Ζ Ω Η Φ Ο Ρ Ι Α
Τα πρόσωπα του δράματος είναι, όπως πάντα, Η ΖΩΗ (άγνωστη η καταγωγή της), Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (με πολύ γνωστή καταγωγή, αλλά με σκοτεινούς σκοπούς κι αμφίβολη σταδιοδρομία), Η ΑΓΩΝΙΑ, Ο ΠΟΘΟΣ και ΤΟ ΠΑΘΟΣ (σκεύη της Ζωής, εμβλήματα κι εγκλήματά της). Βουβά πρόσωπα Ο ΧΡΟΝΟΣ (πατρίδα του θανάτου), Η ΧΑΡΑ (όμορφη και καλή μας φίλη) και Ο ΠΟΝΟΣ (βαρύς σύντροφος). Χορός και ταυτόχρονα εξιλαστήριο θύμα της Ζωής ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ (όλων των εποχών). Σκηνικό Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ κάποιου Γαλαξία του Σύμπαντος (ποιου Σύμπαντος, ποιου Γαλαξία και ποιος Πλανήτης;)
Πολύ συχνά η Ζωή εμφανίζεται (κι αντίστροφα) με το προσωπείο του Θανάτου, ο Θάνατος με τις τανάλιες της Ζωής και τα σφυριά του Χρόνου, ο Χρόνος με τα νύχια του Πόνου η τα φτερωτά σαντάλια της χαράς, ο Πόνος κι η Χαρά με τις φλέβες του Πάθους και τα ξέπλεκα μαλλιά της Αγωνίας. Άλλοτε πάλι μερικά πρόσωπα δεν φαίνονται καθόλου κι όμως είναι πανταχού παρόντα, ενώ άλλα που φαίνονται ξεκάθαρα έχουν φύγει προ πολλού. Κι ακόμα μερικές φορές, ολότελα απροσδόκητα, πολλαπλασιάζονται. Εκεί που υπήρχε μόνο μια Ζωή, ξάφνου φυτρώνουνε χιλιάδες βγαίνοντας μέσα από τα σπλάχνα του ίδιου του Θανάτου, που τον πνίγουν, τέλος, με τα γέλια τους.
Η πρώτη παράσταση δεν τέλειωσε ποτέ -- κι άλλωστε δεν είναι σίγουρο καθόλου ότι κάποτε άρχισε. Οι επόμενες παίζονται καθημερινά πίσω απ’ την πλάτη μας. Έτσι η αρχή της τραγωδίας ξεχάστηκε εντελώς, ενώ κανείς δεν ξέρει ακόμη πώς τελειώνει. Οι ηθοποιοί έχουν πάρει το δικαίωμα να αυτοσχεδιάζουν, πολλές φορές αυθαίρετα, τροποποιώντας κατά την κρίση τους την εξέλιξη του μύθου -- κι αυτό μπερδεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, προκαλώντας καμιά φορά την δίκαιη αγανάκτηση του κόσμου.
Βασικό γνώρισμα είναι πως δεν υπάρχουν σταθερά σημεία αναφοράς. Η κίνηση κι η μεταβολή είναι ο κύριος νόμος αυτής της σκηνοθεσίας, που άλλοι -- οι επαναστατημένοι κριτικοί -- την χαρακτήρισαν, αντίθετα, σατανική ραδιουργία κάποιου σαδιστή που διασκεδάζει εις βάρος μας.
Πριν από αιώνες δε μας ήξερε κανείς
μόνοι εντελώς κερδίζαμε τη ζωή μας,
ύστερα χάλασε ο καιρός.
Μας έχουν γδάρει ζωντανούς οι ανεμοθύελλες,
φαγώθηκαν τα ξάρτια μας απ’ τις νυχιές του χρόνου,
τα γόνατά μας συνεχώς λυγίζουν,
το βάρος μας ολοένα μεγαλώνει
ώσπου να μην μπορούμε πια να κινηθούμε,
μέχρι και τα όνειρά μας έχουνε μαδήσει
καθώς το βλέμμα χάνει τα φτερά του.
Τη νύχτα εδώ μπορεί κανείς να τη διαβάσει απ’ τ’ άστρα,
τον κόσμο αυτό τον μάθαμε κι αυτός μας ξέρει απέξω
κι έτσι τα δάκρυα πια δεν ωφελούν κανένα,
γι αυτό μετρήστε τους νεκρούς της μάχης.
Ως πότε πια λοιπόν θα ζητιανεύουμε
τρέχοντας σαν τρελοί πίσω απ’ το μέλλον;
Αυτοί που δεν πεθαίνουν δεν αρκεί να ζούνε μόνο
κι αυτοί που ζουν φτάνει να μην πεθαίνουν.
Υπάρχουν πράγματα που πέφτουν προς τα πάνω.
Οι άνθρωποι έχουν μάθει πια να περπατούν σκυφτοί
σηκώνοντας μεγάλα μόνο βάρη.
Με τον απλό βηματισμό του γέλιου τους
η αυγή λύνει τα μάγια κι ανασταίνεται
κρύβονται μες στο φως
απλώνουνε τα χέρια και την κόβουν απ’ τα δέντρα
και διαμοιράζονται τα δώρα της.
Όπως και να σταθούνε μες στον κόσμο δεν χορταίνουνε
λίγα τα στάχυα που φυτρώνουν.
Δεν είν’ πολύ να ζει κανείς
πολύ είναι ίσως να πεθαίνει,
κι όμως οι πιο πολλοί πεθαίνουνε
ενώ οι πιο λίγοι ζούνε.
Ο χρόνος σπρώχνει συνεχώς τον κόσμο
βγάζοντας έξω αυτούς που περισσεύουν.
Συνωστισμός νεκρών, οι ζωντανοί
συχνά μπερδεύουνε τις φυλακές με τα δωμάτιά τους.
