43. ALPHONSE DE LAMARTINE, 1790 – 1869.
Αλφόνς ντε Λαμαρτίν.
43.1. ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
Έχει η καρδιά μου κουραστεί κι όχι από ελπίδα μόνο
Με πόθους πια τη μοίρα μου δεν θα ξαναενοχλήσει
Δανείστε μου, φαράγγια εσείς, των παιδικών μου χρόνων
Ένα άσυλο η ψυχή μου εκεί το χάρο να γνωρίσει.
Να το δρομάκι το στενό της σκυθρωπής κοιλάδας:
Πάνω στων λόφων τις πλαγιές δάση πυκνά φουντώνουν
Που, ρίχνοντας επάνω μου τον ίσκιο μιας χλομάδας,
Όλον με ειρήνη και σιωπή γύρω με περιζώνουν.
Δυο ρυάκια που το πράσινο τα κρύβει ολόγυρά τους
Του φαραγγιού τα σύνορα καμπυλωτά χαράζουν
Σμίγουν για λίγο τα νερά και τα μουρμουρητά τους
Και παρακάτω ανώνυμα σβήνουν και ξεθωριάζουν.
Των ημερών μου, όπως αυτά, τώρα η πηγή έχει φύγει
Και δίχως ήχο κι όνομα είναι εντελώς χαμένη.
Μα είν’ τα νερά τους καθαρά κι η θλίψη που με πνίγει
Δεν μου επιτρέπει να χαρώ μια μέρα φως λουσμένη.
Όλη η δροσιά της κοίτης τους κι η σκιά που τα μαυρίζει
Ολημερίς στων δυο ρυακιών τις όχθες μ’ έχουν δέσει.
Όπως ένα τραγούδι αργό το βρέφος νανουρίζει
Ο νους μου απ’ των νερών τη βουή σε ύπνο βαθύ έχει πέσει.
Αχ! Είναι εκεί που σε οχυρό χόρτων φυλακισμένος
Με ορίζοντα που γύρω μου τα μάτια μου χορταίνει
Μ αρέσει να πλανιέμαι εκεί και ξεμοναχιασμένος
Ν’ ακούω νερά να χύνονται στον ήλιο που προβαίνει.
Είδα πολλά, έζησα πολλά κι αγάπησα στη ζωή μου
Και θέλω εδώ της Λήθης πια να νιώσω τη γαλήνη.
Όμορφα μέρη λησμονιά σταλάξτε στην πνοή μου
Η λησμονιά μόνο μπορεί χαρά πια να μου δίνει.
Έχει η καρδιά μου ανάπαυση κι έχει σιωπή η ψυχή μου
Η βουή του κόσμου απόμακρη σβήνει καθώς διαβαίνει
Σαν ένας ήχος που μακριά χάνεται από τ’ αυτί μου
Καθώς τον παίρνει ο άνεμος κι η απόσταση μικραίνει.
Εδώ μέσα απ΄ τα σύννεφα βλέπω τη ζωή μου πάλι
Στων περασμένων τη θολή σκιά να ξεθυμαίνει
Κι η αγάπη μόνη μένει: Σαν παράσταση μεγάλη
Που μένει όταν ξυπνήσουμε και τ’ όνειρο πεθαίνει.
Ψυχή μου στο άσυλό σου αυτό βρες ησυχία κι ειρήνη
Σαν ταξιδιώτης που έχοντας ελπίδα στην καρδιά του
Κάθεται πριν στην πόλη μπει κοντά σε κάποια κρήνη
Κι εισπνέει στο θάμπος του βραδιού το μοσχοβόλημά του.
Ας βγάλουμε απ΄ τα πόδια μας όπως αυτός τη σκόνη
Από το δρόμο αυτό ξανά κανείς δε θα περάσει
Όπως αυτός ας νιώσουμε, μια κι η πορεία τελειώνει,
Γαλήνη που παντοτινή ειρήνη θα ετοιμάσει.
Σαν φθινοπώρου ωχρές μικρές οι μέρες σου έχουν γίνει
Σαν ίσκιοι πάνω στις πλαγιές ψηλά στους λόφους σβήνουν
Κι αφού η φιλία σε πρόδωσε και το έλεος πια σ’ αφήνει
Στον τάφο ήρθε η ώρα σου να πας κι οι δρόμοι όλοι οι άλλοι κλείνουν.
Όμως σε θέλει η φύση εκεί τώρα και σε φωνάζει
Βυθίσου μες στο στήθος της που πάντα σε προσμένει:
Η φύση είν’ ίδια πάντοτε ο κόσμος κι αν αλλάζει
Κι ο ίδιος ήλιος πάνω μας πάντα χρυσός θα βγαίνει.
Με φως και με ίσκιο ολόγυρα σε περιχύνει ως τώρα
Λύτρωσε την αγάπη σου από άθλιες ευτυχίες
Λάτρεψε πάλι την ηχώ φίλη του Πυθαγόρα
Κι άκου, όπως άκουγε κι αυτός ουράνιες συναυλίες.
Τις σκιές στη γη ακολούθησε στα ουράνια εξήγα ό,τι είδες
Πέτα μαζί με το βοριά στο βάθος της πεδιάδας
Με του αστεριού του απόκρυφου τις τρυφερές αχτίδες
Γλίστρα στα δέντρα ανάμεσα στους ίσκιους της κοιλάδας.
Ο Θεός για να τον νιώθουμε μας όπλισε με γνώση
Στη φύση βρες κι εσύ λοιπόν την ύστατη έμπνευσή του
Μες στη σιωπή του μια φωνή μιλάει για να μας σώσει
Ποιος την φωνή δεν άκουσε ποτέ μες στην ψυχή του;
43.2. Η ΛΙΜΝΗ
Πάντα λοιπόν θα φεύγουμε σ’ ένα άγνωστο ακρογιάλι
Θα βυθιζόμαστε βαθιά στου τάφου τη νυχτιά
Χωρίς ποτέ μια απανεμιά μες στην ανεμοζάλη
Ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
Κοίταξε, λίμνη, κοίταξε! Δεν έκλεισε ένας χρόνος
Που εκείνη με το κύμα σου έπαιζε σαν τρελή,
Και κοίτα τώρα ο δύστυχος κάθομαι, λίμνη, μόνος
Στην πέτρα εδώ όπου κάποτε ήταν κι αυτή μαζί.
Σαν τώρα τότε μούγκριζες θολή κι αγριεμένη
Και ξέσκιζες τα στήθη σου στων βράχων τα πλευρά
Κι ανήσυχη όλο κύματα άφριζες μανιασμένη
Και ράντιζες τα πόδια της μ’ αφρό τα λατρευτά.
Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη
Κωπηλατούσαμε άφωνοι στα κρύα σου τα νερά
Γύρω μας ήταν ερημιά κι απόλυτη γαλήνη
Κι ακούγονταν που χτύπαγαν μόνο τα δυο κουπιά.
Τότε τραγούδι εξωτικό, πρωτάκουστο θλιμμένο
Αντίλαλο τριγύρω μας σήκωσε ξαφνικά
Έμεινε ευθύς παράλυτο το κύμα σου αφρισμένο
Κι αυτά τα λόγια ακούστηκαν θυμάμαι αρμονικά:
«Κράτησε Χρόνε ακίνητα τα ακούραστα φτερά σου,
Ώρες καλές μην τρέχετε, σταθείτε μια στιγμή,
Νύχτα άσε μας να νιώσουμε την ευτυχία κοντά σου
Τώρα που ζευγαρώσαμε είν’ όμορφη η ζωή.
Στον κόσμο τούτο αμέτρητοι είν’ οι δυστυχισμένοι
Γι’ αυτούς κύλησε, Χρόνε μου, αμείλικτα γοργά
Πάρε μαζί τις λύπες τους μη φύγουν πικραμένοι
Μα άσε τους δυο μας να ‘μαστε μόνοι μας συντροφιά.
Του κάκου εγώ παρακαλώ, ο Χρόνος δεν προσμένει
Οι ώρες πάντα φεύγουνε, η νύχτα είναι σκληρή
Αχνίζουν τ’ άστρα, χάνονται, αργά πάλι προβαίνει
Ωχρό το γλυκοχάραμα και φαίνεται η αυγή.
Ας αγαπιόμαστε λοιπόν, ας φύγουμε απ’ την πλάνη
Της ζωής, ας είν’ η αγάπη μας η μόνη μας χαρά,
Ας μη ζητάμε άλλο για μας στον κόσμο αυτό λιμάνι
Του Χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά».
Χρόνε ζηλιάρη, πώς μπορεί εύκολα να ξεχνιούνται
Κι έτσι να φεύγουν γρήγορα οι ώρες της χαράς
Όσο γοργά μας φεύγουνε κι εύκολα λησμονιούνται
Κι οι μαύρες μέρες κι οι πικρές στιγμές της συμφοράς;
Και τι; Δε θα μπορέσουμε τα χνάρια τους να βρούμε;
Και τι; Για πάντα φύγανε; Χάθηκαν εντελώς;
Ο Χρόνος που τις έδωσε μας λέει να μη σκεφτούμε
Πως πίσω κάποτε μπορεί να μας τις στείλει αυτός.
Αιωνιότητα, άβυσσος και μαύρα περασμένα
Τι κάνετε με τις στιγμές που μας ρουφάτε εσείς;
Τάχα θα τα επιστρέψετε ξανά όλα τα χαμένα
Που άδικα τόσο αρπάζετε και μένουμε άδειοι εμείς;
Ω λίμνη, Ω βράχοι μου άφωνοι, Ω εσείς σπηλιές και δάση
Εσάς σας σέβεται ο καιρός κι άφθαρτους σας κρατεί
Φυλάξτε από τη νύχτα αυτή, ποτέ να μην περάσει,
Φυλάξτε εσείς τουλάχιστον την άγια μνήμη αυτή.
Κι ας μένει στη γαλήνη σου ή στις βαριές θύελλές σου
Λίμνη όμορφη, ή στις όχθες σου που όψη έχουν γελαστή
Ή στα έλατα ή τα πεύκα σου ή μες στις ρεματιές σου
Ή στ’ αγριεμένα βράχια σου που πια έχουν φαγωθεί.
Ας μένει μες στο ζέφυρο που τρέμει και σφυρίζει
Στους ήχους απ’ τα πλάγια σου που αντιλαλούν μαζί
Στ’ άστρο που καθρεφτίζεται κι αστράφτει και γυαλίζει
Κι είναι στην επιφάνεια σου μια αχνή φεγγοβολή.
Κι έτσι πια ο αγέρας που βογκάει κι η καλαμιά που κλαίει
Και τα ελαφρά σου αρώματα με τη γλυκιά ευωδιά
Κι ό,τι στην πλάση ακούγεται, υπάρχει κι αναπνέει
Να λένε όλα «Αγαπήθηκαν οι δυο τους φλογερά!»
(Μετάφραση βασισμένη σε αντίστοιχη εργασία του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)
44..ALFRED VICTOR DE VIGNY, 1797 – 1863.
Αλφρέ ντε Βινιύ.
44.1. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ
Τα σύννεφα έτρεχαν μπροστά στ’ ολόγιομο φεγγάρι
Σαν τον καπνό που της φωτιάς τη λάμψη πάει να πάρει
Και στη γραμμή του ορίζοντα τα δάση όλα μαυρίζαν.
Πάνω στα χόρτα αμίλητοι βαδίζαμε που αχνίζαν
Μέσα στα ρείκια που πυκνά τριγύρω μας φουντώναν
Όταν κάτω απ’ τα έλατα που ολόγυρα φυτρώναν
Είδαμε τις βαθιές νυχιές που είχαν στα δέντρα αφήσει
Οι λύκοι οι ταξιδιάρικοι που είχαμε κυνηγήσει.
Ακούγοντας κρατούσαμε με τρόμο την πνοή μας
Κι ακίνητοι στεκόμαστε ---- Και γύρω εκεί μαζί μας
Τα δάση κι όλη η λαγκαδιά κρατούσαν το λυγμό τους
Κι η ανεμοδούρα πένθιμα θρηνούσε τον καημό τους
Γιατί είχε αρχίσει να φυσάει ένας τρελός αγέρας
Που όλους τους πύργους χάιδευε μέσα στο φως της μέρας
Και κάτω εκεί οι βελανιδιές στα βράχια κρεμασμένες
Γερμένες στους αγκώνες τους μοιάζανε κοιμισμένες.
Τίποτε δεν ακούγονταν όταν γονατισμένος
Ο πιο μεγάλος κυνηγός έψαχνε απορημένος
Κοιτάζοντας προσεκτικά ξαπλώνοντας στο χώμα.
Κι αυτός που ως σήμερα ήτανε αλάνθαστος ακόμα
Μας είπε με ψελλίσματα πως τα σημάδια εκείνα
Από πατήματα βαριά γίνανε αυτό το μήνα
Δυο λύκων και λυκόπουλων με νύχια ακονισμένα.
Εμείς τότε όλοι βγάλαμε μαχαίρια τροχισμένα
Κρύβοντας τα ντουφέκια μας προσεκτικά στο στήθος
Και προχωρούσαμε όλοι αργά μες στων κλαδιών το πλήθος.
Τρεις σταματήσαμε κι εγώ έμεινα εκεί κοιτώντας
Κι είδα δυο μάτια ορθάνοιχτα λαμπρά αστραποβολώντας
Και παραπέρα τέσσερις μορφές που αχνοφαινόταν
Και μες στα ρείκια εκεί στο φως του φεγγαριού κρυβόταν
Όπως τα κυνηγόσκυλα που θόρυβο μεγάλο
Κάνουν όταν ο αφέντης τους τα βρει μέσα στο σάλο.
Ίδιο ήτανε το σχήμα τους κι ίδια όλα εκεί χορεύαν
Και τα μικρά λυκόπουλα παίζανε και παλεύαν,
Ξέροντας πως πολύ κοντά βρισκόταν τώρα εμπρός τους
Ο άνθρωπος που πάντοτε είναι για κείνα εχθρός τους.
Όρθιος ο λύκος και πιο κει στα δέντρα καθισμένη
Η λύκαινα αναπαύονταν σα μαρμαροφτιαγμένη
Όπως αυτή που ανάθρεψε στη Ρώμη δυο ημιθέους
Και που σαν θεά λατρεύονταν απ’ όλους τους Ρωμαίους.
Ο λύκος ήρθε κι έκατσε με πόδια ανυψωμένα
Με τα μεγάλα νύχια του στο χώμα αγκιστρωμένα.
Κατάλαβε τον κίνδυνο στην περιπέτεια εκείνη
Γιατί όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί και μόνος είχε μείνει
Γι’ αυτό όρμησε κι ανοίγοντας το στόμα το φρικτό του
Το πιο παράτολμο σκυλί γράπωσε απ’ το λαιμό του
Και τ’ άγρια τα σαγόνια του δεν τα ‘χε χαλαρώσει
Ακόμα κι αν οι σφαίρες μας μέσα του είχαν σφηνώσει
Και τα μαχαίρια μας βαθιά στα σπλάχνα του μπηχτήκαν
Αφού σαν πένσες μέσα του σκληρά διασταυρωθήκαν
Μέχρι την τελευταία στιγμή που ο σκύλος πια πνιγμένος
Στα πόδια του έπεσε πιο πριν εκείνος πεθαμένος.
Ο λύκος πια τον άφησε κι εμάς τώρα κοιτούσε
Μα από τις σάρκες να ‘βγαζε τα ξίφη δε μπορούσε
Κι έτσι πεσμένος στο έδαφος στο αίμα ήτανε λουσμένος
Απ’ τα ντουφέκια ολόγυρα περιτριγυρισμένος.
Εξαντλημένος έπεσε κοιτώντας μας ακόμα
Γλείφοντας το αίμα που έτρεχε απ’ το ανοιχτό του στόμα.
Και δίχως να καταδεχτεί να μάθει τι τον βρήκε
Εκεί έκλεισε τα μάτια του και πια στο χάρο ανήκε.
Στο άδειο ντουφέκι ακούμπησα τότε το μέτωπό μου
Κι έκανα σκέψεις θλιβερές βαθιά στο λογισμό μου
Τη λύκαινα και τα μικρά μήπως να κυνηγήσω
Που εκεί τον περιμένανε δίχως ν’ αποφασίσω
Γιατί χωρίς τα δυο μικρά η ωραία εκείνη χήρα
Μόνο δε θα τον άφηνε στην άθλια εκείνη μοίρα.
Όμως ήτανε χρέος της να σώσει τα παιδιά τους
Για να τα μάθει αγέρωχα ν’ αντέχουν τα δεινά τους
Και να μη δέχονται ποτέ των πόλεων τις συμβάσεις
Που των ανθρώπων και των ζώων κοινές είναι αποφάσεις
Να ζουν μαζί και να ‘χουνε την ίδια κατοικία
Αφήνοντας δάση ή σπηλιές για τ’ άγρια θηρία.
Αλίμονο, είπα, οι άνθρωποι έχουν μεγάλη φήμη
Μ’ αλήθεια ντρέπομαι γι’ αυτούς, αδύνατη έχουν μνήμη.
Πώς τη ζωή ν’ αφήσετε κι όλα τα βάσανά της,
Αγρίμια, εσείς το ξέρετε, τιμώντας τ’ όνομά της.
Βλέποντας τι ήτανε κανείς και τι είναι αυτό που αφήνει
Μόνο η σιωπή είναι αντάξια και τ’ άλλα καταισχύνη.
Αχ! Σ’ ένιωσα, ταξιδευτή άγριε, πολύ κοντά μου
Το τελευταίο σου κοίταγμα μπήκε μες στην καρδιά μου.
Έλεγε: «Κάνε εσύ, αν μπορείς, να ανυψωθεί η ψυχή σου
Μένοντας πάντα συνετά και φρόνιμα δική σου
Ως το ψηλότερο σκαλί της στωικής γαλήνης
Όπου έχω τώρα εγώ ανεβεί, παιδί δασόβιας κρήνης.
Να κλαις και να προσεύχεσαι είναι άναντρη δειλία
Κάνε το χρέος σου αγέρωχα δίχως διαμαρτυρία
Σ’ αυτό το δρόμο όπου η ζωή σου δείχνει τι να κάνεις
Και σαν εμένα αμίλητος κάποτε να πεθάνεις».
45. VICTOR HUGO, 1802 – 1885.
Βικτόρ Ουγκώ.
45.1. ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ
Πόλη, τείχη
Και λιμάνι
Καταφύγιο
Του θανάτου
Γκρίζα θάλασσα
Όπου σπάει
Πάντα ο μπάτης
Τη δροσιά του.
Μέσα στο λαγκάδι
Θόρυβος ξεσπάει
Μοιάζει σαν ανάσα
Μέσα στο σκοτάδι
Η νυχτιά κραυγάζει
Σαν ψυχή που πάντα
Μιας μεγάλης φλόγας
Είναι το μαγνάδι.
Η φωνή λίγο πιο πάνω
Μοιάζει σα να κουδουνίζει
Πρέπει να ‘ναι κάποιος νάνος
Που μ’ ένα άλογο καλπάζει.
Φεύγει και γοργά αλαργεύει
Κι έπειτα με ζωή και χάρη
Στο ένα πόδι του χορεύει
Και τα κύματα ταράζει.
Τώρα ο θόρυβος πλησιάζει
Κι όλα γύρω αντιλαλούνε
Είναι σαν παλιά καμπάνα
Σ’ εκκλησιά καταραμένη
Σαν οχλοβοή του κόσμου
Που βροντάει και πάντα φεύγει
Κι άλλοτε είναι ξεγραμμένη
Κι άλλοτε είναι ανταριασμένη.
Είναι, Θεέ μου, μια φωνή επιτάφια
Ξωτικών που κάνουν θόρυβο μεγάλο
Όλοι ας πορευτούμε ακολουθώντας
Μια εσωτερική υπερκόσμια σκάλα.
Τώρα σβήνει κι η δική μου λάμπα
Κι ο ίσκιος απ’ τα κάγκελα του φράχτη
Που έρπει πέφτοντας πάνω στον τοίχο
Ανεβαίνει ως το ταβάνι μες στη σάλα.
