νόμους του κυρίως τις ασθενείς ομάδες της αυτοκρατορίας, όπως τους δούλους, τις χήρες και τους ανήλικους. Αναγνώρισε την εξ αίματος σχέση ως κύριο χαρακτηριστικό της κληρονομιάς. Τους νόμους για τα εγκλήματα τους χώρισε σε δύο κατηγορίες, τους πιο "αυστηρούς" και τους "λιγότερο αυστηρούς". Υπό τη βασιλεία του Μάρκου Αυρήλιου, η κατάσταση των χριστιανών παρέμεινε η ίδια από την εποχή του Τραϊανού, δηλαδή τιμωρούνταν κανονικά από τον νόμο αλλά στην πραγματικότητα σπάνια τους τιμωρούσε. Το 177, στη Λυών, μία ομάδα χριστιανών εκτελέστηκε, αν και αυτό θεωρείται περισσότερο ευθύνη του τοπικού διοικητή.
γ. Παρθικοί Πόλεμοι
Στην Ασία, η ενδυναμωμένη Παρθική Αυτοκρατορία αντεπιτέθηκε το 161, νικώντας δύο ρωμαϊκές στρατιές και εισβάλλοντας στη Συρία και στην Αρμενία. Ο Μάρκος Αυρήλιος έστειλε τον συναυτοκρατορά του, Λούκιο Βέρο να αποκρούσει αυτό τον κίνδυνο που προερχόταν από τη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος τελείωσε επιτυχημένα για την Ρώμη το 166, παρόλο που η επιτυχία πρέπει να αποδοθεί περισσότερο σε κατώτερους αξιωματικούς όπως ο Γάιος Αβίδιος Κάσσιος. Στην επιστροφή του στην Ρώμη, ο Βέρος ανταμείφθηκε με μία παρέλαση θριάμβου, που έμοιαζε σαν μία μεγάλη οικογενειακή γιορτή, αφού συμπεριελάμβανε δύο αυτοκράτορες, τους γιούς τους και τις ανύπαντρες κόρες τους,. Οι δύο γιοι του Μάρκου Αυρήλιου, ο Άννιος Βέρος και ο Κόμμοδος, τριών και πέντε ετών αντίστοιχα, έγιναν Καίσαρες για την περίσταση.
Η επιστροφή του Ρωμαϊκού στρατού από το μέτωπο, έφερε μία επιδημία, μετέπειτα γνωστή ως «επιδημία του Αντωνίνου», που επεκτάθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μεταξύ των ετών 165 και 180 μ.Χ. Η επιδημία έγινε πανδημική, και στο τέλος αφαίρεσε τις ζωές δύο αυτοκρατόρων, του Λεύκιου Βέρου, που πέθανε το 169, και του Μάρκου Αυρήλιου που πέθανε το 180. Η επιδημία επανεμφανίστηκε εννέα χρόνια αργότερα, και ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων ο Κάσσιος, έγραψε ότι σκότωνε μέχρι και 2.000 άτομα στην Ρώμη, μέσα σε μία μέρα. Το σύνολο των θανάτων υπολογίζεται σε πέντε εκατομμύρια.
δ. Γερμανία και Δούναβης
Αρχίζοντας από το 160, γερμανικές φυλές άρχισαν να κάνουν επιθέσεις στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, κυρίως στην Γαλατία και στον ποταμό Δούναβη. Πιθανόν οι επιθέσεις να προκλήθηκαν από τις επιθέσεις φυλών από τα ανατολικά. Η πρώτη εισβολή στο Σατί, στην Άνω Γερμανία αποκρούστηκε το 162. Πολύ πιο επικίνδυνη αποδείχθηκε η εισβολή των Μαρκομάννων από τη Βοημία, που ήταν υποτελείς στην αυτοκρατορία από το 19 μ.Χ., και διέσχισαν τον Δούναβη το 166, μαζί με τους Λογγοβάρδους και άλλες γερμανικές φυλές. Την ίδια εποχή, οι Σαρμάτες επιτέθηκαν στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα.
Λόγω της κατάστασης της αυτοκρατορίας στην Ανατολή μόνο μία αποφασιστική εκστρατεία θα μπορούσε να σταματήσει τον κίνδυνο. Ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Λεύκιος Βέρος ανέλαβαν από κοινού την εκστρατεία. Μετά τον θάνατο του Βέρου, το 169, ο Μάρκος Αυρήλιος οδήγησε μόνος του, τις λεγεώνες εναντίον των βαρβαρικών φυλών για το υπόλοιπο της ζωής του. Οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν από τους Κουάδους και τους Μαρκομάννους, οι οποίοι πέρασαν τις Άλπεις και πολιόρκησαν την κύρια ρωμαϊκή πόλη στη βορειοανατολική Ιταλία, την Ακουϊλία. Τον ίδιο καιρό, οι Κοστοβότοι (Δακική φυλή), περνώντας από την περιοχή των Καρπαθίων, εισέβαλαν στη Μοισία, στη Μακεδονία και στην Ελλάδα. Μέτα από μεγάλους αγώνες οι λεγεώνες του Μάρκου Αυρήλιου, κατάφεραν να διώξουν τους εισβολείς. Πολλές γερμανικές φυλές εγκαταστάθηκαν στην Δακία, στην Παννονία, στην Γερμανία και στην Ιταλία. Ο μεγάλος αριθμός των φυλών που εγκαταστάθηκαν, επέβαλε την ανάγκη για δημιουργία νέων συνοριακών επαρχιών στην αριστερή πλευρά του Δούναβη, στη Σαρματία και στη Μαρκομαννία, συμπεριλαμβανομένων των σημερινών περιοχών της Βοημίας και Ουγγαρίας.
Τα σχέδια του αυτοκράτορα, ανατράπηκαν από μία επανάσταση στην Ανατολή, με επικεφαλής τον Αβίδιο Κάσσιο, ο οποίος διέδωσε ότι ο αυτοκράτορας πέθανε μετά από ασθένεια. Από τις ανατολικές επαρχίες, μόνο η Βιθυνία και η Καππαδοκία δεν συμμάχησαν με τους επαναστάτες. Όταν έγινε γνωστό ότι ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν ζωντανός, η μοίρα του Κάσσιου άλλαξε, και δολοφονήθηκε από τα στρατεύματά του μετά από μόνο εκατό μέρες στην εξουσία.
Μαζί με την σύζυγό του Φαυστίνα, ο Μάρκος Αυρήλιος επισκέφθηκε τις ανατολικές επαρχίες μέχρι το 173. Επισκέφθηκε την Αθήνα, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του προστάτη της Φιλοσοφίας. Μετά τον θρίαμβό του στη Ρώμη, έκανε εκστρατεία και πάλι προς τα σύνορα στον Δούναβη. Μετά από μία αποφασιστική νίκη το 178, το σχέδιό του να καταλάβει τη Βοημία ανακλήθηκε, διότι αρρώστησε και πάλι το 180.
ε. Κίνα των Χαν
Το 97, ο Μπάο Χαν, στρατηγός των δυτικών επαρχιών της δυναστείας των Χαν της Κίνας (220 π.Χ. - 220 μ.Χ.), έστειλε τον υφιστάμενό του Γκαν Γιν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά συνελήφθη από τις Παρθικές αρχές, κάπου κοντά στον Περσικό Κόλπο και μπόρεσε να φτιάξει μία έκθεση για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από αυτά που άκουγε στα ταξίδια του. Παρόλα αυτά ένα κινέζικο βιβλίο του 5ου αιώνα μ.Χ., το "Βιβλίο του αείμνηστου Χαν", γραμμένο από τον ιστορικό Φαν Γε, αναφέρει ότι Ρωμαίοι επισκέπτες που έφτασαν στην Κίνα, μέσω του θαλάσσιου δρόμου της Νότιας Θάλασσας της Κίνας, επισκέφτηκαν τον αυτοκράτορα Χουάν της δυναστείας των Χαν (βασίλεψε μεταξύ των ετών, 146-168 μ.Χ.) στη Λουογιάνγκ και του έφεραν δώρα φιλίας το 166. Το κινέζικο άρθρο λέει ότι έφεραν τα δώρα εκ μέρους του Αντωνίνου (Αντούν), αν και πιθανώς ήταν Ρωμαίοι έμποροι και όχι απαραίτητα διπλωμάτες του Μάρκου Αυρήλιου.
στ. Θάνατος και διαδοχή
Ο Μάρκος Αυρήλιος πέθανε στις 17 Μαρτίου του 180 μ.Χ. στην πόλη της Βιντομπόνα (σημερινή Βιέννη), ενώ ο γιος και διάδοχός του Κόμμοδος, ήταν μαζί του. Θεοποιήθηκε και οι στάχτες του μεταφέρθηκαν πίσω στη Ρώμη, και έμειναν στο Μαυσωλείο του Αδριανού (σημερινό Καστέλ Σαν Άντζελο) μέχρι την καταστροφή της Ρώμης από τους Βησιγότθους το 410. Για ανάμνηση των εκστρατειών του εναντίον των γερμανικών φυλών και των Σαρματών στήθηκε μία στήλη και κατασκευάστηκε ένας ναός.
Για να αποφύγει η αυτοκρατορία εμφύλιους πολέμους διαδοχής, ο Μάρκος Αυρήλιος έκανε τον γιο και διάδοχό του Κόμμοδο, Καίσαρα το 166 και συναυτοκράτορα το 177, αλλά ο Κόμμοδος υπήρξε ένας κακός αυτοκράτορας και στρατηγός, εγωιστής με ψυχονευρωτικά προβλήματα. Έτσι ο θάνατος του Μάρκου Αυρήλιου θεωρείται από πολλούς ως το τέλος της περίφημης Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana)..
ζ. Το συγγραφικό του έργο
Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν ιερέας στη Ρώμη και παθιασμένος πατριώτης. Είχε λογικό μυαλό και ήταν υποστηρικτής και αντιπρόσωπος του Στωικισμού και της Στωικής Φιλοσοφίας. Ενώ βρισκόταν στις εκστρατείες μεταξύ του 170 και του 180, ο Μάρκος Αυρήλιος έγραψε το έργο "Εις Εαυτόν" στα ελληνικά που ακόμη και σήμερα θεωρείται μνημείο για μια διακυβέρνηση με γνώμονα το καθήκον και την εξυπηρέτηση του συνόλου και ως πηγή για τη βελτίωση του χαρακτήρα και του πνεύματός. Η σημασία του θανάτου ήταν βασική στη φιλοσοφία του Μάρκου Αυρήλιου. Δεν πίστευε στη μετά θάνατο ζωή. Έγραφε ότι "Ζούμε για μία στιγμή μόνο, για να ξεχαστούμε μετά πέφτοντας σε πλήρη λησμονιά." "Δες πόσοι έχουν περάσει την ζωή τους σε μίση, πάθη, υποψίες... και τώρα είναι νεκροί, είναι μόνο στάχτη." "Σε έναν κόσμο όπου όλα τα υλικά σώματα είναι σαν ένα ποτάμι, και όλα τα ψυχικά και πνευματικά σαν ένα όνειρο, άυλο, η ζωή είναι ένας πόλεμος και η μετά θάνατον φήμη παροδική." "Όλα υπάρχουν για να πεθάνουν." Για τον Μάρκο Αυρήλιο, ο θάνατος ήταν θεμιτός, επειδή έβαζε ένα τέλος σε όλες τις επιθυμίες.
Ο Μάρκος Αυρήλιος υπήρξε μία ιδιαίτερα ξεχωριστή προσωπικότητα, με γερή φιλολογική και φιλοσοφική μόρφωση και μεγάλη κλίση στα γράμματα. Δεν ήταν όμως τυχερός ως αυτοκράτορας, αφού μία σειρά φυσικών καταστροφών (πλημμύρες και μακρόχρονη επιδημία πανώλης) έπληξαν το κράτος και αφάνισαν τη ζωή εκατομυρίων ανθρώπων σε όλη την αυτοκρατορία, η οποία με το άνατό του εισήλθε σε μια περίοδο ανεπίστρεπτης παρακμής.
Ο Κόμμοδος (Marcus Aurelius Commodus Antoninus Augustus, 31 Αυγούστου 161 - 31 Δεκεμβρίου 192) ήταν ο 18ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 180 έως το 192. Ήταν συναυτοκράτορας με τον πατέρα του, Μάρκο Αυρήλιο, από το 177 έως το θάνατο του πατέρα του το 180. Όπως και ο Καλιγούλας, έγινε γνωστός περισσότερο για την παραφροσύνη και τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου που τον κατέτρεχαν σε όλη τη διάρκεια της βασίλειας του.
Σε ηλικία 19 ετών ο Κόμμοδος ήταν ο μόνος εν ζωή γιος του Μάρκου Αυρήλιου όταν αυτός πέθανε και ο νεότερος αυτοκράτορας μετά τον Νέρωνα. Από την παιδική του ηλικία έδειξε χαρακτήρα δύστροπο και σκληρό. Η μόρφωση του ήταν περιορισμένη και σαφώς μικρότερη του πατέρα του. Διδάχθηκε ρητορική αλλά καθόλου φιλοσοφία. Ο Μάρκος Αυρήλιος παρόλο που αντιλαμβάνονταν την ιδιαίτερη προσωπικότητα του γιου του, προσπάθησε να τον προετοιμάσει καλύτερα ορίζοντας τον συναυτοκράτορα το 177.
Η πρώτη ενέργεια του Κόμμοδου όταν ανέλαβε αυτοκράτορας ήταν να διαπραγματευτεί με τους βαρβάρους του Δούναβη ώστε να ξεκινήσει την βασίλεια του με ειρήνη. Ωστόσο οι εσωτερικές αντιθέσεις γίνονταν πλέον εμφανείς, αφενός με τη συνωμοσία της αδελφής του Λουσίλας εναντίον του, και αφετέρου λόγω της δυσπιστίας που έτρεφε στους συγγενείς του. Ο Κόμμοδος είχε δημιουργήσει μια αυλή ευνοούμενων που προέρχονταν από ιππείς και απελεύθερους. Η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα και η δυσπιστία τον έκαναν να κυβερνά με τρομοκρατία ενώ ταυτόχρονα η διαφθορά έφθανε στα ύψη με τον αρχηγό των Πραιτωριανών Κλέανδρο να πουλάει δημόσια αξιώματα.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ταύτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, εκτελούσε τους άθλους του ήρωα της αρχαίας Ελλάδας, ντυνόταν με ρόπαλο και λεοντή και τέλος έδωσε το όνομα του ακόμη και στη Ρώμη ορίζοντας το νέο της όνομα ως Colonia Commodiana. Φαντάζονταν τον εαυτό του ως εγγυητή και αρχηγό ενός νέου χρυσού αιώνα. Παρόλα αυτά, τα σύνορα έμειναν αλώβητα λόγω των ικανοτήτων των στρατιωτών των λεγεώνων. Εγκατέλειψε τα σχέδια του Μάρκου Αυρήλιου και ανέθεσε τις υποθέσεις του κράτους σε ευνοούμενούς του, που επιδίδονταν σε συνωμοσίες και δημεύσεις περιουσιών.
Η τελευταία συνωμοσία εναντίον του ξέσπασε από την παλλακίδα του Μαρκία και τον οικονόμο του Εκλεκτό και πιθανότατα σχεδιάστηκε από τον διάδοχό του Πέρτιναξ. Δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό στο λουτρό του στις 31 Δεκεμβρίου 192. Η σύγκλητος ψήφισε την καταδίκη της μνήμης του (damnatio memoriae). Μετά τη δολοφονία του, τον διαδέχθηκε ο Πέρτιναξ εκλεκτός της Πραιτωριανής φρουράς.
Το άδοξο τέλος του Κόμμοδου ακολούθησαν γεγονότα παρόμοια με το έτος των τεσσάρων αυτοκρατόρων, μέχρι την άνοδο της δυναστείας των Σεβήρων. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. εκτεινόταν από τη Βρετανία ως τη Σαχάρα. Ανάμεσα στα ευαίσθητα σύνορα που εκτείνονταν κατά μήκος του Ρήνου, του Δούναβη και του Ευφράτη, υπήρχε μέχρι και την περίοδο του Μάρκου Αυρηλίου, ένα ομοιογενές κράτος που είχε γνωρίσει μία μακρά περίοδο ειρήνης. Ο Αύγουστος αντικατέστησε το σύστημα διοίκησης της ολιγαρχικής δημοκρατίας (res publica) με μία ιδιότυπη μοναρχία, έθεσε τις βάσεις της Ρωμαϊκής Ειρήνης (pax romana) και ολοκλήρωσε την αναδιάρθρωση της διοίκησης, χωρίζοντας την επικράτεια σε περίπου 30-40 επαρχίες. Δεν είναι άτοπο το συμπέρασμα ότι η ανθρωπότητα δεν έζησε ποτέ πριν, σε τόσο μεγάλη έκταση και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με περισσότερη ευημερία απ’ ότι το 2ο αιώνα μ.Χ. καθώς οι αυτοκράτορες πρόσφεραν γενική και μακρά ειρήνη σε έκταση και διάρκεια. Με την ανάρρηση του Μάρκου Αυρηλίου στο θρόνο (161) εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα, που αργότερα οδήγησαν στην ολοκληρωτική και μόνιμη διασάλευση της pax romana. Οι δαπανηρές επιχειρήσεις εναντίον των Πάρθων και οι εκστρατείες εναντίον των τευτονικών φύλων που επιχειρούσαν επιδρομές τερμάτισαν την οικονομική ευημερία των μεσαίων τάξεων και υποβάθμισαν την ποιότητα του επιπέδου ζωής. Ως αποτέλεσμα το κράτος εισήλθε σε μια περίοδο πολιτικής και οικονομικής κρίσης από την οποία δεν συνήλθε ποτέ.
Ο Περτίναξ (Publius Helvius Pertinax, 1 Αυγούστου 126 – 28 Μαρτίου 193) ήταν ο 19ος Ρωμαίος αυτοκράτορας για τρεις μήνες το 193. Ήταν ο πρώτος από τους πέντε αυτοκράτορες της πολυτάραχης εκείνης χρονιάς. Ως υψηλά ιστάμενο στέλεχος του στρατού και της Γερουσίας, προσπάθησε να δαμάσει την Πραιτωριανή Φρουρά ώσπου αυτή αντέδρασε και τον δολοφόνησε. Μετά το θάνατό του, στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Δίδιος Ιουλιανός, του οποίου η διακυβέρνηση ήταν εξίσου σύντομη.
Η σταδιοδρομία του Περτίνακτα πριν γίνει αυτοκράτορας αναφέρεται στην «Ιστορία των Αυγούστων» (Historia Augusta) και επιβεβαιώνεται από διάφορες τοποθεσίες και επιγραφές της εποχής. Γεννήθηκε στην Άλμπα Πομπηία της Ιταλίας, γιος του απελεύθερου Χέλβιου Σουξέσσου, και ξεκίνησε ως γραμματικός. Σύντομα αποφάσισε να επιδιώξει μια καριέρα με περισσότερες προοπτικές και μέσω ενός γνωστού του έγινε στέλεχος σε στρατιωτική μονάδα. Διακρίθηκε στους Παρθικούς πολέμους που ακολούθησαν, και μετά από συνεχόμενους προβιβασμούς βρέθηκε στη Βρετανία (Λεγεώνα ΣΤ΄ Βίκτριξ), στο Δούναβη και τελικά έφορος (procurator) της Δακίας. Δέχθηκε πλήγμα ως θύμα δικών την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου, αλλά γρήγορα επανακλήθηκε για να βοηθήσει τον Κλαύδιο Πομπηιάνο στους Μαρκομαννικούς Πολέμους. Το 175 τιμήθηκε με τον τίτλο του ύπατου και ως το 185 έγινε κυβερνήτης των επαρχιών Άπω και Κάτω Μοισίας, Δακίας, Συρίας και τελικά Βρετανίας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 180 ο Περτίναξ είχε κερδίσει καθοριστικό ρόλο στην Ρωμαϊκή Σύγκλητο αλλά ο Πραιτωριανός Σέξτος Τιγίδιος Περέννις κατάφερε να τον εκδιώξει από την πολιτική σκηνή. Τρία χρόνια αργότερα κλήθηκε στη Βρετανία όπου ο εκεί στρατός βρισκόταν σε ανταρσία. Προσπάθησε να συνετίσει τους στασιαστές οπλίτες όταν μια λεγεώνα αντέδρασε και επιτέθηκε στους σωματοφύλακές του, αλλά άφησε τον ίδιο απείραχτο, νομίζοντάς τον νεκρό. Όταν συνήλθε, ο Περτίναξ τιμώρησε σκληρά τους αντάρτες, γεγονός που σφράγισε τη φήμη του ως αδέκαστου στρατιωτικού. Αναγκάστηκε σε παραίτηση το 187 με αφορμή το γεγονός ότι οι λεγεώνες τον θεωρούσαν υπερβολικά σκληρό μαζί τους. Στα έτη 188-189 υπήρξε ανθύπατος Αφρικής και έπειτα Πολίαρχος Ρώμης και ύπατος παρά τω αυτοκράτορι.
Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 190, η συμπεριφορά του Κόμμοδου άρχισε να γίνεται ασταθής ο Περτίναξ θεωρήθηκε κατηγορούμενος στην προσπάθεια δολοφονίας του στις 31 Δεκεμβρίου 192. Η δολοπλοκία είχε εξυφανθεί από τον Πραιτωριανό Κουίντο Αιμίλιο Λαέτο, την ερωμένη του Κόμμοδου Μαρκία και τον οικονόμο του Εκλεκτό. Όταν έγινε ο φόνος, ο Περτίναξ, που ήταν Πολίαρχος Ρώμης, κλήθηκε εσπευσμένα από την Πραιτωριανή Φρουρά και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας την επόμενη μέρα. Η σύντομη διακυβέρνησή του (86 ημέρες) ήταν ταραχώδης. Προσπάθησε να αντιγράψει τον Μάρκο Αυρήλιο ακολουθώντας τις συγκρατημένες παρεμβάσεις του και επιχείρησε να μεταρρυθμίσει το καθεστώς τροφοδοσίας της Ρώμης, συναντώντας πολύπλευρες αντιδράσεις.
Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι, όταν ο Περτίναξ ανέβηκε στην εξουσία, η Πραιτωριανή Φρουρά ανέμενε από αυτόν τα καθιερωμένα χρηματικά δώρα αλλά ο ίδιος καθυστερούσε. Όταν η Φρουρά κινήθηκε για να τα διεκδικήσει, αυτός ξεπούλησε την περιουσία του Κόμμοδου περιλαμβανομένων των παλλακίδων του προκατόχου του (τις οποίες κατείχε για την ερωτική του ικανοποίηση). Υπερτίμησε την αξία του νομίσματος δραματικά αυξάνοντας την περιεκτικότητα αργύρου στο δηνάριο από 74% σε 87%. Ο σκοπός της νομισματικής αυτής παρέμβασης ήταν μακρόπνοος αλλά δεν διατηρήθηκε μετά το θάνατό του.
