Όταν καθαιρέθηκε ο βασιλιάς Όθων το 1862, οι Έλληνες ζήτησαν για βασιλιά τον Αλφρέδο, γιο της Βασίλισσας Βικτωρίας. Οι άλλες μεγάλες δυνάμεις όμως δεν το δέχθηκαν. Έτσι ο δευτερότοκος δεκαεπτάχρονος γιος του βασιλιά της Δανίας πρίγκιπας Γουλιέλμος εκλέχτηκε στο θρόνο ως συνταγματικός μονάρχης, με το όνομα Γεώργιος Α΄. Βασίλεψε για 50 έτη, και κατά την διάρκεια της βασιλείας του τα σύνορα της Ελλάδας επεκτάθηκαν τρεις φορές, ενώ η χώρα παρουσίασε οικονομική πρόοδο και, παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Α αναμιγνυόταν ενεργά και φανερά στις πολιτικές εξελίξεις, σε πολιτικό επίπεδο έγινε αποδεκτή η ιδέα ότι η κυβέρνηση πρέπει να διευθύνεται από τον ηγέτη του συμβαλλόμενου κόμματος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους στην προηγούμενη εκλογή, και όχι από οποιονδήποτε υπουργό ευνοούμενο από το βασιλιά. Ψηφίστηκε καινούργιο Σύνταγμα το οποίο ήταν πιο φιλελεύθερο από το προηγούμενο. Το 1864 οι Άγγλοι παραχώρησαν στην Ελλάδα τα Επτάνησα ως δώρο στο νέο βασιλιά. Το 1881 δόθηκαν στην Ελλάδα η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ δολοφονήθηκε το 1913 στην Θεσσαλονίκη, η οποία είχε κατακτηθεί πρόσφατα από την Ελλάδα ως αποτέλεσμα της νίκης της βαλκανικής ένωσης (της οποίας η Ελλάδα ήταν μέλος) στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο.
Η περίοδος 1863-1910 που εξετάζεται στο κεφάλαιο αυτό με τίτλο «Οργανωτική Περίοδος», περιλαμβάνει την Συνταγματική Βασιλεία (1862-1875 του Γεωργίου Α') και την Κοινοβουλευτική Βασιλεία (1875-1910 που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Τρικουπική), ταυτίζεται χρονικά με τα 50 χρόνια της παρουσίας του βασιλιά Γεωργίου Α' στην Ελλάδα και θα μπορούσε να ονομαστεί «Γεωργιανή Περίοδος». Υπό την επίδραση του ιδεολογικού κλίματος που διαμόρφωσε αρχικά ο ρεαλισμός της εθνικής αφύπνισης και στη συνέχεια ο δημοτικισμός, στερεώθηκε το σύστημα της αγοραστικής ημιεμπορικής οικονομίας, που οδήγησε στην ισχυροποίηση της αστικής επιχειρηματικής τάξης (ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι και εφοπλιστές, τραπεζίτες, βιοτέχνες) και στην εξασθένιση του αριστοκρατικού κόσμου, που συνέβαλαν στην πρόοδο των εμπορομεσιτικών, τραπεζιτικών, χρηματιστικών και εφοπλιστικών δραστηριοτήτων, μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο το μέγιστο μέρος του πληθυσμού παρέμεναν μικροκαλλιεργητές, δουλοπάροικοι, εργάτες και τεχνίτες. Μολονότι ο κύριος χαρακτήρας της περιόδου αφορούσε την οργάνωση του νεοελληνικού κράτους, η εδαφική έκταση της χώρας αυξήθηκε δύο φορές αναίμακτα, με την προσάρτηση των Επτανήσων (1863) και της Θεσσαλίας (1881), ενώ εθνική διέγερση προκάλεσε η Κρητική Επανάσταση (1866) και ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος το 1897 και, στο πολιτικό πεδίο, η καθιέρωση της αρχής της Δεδηλωμένης Εμπιστοσύνης για τις εκλεγόμενες κυβερνήσεις το 1875.
Ο Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος, ως βασιλιάς γνωστός με το όνομα Γεώργιος Α΄, ήταν ο δεύτερος κατά σειρά μετά τον Όθωνα και ο μακροβιότερος βασιλιάς της νεότερης Ελλάδας, από τις 30 Μαρτίου 1863 μέχρι τις 18 Μαρτίου 1913, και ιδρυτής νέου βασιλικού οίκου των Γκλύξμπουργκ. Γεννήθηκε στα ανάκτορα της Κοπεγχάγης στις 24 Δεκεμβρίου 1845 και ήταν ο δευτερότοκος γιος του πρίγκιπα και μετέπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄. Μητέρα του ήταν η Λουίζα της Έσσης-Κάσσελ. Κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Ρωσία, για να συναντήσει την αδελφή του Αυτοκράτειρα Μαρία Φεοντόροβνα, σύζυγο του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ΄ της Ρωσίας, γνώρισε και παντρεύτηκε στις 27 Οκτωβρίου 1867 (Γρηγοριανό Ημερολόγιο), στην Αγία Πετρούπολη, την δεκαεξάχρονη τότε Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας, κατευθείαν απόγονο της Βυζαντινής Αυτοκράτειρας Ευφροσύνης Δούκαινας Καματερίνας (σύζυγου του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου). Απέκτησαν μαζί οκτώ παιδιά:
Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ των Ελλήνων (1868-1923)
Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας (1869-1957)
Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Ελλάδας (1870-1891).
Πρίγκιπας Νικόλαος της Ελλάδας (1872-1938), πατέρας της Πριγκίπισσας Μαρίνας του Κέντ.
Πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδας (1876-1940), ο σύζυγός της Μεγάλος Δούκας Γεώργιος Μιχαήλοβιτς της Ρωσίας δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1919, παντρεύτηκε ξανά το 1922, τον Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη.
Πριγκίπισσα Όλγα (1880). Πέθανε έξι μηνών
Πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδας (1882-1944), πατέρας του Πρίγκιπα Φιλίππου, Δούκα του Εδιμβούργου, βασιλικού συζύγου της Μεγ.Βρετανίας.
Πρίγκιπας Χριστόφορος της Ελλάδας (1888-1940).
Αδελφή του Γεωργίου ήταν η Βασίλισσα Αλεξάνδρα σύζυγος του Βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ της Μεγ.Βρετανίας.
Μετά την «υποχρεωτική» (ιδίως από την πλευρά των Βρετανών) εκδίωξη του Όθωνα από τον θρόνο της Ελλάδας, έπρεπε να βρεθεί νέος ανώτατος άρχων για τη χώρα. Αρχικά οι Έλληνες, καθοδηγημένοι από τις βρετανικές διπλωματικές μηχανοραφίες, ήταν υπέρ του δευτερότοκου γιου της βασίλισσας Βικτωρίας, πρίγκιπα Αλφρέδου, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ήδη δεσμευτεί με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832 να μην ανέλθει στο θρόνο της Ελλάδας γόνος καμιάς δικής τους βασιλικής οικογένειας. Έτσι, υπό την πίεση των άλλων Δυνάμεων αποφασίστηκε να δοθεί ο θρόνος στον Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του μετέπειτα (1863) βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄, από τον οίκο των Σλέσβιχ-Χόλσταιν-Σόντερμπουργκ–Γκλύξμπουργκ (Schleswig-Holstein-Sonderburg-Glücksburg), που ανήκει στον ευρύτερο κλάδο του οίκου του Ολδεμβούργου (Oldenburg). Το χρονολόγιο της εκλογής έχει ως εξής:
- 10 Οκτωβρίου 1862: Ξέσπασε επανάσταση που οδήγησε στην έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα. Αμέσως μετά σχηματστηκε τριμελής επιτροπή, με πρόεδρο τον Δημήτριο Βούλγαρη και μέλη τους Κωνσταντίνο Κανάρη και Μπενιζέλο Ρούφο, η οποία ανέλαβε την άσκηση όλων των εξουσιών ως Προσωρινή Κυβέρνησις της Ελλάδος.
- 14 Οκτωβρίου: Το απομεσήμερο ο αθηναϊκός λαός συγκεντρώθηκε στην Πλατεία Όθωνος (σήμερα Ομονοίας) για να πανηγυρίσει την έξωση του Όθωνα. Μετά τη δοξολογία ο Δημήτριος Βούλγαρης απευθύνθηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Ανάμεσα στα άλλα ακούστηκαν και τα εξής: «Ας ορκισθώμεν επί της Πλατείας ταύτης, της λαβούσης ήδη το ωραίον της «Ομονοίας» όνομα, και ας είπη έκαστος εξ ημών: Ορκίζομαι πίστιν εις την πατρίδα και υπακοήν εις τας εθνικάς αποφάσεις.».
- 10 Νοεμβρίου: Πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις στην Αθήνα υπέρ της υποψηφιότητας για τον ελληνικό θρόνο του πρίγκιπα Αλφρέδου, δευτερότοκου γιου της βασίλισσας της Αγγλίας, Βικτωρίας. Οι Δυνάμεις δεν αποδέχτηκαν την υποψηφιότητα, επικαλούμενες τις διεθνείς συνθήκες που υπογράφτηκαν για το ελληνικό ζήτημα.
- 19 Νοεμβρίου: Διεξάχθηκε δημοψήφισμα για την εκλογή νέου βασιλιά, με αποτέλεσμα από τις 244.202 ψήφους οι 230.016 να είναι υπέρ του Άγγλου πρίγκιπα Αλφρέδου.
- 24-28 Νοεμβρίου: Έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στη Συντακτική Συνέλευση, με συμμετοχή και των Ελλήνων που δεν ζούσαν στην Ελλάδα.
- 10 Δεκεμβρίου: Πρώτη συνεδρίαση της συνέλευσης που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές.
- 19 Ιανουαρίου 1863: Η συνέλευση αποφάσισε να αυτοονομαστεί «Η εν Αθήναις Β' Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις».
- 11 Φεβρουαρίου: Η συνέλευση, στην οποία πλειοψηφούσαν οι προοδευτικοί που ονομάζονταν «Ορεινοί», εξέλεξε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ζηνόβιο Βάλβη, που θα παραιτήθηκε στις 27 Μαρτίου. Συγχρόνως αποφάσισε ότι, μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά, την εκτελεστική εξουσία θα ασκούσε ο πρόεδρος της κυβέρνησης.
- Στις 18 Μαρτίου 1863 εκδόθηκε το Ψήφισμα της Β΄ των Ελλήνων Συνελεύσεως: H εν Αθήναις Β΄ των Ελλήνων Συνέλευσις :
α) Αναγορεύει παμψηφεί τον πρίγκιπα της Δανίας Χριστιανόν, Γουλιέλμον, Φερδινάνδον, Αδόλφον, Γεώργιον, δευτερότοκον υιόν του πρίγκιπος Χριστιανού της Δανίας, συνταγματικόν βασιλέα των Ελλήνων υπό το όνομα Γεώργιος Α΄ Βασιλεύς των Ελλήνων...
β) Οι νόμιμοι διάδοχοι αυτού θέλουσι πρεσβεύει το Ανατολικόν Ορθόδοξον δόγμα.
γ) Τριμελής επιτροπή εκλεχθησομένη υπό της Εθνοσυνελεύσεως θέλει μεταβεί είς την Κοπεγχάγην και προσφέρει αυτώ εν ονόματι του Ελληνικού Έθνους το Στέμμα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ψήφισμα αυτό ο Γεώργιος αποκαλείται Βασιλεύς των Ελλήνων, κατόπιν προτροπής του ιδίου, και όχι Βασιλεύς της Ελλάδας, όπως ονομαζόταν ο Όθων, που σήμαινε ότι ο Γεώργιος θα ήταν βασιλιάς όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδας, αλλά και όλων των Ελλήνων, όπου κι άν βρίσκονταν. Παρά τις διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης για την προσηγορία αυτή, η προσωνυμία έμεινε. Στα ξενόγλωσσα κείμενα ο τίτλος ήταν «Roi des Grecs» και αργότερα, για να ικανοποιηθεί ο Σουλτάνος, έγινε «Roi des Hellenes». Με τη συνθήκη του Λονδίνου της 1/13 Ιουλίου 1863, ορίστηκε ότι οι διάδοχοι του Γεωργίου θα πρέσβευαν το ορθόδοξο δόγμα και η ενηλικίωσή του, για να μην επαναληφθεί ο θεσμός της Αντιβασιλείας, θα οριζόταν αμέσως. Με την ίδια συνθήκη οριζόταν ότι τα γεωγραφικά σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου θα εκτείνονταν με την παραχώρηση και προσάρτηση των Επτανήσων, εφόσον θα συμφωνούσαν γι αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις και θα εκφραζόταν σχετική ευχή από την Ιόνιο Βουλή.
Στις 18-20 Ιουνίου 1863 συνέβησαν τα λεγόμενα Ιουνιανά, εμφύλια ρήξη μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων της Προσωρινής Κυβέρνησης, των Πεδινών (υπό τον Δ.Βούλγαρη) και των Ορεινών (υπό τον Κ.Κανάρη) στην Αθήνα. Ο Γεώργιος, αφού επισκέφτηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο την Αγία Πετρούπολη, το Λονδίνο και το Παρίσι, έφτασε στον Πειραιά στις 30 Οκτωβρίου 1863. Στην πρώτη προκήρυξή του προς τον Ελληνικό Λαό, διαβεβαίωνε ότι θα τηρήσει τους νόμους του κράτους και «προ πάντων το Σύνταγμα» και ότι θα επιδίωκε η Ελλάδα να γίνει «πρότυπον Βασιλείου εν τη Ανατολή». Βασικός σύμβουλος του Γεωργίου τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ήταν ο Δανός Κόμης Σπόνεκ (1815-1888), πρώην Υπουργός Οικονομικών της Δανίας. Η απομάκρυνσή του, λίγο αργότερα, από την Αυλή προκάλεσε γενική ικανοποίηση. Η πρώτη περίοδος της διακυβέρνησής του ήταν ασταθής. Από το 1863 έως το 1874 σημειώθηκαν περισσότερες από 20 κυβερνητικές αλλαγές:
Δημήτριος Βούλγαρης 11/63-3/64
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 3/65-11/65
Μπενιζέλος Ρούφος 1/66-6/66
Δημήτριος Βούλγαρης 6/66-12/66
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 12/66-1/68
Δημήτριος Βούλγαρης 2/68-2/69
Θρασύβουλος Ζαίμης 2/69-7/70
Επαμεινώνδας Δεληγιώργης 7/70-12/70
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 12/70-11/71
Επαμεινώνδας Δεληγιώργης 7/72-2/74
Δημήτριος Βούλγαρης 2/74-5/75.
Σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου αυτής ήταν τα εξής:
- 20/10/1864: Ψήφιση νέου συντάγματος, 16/11 διάλυση εθνοσυνέλευσης, κατάργηση γερουσίας, δικαίωμα ψήφου σε όλους τους Έλληνες πάνω από 21 ετών,
- 4/8/65: Ο Υμνος εις την Ελευθερίαν καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος,
- 21/8/1866: Επανάσταση στα Σφακιά κατά των Τούρκων,
- 8/11/1866: Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι,
- 15/10/1867: Γάμος του Γεωργίου Α και της Όλγας,
- 21/3/1868: Εκλογές έκδηλης φαυλότητος: Βούλγαρης 114, συνασπισμός Κουμουνδούρου και Δεληγιώργη 70,
- 21/7/1868: Γέννηση του διαδόχου Κωνσταντίνου Α,
- 1869 Συνδιάσκεψη Παρισιού: Η Κρήτη παρέμεινε στον Σουλτάνο,
- 27/2/1869: Εγκαίνια του πρώτου ελληνικού σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς,
- 1870 Σφαγή στο Δήλεσι όπου Βρετανοί περιηγητές θανατώθηκαν από ληστές του Τάκου και του Αρβανιτάκη,
- 1871 Αγροτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Κουμουνδούρου,
- 1872 Λαυρεωτικά: Οξύτητα Λαυρεωτικού ζητήματος εξαιτίας της διαφοράς της γαλλοϊταλικής εταιρίας Roux-Serpieri με το ελληνικό δημόσιο σχετικά με την εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου
- 12/3/1873: Ιδρύθηκε η Μεταλλουργία Λαυρίου με επικεφαλής τον Ανδρέα Συγγρό, με την οποία δόθηκε λύση στο ζήτημα των Λαυρεωτικών.
Τον Ιούλιο του 1874, ο Χαρίλαος Τρικούπης αρθρογραφούσε βίαια κατά του βασιλιά, υποστηρίζοντας ότι ο Γεώργιος κυβερνούσε προσωπικά με διάφορες κυβερνήσεις μειοψηφίας της αρεσκείας του και η βασιλική εύνοια ήταν το απαραίτητο προσόν για την εξασφάλιση της εξουσίας. Ο Τρικούπης πρότεινε την καθιέρωση της Αρχής της Δεδηλωμένης, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς διορίζει πρωθυπουργούς μόνον εφόσον διαθέτουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δηλαδή έχουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Η μεγάλη ευελιξία του Γεωργίου φάνηκε από τον τρόπο που αντέδρασε στην επίθεση. Μετά από μια παρατεταμένη κρίση λόγω αποκαλύψεων για δωροδοκίες υπουργών, κάλεσε τον Τρικούπη, έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και διακήρυξε την πρόθεσή του να εφαρμόζει την Αρχή της Δεδηλωμένης. Τα κυριότερα γεγονότα της Τρικουπικής Περιόδου έχουν ως εξής:
11/8/1875: Η αρχή της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης αναγνωρίστηκε από τον Γεώργιο Α,
22/3/1875: Στηλιτικά: Επεισόδια στην Πλ.Συντάγματος ανάμεσα σε βουλευτές του Βούλγαρη και πολίτες λόγω λαθροχειρίας του Βούλγαρη στη Βουλή (από τον χαρακτηρισμό «στηλίτες» που δόθηκε στους οπαδούς του, που σήμαινε ότι ήταν άξιοι να αναγραφούν σε «στήλη» για χλευασμό),
1875: Σιμωνιακά: Παραπομπή υπουργών του Δ.Βούλγαρη για χειροτονία κληρικών με δωροδοκία («σιμωνία»),
18/1/1877: Ο Ρώσος στρατηγός Ιγνατίεφ επισκέφτηκε την Αθήνα και τον υποδέχτηκαν Σλαβόφωνοι, ενώ οι Έλληνες απάντησαν με διαδήλωση,
2/9/1877: Θάνατος του Κων. Κανάρη,
1878 Συνθήκη Βερολίνου: Η Θεσσαλία στην Ελλάδα, η Κύπρος στην κατοχή των Άγγλων,
1878: Οι Άγγλοι προσάρτησαν την Κύπρο
1881: Συνδιάσκεψη Κων/πολης, οριστική παραχώρηση Θεσσαλίας και Άρτας στην Ελλάδα,
1882: Σύμβαση κατασκευής σιδηροδρόμου Αθηνών Λαυρίου με διακλάδωση προς Κηφισιά,
1883: Θάνατος Αλ.Κουμουνδούρου,
1883-90: Ανασκαφές στην Ακρόπολη έφεραν στο φως πολλά αρχαϊκά αγάλματα,
1884: Εγκαίνια της σχολής Ναυτικών Δοκίμων
1885: Υποτίμηση της συναλλαγματικής αξίας δραχμής
1887: Προεκλογική ομιλία του Τρικούπη στην πλατεία Συντάγματος (η πρώτη στην ιστορία της πλατείας)
1888: Κατασκευή αποχωρητηρίων σε διάφορες πλατείες της Αθήνας
1889: Γάμος Κωνσταντίνου και Σοφίας,
1891: Υποβολή κατηγορητηρίου κατά Τρικούπη
1891-97 Κατασκευή του σημερινού Προεδρικού Μεγάρου (τότε ανάκτορα του Διαδόχου),
17/2/1892: Ο Θ.Δηλιγιάννης κλήθηκε να παραιτηθεί και αρνήθηκε,
3/5/1892: Εκλογές: Τρικούπης 160, Δηλιγιάννης Ράλλης 47,
25/7/1893: Λειτουργία της διώρυγας της Κορίνθου,
1893: Κήρυξη πτώχευσης Ελληνικού κράτους από τον Χ.Τρικούπη,
1895: Συντριβή Χαρ.Τρικούπη στις εκλογές
17/5/1895: Δύο νέοι σταθμοί Μοναστηράκι-Ομόνοια στο τρένο Αθήνας Πειραιά,
25/3/1896: Διεξαγωγή των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων μετά την απαγόρευσή τους από τον Θεοδόσιο το 393 μ.Χ.
1897: Οι Μεγάλες δυνάμεις, επέβαλαν καθεστώς αυτονομίας στη Κρήτη. Το 1897 η κυβέρνηση του Δηλιγιάννη υπό την πίεση της κοινής γνώμης αναγκάστηκε να στείλει στρατιωτικό τμήμα στην Κρήτη.
5/4-4/12/1897: Ελληνοτουρκικός Πόλεμος. Η Ελλάδα και η Οθωμανική αυτοκρατορία τελικά ενεπλάκησαν σε συντομο πόλεμο στη Θεσσαλία όπου οι Έλληνες ηττήθηκαν από τους Τούρκους με μικρές (σε σύγκριση με το μέγεθος της ήττας) εδαφικές απώλειες (περιοχή ανάμεσα σε Όλυμπο και Καμβούνια). Για να ανταποκριθεί στις αποζημιώσεις προς την Τουρκία, το κράτος πήρε δάνειο και τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
1898: Ο Πρίγκιψ Γεώργιος Ύπατος Αρμοστής στην Κρήτη,
1899: Σχηματισμός κυβέρνησης στην Κρήτη υπό τον Αρμοστή με Βενιζέλο, Κούνδουρο,
29/7/1900: Πρώτη οργανωμένη προβολή κινηματογραφικής παράστασης στη Σύρο με 20 ταινίες μικρού μήκους,
1901: Επανέναρξη εμπορικών σχέσεων με Τουρκία.Εμπορική σύμβαση με Ρουμανία,
1901: Ευαγγελικά (ή Νοεμβριανά): Αιματηρά επεισόδια με αφορμή μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική,
17/8/1901: Ανακάλυψη του αρχαιολογικού χώρου στο Σέσκλο του Βόλου από τον αρχαιολόγο Χρ.Τσούντα,
17/11/1902: Ισοψηφία Δηλιγιάννη - Θεοτόκη στις εκλογές με 102 έδρες, Σανιδικά επεισόδια (συγκρούσεις οπαδών τους με σανίδες),
1902: Ιδρύθηκε το πρώτο τσιμεντοποιείο ΤΙΤΑΝ από τον Ν. και Α.Χατζηκυριάκο,
1903-1908: Μακεδονικός Αγώνας. Οι Ελληνες αγωνίζονται να αναχαιτίσουν τη σλαβική επεκτατική δραστηριότητα στη Μακεδονία, 8/11/1908: Επεισόδια υποκινημένα από τον Γ.Μιστριώτη με 3 νεκρούς για τη μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου,
30/11/1908: Ο Γρ.Ξενόπουλος παρουσίασε το έργο του Κ.Π.Καβάφη
13/10/1904 Θάνατος του Παύλου Μελά. Στον Μακεδονικό αγώνα συμμετέχουν εθελοντικά πολεμιστές τόσο από την υπόδουλη όσο και από την ελεύθερη Ελλάδα. Διεξάγεται, 1904-1908, ο διμετωπος Μακεδονικός αγώνας κατά Βουλγάρων κομιτατζήδων και Τούρκων. Δεσπόζουσα φυσιογνωμία ο Παύλος Μελάς πού με Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες αγωνίστηκε εναντίον των Βουλγάρων. Ο ίδιος σκοτώθηκε στην κωμόπολη Σιάτιστα το 1904
10/3/1905: Επανάσταση του Θερίσου (αίτημα η ένωση της Κρήτης)
31/5/1905 Δολοφονία Θεόδωρου Δηλιγιάννη, πρωθυπουργός ο Δ.Ράλλης,
3/11/1905: Έναρξη ασφαλτοστρώσεων του κέντρου της Αθήνας (Αιόλου, Ομόνοια,Πανεπιστημίου)
26/3/1906: Η ομάδα των Ιαπώνων στη Βουλή (Δ.Γούναρης, Εμ.Ρέπουλης, Π.Πρωτοπαπαδάκης) 9/4 Έναρξη της Μεσολυμπιάδας στην Αθήνα,
9/7/1906: Ανθελληνικός διωγμός στην Αγχίαλο Βουλγαρίας
1907 7/3 Δολοφονήθηκε στη Ραψάνη ο Μαρίνος Αντύπας, πρωτοπόρος σοσιαλιστής, Ο Αλεξ. Ζαίμης ύπατος αρμοστής στην Κρήτη, Πρώτος κινηματογράφος στην Αθήνα (Απόλλων),
24/9/1908: Οι Κρήτες κήρυξαν την ένωση τους με την Ελλάδα με κυβέρνηση υπό τον Βενιζέλο. Τυπικά αυτό έγινε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους,
30/10/1908: Αρχίζουν δρομολόγια τα πρώτα ηλεκτρικά τραμ, Ιδρύθηκε η Κοινωνιολογική Εταιρία κόμμα του Α.Παπαναστασίου
15/8/1909: Επανάσταση Στρατιωτικού Συνδέσμου. Εκδηλώθηκε το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, πού ζητούσε αναδιοργάνωση τού κράτους και πολεμική προετοιμασία τού στρατού.
16/12/1909: Ο Βενιζέλος στην Αθήνα ως σύμβουλος του Συνδέσμου, 15/10/1909: Πρωθυπουργός ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης.
Τη νύχτα της 14ης Αυγούστου προς 15η Αυγούστου του 1909, εκδηλώθηκε κίνημα υπό την αρχηγία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά, αρχηγού του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Τα αιτήματα των κινηματιών ήταν κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικά, αλλά, με πρόφαση την ήττα στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, απαιτούσε την απομάκρυνση των Πριγκίπων από το στράτευμα. Ακολούθησε περίοδος πολιτικής ανωμαλίας και ο Γεώργιος, όπως και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, είδαν στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου ενδεδειγμένη λύση από το αδιέξοδο. Το κίνημα αυτό ήταν η πρώτη δυναμική παρέμβαση των αξιωματικών στην πολιτική ζωή της χώρας. Από τότε άρχισε να διαμορφώνεται, εκτός από το Παλάτι και τη Βουλή, ένας τρίτος πόλος εξουσίας, αυτός του Στρατού, που από το 1909 έως το 1967 έκανε αρκετές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου.
Ο Ε.Βενιζέλος, επιδιώκοντας την εθνική ενότητα, ζήτησε από τον Γεώργιο Α να τεθεί επικεφαλής του κινήματος εθνικής αναγέννησης, έχοντας κοινό στόχο την σύμπτωση των απόψεών τους στην εξωτερική πολιτική. Ο γηραιός, πλέον βασιλιάς άφησε τον Βενιζέλο να κυβερνήσει ριζοσπαστικά, να ανασυγκροτήσει το ελληνικό κράτος, να προβεί σε γενναίες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και να δημιουργήσει ισχυρό στράτευμα. Τοποθέτησε τον Διάδοχο Κωνσταντίνο επικεφαλής του στρατεύματος και απελευθερώθηκαν η Ήπειρος, η Μακεδονία και τα Νησιά του Αιγαίου, με την εξής σειρά γεγονότων:
6/3/1910: Συλλαλητήριο στο Κιλελέρ με δεκάδες νεκρούς, 5/9 Ομιλία του Βενιζέλου στο Σύνταγμα, 6/10 Πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, 1911 31/3/1910: Εϋντού και Τάφνελ ανέλαβαν την αναδιοργάνωση στρατού και στόλου,
27/6/1910: Ο Κωνσταντίνος Α επανήλθε στο στράτευμα,
4/10/1912: Κηρύχτηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
9/10/1912: Σαραντάπορο, 12/10 Κοζάνη, 15/10 Κατερίνη, 17/10 Βέροια Νάουσα, 19/10 Γιαννιτσά, 21/10 Πρέβεζα, 27/10 Θεσσαλονίκη, 7/11 Φλώρινα, 8/11 Μυτιλήνη, 11/11 Καστοριά, 7/12 Καστοριά, 12/4 Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, 1/10 Κρήτες βουλευτές στη Βουλή.
22/2/1913: Απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα, 24/2 Κόνιτσα Πάργα, 2/3 Σάμος, 3/3 Αργυρόκαστρο, 4/3 Άγιοι Σαράντα,
5/3/1913: Δολοφονία Γεωργίου Α,
17/6/1913: Β' Βαλκανικού Πόλεμος. 19-21/6 νίκη των Ελληνικών στρατευμάτων επί των βουλγαρικών στη μάχη Κιλκίς-Λαχανά. 27/6 Καβάλα Σιδηρόκαστρο, 28/6 Σέρρες, 1/7 Δράμα, 13/7 Ξάνθη, 14/7 Κομοτηνή,
28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 2013 υπογράφτηκε η συνθήκη του Βουκουρεστίου, η οποία τερμάτισε τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο
18/8/1913: Ο ελληνικός στρατός αποχώρησε από τη Δυτική Θράκη
Στις 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος Α΄ θέλοντας να επισκεφτεί για εθιμοτυπικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη τον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του ταγματάρχης Φραγκούδης. Στην συμβολή της οδού Β. Όλγας, ο Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε καίρια τον Γεώργιο Α΄. Έπειτα προσπάθησε να πυροβολήσει και τον υπασπιστή του, αλλά εκείνος πρόλαβε και τον αφόπλισε. Ο Σχινάς συνελήφθη από δυο χωροφύλακες που βρίσκονταν σ’ εκείνο το σημείο. Ο τραυματισμένος Γεώργιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο «Παπάφειο Ίδρυμα», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμία βοήθεια, αφού ο Γεώργιος ήταν ήδη νεκρός, σε ηλικία 68 ετών. Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά και στις 20 Μαρτίου κηδεύτηκε στο βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι.
Στις 22 Απριλίου, ο Αλέξανδρος Σχινάς, δάσκαλος που παλιότερα είχε υπηρετήσει στην Αγουλινίτσα και την Κατερίνη, άνεργος και οικονομικά εξαθλιωμένος την εποχή εκείνη, έχοντας απευθυνθεί για βοήθεια στο Παλάτι, στην οποία ο υπασπιστής Φραγκούδης του είχε απαντήσει αρνητικά, μεταφερόμενος στον πάνω όροφο του κτηρίου όπου φυλαγόταν, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου». Την εποχή της δολοφονίας, οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο πλήθαιναν τα φαινόμενα που, κατά κάποιο τρόπο, προανάγγελλαν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) προετοίμαζαν την δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού, που θα εκτεινόταν από την Βαλτική Θάλασσα έως τον Περσικό Κόλπο και βρίσκονταν ήδη σε φάση πολεμικής προπαρασκευής. Ταυτόχρονα, οι Αυστριακοί, διεκδικούσαν από καιρό την Θεσσαλονίκη, την οποία ήθελαν να μετατρέψουν σε ασφαλή ναύσταθμο. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις Βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία, ήταν φυσικό να προκαλέσουν ποικίλες θεωρίες για τα βαθύτερα κίνητρα του δράστη και τους ενδεχόμενους ηθικούς αυτουργούς, οι οποίες δεν είναι ιστορικά αβάσιμες, αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθούν.
Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές ο Αλ. Σχινάς έδρασε ως μίσθαρνο όργανο των Βούλγαρων ή των Αυστριακών. Το όνομά του σχετίστηκε με το ομόηχο όνομα του Αυστριακού αξιωματικού Σχινάζι (Schinazyi), που υπηρετούσε εκείνες τις μέρες στην Θεσσαλονίκη και ο οποίος αναφέρεται ως ο πραγματικός αυτουργός της δολοφονίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση και ο υπασπιστής του Γεωργίου, Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ αργότερα στάλθηκε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος, με την εντολή να μην επιστρέψει ποτέ, όπως και έγινε. Οι συνθήκες του θανάτου του Αλ. Σχινά, εξάλλου, παραμένουν επίσης ομιχλώδεις, καθώς φαίνεται ότι εκπαραθυρώθηκε από αστυνομικούς, μετά από εντολή ανωτέρων τους, ενώ και οι φάκελοι με το ανακριτικό υλικό καταστράφηκαν ολοσχερώς. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η κυβέρνηση έσπευσε να «συγκαλύψει» την υπόθεση, υποδηλώνοντας ανάμιξη στη δολοφονία μυστικών υπηρεσιών, που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της θέσης ευνοουμένων τους εν όψει του αναμενόμενου Α Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Γεώργιος Α, κατά γενική ομολογία, ήταν νηφάλιος και μετριοπαθής βασιλιάς με μεγάλη προσαρμοστικότητα στις εξωτερικές καταστάσεις. Η ένταξή του στην ελληνική πραγματικότητα του επέτρεψε να ασκήσει έντονη επιρροή στην ελληνική πολιτική σκηνή, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από όσο ήταν φανερό στην εποχή του. Άνθρωπος της καλής ζωής, προτιμούσε να διατηρεί τα προσχήματα στο αυστηρών αρχών αθηναϊκό περιβάλλον, αν και, όποτε έφευγε στο εξωτερικό, δεν έχανε την ευκαιρία να γευτεί όσες απολαύσεις δεν μπορούσε στην Ελλάδα. Οι γνωρίζοντες τον χαρακτήρα του έλεγαν πως ο θυρεός του «Πατήρ του Έθνους» ήταν ακριβής στην κυριολεξία. Η διαλλακτικότητα και η ψυχραιμία του, του επέτρεψε, να διατηρεί καλές σχέσεις με το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου και, χωρίς να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, η εξουσία του να παραμένει πάντοτε σεβαστή. Σε όλους αυτούς τους παράγοντες μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο η ιδιαιτέρως μακροχρόνια βασιλεία του, αλλά και η ωρίμανση του ελληνικού πολιτικού κόσμου, που επί των ημερών του εξευρωπαΐστηκε σε μεγάλο βαθμό. Παρέμεινε μέχρι τέλος συνεπής στην υποχρέωσή του να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Μ.Βρετανίας, η οποία τον προώθησε στον ελληνικό θρόνο, οι Μεγάλες Δυνάμεις τον θεωρούσαν αξιόπιστο συνομιλητή τους και κατά την έκφραση του Βρετανού βασιλιά Γεωργίου Ε΄ «ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα». Σε αντίθεση με τον γιο του Κωνσταντίνο Α, δεν επιδίωξε ούτε κατάφερε να φανατίσει τον ελληνικό λαό υπέρ ή εναντίον του. Το κενό της απουσίας του φάνηκε σύντομα, με τις διενέξεις του διαδόχου του Κωνσταντίνου Α με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που αποκορυφώθηκαν στον εθνικό διχασμό του 1916-17.
Η διαδοχή των πρωθυπουργών κατά τη διάρκεια της 50ετούς βασιλείας του Γεωργίου Α έχει ως εξής:
Δημήτριος Βούλγαρης 11/63-3/64
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 3/65-11/65
Δημήτριος Βούλγαρης 6/66-1/66,
Μπενιζέλος Ρούφος 1/66-6/66
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 12/66-1/68
Δημήτριος Βούλγαρης 2/68-2/69
Θρασύβουλος Ζαίμης 2/69-7/70
Επαμεινώνδας Δεληγιώργης 7/70-12/70
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 12/70-11/71
Επαμεινώνδας Δεληγιώργης 7/72-2/74
Δημήτριος Βούλγαρης 2/74-5/75
Χαρίλαος Τρικούπης 5/75-10/75
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 10/75-12/76
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 9/77-11/78
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 11/78-3/80
Χαρίλαος Τρικούπης 3/80-10/80
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος 10/80-3/82
Χαρίλαος Τρικούπης 3/82-5/85
Θεόδωρος Δηλιγιάννης 5/85-5/86
Χαρίλαος Τρικούπης 5/86-11/90
Θεόδωρος Δηλιγιάννης 11/90-3/92
Χαρίλαος Τρικούπης 6/92-5/93
Χαρίλαος Τρικούπης 11/93-1/95
Θεόδωρος Δηλιγιάννης 6/95-4/97
Αλέξανδρος Ζαίμης 10/97-4/99
Γεώργιος Θεοτόκης 4/99-11/01
Αλέξανδρος Ζαίμης 11/01-12/02
Θεόδωρος Δηλιγιάννης 12/02-6/03
Γεώργιος Θεοτόκης 12/03-12/04
Θεόδωρος Δηλιγιάννης 12/04-6/05
Γεώργιος Θεοτόκης 12/05-7/09
Δημήτριος Ράλλης 7/09-8/09
Κυριακούλης Μαυρομιχάλης 8/9-1/10,
Στέφανος Δραγούμης 1/10-10/10
Ελευθέριος Βενιζέλος 10/10-3/15
Στοιχεία για την δραστηριότητα των πρωθυπουργών αυτών παρέχονται στις επόμενες παραγράφους.
Ο Δημήτριος Βούλγαρης (Ύδρα, 20 Δεκεμβρίου 1802 - Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1877) ήταν Υδραίος πολιτικός του 19ου αιώνα. Διετέλεσε 8 φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (στις περιόδους, 22 Σεπτεμβρίου 1855 – 13 Νοεμβρίου 1857, 11 Οκτωβρίου 1862 – 9 Φεβρουαρίου 1863 (Πρόεδρος Επαναστατικής 3μελούς Επιτροπείας), 25 Οκτωβρίου 1863 – 5 Μαρτίου 1864, 3 Νοεμβρίου 1865 – 6 Νοεμβρίου 1865, 9 Ιουνίου 1866 – 18 Δεκεμβρίου 1866, 25 Ιανουαρίου 1868 – 25 Ιανουαρίου 1869 και 9 Φεβρουαρίου 1874 – 27 Απριλίου 1875) σε διάστημα μίας 20ετίας και αθροιστικά για 6 χρόνια και 1 μήνα. Σε ηλικία 19 χρονών εκλέχτηκε πρόκριτος της Ύδρας (1821). Το 1825 εκλέχτηκε πληρεξούσιος για την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το 1829 για την Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους ως πληρεξούσιος Ύδρας. Το 1832 διορίστηκε υπουργός ναυτικών. Το 1837 εκλέχτηκε δήμαρχος Ύδρας παραμένοντας στον δημαρχιακό θώκο για έξι χρόνια. Το 1845 διορίστηκε γερουσιαστής και δύο χρόνια αργότερα ορκίστηκε υπουργός ναυτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη. Τα επόμενα χρόνια ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών στην κυβέρνηση Κανάρη (1848). Τον Σεπτέμβριο του 1855 ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση, στην οποία και κράτησε για τον εαυτό του το υπουργείο εσωτερικών. Με την έξωση του Όθωνα, ο Βούλγαρης σχημάτισε την επαναστατική κυβέρνηση του 1862, την οποία διοικούσε Επιτροπεία (Ρούφος, Κανάρης, Βούλγαρης) υπό την προεδρία του. Παράλληλα έγινε αρχηγός της παράταξης των Πεδινών και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εμφύλια διαμάχη των Ιουλιανών. Τον Φεβρουάριο, μετά τα Φεβρουαριανά, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία για να σχηματίσει πάλι κυβέρνηση τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (1863). Το 1865 σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση τριών ημερών και τον Ιανουάριο του 1866 διορίστηκε πρωθυπουργός. Τον Ιανουάριο του 1868 κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση διάρκειας ενός έτους. Το 1871 κέρδισε τις εκλογές αναλαμβάνοντας για έβδομη φορά την πρωθυπουργία ενώ τον Φεβρουάριο του 1874 ανέλαβε για τελευταία φορά την πρωθυπουργία. Η διπλή καταδίκη (η πρώτη ποινική στον γαμβρό του, η δεύτερη ηθική προς το πρόσωπό του) για τα Στηλιτικά (επεισόδια στην πλατεία Σύνταγματος λόγω λαθροχειρίας του Βούλγαρη στη Βουλή) και τα Σιμωνιακά (παραπομπή υπουργών του Βούλγαρη για χειροτονία κληρικών με δωροδοκία), τον κατέβαλαν ψυχικά με συνέπεια να παραιτηθεί από την ενεργό πολιτική σκηνή και να οδηγηθεί στον πολιτικό και φυσικό θάνατο (περισσότερες πληροφορίες στην παράγραφο 3.6.12).
O Αριστείδης Μωραϊτίνης (1806 - 1875) ήταν Έλληνας δικαστικός, πολιτικός και 2 φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για μικρά χρονικά διαστήματα, σε έκτακτες περιστάσεις, στις περιόδους 9 Φεβρουαρίου 1863 – 13 Φεβρουαρίου 1863 και 20 Δεκεμβρίου 1867 – 25 Ιανουαρίου 1868. Γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε νομικά στην Ιταλία και Γαλλία. Στη διάρκεια των σπουδών του γνωρίστηκε με τον Ι. Καποδίστρια, υπό την προτροπή του οποίου ήλθε στην Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αρχικά διορίστηκε από αυτόν πρόεδρος πρωτοδικών Λακωνίας, το 1843 επί βασιλείας Όθωνα προάχθηκε σε εφέτη, στη συνέχεια σε πρόεδρο εφετών και από το 1861 έως το 1871 ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου. Το Μάρτιο του 1862 ο γιος του Περικλής, ανθυπολοχαγός του Μηχανικού, σκοτώθηκε στα λεγόμενα "Κυθνιακά" κατά στη συμμετοχή του στη στάση εναντίον του Παλατιού, υπό τον Ν. Λεωτσάκο. Το οικογενειακό αυτό πλήγμα δεν τον κατέβαλε και τον Νοέμβριο, αμέσως μετά την έξοδο του Όθωνα από την Ελλάδα, υπέβαλε υποψηφιότητα ως εκπρόσωπος της ελληνικής κοινότητας της Τεργέστης (κατ' άλλους της ελληνικής παροικίας της Σμύρνης) και εξελέγη στη Β' Εθνική Συνέλευση, η οποία, έχοντας θέση "κυβερνώσας" Βουλής στη χώρα μέχρι την άφιξη του νέου Βασιλιά Γεωργίου Α', έπαυσε στις 8 Φεβρουαρίου 1863 την Προσωρινή Κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη και την επομένη ανέλαβε την εκτελεστική εξουσία. Η άσκηση και η διαχείριση της τελευταίας ανατέθηκε στον Μωραϊτίνη, που ήταν αντιπρόεδρος της συνέλευσης. Επομένως το διάστημα μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη "πρωθυπουργία" του (κυβέρνηση Μωραϊτίνη 1863). Με το διορισμό νέας Κυβέρνησης επανήλθε στα αρχικά του καθήκοντα, στη συνέχεια εξελέγη επανειλημμένως προέδρος της Εθνοσυνέλευσης και με την ιδιότητα αυτή υποδέχθηκε τον Γεώργιο Α' κατά την αποβίβασή του στον Πειραιά. Ο Αριστείδης Μωραϊτίνης ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Γαλλικού Κόμματος, άλλά είχε την εκτίμηση από όλο το πολιτικό φάσμα της εποχής. Κατά την πολιτική κρίση του 1867 για το Κρητικό Ζήτημα και ενώ πλέον δεν ήταν καν βουλευτής, κλήθηκε να συγκροτήσει υπηρεσιακή κυβέρνηση (κυβέρνηση Αριστείδη Μωραϊτίνη 1867, η πρώτη στην πολιτική ιστορία της χώρας) ώστε να οδηγήσει την Ελλάδα σε εκλογές. Tο 1868 επέστρεψε στη θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου μέχρι και το 1871. Απεβίωσε το 1875 στην Αθήνα σε ηλικία 69 ετών.
Ο Ζηνόβιος-Ζαφείριος Ι. Βάλβης (1800 - 1886) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής και δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, στις περιόδους 13 Φεβρουαρίου 1863 – 25 Μαρτίου 1863 και 16 Απριλίου 1864 – 26 Ιουλίου 1864. Αδερφός του ήταν ο επίσης πρωθυπουργός, Δημήτριος Βάλβης. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και καταγόταν από οικογένεια ιερωμένων. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ζαφείριος αλλά λόγω της μοναχικής του ιδιότητας για κάποιο μικρό διάστημα μεταβλήθηκε σε Ζηνόβιος. Ο πατέρας του, Ιωάννης, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον θείο του Παντολέοντα Βάλβη, ιερέα. Μαθήτευσε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, κοντά στον θείο του Σπύρο Βάλβη. Εκεί σπούδασε νομικά στην Πίζα και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε ως δικαστής, διορισμενος εισαγγελέας στην Άμφισσα. Παραιτήθηκε το 1841 από το δικαστικό σώμα και ιδιώτευσε για κάποιο χρονικό διάστημα ως δικηγόρος. Στις εκλογές του 1844 εξελέγη βουλευτής Μεσολογγίου. Ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου δικαιοσύνης και των οικονομικών στις κυβερνήσεις Κριεζή και Κανάρη, αλλά συγκρούστηκε με τον Όθωνα με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από την πολιτική. Με την έξωση του Όθωνα, εξελέγη πληρεξούσιος στη Β' Εθνοσυνέλευση, της οποίας στις 17 Ιανουαρίου 1863 εξελέγη πρόεδρος. Έναν μήνα αργότερα ανέλαβε για μια ημέρα, τις 8 Φεβρουαρίου 1863, το υπουργείο δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βούλγαρη και στις 13 Φεβρουαρίου ανέλαβε την πρωθυπουργία (κυβέρνηση Ζηνοβίου Βάλβη 1863) μέχρι τα τέλη Μαρτίου οπότε και παραιτήθηκε. Αιτία ήταν η καταψήφιση από την Εθνοσυνέλευση του νομοσχεδίου περί αύξησης αποδοχών των ίδιων των πληρεξούσιών της και το οποίο είχε προκαλέσει έντονη λαϊκή αντίδραση. Ο Βάλβης υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός μέσα σε μία 20ετία μετά τον Ανδρέα Μεταξά, που παραιτήθηκε για κοινοβουλευτικούς λόγους, όταν η κυβέρνησή του δεν απολάμβανε πλέον την εμπιστοσύνη του βουλευτικού σώματος. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ τον διόρισε πάλι πρωθυπουργό στις 16 Απριλίου 1864 και σχημάτισε κυβέρνηση το 1864 στην οποία παρέμεινε έως τις 26 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Ακολούθησε νέα παραίτηση εξαιτίας αποδοκιμασίας εκ μέρους της Εθνοσυνέλευσης (ασκούσε τον ρόλο του στο Κοινοβούλιο στο διάστημα μεταξύ εκθρόνισης Όθωνα το 1862 και βουλευτικών Εκλογών του 1865), με λόγο αυτή τη φορά την ανάκληση αξιωματικών που είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα. Έτσι ο Βάλβης ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός που παραιτήθηκει δύο φορές για κοινοβουλευτικούς λόγους. Το επόμενο έτος διορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, απ' όπου παραιτήθηκε εντός μηνών. Αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι και απεβίωσε στις 25 Αυγούστου 1886. Ενταφιάστηκε στο Ηρώο της πόλης, δίπλα στον πατέρα του Ιωάννη Βάλβη και τον θείο του Πανταλέοντα Βάλβη. Ήταν παντρεμένος με την Αρσινόη Ρατζηκώτσικα και είχε εννά παιδιά. Εγγονός του ήταν ο Κωνσταντίνος Βάλβης, δικηγόρος και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Αθηνών.
Ο Διομήδης Κυριακός (Σπέτσες 1811 - Νάπολι, 20 Ιουνίου 1869) ήταν Έλληνας νομικός, πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας, την περίοδο 27 Μαρτίου 1863 – 19 Απριλίου 1863. Γεννήθηκε στις Σπέτσες και ήταν γιος του Αναστασίου Διομήδη. Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια ναυτικών και αγωνιστών Διομήδη-Κυριακού. Σπούδασε νομικά στην Πίζα και το Παρίσι. Ακολούθησε αρχικά καριέρα στον δικαστικό κλάδο και το 1835 έγινε εισαγγελέας πρωτοδικών. Στη συνέχεια εκλέχτηκε πληρεξούσιος των Σπετσών το 1840 και το 1862 καθώς και επανειλημμένα βουλευτής. Όντας έγκριτος νομικός είχε σημαντική συμβολή στη σύνταξη του Συντάγματος του 1843. Το 1851 έγινε καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, ενώ το 1863, όταν εκλέχθηκε στην Β' Εθνική Συνέλευση, υπήρξε μέλος της Επιτροπής Καταρτίσεως του νέου Συντάγματος. Το 1863 διορίστηκε στη νέα κυβέρνηση Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και διετέλεσε περίπου για ένα μήνα, από 27 Μαρτίου 1863 μέχρι 19 Απριλίου 1863, πρωθυπουργός της χώρας. Παραιτήθηκε λόγω αδυναμίας επιβολής στους στρατιωτικούς, εξαιτίας των οξυμένων πολιτικών παθών που οδήγησαν στην εμφύλια σύγκρουση των Ιουνιανών δύο μήνες αργότερα. Υπήρξε επίσης πρόεδρος της Βουλής και έγραψε ιστορικά και νομικά βιβλία. Γιος του ήταν ο Νικόλαος Διομήδης και εγγονός του ο Αλέξανδρος Διομήδης, πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1949-50.
Ο Μπενιζέλος Ρούφος (1795-18 Μαρτίου 1868) ήταν Έλληνας πολιτικός και Φιλικός. Αναδείχτηκε δήμαρχος Πατρέων, μέλος της αντιβασιλείας και τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, τις περιόδους 29 Απριλίου 1863 – 19 Ιουνίου 1863, 21 Ιουνίου 1863 – 18 Οκτωβρίου 1863 και 28 Νοεμβρίου 1865 – 9 Ιουνίου 1866. Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν γιος του Αθανάσιου Κανακάρη, οπλαρχηγού και πολιτικού, και της Μαρίας Κωστάκη. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την οικογένεια Κανακάρη - Ρούφου και ήταν εγγονός του εμπόρου Μπενιζέλου Ρούφου και της Αγγελικής Κανακάρη, ενώ από την πλευρά της μητέρας του Παρασκευής, καταγόταν από την ισχυρή εμπορική οικογένεια Κωστάκη και ήταν ανεψιός του Φίλιππου Κωστάκη, εμπόρου, κτηματία και προέδρου του δημοτικού συμβούλιου Πατρών, καθώς και πρώτος ξάδερφος του Κωνσταντίνου Κωστάκη, κτηματία και βουλευτή.
Ο Μπενιζέλος Ρούφος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην οποία είχε προσφέρει σημαντικά χρηματικά ποσά για την προετοιμασία της επανάστασης του 1821. Συμμετείχε στην κήρυξη της εξέγερσης στην Πάτρα την 23η Μαρτίου 1821 και στη δημιουργία του Αχαϊκού Διευθυντηρίου. Έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Αχαΐας, όπως στην πολιορκία της Πάτρας, ενώ μετέβη κατά το πρώτο έτος της επανάστασης στην Ζάκυνθο για συλλογή πολεμοφοδίων. Το 1828 διορίστηκε διοικητής Ηλείας και κατόπιν Σύρου, γρήγορα όμως, αν και αρχικά υπήρξε υποστηρικτής του Ιωάννη Καποδίστρια μεταπήδησε στο αντικυβερνητικό στρατόπεδο. Μάλιστα το 1832 συνέδραμε τις δυνάμεις του Ιωάννη Κωλέττη στην ανατροπή της κυβέρνησης του Αυγουστίνου Καποδίστρια. Το ίδιο έτος διορίστηκε μέλος της Γερουσίας, ενώ το 1835 διετέλεσε σύμβουλος επικρατείας. Αργότερα χρημάτισε υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη το 1848. Το 1854 προσέφερε σεβαστό χρηματικό ποσό για την οργάνωση της επανάστασης της Ηπείρου που ξέσπασε εκείνη τη χρονιά. Το 1855 εκλέχτηκε δήμαρχος Πατρέων (1855-1858). Το 1862 συγκρότησε μαζί με τον Δημήτριο Βούλγαρη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη την Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξωση του Όθωνα. Διορίστηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1863 σε διαδοχικές φάσεις με διαφορά δύο ημερών, λόγω των Ιουνιανών (κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου 1863 και κυβέρνηση του Οροπεδίου) και στη συνέχεια το 1865 (κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου 1865).
Ως δήμαρχος Πατρέων έθεσε τα θεμέλια του Δημοτικού Νοσοκομείου Πατρών, δώρισε το μισθό του για την ίδρυση υδραγωγείου και διαμόρφωσε την πλατεία Υψηλών Αλωνίων, στην οποία δόθηκε, για ένα χρονικό διάστημα, το όνομα του. Τελικά παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας σχετικά με την μελέτη της πλατείας. Νυνφεύτηκε αρχικά την Βικτωρία Σισίνη, αδερφή του προεστού της Ηλείας Χρύσανθου Σισίνη, ενώ ύστερα από τον θάνατο της, στις 28 Αυγούστου του 1836, νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κουντουριώτη, χήρα του Γεωργίου Χατζηγιάννη Μέξη και κόρη του Γεώργιου Κουντουριώτη, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Λουκά Κανακάρη - Ρούφο, που απεβίωσε σε νεαρή ηλικία, τον Αθανάσιο Κανακάρη - Ρούφο, δήμαρχο Πατρέων, βουλευτή και υπουργό, τον Γεώργιο Ρούφο, δήμαρχο Πατρέων, βουλευτή και υπουργό, τον Ανδρέα Ρούφο, σταφιδέμπορα και κτηματία και τον Αγγελή Ρούφο, βουλευτή. Εγγόνια του ήταν ο Λουκάς Κανακάρης - Ρούφος, βουλευτής και υπουργός, ο Βασίλειος Ρούφος, δήμαρχος Πατρεών και βουλευτής και ο Ιωάννης Ρούφος, βουλευτής, ενώ δισέγγονά του οι Ρόδης Κανακάρης - Ρούφος, λογοτέχνης και διπλωμάτης, και Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος, βουλευτής και υπουργός. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1868 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Πατρών σε λόφο στον οποίο βρίσκεται μόνο το μνήμα της οικογένειας Ρούφου.
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815 - 26 Φεβρουαρίου 1883) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα, οπότε διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για συνολικό διάστημα 7,5 σχεδόν ετών, στις περιόδους 22 Μαρτίου 1865 – 11 Οκτωβρίου 1865, 6 Νοεμβρίου 1865 – 13 Νοεμβρίου 1865, 18 Δεκεμβρίου 1866 – 20 Δεκεμβρίου 1867, 3 Δεκεμβρίου 1870 – 28 Οκτωβρίου 1871, 15 Οκτωβρίου 1875 – 26 Νοεμβρίου 1876, 1 Δεκεμβρίου 1876 – 26 Φεβρουαρίου 1877, 22 Μαρτίου 1877 – 26 Μαΐου 1877, 11 Ιανουαρίου 1878 – 21 Οκτωβρίου 1878, 26 Οκτωβρίου 1878 – 10 Μαρτίου 1880 και 13 Οκτωβρίου 1880 – 3 Μαρτίου 1882.
α. Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στον Κάμπο του Δήμου Αβίας, της επαρχίας Οιτύλου, στην Έξω Μάνη και καταγόταν από ιστορική οικογένεια. Ήταν γιος του αγωνιστή Γαλάνη Κουμουνδουράκη, γόνου μεγάλης Μανιάτικης οικογένειας, στρατηγού και έπαρχου Πύργου. Παιδί σχεδόν είχε κινδυνέψει να αιχμαλωτιστεί από τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ.
Φοίτησε στο γυμνάσιο Ναυπλίου και σπούδασε νομικά στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άσκησε τη δικηγορία για μικρό διάστημα στην Καλαμάτα. Το 1841 έσπευσε να πολεμήσει στην τότε επαναστατημένη Κρήτη διορισθείς από την Κεντρική Επιτροπή των Κρητών, που έδρευε στην Αθήνα και κατάρτιζε επαναστατικά σώματα, αρχηγός του σώματος Λακώνων, αποτελούμενου από άλλους νέους φοιτητές και επιστήμονες. Στην μάχη του Αποκορώνου κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Μετά την αποτυχία της επανάστασης εκείνης, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, ανέλαβε γραμματέας του Θεόδωρου Γρίβα και επί πρωθυπουργίας Ι. Κωλέττη (1847), διορίσθηκε αντεισαγγελέας στην Καλαμάτα, θέση που διατήρησε για τρία χρόνια, οπότε παραιτήθηκε για να πολιτευτεί. Το 1850 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσσηνίας, (τότε Μεσσήνης). Από τότε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής, 4 φορές επί Όθωνα (1850-1860) και επί βασιλιά Γεωργίου Α΄ συνεχώς μέχρι τον θάνατό του, με μια μικρή μόλις 14μηνη διακοπή (1868-1869). Από την αρχή της πολιτικής του δράσης διακρίθηκε για τη ρητορεία του κυρίως ως μετριοπαθής. Οι πολιτικές του αγορεύσεις, ιδίως περί την οικονομία και την διοίκηση του κράτους, του εξασφάλισαν αξιόλογη φήμη. Όταν το τότε λεγόμενο Υπουργείο (Κυβέρνηση) Κατοχής του Μαυροκορδάτου αναγκάσθηκε να παραιτηθεί (1855), ο Κουμουνδούρος ανέλαβε επί κυβερνήσεως Βούλγαρη το Υπουργείο Οικονομικών (2 Ιουλίου 1856). Στη μετέπειτα κυβέρνηση του Μιαούλη (13 Νοεμβρίου του 1857) ο Κουμουνδούρος συνέχισε ως υπουργός των Οικονομικών και στην κυβέρνηση Βούλγαρη είχε τα υπουργεία κατά σειρά Δικαιοσύνης (1862), Παιδείας και Εκκλησιαστικών (1864) και Εσωτερικών (1864-1865,1877) ενώ χρημάτισε και δύο φορές πρόεδρος της Βουλής (1855). Το 1864 έγινε απόπειρα δολοφονίας του στην οδό Σταδίου στην είσοδο της Συνέλευσης. Τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το Κουμουνδουρικό κόμμα και τον ίδιο χρόνο έγινε πρωθυπουργός. Από το 1865 έως τον θάνατο του, ορκίστηκε 10 φορές πρωθυπουργός.
β. Υπουργός και πρωθυπουργός
Ως υπουργός και πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας, χάρη στη μετριοπάθειά του, την ευθύτητα του, την ψυχραιμία του και την εξαιρετική του τόλμη. Το 1866 είχε τεθεί το Κρητικό ζήτημα, το οποίο ξεπέρασε με επιτυχία αφού δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία, γιατί πίστευε ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την Ελλάδα, από την στιγμή που δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για πόλεμο. Επίσης στην εξωτερική πολιτική, επιτυχία της διακυβέρνησής του ήταν η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της νοτίου Ηπείρου (Άρτα), αφού πρώτα δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με επίθεση 40.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Θεσσαλία.
Στο εσωτερικό της χώρας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιδίωξε την διευθέτηση πολλών εσωτερικών προβλημάτων. Φρόντισε με νόμους τη ρύθμιση της φορολογίας, ενώ με κατάλληλα μέτρα κατάφερε να περιορίσει την ληστεία, καθώς ήταν η εποχή που είχε συμβεί η σφαγή στο Δήλεσι Βρετανών περιηγητών, καθώς και η απαγωγή του πολιτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Σωτήριου Σωτηρόπουλου από τον Λήσταρχο Λαφαζάνη στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Σημαντικός ήταν και ο νόμος «περί ευθύνης υπουργών», με τον οποίο παραπέμφθηκαν σε ειδικό δικαστήριο όλοι οι συνεργάτες του υπουργείου του Δημητρίου Βούλγαρη (1877) με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της αντιποίησης αρχής (Σιμωνιακά και Στηλιτικά). Άλλα από τα σημαντικά μέτρα που έλαβε ήταν η ανακατανομή 2.650.000 στρεμμάτων γης καθώς και η αμνηστία που έδωσε σε 100 ληστές με σκοπό να πολεμήσουν στην Κρήτη.
γ. Το τέλος και οι επίγονοι
Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 68 ετών. Είχε 3 παιδιά: Κωνσταντίνο, υποστράτηγο βουλευτή και Πρόεδρο της Βουλής, Σπυρίδωνα, βουλευτή, υπουργό Ναυτικών, και Όλγα, παντρεμένη με τον εφοπλιστή Εμπειρίκο. Εγγονός του ήταν ο Αλέξανδρος Εμπειρίκος – Κουμουνδούρος και ανεψιά του η Αικατερίνη Μυσιρλή, μητέρα του Αλέξανδρου Κορυζή. Διέθετε μεγάλες εκτάσεις στην Αττική και συγκεκριμένα στη λίμνη Κουμουνδούρου, αλλά και μια έπαυλη στην Τροιζήνα, όπου φιλοξενήθηκαν οι βασιλείς Γεώργιος Α' και Όλγα. Η έπαυλη βρίσκεται σε ένα τεράστιο κτήμα που φτάνει ως τον Άγιο Παντελεήμονα και τη Μονή Αγίου Δημητρίου. Στις δόξες της, η έπαυλη είχε πιάνα και πολλά αριστοκρατικά αντικείμενα. Το 1884 ο Δήμος Αθηναίων τον τίμησε δίνοντας το όνομα του σε πλατεία της πρωτεύουσας.
Ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-14 Μαΐου 1879) ήταν Έλληνας πολιτικός που χρημάτισε έξι φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, τις περιόδους 20 Οκτωβρίου 1865 – 3 Νοεμβρίου 1865, 13 Νοεμβρίου 1865 – 28 Νοεμβρίου 1865, 9 Ιουλίου 1870 – 3 Δεκεμβρίου 1870, 8 Ιουλίου 1872 – 9 Φεβρουαρίου 1874, 26 Νοεμβρίου 1876 – 1 Δεκεμβρίου 1876 και 26 Φεβρουαρίου 1877 – 19 Μαΐου 1877. Γεννήθηκε στην Τρίπολη και σπούδασε νομικά. Πατέρας του ήταν ο Μήτρος Δεληγεώργης, αγωνιστής και φρούραρχος του Μεσολογγίου. Εκλέχτηκε το 1859 βουλευτής Μεσολογγίου, αλλά δύο χρόνια αργότερα φυλακίστηκε από το καθεστώς του Όθωνα. Απελευθερώθηκε το 1862 και συνέχισε την πολιτική του σταδιοδρομία. Έγινε Υπουργός επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως κατά την Προσωρινή Κυβέρνηση του 1862. Ήταν ιδρυτής και αρχηγός του κόμματος Εθνικό Κομιτάτο, με το οποίο εκλέχτηκε βουλευτής. Το 1865 διετέλεσε πρωθυπουργός ενώ μέχρι τον θάνατο του διετέλεσε υπουργός παιδείας, οικονομικών στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη και υπουργός εξωτερικών. Συνολικά ο Δεληγιώργης χρημάτισε έξι φορές πρωθυπουργός (1865, 1870,1872, 1876, 1877), ενώ διατηρεί μέχρι και σήμερα τον τίτλο του μικρότερου σε ηλικία Έλληνα πρωθυπουργού, καθώς ανέλαβε πρώτη φορά την εξουσία σε ηλικία 36 ετών. Πέθανε στην Αθήνα το 1879 σε ηλικία 50 ετών, έχοντας αποκτήσει τον τίτλο «ηγέτης της νεωτέρας γενιάς».
Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης (1825 - 27 Οκτωβρίου 1880) ήταν Έλληνας πολιτικός, γόνος της ιστορικής οικογένειας των Ζαΐμηδων, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, τις περιόδους 25 Ιανουαρίου 1869 – 9 Ιουλίου 1870 και 28 Οκτωβρίου 1871 – 25 Δεκεμβρίου 1871, καθώς και τέσσερις φορές πρόεδρος της Βουλής. Γεννήθηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων και ήταν γιος του Ανδρέα Ζαΐμη, πρώην πρωθυπουργού και γόνου της σπουδαίας οικογένειας των κοτζαμπάσηδων και αγωνιστών του ΄21. Σπούδασε νομικά στη Γαλλία και σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την πολιτική εκπροσωπώντας την επαρχία των Καλαβρύτων. Το 1854, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη του εκλογή ως βουλευτή, εκλέχτηκε πρόεδρος της Βουλής. Επανεκλέχτηκε για δεύτερη φορά το 1860. Το 1859 ανέλαβε το υπουργείο εκπαίδευσης. Συμμετείχε στα γεγονότα για την ανατροπή του Όθωνα στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας μάλιστα υπουργός εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση του 1862. Ταξίδεψε στη Δανία ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που προσέφερε το στέμμα στον Γεώργιο Α΄, ενώ έναν χρόνο αργότερα παρέλαβε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης τα Επτάνησα από τους Άγγλους.
Τον Ιανουάριο του 1869 σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Ιούνιο του επόμενου έτους,ύστερα από τις εξωτερικές και εσωτερικές πιέσεις που δέχτηκε για τη Σφαγή στο Δήλεσι Βρετανών περηγητών από ληστές. Το 1871 σχημάτισε για δεύτερη φορά νέα βραχύβια κυβέρνηση. Το 1874 εκλέχτηκε για τρίτη φορά πρόεδρος της Βουλής και επανεκλέχτηκε και τον επόμενο χρόνο παραμένοντας μέχρι το 1877. Την ίδια χρονιά ανέλαβε το υπουργείο δικαιοσύνης στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη, χαρτοφυλάκιο το οποίο διατήρησε μέχρι και το 1878. Απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 1880 στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στην Κερπινή Καλαβρύτων. Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν τα παιδιά που απέκτησε με την σύζυγό του Ελένη Μουρούζη, ο Ασημάκης Ζαΐμης, βουλευτής, και ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρόεδρος της Βουλής, πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης ήταν γενικά πράος και δίκαιος άνθρωπος, και σταθερά αγγλόφιλος.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Αρκαδίας, 19 Μαΐου 1824 - Αθήνα, 31 Μαΐου 1905) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός στις περιόδους 19 Απριλίου 1885 – 30 Απριλίου 1886, 14 Οκτωβρίου 1890 – 18 Φεβρουαρίου 1892, 31 Μαΐου 1895 – 18 Απριλίου 1897, 24 Νοεμβρίου 1902 – 14 Ιουνίου 1903 και 16 Δεκεμβρίου 1904 – 31 Μαΐου 1905. Καταγόταν από την επί Τουρκοκρατίας ισχυρή Λαγκαδινή οικογένεια κοτζαμπάσηδων, τους Δεληγιανναίους. Ήταν γιος του Πανάγου Δεληγιάννη και εγγονός του κοτζαμπάση της Πελοποννήσου, Ιωάννη Δεληγιάννη. Εκλεγόταν βουλευτής από το 1862. Χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών, Εκκλησιαστικών (1877 και 1878) και Εσωτερικών σε διάφορες κυβερνήσεις. Έγινε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το 1862, ενώ το 1863 πρώτη φορά υπουργός Εξωτερικών. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός. Έμεινε στην ιστορία ως πολιτικός που έρρεπε προς την ικανοποίηση των λαϊκών μαζών, σε βαθμό που επέτρεψε στους αντιπάλους του, υποστηρικτές του αγλόφιλου Χαρ. Τρικούπη, να τον χαρακτηρίζουν δημαγωγό. Οι αντίπαλοί του του επέριψαν την ευθύνη για την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1893. Του καταλογίζεται ότι, αφού διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1885, αναίρεσε ορισμένους κρίσιμους θεσμούς που είχε θεσπίσει ο προκάτοχος του, μείωσε τους φόρους και δημιούργησε ένα σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο χωρίς απαίτηση τυπικών προσόντων (προς μεγάλη ικανοποίηση των πολιτών). Δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων (που τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία) προς την Μακεδονία. Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια άρχισε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ο βασιλιάς τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε. Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897 ο οποίος όμως έληξε με συντριβή της Ελλάδας, η οποία αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και έτσι στράφηκε και πάλι στον δανεισμό. Αυτή την φορά οι προστάτιδες δυνάμεις ανέλαβαν οι ίδιες να εισπράξουν τα δάνεια και επέβαλαν το 1897 στην Ελλάδα Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (για τον οποίο υπεύθυνος θεωρήθηκε και πάλι ο Δηλιγιάννης) που κράτησε 50 περίπου χρόνια, μέχρι και μετά την λήξη του Β' παγκοσμίου πολέμου .
Ο Δηλιγιάννης ήταν πολέμιος των χαρτοπαικτικών λεσχών οι οποίες ήταν μάστιγα για την εποχή του. Δολοφονήθηκε στις 31 Μαΐου 1905 στις σκάλες της Βουλής, σε ηλικία 81 ετών, από τον χαρτοπαίκτη και μόνιμο θαμώνα χαρτοπαικτικών λεσχών Αντώνιο Γερακάρη (που τον φώναζαν και Κωσταγερακάρη από το όνομα του πατέρα του), επειδή είχε απαγορεύσει τη λειτουργία τους. Κατά μια άλλη, περισσότερο εύλογη, εκδοχή η δυσεξήγητη δολοφονία του υπήρξε συνέπεια της άρνησης του να δρομοθετήσει το Κρητικό Ζήτημα προς την υποδεικνυόμενη άνωθεν κατεύθυνση, με τελικό στόχο την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα και μεθοδεύτηκε από αφανείς μυστικές υπηρεσίες, όπως έγινε 8 χρόνια αργότερα με την δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α. Η καρδιά του Θ.Δηλιγιάννη φυλάσσεται στην εκκλησία των Ταξιαρχών στα Λαγκάδια. Όσο ζούσε, και στα χρόνια αμέσως μετά το θάνατό του, ο Δηλιγιάννης ήταν εξαιρετικά δημοφιλής σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού. Η πολιτική διαδρομή του μέχρι την δολοφονία του, ανεξάρτητα από τα προσωπικά σφάλματα ή ελαττώματά του, ήταν, σε σημαντικό βαθμό, αποτέλεσμα των παρασκηνιακών διεργασιών που απεργαζόταν εναντίον του η αγγλική διπλωματία, υποσκάπτοντας ή υποβαθμίζοντας όλες τις προσπάθειές του, προκειμένου να αναδεικνύεται κάθε φορά ως «σωτήρας» και «μεταρρυθμιστής» ο «εκλεκτός» της αγγλόφιλος Χαρ.Τρικούπης, πιστός εντολοδόχος της συνεπούς εξυπηρέτησης των συμφερόντων της βρετανικής άρχουσας τάξης (και της εξαρτημένης από αυτήν ανερχόμενης ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης). Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι επικρατούντες τότε φιλελεύθεροι τον έβλεπαν ως λαϊκιστή, δημαγωγό και εκφραστή των οπισθοδρομικών «προκαπιταλιστικών» αντιλήψεων. Ήταν πράγματι εκφραστής των μικροαστικών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, των αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεμπόρων. Δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι προσπάθειές του στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.
O Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832 - 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και επτά φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας στις περιόδους 27 Απριλίου 1875 – 15 Οκτωβρίου 1875, 21 Οκτωβρίου 1878 – 26 Οκτωβρίου 1878, 10 Μαρτίου 1880 – 13 Οκτωβρίου 1880, 3 Μαρτίου 1882 – 19 Απριλίου 1885, 9 Μαΐου 1886 – 14 Οκτωβρίου 1890, 10 Ιουνίου 1892 – 3 Μαΐου 1893, 27 Νοεμβρίου 1893 – 12 Ιανουαρίου 1895. Κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στην τελευταία του κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει έναντι των ξένων δανειστών, με συνέπεια να ομολογήσει την πτώχευση της Ελλάδας με την ιστορική φράση του "δυστυχώς επτωχεύσαμεν".
α. Διπλωμάτης
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια Τρικούπη του Μεσολογγίου και την οικογένεια Καρατζά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη πολιτικού, ιστορικού και επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδας και της Αικατερίνης το γένος Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ήταν ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Μετά τη φοίτησή του σε γυμνάσιο της Αθήνας, όπου γυμνασιάρχης του ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά τριετή φοίτηση συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Με το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του Σπυρίδωνα, που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και, όταν αποσύρθηκε ο πατέρας του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. Αν και η διπλωματική σταδιοδρομία του υπήρξε βραχεία, εν τούτοις διακρίθηκε για την δεξιοτεχνία του, το 1863, κατά τις διαπραγματεύσεις με την αγγλική κυβέρνηση, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης, στη σχετική συνθήκη της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδος, που ήταν ο κυρίαρχος όρος αποδοχής του στέμματος του Βασιλείου από τον πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α΄. Το θέμα της παραχώρησης των νήσων αυτών δεν ήταν απλό μετά την παρέμβαση της Βασιλικής Αυλής της Δανίας, όταν η σχετική συνθήκη είχε συνομολογηθεί ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, με συνέπεια να ακολουθήσει δεύτερη συνθήκη που περιείχε τον διπλωματικό όρο "ενσωμάτωση". Για την δεύτερη αυτή συνθήκη ήταν πληρεξούσιος ο Χ. Τρικούπης, του οποίου η διπλωματική καριέρα κράτησε 8 έτη (1856-1864).
β. Πολιτική σταδιοδρομία
Το 1864 ο Χ.Τρικούπης παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να συμμετάσχει στις εκλογές. Το 1865 εκλέχτηκε βουλευτής Μεσολογγίου και το 1866 ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στην 3η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αλλά στους επόμενους μήνες ήρθε σε διάσταση απόψεων με τον Κουμουνδούρο και απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση. Για τέσσερα χρόνια (1868-1872) πολιτεύτηκε ανεξάρτητα από τα κόμματα που υπήρχαν. Το 1872 ίδρυσε το «Πέμπτο κόμμα», στο οποίο συγκεντρώθηκαν φιλελεύθερες και προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Το 1874, μέσα σε κλίμα πολιτικής αυθαιρεσίας της τότε κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, με τα περίφημα Στηλιτικά, έγραψε στην εφημερίδα "Καιροί" ένα σαρκαστικό άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει», που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου του 1874, στο οποίο κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα της εποχής, αλλά ουσιαστικά κατηγορούσε τον Βασιλιά, επειδή μετά την πτώση του Δεληγιώργη, εξαιτίας των Λαυρεωτικών, είχε χρίσει κυβέρνηση υπό τον Βούλγαρη που είχε μειοψηφία στη Βουλή. Την εποχή εκείνη με το υφιστάμενο Σύνταγμα κανένα κόμμα δεν μπορούσε να πλειοψηφήσει από μόνο του. Έτσι όλοι οι τότε κυβερνητικοί σχηματισμοί ήταν κυβερνήσεις μειοψηφίας. Ο Βασιλεύς, για να αποφύγει κατάσταση ακυβερνησίας με συνεχείς επαναλαμβανόμενες εκλογές, αναγκαζόταν κάθε φορά να χρίζει κυβέρνηση το κόμμα με τη λιγότερη μειοψηφία.
Ο Χ. Τρικούπης μετά το πρώτο του εκείνο άρθρο δημοσίευσε και δεύτερο στις 9 Ιουλίου του 1874 με τον τίτλο "Παρελθόν και Ενεστώς", με το οποίο έθετε ως δόγμα της Βουλής τη "δεδηλωμένη" (εμπιστοσύνη) της Βουλής, που αργότερα και καθιερώθηκε ως "αρχή της δεδηλωμένης". Για το τόλμημα όμως των άρθρων του αυτών, αν και το πρώτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακαδημαϊκή διάλεξη, στρεφόμενη όμως κατά του «ανεύθυνου» κατά το Σύνταγμα Βασιλιά, συνελήφθη ο εκδότης της εφημερίδας Π. Κανελλίδης θεωρούμενος ως συντάκτης. Κατά την ανάκριση απροσδόκητα αποκαλύφθηκε ότι πραγματικός συντάκτης ήταν ο Χ. Τρικούπης, που παρουσιάστηκε αυθόρμητα και ανέλαβε την ευθύνη των ανυπόγραφων άρθρων του. Έτσι, αναγκάστηκε η Δικαιοσύνη να προφυλακίσει τον Τρικούπη με μόνο τέσσερις ημέρες φυλάκιση, πλην όμως αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και τελικά αθωώθηκε με βούλευμα. Παρά ταύτα λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1875, πήρε εντολή από τον Βασιλιά να σχηματίσει, διαλύοντας τη Βουλή με διενέργεια στη συνέχεια εκλογών. Παρέμεινε έτσι στην εξουσία για 5,5 περίπου μήνες, μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όταν κατά τις εκλογές που διεξάχθηκαν, διατηρώντας και αυτός μειοψηφία αναγκάσθηκε σε παραίτηση υπέρ του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που είχε πλειοψηφήσει.
Το 1877 ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη. Όταν έπεσε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που αντικατέστησε την κυβέρνηση Κανάρη, ο Τρικούπης έφτιαξε μια κυβέρνηση το 1878, που ονομάστηκε Υπουργείον Τρικούπη-Ζαΐμη, η οποία δεν μπόρεσε να βρει υποστήριξη στη Βουλή και έπεσε πέντε ημέρες μετά το σχηματισμό της. Το 1879 κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές, τον Μάρτιο 1880 σχημάτισε κυβέρνηση, αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Tον Μάρτιο του 1882 επανήλθε στην πρωθυπουργία με νέα κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε μέχρι το 1885. Επανήλθε στην κυβέρνηση το 1886. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 1887, αλλά έχασε εκείνες του 1890, οπότε έπεσε η κυβέρνησή του. Ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία το 1892. Στην τελευταία περίοδο της πρωθυπουργίας του (1893-1895) η Ελλάδα πτώχευσε και σταμάτησε μονομερώς να αποπληρώνει δάνεια που είχε λάβει από το εξωτερικό. Στον Τρικούπη αποδίδεται η φράση "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" ενώπιον της Βουλής. Εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαρίλαου Τρικούπη για τη σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους.
Ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την πρόταση του Τρικούπη να κυρωθεί η σύμβαση του δανείου, όπως προέβλεπε σχετικός Νόμος, και τη σύσταση «Ταμείου Δανείου» με βασιλικό διάταγμα και αντιπρότεινε να δώσει η Βουλή ειδική εξουσιοδότηση. Πιεζόμενος από τον Τρικούπη ζήτησε προθεσμία 48 ωρών "για να σκεφτεί". Στο διάστημα αυτό με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που εστάλη στο Λονδίνο από τα Ανάκτορα δινόταν η εντολή να πουλήσουν στο χρηματιστήριο ομολογίες ελληνικών δανείων πολλών εκατομμυρίων, που οι τιμές τους ανέβαιναν καθημερινά εν όψει του νέου δανείου. Το ανακτορικό παιχνίδι οδήγησε αμέσως τον Τρικούπη σε παραίτηση και τη χώρα, ύστερα από λίγο, στην πτώχευση. Στις εκλογές του 1895 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής με αποτέλεσμα να αυτοεξοριστεί στις Κάννες της Γαλλίας. Το 1896, λίγο πριν πεθάνει, τέθηκε χωρίς την θέλησή του υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές στην επαρχία Βάλτου και εκλέχτηκε πανηγυρικά. Απεβίωσε σε ηλικία 64 ετών στις Κάννες και ενταφιάστηκε στην Αθήνα. Το όνομά του στις 25 Μαΐου 2007 δόθηκε στην Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου που κατασκευάστηκε το 2004.
γ.Αξιολόγηση του έργου του
Τον Οκτώβριο του 1867 ως υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα Μιχαήλ της Σερβίας. Το Μάρτιο του 1880 με πρότασή του καταργήθηκε ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα και αντικαταστάθηκε με το φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επίσης μείωσε τη στρατιωτική θητεία σε ένα έτος αντί τριών που ήταν μέχρι τότε. Με την κυβέρνηση που συγκρότησε το Μάρτιο του 1882 αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Θέσπισε νόμους για προσόντα, μονιμότητα και προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων. Αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1882 υπήρχαν σε λειτουργία μόνο 9 περίπου χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεαν την Αθήνα (Θησείο) με το επίνειό της, τον Πειραιά, το 1893 λειτουργούσαν 914 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και άλλα 490 ήταν υπό κατασκευή. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου επετεύχθη χάρη στον Τρικούπη, ο οποίος την εγκαινίασε το 1893. Επίσης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της παιδείας. Στην επόμενη διακυβέρνησή του (1886-1890) μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 240 σε 150 (το κατώτατο όριο που προέβλεπε τότε το Σύνταγμα) και ενίσχυσε το Βασιλικό Ναυτικό με παραγγελία τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, για τη χρηματοδότηση των οποίων αναγκάστηκε να πάρει και άλλο ένα δάνειο. Επέβαλε επίσης φόρο επί των οικοδομών.
Η δράση του Χαρίλαου Τρικούπη στην Ελλάδα, θεωρείται ως μία από τις πιο καθοριστικές για τη μετάβαση της χώρας στον 20ό αιώνα. Το έργο του προκάλεσε διχογνωμίες και αντιδράσεις την εποχή του, όμως τα αποτελέσματά του σε πολλές περιπτώσεις είναι ορατά ακόμα και στη σύγχρονη Ελλάδα. Υλοποιώντας πολυάριθμα και μεγάλα έργα, συνέβαλε καθοριστικά στον εκσυγχρονισμό της χώρας και αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας. Η πολιτική σταδιοδρομία του εντούτοις είναι τυπική, ως παράδειγμα ευνοούμενου πολιτευτή, που εξελίχτηκε υπό την προστασία της παντοδύναμης τότε Μ.Βρετανίας και τελικά κατέληξε θύμα της, όπως αρκετοί άλλοι, πριν ή μετά από αυτόν (αλλά τουλάχιστον αυτός δεν δολοφονήθηκε). Είναι εμφανές ότι η δραστηριότητά του συνέπεσε χρονικά με την απόφαση της Αγγλικής κυβέρνησης να υλοποιήσει στον ελληνικό χώρο μεγάλα έργα, που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη των προϋποθέσεων επέκτασης της οικονομικής εμβέλειας και αποτελεσματικότητας των βρετανικών επιχειρήσεων στην ανατολή, με δυσβάσταχτη δανειοδότηση του ελληνικού κράτους, που υπερέβαινε τις δυνατότητές του και χωρίς να συνυπολογίζεται στον δανεισμό η ανταποδοτικότητα των έργων αυτών για το ίδιο το βρετανικό κράτος. Ο Χ.Τρικούπης υποστηρίχθηκε από τις βρετανικές υπηρεσίες σε μια σειρά ενεργειών του, που αποσκοπούσαν στην απορρόφηση και αξιοποίηση των δανείων, αλλά εγκαταλείφθηκε ανελέητα, μπροστά στο αδιέξοδο της εξόφλησης των δανείων, παραγνωρίζοντας τα ευρύτερα κέρδη που αποκόμισαν από αυτά οι ίδιοι οι δανειστές, αλλά και η βρετανική οικονομία γενικότερα.
Ο Δημήτριος Βάλβης (1808 - 1892) ήταν ανώτατος δικαστικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 30 Απριλίου 1886 – 9 Μαΐου 1886. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και καταγόταν από οικογένεια ιερωμένων. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Βάλβης. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, βρισκόταν μέσα στην πόλη με την οικογένεια του και την τελευταία στιγμή διέφυγε στη νήσο Κάλαμο και από εκεί στην Ιταλία, όπου βρισκόταν ο θείος του, Σπυρίδων Βάλβης, και ο αδερφός του, Ζηνόβιος Βάλβης, που σπούδαζε νομικά. Ακολούθησε και αυτός την νομική επιστήμη σπουδάζοντας νομικά στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1834 και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο. Το 1872 ανέλαβε την προεδρία του Αρείου Πάγου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1885. Κατά τη διάρκεια της θητείας του διετέλεσε πρόεδρος του ειδικού δικαστηρίου που δίκασε μέλη της κυβέρνησης Βούλγαρη (Σιμωνιακά, για εκλογή κληρικών με δωροδοκία). Λόγω της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ τον διόρισε στις 3 Μαΐου 1886 πρωθυπουργό, θέση στην οποία παρέμεινε για λίγες μέρεςΤιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 1892 και ενταφιάστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο. Ήταν άγαμος.
Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος (1832-11 Νοεμβρίου 1910) υπήρξε Έλληνας πολιτικός και υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδαςτην περίοδο 18 Φεβρουαρίου 1892 – 10 Ιουνίου 1892. Το 1862 του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του νομάρχη Αχαΐας και Ήλιδος. Το 1890 διατέλεσε πρόεδρος της Βουλής και, ενώ αρχικά ήταν μέλος του κόμματος του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, εντάχθηκε εν συνεχεία στο κόμμα του Δημήτριου Ράλλη. Το 1892 ο βασιλιάς Γεώργιος Α' απέλυσε τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη, λόγω διαφωνιών στην οικονομική πολιτική της χώρας, και ανέθεσε στον Κωνσταντόπουλο, ως προσωρινό πρωθυπουργό (18 Φεβρουαρίου 1892 - 10 Ιουνίου 1892) τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών. Κηδεύτηκε στις 12 Νοεμβρίου 1910.
Ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος (Πάτρα 1820 - Αθήνα, 6 Μαΐου 1898) ήταν Έλληνας πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, πολλές φορές υπουργός και πρωθυπουργός την περίοδο 3 Μαΐου 1893 – 30 Οκτωβρίου 1893. Σπούδασε νομική πολιτεύτηκε και εκλέχθηκε πληρεξούσιος Τριφυλίας στην Εθνοσυνέλευση του 1863. Το 1864 διορίστηκε για πρώτη φορά υπουργός Οικονομικών. Διορίστηκε στην ίδια θέση στις κυβερνήσεις του 1865, του 1870, του 1876, του 1877 και του 1880. Τρία χρόνια αργότερα, σχημάτισε την κυβέρνηση του 1893 αλλά ανατράπηκε λίγους μήνες αργότερα, επειδή η Βουλή απέσυρε την ψήφο εμπιστοσύνης της. Ο λόγος ήταν η σύναψη εξωτερικού δανείου με Άγγλο τραπεζίτη και δυσβάστακτους όρους σε μια ανέλπιστη προσπάθεια να αποφύγει η Ελλάδα την χρεοκοπία. Ο Σωτηρόπουλος είχε απαχθεί από τον Λήσταρχο Λαφαζάνη στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και απελευθερώθηκε μετά από καταβολή λύτρων. Ύστερα από αυτή την εμπειρία έγραψε το βιβλίο, «Τριάκοντα μιας ημερών αιχμαλωσία μου». Πέθανε στην Αθήνα από συγκοπή καρδιάς, ενώ κοιμόταν, τον Μάιο του 1898.
Ο Νικόλαος Δηλιγιάννης του Πέτρου (1845 – Παρίσι, 5 Ιανουαρίου 1910), ανεψιός του πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ήταν υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 12 Ιανουαρίου 1895 – 31 Μαΐου 1895 και για πολλά χρόνια πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Πέτρου Δεληγιάννη, γόνου της αρχοντικής οικογένειας των Δεληγιανναίων από τα Λαγκάδια Αρκαδίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σταδιοδρόμησε στο διπλωματικό σώμα. Αρχικά διορίστηκε γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια υπηρέτησε ως πρέσβης στο Βελιγράδι (1881-1885), στο Παρίσι (1885-1893) και στη Μαδρίτη. Επέστρεψε στην Αθήνα και μετά από ένα μικρό διάστημα έφυγε πάλι στο Παρίσι, στο οποίο διορίστηκε πρέσβης της Ελλάδας. Το 1899 ήταν αντιπρόσωπος της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της Χάγης. Τον Ιανουάριο του 1895 διορίστηκε από τον Γεώργιο Α΄ υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Η κυβέρνηση Ν.Δηλιγιάννη διενήργησε εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του ίδιου χρόνου και τις οποίες κέρδισε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, θείος του Νικόλαου. Στις 31 Μαΐου 1895 παρέδωσε και τυπικά την εξουσία στον νικητή των βουλευτικών εκλογών, Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Επανήλθε στη διπλωματική υπηρεσία, ως πρέσβης στο Παρίσι, όπου απεβίωσε και θάφτηκε στο νεκροταφείο της Βουλώνης.
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης (9 Νοεμβρίου 1855 - 15 Σεπτεμβρίου 1936) ήταν Έλληνας νομικός, πολιτικός, διπλωμάτης και τραπεζίτης, γόνος της ιστορικής οικογένειας των Ζαΐμηδων. Διετέλεσε κατά περιόδους υπουργός, έξι φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας (τις περιόδους 21 Σεπτεμβρίου 1897 – 2 Απριλίου 1899, 12 Νοεμβρίου 1901 – 24 Νοεμβρίου 1902, 24 Σεπτεμβρίου 1915 – 25 Οκτωβρίου 1915, 9 Ιουνίου 1916 – 3 Σεπτεμβρίου 1916, 21 Απριλίου 1917 – 14 Ιουνίου 1917 και 4 Δεκεμβρίου 1926 – 4 Ιουλίου 1928), δύο φορές Πρόεδρος της Βουλής, Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης την περίοδο 18 Σεπτεμβρίου 1906 – 12 Οκτωβρίου 1908, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα Πρίγκιπα Γεώργιο, καθώς και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας στα χρόνια 1929 – 1935. Είναι ο μόνος πολιτικός που κατέλαβε τόσα πολλά σημαντικά αξιώματα στην πολιτική σκηνή της σύγχρονης Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν δευτερότοκος γιος του Θρασύβουλου Ζαΐμη, πρώην πρωθυπουργού, και της Ελένης, θυγατέρας του Αλέξανδρου Μουρούζη. Αδερφοί του ήταν ο Ασημάκης Θ. Ζαΐμης και ο Παναγιώτης Ζαΐμης. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του Ανδρέα Ζαΐμη, πρώην πρωθυπουργού και γόνου της μεγάλης καλαβρυτινής οικογένειας με σημαντική συμμετοχή στην επανάσταση του 1821, και από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από τη σπουδαία φαναριώτικη οικογένεια των Μουρούζηδων. Τόπος καταγωγής του ήταν η Κερπινή Καλαβρύτων. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Λειψίας, Βερολίνου και Χαϊλδεβέργης, από το οποίο έλαβε το διδακτορικό του. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του πολιτεύτηκε στην επαρχία Καλαβρύτων, και πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής Καλαβρύτων με την πολιτική μερίδα του Θ. Δεληγιάννη. Βουλευτής Καλαβρύτων εκλέχθηκε επίσης στις περιόδους 1887-1890, 1890-1892, 1895-1898, 1899-1902, 1905-1906, στις Α΄και Β΄Αναθεωρητικές Βουλές (1910, 1910-1911), καθώς επίσης και βουλευτής Αχαΐας και Ήλιδας στην περίοδο 1912-1913. Διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης (1890-1892) και προσωρινός υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δηλιγιάννη του 1890 και ανέλαβε Πρόεδρος της Βουλής στην περίοδο 1895-1898 και μάλιστα δύο φορές, το 1895 και την περίοδο 1896-1897.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1897, όταν ανατράπηκε από τον Θ. Δηλιγιάννη η μέχρι τότε κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, ο Α. Ζαΐμης με την προτροπή του Δηλιγιάννη εγκατέλειψε τη μέχρι τότε θέση του Προέδρου της Βουλής και ανέλαβε τον σχηματισμό της Κυβέρνησης του 1897, κρατώντας για τον εαυτόν του το υπουργείο Εξωτερικών. Η κυβέρνηση αυτή του Αλ. Ζαΐμη παρέμεινε δύο χρόνια, μέχρι το 1899, όταν υπέστη ήττα στις εκλογές του έτους εκείνου. Επί της πρώτης αυτής πρωθυπουργίας του o Αλ. Ζαΐμης έφερε σε πέρας τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, διαμήνυσε στις Μεγάλες Δυνάμεις την άρνησή του να αποδεχθεί τους όρους της προκαταρκτικής συνθήκης, που είχε καταρτισθεί ερήμην της Ελλάδας, αποστέλλοντας στη συνέχεια στη Κωνσταντινούπολη τους Ν. Μαυροκορδάτο και Δ. Στεφάνου ως πληρεξούσιους, με τους οποίους επανακαταρτίσθηκε και συνομολογήθηκε η οριστική συνθήκη ειρήνης, η επιλεγόμενη Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1897). Επίσης ρύθμισε τα ζητήματα της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα επί ορισμένων προσόδων του κράτους για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυσίων.
Στις 29 Οκτωβρίου του 1898, ο Α. Ζαΐμης υπέβαλε στον Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ την παραίτησή του λόγω της δυσφορίας που είχε επέλθει για τα οικονομικά μέτρα. Τελικά ο Βασιλιάς του ανέθεσε και πάλι τον σχηματισμό κυβέρνησης και αμέσως την ίδια ημέρα δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ υπόμνημα με τα αναγκαία μέτρα που λαμβάνονταν για την οικονομική και διοικητική βελτίωση της Χώρας. Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο διευθετήθηκε το θέμα της Αρμοστείας της Κρήτης μετά από σειρά διαπραγματεύσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Ιταλία) με την τελική ανάληψη της θέσης από τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και Δανίας, πρόταση που υποστήριξε ιδιαίτερα ο Τσάρος της Ρωσίας, έναντι του διαδόχου της Αιγύπτου που υποστήριζαν αρχικά οι Αγγλογάλλοι. Μετά τα παραπάνω ο Α. Ζαΐμης διέλυσε την Βουλή και προκήρυξε εκλογές για τις 7 Φεβρουαρίου του 1899, στις οποίες κατήλθε με ίδιο πολιτικό πρόγραμμα. Στις εκλογές αυτές ηττήθηκε και στις 2 Απριλίου παρέδωσε στη κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη.
Το 1901, τα αιματηρά επεισόδια των Ευαγγελικών, που συνέβησαν στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου, εξ ου λεγόμενα και Νοεμβριανά, με αφορμή την μεταγλώττιση του Ευαγγελίου στη δημοτική, στη "χυδαία γλώσσα" όπως χαρακτηριζόταν τότε, είχαν ως συνέπεια, την παραίτηση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου την επόμενη ημέρα και την μεθεπόμενη την παραίτηση της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη. Τότε με υπόδειξη του Γ.Θεοτόκη, που δεν δεχόταν να υποστηρίξει τον Θ. Δηλιγιάννη, κλήθηκε και πάλι ο Α. Ζαΐμης, (ως αρχηγός κόμματος), να σχηματίσει, για δεύτερη φορά, κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας έτσι πρωθυπουργός στις 12 Νοεμβρίου του 1901. Η Κυβέρνηση αυτή διατηρήθηκε μόνο για ένα έτος, και κύριο έργο της ήταν η αποκατάσταση της τάξης, καθώς και η αντιμετώπιση της πολεμικής που ασκούσε η ενωμένη τότε αντιπολίτευση. Τελικά ο Α. Ζαΐμης, ζητώντας από τον Βασιλιά τη διάλυση της Βουλής, την οποία εκείνος ενέκρινε, προκήρυξε εκλογές για τις 17 Ιουνίου του 1902. Στις εκλογές αυτές ο Α. Ζαΐμης κατήλθε και πάλι επικεφαλής μικρού κόμματος, του λεγόμενου "τρίτου κόμματος", όπου μετά την ήττα που υπέστη παρέδωσε την εξουσία στην κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη, στις 24 Νοεμβρίου του 1902.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, μετά τις εξελίξεις του Κρητικού ζητήματος και μετά από πρόταση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ ο Α. Ζαΐμης διορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα προηγουμένως Πρίγκιπα Γεώργιο. Στην Κρήτη αποβιβάστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1906, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του και, μετά την ορκωμοσία του στο νέο πιο φιλελεύθερο σύνταγμα που συντάχθηκε, προσπάθησε και επέτυχε να συνδιαλλάξει τα αντιμαχόμενα μέρη όπως είχαν διαμορφωθεί μετά την επανάσταση του Θερίσσου παρέχοντας γενική αμνηστία. Ακολούθως συνέχισε το έργο του προκατόχου του στην οργάνωση της διοίκησης της Κρητικής Πολιτείας, η οποία κατ΄ ουσίαν αποτελούσε "κράτος κατ΄ εντολή" των Μεγάλων Δυνάμεων, υπό την Υψηλή Πύλη, εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (όπως ήταν η Ηγεμονία Σάμου και η Μολδοβλαχία), δηλαδή χωρίς διπλωματική εκπροσώπηση, ενώ οι κάτοικοι θεωρούνταν επίσημα υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημαντικό επίσης έργο του Α. Ζαΐμη ήταν η κατόπιν έγκρισης (με σχετική διακοίνωση) των Μεγάλων Δυνάμεων οργάνωση της εντόπιας κρητικής πολιτοφυλακής, της λεγόμενης Κρητικής Χωροφυλακής, διοικούμενης από Έλληνα αξιωματικό και στελεχωμένης από Έλληνες. Μετά την συγκρότησή της αποχώρησαν από την Κρήτη τα εγκατεστημένα εκεί διεθνή στρατεύματα. Την θέση του Αρμοστή διατήρησε ο Α. Ζαΐμης μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1908, όταν παύθηκε πραξικοπηματικά το αρμοστιακό καθεστώς από τους ίδιους τους Κρήτες, που κήρυξαν την Ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος, σε συνεννόηση με τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Θεοτόκη. Κατά την παραπάνω ημερομηνία ο Α. Ζαΐμης φέρεται ότι παραθέριζε κάπου στην Ελλάδα, πιθανόν ενήμερος της μέλλουσας εξέλιξης και ειδοποιήθηκε να μην επιστρέψει στην Κρήτη.
Την περίοδο 1913-1914 συμμετείχε σε διάφορες αποστολές στην Ευρώπη και στη συνέχεια ην περίοδο 1914 - 1920 διετέλεσε συνδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας μαζί με τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου του 1920. Παράλληλα, κατά το ίδιο διάστημα σχημάτισε τρεις μεταβατικές βραχύβιες κυβερνήσεις, το 1915 (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος), το 1916, (Ιούνιος -Σεπτέμβριος) και το 1917 (Απρίλιος - Ιούνιος), οι οποίες δεν ασκούσαν ουσιαστική διακυβέρνηση. Κατά την διάρκεια της τελευταίας και μετά την εισβολή της Αντάντ, που παραβίασε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, με τελεσιγραφική απαίτηση της Γαλλίας απομακρύνθηκε από την Ελλάδα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και κατασχέθηκε ο ελληνικός στόλος.
Πολύ αργότερα το 1926 ο Αλ.Ζαΐμης σχημάτισε για έκτη φορά κυβέρνηση, αυτή τη φορά οικουμενική, παραμένοντας μέχρι το 1928, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1929 εξελέγη γερουσιαστής και εν συνεχεία πρόεδρος της γερουσίας. Υπό την ιδιότητα αυτή ανέλαβε την Προεδρία της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Παύλου Κουντουριώτη. Παύθηκε από τον Γεώργιο Κονδύλη στις 10 Οκτωβρίου του 1935, όταν η Βουλή το ίδιο βράδυ τον διόρισε Αντιβασιλέα, καταλύοντας έτσι την Αβασίλευτη Δημοκρατία. Απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών το επόμενο έτος, στις 15 Σεπτεμβρίου 1936 στη Βιέννη, όπου είχε μεταβεί για οφθαλμολογική θεραπεία. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ενταφιάστηκε με ιδιαίτερες τιμές στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στον οικογενειακό τάφο, στις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ήταν νυμφευμένος αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Την πολιτική παράδοση της οικογένειας συνέχισαν τα αδέρφια του και τα ανήψια του. Η ομολογουμένως πολύπλευρη αποστολή του στην πολιτική ζωή της χώρας, πάντα υπό την καθοδήγηση και εποπτεία της βρετανικής διπλωματίας, ήταν να παρέχει λύσεις διεξόδου σε δύσκολες στιγμές και τον ρόλο αυτό τον υπηρέτησε πιστά και σε κάποιο βαθμό αποτελεσματικά για τους εντολοδότες του και παρεμπιπτόντως για τον ελληνικό λαό. Από το 1915 και μετά λειτούργησε ως ένας από τους δορυφόρους του Ελ.Βενιζέλου, στον οποίο παρέσχε βάση υποστήριξης σε μια σειρά «καθ’ υπόδειξη» ενεργειών, που συνιστούσαν κατάλυση όχι μόνο του πολιτεύματος, αλλά και της (τυπικής έστω) ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Ο Γεώργιος Ν. Α. Θεοτόκης (Κέρκυρα, 1844 – Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1916/ 25 Ιανουαρίου 1916) ήταν Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της χώρας στις περιόδους 2 Απριλίου 1899 – 12 Νοεμβρίου 1901, 14 Ιουνίου 1903 – 28 Ιουνίου 1903, 6 Δεκεμβρίου 1903 – 16 Δεκεμβρίου 1904 και 8 Δεκεμβρίου 1905 – 7 Ιουλίου 1909. Ήταν τριτότοκος γιος του Νικολάου-Ανδρέα Θεοτόκη από την Κέρκυρα. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ιόνιο Γυμνάσιο, γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου. Το 1861 έλαβε το πτυχίο του από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και με υποτροφία συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Σορβόνης. Με την επάνοδό του στην Κέρκυρα άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος. Το 1879 έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές και εκλέχθηκε δήμαρχος Κερκυραίων με ποσοστό 65%. Το 1883 επανεκλέχθηκε δήμαρχος, αλλά το 1885 εγκατέλειψε τη θέση του για να εκλεγεί βουλευτής του Τρικουπικού Κόμματος, μετά από πρόσκληση του ίδιου του Τρικούπη. Τον Μάιο του 1886 ο Τρικούπης του ανέθεσε το Υπουργείο Ναυτικών στην κυβέρνησή του 1886. Επί υπουργίας Θεοτόκη παραγγέλθησαν τα θωρηκτά «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά» και βελτιώθηκε σημαντικά η κατάσταση στο Ναυτικό με την καλύτερη εκπαίδευση των πληρωμάτων μετά την δημιουργία πολλών ναυτικών σχολών. Αργότερα, ο Τρικούπης ανέθεσε στον Γ. Θεοτόκη το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Με την βοήθεια του εκπαιδευτικού-καθηγητή Παπαμάρκου, ο Γ. Θεοτόκης ετοίμασε και κατέθεσε στην Βουλή άρτια, ολοκληρωμένα και προοδευτικά για την εποχή νομοσχέδια για την αναβάθμιση της Παιδείας, τα οποία όμως εμπόδισε να ψηφισθούν η αντιπολίτευση Δηλιγιάννη. Το 1887 πήρε τη θέση του Υπουργού Ναυτικών Το 1892 έγινε υπουργός επί των Εσωτερικών στη Κυβέρνηση Χαρίλαου Τρικούπη 1892.
Στα χρόνια πριν από τον Ελ.Βενιζέλο, από το 1899 έως τα μέσα του 1909, ο Γ. Θεοτόκης διετέλεσε τέσσερις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας, με μακροβιότερη την τελευταία θητεία του. Στα επιτεύγματα της πρωθυπουργίας του περιλαμβάνονται η οργάνωση και ο εξοπλισμός του στρατού (αυτός καθιέρωσε το 1908 τις πρώτες φαιοπράσινες/χακί στολές) και του Ναυτικού, η ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και η ψύχραιμη εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά την ήττα του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα, οι πρωτοβουλίες που μπορούσε, οιαδήποτε κυβέρνηση να αναλάβει, ήταν περιορισμένες. Ο Θεοτόκης, με μεγάλη προσπάθεια, καθώς είχε επί μεγάλο διάστημα να αντιμετωπίσει στην αντιπολίτευση τους φωνασκούντες Θ.Δηλιγιάννη και Δ.Ράλλη, πέτυχε τον περιορισμό των επιπτώσεων σε σημαντικό βαθμό. Οι μεγάλες παραγγελίες στρατιωτικού υλικού, η αναδιοργάνωση στρατού και χωροφυλακής, και η πλούσια χρηματοδότησή τους, αποτελούν επιτεύγματα της κυβέρνησής του. Σε πολιτικό επίπεδο σημαντική ήταν και η ενίσχυση της αρχής της δεδηλωμένης, στην πρακτική εφαρμογή της. Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ απεδέχθη την παραίτηση του Δ. Ράλλη, διέρρευσε ότι ο βασιλιάς επιδοκίμαζε τις πράξεις του Δ. Ράλλη. Ο Θεοτόκης αρνήθηκε να αναλάβει την πρωθυπουργία αν δεν διαψευσθεί η είδηση, η οποία πράγματι διαψεύσθηκε.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, οι Φιλελεύθεροι προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη στρατιωτική νίκη ως αποτέλεσμα των μέτρων του Βενιζέλου και του κόμματός τους. Αναμφισβήτητα όμως τη βάση της προπαρασκευής και οργάνωσης του στρατού την είχε θέσει ο Θεοτόκης και χωρίς αυτή, ο Βενιζέλος δεν θα μπορούσε να είχε ετοιμάσει εντός μόλις δύο ετών το στράτευμα. Η εξωτερική πολιτική όμως του Βενιζέλου, που επεδίωκε τη συνεννόηση με τη Βουλγαρία (η οποία τελικώς οδήγησε στη νίκη), ήταν διαφορετική από αυτή του Θεοτόκη, ο οποίος δεν συζητούσε καθόλου με τους Βούλγαρους, ακολουθώντας την τακτική όλων όσοι συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα, όπως π.χ. ο Ίων Δραγούμης. Στην πολιτική σκηνή εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας στις κυβερνήσεις Αλ.Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη το 1915. Τον επόμενο χρόνο πέθανε σε ηλικία 72 ετών.
Μολονότι στα χρόνια του η βρετανική διπλωματία άρχισε να προσανατολίζεται προς την ανάδειξη του νέου «εκλεκτού» της Ελ.Βενιζέλου, ο Γ.Θεοτόκης υπήρξε ένας σημαντικός πολιτικός, η προσφορά του οποίου υποτιμήθηκε στην ελληνική ιστοριογραφία. Τα επιτεύγματα των κυβερνήσεών του ήταν αξιοσημείωτα. Ο πρωτότοκος γιος του Νικόλαος, υπουργός στρατιωτικών το 1920-22, εκτελέστηκε το 1922 μετά την πολύκροτη «Δίκη των Έξι». Ο δευτερότκος γιος του ήταν υπουργός στην κυβέρνηση Π.Τσαλδάρη 1933-35 και υπηρεσιακός πρωθυπουργός το 1950. Ο εγγονός του, πρωθυπουργός στα χρόνια της «μεταπολίτευσης», Γεώργιος Ράλλης του καταλογίζει δύο πολιτικά σφάλματα: (α) Κατά τις παραμονές του πολέμου του 1897 παρασύρθηκε από το φιλοπόλεμο ρεύμα που επικρατούσε και δεν εναντιώθηκε στην αποστολή ελληνικού στρατού στην Κρήτη, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να οδηγηθεί στον πόλεμο και την ήττα. (β) Στη διαφωνία του πρίγκιπα Γεωργίου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο για το κρητικό ζήτημα, ο Γ. Θεοτόκης δεν παρενέβη, με αποτέλεσμα να προκύψει ο μετέπειτα εθνικός διχασμός.
O Δημήτριος Ράλλης (1844 – 5 Αυγούστου 1921) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε βραχύβιες κυβερνήσεις στις περιόδους 18 Απριλίου 1897 – 21 Σεπτεμβρίου 1897, 28 Ιουνίου 1903 – 6 Δεκεμβρίου 1903, 9 Ιουνίου 1905 – 8 Δεκεμβρίου 1905, 7 Ιουλίου 1909 – 15 Αυγούστου 1909 και 4 Νοεμβρίου 1920 – 24 Ιανουαρίου 1921. Γεννήθηκε στην Αθήνα από οικογένεια με ρίζες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και με πολλούς εκπροσώπους της σε καίριες θέσεις ήδη από τον 15ο αιώνα. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Ράλλης, νομοδιδάσκαλος και πολιτικός, πρώτος κοσμήτορας της νομικής σχολής της Αθήνας. Γιος του ήταν ο Ιωάννης Ράλλης και εγγονός του ο Γεώργιος Ράλλης, πρωθυπουργοί και οι δύο, ο πρώτος στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και ο δεύτερος κατά τη Μεταπολίτευση. Κατά την περίοδο των σπουδών του στη Νομική Σχολή Αθηνών επί Όθωνα συμμετείχε σε αντιμοναρχικές εκδηλώσεις, παρά τη συμμετοχή του πατέρα του ως Υπουργού στη φιλοβασιλική κυβέρνηση Μιαούλη. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου συνέγραψε διδακτορική διατριβή με θέμα τα «Ναυτικά Δάνεια» (1866), η οποία του επέτρεψε να γίνει υφηγητής Εμπορικού Δικαίου στην Αθήνα, όπου επέστρεψε το 1868. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1872) εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Αττικής και έλαβε το παρώνυμο "Αττικάρχης" επειδή συνέχεια εκλεγόταν στην περιφέρεια αυτή. Πολιτεύτηκε ως αντίπαλος του Δημητρίου Βούλγαρη και προσχώρησε, αμέσως μετά τον σχηματισμό του το 1875, στο Τρικουπικό Κόμμα, αναλαμβάνοντας μάλιστα το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Παιδείας. Αν και ήταν καλός ρήτορας, ο ορμητικός του χαρακτήρας τον ώθησε ακόμη και στην επίλυση των διαφορών του με μονομαχία εναντίον του βουλευτή Λακωνίας Γεωργίου Πετροπουλάκη και του πρωθυπουργού Κωνσταντόπουλου.