Ένα πλήθος ξωτικών περνάει
Κι όπως στροβιλίζεται σφυρίζει
Σπάνε γύρω οι κλώνοι όπως πετάνε
Σαν το πεύκο που αναμμένο τρίζει
Το κοπάδι τους αργά χορεύει
Και στον άδειο χώρο φτερουγίζει
Μοιάζει μ’ ένα σύννεφο που γκρίζο
Αστράφτει και τον ουρανό φωτίζει.
Είναι τώρα δίπλα μας! ---- Κοντά στη σάλα
Ας την έχουμε κλειστή προτού μας φτάσουν
Κάνουν θόρυβο έξω. Απαίσιος ο στρατός τους
Είναι εκεί βρικόλακες και μαύροι δράκοι
Κι οι δοκοί της στέγης έτοιμες να σπάσουν
Λύγισαν βαριά σαν χόρτα μουσκεμένα
Κι η παλιά μας πόρτα που ‘ναι σκουριασμένη
Τρίζει, τρέμει και θ’ ανοίξει σε λιγάκι.
Κλάματα της κόλασης, φωνές που απαίσια ουρλιάζουν
Το κοπάδι φοβερό με το βοριά φερμένο
Θεέ μου, σίγουρα το σπίτι μου άκαρδα χτυπάνε
Μαύρο τάγμα κάνει επίθεση κι οι τοίχοι σπάνε
Κλαίει το σπίτι μου όλο και κλονίζεται γερμένο
Θα ‘λεγε κανείς πως είναι ξεθεμελιωμένο
Ότι μοιάζει μ’ ένα φυλλαράκι ξεραμένο
Που οι ανεμοστρόβιλοι το παίρνουν και το πάνε.
Αν το χέρι σου, Προφήτη, με γλιτώσει
Απ’ τους μαύρους τούτους δαίμονες της νύχτας
Τότε μόνος μου θα πάω να προσκυνήσω
Τα εικονίσματά σου τ’ άγια ευλογημένα.
Κάνε αυτές οι πόρτες του φτωχού σπιτιού μου
Την ανάσα τους την πύρινη να κόψουν
Μάταια τα μεγάλα νύχια τους να ξύνουν
Πάνω στα παράθυρά μου τα κλεισμένα.
Έχουν φύγει πια τα τάγματά τους
Πέταξαν μακριά και τα φτερά τους
Έπαψαν να μου χτυπούν την πόρτα
Με γροθιές βαριές κι αγριεμένες.
Ήχος αλυσίδων στον αέρα
Γέμισε τα δάση εδώ όλα γύρω
Οι βελανιδιές φριχτά όλες τρίζουν
Μέσα στη φωτιά τους τυλιγμένες.
Με τ’ απόμακρα πετάγματά τους
Τα χτυπήματά τους τώρα σβήνουν
Και σκορπίζονται στις πεδιάδες
Τόσο αδύνατα που πια όλα μοιάζουν
Σαν σφυρίγματα ελαφρά από ακρίδες
Που με αχνές φωνές μακριά τσιρίζουν
Ή σαν μελωδίες από χαλάζι
Που χτυπούν τη στέγη κι όλους σκιάζουν.
Συλλαβές τρελές και ξένες
Φτάνουν ως εμάς ακόμα
Άραβες σαν να φυσάνε
Κάποιο βούκινο πολέμου
Σαν τραγούδι στ’ ακρογιάλι
Που συχνά όλο δυναμώνει
Κι όνειρα ένα βρέφος κάνει
Χρυσαφένιο πάντα, Θεέ μου.
Είν’ τα πένθιμα δαιμόνια
Είναι τα παιδιά του Χάρου
Που μες στα βαθιά σκοτάδια
Σέρνουνε τα βήματά τους
Το κοπάδι τους σφυρίζει
Σαν τα κύματα που κάπου
Σπαν στο βράχο που φλοισβίζει
Κι ας μη φαίνεται η δορά τους.
Ένας ήχος άϋλος
Τώρα πια κοιμάται
Είναι αυτό το κύμα
Στο γιαλό θλιμμένο
Είναι κάποιο κλάμα
Που έχει πια τελειώσει
Κάποιας Ιερωμένης
Για ένα πεθαμένο.
Αμφιβάλλω
Αν είναι νύχτα
Μόνο ακούω
Να φεύγουν όλα
Κι όλα ας πάνε
Γύρω τ’ άστρα
Τώρα σπάνε
Κάθε ήχο.
45.2. ΑΥΤΟΣ Ο ΑΙΩΝΑΣ ΗΤΑΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ
Ο αιώνας ήταν δυο χρονών. Η Ρώμη αντί της Σπάρτης
Βασίλευε κι ο Ναπολέων έλαμπε ο Βοναπάρτης (1)
Που ενώ ήταν Πρώτος Ύπατος και χώρες κατακτούσε
Μέτωπο πια αυτοκράτορα κι έκφραση νέα φορούσε.
Τότε στη Μπεζανσόν, παλιά πόλη στην Ελβετία, (2)
Σαν σπόρος που πετάχτηκε του ανέμου εύκολη λεία
Γεννήθηκε μ’ αίμα μικτό Βρετόνου και Λοραίνου (3)
Ένα παιδί χωρίς μιλιά και δίχως χρώμα εβένου
Αδύνατο σαν να ‘τανε χίμαιρα που πεθαίνει
Παρατημένο αλλά με μια μάνα αφοσιωμένη
Και που ο λαιμός του ο ευλύγιστος σαν εύθραυστο καλάμι
Για λίκνο και για φέρετρο ετοιμασία είχε κάμει.
Εγώ ήμουν τούτο το παιδί που ‘χε ο Θεός ξεγράψει
Και που πολλή δεν είχε ζωή προτού η πνοή του πάψει.
Κάποτε μια ευκαιρία θα βρω για να σας εξηγήσω
Τι αγάπης γάλα καθαρό χρειάστηκε για να ζήσω
Αφού ήμουνα στη γέννηση σχεδόν σαν πεθαμένος
Χάρη στη μάνα μου όμως δυο φορές αναστημένος
Αφού σαν Άγγελος αυτή με τρία παιδιά στην πλάτη
Μοίραζε την αγάπη της χωρίς να κλείνει μάτι.
Ω αγάπη της μητέρας, που κανείς δεν την ξεχνάει
Ψωμί υπερούσιο που ο Θεός μοιράζει κι ευλογάει.
Τραπέζι πάντοτε έτοιμο στο σπίτι του πατέρα
Καθένας κι όλοι μας μαζί χαιρόμαστε εκεί πέρα.
Μια μέρα κάποτε θα πω, όταν η νύχτα αφήσει
Μες στα βαθιά γεράματα η φωνή μου να μιλήσει,
Πώς τούτη η μοίρα τράνταξε παίρνοντας δόξας δρόμο
Στα πόδια του αυτοκράτορα τον κόσμο όλο με τρόμο.
Στην ταραγμένη ανάσα της ανίσχυρο με πάει
Κι όλες τις αναμνήσεις μου στους άνεμους σκορπάει
Γιατί όταν ο βοριάς μοιραία δέρνει τα κύματά του
Ο ωκεανός άγρια κι αυτός με τη φουσκονεριά του
Παιδεύει τα καράβια με θύελλες και τρικυμία
Κι όλα τα φύλλα στις ακτές σκορπίζει στην αιθρία.
(1) Ο Ναπολέων Βοναπάρτης (1769 – 1821) ανακηρύχθηκε Πρώτος Ύπατος το 1799 και Αυτοκράτορας το 1804.
(2) Ο Βικτόρ Ουγκώ γεννήθηκε το 1802 στην πόλη Μπεζανσόν (115.000 κάτοικοι) κοντά στα σύνορα της Ελβετίας.
(3) Ο πατέρας του Ουγκώ ήταν αξιωματικός του Ναπολέοντα και καταγόταν από τη Λοραίνη. Η μητέρα του καταγόταν από την Βρετάνη.
45.3. Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ
Χιόνιζε. Αυτοί είχαν νικηθεί απ’ την κατάκτησή της
Πρώτη φορά τότε ο αετός έσκυβε το κεφάλι.
Μέρες σκληρές! Ο βασιλιάς γύριζε πάλι πίσω,
Αφήνοντας τη Μόσχα εκεί καμένη να καπνίζει.
Χιόνιζε. Η βαρυχειμωνιά σαν μια χιονοστιβάδα.
Μετά έναν κάμπο κάτασπρο, άσπρος και πάλι κάμπος.
Δεν γνώριζαν τους αρχηγούς ούτε και τις σημαίες.
Χτες ήταν μια ένδοξη στρατιά και τώρα ένα κοπάδι.
Δεν ξεχωρίζαν πτέρυγες ούτε όμως και το κέντρο.
Χιόνιζε. Προστατεύονταν εκεί οι τραυματισμένοι
Απ’ των αλόγων τις κοιλιές. Μπροστά από τις καλύβες
Στις θέσεις τους οι σαλπιγκτές κάθονταν παγωμένοι,
Όρθιοι στις σέλλες σιωπηλοί και κάτασπροι απ΄ την πάχνη,
Και πετρωμένο κόλλαγε το στόμα στις τρομπέτες.
Μύδροι κι οβίδες πέφτανε μαζί με άσπρες νιφάδες.
Κι οι γρεναδιέροι εκεί έκπληκτοι που ήτανε φοβισμένοι
Βάδιζαν σκεφτικοί κι αυτοί με χιόνια στα μουστάκια.
Χιόνιζε. Πάντα χιόνιζε. Κι ο κρύος βοριάς φυσούσε.
Πάνω στον πάγο σ’ άγνωστα λημέρια προχωρούσαν
Χωρίς πόνο να αισθάνονται στα γυμνωμένα πόδια.
Δεν ήταν ζωντανές ψυχές στρατιώτες του πολέμου
Ήταν κινούμενα όνειρα μες στην αχλύ, μυστήρια,
Μια ακολουθία από σκιές στον ουρανό το μαύρο.
Η σιωπή ανεξάντλητη, φρικτή σ’ όλο το πλάτος,
Αμίλητη εκδικήτρια, παντού γύρω απλωνόταν.
Ο ουρανός αθόρυβος με το πυκνό το χιόνι
Για τη μεγάλη αυτή στρατιά το σάβανο είχε υφάνει
Κι όλοι ένιωθαν πως πέθαιναν κι ήτανε πάντα μόνοι.
46. ALOYSIUS BERTRAND, 1807 – 1841.
Αλοϊσιούς Μπερτράν.
46.1. Η ΓΟΤΘΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ
«Nox et solitude plenae sunt diabolo»
«Τη νύχτα η κρεβατοκάμαρά μου είναι γεμάτη δαίμονες»
Οι Πατέρες της Εκκλησίας
«Ω! Η γη, --- μουρμούριζα στη νύχτα --- είναι ένας κάλυκας ταριχευμένος που ο ύπερος και οι στήμονές του είναι το φεγγάρι και τα άστρα!»
Και με μάτια βαριά από τον ύπνο, έκλεισα το παράθυρο που είχε κολλημένο πάνω του το σταυρό του Γολγοθά, μαύρο μέσα στην κίτρινη λάμψη των έγχρωμων τζαμιών.
Ακόμη --- αν δεν ήταν τα μεσάνυχτα --- την ώρα που βγαίνουν δράκοι και δαίμονες! --- που ο καλικάτζαρος μεθάει με λάδι από τη λάμπα μου!
Αν δεν ήταν παρά μόνο η παραμάνα που νανουρίζει στο θώρακα του πατέρα μου μ’ ένα μονότονο τραγούδι, ένα μικρό παιδί πεθαμένο στη γέννα!
Αν δεν ήταν παρά μόνο ο σκελετός ενός στρατιώτη του Μεσαίωνα που, εγκλωβισμένος μέσα στον ξύλινο τοίχο, χτυπάει με το μέτωπο, τον αγκώνα και το γόνατο!
Αν δεν ήταν παρά μόνο ο παππούς μου που κατεβαίνει με τα πόδια από το σκουληκοφαγωμένο κάδρο του, και βουτάει το σιδερένιο γάντι του μέσα στον αγιασμό της κολυμπήθρας!
Όμως είναι ο Σκαρμπό, που δαγκώνει τον λαιμό μου και καυτηριάζει την ματωμένη μου πληγή βυθίζοντας μέσα της το σιδερένιο δάχτυλό του, πυρακτωμένο ακόμη από το καμίνι.
46.2. ΣΚΑΡΜΠΟ
Θεέ μου, αξίωσέ με όταν πεθάνω, να έχω τις προσευχές
Ενός παπά, ένα σάβανο από πανί, μια μπίρα από έλατο
Κι ένα στεγνό μέρος»
Το Πατερημών του Στρατηγού
«Αν πεθάνεις, είτε συγχωρημένος είτε αναθεματισμένος --- μουρμούριζε στ’ αυτί μου εκείνη τη νύχτα ο Σκαρμπό --- θα έχεις για σάβανο το δίχτυ μιας αράχνης και θα ενταφιάσω την αράχνη μαζί σου!»
«Ω! --- θα μπορούσα τουλάχιστον να έχω για σάβανο, του απάντησα, τα μάτια μου κοκκινισμένα από τα τόσα κλάματά μου --- ένα φύλλο μιας λεύκας που μέσα του να με νανουρίζει η ανάσα της λίμνης»
«Όχι! --- κάγχασε ο νάνος περιπαικτικά --- θα είσαι τροφή για τις κατσαρίδες που βγαίνουν τη νύχτα για να φάνε, για τις μύγες τυφλωμένες απ’ τον ήλιο που βασιλεύει!»
«Θα σου άρεσε λοιπόν περισσότερο --- του ξαναείπα κλαίγοντας πάντα --- θα σου άρεσε λοιπόν περισσότερο να με ρουφήξει μια ταραντούλα με προβοσκίδα ελέφαντα;»
«Καλά λοιπόν --- πρόσθεσε --- παρηγορήσου, θα έχεις σάβανο το περίβλημα, πιτσιλισμένο με χρυσάφι, από το δέρμα ενός φιδιού, γιατί θα σε σπαργανώσω μ’ αυτό σα μούμια.
Κι από τη σκοτεινή κρύπτη του Αγίου Μπενίν, όπου θα σε ακουμπήσω όρθιο πάνω στον τοίχο, θ’ ακούς με την άνεσή σου τα μικρά παιδιά να κλαίνε στην Κόλαση.»
47. GÉRARD DE NERVAL, 1808 – 1855.
Ζεράρ ντε Νερβάλ.
47.1. Η ΜΑΥΡΗ ΚΗΛΙΔΑ
Τον ήλιο για αρκετό καιρό κάποτε όποιος κοιτάξει
Θαρρεί πως μπρος στα μάτια του επίμονα πετάει
Γύρω του στην ατμόσφαιρα μια σκοτεινή κηλίδα.
Έτσι, όπως νέος και τολμηρός ήμουν, είχα τολμήσει
Και μια στιγμή τα μάτια μου στη δόξα είχα γυρίσει
Και πια έμεινε στο βλέμμα μου μια μελανή κουκκίδα.
Δείχνοντας πένθος σ’ όλα πια είναι παντού μπλεγμένη
Κι όπου η ματιά μου κι αν βρεθεί ποτέ σταματημένη
Κι η μαύρη αυτή κηλίδα εκεί παντού μαζί μου πάει.
Τι; Πάντα; Μου είναι εμπόδιο να βρω την ευτυχία!
Είναι γιατί ατιμώρητα --- μεγάλη δυστυχία ---
Τον Ήλιο και τη Δόξα ο αετός μονάχος μελετάει.
47.2. ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ
Που να ‘ναι οι αγαπημένες μας;
Είναι όλες μες στο χώμα!
Εκεί περνούν ευχάριστα
Σ’ ένα πιο ωραίο δώμα!
Πλάι στους αγγέλους βρίσκονται
Μες στ΄ ουρανού το βάθος
Κι όλους τους ύμνους ψέλνουνε
Της Παναγιάς με πάθος!
Ω εσύ μνηστή μου ολόλευκη,
Παρθένα εσύ ανθισμένη,
Παρατημένη αγάπη μου
Απ’ τις πληγές φθαρμένη!
Η απέραντη αιωνιότητα
Γελούσε στη ματιά σου .....
Δάδα του κόσμου που έσβησες
Ξανά άναψ’ τη φωτιά σου!
48. ALFRED DE MUSSET, 1810 – 1857.
Αλφρέ ντε Μϋσέ.
48.1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΦΟΡΤΟΥΝΙΟ
Αν περιμένετε να ομολογήσω
Ποιαν αγαπώ
Ακόμα κι αν μου τάξετε βασίλειο
Δε θα σας πω.
Χορεύοντας συρτό θα τραγουδάμε
Παρακαλώ
Πως ειν’ ξανθιά και την ποθώ σα να ‘ναι
Στάρι καλό.
Κάνω όσα εκείνη μέσα στα όνειρά της
Πάντα ποθεί
Κι αν μου ζητήσει και τη ζωή μου
Θα της δοθεί.
Απ’ τα δεινά που η απαρνημένη αγάπη
Μας προξενεί
Εγώ κρατώ σχισμένη την καρδιά μου
Ως τη θανή.
Την αγαπώ πολύ για να προδώσω
Ποιαν αγαπώ
Και προτιμώ για κείνη να πεθάνω
Χωρίς να πω.
48.2. ΒΕΝΕΤΙΑ
Στη Βενετία την κόκκινη
Καράβι δεν κινιέται
Στη θάλασσα ούτε ένας ψαράς
Άγρυπνος δεν κρατιέται.
Μονάχο κάτω στο γιαλό
Σηκώνει το λιοντάρι
Μπρος στο γαλήνιο ορίζοντα
Το χάλκινο ποδάρι.
Γύρω του πάντοτε μαζί
Μαούνες και βαρκάκια
Όμοια σαν τους ερωδιούς
Που στήνουν γαϊτανάκια.
Κοιμούνται πάνω στο νερό
Και στην αχλύ στηρίζουν
Με αργούς ανεμοστρόβιλους
Σημαίες που κυματίζουν.
Σαν το φεγγάρι χάνεται
Το πρόσωπο σκεπάζει
Μ’ ένα αστρωμένο σύννεφο
Που μισοσκοτεινιάζει.
Και τα παλιά τ’ ανάκτορα
Κι οι αψίδες οι μεγάλες
Κι οι σκάλες όλες κάτασπρες
Στων ιπποτών τις σάλες.
Κι οι δρόμοι και τ΄ αγάλματα
Και τα όμορφα γεφύρια
Κι ο κόλπος όπου οι άνεμοι
Κύματα φέρνουν μύρια
Όλα σωπαίνουν. Κι οι φρουροί
Λόγχες μακριές κρατώντας
Πάντα αγρυπνούν στους ναύσταθμους
Μόνοι σκοπιά φυλώντας.
48.3. ΣΤΑ ΜΙΣΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Το καρναβάλι πέρασε, τα ρόδα τώρα ανθούνε
Πάνω στων λόφων τις πλαγιές η χλόη πρασινίζει
Άρχισαν όλες οι χαρές της εποχής να ηχούνε
Κι η αιθρία με καμπανάκια αβρά γελάει και φτερουγίζει
Ενώ ανυπόμονη ή Άνοιξη στου ορίζοντα το βάθος
Βγάζει το πέπλο της αυγής και μας γεμίζει πάθος.
Το μήνα Μάρτη όσοι είν’ φτωχοί ας μην κακολογούνε
Μ’ όλο που δίκαια ο γεωργός λιγάκι τον φοβάται.
Η φύση ξαναγίνεται μα πάντα όπου κι αν πάτε
Ο άνεμος, ο ήλιος κι η βροχή μαζί της πολεμούνε.
Στην εποχή των λουλουδιών ο κόσμος σαν παιδάκι
Νιώθει το πρώτο γέλιο του, το πρώτο κλαματάκι.
49. THÉOPHILE GAUTIER, 1811 – 1872.
Τεοφίλ Γκωτιέ.
49.1. ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Με κόπο κάποιο νέφος λάμνει
Σαν μια νιφάδα από μαλλί
Στα ουράνια γαλανά λιβάδια
Κι η ώριμη συγκομιδή
Χωρίς ψιθύρους ούτε κύμα
Κοιμάται στ’ ουρανού το μνήμα.
