181. PHILIPPE JACCOTTET. 1925 - .
Φιλίπ Ζ΄ακοτέ.
Ελβετός.
181.1. ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ
Μες στους δρόμους μιας πόλης όπου μένει μονάχα η εικόνα μου,
η ομίχλη κατασκευάζει τη νύχτα με προσωρινά περάσματα
που μιμούνται φαντάσματα με ύφος σαν να πηγαίνουν αλλού
για να φέρουν τον ελαφρό αχνό που έρχεται απ’ το μυστικό της
καρδιάς.
Παρόλα αυτά, όσο αδέξιος κι αν είναι πάντοτε ο μοναχικός,
πεισμώνω κατασκοπεύοντας τις μορφές του φωτός.
Αν ήταν μόνο επειδή η πέτρα δεν αντέχει πολύ,
επειδή στην πόρτα των καπηλειών ο αέρας γαβγίζει σαν σκυλί,
επειδή επιτίθεται στα φύλλα, στα μισόκλειστα παράθυρα,
που θα σε συναντήσω τελικά, μετά την ερειπωμένη δύναμή σου,
ακραία αστάθεια που δεν έπαψες να μου ξεφεύγεις:
Θα θελα να σε ξανάπιανα μέσα στο δερμάτινο παλτό σου ….
Ξέροντας πως οι πιο ψηλοί τοίχοι είναι συμπυκνώσεις σκόνης,
πως ο θόρυβος των καφενείων κι οι γυάλινες κολώνες τους
κλονίζονται αγγιγμένες απ’ τα βούκινα του πρωινού,
ξέροντας πως αν ανεβώ στα λιακωτά των προαστίων,
η πόλη δεν θα είναι πια παρά λίγα τζάκια που καπνίζουν,
δεν θα δεχτώ άλλο πια αυτά τα τρομακτικά πρόσωπα
και θα βαδίζω ακόμη παρόλο που είναι κιόλας χειμώνας
και το ποτάμι έχει κουβαλήσει τις τελευταίες αναμνήσεις του χτες …
Θα κατοικώ τρέμοντας λιγότερο αυτούς τους πύργους από άμμο,
γιατί δεν θέλω πια παρά κάτι ακατανόητο,
αφού αυτά τα λόγια λέχτηκαν με μια πνοή στο στόμα που
προσμένει
κι αυτή η ομίχλη πέφτει ένα μόνο δευτερόλεπτο στ’ άστρα των
ματιών που καίνε ….
182. MICHEL BUTOR. 1926 - .
Μισέλ Μπϋτόρ.
182.1. Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΦΡΟΥΤΟ
Η θάλασσα είναι φρούτο χωρίς κουκούτσι
Τα χελιδόνια βόσκουν στον άγουρο ουρανό
Μακριά τραγουδάνε τ’ αυτοκίνητα
Η βροχή κάνει περίπατο με μεταξένιο πάτο
Οι καμήλες στον ουρανό
Αναποδογυρίζουν μελαγχολικά
Και μεγάλες στάλες σκουριασμένου νερού
Γλιστράνε αργά στη ράχη
Των μικρών κοριτσιών
Τα πεύκα απομακρύνονται
Σαν λυπημένος νικημένος στόλος
Κι εντούτοις ήταν πολύ πιο όμορφα από μας.
183. GUY CABANEL, 1926 - .
Γκυ Καμπανέλ.
183.1. ΣΑΥΡΑ, Ω ΠΡΟΓΟΝΕ!
ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΔΟΡΥ ΣΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΣΑΙ ανάμεσα στους κατακλυσμούς, έτοιμος να υποχωρήσεις στη γλυκιά απόλαυση με τα δύο ασπρόμαυρα μάτια σου, να εξαφανιστείς, να εφορμήσεις προς την ανατολή, σαν ζέβρος από δέρμα.
Πυροστιά τόσο σκληρή ξεχειλισμένη στο σφυγμό της άσπρης φίλης σου κρυμμένης κάτω απ’ τη σκιά όπου χτυπάει η ναυτική καρδιά σου, το δέρμα σου από φύκια πετρωμένο στεγάζει τις εισπνοές άλλοτε πραγματοποιημένες από υβριδικούς κατοίκους που κατοικούσαν τον αρχαίο κόσμο. Κι η απαίσια σχισμή των γαλανών ματιών σου αναγγέλλει την τερατώδη ανάσταση των γιγάντων.
Εσύ που βασίλευες χωρίς αντίρρηση στα τέσσερα στοιχεία, σπαταλημένα πάνω στη γη, έχεις διαλέξει τώρα τα εντόσθια αυτής της ίδιας γης για να συγκεντρώσεις την δύναμη του πόθου σου που θα αργούσε να δημιουργήσει χίλιες σχισμές και από εκεί να εκτιναχθεί τρίζοντας στην κατάκτηση του αέρα.
Η αρχή σου απλώνεται σ’ όλες τις χώρες όπου το τεχνητό φως του ήλιου τους εκτρέπεται.
Η πραγματική σου πυράκτωση είναι ο γαλάζιος ήλιος των βυθών που επιβάλλει την άτακτη δραστηριότητα του ονείρου κι ανάμεσα στα ζώα του αγροκτήματός σου, Ω μαύρε βοσκέ, άφησε να μεγαλώνουν παραλίες στολισμένες με έντονα σκοτάδια.
Εκεί λοιπόν, μέσα στα δάση των ρομβόεδρων και τους κήπους της άμμου, η γη τρέφει νεκρές γενιές, ανυπόμονα όντα του μέλλοντος που, από αιώνα σε αιώνα, προχωράνε κολυμπώντας προς ένα άγνωστο σκοπό.
184. JACQUES CHARPIER, 1926 - .
Ζ΄ακ Σ΄αρπιέ.
184.1. Σ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΓΚΡΙΖΑ ΘΗΒΑΪΔΑ
1
Σ’ αυτή την γκρίζα Θηβαίδα, όπου το ξεφλουδισμένο κεφάλι του
ήλιου, σιωπηλό, θα κυλήσει στις βαθιές αβύσσους, (1)
Η χαμηλή γη, με άνθη της θάλασσας, και σαν αποδεκατισμένη,
έρχεται να πεθάνει μες στο φόβο της ερήμου.
Εδώ ο μεγάλος βασιλικός δρόμος, όπου πέρασαν τόσοι άνθρωποι,
εκτείνεται μέσα στη λάσπη.
Ο Αρχαίος Κόσμος νυχτώνει σ’ αυτά τ’ ανώνυμα νερά.
Στις πύλες του άδειου ναού της, η Θεά ξαναγεννιέται, αδυσώπητη
και παρθένα.
Το μόνο ζωντανό που υπάρχει εκεί είναι αυτό το αφηνιασμένο
άλογο στον αφρό των κυμάτων,
Κι αυτός ο αετός που ξέφυγε στα χέρια των Εκατόνταρχων, που
μου δείχνει πού αρχίζει η απουσία ....
2
Α! Πόση ήταν η αλαζονεία σας, άνθρωποι που φτάσατε μέχρις
εκεί, για να ιδρύσετε αυτό το χωριό του δάσους,
Όπου η ανυπαρξία γλύφει το πόδι των σπιτιών σας, αφήνοντας στα
χείλια του Ονειροπόλου
Αυτό το σάλιο του υπομονετικού θανάτου!
Όμως ιδού που μεθάει αμέσως απ’ αυτή τη θαμπή νύχτα μες στα
μάτια του,
Κι από το άρωμα αυτού του μουσκεμένου λουλουδιού που
φυτρώνει μέσα στην ψυχή του.
Και ξαναφτιάχνει μόνος του, τον χιλιόχρονο δρόμο των σιωπηλών
καραβιών.
185. MARIE JEANNE DURRY, 1926 - .
Μαρί Ζ΄αν Ντϋρύ.
185.1. ΣΥΝΝΕΦΟ
Σαν να μην ήταν τίποτε σταθερό, σαν να
Βάδιζα πάνω σε μια τρύπα, σαν τα πυκνά σώματά τους
Να διαλύονταν σε σκόνη μες στη νύχτα ....
Οι χειρονομίες μου ανοίγουν και κλείνουν πάνω σε μορφές
Που τις τρώει το σκοτάδι μες στο καταμεσήμερο και τα μάτια μου
που κοιμούνται
Δεν τρυπάνε πια την ομίχλη όπου βυθίζονται τα χαρακτηριστικά
σου
Εσένα που σε κρατώ, εσένα που σε σφίγγω, και που μυστικά
Αγρυπνώ μες στην αγρύπνια και τη σιωπή σαν
Ένα θηλυκό ζώο που ζεσταίνει πάνω του τα μικρά του.
Μια περιδίνηση γκρεμίζει τον ουρανό πάνω στις στέγες,
Είναι άραγε ο κόσμος που αιωρείται; Είμαι άραγε εγώ;
Ο αέρας τρέμει χωρίς περισσότερο βάθος από τη ζωή.
186. PIERRE GABRIEL, 1926 - .
Πιερ Γκαμπριέλ.
186.1. ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Εκείνο το βράδυ είχαμε μαζέψει τους λόφους γύρω από μια ξυλαποθήκη σιωπής. Η γη αφθονούσε μέσα στη σκιά. Ο χρόνος έπιανε λίγο χώρο.
Ένα βασίλειο ετοιμαζόταν, ο χυμός τώρα άλλαζε κατεύθυνση στην κορυφή των ωρών.
Έμενες έκπληκτη από τα τόσα σημάδια και υποκύπταμε σ’ αυτό το φωτοστέφανο του ανέμου ανάμεσα στα φύλλα, σ’ αυτή τη λάμψη δίχως όνομα που επιζούσε μέσα μας με έναν ήλιο ξεχασμένο.
Σ’ αυτό το ηλιοβασίλεμα, μια φλόγα πλήθαινε στη σκοπιά τη μνήμη της.
Κάτω απ’ το χιόνι των φωνών η σκόρπια ζωή αγρυπνούσε ασταμάτητα.
Μπήκαμε αθόρυβα στην γαλήνη των παραμυθιών.
187. HUBERT JUIN, 1926 - .
Υμπέρ Ζ΄ϋέν.
Βέλγος.
187.1. ΣΑΙΝ ΖΫΣΤ (1)
Θα ξεπεταχτούν οι γωνιακές γραφές --- όχι από μαύρο μελάνι,
αλλά από αίμα, όχι από λήθη, αλλά από γαλάζια φρούτα κι
από βία στις αγχόνες των δημόσιων τόπων μας,
και θα γραφτούν, απότομα παρούσες, και αγκυροβολημένες στα
οχυρά σημεία των πόλεών μας!
Μετά οι άνθρωποι (θαλάσσια άλογα που είναι από όνειρα κι από
φρέσκο αίμα),
μετά τα δέντρα κατά μήκος των δρόμων, που είναι ντυμένοι με
κλαδιά, και θα είναι ντυμένοι με τραγούδια ένα σούρουπο
γεμάτο αστέρια,
κι οι σχολιαστές με σοφή γλώσσα κάτω από τα δέντρα που είναι
τυπωμένα φύλλα και ξεχασμένες παραδόσεις,
κι οι ποιητές που δεν ξεχνάνε, κι αυτοί που πάνε μες στους
δρόμους τις μέρες που βρέχει,
κι οι βροχές που ήρθαν και ξαναήρθαν, Ω! οπισθοχώρηση και
πάθη της φουσκονεριάς,
ναι, όλα θα ‘ρθουν να χτυπήσουν τις όχθες του ποταμού σαν
βάρκες για ψηλές ακτές και σαν συνάθροιση κατακτητών!
Θα ξεπεταχτούν οι βαριοί σημαιοστολισμοί στα πεδία της μάχης,
και καταπονημένα και σιωπηλά (Ω! καθαρά και
περιτειχισμένα) θα έρθουν να διασταυρωθούν τα ξίφη της
χειροτονίας.
γιατί τίποτε δεν μπορεί να φυτρώσει σ’ αυτές τις όχθες του
θανάτου εκτός από ένα μεγάλο κάλεσμα εξορίας στα
στόματα των λαών μας:
«Γαλλία, ατέλειωτη κραυγή στους δρόμους του κόσμου όταν γυρίζει
και ξαναγυρίζει ο αποχαιρετισμός των ναρθήκων της
Γαλλίας!
Νάρθηκας όχι δικαιοσύνης, αλλά άρνησης, που επιδικάζει έλεος!
Λεία
σ’ όλον αυτόν τον άνεμο που ήρθε και ξανάρθε, μέσα σ’ αυτή την
οπισθοχώρηση όπου η φυλακή στρέφει τα κάγκελά της ... »
---- Κι έτσι ας χαθεί ο Βασιλιάς
που είναι ένοχος
και που είναι κατάκοπος!
Έπειτα, στις παρυφές των δασών στα χωριά χωρίς φως όπου
πηγαίνουν τα σκυλιά κι ο φόρος του αλατιού
φυτεύουνε το δέντρο ---- πολύχρωμο και σκοτεινό σ’ αυτό τον
τόπο σαν καρδιά όπου πηγαίνουν οι άνθρωποι θαμπωμένοι.
Κι οι στρατιές θα πηγαίνουν μπροστά,
που είναι οργωμένη γη κι αγαπημένες γυναίκες, χέρια απλωμένα
και δροσερή αυγή.
Έπειτα, σ’ αυτό τον τόπο περικυκλωμένο από πέτρα: Πρωτεύουσα
προσαρτημένη από τον Καίσαρα στις κατακτήσεις της
Ρώμης, σ’ αυτό το Παρίσι που είναι ζωντανό νερό και
δρομάκια, (2)
το κεφάλι πέφτει,
που κρατιέται όρθιο και μόνο, σ’ αυτό το όνειρο σαν βράχος που
τα κύματα έρχονται να χτυπήσουν και που σπάει τον
ουρανό.
Κατόπιν άλλες μέρες θα έρθουν που θα είναι μέρη αυτής της
ανταμοιβής, και κέρδος του αίματος κηλιδωμένου από αίμα.
Και πολύ μακριά μέσα στο χιόνι,
στις δαγκωματιές του πάγου,
ο ξεχασμένος Αυτοκράτορας θα ζωστεί τις κόκκινες φτερούγες (μια
τελευταία πτήση στην δύση των αστών αετών). Κατάκοπος!
Τόσες τρικυμίες και τόσοι αντίλαλοι σαν φως που ο αέρας
συνταράζει ...
Άκουσε:
«Γαλλία των βαρέων όπλων στην αιματηρή μάχη .... »
Ένας άντρας (μια φορά ακόμη) κι από μεγάλη γενιά θα έρθει σ’
αυτό το ποίημα καλεσμένος όχι με τεχνάσματα!
Ας ανοίξει η πύλη αυτού του θεάτρου όπου η διακόσμηση είναι
πυρκαγιές και λέξεις!
Ας φωτιστεί το θέατρο, μοναδικό θέατρο στη νύχτα ενός μοναχικού
που για τον μοναδικό αυτόν δημιουργήθηκε.
Ένας άντρας έρχεται στο ποίημα σαν κλέφτης, μάλλινων και
άστρων μόνο: Όλα οφείλονται σ’ αυτόν. Είναι θυσία των
ζωντανών!
Και τα χόρτα είναι γλυκά, γλυκά τα χείλια. Είναι θυσία των
ζωντανών!
Σκληρό είναι το στρώμα και αργή η σκιά στον άγουρο ήλιο του
χυμένου αίματος. Θα έρθουν άνθρωποι άλλων εποχών
που θα πιάσουν το λόγο και θα κραδαίνουν τη φράση. Κι είναι η
δόξα των ζωντανών!
Άσπρη η νύχτα, κι άσπρος εκείνος ο άνδρας που ήρθε από πολύ
μακρινές όχθες,
γιατί κάτω απ’ τα φυλλώματα του θανάτου κι οι ίδιοι οι νεκροί
ξυπνάνε από τον ύπνο τους και μιλάνε.
Και το τραγούδι της ζωής στο υνί του λόγου μέχρι τα ταραγμένα
εντόσθια
έγινε τραγούδι του θανάτου!
Σαιν Ζϋστ: Ωδή και κόθορνος για τους Καίσαρες που είναι σκιές
στον ποταμό των ίσκιων,
Γιατί μιλούσες μέσα στη φροντίδα σου για τη θάλασσα και τον
ωκεανό και για τα κοφτερά δέντρα των ανανάδων:
Το τραγούδι του θανάτου έγινε η ενορία σου, και από τις φλόγες
σου (πληγωμένο πουλί) γεννιέται ένα δέντρο,
και το δέντρο πηγαίνει από τα μονοπάτια του κόσμου, από τα
μονοπάτια του νερού, από τα μονοπάτια της εφόδου
σαν πληγωμένο πουλί.
.... Σ’ αυτή την πατρίδα της ανυπαρξίας μνήμης που είναι μνήμη
του λόγου μου, σ’ αυτό το θέατρο που είναι ο τόπος μου
και που δοξάζεται μ’ αυτό τον ξενοδόχο,
έρχεται ο ήλιος κι οι βροχές, ποιητές και βάσανα. Τα ψηλά μέρη
στεφανωμένα βουλιάζουν μες στη νύχτα,
κι έπειτα ξανάρχονται!
.... όταν σηκώνεται όχι ο άνεμος Ω!, αυτή η φωνή που ήρθε
επιτέλους μετά από όλες αυτές τις διαδρομές όπου ο
Ορφέας πολλαπλασιάζεται, (3)
η φρόνιμη φωνή που αποδίδει δικαιοσύνη σ’ αυτή τη νύχτα που
αποδίδει ήλιο,
η φρόνιμη φωνή που ήρθε από δρόμους και βασκανίες, που ήρθε
από πορείες (σαν των σκλάβων) και προδοσία, που ήρθε με
θανατικές ποινές και με καλοσύνη,
η φρόνιμη φωνή που σκεπάζει τον πρίνο και έρχεται από το
πακτωμένο μονοπάτι όπου το κυπαρίσσι ρίχνει τις βολίδες
του στον γαλανό ουρανό,
Ω, τότε, καράβι κλειδωμένο η φωνή των κυμάτων,
πρέπει να σηκωθεί, στα περιθώρια κάθε σιωπής, και σαν πέτρα σ’
αυτούς τους δρόμους των βράχων, περισσότερο μόνη από
πέτρα, να σηκωθεί η ψυχή της ψυχής σαν σκυλί
πλαγιασμένο κάτω από τη σκάφη,
να σηκωθεί με τα πανιά της όπως αυτή η πατρίδα του μεγάλου
πρωινού,
σαν άρχοντας ερειπωμένων πύργων: Η ποίηση .....
(1) Σαιν Ζϋστ (Saint Just 1767 – 1794): Από τους πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, στενός συνεργάτης του Ροβεσπιέρου.
(2) Καίσαρας (Gaius Iulius Caesar 100 – 44): Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός και συγγραφέας, δικτάτορας της Ρώμης.
(3) Ορφέας: Μυθικός αοιδός, ποιητής και μουσικός, από τη Θράκη.
188. GÉRARD LEGRAND, 1927 - 1999.
Ζ΄εράρ Λεγκράν.
188.1. Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ
Με την συστοιχία των ριζών το κοντραμπάσο της από κληματίδες
Την ορχήστρα της από φύλλα έτοιμα να ξαναπεράσουν από όλες τις
αποχρώσεις του μπρούντζου
Με τις επιγραφές της από άφθονο αέρα εμφανισμένες απότομα
Πάνω σ΄ ένα σύνορο με οδοντώσεις από χελιδόνια
Η καταιγίδα δεν στρατοπεδεύει ποτέ μακριά από μένα.
