1. WILLIAM LANGLAND (1330 – 1400)
Ουίλιαμ Λάνγκλαντ
1.1. ΚΑΙ ΣΑΡΚΩΘΕΝΤΑ
Είναι πολύτιμη αρετή η αγάπη, δέντρο ειρήνης,
Βαρύ φορτίο που ο Θεός στον ουρανό κρατούσε
Μέχρι να κατεβεί στη Γη για να μας λευτερώσει.
Και δεν υπάρχει πιο ελαφρύ φύλλο κλαδιού, από τότε
Που εκείνος πήρε από τη Γη ζωή και σάρκα κι αίμα
Και γίνηκε άκρη μυτερής βελόνας και λυχνάρι
Που κάστρο ή πανοπλία καμιά ποτέ δεν σταματάει.
Για τον λαό του Θεού οδηγός στον ουρανό είν’ η αγάπη.
Από το Έργο «Ο Ζευγολάτης Πηρς» 1390
2. GEOFFREY CHAUCER (1343 – 1400)
Τζέφρυ Τσώσερ
2.1. Από το έργο ΤΡΩΙΛΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗΙΔΑ
Ι ΟΙ ΣΤΕΝΑΓΜΟΙ ΤΟΥ ΤΡΩΙΛΟΥ
«Ω! Ανάκτορο που των σπιτιών κάποτε ήσουν κορώνα
Και που σε φώτιζε εύθυμος της ευτυχίας μου ο ήλιος!
Ω! Δαχτυλίδι που έχασες το εξαίσιο σου ρουμπίνι,
Ω! Αιτία της λύπης που ήσουνα παλιά χαράς αιτία!
Μα αφού δεν έχω αλλού να πάω πρόθυμα θα φιλούσα
Τις κρύες σου πόρτες, θαρρετά την ήττα θα δεχόμουν
Και πια έχε γεια ομορφοκκλησιά, απ’ όπου λείπει ο άγιος!
.... »
Κι έτσι από τότε πια γυρνάει παντού πάνω και κάτω,
Κι αναθυμάται κάθε τι που συναντάει στο δρόμο,
Καθώς καβάλα τριγυρνάει στις γειτονιές της πόλης
Όπου παλιά μόνο χαρά ένιωθε εκεί όταν ήταν.
«Να, εκεί είδα τελευταία φορά που χόρευε η κυρά μου,
Κι εκεί σ’ αυτή την εκκλησιά με τα λαμπρά της μάτια
Με μάγεψε πρώτη φορά η αγαπημένη κόρη.
Κι εκεί που γέλαγε άκουσα ερωτοχτυπημένος
Η αγαπημένη μου καρδιά, και παραδίπλα πάλι
Την είδα μόνη κάποτε χαρούμενη να παίζει
Κι εκεί σαν με είδε κάποτε γεμάτη πόθο μου είπε
«Καλέ μου, σε παρακαλώ αιώνια αγάπησέ με»,
Και μου ‘ριξε ματιές καυτές ερωτικές και λάγνες
Που πια έγινε ως το θάνατο δική της η καρδιά μου.
Κι εκεί, σ’ εκείνη τη γωνιά σ’ εκείνο εκεί το σπίτι
Την πολυαγαπημένη μου την άκουσα μια μέρα
Με μια φωνή κελαϊδιστή, γλυκιά και κρυσταλλένια
Να τραγουδάει μελωδικά και τόσο μαγεμένα
Που ακόμα μέσα στην ψυχή νομίζω πως ακούω
Το θεϊκό τραγούδι της. Κι εκεί σ’ αυτό το μέρος
Τη χάρη της μου δώρισε η αγαπημένη κόρη.
Ω! Αστέρι, που τη λάμψη σου την έχω χάσει πια όλη,
Με σπαραγμό μες στην καρδιά εδώ πρέπει να κλάψω,
Γιατί με μαύρα βάσανα περνώ τις νύχτες μόνος,
Κι ολόισια προς το θάνατο με πρίμο αγέρι φεύγω:
Κι εκεί θα φτάσω γρήγορα αφού οδηγό δεν έχω
Το φως απ’ τις ακτίνες σου κι η Χάρυβδη μια μέρα
Μαζί με το καράβι μου θα με καταβροχθίσει».
8. EDMUND SPENCER (1552 – 1599)
Έντμουντ Σπένσερ
8.1. ΣΑΝ ΚΥΝΗΓΟΣ
Έτσι, σαν κυνηγός, που απ’ το κυνήγι
Κουράστηκε, καθώς μακριά το αγρίμι
Του ξέφυγε, και κάθεται στον ίσκιο,
Πλάι στα σκυλιά του τα λαχανιασμένα,
Έτσι και τώρα η όμορφη ελαφίνα,
Αφού τόσο καιρό την κυνηγούσα
Κι άφησα το κυνήγι κουρασμένος,
Γύρισε για να πιει νερό στο ρυάκι.
Τώρα πιο φιλικά κοιτάζοντάς με
Στέκεται εκεί χωρίς να με φοβάται.
Όμως καθώς την πιάνω σιγοτρέμει
Κι έτσι τη δένω με τη θέλησή της.
Παράξενο στ’ αλήθεια τέτοιο αγρίμι
Τόσο εύκολα ν’ αφήσει να το πιάσουν.
8.2. Από τη ΝΕΡΑΪΔΟΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Το Κιόσκι της Ευτυχίας
Σε λίγο ακούσαν μακρινές γητεύτρες μελωδίες
Τέτοιες που πάντα ευχαριστούν τα εκλεπτυσμένα γούστα
Και δεν ακούγονται ποτέ στον πάνω κόσμο τούτο
Και μόνο στον Παράδεισο εκείνον αντηχούσαν.
Ήτανε δύσκολο πολύ γι’ αυτούς που τις ακούγαν
Να πουν σε τι είδος μουσικής οι ήχοι εκείνοι ανήκαν,
Γιατί οτιδήποτε μπορεί ν’ αρέσει στους ανθρώπους
Ήταν συντονισμένο εκεί σε μια γλυκιά αρμονία
Πουλιά, φωνές, νερά, πνοές κι όργανα ταιριασμένα.
Χαρούμενα όλα τα πουλιά κρυμμένα στις φωλιές τους
Συντρόφευαν γλυκές φωνές με το κελάηδημά τους.
Οι αγγελικές φωνές κι αυτές τρεμουλιαστές και φίνες
Συνόδευαν τον θεϊκό ήχο πολλών οργάνων,
Γλυκόλαλα όλα τα όργανα με μια φωνή ασημένια
Με τα τρεχούμενα νερά ταιριάζαν το σκοπό τους
Και τα νερά κελάρυζαν και κάναν συγχορδία
Πότε σιγά, πότε γοργά καλώντας τον αγέρα
Κι ο αγέρας με ήσυχο βουητό αβρά σ’ όλα απαντούσε.
Εκεί όπου τούτη η μουσική φαινότανε πως βγαίνει
Η Νεραϊδοβασίλισσα έμενε ευτυχισμένη
Μ’ ένα καινούριο εραστή που με γητειές και μάγια
Εκείνη εκεί τον έφερε απ’ τα δικά του μέρη
Κι εκεί τον είχε ξαπλωτό σε πουπουλένιο στρώμα
Στον ίσκιο, αφού αχαλίνωτη χαρά είχαν δοκιμάσει.
Και γύρω τους τραγούδαγαν χαρούμενα με πόθο
Πολλές νεράιδες μάγισσες κι αγόρια κολασμένα
Που σμίγαν τα τραγούδια τους με ακόλαστα παιχνίδια.
Κι αυτή όλο τούτο τον καιρό πάνω σ’ αυτόν κρεμιόταν
Με τ’ άπιστα τα μάτια της πάνω του κολλημένα
Σα να ζητούσε φάρμακο απ’ αυτόν για τις πληγές της
Ή σαν αχόρταγη ηδονή από κείνον να τρυγούσε.
Συχνά σκυμμένη πάνω του με ανάλαφρα φιλάκια
Προσέχοντας μην ταραχτεί του δρόσιζε τα χείλια
Κι από τα υγρά τα μάτια του ρουφούσε τη μαγεία
Από τον πόθο λιώνοντας κι από άσεμνη λαγνεία
Και πάντα αναστενάζοντας σα να ‘βγαινε η ψυχή της.
Και τότε κάποιος άρχισε να ψέλνει ένα τραγούδι:
«Κοιτάξτε, εσείς που θέλετε να βλέπετε τα ωραία,
Δείτε σ’ ένα άνθος ταιριαστό της μέρας σας τη χάρη,
Δείτε τη Νέα Τριανταφυλλιά πόσο λαμπρά γυαλίζει
Και πώς προβάλλει ρόδινη με αγνή μετριοφροσύνη
Και φαίνεται ομορφότερη όσο πιο λίγα δείχνει.
Και να κοιτάξτε πώς αυτή χωρίς ντροπή καθόλου
Δείχνει τα στήθια της γυμνά σ’ όλους μπροστά μ’ αναίδεια
Και δέστε πόσο γρήγορα μαραίνεται η ομορφιά της.
Έτσι περνούν και χάνονται στο πέρασμα της μέρας
Τα φύλλα και τα λούλουδα που ζουν για λίγο μόνο
Κι αφότου πρωτομαραθούν δεν ξανανθίζουν πάλι
Παρόλο που για στόλισμα μέσα στην κάμαρά τους
Πολλές γυναίκες τα ‘χουνε κι ερωτικά ζευγάρια.
Γι’ αυτό τα Ρόδα κόψτε τα όσο είναι στον καιρό τους
Γιατί οι εποχές αλλάζουνε και πια ξεμπουμπουκιάζουν.
Κόψτε τα Ρόδα του Έρωτα όσο καιρό μπορείτε
Όσο σφοδρά αγαπάτε εσείς τόσο και να αγαπιέστε».
11. MICHAEL DRAYTON (1563 – 1631)
Μάικλ Ντρέϋτον
11.1. ΣΟΝΕΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΕΑ
4
Αφού δεν έχει ελπίδα πια, εμπρός ας φιληθούμε
Κι αμέσως ας χωρίσουμε. Τίποτε δεν θα πάρεις
Άλλο από μένα, χαίρομαι στα βάθη της καρδιάς μου
Γιατί έτσι ελευθερώνομαι απ’ τον βαρύ ζυγό σου.
Τους όρκους ας ξεχάσουμε κι ας σφίξουμε τα χέρια
Για πάντα, κι αν ποτέ ξανά τύχει ν’ ανταμωθούμε
Τίποτε πια στην όψη μας ποτέ να μην θυμίζει
Ότι έστω κι ένα ψίχουλο έρωτα διατηρούμε.
Καθώς η τελευταία πνοή του Έρωτά μας βγαίνει,
Πέφτει ο σφυγμός του και βουβά το Πάθος του πεθαίνει,
Η Πίστη γονατίζει πλάι στο νεκρικό του στρώμα
Και τελικά τα μάτια του η Αθωότητα τα κλείνει.
Τώρα, αν το θέλεις, που όλα πια τον έχουνε ξεχάσει
Από το θάνατο στη ζωή μπορείς να τον γυρίσεις.
Από το Έργο «Καθρέφτης Ιδεών» 1594
12. WILLIAM SHAKESPEARE (1564 – 1616)
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Από τα ΣΟΝΕΤΑ
12.1. Ι
Όλοι απ’ τα ωραία προσμένουμε να μένουν πάντα νέα,
Το όμορφο τριαντάφυλλο ποτέ να μην πεθαίνει
Κι αν κάποτε με τον καιρό μαραίνεται μοιραία,
Στο τρυφερό βλαστάρι του η μνήμη του να μένει.
Μα εσύ, μόνο στο βλέμμα σου θωρώντας τη ματιά σου,
Στη φλόγα εσύ προσάναμμα της πυρκαγιάς σου μόνη,
Σκορπάς τη λύπη γύρω σου με τη θεϊκή ομορφιά σου
Κι εχθρό σκληρόκαρδο ο γλυκός εαυτός σου σε ανταμώνει.
Εσύ που είσαι στον κόσμο αυτό πανώριο στόλισμά του
Και της πλανεύτρας άνοιξης μια αναγγελία δροσάτη,
Κρύβεις τη ρώμη σου όπως ο βλαστός τον κάλυκά του.
Και γίνεσαι ταυτόχρονα τσιγκούνα και χρυσάτη.
Τον κόσμο μας λυπήσου και στον τάφο όταν οδεύσεις
Μην απερίσκεπτα στη Γη όσα χρωστάς ξοδεύσεις.
12.2. ΙΙ
Όταν η βαρυχειμωνιά το μέτωπο αυλακώσει
Και σκάψει τα χαντάκια της βαθιά στην ομορφιά σου,
Το ζηλεμένο φόρεμα της νιότης θα παλιώσει
Κι ένα κουρέλι αζήτητο θα γίνει πια η θωριά σου.
Κι όταν θα σε ρωτήσουνε οι φίλοι σου: «Mα πού ‘ναι
Η ομορφιά σου, θησαυρός απ’ τα παλιά τα χρόνια;» ---
«Στα βάθη των ματιών μου», αν πεις, θαρρώντας πως σ’ ακούνε,
θα ‘ναι μια ατέλειωτη ντροπή και μίζερη συμπόνια.
Μα πόσο θέλει παίνεμα της ομορφιάς σου η χρήση;
Αν απαντούσες: «Φίλοι μου, ορίστε το παιδί μου
Των γερατειών μου εγγύηση κοντά σας έχω αφήσει,
Στον κόσμο αυτό της ομορφιάς κληρονομιά δική μου»,
Θα ‘μενε νέο και το παιδί σαν ο γονιός γερνούσε
Κι έτσι ζεστό ασταμάτητα το αίμα σου θα κυλούσε.
12.3. ΧΧΧ
Στις συγκεντρώσεις της γλυκιάς και σιωπηλής μου σκέψης
Όταν καλώ αναμνήσεις μου από τα περασμένα,
Στενάζω για όσα πόθησα χωρίς να τ’ αποκτήσω,
Και κλαίω για πόνους μου παλιούς και χρόνια μου χαμένα.
Τα μάτια μου τα αδάκρυτα τότε πικρά βουρκώνουν
Για φίλους μου που χάθηκαν μέσα στη νύχτα του Άδη,
Για της αγάπης τους καημούς που από καιρό έχουν σβήσει,
Και κλαίω για εκείνα που έχασα στου κόσμου το σκοτάδι.
Τότε γυρνούν στη σκέψη μου οι περασμένες λύπες,
Και πικραμένος πια μετρώ τους πόνους μου ένα ένα,
Κάνοντας το λογαριασμό των αναφιλητών μου,
Ξαναπληρώνοντας αυτά που ήδη έχω πληρωμένα.
Αλλά όταν, φίλε μου ακριβέ, φέρνω στο νου μου εσένα,
Τελειώνουν όλοι οι πόνοι μου και βρίσκω τα χαμένα.
12.4. ΧΧΧΙ
Πολύ αγαπώ το στήθος σου που ‘χει κλεισμένες μέσα
Πολλές καρδιές που μου ‘λειπαν σαν να ‘ταν πεθαμένες,
Κι η αγάπη βασιλεύει εκεί μαζί με όλα όσα νοιώθω,
Με τις παλιές φιλίες μου που νόμιζα θαμμένες.
Ω! Πόσα πένθιμα ιερά δάκρυα μου έχει αφαιρέσει
Η αγάπη από τα μάτια μου που τρέχαν βουρκωμένα,
Σαν ένα φόρο ευλαβικό στα πλάσματα που φεύγαν,
Και που τα βλέπω μέσα σου και πάλι φυλαγμένα.
Εσύ είσαι ο τάφος όπου ζει όλη η θαμμένη αγάπη
Μαζί μ’ όλα τα τρόπαια ερώτων που έχουν σβήσει,
Και όσα από μένα παίρνανε τα δώσανε σε σένα
Κι όσα είχα δώσει σε πολλούς τα ‘χεις εσύ κρατήσει.
Και βλέπω τις εικόνες τους που αγάπησα σε σένα,
Σ’ εσένα ζουν, κι είναι όλα πια σε σένα χαρισμένα.
15. JOHN DONNE (1573 – 1631)
Τζον Ντόουν
15.1. ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Με μια σταγόνα απ’ το αίμα σου πότισε την ψυχή μου
(που αν σκλήρυνε και πέτρωσε, φτιαγμένη είναι από σάρκα).
Η στάλα αυτή απ’ τη στέρηση θα την ελευθερώσει
κι η ζωή απ’ αυτό το θάνατο θα ‘ναι άξια πια να ελέγχει
το θάνατο, που ο θάνατος τον νίκησε ο δικός σου.
Και ούτε του πρώτου θάνατου ούτε του τελευταίου
Ο φόβος πάντα δυστυχία και πόνο θα μου φέρνει.
Αν στα κατάστιχά σου εσύ γράψεις και τ’ όνομά μου,
Στον μακροχρόνιο ύπνο της η σάρκα δεν σαπίζει,
Αλλά ίδια όπως ορίστηκε για το σκοπό της μένει
Ούτε μπορεί να δοξαστεί ποτέ της μ’ άλλο τρόπο.
Και τότε οι αμαρτίες μου κι οι θάνατοι ίσως φύγουν
Κι ίσως ξυπνήσω κι απ’ τα δυο και ξαναγεννημένος
θα χαιρετίσω τη στερνή και την αιώνια μέρα.
15.2. ΑΝΑΛΗΨΗ
Θα χαιρετίσω τη στερνή και την αιώνια μέρα,
Χαρά για την ανατολή αυτού του Υιού και του ήλιου.
Εσύ, που χίλια βάσανα ή σκληρές δοκιμασίες
Σε ξέπλυναν ή κάψανε τον βρώμικο πηλό σου,
Ανύψωσε τα μάτια σου στον Ύψιστο Θεό σου
Που ρίχνει φως στα σκοτεινά σύννεφα όπου πατάει,
Και μόνος πια δεν φαίνεται την ώρα που ανεβαίνει,
Μα εκείνος πρώτος, πρώτα αυτός, το μονοπάτι ανοίγει.
