πράγμα που την ανάγκασε να σε στείλει έτσι μακριά απ’ το σπίτι.
4. PHILIP FRENEAU 1752 – 1832
Φίλιπ Φρενώ
ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑ
On A Honey Bee
Γεννημένη για να ρουφάς γουλιά γουλιά τη λίμνη ή την άνοιξη
ή να πίνεις τα νερά του ρυακιού,
γιατί έρχεσαι εδώ με αλήτικα φτερά; --
Μήπως ο Βάκχος σε βάζει σε πειρασμό –
μήπως ετοίμασε για σένα το ποτήρι; --
Θα σε δεχτώ άραγε σ’ ένα συνεταιρισμό;
Μήπως σ’ ενόχλησαν οι θύελλες ή σε μπέρδεψαν οι εχθροί,
μήπως σε φόβισαν οι σφήκες ή τα πουλιά –
μήπως σε τάραξαν οι πόλεμοι ή σε στενοχώρησε η δουλειά,
ή μήπως έχασες το δρόμο σου; --
Δε θα μπορούσες να βρεις καλύτερο μέρος για να μείνεις
απ’ την όχθη αυτής της λίμνης.
Καλωσόρισες! -- σε χαιρετώ στο ποτήρι μου:
Είσαι εντελώς καλοδεχούμενη εδώ.
Εδώ άφησε τα σύννεφα με τα βάσανα να περάσουν,
εδώ, ας εξαφανιστούν όλες οι έγνοιες. –
Αυτός ο χυμός είναι πάντα αρεστός,
και πνίγει τις θλίψεις των ανθρώπων ή των μελισσών.
Αυτό που σ’ έφερε εδώ, δε μπορούμε να το ξέρουμε,
κι εσύ θα μας το πεις μόλις και μετά βίας –
αλλά χαρωπά θα σε αφήσουμε να φύγεις
και θα σου προσφέρουμε ένα χαρούμενο χαιρετισμό:
Σε παρακαλούμε να πετάς με ελαφρύτερα φτερά,
το κεντρί σου τώρα αψηφάει όλους τους εχθρούς.
Μ’ ακόμα Ω, μην πίνεις πάρα πολύ,
και χαθείς στον ωκεανό του κρασιού.
Εδώ μέλισσες μεγαλύτερες από σένα μπορεί να πνιγούν,
ακόμη και μέλισσες μέχρι έξι πόδια μεγάλες.
Σαν τον Φαραώ, τότε, θα λέγανε για σένα
ότι χάθηκες σε μια κόκκινη θάλασσα.
Κάνε ό,τι σου αρέσει, η θέλησή σου είναι δική μου.
Απόλαυσε τη ζωή χωρίς φόβο –
κι ο τάφος σου θα είναι αυτό το κρασοπότηρο,
ο επιτάφιός σου -- ένα δάκρυ –
πήγαινε, πάρε το κάθισμά σου στη βάρκα του Χάροντα,
θα πούμε στις άλλες μέλισσες της κυψέλης ότι πέθανες πετώντας.
5. PHILLIS WHEATLEY 1753 – 1784
Φύλις Ουίτλεϋ
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Fantasy
Ω φαντασία! Ποιος μπορεί να υμνήσει την ορμή σου;
Να περιγράψει την τόση γρηγοράδα του δρόμου σου;
Για να βρεις λαμπρή κατοικία, ζυγίζεσαι σ’ αιθέρες
Στου βροντερόφωνου Θεού το ουράνιο παλάτι.
Με τα φτερά σου ξεπερνάμε μέχρι και τον άνεμο
Αφήνοντας πολύ πίσω τις πολυκύμαντες θάλασσες.
Το φως ταξιδεύει την όψη του απ’ άστρο σ’ άστρο,
Μα αυτή μετράει τους ουρανούς και διασχίζει τα ψηλά βασίλεια
Εκεί που παίρνουμε όλη τη δύναμη μ’ ένα βλέμμα
Και με το νέο κόσμο ξαφνιάζουμε την άπραγη ψυχή μας.
7. FRANCIS SCOTT KEY 1779 – 1843
Φράνσις Σκοτ Κέυ
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΟΧΥΡΟΥ ΜΑΚ ΧΕΝΡΥ
(ΑΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΛΩΡΙΔΕΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ)
Defense of Fort McHenry (The Stars and Stripes Forever)
1 Ω! Πέστε, μπορείτε να δείτε, με το πρώτο φως της αυγής, πώς τη
2 χαιρετίσαμε τόσο περήφανα με την τελευταία λάμψη του σούρουπου,
3 καθώς οι φαρδιές λωρίδες και τα φωτεινά αστέρια της που βλέπαμε
4 στις επάλξεις μες στην επικίνδυνη μάχη ανέμιζαν τόσο ευγενικά;
5 Και το κόκκινο φως των οβίδων, οι βόμβες που έσκαγαν στον αέρα,
6 έδειχναν μες στη νύχτα πως το λάβαρό μας ήταν ακόμα εκεί –
7 Ω! Πέστε, εκείνη η αστερόεσσα σημαία κυματίζει ακόμα
8 πάνω στη χώρα του ελεύθερου και στην πατρίδα του γενναίου;
9 Στην ακτή, που φαίνεται αμυδρά μες στην ομίχλη της πεδιάδας,
10 όπου ο υπεροπτικός οικοδεσπότης του εχθρού αναπαύεται μες στη
11 φοβερή σιωπή, τι είναι αυτό που το αεράκι καθώς φυσά σπασμωδικά 12 στον απότομο γκρεμό μισό κρύβει και μισό φανερώνει;
13 Τώρα φαίνεται η λάμψη της πρώτης ακτίνας του πρωινού,
14 τώρα καθρεφτισμένη με μεγάλη δόξα λάμπει στο ρεύμα –
15 είναι η αστερόεσσα σημαία, Ω! Πολύ καιρό ας κυματίζει
16 πάνω στη χώρα του ελεύθερου και στην πατρίδα του γενναίου.
17 Και πού είναι εκείνη η συντροφιά που τόσο κομπαστικά ορκίστηκε
18 ότι ο όλεθρος του πολέμου κι η σύγχυση της μάχης
19 δεν θα έπρεπε να μας αφήσει πια ένα σπίτι και μια χώρα;
20 Το αίμα ξέπλυνε τη μόλυνση των αποκρουστικών χναριών τους,
21 κανένα καταφύγιο δεν μπορεί να σώσει τους μισθοφόρους και τους
22 σκλάβους, απ’ τον τρόμο της φυγής ή την κατάθλιψη του τάφου.
23 Κι η αστερόεσσα σημαία κυματίζει θριαμβευτικά
24 πάνω στη χώρα του ελεύθερου και στην πατρίδα του γενναίου.
25 Ω! Λοιπόν ας βρίσκεται πάντα εκεί όπου στέκονται ελεύθεροι πολίτες
26 ανάμεσα στο αγαπημένο σπίτι και την πολεμική θλίψη,
27 ευλογημένοι απ’ τη νίκη και την ειρήνη, η χώρα που σώθηκε απ’ το 28 Θεό ας δοξάσει τη δύναμη που μας έκανε και μας διατηρεί ένα έθνος!
29 Πρέπει λοιπόν να νικάμε όταν οι λόγοι μας είναι δίκαιοι,
30 κι αυτό ας είναι το ρητό μας -- "Στο Θεό είναι η ελπίδα μας!"
31 Κι η αστερόεσσα σημαία θριαμβευτικά θα κυματίζει
32 πάνω στη χώρα του ελεύθερου και στην πατρίδα του γενναίου.
(1) Fort McHenry: Φρούριο στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ των ΗΠΑ, γνωστό για την απόκρουση επίθεσης του Βρετανικού στόλου κατά τον Αγγλοαμερικανικό πόλεμο του 1812.
(2) Το 1931 η πρώτη στροφή του ποιήματος, μελοποιημένη σύμφωνα με ένα λαϊκό συμποτικό Βρετανικό τραγούδι, αναγνωρίστηκε επίσημα ως εθνικός ύμνος των ΗΠΑ.
8. WILLIAM CULLEN BRYANT 1794 – 1878
Ουίλιαμ Κάλεν Μπράϊαντ
Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
The massacre oh Chios
Μην κλαις της Χίου τα παιδιά τ’ αδικοσκοτωμένα.
Το αίμα τους που χύθηκε απ’ τούρκικο μαχαίρι
μάταια δε στέλνει στο Θεό μηνύματα θλιμμένα
για θεϊκή εκδίκηση στο φονικό τους χέρι.
Φούσκωνε το αιμάτινο και χλιαρό ποτάμι
μες στη φωτιά που αλύπητη τον ουρανό φωτίζει.
Σε κάθε του σταλαματιά κάποιος ορμάει να κάμει
με τ’ άρματα ό,τι λευτεριά ή θάνατο χαρίζει.
Κι αν οι εχθροί στο πέλαγο ένα νεκρό πετούνε
στα λεπιασμένα σμήνη του ατέλειωτο γιορτάσι
μια εκατοντάδα αντίπαλοι αμέσως θα δοθούνε
στ’ αγριοπούλια του βουνού που ορμούν εκεί με βιάση.
Τη μνήμη αυτή με τελετή θλιμμένη να τιμήσει
σ’ όλα της τα παράλια η Ελλάδα θα δεχτεί
μέχρι η αλυσίδα της σκλαβιάς στο τέλος να τσακίσει
έτσι που πια να μη μπορεί ξανά να φορεθεί.
9. RALPH WALDO EMERSON 1803 - 1882
Ραλφ Ουόλντο Έμερσον
ΎΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ
Concord Hymn
Δίπλα στην άτεχνη γέφυρα που σχηματίζει αψίδα πάνω στο ποτάμι,
η σημαία τους ξεδιπλώθηκε στο αεράκι του Απριλίου,
εδώ κάποτε στάθηκαν οι κατατροπωμένοι αγρότες,
κι έπεσε ο πυροβολισμός που ακούστηκε ολόγυρα.
Ο εχθρός πολύ καιρό από τότε κοιμήθηκε μες στη σιωπή.
Παρόμοια ο κατακτητής κοιμάται σιωπηλός.
Κι ο χρόνος σάρωσε την ερειπωμένη γέφυρα
στο σκοτεινό ρεύμα που έρπει προς τη θάλασσα.
Σ’ αυτή την πράσινη όχθη, δίπλα σ’ αυτό το ήρεμο ρυάκι,
βάζουμε σήμερα μια αναθηματική πέτρα.
Εκείνη η μνήμη μπορεί να εξαγοράσει τον άθλο τους,
όταν, όπως οι πρόγονοί μας, οι γιοι μας χάθηκαν.
Πνεύμα, που έκανες εκείνους τους ήρωες να τολμήσουν
να πεθάνουν και ν’ αφήσουν τα παιδιά τους ορφανά,
ας είναι πλουσιοπάροχη προσφορά χρόνου και φύσης
η στήλη που υψώνουμε για εκείνους και για σένα.
10. HENRY WADSWORTH LONGFELLOW 1807 -1882
Χένρυ Ουόντσουορθ Λονγκφέλοου
Η ΜΕΡΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕ
The Day Is Done
Η μέρα πια τελείωσε, το σκοτάδι
πέφτει απ’ της νύχτας τις φτερούγες
όπως ένα φτερό μαδιέται κι αιωρείται
από ένα αϊτό καθώς πετάει.
Βλέπω τα φώτα του χωριού να λάμπουν
ανάμεσα από τη βροχή και την ομίχλη.
Βαριά μελαγχολία με ζώνει
που δε μπορεί η ψυχή μου να βαστάξει.
Ένα αίσθημα μελαγχολίας και νοσταλγίας
που με τον πόνο ολότελα δε συγγενεύει
και μοιάζει με τον πόνο τόσο μόνο
όσο η βροχή μοιάζει με την ομίχλη.
Έλα και πες μου ένα τραγούδι,
ένα τραγούδι απλό απ’ την καρδιά σου,
να γαληνέψει τη βαρυθυμιά μου
και τις έγνοιες της μέρας να αποδιώξει.
Όχι από τους παλιούς δασκάλους,
ούτε από τους μεγάλους βάρδους
που μέσα απ’ τα περάσματα του χρόνου
μακριά αντηχούν τα βήματά τους.
Γιατί σαν θούριων ήχοι οι δυνατές τους
σκέψεις θυμίζουν της ζωής το μόχθο,
κεντρίζουν στον αδιάκοπο αγώνα,
μ’ απόψε εγώ ποθώ γαλήνη.
Πιο ταπεινό ποιητή να μου διαβάσεις,
που απ’ την καρδιά του οι στίχοι του αναβρύζουν
σαν μπόρα από τα σύννεφα το καλοκαίρι
ή σαν τα δάκρυα απ’ των ματιών τη βρύση,
που ανάμεσα από ατέλειωτες ημέρες μόχθου
και νύχτες όλο ανησυχίες γεμάτες
η μουσική στην ψυχή του ηχούσε ακόμα
από θαυμάσιες μελωδίες.
Της έγνοιας τον ασίγαστο παλμό
τέτοια τραγούδια ξέρουν ν’ απαλαίνουν
κι έρχονται σαν την ευλογία
που ακολουθεί την προσευχή μας.
Ύστερα από κάποια ανθολογία
το ποίημα που σ’ αρέσει διάβασέ μου
και στου ποιητή το στίχο δώσε
τη γοητεία της φωνής σου.
Και τότε η νύχτα θα γεμίσει μελωδίες
κι οι έγνοιες που βαραίνουνε τη μέρα
σαν Άραβες θα λύσουν τις σκηνές τους
και σιωπηλά μακριά θα φύγουν.
11. JOHN GREENLEAF WHITTIER 1807 – 1892
Τζον Γκρήνληφ Ουίτιε
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ: ΠΡΟΟΙΜΙΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Among the Hills: Prelude
Δεν είναι καιρός αυτός φαγωμένα χέρια
να διαθέσουν σε έργα τη δύναμή τους και (ας δοξαστεί Αυτός
που δίνει ησυχία!) η πίεση κι η ένταση
των χρόνων που έκαναν τη δουλειά αιώνων
έχουν πάψει και μπορούμε να ανασάνουμε ακόμα μια φορά
ελεύθερα και βαθιά. Έτσι, καθώς εκείνοι οι θεριστές
περνούν ευχάριστα τα μεσημέρια τους κάτω απ’ τις λεύκες
με ιστορίες κι αινίγματα και παλιά τραγούδια,
αφήνω κατά μέρος τα δυσάρεστα θέματα και γυρίζω νωχελικά
τα φύλλα του βιβλίου με τις ζωγραφιές της Μνήμης κι ονειρεύομαι
τις παλιές καλοκαιρινές εικόνες των ήρεμων λόφων
και της ανθρώπινης ζωής, το ίδιο ήσυχης, στους πρόποδές τους.
12. EDGAR ALLAN POE 1809 – 1849
Έντγκαρ Άλαν Πόε
ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ Σ’ ΟΝΕΙΡΟ
A Dream Within a Dream
Έλα το μέτωπο να σου φιλήσω
και μια και πρέπει να σ’ αφήσω
άσε με αυτό να ομολογήσω:
Οι μέρες μου όπως το ’κρινες σωστά
ένα όνειρο ήταν μοναχά.
Μ’ αν έφυγε η ελπίδα πέρα
μες σε μια νύχτα ή σε μια μέρα
μες στ’ όνειρο είτε σε κανένα
όμως δε χάθηκε για μένα;
Ό,τι θαρρεί κανείς πως βλέπει τάχα
είναι όνειρο μες σ’ όνειρο μονάχα.
Στέκω μέσα στην ανεμοζάλη
σε κυματόδαρτο ακρογιάλι
σφιχτά η παλάμη μου κρατεί
σπυριά απ’ την άμμο τη χρυσή –
τι λίγα κι όμως πώς γλιστράνε
μες απ’ τα χέρια και σκορπάνε
ενώ πικρά τα δάκρυα μου κυλάνε!
Ω Θε μου, ας ήταν να μπορούσα
σφικτότερα να τα κρατούσα;
Να μη γλιτώσω, Θε μου, αυτό είναι κρίμα
ένα τουλάχιστον απ’ το σκληρό το κύμα.
Ό,τι θαρρεί κανείς πως βλέπει τάχα
είναι όνειρο μες σ’ όνειρο μονάχα.
ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ
To Zakynthos
Ωραίο νησί, που τ’ απαλό, γλυκό όνομά σου Ζάκυνθο
το πήρες απ’ το πιο όμορφο λουλούδι τον Υάκινθο!
Πόσες ξυπνάει η θέα σου μνήμες φωτολουσμένες
όταν σε βλέπω από παλιές ώρες ευτυχισμένες!
Πόσες σκηνές ολόγλυκες που χάθηκαν και πάνε
και πόσες σκέψεις θλιβερές για ελπίδες πια νεκρές
πόσοι οραματισμοί για μια παρθένα που δε θα ’ναι
ποτέ της πια, ποτέ της πια στις φρέσκες σου πλαγιές!
Ποτέ της πια! Ο πένθιμος λυπητερός αχός
όλα τ’ αλλάζει κι άλλο πια δε θα μ’ ευχαριστεί
η ανάμνησή σου πια ποτέ κι έτσι από δω και μπρος
θα μοιάζει τρισκατάρατη η πράσινή σου ακτή.
Ω, εσύ νησί του υάκινθου, Ω πορφυρένιο Τζάντε
χρυσό νησί, που σε είπανε «Το Φιόρο του Λεβάντε»!.
15. HENRY DAVID THOREAU 1817 – 1862
Χένρυ Ντέιβιντ Θόρω
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΔΕΜΑ ΜΑΤΑΙΩΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΩΝ
I am a Parcel of Vain Strivings Tied
Είμαι ένα δέμα μάταιων προσπαθειών συσχετισμένων
από έναν τυχαίο δεσμό,
που αιωρούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι σχέσεις τους
έγιναν πολύ χαλαρές και πλαδαρές,
μου φαίνεται,
για ηπιότερο καιρό.
Μια δέσμη από λάπαθο και βιολέτες χωρίς τις ρίζες τους,
ανακατεμένες,
περικυκλωμένες από ένα δεμάτι άχυρα
που κουλουριάστηκαν γύρω στους βλαστούς τους,
είναι ο νόμος
απ’ τον οποίο καθορίζομαι.
Ένα μπουκέτο που ο χρόνος άρπαξε βιαστικά
από εκείνα τα όμορφα Ηλύσια πεδία,
με ζιζάνια και σπασμένους μίσχους,
κάνει τον όχλο να τραπεί σε φυγή
σπαταλώντας
τη μέρα που παράγει.
Κι εδώ ανθίζω για μια σύντομη αθέατη ώρα,
πίνοντας τους χυμούς μου,
χωρίς καθόλου ρίζα στο έδαφος
για να κρατήσω τα κλαδιά μου πράσινα,
καθώς στέκομαι
σε ένα άδειο κύπελλο.
Μερικά τρυφερά μπουμπούκια αφέθηκαν στο μίσχο μου
σε μια απομίμηση της ζωής,
αλλά αχ! Τα παιδιά,
μέχρι να τα μαράνει ο χρόνος,
δεν ξέρουν τη θλίψη
που τα γεμίζει.
Αλλά τώρα βλέπω πως δεν ξεριζώθηκα για τίποτε,
και μετά τοποθετήθηκα στο γυάλινο βάζο
της ζωής για να επιζήσω,
αλλά με έφερε ένα ευγενικό χέρι
ζωντανό
σε μια παράξενη θέση.
Αυτό το φυτό λοιπόν αδυνατισμένο θα εξαγοράσει σύντομα τις ώρες του και μετά από ένα χρόνο,
όπως ξέρει ο Θεός, με πιο ελεύθερο αέρα,
θα δώσει περισσότερα φρούτα κι ομορφότερα
λουλούδια,
ενώ μαραίνομαι εδώ.
18. HERMAN MELVILLE 1819 – 1991
Χέρμαν Μέλβιλ
ΑΜΕΡΙΚΗ
America
Ι
Εκεί όπου απλώνονται τα φτερά ενός ηλιόλουστου θόλου
είδα μια σημαία στον χαρωπό έναστρο ουρανό,
όπως η κόμη της Βερενίκης
να κυματίζει με υπερηφάνεια.
με μακρόσυρτη πτυχωτή ροή,
που θύμιζε κελαρυστά κύματα της Βραζιλίας
που κυλάνε άφθονα στη γραμμή.
Το έδαφος αναπαύεται ειρηνικά από κάτω
τα παιδιά μέσα στη χαρά τους
κουρνιάζουν στην ευτυχισμένη καρδιά
της νέας μητρότητας.
ΙΙ
Αργότερα κυμάτιζε στη μάχη
όταν η θύελλα ανακατεύτηκε με το ξέφτισμα,
και πάνω απ’ τη μυτερή άκρη του κονταριού
είδα την αόριστη αστραπή να τρεμοπαίζει.
Ανδρείοι πολέμησαν με ανδρείους και πέθαναν:
άγρια ήταν η απελπισία και σκληρή η περηφάνια
κι η έρημη μάνα έμεινε αμίλητη,
χλομιασμένη απ’ τη μανία των παιδιών της.
ΙΙΙ
Πιο αργά ακόμα το μετάξι σάλπισε
για το δίκιο της.
Λίγο ωφέλησε το λαμπρό σάβανο,
αν και κατακόκκινο, για να ευθυμήσει ή να ζεστάνει
ένα παρατηρητή που την είδε πεσμένη κι είπε
κοιμάται, αλλά κοιμάται μόνο, δεν είναι νεκρή.
Αλλά σ’ εκείνο τον ύπνο η παραμόρφωση έδειξε
τον τρόμο του οράματος –
ενός σιωπηλού ανομολόγητου οράματος,
που αποκάλυψε τα θεμέλια της γης γυμνά,
και τη γοργόνα στην κρυμμένη θέση της.
Ήταν ένα φοβερό θέαμα να το βλέπεις
ένα τόσο αποκρουστικό όνειρο σ’ ένα τόσο όμορφο πρόσωπο,
κι αυτός που το είδε ήταν ξαπλωμένος μέσα σ’ εκείνο το έναστρο σάβανο.
IV
Όμως πετάχτηκε ξαφνικά απ’ την ύπνωση –
ο ύπνος ή ο θάνατος έδωσαν τη θέση τους στην προβιβασμένη ζωή.
Στα πόδια της ένας τρεμάμενος ζυγός,
και στην όψη της που γύρισε στον ουρανό
δεν υπήρχε κανένα ίχνος πάθους ή σύγκρουσης –
μόνο ένα καθαρό ήρεμο βλέμμα. Μιλούσε για θλίψη --
αλλά με τρόπο που εξαγνίζει τους σουβλερούς
πόνους για να μην έρθουν ποτέ πάλι –
και θρίαμβο συγκρατημένο απ’ το συνταίριασμα με τη γνώση,
ευγενική δύναμη κι ελπίδα που έγινε σοφία,
και νιάτα που συνετίστηκαν για την εδραίωση της ωριμότητας –
νόμος στο μέτωπό της κι αυτοκρατορία στα μάτια της.
Έτσι έμεινε αυτή, με πιο σοβαρό ύφος κι ανυψωμένο λάβαρο
ενώ η σκιά, κυνηγημένη απ’ το φως,
πέταξε ψηλά μακριά
και την άφησε στο βράχο.
19. WALT WHITMAN 1819 – 1892
Ουόλτ Ουίτμαν
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Salut Au Monde
1
Ω! Πιάσε με απ’ το χέρι, Ουόλτ Ουίτμαν!
Πόσα θαύματα ξετυλίγονται μπρος σου! Τι θεάματα και τι φωνές!
Πόσες ατέρμονες αλυσίδες ενωμένες, με κάθε κρίκο τους γαντζωμένο στον επόμενο! Με κάθε κρίκο ν’ απαντάει σε όλους κι όλοι τους να μοιράζονται τη γη.