Κοχύλια κι όστρακα γυαλίζουν
Και κάποιας σαύρας οι ματιές
Μέσα στων κάστρων τις ρωγμές
Κι οι τυφλοπόντικες σκαλίζουν
Τους κάμπους όπου γονατίζουν
Βόδια μεγάλα στις βοσκές.
Πόσο καλό είναι να ‘χεις σχόλη
Τίποτε να μη σ’ ενοχλεί
Κι η σκέψη αμέριμνη να ‘ν’ όλη
Και ξαπλωμένο το κορμί
Νωχελικά μες στην αρμύρα
Ή καθισμένο στην πορφύρα.
49.2. ΚΡΗΤΙΔΟΓΡΑΦΙΑ
Πόσο μ’ αρέσει, ώρα πολλή, να σας κρυφοκοιτάζω
Πορτρέτα του παλιού καιρού μισοκιτρινισμένα,
Με ωραίες γυναίκες που κρατούν ρόδα ξεψυχισμένα
Σαν τα νεκρά τριαντάφυλλα που ανθοβολούν στο βάζο.
Απ’ του χειμώνα το βοριά πάνω στα μάγουλά σας
Ξερά είναι τα γαρύφαλλα κι οι ολάνθιστοί σας κρίνοι
Στ’ αραχνιασμένα ράφια σας στέκεστε στη γαλήνη
Με μύγας πιτσιλίσματα στα ωχρά τα πρόσωπά σας.
Πάει καιρός που οι καλλονές χτίζαν παλιά βασίλεια
Κι η Παραμπέρ κι η Πομπαντούρ μ’ όλη την ομορφιά τους (1) (2)
Δε θα ‘βρισκαν πια θαυμαστές να υποκλιθούν μπροστά τους
Θάφτηκε ο έρωτας μ’ αυτές σε μέρη πάντα ανήλια.
Κι όμως εσείς, παμπάλαια πορτρέτα ξεχασμένα
Τα ψεύτικα μπουκέτα σας μυρίζετε γλυκά,
Κι αχνογελάτε πένθιμα και μελαγχολικά
Καθώς θυμάστε τα παλιά που πια είναι πεθαμένα.
(1) Παραμπέρ (Madame de Sancy de Parabère
): Γαλλίδα καλλονή του 18ου αιώνα.
50. LOUISE ACKERMANN, 1813 – 1890.
Λουίζ Ακερμάν.
50.1. Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Του ανθρώπου αιωνιότητα, χίμαιρα κι αυταπάτη!
Του έρωτα ψέμα, ανθρώπινη μάταιη περηφάνια.
Δεν έχει χτες το εφήμερο φάντασμα αυτό στην πλάτη
Όμως γυρεύει απ’ το αύριο δάνεια.
Γι’ αυτή τη λάμψη της ζωής, για τούτο τον σπινθήρα,
Που καίει κι αφήνει τις καρδιές σας αιφνιδιασμένες,
Ξεχνάτε ξάφνου τον πηλό που μητρική είναι μοίρα
Στις τύχες σας παντού κλεισμένες.
Θα δραπετέψτε τολμηροί λοιπόν ονειροπόλοι
Μόνοι στης μοίρας το έλεος που γκρεμίζει δημιουργώντας;
Ξεχάστε τέτοια ελπίδα αφού οι βούρκοι αδέρφια είναι όλοι
Το τίποτε απειλώντας.
Λέτε στη Νύχτα που περνάει μες στα φορέματά της:
«Θέλω κι ελπίζω εγώ να δω τη δάδα σου να σβήνει»
Κι η Νύχτα τίποτε δε λέει, όμως η ξαστεριά της
Τους τάφους σας λαμπρύνει.
Νομίζετε πως ο Έρωτας που η φλόγα του κοχλάζει
Μια λάμψη ή μιαν αχτίδα του για όλους έχει κρατήσει.
Το άνθος που καταστρέφετε μ’ ενθουσιασμό στενάζει:
«Έχω κι εγώ αγαπήσει!»
Ευτυχισμένη εισπνέετε μια ψυχή που σας μεθάει
Και κάμπους, δάση και βουνά με καύσωνα γεμίζει
Η φύση εκεί είναι αναίσθητη κι όμως χαμογελάει
Κι απ’ την χαρά σας πλημμυρίζει.
......................................................................................
Όλα τα όντα φτιάχνουνε μιαν αλυσίδα αιώνια
Και τρέχοντας αλλάζουνε του Έρωτα τη λαμπάδα,
Την παίρνουν όλα στη σειρά άσβεστη μες στα χρόνια
Και σ’ άλλους την αφήνουν στην αράδα.
Από τη λάμψη του φωτός του αιώνιου τυφλωμένοι
Νομίζετε μες στη νυχτιά που η μοίρα σας βυθίζει
Πως πάντα θα την έχετε μα τίποτε δε μένει
Στο χέρι σας που ολοένα αδυνατίζει.
Θα ‘χετε πάντως αισθανθεί τη λάμψη του τη θεία
Που σίγουρα θ’ αυλάκωσε για λίγο τη ζωή σας
Και πέφτοντας στην άβυσσο μπορείτε στην πορεία
Να δείξετε την έκπληξή σας.
Κι όταν στο βάθος τ’ ουρανού το φως θα βασιλεύει
Κάποιο ον χωρίς συμπόνια που βλέπει ποιος υποφέρει
Αν το αιώνιο μάτι του που είν’ άκαρδο εποπτεύει
Της γέννησης και του χαμού τα μέρη,
Στα κράσπεδα του τάφου σας κάτω απ’ αυτό το βλέμμα
Όταν μια κίνηση Έρωτα το έσχατο θα ‘ναι γεια σας
Δείξτε πως όταν αγαπάει του ανθρώπου βράζει το αίμα
Κι ο Θεός βοήθειά σας.
51. CHARLES MARIE LECONTE DE LISLE, 1818–1894.
Σ΄αρλ Μαρί Λεκόντ ντε Λιλ.
51.1. ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Το μεσημέρι, βασιλιάς του θέρους, σκορπισμένο,
Πέφτει μ’ ασημοσέντονα απ’ το βάθος τ’ ουρανού.
Σωπαίνουν όλα. Ο αγέρας πνέει κάμα λαχανιασμένο
Κι η γη κοιμάται στη φωτιά που τυραννάει το νου.
Τεράστια έκταση χωρίς καμιά σκιά είναι οι κάμποι
Κι όπου έπιναν τα ζώα νερό στέρεψε πια η πηγή
Και κάποιο δάσος μακρινό χωμένο μες στα θάμπη
Κοιμάται ακίνητο και μια βαθιά έχει συλλογή.
Μόνο τα στάχυα, ώριμα πια, θάλασσα χρυσωμένη
Απλώνονται ως το βάθος και ξεκούραση αψηφούν,
Ειρηνικά παιδιά της γης που μοιάζει ευλογημένη
Του ήλιου το κύπελλο άφοβα κι αχόρταγα ρουφούν.
Κάποτε κάποιος στεναγμός απ’ την καυτή ψυχή τους
Μέσα απ’ το στήθος των σταχυών που σιγοτραγουδούν,
Κυματισμοί αναδίνονται αργοί απ’ την ταραχή τους
Και μεγαλόπρεπα στη βουή του ορίζοντα σκορπούν.
Όχι μακριά, βόδια χοντρά στα χόρτα ξαπλωμένα
Σαλιώνουνε τεμπέλικα τον άσπρο τους λαιμό
Κι ακολουθούν με τ’ άτονα μάτια τους τα θλιμμένα
Ένα όνειρο εσωτερικό με δίχως τελειωμό.
Άνθρωπε, αν με χαρούμενη καρδιά ή και πικραμένη,
Το μεσημέρι πέρναγες σε κάμπους λαμπερούς,
Φύγε! Φονιάς είν’ ο ήλιος πια κι η φύση ερημωμένη
Εδώ δε βλέπεις ζωντανούς με κλάμα ή με χορούς.
Μα αν από λύπη ή από χαρά λάθος οδηγημένος
Καμένος απ’ τη λησμονιά του κόσμου που μοχθεί
Θέλεις μια υπέρτατη ηδονή να νιώσεις μεθυσμένος
Μη ξέροντας συγχώρεση αν πρέπει να δοθεί,
Εδώ έλα! Ο ήλιος σου μιλά με λόγια φτερωμένα
Ενώσου με την άσωστη φλόγα του όπως το θες
Σε πόλεις άθλιες γύρισε με βήματα οργισμένα
Και με καρδιά στο θείο κενό λουσμένη εφτά φορές.
51.2. ΟΙ ΤΑΥΡΟΙ
Ακίνητοι της θάλασσας οι κάμποι γυμνωμένοι
Κόβουν με χρυσαφιά γραμμή το βάθος των νεφών.
Μόνο μια ομίχλη ροδαλή στα ουράνια μαζεμένη
Άτονα κουλουριάζεται σα να ‘ναι οχιά κρυμμένη
Πάνω στην κορυφογραμμή των σιωπηλών βουνών.
Ένα αγεράκι ανάλαφρο αιθέρια μεθυσμένο
Απ’ το λιβάδι κολυμπάει στις βρυόφυτες πλαγιές
Όπου ταύροι με κέρατα και δέρμα γυαλισμένο
Μυώδεις και καμπούρηδες με βλέμμα ματωμένο
Βόσκουνε φρέσκα κι αρμυρά χορτάρια στις ακτές.
Δυο νέγροι του Αντονζίλ ισχνοί, με μέση κυρτωμένη (1)
--- Στα γόνατα οι αγκώνες τους και χέρια στο σαγόνι ---
Σ’ ένα όνειρο αποχαύνωσης βαθιά απορροφημένοι
Καπνίζουν πίπες οκλαδόν στο χώμα καθισμένοι.
Μα νιώθοντας πως η σκιά της νύχτας πια σιμώνει
Ο ταύρος που για το άγριο αυτό κοπάδι είναι αρχηγός του
Με αφρό ασημένιο και στις δυο άκριες του στόματός του
Μουγκρίζει ενώ το ρύγχος του στα κύματα τεντώνει.
(1) Αντονζίλ (Antongil): Παραθαλάσσια τοποθεσία στη βορειοανατολική ακτή της Μαδαγασκάρης.
52. CHARLES BAUDELAIRE. 1821 – 1867.
Σ΄αρλ Μπωντλέρ.
52.1. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Σε λίγο θα βουλιάξουμε σε παγερά σκοτάδια
Των σύντομων καλοκαιριών χαίρετε αιθρίες λαμπρές
Κιόλας ακούω να πέφτουνε σαν πένθιμα κοπάδια
Ξύλα κομμένα μέσα στις πλακόστρωτες αυλές.
Σύντομα η βαρυχειμωνιά μέσα μου θα περάσει:
Μίσος, ανατριχίλα, οργή, φρίκη, σκληρή δουλειά,
Και σαν τον ήλιο μες στα κρύα της κόλασής του δάση
Θα ‘ναι σαν πάγος κόκκινος η δόλια μου καρδιά.
Με φρίκη ακούω να πέφτουνε κούτσουρα τσακισμένα
Τα ικριώματα όταν στήνονται το ίδιο βαριά αντηχούν
Σαλεύει ο νους μου μοιάζοντας με κάστρα κουρσεμένα
Που καταπέλτες και βαριά λιθάρια τα χτυπούν.
Με τούτο τον μονότονο ήχο νανουρισμένος
Πως κάπου λέω καρφώνουνε φέρετρο βιαστικά ....
Για ποιον; Το θέρος διάβηκε κι ήρθε χειμώνας ξένος!
Μα ο θόρυβος ο μυστικός θαρρείς σε χαιρετά.
52.2. Ο ΕΧΘΡΟΣ
Όλη μου η νιότη πέρασε σαν θύελλα σκοτεινή
Διαπερασμένη εδώ κι εκεί από ήλιους φλογισμένους
Και τόσο την ρημάξανε βροχές και κεραυνοί
Που λίγους βρίσκω πια καρπούς στον κήπο γινωμένους.
Των ιδεών φθινόπωρο με πλησιάζει πια βαρύ
Μα έχω καιρό με το τσαπί και με το φτυάρι ακόμα
Το λασπωμένο απ’ τα νερά να συμμαζέψω χώμα,
Γιατί σαν τάφοι ανοίξανε λάκκοι μεγάλοι και βαθιοί.
Τα νέα λουλούδια που όνειρο παλιό μου ήταν κρυμμένο
Ποιος ξέρει αν θα βρουν μες σ’ αυτό το χώμα το πλυμένο
Για ν’ αποκτήσουν δύναμη ουσίες κρυφής τροφής;
Ω Πόνε! Ω Πόνε! Ο Χρόνος τρώει τη σάρκα της ζωής
Κι ο σκοτεινός αυτός εχθρός που την καρδιά μας λιώνει
Απ’ το αίμα μας που χάνουμε ανθεί και δυναμώνει!
52.3. Η ΚΟΜΗ
Ω κόμη πολυπλόκαμη, ριχτή μέχρι την πλάτη!
Ω βόστρυχοι! Ω μοσκοβολιά γεμάτη ανεμελιά!
Έκσταση! Για να επανδρωθεί το σκοτεινό κρεβάτι
Από αναμνήσεις που έμεναν σε τούτα τα μαλλιά
Θα τ’ ανεμίσω σαν ξανθά μαντήλια στη νυχτιά!
Η φλογισμένη η Αφρική κι η Ασία η λαγγεμένη
Χαμένη φύση απόμακρη, σχεδόν σα να ‘ν’ νεκρή,
Στα βάθη σου αρωματικό δάσος κρυφανασαίνει!
Καθώς των άλλων οι ψυχές πλέουν στη μουσική
Στην ευωδιά σου κολυμπάει η δική μου ερωτευμένη.
Θα πάω εκεί που όλο χυμό στα τροπικά τα δάση
Οι ώρες, τα δέντρα κι οι άνθρωποι, λιποθυμούν αργά.
Αβρές πλεξούδες πάρτε με σε κάποιο ακροθαλάσσι!
Έχεις, θάλασσα εβένινη, όνειρα μυστικά
Από κατάρτια, από πανιά, παντιέρες και κουπιά.
Βουερό λιμάνι όπου μπορεί η ψυχή να ξεδιψάσει
Πίνοντας χρώμα αχόρταγα και ήχο συριστικό,
Όπου το πλοίο στο ατλάζινο χρυσό γλιστράει νερό
Κι ανοίγει χέρια διάπλατα τη δόξα ν’ αγκαλιάσει
Λαμπρού ουρανού όπου πάλλεται κάμα παντοτινό.
Θα βάλω το κεφάλι μου που έρωτα εδώ γυρεύει
Στον μαύρο τούτο ωκεανό που του άλλου είν’ φυλακή
Κι ο νους μου ο επιδέξιος που ο σάλος τον χαϊδεύει
Ξέρει, γόνιμη ανεμελιά, πώς να σε ξαναβρεί,
Με ατέλειωτο νανούρισμα σε σκόλη ευωδερή!
Μπλάβα μαλλιά, πελώριο φλάμπουρο από σκοτάδι,
Πίσω μου δίνετε το αγνό γαλάζιο του ουρανού,
Σε κάθε μπούκλας σας στριφτής το χνούδι και το υφάδι
Ανάκατες τρεις μυρωδιές μου παίρνουνε το νου:
Λάδι του κοκκοφοίνικα, μόσκου και κατραμιού.
Ακόμα! Πάντα! Στη βαριά τη χαίτη σου ζαφείρι,
Διαμάντι και ρουμπίνι εκεί το χέρι μου θα σπείρει,
Για να μην είσαι πια κουφή στον πόθο μου άλλο εσύ!
Δεν είσαι η ονειρεμένη μου όαση και το ποτήρι
Που αχόρταγα ρουφώ από εκεί της μνήμης το κρασί;
52.4. ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ
Να που ήρθε τώρα η ώρα που στους μίσχους τους κουνιούνται
Τ’ άνθη κι όλα εξατμίζονται όπως στο θυμιατό,
Οι κρότοι και τ’ αρώματα μες στον αγέρα σειούνται
Σ’ ένα ίλιγγο μεθυστικό, βαλς μελαγχολικό.
Τ’ άνθη όλα εδώ εξατμίζονται όπως στο θυμιατό,
Κλαίει το βιολί σαν μια καρδιά που μόνη της λυπάται
Σ’ ένα ίλιγγο μεθυστικό, βαλς μελαγχολικό
Κι είν’ ο ουρανός γκρίζος κι ωραίος κι ανέμελα κοιμάται.
Κλαίει το βιολί σαν μια καρδιά που μόνη της λυπάται
Καρδιά εκλεκτή που το μηδέν μισεί το σκοτεινό
Είν’ ο ουρανός γκρίζος κι ωραίος κι ανέμελα κοιμάται
Κι ο ήλιος έχει πια πνιγεί στο αίμα του το πηχτό.
Καρδιά εκλεκτή που το μηδέν μισεί το σκοτεινό
Μαζεύει από το παρελθόν κάθε ίχνος με το ζόρι
Ο ήλιος έχει πια πνιγεί στο αίμα του το πηχτό
Κι ανάμνησή σου μέσα μου λάμπει σαν αρτοφόρι.
52.7. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ
Σαν το πουλί περίχαρη φτερούγιζε η καρδιά μου
Κι ελεύθερη μπερδεύονταν με ξάρτια και σχοινιά.
Κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
Σαν άγγελος που μέθυσε απ’ του ήλιου τη φωτιά.
Ποιο να ‘ναι τούτο το νησί το θλιβερό και μαύρο;
Τα Κύθηρα, των τραγουδιών η φημισμένη γη,
Των γεροντοπαλίκαρων παράδεισος και θρύλος!
Κι όμως, κοιτάξτε, φαίνεται σαν χώρα φτωχική.
Νησί με χίλια μυστικά που εκεί η καρδιά γιορτάζει!
Της Αφροδίτης της αρχαίας το φάντασμα είναι εκεί
Και πάνω από τα κύματα πανέμορφο αρμενίζει
Γεμίζοντας τους λογισμούς με πόθους κι ηδονή.
Ωραίο νησί, με τις χλωμές μυρτιές μυριανθισμένο,
Κι από όλα τα έθνη ανέκαθεν και πάντα σεβαστό
Όπου πηγαίνουν οι καρδιές τους αναστεναγμούς τους
Σαν το λιβάνι της λατρείας σε κήπο ονειρευτό
Κι όπου τα γουργουρίσματα των γλάρων αντηχούνε!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι ισχνό
Και μια έρημη κακοτοπιά από στριγκλιές γεμάτη.
Ωστόσο εκεί ξεχώρισα κάτι μοναδικό.
Δεν ήταν ναός που ισκιώνονταν με δεντρολίβανα, όπου
Περνούσε η νέα ιέρεια του έρωτα των ανθών
Με το κορμί από μυστικές ηλιοκαμένο φλόγες
Και φόρεμα μισάνοιχτο από αύρες των δασών.
Μα να! Καθώς πλευρίσαμε κοντά στο ερημονήσι
Ξαφνιάσαμε όλα τα πουλιά με τ’ άσπρα μας πανιά,
Κι είδαμε εκεί σε τρία κλαδιά στημένη μια κρεμάλα
Που κυπαρίσσι θύμιζε μαύρο στην αντηλιά.
Άγρια πουλιά στεκότανε στα θύματά τους πάνω
Και λυσσασμένα τρώγανε κάποιον παλιό νεκρό
Και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη
Σαν εργαλείο που ξέσχιζε το σάπιο σώμα αυτό.
Τρύπες ήταν τα μάτια του κι ορθάνοιχτη η κοιλιά του,
Και τα έντερα χυνότανε στους σάπιους του μηρούς
Κι αφού χορτάσαν λιχουδιές απαίσιες τούτα τα όρνια
Τελείως τον ευνουχίσανε με χτύπους φοβερούς.
Κάτω στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
Με τις μουσούδες τους ψηλά τριγύριζαν εκεί
Και ζώο πιο μεγαλόκορμο ανάμεσά τους ήταν
Ο δήμιος που τον κύκλωναν κάμποσοι βοηθοί.