Το 1883 ο Τρικούπης τού ανέθεσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά ο ίδιος προτίμησε ένα χρόνο αργότερα να ανεξαρτητοποιηθεί και να ιδρύσει το δικό του «Τρίτο Κόμμα» ("Τρίτον"), κρίνοντας ότι έτσι μπορούσε να υπηρετήσει αποτελεσματικότερα τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Όμως ο βασιλιάς Γεώργιος Α το 1892, με την παραίτηση της κυβέρνησης Θ. Δηλιγιάννη, κάλεσε το «Τρίτο Κόμμα» να σχηματίσει κυβέρνηση, παρακάμπτοντας τον φυσικό αρχηγό Ράλλη υπέρ του Κωνσταντόπουλου, γεγονός που οδήγησε τον ίδιο τον Ράλλη και όλους σχεδόν τους βουλευτές του σε αποχώρηση από το κόμμα του. Αντιπολιτεύτηκε τον Τρικούπη το 1892 για να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών επί κυβερνήσεως Σωτηρόπουλου μετά τη χρεοκοπία του 1893, αλλά η κυβέρνηση αυτή απέτυχε και παραιτήθηκε ήδη τον Οκτώβριο του ίδιου έτους υπέρ του Τρικούπη και πάλι.
Έγινε πρωθυπουργός τον Απρίλιο του 1897, αλλά το κλίμα δυσαρέσκειας δεν επέτρεψε παρά μια πεντάμηνη θητεία στην κυβέρνηση αυτή (18 Απριλίου - 21 Σεπτεμβρίου 1897). Στη διάρκεια της κρίσης του Κρητικού Προβλήματος άσκησε ακραία φιλοπόλεμη κριτική κατά της κυβέρνησης Θ. Δηλιγιάννη. Διετέλεσε ακόμη πρωθυπουργός τις περιόδους 28 Ιουνίου 1903 - 6 Δεκεμβρίου 1903, 9 Ιουνίου 1905 - 8 Δεκεμβρίου 1905 και 7 Ιουλίου 1909 - 15 Αυγούστου 1909. Την τελευταία πρωθυπουργία του διέκοψε η στρατιωτική επανάσταση του 1909 και η εμφάνιση στην πολιτική ζωή του τόπου του Ελ.Βενιζέλου, τον οποίο ο Ράλλης αντιπολιτευόταν, αν και συμφωνούσε μαζί του σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μετείχε ως υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη, Ζαΐμη και Σκουλούδη και ανέλαβε για τελευταία φορά την πρωθυπουργία το 1920 για μικρό και πάλι χρονικό διάστημα (04.11.1920 – 24.01.1921). Πέθανε από καρκίνο λίγο αργότερα στην Αθήνα σε ηλικία 77 ετών. Αντιφατική προσωπικότητα με ανολοκλήρωτη συμμετοχή στον δημόσιο βίο του τόπου, επικρίθηκε για καιροσκοπική πολιτική, που έφτανε στα όρια ης πατριδοκαπηλείας, σε μία συγκυρία περιστάσεων, που περιόρισαν τον ρόλο του σε άγονη και ευκαιριακή αντιπολίτευση.
Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (1849 - 20 Ιανουαρίου 1916) ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 15 Αυγούστου 1909 – 18 Ιανουαρίου 1910. Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Πέτρου Μαυρομιχάλη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και στο Παρίσι. Πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής Οιτύλου το 1879, συνεργάστηκε με τον Θ.Δηλιγιάννη και διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών, Εσωτερικών, Εξωτερικών (στη δική του κυβέρνηση) και Δικαιοσύνης. Με την επανάσταση του 1909 διορίστηκε πρωθυπουργός αλλά μερικούς μήνες αργότερα παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Επί πρωθυπουγίας του αγοράστηκε το θωρηκτό «Γ.Αβέρωφ». Απεβίωσε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1916 και κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία Αντιστράτηγου. Γιος του ήταν ο Πέτρος Κ. Μαυρομιχάλης
Ο Στέφανος Δραγούμης (Αθήνα, 1842 - Αθήνα, 17 Σεπτεμβρίου 1923) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 18 Ιανουαρίου 1910 – 6 Οκτωβρίου 1910.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Νικολάου Δραγούμη, πολιτικού και συγγραφέα. Προερχόταν από οικογένεια μακεδονικής καταγωγής και ήταν εγγονός του Μάρκου Δραγούμη. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και ακολούθησε σταδιοδρομία στο δικαστικό σώμα, από το οποίο όμως παραιτήθηκε το 1875, όταν διορίστηκε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας πολιτεύθηκε είτε ως ανεξάρτητος είτε με τον Χαρίλαο Τρικούπη, με τον οποίο ήταν φίλος, ενώ, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συντάχθηκε με την αντιβενιζελική παράταξη. Στις εκλογές του 1879, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Μεγαρίδος και επανεξελέγη, στην ίδια περιφέρεια ή σε αυτή της Αττικής, στις εκλογές του 1881, του 1882, του 1885, του 1887, του 1890, του 1892, του 1899, του 1902, του 1905, του 1910 (Αυγούστου), του 1910 (Νοεμβρίου), του 1915 (Δεκεμβρίου) και του 1920.
Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Χαρίλαου Τρικούπη (1886 και 1892) για τις περιόδους 1886 - 1890 και 1892 - 1893 αντίστοιχα, υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη (1888 - 1890). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της λεγόμενης «Ομάδας των Ιαπώνων», αποτελούμενη από τους Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, Α. Αλεξανδρή και Εμμανουήλ Ρέπουλη, που την περίοδο 1906 - 1908 διακρίθηκε για την μαχητικότητα της. Υπήρξε ένας από τους κύριους οργανωτές του Μακεδονικού Αγώνα, μαζί με τον γιο του, Ίωνα Δραγούμη και τον γαμπρό του Παύλο Μελά. Μετά το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909, ο Δραγούμης σχημάτισε κυβέρνηση από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1910, οπότε διεξήγαγε εκλογές για τον σχηματισμό αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης, με σκοπό την επανεξέταση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 1864. Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του έγιναν κινητοποιήσεις Θεσσαλών αγροτών για την παραχώρηση γης σε κολίγους, που κορυφώθηκαν με τα γεγονότα του Κιλελέρ (6 Μαρτίου 1910). Στη συνέχεια χρημάτισε επίσης γενικός διοικητής Κρήτης (1912) και γενικός διοικητής Μακεδονίας (1913). Η πολιτική σταδιοδρομία του τελείωσε την περίοδο του εθνικού διχασμού. Τότε, αν και διαφωνούσε με την πολιτική του Βενιζέλου και συμμετείχε στις μετά το 1915 ως υπουργός Οικονομικών στις βασιλικές κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη (1915) και Στέφανου Σκουλούδη (1915), δεν δίστασε να παραιτηθεί (το 1916), γιατί διαφωνούσε με την πολιτική που έφερε τους Βούλγαρους και τους Γερμανούς στην Ανατολική Μακεδονία.
Έγραψε πολλές πολιτικές, φιλολογικές και αρχαιολογικές μελέτες, που δημοσίευσε σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, σημαντικότερες των οποίων είναι: «Μακεδονική κρίσις», «Η χώρα και το νόμισμα», «Το χρονικόν του Μορέως», «Οι ξένοι δανεισταί». Απεβίωσε στην Αθήνα. Ήταν νυμφευμένος με την Ελισάβετ Κοντογιαννάκη και απέκτησαν έντεκα παιδιά μεταξύ των οποίων τον Ίωνα, πολιτικό και διαννοούμενο, τον Φίλιππο, βουλευτή και υπουργό, τον Νικόλαο, ζωγράφο, τον Αλέξανδρο, αρχιτέκτονα, και την Ναταλία, σύζυγο του Παύλου Μελά.
Στα χρόνια 1815 – 1910 που ακολούθησαν την ήττα του Μ.Ναπολέοντα στο Βατερλώ και ταυτίζονται χρονικά με τις εποχές που ονομάστηκαν Βικτωριανή και Εδουαρδιανή (από τα ονόματα των αντίστοιχων Βρετανών βασιλέων), η Μ.Βρετανία αναδείχτηκε σε υπερδύναμη, που κυριάρχησε στον παγκόσμιο χώρο, με μια εντυπωσιακή ιμπεριαλιστική εξάπλωση που περιέλαβε τις Ινδίες, την Αυστραλία, τον Καναδά και εδάφη της Αφρικής και του Νότιου Ειρηνικού, δημιουργώντας μια αχανή και, οικονομικά και πολιτικά, πανίσχυρη Βρετανική Αυτοκρατορία στην οποία «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ».
α. Γουλιέλμος Δ΄ (1830-1837)
Ο Γουλιέλμος Δ΄ (Ουίλλιαμ Χένρυ· 21 Αυγούστου 1765 – 20 Ιουνίου 1837), τρίτος γιος του Γεωργίου Γ' και νεότερος αδελφός και διάδοχος του Γεωργίου Δ', ήταν βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας και του Ανοβέρου από τις 26 Ιουνίου 1830 μέχρι τον θάνατό του. Γεννήθηκε στο Παλάτι του Αγίου Ιακώβου στο Λονδίνο και εκεί βαπτίσθηκε. Ήταν ο προτελευταίος μονάρχης της δυναστείας του Αννοβέρου στη Βρετανία.
β. Βικτωρία (1837-1901)
Η Αλεξανδρίνα Βικτωρία (Alexandrina Victoria, 24 Μαΐου 1819 – 22 Ιανουαρίου 1901, <βίος + κτωρ [<κτω=παίρνω, αποκτώ] = νικητής), ήταν βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας και αυτοκράτειρα των Ινδιών. Γεννήθηκε στο Παλάτι του Κένσιγκτον και ήταν το μοναδικό παιδί του Πρίγκιπα Εδουάρδου Αυγούστου, Δούκα του Κεντ και του Στράδερν (Edward Augustus, Duke of Kent and Strathearn), τέταρτου γιου του Βασιλιά Γεωργίου Γ΄, και της Βικτώριας Μαρίας Λουΐζας, Πριγκίπισσας του Σάξεν-Κόμπουργκ-Σάαλφελντ και Δούκισσας της Σαξονίας (Victoria von Sachsen-Coburg-Saalfeld). Σύζυγός της ήταν ο Αλβέρτος του Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα και εγγόνια της ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας και η αδελφή του βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας. Η περίοδος της βασιλείας της διάρκεσε 63 χρόνια και ήταν η πλέον μακροχρόνια στην ιστορία της Γηραιάς Αλβιόνας, ώσπου στις 10 Σεπτεμβρίου 2015 την ξεπέρασε σε χρόνια εξουσίας η βασίλισσα Ελισάβετ Β'. Γενεαλογικά είχε, σχεδόν εξολοκλήρου, γερμανική καταγωγή και ήταν η τελευταία εκπρόσωπος στο βρετανικό θρόνο του βασιλικού οίκου του Αννοβέρου (Hannoveraner), αφού ο διάδοχός γιος της, Εδουάρδος Ζ΄, θεωρείται πως ανήκε στο βασιλικό οίκο Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα (Sachsen-Coburg und Gotha). Το όνομα Αλεξανδρίνα Βικτώρια, οφείλεται στην επιθυμία του πατέρα της να τιμηθεί ο αυτοκράτορας της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, που ήταν ένας από τους αναδόχους. Ο πατέρας της πέθανε από πνευμονία οκτώ μήνες μετά τη γέννησή της και έξι μέρες αργότερα πέθανε και ο παππούς της Βασιλιάς Γεώργιος Γ, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πρίγκιπας της Ουαλίας ως Βασιλιάς Γεώργιος Δ΄.Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η μητέρα της Βικτώριας, Μαρία Λουΐζα, ανάπτυξε σχέσεις με τον Ιρλανδό αξιωματικό Σερ Τζον Κονρόι (Sir John Conroy), του οποίου η συμπεριφορά προς τη νεαρή πριγκίπισσα ήταν ιδιαίτερα τρυφερή αναπληρώνοντας την πατρική απουσία.
Τα πρώτα της χρόνια η Βικτώρια μιλούσε μόνο γερμανικά εξαιτίας της καταγωγής της μητέρας της. Σε ηλικία τριών ετών άρχισε να διδάσκεται αγγλικά και εν συνεχεία έμαθε ιταλικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά και γαλλικά. Στις 26 Ιουνίου 1830 πέθανε ο Γεώργιος Δ΄ και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Γουλιέλμος Δ, ενώ η Βικτώρια ονομάστηκε Πριγκίπισσα – Διάδοχος. Η εύθραυστη υγεία του νέου μονάρχη τον έκανε να ανησυχεί για την περίπτωση που η ανεψιά του θα αναλάμβανε βασιλικά καθήκοντα πριν την ενηλικίωσή της, φοβούμενος την επιρροή του Κονρόι επάνω της. Ο ίδιος, μετά το θάνατο των δύο παιδιών του, δεν είχε νόμιμους διαδόχους, αν και απέκτησε άλλα δέκα νόθα παιδιά με την ερωμένη του Ντόροθυ Τζόρνταν (Dorothy Jordan). Για την αποφυγή του φαινομένου της ακυβερνησίας, το Κοινοβούλιο ψήφισε την "Πράξη περί Αντιβασιλείας του 1831", με την οποία οριζόταν Αντιβασίλισσα η μητέρα της Βικτωρίας, αν κατά την ανάληψη των καθηκόντων της εκείνη δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος.
Στις 20 Ιουνίου 1837, είκοσι επτά ημέρες μετά την ενηλικίωση της Βικτωρίας, ο θείος της, Βασιλιάς Γουλιέλμος Δ΄, πέθανε. Η απόδοση του βρετανικού στέμματος στη Βικτωρία έσπασε τη μακροχρόνια παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Βρετανός μονάρχης αναλάμβανε και και τη διακυβέρνηση του Βασιλείου του Αννοβέρου, το οποίο, βάσει του παλαιού φραγκικού Σαλικού Νόμου (Lex Salica), έπρεπε να διοικείται μόνο από άνδρες ηγεμόνες. Έτσι, την διακυβέρνηση του Αννόβερου ανέλαβε ο θείος της Βικτωρίας, Δούκας του Κάμπερλαντ, ως Ερνέστος Αύγουστος Α΄ του Ανοβέρου (Ernst August I., König von Hannover). Η νεαρή Βασίλισσα με την άνοδό της στο θρόνο θέλησε να αποκοπεί από την επιρροή της μητέρας της και του Κονρόι, ο οποίος επιδίωκε να εκμεταλλευτεί τα προνόμια του αξιώματός της. Το μένος της εναντίον του οδήγησε και σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της βασιλείας της, όταν κατηγόρησε κάποια Κυρία επί των τιμών, που παρουσίαζε συμπτώματα εγκυμοσύνης, ότι είναι παλλακίδα του. Τελικά αποδείχθηκε πως η νεαρή κοπέλα έπασχε από θανατηφόρο νόσημα και η Βικτωρία μετάνιωσε για την άκριτη επίθεσή της. Μετά το γεγονός αυτό ο Κονρόι διέκοψε το δεσμό του με την μητέρα της Βικτορίας Μαρία Λουΐζα και εγκατέλειψε τη χώρα. Αποκλεισμένη από το στενό βασιλικό περιβάλλον παρέμεινε και η μητέρα της Βικτωρίας μέχρι και τη γέννηση της πρώτης εγγονής της. Τότε μόνο, με την κατευναστική παρέμβαση του Πρίγκιπα Αλβέρτου, έγινε δυνατό να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δύο γυναικών.
Κυρίαρχο πολιτικό κόμμα την περίοδο εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι Ουΐγοι και Πρωθυπουργός ο Ουίλιαμ Λαμπ, 2ος Υποκόμης του Μέλμπουρν (William Lamb, 2nd Viscount Melbourne), ο οποίος έδειξε στη Βασίλισσα πατρική αγάπη, οφειλόμενη εν μέρει στον πρόσφατο χαμό του γιου του, και αυτή τον περιέβαλε από την πρώτη στιγμή με σεβασμό και αφοσίωση. Η συνεργασία τους, όμως, στην κορυφή της εξουσίας δε έμεινε για πολύ αδιατάρακτη. Η αδυναμία του Λαμπ να αντιμετωπίσει τις ανταρσίες στον Καναδά και τη Τζαμάικα οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνησή του τον Μάιο του 1839, και ο Ρόμπερτ Πηλ (Robert Peel), επικεφαλής του κόμματος των Τόρυς, κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση. Τότε ξέσπασε η "Κρίση του Ευναστηρίου", μετά την άρνηση της Βασίλισσας να αποδεχθεί την πρόταση του Πηλ να αποπέμψει όσες βασιλικές ακολούθους ανήκαν πολιτικά στους Ουΐγους, αντικαθιστώντας τες με προσκείμενες στους Τόρυς. Η πρόταση έγινε, επειδή ο Πηλ έβλεπε πως η κυβέρνηση που θα σχημάτιζε, θα στηριζόταν σε μειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων και χρειαζόταν ένα σημείο εμπιστοσύνης από τη Βικτωρία. Η κρίση κατέληξε στην ανάκληση της παραίτησης του Λαμπ και την παραμονή του στην κεφαλή της κυβέρνησης μέχρι το 1841.
Ο πρώτος εξάδελφος της Βικτωρίας, Πρίγκιπας Αλβέρτος, νεότερος γιος του Δούκα του Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα επισκέφθηκε το Λονδίνο το 1839. Εκεί συναντήθηκε για δεύτερη φορά με τη Βικτωρία και μεταξύ τους δημιουργήθηκε ειδύλλιο, το οποίο σύντομα κατέληξε σε πρόταση της βασίλισσας να γίνει σύζυγός της. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1840 στο βασιλικό παρεκκλήσι των Ανακτόρων του Αγίου Ιακώβου. Ο Αλβέρτος δεν έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο βρετανικό λαό, αλλά η επιρροή του στη Βασίλισσα ήταν μεγάλη και παραμέρισε οποιαδήποτε άλλη, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Υποκόμη Λαμπ, ο οποίος εγκατέλειψε οριστικά την πρωθυπουργία, μετά την εκλογική ήττα των Ουΐγων το 1841. Το ζευγάρι απέκτησε εννέα παιδιά, οι γάμοι των οποίων με άλλα μέλη ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων υπήρξαν η αιτία να αποδοθεί στη Βικτωρία το προσωνύμιο η «Γιαγιά της Ευρώπης».
Στις 10 Ιουνίου 1840, μέσα σε ανοιχτή άμαξα μαζί με τον Αλβέρτο, και ενώ διήνυε την πρώτη εγκυμοσύνη της, η Βικτωρία δέχθηκε δολοφονική επίθεση στο Constitution Hill από τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ Όξφορντ (Edward Oxford), ο οποίος καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε λόγω παραφροσύνης. Η Βικτώρια δεν τραυματίστηκε από την επίθεση, καθώς οι βολές του επίδοξου δολοφόνου ήταν άστοχες. Το 1842, όμως, έγιναν σε βάρος της άλλες τρεις απόπειρες, που οδήγησαν τον Αλβέρτο να προτείνει στα μέλη του Κοινοβουλίου την ψήφιση της "Πράξης περί Εσχάτης Προδοσίας", βάσει της οποίας οιοσδήποτε στόχευε με όπλο τη Βασίλισσα, πετούσε εναντίον της οποιοδήποτε αντικείμενο ή εμφάνιζε όπλο παρουσία της με σκοπό να την τρομάξει, καταδικαζόταν σε επτάχρονη φυλάκιση και μαστίγωση.
Στο χρονικό διάστημα της κοινής ζωής της Βικτώριας με τον Αλβέρτο, μέχρι και το θάνατό του το 1861, η Βασίλισσα έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της Αυτοκρατορίας. Μετά την ήττα του Λαμπ ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των Ρόμπερτ Πηλ και του Λόρδου Τζον Ράσσελ. Και με τους δύο η Βικτώρια είχε αγαστές σχέσεις. Το 1842 το Χονγκ Κονγκ παραχωρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη Συνθήκη του Νανκίν μετά την ήττα της Κίνας στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου. Η Βασίλισσα, είχε υποστηρίξει την πραγματοποίηση του πολέμου, κατανοώντας την εμπορική αξία του οπίου. Το 1845 ο Πηλ εναντιώθηκε στους γαιοκτήμονες ανακαλώντας τους "Νόμους περί Δημητριακών", οι οποίοι προστάτευαν τα αγροτικά εισοδήματα με τον περιορισμό των εισαγωγών σιτηρών. Η κίνηση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις του Κόμματος των Ουΐγων και μερίδας των Τόρυς και συνέβαλε στον ιρλανδικό λιμό των ετών 1845 – 1849. Εξαιτίας αυτών των γεγονότων ο Πηλ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και το σχηματισμό κυβέρνησης ανέλαβε ο Τζον Ράσσελ.
Στην πρώτη κυβέρνηση Ράσσελ (1846 – 1852) συμμετείχε με το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού των Εξωτερικών ο Χένρυ Τεμπλ, 3ος Υποκόμης Πάλμερστον (Henry Temple, 3rd Viscount Palmerston), ο οποίος ήρθε σε έντονη αντίθεση με το βασιλικό ζεύγος. Αιτία ήταν η διαφορετική αντίληψη για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του Υπουργού και των Ανακτόρων. Ο Πάλμερστον υποστήριζε ότι κύριος στόχος της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής έπρεπε να είναι η αύξηση της ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με κάθε μέσο. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής υιοθετούσε, ορισμένες φορές, πρακτικές που έφερναν σε δύσκολη θέση και αποδυνάμωναν τις ξένες κυβερνήσεις. Η Βασίλισσα Βικτώρια και ο Πρίγκιπας Αλβέρτος, αφετέρου, θεωρούσαν ότι η βρετανική κυβέρνηση όφειλε να κάνει ό,τι μπορούσε γιανα βοηθάει τις ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες έναντι των επαναστατικών ομάδων που υποστήριζαν τον εκδημοκρατισμό. Αποκορύφωμα της σύγκρουσης των δύο αντιλήψεων άσκησης πολιτικής στάθηκαν δύο περιστατικά. Το πρώτο ήταν η γνωστή περίπτωση του Δον Δαυίδ Πατσίφικο, που έδωσε αφορμή στον Πάλμερστον να διατάξει τον Ναύαρχο Πάρκερ να αποκλείσει το λιμάνι του Πειραιά. Ο αποκλεισμός αυτός κόστισε ιδιαίτερα στο ελληνικό κράτος και λύθηκε με παρέμβαση της Ρωσίας και της Γαλλίας, των οποίων τα συμφέροντα απειλούνταν, στις 15 Απριλίου 1850. Το δεύτερο περιστατικό αφορούσε το πραξικόπημα του Λουδοβίκου – Ναπολέοντα, του μετέπειτα Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ (Napoléon III). Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, ο Πάλμερστον, χωρίς προηγούμενη κυβερνητική έγκριση, κάλεσε τον Πρεσβευτή της Γαλλίας και δήλωσε την προσωπική του έγκριση για το γεγονός. Όταν πληροφορήθηκε την ενέργειά του, ο πρωθυπουργός Ράσσελ του ζήτησε να παραιτηθεί. Ο Πάλμερστον υπάκουσε, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης του Ράσσελ.
Το 1851 ο Αλβέρτος διοργάνωσε τη Μεγάλη Έκθεση στο Κρύσταλ Πάλας (Crystal Palace). Σε αυτήν το κοινό μπορούσε να παρακολουθήσει τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας και επιστήμης. Η έκθεση είχε μεγάλη επιτυχία και με τα χρήματα, που συγκεντρώθηκαν, αγοράστηκε έκταση γης στο Κένσιγκτον, όπου χτίστηκαν ιδρύματα και κέντρα για την προαγωγή του πολιτισμού και της τεχνολογίας όπως το Μουσείο Επιστημών, το Αυτοκρατορικό Κολλέγιο Επιστήμης και Τεχνολογίας, το Royal Albert Hall κ.α. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του γοήτρου της μοναρχίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ένα χρόνο αργότερα η Βικτώρια ενθάρρυνε τη δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Τζορτζ Γκόρντον Χάμιλτον, 4ο Κόμη του Άμπερντιν (George Hamilton-Gordon, 4th earl of Aberdeen). Παρά την επιτυχία της κυβέρνησης στα εσωτερικά θέματα ο Άμπερντιν δεν κατάφερε να συγκρατήσει το, καθοδηγούμενο από τον Πάλμερστον, πολιτικό ρεύμα, που επιδίωκε την ανάμιξη της χώρας στον Κριμαϊκό πόλεμο στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αντιδημοτικότητα αυτού του πολέμου και η κακή διαχείριση των εκστρατευτικών επιχειρήσεων οδήγησαν τον Άμπερντιν στην υποβολή της παραίτησης της κυβέρνησής του.
Το Φεβρουάριο του 1855 ο Πάλμερστον ανέλαβε την Πρωθυπουργία. Η αρχικά προβληματική σχέση του με τη Βασίλισσα βελτιώθηκε σταδιακά και μεταξύ τους μπόρεσε να αναπτυχθεί καλή συνεργασία, παρά τη μέχρι τέλους συγκαλυμμένη προσωπική της αποστροφή προς το πρόσωπό του. Στα 1857 έλαβε χώρα Ανταρσία στην Ινδία που διοικούνταν από την "Εταιρία Ανατολικών Ινδιών" με τη συνεργασία της βρετανικής κυβέρνησης. Αφορμή για την ανταρσία δόθηκε με την εισαγωγή νέας παρτίδας φυσιγγίων από το βρετανικό στρατό, που φημολογήθηκε ότι είχαν λιπανθεί με λαρδί. Οποιοσδήποτε Ινδουιστής δάγκωνε την άκρη του φυσιγγίου, όπως επέβαλλε η πρακτική της όπλισης των πυροβόλων, υπέπιπτε σε ιεροσυλία ερχόμενος σε επαφή με το χοιρινό λίπος. Το στράτευμα επαναστάτησε και κατέσφαξε πολλούς Βρετανούς ανώτερους αξιωματικούς και τις οικογένειές τους. Μετά την παύση της ανταρσίας η διοίκηση των Ινδιών υπάχθηκε απευθείας στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το Νοέμβριο του 1861 ο Πρίγκιπας Αλβέρτος προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό. Η αρχική διάγνωση των γιατρών μιλούσε για γρίπη αλλά, σύντομα, η εξέλιξη της ασθένειας μετέβαλε τις διαπιστώσεις. Στις 14 Δεκεμβρίου 1861 ο Αλβέρτος πέθανε βυθίζοντας τη Βικτωρία σε μία μακρά περίοδο πένθους. Από εκείνη τη στιγμή η Βασίλισσα υιοθέτησε τη, χαρακτηριστική μέχρι το τέλος της ζωής της, μαύρη ενδυμασία και απομονώθηκε από το δημόσιο βίο. Συνέχισε να ασχολείται τυπικά με τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας, αλλά αρνούνταν κάθε δημόσια εμφάνιση στο Λονδίνο, ακόμη και για το άνοιγμα των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου. Τον περισσότερο χρόνο της, πλέον, τον περνούσε στη Σκωτία, στο Κάστρο του Μπάλμοραλ. Εκεί συνδέθηκε με πολύ στενή φιλία με έναν από τους αγαπημένους υπηρέτες του Αλβέρτου, τον Σκωτσέζο Τζον Μπράουν. Αυτή η σχέση προκάλεσε σχόλια στη βρετανική κοινωνία, κάνοντας ορισμένους να μιλούν για κρυφό γάμο του Μπράουν και της Βασίλισσας και να αναφέρονται σκωπτικά σε αυτήν ως Κυρία Μπράουν. Μολονότι ένας τέτοιος γάμος δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, η Βικτωρία έδειξε τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε για τον Μπράουν, με την επιθυμία της να τοποθετηθεί στο φέρετρό της, εκτός από μία τήβεννο του Πρίγκιπα Αλβέρτου, και μία τούφα από τα μαλλιά του Μπράουν. Η αποχή της Βασίλισσας για μεγάλο διάστημα από τα κοινά προκάλεσε την πτώση της δημοτικότητας του μοναρχικού θεσμού και προώθησε την ιδέα της αντικατάστασής του με αβασίλευτη δημοκρατία.
Το 1864 η Βικτωρία παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα ως δώρο για την ανάδειξη στον ελληνικό θρόνο του ανιψιού της Πρίγκιπα της Δανίας Γουλιέλμου Γεωργίου. Πίσω από αυτή την κίνηση κρύβονταν, βέβαια, οι λεπτοί χειρισμοί της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και οι συμφωνίες για εξασφάλιση των συμφερόντων του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βαλκανική και την ανατολική Μεσόγειο, τις οποίες είχε αποδεχθεί ο νεαρός μονάρχης. Το 1867, με την ψήφιση της "Δεύτερης Μεταρρυθμιστικής Πράξης", συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες μετατροπές του βρετανικού εκλογικού συστήματος με εισήγηση του Πρωθυπουργού Έντουαρντ Σμιθ Στάνλεϋ, 14ου Κόμη του Ντέρμπυ (Edward Smith-Stanley, 14th Earl of Derby).
Η διάθεση ανεξαρτητοποίησης των Ιρλανδών από το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούσε ένα χρονίζον πρόβλημα της αγγλικής πολιτικής. Η κατάσταση οξύνθηκε κατά το Μεγάλο Λιμό των ετών 1845 – 1849, όταν τα ανεπαρκή μέτρα για την αντιμετώπισή του από τον Πρωθυπουργό Τζον Ράσσελ μείωσαν την δημοτικότητα της Βασίλισσας. Τότε της αποδόθηκε και ο χαρακτηρισμός η "Βασίλισσα του Λιμού". Οι σχέσεις μεταξύ της Βικτωρίας και των Ιρλανδών υπηκόων της παρέμειναν κακές σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας της. Η άρνησή της να επισκεφθεί την Ιρλανδία για ολόκληρη τη δεκαετία του 1870, ως απάντηση στην απόφαση της Δημοτικής αρχής του Δουβλίνου να μη συγχαρεί τον Πρίγκιπα της Ουαλίας για το γάμο του και την απόκτηση διαδόχου, βάθυνε περισσότερο το χάσμα. Ακόμη η Βικτωρία αρνιόταν κατηγορηματικά την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας στο νησί παρά τις εκκλήσεις Βρετανών και Ιρλανδών πολιτικών παραγόντων. Η επίσκεψή της στο νησί, ένα χρόνο πριν από το θάνατό της, προκάλεσε εθνικιστικές αντιδράσεις, που καθοδηγούσε ο Άρθρουρ Γκρίφιθ (Arthur Griffith), μελλοντικός ιδρυτής της πατριωτικής ιρλανδικής οργάνωσης Σιν Φέιν (Sinn Féin).
Το Δεκέμβριο του 1868, έπειτα από μία σύντομη πρωθυπουργική θητεία του Βενιαμίν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli, 1st Earl of Beaconsfield), τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο ηγέτης των Φιλελευθέρων στη Βουλή των Κοινοτήτων, Γουίλιαμ Γκλάντστοουν (William Ewart Gladstone). Η κυβέρνηση του Γκλάντστοουν σχεδίαζε σημαντικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις με απαρχές τη διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος, την εισαγωγή της μυστικής ψηφοφορίας και τον περιορισμό της δύναμης του κυρίαρχου σώματος ευγενών, της Βουλής των Λόρδων. Μολονότι αντίθετη στις μεταρρυθμίσεις, η Βικτωρία δεν κατάφερε να εμποδίσει τον δυναμικό πρωθυπουργό να τις πραγματοποιήσει. Το 1874 ο Γκλάντστοουν ηττήθηκε στις εκλογές και στην πρωθυπουργία επανήλθε ο Ντισραέλι. Η Βικτωρία έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον Ντισραέλι και η στήριξή της προς τις πολιτικές του ήταν δεδομένη. Η δυναμική εξωτερική πολιτική και η αύξηση της παρεμβατικότητας της Μεγάλης Βρετανίας χαρακτήρισαν τη δεύτερη θητεία του ως επικεφαλής της κυβέρνησης. Με την εξαγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της Διώρυγας του Σουέζ κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της πλέον σημαντικής θαλάσσιας διόδου της Μεσογείου, ενώ το 1876 με την "Πράξη περί Βασιλικών Τίτλων" πρόσφερε στη Βικτωρία τον τίτλο της Αυτοκράτειρας των Ινδιών.
Η παραδοσιακή πολιτική της Αυτοκρατορίας για θαλάσσια κυριαρχία οδήγησε στη στήριξη το 1878 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι της Ρωσικής στο Συνέδριο του Βερολίνου. Το αντάλλαγμα για την διάσωση της Τουρκίας, μετά την ήττα της στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο, ήταν η παραχώρηση στη Μεγάλη Βρετανία της Κύπρου. Οι εκλογές του 1880 επανέφεραν τον Γλάδστωνα στην εξουσία και σήμαναν την οριστική αποχώρηση από τον πολιτικό στίβο του Ντισραέλι. Και αυτή τη φορά η συνεργασία Γκλάντστοουν και Βικτωρίας υπήρξε προβληματική. Η επιμονή του πρωθυπουργού στην πολιτική δράση, βάσει των ηθικών αξιών και του φιλελευθερισμού, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις νέες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Αυτοκράτειρας, πλέον, Βικτωρίας. Η σχέση τους τραυματίστηκε δραματικά, όταν ο Γκλάντστοουν πληροφορήθηκε τη μυστική παράδοση εμπιστευτικών εγγράφων από τη Βασίλισσα στον αρχηγό των Συντηρητικών Μαρκήσιο του Σώλσμπερυ (Robert Gascoyne-Cecil, 3rd Marquess of Salisbury), ο οποίος το 1885 σχημάτισε κυβέρνηση, έχοντας τις ίδιες επεκτατικές βλέψεις με την Βασίλισσα. Η εναλλαγή στην πρωθυπουργία Γκλάντστοουν και Σώλσμπερυ κράτησε μέχρι το 1894, οπότε ο πρώτος αποσύρθηκε, παραμένοντας απλό μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Από το 1895 μέχρι και το τέλος της ζωής της Βικτωρίας, κυβερνούσε ο Σώλσμπερυ με την πλήρη στήριξή της.
Το 1887 και το 1897 γιόρτασε το Χρυσό και το Αδαμάντινο, αντίστοιχα, Ιωβηλαίο της ηγεμονίας της. Οι συχνές πλέον δημόσιες παρουσίες της και οι συνεχείς επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του Στέμματος είχαν αυξήσει το κύρος του μοναρχικού θεσμού στη χώρα. Το 1898 το Ηνωμένο Βασίλειο ενεπλάκη στον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς, του οποίου θερμή θιασώτης ήταν και η Βασίλισσα. Στην προσωπική της ζωή τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισε μία σειρά θανάτων και ασθενειών παιδιών και εγγονών της. Τελικά η Βασίλισσα Βικτωρία, η "Χήρα του Ουίνδσορ" και "Γιαγιά της Ευρώπης" απεβίωσε στις 22 Ιανουαρίου του 1901 αφήνοντας πίσω της μία Αυτοκρατορία στην οποία "ο ήλιος ποτέ δε δύει" και έχοντας ταυτίσει το όνομά της με μία ολόκληρη εποχή. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Rudyard Kipling) έγραψε το 1892, για τη Βασίλισσα Βικτωρία, το ποίημα η "Χήρα στο Ουΐνσδορ" (The Widow at Windsor) εξυμνώντας την ευγένεια και την καλοσύνη της. Η Βικτωρία ήταν η πρώτη Βρετανή μονάρχης που, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, είδε το όνομά της να δίνεται στη χρονική περίοδο της βασιλείας της, που ονομάστηκε Βικτωριανή Εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας, με την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης και τη σημαντική εδαφική επέκταση του κράτους, άλλαξαν ριζικά οι οικονομικές και κοινωνικές δομές του Ηνωμένου Βασιλείου. Μεταξύ των μεγάλων επιτευγμάτων της μοναρχίας της συγκαταλέγονται η θεσμική μεταρρύθμιση προς μια συνταγματικότερη μορφή πολιτεύματος και η ενδυνάμωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έφτασε στο απόγειο της δύναμής της, διπλασιασμένη σε μέγεθος με την προσάρτηση των Ινδιών, της Αυστραλίας, του Καναδά και εδαφών της Αφρικής και του Νότιου Ειρηνικού.
γ. Εδουάρδος Ζ΄ (1901-1910)
Ο Εδουάρδος Ζ΄ (9 Νοεμβρίου 1841 - 6 Μαΐου 1910) ήταν βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας και αυτοκράτορας των Ινδιών. Γεννήθηκε στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ στο Λονδίνο και ήταν γιος της βασίλισσας Βικτωρίας και του πρίγκιπα Αλβέρτου του Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Βικτωρία κατα τη διάρκεια της βασιλείας της δεν του επέτρεψε να αναλάβει κάποια κυβερνητική θέση, αλλά του έδωσε την άδεια να την εκπροσωπεί στην Αγγλική κοινωνία.Με τον θάνατο της μητέρας του τελείωσε η βασιλεία του Οίκου του Αννοβέρου και άρχισε αυτή του Οίκου του Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα. Ο Εδουάρδος έστρεψε την προσοχή του στα ταξίδια, στις κοινωνικές εκδηλώσεις και στις γυναίκες αποκτώντας την φήμη του δανδή. Παρά τον γάμο του με την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, ο Εδουάρδος διατηρούσε και πολλές εξωγαμιαίες σχέσεις όπως για παράδειγμα με την ηθοποιό Lily Langtry. Στις 22 Ιανουαρίου του 1901, μετά τον θάνατο της μητέρας του, ανήλθε στον θρόνο. Αντίθετα με τα δείγματα που υπήρχαν, ο Εδουάρδος αποδείχτηκε ικανός βασιλιάς. Στην εξωτερική πολιτική υποστήριξε την προσέγγιση με την Γαλλία και την Ρωσία δημιουργώντας έτσι την τριπλή συνεννόηση, ενώ παράλληλα δημιούργησε στενές σχέσεις με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης αποκτώντας έτσι το προσωνύμιο «ο θείος της Ευρώπης». Το 1909 δημιουργήθηκε ρήξη μεταξύ αυτού και των συντηρητικών, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία της Βουλής των Λόρδων, επειδή καταψήφισαν ένα νομοθετικό πακέτο μεταρρυθμίσεων που είχε προτείνει. Απεβίωσε στις 6 Μαΐου του 1910 στο Λονδίνο, πριν υπάρξει εκτόνωση της κοινοβουλευτικής κρίσης, και ενταφιάστηκε στο κάστρο του Ουίνδσορ. Ήταν παντρεμένος με την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, κόρη του Βασιλιά της Δανίας Χριστιάνου και είχε έξι παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο διάδοχός του βασιλιάς Γεώργιος Ε΄.
Το 1707 έγινε η επίσημη συνένωση της Αγγλίας με την Σκωτία και δημιουργήθηκε κράτος με την ονομασία «Μεγάλη Βρετανία». Από το 1800, με την πράξη ένωσης Ιρλανδίας και Μ.Βρετανίας, ιδρύθηκε ένα ευρύτερο κράτος που επίσημα έχει έκτοτε ον τίτλο «Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανία και Ιρλανδίας». Για λόγους εκφραστικής ευκολίας άτυπα στο κείμενο αυτό εξακολουθεί να γίνεται χρήση του όρου «Μεγάλη Βρετανία» με την έννοια του προαναφερόμενου Ηνωμένου Βασιλείου. Για τους πρώτους πρωθυπουργούς του Ηνωμένου Βασιλείου Πιτ (William Pitt the Younger 1783-1800, 1804-06), Κάβεντις (WilliamCavendish 1807-1809), Πέρσεβαλ (Spencer Perceval 1809-12), Τζένκισον (Robert Jenkinson Earl of Liverpool 1812-27), Κάννινγκ (George Canning 1827), Γκόντεριτς (F. J. Robinson Viscount Goderich 1827-28) και Ουέλλινγκτον (Duke of Wellington 1828-1830) έγινε ακροθιγώς λόγος στο προηγούμενο κεφάλαιο. Για τους μετέπειτα πρωθυπουργούς του 19ου αιώνα μπορούν να αναφερθούν συμπληρωματικά τα εξής:
- Ο Τσαρλς Γκρέϋ (Charles Grey, 2nd Earl Grey, 1764 –1845), γνωστός και ως Υποκόμης Χόγουϊκ (Viscount Howick), μέλος του κόμματος των Ουίγων, ήταν πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας στο διάστημα 22 Νοεμβρίου 1830 - 16 Ιουλίου 1834. Συνέβαλε στην αναμόρφωση της βρετανικής κυβέρνησης και ήταν από τους αρχιτέκτονες της Πράξης Μεταρυθμίσεων του 1832. Επί πρωθυπουργίας του καταργήθηκ ο θεσμός της δουλείας στην επικράτεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
- Ο Ουίλιαμ Λαμπ (William Lamb, 2nd Viscount Melbourne, 1779 –1848), επίσης μέλος των Ουίγων, ήταν πρωθυπουργός στο διάστημα 1834 και 1835–1841. Είναι περισσότερο γνωστός για την αφοσιωμένη υποστήριξ που παρέσχε στη βασίλισσα Βικτωρία στα πρώτα βήματά της. Τίμιος και αγαθής προδιάθεσης, ως πρωθυπουργός δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει δύσκολα εξωτερικά ή εσωτερικά προβλήματα.
- Ο Ρόμπερτ Πηλ (Sir Robert Peel, 2nd Baronet 1788 –1850) ήταν συντηρητικός πολιτικός, πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου στο διάστημα 1834 – 1835 και 1841 - 1846. Υλοποίησε μεταρρυθμίσεις του ποινικού κώδικα, του φορολογικού και τραπεζικού συστήματος και μερίμνησε για την απελευθέρωση του εμπορίου και των σχέσεων με τους καθολικούς, και δίνοντας στο κόμμα των Τόρυς τη μορφή του σύγχρονου Συντηρητικού κόμματος.
- Ο Τζων Ράσσελ (John Russell, 1st Earl Russell 1792 –1878) ήταν πρωθυπουργός στο διάστημα 1846-1852 ως αρχηγός των Ουίγων και 1865-1866 ως αρχηγός των Φιλελεύθερων. Εργάστηκε με συνέπεια για την διάδοση φιλελεύθερων ιδεών, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με την «σιτοδεία» που προκάλεσε κρίση πείνας στην Ιρλανδία, δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στη διακυβέρνηση της χώρας και προκάλεσε φθορά στο κόμμα του.
- Ο Τζωρτζ Χάμιλτον-Γκόρντον, γνωστός ως Αμπερντήν (George Hamilton-Gordon, 4th Earl of Aberdeen, 1784 – 1860) ήταν πρωθυπουργός στο διάστημα 1852-1855, ως αρχηγός των Τόρυς και των Συντηρητικών. Μετά από πολλαπλά ατυχήματα στην ιδιωτική ζωή του, που σημαδεύτηκε από θανάτους μελών της οικογένειάς του, αναδείχτηκε ως υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Ουέλινγκτον και Πηλ και ως πρωθυπουργός οδήγησε την Μ.Βρετανία στον Κριμαϊκό Πόλεμο.
- Ο Ερρίκος Ιωάννης Τεμπλ, γνωστός ως Πάλμερστον (Henry John Temple Viscount Palmerston 1784-1865) ήταν πολλά χρόνια υπουργός εξωτερικών σε κυβερνήσεις των Ουίγων και πρωθυπουργός την δεκαετία 1855-1865. Απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη παγίωση της αγγλικής επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή και επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους. Υποστήριξε τα βρετανικά συμφέροντα που βασίζονταν στη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εις βάρος των ελληνικών επιδιώξεων, επειδή φοβόταν τον έλεγχο των στενών των Δαρδανελλίων από τους Ρώσους και την εγκατάσταση των Γάλλων στην Αίγυπτο. Υποστήριξε τα κινήματα ευρωπαϊκών λαών για την ανεξαρτησία τους, αλλά το 1850 άσκησε βίαια πολιτική κατά της Ελλάδας με αφορμή το επεισόδιο του Δαυίδ Πατσίφικο και το 1851 αναμίχθηκε κρυφά στο πραξικόπημα του Ναπολέοντα Γ΄. Υπήρξε ένας από τους φανατικότερους θιασώτες της ιδέας της αγγλικής υπερηγεμονίας στον κόσμο.
- Ο Έντουαρντ Τζωτρζ Τζέφρυ Σμιθ-Στάνλεϋ, γνωστός ως Λόρδος Στάνλεϋ (Edward George Geoffrey Smith-Stanley, 14th Earl of Derby 1799 – 23 1869) ήταν 3 φορές πρωθυπουργός σε διαστήματα συνολικής διάρκειας 3 ετών και 280 ημερών, με μακροβιότερο αυτό της περιόδου 1866-1868.
- Ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli, 1804 - 1881), ήταν Άγγλος πολιτικός της συντηρητικής παράταξης και λογοτέχνης, επονομαζόμενος και "Ντίζυ" (Dizzy). Διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1868 και 1874-1880), ενώ για τρεις περίπου δεκαετίες πρωταγωνίστησε στην αγγλική πολιτική. Αν και βαπτίστηκε χριστιανός, ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της Αγγλίας που προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια. Το 1832 έγραψε το τετράτομο μυθιστόρημά του «Κονταρίνι Φλέμιγκ», στο οποίο παρουσιάζει πολλά αυτοβιογραφικά του στοιχεία καθώς και την τότε πολιτική του σκέψη. Νυμφεύτηκε την κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του Μαριάνα Λιούις, που είχε τότε ετήσιο εισόδημα 4.000 λίρες από ακίνητα στο Λονδίνο και με τον γάμο αυτό σταθεροποίησε την κοινωνική του θέση. Το 1845 με τη σιτοδεία που παρατηρήθηκε τότε στην Ιρλανδία και την ανάκληση των προστατευτικών δασμών για τα εισαγόμενα σιτηρά εκ μέρους του Πηλ, ο Ντισραέλι συσπείρωσε γύρω του την «Νέα Αγγλία» και τους γαιοκτήμονες, κατορθώνοντας με μια σειρά λαμπρών ομιλιών να συγκροτήσει σε ενιαίο σώμα την αντιπολίτευση κατά του Πηλ, με συνέπεια ο τελευταίος να παραιτηθεί και να ανοίξει ο δρόμος της αρχηγίας των Συντηρητικών για τον Ντισραέλι. Ως πρωθυπουργός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις της εποχής του, ακολουθώντας αρχικά μια ήπια ειρηνική πολιτική, που κατέληξε στη συνέχεια σε σκληρή αποικιοκρατική.
- Ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, (William Ewart Gladstone, 1809 –1898, γνωστός στην παλαιά ελληνική βιβλιογραφία ως Γλάδστων) ήταν διαπρεπής Άγγλος πολιτικός του Φιλελεύθερου Κόμματος που διετέλεσε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου στα διαστήματα 1868-1874 και 1880-1885, 1886 και 1892-1893. Διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και τον φιλελληνισμό του. Το 1835 ως υφυπουργός Αποικιών τάχθηκε επανειλημμένα υπέρ της κατάργησης της δουλείας στις αποικίες. Το 1862, ως Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Πάλμερστον, ψήφισε υπέρ της ενώσεως των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα. Το 1867 διαδέχθηκε τον Λόρδο Ράσσελ στην αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων και το 1868 σχημάτισε την πρώτη υπό την προεδρία του κυβέρνηση, οπότε και κατάφερε να ψηφιστεί νόμος για τον χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Παραιτήθηκε το 1874 όταν απορρίφθηκε ένα νομοσχέδιό του, αλλά συνέχισε να επιτίθεται με δριμύτητα κατά της φιλοτουρκικής πολιτικής του Μπέντζαμιν Ντισραέλι. Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1880, με πλειοψηφία κέρδισε τις εκλογές και έγινε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός. Στη διάσκεψη του Βερολίνου έστειλε αντιπροσωπεία, η οποία τελικά έδωσε τη Θεσσαλία στην Ελλάδα, το 1881. Το 1886 σχημάτισε την τρίτη του κυβέρνηση με πρόγραμμα τη χορήγηση πλήρους αυτονομίας στην Ιρλανδία. Επειδή η Βουλή καταψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο, έγιναν εκλογές το 1892, οι οποίες τον έφεραν για τέταρτη φορά στη θέση του πρωθυπουργού. Το νομοσχέδιο του ψηφίστηκε από την Βουλή, αλλά απορρίφθηκε από την Βουλή των Λόρδων. Τελικά, ο Γκλάντστοουν παραιτήθηκε οριστικά από την πολιτική το 1893, οπότε και ασχολήθηκε με τη μετάφραση των Ωδών του Ορατίου και άλλων συγγραφέων. Ο Γουίλιαμ Γλάδστων συνέδεσε το όνομά του τόσο με την ένωση των Ιονίων νήσων και της Θεσσαλίας με την Ελλάδα όσο και με το Κυπριακό ζήτημα, για το οποίο επιθυμούσε ενσωμάτωση της νήσου στο Βασίλείο της Ελλάδος. Σημαντική ήταν η απόφασή του να συνεχίσουν τα σχολεία της Κύπρου να διδάσκουν στην ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με εισήγηση που του έκαναν, λέγοντας ότι «δεν αξίζει να κάνουμε στους Έλληνες ό,τι κάναμε σε άλλους λαούς, δηλαδή να τους επιβάλουμε τη γλώσσα μας». Προς τιμήν του στήθηκε, μετά από πανελλήνιο έρανο, ανδριάντας στην είσοδο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- Ο Ρόμπερτ Άρθουρ Τάλμποτ Γκασκόϋν - Σέσιλ (Robert Arthur Talbot Gascoyne-Cecil, 3rd Marquess of Salisbury, 1830 –1903), γνωστός ως Λόρδος Ρόμπερτ Σέσιλ ή Μαρκήσιος του Σάλισμπέρυ, ήταν 3 φορές πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ως αρχηγός των Συντηρητικών διάδοχος του Ντισραέλι και αντίπαλος του Γκλάντστοουν, με αθροιστική διάρκεια διακυβέρνησης 13 ετών στα διαστήματα 1886-92 και 1895-1902. Επίμονος, πραγματιστής και διορατικός, με καλή συνειδητοποίηση των ιστορικών ενδιαφερόντων της χώρας του, είχε υπό τον έλεγχό του τον διαμελισμό της Αφρικής, την άνοδο της Γερμανίας και των ΗΠΑ σε θέση υπερδυνάμεων, καθώς και την μετατόπιση του ενδιαφέροντος της βρετανικής πολιτκής από τα Δαρδανέλλια στο Σουέζ και οδήγησε την Μ.Βρετανία στον Πόλεμο των Μπόερς (1899-1902) στη Ν.Αφρική
- O Άρτσιμπαλ Φίλιπ Πρίμροουζ (Archibald Philip Primrose, 5th Earl of Rosebery, 1st Earl of Midlothian 1847 –1929), γνωστός ως Κόμης Ρόζμπερυ, ήταν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ηγέτης των Φιλελεύθερων, στο διάστημα 1894-1895. Έχοντας υπηρετήσει ως υπουργός εξωτερικών σε κυβερνήσεις του Γκλάντστοουν, τον διαδέχτηκε στην κομματική ηγεσία και στην πρωθυπουργία, αποκτώντας φήμη ως λαμπρός ρήτορας, σκοπευτής, φίλαθλος, συγγραφέας και ιστορικός, υποστηρικτής της εθνικής άμυνας, του ιμπεριαλισμού στο εξωτερικό και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, χωρίς άλλη διάκριση στην πολιτική.
- Ο Άρθουρ Τζέημς Μπάλφουρ (Arthur James Balfour, 1st Earl of Balfour 1848 –1930), ανεψιός του Μαρκήσιου Σάλισμπέρυ, ήταν πρωθυπουργός ως ηγέτης των Συντηρητικών, διάδοχος του θείου του, στο διάστημα 1902 1905. Επέβλεψε την μεταρρύθμιση της αμυντικής πολιτικής της χώρας, ιδιαίτερα στη δημιουργία της Εγκάρδιας Συνεννόησης («Αντάντ») με τη Γαλλία, που επηρέασε την απόφαση για την είσοδο της Μ.Βρετανίας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Επικρίθηκε για τις μεθόδους που εφαρμόστηκαν στον πόλεμο των Μπόερς και για την εισαγωγή εργατικής δύναμης από την Κίνα στην Ν.Αφρική και παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού. Αργότερα υπηρέτησε ως υπουργώς εξωτερικών, υπό τον Λόυντ Τζωρτζ, και άλλες υπουργικές θέσεις μέχρι και την δεκαετία του 1920. Ως φιλόσοφος συνόψισε τις αντιλήψεις του για τη ζωή στο ρητό «τίποτε δεν είναι πολύ σημαντικό και κάποια πράγματα δεν ενδιαφέρουν καθόλου».
- Ο Χένρυ Κάμπελ Μπάνερμαν (Sir Henry Campbell-Bannerman, 1836 –1908) ήταν πρωθυπουργός ως ηγέτης των Φιλελευθέρων στο διάστημα 1905 – 1908, ενώ προηγούμένως είχε υπηρετήσει ως υπουργός πολέμου στις κυβερνήσεις του Γκλάντστοουν και του Ρόζμπερυ. Υποστήριξε την ελευθερία του εμπορίου, την αυτονομία της Ιρλανδίας και την βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.
- Ο Χέρμπερτ Χένρυ Άσκουϊθ (Herbert Henry Asquith, 1st Earl of Oxford and Asquith 1852 –1928), ήταν Φιλελεύθερος πρωθυπουργός στο διάστημα 1908-1916, διαδεχθείς τον Μπένερμαν, λόγω ασθενείας, και (μέχρι το 1988) ήταν ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με συνεχόμενη θητεία. Υλοποίησε μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση και μείωσε την ισχύ της Βουλής των Λόρδων. Οδήγησε το κράτος στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μια σειρά από στρατιωτικά και πολιτικά προβλήματα κατέληξαν στην αντικατάστασή του από τον Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ. Κρίνεται ως επιτυχημένα συμβιβαστικός στα χρόνια της ειρήνης, αλλά διστακτικός και αναβλητικός στα χρόνια του πολέμου.
Την πτώση του Ναπολέοντα διαδέχτηκε η Παλινόρθωση των Βουρβόνων (1815 – 1848) με μια σειρά από τρεις βασιλιάδες που παρά τις προόδους, που σημειώθηκαν στο εμπόριο και την βιομηχανία και παρά την εκτέλεση σημαντικών έργων συγκοινωνιών και αξιοποίησης του φυσικού πλούτου, κυβέρνησαν αυταρχικά, καταργώντας το Κοινοβούλιο και την ελευθερία του τύπου και προσεταιριζόμενοι τα αντιδραστικότερα στοιχεία της χώρας, με αποτέλεσμα την ανατροπή τους μετά από δύο επαναστάσεις, το 1830 και τελικά το 1848.