Τι είναι αυτό που πλαταίνει μέσα σου Ουόλτ Ουίτμαν;
Ποιοι ωκεανοί και ποιες στεριές όλο ιδρώτα;
Ποιες χώρες; Ποιοι είναι τούτοι οι άνθρωποι, αυτές οι πολιτείες;
Ποια είναι τούτα τα παιδιά που άλλα παίζουν κι άλλα νυστάζουν;
Ποια είναι τα κορίτσια αυτά; Και ποιες αυτές οι παντρεμένες;
Ποιοι είναι αυτοί οι γέροντες που περπατάνε αργά μαζί, πιασμένοι απ’ τους ώμους;
Ποια είναι τούτα τα ποτάμια; Ποια δάση και φρούτα είν’ αυτά;
Πώς λένε τα βουνά που υψώνονται μες στην ομίχλη;
Ποια είναι αυτά τα μύρια σπίτια, όλα γεμάτα ανθρώπους;
Μέσα μου το γεωγραφικό πλάτος πλαταίνει, το μήκος μακραίνει,
Ασία, Αφρική, Ευρώπη είναι ανατολικά – η Αμερική βρίσκεται στη δύση,
περιζώνοντας την καμπούρα της γης τυλίγεται ο ζεστός ισημερινός,
οι άκρες του άξονα γυρίζουν περίεργα βόρεια και νότια,
μέσα μου βρίσκεται η μεγαλύτερη μέρα – ο ήλιος περιστρέφεται σε λοξά δαχτυλίδια – δεν δύει για πολλούς μήνες
απλωμένος την ώρα που πρέπει μέσα μου ο νυχτερινός ήλιος ανατέλλει πάνω απ’ τον ορίζοντα και βυθίζεται πάλι
μέσα μου ζώνες, θάλασσες, καταρράκτες, φυτά, ηφαίστεια, νησιωτικά συγκροτήματα, Μαλαισία, Πολυνησία και τα μεγάλα νησιά των Δυτικών Ινδιών.
Τι ακούς Ουόλτ Ουίτμαν;
Ακούω τον εργάτη και τη γυναίκα του αγρότη να τραγουδάνε,
ακούω μακριά τις φωνές των παιδιών και των ζώων νωρίς το πρωί,
ακούω γρήγορες ντουφεκιές από ένα τυφεκιοφόρο του Ανατολικού Τεννεσή και του Κεντάκυ που κυνηγάει πάνω στους λόφους,
ακούω τις κραυγές των Αυστραλών που κυνηγάνε άγρια άλογα,
ακούω στον ίσκιο της καρυδιάς τον ισπανικό χορό με τα κρόταλα που συνοδεύουν τα όργανα,
ακούω τους αδιάκοπους ήχους που ξεκινούν μακριά απ’ τον Τάμεση,
ακούω τα άγρια τραγούδια της λευτεριάς που έρχονται απ’ τη Γαλλία,
ακούω τον Ιταλό κωπηλάτη που απαγγέλλει μουσικά αρχαία ποιήματα,
ακούω τον χορό των νέγρων στις φυτείες της Βιρτζίνια, σε μια νύχτα θερισμού μέσα στη λάμψη απ’ τους ρόζους των πεύκων,
ακούω το βαρύτονο τραγούδι των αντρών στη μακριά ακτή του Μανχάταν,
ακούω τους λιμενεργάτες που ξεφορτώνουν εμπορεύματα και τραγουδάνε,
ακούω τις κραυγές απ’ τα νεροπούλια στις μοναχικές βορειοδυτικές λίμνες,
ακούω το θρόισμα των ακρίδων καθώς χτυπάνε το σιτάρι
και τα χόρτα με τη σκιά της φοβερής σκιάς τους,
ακούω τον ύμνο του Κόπτη με τη δύση του ήλιου που πέφτει μελαγχολικά πάνω στο μαύρο στήθος της απέραντης και ιερής θάλασσας του Νείλου,
ακούω τις τρομπέτες απ’ τις σχεδίες της εφοδιοπομπής στα ποτάμια του Καναδά,
ακούω τον τερετισμό των Μεξικανών μουλαράδων και τα κουδούνια των μουλαριών,
ακούω τον άραβα μουεζίνη να προσκαλεί τους πιστούς απ’ το ύψος του μιναρέ,
ακούω τους χριστιανούς ιερείς στο βωμό των ναών τους
και το μελωδικό χορό που τους αποκρίνεται, μπάσο σοπράνο,
ακούω τη γοερή κραυγή άκρατης απελπισίας των ασπρομάλληδων Ιρλανδών παππούδων όταν ακούνε το θάνατο των εγγονιών τους,
ακούω την κραυγή των Κοζάκων και τη φωνή του ναύτη στη θάλασσα του Οχότση,
ακούω τις σφυριχτικές αναπνοές των σκλάβων καθώς πάνε κοπάδι
δυο δυο και τρεις τρεις, δεμένοι όλοι μαζί απ’ τους αστράγαλους και τις παλάμες,
ακούω τον Εβραίο που διαβάζει τα χρονικά και τους ψαλμούς του,
ακούω τους αρμονικούς μύθους και τους ηρωικούς θρύλους των Ελλήνων και των Ρωμαίων
ακούω την ιστορία της ζωής και τον αιματηρό θάνατο του όμορφου θεού, του Χριστού,
ακούω τον Ινδουιστή να διδάσκει στους αγαπημένους μαθητές του τους έρωτες, τους πολέμους,
τα αποφθέγματα, που μεταδόθηκαν με ασφάλεια μέχρι σήμερα, από ποιητές που τα έγραψαν τρεις χιλιάδες χρόνια πριν.
Τι βλέπεις Ουόλτ Ουίτμαν;
Ποιοι είναι αυτοί που χαιρετάς και σε χαιρετάνε ο ένας ύστερα απ’ τον άλλο;
Βλέπω ένα μεγάλο στρογγυλό θαύμα να κυλάει μες στον αέρα,
βλέπω μικρά αγροκτήματα, χωριουδάκια, ερείπια, νεκροταφεία, φυλακές, εργοστάσια, παλάτια, χαμόσπιτα, καλύβες βαρβάρων, τέντες νομάδων στην επιφάνεια της γης,
βλέπω το σκιασμένο τμήμα στη μια πλευρά, όπου οι κοιμισμένοι πλαγιάζουν – και το ηλιοφώτιστο τμήμα στην άλλη πλευρά,
βλέπω την περίεργη σιωπηλή αλλαγή του φωτός και της σκιάς,
βλέπω μακρινές χώρες, αληθινές και κοντινές για τους κατοίκους τους,
όσο είναι η χώρα μου για μένα.
......................................................................
Βλέπω τις ράγες των σιδηροδρόμων όλης της γης,
τις βλέπω να συγκολλούν τη μία πολιτεία μετά την άλλη, τη μία πόλη μετά την άλλη όλη τη Βόρεια Αμερική
τις βλέπω στη Μεγάλη Βρετανία, τις βλέπω στην Ευρώπη,
τις βλέπω στην Ασία και την Αφρική.
Βλέπω τους ηλεκτρικούς τηλέγραφους της γης,
βλέπω τα σύρματα να φέρνουν ειδήσεις για πολέμους, θανάτους, απώλειες, κέρδη, για όλα τα πάθη της φυλής μου.
Βλέπω τα μακριά χνάρια των ποταμών της γης,
βλέπω τις εκβολές του Μισισιπή, βλέπω τις εκβολές του Κολούμπια,
βλέπω τον Μεγάλο Ποταμό και τους καταρράκτες του Νιαγάρα,
βλέπω τον Αμαζόνιο και τον Παραγουάη,
βλέπω τους τέσσερις μεγάλους ποταμούς της Κίνας, τον Αμούρ, τον Κίτρινο, τον Γιανκ-Τσε και τον Σι-Κιανγκ,
βλέπω τις εκβολές του Σηκουάνα και του Δούναβη, του Λίγηρα, του Ροδανού και του Γκουανταλκιβίρ,
βλέπω τους μαιάνδρους του Βόλγα, του Δνείπερου, του Όντερ,
βλέπω τον Φλωρεντινό να διαπλέει τον Άρνο και τον Βενετό να ακολουθεί τον Πάδο,
βλέπω τον Έλληνα ναυτικό να σαλπάρει απ’ την Αίγινα.
..........................................................................
Βλέπω τις πόλεις της γης και γίνομαι στην τύχη πολίτης πότε της μιας και πότε της άλλης,
είμαι ένας βέρος Παριζιάνος,
είμαι κάτοικος της Βιέννης, της Πετρούπολης, του Βερολίνου, της Κωνσταντινούπολης,
είμαι απ’ την Αδελαΐδα, το Σίδνεϋ, τη Μελβούρνη,
είμαι απ’ το Λονδίνο, το Μάντσεστερ, το Μπρίστολ, το Εδιμβούργο, το Λίμερικ,
είμαι απ’ τη Μαδρίτη, το Κάδιξ, τη Βαρκελώνη, το Οπόρτο, τη Λυών, τις Βρυξέλες, τη Βέρνη, τη Φραγκφούρτη, τη Στουτγάρδη, το Τορίνο, τη Φλωρεντία,
ανήκω στη Μόσχα, στην Κρακοβία, στη Βαρσοβία – ή βορειότερα στη Χριστιανία ή στη Στοκχόλμη – ή στο σιβηρικό Ιρκούτσκ – ή σε κάποιο δρόμο της Ισλανδίας,
ξαποσταίνω σ’ όλες αυτές τις πόλεις κι ύστερα αρχίζω πάλι την πτήση μου απ’ αυτές.
.......................................................................................
Βλέπω άντρες και γυναίκες παντού,
βλέπω τη γαλήνια αδελφότητα των φιλοσόφων,
βλέπω τη δημιουργικότητα της φυλής μου,
βλέπω τα αποτελέσματα της επιμονής και της φιλοπονίας της φυλής μου,
βλέπω λαούς, χρώματα, βαρβαρισμούς, πολιτισμούς – πηγαίνω ανάμεσά τους – ανακατεύομαι αδιάκριτα μαζί τους
και χαιρετώ όλους τους κατοίκους της γης.
Εσένα όποιος και να είσαι!
Εσένα κόρη και γιε της Αγγλίας,
εσένα, απ’ τους λαούς και τα βασίλεια των Σλάβων, εσένα Ρώσε απ’ τη Ρωσία,
εσένα Αφρικανέ με τη σκοτεινή καταγωγή, το μαύρο δέρμα,
τη θεία, μεγάλη ψυχή, τις ευγενικές γραμμές και το λαμπρό μέλλον, που έρχεσαι μαζί μου εμπρός,
εσένα Νορβηγέ, Σουηδέ, Δανέ, Ισλανδέ, Πρώσε,
εσένα Ισπανέ, εσένα Πορτογάλε,
εσένα Γαλλία και Γάλλε απ’ τη Γαλλία,
εσένα Βέλγε, εσένα λάτρη της ελευθερίας Ολλανδέ,
εσένα γενναίε Αυστριακέ, εσένα Λομβαρδέ, Ούγγρε, Βοημέ, αγρότη της Στύριας, εσένα γείτονα του Δούναβη,
εσένα εργάτη του Ρήνου, του Έλβα, του Βέσερ κι εσένα εργαζόμενη γυναίκα,
εσένα κάτοικε της Σαρδηνίας, της Βαυαρίας, της Σουηβίας, της Σαξονίας, της Μολδοβλαχίας, της Βουλγαρίας,
εσένα κάτοικε της Πράγας, της Ρώμης, της Νάπολης, της Ελλάδας,
εσένα ταυρομάχε στην αρένα της Σεβίλλης,
εσένα ορεσίβιε που ζεις χωρίς νόμους στον Ταύρο ή στον Καύκασο,
εσένα βοσκέ αλόγων της Σομαλίας, που φροντίζεις τις φοράδες σου και ταίζεις τ’ άλογά σου,
εσένα ομορφοκαμωμένε Πέρση τρέχοντας καβάλα πάνω στη σέλα σημαδεύοντας βέλη στο στόχο,
εσένα Κινέζε και Κινέζα, εσένα Τάρταρε απ’ την Ταρταρία,
εσένα γυναίκα της γης υποταγμένη στο καθήκον σου,
εσένα Εβραίε που ταξιδεύεις στα παλιά χρόνια σου αψηφώντας τους κινδύνους, για να βρεθείς κάποτε σε Συριακό έδαφος,
εσάς άλλοι Εβραίοι που περιμένετε στις χώρες σας το Μεσσία,
εσένα στοχαστικέ Αρμένη, που συλλογίζεσαι καθισμένος δίπλα σε κάποιο ποτάμι του Ευφράτη,
εσύ που κοιτάζεις τα ερείπια της Νινευή, που ανεβαίνεις στο Όρος Αραράτ,
εσένα προσκυνητή με τα κουρασμένα πόδια που καλωσορίζεις τα τζαμιά της Μέκκας που ακτινοβολούν από μακριά,
εσάς σείχηδες στη λωρίδα του Σουέζ που ορίζετε τις οικογένειες και τις φυλές σας,
εσένα καλλιεργητή ελαιώνων που μαζεύεις τους καρπούς σου στα χωράφια της Ναζαρέτ, της Δαμασκού και της Τιβεριάδας λίμνης,
εσένα πραματευτή απ’ το Θιβέτ στη φαρδιά ενδοχώρα σου, που παζαρεύεις εμπορεύματα στα μαγαζιά της Λάσα,
εσένα Γιαπωνέζε ή Γιαπωνέζα, εσένα που ζεις στη Μαδαγασκάρη, στην Κεϋλάνη, στη Σουμάτρα, στη Βόρνεο,
όλους εσάς απ’ τις ηπείρους της Ασίας, της Αφρικής, της Ευρώπης, της Αυστραλίας απ’ οποιοδήποτε τόπο,
όλους εσάς στ’ αναρίθμητα νησιά των αρχιπέλαγων της θάλασσας
κι εσάς που θα ζείτε στους αιώνες που θα έρθουν, όταν θα μ’ ακούτε,
κι εσάς καθένα ξεχωριστά και παντού, που μπορεί να μην ονομάζω αλλά σας έχω το ίδιο στο μυαλό μου,
Γεια σε όλους σας! Δεχτείτε ένα φιλικό χαιρετισμό σταλμένο από μένα κι απ’ την Αμερική.
Όλοι μας είμαστε απαραίτητοι,
όλοι μας είμαστε απεριόριστοι – όλοι μας με τα δικαιώματά μας πάνω στη Γη,
όλοι μας έχουμε τη θέση μας μέσα στα αιώνια σχέδια της Γης,
όλοι μας εδώ είμαστε το ίδιο θεϊκοί όπως είναι όλα εδώ.
......................................................................................
Το πνεύμα μου πέρασε με πάθος κι αποφασιστικότητα σ’ όλη τη γη,
έψαξα για ισάξιούς μου κι εραστές και τους βρήκα έτοιμους για μένα σ’ όλες τις χώρες,
θαρρώ πως κάποια θεϊκή σχέση με εξίσωσε μαζί τους.
Ω ατμοί! Θαρρώ πως ανυψώθηκα μαζί σας και έφυγα σε μακρινές στεριές και κατέβηκα εκεί στο έδαφος για κάποιο λόγο.
Θαρρώ πως φύσηξα μαζί σας, άνεμοι,
νερά, ψηλάφισα μαζί σας όλες τις ακρογιαλιές.
κύλησα σε κοίτες όπου όλα τα ποτάμια ή τα στενά της θάλασσας θα μπορούσαν να κυλήσουν,
σταμάτησα στα ακρωτήρια και στα βράχια πάνω στα ψηλώματα για να φωνάξω από κει:
Γεια σου κόσμε!
Όλες τις πόλεις που διαπερνάει το φως κι η ζέστη, τις διαπερνάω κι εγώ,
σ’ όλα τα νησιά όπου πέταξαν πουλιά, πέταξα κι εγώ.
Σε όλα αυτά
σηκώνω κατακόρυφα το χέρι μου – τους κάνω νεύμα
να μείνουν ορατά μαζί μου για πάντα
σ’ όλα τα στέκια και τα σπίτια των ανθρώπων.
20. EMILY DICKINSON 1830 – 1886
Έμιλυ Ντίκινσον
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΝΕΙΣ! ΕΣΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; (260)
II'm Nobody! Who are you?
Κανείς δεν είμαι, εσύ ποιος είσαι;
Κανείς κι εσύ; Τότε θαρρώ
ταίρι είμαστε. Μη βγάζεις άχνα
θα μας διαφήμιζαν εδώ.
Πόσο φριχτό είναι να ’σαι κάποιο
δημόσιο πρόσωπο – στοχάσου --
σαν κάποιος βάτραχος να κοάζει
στο βάλτο πάντα τ’ όνομά σου.
ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΝΥΧΤΑ (347)
When Night is almost done
Όταν η νύχτα πια τελειώνει
είν’ η αυγή τόσο κοντά μου
που την αγγίζω στους αιθέρες,
να ισιώσω είν’ ώρα τα μαλλιά μου.
Λακκάκια γέλιου να ετοιμάσω
και ν’ αναρωτηθώ γιατί
νοιάστηκα τόσο για τη νύχτα:
μια ώρα μόνο ήταν φριχτή.
ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΕΙΝ’ ΟΜΟΡΦΟ (449)
I died for beauty but was scarce
Για αυτά που είν’ όμορφα έδωσα τη ζωή μου
μα μόλις μ’ έβαλαν στο μνήμα το στενό
κάποιον που πέθανε για την αλήθεια
στο χώρο απόθεσαν το διπλανό.
Με ρώτησε σιγά για τι είχα πέσει
και του είπα «για την ομορφιά» «Κι εγώ
για την αλήθεια, είμαστε αδέρφια» μου ’πε
«είν’ ένα πράγμα αυτά τα δυο».
Κι έτσι σαν αδερφοποιτοί τα βράδια
τα λέγαμε μες στα δωμάτιά μας
ώσπου έφτασαν στα χείλια μας τα βρύα
και σκέπασαν τα ονόματά μας.
22. SIDNEY LANIER 1842 - 1881
Σίντνεϋ Λανιέ
ΟΙ ΒΑΛΤΟΙ ΤΟΥ ΓΚΛΥΝ
The Marshes of Glynn
Η μελαγχολία των ζωντανών βελανιδιών, όμορφα πλεγμένων και υφασμένων με περίπλοκες σκιές αμπελιών με μυριάδες διακλαδώσεις σκαρφαλώνει τα δίκρανα των πολύμορφων μεγάλων κλώνων, -- σμαραγδένια σούρουπα – παρθένα ντροπαλά φώτα,
σμιλευμένα απ’ τα φύλλα γοητευμένα απ’ τον ψίθυρο των όρκων, όταν οι εραστές βηματίζουν ντροπαλά μέσα στις πράσινες κιονοστοιχίες των σκοτεινών όμορφων δέντρων, των αγαπητών σκούρων δασών
των θεϊκών δασών και των ξέφωτων,
που κατεβαίνουν μέχρι την αμμουδιά που αστράφτει στην άκρη
μέσα στα μεγάλα θαλασσινά έλη του Γκλυν –
όμορφη μελαγχολία, απαλά σούρουπα μέσα στη φωτιά του μεσονυκτίου -- γαλήνη του άγριου δάσους, θάλαμοι μοναχικής επιθυμίας,
αίθουσα χωρισμένη απ’ την άλλη με κυματιστά χαλιά από φύλλα , -- κύτταρα για την παθιασμένη απόλαυση της προσευχής στην ψυχή που θρηνεί, καθαρά με μια αίσθηση περάσματος αγίων μέσα απ’ το δάσος, δροσερό για το ευσυνείδητο ζύγισμα του κακού με το καλό - -
Ω πλεγμένα σκοτάδια της βελανιδιάς και υφασμένες σκιές των αμπελιών, ενώ ο στασιαστικός ήλιος του μεσημεριού έλαμπε τον Ιούνιο
με κρατήσατε σύντομα στην καρδιά σας και σας κράτησα στη δική μου. Αλλά τώρα όταν δεν είναι πια μεσημέρι κι η επανάσταση αναπαύεται κι ο ήλιος περιμένει στη βαριά πύλη της δύσης,
κι η λοξή κίτρινη ακτίνα κάτω απ’ την πλευρά του δάσους φαίνεται
σαν μια πάροδος στον ουρανό που οδηγεί σ’ ένα όνειρο, --
ναι, τώρα, όταν η ψυχή μου όλη τη μέρα έχει μεθύσει απ’ την ψυχή της βαλανιδιάς κι η καρδιά μου μακριά απ’ τους ανθρώπους κι ο ανιαρός ήχος του χτυπήματος του δρεπανιού του χρόνου και του μυστριού του εργάτη μόλις ακούγεται κι η πίστη υπερισχύει της αμφιβολίας,
και ξέρω ότι ξέρω και το πνεύμα μου έχει γίνει μια αρχοντική μεγάλη πυξίδα κι όταν το μήκος και το πλάτος κι η κίνηση των βάλτων του Γκλυν δεν θα μου προκαλεί κανένα φόβο όπως ο φόβος που είχα παλιότερα όταν η απόσταση ήταν κούραση και το πλάτος ήταν πίκρα,
και όταν ο τρόμος και το ζάρωμα κι ο θλιβερός ακατονόμαστος πόνος περνούσε από πάνω μου μέσα απ’ τα ανελέητα μίλια της πεδιάδας, --
Ω τώρα, άφοβος, εγώ είμαι πρόθυμος να αντιμετωπίσω
το απέραντο λαμπρό πρόσωπο του διαστήματος.
Αποσύρομαι, αποσύρομαι, στην άκρη του δάσους
όπου απλώνεται λάμποντας η γκρίζα παραλία, σαν ζώνη της αυγής,
για ένα όριο και ένα σημάδι στο σκοτάδι του δάσους: --
Έτσι: Ευπροσήγορη ζωντανή βαλανιδιά, γέρνοντας χαμηλά, --
έτσι -- με την εύνοιά σου -- μαλακή, με ευλαβικό χέρι,
(που αγγίζει όχι ελαφριά το πρόσωπό σου, Αρχόντισσα της χώρας!) αφήνοντας την ομορφιά σου κατά μέρος, στέκομαι με ένα βήμα
στη σταθερά μαζεμένη άμμο, ελεύθερος
από έναν κόσμο βάλτου που συνορεύει μ’ ένα κόσμο θάλασσας.
Γεμάτη κόλπους στα νότια και στα βόρεια η λαμπερή ζώνη της αμμουδιάς στερεώνει την άκρη του βάλτου στις πτυχές του εδάφους.
Στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, βόρεια και νότια, οι γραμμές της παραλίας αργοδιαβαίνουν και κατσαρώνουν σαν ασημοστολισμένο ρούχο που εφαρμόζει στο σώμα κι ακολουθεί τα σταθερά γλυκά μέλη ενός κοριτσιού. Εξαφανίζονται, παρεκκλίνουν, κουλουριάζονται πάντα και ξαναφαίνονται κι η αμμουδιά κυματίζει απαλά σε μια αμυδρή γκρίζα περιέλιξη φωτός. Και πίσω μου δυτικά ο τοίχος των δασών στέκεται ψηλά. Ο κόσμος απλώνεται ανατολικά: Πόσο άφθονος, ο βάλτος κι η θάλασσα κι ο ουρανός! Μια ένωση, μια ένωση βάλτου και χόρτων, ψηλά μέχρι τη μέση, με πλατιές λεπίδες, πράσινη,
μέχρι ορισμένο ύψος και χωρίς στίγματα από φως ή σκιά,
απλώνεται νωχελικά μακριά, σε μια ευχάριστη πεδιάδα,
μέχρι το τελικό γαλάζιο του ωκεανού.
Ω, τι είναι έξω στο βάλτο και τελικά στη θάλασσα;
Κάπως η ψυχή μου φαίνεται ξαφνικά απαλλαγμένη
απ’ το βάρος της μοίρας και τη θλιβερή συζήτηση της αμαρτίας,
απ’ το μήκος και το πλάτος και την κίνηση των βάλτων του Γκλυν.
Εσείς βάλτοι, πόσο ειλικρινείς κι απλοί κι αδέσμευτοι και φιλελεύθεροι, εσείς διακηρύσσετε τον εαυτό σας στον ουρανό και τον προσφέρετε στη θάλασσα! Ανεκτικές πεδιάδες, που υπομένετε τη θάλασσα και τις βροχές και τον ήλιο, εσείς απλωθείτε κι επεκταθείτε όπως ο καθολικός άνθρωπος που κέρδισε με δύναμη το Θεό
μέσα απ’ τη γνώση και το αγαθό μέσα απ’ τον απέραντο πόνο
και την όραση μέσα απ’ την τύφλωση και την αγνότητα μέσα απ’ την αμαρτία. Όπως η νερόκοτα του βάλτου στηρίζεται κρυφά στο νερουλό γρασίδι, ιδού θα χτίσω μια φωλιά βασισμένη στο μεγαλείο του Θεού:
Θα πετάξω στο μεγαλείο του Θεού όπως η νερόκοτα του βάλτου πετάει
στην ελευθερία που γεμίζει όλο το διάστημα ανάμεσα στο έλος και τον ουρανό: Με τόσες ρίζες όσες η χλόη του βάλτου δίνει στο γρασίδι θα φτιάξω εγκάρδια ένα στήριγμα στο μεγαλείο του Θεού:
Ω, όπως το μεγαλείο του Θεού, υπάρχει μεγαλείο μέσα
στη σειρά των ελών, των φιλελεύθερων ελών του Γκλυν.