Ω! Κριέ Ισχυρέ, που χτύπησες τους ουρανούς για μένα,
Άκακε αμνέ, που το αίμα Σου σημάδεψε το δρόμο,
Δάδα Λαμπρή, που απάστραψες και μου ‘δειξες τη στράτα,
Ω! Σβήσε με το αίμα Σου την αγριεμένη οργή Σου
Κι αν το Άγιο Πνεύμα ξύπνησε τη Μούσα, τώρα δέξου
Στεφάνι από τα χέρια μου της Προσευχής και του Ύμνου.
15.3. Η ΟΠΤΑΣΙΑ
Φόνισσα, τότε που νεκρός θα ‘μαι απ’ το χλευασμό σου,
Και θα νομίζεις πως ελεύθερη είσαι πια,
Από τα παρακάλια μου τα ασφυκτικά,
Τότε το φάντασμά μου θα’ ρθει στο προσκέφαλό σου
Και θα σε βρει σε ξένα χέρια κάλπικη εστιάδα.
Θα τρεμοσβήνει η ασθενική σου αδύναμη λαμπάδα
Κι αυτός που θα του ανήκεις θα ‘χει κιόλας κουραστεί,
Κι αν τον κουνάς ή τον τσιμπάς για να ξυπνήσει,
Πως περισσότερα ζητάς εκείνος θα νομίσει
Και με ύπνο προσποιητό μακριά σου θ’ αποτραβηχτεί.
Και τότε άθλια, ελεεινή και παραμελημένη,
Σε ιδρώτα κρύο από υδράργυρο λουσμένη,
Θα κείτεσαι όμοια φάντασμα περσότερο από μένα.
Ό,τι έχω να σου πω λοιπόν, δεν θα στο πω από τώρα,
Γιατί μπορεί να φυλαχτείς κι αφού έφυγε ο έρωτάς μου
Θα προτιμώ να μετανοείς πονώντας κάθε μέρα,
Παρά να μένεις πάντα αθώα χάρη στις απειλές μου.
15.4. ΑΠΟΡΩ
Ναι, μα την πίστη μου, απορώ κι ακόμα συλλογιέμαι
Εγώ κι εσύ τι κάναμε προτού να αγαπηθούμε!
Δεν είχαμε αποχωριστεί ως τότε από το γάλα,
Και τη χαρά θηλάζαμε σαν τα παιδιά του υπαίθρου,
Ή στη Σπηλιά κοιμόμαστε των Δέκα Κοιμισμένων;
Έτσι ήταν, κι ευχαρίστηση δεν έχω άλλη καμία.
Κι αν μπόρεσα ποτέ ομορφιά να δω και να ποθήσω,
Και την κατάκτησα είσαι εσύ, πλασμένη στα όνειρά μου.
Και τώρα, γεια στο ξύπνημα των δυο ψυχών μας πάλι,
Που ατρόμητα αντικρίζονται η μια μπροστά στην άλλη.
Γιατί η αγάπη άλλη καμία ποτέ δεν έχει βλέψη,
Και κάνει με τα ελάχιστα τα πάντα μες στον κόσμο.
Άσε τους εξερευνητές να πάν σε νέους τόπους
Και κόσμους άλλους συνεχώς να δείχνουνε στους χάρτες.
Εμείς οι δυο μόνο έχουμε κόσμο Έναν ο καθένας.
Στα μάτια καθρεφτίζονται των δυο μας οι μορφές μας
Και στις μορφές μας οι καρδιές αντανακλώνται γνήσια:
Πού αλλού δυο ημισφαίρια καλύτερα θα βρούμε,
Χωρίς κακό βοριά, χωρίς μια δύση ξεφτισμένη;
Δεν είναι κράμα ομοιόμορφο ό,τι κάποτε πεθαίνει:
Αν είναι οι δυο αγάπες μας σε μια μαζί ενωμένες,
Ή αν αγαπιόμαστε πολύ ισάξια μεταξύ μας,
Ώστε η αγάπη κανενός να μην αδυνατίζει,
Τότε δεν είναι δυνατό κανείς μας να πεθάνει.
15.5. ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Αγάπη μου γλυκιά δεν φεύγω
Γιατί κουράστηκα από σένα
Ούτε γιατί θαρρώ πως θά ‘βρω
Πιο ταιριαστό έρωτα για μένα
Αφού όμως πρέπει να πεθάνω
Καλύτερα είναι να το κάνω
Κρυφά σκορπώντας τον εαυτό μου
Κόντρα στον άθλιο θάνατό μου.
Χτες βράδυ ο ήλιος είχε φύγει
Μα σήμερα έχει εδώ γυρίσει
Δεν έχει αντίληψη ούτε πόθο
Για το ταξίδι αυτό ως τη δύση.
Γι’ αυτό μη σκέφτεσαι για μένα
Πίστεψε πως μπορώ να κάνω
Πολύ πιο γρήγορα ταξίδια
Με τα φτερά μου ως εκεί πάνω.
23. ALEXANDER POPE (1688 – 1744)
Αλεξάντερ Πόουπ
23.1. ΩΔΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Ευτυχισμένος είναι αυτός που νοιάζεται
Λίγα απ’ τη γη του πλέθρα να φυλάξει,
Τον άνεμο στο χώμα που τον γέννησε
Να ανασαίνει,
Που τρέφεται με γάλα ή με ξερόψωμο,
Που πάει στους σύντροφούς του στολισμένος,
Που τα άλση ίσκιο για ανάπαυση του δίνουνε
Το καλοκαίρι
Και το χειμώνα τζάκι. Ευλογημένος
Εκείνος που μπορεί να νιώθει ξένοιαστος
Που φεύγουνε από πάνω του τα χρόνια,
Οι μέρες, οι ώρες,
Φεύγουν αφήνοντας υγεία στο σώμα του
Κι ειρήνη στην καρδιά -- γαλήνη την ημέρα
Κι ύπνο βαθύ τη νύχτα. Ανάπαυση
Κι άοκνη μελέτη
Προσφέρουν πάντα απόλαυση μεγάλη
Και καλοσύνη που είναι ευχάριστη,
Αν συμβαδίζει πάντα αχώριστα
Με της ζωής τη θέα.
Να ζήσω ανώνυμος κι απαρατήρητος
Θα ΄θελα, και μονάχος να πεθάνω
Μακριά απ’ τον κόσμο, ολότελα άκλαυτος,
Καθόλου μαρμαρένιος.
24. SAMUEL JOHNSON (1709 – 1784)
Σάμιουελ Τζόνσον
24.1. Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ
Αφότου στης Σχολής τ’ αρχεία γράφεται τ’ όνομά του
Ο νέος μ’ ενθουσιασμό κάνει τα σχέδιά του,
Ο πυρετός της δόξας του στις φλέβες του κυλάει
Σα να ‘ναι μόλυνση η στολή που επίσημα φοράει.
Στου Μπόντλεϋ τα δώματα οι σκέψεις του φουντώνουν
Και τα γραφτά του Βάκωνα το νου του αναστατώνουν.
Αν είναι αυτός ο στόχος σου, Νέε λαμπρέ προχώρα
Κι η Αρετή θα σε φυλάει στου Αληθινού τη χώρα
Πρέπει όμως γενναιόδωρα να χαριστεί η ψυχή σου
Ωσότου η Επιστήμη πια μαγέψει την ορμή σου.
Πρέπει μ’ αχτίνες φωτεινές ο Νους να σ’ οδηγάει
Και καταχνιά Αμφισβήτησης παντού να περιχάει.
Ευγένεια ψεύτικη ποτέ να μη σε ξεγελάσει
Κι από Έπαινους και Δυσκολίες ο Νους σου μη δειλιάσει.
Παράτολμη Πρωτοτυπία να μη σε ξεμυαλίσει
Κι η Τεμπελιά με το όπιο της ποτέ μη σε ζαλίσει.
Η Ομορφιά τα βέλη της ας ρίχνει στους δανδήδες
Και τους Σοφούς να αποπλανάει ας μη φουντώνει ελπίδες.
Δεν πρέπει Πάθηση καμιά το αίμα σου να θολώνει
Ούτε η Μελαγχολία ποτέ τη σκιά σου να στοιχειώνει.
Χωρίς Οδύνη ότι θα ζεις ποτέ να μην ελπίζεις
Πως θα ‘ναι η μοίρα αλλιώτικη για σένα μη νομίζεις.
Κοίτα του κόσμου σπλαχνικά να δεις τη δυστυχία
Και λίγο άσε τα γράμματα και ψάξε για σοφία.
Βρες τις αρρώστιες που τη ζωή του Λόγιου βασανίζουν
Πόθος και φθόνος και κακία σκληρά τους φυλακίζουν.
Δες τα έθνη δίκαια και σοφά σιγά σιγά εμβαθύνουν
Και για νεκρούς δημιουργούς τ’ αγάλματα τους στήνουν.
Αν πάντοτε τα οράματα είναι οδηγός γενναίος
Δες πώς ο Λύντιατ έζησε και πώς ο Γαλιλαίος.
28. WILLIAM BLAKE (1757 – 1827)
Ουίλιαμ Μπλέικ
28.1. ΤΙΣ ΕΡΗΜΕΣ ΚΟΙΛΑΔΕΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
Τις έρημες κοιλάδες κατεβαίνοντας
Έπαιζα στη φλογέρα μου τραγούδια
Και ξάφνου ένα παιδάκι σ’ ένα σύννεφο
Μου είπε γελώντας όπως τ’ αγγελούδια:
«Κυρ Μουσικέ, για παίξε στη φλογέρα σου
Του αρνιού το χαρωπό το τραγουδάκι!»
Κι αμέσως πρόθυμα έπαιξα κι ακούγοντας
Έκλαιγε απ’ τη χαρά του το παιδάκι.
Ύστερα μου ‘πε μέσα από τα δάκρυα του
«Κυρ Μουσικέ, για κάνε μου τη χάρη
Να παίξεις πάλι ένα σκοπό χαρούμενο
Για τα πουλιά, τον ήλιο, το φεγγάρι ...»
Κι εγώ για το χατίρι του ξανάπαιξα,
Μα όταν το χέρι μου άπλωσα γι’ αντίο
«Κυρ Μουσικέ», μου λέει, «δεν ξέρεις γράμματα
Να γράψεις τους σκοπούς σου σε βιβλίο;»
Τότε κατέβηκα στο ρέμα κι έκοψα
Ένα καλάμι κι έφτιαξα μια πέννα
Κι έγραψα ένα βιβλίο με τα τραγούδια μου
Για τα παιδιά, τ’ αθώα κι ευτυχισμένα.
28.2. ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Το τραγούδι των βατράχων τραλαλό – τραλαλί
Το τραγούδι των βατράχων μες στη νύχτα αντιλαλεί
Τραλαλί – τραλαλό
Στάσου σε παρακαλώ,
Σκύψε, κοίτα φεγγαράκι πάνω από το ποταμάκι
Τραλαλό – τραλαλί
Το τραγούδι διαλαλεί.
Το τραγούδι των παιδιών- τραλαλό – τραλαλί
Το τραγούδι των παιδιών μες στη νύχτα αντιλαλεί
Τραλαλί – τραλαλό
Φύλαξε παρακαλώ,
Φύλαξέ τα φεγγαράκι για να παίξουμε λιγάκι
Τραλαλό – τραλαλί
Το τραγούδι τους λαλεί.
Το τραγούδι της ζητιάνας τραλαλό – τραλαλί
Το τραγούδι της ζητιάνας μες στη νύχτα αντιλαλεί
Τραλαλί – τραλαλό
Φέξε σε παρακαλώ,
Φέξε, φέξε φεγγαράκι για να βρω λίγο ψωμάκι
Τραλαλό – τραλαλί
Το τραγούδι της μιλεί.
(Μετάφραση βασισμένη σε αντίστοιχη
εργασία του Γιάννη Β. Ιωαννίδη)
28.3. Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Σ’ αγρούς περιπλανήθηκα, σε κάμπους και λιβάδια
Και γεύτηκα όλες τις χαρές και την ορμή του θέρους,
Ωσότου είδα τον Πρίγκιπα του Έρωτα να φτάνει
Και να γλιστράει περήφανος σε ηλιολουσμένες λάμψεις.
Για τα μαλλιά μου πρόσφερε μαλαματένια κρίνα
Και για τα φρύδια κόκκινα τριανταφυλλένια ρόδα.
Στου κήπου του με οδήγησε τα μυστικά με χάρη
Όπου φυτρώνουν πλούσιες οι χρυσαφιές χαρές του.
Νότισαν οι φτερούγες του στην υγρασία του Μάη,
Ο Φοίβος βίαιος άναψε τη φλόγα της φωνής μου
Με γράπωσε στο ροδαλό μεταξωτό του δίχτυ
Και στο κλουβί του μ’ έκλεισε χρυσός κι αστραποβόλος.
Του αρέσει οκνός να κάθεται και να με ακούει να ψάλλω
Κι ύστερα κάνει χωρατά μαζί μου και παιχνίδια.
Κάποτε απλώνει τα χρυσά φτερά του στους αιθέρες
Και που έχασα τη λευτεριά μου πάντα περιπαίζει.
28.4. ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ....
Αυτός που μια Χαρά με βία κερδίζει
Φθείρει τη ζωή τη φτερωμένη.
Μα αυτός που τη Χαρά φιλάει σαν φτερουγίζει
Στη χαραυγή Ζωής Αιώνιας μένει.
28.5. Η ΘΕΪΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Στο Έλεος, τον Οίκτο, τη Γαλήνη, την Αγάπη
Όλοι προσεύχονται στη συμφορά τους.
Στις ίδιες αρετές που πάντα ειρήνη δίνουν
Ευγνώμονες προσφέρουν τη χαρά τους.
Το Έλεος, ο Οίκτος, η Γαλήνη, κι η Αγάπη
Είναι Θεός, πατέρας μας αγαπημένος,
Και το Έλεος, ο Οίκτος, η Γαλήνη, κι η Αγάπη
Είναι Άνθρωπος, σαν γιος του Θεού μεγαλωμένος.
Γιατί το Έλεος έχει ανθρώπου φύση
Ο Οίκτος έχει εμφάνιση ανθρώπου
Η Αγάπη έχει θεία εικόνα ανθρώπου
Κι η Ειρήνη έχει ανθρώπου ντύση.
Έτσι όλοι οι άνθρωποι σ’ όλους τους τόπους
Που κάνουν προσευχές στη συμφορά τους
Το Έλεος, τον Οίκτο, τη Γαλήνη, την Αγάπη
Παρακαλούν, αυτά τα θεία ομοιώματά τους.
Κι όλοι του ανθρώπου τη μορφή ας την αγαπάμε
Είτε πρωτόγονοι είναι ή Τούρκοι κι Ιουδαίοι.
Όπου Έλεος, Οίκτος και Γαλήνη ή Αγάπη
Εκεί του Θεού η λαμπάδα αιώνια καίει.
28.6. ΜΙΑ ΘΕΪΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η Αγριότητα έχει ανθρώπου φύση
Κι η Ζήλια έχει εμφάνιση ανθρώπου
Ο Τρόμος έχει θεία εικόνα ανθρώπου
Κι η Μοναξιά έχει ανθρώπου ντύση.
Το φόρεμα του ανθρώπου μοιάζει σιδερένιο
Η ανθρώπινη μορφή είναι ένα καμίνι φλογισμένο
Η εμφάνιση του ανθρώπου φούρνος σφραγισμένος
Κι ανθρώπινη καρδιά ένα στόμα πεινασμένο.
30. WILLIAM WORDSWORTH (1770 – 1850)
Ουίλιαμ Ουόρντσουορθ
30.1. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ένας ακόμη χρόνος, χτύπημα μεγάλο,
Ακόμη μια ισχυρή αυτοκρατορία πέφτει!
Και μείναμε ή θα μείνουμε σε λίγο μόνοι,
Οι τελευταίοι που με το Δράκο πολεμάμε.
Ωραία λοιπόν. Έτσι θα ξέρουμε σε λίγο
Πως για τα σπίτια και για μας τους ίδιους ζούμε,
Πως πρέπει απ’ τα δικά μας χέρια να σωθούμε,
Πως πρέπει να σταθούμε ορθοί είτε να χαθούμε.
Θα δούμε τώρα αν όσοι κυβερνούν τον τόπο,
Είναι άντρες που να τους θαυμάζουμε όλοι αξίζουν,
Σοφοί, γενναίοι, ακλόνητοι κι όχι ανθρωπάκια
Που μέμφονται τους άλλους όταν οι ίδιοι κλαίνε
Και που τιμούν όσους τους κάναν κυβερνήτες.
30.2. ΠΙΣΤΗ
Μια μοναχή παρηγοριά στις δυστυχίες μας μένει
Για τα δεινά που ο άνθρωπος στον κόσμο αυτό υπομένει,
Ένα και μόνο στήριγμα του μένει: Να πιστεύει,
Πως κι όταν πάσχει και πονά και κλαίει και κινδυνεύει
Κι η αδικία κι ο καημός σκληρά τον βασανίζει,
Να συλλογιέται πως Αυτός όλα τα καθορίζει
Που είναι απεριόριστα καλός και δυνατός και ξέρει
Καθένα πλάσμα του στη Γη τι πρέπει να υποφέρει,
Ποιες λύπες και ποια βάσανα πρέπει να δοκιμάσει
Ωσότου γίνει πια ικανός στους ουρανούς να φτάσει.
Και ξέρει Εκείνος της ζωής την πρόσκαιρη πικρία
Να την αλλάζει σύντομα σε απέραντη ευτυχία.
30.3. ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Κάτι έχει τώρα αλλάξει κι είμαι πάμπτωχος.
Ήταν ως τώρα η σκέψη του έρωτά της
Μια κρήνη στης καρδιάς μου το παράθυρο
Που να κυλάει νερό ήταν η δουλειά της.
Και κύλαγε χωρίς να πολυσκέφτεται
Τη δίψα μου ούτε την απλοχωριά της.
Πόσες στιγμές ευτυχισμένες έζησα
Μακάριος στης ζωής την ευτυχία!