Ποια είναι αυτά τα μελανοδοχεία από δηλητήριο αυτές οι
κουφετοθήκες από πάχνη που κυλάνε μες στο ημίφως
Υπερπηδώντας αμέσως τον γύψο της εφηβείας
Ποια είναι αυτά τα πολύ μεγάλα τζάμια όπου ο ήλιος κι η σελήνη
διαδέχονται ο ένας τον άλλο
Όπως το κόκκινο και το άσπρο στο σφαιριστήριο νοθευμένο με
λιβάδια;
Παραπετάσματα από ακακίες τρέμουν δίπλα στον Σηκουάνα
Η μουσική είναι τόσο γλυκιά που κανείς δεν την ακούει πια
Όμως ποια γέλια σταμάτησαν μόλις πλησίασα με ποιους ψιθύρους
Μιλούσατε για τον θάνατο μόλις μπήκα;
Λέγατε στο αυτί να μαζέψετε όλα τα κεράσια το ένα μετά το άλλο
Μιλούσατε για ένα βάρος φωτός που θεωρήθηκε βάρος αλυσίδων
Σαν να ήταν δυνατό να προχωρήσετε με άδεια χέρια
Θα σας κάνω να θυμηθείτε ότι είχα φύγει για την ανακάλυψη
απλώς
Ενός δρόμου
Όπου η γλώσσα που ενώνει όλα τα όντα δεν θα μου έχει
αποκαλυφθεί παρά για να με βοηθήσει να σας ξεριζώσω.
Καθισμένη στο κέντρο της μεγάλης της χηρείας
Η πολύ νέα γυναίκα των ονείρων μου, της ζωής μου,
Με κλάματα πιο καθαρά από το πέρασμα της αυγής πάνω στο
γήπεδό σας του τένις από μόλυβδο
Με χαμόγελο πιο φωτεινό από έναν φλογισμένο ουρανό που
αφαιρεί
όλους τους σημαιοστολισμούς του
Μέσα στην απεραντοσύνη των ποιμαντικών ράβδων με σπόρους
διαμαντιών της θάλασσας.
Φλογισμένε ουρανέ μου, εσύ που ζωγραφίζεσαι με την πτήση των
κύκνων της Αυστραλίας πάνω απ’ την χρυσαφένια αθανασία
τους
Εσύ που ατέλειωτα μαζεύεις στον ορίζοντα της νιότης μου
Τις αδελφικές σκιές της ετρουσκικής μυγαλής (1)
Κι αυτής της άσπρης γάτας που έπαιζε μες στα τριφύλλια για να
χαιρετίσει τους γελωτοποιούς,
Φλογισμένε ουρανέ μου, εσύ που με περιμένεις πολύ μακριά στην
εκβολή του ποταμού γεμάτη μέλι και θορύβους από άγνωστα ποτάμια
Πέρα απ’ τα βουνά της Σελήνης
Σ’ αυτό το ακρωτήριο της Νύχτας
Όπου δεν υψώνονται παρά οι κολοσσοί των ανταρτών αρχάγγελων
Φλογισμένε ουρανέ μου φλογισμένε ουρανέ μου
Αύριο ο Τοξότης με χείλια από κάρβουνο
Θα σκορπίσει στον καλπασμό του το πλυντήριο της σκέψης
Όπου στεγνώνουν τα τραπεζομάντιλα δυσανάγνωστων συστημάτων
τα στρεψόδικα κείμενα που έγιναν πιο ωχρά απ’ την
αλισίβα
Εσύ που κυλάς καρπούζια και πορτοκάλια στις πτυχές της
τελευταίας πειρατικής σημαίας
Φλογισμένε ουρανέ μου μάθε με καλά πως δεν θα έχω τίποτε
καλύτερο απ’ το σήμερα
Και επομένως τίποτε να κερδίσω και τίποτε να χάσω
Να τα πιάνω όλα απαλά
Όπως η καταιγίδα που γεννιέται με το μυστικό της πληρωμής
Δεν υπάρχει πια φάρμακο για το όνειρο από τότε που μιλάει γι’
αυτό
Δεν υπάρχει πια φάρμακο για τη ζωή παρά μόνο η ζωή
Η καταιγίδα δεν τέλειωσε ποτέ
Η πρώτη που ήρθε θα είναι η μόνη αύριο.
(1) Μυγαλή: Είδος εντομοφάγου ποντικού.
189. VINCENT BOUNOURE, 1928 - 1996.
Βενσάν Μπουνούρ.
189.1. ΑΜΟΙΒΑΙΑ
Οι αρχαίοι ξανάρχονται να φτύσουν
Στην αμμουδιά του ποταμού όπου κατοικούν ακόμη
Οι πόνοι γαλανοί σαν όπλα.
Κερδίσαμε αυτό τον όρμο τέλειο όπως ο κύκλος της απελπισίας
Όπου αντηχεί το σαρωτικό κύμα των γενεαλογιών.
Η σπίθα του φωτοστέφανου της θέλησης
Περνάει ανάμεσα από δυο νερά, σαν καλός ταχυδρόμος.
Πίσω μας ο καταρράχτης ξεπαγώνει.
Η νυφίτσα είναι εκεί.
190. PIERRE GARNIER, 1928 - .
Πιερ Γκαρνιέ.
190.1. ΕΙΧΑΜΕ ΟΜΟΡΦΑ ΝΙΑΤΑ
1
Είχαμε νιάτα υπέροχα. Καρδιά γεμάτη τρύπες
Είχαμε που δεν έπαυε ποτέ της να πεθαίνει.
Στρατιές μεγάλες σάρωσαν τα παιδικά μας χρόνια.
Ντρεπόμαστε. Δεν έπαψε ο άνθρωπος να υποφέρει.
Στην επανάσταση είχαμε πίστη πολύ μεγάλη.
Κι ήταν αυτό πεποίθηση για μας. Μια σύσκεψη όμως
Έσπασε το βλαστό. Κι αντί γι’ άνθη είδαμε ένα τέρας.
Και θα ‘χουμε πεθάνει πια η άνοιξη ώσπου να ‘ρθει.
Είχαμε νιάτα υπέροχα. Ντροπή για μας μεγάλη.
Μετά μια αγάπη που ήτανε ντροπή. Σιωπή τριγύρω.
Ανέβαιναν τα πόδια μας εν δυο και τρία τα χέρια
Και ευθύς ξανακατέβαιναν. Είχαμε νιάτα ωραία.
Πολλά ήτανε τα βήματα στον σταθερό μας κόσμο ----
Σε κάθε βήμα νιώθαμε το βάρος της αδράνειας.
191. JEAN JOUBERT, 1928 - .
Ζ΄αν Ζ΄ουμπέρ.
191.1. ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Μέσα στη νύχτα που είναι γεμάτη επάλξεις, στη γαλήνη
των μεταλλικών πεδιάδων και του πύργου
που απλώνει παγωμένες φωτιές, ανεβαίνει κάποτε
το άγριο κάλεσμα των καραβιών.
Κι ο κοιμισμένος, πολιορκημένος από κρύα όνειρα,
βλέπει να υψώνονται στις σκοτεινές ακτές
μεγάλοι ταύροι στολισμένοι με ταινίες από χόρτα.
Η πόλη γλιστράει. Ένα δάσος ξεπηδάει.
Ένα γυμνό ποτάμι σχίζει τις όχθες του,
και ανασηκωμένα καταβροχθισμένα δέντρα
ανακατεύουν τη νύχτα με αυτά τα ρεύματα του πηλού.
Πάνω στο νερό σπινθηροβολούν φτερά αρπακτικών πουλιών.
Ο κυνηγός στηρίζει την πλάτη του στο σιδερένιο δάσος,
ξεδιπλώνει μέσα στη σκιά μια νέα παγίδα γεμάτη κόκαλα
και χασμουριέται, αποκαλύπτοντας μια ασπράδα που θυμίζει γάτα.
192. ALAIN JOUFFROY, 1928 - .
Αλαίν Ζ΄ουφρουά.
192.1. ΜΕ ΑΦΙΕΡΩΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Σ’ αυτή τη φλόγα και στο δέντρο της πρόκλησης
Σ’ όλα τ’ αστέρια μαζεμένα μέσα στη γροθιά
Σ’ όλες τις πόλεις τις ζωσμένες με χρυσάφι και με σφαίρες
Σ’ αυτό το σχισμένο προσωπείο του θανάτου
Στον άφωνο πλανήτη
Στο άδειο κλειδί του ιλίγγου
Σε όλα τα καθρεφτίσματα της περιστρεφόμενης δεξαμενής
Σ’ όλα τα αιμάτινα φράγματα πίσω απ’ τα δέντρα
Στον αρχαίο ανεμοστρόβιλο (την καρδιά)
Το χέρι μου το χέρι σου
Φτερωτοί και εύθραυστοι μάρτυρες μιας ιστορίας καθρεφτών.
193. JOYCE MANSOUR, 1928 - 1986.
Ζοϊς Μανσούρ.
Αιγύπτια.
193.1. ΟΙ ΤΥΦΛΕΣ ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΕΣ ....
Οι τυφλές ραδιουργίες των χεριών σου
Πάνω στα στήθη μου που ανατριχιάζουν
Οι αργές κινήσεις της παραλυμένης γλώσσας σου
Μέσα στα παθητικά αυτιά μου
Όλη η ομορφιά μου πνιγμένη μες στα μάτια σου χωρίς κόρες
Ο θάνατος στην κοιλιά σου που τρώει το μυαλό μου
Όλα αυτά με κάνουν παράξενη δεσποινίδα.
193.2. ΚΑΛΕΣΕ ΜΕ ....
Κάλεσέ με να περάσω τη νύχτα μες στο στόμα σου
Διηγήσου μου τα νιάτα των ποταμών
Πίεσε τη γλώσσα μου πάνω στο γυάλινο μάτι σου
Δώσε μου τη γάμπα σου για τροφό
Κι έπειτα ας κοιμηθούμε αδερφέ του αδερφού μου
Γιατί τα φιλιά μας πεθαίνουν πιο γρήγορα απ’ τη νύχτα.
193.3. ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΙΜΑΙ Ο ΑΛΗΤΗΣ ....
Τη νύχτα είμαι ο αλήτης στη χώρα του μυαλού
Εξελασμένος στη σελήνη του μπετόν
Η ψυχή αναπνέει δαμασμένη από τον άνεμο
Κι απ’ τη μεγάλη μουσική των μισότρελων
Που μασάνε άχυρα από σεληνιακό μέταλλο
Και που πετάνε και που πετάνε και που πέφτουν στο κεφάλι μου
Σαν χαμένα κορμιά
Χορεύω τον χορό του κενού
Χορεύω πάνω στο άσπρο χιόνι της μεγαλομανίας
Ενώ εσύ πίσω από το παράθυρό σου ζαχαρωμένο από μανία
Λερώνεις το κρεβάτι σου με όνειρα περιμένοντάς με.
194. RENÉE RIVET – BORAC, 1928 - .
Ρενέ Ριβέ – Μποράκ.
194.1. Η ΤΡΕΛΗ ΠΕΙΝΑΕΙ
Η τρελή πεινάει, αλλά το ψωμί της είναι τρυπημένο από τη λήθη.
Ανοίγει το ντουλάπι με τα γλυκά, αλλά το αίμα των φρούτων την σταματάει και δεν τολμάει να τα φάει. Ξανακλείνει το ντουλάπι και γυρίζει δυο φορές το κλειδί.
Η τρελή ψάχνει αγγέλους για να διώξει την δυστυχία.
Κάποιος περπατάει πίσω της, κάποιος την εμποδίζει να προχωρήσει! Η κόρη της, η κόρη της αυστηρή κι ωραία! Όχι, είναι μια ακτίνα ήλιου μες στα φύλλα των περσίδων. Ωστόσο είναι σίγουρη πως ένιωσε ένα άρωμα.
Ο θάνατος, ο θάνατος μέσα στον πάγο! Γιατί προχωράει ο θάνατος μέσα στον πάγο; Αρκεί λοιπόν να γυρίσει τον καθρέφτη πάνω στον τοίχο. Αλλά τα χέρια, τα χέρια ακολουθούν παντού. Παρόλο που τα κρύβει πίσω από τον ώμο, ξέρει καλά πως είναι εκεί. Αν τα έκοβε; Δεν θα μπορούσε να κόψει παρά ένα μόνο .... Το άλλο θα έμενε και τι θα έκανε με το κομμένο χέρι που θα αιμορραγούσε ....
Η τρελή κλαίει .... Κοίταξε, κλαίει μες στο δωμάτιο, η βροχή κυλάει πάνω στην εφημερίδα. Από πού έρχεται κι έχει παντού βροχή, ακόμα και πάνω στο κρεβάτι; Το μαξιλάρι πατικώνεται, και το κεφάλι γλιστράει, γλιστράει προς τα πίσω. Προς τα πίσω υπάρχει ίσως ήλιος ....
Το κεφάλι χτυπάει στα χαλίκια, το δόλιο κεφάλι κυλάει πάνω στο χώμα.
Είναι δυνατόν η γη ν’ ανέβηκε όλα αυτά τα σκαλιά;
Δεν υπάρχει τίποτε να καταλάβει, όλα λέγονται με ασυνάρτητες φράσεις.
Ακόμα κι αυτό που κάνει κακό δεν είναι ποτέ εντελώς ολόκληρο.
Η τρελή φοβάται ότι το παραλήρημά της δεν είναι αληθινό.
195. CHARLES DOBZYNSKI, 1929 - .
Σ΄αρλ Ντομπζινσκί.
Πολωνικής καταγωγής.
195.1. Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΑΥΡΙΟ
(Απόσπασμα)
Βρεγμένα πεζοδρόμια σχίσιμό μου
Αντανακλάτε ένα ολόκληρο παρελθόν
Τα βήματα τις μέρες που έσπειρα
Μέσα σ’ αυτή την πόλη των πανιών
Μες στο Παρίσι που πλέει κάτω απ’ τη βροχή
Μπροστά από τις βιτρίνες των μαγαζιών
Μια γυναίκα φωνάζει ένα ταξί
Ο αέρας είναι γαλανός όπως το μέλλον.
Να με μες στην πρωτεύουσα
Της βροχής και της ομορφιάς
Πόλη που έχει εκραγεί όπως μια καρδιά
Καράβι αιχμάλωτο των μπουκαλιών
Με κάθε σταγόνα πέφτει μια καρδιά
Και μέσα σε κάθε καρδιά ένας ήλιος
Ισημερινέ του ίσκιου και της ηρεμίας
Φέρε πίσω αυτή που αγάπησα.
Δεν υπάρχει νύχτα πιο μυστική
Από το πρόσωπό σου γεννημένο απ’ το νερό
Κέρας από καταχνιά κι από στάχτη
Χρυσόψαρο από πυρκαγιά κι από χρυσάφι
Δεν υπάρχει τόσο όμορφος ουρανός
Όπως αυτός που τραγουδάει τόσο χαμηλά
Μέσα στις κατάπληκτες φλέβες
Της ζωής και της νιότης σου.
Και τα δέντρα είναι φανφάρες
Κλαδιών που φωσφορίζουν
Στην οδό Ρεομύρ και στην οδό Μονμάρτρ
Η πικρή μυρωδιά των τσιγγάνων
Η μυρωδιά από τηγανίσματα της αγοράς
Παίρνουν τα σπίτια στο λαιμό
Ήδη οι άνθρωποι βγαίνουν από χορούς
Σαν σημαδούρες λιμανιών.
Θα ήθελα να πιάσω αυτό το ρευστό
Μετέωρο του πλήθους
Τα σύννεφα που είναι πέστροφες
Που φεύγουν μέσα στα ηλεκτρικά νήματα
Βλέπω τις προσόψεις
Το μυστήριο των ανδρείκελων
Το Παρίσι ξαφνικά κατοικημένο από γυναίκες
Πουλάει στον πλειστηριασμό το φέγγος του.
Στην οδό Σαιν Ντενί τα ενθύμια
Ρίχνονται μάταια κάτω απ’ τους τροχούς
Των αυτοκινήτων οι βιβλιοθήκες
Κελαρύζουν με όλες τους τις φλέβες
Και εγώ να με δίπλα στον Σηκουάνα
Όπου οι εποχές έρχονται να ωριμάσουν
Όπου τα φανάρια είναι σκυλιά
Που γλύφουν όλα τα χρώματα.
…………………………………………..
Η βροχή σβήνει με το πρίσμα της
Αυτό το λαδωμένο ουράνιο τόξο αυτό το μαντήλι
Των αναμνήσεων και του καπνού
Ένα φανάρι στραγγαλίζει ένα σιδηροδρομικό σταθμό
Μια κραυγή από ένα εργοστάσιο μια μουσική
Ακούω ένα θόρυβο συνέλευσης
Μέσα στα κοσμοπολίτικα καφενεία
Και μες στην αίθουσα υποδοχής της πατρίδας μου.
Παρίσι βρέχει μες στη μνήμη σου
Πάνω στο ανοιχτό βιβλίο των σκεπών σου
Σ΄ όλο το μήκος των βουλεβάρτων σου
Οι γυναίκες είναι αδιάβροχες
Κι εσύ τρέμεις σαν δάκρυ
Μέσα στα ροζιασμένα μπράτσα του νέον
Τα πελώρια μάτια των περαστικών
Πεθαίνουν μέσα σου κινούμενοι καθρέφτες.
Κι εγώ λυπάμαι για την παιδική ηλικία μου
Σαν να ‘μουνα πενήντα χρόνων.
…………………………………………
196. JEAN LOUIS BÉDOUIN, 1929 - .
Ζ΄αν Λουί Μπεντουέν.
196.1. ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ
Αυτό το βράδυ ανάμεσα στο τσεκούρι και τον κορμό του δέντρου
Πνίγομαι ανάμεσα στις βαλβίδες του παράξενου όστρακου
Γεμάτες μυώνες οι βαλβίδες αυτές σαν καμπάνες στο βάθος ενός
τοπίου από χερσότοπους και χαμηλά σύννεφα
Πνίγομαι κάτω από γεμάτες καροτσιές από μπίλιες
Γαλάζιες σαν γαλάζια μάτια
Κάτω από δίτροχα γεμάτα με χιόνι για να ντύσουν
Την μελλοντική αθωότητα
Όμως αυτή την απειλητική ώρα
Όμοια με γάντι πυγμαχίας σφιγμένο πάνω στο λαιμό της ελπίδας
Πνίγομαι όπως ο αέρας αιχμάλωτος ενός αιμόφυρτου ποδηλατοδρομίου
Ο αέρας ασφυκτιώντας στην αυλή της φυλακής
Όπου έχουν τουφεκίσει τούτο το πρωί
Το λουλούδι της ηλικίας
Την φοβερή γκρίζα αυλή από τσιμέντο γκρίζο
Όπου δολοφονούνε κάποιο δέντρο
Έναν άνθρωπο
Το λουτρό της συμπαντικής συναίνεσης
Όπου δολοφονούνε ένα δάσος
Από δέντρα και ανθρώπους ανακατεμένους
Ένα μεγάλο δάσος από ανθρώπους κι ανασηκωμένες πέτρες
Απ’ όπου μου έρχονται το φως και τα τραγούδια των σειρήνων.
Λουτρό της συμπαντικής συναίνεσης
Συνένοχο των μαλακών σπόρων που γεννάνε φυλές νάνων
Που γεννάνε μετρονομικά φυλές νάνων
Ιονισμένων
Λιτανευμένων
Δηλητηριασμένων
Κρετινοποιημένων
Από τότε που άνοιξε η κρύα τάφρος της γέννησης
Πνίγομαι
Πνίγομαι ανάμεσα στον πολύποδα των κάγκελων όπου ένα πιόνι
παλιάτσος κρεμάει τα ηθικά κουρέλια του
Και στην κινητοποίηση των άλλων που κρατιούνται ξύπνιοι με
μεγάλες γαλότσες
Ανάμεσα σ’ αυτούς ο τελευταίος που ήρθε
Βγαίνει ρυτιδωμένος από το σωλήνα του αέρα των ηλιογερμάτων
Πάνω σ’ ένα ξέβρασμα της θάλασσας των περιχώρων
Ο τελευταίος που ήρθε
Με κομμένα αυτιά σαν πουλί
Πιο μύωπας από ένα τρεμάμενο χέρι
Ζητάει τη θέση μου.