Το δρόμο τούτο δεν τον διάλεξε κανείς
κόκαλα, πέτρες, κρύο, ιδρώτας κι αίμα,
το δρόμο τούτο θα τον πάρουμε όλοι.
Ήρωας δεν γίνεται κανείς νικώντας μόνο τη ζωή,
ήρωες είναι κι όλοι εκείνοι που τους νίκησε η ζωή
αφού σταλιά σταλιά τους πήρε την πνοή τους.
Θα ξαστερώσει γρήγορα ο καιρός
να ‘στε έτοιμοι από τώρα.
Μας βάπτισαν με ονόματα πρωτάκουστα
γυρεύοντας μια ρίζα έξω απ’ το χώμα
κι έτσι μονάχοι πια εξοπλίζουμε τους ήλιους μας
που αδίστακτα κρατούν το πριόνι τους στα χέρια
και κόβουν φέτες την καρδιά μας σπέρνοντάς τηνε
ώσπου να πλημμυρίσει η Γη από φύλλα δάφνης.
Πολύ σωστά το λέγαν οι προφήτες μας
πολύ μεγάλα πράγματα γίνονται στον καιρό μας.
Αυτή είναι η τελευταία προειδοποίηση
από δω και πέρα θα γίνεται ό,τι πούμε εμείς
γι’ αυτό δε θα μας πάρουνε ποτέ τα χελιδόνια.
Ας πιούμε πάλι στην υγειά μας, να ‘μαστε καλά
και να μεστώνουν πάντα τα σπαρτά μας
να βγάζουνε καρπούς τα δέντρα μας
να μεγαλώνουν τα παιδιά μας.
Γίνονται θαύματα επειδή το θέλουμε
κι όλοι μαζί βοηθάμε για να γίνουν.
Πρέπει όλη νύχτα να ‘μαστε άγρυπνοι
έχει άφθονο καιρό να αναπαυθεί κανένας.
Τα ρούχα που φοράμε φτιάχτηκαν από ύφασμα σημαίας
βρεγμένο απ’ τον ιδρώτα ηρώων που πέσανε σε μάχες.
Οι αγώνες μας παραμορφώσανε τη ζωή μας
αλλάζοντας το σχήμα των ονείρων μας.
Στο χέρι πάντοτε είχαμε ή τα ξίφη ή τα κουπιά μας.
Κάντε μας τόπο μην ανέβει το αίμα στο κεφάλι μας
και κάποια μέρα ξεχυθούμε αιμόφυρτοι στα πέλαγα
πετροβολώντας με ρανίδες άνοιξης κατάστηθα τους κάμπους.
Ο ιχώρας είναι νόμος απαράβατος,
πρέπει να τρέχει συνεχώς για να κοιμόμαστε ήσυχοι
καταστρώνοντας πολύ μεγάλα σχέδια για το μέλλον.
Αυτό σημαίνει φυσικά πως το νερό που πίνουμε
όταν περάσει στο κορμί μας κάνει θαύματα
ελευθερώνοντας πίδακες από νέκταρ μες στα κύτταρά μας.
Ξοδέψαμε τη ζωή μας κάνοντας
λιτανείες για τους νεκρούς μας,
που τους σηκώνουμε περήφανα στους ώμους μας
κραδαίνοντας πυρσούς και δάδες εύφλεκτες
που ανατινάζουν τα πυρπολικά μας.
Το σύνθημα είναι πάντα «Ελευθερία ή Θάνατος»
και πάντα η δόξα τέλος στεφανώνει τα άρματά μας.
Ο κόσμος είναι μια τεράστια πέτρα που την πέταξε
κάποιος με δύναμη στο χάος παλεύοντας
να τραυματίσει κατακέφαλα το σύμπαν που ασταμάτητα
μας σφίγγει το λαιμό με τις τανάλιες του
σφυροκοπώντας με το αμόνι του τα οστά μας.
Όλοι κρατάνε με λαχτάρα την ανάσα τους
γιατί αν αρχίσουν να σφαδάζουν απ’ τον πόνο
θα ταρακουνήσουν άσχημα όλα τα γεφύρια μας
που μας αφήνουν λίγη ελπίδα πως μπορεί να δραπετεύσουμε
σ’ ένα άλλο διάστημα όπου θα ‘ναι ακίνητα όλα
κι όπου οι σφυγμοί μας μόνο θα χτυπάνε αδιάκοπα
ρυθμίζοντας τις πράξεις των ανθρώπων.
Από τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζουν όλα απόσταση
και δεν προφταίνεις ν’ ακουμπήσεις κάπου τα όνειρά σου.
Γι αυτό όλοι με σφιγμένη την καρδιά καβαλικεύουν
στ’ άλογα
κι ακολουθούν με πείσμα όσο μπορούνε πιο μεγάλο δρόμο
γεμίζοντας μπαρούτι τα κανόνια τους
που αν κάποτε εκπυρσοκροτήσουν θα εκτοξεύσουνε
οβίδες ζωής ως τ’ άστρα.
Απ΄ το πρωί ως το βράδυ έχουμε πόλεμο.
Σίγουρα θα πεθάνουμε με το σπαθί στο χέρι.
Ρακένδυτοι, ασκεπείς, ανέστιοι, πένητες,
με μια ρομφαία στα χέρια και κομμένο τον αυχένα τους
βαρυγκωμώντας κι εξορύσσοντας τα οστά τους
ανασηκώνονται με πάταγο από το έδαφος
παίρνουν από μια σάρισα καθένας τους
και σφάζουν τα θεριά που φράζουνε το δρόμο.