Τώρα απ’ αυτή την κρήνη την αμόλυντη
Που ανάβλυζε έρωτα, οίστρο και μαγεία
Τι μου έχει μείνει τάχα να στοχάζομαι;
Ένα πηγάδι φορτωμένο ανησυχία.
Ένα πηγάδι αγάπης απροσμέτρητο
Που δεν μπορεί ποτέ του να στερέψει.
Και τι πειράζει αν το νερό λιγόστεψε
Κι έχει στο σιωπηλό βυθό ημερέψει;
Κάτι έχει αλλάξει στης καρδιάς μου το παράθυρο
Και το πιστό όνειρό μου έχει φτωχέψει.
32. SAMUEL TAYLOR COLERIDGE (1772 – 1834)
Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ
32.1. ΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ
Αχ! Να μπορούσαν κάποτε να ξαναρθούνε πάλι
Αυτές οι μέρες που έκαναν παράδεισο τη γη!
Όταν οι δυο βαδίζαμε αντάμα στο ακρογιάλι
Και κάναμε περίπατο στην αμμουδιά μαζί.
Όταν μονάχα βλέπαμε την ομορφιά μπροστά μας
Όταν την παντοδύναμη ακούγαμε φωνή
Του Έρωτα τριγύρω μας, μέσα στη μοναξιά μας,
Στο κάθε κύμα, στου άνεμου την καθεμιά πνοή.
Όταν η απόλαυση άγγιζε τα σύνορα του πόνου,
Μας έκανε να πάσχουμε η δυνατή χαρά,
Κι ο στεναγμός μας ο βαθύς έμοιαζε να σηκώνει
Την ευτυχία που πλάκωσε σα βάρος την καρδιά.
32.2. ΔΟΥΛΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ
Όλα δουλεύουνε στη Γη. Δες τα μελίσσια βουίζουν,
Απ’ τις φωλιές τους τα πουλιά βγήκαν και φτερουγίζουν,
Και να ο χειμώνας που κι αυτός στο γαλανό του απείρου
Έχει στα μάτια του ένα φως εαρινού ονείρου.
Μόνος εγώ μες σ’ όλα αυτά δίχως δουλειά γυρνάω
Μήτε αγαπώ, μήτε τρυγώ και μήτε τραγουδάω.
Κι όμως γνωρίζω όχθες κρυφές, όπου ασφοδίλια ανθίζουν,
Έχω εντοπίσει τις πηγές που νέκταρ αναβλύζουν.
Για άλλους. Ω! Εσείς αμάραντοι, γι’ άλλους λοιπόν ανθίστε,
Για μένα μην ανθίζετε, μακριά πηγές κυλήστε.
Φεύγω με μέτωπο άσκεπο και χείλι ηλιοφρυγμένο
Κι άκου τα μάγια που μ’ αυτά μ’ έχουνε ναρκωμένο:
Δουλειά χωρίς ελπίδα μες σε φίλτρο νέκταρ χύνει
Κι η ελπίδα δίχως προορισμό δεν ζει ποτέ ούτε εκείνη.
35. GEORGE GORDON, LORD BYRON (1788 – 1824)
Τζορτζ Γκόρντον, Λόρδος Μπάιρον
35.1. ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Γυναίκα! Θα ‘πρεπε η ζωή τώρα να μ’ έχει πείσει
Πως κάθε άντρας γρήγορα ή αργά θα σ’ αγαπήσει,
Σίγουρα η πείρα θα ‘πρεπε να μ’ έχει πια διδάξει
Πως κάθε υπόσχεσή σου ευθύς στα νέφη έχει πετάξει.
Όμως μπροστά μου αν σε κοιτώ μ’ όλη την ομορφιά σου,
Εκτός απ’ ότι σ’ αγαπώ, ξεχνώ όλα τα άσχημά σου.
Έρωτα! Πόσο ευχάριστη ορμή και δύναμη έχεις
Όταν μ’ ελπίδα και χαρά τους άνθρωπους κατέχεις,
Και πώς σε καταριούνται οικτρά όλοι οι ερωτευμένοι
Όταν η ελπίδα έχει χαθεί κι η αγάπη είναι σβησμένη!
Πώς όλοι οι νέοι πρόθυμα πιστεύουν στη γυναίκα
Που μια αν την αγαπούν φορά, τους κοροϊδεύει δέκα!
Πόσους δεν νοιώθουμε καημούς μπρος στη γαλανομάτα
Με τις ολόγλυκες ματιές ή μπρος στη μαυρομάτα
Με το λαμπρό το βλέμμα της και μπρος στις άλλες ίδια
Που σαγιτεύουν μυστικά με τα σμιχτά τους φρύδια!
Και πόσο αθώα πιστεύουμε τους όρκους που μας δίνουν
Που όμως αμέσως τους ξεχνούν κι εύκολα μας προδίνουν,
Κι ελπίζουμε μ’ αφέλεια πως πάντα θα βαστάξουν
Ενώ ούτε μέρα δεν κρατούν και σύντομα θ’ αλλάξουν!
Μοναδικό κι ασάλευτο ρητό για σένα μένει,
«Γυναίκα, πάντα οι όρκοι σου στην άμμο είν’ χαραγμένοι».
35.2. Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ
Ο περίπατος τελειώνει
Τόσο αργά τη νύχτα αυτή
Μ’ όλο που η καρδιά μας λιώνει
Κι η σελήνη ακολουθεί.
Το σπαθί τη θήκη σχίζει
Και τα στήθια τρώει η ψυχή
Η καρδιά να σβήνει αρχίζει
Κι ο έρωτας φυγομαχεί.
Νύχτα για έρωτα πλασμένη
Της αυγής προβάλλει ο ανθός
Κι εμείς πάμε αγκαλιασμένοι
Μες στου φεγγαριού το φως.
35.3. ΣΗΜΕΡΑ ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΑ 36 ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
Χωρίς αγάπη είναι καιρός να μείνει πια η καρδιά μου,
Αφού τις άλλες έπαψε καρδιές να συγκινεί,
Κι ωστόσο μ’ όλο που έπαψε σαν πρώτα να αγαπιέται
Πάντα η καρδιά μου λαχταρά τον έρωτα να ζει.
Οι μέρες που μου απόμειναν σαν κίτρινο είναι φύλλο,
Χάθηκαν πια της άνοιξης τα ρόδα κι οι καρποί.
Καημός, σκουλήκια και χτικιό και το κρυφό μαράζι
Απόμειναν μοναδικοί μου σύντροφοι πιστοί.
Όμως δεν πρέπει τώρα πια, εδώ σ’ αυτό το χώμα,
Τέτοιοι πικροί συλλογισμοί να πνίγουν την ψυχή,
Τώρα που η δόξα των ανδρείων τα μνήματα στολίζει
Και στεφανώνει με κλαδιά δάφνης την κεφαλή.
Τα λάβαρα και τα σπαθιά και τα πεδία της μάχης,
Δες στην Ελλάδα ολόγυρα, από Ήπειρο ως Μοριά!
Φερμένος στην ασπίδα του ο αρχαίος ο Σπαρτιάτης
Δεν είχε περισσότερη δόξα και λευτεριά!
Εμπρός, ψυχή μου ξύπνα πια, όπως ξύπνησε η Ελλάδα!
Ψυχή μου, σκέψου μες σε ποιο μεγάλο ποταμό
Κυλάει το αίμα της ζωής προς την πανάρχαια λίμνη
Και δώσε πια ένα ταιριαστό στο τέλος σου σκοπό.
Πνίξε τα πάθη που ξυπνάνε πάλι στην ψυχή σου,
Αφού είσαι τώρα ανάξιος πια, σαν άντρας νέος να ζεις!
Των γυναικών τα βλέμματα και τα όμορφα τα γέλια
Για σένα πια είναι αδιάφορα όπου πας κι όπου βρεθείς.
Αν ζεις μονάχα για να κλαις τα περασμένα νιάτα,
Γιατί να ζεις; Του θάνατου η χώρα σε καλεί.
Σήκω και τράβα θαρρετά στους κάμπους του πολέμου
Και τιμημένα άφησε εκεί την ύστατη πνοή.
Ζήτησε εκείνο που ζητούν πολλοί και λίγοι βρίσκουν,
Ζήτα ένα τάφο αγωνιστή που εδώ εύκολα θα βρεις,
Κοίταξε γύρω διάλεξε για σένα κάποιο μνήμα
Και γείρε εκεί ησυχία να βρεις και πια να αναπαυτείς.
36. PERCY BYSSHE SHELLEY (1792 – 1822)
Πέρσυ Μπάις Σέλλεϋ
36.1. ΑΝΤΡΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
Άγγλοι! Εξηγήστε μου γιατί
Σας έζεψε βαρύς ζυγός.
Γιατί ο φτωχός απλός λαός
Ξένα χωράφια οργώνει αρχόντων;
Γιατί τα πλούσια αφεντικά σας
Ντύνετε με ακριβό μετάξι,
Γατί το αίμα ή τα μυαλά σας
Ρουφάν σα να ‘ν’ κερί και μέλι;
Ω! Εσείς μελίσσια της Αγγλίας
Γιατί κατασκευάζετε όπλα
Για εκείνους που όλα σας τα παίρνουν
Και μόνο κόπους σας αφήνουν;
Πού ‘ναι η χαρά, η ησυχία κι η σχόλη,
Η αγάπη, η θαλπωρή κι η ειρήνη
Κι η σπιτική ζεστή γαλήνη;
Γι’ αυτά λοιπόν παλεύετε όλοι.
Θερίζει εκείνος που δε σπέρνει
Τρυγάει αυτός που δεν μοχθεί,
Και με το ξίφος απειλεί
Εκείνος που δεν το ‘χει φτιάξει.
Πλάστε ψωμί για τα παιδιά σας
Κι υφάσματα για την κυρά σας
Και μέταλλα σφυρηλατήστε
Το δίκιο σας να υπερασπίστε.
37. JOHN KEATS (1795 – 1821)
Τζον Κητς
37.1. ΩΔΗ Σ’ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ
Με καίει η καρδιά και πνίγονται χλιαρές και νυσταγμένες
Οι αισθήσεις μου και θα ‘λεγες πως κώνειο έχω ρουφήξει,
Ή κάποιο οξύ στις φλέβες μου αφιόνι έχει περάσει
Κι αμέσως πια βυθίζομαι στην αγκαλιά της Λήθης.
Λοιπόν δεν είναι ζήλια αυτό για την καλή σου μοίρα
Αφού απ’ την τόση τύχη σου κι εγώ μερίδιο παίρνω.
Εσύ ‘σαι ελαφροφτέρουγη Δρυάδα των δρυμώνων,
Σε κάποια ανεξερεύνητα μελωδικά περβόλια
Με καταπράσινες οξιές και με χιλιάδες ίσκιους,
Και πάντα γλυκοτραγουδάς με ορθή φωνή το θέρος.
Ω! Λαχταρώ μια ρουφηξιά απ’ τον τρύγο που έχει μείνει
Καιρό μες στη σκαμμένη γη βαθιά για να παγώσει,
Γεύση απ’ το πράσινο του αγρού κι απ’ την ανθοφορία,
Μαζί χορός κι αγροτικό τραγούδι κι ευθυμία!
Ω! Λαχταρώ απ’ τη ζεστασιά του Νότου ένα ποτήρι,
Ξέχειλο απ’ την αληθινή, την ηχηρή Ιπποκρήνη,
Να πιω, κι ας τρεμουλιάζουνε στα χείλια μου οι χάντρες
Του αφρού κι ας είν’ το στόμα μου με κόκκινο βαμμένο.
Αυτό ποθώ να πιω κι ας πάει χωρίς εμένα ο κόσμος
Και στων δασών το σύθαμπο μαζί σου πια ας χανόμουν.
Μαζί σου να εξαϋλωθώ, να φύγω, να ξεχάσω
Αυτά που εσύ δε γνώρισες ποτέ μέσα στα φύλλα,
Τον κάματο, τον πυρετό, την έξαψη, τη φλόγα,
Εδώ όπου οι άνθρωποι βογκούν κι ο ένας τον άλλο ακούει,
Όπου η παράλυση τ’ αραιά, γκρίζα μαλλιά ανεμίζει,
Όπου χλωμά κι αδύνατα τα νιάτα αργοπεθαίνουν,
Όπου κι σκέψη ακόμη πια πάντοτε δίνει λύπες,
Όπου τα μάτια η απελπισιά τα κάνει μολυβένια,
Όπου είναι ανήμπορη η ομορφιά τη λάμψη να κρατήσει,
Κι όπου ο καινούργιος έρωτας δεν ζει ούτε για μια μέρα.
Μακριά! Μακριά! Γιατί κοντά σου θέλω να πετάξω,
Όχι σε δίφρο με το Βάκχο και τη συντροφιά του,
Μα πάνω στις αόρατες της ποίησης φτερούγες,
Μ’ όλο που το μυαλό συχνά σαστίζει και δεν τρέχει:
Μα να που η νύχτα όλο στοργή κι αγάπη είναι για σένα
Και κάθεται στο θρόνο της η Ρήγισσα Σελήνη,
Με όλα τ’ αστέρια γύρω της και τα νεραϊδικά της.
Κι όμως το φως δε φέγγει εδώ και δεν χαράζει η μέρα,
Εκτός κι αν απ’ τον ουρανό κινήσουν οι αύρες πάλι
Μέσα από βρύα ανεμόδαρτα και σκοτεινές αλέες.
Δεν βλέπω τι άνθη βρίσκονται στα πόδι μου αποκάτω,
Ούτε και ποιο λεπτό λιβάνι απ’ τα κλαδιά κρεμιέται,
Μα βλέπω στο ιαματικό σκοτάδι κάθε γλύκα,
Βλέπω τι προίκα δίνει εδώ της Άνοιξης ο μήνας
Στη χλόη και στα καρπερά αγριόδεντρα της λόχμης,
Στην άσπρη αγριοτριανταφυλλιά, στα σκίνα και στις δάφνες,
Στις βιόλες που λιποθυμούν γοργά γεμάτες φύλλα.
Και στα μισά του Μάη το μεγαλύτερο παιδί του,
Φτάνει το μοσχολούλουδο, δροσιά κρασιού γεμάτο
Κι ο βόμβος απ’ τα έντομα παραμονές του θέρους.
Μες στο σκοτάδι ακούω λοιπόν. Και να που ξανανοιώθω
Πως έχω πάλι ερωτευτεί τον Χάρο που ειρηνεύει,
Και τον καλώ άλλη μια φορά με ονόματα γαλήνια
Να πάρει την ανάσα μου ήσυχα στον αιθέρα.
Τώρα ο καιρός είναι καλός παρά ποτέ να φύγω,
Χωρίς οδύνη, ανάπαυση να βρω το μεσονύχτι,
Κι ενώ τριγύρω η τέχνη σου ξεχύνει την ψυχή σου
Μέσα σε τόσην έκσταση στης νύχτας τη γαλήνη.
Μακάρι το τραγούδι σου να ακούγεται ως το μνήμα,
Εκεί που θα ‘μαι κάποτε, μνημόσυνό μου αιώνιο.
Ω! Ας μην γεννιόσουνα θνητό, αθάνατό μου Αηδόνι,
Των πεινασμένων οι γενιές να μη σε μαγαρίζουν.
Αυτό σου το κελάηδημα που ακούω μέσα στη νύχτα
Παλιάτσοι κι αυτοκράτορες το ακούγαν μέχρι τώρα:
Μπορεί το ίδιο κελάηδημα να βρήκε μονοπάτι
Μες στην σκισμένη την καρδιά της Ρουθ καθώς σκεφτόταν (1)
Τη χώρα της στην ξενιτιά με δάκρυα στα μάτια,
Θερίζοντας. Μπορεί ξανά το ίδιο να ‘χε μαγέψει
Κάποια παράθυρα αντικρύ στη θάλασσα ανοιγμένα,
Κι αφροκοπούσε σ’ έρημους βοσκότοπους νεράιδων.
Έρημη Χώρα! Η λέξη αυτή με ήχο καμπάνας μοιάζει
Που κουδουνίζει μέσα μου βαθιά τη μοναξιά μου!
Γεια σου λοιπόν! Τόσο καλά να εξαπατάει δεν ξέρει
Η φαντασία, κι ας λεν πως θεούς συχνά έχει ξεγελάσει.
Γεια και χαρά σου! Χάνεται ο γοερός σου ο ύμνος
Πέρα απ’ τους κοντινούς αγρούς και το ήρεμο ρυάκι
Πάνω απ’ του λόφου την πλαγιά, βαθιά μες στην κοιλάδα
Και θάβεται στο ξέφωτο στου ορίζοντα τα βάθη.
Όραμα να ‘ταν άραγε ή όνειρο ξαγρύπνιας;
Η μουσική πάει έφυγε: Κι εγώ αγρυπνώ ή κοιμάμαι;
(1) Ρουθ (Ruth): Προγιαγιά του Δαυίδ, σύζυγος του Βοόζ (12ος - 11ος αιώνας π.Χ.). Οι περιπέτειές της ιστορούνται σε ομώνυμο βιβλίο της Π. Διαθήκης.
37.2. ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ
Ω! Θεά, άκου αυτούς τους άτεχνους της μουσικής μου στίχους,
Πλασμένους αναγκαστικά από αγαπημένη μνήμη,
Συγχώρα με αφού οι αλήθειες σου πρέπει να τραγουδιούνται
Σαν ψίθυρος στο τρυφερό και κοχυλένιο αυτί σου:
Τάχα την ονειρεύτηκα ή σήμερα στ’ αλήθεια
Είδα τη Φτερωτή Ψυχή με τα ίδια μου τα μάτια;
Χωρίς σκοπό πλανιόμουνα μες στο παντέρμο δάσος,
Και ξάφνου από την έκπληξη έχασα τις αισθήσεις
Αναγερμένα βλέποντας δυο πλάσματα θεσπέσια
Πάνω στα χόρτα με σκεπή τον ψίθυρο των φύλλων
Και την οσμή των λουλουδιών που γύρω αναριγούσαν
Πλάι σ’ ένα ρυάκι που έφευγε με σπάνια γρηγοράδα.