Κι η θάλασσα προσφέρεται άφθονη, όπως το έλος: Ιδού μέσα απ’ την αφθονία της η θάλασσα ξεχύνεται γρήγορα: Σύντομα θα έρθει ο χρόνος της πλημμύρας: Κοιτάξτε πώς περιπλανιέται η χάρη της θάλασσας
μέσα από περίπλοκα κανάλια που ρέουν εδώ κι εκεί, παντού,
μέχρι τα νερά της να πλημμυρίσουν τους εξώτερους κολπίσκους και τις χαμηλές περιοχές και το έλος να γεμίσει με εκατομμύρια φλέβες,
που, σαν ροδοειδείς κι αργυροειδείς ουσίες, ρέουν
μέσα στη ροδαλή κι ασημένια πυράκτωση του βραδιού.
Αντίο, άρχοντα Ήλιε μου! Οι κόλποι ξεχειλίζουν
χιλιάδες ποταμάκια κυλάνε ανάμεσα στις ρίζες του γρασιδιού
οι λεπίδες της χλόης ανακατεύονται,
περνάει ένας βιαστικός ήχος φτερών που στροβιλίζονται δυτικά
περνάει και όλα ησυχάζουν και τα ρεύματα παύουν να κυλάνε
κι η θάλασσα με το έλος γίνονται ένα.
Πόσο ήσυχες είναι οι πεδιάδες με τα νερά!
Η παλίρροια είναι στην έκστασή της.
Η παλίρροια είναι στο μεγαλύτερο ύψος της:
Κι είναι νύχτα.
Και τώρα απ’ το αχανές του Κυρίου τα νερά του ύπνου
θα κυλήσουν στις ψυχές των ανθρώπων,
αλλά ποιος θα αποκαλύψει στο ξύπνημά μας
τις μορφές που κολυμπούν και τα σχήματα που σέρνονται
κάτω απ’ τα νερά του ύπνου;
Κι εγώ θα μπορούσα να ξέρω τι κολυμπάει αποκάτω όταν έρχεται η παλίρροια στο μήκος και το πλάτος των θαυμάσιων βάλτων του Γκλυν.
(1) Marshes of Glynn
: Παραθαλάσσια περιοχή στην πολιτεία της Γεωργίας των ΗΠΑ.
24. EDGAR LEE MASTERS 1868 -1953
Έντγκαρ Λη Μάστερς
ΛΟΥΣΙΝΤΑ ΜΑΤΛΟΚ
Lucinda Matlock
Πήγα στους χορούς του Τσάντλερβιλ (2)ν
κι έπαιξα χαρτιά στο Ουίντσεστερ. (2)
Μια φορά αλλάξαμε καβαλιέρους
γυρίζοντας στο σπίτι με το αμάξι
κάτω απ’ το φεγγάρι του Ιουνίου.
Τότε ήταν που γνώρισα τον Ντέιβις.
Παντρευτήκαμε και ζήσαμε αχώριστοι κάπου εβδομήντα χρόνια,
δουλεύοντας κι ανατρέφοντας δώδεκα παιδιά
που χάσαμε οχτώ απ’ αυτά
πριν φτάσω τα εξήντα.
Έγνεσα, ύφανα, κράτησα το σπίτι και φρόντισα τους άρρωστους
περιποιήθηκα το περιβόλι μ’ αγάπη και τις σχόλες
γύριζα στις εξοχές όπου οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν
και στις όχθες του Σπουν Ρίβερ μάζευα αμέτρητα κοχύλια (1)
και κάθε είδους βότανα για τις αρρώστιες κι άνθη,
ξεφωνίζοντας στους δασωμένους λόφους
και τραγουδώντας στις πράσινες κοιλάδες.
Στα ενενήντα έξι χρόνια μου είχα ζήσει αρκετά πια,
αυτό είναι όλο.
Και ξάπλωσα εδώ ν’ αναπαυτώ.
Για ποιες λύπες και βάσανα ακούω να μιλάτε;
Για ποιες ελπίδες τάχα χαμένες και θυμούς;
Εκφυλισμένοι απόγονοι,
η ζωή είναι πολύ βαριά για σας --
χρειάζεται ζωή για ν’ αγαπήσεις τη ζωή.
(1) Spoon River: Παραπόταμος μήκους 250 χιλιομέτρων, του ποταμού Ιλλινόι που διασχίζει την πολιτεία του Ιλλινόι των ΗΠΑ. Το χωριό Σπουν Ρίβερ στο οποίο αναφέρονται τα ποιήματα του Έντγκαρ Λη Μάστερς είναι φανταστικό.
(2) Chandlerville, Winchester: Μικρές πόλεις του Ιλλινόι των ΗΠΑ.
ΜΙΝΕΡΒΑ ΤΖΟΟΥΝΣ
Minerva Jones
Είμαι η Μινέρβα, η ποιήτρια του χωριού,
γιουχαρισμένη, αποδοκιμασμένη απ’ τα παλιόπαιδα του δρόμου,
γιατί είχα αδέξιο σώμα, αλλήθωρο μάτι, πλατύ βήμα,
και με κορόιδευαν περισσότερο όταν ο «Μπατς» Ουέλντυ
μ’ έπιασε ύστερα από άγριο κυνηγητό.
Και μ’ άφησε στη μοίρα μου με το γιατρό Μέγερς,
κι εγώ η φτωχή βυθίστηκα στο θάνατο,
παγώνοντας απ’ τα πόδια ως το κεφάλι
σα να ’μπαινα σε κρύο ποτάμι.
Θα ’χει κανείς την καλοσύνη να πάει στην εφημερίδα
και να μαζέψει σε βιβλίο τους στίχους που έχω γράψει;
Διψούσα τόσο ξέρετε γι’ αγάπη,
πεινούσα τόσο για ζωή.
25. EDWIN ARLINGTON ROBINSON 1869 -1935
Έντουιν Άρλινγκτον Ρόμπινσον
ΜΙΝΙΒΕΡ ΤΣΗΒΥ
Miniver Cheevy
Ο Μίνιβερ Τσήβυ, παιδί της καταφρόνιας,
αδυνάτισε όσο πάλευε με τις εποχές
έκλαιγε που γεννήθηκε κάποτε,
κι είχε λόγους γι’ αυτό.
Ο Μίνιβερ αγαπούσε τις μέρες του παλιού καιρού
όταν τα ξίφη άστραφταν και τ’ άλογα χοροπηδούσαν,
το όραμα ενός ατρόμητου πολεμιστή
τον έκανε να χορεύει.
Ο Μίνιβερ αναστέναζε για ό,τι δεν ήταν,
κι ονειρευόταν κι έβρισκε παρηγοριά στα βάσανά του,
ονειρευόταν τη Θήβα και το Κάμελοτ
και τους γείτονες του Πρίαμου.
Ο Μίνιβερ λυπόταν για την ώριμη φήμη
που έκανε τόσο πολλά ονόματα διάσημα,
λυπόταν με τις αισθηματικές περιπέτειες και την τέχνη,
τώρα που ήταν αλήτης στην πόλη.
Ο Μίνιβερ αγαπούσε τους Μεδίκους,
αν και δεν είχε δει ποτέ κανένα,
θα είχε αμαρτήσει ασταμάτητα
αν ήταν ένας απ’ αυτούς.
Ο Μίνιβερ αναθεμάτιζε τα κοινότυπα πράγματα
και κοίταζε ένα χακί κοστούμι με απέχθεια
νοσταλγούσε τη μεσαιωνική χάρη
των σιδερόφρακτων πανοπλιών.
Ο Μίνιβερ περιφρονούσε το χρυσάφι που αναζητούσε
αλλά ήταν πικρά στενοχωρημένος που δεν το είχε,
ο Μίνιβερ σκεφτόταν, σκεφτόταν
σκεφτόταν συνεχώς γι’ αυτό.
Ο Μίνιβερ Τσήβυ, γεννημένος πολύ καθυστερημένα,
γρατσούνιζε το κεφάλι του και συνέχιζε να σκέπτεται,
ο Μίνιβερ έβηχε και το ονόμαζε αυτό μοίρα
και συνέχιζε να πίνει.
26. STEPHEN CRANE 1871 – 1900
Στήβεν Κρέιν
ΈΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΔΕ ΜΙΑ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΣΦΑΙΡΑ
A Man Saw a Ball of Gold
Ένα άνθρωπος είδε μια χρυσαφένια σφαίρα στον ουρανό,
σκαρφάλωσε για να την πιάσει,
και τελικά το πέτυχε –
ήτανε πηλός.
Τώρα αυτό είναι το παράξενο μέρος:
Όταν το άνθρωπος κατέβηκε στη γη
και κοίταξε πάλι,
να, υπήρχε πάλι η χρυσαφένια σφαίρα.
Λοιπόν αυτό είναι το παράξενο μέρος:
Ήταν μια χρυσαφένια σφαίρα.
Ναι, στον ουρανό υπήρχε μια χρυσαφένια σφαίρα.
ΈΝΑΣ ΘΕΟΣ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ
A God in Wrath
Ένας θεός θυμωμένος
χτυπούσε έναν άνθρωπο.
Τον μπάτσιζε δυνατά
με βροντερά χτυπήματα
που αντηχούσαν και κυλούσαν στη γη.
Όλοι οι άνθρωποι ήρθαν τρέχοντας.
Ο άνθρωπος κραύγαζε και πάλευε,
και λίγο τρελαμένος στα πόδια του Θεού.
Οι άνθρωποι φώναξαν,
"Α, τι κακός άνθρωπος!"
και –
"Α, τι τρομερός Θεός!"
28. PAUL LAURENCE DUNBAR 1872 – 1906
Πωλ Λόρενς Ντάνμπαρ
ΣΥΜΠΟΝΙΑ
Sympathy
Το ξέρω εγώ πόσο πονάει μες στο κλουβί του το πουλί
όταν ο ήλιος λάμπει στις ψηλές κατηφοριές
όταν ο άνεμος γλυκά τη νέα σαλεύει χλόη,
και σαν γυαλένιος χείμαρρος κυλάει το ποτάμι.
Στον πρώτο του κελαϊδισμό το πρώτο σκάει μπουμπούκι
και το αιθέριο του άρωμα πετά απ’ τον κάλυκά του,
το ξέρω εγώ πόσο πονάει μες στο κλουβί του το πουλί!
Και ξέρω και γιατί χτυπά μ’ απελπισία τα φτερά
γιατί τα σκληρά σύρματα ζεσταίνει με το αίμα του
ξέρω γιατί ποθεί τρελά να κουνηθεί σ’ ένα κλαδί
γιατί χτυπιέται και γαντζώνεται στις βέργες του κλουβιού,
πονούνε οι παλιές πληγές κι ας έχουνε πια κλείσει
κι είν’ οι βελόνες τους που τ’ αγκυλώνουνε σκληρά,
το ξέρω εγώ γιατί χτυπά μ’ απελπισία τα φτερά.
Το ξέρω αλίμονο γιατί μες στο κλουβί του κελαηδεί
και σπάζει τα φτερούγια του και του πονά το στήθος,
σα δέρνεται στα κάγκελα ζητώντας λευτεριά.
Δεν είναι ξέγνοιαστο ποτέ τραγούδι το δικό του
μια προσευχή που βγαίνει απ’ την καρδιά του
παράπονο είναι που τρυπά τον ουρανό σα βέλος,
Το ξέρω αλίμονο γιατί μες στο κλουβί του κελαηδεί
28. PAUL LAURENCE DUNBAR 1872 – 1906
Πωλ Λόρενς Ντάνμπαρ
ΣΥΜΠΟΝΙΑ
Sympathy
Το ξέρω εγώ πόσο πονάει μες στο κλουβί του το πουλί
όταν ο ήλιος λάμπει στις ψηλές κατηφοριές
όταν ο άνεμος γλυκά τη νέα σαλεύει χλόη,
και σαν γυαλένιος χείμαρρος κυλάει το ποτάμι.
Στον πρώτο του κελαϊδισμό το πρώτο σκάει μπουμπούκι
και το αιθέριο του άρωμα πετά απ’ τον κάλυκά του,
το ξέρω εγώ πόσο πονάει μες στο κλουβί του το πουλί!
Και ξέρω και γιατί χτυπά μ’ απελπισία τα φτερά
γιατί τα σκληρά σύρματα ζεσταίνει με το αίμα του
ξέρω γιατί ποθεί τρελά να κουνηθεί σ’ ένα κλαδί
γιατί χτυπιέται και γαντζώνεται στις βέργες του κλουβιού,
πονούνε οι παλιές πληγές κι ας έχουνε πια κλείσει
κι είν’ οι βελόνες τους που τ’ αγκυλώνουνε σκληρά,
το ξέρω εγώ γιατί χτυπά μ’ απελπισία τα φτερά.
Το ξέρω αλίμονο γιατί μες στο κλουβί του κελαηδεί
και σπάζει τα φτερούγια του και του πονά το στήθος,
σα δέρνεται στα κάγκελα ζητώντας λευτεριά.
Δεν είναι ξέγνοιαστο ποτέ τραγούδι το δικό του
μια προσευχή που βγαίνει απ’ την καρδιά του
παράπονο είναι που τρυπά τον ουρανό σα βέλος,
Το ξέρω αλίμονο γιατί μες στο κλουβί του κελαηδεί
29. ROBERT FROST 1874 –1963
Ρόμπερτ Φροστ
ΣΤΑΜΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΔΑΣΗ ΕΝΑ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΒΡΑΔΥ
Stopping by Woods on a Snowy Evening
Τα δάση αυτά ποιος τάχα ορίζει!
Το σπίτι του θα το ’χει στο χωριό.
Δε θα με δει να στέκω εδώ
τα δέντρα να κοιτάζω ενώ χιονίζει.
Τ’ άλογό μου άφωνο προσμένει
που σταματάω σ’ αυτή την ερημιά,
έλατα γύρω η λίμνη παγωμένη
κι είναι κατάμαυρη η νυχτιά.
Τα κουδούνια του ανήσυχα τινάζει
ρωτάει αν έχασα το δρόμο λες
κι ακούγεται ύστερα μόνο τ’ αγιάζι
και του χιονιού οι νιφάδες απαλές.
Το δάσος είναι ωραίο, μαύρο, βαθύ
μα εγώ πολλά έχω τάξει για να κάνω
κι έχω στον εαυτό μου υποσχεθεί
πολλά μίλια να πάω προτού πεθάνω.
ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
Fragmentary Blue
Γιατί άραγε δίνουμε τόση σημασία στο γαλανό χρώμα
που είναι γύρω μας εδώ κι εκεί, σε πεταλούδες ή σε πουλιά
σε λουλούδια, σε πολύτιμα πετράδια ή σε ορθάνοιχτα μάτια,
όταν ο ουρανός μας δείχνει σε σεντόνια διάπλατα το χρώμα του;
Αφού η γη είναι γη κι όχι ουρανός (ακόμα)
-- αν και μερικοί σοφοί λένε πως η γη περιλαμβάνει και τον ουρανό
το γαλάζιο που είναι πάνω μας τόσο ψηλά
δίνει στον πόθο μας για γαλάζιο έναν ακόμη ερεθισμό.
31. AMY LOWELL 1874 – 1925
Άμυ Λόουελ
ΜΙΑ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΣΤΙΣ 2 ΤΗ ΝΥΧΤΑ
A London Thoroughfare. 2 A.M.
Έχουν καταβρέξει την οδό,
λάμπει στο έντονο φως των λαμπτήρων,
των κρύων, άσπρων λαμπτήρων,
κι απλώνεται
σαν αργοκίνητο ποτάμι,
φραγμένο με ασημένιο και μαύρο.
Τα αμάξια κατηφορίζουν,
ένα,
κι έπειτα ένα άλλο,
ανάμεσά τους ακούω το σύρσιμο των ποδιών.
Οι αλήτες λαγοκοιμούνται στις μαρκίζες των παράθυρων,
οι περιπατητές της νύχτας περνάνε στα πεζοδρόμια.
Η πόλη είναι ρυπαρή κι απαίσια,
με την ασημο-φραγμένη οδό στη μέση,
αργοκίνητη,
σαν ποτάμι που δεν οδηγεί πουθενά.
Απέναντι απ’ το παράθυρό μου,
φαίνεται το φεγγάρι,
καθαρό και στρογγυλό,
μέσα στη νύχτα τη βαμμένη σα δαμάσκηνο.
Δεν μπορεί να φωτίσει την πόλη:
Είναι ήδη πολύ φωτεινή.
Έχει άσπρους λαμπτήρες,
κι ακτινοβολεί ψυχρά.
Στέκομαι στο παράθυρο και κοιτάζω το φεγγάρι.
Είναι λεπτό και θαμπό, αλλά το αγαπώ.
Ξέρω το φεγγάρι,
κι αυτή είναι μια ξένη πόλη.
32. CARL SANDBURG 1878 – 1967
Καρλ Σάντμπουργκ
ΣΙΚΑΓΟ
Chicago
Πόλη Χασάπηδων των γουρουνιών του Κόσμου
Κατασκευαστών εργαλείων, Δεματιαστών του Σιταριού
Παικτών των σιδηρόδρομων, Διαχειριστών των Εθνικών Ναύλων,
μανιασμένη, στιβαρή, θορυβώδης,
Πόλη με τους Φαρδιούς Ώμους:
Μου λένε πως είσαι διεφθαρμένη και τους πιστεύω,
γιατί έχω δει τις βαμμένες γυναίκες σου
κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού να δελεάζουν τους αγρότες.
Και μου λένε πως είσαι βάρβαρη κι εγώ απαντώ: Μάλιστα, είναι αλήθεια είδα τον οπλοφόρο να σκοτώνει και να μένει ελεύθερος για να ξανασκοτώσει
και μου λένε πως είσαι κτηνώδης κι η απάντησή μου είναι: Στα πρόσωπα των γυναικών και των παιδιών αντίκρισα τα σημάδια μιας ανελέητης πείνας.
Κι έχοντας απαντήσει έτσι, γυρίζω ακόμη μια φορά σ’ εκείνους που σαρκάζουνε την πόλη μου και τους πετάω στα μούτρα το χλευασμό και τους λέω:
Ελάτε εσείς και δείξτε μου μια άλλη πόλη που να τραγουδά με το κεφάλι ψηλά, τόσο περήφανη, που είναι άξεστη και ζωντανή και δυνατή και κατεργάρα.
Πετώντας μαγνητικές βρισιές ενώ κοπιάζει τελειώνοντας τη μια δουλειά μετά την άλλη, εδώ είναι ένας ψηλός, τολμηρός εργάτης αντιμέτωπος με τις μικρές αβρές πόλεις,
άγριος σαν σκυλί με γλώσσα κρεμασμένη έτοιμο ν’ αρπάξει, πανούργος σαν αγριάνθρωπος που πολεμάει στην ερημιά,
ξεσκούφωτος,
φτυαρίζοντας,
γκρεμίζοντας,
σχεδιάζοντας,
χτίζοντας, χαλώντας, ξαναχτίζοντας
μέσα στον καπνό, με σκόνη γύρω στο στόμα, γελώντας μ’ άσπρα δόντια,
κάτω απ’ το φοβερό φορτίο της μοίρας, γελώντας όπως ένα παλικάρι,
γελώντας μάλιστα σαν ανήξερος πολεμιστής που δεν έχασε ποτέ του μάχη, γελώντας καυχησιάρικα πως στον καρπό του βρίσκεται ο σφυγμός και στα πλευρά του η καρδιά του λαού,
γελώντας!
Γελώντας με το μανιασμένο, καβγατζίδικο, θυελλώδες γέλιο της νιότης, μισόγυμνος, ιδρωμένος, υπερήφανος που είναι
Χασάπης γουρουνιών, Κατασκευαστής εργαλείων
Δεματιαστής σιταριού, Παίκτης των σιδηρόδρομων
και Διαχειριστής των Εθνικών Ναύλων.
34. NICHOLAS VACHEL LINDSAY 1879 – 1931
Νίκολας Βέιτσελ Λίντσεϊ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ
Euclid
Ο γέρο - Ευκλείδης έγραψε έναν κύκλο
πάνω στην άμμο, εδώ και χίλια χρόνια.
Τον έκλεισε, τον έζωσε με σχήματα
κάθε λογής, καμπύλα κι ορθογώνια.
Και γύρω οι ψαρογένηδες συντρόφοι του
κουβέντιαζαν με τη σοφή τους γλώσσα
για τόξα και για περιφέρειες
κέντρα, διαμέτρους κι άλλα τόσα.
Κοντά ένα αμίλητο παιδί παράστεκε
απ’ την αυγή ως τη δύση όλο καμάρι
γιατί τους έβλεπε έτσι στρογγυλά
κι ωραία να ζωγραφίζουν το φεγγάρι.
Ο ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΑΛΙΓΚΑΡΟΣ
The Haughty Snail-King
Δώδεκα σαλιγκάρια χτες τη νύχτα
βγήκαν περίπατο. Και να, μια σπιθαμή
γλιστρούσαν, έστεκαν τεντώνοντας τα μάτια,
και φούσκωναν. Τι ... αργοί ... που είναι μερικοί!
Δώδεκα σαλιγκάρια χτες το βράδυ
βγήκαν γραμμή πίσω απ’ το γέρο βασιλιά.
Σκήπτρο, μανδύα κι ατίμητο πετράδι
ο ρήγας τους δεν είχε – τι αμυαλιά --
μόνο μια σκούφια χάρτινη, σημάδι
της εξουσίας σαν πήγαινε δουλειά.
Κι έλεγε ο βασιλιάς σαλίγκαρος: «Θαρρώ
μου ’ρθε μια σκέψη ... να ... θα ξεμπουκάρει ...
μικροί μου ακόλουθοι να σας χαρώ ...
μιαν όμορφη από σας γυρεύω χάρη ...
Α, ναι ... » (οι ιδέες δε βγαίνουν με σβελτάδα
δεν έχουν οι σαλίγκαροι εξυπνάδα)
«Θέλω μια κίτρινη κορώνα να φορώ
που να λαμποκοπάει σαν το φεγγάρι».
35. WALLACE STEVENS 1879 - 1955
Ουάλας Στήβενς
ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΑΖΟ
Anecdote of the Jar
Έβαλα ένα βάζο πάνω σ’ ένα λόφο
στο Τεννεσή, και ήταν στρογγυλό.
Έκανε την ακατάστατη ερημιά
να φαίνεται πως περικυκλώνει εκείνο το λόφο.
Η ερημιά υψώνονταν μέχρις αυτό
κι απλωνόταν τριγύρω, όχι πια άγρια.
Το βάζο ήταν στρογγυλό πάνω στο έδαφος
και ψηλό σαν να ήταν αραγμένο στον αέρα.
Η εξουσία του εκτεινόταν παντού.
Το βάζο ήταν γκρίζο και γυμνό.
Δεν έμοιαζε με πουλί ή θάμνο,
περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο Τεννεσή.
ΠΕΤΕΙΝΟΙ ΣΤΑ ΠΕΥΚΟΔΑΣΗ
Bantams in Pine-Woods
Φύλαρχε Ιφουκάν του Αζκάν μέσα στο καφτάνι
του μαυρίσματος με φτερά χέννας, σταμάτα!
Καταδικασμένε παγκόσμιε πετεινέ, σαν ο ήλιος
να ήταν νέγρος για να αντέχει την αστραφτερή ουρά σου.
Χοντρέ! Χοντρέ! Χοντρέ! Χοντρέ! Είμαι ανεξάρτητος.
Ο κόσμος σου είσαι εσύ. Είμαι ο κόσμος μου.
Εσύ ποιητής δέκα-ποδιών ανάμεσα σε κοντοπίθαρους. Χοντρέ!
