Όπως προαναφέρθηκε η Υστεροβυζαντινή Περίοδος (1081-1453) αντιστοιχεί στη φάση της «Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», κατά τη διάρκεια της οποίας το βυζαντινό κράτος, που είχε πλέον αποδεχθεί και αναγνωρίσει αναφανδόν την μέχρι τότε ανομολόγητη και λανθάνουσα ελληνικότητά του, βρέθηκε σε μία διαδικασία σταδιακής μείωσης της εδαφικής έκτασής του και αντίστοιχης πολιτικής παρακμής μέχρι την τελική πτώση. Οι εδαφικές κατακτήσεις της Μακεδονικής Δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Το 1071 ο βυζαντινός στρατός υπέστη δεινή ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ και σε ελάχιστο χρόνο το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικρας Ασίας. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες είχαν προέλθει πολλοί αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν οριστικά, ενώ το ίδιο έτος καταλήφθηκε από τους Νορμανδούς η Βάρη (σημερινό Μπάρι), το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα στην Ιταλία,. Η απώλεια ιδιαίτερα της Μικράς Ασίας, που ήταν το ζωτικότερο τμήμα της αυτοκρατορίας, στο οποίο βασίστηκε επί σειρά αιώνων για την τροφοδοσία της με στρατιωτική και οικονομική δύναμη ήταν βαρύτατο πλήγμα, από το οποίο το κράτος, παρά την πρόσκαιρη ανάκαμψη την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών, δεν συνήλθε ποτέ πλέον.
Το θλιβερό δράμα του μαρασμού είχε τη συνέχειά του στην απελευθέρωση της απο καιρό υποφώσκουσας επιθετικής βουλιμίας των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, υπό την πνευματική καθοδήγηση του πάπα, που εκδηλώθηκε με τη ληστρική μορφή των Σταυροφοριών. Σε εποχή μέγιστου κινδύνου προερχόμενου από την ανατολή, το βυζαντινό κράτος δέχτηκε δεύτερο απροσδόκητο και εξίσου θανατηφόρο πλήγμα από τη δύση. Η ανάμιξη των δυνάμεων της Δ' Σταυροφορίας στις έριδες μελών της δυναστείας των Αγγέλων οδήγησε το 1204 στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, που λεηλάτησαν οικτρά την πόλη, με τρόπο πολλαπλά χειρότερο, σε σύγκριση με την λαφυραγώγηση της Ρώμης από τους Βανδάλους προγόνους τους 749 χρόνια νωρίτερα. Τα εδάφη της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν στις σταυροφορικές δυνάμεις και η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον η έδρα μιας λατινικής αυτοκρατορίας. Η άσκηση της βυζαντινή εξουσία, όμως, συνεχίστηκε σε τρία κράτη: την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Τα δύο τελευταία βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το 1261 ο στρατηγός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Αλέξανδρος Στρατηγόπουλος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, που συνέχισε την ιστορική πορεία της, ως πρωτεύουσα του κράτους στα χρόνια των Παλαιολόγων, μέχρι το 1453.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Νικηφόρο Γ Βοτανειάτη, με αφετηρία τον Αλέξιο Α Κομνηνό, αποτελεί την Δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185), που ήταν ελληνικής καταγωγής, από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του ευρύτερου Πόντου, ενώ αρχική κοιτίδα της οικογένειας ήταν η πόλη Κόμνη της Θράκης (<κώμη >κώμος [=όμιλος ευθυμούντων] > κούμος {= σωρός ανθρώπων} + άνω = όμιλος ανθρώπων σε ορεινή τοποθεσία, από την οποία η οικογένεια πήρε το όνομά της. Γενάρχης της Οικογένειας θεωρείται ο Μανουήλ Κομνηνός (+1020), τον οποίο ο Βασίλειος Β' διόρισε δομέστικο των Σχολών της Ανατολής (στρατηγό των Ταγμάτων της Μ.Ασίας), ενώ ιδρυτής της Δυναστείας θεωρείται ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Α' Κομνηνός (1057-1059).
Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1057-1118, <αλέξω [=αποκρούω] + ίω [=έρχομαι] = αυτός που ήλθε να υπερασπιστεί τους ανθρώπους) ήταν ο 65ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1081 ως το 1118. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας. Καταγόταν από την μεγάλη αριστοκρατική στρατιωτική οικογένεια των Κομνηνών, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην Κασταμώνα της Παφλαγονίας, στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου. Ήταν γιος του Ιωάννη Κομνηνού, αδελφού του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού, και της Άννας Δαλασσηνής. Ο Αλέξιος από πολύ νωρίς κατατάχθηκε στον αυτοκρατορικό στρατό και αντιμετώπισε αρκετούς στασιαστές και διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου. Επί Μιχαήλ Ζ΄στάλθηκε ως στρατηγός αυτοκράτορας στην Μικρά Ασία και κατόρθωσε να του παραδοθεί από τους Σελτζούκους Τούρκους ο στασιαστής αρχηγός των Νορμανδών μισθοφόρων Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ (Roussel de Bailleul, Ρουσέλιος κατά Ζωναράν ή Ουρσέλιος κατά την Άννα Κομνηνή), τον οποίο έφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1078 ορίστηκε αρχηγός του στρατού (δομέστικος των σχολών) της Δύσης από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν η νίκη και σύλληψη πρώτα του Νικηφόρου Βρυέννιου και αργότερα του Νικηφόρου Βασιλάκιου. Κέρδισε την εύνοια της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αλανίας, συζύγου των αυτοκρατόρων Μιχαήλ Ζ´ και Νικηφόρου Γ´ που τον υιοθέτησε και τον βοήθησε στην προσπάθεια ανόδου του στην στρατιωτική ιεραρχία. Το 1081 στασίασε και ο ίδιος με τους αδερφούς του και πήρε το θρόνο από το Νικηφόρο Γ΄ μετά από παρότρυνση και με τη βοήθεια του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ´ Δούκα. Μετά από την άνοδό του στο θρόνο νυμφεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, εγγονή του Ιωάννη Δούκα, θείου του Μιχαήλ Ζ΄. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Δουκών επανέφερε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄ και της Μαρίας της Αλανής ως συναυτοκράτορα. Μάλιστα αργότερα τον αρραβώνιασε με την πρωτότοκη κόρη του, Άννα. Η γέννηση του γιου του Αλέξιου, Ιωάννη, το 1087 τερμάτισε την αναγνώριση του Κωνσταντίνου Δούκα ως συναυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, όμως, συνέχισε να έχει φιλικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα μέχρι το θάνατό του, περίπου το 1095.
(α) Οικονομικά και διοικητικά μέτρα
Ως αυτοκράτορας ο Αλέξιος προσπάθησε να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις των τοπικών αρχόντων στις επαρχίες, να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο αλλά και να σταματήσει το κατρακύλισμα του βυζαντινού νομίσματος. Η κοπή του υποτιμημένου σε μεγάλο βαθμό σολδίου σταμάτησε και ένα καινούριο χρυσό νόμισμα κόπηκε, το υπέρπυρον. Για να ισχυροποιήσει τη συνοχή του κράτους και τον στρατό στράφηκε στην αριστοκρατία η οποία ενισχύθηκε πολύ στην εποχή των Κομνηνών. Για να βρει πόρους αναγκάστηκε να επιβάλει επιπλέον φόρους στον λαό. Νέοι αυλικοί και διοικητικοί τίτλοι εφευρέθηκαν όπως αυτός του σεβαστοκράτορα για να αντικαταστήσουν τους παλιούς, που είχαν χάσει τη αξία τους με την πρακτική των προηγούμενων αυτοκρατόρων να τους μοιράζουν αφειδώς, αλλά και για να ικανοποιήσει και για να εντάξει στον κρατικό μηχανισμό όσα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας μπορούσε. Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίσει σωρεία συνωμοσιών και εξωτερικών απειλών.
(β) Εξωτερικές απειλές τα πρώτα χρόνια
Την ίδια χρονιά που ο Αλέξιος ανέβηκε στο θρόνο οι Νορμανδοί που είχαν καταλάβει τη βυζαντινή Ιταλία από το 1071 αποβιβάστηκαν στις ακτές της Ηπείρου και με αρχηγό το Ροβέρτο Γυισκάρδο πολιόρκησαν το Δυρράχιο. Για να τους αντιμετωπίσει ο Αλέξιος αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των Βενετών παραχωρώντας τους αποκλειστικά οικονομικά προνόμια. Οι Βενετοί καταναυμάχησαν τον στόλο των `Νορμανδών αλλά ο Αλέξιος ηττήθηκε κατά κράτος στο Δυρράχιο. Στη συνέχεια όμως, μετά την επιστροφή του Ροβέρτου στην Σικελία λόγω εσωτερικών προβλημάτων, νίκησε τους Νορμανδούς στην Λάρισα και ανακατέλαβε την Καστοριά. Ο πόλεμος με τους Νορμανδούς τερματίστηκε το 1085 με το θάνατο του Ροβέρτου Γυισκάρδου και τη σύγκρουση για τη διαδοχή του μεταξύ των γιων του Βοημούνδου και Ρογήρου Μπόρσα.
Μετά από λίγο καιρό, όμως, ο Αλέξιος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τουρκικούς λαούς που περνούσαν το Δούναβη και έκαναν επιδρομές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια, και μάλιστα οι Πετσενέγκοι συνεργάστηκαν το 1090 με τον εμίρη της Σμύρνης, Τζαχά που είχε βλέψεις στο βυζαντινό θρόνο, και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος χρησιμοποιώντας τους Κουμάνους εναντίον τους κατάφερε να τους νικήσει στην Μάχη του Λεβουνίου, κοντά στον Έβρο, το 1091. Το 1094 ήταν η σειρά των Κουμάνων να επιτεθούν εναντίον των Βυζαντινών, ξεσηκωμένοι από έναν διεκδικητή του θρόνου που υποκρινόταν ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης, ένας γιος του Ρωμανού Διογένη που στην πραγματικότητα είχε πεθάνει χρόνια πριν. Οι Κουμάνοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν ο ψευδο-Διογένης εξουδετερώθηκε στην Αδριανούπολη. Ο Αλέξιος κατάφερε να εξουδετερώσει και την απειλή του εμίρη της Σμύρνης Τζαχά, στρέφοντας εναντίον του τον γαμπρό του, Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, ο οποίος τον δολοφόνησε στη διάρκεια ενός συμποσίου το 1094. Έχοντας σταθεροποιήσει την ειρήνη στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στην Μικρά Ασία, που είχε χαθεί σχεδόν ολόκληρη από τους Σελτζούκους Τούρκους.
(γ) Η Πρώτη Σταυροφορία και οι συνέπειές της (1095-1099)
Από πολλούς δυτικούς ιστοριογράφους υποστηρίχθηκε ότι ο Αλέξιος έστειλε επιστολή στον πάπα της Ρώμης Ουρβανό B΄ ζητώντας βοήθεια από τη Δύση με την αποστολή μισθοφόρων για να μπορέσει να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη και ότι αυτό το αίτημά ήταν μία από τις αφορμές της Πρώτης Σταυροφορίας. Η ύπαρξη όμως της επιστολής αυτής αμφισβητείται. Η προδρομική Σταυροφορία του Λαού, με κυριότερο αρχηγό τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν το πρώτο μεγάλο σώμα σταυροφόρων που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, τον Αύγουστο του 1096. Η πλειοψηφία των σταυροφόρων που συμμετείχαν στη σταυροφορία του Πέτρου του Ερημίτη δεν είχαν κάποια στρατιωτική πείρα ή εκπαίδευση ή τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μάλιστα, πολλοί από τους σταυροφόρους ήταν γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι. Είχαν προξενήσει αναταραχή και καταστροφές στην πορεία τους προς την Κωνσταντινούπολη και η παραμονή τους στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης ήταν επίσης προβληματική. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του. Ο Αλέξιος τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στην Μικρά Ασία και τους προειδοποίησε να περιμένουν τους υπόλοιπους σταυροφόρους πριν επιτεθούν στους Τούρκους γιατί δεν ήταν αρκετά ισχυροί. Οι προστριβές ανάμεσα στους σταυροφόρους και η διαίρεσή τους σε μικρότερες ομάδες συντέλεσαν στην καταστροφή τους και στο σφαγιασμό τους από τους Τούρκους. Οι λίγοι που γλίτωσαν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Το Νοέμβριο του 1096 άρχισαν να φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη νέα σώματα σταυροφόρων, άλλοι από τα σύνορα με την Ουγγαρία και άλλοι από τις δυτικές ακτές της αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά ήταν οργανωμένα σώματα πολεμιστών. Σημαντικότεροι αρχηγοί τους ήταν ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν (<Θεύδης {<θεοδεής <θεός + δέος [=φόβος] = αυτός που σέβεται το θεό, θεοφοβούμενος} + φερτός {=φερόμενος, ισχυρός} = ισχυρός λόγω ευσέβειας), ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης και ο Βοημούνδος του Τάραντα. (<βοή + <μόθος {[=μάχη] >μόδος >μόνδος} = αυτός που τρέχει στη βουή της μάχης). Διάφορα επεισόδια λεηλασιών και συγκρούσεων και με το νέο κύμα σταυροφόρων έπεισαν τον Αλέξιο να ακολουθήσει επιθετική πολιτική, όσο οι σταυροφόροι δεν ήταν ακόμη τόσοι πολλοί ώστε να τον απειλήσουν και να τους αρνηθεί τη βοήθεια του. Ακόμη διέταξε το στρατό στην Κωνσταντινούπολη να επαγρυπνεί. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο του με τον σταυροφόρο Ούγο των Βερμαντουά, αδελφό του βασιλιά Φίλιππου Α της Δυτικής Φραγκίας (Γαλλίας). Αυτά τα μέτρα πέτυχαν και έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις και μικροσυγκρούσεις οι αρχηγοί των σταυροφόρων δήλωσαν υποταγή και υποσχέθηκαν όσα εδάφη κατελάμβαναν από τους Τούρκους και προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να τα παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση (δηλαδή όλα τα εδάφη από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια). Από την μεριά του, ο Αλέξιος υποσχέθηκε να τους παραχωρήσει πλοία για να περάσουν στην Μικρά Ασία,τρόφιμα και οδηγούς. Με αυτό τον τρόπο ο Αλέξιος προσπαθούσε να ελέγξει τους σταυροφόρους και να τους θέσει υπό βυζαντινή κηδεμονία.
Την άνοιξη του 1097 οι σταυροφόροι είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος τους έδωσε καράβια για να μεταφερθούν στην απέναντι ακτή και ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα υπό τον στρατηγό Τατίκιο για να τους οδηγήσει μέχρι την Αντιόχεια. Εκεί, κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους της Νίκαιας και απέκλεισαν την πόλη. Οι Τούρκοι όμως ήρθαν σε συνεννόηση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι διέσχισαν με πλοιάρια τη λίμνη στην πίσω μεριά της πόλης, και τους παρέδωσαν τη Νίκαια χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν σε αυτό οι σταυροφόροι. Αυτό το συμβάν ψύχρανε τελείως τις σχέσεις των σταυροφόρων και Βυζαντινών.
Μετά από πορεία αρκετών εβδομάδων οι σταυροφόροι έφτασαν στην Αντιόχεια και τον Οκτώβριο ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης. Όταν πέρασαν μερικοί μήνες ο Βοημούνδος κατάφερε με ένα τέχνασμα να απομακρύνει τους λίγους βυζαντινούς στρατιώτες που τους είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί, μη θέλοντας να τους παραδώσει την Αντιόχεια αλλά να γίνει αυτός ο κυρίαρχός της. Διακήρυξε ότι η συμφωνία ήταν άκυρη και έπεισε τους άλλους σταυροφόρους να δεχθούν να γίνει αυτός ο κυρίαρχος της Αντιόχειας. Οι συγκρούσεις Σελτζούκων και Βυζαντινών είχαν αναζωπυρωθεί και ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να αντιδράσει άμεσα. Παρ´όλο που η συμφωνία που είχε γίνει στην Κωνσταντινούπολη είχε αθετηθεί οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν από την αναστάτωση που έφεραν οι σταυροφόροι στους Τούρκους και από τη νίκη τους στην Μάχη του Δορυλαίου. Στα χρόνια 1097-1099 οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Χίο, τη Ρόδο, τη Σμύρνη, τη Φιλαδέλφεια, την Έφεσο και τις Σάρδεις. Η διπλωματία και οι προσπάθειες του Αλέξιου δικαιώνονταν.
Ο Βοημούνδος πιάστηκε αιχμάλωτος του Μαλίκ Γαζί των Δανισμενδιδών το 1100 και αφέθηκε ελεύθερος το 1103. Συγκρούστηκε με τους γειτονικούς μουσουλμάνους ηγεμόνες, αλλά ηττήθηκε στη Μάχη της Χαρράν. Ακολούθησε μεγάλη επίθεση των Βυζαντινών στην Κιλικία και στη Συρία που ανάγκασε το Βοημούνδο να επιστρέψει στη Δύση σε αναζήτηση ενισχύσεων. Τελικά, νέα σύγκρουση μεταξύ Νορμανδών και Βυζαντινών έλαβε χώρα το 1107, όταν ο Βοημούνδος αποβιβάστηκε και πάλι στις αλβανικές ακτές αλλά αυτή τη φορά ο αναδιοργανωμένος και φανερά ισχυρότερος από το 1081 αυτοκρατορικός στρατός απέκλεισε τους Νορμανδούς ενώ αδυνατούσαν να καταλάβουν το Δυρράχιο και ο Βοημούνδος αναγκάστηκε να παραδοθεί. Με τη συνθήκη της Δεαβόλεως (1108) δήλωνε υποτέλεια στην αυτοκρατορία και αναλάμβανε την υποχρέωση να δεχθεί Ορθόδοξο Πατριάρχη στην Αντιόχεια.
(δ) Τελευταία χρόνια και θάνατος
Στα χρόνια 1110-1116 ο Αλέξιος εκστράτευσε πάλι στην Μικρά Ασία προσπαθώντας να περιορίσει τους Τούρκους και να υπερασπίσει τις περιοχές που ήταν στα χέρια των Βυζαντινών. Κατάφερε τελικά να ανακαταλάβει τα εδάφη από την Τραπεζούντα ως το Αμόριο και το Φιλομήλιο της Φρυγίας, και από εκεί ως τις εκβολές του ποταμού Μαιάνδρου. Ακόμη, προσπάθησε να περιορίσει την αίρεση των Βογομίλων που εκείνη την εποχή είχε εξαπλωθεί αρκετά και είχε κέντρο της τη Φιλιππούπολη. Μία από τις τελευταίες ενέργειες του ήταν να κάψει στην πυρά τον Βασίλειο, έναν αρχηγό των Βογομίλων.
Η ποδάγρα και η ραγδαία επιδείνωση της σε συνδυασμό με την κόπωση δεκαετιών οδήγησαν τον Αλέξιο Κομνηνό στον θάνατο. Ήδη το 1116 είχε επιδεινωθεί τόσο πολύ ώστε ο Αλέξιος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενάμιση χρόνο μετά τα πρώτα συμπτώματα, σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του, Νικόλαο Καλλικλή, είχε αρχίσει η μετάσταση. Η επιδείνωση ήταν ραγδαία σε βαθμό που ο Αλέξιος υποχρεωνόταν να παραμένει συνέχεια καθιστός. Φλεγμονές, οιδήματα και διάρροιες ταλαιπώρησαν τον αυτοκράτορα προκαλώντας του περιπλοκές και φριχτούς πόνους, έως ότου εξέπνευσε στις 15 Αυγούστου 1118. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του δεν τις πέρασε σε ηρεμία. Η σύζυγός του, Ειρήνη, και η κόρη του, Άννα, συνωμοτούσαν για να μην ανέλθει στο θρόνο ο Ιωάννης Β, αλλά ο σύζυγος της Άννας, Νικηφόρος Βρυέννιος. Το σχέδιο τους, όμως, απέτυχε. Ο Ιωάννης πήγε μυστικά στο μοναστήρι των Μαγγάνων, όπου βρισκόταν ο πατέρας του και πήρε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι από το χέρι του λίγες ώρες πριν πεθάνει. Θάφτηκε στη Μονή Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Αλέξιος Α Κομνηνός ήταν αναντίρρητα ένας προικισμένος ηγέτης, αντάξιος των απαιτήσεων της εποχής του, με αξιοθαύμαστο σθένος, ψυχική αντοχή και διπλωματική ικανότητα. Ήταν σταθερά ορθόδοξος, όχι από πηγαία πίστη ή εξαιτίας της επιρροής της θρησκευόμενης και αυστηρών αρχών μητέρας του, την οποία ούτως ή άλλως σεβόταν, παραχωρώντας της περίοπτη θέση μέσα στο παλάτι, αλλά από σκοπιμότητα. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, εξαιρετικά μορφωμένη λόγια της αρχόμενης Ελληνικής Αναγέννησης, στο ιστορικό σύγραμμά της Αλεξιάδα, εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της, επιδαψιλεύοντας γι’ αυτόν αρκετούς επαίνους. Παρ´όλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του, Ιωάννη, ένα σταθερό κράτος, ισχυρότερο από αυτό που βρήκε ο ίδιος το 1081, η ενδυνάμωση των μεγάλων γαιοκτητών, καθώς και η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες μακροπρόθεσμα, δεν ωφέλησαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.. Από τον γάμο του με την Ειρήνη Δούκαινα, ο Αλέξιος απέκτησε τα εξής παιδιά:
- Άννα Κομνηνή, που παντρεύτηκε τον καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο.
- Μαρία Κομνηνή, που παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Γρηγόριο Γαβρά και σε δεύτερο τον Νικηφόρο Ευφορβηνό Κατακαλών.
- Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, που τον διαδέχθηκε ως αυτοκράτορας.
- Ανδρόνικος Κομνηνός, σεβαστοκράτωρ
- Ισαάκιος Κομνηνός, σεβαστοκράτωρ. Ο υιός του Ανδρόνικος Α' Κομνηνός μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε υιό τον Μανουήλ, γενάρχη των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντος.
- Ευδοκία Κομνηνή, που παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Ιασίτη.
- Θεοδώρα Κομνηνή, που παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Κωνσταντίνο Κουρτίκη και σε δεύτερο γάμο τον Κωνσταντίνο Άγγελο. Εγγόνια της ήταν ο Ισαάκιος Β' Άγγελος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Αλέξιος Γ' Άγγελος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Μιχαήλ Α' Άγγελος δεσπότης Ηπείρου, Θεόδωρος Α' Άγγελος "αυτοκράτωρ" Θεσσαλονίκης, και τέλος η Ζωή Κομνηνή.
Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1087-1143), τον οποίο οι υπηκόοί του ονόμαζαν Καλοϊωάννη ή Καλογιάννη, γιος του Αλέξιου Α Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, ήταν ο 66ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1118 μέχρι το 1143. Σύζυγός του ήταν η Ειρήνη της Ουγγαρίας και παιδιά τους οι Αλέξιος, Μαρία Κομνηνή, Ανδρόνικος, Ισαάκιος (που κλείστηκε σε μοναστήρι), Μανουήλ, Άννα, Θεοδώρα και Ευδοκία. Κύρια χαρακτηριστικά του, στα οποία οφείλει το προσωνύμιό του, ήταν η σύνεση, η ενεργητικότητα, η γενναιότητα και η καλοσύνη. Δείγμα του χαρακτήρα του ήταν η επιείκεια με την οποία αντιμετώπισε την αδελφή του Άννα Κομνηνή και την μητέρα του Ειρήνη, οι οποίες εξακολουθούσαν να συνωμοτούν εναντίον του και μετά την ανάρρησή του στο θρόνο προσπαθώντας να ανεβάσουν στο θρόνο το σύζυγο της Άννας, Καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο. Ακολουθώντας τις ύστατες συμβουλές του πατέρα του, ο Ιωάννης πήρε από το χέρι του ετοιμοθάνατου Αλέξιου Α΄ το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι "σφραγιστήρα δακτύλιον" πήγε με τους οπαδούς του στο Μέγα Παλάτιον, πέτυχε να το καταλάβει και με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε το θρόνο φέρνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους προ τετελεσμένων.
(α) Στρατιωτικές επιχειρήσεις
Η βασιλεία του σφραγίστηκε από ατέρμονες στρατιωτικές επιχειρήσεις για την επανάκτηση του ελέγχου στις επαρχίες της Μ. Ασίας. Είχε καταφέρει με συνδυασμένη στρατιωτική δράση και εξαίρετη διπλωματία σχεδόν να αναιρέσει πλήρως τις επιπτώσεις της συντριβής του Μάντζικερτ το 1071. Οι λαοί που τον απασχόλησαν ήταν οι Σέρβοι και οι Ούγγροι, οι οποίοι συμμάχησαν κάποια στιγμή, παρότι είχαν υποστεί επανειλημμένες ήττες από τους Βυζαντινούς. Το 1119 εκστράτευσε στη Λαοδίκεια, την οποία απελευθέρωσε το ίδιο έτος ενώ το 1120 προχώρησε στην Παμφυλία και κατέλαβε τη Σωζόπολη. Οι εισβολές των Πετσενέγκων στα Βαλκάνια τον ανάγκασαν να εκστρατεύσει εναντίον τους το 1122 όπου σε φονικότατη και αποφασιστική μάχη στην περιοχή Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας), τους συνέτριψε με αποτέλεσμα ο νομαδικός αυτός λαός να μην ενοχλήσει ποτέ πλέον πάλι την αυτοκρατορία.
Ο Ιωάννης Β΄ από την αρχή της βασιλείας του αρνήθηκε να επικυρώσει στους Βενετούς τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Αλέξιος Α΄. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κράτη να οδηγηθούν σε πολεμική ρήξη από το 1122, καθώς οι Βενετοί άρχισαν να λεηλατούν τα νησιά (Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Σάμο, Λέσβο, Άνδρο, Κεφαλληνια) και τα παράλια της αυτοκρατορίας. Χωρίς να διαθέτει ακόμα ισχυρές ναυτικέσ δυνάμεις ο Ιωάννης Β΄ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Βενετία επικυρώνοντας και ενισχύοντας τα προνόμια της τον Αύγουστο του 1126. Δυό χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Ούγγρους. Ο Ούγγρος βασιλιάς Στεφανος Β΄ επιτέθηκε και κατέλαβε τις πόλεις Βρανίτζοβα και Βελέγραδα, επειδή οι Βυζαντινοί είχαν προσφέρει άσυλο στον φυγάδα αδελφό του, Αλμόζη. Ο Ιωάννης Β΄ το 1128 σε μια σειρά μαχών νίκησε τους Ούγγρους και ανακατέλαβε όλα τα χαμένα εδάφη, έως ότου το 1129 οι δυο αντίπαλοι συνθηκολόγησαν. Οι νίκες του Ιωάννη Β΄ σταθεροποίησαν τα βόρεια σύνορα του κράτους και δημιούργησαν τις προυποθέσεις καλών σχέσεων με την Ουγγαρία την επόμενη δεκαετία 1131-1141.
