ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕΙΟΣ (556 – 468 πΧ)
Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
Χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.
Τους Έλληνες προασπίζοντας πρόμαχοι οι Αθηναίοι
Στον Μαραθώνα σάρωσαν τους χρυσοφόρους Πέρσες.
Μυριάσιν ποτέ τήδε τριακοσίαις εμάχοντο
Εκ Πελοποννήσου χιλιάδες τέτορες.
Με τρία εκατομμύρια πάλεψαν τρεις χιλιάδες
Από την Πελοπόννησο σε τούτο δω το χώμα.
Ω ξειν’, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
Κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Πως είμαστε θαμμένοι εδώ πιστοί στο πρόσταγμά τους.
Ευκλέας αία κέκευθε, Λεωνίδα, οι μετά σείο
Τήδ’ έθανον, Σπάρτης ευρυχόρου βασιλεύ,
Πλείστων δη τόξων τε και ωκυπόδων σθένος ίππων
Μηδείων τ’ ανδρών δεξάμενοι πολέμω.
Με δόξα ντύνει η γης αυτούς που πέθαναν μαζί σου
Της τρανής Σπάρτης βασιλιά, λεοντόκαρδε Λεωνίδα,
Μυριάδες τόξα αντέχοντας, μύρια γοργόφτερα άτια
Και Πέρσες άμετρους σ’ αυτό το χώμα πολεμώντας.
Ασβεστον κλέος οίδε φίλη περί πατρίδι θέντες
Κυάνεον θανάτου αμφεβάλοντο νέφος.
Ουδέ τεθνέασι θανόντες, επεί σφ’ αρετή καθύπερθεν
Κυδαίνουσ’ ανάγει δώματος εξ Αίδεω.
Κι αυτοί το μαύρο φόρεσαν σύννεφο του θανάτου.
Μα αν πέθαναν δεν πέθαναν, η ανδρεία δοξάζοντάς τους
Τους οδηγεί στον ουρανό από τον κάτω κόσμο.
Ει το καλώς θνήσκειν αρετής μέρος εστί μέγιστονν
Ημίν εκ πάντων τούτ’ απέμεινε τύχη.
Ελλάδι γαρ σπεύδοντες ελευθερίην περιθείναι
Κείμεθ’ αγηράντω χρώμενοι ευλογίη.
Ο δοξασμένος θάνατος αν αρετή λογιέται
Σε μας η Μοίρα προπαντός τον έχει δωρισμένο.
Γιατί ποθώντας λευτεριά να δούμε στην Ελλάδα
Πέσαμε εδώ και μένουμε με αμάραντη ευλογία.
ΠΛΑΤΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ (427 – 347 πΧ)
Αστήρ πριν μεν έλαμπες ενί ζωοίσιν Εώος,
Νυν δε θανών λάμπεις Έσπερος εν φθιμένοις.
Σαν ζούσες ως Αυγερινός έλαμπες στον αιθέρα
Και πεθαμένος λάμπεις πια σαν τον Αποσπερίτη.
Εννέα τας Μούσας φασίν τινες. Ως ολιγώρως!
Ηνίδε και Σαπφώ Λεσβόδεν η δεκάτη.
Πως είναι εννιά λεν μερικοί οι Μούσες. Ω! Τι ψέμα!
Νά’ τη κι η δέκατη η Σαπφώ στη Λέσβο γεννημένη.
ΑΝΑΚΡΕΩΝ (~ 540 πΧ)
Βουκόλε, ταν αγέλαν πόρω νέμε, μη το Μύρωνος
Βοίδιον ως έμπνουν βουσί συνεξελάσης.
Βόσκε μακριά το γελαδιό, μην πάρεις γελαδάρη
Για ζωντανό του Μύρωνα το βόδι να βοσκήσεις.
ΣΑΠΦΩ (627 – 567 πΧ)
Δέδυκε μεν α Σελάνα
Και Πληίδες, μέσαι δε
Νύχτες, παρά δ’ έρχετ’ ώρα
Εγώ δε μόνα καθεύδω.
Βασίλεψε η Σελήνη πια
Κι η Πούλια χαμηλώνει.
Μεσάνυχτα. Ο καιρός περνά
Κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
........ αμφί δ’ ύδωρ
ίψοθεν ψύχρον κελάδει δι’ ύσδων
μαλίνων, αιθυσσομένων δε φύλλων
κώμα καταρρεί.
Τριγύρω κελαηδεί το κρύο νερό
Πέφτοντας απ’ τον ουρανό
Μες σε κλωνάρια από μηλιές
Κι όπως κουνιούνται οι φυλλωσιές
Κατρακυλάει η γαλήνη.
Υψοι δη το μέλαθρον
--- Υμήναον ---
αέρετε τέκτονες άνδρες
--- Υμήναον ---
γάμβρος εσέρχεται ίσσος Άρευι
--- Υμήναον ---
άνδρος μεγάλω πόλυ μείζων.
--- τραγουδήστε για το γάμο ---
φτιάξτε την τώρα εσείς μαστόροι
--- τραγουδήστε για το γάμο---
Μπαίνει ο γαμπρός ολόιδιος Άρης
--- τραγουδήστε για το γάμο---
και σαν γίγαντας πελώριος.
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΙΛΛΕΡ (1759 - 1805)
Ω Χαρά! Λαμπρή θεία Σπίθα
Κόρη της Ηλύσιας Γης,
Μπαίνουμε από φως πιωμένοι
Στα Άδυτά σου, Ω Θεά της Ζωής!
Με τα μάγια σου τρυγούμε
Όσα πήρε η Συμφορά
Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια
Κάτω απ’ τα άγια σου φτερά.
Ποιον φωνάζει τώρα ο κόσμος;
Θα είναι φίλος φίλου αυτός
Με γυναίκα αν ζευγαρώσει
Κι είναι ο μόχθος του διπλός.
Μα κι αυτός που μένει μόνος
Μες στον κόσμο κι αν κακή
Μοίρα τον παιδεύει ας κλάψει
Που είναι μες σε φυλακή.
Χαρά! Πότισε όλα τα Όντα
Σ’ του ουρανού την αγκαλιά
Όλα τα Ήμερα και τα Άγρια
Έρχονται όπου πας κι αυτά.
Φίλα μας κι εμάς σαν φίλους
Που μας βρήκε το Κακό
Θα ‘ναι η αλκή μας στα σκουλήκια
Κι οι Άγγελοι μπροστά στο Θεό.
Όποιος σαν τον Ήλιο πλέει
Σ’ του Ουρανού το αρματολίκι
Τρέχει αδέρφια μου μαζί σας
Σαν τον ήρωα προς τη Νίκη.
Μύρια πλέκονται μετάξια
Και τον κόσμο όλο φιλούν
Αδελφοί πέρα απ΄ το Σύμπαν
Τον Πατέρα τ’ άστρα υμνούν.
Άνθρωποι πολλοί εδώ κάτω
Νιώθετε τον Πλαστουργό;
Ψάξτε τον στους Γαλαξίες
Έχει εκεί καταυλισμό.