Φύγε! Ένας κοντοπίθαρος αγριεύει μέσα σ’ αυτά τα πεύκα,
ανατριχιάζει και δείχνει τις Απαλάχιες κορυφές τους,
και δεν φοβάται ούτε τον σωματώδη Αζκάν ούτε τις φωνές του.
ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΡΑ
Metaphors of a Magnifico
Είκοσι άτομα που διασχίζουν μια γέφυρα,
σε ένα χωριό,
είναι είκοσι άτομα που διασχίζουν είκοσι γέφυρες,
σε είκοσι χωριά,
ή ένας άνθρωπος
που διασχίζει μια μόνο γέφυρα σ’ ένα χωριό.
Αυτό είναι παλιό τραγούδι
που δεν θα αναγγελθεί ...
Είκοσι άτομα που διασχίζουν μια γέφυρα,
σε ένα χωριό,
είναι είκοσι άτομα που διασχίζουν μια γέφυρα
σ’ ένα χωριό.
Αυτό δεν θα αναγγελθεί
αλλά είναι σίγουρο ως έννοια ...
Οι μπότες των ανθρώπων χτυπάνε
στις πλάκες της γέφυρας.
Ο πρώτος άσπρος τοίχος του χωριού
υψώνεται μέσα από καρποφόρα δέντρα.
Τι σκεφτόμουν;
Έτσι το νόημα ξεφεύγει.
Ο πρώτος άσπρος τοίχος του χωριού ...
Τα καρποφόρα δέντρα ..
37. MINA LOY 1882 - 1966
Μίνα Λόυ
ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Lunar Baedeker
Ένα ασημένιος Αυγερινός
σερβίρει
κοκαΐνη μέσα στο κέρας της Αμαλθείας
σε μερικούς υπνοβάτες
με εφηβικούς μηρούς ντυμένους
με σατιρικά ρούχα.
Νεράιδα με στολή
προετοιμάζει
τη Λήθη
για μεταθανάτιους νεόπλουτους.
Οι ξέφρενες λεωφόροι
άναψαν
απ’ τις πολύφωτες ψυχές
των πρωτόζωων
απ’ τις ταφόπετρες των Φαραώ
οδηγούν σε υδραργυρικές ημέρες κρίσεως.
Μισητή όαση
από αυλακωμένο φώσφορο ---
το άσπρο σαν μάτι ουράνιο φως
η ασπροφωτισμένη περιοχή
των σεληνιακών σφοδρών επιθυμιών
-- αστροηλεκτρικά σήματα
"θεάματα πτήσεων στο δρόμο των αστεριών"
"ζωδιακό ιπποδρόμιο"
Κυκλώνες
από εκστατική σκόνη
και περιδινήσεις από στάχτες,
σταυροφόροι
από παραισθησιακές ακροπόλεις
θρυμματισμένου γυαλιού
σε εκκενωμένους κρατήρες.
Ένα κοπάδι ονείρων
βόσκει στη νεκρόπολη.
Απ’ τις ακτές
των ωοειδών ωκεανών
στην οξειδωμένη Ανατολή
Οδαλίσκες με μάτια από όνυχα
κι ορνιθολόγοι
παρατηρούν
την πτήση
του αχρηστευμένου έρωτα.
Κι η "αθανασία"
μουχλιάζει ...
στα μουσεία του φεγγαριού.
"Νυχτερινοί κύκλωπες"
"κρυσταλλικές παλλακίδες".
Μολυσμένη απ’ την προσωποποίηση
η απολιθωμένη παρθένα των ουρανών
μεγαλώνει και μικραίνει.
(1) Karl Baedeker (1801 – 1859): Γερμανός εκδότης, απ’ τους πρώτους που εξέδωσε ταξιδιωτικούς οδηγούς.
38. WILLIAM CARLOS WILLIAMS 1883 – 1963
Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς
ΡΩΣΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ
Danse Russe
Αν όταν η σύζυγός μου κοιμάται
και το μωρό κι η Κάθλην
κοιμούνται
κι ο ήλιος είναι ένας δίσκος άσπρος σα φλόγα
στις μεταξένιες ομίχλες
πάνω απ’ τα λαμπερά δέντρα, --
αν εγώ στο βορινό δωμάτιό μου
χορεύω γυμνός, παράδοξα κωμικά
μπροστά στον καθρέφτη μου
κυματίζοντας το πουκάμισό μου γύρω απ’ το κεφάλι μου
και τραγουδώντας σιγανά στον εαυτό μου:
"Είμαι μόνος, μόνος,
γεννήθηκα για να είμαι μόνος,
είμαι καλύτερα έτσι"!
Αν θαυμάζω τα μπράτσα μου, το πρόσωπό μου,
τους ώμους μου, τα πλευρά μου, τους γλουτούς μου
μέσα στις κίτρινες ζωγραφιστές σκιές, --
ποιος θα πει ότι δεν είμαι
η ευτυχισμένη μεγαλοφυία της οικογένειάς μου;
ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΚΑΡΟΥ
Landscape With The Fall of Icarus
Σύμφωνα με τον Μπρύγκελ (1)
όταν έπεσε ο Ίκαρος
ήταν άνοιξη
ένας αγρότης όργωνε
το χωράφι του
ολόκληρη η φαντασμαγορία
του έτους ήταν
άγρυπνη τρεμουλιάζοντας
κοντά στην άκρη της θάλασσας
κι ενδιαφερόταν
μόνο για τον εαυτό της
ιδρώνοντας στον ήλιο
που έλειωσε
το κερί των φτερών.
Αδιάφορα μακριά απ’ την ακτή
υπήρχε ένας παφλασμός αρκετά απαρατήρητος
αυτό ήταν το πνίξιμο του Ικάρου
(1) Pieter Brueghel (1525 – 1569): Ολλανδός ζωγράφος της εποχής της Αναγέννησης.
ΑΝΟΙΞΗ ΜΕ ΤΑ ΟΛΑ ΤΗΣ
Spring and All
Μέσα απ’ το δρόμο μέχρι το μολυσματικό νοσοκομείο
κάτω απ’ το κύμα των γαλάζιων
διάστικτων σύννεφων που σπρώχνονται απ’ τον
κρύο βορειοανατολικό άνεμο. Πιο πέρα,
τα απόβλητα των μεγάλων, καφετιών, λασπωμένων χωραφιών
με τα ξερά αγριόχορτα, όρθια και πεσμένα
μπαλώματα στάσιμου νερού
κι η διασπορά των ψηλών δέντρων.
Κατά μήκος του δρόμου η κοκκινωπή
μενεξεδένια, διχαλωτή, όρθια,
κλαδωτή μορφή των θάμνων και των μικρών δέντρων
με τα νεκρά, καφετιά φύλλα τους πεσμένα κάτω
κι αμπέλια δίχως φύλλα –
άψυχη στην εμφάνιση, αργόστροφη
ζαλισμένη η άνοιξη πλησιάζει –
μπαίνει στο νέο κόσμο γυμνή,
κρύα, αβέβαιη για όλα
εκτός για το ό,τι μπαίνει. Όλα τα γνωρίσματά της
ο κρύος, φιλικός αέρας –
τώρα η χλόη, αύριο
η δύσκαμπτη μπούκλα των φύλλων των αγριοκαρότων
ένα-ένα φαίνονται τα αντικείμενα –
όλο και πιο γρήγορα: Διαύγεια, περίγραμμα των φύλλων
αλλά τώρα η άκαμπτη αξιοπρέπεια
της εισόδου – ήδη όμως η βαθιά αλλαγή
έχει έρθει πάνω τους: Ριζοβολημένα,
αρπάζονται από κάπου κι αρχίζουν να ξυπνάνε.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΡΟΤΣΙ
The Red Wheelbarrow
τόσα πολλά
εξαρτώνται
από ένα
κόκκινο καρότσι
βερνικωμένο απ’ το νερό
της βροχής
δίπλα στα άσπρα
κοτόπουλα.
ΓΙΑ ΝΑ ΠΩ ΑΠΛΩΣ ΚΑΤΙ
This Is Just To Say
Έφαγα
τα δαμάσκηνα
που ήταν
στην παγωνιέρα
και που
τα φύλαγες ίσως
για το πρόγευμα.
Συγχώρησέ με
ήταν νόστιμα
τόσο γλυκά
και τόσο δροσερά.
40. EZRA LOOMIS POUND 1885 – 1972
Έζρα Λούμις Πάουντ
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗΣ
Lament of the frontier guard
Κοντά στη Βόρεια Πύλη ο αγέρας φυσάει γεμάτος άμμο
Μόνος εντελώς απ’ την αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα. Δέντρα
Πέφτουν στο χώμα. Το γρασίδι κιτρινίζει το Φθινόπωρο.
Σκαρφαλώνω πύργους και πύργους
Μέχρι ν’ αγναντέψω τη βάρβαρη χώρα.
Έρημο κάστρο. Ουρανός. Ερημιά δίχως άκρη.
Δεν έμεινε ούτε τοίχος σε τούτο το χωριό. Κόκαλα ασπρισμένα από
χίλιες
Παγωνιές, στοίβες ψηλές σκεπασμένες με χόρτο και δέντρα.
Ποιος προκάλεσε τον πύρινο θυμό του Αυτοκράτορα;
Ποιος μάζεψε το στράτευμα με τύμπανα και μουσικές;
Βάρβαροι βασιλιάδες. Μια αμόλυντη άνοιξη μάτωσε
Με αίμα μαύρο σαν κοράκι.
Ταραχή. Το Φθινόπωρο στρατοπεδεύουνε πολεμιστές στο Μεσαίο Βασίλειο.
Τριακόσιοι εξήντα χιλιάδες
Και θλίψη, θλίψη σαν βροχή
Θλίψη να πας και θλίψη να γυρίσεις.
Έρημοι τόποι τα λιβάδια δίχως παιδιά πολέμου
Και δίχως άντρες για άμυνα κι επίθεση. Αχ!
Πώς να νοιώσετε τον καημό της Βόρειας Πύλης
Με του Ριχακού τ’ όνομα λησμονημένο κι εμάς τους φύλακες (1)
Σπαραγμένους απ’ τις τίγρεις.
ΤΟ ΝΗΣΙ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
The lake island
Ω! Θεοί, Αφροδίτη, Ερμή, προστάτη των κλεφτών,
Δώστε μου, σας εκλιπαρώ, ένα μικρό καπνοπωλείο,
Με αστραφτερά μικρά κουτιά
στοιβαγμένα τακτικά στα ράφια,
Με φύλλα από αρωματικό καπνό
και σέρτικο,
Και τον ξανθό καπνό της Βιργινίας,
Χύμα βαλμένο στις γυαλιστερές προθήκες,
Και μια ζυγαριά που να μην είναι λαδωμένη,
Κι οι πόρνες που περνούν και σταματάνε για καμιά κουβέντα
Στα πεταχτά να φτιάξουν λίγο τα μαλλιά τους.
Ω! Θεοί, Αφροδίτη, Ερμή, προστάτη των κλεφτών,
Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο,
Ή βάλτε με σε κάποιο άλλο επάγγελμα
Εκτός από το αναθεματισμένο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη,
Που όλη την ώρα σου ζητάει να ‘χεις μυαλό.
ΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
A pact
Κάνω μαζί σου μια συμφωνία, Ουόλτ Ουίτμαν --- (1)
Πολύ καιρό σ’ αντιπαθούσα.
Έρχομαι σε σένα σαν παιδί μεγάλο
Που έτυχε να ’χει ένα γουρουνοκέφαλο πατέρα.
Τώρα είμαι πια μεγάλος αρκετά για να ’χω φίλους.
Ήσουν εσύ που έκοψες το καινούριο ξύλο,
Και τώρα είναι καιρός για να το σκαλίσουμε.
Έχουμε ίδιο χυμό και ίδια ρίζα ---
Ας κάνουμε εμπορική συναλλαγή ανάμεσά μας.
ΚΑΝΤΟ Ι
Canto
Και τότε κατηφορίσαμε προς το καράβι,
Σπρώξαμε την καρίνα μες στα κύματα, στη θάλασσα την
αγιασμένη,
Σηκώσαμε κατάρτι και πανί στο μαύρο τούτο το καράβι,
Βάλαμε μέσα αρνιά, φορτώσαμε και τα τομάρια μας
Βαριά απ’ τα δάκρυα κι οι άνεμοι όλο πρίμα
Με φουσκωμένα τα πανιά μας πήραν,
Της Κίρκης μάγια αυτά, της καλοχτενισμένης θεάς.
Τότε καθίσαμε στην κουπαστή, με αγέρα πάνω στο τιμόνι,
Και με απλωμένα τα πανιά αρμενίσαμε όλη μέρα.
Ο ήλιος σαν κοιμήθηκε και έπεσε σκιά σ’ όλο το πέλαγο
Ζυγώσαμε στα σύνορα των πιο βαθιών νερών,
Στη χώρα των Κιμμέριων και στις πολυάνθρωπές τους πόλεις
Τις σκεπασμένες με πυκνοπλεγμένη καταχνιά, που δεν την
διαπερνάει
Ποτέ το φως των ηλιαχτίδων,
Ούτε με ξαστεριά ούτε κι όταν ο ήλιος γέρνει στον ουράνιο θόλο,
Νύχτα κατάμαυρη σκεπάζει τους βαριόμοιρους ανθρώπους.
Κ όπως τραβήχτηκε ο ωκεανός, αράξαμε στα μέρη
Που είχε προβλέψει η Κίρκη.
Εδώ ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος έκαναν θυσίες,
Κι εγώ, τραβώντας το σπαθί μου απ’ το πλευρό
Έσκαψα ένα τετράγωνο λάκκο ίσα μια πήχη.
Χύσαμε σπονδές για κάθε μας νεκρό,
Πρώτα υδρόμελι κι ύστερα γλυκό κρασί, νερό κι αλεύρι.
Έπειτα προσευχήθηκα στ’ αδύναμα κεφάλια του θανάτου
Πως όταν φτάσω στην Ιθάκη, στέρφους ταύρους διαλεχτούς
Θα τους θυσιάσω, φορτώνοντας με δώρα την πυρά,
Και για τον Τειρεσία ένα μόνο αρνί, ένα κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε αίμα σκοτεινό στο λάκκο,
Ψυχές από το Έρεβος, κατάχλομοι νεκροί, νύφες,
Νέοι και γέροντες σκληρά βασανισμένοι.
Ψυχές με δάκρυα πρόσφατα και τρυφερά κορίτσια,
Κι άντρες πολλοί, από χάλκινες αιχμές δοράτων χτυπημένοι,
Τρόπαια μάχης, με τη ματωμένη ακόμη αρματωσιά τους,
Πλήθος μαζεύονταν τριγύρω μου, φωνάζοντας,
Άχνα με τύλιξε. Ζήτησα κι άλλα σφαχτά απ’ τους συντρόφους μου,
Σφάξανε το κοπάδι, αρνιά κομμένα με χαλκό.
Έχυσα μύρα και φώναξα τους θεούς,
Τον κραταιό τον Πλούτωνα, την παινεμένη Περσεφόνη.
Τράβηξα το στενό σπαθί απ’ τη θήκη
Και άρχισα να διώχνω τους ανήσυχους και αδύναμους νεκρούς,
Μέχρι ν’ ακούσω τον Τειρεσία.
Μα πρώτος ήλθε ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας ο Ελπήνωρ,
Άθαφτος, πεταμένος πάνω στην πλατιά τη γη,
Κουφάρι που είχαμε αφημένο στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυστο, ασαβάνωτο, καθώς τα βάσανα γι’ αλλού μας
παρορμούσαν.
Πνεύμα αξιολύπητο. Κι εγώ του φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ελπήνορα, πώς έφτασες στο μαύρο αυτό ακρογιάλι;
Έφτασες με τα πόδια ξεπερνώντας τους θαλασσοπόρους;»
Κι αυτός βαριά μιλώντας είπε:
«Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Κοιμόμουν στο τζάκι της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τη μακριά σκάλα χωρίς προφύλαξη,
Γκρεμίστηκα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα και διάβηκε στον Άδη η ψυχή
μου.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με, άκλαυτο και άθαφτο,
Στοίβαξε τ’ άρματά μου, στήσε μου τάφο στ’ ακρογιάλι που να
γράφει:
«Άνθρωπος δίχως μοίρα κι όνομα δεν έχει ακόμα»,
και στήσε απάνω το κουπί που έλαμνα με τους φίλους».
Ήρθε κι η Αντίκλεια μα την έδιωξα κι ύστερα ο Τειρεσίας ο
Θηβαίος,
Κρατώντας το χρυσό ραβδί, με γνώρισε μιλώντας πρώτος:
«Ήρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε άνθρωπε,
ήρθες στους ανήλιαγους νεκρούς, στ’ άχαρα τούτα μέρη;
Φύγε απ’ το λάκκο, άσε με το αιμάτινο πιοτό μου
Να μαντέψω».
Και έκανα πίσω εγώ,
Κι αυτός δυναμωμένος απ’ το αίμα, τότε μου είπε: «Οδυσσέα,
Κι ας σ’ έχει πείσμα ο Ποσειδώνας, θα γυρίσεις στην πατρίδα σου
Πάνω από μαύρα πέλαγα,
Όμως θα χάσεις όλους τους συντρόφους». Κι ύστερα ήρθε η
Αντίκλεια.
Μείνε ήσυχος Divus. Θέλω να πω, αυτός είναι ο Αντρέας Divus, (1)
In officina Wecheli, 1638, απ’ τον Όμηρο.
Κι αρμένισε πέρα απ’ τις Σειρήνες κι ύστερα έξω στ’ ανοιχτά
Και προς την Κίρκη.
Venerandam,
Και με τα λόγια του Κρητικού, χρυσοστεφανωμένη Αφροδίτη, (2)
Cypri munimenta sortita est, πασίχαρη, orichalci, με τις
μαλαματένιες
Ζώνες και στηθόδεσμους, εσύ με τα μαύρα βλέφαρα,
Κρατώντας το χρυσό κλωνάρι του Αργειφόντη. Έτσι λοιπόν: (3)
(1) Ο Andreas Divus δημοσίευσε μια μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου στα Λατινικά το 1638 (Parisiis, in officina Wecheli, MDXXXVIII).
(2) «Κρητικός» είναι ο Georgius Dartona που δημοσίευσε μετάφραση του ομηρικού ύμνου στην Αφροδίτη επίσης στα Λατινικά, από την οποία είναι παρμένα τα λατινικά αποσπάσματα που παρεντίθενται στο ποίημα του Πάουντ.
(3) Αργειφόντης: Ομηρική ονομασία του Ερμή που σημαίνει εκείνον που σκοτώνει (φονεύει) εμφανιζόμενος μέσα σε κάτασπρη λάμψη (αργός = φωτεινός).
(4) Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι το «Κάντο Ι» είναι παράφραση του Λ της Οδύσσειας.
42. H. D. (HILDA DOOLITTLE). 1886 – 1961
Χίλντα Ντούλιτλ
ΣΤΗ ΜΠΑΪΑ (1)
At Baia
Θα έπρεπε να έχω σκεφτεί
σ’ ένα όνειρο πως θα μπορούσες να είχες φέρει
κάποια όμορφα, φαρμακερά πράγματα,
ορχιδέες τυλιγμένες σε υπέροχη ανθοδέσμη,
και πως θα έλεγες (μέσα σε όνειρο),
"σου στέλνω αυτό,
εγώ που άφησα τις γαλάζιες φλέβες
του λαιμού σου αφίλητες".
Γιατί άραγε τα χέρια σου
(που δεν κράτησαν ποτέ τα δικά μου),
τα χέρια σου που θα μπορούσα να δω
να αιωρούνται πάνω απ’ τα άνθη των ορχιδέων
τόσο προσεκτικά,
τα χέρια σου, είναι τόσο εύθραυστα, έτοιμα να σηκώσουν
τόσο τρυφερά, τα λεπτεπίλεπτα λουλούδια –
αχ, αχ, πώς έγινε αυτό;
Δεν έστειλες ποτέ (μέσα σε όνειρο)
την αληθινή μορφή σου, το αληθινό άρωμά σου,
καθόλου βαρύ, καθόλου αισθησιακό,
αλλά φαρμακερό -- φαρμακερό –
άρωμα από ορχιδέες, τυλιγμένες σε υπέροχη ανθοδέσμη,
και διπλωμένες σ’ ένα λαμπρό χαρτί,
κάποιες λέξεις:
"Λουλούδι σταλμένο σε λουλούδι
για άσπρα χέρια, λιγότερο άσπρα,
λιγότερο όμορφα απ’ τα φύλλα των λουλουδιών",
ή "εραστής σε ερωμένη, κανένα φιλί,
κανένα άγγιγμα, αλλά για πάντοτε αυτό."
(1) Baia: Αρχαία πόλη στην Καμπανία της Ιταλίας, που σήμερα είναι δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο.
ΑΠΟ ΤΗΝ «ΕΛΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ»: ΕΙΔΩΛΟ, ΒΙΒΛΙΟ ΙΙΙ: #4
from Helen in Egypt: Eidolon, Book III: #4
Η Ελένη η ίδια φαίνεται σχεδόν έτοιμη γι’ αυτή τη θυσία -- τουλάχιστον, για το σφαγιασμό της πριν απ’ αυτό το μεγάλο έρωτα του Αχιλλέα, την αφοσίωσή του στο "καράβι του" και το σκάφος, με "ένα ομοίωμα ή είδωλο ... μια γοργόνα, τη Θέτιδα, πάνω στην πλώρη".
Μήπως τα μάτια της είναι λοξά όπως τα παλιά χρόνια;
Ήταν Ελληνίδα ή Αιγύπτια;
Μήπως κάποιος Φοίνικας ναυτικός την είχε σφυρηλατήσει;
Ήταν άραγε βελανιδιά ή κέδρος;
Είχε κοπεί από ένα άχαρο κομμάτι
καραβόξυλου απ’ τους ναυπηγούς,
κι έπειτα καρφώθηκε εκεί,
ή η ίδια η πλώρη ήταν διαμορφωμένη
στο σχήμα του σώματός της σα γοργόνα,
με καμπύλες όπως τα νεραϊδίσια μαλλιά της;
Υπήρχε άραγε ένα πιτσίλισμα χρώματος
στην αρχή, στις πτυχές των ρούχων,
μήπως το γαλάζιο κατόπιν εξαφανίστηκε;
μήπως ρετουσάρισαν τα μπράτσα της, τους ώμους της;
Άραγε την άγγιξε ποτέ κανένας;
Άραγε είχε άλλο θαυμαστή κι εραστή,
ή εκείνος μόνο τη λάτρεψε;
Φορούσε ζώνη από φύκια
ή χρωματισμένη κορώνα; Πόσο συχνά
τα στητά στήθη της συναντούσαν τον ψεκασμό του αφρού,
πόσο συχνά βουτούσαν;
44. MARIANNE MOORE 1887 – 1972
Μαριάν Μουρ
ΈΝΑΣ ΤΑΦΟΣ
A Grave
Το να κοιτάζει ένας άνθρωπος τη θάλασσα, αφαιρώντας τη θέα από εκείνους που έχουν τόσα δικαιώματα σ’ αυτό όσο εσύ στον εαυτό σου,
είναι στην ανθρώπινη φύση, να στέκεται κανείς μπροστά σε κάτι,
αλλά δεν μπορείς να σταθείς μπροστά σ’ αυτό. Η θάλασσα δεν έχει τίποτε να δώσει εκτός από ένα καλά ανασκαμμένο τάφο.
Τα έλατα στέκονται σε μια πομπή, κάθε ένα με ένα σμαραγδένιο πόδι διάνου στην κορυφή, διατηρημένο στο περίγραμμά τους, χωρίς να λένε τίποτε. Η καταστολή, εντούτοις, δεν είναι το πιο φανερό χαρακτηριστικό της θάλασσας. Η θάλασσα είναι συλλέκτης, γρήγορος στην ανταπόδοση αρπακτικού βλέμματος. Υπάρχουν κι άλλοι εκτός από σένα που έχουν φορέσει αυτό το βλέμμα – που η έκφρασή τους δεν είναι πια διαμαρτυρία. Τα ψάρια δεν τους εξετάζουν πια
γιατί τα κόκαλά τους δεν έχουν διατηρηθεί πολύ:
Οι άνθρωποι πετάνε δίχτυα, χωρίς να συναισθάνονται ότι βεβηλώνουν ένα τάφο και κωπηλατούν γρήγορα μακριά -- οι λεπίδες των κουπιών κινούνται μαζί όπως τα πόδια των αραχνών του νερού σαν να μην υπάρχει θάνατος. Τα κύματα προχωρούν ανάμεσά τους σε παράταξη -- όμορφα κάτω από δίχτυα αφρού κι εξασθενίζουν χωρίς ανάσα
ενώ η θάλασσα θροΐζει μέσα και έξω απ’ τα φύκια.