Ω των Κυθήρων κάτοικε, παιδί ουρανού πανώριου
Αμίλητος ανέχτηκες βρισιές και προσβολές
Για να πληρώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
Που σου στερήσαν μια ταφή με ανθρώπινες τιμές.
Ω κρεμασμένε, οι πόνοι σου είν’ και δικοί μου πόνοι!
Ένιωσα όταν αντίκρισα το σάπιο σου κορμί,
Σαν εμετός στα δόντια μου να μου ξανανεβαίνει
Απ’ το ποτάμι των παλιών βάσανων η χολή.
Μπροστά σου, διάβολε φτωχέ, μα τόσο αγαπημένε,
Όλα τα ράμφη αισθάνθηκα κοράκων που τρυπούν,
Και τα σαγόνια πάνθηρων μαύρων κι αγριεμένων
Που κάποτε τη σάρκα μου θέλανε να μασούν.
Όμορφος ήταν ο ουρανός κι η θάλασσα καθρέφτης,
Για μένα όλα από δω και μπρος μαύρη είναι φυλακή,
Κι αλίμονο σαν σε χοντρό σάβανο τυλιγμένη,
Έχω θαμμένη την καρδιά μέσα στη μνήμη αυτή.
Βρήκα Αφροδίτη στο νησί σου τούτο μια κρεμάλα,
Συμβολική όπου κρέμονταν το ομοίωμά μου αυτό.
Ω Θεέ μου, δώσ’ μου δύναμη και θάρρος ν’ αντικρίσω
Το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως σιχαμό.
53. THÉODORE DE BANVILLE, 1823 –1891.
Τεοντόρ ντε Μπανβίλ.
53.1. ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ
Ι
Στο φως βλέπω την κόμη σου την αλαζονική
Να τρεμοφέγγει, ένα άξιο τραγούδι αγάπης πλάνο.
Χρυσή σαν τόξο που κρατάει μια νύφη Ομηρική,
Και κυματίζει με άγρια ορμή στα ωραία σου στήθη πάνω.
Το φίλντισι που συγκρατεί τις μπούκλες των μαλλιών,
Όπως αυτή τη μαγική έκσταση πριν κρατούσε,
Ποτάμια της Αμερικής ίσως θα σταματούσε,
Που χίλια χρόνια τώρα κλαιν τα χιόνια των βουνών.
Τους κρίνους σου απαστράπτοντας για να γεμίσουν χάδια
Και τη λευκή σου εμφάνιση και τα αυγινά σημάδια,
Κύμα πάνω στην πλάτη σου χύνονται τα μαλλιά.
Σαν μια πορφύρα πάνω σου ριχτή με άλικο χρώμα
Που ψάχνει το φιλήδονο να σου αγκαλιάσει σώμα
Το κύμα τους ξεχύνεται και γίνεται φιλιά.
IΙ
Σαν ένα φλογερό κρασί κλειστό που λαμπυρίζει,
Σαν νικητές ολόλαμπροι παράξενων νεφών,
Μέσα στη μεταμόρφωση πύρινων ουρανών,
Ο κήπος του ήλιου ποταμούς από άνθη ξεχειλίζει. (1)
Έτσι και το κυματιστό δέρας, γεμάτο ατλάζια,
Έχει στα ρόδα των δασών περήφανα απλωθεί,
Και μες στην αποθέωση αυτή ο Έρωτας θα κρυφτεί
Καθώς τριγύρω λάμπουνε χρυσάφια και τοπάζια.
Αν είχε εδώ τη χαίτη αυτή ο Ρούμπενς ζωγραφίσει (2)
Για να ΄χει μια φεγγοβολιά σ’ Ανατολή και Δύση
Θα έφτιαχνε γύρω της μια εστία φωτός θαμβωτική,
Για να ‘χεις δόξα αθάνατη που δεν μπορεί να σβήσει,
Φλόγινο κάναν το χρυσό οι γλύπτες οι Αττικοί
Πάνω στου ολόλευκου λαιμού την ήρεμη ηδονή.
(1) Ρούμπενς (Peter Paul Rubens
1577 – 1640): Φλαμανδός ζωγράφος της περιόδου του μπαρόκ.
54. SULLY PRUDHOMME, 1839 – 1908.
Σϋλί Πρϋντόμ.
54.1. ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Μαύρα ή γαλάζια πάντοτε ωραία κι αγαπημένα,
Δυο μάτια δίχως αριθμό είδανε την αυγή.
Στο βάθος τάφων σκοτεινών τώρα είναι κοιμισμένα
Μ’ ακόμα ο ήλιος σταθερά χαράζει κάθε αυγή.
Οι νύχτες που είναι πιο γλυκές απ’ τις θαμπές τις μέρες
Δυο μάτια εδώ μαγέψανε που είν’ δίχως αριθμό.
Τ’ αστέρια λάμπουν πάντοτε ψηλά μες στους αιθέρες
Και τα δυο μάτια γέμισαν μ’ ένα ίσκιο σκοτεινό.
Ω! Να ‘χαναν το βλέμμα τους τα μάτια αυτά τα δύο
Αλλά όχι, αλλά όχι αυτό εδώ πια δεν είναι δυνατό!
Έχουν γυρίσει κάπου αλλού το βλέμμα τους το θείο
Σε κάποιο μέρος που για μας δεν είναι αυτό ορατό.
Κι όπως τ’ αστέρια κάποτε μοιάζουν σα να ‘χουν σβήσει
Χάνονται κι όμως βρίσκονται πάνω στον ουρανό,
Τα βλέφαρά τους μοιάζουνε κάπως σα να ‘χουν δύσει
Όμως ότι πεθάνανε δεν είναι αληθινό.
Μαύρα ή γαλάζια πάντοτε ωραία κι αγαπημένα
Δυο μάτια πάντοτε ανοιχτά σε μια μεγάλη αυγή
Σ’ άλλη πλευρά του μνήματος φαίνονται κοιμισμένα
Κι όμως το βλέμμα σβήνοντας μας βλέπουν κάθε πρωί.
54.2. ΟΙ ΑΛΥΣΙΔΕΣ
Όλα να τα αγαπώ ήθελα μα μαύρη είν’ η ζωή μου,
Γιατί πολλαπλασίασα όλα μου τα δεινά,
Αμέτρητοι εύθραυστοι δεσμοί βγαίνουν απ’ την ψυχή μου
Και παν σ’ όλα τα πράγματα παντού τυραννικά.
Ταυτόχρονα όλα με τραβούν με θέλγητρα παρόμοια
Το άγνωστο με τα μυστικά κι η αλήθεια με το φως.
Σμίγει η καρδιά μου η χρυσαφιά με του ήλιου τα προνόμια
Και στ’ άστρα την κρατάει ψηλά σπάγκος μεταξωτός
Η μουσική με δένει με τη μελωδία του ανέμου
Και τ’ απαλά βελούδα με των ρόδων την αφή
Μ’ ένα χαμόγελο έφτιαξα δεσμά για τις ματιές μου
Και για το στόμα μου έφτιαξα δεσμά μ’ ένα φιλί.
Η ζωή μου κρέμεται απ’ αυτούς τους σπάγκους που με δένουν
Κι απ’ όλα αυτά είμαι αιχμάλωτος που τόσο τ’ αγαπώ
Κι αν μ’ ένα μόνο σκούντημα αυτά μετέωρα μένουν
Νιώθω πως ένα τμήμα μου χαμένο πάει κι αυτό.
55. FRANÇOIS COPÉE, 1842 – 1908.
Φρανσουά Κοπέ.
55.1. Σ’ ΕΝΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΣ
Γνωρίζω πόση είναι χαρά, σ’ ένα γραφείο κλεισμένος,
Να ‘μαι για μερικές στιγμές λίγο χαλαρωμένος.
Γυρίζω αργά στο σπίτι μου και πάντα με ηρεμούνε
Οι θόρυβοι των μαθητών την ώρα που σχολούνε.
Πλάι σ’ ένα κήπο περπατώ κι ακούω όπως διαβαίνω
Πώς χαιρετίζουνε οι φωλιές τον ήλιο το γερμένο,
Με σιγανό τσιτσίρισμα που τελειωμό δεν έχει.
Σαν το παιδάκι χαίρομαι που με αμαξάκι τρέχει
Κοιτώ, θαυμάζω κι η ψυχή μου είναι ευτυχία γεμάτη
Γιατί έχω πάντα μια άδολη πίστη όπως του διαβάτη.
55.2. ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Παλιά η καρδιά μου ήτανε σαν Ρωμαϊκό παλάτι,
Από γρανίτες διαλεχτούς και μάρμαρα λειασμένα
Μα ήρθαν τα πάθη, χείμαρρος από βαρβάρων κράτη
Με αξίνες, τσάπες και δαδιά σε χέρια κολασμένα.
Ερείπια τότε κι ερημιά! Καμιά φωνή διαβάτη.
Μονάχα οχιές και κόρακες και λούλουδο κανένα.
Κάμπους και δρόμους κρύψανε τ’ αγριάγκαθα κι οι βάτοι
Και σκόρπια μάρμαρα παντού ήταν εκεί σπαρμένα.
Νύχτες περνούσαν άναστρες κι ανήλια μεσημέρια
Και στα χαλάσματά μου εμπρός με σταυρωμένα χέρια
Ζούσα για χρόνια μοναχός με βάσανα μια στοίβα.
Μα τέλος πρόβαλες, αγνή, σαν της αυγής τη δρόσο
Και μ’ έρωτα στο σπίτι μας τους δυο μας για να ενώσω
Από συντρίμμια παλατιού χτίζω μικρή καλύβα.
56. JOSÉ – MARIA DE HÉRÉDIA. 1842 – 1905.
Ζοζέ Μαριά ντε Ερεντιά.
56.1. ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ
Ι Η Ανδρομέδα και το θηρίο
Ζωντανή η κόρη του Κηφέα, αλίμονο, είναι ακόμα
Σε μαύρο βράχο στο νησί κι ανάστατη σπαράζει
Κι ενώ ένα ρίγος πανικού βαθιά τη συνταράζει
Δεμένο το βασιλικό κλαίγοντας στρίβει σώμα.
Η μπόρα δέρνει ανήμερη του Ωκεανού το στρώμα,
Στα κρουσταλλένια πόδια της αφρό πικρό ξεβράζει
Και μέσα εκείνη απ’ τα κλειστά ματόκλαδα κοιτάζει
Ν’ ανοιγοκλείνει ακούραστο το γαλανό του στόμα.
Μα ξαφνικά σαν μια βροχή στο σκοτισμένο αιθέρα
Ακούει χλιμίντρισμα γοργό να αντιλαλάει ως πέρα,
Κι ανοίγει πανικόβλητη τα μάτια τα μεγάλα.
Βλέπει τον Πήγασο τρελά πετώντας να σιμώνει
Φέρνοντας όρθιος κι άγριος του Δία το γιο καβάλα
Με ίσκιο γαλάζιο που μακριά στη θάλασσα ξαπλώνει.
ΙΙ Η Ανδρομέδα και ο Περσέας
Ανάμεσα στα κύματα, που κόβουν αφρισμένα
Το πέταγμά του, ο νικητής της Μέδουσας προβαίνει
Κι ενώ απ’ το σώμα του ζεστός ιδρώτας κι αίμα βγαίνει
Την ξανθομάλλα παίρνει αυτός στην αγκαλιά παρθένα.
Στ’ άλογο, του Χρυσάορα αδέλφι, που οργισμένα
Χτυπάει στο κύμα τις οπλές και με νερό τους ραίνει
Βάζει την κόρη, που γλυκά τον σφίγγει χλομιασμένη
Με στήθη από τα κλάματα ακόμα φουσκωμένα.
Τον σφίγγει κι η δροσιά του αφρού τους δυο μαζί σκεπάζει,
Τα ωραία της πόδια στο άλογο αυτή βαριά ανεβάζει
Καθώς περνώντας τα φιλά ένα φευγάτο κύμα.
Μα ο Πήγασος, που αισθάνεται σπιρούνια στα πλευρά του,
Ακούει του ήρωα τη φωνή και ορμώντας μ’ ένα βήμα
Χτυπάει τον έντρομο ουρανό με τα πλατιά φτερά του.
ΙΙΙ Η Αρπαγή της Ανδρομέδας
Σιγά πετώντας το άλογο το φτερωτό στον αέρα
Κι απ’ τα ρουθούνια βγάζοντας ατμό καυτό που αχνίζει
Τους παίρνει μ’ ένα τρέμουλο της χαίτης που ανεμίζει
Μες στη γαλάζια τη νυχτιά, στον αστρωμένο αιθέρα.
Πετούν κι αφήνουν πίσω τους της Αφρικής την ξέρα,
Να κι η Ασία, μια έρημος, κι ο Λίβανος καπνίζει
Κρυμμένος μες στην καταχνιά, και πέρα κάτω αφρίζει
Η θάλασσα που ρούφηξε την Έλλη μιαν ημέρα.
Σαν δυο θεόρατα πανιά ο άνεμος φουσκώνει
Τις δυο φτερούγες που πετούν και παν αστέρι αστέρι
Κάνοντας κούνια ολόθερμη στο αγκαλιασμένο ταίρι.
Κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος τους τρεμοπετάει κι απλώνει
Στου Υδροχόου και στου Κριού τους τόπους κατοικούνε,
Και τ΄ άστρα τους μες στο έρεβος πάντα φεγγοβολούνε.
57. CHARLES CROS, 1842 – 1888.
Σ΄αρλ Κρος.
57.1. Ο ΣΚΟΠΟΣ
Δίπλα στις λεύκες περπατώ ελάχιστα ντυμένος
Κατάντικρυ στον άνεμο κι απ’ τη βροχή δαρμένος
Και βλοσυρός πηγαίνω στον άγνωστο προορισμό μου.
Των λουλουδιών της άνοιξης η οσμή είναι για κακό μου,
Το καλοκαίρι υπόσχεται, φθινοπωριάζει πάλι,
Κι ο άσπρος χειμώνας έρχεται πνιγμένος στην αιθάλη.
Ας μου τρυπήσουν την κοιλιά κοράκια κι ας μου φάνε
Τα σπλάχνα, όπου πολλοί θυμοί τρελοί παραφυλάνε.
Μ’ αέρα κι ήλιο ας ξεβαφτούν τα ξεραμένα οστά μου
Και, πιο σπουδαίο, ο άνεμος ας πάρει τη μιλιά μου.
57.2. ΠΙΝΑΚΑΣ
Κλεισμένος μέσα σε τροχιές και με σκουριά σπαρμένος
Ο απλός τους λαχανόκηπος φαίνεται ονειρεμένος.
Υπεύθυνος μες στο σταθμό της Λυών είναι ο πατέρας
Κι έντιμα κάνει τη δουλειά στη βάρδια κάθε μέρας
Κι η σύζυγός του, αλίμονο, που θα ‘ταν ξανθομάλλα
Χωρίς την καρβουνόσκονη, τον βοηθάει στη σάλα.
Κι άγγελος μες στη φυλακή των τρένων το παιδί τους
Φτιάχνει με λάσπη από σκουριά πύργους εκεί μαζί τους.
Στα δεκαπέντε θα πουλάει τσιγάρα στη γωνία.
Ίσως στων τρένων τους σταθμούς βρίσκεται η ευτυχία!
58. STÉPHANE MALLARMÉ, 1842 – 1898.
Στεφάν Μαλλαρμέ.
58.1. ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΑΥΡΑ
Θλιμμένη η σάρκα μου! Βιβλία πολλά έχω μελετήσει.
Μα ας φύγω! Ας φύγω! Τα πουλιά το νιώθω έχουν μεθύσει
Ανάμεσα σ’ αίθριο ουρανό και πέλαγο αφρισμένο.
Και τίποτε ούτε το τοπίο στα μάτια ανακλασμένο
Δεν θα κρατήσει την καρδιά που μούσκεψε στο κρύο,
Ω νύχτες, ούτε η έρημη λάμπα μου στο γραφείο,
Ούτε κι αυτό το άδειο χαρτί που κάτασπρο φαντάζει
Ούτε κι η νέα γυναίκα εκεί που το μωρό θηλάζει.
Θα φύγω! Πλοίο που ισορροπείς στα φτερωτά πανιά σου
Για μέρη εξωτικά μακριά σήκωσ’ την άγκυρά σου.
Μες στις σκληρές ελπίδες της μια λυπημένη Ανία
Πιστεύει ακόμη στο «έχε γεια» που ακούγεται με βία.
Κι ίσως τα ξάρτια που άγριες φουρτούνες αψηφούνε
Είναι απ’ αυτά που χάνονται στα πλοία που ναυαγούνε
Χωρίς κατάρτια και πανιά και δίχως σωτηρία ....
Όμως καρδιά άκουσ’ των ναυτών την άγια μελωδία.
58.2. Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΝΤΓΚΑΡ ΠΟΕ (1)
Η αθανασία τον άλλαξε πιστό στον εαυτό του
Κι ο ποιητής πια φαίνεται με μια ρομφαία γυμνή,
Η τρομαγμένη του εποχή δεν είδε το σκοπό του,
Πως θριάμβευε άγριος θάνατος στην ξένη αυτή φωνή!
Αυτοί, σαν ύδρας πήδημα που αγγέλους είχε ακούσει
Να δίνουν έννοια καθαρή στις λέξεις της φυλής,
Κατάγγειλαν πως μια μαγεία άθλια τον είχε λούσει
Μες στο ποτάμι το άτιμο μιας μαύρης συνταγής.
Χώμα και σύννεφα εχθρικά. Παράπονο φρικτό!
Αλλά αν η Ιδέα μας δε μπορεί να φτιάξει ένα γλυπτό
Του Πόε το μνήμα το λαμπρό για πάντα να στολίζει
Με μάρμαρο ήμερο που εδώ το ‘φερε η συμφορά
Τα σύνορά του ας δείχνει αυτή η πέτρα παντοτινά
Στης Βλασφημίας το πέταγμα που αιώνια θα σκορπίζει.
(1) Edgar Allan Poe, 1809 – 1849: Αμερικανός ποιητής και μυθιστοριογράφος.
58.3. ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ
Ωραία κι αδιάφορα ο ποιητής ειρηνικά νικιέται
Σαν άνθος απ’ το ειρωνικά γαλάζιο αιώνιο χρώμα,
Κι ανήμπορος το πνεύμα του με πόνο καταριέται
Μέσα στου πόνου το έρημο και το άγονο το χώμα.
Τον νιώθω, φεύγοντας κοιτά με βλέφαρα κλεισμένα
Με τύψεις ακατάπαυστες που τον κατασπαράζουν
Το άδειο μου πνεύμα. Πού να πάω; Ποια ερέβη σκοτισμένα
Τη μαύρη καταφρόνια μου με ράκη θα σκεπάζουν;
Ομίχλη, ανέβα και ψηλά σκόρπισε μ’ ένα σάλτο
Στάχτες, κουρέλια ατέλειωτα που σώριασε η αχλύ,
Που θα τυλίξει το χλωμό του φθινοπώρου βάλτο,
Και χτίσε μια ψηλή οροφή με στέγη σιωπηλή.
Κι εσύ, Ανία μου αγαπητή, βγες έξω απ’ τα νερά
Της λήθης και καλάμια ωχρά στο βούρκο έλα να κόψεις
Και τις μπλε τρύπες που άνοιξαν τα μισητά πουλιά
Με το ένα χέρι ακούραστα έλα να τις βουλώσεις
Και να καπνίζουν συνεχώς ακόμη θλιβερές
Οι καμινάδες! Με καπνιά μια φυλακή πνιγμένη
Να σβήνει μέσα στις φρικτές και μαύρες της σειρές
Κι ο ήλιος στον ορίζοντα κίτρινος να πεθαίνει!
Πάει ο ουρανός! Ύλη έρχομαι σε σένα, τώρα ας γίνει
Την Αμαρτία και την Ιδέα της βίας να λησμονήσει
Ο κόσμος γιατί ο Μάρτυρας ήρθε κι εδώ θα μείνει
Μες στ’ άχυρα όπου όλα τα ζώα τον έχουν ακουμπήσει.