Μια αγριοτριανταφυλλιά με κόκκινους γόνους η θέση μου
Όταν πνίγομαι επειδή μου πριονίζουν τα κλαδιά
Μία εκτόξευση ναι μια εκτόξευση από κόκκινες λεπίδες
Χαλίκια στα μάτια μιας κόκκινης μπόρας
Η θέση μου
Κι ακόμη
Μια κραυγή πολύ ίσια στον πεντακάθαρο αέρα
Ένα βλέμμα πολύ κρύο στους αστερισμούς μιας μαχαιροθήκης
Στο βάθος ενός περάσματος όπου με περιμένει μια γυναίκα
Με σκιά κόκκινου γαντιού
Σε ένα αρχαίο γκέτο.
Το όνειρο που δεν παραδίνει στην μάντρα
Τη θέση μου
Ενός σκύλου κίτρινου που ξύπνησε αναπηδώντας και σηκώνεται
σαν βουνό
Και μέσα στα κοψίματα του βουνού που υψώνεται σαν ένας
μοναχικός άνθρωπος
Με μεγάλους ρόδακες μαγνητικής καταιγίδας
Τη θέση μου.
Θέλετε να γελάσετε με το χέρι σας στην καρδιά
Δεν είναι θέση ξαπλωμένου σκοπευτή
Ούτε θέση γονατισμένης προβατίνας
Η θέση μου δεν είναι κανονική
Δεν είναι Ανάπαυση
Δεν είναι Πορεία
Αλλά ένα χάδι
Αλλά χίλια ανέκδοτα χάδια
Κωπηλατεί η θέση μου πετάει
Καλπάζει μέσα στα λιβάδια που χάβουν
Γερές νύμφες εντόμων πασπαλισμένες με πιπέρι
Ξαπλώνει σε καλούς σιτοβολώνες που καίγονται
Και κάνει έρωτα με το καλοκαίρι.
Είναι μια γάμπα σταυρωμένη πολύ ψηλά
Η θέση μου
Ένας καταρράκτης από γάμπες πολύ απαλές
Πιο απαλές από μια λίμα που πριονίζει τα κάγκελα
Ένας καταρράκτης από στήθη μυτερά
Κι από γλώσσες αρνιών
Τραχιές.
Η θέση μου
Θέση καταιγίδας
Γυρίζει ακούραστα
Γυρίζει
Γύρω από ένα διάλογο χεριών σε μία κάμαρα αντίλαλων.
Δεν είναι στο έλεος
Κανενός λάθους στίξης
Καμιάς παροδικής απορύθμισης.
Μου δίνεται κάθε μέρα
Κάθε λεπτό
Από τη θέση που κατέχει τις δυο τομές του αίματός μου
Και τις ανακατεύει με το δικό της
Για να κάνει διπλό τρίγωνο
Το άδολο άστρο της ανατροπής.
197. JEAN BRETON, 1930 - .
Ζ΄αν Μπρετόν.
197.1. ΕΚΕΙΝΗ
Εκείνη έδειχνε τις γροθιές της στον ήλιο
Εκείνη έξυνε το νερό με τα νύχια της
Εκείνη χτυπούσε τον ώμο του ανέμου
Εκείνη ήταν μεγάλη σαν μια προσβολή
και το κορμί της λύγιζε μες στο κενό
Φανταστικά ονόματα
το ίδιο γλυκά με το κρασί από μήλο
μάταια την φώναξα
την σταχτιά πόλη μου και το ακροατήριό μου,
καθώς η πατρική κληρονομιά μου
είχε μπει στο σακούλι από μια θυμωμένη δροσοσταλιά.
Η καρδιά μου έτρεμε σαν τζάμι.
Δεν μπορεί να βάλει κανείς την καταιγίδα σε κλουβί χωρίς κόπο.
Αλλά μπορώ να περιπλανιέμαι
με το στόμα τρελαμένο και τα χέρια σφιγμένα
εκεί όπου τα βήματα εκείνων που μας αγάπησαν
έφθειραν αργά την άμμο.
198. MICHEL DEGUY, 1930 - .
Μισέλ Ντεγκύ.
198.1. Ο ΚΟΛΠΟΣ
Αρχίζει το μακρύ καλοκαίρι όπου μεγαλώνει και μικραίνει η
φιλοδοξία
Ζω στη στάθμη των τριζάτων εκρήξεων των ακρίδων
Κι ανάμεσα σε έντομα από χαρτί που σκορπίζει ο άνεμος
Υπάρχει σίκαλη πάνω στα γόνατα του συγγραφέα και στον ώμο
του βρέχουν τα στάχυα
Το αυτί ακουμπισμένο στη γη ακούει το αίμα της
Είναι ο άνεργος
Ο τροχός του τοπίου γυρίζει κάτω από τον θρίαμβο του ήλιου
Οι άσπρες γραμμές του ουρανού σμίγουν πέρα απ’ τη γη
Τα νησιά ξεφτίζουν, η παλίρροια φανερώνει κυψέλες από φύκια με
χρώματα λειψάνων
Όπου αναβράζουνε τα ασπόνδυλα
Δες όλη την οριζόντια περιστροφή του κόλπου,
Το γλίστρημα των αλσών, τον τριγμό των ορίων των σπάρτων,
Πράσινες ακτίνες στον άξονα του ορίζοντα!
Αν ξαναπάρω τα μεγάλα μονοπάτια --- πρέπει άραγε να
διατηρούνται ακόμα εκεί;
Πηγαίνω αργά στην σημαντική συνάντηση
Ο άνεμος διασχίζει την χερσόνησο λυγίζοντας τα στάχυα προς την
Ανατολή
Η θάλασσα μου επιτίθεται γιατί ο άνεμος του πέλαγου του ανοίγει
πέρασμα ανάμεσα στους φράχτες
Ανάμεσα στα κριθάρια ανάμεσα στις καστανιές
Ο βαθύς Ωκεανός ανεβαίνει ανάμεσα στις στέγες.
Γρήγορος ο άνεμος κατεβαίνει τα τρία επίπεδα των πεύκων, των
σπάρτων και των σταχυών
Εφορμάει αγγίζοντας τ’ αυτιά και προσπερνάει
Ο ήλιος οπισθοβατώντας στέκεται απέναντι Ο ήλιος ακροβάτης
κατεβαίνει το κιονόκρανο
Ατέλειωτος
Κάποτε κάποιοι θεατές τοιχοκολλούν την άσκηση Αλλά πολλοί το
καλοκαίρι πλαγιάζουν πριν από το τέλος.
Ο άνεμος μιλάει πολύ δυνατά
Στις τρύπες του ανέμου γλιστράνε τα σκυλιά των μακρινών
επαύλεων
Ο κορυδαλλός δεν σταματάει να πέφτει Ο άνεμος ανοίγει πέρασμα
μέχρι την πρώτη σειρά των κάμπων
Καταπατάει βίαια τις άκρες των σταχυών και ρίχνεται στ’ αυτιά.
Σκυλιά φυλάνε τους δρόμους χωρίς να ενδιαφέρονται από πού είμαι
Οι φωνές που μιμούνται τα ζώα για να τα καλοπιάσουν
Προερχόμενες από φωλιές ψηλότερα όπου αγρυπνούν για τα αγαθά
Περνάνε από τις τρύπες του άνεμου
Ρωτώντας για δουλειές χωρίς να ενδιαφέρονται από πού είμαι.
Περίπατοι για ποιο λόγο;
Το άχρωμο κοράκι
Ο γλάρος που σταματάει τον άνεμο
Η σελήνη, σύννεφο παχύσαρκο, που σημαδεύει εκεί όπου ο άνεμος
δεν φυσάει πια.
Γιατί λείπει από τα βήματα η ευστάθεια του ανέμου
Του ανέμου που ξέρει να δείχνει την διεύθυνση
Στις πεταλούδες στις φτέρες στα σύννεφα
Να προσανατολίζει επίμονος να καμπυλώνεται ξαναπερνώντας να
διευθύνει να ξαναμαζεύει με το φύσημά του να υποκλίνεται
να σμίγει
--- και ξαφνικά να ξανασηκώνεται να αφηνιάζει να κυρτώνει πάλι
να συστρέφεται
Ο άνεμος διατρέχει το τοπίο, ενώνει στα άκρα και φέρνει σ’
επαφή τις γραμμές του τοπίου
Αυτός από ψηλά από παντού τις ακολουθεί
Αυτός είναι που χαράζει τα αυλάκια του τοπίου.
Όλα μέσα μου αποκρίνονται στον άνεμο ---- εκτός ....
Όλα διπλώνονται κάτω από την διαταγή που μαζεύει:
Τα μαλλιά σαν κάμπο πιο πυκνό
Τους ώμους όμοιους με κορμούς δέντρου, τα μάτια ανοιγμένα μες
στο αλάτι
Τις γάμπες που κατάρρευσαν μέσα στις πέτρες
Και την μετάληψη στο θόρυβο του κάρου. Όλα ....
Εκτός από την όρθια φωνή που ρωτάει πού γεννιέται. Όλα
Εκτός απ’ την έκπληκτη φωνή της ανομοιότητας!
Το μεγάλο καράβι του πρωινού αποπλέει:
Στριγκλιές τροχαλιών και γλάρων. Σχοινιά του ήλιου μες στα
μάτια.
Ψηλά τριγωνικά πανιά σωρειτομελανιών ανυψωμένων ανακατεμένων
αρμενίζοντας. Μια ακολουθία κορυδαλλών που πετάει πάνω
από τις χαμηλές κεραίες των φτελιών. Οι δίοποι κόρακες
Και οι μεγάλοι αρτέμονες της καταιγίδας ....
199. JEAN PIERRE DUPREY, 1930 – 1959.
Ζ΄αν Πιερ Ντϋπρέ.
199.1. ΣΤΟΥΣ ΧΕΡΣΟΤΟΠΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΕΡΑ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
(Απόσπασμα)
....................................................................................................
«Πού είμαστε; ρωτούσαμε,
---- Στον πύργο όλων των μεταμορφώσεων, όλων των μαγειών, που οι πύργοι τους είναι το περικάλυμμα των σκιών, που κάθε τους έπαλξη στραγγίζει τα μεσάνυχτα σε αόρατη ώρα. Κι αν βλέπεις φόνισσες, να ξέρεις πως ένα μαύρο χέρι έχει εκεί λυγίσει.
---- Πού είμαστε ακόμα;
---- Μέσα στο υπόγειο δωμάτιο που τα παράθυρά του δεν βλέπουν παρά σ’ αυτό το ίδιο.
---- Ποιος είσαι;
---- Είμαι η αντανάκλαση του ίσκιου σου, όταν κρατιέται απέναντι στη νύχτα. Αλλά να ξέρεις ότι δεν υπάρχεις πια όταν μου μιλάς, πως δεν υπάρχεις πια για τον σκελετό των κόσμων, επειδή τότε, είναι ξανακλεισμένος πίσω σου, πάρα πολύ μακριά.
Το δωμάτιο ονειρευόταν πολύ ψηλά και μέσα στ’ όνειρό του ανασηκώνει μια γωνιά της κουρτίνας. Ένα βλέφαρο της σκιάς τρεμόπαιξε και το σκοτάδι κλώθει μια θηλιά με λίγη από την απαλότητα του φιδιού .... Το μάτι που γίνεται θαμπό, πολύ θαμπό, το μάτι, που γίνεται, βλέπει:
Θαμπά, πολύ θαμπά πρόσωπα σαν όνειρα, πρόσωπα χωρίς ξύπνημα, γοητευμένα από την παρουσία τους, πεσμένα πάνω στην απουσία τους, με μία ταχυδακτυλουργία, τους έχει δοθεί το σύνθημα, η λέξη που περνάει:
«Τρύπησα τα μάτια μου μες στα μαλλιά. Ό,τι περνάει, Ω Θαυμάσια, είναι απλώς μια καθυστέρηση του μέλλοντος.
---- Το απόγευμα μετά το τέλος! Είδα ένα μακρύ δρόμο να δηλητηριάζει τη γη, μέσα στο χρώμα του σαν πέτρα μασημένη στη γλώσσα των λύκων.
---- Κι ο χερσότοπος των παραπέρα περιοχών;
---- Σκοτώνει σε λίγο τον ουρανό ανακατεμένο με αλάτι, αυτό δίνει τη θάλασσά μας.
---- Κοιμόσουνα εκεί;
---- Ονειρευόμουνα μονάχα. Κι αργότερα, όταν έφτασα, όταν έφτασα μπροστά στην παρουσία μας, τα τείχη ήταν ανοιχτά σαν νησάκια για τα μάτια μας.
---- Είναι η ιστορία της μεγάλης κόμης, όταν τραβηχτεί εκείνη η κουρτίνα μπορείς να μπεις μέσα βαθιά μέχρι το κρανίο.
---- Και μετά;
---- Τα αναποδογυρισμένα βλέφαρά σου σβήνουν την εικόνα της νύχτας. Ο κόσμος γίνεται επίπεδος, όπως το πάνω μέρος ενός μεγάλου τραπεζιού. Οι άκρες των δαχτύλων σου θα απομόνωναν τα αποτυπώματα του δρόμου των νεκρών».
Το σκοτεινό δωμάτιο έχει διαφύγει. Το κρεμασμένο πλάσμα έχει αναποδογυρίσει τα μάτια του. Μες στην εγκοπή των φλεβών του, το νερό κυλάει χωρίς χτύπο, πολύ αργό για τη ζωή.
200. ROGER ARNOULD RIVIÈRE, 1930 – 1959.
Ροζ΄έ - Αρνού Ριβιέρ.
200.1. ΞΕΡΩ ΤΟ ΧΑΔΙ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ...
Ξέρω το χάδι του μικρού πρωινού, την άγρια κάθετο του
μεσημεριού, την ύπουλη αναστροφή του βραδιού
Ξέρω την ιλιγγιώδη κατακόρυφο της νύχτας και την αφόρητη
οριζοντιότητα της μέρας
Ξέρω τα ψηλά και τα χαμηλά, τα ψηλά απ’ όπου πέφτουμε με
σίγουρα χτυπήματα, τα χαμηλά απ’ όπου δεν
ξανασηκωνόμαστε
Ξέρω πως ο δρόμος του πόνου δεν έχει στάσεις παρά
περιορισμένου αριθμού
Ξέρω το λιανισμένο φύσημα, το κομμένο φύσημα, την δυσάρεστη
αναπνοή, τα ρευστά του άγουρου αέρα και τις αναθυμιάσεις
του γκαζιού της πόλης
Ξέρω τις άδειες περιπτύξεις, το σπέρμα που φτύστηκε από πείσμα
μες στην πορσελάνη
Ξέρω την όψη του λόγου που θα σου επιστραφεί σαν ράπισμα
Ξέρω πως η φιλία κι ο έρωτας δεν έχουν φλούδα
Ξέρω πως τα φαγωμένα καραβόσχοινα, ο σπασμένος λαιμός, το
φθαρμένο πέλμα έχουν κοινό παρονομαστή το σχοινί
Ξέρω πως η εκπυρσοκρότηση περιέχει τον ίδιο ηχητικό όγκο με
τους χτύπους της καρδιάς που χτίζουν μια ολόκληρη ζωή
Έζησα για να ξέρω και δεν μπόρεσα να μάθω να ζω.
201. LILIANE WOUTERS, 1930 - .
Λιλιάν Βαουτέρς.
Βελγίδα.
201.1. Ο ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΚΗΠΟΣ
Ι
Θυμάμαι, έχουν περάσει τώρα τόσα χρόνια,
Που ο κήπος μας μέσα στην άνοιξη ξυπνούσε
Μπρος στο παράθυρο καθόμουν και κοιτούσα
Του κόσμου τούτη τη γωνιά που η ζωή σκιρτούσε
Με πρόσωπο έκπληκτο ο ουρανός σκυφτός κοιτούσε
Μες στο πηγάδι όπου ένας άγγελος πετούσε
Η γη ήταν όμοια μ’ ένα υπέροχο κορίτσι
Σαν το πουλί που το κοχύλι του ραμφίζει
Κι ένιωθα εκεί στον ίσκιο του αίματός μου
Μια μυστική φωνή βαθιά μου ν’ αναβρύζει.
202. BERNARD DELVAILLE, 1931 - .
Μπερνάρ Ντελβάιγ.
202.1. ΤΖΑΖ
(Απόσπασμα)
Βρανδεμβουργιανά κονσέρτα (1)
Μπέιζιν στρητ μπλουζ (2)
Ταυτόχρονος Πύργος του Άιφελ (3)
Είδα στο φως των εκτυφλωτικών προβολέων
χρώματα κίτρινα σαν κρόκους
γρονθοκοπήματα πυγμάχων
και τον διαιτητή ντυμένο στα κάτασπρα
και τις λάμψεις από το μαγνήσιο των φωτογράφων
οι πυγμάχοι φανάτιζαν το πλήθος
κι ένα σπίρτο συναγωνιζόταν τον ηλεκτρισμό
Το κουδούνι χτυπούσε
και δεν θα ξεχάσω τις πετσέτες
που το αίμα τις πότιζε με σειρές από ντάλιες
Όλες οι αφίσες φώναζαν
μαγεμένες
πιο όμορφες από τη Νίκη της Σαμοθράκης (4)
Δεν ζω παρά με τις αναμνήσεις
Είδα τους πυγμαχικούς αγώνες
να αντηχούν μέσα στις λάμψεις του χιονιού
και κάτω από τα ουράνια τόξα
των μεθυσμένων αιθουσών
Πούλησες το απόθεμά σου από μαραμένες ανεμώνες.
Τζαζ
εφτά η ώρα βράδυ του χειμώνα
στο Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε (5)
το μόνο μέρος του κόσμου όπου η ζωή είναι δυνατή
Σαν τίγρης μες στη ζούγκλα
ο Ζαν Ζενέ σέρνει τη βασιλική μοναξιά του και την
περηφάνια του (6)
ο ουρανός αστράφτει
Τα πεζοδρόμια είναι μουσκεμένα
Μες στα καπνισμένα και ζεστά υπόγεια
της χρυσαφιάς και κόκκινης πόλης
όπου θρηνεί η τρομπέτα
χορεύεις
ή μόνο
σκοτώνεις την ώρα σου;
Έτσι κάθε βράδυ
η ζωή σε πετάει στο δρόμο
και περιπλανιέσαι
από καφενείο σε καφενείο
καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο
δαγκώνοντας τα παγωμένα λεμόνια της νύχτας
................................................................................
(1) Βρανδεμβουργιανά κονσέρτα: Μουσική σύνθεση της εποχής μπαρόκ του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ (Johann Sebastian Bach 1685 – 1750).
(2) Μπέιζιν στρητ μπλουζ (Basin Street Blues): Μουσική σύνθεση τζαζ του Σπένσερ Ουίλιαμς (Spencer Williams 1889 – 1965). Η Basin Street είναι δρόμος της Νέας Ορλεάνης στη Λουϊζιάνα των ΗΠΑ, στις όχθες του Μισισιπή (1.330.000 κάτοικοι), γνωστός για τη ζωντάνια του που οφείλεται στις συναθροίσεις μουσικών της τζαζ.