Κρύβουνε τις ουλές απ’ τις βαθιές πληγές στα στήθη τους
και τα θρυμματισμένα από την πένσα δάχτυλά τους
που πείθουν πως πραγματικά είναι ατρόμητοι,
ανάβουνε μπουρλότα σ’ όποια κατακόμβη κι αν χαθούνε
σπάζοντας όστρακα από φως στο πέλμα τους
και σελαγίζουν καταυγάζοντας με ζωή τον κόσμο.
Λοιπόν δεν θ’ ανεχτούμε πια καμιά ταπείνωση.
Φυλλομετρώντας ήλιους μες στις φλέβες μας
με ήλιους και φλέβες θα ποδοπατήσουμε το σύμπαν.
Ω! Θεοί! Ευλογήστε μας βοηθώντας μας να φτάσουμε
τη Γη όπου της ταιριάζει.
Με τις χρυσές μαρμαρυγές της άνοιξης
η ζωή θεριεύει κι εκπορθεί τα στήθη μας
που ενδίδουν άνευ όρων στα πυρά της.
Μόλις πλησιάσει προς τη Γη γίνεται ανάρπαστη
σαν περιζήτητο ιαματικό βοτάνι
σουβλίζοντας τα σπλάχνα και τις σάρκες μας
και καθηλώνοντάς μας κάθιδρους κι αιμόφυρτους στο χώμα.
Ντύνεται με άμφια μέρας φανερώνοντας
χιλιάδες θαύματα που μαγνητίζουν τις ιαχές μας.
Οι άνθρωποι όλοι σφηνωμένοι μες στο φως
σπάνε με μια βαριά τις πέτρες
που δένει ο χρόνος στο λαιμό τους.
Ξεχύνονται άσκοπα στο σύμπαν
για να πιστέψουν ότι υπάρχουν.
Γαντζώνονται σφιχτά στα βράχια
και περιφέρουν μιαν αγχόνη
όπου δολοφονούν όλη τη μέρα τα όνειρά τους.
Όλοι έχουν ένα πονεμένο βλέμμα απόγνωσης
σαν να ετοιμάζονται για να υποστούνε κάποια σταύρωση
προβλέποντας πως σύντομα θ’ αναστηθούνε.
Ύστερα ρίχνονται απ’ το Ζάλογγο
για ν’ αποδείξουν ότι μόνο αυτοί ξέρουν να ζούνε.
Οι σύντροφοί μου με κομμένες καρωτίδες
ξεχύνονται γρυλίζοντας στους δρόμους
καρατομώντας τη χαρά τους.
Μετά οχυρώνονται στον ήλιο
που έχουνε χτίσει στην καρδιά τους.
Τριγύρω μια ανεξίτηλη νεφέλη
ισόβια εγκάθειρκτη στη νιότη
στήνει παντού τα ξόβεργα της
πασπαλίζοντας με φως τα σώματα όλων.
Οι άνθρωποι είναι μερικές μεγάλοι
χωρίς κανείς να το απαιτήσει.
Αμίλητοι κλειδαμπαρώνονται στα τείχη
και δεν κουνάνε ρούπι απ’ τις σκοπιές τους.
Βγαίνουνε μόνο όλη τη μέρα και χτυπιούνται
με κάποιο εχθρό που τον νικάνε πάντα
και ξαναπαίρνουν θέση μπρος στις πολεμίστρες.
Κάθε τόσο κάποιος πετιέται από το πλήθος
ψελλίζει «Νενικήκαμεν» και πέφτει
σκαμμένος από αδιόρατους κασμάδες.
Ανάβουμε στους ναούς μας όλα τα καντήλια
κρεμώντας φυλαχτό τη λάμψη τους στα μάτια
για να μη λείψουν τα λουλούδια από τον κόσμο.
Καλό ταξίδι μας λοιπόν κι η ζωή μαζί μας.
Οι φίλοι μου σακατεμένοι απ’ την αγρύπνια
με σάπια πόδια σέρνονται με την κοιλιά στους δρόμους
αφήνοντας τη ζωή να τους τσακίζει
με ένα βαρύ λοστό τα κόκαλά τους
κι η γριά σκουπίζει το κατώφλι του σπιτιού της
για να πατήσει και να την ξεκάνει ο πόνος
την ώρα που ξεπροβοδίζει τα παιδιά της
που φεύγουν πάντα ή για τον τρύγο ή για τη μάχη.
Δεν είναι δυνατό να ζει κανένας
μ’ ένα μαχαίρι στο λαιμό του.
Εξόριστοι ή φυλακισμένοι μες στον κόσμο
μπήγουνε κάθε τόσο ικριώματα στο χώμα
για να ‘χει αιτίες να τους σταυρώνει ο δήμιος.
Στριφογυρνάνε σαν θεριά μες στο κλουβί τους
κι αναχαιτίζουν με ανοιχτή αγκαλιά το χρόνο
που τρίβει ένα σκαρπέλο στην καρδιά τους
κι αρπάζοντας μαδέρια θρυμματίζει τα πλευρά τους.
Στήνουνε τρόπαια δόξας όπου κι αν βρεθούνε
αφήνοντας τα αποτυπώματά τους μες στο σύμπαν
που κουβαλάνε με κατάνυξη στους ώμους
σκυφτοί στα χαρακώματα όλη μέρα
περιδινίζοντας και στραγγαλίζοντάς το.