Γιατί ποθώ, αφού έχω πια το πνεύμα μου άδειο αφήσει,
Σαν το κουτί των στολιδιών δίπλα σε κάποιο τοίχο,
Και πια δεν ξέρει την Ιδέα που κλαίει να καλλωπίσει,
Πένθιμα μπρος στο Χάροντα από αγωνία να βήχω.
Μάταια! Θριαμβεύει το κυανό, τ’ ακούω που τραγουδάει
Στα σήμαντρα! Η ψυχή μου κλαίει και πιο πολύ ζητάει
Να μας φοβίσει η νίκη της η μισητή και βγαίνει
Απ’ το καθάριο μέταλλο σαν εκκλησιά αγιασμένη.
Κυλάει μες στην αρχαία αχλύ και προσπερνάει για λίγο,
Την έμφυτη αγωνία σου σαν σταθερή ρομφαία.
Στην άχρηστη επανάσταση κι αισχρή για πού να φύγω;
Μες στο γαλάζιο πνίγηκα! Μες στη γαλάζια Ιδέα!
59. PAUL VERLAINE, 1844 – 1896.
Πωλ Βερλαίν.
59.1. ΚΛΑΙΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ Η ΚΑΡΔΙΑ
Βρέχει γλυκά πάνω στην πόλη
ARTHUR RIMBAUD
Κλαίει μέσα μου η καρδιά
Όπως βρέχει μες στην πόλη
Τι είν’ αυτή η βαρυθυμιά
Που μου πνίγει την καρδιά;
Πώς ακούγεται η βροχή
Πέφτοντας στη γη ή στις στέγες
Κι η ψυχή μου δυστυχεί.
Ω! Τραγούδα μου βροχή!
Κλαίει δίχως αφορμή
Η καρδιά μου που αηδιάζει
Τι; Δεν φταιν οι χωρισμοί
Δίχως αφορμή οι καημοί.
Κι είναι ο πόνος πιο φρικτός
Μια και δεν υπάρχει λόγος
Ούτε φίλος ούτε εχθρός
Να ‘ναι ο πόνος δυνατός.
59.2. ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ακούστε τούτο το τραγούδι τ’ όμορφο
Που κλαίει μονάχα για να σας αρέσει
Είναι πολύ διακριτικό κι ανάλαφρο
Ρίγος νερού που στον αφρό έχει πέσει.
Σας είν’ γνωστή η φωνή (κι αγαπημένη σας;)
Μα τώρα είν’ σκοτεινή και σκεπασμένη
Σαν κάποια χήρα που ‘ναι απαρηγόρητη
Μα ακόμα όπως εκείνη παινεμένη.
Και μέσα στις μακριές πτυχές του πέπλου της
Που με την αύρα του φθινόπωρου ανεμίζει
Κρύβει και δείχνει στην καρδιά την έκπληκτη
Σαν άστρο την αλήθεια που σπιθίζει.
Και λέει η φωνή που τώρα αναγνωρίζετε
Πως η ζωή μας είναι καλοσύνη
Πως απ’ το μίσος κι απ’ την κακεντρέχεια
Τίποτε όταν χαθούμε δεν θα μείνει.
Μιλάει ακόμα και για δόξα αθάνατη
Να είσαι απλός και δίχως προσδοκία
Για γάμους χρυσαφιούς και την φιλόστοργη
Με ειρήνη δίχως νίκες ευτυχία.
Μαζέψτε την φωνή που πάντα ακούγεται
Μες στο γαμήλιο το άσμα της ντυμένη
Εμπρός, δεν είναι τίποτε καλύτερο
Παρά ν’ ανακουφίζεις μια ψυχή θλιμμένη.
Είναι δυστυχισμένη αλλά κι ανήσυχη
Δίχως οργή η ψυχή που εδώ υποφέρει
Κι είναι κι αυτή όπως η ηθική της διάφανη
Ακούστε το τραγούδι, κάτι ξέρει.
59.3. Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗ ΣΤΕΓΗ
Ειν’ ο ουρανός πάνω απ’ τη στέγη
Γαληνεμένος και λαμπρός
Μια χουρμαδιά πάνω απ’ τη στέγη
Γέρνει τα βάγια της στο φως.
Το σήμαντρο στον ουρανό που λάμπει
Βγάζει πολύ γλυκιά φωνή
Ένα πουλί στου σύδεντρου τα θάμπη
Πικρό τραγούδι κελαηδεί.
Ω Θε μου, Ω Θέ μου, η ζωή είν’ εκεί έξω
Ατάραχη κι απλοϊκή
Η οχλοβοή που ακούγεται έξω
Φτάνει απ’ την πόλη ειρηνική.
Μα τι έχεις πάθει, εσύ εδώ πέρα,
Και κλαις χωρίς σταματημό,
Πες, τι έχεις κάνει εσύ εδώ πέρα,
Της νιότης σου τον ποταμό;
59.8. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Στο έρημο παγωμένο πάρκο το παλιό
Πέρασαν δυο άνθρωποι με βήμα θλιβερό.
Τα μάτια τους νεκρά, τα χείλια τους νωθρά,
Δύσκολα ακούγονται όσα λένε εκεί κρυφά.
Δύο φαντάσματα στο πάρκο το αδειασμένο
Θυμήθηκαν το παρελθόν το ξεχασμένο.
--- Την έκστασή μας την παλιά όλο αυτό θυμίζει.
--- Μα μη νομίζεις ότι αυτό με συγκλονίζει.
--- Πάντα η καρδιά σου τ’ όνομά μου εικόνα το ‘χει;
--- Είν’ η ψυχή μου πάντα στ’ όνειρό σου; --- Όχι!
--- Α! Οι μέρες της μεγάλης ευτυχίας! Θυμάσαι
που σμίγαμε τα στόματά μας; --- Μη λυπάσαι!
--- Αχ! Να ‘ταν ο ουρανός λαμπρός, μεγάλη η ελπίδα!
--- Η ελπίδα χάθηκε με του ήλιου την αχτίδα!
Έτσι μες στα τρελά χορτάρια περπατούσαν
Και κρυφάκουγε η νύχτα μόνο πώς μιλούσαν.
59.9. ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Βαθιοί λυγμοί
Απ’ το βιολί
Του φθινοπώρου.
Μες στην καρδιά
Βαρυθυμιά
Του γκρίζου χώρου.
Όλα είναι ωχρά
Και πνιγερά
Σημαίνει η ώρα.
Μνήμες θολές
Μέρες παλιές
Που κλαίω πια τώρα.
Και φεύγω εγώ
Μ’ αέρα αργό
Που με πηγαίνει
Εδώ κι εκεί
Όμοιο με τη
Σκια που πεθαίνει.
60. TRISTANE CORBIÈRE, 1845 – 1875.
Τριστάν Κορμπιέρ.
60.1. ΡΟΝΤΕΛ (1)
Παιδί μου, είναι όλα σκοτεινά, έκλεψες τις λαμπάδες
Και νύχτες δεν υπάρχουνε ούτε και μέρες πια!
Κοιμήσου περιμένοντας για να ‘ρθουνε οι κυράδες
Που λέγανε όλες τους «ποτέ!», λέγαν «παντοτινά!»
Τα βήματά τους άκουσε! Δεν είναι πια βαριά
Τα πόδια τους είν’ ελαφρά! Η αγάπη έχει φτερά ....
Παιδί μου, είναι όλα σκοτεινά, έκλεψες τις λαμπάδες.
Άκουσε πώς φωνάζουνε! Οι τάφοι είναι κουφοί.
Κοιμήσου! Είν’ ελαφρές πολύ οι αθάνατές σου δάδες!
Δε θα ‘ρθουνε καθόλου εδώ οι φίλοι σου οι κακοί
Να ρίξουνε τις πέτρες τους στις νέες σου φιλενάδες ....
Παιδί μου, είναι όλα σκοτεινά, έκλεψες τις λαμπάδες!
(1) Ροντέλ (Rondel): Είδος ποιήματος τύπου Ροντό (Rondeau
) με 13 στίχους και 2 ρίμες που συνηθιζόταν τον 15ο αιώνα.
60.2. ΜΙΚΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ
Πήγαινε γρήγορα, παιδί, που ξαίνεις τους κομήτες!
Θα ‘ν’ τα μαλλιά σου χόρτα πια που ο αγέρας τα φυσά ,
Απ’ τα μεγάλα μάτια σου θα βγαίνουν φωτιάς μύτες
Φυλακισμένες σε τρελά κεφάλια και φτωχά.
Των τάφων τ’ αγριολούλουδα που λέγονται «Αγαπούλες»
Θα ‘ναι γεμάτα πάντα από τα γέλια σου τα ωχρά ....
Κι οι μυοσωτίδες που αφθονούν δίπλα στις εκκλησούλες ....
Μην κάνεις τώρα τον βαρύ: Των ποιητών οι κοίτες
Τα φέρετρα όταν φτιάχνονται είναι παιχνίδι απλό,
Κουτιά βιολιού θυμίζουνε που ηχούν μες στο κενό ....
Θα σε νομίζουνε νεκρό --- χαζοί είν’ οι συντοπίτες ---
Πήγαινε γρήγορα, παιδί, που ξαίνεις τους κομήτες!
61. ISIDORE DUCASSE COMTE DE LAUTRÉAMON, 1846–1870.
Ισιντόρ Ντϋκάς κόμης του Λωτρεαμόν.
61.1. Από ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ - Τραγούδι 1
Πρέπει να αφήνουμε τα νύχια μας να μεγαλώνουν για δεκαπέντε ημέρες. Ω! Πόσο είναι γλυκό να τραβάς βάναυσα από το κρεβάτι του ένα παιδί που δεν έχει τίποτε ακόμη στο πάνω χείλος του, και, με τα μάτια ορθάνοιχτα, να κάνεις πως περνάς γλυκά το χέρι σου στο μέτωπό του, ρίχνοντας προς τα πίσω τα όμορφα μαλλιά του! Ύστερα, ξαφνικά, τη στιγμή που ελάχιστα το περιμένει, να μπήγεις τα μακριά δάχτυλα στο μαλακό του στήθος, με τρόπο που να μην πεθάνει ˙ γιατί αν πέθαινε, δε θα βλέπαμε αργότερα τα βάσανά του. Μετά, μπορείς να πιεις το αίμα γλείφοντας τις πληγές του ˙ και σ’ όλο αυτό το διάστημα, που έπρεπε να κρατάει όσο διαρκεί η αιωνιότητα, το παιδί κλαίει. Τίποτε δεν είναι πιο καλό από το αίμα του, βγαλμένο όπως μόλις σας εξήγησα, εκτός από τα δάκρυά του, πικρά σαν αλάτι.
…………………………………………………………..
Έκανα μια συμφωνία με την πορνεία για να σπείρω την αταξία στις οικογένειες. Θυμάμαι τη νύχτα που προηγήθηκε εκείνης της επικίνδυνης σχέσης. Είδα μπροστά μου ένα τάφο. Είδα μια πυγολαμπίδα που μου είπε: «Θα σε φωτίσω. Διάβασε την επιγραφή. Δεν παράγεται από εμένα αυτή η υπέρτατη τάξη». Ένα απέραντο φως χρωματισμένο σαν αίμα, που όταν το είδα τα σαγόνια μου έτριξαν και τα χέρια μου έπεσαν παραλυμένα, απλώθηκε στον αέρα μέχρι τον ορίζοντα. Στηρίχτηκα πάνω σ’ ένα ερειπωμένο τοίχο, γιατί κόντεψα να πέσω, και διάβασα: «Ενθάδε κείται ένας έφηβος που πέθανε φθισικός: Ξέρετε για ποιο λόγο. Μην προσεύχεστε γι’ αυτόν». Πολλοί άνθρωποι δεν θα είχαν ίσως όσο θάρρος είχα εγώ. Όλο αυτό το διάστημα μια όμορφη γυναίκα γυμνή ήρθε και ξάπλωσε στα πόδια μου. Της είπα με πρόσωπο θλιμμένο: «Μπορείς να σηκωθείς». Της άπλωσα το χέρι με το οποίο ο αδελφοκτόνος σκότωσε την αδερφή του. Η πυγολαμπίδα μου είπε: «Ε! Εσύ, πάρε μια πέτρα και σκότωσέ την». --- «Γιατί;» της είπα. Είπε: «Πρόσεχε τον εαυτό σου, είσαι ο πιο αδύνατος, ενώ εγώ είμαι ο πιο δυνατός. Αυτή εδώ λέγεται Πορνεία». Με δάκρυα στα μάτια και λύσσα στην καρδιά, ένιωσα ότι γεννήθηκε μέσα μου μια άγνωστη δύναμη. Πήρα μια μεγάλη πέτρα. Μετά από πολλές προσπάθειες την σήκωσα με κόπο μέχρι το ύψος του στήθους μου. Με τα μπράτσα μου την έβαλα στους ώμους. Σκαρφάλωσα σ’ ένα βουνό μέχρι την κορυφή: Εκεί έλιωσα την πυγολαμπίδα. Το κεφάλι της μεγέθους ανθρώπου βυθίστηκε στο χώμα. Η πέτρα αναπήδησε μέχρι το ύψος έξι εκκλησιών. Πήγε κι έπεσε σε μια λίμνη, που τα νερά της χαμήλωσαν μια στιγμή, στριφογυρίζοντας και σχηματίζοντας ένα αναποδογυρισμένο κώνο. Η επιφάνεια ηρέμησε και πάλι. Το φως με χρώμα αίματος δεν έλαμπε πια. «Κρίμα! Κρίμα! είπε η όμορφη γυμνή γυναίκα, Τι έκανες;» Της είπα: «Προτιμώ εσένα απ’ αυτήν. Επειδή λυπάμαι τους δυστυχισμένους. Δεν είναι δικό σου λάθος, αν σε έχει δημιουργήσει η αιώνια δικαιοσύνη». Εκείνη είπε: «Μια μέρα, οι άνθρωποι θα μου αποδώσουν δικαιοσύνη. Δεν σου λέω τίποτε περισσότερο. Άσε με να φύγω, για να πάω να κρύψω στο βάθος της θάλασσας την απέραντη λύπη μου. Δεν υπάρχεις παρά μόνο εσύ και τα αποτρόπαια τέρατα που σαλεύουν στις μαύρες αβύσσους, που δεν με περιφρονούν. Είσαι καλός. Γεια σου, εσύ που μ’ αγάπησες!» Κι εγώ της είπα: «Γεια σου! Ακόμη μια φορά, Γεια! Θα σ’ αγαπάω πάντα! ….Από σήμερα εγκαταλείπω την αρετή». Γι’ αυτό, Ω άνθρωποι, όταν ακούτε τον άνεμο του χειμώνα να θρηνεί πάνω απ’ τη θάλασσα και δίπλα στις ακτές, ή πάνω απ΄ τις μεγάλες πόλεις, που εδώ και καιρό, πενθούν για μένα, ή πάνω απ’ τις παγωμένες πολικές εκτάσεις, πέστε: «Δεν είναι το πνεύμα του Θεού που περνάει: Δεν είναι παρά ο διαπεραστικός στεναγμός της πορνείας, ενωμένος με τις βαριές οιμωγές του Μοντεβιδιανού». Παιδιά, είμαι εγώ που σας το λέω. Λοιπόν, γεμάτοι οίκτο, γονατίστε. Κι οι άνθρωποι, περισσότεροι κι από τις ψείρες, ας κάνουν προσευχές μακριές.
62. ARTHUR RIMBAUD, 1854 – 1891.
Αρτΰρ Ρεμπώ.
62.1. ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Καθώς κατέβαινα πλωτούς ήσυχους ποταμούς
Δεν έβλεπα άλλο ρυμουλκούς που εκεί θα με οδηγούσαν
Τους είχαν κάνει στόχο τους Ινδιάνοι που αλυχτούσαν
Αφού σ’ έγχρωμους πάσσαλους τους κάρφωσαν γυμνούς.
Δεν είχα για το πλήρωμα ανησυχία καμιά
Μπαμπάκια φέρναν αγγλικά κι από τη Φλάντρα στάρι (1)
Κι αφού οι φωνές με τους πλοηγούς είχανε τέλος πάρει
Όπου ήθελα τα ρεύματα να πάω μ’ αφήσαν πια.
Στων μανιασμένων πέλαγων τον άγριο παφλασμό
Ένα χειμώνα, ατίθασο σαν σκέψη παιδική,
Έτρεξα, κι όλες οι στεριές που άφηνα πίσω εκεί
Σάλο ποτέ δε νιώσανε τόσο θριαμβευτικό.
Τις ναυτικές αγρύπνιες μου η θύελλα έχει ευλογήσει.
Από φελλό ελαφρύτερο χόρεψα δέκα νύχτες
Στα κύματα που είν’ άκαρδοι αθώων θυμάτων πνίχτες
Κι ούτε ποτέ είχα ηλίθιο φως φάρου νοσταλγήσει.
Γλυκύτερο από μήλου οπό που αρέσει στα παιδιά
Νερό πράσινο μούσκεψε τα ελάτινα σκαριά μου
Και μου ‘πλυνε τους εμετούς και τα ίχνη από κρασιά
Σπάζοντας το τιμόνι μου και τη μικρή άγκυρά μου.
Κι έτσι από τότε λούζομαι μες στο θαλασσινό
Ποίημα, γεμάτο αστερισμούς με γάλα φορτωμένο
Ρουφώντας πράσινους αφρούς. Κι όπου σκαρί θαμπό,
Βλέπω να πέφτει κάποτε κάποιον μισοπνιγμένο.
Κι όπου οι εκτάσεις έξαφνα βάφονται γαλανές,
--- Αργοί ρυθμοί κι ενθουσιασμοί στης μέρας τη λιακάδα ---
Πιο δυνατές κι απ’ το αλκοόλ, σαν μουσική πλατιές,
Του έρωτα οι φλόγες οι πικρές ανάβουν σα λαμπάδα.
Ξέρω ουρανούς όπου αστραπές τους σχίζουν σα μαχαίρια
Ξέρω τυφώνες, ρεύματα, του σούρουπου τα ρόδα,
Ξέρω το έξαλλο χάραμα σα σμήνος περιστέρια
Κι ό,τι νομίζουν οι άνθρωποι πως είδαν εγώ το ‘δα.
Είδα τον ήλιο διάστικτο από φρίκη μυστική
Με κρύσταλλα μενεξεδιά τον κόσμο να φωτίζει
Κι είδα το κύμα ηθοποιό σ’ αρχαίου χορού σκηνή
Τα μεταξένια ρίγη του μακριά να κελαρύζει.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με ολάσπρο χιόνι
Φιλί που ανέβαινε νωθρά στην βοή των θαλασσών
Το ρεύμα ανήκουστων χυμών είδα παντού ν’ απλώνει
Και το γαλάζιο κίτρινο φωσφόρισμα των γαιών.
Για μήνες ακολούθησα, όμοια με τρελά βόδια,
Της τρικυμίας την έφοδο στα βράχια τα κρυμμένα
Και δεν μπορούσα να σκεφτώ σε πέλαγα αφρισμένα
Πως οι Μαρίες θα πρόβαλαν με τα λαμπρά τους πόδια.
Προσάραξα σε απίστευτες Φλωρίδες όπου σμίγουν (2)
Τ’ άνθη με μάτια πάνθηρων που ανθρώπου έχουν σημάδια,
Κι ουράνια τόξα απλώνονται σαν χαλινοί που σφίγγουν
Μπρος στη γραμμή του ορίζοντα τα γαλανά κοπάδια.
Και βαλτοτόπια απέραντα πρόσεξα να κοχλάζουν
Όπου ο Λεβιάθαν στα σπαρτά αιχμάλωτος σαπίζει! (3)
Μες στη μπουνάτσα είδα νερά απότομα να βράζουν
Κι ο ορίζοντας σε βάραθρα βαθιά να κατακλύζει.
Είδα νερά κρυστάλλινα, κι ήλιους πυρακτωμένους!
Πλοία στα βάθη ωκεανών φριχτά είδα βυθισμένα
Όπου φίδια τεράστια σκουληκοφαγωμένα
Πέφταν με μαύρα αρώματα από κλώνους ροζιασμένους!