Ο Περτίναξ απαίτησε περισσότερη στρατιωτική πειθαρχία από τους πραίτωρες. Το Μάρτιο του 193, ενώ ό ίδιος βρισκόταν στη Όστια για να επιβλέψει τις εισαγωγές σιταριού στη Ρώμη, συνομώτες της φρουράς προσπάθησαν να τον αντικαταστήσουν με τον Κουίντο Σώσιο Φάλκο, αλλά ο Περτίναξ απέτρεψε τα σχέδιά τους εγκαίρως. Ο Φάλκο που προδόθηκε εκ των έσω διασώθηκε, αλλά ο αυτοκράτορας εκκαθάρισε πολλούς από τους συνεργούς του.
Σύμφωνα με την «Ιστορία των Αυγούστων», στις 28 Μαρτίου του 193, ο Περτίναξ βρισκόταν στην οικία του όταν 300 στρατιώτες της Πραιτωριανής Φρουράς διαπέρασαν τις πύλες της αναζητώντας τον. Η προσωπική φρουρά του Περτίνακτα που ήταν εν υπηρεσία αλλά και οι αξιωματούχοι του παλατιού δεν πρόβαλαν καμμία αντίσταση. Ο Περτίναξ έστειλε τον Λαέτο να τους συναντήσει, αλλά αυτός συμπαρατάχτηκε αμέσως με τους αντάρτες και τον εγκατέλειψε. Αν και η σύσταση που του έγινε ήταν να αποχωρήσει, ο Περτίναξ προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους στρατιώτες κάτι που σχεδόν κατάφερε, όταν ένας από αυτούς τον σκότωσε. Ο Περτίναξ φαίνεται πως ήταν ενήμερος για τον κίνδυνο που αναλάμβανε την εποχή της ανόδου του στο θρόνο, γι’αυτό και δεν χρησιμοποίησε κανένα αυτοκρατορικό τίτλο, σώζωντας έτσι τη γυναίκα και το παιδί του από ό,τι θα επακουλουθούσε μετά το θάνατό του.
Η Πραιτωριανή Φρουρά έβγαλε το Ρωμαϊκό θρόνο σε δημοπρασία την οποία κέρδισε ο Δίδιος Ιουλιανός, που έγινε ο επόμενος αυτοκράτορας. Η πράξη του αυτή ήταν αφορμή για σύντομο εμφύλιο πόλεμο τον οποίον κέρδισε στα τέλη του 193 ο αντίπαλός του, Σεπτίμιος Σεβήρος. Μετά την είσοδό του στη Ρώμη, ο Σεβήρος αναγνώρισε τον Περτίναξ ως νόμιμο προκάτοχό του, εκτέλεσε αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για το θάνατό του και απαίτησε από τη Σύγκλητο την ταφή του Περτίναξ με τιμές και, τελικά, τη θεοποίησή του. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος υιοθέτησε το όνομα Περτίναξ σαν δικό του προσωνύμιο και για αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του τελευταίου διοργάνωνε αγώνες προς τιμήν του. Στο έργο του «Ο Ηγεμόνας» ο Μακιαβέλι (1469-1527) ασκεί κριτική στον τρόπο διακυβέρνησης του Περτίνακτα λέγοντας πως ήταν ανώφελα ευγενικός και άπρακτος ως αυτοκράτορας.
Ο Δίδιος Ιουλιανός (Marcus Didius Salvius Julianus, 30 Ιουνίου 133 ή 2 Φεβρουαρίου 137 – 1 Ιουνίου 193) ήταν ο 20ος Ρωμαίος αυτοκράτορας για τρεις μήνες το έτος 193. Ανέβηκε στον θρόνο εξαγοράζοντάς τον από την πραιτωριανή φρουρά που προηγουμένως δολοφόνησε τον προκάτοχό του Περτίνακα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο του 193-197. Ο Ιουλιανός εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από τον διάδοχό του Σεπτίμιο Σεβήρο.
Ο Δίδιος Ιουλιανός ήταν παιδί του Κουίντου Πετρόνιου Δίδιου Σεβήρου και της Αιμιλίας Κλάρας. Ο πατέρας του προερχόταν από γνωστή οικογένεια του Μεδιόλανου (Μιλάνο) και η μητέρα του ήταν Αφρικανή αλλά με Ρωμαϊκές ρίζες και σχέσεις με την τάξη των υπάτων. Αδέρφια του ήταν οι Δίδιος Πρόκουλος και ο Δίδιος Νούμμιος Αλβίνος. Ο Ιουλιανός μεγάλωσε με τη Δομιτία Λουκίλλα, μητέρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου. Με τη βοήθειά της κατάφερε πολύ νέος να διοριστεί Vigintis ex viri, ένα χαμηλό αξίωμα που του άνοιξε τις πόρτες προς μεγαλύτερες πολιτικές θέσεις. Νυμφεύτηκε την Μανλία Σκαντίλλα και το 153 απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Δίδια Κλάρα.
Υπηρέτησε διαδοχικά ως Ταμίας (quaestor), Αγορανόμος (aedile) και γύρω στο 162 ως Στρατηγός (praetor). Προτάθηκε να γίνει διοικητής της 22ης Λεγεώνας Πριμιγένια στο Μογοντιάκουμ (σημερινό Μάιντς της Γερμανίας). Ξεκινώντας στα 170, έγινε Περιφερειάρχης (praefectus) της Βελγικής Γαλατίας για πέντε χρόνια. Λόγω της ανδρείας του στην κατάπνιξη της ανταρσίας της γερμανικής φυλής των Χάττων στον Έλβα ποταμό διορίστικε Ύπατος (consul) μαζί με τον Περτίνακτα το 175. Διακρίθηκε επίσης σε άλλη εκστρατεία ενάντια των Χάττων, ενώ κυβέρνησε τη Δαλματία, την Ελάσσονα Γερμανία και αργότερα έγινε υπεύθυνος για τη διανομή χρημάτων σε άπορους της Ιταλίας. Εκείνη την εποχή κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε για να σκοτώσει τον Κόμμοδο, αλλά αθωώθηκε και είχε την τύχη να δει να τιμωρείται ο κατήγορός του. Κυβέρνησε επίσης τη Βιθυνία και διαδέχτηκε τον Περτίνακτα ως ανθύπατος της Αφρικής.
Μετά τη δολοφονία του Περτίνακτα (28 Μαρτίου 193), οι Πραιτωριανοί εκτελεστές ανακοίνωσαν ότι ο θρόνος θα «πωληθεί» σε όποιον πρόσφερε τα περισσότερα. Ο περιφερειάρχης της Ρώμης Τίτος Φλάβιος Σουλπικιανός (γαμπρός του νεκρού Πέρτινακτα) που βρισκόταν σε στρατόπεδο με σκοπό να κατευνάσει τα εκεί στρατεύματα έκανε την πρώτη προσφορά. Ο Ιουλιανός αφυπνήστηκε από τη γυναίκα και την κόρη του μετά από ένα μικρό συμπόσιο και έτρεξε στο σημείο, αλλά του απαγορεύτηκε η είσοδος. Έτσι, αναγκάστηκε να κάνει τη δική του προσφορά έξω από τη πύλη φωνάζοντας. Καθώς η δημοπρασία συνεχίζόταν, οι στρατιώτες ενημέρωναν τους δύο αντιπάλους (εντός και εκτός του στρατώνα) για τις προσφορές του άλλου. Τελικά, ο Σουλπικιάνος υποσχέθηκε 20.000 σεστέρτια σε κάθε στρατιώτη και ο Ιουλιανός, φοβούμενος πως θα χάσει το θρόνο, προσέφερε 25.000. Οι φρουροί έκλεισαν συμφωνία με τον Ιουλιανό αμέσως, άνοιξαν τις πύλες και τον αναφώνησαν «Κόμμοδο», δίδοντάς του τον τίτλο του αυτοκράτορα. Υπό την στρατιωτική απειλή, η Γερουσία τον αποδέχτηκε ως αυτοκράτορα. Η γυναίκα και η κόρη του έλαβαν επίσης τον τίτλο της «Αυγούστας».
Ο Ιουλιανός υποτίμησε αμέσως το ρωμαϊκό νόμισμα, μειώνοντας τη συγκέντρωση (πυκνότητα) αργύρου στο δηνάριο από 87% στο 81,5%. Παρά το γεγονός ότι η αρχική σύγχυση υποχώρησε, οι Ρωμαίοι δεν ανέχτηκαν την πράξη αυτή που θεωρήθηκε προσβολή. Κάθε φορά που ο Ιουλιανός εμφανιζόταν δημοσίως, οι πολίτες τον αποδοκίμαζαν με βογγητά και κατάρες, αποκαλώντας τον «πατροκτόνο» και «ληστή». Ο όχλος προσπάθησε να τον παρεμποδίσει να μεταβεί στη Σύγκλητο και του πέταξε ακόμα και πέτρες. Όταν τα νέα της δημόσιας ανταρσίας διαδόθηκαν στην αυτοκρατορία, οι στρατηγοί Πεσκέννιος Νίγηρας της Συρίας, Σεπτίμιος Σεβήρος της Παννονίας και Κλόδιος Αλβίνος της Βρετανίας (ο καθένας με τρεις λεγεώνες στη διάθεσή του) αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την νομιμότητα του Ιουλιανού.
Ο Ιουλιανός ανακήρυξε τον Σεβήρο εχθρό του, καθώς ο τελευταίος ήταν ο πιο κοντινός γεωγραφικά αντίπαλός του. Διορίστηκε καινούριος στρατηγός στη θέση του και στάλθηκε εκατονταρχία για να τον σκοτώσει. Όμως, η Πραιτωριανή Φρουρά που είχε καιρό να ασχοληθεί με πραγματικές μάχες σε μέτωπα αποσύρθηκε στο Πεδίον του Άρεως και άρχισε να εκπαιδεύεται στην κατασκευή φραγμάτων και άλλων πολεμικών έργων. Εν τω μεταξύ, ο Σεβήρος, που κέρδισε την εύνοια του Αλβίνου που τον αποδέχθηκε ως Καίσαρα, προέλαυνε προς τη Ρώμη αποκτώντας τον έλεγχο του στόλου της Ραβέννας και νικώντας τον Πραιτωριανό Τούλιο Κρισπίνο που προσπάθησε να τον σταματήσει. Ο Σεβήρος πήρε επίσης με το μέρος του τους συμβούλους του Ιουλιανού που επιχείρησαν να μεταβάλλουν τη γνώμη των στρατιωτών του. Η πραιτωριανή φρουρά βουτηγμένη στην κραιπάλη και τη νωθρότητα δεν μπόρεσε, φυσικά, να φέρει πραγματική αντίσταση. Καθώς τα πράγματα γίνονταν απελπιστικά, ο Ιουλιανός προσπάθησε να διαπραγματευτεί, προσφέροντας τη μοιρασιά του θρόνου στον αντίπαλό του. Ο Σεβήρος αγνόησε τα ανοίγματα αυτά και προχώρησε προς την Ιταλία με τον λαό να τον υποστηρίζει παντού στο πέρασμά του.
Τελικά, όταν οι Πραιτωριανοί έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι δεν θα πάθαιναν τίποτα αν έδιναν τα ονόματα των δολοφόνων του Περτίνακα, συνέλαβαν τους πρωτεργάτες και ενημέρωσαν τη Γερουσία για τα πεπραγμένα τους. Η Γερουσία πέρασε πρόταση που ανακήρυττε τον Σεπτίμιο Σεβήρο αυτοκράτορα, θεοποιώντας τον Πέρτινακα και καταδικάζοντας παράλληλα τον Ιουλιανό σε θάνατο. Ο Ιουλιανός εγκαταλείφθηκε από όλους εκτός από ένα πραιτωριανό και τον γαμπρό του Ρεπεντίνο. Σκοτώθηκε στο παλάτι του από ένα στρατιώτη τον τρίτο μήνα της βασιλείας του (Ιούνιο του 193). Ο Σεβήρος εκτέλεσε τους δολοφόνους του Περτίνακα και απέλυσε το σώμα των πραιτωριανών.
Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο που ζούσε στη Ρώμη την εποχή εκείνη, τα τελευταία λόγια του Ιουλιανού ήταν «Μα, τι κακό έκανα; Ποιόν σκότωσα;» Το πτώμα του δόθηκε στη γυναίκα και την κόρη του που το έθαψαν στον τάφο του προπάπου του επί της Οδού Λαβικάνα.
Μετά τον Τραϊανό, που ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας από ρωμαϊκή οικογένεια εκτός της Ιταλίας και συγκεκριμένα από Ρωμαίους αποίκους της Ισπανίας, λίγοι ήταν οι αυτοκράτορες από την Ιταλία, η οποία έχασε την οικονομική και πολιτική σημασία που είχε παλιότερα. Πρώτος από τους μη Ευρωπαίους αυτοκράτορες ήταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος, καταγόμενος από τη Βόρεια Αφρική, ενώ η σύζυγός του, η Ιουλία Δόμνα, καταγόταν από τη Συρία, η οποία είχε εξελιχθεί σε σπουδαίο κέντρο εξελληνισμού. Η ανατολική παράδοση και η ελληνοποίηση του κράτους (που ολοκληρώθηκε κατά τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες) άρχισε να εισβάλλει στη Ρώμη από την εποχή αυτή, αφού κατά τους ύστερους αυτοκρατορικούς χρόνους σχηματίστηκε ήδη ένα ιδιότυπο πολιτιστικό αμάλγαμα. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος υποστήριζε τις διοικητικές συνήθειες και παραδόσεις των Αντωνίνων, των οποίων παρουσιαζόταν πλαστά ως διάδοχος. Επέβαλε μία μορφή απόλυτης στρατιωτικής μοναρχίας. Στο εξής, οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας έπρεπε να συνηθίσουν σε μία βίαιη μορφή φορολόγησης σε χρήμα και σε είδος.
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος (Lucius Septimius Severus Augustus, 11 Απριλίου 146 - 4 Φεβρουαρίου 211) ήταν ο 21ος Ρωμαίος αυτοκράτορας (193-211) και ιδρυτής της δυναστείας των Σεβήρων (193-235). Ανήκε στην τάξη των ιππέων και υπηρέτησε σε διάφορα ανώτερα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Μεταξύ άλλων, έγινε συγκλητικός επί Μάρκου Αυρήλιου, το 173 μ.Χ, και ύπατος επί Κόμμοδου, το 190 μ.Χ. Μετά τη δολοφονία του διαδόχου του Κόμμοδου από τους πραιτωριανούς τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., και την ανακήρυξη από την πραιτωριανή φρουρά ως αυτοκράτορα ύστερα από πλειστηριασμό του συγκλητικού Μάρκου Δίδιου Ιουλιανού, ο Σεβήρος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του και επικαλούμενος εκδίκηση για τη δολοφονία του Περτίνακα βάδισε εναντίον της Ρώμης.
Μετά τη δολοφονία του Δίδιου Ιουλιανού τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Σεβήρος αναγνωρίστηκε από τη Σύγκλητο ως αυτοκράτορας. Το πρώτο μέτρο που έλαβε ήταν η διάλυση της πραιτωριανής φρουράς και η αντικατάστασή της από νέα που προερχόταν από τα στρατεύματα του Δούναβη και ήταν απόλυτα πιστή σε αυτόν. Στη συνέχεια και μέχρι το 197 μ.Χ επιδόθηκε, μαζί με άλλους διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου, σε έναν αγώνα επικράτησης που μετά από πολλά επεισόδια, ανατροπές και μάχες έλαβε τέλος με τη νίκη του επί του Αλμπίνου Δέκιου Κλαύδιου στο Λούγδουνον (σημερινή Λυών Γαλλίας). Ο Σεβήρος, ο οποίος αποδείχτηκε ο πλέον ικανός από τους διεκδικητές, έδωσε τέλος στις διαμάχες με τη θανάτωση 30 συγκλητικών οι οποίοι είχαν υποστηρίξει τον Αλμπίνο. Αναζητώντας τρόπο να νομιμοποιήσει τη σφετερισμένη εξουσία του και θέλοντας για τον λόγο αυτό να παρουσιάσει τον εαυτό του ως νόμιμο συνεχιστή της δυναστείας των Αντωνίνων, ανακήρυξε τον εαυτό του θετό γιο του Μάρκου Αυρήλιου, ενώ προσπάθησε να αποδείξει ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Νέρβα (96-98). Στη συνέχεια, και μετά από εισβολή των Περσών στη Μεσοποταμία, το 197μ.Χ, επιχείρησε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Πάρθων (197-202), καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας την πρωτεύουσά τους, Κτησιφώντα (197). Μέχρι το 199 είχε καταλάβει και προσαρτήσει στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την Οσροηνή και τη Μεσοποταμία. Σε ανάμνηση της νίκης του έστησε στη Ρώμη θριαμβευτική αψίδα, η οποία σώζεται έως σήμερα, ενώ έλαβε και το προσωνύμιο Παρθικός (Parthicus Maximus). Από το 202 έως το 205, έχοντας εδραιώσει την ειρήνη, ασχολήθηκε με την ανοικοδόμηση του κράτους.
Το 208 αναχώρησε για τη Βρετανία μαζί με τους γιους του, Καρακάλλα και Γέτα, για να καταστείλει τις εξεγέρσεις των ορεσίβιων λαών της Σκωτίας. Κατά τη διάρκεια όμως της εκστρατείας αυτής, πέθανε στο Εβόρακο (σημερινό Υόρκ), το 211 μ.Χ. Τάφηκε στη Ρώμη και θεοποιήθηκε. Υπήρξε ο ηγεμόνας που μετέτρεψε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε στρατιωτική μοναρχία. Στερούμενος ουσιαστικής νομιμοποίησης, στήριξε την εξουσία στην πραιτωριανή φρουρά και στον στρατό παραχωρώντας τους μια σειρά από προνόμια, ενώ στην προσπάθειά του να ελέγξει τον δημόσιο βίο, προώθησε στα δημόσια αξιώματα άτομα από την τάξη των ιππέων, περιορίζοντας έτσι την επιρροή και το κύρος των συγκλητικών. Ωστόσο, παρά τον δεσποτισμό του υπήρξε ηγέτης που φρόντισε για την ανακούφιση των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, ενώ κατάφερε να αναδιοργανώσει τη δημόσια διοίκηση και να ανορθώσει τα δημόσια οικονομικά. Ενδεικτικό της χρηστής του διοίκησης είναι το γεγονός ότι, αν και δαπάνησε σημαντικά ποσά για την ανέγερση μνημείων, για τη διανομή τροφίμων και για τις ανάγκες του στρατού, κατά τον θάνατό του το κρατικό θησαυροφυλάκιο παρουσίαζε πλεόνασμα. Ο Σ.Σεβήρος είχε λαμπρή ελληνική και λατινική παιδεία και προστάτευσε τα γράμματα και τις τέχνες. Το νομοθετικό του έργο υπήρξε επίσης σημαντικό, αφού στις ημέρες του άκμασαν οι νομοδιδάσκαλοι Παπινιανός, Ουλπιανός και Παύλος. Τα δημόσια έργα που κατασκεύασε μαρτυρούν τη λαμπρότητα στην οποία έφτασε η Ρώμη επί των ημερών του. Σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του έπαιξε η δεύτερη σύζυγός του, Δόμνα Ιουλία, μια γυναίκα εξαιρετικά έξυπνη, πνευματώδης και μορφωμένη, η οποία συχνά παρενέβαινε στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Ο Καρακάλλας (Marcus Aurelius Severus Antoninus Augustus, 4 Απριλίου 188 - 8 Απριλίου 217) ήταν ο 22ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 198 έως το 217. Γεννήθηκε στο Λούγδουνο (σημερινή Λυών) της επαρχίας της Γαλατίας το 188. Ήταν γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου και της Ιουλίας Δόμνας. Το πατρογονικό του όνομα ήταν Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, αλλά υιοθέτησε το όνομα Καρακάλλας εξαιτίας του μανδύα με κουκούλα που φορoύσαν οι συμπατριώτες του.
Ο Σεβήρος, που ανέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο το 193, πέθανε τo 211 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Εβόρακο (Eboracum) της Βρετανίας (σημερινή Υόρκη) και ο Καρακάλλας ανακηρύχθηκε συναυτοκράτωρ με τον αδελφό του Γέτα (που λογαριάζεται ως ο 23ος αυτοκράτορας της Ρώμης). Ο Καρακάλλας δολοφόνησε τον Γέτα και προσπάθησε να εξοντώσει τους υποστηρικτές του, για να ενδυναμώσει την εξουσία του. Όταν οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας άκουσαν τους ισχυρισμούς του Καρακάλλα ότι σκότωσε τον Γέτα σε κατάσταση αυτοάμυνας, σατίρισαν τον ισχυρισμό του, όπως και άλλες ιδιαιτερότητές του. Η απάντηση του Καρακάλλα σε αυτή την προσβολή ήταν άγρια. Το 215 κατέσφαξε την αντιπροσωπεία της πόλης που συγκεντρώθηκε ανυποψίαστη μπροστά στην πόλη να τον προϋπαντήσει. Κατόπιν προχώρησε σε λεηλασία της Αλεξάνδρειας και σύμφωνα με τον ιστορικό Δίωνα Κάσσιο, σφαγιάστηκαν πάνω από 20.000 άνθρωποι.
Επί βασιλείας Καρακάλλα ο μισθός των λεγεωναρίων ανέβηκε στα 675 δηνάρια, και στον στρατό γενικότερα δόθηκαν σημαντικές παροχές. Σε αυτό βέβαια λέγεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο η συμβουλή του Σεπτίμιου Σεβήρου προς τον γιο του να νοιάζεται πάντα για τους στρατιώτες του και να αγνοεί οποιονδήποτε άλλον.
Από την περίοδο διακυβέρνησης του Καρακάλλα ξεχωρίζουν τέσσερα γεγονότα. Καταρχήν το διάταγμα του 212 (Constitutio Antoniniana) που παρείχε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη στους ελεύθερους πολίτες όλης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προκειμένου να αυξηθούν δια της φορολογίας τα κρατικά έσοδα. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να ονομάζονται Ρωμαίοι όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες. Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε και στο Ανατολικό Ρωμαϊκό (Βυζαντινό) Κράτος μέχρι την κατάλυσή του από τους Τούρκους και έφθασε ως τις μέρες μας με τη μορφή "Ρωμιός", που έγινε συνώνυμο του "Έλληνας". Κατόπιν, η υποτίμηση του ρωμαϊκού νομίσματος με την ελάττωση κατά 25% του χρησιμοποιούμενου αργύρου στο κράμα του νομίσματος, προκειμένου να πληρωθούν οι ρωμαϊκές λεγεώνες τους οφειλόμενους μισθούς. Στη συνέχεια η κατασκευή μεγάλων Θερμών έξω από τη Ρώμη, γνωστών ως "Θέρμαι" ή «Λουτρά του Καρακάλλα», ερείπια των οποίων διασώζονται ακόμη και σήμερα. Τέλος στις μέρες του ο Βρετανός στρατηγός Καρώσιος, χρησιμοποίησε πλοία που του δόθηκαν για την υπεράσπιση των βρετανικών ακτογραμμών, εξεγέρθηκε και νίκησε τον Καρακάλλα, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βρετανία μετά την ήττα του. Μετά την εξέγερση αυτή ο ρωμαϊκός έλεγχος στα βρετανικά νησιά εξασθένισε, έως ότου αποκαταστάθηκε πλήρως από τον καίσαρα Κωνστάντιο Χλωρό.