Γύρω ευωδιάζαν κάλυκες απ’ τα δροσόριζα άνθη,
Γαλάζιοι κι ασημόλευκοι, γεμάτοι από μπουμπούκια,
Κι αυτά γερμένα στη στρωμνή των χόρτων ανασαίναν,
Αγκαλιασμένα τρυφερά με χέρια και φτερούγες.
Στα χείλια δεν ακούμπαγαν ούτε εύχονταν το χαίρε,
Λες κι από νάρκη ανάλαφρη ήτανε χωρισμένα,
Κι έτοιμα μέναν τα παλιά αναρίθμητα φιλιά τους,
Κι όλο στοργή τα μάτια τους στο χάραμα της μέρας:
Αμέσως αναγνώρισα το φτερωτό το αγόρι,
Εσύ όμως ποια ήσουν, Ω! Γλυκιά χιονάτη περιστέρα;
Ήσουνα πράγματι η Ψυχή λοιπόν η ομορφοδότρα!
Ω! Εσύ που αργά γεννήθηκες σα μακρινή οπτασία
Των θεών του Ολύμπου, μα απ’ αυτούς πολύ πιο αγαπημένη,
Πιο ωραία κι από το Φοίβειο φως στη ζαφειρένια χώρα
Κι απ’ την ουράνια ερωτική λάμψη του Αποσπερίτη!
Εσύ ομορφότερη απ’ αυτά, αν και ναό δεν έχεις,
Ούτε ποτέ σου είχες βωμό με ανθόφυλλα στρωμένο,
Ούτε έγιναν ποτέ χοροί για σένα από παρθένες
Τις ώρες του μεσονυχτιού με ύμνους γλυκούς και θρήνους.
Καμιά φωνή, λαγούτο, αυλός ούτε εκλεκτό λιβάνι
Σε θυμιατήρι ακένωτο πιασμένο απ’ αλυσίδα
Σε κάποιο τέμενος ποτέ δεν κάπνισε για σένα
Με θέρμη από τα χείλια ενός εκστατικού προφήτη.
Ω Υπέρλαμπρη! Αν και είναι αργά για τους πανάρχαιους όρκους
Και για τη λύρα αργά πολύ που την πιστεύανε όλοι,
Τότε που οι σκιές ήταν ιερές και τα κλαδιά του δάσους,
Ιερός ο αγέρας, το νερό και της φωτιάς η φλόγα,
Ακόμα όμως και σήμερα, τόσο μακριά από τότε,
Οι αστραφτεροί σου θαυμαστές δονούνται απ’ τη λατρεία
Κι από το πάθος που έσβησε ψηλά των θεών του Ολύμπου,
Κι εγώ εμπνευσμένα τραγουδώ τα μάτια μου όσα βλέπουν.
Να με λοιπόν που απ’ το χορό σου σέρνω κάποιο θρήνο
Απόψε τα μεσάνυχτα κι είμαι ξανά η φωνή σου
Είμαι λαγούτο κι είμαι αυλός κι είμαι εκλεκτό λιβάνι
Σε θυμιατήρι ακένωτο πιασμένο απ’ αλυσίδα,
Στο τέμενός σου το ιερό σε κάποιο απόμερο άλσος
Κι είμαι για σένα τώρα εγώ ο εκστατικός προφήτης.
Ναι, θα ‘μαι εγώ ιερέας σου κι ένα ναό θα χτίσω
Σε κάποιες απροσπέλαστες περιοχές του νου μου,
Όπου νέες σκέψεις με ηδονή κι οδύνη μεγαλώνουν
Κι αντί για πεύκων ψίθυρους, θα κράξω στον αέρα
Πως κάποτε οι ολοσκότεινες πέρα των δέντρων μάζες
Με δάση θα σκεπάσουνε όλα τα κορφοβούνια,
Και μέσα εκεί σε ζέφυρους, μέλισσες και ρυάκια
Πάνω σε βρύα θα ‘χουνε αποκοιμηθεί οι Δρυάδες
Κι εκεί στη μέση της πυκνής κι ολόπλευρης γαλήνης
Ένα άλικο τριαντάφυλλο αγιασμένο θα φορέσω
Μ’ ένα στεφάνι από το νου των εργατών πλεγμένο
Με ήχο καμπάνας, κάλυκες, με δίχως όνομα άστρα,
Και με εμπνευσμένου κηπουρού ξέφρενη Φαντασία,
Που φτιάχνει ρόδα αλλά ποτέ δε μοιάζουν μεταξύ τους.
Εκεί για σένα οι πιο εκλεκτές θα υπάρχουν απολαύσεις
Κι όπου σκιά συλλογισμού μπορεί να επικρατήσει,
Εκεί θα υπάρχει ένας πυρσός λαμπρός στο παραθύρι
Για να ’βρει η αγάπη ζεστασιά μες στην παντέρμη νύχτα.
39. ALFRED, LORD TENNYSON (1809 – 1892)
Άλφρεντ Λόρδος Τέννυσον
39.1. ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τι αξίζει αν στην ατάραχη γωνιά μου
Σαν βασιλιάς οκνός στέκω στο πλάι
Γριάς συντρόφισσας κι ορθά μοιράζω
Το δίκιο σ’ απολίτιστους ανθρώπους,
Που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται,
Και δε με νοιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
Να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια.
Θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Απόλαυσα αρκετά, πολλά έχω πάθει
Μόνος ή με όλους όσοι με αγαπούσαν
Πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
Σκοτεινού πολυτάραχου πελάγου
Έγινα ξακουστός σ’ όλο τον κόσμο
Γιατί η καρδιά μου αχόρταγη ζητούσε
Πάντοτε να μαθαίνει πράγματα καινούρια
Πώς ζουν, πώς κυβερνιούνται σ’ άλλες χώρες
Όπου όλοι με υποδέχτηκαν με σέβας.
Κι έχω της μάχης μάθει το μεθύσι
Στους κάμπους πολεμώντας πάντα με ίσους
Έξω απ’ τα τείχη τα βουερά της Τροίας.
Έτσι είμαι μέρος όσων μου έχουν τύχει
Κι όσα έχω δει και ξέρω τώρα μοιάζουν
Με αψίδα που με αφήνει να αντικρίζω
Άγνωστους κόσμους που όλο ξεθωριάζουν
Καθώς πλησιάζω προς τα σύνορά τους.
Είναι άχαρο να δίνεις τέλος στα έργα
Σαν όπλο που σκουριάζει αχρηστεμένο.
Η ζωή δεν είναι μόνο ν’ ανασαίνεις,
Ούτε να ζεις αξίζει στριμωγμένος.
Κι αν τώρα λίγη μόνο ζωή μου μένει
Όμως κάθε λεπτό της θα το ζήσω
Αρπάζοντάς το απ’ τη σιγή του τάφου
Και πράγματα μαθαίνοντας καινούρια.
Θα ‘μουν αχρείος αν ήθελα τον λίγο
Καιρό που ακόμα θα χαρώ το ήλιο
Να τον περάσω σαν φυλακισμένος
Αφού κεντρίζει την ψυχή μου ο πόθος
Τη Γνώση να τρυγήσω σαν αστέρι
Μακριά ως το σύμπαν όπου ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
Τώρα στο γιο μου τον αγαπημένο
Τηλέμαχο που ξέρει τη δουλειά του,
Με φρόνηση σιγά να εξημερώνει
Τον αγριεμένο λαό και να του δείχνει
Εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Και είναι άμεμπτος, στο χρέος αφιερωμένος
Κρύβοντας στην καρδιά του αγάπη για όλους,
Κι έχει μεγάλη πίστη στους θεούς μας.
Όταν θα φύγω ας μείνει αυτός για μένα
Κι ας κάνουμε ο καθένας τη δουλειά του.
Κάτω είναι το καράβι στο λιμάνι
Και με πανιά απλωμένα περιμένει.
Η θάλασσα πλατιά μακριά μαυρίζει.
Ω! Ναύτες, με γενναία ψυχή μαζί μου
Τις έγνοιες, τους αγώνες και τους κόπους
Δεχτήκατε με χαμογέλιο πάντα,
Μ’ ελεύθερη καρδιά και περηφάνια.
Είτε είχε ξαστεριά είτε καταιγίδα.
Είμαστε γέροι πια, όμως μερτικό τους
Έχουν στο χρέος κι οι γέροι και στη δόξα.
Όλα τα κλείνει ο θάνατος. Μα ακόμα
Πριν φτάσει, εμείς να κάνουμε μπορούμε
Έργα τρανά κι αντάξια των ανθρώπων
Που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν φώτα από τα σπίτια
Τελειώνει η μέρα κι η σελήνη βγαίνει
Κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
Το πέλαγος. Ελάτε, φίλοι, τώρα
Ποτέ δεν είναι αργά για νέα ταξίδια.
Σπρώξτε το πλοίο στη θάλασσα, συντρόφοι,
Και πιάστε τα κουπιά πάνω στο κύμα.
Έχει η καρδιά μου απόφαση μεγάλη
Σε χώρα μακρινή να πάω ν’ αράξω
Πέρα απ’ τη δύση όπου βυθίζουν τ’ άστρα.
Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία στο δρόμο
Ως τα Μακάρια Νησιά θα πάμε
Τον ένδοξο Αχιλλέα να ξαναδούμε.
Πετύχαμε πολλά, πολλά όμως μένουν
Να γίνουν. Κι αν δεν είμαστε σαν πρώτα
Γεροί, όπως τότε που ήτανε δικά μας
Γη κι ουρανός, έχουμε κότσια ακόμα.
Μες στην καρδιά η ψυχή μας είν’ αντρεία
Κι ας την γονάτισε ο Καιρός κι η Μοίρα,
Κι η θέλησή μας για έργα και αγώνες
Ακαταμάχητη κι αχόρταγη είναι.
40. ELIZABETH BARRETT BROWNING (1806 – 1861)
Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ
Από τα ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ ΣΟΝΕΤΑ
40.1. Ι
Σκεφτόμουν πώς ο Θεόκριτος παλιά είχε ψάλει
Τα χρόνια της χαράς που το καθένα κάτι
Στο πλούσιο χέρι του για τους θνητούς εκράτει,
Δώρο για γέρους και για νέους με άπειρα κάλλη.
Κι όπως το αρχαίο τραγούδι του ερχόταν πάλι
Στα χείλη μου, είδα με άγρια δακρυσμένα μάτια,
Τα χρόνια που έφυγαν στου νου τα μονοπάτια,
Θλιμμένα χρόνια που, διαβαίνοντας, στο σάλι
Της νύχτας μ’ έκρυψαν, και ξέσπασα σε κλάμα.
Τότε σαν κάποιος να ‘ρθε μπρος μου, και συνάμα
Αρπάζοντάς με απ’ τα μαλλιά θαρρείς προστάζει:
«Ποιος είμαι;» --- «Ο Θάνατος. Ποιος άλλος!» λέω θλιμμένα.
Και μια ασημένια απόκριση γλυκά φωνάζει:
«Δεν είμαι ο θάνατος, η Αγάπη είμαι για σένα!»
40.2. ΙΙ
Άλλαξε ο κόσμος γύρω κι όλη η φύση
Αφότου το ελαφρό σου άκουσα βήμα
Τόσο κοντά μου απρόσμενα να ηχήσει,
Ανάμεσα σε μένα και στο μνήμα.
Κι αντί να πέσω του θανάτου θύμα,
Πιάστηκα απ’ την αγάπη κι έχω ζήσει
Κι ένα ρυθμό καινούριο έχω αντικρίσει.
Το κύπελλο του πόνου που είχα κτήμα
Από τη γέννησή μου, αφού σε βρήκα,
Το πίνω με χαρά κι άφατη γλύκα!
Με τ’ όνομά σου λέω την κάθε χώρα
Όπου έζησες, και τα τραγούδια που αγαπούσα
--- όλοι το ξέρουν --- τ’ αγαπώ και τώρα
Γιατί είσαι εσύ η μοναδική τους μούσα.
41. ROBERT BROWNING (1812 – 1889)
Ρόμπερτ Μπράουνινγκ
41.1. ΜΙΑ ΕΛΑΦΡΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Αφού πλησιάζει πια η ιστορία μας στο τέλος
Ποιον περισσότερο από μας τους τρεις λυπάστε,
Τον φίλο μου ή του φίλου μου τη φίλη
Με τις ματιές τις φλογερές ή εμένα;
Ο φίλος μου δεν ήταν δυνατόν να χάσει
Κι έδειχνε ότι είχε αρχίσει να καλυτερεύει,
Όταν εκείνη μπήκε μες στο σπίτι
Κι έριξε πάνω του το δόλωμά της.
Όταν στο δίχτυ της τον είδα τυλιγμένο,
«Ω! Τι ντροπή, αν κι εκείνον», σκέφτηκα, «προσθέσει
Στα ενενήντα εννιά άλλα λάφυρά της
Για λίγο κέφι, αυτός το εκατοστό της!»
Και πριν ακόμα γίνει ο φίλος μου δικός της,
Σκέφτηκα, πόσο εύκολο είναι να του δείξω
Ότι μ’ αϊτούς αυτή ήθελε παιχνίδια,
Κι είχε πιασμένο μόνο ένα σπουργίτι.
Κι έτσι τα μάτια μου έπεσαν στα μάγουλά της,
Από ένστικτο το χέρι πήρε το δικό της,
Έψαξε τον ευγενικό εαυτό μου
Και τέλος έγινε εντελώς δική μου.
Εγώ είμαι ο αϊτός ο ξακουστός στην οικουμένη,
Κι αυτός είναι ο σπουργίτης δέσμιος της κοπέλας.
Βλέπεις και φεύγεις με τα χείλια σου σφιγμένα;
Υπομονή, περίμενε λιγάκι.
Κοίτα, χλωμός, τρεκλίζοντας ο φίλος φεύγει,
Κοιτάζοντάς με σάμπως να ήμουν βασιλίσκος.
Θαρρώ πως του έκανα τη μέρα νύχτα,
Το δίσκο του ήλιου σβήνοντας εμπρός του.
Και το έκανα, νομίζει αυτός, σαν να ‘μουν κλέφτης.
Αν και πιστεύει βέβαια πως την αγαπάω,
Πρέπει κανείς τα πάθη του να τιθασεύει,
Και να ‘ναι πάντοτε πιστός στους φίλους.
Κι εκείνη κείτεται στα χέρια μου και μοιάζει
Με όψιμο αχλάδι φωτισμένο από τον ήλιο,
Που μ’ ένα μου άγγιγμα μπορεί να πέσει.
Είναι δικό μου. Αν τ’ άφηνα να πέσει;
Αστόχαστα κακό πολύ είναι να το φάω.
Θα ‘ταν καλύτερα αν στο δόμο μου είχε πέσει;
Αν του ‘στριβα λιγάκι το κοτσάνι
Δεκάδες έντομα θα ξεδιψούσαν.
Και βλέπετε λοιπόν στο φίλο μου πώς μοιάζω,
Μαντεύετε ότι κι η αγάπη του θα ‘ναι όμοια.
Πως μοιάζω στον εαυτό μου το ρωτάτε;
Βέβαια δεν ήμουν ήρωας ποτέ μου.
Δύσκολο πράμα είναι με τις ψυχές να παίζεις,
Γι’ αυτό μπορεί κανείς να σώσει τη δική του.
Το φίλο μου λοιπόν και τα αναμμένα
Κάρβουνα που έπαιζε μ’ αυτά σκεφτείτε.
Πάντοτε την αλήθεια θέλουμε να λέμε.
Πως ήταν ελαφριά η γυναίκα, αυτό είναι αλήθεια.
Όμως φαντάσου αν μου ‘λεγε: «Ξέχνα το νέο,
Εγώ όμως τι κακό έχω καμωμένο;»
Όπως κι αν είναι, εδώ τελειώνει η ιστορία,
Όσο τουλάχιστον εγώ καταλαβαίνω.
Κι Ω! Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, ποιητή δραμάτων,
Αυτό είναι θέμα που μπορείς να γράψεις.
43. GEORGE MEREDITH (1828 – 1909)
Τζορτζ Μέρεντιθ
43.1. Από τον ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
ΙΙ
Τα χελιδόνια βλέπαμε στον ουρανό κι ακόμα
Τ’ ακούγαμε που τσίριζαν πίσω απ’ τις λυγαριές.
Καθόλου δεν θυμόμαστε του θέρους τις χαρές,
Αλλά ούτε νοσταλγούσαμε το φωτεινό του χρώμα.
Μα στης απέραντης της γης τ’ ανάερο δειλινό μας
Τα πνεύματά μας ταίριαξαν διαβαίνοντας μαζί.
Η ώρα γίνηκε άντρας σου και νύφη μου σεμνή
Κι η αγάπη που μας λήστεψε ευλογεί το ριζικό μας.
Προσκυνητάδες της χρονιάς μιλάνε δυνατά
Φλυαρώντας ακατάσχετα καθώς από τη Δύση
Φτάνει η πλημμύρα σαν ωχρό αίμα που έχει καθίσει,
Αφού εκτονώθηκε, ψηλά σε νέφη πορφυρά.
Η αγάπη που μας έκλεψε τ’ αθάνατα νερά
Έδωσε αυτή τη σύντομη στιγμή να μας ορίζει,
Και βλέπω μες στο σούρουπο το κύμα να διασχίζει
Ο κύκνος που έχει τα μικρά του κάτω απ’ τα φτερά.
46. ALGERNON CHARLES SWINBURNE (1837 – 1909)
Άλγκερνον Τσαρλς Σουίνμπερν
46.1. ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Έκρυψα την καρδιά μου σε φωλιά από ρόδα
Έξω απ’ το δρόμο του ήλιου ξεμοναχιασμένη,
Σε κλίνη πιο απαλή κι από το αφράτο χιόνι,
Κάτω από ρόδα την καρδιά μου έχω κρυμμένη.
Γιατί ύπνος δεν την παίρνει και γιατί τρομάζει,
Αφού ούτε φύλλο δεν κουνιέται απ’ τον αγέρα;
Τι δίνει ύπνου φτερά όμως φεύγει από κοντά της;
Ενός πουλιού κρυμμένου το τραγούδι μόνο.
Ησύχασε, είπα, τα φτερά του ανέμου κλείνουν
Και κρύβει φύλλα μαλακά το βέλος του ήλιου.