(3) Πύργος του Άιφελ (Tour Eiffel): Σύμβολο του Παρισιού, κατασκευάστηκε από το 1887 μέχρι το 1889 από τον Γάλλο Μηχανικό Γουσταύο Άιφελ (Gustave Eiffel 1832 – 1923) με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από την Γαλλική Επανάσταση του 1789. Η έκφραση «Ταυτόχρονος Πύργος του Άιφελ» (Tour Eiffel Simultané) αναφέρεται στον ομώνυμο πίνακα του κυβιστή ζωγράφου Robert Delaunay που εκπονήθηκε το 1910-11.
(4) Νίκη της Σαμοθράκης: Άγαλμα άγνωστου δημιουργού της Ελληνιστικής Περιόδου (πιθανόν του 3ου π.Χ. αιώνα) που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου.
(5) Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε (Saint Germain des Pres): Συνοικία στο κέντρο του Παρισιού όπου βρίσκεται και το Μουσείο του Λούβρου, γνωστή για την πνευματική κίνηση που ανθίζει στα μπαρ και τα καφενεία της.
(6) Ζαν Ζενέ (Jean Genet 1910 – 1986): Γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για την μποέμικη και περιπετειώδη ζωή του («Η Κυρία με τα Λουλούδια» 1944, «Το Θαύμα του Ρόδου» 1946).
203. VAHÉ GODEL, 1931 - .
Βαέ Γκοντέλ.
Ελβετός.
203.1. Η ΑΛΛΗ ΠΛΑΓΙΑ
Άσπρος ουρανός
κομμάτια κρέατος
κρεμασμένα στα υπέρθυρα
του ανέμου
μαύρες προβιές
καρφωμένες στην πλώρη των λόφων
γαλακτοφόρες προβατίνες ξεστρατίζουν
προς τα κάτω
μες στη σιωπή
κάτω από τ’ άστρα
γλιστρώντας πάνω στα χνάρια
ενός δέντρου
μιας σκιάς
ακατάσχετης
μαλλιαρά χνάρια
σωρός από πέτρες που σγουραίνει το τοπίο
κείμενο που τρέμει κάτω απ’ το υφάδι του κειμένου
πομπή ασβεστοποιημένη που οδεύει προς το στένωμα
πέστροφα που σπαρταράει μακριά
μες στην τροχιά του αίματός μου
μνήμη χωρίς συγχώρεση
μαύρος ουρανός
---- ενώ λιγοστεύει
η απόσταση ανάμεσα σε μένα
και μένα
να η άλλη πλαγιά
βλέμμα καταβροχθισμένο
λίμνη αόρατη
κορυφή γκρεμισμένη
χαμένο φυλαχτό
ξανθοκόκκινο χαλί στα πλευρά του βασάλτη
άσπρα κοπάδια λέξεων
σε εκκρεμότητα
γεμάτα συγκίνηση
αφαιμάσσοντας το κενό
κρύπτη χωρίς κανένα ρήγμα
πιο βαθιά
από ένα πηγάδι χωρίς πάτο.
204. DENISE JALLAIS, 1932 - .
Ντενίζ Ζ΄αλλαί.
204.1. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Το χιόνι ξελεπιάζεται
Το βάρος του είναι έτοιμο να πέσει από τα δέντρα
Σαν ψίχα ψωμιού πολύ βαριά
Πρωί ---- εργόχειρο
Τα παιδιά κρατάνε κυπελλάκια με κρέμα
Τα βιβλία τους είναι παρατημένα
Εντελώς γαλάζια
Πάνω στο δρόμο
Ο χρόνος μπαίνει απ’ το παράθυρο
Φωτεινός σαν το φεγγάρι
Οι φιλύρες
Κλαδεμένες πολύ νωρίς
Μοιάζουνε με κοράλλια.
204.5. ΑΠΕΙΛΗ
Αν με κλείσεις σε κλουβί
Θα βρω έναν εραστή με λείους ώμους
Με νεανικούς γοφούς
Με μυώνες σαν τύμπανα
Με χείλια σκληρά
Έναν εραστή που θα είναι σαράντα χρόνων
Όλη η παιδικότητά του
Και πολλά άλλα
Θα μας χωρίσουν
Αλλά θα μιλάμε
Για λογοτεχνία
Θα μάθουμε
Να κάνουμε έρωτα
Και θα τον μοιράζομαι
Με τις φιλενάδες του
Γιατί δεν θα μ’ αγαπάει
Το ίδιο κι εγώ.
Αν με κλείσεις σε κλουβί
Μην ξεχνάς
Θα βρω έναν εραστή με λείους ώμους.
205. FERNANDO ARRABAL, 1932 - .
Φερνάντο Αραμπάλ.
205.1. Η ΠΕΤΡΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ
1
Είμαστε κι οι δυο στον κινηματογράφο. Αντί να βλέπω την ταινία κοίταζα εκείνη. Άγγιζα τις μπούκλες της και γυάλιζα τα βλέφαρά της. Μετά της φιλούσα τα γόνατα και της έβαλα στην κοιλιά ένα χάρτινο κόκορα που αγόρασα μαζί με τα εισιτήρια.
Εκείνη κοίταζε το έργο και γελούσε. Τότε της χάιδευα το στήθος και κάθε φορά που πίεζα ένα βυζί της, πεταγόταν έξω ένα γαλάζιο ψάρι.
206. JACQUES ROUBAUD, 1932 - .
Ζ΄ακ Ρουμπώ.
206.1. Η ΓΑΛΗΝΗ ΤΩΝ ΠΕΔΙΑΔΩΝ
Καθόμουνα στον ήλιο
Το μπαλόνι του φωτός
Τα πουλιά γλιστρούσαν χτυπώντας
Τις φτερούγες του μες στα σύννεφα
Περπατούσα την εποχή της συγκομιδής
Το ποτάμι των σταχυών γερμένο
Στα νησιά των λιβαδιών
Καιγόταν για να μην ωριμάσει περισσότερο
Μιλούσα με τους ανθρώπους
Που κρατούσαν το υνί και το δρεπάνι
Με χέρια ροζιασμένα από το σφίξιμο
Και τον ιδρώτα στα πουκάμισα
Μιλούσαμε για την εποχή
Της γιορτής του χωριού
Των αλόγων που φαίνονταν μαυρισμένα
Με τις μύγες πάνω στο στέρνο τους
Ήτανε όρθια μες στα χόρτα
Οι ώμοι τους κρέμονταν
Τα κάρα τους βροντούσαν
Τα κοράκια σκορπίζονταν
Το μεγάλο πλατάνι των δρόμων
Προχωρούσε γεμάτο υποσχέσεις
Προς τις άσπρες αγρότισσες
Που πλένανε στο νερό των πηγών
Ο δρόμος του λόφου
Μέσα στους βάτους μέσα στις βελανιδιές
Γαβγίζοντας με όλα τα σκυλιά του
Χαιρετούσε τον ταξιδιώτη
Μιλούσα με τις γριές
Γερές όπως τα κλήματα
Στο κατώφλι του σπιτιού τους
Ήταν μεσημέρι μέσα στον ήλιο
Μια αφίσα πάνω στον τοίχο
Της παλιάς χαμηλής εκκλησίας
Φανέρωνε πως το χωριό
Είχε τη γαλήνη μέσα του.
207. PIERRE OSTER, 1933 - .
Πιερ Οστέρ.
207.1. ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
1
Ιππικό του χρυσαφιού! Ιππικό του χρόνου!
Όλα τα ιππικά ακούνε τη θάλασσα να χτυπάει
Και το βρεγμένο δάσος (Ιππικό!) την ακούει.
(Μεγάλο βρεγμένο δάσος άκουσε την θάλασσα να χτυπάει
Μεγάλο δάσος, άκουσε!)
Ιππικό του χρυσαφιού! Ιππικό του χρόνου!
(Ω δάσος του νερού και του χρυσαφιού!)
Μεγάλο βρεγμένο δάσος, άκουσε τη θάλασσα να χτυπάει.
Τα θαλασσινά καλάμια υποφέρουν εκεί κάτω γιατί δεν
καταπατήθηκαν
Καταπατήθηκαν! Ω μάταιε ύπνε
Που τα λέπια σε αλατίζουν!
Να, μεγάλο δάσος!
(Είσαι Βράχος και ζεις! Ανασαίνω μέσα από σένα
Ω δάσος που καλπάζεις με τον μαύρο πέτρινο καλπασμό σου).
2
Ιππικό του χρυσαφιού! Ιππικό του χρόνου!
Αραιό ιππικό των μεγάλων πράξεων του χρόνου!
Ένα δέντρο στον ουρανό μπροστά στον ουρανό έχει απαιτήσεις.
(Ω τρυπημένη καταιγίδα ενός δέντρου πάντα μαύρου.
Η χαλασμένη κόμμωσή μου αρπάζει με τα νύχια το κρεβάτι του
χρόνου!)
208. BERNARD VARGAFTIG, 1934 - .
Μπερνάρ Βαργκαφτίγκ.
208.1. ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ
Περιμένοντας τι περιμένοντας είναι όπως βάζω ακόμη
Ένα νόμισμα είκοσι φράγκων και τα φώτα
Κροταλίζουν
Το μπαλάκι αναπηδάει σε άχρηστα φλιπεράκια Σωπαίνει
Ένα ολόκληρο καφενείο ένα άλλο μια δωρεάν παρτίδα
Και πολύ
Περιμένω σαν να είμαι δεμένος μαζί σου όπως ονειρεύομαι
Τι αταξία Πού είναι το σπίτι μου Πρόσωπα παγωμένα
Παιδιά
Που ήδη με αγνοούν Για ν’ ανάψει και να σβήσει
Μια άλλη μέρα βάζω ακόμα είκοσι φράγκα
Τόσο σύντομη
Μου φαίνεται η ζωή μας Μια πρώτη νύχτα
Σε παλιές εφημερίδες απλωμένες καταγής και κοντά
Οι φωνές μας
Ενώθηκαν Δεν θέλω Είναι καθώς μπλεκόμαστε
Στα ψηφία σ’ ακούω Τιλτ Ω Πώς να σ’ αγαπήσω
Άννα
209. PIERRE DHAINAUT, 1935 - .
Πιερ Νταινώ.
209.1. ΗΛΙΑΝΘΟΣ
Κόσμος ξύλα για κάψιμο
των χεριών και των κορμιών μας.
Εκείνη η παραλία
βαριά λιμνάζοντα νερά
ακόμη αυτός ο πόνος στα ίδια μας τα βήματα
είναι άραγε ο ίσκιος μας ανάμεσα σε τόσους ίσκιους
ένα άλλο ζευγάρι
σκοντάφτει χάνεται για να ξανάρθει.
Ένα φτερό μια αψίδα
το πρόσωπό μας μες στη νύχτα.
Κατάκοποι οι δυο μας κάτω απ’ το σάβανο της μέρας
φθαρμένες αμμουδιές θάμνοι βατόμουρων
μεγάλη πεδιάδα αιφνίδια ασπραγκαθιά
βράχοι ανθρακιές καθάριες
χαμένοι αγνοημένοι επίμονοι αποκαλυπτικοί
αποκαλύπτοντας τον εαυτό μας ζωογονηθήκαμε.
Νάρθηκας των δαχτύλων μου ο ώμος σου ανοίγει
τ’ άσπρα του πανιά.
Ένα χάδι δένει κόμπο
αφρό από μέλισσες πάνω στα λουλούδια
η θάλασσα προσφέρεται ησυχάζει
άνεμος τα χέρια αυτά πολύ γλυκά παράφορα
γη δρόμος πλοίου για τα πουλιά που σωπαίνουν
μακριά.
Κύματα ένδοξα που με περικυκλώνουν
στον κήπο του κόρφου σου αγκαλιάζω.
Με τα μάτια κλειστά ήλιος κρατημένος στην ανάσα
επιδιώκει δύναμη
αφανισμένος στην αγάπη σάρκα της φουσκοθαλασσιάς
ήλιος της γέννησης
σκιρτάει μια κοιλιά ουρανός βαθύς
σπέρμα της ανατολής.
Φοίνικας ανασαίνει στο αίμα μας
βογκάει η αθάνατη αυγή.
Φλόγα ξεπηδάει από μέσα μας τελική
γύρη διασχίζει φθείροντας
ακτές ερειπωμένες ξεραμένους καθρέφτες
αρπάζει την ρίζα
βίαια νεφελώδης σε λίγο τραγουδάει
σαν σμήνος άστρων την περίπτυξη.
Κόσμος βυθισμένος κόσμος υπέρτατος
η φωνή μας τώρα.
Εκθαμβωτικός ως τη σιωπή.
210. MARIANNE VAN HIRTUM, 1935 - 1988.
Μαριάν Βαν Χιρτΰμ.
Βελγίδα.
210.1. ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΕΣ ΤΙΓΡΕΙΣ
Γοητευτικές τίγρεις
που ανάβετε τον στρύχνο
κεφάλια ανθισμένα με μετάξι
διώξτε από μας τον κίνδυνο
που είναι να υπάρχουμε κατά λάθος
χωρίς να υπάρχουμε
το βλέμμα πρέπει ν’ αρκεί
ζητώντας φυσαλίδες ίριδας
μάτια μαύρα που απ’ αυτά είναι γεμάτο το τρίχωμά σας
κεφάλια που έφυγαν
ταξιδεύοντας στη θάλασσα των κλουβιών
με ποιους γαλάζιους πυρίτες πόθων
δεν την ξεπληρώσατε
την ελευθερία μας να είμαστε άνθρωποι;
211. LIONEL RAY, 1935 - .
Λιονέλ Ρέϋ (Ψευδώνυμο του Robert Lorho).
211.1. Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ
Με ποια ονόματα ονομάζονται γειτονεύοντας μ’ αυτές τις λίμνες
Τα πουλιά που λέμε γι’ αυτά πως είναι αληθινά; Τα μαύρα μάτια
Εκείνος πέρασε τα σύνορα πρόφαση για τιμωρίες
Στη Μαλαισία στο γεύμα του πύργου η πέτρα (1)
Ακούει «οι ερωτήσεις μας σας οδηγούν σε περιπέτειες
Για λόγους ορμής αυτές οι υποσχέσεις των σαράντα
Ωρών μετά ο ορίζοντας της μοναξιάς» το τρελό παιδί των φράσεων
Δίνει ένα φιλί στις πατούσες της γάτας (χωρίς πανί)
Και βλέπει: Αφού οι λέξεις κοιμήθηκαν αυτή
Η τυχοδιωκτική τέχνη σκεπτόταν την προστακτική (Ο Χέρμαν Έσσε (2)
Μουρμουρίζοντας στα σιτοειδή) ---- όμως
Κανείς δεν ξέρει την κατακόρυφο του γαλάζιου αυτό το κενό
Απλωμένο στον ουρανό με λάθος συνταγή Ω πέστε μου
Αυτή καλλιεργούσε κυρίως κίτρινα τριαντάφυλλα απέναντι
Στα φυλακισμένα πουλιά ----
---- ικανά να έχουν αποκλείσει τη νύχτα.
(1) Μαλαισία (Malaisie): Κράτος της Νοτιοανατολικής Ασίας στη Χερσόνησο της Ινδοκίνας και το βόρειο τμήμα της νήσου Βόρνεο, με ολική έκταση 329.750 τετρ. χιλιόμετρα και πληθυσμό 25.180.000 κατοίκους, ανεξάρτητο από το 1957 με πρωτεύουσα την Κουάλα Λουμπούρ.
(2) Χέρμαν Έσσε (Hermann Hesse 1877 – 1962): Γερμανόφωνος Ελβετός συγγραφέας («Ο Λύκος της Στέπας» 1927, «Ταξίδι στην Ανατολή» 1932.
212. ALAIN MERCIER, 1936 - .
Αλαίν Μερσιέ.
212.1. ΑΥΓΗ
Να ‘χω την ηλικία των δεματιών που καίνε
Στο καρναβάλι στις επαρχιώτικες εκκλησιές
Να χαράξω τ’ όνομά σου Αυγή στο τραπέζι της εξορίας μου
Στις απεργίες της χτυπημένος από άξιους ακροβολιστές
Πάνω στους πληγωμένους βράχους μέσα στους εχθρικούς βάτους
Έρωτα του εκτραχηλισμένου ουρανού ένας άντρας άρπαξε το γέλιο
σου
Αυγή
Είναι η θάλασσα μέσα στο τύμπανο σπασμένο απ’ τα χτυπήματα
του ήλιου
Είναι ο θάνατος μέσα στον ίλιγγο των αγκαλιασμάτων
Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού κατεβαίνεις το ρέμα
Στο ακρωτήριο οι παραθερίστριες υψώνουν μικρά σφιγμένα χέρια
Κατόρθωσαν παρά την επαγρύπνησή μου
Να σε αρπάξουν απ’ τους ώμους
Σε βάλανε στην ταράτσα της αστρικής τύχης
Βγαίνεις τρέχοντας από το θαυματουργό παράθυρο
Ξανακλείνεις πάνω μας τον υδροφράκτη της παραφροσύνης
Είναι η παλίρροια της νύχτας που ποτίζει
Τα γυμνά κορμιά μας.
213. GEORGES DRANO, 1936 - .
Ζ΄ορζ Ντρανό.
213.1. ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΜΕ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ
Μια βραδιά με απρόβλεπτη καταιγίδα
Μια βραδιά με τρένα που ρίχνονται με κλειστές γροθιές μέσα στη
νύχτα
Μια βραδιά με αίμα πάνω στα τζάμια
Και μ’ ένα χέρι που ψάχνει στήριγμα στις λάμπες
Όταν τα όνειρα δεν συμφωνούν μεταξύ τους πια
Παρά μόνο μέσα σε πρόσωπα συνένοχα της βροχής
Μια βραδιά πέρα απ’ τα συνηθισμένα
Βάλθηκα να περπατάω μπροστά στις χαμηλές πόρτες
Με κάποια ονόματα δέντρων
Που ορθώνονται ανάμεσά μας όταν φωνάζουμε ο ένας τον άλλο
Βάλθηκα να χτυπάω τις χαμηλές πόρτες
Έχοντας στο μυαλό μου τα αργοκίνητα χόρτα
Που λύνονται στα ποτάμια όταν φωνάζουμε ο ένας τον άλλο
Χτύπησα με όλη μου τη δύναμη αποφασιστικά
Εγκλωβισμένος μες σ’ αυτή τη μεταλλική φλέβα τ’ ουρανού που
μου ‘μενε να ζήσω
Οι συντριμμένες πόρτες μ’ άφησαν να μπω νικηφόρος
Μ’ έναν μόνο υποστηρικτή και με τα βλέφαρα ανοιχτά
Σ’ αυτή την ορατή εποχή του παντού
Όπου πηγαίνω για να καταγράψω τα δέντρα μου στην εξοχή.
214. JACQUES IZOARD, 1936 - .
Ζ΄ακ Ιζοάρ.
Βέλγος.
214.1. ΑΦΗΣΑΜΕ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΝ
Αφήσαμε να μεγαλώσουν κάτω από το δέρμα
τα χειρουργικά εργαλεία.
Ο Οκτώβριος ήταν μακριά.
Οι γυναίκες έτρεχαν, αναμαλλιασμένες,
μέσα στον πάγο που ήταν σαν μαλλί.
Α! Τι διηγήσεις, τι φωνές!
Οι αθώοι κυβερνήτες, άρρωστοι,
ξεχνούσαν κέρδη και ζημιές.
Έπρεπε άραγε να μαζέψουμε
τους μολυβένιους στρατιώτες, τα παραγώνια,
τα καλάθια, τα χαρτιά, τις σφυρίχτρες;
Οι καρφίτσες από κόκαλο ή από μπρούντζο
διαπερνούσαν τις βουβώνες, τις μασχάλες.
216. FRANCK VENAILLE, 1936 - .
Φρανκ Βενάιγ.