Δεν μίλησα για τις στριγκλιές των έντρομων, ατροφικών παιδιών με τα μεγάλα και βαθουλωμένα μάτια, για τις ξεκοιλιασμένες τραχειοτομημένες γυναίκες με τα ισχνά, άσαρκα μωρά στην αγκαλιά σκελετωμένα, αποστεωμένα από την πείνα, για τον αέναο βόμβο της ανθρωποαυτοκινητοτσιγαροασφαλτοτσιμεντοκαυσαεριομάζας, ανάμικτης με σκόνη, οσμές ιδρώτα, πούδρας, αρωμάτων, μόσχου, νάρδου, κιτροβάλσαμου, αποσμητικών, καλλυντικών, βενζίνης, βαζελίνης, σκουπιδιών, καπνού, τσιγαρισμένων φαγητών, φιλέτων, καφείνης, μπύρας, οινοπνεύματος, δοχείων απορριμμάτων, σάπιων φρούτων, βαρβιτουρικών, υπόνομων, πνιγμένης μες σε γδούπους από πτώσεις μετεωριτών, τριξίματα από μεντεσέδες, τρακαρίσματα, σπασμένα τζάμια, ψυχεδελικούς ρυθμούς της τζαζ, της ποπ, της ντίσκο, με τις στροβιλιζόμενες μορφές σε σχήμα ανθρώπου χωρίς ανθρώπους, με τα ξεφωνητά, τις ξέφρενες κραυγές και τα γρυλίσματα επιληπτικών, σεληνιαζόμενων νεανίδων, ανάκατων με κορναρίσματα φορτηγών, με βρυχηθμούς των τρένων, μυρωδιές καμένων λάστιχων στα βουλκανιζατέρ, στις τρόμπες, στις αντλίες βενζίνης, δίπλα στα αλλήθωρα κασόνια τα γεμάτα ροκανίδια, ζωύφια, μικρόβια, ασπόνδυλα ζώα, δίχως αρτηρίες και τριχοειδή αγγεία, δίχως επιδερμίδα, με αντιφατικές ανατομίες, εκφυλισμένα σε πρωταρχικές ουσίες, μόνο λέμφο, ορρό, υδατάνθρακες και λεύκωμα στις τσιμεντόπλακες ....
..... Για τους πολύβουους δρόμους με τα μεγάλα καταστήματα ανταλλακτικών, ταπήτων, επιπλώσεων, δερμάτινων ειδών, ετοίμων ενδυμάτων, εργαλείων κοπής, ηχητικών μηχανημάτων, ηλεκτρικών ειδών, μουσικών οργάνων, παιδικών ειδών, οικιακών συσκευών, τυροκομικών προϊόντων, υφασμάτων, φαρμάκων, φωτιστικών σωμάτων, με τις αίθουσες γυμναστικής, με τα μεγάλα σουπερμάρκετ, βαφεία, σιδερωτήρια, καθαριστήρια, σφαιριστήρια, κοσμηματοπωλεία, ασφαλιστικά κι εκτελωνιστικά γραφεία νεκροταφεία αυτοκινήτων, θαμμένα μες σε σκόνη από λιγνίτη, εκλογικές αφίσες, κρεμμυδότσουφλα, κατακάθια από καφέ, κόκαλα από μπριζόλες, εμβρυακά παρασκευάσματα διατηρημένα σε ιεροφυλάκια, διαφημίσεις, φεϊγβολάν, τοιχοκολλήσεις, φωτεινές επιγραφές, προθήκες, σφύζοντας από στοιβαγμένα πλήθη μες σε λεωφορεία, συνωστιζόμενα στις στάσεις ή μπροστά σε σουβλατζίδικα, εστιατόρια, οινομαγειρεία, δισκάδικα ....
..... Για τους αλχημιστές, τους φλεβοτομημένους καρδινάλιους, τους ναρκομανείς, τους μαστροπούς, τους παρασημοφορημένους δόκτορες, τους μακάβριους νομοθέτες, τους λαθρέμπορους, τους λιμενεργάτες, για τις προτομές, τις ελαιογραφίες, τα αποτσίγαρα, τ’ άδεια μπουκάλια, τις κονσέρβες, τα τηλεγραφόξυλα, τις σκαλωσιές, τις μάντρες με τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, καμιόνια, φορτηγά, επιβατηγά, λεωφορεία, νταλίκες, ημιφορτηγά, ανατρεπόμενα, μπουλντόζες, εκσκαφείς ....
..... Για τα πελώρια εξουθενωτικά μεγάλα τσιμεντένια σπίτια με τις σκοτεινές προσόψεις, τα μπαλκόνια τα μπαούλα, τα τσιγκέλια, τα έμπλαστρα, τις γλάστρες, χρώματος χακί και μοβ και κόκκινο, όπου περιφέρονται λογομαχώντας οι άνθρωποι, τρέχοντας πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, ανατολικά και δυτικά, βόρεια και νότια, οριζόντια και κατακόρυφα, ανάσκελα και μπρούμυτα, σ’ όλες τις στάσεις, σ’ όλες τις διευθύνσεις, σα νευρόσπαστα μηχανικά, αυτοματισμένα, λέγοντας «Καλημέρα, Καλησπέρα», «Γεια Χαρά», «Τι νέα;», «Τι κάνετε στο σπίτι;» υστερικά, δαιμονισμένα, σχιζοφρενικά, αποκαμωμένα βλέποντας τηλεόραση, αλλάζοντας κανάλια, αλλοπαρμένοι, αλλόφρονες, μοναστικοί, μονάζοντες μες στην πολυκοσμία ....