Η επανάσταση του 1848 οδήγησε στην ανακήρυξη της Β΄ Δημοκρατίας (1848 – 1852) στην οποία πρόεδρος εκλέχτηκε ο ανιψιός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη Λουδοβίκος Ναπολέων, ο οποίος, μετά από τρία χρόνια, μετέτρεψε, μετά από δημοψήφισμα, το καθεστώς σε κληρονομική μοναρχία και έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα με το όνομα Ναπολέων Γ΄ (Β΄ Αυτοκρατορία 1852 –1870). Ο κοινωνικός όμως αναβρασμός από τις αντιθέσεις ανάμεσα στους παλιούς ευγενείς των επαρχιών, τους γαιοκτήμονες και τον κλήρο από την μια μεριά και τους αστούς τραπεζίτες και κεφαλαιούχους, αλλά και τους χωρικούς, τους εργάτες και τους μικροαστούς από την άλλη, γινόταν ολοένα οξύτερος. Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ο Ναπολέων Γ΄ έλαβε μέρος σε διάφορους πολέμους, όπως στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853 –1856) εναντίον της Ρωσίας και στον πόλεμο της Ιταλικής ανεξαρτησίας εναντίον της Αυστρίας. Η εμπλοκή όμως σε πόλεμο εναντίον της Πρωσίας το 1870 ήταν καταστροφική για τον ίδιο και για την Γαλλία, που γνώρισε την μεγαλύτερη πολεμική ήττα της ιστορίας της.
Η Γ΄ Δημοκρατία (1870 –1946) που διαδέχθηκε το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄, μετά από επανάσταση, επιδόθηκε στην πολιτειακή και οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Έχοντας τώρα αντιμέτωπο το ισχυρό πλέον νεοσύστατο Γερμανικό κράτος, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να στρέψει τις εδαφικές βλέψεις της σε αποικίες εκτός Ευρώπης (Αλγερία, Σενεγάλη, Τυνησία, Ινδοκίνα, Μαδαγασκάρη, Μαρόκο, και πολλές περιοχές στην κεντρική και δυτική Αφρική) προάγοντας έτσι την Γαλλία σε μία από τις μεγαλύτερες αποικιοκρατικές δυνάμεις του κόσμου (δεύτερη μετά την Βρετανία). Η πρόοδος σε όλους τους τομείς της ζωής κατά την περίοδο αυτή μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, ήταν εντυπωσιακή. Με την συνθήκη των Βερσαλλιών που σφράγισε τον Α΄ Πόλεμο, η Γαλλία ανέκτησε την Αλσατία και την Λοραίνη και αρκετές Γερμανικές αποικίες και διατήρησε στην διάρκεια του μεσοπολέμου την ισχύ και την φήμη της ως υπερδύναμης. Μετά την εισβολή των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την απροσδόκητα εύκολη ολική κατάκτηση της Γαλλίας από τις Γερμανικές δυνάμεις, η αντίσταση κατά του στρατού κατοχής συνεχίστηκε στο εσωτερικό της χώρας από ανταρτικές ομάδες και στο εξωτερικό από τους στρατηγούς Ντε Γκωλ (De Gaulle) και Ζιρώ (Giraud), γεγονός που επέτρεψε στην Γαλλία μετά την λήξη του πολέμου, να περιλάβει τον εαυτό της στις νικήτριες δυνάμεις.
Ο Λουδοβίκος Φίλιππος (6 Οκτωβρίου 1773–26 Αυγούστου 1850) ήταν βασιλιάς της Γαλλίας, απόγονος του Λουδοβίκου ΙΓ΄ και συγκεκριμένα του δεύτερου γιου του Φιλίππου της Ορλεάνης, ιδρυτή του οίκου της Ορλεάνης, από τον οποίο προήλθε αυτός ως μοναδικός βασιλιάς. Ήταν, επίσης, γιος του δούκα της Ορλεάνης Φιλίππου, ο οποίος επονομάστηκε "Φίλιππος- Ισότητα" και καρατομήθηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση και της Λουίζας Μαρίας Αδελαΐδας των Βουρβόνων, με τη δυναστεία των οποίων συνδέεται έμμεσα. Μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του ακολούθησε όλη την οικογένεια του στην εξορία για 22 ολόκληρα χρόνια (1793 - 1815) μέχρι την ανατροπή του Ναπολέοντα, οπότε πέθαναν και οι δύο μικρότεροι αδελφοί του. Επισκέφθηκε την Σκανδιναβία και στην συνέχεια για τέσσερα ολόκληρα χρόνια τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γνωρίστηκε με σημαντικά πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και ο πρόεδρος Ουάσιγκτον και ο Αλεξάντερ Χάμιλτων, που ενθουσιάστηκαν από τον δούκα και τους αδελφούς του. Διδάχτηκε αρκετά και από τις Αμερικανικές μεθόδους διακυβέρνησης. Στην Βοστώνη έμαθε το 1797 για το κίνημα της 18ης Φρουκτιδώρ, που εξόρισε την μητέρα του στην Ισπανία, και έτσι αποφάσισε με τους αδελφούς του να επιστρέψει στην Ευρώπη μέσω της Κούβας. Συνελήφθησαν στον κόλπο του Μεξικού από Αγγλικά πλοία και στην Νέα Σκοτία συναντήθηκε με τον δούκα του Κεντ με τον οποίο έγιναν φίλοι. Το 1800 έφτασε στην Αγγλία και έμεινε τα υπόλοιπα χρόνια της εξορίας μέχρι την πτώση του Ναπολέοντα. Μόλις επανήλθε από την εξορία στάθηκε στο πλευρό των συγγενών του βασιλέων της Βουργουνδίας, στηρίζοντας ιδιαίτερα τον Κάρολο Ι΄, με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία. Νυμφεύτηκε το 1809 τη Μαρία Αμαλία των Δυο Σικελιών (1782–1866), κόρη του Φερδινάνδου Α΄ και απέκτησαν μαζί 10 παιδιά.
Έγινε βασιλιάς το 1830 μετά την Ιουλιανή Επανάσταση που ανέτρεψε τον Κάρολο Ι΄, ο οποίος παραιτήθηκε υπέρ του εγγονού του Ερρίκου, κόμη του Σαμπόρ. Είναι ο δημιουργός του μουσείου των Βερσαλλιών (1837), το οποίο εμπλούτισε συλλέγοντας έργα τέχνης από προκατόχους του, για να συμφιλιώσει τον λαό και να σταθεροποιήσει την θέση του, κάτι το οποίο δεν κατάφερε. Απλός βασιλιάς και προσιτός στον λαό απέφυγε τις μεθόδους μεγαλειωδών εμφανίσεων των προγενεστέρων του. Στηρίχτηκε στην μεσαία τάξη και έγινε αγαπητός στον λαό. Σταδιακά όμως πιεζόμενος από τους φεουδάρχες άλλαξε πολιτική εγκαταλείποντας την μεσαία τάξη στην οποία στηριζόταν. Έτσι η οικονομική κρίση του 1847 οδήγησε σε επαναστατικό κίνημα εναντίον του το 1848, χρονιά που σηματοδοτήθηκε από επαναστατικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη ενάντια στα βασιλικά καθεστώτα. Στις 24 Φεβρουαρίου 1848, ο ξαφνιασμένος από την επανάσταση Λουδοβίκος Φίλιππος παραιτήθηκε υπέρ του νεότερου εγγονού του (αφού ο γιος και διάδοχός του, Φερδινάνδος, είχε σκοτωθεί νωρίτερα σε δυστύχημα). Σε μεγάλη πλέον ηλικία εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Ο Κάρολος Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης (Charles Louis Napoléon Bonaparte, 20 Απριλίου 1808 - 9 Ιανουαρίου 1873), ανιψιός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ήταν πρόεδρος της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας και αργότερα, ως Ναπολέων Γ΄, αυτοκράτορας της Γαλλίας. Ήταν ο τρίτος γιος του βασιλιά της Ολλανδίας, Λουδοβίκου Βοναπάρτη, και της Ορτάνς ντε Μποαρναί, κόρης της αυτοκράτειρας Ιωσηφίνας. Ο Ναπολέων Γ' γεννήθηκε στο παλάτι του Κεραμεικού στο Παρίσι. Οι εχθροί του, μεταξύ των οποίων και ο Βικτόρ Ουγκώ, διέδωσαν το κουτσομπολιό ότι ήταν παιδί ενός άλλου άνδρα, αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν σήμερα ότι ήταν νόμιμος γιος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Η τελευταία φορά που είδε τον θείο του, Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με την οικογένειά του ήταν λίγο πριν αναχωρήσει ο Ναπολέων Α΄ για το Βατερλώ. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα Α΄, η Ορτάνς ντε Μπωαρναί εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Έτσι ο νεαρός Ναπολέων Γ μεγάλωσε στην εξορία με τον πόθο να επιστρέψει κάποτε στη Γαλλία.
Όταν το 1830 ξέσπασε η Ιουλιανή επανάσταση, με την ελπίδα ότι θα ακυρωνόταν ο νόμος που εξόριζε την οικογένειά του, ο Ναπολέων ζήτησε την άδεια να επιστρέψει στη Γαλλία. Όμως η γαλλική κυβέρνηση την αρνήθηκε. Αργότερα ξανάζήτησε από τον βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο άδεια επανόδου σαν απλός πολίτης, αλλά και πάλι η αίτησή του απορρίφθηκε, ενώ η κυβέρνηση ανανέωσε το νόμο που εξόριζε την Οικογένεια Βοναπάρτη. Τα επόμενα χρόνια δεν σταμάτησε τις προσπάθειες να επιστρέψει στη Γαλλία και μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848, έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην προσωρινή κυβέρνηση. Μετά απ' αυτό, στις εκλογές εξελέγη πρόεδρος της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας (1848-1852) με σημαντική πλειοψηφία. Αργότερα, μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 1851 όταν τέθηκε το ζήτημα της δεκαετούς προεδρίας, η έκφραση της λαϊκής γνώμης υπήρξε πανηγυρική. Τον Ιανουάριο του 1852 δημοσιεύτηκε το νέο Σύνταγμα, αλλά ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακολουθώντας το σύστημα του Μεγάλου Ναπολέοντα, προχωρούσε προς την κατάκτηση του στέμματος. Δεν είχε περάσει χρόνος και στις 2 Δεκεμβρίου του 1852 με νέα έκκληση στο λαό και συντριπτική πλειοψηφία ανασυστάθηκε η Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία.
Η αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Γ΄ άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς. Ο αυτοκράτορας επεδίωξε με κάθε μέσο την αύξηση του κοινωνικού και δημόσιου πλούτου: Έστρωσε ολόκληρη τη Γαλλία με σιδηροδρομικές γραμμές, ίδρυσε πολυάριθμα φιλανθρωπικά καταστήματα και έδωσε τεράστια ανάπτυξη στη βιομηχανία και το εμπόριο της χώρας. Ο ίδιος διαπραγματεύτηκε την πρώτη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Αγγλία, η οποία ακολουθήθηκε από παρόμοιες συμφωνίες και με άλλους ευρωπαϊκούς εμπορικούς εταίρους της Γαλλίας. Επίσης εισήγαγε στα δημόσια σχολεία τα πρώτα μαθήματα σύγχρονων γλωσσών, τέχνης, μουσικής και γυμναστικής, ενώ έκανε υποχρεωτική την ιστορία και τη γεωγραφία. Πολλοί ιστορικοί κατηγορούν τον Ναπολέοντα Γ΄ ότι εισήγαγε στις αστικές και λαϊκές τάξεις την πολυτέλεια της ζωής, από τη μεγάλη ανάπτυξη του πλούτου και το παράδειγμα που έδινε η αυλή. Επίσης τον κατηγορούν ότι επιδίωξε με πολέμους, από τους οποίους η Γαλλία ελάχιστα ωφελήθηκε, να δώσει στην αυτοκρατορία πολεμική αίγλη.
Ο Ναπολέων Γ΄ ήταν υποστηρικτής της λαϊκής κυριαρχίας και του εθνικισμού. Από την εποχή της ανόδου του στο θρόνο επικρατούσε απολυταρχικό πολίτευμα. Περίπου 6.000 άτομα φυλακίστηκαν ή στάλθηκαν σε αποικίες στην Καγιέν ή την Αλγερία έως ότου δοθεί αμνηστία το 1859. Χιλιάδες περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένου και του Βίκτορος Ουγκώ, αυτοεξορίστηκαν στο εξωτερικό. Το 1863 άρχισε η δημοκρατική αντίδραση. Έτσι ο Ναπολέων αναγκάστηκε να παραχωρήσει κάποιες ελευθερίες. Από το 1868 άρχισε να μεταβάλει σε περισσότερο φιλελεύθερη την αυτοκρατορία, ήδη όμως ήταν αργά γιατί το δημοκρατικό κόμμα που είχε την υποστήριξη του λαού, είχε αρχίσει βίαιο αγώνα κατά της αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους αντιπάλους του επέστρεψαν στη Γαλλία και έγιναν μέλη της Εθνοσυνέλευσης.
Η αυτοκρατορία βρισκόταν ήδη σε παρακμή. Ο ίδιος ο Ναπολέων ήταν άρρωστος και δεν είχε τη δύναμη ν' αντιταχθεί αποτελεσματικά στην αντίδραση των δημοκρατικών. Ο πόλεμος με την Πρωσία επιζητήθηκε για να αποσπάσει την προσοχή του λαού από την εσωτερική πολιτική. Με τον πόλεμο αυτό σκόπευαν οι Γάλλοι στην κατάκτηση των επαρχιών του Ρήνου. Τον πόλεμο όμως τον επιδίωκε και ο Όττο φον Μπίσμαρκ, ο οποίος είχε πλήρη γνώση της στρατιωτικής ανικανότητας της Γαλλίας, όπως και την έλλειψη κάθε συμμαχίας με άλλες δυνάμεις. Έτσι στις 15 Ιουλίου του 1870 κηρύχτηκε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος. Ο Ναπολέων Γ΄ τέθηκε επικεφαλής του στρατεύματος, αλλά, άρρωστος όπως ήταν, δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει. Μετά τις αποτυχίες στη Λωρραίνη και την υποχώρηση στο Μετς, ο Ναπολέων ήθελε να υποχωρήσει στο Παρίσι, αλλά φοβόταν επανάσταση και γι' αυτό προτίμησε να προχωρήσει μπροστά με τον στρατηγό Μακ Μαόν. Στις 30 Αυγούστου του 1870 ο αυτοκράτορας έφτασε στο Σεντάν, στο φρούριο του οποίου είχε συγκεντρωθεί ο γαλλικός στρατός. Την επομένη απηύθηνε τον τελευταίο λόγο του στον στρατό και την 1η Σεπτεμβρίου άρχισε η μάχη. Κατά τη μάχη εκείνη επιτελέστηκαν θαύματα ανδρείας από τους Γάλλους στρατιώτες, που προκάλεσαν τον θαυμασμό των αντιπάλων τους. Αλλά εξαιτίας της κακής διοίκησης, οι Γάλλοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις στρατιές των Πρώσων. Την ίδια μέρα έγινε συνθηκολόγηση, κατά την οποία κατέθεσαν τα όπλα και αιχμαλωτίστηκαν 87.000 άνδρες.
Ο Ναπολέων Γ΄ παρέδωσε το ξίφος του στον βασιλιά Γουλιέλμο Α΄ της Πρωσίας και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στο Ανάκτορο του Βιλχελμσχόε, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Στις 4 Σεπτεμβρίου ξέσπασε επανάσταση στο Παρίσι. Η αυτοκρατορία κατέρρευσε δίνοντας την θέση της στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία (1870-1946). Η Γαλλική συνέλευση που συγκλήθηκε στο Μπορντό κήρυξε τον Ναπολέοντα Γ΄ έκπτωτο του θρόνου και υπεύθυνο για τις καταστροφές του πολέμου. Μετά τη συνθηκολόγηση της ειρήνης, ο Ναπολέων απαλλάχτηκε από την αιχμαλωσία και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Πρόεδροι της Γαλλικής Δημοκρατίας στην εξεταζόμενη περίοδο, μέχρι τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κατά σειρά οι εξής:
- Ο Αδόλφος Θιέρσος (Adolphe Thiers, 15 Απριλίου 1797 - 3 Σεπτεμβρίου 1877) ήταν Γάλλος πολιτικός και ιστορικός. Διατέλεσε αρχηγός του κράτους στη Γαλλία από το 1871 έως το 1873, ενώ είχε διατελέσει και πρωθυπουργός επί βασιλείας Λουδοβίκου Φιλίππου. Είναι περισσότερο γνωστός για την καταστολή της Παρισινής Κομμούνας, κατά την οποία, μετά από δικές του εντολές, συνελήφθησαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες και άλλοι σοσιαλιστές, από τους οποίους 50.000 εκτελέστηκαν, ενώ είχαν σκοτωθεί και 30.000 κατά τη διάρκεια των μαχών. Ακόμα και σήμερα θεωρείται "αποδιοπομπαίος τράγος" από όλη σχεδόν την αριστερά.
- Ο Μαρί Εσμέ Πατρίς Μωρίς Μακ Μαόν (Marshal Marie Esme Patrice Maurice de MacMahon, 1st Duke of Magenta 1808 –1893), ήταν Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, αρχηγός του Κράτους από το 1873 μέχρι το 1875 και 2ος πρόεδρος της Γ Δημοκρατίας από το 1875 μέχρι το 1879. Η ανάδειξή του στις θέσεις αυτές οφείλεται στη φήμη που απέκτησε ως στρατάρχης στον πόλεμο κατά των Γερμανών το 1870. Ήταν αφοσιωμένος συντηρητικός καθολικός και παραδοσιοκράτης, που απεχθανόταν τον σοσιαλισμό της δημοκρατικής παράταξης. Επιδίωξε ένα κοινoβουλευτικό σύστημα όπου η Βουλή θα μπορούσε να εκλέγει την κυβέρνηση.
- Ο Φρανσουά Πωλ Ζυλ Γκρεβύ (François Paul Jules Grévy 1807 –1891) ήταν πρόεδρος της Γαλλική Δημοκρατίας την περίοδο 1879-1887, αρχηγός της φατρίας των Καιροσκοπικών Δημοκρατικών. Δεδομένου ότι οι προηγούμενοι πρόεδροι ήταν μοναρχικοί και είχαν ουσιαστικό στόχο να επαναφέρουν τη βασιλεία, ο Γκρεβύ θεωρείται ο πρώτος πράγματι δημοκρατικός πρόεδρος. Ως μασόνος εργάστηκε για τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1887, μετά από σκάνδαλο που δημιουργήθηκε από δραστηριότητες του γαμπρού του Ντάνιελ Ουίλσον. Η επιτυχία και αποτυχία του οφείλονται στον απόλυτο τρόπο με τον οποίο εκπροσώπησε τις εύλογες και πατριωτικές, αλλά στενοκέφαλες και συχνά εγωιστικές, αντιλήψεις της αστικής τάξης.
- Ο Μαρί Φρανσουά Σαντί Καρνό (Marie François Sadi Carnot 1837 –1894) ήταν ο 5ος πρόεδρος της Γ Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1887 μέχρι την δολοφονία του το 1894. Το 1889 εορτάστηκε πανηγυρικά η 100ετία από την Γαλλική Επανάσταση, γεγονός που έδωσε αίγλη στο νέο καθεστώς. Η προεδρία του σκιάστηκε μόνο από μερικές ασήμαντες σοσιαλιστικές αναταραχές και το σκάνδαλο του Παναμά, για το οποίο δεν του αποδόθηκε προσωπική ευθύνη. Παρέμεινε πιστός στη συμμαχία με τη Ρωσία και τιμήθηκε γι’ αυτό από τον τσάρο Αλέξανδρο Γ. Δολοφονήθηκε από έναν Ιταλό αναρχικό, απροσδόκητα το 1894, ενώ εκφωνούσε λόγο στον οποίο επρόκειτο να αναγγείλει ότι δεν θα επιδίωκε επανεκλογή.
- Ο Ζαν Πωλ Πιερ Καζιμίρ-Περιέ (Jean Paul Pierre Casimir-Perier 1847 – 1907) ήταν ο 6ος πρόεδρος της Γ Γαλλικής Δημοκρατίας για 6 μόλις μήνες από τις 24 Ιουνίου 1894 μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 1895, οπότε παραιτήθηκε λόγω ασυμφωνίας με τους υπουργούς της κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
- Ο Φελίξ Φρανσουά Φωρ (Félix François Faure 1841 –1899) ήταν ο 7ος πρόεδρος της Γ Γαλλικής Δημοκρατίας στα χρόνια 1895-1899. Παρόλο που η εκλογή του στη θέση του προέδρου ήταν απροσδόκητη, εργάστηκε για την ενδυνάμωση της γαλλορωσικής συμμαχίας μετά από επίσκεψη του τσάρου στο Παρίσι, αλλά η προεδρία του σκιάστηκε από την υπόθεση κατασκοπείας (υπέρ της Γερμανίας) του γαλλοεβραίου λοχαγού Αλφρέδου Ντρέυφους, την οποία ήταν αποφασισμένος να θεωρήσει «εκ των προτέρων δεδικασμένη», προκαλώντας αντιδράσεις διανοουμένων, όπως ο Εμίλ Ζολά και ο Ζωρζ Κλεμανσώ. Το τέλος του ήταν εξίσου απροσδόκητο με την εκλογή του, καθώς έπαθε αποπληξία στο γραφείο του κατά τη διάρκεια σεξουλικής επαφής με την ερωμένη του. Παροιμιώδες έμεινε το λογοπαίγνιο από τον επικήδειο που εκφώνησε ο Κλεμανσώ στην κηδεία του «ήθελε να είναι Καίσαρ, αλλά κατέληξε Πομπήιος», όπου η λέξη «Πομπήιος» στα γαλλικά («Pompée») σημαίνει και «ρουφηγμένος», υπονοώντας την ερωτική πρακτική που προκάλεσε τον θάνατο του Φωρ.
- Ο Εμίλ Φρανσουά Λουμπέ (Émile François Loubet 1838 – 1929) ήταν ο 8ος πρόεδρος της Γ Γαλλικής Δημοκρατίας την περίοδο 1899-1906. Στα χρόνια του πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η μεγάλη Έκθεση των Παρισίων το 1900 και η είσοδος της Μ.Βρετανίας στην Εγκάρδια Συνεννόηση («Αντάντ»), μετά την άμβλυνση των διαφορών σχετικά με τις διεκδικήσεις της Γαλλίας στο Μαρόκο, τον Πόλεμο των Μπόερς και την υπόθεση Ντρέυφους, του οποίου η 10ετής ποινή φυλάκισης χαρίστηκε το 1899, για να ακολυθήσει οριστική αθώωση το 1906. Έγιναν επίσης ανταλλαγές επισκέψεων καλής θέλησης με τον τσάρο Νικόλαο Β, τον βασιλιά Εδουάρδο Ζ της Μ.Βρετανίας και τους βασιλείς της Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας.
- Ο Κλεμάν Αρμάν Φαλιέρ (Clément Armand Fallières (1841 – 1931) ήταν ο 9ος πρόεδρος της Γ Γαλλικής Δημοκρατίας την περίοδο 1906 - 1913. Έχοντας υπηρετήσει επανειλημμένα ως υπουργός και πρωθυπουργός, εκπροσωπώντας τους αριστερούς δημοκρατικούς, ήταν δεδηλωμένα αντίθετος με την θανατική ποινή και χάρισε τη ζωή σε πολλούς καταδικασμένους σε θάνατο.
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη δύο Γερμανικών κρατών, της Πρωσίας και της Αυστρίας. ΄Και τα δύο κράτη είχαν ενεργό ανάμιξη, σε έξι διαδοχικούς συνασπισμούς, κατά περίπτωση, με την Αγγλία και την Ρωσία, στους πολέμους εναντίον της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με τελικό αποτέλεσμα την συντριβή του στο Βατερλό το 1815. Την ίδια χρονιά, το Συνέδριο της Βιέννης ίδρυσε την Γερμανική Συνομοσπονδία 39 πολιτειών υπό την ηγεσία της Αυστρίας, η οποία κέρδισε επιπλέον σημαντικές εδαφικές εκτάσεις στην Ιταλία, σε αντίθεση με την Πρωσία, που έχασε μεγάλο μέρος της Πολωνίας, παραμένοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό την επίδραση του συντηρητικού Αυστριακού πρωθυπουργού Μέτενριχ (1809 – 1848), που διατήρησε την ισχύ του και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Φερδινάνδου Α΄ (1835 – 1848), εκπροσωπώντας την πλέον συντηρητική πλευρά της Αυστρογερμανικής κοινωνίας.
Η αυξανόμενη βιομηχανοποίηση των γερμανικών χωρών, σε συνδυασμό με την επίδραση των φιλελεύθερων επαναστατικών κινημάτων που συντάραζαν την Ευρώπη αυτή την περίοδο, και ιδιαίτερα την Γαλλία όπου το 1848 ανακηρύχθηκε η βραχύβια Β΄ Δημοκρατία, έδωσαν το έναυσμα για την Επανάσταση που σημειώθηκε το 1848 στις Γερμανικές πολιτείες, με κοινή συμμετοχή διανοούμενων και πολλών άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Η Εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε ανέλαβε να διαμορφώσει το σύνταγμα της νέας Γερμανίας, αλλά ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ (1840 – 1861) απέρριψε τόσο το σύνταγμα, όσο και τον τίτλο του αυτοκράτορα που του προτάθηκε. Το 1862 ο διάδοχός του βασιλιάς Γουλιέλμος Α΄ (1861 – 1888), μετά από προστριβές με το ολοένα και περισσότερο φιλελεύθερο κοινοβούλιο, όρισε πρωθυπουργό τον Όττο Φον Μπίσμαρκ, ο οποίος αξιοποιώντας την καθολική επιθυμία για ενοποίηση της Γερμανίας, πραγματοποίησε μια σειρά από νικηφόρους πολέμους με την Δανία το 1864, με την Αυστρία το 1866 και με την Γαλλία το 1870, με αποτέλεσμα την συνένωση όλων των Γερμανικών πολιτειών βόρεια του ποταμού Μέιν και την προσάρτηση της Βαυαρίας, του Βΰρτεμπεργκ και του Μπάντεν.
Στο ίδιο διάστημα στην Αυστρία ο Φραγκίσκος Ιωσήφ (1848 – 1916), μετά την απομάκρυνση του Μέτενριχ, ανάγγειλε ένα νέο σύνταγμα, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα στο μακρύ χρονικό διάστημα της βασιλείας του, να εμπλακεί σε συνεχείς διαμάχες ανάμεσα στον κεντρικό αυταρχισμό, τις απαιτήσεις για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και προβλήματα οφειλόμενα στα χωριστικά κινήματα της Ουγγαρίας, της Ιταλίας και της Βοημίας. Το 1859 έχασε την Λομβαρδία, αλλά το 1867, μετά από συμβιβασμό με τους Ούγγρους, καθιέρωσε την Αυστροουγγρική Δυαρχία, στην Βιέννη και την Βουδαπέστη, με την οποία αναγνωρίστηκε η αυτονομία της Ουγγαρίας. Στην εποχή του η Βιέννη είχε φτάσει στο απόγειο της φήμης και της ακμής της ως πολιτιστικό και κοσμοπολίτικο κέντρο, το οποίο δοξάστηκε από μεγάλους καλλιτέχνες και επιστήμονες, όπως ο Μάλερ, ο Στράους, ο Σένμπεργκ, ο Φρόιντ και ο Άντλερ.
Η Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Kaiserreich) ανακηρύχθηκε το 1871 στις Βερσαλλίες με πρώτο αυτοκράτορα τον ίδιο τον Γουλιέλμο Α΄, και περιλάμβανε όλες τις Γερμανικές πολιτείες εκτός από την Αυστρία. Τα επόμενα χρόνια οι προσπάθειες του Μπίσμαρκ στράφηκαν στην εδραίωση των επιτυχιών και την σταθεροποίηση του νέου Γερμανικού κράτους ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, με ενίσχυση του ρυθμού εκβιομηχάνισης της χώρας και σύναψη συμφωνιών για την διατήρηση της ουδετερότητας της Ρωσίας απέναντι στο νέο κράτος και την ταυτόχρονη αδρανοποίηση της Γαλλίας για αποφυγή άλλων πολεμικών εμπλοκών, ενώ ταυτόχρονα δεν παραμελήθηκε και η αποικιακή εξάπλωση της χώρας σε αντιστοιχία με ανάλογες κινήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας και η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος σε όλους τους τομείς.
Όμως το 1888 ο νέος αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ (1888 – 1918) απέλυσε τον Μπίσμαρκ και ακολούθησε διαφορετική πολιτική σε μια σειρά από θέματα, ακυρώνοντας όλες τις συμμαχίες με άλλα κράτη εκτός από την Αυστρία και δημιουργώντας για την Γερμανία ένα κλίμα απομόνωσης και έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι αξιώσεις των Αψβούργων για διατήρηση της επιρροής τους στα Βαλκάνια, μετά την προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και τις συνακόλουθες προστριβές με τους Σλάβους, ήταν μία από τις αιτίες που οδήγησαν τις δύο συμμαχικές χώρες στον ανεπιτυχή και αιματηρό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918). Η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 θεωρήθηκε ταπεινωτική για την Γερμανία και βύθισε τον κόσμο της σε βαθιά απογοήτευση, αλλά για την Αυστρία οι επιπτώσεις ήταν σοβαρότερες, αφού η πολυεθνική Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων, με αρχικό πληθυσμό 35 εκατομμύρια ανθρώπους, διαλύθηκε και η Αυστριακή Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1918 στην θέση της, περιορίστηκε στο ένα όγδοο των αρχικών εδαφών, καθώς η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία έγιναν ανεξάρτητα κράτη, το Αυστριακό τμήμα της Πολωνίας εκχωρήθηκε στο επανασυσταθέν Πολωνικό κράτος, η Κροατία ενώθηκε με το νέο κράτος της Γιουγκοσλαβίας και η Τρανσυλβανία παραχωρήθηκε στην Ρουμανία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, μέχρι και τα χρόνια μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, το πολίτευμα της Γερμανίας ήταν απολυταρχικό, και μάλιστα με στρατοκρατικές αντιλήψεις, αφού δεν λειτούργησε ποτέ εκεί κοινοβουλευτικό πολίτευμα ανάλογο με αυτό που εφαρμοζόταν στην Αγγλία και την Γαλλία (και αργότερα και στις ΗΠΑ). Το γεγονός αυτό επέτρεψε στην βρετανική διπλωματία να εμφανίσει σε ιδεολογικό επίπεδο, την οικονομική αντιπαράθεση με την Γερμανία, που εκδηλώθηκε βίαια τον 20ο αιώνα, ως ανταγωνισμό δύο αντίθετων πολιτικών θεωριών, της «φιλελεύθερης» αγγλοσαξονικής «δημοκρατίας» και της «καταπιεστικής» γερμανικής «απολυταρχίας», δικαιώνοντας έτσι τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, υπέρ των δικών της πολιτικών αξιών, που έκαναν την Γερμανία να φαίνεται, όχι μόνο ηττημένη και κατισχυμένη, αλλά και αδικοπραγούσα.
α. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ Χοεντσόλερν (1797-1840)
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ (Friedrich Wilhelm III, 3 Αυγούστου 1770 - 7 Ιουνίου 1840) ήταν βασιλιάς της Πρωσίας κατά τα έτη 1797-1840. Ανέβηκε στον θρόνο λίγο πριν από την έναρξη των Ναπολεόντειων πολέμων και, παρά τη θέλησή του, έλαβε μέρος στον Δ Συνασπισμό εναντίον του Ναπολέοντα το 1806 (Πρωσία, Ρωσία, Αγγλία κατά της Γαλλίας, μάχες στην Ιένα, Άουερστεδ, Φρίντλαντ, Συνθήκη Τιλσίτ 1807). Έζησε το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, το 1806, όταν μετά την ήττα στο Αούστερλιτς ο Φραγκίσκος Β κατέθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Συμμετέσχε στον ΣΤ Συνασπισμό το 1813 (Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας, Σουηδίας, Αυστρίας κατά της Γαλλίας, μάχες στο Λούτσεν και Μπάουτσεν, ήττα Ναπολέοντος στη Λειψία) και στον Ζ Συνασπισμό το 1815 που κατέληξε στην τελική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, όπως και στο Συνέδριο της Βιέννης που καθόρισε την τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη μετά την ήττα του Γάλλου ηγεμόνα. Το 1815 συμμετείχε στην ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας, μετά την οποία η Πρωσία αύξησε για πρώτη φορά την επιρροή της στα γερμανικά κρατίδια, με τελική κατάληξη την δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία της Πρωσίας το 1871.
β. Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ Χοεντσόλερν (1840-1861)
Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ (Friedrich Wilhelm IV; 1795 –1861), πρεσβύτερος γιος και διάδοχος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ, ήταν βασιλιάς της Πρωσίας στα χρόνια 1840-1861, αφήνοντας όνομα στην ιστορία ως «ένας ρομαντικός στο θρόνο». Μερίμνησε για την κατασκευή πολλών κτηρίων στο Βερολίνο (μεταξύ των οποίων η Εθνική Πινακοθήκη και το Μουσείο) και το Πότσδαμ και για την ολοκλήρωση της γοτθικής καθολικής μητρόπολης στην Κολωνία. Στον πολιτικό τομέα ήταν συντηρητικός, αλλά όχι δεσποτικός. Υποσχέθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, αλλά αρνήθηκε να δημιουργήσει εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, προτιμώντας να εργάζεται με τους ευγενείς με επιτροπές των περιφερειακών κρατιδίων. Το 1847 συγκάλεσε Εθνική Συνέλευση, στην οποία εκπροσωπούνταν όλες οι επαρχίες, και η οποία μπορούσε να επιβάλει φόρους, αλλά δεν είχε δικαίωμα να συνέρχεται σε κανονικά χρονικά διαστήματα, δεν ήταν επομένως Βουλή αλλά μάλλον Δίαιτα. Το 1848 κατέστειλε τις επαναστάσεις που ξέσπασαν στην Πρωσία, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, υποσχόμενος την κατάρτιση συντάγματος, αλλά διαλύοντας την εθνοσυνέλευση. Το 1849 απέρριψε τον τίτλο του Αυτοκράτορα των Γερμανών που του προσφέρθηκε από την Βουλή της Φραγκφούρτης, αποβλέποντας στην επανίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, όπου τον αυτοκράτορα εξέλεγαν οι Γερμανοί πρίγκηπες. Με το Σύνταγμα που παραχώρησε τελικά δημιουργήθηκε το Κοινοβούλιο της Πρωσίας, αποτελούμενο από δύο Σώματα, ένα αριστοκρατικό και ένα λαϊκό, αιρετό από μέρος των πολιτών με υψηλά εισοδήματα, αλλά ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να διορίζει εκείνος τους υπουργούς. Το σύνταγμα αυτό διατηρήθηκε μέχρι την τυπική διάλυση του Βασιλείου της Πρωσίας το 1918. Στη συνέχεια ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ περιόρισε τις δημόσιες εμφανίσεις του και έμεινε υπό την επιρροή συντηρητικών συμβούλων, που κήρυτταν την ορθοδοξία στα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Το 1857 έπαθε συμφόρηση και έμεινε ανάπηρος μέχρι το θάνατό του, έχοντας ορίσει αντιβασιλέα τον αδελφό του μετέπειτα αυτοκράτορα Γουλιέλμο Α.
α. Γουλιέλμος Α΄ (1861-1888)
Ο Γουλιέλμος Α΄ (Wilhelm I, πλήρες όνομα: Γουλιέλμος Φρειδερίκος Λουδοβίκος, Wilhelm Friedrich Ludwig, 22 Μαρτίου 1797 – 9 Μαρτίου 1888), μέλος του οίκου των Χοεντσόλερν, ήταν βασιλιάς της Πρωσίας (2 Ιανουαρίου 1861 – 9 Μαρτίου 1888) και ο πρώτος Γερμανός Αυτοκράτορας (18 Ιανουαρίου 1871 – 9 Μαρτίου 1888). Γεννήθηκε στο Βερολίνο και ως δεύτερος γιος του Βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ και της Λουίζας του Μεκλεμβούργου-Στρέλιτς, δεν αναμενόταν να ανέβει στον θρόνο και έτσι δεν έλαβε βασιλική εκπαίδευση. Υπηρέτησε στον στρατό από το 1814, πολέμησε κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους και αναδείχτηκε γενναίος στρατιώτης υπό τον Γκέμπχαρντ Λέμπερεχτ φον Μπλύχερ στις Μάχες του Βατερλώ και του Λινύ. Έγινε επίσης εξαιρετικός διπλωμάτης ασχολούμενος με διπλωματικές αποστολές μετά το 1815.
Κατά τις Επαναστάσεις του 1848, ο Γουλιέλμος κατέπνιξε επιτυχώς μια εξέγερση που στρεφόταν εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του βασιλιά Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ΄. Η χρήση κανονιών τον έκανε αντιδημοφιλή την εποχή εκείνη και του έδωσε το προσωνύμιο «Kartätschenprinz» (Πρίγκιπας των Grapeshot [= συσσωματώματα σφαιριδίων που εκτοξεύονται από κανόνι]). Το 1854 ο πρίγκιπας έλαβε τον τίτλο του στρατάρχη και έγινε κυβερνήτης του ομοσπονδιακού φρουρίου του Μάιντς. Το 1857 ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και έμεινε πνευματικά ανάπηρος για το υπόλοιπο της ζωής του. Τον Ιανουάριο 1858 ο Γουλιέλμος έγινε Πρίγκιπας Αντιβασιλιάς υποκαθιστώντας τον αδελφό του.
Στις 2 Ιανουαρίου 1861 ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος πέθανε και ο Γουλιέλμος ανέβηκε στον θρόνο ως Γουλιέλμος Α΄ της Πρωσίας. Θεωρήθηκε πολιτικά ουδέτερο πρόσωπο, καθώς παρενέβη στην πολιτική λιγότερο από τον αδελφό του. Κληρονόμησε όμως μια διαμάχη μεταξύ του Φρειδερίκου Γουλιέλμου και του φιλελεύθερου κοινοβουλίου. Ο Γουλιέλμος παρ' όλ' αυτά βρήκε μια συντηρητική λύση για την διαμάχη, διορίζοντας τον Όττο φον Μπίσμαρκ στο αξίωμα του Πρωθυπουργού. Σύμφωνα με το Πρωσσικό σύνταγμα, ο Πρωθυπουργός ήταν υπεύθυνος μόνο απέναντι στον βασιλιά, όχι στο κοινοβούλιο. Στις ημέρες του διεξάχθηκε ο Αυστρο – Πρωσικός πόλεμος του 1866, που κατέληξε στη Αυστρο – Ουγγρική Δυαρχία το 1867. Υπό την ηγεσία του Γουλιέλμου και του Καγκελαρίου Όττο φον Μπίσμαρκ, η Πρωσία πέτυχε την ενοποίηση της Γερμανίας και την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871.
β. Φρειδερίκος Γ΄ (1888)
Ο Φρειδερίκος Γ (Frederick III 1831 – 1888) ήταν αυτοκράτορας της Γερμανίας επί 99 ημέρες το 1888. Ήταν ο μοναδικός γιος του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α και μεγάλωσε σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση της υπηρεσίας στο στρατό. Διακρίθηκε στον Αυστρο – Πρωσικό πόλεμο του 1866 και στον Γαλλο – Πρωσικό πόλεμο του 1870, μολονότι ο χαρακτήρας του ήταν φιλάνθρωπος. Νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Βικτωρία, κόρη της βασίλισσας Βικτωρίας της Μ.Βρετανίας και σχεδίαζαν να βασιλεύσουν μαζί στη Γερμανία, σύμφωνα με τα αγγλικά φιλελεύθερα πρότυπα που θαύμαζαν. Αυτό τους έφερε σε αντίθεση με τις απολυταρχικές αντιλήψεις του Βίσμαρκ, που προσπάθησε να τους κρατήσει μακριά από θέσεις ευθύνης. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1871, ο πατέρας του ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Γερμανίας και όταν πέθανε το 1888, ο θρόνος πέρασε στον Φρειδερίκο Γ, που τότε ήταν 57 ετών και έπασχε από καρκίνο του λάρυγγος, εξαιτίας του οποίου πέθανε λίγους μήνες μετά τη στέψη του, χωρίς να προλάβει να υλοποιήσει καμία από τις μεταρυθμίσεις που είχε κατά νου, και δημιουργώντας ερωτηματικά σχετικά με το αν θα μπορούσε, αν ζούσε περισσότερο, να στρέψει την πορεία της στρατοκρατικής Γερμανίας προς άλλη κατεύθυνση. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Γουλιέλμος Β, που δεν συμμεριζόταν τις φιλελεύθερες απόψεις του πατέρα του.
γ. Γουλιέλμος Β΄ (1888-1918)
Ο Γουλιέλμος Β΄ (Friedrich Wilhelm Viktor Albrecht, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Βίκτωρ Αλβέρτος; 27 Ιανουαρίου 1859 - 4 Ιουνίου 1941), γνωστός και απλώς ως Κάιζερ, ήταν βασιλιάς της Πρωσίας και τελευταίος αυτοκράτορας της Γερμανίας στα χρόνια 1888-1918. Ήταν γιος και διάδοχος του Φρειδερίκου Γ΄, εγγονός της βασίλισσας Βικτώριας του Ηνωμένου Βασιλείου και αδελφός της βασίλισσας Σοφίας των Ελλήνων. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του η Γερμανία εισήλθε στο παιχνίδι του διεθνούς εμπορικού και αποικιακού ανταγωνισμού, που κατέληξε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γουλιέλμος είχε μια εκ γενετής αναπηρία, καθώς υπήρξαν επιπλοκές κατά τη γέννησή του, με αποτέλεσμα να έχει ατροφικό αριστερό χέρι. Παρόλα αυτά απέκτησε στρατιωτική μόρφωση και σπούδασε στη γνωστή, την εποχή εκείνη, στρατιωτική ακαδημία του Πότσνταμ, απ' όπου και αποφοίτησε ως αξιωματικός. Χαρακτηρίστηκε γενικά ως ανήσυχο πνεύμα και ασχολήθηκε και με τα πολιτικά θέματα της Γερμανίας. Ενώ αρχικά υπήρξε υποστηρικτής της πολιτικής του συντηρητικού καγκελάριου Μπίσμαρκ, όταν ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία 19 ετών, ήλθε γρήγορα σε σύγκρουση μαζί του. Λόγω διαφωνιών σε ποικίλα θέματα, εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ο Μπίσμαρκ αποπέμφθηκε από το αξίωμά του. Στη συνέχεια όμως ο Γουλιέλμος διέψευσε τις ελπίδες των υπηκόων του για μια συνταγματική μεταρρύθμιση, καθώς και κοινωνικές παραχωρήσεις όπως απαιτούσε η σοσιαλδημοκρατική παράταξη της χώρας.
Στις μέρες του επόμενου καγκελάριου Κλόντβιχ φον Χόενλοχε-Σίλινγκσφυρστ η Γερμανία αναδείχτηκε σταδιακά μεγάλη δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα και απέκτησε σειρά αποικιών στην Αφρική και την Ωκεανία. Στην εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν ήταν σταθερές. Το 1891 ανανεώθηκε η Τριπλή Συμμαχία μεταξύ Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, ενώ επιχειρήθηκαν και αποσπασματικές προσεγγίσεις προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Ταυτόχρονα έγιναν προσπάθειες για οικονομική διείσδυση προς την παρακμάζουσα πολιτικά Οθωμανική Αυτοκρατορία, με πλήθος επενδύσεων, εμπορικών συμφωνιών και κατασκευή δικτύου σιδηροδρόμων. Η πολιτική αυτή όμως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταβλήθηκε, όταν η περιοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης πέρασε υπό Αυστριακό έλεγχο το 1908. Ο Γουλιέλμος, ενώ αρχικά υποστήριζε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας αυτής, τελικά αναγκάστηκε βάσει των περιστάσεων να υποστηρίξει τις αυστριακές θέσεις. Έτσι, ενώ οι σχέσεις με την Ρωσία ψυχράθηκαν με αυτή την κίνηση, από την άλλη πλευρά ενισχύθηκαν αυτές με την Αυστρία. Το 1905-06 ξέσπασαν ταραχές στο Μαρόκο και ο Γουλιέλμος έσπευσε να το επισκεφτεί με σκοπό να προασπίσει τα συμφέροντα της Γερμανίας και ταυτόχρονα να περιορίσει τις αποικιακές βλέψεις της Γαλλίας στην περιοχή εκείνη. Γενικότερα, όμως, η εξωτερική πολιτική του Γουλιέλμου συνέβαλε στη σύμπραξη της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ) μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.
Κατά τα επόμενα έτη ήταν ιδιαίτερα έντονο στην μεσαία κοινωνική τάξη της χώρας το εθνικό αίσθημα, που ενισχυόταν από την πεποίθηση ότι η Γερμανία είχε αναδειχθεί σε παγκόσμια υπερδύναμη που θα μπορούσε να επικρατήσει ακόμη και μετά από μια γενικευμένη σύρραξη στην περιοχή. Η αφορμή για κάτι τέτοιο προκλήθηκε τον Ιούνιο του 1914, με την δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο της Βοσνίας. Ο Κάιζερ εξώθησε την Αυστρία σε πόλεμο κατά της Σερβίας, ο οποίος εξελίχθηκε στον πολυθρύλητο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), με όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να εισέρχονται σε κάποιες από τις δύο συμμαχίες (Αντάντ-Κεντρικές Δυνάμεις).
Στενοί στρατιωτικοί συνεργάτες του Κάιζερ υπήρξαν οι Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και Έριχ Λούντεντορφ. Τελικά, όμως, ο Γουλιέλμος, που θεωρούσε τον εαυτό του στρατιωτική ιδιοφυΐα, συνέβαλε στην ήττα της Γερμανίας, απορρίπτοντας συμβιβαστικές λύσεις ειρήνευσης, ενώ ταυτόχρονα επέμενε στον εκτεταμένο υποβρυχιακό πόλεμο. Η τακτική αυτή προκάλεσε την αντίδραση και την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής προς το τέλος του πολέμου στο πλευρό της Αντάντ και εναντίον της Γερμανίας. Η ήττα της Γερμανίας το 1918 είχε ως αποτέλεσμα έντονες εσωτερικές ανατροπές και διαμαρτυρίες, που κορυφώθηκαν με στάση στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό και οδήγησαν στην παραίτηση του Γουλιέλμου. Κατέφυγε στην Ολλανδία, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του και συνέγραψε τα απομνημονεύματά του.
α. Φερδινάνδος Α΄(1835-1848)
Ο Φερδινάνδος Α΄ (19 Απριλίου 1793 - 29 Ιουνίου 1875) ήταν αυτοκράτορας της Αυστρίας (1835-1848) και πρόεδρος της Γερμανικής συνομοσπονδίας από τις 2 Μαρτίου του 1835 έως την επανάσταση του 1848. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Β΄ και της Μαρίας Θηρεσίας της Νάπολης και της Σικελίας. Λόγω της στενής συγγενικής σχέσης των γονέων του είχε μεγάλα προβλήματα επιληψίας, νευρολογικά προβλήματα, ασυνήθιστα μεγάλο κεφάλι και προβλήματα ομιλίας. Νυμφεύτηκε την Άννα Μαρία της Σαξονίας, έκτο παιδί του βασιλιά της Σαρδηνίας Βίκτορος Εμμανουήλ Α΄, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. O πατέρας του, επειδή τον θεωρούσε ανίκανο να εξασκήσει μόνος του εξουσία, όρισε στη διαθήκη του τον αρχιδούκα Λουδοβίκο ως βοηθό του σε θέματα εσωτερικής πολιτικής και τον πρίγκηπα Μέττερνιχ στην εξωτερική πολιτική. Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1848, για την οποία παροιμιώδης έμεινε η φράση του «Μα επιτρέπεται να το κάνουν αυτό;», παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του ανεψιού του Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄, πρώτου γιου του μικρότερου αδελφού του Φραγκίσκου Καρόλου που αρνήθηκε τον θρόνο για τον εαυτό του, και αποσύρθηκε ώς το τέλος της ζωής του.
β. Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ (1848-1916)
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ (Franz Joseph I, 18 Αυγούστου 1830 - 21 Νοεμβρίου 1916) ήταν αυτοκράτορας της Αυστρίας και βασιλιάς της Ουγγαρίας. Γεννήθηκε στο παλάτι Σαίνμπρουν στη Βιέννη και ήταν γιος του αρχιδούκα Φραγκίσκου Κάρολου των Αψβούργων, δευτερότοκου γιου του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α΄ και της Σοφίας της Βαυαρίας. Επειδή ο θείος του, αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α΄, ήταν διανοητικά καθυστερημένος, η μητέρα του τον είχε αναθρέψει ως μελλοντικό αυτοκράτορα. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1848, μετά την παραίτηση του αυτοκράτορα και την άρνηση του πατέρα του να τον διαδεχθεί, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ανήλθε στον θρόνο. Η περίοδος ήταν κρίσιμη, αφού είχαν μόλις επαναστατήσει οι Ούγγροι, οι Βοημοί και οι Ιταλοί. Υπό την καθοδήγηση του καγκελάριου Σβάρτσενμπεργκ κατάφερε να συντρίψει τις εξεγέρσεις και να αναγκάσει τους Πρώσους να υπογράψουν την συνθήκη του Όλμυτς το 1850. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1853 πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά από αυτήν διέταξε την κατασκευή της Βοτιβκίρχε. Αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Ελισάβετ της Βαυαρίας (γνωστή ως Σίσι) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αυγουστίνου της Βιέννης στις 24 Απριλίου 1854. Με την σύζυγο του Ελισάβετ απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιό τον Ροδόλφο, που αυτοκτόνησε το 1889, με αποτέλεσμα να μην έχει ο ίδιος ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δικούς του απογόνους, για τη συνέχεια της δυναστείας του. Το 1859 ηττήθηκε από την Γαλλία και έχασε την Λομβαρδία. Επίσης σε αυτόν χρεώνεται η ευθύνη της συνθήκης της Πράγας, που ήταν αποτέλεσμα του Αυστροπρωσικού πολέμου του 1866, με την οποία η Αυστρία έχασε την ηγετική θέση στον Γερμανικό κόσμο και της αποσπάστηκε το Βένετο.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έγινε φανερό το πρόβλημα των εθνοτήτων και της σταθερότητας της μοναρχίας. Απότοκος αυτής της κατάστασης ήταν ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας σε δύο ζώνες, όπου στη μία επικρατούσαν οι Γερμανοί και στην άλλη οι Ούγγροι. Ο ανεψιός του, αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος, δολοφονήθηκε από έναν εθνικιστή Σέρβο φοιτητή γεγονός που εξόργισε τον υπερήλικα αυτοκράτορα, παρόλο που οι σχέσεις του με τον ανιψιό του ήταν από καιρό αρκετά τεταμένες λόγω του μοργαντικού γάμου του, που ήταν αιτία να στερηθούν τα παιδιά του την διαδοχή. Κατηγόρησε την Σερβία ότι βρίσκεται πίσω από τον νεαρό φοιτητή και έθεσε 10 σκληρούς όρους για να μην κηρύξει τον πόλεμο, αλλά οι Σέρβοι αποδέχθηκαν πλήρως τους εννιά και μερικώς τον δέκατο. Παρόλα αυτά συμμάχησε με την Γερμανία και διέταξε την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με πρώτη του ενέργεια τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου. Αυτή η βιαστική παράλογη ενέργεια στο τέλος της ζωής του είχε ως αποτέλεσμα λίγο αργότερα την πτώση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου του 1916, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τελευταίος αυτοκράτορας και διάδοχος του ήταν ο μικρανιψιός του Κάρολος ανιψιός του δολοφονηθέντος Φραγκίσκου Φερδινάνδου.
Από τα χρόνια της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ η Ρωσία κατείχε ισχυρή θέση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, την οποία διατήρησε αμείωτη κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, όταν πήρε τη μορφή της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής βασική κατεύθυνση αρχικά ήταν η Πανορθοδοξία, ήτοι η πολιτική συνένωση (κατά προτίμηση με μορφή αυτοκρατορίας) των ορθόδοξων πληθυσμών, υπό την ηγεμονία της Ρωσίας, με κύριο στόχο τον περιορισμό της ισχύος και της εδαφικής έκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Σταδιακά από τον 19ο αιώνα ο Πανορθόδοξος προσανατολισμός αντικαταστάθηκε από τον Πανσλαβισμό, όπου πλέον στόχος ήταν η συνένωση (με μορφή αυτοκρατορίας, ομοσπονδίας ή συμμαχίας) των σλαβικών και σλαβόφωνων πληθυσμών, και πάλι εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με παραμένοντα στόχο την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις πολιτικής έφεραν την Ρωσία σε άμεση αντιπαράθεση με την Μεγ.Βρετανία, η οποία, για να επιτύχει το στόχο του περιορισμού των ρωσικών φιλοδοξιών, υιοθέτησε την πολιτική της διαφύλαξης της ακεραιότητας της Τουρκίας, συχνά εις βάρος των ελληνικών απελευθερωτικών προσδοκιών. Σημειωτέον ότι ο στόχος του Πανσλαβισμού επιτεύχθηκε με τον σχηματισμό της ΕΣΣΔ μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά είχε διάρκεια μόλις 73 χρόνων. Στον εσωτερικό τομέα η διακυβέρνηση της χώρας ήταν παραδοσιακά και παρέμεινε μέχρι και τα χρόνια της ΕΣΣΔ απολυταρχική, αφού η χώρα δεν είχε ποτέ κοινοβουλευτικό πολίτευμα, συμβατό με το πρότυπα της αγγλοσαξονικής δημοκρατίας που κληρονόμησαν και οι ΗΠΑ.
α. Νικόλαος Α΄ (1825-1855)
Ο Νικόλαος Α΄ Παύλοβιτς Ρομάνοφ (ρώσικα: Никола́й I Па́влович, 25 Ιουνίου (6 Ιουλίου) 1796 - 1855) ήταν τσάρος της Ρωσίας, Βασιλιάς της Πολωνίας και Μέγας Δούκας της Φινλανδίας. Ήταν ο τρίτος γιος του Μέγα Δούκα Παύλου Πέτροβιτς, αργότερα Αυτοκράτορα Παύλου Α΄, και της Μαρίας Φεοντόροβνας, κόρης του Δούκα της Βυρτεμβέργης, αδελφός του προηγούμενου αυτοκράτορα Αλέξανδρου Α΄ και πατέρας του Αλεξάνδρου Β΄. Ο Νικόλαος Α΄ γεννήθηκε, στο Τσάρσκογιε, λίγους μήνες πριν την στέψη του αυτοκράτορα Παύλου Α΄. Εκπαιδεύτηκε στο σπίτι του με τον αδελφό του Μιχαήλ από διορισμένους καθηγητές, αλλά δεν έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο για μάθηση και δεν αναγνώριζε τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά κατανοούσε καλά την τέχνη του πολέμου και ήταν εξοικειωμένος με την τεχνολογία. Στις 19 Νοεμβρίου (1 Δεκεμβρίου) 1825, ενώ βρισκόταν στο Ταγκανρόγκ, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ πέθανε και αφού ο δευτερότοκος αδελφός του Κωνσταντίνος είχε παραιτηθεί του δικαιώματός του, ο Νικόλαος Α΄ ανέβηκε στον θρόνο στις 12 Δεκεμβρίου.