Ο Καρακάλλας υπήρξε αποτελεσματικός ως στρατιωτικός δικτάτωρ και συνεπώς ήταν δημοφιλής στους στρατιώτες του. Ταξιδεύοντας από την Έδεσσα προς την Παρθία, δολοφονήθηκε από τον Ιούλιο Μαρτιάλη, έναν από τους ακολούθους του σε έναν δρόμο κοντά στη Χαρράν (την ώρα που ουρούσε) στις 8 Απριλίου του 217. Ο Μαρτιάλης σκοτώθηκε επί τόπου από έναν τοξότη της φρουράς. Τον Καρακάλλα διαδέχθηκε στην εξουσία ο επικεφαλής της φρουράς των πραιτωριανών Μακρίνος (Macrinus).
Ο Μακρίνος (Marcus Opellius Severus Macrinus Augustus, 165 – Ιούνιος 218) ήταν ο 24ος (βραχύβιος) αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο πρώτος που κυβέρνησε χωρίς να περάσει πρώτα από το αξίωμα του συγκλητικού. Ήταν ιππέας από τη Μαυριτανία της Αφρικής, δείγμα της ολοένα μειούμενης επιρροής της Συγκλήτου. Ως ικανότατος δικηγόρος ανέβηκε γρήγορα την πολιτική ιεραρχία φτάνοντας στο αξίωμα του πραιτωριανού έπαρχου. Η ανέλιξη του πραγματοποιήθηκε επί αυτοκρατορίας Καρακάλλα, ενώ υποστηρίζεται ότι συμμετείχε στη συνωμοσία για τη δολοφονία του αυτοκράτορα από έναν αξιωματικό τον Απρίλιο του 217, στη διάρκεια εκστρατείας κατά των Πάρθων.
Τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του Καρακάλλα ο Μακρίνος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματα του. Συνέχισε τον πόλεμο κατά των Πάρθων στο σημερινό Ιράν, αλλά σύναψε ειρήνη όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη Ρώμη. Αυτή η απόφαση του αποδείχθηκε μοιραία καθώς η οικονομική επιβάρυνση λόγω της ατυχούς συμφωνίας μείωσε τα εισοδήματα του στρατού του. Τα συριακά στρατεύματα έπαψαν να τον υποστηρίζουν και συμμάχησαν με τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ηλιογάβαλο, γιο ενός εξάδελφου του Καρακάλλα.
Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής επιστροφής του στη Ρώμη με τις λίγες δυνάμεις που του είχαν απομείνει, συγκρούστηκε με τους αντιπάλους του, επίσης ρωμαϊκά στρατεύματα. Ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε κοντά στην Αντιόχεια μαζί με τον γιο του και τυπικά συναυτοκράτορα Διαδυμενιανό.
Ο Ηλιογάβαλος (Marcus Aurelius Antoninus Augustus, 203 – Μάρτιος 222) ήταν ο 25ος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο πρώτος με καταγωγή από τη Συρία, που έμεινε στην ιστορία για την ιδιόρρυθμη και προκλητική συμπεριφορά του καθώς και για την επιβολή στον ρωμαϊκό κόσμο της λατρείας του Θεού Βάαλ (Ήλιος).. Το πραγματικό του όνομα ήταν Βάριος Άβιτος Βασσιανός και ήταν ανεψιός της Ιουλίας Δόμνας, συζύγου του Σεπτίμιου Σεβήρου, αφού η μητέρα του, Ιουλία Σοαιμιάς, ήταν κόρη της αδελφής της Ιουλίας Μαίσα. Από την οικογένεια της μητέρας του προέρχονταν κληρονομικά οι ύπατοι-ιερείς του Θεού Ήλιου στην Έμεσα της Συρίας. Το όνομα του Θεού της θρησκείας αυτής ήταν Ελά Γκάμπαλ (Elah-Gabal), εξ ου και το όνομα του αυτοκράτορα (Ηλιογάβαλος).
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Καρακάλλα (εξαδέλφου του Ηλιογάβαλου) τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο εκλεκτός των πραιτωριανών Μακρίνος. Σε αυτή τη χρονική συγκυρία και ενώ ο Μακρίνος μόλις είχε ενθρονιστεί, η μητέρα και η γιαγιά του Ηλιογάβαλου τον παρουσίασαν ως νόθο παιδί του Καρακάλλα φροντίζοντας ταυτόχρονα να αποσπάσουν την υποστήριξη αρκετών στρατευμάτων στη Συρία. Το 218 όλα τα στρατεύματα που βρίσκονταν στην Ανατολή εγκατέλειψαν τον Μακρίνο και αφού τον δολοφόνησαν επέβαλαν εκ των πραγμάτων τον Ηλιογάβαλο ως αυτοκράτορα, σε ηλικία 14 ετών, με την έγκριση της συγκλήτου.
Η πρώτη ενέργεια του Ηλιογάβαλου ήταν να επιβάλλει τη λατρεία του Θεού Βάαλ, ενώ δολοφόνησε αρκετούς υψηλόβαθμους αλλά διαφωνούντες στρατηγούς του. Ευνόησε την άνοδο σε καίρια αξιώματα, ανθρώπων που ξεχώριζαν για την ομορφιά και την ταπεινή καταγωγή τους. Η εν γένει εκκεντρική συμπεριφορά του και τα ομοφυλοφιλικά όργια στα οποία συμμετείχε προκάλεσαν τη συντηρητική κοινωνία της Ρώμης. Η γιαγιά του Ιουλία Μαίσα είχε αρκετή εξουσία και δύναμη, ώστε να τον πείσει να ορίσει ως διάδοχό του, τον εξάδελφο του Αλέξανδρο Σεβήρο.
Ο Ηλιογάβαλος γρήγορα κατανόησε ότι η απόφαση του να ορίσει διάδοχο, ήταν στην ουσία εις βάρος του, και προσπάθησε να παραμερίσει τον Αλέξανδρο. Η αντίδραση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να δολοφονηθεί αυτός και η μητέρα του από τη φρουρά των πραιτωριανών και να ανακηρυχθεί νέος αυτοκράτορας ο Αλέξανδρος Σεβήρος.
Ο Αλέξανδρος Σεβήρος (Marcus Aurelius Severus Alexander, 1 Οκτωβρίου 208 – 18 Μαρτίου 235) ήταν ο 26ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 222 έως το 235. Ο προηγούμενος αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος, εξάδελφος του Αλέξανδρου, υποχρεώθηκε να τον ορίσει ως διάδοχό του κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Το 222 η πραιτωριανή φρουρά, πιθανότατα παρακινούμενη από την γιαγιά του Ιουλία Μαίσα (γυναικάδελφη του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου) και την μητέρα του Ιουλία Μαμαία, δολοφόνησε τον Ηλιογάβαλο, εγκαθιστώντας απρόσκοπτα ως αυτοκράτορα τον Αλέξανδρο Σεβήρο. Ανέλαβε την βασιλεία σε μικρή ηλικία (14 ετών), με αποτέλεσμα την πραγματική εξουσία να την ασκούν στην αρχή η Ιουλία Μαίσα μέχρι το θάνατό της (226) και έπειτα η Ιουλία Μαμαία με ένα συμβούλιο αντιβασιλείας αποτελούμενο από 16 συγκλητικούς, που σκόπευαν να τονώσουν τις παραδοσιακές αξίες και το γόητρο της Συγκλήτου. Όμως οι οικονομικές ανάγκες ήταν μεγάλες, καθώς οι Πάρθοι είχαν πλέον αντικατασταθεί από τους Σασσανίδες Πέρσες, που εξελίχθηκαν σε αντίπαλο φοβερό και επικίνδυνο για την ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η τυπικά ορθή αλλά ηθικά ανυπόληπτη διαδοχή δημιούργησαν ένα κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης στο λαό και το στρατό, και έτσι στη Ρώμη επικράτησε αναρχία και ταραχές. Αποκορύφωμα της τεταμένης κατάστασης ήταν η δολοφονία του Δομίτιου Ουλπιανού ανώτατου αξιωματούχου της πολιτείας από την πραιτωριανή φρουρά παρουσία του ιδίου του αυτοκράτορα και της μητέρας του. Το 231 και 232 ο Πέρσης βασιλιάς Αρδασίρ εξαπέλυσε επίθεση κατά της ρωμαϊκής επαρχίας της Μεσοποταμίας. Ο Αλέξανδρος επιχείρησε αντεπίθεση (232), αλλά απέτυχε στην επανάκτηση των εδαφών. Ωστόσο οι Πέρσες λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστησαν εξαναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων σε οπισθοχώρηση. Ο Αλέξανδρος δεν έχασε την ευκαιρία, αν και η νίκη του ήταν αποτέλεσμα συγκυριών, να επιστρέψει στην Ρώμη ως θριαμβευτής. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας κλήθηκε στον Ρήνο να αντιμετωπίσει το γερμανικό φύλλο των Αλαμανών που είχε εισβάλλει σε ρωμαϊκές περιοχές. Η επιχείρηση ανακατάληψης από τα ρωμαϊκά στρατεύματα διεκόπη σχεδόν αμέσως, όταν ο Αλέξανδρος κατόπιν συμβουλής της μητέρας του, σύναψε ειρήνη με τους Αλλαμανούς εξαγοράζοντας τους. Ο στρατός αγανάκτησε με την ατολμία και δειλία που επέδειξε ο Αλέξανδρος.
Το κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης, η καθοδηγούμενη και άτολμη βασίλεια του Αλέξανδρου και η αποτυχία του στις μάχες οδήγησαν τον στρατό να τον δολοφονήσει στη Γερμανία, και να ανακηρύξει ως νέο αυτοκράτορα τον Μαξίμινο τον Θράκα, σηματοδοτώντας την αρχή ενός εμφύλιου σπαραγμού, που ταλαιπώρησε την αυτοκρατορία για 50 χρόνια.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Σεβήρου, συντρελέστηκε η μετάβαση από τη στρατιωτική μοναρχία στη στρατιωτική αναρχία. Αυτήν την εποχή, οι αυτοκράτορες ήταν στρατιωτικοί που ανέβηκαν στην εξουσία με τη δύναμη του στρατού που διοικούσε ο καθένας, ενώ η Σύγκλητος έβλεπε τη δύναμή της να περιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες, κατάγονταν από τις επαρχίες και δεν είχαν ουσιαστικούς δεσμούς με τη Ρώμη, και από αυτούς πολλοί ήταν από την Ιλλυρία: γι’ αυτό, αυτή η περίοδος (235 μ.Χ. - 284 μ.Χ.) ονομάζεται Περίοδος των Ιλλυριών Αυτοκρατόρων. Κατά την περίοδο των στρατιωτών αυτοκρατόρων η κατάσταση ήταν ζοφερή. Για μισό αιώνα η αυτοκρατορία αναστατωνόταν από πολέμους ανάμεσα σε διεκδικητές του θρόνου, από τους οποίους επωφελούνταν οι Πέρσες και τα γερμανικά φύλα. Το 238 πέντε αυτοκράτορες ανταγωνίστηκαν για το θρόνο, από τους οποίους επέζησε μόνο ο Γορδιανός Γ'. Γύρω στο 260 φάνηκε να επίκειται το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός είχε αιχμαλωτιστεί από τους Πέρσες, οι οποίοι μόλις αντιμετωπίζονταν, όπως και στα βόρεια τα γερμανικά φύλα. Συνέπεσαν όμως και άλλα δυσάρεστα γεγονότα, όπως υποτίμηση του ρωμαϊκού νομίσματος, άνοδος των τιμών, θεομηνίες και κοινωνικές συγκρούσεις.
Η άσχημη πολιτική και οικονομική κατάσταση ενίσχυσε τις αποσχιστικές τάσεις των επαρχιών και άλλα διοικητικά προβλήματα. Η κεντρική Γαλατία επαναστάτησε εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Σε άλλες περιοχές, σημειώθηκε εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες, που στράφηκαν, ανάμεσα σε άλλα, και στη ληστεία, με αποτέλεσμα τη μείωση του μεγέθους της καλλιεργούμενης γης.
Η κρίση του νομισματικού συστήματος έλαβε μορφή ολοκληρωτικής κατάρρευσης. Οι αιτίες είναι σύνθετες, η κυριότερη, όμως, είναι η ελλιπής γνώση κανόνων που καθόριζαν τη νομισματική κυκλοφορία ως ρυθμιστικού παράγοντα της οικονομίας. Το ρωμαϊκό κράτος δεν έκανε πάντα πιστή εφαρμογή εγγυήσεων, αφού ήταν επιτρεπτή η νόθευση του νομίσματος και η ανάμιξη ευτελών μετάλλων, με την οποία ουσιαστικά υποτιμούσαν την ονομαστική αξία του νομίσματος.
Τον ύστερο 3ο αιώνα, οι δυσχέρειες στην προμήθεια των μετάλλων και η ανάγκη για μεγαλύτερες δαπάνες, οδήγησαν στην κοπή όλο και πιο νοθευμένων νομισμάτων. Μόλις οι πολίτες το αντιλαμβάνονταν η αξία του νομίσματος έπεφτε και οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν. Αποτέλεσμα ήταν ένας φαύλος κύκλος πληθωρισμού και ανατιμήσεων, καθώς νέα υποτιμημένα νομίσματα έρχονταν στην κυκλοφορία. Επιπροσθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις όταν η διοίκηση έβρισκε πολύτιμα μέταλλα και κυκλοφορούσε γνησιότερα νομίσματα δεν κατάφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα, διότι αμέσως μόλις γίνονταν αντιληπτά αποσύρονταν από την κυκλοφορία και αποθησαυρίζονταν. Αυτό συμπλήρωνε το φαύλο κύκλο, διότι τα πολύτιμα μέταλλα δεν επιστρέφονταν ποτέ στην κυβέρνηση. Από την εποχή του Γαλλιηνού, η συνήθης περιεκτικότητα του αργυρού δηναρίου σε ασήμι ήταν 5%, ενώ λίγο αργότερα κυκλοφορούσαν απλώς επάργυρα νομίσματα. Ο συνδυασμός των οικονομικών δυσχερειών (πληθωρισμός, άνοδος τιμών, έλλειψη μετάλλων) είχε ως πρώτο θύμα την ίδια την διοίκηση, διότι με τα υποτιμημένα νομίσματα που συνέλεγε με τη φορολογία δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες δαπάνες του κράτους.
Η λύση που δόθηκε ήταν η απαίτηση να καταβάλλεται ένα ποσό της φορολογίας σε είδος ή με την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στο κράτος. Αυτό το σύστημα φορολόγησης επικράτησε ολοκληρωτικά κ και άμεσα επηρέασε τις δημόσιες ευεργεσίες και τις δωρεές στις πόλεις.
Ο Μαξιμίνος ο Θραξ (Gaius Iulius Verus Maximinus, 173 – 10 Μαΐου 238), γνωστός και ως Μαξιμίνος Α΄, ήταν ο 27ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 235 έως το 238. Ο Μαξιμίνος ήταν στρατιωτικός αρχηγός, καταγόμενος από τη Θράκη, εξ ου και το όνομα του. Υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας που δεν βρέθηκε ποτέ στη Ρώμη, πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Μαξιμίνος ήταν πιθανότατα υποκινητής και υπεύθυνος της δολοφονίας του προηγούμενου αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα ρωμαϊκά στρατεύματα στον Ρήνο και εφάρμοσε σκληρές μεθόδους πειθαρχίας.
Γρήγορα αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσει πολλές βαρβαρικές επιδρομές, με σημαντικότερες αυτές στον Μάιν και στο Δούναβη. Ωστόσο οι πολεμικές του ενέργειες αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία και αντίδραση από τη σύγκλητο και το λαό. Αμέσως αντέδρασε στις διαμαρτυρίες με βία και καταστολή. Γρήγορα οι αντιδράσεις μεταφέρθηκαν στην Αφρική και στην Ιταλία υπό την ηγεσία των δύο Γορδιανών, γεγονός που απέβη μοιραίο. Ο Μαξιμίνος επιστρέφοντας από την Παννονία όπου πολεμούσε δολοφονήθηκε από τους στρατιώτες του. Οι διάδοχοι του ήταν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Γορδιανός Α΄ και ο Γορδιανός Β΄ βασικοί υποκινητές της ανατροπής του.
Ο Γορδιανός Α΄ (Marcus Antonius Gordianus Sempronianus Romanus Africanus, 159 - Απρίλιος 238) ήταν ο 28ος Ρωμαίος αυτοκράτορας για ένα μήνα, μαζί με τον γιο του, Γορδιανό Β΄, το 238, το έτος των έξι αυτοκρατόρων. Ήταν πλούσιος Ρωμαίος που καταγόταν από τους Γράκχους και τον Τραϊανό. Είχε εκλεγεί προηγουμένως αγορανόμος και ήταν πολύ δημοφιλής ως διοργανωτής δημοσίων θεαμάτων κυρίως μονομαχιών. Ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας σε ηλικία 80 ετών από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα της Αφρικής που δεν ήθελαν να υποκύψουν στον Μαξιμίνο. Τότε ο Γορδιανός επέλεξε ως συνάρχοντα τον γιο του. Ωστόσο ο διοικητής της Μαυριτανίας Καπελλιανός, οπαδός του Μαξιμίνου επετέθη εναντίον του. Στη μάχη που ακολούθησε κοντά στην Καρχηδόνα, ο γιος του Γορδιανού ηττήθηκε και φονεύθηκε. Ο ίδιος ο Γορδιανός μετά απ΄ αυτή την εξέλιξη αυτοκτόνησε με απαγχονισμό, μετά από βασιλεία μόλις έξι εβδομάδων. Ο Γορδιανός Α' είχε έντιμο χαρακτήρα, στα κοινά ήταν πολύ εργατικός και είχε αξιόλογη μόρφωση. Συνέγραψε την "Αντωνιάδα", που αποτελεί εγκωμιαστική βιογραφία των Αντωνίνων Αυτοκρατόρων.
Ο Γορδιανός Β΄ (Marcus Antonius Gordianus Sempronianus Romanus Africanus, 192 - 12 Απριλίου 238) ήταν ο 29ος Ρωμαίος αυτοκράτορας για ένα μήνα, μαζί με τον πατέρα του, Γορδιανό Α', το 238, έτος των έξι αυτοκρατόρων. Ήταν κατώτερος των αρετών και της δημοτικότητας του πατέρα του. Αναμίχθηκε έντονα στη λεγόμενη στάση του Ηλιογαβάλου. Αργότερα επιλέχθηκε από τον πατέρα του ως συνάρχοντας και φονεύθηκε σε μάχη κατά του διοικητή της Μαυριτανίας Καπελλιανού κοντά στην Καρχηδόνα.
Ο Πουπιένος (Marcus Clodius Pupienus Maximus, 165 – 11 Μαΐου 238), γνωστός και ως Πουπιένος Μάξιμος, ήταν ο 30ος Ρωμαίος αυτοκράτορας μαζί με τον Βαλβίνο (που λογίζεται ως 31ος) για τρεις μήνες το 238, κατά τη διάρκεια του έτους των έξι αυτοκρατόρων. Ήταν γιος του Γερουσιαστή Μάρκου Πουπιένου Μάξιμου και της γυναίκας του Κλαύδιας Πούλχρας. Αν και δεν γεννήθηκε Πατρίκιος, εξελίχθηκε σε ηγετική μορφή της τάξης των γερουσιαστών κατά τον τελευταίο μισό της Δυναστείας των Σεβήρων. Εργάστηκε σαν ανθύπαρχος της Βιθυνίας και του Πόντου, μετά της Αχαΐας και τελικά της Γαλλίας Ναρμπόνενσις. Κατόπιν, δούλεψε ως λεγάτος στην Ιλλυρία και τελικά ως κυβερνήτης των γερμανικών επαρχιών. Υπήρξε ύπατος δυο φορές, το 213 και το 234, όταν και απέκτησε την φήμη του αυστηρού πολιτικού, κάτι που τον έκανε ελάχιστα δημοφιλή στο λαό. Εκτός από μία κόρη, ο Πουπιένος είχε δύο γιούς, τον Τιβέριο Κλώδιο Πουπιένο Πούλχερ Μάξιμο που ήταν ύπατος (224 ή 226 ή Ιούλιο 235) και τον Μάρκο Πουπιένο Αφρικάνο Μάξιμο, ύπατο το 236 και συνεργάτη του αυτοκράτορα Μαξιμίνου Θράκα. Η δεύτερη θητεία ως υπάτου και το γεγονός ότι ο γιος του ήταν επίσης ύπατος παρά τω αυτοκράτορι για ένα έτος είναι ενδείξεις πως η οικογένειά του είχε αρκετή επιρροή.
Όταν οι Γορδιανοί ανακηρύχτηκαν αυτοκράτορες στην Αφρική, η Γερουσία ανέθεσε σε επιτροπή είκοσι ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο Πουπιένος την αποστολή εναντίον του Μαξιμίνου. Όταν έφτασαν τα νέα της ήττας των Γορδιανών, η Γερουσία συγκεντρώθηκε κεκλεισμένων των θυρών για να ανακηρύξει τους Βαλβίνο και Πουπιένο συναυτοκράτορες (αν και δέχτηκαν τη συμμετοχή και του Γορδιανού Γ'). Ο Πουπιένος έτρεξε στην Ραβέννα για να επιβλέψει την εκστρατεία εναντίον του Μαξιμίνου, που σκοτώθηκε από τις βολές των στρατιωτών του Πουπιένου έξω από την Ακουίλεια. Κατόπιν, ο Πουπιένος έστειλε τις στρατιές τόσο του Μαξιμίνου όσο και τις δικές του πίσω στις βάσεις τους και επέστρεψε στη Ρώμη συνοδευόμενος μόνο από την Πραιτωριανή Φρουρά και τους σωματοφύλακές του.
Εν τω μεταξύ, ο Βαλβίνος είχε αποτύχει να διατηρήσει τη δημόσια τάξη στην πρωτεύουσα. Οι πηγές αφήνουν να εννοηθεί ότι ο Βαλβίνος φοβήθηκε πως ο Πουπιένος ήθελε να τον υποκαταστήσει. Έτσι, σύντομα οι δυο τους άρχισαν να μένουν σε διαφορετικές πλευρές του παλατιού. Δολοφονήθηκαν και οι δυο από δυσαρεστημένα στελέχη της Φρουράς που δεν επιθυμούσαν τον διαρκή έλεγχο του αυτοκράτορα από τη Γερουσία.