..... Για τους φυματικούς υπάλληλους μέσα στ΄ ασθματικά γραφεία, πατώντας δίχως διέξοδο κουμπιά, πιέζοντας πλήκτρα μπρος στα χειριστήρια, κιτρινισμένοι, όπως τα σκονισμένα τους χαρτιά, αρχειοθετημένοι, βλέποντας τον ήλιο από το μέσα μέρος, απελπισμένα, απεγνωσμένα μέσα στα συρτάρια και στα ράφια, κοιτάζοντας απ’ τα παράθυρα μονότονα, σπασμωδικά, ασυνάρτητα, πατώντας τα κουμπιά ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ, για τα εργοστάσια μαζικής παραγωγής, για τους εργάτες μπρος στους φούρνους, μπρος στους τόρνους και στις πρέσες, νευρασθενικά παράγοντας προϊόντα, βιαστικά, εφιαλτικά, με προμελετημένες τις κινήσεις, σα μαρμαρωμένες μαριονέτες, σαν ανδρείκελα, σφίγγοντας βίδες και ξεσφίγγοντάς τες, άβουλα, προγραμματισμένα, υποσυνείδητα, τυφλά, ασυναίσθητα, λαχανιασμένα μέσα στα εργοστάσια λιπασμάτων, αλουμίνας, ζάχαρης, στα διυλιστήρια, στα χαλυβουργεία, στα τσιμεντάδικα, στα ελασματουργεία, στα μπαρουτάδικα, φορώντας κράνη, λερωμένες φόρμες, προσωπίδες, σηκώνοντας σακιά μέσα στα σύννεφα της σκόνης, για τα συνεργεία βαρών, τους ηλεκτροσυγκολλητές, τους λεβητοποιούς, για τους εφαρμοστές, τους ξυλουργούς, τους τορναδόρους, για τους χτίστες, για τους ψήστες, για τους ηλεκτροτεχνίτες πάνω στα σκαλιά, μέσα στα φίλτρα, μες στα τούνελ, στους σταθμούς διανομής, στις μεταφορικές ταινίες, στ’ αναβατόρια, στις γερανογέφυρες, στους μετασχηματιστές, στις συστοιχίες ανορθωτών ....
..... Για τα απανθρακωμένα πτώματα, για τα καρβουνιασμένα μάτια, για τα κομματιασμένα δάχτυλα, τους πλακωμένους μέσα σε ορυχεία χαλκού, τους ενταφιασμένους μέσα σε υπόγειες σήραγγες, τους ξεχασμένους μέσα σε κελιά, για τα πιτσιλισμένα μ’ αίμα κάγκελα, τα τσακισμένα κόκαλα, τα καρατομημένα πλήθη, τα εξορυγμένα εντόσθια στις πλατιές λεωφόρους τις στρωμένες με μυαλά χυμένα από κουφάρια, μεδούλια σκορπισμένα, ξεραμένα στα πλακόστρωτα, κρανία πολτοποιημένα, μπάζα, υλικά οικοδομών, οδόσημα, φωτεινούς σηματοδότες, ράγες σιδηρόδρομων, δεντροστοιχίες, δημοτικούς λαμπτήρες, εσχάρες υπονόμων, φρεάτια, με πολυβόλα στις ταράτσες να ξερνούν φωτιά στην άσφαλτο, τραυματισμένους να περνούν, κουτσαίνοντας από περβάζι σε περβάζι ψάχνοντας κρησφύγετο, ολοφυρόμενους διαβάτες να χιμούν προς τις διαβάσεις των πεζών, ενώ τσιρίζουν γύρω τα περίπολα, σφυρίζουνε τ’ ασθενοφόρα, γρυλίζουν τα νοσοκομειακά, στριγκλίζουνε τα οχήματα μες στις ριπές των ολμοβόλων που θερίζουν τις ελπίδες μας ....
..... Για τους παλαιοπώλες, τους μικροπωλητές, τους βιβλιοδέτες, τους ζαχαροπλάστες, τους μηχανικούς, τους μπετατζήδες, τους οικοδόμους, τους κουφωματάδες, τους υδραυλικούς, για τους κομπιουτεράδες και για τους κομπιούτερ με τις κεντρικές μονάδες, τις περιφερειακές μονάδες, τις οθόνες προβολής, τις εκτυπωτικές και σχεδιαστικές μηχανές, με μνήμες ROM και RAM, με τα πολλά προγράμματα, με τα πολλά συστήματα επεξεργασίας των προγραμμάτων, τα τρανζίστορ, τα θυρίστορ, τους τελεστικούς ενισχυτές, τα ολοκληρωμένα κυκλώματα, τα ολοκληρωμένα πειράματα, τους μικροεπεξεργαστές, τους μικροϋπολογιστές, για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα ηλεκτρονικά υποκατάστατα, τα ηλεκτρονικά υποκατάστατα, τις ηλεκτρονικές καρδιές, τα ηλεκτρονικά χέρια, τα ηλεκτρονικά μάτια, τα ηλεκτρονικά γέλια, τα ηλεκτρονικά κλάματα, τα ηλεκτρονικά προσωπεία, τα ηλεκτρονικά ονόματα, τα ηλεκτρονικά οράματα, ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ για τα ηλεκτρόνια, τα μεσόνια, τα ποζιτρόνια, τα νετρίνο, τα δευτερόνια, τα κβαρκς τα κβάντα, για τα κύκλοτρα, τα σύγχροτρα, τα κυκλοσύγχροτρα, τα κόσμοτρα, τα βήτατρα και για τις βόμβες νιτρογλυκερίνης, τις ατομικές βόμβες, τις βόμβες υδρογόνου, τα βαλλιστικά βλήματα, τα τηλεκατευθυνόμενα βλήματα, τα τηλεβαλλόμενα συνθήματα, τις βόμβες νετρονίων, τις βόμβες νετρονίων ....