Τις ημέρες εκείνες, μια ομάδα αξιωματικών μιας μυστικής οργάνωσης, που ονομάστηκαν Δεκεμβριστές, ξεκίνησαν εξέγερση για να εμποδίσουν την άνοδο του Νικολάου Α΄ στο θρόνο, αλλά με κύριο στόχο την απελευθέρωση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της Ρωσίας, την καθιέρωση προσωρινής κυβέρνησης, την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών (τύπος, εργασία), την εισαγωγή ορκωτών δικαστηρίων, την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας για όλες τις ομάδες πολιτών, την εκλογή υπάλληλων, την κατάργηση του κεφαλικού φόρου και την αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησης σε συνταγματική μοναρχία ή δημοκρατία. Ωστόσο, η εξέγερση κατεστάλη βίαια την ίδια μέρα. Παρά τις προσπάθειες των Δεκεμβριστών για πραξικόπημα, οι κυβερνητικές υπηρεσίες ορκίστηκαν στο νέο αυτοκράτορα. Αργότερα οι επιζήσαντες από τη εξέγερση στάλθηκαν στην εξορία, και οι πέντε ηγέτες της εκτελέστηκαν.
Τα πρώτα βήματα μετά την στέψη του Νικολάου Α΄ ήταν πολύ φιλελεύθερα. Διέταξε την επιστροφή από την εξορία του ποιητή Αλεξάντερ Πούσκιν. Παρακολουθούσε στενά τη δικαστική διαδικασία των συμμετεχόντων στην επανάσταση Δεκεμβριστών και διέταξε να γραφτεί μια περίληψη των επικρίσεων τους για τη διοίκηση του κράτους. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δημιουργήθηκαν επιτροπές με σκοπό να διευκολύνουν την κατάσταση των δουλοπάροικων. Νομοθετήθηκε η απαγόρευση να στέλνονται στην εξορία, να πωλούνται ξεχωριστά και χωρίς γη, ενώ πλέον είχαν δικαίωμα να εξαγοράζουν την ελευθερία τους με χρήματα από την πώληση ακινήτων. Υπέγραψε το διάταγμα υπόχρεων αγροτών, το οποίο έγινε θεμέλιο της κατάργησης της δουλοπαροικίας, μολονότι δεν πραγματοποιήθηκε πλήρης κατάργηση δουλοπαροικίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Κατά τη βασιλεία του σημειώθηκε βιομηχανική επανάσταση, ανάλογη με αυτή που ξεκίνησε στην Αγγλία το δεύτερο εξάμηνο του 18ου αιώνα. Η εντατική εισαγωγή μηχανών (μηχανικός αργαλειός, ατμομηχανές κλπ) αύξησαν την παραγωγικότητα. Στο διάστημα 1825 - 1863 η ετήσια παραγωγή της ρωσικής βιομηχανίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 3 φορές, ενώ την περίοδο 1819 - 1859 η ποσότητα της παραγωγής βαμβακιού στη τσαρική Ρωσία αυξήθηκε κατά σχεδόν 30 φορές. Το ποσό των προϊόντων από 1830 έως 1860 αυξήθηκε κατά 33 φορές.
Η εξωτερική πολιτική του Νικολάου Α΄, επηρέασε σημαντικά τις διεθνείς εξελίξεις στην Ανατολή και συνέβαλε στην αίσια κατάληξη του Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Υποστήριξε τις αντιφιλελεύθερες αρχές της καταρρέουσας τότε Ιεράς Συμμαχίας, αλλά, παράλληλα, θέλοντας να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τις ανατολικές βλέψεις της Αγγλίας κυρίως και της Γαλλίας, εμφανίστηκε ως αυτόκλητος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, σφοδρός πολέμιος του Ισλάμ και οπαδός της αυτονομίας των υποτελών στους Τούρκους βαλκανικών λαών. Στα πλαίσια της πολιτικής του αυτής εντάσσεται η βίαια καταστολή της Πολωνικής εξέγερσης και της επανάστασης στην Ουγγαρία, ο αιματηρός πόλεμος στον Καύκασο (1817-1864), η συμμετοχή της Ρωσίας στην ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) και οι νικηφόροι για τους Ρώσους πόλεμοι εναντίον της Περσίας (1827- 28) και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1828-29). Συνέπεια του τελευταίου πολέμου υπήρξε η αναγνώριση της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας από την Πύλη (Συνθήκη της Αδριανούπολης) (1829), με την οποία άρχισε η πορεία μερικής διάλυσης του πολυεθνικού Οθωμανικού κράτους. Ταυτόχρονα όμως ενισχύθηκε ο ρόλος της Ρωσίας στην καταπολέμηση του πνεύματος της αλλαγής στην Ευρώπη και η Ρωσία έλαβε το παρατσούκλι του «χωροφύλακα της Ευρώπης».
Ξεχωριστή θέση στην εξωτερική πολιτική του Νικολάου Α΄ πήρε το Ανατολικό Ζήτημα. Η Ρωσία υπό τον Νικόλαο Α΄ παραιτήθηκε από τα σχέδιά διχοτόμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ξεκίνησε μιαν εντελώς διαφορετική πολιτική στα Βαλκάνια, την πολιτική της προστασίας του ορθόδοξου πληθυσμού και της διασφάλισης των θρησκευτικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους, ακόμη και την εγκαθίδρυση της πολιτικής τους ανεξαρτησίας. Η Ρωσία προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια και στην απρόσκοπτη διέλευση του στόλου της στα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Κατά τη διάρκεια των Ρώσοτούρκικων πόλεμων του 1806-1812 και 1828-1829 η Ρωσία είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Κατόπιν αιτήματος της Ρωσίας, που δήλωσε προστάτιδα όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και την αυτονομία της Σερβίας (1830). Κορυφώθηκε η επιρροή στην Κωνσταντινούπολη της Ρωσίας, η οποία κέρδισε το δικαίωμα να εμποδίζει την διέλευση ξένων πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα.
Η υποστήριξη των Ορθοδόξων Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Ρωσία είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων της με την Τουρκία, η οποία τελικά κήρυξε πόλεμο στη Ρωσία. Το ξέσπασμα του Κριμαϊκού πολέμου με την Τουρκία το 1853 σημαδεύτηκε από την λαμπρή νίκη του ρωσικού στόλου υπό τον ναύαρχο Ναχίμοφ, που νίκησε τον εχθρό στη Σινώπη. Ήταν η τελευταία μεγάλη μάχη των ιστιοφόρων. Οι στρατιωτικές επιτυχίες της Ρωσίας προκάλεσαν αρνητική στάση της Δύσης. Έτσι δημιουργήθηκε η στρατιωτική συμμαχία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Το 1854, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία εισήλθαν στον πόλεμο στο πλευρό της Τουρκίας. Λόγω καθυστέρησης της Ρωσίας, ήταν δύσκολο να αντισταθεί σε αυτές τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κύρια πολεμική σύγκρουση εκτυλίχθηκε στην Κριμαία. Τον Οκτώβριο του 1854, οι Σύμμαχοι πολιόρκησαν την Σεβαστούπολη. Ο Ρωσικός στρατός υπέστη μια σειρά από ήττες και δεν μπορούσε να παρέχει βοήθεια στην πολιορκημένη πόλη-φρούριο. Παρά την ηρωική άμυνα της πόλης επί 11 μήνες τον Αύγουστο του 1855, οι υπερασπιστές της Σεβαστούπολης αναγκάστηκαν να παραδώσουν την πόλη. Στις αρχές του 1856 μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Παρισιού. Σύμφωνα με τους όρους της η Ρωσία δεν μπορούσε να διατηρεί ναυτικό στόλο στη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι η Ρωσία έγινε ευάλωτη στη θάλασσα και αδύνατη για να διεξαγάγει ενεργή εξωτερική πολιτική στην περιοχή. Ο Νικόλαος Α πέθανε το απόγευμα στις 18 Φεβρουαρίου (2 Μαρτίου) 1855 σε ηλικία 59 ετών, από πνευμονία.
β. Αλέξανδρος Β΄ (1855-1881)
Ο Αλέξανδρος Β΄ Νικολάγεβιτς Ρομάνοφ (Александр II Николаевич, 29 Απριλίου 1818 – 13 Μαρτίου 1881), ήταν τσάρος της Ρωσίας από τις 3 Μαρτίου 1855 έως τη δολοφονία του το Μάρτιο του 1881. Είχε επίσης τον τίτλο του βασιλιά της Πολωνίας και του Μεγάλου Δούκα της Φινλανδίας. Ήταν πρωτότοκος γιος του τσάρου Νικολάου Α΄ και της γερμανίδας πριγκίπισσας Καρλόττας της Πρωσίας, κόρης του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ της Πρωσίας και της δούκισσας Λουίζας του Μεγάλου Δουκάτου του Μέκλενμπουργκ-Στρέλιτς. Η μόρφωσή του, υπό την επίβλεψη του φιλελεύθερου ρομαντικού ποιητή και μεταφραστή Βασίλι Ζουκόφσκι, ήταν εξαιιρετική και περιλάμβανε μελέτη πολλών επιστημών και εκμάθηση των κύριων ευρωπαϊκών γλωσσών της εποχής. Όταν ενηλικιώθηκε στις 5 Μαΐου του 1834 εισήχθη από τον πατέρα του το 1834 στη Γερουσία, το 1835 στην Ιερή Διοικητική Σύνοδο, από το 1841 ήταν μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας, και το 1842 μέλος Επιτροπής Υπουργών. Το 1837, ο Αλέξανδρος Β΄ έκανε ταξίδι σε όλη τη Ρωσία και επισκέφθηκε 29 επαρχίες του Ευρωπαϊκού τμήματος, τον Καύκασο και τη δυτική Σιβηρία. Στο διάστημα 1838-1839 διέμεινε στην Ευρώπη. Η στρατιωτική θητεία του ήταν επιτυχής. Το 1836, έγινε στρατηγός-ταγματάρχης, το 1844 γενικός στρατηγός στη διοίκηση του πεζικού. Από το 1849 έγινε επικεφαλής των στρατιωτικών σχολών και το το 1846 πρόεδρος της Μυστικής Επιτροπής Αγροτικών Υποθέσεων. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου 1853-1856 διοικούσε όλα τα στρατεύματα της πρωτεύουσας. Ανέβηκε στο θρόνο κατά την ημέρα του θανάτου του πατέρα του, στις 18 Φεβρουαρίου 1855.
Εκείνη την εποχή στη Ρωσία η κατάσταση ήταν καταπιεστική, χωρίς ελευθερία σκέψης και ατομική πρωτοβουλία. Υπήρχε λογοκρισία σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, και η κριτική στις Αρχές ήταν σοβαρό παράπτωμα. Ένα από τα σημαντικά βήματα του ήταν η σύναψη της Συνθήκης του Παρισιού το Μάρτιο του 1856, με καλούς σχετικά όρους δεδομένου ότι η κατάσταση δεν ευνοούσε τη Ρωσία (στην Αγγλία υπήρχε ισχυρό αίσθημα να συνεχιστεί ο πόλεμος μέχρι την ήττα και το διαμελισμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας).
Τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της κατάργησης της δουλοπαροικίας στη Ρωσία έγιναν από τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α΄ με την έκδοση διατάγματος σχετικά με τούς αγρότες το 1803. Επόμενα βήματα έγιναν από το τσάρο Νικόλαο Α΄, όμως ο θεσμός της δουλοπαροικίας δεν είχε καταργηθεί τελείως. Στις 19 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) του 1861 στην Αγία Πετρούπολη ,ο Αλέξανδρος Β΄ υπέγραψε το μανιφέστο κατάργησης της δουλοπαροικίας και της κατάστασης των αγροτών που προέρχονταν από δουλοπαροικία με 17 νομοθετήματα. Όμως η μεταρρύθμιση για την πλειοψηφία των αγροτών δεν επέφερε ουσιαστική αλλαγή στην νομική τους κατάσταση, αφού δεν ονομάζονταν πια «δουλοπάροικοι», αλλά «υπόχρεοι», και τυπικά θεωρήθηκαν ελεύθεροι, μολονότι οι γαιοκτήμονες συνέχιζαν, όπως και πριν, να χρησιμοποιούν σωματική τιμωρία κατά των αγροτών, που εξακολουθούσαν να πληρώνουν τέλη όπως σε προηγούμενα χρόνια.
Στις 1 (13) Μαρτίου του 1881, το απόγευμα, ο Αλέξανδρος Β πέθανε εξαιτίας θανατηφόρου τραυματισμού που δέχθηκε στην Αγία Πετρούπολη από μια βόμβα (ήταν δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του). Την έριξε κάτω από τα πόδια του μελος της τρομοκρατικής οργάνωσης Λαϊκή Θέληση. (Narodnaya Volya).
γ. Αλέξανδρος Γ΄ (1881-1894)
Ο Αλέξανδρος Αλεξάντροβιτς Ρομάνοφ (Александр Александрович Рома́нов, 1845–1894), ήταν αυτοκράτορας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, από τις 13 Μαρτίου 1881 (παλαιό ημερολόγιο 1 Μαρτίου) έως το θάνατό του την 1η Νοεμβρίου (παλ. ημερ. 20 Οκτωβρίου) 1894. Δευτερότοκος γιος και διάδοχος του Αλεξάνδρου Β΄ σε νεαρή ηλικία είχε ως παιδαγωγό τον υπερεθνικιστή νομομαθή Κωνσταντίν Πομπεντονόστσεφ, που συνέχισε να τον επηρεάζει και μετά την άνοδο του στο θρόνο. Έτσι η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα αυταρχικότητας, μολονότι στα χρόνια του άρχισε να εφαρμόζεται στη Ρωσία προστατευτική εργατική νομοθεσία. Πρώτη πράξη του, αμέσως μετά την ανάρρησή του στο θρόνο ήταν η ανάκληση του σχεδίου συντάγματος που είχε εγκρίνει ο πατέρας του. Στη συνέχεια εφάρμοσε ένα πρόγραμμα βίαιου εκρωσισμού των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων της πολυεθνικής αυτοκρατορίας του, που σημαντικότερη εκδήλωσή του υπήρξαν οι διωγμοί των Εβραίων («Πογκρόμ») από θρησκόληπτους Ρώσους με την ανοχή των αρχών.
Στον εξωτερικό τομέα ακολούθησε φιλειρηνική πολιτική. Έτσι, όταν εκδηλώθηκαν οι επεκτατικές φιλοπόλεμες τάσεις του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄, όταν η περιοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης πέρασε σε Αυστριακό έλεγχο το 1908, ο τσάρος αποδεσμεύτηκε σταδιακά από τους συμμαχικούς δεσμούς του με τη Γερμανία και δεν ανανέωσε τη γερμανο-ρωσική συνθήκη μετά την εκπνοή της το 1890, αλλά αντίθετα στράφηκε προς την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων με τη Γαλλία και Αγγλία. Κύρια αιτία της μεταβολής αυτής ήταν η τάση της Γερμανίας να βοηθήσει την αυστριακή πολιτική στα Βαλκάνια καθώς και η ασυμφωνία της με τη Ρωσία σε οικονομικά ζητήματα. Ο Αλέξανδρος Γ πέθανε το 1894 σε ηλικία 49 ετών από νεφρική ανεπάρκεια.
δ. Νικόλαος Β΄ (1894-1917)
Ο Νικόλαος Β΄ Αλεξάντροβιτς Ρομάνοφ (Никола́й Алекса́ндрович Рома́нов 18 Μαΐου 1868 – 17 Ιουλίου 1918) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωσίας, Βασιλιάς της Πολωνίας και Μεγάλος Δούκας της Φινλανδίας. Κυβέρνησε από το 1894 μέχρι τη αναγκαστική παραίτησή του από τον θρόνο το 1917. Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ΄ και της Μαρία Φεοντόροβνα Φρειδερίκη Δαγμάρ της Δανίας. Παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ήταν ο Αλέξανδρος Β΄ της Ρωσίας και από την πλευρά της μητέρας του ο Κριστιάν Θ΄ της Δανίας. Ο Νικόλαος Β΄ ήταν ευαίσθητο παιδί, με ιδιαίτερη αγάπη και για τους δύο γονείς του. Πριν γίνει Τσάρος, ο Νικόλαος Β΄ πραγματοποίησε έναν αξιοζήλευτο αριθμό ταξιδιών. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ιαπωνία, έγινε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του με σπαθί, από την οποία σώθηκε χάρη στην άμεση αντίδραση του ξαδέρφου του, Πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος, ο οποίος απέκρουσε το δεύτερο χτύπημα με το μπαστούνι του. Το κίνητρο του παρολίγον δολοφόνου ήταν ότι ο Νικόλαος Β΄ είχε επισκεφτεί ένα ναό, στον οποίο ποτέ πριν δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε μη πιστούς.
Ως αυτοκράτορας ο Νικόλαος Β΄ αποφάσισε να διατηρήσει τη συντηρητική πολιτική του πατέρα του, αλλά ασχολήθηκε πολύ με διοικητικές λεπτομέρειες. Σε ένα ταξίδι του στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρακολούθησε μια συνεδρίαση του Κοινοβουλίου και έδειξε εντυπωσιασμένος από τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. Ωστόσο γύρισε την πλάτη του σε οποιαδήποτε ιδέα παραχώρησης δύναμης στους εκλεγμένους αντιπροσώπους στη Ρωσία. Παράλληλα με τις φιλειρηνικές μεθοδεύσεις του, ο Νικόλαος Β΄ συναίνεσε στη χάραξη επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής ως προς την Άπω Ανατολή (ρωσική συμμετοχή στη διανομή της Κίνας), πολιτική που έφερε την χώρα του αντιμέτωπη με την ανερχόμενη δύναμη της Ιαπωνίας. Κατάληξη του πολύχρονου ανταγωνισμού στην περιοχή υπήρξε ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (1904- 05), που τελείωσε με θεαματική νίκη των Ιαπώνων και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας. Η εθνική ταπείνωση, συνδυασμένη με τη γενικότερη δυσαρέσκεια των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων και την οικονομική εξουθένωση των λαϊκών στρωμάτων, μετουσιώθηκε σε επαναστατικό κίνημα, που κλόνισε σοβαρά τις βάσεις του τσαρικού καθεστώτος. Η πολυαίμακτη καταστολή του κινήματος εκείνου, στην οργάνωση του οποίου είχαν συμβάλει σημαντικά οι μπολσεβίκοι του Λένιν, διατήρησε προσωρινά την πολιτειακή και κοινωνική τάξη στην Ρωσία.
Υπό την πίεση που δημιούργησε μια προσπάθεια για Επανάσταση στις 5 Αυγούστου 1905 ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ εξέδωσε ένα μανιφέστο για σύγκληση της Κρατικής Δούμας, η οποία αρχικά ήταν συμβουλευτικό όργανο. Ο Τσάρος δεσμεύτηκε να δώσει βασικές πολιτικές ελευθερίες, προνόησε για ευρεία συμμετοχή στην Κρατική Δούμα, και παραχώρησε στη Δούμα νομοθετική εξουσία, αλλά, αποφασισμένος να διατηρήσει τη μοναρχία του, περιόρισε την εξουσία της Δούμας με πολλούς τρόπους. Η Πρώτη Δούμα σχεδόν αμέσως συγκρούστηκε μαζί του. Παρόλο που ο Νικόλαος Β΄αρχικά είχε καλές σχέσεις με τον σχετικά φιλελεύθερο πρωθυπουργό Σεργκέι Βίτε (Sergei Witte), η σύζυγός του Αλεξάνδρα δεν τον εμπιστευόταν (γιατί ξεκίνησε μια έρευνα για τον Ρασπούτιν), και καθώς η πολιτική κατάσταση ξέφευγε, ο Νικόλαος Β΄ διέλυσε τη Δούμα.
Ένα ζήτημα που περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές υποθέσεις, ήταν αυτό της διαδοχής. Η Αλεξάνδρα, εγγονή της Βασίλισσας Βικτώριας, γέννησε τέσσερις κόρες, την Όλγα το 1895, την Τατιάνα το 1897, τη Μαρία το 1899 και την Αναστασία το 1901, πριν γεννήσει τον Αλεξέι (Αλέξιο) στις 12 Αυγούστου 1904. Ο νεαρός κληρονόμος έπασχε από αιμορροφιλία, μια κληρονομική ασθένεια, που προκαλεί αδυναμία πήξης του αίματος σε περιπτώσεις αιμορραγίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν ανίατη και συνήθως οδηγούσε σε πρόωρο θάνατο (ονομάστηκε «βασιλική ασθένεια» και πιθανός φορέας της ήταν η ίδια η Αλεξάνδρα). Αρχικά η Αλεξάνδρα απευθύνθηκε σε Ρώσους γιατρούς και φαρμακοποιούς για να θεραπεύσουν τον Αλεξέι, ωστόσο, οι θεραπείες απέτυχαν, και η Αλεξάνδρα άρχισε να στρέφεται σε μυστικιστές και όσιους. Ένας από αυτούς, ο Γκριγκόρι Ρασπούτιν, φάνηκε να έχει κάποια προσωρινή αλλά αβέβαια επιτυχία.
Ως επακόλουθο της δολοφονίας του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914, από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ (Gavrilo Princip), μέλος του Σερβικού εθνικού μετώπου γνωστό ως Black Hand, ο Νικόλαος Β΄ ταλαντεύτηκε ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει η Ρωσία. Οι ανερχόμενες ιδέες του Πανσλαβισμού είχαν οδηγήσει τη Ρωσία να θεσπίσει συμφωνίες προστασίας της Σερβίας. Ο Νικόλαος δε θέλησε ούτε να παραδώσει τη Σερβία στο τελεσίγραφο της Αυστρο – Ουγγαρίας, ούτε να προκαλέσει μια γενικότερη σύρραξη. Σε μια σειρά από γράμματα που αντάλλαξε με τον Γερμανό Κάιζερ και οι δύο διακήρυξαν την επιθυμία τους για ειρήνη, και ο ένας προσπαθούσε να κάνει τον άλλον να υποχωρήσει. Ο Νικόλαος Β΄ πήρε αυστηρά μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση, διατάζοντας την κινητοποίηση του ρωσικού στρατού μόνο προς τα Αυστριακά σύνορα, με την ελπίδα να αποφύγει τον πόλεμο με την Γερμανική Αυτοκρατορία. Ήταν μια παράτολμη απόφαση, καθώς η Αυστρία ήταν επί χρόνια σύμμαχος της Γερμανίας. Έτσι πόλεμος με την Αυστρία σήμαινε και πόλεμο με την Γερμανία. Οι Ρώσοι δεν είχαν κανένα σχέδιο για μερική κινητοποίηση των ρωσικών στρατευμάτων, και στις 31 Ιουλίου 1914 ο Νικόλαος έκανε το μοιραίο βήμα δίνοντας την εντολή για γενική επιστράτευση. Καθώς η Γερμανία και η Αυστρο-Ουγγαρία είχαν συνάψει αμοιβαίες αμυντικές συμφωνίες, αυτό οδήγησε σχεδόν άμεσα σε μία Γερμανική επιστράτευση και ταυτόχρονη κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ξέσπασμα του πολέμου την 1η Αυγούστου 1914, βρήκε τη Ρωσία απροετοίμαστη. Διατάχθηκε μια άμεση επίθεση εναντίον της Γερμανικής επαρχίας της Ανατολικής Πρωσίας, όπου οι Γερμανοί παρατάχθηκαν αποτελεσματικά και νίκησαν ολοκληρωτικά τα δύο Ρωσικά στρατεύματα που είχαν εισβάλει. Η Μάχη του Τάνενμπεργκ, όπου ένα ολόκληρο Ρωσικό στράτευμα εξολοθρεύτηκε, έριξε μια απειλητική σκιά πάνω στο μέλλον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Τα ρωσικά στρατεύματα αργότερα σημείωσαν νίκες τόσο εναντίον της Αυστρο-Ουγγαρίας όσο και εναντίον των δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ποτέ όμως δεν κατάφεραν να κάμψουν τη δύναμη του Γερμανικού στρατού. Σταδιακά άρχισε ένας πόλεμος φθοράς στο αχανές ανατολικό μέτωπο, όπου οι Ρώσοι αντιμετώπισαν ενωμένες τις δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας, και υπέστησαν βαρύ πλήγμα. Ο Νικόλαος Β΄, αισθανόμενος ότι ήταν καθήκον του, και ότι η προσωπική του παρουσία θα ενθάρρυνε τους στρατιώτες, το Σεπτέμβριο του 1915, ανέλαβε ο ίδιος τον ρόλο του αρχιστράτηγου. Στην προσπάθειά του να επιβλέψει την πορεία του πολέμου, άφησε ουσιαστικά τη διαχείριση των εσωτερικών ζητημάτων στην Αλεξάνδρα, η οποία ως Γερμανίδα δεν ήταν καθόλου αρεστή στο λαό. Η Δούμα ζητούσε διαρκώς πολιτικές μεταρρυθμίσεις και αυτή η ανήσυχη κατάσταση συνεχίστηκε σε όλη τα διάρκεια του πολέμου. Αποκομμένος από την κοινή γνώμη ο Νικόλαος αρνούνταν να δει πόσο κουρασμένος ήταν ο λαός από τη δυναστεία του και πόσο μισούσε τη γυναίκα του. Είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένα για την καταστροφική επίδραση του Ρασπούτιν, αλλά δεν τον απομάκρυνε. Ο Νικόλαος Β΄αρνούνταν να επιβάλλει λογοκρισία στον τύπο, όπου καθημερινά σχεδόν υπήρχαν κατηγορίες και φήμες εναντίον της Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν. Η Αλεξάνδρα είχε ακόμα κατηγορηθεί για προδοσία στους Γερμανούς εξαιτίας των Γερμανικών ριζών της. Τελικά ο θυμός προς τον Νικόλαο Β΄που δεν αποφάσιζε να απομακρύνει τον Ρασπούτιν και η ζημιά που ο τελευταίος προκαλούσε στη μοναρχία και στις πολεμικές ενέργειες της Ρωσίας, οδήγησαν στη δολοφονία του μοναχού στις 16 Δεκέμβρη 1916. Υπεύθυνη ήταν μια ομάδα από αριστοκράτες με αρχηγό τον Πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ (Felix Yusupov) και τον Μεγάλο Δούκα Ντμίτρι Παύλοβιτς (Дмитрий Павлович), ξάδερφο του Τσάρου.
Οι δυσκολίες στη διαβίωση όλο και αυξανόταν, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορούσε να παρέχει τον απαραίτητο εφοδιασμό και αυτό οδηγούσε σε μαζικές αναταραχές και εξεγέρσεις. Τον Φεβρουάριο του 1917 στην Πετρούπολη (όπως μετονομάστηκε τότε η πρωτεύουσα), ο συνδυασμός του εξαιρετικά βαρύ χειμώνα και της έλλειψης φαγητού, οδήγησε τον κόσμο στο να σπάει βιτρίνες καταστημάτων για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά, όπως το ψωμί. H αστυνομία άρχισε να πυροβολεί από τις στέγες όσους υποκινούσαν εξεγέρσεις. Στις δυνάμεις στην πρωτεύουσα δεν είχε δοθεί κανένα κίνητρο κι έτσι δεν είχαν κανένα καλό λόγο να είναι πιστοί στο καθεστώς. Έτσι, γεμάτοι από θυμό και επαναστατική διάθεση, πήραν το μέρος του λαού. Η τάξη διαλύθηκε και μέλη της Δούμας, προκειμένου να την αποκαταστήσουν, σχημάτισαν μία «Προσωρινή Κυβέρνηση», κίνηση που αποδείχτηκε αδύναμη να αντιστρέψει το επαναστατικό κλίμα. Στο τέλος της Φεβρουαριανής Επανάστασης του 1917 στις 2 Μαρτίου (Ιουλιανό Ημερολόγιο)/ 15 Μαρτίου (Γρηγοριανό Ημερολόγιο), ο Νικόλαος Β΄ εκδιώχθηκε από τον θρόνο. Αρχικά τη θέση του πήρε ο γιος του, αλλά, επειδή, σύμφωνα με τους γιατρούς, ο μικρός δε θα κατάφερνε να ζήσει για πολύ μακριά από τους γονείς του που θα βρίσκονταν στην εξορία, ο Νικόλαος Β΄ανακάλεσε την απόφασή του. Στο μανιφέστο που εξέδωσε ονομάτιζε τον αδερφό του τον Μεγάλο Δούκα Μιχαήλ ως τον επόμενο αυτοκράτορα «πασών των Ρωσιών». Ο Μέγας Δούκας Μιχαήλ Β΄ αρνήθηκε τον θρόνο, μέχρις ότου θα επιτρεπόταν στον λαό να ψηφίσει μέσω ενός θεσμικού οργάνου μεταξύ της συνέχισης της μοναρχίας ή τη δημιουργία δημοκρατίας. Ο Μιχαήλ ποτέ δεν εκδιώχθηκε από την εξουσία, απλά καθυστερούσε να την αναλάβει. Η εκδίωξη του Νικόλαου Β΄και η ακόλουθη Οκτωβριανή επανάσταση των Μπολσεβίκων έδωσε τέρμα στην κυριαρχία της δυναστείας των Ρομάνοφ που κυβερνούσε από το 1613. Έστρωσε επίσης τον δρόμο για την δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, η γέννηση της οποίας σημαδεύτηκε από παγκόσμιο σκεπτικισμό από κάποιους και ενθουσιασμό από άλλους για την πρώτη εφαρμογή της κομμουνιστικής θεωρίας σε μια μεγάλη χώρα όπως η Ρωσία.
Στις αρχές Μαρτίου η Προσωρινή Κυβέρνηση έβαλε τον Νικόλαο και την οικογένειά του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου στο Τσάρσκογε Σελό, 15 μίλια νότια από την Αγία Πετρούπολη. Τον Αύγουστο του 1917 η Κυβέρνηση Κερένσκι μετέφερε τους Ρoμανόφ στο Τόμπολσκ στα Ουράλια, στο σπίτι του πρώην Κυβερνήτη, ισχυριζόμενη ότι έτσι θα προστατευόταν από το εντεινόμενο επαναστατικό κλίμα. Όταν οι Μπολσεβίκοι ανέβηκαν στην εξουσία τον Οκτώβριο, τα μέτρα κράτησής τους έγιναν αυστηρότερα και η σκέψη να δικαστεί ο Νικόλαος ακουγόταν όλο και πιο συχνά. Όσο η αντιεπαναστατική Λευκή κίνηση συγκέντρωνε δυνάμεις, οδηγώντας σε εμφύλιο πόλεμο μέχρι το καλοκαίρι, ο Νικόλαος Β΄, η Αλεξάνδρα και η κόρη τους Μαρία μεταφέρθηκαν τον Απρίλιο στο Αικατερίνενμπουργκ. Ο Αλέξιος ήταν πολύ άρρωστος για να συνοδεύσει τους γονείς του και παρέμεινε με τις αδερφές του Όλγα, Τατιάνα και Αναστασία στο Τομπόλσκ μέχρι τον Μάιο του 1918. Η οικογένεια με λίγους ακόλουθους έμεινε φυλακισμένη στην οικία Ιπάτιεφ στο Αικατερίνενμπουργκ, ένα στρατιωτικό Μπολσεβικικό οχυρό. Εκεί, το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1918, οι Μπολσεβίκοι ξύπνησαν τον Νικόλαο, την Αλεξάνδρα, τα παιδιά τους, τον γιατρό τους και τρεις υπηρέτες, τους πήγαν στο υπόγειο και τους εκτέλεσαν στις 2:33 π.μ. Βάσει στοιχείων που έγιναν γνωστά το 1989, φαίνεται ότι η εκτέλεση έγινε, όταν μονάδες της Λεγεώνας της Τσεχοσλοβακίας, υποχωρώντας από τα Ρωσικά εδάφη, πλησίασαν το Αικατερίνενμπουργκ. Φοβούμενοι ότι η Λεγεώνα θα καταλάμβανε την πόλη και θα απελευθέρωνε τον Νικόλαο, οι φύλακες της Αυτοκρατορικής Οικογένειας στράφηκαν στη λύση της άμεσης εξόντωσής της, πιστεύοντας πως «δεν υπάρχει επιστροφή». Το τηλεγράφημα που έδινε την εντολή εκ μέρους του Ανώτατου Σοβιέτ στη Μόσχα υπογράφτηκε από τον Γιάκοβ Σβερντλόφ (Яков Свердлов), του οποίου το όνομα πήρε η πόλη. Τα υπολείμματα της οικογένειας και των ακολούθων τους με εξαίρεση δύο παιδιών βρέθηκαν το 1991. H ρωσική κυβέρνηση τους ξέθαψε και έκανε μια κρατική τελετή κηδείας. Τελετή χριστιανικής ταφής πραγματοποιήθηκε 80 χρόνια μετά τη εκτέλεσή τους το 1998. Τα σώματά τους αναπαύτηκαν με τιμές αρχηγού κράτους στο Παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης στην Αγία Πετρούπολη, όπου αναπαύονταν όλοι οι Ρώσοι Αυτοκράτορες από τον Μεγάλο Πέτρο και έπειτα. Ο Νικόλαος Β΄ και οι πρώτου βαθμού συγγενείς του αγιοποιήθηκαν από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 14 Αυγούστου 2000. Δεν έγιναν μάρτυρες αφού ο θάνατος τους δεν σχετιζόταν άμεσα με τη χριστιανική πίστη. Αντ' αυτού ονομάστηκαν «παθοφόροι» (passion bearers).
Μετά την Αλγκομική Ορογένεση που οδήγησε στον σχηματισμό των πρώτων ηπειρωτικών μαζών στον αρχέγονο ωκεανό στην διάρκεια της Ηωζωικής Εποχής, στην περίοδο από το 1.500.000.000 π.Χ. μέχρι το 600.000.000 π.Χ., η Βόρεια Αμερικανική Ήπειρος σχηματίσθηκε πάνω από την θάλασσα στην διάρκεια της Ορδοβίκιας Εποχής περί το 400.000.000 π.Χ., ως τμήμα της πρωταρχικής ηπείρου Λαυρεντίας που συνυπήρχε εκείνη την περίοδο μαζί με άλλες πρωταρχικές ηπείρους όπως η Γκοντβάνα, μέρος της οποίας ήταν η Νότια Αμερική. Στην διάρκεια της Λιθανθρακοφόρου Εποχής περί το 300.000.000 π.Χ. η Λαυρεντία ήταν ενωμένη με την Γκοντβάνα σε μία ενιαία ηπειρωτική μάζα, που συνυπήρχε πάνω από την θάλασσα μαζί με την Σιβηρία και την Κίνα. Την εποχή εκείνη άρχισε η ορογένεση των Απαλάχιων Ορέων και της Οροσειράς των Άνδεων. Στην διάρκεια της Τριαδικής Εποχής περί το 200.000.000 π.Χ. όλες οι πρωταρχικές ηπειρωτικές μάζες ήταν ενωμένες σε μία ήπειρο στην οποία δόθηκε το όνομα Πανγαία. Στην διάρκεια της Ιουρασικής Εποχής περί το 150.000.000 π.Χ. τμήμα της Πανγαίας που αντιστοιχεί στις σημερινές Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ασία αποσπάσθηκε και σχημάτισε την Λαυρασία, ενώ η Νότια Αμερική παρέμενε κολλημένη με την Αφρική που ήταν τμήμα της Γκοντβάνας. Στην Κρητιδική Εποχή περί το 90.000.000 π.Χ. οι ήπειροι είχαν πάρει περίπου την σημερινή θέση τους αλλά το μέγιστο μέρος της Ευρώπης και μέρος της Βόρειας Αμερικής βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας που ονομάστηκε Τηθύς. Στην διάρκεια της Ηώκαινης, Ολιγόκαινης και Μειόκαινης περιόδου της Τριτογενούς Εποχής από το 65.000.000 π.Χ. μέχρι το 6.000.000 π.Χ. συντελέσθηκε η ορογένεση των Βραχωδών Ορέων και της Σιέρα Νεβάδα και τα νερά άρχισαν να αποτραβιούνται από την Αμερικανική Ήπειρο και, σταδιακά στην διάρκεια της Πλειόκαινης περιόδου μέχρι το 1.000.000 π.Χ., και από την Ευρώπη λόγω της ορογένεσης των Άλπεων και των Ιμαλαίων που άρχισαν από το 50.000.000 π.Χ.
Στα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου που άρχισε το 1.000.000 π.Χ. η Παλαιολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από τέσσερις μακρόχρονες περιόδους παγετώνων που εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, με τρεις ενδιάμεσες ζεστές περιόδους κατά τις οποίες οι πάγοι έλιωναν. Από τα πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής η Ευρώπη κατοικήθηκε από ανθρώπους που ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Οι πρώτες όμως μεταναστεύσεις ανθρώπων στην Αμερική έγιναν πολύ αργότερα στην διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής που άρχισε το 10.000 π.Χ. μετά το λιώσιμο των πάγων της τελευταίας περιόδου των παγετώνων που κράτησε περίπου 90.000 χρόνια. Οι πρώτοι μετανάστες της Αμερικής ανήκαν στην Μογγολοειδή Φυλή και πέρασαν στα Αμερικανικά εδάφη από τον Βερίγγειο πορθμό προερχόμενοι από την βορειοανατολική Ασία.
Οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής Εποχής, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), χρονολογούνται στο Μεξικό, το Περού και την υπόλοιπη Νότια Αμερική από το 3000 π.Χ. Καλλιεργούσαν βαμβάκι, αραβόσιτο, λαχανικά και καπνά και έφτιαχναν βαμβακερά και μάλλινα υφάσματα από μαλλί που έπαιρναν από λάμας. Η κεραμική άρχισε να αναπτύσσεται από το 2300 π.Χ.
Οι Ολμέκοι ανάπτυξαν τον πρώτο σημαντικό νεολιθικό πολιτισμό στο Μεξικό από το 1200 π.Χ. Δεν χρησιμοποιούσαν τροχούς ούτε μεταλλικά εργαλεία, αλλά η τέχνη τους στην κατασκευή αγαλματίων από νεφρίτη ή πηλό και κεραμικών προϊόντων ήταν αξιόλογη, ενώ οι ογκώδεις πλίθινοι ναοί που έκτιζαν είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, αν ληφθούν υπόψη τα τεχνικά μέσα που διέθεταν.
Νεολιθικός ήταν και ο πολιτισμός των Μάγια που έφτασε σε ωριμότητα την περίοδο από το 300 μέχρι το 1000 μ.Χ. Αγνοούσαν και αυτοί τον τροχό και την χρήση των μετάλλων, αλλά παράλληλα με τις γεωργικές καλλιέργειες και την κεραμική είχαν αναπτύξει ένα αυστηρά οργανωμένο θρησκευτικό σύστημα με ιερατείο που είχε ειδικές γνώσεις στα μαθηματικά και την αστρονομία.
Κατά την περίοδο από το 750 μέχρι το 990 μ.Χ. οι Τολτέκοι που ζούσαν επίσης στην περιοχή του Μεξικού δημιούργησαν μια στρατοκρατική αυτοκρατορία που σταδιακά κυριάρχησε στην περιοχή επιβάλλοντας νέες συνήθειες, ανάμεσα στις οποίες και τις ανθρωποθυσίες.
Από το 1100 μ.Χ. οι Αζτέκοι που ήρθαν στο Μεξικό από βορειότερες περιοχές κατάκτησαν όλη την περιοχή, υπέταξαν τους Τολτέκους και επέβαλαν την δική τους πολιτική κυριαρχία μέχρι το 1520 που έφτασαν εκεί από την Ευρώπη οι Ισπανοί κατακτητές, που διέλυσαν την αυτοκρατορία των Αζτέκων. Όπως και οι προηγούμενες φυλές αγνοούσαν και αυτοί την χρήση των μετάλλων, των αλόγων και του τροχού και χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία. Οι λέξεις ντομάτα, πατάτα και σοκολάτα, που διαδόθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οφείλονται σ’ αυτούς.
Σημαντική φυλετική ομάδα, που κυριάρχησε στην δυτική περιοχή της Νότιας Αμερικής με επίκεντρο το Περού, ήταν οι Ίνκας, οι οποίοι από τον 13ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκαν εδαφικά σε μεγάλη έκταση και δημιούργησαν μια ισχυρή και καλά οργανωμένη αυτοκρατορία, που διατηρήθηκε μέχρι το 1540 μ.Χ. όταν την διέλυσαν οι Ισπανοί κατακτητές.
Οι φυλές που ζούσαν στην Βόρεια Αμερική, είχαν συγκριτικά καθυστερημένη ανάπτυξη. Αρχικά ζούσαν ημινομαδική ζωή, τρέφονταν με σπόρους και μούρα και ακολουθούσαν τις αγέλες των άγριων ζώων. Άρχισαν να εγκαθίστανται σε μόνιμες κατοικίες και να ασχολούνται με αγροτικές εργασίες μετά το 500 π.Χ. Εξαπλώθηκαν σταδιακά σε πολλά σημεία της ηπείρου σε δάση, βουνά, πεδιάδες, ερήμους και ζούγκλες μέχρι τον παγωμένο βορά, όπου έγιναν γνωστοί ως Εσκιμώοι. Ζούσαν κυνηγώντας ζώα, ψαρεύοντας, μαζεύοντας τροφή και καλλιεργώντας την γη (κυρίως βαμβάκι, αραβόσιτο, λαχανικά και καπνά, αλλά και φασόλια, ντομάτες, πατάτες και άλλα κηπευτικά). Με τον τρόπο αυτό και με την πάροδο του χρόνου μέχρι την ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους, είχαν δημιουργηθεί σταδιακά εκατοντάδες διαφορετικές φυλές ιθαγενών (που αργότερα ονομάστηκαν Αμερινδοί) καθεμία από τις οποίες είχε δικά της ήθη και έθιμα, γλώσσα και τρόπο ζωής.
Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Ευρωπαίους υπήρξε αναμφισβήτητα ένα από τα κοσμοϊστορικότερα γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Ιταλός Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ο πρώτος που, σε μια προσπάθειά του να φτάσει στην Κίνα ταξιδεύοντας δυτικά, με την οικονομική υποστήριξη του Βασιλιά Φερδινάνδου και της Βασίλισσας Ισαβέλλας της Ισπανίας, το 1492, συνειδητοποίησε ότι είχε ανακαλύψει νέες εδαφικές εκτάσεις, που αρχικά ονομάστηκαν «Δυτικές Ινδίες», τις οποίες εξερεύνησε σε τρία ακόμη επόμενα ταξίδια του.
Μετά την ανακάλυψη του Κολόμβου, πραγματοποιήθηκαν πολλές ακόμη εξερευνητικές επιχειρήσεις, σε μια από τις οποίες ο Μαγγελάνος, το 1519, παρέπλευσε όλο το μήκος των παραλίων της Νότιας Αμερικής πέρασε στον Ειρηνικό Ωκεανό διασχίζοντας τον πορθμό της Γης του Πυρός και μέχρι το 1522 έκανε τον πρώτο γύρο του κόσμου, πεθαίνοντας και ο ίδιος στην διάρκεια του ταξιδιού. Το 1519 ο Φερνάντο Κορτές αποβιβάστηκε στο Μεξικό και μέχρι το 1521 το κατάκτησε ολόκληρο, διαλύοντας την αυτοκρατορία των Αζτέκων. Την ίδια τύχη είχε και η αυτοκρατορία των Ίνκας στο Περού που διαλύθηκε από τον Φρανσίσκο Πιθάρο από το 1531 μέχρι το 1533. Μέχρι το 1542 οι Ισπανοί «Κατακτητές» (conquistadors) είχαν καταλάβει τα νησιά της Καραϊβικής, την Φλόριντα, μεγάλο μέρος της περιοχής του Μισισιπή και όλη την ακτή του Ειρηνικού. Η συμπεριφορά τους απέναντι στους ντόπιους Αμερινδούς, που τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες στα ορυχεία αργύρου, ήταν πολύ σκληρή, ενώ παράλληλα έφερναν με καράβια από την Αφρική νέγρους δούλους που χρησιμοποιούσαν για τον ίδιο σκοπό. Αφρικανούς δούλους έφερε στην Αμερική και ο Άγγλος ναύαρχος Τζον Χώκινς στο διάστημα 1562 – 1568.
Οι Άγγλοι άρχισαν να έρχονται στην Αμερική από το τέλος του 16ου αιώνα σε εγκαταστάσεις που σταδιακά απλώθηκαν βορειότερα στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Βιργινίας το 1607 με πρώτο πρόεδρο τον επικεφαλής των αποίκων Τζον Σμιθ (1580 – 1631). Μια άλλη ομάδα Βρετανών, που έφτασε στην Αμερική το 1620 με το πλοίο «Mayflower», ήταν Πουριτανοί που αναζητούσαν ελεύθερο πεδίο για την λατρεία του Θεού με τον δικό τους τρόπο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που οι ίδιοι ονόμασαν «Νέα Αγγλία». Σταδιακά όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι μετανάστευαν στις ΗΠΑ αναζητώντας θρησκευτική ελευθερία ή με την ελπίδα να αποκτήσουν δική τους γη και να δημιουργήσουν μια καλύτερη ζωή ή απλώς για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην πατρίδα τους και με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε ένα σύνολο από 13 Βρετανικές αποικίες υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης της Μ. Βρετανίας, από το Μέιν μέχρι την Γεωργία, που απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα των ΗΠΑ μέχρι το 1750.
Παράλληλα οι Γάλλοι, που είχαν αρχίσει να εξερευνούν τον Καναδά από το 1523, ίδρυσαν την πρώτη αποικία τους στο Κεμπέκ το 1608 και στην Λουϊζιάνα το 1682, και απλώθηκαν ενδιάμεσα σε αποικίες που σχημάτιζαν ένα τόξο από το Κεμπέκ μέχρι την Λουϊζιάνα, όπου ζούσαν είτε ως αγρότες είτε ως αλιείς ή κυνηγοί ζώων για την εκμετάλλευση των γουναρικών τους.
Ο κίνδυνος αποκλεισμού των Άγγλων στην ανατολική ακτή, εξαιτίας του προαναφερόμενου Γαλλικού αποικιακού τόξου, που περιόριζε την διάβασή τους τόσο προς βορά όσο και προς την δύση, προκάλεσε τον νικηφόρο για τους Άγγλους Επταετή Αγγλογαλλικό Πόλεμο (1756 – 1763), αποτέλεσμα του οποίου ήταν η παραχώρηση του Καναδά στην Μ. Βρετανία.
Οι αυστηροί περιορισμοί και η βαριά δασμολόγηση που επέβαλε η Βρετανική κυβέρνηση στους αποίκους της Αμερικής, όπως και η απαγόρευση αποίκησης της Λουϊζιάνα, που αποφασίστηκε στο Λονδίνο, ήταν οι αιτίες της Αμερικανικής Επανάστασης (1775 – 1783) που κατέληξε στην αναγνώριση των ΗΠΑ ως ανεξάρτητου κράτους καθώς και στην εδαφική επέκταση των ΗΠΑ προς την δύση μέχρι τον ποταμό Μισισιπή, χάρη στην προσάρτηση αντίστοιχης ομάδας πολιτειών που παραχωρήθηκαν από τους Βρετανούς.
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ, ως προϊόν συμβιβασμού των απαιτήσεων για τα δικαιώματα των Πολιτειών και της κεντρικής εξουσίας, εγκρίθηκε μετά από σειρά συνελεύσεων που έγιναν στην Φιλαδέλφεια, η οποία ήταν τότε πολιτιστική πρωτεύουσα των ΗΠΑ, και ο Γεώργιος Ουάσινγκτον (1732 – 1799), στρατηγός των Αμερικανών κατά τους πολέμους της Ανεξαρτησίας, αναδείχτηκε πρώτος πρόεδρος της χώρας (1789 – 1797), που ανέλαβε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της σε μία περίοδο πιέσεων, τόσο από τους Βρετανούς όσο και από τους Γάλλους, στην διάρκεια των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης.
Το πρόβλημα αυτό κληρονομήθηκε στους διαδόχους του προέδρους της λεγόμενης «δυναστείας της Βιργινίας» Τζον Άνταμς (πρόεδρος 1797 – 1801), Τόμας Τζέφερσον (πρόεδρος 1801 – 1809) και Τζέημς Μάντισον (πρόεδρος 1809 – 1817) και οδήγησε σε δευτερογενή πόλεμο με την Μ. Βρετανία (1812 – 1814). Στην περίοδο αυτή η εσωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκε από την αντίθεση ανάμεσα στους Ομοσπονδιακούς (Federalists), που, με ηγέτη τον Αλεξάντερ Χάμιλτον (1755 – 1804), πίεζαν για μία ομοσπονδιακή ένωση με ισχυρότερη κεντρική κυβέρνηση, και τους Δημοκρατικούς Ρεπουμπλικάνους (Democratic Republicans), οι οποίοι, με ηγέτη τον Τόμας Τζέφερσον (1743 – 1826) υποστήριζαν τα δικαιώματα αυτονόμησης των πολιτειών. Ένα σημαντικό γεγονός της περιόδου αυτής είναι η νέα εδαφική επέκταση των ΗΠΑ προς την δύση μέχρι την γραμμή από την Μοντάνα μέχρι την Λουϊζιάνα, μετά την εξαγορά από την Γαλλία το 1803 εδαφικών εκτάσεων που αργότερα έγιναν πολιτείες .
Στην διάρκεια της προεδρίας του Τζέημς Μονρόε (1758 – 1831, πρόεδρος 1817 – 1825), εξαγοράστηκε και η Φλόριντα από τους Ισπανούς το 1819, ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος είναι γνωστός για το «δόγμα Μονρόε», με το οποίο εγκαινιάστηκε μια μακρόχρονη εξωτερική πολιτική απομονωτισμού, που τηρήθηκε για πολλές δεκαετίες μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με το οποίο αποκλείστηκε η αποικιακή εξάπλωση των Ευρωπαίων στην Αμερική, αλλά και η ανάμειξη της Αμερικής σε διεθνή πολιτικά προβλήματα.
Νέα εδαφική επέκταση πραγματοποιήθηκε στην διάρκεια της προεδρίας του Τζέημς Νοξ Πολκ (πρόεδρος 1845 – 1849) κατά την οποία αποκτήθηκαν, το 1848 ως αποτέλεσμα του πολέμου με το Μεξικό (1846 -1848), τα εδάφη των μετέπειτα νοτιοδυτικών πολιτειών από το Τέξας μέχρι την Καλιφόρνια, ενώ το ίδιο έτος οριοθετήθηκαν και τα βόρεια σύνορα προς τον Καναδά στον 49ο παράλληλο από τον Ατλαντικό μέχρι τις Μεγάλες Λίμνες, σε μια εποχή που το κύμα μετανάστευσης προς την Άπω Δύση (Φαρ Ουέστ) είχε ήδη ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό από την διάθεση αξιοποίησης των κοιτασμάτων χρυσού της περιοχής.
Παράλληλα με την πρόκληση για την υποταγή και αξιοποίηση των προσφερόμενων μεγάλων εκτάσεων γης και το πρόβλημα των σχέσεων με τους ιθαγενείς Αμερινδούς, το σημαντικότερο πρόβλημα για τους άποικους της Αμερικής στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν οι βαθιές διαφορές της Αμερικανικής κοινωνίας ανάμεσα στους μικρούς κτηματίες, τους εμπόρους και τους βιοτέχνες του βορά και τους μεγαλοκτηματίες του νότου και το σχετιζόμενο με αυτές ζήτημα της δουλείας, καθώς οι ιδιοκτήτες των μεγάλων φυτειών του Νότου ήδη από τον 17ο αιώνα χρησιμοποιούσαν στις καλλιέργειές τους δούλους που αγόραζαν από την Αφρική, σε αντίθεση με τους επιτηδευματίες του Βορά που δεν χρειάζονταν δούλους. Η αυξανόμενη ένταση που προκλήθηκε οδήγησε στην δημιουργία του Κόμματος των Ρεπουμπλικάνων το 1854, ενώ κατά την διάρκεια της προεδρίας του Δημοκρατικού Τζέημς Μπουκάναν (πρόεδρος 1857 – 1861) η χώρα φαινόταν ότι οδηγείται αναπόφευκτα σε εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι Νότιοι, που έβλεπαν ότι με την εισδοχή νέων πολιτειών στις ΗΠΑ, αντίθετων με το καθεστώς της δουλείας, κινδύνευαν να απομείνουν μειοψηφία στο Κοινοβούλιο, επεδίωκαν την απόσχισή τους από την ένωση.
Ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε το 1861, επί προεδρίας Αβραάμ Λίνκολν (πρόεδρος 1861 – 1865), όταν οι Νότιοι ανακήρυξαν την αυτονόμηση της «Ομοσπονδίας» τους, εκλέγοντας δικό τους πρόεδρο. Η δουλεία ήταν ένα από τα κύρια προβαλλόμενα ιδεολογήματα του πολέμου, αλλά η βαθύτερη ουσία του αφορούσε το ερώτημα αν μία Πολιτεία είχε το δικαίωμα να αποχωρήσει από την Ένωση. Η επικράτηση των Βόρειων μετά από 4 χρόνια πολέμου, που κόστισε την ζωή σε 635.000 ανθρώπους, έδωσε απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο οι βιομηχανίες του Βορά, και ιδίως στον τομέα του άνθρακα και του σιδήρου, σημείωσαν σταθερή πρόοδο, η οποία, σε συνδυασμό με την περιορισμένη κρατική παρέμβαση και την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων, ιδίως μετά την ολοκλήρωση του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου το 1869, δημιούργησαν εξαιρετικές ευκαιρίες απασχόλησης, αλλά και πλουτισμού, που είχαν ως αποτέλεσμα προς το τέλος του 19ου αιώνα την διαμόρφωση μιας πλουτοκρατικής κοινωνίας, και την ανάδειξη των πρώτων Αμερικανών μεγιστάνων με υπέρμετρη οικονομική και πολιτική επιρροή, που κατέληξε να είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής στις ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες.