Τα πουλιά κολυμπάνε στον αέρα με μεγάλη ταχύτητα, εκπέμποντας νιαουρίσματα όπως μέχρι τώρα –
το καβούκι της χελώνας μαστιγώνει τα πόδια των βράχων, καθώς κινιέται κάτω απ’ αυτούς κι ο ωκεανός, μέσα στη λάμψη των φάρων και το θόρυβο των σημαντήρων της ομίχλης, προχωρεί όπως πάντα, μοιάζοντας σαν να μην ήταν εκείνος ο ωκεανός όπου τα πεταμένα πράγματα είναι αναγκασμένα να βουλιάξουν –
όπου αν γυρίζουν και στρίβουν, δεν είναι ούτε από επιθυμία ούτε από σκοπιμότητα.
45. THOMAS STEARNS ELIOT 1888 – 1965
Τόμας Στηρνς
Έλιοτ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
Journey of the magi
«Είχαμε έναν ερχομό ψυχρό
Στη χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι,
Και μάλιστα ταξίδι τόσο μακρινό:
Οι δρόμοι απότομοι κι ο καιρός φρικτός
Μες στην καρδιά του χειμώνα».
Κι οι καμήλες αγριεμένες, με πονεμένα πόδια, ανυπότακτες,
Ξάπλωναν πάνω στο λιωμένο χιόνι.
Περάσαμε στιγμές που θα θυμόμαστε με λύπη,
Τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές, τις πλατείες
Και τα κορίτσια ντυμένα στο μετάξι να κερνούν σιρόπια.
Κι ύστερα οι καμηλιέρηδες που βλαστημούσαν και γκρινιάζαν
Και λιποτακτούσαν και ζητούσαν τα ποτά και τις γυναίκες τους
Κι οι νυχτερινές φωτιές που σβήνανε κι η έλλειψη στέγης,
Κι οι πολιτείες εχθρικές κι οι πόλεις αφιλόξενες
Και τα χωριά βρώμικα μας χρέωναν πανάκριβα:
Κακοπάθαμε.
Στο τέλος προτιμήσαμε να ταξιδεύουμε ολονυχτίς,
Κλέβοντας ύπνο όπου μπορούσαμε,
Ενώ οι φωνές σφυρίζανε στ’ αυτιά μας, λέγοντας
Ότι αυτό ήτανε τρέλα.
Ύστερα μιαν αυγή κατηφορίσαμε σε μια κοιλάδα εύκρατη
Υγρή, κάτω από το όριο του χιονιού, που μύριζε βλάστηση,
Μ’ ένα τρεχούμενο ποτάμι κι ένα νερόμυλο που έδερνε το σκοτάδι,
Και τρία δέντρα στο βάθος του χαμηλού ουρανού,
Και μ’ ένα γέρικο άλογο που έφευγε καλπάζοντας προς το λιβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα με φύλλα κληματαριάς στο ανώφλι,
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα παίζανε ζάρια για ασημένιες δεκάρες
Και πόδια κλώτσαγαν τα άδεια ασκιά του κρασιού.
Όμως δεν είχαμε είδηση καμιά, γι’ αυτό και συνεχίσαμε το δρόμο
Και φτάσαμε κατά το βράδυ, ούτε στιγμή νωρίτερα.
Το ό, τι βρήκαμε τον τόπο, ήταν (μπορείς να πεις) επιτυχία.
Όλα αυτά γίνανε εδώ και πολύ καιρό, θυμάμαι,
Και θα μπορούσαν πάλι να συμβούν, αλλά λογάριασε
Αυτό, λογάριασε αυτό:
Οδηγηθήκαμε όλοι εκεί
Για Γέννηση ή για Θάνατο; Ήτανε βέβαια γέννηση,
Είχαμε αποδείξεις και δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχα δει και
γέννηση και θάνατο,
Μα νόμιζα πως ήταν διαφορετικά. Εκείνη η Γέννηση ήταν
Σκληρή, πικρή αγωνία για μας, σαν Θάνατος, ο δικός μας θάνατος.
Γυρίσαμε στους τόπους μας, σε τούτα τα Βασίλεια,
Αλλά ποτέ πια δε βρήκαμε ησυχία εδώ, όπως τον παλιό καιρό
της εγκατάλειψης,
Μ’ ένα λαό ξένο ν’ αγγίζει τους θεούς του.
Θα προτιμούσα έναν άλλο θάνατο.
LA FIGLIA CHE PIANGE
(Το Κορίτσι που κλαίει)
O quam te memorem virgo ….
(Ω! Πώς να σε ονομάσω, κόρη)
Στο πιο ψηλό κρατήσου σκαλοπάτι,
Ακούμπησε σε μιαν υδρία του κήπου,
Πλέξε το φως του ήλιου στα μαλλιά σου,
Μ’ έκπληξη πόνου κράτησε στην αγκαλιά σου τα λουλούδια,
Ρίξ’ τα στη γη και γύρισε
Με φευγαλέα αποστροφή στο βλέμμα:
Όμως συνέχισε να πλέκεις στα μαλλιά το φως του ήλιου.
Έτσι θα τον άφηνα να φύγει,
Έτσι θα την άφηνα να μείνει με τη θλίψη,
Έτσι θα έφυγε αυτός,
Όπως αφήνει το κορμί η ψυχή, σακατεμένο, σπαραγμένο,
Όπως ο νους εγκαταλείπει το κορμί που υπηρέτησε.
Θα ‘βρισκα κάποιο τρόπο
Ασύγκριτα εύκολο και βολικό,
Τρόπο που θα καταλαβαίναμε κι οι δυο,
Απλό κι ανέλπιστο σαν ένα χαμόγελο και μια χειρονομία.
Έφυγε εκείνη, ωστόσο με τον ερχομό του φθινοπώρου
Βασάνισε τη φαντασία μου πολλές μέρες,
Πολλές μέρες και πολλές ώρες:
Τα μαλλιά της πάνω στα μπράτσα της και τα μπράτσα της
λουλούδια φορτωμένα.
Αναρωτιέμαι πώς θα τα περνούσανε οι δυο τους!
Εμένα θα μου ξέφευγε καμιά χειρονομία ή καμιά στάση.
Αυτές οι σκέψεις ταράζουνε καμιά φορά ακόμα
Τα ανήσυχα μεσάνυχτα και τη μεσημεριάτική μου ανάσα.
Σημείωση: O quam te memorem virgo
: Προσφώνηση του Αινεία στη μητέρα του Αφροδίτη. Από την Αινειάδα του Βιργίλιου.
48. CONRAD AIKEN 1889 – 1973
Κόνραντ Έϊκεν
ΤΟ ΧΑΤΕΡΑΣ ΦΩΝΑΖΕΙ (1)
Hatteras Calling
Νοτιοανατολικό κι η θύελλα κι όλοι οι ανεμοδείκτες
τρέμουν και στενάζουν στη άκρη του που στάζει,
κουρελιασμένο το σύννεφο χτυπιέται στις καπνοδόχους, η βροχή ουρλιάζει στους σωλήνες και τα παράθυρα για να μπει μέσα,
ο χρυσαφένιος κόκορας χτυπάει τα χρυσά φτερά του
κι απ’ το Παρεκκλήσι των Βαπτιστών δεν ακούγονται πια φωνές,
το χρυσό βέλος στο νοτιοανατολικό σημείο τραγουδάει
κι ακούει στη στέγη το βρυχηθμό του Ατλαντικού Ωκεανού.
Τα κύματα ανάμεσα στα σύρματα, η θάλασσα τρέχει πάνω απ’ τους πόλους, σε κάθε αλέα η μεγαλοπρέπεια της βροχής,
οι νεκρές υδρορροές ζουν ακόμα μια φορά, οι βαθιοί υπόνομοι
φωνάζουν θριαμβευτικά ένα πέρασμα στον κεντρικό αγωγό.
Ομπρέλες και στους κήπους ένας ηλικιωμένος άντρας
φεύγει βιαστικά σ’ ένα μονοπάτι που χοροπηδάει,
ακούει τη μουσική ενός ποτιστικού δοχείου,
παρατηρεί την ξαφνική οργή ανάμεσα στις τουλίπες,
οι χλωμές ιτιές μαστιγώνουν την ενοχλημένη λίμνη,
κι οι βάρκες γεμίζουν με νερό ενώ ο ουρανός
συντρίβει τις πασχαλιές, εφορμάει για να τινάξει και να σπάσει,
μέχρι τα τσακισμένα κλαδιά να τσιρίξουν κι οι φράχτες να
στριγκλίσουν. Μίλησε, Χάτερας, τη θαλασσινή γλώσσα σου:
ξέπλυνε με φύκια κι αφρό την πολυδιατηρημένη οδό:
εκείνος ο άνθρωπος τρομαγμένος μπορεί να μάθει ακόμα μια φορά να είναι παιδί εκείνης της ώρας όταν συναντιούνται ο βράχος κι ο ωκεανός.
(1) Hatteras: Ακρωτήριο στην ακτή της Βόρειας Καρολίνας στον Ατλαντικό.
49. ARCHIBALD MACLEISH 1892 – 1982
Άρτσιμπαλντ ΜακΛής
ΕΣΥ, ΆΝΤΡΙΟΥ ΜΑΡΒΕΛ (1)
You, Andrew Marvell
Κι εδώ, με πρόσωπο σκυφτό κάτω απ’ τον ήλιο,
κι εδώ, πάνω στο μεσημβρινό ύψος της γης,
να νοιώθεις πάντα τον ερχομό
πάντα την άνοδο της νύχτας:
Να νοιώθεις να σέρνεται στην θολωτή ανατολή
το γήινο ψύχος του λυκόφωτος κι αργή
πάνω σε κείνες τις υπόγειες χώρες την αχανή
και πάντα κάθετη σκιά να μεγαλώνει.
Και μυστήριο στα Εκβάτανα τα δέντρα (2)
να σκάνε τη νύχτα φύλλο φύλλο, μυστήριο,
η σκοτεινή πλημμύρα στα γόνατά τους,
τα βουνά πέρα στην Περσία ν’ αλλάζουν.
Και τώρα στο Κερμανσάχ η πύλη (3)
άδεια, σκοτεινή κι η μαραμένη χλόη,
κι ανάμεσα τώρα στο σούρουπο οι τελευταίοι
ταξιδιώτες, λιγοστοί, να διαβαίνουν δυτικά
κι η Βαγδάτη να μαυρίζει κι η γέφυρα
λοξά στο σιωπηλό ποτάμι, αθέατη,
και μέσα απ’ την Αραβία η ακμή
του σούρουπου να πλαταίνει διστακτικά
και να βαθαίνει στο δρόμο της Παλμύρας (4)
η χαρακιά του τροχού σε λιθάρι ερειπωμένο,
κι ο Λίβανος να γίνεται άφαντος κι η Κρήτη,
τιναγμένη ψηλά ανάμεσα σε νέφη,
και πάνω απ’ τη Σικελία ακόμα
ο άνεμος αστράφτοντας από χερσαίους γλάρους
και να φαίνονται για λίγο κι αργά να χάνονται
τα πανιά πάνω σε σκιώδη καραβάκια,
κι η Ισπανία να βουλιάζει κι η παραλία
της Αφρικής, η χρυσαφένια άμμος,
και να γλιστράει η βραδιά κι όχι πια
το χλομό φως σ’ αυτή τη χώρα
ούτε τώρα πάνω στη θάλασσα το απόμακρο φως:
κι εδώ με πρόσωπο σκυφτό μπροστά στον ήλιο,
να νοιώθεις πόσο μυστικά, πόσο καταπληκτικά
πέφτει η σκιά της νύχτας.
(1) Andrew Marvell (1621 – 1678): Άγγλος ποιητής της μεταφυσικής σχολής.
(2) Ecbatan: Αρχαία πόλη της Περσίας, πρωτεύουσα των Μήδων, 400 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τεχεράνης.
(3) Kermanshah: Πόλη της Περσίας 821.000 κατοίκων σε απόσταση 525 χιλιομέτρων απ’ την Τεχεράνη και 50 χιλιομέτρων απ’ τα σύνορα του Ιράκ.
(4) Palmyra: Αρχαία πόλη της Συρίας, 215 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Δαμασκού.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Prologue
Αυτές οι εναλλασσόμενες νύχτες και μέρες,
αυτές οι εποχές,
σα να μη μπορούν να με πείσουν. Φαίνεται
πως έχω την αίσθηση του απείρου!
(Στα όνειρά σας, Ω πλήρωμα του Κολόμβου,
Ω ακροατές πάνω απ’ τη θάλασσα
της ταραχής που σπάει πάνω στο Τίποτε ---)
--- μια φορά ξύπνησα από αηδόνια
σ’ ένα κήπο ---
Σκέφτηκα, τι ώρα είναι; Σκέφτηκα,
ώρα --- άραγε υπάρχει ώρα; Τώρα
υπάρχει ώρα;
(Πέστε μου τα όνειρά σας, Ω ναύτες,
πέστε μου: Σκαρφαλώνετε στα ψηλά
κατάρτια στον ύπνο σας και μπροστά σας ---)
Η ηρεμία των γέρικων δέντρων τη νύχτα
είναι ροπή,
κι η ραθυμία των λόφων
είδος προσμονής.
(Στο όνειρο μέσα, στον ύπνο, βλέπετε
την άκρη του κόσμου; Σπάει
το νερό κι ούτε μία παραλία --- βλέπετε; )
Ξένα πρόσωπα κινούν για μένα απ’ τους δρόμους
σαν αγγελιοφόροι και μ’ έχουν ειδοποιήσει
χέρια σαλεύοντας αργά σ’ ένα παράθυρο.
Ω, έχω την αίσθηση του απείρου ---
Αλλά ναύτες, ο κόσμος είναι στρογγυλός
δεν έχει τέλος λένε.
50. EDNA ST VINCENT MILLAY 1892 – 1950
Έντνα Σαιντ Βίνσεντ Μίλεϋ
ΑΠΟΓΕΥΜΑ Σ’ ΕΝΑ ΛΟΦΟ
Afternoon on a Hill
Θα είμαι το πιο ευτυχισμένο πλάσμα
κάτω απ’ τον ήλιο!
Θα αγγίζω εκατό λουλούδια
και δεν θα κόβω κανένα.
Θα κοιτάζω βράχους και σύννεφα
με ήρεμα μάτια,
θα παρακολουθώ τον αέρα να τσακίζεται πάνω στα χόρτα
και τη χλόη να μεγαλώνει.
Και όταν τα φώτα θ’ αρχίσουν να φαίνονται
απ’ την πόλη,
θα σημαδέψω ποιο πρέπει να είναι δικό μου,
και μετά θ’ αρχίσω να κατεβαίνω!
51. DOROTHY PARKER 1893 – 1967
Ντόροθυ Πάρκερ
ΈΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟ
A Dream Lies Dead
Ένα όνειρο κείτεται πεθαμένο εδώ. Μπορείς να φύγεις ήσυχα
απ’ αυτό τον τόπο και να γυρίσεις αλλού τα μάτια σου,
κι ούτε να ζητήσεις να μάθεις το βλέμμα όσων πεθαίνουν
παρενοχλώντας τη Ζωή για ζωή. Μην περπατάς θλιμμένα,
αλλά, για λίγο, άφησε το βήμα σου να είναι αργό.
Και, από οίκτο, να μην είσαι γλυκά σοφή
με λέξεις ελπίδας και Άνοιξης και πιο τρυφερών ουρανών.
Ένα όνειρο κείτεται πεθαμένο κι αυτό το ξέρουν όσοι κλαίνε:
Οποτεδήποτε ένα παρασυρμένο πέταλο αφήνει το δέντρο –
αν και λευκό απ’ τα λουλούδια όπως ήταν πριν
και υπερήφανα υπομονετικό για γονιμότητα –
δεν μπορεί να υπάρχει πια ελκυστικότητα.
Κι έτσι η Ομορφιά πρέπει να σκύβει το ελαττωματικό κεφάλι της
επειδή ένα όνειρο έγινε ένα με τους σκεπτικούς νεκρούς!
52. Ε. Ε. CUMMINGS 1894 – 1962
Έντουαρντ Έστλιν Κάμινγκς
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ
somewhere i have never travelled, gladly beyond
εκεί που ποτέ δεν ταξίδεψα, χαρούμενος πέρα
από κάθε εμπειρία, τα μάτια σου έχουν τη σιωπή τους:
στην πιο αβρή χειρονομία σου υπάρχουν πράγματα που με περιέχουν
ή που δε μπορώ να τα αγγίσω γιατί είναι πολύ κοντά μου
η πιο ασήμαντη ματιά σου εύκολα θα με απελευθερώσει
αν κι έχω εγκλωβιστεί σαν δάχτυλα κλεισμένα,
εσύ με ανοίγεις πάντοτε πέταλο-πέταλο όπως η Άνοιξη ανοίγει
(αγγίζοντας επιδέξια, μυστηριακά) το πρώτο της ρόδο
ή αν η επιθυμία σου είναι να με κλείσεις, εγώ και
η ζωή μου θα κλείσουμε πολύ όμορφα, αιφνιδιαστικά,
όπως όταν η καρδιά αυτού του λουλουδιού φαντάζεται
το χιόνι να κατεβαίνει παντού προσεκτικά.
τίποτε απ’ ό,τι θα νοιώσουμε σ’ αυτό τον κόσμο δε φτάνει
τη δύναμη της έντονης ευθραυστότητάς σου: Αυτή είναι που
με βιάζει με το χρώμα των τοπίων της,
και σκορπίζει θάνατο για πάντα με κάθε αναπνοή
(δεν ξέρω τι είναι αυτό σε σένα που κλείνει
κι ανοίγει, μόνο κάτι μέσα μου καταλαβαίνει
πως η φωνή των ματιών σου είναι βαθύτερη απ’ όλα τα ρόδα)
κανείς, ούτε κι η βροχή ακόμη, δεν έχει τόσο μικρά χέρια.
Η ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΙΠΑ
my sweet etcetera
η γλυκύτατή και τα λοιπά
θεία Λουκία στον τελευταίο
πόλεμο μπορούσε και
προπαντός σας το ’λεγε
για τι ακριβώς
πολεμούσε ο καθένας
η αδελφή μου η
Ισαβέλλα έφτιαξε εκατοντάδες
(πολλές
εκατοντάδες) κάλτσες για να μην
αναφέρουμε πουκάμισα κουνουπιέρες περιλαίμια
και τα λοιπά χειρόκτια και τα λοιπά, η
μητέρα μου είχε την ελπίδα πως
θα πέθαινα και τα λοιπά
ανδρείως βεβαίως ο πατέρας μου
βράχνιαζε να λέει πως ήταν
προνόμιο και λαχταρούσε
στο μεταξύ
εμένα και τα λοιπά να με βάλει ήσυχα
στη βαθιά υγρή γη
και τα λοιπά
(ενώ εγώ ονειρευόμουν
και
τα λοιπά, το
χαμόγελό σου
τα μάτια τα γόνατα και τα λοιπά σου).
57. HART CRANE 1899 – 1932
Χαρτ Κρέιν
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΕΛΒΙΛ (1)
At Melville's Tomb
Συχνά κάτω απ’ το κύμα, μακριά απ’ αυτό τον ύφαλο
τα ζάρια από κόκαλα πνιγμένων ανθρώπων είδε να κληροδοτεί μια αποστολή. Οι αριθμοί τους καθώς παρατηρούσε,
χτύπησαν στη σκονισμένη ακτή και κρύφτηκαν.
Και τα συντρίμμια πέρασαν χωρίς ήχο κουδουνιών,
ενώ ο κάλυκας της γενναιοδωρίας του θανάτου επέστρεφε
ένα διάσπαρτο κεφάλαιο, γκρίζα ιερογλυφικά,
το μήνυμα τυλιγμένο σε διαδρόμους κοχυλιών.
Τότε στην ήρεμη διαδρομή μιας απέραντης σπείρας,
τα σχοινιά μάγεψαν κι η μοχθηρία συμφιλιώθηκε,
τα παγωμένα μάτια εκεί ήταν εκείνοι οι ανυψωμένοι βωμοί
κι οι σιωπηλές απαντήσεις σύρθηκαν στ’ αστέρια.
Η πυξίδα, η τετράδα κι ο εξάντας δεν επινοούν
καμιά πιο μακρινή παλίρροια ... Ψηλά στα γαλανά βάραθρα
η μονωδία δεν θα ξυπνήσει το ναυτικό.
Αυτή τη μυθική σκιά μόνο η θάλασσα τη φυλάει.
(1) Herman Melville (1819 – 1891): Αμερικανός συγγραφέας του «Μόμπυ Ντικ».
58. ALLEN TATE 1899 – 1979
Άλεν Τέιτ
ΩΔΗ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟ
Ode to the Confederate Dead
Παραταγμένες στη σειρά χωρίς δυσάρεστες συνέπειες
οι ταφόπετρες δείχνουν τα ονόματά τους στα στοιχεία της φύσης,
ο αέρας στροβιλίζεται απερίσκεπτα,
στις σπασμένες γούρνες τα σκόρπια φύλλα
σχηματίζουν σωρούς -- το περιστασιακό μυστήριο του κόσμου
στην εποχιακή αιωνιότητα του θανάτου.
Έπειτα οδηγημένα στην εκλογή τους απ’ την άγρια
εξερεύνηση του ουρανού μες στην απέραντη ανάσα,
θροίζουν τη φήμη της θνητότητας.
Το φθινόπωρο είναι θλιβερό στο χωράφι
των χιλίων στρεμμάτων όπου αυτές οι αναμνήσεις μεγαλώνουν
απ’ τα ανεξάντλητα σώματα που δεν είναι
νεκρά, αλλά τρέφουν κατά σειρές την πλούσια χλόη.
Σκεφτείτε τα φθινόπωρα που έχουν έρθει κι έχουν φύγει! –
Φιλόδοξος Νοέμβριος με την ευθυμία της χρονιάς,
μ’ έναν ιδιαίτερο ζήλο για κάθε πλάκα,
που λεκιάζει τους ανήσυχους αγγέλους που σαπίζουν
στις πλάκες, μ’ ένα φτερό πελεκημένο εδώ κι ένα βραχίονα εκεί:
Η ζωώδης περιέργεια του βλέμματος ενός αγγέλου
σε μετατρέπει, όπως εκείνους, σε πέτρα,
μετασχηματίζει τον ανυψωμένο αέρα
μέχρι που βυθίζεται σ’ ένα βαρύτερο κόσμο
μετατοπίζεις το θαλασσινό χώρο σου τυφλά,
φουσκώνοντας, γυρίζοντας σαν το τυφλό καβούρι.
Ζαλισμένα απ’ τον άνεμο, μόνο τον άνεμο
τα φύλλα πετώντας, βουλιάζουν.
Ξέρεις ποιοι περίμεναν δίπλα στον τοίχο
τη ζωώδη βεβαιότητα του λυκόφωτος,
εκείνες τις μεσονύκτιες αποκαταστάσεις του αίματος
που ξέρεις -- τα αμείλικτα πεύκα, το καπνισμένο διάζωμα
του ουρανού, την ξαφνική κλήση: Ξέρεις την οργή,
την κρύα λίμνη που αφήνει η φουσκονεριά,
του αμίλητου Ζήνωνα και Παρμενίδη.
Που περίμεναν τη θυμωμένη απόφαση
εκείνων των επιθυμιών που πρέπει να είναι δικές σου αύριο,
ξέρεις την ασήμαντη εξομολόγηση του θανάτου
κι εγκωμιάζεις τ’ όραμα
κι εγκωμιάζεις την αλαζονική περίσταση
εκείνων που πέφτουν
κατά σειρές, βιαστικά πέρα απ’ την απόφαση –
εδώ απ’ την κρεμαστή πύλη, σταματημένοι απ’ τον τοίχο.
Βλέπεις, βλέπεις μόνο τα φύλλα,
που πετώντας, βουλιάζουν και ξεψυχάνε.