..... Για τους επιβάτες των μεγάλων καραβιών, των υπερωκεάνιων, των κρουαζιερόπλοιων, των υποβρύχιων, των πυρηνοκίνητων αεροπλανοφόρων, των αεριωθούμενων αεροπλάνων, των πυραυλοκίνητων διαστημόπλοιων, για τα διαπλανητικά ταξίδια, τις διαστημικές αποστολές, τους δορυφόρους, τα πουλσάρ και τα κβαζάρ, τη θεωρία στρεβλότητας πεδίου, τη θεωρία αρμονικότητας πεδίου, τη θεωρία πολλαπλών πεδίων του φωτός, τις μαύρες τρύπες στο διάστημα, τις τρύπες στο διάστημα ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ και για τα πραξικοπήματα, για τα πραξικοπήματα στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ουγγαρία, στην Ελλάδα, στη Χιλή, στην Κύπρο, στην Αγκόλα, στην Τουρκία, στο Σαλβαντόρ, στο Αφγανιστάν, στην Τσεχοσλοβακία, στις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής και στη Ρωσία, για τους πολιτικούς κρατούμενους, για τους φυλακισμένους, για τους βασανισμένους, για τους αλλοφρονήσαντες, για τους μετανοήσαντες και τους τοπικούς πολέμους, για τους τοπικούς πολέμους στο Βιετνάμ, στο Ισραήλ, στο Λίβανο, στο Ιράν, στο Ιράκ, στην Κύπρο, στη Συρία με τους χιλιάδες πρόσφυγες και τους ξεσπιτωμένους και τους αγνοούμενους και τους εκτελεσμένους, τους αιχμαλωτισμένους, τους ανάπηρους, τους ακρωτηριασμένους ΔΕΝ ΣΑΣ ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ και για τα παιδιά με δρόγες ηλιοφώς στο βλέμμα, για τα παιδιά με δρόγες ηλιοφώς στο βλέμμα ΔΕΝ ΣΑΣ ΜΙΛΗΣΑ ΟΠΩΣ ΕΠΡΕΠΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ για τους σιωπηλούς ανθρώπους, τους ερημίτες των μεγαλουπόλεων, τους ξεχαρβαλωμένους, τους αποσβολωμένους μες στο πανδαιμόνιο από τον θόρυβο του σεληνόφωτος μες στις καφετερίες, τις πιτσαρίες, τις ντισκοτέκ, τα κέντρα διασκεδάσεως, τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία και τις ταβέρνες, βαλσαμωμένους, με σπιρούνια, μπότες ιππασίας, παπούτσια με ψηλά τακούνια, ερμητικά κλεισμένους σε εκτροφεία, σε γαλαρίες κινηματογράφων, σε ορφανοτροφεία, σε αποβάθρες, σε ξενοδοχεία ύπνου, σε σεληνιακούς σταθμούς και σε ασανσέρ, υπνοβάτες, μανδαρίνους, τελωνειακούς υπάλληλους, δήμαρχους, ξυλοκόπους, ναυτικούς, μπαλωματήδες, εργαζόμενους σε τσίρκα, αλεσμένους μες σε μύλους του καφέ και σε περιστρεφόμενες καρέκλες, υποδερμικούς, φωταγωγημένους, λαρυγγίζοντες, με τους τεράστιους χαυλιόδοντές τους εκκρεμείς, συντηρημένους σε φορμόλη, συντηρημένους σε φορμόλη, θειάφι, νέφτι, ναφθαλίνη, κατεψυγμένους, εμφιαλωμένους, κονσερβοποιημένους στεγανά ΔΕΝ ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΜΑ και για τα συλλαλητήρια, τις πορείες διαμαρτυρίας, τις κομματικές συγκεντρώσεις, τις προεκλογικές συγκεντρώσεις, τις καμπανοκρουσίες και τα σιωπητήρια με τις βεντούζες, τ’ αποφάγια, πεταμένα φλούδια φρούτων, καταπλάσματα, τις εξακύλινδρες ντηζελομηχανές των φορτηγών αεροπλάνων και των καταδρομικών, τις ηλεκτρικές ξυριστικές μηχανές, τις συρραπτικές μηχανές, τις διατρητικές μηχανές και τις παστίλιες ίριδας μανταρισμένες, νοικοκυρεμένες, οριοθετημένες με λουκέτα και στουπόχαρτα, βομβαρδισμένες με διαστημικό καπνό, σκόνη από τα κοσμικά ακρωτήρια και για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες, τους πυρηνικούς σταθμούς, τα πυρηνικά όπλα, τα πυρηνικά εργοστάσια, τα πυρηνικά καταφύγια, τον πυρηνικό όλεθρο, τη ραδιενεργό ρύπανση, τη μόλυνση των ακτών, τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και τα βιομηχανικά απόβλητα, τα βιομηχανικά παράσιτα, τα βιομηχανικά προϊόντα, τα βιομηχανικά τέρατα και για τις βιομηχανίες τυποποιημένων προϊόντων και για τις βιομηχανίες τυποποίησης προϊόντων και για τις βιομηχανίες που παράγουν τυποποιημένη ζωή και για τις βιομηχανίες που παράγουν τυποποιημένους ανθρώπους, τις βιομηχανίες που παράγουν τυποποιημένους ανθρώπους για μουσειακή χρήση, πανομοιότυπους, με ομοιόμορφες κινήσεις, ταριχευμένους, παρασκευασμένους στο εργαστήριο, προετοιμασμένους για μικροβιολογική παρατήρηση, για εντομολογική εξέταση, προσομοιωμένους για κάθε νόμιμη χρήση, για κάθε νόμιμη χρήση, βαριεστημένους, ζαλισμένους, κουρντισμένους, καταχωνιασμένους, αγαλματοποιημένους, εντελώς νεκρούς, άψογα πεθαμένους, βιολογικά απολυμασμένους σε αμμωνιούχα αφεψήματα και σε αλδεύδη, εκστασιασμένους μες σε υπνοδωμάτια και πλατείες, όπου συχνά φωτοποιείται η ατμόσφαιρα και οι φίλοι μου εγκλωβίζονται στον πάτο ενός μεγάλου θρομβωμένου πέλαγου αφόρητα υποφέροντας από έλλειψη ζωτικού χώρου.
Αν υπάρχουν θεοί, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να είμαι άνθρωπος
Αν δεν υπάρχουν θεοί, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να μην είμαι θεός
Αν υπάρχουν άνθρωποι, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να είμαι θεός
Αν δεν υπάρχουν άνθρωποι, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να μην
είμαι άνθρωπος !