Να ‘ταν παιδιά να βλέπανε ψάρια που τραγουδούσαν
Και μες στα γαλανά νερά χρυσές περιοχές.
Τα ναυτικά ταξίδια μου άνθινοι αφροί κουνούσαν
Κι οι άνεμοι μου ‘δωσαν φτερά αμέτρητες φορές.
Κι η θάλασσα, θεατής νωθρός, σε πόλους και στεριές
Το σάλο μου μαλάκωνε κλαίγοντας ταραγμένη
Κι άνθη για μένα ανέβαζε με κίτρινες σκιές
Κι έμοιαζα με γυναίκα εκεί στα γόνατα πεσμένη .....
Νησί σαν να ‘μουν, μάζευα στην κουπαστή κρωγμούς
Και κουτσουλιές αρπακτικών πουλιών με ξανθά μάτια
Κι αρμένιζα, ώσπου, ανάμεσα απ’ τους λεπτούς μου αρμούς,
Πνιγμένοι μπρούμυτα έρχονταν ψάχνοντας για κρεβάτια!
Πλοίο χαμένο κάτω από των όρμων τα μαλλιά
Σ’ ατμόσφαιρα άδεια από πουλιά απ’ τη μπόρα πεταμένο
Που τ’ άλλα πλοία δε θα μπορούν να βρουν τα ξακουστά
Το σκέλεθρό μου που ‘ναι από το κύμα μεθυσμένο.
Ελεύθερο, καπνίζοντας, με ομίχλη μοβ ζωσμένο,
Τρυπούσα τους ροδόχρωμους σαν τοίχους ουρανούς,
Όπου σαν γλύκισμα εκλεκτό για τους ποιητές πλασμένο
Του ήλιου τα βρύα κρεμότανε κι οι βλέννες της ηχούς.
Εγώ που έτρεχα διάστικτο με φώτα ηλεκτρικά,
Τρελή σανίδα που άλογα θαλάσσια κυνηγούσαν,
Κι όλοι οι υπερπόντιοι ουρανοί με διάπυρα χωνιά
Δαρμένοι απ’ τους Ιούλιος με ρόπαλα κυλούσαν.
Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά τον οργασμό
Των Βεεμώθ και το βουητό των άμαθων Μαελστρόμων (4) (5)
Αιώνιος του άπειρου υφαντής στου κόσμου το σεισμό
Τη νοσταλγία αισθάνομαι των Ευρωπαίων λοστρόμων.
Είδα αρχιπέλαγα αστρικά και γαλανά νησιά
Πάντα ανοιχτά και πρόθυμα το ναύτη ν’ αγκαλιάσουν
--- Κοιμάσαι κι εξορίζεσαι σε απύθμενη νυχτιά
Που αμέτρητα χρυσά πουλιά, Σφρίγος, εκεί θα φτάσουν; ---
Μα αληθινά έκλαψα πολύ, η αυγή ‘ναι σπαραγμός
Κάθε σελήνη είναι στεγνή, πικρά του ήλιου τα πάθη,
Με μέθη λήθαργου ο έρωτας με γέμισε ο στυφός.
Ω! Ας ήταν πια να βούλιαζα στης θάλασσας τα βάθη!
Αν της Ευρώπης πόθησα κάτι, είναι το νερό
Κάποιας λιμνούλας σκοτεινής, που πάντα προτιμάει
Ένα παιδί το σούρουπο θλιμμένο και δειλό
Ένα καράβι ν’ αμολάει, χρυσόμυγα του Μάη.
Στην τεμπελιά σου λούστηκα και δεν μπορώ ν’ αρχίσω,
Κύμα, το δρόμο του έμπορα σταριών και μπαμπακιών,
Ούτε των σημαιοστολισμών την οίηση να διασχίσω
Κάτω απ’ τα μάτια τα φρικτά των σάπιων καραβιών.
(1) Φλάντρα (Flandre): Περιοχή του Βελγίου και κατά ένα μέρος και της Γαλλίας.
(2) Φλωρίδα (Floride, Florida): Πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, με πρωτεύουσα το Ταλαχασί.
(3) Λεβιάθαν (Leviathan): Θαλάσσιο τέρας της Φοινικικής μυθολογίας, που μνημονεύεται στην Παλαιά Διαθήκη ως προσωποποίηση του κακού και της χαώδους αταξίας.
(4) Βεεμώθ (Beemoth): Πρωτόγονο τέρας, που θυμίζει ιπποπόταμο, που μνημονεύεται στο βιβλίο του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης.
(5) Μάελστρομ (Maelstrom): Θαλάσσια ρεύματα που σχηματίζονται στα φιόρντ της βορειοδυτικής Νορβηγίας, επικίνδυνα για τα μικρά καράβια.
62.2. Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΛΑΓΚΑΔΙΑΣ
Είναι μια γούβα χλοερή όπου κυλά ένα ρυάκι
Μπερδεύοντας παράφορα χόρτα κι ασημιά ράκη
Κι ο ήλιος ψηλά, για το βουνό περήφανος, φωτίζει:
Είναι μια λαγκαδιά μικρή που αχτίνες πάντα αφρίζει.
Ένας στρατιώτης ξέσκουφος με ορθάνοιχτο το στόμα
Και με το σβέρκο μες στο μπλε το κάρδαμο λουσμένο
Κοιμάται μες στην αντηλιά με τεντωμένο σώμα,
Χλωμός σε κλίνη πράσινη μέσα σε φως κλαμένο.
Τα πόδια στα σπαθόχορτα. Κοιμάται αχνογελώντας,
Σαν το παιδάκι το άρρωστο που ύπνο βαθύ ζητάει:
Φύση νανούρισ’ τον θερμά, κρύο είν’ το μέτωπό του.
Δεν πάλλουν τα ρουθούνια του στης ευωδιάς το πλήθος
Κοιμάται μες στον ήλιο εκεί, το χέρι του στο στήθος.
Έχει δυο τρύπες κόκκινες στο δεξιό πλευρό του.
62.3. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΟ ΨΗΛΟΥ ΠΥΡΓΟΥ
Νιότη κουρασμένη
Σ’ όλα σκλαβωμένη,
Λίγη η δύναμή μου,
Κι έχασα τη ζωή μου.
Αχ! Να παίρνουν να ‘ρθει ή ώρα
Οι καρδιές αγάπης δώρα!
Είπα στον εαυτό μου:
«Χάσου εδώ μικρό μου»
Και χωρίς να δίνω
Όρκο σας αφήνω.
Τίποτε ας μη μ’ εμποδίσει
Έχω τώρα υποχωρήσει.
Είχα ελπίδα τόση,
Μέσα μου είχε απλώσει,
Ταραχές κι οδύνες
Φύγανε κι εκείνες,
Κι έχει η δίψα η νοσηρή μου
Σκοτεινιάσει το κορμί μου.
Έτσι το λιβάδι,
Λήθης λεία το βράδυ,
Μεγαλώνει, ανθίζει,
Και σπαρτά γεμίζει
Απ’ το θόρυβο που κάνουν
Εκατό μύγες που φτάνουν.
Αχ! Μύριες χηρείες
Της ψυχής μεσσίες
Που έχει εικόνα μία
Σαν την Παναγία!
Μήπως την ευχή μας λέμε
Στην Παρθένα κι όλοι κλαίμε;
Νιότη κουρασμένη
Σ’ όλα σκλαβωμένη,
Λίγη η δύναμή μου
Κι έχασα τη ζωή μου.
Αχ! Να παίρνουν να ‘ρθει ή ώρα
Οι καρδιές αγάπης δώρα!
63. EMILE VERHAEREN, 1855 – 1916.
Εμίλ Βεραρέν.
Βέλγος.
63.1. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Ομάδες εργατών γερών, πρόθυμων, ξαναμμένων,
Που ορθώνεστε και φεύγετε ως του καιρού τα βάθη,
Με τ’ όνειρο στο μέτωπο νικών ευτυχισμένων,
Κορμιά γεμάτα, δυνατά, κινήσεις δίχως λάθη,
Οδοιπορίες, στάσεις, ορμή, προσπάθεια φοβερή,
Περήφανη παλικαριά κι ανδρεία στιβαρή,
Ο νους μου πια ανεξίτηλα τη ζωή σας έχει μάθει!
Σας αγαπώ, παιδιά χωρών ξανθών, που ωραία οδηγείτε
Τα ζώα που χρεμετίζουνε, ζεμένα και βαριά,
Και ξυλοκόποι, εσάς, που μες στα εύοσμα δάση ζείτε
Κι εσάς, αγρότες γέρικοι, μες στ’ άσπρα σας χωριά,
Που τα χωράφια θέλετε και τους απλούς σας δρόμους
Κι εκεί το σπόρο σπέρνετε πάντα μ’ απλοχεριά,
Πρώτα πετώντας τον ψηλά στο φως πάνω απ’ τους ώμους
Να ζήσει λίγο πριν χωθεί μέσα στη γη βαθιά.
Κι εσάς επίσης, ναυτικοί, που πέλαγα σας ζώνουν,
Κάτω από τ’ άστρα τις νυχτιές μ’ ένα τραγούδι απλό,
Καθώς μ’ αέρα ατλαντικό τα ξάρτια σας φουσκώνουν,
Κι έτσι κατάρτια και σχοινιά τρέμουν στον ωκεανό.
Κι εσάς, πελώριοι εκφορτωτές, με τις φαρδιές τις πλάτες,
Που πάντα ξεφορτώνετε σε προκυμαίες χρυσές
Καράβια που όλο φεύγουνε, του ορίζοντα διαβάτες,
Και πολεμούν τα κύματα στων πόλων τις ακτές.
Κι εσάς που από τα σπάνια μέταλλα είστε μαγεμένοι
Σε κάμπους και σε παραλίες γεμάτες παγετό
Σε χώρες άσπρες απ’ το κρύο βαθιά πολιορκημένοι
Κι αποκλεισμένοι στου χιονιά το στόμα το σφιχτό.
Κι εσάς ανθρακωρύχοι που κάτω απ’ τη γη περνάτε,
Έρποντας με τη λάμπα σας, στα δόντια στηριγμένη,
Μέχρι τη φλέβα του άνθρακα, που εκεί βαθιά κοιμάται,
Για να παραδοθεί όταν πάτε εκεί, μόνοι μα πεισμωμένοι.
Κι εσάς τέλος σιδηρουργοί, στο μπρούτζο και στο ατσάλι,
Πρόσωπα μαύρα και χρυσά που την αχλύ τρυπούν,
Μυώδεις ώμοι που έξαφνα κλείνουν κι ανοίγουν πάλι
Γύρω από αμόνια θεόρατα και πυροστιές που ηχούν.
Μαύροι ελασματουργοί που για έργα αιώνια είστε πλασμένοι
Που απλώνονται από μια εποχή σε μια άλλη εποχή
Σε πόλεις φρίκης, δυστυχίας και πλούτου αναστημένοι,
Σας νιώθω, παντοδύναμοι είστε κι αδερφικοί.
Ω! Αυτή η δουλειά η επίμονη, τραχιά και τιμημένη,
Στους κάμπους και στις θάλασσες και πάνω στα βουνά
Σφίγγει τους κόμπους της παντού και τα δεσμά της δένει
Τυλίγοντας όλη τη γη τριγύρω δυνατά.
Και μ’ όλο αυτό το θάρρος τους, στο φως και στο σκοτάδι,
Τα χέρια αυτά τ’ ακούραστα, τα μπράτσα τα γερά,
Τα μπράτσα και τα χέρια αυτά που πλέκονται σα χάδι,
Στο δαμασμένο διάστημα χαράζουνε βαθιά
Το σήμα του αγκαλιάσματος και της αλκής του ανθρώπου
Και ξαναφτιάχνουν τη μορφή κάθε καιρού και τόπου
Με μια καινούργια θέληση που εδώ πια κυβερνά.
64. JEAN MORÉAS, 1856 – 1910
Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Ζ΄αν Μορεάς.
Έλληνας.
64.1. ΟΧΙ ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΕΙΝ’ Η ΖΩΗ
Όχι, μην πεις είν’ η ζωή χαρούμενη γιορτή.
Κουτό είν’ αυτό και σε ψυχή πολύ φτηνή ταιριάζει.
Μη πεις πως είναι συμφορά ατέλειωτη η ζωή,
Γιατί έτσι φαίνεται η καρδιά πως εύκολα τρομάζει.
Γέλα καθώς την άνοιξη κουνιούνται πάντα οι κλώνοι,
Κλάψε σαν κύμα ή σαν βοριάς στην έρημη αμμουδιά
Γλέντα ό,τι σου προσφέρουνε χαρές μαζί και πόνοι
Και πες: Αυτό μου είναι αρκετό κι ονείρου είναι σκιά.
64.2. ΣΥΝΝΕΦΑ
Σύννεφα που μια υπέροχη μέρα σας περιζώνει
Πάνω από κάμπους που το νέο σιτάρι τους σκεπάζει,
Σαν τρεχαντήρι που ήσυχη θάλασσα το κυκλώνει.
Μες στο γαλάζιο η όψη σας μονότονη φαντάζει.
Εσείς που πρέπει σύντομα, με όψη μελανιασμένη
Σαν μπόρα να περάσετε κάτω απ’ τον ουρανό,
Ω αλήτες του άπειρου! Με σας πάντα η καρδιά μου μένει
Καρδιά που δεν την ξέρετε, και που σας μοιάζει εδώ.
64.3. ΜΟΝΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ Μ’ ΑΚΟΥΝΕ
Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
Εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
Αχάριστοι τους κόπους μου και κόρακες κρατούνε,
Οργώνω αλλά δε χαίρομαι το κάρπισμα του αγρού μου.
Μα δε θα παραπονεθώ. Ποτέ δε μ’ έχει σκιάξει
Ο άγριος Βοριάς κι οι προσβολές, μίσος και καταφρόνια!
Αφού οσεσδήποτε φορές το χέρι μου σε αδράξει
Ολοένα πιο σοφή αντηχείς, Ω λύρα μου Απολλώνια!
65. JULES LAFORGUE, 1860 – 1887.
Ζϋλ Λαφόργκ.
65.1. ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
Α! Η πανσέληνος η ωραία,
Στρογγυλή, μοιραία, παρέα!
Το κουδούνι ηχεί μακριά μας,
Ο κυρ Πάρεδρος μπροστά μας.
Ένα πιάνο παίζει πλάι
Και μια γάτα εδώ περνάει.
Η επαρχία εδώ κοιμάται
Και μια νότα νέα θυμάται.
Να, το πιάνο παύει τώρα,
Πόση αλήθεια να ‘ν’ η ώρα;
Α, η Σελήνη, τι εξορία,
Είναι μια άλλη αυτό ιστορία!
Ερασιτέχνης η Σελήνη
Σ’ όποια χώρα και να μείνει.
Βρήκες στο Μισούρι τύχη
Και στου Παρισιού τα τείχη.
Τα μπλε φιόρντ της Νορβηγίας
Πόλοι, θάλασσες αγνοίας.
Αχ! Σελήνη ευτυχισμένη!
Βλέπεις την πομπή θλιμμένη
Στη Σκοτία του ταξιδιού της
Και του νυφικού γλεντιού της.
Τι παγίδα, αν κατά λέξη
Τα τραγούδια μου ερμηνέψει.
Αχ! Αλήτισσα Σελήνη,
Μεταξύ μας κάτι ας γίνει.
Πλούσιες νύχτες, Αχ! Πεθαίνω,
Η επαρχία μ΄ έχει δεμένο!
Σαν γριά το φεγγαράκι
Έβαλε στ’ αυτιά μπαμπάκι.
65.2. ΟΜΙΛΙΑ ΠΙΕΡΟΤΟΥ
Είμαι ένας γλεντοκόπος της Σελήνης
Που κάνει γύρους σε δεξαμενές
Κι αυτό χωρίς άλλο σκοπό έχει γίνει
Μόνο για να ‘χω δόξα και τιμές.
Τα μανδαρίνικα μανίκια μου σηκώνω
Χλωμός μ’ ύφος πολύ προκλητικό
Το στόμα στρογγυλεύω και φουσκώνω
Φυσώντας κήρυγμα Χριστιανικό.
Α! Ναι, για δόξα και μεγαλοσύνες
Καθώς χαράζει ένας αγύρτικος καιρός!
Μα πού έχουν πάει του παρελθόντος οι Σελήνες;
Κι όλα για να τα ξαναφτιάξει, πού ‘ν’ ο Θεός;
65.3. ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ ΟΜΟΙΑ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ
Μες σ’ ένα λεύκωμα
Σαν απολίθωμα
Απ’ τα Νησιά
Ένα γεράνι
Έχει πεθάνει
Μες στα χαρτιά.
Μα κάποιος Μάγος
Πολύ κομψός
Με μπεζ μανδύα
Σαρκαστικός
Χλεύαζε του άνθους
Την ιστορία.
--- «Ψάλτε Μνημόσυνο»
Ζήταγε εκείνη.
--- «Μόνο χαρμόσυνο,
Ω! Δεσποσύνη!» ....
65.4. Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ
Αισθηματικός αποκλεισμός! Ανατολικές Ναυτιλιακές Εταιρίες! ....
Ω! Πτώση της βροχής! Ω! Πτώση της νύχτας!
Ω! Ο αέρας! ....
Των Αγίων Πάντων, Χριστούγεννα και Νέο Έτος,
Ω, μέσα στη βροχή, όλες μου οι καμινάδες! ....
Εργοστασίων ....
Δεν μπορούμε πια να κάτσουμε, όλοι οι πάγκοι είναι βρεγμένοι.
Πίστεψέ με, θα ‘χει τελειώσει εντελώς μέχρι το τέλος του άλλου
χρόνου.
Όλοι οι πάγκοι είναι μουσκεμένοι, τα ξύλα είναι σκουριασμένα,
Και τα κέρατα έχουν σαλπίσει τόσες φορές ταρα τατα, έχουν
σαλπίσει
ταρα τατα!
Α! Σύννεφα που ήρθατε απ’ τις ακτές της Μάγχης (1)
Μας χαλάσατε την τελευταία Κυριακή μας.
Ψιχαλίζει.
Μέσα στο μουσκεμένο δάσος οι ιστοί των αραχνών
Λυγίζουν κάτω απ’ τις σταγόνες του νερού, κι αυτό είναι η καταστροφή
τους.
Ήλιοι πολυδύναμοι των εργασιών σε ξανθούς Πακτωλούς (2)
Των αγροτικών θεαμάτων,
Πού έχετε ενταφιασθεί;
Αυτό το βράδυ ένας κακοφτιαγμένος ήλιος κείτεται στην κορυφή του
λόφου,
Κείτεται στο πλευρό του, μέσα στα σπάρτα, πάνω στο πανωφόρι
του.
Ένας ήλιος άσπρος σαν φτύμα καφενείου
Πάνω σε μια ψάθα από κίτρινα σπάρτα,
Κίτρινα σπάρτα του φθινόπωρου.
Και τα κέρατα του φωνάζουν!
Να ξανάρθει ....
Να ξανάρθει σ’ αυτόν!
Εϊ Ω!, Εϊ Ω! και Εμπρός!
Ω ύμνε θλιμμένε, τέλειωσες! ....
Και κάνουν τους τρελούς! ....
Κείτεται εκεί σαν αδένας βγαλμένος από ένα λαιμό,
Και τρέμει χωρίς κανένα γύρω! ....
Εμπρός, Εμπρός, Τρεχάτε!
Είναι ο γνωστός Χειμώνας που έρχεται.
Ω! Οι στροφές των μεγάλων δρόμων,
Και χωρίς Κοκκινοσκουφίτσες να περπατάνε εκεί! ....
Ω! Τα ίχνη τους από τροχούς αμαξιών του άλλου μήνα,
Σκαρφαλώνουν σαν Δονκιχωτικές τροχιές
Προς τις περιπόλους των σύννεφων που αποχωρούν
Λεηλατημένες από τον άνεμο σε υπερατλαντικά μαντριά.
Ας κάνουμε γρήγορα, ας κάνουμε γρήγορα, είναι η πολύ γνωστή
εποχή, αυτή τη φορά,
Κι ο άνεμος αυτή τη νύχτα έκανε καλή δουλειά!