(β) Αγώνες κατά των Δανισμεντιδών (1130-1135)
Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ μέγάλος αντίπαλος των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία δεν ήταν οι Σελτζούκοι του Ικονίου αλλά οι συγγενείς τους Δανισμεντίδες ηγεμόνες οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας. Οι φιλοδοξίες του δανισμεντίδη Αμίρ Γαζή Γκιουμουστεγκίν (αναφερόμενος ως Τανισμάνος στις βυζαντινές πηγές), ο οποίος είχε καταλάβει τη Μελιτηνή (1124) την Άγκυρα, την Καισάρεια και την Κασταμονή (1126-1127), εδάφη της Μικράς Αρμενίας και είχε νικησει τους Φράγκους του πριγκιπάτου της Αντιόχειας το 1130, σε μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο Νορμανδός πρίγκιπας Βοημούνδος Β΄, ανησύχησαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος την ίδια χρονιά έστρεψε όλη την προσοχή του στο ανατολικό σύνορο. Το 1130 ο Ιωάννης Β΄ προέλασε με ισχυρές δυνάμεις στη Μικρά Ασία και κατέλαβε την Κασταμονή ενώ στη συνέχεια διεξήγαγε μεγάλες επιχειρήσεις σε περιοχές πέραν του Άλυ ποταμού, όπου κατέλαβε πολλά φρούρια και συνέλαβε μεγάλο αριθμό εμίρηδων. Η επιστροφή του όμως στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε την ευκαιρία στον Αμίρ Γαζή ν΄ανακαταλάβει το 1133 την Κασταμονή. Το επόμενο έτος (1134) ο αυτοκράτορας άρχισε νέα εκστρατεία εναντίον των Δανισμεντιδών ενώ παράλληλα σύναψε και συμμαχία με τον Σελτσούκο σουλτάνο του Ικονίου Μεσούτ Α΄. Το αποτελέσματα ήταν να καταλάβει εκ νέου την Κασταμονή (1135) ενώ η Γάγγρα έπεσε στα χέρια του ύστερα από σφοδρό πολιορκητικό αγώνα (1135). Το 1136 εξουδετέρωσε τους Αρμένιους στον Ταύρο. Στη συνέχεια στράφηκε κατά των Δανισμενδιτών(1130-35) όσο και κατά των Σελτζούκων (1137). Καθ’ οδόν απελευθέρωσε πλήθος μικρασιατικών πόλεων από τα νότια παράλια μέχρι τον Πόντο. Το 1139 συνέχισε προς τα νότια για τις πόλεις Χάμα, Χαλέπι, Σεϋζάρ.
(γ) Επιχειρήσεις στη Δύση
Στο δυτικό μέτωπο η ένωση από τον Ρογήρο Β΄(ανεψιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου) της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και η στέψη του στο Παλέρμο (1130) θορύβησε όχι μόνο τον Βυζαντινό αλλά και τον Γερμανό αυτοκράτορα. Δημιουργήθηκε έτσι μια συμμαχία μεταξύ του Βυζαντίου, της Γερμανικής αυτοκρατορίας και της ιταλικής πόλης Πίζας με αντινορμανδικό χαρακτήρα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στον Ιωάννη να προετοιμαστεί εναντίον των Φράγκων της Αντιόχειας. Όμως ο θάνατός του κατά τη διάρκεια κυνηγιού το 1143 εμπόδισε την πραγματοποίηση αυτής της επιχείρησης.
Ο Μανουήλ Α΄ ο Κομνηνός (1118-1180), νεότερος γιος του Ιωάννη Β και της Ειρήνης της Ουγγαρίας, ήταν ο 67ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1143 μέχρι το θάνατό του το 1180. Έχοντας χάσει τους δύο μεγαλύτερους γιους πρόωρα, ο Ιωάννης Β τον θεώρησε καταλληλότερο έναντι του πρεσβύτερου γιου του Ισαάκ. Με όμορφο παρουσιαστικό, βαθειά μόρφωση και μεγάλες στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες, ο Μανουήλ είχε όλα τα προσόντα ενός άξιου διαδόχου. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Βέρθα του Σούλτσμπαχ (Bertha Sulzbach), που μετονομάστηκε σε Ειρήνη και δεύτερη η Μαρία του Πουατιέ (Maria Poitiers), γνωστή και ως Μαρία της Αντιοχείας ή Μαρία η Ξένη. .
Το 1144, ο Άραβας Ιμάντ ελ-Ντιν Ζένγκι κατέλαβε την Έδεσσα (σημερινή Ούρφα), και την έπνιξε στο αίμα. Ο πάπας Ευγένιος Γ΄, κάλεσε το βασιλέα Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας και τον Κονράδο Χοχενστάουφεν της Γερμανίας σε νέα Σταυροφορία. Η είδηση της επικείμενης Β Σταυροφορίας (1147-1149) προκάλεσε μεγάλο πονοκέφαλο στον Μανουήλ, ο οποίος γνώριζε καλά τί είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του παππού του στην Α΄ Σταυροφορία. Τα Γαλλικά και Γερμανικά στρατεύματα της Β΄ Σταυροφορίας περνώντας από τα βυζαντινά εδάφη, επέφεραν το χάος. Ο Μανουήλ κατάφερε, παρακάμπτοντας τη Βασιλεύουσα, να τους διοδεύσει άμεσα προς τη Μικρά Ασία, όπου σταδιακά συνετρίβησαν από τους Τούρκους και τους Άραβες, διότι δε διέθεταν ούτε τα μέσα, ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την κατάλληλη ηγεσία για να επιτύχουν στο φιλόδοξο εγχείρημά τους και βέβαια δεν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν ούτε μια σπιθαμή γης. Η τραγική αποτυχία της Β’ Σταυροφορίας εμβάθυνε το σχίσμα και την αμοιβαία αντιπάθεια Βυζαντινών και Δυτικών, και καταβαράθρωσε την εικόνα στρατιωτικής ισχύος που είχε η Δύση απέναντι στους βαρβαρικούς λαούς των Τούρκων και των Αράβων.
Το 1147 σημειώθηκε επιδρομή Νορμανδών σε Βυζαντινά εδάφη Κέρκυρα, Εύβοια, Θήβα, Αθήνα και Κόρινθο. Το 1148 ο Μανουήλ συμμάχησε με τον Κονράδου εναντίον Νορμανδών και οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κέρκυρα Τον ίδιο καιρό, ο στόλος του βασιλιά Ρογήρου της Σικελίας εκστράτευσε κατά των δυτικών επαρχιών του Βυζαντίου, προκαλώντας την οργή του Μανουήλ, που αναγκάστηκε να λάβει τα μέτρα του. Μετά τη Β΄ Σταυροφορία ο Μανουήλ στράφηκε σε μια προσπάθεια επανάκτησης των Ιταλικών επαρχιών, που αποτελούσε προσωπικό του όνειρο. Το 1155 οι Βυζαντινοί κατέλαβαν το Μπάρι και παραχώρησαν προνόμια στους Γενουάτες. Μετά από σύντομες αντιπαραθέσεις εναντίον Σέρβων και Ούγγρων εισβολέων, ο Μανουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει το βασιλιά Ρογήρο της Σικελίας. Ο Ρογήρος όμως πέθανε, και ο διάδοχος γιος του Γουλιέλμος δεν είχε τις ικανότητες του πατέρα του. Έτσι, Βυζαντινά στρατεύματα υπό τους στρατηγούς Ιωάννη Δούκα και Μιχαήλ Παλαιολόγο, με τη σύμφωνη γνώμη του πάπα Αδριανού Δ΄, προσωρινά απελευθέρωσαν όλη τη νότια Ιταλία. Όμως ο Γουλιέλμος επανήλθε με σειρά συμμαχιών, και η όλη προσπάθεια κατέληξε σε μια συμφωνία του 1158, με την οποία ουσιαστικά οι βυζαντινές βλέψεις για την Ιταλία έλαβαν οριστικό τέλος.
Ο Μανουήλ στράφηκε πάλι στην Ανατολή. Το 1158-1159 προσπάθησε να ανακτήσει τη Φρυγία και Κιλικία Ταξίδεψε στην Αντιόχεια, όπου επέβαλε τη βυζαντινή εξουσία. Συμμάχησε με το βασιλέα του Σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ Βαλδουΐνο, και σύναψε ειρήνη με τον Τούρκο Κιλίτζ-Αρσλάν και τον Σαρακηνό Νουρ-Ελ-Ντιν. Ο γάμος του με την Μαρία της Αντιοχείας, την ομορφότερη γυναίκα της εποχής, δημιούργησε τριβές με τον νοτιο-γαλλικό οίκο Φρεντελον που όριζε τα κομιτάτα, δηλαδή τις κομητείες, της Τουλούζης (στη νότια Γαλλία) και της Τριπόλεως (στους Αγίους Τόπους, ή Λεβάντε), και με τους περισσότερους από τους χριστιανούς άρχοντες του Λεβάντε. Ο γάμος αυτός προέκυψε ύστερα από το θάνατο της πρώτης συζύγου του Γερμανίδας Ειρήνης (ή Μπέρθας του Σουλτσμπαχ). Τότε στάλθηκαν στους Αγίους Τόπους ο Ιωάννης Κοντοστέφανος, ο δραγομάνος Θεοφύλακτος και ο ακόλουθος της φρουράς των Βαράγγων, Βασίλης Καματερός, για να επιλέξουν κάποια από τις λεβαντίνες αριστοκράτισσες ως νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα. Αυτοί διάλεξαν τη Μαρία που ήταν ομορφότερη, αν και προερχόταν από το ήδη υποτελές πριγκιπάτο της Αντιοχείας, προτιμώντας την από την λιγότερο όμορφη, αλλά με πολύ πιο μεγάλη επιρροή, Μελισάνθη, κόρη του κόμητα της Τριπόλεως, Ραϊμόνδου Β΄, και ανιψιά της βασίλισσας της Ιερουσαλήμ, Μελισάνθης λε Μπουργκ.
Ο Μανουήλ, προσπάθησε να περιορίσει τη Βενετική ισχύ, καθώς και να επιλύσει τα προβλήματα από συνεχείς απειλές των δυτικών επαρχιών, χωρίς όμως απόλυτη επιτυχία. Το 1163 ο Στέφανος Νεμάνια μέγας Ζουπάνος της Σερβίας αναγνώρισε την επικυριαρχία του Μανουήλ, ο οποίος παράλληλα αναμείχθηκε ενεργά στις υποθέσεις του Ουγγρικού βασιλείου. Το 1167 ο Μπέλα, διεκδικητής του ουγγρικού θρόνου έγινε, με τη βοήθεια του Μανουήλ, βασιλιάς της Ουγγαρίας και συνήψε συνθήκη με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τον επόμενο χρόνο, πιθανόν εκπληρώνοντας μυστικό όρο της συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη, βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν στις ουγγρικές επαρχίες της Δαλματίας και της Βοσνίας και τις κατέλαβαν. Η στροφή ενδιαφέροντος προς τη Δύση, έδωσε περιθώριο στον Κιλίτζ Αρσλάν να κινηθεί ενάντιά του. Ο Μανουήλ συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις και εκστράτευσε εναντίον του. Όμως,ένα σοβαρό στρατιωτικό λάθος οδήγησε το 1176 το σύνολο του Βυζαντινού στρατού σε ενέδρα στην περιοχή του Μυριοκεφάλου της Μικράς Ασίας. Τα Βυζαντινά στρατεύματα κατεσφάγησαν, αν και ο Μανουήλ κατόρθωσε την ύστατη στιγμή να συνάψει ειρήνη. Η ήττα του Μυριοκεφάλου αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τον ίδιο τον Μανουήλ, και συγχρόνως ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη της Μικράς Ασίας. Τα επόμενα χρόνια και παρ´όλη την αντίσταση που συνέχισαν να προβάλουν οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι σταθεροποιήθηκαν και συνέχισαν να προχωρούν δυτικά.
Το 1180, ο Μανουήλ αρρώστησε και στις 24 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους πέθανε, αφήνοντας τον ανήλικο γιό του Αλέξιο Β ως τυπικό διάδοχο. Σπάνια φυσιογνωμία της Βυζαντινής ιστορίας, ο Μανουήλ συνέχισε την παράδοση του πατέρα και του παππού του με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του στο στρατιωτικό, διπλωματικό και πολιτικό τομέα. Παρορμητικός και ασυγκράτητος, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Σημείωσε μεγάλες επιτυχίες, τελικά όμως πάντα ένα μικρό σφάλμα, μια ασημαντότητα, ερχόταν να τις ανατρέψει. Η συμπάθεια που έτρεφε προς τη Δύση και τον πολιτισμό της, τον οδήγησε στο να διατηρεί πάντα το βλέμμα προς τις εκεί πρώην και νυν επαρχίες, με αποτέλεσμα να μην επικεντρώσει τις προσπάθειές του, όπως όφειλε, προς τον μέγα εξ ανατολών κίνδυνο των Τούρκων. Η ήττα στο Μυριοκέφαλο, 105 χρόνια μετά το Ματζικέρτ, έστρεψε οριστικά τη ροή της ιστορίας εναντίον του ελληνικού μεσαιωνικού κράτους, και αμαύρωσε, κατά τρόπο οικτρό, την υστρεοφημία ενός από τους, κατά τα άλλα, ευγενέστερους, σε ήθος και παιδεία, αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Ο Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (1169-1183), γιος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού και της Μαρίας της Αντιοχείας ήταν ο 68ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Στέφθηκε αυτοκράτορας μετά το θάνατο του πατέρα του το 1180, αλλά, εξαιτίας της μικρής ηλικίας του, η διακυβέρνηση έμεινε ουσιαστικά στα χέρια της μητέρας του Μαρίας της Αντιοχείας. Λίγο πριν πεθάνει, ο πατέρας του αποφάσισε να κάνει συμμαχικό γάμο με το γαλλικό στέμμα, και στις αρχές του 1180 του έδωσε σύζυγο την Γαλλίδα πριγκίπισσα Αγνή (Agnes, που μετονομάστηκε σε Άννα), κόρη του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου Z' Καπέτου. Η παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο του πρώτου ξαδέρφου του πατέρα του Ανδρόνικου Α ήταν μοιραία. Ανήμποροι να αντισταθούν στις πολιτικές ραδιουργίες του, μητέρα και γιος εξοντώθηκαν μέχρι το 1183 πολιτικά και αργότερα φυσικά, εν μέσω γενικής αναταραχής του βυζαντινού κράτους.
Ο Ανδρόνικος Α' Κομνηνός (1118 - 12 Σεπτεμβρίου 1185), γιος του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού (γιου του Αλέξιου Α) ήταν ο 69ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από το 1183 μέχρι το 1185. Η προσωπικότητα του Ανδρόνικου Α' κατέχει ιδιαίτερη θέση στη βυζαντινή ιστορία. Κλασικός τύπος μεσαιωνικού ιππότη, πέρασε τη ζωή του περιπλανώμενος στις ανατολικές περιοχές του κράτους υπό τις στρατιωτικές εντολές του εξαδέλφου του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού. Είχε μεγάλη αδυναμία στο αντίθετο φύλο, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι θυελλώδεις έρωτες και αποπλανήσεις πριγκιπισσών και άλλων ευγενών γυναικών. Είχε επίσης σαφή ροπή προς την ευζωία, αλλά και τη χρήση σκληρής βίας. Πριν από τη στέψη του, είχε δώσει σαφή δείγματα ηγετικών και διοικητικών ικανοτήτων σε διάφορες αποστολές που του είχε αναθέσει ο εξάδελφός του.
Μετά το θάνατο του Μανουήλ Α, το γεγονός ότι ο μόνος διάδοχος του θρόνου ήταν ανήλικος, καθώς και η, ως απογόνου αυτοκράτορα, φιλοδοξία του για την αναρρίχηση στον βυζαντινό θρόνο, τον οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού πρώτα έγινε συναυτοκράτορας του ανήλικου ανεψιού του, με μηχανορραφίες και συνωμοσίες απομάκρυνε τον Αλέξιο Β και τη μητέρα του Μαρία της Αντιοχείας, οι οποίοι στη συνέχεια πιθανώς στραγγαλίστηκαν από τον Ανδρόνικο. Ο Ανδρόνικος, αν και ηλικίας 65 ετών, δε δίστασε να παντρευτεί την μόλις 12 ετών χήρα του Αλέξιου Β Γαλλίδα πριγκίπισσα Άννα. Μετά την ανάληψη του θρόνου ο Ανδρόνικος Α' φέρεται να άλλαξε πλήρως τον τρόπο ζωής του και του δόθηκε η προσωνυμία «λαόφιλος». Ο έντονος εθνισμός και απολυταρχισμός του τον οδήγησαν το 1182 στο να διατάξει τη σφαγή όποιου διέπραττε αδίκημα ή υπεξαιρούσε χρήματα ή παρεμπόδιζε το κράτος και τη σφαγή όλων των Λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, που συνοδεύτηκε από φοβερόύς εμπρησμούς και λεηλασίες. Ταυτόχρονα όμως τα άδεια αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια γέμισαν, και οι καταπιεσμένοι πολίτες βρήκαν μία ανάπαυλα. Διατάχθηκαν επίσης οι κατασκευές οχυρών και κάστρων, με παράδειγμα το κάστρο της Λήμνου.
Το 1185 ο Γουλιέλμος της Σικελίας επικεφαλής Νορμανδών κατέλαβε το Δυρράχιο και τη Θεσσαλονίκη, μετά από δεινή πολιορκία που περιέγραψε ο επίσκοπος Ευστάθιος. Η τελευταία εντολή του Ανδρονίκου Α' ως αυτοκράτορα φαίνεται πως ήταν προς τους πλούσιους γαιοκτήμονες, που τους διέταξε να κάνουν ανακαταμερισμό της γης, ώστε να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς ένα κομμάτι γης για να καλλιεργήσει. Με αφορμή αυτή τη διαταγή, ο Οίκος των Αγγέλων (που ακολούθησαν ως αυτοκράτορες τους Κομνηνούς) χρησιμοποίησε τη δύναμη των ήδη ταλαιπωρημένων από τον Ανδρόνικο Α΄ γαιοκτημόνων και τον ανάτρεψε από το θρόνο. Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Α' προσπάθησε ανεπιτυχώς με τη νεαρή σύζυγό του Άννα να δραπετεύσει στην Κριμαία. Συνελήφθη και υπέστη μαρτυρικό θάνατο στην Κωνσταντινούπολη, λυντσαρισμένος βάναυσα από τον όχλο.
Ο Ανδρόνικος Α υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Κομνηνών. Το οικτρό τέλος του, αποτέλεσμα προσωπικών του σφαλμάτων, αλλά και ραδιουργιών της κυρίαρχης τάξης των μεγαλογαιοκτητών, με τους οποίους αντιπαρατέθηκε, δεν ήταν δίκαιη κατάληξη των προσπαθειών που κατέβαλε για την ανόρθωση του κράτους. Ήταν ευφυής, ικανός, αλλά ταυτόχρονα απερίσκεπτος και βίαιος. Ελάττωσε τους φόρους, πέτυχε βελτίωση της ζωής των ασθενέστερων τάξεων, μείωσε τα κρατικά έξοδα και βελτίωσε τη διοίκηση. Ταυτόχρονα όμως έδειξε αδιαφορία στην αντιμετώπιση εχθρών του κράτους του εμφανίσθηκαν στην εποχή του, και κυρίως οι Νορμανδοί, που μετά την Θεσσαλονίκη έκαναν πολλές λεηλασίες στο δρόμο τους προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία θα κυρίευαν αν ο Ανδρόνικος δεν ανατρεπόταν από τον θρόνο.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Ανδρόνικο Α Κομνηνό, με αφετηρία τον Ισαάκιο Β Άγγελο, αποτελεί την Δυναστεία των Αγγέλων (1185-1204), που ήταν ελληνικής καταγωγής, από την Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας. Η οικογένεια των Αγγέλων είχε κατά κάποιο τρόπο σχέση με ένα παρακλάδι της οικογένειας των Κομνηνών, αφού οι δύο πρώτοι αυτοκράτορες της Δυναστείας, ο Ισαάκιος Β και ο Αλέξιος Γ ήταν εγγονοί της Θεοδώρας Κομνηνής, κόρης του αυτοκράτορας Αλέξιου Α Κομνηνού, από τον δεύτερο γάμο της με τον αριστοκράτη μεγαλογαιοκτήμονα .Κωνσταντίνο Άγγελο. Η διακυβέρνηση του κράτους από τους Αγγέλους ήταν ολέθρια και κατέληξε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ Σταυροφορίας το 1204.
Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1156-1204), γιος του αριστοκράτη μεγαλογαιοκτήμονα Ανδρόνικου Άγγελου και της Ευφροσύνης Κασταμονίτου, ήταν ο 70ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, πρώτος στη σειρά της Δυναστείας των Αγγέλων. Βασίλεψε από το 1185 μέχρι την εκθρόνισή του το 1195, επανήλθε σε συμβασιλεία με το γιό του Αλέξιο Δ΄ Άγγελο το 1203, μέχρι το θάνατό του το 1204. Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος, ευγενούς καταγωγής αντικατέστησε τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό μετά τα επεισόδια και τη θανάτωσή του. Αμέσως ανέλαβε δράση και τα Βυζαντινά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Αλέξιο Βρανά διέλυσαν τον απειλητικό στρατό του Γουλιέλμου της Σικελίας στην Αμφίπολη το 1185. Δεν μπόρεσε όμως να έχει την ίδια επιτυχία στην ανάκτηση των νησιών του Ιονίου, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο, τα οποία είχαν καταληφθεί από τον στόλο του Γουλιέλμου Β΄ με ναύαρχο τον Μαργαριτώνη το καλοκαίρι του ίδιου έτους.
Η συνέχεια της βασιλείας του δεν υπήρξε αντάξια του πρώτου θριάμβου. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Ανδρόνικο Α, ο Ισαάκιος Β δεν ήταν σε θέση να διοικήσει ικανοποιητικά το κράτος. Επανήλθε η παταχθείσα υπό τον προκάτοχό του διαφθορά των υπαλλήλων, αλλά και η εξαγορά τίτλων και προνομίων, ως βασικά στοιχεία της διοίκησης.
Το 1187, ο Σαρακηνός Ελ-Σαλαντίν κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα, καταλύοντας το ομώνυμο Σταυροφορικό βασίλειο. Σε πλήρη αντίθεση με το αντίστοιχο γεγονός της πτώσης των Ιεροσολύμων στους Φράγκους, ο Σαλαντίν δεν επιδόθηκε σε ανούσια σφαγή, αλλά επέτρεψε σχεδόν σε όλους τους Χριστιανούς να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Η πτώση της Αγίας Πόλης αποτέλεσε το έναυσμα για την διοργάνωση το 1191 της Γ΄ Σταυροφορίας από τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα. Έντρομος ο Ισαάκιος, αλλά και πολύ κατώτερος των απαιτήσεων των γεγονότων, δεν κατόρθωσε να επιδείξει την οξύνοια και διπλωματική ευελιξία των Κομνηνών στη διαχείριση των Σταυροφορικών στρατευμάτων. Ο Φρειδερίκος πέρασε στην Ανατολία και κατέλαβε το Ικόνιο. Στην πορεία όμως πέθανε σε πνιγμό με αποτέλεσμα την άμεση και άδοξη λήξη της Σταυροφορίας, χωρίς καν να πλησιάσει στο στόχο της. Ο γιος του Ερρίκος ΣΤ΄, ανέλαβε την πρωτοβουλία για νέα Σταυροφορία το 1195. Αν και τα πρώτα στρατεύματα κινήθηκαν επιτυχώς, ο θάνατος του Ερρίκου ΣΤ το 1197 στη Μεσσήνη έδωσε άδοξο τέλος και στη νέα εκστρατεία.
Ανήμπορος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, ο Ισαάκιος ήταν ένας ηγέτης, χωρίς τα χαρίσματα των Κομνηνών. Εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο και τιμωρήθηκε με τύφλωση το 1195. Το 1203, τις παραμονές της πολιορκίας της Πόλης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, ο γιος του μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις για ανταλλάγματα, κατόρθωσε με τη βοήθεια των Δυτικών, και κυρίως των Βενετών, να επανακτήσει το θρόνο και να χρισθεί συμβασιλέας με τον πατέρα του. Λίγο πριν την πτώση (1204), πατέρας και γιος εκθρονίστηκαν και θανατώθηκαν από τον Αλέξιο Ε΄ Μούρτζουφλο. Ο Ισαάκιος Β' νυμφεύθηκε πρώτα την Ειρήνη Τορνίκη (ή Παλαιολογίνα). Τέκνα τους ήταν η Ευφροσύνη, που έγινε μοναχή, η Άννα σύζυγος του Roman Rurik, υιού του Mstislav II μεγάλου πρίγκιπα του Κιέβου τρισεγγονού του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου, η Ειρήνη (1181-1208) σύζυγος πρώτα του Roger III Hauteville δουκός Απουλίας και συμβασιλέως Σικελίας (υιού του Tangred βασιλέως Σικελίας) και έπειτα τον Philip Hohenstaufen δούκα Σουαβίας και βασιλέως Γερμανίας (υιού του Frederick I Barbarossa). Απόγονοι της Ειρήνης από τον δεύτερο γάμο της ήταν οι Μανουήλ Β' και Ανδρόνικος Ε' Παλαιολόγοι, οι Francesco II και Dorino I Gattilusio ηγεμόνες Λέσβου, βασιλείς της Βοημίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Βουργουνδίας, Γαλλίας, Αγγλίας, Αραγωνίας, Καστίλλης και Λεόνης, Πορτογαλίας, Σικελίας, Σουηδίας, Βραδεμβούργου και Πρωσσίας, και Αλέξιος Δ' (1182-1204) αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που προκάλεσε την είσοδο των Σταυροφόρων της Δ' Σταυροφορίας στην Κωνσταντινούπολη και την άλωση της πόλης. Όταν χώρισε με την Ειρήνη, νυμφεύθηκε το 1185 τη Μαργαρίτα (Margaret [Μαρία] Arpad), κόρη του Bela III βασιλέως Ουγγαρίας και της Αgnes de Chatillon της Αντιόχειας. Tέκνο τους ήταν ο Ιωάννης (π.1193-1259) κύριος Συρμίου, υπό τον Bela IV Arpad βασιλέα Ουγγαρίας.
Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος (1153-1211), αδελφός του προηγούμενου αυτοκράτορα Ισαάκιου Β, γιος του αριστοκράτη μεγαλογαιοκτήμονα Ανδρόνικου Άγγελου και της Ευφροσύνης Κασταμονίτου, ήταν ο 71ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό, διότι ήταν εγγονός της Θεοδώρας Κομνηνής, κόρης του αυτοκράτορα Αλέξιου Α Κομνηνού. Σύζυγός του ήταν η Ευφροσύνη Καματηρά και παιδιά τους οι Ειρήνη, Άννα και Ευδοκία. Ήταν δευτερότοκος γιος του Ανδρόνικου Αγγέλου, ενός εξαδέλφου του αυτοκράτορα Αλεξίου Β΄ Κομνηνού. Το 1195, και ενώ ο αδελφός του Ισαάκιος Β' βρισκόταν για κυνήγι στη Θράκη ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα αυτοκράτορας. Συνέλαβε τον Ισαάκιο Β στα Στάγειρα της Μακεδονίας, και αφού τον τύφλωσε, τον φυλάκισε μαζί με τον ανήλικο γιο του Αλέξιο, μολονότι είχε ελευθερωθεί από αυτόν από την αιχμαλωσία του στην Αντιόχεια και είχε περιβληθεί με τιμές. Θέλοντας να λησμονηθεί το έγκλημά του απέβαλε το επίθετο των Αγγέλων και για να σταθεροποιήσει την θέση του χρησιμοποιούσε αυτό της γιαγιάς του Θεοδώρας Κομνηνής. Μετονομάσθηκε έτσι σε Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός για να δώσει περισσότερη λαμπρότητα στον εαυτό του ως απόγονος του μεγάλου οίκου των Κομνηνών.
Ο Αλέξιος Γ΄ άσκησε επιτυχημένη εκκλησιαστική πολιτική. Στηρίχθηκε στην αντιλατινική παράταξη για να αναρριχηθεί στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα επεδίωξε την προσέγγιση του με τον παπικό θρόνο. Με επιστολή του συνεχάρη τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ για την εκλογή του(1198) και του πρότεινε συμμαχία αλλά ο Πάπας του γνωστοποίησε με απεσταλμένους του ότι δεν ήταν δυνατή η συμμαχία. Τότε ο Αλέξιος Γ΄ με νέα του επιστολή προς τον Πάπα Ιννοκέντιο παρατήρησε "ότι η ένωση των εκκλησιών ήταν υπόθεση όχι του αυτοκράτορα, αλλά μιας οικουμενικής συνόδου, στην οποία, υπό την καθοδήγηση του αγίου πνεύματος θα ήταν δυνατή η ανεύρεση μιας ορθής λύσης με την επιβουλή της θείας θελήσεως. Αναλόγου περιεχομένου επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄επέδωσαν και στον πατριάρχη Ιωάννη ΙΙ Καματηρό οι παπικοί αντιπρόσωποι:Υποδιάκονος Αλβέρτος και Νοτάριος Αλβερτίνος. Τέλος ο Αλέξιος Γ΄ανανέωσε της ενωτικές συζητήσεις με τον ηγεμόνα των Αρμενίων Λέοντα β΄ για την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Αρμενικής Εκκλησίας που είχαν αρχίσει επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου. Μάλιστα η σύνοδος των Αρμενίων προκαθημένων στην πόλη Ταρσό το 1196 δέχθηκε τους βυζαντινούς όρους αλλά στις μετέπειτα συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη προσέκρουσαν σε αδιέξοδο λόγω τον υπερβολικών βυζαντινών αξιώσεων, έτσι οι ενωτικές αυτές προσπάθειες απέτυχαν.
Στους υπόλοιπους τομείς του Βυζαντινού κράτους Οικονομία, Εξωτερική πολιτική, Στρατός, δεν ανάπτυξε εξίσου επιτυχημένη δραστηριότητα. Η ικανή και ισχυρή αυτοκράτειρα Ευφροσύνη επιχείρησε μάταια να σταματήσει την καταστροφή, αλλά ο καλύτερος σύμβουλός της στην απόπειρα μεταρρύθμισης, ο Βατάτζης, δολοφονήθηκε με εντολή του αυτοκράτορα. Ταυτόχρονα δαπάνησε πολλά χρήματα για να πετύχει την αναγνώρισή του, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει το δημόσιο ταμείο. Έδωσε τόση ελευθερία στους αξιωματούχους του, ώστε πρακτικά το βασίλειο παρέμεινε χωρίς άμυνα. Έτσι ολοκλήρωσε την οικονομική καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Στα ανατολικά, το κράτος ερημωνόταν από τους Σελτζούκους. Μόνο ο θάνατος του Σουλτάνου του Ικονίου Κελιτζέ Αρσλάν Β΄ το 1193 και η διχόνοια ανάμεσα στους γιους του για την μοιρασιά, έσωσαν τις υπολειπόμενες επαρχίες του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία. Στα βόρεια οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι ατιμώρητα ισοπέδωναν τη Θράκη και τη Μακεδονία, ενώ ο Αλέξιος σπαταλούσε τους θησαυρούς του κράτους για τα παλάτια του και τους κήπους του, αφού αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον βασιλιά τους Ιωαννίτση παραχωρώντας του όλες τις περιοχές που είχε καταλάβει.
Το 1200 ο Αλέξιος Κομνηνός, εγγονός του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Κομνηνού με τη βοήθεια της θείας του Θάμαρ, βασίλισσας της Γεωργίας, κατέλαβε την Τραπεζούντα, την Παφλαγονία και όλα τα παράλια του Εύξεινου Πόντου και εγκαθίδρυσε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Σύντομα όμως ο Αλέξιος Γ΄ απειλήθηκε από έναν νέο, πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο. Το έτος 1202 οι Ευρωπαίοι πρίγκιπες της Δ’ Σταυροφορίας συναθροίστηκαν στην Βενετία. Ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου Αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και απευθυνόμενος στη σύναξη των Σταυροφόρων τούς υποσχέθηκε την ακύρωση του σχίσματος ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν αυτοί τον βοηθούσαν να εκθρονίσει το θείο του Αλέξιο Γ΄, καθώς και πλούσια αποζημίωση και δώρα για τις υπηρεσίες τους. Την 1η Οκτωβρίου 1202 ξεκίνησε ο βενετικός στόλος μεταφέροντας τους σταυροφόρους στις Δαλματικές ακτές, όπου κατέλαβαν την Ζάρα και στην συνέχεια το Δυρράχιο, όπου ο Αλέξιος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ΄. Στις 23 Ιουνίου 1203, ο στόλος των Σταυροφόρων υπό την ηγεσία του Δόγη της Βενετίας Δάνδολου, μεταφέροντας τον νέο Αυτοκράτορα, αγκυροβόλησε μπροστά από την Κωνσταντινούπολη. Στις 17 Ιουλίου οι σταυροφόροι προχώρησαν στην πρώτη κατάληψη της Πόλης και ο Αλέξιος Γ΄ χωρίς καμία αντίσταση και δείχνοντας όλη του τη δειλία δραπέτευσε νύχτα δια θαλάσσης στο Δεβελτό παίρνοντας μαζί τα τιμαλφέστερα κειμήλια του στέμματος και τις κόρες του Ειρήνη και Ευδοκία. Περιπλανήθηκε σε όλη την έκταση της πρώην Αυτοκρατορίας του έχοντας μαζί του τα διάσημα του αξιώματός του και τα κειμήλια που απέσπασε φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη. Στη Λάρισα συναντήθηκε με τον Λέοντα Σγουρό στον οποίο έδωσε την κόρη του Ευδοκία. Έτσι τον συνάντησαν τα μισθοφορικά στρατεύματα του Βονιφάτιου του Μομφερά κατά την είσοδό τους στην Πόλη της Λάρισας και τον δολοφόνησαν.
Ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος (1182 - 8 Φεβρουαρίου 1204), ήταν ο 72ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, από το 1203 έως το 1204 με συναυτοκράτορα τον πατέρα του Ισαάκιο Β΄. Μετά τη φυγή του Αλέξιου Γ΄ ο εκθρονισθείς αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος ελευθερώθηκε από τις φυλακές και στις 18 Ιουλίου 1203 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Αλέξιος Δ είχε δραπετεύσει από την Κωνσταντινούπολη το 1202 και έιχε έλθει σε συνεννόηση με τους αρχηγούς της Δ΄ Σταυροφορίας. Αρχικά συνεννοήθηκε με τον εκλεγμένο αρχηγό της Σταυροφορίας Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, αλλά η συμφωνία σκόνταψε στην άρνηση του πάπα. Στην συνέχεια στην Βενετία συνεννοήθηκε με τον τελικό αρχηγό της Σταυροφορίας δόγη Ερρίκο Δάνδολο υποσχόμενος την ακύρωση του σχίσματος ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν αυτοί τον βοηθούσαν να εκθρονίσει τον θείο του Αλέξιο Γ΄, καθώς και πλούσια αποζημίωση και δώρα για τις υπηρεσίες τους. Οι συνεννοήσεις αυτές κατέληξαν σε συνθήκη που υπογράφτηκε από τον Αλέξιο Δ το 1203, σύμφωνα με την οποία, όταν θα γινόταν αυτοκράτορας, θα αναλάμβανε την συντήρηση των σταυροφορικών στρατευμάτων για ένα χρόνο, θα πλήρωνε στους Βενετούς 100.000 αργυρά μάρκα και άλλες 100.000 στους Σταυροφόρους. Θα συντηρούσε δέκα χιλιάδες μαθητές επί ένα χρόνο και πεντακόσιους από αυτούς εφ' όρου ζωής για την άμυνα της Παλαιστίνης. Τέλος, θα φρόντιζε να καθυποτάξει την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στον Παπικό θρόνο.
Ο Ισαάκιος Β, επανερχόμενος στο θρόνο, κάλεσε τους αρχηγούς της Δ΄ Σταυροφορίας στις Βλαχέρνες για να επικυρώσει την συνθήκη που είχε υπογράψει μαζί τους ο γιος του Αλέξιος Δ. Μετά την επικύρωση αυτής της συνθήκης και από τον Ισαάκιο Β', ο Αλέξιος Δ στέφθηκε συναυτοκράτορας την 1η Αυγούστου 1203 ως Αλέξιος Δ΄και οι Σταυροφόροι αποσύρθηκαν από την Πόλη αφήνοντας μόνο ένα μικρό απόσπασμα για να τον προστατεύει και ταυτόχρονα να τον επιτηρεί. Μη μπορώντας όμως να πληρώσει τα υπέρογκα ποσά που είχε υποσχεθεί, αναγκάστηκε να επιβάλλει δυσβάστακτη φορολογία, αφού προηγουμένως αφαίρεσε ό,τι είχε εναπομείνει στα δημόσια ταμεία καθώς και τα ιερά σκεύη των Εκκλησιών. Στις 25 Αυγούστου 1203 έστειλε στον πάπα Ρώμης ομολογία πίστεως και ανάγκασε τον Πατριάρχη Ιωάννη Ι' Καματηρό να ανακηρύξει μέσα στην Αγία Σοφία τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ πρώτο επί της γης επίτροπο του Σωτήρος.
Η υπαγωγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην Δυτική και η συνεχιζόμενη οικονομική εξάντληση του πληθυσμού για την εξασφάλιση των υπολοίπων χρημάτων που ο Αλέξιος Δ΄ είχε υποσχεθεί στους Σταυροφόρους, οδήγησαν λαό και μοναχούς σε εξέγερση στις 25 Ιανουαρίου 1204, υποκινημένη από τον ευγενή Αλέξιο Δούκα, που οδήγησε στην καθαίρεση των τελευταίων Αγγέλων συναυτοκρατόρων Ισαακίου Β΄ και Αλεξίου Δ΄. Επί τρεις ημέρες επικρατούσε αναρχία επειδή κανένας δεν δεχόταν να αναλάβει την ηγεσία και η Αυτοκρατορία παρέμεινε ακέφαλη. Στις 28 Ιανουαρίου 1204 ο λαϊκός ηγέτης Νικόλαος Καναβός αποδέχθηκε την αρχηγία και ανακηρύχτηκε από το λαό αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία. Ο Πατριάρχης όμως καθώς και οι άρχοντες της πρωτεύουσας δεν τον αναγνώρισαν αυτοκράτορα. Στις 5 Φεβρουαρίου 1204 ο Αλέξιος Δούκας ανέτρεψε τον Νικόλαο Καναβό και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με το όνομα Αλέξιος Ε΄ Δούκας ο επιλεγόμενος Μούρτζουφλος. Αμέσως συνέλαβε και σκότωσε τον Καναβό και τον πρώην αυτοκράτορα Αλέξιο Δ'. Όσο για τον πατέρα του, Ισαάκιο Β', αυτός πέθανε αμέσως μόλις έμαθε τον θάνατο του γιου του.
Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας, γνωστός και ως Μούρτζουφλος (1182 - 8 Φεβρουαρίου 1204), ήταν ο 73ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, (5 Φεβρουαρίου 1204 - 12 Απριλίου 1204). Κατά τη σύντομη διάρκεια της θητείας του, η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων της Δ Σταυροφορίας, οι οποίοι ίδρυσαν την Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας, ήταν μέγας δομέστικος και ο λαός αποκαλούσε «μούρτζουφλο» επειδή είχε σμιχτά φρύδια. Ανήκε σε παλαιά αυτοκρατορική οικογένεια και ήταν γενναίος άνθρωπος αλλά αδύναμης ηθικής. Πλούσιος, πονηρός, αγαπητός στον λαό και κατέχων το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου επέμενε για πόλεμο εναντίον των Λατίνων και ανέλαβε τον αγώνα για την αντιμετώπιση των ληστρικών επιδρομών των σταυροφόρων. Η ευκαιρία να ανέβει στον θρόνο που εποφθαλμιούσε παρουσιάστηκε με την εξέγερση της αντιλατινικής παράταξης. Αφού εγκατέλειψε τη νόμιμη σύζυγό του, νυμφεύτηκε την Ευδοκία, την μικρότερη από τις κόρες του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει το θρόνο. Κατόπιν πρωτοστάτησε στις εξεγέρσεις εναντίον του φιλολατίνου αυτοκράτορα Αλεξίου Δ΄ και κατόρθωσε, με τη βοήθεια των Βαράγγων, να ανεβεί στο θρόνο και να στεφθεί αυτοκράτορας με το όνομα Αλέξιος Ε΄. Μερικές ημέρες αργότερα δολοφόνησε τον προηγούμενο αυτοκράτορα Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, αλλά και τον διεκδικητή του θρόνου Νικόλαο Κανναβό.
Μόλις ανέβηκε στο θρόνο, ο Αλέξιος Ε΄ άρχισε να οργανώνει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης, γιατί προαισθανόταν τη θανάσιμη σύγκρουση με τους Σταυροφόρους. Πραγματικά τον Απρίλιο του 1204 οι Σταυροφόροι έκαναν την πρώτη έφοδο εναντίον της πόλης, αλλά απέτυχαν. Στη δεύτερη όμως έφοδο, στις 12 Απριλίου, και παρά την ηρωική άμυνα των πολιορκουμένων, κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, η οποία ποτέ μέχρι τότε δεν είχε πέσει στα χέρια ξένων. Μέσα στη σύγχυση και το σκοτάδι ο Μούρτζουφλος κατόρθωσε να διαφύγει και το πρωί οι Σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη με τις νικηφόρες φάλαγγές τους και επιδόθηκαν σε ένα πρωτοφανές όργιο σφαγών, λεηλασιών και άλλων κακουργημάτων.
Όταν έμαθε ο Αλέξιος Ε΄ πως ο πεθερός του, πρώην αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄, διέμενε στη Μοσυνούπολη, κατευθύνθηκε προς αυτόν μαζί με την γυναίκα του (και κόρη του Αλέξιου Γ΄) Ευδοκία. Ο Αλέξιος Γ΄, όμως, τον αποστρεφόταν. Υποδυόμενος λοιπόν το ρόλο του πεθερού υποδέχθηκε τον Αλέξιο Ε΄ και αφού βόλεψε το χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις ο Αλέξιος Ε΄ βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν όλοι μαζί οι υπηρέτες του Αλεξίου Γ΄ εναντίον του και του έβγαλαν τα μάτια. Η Ευδοκία όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έβριζε τον πατέρα της κι αυτός την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος Ε΄ περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης σαν αλήτης. Όταν όμως οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν εξόρμηση από την Κωνσταντινούπολη και πέρασαν από τα μέρη της Μοσυνούπολης, ανακαλύπτοντας εκεί τον Αλέξιο Ε΄, τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη και αφού τον βασάνισαν, τον καταδίκασαν σε θάνατο, γκρεμίζοντάς τον από τον κίονα του Θεοδοσίου.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Αλέξιο Ε Μούρτζουφλο, με αφετηρία τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, κυβέρνησε την αυτοκρατορία από τη Νίκαια της Βιθυνίας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, η οποία στο διάστημα αυτό είχε καταληφθεί από τους σταυροφόρους της Δ Σταυροφορίας. Τα μέλη της, που αποτελούν την Δυναστεία των Λασκάρεων (1204-1261, <λάσκω [= κραυγάζω, εξαγγέλω, εκφωνώ] = εκφωνητής), ήταν αριστοκράτες ελληνικής καταγωγής, από την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα την περίοδο αυτή υπήρχαν δύο ακόμη ελληνικά κράτη: Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1261), με πρώτο βασιλιά τον Αλέξιο Κομνηνό, και το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1205-1479), με πρώτο ηγεμόνα τον Μιχαήλ Άγγελο. Για τα κράτη αυτά, όπως και για το Φραγκικό κράτος της Κωνσταντινούπολης, γίνεται λόγος σε επόμενη παράγραφο.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, γιος του Μανουήλ Λάσκαρη (που γεννήθηκε περί το 1140) και της Ιωάννας Καράτζαινας (που γεννήθηκε περί το 1148), ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους, που μετακινήθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια. Αν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης αριθμηθεί ως ΙΑ', τότε ο επόμενος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πρέπει να θεωρηθεί ΙΒ'. Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας, ο Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος βλέποντας ότι όλα είχαν χαθεί, εγκατέλειψε την πόλη το βράδυ της 12ης Απριλίου. Καθώς οι Σταυροφόροι θα έμπαιναν το πρωί στην πόλη, ο λαός μαζεύτηκε στην Αγία Σοφία για να εκλέξει νέο αυτοκράτορα. Υποψήφιοι ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, που είχε συμμετάσχει γενναία στην άμυνα της Πόλης και ο Κωνσταντίνος Δούκας, επίσης ικανός στρατιωτικός. Με κλήρο επιλέχθηκε ο πρώτος, που προσπάθησε να εμψυχώσει τους πολίτες για άμυνα και να χρησιμοποιήσει τη Φρουρά των Βαράγγων. Αλλά όλοι τον εγκατέλειψαν. Έφυγε στις 13 Απριλίου με πλοίο για τη Βιθυνία. Εκεί ο αδελφός του Θεόδωρος συγκέντρωσε στρατό και έστειλε τον Κωνσταντίνο να καταλάβει το Αδραμύττιο από τον Henry Hainaut-Flanders λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Στη Μάχη του Αδραμυττίου που έγινε στις 19 Μαρτίου 1205 ο βυζαντινός στρατός ηττήθηκε και έκτοτε δεν αναφέρεται ο Κωνσταντίνος, που ίσως σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε. Το 1205 ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρης αξίωσε μετά από αυτόν το δικαίωμα να είναι αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Τα γεγονότα περιγράφει ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, η ακρίβεια του οποίου στο συγκεκριμένο σημείο έχει αμφισβητηθεί από ιστορικούς που θεωρούν ότι πρώτος αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο Θεόδωρος Α Λάσκαρης από το 1204 και όχι το 1205.
Ο Θεόδωρος Α Λάσκαρης (1175-1222) ήταν ο 1ος αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους, που μετακινήθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια (1205-1222) και ο 74ος από την ίδρυση της αυτοκρατορίας. Ήταν υιός του Μανουήλ Λάσκαρη (γεν.π.1140) και της Ιωάννας Καράτζαινας (γεν.π.1148). Ήταν στρατιωτικός και γαμπρός του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (βασ. 1195-1203). Γεννήθηκε γύρω στα 1175 και όντας μέλος επιφανούς οικογένειας του Βυζαντίου προωθήθηκε γρήγορα σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα, στα οποία διακρίθηκε για την γενναιότητα και τις ικανότητές του. Το 1204, την παραμονή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας και ενώ ο Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος είχε εγκαταλείψει την Πόλη, ο λαός εξέλεξε ως αυτοκράτορα τον αδελφό του Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Οι συνθήκες όμως οδήγησαν στη φυγή των Λασκαριδών από την Πόλη και τη διαφυγή τους στη Μικρά Ασία. Εκεί την ηγεσία της αντίστασης ανέλαβε ο Θεόδωρος, ο οποίος αφού κατάφερε να επιβληθεί στους Μικρασιάτες μεγιστάνες άρχισε τον πόλεμο κατά των Σταυροφόρων, των συμμάχων τους Σελτζούκων Τούρκων και των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.
Μεταξύ των προσφύγων από την Πόλη συγκαταλεγόταν και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με πολλούς κληρικούς, έτσι περί το 1208 ο Θεόδωρος στέφθηκε αυτοκράτορας. Οι επιτυχίες του, καθώς και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Λατίνοι στα Βαλκάνια από τους Βουλγάρους οδήγησαν τελικά στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης το 1214 στο Nυμφαίο, με βάση την οποία οι Λατίνοι περιορίζονταν σε μια στενή λωρίδα στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκε με την οργάνωση του κράτους του, την ενίσχυση της οικονομίας και του στρατού σε υγιείς βάσεις και την προετοιμασία της επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη. Πέθανε σε ηλικία 47 ετών το 1222 αφήνοντας ως διάδοχό του τον γαμπρό του, Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη.
Ο Θεόδωρος Α' νυμφεύφθηκε τρεις φορές. Πρώτα το 1198/9 την Άννα Αγγελίνα, θυγατέρα του Αλεξίου Γ' Αγγέλου, αυτοκράτορα του Βυζαντίου και της Ευφροσύνης Δούκαινας Καματηράς. Παιδιά αυτού του γάμου ήταν οι Ειρήνη Λασκαρίνα, η οποία παντρεύτηκε πρώτα τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο και μετά τον Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Μαρία Λασκαρίνα (π.1206-1270), που παντρεύτηκε τον Bela IV Arpad μετέπειτα βασιλιά της Ουγγαρίας (του υιού τους Stephen V Arpad η κόρη Anna Arpad παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο αυτοκράτορα του Βυζαντίου), και άλλα τρία τέκνα. Μετά το θάνατο της Άννας Αγγελίνας το 1212, ο Θεόδωρος Α' νυμφεύθηκε την Philippa Rupenid, κόρη του Rupen III κυρίου της Μικράς Αρμενίας (στην Κιλικία) και της Isabella Toron. Από αυτό τον γάμο γεννήθηκε τo 1214 ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Ο Θεόδωρος Α' χώρισε τη σύζυγό του το 1216 και το 1219 νυμφεύθηκε την Maria de Courtenay, κόρη του Peter II de Courtenay λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και της Yolanda Hainaut-Flanders. Ο γάμος αυτός δεν είχε απογόνους.
Ο Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης (Διδυμότειχο 1193 - Νυμφαίο 3 Νοεμβρίου 1254), γαμπρός του Θεόδωρου Α Λάσκαρη, ήταν ο 2ος αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους, που μετακινήθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια. (1222-1254) και ο 75ος από την ίδρυση της αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του Βασίλειου Βατάτζη, ενώ η μητέρα του ήταν απόγονος τριών επιφανών οικογενειών (Δούκαινα Κομνηνή και Αγγελίνα). Αδελφός του ήταν ο περίφημος σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος Δούκας. Συνετός κυβερνήτης και ικανός στρατιωτικός, υπήρξε συνεχιστής του έργου του προκατόχου του πετυχαίνοντας να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις που παρέλαβε και να ανορθώσει κοινωνικά και οικονομικά το κράτος, θέτοντας τις βάσεις για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η 32χρονη βασιλεία του χαρακτηρίζεται από συνεχή πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής τής εξόριστης αυτοκρατορίας. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του αναγνωρίστηκε ως Άγιος και η μνήμη του ήταν σεβαστή στους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
α. Συνωμοσίες και πρώτες κατακτήσεις
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας βρέθηκε στην Νίκαια της Βιθυνίας, ακολουθώντας το ρεύμα μετανάστευσης από τις λατινοκρατούμενες προς τις υπό βυζαντινό έλεγχο περιοχές. Εκεί, οι αρετές του αλλά και η ευγενική του καταγωγή εκτιμήθηκαν από τον Θεόδωρο Α΄, ο οποίος τίμησε τον νεαρό Ιωάννη με το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου (επικεφαλής του πρώτου τμήματος της αυτοκρατορικής φρουράς). Τέλος, ελλείψει άρρενος διαδόχου, ο Θεόδωρος επέλεξε τον Ιωάννη ως διάδοχό του δίδοντάς του την κόρη του Ειρήνη ως σύζυγο. Η άνοδος του Ιωάννη στον θρόνο της Νικαίας δεν βρήκε σύμφωνους τους αδερφούς του Θεοδώρου, Ισαάκιο και Αλέξιο Λάσκαρη. Δυσαρεστημένοι, κατέφυγαν στην αυλή του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου Β΄ ντε Κουρτεναί ζητώντας βοήθεια για την ανατροπή του Ιωάννη. Για επισφράγιση της συμμαχίας τους, τού πρόσφεραν το χέρι της ανεψιάς τους, κόρης του Θεοδώρου, Ευδοκίας, την οποία είχαν απαγάγει και φέρει μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη. Το συνοικέσιο δεν πέτυχε αλλά ο Ροβέρτος βοήθησε τους αδερφούς Λάσκαρη να στρατολογήσουν μισθοφόρους και προσφέροντάς τους στρατό. Οι εχθροπραξίες άρχισαν στις αρχές του 1223 όταν ο φραγκικός στρατός των Λασκαριδών διεκπεραιώθηκε στην Βιθυνία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ποιμανηνό το επόμενο έτος, όπου ο στρατός του Βατάτζη, με τον ίδιο επικεφαλής, συνέτριψε τους αντιπάλους. Ήταν νίκη μεγάλης σπουδαιότητας, αφού: οι Φράγκοι έχασαν τις περισσότερες μικρασιατικές κτήσεις τους, εξαιρουμένων των παραλίων απέναντι από την Πόλη και την Νικομήδεια, η δε εξασθένισή τους λόγω της καταστροφής μεγάλου τμήματος του στρατού τους, έκανε τον Ιωάννη ακόμα τολμηρότερο. Πράγματι ο αυτοκράτορας της Νίκαιας μετέφερε τον πόλεμο στα ευρωπαϊκά λατινοκρατούμενα εδάφη καθώς και στα απέναντι των παραλίων της Μικράς Ασίας νησιά του Αιγαίου. Με τη βοήθεια στόλου που ναυπηγήθηκε κοντά στην Λάμψακο (από όπου εκδιώχθηκαν οι Ενετοί) τα στρατεύματα του Βατάτζη διέσχισαν τον Ελλήσποντο και κυρίευσαν αρκετές πόλεις της Θράκης, ενώ οι Λατίνοι περιορίστηκαν πίσω από τα τείχη της Πόλης. Από τα νησιά του Αιγαίου καταλήφθηκαν η Χίος, η Λέσβος, η Σάμος, η Ικαρία, η Κως και άλλα μικρότερα. Το νησί της Ρόδου, καθώς και άλλα των Δωδεκανήσων, είχε κυβερνήτη τον βυζαντινό άρχοντα Λέοντα Γαβαλά, ο οποίος, κατόπιν αρκετών αμφίρροπων εχθροπραξιών, δέχτηκε εν τέλει την επικυριαρχία του Βατάτζη (1233).