Αν υπάρχει ζωή, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να μην είμαι ζωντανός
Αν υπάρχει σύμπαν, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να μην το ‘χω
δημιουργήσει εγώ
Αν υπάρχεις εσύ, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν να μην σ’ αγαπώ
Και τέλος αν υπάρχετε όλοι εσείς, πώς εγώ θ’ ανεχόμουν
να μην είμαι φίλος σας κι εγώ !
Μέσα στη θύελλα που μαστίζει αυτά τα παραπήγματα
που βολοδέρνουν ακατάπαυστα με την ορμή του αγέρα
το χώμα με το ζόρι μας κρατάει δεμένους πάνω του.
Κάποιος κατάφερε να λύσει τις φτερούγες μας
ρυθμίζοντας τον κόσμο με τον χτύπο της καρδιάς μας.
Κάτι γίνεται, κάποιος γεννιέται στον πλανήτη μας
τραντάζοντας συθέμελα το σύμπαν και συνθλίβοντας
τους δράκους που μολύναν τις τροφές μας.
Σίγουρα κάποιος Εκατόγχειρας θ’ αξιώθηκε
κλέβοντας φως ν’ ανοίξει διαμπερείς τρύπες στην πλάση
για να επιτρέψει ελεύθερα στον Θεό Ουρανό να σμίγει
με τη Θεά Γη του.
Έτσι εξηγείται απλά γιατί την άνοιξη ξαναγεννιέται η φύση
γιατί οι πηγές μας ξεχειλίζουν αγιασμούς και νάματα
και προπαντός γιατί η ζωή μοιράζεται ανενόχλητα στους
οπαδούς της.
Σίγουρα θεοί θα μένουν στα καλύβια αυτά όπου μέναν άνθρωποι
γι’ αυτό δεν ξεχωρίζει πια εύκολα κανείς με ποιον μιλάει
κι όπως συνήθισε να βλέπει μόνο θεούς τριγύρω του
θ’ αρχίσει να πιστεύει ότι είναι ή θεός που αλλαξοπίστησε
ή άνθρωπος που πήρε σχήμα θεού για να χαρεί τον κόσμο.
Οι χερομάχοι έρπουν ξεκληρισμένοι μες στην έρημο
δεμένοι σ’ ένα βράχο με αλυσίδες
για να τους βρίσκει ανήμπορους μόλις χαράζει η μοίρα τους
και να διατάζει τον αϊτό του Δία να τους σπαράζει
την ώρα που όλα πια συνηγορούν πως δεν είναι ένοχοι
κι ενώ τριγύρω οι πελταστές χορεύουν τον πυρρίχιο.
Εδώ όμως δεν υποχωρεί κανείς. Κανείς δεν μετανιώνει.
Αρπάζονται όλοι απ’ το εξαφτέρουγο άρμα κάποιου Απόλλωνα
και σεργιανίζουν μ’ έξαλλη χαρά στην πλάση.
Τη νύχτα οι σάρκες ξαναπλάθονται καλύτερα από πρώτα
καθώς όλοι κραδαίνοντας μια τρίαινα ξεσκίζουνε τα ερέβη
και παίρνουν το έπαθλο της ζωής απ’ το σκοτάδι.
Λοιπόν είναι πολλοί όσοι πήραν κιόλα απόφαση
να μαντρωθούν πίσω απ’ τους πλίνθους για να σώσουν
την τιμή τους.
Παίρνουν το δρόμο δίχως να ζητούν εγγύηση
χωρίς να προσδοκούν ποτέ νίκη ή βοήθεια.
Κι έτσι χωρίς κανένας πια να τους προσμένει
κι ενώ δεν περιμένουν ούτε αυτοί κανένα
ο Παπαφλέσσας πέφτει κάθε τόσο στο Μανιάκι
κι ο Διάκος γίνεται ολοκαύτωμα στην Αλαμάνα.
Βρήκαμε τρόπους να περνάμε μέσα από σχισμές
διορθώνοντας την πλάση.
Καμιά φορά φοράμε ανάποδα τα μάτια μας
και τότε φαίνονται όλα απ’ την καλή μεριά τους.
Ενώ θαρρεί κανείς πως λείπουμε
απλώς δεν είμαστε εντελώς παρόντες.
Δεν πρόκειται ακριβώς λοιπόν για απόδραση
αφού δεν βρίσκει πια κανένας πουθενά άσυλο στον κόσμο
αλλά ίσως που και που για δήμευση εξουσίας.
Και τέλος πάντων προς τα πού να φύγουμε
αφού δεξιά κι αριστερά μας κλείνουν παγετώνες
μπροστά μας μόνιμη απειλή ο γκρεμός της ύπαρξης
και πίσω η αξεπέραστη άβυσσος της μνήμης.
Δίκαια λοιπόν αισθάνεται κανείς συνέχεια ιλίγγους.
Όμως δεν συγχωρείται πια καμιά παρέκκλιση απ’ το πρόγραμμα.
Οι λιποτάκτες μόνο αλλάζουν δρόμο εκλιπαρώντας χάρη.
Οι ανδρείοι δεν καταδέχονται ούτε καν να αναστηθούνε
γιατί κι η ανάσταση γι’ αυτούς είναι λιποψυχία.
Οι οπλίτες σκληραγωγημένοι από τον κλεφτοπόλεμο
με βήμα εφόδου ρίχνονται απ’ τα τείχη
με πρόσωπα αγριεμένα απ’ την αδιάκοπη ένταση
και τα χαρακτηριστικά τους αλλοιωμένα.
Τα χέρια τους μυρίζουνε μπαρούτι και δαφνόφυλλα
μια κι όλη μέρα αποθηκεύουν νάρκες στην καρδιά τους.