Ω ζημιές! Ω φωλιές! Ω απλοϊκοί κήποι!
Η καρδιά μου και ο ύπνος μου: Ω αντίλαλοι των τσεκουριών! ....
Όλα αυτά τα κλαδιά είχαν ακόμα τα πράσινα φύλλα τους.
Τα χαμόκλαδα δεν είναι πια παρά μια κοπριά από νεκρά φύλλα.
Φύλλα και φυλλώματα, που ένας καλός αέρας σας φέρνει
Προς τις λίμνες μέσα από μακριά μονοπάτια,
Ή για τη φωτιά του θηροφύλακα,
Ή αλλού για τα στρώματα των ασθενοφόρων
Για τους στρατιώτες μακριά από τη Γαλλία.
Είναι η εποχή, είναι η εποχή, η σκουριά προσβάλλει τα σφυριά,
Η σκουριά τρώει τα τηλεγραφικά καλώδια στη χιλιομετρική μελαγχολία
τους
Στους μεγάλους δρόμους όπου κανείς δεν περνάει.
Τα κέρατα, τα κέρατα, τα κέρατα ---- μελαγχολικά! ....
Μελαγχολικά! ....
Συνεχίζουν, αλλάζοντας τόνο,
Αλλάζοντας τόνο και μουσική,
Ταρα τατα, ταρα τατα!
Τα κέρατα, τα κέρατα, τα κέρατα! ....
Έφυγαν με το Βοριά.
Δεν μπορώ ν’ αφήσω αυτόν τον σκοπό: Πόσοι αντίλαλοι! ....
Είναι η εποχή, είναι η εποχή, γεια σας τρύγοι! ....
Να έρχονται οι βροχές αγγελικά υπομονετικές,
Γεια σας τρύγοι, και γεια σας όλα τα πανέρια,
Όλα τα κρινολίνα του Βατό στους χορούς κάτω από τις καστανιές, (3)
Είναι ο βήχας στους κοιτώνας του λυκείου που επιστρέφει,
Είναι το ρόφημα χωρίς τη φωτιά,
Η πνευμονική φθίση που θλίβει το τετράγωνο
Κι όλη τη δυστυχία των μεγάλων πόλεων.
Όμως, μάλλινα υφάσματα, ελαστικά, φαρμακεία, όνειρα,
Κουρτίνες ανοιγμένες σε παραθαλάσσια μπαλκόνια
Μπροστά στον ωκεανό από στέγες στα προάστια,
Λάμπες, χαλκογραφίες, τσάγια, μπισκότα,
Δεν θα είστε οι μοναδικές αγάπες μου! ....
(Ω! Κι έπειτα, μήπως ξέρεις, εκτός από τα πιάνα,
Το εβδομαδιαίο σκυθρωπό και απογευματινό μυστήριο
Της υγειονομικής στατιστικής
Στις εφημερίδες;)
Όχι, Όχι! Είναι η εποχή και ο πλανήτης γελοίος!
Ας έρθει ο νοτιάς, ας έρθει ο νοτιάς σφοδρός
Να ξεφτίσει τα υποδήματα που έπλεξε ο Χρόνος!
Είναι η εποχή, Ω σπαραγμός! Είναι η εποχή!
Όλα τα χρόνια, όλα τα χρόνια,
Θα προσπαθώ να δώσω με χορωδία το σκοπό τους.
(1) Μάγχη (Manche): Θαλάσσιος βραχίονας που βρίσκεται ανάμεσα στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία και συνδέει τη Βόρεια Θάλασσα με τον Ατλαντικό Ωκεανό.
(2) Πακτωλός: Αρχαίος ποταμός της Λυδίας στη Μικρά Ασία, ονομαστός για τα ψήγματα χρυσού που υπήρχαν στην άμμο του.
(3) Αντουάν Βατό (Antoine Watteau
1684 – 1721): Γάλλος ζωγράφος της εποχής του ροκοκό.
66. MAURICE MAETERLINCK, 1862 – 1949.
Μωρίς Μαιτερλίνκ.
Βέλγος.
66.1. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Το νοσοκομείο! Το νοσοκομείο στις όχθες του πορθμού!
Το νοσοκομείο τον Ιούλιο μήνα!
Ανάβει μια φωτιά μέσα στην αίθουσα,
Ενώ τα υπερωκεάνια σφυρίζουν στον πορθμό.
(Ω! μην πλησιάζετε τα παράθυρα!)
Κάποιοι μετανάστες διασχίζουν ένα μέγαρο!
Βλέπω μια θαλαμηγό μέσα στη θύελλα!
Βλέπω κοπάδια πάνω σ’ όλα τα καράβια!
(Είναι καλύτερα να κρατάμε τα παράθυρα κλειστά,
Είμαστε σχεδόν στο καταφύγιο του εξωτερικού κόσμου).
Έχει κανείς την αίσθηση ενός θερμοκηπίου πάνω στο χιόνι!
Ή ότι γιορτάζονται τα σαραντάμερα μιας λεχώνας σε μια μέρα
καταιγίδας,
Διακρίνονται φυτά σκόρπια πάνω σ’ ένα μάλλινο σκέπασμα,
Υπάρχει μια πυρκαγιά μια μέρα με ήλιο,
Και διασχίζω ένα δάσος γεμάτο τραυματίες.
Ω! Να επιτέλους το φως του φεγγαριού!
Ένας πίδακας νερού τινάζεται στη μέση της αίθουσας!
Και μια ομάδα από μικρά κορίτσια ανοίγει την πόρτα!
Διακρίνω πρόβατα πάνω σ’ ένα νησί από λιβάδια!
Και όμορφα φυτά πάνω στον πάγο!
Και κρίνα σ’ ένα μαρμάρινο διάδρομο!
Γίνεται φαγοπότι σ’ ένα παρθένο δάσος!
Κι υπάρχει τροπική βλάστηση σε μια σπηλιά από πάγο!
Ακούστε! Ανοίγουνε τους υδροφράχτες!
Και τα υπερωκεάνια δέρνουν τα νερά του πορθμού!
Ω! Η Αδελφή του Ελέους εκεί ανακατεύει τη φωτιά!
Όλα τα όμορφα πράσινα καλάμια στις όχθες καίγονται!
Ένα καράβι γεμάτο τραυματίες ταλαντεύεται στο φως του
φεγγαριού!
Όλες οι κόρες του βασιλιά βρίσκονται σε μια βάρκα μέσα στην
καταιγίδα!
Και οι πριγκίπισσες θα πεθάνουν σ’ ένα χωράφι σπαρμένο με
κώνειο!
Ω! Μην ανοίγετε τα παράθυρα!
Ακούστε: Τα υπερωκεάνια σφυρίζουν ακόμα στον ορίζοντα!
Δηλητηριάζουν κάποιον μέσα σ’ ένα κήπο!
Έχουν μια μεγάλη γιορτή στα σπίτια των εχθρών!
Υπάρχουν ελάφια σε μια πολιορκημένη πόλη!
Κι ένα νοικοκυριό ανάμεσα σε κρίνα!
Υπάρχει τροπική βλάστηση στο βάθος ενός ανθρακωρυχείου!
Ένα κοπάδι πρόβατα διασχίζει μια σιδερένια γέφυρα!
Και τα αρνιά του λιβαδιού μπαίνουν θλιμμένα στην αίθουσα!
Τώρα η Αδελφή του Ελέους ανάβει τις λάμπες,
Φέρνει το φαγητό στους άρρωστους,
Έκλεισε τα παράθυρα που βλέπουν στον πορθμό,
Κι όλες τις πόρτες στο φως του φεγγαριού.
66.2. ΗΡΘΑΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΟΥΝΕ
Ήρθανε για να μου πούνε
(Παιδί μου πώς φοβάμαι)
Ήρθανε για να μου πούνε
Ότι πάει να φύγει ακούνε.
Η λάμπα μου αναμμένη
(Παιδί μου πώς φοβάμαι)
Η λάμπα μου αναμμένη
Πλησιάζω, με προσμένει.
Μπροστά στην πόρτα εκείνη
(Παιδί μου πώς φοβάμαι)
Μπροστά στην πόρτα εκείνη
Η φλόγα τρεμοσβήνει.
Στην άλλη πόρτα πλάι
(Παιδί μου πώς φοβάμαι)
Στην άλλη πόρτα πλάι
Η φλόγα εδώ μιλάει.
Στην τρίτη πόρτα εμπρός της
(Παιδί μου πώς φοβάμαι)
Στην τρίτη πόρτα εμπρός της
Ξεψύχησε το φως της.
67. MAX ELSKAMP, 1862 – 1931.
Μαξ Ελσκάμπ.
Βέλγος.
67.1. ΤΟ ΠΟΥΛΙ
Και να λοιπόν κι ένα πουλί που τραγουδάει
Μέσα σ’ ένα φτωχό και ξύλινο κλουβί,
Και να λοιπόν κι ένα πουλί που τραγουδάει
Πάνω απ’ την πολιτεία σε καθεμιά σκεπή.
Και να κοιτάξουμε τον κόσμο μας προτείνει
Και τη βροχή που πέφτει κάτω στο γιαλό,
Και στα πανιά ο αγέρας δύναμη να δίνει
Για να μακραίνουν πάνω στο ήσυχο νερό.
Με μια φωνή στο διάστημα υψωμένη
Μας λέει λοιπόν τ’ ωραίο πουλάκι αυτό
Πως ο χειμώνας τώρα πια διαβαίνει
Και πως χορτάρια βγαίνουν τώρα εδώ.
Και μες στα μονοπάτια πάλι η σκόνη
Κι όλα τα ζώα προβαίνουνε ξανά
Καπνίζουν οι σκεπές στο φως που απλώνει
Και λες πως μεσημέριασε για τα καλά.
Κι έπειτα ακόμα πάλι με φωνή υψωμένη
Λέει πως ο αγέρας λάμπει χρυσαφής
Είν’ η γαλάζια οθόνη τ’ ουρανού απλωμένη
Κι ανοίγει πια ο παράδεισος της γης.
67.2. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ
Κι έπειτα, να, ένας άγγελος κοντά μας
Ντυμένος στ’ άσπρα είτε ντυμένος γαλανά
Κι έπειτα, να, ένας άγγελος κοντά μας
με στόμα ωραίο και μάτια εκφραστικά.
Φορώντας ρούχα φαρδυμάνικα αγιασμένα
Και χρυσαφένιο δίχτυ στα μαλλιά
Με δυο φτερά στην πλάτη διπλωμένα
Να που ήρθε τώρα ο άγγελος κοντά.
Κι έπειτα αφού ήταν Κυριακή μια μέρα
Να τον λοιπόν που ανάλαφρα κι απλά
Βαδίζει μες στον ουρανό εκεί πέρα
Να που ήρθε τώρα ο άγγελος κοντά.
Να τος, προσεύχεται με χέρια σταυρωμένα
Για τα παιδιά που ζούνε στους αγρούς
Και βλέπει με τα μάτια καρφωμένα
Όσους φυλάει, μεγάλους και μικρούς.
Κι αφού εντελώς είν’ όλα πια γαληνεμένα
Μέσα στον κόσμο και μες στη ζωή
Κι είν’ όλα όπως αυτός τα ‘χει ορισμένα
Έχει, ήσυχος, ένα χαμόγελο πλατύ.
68. HENRI DE RÉGNIER, 1864 – 1936.
Ανρί ντε Ρενιέ.
68.1. ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ
Αν έχω μιλήσει
Για τον έρωτά μου, το ‘πα στο νερό,
Που μ’ ακούει σαν σκύβω πάνω του να δω.
Αν έχω μιλήσει
Για τον έρωτά μου, το ‘πα στο βοριά
που χαμογελάει κι όλο ψιθυρίζει μέσα στα κλαδιά.
Αν έχω μιλήσει για τον έρωτά μου είναι στα πουλιά,
που όλο τραγουδάνε στον λαμπρό ουρανό.
Αν έχω μιλήσει
Είναι στην ηχώ.
Αν έχω αγαπήσει μ’ έρωτα μεγάλο
είτε ευτυχισμένο είτε θλιβερό
είναι για τα μάτια σου τα δυο.
Αν έχω αγαπήσει έρωτα μεγάλο,
Για το στόμα σου είναι το γλυκό.
Για το στόμα σου είναι
Αν έχω αγαπήσει έρωτα μεγάλο
Για τη σάρκα σου είναι και τα δυο σου χέρια πάντα δροσερά,
Κι αν γυρεύω κάτι, είναι αυτό η δική σου γαλανή σκιά.
68.2. ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ
Μου φτάνει μόνο ένα φτωχό καλάμι
Να κάνω να ριγήσει το χορτάρι
Και το λιβάδι να γιορτάσει
Με τις πανύψηλες ιτιές
Και το μικρό κελαρυστό ποτάμι.
Μου φτάνει μόνο ένα φτωχό καλάμι
Να κάνω εκεί να τραγουδάν τα δάση.
Όσοι τ’ ακούσαν το ‘χουνε κλεισμένο
Στο λογισμό τους όταν σουρουπώνει
Στη σιγαλιά που ο αγέρας τη θολώνει,
Σβησμένο ή καθαρό
μακριά ή γειτονικό ....
Το ‘χουν όσοι περνούν στο λογισμό τους,
Καθώς περνάει βαθιά στον ψυχισμό τους,
Και θα τ’ ακούν και πάντοτε θ’ ακούνε
Τους ήχους που τριγύρω εκεί σκορπούνε.
Είναι για μένα αυτό αρκετό
Που έκοψα το μικρό καλάμι αυτό
Στην κρήνη όπου ήρθε η Αγάπη τρυφερά
Μια μέρα ν’ αντικρίσει στα νερά,
Την όψη της τη σοβαρή
Κι άρχισε τότε να θρηνεί
Για να θρηνήσει κι ο καθένας που περνά
Να τρέμει το χορτάρι το χλωρό
Να τρεμοπαίζει το νερό.
Κι εγώ φυσώντας το καλάμι δυνατά
Όλο το δάσος έκανα να τραγουδά,
69. PAUL – JEAN TOULET, 1867 – 1920.
Πωλ – Ζ΄αν Τουλέ.
69.1. ΑΝΤΙΡΙΜΕΣ
ΙΧ
Ω! Θάλασσα να τρέμεις νιώθω
Μέσα στη νύχτα τη βαθιά
Σαν στήθος κάποιας μου ερωμένης
Που είν’ άγρυπνη στην ερημιά.
Βαρύς ο αγέρας στα μουράγια ....
Την περιπαίχτρα ψαλμουδιά
Μες στην καρδιά έχω μιας σειρήνας ----
Ω θείας ανησυχίας καρδιά!
Δάκρυα πολλά και πια δεν έχω
Κάποιον για να με λυπηθεί,
Τώρα η καρδιά μου άστεγη κλαίει
Σαν μια πληγή που αιμορραγεί.
ΧΙΙ
Δέρνει ο χειμώνας τζάμια ή στέγες
Μα είν’ όμορφα στην κάμαρά μου.
Του ήλεκτρου ξέχασε τη βρώμα
Και της απόλαυσης, Κυρά μου.
Γεννιούνται στη μορφή σου ρόδα
Όπως γελάς στο τζάκι πλάι,
Το βράδυ θα με χαιρετίσεις
Σκιά που η σκιά σου ξεψυχάει.
LΧ
Για μια φανταστική γυναίκα
Με μάτια χρώμα σαν το χρόνο,
Πολύ καιρό γράφω τραγούδια
Και μες στα στήθια μου έχω πόνο.
Μα κάποτε μαζί τους στίχους
Γράφαμε κι ήταν στο πλευρό μου
Και μου φαινότανε σα να ‘χα
Σχοινί δεμένο στο λαιμό μου.
LXIII
Κάθε χαρά έχει και μια λύπη
Και μόνη της αργοτελειώνει,
Να σ’ αγαπώ αν ποθείς στ’ αλήθεια
Αβροί του γέλιου ας είν’ οι τόνοι.
Κάτω απ’ τη στάχτη του χειμώνα
Η αβρή φωνή μόνο μεθάει,
Φωτιά κρυμμένη, την καρδιά μου,
Που φθείρεται όπως τραγουδάει.
70. PAUL CLAUDEL, 1868 – 1955.
Πωλ Κλωντέλ.
70.1. ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Για να ερμηνεύσεις το ποτάμι με το νερό άλλο πράγμα, όχι άλλο
από την τεράστια ακαταμάχητη πλαγιά!
Κι όχι άλλο πράγμα για το χάρτη και την ιδέα του άμεσου! Κι αυτή την κατασπάραξη απευθείας του άμεσου και του δυνατού!
Κι όχι άλλο πρόγραμμα από τον ορίζοντα και τη θάλασσα
αξιοθαύμαστα εκεί κάτω!
Κι αυτή η συνενοχή του ανάγλυφου με την επιθυμία και με τη
βαρύτητα!
Όχι άλλη βιαιότητα παρά γλύκα, και υπομονή παρά συνέχεια, και
εργαλείο παρά νοημοσύνη, και όχι άλλη ελευθερία
Από τούτη τη συνάντηση μπροστά μου με την τάξη και την
αναγκαιότητα χωρίς σταματημό!
Κι όχι αυτό το πόδι που διαδέχεται το πόδι, αλλά μια μάζα που
μεγαλώνει και βαραίνει και προχωρεί,
Μια ολόκληρη ήπειρος μαζί μου, η γη κυριευμένη από σκέψη που
δονείται και που αρχίζει να προχωρεί!
Σε όλα τα σημεία του λεκανοπεδίου της που είναι ο κόσμος και
με όλες τις ίνες του εμβαδού της
Το ποτάμι για τη συναντήσει έχει προκαλέσει τις απαραίτητες
πηγές όλων των ειδών,
Είτε είναι χείμαρρος μέσα σε βράχια με μεγάλο θόρυβο, είτε αυτή η κλωστή ψηλά στα παρθένα βουνά που λάμπει μες στον άγιο ίσκιο,
Είτε είναι ένα βαθύ έλος που μυρίζει απ’ όπου αναβλύζει ένα θολό
ρευστό,
Η ουσιώδης ιδέα σε απέραντη απόσταση εμπλουτισμένη απ’ την
αντίφαση και το δυστύχημα
Κι η αρτηρία στο επιτήδειο ρεύμα της αμέριμνο για τις φαντασίες
του παραπόταμου.
Κάνει να γυρίζουν ασταμάτητα οι μύλοι, κι οι πολιτείες η μια με
την άλλη γίνονται μ’ αυτήν ενδιαφέρουσες και
ευεξήγητες.
Σέρνει με δύναμη πίσω του έναν ολόκληρο κόσμο απατηλό και
πλωτό.
Και το τελευταίο φράγμα, όπως και το πρώτο και όλα τα επόμενα,
δεν υπάρχει αμφιβολία
Ότι, με θέληση όλης της γης που έρχεται πίσω του, δεν καταλήγει
να το ξεπεράσει.
Ω Σοφία απαντημένη στο παρελθόν! Εσύ λοιπόν, χωρίς να το ξέρω, προχωρούσες μπροστά μου στις μέρες της παιδικής ηλικίας
μου,
Και όταν παραπατούσα κι έπεφτα με περίμενες με θλίψη κι
επιείκεια,
Για να ξαναπάρω αμέσως λίγο λίγο το δρόμο με μια ακαταμάχητη
εξουσία!
Είσαι εσύ στην ώρα της σωτηρίας μου, αυτό το πρόσωπο, λέω εσύ, υψηλή παρθένα, η πρώτη που συνάντησα μέσα στη Βίβλο!
Είσαι εσύ σαν άλλος Αζαρίας που πήρε πάνω του την ευθύνη του
Τωβία, (1) (2)
Και που δεν είσαι καθόλου κουρασμένη απ’ αυτό το κοπάδι που
αποτελείται από ένα μόνο πρόβατο.
Πόσες χώρες διαπεράστηκαν! Πόσοι κίνδυνοι και πόσα χρόνια!
Και μετά από μακρύ χωρισμό η χαρά αυτών των απροσδόκητων
ανταμωμάτων!