216.1. ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ
Σε θυμάμαι αυτή την ώρα όπου όλα είναι δύσκολα
σε όλα τα γεύματα της γης
θα προτιμούσες ένα μπλουζ και τις τηγανητές πατάτες που έβραζαν
στο πικ απ
έχοντας για αίθουσα μελέτης το μπιστρό της οδού Βοναπάρτη
όπου τα διαβάσματά μας των μαθηματικών ξανάρχονταν με δόσεις
από Σαρτρ (1)
από καφέ και από μουγκρίσματα του Νάτυ Ντομινίκ. (2)
Τα τσιγάρα μας καταναλώνονταν στον ίδιο ρυθμό
και τώρα
δεν μπορώ να γράψω τίποτε χωρίς αυτή τη γεύση της μουστάρδας
στο στόμα μου
τη λαχανάλμη στη μία η ώρα το πρωί
τη στυφή και δυνατή γεύση της μπίρας
τον ιδρώτα στο δέρμα μου και στους τοίχους του υπόγειου.
Ανάμεσά μας το Παρίσι
ο Σηκουάνας με αποβάθρες γεμάτες κιθάρες και ριγέ μαγιό
ανάμεσά μας
αυτά τα μπιστρό των σαράντα ωρών την εβδομάδα όπου
δημιουργήθηκα
με το ίδιο χτύπημα στην κοιλιά ακούγοντας τους Ντοντς. (3)
Σ’ αυτό τον ίδιο χρόνο βάδιζα μέσα στην πόλη μου
αποδεχόμενος συχνά το κίτρινο άστρο των Εβραίων
τον πόθο του σοδομιστή
το άρωμα μιας γριάς μαύρης πόρνης
κι ωστόσο
δεν ήμουν μάρτυρας
διψούσα για ζωή και για γυναίκες
κι έκλαιγα μπροστά στις πεθαμένες μου αγάπες
τα ποιήματα που δεν γράφτηκαν ποτέ
κι ωστόσο
άφησα τα νιάτα μου για φύλαξη ένα καλοκαιρινό βράδυ στον
σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών (4)
με το εισιτήριο χωρίς επιστροφή κολλημένο στη βαλίτσα μου
ήδη με τον ιδρώτα των κακών που θα ‘ρθουν κάτω απ’ το δέρμα
μου
εκεί κάτω
ένας άλλος εαυτός μου καταχωνιασμένος κάτω απ’ τα ποιήματα
κι εσύ
σαν παλέτα ένα κομμάτι αυτί που βρέθηκε σ’ ένα οίκο ανοχής
στην Προβηγκία (5)
και θυμάμαι αυτή τη μέρα κοντά στην Ωβέρ. (6)
Σε ξαναβλέπω αυτή τη μέρα που έχω ανάγκη από φιλία
όχι από χείλια κι από ένα νεανικό κορμί
αλλά
από αυτή την γόπα που αλλάζαμε μεταξύ μας, αυτά τα μπουκάλια
του άσπρου κρασιού και σάλιου ανακατεμένα. Μπερνάρ
να η ώρα που φοβάμαι να θυμηθώ.
Θα γράψω μια ζωή καινούργια
χωρίς σπέρμα και σεντόνι φωτοστεφανωμένα χωρίς
την ακαθαρσία του αίματος των ωραίων γυναικών
εσύ θα είσαι
ο σύντροφός μου.
(1) Σαρτρ (Jean Paul Sartre 1905 – 1980): Γάλλος υπαρξιστής φιλόσοφος και συγγραφέας.
(2) Νάτυ Ντομινίκ (Natty Dominique 1896 – 1982): Τρομπετίστας της τζαζ από την Νέα Ορλεάνη, σε μεγάλη ακμή την δεκαετία του 1920.
(3) Ντοντς: Δύο αδέρφια από την Νέα Ορλεάνη, μουσικοί της τζαζ και οι δύο. Ο Johnny Dodds 1892 – 1940 έπαιζε κλαρίνο και ο Warren Baby Dodds 1898 – 1959 έπαιζε τύμπανο.
(4) Λυών (Lyon): Πόλη της Γαλλίας στη συμβολή των ποταμών Ροδανού και Σων (1.170.000 κάτοικοι), πρωτεύουσα της Διοικητικής Περιφέρειας Rhone-Alpes.
(5) Προβηγκία (Provence): Περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, τμήμα της Διοικητικής Περιφέρειας Provence-Alpes-Cote d’ Azur.
(6) Ωβέρ (Auvers): Μικρή πόλη σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από το Παρίσι, με 6.900 κατοίκους, γνωστή από τους ζωγράφους που έζησαν εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα (Cezanne, Pissaro, Van Gogh).
217. MARC PIETRI, 1936 - .
Μαρκ Πιετρί.
217.1. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ….
Ταξιδεύοντας δεν σημαδεύουμε παρά μέσα από ένα άστρο
Μέσα από ένα πρόσωπο που το πίνει που το πλημμυρίζει το άστρο
Ένας από μας πήγαινε ν’ ακούσει ένα κοχύλι
Ένας άλλος δεν ζούσε παρά για να εξαπατά τις τραγουδίστριες
Δεν σκορπιζόταν σαλεύοντας από κανέναν το φύλλωμα
Της οικογένειάς τους με μεγάλες ενισχύσεις από ευγενικές σκέψεις
Σοβαρότητα άρνηση τόλμη και φροντίδα
Οι σύντροφοί μου ξανάνιωναν λύνονταν στο νήμα των ωρών
Λογάριαζαν το καλοκαίρι για να ξαναβρούν την ηρεμία
Και το χαμένο μυστικό της λεπτομερειακής και υπομονετικής
Κατασκευής υδριών όπου δοκιμάζουν τον εαυτό τους
Οι πολύ νέες καταιγίδες
Το φθινόπωρο θα αφαιμάξει την καπνιά από το δέρμα του
Διαβάζαμε στους σιδηροδρομικούς σταθμούς
Θα έχουμε χειμώνες σαν τριαντάφυλλα που καίγονται
Πέρα από αυτό μην προεξοφλείτε τίποτε παραπάνω από την άνοιξη
Εκτός από τον πολλαπλασιασμό των ποντικοπαγίδων
Την ανανέωση των πόρων της αγωνίας
Η αλήθεια με σπρώχνει να πω ότι στη συνέχεια
Αυτών των ταξιδιών τα νύχια μας έγιναν μαύρα
Κι οι φράσεις μας λιθόγλυπτες. Τα βλέμματά μας όμοια με των
ξιφομάχων
Φόβιζαν το τελωνείο τους δήμαρχους τους ψαράδες
Όσους κατοικούσαν σε δωμάτια χωρίς νερό και χωρίς χαλί
Που δεν αργούσαν να γίνουν πολύ κοκαλιάρηδες χωρίς ρούχα
Με πρόσωπα σαν διασταυρωμένα ζώα που χύνονται
Εκφυλισμένα έχοντας τα μπερδεμένα σημάδια
Των ανεξίτηλων χόρτων, αναμφίβολα φαρμακερών
Από πού έρχεστε κατάλαβα από τη μελαχρινή φωνή του ξενοδόχου
Από τα Μπαρμπάντος από τις Αντίλλες ή απ’ τα Νησιά του
Ανέμου;
Θα το μάθετε, του απάντησα: (1) (2) (3)
Θα δείτε στο πρόσωπό μου λίγη αγάπη απ’ όταν έβρεξε
Και κούραση το πρωί.
Τα νερά έπεσαν κοιμήθηκαν και πέρασαν
Ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτό το μακρύ ταξίδι
Έκανα το πήδημα του αγγέλου απ’ το Έβερεστ των φώτων (4)
Στη θάλασσα των Σαργασών. (5)
Στον ισθμό πήρα τη δύναμή του. Στις άρπες βρήκα την αναπνοή μου.
Στα φύλλα, τον αιφνιδιασμό να εμφανιστώ.
(1) Μπαρμπάντος (Barbados): Νησιά της Καραϊβικής στον Ατλαντικό Ωκεανό με ολική έκταση 430 τετρ. χιλιόμετρα και πληθυσμό 300.000 κατοίκους. Πρωτεύουσα το Μπρίτζταουν (Bridgetown).
(2) Αντίλλες (Antilles): Σύμπλεγμα νησιών της Καραϊβικής στον Ατλαντικό Ωκεανό που σχηματίζουν ένα τόξο μήκους 3500 χιλιομέτρων από την Κούβα, που περιλαμβάνεται στο σύμπλεγμα, μέχρι τις ακτές της Βενεζουέλας
(3) Νησιά του Ανέμου (Iles sous le vent): Οι λεγόμενες Ανατολικές Αντίλλες, σύνολο νησιών που βρίσκονται στον νότιο Ειρηνικό Ωκεανό (κυριότερα νησιά Raiatea, Tahaa, Bora bora, Huahine, Maupiti).
(4) Έβερεστ (Everest): Η ψηλότερη κορυφή των Ιμαλαΐων στα σύνορα Νεπάλ – Θιβέτ, ύψους 8850 μέτρων.
(5) Θάλασσα των Σαργασών (Sargasses): Θάλασσα του Ατλαντικού Ωκεανού ανάμεσα στο τόξο των Αντιλλών και την Φλόριντα των ΗΠΑ.
218. PIERRE DARGELOS, 1937 - .
Πιερ Νταρζ΄ελό.
218.1. Ω ΣΠΙΤΙ
Ω σπίτι μισόκλειστο το καλοκαίρι Ω τέλειο
με τα φορτώματα των παραμυθιών και των παιδικών χρόνων
φάρε της φουσκοθαλασσιάς όπου όλα είναι αιτία να είμαι γαλήνιος
οι άνθρωποι αυτοί που μιλάνε σε επαρχιώτικη γλώσσα στην άκρη
του θάμνου
ο Φρανσουά υπνωτισμένος μπροστά στο ταχυδρομικό γραφείο
ο ήλιος πάνω στο τραπέζι μου
κι αυτό το βράδυ της Κυριακής που αναζωογονεί τις γλυκίνες
ταξιδεύω πλέοντας προς τον Θεό στην έκταση του ποιήματος
ξανακερδίζω ψηλαφώντας μέσα στα βαθιά νερά
μια λάμψη που αποκτήθηκε βήμα βήμα
Που έβαλε εκεί αυτές τις πολυθρόνες βαθιές σαν κέλυφος αυγού
οι αντικατοπτρισμοί
218.2. ΔΑΣΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΩ
δάσος για να σου απαντήσω
δάσος ήδη αδυσώπητο
και διάφανο ποτάμι
χιλιάδες φτερά διπλωμένα
δάσος μοναχικό
δάσος που ψιθυρίζεις
παιχνίδια των φύλλων
μήνυμα της κρατημένης αυγής
και φυτό που δονείται λατρεύοντας τους φωτεινούς δρόμους σου
από τη βλάστηση στον ήλιο.
220. MARC ALYN, 1937 - .
Μαρκ Αλύν.
220.1. ΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Περγαμηνή διπλωμένη μέσα στα καταχνιασμένα συρτάρια μας
Ω θάνατε! ρουκέτα, νυχτερινέ ήλιε, διαμάντι,
Πού ξεφεύγεις μέσα από τους δρόμους της μέντας
Που ανοίγονται στις φωνές μας και κατεβάζουν τους καιρούς μας
Όταν κυνηγάμε την κραυγή στις μικρές κοιλάδες των λυχνιών;
Ακούω τα βήματα κάποιου περιπατητή μέσα στο στήθος μου.
Σε σένα στέλνω τα γράμματά μου, γοητευτικέ ιχώρα,
Με τις λέξεις της φωτιάς, τις συλλαβές του νερού,
Όμως εσύ δεν διαβάζεις ποτέ παρά μόνο τους στίχους της σιωπής,
Τον παφλασμό κυμάτων της στεριάς, των βράχων και των
κόκαλων.
Ακούω τα βήματα κάποιου περιπατητή μέσα στο στήθος μου.
Απ’ την καρδιά μου στ’ όνομά σου, πόσο λίγη θέση υπάρχει!
Τόσες έρημοι για ανταμοιβή της δίψας.
Οι πηγές σου, οι καταρράκτες σου, οι άγονοι παγετώνες σου
Με μαγεύουν, σαν φίδι γοητευμένο από τους ήχους ....
Ακούω τα βήματα κάποιου περιπατητή μέσα στο στήθος μου.
Υπάρχουν μονοπάτια που αρνούνται το διάστημα,
Κύματα που τα στήθη τους αγνοούν τα καράβια
Στις κοιλότητες των συμπάντων κρυμμένες μες στα βλέφαρά σου,
Κι ούτε ένα για να φέρει το παραλήρημά μου στο κρύσταλλο.
Ακούω τα βήματα κάποιου περιπατητή μέσα στο στήθος μου.
Όλα αυτά τα όντα, ωστόσο, χαμένα μέσα στη διακόσμηση
Της ίδιας τους της ζεστασιάς, υποχωρούν στην απειλή
Με την περιπλανώμενη αδιαφορία της λείας.
Έτσι λοιπόν το αίμα κυριεύεται από το ταξίδι,
Πετάει το εκκρεμές του στην άπιστη γη
Και απλώνει επιτέλους το στόμα στα χάδια του κενού.
221. GIL JOUANARD, 1937 - .
Ζ΄ιλ Ζ΄ουανάρ.
221.1. ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ
Η χώρα τούτη γερνούσε πολύ καλά μέσα στη μνήμη μου,
παίρνοντας μια γεύση κρασιού ωριμασμένου από καιρό,
κι από τότε τίποτε δεν είχε αλλάξει και πολύ τη θέση του.
Το παιδί δεν είχε φύγει, ούτε η ακατάληπτη γλώσσα του,
όμως οι παλιές λέξεις δεν βρίσκουν πια στηρίγματα
για να σκαρφαλώσουν στην πλαγιά που ανεβάζει ως το τραγούδι.
Ο κόσμος αλλάζει λιγότερο, ταξιδεμένος σ’ όλες τις κατευθύνσεις,
που οι τοίχοι του πατρικού σπιτιού σου δεν τις άλλαξαν.
Φύγε ξανά, μην ακούς άλλο: Το τρένο ονειρεύεται στη θέση σου.
Η χώρα τούτη θα γερνάει πολύ καλά μέσα στη μνήμη σου.
Η μνήμη γέρασε πολύ καλά μέσα σ’ αυτή τη χώρα.
221.2. ΟΡΓΑΝΕΤΟ (1)
Πάνω στις πλάκες του λιθόστρωτου που τρίζουν απ’ το κρύο,
κάποιος τραγουδάει για να πάρει θάρρος.
Όμως οι δρόμοι φεύγουν γρηγορότερα από τα τραγούδια.
Η ποίηση προσθέτει σκιά πάνω στον ίσκιο.
(1) Στο πρωτότυπο στα Γερμανικά “Drehorgel” (η αντίστοιχη Γαλλική έκφραση είναι Orgue de Barbarie = πνευστό μουσικό όργανο)
222. JEAN ORIZET. 1937 - .
Ζ΄αν Οριζέ.
222.1. ΠΕΡΑΣΜΑ ΜΕΣ’ ΤΟ ΚΡΥΟ
Πέρασμα μες στο κρύο σε μια εφήμερη πάμπα
και προσχώσεις μακριών κιτρινισμένων μαλλιών
--- τα περίχωρα είναι πάντοτε χυδαία ---
Με το μετρημένο βήμα του ανεπαρκούς υποζυγίου του
ένας γκάουτσο κατευθύνεται αργά προς ένα
εργοστάσιο με πελώρια χόρτα. Για να το δει
πρέπει να είναι όρθιος πάνω στη σέλα.
222.2. ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΠΕΝΧΑΓΗ
Μια Αυγουστιάτικη βροχή καθάρισε τον μπρούντζο
των μυτερών σκεπών. Τα λουλούδια των κήπων στους αφανείς τάφους
χαμογελούσαν, ολόφρεσκα.
Από ψηλά στην πόλη, μικροί χείμαρροι κατέβαιναν
κατά χιλιάδες μέσα στις τροχιές του τραμ, προς το
Τίβολι όπου οι κούνιες ήταν άδειες, οι δεξαμενές (1)
πιτσιλισμένες.
Ξαφνικά η μπόρα έφευγε όπως είχε έρθει.
Τα περιστέρια στέγνωναν τα φτερά τους, τα παιδιά έβγαιναν
απ’ τις κρυψώνες τους.
Ακουμπισμένες στ’ ανοιχτά παράθυρα οι γριές γυναίκες
άναβαν ένα μικρό τσιγάρο.
Προς το τέλος του απογεύματος, ένα σμήνος από ποδήλατα
σαν μυρμήγκια εισόρμησαν στους δρόμους για να εξαφανιστούν
αμέσως.
Ήρεμα όλα ξαναμπαίνανε σε τάξη.
Οι καμπάνες ανάγγελλαν το βράδυ.
Στο καταφύγιο ενός νάρθηκα, έμεινα μόνος μάρτυρας του θεάματος που μόλις τέλειωνε.
Είχα διατρέξει πολλές εκατοντάδες
χιλιομέτρων για να έρθω να χαθώ εδώ στην Κοπενχάγη.
(1) Τίβολι (Tivoli): Λούνα Παρκ στο κέντρο της Κοπενχάγης, πρωτεύουσας της Δανίας (πόλη με πληθυσμό 502.000 κατοίκους, μητροπολιτική περιοχή με 1.116.000 κατοίκους).
223. DENIS ROCHE, 1937 - .
Ντενί Ρος΄.
223.1. ΤΣΑΜΠΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
1
Αιολόσφαιρα του Ήρωνα: Ένας ατμοστρόβιλος αντίδρασης που (1)
Αποτελείται από μια κούφια σφαίρα που γυρίζει
Πάνω από τρεις (αλλά ίσως υπάρχει και τέταρτος)
Άξονες περιστροφής,
Και συνήθως οριζόντια πάνω
Από μια χύτρα που συγκοινωνεί μ’ αυτήν
Είστε μαζί μου μπροστά στην αρμονία αυτών
Των μπανιερών που είναι τόσο της μόδας
Διάσημα γιατί φοριούνται στις παραλίες
Των όστρακων μες στους αμπελώνες που με βγά-
Ζουν απ’ τον δρόμο μου τόσο ευχάριστα
Είναι η μορφή της ανάπτυξης φυτών καθορισμένων
Σε συνάρτηση με την προσαρμοστικότητά τους στις επιδράσεις
Του περιβάλλοντος
Που το κέντρο τους, που είστε εσείς, έχει σχεδιασθεί
Για να κινείται αργά
Γύρω απ’ τις χώρες μου φορώντας αυτό το ρούχο
Της άγριας γης του Ροδανού με σχέδια ή με φόντο (2)
Άχυρα.
224. MICHEL COSEM, 1939 - .
Μισέλ Κοζέμ.
224.1. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΟΥ
Ι
η γη περιέχει τον λόγο της ήλεκτρο οσμή βαριών χόρτων Λόγια
φορτωμένα
με νύχτα γεννημένη πιο όμορφη από τα χνάρια των ζώων
δεν μπορούμε να ανέβουμε πάλι τον χρόνο Πόσες εστίες έχουν
ψήσει κάστανα
πέτρες πάνω στις πέτρες έχουν φράξει την καρδιά των ανθρώπων
Ω ρείκια ζωντανά
η γη είναι βαριά σαν πολλαπλή φωλιά τσαμπιά των νυχτών των
υφασμένων
με ευωδιές ευωδιές σπερμάτων ματιών γραφή έμφυτη των καθαρών
σωμάτων
μέσα σ’ αυτά τα περιβόλια που καίνε Γύρω παραπονιάρικα πηγάδια
αυτή η ζεστασιά ανεβαίνει πάλι
στους κορμούς σκάει τα λουλούδια σφυρηλατεί τα μονοπάτια που
τρυπάνε τα ώριμα
φυλλώματα Τα φρούτα ζευγαρωμένα χτυπάνε δροσερές κοιλιές
το ρυάκι αυτό είναι πραματευτής οσμής άλλων ποταμών λέξεων
που φυτρώνουν
αλλοτινά χρώματα τοίχους μελλοντικούς φράχτες ζωντανούς της
χώρας μέσα στο παρόν
το διάγραμμα αυτό μέσα στην έκρηξη της τρέλας είναι ανθρώπινο
ανθρώπινες είναι η αγάπη και η πείνα
το τραγούδι των καλαμωτών η εξέγερση των άχυρων μέσα στις
κοιλιές του καλοκαιριού.