Γύρισε τα μάτια σου στο υπέρμετρο παρελθόν,
γύρισε στους ανεξιχνίαστους δαίμονες του πεζικού
που αναδεικνύονται απ’ τη γη και δεν θα διαρκέσουν.
Ο «Πέτρινος Τοίχος», ο «Πέτρινος Τοίχος» και τα βυθισμένα χωράφια της κάνναβης, Σίλοχ, Αντίεταμ, Λόφος Μάλβερν, Διαδρομή του Ταύρου.
Χαμένος σ’ εκείνη την Ανατολή του πυκνού και του στέρεου
θα καταραστείς τον ήλιο που δύει. (1) (2) (3) (4) (5)
Αναθεματίζοντας μόνο τα φύλλα και φωνάζοντας
σαν γέρος μέσα σε θύελλα
Ακούς την κραυγή, το τρελό σημείο του κώνειου
με τα ενοχλημένα δάχτυλα στη σιωπή
που σε πνίγει, σαν μια μούμια, εγκαίρως.
Η σκύλα κυνηγόσκυλο
φαφούτα και πεθαίνοντας, σ’ ένα μουχλιασμένο κελάρι
ακούει τον αέρα μόνο. Τώρα που το αλάτι του αίματός τους
σκληραίνει την πιο αλμυρή λήθη της θάλασσας,
σφραγίζει την κακοήθη αγνότητα της πλημμύρας,
τι θα πούμε εμείς που μετράμε τις μέρες μας και σκύβουμε
τα κεφάλια μας με επιμνημόσυνη θλίψη
στα ριγωτά παλτά της απαίσιας ευτυχίας,
τι θα πούμε για τα ακάθαρτα κόκαλα,
που η κατάφυτη ανωνυμία τους θα μεγαλώσει;
Τα λιωμένα μπράτσα, τα λιωμένα κεφάλια και μάτια
χαμένα σ’ αυτά τα στρέμματα του τρελού πράσινου;
Οι γκρίζες αδύνατες αράχνες έρχονται, έρχονται και πάνε.
Σ’ ένα ανακάτεμα από ιτιές χωρίς φως
το αόρατο μοναδικό σφιχτό ποίημα με τσιριχτή φωνή
σαν κουκουβάγια σπέρνει μέσα στο μυαλό
το εξαγριωμένο μουρμούρισμα της ιπποσύνης τους.
Θα πούμε μόνο πως τα φύλλα
πετώντας, βουλιάζουν και ξεψυχάνε
Θα πούμε μόνο πως τα φύλλα ψιθυρίζουν
στην απίθανη ομίχλη του σούρουπου
που πετάει με πολλαπλά φτερά:
Η νύχτα είναι η αρχή και το τέλος
κι ανάμεσα στα άκρα του περισπασμού
περιμένει τη βουβή κερδοσκοπία, την υπομονετική κατάρα
που πετρώνει τα μάτια, ή, όπως ο ιαγουάρος, πηδάει
για την εικόνα της σε μια λίμνη της ζούγκλας -- το θύμα της.
Τι θα πούμε εμείς που φέραμε
τη γνώση στην καρδιά; Θα πάρουμε το νόμο
στον τάφο; Πιο αισιόδοξοι, θα φτιάξουμε
τον τάφο μες στο σπίτι; Τον αρπακτικό τάφο;
Φεύγουν τώρα η κλεισμένη πύλη κι ο αποσυνθεμένος τοίχος:
Το ευγενικό φίδι, πράσινο στη βατομουριά,
κάνει θόρυβο με τη γλώσσα του μέσα στη σιωπή –
φρουρός του τάφου που μας μετράει όλους!
(1) Stonewall: Παρώνυμο (που σημαίνει κατά λέξη Πέτρινος Τοίχος) του στρατηγού των Νοτίων Thomas Jonathan Jackson (1824 – 1863), ο οποίος πέθανε μετά από τραυματισμό κι ακρωτηριασμό του σε μάχη.
(2) Shiloh: Εθνικό στρατιωτικό πάρκο στο Τεννεσή των ΗΠΑ, σε ανάμνηση ιστορικής μάχης μεταξύ Βορείων και Νοτίων κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο το 1862.
(3) Antietam: Περιοχή του Μέριλαντ των ΗΠΑ όπου το 1862 έγινε πολύνεκρη μάχη μεταξύ Βορείων και Νοτίων.
(4) Malvern Hill: Λόφος στις όχθες του ποταμού Τζέημς στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, όπου το 1862 έγινε μάχη ανάμεσα στους Βόρειους και τους Νότιους.
(5) Bull Run
: Μικρός ποταμός στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ όπου το 1861 και το 1862 έγιναν μάχες ανάμεσα στους Βόρειους και τους Νότιους.
62. LANGSTON HUGHES 1902 – 1967
Λάνγκστον Χιουζ
Ο ΝΕΓΡΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑ
The Negro Speaks of Rivers
Γνώρισα ποτάμια:
Γνώρισα ποτάμια αρχαία όσο ο κόσμος και πιο παλιά
απ’ το αίμα που κυλάει στις φλέβες των ανθρώπων.
Η ψυχή μου έγινε βαθιά σαν τα ποτάμια.
Λούστηκα στον Ευφράτη όταν οι αυγές ήταν καινούργιες
έχτισα την καλύβα μου σε όχθη του Κονγκό και με νανουρίζει
είδα το Νείλο κι έχτισα τις πυραμίδες πάνω του
άκουσα το τραγούδι του Μισισιπή όταν ο Αβραάμ Λίνκολν
κατέβηκε στη Νέα Ορλεάνη κι είδα τη λασπωμένη
κοίτη του να λάμπει ολόχρυση στο ηλιοβασίλεμα.
Γνώρισα ποτάμια
αρχαία σκοτεινά ποτάμια.
Η ψυχή μου έγινε βαθιά σαν τα ποτάμια.
ΌΝΕΙΡΑ
Dreams
Κρατηθείτε γερά στα όνειρα
γιατί αν τα όνειρα πεθάνουν
η ζωή θα είναι ένα πουλί με σπασμένα φτερά
που δεν μπορεί να πετάξει.
Κρατηθείτε γερά στα όνειρα
γιατί όταν τα όνειρα φύγουν
η ζωή θα είναι ένα άγονο χωράφι
παγωμένο απ’ το χιόνι.
63. OGDEN NASH 1902 – 1974
Όγκντεν Νας
ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑ
A Lady Who Thinks She Is Thirty
Απρόθυμα ξυπνάει η Μιράντα,
και βλέπει τον ήλιο με τρόμο,
κάνει ένα βαριεστημένο βήμα,
ανατριχιάζοντας μπρος στον καθρέφτη.
Η Μιράντα στα μάτια της Μιράντας
είναι γριά και γκρίζα και βρώμικη
ήταν είκοσι εννέα χτες το βράδυ
και σήμερα είναι τριάντα.
Λάμποντας όπως το πρωινό αστέρι
λάμποντας όπως το φως της αυγής,
διαιωνισμένο από ένα ημερολόγιο,
η Μιράντα μαραζώνει.
Ανόητο κορίτσι, χρυσό κορίτσι,
τράβα τον καθρέφτη πάνω σου
ο χρόνος που κάνει τα χρόνια να γυρίζουν
σε ομορφαίνει όπως σε λατρεύει.
Ο χρόνος είναι άχρονος για σένα
ημερολόγια για τους ανθρώπους.
Τι είναι ένας χρόνος, ή τριάντα,
για μια ομορφιά που έγινε γυναίκα;
Ω, η νύχτα δεν θα δει τριάντα πάλι,
όσο απαλά κι αν είναι τα φτερά της, Μιράντα.
Πάρε τον καθρέφτη σου και πες μου λοιπόν –
πόσο χρόνων είναι η Άνοιξη, Μιράντα;
65. COUNTEE CULLEN 1903 – 1946
Κάουντη Κάλεν
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Heritage
Τι είναι για μένα η Αφρική;
Ήλιος από χαλκό, θάλασσα από κοράλλι,
άστρο του δάσους ή μονοπάτι της ζούγκλας.
Μπρούτζινοι αθλητές, μαύρες βασιλικές γυναίκες
που απ’ τους γοφούς τους βλάστησα κι εγώ
όταν έψελναν τα πουλιά του παραδείσου.
Δυο τρεις αιώνες βγαλμένοι
απ’ τα τοπία που οι πατέρες μας αγάπησαν,
πικάντικα άλση, δέντρα κανέλας,
τι είναι για μένα η Αφρική;
Έτσι κείτομαι, εγώ που πάντα ακούω
μόνο το τραγούδι άγριων βαρβαρικών πουλιών
κεντρισμένα απέραντα κοπάδια απ’ τη ζούγκλα
καταστροφικές δυνάμεις σάρκας που περνάνε
ποδοπατώντας την ανυπάκουη χλόη
όπου ξαπλώνουν οι νεαροί εραστές των δασών
δίνοντας υπόσχεση γάμου κάτω απ’ τον ουρανό.
Έτσι κείτομαι, εγώ που πάντα ακούω
να κροτούν μεγάλα τύμπανα μες στον αιθέρα
που πάντα ακούω
όσο κι αν πιέζω τ’ αφτιά μου
όσο κι αν τα βουλώνω με τα δάχτυλά μου.
Έτσι κείτομαι εγώ που πηγή υπερηφάνειας,
αγαπημένος πόνος, ανάμικτος με χαρά
είναι η σάρκα μου, το σκοτεινό δέρμα μου
που κλείνει μέσα το βαθύ και φλογερό μου αίμα
σαν ριγηλές παλίρροιες κρασιού
που, φοβάμαι, πρέπει ν’ ανατινάξουν τα λεπτά
κανάλια του ξεφτισμένου πλέγματος
απ’ όπου ξεχύνονται σαν θάλασσα κι αφρίζουν και ταράζουν.
Η Αφρική; Βιβλίο που, έτσι στην τύχη, ξεφυλλίζω
αφηρημένα μέχρι να ’ρθει ο ύπνος.
Ξεχάστηκαν οι νυχτερίδες της
που πετάνε κυκλικά τη νύχτα, οι αίλουροί της
κουλουριασμένοι ανάμεσα στους καλαμιώνες του ποταμού.
καταδιώκοντας την ευγενική σάρκα που τρέφεται
στο χείλος του ποταμού,
το ίδιο κάνει ο βρυχηθμός της σάλπιγγας
που τα νύχια των μοναρχών έχουνε βγάλει
απ’ τις θήκες όπου κοιμόταν.
Ασημένια φίδια που μια φορά το χρόνο
βγάζετε τα καλά παλτά που φοράτε,
μη ζητάνε καταφύγιο στο φόβο σας
για να μην δει κανένα θανάσιμο μάτι.
Τι είναι η γύμνια σας για μένα;
Εδώ κανένα λεπρό λουλούδι δεν υψώνει
άγρια στεφάνια στον αέρα
Εδώ κανένα σώμα λείο και υγρό,
στάζοντας ανακατεμένη βροχή κι ιδρώτα,
δεν περπατάει με τους άγριους διασκελισμούς
των ερωτευμένων αγοριών και των κοριτσιών της ζούγκλας.
Τι είναι το χιόνι του περασμένου χρόνου για μένα,
ή οτιδήποτε άλλο απ’ τον περασμένο χρόνο;
Το δέντρο που μπουμπουκιάζει κάθε χρόνο πρέπει να ξεχάσει
πώς το παρελθόν του ανάτειλε ή έδυσε
κλαδί και άνθος, λουλούδι, φρούτα,
ακόμη και ποιο ντροπαλό πουλί
με βουβή κατάπληξη στη δουλειά του εκεί,
εργάστηκε μειλίχια στα μαλλιά του.
Δυο τρεις αιώνες βγαλμένοι
απ’ τα τοπία που οι πατέρες μας αγάπησαν,
πικάντικα άλση, δέντρα κανέλας,
τι είναι για μένα η Αφρική;
Έτσι κείτομαι, εγώ που δεν βρίσκω ειρήνη
νύχτα ή μέρα, καμία απελευθέρωση
απ’ τον ασταμάτητο χτύπο
που κάνουν τα σκληρά παραγεμισμένα πόδια
περπατώντας μέσα απ’ το δρόμο του κορμιού μου.
Πηγαίνουν πάνω-κάτω και πίσω,
προχωρώντας έξω απ’ τη διαδρομή της ζούγκλας.
Έτσι κείτομαι, εγώ που δεν κοιμάμαι ποτέ
αρκετά ακίνδυνα απ’ τη βροχή τη νύχτα –
δεν μπορώ ποτέ να αναπαυθώ καθόλου
όταν η βροχή αρχίζει να πέφτει
σαν ψυχή ξετρελαμένη απ’ τον πόνο
πρέπει να ταιριάξω την παράξενη επωδό της
πρέπει πάντα να στριφογυρίζω και να στροβιλίζομαι,
σπαρταρώντας σαν δελεασμένο σκουλήκι,
ενώ τα αρχέγονα μέτρα της
στάζουν μέσα απ’ το σώμα μου, που φωνάζει, "Γδυθείτε!
Βγάλτε αυτή τη νέα ζωντάνια.
Ελάτε και χορέψτε το χορό των εραστών!"
Μ’ ένα παλιό κληροδοτημένο τρόπο
η βροχή ενεργεί πάνω μου νύχτα και μέρα.
Περίεργοι, εξωτικοί οι πρωτόγονοι θεοί
που οι μαύροι άνθρωποι πλάθουν με ράβδους,
άργιλο κι εύθραυστα κομμάτια πέτρας,
έτσι που να μοιάζουν με εκείνους,
η μετατροπή μου ήρθε πανάκριβη,
ανήκω στον Ιησού Χριστό,
ιεροκήρυκας της ταπεινότητας,
οι πρωτόγονοι θεοί δεν είναι τίποτε για μένα.
Πατέρας, Γιος και Άγιο Πνεύμα,
έτσι κάνω ένα μάταιο κομπασμό,
Ιησούς που έστρεψε δυο φορές το μάγουλό του,
αμνός του Θεού, αν και μιλώ
με το στόμα μου, στην καρδιά μου
παίζω έναν διπλό ρόλο.
Πάντα στον αστραφτερό βωμό Σου
πρέπει η καρδιά μου να ταλαντευτεί και να διστάσει,
επιθυμώντας Αυτός που υπηρέτησε να ήταν μαύρος,
με τη σκέψη ότι τότε δεν θα της έλειπε
ιστορικό πόνου για να την καθοδηγήσει,
να αφήσει αυτούς που θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να την εμπαίξουν. Σίγουρα τότε αυτή η σάρκα θα ήξερε
ότι η δική σου έχει υποφέρει από μια παρόμοια θλίψη.
Κύριε, διαμορφώνω μελαψούς θεούς, επίσης,
τολμώντας ακόμη και να σου δώσω
σκούρα απελπισμένα χαρακτηριστικά όπου,
στεφανωμένη με σκούρα επαναστατικά μαλλιά,
η υπομονή διστάζει ακριβώς τόσο
όσο η θανάσιμη θλίψη αναγκάζει, ενώ αγγίζει
γρήγορη και καυτή, από θυμό κι ανεβαίνει
στο χτυπημένο μάγουλο και τα κουρασμένα μάτια.
Κύριε, συγχώρα με αν η ανάγκη μου
διαμορφώνει μερικές φορές μια ανθρώπινη θρησκεία.
Όλη τη μέρα και τη νύχτα ασταμάτητα,
μόνο ένα πράγμα πρέπει να κάνω:
Σβήστε την υπερηφάνειά μου και δροσίστε το αίμα μου,
για να μην χαθώ στην πλημμύρα.
Για να μην αναζωπυρωθεί ένα κρυμμένο αναμμένο κάρβουνο
που νόμιζα πως ήταν υγρό
καίγοντας σαν το πιο ξερό λινάρι,
λειώνοντας σαν το πιο απλό κερί,
για να μην αναστήσει ο τάφος τους νεκρούς του.
Η καρδιά μου και το μυαλό μου
δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει έστω και λίγο
ότι αυτοί κι εγώ είμαστε πολιτισμένοι.
69. KENNETH REXROTH 1905 – 1982
Κένεθ Ρέξροθ
ΑΠΟ GIC ΜΕΧΡΙ HAR
Gic to Har
Είναι αργά τη νύχτα, κρύο και υγρασία
ο αέρας είναι γεμάτος από καπνό τσιγάρων.
Το μυαλό μου είναι ανήσυχο και κουρασμένο.
Παίρνω την εγκυκλοπαίδεια,
τον τόμο από GIC μέχρι HAR,
φαίνεται ότι τα έχω διαβάσει όλα σ’ αυτόν,
τόσες πολλές άλλες νύχτες όπως αυτή.
Κάθομαι και κοιτάζω με άδειο κεφάλι το άρθρο «Κοκκοθραύστης», ακούγοντας το μακρόσυρτο κουδούνισμα και το γδούπο
των φορτηγών αυτοκινήτων και των μηχανών από μακριά.
Ξαφνικά θυμάμαι
όταν γύριζα στο σπίτι απ’ το θαλασσινό μπάνιο
στον Κολπίσκο των Δέκα Μιλίων, (1)
πέρα απ’ τον μακρύ πετρότοπο στις αρχές του καλοκαιρινού σούρουπου, με τα μαλλιά βρεγμένα, τη μυρωδιά των φυκιών και της λάσπης. Θυμάμαι μια συκομουριά μπροστά από ένα αγροτόσπιτο
κι αμέσως καθαρά την αποκάλυψη
ενός τραγουδιού απίστευτης ειλικρίνειας και χαράς,
ήταν ο πρώτος μου ροδαλός κοκκοθραύστης,
αντιμετωπίζοντας τον χαμηλωμένο ήλιο, με το σώμα του
λουσμένο στο φως.
Ήμουν ακίνητος και κρύος μέσα στο ζεστό βράδυ
μέχρι που πέταξε μακριά και συνέχισα ξέροντας
στο δωδέκατο έτος μου ότι ένα απ’ τα μεγάλα πράγματα
της ζωής μου είχε συμβεί.
Τριάντα εργοστάσια αδειάζουν τα απόβλητά τους στον κολπίσκο.
Στους ξεραμένους χορτοτάπητες υπάρχουν μαυροπούλια, ξένα κι επιθετικά. Κι είμαι στην άλλη πλευρά της ηπείρου
δέκα χρόνια σε μια αφιλόξενη πόλη.
(1) Ten Mile Creek
: Περιοχή του Ιλλινόι των ΗΠΑ.
72. THEODORE ROETHKE 1908 – 1963
Θήοντορ Ρέθκε
Η ΕΠΙΣΚΕΠΤΡΙΑ
The visitor
1
Ένα σύννεφο πλησίασε. Η μάζα του ανέμου μετακινήθηκε.
Κάποιο δέντρο σάλεψε πάνω απ’ το νερό.
Μια φωνή είπε:
«Μείνε. Μείνε κοντά στο ρυάκι.
Μείνε!»
«Δέντρο πολυαγαπημένο», είπα:
Μπορώ να ξαποστάσω εδώ;»
Ένας ψίθυρος απάντησε απαλά:
Περίμενα ξαγρυπνώντας σαν σκυλί,
η βδέλλα κολλημένη στην πέτρα περίμενε,
και το καβούρι με τη σιωπηλή ανάσα του.
2
Αργοπερπάτητη ήρθε σαν ψάρι,
αργοπερπάτητη σαν το ψάρι που πορεύεται
κουνώντας το σώμα του μες στο κύμα.
Το φουστάνι της δεν άγγιζε ούτε φύλλο,
και τ’ άσπρα μπράτσα της ήταν τεντωμένα προς εμένα.
Ήρθε αθόρυβα,
χωρίς ν’ αγγίζει τις υγρές πέτρες.
Μέσα στο απαλό σκοτάδι του δειλινού ήρθε
με τον αγέρα μέσα στην κόμη της
και το νιογέννητο φεγγάρι.
3
Ξύπνησα την αυγή,
κοιτώντας ένα δέντρο ένοιωσα το σφυγμό μιας πέτρας.
«Πού είναι τώρα εκείνη», έλεγα αδιάκοπα.
«Πού είναι τώρα η λυγερή κόρη του βουνού;»
Αλλά η λαμπερή μέρα δεν έδωσε απάντηση.
Ένας άνεμος φύσηξε μέσα στη μεμβράνη
των σκουληκιασμένων μήλων.
Η ιτιά που ήταν εκεί κοντά θρόισε.
73. CHARLES OLSON 1910 – 1970
Τσαρλς Όλσον
ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΈΡΕΣ
These Days
οτιδήποτε έχεις να πεις, άφησε
τις ρίζες πάνω, άφησέ τες
να κρέμονται
και τη βρομιά
απλώς για να είναι ξεκάθαρο
από πού έρχονται.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ
Variations
ΙΙΙ. Άνοιξη
Η κρανιά
φωτίζει τη μέρα.
Το απριλιάτικο φεγγάρι
ξεφλουδίζει τη νύχτα.
Τα πουλιά, ξαφνικά,
είναι πολλά
Τα λουλούδια είναι καταβαραθρωμένα
απ’ τις μέλισσες, τα φρούτα ανθίζουν
πετιούνται στο έδαφος, ο αέρας
η βροχή τα σπρώχνει όλα. Θόρυβος –
ακόμη κι η νύχτα παίζεται στο τύμπανο
απ’ τους νυχτοπάτες και γινόμαστε
πολυάσχολοι, οργώνουμε κινιόμαστε,
ξεσπάμε, αγαπάμε. Το μυστικό
που χάθηκε ούτε κρύβεται
ούτε αποκαλύπτεται, φανερώνει
τα σημάδια του. Κι ορμάμε για να
το πιάσουμε. Το σώμα
χτυπάει την ψυχή. Στη μεγάλη επιθυμία του
ζητάει το ελιξίριο
στο βρυχηθμό της άνοιξης,
στις μεταστοιχειώσεις. Ο φθόνος
σέρνεται μακριά. Το ελάττωμα του σώματος και της ψυχής
- ότι δεν είναι ένα -
το πρωινό ρολόι χτυπάει
με ειλικρίνεια: Σε χαιρετίζουμε
εποχή με τις ελάχιστες αποτυχίες.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ
The Maximus Poems
1
Ο έρωτας είναι μορφή και δε μπορεί να υπάρχει χωρίς
σημαντική ουσία, το βάρος,
πες 58 καράτια για τον καθένα μας, που αναγκαστικά
ζυγίζει ο χρυσικός μας
φτερό αθροισμένο σε φτερό
και ό,τι είναι μεταλλικό, ό,τι
είναι κατσαρωμένα μαλλιά, σπάγκος
που κουβαλάς στο νευρικό ράμφος σου, αυτά
φτιάχνουν όγκο, αυτά τελικά είναι
το άθροισμα
κυρία μου του καλού ταξιδιού
που στα μπράτσα σου, στο αριστερό μπράτσο σου
ξεκουράζεται όχι ένα αγόρι αλλά ένα ξύλο προσεκτικά σκαλισμένο,
ένα ζωγραφισμένο πρόσωπο, μια σκούνα!
ένα λεπτό κατάρτι, σαν ξύλο ιστού πλώρης για μεταβίβαση.
2
αγαπάμε μόνο τη μορφή
κι η μορφή αποκτά ύπαρξη
μόνο όταν
το αντικείμενο γεννιέται
γεννιέται από σένα, γεννιέται
από σανό και βαμβακερά στηρίγματα,
από κλοπιμαία του δρόμου, αποβάθρες, αγριόχορτα
που φέρνεις μέσα, πουλί μου,
από ένα κόκαλο από ένα ψάρι
από ένα άχυρο ή θέληση
από ένα χρώμα, από ένα κουδούνι
από σένα σπαραγμένη.
3
ο έρωτας δεν είναι εύκολος
αλλά πώς να ξέρεις τώρα,
Νέα Αγγλία,
ότι η φαυλοκρατία είναι εδώ, ότι
τα αυτοκίνητα του δρόμου, Ω Όρεγκον, τερετίζουν
το απόγευμα, προσβάλλουν
μια ολόκληρη γενιά χρυσόμαυρων απογόνων;
πώς να χτυπήσεις
έναν ξιφομάχο, την γαλαζοκόκκινη ράχη του,
όταν χτες τη νύχτα ο σκοπός σου
ήταν η αρρώστια της μουσικής
και όχι τα παιχνίδια της τράπουλας;
(Ω άνθρωπε του Γκλόσεστερ (2)
ύφανε
τα πουλιά και τα δάχτυλά σου
απ’ την αρχή, τις στέγες σου,
καθάρισε τις βρομιές απ’ τα ράφια
λιασμένα
με Αμερικανικό
περιτύλιγμα
μαζί με άλλους σαν εσένα, μια τόσο
ελεύθερη επιφάνεια
τόσο άγρια και στοματική
σατυρικού λεσβιακού αγγείου
Ω σκότωσε σκότωσε σκότωσε σκότωσε
εκείνους
που σε διαφημίζουν).