Ενώ όμως όλα έβαιναν καλώς για το κράτος της Νίκαιας, άρχισε να εξυφαίνεται στην Νίκαια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα. Επικεφαλής των συνωμοτών, που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απουσία του αυτοκράτορα, ήταν ο εξάδελφος και στενός συνεργάτης του, Ανδρόνικος Νέστογγος. Ο Ιωάννης, πληροφορήθηκε εγκαίρως τα περί συνωμοσίας και εγκαταλείποντας τις επιχειρήσεις, επέστρεψε ταχέως στην Νίκαια σώζοντας έτσι τον θρόνο του. Ωστόσο μέχρι το 1235 δεν επιχείρησε να ηγηθεί προσωπικά στρατιωτικών επιχειρήσεων για την επέκταση των συνόρων, έχοντας ως πρώτιστο σκοπό την εδραίωση της θέσης του και την ρύθμιση εσωτερικών ζητημάτων.
β. Οι σχέσεις με τους Βυζαντινούς της Ηπείρου
Στον αντίποδα της μικρασιατικής αυτοκρατορίας είχε δημιουργηθεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο ενσάρκωνε τις ελπίδες των Βυζαντινών της Βαλκανικής χερσονήσου για την αποτίναξη του λατινικού όσο και του βουλγαρικού ζυγού. Το Δεσποτάτο, με πρωτεύουσα την Άρτα, περιλάμβανε τμήματα της σημερινής Αλβανίας, Δυτικής Ελλάδας (Ήπειρος, Δυτ. Μακεδονία, Δυτ. Στερεά). Σύντομα, υπό την ηγεσία του ικανού, θυελλώδους όσο και τυχοδιώκτη Θεοδώρου Δούκα Αγγέλου, ακολούθησε επεκτατική πολιτική καταλαμβάνοντας το 1223 την Θεσσαλονίκη καθώς και μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Θράκης. Φαινόταν ότι η Ήπειρος θα πετύχαινε την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας. Το 1227 μάλιστα ο μονάρχης της Ηπείρου εγκατέλειψε τον τίτλο του Δεσπότη και στέφθηκε αυτοκράτορας στην Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, ο βασιλέας των Βουλγάρων Ιωάννης Β΄ Ασάν (1218-1241) διεκδικούσε κι αυτός τον αυτοκρατορικό τίτλο φέροντας την προσωνυμία «αυτοκράτωρ Βουλγάρων και Ρωμαίων».
Η πρώτη σύγκρουση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήρθε το 1225 για την κατοχή της Αδριανούπολης. Οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν πρεσβεία στον Βατάτζη ζητώντας του να στείλει δυνάμεις για την εκδίωξη την φραγκικής φρουράς. Ο Βατάτζης άδραξε την ευκαιρία και το απόσπασμα που έστειλε κατέλαβε αναίμακτα την πόλη. Επίσης αναίμακτα αποχώρησαν, όταν ο Θεόδωρος Δούκας, ευρισκόμενος στην Θράκη, έσπευσε με τον στρατό του να εκδιώξει την μικρασιατική φρουρά. Κατά τη στιγμή της παράδοσης, ο διοικητής των Νικαέων Ιωάννης Καμμύτζης δεν αφίππευσε, ούτε προσκύνησε τον Θεόδωρο μη αναγνωρίζοντας άλλον αυτοκράτορα, πέραν του Βατάτζη. Τα πνεύματα οξύνθηκαν (ο Θεόδωρος λίγο έλλειψε να προβεί σε χειροδικία εναντίον του Καμμύτζη) αλλά τελικά δεν δόθηκε συνέχεια. Το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ηπείρου και Νικαίας. Μάλιστα, ο Καμμύτζης για την πράξη αυτή, τιμήθηκε με αξιώματα από τον Βατάτζη, κατά την επιστροφή του στη Νίκαια.
Ασχολούμενος με εσωτερικά θέματα, όπως προαναφέρθηκε, και με στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, ο Ιωάννης δεν αντέδρασε σθεναρά στην απώλεια της Αδριανούπολης. Έστειλε πρεσβεία με τον πατριάρχη Γερμανό Β΄ (1222-1240) στον Θεόδωρο (μετά την στέψη του τελευταίου) απαιτώντας να αποποιηθεί τον τίτλο του αυτοκράτορα και να δεχθεί αυτόν του δεσπότη, κυβερνώντας ανενόχλητος τα εδάφη του υπό την τυπική επικυριαρχία της Νίκαιας. Ωστόσο και πάλι δεν προχώρησε σε ουσιαστικές ενέργειες εναντίον του Θεοδώρου όταν εκείνος απέρριψε τις προτάσεις του. Και αυτό επειδή είχε να αντιμετωπίσει νέα εισβολή των Φράγκων της Πόλης, που υπό την ηγεσία του νέου τους αυτοκράτορα, του ηλικιωμένου όσο και ιπποτικού Ιωάννη Βριέννου (de Brienne) προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τα μικρασιατικά εδάφη που είχαν χάσει μετά την μάχη στο Ποιμανηνό. Τελικά οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν, ενώ οι βλέψεις της Ηπείρου εξανεμίστηκαν μετά τη Μάχη της Κλοκοτνίτσα (ή Κλοκοτινίτζα), κατά την οποία ο Ιωάννης Ασάν συνέτριψε τον στρατό του Θεοδώρου Δούκα. Στον θρόνο της Θεσσαλονίκης ανήλθε ο αδελφός του Θεοδώρου και γαμπρός τού Ασάν, Μανουήλ, ο οποίος εξακολουθούσε να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα μολονότι ήταν ουσιαστικά υποτελής τού πεθερού του.
γ. Οι σχέσεις με τους Βουλγάρους
Ο ισχυρότερος, πλέον, άνδρας της Βαλκανικής ήταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας Ιωάννης Ασάν και ο Βατάτζης έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του. Η συμμαχία επισφραγίστηκε, κατά το έθος της εποχής, με τον γάμο τού γιου τού Βατάτζη, Θεοδώρου, με την κόρη του Ασάν Ελένη. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, οι δύο σύμμαχοι ξεκίνησαν εκστρατείες στην Θράκη. Αμφότεροι έφτασαν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την οποία πολιόρκησαν από κοινού το 1235 και το 1236, χωρίς όμως επιτυχία. Η επέμβαση Βενετών και Φράγκων της Πελοποννήσου αντίστοιχα απέτρεψε την πτώση της Πόλης. Είχε γίνει όμως σαφές ότι η πτώση της λατινοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά θέμα χρόνου. Ο ίδιος ο Πάπας αφόρισε τον Ασάν, απαίτησε από τον βασιλέα της Νίκαιας να σταματήσει τις εχθροπραξίες και κάλεσε τους ηγεμόνες της Δύσης να συνδράμουν με στρατεύματα τούς εν τη Πόλει ομοεθνείς τους. Τότε, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων αποκήρυξε τη συμμαχία του με τον Βατάτζη, αντιλαμβανόμενος ότι ο σύμμαχός του ωφελείται πολύ περισσότερο από τον ίδιο. Επεδίωξε, μάλιστα, και πέτυχε να προσεταιριστεί τους Λατίνους της Πόλης, με την ελπίδα να γίνει κύριός της μετά από διακανονισμό ή συνοικέσιο. Τελικά, εξαιτίας αστάθμητων παραγόντων, η συμμαχία Βουλγάρων και Φράγκων δεν ευοδόθηκε. Εγκαταλείποντας τις κοινές με τους Λατίνους επιχειρήσεις, ο Ιωάννης Ασάν ανανέωσε τις συνθήκες και τις συμφωνίες με τον Βατάτζη. Το 1241 ο Βούλγαρος ηγεμόνας απεβίωσε, αφήνοντας στον θρόνο τον δεκαετή γιο του, Καλλιμάν. Έτσι η αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχθηκε από έναν επικίνδυνο και ικανό αντίπαλο και ο Βατάτζης έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ήθελε να στερεώσει τις ευρωπαϊκές κτήσεις του πριν δώσει το οριστικό χτύπημα στην παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη.
δ. Επιχειρήσεις στα Βαλκάνια
Εν τω μεταξύ στην αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης ο Θεόδωρος Δούκας, μετά τη Μάχη της Κλοκότνιτζα, κατέστη αιχμάλωτος του Ιωάννη Ασάν. Μερικά χρόνια αργότερα, συνελήφθη να συνωμοτεί εναντίον του τελευταίου και τιμωρήθηκε με την ποινή της τύφλωσης. Τον θρόνο της Θεσσαλονίκης κατέλαβε ο Μανουήλ, αδερφός του τυφλού Θεοδώρου και την Ήπειρο ο Μιχαήλ Β' Κομνηνός Δούκας, ανεψιός του τελευταίου. Όταν ο Ιωάννης Ασάν χήρεψε, ο Θεόδωρος του πρόσφερε την κόρη του. Έτσι, κατάφερε τελικά να αφεθεί ελεύθερος. Μπήκε κρυφά στην Θεσσαλονίκη όπου ανέτρεψε τον αδερφό του, Μανουήλ, και ανέβασε στον θρόνο τον γιο του, Ιωάννη. Ο Μανουήλ κατέφυγε αρχικά στους Σελτζούκους του Ικονίου και κατόπιν στην Νίκαια. Υποσχέθηκε στον Βατάτζη ότι αν τον βοηθούσε να καταλάβει την συμβασιλεύουσα, θα την κυβερνούσε υπό την επικυριαρχία του. Όντως, ο αυτοκράτορας του έδωσε στρατό και στόλο και ο Μανουήλ απέπλευσε για την Ελλάδα. Αποβιβάστηκε στην Θεσσαλία, στον Παγασητικό το 1239. Χρησιμοποιώντας τον στρατό του ως μέσο πίεσης και χωρίς να πραγματοποιηθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατάφερε να γίνει διανομή των εδαφών του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έλαβε την Θεσσαλία, ο αδερφός του, Θεόδωρος τη δυτική Μακεδονία και ο Ιωάννης παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη.
Δύο χρόνια αργότερα, απεβίωσαν ο Μανουήλ και ο Ιωάννης Β΄ Ασάν, αφήνοντας τον Θεόδωρο (που ουσιαστικά κινούσε τα νήματα πίσω από τον Ιωάννη της Θεσσαλονίκης) και τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου κυριάρχους στην νότια Βαλκανική. Με τον θάνατο του Μανουήλ, ο Βατάτζης βρήκε το κατάλληλο πρόσχημα για να διεκδικήσει ενεργά την υποταγή της περιοχής. Πρώτη ενέργειά του ήταν ο αφοπλισμός του ενεργητικού και πανούργου Θεοδώρου. Προσκάλεσε τον Θεόδωρο στην Νίκαια όπου τον υποδέχτηκε με τιμές. Όταν όμως αυτός ετοιμάστηκε να επιστρέψει στην Μακεδονία… πληροφορήθηκε ότι ήταν αιχμάλωτος. Την άνοιξη του 1242, ο αυτοκράτορας εκστράτευσε κατά της Θεσσαλονίκης με στρατό και στόλο. Δεν πολιόρκησε την πόλη, αλλά απέσπασε όρκο υποταγής από τον συνονόματό του κυβερνήτη της και γύρισε εσπευσμένα στην Μικρά Ασία. Αιτία της αιφνίδιας διακοπής των επιχειρήσεων ήταν η εμφάνιση των μογγολικών ορδών που σάρωσαν την ανατολική Μ. Ασία καθιστώντας υποτελείς τους Σελτζούκους Τούρκους και τους Βυζαντινούς της Τραπεζούντας. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο η Νίκαια και οι Σελτζούκοι συμμάχησαν. Η τύχη όμως ευνόησε ακόμα μια φορά τον Ιωάννη. Οι Μογγόλοι εγκατέλειψαν ξαφνικά την περιοχή, λόγω εσωτερικών προβλημάτων, αφήνοντας αλώβητο το κράτος της Νίκαιας αρκούμενοι σε έναν φόρο υποτελείας από τον Βατάτζη. Έτσι ακολούθησε μια περίοδος ανάπαυλας καθώς όλα τα γύρω κράτη ήταν εξασθενημένα (Ικόνιο, Λατινική Κωνσταντινούπολη, Βουλγαρία) ή υποτελή (Θεσσαλονίκη) στον Βατάτζη.
Το 1246 ο Βατάτζης βρέθηκε στην Θράκη, όπου επιθεωρούσε τις φρουρές των πόλεων, εν όψει της λήξης ανακωχής με τους Φράγκους. Μαθαίνοντας ότι ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Καλιμάν, πέθανε αφήνοντας στον θρόνο τον ανήλικο αδερφό του, επετέθη κατά των Βουλγάρων. Σε σύντομο διάστημα προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Νικαίας ολόκληρη η νότια και νοτιοδυτική Βουλγαρία και τμήματα της Μακεδονίας. Σημαντικές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Βέροια, το Μελένικο και τα Σκόπια περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο, οι περισσότερες εξ αυτών αμαχητί. Στράφηκε τότε και κατά της Θεσσαλονίκης την οποία κατέλαβε σε συνεργασία με δυσαρεστημένους από την διακυβέρνηση του νέου δεσπότη Δημήτριου, αριστοκράτες της πόλης. Με την συμβασιλεύουσα υπό την κατοχή του, ο Βατάτζης εδραίωσε τη θέση του ως μοναδικός βυζαντινός αυτοκράτορας στη συνείδηση του λαού. Προσεταιρίστηκε, επίσης, τον δεσπότη της Ηπείρου, Νικηφόρο, διάδοχο του Μιχαήλ Β΄ με την προοπτική συνοικεσίου. Αλλά ο Νικηφόρος αθέτησε τη συμφωνία και το 1251 επιτέθηκε κατά των πόλεων της Μακεδονίας που υπάγονταν στην Νίκαια. Χρειάστηκε μια ακόμα εκστρατεία και πολλές αμφίρροπες μάχες μέχρι τελικά να συνθηκολογήσει ο Νικηφόρος, με την προοπτική συνοικεσίου πάλι και λαμβάνοντας τον τίτλο του δεσπότη όπως οι προκάτοχοί του, αλλά με ακόμα λιγότερα εδάφη.
ε. Οι σχέσεις με τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις
Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την εποχή του Ιωάννη Βατάτζη ήταν ο Φρειδερίκος Β' Χοενστάουφεν (1194 – 1250, αυτοκράτορας από το 1220). Μεγαλωμένος στην νορμανδική Σικελία, όπου συνυπήρχαν Άραβες, Έλληνες, Ιταλόφωνοι και Ιουδαίοι, είχε αναπτύξει διαφορετική αντίληψη και νοοτροπία από τους υπόλοιπους ηγεμόνες της Δύσης. Υπέρμαχος της «ελέω Θεού μοναρχίας», δεν συμμεριζόταν την τάση του Ποντίφηκα για επιβολή και κυριαρχία της εκκλησιαστικής εξουσίας επί της πολιτικής. Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει σε σύγκρουση με το παπικό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, ο Βατάτζης, για να αντισταθμίσει την επιρροή και τη δύναμη του πάπα, του οποίου οι ενέργειες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κατευθύνουν ακόμα μία σταυροφορία εναντίον των βυζαντινών χωρών, αναζητούσε έναν βάσιμο σύμμαχο στη Δύση. Τα κοινά συμφέροντα αλλά και οι κοινές εκκλησιαστικές και πολιτικές αντιλήψεις των δύο μοναρχών οδήγησαν στη σύναψη συμμαχίας με τον Ιωάννη τύποις υποτελή του Γερμανού αυτοκράτορα. Η συμμαχία σφραγίστηκε με τον γάμο του Ιωάννη (η πρώτη σύζυγός του, Ειρήνη, πέθανε το 1239) με την κόρη του Φρειδερίκου, Κονστάνς, το 1245. Μετά από αυτό, ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ αφόρισε τον Φρειδερίκο και αποκύρηξε το γένος των Βυζαντινών. Ενδεικτική των αντιλήψεων του Γερμανού μονάρχη είναι η επιστολή που έστειλε στον Ιωάννη, σχολιάζοντας την πολιτική του πάπα, όπου θεωρεί ότι κακώς η Κωνσταντινούπολη είχε αφαιρεθεί από τους Βυζαντινούς, τους δικαιωματικούς κατόχους της, και ότι κακώς πάλι οι τελευταίοι θεωρούνταν σχισματικοί, αφού ο πρωταίτιος του σχίσματος ήταν ο ίδιος ο πάπας. Αν και η συμμαχία δεν απέδωσε όσο θα ήθελε ο Βατάτζης, υπήρξε αρκετά συμφέρουσα και για τα δύο κράτη. Ο Φρειδερίκος εμπόδισε τα στρατεύματα, που κατόπιν αιτήματος του πάπα ετοιμάζονταν να συνδράμουν τους Λατίνους της Πόλης, να περάσουν από την επικράτειά του στην Βόρειο Ιταλία, ενώ έλαβε από τον σύμμαχό του ενισχύσεις (κυρίως πεζούς και τοξότες) για τις επιχειρήσεις του στην Νότια Ιταλία.
Έντονη διπλωματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε μεταξύ Νίκαιας και Αγίας Έδρας, επί των ημερών του Ιωάννη Βατάτζη. Έχοντας απέναντί του τον πανίσχυρο πάπα Γρηγόριο Θ΄ (1227-1241), που ακολουθούσε την ανατολική πολιτική των προκατόχων του προτρέποντας τους ηγεμόνες της Δύσης να ενισχύσουν τους Λατίνους της Πόλης, ο αυτοκράτορας έστειλε αίτηση διά του πατριάρχη Γερμανού Β΄ για την ένωση των Εκκλησιών. Συνήλθε, λοιπόν, σύνοδος στο Νυμφαίο το 1232 που όμως γρήγορα διαλύθηκε χωρίς να επέλθη κάποια συμφωνία. Ο Βατάτζης είχε θέσει ως όρο την μη αποστολή βοήθειας προς τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης, πράγμα που ο πάπας απέρριπτε ασυζητητί. Παρόμοια προσπάθεια κατά τα επόμενα έτη (1234) κατέληξε σε ανταλλαγή ύβρεων. Μολονότι ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει πολλά μέσω διαπραγματεύσεων, εξακολούθησε να κρατά επαφές με το Βατικανό. Οι θέσεις και οι επιδιώξεις του, όμως, παρέμεναν σταθερές, έτσι ώστε οι υπήκοοί του (κλήρος και λαός) δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι θίγονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους χάριν πολιτικών στόχων.
Οι σχέσεις Ρώμης και Νικαίας επιδεινώθηκαν αλλά και πάλι, ο μονάρχης της Νίκαιας δεν διέκοψε τις επαφές με την παπική έδρα. Πληροφόρησε τον διάδοχο τού Γρηγορίου Θ΄, Ιννοκέντιο Δ΄ (1243-1254), ότι επιθυμεί την ένωση των Εκκλησιών και άρχισαν εκ νέου συζητήσεις με τους απεσταλμένους του πάπα στην Νίκαια. Ο νέος πάπας ήταν πιο διαλλακτικός και διατεθειμένος να θυσιάσει την Κωνσταντινούπολη με αντάλλαγμα την υποταγή την Ανατολικής Εκκλησίας. Από την άλλη, ο αυτοκράτορας χάριν της Κωνσταντινούπολης σκεπτόταν σοβαρά να συμβιβαστεί στο θέμα του πρωτείου της παπικής Έδρας. Η αντίδραση όμως του ορθόδοξου Πατριάρχη πάνω σε δογματικά ζητήματα, εμπόδισε την περαιτέρω προσέγγιση. Οριστικό τέρμα στο θέμα αυτό έθεσε ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος των Ιννοκέντιου Δ' και Βατάτζη.
ζ. Αντιπαράθεση με τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες
Τον 13ο αιώνα η Μεσόγειος βρισκόταν υπό την κυριαρχία και τον έλεγχο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών. Ιδίως η Βενετία διήνυε το χρυσό αιώνα της. Είχε αποκομίσει τεράστια οφέλη από την υποταγή της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους το 1204, από τα οποία προσπαθούσε ζηλότυπα να κρατήσει μακριά τις υπόλοιπες ανταγωνίστριές της, κυρίως τη Γένουα. Ο Ιωάννης εκμεταλλευόμενος τις αντιζηλίες των ιταλικών πόλεων (που αρκετές φορές έφταναν μέχρι και την ανοικτή σύγκρουση), προσπάθησε να αποκομίσει ποικίλα οφέλη, κυρίως την οικονομική αποδέσμευση από αυτές και τον περιορισμό του εμπορικού μονοπωλίου, από τα οποία υπέφερε το Βυζάντιο κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν την άλωση. Έτσι αρνήθηκε επίμονα να ανανεώσει τα προνόμια που ο προκάτοχός του είχε παραχωρήσει στην Βενετία Επιπλέον, εκδίωξε τους Βενετούς από αρκετές παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Λάμψακος. Εναντίον της Βενετίας στρέφονταν και οι κινήσεις προσέγγισης με την Γένουα, που επιδίωξε κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του, αν και δεν τελεσφόρησαν. Ωστόσο, φρόντισε για την κατασκευή στόλου, ώστε να έχει τη δυνατότητα έμπρακτης αμφισβήτησης της κυριαρχίας των Ιταλών στο Αιγαίο. Σε ευθεία σύγκρουση με την Βενετία ήρθε, όταν η τελευταία υποστήριξε τον άρχοντα της Ρόδου Λέοντα Γαβαλά στην προσπάθειά του να μείνει μακριά από την επιρροή του Βατάτζη. Την ίδια εποχή, ο στόλος της Νίκαιας έφτασε μέχρι την Κρήτη προς βοήθεια των επαναστατημένων Κρητών. Τελικά οι Βενετοί απώθησαν τους Νικαείς από την Κρήτη, αλλά η Ρόδος δέχτηκε την επικυριαρχία του Ιωάννη (1233). Η ένοπλη αντιπαράθεση με τους Βενετούς συνεχίστηκε καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Επανειλημμένως ο μικρασιατικός στόλος της Νίκαιας καταναυμαχήθηκε από τον αντίστοιχο βενετικό, αλλά και πάλι, χάρη στην οικονομική ευρωστία της Νίκαιας, αναγεννιόταν και εμφανιζόταν στο Αιγαίο και την Προποντίδα.
Οι σχέσεις με τη Γένουα ήταν πιο πολύπλοκες. Τις προσπάθειες προσέγγισης και συνεργασίας διαδέχονταν περίοδοι συγκρούσεων μικρής εμβέλειας. Η οριστική ρήξη ήρθε το 1247, όταν ο συνασπισμένος στόλος Γένουας και Πριγκιπάτου της Αχαΐας επιτέθηκε κατά της Ρόδου, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Πόλη. Εν τούτοις, αντέδρασε ταχύτατα αποσπώντας μεγάλο μέρος των δυνάμεών του για να υπερασπίσει το σημαντικό αυτό νησί που πάντοτε εποφθαλμιούσαν οι ιταλικές πόλεις.
η. Εσωτερική πολιτική
Σπουδαίο έργο επιτέλεσε ο Βατάτζης και για την εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας, σε όλα τα επίπεδα. Ακολουθώντας ένα πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ευημερία των υπηκόων του και κυρίως των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Αναζωογονήθηκαν η γεωργία και η κτηνοτροφία, το εμπόριο γνώρισε σπουδαία άνθηση, ενώ παράλληλα υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στις καταχρήσεις και σπατάλες από την μεριά της διοίκησης. Έτσι μπόρεσε να εφαρμόσει πολιτική ελαφριάς φορολογίας, χωρίς να παρατηρηθεί ποτέ έλλειψη οικονομικών πόρων. Περιόρισε τις εισαγωγές ειδών πολυτελείας και με το προσωπικό του παράδειγμα προέτρεψε τον λαό να αποφεύγει την πολυτέλεια και τη χλιδή χάριν της λιτότητας. Αναφέρεται ότι επέπληξε τον γιο και διάδοχό του όταν κάποια μέρα τον είδε ντυμένο με ακριβά ενδύματα. Η μείωση των εισαγωγών ακολουθήθηκε από αύξηση των εξαγωγών. Ειδικά μετά την επιδρομή των Μογγόλων, το καταστραμμένο Σουλτανάτο του Ικονίου εισήγαγε από την Νίκαια είδη διατροφής έναντι χρυσού, ακριβών υφασμάτων και άλλων πολυτελών ειδών.
Σπουδαία άνθηση, επίσης, γνώρισαν τα γράμματα και οι τέχνες. Ο αυτοκράτορας έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την παιδεία και τις επιστήμες. Σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης και ο μοναχός και λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης, έδρασαν την εποχή εκείνη στην Νίκαια. Ακόμη, με ειδική μέριμνα του Ιωάννη και της πρώτης συζύγου του, ιδρύθηκαν μοναστήρια, ναοί, νοσοκομεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Όλα αυτά διασφαλίστηκαν με την ισχυρή φρούρηση των συνόρων, που επετεύχθη με μια σειρά αποτελεσματικών μέτρων που ελήφθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Συγκεκριμένα χτίστηκαν ή/και επανδρώθηκαν ισχυρά φρούρια κατά μήκος των συνόρων και χορηγήθηκαν ατέλειες και πρόνοιες σε συνοριακούς πληθυσμούς. Ουσιαστικά αναβίωσε ο θεσμός των ακριτών, χάρις στην επανίδρυση των στρατιωτικών αγροκτημάτων. Η άμυνα και προστασία των συνόρων ήταν αποτελεσματική όσο λίγες φορές, ακόμα και εναντίον των αεικίνητων τουρκομανικών φυλών που ζούσαν στις παρυφές της βυζαντινοσελτζουκικής μεθορίου, και από τις οποίες η Μικρά Ασία υπέφερε από τα μέσα σχεδόν του 11ου αιώνα.
θ. Αποτίμηση
Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1254 στο Νυμφαίο και ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές και λαϊκό πένθος στην Μονή Σωσάνδρων, που ο ίδιος είχε χτίσει προς τιμήν της Παναγίας. Έπασχε από επιληψία, που με τον καιρό εκδηλωνόταν όλο και πιο έντονα. Ωστόσο η βασιλεία του υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη και η δράση του υμνείται ομόφωνα από όλους τους ιστορικούς, σύγχρονους ή μεταγενέστερους. Υπήρξε πολύ αγαπητός στον λαό του και αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ως άγιος με το όνομα Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων.