Ο Γορδιανός Γ΄ (Marcus Antonius Gordianus Pius Augustus, 20 Ιανουαρίου 225 - 11 Φεβρουαρίου 244) ήταν ο 32ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 238 έως το 244, εγγονός του Γορδιανού Α΄. Η Σύγκλητος της Ρώμης τον εξέλεξε ως αυτοκράτορα, στη θέση των συναυτοκρατόρων Πουπιηνού και Βαλβίνου, οι οποίοι είχαν δολοφονηθεί προηγουμένως από τους στασιαστές πραιτωριανούς. Η αναγόρευσή του έγινε το 238 μ.Χ. σε ηλικία 13 ετών, υπό την κηδεμονία του αντιπραίτορα Τιμησίθεου. Μαζί του πολέμησε νικηφόρα τους Γότθους στη Μυσία και από το 240 τους Πέρσες του Σαπώρη Α'. Κατά την εισβολή του Γορδιανού στην Περσία το 243, σύμφωνα με περσικές πηγές, οι Ρωμαίοι υπέστησαν βαριά ήττα σε μάχη κοντά στη Βαγδάτη το 244 και ο Γορδιανός σκοτώθηκε στη μάχη αυτή, ενώ ρωμαϊκές πηγές αγνοούν αυτή τη μάχη και αναφέρουν ότι ένας από τους αξιωματικούς, ο Μ. Ιούλιος Φίλιππος ο επιλεγόμενος Φίλιππος ο Άραβας, δολοφόνησε πρώτα τον Τιμησίθεο και μετά τον Γορδιανό, αναλαμβάνοντας ο ίδιος αυτοκράτορας. Η σύγκλητος θεοποίησε και τους δύο δολοφονηθέντες, ενώ ρωμαϊκές πηγές αναφέρουν ότι «ο λαός της Ρώμης πένθησε τον νεαρό Αυτοκράτορα Γορδιανό Γ΄ τον οποίο πολύ είχε αγαπήσει».
Ο Φίλιππος ο Άραβας (Caesar Marcus Julius Philippus Augustus, 204 – Μάρτιος 249) ήταν ο 33ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Γεννήθηκε στην Φιλιππούπολη της σημερινής Συρίας, 55 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από τη σημερινή Δαμασκό. Ανήκε σε διακεκριμένη οικογένεια ιππέων αραβικής καταγωγής και υπηρετούσε ως ύπαρχος της αυλής (praefectus praetorio), όταν ο προκάτοχος του Γορδιανός Γ΄ δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια ανταρσίας, στην οποία πιθανώς συμμετείχε και ο Φίλιππος. Μετά τη δολοφονία ανακηρύχθηκε άμεσα αυτοκράτορας και η πρώτη του ενέργεια ήταν η σύναψη ειρήνης με την Περσία, οι πόλεμοι με την οποία είχαν εξουθενώσει το στρατό.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έστρεψε το ενδιαφέρον του στα ευρωπαϊκά μέτωπα, κυρίως κατά των Γότθων και των πέριξ του Δούναβη λαών. Το 249 επέστρεψε στη Ρώμη για να παραστεί στη χιλιοστή επέτειο από την ίδρυση της πόλης. Την ίδια χρονιά αντιμετώπισε πλήθος εξεγέρσεων από επαρχιακούς στρατιωτικούς διοικητές της αυτοκρατορίας και σε μία από αυτές δολοφονήθηκε από τον μετέπειτα αυτοκράτορα Δέκιο. Ως διάδοχος και κληρονόμος του είχε οριστεί από τον Φίλιππο, ο γιος του Μάρκος Ιούλιος Φίλιππος Σεβήρος, ο οποίος δολοφονήθηκε σε ηλικία 11 ετών αμέσως μετά τη δολοφονία του πατέρα του.
Χριστιανοί συγγραφείς θεωρούν τον Φίλιππο ως τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα. Οι ιστορικές πηγές της εποχής δεν βοηθούν ώστε να επιβεβαιωθεί αυτή η εικασία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν διακήρυξε, τουλάχιστον επισήμως, τη χριστιανική του πίστη.
Ο Δέκιος (Gaius Messius Quintus Decius Augustus, 201-251 μ.Χ.) ήταν ο 34ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 249 μ.Χ. έως το 251 μ.Χ. Κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του συμβασίλεψε με τον γιο του Ερέννιο Ετρούσκο (35ος αυτοκράτορας) έως ότου σκοτώθηκαν και οι δύο στη μάχη της Αβρίττου (σημερινό Ραζγκραντ της Βουλγαρίας). Ο Δέκιος γεννήθηκε στην Μπουντάλια, σημερινό Μαρτίντσι της Σερβίας, στην Κάτω Παννονία. Ήταν ο πρώτος σε μία μεγάλη σειρά Ρωμαίων Αυτοκρατόρων που προέρχονταν από την επαρχία του Ιλλυρικού του Δούναβη. Αντίθετα με τους άμεσους προκατόχους του, όπως ο Φίλιππος ο Άραβας ή ο Μαξιμίνος Α, ο Δέκιος ήταν διακεκριμένος συγκλητικός ο οποίος έφτασε ως το αξίωμα του υπάτου το 232 μ.Χ. Έγινε κυβερνήτης της Μοισίας και της Γερμανίας λίγο αργότερα και υπηρέτησε ως διοικητής της Ισπανίας μεταξύ 235 και 238. Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου του Άραβα ήταν νομάρχης (praefectus urbi) της Ρώμης.
Το 245, ο αυτοκράτορας Φίλιππος ανάθεσε στον Δέκιο μία σημαντική αποστολή στον Δούναβη. Στο τέλος του 248 ο Δέκιος εστάλη για να καταστείλει την εξέγερση του Πακατιανού (Tiberius Claudius Marinus Pacatianus) και να εκκαθαρίσει την περιοχή από τους Γότθους, τους Γερμανούς και τους Κάρπους της Δακίας που είχαν κατακλύσει την περιοχή κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η εξέγερση προκλήθηκε επειδή οι στρατιώτες εξοργίστηκαν με τη συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε μεταξύ του Φιλίππου και το βασιλείου των Σασσανιδών. Ο Πακατιανός διεκδίκησε τον θρόνο και μαζί με τις κινήσεις των Γότθων αποτέλεσε ξεκάθαρη καθαρή απειλή εναντίον της εξουσίας του Φιλίππου. Η επιλογή του Δέκιου από τον Φίλιππο έγινε περισσότερο λόγω πολιτικής καταλληλότητας και λιγότερο λόγω στρατιωτικών ικανοτήτων. Ο Δέκιος είχε αριστοκρατική καταγωγή και ήταν δημοφιλής στη Σύγκλητο η οποία ήταν όλο και περισσότερο επιφυλακτική για τις ικανότητες του Φιλίππου. Λίγο πριν από την άφιξη του Δέκιου, ο Πακατιανός σκοτώθηκε και τα στρατεύματα πίεσαν τον Δέκιο να αναλάβει ο ίδιος την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Δέκιος διακήρυξε την πίστη του στον Φίλιππο, αλλά τελικά κινήθηκε εναντίον του. Στο τέλος ο Φίλιππος σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στην Βερόνα της Ιταλίας. Η Σύγκλητος αναγνώρισε τότε τον Δέκιο ως αυτοκράτορα δίνοντάς του τον χαρακτηριστικό τίτλο Τραϊανός, ως αναφορά στον ομώνυμο αυτοκράτορα. Όπως έγραψε αργότερα ο βυζαντινός ιστορικός Ζώσιμος: «Ο Δέκιος ντύθηκε στα πορφυρά και αναγκάστηκε να αναλάβει τα βάρη της διακυβέρνησης, με απροθυμία και παρά τη θέλησή του».
α. Πολτικό πρόγραμμα
Το πολιτικό πρόγραμμα του Δέκιου επικεντρώθηκε στην αποκατάσταση της δύναμης του κράτους, τόσο από στρατιωτική άποψη απέναντι στις εξωτερικές απειλές, όσο και σε ό,τι αφορούσε τη δημόσια ευλάβεια, με την εφαρμογή ενός προγράμματος αναστήλωσης της επίσημης θρησκείας του κράτους. Είτε ως παραχώρηση στη Σύγκλητo, ή ίσως με την ιδέα της βελτίωσης της δημόσιας ηθικής, ο Δέκιος προσπάθησε να αναβιώσει την αυτόνομη εξουσία και το κύρος του αξιώματος του τιμητή (censor). Το δικαίωμα της επιλογής του τιμητή δόθηκε στη Σύγκλητο η οποία εξέλεξε ομόφωνα τον Βαλεριανό (μετέπειτα αυτοκράτορα). Όμως ο Βαλεριανός γνωρίζοντας πολύ καλά τους κινδύνους και τις δυσκολίες που συνδέονταν με αυτή τη θέση σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή, απέρριψε την ευθύνη. Η εισβολή των Γότθων και ο θάνατος του Δέκιου έθεσαν τέλος σε αυτήν την αποτυχημένη απόπειρα.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Δέκιος προχώρησε σε αρκετά κατασκευαστικά έργα στην Ρώμη, συμπεριλαμβανομένων των Λουτρών του Δέκιου στον Αβεντίνο λόφο (Thermae Deciane) τα οποία ολοκληρώθηκαν το 252 και διατηρήθηκαν μέχρι τον 16ο αιώνα. Ο Δέκιος επίσης ανέλαβε την επισκευή του Κολοσσαίου από τις ζημιές που προκλήθηκαν από κεραυνούς.
β. Διώξεις των Χριστιανών
Στα πλαίσια της προαναφερόμενης θρησκευτικής πολιτικής του, τον Ιανουάριο του 250, ο Δέκιος εξέδωσε ένα διάταγμα που υποχρέωνε όλους τους πολίτες να επιτελέσουν τις πατροπαράδοτες θυσίες στους αναγνωρισμένους θεούς του κράτους: «Όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας πρέπει να προβούν σε θυσίες ενώπιον των δικαστικών της κοινότητάς τους "για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας" μία συγκεκριμένη ημέρα (η ημερομηνία θα ποικίλει από τόπο σε τόπο και η σειρά μπορεί να γίνει έτσι ώστε η θυσία να ολοκληρωθεί εντός ορισμένης προθεσμίας αφότου μια κοινότητα λάβει το διάταγμα). Αφού ολοκληρώσουν τη θυσία, θα λάβουν πιστοποιητικό (libellus), που θα καταγράφει το γεγονός ότι έχουν συμμορφωθεί με την εντολή».
Μολονότι ο Δέκιος, με το διάταγμα, είχε ως στόχο να συντηρήσει το όραμα της Pax Romana και να καθησυχάσει τους πολίτες της Ρώμης, δείχνοντας ότι η αυτοκρατορία ήταν ακόμα ασφαλής, προκάλεσε ωστόσο μια «τρομερή κρίση εξουσίας, όπου διάφοροι χριστιανοί επίσκοποι και το ποίμνιό τους, αντέδρασαν σε αυτό με διάφορους τρόπους». Το διάταγμα άρχισε να εφαρμόζεται απαιτώντας από τους επισκόπους και τους αξιωματούχους της εκκλησίας να κάνουν θυσία για τον αυτοκράτορα, ένα θέμα όρκου πίστεως τον οποίο οι Χριστιανοί θεώρησαν προσβλητικό. Τα πιστοποιητικά εκδόθηκαν σε όσους ικανοποίησαν τις παγανιστικές επιτροπές. Ένας αριθμός επιφανών χριστιανών όμως αρνήθηκαν να κάνουν την θυσία και θανατώθηκαν κατά τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του Πάπα Φαβιανού το 250. Η αντίδραση των χριστιανών γενικεύτηκε και αυτό οδήγησε σε διώξεις εναντίον τους στην Καρχηδόνα και στην Αλεξάνδρεια. Στην πραγματικότητα όμως, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δέκιου, η αγριότητα των διώξεων είχε χαλαρώσει και η προηγούμενη παράδοση της ανεκτικότητας άρχισε να επανέρχεται. Η χριστιανική εκκλησία ποτέ δεν ξέχασε την εποχή του Δέκιου, ο οποίος κατονομάζεται ως "σκληρός τύραννος".
Την ίδια εποχή ξέσπασε ένα δεύτερο κύμα της επιδημίας πανώλη του Γαλιηνού, με αποκορύφωμα το διάστημα μεταξύ 251 και 266 που στοίχιζε τη ζωή 5.000 ανθρώπων καθημερινά, μόνο στη Ρώμη. Αυτή η επιδημία αναφέρεται και ως η "επιδημία του Κυπριανού" (ο οποίος ήταν τότε επίσκοπος Καρχηδόνας, που χτυπήθηκε ιδιαίτερα βαριά από την επιδημία). Ο βιογράφος του Κυπριανού, Πόντιος, έδωσε μια ζωντανή εικόνα της καταστροφής και ο Κυπριανός μνημονεύει το γεγονός στο δοκίμιό του De mortalitate. Στην Καρχηδόνα, οι "διώξεις του Δέκιου" που εξαπολύθηκαν με την έναρξη της επιδημίας, είχαν στοχοποιήσει τους χριστιανούς που θεωρήθηκαν αποδιοπομπαίοι τράγοι, υπεύθυνοι για τα δεινά. Το Διάταγμα του Δέκιου ανανεώθηκε από τον Βαλεριανό το 253 και καταργήθηκε από τον γιο του Γαλιηνό το 260.
Όπως και σε άλλους Ρωμαίους αυτοκράτορες του 3ου αιώνα, η βασιλεία του Δέκιου δεν ήταν απαλλαγμένη από απειλές εναντίον της εξουσίας του, είτε εσωτερικές, είτε εξωτερικές. Η εξέγερση του Ιοταπιανού στη Συρία ή στην Καππαδοκία, είχε ξεκινήσει ουσιαστικά επί βασιλείας του Φιλίππου, αλλά συνεχίστηκε και στη βασιλεία του Δέκιου. Πιθανόν ο επίδοξος αυτοκράτορας δολοφονήθηκε από τους ίδιους του τους στρατιώτες και το σώμα του παραδόθηκε στον Δέκιο στην Ρώμη το καλοκαίρι του 249. Μία πιο σοβαρή εξέγερση ξέσπασε ενώ ο Δέκιος ήταν εκτός Ρώμης και πολεμούσε τους Γότθους το 250 από τον Λικινιανό (Julius Valens Licinianus), επίσης αριστοκράτη συγκλητικό με κάποια λαϊκή υποστήριξη. Η βραχύβια αρπαγή της εξουσίας τελείωσε μέσα σε λίγες μέρες με την εκτέλεσή του. Ο κυβερνήτης της Μακεδονίας, Πρίσκος (Titus Julius Priscus), επίσης αυτοανακηρύχθηκε Αύγουστος στην Φιλιππούπολη στο τέλος του 251, πιθανόν με την υποστήριξη των Γότθων. Η Σύγκλητος τον ανακήρυξε δημόσιο εχθρό. Πιθανόν να επέζησε και μετά τον θάνατο του Δέκιου, αλλά με την ανακήρυξη του Τρεβονιανό σε αυτοκράτορα χάθηκαν τα ίχνη του.
γ. Επιδρομές Γότθων
Οι βαρβαρικές επιδρομές στην αυτοκρατορία γίνονταν όλο και πιο έντονες και συχνές, ενώ η αυτοκρατορία αντιμετώπισε σοβαρή οικονομική κρίση στα χρόνια του Δέκιου. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του ο Δέκιος πραγματοποίησε σημαντικές επιχειρήσεις εναντίον των Γότθων, οι οποίοι πέρασαν τον Δούναβη και έκαναν επιδρομή στην περιοχή της Μοισίας και της Θράκης. Αυτή είναι η πρώτη σημαντική στιγμή που οι Γότθοι εμφανίζονται στην ιστορία. Υπό τις διαταγές του βασιλιά τους Κνίβα, αιφνιδιάστηκαν από τον αυτοκράτορα, ενώ πολιορκούσαν τη Νικόπολη στον Δούναβη. Κατάφεραν όμως να διαφύγουν δια μέσου του ορεινού γεωγραφικού αναγλύφου των Βαλκανίων, στη συνέχεια επέστρεψαν και αιφνιδίασαν τους Ρωμαίους κοντά στη Βερόη (σύγχρονη Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας) λεηλατώντας το στρατόπεδό τους και διαλύοντας τα στρατεύματα. Ήταν η πρώτη φορά που Ρωμαίος αυτοκράτορας υποχώρησε μπροστά σε βαρβαρικά στρατεύματα. Οι Γότθοι τότε κινήθηκαν εναντίον της Φιλιππούπολης η οποία έπεσε στα χέρια τους. Ο κυβερνήτης της Θράκης, Πρίσκος, ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα υπό γοτθική προστασία, αλλά η πρόκληση του Πρίσκου τερματίστηκε όταν σκοτώθηκε λίγο αργότερα.
Ο Δέκιος που κατάφερε να τους περικυκλώσει ελπίζοντας να ανακόψει την οπισθοχώρησή τους, αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις προτάσεις συνθηκολόγησης των Γότθων, των οποίων οι πόροι είχαν εξαντληθεί από την πολιορκία της Φιλιππούπολης και προσφέρθηκαν να παραδώσουν τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους, υπό την προϋπόθεση να τους επιτραπεί να υποχωρήσουν. Η τελική συμπλοκή, στη Μάχη της Αβρίττου, στην οποία οι Γότθοι πολέμησαν υπό το θάρρος της απελπισίας, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας του Ιουνίου του 251 στη βορειοανατολική Βουλγαρία, κοντά στην μικρή πόλη της Αβρίττου (σύγχρονο Ράζγκραντ). Ο βυζαντινός ιστορικός Ιορδάνης αναφέρει ότι, όταν σκοτώθηκε από ένα βέλος στην αρχή της μάχης ο γιος του Δέκιου, Ερέννιος Ετρούσκος, ο Δέκιος για να ανυψώσει το ηθικό των ανδρών του αναφώνησε "Κανείς να μη θρηνήσει, ο θάνατος ενός στρατιώτη δεν είναι μεγάλη απώλεια για τη δημοκρατία". Παρ' όλα αυτά, ο στρατός του Δέκιου εγκλωβίστηκε μέσα στους βάλτους και κατατροπώθηκε, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Ο Δέκιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που πέθανε σe μάχη εναντίον ξένης δύναμης.
Μετά το τέλος της μάχης ο διασωθείς στρατηγός Τρεβονιανός Γάλλος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, απόφαση που στη συνέχεια επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο. Ο Τρεβονιανός υιοθέτησε τον νεότερο γιο του Δέκιου, Οστιλιανό (Gaius Valens Hostilianus), ως συν-αυτοκράτορα, αν και ο τελευταίος ήταν πολύ μικρός για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Ο Τρεβονιανός Γάλλος (Gaius Vibius Afinius Trebonianus Gallus Augustus, 206-253) ήταν ο 36ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 251 μ.Χ. έως το 253 μ.Χ. με συναυτοκράτορα τον γιο του Βολουσιανό (37ος αυτοκράτορας). Ο Τρεβονιανός γεννήθηκε στην Ιταλία, σε μια οικογένεια με καταγωγή από Ετρούσκους συγκλητικούς. Απέκτησε δύο παιδιά από τον γάμο του με την Αφίνια Γεμίνα Βαεβιάνα (Afinia Gemina Baebiana), τον Γάιο Βίμπιο Βολουσιανό, αργότερα συναυτοκράτορα, και μια κόρη, την Bιμπία Γάλλα. Η πρώιμη σταδιοδρομία του ήταν ένα τυπικό «cursus honorum» (υπηρεσία σε θέσεις κρατικών λειτουργών που προορίζονταν για συγκλητικούς), με πολλές τοποθετήσεις σε αξιώματα, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Υπήρξε αναπληρωματικός ύπατος και το 250 διορίστηκε διοικητής της ρωμαϊκής επαρχίας της Μοισίας, κάτι που δείχνει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Δέκιου σ' αυτόν. Στη Μοισία ο Τρεβονιανός ήταν βασικός συντελεστής στην απόκρουση των συχνών εισβολών από τις γοτθικές φυλές του Δούναβη και έγινε δημοφιλής στον στρατό, πράγμα που καταδεικνύεται από την επίσημη εικόνα του κατά τη σύντομη βασιλεία του (στρατιωτικό κούρεμα, σωματική διάπλαση μονομάχου, εκφοβιστική στάση).
Τον Ιούνιο του 251, ο αυτοκράτορας Δέκιος και ο γιος του συν-αυτοκράτορας Ερέννιος Ετρούσκος σκοτώθηκαν στη μάχη της Αβρίττου (Abritus) από τους Γότθους. Σύμφωνα με φήμες που υποστηρίζονται και από τον σύγχρονο Έλληνα ιστορικό Δέξιππο, η αποτυχία του Δέκιου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Τρεβονιανό ο οποίος είχε συνωμοτήσει με τους εισβολείς. Σε κάθε περίπτωση, όταν ο στρατός άκουσε την είδηση ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Τρεβονιανό, μαζί με τον Οστιλιανό, επιζώντα γιο του Δέκιου, που όδευε για τον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης. Η αντίδραση του στρατού, και το γεγονός ότι ο Τρεβονιανός φαίνεται να είχε καλές σχέσεις με την οικογένεια του Δέκιου, κάνει τον ισχυρισμό του Δέξιππου να φαίνεται απίθανος. Ο Τρεβονιανός δεν υποχώρησε από την πρόθεση του να γίνει αυτοκράτορας, αλλά αποδέχθηκε τον Οστιλιανό ως συναυτοκράτορα, ίσως για να αποφύγει τον κίνδυνο ενός άλλου εμφύλιου πολέμου.
Στην προσπάθειά του να διασφαλίσει τη θέση του στη Ρώμη και να σταθεροποιήσει την κατάσταση στα σύνορα του Δούναβη, ο Τρεβονιανός σύναψε ειρήνη με τους Γότθους. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, επιτράπηκε στους Γότθους να εγκαταλείψουν τη ρωμαϊκή επικράτεια, διατηρώντας παράλληλα τους αιχμαλώτους και τα λάφυρά τους. Επιπλέον, συμφωνήθηκε να τους καταβάλλεται ετήσια επιχορήγηση. Φτάνοντας στη Ρώμη, η διακήρυξη του Τρεβονιανού επικυρώθηκε επισήμως από τη Σύγκλητο, ενώ ο γιος του Βολουσιανός ορίστηκε Καίσαρας. Στις 24 Ιουνίου 251 ο Δέκιος θεοποιήθηκε αλλά, από τις 15 Ιουλίου, ο Οστιλιανός εξαφανίστηκε από την ιστορία. Είναι πιθανό ότι ο τελευταίος πέθανε κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανώλης που έπληττε τη Ρώμη εκείνη την εποχή. Πρόθυμος να εμφανίσει τον εαυτό του κατάλληλο για την θέση και να κερδίσει την δημοτικότητα των πολιτών, ο Τρεβονιανός γρήγορα αντιμετώπισε την επιδημία παρέχοντας ταφή για τα θύματα της, ακόμη και στους φτωχούς. Ο Τρεβονιανός ίσως επίσης διέταξε ασυντόνιστους τοπικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών, όπως δείχνει η φυλάκιση του Πάπα Κορνήλιου το 252.