Στην αγκαλιά της θάλασσας κοιμάται ο αγέρας
Κι είναι πολύ πιο ταραγμένος από σένα.
Μήπως μια σκέψη σε πονά σα να ‘ν’ αγκάθι;
Μήπως μια ελπίδα απρόσιτη σε βασανίζει;
Τι ακινητεί τα βλέφαρά σου όταν κοιμάσαι;
Ενός πουλιού κρυμμένου το τραγούδι μόνο.
Τ’ όνομα της χλοερής και μαγεμένης χώρας
Δε γράφτηκε ποτέ σε χάρτη ταξιδιώτη,
Κι όσο κι αν είναι ολόγλυκοι οι καρποί στα δέντρα,
Ποτέ στην αγορά εύκολα δεν πουληθήκαν.
Απ’ τους αγρούς τα χελιδόνια των ονείρων
Φεύγουν, κι ακούγονται στα δέντρα οι κρότοι του ύπνου,
Που το άγριο ελάφι των δασών δεν ξεσηκώνει:
Ενός πουλιού κρυμμένου το τραγούδι μόνο.
Στον κόσμο των ονείρων διάλεξα για μοίρα
Να κοιμηθώ και να μην καταλάβω λέξη
Για τίμιο έρωτα ή για του έρωτα την τέχνη,
Ενός πουλιού κρυμμένου το τραγούδι μόνο.
47. THOMAS HARDY (1840 – 1928)
Τόμας Χάρντυ
47.1. ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ
Αλλάξαμε φιλιά στην πόρτα και περνώντας μέσα
Με άφησε μόνο και την είδα
Να απομακρύνεται ως το τραίνο κι όλο να μικραίνει
Μέχρι να γίνει μια κουκίδα.
Μια μικροσκοπική κουκίδα από άσπρη μουσελίνα
Που περιμένοντας φορούσε
Μες στο συνωστισμό ενός πλήθους ευγενών κι αγροίκων
Που ως το βαγόνι προχωρούσε.
Κάτω απ’ το ατίθασο το φως των φαναριών σε λίγο
Εξαφανίστηκε στο βάθος
Πίσω από συντροφιές ανθρώπων που είχαν άλλες έννοιες,
Ψυχροί για το δικό μας πάθος.
Ύστερα φάνηκε και πάλι μέχρις ότου πάψω
Να βλέπω τη λεπτή μορφή της
Τη διάφανα λευκή. Κι αυτή που ήταν η ζωή για μένα
Μ’ άφησε με τη θύμησή της.
Κάναμε σκέψεις κι όνειρα πολλά απ’ τη μέρα εκείνη.
Τη συναντούσα πότε πότε
Συχνά ντυμένη στα ίδια ολόλευκά της ρούχα
Αλλά δεν ήταν πια όπως τότε.
--- «Αφού την αγαπάς λοιπόν, γιατί την αποφεύγεις
Αυτή την ήρεμη ευτυχία;»
--- Φίλε μου, τίποτε ίδιο δυο φορές δεν έχει γίνει.
Γιατί; Δεν ξέρω την αιτία!
47.2. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Γύρνα και πάλι στο ίδιο μέρος
Όπου ήσουν όμοια μ’ ένα φύλλο που κυλάει
Σ’ άνυδρο μονοπάτι που για να τ’ ανέβει
Μοχθεί ο ταξιδευτής κι αγκομαχάει.
Γύρνα και πάλι με τα πόδια
Ανάλαφρα στα χόρτα σαν λουλούδια κρήνης
Και τη βουβή αρωγή σου για όλους και για μένα
Πιο χρήσιμη από λόγια καλοσύνης.
Ως τότε οι μυρωδιές του κήπου
Έξω απ’ το φράχτη απαρατήρητες σκορπίζουν
Και δεν προσέχω πια τις αλλαγές της μέρας
Καθώς τα νέφη σμίγουν και χωρίζουν.
Μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους
Τα βήματά σου αθόρυβα ήταν σαν σταλμένα
Από πανάρχαιο φάντασμα που περπατάει
Σ’ έρημα σπίτια στοιχειωμένα.
Κάποτε βγήκες απ’ τον ίσκιο
Κι είδα τα μάτια σου βαθιά να με κοιτάζουν
Όλο ζωντάνια κι όλο φως εξερευνώντας,
Σαν της ψυχής τους δέκτες που εξετάζουν
Να βρουν υπεύθυνα τη λύση
Για το ανεξήγητο αίνιγμα της ζωής που ζούμε:
Γιατί να υπάρχουμε όλοι εδώ, με ποιου τους νόμους
Δεν πετυχαίνουμε ό,τι λαχταρούμε!
48. GERARD MANLEY HOPKINS (1844 – 1889)
Τζέραρντ Μάνλεϋ Χόπκινς
48.1. ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
Δόξα τω Θεώ για όλα τα διάστιχτα αντικείμενα του κόσμου ---
Για τους ουράνιους θόλους, δίχρωμους σαν βουλωτή αγελάδα
Για τις φακίδες που κοσμούν τις πέστροφες μες στα ποτάμια,
Για τα φρεσκοψημένα κάστανα, για τα φτερά των σπίνων,
Για τα περιφραγμένα κτήματα --- σπαρμένα κι οργωμένα
Και για τις τέχνες με όλα τους τα σύνεργα και τα εργαλεία.
Για όλα τα απρόοπτα, τα πρωτότυπα, παράξενα ή περίσσια,
Για τα άστατα και τα πιτσιλωτά (ποιος ξέρει πώς και πότε;)
Για όλα τα γρήγορα είτε αργά, γλυκά, ξινά, λαμπρά ή σβησμένα.
Αυτός είναι ο πατέρας όλων κι η ομορφιά του δεν αλλάζει:
Υμνήστε τον!
48.2. ΑΝΟΙΞΗ
Όμορφο σαν την Άνοιξη τίποτε δεν υπάρχει
Όταν τα αγριόχορτα στη γη θεριεύουν κι οργιάζουν
Τ’ αυγά της τσίχλας είναι σαν μικροί ουρανοί πεσμένοι
Η ηχώ της τσίχλας στα βουνά τ’ αυτιά μας καθαρίζει
Κι ακούγεται σαν αστραπή το αχνό κελάηδημά της.
Τα γυάλινα της αχλαδιάς άνθη και φύλλα αερίζουν
Το γαλανό του ορίζοντα που πλούσιο κατεβαίνει
Κι όλα τα αρνιά χαρούμενα τινάζονται και τρέχουν.
Τι να ‘ναι τάχα αυτή η χαρά κι αυτή η καρποφορία;
Μια τάνυση της ύπαρξης μες στης Εδέμ τον κήπο.
Φροντίστε να τη ζήσετε προτού χαθεί και σβήσει
Μ’ αθώα καρδιά όλα του Μαγιού αγόρια και κορίτσια.
Προτού θολώσει, Κύριε, κι από αμαρτία ξινίσει
Μεγάλη ας είναι η χάρη σου κι άξια για να τη ζούμε.
53. RUDYARD KIPLING (1865 – 1936)
Ράντγυαρντ Κίπλινγκ
53.1. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Κλείσαν το δρόμο που περνούσε από το δάσος
Πριν από εβδομήντα χρόνια
Κι έτσι τον χάλασε ο καιρός κι οι μπόρες
Και τώρα δεν μπορείς να ξέρεις
Πως ένας δρόμος κάποτε περνούσε από το δάσος
Προτού να φυτευτούν τα δέντρα.
Τώρα είναι κάτω από κλαδιά και ρείκια
Κι από μικρούλες ανεμώνες
Και μόνο ο φύλακας γνωρίζει
Ότι όπου οι ασβοί ήρεμα κυλιούνται
Κι όπου κλωσούν τα περιστέρια
Εκεί ένας δρόμος κάποτε περνούσε από το δάσος.
Μα πάλι αν μπεις μέσα στο δάσος
Αργά ένα απόγευμα του Αυγούστου
Όταν η ψύχρα απλώνει ως τις λιμνούλες
Όπου οι ενυδρίδες ψάχνουνε για ταίρι (1)
(Και δεν φοβούνται τους ανθρώπους
Καθώς δεν βλέπουν πια πολλούς στο δάσος)
Θ’ ακούσεις ποδοβολητά αλόγων
Και θρόισμα φούστας μες στα φύλλα
Καθώς καλπάζουν στην ομίχλη
Σα να γνωρίζουν από πάντα
Τον δρόμο τον χαμένο μες στο δάσος .....
Μα δεν υπάρχει δρόμος πια μέσα απ’ το δάσος.
(1) Ενυδρίδες: Είδος σαρκοφάγου υδρόβιου θηλαστικού που θηρεύεται για το γουναρικό του. Αλλιώς λέγεται βύδρα.
54. WILLIAM BUTLER YEATS (1865 – 1939)
Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς
Ιρλανδός
54.1. ΤΩΝ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΩΝ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΨΗΛΑ ΣΤΗΝ ΥΔΡΟΡΡΟΗ
Των σπουργιτιών ο πόλεμος ψηλά στην υδρορρόη
Και το φεγγάρι ολόγιομο κι οι αστέρινοι ουρανοί,
Κι ατέλειωτο το θρόισμα στα φύλλα, είχαν σκεπάσει
Της γης την ακατέργαστη, πανάρχαια κραυγή.
Μα ως ήρθες μ’ αυτά τ’ άλικα κι απελπισμένα χείλια
Ήρθαν μαζί σου κι οι καημοί κι οι στεναγμοί της γης
Κι όλοι οι καημοί των καραβιών που μάχονται στο κύμα
Κι όλα τα δάκρυα αμέτρητα της σκυθρωπής ζωής.
Και τώρα τα μικρά πουλιά που πολεμούν στη στέγη
Και το φεγγάρι το χλωμό κι οι οπάλινοι ουρανοί
Και μες στα φύλλα ανήσυχο το θρόισμα, συνταράζουν
Της γης την ακατέργαστη, πανάρχαια κραυγή.
54.2. ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Ω! Κουρασμένη μου καρδιά, στον άστατο καιρό,
Έβγα απ’ τα δίχτυα του καλού και του κακού ληστή
Κι ύστερα γέλασε καρδιά στο αχνό το δειλινό
Κι ύστερα στέναξε καρδιά μες στη δροσάτη αυγή.
Όμως η Γη η μητέρα σου ποτέ της δε γερνά,
Και πάντα είναι λαμπρή η δροσιά, το ηλιόγερμα είν’ θαμπό,
Κι αν τώρα η ελπίδα σ’ άφησε κι αν έχει μαραθεί
Η αγάπη μες στον άδικο κι αργό σου λογισμό.
Καρδιά, όπου σμίγουν, πήγαινε, οι λόφοι στα βουνά,
Γιατί εκεί πέρα η συντροφιά, κρυφή και μυστική,
Του ήλιου και του φεγγαριού, σε δάση μακρινά
Πλάι σε ποτάμια και νερά, ζει, μοίρα διαλεχτή.
Κι ο θεός εκεί το βούκινο φυσάει το ερημικό,
Κι η ζωή κι ο χρόνος βρίσκονται σ’ ατέλειωτη φυγή,
Κι ούτε είναι η αγάπη πια καλή στ’ αχνό το δειλινό
Κι ούτε κι η ελπίδα είν’ ακριβή μες στη δροσάτη αυγή.
56. EDWARD THOMAS (1878 – 1917)
Έντουαρντ Τόμας
56.1. ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΣΠΙΤΙ
Έτσι όπως έκλεισα την πόρτα
Έμεινα μόνος μου εντελώς
Μες στο καινούριο σπίτι, ο αγέρας
Βογκούσε πάντα ορμητικός.
Ξάφνου έγινε παλιό το σπίτι
Κι άξαφνα γέρασα κι εγώ,
Τ’ αυτιά μου σπάσανε απ’ τον τρόμο
Απ’ όσα μπόρεσα να δω.
Ομίχλες, θύελλες δίχως τέλος,
Νύχτες και μέρες φοβερές
Με ήλιο θλιμμένο: παλιές λύπες
Κι άλλες πολλές μελλοντικές.
Όλα προβλέφτηκαν για μένα,
Τίποτε εγώ δεν είπα, αλλά
Έμαθα τι ήχο θα ‘χει ο αγέρας
Σαν θα ‘χουν γίνει πια όλα αυτά.
56.2. ΕΞΩ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Έξω στο σκοτάδι μες στο χιόνι
Τρέχει κάποιο ελάφι βιαστικό
Και το ταίρι του είναι εκεί μαζί του
Μέσα στου βοριά το χαλασμό
Και στων άστρων τον κατακλυσμό.
Το σκοτάδι γύρω εκεί συχνάζει
Κι όπως σβήνει η λάμπα η φωτεινή
Μ’ ένα αιφνίδιο σάλτο δίχως ήχο
Σβέλτο σαν το γρήγορο σκυλί
Φτάνει κι όλη η φύση υποχωρεί.
Τ’ άστρα, εγώ κι ο αγέρας και το ελάφι
Στο σκοτάδι τώρα είναι μαζί
Κι όλα τώρα ζούνε μες στο φόβο
Κι ένα τύμπανο βαριά αντηχεί
Μες στη συντροφιά τη ζοφερή.
Τώρα πια το φως έχει χλομιάσει
Και μαζί έχει ο κόσμος πια χαθεί
Κι η χαρά κι η αγάπη κι όλη η πλάση
Μπρος στη δύναμη έχει υποταχτεί
Της νυχτιάς που σ’ όλα επικρατεί.
57. JOHN MASEFIELD (1878 – 1967)
Τζον Μέισφηλντ
57.1. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
Θέλω να φύγω για τη θάλασσα και πάλι
Σ’ ορίζοντα θαμπό μακριά ως τον ουρανό,
Ό,τι γυρεύω είναι μονάχα ένα καράβι
Κι ένα άστρο να οδηγεί να κυβερνώ.
Ποθώ ν’ ακούω την έλικα και το τραγούδι
Του ανέμου και των καταρτιών τον τρανταγμό,
Την καταχνιά στη θάλασσα τη μανιασμένη
Και το πρωινό ξημέρωμα θολό.
Θέλω να φύγω για τη θάλασσα και πάλι
Γιατί το κύμα που φουσκώνει με καλεί
Κι είναι ένα κάλεσμα αγριεμένο και μεγάλο
Που δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί.
Ό,τι ζητώ είναι μια ανεμοδαρμένη ημέρα
Με τις σταχτόχρωμες των σύννεφων στρατιές
Και των αφρών το ράντισμα και παραπέρα
Των άγριων πελεκάνων τις φωνές.
Πρέπει να φύγω για τη θάλασσα και πάλι
Για μια ακατάστατη τσιγγάνικη ζωή
Στων δελφινιών το μονοπάτι και των γλάρων
Όπου είναι ο αγέρας σαν λεπίδι εκεί.
Εκείνο που γυρεύω είναι ν’ ακούω μονάχα
Μιαν εξιστόρηση χαρούμενη, παλιά,
Από ένα σύντροφο θαλασσινό ειπωμένη
Σαν θα τελειώσει το ταξίδι πια.
60. DAVID HERBERT LAWRENCE (1885 – 1930)
Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς
60.1. ΟΙ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ
Δεν έχουνε πεθάνει, δεν έχουνε πεθάνει!
Τώρα που ο ήλιος γλείφει τα πόδια του όπως το λιοντάρι
Και κατηφορίζει αργά το λόφο,
Τώρα που το φεγγάρι, που θυμάται και νοιάζεται μόνο
Πώς θα ‘μαστε όμορφοι, ντυμένοι με τη σάρκα μας,
Και με φωτεινά ημισέληνα πόδια ξαποσταίνει
Στην κορυφή του λόφου, σκαρφαλώνοντας αργά σαν βασίλισσα,
Που βλέπει το λιοντάρι χαμηλά να απομακρύνεται,
Τώρα που το πέλαγος είναι των Αργοναυτών και όπως χαράζει
Ο Οδυσσέας δίνει προσταγές κι αφήνει πίσω του αρμενίζοντας
εκείνα τα νησιά:
Περίμενε, περίμενε, μη φέρνεις ακόμα τον καφέ ούτε τις φρυγανιές!
Η αυγή δεν άφησε το πέλαγος ακόμη και τα καράβια του Οδυσσέα
Δεν άφησαν ακόμη πίσω τους τα νησιά, πρέπει ήρεμος να τα κοιτάξω.
60.2. ΚΟΙΤΑ! ΦΤΑΣΑΜΕ ΑΝΤΙΚΡΥ
Το μικρό ποτάμι κελαηδάει το δειλινό
Κάτω απ’ το ωχρό κι απορημένο βλέμμα του ουρανού. Χλωμό.
Αυτό περίπου είναι ευλογία
Κι όλα είναι σφραγισμένα κι έτοιμα για ύπνο,
Έγνοιες, σκοτούρες κι όλα τ’ άλγη
Θαμμένα κάτω από το δειλινό.
Τώρα, το δειλινό μονάχα
Και το απαλό βουητό του ποταμού θ’ ακούγεται αιώνια.
Κι αισθάνομαι πως η αγάπη του για σένα είναι εδώ,
Μπορώ ολόκληρη να την κοιτάζω ακέραια, καθώς αυτό το δειλινό,
Πλατιά, τόσο πλατιά που δεν μπορούσα πριν να την κοιτάξω,
Με τα μικρά τα φώτα, τα σβησίματα, και τα τρεμοσβησίματα,
Με διακοπές, ανησυχίες, θλίψεις κι έγνοιες.
Είσαι η κραυγή κι είμαι η απόκριση,
Είσαι η ευχή κι είμαι η εκπλήρωση,
Είσαι η νύχτα κ είμαι η μέρα.
Τι άλλο; Όλα είναι τέλεια. Όλα είναι τέλεια συμπληρωμένα.
Εσύ κι εγώ. Τι πιο πολύ; Μα τι παράξενο να υποφέρουμε
Τόσο πολύ παρ’ όλα αυτά.
61. EZRA LOOMIS POUND (1885 – 1972)
Έζρα Λούμις Πάουντ
Αμερικανός
61.1. Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗΣ
Κοντά στη Βόρεια Πύλη ο αγέρας φυσάει γεμάτος άμμο
Μόνος εντελώς απ’ την αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα. Δέντρα
Πέφτουν στο χώμα. Το γρασίδι κιτρινίζει το Φθινόπωρο.