Ο Ιωάννης Γ΄ νυμφεύτηκε δύο φορές: (α) Την Ειρήνη Λασκαρίνα το 1212, κόρη του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη. Μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον διάδοχό του Θεόδωρο Β΄ Βατάτζη (κατά τη συνήθεια της εποχής, το επώνυμο της μητέρας προτασσόταν αυτού του επωνύμου του πατέρα, έτσι αναφέρεται ως Θεόδωρος Β' Λάσκαρης Βατάτζης). Η Ειρήνη κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, έπεσε από το άλογό της και τραυματίστηκε άσχημα με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να τεκνοποιήσει έκτοτε. Πέθανε το 1239 αφού πρώτα είχε αποσυρθεί σε ιερά μονή με το όνομα Ευγενία.
(β) Την Κωνσταντία Χοχενστάουφεν το 1245, νόθη κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Χοχενστάουφεν, η οποία κατά το έθιμο άλλαξε το όνομά της σε Άννα. Δεν απέκτησαν παιδιά. Επίσης, συνήψε, σχέσεις με μια γυναίκα από την ακολουθία της Κονστάνς-Άννας, που οι βυζαντινές πηγές αποκαλούν «Μαρκεσίνα» (ίσως από τον τίτλο της ‘‘μαρκησίας’’ που πιθανώς έφερε), της οποίας η επιρροή στον αυτοκράτορα ήταν μεγάλη για ένα διάστημα.
Ο βυζαντινός κόσμος, μετά το 1204, βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση, με τοπικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο. Οι ιταλικές δημοκρατίες μονοπωλούσαν το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, ενώ παράλληλα αποτελούσαν σημαντικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα εξαιτίας των πειρατικών επιχειρήσεων στις οποίες επιδίδονταν. Τα Βαλκάνια ήταν κατακερματισμένα μεταξύ Σλάβων, Βυζαντινών και Φράγκων που πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην Μικρά Ασία με τις τουρκομανικές φυλές να αποτελούν μόνιμο κίνδυνο για κάθε οργανωμένη κοινωνία (ακόμα και για τους ομοφύλους τους, Σελτζούκους). Η εμφάνιση των Μογγόλων έκανε την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη και πολύπλοκη, αν και τελικά απέβη θετική για το κράτος της Νίκαιας. Τέλος, μολονότι η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης γρήγορα έπαψε να παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες, αποτελούσε πάντα μια δυνητική αιτία μίας ακόμα σταυροφορίας την οποία οι πάπες εκείνη της περιόδου ήταν πρόθυμοι να κυρήξουν.
Μέσα σ’ αυτό το σύνθετο γεωπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο, ο Ιωάννης κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις του κράτους του με μακρόχρονους και πολυμέτωπους αγώνες σε Μ. Ασία, Βαλκάνια και Αιγαίο. Οι αγώνες αυτοί τροφοδοτήθηκαν από μια στιβαρή και ανθούσα οικονομία, που ήταν το αποτέλεσμα συνετής και συνεπούς εσωτερικής πολιτικής. Δεν συμμεριζόταν την οπτική της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας, η οποία ήθελε το κράτος της Νίκαιας ως απλό μέσο για την επάνοδο στην Βασιλεύουσα. Η οπτική αυτή είχε δημιουργήσει προστριβές μεταξύ των αριστοκρατών προσφύγων από την Πόλη και των ντόπιων μικρασιατικών πληθυσμών, ιδίως κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄. Παλαιότερα, παρόμοια οπτική (αλλά και πρακτική) αδιαφορίας για τις επαρχίες από μέρους της κεντρικής διοίκησης είχε οδηγήσει στην αποξένωση της πρωτεύουσας από τις επαρχίες, με συνέπεια οι τελευταίες να αδιαφορήσουν με την σειρά τους για την τύχη της Βασιλεύουσας το 1204. Για να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο, ο αυτοκράτορας δόμησε και οργάνωσε την επικράτειά του σε υγιείς βάσεις ώστε η ευημερία να απλωθεί και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (απ’ όπου αντλούσε μεγάλο ποσοστό των στρατιωτών του). Όλα αυτά είχαν ως άμεση συνέπεια η αυτοκρατορία της Νίκαιας να καταστεί σημαντική δύναμη στον Βαλκανικό και Μικρασιατικό χώρο και να επιτύχει, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιωάννη, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης Βατάτζης (1222 - 18 Αυγούστου 1258), γιος του Ιωάννη Γ Βατάτζη και της Ειρήνης Λασκαρίνας, ήταν ο 3ος αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους, που μετακινήθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια. (1222-1254) και ο 76ος από την ίδρυση της αυτοκρατορίας. Σύζυγός ήταν η Elena Asen και παιδιά τους οι Ειρήνη, Μαρία, Ιωάννης Δ' αυτοκράτορας Βυζαντίου, Θεοδώρα και Ευδοκία. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία, και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του. Ήταν πολύ μορφωμένος, και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση, όχι όμως και πολιτικές ικανότητες. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικηφόρος Βλεμμύδης και Γεώργιος Ακροπολίτης. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το θέμα της εκπαίδευσης, και ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία. Από στρατιωτικής απόψεως, έκανε δυο δύσκολες αλλά νικηφόρες εκστρατείες κατά των Βουλγάρων, οι οποίοι μετά το θάνατο του Βατάτζη προσπάθησαν να ανακαταλάβουν περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης που είχε απελευθερώσει από αυτούς ο Βατάτζης.
Φρόντιζε να κλείνει τα ανοιχτά μέτωπα με διπλωματικές μεθόδους. Όταν πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον Νικηφόρο Άγγελο, γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Κομνηνού Δούκα του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια. Επίσης βοήθησε το σουλτάνο του Ικονίου, τον οποίο απειλούσαν οι Μογγόλοι, και παράλληλα δέχθηκε μογγολική πρεσβεία στην Αυλή του με μεγάλες τιμές. Καθώς επεδίωκε τη βοήθεια του Πάπα Ρώμης για να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, επανέλαβε τις διαπραγματεύσεις για την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Ρωμαιοκαθολική, όμως αργότερα τις διέκοψε.
Στον κοινωνικό τομέα, υποστήριξε ιδιαίτερα τους χωρικούς και τους αστούς, και προώθησε ικανά άτομα από αυτές τις τάξεις σε ανώτερα αξιώματα, προκαλώντας έτσι την αντίδραση των μελών της αριστοκρατίας, η οποία σταδιακά στοιχίστηκε γύρω από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Υπήρξε ιδιαίτερα ευσεβής και θρησκευόμενος. Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του.
Πέθανε στο Νυμφαίο το 1258 σε ηλικία 36 ετών από βαρειά ασθένεια. Πεθαίνοντας άφησε διάδοχο τον μόλις 7 ετών γιο του Ιωάννη Δ΄ Δούκα Βατάτζη. Σαν κηδεμόνα άφησε τον πρωτοβεστιάριο Γεώργιο Μουζάλωνα, άτομο ταπεινής καταγωγής, προκαλώντας την αντίδραση της αριστοκρατίας. Τελικά ο Γεώργιος δολοφονήθηκε από επίθεση στρατιωτών, που υπηρετούσαν σε σώμα που διοικητής του ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος επιβλήθηκε ως κηδεμόνας του νεαρού αυτοκράτορα, γεγονός που σήμανε την αρχή του τέλους της δυναστείας των Δούκα Βατάτζη. Ο Μιχαήλ τύφλωσε τον νεαρό Ιωάννη Δ' και αξίωσε για τον εαυτό του το αξίωμα του αυτοκράτορα ως Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης Βατάτζης έγραψε διάφορα έργα, που άλλα εκδόθηκαν και άλλα όχι (όπως μια κωμωδία «εις τον βαγιούλον αυτού, κάκιστο και χείριστο όντα». Υπήρξε ο ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα που χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, και δημιουργός διάφορων άλλων θεολογικών έργων, όπως ο «Λόγος εις τε το Μέγα Σάββατο και εις το Πάθος του Κυρίου και εις την Αγίαν Ανάστασιν» που εκφωνήθηκε προς το τέλος της ζωής του. Από τα πιο γνωστά θεολογικά έργα του είναι τα θεωνύμια. Ήταν συστηματικός υποστηρικτής της χρήσης της ονομασίας «Έλληνες» για το συλλογικό αυτοπροσδιορισμό των Βυζαντινών Ρωμαίων. Η επιλογή αυτή έχει ερμηνευτεί ως ανάπτυξη ενδιαφέροντος για την αρχαία Ελλάδα και ως προσπάθεια αποσύνδεσης από τις δυτικές συμπαραδηλώσεις του όρου «Ρωμαίοι» μετά τη λατινική κατάκτηση. Γνωστές φράσεις του: «Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος». «Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα... ».
Ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης Βατάτζης (1222 - 18 Αυγούστου 1258), γιος του Θεόδωρου Β' Λάσκαρη Βατάτζη και της Ελένης Ασάν, ήταν ο 4ος αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους, που μετακινήθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια. (1222-1254) και ο 77ος από την ίδρυση της αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του πέθανε τον Αύγουστο του 1258. Ο Ιωάννης ήταν τότε μόλις οκτώ ετών. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας του είχε φροντίσει να αναθέσει την επιμέλεια του κράτους και την φροντίδα του ανήλικου γιου του στον πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό και τον πρωτοβεστιάριο Γεώργιο Μουζάλωνα. Η απόφαση αυτή του Θεόδωρου Λάσκαρη είχε δυσαρεστήσει τον στρατηγό Μιχαήλ Παλαιολόγο ο οποίος είχε την υποστήριξη του στρατού και πολλών ευγενών. Εννέα ημέρες μετά τον θάνατο του Θεόδωρου, ο Μουζάλων δολοφονήθηκε από τους στρατιωτικούς και ο Παλαιολόγος έλαβε τον τίτλο του δούκα, ως κηδεμόνας του ανήλικου Ιωάννη. Μέσα σε τέσσερις μήνες ο Παλαιολόγος κατόρθωσε να προαχθεί σε δεσπότη και τέλος τιτλοφορήθηκε συμβασιλέας του Ιωάννη. Η στέψη έγινε την 1η Ιανουαρίου 1260. Με απαίτηση του Παλαιολόγου στέφθηκε μόνον αυτός αυτοκράτορας, ενώ ο Ιωάννης αποφασίστηκε να στεφθεί αργότερα όταν θα ενηλικιωνόταν.
Στις 26 Ιουλίου του 1261 όμως ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος ελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, και στις 15 Αυγούστου ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος στέφτηκε στην Αγία Σοφία αυτοκράτορας, αγνοώντας εντελώς τον Ιωάννη Δ΄. Αργότερα, στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στην επέτειο των ενδέκατων γενεθλίων του, ο Μιχαήλ Η' διέταξε να τυφλώσουν τον Ιωάννη Δ' ώστε να μην μπορέσει ποτέ να απειλήσει την δυναστεία των Παλαιολόγων. Γι'αυτήν την ενέργεια ο Μηχαήλ Η' αφορίστηκε από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ενώ αργότερα προκλήθηκε επανάσταση από τον Ψευδοιωάννη κοντά στην Νίκαια. Ο Ιωάννης Δ' πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός έως τον θάνατό του στα 1305. Κατά την μοναστική του ζωή τον επισκέφθηκε ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, ζητώντας με ταπεινοσύνη συγγνώμη για το έγκλημα που είχε διαπράξει ο πατέρας του.
Η σειρά βασιλέων που διαδέχτηκε τον Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη Βατάτζη, με αφετηρία τον Μιχαήλ Η Παλαιολόγο, κυβέρνησε την αυτοκρατορία από την Κωνσταντινούπολη, η οποία ανακαταλήφθηκε από τους Φραγκολατίνους κυβερνήτες της το 1261. Τα μέλη της, που αποτελούν την Δυναστεία των Παλαιολόγων (1261-1453), ήταν αριστοκράτες ελληνικής καταγωγής, από την Κωνσταντινούπολη. Ήταν η μακροβιότερη δυναστεία του Βυζαντίου, αφού κυβέρνησε συνολικά επί 193 χρόνια, έναντι 191 χρόνων της Μακεδονικής Δυναστείας, σε περίοδο όμως πολύ δυσμενέστερη, που κατέληξε στην οριστική πτώση της αυτοκρατορίας. Παράλληλα την περίοδο αυτή υπήρχε, και το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1205-1479).
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1223 - 11 Δεκεμβρίου 1282), ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων, γιος του Ανδρόνικου Παλαιολόγου και της Θεοδώρας Παλαιολογίνας, ήταν ο 78ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Στέφθηκε αυτοκράτωρ το 1259 στο Νυμφαίον (ως συναυτοκράτορας του ανήλικου Ιωάννη Δ' Λάσκαρη), και βασίλεψε μέχρι το θάνατό του το 1282. Έχοντας ήδη αποδείξει την αξία του στο πεδίο της μάχης ως στρατιωτικός, ο Μιχαήλ έδωσε γρήγορα και σαφή δείγματα ηγετικών και διπλωματικών ικανοτήτων. Πρώτη μεγάλη νίκη του αποτελεί η συντριβή των ενωμένων δυνάμεων του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Δούκα, του πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και του βασιλιά της Σικελίας Μανφρέδου στην Μάχη της Πελαγονίας το 1259, πριν από την επάνοδο στην Κωνσταντινουπολη.
Η ίδια η επανάκτηση της Πόλης δεν άργησε να γίνει, όταν μια μικρή ομάδα στρατιωτών υπό το στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο, διείσδυσε στην Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβε στις 13 Ιουλίου του 1261. Ο αυτοκράτορας έσπευσε στην Πόλη, όπου εστέφθη εκ νέου στην Αγία Σοφία, αγνοώντας τον ήδη συναυτοκράτορά του νεαρό Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη, τον οποίο αργότερα τύφλωσε για να τον εξουδετερώσει. Η ενέργειά αυτή προκάλεσε την εξέγερση του πληθυσμού της Μικράς Ασίας, που ως τότε ήταν συναισθηματικά συνδεδεμένος με τη δυναστεία των Λασκαρίδων. Εξάλλου, ο πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τον αυτοκράτορα και στη συνέχεια αναγκάστηκε να παραιτηθεί, γεγονός που σηματοδότησε ένα κίνημα όλων όσοι ήταν εχθρικοί στον Μιχαήλ, το «κίνημα των Αρσενιατών». Η πτώση του Λατινικού Βασιλείου της Κωνσταντινούπολης ήταν αναμενόμενη. Δεν έγινε σφαγή και οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν με ήπια μέσα. Η καταστροφή όμως που επέφερε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ανεπανόρθωτη, ενώ το πλήγμα στην εξέλιξη της πολιτισμένης ανθρωπότητας ήταν καίριο, τόσο σε βάρος του Ελληνισμού, όσο και σε βάρος της Δυτικής Ευρώπης.
α. Η Βασιλεία
Το 1263 οι Λατίνοι παραχώρησαν το Μυστρά για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουϊνου και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έκανε την πόλη έδρα του νέου Δεσποτάτου του Μορέως που κυβερνιόταν από συγγενείς του.
Η συνέχεια της βασιλείας του αφορά, όπως ήταν φυσικό, την ενδυνάμωση της επανιδρυθείσας Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν η αδυναμία του να συνάψει ασφαλείς και επωφελείς συμμαχίες. Το μόνο ευνοϊκό στοιχείο στη διπλωματική σκηνή της εποχής, ήταν το άσβεστο μίσος του πάπα Ουρβανού Δ’ για τον οίκο του Χοχενστάουφεν, και συγκεκριμένα του Μανφρέδου. Έτσι, με υποσχέσεις για ένωση των Εκκλησιών, κάπως μετρίασε τις προετοιμασίες για Σταυροφορία επανάκτησης της Πόλης από τους Λατίνους. Σύντομα όμως, ο Μιχαήλ ξανάρχισε τους πολέμους με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Η χειρότερη εξέλιξη όμως, ήταν η επικράτηση του αδελφού του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ του Άγιου, Κάρολου Ανδεγαυού (ή Κάρολου των Ανζού), στο βασίλειο της Σικελίας. Έχοντας ουσιαστικά εξοντώσει τον οίκο των Χοχενστάουφεν ως βασικό του αντίπαλο στο θρόνο της Σικελίας, άρχισε διπλωματική εκστρατεία (υπό τις ευλογίες του πάπα Ουρβανού) για τη συγκέντρωση στρατευμάτων με σκοπό την επανάκτηση της Πόλης. Άνθρωπος άσβεστα φιλόδοξος, βίαιος και πανούργος, ικανότατος όμως στρατιώτης και βασιλέας, γρήγορα ξεκίνησε την εκστρατεία του και κατέλαβε πρώτα την Κέρκυρα. Με το θάνατο του πάπα, φρόντισε με ραδιουργίες να μείνει η θέση του κενή, ώστε να μη λογοδοτεί για τις ενέργειές του στην "Αγία Έδρα". Με το θάνατο του αδελφού του έμεινε πλέον εντελώς ελεύθερο, για να πραγματοποιήσει σύντομη και επιτυχή εκστρατεία στην Τυνησία κατά των Σαρακηνών το 1270. Κατόπιν, με τεράστια διαθεσιμότητα σε στρατιωτικό υλικό άψυχο και έμψυχο, ήταν έτοιμος να σαλπάρει για την Ανατολή. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους όμως, μια άνευ προηγουμένου καταιγίδα κατάστρεψε το στόλο του Καρόλου, ελλιμενισμένο στο Τράπανι της Σικελίας, εκμηδενίζοντας τη δυνατότητά του για εκστρατεία. Η ανέλπιστη αυτή εξέλιξη ήταν λογικό να εκληφθεί από τον ανακουφισμένο Μιχαήλ "ως μια ακόμα θαυματουργή παρέμβαση της ευλογημένης Παναγίας Παρθένου, προστάτιδας της Κωνσταντινούπολης". Μετά από αυτό, ο Μιχαήλ, που σε καμία περίπτωση δεν είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του, ενέτεινε τις προσπάθειές του για την επανένωση των Εκκλησιών, πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κράτους του. Με σειρά υποχωρήσεων σε εκκλησιαστικά θέματα, οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας υπέγραψαν στη Λυών το 1274 συμφωνία ενώσεως με τους Δυτικούς. Η συμφωνία όμως αυτή, όπως και όλες όσες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, παρέμειναν γράμμα κενό, διότι ο κλήρος και ο λαός ποτέ δεν τις δέχθηκαν, μένοντας σταθερά προσηλωμένοι στα δόγματα της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ο μόνος που τυπικά υποτάχθηκε στον πάπα ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας και ο γιος και διάδοχός του Ανδρόνικος Β', κίνηση με την οποία μάταια ο Μιχαήλ ήλπιζε να παρακινήσει το λαό του να δεχθεί τη συμφωνία. Ο Κάρολος, που στο μεταξύ δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται την επανάκτηση της Πόλης, οργάνωσε εκ νέου στρατό, και αποβιβάστηκε στην Ήπειρο, με το Δεσπότη της οποίας σύναψε συμμαχία. Υπέστη όμως δεινή ήττα στη Μάχη του Βερατίου στην Αλβανία το 1281, απέναντι στο Βυζαντινό στράτευμα υπό τις διαταγές του στρατηγού Μιχαήλ Ταρχανειώτη. Ο Κάρολος επέμεινε, και διοργάνωσε εκ νέου εκστρατεία το 1282 δια μέσω θαλάσσης. Ενώ όμως είχε σχεδόν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες ενός στρατού μεγαλύτερου και ισχυρότερου από ποτέ, μια εξέγερση στη Σικελία, που συνοδεύτηκε από την ανηλεή σφαγή όλων των Γάλλων στο νησί και την καταστροφή του στόλου του στη Μεσσίνα, τον ανάγκασε να αναβάλλει για άλλη μια φορά. Τα γεγονότα αυτά του 1282 ονομάστηκαν Σικελικός Εσπερινός, και μετά από αυτά ο Κάρολος δε μπόρεσε ποτέ πλέον να οργανώσει ξανά εκστρατεία κατά της Πόλης. Είναι βέβαιο ότι ανάμειξη στα γεγονότα είχε η γνωστή Βυζαντινή διπλωματία του παρασκηνίου, στην οποία ήταν αξεπέραστος ο Μιχαήλ, συνοδευόμενη από υποσχέσεις και χρυσάφι. Απαλλαγμένος από την απειλή των Ανδεγαυών, ο Μιχαήλ πλέον στράφηκε κατά των ανατολικών εχθρών του κράτους. Πέθανε στο Παχώμιο της Ανατολικής Θράκης το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Ο διάδοχός του Ανδρόνικος μετέφερε τη σορό του στη Θράκη, όπου ενταφιάστηκε χωρίς να ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, διότι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε πεθάνει ως «λατινόφρων».
β. Αποτίμηση
Η βασιλεί του Μιχαήλ ήταν αδιαμφισβήτητα πλαισιωμένη από σημαντικές επιτυχίες. Στα χέρια του κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση του σημαντικού έργου του Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη. Επανακτώντας την Πόλη και μεταφέροντας εκεί το κρατίδιο της Νικαίας, ο Μιχαήλ κατόρθωσε να ενισχύσει τη Βυζαντινή παρουσία κυρίως μέσα από έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Είναι αδιαμφισβήτητα ο κορυφαίος διπλωμάτης Βυζαντινός Αυτοκράτορας που συνέχισε μια μακραίωνη παράδοση επιτυχών ελιγμών υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, δε δίστασε να κάνει χρήση στρατιωτικών μέσων, όταν έβλεπε στη χρήση αυτή άμεσα και σίγουρα πλεονεκτήματα. Μεγαλύτερες δυσκολίες συνάντησε στην προσπάθειά του για ένωση των Εκκλησιών, ιδέα στην οποία πίστευε ότι θα μπορούσε να βασιστεί η μακροβιότητα του κράτους του. Δυστυχώς, υποεκτίμησε την εμμονή των Ορθοδόξων στο δόγμα και τις λειτουργικές τους συνήθειες, με αποτέλεσμα μέχρι την εποχή του θανάτου του, να θεωρείται από το λαό του προδότης της πίστεως. Τέλος, δεν είχε επιτυχία στη διαχείριση των οικονομικών του κράτους, κυρίως υπό το βάρος της πολυέξοδης διπλωματικής πολιτικής του.
Ο Μιχαήλ Η' νυμφεύθηκε το 1253 τη Θεοδώρα Βατάτζη, κόρη του Ιωάννου Βατάτζη (ανεψιού του Ιωάννη Γ' Βατάτζη) και της Ευδοκίας Αγγελίνας. Τέκνα τους ήταν οι :
Ειρήνη που παντρεύτηκε τον Ivan III Mitso-Asen ηγεμόνα Βουλγάρων. Του υιού τους Ανδρονίκου η κόρη Ειρήνη παντρευτηκε τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό.
Ανδρόνικος Β' αυτοκράτωρ του Βυζαντίου,
Άννα που παντρεύτηκε τον Δημήτριο (Μιχαήλ) Άγγελο, υιό του Μιχαήλ Β' δεσπότη Ηπείρου,
Κωνσταντίνος δεσπότης, που νυμφεύθηκε την Ειρήνη Ραούλ,
Θεοδώρα, που παντρεύτηκε τον David VI Bagrationi ηγεμόνα Γεωργίας,
Ευδοκία, που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Β' ΜεγαλοΚομνηνό αυτοκράτορα Τραπεζούντας,
Ευφροσύνη (νόθη), που παντρεύτηκε τον Nogai khan της Χρυσής Ορδής των Μογγόλων,
Μαρία (νοθη), που παντρεύτηκε τον Abaqa khan των Ilkhanid της Περσίας.
Ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1259 - 1332), μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ήταν ο 79ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1282-1328). Ο Ανδρόνικος, αντιλαμβανόμενος την άρνηση των υπηκόων του να δεχθούν ως τετελεσμένη τη συμφωνία της Λυών, φρόντισε γρήγορα να απαλλαγεί από τις δεσμεύσεις του πατέρα του Μιχαήλ Η΄. Στη συνέχεια, υπό την πίεση των εντονότατων οικονομικών δυσκολιών τις οποίες κληρονόμησε, προχώρησε σε δραστικές περικοπές των στρατιωτικών δαπανών, με κύρια ολέθρια ενέργεια την πλήρη κατάργηση του Βυζαντινού Ναυτικού. Έτσι, γρήγορα βρέθηκε εκτεθειμένος στους εκβιασμούς και τις απειλές των Γενουατών και των Βενετών, που υπόσχονταν να καλύψουν το κενό αυτό.
Η χειρότερη ίσως από τις αποφάσεις του στον τομέα της στρατιωτικής πολιτικής του, ήταν η πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας το 1302, υπό τη διοίκηση του Ρογήρου του Φλορ. Η εταιρεία αυτή ήταν ουσιαστικά μια ομάδα τυχοδιωκτών, κυρίως Ισπανών μισθοφόρων, οι οποίοι υπό τις διαταγές του αρχηγού τους επιδίδονταν σε πειρατεία, ληστεία και επιδρομές λεηλασίας. Ο οξυδερκής Ρογήρος προσέφερε τις «υπηρεσίες» του στον Ανδρόνικο, με ανταλλάγματα που ξεπερνούσαν κάθε όριο. Αφού ξεκίνησε με κάποιες σποραδικές επιτυχείς μάχες κατά των Οθωμανών στη Μικρά Ασία, επέστρεψε στις παλαιές του συνήθειες της πειρατείας και ληστείας, αγνοώντας τις εντολές του εργοδότη του, απαιτώντας όμως σταθερά τις μισθοφορικές αποζημιώσεις από τον Ανδρόνικο. Η δολοφονία του Ρογήρου το 1305 στην Αδριανούπολη, από κάποιον που είχε αδικήσει, προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση της ομάδας του. Έως το 1311, οι Καταλανοί λυμαίνονταν την ελληνική χερσόνησο, όπου επιδίδονταν σε ανείπωτες σφαγές και καταστροφές, πρωτόγνωρης ωμότητας και βίας. Κύριος στόχος τους ήταν η Θράκη, η οποία ερημώθηκε. Τελικά κατέλαβαν την Αθήνα και την εξουσία στο Δουκάτο των Αθηνών, έως το 1388.
Η αδυναμία του Ανδρόνικου να αναστρέψει την καταστροφική πορεία του κράτους, η πείνα, η φορολογία, η ερήμωση της Θράκης και της Ελλαδικής χερσονήσου, αλλά και η ανενόχλητη προέλαση των Οθωμανών στη Μικρά Ασία, τον κατέστησαν εξαιρετικά αντιδημοφιλή. Ο γιος του, Μιχαήλ Θ΄, πέθανε πρόωρα. Ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος ενεπλάκη στην υπόθεση δολοφονίας του αδελφού του Μανουήλ, και για το λόγο αυτό ο αυτοκράτορας παππούς του τον αποκήρυξε. Ο νεαρός Ανδρόνικος Γ εξεγέρθηκε, και μετά από πολυετείς και όχι πάντα αναίμακτες διαμάχες, ανέλαβε τελικά την εξουσία το 1328 με ήπιο πραξικόπημα. Ο Ανδρόνικος Γ΄ εκτόπισε τον Ανδρόνικο Β΄ σε μοναστήρι με το όνομα Αθανάσιος, όπου έμεινε ώς το θάνατό του το 1332. Το σώμα του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στην μονή του Λιβός.