Η βασιλεία του Τρεβονιανού, όπως και των προκάτοχων του, δεν ήταν εύκολη. Στην Ανατολή, ένας ευγενής της Αντιόχειας, ο Μαριάδης, επαναστάτησε και άρχισε να λεηλατεί την Συρία και την Καππαδοκία, στην συνέχεια κατέφυγε στους Πέρσες. Ο Τρεβονιανός διέταξε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στους Πέρσες, αλλά ο Πέρσης αυτοκράτορας Σαπώρη Α' εισέβαλε στην Αρμενία και την κατέστρεψε, νικώντας ένα μεγάλο ρωμαϊκό στρατό στην Βαρβαλισσό το 252. Στη συνέχεια εισέβαλε στις ανυπεράσπιστες επαρχίες της Συρίας, καταλαμβάνοντας το σύνολο των φρουρίων και λεηλατώντας τις πόλεις της, συμπεριλαμβανομένης της Αντιοχείας, χωρίς καμία απάντηση. Οι Περσικές εισβολές επαναλήφθηκαν κατά το επόμενο έτος, αλλά ο Ουράνιος Αντωνίνος (ένας ιερέας που αρχικά ονομαζόταν Σαμψιγέραμος), απόγονος του ομώνυμου βασιλικού οίκου της Έμεσας, αντιμετώπισε τον Σαπώρη Α΄ της Περσίας και τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Ωστόσο, ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και έκοψε νομίσματα με την εικόνα του πάνω τους. Στον Δούναβη, οι "σκυθικές" φυλές ήταν για άλλη μια φορά σε αναβρασμό, παρά τη συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε το 251. Εισέβαλαν στη Μικρά Ασία από τη θάλασσα, έκαψαν το μεγάλο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και επέστρεψαν στις εστίες τους με τα λάφυρα. Επίσης εισέβαλαν στην Κάτω Μοισία, στις αρχές του 253, όπου ο Αιμιλιανός, κυβερνήτης της Μοισίας και της Παννονίας, πήρε την πρωτοβουλία της μάχης και νίκησε τους εισβολείς.
Δεδομένου ότι ο στρατός δεν ήταν πια ευχαριστημένος με τον Αυτοκράτορα, οι στρατιώτες ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Αιμιλιανό. Με έναν σφετεριστή να απειλεί τον θρόνο του, ο Τρεβονιανός προετοιμάστηκε για πόλεμο. Ανακάλεσε διάφορες λεγεώνες και διέταξε οι ενισχύσεις να επιστρέψουν στη Ρώμη από την Γαλατία, υπό τις εντολές του μελλοντικού αυτοκράτορα Βαλεριανού. Παρά τις διευθετήσεις αυτές, ο Αιμιλιανός εκστράτευσε δια μέσου της Ιταλίας και συνάντησε τον Τρεβονιανό στην Ιντέραμνα (σύγχρονο Τέρνι), πριν από την άφιξη του Βαλεριανού. Μεταγενέστερες πηγές υποστηρίζουν ότι μετά την πρώτη ήττα, ο Τρεβονιανός και ο Βολουσιανός δολοφονήθηκαν από τα στρατεύματά τους ή πως ο Τρεβονιανός δεν πρόλαβε να αντιμετωπίσει τον Βαλεριανό, γιατί ο στρατός του προσχώρησε στον σφετεριστή. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος και ο Βολουσιανός σκοτώθηκαν τον Αύγουστο του 253.
Ο Αιμιλιανός (Marcus Aemilius Aemilianus Augustus, 207 – 253) ήταν ο 39ος (βραχύβιος) Ρωμαίος Αυτοκράτορας, με καταγωγή από τη Μαυριτανία. Σύζυγός του ήταν η Κορνέλια Σουπέρα και βασίλευσε μόνο για τρεις μήνες. Ως στρατιωτικός διοικητής της Μοισίας, απώθησε τους Γότθους και ως εκ τούτου ανακηρύχθηκε Καίσαρας από τα στρατεύματα που διοικούσε. Άμεσα κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να αντιμετωπίσει τους αυγούστους Τρεβονιανό Γάλλο και Βολουσιανό, οι οποίοι όμως εν τω μεταξύ δολοφονήθηκαν από τους στρατιώτες τους. Εκ των πραγμάτων ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Μετά από τρεις μήνες το στράτευμα δολοφόνησε και τον ίδιο στο Σπολέτο της Ιταλίας, σηματοδοτώντας μια πολύ τεταμένη και ασταθή περίοδο για τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Βαλεριανός (Caesar Publius Licinius Valerianus Augustus, 193 –264) ήταν ο 40ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια, ανέβηκε ταχύτατα τα σκαλιά της ιεραρχίας. Συγκλητικός το 238, αυτοκράτορας το 253, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης που αιχμαλωτίστηκε και δολοφονήθηκε, από τον Πέρση βασιλιά Σαπώρη Α.
Ανήκε σε παλιά αριστοκρατική οικογένεια, και ως εκ τούτου γρήγορα έγινε συγκλητικός και prineps senatus το 238. Παντρεύτηκε την Μαρινιάνα και απέκτησε δύο γιούς: τον μετέπειτα αυτοκράτορα Γαλλιηνό και τον Βαλεριανό τον νεότερο. Την εποχή που ο αυτοκράτορας Δέκιος επανέφερε το αξίωμα του τιμητή εκλέχτηκε με απόλυτη πλειοψηφία από την σύγκλητο. Το 253 στάλθηκε από τον αυτοκράτορα Τρεβονιανό ως επικεφαλής στρατευμάτων στη Γαλατία για να αντιμετωπίσει τον διεκδικητή του θρόνου Αιμιλιανό. Ο στρατός που βρισκόταν εκεί, σχεδόν αμέσως τον ανακήρυξε αυτοκράτορα. Η υπόλοιπη αυτοκρατορία δεν άργησε να τον αναγνωρίσει και αυτή αμέσως μετά τον θάνατο του Τρεβονιανού, και ενώ είχε μεσολαβήσει μια μικρή βασίλεια του Αιμιλιανού για τρεις μήνες.
Ο Βαλεριανός αμέσως μετά την ανάρρηση του στον θρόνο, έστρεψε το ενδιαφέρον στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, το οποίο σπαρασσόταν από εξεγέρσεις. Έστειλε τον γιο του Γαλλιηνό με σκοπό την επίτευξη ειρήνης στις ευαίσθητες και πάντα ανήσυχες δυτικές περιοχές. Ο ίδιος αναχώρησε προς ανατολάς όπου οι Σκύθες, οι Γότθοι και κυρίως οι Πέρσες λεηλατούσαν αδιάλειπτα τη χώρα. Ο Πέρσης βασιλιάς Σαπώρης Α είχε εισβάλλει στη Συρία καταλαμβάνοντας την Αντιόχεια. Ο Βαλεριανός κινήθηκε εναντίον του, ταυτόχρονα όμως ήλθε σε συνεννοήσεις με τον Σαπώρη, ώστε να διαπραγματευτεί τη λήξη του πολέμου. Προδόθηκε όμως, συνελήφθη από τους Πέρσες και φυλακίστηκε (260). Η αιχμαλωσία του πιθανότατα κράτησε 10 χρόνια, διάστημα στο οποίο βασανίστηκε και εξευτελίστηκε. Ο Σαπώρης ισχυριζόταν ότι κόσμησε την οροφή των ανακτόρων του με το δέρμα του.
Ο Γαλλιηνός (Publius Licinius Egnatius Gallienus Augustus, γεννήθηκε περίπου το 218 και πέθανε το 268) ήταν ο 41ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Βαλεριανό. Σταμάτησε τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, αναμόρφωσε τη στρατιωτική τακτική, έδωσε βάρος στην πνευματική αναμόρφωση της αυτοκρατορίας, αλλά αποδείχτηκε ανίκανος να πατάξει τους εσωτερικούς εχθρούς της και τελικά δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους στρατηγούς του. Ο Γαλλιηνός ήταν γιος του προηγούμενου αυτοκράτορα Βαλεριανού, ο οποίος τον έχρισε Καίσαρα το 253, αναθέτοντας του την αποστολή υπεράσπισης των συνόρων απέναντι κυρίως στα βαρβαρικά φύλα των Γερμανών. Η συγκυρία για την ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά δυσμενής και κατεδείκνυε την ανάγκη καταμερισμού των εξουσιών, γεγονός που πραγματοποιήθηκε αργότερα με τη συγκρότηση των τετραρχιών. Ο Γαλλιηνός κατόρθωσε να πετύχει νίκες εναντίον των Γερμανών και να αποκτήσει την προσωνυμία "Γερμανικός". Επίσης απόκρουσε επιδρομή των Αλαμανών στην Ιταλία (258). Δέκα χρόνια περίπου πριν αναρρηθεί στο θρόνο, νυμφεύτηκε την Κορνέλια Σαλονίνα, η οποία υπήρξε μητέρα τριών αυτοκρατόρων. Την ίδια εποχή, από κοινού με τον πατέρα του, υπέγραψαν διάταγμα που κήρυσσε τον πόλεμο στους Χριστιανούς. Το 260 ο πατέρας του Βαλεριανός ενεπλάκη σε σκληρές μάχες με τους Πέρσες και αιχμαλωτίστηκε από τον βασιλιά Σαπώρη Α΄ της Περσίας, μετά τη Μάχη της Έδεσσας. Ο Γαλλιηνός δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την απελευθέρωση του πατέρα του, παρακινούμενος ίσως από το γεγονός ότι με την απώλεια του Βαλεριανού χριζόταν ο ίδιος αυτοκράτορας.
Αμέσως μετά την ανάρρηση του στον θρόνο σταμάτησε τους θρησκευτικούς διωγμούς εναντίον των Χριστιανών, με διάταγμά του που ίσχυσε μέχρι το 303. Ο Γαλλιηνός ως αυτοκράτορας επέδειξε ιδιαίτερα χαρίσματα ως λόγιος, φιλόσοφος αλλά και φίλος των απολαύσεων. Είναι χαρακτηριστική η φιλομάθεια του από το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής του διάσημου φιλοσόφου της εποχής Πλωτίνου. Ωστόσο αν και στην εποχή πριν την ανάρρηση του στο θρόνο πέτυχε σημαντικές νίκες στα μέτωπα στη Γερμανία και οργάνωσε ένα νέο σύστημα οργάνωσης του στρατού στις μεθοριακές ζώνες, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έδωσε περισσότερο βάρος στις πνευματικές του αναζητήσεις, αν και η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκείνη την εποχή χρειαζόταν περισσότερο στρατιωτικούς ηγέτες και λιγότερο πνευματικούς ταγούς. Η βασιλεία του, που βασίστηκε εν πολλοίς στις νίκες των στρατηγών του στην ανατολή Βαλλίστα και Μακριανού Α´ καθώς και στον ηγεμόνα της Παλμύρας Οδαίναθο, αποδυναμώθηκε όταν οι τελευταίοι ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες από τα τοπικά στρατεύματα.
Ο ίδιος ο Γαλλιηνός επιχείρησε εκστρατεία με σκοπό την εκδίωξη των Γότθων από την Ιλλυρία, διαπράττοντας το μοιραίο σφάλμα να αναθέσει την υπατεία σε Έρουλο βασιλιά. Δολοφονήθηκε το 268 από τους στρατηγούς του, ενώ πολιορκούσε το Μεδιολάνο (σημερινό Μιλάνο). Τον διαδέχθηκε ο Κλαύδιος Γοτθικός.
Οι επόμενοι οκτώ αυτοκράτορες είχαν το κοινό γνώρισμα ότι κατάγονταν από την επαρχία του Ιλλυρικού (στη σημερινή περιοχή της Αλβανίας και πρώην Γιουγκοσλαβίας) και, μολονότι τα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησής τους δεν διαφέρουν από την προηγούμενη περίοδο, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μια ιδιαίτερη Δυναστεία των Ιλλυριών Αυτοκρατόρων.
Ο Κλαύδιος ο Γοτθικός, ή Κλαύδιος Β´ (Marcus Aurelius Valerius Claudius Augustus), 213 – 270 ήταν ο 42ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Ικανότατος στρατιωτικός και πολιτικός ισχυροποίησε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε πολλά μέτωπα, συνεχίζοντας την εποχή των αυτοκρατόρων - στρατιωτικών για τη Ρώμη. Πέθανε από λοιμώδη ασθένεια και τον διαδέχθηκε ο Κουιντίλλος. Η καταγωγή του Κλαύδιου ήταν από περιώνυμη ιλλυρική οικογένεια της Δαρδανίας (από το Σίρμιο της Παννονίας, σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα). Διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του αρετές, όταν υπερασπίστηκε τις Θερμοπύλες κατά των βαρβάρων επί βασιλείας Δέκιου (238). Ως διοικητής της Ιλλυρίας κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Βαλεριανού και Γαλλιηνού αντιμετώπισε επιτυχώς τις επί δέκα χρόνια επιδρομές των Γότθων στην περιοχή. Το 268 ανέλαβε αυτοκράτορας με την υποστήριξη των στρατιωτών του, κατόπιν εγκρίσεως της συγκλήτου και αποδεχόμενος τα αυτοκρατορικά εμβλήματα που του παρέδωσε ο Γαλλιηνός λίγο πριν το θάνατο του.
Ο Κλαύδιος Γοτθικός, ως ικανότατος στρατιωτικός και πολιτικός, αποκατέστησε γρήγορα την ισχύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε πολλά μέτωπα. Κατ´αρχάς επανέφερε τα εδάφη της Ισπανίας και Ναρβωνησίας συντρίβοντας τους βαρβάρους που πίεζαν ασφυκτικά τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Αμέσως μετά νίκησε τους Αλαμανούς και τους Γότθους στην περίφημη Μάχη της Ναϊσσού, καταστρέφοντας πολυπληθή και σημαντικό στρατό των τελευταίων, γεγονός που του προσέδωσε και τον τίτλο "Γοτθικός". Η επιτυχία του μνημονεύεται ως μία από τις μεγαλύτερες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά των βαρβάρων. Ωστόσο δεν είχε την ίδια επιτυχία στη Γαλατία, ούτε και στην προσπάθεια αποκατάστασης της ειρήνης στην Αίγυπτο. Επίσης δεν μπόρεσε να υποτάξει τη Ζηνοβία, βασίλισσα της Παλμύρας. Στην τελευταία του στρατιωτική του προσπάθεια, την απώθηση βαρβαρικού εχθρού στον Δούναβη, προσβλήθηκε από λοιμώδη νόσο και πέθανε στο Σίρμιο (270).
Κατά τον βιογράφο του Trebellius Pollion ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους Ρωμαίους. Αυτό αποδεικνύεται από την πόλη Κλαυδιούπολη που ιδρύθηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ρωμαίο έπαρχο της Αιγύπτου Πρόβο, στη θέση της Κυρήνης προς τιμήν του. Η μορφή του απεικονίζεται σε νομίσματα της εποχής, τα οποία στην άλλη τους πλευρά απεικονίζουν τη Νίκη που του προσφέρει στέφανο
Ο Κουιντίλλος (Marcus Aurelius Claudius Quintillus Augustus, 220 – Απρίλιος 270) ήταν ο 43ος Ρωμαίος αυτοκράτορας για λιγότερο από ένα χρόνο το 270. Γεννήθηκε στο Σίρμιο της Ιλλυρίας (σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα, Σερβία). Προερχόταν από χαμηλής τάξεως οικογένεια αλλά έγινε γνωστός μετά την άνοδο του αδερφού του Κλαύδιου Γοτθικού στο θρόνο το 268. Είχε πιθανώς γίνει επίτροπος (procurator) της Σαρδηνίας κατά τη διάρκεια της θητείας του Γοτθικού και, όταν αυτός πέθανε, ο Κουιντίλλος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας είτε από τη Σύγκλητο ή από τους στρατιώτες του αδερφού του.
Ο Ευτρόπιος αναφέρει πως ο Κουιντίλλος εκλέχθηκε αυτοκράτορας από στρατιώτες του Ρωμαϊκού στρατού αμέσως μετά τον θάνατο του αδερφού του. Η επιλογή αυτή φαίνεται πως σφραγίστηκε από τη Σύγκλητο. Ο Ιωάννης Ζωναράς λέει πως ανακηρύχθηκε κατευθείαν από τη Σύγκλητο. Τα ντοκουμέντα, πάντως, φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη ότι οι λεγεώνες που ακολούθησαν τον Γοτθικό στις εκστρατείες του στο Δούναβη είτε δεν γνώριζαν είτε διαφωνούσαν με την προώθηση του Κουιντίλλου. Αντιθέτως, προτιμούσαν τον τότε ηγέτη τους Αυρηλιανό.
Για τη διακυβέρνηση του Κουντίλλου τα διαθέσιμα στοιχεία διαφωνούν στη διάρκεια της θητείας του (μεταξύ 17 ημερών και 177 ημερών), ενώ δεν προσδιορίζονται ακριβώς τα αίτια του θανάτου του. Η «Ιστορία των Αυγούστων» αναφέρει πως δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους στρατιώτες του σε αντίδραση για την σκληρή πειθαρχία που τους επέβαλε. Ο Ιερώνυμος αναφέρει πως σκοτώθηκε μάλλον σε διαμάχη με τον Αυρηλιανό. Ο Ιωάννης της Αντιόχειας και ο Ιωάννης Ζωναράς λένε πως αυτοκτόνησε κόβοντας τις φλέβες του (ο πρώτος διηγείται πως είχε τη βοήθεια γιατρού). Όλοι όμως συμφωνούν για τον τόπο θανάτου, που ήταν η Ακουιλία. Είχε δυο γιούς που επέζησαν, ενώ η «Ιστορία των Αυγούστων» αναφέρει πως ο Γοτθικός και ο Κουιντίλλος είχαν ακόμα έναν αδερφό ονόματι Κρίσπο και μέσω αυτού μια ανηψιά, την Κλαύδια. Η Κλαύδια φέρεται να παντρεύτηκε τον Ευτρόπιο και να ήταν η μητέρα του Κωνστάντιου Χλωρού, αλλά η εκδοχή αυτή πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε με σκοπό να κολακεύσει τον Μέγα Κωνσταντίνο. Ο Κουιντίλλος θεωρείται σήμερα μετριοπαθής και ικανός ηγέτη. Ήταν υπέρμαχος της Γερουσίας και στο σημείο αυτό τον συνέκριναν με τους προηγούμενους αυτοκράτορες Γάλβα και Περτίνακτα. Και οι τρεις τους είχαν την εκτίμηση του σώματος αλλά απέτυχαν να παραμείνουν στο θρόνο τους για περισσότερο από ένα χρόνο.
O Αυρηλιανός (Lucius Domitius Aurelianus Augustus, 9 Σεπτεμβρίου 214 - 25 Σεπτεμβρίου 275) ήταν ο 44ος Ρωμαίος αυτοκράτωρ από το 270 μ.Χ. ως το 275 μ.Χ. Καταγόταν από άσημη οικογένεια της Σαρδικής (σημερινή Σόφια Βουλγαρίας) και αναρρήθηκε στον θρόνο της Ρώμης, ύστερα από μια επιτυχημένη στρατιωτική σταδιοδρομία. Κατά τη διάρκεια της πενταετούς ηγεμονίας του πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των εχθρών της Ρώμης (Βανδάλων, Γότθων, Σαρματών, Αλαμανών). Με δική του πρωτοβουλία ανεγέρθηκαν τα τείχη της Ρώμης που φέρουν το όνομά του. Το 273 μ.Χ. ανέκτησε τις ανατολικές επαρχίες της Ρώμης (Συρία, Ιουδαία, Αίγυπτο) διαλύοντας το νεοσύστατο βασίλειο της Παλμύρας υπό τη βασίλισσα Ζηνοβία, την οποία έσυρε αιχμάλωτη στον θρίαμβό του στη Ρώμη. Το 274 μ.Χ. επέβαλε εκ νέου τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία. Δολοφονήθηκε το 275 μ.Χ. στη Θράκη, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά των Περσών. Στον θρησκευτικό τομέα ήταν ο πρώτος που εγκαινίασε μονοθεϊστική πολιτική, προηγούμενος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Αυρηλιανός προσπάθησε να καθιερώσει ως κυρίαρχη θεότητα της αυτοκρατορίας τον Ανίκητο Ήλιο (Sol Invictus), χωρίς να διώξει τη λατρεία άλλων θεοτήτων.
Ο Τάκιτος (Marcus Claudius Tacitus Augustus, 200 – Ιούνιος 276) ήταν ο 45ος Ρωμαίος αυτοκράτορας μεταξύ 275-276. Γεννήθηκε στην Ιντεράμνα (σημερινό Τέρνι) της Ιταλίας. Κυκλοφόρησε ευρέως αντίγραφα της δουλειάς του ιστορικού Γάιου Κορνέλιου Τάκιτου που ελάχιστοι διάβαζαν τότε ισχυριζόμενος ότι ήταν απόγονός του (γεγονός που σήμερα αμφισβητείται). Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εκκένωσε ή απέσυρε πολλά δημόσια αξιώματα, που είχαν την εκτίμηση του κόσμου, όπως αυτό του Υπάτου.
Μετά τη δολοφονία του Αυρηλιανού, ο Τάκιτος επελέγη από τη Σύγκλητο για να τον διαδεχθεί, κάτι που ο στρατός επιβεβαίωσε εγκαρδίως. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που η Ρωμαϊκή Σύγκλητος διάλεγε τον αυτοκράτορα. Μας είναι γνωστό ότι μεταξύ Αυρηλιανού και Τάκιτου υπήρξε ένα διάστημα μεσοβασιλείας και υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι η γυναίκα του Τάκιτου Ούλπια Σεβερίνα κυβέρνησε πριν αυτός εκλεγεί ακόμα. Ο Τάκιτος βρισκόταν στην Καμπανία όταν έμαθε τα νέα από τη Γερουσία και επέστρεψε βιαστικά στη Ρώμη. Αποφάσισε να επαναφέρει τη συμμετοχή της Γερουσίας ως συμβούλου σε κάποια θέματα εξουσίας και ζήτησε από αυτήν να αποθεώσει τον Αυρηλιανό προτού ο ίδιος συλλάβει και εκτελέσει τους δολοφόνους του.
Η επόμενη κίνησή του ήταν να επιτεθεί στους βάρβαρους μισθοφόρους που είχε προσλάβει ο Αυρηλιανός για να ισχυροποιήσει τις Ρωμαϊκές δυνάμεις στο Ανατολικό μέτωπο. Μετά τη δολοφονία του Αυρηλιανού και την ακύρωση της συγκεκριμένης στρατιωτικής καμπάνιας, οι μισθοφόροι είχαν λεηλατήσει διάφορες πόλεις στις ανατολικές επαρχίες. Ο θετός αδερφός του και Πραιτωριανός ονόματι Φλωριανός και ο ίδιος ο Τάκιτος κέρδισαν μια μάχη ενάντια των ξένων φυλών ανάμεσα στις οποίες ήταν και οι Έρουλοι. Από αυτό ο αυτοκράτορας απέκτησε το προσωνύμιο «Γοτθικός Μάξιμος».