Σκαρφαλώνω πύργους και πύργους
Μέχρι ν’ αγναντέψω τη βάρβαρη χώρα.
Έρημο κάστρο. Ουρανός. Ερημιά δίχως άκρη.
Δεν έμεινε ούτε τοίχος σε τούτο το χωριό. Κόκαλα ασπρισμένα από
χίλιες
Παγωνιές, στοίβες ψηλές σκεπασμένες με χόρτο και δέντρα.
Ποιος προκάλεσε τον πύρινο θυμό του Αυτοκράτορα;
Ποιος μάζεψε το στράτευμα με τύμπανα και μουσικές;
Βάρβαροι βασιλιάδες. Μια αμόλυντη άνοιξη μάτωσε
Με αίμα μαύρο σαν κοράκι.
Ταραχή. Το Φθινόπωρο στρατοπεδεύουνε πολεμιστές στο Μεσαίο Βασίλειο.
Τριακόσιοι εξήντα χιλιάδες
Και θλίψη, θλίψη σαν βροχή
Θλίψη να πας και θλίψη να γυρίσεις.
Έρημοι τόποι τα λιβάδια δίχως παιδιά πολέμου
Και δίχως άντρες για άμυνα κι επίθεση. Αχ!
Πώς να νοιώσετε τον καημό της Βόρειας Πύλης
Με του Ριχακού τ’ όνομα λησμονημένο κι εμάς τους φύλακες (1)
Σπαραγμένους απ’ τις τίγρεις.
61.11. ΚΑΝΤΟ Ι
Και τότε κατηφορίσαμε προς το καράβι,
Σπρώξαμε την καρίνα μες στα κύματα, στη θάλασσα την
αγιασμένη,
Σηκώσαμε κατάρτι και πανί στο μαύρο τούτο το καράβι,
Βάλαμε μέσα αρνιά, φορτώσαμε και τα τομάρια μας
Βαριά απ’ τα δάκρυα, κι οι άνεμοι όλο πρίμα
Με φουσκωμένα τα πανιά μας πήραν,
Της Κίρκης μάγια αυτά, της καλοχτενισμένης θεάς.
Τότε καθίσαμε στην κουπαστή, με αγέρα πάνω στο τιμόνι,
Και με απλωμένα τα πανιά αρμενίσαμε όλη μέρα.
Ο ήλιος σαν κοιμήθηκε και έπεσε σκιά σ’ όλο το πέλαγο
Ζυγώσαμε στα σύνορα των πιο βαθιών νερών,
Στη χώρα των Κιμμέριων και στις πολυάνθρωπές τους πόλεις
Τις σκεπασμένες με πυκνοπλεγμένη καταχνιά, που δεν την
διαπερνάει
Ποτέ το φως των ηλιαχτίδων,
Ούτε με ξαστεριά ούτε κι όταν ο ήλιος γέρνει στον ουράνιο θόλο,
Νύχτα κατάμαυρη σκεπάζει τους βαριόμοιρους ανθρώπους.
Κ όπως τραβήχτηκε ο ωκεανός, αράξαμε στα μέρη
Που είχε προβλέψει η Κίρκη.
Εδώ ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος έκαναν θυσίες,
Κι εγώ, τραβώντας το σπαθί μου απ’ το πλευρό
Έσκαψα ένα τετράγωνο λάκκο ίσα μια πήχη.
Χύσαμε σπονδές για κάθε μας νεκρό,
Πρώτα υδρόμελι κι ύστερα γλυκό κρασί, νερό κι αλεύρι.
Έπειτα προσευχήθηκα στ’ αδύναμα κεφάλια του θανάτου
Πως όταν φτάσω στην Ιθάκη, στέρφους ταύρους διαλεχτούς
Θα τους θυσιάσω, φορτώνοντας με δώρα την πυρά,
Και για τον Τειρεσία ένα μόνο αρνί, ένα κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε αίμα σκοτεινό στο λάκκο,
Ψυχές από το Έρεβος, κατάχλομοι νεκροί, νύφες,
Νέοι και γέροντες σκληρά βασανισμένοι.
Ψυχές με δάκρυα πρόσφατα και τρυφερά κορίτσια,
Κι άντρες πολλοί, από χάλκινες αιχμές δοράτων χτυπημένοι,
Τρόπαια μάχης, με τη ματωμένη ακόμη αρματωσιά τους,
Πλήθος μαζεύονταν τριγύρω μου, φωνάζοντας,
Άχνα με τύλιξε. Ζήτησα κι άλλα σφαχτά από τους συντρόφους
μου,
Σφάξανε το κοπάδι, αρνιά κομμένα με χαλκό.
Έχυσα μύρα και φώναξα τους θεούς,
Τον κραταιό τον Πλούτωνα, την παινεμένη Περσεφόνη.
Τράβηξα το στενό σπαθί απ’ τη θήκη
Και άρχισα να διώχνω τους ανήσυχους και αδύναμους νεκρούς,
Μέχρι ν’ ακούσω τον Τειρεσία.
Μα πρώτος ήλθε ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας ο Ελπήνωρ,
Άθαφτος, πεταμένος πάνω στην πλατιά τη γη,
Κουφάρι που είχαμε αφημένο στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυστο, ασαβάνωτο, καθώς τα βάσανα γι’ αλλού μας
παρορμούσαν.
Πνεύμα αξιολύπητο. Κι εγώ του φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ελπήνορα, πώς έφτασες στο μαύρο αυτό ακρογιάλι;
Έφτασες με τα πόδια ξεπερνώντας τους θαλασσοπόρους;»
Κι αυτός βαριά μιλώντας είπε:
«Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Κοιμόμουν στο τζάκι της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τη μακριά σκάλα χωρίς προφύλαξη,
Γκρεμίστηκα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, και διάβηκε στον Άδη η ψυχή
μου.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με, άκλαυτο και άθαφτο,
Στοίβαξε τ’ άρματά μου, στήσε μου τάφο στ’ ακρογιάλι που να
γράφει:
«Άνθρωπος δίχως μοίρα, κι όνομα δεν έχει ακόμα»,
και στήσε απάνω το κουπί που έλαμνα με τους φίλους».
Ήρθε κι η Αντίκλεια μα την έδιωξα, κι ύστερα ο Τειρεσίας ο
Θηβαίος,
Κρατώντας το χρυσό ραβδί, με γνώρισε μιλώντας πρώτος:
«Ήρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε άνθρωπε,
ήρθες στους ανήλιαγους νεκρούς, στ’ άχαρα τούτα μέρη;
Φύγε απ’ το λάκκο, άσε με το αιμάτινο πιοτό μου
Να μαντέψω».
Και έκανα πίσω εγώ,
Κι αυτός δυναμωμένος απ’ το αίμα, τότε μου είπε: «Οδυσσέα,
Κι ας σ’ έχει πείσμα ο Ποσειδώνας, θα γυρίσεις στην πατρίδα σου
Πάνω από μαύρα πέλαγα,
Όμως θα χάσεις όλους τους συντρόφους». Κι ύστερα ήρθε η
Αντίκλεια.
Μείνε ήσυχος Divus. Θέλω να πω, αυτός είναι ο Αντρέας Divus, (1)
In officina Wecheli, 1638, απ’ τον Όμηρο.
Κι αρμένισε πέρα απ’ τις Σειρήνες, κι ύστερα έξω στ’ ανοιχτά
Και προς την Κίρκη.
Venerandam,
Και με τα λόγια του Κρητικού, χρυσοστεφανωμένη Αφροδίτη, (2)
Cypri munimenta sortita est, πασίχαρη, orichalci, με τις
μαλαματένιες
Ζώνες και στηθόδεσμους, εσύ με τα μαύρα βλέφαρα,
Κρατώντας το χρυσό κλωνάρι του Αργειφόντη. Έτσι λοιπόν: (3)
Σημειώσεις: (1) Ο Andreas Divus δημοσίευσε μια μετάφραση της Οδύσσειας του Ομήρου στα Λατινικά το 1638 (Parisiis, in officina Wecheli, MDXXXVIII).
(2) «Κρητικός» είναι ο Georgius Dartona που δημοσίευσε μετάφραση του ομηρικού ύμνου στην Αφροδίτη επίσης στα Λατινικά, από την οποία είναι παρμένα τα λατινικά αποσπάσματα που παρεντίθενται στο ποίημα του Πάουντ.
(3) Αργειφόντης: Ομηρική ονομασία του Ερμή που σημαίνει εκείνον που σκοτώνει (φονεύει) εμφανιζόμενος μέσα σε κάτασπρη λάμψη (αργός = φωτεινός).
(4) Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι το «Κάντο Ι» είναι παράφραση του Λ της Οδύσσειας.
63. EDITH SITWELL (1887 – 1964)
Έντιθ Σίτγουελ
63.1. ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΡΕΧΕΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Πράσινο τρέχει το ποτάμι της λήθης ----
Ω! Μακρύ ποτάμι της λήθης,
Εκεί που ήταν η φωτιά στις φλέβες --- και το χορτάρι
Φυτρώνει πάνω από τον πυρετό,
Φυτρώνει το πράσινο χορτάρι ....
Ήμουν κοντά στις πολιτείες των κάμπων
Και τα κορίτσια κυνηγούσαν τις καρδιές τους
Σαν τις χαρούμενες πεταλούδες
Πάνω από τα χωράφια του καλοκαιριού ----
Ω! Εφήμερα βελούδα που χτυπάτε τις φτερούγες σας
Σαν άνεμοι, σαν πεταλούδες στο Δρόμο από το Τίποτα στο Πουθενά!
Όμως με την καλοκαιρινή ξηρασία
Έφυγα, γιατί ήμουν μια Στήλη Φωτιάς, ήμουν Καταστροφή
Άσβηστη με σάρκα και κόκκινο χρώμα.
Ήμουν Εκμηδένιση,
Κι όμως άσπρη ακόμα σαν τη Νεκρή Θάλασσα, άσπρη σαν τις
πολιτείες των κάμπων,
αφουγκραζόμουν ην παλίρροια του φεγγαριού και τις φλέβες μου
που φοβέριζαν με βροντές την καρδιά των ρόδων.
Πήρα το δρόμο που ήθελα,
Μα ο δρόμος του αίματος είναι τόσο φρικτός,
Που κάποτε νόμιζες πως ήταν μέρος της κοκκινάδας του καλοκαιριού:
Απλώνεται ατέλειωτος χωρίς στροφές,
Παρά μονάχα για φωτιά, εκμηδένιση και στάχτη.
Νόμιζα πως ο δρόμος του Αίματος ποτέ δεν θα κούραζε,
Μα τώρα μόνο το κόκκινο τριφύλλι
Στέκει πάνω απ’ την ανάσα του λιονταριού κι από το στόμα του
εραστή ---
Και τρέχει το πράσινο ποτάμι της λήθης ---
Ω! Μακρύ ποτάμι της Λήθης
Πάνω απ’ τα Γόμορρα και τη φωτιά ...
64. RUPERT BROOKE (1887 – 1915)
Ρούπερτ Μπρουκ
64.1. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ
Ι
Στης Τροίας το κάστρο χίμηξε ο Μενέλαος θυμωμένος
Με το σπαθί να εκδικηθεί στου Πρίαμου το παλάτι,
Το μίσος το δεκάχρονο, την άπιστη γυναίκα
Και την τιμή του Βασιλιά. Προσπέρναγε τους δρόμους
Γεμάτους θάνατο, καπνούς, κραυγές και πια στο τέλος
Έφτασε μπρος στην κεντρική σάλα των ανακτόρων.
Κραδαίνοντας τη σπάθα του ορμάει μέχρι τον πλούσιο
Γυναικωνίτη, αστράφτοντας σαν θεός τρανός, πελώριος.
Ψηλά καθόταν μόνη της πανέμορφη η Ελένη,
Μα αυτός είχε ξεχάσει πια πως ήταν τόσο ωραία,
Κι ότι ο λαιμός της λύγιζε με τόση εξαίσια χάρη.
Κουράστηκε και πέταξε το ξίφος πια μακριά του,
Και μπρος της γονατίζοντας της φίλησε τα πόδια,
Σαν τέλειος Ιππότης μπρος στην τέλεια Ρήγισσά του!
ΙΙ
Το ποίημα σταματάει εδώ. Πώς τάχα να προβλέψει
Το γυρισμό στο σπίτι τους, τα τόσα χρόνια γάμου;
Δε λέει καθόλου ότι η λευκή Ελένη όλο γεννώντας
Πολλά αλλεπάλληλα παιδιά κακόμοιρη είχε γίνει
Κι απ’ την πολλή αρετή χλωμή. Κι ο ατρόμητος Μενέλαος
Γινότανε πολυλογάς κι έτρωγε εξήντα Τρώες
Στην καθισιά του. Κι όσο αυτός συνέχεια κουφαινόταν
Στρίγκλιαζε εκείνης η φωνή. Κι οι δυο είχαν γίνει γέροι.
Συχνά απορούσε αυτός γιατί πήγε στης Τροίας τη χώρα,
Ή γιατί τάχα κάποτε στη Σπάρτη ο Πάρης ήρθε.
Τσιμπλιάρα, αδύναμη συχνά θρηνούσε εκείνη κι όταν
Του Πάρη τ’ όνομα άκουγε της λύγιζαν τα πόδια.
Έτσι ο Μενέλαος γκρίνιαζε κι η Ελένη όλο θρηνούσε
Κι ο Πάρης εκοιμότανε στην όχθη του Σκαμάνδρου.
65. EDWIN MUIR (1887 – 1959)
Έντουϊν Μιούαρ
65.1. ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΠΟΔΙ ΣΤΗΝ ΕΔΕΜ
Με το ένα πόδι στην Εδέμ, είμαι όρθιος
Και βλέπω απέναντι στην άλλη χώρα.
Του κόσμου η πιο μεγάλη μέρα φτάνει
Παράξενα είναι τούτα τα χωράφια
Όπου φυτέψαμε έρωτα και μίσος.
Του χρόνου τα έργα φθείρονται απ’ το χρόνο
Και δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει
Το στάρι που μπερδεύτηκε με βίκο.
Τα αγριόχορτα σκιρτούν μες στη γαλήνη
Στο μίσχο τους. Κι είν’ όλα αυτά δικά μας.
Κακία και καλοσύνη στέκουν γύρω
Στους κήπους του έλεους και της αμαρτίας.
Όπου θα βάλουμε όλη τη σοδειά μας.
Ακόμη απ’ την Εδέμ φυτρώνει η ρίζα
Καθάρια πάντα όπως την πρώτη μέρα.
Ο χρόνος αφαιρεί φυλλώματα και φρούτα
Κι αποσυνθέτει τα αρχικά της φύλλα
Σε αχνές μορφές καημού και τρόμου
Στο δρόμο του χειμώνα σκορπισμένες.
Μα ο άγονος αγρός και το άκαρπο άλσος
Βγάζουν λουλούδια στην Εδέμ καινούρια,
Άνθη της λύπης και της ευσπλαχνίας
Μόνα σ’ αυτά τα σκοτεινά χωράφια.
Άραγε τι μπορεί η Εδέμ να κάνει
Για την ελπίδα, για την πίστη ή την αγάπη
Μέχρι να ξεχαστούν και κάποια μέρα
Η ανάμνησή τους άχρηστη να μείνει;
Ποτέ οι ευχές μας ως του Παραδείσου
Τη γη, απ’ τον γκρίζο αυτό ουρανό δε φτάνουν.
66. THOMAS STEARNS ELIOT (1888 – 1965)
Τόμας Στηρνς Έλιοτ
Αγγλοαμερικανός
66.1. ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Μια πεντάρα για τον Γέρο – Γκάη
I
Είμαστε εμείς οι κούφιοι άνθρωποι
Οι ψευτοπερήφανοι άνθρωποι,
Γερμένοι όλοι μαζί
Με τα κεφάλια μας γεμάτα άχυρα. Αλίμονο!
Οι στεγνές φωνές μας, όταν
Ψιθυρίζουμε συγκεντρωμένοι,
Είναι ήρεμες κι ασήμαντες
Όπως ο αγέρας στο ξερό χορτάρι
Ή όπως το περπάτημα των ποντικών σε σπασμένα γυαλιά
Στο άδειο μας κελάρι.
Σχήμα άμορφο, χωρίς σκιά και χρώμα,
Παραλυμένη δύναμη, χειρονομία δίχως κίνηση.
Εκείνοι που πέρασαν
Με ολόισιο βλέμμα στο άλλο Βασίλειο του Θανάτου,
Μας θυμούνται --- αν μας θυμούνται καθόλου --- όχι σαν
Να ‘μαστε χαμένες παράφορες ψυχές, μα μόνο
Σαν κούφιους ανθρώπους,
Σαν άνθρωπους ψευτοπερήφανους.
ΙΙ
Μάτια που δεν τολμώ να αντικρίσω στα όνειρα
Στο ονειρικό βασίλειο του θανάτου,
Ποτέ δεν φανερώνονται:
Είναι εκεί, στα μάτια
Του ήλιου, φως σε σπασμένη στήλη,
Εκεί, είναι ένα δέντρο που σαλεύει
Κι ακούγονται φωνές
Μες στο τραγούδισμα του ανέμου,
Πιο μακρινές και πιο επίσημες
Από ένα αστέρι που αργοσβήνει.
Ας μη βρεθώ κοντύτερα
Στο ονειρικό βασίλειο του θανάτου,
Ας φορέσω ακόμα
Τέτοιες μεταμφιέσεις, υπολογισμένες,
Τομάρι ποντικού, φτερά κόρακα, ξύλινο σκιάχτρο
Σ’ ένα χωράφι,
Πηγαίνοντας με τη φορά του ανέμου,
Όχι κοντύτερα ---
Όχι το τελευταίο τούτο συναπάντημα
Στο βασίλειο του λυκόφωτος.