Παρά τις άοκνες προσπάθειές του και τη βούλησή του για σωτηρία, ο διστακτικός και αδύναμος χαρακτήρας του, αλλά και ορισμένες τραγικά λανθασμένες αποφάσεις, σε συνδυασμό με μια σειρά δυσμενών εξωτερικών εξελίξεων, ανέστειλαν οποιαδήποτε αμυδρή ελπίδα ανάκαμψης του κράτους, που είχε διαφανεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του.
Ο Ανδρόνικος Β' νυμφεύθηκε το 1273 την Anna Arpad, κόρη του Stephen V ρηγός της Ουγγαρίας και της Εlizabeth των Cuman. Τέκνα τους ήταν οι:
Μιχαήλ Θ' συναυτοκράτωρ του Βυζαντίου,
Κωνσταντίνος δεσπότης, που νυμφεύθηκε πρώτα την Ευδοκία Μουζάλωνος και έπειτα την Ευδοκία Νεοκαισαρίτισσα.
Η Anna αναπαύθηκε το 1281 και ο Ανδρόνικος Β' νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την Yolanda (Ειρήνη) του Montferrat, κόρη του William VII μαρκίωνος του Montferrat και της Beatrice Burgundy της Castile. Τέκνα τους ήταν οι:
Ιωάννης δεσπότης, που νυμφεύθηκε την Ειρήνη Χούμνου,
Θεόδωρος Α' μαρκίων του Montferrat, που νυμφεύθηκε την Argentina Spinola,
Δημήτριος δεσπότης, που νυμφεύθηκε τη Θεοδώρα,
Σιμωνίς, που παντρεύτηκε τον Stefan Urosh II Nemanjic τον επιλεγόμενο milutin, ηγεμόνα των Σέρβων.
Ειρήνη (νόθη), που παντρεύτηκε τον Ιωάννη Β' Άγγελο κύριο Θεσσαλίας.
Ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (25 Μαρτίου 1297 - 15 Ιουνίου 1341, 44 ετών), γιος του Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγου, που δεν βασίλεψε ποτέ και της Rita Hetoumid της Αρμενίας, ήταν ο 80ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1328-1341). Ο πατέρας του, διάδοχος και συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ΄ πέθανε το 1320, και ο Ανδρόνικος Γ΄ κατέλαβε την εξουσία με ήπιο πραξικόπημα κατά του παππού του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Ο Ανδρόνικος Β΄, κατηγορώντας τον εγγονό του για ανάμειξη στο θάνατο του αδελφού του Μανουήλ, τον είχε ήδη αποκηρύξει παλαιότερα ορίζοντας ως διάδοχο τον δικό του δευτερότοκο γιο Κωνσταντίνο. Όμως ο δραστήριος Ανδρόνικος Γ΄ κατάφερε να συγκεντρώσει πολιτικούς και στρατιωτικούς συμπαραστάτες και τελικά να εκτοπίσει τον παππού του από την εξουσία το 1328, στέλνοντάς τον έγκλειστο σε μοναστήρι, μέχρι το θάνατό του. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, και διάρκεσε με διαλείμματα από το 1321 ως το 1328, εξάντλησε την αυτοκρατορία.
Ο εγγονός του Ανδρόνικου Β΄ αποδείχτηκε ικανότερος ηγεμόνας από τον παππού του. Ήταν άξιος στρατιώτης, πολιτικός ηγέτης αλλά και διπλωμάτης. Καταπολέμησε τη διαφθορά, ενίσχυσε το στρατό και επανίδρυσε το ναυτικό, που είχε καταργήσει ο Ανδρόνικος Β΄ για να εξοικονομήσει χρήματα. Η προέλαση των Οθωμανών στην Μικρά Ασία πάντως, παρά τις προσπάθειες του Ανδρόνικου, ήταν ασταμάτητη, κυρίως λόγω των αποθεμάτων τους σε έμψυχο δυναμικό. Ο Ανδρόνικος ηττήθηκε στην Μάχη του Πελεκάνου το 1329 από τον Ορχάν Γαζί, σουλτάνο των Οθωμανών. Η Νίκαια της Βιθυνίας χάθηκε για τους Βυζαντινούς το 1331 και η Νικομήδεια το 1337. Ο Ανδρόνικος τότε προσπάθησε να προσεταιρισθεί, σαν αντίβαρο στους Οθωμανούς, τους εμίρηδες του Σαρουχάν και του Αϊδινίου που βρισκόταν πιο νότια. Αυτή η συνεργασία ήταν αρκετά ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.
Στις δυτικές επαρχίες, υπήρχε συνεχής αναταραχή, με ανάμιξη τόσο των Δεσποτών της Ηπείρου, όσο και Φράγκων ευγενών που νέμονταν τις εκτάσεις. Ο Ανδρόνικος Γ κατόρθωσε να επιβάλλει τον ορισμό βυζαντινού διοικητή τόσο στη Θεσσαλία όσο και στην Ήπειρο, επαναφέροντας αυτές τις περιοχές υπό τον αυτοκρατορικό έλεγχο. Ακόμη, κατάφερε να σταματήσει την προέλαση των Σέρβων στην Μακεδονία (όπου όμως πριν τη συμφωνία ειρήνης έχασε αρκετές πόλεις, όπως την Οχρίδα και την Καστοριά) και την προέλαση των Βουλγάρων στη Θράκη.
Στο εσωτερικό, προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο νομικό σύστημα με την εισαγωγή, το 1329, του θεσμού των Καθολικών κριτών των Ρωμαίων. Ήταν μία ομάδα τεσσάρων ανώτατων δικαστών - δύο κληρικών και δύο λαϊκών - έργο των οποίων ήταν η επίβλεψη της απονομής δικαιοσύνης σε όλη την αυτοκρατορία. Αν και το 1337 τρεις από τους τέσσερις κριτές κρίθηκαν ένοχοι δωροδοκίας και αντικαταστάθηκαν, ο θεσμός αυτός διατηρήθηκε ως την οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας, το 1453.
Βασικό στοιχείο ισχύος της διακυβέρνησής του, ήταν η παρουσία στο πλευρό του στενού φίλου του, ικανότατου στρατηγού και Μεγάλου Δομέστιχου Ιωάννη Καντακουζηνού, που συνέβαλλε δραστικά στις επιτυχίες του Ανδρόνικου. Παρά τις κοινές τους προσπάθειες όμως, η κατάσταση σταθερής παρακμής και αποδυνάμωσης συνεχίζονταν σταθερά. Ο Ανδρόνικος Γ' πέθανε ξαφνικά τον Ιούνιο του 1341, χωρίς να έχει ορίσει διάδοχο.
Ο Ανδρόνικος Γ' νυμφεύθηκε το 1318 την Adelheid (Ειρήνη) Welf, κόρη του Henry I δουκός του Brunswick-Luneburg και της Agnes Wettin-Meissen, που απεβίωσε το 1324. Το 1326 νυμφεύθηκε την Άννα την Σαυαδική (Anna di Savoy), κόρη του Amadeus V κόμη της Σαβοΐας (Savoy) και της Mary Brabant (6ης απογόνου του Ισαακίου Β' Αγγέλου). Από τον δεύτερο αυτόν γάμο τέκνα του ήταν οι: Ιωάννης Ε' αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, Μιχαήλ δεσπότης, Μαρία (Ειρήνη) σύζυγος του Michael IV Sracimir ηγεμόνα Βουλγάρων, Ειρήνη (Μαρία) σύζυγος του Francesco I Gattilusio κυρίου της Λέσβου, Ειρήνη (νόθη) σύζυγος του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού αυτοκράτορα της Τραπεζούντος.
Ο Ιωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός (1292 - 15 Ιουνίου 1383, 91 ετών), απόγονος επιφανούς οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, ήταν ο 81ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο οποίος κάθισε στο θρόνο από το 1341 μέχρι την εκούσια παραίτησή του το 1354. Τυπικά όμως, στέφθηκε αυτοκράτορας μόλις το 1347, ως συναυτοκράτορας του Ιωάννη Ε', διότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε από το θάνατο του Ανδρόνικου Γ' μέχρι το 1347, δεν υπήρχε επίσημος εστεμμένος αυτοκράτορας, αφού ο τελευταίος αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει διάδοχο. Η απρονοησία του Ανδρόνικου Γ' να μην ορίσει διάδοχο έφερε το κράτος σε επικίνδυνο καθεστώς ακυβερνησίας. Ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε' δεν είχε στεφθεί συναυτοκράτορας και έτσι δημιουργήθηκε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν διάφοροι παράγοντες της εξουσίας, όπως η αυτοκράτειρα και χήρα του Ανδρόνικου Άννα της Σαβοΐας, ο φιλόδοξος Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο στρατηγός Αλέξιος Απόκαυκος. Μόνος εγγυητής της ομαλότητας σε αυτό το χάος ήταν ο έντιμος και πιστός Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος είχε σταθεί στο πλευρό του αυτοκράτορα μέχρι το τέλος, και ο οποίος αρχικά προσπάθησε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη Ε, στο τέλος όμως βρέθηκε αντιμέτωπος μαζί του. Όντας συχνά σε εκστρατείες, ήταν εύκολος στόχος των μηχανορραφιών της Κωνσταντινούπολης. Ο Δεύτερος Εμφύλιος Πόλεμος των Βυζαντινών άρχισε το 1341 και στη διάρκειά του οι αντίπαλες πλευρές αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με εχθρούς του Βυζαντίου, όπως το Στέφανο Δουσάν της Σερβίας ο οποίος άλλαξε στρατόπεδα κατά τα ίδια συμφέροντα, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Τούρκους, τους οποίους έφεραν ως επιδιαιτητές οι ίδιοι οι Βυζαντινοί στην καθαρά εσωτερική αυτή υπόθεση. Παράλληλα, ξόδεψαν κάθε ίχνος χρυσού που υπήρχε διαθέσιμο, με χαρακτηριστικό δείγμα την κατάθεση των αυτοκρατορικών κοσμημάτων σε βενετικό ενεχυροδανειστήριο από την Άννα της Σαβοίας έναντι ευτελούς ποσού. Η διαμάχη τελείωσε το 1347, με πρώτο αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο και συναυτοκράτορα τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, όμως, έληξαν οριστικά μόνο όταν ο δεύτερος παραιτήθηκε από το θρόνο το 1354, και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ, αφήνοντας μόνο ηγέτη το νεαρό Ιωάννη Ε Παλαιολόγο.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον ορθόδοξο λαό και κλήρο. Αντίπαλοι στην έριδα αυτή, ο Γρηγόριος Παλαμάς από την πλευρά των ησυχαστών και ο Νικηφόρος Γρηγοράς από τους ενάντιους. Η έριδα αυτή, αν και βαθειά θεωρητική, αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα που προστέθηκε στα λοιπά δεινά του κράτους, αφού δηλητηρίασε την κοινωνική ειρήνη για πολλά χρόνια. Κατά την υπερχιλιόχρονη βυζαντινή παράδοση, ο ίδιος ο αυτοκράτορας κλήθηκε να το αντιμετωπίσει το θέμα, με την σύγκλιση 4 διαδοχικών συμβουλίων και τελική έκβαση τη δικαίωση του ησυχαστικού κινήματος το 1349.
Το 1347 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη επιδημία πανούκλας, που οδήγησε στο θάνατο, κατά ορισμένες εκδοχές, έως και τα 8/9 του πληθυσμού της Βασιλεύουσας. Τον ίδιο καιρό, σημειώθηκαν διαμάχες μεταξύ των Βενετών και Γενουατών, με πεδίο μάχης την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Προσπαθώντας να επιλύσει το πρόβλημα που του προκαλούσε αυτή η αναταραχή, ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπέστη οδυνηρή ναυτική ήττα από τους Γενουάτες στον Κεράτιο το 1349. Νέα μάχη το 1352 είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Μελανότερο ίσως σημείο της διακυβέρνησής του ήταν η συμμαχία του με τον Σουλεϊμάν πασά, σε εκστρατεία κατά του Ιωάννη Ε', ο οποίος πολιορκούσε την Αδριανούπολη ενάντια στο διοικητή της, γιο του ίδιου του Καντακουζηνού. Οι τουρκικές ορδές επιδόθηκαν στις γνωστές τους συνήθειες των σφαγών και της λεηλασίας, πράξεις που, στα μάτια των Βυζαντινών υπηκόων, έγιναν με τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή του συναυτοκράτορά τους.
Το 1354, η ερημωμένη από καταστροφικό σεισμό Καλλίπολη εποικήθηκε από Τούρκους του Σουλεϊμάν, οι οποίοι (προσκεκλημένοι του ίδιου του Καντακουζηνού) διαπίστωσαν και μόνοι τους τον πλούτο και την ευφορία της Θράκης. Έτσι, πάτησαν για πρώτη φορά πόδι με αξιώσεις στην ευρωπαïκή γη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την ίδια τη Βασιλεύουσα.
Συμμετέχοντας ενεργά στη διακυβέρνηση για περισσότερα από 25 χρόνια, αλλά εστεμμένος αυτοκράτορας μόλις για επτά, ο Ιωάννης Καντακουζηνός ήταν μια σημαντική μορφή ανάμεσα στους Βυζαντινούς ηγέτες. Προικισμένος με αρκετά από τα προσόντα ενός ικανού αυτοκράτορα, βρέθηκε να έχει τα ηνία του κράτους υπό δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες, και κατάφερε να του δώσει κάποιες αναπνοές πρόσκαιρης επιβίωσης που πιθανόν άλλος, λιγότερο ικανός, δεν θα μπορούσε να δώσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και ποτέ δεν αμφισβήτησε επίσημα την πρωτοκαθεδρία του Ιωάννη Ε' στο θρόνο, βρέθηκε μονίμως κατηγορούμενος για έλλειψη αφοσίωσης σε αυτόν, με αποτέλεσμα μακροχρόνιες εμφύλιες διαμάχες οι οποίες συνέθλιψαν οικονομικά αλλά και πολιτικά το επί μακρά σειρά ετών θνήσκον Βυζάντιο.
Ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (18 Ιουνίου 1332 - 16 Φεβρουαρίου 1391, 58 ετών), γιος του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου και της Άννας της Σαυαδικής (Anna di Savoy), ήταν ο 82ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου σε τέσσερις περιόδους εξουσίας: 15 Ιουνίου 1341 - 12 Αυγούστου 1347, με αντιβασίλισσα τη μητέρα του, 1347- 1354 με συμβασιλέα τον Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό, 1354 - 1376, 1 Ιουλίου 1379 - 14 Απριλίου 1390 και 17 Σεπτεμβρ. 1390 - 16 Φεβρουαρ. 1390. Ουσιαστικά είχε αυτόνομη διοίκηση μόνο μετά το 1354, μετά την παραίτηση του συναυτοκράτορά του Ιωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνού. Ο Ιωάννης ΣΤ΄ άσκησε την εξουσία μετά το θάνατο του φίλου του και πατέρα του Ιωάννη Ε΄, Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Ο Ιωάννης Ε απείχε της εξουσίας κατά τη διάρκεια πραξικοπήματος από το γιο του και συναυτοκράτορα Ανδρόνικο Δ´ Παλαιολόγο, μεταξύ του 1376 και του 1379. Το 1347 νυμφεύθηκε την Ελένη Καντακουζηνή, κόρη του Ιωάννου ΣΤ' Καντακουζηνού και της Irene Mitso-Asen, δισεγγονής του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Τέκνα τους ήταν οι: Ανδρόνικος Δ' αυτοκράτωρ Βυζαντίου (1376-79), Μανουήλ Β' αυτοκράτωρ Βυζαντίου (1391-1425), Θεόδωρος Α' δεσπότης Μωρέως (1383-1407) και Μιχαήλ δεσπότης Μεσημβρίας.
α. Η δράση του ως αυτοκράτορα
Μετά την παραίτηση του Ιωάννη ΣΤ´ to 1354, ο Ιωάννης Ε´ άρχισε την αυτόνομη διακυβέρνησή του με επιθετική τακτική. Αποφάσισε ότι μοναδικός τρόπος ριζικής αντιμετώπισης του κινδύνου των Τούρκων ήταν η εξολόθρευσή τους. Αρχικά απευθύνθηκε στον Πάπα Ιννοκέντιο το 1355, ζητώντας στρατιωτική βοήθεια, με αντάλλαγμα την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Ρώμη. Η προσπάθειά του αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ούτε ως προς το μέτωπο των Τούρκων, αλλά ούτε σε ό,τι αφορά την ένωση των Εκκλησιών. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι προέλαυναν ακάθεκτοι στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε το 1364 να αρχίσει νέα διπλωματική προσπάθεια στη Δύση, ξεκινώντας από το Λουδοβίκο της Ουγγαρίας, στον οποίο πήγε αυτοπροσώπως. Μια τέτοια κίνηση θα ήταν αδιανόητη για έναν Βυζαντινό Αυτοκράτορα της καλής εποχής, όχι όμως για τον ηγέτη του υπό κατάρρευση κράτους του 14ου αιώνα. Ο Ούγγρος ηγεμόνας ζήτησε την άμεση και άνευ όρων υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας ως προαπαίτηση για οποιαδήποτε συμφωνία. Γνωρίζοντας το ανέφικτο μιας τέτοιας δέσμευσης, έφυγε απογοητευμένος, αλλά καθ' οδόν τον περίμεναν νέα δεινά. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να του επιτρέψουν τη διέλευση, κρατώντας τον ουσιαστικά όμηρο. Μόνο η επέμβαση του εξαδέλφου του Αμεδαίου της Σαβοΐας του εξασφάλισε την επιστροφή.
β. Το ταξίδι στη Ρώμη και τη Βενετία
Το 1367 ξεκίνησε νέα περιοδεία με προορισμός τη Ρώμη, όπου ήταν αποφασισμένος να δηλώσει την προσωπική του υποταγή στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, για να εξασφαλίσει κάποια βοήθεια. Στη Ρώμη υπέγραψε τις απαραίτητες συμφωνίες και, υποκλινόμενος, προσκύνησε τον πάπα Ουρβανό. Ήταν μια προσωπική πράξη, που δεν αποτελούσε δέσμευση για το λαό του, ούτε για την έντονα αντιτιθέμενη ορθόδοξη ιεραρχία. Στη Ρώμη, άφησε αποστολή ιεραρχών, με επικεφαλής το μοναχό Ιωάσαφ και τον πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ένθερμο υποστηρικτή της ένωσης.
Στην επιστροφή του, πέρασε από τη Βενετία. Εκεί, ο Δόγης Ανδρέα Κονταρίνι το φιλοξένησε υποτυπωδώς. Στις συνομιλίες τους, συμφώνησαν την επιστροφή των αυτοκρατορικών κοσμημάτων και κάποιες χρηματικές και ναυτικές ενισχύσεις, με αντάλλαγμα τη νήσο Τένεδο. Στη συμφωνία του αυτή αντέδρασε ο πρωτότοκος γιος του Ανδρόνικος Δ´ Παλαιολόγος, ήδη συναυτοκράτορας, επηρεασμένος από τους συμμάχους του Γενουάτες. Κατά τη στιγμή της αναχώρησής του από τη Βενετία, διαπίστωσε ότι δεν είχε καν αρκετά χρήματα για το ταξίδι της επιστροφής. Μόνο η εσπευσμένη έλευση του άλλου γιου του Μανουήλ (μετέπειτα αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου), μαζί με ικανό ποσό, μπόρεσε να του εξασφαλίσει την επιστροφή.
γ. Η προέλαση των Τούρκων
Τον ίδιο καιρό, συνεχίζονταν οι δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες - και κυρίως η προέλαση των Τούρκων. Ήταν τώρα η σειρά των Σέρβων να γνωρίσουν συντριπτικές ήττες, πρώτα στη Μαριτσά το 1371, και αργότερα στο Κόσοβο το 1389. Οι εχθροί των Τούρκων στη Βαλκανική είχαν εξολοθρευτεί. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Ιωάννης να αναγκαστεί να δηλώσει την υποτέλειά του στο Σουλτάνο Μουράτ Α΄, με υποχρεώσεις καταβολής φόρων αλλά και παροχής στρατιωτικών ενισχύσεων κατά τις ανάγκες του. Ήταν μία από τις πικρότερα ειρωνικές στιγμές του Βυζαντίου, ο αυτοκράτορας που ξεκίνησε αποφασισμένος για την εξόντωση των Τούρκων να καταλήξει μέσα σε είκοσι χρόνια υποτελής τους. Χαρακτηριστικό ήταν το γεγονός ότι ο γιος του Μανουήλ, βρέθηκε πολλές φορές όμηρος στα χέρια των Τούρκων.
δ. Τα πραξικοπήματα εναντίον του
Την απουσία του πατέρα του μέχρι το 1369 εκμεταλλεύτηκε ο Ανδρόνικος Δ΄ για να κάνει αρχικά αποτυχημένο πραξικόπημα το 1373, αλλά επιτυχημένο το 1376, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τον Ιωάννη και τον Μανουήλ. Το 1379 τους απελευθέρωσαν οι Τούρκοι και οι Βενετοί, σταθερά εχθροί του Ανδρόνικου. Στον Ανδρόνικο Δ΄ δόθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, όπου βασίλεψε έως το 1385, οπότε πέθανε. Ως μέρος της ίδιας συμφωνίας, ο Μανουήλ διορίστηκε κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης. Η πόλη πολιορκήθηκε από το 1383 έως το 1387 από τους Τούρκους, και ο Μανουήλ αποδείχθηκε άξιος υπερασπιστής της. Τη χρονιά αυτή, ο λαός της πόλης ζήτησε να παραδοθεί στον εχθρό για να αποφύγει την ομαδική σφαγή και λεηλασία. Αηδιασμένος ο Μανουήλ από αυτή τη λιποψυχία, εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη και αυτοεξορίστηκε στη Λήμνο.
Το 1390, ο γιος του Ανδρόνικου Δ΄ Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος, με την υποστήριξη των Γενουατών, πραγματοποίησε με τη σειρά του πραξικόπημα και έριξε τον παππού του. Το κίνημά όμως αυτό καταπνίγηκε γρήγορα και παππούς και εγγονός επέστρεψαν στα καθήκοντά τους ως υποτελείς του Σουλτάνου.
ε. Η συρρίκνωση και οι παράδοξες συμμαχίες
Με ασυγκράτητη την επέλαση των Τούρκων και καμία ουσιαστική επιτυχία, το βυζαντινό κράτος είχε ήδη συρρικνωθεί σε ένα βασίλειο μικρής σημασίας. Η τραγική κατάληξη του άλλοτε ένδοξου Βυζαντινού αυτοκράτορα να πολεμάει στο πλευρό των βάρβαρων Ασιατών εχθρών του υπό τις εντολές του Σουλτάνου τους είναι χαρακτηριστικό δείγμα του βαθμού της παρακμής. Ο Ιωάννης Ε΄ δεν είχε τα προσόντα για την διαχείριση μιας τόσο σοβαρής κρίσης. Φαίνεται όμως ότι νομτελειακά, όπως και σε άλλες ανάλογες πτώσεις αυτοκρατοριών στο παρελθόν, δεν ήταν δυνατό να αναστραφεί η κατηφορική πορεία του καταρρέοντος κράτους και να ανασχεθεί ο καταστροφικός χείμαρρος της επέλασης των Τούρκων. Μέσα στο τραγικό αυτό κλίμα και με το βασίλειό του στο χείλος της πτώσης, ο Ιωάννης Ε πέθανε τραγικά απογοητευμένος το 1391.
Ο Ανδρόνικος Δ´ Παλαιολόγος (2 Απριλίου 1348 - 28 Ιουνίου 1385, 37 ετών), πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Καντακουζηνής, ήταν ο 83ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1376-1379). Ήταν άνθρωπος με λαοφιλή αλλά και κενόδοξη προσωπικότητα, που αδημονούσε για την αυτόνομη άσκηση της εξουσίας, μιας και ο πατέρας του ήταν μόλις 16 χρόνια μεγαλύτερός του. Νυμφεύθηκε την κόρη του Βουλγάρου τσάρου Ιβάν Αλεξάνδρου, Μαρία Κυράτζα και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το διάσημο αστρολόγο Αβράμιο.
Ο Ανδρόνικος Δ αρχικά επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την απουσία του πατέρα του σε διπλωματική περιοδεία στο εξωτερικό έως το 1369. Οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τον Ούγγρο ηγεμόνα Λουδοβίκο, η επονείδιστη για το λαό υποταγή του Ιωάννη Ε στον πάπα Ουρβανό και η ένδεια του αυτοκράτορα κατά την επίσκεψή του στη Βενετία, για διευθέτηση οφειλών, δημιουργούσαν στην πρωτεύουσα κλίμα αγανάκτησης και απογοήτευσης για τον απροκάλυπτα δυτικόφιλο Ιωάννη Ε. Ο Ανδρόνικος Δ δεν φανέρωσε έμπρακτα τις προθέσεις του. Όμως αδράνησε προκλητικά, όταν ουσιαστικά ο πατέρας του ήταν όμηρος των Βουλγάρων (Βίντιν, 1366) και χρειάστηκε η επέμβαση του Αμεδέου της Σαβοΐας (ξαδέλφου του Ιωάννη), αλλά και όταν ο Ιωάννης ζήτησε οικονομική βοήθεια, ενώ βρισκόταν στη Βενετία, και τελικά η συνδρομή του ευπειθούς δευτερότοκου γιου Μανουήλ (μετέπειτα αυτοκράτορας Μανουήλ Β) έδωσε τη λύση. Επιπρόσθετα, οι σχέσεις πατέρα-πρωτότοκου γιου ψυχράθηκαν περισσότερο επειδή ο Ιωάννης Ε συμφώνησε με τους Βενετούς την παραχώρηση της νήσου Τενέδου, μήλου της έριδας μεταξύ των μεγάλων ιταλικών ναυτικών δυνάμεων, Βενετίας και Γένοβας, με την οποία συνεργαζόταν μυστικά ο Ανδρόνικος.
Η πρώτη ένοπλή του προσπάθεια να καταλάβει την αρχή το 1373 απέτυχε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φυλακιστεί μαζί με το γιο του, αφού τιμωρήθηκαν με τύφλωση. Η εκτέλεση της εντολής δεν επέφερε βέβαια πλήρη τύφλωση, μια και σε διάστημα σχεδόν δύο χρόνων η όραση των κρατουμένων επανήλθε σε τέτοια επίπεδα, ώστε να διεκδικήσουν την εξουσία. Με τη βοήθεια των Γενουατών ο Ανδρόνικος Δ απέδρασε και οργάνωσε πραξικόπημα, το οποίο αυτή τη φορά που πέτυχε (Μάιος του 1376). Συνέλαβε και φυλάκισε τον Ιωάννη Ε και τον αδελφό του Μανουήλ. Κάθισε, επομένως, στο θρόνο από το 1376 μέχρι το 1379, παρεμβάλλοντας τη βασιλεία του σε αυτή του πατέρα του. Το 1379 Ιωάννης Ε και Μανουήλ απελευθερώθηκαν πιθανόν από τους Τούρκους και τους Βενετούς, σταθερά εχθρούς του Ανδρόνικου, λόγω της φιλικής προς τους Γενουάτες πολιτικής του. Μετά από συμβιβασμό, στον Ανδρόνικο Δ αποδόθηκε ο τίτλος του συναυτοκράτορα και του παραχωρήθηκε μια περιοχή στη Σηλυμβρία, καθώς και δικαίωμα διαδοχής στο βυζαντινό θρόνο από το γιο του Ιωάννη (μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ). Πέθανε το 1385 στις 28 Ιουνίου.