Νέες ευκαιρίες πλουτισμού προσέφερε στην αρχή του 20ου αιώνα η ανακάλυψη και αξιοποίηση του πετρελαίου, που έγινε αιτία για την ανάδειξη νέας σειράς μεγαλοεπιχειρηματιών, που προστέθηκαν στον ήδη μεγάλο αριθμό των «βασιλιάδων» του σιδήρου και του άνθρακα. Στον διεθνή χώρο τα μόνα αξιόλογα, την περίοδο αυτή, γεγονότα ήταν ο σύντομος αλλά αποφασιστικός πόλεμος με την Ισπανία για την Κούβα το 1898, επί προεδρίας Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϋ (πρόεδρος 1897 – 1901), καθώς και η, χάρη στο ενδιαφέρον των ΗΠΑ, διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά το 1915, επί προεδρίας Γούντροου Ουίλσον (πρόεδρος 1913 – 1921). Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918) έδωσε την αφορμή για μια προσωρινή διακοπή της πολιτικής του απομονωτισμού των ΗΠΑ, που αναμίχθηκαν για πρώτη φορά στα πολιτικά ζητήματα της Ευρώπης, μετέχοντας στον πόλεμο από το 1917, υπό την πίεση μιας αυξανόμενης αντίθεσης με τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και με αφορμή ορισμένα ναυτικά επεισόδια.
Οι Προέδροι των ΗΠΑ, μέχρι τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, απαριθμούνται στην επόμενη μνημοτεχνική κατάσταση:
Πόλεμος Ανεξαρτησίας 1775, George Washington 1789, John Adams 1797, Thomas Jefferson 1801, James Madison 1809, James Monroe 1817, John Quincy Adams 1825, Andrew Jackson 1829, Martin Van Buren 1837, William Henry Harrison 1841, John Tyler 1841, James Knox Polk 1845, Zachary Taylor 1849, Millard Fillmore 1850, Franklin Pierce 1853, James Buchanan 1857, Abraham Lincoln 1861, Andrew Johnson 1865,Ulysses Simpson Grant 1869, Rutherford Richard Hayes 1877, James Abram Garfield 1881, Chester Alan Arthur 1881, Grover Cleveland 1885, Benjamin Harrison 1889, Grover Cleveland 1893, William McKinley 1897, Theodore Roosevelt 1901, William Howard Taft 1909, Woodrow Wilson 1913
Για τη δραστηριότητά τους μπορούν να αναφερθούν επιπλέον συνοπτικά όσα εκτίθενται στις παραγράφους που ακολουθούν.
α. Τζορτζ Ουάσινγκτον (1732-1799, πρόεδρος 1789-1797)
Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον (George Washington, 22 Φεβρουαρίου 1732 – 14 Δεκεμβρίου 1799) ήταν ο 1ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (1789-1797), διοικητής του Γενικού Επιτελείου του Ηπειρωτικού Στρατού κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης και ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Γεννήθηκε από αγροτική αριστοκρατική οικογένεια της Βιρτζίνια. Η οικογένειά του είχε στην κατοχή της καπνοκαλλιέργειες και δούλους. Αφότου πέθαναν ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδερφός του, όταν ήταν νέος, συνδέθηκε προσωπικά με τον ισχυρό Ουίλιαμ Φαίρφαξ, ο οποίος τον προώθησε ως τοπογράφο και στρατιώτη. Το 1753 διορίστηκε Ταγματάρχης της Πολιτοφυλακής της Βιρτζίνια. Το ίδιο έτος προσχώρησε στην αδελφική ένωση ελευθεροτεκτονισμού του Φρέντερικσμπουργκ. Το 1753, οι Γάλλοι άρχισαν να επεκτείνονται στρατιωτικά στο Οχάιο, περιοχή που είχε ήδη διεκδικηθεί από τις βρετανικές αποικίες της Βιρτζίνια και της Πενσιλβάνια. Αυτές οι ανταγωνιστικές απαιτήσεις οδήγησαν σε έναν πόλεμο στις αποικίες, που ονομάζεται Πόλεμος Γάλλων και Ινδιάνων (1754-1758). Ο Ουάσινγκτον έγινε γρήγορα ανώτερος αξιωματικός των αποικιακών δυνάμεων κατά την διάρκεια των πρώτων σταδίων του Πολέμου Γάλλων και Ινδιάνων. Αυτό τον βοήθησε να εδραιώσει την στρατιωτική του καριέρα. Τόσο η Γαλλία όσο και η Μεγάλη Βρετανία ήταν έτοιμες για να πολεμήσουν για τον έλεγχο της περιοχής. Και οι δύο έστειλαν στρατεύματα στη Βόρεια Αμερική και το 1756 κηρύχθηκε ο Επταετής Αγγλογαλικός πόλεμος (1756 – 63) για τον Καναδά και κατά της Πρωσίας. Το 1755, ο Ουάσινγκτον ήταν ο ανώτερος συνεργάτης του Βρετανού στρατηγού Έντουαρντ Μπράντοκ, ο σχετικός με την Αποστολή Μπράντοκ, που ήταν η μεγαλύτερη βρετανική αποστολή στις αποικίες και είχε ως στόχο την εκδίωξη των Γάλλων από την περιοχή του Οχάιο. Οι Γάλλοι και οι Ινδιάνοι σύμμαχοί τους έστησαν ενέδρα στον Μπράντοκ, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα στην Μάχη της Μονονγκαέλα. Μετά από καταστροφικές απώλειες, οι Βρετανοί υποχώρησαν άτακτα. Ωστόσο, ο Ουάσινγκτον κατάφερε να περιμαζέψει τα απομεινάρια των βρετανικών δυνάμεων για μια οργανωμένη υποχώρηση. Το 1758, συμμετείχε στην Εκστρατεία Φορμπς για να καταλάβει το Οχυρό Ντουκέσν. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση από ένα επεισόδιο, όταν το τάγμα του, θεωρώντας εσφαλμένα ότι μια βρετανική μονάδα ήταν Γάλλοι, άνοιξε πυρ, με αποτέλεσμα να υπάρξουν 14 νεκροί και 26 τραυματίες. Ο Ουάσινγκτον δεν συμμετείχε σε καμία σημαντική μάχη κατά τη διάρκεια της αποστολής, ενώ οι Βρετανοί σημείωσαν μια σημαντική στρατηγική νίκη, κερδίζοντας τον έλεγχο της κοιλάδας του Οχάιο, όταν οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το οχυρό. Μετά την αποστολή, το Δεκέμβριο του 1758, αποσύρθηκε και δεν επέστρεψε στην στρατιωτική ζωή μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης το 1775.
Ο Ουάσινγκτον είχε μεγαλώσει την περιουσία του μετά το γάμο του με την πλούσια χήρα, Μάρθα Κούστις. Είχε στην κατοχή του πάνω από 50 τ.χλμ. εκτάσεις, ενώ μόνο στο Μάουντ Βέρνον απασχολούσε περισσότερους από 100 σκλάβους. Από το 1759 έως το 1774 εκλεγόταν βουλευτής της Βιρτζίνια. Αρχικά, δεν είχε μεγάλο ρόλο στις διαμαρτυρίες των Αμερικανών εναντία στους Άγγλους και δεν ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Με τη συνεχή καταπίεση των Άγγλων άρχισε να δραστηριοποιείται στους ηγετικούς κύκλους των αποίκων. Το 1775 ανέλαβε την αρχιστρατηγία του αμερικάνικου στρατού. Το 1776 κατέλαβε τη Βοστόνη μετά από πολιορκία. Οι Βρετανοί κατάφεραν να καταλάβουν τη Νέα Υόρκη και ο Ουάσινγκτον αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στις 25 Δεκεμβρίου 1776 πέρασε τον ποταμό Ντέλαγουερ και πέτυχε σημαντική νίκη στο Τρέντον και αργότερα στο Πρίνστον. Η τακτική του Ουάσινγκτον ήταν να κερδίζει χρόνο για να κουράσει τους Άγγλους και για να πετύχει την υποστήριξη από τους Ευρωπαίους. Το 1777 συνέβαλε στην αποφασιστική νίκη στη Σαρατόγκα που οδήγησε τους Γάλλους να συμμετέχουν ανοιχτά στον πόλεμο. Με τη συμμετοχή των Γάλλων στον πόλεμο η κατάσταση άλλαξε εις βάρος της Βρετανίας. Τελικά, το 1781 ο Βρετανός στρατηγός Τσαρλς Κορνουάλις παρέδωσε το Γιορκτάουν στους Αμερικανούς σηματοδοτώντας έτσι το τέλος του πολέμου. Η συνθήκη του Παρισιού το 1783 αναγνώρισε τις Η.Π.Α. ως ανεξάρτητο κράτος. Αφού η νίκη επιτεύχθηκε το 1783, ο Ουάσινγκτον παραιτήθηκε από τη διοίκηση του Γενικού Επιτελείου.
Προήδρευσε της συνέλευσης που συνέταξε το Σύνταγμα, το οποίο αντικατέστησε τα άρθρα της Συνομοσπονδίας και καθόρισε τη θέση του Προέδρου. Ο Ουάσιγκτον εξελέγη Πρόεδρος με ομόφωνη επιλογή των 69 εκλογέων το 1788, και υπηρέτησε δύο θητείες. Φρόντισε για τη δημιουργία μιας ισχυρής, καλά χρηματοδοτούμενης εθνικής κυβέρνησης που κατέστειλε εξεγέρσεις, και κέρδισε την αποδοχή μεταξύ των Αμερικανών όλων των τύπων. Υποστήριξε τα προγράμματα του Αλεξάντερ Χάμιλτον για την εξόφληση του συνόλου του εθνικού χρέους, την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος και τη δημιουργία μιας εθνικής τράπεζας (παρά τη διαφωνία του Τόμας Τζέφερσον). Ο Ουάσινγκτον ανακήρυξε τις Ηνωμένες Πολιτείες ουδέτερες στους πολέμους που μαίνονταν στην Ευρώπη μετά το 1783. Απέφυγε τον πόλεμο με την Μεγάλη Βρετανία και πέτυχε μια δεκαετία ειρήνης και κερδοφόρου εμπορίου μέσω συμφωνιών με τη Μεγάλη Βρετανία. Ο Ουάσινγκτον εμπνεόταν από το όραμα ενός μεγάλου και ισχυρού κράτους που θα βασίζεται σε δημοκρατικές γραμμές χρησιμοποιώντας ομοσπονδιακή εξουσία. Επεδίωξε η κεντρική κυβέρνηση να χρησιμοποιηθεί με σκοπό την διατήρηση της ελευθερίας, την βελτίωση των υποδομών, την προσάρτηση των δυτικών περιοχών, την προώθηση του εμπορίου, την εύρεση ενός μονίμου κεφαλαίου, την μείωση των περιφερειακών εντάσεων και την προώθηση του πνεύματος του εθνικισμού.
Ο τρόπος ηγεσίας του καθιέρωσε πολλά τελετουργικά που χρησιμοποιήθηκαν στις επόμενες δεκαετίες, όπως η χρήση ενός συστήματος υπουργικού συμβουλίου και η εκφώνηση λόγου κατά την ορκωμοσία. Αυτός ξεκίνησε την παράδοση που όριζε ότι οι πρόεδροι των Η.Π.Α. δεν επιδίωκαν την εκλογή τους για τρίτη θητεία στο αξίωμα, η οποία εντάχθηκε ως 22η Τροπολογία στο Σύνταγμα των ΗΠΑ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (21 Μαρτίου 1947). Αποσύρθηκε από την Προεδρία το 1797 και επέστρεψε στο σπίτι του, όπου απελευθέρωσε όλους τους σκλάβους του. Η ομαλή μετάβαση από την προεδρία του στην προεδρία του Τζον Άνταμς δημιούργησε μια παράδοση που συνεχίστηκε στον 21ο αιώνα. Ο Ουάσιγκτον χαρακτηρίστηκε ως εθνοπατέρας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι Φεντεραλιστές τον έκαναν σύμβολο του κόμματός τους, όμως το Δημοκρατικό-Ρεπουμπλικανικό Κόμμμα συνέχισε να δυσπιστεί για την επιρροή του. Ως ηγέτης της πρώτης επιτυχημένης επανάστασης εναντίον μιας αποικιακής αυτοκρατορίας στην παγκόσμια ιστορία, ο Ουάσινγκτον έγινε ένα διεθνές σύμβολο για την απελευθέρωση και τον εθνικισμό, ιδίως στη Γαλλία και την Λατινική Αμερική. Πέθανε το 1799 σε ηλικία 67 ετών.
β. Τζον Άνταμς (1735-1826, πρόεδρος 1797-1801)
Ο Τζον Άνταμς (John Adams, 30 Οκτωβρίου 1735 - 4 Ιουλίου 1826) ήταν ο 1ος αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και 2ος Πρόεδρος της χώρας μετά τον Τζορτζ Ουάσινγκτον, πατέρας του 6ου προέδρου Τζον Κουίνσυ Άνταμς. Γεννημένος στη Μασσαχουσέτη και σπουδασμένος στο Χάρβαρντ, ο Ανταμς ήρθε στο προσκήνιο κατά τα πρώτα στάδια της Αμερικανικής Επανάστασης. Ως εκπρόσωπος της Μασσαχουσέττης στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο να πείσει το Κογκρέσο να εγκρίνει την Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Πολιτειών της Αμερικής το 1776. Ως εκπρόσωπος του Κογκρέσου στην Ευρώπη, ήταν ένας μεγάλος διαπραγματευτής για την ενδεχόμενη ειρηνευτική συνθήκη με την Μεγάλη Βρετανία. Υπηρέτησε ως πρέσβης στη Γαλλία, Ολλανδία και Αγγλία το 1780, και φέρει την κύρια ευθύνη για τη χορήγηση σημαντικών δανείων από τους Ολλανδούς. Εκλέχτηκε πρόεδρος ως εκπρόπωπος του κόμματος των Ομοσπονδιακών (Federalists) και είχε αντίπαλο τον Τόμας Τζέφερσον, επικεφαλής του κόμματος των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλκάνων, ο οποίος υπηρέτησε μαζί του ως αντιπρόεδρος. Από τους 5 πρώτους προέδρους των ΗΠΑ ήταν ο μόνος που δεν χρησιμοποιούσε δούλους.
γ. Τόμας Τζέφερσον (1743-1826, πρόεδρος 1801-1809)
O Τόμας Τζέφερσον (Thomas Jefferson, 13 Απριλίου 1743 - 4 Ιουλίου 1826) ήταν ο 3ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1801-1809. Γεννήθηκε στη πολιτεία της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ από οικογένεια καλλιεργητών. Νομικός, ελληνομαθής, γλωσσομαθής (λατινικά, γαλλικά), ορθολογιστής και υπέρμαχος του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας, συνέταξε την περίφημη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ και ήταν θαυμαστής της Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν πρέσβης στη Γαλλία στα χρόνια 1785-89 και έγινε υπουργός των Εξωτερικών μετά την επιστροφή του από το Παρίσι το 1789, με την κυβέρνηση του Τζορτζ Ουάσινγκτον. Μαζί με τον Τζέημς Μάντισον ίδρυσε το 1792 το κόμμα των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλκάνων, και υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση του αντιπάλου του Τζον Άνταμς για 4 χρόνια. Στη συνέχεια διετέλεσε Πρόεδρος των ΗΠΑ για δύο συνεχόμενες θητείες. Ως πρόεδρος αγόρασε την Λουϊζιάνα, με την οποία διπλασίασε την έκταση των Ηνωμένων Πολιτειών, που αρχικά περιλάμβαναν 13 πολιτείες. Το 1807 κήρυξε «εμπάργκο» με το οποίο απαγόρευε το εμπόριο με άλλες χώρες. Αυτό απομόνωσε προσωρινά τις ΗΠΑ, τις βοήθησε να αποφύγουν την εμπλοκή στους ευρωπαϊκούς πολέμους του 19ου αιώνα και μακροχρόνια βοήθησε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να σταθεροποιηθούν και να γίνουν ισχυρότερες. Αργότερα ίδρυσε το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Απεβίωσε στις 4 Ιουλίου του 1826 στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ. Η μορφή του είναι μία από τις τέσσερις παραστάσεις προέδρων, που σκαλίστηκαν σε βράχο στο όρος Ράσμορ (Rushmore) της Νότιας Ντακότα.
δ. Τζέιμς Μάντισον (1751-1836, πρόεδρος 1809-1817)
Ο Τζέιμς Μάντισον (James Madison, 16 Μαρτίου 1751 - 28 Ιουνίου 1836) ήταν ο 4ος πρόεδρος (1809-1817), ο πιο κοντός σε ύψος (1,63 μέτρα) στην αμερικανική ιστορία, και ένας από τους «Iδρυτικούς Πατέρες» των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Μαθητής του Τζέφερσον ήταν ο κύριος συντάκτης του Νομοσχεδίου Δικαιωμάτων, που πεςριείχε τις 10 πρώτες τροποποιήσεις του Συντάγματος των ΗΠΑ. Ιδρυτής, μαζί με τον Τζέφερσον, του κόμματος των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλκάνων, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές δύο φορές. Το 1812 κηρύχτηκε Πόλεμος εναντίον της Μ.Βρετανίας, της οποίας οι δυνάμεις κατέλαβαν την Ουάσινγκτον και έκαψαν τον Λευκό Οίκο. Για την υποστήριξη των οικονομικών αναγκών του πολέμου ανανέωσε την λειτουργία της εθνικής τράπεζας των ΗΠΑ.
ε. Τζέιμς Μόνροου (1758-1831, πρόεδρος 1817-1825)
Ο Τζέιμς Μόνροου (James Monroe, 28 Απριλίου 1758 – 4 Ιουλίου 1831, αναφερόμενος στην ελληνική βιβλιογραφία και ως Τζέιμς Μονρόε) ήταν ο 5ος Πρόεδρος των ΗΠΑ (1817 – 1825). Γεννήθηκε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ και σπούδασε νομικά υπό τον Τόμας Τζέφερσον από το 1780 έως το 1783. Το 1782 εκλέχθηκε βουλευτής. Ο Μονρόε ανήκε στο Δημοκρατικό-Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο υποστήριζε το συγκεντρωτικό σύστημα και υπήρξε αντίπαλος του Ουάσινγκτον. Για ένα διάστημα διορίστηκε πρέσβης των ΗΠΑ στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Το 1806 εκλέχθηκε διοικητής της Βιρτζινίας. Το 1811, ο Πρόεδρος Μάντισον τον τοποθέτησε υπουργό εξωτερικών. Το 1816 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Συμπολιτείας και το 1820 επανεκλέχθηκε παμψηφεί, εκτός από μία ψήφο. Το όνομα του Μόνροου έχει συνδεθεί με το δόγμα, που φέρει το όνομά του και καθιέρωνε την ουδετερότητα των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι των Ευρωπαϊκών διενέξεων. Ο Μόνροου πέθανε στις 4 Ιουλίου 1831 από καρδιακή ανεπάρκεια και φυματίωση. Με αυτό το τρόπο, έγινε ο τρίτος πρόεδρος που πέθανε την ημέρα της εθνικής εορτής της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ (το ίδιο συνέβη και με τους Τζον Άνταμς και Τόμας Τζέφερσον).
στ. Τζον Κουίνσι Άνταμς (1767-1848, πρόεδρος 1825-1829)
Ο Τζον Κουίνσι Άνταμς (John Quincy Adams, 11 Ιουλίου 1767 - 23 Φεβρουαρίου 1848), γιος του 2ου προέδρου των ΗΠΑ Τζον Άνταμς, ήταν ο 6ος Πρόεδρος των ΗΠΑ (1825 – 1829). Νομικός σπουδασμένος στο Χάρβαρντ και γλωσσομαθής, διετέλεσε πρεσβευτής στην Ολλανδία, Γερμανία και Ρωσία και υπηρέτησε τόσο στη γερουσία όσο και στη Βουλή των αντιπροσώπων. Υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος υπό τον Μόνρου και βοήθησε στη δημιουργία του «δόγματος Μονρόε» ως Γραμματέας της Επικρατείας. Ως Πρόεδρος πρότεινε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και ανέλιξης της εκπαίδευσης, ήταν αντίθετος με τον θεσμό της δουλείας, κατασκεύασε δρόμους και κανάλια, αλλά επέβαλε υψηλούς φόρους σε εισαγωγές και εξαγωγές, και εμποδίστηκε από το Κογκρέσο, που, επηρεασμένο από τον αντίπαλό του Άντριου Τζάκσον, διαφωνούσε με την διατήρηση της εθνικής τράπεζας. Ο Άνταμς δεν επανεκλέχθηκε το 1828, όταν τις εκλογές κέρδισε ο Άντριου Τζάκσον.
ζ. Άντριου Τζάκσον (1767-1845, πρόεδρος 1829-1837)
Ο Άντριου Τζάκσον (Andrew Jackson, 15 Μαρτίου 1767 - 8 Ιουνίου 1845) ήταν ο 7ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (1829-1837), γνωστός με το προσωνύμιο «Γριά καρυδιά». Ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που δεν καταγόταν από πλούσια οικογένεια και δεν έκανε σπουδές υψηλού επιπέδου. Ήταν στρατιωτικός κυβερνήτης της Φλόριντα (1821) και διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στη Μάχη της Νέας Ορλεάνης εναντίον των Βρετανών (1815). Ίδρυσε το κόμμα των Δημοκρατικών, μετά από διάσπαση του κόμματος των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλκάνων, και η κληρονομιά που άφησε θεωρείται μικτή, ως προστατευτική της λαϊκής δημοκρατίας και της ατομικής ελευθερίας, διασταυρωμένη με την υποστήριξή του για την απομάκρυνση των Ινδιάνων και τη δουλεία. Υπέγραψε νόμο με τον οποίο η κυβέρνηση μπορούσε να αναγκάσει τους Ινδιάνους να εγκαταλείψουν τη γη τους και να μετακινηθούν δυτικά. Πολλοί ιθαγενείς Ινδιάνοι σκοτώθηκαν και ο δρόμος που ακολούθησαν προς τη δύση ονομάστηκε Λεωφόρος των Δακρύων. Υποστήριξε ένα άμεσο σύστημα εκλογής των προέδρων από τον λαό και όχι από το Σώμα των Εκλεκτόρων, οι οποίοι σήμερα εκλέγουν τους προέδρους, έχοντας οι ίδιοι εκλεγεί από τον λαό. Διέκοψε τη λειτουργία της εθνικής τράπεζας των ΗΠΑ, διότι θεωρούσε ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των πλουσίων και όχι των απλών ανθρώπων. Το πορτραίτο του εμφανίζεται στο αμερικάνικο χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων.
η. Μάρτιν Βαν Μπιούρεν (1782-1862, πρόεδρος 1837-1841)
Ο Μάρτιν Βαν Μπιούρεν (Martin Van Buren, 5 Δεκεμβρίου 1782 - 24 Ιουλίου 1862) ήταν ο 8ος Πρόεδρος των ΗΠΑ για μία τετραετία (1837-1841). Πριν την προεδρία, ήταν ο 8ος Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (1833–1837) και ο 10ος Υπουργός Εξωτερικών (1829–1831). Ήταν ο πρώτος πρόεδρος ολλανδικής καταγωγής, καθώς οι προκάτοχοί του κατάγονταν από την Βρετανία. Ακόμη, ήταν ο πρώτος πρόεδρος που γεννήθηκε Αμερικανός πολίτης, ο πρώτος πρόεδρος που είχε ως μητρική γλώσσα τα Ολλανδικά και όχι τα Αγγλικά και ο πρώτος πρόεδρος από τη Νέα Υόρκη. Ως υπουργός εξωτερικών του Άντριου Τζάκσον και μετέπειτα αντιπρόεδρος, βοήθησε σε μεγάλο ποσοστό στη δημιουργία της οργανωτικής δομής της δημοκρατίας του Τζάκσον, ιδίως στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ως Πρόεδρος, ήταν αντίθετος στην προσάρτηση του Τέξας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά αυτό επιτεύχθηκε από τον Τζον Τάιλερ οκτώ χρόνια μετά την αρχική απόρριψη του Βαν Μπιούρεν. Η κυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από την οικονομική δυσπραγία της εποχής, τον Πανικό του 1837. Κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους για την οικονομική κρίση και έχασε τις επόμενες προεδρικές εκλογές από τον Ουίλιαμ Χένρι Χάρισον.
θ. Ουίλιαμ Χένρι Χάρισον (1773-1841, πρόεδρος 1841)
Ο Ουίλιαμ Χένρι Χάρισον (William Henry Harrison, 9 Φεβρουαρίου 1773 - 4 Απριλίου 1841), σεβαστός βετεράνος των πολέμων, ήταν ο 9ος Πρόεδρος των ΗΠΑ από τις 4 Μαρτίου 1841 έως το θάνατό του στις 4 Απριλίου 1841. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος που πέθανε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ήταν 68 ετών και 23 ημερών όταν εξελέγη, ο μεγαλύτερος μέχρι τότε σε ηλικία πρόεδρος, μέχρι την εκλογή του Ρόναλντ Ρήγκαν το 1980. Ακόμη, ήταν ο τελευταίος πρόεδρος που γεννήθηκε πριν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Στην ομιλία του κατά την ορκωμοσία επέκρινε την πολιτική των δύο προκατόχων και δήλωσε ότι σκόπευε να επανιδρύσει την εθνική τράπεζα. Ο Χάρισον πέθανε την 32η ημέρα της θητείας του από επιπλοκές πνευμονίας, διάγοντας τη συντομότερη θητεία στην προεδρική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο θάνατός του πυροδότησε μια σύντομη συνταγματική κρίση, αλλά αυτή η κρίση τελικά έδωσε απάντηση σε πολλά ερωτήματα σχετικά με την προεδρική διαδοχή, τα οποία έμεναν αναπάντητα από το Σύνταγμα μέχρι το πέρασμα της 25ης τροπολογίας. Δισέγγονός του ήταν ο 23ος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπέντζαμιν Χάρρισον.
ι. Τζον Τάιλερ (1790-1862, πρόεδρος 1841-1845)
Ο Τζον Τάιλερ (John Tyler, 29 Μαρτίου 1790 - 18 Ιανουαρίου 1862) ήταν ο 10ος Πρόεδρος των ΗΠΑ (1841-1845). Ήταν ο πρώτος πρόεδρος που ανέλαβε τα καθήκοντά του εξαιτίας του θανάτου του προκατόχου του. Η στάση του Τάιλερ εναντίον του Εθνικισμού και η εμφατική υποστήριξη των δικαιωμάτων των πολιτειών, τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στους πολίτες της Βιρτζίνια, αλλά τον αποξένωσαν από τους περισσότερους πολιτικούς του συμμάχους, οι οποίοι τον έφεραν στην εξουσία στην Ουάσινγκτον. Ο Τάιλερ ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βιρτζίνια αγγλικής καταγωγής. Ήρθε στο πολιτικό προσκήνιο σε μια περίοδο πολιτικής αναταραχής. Μέχρι το 1820 το μόνο πολιτικο κόμμα των ΗΠΑ, το Δημοκρατικό - Ρεπουμπλικανικό, άρχισε να διασπάται σε τμήματα, κανένα από τα οποία δεν μοιραζόταν τις ίδιες ιδέες με τον Τάιλερ. Η αντίθεσή του με τους ηγέτες του Δημοκρατικού κόμματος Άντριου Τζάκσον και Μάρτιν Βαν Μπιούρεν τον οδήγησαν στο να εκλεγεί Αντιπρόεδρος του κόμματος των Ουίγων. Στις 4 Απριλίου 1841, ο θάνατος του Προέδρου Ουίλιαμ Χένρι Χάρισον, ένα μόλις μήνα μετά την ορκωμοσία του, πυροδότησε μια σύντομη συνταγματική κρίση σχετικά με τη διαδικασία διαδοχής. Ο Τάιλερ ανέλαβε τα καθήκοντα ως Πρόεδρος στις 6 Απριλίου 1841.
Όταν έγινε πρόεδρος στάθηκε ενάντια στο κόμμα του και άσκησε βέτο σε αρκετές από τις προτάσεις του. Ως αποτέλεσμα, το μεγαλύτερο μέρος του υπουργικού του συμβουλίου παραιτήθηκε, και οι Ουίγοι τον έδιωξαν από το κόμμα. Αν και αντιμετώπισε αδιέξοδο στην εσωτερική του πολιτική, πραγματοποίησε πολλές επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική, υπογράφοντας τη Συνθήκη Webster–Ashburton με τη Βρετανία και τη Συνθήκη της Wanghia με την Κίνα. Ο Τάιλερ αφιέρωσε τα τελευταία δύο χρόνια της θητείας του στο μεγαλύτερο όπως αποδείχθηκε επίτευγμά του, την προσάρτηση της Δημοκρατίας του Τέξας το 1845. Με ελάχιστες ελπίδες επανεκλογής, δημιούργησε ένα τρίτο κόμμα με στόχο την αλλαγή της γνώμης του λαού υπέρ της προσάρτησης, το οποίο οδήγησε στη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 1844 του επεκτατικού Δημοκράτη Τζέιμς Νοξ Πολκ εις βάρος των αντιπάλων του Τάιλερ, Χένρι Κλέι και Βαν Μπιούρεν. Ο Τάιλερ ουσιαστικά αποσύρθηκε από την εκλογική πολιτική μέχρι το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου το 1861. Τότε τάχθηκε με το μέρος της Συνομοσπονδίας (Νότος) και εκλέχτηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Συνομοσπονδίας λίγο πριν το θάνατό του. Εξαιτίας, της αντίθεσής του με τις ΗΠΑ (Βορράς), ο θάνατός του ήταν ο μόνος στην προεδρική ιστορία, ο οποίος δεν θρηνήθηκε επίσημα από την Ουάσινγκτον.
ια. Τζέιμς Νοξ Πολκ (1795-1849, πρόεδρος 1845-1849)
Ο Τζέιμς Νοξ Πολκ (James Knox Polk, 2 Νοεμβρίου 1795 - 15 Ιουνίου 1849) ήταν ο 11ος Πρόεδρος των ΗΠΑ (1845-1849). Γεννήθηκε στο Πάινβιλ της Βόρειας Καρολίνας, ενώ αργότερα έζησε στο Τενεσί και το αντιπροσώπευσε. Ανήκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και υπηρέτησε ως Ομιλητής της Βουλής των Αντιπροσώπων (1835–1839) και ως Κυβερνήτης του Τενεσί (1839–1841). Στις προεδρικές εκλογές του 1844 ο Πολκ δεν ήταν φαβορί για τη νίκη, αλλά κατάφερε να κερδίσει τον Χένρι Κλέι του αντίπαλου κόμματος των Ουίγων (Whig), υποσχόμενος την προσάρτηση του Τέξας. Είναι γνωστός για τις επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Όταν το Μεξικό απέρριψε την προσάρτηση του Τέξας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πολκ οδήγησε το έθνος σε μια σαρωτική νίκη στον Μεξικανο-Αμερικανικό Πόλεμο, που έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Νοτιοδυτικής έκτασης του κράτους. Είχε δηλώσει ότι θα υπηρετήσει για μία μόνο θητεία και πράγματι δεν έθεσε υποψηφιότητα στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Πέθανε από χολέρα τρεις μήνες μετά τη λήξη της θητείας του. Θεωρείται από τους πλέον επιτυχημένους πρόεδρους των ΗΠΑ, με την έννοια ότι είχε την ικανότητα να καθορίζει στόχους και να τους επιτυγχάνει όλους.
ιβ. Ζαχαρίας Τέιλορ (1784-1850, πρόεδρος 1849-1850)
Ο Ζαχαρίας Τέιλορ (Zachary Taylor, 24 Νοεμβρίου 1784 - 9 Ιουλίου 1850), δεύτερος εξάδελφος του Τζέημς Μάντισαν, στρατηγός στον πόλεμο κατά του Μεξικού, ήταν ο 12ος Πρόεδρος των ΗΠΑ από τις 4 Μαρτίου 1849 έως τις 9 Ιουλίου 1850. Ήταν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 1848 εκπροσωπώντας το κόμμα των Ουίγων. Τελικά κατάφερε να κερδίσει τον αντίπαλο του δημοκρατικού κόμματος LewisCass, αν και αρχικά δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική. Ο Τέιλορ ήταν ο τελευταίος πρόεδρος στην θητεία του οποίου εξακολουθούσε να ισχύει ο θεσμός της δουλείας και ο δεύτερος και τελευταίος υποψήφιος του κόμματος των Ουίγων που κέρδισε σε προεδρικές εκλογές. Αντιτάχθηκε σθεναρά στην πρόθεση των Νοτίων Πολιτειών να αποχωρήσουν από την ένωση, απειλώντας με στρατιωτική επέμβαση. Πέθανε μόλις 16 μήνες μετά την έναρξη της θητείας του, από γαστρεντερίτιδα. Μόνο οι Ουίλιαμ Χένρι Χάρισον και Τζέιμς Γκάρφιλντ ήταν πρόεδροι για χρονικό διάστημα μικρότερο από αυτόν. Μετά τον θάνατο του Τέιλορ, την προεδρία ανέλαβε ο αντιπρόεδρός του Μίλαρντ Φίλμορ. Ο Συμβιβασμός του 1850, ένα σύνολο νόμων για την εξομάλυνση των σχέσεων Βορείων και Νοτίων, ψηφίστηκε λίγο μετά τον θάνατό του.
ιγ. Μίλαρντ Φίλμορ (1800-1874, πρόεδρος 1850-1853)
Ο Μίλαρντ Φίλμορ (Millard Fillmore, 7 Ιανουαρίου 1800 - 8 Μαρτίου 1874) ήταν ο 13ος πρόεδρος των ΗΠΑ από τις 9 Ιουλίου 1850 έως τις 4 Μαρτίου 1853. Ανέλαβε την Προεδρία μετά το θάνατο του Προέδρου Ζαχαρία Τέιλορ, καθώς ήταν ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ήταν το τελευταίο μέλος του κόμματος των Ουίγων που διετέλεσε Πρόεδρος των ΗΠΑ. Γεννήθηκε στη Μοράβια της πολιτείας της Νέας Υόρκης από οικογένεια Πρεσβυτεριανών, σπούδασε νομική και εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1846 συνίδρυσε το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, το οποίο σήμερα είναι δημόσιο και αποτελεί το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Το 1828, ο Φίλμορ εξελέγη στη Συνέλευση της Πολιτείας της Νέας Υόρκης με το Αντιμασονικό κόμμα και υπηρέτησε για τρεις θητείες ενός έτους, από το 1829 έως το 1831. Το 1832 εξελέγη στο Κογκρέσο ως Ουίγος υπηρετώντας από το 1833 έως το 1843. Το 1848-49 ως Επικεφαλής Ελεγκτής της Πολιτείας της Νέας Υόρκης αναθεώρησε το τραπεζικό σύστημα της Νέας Υόρκης, κάνοντας το πρότυπο για το μελλοντικό Εθνικό Τραπεζικό Σύστημα.. Το 1849-50 μια ομάδα Ουίγων πολιτικών τον πρότεινε για τη θέση του Αντιπροέδρου στην κυβέρνηση Ζαχαρία Τέιλορ. Ο Τέιλορ και ο Φίλμορ διαφωνούσαν στο θέμα της δουλείας στα νέα δυτικά εδάφη που πάρθηκαν από το Μεξικό με τον Μεξικανο-Αμερικανικό Πόλεμο. Ο Τέιλορ ήθελε στις καινούριες πολιτείες να απαγορεύεται η δουλεία, ενώ ο Φίλμορ υποστήριζε τη δουλεία σε αυτές τις πολιτείες ώστε να κατευνάσει τον Νότο. Ως πρόεδρος στο θέμα της δουλείας, για να μη διαταράξει τις σχέσεις με το Νότο, ενέκρινε το νόμο που διέταζε τη σύλληψη των φυγάδων σκλάβων και την επιστροφή στους αφέντες τους. Στην εξωτερική πολιτική μερίμνησε για το εμπόριο με την Ιαπωνία και συγκρούστηκε με τη Γαλλία σχετικά με την προσπάθεια του Ναπολέοντα Γ΄ να προσαρτήσει τη Χαβάη, όπως και με τη Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία για την απόπειρα εισβολής στην Κούβα. Μετά τη λήξη της θητείας του, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου αντιτάχθηκε στην πολιτική του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, ενώ μετά το τέλος του πολέμου υποστήριξε τον πρόεδρο Άντριου Τζόνσον.
ιδ. Φράνκλιν Πιρς (1804-1869, πρόεδρος 1853-1857)
Ο Φράνκλιν Πιρς (Franklin Pierce 23 Νοεμβρίου 1804 - 8 Οκτωβρίου 1869) ήταν ο 14ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο νεαρότερος πρόεδρος της χώρας μέχρι εκείνη την εποχή. Γεννήθηκε στο Χίλσμπορο του Νιου Χάμσαϊρ, και ήταν ο μόνος πρόεδρος από την περιοχή αυτή. Ο πατέρας του Μπέντζαμιν ήταν κυβερνήτης της πολιτείας του Νιου Χάμπσαϊρ. Στις 19 Νοεμβρίου 1834 παντρεύτηκε την Τζέιν Άπλετον Πιρς και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, από τα οποία κανένα δεν έζησε για να δει την εκλογή του πατέρα του ως πρόεδρου των ΗΠΑ (ένας γιος του πέθανε σε ηλικία 11 ετών σε τραγικό σιδηροδρομικό ατύχημα). Το 1852, ο Φράνκλιν Πιρς εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, ως εκπρόσωπος των Δημοκρατικών, κερδίζοντας τον αντίπαλό του Ουίνφιλντ Σκοτ. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος, που αρνήθηκε να ορκιστεί στη Βίβλο (και αντ’ αυτής ορκίστηκε σε ένα βιβλίο νομικής) κατά την ανάληψη των καθηκόντων του (ο μόνος άλλος πρόεδρος που έκανε το ίδιο ήταν ο Χέρμπερτ Χούβερ). Ως πρόεδρος κατάφερε να αγοράσει και να προσαρτήσει την πολιτεία της Αριζόνα στις ΗΠΑ από το Μεξικό. Αν και προερχόταν από πολιτεία του Βορρά, η φήμη του σε αυτές τις περιοχές έπεσε δραματικά μετά την εκλογή του, καθώς ενίσχυσε τη δουλεία στις ΗΠΑ. Ο Πιρς εκδιώχθηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα και δεν εξελέγη υποψήφιος για τις εκλογές του 1856. Στην εποχή του ιδρύθηκε το αντιδουλοκτητικό κόμμα των Ρεπουμπλικάνων. Το 1864, μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, φίλοι του Πιρς πρότειναν τον ίδιο για το χρίσμα του προέδρου για ακόμα μια φορά, ωστόσο εκείνος αρνήθηκε. Αργότερα στράφηκε προς τον αλκοολισμό, με αποτέλεσμα τον θάνατό του από κίρρωση ήπατος το 1869.
ιε. Τζέιμς Μπιουκάναν (1791-1868, πρόεδρος 1857-1861)
Ο Τζέιμς Μπιουκάναν (James Buchanan, 23 Απριλίου 1791 - 1 Ιουνίου 1868) ήταν ο 15ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο μόνος πρόεδρος της χώρας που παρέμεινε άγαμος, με αποτέλεσμα πρώτη κυρία κατά την διάρκεια της θητείας του να είναι η ανιψιά του Αριέττα Λέιν. Γεννήθηκε στην Πενσυλβάνια από πλούσια οικογένεια εμπόρων. Είχε τέσσερις αδελφές και τρεις αδελφούς και φοίτησε στο κολέγιο Ντίκινσον το 1807. Εκεί σπούδασε νομική και έγινε αποδεκτός από τον σύλλογο το 1812. Είχε αρραβωνιαστεί την Ανν Κόλμαν, αλλά αυτή πέθανε πριν τελέσουν γάμο και ποτέ δεν απέκτησαν παιδιά. Υπηρέτησε στο Κοινοβούλιο εκπροσωπώντας την Πενσυλβάνια. Επίσης ήταν πρέσβης στη Ρωσία κατά την διάρκεια της προεδρίας του Άντριου Τζάκσον. Ήταν έμπειρος πολιτικός και έγινε Πρόεδρος το 1857, ως εκπρόσωπος των Δημοκρατικών. Στην αρχή της προεδρίας του χαρακτήρισε τη δουλεία ως μη σημαντικό θέμα. Ήταν μια εσφαλμένη απόφαση καθώς οι Βόρειοι και οι Νότιοι είχαν είδη αρχίσει να διαιρούνται με βάση το θέμα αυτό. Το Ανώτατο Δικαστήριο διακήρυξε ότι οι Αφροαμερικανοί δεν ήταν Αμερικανοί πολίτες και ότι κάθε Πολιτεία μπορούσε να διατηρήσει τη δουλεία ως νόμιμη πράξη. Ο πρόεδρος Μπιουκάναν υποστήριξε αυτή την απόφαση του δικαστηρίου, όπως και τα δικαιώματα των ιδιοκτητών σκλάβων να διατηρούν σκλάβους, και ήθελε το Κάνσας να υιοθετήσει ένα σύνταγμα που επιτρέπει τη δουλεία. Εξαιτίας αυτού, το δημοκρατικό κόμμα διαιρέθηκε στο συγκεκριμένο θέμα και μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1858 υπήρχαν περισσότεροι ρεπουμπλικάνοι από δημοκρατικούς στο Κοινοβούλιο. Διέταξε στρατεύματα να επιτεθούν στην Γιούτα λόγω λανθασμένης πληροφόρησης ότι σχεδίαζε επανάσταση εναντίον της κυβέρνησης. Ο Μπιουκάναν αργότερα συνειδητοποίησε το λάθος του και απολογήθηκε. Λίγους μήνες πριν από την λήξη της θητείας ορισμένες από τις νότιες Πολιτείες αποφάσισαν ότι δεν ήθελαν να παραμείνουν στην Ένωση. Ο Μπιουκάναν υποστήριζε ότι αυτή η πράξη ήταν απόλυτα λανθασμένη, αλλά δεν έλαβε μέτρα καθώς θεώρησε ότι οποιαδήποτε πράξη εναντίον του Νότου ήταν αντισυνταγματική και επομένως δεν προετοίμασε την χώρα για πόλεμο. Στη λήξη της θητείας του άφησε τον διάδοχο του Αβραάμ Λίνκολν να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αμερικανική ιστορία, τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
ιστ. Αβραάμ Λίνκολν (1809-1865, πρόεδρος 1861-1865)
Ο Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln, 12 Φεβρουαρίου 1809 – 15 Απριλίου 1865) ήταν ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γεννήθηκε στο Χότζβιλ του Κεντάκυ και ήταν γιος τού αγρότη Τόμας Λίνκολν και της βαθύτατα θρησκευόμενης Νάνσυ Χανκς. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 9 χρονών και γι' αυτό ο πατέρας του παντρεύτηκε την Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία ουσιαστικά τον υιοθέτησε. Από μικρή ηλικία άρχισε να εργάζεται ως αγρότης, ενώ ταυτόχρονα διάβαζε εντατικά για να τελειοποιήσει τη μόρφωσή του. Το 1830 εγκαταστάθηκε στη Νέα Ορλεάνη και κατατάχθηκε στο στρατό όπου έφτασε μέχρι τον βαθμό τού λοχαγού. Το 1834 εξελέγη μέλος της Βουλής του Ιλλινόις, θέση στην οποία εκλεγόταν μέχρι το 1840. Από το 1837 ασχολήθηκε με την δικηγορία και σε επαγγελματικό επίπεδο, ενώ το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων. Δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να εκλεγεί στο Κογκρέσσο χωρίς όμως να διακριθεί. Επανήλθε στην πολιτική σκηνή το 1854, όταν ιδρύθηκε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τέθηκε επί τάπητος το θέμα της δουλείας. Με πύρινους λόγους κατά της δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχτεί σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Το 1858, ο Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας του Δημοκρατικού Κόμματος. Το 1860 έθεσε υποψηφιότητα για τον προεδρικό θώκο, τον οποίο και κέρδισε παρ' όλο που στις νότιες πολιτείες δεν κατόρθωσε να επιβληθεί. Στο μήνυμα προς τον αμερικανικό λαό, τον Μάρτιο του 1861, διακήρυξε πως προσωρινά η δουλεία θα συνεχιζόταν αλλά δεν θα επεκτεινόταν. Οι νότιες πολιτείες όμως είχαν ήδη αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις τους. Οι πολιτείες του Νότου είχαν ήδη σχηματίσει δική τους κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Τον Απρίλιο του 1861 ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, με τον οποίο, στη χώρα που διαφημίζεται από τον εθνικό της ύμνο ως πατρίδα των «γενναίων και των ελεύθερων», στραγγαλίστηκε η δυνατότητα ελεύθερης πολιτειακής επιλογής των Νοτίων και τους επιβλήθηκε, με την δύναμη των όπλων, η θέληση των Βορείων. Ένας σημερινός αναγνώστης της ιστορίας αντιλαμβάνεται ότι, πίσω από το ιδεολογικό «προκάλυμμα» της δουλείας, η ουσιαστική αιτία του πολέμου αυτού, που υπήρξε πράγματι καθοριστικός για την μετέπειτα πορεία των ΗΠΑ ως ενιαίου κράτους, βρίσκεται η βαθιά αντίθεση των συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων γαιοκτητών των φυτειών του Νότου και των ανερχόμενων αστών επιτηδευματιών του Βορρά, που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις για ελευθερία εργασίας των επιχειρήσεών τους και ευρεία αγορά κατανάλωσης των προϊόντων τους. Την Πρωτοχρονιά του 1863 ο Λίνκολν υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, το οποίο μπήκε ως τροπολογία στο σύνταγμα το 1865. Το 1864, ύστερα από συνεχείς νίκες του στρατού, εκλέχτηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με ποσοστό 55%. Στις 14 Απριλίου 1865, ενώ βρισκόταν σε θεωρείο στο Θέατρο Φορντ της Ουάσιγκτον, ο Τζον Γουίλκς Μπουθ, ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων, τον πυροβόλησε με μια σφαίρα στο κεφάλι, ενώ αμέσως μετά φώναξε στα λατινικά «Sic semper tyrannis!» («Έτσι πάντα στους τυράννους!»). Ο Λίνκολν μεταφέρθηκε σε γειτονικό σπίτι σε κωματώδη κατάσταση, όπου εξέπνευσε νωρίς το πρωί της 15ης Απριλίου. Ο δολοφόνος του κυνηγήθηκε από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και πολιορκήθηκε σε έναν αχυρώνα στη Βιρτζίνια μετά από 12 μέρες, όπου και τραυματίστηκε από πυροβολισμό των διωκτών του, πεθαίνοντας λίγο αργότερα. Ο Λίνκολν ήταν παντρεμένος με την Μαίρη Τοντ και είχαν αποκτήσει 4 παιδιά. Η ακλόνητη αποφασιστικότητά του κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο και η δολοφονία του τον ανέδειξαν σε μία από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της αμερικανικής ιστορίας μετά τον Τζορτζ Ουάσινγκτον.
ιζ. Άντριου Τζόνσον (1808-1875, πρόεδρος 1865-1869)
Ο Άντριου Τζόνσον (Andrew Johnson, 29 Δεκεμβρίου 1808 - 31 Ιουλίου 1875) ήταν ο 16ος Αντιπρόεδρος και ο 17ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ήταν ο μόνος πρόεδρος των ΗΠΑ που δεν είχε ποτέ φοιτήσει στη ζωή του. Γράμματα διδάχτηκε από τη γυναίκα του. Πριν γίνει αντιπρόεδρος ήταν κυβερνήτης και γερουσιαστής από το Τενεσί. Όταν το Τενεσί, και 10 άλλες νότιες πολιτείες, ανακήρυξαν την απόσχιση τους από τις ΗΠΑ, ήταν ο μόνος από τις 10 πολιτείες που δεν παραιτήθηκε από τη θέση του στο Κογκρέσο. Νότιος δημοκράτης ο ίδιος, εκλέχθηκε αντιπρόεδρος κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του Αβραάμ Λίνκολν το 1864. Έγινε πρόεδρος το 1865 μετά τη δολοφονία του προέδρου Λίνκολν. Μετά τη δολοφονία, στο Κογκρέσο κυριαρχούσαν οι ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι έθεσαν όρους, αυστηρότερους από ό,τι ήθελε ο Τζόνσον, για την ανασυγκρότηση των νότιων πολιτειών που είχαν επαναστατήσει. Ως αποτέλεσμα ο Τζόνσον ακύρωσε 29 αποφάσεις που ελήφθησαν από το Κογκρέσο. Οι ΗΠΑ αγόρασαν την Αλάσκα από τη Ρωσία για 7,2 εκατομμύρια δολάρια (2 σεντ το στρέμμα) κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος της χώρας που τελείωσε τη θητεία του με αποπομπή, αλλά τελικά αθωώθηκε για μια ψήφο.
ιη. Οδυσσεύς Γκραντ (1822-1885, πρόεδρος 1869-1877)
Ο Οδυσσεύς Σίμσον Γκραντ (Ulysses Simpson Grant, 27 Απριλίου 1822 - 23 Ιουλίου 1885) ήταν στρατηγός των Βορείων και 18ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Γεννήθηκε στο Πόιντ Πλέσαντ του Οχάιο. Μετά την αποφοίτηση από την στρατιωτική σχολή Ουέστ Πόιντ, έλαβε μέρος στον πόλεμο του Μεξικού (1848), οπότε έφτασε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Στη συνέχεια, επειδή ήταν εθισμένος στο ποτό, εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση και ασχολήθηκε με την γεωργία. Με το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφυλίου το 1861 συγκρότησε σώμα εθελοντών και, ως επικεφαλής της Στρατιάς του Τενεσί, πήρε μέρος σε πολλές νικηφόρες μάχες, στις οποίες επέδειξε θάρρος και τόλμη (Shiloh, Vicksburg και Chattanooga). Οι προαγωγές του ήσαν απανωτές και σύντομα έγινε στρατάρχης. Ιστορική έχει μείνει η στάση του, όταν ο αντίπαλός του ζητούσε να διαπραγματευθεί τους όρους παράδοσης: Απαντούσε με τη φράση "Unconditional surrender" (παράδοση άνευ όρων). Το 1864 έγινε αρχηγός, ύστερα από απόφαση του τότε Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, όλων των δυνάμεων των Βορείων και ύστερα από στρατηγικές κινήσεις κατάφερε να αναγκάσει του Νοτίους, που πολεμούσαν υπό τον στρατηγό Ρόμπερτ Λη (Robert E. Lee) να παραδοθούν. Μετά την λήξη του Εμφυλίου Πολέμου ο Γκραντ ανακηρύχθηκε σε εθνικό ήρωα και σύντομα ασχολήθηκε με την πολιτική. Προσχώρησε στους Ρεπουμπλικάνους και το 1868 εξελέγη πρόεδρος των Η.Π.Α. με ποσοστό 52.7%. Το 1872 επανεξελέγη με ποσοστό 55.6%. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, κυρίως της δεύτερης, ξέσπασαν πολλά σκάνδαλα οικονομικής φύσεως, οφειλόμενα σε φίλους του που τοποθέτησε σε υψηλές θέσεις, και στα οποία ο ίδιος προσωπικά δεν είχε συμμετοχή. Επίσης επικρίθηκε αρκετά για την καταπιεστική συμπεριφορά του απέναντι στους Νοτίους. Απεβίωσε στις 23 Ιουλίου του 1885, πτωχός και πάσχοντας από καρκίνο του λάρυγγα. Είχε νυμφευθεί την Julia Boggs Dent Grant και είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Εξέδωσε τα απομνημονεύματά του σε δύο τόμους.
ιθ. Ράδερφορντ Χέις (1822-1893, πρόεδρος 1877-1881)
Ο Ράδερφορντ Χέις (Rutherford Birchard Hayes, 1822 - 1893) ήταν ο 19ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, για μια τετραετία (1877-1881). Γεννήθηκε στο Ντελαγουέρα του Οχάιο, σπούδασε νομική στο Χάρβαρντ και εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος. Στον Εμφύλιο Πόλεμο έφτασε μέχρι το βαθμό του στρατηγού. Το 1867 ως εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων εκλέχτηκε κυβερνήτης του Οχάιο και επανεκλέχτηκε στη θέση αυτή άλλες 2 φορές. Στις εκλογές του 1876 εκλέχτηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ υπερισχύοντας μόνο κατά μία ψήφο στο Σώμα Εκλεκτόρων από τον αντίπαλό του. Ως πρόεδρος εργάστηκε για την μετεμφυλιακή ανοικοδόμηση. Διέταξε τις στρατιωτικές μονάδες να αποχωρήσουν από τον Νότο, αλλά έστειλε στρατό για να καταπνίξει μια απεργία των σιδηροδρομικών. Αρνήθηκε να επανεκλεγεί δεύτερη φορά. Με τη λήξη της θητείας του εγκαταστάθηκε στο Οχάιο και εργάστηκε για την διάδοση των απόψεών του για τα δικαιώματα όλων των παιδιών να πηγαίνουν στο σχολείο, των βετεράνων πολέμου να αμείβονται με συντάξεις και των φυλακισμένων να έχουν καλύτερη μεταχείριση.
ιθ. Τζέιμς Γκάρφιλντ (1831-1881, πρόεδρος 1881)
Ο Τζέιμς Γκάρφιλντ (James Abram Garfield 1831 - 1881) ήταν ο 20ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, για μόλις 3,5 μήνες, και ο 2ος (μετά τον Λίνκολν) που δολοφονήθηκε όσο ήταν πρόεδρος. Γεννήθηκε στο Οχάιο και ορφάνεψε από τον πατέρα του σε βρεφική ηλικία. Σπούδασε στη Μασαχουσέτη και έγινε καθηγητής κλασικών γλωσσών. Μπορούσε να γράφει ταυτόχρονα ελληνικά με το αριστερό χέρι και λατινικά με το δεξί. Νυμφεύτηκε την Λουκρητία Ρούντολφ και απέκτησαν μαζί 5 γιους και 2 κόρες. Ως εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων εκλέχτηκε γερουσιαστής του Οχάιο το 1859. Δολοφονήθηκε στις 2 Ιουλίου 1881 από τον Τσαρλς Γκιτώ, σε ηλικία 49 ετών, μετά από παραμονή του στη θέση του προέδρου επί μόλις 3,5 μήνες. Τον διαδέχτηκε ο αντιπρόεδρος Τζέστερ Άρθουρ.
κ. Τσέστερ Άρθουρ (1829-1886, πρόεδρος 1881-1885)
Ο Τσέστερ Άρθουρ (Chester A. Arthur, 5 Οκτωβρίου 1829 - 18 Νοεμβρίου 1886), δικηγόρος στην Νέα Υόρκη, ήταν ο 21ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Δύο από τις υποθέσεις του ως δικηγόρου έγιναν διάσημες. Η μία επιβεβαίωνε ότι κάθε σκλάβος που ερχόταν στην Νέα Υόρκη αυτομάτως θα ήταν ελεύθερος. Η άλλη έληξε τον φυλετικό διαχωρισμό στα μετρό. Πριν γίνει πρόεδρος ήταν ευρέως γνωστός ως συλλέκτης φόρων εισαγωγής για το λιμάνι της Νέας Υόρκης μία δουλειά που απέκτησε από τις πολιτικές του διασυνδέσεις. Ο Τσέστερ Άρθουρ ορίστηκε αντιπρόεδρος από τον Τζέιμς Γκάρφιλντ, θέση στην οποία παρέμεινε για περίπου μισό χρόνο, μέχρι την δολοφονία του προκατόχου του, οπότε αυτός τον αντικατέστησε στη θέση του προέδρου. Ο Άρθουρ ήταν ο πρώτος πρόεδρος της χώρας που έδωσε προεδρικούς όρκους στο σπίτι του. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ένα μείζον ζήτημα ήταν το γεγονός ότι οι πολιτικοί τοποθετούσαν τους φίλους τους σε υψηλές πολιτικές θέσεις, αντί για ανθρώπους που άξιζαν τη δουλειά. Το πρόβλημα επιλύθηκε μετά από την απόφασή του να εφαρμόζεται διαδικασία ελέγχου αξιολόγησης σε όσους έκαναν αίτηση για δημόσια θέση και σε περίπτωση που πετύχαιναν γινόταν η πρόσληψη.