Καθώς επέστρεφε δυτικά για να αντιμετωπίσει τους Φράγκους και τους Αλαμανούς που είχαν εισβάλλει στη Γαλατία (σύμφωνα με τον Αυρήλιο Βίκτωρα, τον Ευτρόπιο και την «Ιστορία των Αυγούστων»), ο Τάκιτος κατέληξε από πυρετό στα Τύανα της Καππαδοκίας, τον Ιούνιο του 276. Λέγεται πως πριν αναπτύξει πυρετό είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται περίεργα υποσχόμενος να αλλάξει τα ονόματα των μηνών του έτους ώστε να δοξάσει τον εαυτό του. Ο Ζώσιμος δίδει διαφορετική ερμηνεία αναφέροντας ότι ο αυτοκράτορας δολοφονήθηκε μετά τον διορισμό συγγενή του σε σημαντικό στρατιωτικό πόστο στη Συρία.
Ο Φλωριανός ( Marcus Annius Florianus Augustus, πεθ. 276), ήταν, για λίγους μήνες το 276, o 46ος Αυτοκράτορας της Ρώμης. Ήταν πιθανώς θετός αδερφός του αυτοκράτορα Μάρκου Κλαύδιου Τάκιτου. Διορίστηκε Ύπαρχος των Πραιτωρίων (Praetorian Prefect) στο στρατό του Τάκιτου εναντίον των Γότθων και επελέγη από το στρατό στη Δύση να διαδεχθεί τον Τάκιτο το 276, χωρίς την έγκριση της Γερουσίας. Παρ΄όλα αυτά, έκοψε νομίσματα με την ένδειξη “SC” (Senatus Consultum) κάτι που δείχνει ότι είχε δεσμούς με τη Γερουσία.
Πολεμούσε κατά των Έρουλων όταν ο στρατός στην Ανατολή εξέλεξε ηγέτη τον Πρόβο, ενώ ο ίδιος είχε τη στήριξη της Ιταλίας, της Γαλατίας, της Ισπανίας, της Βρετανίας, της Αφρικής και της Μαυριτανίας. Οι δύο αντίπαλοι του θρόνου συναντήθηκαν στη Μάχη της Κιλικίας. Ο Φλωριανός είχε μεγαλύτερο στρατό, αλλά ο Πρόβος ήταν πιο έμπειρος στρατηγός και επέλεξε να αποφύγει την κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Επιπλέον, ο «δυτικός» στρατός του Φλωριανού δεν είχε συνηθίσει στο ξηρό και ζεστό κλίμα της ανατολής. Ο Πρόβος μάλλον σημείωσε μικρή νίκη εναντίον του, αλλά ο Φλωριανός δολοφονήθηκε από το στρατό του κοντά στην Ταρσό όταν είδαν τον κίνδυνο να πλησιάζει. Πέθανε το Σεπτέμβριο του 276, όντας αυτοκράτορας για μόλις 88 ημέρες.
Ο Πρόβος (Marcus Aurelius Probus Augustus, 9 Αυγούστου 232 – Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 282), υπήρξε ο 47ος αυτοκράτορας της Ρώμης από το 276 ως το 282. Επί της εποχής του τα σύνορα των ποταμών Ρήνου και Δούναβη ενισχύθηκαν σημαντικά μετά από συνεχείς νίκες του απέναντι σε διάφορους γερμανικούς λαούς, όπως οι Γότθοι, οι Αλαμανοί, οι Φράγκοι, οι Βουργουνδοί και οι Βάνδαλοι. Παρόλα αυτά, οι επαρχίες γύρω από το Μέλανα Δρυμό (Agri Decumates) και η Άνω Γερμανία εγκαταλείφθηκαν από τον Πρόβο που απέσυρε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες στο Δούναβη και τον Ρήνο. Ο Πρόβος γεννήθηκε το 232 στο Σίρμιο της Παννονίας (σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα, Σερβία) και εισήλθε στον στρατό με την ενηλικίωσή του το 250. Ορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος από τον Βαλεριανό και αργότερα διακρίθηκε υπό την ηγεσία των αυτοκρατόρων Αυρηλιανού και Τάκιτου. Διορίστηκε κυβερνήτης της Ανατολής από τον Τάκιτο και όταν ο τελευταίος πέθανε, οι στρατιώτες ανακήρυξαν τον Πρόβο διάδοχό του. Ο θετός αδερφός του Τάκιτου, Φλωριανός, έγινε επίσης συναυτοκράτορας, αλλά σύντομα σκοτώθηκε σε μάχη.
Ο Πρόβος ταξίδεψε δυτικά και νίκησε τους Γότθους επί του Δούναβη το 277, αποκτώντας έτσι τον τίτλο «Γοτθικός». Η θέση του επισφραγίστηκε άμεσα και από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Το 278 εκστράτευσε επιτυχώς στη Γαλατία εναντίον των Αλαμανών και των Λούγων που είχαν διασχίσει την κοιλάδα του Νέκαρ πέρα από τον Ρήνο, εντός της Ρωμαϊκής επικράτειας. Στο μεταξύ, οι στρατηγοί του Πρόβου νίκησαν τους Φράγκους σε μια προσπάθεια να εξαφανίσουν οριστικά το γερμανικό στοιχείο από τη Γαλατία. Οι επιτυχίες αυτές επέτρεψαν στον Πρόβο να αποκτήσει τα προσωνύμια «Μέγας Γοτθικός» (Gothicus Maximus) και «Μέγας Γερμανικός» (Germanicus Maximus). Βασική αρχή του Πρόβου ήταν να μην αφήνει ποτέ τους στρατιώτες του άπρακτους. Σε καιρό ειρήνης τους χρησιμοποιούσε σε επωφελή έργα όπως η φύτευση αμπέλων στη Γαλατία, την Παννονία και αλλού, ώστε γρήγορα να επανεκκινήσει την οικονομία σε κατεστραμμένες ρωμαϊκές επαρχίες. Ακόμα πιο σημαντική στο χρόνο υπήρξε η τακτική του να μεταφέρει εποίκους σε περιοχές που είχαν λεηλατήσει οι Γερμανοί. Κατά το Ζώσιμο, μεταξύ 279-280 ο Πρόμπος πολέμησε τους Βανδάλους στη Ραιτία, την Ιλλυρία και τη Λυκία. Τη ίδια χρονιά οι στρατηγοί του κατατρόπωσαν τους Βλέμμυες στην Αίγυπτο. Ο Πρόμπος διέταξε την ανακατασκευή των γεφυρών και καναλιών του Νείλου, καθώς η περιοχή ήταν κεντρικής σημασίας για την τροφοδοσία της Ρώμης με σιτηρά. Τα έτη 280-281 ο Πρόμπος εξουδετέρωσε επίσης τρεις σφετεριστές, τον Ιούλιο Σατουρνίνο, τον Πρόκουλο και τον Βόνοσο. Η έκταση των ανταρσιών αυτών δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ήταν παραπάνω από τοπικές διαμάχες. Ο Πρόβος πανηγύρισε τις επιτυχίες του αυτές με την επιστροφή του στη Ρώμη το 281.
Ο αυτοκράτορας ανυπομονούσε να αρχίσει τις εκστρατείες του στην Ανατολή, οι οποίες είχαν καθυστερήσει από τα γεγονότα της Δύσης. Άφησε τη Ρώμη το 282 ταξιδεύοντας μέσω της γεννέτηράς του όταν ξαφνικά πληροφορήθηκε πως, κατά την απουσία του, η Πραιτωριανή Φρουρά είχε ανακηρύξει αυτοκράτορα τον Μάρκο Αυρήλιο Κάρο. Ο Πρόβος έστειλε στρατό κατά του σφετεριστή, αλλά όταν αυτός άλλαξε στρατόπεδο και συντάχθηκε με τον Κάρο, οι εναπομείναντες στρατιώτες του τον δολοφόνησαν στο Σίρμιο (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 282).
Ο Κάρος (Marcus Aurelius Carus, 224 - καλοκαίρι 283) ήταν ο 48ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 282 εως το 283. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, προσπάθησε να ακολουθήσει το δρόμο της αποκατάστασης της αυτοκρατορικής δύναμης που χάραξαν ο Αυρηλιανός και ο Πρόβος. Μαζί με τους γιους του Καρίνο (49ος αυτοκράτορας) και Νουμεριανό (50ος αυτοκράτορας) σχημάτισε μια σύντομη δυναστεία, που παρείχε επιπλέον σταθερότητα στην αναζωπυρωμένη αυτοκρατορία.
Ο Κάρος, του οποίου το όνομα πριν την άνοδο στο θρόνο μάλλον ήταν Μάρκος Νουμέριος Κάρος, πιθανότατα γεννήθηκε στη Ναρβόννη της Γαλατίας (στα παράλια της Μεσογείου), αλλά έλαβε την παιδεία του στη Ρώμη. Ήταν συγκλητικός και ανέλαβε διάφορα αστικά και στρατιωτικά αξιώματα προτού ο αυτοκράτορας Πρόβος τον προαγάγει σε αρχηγό της πραιτωριανής φρουράς το 282. Μετά τη δολοφονία του Πρόβου στο Σίρμιο, ο Κάρος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τους στρατιώτες. Παρά το γεγονός ότι εκδικήθηκε το θάνατο του αποθανόντος αυτοκράτορα, τον υποπτεύθηκαν για συναυτουργό στη δολοφονία.
Αφού απένειμε τον τίτλο του Καίσαρος στους δυο γιους του, ανέθεσε στον Καρίνο την διοίκηση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας και πήρε μαζί του τον Νουμεριανό στην εκστρατεία ενάντια στους Πέρσες την οποία σχεδίαζε ο Πρόβος. Ύστερα από την νίκη του επί των Κουάδων, Σαρματών στον Δούναβη, ο Κάρος προχώρησε στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, προσάρτησε τη Μεσοποταμία, επιτέθηκε στη Σελεύκεια και τον Κτησιφώντα και εν τέλει μετέφερε τα στρατεύματά του πέρα από τον ποταμό Τίγρη. Ο αυτοκράτορας Μπαχράμ Β των Σασσανιδών της Περσίας δεν κατάφερε να υπερασπιστεί επαρκώς τα εδάφη του.
Για τις επιτυχίες του στην Ανατολή που "έφεραν πίσω το αίμα" των Ρωμαίων που ηττήθηκαν πολλές φορές από τους Σασσανίδες, ο Κάρος έλαβε τον τίτλο Μέγας Περσικός (Persicus Maximus). Οι ελπίδες του για επιπλέον κατακτήσεις διακόπηκαν από τον ξαφνικό θάνατό του. Ύστερα από μια βαριά καταιγίδα, ανακοινώθηκε πως είχε πεθάνει. Τα αίτια, αν και παραμένουν άγνωστα, αποδόθηκαν σε θάνατο από αστραπή ή από πληγή σε κάποια εκστρατεία του εναντίον των Περσών ή από ασθένεια. Το γεγονός ότι ήταν επικεφαλής μιας νικηφόρας εκστρατείας, και ότι ο γιος του Νουμεριανός τον διαδέχτηκε δίχως να εκδηλωθεί αντίσταση, αφήνει να εννοηθεί πως ο θάνατός του οφείλεται σε φυσιολογικά αίτια.
Ο Καρίνος (Marcus Aurelius Carinus Augustus, 257 - 285), ήταν o 49ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 282 ως το 285 και ο μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Κάρου. Έγινε Καίσαρας και τοποθετήθηκε συναυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ταυτόχρονα με την άνοδο του πατέρα του στο θρόνο. Επίσημα στοιχεία για το χαρακτήρα και τη σταδιοδρομία του έχουν διασωθεί αλλοιωμένα από την προπαγάνδα του νικηφόρου αντιπάλου του Διοκλητιανού.
Πολέμησε με επιτυχία εναντίον της γερμανικής φυλής των Κουάδων, αλλά σύντομα άφησε το μέτωπο βόρεια του Ρήνου στις λεγεώνες του και επέστρεψε στη Ρώμη. Όλες οι πηγές, ανεξαιρέτως, τον δαιμονοποιούν λέγοντας πως παρέδωσε τον εαυτό του σε κάθε λογής ακολασία και κατάχρηση. Είναι σίγουρο ότι γιόρταζε τα ετήσια Ρωμαία (Ludi Romani) με απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια.
Μετά τον θάνατο του Κάρου, ο στρατός στην Ανατολή απαίτησε να επιστρέψει πίσω στην Ευρώπη και ο μικρότερος αδελφός του Νουμεριανός (50ος αυτοκράτορας), αναγκάστηκε να ενδώσει. Ύστερα από μια στάση στη Χαλκηδόνα, ο Νουμεριανός βρέθηκε νεκρός και ο διοικητής των σωματοφυλάκων Διοκλητιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματα, υποστηρίζοντας ότι ο Νουμεριανός είχε δολοφονηθεί. Ο Καρίνος εγκατέλειψε τη Ρώμη αμέσως και κινήθηκε ανατολικά για να αντιμετωπίσει τον Διοκλητιανό. Καθ' οδόν, και συγκεκριμένα στην Παννονία, νίκησε τον σφετεριστή Σαβίνο Ιουλιανό και, στη συνέχεια, συνάντησε τον στρατό του Διοκλητιανού στη Μοισία.
Αρχικά, ο Καρίνος νίκησε σε μερικές αψιμαχίες αλλά σκοτώθηκε στη Μάχη του Ποταμού Μάργου (Μοράβα). Κατά μια πηγή, η νίκη έκλινε προς την πλευρά του αλλά τον δολοφόνησε ένας από τους χιλιάρχους του, του οποίου τη γυναίκα ο Καρίνος είχε αποπλανήσει. Σύμφωνα με άλλους, η μάχη ήταν καθαρή νίκη του Διοκλητιανού, αφού οι στρατιώτες του Καρίνου τον εγκατέλειψαν. Η υπόθεση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται, καθώς ο Διοκλητιανός κράτησε την Πραιτωριανή Φρουρά του αντιπάλου του στην υπηρεσία του.
Ο Καρίνος δυσφημίστηκε από τον αντίπαλό του Διοκλητιανό, ως ένας από τους χειρότερους αυτοκράτορες. Η Ιστορία των Αυγούστων (Historia Augusta) παρουσιάζει τον Καρίνο να έχει νυμφευτεί εννέα φορές ξεχνώντας όμως να αναφέρει την μοναδική πραγματική του γυναίκα, την Μάγκνια Ουρμπίκα, με την οποία απέκτησε τον μοναδικό του γιό Μάρκο Αυρήλιο Νιγρινιανό. Μετά τον θάνατό του, η μνήμη του καταδικάστηκε και τα ονόματα αυτού και της συζύγου του σβήστηκαν από κάθε μνημείο. Τον ίδιο χρόνο η γυναίκα και ο γιος του σφάχτηκαν από τον Διοκλητανό.
Προς το τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. η γεωγραφική διαίρεση από προσωρινή που ήταν επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού έγινε μόνιμη επί Διοκλητιανού. Τότε άρχισε η αποκατάσταση της αυτοκρατορίας (restituo). Η κρίση φαινόταν να υπερνικιέται και με μακρόπνοο σχεδιασμό εφαρμόστηκε ένα συγκεντρωτικό σύστημα απολυταρχικής εξουσίας. Η τέχνη προχώρησε και κατασκευάστηκαν δαπανηρά παλάτια για τους αυτοκράτορες με ιδιαίτερη λαμπρότητα και αρχιτεκτονική πρωτοτυπία. Το δημοσιονομικό κόστος μεγάλωσε με την απόφαση του Διοκλητιανού να αυξηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και κυρίως ο στρατός και καλύφθηκε με φορολόγηση σε είδος και συστηματοποίηση της φορολογίας από προηγούμενους αυτοκράτορες. Ο Διοκλητιανός δεν αντιμετώπισε τον καλπάζοντα πληθωρισμό και έκανε μία αποτυχημένη προσπάθεια να ελέγξει την άνοδο των τιμών με διατάγματα τιμών.
Σημαντική οικονομική εξέλιξη ήταν η μεταφορά των οικονομικών πόρων από τις περιοχές της Μεσογείου σε αυτές των βορείων συνόρων, όπου διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, οι πόλεις των παραμεθόριων περιοχών έγιναν σημαντικές πόλεις και μόνιμες έδρες αυτοκρατόρων τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Όμως, και πάλι ο στρατός αναδείχτηκε σταδιακά σε κυρίαρχη δύναμη, ενώ νέοι εχθροί έκαναν την εμφάνισή τους, από το βορρά τα βαρβαρικά έθνη, και από την ανατολή η μόνιμη απειλή των Πάρθων και αργότερα των Περσών.
Ο Διοκλητιανός ή Διοκλής (Gaius Aurelius Valerius Diocletianus, 22 Δεκεμβρίου 244 - 3 Δεκεμβρίου 311) ήταν ο 51ος Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 284 έως το 305. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια της Δαλματίας (από τα Σάλωνα της σημερινής Κροατίας). Σύζυγοί του ήταν η Πρίσκα και η Σερένα και είχε μία κόρη την Βαλερία. Στον στρατό διακρίθηκε για την εξαιρετική νοημοσύνη του και έφτασε μέχρι το αξίωμα του υπάτου. Όταν δολοφονήθηκε ο αυτοκράτορας Νουμεριανός το έτος 284, οι στρατηγοί ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Διοκλητιανό. Κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του (285 - 293), ο Διοκλητιανός προσέλαβε ως συνάρχοντα τον Μαξιμιανό (52ος Αυτοκράτορας), επειδή ένας μόνο άρχοντας δεν επαρκούσε για τις ανάγκες της απέραντης αυτοκρατορίας. Ο Μαξιμιανός ήταν γενναίος στρατηγός και καταγόταν από την Πανονία. Ανάλαβε τη διοίκηση της Δύσης, ενώ ο Διοκλητιανός κυβερνούσε την Ανατολή.
Ο Διοκλητιανός αντιλήφθηκε ότι η αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγάλη για να διοικείται από έναν άνθρωπο. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα στη δεύτερη περίοδο της βασιλείας του (293-305), ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το Σύστημα της Τετραρχίας.. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα:
-Μικρά Ασία, Συρία, Αίγυπτος, Θράκη, με διοικητή ένα αύγουστο
-Βαλκάνια, με διοικητή ένα καίσαρα
-Ιταλία, Ιλλυρία και Αφρική με διοικητή ένα αύγουστο
-Γαλλία, Ισπανία και Βρετανία με διοικητή ένα καίσαρα.
Για την εφαρμογή του συστήματος προσέλαβε ακόμη δύο βοηθούς και συνάρχοντες που είχαν τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Διοκλητιανός είχε βοηθό τον Γαλέριο και ο Μαξιμιανός τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Κωνστάντιος κυβερνούσε τη Γαλατία, Ισπανία, Βρετανία με πρωτεύουσα τη γαλατική πόλη Τρεβήρους, ο Μαξιμιανός την υπόλοιπη Δύση με πρωτεύουσα το Μιλάνο, ο Γαλέριος τη βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα το Σίρμιο της Σερβίας και ο Διοκλητιανός την υπόλοιπη Ανατολή με πρωτεύουσα τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, της οποίας την ανοικοδόμηση επιτήρησε ο ίδιος.
Ο Διοκλητιανός έκανε πολλές μεταβολές στη διοίκηση. Χώρισε τις παλαιές επαρχίες σε πολλές μικρότερες για να διοικούνται καλύτερα. Έτσι τα προβλήματα σε κάθε περιοχή λύνονταν ευκολότερα και γρηγορότερα, ενώ υπήρχε πάντα στρατός εκεί κοντά για να αντιμετωπίσει τυχόν εισβολείς. Το πολίτευμα έγινε απόλυτη μοναρχία. Ο αριθμός των υπαλλήλων αυξήθηκε. Οι βάρβαροι κατέλαβαν σημαντική θέση στον στρατό και την πολιτεία. Το πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν ιερό και οι υπήκοοι έπρεπε να του αποδίδουν λατρεία. Εξαπέλυσε δριμείς διωγμούς κατά του Χριστιανισμού και του Μανιχαϊσμού. Το 303, μόλις ξέσπασαν οι διωγμοί κατά των χριστιανών, το παλάτι του πυρπολήθηκε και ο εμπρησμός αποδόθηκε στους χριστιανούς. Σε αντίποινα κατεδαφίστηκε ο καθεδρικός ναός.
Το 305 ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο ανάκτορό του στο Σπάλαθο της Δαλματίας (σημερινό Σπλιτ της Κροατίας), όπου πέθανε σε ηλικία 66 ετών, μετά από 8 έτη. Ο τόπος ταφής του βρίσκεται στον Καθεδρικός του Αγίου Δόμνιου, στο Σπλιτ της Κροατίας. Το σύστημά του λειτούργησε όσο ο Διοκλητιανός βρισκόταν στην εξουσία, ως ένας από τους Αυγούστους. Μόλις αποσύρθηκε, ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των διαφόρων τετραρχών, μέχρι η αυτοκρατορία να ενωθεί ξανά υπό έναν αυτοκράτορα, τον Μέγα Κωνσταντίνο το 324.
Ο Μαξιμιανός (Marcus Aurelius Valerius Maximianus Herculius, 250 - Ιούλιος 310) ήταν ο 52ος Αυτοκράτορας της Ρώμης, Καίσαρας (από τον Ιούλιο του 285) και Αύγουστος (από τον Απρίλιο του 286 μέχρι τον Μάιο του 305). Μοιράστηκε τον τίτλο του Αυγούστου με τον συναυτοκράτορα και ανώτερό του, Διοκλητιανό. Ο Μαξιμιανός εγκαταστάθηκε στους Τρεβήρους αλλά πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε εκστρατείες. Στο τέλος του καλοκαιριού του 285, κατέπνιξε τις ανταρσίες που έγιναν στη Γαλατία. Από το 285 και για τρία χρόνια, πολεμούσε Γερμανικά φύλα κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Το 288 άρχισε με τον Διοκλητιανό μια εκστρατεία καμμένης γης στα εδάφη των Αλεμάνων εξασφαλίζοντας προσωρινά την άμυνα των βορείων επαρχιών κατά μήκος του Ρήνου.
Ο Καραύσιος, τον οποίο είχε διορίσει να αστυνομεύει τα νησιά της Μάγχης επαναστάτησε το 286 προκαλώντας την απόσχιση των επαρχιών της Βρετανίας και της βορειοδυτικής Γαλατίας. Ο Μαξιμιανός απέτυχε να εκδιώξει τον Καραύσιο και ο κατακτητικός του στόλος καταστράφηκε από καταιγίδες το 289. Ο υφιστάμενός του Κωνστάντιος Χλωρός, εκστράτευσε εναντίον του Αλλέκτου, όσο ο Μαξιμιανός βρισκόταν στη γραμμή της μάχης στο Ρήνο. Ο αρχηγός των ανταρτών εκδιώχθηκε το 296 και ο Μαξιμιανός μετέφερε τα στρατεύματά του νότια στις επαρχίες της Ιβηρίας και της Μαυριτανίας για να πολεμήσει Μαυριτανούς πειρατές και Βέρβερους εισβολείς αντίστοιχα.