Ο Ιωάννης Ζ´ Παλαιολόγος (1370 - 22 Σεπτεμβρίου 1408), γιος του Ανδρόνικου Δ΄ Παλαιολόγου και της βουλγαρικής καταγωγής Μαρίας Κυράτσας, ήταν ο 84ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (14 Απριλίου - 17 Σεπτεμβρίου του 1390). Είχε επίσης τον τίτλο «Βασιλεύς» (1399 – 1403) και Έξαρχος πάσης Θετταλίας (1403 – 1408). Σύζυγός του ήταν η Ειρήνη (Ευγενία Γατελούζαινα) και γιος τους ο Ανδρόνικος Ε' Παλαιολόγος, που δεν βασίλεψε ποτέ. Ο Ιωάννης Ζ´ είχε νόμιμα δικαιώματα στο θρόνο με βάση τη συμφωνία που είχε επιτύχει, το 1381, ο πατέρας του Ανδρόνικος Δ', τα οποία όμως αμφισβητήθηκαν με τη νέα σύγκρουση με τον πατέρα του λίγο πριν το θάνατό του (1385). Κατέλαβε την εξουσία τον Απρίλιο του 1390 με πραξικόπημα κατά του παππού του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, τον οποίο κατόρθωσε να περιορίσει σε θέση πολιορκούμενου σε ένα μικρό φυλάκιο κοντά στη Χρυσή Πύλη της Κωνσταντινούπολης. Το πραξικόπημα έγινε τη νύχτα της 14ης Απριλίου με τη βοήθεια του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄, ο οποίος επιθυμούσε την ανατροπή του Ιωάννη Ε κυρίως για να προκαλέσει στο Βυζάντιο εσωτερική αναταραχή προς δικό του όφελος. Σύμμαχοι του Ιωάννη Ζ' ήταν και οι Γενουάτες, σταθερά αντίπαλοι του Ιωάννη Ε' διαρκώς συντασσόμενοι με τον Ανδρόνικο Δ'. Είχε προηγηθεί μάλιστα ταξίδι του Ιωάννη Ζ' στη Γένουα το 1389 για αναζήτηση πολιτικής υποστήριξης έναντι του θείου του, Μανουήλ Β.
Ενώ, λοιπόν, ο Ιωάννης Ε' υπερασπιζόταν το φυλάκιο, ο γιος του Μανουήλ Β κατόρθωσε να ξεφύγει και να καλέσει βοήθεια από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου. Έτσι, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Ιωάννης Ε' επανέκτησε την εξουσία. Αμέσως μετά τον τερματισμό του πραξικοπήματος και την αποκατάσταση του Ιωάννη Ε, ο Ιωάννης Ζ' αλλά και ο Μανουήλ Β, κλήθηκαν από τον Βαγιαζίτ (βάσει των όρων υποτέλειας που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Ε') για να συμμετάσχουν στην επόμενη στρατιωτική εκστρατεία των Τούρκων, κατά της Φιλαδέλφειας, που, μέχρι εκείνη την ώρα, βρισκόταν σε Βυζαντινά χέρια. Βρέθηκαν έτσι σε κοινό στρατόπεδο με τους Τούρκους, μαχόμενοι εναντίον του ίδιου του βυζαντινού κράτους. Ενώ βρίσκονταν στη Μ.Ασία τους αναγγέλθηκε η είδηση για το θάνατο του, απελπισμένου πια, Ιωάννη Ε. Έτσι έμεναν μόνοι διεκδικητές του θρόνου ο Ιωάννης Ζ και ο Μανουήλ Β.
Ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Α' όμως δε δίστασε να αποκλείσει και να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη, με πρόσχημα τη θέλησή του να αποκαταστήσει το νεαρό Ιωάννη Ζ. Ο κλοιός γύρω από την πόλη έγινε ασφυκτικότερος μετά την αποτυχημένη Σταυροφορία του 1396, που τερματίστηκε με τη συντριπτική νίκη του σουλτάνου στη Μάχη της Νικόπολης το ίδιο έτος. Το 1399 ο Ιωάννης Ζ' εισήλθε πανηγυρικά στην Πόλη, χωρίς να επιτρέψει την παράδοσή της στους Οθωμανούς. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της άμυνας, ενώ ο Μανουήλ Β κατέφυγε στη Δύση με σκοπό να συγκεντρώσει κλαθε δυνατή βοήθεια. Όλοι περίμεναν το θαύμα, το οποίο ήρθε με τη μορφή του Ταμερλάνου. Το 1402 ο Βαγιαζίτ έλυσε την πολιορκία για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Ορδή και ηττήθηκε στην Άγκυρα.
Οι απόπειρες συμφιλίωσης ανεψιού και θείου μετά το θάνατο του Ιωάννη Ε' (1391) δεν στέφθηκαν από επιτυχία, μέχρι που, το 1403, συνομολογήθηκε ο μεν Μανουήλ να αναλάβει τη διοίκηση της πρωτεύουσας, ο δε Ιωάννης να ελέγχει την περιοχή της Θεσσαλονίκης ως «ἒξαρχος πάσης Θετταλίας». Εκεί παρέμεινε για πέντε χρόνια ακόμη, μέχρι το θάνατό του το 1408, που έδωσε τέλος στην τριαντάχρονη αλληλομαχία της οικογένειας.
Ο Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος (1350 - 21 Ιουλίου 1425), γιος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Καντακουζηνής, ήταν ο 85ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (16 Φεβρουαρίου 1391 - 21 Ιουλίου 1425). Σύζυγός του ήταν η Ελένη Δραγάση (Jelena Dragaš), κόρη του Konstantin Dragaš ηγεμόνα της ΝΑ Σερβίας, απόγονη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, και παιδιά τους ήταν οι Ιωάννης Η' αυτοκράτορας Βυζαντίου, Θεόδωρος Β' δεσπότης Μωρέως, Ανδρόνικος δεσπότης Θεσ/κης, Κωνσταντίνος ΙΑ' αυτοκράτορας Βυζαντίου, Δημήτριος δεσπότης Μωρέως και Θωμάς δεσπότης Μωρέως. Με την πολυσχιδή δραστηριότητά του ως πολιτικός, στρατιωτικός, λόγιος και θεολόγος σφράγισε της τελευταίες δραματικές δεκαετίες της φθίνουσας αυτοκρατορίας. Λίγες μέρες πριν πεθάνει έγινε μοναχός και μετονομάστηκε σε Ματθαίος.
Μετά το θάνατο του πατέρα του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου και δεδομένου του πραξικοπήματος του ανεψιού του, γιου του Ανδρόνικου Δ' (και νομίμου διαδόχου με βάση τη συμφωνία του 1379) Ιωάννη Ζ', ο Μανουήλ Β ανέλαβε την εξουσία. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, διατήρησε το καθεστώς της υποτέλειας που είχε εγκαινιάσει ο πατέρας του. Έτσι, κλήθηκε να υπηρετήσει στο πλευρό του σουλτάνου Βαγιαζίτ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις των Τούρκων όπως στην πολιορκία της Φιλαδέλφειας το 1390, τελευταίου βυζαντινού προπυργίου στη δυτική Μικρά Ασία. Αργότερα όμως, μετά από κάποιες εκρήξεις αστάθειας του σουλτάνου, αποφάσισε να διακόψει κάθε υπηρεσία στους Τούρκους. Έξαλλος ο Βαγιαζίτ απάντησε με άμεση πολιορκία της Πόλης το 1394, η οποία έμελλε να κρατήσει με κυμαινόμενη ένταση, για πολλά χρόνια.
Την ίδια περίπου εποχή, η Δύση κινητοποίησε στρατεύματα κατά των Τούρκων που έφταναν τους 100.000 άνδρες. Η ήττα των νέων Σταυροφόρων στη Νικόπολη το 1396, σήμανε και το τέλος των ουσιωδών προσπαθειών της Δύσης. Ο Μανουήλ Β φρόντισε να συμφιλιωθεί με τον παλαιό του αντίπαλο Ιωάννη Ζ', τον οποίο άφησε στη θέση του στη Βασιλεύουσα, και αφού μετέφερε την οικογένειά του στον ασφαλή περίγυρο του Μυστρά, ξεκίνησε για επίσκεψη στο Παρίσι το 1399. Οι τελετές για την υποδοχή του Μανουήλ, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντίστοιχες που είχαν γίνει κατά την περιοδεία του πατέρα του το 1370. Ο Ιωάννης Ε' είχε πάει σα ζητιάνος, ενώ ο Μανουήλ ως περήφανος άρχοντας. Το πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από τους δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ, ο οποίος «αλλάζοντας άλογα, δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα». Ήταν στα μάτια τους ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, ο οποίος αγωνιζόταν «ως στρατιώτης του Χριστού στις επάλξεις των μαχών κατά των απίστων βαρβάρων» (J.J.Norwich). Οι διπλωματικές προσπάθειες του Μανουήλ βρήκαν ανταπόκριση σε λόγια και κάποιες οικονομικές ενισχύσεις, από τη Βενετία, Γαλλία, Αγγλία, Αραγονία και Πορτογαλία. Οι άρχοντες της Δύσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ανάληψη μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής πρωτοβουλίας, που ήταν ο μόνος τρόπος να διασωθεί το Βυζάντιο από τους Τούρκους. Η περιοδεία είχε ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια, όταν έφτασαν τα νέα της καταστροφής του Βαγιαζίτ από τον Ταμερλάνο στη Μάχη της Άγκυρας και το μαρτυρικό θάνατο του σουλτάνου το 1401. Μετά από αυτό, ο Μανουήλ επέστρεψε στη Βασιλεύουσα.
Αμέσως, άρχισαν οι έριδες διαδοχής μεταξύ των τεσσάρων γιων του Βαγιαζίτ, που επέτρεψαν στο Βυζάντιο να σταθεί κάπως στα πόδια του. Ο Μανουήλ Β ακολούθησε στο σημείο αυτό ήπια πολιτική, παρακολουθώντας από μακριά τις εσωτερικές διαμάχες των Τούρκων, για να ανασυνταχθεί, με μακροπρόθεσμο στόχο την οργάνωση μεγάλης ευρωπαϊκής εκστρατείας οριστικής εξάλειψης του Τουρκικού κινδύνου. Δεν ήταν δυνατόν όμως να μείνει εντελώς εκτός των εξελίξεων, και έτσι όταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, πρόσφερε υποστήριξη στον Μωάμεθ Α΄, ο οποίος ήταν ο πλέον συνεννοήσιμος από τους επίδοξους διαδόχους. Τα επόμενα χρόνια, ο Μανουήλ Β εκστράτευσε στην Ελληνική χερσόνησο για να ενισχύσει τις εκεί κτήσεις της Θεσσαλονίκης και του Μυστρά. Δυστυχώς όμως, την ίδια περίοδο η Δύση βυθίστηκε στις δικές της διαμάχες, με βασικότερη αυτή του παπικού προβλήματος και των αντιπάλων παπών. Δεν ήταν δυνατό να αναμένει κανείς οποιαδήποτε βοήθεια υπό αυτές τις συνθήκες.
Ο γιος του αυτοκράτορα Ιωάννης Η', συμμετείχε ενεργά και σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό στις υποθέσεις του κράτους, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του Μανουήλ Β, όταν η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί. Η γνώμη του Ιωάννη Η ήταν να ακολουθηθεί πιο επιθετική πολιτική εναντίον των Τούρκων. Δυστυχώς, η εσφαλμένη τακτική που εφάρμοσε στο θέμα των διαδόχων του Σουλτανάτου, παρά τις προειδοποιήσεις του πατέρα του, οδήγησε στε νέα πολιορκία της Πόλης από τον Μουράτ Β΄, γιο του Μωάμεθ Α΄, το 1422. Ανυπόμονος καθώς ήταν, ο Μουράτ παραιτήθηκε γρήγορα από την προσπάθειά του, τόσο γιατί βρήκε τα τείχη της Πόλης πολύ ισχυρά για το στρατό του, όσο και γιατί επενέβη ο έμπειρος Μανουήλ Β και η παραδοσιακή Βυζαντινή διπλωματία.
Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το 1423 σήμανε το ουσιαστικό τέλος της ενεργούς διακυβέρνησης από το Μανουήλ Β. Πέθανε το 1425, αφού πρώτα εκάρη μοναχός, κατά την υστεροβυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση, με το όνομα Ματθαίος. Η μορφή του ξεχωρίζει τόσο για τις ικανότητές του, διπλωματικές, διοικητικές και στρατιωτικές, όσο και για αυτή καθεαυτή την προσωπικότητά του. Μπορούσε να ηγηθεί των στρατευμάτων του σε μάχη το ίδιο εύκολα, όσο μπορούσε να συζητήσει και να αναλύσει με τους εκλεκτότερους λόγιους της εποχής του τα λεπτότερα θεολογικά ζητήματα. Ο Μανουήλ Β' έδωσε ανάσα επιβίωσης και παράταση ζωής στο Βυζάντιο, χωρίς βέβαια να κατορθώσει να αναστρέψει το αναπόφευκτο της πτώσης, γεγονός που είναι βέβαιο ότι είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει.
Ο Μανουήλ Β Παλαιολόγος ήταν ο συγγραφέας πολλών έργων σε διάφορους τομείς, όπως γράμματα, ποιήματα, βιογραφία ενός Αγίου, θεολογικές πραγματείες (συμπεριλαμβανομένης της « Προσευχή για την Κοίμηση της Θεοτόκου) και της ρητορικής, καθώς και ένα επιτάφιο για τον αδελφό του Θεόδωρο Α 'Παλαιολόγο. Έγραψε επίσης μια πραγματεία σε 157 κεφάλαια για την Λιτανεία του Αγίου Πνεύματος, ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της θεολογίας των Ελλήνων. Το πιο σημαντικό έργο του, γραμμένο το 1397 είναι οι διάλογοι με Πέρση λόγιο, μια προσπάθεια του Μανουήλ να κατανοήσει το Ισλάμ, εκτιμώντας ότι οι Οθωμανοί θα κατακτούσαν τελικά την Κωνσταντινούπολη. Τον Σεπτέμβριο του 2006, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ χρησιμοποίησε σε διάλεξη αυτούσιο τμήμα από αυτούς τους διαλόγους του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, που έλεγε:: «Δείξε μου τι νέο έφερε ο Μωάμεθ και εκεί θα βρεις μόνον πράγματα διαβολικά και απάνθρωπα, όπως η διαταγή του να διαδοθεί η πίστη που κήρυττε με το σπαθί. Ο Θεός δεν ευχαριστείται με το αίμα – και το να μην πράττεις λογικά είναι αντίθετο με τη φύση του Θεού. Η πίστη γεννιέται από την ψυχή, όχι από το σώμα. Όποιος θα οδηγήσει κάποιον στην πίστη χρειάζεται την ικανότητα να μιλά καλά και να επιχειρηματολογεί κατάλληλα, χωρίς βία και απειλές. Για να πείσει κανείς μια λογική ψυχή, δεν χρειάζεται ισχυρό χέρι, όπλα οποιουδήποτε είδους, ή άλλους τρόπους για να απειλεί κάποιον με θάνατο». Η αναφορά της φράσης του Μανουήλ Παλαιολόγου προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στο μουσουλμανικό κόσμο. Διαδηλώσεις, βανδαλισμοί, αλλά και μια δολοφονία ιταλίδας καλόγριας στην Σομαλία φέρεται πως ήταν απάντηση στην «προσβολή».
Ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1392 - 21 Ιουλίου 1446), γιος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, ήταν ο 86ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Σύζυγός του ήταν η Άννα και η Σοφία Μομφερατική. Βασίλεψε από το 1425 μέχρι το θάνατό του το 1448 αν και συμμετείχε ενεργά στη διακυβέρνηση από το 1422, μετά από την επιδείνωση της υγείας του πατέρα του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου. Ο Ιωάννης πραγματοποίησε από το 1424 διπλωματικές εκστρατείες στην Ουγγαρία και τη Βενετία, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το 1425 παρέδωσε οικειοθελώς τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να προστατεύσει την πόλη από τον επερχόμενο κίνδυνο. Την ύστατη ώρα οι Βενετοί την εγκατέλειψαν και ο Μουράτ Β΄ την κατέλαβε το 1430, με επακόλουθο σφαγές και λεηλασίες.
Ο Ιωάννης δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται για τη διοργάνωση νέας Σταυροφορίας, ενώ συνέχισε και τη σταθερή πολιτική των προκατόχων του για ενίσχυση του Μυστρά. Ο Ιωάννης κατάφερε να πείσει την Καθολική Εκκλησία για τη σύγκληση ενός συμβουλίου για την ένωση των Εκκλησιών. Το Συμβούλιο πράγματι άρχισε το 1438 στη Φερράρα, για να συνεχίσει από το 1439 τις εργασίες του στη Φλωρεντία, στην Ιταλία. Πλήθος απεσταλμένων έφτασαν από την Ανατολική Εκκλησία με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄. Ανάμεσά τους ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), ο Γεώργιος (αργότερα Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Μετά από μακρές και εξονυχιστικές διαβουλεύσεις, επιδημίες αλλά και διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων για περιφρόνηση και κάκιστες συνθήκες σίτισης και διαβίωσης, το συμβούλιο έληξε με τη διακήρυξη του Latenteur Coeli («Ας αγαλλιάσουν οι ουρανοί»). Οι αποφάσεις του συμβουλίου της Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν ουσιαστικά οι θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, παρουσιασμένες σε ένα ενωτικό πλαίσιο υποταγής της Ανατολικής Εκκλησίας. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, βάσει της προηγούμενης εμπειρίας από τέτοιες συμφωνίες σε υψηλό επίπεδο, ο λαός και ο ευρύτερος κλήρος δεν έκαναν ποτέ αποδεκτή τη συμφωνία, παρά την επίσημη υιοθέτησή της από τον αυτοκράτορα. Συντετριμμένος ο Ιωάννης Η γρήγορα κατάλαβε ότι οι προσπάθειές του για ένωση ήταν μάταιες.
Παράλληλα, οι σταυροφορικές εκστρατείες που οργανώθηκαν από τον πάπα με επικεφαλής τους Ούγγρους Λαδισλάο και Ουνιάδη, καθώς και το Σέρβο Μπράνκοβιτς, μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες κατά των Τούρκων, κατέληξαν σε διαδοχικές τραγικές ήττες στη Βάρνα (1444) και στο Κόσοβο (1448). Ο Ιωάννης Η βαθιά απογοητευμένος μετά την εκπνοή της ύστατης ελπίδας του, πέθανε το 1448.
Ο Ιωάννης Η δεν είχε ίσως την εμβέλεια ή την προσωπικότητα του πατέρα του, έκανε όμως κάθε ειλικρινή προσπάθεια. Υπό τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, λίγα ήταν δυνατά. Το συμβούλιο της Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα του, όμως ο Ελληνικός λαός ήταν αποφασισμένος να μην υποκύψει στον πάπα, ακόμα και αν το τίμημα ήταν η διαφαινόμενη τουρκική κατοχή.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (9 Φεβρουαρίου 1404 - 29 Μαΐου 1453, 49 ετών), γιος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, ήταν ο 87ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (6 Ιανουαρίου 1449 - 29 Μαΐου 1453). Πρώτη του σύζυγος ήταν η Μαντελένα Τόκκο, ανεψιά του Καρόλου Α΄ Τόκκου, Δεσπότη Ηπείρου, η οποία μετά το γάμο τους το 1427 έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα Τόκκο. Πέθανε το 1429. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η και η Αικατερίνη Γατελούζου (Caterina Gattilusio), κόρη του Ντορίνο της Λέσβου, η οποία πέθανε το 1442. Η ηρωϊκή αντίστασή του κατά των Οθωμανών σφράγισε τις ύστατες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τον ανύψωσε στη σφαίρα του θρύλου, του μύθου και της φαντασίας. Ως εθνομάρτυρας στοίχειωσε με την ιστορική μνήμη του την καθολική ψυχοσύνθεση του ελληνικού κόσμου και έχει πάρει μέσα από τους αιώνες τη θέση του ως "εθνικός ήρωας", δίπλα στον Λεωνίδα, τον Μ.Αλέξανδρο, τον Αθανάσιο Διάκο και τον Παπαφλέσσα.
Γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάση (Jelena Dragaš), κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών Constantin Dragaš, απόγονη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448), γεννήθηκε το 1404. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Το 1427 ο Κωνσταντίνος έφτασε στο Μυστρά για να βοηθήσει τους αδερφούς του Θωμά και Θεόδωρο στην ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών της Πελοποννήσου. Το 1429 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κατέλαβε και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Το 1432 η ανάκτηση τελεείωσε. Εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος που ήταν στα χέρια των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος ήταν υπό ελληνική κυριαρχία, με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από το Σεπτέμβριο του 1435 ως τον Ιούνιο του 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από το Θεόδωρο και το Θωμά, ενώ ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες του Ιωάννη Η΄.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο της μετάβασής του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο. Η στάση του Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε από τους Τούρκους, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να επιστρέψει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις του αυτοκράτορα.
Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.
α. Αυτοκράτορας
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄, στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση του στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας της Πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν ήταν δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, ενώ η άνοδος στην εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας.
Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (22-23 Απριλίου 1453).
β. Η Άλωση της Πόλης
Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ κοινώνησε Θεία Ευχαριστία από τα χέρια του ενωτικού Πατριάρχη Ισιδώρου(1452-53) λίγες μόνο ώρες πριν από τον θάνατό του. Η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού. Ο αυλικός Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού Μαρμαρωμένου Βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας. Στους αιώνες θα αντηχεί το υπέρτατο «μολών λαβέ» της εθελοθυσίας του, με το οποίο απέρριψε πρόταση των πολιορκητών για παράδοση χωρίς αντίσταση: «Το την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των εν αυτή κατοικούντων. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Από τις αρχές του 14ου αιώνα, μετά από τέσσερις διαδοχικές οικτρές στρατιωτικές ήττες στο Ματζικέρτ (1071), το Μυριοκέφαλο (1176), το Βαφαίον (1301) και τον Πελεκάνο (1328), το Βυζάντιο είχε χάσει τη Μικρά Ασία. Στα μέσα του ίδιου αιώνα περιορίστηκε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Το 1369 η Άλωση της Αδριανούπολης, που έγινε δεύτερη πρωτεύουσα των Οθωμανών, σήμανε την πένθιμη καμπάνα για το επερχόμενο τέλος, που φάνηκε καθαρά στις αρχές του 15ου αιώνα όταν η αυτοκρατορία είχε περιοριστεί στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς υπό τον Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453, ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει και η Πόλη έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, με τις ανακατατάξεις που ακολούθησαν δημιουργήθηκαν τρία ελληνικά κράτη: H Αυτοκρατορία της Νίκαιας, που αναγνωρίστηκε από το πατριαρχείο ως η επίσημη αρχή που εξασφάλισε τη συνέχεια του κράτους της Κωνσταντινούπολης, και επιπλέον το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που διεκδίκησαν επίσης το δικαίωμα να θεωρούνται πολιτείες διάδοχες του Βυζαντίου.
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν ένα από τα κράτη που προέκυψαν από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελούσε τη νόμιμη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αρχικά περιελάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Γρήγορα επεκτάθηκε στα Ιόνια Νησιά καθώς και σε σημαντικά τμήματα της Αλβανίας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισε να συρρικνώνεται στα αρχικά του όρια, ενώ κατά διαστήματα υποτάχθηκε στους Σέρβους και στο κράτος της Νικαίας. Στα μέσα του 15ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Έχοντας αρχικά ως έδρα την πόλη της Άρτας και αργότερα τα Ιωάννινα, διοικήθηκε διαδοχικά από Βυζαντινούς, Σέρβους και Ιταλούς ηγεμόνες. Η φεουδαλική υπόσταση του κράτους οδήγησε συχνά τους ηγέτες του σε μία σειρά συμμαχιών, επιγαμιών και συγκρούσεων, με Φράγκους, Ιταλούς, Βουλγάρους και Βυζαντινούς ηγεμόνες του κράτους της Νίκαιας καθώς και με Αλβανούς και Βλάχους φυλάρχους.
α. Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1204-1214)
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ιδρύθηκε το 1204 από τον Μιχαήλ Άγγελο Κομνηνό Δούκα (1204-1214), ο οποίος ήταν εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Αρχικά είχε συνάψει συμμαχία με τον Βονιφάτιο Μονφερατικό. Στη συνέχεια προσπάθησε να ανακόψει την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους αν και δεν τα κατάφερε, αφού ηττήθηκε στη μάχη του ελαιώνα του Κούνδουρου. Επέστρεψε στην Ήπειρο, στην πρώην αυτοκρατορική επαρχία του Θέματος της Νικοπόλεως και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Άρτα διαλύοντας τη συμμαχία με τον Βονιφάτιο.
Σύντομα η Ήπειρος έγινε η νέα πατρίδα Ελλήνων προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο και ο Μιχαήλ Άγγελος αναφερόταν ως ο δεύτερος Νώε, ο οποίος έσωσε τον κόσμο από τον κατακλυσμό των Φράγκων. Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, δεν τον θεωρούσε νόμιμο διάδοχο και ακολούθησε τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη στη Νίκαια της Βιθυνίας. Έτσι ο Μιχαήλ Άγγελος αναγνώρισε την εξουσία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' στην Ήπειρο, κόβοντας τους δεσμούς του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο Ερρίκος της Φλάνδρας απαίτησε την υποταγή του Μιχαήλ Άγγελου στη Λατινική Αυτοκρατορία, αξίωση που ο Μιχαήλ αποδέχτηκε, τουλάχιστο κατ' όνομα, επιτρέποντας στην κόρη του να παντρευτεί τον αδελφό του Ερρίκου, Ευστάθιο (Eustache) το 1209. Ο Μιχαήλ όμως δεν κράτησε τη συμφωνία του. Θεωρώντας ότι η ορεινή Ήπειρος θα ήταν απρόσβλητη από τους Λατίνους σύναπτε ή κατέλυε συμμαχίες σύμφωνα με τις περιστάσεις. Στο μεταξύ, οι συγγενείς του Βονιφάτιου από το Μονφεράτο (περιοχή του Πιεδεμόντιου), είχαν βλέψεις για την Ήπειρο. Το 1210 ο Μιχαήλ συμμάχησε με τη Βενετία και επιτέθηκε στο Βονιφάτιο στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ ήταν ιδιαίτερα σκληρός με τους αιχμαλώτους του, σταυρώνοντας σε κάποιες περιπτώσεις Λατίνους ιερείς. Αντιδρώντας, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ τον αφόρισε. Ο Ερρίκος της Φλάνδρας κράτησε την πόλη και εξανάγκασε τον Μιχαήλ σε νέα, ονομαστική τουλάχιστον, συμμαχία.