κα. Γκρόβερ Κλίβελαντ (1837-1908, πρόεδρος 1885-1889,1893-1897 )
Ο Στίβεν Γκρόβερ Κλίβελαντ (Grover Cleveland, 18 Μαρτίου 1837 - 24 Ιουνίου 1908), καταγόμενος από το Νιου Τζέρσεϋ, γιος πάστορα, δικηγόρος και πρώην σερίφης, δήμαρχος του Μπάφαλο και κυβερνήτης της Ν.Υόρκης, ήταν ο 22ος και 24ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Κλίβελαντ είναι ο μόνος πρόεδρος που υπηρέτησε δύο μη συνεχόμενες θητείες (1885–1889 και 1893–1897) και έτσι ο μόνος που μετριέται δύο φορές στην αρίθμηση των προέδρων. Ήταν ο πρώτος σε ψήφους υποψήφιος πρόεδρος τρεις φορές—το 1884, το 1888, και το 1892—και ήταν ο μόνος Δημοκρατικός που εκλέχθηκε στην προεδρία την περίοδο της Ρεπουμπλικανικής πολιτικής κυριαρχίας η οποία διάρκεσε από το 1861 μέχρι το 1913.
Ο Κλίβελαντ ήταν ηγέτης των φιλικά διακείμενων προς τους επιχειρηματίες Bourbon Democrats οι οποίοι ήταν αντίθετοι με τους υψηλούς δασμούς, την πολιτική του ελεύθερου αργύρου, τον υψηλό πληθωρισμό, τον ιμπεριαλισμό και τις κρατικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις, τους αγρότες ή τους βετεράνους. Οι μάχες του για πολιτική μεταρρύθμιση και η υπεράσπιση του οικονομικού συντηρητισμού εκ μέρους του τον έκαναν είδωλο των Αμερικανών συντηρητικών της περιόδου. Ο Κλίβελαντ επαινέθηκε για την ειλικρίνεια του, την ανεξαρτησία του, την ακεραιότητά του, και την πρόσδεση του στις αξίες του κλασσικού φιλελευθερισμού. Πολέμησε αδυσώπητα την πολιτική διαφθορά, την πατρωνεία, και την κομματική δικτατορία. Ως μεταρρυθμιστής είχε κύρος τόσο ισχυρό που η μεταρρυθμιστική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η ονομαζόμενη "Mugwumps" (ψηφοφόροι όχι πάντα πιστοί στο κόμμα τους), το 1884 αποδοκίμασε τους Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους και στράφηκε υπέρ αυτού.
Η καταστροφή χτύπησε τη χώρα καθώς άρχιζε η δεύτερη θητεία του, όταν ο Πανικός του 1893 δημιούργησε δριμεία εθνική ύφεση, την οποία ο Κλίβελαντ αδυνατούσε να αντιστρέψει. Κατέστρεψε το Δημοκρατικό Κόμμα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια Ρεπουμπλικανική σαρωτική νίκη το 1894 και για την επικράτηση της φιλοαγροτικής πτέρυγας και της πτέρυγας των οπαδών του αργύρου στο κόμμα του το 1896. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολιτική αναδιάταξη η οποία τερμάτισε το Τρίτο Κομματικό Σύστημα και εγκαθίδρυσε το Τέταρτο Κομματικό Σύστημα και την Προοδευτική Περίοδο. Ο Κλίβελαντ πήρε ισχυρές θέσεις και δέχθηκε οξεία κριτική. Η παρέμβασή του στην Απεργία του Πούλμαν του 1894 για να κρατήσει τους σιδηροδρόμους σε κίνηση εξόργισε τα εργατικά συνδικάτα πανεθνικά και το τμήμα του κόμματος στο Ιλινόι. Η υποστήριξή του προς τον κανόνα χρυσού και η αντίθεση του στην πολιτική του ελεύθερου αργύρου αποξένωσαν την αγροτική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Επιπλέον, οι επικριτές του παραπονούνταν ότι είχε περιορισμένη φαντασία και φαινόταν να έχει συντριβεί από τις οικονομικές καταστροφές του έθνους—τις υφέσεις και τις απεργίες—κατά την δεύτερη θητεία του. Ακόμη και έτσι όμως, η φήμη για τον ειλικρινή και καλό χαρακτήρα του επικράτησε των προβλημάτων της δεύτερης θητείας του.
κβ. Βενιαμίν Χάρρισον (1843-1901, πρόεδρος 1889-1893)
Ο Βενιαμίν Χάρρισον (Benjamin Harrison) ήταν ο 23ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, που εκλέχτηκε το 1889, ως εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων. Στα χρόνια της προεδρίας του έγινε η ένταξη των τελευταίων 6 βορειοδυτικών πολιτειών στις ΗΠΑ.
κγ. Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ (1843-1901, πρόεδρος 1897-1901)
Ο Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ (William McKinley, Jr., 29 Ιανουαρίου 1843 - 14 Σεπτεμβρίου 1901) ήταν ο 25ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Καταγόταν από το Οχάιο και σπούδασε στο Albany Law School της πολιτείας της Νέας Υόρκης ενώ το 1860, στην αρχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, κατατάχθηκε στο στρατό των Βορείων. Εκλέχθηκε το 1877 γερουσιαστής του Οχάιο με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ το 1891 έγινε κυβερνήτης της ίδιας Πολιτείας. Το 1896 εξελέγη Πρόεδρος της χώρας και η ορκωμοσία του ήταν η πρώτη που κινηματογραφήθηκε. Με τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο στη Νότια Αμερική, το 1898, εγκαινιάστηκε η εποχή του ιμπεριαλισμού για τις ΗΠΑ. H Ισπανία νικήθηκε και έχασε την Κούβα, το Πόρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες, ενώ προσαρτήθηκε και η Χαβάη. Ο ΜακΚίνλεϊ υποστήριξε επίσης υψηλούς δασμούς για χώρες που είχαν εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η θητεία του ανανεώθηκε το 1900, αλλά δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Δολοφονήθηκε στη Νέα Υόρκη, κατά τη διάρκεια παναμερικανικής έκθεσης, από τον Λέον Τσολγκόζ (Leon Czolgosz), αναρχικό πολωνικής καταγωγής, ο οποίος εκτελέστηκε σε ηλεκτρική καρέκλα. Ήταν ο 3ος κατά σειρά πρόεδρος (μετά τους Λίνκολν και Γκάρφιλντ) που δολοφονήθηκε. Τον διαδέχτηκε ο αντιπρόεδρος Θεόδωρος Ρούσβελυ.
κδ. Θεόδωρος Ρούζβελτ (1858-1919, πρόεδρος 1901-1909)
Ο Θεόδωρος Ρούζβελτ (Theodore Roosevelt, 27 Οκτωβρίου 1858 - 6 Ιανουαρίου 1919) ήταν ο 26ος πρόεδρος των ΗΠΑ, διάδοχος του δολοφονηθέντος Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϋ, ως αντιπρόεδρος στην δεύτερη θητεία του. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ήταν γιος του μεγαλοτραπεζίτη Θεόδωρου Ρούζβελτ, γόνου εύπορης οικογένειας της Νέας Υόρκης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ενώ παράλληλα καταπιανόταν με την πυγμαχία, την ιστορία και την φυσική. Το 1881 εκλέχτηκε με το ρεπουμπλικανικό κόμμα μέλος του πολιτειακού κοινοβουλίου της Νέας Υόρκης, αλλά το 1884 παραιτήθηκε εξαιτίας μιας μοιραίας σύμπτωσης, όταν η μητέρα και η γυναίκα του πέθαναν την ίδια μέρα. Κουμπάρος στον πρώτο του γάμο ήταν ο αδερφός του Έλιοτ. Από τους δύο γάμους του απέκτησε 6 παιδιά.
Το 1886 προσπάθησε να εκλεγεί χωρίς επιτυχία δήμαρχος Νέας Υόρκης και υπηρέτησε ως Επίτροπος στην αστυνομία της πόλης, υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας. Το 1897 διορίστηκε υφυπουργός ναυτικών, θέση από την οποία παραιτήθηκε για να λάβει μέρος στον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο του 1898, όπου συγκρότησε σώμα εθελοντών πολεμώντας στις περισσότερες μάχες. Ο ηρωισμός που επέδειξε ήταν τόσο μεγάλος που ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας. Την ίδια χρονιά έγινε κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης και το 1900 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Μετά την δολοφονία του ΜακΚίνλεϊ ανήλθε στον προεδρικό θώκο, όπου επανεξελέγη θριαμβευτικά το 1904. Η εξωτερική του πολιτική μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστική, καθώς εργάστηκε συνειδητά για να αναδείξει τις ΗΠΑ σε μία από τις μεγάλες δυνάμεις στον διεθνή χώρο. Μολονότι διατήρησε το Δόγμα Μονρόε, χρησιμοποίησε τη δύναμη της χώρας για να επηρεάζει την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική. Κατά την εποχή του οι ΗΠΑ εξασφάλισαν τη Χαβάη και τη διώρυγα του Παναμά. Συνέβαλε στην λήξη του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου και το 1906 κέρδισε το Νόμπελ ειρήνης για την συμβολή του σ’ αυτό. Η προεδρία του σημαδεύτηκε από την κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, οι οποίες κατέστησαν τις ΗΠΑ στρατιωτική υπερδύναμη.
Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής ο Ρούζβελτ ήρθε σε σύγκρουση με τα μεγάλα κεφάλαια και προσπάθησε να περιορίσει την δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων, προσπαθώντας να εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες οικονομικής δραστηριότητας για όλους τους Αμερικανούς. Εξέδωσε νόμους για την υποστήριξη της εργατικής τάξης, την επιθεώρηση των τροφίμων και των φαρμάκων και την προστασία του περιβάλλοντος, ιδέες που επηρέασαν τους επόμενους προέδρους για δραστικότερο ρόλο των κυβερνήσεων στην οικονομία. Το 1908 δεν έθεσε υποψηφιότητα διευκολύνοντας την εκλογή του Ουίλλιαμ Χάουαρντ Ταφτ. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήρθε σε οριστική ρήξη με την πλειοψηφία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος με αποτέλεσμα να θέσει υποψηφιότητα στις αμερικανικές εκλογές του 1912 ως ανεξάρτητος. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας έγινε απόπειρα δολοφονίας του με πυροβολισμό, από την οποία διασώθηκε. Παρά τη μεγάλη δημοτικότητα του δεν κατάφερε να εκλεγεί. Απεβίωσε στις 19 Ιανουαρίου του 1919 στο Όιστερ Μπέι. Υπήρξε συγγραφέας 35 βιβλίων για θέματα πολιτικής, αλιείας και κυνηγιού, καθώς και δραστήριο μέλος του Σώματος Προσκόπων των ΗΠΑ. Ο μετέπειτα πρόεδρος των Η.Π.Α. Φραγκλίνος Ρούζβελτ ήταν μακρινός ξάδερφος του. Η μορφή του Θεόδωρου Ρούσβελτ είναι μία από τις τέσσερις παραστάσεις προέδρων, που σκαλίστηκαν σε βράχο στο όρος Ράσμορ (Rushmore) της Νότιας Ντακότα. Το δημοφιλές στα παιδιά παραγεμισμένο αρκουδάκι, γνωστό ως Teddy bear, πήρε το όνομά του από το χαϊδευτικό όνομα του Ρούσβελτ (Θεόδωρος > Τέντυ).
κε. Ουίλλιαμ Χάουαρντ Ταφτ (1857-1930, πρόεδρος 1909-1913)
O Ουίλλιαμ Χάουαρντ Ταφτ (William Howard Taft, 1857 – 1930), ανώτατος δικαστικός, εκπρόσωπος του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, ήταν ο 27ος Πρόεδρος των ΗΠΑ για μία τετραετία (1909-1913), γνωστός ως ο βαρύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ, αφού, με ύψος 1,80 μέτρα, ζύγιζε 160 κιλά. Υπηρέτησε ως κυβερνήτης των Φιλιππίνων και υπουργός πολέμου στην κυβέρνηση Θ.Ρούσβελτ. Ως πρόεδρος επιχείρησε να περιορίσει την ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων, διαλύοντας τις μεγάλες κοινοπραξίες, αύξησε την στρατιωτική θητεία και ευνόησε την διεθνή ειρήνη. Καλός μπεϊζμπωλίστας στα νιάτα του εγκαινίασε το θεσμό του πρώτου κτυπήματος από τον πρόεδρο με την έναρξη κάθε αγωνιστικής περιόδου. Μετά την υποβολή υποψηφιότητας και από τον Θ.Ρούσβελτ, που διαίρεσε τους Ρεπουμπλικάνους ψηφορόρους, το 1912 έχασε τις εκλογές από τον Δημοκρατικό Γούντροου Ουίλσον και στη συνέχεια υπηρέτησε ως ανώτατος δικαστικός. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1930 σε ηλικία 73 ετών.
Για μικρό χρονικό διάστημα από το 1714 μέχρι το 1734, την εποχή του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄, η Αυστρία απέκτησε πλήρη έλεγχο σε όλη την Ιταλική χερσόνησο, αλλά αμέσως μετά αποκαταστάθηκε ισορροπία ανάμεσα στην Αυστριακή και Ισπανική κυριαρχία και σε όλη την διάρκεια του 18ου αιώνα διατηρήθηκε ο σάλος των ασταμάτητων ανταγωνισμών, σχετικά με την κατοχή Ιταλικών εδαφών, ανάμεσα σε Αυστριακούς, Ισπανούς και Γάλλους, μέσα στους οποίους το παπικό κράτος και μερικές πόλεις - κράτη φαίνονταν να διατηρούν κάποιο βαθμό περιστασιακής ανεξαρτησίας, παραμένοντας όμως σε μία κατάσταση οικτρής παρακμής.
Μετά την Γαλλική Επανάσταση του 1789, ο Ναπολέων Βοναπάρτης εισέβαλε στην Ιταλία και έθεσε υπό Γαλλική κυριαρχία το σύνολο των εδαφών της, και τελικά το 1805, παράλληλα με την στέψη του ως αυτοκράτορα της Γαλλίας, στέφθηκε στο Μιλάνο και βασιλιάς της Ιταλίας. Μετά όμως από την μάχη της Λειψίας το 1813, άρχισαν να εκδηλώνονται στην Ιταλία τάσεις απαλλαγής από την Ναπολεόντεια διοίκηση, που είχε συντελέσει στην βελτίωση των συνθηκών ζωής, με αποτέλεσμα, μετά την συνθήκη των Παρισίων το 1814 και της Βιέννης το 1815, να αποκατασταθούν τα προ του Ναπολέοντος κράτη και κρατίδια, με τα παλιά τους όρια.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια η δημιουργία μυστικών εταιριών, όπως οι Καρμπονάροι και αργότερα η «Νέα Ιταλία» του Ιωσήφ Ματσίνι (Giuseppe Mazzini 1805 – 1872), συντέλεσαν στην ανάπτυξη εθνικιστικού πνεύματος, που εστίαζε τον στόχο του στην απαλλαγή από την ξενική διοίκηση και στην προώθηση της ιδέας της ένωσης της Ιταλίας. Υπό την επίδραση των ρευμάτων αυτών σημειώθηκαν μια σειρά από εξεγέρσεις το 1820 -21, το 1831 και το 1848, ταυτόχρονα με παρόμοιες εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο πρώτος πόλεμος για την Ιταλική Ανεξαρτησία αναλήφθηκε από τον βασιλιά της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου Κάρολο Αλβέρτο, ο οποίος όμως, παρά την αρχικές επιτυχίες του, νικήθηκε τελικά το 1849 από τους Αυστριακούς και αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Βίκτορα Εμμανουήλ Β΄.
Ο πρωθυπουργός του Πεδεμοντίου κόμης Καμίλο Καβούρ (Camillo Cavour 1810 – 1861), ανέλαβε ένα κολοσσιαίο έργο εκσυγχρονισμού της χώρας του, εκτελώντας, μετά από σύναψη συμφωνίας δανείου με την Βρετανία, σημαντικά δημόσια έργα οδοποιίας, κατασκευής σχολείων και δημόσιων κτιρίων, που δημιούργησαν προϋποθέσεις οικονομικής ανόδου και ανέδειξαν το Πεδεμόντιο σε εκφραστή των εθνικιστικών προσδοκιών όλων των Ιταλών. Με την συμμετοχή του στον Κριμαϊκό πόλεμο το 1855 εξασφάλισε την άτυπη συμμαχία της Γαλλίας και της Αγγλίας και το 1859 ανέλαβε επιτυχή πόλεμο κατά της Αυστρίας, που κατέληξε στην πρόσκτηση της Λομβαρδίας. Μέσα στον επαναστατικό ενθουσιασμό της εποχής, οι πόλεις – κράτη της Ιταλίας, εκτός από την Βενετία και την Ρώμη, μετά από δημοψηφίσματα κήρυξαν την ένωσή τους με το Πεδεμόντιο. Ταυτόχρονα στην Σικελία ο Ιωσήφ Γαριβάλδης (Giuseppe Garibaldi 1807 – 1882) ελευθέρωσε το νησί και προχώρησε προς Βορά καταλύοντας την μοναρχία των Βουρβόνων στην Νάπολη. Μετά από 13 αιώνες διαίρεσης το Βασίλειο της Ιταλίας ανακηρύχθηκε το 1861, με πρώτο βασιλιά τον Βίκτορα Εμμανουήλ Β΄ (1861 – 1878) και η ενοποίηση ολοκληρώθηκε με πρόσκτηση της Βενετίας το 1866 και της Ρώμης το 1870, ως αποτέλεσμα της δράσης σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως ο Γαριβάλδης, ο Ματσίνι και ο Καβούρ, αλλά και χάρη στην ανάμιξη ποικίλων ιδεολογικών ρευμάτων, όπως ο δημοκρατικός ρεπουμπλικανισμός, ο φιλελευθερισμός και ο εθνικισμός.
Ο σουλτάνος Αμπντουλμεσίτ εξέδωσε το 1839 διάταγμα με σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Με το διάταγμα αυτό (Χάττ-ι-Σερίφ του Γκιουλχανέ) ξεκίνησε μια περίοδος μεταρρυθμίσεων και φιλελευθεροποίησης του Οθωμανικού κράτους που ονομάστηκε Τανζιμάτ. Τον ακολούθησε ο Αμπντουλαζίζ, επί βασιλείας του οποίου συγκροτήθηκε το πρώτο φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα. Ο αρχηγός του, Μιντχάτ Πασά, κατόρθωσε να εκθρονίσει το 1876 τον Αμπντουλαζίζ. Η εξέγερση (1875) της Βοσνίας Ερζεγοβίνης προανήγγειλε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, στον οποίο η οθωμανική αυτοκρατορία ηττήθηκε παρά τη σθεναρή της αντίσταση. Η Ρουμανία (Βλαχία και Μολδαβία), η Σερβία και Μαυροβούνιο ανακηρύχθηκαν πλήρως ανεξάρτητα κράτη, ενώ η Βοσνία και Ερζεγοβίνη πέρασε υπό αυστριακό έλεγχο. Το θρόνο κατέλαβε ο Αμπντουχαμίτ Β', μετά από σύντομη σουλτανία του Μουράτ Ε'. Από τον Μιντχάτ διαμορφώθηκε ένα φιλελεύθερο σύνταγμα και το πρώτο οθωμανικό κοινοβούλιο συγκλήθηκε το 1877. Ο σουλτάνος σύντομα διέλυσε το κοινοβούλιο και επέστρεψε σε δεσποτικά πρότυπα διακυβέρνησης. Ο Αμπντουλχαμίτ νίκησε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αλλά η Κρήτη, που ήταν και η πραγματική αιτία της σύρραξης, κερδήθηκε τελικά από τους Έλληνες. Το χρονολόγιο των κυριοτέρων γεγονότων της περιόδου έχει ως εξής:
1839: Έναρξη του Τανζιμάτ, της αναθεωρητικής διαδικασίας που στόχευε στον εξευρωπαϊσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε θέματα διοικητικής οργάνωσης και άλλους τομείς.
1875: Η οθωμανική αυτοκρατορία χρεωκοπεί και αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της στα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα.
1876: Υπό τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β', η οθωμανική αυτοκρατορία αποκτά το πρώτο της σύνταγμα.
1878: Το σύνταγμα αναστέλλεται. Η Ρουμανία, η Σερβία και Μαυροβούνιο και ένα τμήμα της Βουλγαρίας ανεξαρτητοποιούνται με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
1881: Η οθωμανική αυτοκρατορία πιέζεται να δεχθεί ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα. Η Τυνησία καταλαμβάνεται από τη Γαλλία.
1882: Η Αίγυπτος καταλαμβάνεται από τη Βρετανία.
Για τους Σουλτάνους των χρόνων αυτών μπορούν συνοπτικά να αναφερθούν τα εξής:
α. Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ (1839-1861)
Ο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ (Abdülmecid I, 25 Απριλίου 1823 - 26 Ιουνίου 1861) ήταν ο 31ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1839-1861). Ήταν γιος του Μαχμούτ Β΄ και της Μπεζμιαλέμ Σουλτάν. Σε μικρή ηλικία έμαθε πολλές γλώσσες όπως γερμανικά και αγγλικά, ενώ γενικότερα διακρινόταν για την ευφυΐα του. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στις 2 Ιουλίου του 1839 σε ηλικία μόλις 15 ετών, και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό του έργο, το οποίο ονομάστηκε Τανζιμάτ, που σημαίνει «Ευτυχής οργάνωση». Η μεταρρύθμιση αυτή, που επιβλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τις Δυτικές Δυνάμεις μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, παραχώρησε πολλά δικαιώματα στους υπηκόους των χριστιανικών κοινοτήτων και έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου και των γραμμάτων. Το 1839 με τη συνθήκη Χάτι Σερίφ και το 1856 με τη συνθήκη Χάτι Χουμαγιούν δημιουργήθηκε ένα προστατευτικό πλαίσιο για τις μειονότητες, που εξασφάλισε δικαιώματα για ισότιμη μεταχείριση και ίση απονομή δικαιοσύνης. Παρ' όλο που οι διατάξεις των συνθηκών αυτών περί θρησκευτικών ελευθεριών παραβιάζονταν συστηματικά, οι θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες (μεταξύ των οποίων και η Ελληνική) επωφελήθηκαν και προχώρησαν σε μαζική ίδρυση σχολείων, ναών και άλλων ιδρυμάτων.
Mε εντολή του, το 1843, ξεκίνησε η κατασκευή του ανάκτορου Ντολμά Μπαχτσέ (Dolmabahçe Sarayı) που ολοκληρώθηκε το 1856. Το Ντολμά Μπαχτσέ σχεδιάστηκε από τους Αρμένιους αρχιτέκτονες Καραμπέτ και Νικογιός Μπαλιάν. Τον εσωτερικό διάκοσμο του ανακτόρου ανέλαβε ο Γάλλος διακοσμητής Σεσάν, ενώ αρκετοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες ανέλαβαν να φιλοτεχνήσουν έργα ζωγραφικής για να κοσμήσουν το παλάτι. Από το 1960 λειτουργεί ως μουσείο. Στην εξωτερική πολιτική ο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ κατάφερε να καταστείλει τα επαναστατικά κινήματα στη Συρία, στην Αλβανία, στη Βοσνία και στο Μαυροβούνιο. Στον Κριμαϊκό Πόλεμο προστάτεψε εν μέρει τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ένωση των παραδουνάβιων χωρών. Οι σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού στο Λίβανο στάθηκαν αφορμή για επέμβαση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων το 1860 που τον ανάγκασαν να αναγνωρίσει την αυτονομία της χώρας.
Είχε 26 συζύγους και απέκτησε 11 γιους και 15 κόρες. Απεβίωσε στις 26 Ιουνίου του 1861 από φυματίωση και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Αμπντούλ Αζίζ. Γιοί του ήταν οι Μουράτ Ε΄, Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, Μωάμεθ Ε΄ και Μωάμεθ ΣΤ΄ που επίσης έγιναν σουλτάνοι. Ενταφιάστηκε στο Τέμενος Γιαβούζ Σελίμ.
β. Αμπντούλ Αζίζ (1861-1876)
O Αμπντούλ Αζίζ (Abdülaziz, Κωνσταντινούπολη, 8 Φεβρουαρίου 1830 - παλάτι Τσιραγκάν, 4 Ιουνίου 1876) ήταν ο 32ος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα χρόνια 1861 - 1876. Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1830 στο παλάτι Τοπ Καπί και ήταν γιος του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ και της Περτεβνιχάλ Σουλτάν. Διαδέχθηκε τον αδερφό του Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ όταν πέθανε, το 1861. Μόλις έγινε σουλτάνος διοργάνωσε τη δημόσια εκπαίδευση πάνω στο γαλλικό μοντέλο και το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Το 1867 έγινε ο πρώτος Οθωμανός σουλτάνος που επισκέφθηκε τη Δυτική Ευρώπη. Εκσυγχρόνισε το Οθωμανικό ναυτικό που ήταν τότε το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Επίσης ίδρυσε το αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης και ίδρυσε το πρώτο σιδηροδρομικό δίκτυο της Κωνσταντινούπολης. Είχε καλές σχέσεις με τη Βασίλισσα Βικτωρία και τον Ναπολέοντα Γ΄. Προσπάθησε να συνάψει φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία αλλά δεν τα κατάφερε. Η κατασπάληση του δημοσίου χρήματος εξαιτίας των πολυτελών δαπανών του στα νέα ανάκτορα και το αυξανόμενο χρέος δημιούργησαν συνολική δυσαρέσκεια με αποτέλεσμα στις 30 Μαΐου του 1876 να τον καθαιρέσουν. Λίγες μέρες μετά στις 4 Ιουνίου πιθανόν αυτοκτόνησε. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Μουράτ Ε΄.
γ. Μουράτ Ε΄ (1876)
Ο Μουράτ Ε΄ (Murad V, 21 Σεπτεμβρίου 1840 - 29 Αυγούστου 1904), γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ ήταν ο 33ος Σουλτάνος της Τουρκίας. Στο θρόνο ανήλθε μετά την καθαίρεση του θείου του Αμπντούλ Αζίζ. Τελούσε υπό την επιρροή της γαλλικής σκέψης και πολιτισμού και επί των ημερών του η Οθωμανική Αυτοκρατορία απομακρύνθηκε από την ρωσική επιρροή και προστασία. Βασίλεψε μόλις για 93 ημέρες, από τις 30 Μαΐου 1876 μέχρι τις 31 Αυγούστου του ιδίου έτους. Τον καθαίρεσαν με το αιτιολογικό ότι είχε τρελαθεί. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τρελάθηκε μετά τη δολοφονία του προκατόχου του, από τύψεις και από το φόβο ότι μπορεί να είχε την ίδια τύχη και αυτός. Κατά τη σύντομη βασιλεία του απέτυχε να προωθήσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ και έτσι απομονώθηκε από τους φιλελεύθερους. Με την απομάκρυνσή του από τη ρωσική προστασία και τη στροφή του προς τη Γαλλία επιδείνωσε τις σχέσεις με τη Ρωσία που κατέληξαν στον καταστροφικό πόλεμο του 1877-1878. Μετά την καθαίρεσή του παρέμεινε κλεισμένος στα ανάκτορα μέχρι το θάνατό του στις 29 Αυγούστου 1904.
δ. Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909)
Ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (II Abdülhamid, 22 Σεπτεμβρίου 1842 - 10 Φεβρουαρίου 1918), ήταν ο 35ος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έφερε επίσης τον τίτλο του Χαλίφη. Ήταν γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ και της Τιριμουτζγκάν Σουλτάν και γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1842. Διαδέχθηκε στο θρόνο τον αδελφό του Μουράτ Ε΄ στις 31 Αυγούστου του 1876. Είχε φιλελεύθερες απόψεις και έκανε πολλές μεταρρυθμίσεις. Στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ο σουλτάνος κατέστειλε την εξέγερση στην Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Ο πρώτος φόβος για τον σουλτάνο ήταν η κήρυξη πολέμου με την Ρωσική Αυτοκρατορία. Στον πόλεμο αυτό δεν συμμετείχε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Στο τέλος η Ρωσική Αυτοκρατορία νίκησε και η Τουρκία υπέγραψε την Συνθήκη του Αγίου Στέφανου (1878) η οποία είχε σκληρούς όρους: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδωσε αυτονομία στην Σερβία, την Ρουμανία, την Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την Βουλγαρία. Ο Αμπντούλ Χαμίτ ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και της Αγγλίας. Τα επόμενα χρόνια οι Αρμένιοι ζήτησαν περισσότερα δικαιώματα και οι Τούρκοι απάντησαν με διώξεις Αρμενίων, από τους οποίους σκοτώθηκαν 20.000. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του ξέσπασε η επανάσταση των Νεότουρκων. Ο Αμπντούλ Χαμίτ είχε 16 γυναίκες και 19 παιδιά. Εκθρονίσθηκε στις 26 Απριλίου του 1909 και πέθανε στο ανάκτορο Μπεηλέρμπεη, στις Χηλές του Βοσπόρου, στις 10 Φεβρουαρίου του 1918. Είχε επονομαστεί "Μέγας Χαν" αλλά και "ερυθρός Σουλτάνος", ή "αιμοσταγής Σουλτάνος. Τον διαδέχθηκε ο αδερφός του,Μωάμεθ Ε΄.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης κυβέρνησε αυτά τα χρόνια κατά διαστήματα, ενώ μεσολάβησαν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και οι Ζηνόβιος Βάλβης και ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος. Οι τρεις τελευταίοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα δάνεια που σύναπτε ο Τρικούπης. Το 1881 προσαρτήθηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία. Ο Τρικούπης μείωσε τον αριθμό των βουλευτών σε 150 συνενώνοντας παλιές επαρχίες, και μειώνοντας το κόστος της διοίκησης. Θέσπισε αυστηρά κριτήρια επιλογής των δημοσίων υπαλήλων, για να υπάρχει ανεξαρτησία της κρατικής γραφειοκρατίας από τις κυβερνητικές αλλαγές. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα αντικαταστάθηκε με τον φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επέβαλε και φόρο επί των οικοδομών και πήρε τρίτο δάνειο για τη χρηματοδότηση τριών θωρηκτών. Τα έργα που έκανε είχαν ως στόχο την εκβιομηχάνιση της χώρας, όπως η ίδρυση τεχνικών σχολών, η κατασκευή σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, η αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Το 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης, εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης, κήρυξε την τρίτη πτώχευση, λέγοντας τη φράση δυστυχώς επτωχεύσαμεν. Η τρίτη πτώχευση της Ελλάδας σήμανε κλονισμό της δραχμής και ολοκληρωτικό μαρασμό της ελληνικής οικονομίας. Η κρίση αντιμετωπίστηκε με την υποτίμηση της δραχμής στη μισή αξία. Ο Τρικούπης έχασε στις εκλογές τον Απρίλιο του 1895, αποσύρθηκε από την πολιτική και πέθανε ένα χρόνο αργότερα (το 1896) στη Ριβιέρα της Γαλλίας. Η πτώχευση οφείλεται σύμφωνα με μερικές απόψεις στην απροθυμία δανειοδότησης, που έδειξαν οι διεθνείς χρηματιστές. .
Μετά το θάνατο του Χαριλάου Τρικούπη ακολούθησε ο καταστροφικός Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, τον οποίον κήρυξε ο Δηλιγιάννης. Η κατάσταση για την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο συγκεχυμένη, εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των πιέσεων που ασκούσαν οι ομολογιούχοι. Η Ελλάδα βγήκε από τον πόλεμο νικημένη και ταπεινωμένη, καθώς της επιβλήθηκε πολεμική αποζημίωση και Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος. Μάλιστα οι δανειστές, για να εξασφαλισθούν ότι θα εισπράξουν τα χρήματά τους, επέβαλαν μεταξύ των όρων την κατευθείαν είσπραξη των κερδών από τρία βασικά προϊόντα, το πετρέλαιο, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, τα οποία διακινούσε μόνον το Ελληνικό Μονοπώλιο. Η Ελλάδα μέχρι τότε (1824-1897) είχε πάρει 10 εξωτερικά δάνεια, συνολικά 770 εκ. γαλλικά φράγκα. Κατά μέσο όρο η τιμή έκδοσης κυμάνθηκε στο 72,54%, που σημαίνει ότι το κράτος χρεώθηκε 770.000.000 γαλλικά φράγκα αλλά παρέλαβε 464.100.000. Τα υπόλοιπα ήταν τιμή έκδοσης και διάφορα άλλα έξοδα και κρατήσεις.
Το έτος 1912-1913, επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, έγιναν ο Α και Β Βαλκανικός Πόλεμος με τη στήριξη της Αντάντ και η Ελλάδα ενσωμάτωσε την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Η Ελλάδα έλαβε μεγάλη στρατιωτική βοήθεια από την Αντάντ. Παράλληλα όμως, έλαβε και οικονομική βοήθεια σε δάνεια, που αύξησαν το χρέος της. Την περίοδο 1902-1914 συνομολογήθηκαν τέσσερα εξωτερικά δάνεια, συνολικά 521.000.000 γαλλικά φράγκα. Τα δύο πρώτα (76.000.000 γαλλικά φράγκα) μέχρι το έτος 1910 και το τέταρτο, 335.000.000 γαλλικά φράγκα το έτος 1914. Η δανειακή πρόσοδος χρησιμοποιήθηκε υπέρ της εξυπηρέτησης των ήδη υπαρχόντων εξωτερικών δανείων, υπέρ της διεξαγωγής των Βαλκανικών πολέμων και στην ενσωμάτωση των νέων περιοχών που προέκυψαν μετά τους πολέμους.
Κατά το διάστημα 1830-1880 στην ελληνική ποίηση κυριαρχούσε ο ρομαντισμός της Α' Αθηναϊκής Σχολής, η οποία όμως είχε αρχίσει να παρακμάζει από το 1870. Οι περισσότεροι ποιητές έγραφαν ατημέλητα, με αδιαφορία για τη μορφή, αλλά και για το περιεχόμενο των ποιημάτων. Κατέφευγαν σε εύκολες ομοιοκαταληξίες χρησιμοποιώντας αταίριαστες λέξεις, με ακαλαίσθητο αποτέλεσμα, ή εξέφραζαν υπερβολικά συναισθήματα απαισιοδοξίας και μελαγχολίας, με εμμονή στο θέμα του θανάτου. Κυρίαρχη γλώσσα της ποίησης ήταν η καθαρεύουσα και μάλιστα στους ποιητικούς διαγωνισμούς αρχικά απαγορευόταν η υποβολή ποιημάτων γραμμένων στη δημοτική. Η νέα γενιά όμως παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, όπου ο ρομαντισμός είχε παρακμάσει και είχαν εμφανιστεί νέες τάσεις, όπως ο ρεαλισμός, με την ειδικότερη μορφή του παρνασσισμού, και παράλληλα ενδιαφερόταν για το γλωσσικό ζήτημα και για τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Ήταν αναπόφευκτο οι εκφραστικές ανάγκες των νέων να μην καλύπτονται από την «παλαιά» ποίηση.
Ήδη από τη δεκαετία του 1870 είχαν εμφανιστεί αντιδράσεις για την παρακμή της ποίησης. Οι ίδιοι οι ρομαντικοί ποιητές σατίριζαν τα κακής ποιότητας ποιήματα, παρωδώντς τις υπερβολές, το ρητορισμό και τις ακυρολεξίες πολλών συγχρόνων τους ποιητών. Η ομιλία του Εμ.Ροΐδη στον "Παρνασσό" το 1877, με τίτλο "Περί συγχρόνου εν Ελλάδι ποιήσεως", οδήγησε σε φιλολογική διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο. Η έκδοση της σατιρικής εφημερίδας "Ραμπαγάς" το 1878, από δύο προοδευτικούς δημοσιογράφους που είχαν διωχθεί από την Κωνσταντινούπολη, τους Κλεάνθη Τριαντάφυλλο και Βλάση Γαβριηλίδη, συνέβαλε στην πρωτοεμφάνιση των πρωτεργατών της αλλαγής, όπως οι Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης, Ιωάννης Πολέμης και Γεώργιος Σουρής. Όπως ήταν φυσικό, η ανανέωση του ποιητικού λόγου δεν μπορούσε να εκδηλωθεί χωρίς προετοιμασία, ούτε να επικρατήσει αμέσως. Είναι ενδεικτικό ότι και ο Κωστής Παλαμάς είχε υποβάλει στον προτελευταίο Βουτσιναίο διαγωνισμό το 1876 μια ποιητική συλλογή σε καθαρεύουσα, με τίτλο Ερώτων έπη, η οποία είχε χαρακτηριστεί από την κριτική επιτροπή ως «λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα». Κάποιοι ποιητές που εμφανίστηκαν στην δεκαετία 1870 με ποιήματα διαφορετικά από το κλίμα της Α' Αθηναϊκής Σχολής, αλλά δεν ακολούθησαν αμέσως ή ολοκληρωτικά τις νέες τάσεις της γενιάς του 1880, ταλαντεύτηκαν μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής και δεν συνέχισαν τις υπερβολές των Αθηναίων ρομαντικών, αλλά παρουσίασαν ποιήματα με επιμελημένο στίχο και συγκρατημένη ευαισθησία χωρίς ακραίους συναισθηματισμούς.
Από τους ποιητές αυτούς εξέχουσα θέση κατέχει ο καταγόμενος από την Θράκη Γεώργιος Βιζηυνός (1849-1896), ο οποίος χωρίς ρομαντικά ψεύδη και υπερβολές, με ευρωπαϊκή καλλιέργεια και πηγαία ευαισθησία, απλότητα, θέρμη και χαρωπή διάθεση, πάντα όμως μέσα σε ένα κλίμα συγκρατημένου ονείρου, έδωσε σαφή ώθηση προς νέα κατεύθυνση τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία. Ο Σιφναίος Αριστομένης Προβελέγγιος (1851-1936) έγραψε ποιήματα φυσιολατρικά και πατριδολατρικά με ευαισθησία και υποβλητικότητα, δημιουργώντας επίσης μιαν ατμόσφαιρα προσγειωμένης ονειροπόλησης. Ο Παναγιώτης Βεργωτής (1842-1916) μετέφρασε την Κόλαση του Δάντη και υπερασπίστηκε τη δημοτική. Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (γεννημένος στην Αθήνα, 1856-1910), μετέπειτα γνωστός από το έργο του σε γαλλική γλώσσα ως Ζαν Μορεάς, έξεδωσε, πριν φύγει για το Παρίσι, τη συλλογή Τρυγόνες και Έχιδναι με όλα τα χαρακτηριστικά του ρομαντισμού της εποχής του, αλλά με ένα αέρα δροσερότερο και φωτεινότερο.
Νέα Αθηναϊκή Σχολή, σε αντιδιαστολή με την Α' Αθηναϊκή Σχολή, έχει χαρακτηριστεί το σύνολο των ποιητών που εμφανίστηκαν στη νεοελληνική λογοτεχνία μετά το 1880, με προεξάρχουσα μορφή τον Κωστή Παλαμά. Συχνά χρησιμοποιείται και ο όρος Γενιά του 1880, επειδή τα πρώτα ανανεωτικά έργα εμφανίστηκαν στη δεκατεία του 1880. Οι ποιητές της Γενιάς του 1880 ήταν νέοι ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο. Οι ποιητές που πρωταγωνίστησαν στην κίνηση αυτή ξεκίνησαν από ανανεωτικά έντυπα όπως ο Ραμπαγάς και το Μη χάνεσαι, όπου έγραφαν ποιήματα σατιρικά ή εμπνευσμένα από καθημερινά θέματα. Η χρονολογία 1880 αποτελεί ορόσημο διότι εκείνη τη χρονιά εκδόθηκαν δύο ποιητικές συλλογές που εκφράζουν ακριβώς το πνεύμα της αλλαγής: Όπως έγραψε ο Κωστής Παλαμάς «Οι Τρυγόνες και Έχιδναι [του Παπαδιαμαντόπουλου] σα ν' αποχαιρετούσαν κάτι που έσβυνεν, οι Στίχοι του Καμπά σαν να πρωτοχαιρετούσαν κάποιο ξημέρωμα. Του Γ. Δροσίνη τα Ειδύλλια σαν να το εβεβαίωναν». Καθοριστικής σημασίας όμως ήταν και η έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Κωστή Παλαμά το 1886, με τίτλο Τα τραγούδια της πατρίδος μου.
Η σημαντικότερη αλλαγή που έφεραν οι ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ήταν η ολοκληρωτική καθιέρωση της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση. Το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου- Δημ. Βερναρδάκη, το 1882.Η γλωσσική διδασκαλία του Ψυχάρη ήταν καθοριστική για την διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της ποιητικής γενιάς του 1880. Στο υφολογικό πεδίο εγκατέλειψαν τον στόμφο και τις ρητορικές εξάρσεις του αθηναϊκού ρομαντισμού και στράφηκαν σε θέματα περισσότερο οικεία και καθημερινά, που ευνοούσαν τους χαμηλούς τόνους. Ακόμη και το προσφιλές στους ρομαντικούς θέμα του έρωτα το χειρίστηκαν χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, με θερμότητα και γνησιότητα στην έκφραση των συναισθημάτων τους. Ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την επιμελημένη μορφή του στίχου και προτίμησαν μικρά στροφικά σχήματα, που η συντομία τους επέτρεπε την καλύτερη επεξεργασία. Σημαντικό ρόλο στην στιχουργική φροντίδα έπαιξε και η έμπνευση των περισσοτέρων από το ρεύμα του γαλλικού παρνασσισμού. Ενδεικτικό είναι ότι ο Γεώργιος Δροσίνης στην πρώτη του ποιητική συλλογή προέταξε μερικούς στίχους του Γάλλου Παρνασσιστή Coppée. Η φροντίδα για την στιχουργική επιμέλεια αποδεικνύεται ιδιαίτερα από την συχνή χρήση της μορφής του σονέτου, με χαρακτηριστικά δείγματα τα σονέτα του Παλαμά, του Μαβίλη και του Γρυπάρη.
Σπουδαίο ρόλο στην ανανέωση των θεμάτων της ποίησης ήταν η ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας χάρη στο έργο του Νικόλαου Πολίτη. Η λαογραφία προσέφερε στους λογοτέχνες της εποχής (όχι μόνο τους ποιητές, αλλά και τους πεζογράφους) νέα θέματα για έμπνευση, από την καθημερινή ζωή του λαού, αλλά και νέα ποιητικά πρότυπα από τα οποία θα μπορούσαν να παραδειγματιστούν (δημοτικό τραγούδι). Η επίδραση από την ανάπτυξη της λαογραφίας είναι φανερή σε συλλογές όπως τα Ειδύλλια του Δροσίνη, τα Τραγούδια της Πατρίδος μου του Παλαμά αλλά και στην στιχουργική νεότερων ποιητών, όπως ο Κώστας Κρυστάλλης. Ανάλογη σημασία είχε και η μελέτη της μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας που άνθιζε εκείνη την εποχή. Η ιστορία του Βυζαντίου και η δημώδης λογοτεχνία, όπως ο Διγενής Ακρίτας, προσέφεραν νέα θέματα που αξιοποιήθηκαν από ποιητές όπως ο Παλαμάς.
α. Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943), κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε στην Πάτρα από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, ασχολούμενων με τη θρησκεία, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Ο θείος του Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι, ανέλαβε την ανατροφή του. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 νυμφεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα ποιητής Λέανδρος Παλαμάς. Το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση "Ο Τάφος". Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι "Ίαμβοι και Ανάπαιστοι" (1897), "Ασάλευτη Ζωή" (1904), "Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου" (1907), "Η Φλογέρα του Βασιλιά" (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 ήταν βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930. Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς, επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.
Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Επικολυρικός εθνικός βάρδος, και πατριδολάτρης με άρωμα βυζαντινού χριστιανισμού και μεσαιωνικής μυστικοπάθειας, διερμήνευσε ποιητικά τα ιδανικά της γενιάς του και έγινε η ποιητική συνείδηση της φυλής του. Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά (αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων Πατρίδες. Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλεία, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί με τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη. 'Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' Βουλγαροκτόνου στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα Σατιρικά γυμνάσματα. Ο κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου (1935) αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα τετράστιχα ποιήματα. Ήταν επίσης ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. Σε αυτόν οφείλεται η επανεκτίμηση του Ερωτόκριτου και των Ανδρέα Κάλβου, Διονύσιου Σολωμού, της Επτανησιακής Σχολής και του Κώστα Κρυστάλλη.
β. Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951)
Ο Γεώργιος Δροσίνης (9 Δεκεμβρίου 1859 - 3 Ιανουαρίου 1951) ήταν από τους πρωτοπόρους της ανανεωτικής Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» το 1883. Γεννήθηκε σε ένα αρχοντικό της Πλάκας στην Αθήνα από γονείς Μεσολογγίτες. Ήταν γιος του Χρήστου Δροσίνη, που εργαζόταν ως ανώτατος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και της Αμαλίας Πετροκόκκινου, της οποίας η οικογένεια είχε κατεβεί στην Αθήνα με τον Καποδίστρια. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και μεταγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή μετά από σύσταση του Νικόλαου Πολίτη. Το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία της τέχνης στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, στη Γερμανία, χωρίς όμως να πάρει κάποιο πτυχίο.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Η Εστία", το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894. Ήταν επίσης διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας (1914-1920) και 1922-1923) και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926. Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους Διομήδη Κυριακού στην Κηφισιά και από το 1939 έμενε μόνιμα στο οίκημα αυτό που είχε μετονομασθεί σε έπαυλη Αμαρυλλίδα. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του στις 3 Ιανουαρίου 1951. Το σπίτι αυτό έχει αναπαλαιωθεί, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κηφισιάς από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997. Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της «Ακαδημίας Αθηνών», ενώ το 1947 προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απονεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ (André Gide).
Έγραψε ποίηση προσωπικής συγκίνησης και δοξαστικής φυσιολατρίας, απλή εύληπτη στρωτή και διαυγή. Ανέστησε εικόνες της ζωής στην ύπαιθρο και τραγούδησε τον έρωτα με συντηρητικότητα και μέτρο. Τα πεζογραφικά έργα του εντάσσονται στον χώρο της ηθογραφίας και απεικονίζουν σκηνές από την αγροτική ζωή, ήθη, έθιμα και παραδόσεις του λαού της υπαίθρου. Το κύριο γνώρισμά των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο ειδυλλιακός χαρακτήρας τους.
γ. Άλλοι ποιητές της γενιάς του 1880
- Ο Νίκος Καμπάς (1857-1932), καταγόμενος από τη Μυτιληνη, έγραψε λίγα πρωτοποριακά ποιήματα με εγκάρδια απλότητα, χωρίς στόμφο, που αποδίδουν χαριτολογικά το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της Ελλάδας. Εγκατέλειψε πρόωρα την ποίηση.
- Ο Ιωάννης Πολέμης (1866-1924), γεννημένος στην Αθήνα, ήταν στην εποχή δημοφιλής ως λαϊκός ποιητής, αντίστοιχος του Αχ.Παράσχου σε δημοτική γλώσσα. Απέδωσε έμμετρα και με συναισθηματισμό κάθε εθνική και κοινωνική επικαιρότητα, με ρομαντική διάθεση και ηθική πρόθεση.
- Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) έγραψε τραγούδια αντλημένα από λαϊκές πηγές, κυρίως από τη νησιώτικη παράδοση, με απλό ύφος, παιχνιδιάρικο ή λυπημένο. Επηρεασμένος από τις γλωσσικές αρχές του Γ.Ψυχάρη, φιλοτέχνησε, σε στρωτή γλώσσα, μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου, που παραμένει η καλύτερη μέχρι σήμερα.
- Ο Αλέξανδρος Πάλλης (1851-1935) ήταν ποιητής πατριωτικός με αντιρητορικό τόνο, ερωτικός με παιγνιώδη λαϊκή διάθεση και παιδικός με ψυχολογημένη πρωτοτυπία. Η εκφραστική ζωντάνια της μετάφρασης της Ιλιάδας του Ομήρου που εκπόνησε, στη γραμμή των γλωσσικών αρχών του Ψυχάρη, είναι ανεπανάληπτη, και πλησιάζει τα επίπεδα αυθεντικού δημιουργήματος, που συναγωνίζεται, σε αυθορμητισμό και παραστατικότητα, τον Ερωτόκριτο και τα δημοτικά τραγούδια.
- Ο Γεώργιος Στρατήγης (1860-1938), καταγόμενος από τις Σπέτσες, ήταν ποιητής πατριωτικού ενθουσιασμού, πατριδολάτρης, που αποτύπωσε παράλληλα την οικογενειακή ζωή.
- Ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919) παραμένει ο ονομαστότερος σατιρικός της εποχής του. Εύθυμος παρωδός, σκωπτικός σαρκαστής, παιγνιώδης και χαριτολόγος, μαστίγωσε τη μοιρολατρία, την τεμπελιά και την αναβλητικότητα, σατιρίζοντας εκπρόσωπους της δημόσιας ζωής.
- Ο Κλεάνθης Τριανταφύλλου (1850-1889), εκδότης του περιδικού Ραμπαγάς, ήταν επίσης οξύς σατιρικός, παράγοντας δημοσιογραφική ευθυμογραφική ποίηση γεμάτη ζωντάνια.
- Ο Κωνσταντίνος Σκόκος (1855-1929) έγραψε μικρά σατιρικά επιγράμματα με καλοπροαίρετα σκωπτική οξύνοια και γνώση της ελληνικής ψυχολογίας.
- Ο Δημήτριος Κορομηλάς (1850-1898) έγραψε κωμειδύλλια εθιμογραφικά και εξιδανικευτικά της ζωής του χωριού.
- Ο Δημήτριος Κόκκος (1856-1891) έγραψε επίσης δημοφιλή κωμειδύλια και ευθυμογραφικά ποιήματα.
- Τέλος από τις γυναίκες αξιομνημόνευτη είναι η Φλωρεντία Φουντουκλή (1869-1915), μορφωμένη γερμανομαθής, η οποία έγραψε αισιόδοξα, φυσιολατρικά ποιήματα στη δημοτική.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στην δεκαετία του '90 έγινε μια νέα απόπειρα ανανέωσης της ποίησης από τον κύκλο των περιοδικών Η Τέχνη και Ο Διόνυσος. Οι ποιητές που ξεκίνησαν από τον κύκλο των περιοδικών αυτών ακολούθησαν κυρίως το ρεύμα του συμβολισμού, ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τις βορειοευρωπαϊκές λογοτεχνίες (Γερμανία, Ρωσία, Σκανδιναβία) και άσκησαν κριτική ακόμα και σε αξίες που είχαν καθιερωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως ο Ψυχάρης ή η ηθογραφία. Οι σημαντικότεροι ποιητές του κύκλου αυτού είναι οι Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Λάμπρος Πορφύρας, εκπρόσωποι του συμβολισμού, ο Λορέντζος Μαβίλης, τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, που ακολούθησε δικούς του δρόμους, ενώ ο Ιωάννης Γρυπάρης, συνδύασε τον συμβολισμό με τον παρνασισμό σε μια ανώτερη μορφή τέχνης που προσεγγίζει την καθαρή ποίηση του Πωλ Βαλερύ.
α. Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942)
Ο Ιωάννης Γρυπάρης (Σίφνος 1870 – Αθήνα 13 Μαρτίου 1942) εκπαιδευτικός, στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ήταν κρητικής καταγωγής, από τα Χανιά, αλλά η οικογένειά του έζησε στη Σίφνο. Ο ίδιος γεννήθηκε στον Αρτεμώνα της Σίφνου, όπου είχαν πάει για διακοπές οι γονείς του, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεγάλωσε και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή απ' όπου αποφοίτησε το 1888 με άριστα. Στην Κωνσταντινούπολη επέστρεψε ως δάσκαλος. Εκεί έκανε την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση, το 1895, εκδίδοντας, μαζί με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τον Φιλήντα και άλλους, το πρωτοποριακό αλλά βραχύβιο περιοδικό Φιλολογική Ηχώ. Ταυτόχρονα έγραφε σε λογοτεχνικά περιοδικά μέχρι το 1897, οπότε επανήλθε στην Αθήνα και αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις Φιλολογίας. Από τότε εργάστηκε ως καθηγητής σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Το 1898 ίδρυσε μαζί με τους Κώστα Χατζόπουλο και Γιάννη Καμπύση το προοδευτικό περιοδικό «Η Τέχνη», το οποίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Το 1911 νυμφεύτηκε και έφυγε με υποτροφία στην Ευρώπη, όπου έμεινε ως το 1914. Επανήλθε στην Ελλάδα ως γυμνασιάρχης, έπειτα ως επιθεωρητής και αργότερα ως υψηλόβαθμος υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας (Διευθυντής Επιστημών και Τεχνών). Το 1925 αρνήθηκε θέση καθηγητή Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο, ενώ από το 1930 μέχρι το 1935 ορίστηκε πρώτος διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.
Ο Γρυπάρης συνέβαλε στην αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις κλασικές μεταφράσεις του των αρχαίων τραγωδιών. Μετέφρασε επίσης έργα ξένα και άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Βραβεύθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών για την ποιητική του συλλογή Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919). Στην ποίηση επιχείρησε να συμφιλιώσει την ελληνική παράδοση με τον γαλλικό συμβολισμό και παρνασσισμό δημιουργώντας μια αυστηρή μορφή τέχνης, που, από άποψη εκφραστικής ποιότητας και πλαστικότητας, μπορεί να παραβληθεί με την «καθαρή ποίηση» των Στεφάν Μαλλαρμέ και Πωλ Βαλερύ, με τους οποίους ήταν συνομήλικος. Η επίμονη λάξευση του στίχου και της γλώσσας και η αναζήτηση απόλυτων μορφών εκδήλωσης του λόγου ήταν η ουσία του έργου του, που κινήθηκε ανάμεσα στην λυρική ηδυπάθεια, την ελεγειακή εγκαρτέρηση και τον φιλοσοφικό στοχασμό.
β. Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)
Ο Λορέντζος Μαβίλης (6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912) γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στην Κέρκυρα, όπου ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας και όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, την "Κριτική του Καθαρού Λόγου" του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ και από την "Βουλησιαρχία" του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα. Το 1896 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος. Το 1909 έγινε ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής της Κέρκυρας. Στις 28 Νοεμβρίου του 1912 τέθηκε επικεφαλής του λόχου των εθελοντών Γαριβαλδινών και σκοτώθηκε στη Μάχη του Όρους Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα κατά τον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο. Διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα, κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου (1885-1968), η οποία του αφιέρωσε το ποίημά της "Τι άλλο καλέ μου" (1925). Κεντρική πλατεία στην Αθήνα και στη γενέτειρά του, Ιθάκη, έχουν πάρει το ονομά του. Τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής, πριν αυτή ενσωματωθεί στην υπόλοιπη νεοελληνική ποιητική παραγωγή, ο Μαβίλης στα αριστοτεχνικά ρομαντικά, ερωτικά, πατριδολατρικά και φυσιολατρικά σονέτα του αποτύπωσε ένα γερμανικό ιδεαλισμό και μια πεσιμιστική διάθεση, με λεκτική συμπύκνωση και εκφραστική συνοχή, καθώς και ένα παρνασιστικό σκεπτικισμό με μελαγχολική εγκαρτέρηση. Τα σονέτα του γραμμένα σε ενδεκασύλλαβους στίχους, με πολλά νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στην μέση του στίχου και να υπάρχει διάλογος, έχουν άρτια μορφή και περιεχόμενο εμπνευσμένο από υψηλά ιδανικά.
γ. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (11 Μαΐου 1868 - Ιούλιος 1920), γιος εμπόρου από το Βάλτο (Χαλκιόπουλο), γεννήθηκε στο Αγρίνιο, στο σχολαρχείο του οποίου φοίτησε. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια πήρε πτυχίο από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του Αντάρτης (1907), το οποίο αναφέρεται στον πόλεμο αυτό.
Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, που επηρέασαν το έργο του. Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, το 1908. Ίδρυσε στο Μόναχο τη "Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση" και στο Βερολίνο "Αδελφάτα της Δημοτικής", όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα. Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντιζι. Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης, όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Ως ποιητής ο Κ.Χατζόπουλος, επηρεασμένος από τους Γερμανούς νεορομαντικούς, υπήρξε πρόδρομος του συμβολισμού με νοήματα λύπης και νοσταλγίας, πονεμένης ελεγείας και μελαγχολίας με ονειροπόλα σύσταση ψυχής. Σήμα κατατεθέν του έργου του είναι η βαθιά μουσικότητα των στίχων του, που βασίζεται στις επαναλήψεις λέξεων και φράσεων και η υποβλητικότητα που επάγουν οι θολές και ακαθόριστες εικόνες του, χαρακτηριστικό γνώρισμα του συμβολισμού.
δ. Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943)
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-27 Ιανουαρίου 1943) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, από πλούσια οικογένεια. Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές στο Μεσολόγγι και την Πάτρα, το 1885 ήρθε στην Αθήνα και, μετά από πίεση της οικογένειάς του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή την οποία όμως δεν τελείωσε ποτέ. Η οικογενειακή οικονομική άνεση του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στην ποίηση και τη λογοτεχνία για ολόκληρη τη ζωή του. Στην Αθήνα έζησε κοσμική ζωή και ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1908 νυμφεύτηκε την κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, Ελίζα, και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε μαζί της στο Παρίσι, όπου μπήκε στον κύκλο του Ζαν Μωρεάς (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) που ήταν ο εισηγητής της Μετασυμβολικής Γαλλικής Ρομανικής Σχολής και ήρθε σε επαφή με τον γαλλικό πνευματικό κόσμο της εποχής. Η γνωριμία αυτή επηρέασε αποφασιστικά την ποίησή του και τη μετέπειτα λογοτεχνική του πορεία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1915, αφού προηγουμένως είχε ταξιδέψει στη Γερμανία και την Κωνσταντινούπολη. Το 1917 διορίστηκε κοσμήτορας και αργότερα διευθυντής της βιβλιοθήκης της Βουλής. Το 1939, ως πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, έγινε μέλος της πρώτης επιτροπής απονομής των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε αποτραβηγμένος στο σπίτι του στο Ψυχικό και πέθανε από καρκίνο το 1943.
Ο Μαλακάσης άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα, πεζά και άρθρα, από το 1892, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες (Εβδομάς, Εστία, Διόνυσος, Τέχνη, Παναθήναια, Άστυ, Ακρόπολις και Νουμάς) και συνολικά ολοκλήρωσε δέκα ποιητικές συλλογές. Το 1904 ίδρυσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Λάμπρο Πορφύρα την εταιρία «Εθνική Γλώσσα» για την προβολή και την καθιέρωση της δημοτικής. Το 1924 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και το 1932 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Με στιχουργική επιδεξιότητα και μουσική αίσθηση, έδωσε μία ποίηση γαλατικής ευγένειας, με τραγουδιστικό τόνο και αυθόρμητο οίστρο, αποτυπώνοντας μια συναισθηματική περιπάθεια και μια αβέβαιη μελαγχολική, αδιόρατα απαισιόδοξη διάθεση, αλλά και, στις καλύτερες στιγμές του, μια βαθιά νοσταλγία της ρουμελιώτικης ζωής του.
ε. Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)
Ο Λάμπρος Πορφύρας (ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου, 1879 - 3 Δεκεμβρίου 1932) γεννήθηκε στα Καρδάμυλα της Χίου και λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του πρώτα στην Ερμούπολη της Σύρου και το 1884 στον Πειραιά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών αλλά δεν πήρε το πτυχίο λόγω βαριάς ασθένειας. Από το 1900 αφοσιώθηκε στην ποίηση και άρχισε να μελετά ελληνική και ξένη λογοτεχνία και κυρίως Γάλλους και Άγγλους λυρικούς, τα έργα των οποίων διάβαζε από το πρωτότυπο. Έμεινε για μικρά χρονικά διαστήματα στο Παρίσι, στο Λονδίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, πήρε μέρος στην κίνηση για τη δημοτική γλώσσα και υπήρξε από τους ιδρυτές της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης. Το 1923 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στον Πειραιά απο αιμορραγία. Ο Πορφύρας ήταν πρώτος εξάδελφος του αρχιτέκτονα και ακαδημαϊκού Δημήτρη Πικιώνη.
Στα γράμματα εμφανίστηκε ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Το 1920 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Σκιές, που ήταν η μοναδική συλλογή του Πορφύρα που εκδόθηκε όσο ζούσε. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε, με φροντίδα του αδερφού του Θεόδωρου, η ποιητική συλλογή Μουσικές φωνές (1934) που τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών την επόμενη χρονιά. Το 1956 εκδόθηκαν τα Άπαντα του. Είχε προσωπικούς φίλους τους λογοτέχνες Δημοσθένη Βουτυρά, Κώστα Βάρναλη, Κώστα Πασαγιάννη, Γεράσιμο Σπαταλά, Φώτο Γιοφύλλη. Μετέφρασε επίσης έργα Γάλλων και Άγγλων λογοτεχνών. Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, στη Φρεαττύδα του Πειραιά και στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε τον συμβολισμό, διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος, με γλώσσα απλή και πρωτότυπη διάρθρωση στίχων. Έδωσε έτσι μια ποίησή, που τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία, αποτυπώνοντας χωρίς ανησυχίες, φευγαλέες λύπες, θαμπές και ακαθόριστες, με ποιητική μυστικοπάθεια και τραγουδώντας το φθαρτό και το μάταιο με διακριτικότητα και ρομαντική ρέμβη.
στ. Άλλοι ποιητές της δεύτερης ρεαλιστικής γενιάς
- Ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894), γεννημένος στην Ήπειρο, επηρεασμένος από τον Αρ.Βαλαωρίτη και το δημοτικό τραγούδι, με θερμό αίσθημα φυσιολατρίας και πατριωτισμού, έδωσε εικόνες του αγροτικού βίου και ειδυλλιακές σκηνές βουκολισμού, που χαρακτηρίζονται από πάθος νόστου.
- Ο Σπήλιος Πασαγιάννης (1874-1909), μαθητής του Κ.Κρυστάλλη και δάσκαλος του Αγγ.Σικελιανού, επηρεάστηκε και από τον συμβολισμό του Κ.Χατζόπουλου και έδωσε μία ποίηση γεμάτη από πληθωρικές εικόνες, λυρικές περιγραφές, φαντασία και επίμονη επεξεργασία, υποστηρίζοντας μία κατεύθυνση του ποιητικού λόγου περισσότερο συνδεδεμένη με την ελληνική παρά την ευρωπαϊκή παράδοση.
- Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), γεννημένος στο Καρπενήσι, έδωσε μία ποίηση ταυτόχρονα ρουμελιώτικη και κοσμοπολίτικη, στοχαστική, διακριτικά απαισιόδοξη και διαυγή, η οποία με ζωγραφική διάθεση δίνει εικόνες και αναμνήσεις από τους ανθρώπους, τη φύση και τον ψυχικό κόσμο.
- Ο Μάρκος Τσιριμώκος (1872-1939), Ρουμελιώτης δεξιοτέχνης του στίχου και αυτός, ήταν μαχητικός στο γλωσσικό ζήτημα και έγραψε καυστικά σατιρικά ποιήματα. Γνωστός με το ψευδώνυμο "Στέφανος Ραμάς", μεταφραστής και στιχουργός, έγραψε πολλά ποιήματα, ανήκε στην "Αθηναϊκή σχολή", ήταν δημοτικιστής και οπαδός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έγραφε άρθρα σε περιοδικά της εποχής, όπως η 'Νέα Εστία", όπου δημοσίευε και ποιήματα του. Γεννήθηκε στην Λαμία υπηρέτησε ως αξιωματικός στο ναυτικό την περίοδο 1890-1914, αδελφός του υπουργού δικαιοσύνης Ιωάννη Τσιριμώκου, ενώ μετά την αποστρατεία του διορίστηκε νομάρχης Κέρκυρας και νομάρχης Αχαΐας και Ήλιδος την περίοδο 1917-1918.
- Ο Γιάννης Καμπύσης (1872-1901) επηρεάστηκε από τη γερμανική λογοτεχνία, με διάθεση νεωτεριστική, αλλά ο πρόωρος θάνατος δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τις προσπάθειές του.
- Ο Αλέκος Φωτιάδης (1870-1943), από τη Σμύρνη, έγραψε ειδυλλιακούς στίχους για τις συγκινήσεις του αγροτικού βίου.
- Ο Μιχαήλ Αργυρόπουλος (1862-1949), Σμυρνιός επίσης και εραστής της Σμύρνης, τραγούδησε τις χαρές και τις συμφορές της, τους κήπους, τις κοπέλες, τα γλέντια και τις αγάπες της, με ένα υπόστρωμα μελαγχολικού και παλικαρίσιου ερωτικού ηρωισμού.
- Ο Άγγελος Σημηριώτης (1870-1944), Σμυρνιός και αυτός, υπήρξε ποιητής της αγάπης, δεμένης με την θρησκευτικότητα και την φαντασία, με νεορομαντική διάθεση, αβρή, λεπτή και ανόθευτη.
- Ο Δημήτρης Ταγκόπουλος (1872-1926) ήταν ο ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Νουμάς, που αγωνίστηκε για την επικράτηση του Δημοτικισμού.
- Τέλος από τις γυναίκες η Μαρίκα Πίπιζα (1875-1954) έδωσε μια στωική εκφορά ποιητικού λόγου με ειλικρίνεια και σε καθαρή δημοτική.
Από τη δεκαετία του 1980 εμφανίζεται αλλαγή στη νεοελληνική πεζογραφία. Ο ρομαντισμός παύει να είναι το κυρίαρχο ρεύμα και οι λογοτέχνες "προσγειώνονται" σε πιο οικεία θέματα, εμπνέονται από την ελληνική παράδοση, απεικονίζουν τη ζωή της υπαίθρου αρχικά και έπειτα των αστικών κέντρων, και εμφανίζονται σποραδικά στην αρχή, αλλά εντονότερα από τις αρχές του 20ου αιώνα, ρεαλιστικές και νατουραλιστικές τάσεις και κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός. Οι τάσεις της αλλαγής θα μπορούσε να πει κανείς ότι εμφανίζονται ήδη από το 1855, στο μυθιστόρημα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, στο οποίο αντιμετωπίζεται με κριτική διάθεση η κατάσταση της αγροτικής κοινωνίας. Ουσιαστικά όμως το έργο που σηματοδοτεί την νέα προσέγγιση είναι το μυθιστόρημα Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, (1879), που παρουσιάζει με διαφορετική, "αντιηρωική" όπως έχει χαρακτηριστεί, σκοπιά, την ελληνική επανάσταση, και ακολουθεί τους κανόνες του ρεαλισμού.
Οι σημαντικότεροι παράγοντες που διαμόρφωσαν νέες τάσεις στην ελληνική πεζογραφία μετά το 1880 ήταν η παρακμή του ρομαντισμού και η στροφή στα λογοτεχνικά ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, η ανάπτυξη της λαογραφίας και ο διαγωνισμός διηγήματος του περιοδικού Εστία. Αν και ο ρομαντισμός δεν ήταν η μοναδική τάση στην πεζογραφία της προηγούμενης περιόδου (1830-1880), είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση κάποιων τάσεων, όπως τα ερωτικά μυθιστορήματα με περιπετειώδη, μελοδραματική δομή (Ο Λέανδρος του Π. Σούτσου, Η ορφανή της Χίου του Ιάκωβου Πιτσιπιού). Η παρακμή και οι αντιδράσεις προς τον ρομαντισμό συνοδεύτηκαν από τη στροφή προς νέα λογοτεχνικά ρεύματα, του παρνασσισμού, του ρεαλισμού και του νατουραλισμού. Ορόσημο για την εισαγωγή του ρεαλισμού στην Ελλάδα είναι η δημοσίευση το 1879 της μετάφρασης της Νανάς του Εμίλ Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου στον Ραμπαγά που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις λόγω του «προκλητικού» και «σκανδαλώδους» περιεχομένου και διακόπηκε. Η αυτόνομη έκδοση του έργου το 1880 συνοδευόταν από μια «επιστολιμαία διατριβή» αντί προλόγου, με την υπογραφή Α.Γ.Η., ο συντάκτης της οποίας παρουσίαζε τις αρχές του ευρωπαϊκού νατουραλισμού και τις νέες ανάγκες της ελληνικής λογοτεχνίας, που θα μπορούσε αυτό το ρεύμα να καλύψει.
Παράλληλα με τη στροφή προς νέες τεχνοτροπίες, εμφανίστηκε και στροφή προς νέους θεματικούς κύκλους, δηλαδή την καθημερινή ζωή της υπαίθρου. Καθοριστική ήταν η ανάπτυξη και η συστηματοποίηση της λαογραφικής έρευνας με τις εργασίες του Νικόλαου Πολίτη, θεμελιωτή της ελληνικής λαογραφίας. Ο Ν. Πολίτης ήταν ένας από τους εμπνευστές του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας το 1883 και πιθανότατα συγγραφέας της προκήρυξης του διαγωνισμού, η οποία καλούσε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν τις πλούσιες παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού. Στην προκήρυξη ήταν φανερή η ηθικοπλαστική διάθεση, αφού γινόταν λόγος για «αγνά» και «ευγενή» ήθη που ο ελληνικός λαός διέθετε περισσότερο από άλλους λαούς, και για τόνωση της αγάπης για την πατρίδα. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού δεν ήταν βέβαια εξαιρετικά σε ποιότητα, αφού πολλά από τα έργα που παρουσιάστηκαν δεν ήταν καν διηγήματα, παρά απλές καταγραφές εθίμων, παραδόσεων ή λαϊκών διηγήσεων. Ο διαγωνισμός όμως συνέβαλε στη συστηματική καλλιέργεια του διηγήματος, είδους που τις προηγούμενες δεκαετίας ήταν περιορισμένο, αλλά στο τέλος του αιώνα ξεπέρασε την παραγωγή μυθιστορημάτων.
Σε αντίθεση με την ποίηση, στην πεζογραφία η δημοτική άργησε να καθιερωθεί. Η πρώτη περίοδος, μέχρι το 1900 περίπου, ήταν ακόμα φάση της καθαρεύουσας. Οι περισσότεροι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη και τη δημοτική, συχνά με ιδιωματισμούς, στα διαλογικά (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κονδυλάκης, Μωραϊτίδης). Μετά τη δημοσίευση του Ταξιδιού του Ψυχάρη, το παράδειγμά του ακολούθησαν αμέσως οι Αργύρης Εφταλιώτης και Αλέξανδρος Πάλλης και αργότερα ο Πέτρος Βλαστός, που ήταν και οι πιο «πιστοί» στις αρχές του. Την πεζογραφία σε δημοτική ενίσχυσαν στη συνέχεια και με μετριοπάθεια οι Κωστής Παλαμάς, Ανδρέας Καρκαβίτσας και αργότερα οι Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Αξιόλογη σε αυτόν τον τομέα ήταν και η έκδοση των περιοδικών Η Τέχνη (1898-1899) και Ο Νουμάς το 1903.
Η γενική τάση που επικρατούσε ως το 1900 ήταν η ηθογραφία, η έμπνευση δηλαδή από την καθημερινή ζωή της υπαίθρου και η πιστή αναπαράσταση ηθών, εθίμων και παραδόσεων. Η έμπνευση από την καθημερινή ζωή στην ελληνική πεζογραφία δεν ήταν κάτι νέο. Τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξαν συγγραφείς που παρουσίασαν με κριτική διάθεση την καθημερινή ζωή, αλλά των αστικών κέντρων (όπως ο Γρηγόριος Παλαιολόγος στον Ζωγράφο (1842) ή ο Ι. Πιτσιπιός στον Πίθηκο Ξουθ (1849), όμως η αποκλειστική εστίαση στην αγροτική ζωή ήταν καινοτομία της μετά το 1880 περιόδου. Οι συγγραφείς στηρίχτηκαν στις προσωπικές τους αναμνήσεις και βιώματα, γι' αυτό και τα περισσότερα έργα έχουν χαρακτήρα αυτοβιογραφικό. Αρκετοί απ' αυτούς περιορίστηκαν σε απλή καταγραφή της ζωής, χωρίς να εμβαθύνουν στην ψυχολογία των προσώπων ή να αναλύουν χαρακτήρες και συχνά παρουσίαζαν την αγροτική ζωή με τρόπο ειδυλλιακό και εξιδανικευμένο, αδιαφορώντας για τα κοινωνικά προβλήματα και τις συχνά άσχημες συνθήκες (π.χ. Γεώργιος Δροσίνης, Κώστας Κρυστάλλης). Οι πιο αξιόλογοι όμως συγγραφείς παρουσίασαν και δείγματα είτε ψυχογραφικά (Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κονδυλάκης, Ο Πατούχας, Βιζυηνός), είτε νατουραλιστικά, με έντονη κριτική διάθεση (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος).
Από το 1900 το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, κυρίως την Αθήνα. Αυτή η φάση ονομάζεται αστική ηθογρα φική, σε αντιδιαστολή με την αγροτική ηθογραφική. Οι πρώτοι συγγραφείς που τοποθέτησαν τα έργα τους σε αστικό περιβάλλον ήταν οι Γιάννης Ψυχάρης και Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το μυθιστόρημα επανεμφανίστηκε με αξιόλογα δείγματα, όπως τα έργα του Κ.Χατζόπουλου και του Κ.Θεοτόκη. Παράλληλα εμφανίστηκε και ο κοινωνικός προβληματισμός, τις περισσότερες φορές ταυτισμένος με τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Εκπρόσωποι αυτού του είδους, εκτός από τους Χατζόπουλο και Θεοτόκη, ήταν οι Δημοσθένης Βουτυράς, Κώστας Παρορίτης. Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτη και η επίδραση του ρεύματος του αισθητισμού στα έργα των Π.Νιρβάνα, Κ.Χρηστομάνου, Ν.Επισκοπόπουλου.
Συνολικά κυριότεροι πεζογράφοι της περιόδου ήταν οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γεώργιος Βιζυηνός, Ιωάννης Κονδυλάκης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Γεώργιος Δροσίνης, Γιάννης Ψυχάρης, Αλέξανδρος Πάλλης, Αργύρης Εφταλιώτης, Κώστας Κρυστάλλης, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Δημοσθένης Βουτυράς, Κώστας Παρορίτης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Παύλος Νιρβάνας, Νικόλαος Επισκοπόπουλος, Ίων Δραγούμης.
α. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911), «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε στο Γυμνάσιο (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στη Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, γλώσσες που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τις γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρευσε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, και οι Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος. Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού του. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο.
Στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου, στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα και αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες έγιναν διηγήματα, εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του και με τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες. Το υπόστρωμα συνήθως είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση, στους μετέπειτα χρόνους όσο και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκι. Η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου: «Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη». Μιλάει για την αρετή και την κακία, για τον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, για τον Χριστιανισμό, που γι' αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι σύστημα ζωής και αλήθειας. Επίσης μιλάει για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει μέτρα για την ηθική ανάπλαση, μέτρα για την παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωση της παιδείας, με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς, με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στις ψυχές των συγχρόνων του. Επίσης μιλάει με πόνο για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή εποχή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπως και τη νεότερη. Μακριά από τους λόγιους, τους δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το «μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας». Ο Πέτρος Χάρης εξαίρει τρεις αξίες στον Παπαδιαμάντη: «Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής .... της εορταστικής διηγηματογραφίας». Πασίγνωστη είναι τέλος η πρόσκληση του Οδυσσεά Ελύτη «Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» («Τὸ Ἄξιoν Ἐστί»).
β. Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922)
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, και είχε συνολικά έντεκα αδέρφια από τα οποία επέζησαν μόνο τα οχτώ (τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια). Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών, όπου γνώρισε τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέθηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Το 1883, τελειώνοντας το γυμνάσιο, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περισσότερο λόγω της ανάγκης του για σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα. Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Το καλοκαίρι του 1886, όταν βρισκόταν στα Λεχαινά, αρρώστησε από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγιείας του, που συχνά στο εξής του δημιουργούσε προβλήματα. Το φθινόπωρο του 1887 επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο και έγραψε άρθρα για το Αρχειοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου που δημοσιεύτηκαν στη Νέα εφημερίδα. Το 1888 έμαθε ότι η αγαπημένη του Γιούλη παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο Αθηναίο, και από τότε δεν ξαναερωτεύτηκε ούτε νυμφεύτηκε ποτέ του. Το καλοκαίρι του 1888 επισκέφθηκε τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα. Επισκέφθηκε και τη γνωστή κωμόπολη Χρυσό, όπου αρρώστησε και πάλι από πνευμονία, ενώ παράλληλα συνέλεγε λαογραφικό υλικό για τα μετέπειτα διηγήματά του. Τα Χριστούγεννα του 1888 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή με «Λίαν Καλώς». Συνέχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε περισσότερα τώρα περιοδικά, όπως στο Ημερολόγιο του Σκόκου, καθώς και σε εφημερίδες, όπως στην Ακρόπολη, την Καθημερινή και την Εφημερίδα.
Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, στη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης. Τον Ιούνιο του 1891 μετατέθηκε στη Λάρισα. Το 1891 τελείωσε τη θητεία του, και άρχισε περιοδεία στην Πελοπόννησο. Από εκεί έγραψε για το περιοδικό Εστία τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας. Τον Οκτώβριο του 1891 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο Αθηνά της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας. Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο Σ' Ανατολή και Δύση και στη συνέχεια τροφοδότησαν την συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης. Το καλοκαίρι του 1895 και έχοντας ήδη φύγει από τη θαλασσινή ζωή, επισκέφθηκε ξανά την ορεινή Ναυπακτία και τα Κράβαρα, ενόσω διατελούσε ιατρός στην κοινότητα Άμπλιανη Ευρυτανίας. Εκεί τελείωσε τον Ζητιάνο του και άρχισε τον Αρματωλό. Τον Αύγουστο του 1896 κατατάχθηκε στο Στρατό ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός. Το Ιανουάριο 1897 έφυγε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για την Κρήτη, για να βοηθήσει στην Επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκεί, και κατόπιν ακολούθησε το εκστρατευτικό σώμα και στη Θεσσαλία.
Η υγεία του εξακολούθησε να μην είναι καλή, ενώ άρχισαν να τον ταλαιπωρούν και ρευματισμοί. Σιγά-σιγά, η λογοτεχνική του παραγωγή στέρευε, για να σταματήσει τελείως το 1910. Ασχολούνταν περισσότερο με την πολιτική και την επιβολή της δημοτικής γλώσσας. Το 1909 ξαναπήγε με τη στρατολογική επιτροπή στη Θεσσαλία, και σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Σκιάθο, συνάντησε τον Παπαδιαμάντη. Το 1910 συμμετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη και τον Λορέντζο Μαβίλη. Ενεργό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδί. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–1913. Το 1916 αντέδρασε στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και γι' αυτό φυλακίστηκε για λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη και μετά τέθηκε αυτεπάγγελτα σε αποστρατεία. Κατόπιν περιορίστηκε πρώτα στην πατρίδα του, τα Λεχαινά και έπειτα στη Γέρα στη Μυτιλήνη. Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς. Το 1920 επανήλθε στο στράτευμα με το βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, με την πικρή γεύση της Μικρασιατικής καταστροφής, που αποτέλεσε το τέλος των ονείρων μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων.
Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: Διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρων, που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των τόπων της Ελλάδας. Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων. Ρητορικός, γεμάτος επίθετα, και σχήματα λόγου παρουσιάζει την ελληνική επαρχία της εποχής του, ψυχογραφώντας τους ξωμάχους και τους ναυτικούς ή ζωντανεύει ιστορίες από τους ελληνικούς αγώνες. Πίσω από τις διηγήσεις του, υπάρχει πάντα η ιδέα της δημιουργίας ενός νεοελληνικού μύθου και μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας.
γ. Ιωάννης Κονδυλάκης (1862-1920)
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861−25 Ιουλίου 1920) γεννήθηκε στη Βιάννο της Κρήτης το 1861. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 οδήγησε την οικογένειά του στον Πειραιά για μια τριετία όπου συνέχισε τις γυμνασιακές σπουδές του. Κατόπιν επανήλθε στην Κρήτη. Το δημοτικό σχολείο το τελείωσε στο χωριό του, ενώ τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στα Χανιά. Την περίοδο 1879-1881 δούλεψε στα Χανιά και στη Σητεία ως δικαστικός υπάλληλος. Το 1884 σε ηλικία 23 χρόνων «μυστακοφόρος καί σοβαρός» όπως έλεγε θυμοσοφικά κάπου ό ίδιος, αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών. Φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να πάρει πτυχίο, ενώ έγραφε στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά. Από το 1885 υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Κρήτη (Μώδι Χανίων), θέση την οποία γρήγορα εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Συνεργαζόταν με την εφημερίδα «Άμυνα» των Χανίων, ενώ το 1889 για σύντομο χρονικό διάστημα εξέδιδε και δική του εφημερίδα, τη «Νέα Εβδομάδα». Αλλά η αρθρογραφία του ενόχλησε τις τουρκικές αρχές που τον εκτόπισαν. Εγκαταστάθηκε τότε (1889) οριστικά στην Αθήνα, όπου και πάλι ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Άστυ, Σκριπ και Εστία. Για είκοσι χρόνια έγραφε το καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας Εμπρός. Τα χρονογραφήματά του διακρίνονται για το κομψό προσωπικό ύφος τους, το χιούμορ και την οξύτητα της παρατήρησης. Το 1918 ξαναπήγε στην Κρήτη. Τότε έκανε και μια στροφή, σταματώντας να γράφει στην καθαρεύουσα και υιοθετώντας τη δημοτική. Ταξίδεψε και στην Αλεξάνδρεια προσκαλεσμένος από κάποιον βαμβακέμπορο, ο οποίος ήθελε να εκδώσει εφημερίδα και να του αναθέσει την διεύθυνσή της. Το 1920 προσβλήθηκε από ημιπληγία. Πέθανε στο Πανάνειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1920 σε ηλικία 59 ετών. Ήταν ένας εκ των ιδρυτών και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ. Εκτός των άλλων, έχει χαρακτηριστεί και ως ο «πατέρας του χρονογραφήματος».
Ως λογοτέχνης παρουσιάστηκε αρχικά με ηθογραφικά διηγήματα, για να φτάσει σε ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, τον Πατούχα, που αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό με δυνατή διαγραφή χαρακτήρων, εισάγοντας και στοιχεία φροϋδικά, πριν ακόμη γίνει γνωστή η θεωρία του Φρόυντ. Στο έργο του Κονδυλάκη υπάρχουν πλήθος ιστορικές απηχήσεις από τις ποικίλες και δραματικές ιστορικές τύχες της Κρήτης εκείνα τα χρόνια, ιδιαίτερα την περίοδο από το 1866 έως και το 1898, όπως καί ειδήσεις για την κονωνική, την πολιτική καί την πολιτιστική ζωή του νησιού πολύτιμες για το ψυχογράφημα του κρητικού. Η γλώσσα του, απλή καθαρεύουσα διανθισμένη με το χιούμορ που πάντα συνόδευε τον συγγραφέα, κάνει ακόμη και σήμερα ευχάριστη την ανάγνωση των έργων του.
δ. Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951)
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (9 Δεκεμβρίου 1867 − 14 Ιανουαρίου 1951) ήταν Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο πατέρας του, Διονύσιος, καταγόταν από τη Ζάκυνθο και η μητέρα του Ευλαλία από την Πόλη. Έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Ζάκυνθο, μέχρι το 1883, όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Φυσικομαθηματικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Από το 1892 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Αθήνα και το 1894 νυμφεύθηκε την Ευφροσύνη Διογενίδη. Το ζευγάρι χώρισε ενάμιση χρόνο μετά, ενώ είχαν ήδη αποκτήσει μια κόρη και ο συγγραφέας νυμφεύτηκε ξανά το 1901 τη Χριστίνα Κανελλοπούλου, με την οποία απέκτησε άλλες δύο κόρες. Συνεργάστηκε με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών, στις οποίες δημοσίευε μελέτες, άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Το 1894 ανέλαβε τη διεύθυνση της Εικονογραφημένης Εστίας, το 1896 έγινε αρχισυντάκτης του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, του οποίου ήταν και συνδρομητής κατά τα παιδικά του χρόνια. Είναι χαρακτηριστική η υπογραφή του Σας ασπάζομαι, Φαίδων, που χρησιμοποιούσε στις επιστολές που υποτίθεται έστελνε στο περιοδικό. Από το 1901 ως το 1912 δημοσίευε στο περιοδικό Παναθήναια λογοτεχνικά έργα και μελέτες και από το 1912 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Έθνος γράφοντας μυθιστορήματα σε συνέχειες. Το 1927 ίδρυσε το περιοδικό Νέα Εστία, του οποίου ήταν διευθυντής ως το 1934. Το 1931 έγινε ακαδημαϊκός. Μαζί με τους Παλαμά, Σικελιανό και Καζαντζάκη ίδρυσε την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας ήταν και πρώτος πρόεδρος (1934-37). To 1939 έγινε μέλος της πρώτης επιτροπής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων. Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1951 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Ο Ξενόπουλος ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας. Έγραψε πάνω από 80 μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων. Στράφηκε στην έμπνευση από την πατρίδα του και έγραψε κάποια από τα καλύτερά του έργα, Μαργαρίτα Στέφα (1893), Κόκκινος βράχος (1905). Ακολούθησαν έργα «αθηναϊκά», τα σημαντικότερα από τα οποία είναι Ο πόλεμος (1914) και Οι μυστικοί αρραβώνες (1915) και το «ζακυνθινό» Λάουρα (1915). Η πιο φιλόδοξη συγγραφική του απόπειρα ήταν η κοινωνική τριλογία Πλούσιοι και φτωχοί (1919), Τίμιοι και άτιμοι (1921), Τυχεροί και άτυχοι (1924). Τα δύο πρώτα αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα και πιο ώριμα έργα του. Άλλα αξιόλογα έργα του που ακολούθησαν είναι τα: Αναδυομένη (1925), Ισαβέλλα (1923), Τερέζα Βάρμα-Δακόστα (1925). Θεωρείται ο εισηγητής του «αστικού μυθιστορήματος», με κύριο θέμα τον έρωτα, κυρίως μεταξύ ατόμων από διαφορετικές τάξεις. Η ικανότητά του να γράφει εύκολα και γρήγορα τον οδήγησε κάποιες φορές σε «εκπτώσεις» ως προς την ποιότητα. Τα έργα του είναι περισσότερο για ψυχαγωγία παρά για φιλολογική ανάλυση. Πολλοί τον κατηγόρησαν, όταν άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα σε συνέχειες, ότι έκανε πολύ εύκολα παραχωρήσεις στα γούστα του αναγνωστικού κοινού και ότι χρησιμοποιούσε συχνά προκλητικές για την εποχή ερωτικές σκηνές για να κερδίζει χρήματα. Όλοι όμως επισημαίνουν αρετές του έργου του, όπως η αφηγηματική ευχέρεια, η ζωντάνια των διαλόγων, η ικανότητα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η παρατηρητικότητα. Η στροφή του προς τον αστικό ρεαλισμό υπήρξε ριζικά ιδιάζουσα παρέκκλιση από την ηθογραφία. Ερχόμενος στην Αθήνα έφερε μαζί του την ιδέα του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού. Οι ιδέες του για το σοσιαλισμό εξηγούνται ιδιαίτερα στο Πλούσιοι και Φτωχοί. Ο Ξενόπουλος πίστευε σ΄ένα σοσιαλισμό που θα άλλαζε την κοινωνία χωρίς βίαιες ανατροπές. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν το συμφέρον τους, οι πλούσιοι και οι φτωχοί θα έρχονταν σε συνεννόηση χωρίς βία. Το ιδανικό του σοσιαλισμού θα εξασφάλιζε σε κάθε άνθρωπο τροφή, κατοικία και ενδυμασία, χωρίς να καταλήξει ποτέ σε πλήρη ισότητα. Για τον λόγο αυτό θεωρούσε το γράψιμο ως οφειλή διαπαιδαγώγησης και έργο ευθύνης υπέρ του συνόλου.
Ο Ξενόπουλος έγραψε συνολικά 46 διαφορετικά θεατρικά έργα, δράματα και κωμωδίες κυρίως με θέμα τον έρωτα. Από τις αρχές του αιώνα άρχισε να συνεργάζεται με τη Νέα Σκηνή του Κων/νου Χρηστομάνου. Τα σπουδαιότερα θεατρικά του έργα είναι: Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας (1904), η Στέλλα Βιολάντη (1909, με την Μαρίκα Κοτοπούλη), Φοιτηταί. Τα περισσότερα έργα του Ξενόπουλου είναι τρίπρακτα. Στην πρώτη πράξη τίθεται συνήθως το θέμα και χαρακτηρίζονται τα πρόσωπα, στη δεύτερη εντείνεται η πλοκή και κορυφώνεται το δράμα και στην τρίτη έρχεται η λύση. Τα έργα του είναι ηθογραφίες που αναδεικνύουν τη ζωή μιας εποχής η μιας τοπικής κοινωνίας, όπου τοπικές και εποχικές ιδιαιτερότητες παίρνουν συχνά ισχύ άγραφων νόμων που επιβάλλονται μέσα από την κοινωνία. Ιδιαιτέρως αξιόλογη ήταν η συμβολή του στην κριτική. Στο περιοδικό Παναθήναια δημοσίευσε πλήθος μελετών για πολλούς συγγραφείς, όπως τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γιάννη Καμπύση, Δημήτριο Βικέλα, ενώ πρωτοπαρουσίασε στο αθηναϊκό αναγνωστικό κοινό τον Κ. Π. Καβάφη, το 1903.
ε. Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923)
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 – 1 Ιουλίου 1923) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι.. Παρακολούθησε στο Παρίσι φιλολογία, μαθηματικά, ιατρική και χημεία, χωρίς να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρή ηλικία, ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, «Η ζωή των ορέων», που δημοσιεύθηκε και από τον Ερμή της Γαλλίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Λ.Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Από τότε φαίνεται ότι ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896 ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.
Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Ο κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Επηρεάστηκε από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ, του οποίου απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: Σακούνταλα, Μαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος. Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών. Πέθανε στην Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, τον Ιούλιο του 1923, από καρκίνο.
Η Σχολή του Μονάχου, γνωστή και ως ακαδημαϊκός ρεαλισμός, συνέχισε την παρουσία της στην Ελλάδα και κατά την Γεωργιανή Περίοδο, με κύρια χαρακτηριστικά την άριστη τεχνική στην χρήση των χρωμάτων εις βάρος της εκφραστικότητας, χωρίς όμως παντελή έλλειψη συναισθημάτων, σε θέματα ηθογραφίας, που απεικόνιζαν τον βίο των αστικών κέντρων και, κυρίως, της υπαίθρου, αλλά και σε προσωπογραφίες, τοπιογραφίες και νεκρή φύση.
Οι τρεις μεγάλοι ζωγράφοι, εκπρόσωποι της Σχολής, συνέχισαν την δράση τους με αποκορύφωμα τα έργα τους προς το τέλος του 19ου αιώνα. Ο Νικηφόρος Λύτρας (1832–1904), ο «γενάρχης της ελληνικής ζωγραφικής», θεωρείται ο κατεξοχήν εικονογράφος του ελληνικού βίου και τόπου κατά τον 19ο αι. Πίνακές του όπως Ο Γαλατάς και Η Προσμονή αποτελούν σημεία αναφοράς στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Ο Νικόλαος Γύζης (1842–1901) ασχολήθηκε και αυτός με την ηθογραφία, αλλά προς το τέλος της ζωής του στράφηκε προς την εικονογραφία οραμάτων, αλληγοριών και συμβολισμών. Τέλος, ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853–1907) ασχολήθηκε με την προσωπογραφία και την απεικόνιση παιδικών σκηνών. Ο Γύζης παρέμεινε στην Γερμανία και δίδαξε στην Ακαδημία του Μονάχου, αλλά οι άλλοι δύο επέστρεψαν στην Ελλάδα και δίδαξαν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Στην Σχολή του Μονάχου της τελευταίας περιόδου εντάσσονται επίσης ο Ιωάννης Ζαχαρίας (1845–1873), ο Νικόλαος Δάβης (1883–1967) και ο Πολυχρόνης Λεμπέσης (1848–1913). Αν και ορισμένοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Περικλής Πανταζής (1849–1884), είχαν ήδη στραφεί προς τον ιμπρεσιονισμό και άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα από τα μέσα του 19ου αιώνα, το τέλος της Σχολής του Μονάχου ήλθε όταν ο εξπρεσιονιστής Νίκος Λύτρας (1883–1927) και ο ιδιόρρυθμος Κωνσταντίνος Παρθένης (1878–1967) άρχισαν να διδάσκουν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Οι αξιολογότερες ελαιογραφίες αυτής της περιόδου τεχνουργήθηκαν από τους ακόλουθους: Γ.Ιακωβίδης Παιδική συναυλία (1894), Θεόδ.Βρυζάκης Η έξοδος του Μεσολογγίου (1853), Νικηφόρος Λύτρας Ο γαλατάς (1895), Νικόλαος Γύζης Αποστήθιση (1883), Νικόλαος Γύζης Το τάμα (1874), Νικόλαος Γύζης Τα ορφανά (1871), Νικόλαος Γύζης Ο κουρέας (1880), Πολυχρόνης Λεμπέσης Το κορίτσι με τα περιστέρια Γ.Ροϊλός Οι ποιητές της γενιάς του 1880 (1919), Βασίλειος Χατζής Πλοίο σε τρικυμία (1896), Σπύρος Βικάτος Το χριστουγεννιάτικο δένδρο, Νικόλαος Αλεκτορίδης Ο θάνατος του άθεου (1906).
Η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, η ανάπτυξη των πόλεων αλλά και η ανάδυση νέων κοινωνικών ομάδων, δημιούργησαν ένα καινούριο μουσικό αισθητήριο στην υπό διαμόρφωση αστική τάξη, στραμμένο προς την Ευρώπη. Το ιταλικό μελόδραμα άρχισε να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού κριτηρίου των νεότερων Ελλήνων. Σε αυτό συνέβαλαν σημαντικά και οι επτανήσιοι μουσικοί, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν και στην Αθήνα για τη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής με την ίδρυση διάφορων μουσικών σωματείων ή ιδιωτικών σχολών. Η συστηματοποίηση όμως της μουσικής εκπαίδευσης άρχισε με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871. Το Ελληνικό Ωδείο (και το Εθνικό Ωδείο αργότερα) με τα παραρτήματά τους στις διάφορες πόλεις, βοήθησαν να πλατύνει ο κύκλος των σπουδαστών μουσικής. Η Εθνική Μουσική Σχολή, στις αρχές του 20ου αιώνα, κύριο στόχο είχε τη δημιουργία μουσικής γλώσσας με εθνικό χαρακτήρα. Οι παράγοντες που συνέβαλαν ή επηρέασαν το έργο της, ήταν η ποίηση (Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός), τα περιοδικά της εποχής (Νουμάς), το θέατρο (Βασιλικό, Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου), αλλά και οι διάφορες εθνικές μουσικές σχολές της Ευρώπης. Στα πρώτα της βήματα η Σχολή αναζήτησε τις βάσεις για να στηριχθεί, στην παραδοσιακή ελληνική μουσική και συγκεκριμένα στο δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή υμνωδία, αφού το έντεχνο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές σχολές, δεν υπήρχε ακόμη στην ελληνική μουσική. Οι Έλληνες δημιουργοί, στην προσπάθειά τους να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της μουσικής στην Ελλάδα, πέρα από το έργο τους στη σύνθεση, επέκτειναν τη δράση τους στη μουσική εκπαίδευση, τη συλλογή, μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών, τη δημιουργία μελοδραματικής κίνησης, την αρθρογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και στην προβολή και στήριξη της ελληνικής μουσικής ιδέας με κάθε τρόπο.
Κοινά χαρακτηριστικά των Ελλήνων συνθετών, ήταν η χρησιμοποίηση λαϊκών τραγουδιών και μοτίβων που δεν στηρίζονταν στην ευρωπαϊκή μείζονα και ελάσσονα κλίμακα, η χρήση ασύμμετρης μετρικής αγωγής (μέτρων) όπως τα επτά όγδοα (7/8), πέντε όγδοα (5/8), η ιδιότυπη αρμονική γλώσσα, απόρροια των νέων κλιμάκων, με έμφαση στο τροπικό στοιχείο. Πρώτος μεταξύ άλλων ο Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945) παρακίνησε με τη μελέτη του "H Εθνική Μουσική" τους Έλληνες μουσουργούς να εμπνευστούν από το δημοτικό τραγούδι δηλώνοντας ότι «η δημοτική μούσα στην ποίηση και στη μουσική μας, παρουσιάζει ολόκληρη τη σύγχρονη ελληνική ψυχή». Παράλληλα τους ωθούσε να καλλιεργήσουν την ελληνική μελωδία εφαρμόζοντας τεχνικές ευρωπαϊκού τύπου, όπως η πολυφωνία και η τεχνική ανάπτυξής της με βάση την αντίστιξη και τη φούγκα. Πίστευε ότι έτσι η μουσική που θα προέκυπτε θα ήταν η αληθινή εθνική μουσική του μέλλοντος. Σημαντικός δημιουργός ήταν και ο Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941) που η προσφορά του χαρακτηρίστηκε από την επί σαράντα χρόνια ακούραστη προσπάθειά του για τη δημιουργία και προκοπή του Ελληνικού μελοδράματος. Επίσης, ευτύχησε να δει ολοκληρωμένο το όνειρο της ζωής του, την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Κατά την Γεωργιανή Περίοδο συμπληρώθηκε η ανέγερση ωραίων και επιβλητικών κτιρίων στην πόλη της Αθήνας από τον Τσίλλερ και άλλους επιφανείς ξένους και Έλληνες αρχιτέκτονες: Το Πολυτεχνείο (1880), η Ακαδημία (1887), το Αρχαιολογικό Μουσείο στην οδό Πατησίων, το σπίτι του Ερρίκου Σλήμαν (Heinrich Schliemann) που σήμερα φιλοξενεί το Νομισματικό Μουσείο και άλλα πολλά που σήμερα δεν σώζονται. Νέες συνοικίες δημιουργήθηκαν όπως το Μετς στο λόφο του Αρδηττού γύρω από μια μπυραρία που άνοιξε ένας Βαυαρός σε ανάμνηση της μεγάλης νίκης των Πρώσων επί των Γάλλων στο Μετς το 1870. Τότε δημιουργήθηκαν και στον Πειραιά νέες συνοικίες με πολυτελείς κατοικίες, όπως η Καστέλα, η Τερψιθέα και το Πασαλιμάνι. Μεγάλοι δωρητές χρηματοδότησαν την ανέγερση ωραίων κτιρίων ή ευαγών ιδρυμάτων. Οι αδελφοί Ζάππα έκτισαν το σημερινό Ζάππειο, ο Αντρέας Συγγρός έκτισε το Δημοτικό Θέατρο στην πλατεία Δημαρχείου (που κατεδαφίστηκε το 1938) και χρηματοδότησε την δημιουργία της μεγάλης λεωφόρου που φέρει το όνομα του και οδηγεί στο Φάληρο. Η Βασίλισσα Όλγα δραστηριοποιήθηκε στις φιλανθρωπίες και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και του Δημοτικού Ορφανοτροφείου (Orphanage) στην οδό Πειραιώς, όπου σήμερα στεγάζεται η Δημοτική Πινακοθήκη.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στην πολιτική σκηνή κυριάρχησαν οι προσωπικότητες του Χαρίλαου Τρικούπη και του Θεόδωρου Δηληγιάννη που εναλλάσσονταν στην εξουσία. Ο Χαρίλαος Τρικούπης με τις μεταρρυθμίσεις του έβαλε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της χώρας. Ανάμεσα στα άλλα, έργο του ήταν και ο σιδηρόδρομος που συνέδεε την Αθήνα με την Πελοπόννησο και την Θεσσαλία. Ήδη λειτουργούσε η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών - Λαυρίου που εξυπηρετούσε τα μεταλλεία στην Λαυρεωτική, την παλιά χάραξη της οποίας ακολουθεί και ο σημερινός προαστιακός που σχεδιάζεται να επεκταθεί από το Κορωπί έως το Λαύριο. Στα χρόνια αυτά, λόγω της συσσώρευσης μεγάλου αριθμού εσωτερικών μεταναστών στην πρωτεύουσα, παρατηρήθηκε έξαρση της βίας και μάλιστα της οργανωμένης, που πολλές φορές την ευνοούσαν και οι πολιτικοί παράγοντες για δικό τους όφελος.
Προς τα τέλη του αιώνα ο Τρικούπης ανέθεσε στον συνταγματάρχη Δημήτριο Μπαϊρακτάρη που τέθηκε επικεφαλής της αστυνομίας στην Αθήνα, να ξεκαθαρίσει την πόλη από τις συμμορίες και τους λεγόμενους «κουτσαβάκηδες» που τρομοκρατούσαν τους φιλήσυχους και ειρηνικούς πολίτες. Πραγματικά ο Μπαϊρακτάρης καθάρισε την πόλη από τις συμμορίες αυτές και διέλυσε το άντρο τους που ήταν στην πλατεία Ηρώων, την γνωστή μέχρι και σήμερα ως πλατεία Ψυρρή. Έγιναν επίσης και πολλά άλλα σημαντικά έργα δημόσιου χαρακτήρα, όπως έργα ύδρευσης και η νέα Δημοτική Αγορά στην οδό Αθηνάς, όπου σήμερα είναι η κρεαταγορά και ψαραγορά της Αθήνας. Επειδή το 1884 κάηκε το παλιό παζάρι στην οδό Μητροπόλεως, το γνωστό στους παλιούς Αθηναίους ως «Γιουσουρούμ», οι δραστηριότητές του μεταφέρθηκαν στο Μοναστηράκι όπου μέχρι και σήμερα λειτουργούν τα λεγόμενα παλιατζίδικα. Η καταστροφή του Γιουσουρούμ επέτρεψε την κατασκευή του νέου σταθμού του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς που λειτούργησε το 1895, η κατασκευή του οποίου επέτρεψε την ανασκαφή της Αρχαίας Αγοράς και την ανεύρεση πολλών σημαντικών αρχαιοτήτων.
Η ανερχόμενη νέα αστική τάξη της πόλης φρόντισε για την δημιουργία του Α΄ Νεκροταφείου, με την φιλοδοξία να παίξει το ρόλο του αρχαίου Κεραμεικού, με την επίδειξη του πλούτου της και της ισχύος της και μετά θάνατον. Μαζί με την ανάπτυξη των μεταλλείων στην Λαυρεωτική αναπτύχθηκε και η βιομηχανία, κυρίως στον Πειραιά, αλλά και στην Αθήνα. Ακόμη, η πόλη απέκτησε και τραμ, ιππήλατο στην αρχή και αργότερα ατμήλατο. Το 1890 η Αθήνα συνδέθηκε με το Φάληρο με τη γραμμή του ατμήλατου τραμ, το οποίο με σχετικά φθηνό εισιτήριο, μετέφερε τους Αθηναίους στο όμορφο προάστιο για την βραδινή ή κυριακάτικη βόλτα τους. Ήδη το άλλο πανάρχαιο θέρετρο αναψυχής της πόλης, η Κηφισιά, είχε συνδεθεί με την πρωτεύουσα με παρακλάδι της γραμμής προς το Λαύριο (1885) και οι παλιοί Αθηναίοι έλεγαν πολλές ιστορίες για την μεγάλη και θορυβώδη ατμομηχανή της γραμμής, το πασίγνωστο «Θηρίο». Έτσι κτίστηκαν ωραία κτίρια και εξοχικές κατοικίες στο πανέμορφο θέρετρο, όπως το ξενοδοχείο Μελά (1871), συνεχίζοντας την παράδοση που εγκαινίασε ο Ηρώδης ο Αττικός.
Οι ανασκαφές στην πόλη και ιδιαίτερα στον Κεραμεικό συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό, αλλά το έργο που έμελλε να σφραγίσει το τέλος του αιώνα ήταν η ανακατασκευή του αρχαίου Παναθηναϊκού Σταδίου με το ίδιο κατάλευκο Πεντελικό μάρμαρο που είχαν χρησιμοποιήσει και οι αρχαίοι εμπνευστές του έργου. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τον πάμπλουτο έμπορο Γεώργιο Αβέρωφ και ήταν έγκαιρα έτοιμο για να φιλοξενήσει τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες των νεώτερων χρόνων που τελέστηκαν στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1896. Η αναβίωση των αρχαίων αγώνων υπήρξε έργο ζωής του Γάλλου ευπατρίδη Βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερντέν και του Έλληνα συγγραφέα Δημήτριου Βικέλα, πρώτου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που έγιναν στην μικρή Αθήνα, εκτός από το κύρος που προσέδωσαν στην πόλη, της έδωσαν την δυνατότητα να πραγματοποιήσει αρκετά έργα εκσυγχρονισμού, όπως η επέκταση του τραμ, η ίδρυση νέων γηπέδων, όπως το περίφημο Ποδηλατοδρόμιο στο Νέο Φάληρο, εκεί που σήμερα είναι το γήπεδο του Ολυμπιακού, την ανέγερση νέων ξενοδοχείων, τον φωτισμό του κέντρου της πόλης, την εγκαινίαση του νέου τρόπου τηλεπικοινωνιών, του περίφημου για την εποχή τηλεφώνου, και πολλά ακόμα. Οι στιγμές των Ολυμπιακών αγώνων, που κατά την διάρκειά τους ακόμα και οι πορτοφολάδες και απατεώνες είχαν κάνει άτυπο «μορατόριουμ» και είχαν περιορίσει την δράση τους για να συμβάλλουν και αυτοί με τον τρόπο τους στην επιτυχία των αγώνων, άφησαν σε όλους όμορφες αναμνήσεις. Μεγάλη επιτυχία για την Αθήνα και την Ελλάδα ήταν η πλούσια συλλογή μεταλλίων σε όλα τα αθλήματα με κορωνίδα όλων την θριαμβευτική είσοδο στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο του Έλληνα Σπύρου Λούη, νικητή στον Μαραθώνιο Δρόμο, που έγινε ο πλέον συμβολικός αθλητικός αγώνας του δυτικού πολιτισμού.
Με τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, θα έλεγε κανείς ότι η γραφική εποχή της ανεμελιάς και της ειδυλλιακότητας, έληξε οριστικά για την Ελλάδα. Το 1896 ξέσπασε νέα επανάσταση στην Κρήτη και ένα χρόνο αργότερα και στην Μακεδονία. Η χώρα σύρθηκε σε ένα άτυχο και τυχοδιωκτικό πόλεμο με την Τουρκία που δεν της στοίχισε σε εδάφη, αλλά πλήγωσε την εθνική υπερηφάνειά της και έκαμψε το ηθικό του λαού. Αλλά και η ίδια η Αθήνα γνώρισε πολλές αναστατώσεις και πολιτικές αναταραχές. Το 1901 συντηρητικοί φοιτητές προκάλεσαν διαδηλώσεις και έκτροπα στην πόλη γιατί μαθεύτηκε πως η βασίλισσα Όλγα ευνοούσε την μετάφραση του Ευαγγελίου στην Δημοτική, πράγμα «ανεπίτρεπτον» για τους συντηρητικούς κύκλους της καθαρεύουσας. Η κυβέρνηση Θεοτόκη αντέδρασε βίαια και το αποτέλεσμα εκτός από τις καταστροφές ήταν και οκτώ νεκροί διαδηλωτές.
Το 1899 έφτασε το πρώτο αυτοκίνητο στην Αθήνα, ιδιοκτησία πλούσιου Αθηναίου έμπορου, με δεύτερο αυτό του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που είχε ήδη παντρευτεί την Γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β΄. Τους πρώτους χρόνους του 20ου αιώνα ηλεκτροφωτίστηκαν πολλοί κεντρικοί δρόμοι της πόλης, άρχισε η συλλογή των σκουπιδιών από τις δημοτικές υπηρεσίες με κάρα, ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιά έγινε ηλεκτρικός, όπως και το τραμ του Φαλήρου, αφού πρώτα έσκασε το καζάνι της ατμομηχανής του στην ανηφόρα της πύλης του Αδριανού σκοτώνοντας και πέντε ανθρώπους (1907) και η πόλη απόκτησε τον πρώτο της επίσημο κινηματογράφο το Πανόραμα επίσης το 1907. Ήδη είχαν γίνει στην πόλη και οι λεγόμενοι ημιεπίσημοι Μεσοολυμπιακοί αγώνες του 1906 στο Παναθηναϊκό στάδιο με αρκετές επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών με σημαντικότερη εκείνη του αρσιβαρίστα Τόφαλου, που έμεινε στην ιστορία της πόλης και έγινε πρωταγωνιστής διαφόρων ιστοριών.