Τώρα ο ήλιος είναι τόσο χαμηλά που θα μπορούσα να τον αγγίξω
με το χέρι,
Κι ο ίσκιος που κάνεις είναι τόσο μακρύς που σαν να χαράζει ένα
δρόμο,
Απέραντα μακριά πίσω σου συνταυτισμένο με τα ίχνη σου!
Όποιος έχει τα μάτια καρφωμένα πάνω σου δεν φοβάται το
δισταγμό ή τον ίλιγγο,
Είτε είναι το δάσος είτε η θάλασσα, είτε η ομίχλη ακόμη κι η
βροχή και οι διάφορες όψεις της υπαίθρου,
Όλα στη θέα της μορφής σου γίνονται αναγνωρίσιμα και
επιχρυσωμένα.
Κι εγώ, σε ακολούθησα παντού, σαν τιμημένη μητέρα.
(1) Τωβίας: Γιος του Τωβίτ, Ισραηλίτη αιχμάλωτου στην Ασσυρία, όπου έκανε τον οικονόμο του βασιλιά Σαλμανασάρ. Με την καθοδήγηση του αρχάγγελου Ραφαήλ, βοήθησε τον πατέρα του να ξαναβρεί την όρασή του,.
(2) Αζαρίας: Ψευδώνυμο που πήρε ο αρχάγγελος Ραφαήλ όταν παρουσιάστηκε με μορφή ανθρώπου στον Τωβία για να τον συμβουλεύσει για τη θεραπεία του πατέρα του.
70.2. ΒΕΡΛΑΙΝ
I Ο ΑΔΥΝΑΜΟΣ ΒΕΡΛΑΙΝ
Το πολύ μεγάλο παιδί, το παιδί άστοχα προορισμένο για άντρας,
γεμάτο μυστικά και γεμάτο απειλές,
Ο τυχοδιώκτης με τους μεγάλους διασκελισμούς που αρχίζει, Ρεμπώ, και που πηγαίνει από μέρος σε μέρος, (1)
Προτού βρει εκεί κάτω την κόλασή του το ίδιο οριστική όσο αυτή η γη το επιτρέπει,
Με τον ήλιο μπροστά του για πάντα και τη σιγή την πιο απόλυτη,
Να τον που αποβιβάζεται για πρώτη φορά, ανάμεσα σ’ αυτούς τους φοβερούς ανθρώπους των γραμμάτων και μέσα στα καφενεία,
Μην έχοντας τίποτε άλλο να φανερώσει, παρά μόνο ότι ανακάλυψε την Αιωνιότητα.
Μην έχοντας τίποτε άλλο να φανερώσει, παρά μόνο ότι δεν βρισκόμαστε στον κόσμο!
Ένας μόνο άνθρωπος μέσα στα γέλια και τον καπνό και τα ποτήρια μπύρας, όλα αυτά τα μονόκλ κι όλα αυτά τα ακάθαρτα γένια,
Ένας μόνο κοίταξε αυτό το παιδί και κατάλαβε ποιος ήταν,
Κοίταξε τον Ρεμπώ, και όλα τέλειωσαν πια γι’ αυτόν από εκεί και πέρα
Ο Σύγχρονος Παρνασσός και το παράπηγμα όπου κατασκεύαζε
Αυτά τα σονέτα που μιλάνε μόνα τους σαν ταμπακέρες με μουσική!
Τίποτε δεν σημαίνει τίποτε γι’ αυτόν, όλα συντρίμμια! Ούτε η νέα γυναίκα του που αγαπάει
Φτάνει ν’ ακολουθεί αυτό το παιδί, τι λέει μέσα σε όνειρα και βλαστήμιες;
Καταλαβαίνοντας μόνο τα μισά απ’ αυτά που λέει, αλλά αυτό το μισό είναι αρκετό.
Ο άλλος κοιτάζει αλλού με γαλάζιο βλέμμα, αθώος για όλα αυτά που σέρνει πίσω του.
Αδύναμε Βερλαίν! Τώρα μείνε μόνος, γιατί δεν μπορείς να πάς μακρύτερα,
Ο Ρεμπώ φεύγει, δεν θα τον ξαναδείς, κι αυτόν που μένει σε μια γωνία,
Αφρίζοντας, μισότρελος και επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια
Οι Βέλγοι τον περιμάζεψαν επιμελώς και τον έβαλαν σε φυλακή φτιαγμένη με τούβλα.
Είναι μόνος. Είναι σε μία κατάσταση τέλειας ταπείνωσης και στέρησης.
Η γυναίκα του του κοινοποιεί μια δικαστική απόφαση διαζυγίου.
Το Όμορφο Τραγούδι τραγουδήθηκε, η μέτρια ευτυχία δεν είναι πια
Παρά ένα μέτρο μακριά από τα μάτια του, δεν υπάρχει πια παρά μόνο ο τοίχος που είναι γυμνός.
Έξω ο κόσμος που τον απέκλεισε και μέσα ο Πωλ Βερλαίν,
Η πληγή κι η αίσθηση μέσα του των πραγμάτων που είναι κάθε άλλο παρά ανθρώπινα.
Το παράθυρο ψηλά είναι τόσο μικρό που δεν επιτρέπει να βλέπει παρά μόνο το γαλάζιο,
Είναι καθισμένος από το πρωί μέχρι το βράδυ και κοιτάζει τον τοίχο:
Το εσωτερικό αυτού του τόπου που τον φυλάει από τον κίνδυνο,
Αυτού του πύργου από τον οποίο όλη η ανθρώπινη δυστυχία έχει σφουγγιστεί.
Διαπερασμένος από πόνο και αίμα όπως η γραμμή της Βερονίκης!
Μέχρι που γεννιέται τελικά αυτή η εικόνα κι αυτή η μορφή που έρχεται
Από το βάθος των αιώνων μπροστά στο βλοσυρό πρόσωπό του
Αυτό το στόμα που σιωπά και τα μάτια του σιγά σιγά τον κοιτάζουν,
Ο ξένος άνθρωπος που γίνεται σιγά σιγά Θεός και Κύριος,
Ιησούς πιο εσωτερικός απ’ τη ντροπή, που του δείχνει και του ανοίγει την καρδιά του!
Κι αν δοκίμαζες να ξεχάσεις τη συμφωνία που έκανες αυτή την ώρα
Αξιοθρήνητε Βερλαίν, ποιητή, Ω! πώς έχει παρεξηγηθεί!
Αυτή η τέχνη να ζεις με αξιοπρέπεια παρ’ όλες αυτές τις αμαρτίες
Που είναι σαν να μην έγιναν, από τη στιγμή που τις κρατάμε μυστικές,
Αυτή η τέχνη που μας έρχεται σαν κερί συμφιλίωσης του Ευαγγελίου με τον κόσμο,
Σαν να μην έχεις καταλάβει τίποτε, σαν απεχθής στρατιώτης!
Λαίμαργε! Που το κρασί μες στο ποτήρι σου ήταν λίγο και το κατακάθι του βαθύ!
Το λεπτό στρώμα οινοπνεύματος στο ποτήρι σου και η τεχνητή ζάχαρη,
Όπως βιαζόσουν να το τελειώσεις για να βρεις τη χολή!
Πόσο ο έμπορος κρασιού ήταν σύντομος δίπλα στο νοσοκομείο!
Πόσο η θλιβερή κραιπάλη ήταν σύντομη δίπλα στην πρώτη φτώχεια,
Είκοσι χρόνια μέσα στους λατινικούς δρόμους τόσο μεγάλους που έγινε ένα σκάνδαλο για όλα τα μάτια.
Στέρηση της γης και τ’ ουρανού, έλλειψη ανθρώπων και έλλειψη Θεού!
Μέχρι που, το ίδιο το βάθος του παντός, σου επέτρεψε να μετανοήσεις,
Να μετανοήσεις και να πεθάνεις πάνω απ’ αυτό τον θάνατο που ήτανε σύμφωνος με την τάξη σου,
Μέσα σ’ αυτή την κάμαρα της πόρνης, με το πρόσωπο καταγής,
Τόσο γυμνός όσο το παιδί όταν βγαίνει ολόγυμνο απ’ την κοιλιά της μάνας του!
IΙ Ο ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΣ
Ήταν ο ναύτης που εγκατέλειψαν στη στεριά και προξενεί λύπη στη χωροφυλακή,
Με δυο δεκάρες καπνό, με τον Βελγικό δικαστικό φάκελο και το φύλλο πορείας ίσαμε το Παρίσι,
Ναύτης χωρίς θάλασσα πια, αλήτης σ’ ένα δρόμο δίχως χιλιόμετρα,
Με άγνωστη κατοικία, και χωρίς επάγγελμα .... «Βερλαίν Πωλ, άνθρωπος των γραμμάτων»,
Ο δύστυχος γράφει στίχους για τους οποίους ο Ανατόλ Φρανς πραγματικά δεν είναι καθόλου επιεικής: (2)
«Όταν γράφουμε στα Γαλλικά, πρέπει να μας καταλαβαίνουν».
Πάντως ο άνθρωπος με το δύσκαμπτο πόδι είναι τόσο παράξενος που τον έβαλε σ’ ένα του μυθιστόρημα.
Του πληρώνουν καμιά φορά μια «λευκή», είναι διάσημος στους φοιτητές. Μα αυτά που γράφει είναι πράγματα που δεν διαβάζονται χωρίς αγανάκτηση
Γιατί έχουν μερικές φορές δεκατρία πόδια αλλά καμία έννοια.
Το βραβείο Archon – Despérousses δεν είναι γι’ αυτόν, ούτε το βλέμμα του κυρίου De Monthyon, που είναι στον ουρανό. (3) (4)
Είναι γελοίος ερασιτέχνης μέσα στους επαγγελματίες.
Όλοι του δίνουν καλές συμβουλές, αν πεθάνει απ’ την πείνα θα φταίει αυτός.
Δεν θ’ αφήσουν να τους δουλεύει αυτός ο απατεώνας.
Δεν τους περισσεύουν χρήματα παρά για τους Κυρίους Καθηγητές,
Που αργότερα θα κάνουν μαθήματα γι’ αυτόν και θα παρασημοφορηθούν όλοι με την ταινία της Λεγεώνας της Τιμής.
Δεν γνωρίζουμε τον άνθρωπο αυτόν και δεν ξέρουμε ποιος είναι.
Ο φαλακρός γερο – Σωκράτης μουρμουρίζει μέσα στα μπερδεμένα γένια του.
Γιατί το αψέντι κοστίζει πενήντα λεπτά και χρειάζεται το λιγότερο τέσσερα για να μεθύσει. (5)
Μα προτιμάει να είναι μεθυσμένος παρά όμοιος με κανέναν από μας.
Γιατί η καρδιά του είναι σαν φαρμακωμένη, από τότε που ο διεστραμμένος αυτός ....
Αυτή η γυναικεία ή παιδική φωνή --- ή ενός αγγέλου --- του μιλούσε μέσα στον παράδεισο!
Ας κρατήσει τη δόξα του ο Κατΰλ Μεντές και ο Σϋλί Πρϋντόμ, αυτός ο μεγάλος ποιητής! (6) (7)
Αρνείται να πάρει την μπρούτζινη πατέντα του μ’ ένα όμορφο κασκέτο.
Άλλοι ας κρατήσουν τις διασκεδάσεις με τα προτερήματα, τις γυναίκες, τις τιμές και τα πούρα.
Αυτός κοιμάται ολόγυμνος σ’ ένα καταγώγιο με αδιαφορία ταρτάρου.
Γνωρίζει τους εμπόρους των κρασιών με το μικρό τους όνομα, στο νοσοκομείο είναι σαν στο σπίτι του:
Μα είναι καλύτερα να είναι νεκρός παρά σαν τους ανθρώπους αυτού του κόσμου.
Ας υμνήσουμε λοιπόν όλοι με μια φωνή τον Βερλαίν, τώρα που μας λένε πως είναι νεκρός.
Ήταν το μόνο πράγμα που του έλειπε και που είναι το πιο δυνατό απ’ όσα υπάρχουν.
Είναι γιατί τώρα όλοι καταλαβαίνουμε τους στίχους του, γιατί οι δεσποινίδες μας τους τραγουδάνε μελοποιημένους,
Με τη μουσική που έβαλαν μεγάλοι συνθέτες με αγγελικές συνωδίες!
Ο γέρος άνθρωπος με τις μπερδεψοδουλειές έχει φύγει. Ξαναγύρισε στο καράβι που τον αποβίβασε
Και που τον περίμενε στο μαύρο αυτό λιμάνι, μόνο που εμείς τίποτε δεν είχαμε προσέξει.
Τίποτε άλλο παρά βρόντος του μεγάλου πανιού, που φούσκωνε και ο θόρυβος μιας δυνατής πλώρης στον αφρό.
Τίποτε άλλο παρά μια φωνή, σαν τη φωνή μιας γυναίκας ή ενός παιδιού, ή ενός αγγέλου που φώναζε: Βερλαίν! μέσα στην ομίχλη.
(1) Ρεμπώ (Arthur Rimbaud 1854 -1891): Η σχέση του Βερλαίν με τον Ρεμπώ είναι παροιμιώδης και υπήρξε η αιτία της φυλάκισής του για δύο χρόνια στο Βέλγιο.
(2) Ανατόλ Φρανς (Anatole France 1844 – 1924): Γάλλος πεζογράφος και κριτικός, βραβείο Νόμπελ το 1921.
(3) Archon – Despérousses: Λογοτεχνικό βραβείο που απονεμόταν από τη Γαλλική Ακαδημία μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
(4) De Monthyon - 1820: Γάλλος δικηγόρος που με τη διαθήκη θέσπισε τη βράβευση διακεκριμένων πράξεων. Το βραβείο για τη λογοτεχνία απονεμόταν από την Γαλλική Ακαδημία μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
(5) Σωκράτης (470 – 399 π.Χ.): Έλληνας φιλόσοφος.
(6) Κατΰλ Μεντές (Catulle Mendès 1841 – 1909): Γάλλος ποιητής της σχολής του Παρνασσισμού.
(7) Σϋλί Πρϋντόμ (Sully Prudhomme
1839 – 1908): Γάλλος ποιητής που παρουσιάζεται στην παρούσα Ανθολογία.
71. FRANCIS JAMMES, 1868 – 1938.
Φρανσίς Ζ΄αμ.
71.1. Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ
Ο γάιδαρος μ’ αρέσει είναι γλυκός
μέσα στους πρίνους όπως πάει σκυφτός.
Τις μέλισσες προσέχει όπως περνά
με νόημα πάντοτε τ’ αυτιά κουνά.
Άλλοτε φουκαράδες κουβαλά
κι άλλοτε κριθαριού βαριά σακιά.
Στ’ αυλάκια πάντα δίπλα περπατά
με βήματα σπασμένα και μικρά.
Η φίλη μου θαρρεί είναι ένας ψαρής
αλλά πραγματικά είναι ποιητής.
Δείχνει πως είναι πάντα σκεφτικός
τα μάτια του έχουν βελουδένιο φως.
Κορίτσι με την τρυφερή καρδιά,
δεν έχεις τέτοια μάτια εσύ γλυκά.
Γιατί είναι όταν βρεθεί μπροστά στο Θεό
γάιδαρος στο γαλάζιο ουρανό.
Και μες στο στάβλο πάει να κοιμηθεί
με κόπο και με δυστυχία κρυφή.
Αφού όλη μέρα έχει ξεθεωθεί
και τα ποδάρια του έχουν κουραστεί.
Έκανε το καθήκον του πιστά
απ’ το πρωί μέχρι να ‘ρθει η νυχτιά.
Και τι έχεις κάνει εσύ, όμορφή μου νια;
Εργόχειρο με σταυροβελονιά.
Μα ο γάιδαρος παιδεύτηκε πολύ
κι από τις μύγες έχει τσιμπηθεί.
Τόσο πολύ στ’ αλήθεια έχει εργαστεί
που πια η ψυχή σου θα τον λυπηθεί.
Κι εσύ κορίτσι μου έφαγες πολλά
κεράσια και γλυκίσματα καλά.
Μα ο γάιδαρος πεινάει ο καψερός
γιατί ‘ναι ο αφέντης του πολύ φτωχός.
Βύζαξε μόνο λίγο το σχοινί
και στη σκιά έπεσε να κοιμηθεί.
Μα το σχοινί που εσύ έχεις στην καρδιά
δεν έχει τέτοια γλύκα κι ευωδιά.
Ο γάιδαρος αυτός είναι ο γλυκός
που μες στους πρίνους περπατάει σκυφτός.
Γεμάτη είν’ η καρδιά μου με πληγές,
αυτό πραγματικά ζητάς και θες.
Πες μου λοιπόν, αγάπη μου καλή,
αν κλαίει η καρδιά μου ή είναι γελαστή.
Το γέρο γάιδαρο να πας να βρεις
κι ό,τι η ψυχή μου είναι να του πεις
πάνω στα μονοπάτια τα πλατιά
όπως αυτός όταν περνάει η νυχτιά.
Και ρώτα τον, αγάπη μου καλή,
αν κλαίει η καρδιά μου ή αν είναι γελαστή.
Αν θ’ απαντήσει δεν μπορώ να πω
στον ίσκιο μέσα θα βαδίσει το θαμπό,
και θα ψοφήσει από τη γλύκα την πολλή
στον ανθισμένο δρόμο τον φαρδύ.
71.2. ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΣΦΗΚΕΣ
Ρόδα και σφήκες θα ‘τανε το εξοχικό γεμάτο
Και θ’ αντηχούσε ο εσπερινός εκεί ως αργά τα βράδια
Και τα σταφύλια, μοιάζοντας στο χρώμα με πετράδια,
Στον ίσκιο θα πλαγιάζανε στο στρώμα τους το αφράτο.
Πόσο θα σ΄ αγαπούσα εκεί! Προσφέρω την καρδιά μου
Που εικοσιτέσσερων χρονών είναι, το σαρκασμό μου,
Την έπαρσή μου και τα αγνά ρόδινα ποιήματά μου.
Κι όμως δεν σε γνωρίζω, λέω πως ζεις μες στ’ όνειρό μου,
Ξέρω μονάχα πως αν ζούσες τώρα στο σκοτάδι
Κι αν ήσουν όπως είμαι εγώ στο απόμακρο λιβάδι,
Γελώντας θα φιλιόμαστε σαν μέλισσες ξανθιές
Δίπλα στο ρυάκι κάτω από πράσινες φυλλωσιές.
Και μόνο το λιοπύρι εδώ γύρω μας θ’ ακουγόταν
Κι ίσκιος από λεπτοκαρυές στ΄ αυτιά σου θα κρεμόταν.
Τα στόματά μας έπειτα χωρίς πια να γελούμε
Θα σμίγαμε την άφραστη αγάπη μας να πούμε.
Γεύση από σφήκες θα ‘βρισκα στα πορφυρά σου χείλια
Γεύση από ρόδα κόκκινα κι από ξανθά σταφύλια.
71.6. ΤΟ ΠΗΓΑΔΙΣΙΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
Το πηγαδίσιο το νερό έλαμπε στο ποτήρι,
ήταν οι πέτρες οι παλιές της αγροικίας σπασμένες ,
κι είχαν τα γαλανά βουνά πεντάμορφες καμπύλες
σαν τη δροσιά που φώτιζε τα μούσκλα όλη τη μέρα.
Ο ποταμός ήταν θολός κι οι ρίζες απ’ τα δέντρα
στις φαγωμένες όχθες του γκρίζες και μπερδεμένες.
Θέριζαν μες στο ηλιόκαμα και τα χορτάρια σειόνταν
κι ο δόλιος σκύλος γάβγιζε τριγύρω από καθήκον.
Ζούσε η ζωή, λόγια χοντρά φώναζε ένας χωριάτης
σε μια ζητιάνα που έκρυβε φασόλια στην ποδιά της.
Μαύρα κοτρόνια ακλόνητα μοιάζαν μακριά τα δάση,
των αχλαδιών ανέβαινε το άρωμα από τους κήπους,
κι ήταν παντού παρόμοια η γη γεμάτη από θερίστρες.
Της εκκλησούλας έβηχε το σήμαντρο στο βάθος,
ήτανε γαλανόλευκος ο θόλος κι ακουγόταν
το πέταγμα των ορτυκιών μες στ’ άχυρα να σβήνει.