Όταν οι εκστρατείες έλαβαν τέλος το 298, αναχώρησε για την Ιταλία, όπου έζησε με ανέσεις μέχρι το 305. Κατ' εντολή του Διοκλητιανού, ο Μαξιμιανός παραιτήθηκε την 1 Μαΐου του 305. Την θέση του Αυγούστου έλαβε ο Κωνστάντιος Χλωρός. Στα τέλη του 306, ο Μαξιμιανός ξαναπήρε τον τίτλο του Αυγούστου και βοήθησε τον γιο του Μαξέντιο να επικρατήσει με ανταρσία στην Ιταλία. Τον Απρίλιο του 307, επιχείρησε να εκθρονίσει τον γιό του, όμως απέτυχε και κατέφυγε στην αυλή του Κωνσταντίνου, διαδόχου του Κωνστάντιου Χλωρού, στους Τρεβήρους. Το Νοέμβριο του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο, ο Διοκλητιανός και ο διάδοχός του Γαλέριος υποχρέωσαν τον Μαξιμιανό να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του για τη επαναδιεκδίκηση του θρόνου.
Στις αρχές του 310, ο Μαξιμιανός επιχείρησε να αρπάξει τον τίτλο από τον Κωνσταντίνο, ενώ ο αυτοκράτορας βρισκόταν σε εκστρατεία στο Ρήνο. Λίγοι τον υποστήριξαν και αιχμαλωτίστηκε στην Μασσαλία. Ο Μαξιμιανός αυτοκτόνησε τον Ιούλιο του 310 με εντολή του Κωνσταντίνου. Κατά την διάρκεια του πολέμου μεταξύ Μαξεντίου και Κωνσταντίνου η εικόνα του Μαξιμιανού εκκαθαρίστηκε από τους δημόσιους χώρους. Ωστόσο, αφού ο Κωνσταντίνος εκδίωξε και σκότωσε τον Μαξέντιο, η εικόνα του Μαξιμιανού αποκαταστάθηκε και αποθεώθηκε.
Ο Γαλέριος (Gaius Galerius Valerius Maximianus Augustus, 250 - 5 Μαΐου 311) ήταν ο 53ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 305 έως το 311. Ο Γαλέριος γεννήθηκε το 250 μ.Χ. στην αρχαία Σαρδική (σημερινή Σόφια στη Βουλγαρία). Ο πατέρας του καταγόταν από τη Θράκη και η μητέρα του από τη Δακία. Αρχικά ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του ως βοσκός. Υπηρέτησε ως στρατιώτης, υπό τους αυτοκράτορες Αυρηλιανό και Πρόβο και το 293, με την καθιέρωση της τετραρχίας, ορίστηκε "Καίσαρας" μαζί με τον Κωντάντιο Χλωρό. Παντρεύτηκε την κόρη του Διοκλητιανού Βαλέρια. Η περίοδος παραμονής του στην εξουσία περιλαμβάνει δύο φάσεις: 293 - 305 (ως Καίσαρας υπό τον Διοκλητιανό) και 305 - 311 (ως Αύγουστος)
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, βοηθούμενος από τον Διοκλητιανό, πολέμησε εναντίον των Περσών και της δυναστείας των Σασανιδών. Το 295/296 ο Σασανίδης βασιλιάς των Περσών Ναρσής (Ναρσέχ) κήρυξε πόλεμο εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η προσπάθεια του Ναρσή να καταλάβει την υπό ρωμαϊκή κατοχή Μεσοποταμία οδήγησε σε νίκη επί του Γαλέριου, που ήταν τότε διοικητής των ανατολικών δυνάμεων του στρατού. Τελικά όμως ηττήθηκε σε μάχη στην Αρμενία. Ακολούθησαν κι άλλες νικηφόρες μάχες του Γαλέριου στην περιοχή που οδήγησαν στην κατάληψη της πρωτεύουσας των Περσών Κτησιφώντας το 299 μ.Χ.
Ο Γαλέριος όρισε τη Θεσσαλονίκη διοικητική πρωτεύουσα του τμήματος της αυτοκρατορίας που διοικούσε ο ίδιος. Έχτισε αυτοκρατορικό παλάτι, ιππόδρομο, αψίδα θριάμβου και μαυσωλείο. Αν και ήταν αντίπαλος του Χριστιανισμού, με το διάταγμα ανοχής που εξέδωσε το 311, σταμάτησε τη δίωξη των Χριστιανών. Πέθανε το 311 από φρικτή ασθένεια, όπως περιγράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας.
Ο Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Gaius Flavius Valerius Constantius, 31 Μαρτίου.250 - 25 Ιουλίου 306, <κων- [=μαζί, ταυτόσημο του "συν" {<κοινός} >λατ. con-] + στας [μετοχή αορίστου του "ίστημι" {=στέκομαι, αντέχω, αναχαιτίζω} = αυτός που στάθηκε μαζί, συμπαραστάτης) ήταν ο 54ος Αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 305 έως το 306. Το προσωνύμιο «Χλωρός» (= Χλωμός) του δόθηκε από τους βυζαντινούς ιστορικούς, λόγω του χλωμού του προσώπου. Πατέρας του Κωνστάντιου ήταν ο Ευτρόπιος (Eutropius), γόνος ευγενών από την επαρχία της Δαρδανίας και μητέρα του η Κλαυδία (Claudia), ανιψιά των αυτοκρατόρων Κλαυδίου Β΄ και Κουιντίλλου. Ορισμένοι ιστορικοί αμφισβητούν τo κύρος της καταγωγής του, θεωρώντας το πλασματικό προϊόν του εγγονού του, Κωνσταντίνου Β΄.
Επί αυτοκράτορος Kάρου ο Κωνστάντιος ήταν κυβερνήτης της Δαλματίας και λέγεται ότι ο Κάρος τον υιοθέτησε στη θέση του γιου του, Καρίνου. Το 293 ο Διοκλητιανός δημιούργησε το σύστημα της Τετραρχίας, διαιρώντας τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε Ανατολικό και Δυτικό τμήμα. Ο Διοκλητιανός έγινε Αύγουστος στο Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας με τον Γαλέριο ως Καίσαρά του, ενώ παράλληλα ο ο Μαξιμιανός ανέλαβε ως Αύγουστος το Δυτικό τμήμα, στο οποίο ο Κωνστάντιος διορίστηκε Καίσαρας. Την ίδια χρονιά χώρισε την πρώτη του γυναίκα, την ελληνικής καταγωγής Ελένη (μετέπειτα Αγία Ελένη, <έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω] + νόος [=νους >νοεί] = με νοημόνες και δίκαιους λόγους εκλεκτή), με την οποία είχε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Α' (που ονομάστηκε Άγιος Κωνσταντίνος) και νυμφεύθηκε τη θετή κόρη του Μαξιμιανού, τη Θεοδώρα, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά. Ο χωρισμός έγινε κατόπιν συναινέσεως της Αγίας Ελένης επειδή η ίδια δεν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, ενώ σύμφωνα με τα τότε Ρωμαϊκά έθιμα ο Καίσαρας θα έπρεπε να έχει γυναίκα ανάλογης αριστοκρατικής καταγωγής. Εξάλλου όντας Καίσαρας ο Κωνστάντιος θα μπορούσε να βοηθήσει πολύ τους καταδιωκόμενους τότε χριστιανούς. Η περίοδος παραμονής του στην εξουσία περιλαμβάνει δύο φάσεις: 293 - 305 (ως Καίσαρας με τον Μαξιμιανό) και 305 - 306 (ως Αύγουστος στη Δύση, με τον Γαλέριο ως Αύγουστο στην Ανατολή).
Του δόθηκε ο έλεγχος των επαρχιών της Βρετανίας, της Γαλατίας και της Ισπανίας. Τότε νίκησε τις δυνάμεις του Καραούσιου που είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας στη Βρετανία 6 χρόνια νωρίτερα κοντά στη Βορονία της Γαλατίας (τη σημερινή Βουλώνη [Boulogne] της Γαλλίας). Το 296 Ο Καραούσιος σκοτώθηκε από τον Αλλέκτο που πήρε τον έλεγχο της Βρετανίας και ο Ασκληπιόδοτος, απεσταλμένος του Κωνστάντιου, κατέκτησε το νησί. Ο σφετεριστής ηττήθηκε, σκοτώθηκε και ο ρωμαϊκός έλεγχος αποκαταστάθηκε. Την ίδια χρονιά ο Κωνστάντιος Χλωρός πολέμησε τους Αλεμάνους στην ανατολική Γαλατία και τους νίκησε στο σημερινό Windisch της Ελβετίας. Έτσι κατάφερε να ενισχύσει την άμυνα στα παραρήνια εδάφη.
Το 305 ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν από το αξίωμα τους ως συναυτοκράτορες λόγω της προβληματικής υγείας του Διοκλητιανού, και οι Καίσαρες Κωνστάντιος και Γαλέριος, έγιναν αυτοκράτορες σε Δύση και Ανατολή αντίστοιχα. Οι νέοι Καίσαρες ήταν ο Φλάβιος Βαλέριος Σεβήρος στη Δύση και ο Μαξιμίνος Β΄ στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξέντιος ήταν πλέον «filii Augustorum» (υιοί αυτοκρατόρων) και έλπιζαν να τους διαδεχτούν στο μέλλον. Ο Κωνσταντίνος ακολουθούσε τον πατέρα του στις εκστρατείες του σε Γαλατία και Βρετανία.
Ένα χρόνο αργότερα, το 306, ο Κωνστάντιος Χλωρός πέθανε στο Εβόρακον (Eboracum) της Βρετανίας (σημερινό Γιορκ της Αγγλίας). Τότε ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από το στρατό. Τα πρόσωπα της Δυναστείας που είχε αφετηρία τον Κωνστάντιο Χλωρό, εικονίζονται στο συνημμένο διάγραμμα. Ορισμένα κείμενα του Ευσέβιου σχετικά με τη ζωή του Κωνσταντίνου του Μέγα αναφέρουν ότι ο Χλωρός ήταν Χριστιανός, παρά το γεγονός ότι προσποιούνταν ότι ήταν ειδωλολάτρης. Επίσης κατά την περίοδο που ήταν Καίσαρας επί Διοκλητιανού δεν πήρε θέση στους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών. Η σύζυγός του, η Αγία Ελένη αναφέρεται ότι είναι αυτή η οποία βρήκε τον Τίμιο Σταυρό του Ιησού Χριστού.
Ο Μαξιμίνος Β (Gaius Valerius Galerius Maximinus, 20 Νοεμβρίου 270 - Ιούλιος/Αύγουστος, 313) ήταν ο 55ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 308 έως το 313. Αρχικά ήταν χωρικός που ονομαζόταν Δάια, γεννημένος στην περιοχή του Δούναβη, στην νεοοργανωμένη Ρωμαϊκή επαρχία της Αυρηλιανής Δακίας (που μαζί με την Μακεδονία υπαγόταν στην μετέπειτα Πραιτωριανή επαρχία του Ιλλυρικού). Ήταν ο ανεψιός του Γαλέριου, και συγκεκριμένα γιος της αδελφής του.
Διακρίθηκε αφού κατατάχτηκε στο στρατό, και το 305 υιοθετήθηκε από τον εκ μητρός θείο του, Γαλέριο, τότε Αύγουστο της Ανατολής, και ανήλθε στο βαθμό του Καίσαρα, έχοντας αναλάβει την διακυβέρνηση της Συρίας και της Αιγύπτου.
Το 308, όταν έγινε Αύγουστος ο Λικίνιος, ο Μαξιμίνος και ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκαν "γιοι του Αύγουστου" (filii Augustorum), αλλά ο Μαξιμίνος άρχισε να αυτοαποκαλείται Αύγουστος το 310. Μετά το θάνατο του Γαλέριου, το 311, ο Μαξιμίνος μοιράστηκε μαζί με τον Λικίνιο το ανατολικό μέρος της Αυτοκρατορίας και σύναψε μυστική συμμαχία με το σφετεριστή Μαξέντιο, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του την Ιταλία. Ήρθε σε ανοικτή σύγκρουση με το Λικίνιο το 313 και στις 30 Απριλίου υπέστη συντριπτική ήττα στη μάχη του Tzirallum, και κατέφυγε αρχικά στη Νικομήδεια και έπειτα στην Ταρσό της Κιλικίας. Πέθανε εκεί, τον επόμενο Αύγουστο και ο θάνατός του αποδόθηκε σε "θλίψη, δηλητηρίαση και στην οργή των θεών". Ο Μαξιμίνος ήταν διαβόητος για τους σκληρούς διωγμούς που εξαπέλυσε εναντίον των Χριστιανών.
Ο Φλάβιος Βαλέριος Σεβήρος (Flavius Valerius Severus, ; - 16 Σεπτεμβρίου 307), γνωστός και ως Σεβήρος Β΄, ήταν ο 56ος αυτοκράτορας της Ρώμης από το 306 έως το 307. Ο Σεβήρος ήταν στρατιώτης προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια των ιλλυρικών επαρχιών πριν ο Γαλέριος κάνει έκκληση στον Μαξιμιανό να τον διορίσει καίσαρα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 305. Υπηρέτησε ως κατώτερος συνεργάτης-αξιωματικός του Κωνστάντιου Χλωρού, τότε Αυγούστου του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Το 306, μετά τον θάνατο του Κωνστάντιου Χλωρού, ο Σεβήρος προβιβάστηκε από τον Γαλέριο και έγινε Αύγουστος, οπότε τα νέα πρόσωπα της Τετραρχίας ήταν: Σεβήρος και Γαλέριος Αύγουστοι σε Δύση και Ανατολή και Κωνσταντίνος και Μαξιμίνος Β αντίστοιχοι Καίσαρες, ενώ παράλληλα ο Κωνσταντίνος είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του στη Βρετανία. Στα τέλη του 306, ο Μαξιμιανός ξαναπήρε τον τίτλο του Αυγούστου και βοήθησε τον γιο του Μαξέντιο να επικρατήσει με ανταρσία στην Ιταλία. Ο Γαλέριος έστειλε τότε τον Σεβήρο να καταπνίξει την εξέγερση. Ο Σεβήρος μετακινήθηκε από την πρωτεύουσά του, το Μεδιόλανο προς τη Ρώμη. Φοβούμενος την άφιξη του Σεβήρου, ο Μαξέντιος έκανε πρόταση συμμαχίας στον πατέρα του Μαξιμιανό. Ο Μαξιμιανός δέχτηκε και μόλις ο Σεβήρος και τα στρατεύματά του κατέφτασαν προ των πυλών της Ρώμης, οι άντρες του λιποτάκτησαν και πήραν το μέρος του παλιού τους αρχηγού, του Μαξιμιανού. Τα πρόσωπα της Τετραρχίας τότε διαμορφώθηκαν ως εξής: Μαξιμιανός και Γαλέριος Αύγουστοι σε Δύση και Ανατολής και Μαξέντιος και Μαξιμίνος Β αντίστοιχοι Καίσαρες, ενώ ο Κωνσταντίνος παρέμενε επίσημα εκτός αξιωμάτων αυτοανακηρυγμένος αυτοκράτορας.
Ο Σεβήρος κατέφυγε στη Ραβέννα όπου βρήκε προστασία. Ο Μαξιμιανός του πρότεινε να παραδοθεί ειρηνικά για να τον αφήσει να ζήσει και να του φέρεται αξιοπρεπώς, πράγμα που ο Σεβήρος δέχτηκε την άνοιξη του 307. Παρά την υπόσχεση του, ο Μαξιμιανός τον μεταχειρίστηκε σαν αιχμάλωτο και αργότερα τον φυλάκισε στις Τρεις Ταβέρνες επί της Αππίας οδού. Όταν ο Γαλέριος ξεκίνησε την εκστρατεία του για την κατάκτηση της Ιταλίας για να εξουδετερώσει τον Μαξιμιανό και τον Μαξέντιο, ο Μαξέντιος διέταξε το θάνατο του Σεβήρου. Εκτελέστηκε -ή αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει- στις 16 Σεπτεμβρίου του 307.
Ο Μαξέντιος (Marcus Aurelius Valerius Maxentius, 278 - 28 Οκτωβρίου 312) ήταν ο 58ος Ρωμαίος αυτοκράτορας από το έτος 306 έως το 312. Ήταν γιος του πρώην αυτοκράτορα Μαξιμιανού και της Ευτροπίας (Συριακής καταγωγής), γαμπρός του Γαλέριου, αδελφός της Φαύστας, νόμιμης συζύγου του Κωνσταντίνου και ετεροθαλής αδελφός της Θεοδώρας, δεύτερης συζύγου του Κωνστάντιου Χλωρού.
Το 306 ο Κωνστάντιος Χλωρός πέθανε και οι λεγεώνες της Βρετανίας κήρυξαν τον γιο του Κωνσταντίνο καίσαρα υπό τον Σεβήρο που έγινε Αύγουστος της δύσης. Στα τέλη του 306, ο Μαξιμιανός ξαναπήρε τον τίτλο του Αυγούστου και βοήθησε τον γιο του Μαξέντιο να επικρατήσει με ανταρσία στην Ιταλία. Το 306 διορίστηκε από τον πατέρα του Μαξιμιανό Καίσαρας της Δύσης. Το 307, ο Λικίνιος έλαβε τον τίτλο του Αυγούστου στην Επαρχία της Ανατολής. Ο Μαξέντιος επεδίωξε να διεκδικήσει τον τίτλο του Αυγούστου και το στήριγμα της Συγκλήτου, ενώ στο μεταξύ κάλεσε τον πατέρα του να τον χρίσει συναυτοκράτορα, έτσι ώστε να κερδίσει και την δική του στήριξη. Το 308 ονομάστηκε Αύγουστος της Δύσης και διοίκησε την επαρχία της Ιταλίας που εκτεινόταν από τις Άλπεις και τα δυτικά Βαλκάνια ως τις ακτές των σημερινών κρατών της Αλγερίας, της Τυνησίας και της Λιβύης (περιλαμβανομένης όλης της σημερινής Ιταλίας και των νησιών της).
Ο Γαλέριος, που επίσης στήριζε τις δράσεις του Μαξέντιου, περιόρισε τον Κωνσταντίνο, αναγνωρίζοντάς τον Καίσαρα της Γαλατίας και της Βρετανίας και όχι Αύγουστο. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Γαλέριου, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να πλησιάσει σε οικογενειακό επίπεδο τους δύο αυτοκράτορες. Παντρεύτηκε την αδερφή του Μαξέντιου, Φαύστα στους Τρεβήρους και έτσι κέρδισε τον τίτλο του Αυγούστου. Ο Γαλέριος όμως κήρυξε εκστρατεία εναντίον του Μαξιμιανού και του Μαξέντιου στέλνοντας εναντίον τους στην Ιταλία τον Σεβήρο, που απέτυχε ενώ ο Κωνσταντίνος τήρησε ουδέτερη στάση.
Το 308 ο Μαξέντιος έπρεπε να αντιμετωπίσει και την προδοσία του πατέρα του που προσπάθησε να τον εκθρονίσει στη Ρώμη. Στο Καρνούντο, ο ηττημένος πλέον Μαξιμιανός παραιτήθηκε από Αύγουστος και διέφυγε στη Γαλατία, στον υποβαθμισμένο σε Καίσαρα Κωνσταντίνο. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μαξιμιανός βρέθηκε ύποπτος συνωμοσίας, με σκοπό να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος κατά την εκστρατεία του εναντίον των Φράγκων. Τον ίδιο καιρό ο Μαξέντιος έστειλε στην Αφρική έναν μικρό στρατό για να καταπνίξει την προδοσία του Λούκιου Δομίτιου Αλέξανδρου, που έχρισε τον εαυτό του Αυτοκράτορα της Καρχηδόνας.
Ο Βαλέριος Ρωμύλος, πρωτότοκος γιος του Μαξέντιου, πέθανε σε ηλικία 14 ετών το 309. Εκείνη την περίοδο, οι σχέσεις με τον Κωνσταντίνο δεν ήταν καλές. Έτσι ο Μαξέντιος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στις Άλπεις (στην περιοχή της σημερινής Ελβετίας) για να πολεμήσει τους στρατούς του Κωνσταντίνου που συμμάχησε με τον Λικίνιο. Ο Μαξέντιος έχανε τη μια μάχη μετά την άλλη και σταδιακά έχανε και εδάφη των επαρχιών της Ιταλίας.
Στις 28 Οκτωβρίου 312, στην περιοχή της Μιλβίας γέφυρας γύρω στους 100 χιλιάδες άνδρες στο πλευρό του Κωνσταντίνου συγκρούστηκαν με τους άνδρες του Μαξεντίου (που κυμαίνονταν μεταξύ 75 και 120 χιλιάδων) στα βόρεια της Ρώμης. Ο Κωνσταντίνος είχε ενισχύσει τις δυνάμεις του στρατολογώντας ντόπιους κατοίκους δίχως θρησκευτικές διακρίσεις, γεγονός που κρίθηκε οιωνός για την θετική μεταχείριση που είχαν οι Χριστιανοί στα χρόνια της αυτοκρατορίας του, παρά το γεγονός ότι είχε παραμείνει πιστός στο ρωμαϊκό δωδεκάθεο. Εν τέλει οι δυνάμεις του Μαξεντίου υποχώρησαν στον Τίβερη και προσπάθησαν να διασχίσουν το ποτάμι. Όμως μέσα στον πανικό των ηττημένων ανδρών που επικρατούσε, ο Μαξέντιος έπεσε στο νερό και πνίγηκε. Την επόμενη ημέρα το πτώμα του βρέθηκε και ο Κωνσταντίνος διέταξε να αποκεφαλιστεί και το κεφάλι του να περιφερθεί στους δρόμους της Ρώμης και στη συνέχεια να σταλεί στην Αφρική ως σύμβολο της απόλυτης πάταξης του σφετεριστή.
Ο Λικίνιος (Flavius Galerius Valerius Licinianus Licinius, 265 - 325) ήταν ο 59ος Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά τα έτη 308-324. Καταγόταν από την Ιλλυρία. Το 307 ανακηρύχθηκε Αύγουστος στην Ανατολή. Μετά το 313 απέμεινε μοναδικός κυρίαρχος της Ανατολής. Το 314 συγκρούσθηκε με τον Μέγα Κωνσταντίνο στην Κάτω Παννονία και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο Σίρμιο. Στη συνέχεια εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, παραβιάζοντας το περί ανεξιθρησκίας Διάταγμα του Μεδιολάνου. Ηττήθηκε στην Αδριανούπολη και τη Χρυσούπολη το 324 και τέθηκε σε περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Όταν προσπάθησε να υποκινήσει την εκεί φρουρά σε εξέγερση, θανατώθηκε με εντολή του Μ. Κωνσταντίνου, μαζί με τον συνεργάτη του Σέξτο Μαρτινιανό. Η περίοδος παραμονής του στην εξουσίας έχει ως εξής:
308 – 311 (Αύγουστος στη δύση, με τον Γαλέριο στην ανατολή).