225. BERNARD MAZO, 1939 - .
Μπερνάρ Μαζό.
225.1. ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
Περιπλανηθήκαμε πολύ καιρό
Ανάμεσα στις μυρωδιές των αναμνήσεων
Χαμένοι μέσα στην φωτιά ενός βλέμματος
Έχοντας στα χέρια την εύθραυστη γλύκα
Μιας παιδικής ηλικίας που δεν μπορεί να ερμηνευθεί.
225.2. ΤΟ ΛΑΘΡΑΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Ξέρεις αυτό το βασίλειο που δεν έχει σύνορα
Όπου θα φύγουμε με το κεφάλι γεμάτο με λαθραίους ήλιους
Να κατοικήσουμε στα πιο φιλόδοξα όνειρά μας;
Θα είμαστε σαν στο κατώφλι μιας καινούργιας παιδικής ηλικίας
Η ζωή θα έχει τη διαπεραστική γλύκα ενός καλοκαιριού που δεν
τελειώνει
Κι ο ουρανός την έκπληκτη γλύκα των παιδικών ματιών σου.
226. JAMES SACRÉ, 1939 - .
Τζέημς Σακρέ.
226.1. ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΠΟΥΛΙΩΝ
Τον χειμώνα μέσα στον αδύνατο καιρό
μερικές φορές κατά ομάδες πολύ μεγάλες πιο μεγάλες
από όλα τα άλση
σαν δέντρα κορακιών μαύρα σημάδια
χτυπημένα ψηλά μέσα στον άνεμο που περνάει ψηλά
μαύρα στο άγονο μέρος του χωριού πάνω από
τα σπίτια μάζευαν το χρώμα τους
κήποι γκριζωποί και δύο τρεις σιτοβολώνες
τρέχοντας μέσα στον κόσμο στην άκρη ενός λιβαδιού.
Μαζεύοντας σπουργίτια πεθαίνοντας
ανοίγοντας τα σπίτια:
Μακριά ημέρα για ονειροπόληση λιβάδι ποίημα
κοιμάται εκεί ένα δέντρο ένα πουλί χρώματος μαύρου.
Ένα βιβλίο που θα ήταν δέντρο θα ελευθερώσει
τα πουλιά σμήνος πουλιά πέτρες πυκνές
μέσα στην οικειότητα των κήπων γύρω
πέρκες αχυρώνες δίχως λόγια.
Τα ονομάζουμε όμορφα γεράκια
μαύρη υπομονή: Μου αρέσουνε πολύ
μέσα στον άνεμο στη λίγη πρασινάδα
έχουν ένα παράδεισο
στο μόνο σημαντικό μαύρο δέντρο της χώρας
περιφρονούνε τα ντουφέκια.
Οικείο οικείο το γεράκι στιλέτο
σκιάς ριγμένο φόβος εδώ μέσα
κουβαλάει τη μαυρίλα του στο κέντρο του ήλιου και
λάμπει μάταια αποκαλύπτοντας ποιο σύμβολο
γνωστό πέρασμα ήλιος ριγμένος φόβος
δίπλα στις τσουκνίδες
είναι σπάνιο τελικά που το βλέπουμε
να περιφέρεται γρήγορα κοντά στους σιτοβολώνες
γνωστό επειδή μιλάμε γι’ αυτό πραγματικά
υπέροχο χαμίνι φόβος και βλέμμα.
Πουλί μοναχικό (ή χαμένο) κολίβριο
στον άνεμο στις γυμνές πεδιάδες
φεύγει πετώντας πάντα πολύ μακριά απ’ τους κυνηγούς
και κουβαλάει με τη φωνή του το φθινόπωρο και
τα έλη στις άρρωστες χώρες
γκρίζο πουλί που δεν ιδώθηκε ποτέ γερός
όγκος έρημος μέσα στα χόρτα και κίνηση
έπειτα βάθος ωκεανού τίποτε καινούριο άρρωστη χώρα.
227. MARIE FRANCE SUBRA SOUTCHKOV, 1939 -
Μαρί Φρανς Σϋμπρά – Σουτσκόφ.
227.1. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Πάλι παραθυρόφυλλα που ανοίγουν
Σαν τις πηγές
Και τα χέρια
Όταν πια δεν έχει παγετό.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Μέσα στο δρόμο της βραδιάς
Ένα σκυλί περνάει
Άσπρο
Σαν ξημέρωμα.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Μέρα του Μαρτίου
Ανθεμίδες παγετού τα λόγια σου ξεπηδάνε
Ανθίζοντας στην καταχνιά.
ΜΑΡΤΙΟΣ
Όπου ο πάγος πήζει το λιβάδι
Αν κάποια πουλιά
Έρχονται να κάτσουν
Η ζεστασιά τους διαπερνάει το κρύο.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Το πρωί στέγνωσε τ’ άχυρα στους στάβλους
Ένα σκυλί πυρρόξανθο περνάει μες στα τέλματα
Πηγαίνει αντίθετα στον ουρανό
Προς το κοντινότερο καλοκαίρι.
ΜΑΙΟΣ
Κρεμασμένα από το καλοκαίρι
Τα φύλλα λάμπουν
Και καθρεφτίζονται
Μέσα στο ξημέρωμα.
ΙΟΥΝΙΟΣ
Μες στο χωριό
Όταν η οσμή του ψωμιού γίνεται ζεστή
Οι σκιές και τα λουλούδια
Αρχίζουν να κουνιούνται.
ΙΟΥΛΙΟΣ
Θάμνοι σκόπελοι κόκκινα μούρα
Ακαλλιέργητοι κάμποι σίκαλης και σιταριού
Θημωνιές προχώματα άχυρων
Η μέρα ανεβαίνει τεντωμένη
Προς κάποια ισημερία του άρτου.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Στο άνοιγμα των σταφυλιών μαζεύονται τα πουλιά
Γύρω απ’ τη σίκαλη του Σεπτεμβρίου
Η γη κι ο αέρας γίνονται βαριά
Εκεί όπου ανακατεύονται οι οσμές των αμπελιών.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Το γκρίζο πρωί σαν χαλάζι
Πάνω απ΄ το τελευταίο χωριό
Οσφραίνεται τους κρόκους και το μαλλί
Κλεισμένες πόρτες ζεστασιά του Φθινοπώρου
Ακούω τα κοπάδια που ξαναγυρίζουν απ΄ το φως της
μέρας.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Μέσα στο δάσος της βροχής
Ακούω τα φύλλα που σαλεύουν
Μαζί με τα άλλα φτερά.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Μες στο δημόσιο κήπο
Στην υγρασία του χιονιού
Όπου ανθίζουν οι ουρανοί
Προχωρούν
Με βήματα βροχής
Τα παιδιά
Όμοια με τ’ άστρα.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
228. MICHEL VACHEY, 1939 - 1987.
Μισ΄έλ Βασ΄έ.
228.1. ΝΙΚΑΙΑ
Δέντρα υπερβολικά εξωτικά
αδικαιολόγητα
λιγότερο αληθινά από μια χρωμολιθογραφία
είδος γεωγραφικού αναχρονισμού
γαλάζιο πάρκο ταξί
μέσα στην τεχνητή σάρκα του εκκρεμούς
τραπέζια κάτω από την ημερήσια σελήνη
χώροι στάθμευσης στυλό πεσμένα μες στα πεθαμένα
φύλλα γαλήνια υφάσματα
μες στις βιτρίνες κρύος ιδρώτας
το φως διαχέει στεφάνια
νύχτα θολή ανθίσματα αρχαίου λουκουμιού
κομμώσεις με γλυκές έρπουσες μυρωδιές
στους βερνικωμένους τοίχους των προσιτών κέντρων διασκέδασης
θάλασσα ωχρή παραλίες αργοκίνητα χέρια
η πόλη που κατεβαίνει παρακάτω
με τα φυτά
αυτό το νυχτερινό βάρος της μέρας
που κατέχει τις γυναίκες
αρωματισμένες και οι ίδιες
κι αυτό το παράδοξο χτύπημα του φάρου
σαν την φωνή του Σαβοναρόλα (1)
που αντηχεί στην καρδιά της Νίκαιας (2)
τα καινούργια αυτοκίνητα σταματημένα
που μοιάζουν έτοιμα για όλα
για να γεμίσουνε τη νύχτα
πίσω από την ερειπωμένη πρόσοψη
το πάρκο άδειο οι λαμπεροί κορμοί των δέντρων
ο πίνακας της ακτής
το πεθαμένο σμαράγδι του Νεγκρέσκο
το πολυτελές και ψεύτικο μεσοδιάστημα
η Νίκαια στο πέρασμα
λεηλατεί το κενό
κλέβει τον φλογισμένο ιδρώτα της
με ελαφρές σταγόνες
γιατί η ελαφρότητα σε περιέχει
η νύχτα αδιάβατη διώχνει τα περιστέρια της.
(1) Σαβοναρόλα (Girolamo Savonarola 1452 – 1498): Ιταλός Δομινικανός μοναχός και ιεροκήρυκας, από τους πρωτεργάτες της Μεταρρύθμισης των Διαμαρτυρόμενων. Κάηκε στην πυρά από την Ιερά Εξέταση.
(2) Νίκαια (Nice): Πόλη της νότιας Γαλλίας, στο Νομό Alpes Maritimes της Περιφέρειας Provence-Alpes-Cote d; Azur. Πληθυσμός της πόλης 340.000 κάτοικοι και της μητροπολιτικής περιοχής 933.000 κάτοικοι.
(3) Νεγρέσκο (Negresco): Ονομαστό ξενοδοχείο της Νίκαιας, από το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη του Henri Negresco (1868 – 1920).
229. CHRISTIAN BACHELIN, 1940 - .
Κριστιάν Μπασ΄ελέν.
229.1. ΜΠΛΟΥΖ
Ω μέσα στα οινοπνευματώδη ενός καπηλειού της αριστερής όχθης
Περιμένω περιμένω ακόμη την ίδια ταξιδιώτισσα
Εκείνη με το φιλί της φωτιάς που θα στριφογυρίσει
Το φόρεμά της σαν κυκλώνας γύρω απ’ τα ναυάγιά μου
Στα μέρη της Σαγκάης ή τότε μέσα στο ψιλόβροχο (1)
Ένα βράδυ στην Κοπενχάγη στη μέση του Φθινοπώρου (2)
Ένα βιολί αντικατοπτρισμού φέρνει τη μνήμη
Και τα δωμάτια του ξενοδοχείου κελαρύζουν προς τη θάλασσα
Κάπου μέσα στο βράδυ ο θόρυβος ενός υδροφράκτη
Ένας σκοπός μπλουζ και περιστρέφονται περιστρέφονται οι
μέδουσες
Βγαίνει σαν ιδρώτας στα πεζοδρόμια το αίμα των αρχαίων
εγκλημάτων
Κι η ζωή μου ξανανάβει με τα όνειρα της καταχνιάς
Στα μέρη της Σαγκάης της Πράγας ή του Άμστερνταμ (3) (4)
Οσμή άρρωστου έρωτα και τσιγγάνικου χιονιού
Κάπου κι ακολουθώντας την τύχη των σύννεφων
Περιμένω περιμένω ακόμη την ίδια ταξιδιώτισσα
Η κραυγή ενός τροχιόδρομου μου φράζει τη μνήμη.
(1) Σαγκάη (Shanghai): Πόλη στην ανατολική ακτή της Κίνας με πληθυσμό 12.500.000 κατοίκους.
(2) Κοπενχάγη (Copenhague): Πρωτεύουσα της Δανίας (πόλη με πληθυσμό 502.000 κατοίκους, μητροπολιτική περιοχή με 1.116.000 κατοίκους).
(3) Πράγα (Prague): Πρωτεύουσα της Τσεχίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βλτάβα στο κέντρο της Βοημίας από τον 9ο αιώνα μ.Χ. Πληθυσμός 1.169.000 κάτοικοι.
(4) Άμστερνταμ (Amsterdam): Πρωτεύουσα της Ολλανδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Άμστελ από τον 12ο αιώνα. Πληθυσμός της πόλης 742.000 κάτοικοι και της μητροπολιτικής περιοχής 1.500.000 κάτοικοι.
231. DAVERTIGE, 1940 – 2004.
Νταβερτίζ, ψευδώνυμο του Villard Denis.
Από την Αϊτή
231.1. ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ
Ι
Μπροστά στο ναό του θανάτου το αθώο πρόσωπό μου Ω άγγελε
παράξενε γιατί να κλειδώνω τις πόρτες Όλα τα ζώα των δασών
δεν είναι πια παρά περαστικά
Στο κατώφλι της σιωπής μου ο θάνατος είναι ακίνητος
Γιατί το πάθος και η τρέλα διαπερνούν την παρουσία μου
Τι έγινα στο κέντρο τούτων των μεταμορφώσεων
Με τα χέρια μου δεμένα στα φύλλα και τα μαλλιά μου στα ακάθαρτα
φυτά
ΙΙ
Προς την βελόνα του Βορά ο ουρανός αντικαταστάθηκε από
αρώματα πορτοκαλιάς
Η ξένη φύση άνοιγε τα μπράτσα της στους ήλιους του
παρελθόντος
Και τα σύννεφα αφήνονταν στην ζεστασιά της παιδικής τους
ηλικίας
Στο κατώφλι της σιωπής μου ο θάνατος είναι ακίνητος
Και σταυρώνει τα μπράτσα στο μέτωπό μου ιδρώνοντας
Όλο το παρελθόν προβάλλει με την νυχτερινή του συνοδεία
ΙΙΙ
Ω θάνατοι που περάσατε μέσα στη σιωπή
Στην αιωνιότητά μου η αυτοκρατορία των παραλογισμών και των
ονειροπόλων χειρονομιών
Κι οι πόλεις μας τρέμοντας κοιμούνται μαζί με τα υδάτινα άστρα
Ω βράδυ που ήσουν συνένοχο της αυτοκτονίας
Με την συνενοχή των σωμάτων και την πολυπλοκότητα των
ματιών
Νύχτες καμπυλωμένες απ’ τη γρηγοράδα του έρωτα
ΙV
Βάθη του νερού και του μυστήριου
Οι ελιές είναι πικροί τάφοι αινιγμάτων
Κι οι σειρήνες προσφέρονται σ’ αυτούς που δεν είναι από τη γη
Ω Βασίλισσα του μυστηρίου όπως μες στις Πυραμίδες
Προσφέραμε την καρδιά μας σχισμένη και χρωματισμένη με στάχτη
Η οδύνη κάτω απ’ το νερό γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι
παραδίνονται
V
Γύρω απ’ τα ζώα των κορμιών μας η ψαλμωδία είναι πέτρα
Και το τραγούδι είναι μια φιλάσθενη παιδική ηλικία
Απαγορευμένη όσο κι οι νύχτες χωρίς σπονδή
Καρδιές που μορφάζουν με κραυγές πάνω στο σταυρό των πληγών
που κλαυθμηρίζει
Ξεχάσαμε μνήμη της νιότης και του πάθους
Εκεί όπου οι πόρτες της πόλης είναι κλεισμένες και χωρίς
υπόσχεση
233. FRANÇOISE THIECK, 1940 - .
Φρανσουάζ Τικ.
233.2. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Νο 26
είναι ο μικρός μίσχος καλά σφιγμένος Και κυριευμένη από τις
μέρες της αγωνίας Και της απελπισίας Είναι η αναπόφευκτη
βάση των ημερών της χαράς της τρέλας
γλύκα της τρέλας παθιασμένης παράφορα
είναι η μέρα της μεγάλης σκληρής ελευθερίας Και ερωτευμένη
είναι ένα δέντρο για τον «παλιό κήπο» της Λιλής Μπουλανζέ (1)
είναι ένα δέντρο που κλαίει Μέσα σ’ ένα πελώριο κήπο χωρίς όρια
δεν το ξέρω
ακόμα Ήδη περπάτησα εκεί ονειροπολώντας με ένα πρόσωπο
Αυτόν τον κήπο πρέπει
να τον εγκαταλείψω να τον αφήσω πίσω τα κάγκελά του τις πύλες
του τα νερά του ΓΙΑ μεγάλα δάση
είναι η ρόδινη ημέρα των εσωτερικών γιορτών Και
καρδιολογικών γεμάτων χιούμορ Κι έρωτα τρελό
Τα φύλλα των δέντρων είναι ρόδινα ---- Είναι μια πρόφαση ----
Και τίποτε δεν θα με κάνει να πιστέψω το αντίθετο
12
13
14
15
1- Ιουλίου 1971
17 Ιουλίου 1971
18 Ιουλίου 1971
19 Ιουλίου 1971 Δευτέρα είναι η μέρα της σελήνης είναι η μέρα ερωτόληπτη σιωπή όπου τα βλέφαρα Και το κατώφλι σε κάποιες πόρτες πολύ μυστικές μάχες μένουν κλειστές κλειστές Κι εγώ με τη σειρά μου μη υποφέροντας πια αυτό τον εγκλεισμό δραπετεύω τραβάω πίσω μου την πόρτα αυτού του ερωτικού καταφύγιου περπατάω μέσα στο πρωί που ξαναρχίζει να πάλλει κάτασπρο.
(1) Λιλή Μπουλανζέ (Lily Boulanger 1893 – 1918): Πρόωρα χαμένη Γαλλίδα μουσουργός, αδελφή της επίσης μουσικού Νάντια Μπουλανζέ (1887 – 1979).
234. JEAN CLAUDE WALTER, 1940 - .
Ζ΄αν Κλωντ Βαλτέρ.
234.1. ΤΕΤΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
1
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας συλλαμβάνουν
Που δεν μπορούμε να τους μιλήσουμε
Η γλώσσα του χρόνου ξεριζωμένη από τη νύχτα
Γιατί ψάχνουν ένα τόπο που δεν γεννήθηκε ακόμη
Μέσα στα σήματα
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας φυλάνε
Για να εργαζόμαστε αντίθετα με τη σιωπή
Το παράπονό τους ξεγυμνώνει το δέντρο και το γκρεμίζει
Μέσα στην αδυσώπητη ζεστασιά των ξεχασμένων ήλιων
Μέσα στην άβυσσο του βιβλίου
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας ενώνουν
Στο χερσότοπο ενός κόσμου που κυματίζει κάτω από την πρέσα
Ζωών αποκτημένων άσχημα που ακολουθούμε μάταια
Όπως οι τελετές των γάμων με το θάνατο
Που καίει το αίμα
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας θλίβουν
Για να προσφερθούμε στα χείλια μέσα σ’ όλο τους το φως
Για την προσβολή του μυστηρίου πετάνε τις συλλαβές τους
Μέσα στο κενό των πόλεων όπου εδρεύει η ατιμία
Των ακάθαρτων κειμένων
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας μεθάνε
Μέσα στην έρημο των σελίδων η πηγή τους μας ποτίζει
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας αποκαλύπτουν
Σε μας τους ίδιους το νόημα των λόγων που ξεπηδάνε
Σαν αστραπές
Τέτοιες είναι οι λέξεις που μας διαπερνούν.
235. CHRISTIAN HUBIN, 1941 - .
Κριστιάν Υμπέν.
Βέλγος.