Ο Μιχαήλ όμως έστρεψε την προσοχή του στην κατάληψη άλλων στρατηγικά σημαντικών πόλεων που κατείχαν οι Λατίνοι: Λάρισα, Δυρράχιο και Οχρίδα, αποκτώντας τον έλεγχο της Εγνατίας Οδού, τον κύριο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Είχε επίσης τον έλεγχό των λιμανιών του Κορινθιακού κόλπου. Το 1214, κατέλαβε την Κέρκυρα από τη Βενετία, αλλά αργότερα δολοφονήθηκε στα τέλη του ίδιου έτους. Tον διαδέχθηκε ο νόθος αδελφός του Θεόδωρος.
β. Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας (1214-1230)
Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας (1214-1230) επιτέθηκε στη Θεσσαλονίκη και πολέμησε με τους Βούλγαρους. Ο Ερρίκος της Φλάνδρας πέθανε στην αντεπίθεση και το 1217 ο Θεόδωρος αιχμαλώτισε τον διάδοχό του Πέτρο του Κουρτεναί και πιθανότατα τον εκτέλεσε. Η Λατινική αυτοκρατορία όμως διέσπασε την προσοχή της λόγω της αυξανόμενης δύναμης της Νίκαιας και δεν μπόρεσε να σταματήσει τον Θεόδωρο που κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1224.
Το 1225, μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης από τον αυτοκράτορα της Νικάις Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, ο Θεόδωρος κατέφθασε και κατέλαβε στη συνέχεια την πόλη. Ο Θεόδωρος συμμάχησε επίσης με τους Βούλγαρους για να διώξει τους Λατίνους από την Θράκη. Το 1227 ο Θεόδωρος έχρισε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», τίτλος όμως που δεν αναγνωρίστηκε από τους περισσότερους ελληνικούς θεσμούς, κυρίως από τον Πατριάρχη της Νικαίας.
Το 1230, ο Θεόδωρος έλυσε την συμμαχία με τους Βούλγαρους, ευελπιστώντας να προκαλέσει την πτώση του Ιβάν Ασάν Β΄ (Ivan Asen II) που τον είχε παρεμποδίσει να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στη Μάχη της Κλοκοτνίτσα (κοντά στο Χάσκοβο στη Βουλγαρία) ο Βούλγαρος τσάρος νίκησε, αιχμαλώτισε και στη συνέχεια τύφλωσε τον Θεόδωρο. Έτσι, στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου ανήλθε ο ανεψιός του ο Μιχαήλ Β΄. Στη συνέχεια ο Θεόδωρος απελευθερώθηκε και διοίκησε τη Θεσσαλονίκη μαζί με τον αδερφό του Εμμανουήλ ως υποτελής.
γ. Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (1230-1271)
Η Ήπειρος ποτέ δεν μπόρεσε να ανακτήσει την ισχύ της μετά την ήττα στην Κλοκοτνίτσα. Ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (1230-1271) αφότου έχασε τη Θεσσαλονίκη που καταλήφθηκε από την αυτοκρατορία της Νικαίας το 1246, συμμάχησε με τους Λατίνους εναντίον της Νικαίας. Το 1248 ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης εξανάγκασε τον Μιχαήλ Β΄ να τον αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα και εις αντάλλαγμα τον αναγνώρισε δεσπότη της Ηπείρου. Η εγγονή του Βατάτζη, Μαρία, παντρεύτηκε τον γιο του Μιχαήλ, Νικηφόρο, ενώ το 1248 η κόρη του Μιχαήλ Β, Άννα, παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, και ο Μιχαήλ Β αποφάσισε να εκπληρώσει, βάσει της συμμαχίας τους, τις υποχρεώσεις του εναντίον του Ιωάννη Βατάτζη. Στη μάχη που ακολούθησε όμως ηττήθηκε, και ο παλιός δεσπότης, Θεόδωρος, συνελήφθη εκ νέου και πέθανε αυτή τη φορά στη φυλακή.
Ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης συμμάχησε με τον Μιχαήλ Β΄ και τους διαδόχους του, και τα παιδιά τους, που είχαν αρραβωνιαστεί από τον Ιωάννη Βατάτζη χρόνια πριν, παντρεύτηκαν τελικά το 1257, λαμβάνοντας έτσι εις αντάλλαγμα το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ όμως δεν δέχτηκε την εδαφική παραχώρηση και το 1257 εξεγέρθηκε, νικώντας μάλιστα τον στρατό της Νικαίας τού οποίου ηγείτο ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Καθώς ο Μιχαήλ Β κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, δέχθηκε επίθεση από τον Μανφρέδο Χοενστάουφεν της Σικελίας, ο οποίος κατέλαβε την Αλβανία και την Κέρκυρα. Εντούτοις, ο Μιχαήλ Β σύναψε συμμαχία μαζί του παντρεύοντάς τον με την κόρη του Ελένη. Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β΄, ο Μιχαήλ Β΄, ο Μανφρέδος και ο Γουλιέλμος Β΄ πολέμησαν κατά του νέου αυτοκράτορα της Νικαίας, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Η συμμαχία ήταν ασταθής και το 1259 ο Γουλιέλμος Β συνελήφθη στη Μάχη της Πελαγονίας. Ο Μιχαήλ Η΄ μπόρεσε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Μιχαήλ Β΄, την Άρτα, περιορίζοντας την εξουσία του Μιχαήλ Β στις πόλεις των Ιωαννίνων και της Βόνιτσας. Η Άρτα ανακατελήφθη το 1260 όταν ο Μιχαήλ Η΄ ήταν απασχολημένος με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μιχαήλ Η΄ έκανε συχνές επιθέσεις εναντίον της Ηπείρου και εξανάγκασε το γιο τού Μιχαήλ Β΄, ΝικηφόροΑ , να παντρευτεί την ανιψιά του Άννα Καντακουζηνή, το 1265. Ο Μιχαήλ Η΄ θεωρούσε την Ήπειρο υποτελή του, αν και ο Μιχαήλ Β΄ και ο Νικηφόρος Α συνέχιζαν να είναι σύμμαχοι με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και το Δουκάτο των Αθηνών. Το 1267 η Κέρκυρα και μεγάλο τμήμα της Ηπείρου καταλήφθηκαν από τον Κάρολο τον Ανδεγαυικό (ή της Ανζού) και το 1271 ο Μιχαήλ Β΄ πέθανε, αν και ο Μιχαήλ Η΄ δεν προσπάθησε να καταλάβει άμεσα την Ήπειρο. Επέτρεψε στο Νικηφόρο Α να διαδεχθεί το Μιχαήλ Β΄ και να αντιμετωπίσει τον Κάρολο, ο οποίος κατέλαβε το Δυρράχιο μέσα στον ίδιο χρόνο.
γ. Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας (1271-1296)
Το 1270 ο Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας (1271-1296) συμμάχησε με τον Κάρολο Ανδεγαυικό εναντίον του Μιχαήλ Η΄, δεχόμενος να γίνει υποτελής του. Με την ήττα του Καρόλου όμως, ο Νικηφόρος Α έχασε την Αλβανία από την αυτοκρατορία. Στην εποχή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, ο Νικηφόρος Α ανανέωσε τη συμμαχία του με την Κωνσταντινούπολη. Το 1292 όμως, ο Νικηφόρος συμμάχησε με τον Κάρολο Β΄ της Νεάπολης που όμως νικήθηκε από τον στόλο του Ανδρόνικου Β. Ο Νικηφόρος Α πάντρεψε την κόρη του με το γιο του Καρόλου, Φίλιππο Α΄ του Τάραντα και του πούλησε μεγάλο τμήμα της κυριαρχίας του.
δ. Θωμάς Κομνηνός Δούκας (1296-1318)
Μετά το θάνατο του Νικηφόρου Α το 1296, η επιρροή των Βυζαντινών μεγάλωσε όσο η Άννα, εξαδέλφη του Ανδρονίκου Β΄, κυβερνούσε το δεσποτάτο της Ηπείρου για λογαριασμό του νεαρού γιου της Θωμά Κομνηνού Δούκα (1296-1318). Το 1306 επαναστάτησε εναντίον του Φιλίππου του Τάραντα, παίρνοντας το μέρος του Ανδρονίκου Β. Οι Λατίνοι κάτοικοι εκδιώχθηκαν, αλλά εξαναγκάστηκε να επιστρέψει κάποια εδάφη στο Φίλιππο. Το 1312, ο Φίλιππος ετου Τάραντα γκατέλειψε τις βλέψεις του για την Ήπειρο και τις έστρεψε προς την θνήσκουσα Λατινική αυτοκρατορία. Η Άννα πάντρεψε τον Θωμά με μια κόρη του Ανδρόνικου Β΄, αλλά αυτός δολοφονήθηκε το 1318 από τον Νικόλαο Ορσίνι ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα του και πήρε τον έλεγχο του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
ε. Παρακμή και πτώση του Δεσποτάτου
Ο Νικόλαος Ορσίνι (1318-1323) αναγνωρίστηκε νόμιμος ηγέτης του Δεσποτάτου από τον Ανδρόνικο Β΄, αλλά το 1323 τον ανέτρεψε ο αδελφός του Ιωάννης Β΄ Ορσίνι (1323-1335). Ο Ιωάννης δηλητηριάστηκε από τη γυναίκα του Άννα, η οποία άσκησε την αντιβασιλεία για λογαριασμό του Νικηφόρου Β΄ Ορσίνι ( 1335-1337 και 1356-1359) Το 1337 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος, έφτασε στη βόρεια Ήπειρο με στρατό που εν μέρει ήταν συγκροτημένος από 2000 Τούρκους που τους είχε παράσχει ο σύμμαχός του, Ομάρ του Αϊδινίου. Είχαν αναφερθεί ταραχές στις περιοχές του Βερατίου και των Κανίνων ως συνέπεια των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αλβανών. Ο Ανδρόνικος Γ νίκησε τους Αλβανούς και έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο. Η Άννα, η χήρα του δεσπότη, προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις μαζί του, αλλά ο Ανδρόνικος απαίτησε την ολοκληρωτική υποταγή του Δεσποτάτου, στο οποίο η Άννα τελικά συμφώνησε. Έτσι το Δεσποτάτο της Ηπείρου ενσωματώθηκε ειρηνικά και πάλι στην Αυτοκρατορία. Όμως, ένας από τους όρους της συμφωνίας ήταν ο Νικηφόρος Β΄ να αρραβωνιαστεί μία από τις κόρες του Ιωάννη Καντακουζηνού. Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ο αρραβώνας, ανακαλύφθηκε ότι ο Νικηφόρος Β είχε εξαφανισθεί.
Τελικά ο Ανδρόνικος Γ έμαθε πως ο Νικηφόρος είχε μεταφερθεί στην Ιταλία από μέλη της Ηπειρωτικής αριστοκρατίας που ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Ηπείρου. Εκεί, διέμεινε για ένα χρονικό διάστημα στον Τάραντα, στην αυλή της Αικατερίνης Βαλουά, τιτουλάριας αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης. Το 1339 ξέσπασε επανάσταση στην Ήπειρο με την υποστήριξη της Αικατερίνης, που βρισκόταν στην Πελοπόννησο, και του Νικηφόρου Β που είχε επιστρέψει στην Ήπειρο και είχε την έδρα του στο Θωμόκαστρο. Στα τέλη όμως του 1339, αυτοκρατορικά στρατεύματα έφτασαν στην περιοχή, και το 1340 έφτασε ο ίδιος ο Ανδρόνικος Γ συνοδεύμενος από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Τελικά οι επαναστάτες πείστηκαν με τη δύναμη της διπλωματίας και όχι τόσο των όπλων να υποταχθούν στην εξουσία του αυτοκράτορα. Ο Νικηφόρος Β παρέδωσε το Θωμόκαστρο, αρραβωνιάστηκε την Μαρία, κόρη του Ιωάννη Καντακουζηνού και πήρε τον τίτλο του πανυπερσέβαστου.
Όταν η βυζαντινή αυτοκρατορία βρέθηκε σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, η Ήπειρος καταλήφθηκε από τους Σέρβους. Ο Νικηφόρος Β΄ κατάφερε να ανακαταλάβει την Ήπειρο το 1356 και πρόσθεσε στην επικράτειά του τη Θεσσαλία. Ο Νικηφόρος Β πέθανε κατά την κατάπνιξη επανάστασης από Αλβανούς, οι οποίοι είχαν εισέλθει στην ευρύτερη περιοχή προς υποστήριξη των Σέρβων. Το 1359 το Δεσποτάτο της Ηπείρου καταλύθηκε από τους Σέρβους, και οι "Τσάροι" της Σερβικής Δυναστείας (Nemanjić, 1359-1385) υπήρξαν τοποτηρητές του Σέρβου τσάρου, που διατήρησαν και τον τίτλο του Δεσπότη της Ηπείρου:
- Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος (Uroš) (1359-1366), αυτοκράτορας (τσάρος) Σέρβων και Ελλήνων.
- Θωμάς Β΄ Πρελούμπος (Preljubović) (1366-1384), Δεσπότης.
- Μαρία Αγγελλίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα (1384-1385).
Στις επόμενες δεκαετίες το Δεσποτάτο κυβερνήθηκε από ηγεμόνες των ιταλικών οικογενειών Μπουοντελμόντι και Τόκκων, από τους οποίους το πήραν οι Οθωμανοί:
Δυναστεία Μπουοντελμόντι (Buondelmonti)
- Ησαύ Μπουοντελμόντι (1385-1411).
- Γεώργιος Μπουοντελμόντι (1411).
Δυναστεία Τόκκων (Tocco)
- Κάρολος Α΄ Τόκκος (1411-1429).
- Κάρολος Β΄ Τόκκος (1429-1448), στα χρόνια του οποίου τα Ιωάννινα καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς του 1430.
- Λεονάρδος Τόκκος (1448-1479), στα χρόνια του οποίου καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς η Άρτα το 1449 και Αγγελόκαστρου το 1460.
H Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ήταν ένα από τα ανεξαρτητα κρατίδια που προέκυψαν μετά την προσωρινή διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από την Δ Σταυροφορία το 1204. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνούς, εγγονούς του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α' Κομνηνού, με τη βοήθεια της θείας τους, βασίλισσας Θάμαρ της Γεωργίας. Πρωτεύουσά της ήταν η Τραπεζούντα και σημαία της, ο αετός των αρχαίων Σινωπέων, με την διαφορά ότι ενώ ο αετός των αρχαίων Σινωπέων έβλεπε προς την Ανατολή, ο αετός της Αυτοκρατορίας του Πόντου έβλεπε προς τη Δύση, σαφής ένδειξη των προθέσεων της νέας Αυτοκρατορίας. Ο αετός των Σινωπέων, ήταν ο αετός των αρχαίων Μιλησίων. Η Αρχαία Μίλητος ήταν ο αρχικός τόπος των αποικιστών του Πόντου (Σινώπης, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα). Οι πρώτοι ηγεμόνες της προσπάθησαν για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, αλλά όταν αυτό αποδείχθηκε αδύνατο, οι ηγεμόνες περιόρισαν τις φιλοδοξίες τους στην περιοχή του Πόντου. Για αρκετά χρόνια ήταν υποτελείς είτε στους Σελτζούκους του Ικονίου, είτε στους Ιλχανίδες Μογγόλους της Περσίας. Ήταν το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Η Τραπεζούντα βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τους Σελτζούκους του Ικονίου και αργότερα με τους Οθωμανούς Τούρκους, όπως και με τους Βυζαντινούς αλλά και τα ιταλικά κρατίδια, ιδιαίτερα τους Γενουάτες. Στην ουσία ήταν αυτοκρατορία κατ’ όνομα, που επιβίωνε συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες και γάμους σκοπιμοτήτων με άρχοντες γειτονικών κρατών.
Κάθε άρχοντας της Τραπεζούντας ονομαζόταν Μέγας Κομνηνός (ή Μεγαλοκομνηνός σύμφωνα και με την ποντιακή παράδοση) και αρχικά διεκδικούσε τον τίτλο «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Μετά, όμως, το 1282, ο επίσημος τίτλος του άρχοντα της Τραπεζούντας άλλαξε σε: «Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβηρίας και Περατείας», τίτλος που διατηρήθηκε ως το 1461. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ονομαζόταν και «κράτος των Κομνηνών», από το όνομα της άρχουσας δυναστείας.
α. Ιδρυτική περίοδος (1204-1222)
Ο Αλέξιος Κομνηνός (1204-1222), εγγονός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού και γιος της Γεωργιανής Ρουσουδάν, κόρης του Γεώργιου Γ’ της Γεωργίας, έκανε την Τραπεζούντα πρωτεύουσα του βασιλείου του και ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα και νόμιμο διάδοχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ‘Οπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α’ εκδιώχτηκε, ύστερα από στάση, από τον βυζαντινό θρόνο και δολοφονήθηκε βάναυσα το 1185. Ο γιος του Μανουήλ τυφλώθηκε και ίσως υπέκυψε στους τραυματισμούς του. Η Ρουσουδάν, σύζυγος του Μανουήλ και μητέρα του Αλέξιου και του Δαυίδ, εγκατέλειψε εσπευσμένα την Κωνσταντινούπολη με τα παιδιά της, ώστε να αποφύγει τις διώξεις από τον ανερχόμενο αυτοκράτορα Ισαάκ Β’ Άγγελο. Δεν είναι σαφές αν η Ρουσουδάν κατέφυγε στην Γεωργία ή στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, από όπου κατάγονταν η οικογένεια των Κομνηνών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Κομνηνοί είχαν δημιουργήσει ημιανεξάρτητο κράτος σ' αυτή την περιοχή, με έδρα την Τραπεζούντα πριν από το 1204.
Η μικρή σε έκταση αυτοκρατορία, αρχικά προσάρτησε αρκετά εδάφη και έφτασε να ελέγχει την παράκτια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ Σινώπης και Σωτηριούπολης. Τον 13ο αιώνα η Τραπεζούντα έλεγχε την Περάτεια, δηλαδή τις απέναντι ακτές της Χερσώνας στην Κριμαϊκή χερσόνησο (αρχαία Ταυρική). Ο Δαυίδ Κομνηνός, ο νεότερος αδελφός του Αλέξιου, επεκτάθηκε γρήγορα προς τα δυτικά, καταλαμβάνοντας την Σινώπη, την Ηράκλεια (Ποντοηράκλεια), μέχρι που απέκτησε κοινά σύνορα με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας του Θεόδωρου Α' Λάσκαρη. Τα εδάφη αυτά δεν διατηρήθηκαν, καθώς την Σινώπη την κατέλαβε η Νίκαια το 1206 και τελικά έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων το 1214, μετά από στρατιωτική επιχείρηση στην οποία σκοτώθηκε ο Δαυίδ Κομνηνός.
β. Ευημερία και προστριβές (1222-1390)
Ο δευτερότοκος γιος του Αλέξιου, Μανουήλ Α’ (1238-1263) εξασφάλισε την εσωτερική συνοχή του κράτους και απέκτησε το κύρος του αξιόλογου στρατιωτικού διοικητή, παρόλο που η Αυτοκρατορία του έχασε εδάφη από τους Τουρκομάνους και αναγκάστηκε να μείνει για ένα διάστημα φόρου υποτελής στους Σελτζούκους του Ικονίου και αμέσως μετά στους Μογγόλους της Περσίας. Η καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους το 1258, κατέστησε την Τραπεζούντα δυτικό τέρμα του δρόμου του μεταξιού. Υπό την προστασία των Μογγόλων η πόλη απέκτησε σημαντικά πλούτη, λόγω του εμπορίου μεταξιού.
Ταραχώδης ήταν η βασιλεία του Ιωάννη Β’ (1280-1297), όταν πραγματοποιήθηκε η συμφιλίωση με το Βυζάντιο και άρθηκαν οι βλέψεις επί της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη την εποχή, ο Μάρκο Πόλο, επέστρεψε στην Ευρώπη δια μέσου της Τραπεζούντας το 1295. Η Τραπεζούντα στα χρόνια του Αλέξιου Β’ (1297-1330) έφτασε στο απόγειο της ακμής, του πλούτου και της επιρροής της και ήταν ένα από τα κύρια εμπορικά κέντρα του τότε κόσμου, ξακουστή για τον σημαντικό πλούτο και τις τέχνες της. Όμως στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου Γ’ (1349-1390) ως το 1355, σημειώθηκαν πολλές εσωτερικές ταραχές, με δολοφονίες αριστοκρατών και εσωτερικές έριδες. Η αυτοκρατορία ποτέ δεν κατάφερε να επανακάμψει πλήρως, οικονομικά ούτε εδαφικά, από αυτές τις εσωτερικές προστριβές.
γ. Παρακμή και πτώση (1390-1461)
Ο Μανουήλ Γ’ (1390-1417), διαδέχτηκε τον Αλέξιο Γ’ και συμμάχησε με τον Ταμερλάνο, ο οποίος συνέτριψε τους Οθωμανούς στην Μάχη της Άγκυρας το 1402. Ο γιος του Αλέξιος Δ’ (1417-1429) πάντρεψε δύο από τις κόρες του με ηγεμόνες γειτονικών τουρκικών φυλών (Μαυροπροβατάδων και Ασπροπροβατάδων), ενώ η μεγαλύτερη κόρη του παντρεύτηκε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη H' Παλαιολόγο. Ένας Ισπανός ταξιδιώτης της εποχής (ο Πέτρος Ταφούρ)που επισκέφτηκε την Τραπεζούντα το 1437 ανέφερε ότι η άμυνα της πόλης εξασφαλιζόταν από το πολύ 4.000 στρατιώτες.
Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Ιωάννης Δ’ Κομνηνός (1429-1459) δεν είχε την δυνατότητα να ενισχύσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης για να αποτρέψει την άλωσή της το 1453. Ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Β΄, προσπάθησε να καταλάβει την Τραπεζούντα από θαλάσσης το 1442, όμως η τρικυμία που επικρατούσε καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε αποβατική ενέργεια. Ο επόμενος σουλτάνος Μωάμεθ Β', ήταν απασχολημένος με τις εκστρατείες του στην Ευρώπη, όμως εν τω μεταξύ ο Οθωμανός διοικητής της Αμάσειας επιτέθηκε στην Τραπεζούντα. Η επίθεση αυτή αποκρούστηκε, όμως πολλοί κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και το ποσό των λύτρων για την απελευθέρωση τους ήταν υπέρογκο. Ο Ιωάννης Δ’, φρόντισε να θωρακίσει την Τραπεζούντα συνάπτοντας συμμαχίες. Πάντρεψε την κόρη του με τον Τούρκο ηγεμόνα της φυλής των Ασπροπροβατάδων, ως αντάλλαγμα για μελλοντική στρατιωτική βοήθεια. Επίσης, σύναψε συμφωνίες και με τα τουρκικά κρατίδια της Σινώπης και της Καραμανίας και με το βασίλειο της Γεωργίας.
Όμως μετά τον θάνατο του Ιωάννη το 1459, ο διάδοχος και αδελφός του Δαυίδ (1459-1461) δεν έκανε σωστή χρήση των υφιστάμενων συμμαχιών. Μάλιστα προσέγγισε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για βοήθεια κατά των Οθωμανών, κάνοντας λόγο για υπερβολικά φιλόδοξα σχέδια, ακόμη και για κατάκτηση των Ιεροσολύμων. Ο Μωάμεθ Β’ αντιλήφθηκε αυτές τις κινήσεις και οργάνωσε εκστρατεία για να υποτάξει τα κράτη της περιοχής. Το καλοκαίρι του 1461, με αρκετό στρατό ξεκίνησε από την Προύσα. Αρχικά κινήθηκε προς την Σινώπη, της οποίας ο Τούρκος Εμίρης την παρέδωσε και εν συνεχεία κινήθηκε προς την Αρμενία καθυποτάσσοντας όλα τα τούρκικα κρατίδια της περιοχής και κυκλώνοντας έτσι την Τραπεζούντα. Αμέσως μετά ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης, η οποία μετά από ένα μήνα παραδόθηκε από τον Αυτοκράτορά της Δαυίδ, στις 15 Αυγούστου 1461. Με την πτώση της Τραπεζούντας, έπαψε να υφίσταται το τελευταίο κατάλοιπο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (ή Ρωμανίας, που μετέπειτα ονομάστηκε Βυζαντινή από τους ιστορικούς).
δ. Η σειρά των αυτοκρατόρων
Οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας αρχικά έφεραν τον τίτλο «Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Ο τίτλος αυτός εξ ορισμού ενείχε βλέψεις για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, για να μην υπάρχει ρήξη με την ανασυσταθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων, υιοθετήθηκε ο τίτλος: «Αυτοκράτορωρ πάσης Ανατολής, Ιβηρίας και Περατείας (Κριμαίας)». Οι ηγέτες της αυτοκρατορίας, διαδοχικά ήταν οι εξής:
• 1204-1222 Αλέξιος Α΄ Μέγας Κομνηνός
• 1222-1235 Ανδρόνικος Α΄ Γίδος
• 1235-1238 Ιωάννης Α΄ Μέγας Κομνηνός ο αξούχος
• 1238-1263 Μανουήλ Α΄ Μέγας Κομνηνός
• 1263-1266 Ανδρόνικος Β΄ Μέγας Κομνηνός
• 1266-1280 Γεώργιος Μέγας Κομνηνός
• 1280-1297 Ιωάννης Β΄ Μέγας Κομνηνός
• 1297-1330 Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός
• 1330-1332 Ανδρόνικος Γ΄ Μέγας Κομνηνός
• 1332-1332 Μανουήλ Β΄ Μέγας Κομνηνός
• 1332-1340 Βασίλειος Μέγας Κομνηνός
• 1340-1341 Ειρήνη Παλαιολογίνα
• 1341-1342 Άννα Μεγάλη Κομνηνή
• 1342-1344 Ιωάννης Γ΄ Μέγας Κομνηνός
• 1344-1349 Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός
• 1349-1390 Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός
• 1390-1416 Μανουήλ Γ΄ Μέγας Κομνηνός
• 1416-1429 Αλέξιος Δ΄ Μέγας Κομνηνός
• 1429-1459 Ιωάννης Δ΄ Μέγας Κομνηνός ο Καλοϊωάννης
• 1459-1461 Δαυίδ Μέγας Κομνηνός
Αξιομνημόνευτοι Τραπεζούντιοι της εποχής ήταν οι:
- Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος (1064-1075, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)
- Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282, θεολόγος και ιστορικός)
- Μιχαήλ Πανάρετος (1320-1390, χρονικογράφος και αστρονόμος)
- Γεώργιος Αμοιρούτζης (~1438, ιατροφιλόσοφος αντιενωτικός)
- Γρηγόριος Χωνιάδης
- Βασίλειος Βησσαρίων (1403-1472, λόγιος, επίσκοπος Νίκαιας, καρδινάλιος στη Ραβέννα, πρωτεργάτης της Αναγέννησης στη Δύση).