4
μέσα! Μέσα! Ξύλο του καταρτιού της πλώρης, πουλί, ράμφος
μέσα, η καμπύλη είναι μέσα, μπαίνει μέσα, η ανθεκτική μορφή
που φτιάχνεις, που είναι
ο νόμος του αντικειμένου, με όλα τα στηρίγματά του, αυτό που είσαι, αυτό που πρέπει να είσαι, αυτό που η δύναμη μπορεί να αναδείξει, μπορεί αμέσως τώρα από δω και πέρα να ανορθώσει, ιστός, κατάρτι, εύκαμπτο κοντάρι!
Η φωλιά, λέω, εγώ ο Μάξιμος, λέω
κάτω απ’ το χέρι, καθώς το βλέπω, πάνω απ’ τα νερά
απ’ αυτό το μέρος όπου βρίσκομαι, όπου ακούω,
μπορώ ακόμα να ακούω
από εδώ σου μεταφέρω ένα φτερό
σαν να έπαιρνα ξαφνικά
το απόγευμα και να σου έφερνα
ένα κόσμημα
αστραφτερό περισσότερο από φτερούγα,
περισσότερο από οποιοδήποτε ρομαντικό πράγμα,
περισσότερο απ’ τη μνήμη, απ’ τον τόπο,
από οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό που μεταφέρεις
εκτός απ’ αυτό που είναι
πες το φωλιά, γύρω απ’ το κεφάλι, πες το
επόμενο δευτερόλεπτο
περισσότερο απ’ αυτό που μπορείς να κάνεις!
5
Ο πηλός του Ωκεανού,
σαν Γκανέσα σπρωγμένος στη θάλασσα (1)
αφού λατρεύτηκε θεϊκά για ένα χρόνο,
κινήθηκε στην επιφάνεια του νερού και βυθίστηκε
στον Ινδικό Ωκεανό, απ’ το
πεδίο βολής της Βομβάης
όπως ο Άγιος Σεβαστιανός - σώμα
πυροβολημένο γεμάτο τρύπες
για το σκοπό που ο Θεός τιμωρώντας κάθε χαμένο χρόνο, καθαίρεσε
τον Ηλιακό Βασιλιά την Υπερβολή - ενέργεια μετασχηματισμένη. Χρησιμοποιημένη. Υπερβολική ενέργεια οπωσδήποτε –
σε μια κοινωνία όπως η Αμερική η ενέργεια αν δεν είναι ηθική είναι μόνο υλική. Όποιος δεν μπορεί να καταστραφεί δεν καταστρέφεται ποτέ απλώς μένει παρατημένος στη θέση του.
Παλιοπράματα. Πηλός οπωσδήποτε –
Το Γκλόσεστερ είναι η ακτή (2)
όπου ο Γκανέσα ίσως πέταξε σκουπίδια
στο Λιμάνι που καθαρίζεται κάθε χρόνο,
για να ξαναζωντανέψει το Αφηρημένο για να το καταστήσει πιθανό ως μορφή που πρέπει να επιδιώκεται πάλι. Κάθε χρόνο η μορφή εκφράζει τον εαυτό της. Κάθε χρόνο επίσης πρέπει να επιδιώκεται απ’ την αρχή. Υπάρχουν 70 περίεργες "μορφές", υπάρχουν 70 πιθανότητες αποκάλυψης
του Πραγματικού. Το πραγματικό
ανανεώνεται κάθε χρόνο, το Πραγματικό
είναι ηλιακό, η ζωή δεν είναι, η ζωή έχει διάρκεια 13 μήνες κάθε χρόνο. Μείον μία μέρα (τη μέρα που ο ήλιος γυρίζει). Ο ήλιος
καταδιώκει τον εαυτό του. Ένας χρόνος
είναι η δυνατότητα, το Πραγματικό
συνεχίζεται για πάντα
(1) Ganesha: Ινδουιστικός θεός της σοφίας.
(2) Gloucester: Πόλη και περιοχή της Αγγλίας, κοντά στα σύνορα με την Ουαλία, αλλά και ομώνυμες πόλεις σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, όπως η Μασαχουσέτη, η Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϋ, η Βιρτζίνιας κ.ά.
74. ELIZABETH BISHOP 1911 – 1979
Ελίζαμπεθ Μπίσοπ
ΑΫΠΝΙΑ
Insomnia
Η σελήνη στον καθρέπτη της συρταριέρας
κοιτάζει ένα εκατομμύριο μίλια μακριά
(και ίσως με υπερηφάνεια τον εαυτό της,
αλλά ποτέ δεν χαμογελά)
πολύ μακριά, πέρα απ’ τον ύπνο ή
ίσως προτιμάει να κοιμάται την ημέρα.
Εγκαταλειμμένη απ’ το σύμπαν,
θα του έλεγε να πάει στην κόλαση
και θα έβρισκε ένα υδάτινο σώμα,
ή έναν καθρέπτη για να κατοικήσει.
Γι’ αυτό τύλιξε επιφύλαξη σ’ ένα κουκούλι
και ρίξε το να φτάσει στον πάτο του πηγαδιού
εκεί όπου ο κόσμος είναι ανάποδος,
εκεί όπου το αριστερό είναι πάντοτε δεξί,
εκεί όπου οι σκιές είναι πραγματικά το κορμί,
εκεί όπου ξενυχτάμε όλη νύχτα,
εκεί όπου οι ουρανοί είναι ρηχοί, όσο η θάλασσα
είναι τώρα βαθιά κι εσύ μ’ αγαπάς.
78. KARL SHAPIRO 1913 – 2000
Καρλ Σαπίρο
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
The letter of victory
Πρώτα πρώτα σ’ αγαπώ για τη γλυκιά μορφή σου. Γιατί τα μάτια σου
τα γαλανά κι εβραϊκά με έκφραση κάπως ξενική αλλά τόσο νόστιμη
πάνω απ’ τα μάγουλά σου, κοιτάνε πιο πολύ παρά ονειρεύονται.
Η όψη σου συχνά φέρνει στο νου μου κάποιο γαλανομάτικο μικρό παιδί
που η σιωπηλή πονηριά του τυραννούσε τους γονείς μου και μ’ έκανε
να το μισώ και να θέλω τον κακό του θάνατο. Γι’ αυτή την υπενθύμιση, τη θύελλα της ψυχής μου και για το πρόσωπό σου, συχνά
τόσο όμορφο σ’ αγαπώ και σου εύχομαι να ζήσεις.
Πρώτα πρώτα σ’ αγαπώ γιατί περιμένεις, γιατί για χάρη σου δε μπορώ
παρά να γράφω αυτές τις λέξεις, σ’ αγαπώ γι’ αυτές ακριβώς τις λέξεις
που τσιμπούν και σέρνονται σαν έντομα που αφήνουν λίγδα.
Σ’ αγαπώ για τη φτώχεια σου που σε κάνει να κλαις και κάνει κι εμένα
να λυγίζω με ατσάλινα δάκρυα που λιώνουν σαν κερί στο χέρι σου
κι όχι γι’ αυτόν τον πόλεμο, φωτίζοντας φευγαλέες σταγόνες
σαν δαδιά τα ευρετήρια της χαράς μου, αλλά για το εναγώνιο
όνομά σου, αγάπη μου, που πήζει τα δυο χείλια μου με αλάτι.
Γιατί κάθε αρετή και κάθε λάθος σου κι όλο το μεγαλείο της χάρης σου
κι όλος αυτός ο έρωτας ερμηνευμένος κι ανερμήνευτος είναι μια ανάσα
μόνο. Σε βλέπω με τη γυναικεία κορμοστασιά σου να προβάλλεις
θεόρατη και πιο θεϊκή απ’ τις αργυρές σειρήνες της οθόνης.
Σε βλέπω στην ασχήμια του φωτός, μα είσαι ωραία. Και μες στο ζόφο της απουσίας
το μάκρος σου σμίγει στο ακέραιο με το σώμα μου καθώς είμαι έτοιμος και πεινασμένος.
Τα μάτια μου ανοίγουν αυτές τις μέρες σ’ ένα τοπίο από ανοιχτό παράθυρο
μακριά απ’ την ξένη πολιτεία και τη σύρραξη.
Είσαι το σπίτι μου και μες στον διάπλατο έρωτά σου ονειρεύομαι
να βαδίσω κάτω από πύρινες σημαίες μέχρι η πόρτα να κλείσει ήρεμα.
Δώσ’ μου το αδάκρυτο μάθημα της αξιοπρέπειάς μου, δίδαξέ με
να ζω ή να πεθάνω σαν ένας που αξιώθηκε την ανωνυμία,
την αφοσίωση που ενώνει μια γυναίκα κι έναν άντρα σε μια κάμαρα
Δώσε μου τη φτωχή κι ελεύθερη κληρονομιά του λαού μας, όχι
έπιπλα μόρφωσης, ούτε και την υπεροψία του προφήτη, την
τριμμένη ροή των λέξεων, την επιτηδευμένη στάση του ήρωα, τις
φιλοδοξίες, δυσανάλογες με τη σάρκα, μα τα απέριττα σκεύη του δωμάτιου, όπου κάποτε ο στοχασμός, σβέλτος κι εκτυφλωτικός, φωτίζει τους θαλάμους της θέλησής σου, δείχνοντας τον χαριτωμένο Παρθενώνα
να μετράει την αιωνιότητα του χρόνου.
Όπως τα ψώνια στο ράφι, γυαλίζουν και χαμογελούν,
βάρη σημαντικά, αγορασμένα με τα μεταλλικά
χρήματα της πληρωμής σου, έτσι κι οι ώρες αυτές ορθώνονται σε στιβαρές σειρές, προίκα για τη συμβίωσή μας.
Πρώτα πρώτα σ’ αγαπώ γιατί τα χρόνια σου με πηγαίνουν στον απλό
και βέβαιο θάνατό μου είτε στον ανοιχτό γάμο μας,
κι ούτε εύχομαι να γυρίσω πίσω ζωντανός, ούτε καν καλή τύχη,
γιατί η αγάπη μας έχει πια τέλεια συμπληρωθεί ή ζήσω ή πεθάνω.
80. JOHN BERRYMAN 1914 – 1972
Τζον Μπέρυμαν
ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 1
Dream Song 1
Θυμωμένος ο Χένρυ χανόταν την ημέρα,
απαρηγόρητος ο Χένρυ κατσούφιαζε.
Τον καταλαβαίνω, προσπαθεί να ξεπεράσει τα πράγματα.
Ήταν η σκέψη ότι νόμιζαν πως
μπορούσαν να το κάνουν που έκανε τον Χένρυ σαρκαστικό κι απόμακρο. Αλλά έπρεπε να βγει και να τα πει.
Όλος ο κόσμος σαν μάλλινη ερωμένη
έμοιαζε κάποτε στο πλευρό του Χένρυ.
Έπειτα κάτι έφυγε.
Από τότε τίποτε δεν γινόταν όπως θα μπορούσε ή θα έπρεπε.
Δεν καταλαβαίνω πώς ο Χένρυ επιβίωσε
ορθάνοιχτος για να τον βλέπει όλος ο κόσμος.
Αυτό που έχει ν’ αφηγηθεί τώρα είναι ένα μακροχρόνιο
θαύμα που όλος ο κόσμος μπορεί ν’ αντέξει ή να είναι.
Κάποτε στη συκομουριά ήμουν χαρούμενος
που ήμουν εκεί πάνω και τραγουδούσα.
Δύσκολα φθείρεται στη γη η δυνατή θάλασσα
και μένουν άδεια όλα τα κρεβάτια.
ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 29
Dream Song 29
Κάποτε πάνω στην καρδιά του Χένρυ κάθισε
κάτι πολύ βαρύ, σαν να ήταν εκατό χρόνων
και περισσότερο και θρηνώντας, άυπνος, όλο αυτό τον καιρό
ο Χένρυ δεν κατάφερνε να ορθοποδήσει.
Πάντα μες στ΄ αυτιά του Χένρυ ξαναρχίζει κάπου
ένας μικρός βήχας, μια μυρωδιά, μια κωδωνοκρουσία.
Κι είναι κάτι ακόμα που στοιχειώνει το μυαλό του,
μια σεμνή Σιενέζικη μορφή που χίλια χρόνια δεν θ΄ αρκούσαν (1)
να θολώσουν τη μομφή της ασάλευτης κατατομής της. Κάτωχρος,
με ανοικτά μάτια, παρακολουθεί, τυφλωμένος.
Όλες οι καμπάνες λένε: Πολύ αργά. Αυτό δεν είναι για δάκρυα
συλλογίζεται.
Όμως ποτέ ο Χένρυ, δεν σκότωσε καμία, όπως νομίζει,
δεν κομμάτιασε το κορμί της
και δεν έκρυψε τα κομμάτια κάπου, όπου μπορεί και να βρεθούνε.
Ξέρει: Τις σκέφτηκε όλες μία μία και καμιά δεν λείπει.
Τα χαράματα, κάθεται συχνά και τις μετράει.
Καμιά δεν λείπει ποτέ.
(1) Sien
α: Πόλη 54.000 κατοίκων της Ιταλίας, νότια της Φλωρεντίας, γνωστή για τη ζωγραφική που καλλιεργήθηκε εκεί τον 13ο και 14ο αιώνα.
83. WELDON KEES 1914 – 1955
Ουέλντον Κης
ΤΟ ΠΑΝΩ ΔΩΜΑΤΙΟ
The Upstairs Room
Το χαλί πρέπει να τρύπησε το Μάρτιο.
Τώρα η μέρα περνάει και κοιτάζω
τις στραβωμένες πευκοσανίδες που κάρφωσε ο πατέρας μου,
στις στριφογυριστές ίνες του ξύλου. Φαίνονται, όπου το επιτρέπει το κενό, οι σκουληκότρυπες ογδόντα χρόνων. Παπούτσια τεσσάρων γενεών
γλιστράνε και τρίβονται και πέφτουν
στο πάτωμα που λέρωσε ο πατέρας μου,
καθώς το φρέσκο αίμα κυλάει απ’ το κεφάλι του. Ο αέρας
του φθινόπωρου πυροβολεί φωτιά κι ένας αιώνας από πούρα,
ο μεγαλόψυχος και βάναυσος καπνός εκείνου του όπλου, παραμένει.
Το Μάρτιο το χαλί κουρελιάστηκε όπως το παρελθόν.
Τα νήματα σαπίζουν όπως οι ζωές όπου πιανόμαστε. Τώρα είναι Αύγουστος και το πάτωμα είναι άδειο, φθαρμένο ομοιόμορφα,
και, για τη ζωή μου, αιώνιο.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ
Year's End
Η κατάσταση ράγισε εκεί όπου άφησαν την αναπνοή σου
που δε χρειάζεται πια. Κατά μήκος της ακτής
η άμμος σχίστηκε και το πιο φρέσκο αίμα
σχημάτισε ραβδώσεις σαν μια φλέβα σ’ όλα τα μνημεία.
Ο άδειος καπνός που ανυψώθηκε κοντά στα πυροβόλα όπλα
όπου η δύσκαμπτη μηχανή χτυπούσε μες στη λάσπη
είχε τη μυρωδιά εκατό καμένων ήλιων.
Η οροφή του ουρανού σου σκοτείνιασε.
Πριν από ένα χρόνο σαν σήμερα έσπασαν τα κόκαλά σου.
Έτσι σάπισε σ’ ένα ντουλάπι στο έδαφος
για τις κακές σάλπιγγες και τη μακροχρόνια
εποχιακή θλίψη του Καπιτωλίου. Σάπισε για τους επισκέπτες του,
που περπατάνε ζωντανοί μακριά απ’ το θάνατο. Ακόμα εσύ,
ένας κρύος χρόνος, έρχεσαι πιο ζωντανός σ’ αυτό το δωμάτιο
απ’ αυτούς τους εισβολείς, κάθετος και ζεστός..
87. ROBERT LOWELL 1917 - 1977
Ρόμπερτ Λόουελ
ΙΣΤΟΡΙΑ
History
Η ιστορία πρέπει να ζήσει με όσα ήταν εδώ,
αρπάζοντας και σχεδόν ψηλαφώντας ό, τι είχαμε –
είναι τόσο μελαγχολικό και φρικιαστικό το πώς πεθαίνουμε,
αντίθετα με το γράψιμο, η ζωή δεν τελειώνει ποτέ.
Ο Άβελ τέλειωσε, ο θάνατος δεν είναι μακρινός,
μια μάταια ελπίδα ηλεκτρίζει το σκεπτικιστή,
οι αγελάδες του μαζεύονται σαν κρανία πάνω σε καλώδια υψηλής τάσης, το μωρό του κλαίει σαν καινούργια μηχανή.
Όπως στις Βίβλους μας, ασπροπρόσωπο, αρπακτικό,
το όμορφο φεγγάρι του κυνηγού που χάθηκε στην ομίχλη ανεβαίνει -- ένα παιδί θα μπορούσε να του δώσει πρόσωπο: Δύο τρύπες, δύο τρύπες, τα μάτια μου, το στόμα μου, ανάμεσά τους ένα κρανίο χωρίς μύτη – Ω υπάρχει μια τρομακτική αθωότητα στο πρόσωπό μου
μουσκεμένο απ’ τα ασημένια υπολείμματα του πρωινού παγετού.
"ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΓΑΜΟ"
To Speak of Woe That Is in Marriage
"Είναι η μελλοντική γενιά που πιέζει για να υπάρξει παίρνοντας δύναμη απ’ αυτά τα δικά μας πλούσια συναισθήματα και τις υπεραισθητές σαπουνόφουσκες." -- Schopenhauer
"Η ζεστή νύχτα μας κάνει να κρατάμε ανοιχτά τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς μας. Η μανόλια μας ανθίζει. Η ζωή αρχίζει να συμβαίνει. Ο μαστουρωμένος σύζυγός μου αφήνει τις σπιτικές γκρίνιες,
και κατεβαίνει στους δρόμους για να ψωνίσει πόρνες,
παίζοντας απελευθερωμένος πάνω στην κόψη του ξυραφιού.
Αυτός ο τρελάρας μπορεί να σκοτώσει τη σύζυγό του κι έπειτα να υποσχεθεί ότι θα κόψει το πιοτό. Ω η μονότονη μιζέρια της λαγνείας του. Είναι αδικία ... είναι τόσο άδικος –
τυφλωμένος απ’ το ουίσκι, περπατώντας καμαρωτός στο σπίτι στις πέντε το πρωί. Η μόνη σκέψη μου είναι πώς να μείνω ζωντανή.
Τι είναι αυτό που τον κάνει σιχαμερό; Κάθε νύχτα τώρα δένω δέκα δολάρια και το κλειδί του αυτοκινήτου του στο μηρό μου ...
Διαπερασμένος απ’ την κλιμακτήριο της επιθυμίας του,
καθυστερεί πάνω μου σαν ελέφαντας".
88. GWENDOLYN BROOKS 1917 – 2000
Γκουέντολιν Μπρουκς
ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ
If you have forgotten the Sundays
Αν έχεις ξεχάσει τα καθαρά σεντόνια, Τετάρτη και Σάββατο
και πιο πολύ αν έχεις ξεχάσει τις Κυριακές,
το κρεβάτι που μοιραζόμαστε
κι εμένα καθισμένη στο παράθυρο το δειλινό
να κοιτάζω πέρα το μεγάλο δρόμο,
σε κανένα του σημείο συγκεκριμένα,
τυλιγμένη στην παλιά μου ρόμπα, δίχως να περιμένω τίποτε, έτσι
δίχως να κάνω τίποτε και να ρωτάς «γιατί είσαι ευτυχισμένη;»
Ω, να μην ερχόταν ποτέ η Δευτέρα!
Αν έχεις ξεχάσει , λέω,
πώς βλαστημούσες όταν κάποιος χτυπούσε το κουδούνι
πώς χτυπούσε η καρδιά μου όταν κουδούνιζε το τηλέφωνο,
πώς πηγαίναμε στο κυριακάτικο γεύμα μας,
διασχίζοντας το πάτωμα της κάμαρας
μέχρι το τραπέζι της γωνιάς λεκιασμένο από μελάνια,
το κυριακάτικο γεύμα μας, που ήταν πάντα μακαρόνια με κοτόπουλο,
ή ρύζι και κοτόπουλο
με μια σαλάτα ψωμί από σίκαλη και τσάι,
και μικρές πάστες σοκολάτα,
λέω, αν όλα αυτά τα έχεις ξεχάσει
κι αν ξέχασες ακόμα την προαίσθησή μου
πώς θα τέλειωνε ο πόλεμος πριν σε καλέσουνε στα όπλα,
και τη στιγμή που πια γδυνόμαστε και σβήναμε το φως
για να γλιστρήσουμε μες στο κρεβάτι,
να ξαπλώσουμε μια στιγμή με χαλαρά τα μέλη μας
στα καθαρά σεντόνια του σαββατοκύριακου
κι ευγενικά ν’ αγκαλιαστούμε ---
αν, λέω, εσύ τα ’χεις ξεχάσει όλα αυτά,
τότε μπορείς να πεις
κι εγώ να το πιστέψω
πως μ’ έχεις λησμονήσει αληθινά.
91. LAWRENCE FERLINGHETTI 1919 -
Λόρενς Φερλινγκέτι
ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΦΩΣ
The Changing Light
Το μεταβαλλόμενο φως
του Σαν Φρανσίσκο
δεν είναι καθόλου ίδιο με το δικό σας φως της Ανατολικής Ακτής
καθόλου ίδιο με το δικό σας μαργαριταρένιο φως του Παρισιού
το φως του Σαν Φρανσίσκο
είναι ένα φως της θάλασσας
ένα φως των νησιών
και το φως της ομίχλης
που σκεπάζει τους λόφους
που παρασέρνονται απ’ τα ρεύματα τη νύχτα
μέσα απ’ τη Χρυσή Πύλη
για να βρεθεί στην πόλη την αυγή
κι έπειτα να γαληνέψει αργά το πρωί
αφού καεί η ομίχλη
κι ο ήλιος βάψει άσπρα τα σπίτια
με το θαλασσινό φως της Ελλάδας
με αιχμηρές καθαρές σκιές
που κάνουν την κωμόπολη να μοιάζει σαν
να είχε μόλις χρωματιστεί
Αλλά ο αέρας εμφανίζεται στις τέσσερις η ώρα
σκουπίζοντας τους λόφους
Κι έπειτα το πέπλο του φωτός του σούρουπου
Κι έπειτα ένα άλλο βαμβακερό ύφασμα
όταν η νέα ομίχλη της νύχτας
επιπλέει
και σ’ εκείνη την κοιλάδα του φωτός
η πόλη παρασύρεται απ’ τα ρεύματα
χωρίς άγκυρα πάνω στον ωκεανό.
94. CHARLES BUKOWSKI 1920 - 1994
Τσαρλς Μπουκόφσκι
ΛΟΙΠΟΝ, ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ;
so you want to be a writer?
αν δεν βγαίνει από μέσα σας με εκρήξεις
αψηφώντας τα όλα,
μην το κάνετε.
αν δεν βγαίνει απρόσκλητα από
την καρδιά σας και το μυαλό σας και το στόμα σας
και τα έντερά σας,
μην το κάνετε.
αν πρέπει να κάθεστε για ώρες
κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σας
ή σκυμμένοι πάνω από
τη γραφομηχανή σας
ψάχνοντας για λέξεις,
μην το κάνετε.
αν το κάνετε για χρήματα ή φήμη,
μην το κάνετε.
αν το κάνετε επειδή θέλετε
γυναίκες στο κρεβάτι σας,
μην το κάνετε.
αν πρέπει να κάθεστε εκεί
και να το ξαναγράφετε πολλές φορές,
μην το κάνετε.
αν είναι δύσκολη δουλειά μόνο το να σκέπτεστε ότι θα το κάνετε,
μην το κάνετε.
αν προσπαθείτε να γράφετε όπως κάποιος άλλος,
ξεχάστε το.