235.1. ΤΙ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ
Τι να σας πω
Εκτός από ότι είναι πάντα μεσάνυχτα
Τι να σας πω
Εκτός από ότι κατοικίζουμε τη γη
Με θαύματα κρυφά και αναμμένες φωτιές
Όπου χορεύουν οι μεγάλοι σκύλοι βοσκοί της εξόδου μας
Υπάρχουν τόσα φεγγάρια
Που τα έχουμε σβήσει
Τι να σας πω
Εκτός από ότι ο άνθρωπος είναι μια ζάλη
Ένα δάχτυλο που γυρίζει πάνω στην πλάκα του ρολογιού της νύχτας
Και σπρώχνει τους δείκτες
Για να επιταχύνει το ξημέρωμα
Τι να σας πω
Εκτός από μια λέξη ίσως Θεός
Και ότι κάθε ποίημα είναι ένα πρωινό που συναντάμε
Ένας άγνωστος τη νύχτα
Που σας δίνει φωτιά.
237. MOHAMMED KHAIR – EDDINE, 1941 - 1995.
Μοχαμέντ Καίρ – Εντίν.
Αλγερινός.
237.1. ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΙΤΗΣΗ
όταν το ποίημα θα έχει κορεσθεί από άσπρο μέλι φαρμακερής
αράχνης
και από το λεύκωμα ενός άσχημου άστρου
που ανατινάζεται χωρίς ελπίδα με το κάρβουνο της δίαιτάς μου
όταν οι Βερβερίνοι μετά από τις ασκήσεις φαντασίας (1) (2)
θα πετάνε τα κολοκύθια τους στο κενό των καραμπινών
μια συνωμοσία σημαιών υφασμένων από την αληθινή γραφή
της αναγνώρισης και της χαράς
θα υπογράψει τον υγρό πυρετό μου όπως ο Απρίλης
με γάλα από αμύγδαλο και χείμαρρο
όταν οι χήροι θα μετακινήσουν την γκρίζα καρδιά τους απ’ τον
μιναρέ
όταν τα παιδιά θ’ αγκαλιάσουν τους σκορπιούς απ’ τις αγκύλες
τους
η αφήγηση της εξορίας θα είναι αρκετά μουσκεμένη
για να κόψει κανείς τον ομφάλιο λώρο της με την αγωνία μου
και να τεμαχίσει τα κουπιά που χτυπάνε σε βαθμό παραληρήματος
την ράχη της κούρασής μου
σε πλαγιάζω
μικρέ κόσμε των νοσταλγιών
πάνω στο ναυαγισμένο βλέμμα των νεκρών
ακόμα σώων
που διαβάζουν στο κεφάλαιο των φοβερών εγκλημάτων
την έγγραφη αίτηση των αραχνοειδών
(1) Ασκήσεις φαντασίας (Fantasias): Έφιππη διασκέδαση των Αράβων κατά την οποία οι καβαλάρηδες κάνουν επιδείξεις σχοινοβασίας φορτίζοντας και αποφορτίζοντας τα όπλα τους.
(2) Βερβερίνοι: Νομαδικός λαός της βόρειας Αφρικής.
238. MICHEL ALVÈS, 1941 - .
Μισέλ Αλβές.
238.1. ΦΥΣΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
Ι
Διαβάτη κήπων ταξιδιώτη των καταιγίδων
η μοναχική ηρεμία των διπλών νεκρών μας
ξανακερδίζει το τείχος από την πέτρινη πόρτα
ΙΙ
Περπατάει μες στη νύχτα φωτισμένη από μαρμαρυγία
Τα απολιθώματα των ψαμμόλιθων σαν νεφελώματα
αποτυπώνουν στα χείλια μορφές παράσημων
Σαν ένα δέντρο αναρριχημένο απ’ την παιδική ηλικία των κόσμων
προς τις φωλιές του πυρετού με αυγά από αδένες φλογισμένους
οι άχαροι διάδρομοι γεμάτοι και πυκνοί από μεταλλικές φλέβες
ανοίγουν με το κρύσταλλο απρόβλεπτων θυρών
στους οχετούς της βροχής των κεφαλόσκαλων των οριζόντων
σε θάλασσες που επικαλύπτονται με βλεννώδεις ποταμούς
Ανεβαίνοντας τις διάπυρες βαθμίδες των αιώνων
πίνει μέσα σ’ αυτή τη νύχτα που διυλίστηκε από πόνο
το αλκοόλ τους γάλατος των νεκρών που είναι αμπέλια του ίσκιου
ΙΙΙ
Πάνω στην πλάκα της χλόης με μπούκλες σαν μαλλιά
η χλόη η υγρή και φρέσκια φλόγα της γης
κοιμάται με διπλή αβέβαια και αρχάρια ηρεμία.
IV
ριπές φωτιάς ανάμεσα στις σελίδες
ριπές φωτιάς σε κάθε όραμα
των ίδιων των εαυτών μας μέσα στον καθρέφτη
ριπές φωτιάς σε κάθε πόρτα που ανοίγει
σε κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφαρίδων του παγόβουνου
σε κάθε κίνηση των χειλιών της γης
σε κάθε θόρυβο φορέματος με πτυχές γρανίτη πυραμίδας πάνω
στους γοφούς σου
σε κάθε στροφή που παίρνει το πολύ αργό αμάξι της φιλίας
σε κάθε στήριγμα του αέρα
σε κάθε τρύπα βίδας που ανοίχτηκε
στην ελάχιστη κίνηση του ήλιου πάνω στο τζάμι
καταρράκτες από σφαίρες τραγουδάν στ’ αυτιά μας
καταρράκτες από σφαίρες κλαίνε γλυκά στα χέρια μας σαν υγρό
βλέμματος που θα λιπάνει την ανυπομονησία μας
Μην ανοίγεις τούτο το παράθυρο
Μην ανοίγεις το βλέμμα σου
είναι η μαύρη λεπίδα
είναι το φέρετρο της βροχής
είναι η χλόη που ψελλίζει την γλυκιά διαλυμένη γεύση μιας
φυσικής καταστροφής
Πόρτες απελευθερωθείτε
για να πάμε στις βασιλικές λεωφόρους των μπαλκονιών χωρίς
κάγκελα στο πιο ψηλό σημείο της νύχτας του παλιού
παλατιού
Λιώνω τις σφαίρες μες στο τσάι της απουσίας
το κουταλάκι γυρίζει τρελά μαγνητισμένο προς τον βορά
Βλέπω στο παράθυρο ψηλά οδοφράγματα
ακουμπισμένα στο διστακτικό μπαλκόνι των επάλξεων
λίγο γαλάζιο
λίγη βροχή
το χτύπημα ενός μαντηλιού από αιθάλη
κοιλιά φουσκωμένη σαν σύννεφο
κοιλιά μόνη τεμαχισμένη στο ανατομικό τραπέζι άκαμπτη και
άσπρη σαν μιας παντρεμένης
περνάει
σαν μαντήλι
σε κάθε παράπονο του ύπνου
σε κάθε αινιγματικό γράμμα που σχεδιάζει το κατώτερο μισό αυτού
του σώματος
σε κάθε δευτερόλεπτο ενός ξημερώματος αυτής της νύχτας
σε κάθε νυκτερινό δευτερόλεπτο αυτής της μέρας
Στη γωνιά των χειλιών του χαμόγελου των πτερνιστήρων με
ρινίσματα σιδήρου.
240. JEAN PAUL GUIBBERT, 1942 - .
Ζ΄αν Πωλ Γκιμπέρ.
240.1. ΑΛΥΣΚΑΜΠ (1)
I
Είναι οι τόποι μιας καινούριας μέρας,
Τα φαινόμενα είναι θνητά
Αλλά τα εύθραυστα αθάνατα
Στριφώνουν τις δυο πλαγιές των λασπωμένων δρόμων μας.
Με το μεγάλο κενό του χρόνου που μας ερχόταν απ’ το πέλαγο
Σαν αύρα.
ΙΙ
Σάρκες άλλοτε χρυσές, σήμερα άσπρες
Σε κάποιο μέρος όπου κρεμιόμαστε
Μέσα στην φοβερή οσμή των υπόγειων εποχών,
Πεθαίνετε γλυκά όπως οι κόκκοι του σιταριού
Ή όπως οι ρίζες της πολυάνθεμης βασίλισσας
Κάτω από τις μοιρασμένες πληγές
ΙΙΙ
Αλυσκάμπ, Αλυσκάμπ, όλα είναι απλώς φωτιά σκουριάς στο αίμα
των εποχών
Κι οι κήποι κινδυνεύουν,
Γιατί δεν θα ξανάρθεις πια
Και θα μείνει μόνο το κάλεσμα των νυχτιών όπου ξέρουν πως
είσαι ονειροπόλα και στα όρια της απελπισίας.
IV
Και τα ρουθούνια διαπερασμένα από δυνατό άνεμο,
Η βαθιά αναπνοή των μεγάλων ψαριών, των μεγάλων πουλιών,
Με τις αλάνθαστες επιστροφές στην ηρεμία των θάμνων
Και το αίμα που χτυπάει υπόκωφα, η κραυγή του αίματος που
χτυπάει στις φλέβες των κροτάφων σας.
V
Κι η ξαφνική αδυναμία να δώσεις ονόματα στους κάλυκες των
λουλουδιών
Που είναι σαν πέτρες στις αλέες της μνήμης,
Τίποτε εκεί δεν φθείρει τις λύπες του, μόνο οι λειχήνες τρώνε τις
γωνίες.
VI
Η κραυγή σου κι η κοκκινίλα σου κι η υγρή κοιλότητα των
χεριών σου
Ποτέ πια! Κι αυτό το μπλε σημάδι που φαίνεται στο χέρι σου.
Ω ύπνε του τέλους εξοικονόμησέ μου την αναμονή,
Χάρισέ μου αυτό τον κήπο για ν’ αναπαυτώ.
(1) Αλυσκάμπ (Alyscamps): Ρωμαϊκή νεκρόπολη στην πόλη Αρλ (Arles) της νότιας Γαλλίας, που παρέμεινε σε χρήση επί 1500 χρόνια. Το όνομα είναι παραφθορά του Ρωμαϊκού «Elysii Campi» (Ηλύσια Πεδία). Η νεκρόπολη ζωγραφίστηκε από τον Βενσάν Βαν Γκογκ το 1888. Η πόλη Αρλ, που ιδρύθηκε από Έλληνες τον 6ο αιώνα π.Χ. βρίσκεται στην επαρχία της Προβηγκίας (Provence).
180. LORAND GASPAR, 1925 - .
Λοράν Γκασπάρ.
180.1. ΓΕΛΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ
Γέλια παιδιών. Η μέρα διασχίζει σφαίρες, τετράγωνα γέλιου, διασκορπίζοντας το διάστημα.
Δυο άντρες μιλάνε μεταξύ τους, βλέπουμε τη ζεστασιά των λόγων τους να ανακατεύεται.
Όλα είναι ελαφρά, εξατμισμένα, το αίμα φτερωτό χορεύει προς τα μέλη.
Πρωινά της πρώτης μέρας του κόσμου.
Πρώτη και νέα πορεία των πραγμάτων, μετά χωρίς προσκρούσεις τα χέρια μας περνάνε μόλις έκπληκτα
από την άλλη μεριά του ήλιου.
180.2. ΟΤΑΝ ΑΝΟΙΓΕΙ Ο ΙΒΙΣΚΟΣ
Όταν ανοίγει ο ιβίσκος πάνω στον άσπρο τοίχο
με τα χέρια μέσα στα μαλλιά
(και τις λεπτές κραυγές τους ανάμεσα στα δάχτυλα)
έχουμε το πορτοκαλί και πράσινο βλέμμα της αυγής πάνω στη γη
που αερίζει τη μνήμη των πνιγμένων πόλεων
(τα νερά παρασέρνουν ανακατεμένους τους αντικατοπτρισμούς
περασμένους και μελλοντικούς)
να λοιπόν που θέλω να κρατήσω αυτό αυτό κι αυτό
γρήγορη απογραφή για μέρες βροχής και ήδη
το νερό, το νερό, το νερό γλιστράει πάνω στα τζάμια
σε εσάρπες και ραβδώσεις.
168. GISÈLE PRASSINOS, 1920 - .
Ζ΄ιζέλ Πρασινός.
Ελληνικής καταγωγής,
168.1. ΤΟ ΣΗΚΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ
Ούτε μια στιγμή αυτή η καρδιά δεν άφησε τα χέρια
η γη ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε να χτυπάει
γλιστρώντας κάτω από κάθε παλάμη την δική της καρδιά.
Στα μισά του δρόμου Ω ανασκαμμένο αργιλόχωμα
Ω ευδιάλυτο συγκινημένο στο χασμουρητό σου
δέχεσαι μέχρι το τέλος της αναζήτησης:
ΤΟ ΠΟΥΛΙ
να σηκώνεις το πουλί να το καταλαβαίνεις
όταν φωνάζει μέσα στις κραυγές του.
Χωρίς να πάψει ούτε μια στιγμή να χτυπάει τη γη
αυτή η καρδιά δεν αφήνει τα χέρια
ούτε μια στιγμή.
168.2. ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Στην πρόσβαση της πόλης τα σπίτια είναι όρθια.
Εδώ βγαίνουν με το ζόρι από το άσπρο.
Ο δρόμος κάτω από τα πόδια κατεβαίνει
το διπλό μολύβι των τροχών.
Ας χτυπήσουμε πάνω στη σελίδα τους πεθαμένους κήπους.
Η λαβή γύρω από το λαιμό μου
για την ευτυχία.
Τα δάχτυλα χωρίς απάντηση
θ’ ανθίσουν στην επιστροφή.
Η γέφυρα
Η έπαλξη
Το βάραθρο
Το κεφάλι καλοσχηματισμένο βγαίνει από την αποθήκη
μέσα στα μπράτσα του συγκρίνεται ένας υάκινθος
το στόμα του είναι το ποτήρι απ’ όπου μπορώ να πιω
γι’ αυτό διάλεξα την κόκκινη βαφή
και τη ζάχαρη των βραδιών.
Η ιδέα του βάραθρου
η έπαλξη
η γέφυρα που τρέχει μες στη νύχτα
ο τελευταίος σχοινοβάτης
προς τη μαγεία.
169. MOHAMMED DIB, 1920 - 2003.
Μοχαμέντ Ντιμπ.
Αλγερινός.
169.1. ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1
Η Μεγάλη Άρκτος πορεύεται μεγαλόφωνα
Στην καρδιά μιας ομίχλης από σκιερό αίμα.
Ένας σωρός από χαλκό χωρίς μνήμη,
Ένα ορυχείο γεμάτο τραγούδια από πουλιά
Που μια ακαταμάχητη βροχή περικυκλώνει,
Φυλάνε το βαοβάβ των παιδικών χρόνων. (1)
Κι η φωνή ενός κουρασμένου μινώταυρου
Εδώ και πολύ καιρό ξεγελάει το παράπονο
Μιας πόλης πιο άδειας, πιο κουφής.
(1) Βαοβάβ (Baobab): Είδος δέντρου της τροπικής Αφρικής, από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος του φυτικού κόσμου, και με φαγώσιμο καρπό.
2
Τόσο δυνατή σιωπή των ποδιών
Σιωπή των πράσινων αγκαθιών
Και των χεριών γύρω από το λαιμό,
Η γυναίκα μου παλεύοντας με την πείνα
Που δεν μπορούμε να την ξεριζώσουμε,
Τραγουδάει με κλεισμένα βλέφαρα.
Χιονίζει ακόμη. Το άστρο
Που σκοτώνει τη μέρα πάνω στο κορμί του
Είναι στάχτη, όλα είναι στάχτες
Και φωνάζουν δίπλα μου, με στόμα
Ελαφρό, ούτε χλωμό ούτε κόκκινο,
Σαν σειρήνα του αίματος που κοιμάται.
170. GEORGE LOUIS GODEAU, 1921 - 1999.
Ζ΄ορζ Λουί Γκοντώ.
170.1. ΤΟ ΞΥΛΟ ΠΟΥ ΣΠΑΕΙ
Στον βάλτο, ένας χωρικός χρησιμοποιεί για παπούτσια τα νύχια των
όρνιων. Με το κλαδευτήρι στην τσέπη παίρνει στα χέρια
τον κορμό μιας λεύκας. Ένα κορμό μεγάλο. Κι ανεβαίνει.
Οι εργάτες της τηλεφωνικής εταιρίας κρεμιόνται με μια δερμάτινη
ζώνη. Εκείνος, μ’ ένα μπράτσο. Με το άλλο, κόβει τα
περιττά κλαδιά και τα βοηθάει να πέσουν. Με το πόδι.
Είναι τόσο ψηλά που ουσιαστικά δεν υπάρχουν πια κλαδιά.
170.2. ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΟΙ
Το αυτοκίνητο, η σκηνή και τα φουλάρια είναι γκρίζα, όπως τα
μάτια τους κι ο τρόπος τους να διασκεδάζουν.
Πίνουν μπύρα και καφέ και συζητάνε τους μισθούς τους.
Είναι εργάτες του εργοστασίου. Περισσότερο θορυβώδεις από
άλλους, είναι σε διακοπές. Εξαιτίας της σιωπής.
170.3. ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΧΑΜΙΝΙΑ
Τα μικρά χαμίνια πηγαίνουν στο σχολείο. Μαζεύουν μυτερά χαλίκια
για να χαράξουν τ’ αυτοκίνητα. Τα ωραιότερα, γιατί έχει
μεγαλύτερη πλάκα.
Τα πανωφόρια των μικρών χαμινιών είναι πολύ κοντά. Η μητέρα
τους είναι χειρίστρια στο εργοστάσιο. Δουλεύει την ώρα της
μεγαλύτερης παραγωγής, ανάμεσα στις έντεκα και τα
μεσάνυχτα. Η αίθουσα είναι κρύα. Τα δάχτυλά της είναι
μουδιασμένα.
Τα παιδιά κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Έχουν μάτια για να
βλέπουν και αυτιά για να ακούνε τη δυστυχία.
Στην ανάγκη, η δυστυχία, βάζει πέτρες στα χέρια.
171. JEAN VODAINE. 1921 - .
Ζ΄αν Βονταίν.
Γεννήθηκε στη Γιουγκοσλαβία.
171.1. ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Υπάρχει ένας θησαυρός αλλά το κλειδί χάθηκε το κλειδί αυτού του θησαυρού ψάξτε το στο δρόμο, αυτό που έχει ένας άνθρωπος κανένας δεν μπορεί να το ανοίξει κι ένα τέτοιο μυστικό οδηγεί στην υποχρέωση να πεθάνεις. Το κλειδί το φυλάει ένα παιδί χωρίς να ξέρει το λόγο, το εργοστάσιο το βλέπει και δεν ξέρει πως είναι βασιλιάς, κι αν εκκοκκιστούν, τα νεκρά χωράφια, στη δύστυχη ζωή που πρέπει να ξαναφτιαχτεί κι αν τα καράβια συχνάζουν στα λιμάνια όπου οι επιστροφές λιπαίνουν την αγάπη, αυτός προκαλεί το παιδί που μεγάλωσε για να εκθρονίσει τα παιχνίδια του δρόμου, τυφλόμυγα τόσο άσχημα παιγμένη, παίξτε σκουριά, παίξτε με το χαμένο κλειδί.