ΙΙΙ
Αυτή είναι η πεθαμένη χώρα,
Αυτή είναι η χώρα των κάκτων,
Εδώ τα πέτρινα είδωλα
Υψώνονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία ενός νεκρού χεριού,
Κάτω από το τρεμοφέγγισμα ενός άστρου που σβήνει.
Έτσι είναι τάχα
Στο άλλο βασίλειο του θανάτου,
Να ξυπνάμε ολομόναχοι
Την ώρα που
Σπαρταράμε από τρυφερότητα.
Χείλη που θα γύρευαν φιλιά
Τροχίζουν προσευχές σε σπασμένη πέτρα.
IV
Δεν είναι εδώ τα μάτια,
Δεν είναι εδώ κανένα μάτι,
Σε τούτη την κοιλάδα των ετοιμοθάνατων άστρων
Σε τούτη την κούφια κοιλάδα,
Το σπασμένο τούτο σαγόνι των χαμένων μας βασίλειων.
Στο τελευταίο τούτο συναπάντημα
Ψηλαφούμε μαζί
Κι αποφεύγουμε τα λόγια
Μαζεμένοι σε τούτη την όχθη του φουσκωμένου ποταμού.
Τυφλοί ωσότου να
Ξαναφανούν τα μάτια,
Σαν το αιώνιο αστέρι,
Ρόδο πολύφυλλο,
Στο δειλινό βασίλειο του θανάτου,
Η μόνη ελπίδα
Των κούφιων ανθρώπων.
V
Όλοι γύρω γύρω στη φραγκοσυκιά
Στη φραγκοσυκιά, στη φραγκοσυκιά,
Όλοι γύρω γύρω στη φραγκοσυκιά
Το πρωί στις πέντε η ώρα.
Ανάμεσα στην ιδέα
Και στην πραγματικότητα,
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στην πράξη
Η Σκιά πέφτει
«Ότι Σου Εστίν η Βασιλεία».
Ανάμεσα στη σύλληψη
Και στη δημιουργία,
Ανάμεσα στη συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σκιά πέφτει
«Ο βίος εστί μακρός».
Ανάμεσα στον πόθο
Και στο σπασμό,
Ανάμεσα στην παντοδυναμία
Και στην ύπαρξη,
Ανάμεσα στην ουσία ‘
Και στην κάθοδο
Η Σκιά πέφτει
«Ότι Σου Εστίν η Βασιλεία».
Ότι Σου εστίν ....
Ο βίος ....
Ότι Σου εστίν η ....
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι μ’ ένα χτύπο, μα μ’ ένα λυγμό,
66.10. ΜΑΡΙΝΑ
Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?
(Ποιος είναι αυτός ο τόπος, ποια γη, ποιο
μέρος του κόσμου;)
Ποιες θάλασσες και ποιες ακτές ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Και ποιο νερό που γλείφει την πλώρη
Και το άρωμα του πεύκου κι η τσίχλα που κελαηδάει στην
καταχνιά
Ποιες εικόνες γυρίζουν
Ω! Κόρη μου!
Εκείνοι που ακονίζουν το δόντι του σκυλιού, δείχνοντας
Θάνατο
Εκείνοι που σπινθηροβολούν με τη δόξα του κολιβριού, δείχνοντας
Θάνατο
Εκείνοι που κάθονται στο αχούρι της ικανοποίησης, δείχνοντας
Θάνατο
Εκείνοι που υποφέρουν την έκσταση των ζώων δείχνοντας
Θάνατο
Έγιναν ανυπόστατοι, τους μίκρυνε ένα φύσημα
Μια πνοή του πεύκου, κι η δασοτραγουδισμένη καταχνιά
Εκείνη η γοητεία τους πήρε την ουσία.
Τι πρόσωπο είναι αυτό, λιγότερο λαμπρό και πιο πολύ λαμπρό
Ο σφυγμός στο χέρι, λιγότερο δυνατός και πιο πολύ δυνατός ---
Δοσμένο ή δανεισμένο; Μακρύτερα από τ’ άστρα, κοντύτερα στο
μάτι
Ψίθυροι και πνιχτά γέλια ανάμεσα σε φύλλα και πόδια βιαστικά
Βαθιά στον ύπνο, όπου ανταμώνουν όλα τα νερά.
Πρόβολος ραγισμένος απ’ τον πάγο και χρώμα ραγισμένο από τη ζέστη.
Το έκανα αυτό, το ξέχασα
Και το θυμάμαι.
Η αρματωσιά αδυνατισμένη και το καραβόπανο σαπισμένο
Ανάμεσα σ’ έναν Ιούνη κι έναν άλλο Σεπτέμβρη.
Το έκανα αυτό δικό μου χωρίς να ξέρω, με μισή συνείδηση,
άγνωστος.
Οι σανίδες στο πιστρόφι μπάζουνε νερά, οι αρμοί θέλουνε
καλαφάτισμα
Αυτό το σχήμα, αυτό το πρόσωπο, αυτή η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ ένα κόσμο ενός καιρού μακριά από μένα,
Ας εκχωρήσω τη ζωή μου σ’ αυτή τη ζωή, το λόγο μου σ’ αυτόν τον
ανείπωτο,
Τον αφυπνισμένο, χωρισμένα χείλια, την ελπίδα, τα νέα καράβια.
Ποιες θάλασσες και ποιες ακτές και ποια νησιά γρανίτες στ’ άρμενά
μου
Κι η πρόσκληση της τσίχλας μες στην καταχνιά
Κόρη μου.
67. WILFRED OWEN (1893 – 1918)
Ουίλφρεντ Όουεν
67.1. ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Φάνηκε σα να ξέφυγα απ’ τη μεγάλη μάχη
Και μπήκα σε μια σήραγγα από καιρό σκαμμένη
Που πόλεμοι τιτανικοί την είχαν στρογγυλέψει.
Βογκούσαν δίπλα μου πολλοί που έμοιαζαν κοιμισμένοι
Πολύ βαθιά στο θάνατο ή σε σκέψεις βυθισμένοι.
Τότε καθώς τους κοίταζα, πετάχτηκε ένας πάνω
Σα να με γνώρισε, έστεκε με μάτια καρφωμένα
Σηκώνοντας τα χέρια σαν να ‘θελε να ευλογήσει.
Κι απ’ το νεκρό το γέλιο του γνώρισα αυτή τη σάλα
Κι ένιωσα πως στην κόλαση μας είχανε βυθίσει.
Από τα βάσανα είχε αυτός πρόσωπο φαγωμένο.
Καθόλου εκεί δεν έφτανε αίμα απ’ τον πάνω κόσμο
Κι όπλο δεν ακουγότανε μπαρουτοκαπνισμένο.
«Φίλε μου, εδώ δεν είν’ καμιά αιτία για πένθος», είπα,
«Καμιά», είπε αυτός, «με εξαίρεση τα χρόνια τα φθαρμένα
Της δυστυχίας. Κι αν φίλε μου έχεις καθόλου ελπίδα,
Είχα κι εγώ τα νιάτα μου που πήγανε χαμένα
Σ’ άγρια κυνήγια για να βρω την ομορφιά στον κόσμο,
Που βρίσκεται όχι σε λαμπρά μάτια ή μαλλιά πλεγμένα,
Μα εμπαίζει την αιώνια ροή της ώρας και του χρόνου
Κι άμα λυπάται η λύπη της είν’ από δω πιο πλούσια.
Γιατί ίσως άνθρωποι πολλοί γέλασαν στη χαρά μου
Μα υπάρχει κάτι ακόμα εδώ από τη συμφορά μου
Που πρέπει να πεθάνει πια. Η αλήθεια η φυλαγμένη
Κι η λύπηση του πόλεμου κι ο πόλεμος της λύπης.
Τώρα με όσα χαλάσαμε θα ‘ν’ ευχαριστημένοι
Οι άνθρωποι ή ίσως όχι, αφού ακόμη βράζει το αίμα
Και τα όπλα δεν αφήνουνε, κι ας χάνεται η οικουμένη.
Μα τώρα θα ‘ναι γρήγοροι με τίγρισσας σβελτάδα.
Είχα μεγάλη θέληση κι ήτανε το όραμά μου
Είχα όμως και σοφία πολλή κι ήταν η μαστοριά μου
Να χάνω την πορεία ενός κόσμου που υποχωρούσε
Σε κάστρα που είναι ανώφελα και που δεν έχουν τείχη.
Κι αν το αίμα χύνονταν πολύ και τα άρματα χαλούσε
Τότε θα πήγαινα κι εγώ μαζί για να τα πλύνω
Ακόμα και μ’ αλήθειες που είναι βαθιά κρυμμένες
Και θα ‘χυνα το πνεύμα μου χωρίς να το λυπάμαι
Αλλά όχι σε λαβωματιές ή μάχες λυσσασμένες.
Αιμορραγούν χωρίς πληγές τα στήθη των ανθρώπων.
Εγώ είμαι ο εχθρός που είχες εσύ, φίλε, προχτές σκοτώσει,
Σε γνώρισα στη σκοτεινιά γιατί είχες κατσουφιάσει
Και τότε που με τρύπησες και μ’ έκοψες με βιάση.
Σ’ απόφυγα, όμως βάρυναν τα χέρια μου κι η πνοή μου.
Ας κοιμηθούμε τώρα πια ....
68. HUGH MACDIARMID (1892 – 1978)
Χιου Μακ Ντάιαρμιντ
Σκότος
68.1. ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ
Πέστε ότι η μόνη συνοχή
Που υπάρχει στην εξέλιξη της ποίησής μου
Μοιάζει μ’ ασπραγκαθιά
Που πρώιμα την Άνοιξη βγάζει
Φρέσκα σμαράγδια κι έπειτα, όπως θέλει η προσταγή της φύσης,
Σκοτεινιάζει και βαθαίνει παίρνοντας
Αποχρώσεις βυσσινόμορφες, ροδόχρωμες και σταχτιές.
Συχνά όλα αυτά τα χρώματα μαζί χύνονται
Σε ένα ευχάριστο κι αρμονικό καλούπι.
Άλλοτε πάλι το ένα διαδέχεται το άλλο. Εντούτοις μέσα
Σ’ όλες αυτές τις αλλαγές της αγκαθιάς
Μ’ όποια σειρά κι αν γίνουν, ένα είναι σίγουρο:
Ότι τ’ αγκάθια γυαλίζουν μ΄ εκθαμβωτικά κόκκινη λάμψη.
Κι όταν τα φύλλα πέσουνε
Ή μείνουν μόνο μερικά κουρέλια τους
Το δέντρο καταδικασμένο στο χειμώνα
Στέκεται ορθό ως το τέλος
Όχι γυμνό, κιτρινισμένο κι αξιολύπητο
Αλλά σαν ασημένιο κηροπήγιο στολισμένο
Μ’ άπειρα σημάδια από ρουμπίνι
Που βασιλεύουν σ’ όλο το τοπίο και φαίνονται
Ακόμα κι από απόσταση μεγάλη
Σαν φλόγινες κουκίδες ζωντανής φωτιάς.
Πως έτσι μπορεί να ‘ναι
Και με τα ποιήματά μου μέχρι και την έσχατη ματιά
Είναι η μοναδική μου επιθυμία.
Όλα τ’ άλλα πρέπει να θυσιαστούν σ’ αυτόν τον μέγιστο σκοπό.
Δε με φοβίζουν οι ταλαιπωρίες. Λογάριασα το κόστος.
Εγώ με το αίμα της καρδιάς μου κι η ασπραγκαθιά με τ’
ασπραγκάθια
Που γλυκαίνουν κι εξευγενίζονται με τον παγετό.
Δέστε πώς καίγονται εκείνα τ’ ασπραγκάθια, εκεί, κάτω απ’ τ’
αμάξι
Μέσα σε τούτο τον αγέρα του φθινόπωρου που αγγίζει σαν
βαμβακερό πανί,
Όταν η γη έχει τη ζελατινιένα πλαδαρότητα ενός σώματος νεκρού
στο σύνολό του,
Μ’ όλο που οι ιστοί του είναι ακόμη ζωντανοί.
Η ποίηση είναι ανθρώπινη ύπαρξη που ήρθε στη ζωή.
Η ένδοξη δύναμη που κάποτε έφτιαξε τον κόσμο
Μεταμορφώνει όλα τ’ άλλα σε δημιουργία άδεια κι άχρηστη,
Το λουλούδι και το φρούτο, το μέσο κι ο σκοπός,
Που κέρδισαν τα υπόλοιπα είναι ανάγκες που τις ξεπερνάει κανείς
με το μαχαίρι,
μοιάζοντας με άνθρωπο που ανέβηκε ψηλά
κλωτσώντας μακριά τη σκαλωσιά που τον βοήθησε ν’ ανέβει.
Αυτός ο μονολιθικός ζήλος, αυτή η φανατική αφοσίωση στην τέχνη
Είναι χωρίς αμφιβολία ξένη για την αγγλική ποιητική
ιδιοσυγκρασία,
Αυτή η «περιοριστική σφοδρότητα» όπως λένε οι Άγγλοι.
Όμως εγώ την έχω όπως κι εσύ Γέητς, φίλε μου,
Και θα την έχω μέσα μου όπως μέσα σου ως το τέλος.
Εγώ που είμαι άπειρα περισσότερο μη Άγγλος από σένα
Κι έστρεψα τη Σκοτία στην ποίηση σαν τις γυναίκες που
Πάνω στο πάθος τους εκκρίνουνε υγρά και κάθε τόσο
Αναζητούν λύση στ’ αρώματα πάλι και πάλι.
Το ίδιο πιστεύω και για σένα Τζόυς και για τον Γέητς και γι’
άλλους πεθαμένους,
Καθώς βαδίζω τούτο το φθινόπωρο και βλέπω
Τη σημύδα τρεμουλιαστά κρεμάμενη γεμάτη με στολίδια από
πολύτιμες πέτρες,
Τη λεύκα, τη λυγαριά και την ιτιά
Να ‘χουνε χρώμα σφυρηλατημένου χρυσαφιού της Αυστραλίας,
Την συκομουριά με πλούσιο χρυσαφί χρώμα σταχυού,
Τη φτελιά γονατισμένη απ’ τους καρπούς,
Τη βελανιδιά όλο στίγματα χρυσά με απόχρωση σολομού,
Τις οξιές πελώριες δάδες από ζωντανό πορτοκαλένιο χρώμα.
Τα φθινοπωρινά φυλλώματα ψηλά απ’ την πεντακάθαρη
Όχθη καθρεφτίζουν τον εαυτό τους κατά κύματα
Πάνω στο εβένινο και ασημένιο ρεύμα που κυλάει ελεύθερα
Πέρα απ’ τους ύφαλους των χαλικιών.
Αργοπορώ εκεί που κάποια ιτιά γέρνει πάνω στο ρυάκι
Με τα λαδιά της φύλλα λασπωμένα με ατόφιο χρυσάφι.
Πέρα απ’ την ιτιά μια μικρή οξιά
Φλέγεται κατακόκκινη σαν αίμα
Παραβγαίνοντας σε ένταση με τα βυσσινοκόκκινα πυρακτωμένα σύννεφα
Που κρέμονται πάνω απ’ τον πορφυρό κορμό μιας αγριοκερασιάς,
Ψηλότερα στο πρόσωπο της βουνοπλαγιάς.
Και πέρα ο εύκαμπτος σταχτοπράσινος κορμός μιας φλαμουριάς με τα
κλωνιά του
Σκεπασμένα με τις κανελιές δαντέλες της σαμάρας.
(Και θυμάμαι πώς τον Απρίλη πάνω στα γυμνά κλαδιά τους
Τα λουλούδια βάζουνε λουριά στον τράχηλο σαν τις ακούρευτες ράχες
Γαλλικών σκυλιών --- σαν κάποια θλιβερή μουριά τον πρώτο της καιρό,
Πριν βγουν τα πρώτα φτερωτά μπουμπούκια
Των μακρύμισχων, καλοζυγισμένων, εφταδάχτυλων φύλλων).
Ακόμα κι ο πετρίτης παύει το τραγούδι του
Σ’ αυτά τα χρυσαφένια υπόστεγα.
Άλλοι μάστορες του λόγου μπορεί να γράφουν εύληπτα
Ακόμη και στη μείζονα κλίμακα του ντο.
Όμως εμείς --- εμείς παίρνουμε το «στρατί του ηράνθεμου»
Που βγάζει στη δωδεκαφωνική θριαμβευτική πυρά.
Δεν είναι ατέλειωτες αυτές οι αλλαγές μορφής
Παρόλο που είναι ίσως δύσκολο να τις δει κανείς όλες.
Είναι σίγουρα δύσκολο να γίνει αντιληπτό αυτό που δεν υπάρχει.
Αλλά εξακολουθώ στο δάσος μας να προσπαθώ να κάνω και τα δυο,
Και μ’ όλο που έχω πια πολύ καιρό να δω κάποια μορφή
καινούρια,
Δεν είμαι διόλου κουρασμένος που έχω φυλλοστοιχηθεί
Εδώ αντί οπουδήποτε αλλού,
Οπουδήποτε αλλού --- εκτός από την αίσθησή μου για την τάξη των
πραγμάτων.
Η χρυσαφιά άκρη ενός κλώνου προς το ηλιόγερμα, ο κεραμιδένιος
δρόμος του,
Που σχηματίζει μια διπλή καμπύλη, σφύρα κι άκμονας μαζί,
Μοιάζει συχνά σαν κίνηση που θα μπορούσε να με στηρίξει
Ευτυχισμένο μέχρι το άπειρο. Όμως κι έτσι είμαι χαρούμενος,
Όταν ξαφνικά σταματάει και βρίσκω τον εαυτό μου
Να μην ακολουθεί άλλο ένα ρυθμό εντεριώνης,
Μα να πηδάει μέσα στο υλικό του φύλλου, σε ένα ξεκαθάρισμα
λογαριασμών γης και αέρα
Ή με τα μούτρα μες σε δροσοστάλαχτους κισσούς ή σε μια φτέρη
Ή αιχμαλωτισμένο μέσα σ’ ένα σκοτεινό βατοπολτό ή ακόμη
Στο ύπαιθρο πάλι να παρατηρεί μιαν αλγεινή υπεργαλάκτωση
άστρων.