Καθώς όλοι τριγύρω ξεφωνίζουνε δαιμονισμένα
και τρέχουν σαν τρελοί όλη μέρα ψάχνοντας κρησφύγετο
νομίζει πια κανείς πως έφτασε η συντέλεια όλων των κόσμων.
Σαν να ‘χει ανοίξει η Γη γυρεύοντας εκδίκηση
πάνε να σπάσουν πάλι τα μηνίγγια μας
καθώς αγκαθωτά σχοινιά τυλίγουν το κορμί μας.
Κάποιος ημίθεος πρέπει να σκοτώθηκε
κι οι Μούσες κλαιν σπαρακτικά για το χαμό του.
Θαρρείς πως οι τριακόσιοι του Λεωνίδα γίνανε χιλιάδες
ξεχύθηκαν στους λόφους και πλημμύρισαν τις πόλεις μας
φωνάζοντας «Μολών λαβέ» οπουδήποτε βρεθούνε.
Πολύ καλά λοιπόν αφού το θέλουνε
θα πολεμήσουμε στον ίσκιο από τα βέλη τους
βροντοφωνάζοντας το «Ω ξειν αγγέλλειν».
Σέρνουν μαζί τους άροτρα καγχάζοντας
για όλους τους εξευτελισμούς που τους επιφυλάσσει η φύση,
σα να μη χρειάζεται να βάλουν όλη τους τη δύναμη
και νοιάζονται μονάχα για τα πιο απαραίτητα
αδιαφορώντας εντελώς για την ανταμοιβή τους.
Όλη τη μέρα καλλωπίζονται από αντίδραση
σα να μην πρόκειται ποτέ να οδηγηθούν στο απόσπασμα
όπου ένας ένας θ’ απαγχονιστούν με τη σειρά τους όλοι
αφού βασανιστούν φρικτά μέχρι να αλλοφρονήσουν.
Αφήστε μας στο χάος λοιπόν με τα φτερά δεμένα
μέσα στους κοπετούς των φίλων μας που καίνε τα κορμιά τους
ξεσκίζοντας τις σάρκες τους μες στο βαρύ οδυρμό τους
για να υποστούμε ατέλειωτη σειρά από κτηνωδίες.
Για μας η ζωή δεν είναι πια κοινό εργαλείο
που το ακονίζει κάποιος όπως όπως φθείροντας τα νιάτα του,
η ζωή έχει γίνει πια για μας μεγάλο σκέπασμα
που σφίγγει τόσο δυνατά τον κόσμο ώσπου τον πνίγει.
Το χέρι τούτο που καθώς οι οπλίτες σκύβουν
τσακισμένοι από πελέκημα άγνωστο
τους στεφανώνει με κλωνάρια δάφνης
ευλογώντας τον ιδρώτα τους
για να καρπίζει πάντα η δόξα στα χωράφια τους
κι έτσι να μένει πάντα κάποιος που ακατάβλητος
με πείσμα να σκουντάει το χρόνο.
Οι θεοί βγαίνουν συχνά σεργιάνι μες στα πάρκα μας
και πίνουν αναψυκτικά μαζί μας,
δουλεύουν μέσα στα γιαπιά και στα εργαστήρια μας
φορώντας μπαλωμένα και ξεθωριασμένα ρούχα,
πλένονται με κοινό σαπούνι, στρώνουν τη χωρίστρα τους
κι όταν τελειώσουνε τη βάρδια βιάζονται
να γυρίσουν κατακρεουργημένοι σπίτι τους
όπου τους περιμένουν με λαχτάρα τα παιδιά τους.
Εδώ οι θεοί γεννιούνται καθημερινά όπου φτάσουνε
βαστώντας όλη μέρα κι όλη νύχτα καραούλι
και δεν κοιμούνται ακόμη κι όταν η ζωή κουράζεται
αν πούμε πως υπάρχουνε στιγμές
που αυτό το ανήμερο θεριό ησυχάζει.
Φαίνονται τόσο ταπεινοί και τόσο ασήμαντοι
που δεν τους ξεχωρίζει πια κανείς απ’ τους ανθρώπους.
Μυροφόρος γυναίκα
Νηρηίδα των κρίνων
Σε Ολύμπιους κήπους
Αναδυομένη
Αποπνέει τη λαγνεία
Ολονύχτιας κραιπάλης.
Το άφραστο θαύμα
Των μαστών της προβάλλει
Τους εύκορμους βλαστούς του
Στο κράτος των αιώνων.
Μικροί Πάνες Φαύνοι
Ραίνουν πυρ και νάμα
Έρωτες τοξεύουν
Τα λευκά σφυρά της
Και γυμνές Συλφίδες
Τείνουνε τα στήθη
Στον Υμέναιό της.
Ω ! Χαράς εκείνης !
Ω ! Η πολλή ηδονή της !
Γλυκασμών εκρήξεις
Σ’ όλο το κορμί της.
Ω ! Τα Βακχικά
Τα ορφικά υγρά της
Αφθονούν κι αρδεύουν
Ως εκ μίας κρήνης
Την μαινόμενη σάρκα
Των εντός μου σατύρων.
Ως αμνάς τον άρνα
Ως Αδάμ την Εύα
Ως Ήλιος την Σελήνη
Ως δάμαλις τον μόσχο
Νυν βατευομένη
Με πόθο και με φόβο
Ολολύζει η κόρη
Τα σπλάχνα κεντουμένη.
Ω ! Την φλεγομένην
Πύλην της Κόλασής της
Χαίνουσαν διαβαίνω.
Στο βωμό του Ναού της
Άβυσσος εσχάτη
Σμίγει ο Θεός μου Στήμων
Με τον Ύπερό της.
Αλλοιούται η Κτίσις.
Προσκυνώ το πάθος
Ανυμνώ το Σχήμα
Που ανέβηκε η ζωή μου
Ως φωτός λυχνία:
Συντριβή θανάτου.