171.2. ΦΤΩΧΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΑΝΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Φτωχικά βήματα μετράνε την πόλη
κουβαλάνε τη ντροπή των δρόμων από κιμωλία
κάτω απ’ τον λυπημένο ήλιο του χειμώνα
Τι λάμψη μέσα από τα κάγκελα
Άνθρωπε γυρεύεις να καταλάβεις
την φωτεινή πάχνη του Δεκέμβρη;
Ειδωλολατρικά Χριστούγεννα ανοίξτε τον ναό σας
βήματα διαβαίνουν την ύπαρξή σας
να τα μες στην υπόγεια ψυχή σας
είναι ένα τοπίο κόκκινων χυμών
με όλες τις αισθήσεις σημαδεμένες από ίλιγγο
Κάνει κρύο όταν βλέπουμε τα φτωχά χέρια του
κάνει παγωνιά όταν δεν πιστεύουμε πια στο αύριο
Οι φτερούγες γυρίζουν στον μύλο της ζωής
κοιτάζουν τα πληγωμένα μάτια του ανθρώπου
η καρδιά τρέφεται με φυτικό καιρό
ξεκαλουπώνει τα οργωμένα χώματα
όπου τα δέντρα εξορίζουν την παρουσία τους
Γυναίκα, δεν είσαι πια έρημο νησί
χώρα τρυφερότητας και σιωπής
λύτρα για τη σκουριά και το μίσος
τα βήματά σου ανεβαίνουν για ν’ ακούσουν τη σκόνη
είναι πράγματι η αυγή που δονείται γύρω σου
ιδού φυλακισμένη στην μοναξιά σου
η συνείδηση ταραγμένη μέχρι που δακρύζει
Τρυφερότητα φύλαξε κάρβουνο για να παλέψεις το βοριά
Στενοχώριες ροκανίζουν ακόμη την ισορροπία
το ανθρώπινο βλέμμα πέφτει κάτω απ΄ τον καθρέφτη
φίδια γλιστράνε προς την οδύνη
τελευταίο καταφύγιο της ζωής σε σένα
Χιονίζει. Μια λάμψη διαστέλλεται
το γυναικείο όνομά σου επιτέλους εκφρασμένο
Ω αξίζει επειδή πέρασε μέσα από το χιόνι
η σκιά δεν θα μπορέσει πια να μας δαγκώσει
Το παιδί σου γεννιέται μεταμορφωμένο από καλοσύνη
Ένα έλατο τραγουδάει το Δεκέμβριο
χιλιάδες βήματα ξαναβρίσκουν τη μέρα
Η ζωή συνεχίζεται στα σπίτια των ανθρακωρύχων.
172. CLAUDE VIGÉE, 1921 - .
Κλωντ Βιζ΄έ.
Ισραηλινός.
172.1. ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
1
Αυτός που δεν πιστεύει πια στη μεγάλη καρδιά του ανθρώπου
και αναδαυλίζει το αλάτι κάτω απ’ τα πεθαμένα βλέφαρα
αφήνοντας πίσω του την αυγή με τους μαύρους ώμους
που βυθίζεται μαζί μου αυτή τη νύχτα του χειμώνα
μες στο πυκνό ψαχνό που καίει κάτω απ’ το χιόνι.
2
Φιάλη από βασάλτη
άσπρος κι απόκρυφος πλανήτης
μέσα στο ισχνό δάσος που εκθειάζει η λάμψη
ο άνεμος λεηλατεί τον πάγο σε δέματα κάτω απ’ τα κλαδιά
Στο ουράνιο ιχθυοτροφείο ένα μεγάλο ψάρι παρεκκλίνει
ανάμεσα στα πεύκα τρυπημένα από το σμήνος των καταιγίδων
που επισκιάζει απότομα την πτώση ενός γαλάζιου κολιού
Δεύτερη δημιουργία
Κόλαση της ποίησης
στον ορίζοντα των νεκρών γυρίζουν οι γαλαξίες
μοναδικό χιόνι ανθέμιο της αόρατης γης!
Μέχρι τα άκρα των απλών πετάλων σου
που το κρύο μόνο εξαναγκάζει ν’ ανοίγουνε στη θάλασσα
ένας κέδρος κεραυνοβολημένος από τις φωτιές του χειμώνα
ανασηκώνει μες στον ουρανό τα εκθαμβωτικά χέρια του
Στα πόδια του βασανισμένα απ’ το έργο των χυμών
κάτω απ’ το στιλέτο του πάγου ένα ακίνδυνο φίδι τρυπανίζει ---
πάνω στο τελευταίο κλαδί τραγουδάει το πουλί της πάχνης
Έτσι ελεύθερη σκλάβα του κόσμου η καρδιά μου ενσαρκώνεται
μες στην απότομη λάμψη ενός δέντρου του βουνού
κι η κραυγή μου μεταμορφώνει ένα δάσος άστρων.
173. GÉRALD NEVEU, 1921 – 1960.
Ζ΄εράλ Νεβεύ.
173.1. ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Η αντίρρηση γίνεται αργή ογκώδης λιπαρή Μαύρα κεφαλόσκαλα
παρουσιάζονται διαδοχικά
κατεβαίνοντας
Δυο ή τρεις ορίζοντες αναποδογυρίζονται μονοκόμματα
σαν παγόβουνα
Μια ωμή γύμνια αναδεικνύεται
σάρκα ή πάχνη
Όλη η υλική ετοιμασία των ψηλαφητών
παραλλαγών
Ροκανίδια από χαλκό έλικες από αφρό
Σιρόπια από αχάτη, υφάσματα
Μια όμορφη γεωγραφία ....
Πρέπει λοιπόν να χαμηλώσουμε το κεφάλι
μπροστά στην αυταπόδεικτη
την ολοφάνερη φωτιά την καρφωμένη στον τοίχο
μέσα στην ερεθιστική αντικειμενικότητά του
Το κεφάλι πρέπει να το αφήσουμε να πέσει
να κάνουμε το κεφάλι να κυλήσει
το κεφάλι και τα χέρια, τα πόδια ....
Σε ένα άλλο δωμάτιο, ένα γυμνό κοριτσάκι παίζει με το κεφάλι
του που κυλάει στο χώμα πλέκοντας διαδοχικά την πράσινη
κόμη του
Απ’ τη σχισμή μάταια γλιστράει η αυγή
παίζει με το κορίτσι και πάνω στα σταυρωμένα πόδια του βάζει
κάθε τόσο το ίδιο το κεφάλι της
που χαμογελάει
Λίγο ενδιαφέρει η ύφανση των σύννεφων
Το απόγευμα κυλάει σαν καλάθια που ταράζονται από λήψεις μες
στη σπηλαιώδη οσμή του σάλιου και στην εφύγρανση της
ατμόσφαιρας
Τα μεγάλα μεταλλικά τοπία, οι βαθυκύανες σπηλιές, το
κυματόμορφο λαχάνιασμα της σάρκας από ανθρακούχο σίδηρο, τα
πετρωμένα υφάσματα μέσα στον κύβο τους από ιδρώτα
Αυτό είναι που πρέπει να διασχίσουμε όπως διασχίζουμε ένα φόνο
για να φτάσουμε στη βάση του τοίχου όπου ο ήλιος από
ατσάλι γράφει την πράξη της κατηγορίας του
και πάλι να προφυλαχτούμε μπροστά στην τρομακτική ακινησία
των κομματιών του μετάλλου που χύθηκαν σύντομα.
Μέταλλα; --- όχι! Ένα απ’ αυτά πήρε ένα βιβλίο και βρέχει
τον αντίχειρά του για να γυρίσει σελίδες. Τα άλλα έχουν
ένα χαμόγελο ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ.
Ύστερα μέσα σε ένα είδος καλλωπιστηρίου, ένα γυναικείο κεφάλι
αξιοθαύμαστο μέσα στους χρυσαφένιους τριχοειδείς
κροσσούς του πάνω στο πιάνο
στην άκρη του κρεβατιού από μοβ δαμάσκο
με μια ελαφριά κολόνα καπνού
και μακριά σ’ ένα μεγάλο διάστημα από άμμο
καβαλάρηδες πιασμένοι με ένα πάνθηρα.
174. JEAN TODRANI, 1922 - .
Ζ΄αν Τοντρανί.
174.1. ΜΑΥΡΟ ΠΙΠΕΡΙ
Το μέλλον γυρίζει γύρω απ’ τη μεγάλη καρδιά της θάλασσας
κάτω από τα φτερά του χρόνου τα λουλούδια θα δεθούν κόμπο,
με το μάτι στις καταιγίδες κι ένα δάχτυλο σε κάθε αυλάκι,
Περνάω ένα λεπτό μαχαίρι πάνω στα θερισμένα χωράφια
εφαρμόζω την επιστήμη μου στα μαλλιά που πρέπει να χωρίσω,
το πουλί με το φρούτο φτάσανε πριν από το συνηθισμένο
καλοκαίρι
Κι εγώ έβαλα στη ζυγαριά κάτι που δεν έπρεπε να μετρηθεί
έφερα τα βήματά μου σ’ ένα βουβό κήπο
αφήνοντας στους επισκέπτες τη φροντίδα να με οδηγήσουν.
Για να διατηρήσω τον σεβασμό των οριζόντων που με ψάχνουν
θα χορέψω πριν απ’ τα σημάδια της αυγής
απέναντι στον ήλιο μες στα ρόδα των ανέμων.
Μόνο οι μέλισσες περνάνε καλά
θα ανεβώ ένα ένα όλα τα επαγγέλματα,
θα ξαναβάλω σε τροχιά τις πόλεις και τις εποχές τους.
Πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς το μάτι του στο μεγάλο οχτώ των
ρολογιών
πρέπει να καίει τα άχυρά του και να σκληραίνει τα δάχτυλά του
να ξέρει τη λέξη που θα τρυπήσει όλα τα αυτιά
και να αλέθει μαύρο πιπέρι για τους έρωτες.
175. JEAN LAUDE, 1922 - .
Ζ΄αν Λωντ.
175.1. ΠΟΙΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΜΑΚΡΙΑ
Ποιος πεθαίνει μακριά, ποιος πεθαίνει μέσα σ’ αυτές τις κραυγές
Και ποια σκιά απλώνει μυστικά δάση
Όπως το αίμα στο νερό που έγινε σαν γάλα;
Ω αυτοί που τσιρίζουν χαράζοντας το σούρουπο
Μ’ ένα κάλεσμα άγνωστο και βάρβαρο και οδυνηρό,
Μεθυσμένοι ή εορτάζοντας μια μάταιη νίκη
Ω σάλπιγγες που λύνετε πολύ ψηλά την απόσταση.
Ποιος τραγουδάει μακριά βραχνιασμένα, ποιος τραγουδάει;
Και το τραγούδι αυτό κουβαλάει πάγους και ομίχλες.
Η νύχτα είναι κοντά, καλή μου φίλη.
Η σιωπηλή κορυφή των σκοτεινών κυπαρισσιών υποκλίνεται
Στον αέρα που κάνει τον θάνατο μακρινό κι οδυνηρό.
176. JEAN CLAUDE RENARD, 1922 - .
Ζ΄αν Κλωντ Ρενάρ.
176.1. ΤΗ ΜΕΡΑ ΥΠΟΔΙΠΛΑΣΙΑΖΟΜΑΙ
Τη μέρα υποδιπλασιάζομαι και παίρνω ανάμεσα σε δυο τοίχους
απ’ τους τέσσερις που με σκοτώνουν αλλά δεν σκοτώνουν παρά δύο
δύο
την βασανισμένη μορφή ενός αγγέλου μισο - ώριμου
όπου το μισό σώμα μου υποκαθιστά τα δυο παιχνίδια του.
Το ένα μισό μου δεν ακούει παρά έναν άνθρωπο από δυο
από τον οποίο δεν βλέπω παρά ένα μάτι, έναν ώμο, ένα πόδι,
(Α! μη μου το ζητήσετε) --- γιατί ο Άγγελός μου με αλείφει κόλλα
και το άλλο μου μισό δεν μπαίνει πια μέσα στο πρώτο.
Τόσο καλά που ολόκληρος αιμορροώ κι απ’ τις δυο όψεις μου,
δυο φορές απών από τον εαυτό μου και σπασμένος απ’ τη μέρα,
όσο αυτό δεν είναι παρά νύχτα που ενοποιεί τη γενιά μου
κι οι μάγοι ξέρουν την αγάπη μου.
177. YVES BONNEFOY, 1923 - .
Υβ Μπονφουά.
177.1. ΑΛΗΘΙΝΟ ΟΝΟΜΑ
Θα σ’ ονομάσω έρημο εσένα που υπήρξες πύργος,
Νύχτα αυτή τη φωνή, απουσία το πρόσωπό σου,
Κι όταν θα πέσεις στην άγονη γη
Θα ονομάσω ανυπαρξία τη λάμψη που σε έχει φέρει.
Ο θάνατος είναι μια χώρα που αγαπούσες. Έρχομαι
Αλλά αιώνια από τους σκοτεινούς δρόμους σου.
Καταστρέφω τον πόθο σου, το σχήμα σου, τη μνήμη σου,
Είμαι ο εχθρός σου που δεν θα ‘χει οίκτο.
Θα σ’ ονομάσω πόλεμο και θα εφαρμόσω
Πάνω σου τις ελευθερίες του πολέμου και θα’ χω
Μέσα στα χέρια μου το πρόσωπό σου, σκοτεινό και βασανισμένο,
Μες στην καρδιά μου, αυτή τη χώρα που η καταιγίδα τη φωτίζει.
177.10. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Το πουλί που ξεχώρισε γιατί ήταν Φοίνικας
Αποτραβήχτηκε στο δέντρο για να πεθάνει.
Τυλίχτηκε με νύχτα από πληγές
Δεν νιώθει το ξίφος που μπαίνει στην καρδιά του.
Όπως το λάδι πάλιωσε και σκούρυνε μέσα στις λάμπες,
Όπως τόσοι δρόμοι όπου ήμαστε χαμένοι,
Κάνει μια αργή στροφή μέσα στην ύλη του δέντρου.
Θα είναι καλά μια μέρα
Θα ξέρει καλά μια μέρα να είναι το νεκρό ζώο,
Η απουσία λαιμού κομμένου που καταπίνει το αίμα.
Θα πέσει πάνω στα χόρτα, έχοντας βρει
Μέσα στα χόρτα το βάθος κάθε αλήθειας,
Κι η γεύση του αίματος θα χτυπάει με κύματα την όχθη του.
178. HENRI PICHETTE, 1924 - 2000.
Ανρί Πισ΄έτ.
178.1. ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Παρόλα αυτά η ζωή θα διευκρινιστεί.
Γιατί στα είκοσι χρόνια σου φλέγεσαι από ενθουσιασμό, τα βλέπεις όλα κόκκινα, καίγεσαι, λάμπεις σαν άστρο, χάβεις, είσαι όρθιος σαν κοντάρι σημαίας, τινάζεσαι σαν ελατήριο, παθαίνεις έκρηξη, είσαι αναμαλλιασμένος, παίζεις χιονοπόλεμο, κλωτσάς μέσα στα κάρα, εκδηλώνεσαι, ανάβεις σαν λάμπα, μετράς την επιφάνεια της σελήνης, πίνεις το γάλα σκυθρωπός το νέο κρασί το ακτινοβόλο οινόπνευμα, προγευματίζεις στο πόδι, φεύγεις για εξερευνήσεις, επισκέπτεσαι τον αέρα, τις πεδιάδες, τα ερείπια, τις μητροπόλεις, τα στάδια και τα μουσεία, τις ζούγκλες και τις εκκλησιές, τις αρένες, τα ηφαίστεια, τους καταρράκτες, τα φιόρδ, τα φρέατα, τις λιμνοθάλασσες, τις υδατοπτώσεις, τα φαράγγια, τις τούντρες, τις ερήμους, τις μεγάλες αίθουσες των πύργων, τους κρεμαστούς κήπους, τις πυραμίδες, τα μεγαλιθικά μνημεία, τις κατακόμβες, τα στολισμένα σπήλαια, τα άσπρα βουνά, τα αστερωμένα θέατρα, την Ωκεάνια θάλασσα, γίνεσαι βολίδα, κωπηλατείς, σκαρφαλώνεις σε βουνά, ελίσσεσαι, σέρνεσαι, πετάς με πανιά, καμακώνεις τα κορίτσια, ερωτεύεσαι απερίσκεπτα, γλείφεις αιδοία, αναποδογυρίζεις τον ατμό, ξεδιπλώνεις τα χρώματα, βγάζεις τις ρυτίδες απ’ τους βουδιστές ιερείς, τρομάζεις τους θρησκόληπτους, σκανδαλίζεις τους καθωσπρέπει γέρους, παντρεύεσαι για δεύτερη φορά τη φύση μια μέρα στο πεζικό, μια μέρα πηγαίνοντας προς τα πουλιά – λύρες, τους αετούς – σάλπιγγες τους κύκνους με τη χάλκινη φωνή μια μέρα με ορμητικό φέγγος, λάμψεις σκιάς, εξιδανικεύεις, λατρεύεις, απεχθάνεσαι, λάμπεις.
Στα σαράντα χρόνια σου σε ξαναβρίσκω να ροκανίζεις τα φρένα σου, χτίζεις πάνω στη συμπάθια, υπάρχει ένας μαύρος κύκλος σ’ όλα τα πράγματα, απογυμνώνεις το βλέμμα, έχεις αχόρταγες επιθυμίες, προμελετάς, τακτοποιείς τις ευκαιρίες σου, φωτογραφίζεσαι από πλάγια, πουλάς το χαμόγελό σου, τις φράσεις σου, τα μπουκέτα σου, τις επωμίδες σου, τους καναπέδες σου, εκτιμάς, προεξοφλείς, εμπορεύεσαι, ανθρακοποιείσαι για λεφτά, προβάλλεσαι στα μέσα, κακολογείς τους άλλους ή τους κάνεις το τραπέζι ανάλογα με την τάξη τους, ποτίζεις, καλλωπίζεσαι περίεργα, αποκτάς κοιλιά, παίρνεις μέτρα, παίρνεις φάρμακα, κάθεσαι στη δροσιά, κάνεις αναλήψεις, ξανακάνεις καταθέσεις, ντύνεσαι και γυαλίζεις τα μαλλιά σου, δεν θέλεις να ‘χεις ύφος, ενεργείς σαν να γλιστράς, ελίσσεσαι, επιτίθεσαι απ’ την αδύνατη μεριά, φιλονικείς με μικρά τσουγκρίσματα σαμπάνιας, αποκοιμίζεις τις λύπες, κοσκινίζεις τις λάμπες, ιερουργείς με τα πανωφόρια της νύχτας .... αλλά ξύπνα: Το γκριζάρισμα, η ρουτίνα, οι ραδιουργίες, τα βουστάσια .... πόσο θα ήθελες ένα καινούριο παιχνίδι! Αν σου δινόταν θα έπλενες τους ήχους, θα μηχανευόσουνα εικόνες, θα πήγαινες στην τουαλέτα των Μουσών των Χαρίτων των καλών νεράιδων, ή αναλύεις, υπολογίζεις, σκέπτεσαι, επικρίνεις, σωπαίνεις.
Στα εξήντα χρόνια σου κρατάς ημερολόγιο, μωρολογείς, χάνεις το χέρι, την ακοή, τα δόντια σου, η καρδιά σε προδίδει, τα πόδια τρέμουν, ξεπέφτεις σε αδυναμία, λιγάκι ακόμη και ξαναπέφτεις σε μια νέα παιδική ηλικία που αγγίζει τον θάνατο.
179. ANDRÉ DU BOUCHET, 1924 - 2001.
Αντρέ ντϋ Μπουσ΄έ.
179.1. ΓΕΜΑΤΗ ΠΕΔΙΑΔΑ
Κινητό κεφάλι.
Οι κάμποι ενώνονται στο κέντρο, όπου τρέμει λίγο νερό.
Ένα δέντρο μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα.
Η μνήμη μου τρυπημένη γίνεται σκόνη μες στον κάμπο, με το
πλανητικό σώμα της.
Ο άνθρωπος ακτινοβολώντας ανάβει.
Κάνει κρύο.