αν πρέπει να το περιμένετε για να βρυχηθείτε
βγάζοντας έξω όλο τον εαυτό σας,
τότε περιμένετε υπομονετικά.
αν ποτέ δεν βρυχιέται βγαίνοντας από μέσα σας,
κάνετε κάτι άλλο.
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσετε στη σύζυγό σας
ή στη φίλη σας ή στο φίλο σας
ή στους γονείς σας ή σε οποιονδήποτε άλλο,
δεν είστε έτοιμοι.
μην είστε όπως τόσοι συγγραφείς,
μην είστε όπως τόσες χιλιάδες άνθρωποι
που ονομάζουν τον εαυτό τους συγγραφέα,
μην είστε ανιαροί και βαρετοί και
επιτηδευμένοι, μην καταναλώνεστε με έρωτα
για τον εαυτό σας.
οι βιβλιοθήκες του κόσμου
χασμουρήθηκαν για να κοιμηθούν
πάνω απ’ το γένος σας
μην συμφωνείτε μ’ αυτό
μην το κάνετε.
αν δεν βγαίνει
απ’ την ψυχή σας σαν πύραυλος,
αν το να μένετε ήσυχοι
δεν θα σας οδηγούσε
στην τρέλα ή στην αυτοκτονία
ή στη δολοφονία,
μην το κάνετε.
αν ο ήλιος μέσα σας
δεν καίει τα έντερά σας,
μην το κάνετε.
όταν είναι πραγματικά καιρός,
κι αν έχετε διαλεχτεί,
θα το κάνει εκείνο
από μόνο του και θα συνεχίσει να το κάνει
έως ότου πεθάνετε ή πεθάνει εκείνο μέσα σας.
δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
και δεν υπήρξε ποτέ άλλος.
97. HOWARD NEMEROV 1920 -
Χάουαρντ Νέμεροφ
ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ
Found Poem
Σύμφωνα με πληροφορίες που λήφθηκαν
στο Ταχυδρομικό Κέντρο του Σαιντ Λούις, 4 V 86
το πληθυσμιακό κέντρο των ΗΠΑ
έχει μετατοπιστεί στο Ποτόσι του Μισσούρι.
Ο υπολογισμός που υιοθετείται απ’ τις αρχές
κατά την άφιξη σ’ αυτή την εξορία
υποθέτει ότι η χώρα είναι μια γεωμετρική επιφάνεια,
τέλεια επίπεδη και ότι κάθε πολίτης,
συμπεριλαμβάνων κι εκείνων στην Αλάσκα και τη Χαβάη
και στην Περιφέρεια της Κολούμπια, ζυγίζει το ίδιο.
Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις απλές προϋποθέσεις,
ολόκληρος ο όγκος κι η έκταση όλων των ανθρώπων
πρέπει θεωρητικά να ισορροπεί στο σημείο μιας βελόνας
κάτω απ’ το Ποτόσι του Μισσούρι
Όπου κανένας δεν κατοικεί σήμερα
εκτός από έναν επιστάτη σ’ ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο
από όπου η επιχείρηση πήρε το μόλυβδο και έφυγε.
"Είναι αρκετά μοναχικά εδώ τη νύχτα.", λέει.
(1) St. Louis: Πόλη με ολικό πληθυσμό 2.786.000 κατοίκους στην πολιτεία του Μισούρι των ΗΠΑ.
(2) Potosi in Missouri: Μικρή πόλη 2700 κατοίκων στην πολιτεία του Μισούρι των ΗΠΑ.
99. RICHARD WILBUR 1921 -
Ρίτσαρντ Ουίλμπουρ
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΡΟΦΗΤΗ
Advice to a Prophet
Όταν θα έρθεις, σύντομα όπως πρέπει, στους δρόμους της πόλης μας,
με μάτια τρελού απ’ τις εξηγήσεις του προφανούς,
χωρίς να αποκαλύπτεις την πτώση μας αλλά ικετεύοντάς μας
στο όνομα του Θεού να έχουμε αυτο - συμπόνια,
δώσε μας όλη τη λέξη των όπλων, τη δύναμή τους και την εμβέλειά τους, τους μεγάλους αριθμούς που ανεβάζουν στα ύψη το μυαλό.
Οι αργές, ανυπολόγιστες καρδιές μας θα αφεθούν πίσω,
ανίκανες να φοβηθούν ό,τι είναι πολύ παράξενο.
Ούτε θα μας φοβίσεις με τη συζήτηση του θανάτου της φυλής.
Πώς θα μπορούσαμε να ονειρευτούμε αυτό τον τόπο χωρίς εμάς; -
Με τη φωτιά του ήλιου μόνο, τα φύλλα ατάραχα για μας,
μια πέτρα που κοιτάζει στο πρόσωπο της πέτρας;
Μίλησε για την παγκόσμια αλλαγή. Αν και δεν μπορούμε να καταλάβουμε ένα αφάνταστο πράγμα, ξέρουμε αναλαμβάνοντας το κόστος πώς το ονειρεμένο σύννεφο διαλύεται, τ’ αμπέλια μαυρίζουν απ’ τον παγετό, πώς η όψη αλλάζει. Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε,
αν μας το έλεγες, ότι το ελάφι με την άσπρη ουρά θα γλιστρήσει
στην τέλεια σκιά, αφού έγινε ολωσδιόλου ντροπαλό μεγαλώνοντας,
ο κορυδαλλός αποφεύγει την ευθεία του ματιού μας,
το μεγάλο πεύκο χάνει το υποταγμένο πιάσιμό του
στην κρύα προεξοχή και όλοι οι χείμαρροι καίγονται
όπως κάποτε ο Ξάνθος με τις γλιστερές πέστροφές του
ζαλισμένες από μια αστραπή. Τι θα ήμαστε χωρίς
το τόξο του δελφινιού, την επιστροφή του περιστεριού,
αυτά τα πράγματα όπου έχουμε δει τους εαυτούς μας και έχουμε μιλήσει; Ρώτησέ μας, προφήτη, πώς θα επιστρατεύσουμε
τη φύση μας όταν εκείνη η ζωντανή γλώσσα διαλυθεί όλη,
κι είναι σκοτεινιασμένο ή σπασμένο εκείνο το γυαλί
όπου αναφέραμε το θέριεμα της αγάπης μας και το καθαρό
άλογο του θάρρους μας, όπου είδαμε
την ακρίδα της ψυχής να τραγουδάει απροστάτευτη,
και όλα όσα εννοούμε ή θέλουμε να εννοούμε.
Ρώτησέ μας, ρώτησέ μας αν με το εξωκοσμικό ρόδο
οι καρδιές μας θα μας χάσουν. Έλα ρωτώντας
αν θα υπάρξει επιβλητική ή μακροχρόνια στασιμότητα
όταν τα χάλκινα χρονικά της βελανιδιάς θα κλείσουν.
(1) Ξάνθος: Αρχαία πόλη της Λυκίας στη νότια Μικρά Ασία, στις εκβολές ομώνυμου ποταμού, που κατακτήθηκε το 546 π.Χ. απ’ τους Πέρσες και το 46 π.Χ. απ’ τους Ρωμαίους, αφού και τις δύο φορές πριν απ’ την πτώση, πυρπολήθηκε απ’ τους κατοίκους της.
103. ANTHONY HECHT 1923 -
Άντονυ Χεχτ
Η ΣΚΥΛΑ ΤΟΥ ΝΤΟΒΕΡ
The Dover Bitch
Μια κριτική της ζωής: Για τον Andrews Wanning
Στεκόταν εκεί ο Μάθιου Άρνολντ κι αυτό το κορίτσι με τους απότομους βράχους της Αγγλίας να καταρρέουν μακριά πίσω τους,
και της είπε, "προσπάθησε να είσαι αληθινή απέναντί μου,
και θα κάνω το ίδιο για σένα, γιατί τα πράγματα είναι άσχημα
στο σύνολό τους, κλπ., κλπ...."
Λοιπόν, ήξερα αυτό το κορίτσι. Είναι αλήθεια ότι είχε διαβάσει Σοφοκλή σε μια αρκετά καλή μετάφραση
κι είχε πιάσει εκείνο τον πικρό υπαινιγμό για τη θάλασσα,
αλλά όλη την ώρα που μιλούσε εκείνη είχε στο νου της
την έννοια του πώς θα αισθανόταν τα μουστάκια του
στο πίσω μέρος του λαιμού της. Μου είπε αργότερα
ότι μετά από λίγο βάλθηκε να εξετάζει έξω
τα φώτα στο κανάλι και ένιωθε πραγματικά λυπημένη,
καθώς σκεφτόταν όλο το κρασί και τα τεράστια κρεβάτια
και τις κολακείες στα γαλλικά και τα αρώματα.
Κι έπειτα θύμωσε πραγματικά. Το να έχει ταξιδέψει
όλο αυτό το δρόμο απ’ το Λονδίνο και μετά να της έχουν μιλήσει
σαν να ήταν ένα είδος τελευταίας θλιμμένης κοσμικής λύσης
είναι πραγματικά σκληρό για ένα κορίτσι και ήταν όμορφη.
Τέλος πάντων, τον κοίταζε καθώς βημάτιζε στο δωμάτιο
και πασπάτευε την αλυσίδα του ρολογιού του και φαινόταν να ιδρώνει λίγο κι έπειτα είπε ένα ή δύο πράγματα που δεν γράφονται.
Αλλά δεν πρέπει να την κρίνετε απ’ αυτό. Εννοώ μ’ αυτό
πως είναι πραγματικά εντάξει. Την βλέπω ακόμα πότε-πότε
και μου φέρεται πάντα σωστά. Πίνουμε ένα ποτό
και περνάμε καλά μαζί και ίσως περάσει ένας χρόνος
μέχρι να την ξαναδώ, αλλά εκεί είναι πάντα,
παχαίνοντας, αλλά αξιόπιστη καθώς περνάν τα χρόνια.
Και μερικές φορές της φέρνω ένα μπουκάλι Ερωτικής Νύχτας.
(1) Andrews Wanning (1913 – 1997): Καθηγητής ιστορίας και λογοτεχνίας στο Γέιλ και στο Χάρβαρντ.
(2) Matthew Arnold
(1922 – 1988): Άγγλος ποιητής.
105. DENISE LEVERTOV 1923 – 1997
Ντενίζ Λέβερτοφ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ "ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΘΩΜΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΥ"
An excerpt from "Mass for the Day of St. Thomas Didymus"
ΙΙ Δοξολογία
Υμνείστε το υγρό χιόνι
που πέφτει νωρίς.
Υμνήστε τη σκιά
που ρίχνει η καπνοδόχος του γείτονα στην κεραμοσκεπή
ακόμη κι αυτή τη γκρίζα μέρα του Οκτώβρη που θα έπρεπε, λένε,
να είναι χρυσαφιά.
Υμνείστε
τον αόρατο ήλιο που καίει πέρα
απ’ τον άσπρο κρύο ουρανό, δίνοντάς μας
φως και τη σκιά της καπνοδόχου.
Υμνείστε το θεό ή τους θεούς, τον άγνωστο,
που μας φαντάστηκε, που σταματάει
το χέρι μας,
το δολοφονικό χέρι μας,
και μας δίνει ακόμα,
στη σκιά του θανάτου,
την καθημερινή ζωή μας,
και το όνειρο ακόμα
της καλής θέλησης, της ειρήνης στη γη.
Υμνείστε τη ροή και την αλλαγή, τη νύχτα
και τον παλμό της μέρας.
ΕΙΚΟΝΑ: Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Ikon: The Harrowing of Hell
Κάτω μέσα απ’ την εσωτερική αψίδα του τάφου
προχώρησε σπρώχνοντας στην Κόλαση
για να τους μαζέψει, ζαλισμένος, από ύπνο χωρίς όνειρα:
τους φιλεύσπλαχνους νεκρούς, τους προφήτες,
τους αθώους ακριβώς στην ηλικία Του κι εκείνους
τους αναρίθμητους άλλους που περιμένουν εδώ
απληροφόρητοι, σε ένα ατελείωτο κενό που Εκείνος τελειώνει τώρα, γέρνοντας για να τραβήξει δυνατά τα χέρια τους,
για να τους τραβήξει απ’ τις σαρκοφάγους τους,
τυφλωμένους, σχεδόν απρόθυμους.
Ο Διδμάς, γείτονας στο θάνατο, με τη σκόνη του Γολγοθά
ακόμα χαραγμένη πάνω στον ξερό ιδρώτα του σώματός του
που κανένας δεν έπλυνε και δεν έχρισε, είναι εδώ,
γιατί η ακολουθία δεν είναι γνωστή στην Κόλαση.
Η υπόσχεση, που δίνεται από σταυρό σε σταυρό το μεσημέρι, σχηματίζει αψίδα πέρα απ’ το ηλιοβασίλεμα και την αυγή.
Όλα αυτά θα τα οδηγήσει γρήγορα στο δρόμο του παραδείσου: Είναι ασφαλείς. Αφού γίνει αυτό, πρέπει να πραγματοποιηθεί εκείνη η προσπάθεια που κανένας άνθρωπος δεν τολμάει να απεικονίσει:
Ζωή, θάνατος, κάθοδος για σωτηρία των δίκαιων
απ’ τη σκιά, είναι δουλειές μικρότερες
από αυτές: Για να προχωρήσει ανοίγοντας δρόμο
μέσα απ’ τη γη και την πέτρα του άπιστου κόσμου
πίσω στον κρύο τάφο, το λεκιασμένο απ’ τα δάκρια σάβανο.
Για να προχωρήσει ανοίγοντας δρόμο πίσω στην αναπνοή και στον κτύπο της καρδιάς και να περπατήσει στον κόσμο πάλι, αποκλεισμένος σε ημέρες κι εβδομάδες,
πληγές του ανοιχτού άγχους Του και Πνεύμα
που ρέει μέσα από κάθε κύτταρο της σάρκας
ώστε αν η θνητή όραση μπορούσε να αντέξει
να το αντιληφθεί, θα μπορούσε να ιδωθεί.
Η θνητή σάρκα του άναψε από μέσα, τώρα,
νοσταλγώντας τη χώρα του. Πρέπει να επιστρέψει,
πρώτα, με θεία υπομονή και ξέρει
να πεινάει πάλι και να δίνει
στους ταπεινούς φίλους τη χαρά
του να Του δίνουν τρόφιμα -- ψάρια και μια κηρήθρα.
116. DONALD JUSTICE 1925 -
Ντόναλντ Τζάστις
ΩΔΗ ΣΤΟ ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟ ΜΙΑΣ ΜΟΔΙΣΤΡΑΣ
Ode to a Dressmaker's Dummy
Σώμα από πεπιεσμένο χαρτί, κάλυμμα από σκούρο μπλε βαμβακερό τζέρσεϋ. Μεταλλική βάση. Εσώκλειστες οδηγίες.
-- Κατάλογος του Sears, Roebuck
Ω σεμνότυφη αγάπη μου, ακόμα
φοράς για μένα το άρωμα
εκείνων των μακρόχρονων απογευμάτων που περάσαμε,
οι δύο μαζί,
στη σοφίτα μακριά απ’ τα ζηλότυπα μάτια
των οικιακών κατασκόπων
και τους απόμακρους αστεϊσμούς του καιρού.
Τόσο ψηλά,
που ο μόνος γείτονας που μας έμενε ήταν ο ουρανός,
που, αρκετά συχνά, το σούρουπο,
γέρνοντας τους συννεφιασμένους ώμους του στο περβάζι
μας κοιτούσε με βαριεστημένα και κυνικά μάτια.
Πώς, σαν την τρομαγμένη,
ντροπαλή μορφή μιας νύφης
στεκόσουν εκεί τότε, χωρίς τα ρούχα σου,
στημένη σε μια
τόσο κλασική και τόσο αυστηρή στάση
που σχεδόν φαινόταν ότι η μικρή σοφίτα μας γινόταν
σκοτεινή με την πρώτη μαγεμένη νύχτα του μήνα του μέλιτος.
Ή ήταν μόνο κάποιο σκοτεινό
σχήμα απ’ τα νιάτα της μητέρας μου που έβλεπα σε σένα,
εκεί όπου οι αγενείς σκιές του απογεύματος
σέρνονταν πάνω στους αστραγάλους σου και στεκόσουν
κρύβοντας τα γεννητικά σου όργανα όσο καλύτερα μπορούσες; - -
ευπρεπές φάντασμα που μέσα απ’ αυτό έλαμπε το βραδινό φως.
(1) Sears, Roebuck and Company
: Αλυσίδα πολυκαταστημάτων με έδρα το Σικάγο του Ιλινόι των ΗΠΑ.
118. MAXINE KUMIN 1925 -
Μαξίν Κούμιν
ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ
In the Park
Έχετε σαράντα εννέα ημέρες ανάμεσα
στο θάνατο και την αναγέννηση αν είστε βουδιστές.
Ακόμη κι η μικρότερη ψυχή θα μπορούσε να διασχίσει κολυμπώντας
τα Στενά της Μάγχης μέσα σ’ αυτό το χρόνο
ή να αναρριχηθεί, όπως ένα παιδί δέκα μηνών,
όλα τα σκαλοπάτια του Μνημείου του Ουάσιγκτον (1)
για να ταξιδέψει πέρα, πάνω, κάτω, ή κατευθείαν –
δεν ξέρετε τι να κάνετε μέχρι να φτάσετε εκεί.
Μ’ έριξε κάτω για λίγα δευτερόλεπτα
είπε ο Ρόσκο Μπλακ, που έζησε για να πει (2)
για την αψιμαχία του με μια σταχτιά αρκούδα
στο Πάρκο των Παγετώνων. Μ’ έριξε κάτω ενώ εγώ δεν έκανα τίποτε.(3)
Μπορούσα να νοιώσω την καρδιά της να χτυπάει πάνω στη δική μου.
Δεν έχει διαφορά ξαπλώνω ή ρίχνω κάτω, όλος ο κόσμος τα συγχέει.
γιατί ο Ρόσκο Μπλακ μπορείτε να πείτε
ότι για σαράντα εννέα ημέρες την κοπάνησε.
Μεγάλωσα με την Παλαιά Διαθήκη.
Σ’ αυτήν ο Θεός μιλάει στο Μωϋσή, στον Νώε,
στον Σαμουήλ κι εκείνοι απαντούν.
Οι άνθρωποι συνομιλούν με αγγέλους. Μερικά
ζώα συζητούν με τους ανθρώπους.
Είναι ένας απλοϊκός κόσμος, γεμάτος διασταυρώσεις.
Ο ουρανός κάπου είναι αιθέριος κι ο Θεός
έχει μια δυσάρεστη συμπεριφορά όταν προκαλείται,
αλλά αν υπάρχει κόλαση, λίγα πράγματα υπάρχουνε σ’ αυτήν.
Δεν υπάρχει διάβολος με μακριά ουρά, ούτε αιώνια φωτιά,
και καμία επιλογή για τη μορφή με την οποία θα επιστρέψουμε.
Όταν η σταχτιά αρκούδα εμφανίζεται, ξαπλώνει / ρίχνει κάτω
τους άθεους και τους φανατικούς. Μέσα στο κατάμαυρο περιβάλλον
όλοι μας την περιμένουμε στο Πάρκο των Παγετώνων.
(1) Washington Monument: Οβελίσκος από μάρμαρο και γρανίτη ύψους 169,29 μέτρων στην ΟυάσινγκτονDC των ΗΠΑ, που κατασκευάστηκε απ’ το 1848 μέχρι το 1888 προς τιμήν του προέδρου Ουάσινγκτον.
(2) Roscoe Black: Ιδιοκτήτης ξενοδοχειακού συγκροτήματος στο Γκλάσιερ Παρκ.
(3) Glacier Park: Μεγάλο πάρκο στη Μοντάνα των ΗΠΑ στα σύνορα του Καναδά που περιλαμβάνει δύο οροσειρές, 130 λίμνες και μεγάλο πλήθος από διαφορετικά είδη φυτών και δέντρων.
119. CAROLYN KIZER 1925 –
Καρολάιν Κίζερ
ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΒΑΛΕΡΥ
(Ο Πόλεμος του Κόλπου)
On a Line from Valéry (The Gulf War)
Όλος ο πράσινος ουρανός πεθαίνει.
Το τελευταίο δέντρο φλέγεται. (1)
Όλος ο πράσινος ουρανός πεθαίνει. Το τελευταίο δέντρο φλέγεται.
με μια μεγάλη έκρηξη υπερφυσικού ρόδου
κάτω από ένα θόλο φαρμακερού αέρα.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε την επιστροφή μας στις προσευχές για να τελειώσουμε εγκαίρως πριν απ’ τους τελικούς σπασμούς του χρόνου, καθώς ο πράσινος ουρανός πεθαίνει ενώ τα τελευταία δέντρα φλέγονται;
Αλλά ήμαστε νέοι υπό κρίση, γέροι στα χρόνια
που θα μπορούσαμε να κάνουμε ειρήνη αλλά διαλέξαμε τον πόλεμο,
να διαδώσουμε το θόλο του φαρμακερού αέρα.
Όλα τα παρακάλια των παιδιών μας κι οι φόβοι των γυναικών
δεν θα μπορούσαν να μας βγάλουν απ’ αυτή την κόλαση. Και τώρα
ο Θεός ξέρει ότι όλος ο πράσινος ουρανός πεθαίνει καθώς φλέγεται.
Οι σοδειές μας από σιτάρι έχουν γίνει χωράφια βίκου.
Αυτός ο φοβερός αιώνας τρικλίζει προς το τέλος του κι ο ουρανός πεθαίνει για μας, τους δηλητηριασμένους κληρονόμους του.
Όλη η βροχή ήταν σκόνη. Οι κόκκοι της ήταν τα δάκρυα μας.
Οι λαιμοί ανατινάχτηκαν καθώς ένας παγκόσμιος χειμώνας σηκώθηκε
για να σκοτώσει ολόκληρο τον πράσινο ουρανό, με το τελευταίο δέντρο γυμνό κάτω απ’ το θόλο του δηλητηριασμένου αέρα.
(1) Tout le ciel vert se meurt
Le dernier arbre brûle.
1. ANNE BRADSTREET 1612 – 1672
Αν Μπράντστρητ
Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ
The Author to Her Book
Εσύ, κακοφτιαγμένο παιδί του αδύναμου μυαλού μου,
που μετά τη γέννηση έμεινες στο πλευρό μου,
μέχρι που σε άρπαξαν φίλοι, λιγότερο σοφοί παρά ειλικρινείς,
κι έξω απ’ το σπίτι σε εκθέσανε σε δημόσια θέα,
και σ’ έκαναν φυλλάδα, σταματώντας για τύπωμα στο πιεστήριο,
όπου τα λάθη δεν ελαττώθηκαν (όλοι μπορούν να κρίνουν).
Στην επιστροφή σου το κοκκίνισμά μου δεν ήταν λίγο,
ακατάστατο παλιόπαιδο (στο τύπωμα) έπρεπε να φωνάξεις τη μητέρα,
σε απόρριψα σαν κάτι ακατάλληλο για το φως,
το πρόσωπό σου ήταν τόσο ενοχλητικό στο βλέμμα μου.
Μ’ ακόμα, μια κι είσαι δικό μου, τελικά η στοργή μου
θα διόρθωνε τα ελαττώματά σου, αν πραγματικά μπορούσα.
Έπλυνα το πρόσωπό σου, αλλά είδα περισσότερες ατέλειες,
και τρίβοντας για να καθαρίσω ένα σημάδι έκανα ακόμη μια ρωγμή. Τέντωσα τις ενώσεις σου για να κάνω τα πόδια ίσια,
όμως ακόμα τρέχεις κουτσαίνοντας πιο πολύ απ’ όσο επιτρέπεται.
Το μυαλό μου έψαχνε να σε στολίσει με το καλύτερο φόρεμα,
αλλά δε βρήκα στο σπίτι τίποτε άλλο από χειροποίητο ύφασμα.
Μ’ αυτή τη στολή πρέπει να περιπλανιέσαι ανάμεσα σε χυδαίους.
Πρόσεχε να μη φτάσεις ποτέ στα χέρια των κριτικών,
και να παίρνεις το δρόμο για εκεί όπου η τέχνη σου δεν είναι γνωστή,
αν σε ρωτήσουν για τον πατέρα σου, πες πως δεν έχεις κανέναν
κι η μητέρα σου, αλίμονο είναι φτωχή,