311 – 313 (Αύγουστος στη δύση, με τον Μαξιμίνο στην ανατολή).
313 – 324 (Αύγουστος στη δύση, μαζί με τον Κωνσταντίνο).
314 μέχρι 324 σε ανταγωνισμό με τον Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος Α (Flavius Valerius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου 272, Ναϊσσός- 22 Μαΐου 337, Νικομήδεια) ήταν ο 57ος Ρωμαίος αυτοκράτορας, από το 312 έως το 324 και μονοκράτορας από το 324 έως το 337. Ήταν επίσης ο 1ος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από το 330, όταν εγκαινιάστηκε η Κωνσταντινούπολη, μέχρι το 337, ιδρυτής της Κωνσταντίνειας Δυναστείας, που κυβέρνησε το Βυζάντιο επί 55 έτη, μέχρι το 378. Ο Κωνσταντίνος αναδείχτηκε σε μία από τις σπουδαιότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας χάρη σε τρεις κοσμοϊστορικής σημασίας αποφάσεις του:
-Υπέγραψε το διάταγμα του Μεδιολάνου το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας, θέτοντας για πρώτη φορά υπό την προστασία του αυτοκράτορα τον Χριστιανισμό, ο οποίος ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας αρκετά χρόνια αργότερα από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α.
-Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
-Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την μετέπειτα πορεία της Χριστιανικής Εκκλησίας.
α. Τα νεανικά χρόνια
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας) στις 27 Φεβρουαρίου του 272. Γονείς του ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός, που ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών, και η ελληνικής καταγωγής Ελένη (<έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω] + νόος [=νους >νοεί] = με νοημόνες και δίκαιους λόγους εκλεκτή). Ο Κωνστάντιος ήταν ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ και η Ελένη ήταν κόρη κάποιου πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux = ηγεμών). Η Ελένη ακολούθησε το σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και στη Ναϊσσό της Μοισίας, γέννησε το γιο τους Κωνσταντίνο, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Σημειωτέον ότι τα ονόματα Κώνστας >Κωνστάντιος >Κωνσταντίνος >Κωνσταντινούπολη είναι ελληνικά και ετυμολογούνται από τα συνθετικά «κων- [=μαζί, ταυτόσημο του "συν" {<κοινός} >λατ. con] + στας [μετοχή αορίστου του "ίστημι" {=στέκομαι, αντέχω} = αυτός που στάθηκε μαζί, συμπαραστάτης».
Τον πρώτο καιρό ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς αγώνες του. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό Καίσαρα των δυτικών επαρχιών της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας. Ο νόμος όμως απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι νυμφευμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης. Ο γιος του Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής Γαλέριου, για να εξασφαλιστεί η πίστη του Κωνστάντιου.
Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε αξιόλογους λόγιους. Ταυτόχρονα συμμετείχε στις εκστρατείες του Διοκλητιανού και του Γαλέριου και ανήλθε στο βαθμό του «τριβούνου» (tribunus), διοικητή της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής και των βοηθητικών κοόρτεων. Στην αυλή του αυτοκράτορα ο νεαρός Κωνσταντίνος ξεχώρισε και επιβλήθηκε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση και τα σωματικά χαρίσματα, τις φυσικές δεξιότητες, τις διοικητικές ικανότητες, το αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς και κέρδισε την ιδιαίτερη εύνοια του Διοκλητιανού.
β. Η πολυαρχία των έξι αυτοκρατόρων
Το 305 μ.Χ. o Διοκλητιανός, λόγω γήρατος, παραιτήθηκε από το θρόνο του πείθοντας και το συναυτοκράτορά του στη Δύση Μαξιμιανό να πράξει το ίδιο. Έτσι οι δύο καίσαρες της Ανατολής και της Δύσης, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός αντίστοιχα, έλαβαν τον τίτλο του «Αυγούστου». Ο Γαλέριος, ως Αύγουστος της Ανατολής, έπρεπε να ορίσει τους δύο νέους καίσαρες των ανατολικών και δυτικών επαρχιών. Παρά τη γενική προσμονή ότι ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε τον τίτλο του καίσαρα, ώστε να μπορέσει να διαδεχθεί αργότερα τον πατέρα του, ο Γαλέριος τον παρέκαμψε, με στόχο να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας συμμαχίες. Έτσι όρισε Καίσαρα της Ανατολής τον ανεψιό του Μαξιμίνο και Καίσαρα στη Δύση τον φίλο του Σεβήρο, ενώ ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου.
Τον ίδιο χρόνο όμως (305) ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να αποσπάσει την άδεια του Γαλέριου να μεταβεί στη Δύση, πιθανόν προφασιζόμενος κάποια ασθένεια του Κωνστάντιου. Ο Κωνσταντίνος τότε έσπευσε να συναντηθεί με τον πατέρα του στην πόλη Αυγούστα των Τρεβήρων (σημ. Τρηρ της Γερμανίας). Από εκεί, ο γιος συνόδευσε τον πατέρα του στη νικηφόρα εκστρατεία στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κωνστάντιου και το θαυμασμό του στρατού για τις εξαιρετικές διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες.
Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακου (Eboracum, σημερινό Γιορκ της Βρετανίας) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια.
Την ίδια περίοδο η Σύγκλητος και η Πραιτωριανή Φρουρά συμμάχησαν με τον Μαξέντιο, γιο του Μαξιμιανού στη Ρώμη, και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στο θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Το Νοέμβριο του 307 έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου.
Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, και του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από τις φιλοδοξίες του. Επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο, και νυμφεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδερφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δεν θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.
Γενικά τα χρόνια αυτά χαρακτηρίζονται από αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ραιτίας, της Δαλματίας, του Νωρικού, και της Βαλερίας, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην οποία περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα). Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατανεμήθηκε σε έξι αυτοκράτορες, των οποίων οι φιλοδοξίες οδήγησαν σε μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή αυτοκρατορία.
γ. Η σύγκρουση με τον Μαξιμιανό
Ο πρώτος που θέλησε να αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο ήταν ο Μαξιμιανός, μέσα από μια σειρά δολοπλοκιών. Το 308 μ.Χ. ο γέρος αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει το γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει το γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε. Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει τον Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλεύσουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου. Τότε ο Μαξιμιανός κατέφυγε στη Γαλατία στον γαμπρό του Κωνσταντίνο (που είχε νυμφευτεί την κόρη του Φαύστα). Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε το Μαξιμιανό και του απέδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως αυτοκράτορα, και φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα. Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου.
Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση. Τότε ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του και εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει των Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε την Αρελάτη (σημερινή Αρλ), για να εμποδίσει τον Μαξιμιανό να οργανώσει την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε τον Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας συγχώρεσε τον πεθερό του, αλλά του αφαίρεσε την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.
Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας το ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον σύζυγό της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του. Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, αλλά ο Μαξέντιος, γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του. Κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στον Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο, είναι πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της,.
γ. Η σύγκρουση με τον Μαξέντιο
Την περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε το Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντας την από το Μαξέντιο.
Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής, και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ραιτίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει τον Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης.
Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τις πόλεις της βόρειας Ιταλίας Βερόνα και Ακουϊληία. Το Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στο Μεδιόλανο και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.
Την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης αναφέρεται ότι ο Κωνσταντίνος είδε ένα φωτεινό σταυρό, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: in hoc signo vinces). Νεότεροι ιστορικοί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία και αποδίδοντάς το στην ψυχολογική πίεση των προσωπικών του αναζητήσεων, φορτισμένη από την αγωνία για την έκβαση της μάχης. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους προπορευόμενα τα αγάλματα των πατρώων θεών. Ο Κωνσταντίνος διέταξε τα αγάλματα αυτά να αντικατασταθούν από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου ήταν κεντημένο το σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Το σύμπλεγμα Χ και Ρ («χριστόγραμμα») μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών, ενώ αργότερα και στο στέμμα του.
Τελικά οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία Γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να υποχρεώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου να αναλωθούν σε πολιορκία. Όμως άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πραιτωριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Όμως η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που διαισθάνονταν ότι από τη μάχη αυτή θα κρινόταν το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν το στρατό του Μαξέντιου. Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Μολονότι ήταν αδελφός της συζύγου του Φαύστας, κατά διαταγή του Κωνσταντίνου, το πτώμα του ανασύρθηκε και, αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης.
δ. Το διάταγμα του Μεδιολάνου, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.
Τον Φεβρουάριο του 313 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος συνάντησε στο Μεδιόλανο της Ιταλίας (σημερινό Μιλάνο) τον Αύγουστο Λικίνιο. Κατά τη συνάντηση αυτή ελήφθησαν αποφάσεις για την κοινή πολιτική στα θρησκευτικά θέματα, με στόχο να επέλθει εσωτερική ειρήνευση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από αιώνες διωγμών για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Μεδιολάνου, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος αναγνωριζόταν ως θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, χωρίς να αναγνωρίζεται ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της αυτοκρατορίας.
Αφού υπόγραψαν τις αποφάσεις για τη θρησκευτική πολιτική που θα ακολουθούσαν και τη μεταξύ τους συμμαχία, ο Κωνσταντίνος πάντρεψε τη δεκαοχτάχρονη αδερφή του Κωνσταντία με τον Λικίνιο, που το 313 ήταν 45 χρονών. Έτσι επισφραγίστηκε μια εύθραυστη ειρήνη, στην οποία οι δύο αντίπαλοι οδηγήθηκαν από την ανάγκη των δεδομένων περιστάσεων και όχι από αμοιβαία καλή θέληση.
ε. Η σύγκρουση με τον Λικίνιο
Τον Ιούνιο του 313 ο Λικίνιος νίκησε τον ανεψιό του Γαλέριου Μαξιμίνο Β, ο οποίος είχε ακόμη στην κατοχή του ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, σε αποφασιστική μάχη ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο Μαξιμίνος αυτοκτόνησε και ο Λικίνιος ως απόλυτος πλέον άρχοντας της Ανατολής αναζητούσε ευκαιρία να αναμετρηθεί με τον Κωνσταντίνο.
Η αφορμή δόθηκε μόλις ένα χρόνο μετά τις συμφωνίες που υπογράφτηκαν. Ο Λικίνιος συμμάχησε με τον Βασιανό και τη σύζυγό του Αναστασία, ετεροθαλή αδερφή του Κωνσταντίνου, εις βάρος του τελευταίου. Οι στρατοί τους συγκρούστηκαν στην πόλη Κίβαλι της Παννονίας στις 8 Οκτωβρίου 314 μ.Χ. Η μάχη έληξε με πύρρεια νίκη του Κωνσταντίνου. Οι δυνάμεις και των δύο αντιπάλων είχαν αναλωθεί στις κοπιαστικές εκστρατείες του προηγούμενου έτους και οι αντοχές των στρατιωτών τους είχαν φτάσει στο όριο. Οι δύο αυτοκράτορες δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στα εδάφη τους, προκειμένου να θεραπεύσουν τις πληγές τους σε ανθρώπινο δυναμικό.
Στο διάστημα αυτής της ανακωχής, ο Κωνσταντίνος από τους Τρεβήρους και ο Λίκινιος από το Σίρμιον, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση.
Ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη γιόρτασε τη δέκατη επέτειό του από την ανακήρυξή του σε Αύγουστο. Η περίφημη αψίδα του Κωνσταντίνου ήταν ήδη έτοιμη για την περίσταση. Οι γιορτές περιλάμβαναν όλες τις καθιερωμένες εκδηλώσεις, όμως ο Κωνσταντίνος δεν θυσίασε προσωπικά στους θεούς της Ρώμης κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο στους εθνικούς της αιώνιας πόλης.
Ύστερα ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, όπου παρέμεινε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 316 και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον επερχόμενο πόλεμο με το Λικίνιο. Και ο Λικίνος όμως ενεργούσε αναλόγως. Είχε ανασυγκροτήσει πλήρως τις δυνάμεις του και είχε ανακηρύξει έναν Ιλλυριό στρατηγό, τον Βάλη, καίσαρα. Τον Δεκέμβριο του 316 ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στη Σαρδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας). Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν κάποια στιγμή ανάμεσα στην 1 Δεκεμβρίου 316 και στις 28 Φεβρουαρίου 317 στη Θράκη. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και ο Κωνσταντίνος προτίμησε να υπογράψει συμφωνία με τον Λικίνιο. Παρέμενε όμως σε θέση ισχύος κι έτσι επέβαλε τους όρους του.
Την 1 Μαρτίου 317 ο Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στη Σαρδική, όπου υπογράφτηκε η η συμφωνία των Αυγούστων (concordia Augustorum). Χάρη στην παρέμβαση της Κωνσταντίας, η οποία ήταν αφοσιωμένη στο Λικίνιο, ταυτόχρονα όμως είχε και την ιδιαίτερη εύνοια του αδερφού της, ο Αύγουστος της Ανατολής διατήρησε το θρόνο του. Υποχρεώθηκε όμως να παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο την Παννονία και τη Μοισία, καθώς και να εκτελέσει τον Βάλη. Ακόμη, ανακηρύχθηκαν καίσαρες ο δωδεκάχρονος γιος του Κωνσταντίνου από τη Μινερβίνη Κρίσπος, ο πρωτότοκος γιος του από τη Φαύστα Κωνσταντίνος Β' (που ήταν μόλις επτά μηνών βρέφος), και ο γιος του Λικίνιου και της Κωνσταντίας Λικινιανός (μωρό 20 μηνών).
Ακολούθησε μια περίοδος λεπτής ισορροπίας. Ο Λικίνιος ενίσχυσε το στρατό του και συσσώρευσε τεράστιους θησαυρούς. Σύντομα οι παλιές εντάσεις και οι αμοιβαίες υποψίες βγήκαν στην επιφάνεια. Από το 320 οι χριστιανοί υπήκοοι του Λικινίου έδειχναν απροκάλυπτα μεγάλη αφοσίωση και συμπάθεια στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Ο Λικίνιος, φοβούμενος αυτά τα συναισθήματα, εξαπέλυσε επτά χρόνια μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που ο ίδιος εξέδωσε, ήπιο διωγμό εναντίον τους. Ο διωγμός αυτός βαθύτερο στόχο είχε να εξοργίσει τον Κωνσταντίνο, ώστε να αρχίσει πρώτος τις εχθροπραξίες. Ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο αυτοκράτορας της Δύσης προστάτευε το Χριστιανισμό και υποπτευόταν ότι και ο ίδιος είχε ασπαστεί τη νέα θρησκεία, αρνούμενος τις ρωμαϊκές θεότητες.
Με τελική αφορμή τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων στα 321, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου, προφασιζόμενος την καταστολή των επαναστατών. Ο Λικίνιος θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος παραβίασε τη συνθήκη που είχαν υπογράψει. Ο πόλεμος ξέσπασε το 324. Στις 3 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος νίκησε το Λικίνιο σε αποφασιστική Μάχη στην Αδριανούπολη. Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πόλη του Βυζαντίου, όπου πολιορκήθηκε από τον αντίπαλό του. Στη θάλασσα ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής το γιο του Κρίσπο νίκησε ολοκληρωτικά στον Ελλήσποντο το στόλο του Λικινίου, που τελούσε υπό τις εντολές του Άβαντου. Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Λικίνιος εγκατέλειψε το Βυζάντιο και πορεύτηκε προς τη Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας. Εκεί ηττήθηκε για άλλη μια φορά από τις ενωμένες δυνάμεις του Κωνσταντίνου και του Κρίσπου, στις 18 Σεπτεμβρίου. Μετά την ήττα αυτή, ο Λικίνιος, κατέφυγε στη Νικομήδεια, όπου και συνελήφθη.
Για ακόμη μια φορά οι ικεσίες της Κωνσταντίας προς τον αδερφό της έσωσαν τη ζωή του Λικίνιου. Ως απλός πολίτης τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα όμως καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή ο Κωνσταντίνος φοβήθηκε τις φήμες ότι ο Λικίνιος ήρθε σε μυστικές συμφωνίες με τους Γότθους για να ανακτήσει το θρόνο του. Λίγο μετά ο Κωνσταντίνος διέταξε και την εκτέλεση του ενδεκάχρονου Λικινιανού, γιου του Λικίνιου, αθετώντας τις υποσχέσεις του στην Κωνσταντία.
στ. Μονοκρατορία του Κωνσταντίνου (324-337)
Μετά την εξουδετέρωση του Λικίνιου, ο Κωνσταντίνος ήταν αδιαφιλονίκητος ηγέτης ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας:
Το 325 άρχισε την κατασκευή της νέας πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη) στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαρέων.
Το 327 ο Κωνσταντίνος εκτέλεσε την σύζυγό του Φαύστα.
Το 330 εγκαινιάστηκε η Κωνσταντινούπολη. Για τη διακόσμηση της πόλης χρησιμοποιήθηκαν μνημεία της Ρώμης, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας της Εφέσου και της Αντιόχειας.
Το 337 μ.Χ ο Κωνσταντίνος πέθανε στη Νικομήδεια. Το λείψανό του μεταφέρθηκε αργότερα και θάφτηκε στο Ναό των Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη.
ζ. Ο Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός
Ο Κωνσταντίνος επέλεξε την ανοχή προς τον Χριστιανισμό για να ενδυναμωθεί η εσωτερική συνοχή του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο είχε επί 60 έτη μια πολύπλευρη κρίση. Από τα μέτρα που θέσπισε μεγαλύτερη σημασία για τους χριστιανούς είχαν η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας τους κατά τις περιόδους των διωγμών και το δικαίωμα που αποκτούσαν να αυξήσουν αυτή την περιουσία. Ο κάθε άνθρωπος επίσης θα μπορούσε πια να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία πάλι αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση της κάθε χριστιανικής κοινότητας. Ακόμη ο Κωνσταντίνος ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους, όχι με την ιδιότητα του δικαστή, αλλά περισσότερο ως διαιτητές. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Επίσης οι επίσκοποι απαλλάχτηκαν από όλες τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη που τους αντιστοιχούσαν. Επιπλέον μέτρα ήταν η απαγόρευση της εργασίας την Κυριακή, καθώς και σε άλλες μεγάλες κατά τους Χριστιανούς γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι αυτοκρατορικές χορηγίες, με τις οποίες ανεγέρθηκαν χριστιανικοί ναοί. Μεταξύ αυτών των ναών περιλαμβάνονται και οι ναοί της Ανάστασης, της Γέννησης και του Όρους των Ελαιών στους χριστιανικούς Αγίους Τόπους.
Παρά τα θεσπίσματα αυτά, ο Κωνσταντίνος διατήρησε το αξίωμα τού pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους, του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας που ασκούσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Υπήρξε υποστηρικτής της λατρείας του Ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφιέρωση του αυτή στον Ήλιο από την οικογένειά του. Δεν στέρησε τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας από τα δικαιώματά τους ούτε έπαψε παράλληλα να στηρίζει την παραδοσιακή θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός μπορεί να είχε εξαπλωθεί σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως οι εθνικοί εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της.
η. Η΄ Οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας, 325 μ.Χ.
Αιτία για μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες των Χριστιανών υπήρξε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνος ο Άρειος, πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια. Ο Άρειος, απόφοιτος της θεολογικής σχολής του Λουκιανού στην Αντιόχεια, άρχισε να διατυπώνει τη θεωρεία πως ο Χριστός ήταν «κτίσμα» του Θεού και δεν ήταν και ο ίδιος Θεός. Η διδασκαλία του Αρείου, η οποία έμεινε γνωστή ως Αρειανισμός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της χριστιανικής εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Η βαθιά μόρφωση του Αρείου και η δεινότητα του λόγου του (χαρακτηριστική είναι η παροιμία της εποχής «του Αρείου το απύλωτον στόμα») οδήγησαν πολλούς ανθρώπους από όλες τις τάξεις να ασπαστούν τις πνευματικές του πεποιθήσεις. Έτσι, σύντομα βρέθηκε να στηρίζεται από οπαδούς σε ολόκληρη την Ανατολή, παρά τον αφορισμό και το ανάθεμα που εξαπέλυσε εναντίον του ο γηραιός επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος. Ανάμεσα στους οπαδούς του Αρείου ήταν οι επίσκοποι Νικομήδειας Ευσέβιος και Καισαρείας Ευσέβιος, προσωπικοί φίλοι του αυτοκράτορα, καθώς και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, με σημαντικότερη ίσως την αδερφή του Κωνσταντίνου, Κωνσταντία, που όπως έχει προαναφερθεί απολάμβανε ιδιαίτερη εύνοια από τον αδερφό της.
Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε αρχικά να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους, μέσω μιας επιστολής που απέστειλε και στις δύο πλευρές με αγγελιοφόρο τον επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας. Επιστρέφοντας ωστόσο, ο επίσκοπος εξήγησε στον Κωνσταντίνο την πολιτική σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου, ενώ ο Άρειος και οι πιο θερμοί οπαδοί του καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα της Συνόδου δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τον Αρειανισμό. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση, ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία, και τιμώρησε με τον ίδιο τρόπο τον μεγάλο αντίπαλο του Αρείου στην Σύνοδο, τον Αθανάσιο, Αρχιδιάκονο της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Ο Αθανάσιος παρέμεινε εξόριστος μέχρι την άρση της ποινής από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, την ημέρα που βαπτίσθηκε Χριστιανός.
θ. Οι εκτελέσεις του Κρίσπου και της Φαύστας
Κάποια χρονική στιγμή μεταξύ 15 Μαΐου και 17 Ιουνίου του 326 συνελήφθη και εκτέλεστηκε, μετά από διαταγή του Κωνσταντίνου, ο μεγαλύτερος γιος του (και γιος της Μινερβίνης), ο Κρίσπος με «ψυχρό δηλητήριο» στην Πούλα της Κροατίας. Τον Ιούλιο ο Κωνσταντίνος εκτέλεσε και τη σύζυγό του Φαύστα, κατ' εντολή της μητέρας του Ελένης. Η Φαύστα αφέθηκε να πεθάνει σε ένα υπερθερμασμένο λουτρό. Τα ονόματά τους διαγράφηκαν από πολλές επιγραφές, οι αναφορές στη ζωή τους αφαιρέθηκαν από τα φιλολογικά αρχεία, και η μνήμη τους καταδικάστηκε. Οι εξηγήσεις που δίνονται για τις πράξεις αυτές θεωρούνται αναξιόπιστες.
Ο Κωνσταντίνος πέθανε το 337 μ.Χ. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος τον θεοποίησε, η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και ισαπόστολο.