Από το «Εις Μνήμην Τζέημς Τζόυς»
70. DAVID JONES (1895 – 1974)
Ντέιβιντ Τζόουνς
70.1. A, A, A, DOMINE DEUS
Είπα, Α! Τι να γράψω;
Έψαξα πάνω, έψαξα κάτω.
(Πρωτύτερα με είχε εξαπατήσει
Με τις πολύπλοκες ενέδρες του).
Ζήτησα το σύμβολό Του στην πόρτα.
Έψαξα για πολύ καιρό
στη φύση και στους χάρτες.
Πέρασα το χέρι πάνω από ασήμαντες διασταυρώσεις.
Ταξίδεψα ανάμεσα στις νεκρές μορφές
που η αιτιότητα προβάλλει από κολώνα σε πυλώνα.
Κούρασα τα μάτια του εγκεφάλου μου
κοιτάζοντας τα χρώματα και τα φώτα.
Μοιράστηκα τις Πληγές του
σ’ ακροφύσια και δοχεία.
Θαύμασα τα αυτόματα συστήματα.
Δοκίμασα τ’ ανόητα υποδείγματα
δίχως προκατάληψη.
Ήμουνα στη σκοπιά μου
όχι για να καταδιώκω το ανοίκειο.
Γιατί είναι εύκολο να Τον χάσεις
στο γύρισμα κάποιου πολιτισμού.
Κοίταξα τους τροχούς να περιστρέφονται μήπως και δω τα ζωντανά πλάσματα όπως την εμφάνιση των λύχνων, μήπως και δω τον Ζωντανό Θεό να προβάλλεται από την Μηχανή. Είπα στον τελειοποιημένο χάλυβα γίνε αδερφή μου και για τους γυάλινους πύργους σκέφτηκα ένοιωσα μερικές αρχές της δημιουργίας Του, αλλά A, a, a, Domine Deus
, τα χέρια μου βρήκανε τα στίλβοντα έργα ανεπεξέργαστα και το φοβερό κρύσταλλο ζυμάρι .... Eia Domine Deus.
72. STEVIE SMITH (1902 – 1971)
Στήβι Σμιθ
72.1. ΒΟΥΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΙ ΟΧΙ ΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ
Κανένας δεν τον άκουσε τον πεθαμένο
Κι όμως ακόμα κείτονταν εκεί βογκώντας:
Εγώ ήμουνα πολύ μακρύτερα απ’ όσο με νομίζατε
Βουλιάζοντας κι όχι χαιρετώντας.
Τον φουκαρά, αγαπούσε πάντοτε τα γλέντια ---
Είπαν οι φίλοι του --- και τώρα είναι νεκρός.
Δεν άντεξε η καρδιά του, ήτανε κρύος
Πολύ ο καιρός.
Ω! Όχι όχι όχι, πάντοτε ήταν κρύος ο καιρός
(Ακόμα ο πεθαμένος κείτεται βογκώντας).
Εγώ ήμουν πάντοτε μακριά ολόκληρη ζωή
Βουλιάζοντας κι όχι χαιρετώντας.
72.2. Η ΑΙΜΙΛΙΑ ΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ
Η Μέιμπελ παντρεύτηκε την περασμένη εβδομάδα
Έτσι τώρα μονάχα ο Τομ μας έφυγε.
Ο γιατρός βρήκε πολύ κακό το βήχα του Άρθουρ
Είμαι συνέχεια στο κρεβάτι από το Πάσχα
Μια ενόχληση απ’ την παλιά μου αρρώστια.
Σήμερα έχω κατεβεί στο ισόγειο
Καθώς γράφω το γράμμα τούτο
Ακούω τον Άρθουρ να πηγαινοέρχεται στο πάνω πάτωμα
Του αρέσει συνεχώς να τριγυρίζει
Και δόξα τω θεώ έχει χώρο άφθονο γι’ αυτό.
Έχουμε εφτά κρεβατοκάμαρες
Κι ένα ξενώνα
Όπου μένουν ο οδηγός μας κι η γυναίκα του
Πρέπει να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι
Που ο νέος εφημέριος μας επισκέφτηκε χτες
Ο κόσμος λέει πως έχει κάτι διαφορετικό
Αλλά μ’ αφήνει κάπως αδιάφορη
Νομίζω πως δεν είναι τόσο καθωσπρέπει.
Μάλιστα, τον θυμάμαι τον Μόρις πολύ καλά
Παράξενο να παντρευτεί σ’ αυτή την ηλικία
Εκείνη πρέπει να ‘ναι παλαβή.
Το ‘μαθες πως η Μέυ μετακόμισε;
Από τότε που ο Έντουαρντ πέθανε αισθανόταν πολύ μόνη
Ήταν καρκίνος.
Όχι, δεν ξέρω τίποτε για την Μοντ
Πραγματικά δεν θέλω πια ν’ ακούσω τ’ όνομά της
Νομίζω πως η Μοντ
Είναι μια παλιογυναίκα.
Η υπηρέτριά μας έφυγε
Δόξα σοι ο Θεός που ξεκουμπίστηκε
Τα μεροκάματα είναι πολύ μεγάλα εδώ στο Τόνμπριτζ.
Χρυσή μου, γράψε μου και πες μου πώς είσαι
Και πώς είναι τα κορίτσια
Η Φοίβη κι η Ροδούλα.
Θα ‘ναι πραγματικά μεγάλη βοήθεια για σένα
Η Φοίβη κι η Ροδούλα.
73. CECIL DAY LEWIS (1904 – 1972)
Σέσιλ Ντέι Λιούις
Αγγλοϊρλανδός
73.1. ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΤΑΙ
Σαν κάποιος που σε χτίσματα αρχαία περιπλανιέται
Στο θάμπος του μεσημεριού ψάχνοντας ηρεμία,
Και βρίσκει ένα κρησφύγετο κλειστό από βραχοπτώσεις,
Ψηλαφιστά μες σε στοές όπου χτυπά ο γρανίτης
Τις ανοιχτές παλάμες του ή τις φτέρνες του όπως τρέχει.
Πηγαίνει σαν παλίρροια στου φεγγαριού το νεύμα,
Ή σαν το στόμα που τυφλά βρίσκει το ρωγοβύζι.
Εφιάλτες του ταλαιπωρούν τα μπράτσα και στενεύουν
Των οριζόντων τη γραμμή, κι ελάχιστη έχει ελπίδα.
Στάλες αργές είν’ τα λεπτά κι ο χρόνος σταλακτίτης,
Γιατί το τίποτε εισχωρεί εδώ και λέει την ώρα,
Ο ήλιος πια δεν προχωρεί κι αργό είναι το φεγγάρι.
Ψάχνει κάποιο άνοιγμα να βρει --- μόνο για να ‘βγει έξω,
Να δει το σκοτεινό γυαλί να κόβεται απ’ τη μέρα
Και να ξεκουραστεί ξανά μες στου φωτός τον κόρφο.
Γυρεύουμε ένα κόσμο νέο στα χτίσματα τα αρχαία,
Που η ελπίδα του όλη βρίσκεται μέσα στη γη σα σπόρος,
Κι η αυγή του το χρυσάφι της το παίρνει απ’ το σκοτάδι.
Καθώς το φως δεν μας πτοεί μα ούτε κι σκιά μας σκιάζει
Σε ζούγκλες ταξιδεύουμε σαν τους Ιησουίτες
Σκόπιμα τις πρωτόγονες φυλές ακολουθώντας
Με του Χριστού τη θέληση και της γεωργίας την τέχνη.
Σαν τρένο που σε υπόγεια διαδρομή διαβαίνει
Και βρίσκει πάντα ηλεκτρισμό σε μακρινές γεννήτριες.
Σε μας παρόμοια ορμητικός στροβιλισμός γεννιέται
Και τρέχουμε σε σταθερές γραμμές οδηγημένοι.
Το τρένο θα ξεπεταχτεί προς στο σταθμό απ’ το τούνελ,
Και στην πεδιάδα θ’ απλωθεί παντού η ιχνηλάτησή μας,
Καθώς αποκαλύπτει η γη αυτά που οι λόφοι κρύβουν.
Το τίναγμα είναι εκρηκτικό προς του φωτός τη λάμψη.
74. SIR JOHN BETJEMAN (1906 – 1984)
Σερ Τζον Μπέτζεμαν
74.1. ΜΠΡΙΣΤΟΛ ΚΑΙ ΚΛΙΦΤΟΝ
«Ναι, ήμουν απλός βοηθός εδώ επίτροπου όταν ήρθες
Για τελευταία φορά στη Βραδινή Ομιλία.
Μα αφού έχω πάρει πια απ’ την Τράπεζα τη σύνταξή μου
Έχω καιρό για τα λογιστικά της εκκλησίας.
Μετακομίσαμε σε πιο μεγάλο σπίτι
Απ’ ό,τι τότε που μας είδες στην οδό Μανίλας.
Το παραθύρι αυτό έχει αφιερωθεί στη σύζυγό μου.
Δεν μπορείς τώρα να το δεις καλά, όμως τη μέρα
Τα πράσινα και χρυσαφιά είναι στ’ αλήθεια εξαίσια».
Τι λυπηρό πραγματικά. Δεν εννοώ βεβαίως
Το παραθύρι αυτό, μιλώ για της κυρίας
Μπάτλκοκ το θάνατο. Πότε συνέβη αλήθεια;»
«Δυο χρόνια πριν. Λίγο μετά τη μετακόμισή μας
Στην οδό Πέμπροκ. Ήτανε πολύ γι’ αυτήν, φοβάμαι,
Δύσκολο πράγμα τα σκαλιά κι η υπόγεια κουζίνα
--- όχι πως έκανε ασφαλώς δουλειά παραδουλεύτρας ---
Αλλά επιβλέποντας τους υπηρέτες όλη μέρα
Έπρεπε συνεχώς ν’ ανεβοκατεβαίνει».
«Τι λυπηρό πραγματικά. Καημένη κυρία Μπάτλκοκ».
«Η δόξα των ανθρώπων ζει μετά το θάνατό τους.
Έτσι έδωσα στο παραθύρι ετούτο τ’ όνομά της.
Το ‘χει κατασκευάσει μια εταιρία από το Μπρίστολ.
Αυτός που το σχεδίασε ήτανε γυναίκα
Κι έβαλε εκείνο εκεί το πρόσωπο στ’ αριστερό του μέρος,
Που μοιάζει πράγματι αρκετά με την κυρία Μπάτλκοκ».
«Τι ωραίο!»
«Ναι, στ’ αλήθεια. Είχαμε στο σπίτι
Της οδού Πέμπροκ ένα παραθύρι πλάι στη σκάλα
Που ‘χε γυαλί χρωματιστό. Αλλά όχι τόσο ωραίο.
Το παραθύρι αυτό είναι η δόξα αυτής της εκκλησίας.
Τουλάχιστον αυτό πιστεύω --- κι αποκάτω δείχνει
Αμόλυντη η άβαφτη βελανιδιά. Από τότε
Που έδωσα τη βελανιδιά η επιγραφή δεξιά σου
Μιλάει γι’ αυτό. Η Λέσχη Ντόρκας έχει φτιάξει εκείνους
Τους μπλε προσκυνητές, μ’ όλο που εμείς δεν προσκυνάμε
--- Τα προσκυνήματα τ’ αφήνουμε για τους καθολικούς μονάχα».
«Τι όμορφο πραγματικά! Τι ωραίο αλήθεια!»
«Βλέποντας ότι ξέρω από λογιστικά λιγάκι
Το ευγενικό Συμβούλιο της Ενορίας
Με διόρισε Αρχιεπίτροπο και χαίρομαι που λέω
Πως όλες οι υποθέσεις μας πηγαίνουν όπως πρέπει.
Βάλαμε προβολείς μες στο ιερό κι η σόμπα
Που ζέσταινε την εκκλησιά είχε πια παλιώσει.
Λοιπόν εγκαταστήσαμε καλοριφέρ και δίπλα
Στους τοίχους κι ανατολικά από τους διαδρόμους.
Το τελευταίο το έκανα από φόβο μήπως έρθει
Καμιά φορά στην εκκλησιά κανένας τυπολάτρης
Που θα θελήσει να υπάρχουνε βωμοί. Και τότε
Ίσως να βρει πως τα καλοριφέρ τον δυσκολεύουν.
Το μόνο εδώ αυστηρά πιστό στο τυπικό είν’ ο Δίσκος.
Θαρρώ πως γίνονται όλα με αρκετή μεγαλοπρέπεια.
Ο ίδιος εγώ τόνε κρατώ ψηλά κι ύστερα αμέσως
Μετρώ πόσα μαζέψαμε στο Ιεροφυλάκιο».
«Με συγχωρείς. Μήπως ακούγονται πολύ οι φωνές μας.
Θαρρώ πως μια γυναίκα εκεί κάνει την προσευχή της».
«Την προσευχή της; Τώρα πια τέλειωσε η λειτουργία
Κι εδώ ο καντηλανάφτης περιμένει για να σβήσει
Τα φώτα και να κλείσει το ναό. Δεν μπορεί να ‘ναι
Πιστή της Εκκλησίας της Αγγλίας. Άντε, γεια σου,
Ο καιρός φεύγει. Πρέπει να πηγαίνω. Να ‘ρθεις πάλι.
Εδώ στην ενορία μας μένει ενδιαφέρων κόσμος.
Ξέρω πολύ καλά την οικογένεια των Ινσκιπς».
76. WILLIAM EMPSON (1906 – 1984)
Ουίλιαμ Έμπσον
76.1. ΦΕΥΓΑΤΕΣ ΜΕΡΕΣ
Αργά το δηλητήριο μες σ’ όλο το αίμα απλώνει.
Προσπάθειες, λύπες, συμφορές ποτέ δε σε κουράζουν.
Μόνη απομένει η ερημιά κι η ερημιά σκοτώνει.
Κι αν πελεκάει την όψη σου κι αν το κορμί σου λιώνει,
Ως τη στερνή σου αναπνοή γυρεύει τη ζωή σου.
Αργά το δηλητήριο μες σ’ όλο το αίμα απλώνει.
Στραγγίσαν το αίμα ενός σκυλιού και του αίματος οι τόνοι
Κυλούν, καθώς ζωντάνεψαν οι πόθοι όλου του μήνα.
Μόνη απομένει η ερημιά κι η ερημιά σκοτώνει.
Τάφοι πολλοί κινέζικοι, λόφοι σκουριάς και χιόνι
Αρπάζουν το έδαφος μα αυτό ποτέ δεν κάνει πίσω.
Αργά το δηλητήριο μες σ’ όλο το αίμα απλώνει.
Όταν δεν έχεις πια φωτιά το δέρμα σου τσιτώνει.
Τέλεια φωτιά είναι ο θάνατος κι απ’ τις λειψές του φλόγες
Μόνη απομένει η ερημιά κι η ερημιά σκοτώνει.
Είν’ τα χαμένα ποιήματα, είναι οι μικροί σου πόνοι
Απ’ τις φευγάτες μέρες σου που σχίζουν την καρδιά σου.
Αργά το δηλητήριο μες σ’ όλο το αίμα απλώνει.
Μόνη απομένει η ερημιά κι η ερημιά σκοτώνει.
77. WYSTAN HUGH AUDEN (1906 – 1975)
Ουίσταν Χιου Ώντεν
77.1. ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ
Ας πούμε πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές,
Άλλοι ζουν σε μέγαρα κι άλλοι σε παράγκες ταπεινές:
Κι όμως, αγάπη μου, για μας εδώ δεν έχει θέση,
Για μας εδώ δεν έχει θέση.
Είχαμε κάποτε πατρίδα κι όλα μας φαίνονταν καλά,
Ψάξε στον Άτλαντα και θα την βρεις με τη σειρά:
Μα τώρα, αγάπη μου, εκεί δεν γίνεται να πάμε,
Εκεί δεν γίνεται να πάμε.
Στο κοιμητήρι του χωριού μια αγριόβατος φουντώνει.
Κάθε άνοιξη από την αρχή μες στ’ άνθη μεγαλώνει:
Τα διαβατήρια, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν αυτό,
Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του βλοσυρός,
«Αν δεν έχεις διαβατήριο, θεωρείσαι νομικά νεκρός»:
Ωστόσο εμείς, αγάπη μου, είμαστε ακόμα ζωντανοί,
Είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Πήγα σε κάποια επιτροπή τα θέματά μου να εξετάσω,
Με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω:
Όμως εμείς, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;
Σήμερα πού θα πάμε;
Πήγα σε μια συγκέντρωση κι ο ομιλητής σηκώθηκε να πει:
«Αν τους αφήσουμε να μπουν, θα μας κλέψουν το ψωμί».
Μιλούσε, αγάπη μου, για μένα και για σένα,
Για μένα και για σένα.
Ακούγονται μπουμπουνητά, στον ουρανό ψηλά βροντούν,
Ο Χίτλερ μπήκε στην Ευρώπη λέγοντας: «Πρέπει να εξοντωθούν».
Εμάς, αγάπη μου, είχε στο μυαλό του,
Εμάς είχε στο μυαλό του.
Είδα μια σκύλα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
Είδα μια πόρτα ορθάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
Όμως, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι,
δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.
Τράβηξα στο λιμάνι, στάθηκα στης αποβάθρας το πλευρό,
Είδα τα ψάρια ελεύθερα να κολυμπούν μες στο νερό:
Μόλις, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου,
Τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα στο δάσος, είδα στα δέντρα τα πουλιά,
Δεν είχανε πολιτικούς και τραγουδούσαν χαρωπά:
Εκείνα, αγάπη μου, δεν είν’ ανθρώποι σαν εμάς,
Δεν είν’ ανθρώποι σαν εμάς.
Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα πελώρια κτίρια,
Με χίλιες πόρτες και χιλιάδες παραθύρια.
Ούτε ένα, αγάπη μου, δεν ήτανε δικό μας,
Ούτε ένα δεν ήτανε δικό μας.
Στάθηκα μες στο χιόνι που ‘πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα,
Δέκα χιλιάδες στρατιώτες περπατούσαν όλοι αράδα,
Γυρεύοντας, αγάπη μου, εσένα και εμένα,
Εσένα και εμένα.
.
.
.
.
.
.